Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Μιχάλη Νικολακάκη, Νταν Τόντμαν, Βασίλη Παπαστεργίου, Ελένης Τάκου, Νένης Πανουργιά, Ιωάννας Μεϊτάνη, Κώστα Ζαφείρη, Δημήτρι Βεργέτη, Μάρκου Βογιατζόγλου, Στρατή Μπουρνάζου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 770
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 IANOYAΡΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είναι αθώο· η Hellenic Postbank όμως; ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗ Ένα χέρι που τοποθετεί ένα νόμισμα σε ένα γουρουνάκι-κουμπαρά: αυτή ήταν η κυρίαρχη αναπαράσταση του Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου για δεκαετίες. Τις τελευταίες μέρες όμως, το ΤΤ εμφανίστηκε ξανά στη δημόσια συζήτηση. Αυτή τη φορά ως αντικείμενο διαπλοκής και διαφθοράς, επιβεβαιώνοντας διαδεδομένες αντιλήψεις για την έκταση της διαφθοράς και επικυρώνοντας αντιπολιτικές απόψεις αναφορικά με τη «φυσική» και «αναπόφευκτη» ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στην πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Χωρίς να αρνούμαι τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που επενεργούν στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, θεωρώ ότι η τύχη του θεσμού και οι σημερινές εξελίξεις δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές έξω από τις κυρίαρχες οικονομικές αντιλήψεις που επικράτησαν στην Ελλάδα την περίοδο των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, του εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού και των παρεπομένων τους. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ξεκίνησε και λειτούργησε ως θεσμός κεντρικά ενθαρρυνόμνης και κατευθυνόμενης λαϊκής αποταμίευσης. Ως γνωστόν, ιδρύεται το 1900 στην Κρητική Πολιτεία. Με την Ένωση της Κρήτης μεταφέρει την έδρα του στην Αθήνα και βιώνει τις χρυσές του μέρες την περίοδο ακριβώς πριν τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του ’30, που θα σημάνει τη λήξη της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ο θεσμός καλείται να συμβάλει στην υλοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων όπως αυτά που υπάγονταν στο Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας, η Λίμνη του Μαραθώνα κλπ. Την περίοδο εκείνη ο θεσμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το αίτημα του βενιζελικού αστικού εκσυγχρονισμού, δίνοντας απαντήσεις στα ζητήματα που προξενούσε η απουσία μεγάλων συγκεντρώσεων κεφαλαίου, απαραίτητων για την προώθηση μεγάλων έργων σε συνεργασία του κράτους με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Το κράτος αναλάμβανε να ενθαρρύνει τη λαϊκή αποταμίευση και να τη διοχετεύσει στις κατευθύνσεις όπου οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της εποχής έκριναν σκόπιμο. Η ιστορία του θεσμού ακολουθεί αντίστοιχη πορεία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι δραστηριότητες του ΤΤ περιστρέφονται γύρω από τη δανειοδότηση δημοσίων έργων, καθώς και την αντιμετώπιση του οξύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει η μεταπολεμική Ελλάδα: την παροχή στεγαστικής πίστης για την «θεραπεία» του οικιστικού προβλήματος. tst Η πορεία της ουσιαστικής αλλαγής των λειτουργιών του ΤΤ εκκινεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Είναι η εποχή που η λαϊκή αποταμίευση ενθαρρύνεται πολιτικά να κατευθυνθεί προς το Χρηματιστήριο, το οποίο αποτελεί πια τον θεσμό που κατεξοχήν συμβολίζει το νέο κυρίαρχο οικονομικό δόγ-
Ο Μιχάλης Νικολακάκης είναι δρ κοινωνιολογίας, επιστημονικός συνεργάτης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
μα. Αν μέχρι τότε το ΤΤ αποτελούσε μορφή συσσώρευσης κεφαλαίου προς κοινωνικά συνομολογημένους σκοπούς, η λειτουργία αυτή ατονεί και παρουσιάζεται ως αναχρονιστική. Σε μια απελευθερωμένη και διεθνοποιημένη αγορά χρήματος, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία δεν έφερε πλέον το βάρος για τη δημιουργία εκείνων των μορφών εσωτερικής μικροσυσσώρευσης που θα εξυπηρετούσαν τις αναγκαιότητες της κοινωνίας και της οικονομίας. Η απεριόριστη επέκταση του τραπεζικού τομέα παρουσιαζόταν να δίνει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, γι’ αυτό και ο προτεινόμενος εκσυγχρονισμός του οργανισμού γίνεται μέσα από τη μετατροπή του το 2002 σε κανονική τράπεζα και το 2006 με την προώθηση της ιδιωτικοποίησής του διά της εισαγωγής του στο Χρηματιστήριο. Μέχρι εδώ, η παραπάνω ιστορία δεν μιλάει για τη διαφθορά ενός δημόσιου οργανισμού μέσα από την επέμβαση των πολιτικών ελίτ. Κάνει λόγο όμως για τη μετατόπιση της πίστης των πολιτικών ελίτ από την ιδέα ότι το κράτος είναι επιφορτισμένο με τον ρόλο της συγκρότησης και λειτουργίας αναπτυξιακών θεσμών, προς την αντίληψη ότι όλα τα σημαίνοντα αναπτυξιακά ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν άπαξ και η αγορά χρήματος απελευθερωθεί. Το 2008, χρονιά από την οποία εκκινεί το πόρισμα του εισαγγελέα των ημερών που διανύουμε, το ΤΤ μετονομάζεται σε Hellenic Post Bank, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές του. Βασική καινούργια δραστηριότητα είναι η εμπλοκή του — και συνάμα η κατεύθυνση δυνητικών μικροαποταμιευτών— στην αγορά χρηματοπιστωτικών παραγώγων, προϊόντων που συνολικά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έτεινε να αποφεύγει. Ταυτόχρονα, όπως μάθαμε πρόσφατα, ξεκινάει η παροχή δανείων χωρίς μηχανισμούς εξασφάλισης και εξέτασης της αναπτυξιακής σημασίας των διαφορετικών επενδύσεων. Μια νέα εποχή φαίνεται να ανατέλλει για τον θεσμό, καθώς οι συσσωρευμένες λαϊκές αποταμιεύσεις εξυπηρετούν τον αυτοσκοπό της ταχύτερης κυκλοφορίας του χρήματος, χωρίς να
θεραπεύουν συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Η τελική πώλησή του ΤΤ στην Eurobank το 2013, μέσω της διάσπασής του σε «καλό» και «κακό» τμήμα είχε ουσιαστικά επιταχυνθεί από το κούρεμα του PSI και την προηγούμενη επέκτασή του για την εξαγορά της Αspis Bank. Η εξέλιξη αυτή, όμως, δεν μπορεί να ερμηνευτεί απόλυτα ως αποτέλεσμα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης. Κι αυτό γιατί, από τη μία, κατά την προηγούμενη περίοδο, αυτή της χρηματοπιστωτικής επέκτασης, η διοχέτευση των δανείων προς συγκεκριμένες επενδύσεις ή καταναλωτικά δάνεια δεν εξυπηρετούσε κάποια αναπτυξιακή φιλοσοφία: αυτή καθαυτή η επιτάχυνση της διακίνησής τους αποτελούσε το πολιτικό σκεπτικό της ηγεσίας του οργανισμού. Και, από την άλλη, αν και ο οργανισμός παρουσιάστηκε ως ζημιογόνος για να επιταχυνθεί η συγχώνευσή του, αυτό εξυπηρετούσε μια ευρύτερη, ευρωπαϊκής πλέον κλίμακας, πρόθεση αναμόρφωσης των εθνικών τραπεζών προς την κατεύθυνση ενός πιο συγκεντροποιημένου, και άρα πολιτικά ελεγχόμενου, τραπεζικού συστήματος Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι το «αμαρτωλό τρίγωνο» (πολιτική εξουσία-τράπεζες-media) αποτελεί αποκύημα της υποτιθέμενης «λαϊκιστικής» ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε άλλο. Τα παραπάνω, ωστόσο, συνιστούν τις λογικές και απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμπέδωση και την εμβάθυνση ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας νευραλγικών οικονομικών θεσμών πάνω στην κληρονομιά ενός πελατειακού κομματικού συστήματος. Αν τα αγνοήσουμε, κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε ότι το σκάνδαλο του ΤΤ, θεσμού που κάποτε σχετιζόταν με τον δημόσιο τομέα, επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα απομάκρυνσης του Δημόσιου από οποιαδήποτε λειτουργία σχεδιασμού, συντονισμού και καθοδήγησης της οικονομίας – την ώρα που αποκαλύπτει ακριβώς το αντίθετο: ότι, δηλαδή, η στιγμή που οι πολιτικές ελίτ στρατεύονταν στην κατεύθυνση της απόσυρσης του κράτους από τις οικονομικές του λειτουργίες ήταν και η στιγμή που η απεριόριστη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα του κάθε καναλάρχη, μεγαλοεργολάβου ή εφοπλιστή νοηματοδοτούσε το κοινό σημαίνον του «δημοσίου συμφέροντος» με το πραγματικό περιεχόμενο της εξυπηρέτησης του εύκολου και αβασάνιστου πλουτισμού του μεμονωμένου επιχειρηματία.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
28
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η κατασκευή της μνήμης ΤΟΥ ΝΤΑΝ ΤΟΝΤΜΑΝ Υπάρχει μια διάσταση μεταξύ του δημόσιου και του ακαδημαϊκού λόγου σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημόσια εικόνα για το τι ήταν ο Πόλεμος (αίμα και λάσπη) και ποιος ο σκοπός του (μάταιος) έχει παραμείνει ακλόνητη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια —από τα τέλη της δεκαετίας του 1980— είχαμε μια εντυπωσιακή παραγωγή μελετών νέων επιστημόνων για τον Α΄ Παγκόσμιο, που εισήγαγε νέες οπτικές. Το ρευστό και το ακίνητο. Η έρευνα στο τεράστιο αρχειακό υλικό για τον Πόλεμο —το οποίο παρέμεινε ανεκμετάλλευτο μέχρι πρόσφατα, παρά τα σχετικά βιβλία που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα δεκαετιών— έχει αναδείξει μια πολυδιάστατη άποψη για πολλές πτυχές του Πολέμου: για τις στρατιωτικές τακτικές, τις σχέσεις μεταξύ του πεδίου της μάχης και του «εσωτερικού μετώπου», την κινητοποίηση του πληθυσμού, το φαινόμενο του «πολεμικού ενθουσιασμό». Η έρευνα επίσης επισήμανε ότι οι προηγούμενες ακαδημαϊκές γενιές θεωρούσαν εσφαλμένα τη μεταπολεμική ρητορική ως τεκμήριο για τις πραγματικότητες του Πολέμου — λ.χ. σε θέματα όπως η σημασία του πολέμου για τις γυναίκες, η πεποίθηση ότι ο πόλεμος ήταν «μάταιος» και η φύση του πένθους: * Η επί μακρόν επικρατούσα ιδέα ότι η συμβολή των γυναικών στον Πόλεμο τις έκανε να κερδίσουν το δικαίωμα ψήφου παραγνωρίζει τους αγώνες που έδωσαν οι σουφραζέτες προπολεμικά και αποκρύπτει την πολιτική επιλογή να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στις μεγαλύτερες γυναίκες, σε μια προσπάθεια ανακοπής του ριζοσπαστισμού. Η ιδέα μπορεί να έτυχε ευρείας αποδοχής μετά το 1918, αλλά αυτό δεν συνιστά αποδεικτικό στοιχείο για το ότι ο πόλεμος αποτέλεσε ορόσημο — πολλώ δε μάλλον κάτι «καλό» για τις Βρετανίδες. * Το πένθος εκατομμυρίων ανθρώπων καθώς και οι ακρωτηριασμοί πολλών από τους επιζώντες έκανε πολλούς Βρετανούς να αναρωτηθούν αν ο πόλεμος άξιζε αυτές τις θυσίες. Η απάντησή τους φαίνεται ότι συχνά ήταν καταφατική. Ήταν ένας πόλεμος με πλατιά λαϊκή υποστήριξη, και ίσως περισσότερο καθώς πλησίαζε στο τέλος παρά στο ξεκίνημά του. Μονάχα όταν είχαμε πια απομακρυνθεί κάπως από τον Πόλεμο, αλλά και λόγω της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1920, η πίστη στη ματαιότητα του πολέμου άρχισε να κερδίσει ευρεία αποδοχή. * Η βρετανική εμπειρία του θανάτου φαίνεται διαφορετική αν την εντάξουμε σε μια ευρωπαϊκή προοπτική — και μάλιστα καθιστά σαφές ότι η Βρετανία βγήκε με σχετικά ελαφρές απώλειες από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Αυτό, βέβαια, δεν υποβαθμίζει την τραγωδία των νέων που χάθηκαν ούτε ακυρώνει
Ο Dan Todman διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Queen Mary College, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Το άρθρο (που δημοσιεύεται εδώ με περικοπές) δημοσιεύθηκε στο opendemocracy, στις 11.11.2013.
τη θλίψη που συνέτριψε τους οικείους τους. Αλλά υποδηλώνει ότι ένα βασικό πρόβλημα για τη μεταπολεμική μνήμη δεν ήταν να θεραπεύσει το τραύμα του πένθους, αλλά να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που είχαν χάσει κοντινούς συγγενείς και εκείνους που δεν είχαν. Αυτή η ακαδημαϊκή επανάσταση είχε ελάχιστη επίδραση στη συλλογική μνήμη. Η κυρίαρχη εκδοχή του πολέμου που ανακυκλώνεται στην τηλεόραση, σε κύρια άρθρα εφημερίδων και διαδικτυακά φόρουμ είναι σταθερή: Ο πόλεμος ήταν μάταιος, και όσον αφορά τον τρόπο που διεξήχθη και όσον αφορά το αποτέλεσμά του. Ήταν μια μοναδική φρίκη: μια βρετανική τραγωδία (τείνοντας να ξεχάσουμε όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη). Μια γενιά χάθηκε. Ο καλύτερος μάρτυρας της εμπειρίας τους είναι το έργο των ποιητών του πολέμου. Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα. Ο κακός πόλεμος. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνιστά πλήρη διαστρέβλωση των γεγονότων και των αντιλήψεων της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου· αποτελούν όμως μια επιλεκτική και μεροληπτική ανάγνωση. Αυτά τα σύμβολα και οι ερμηνείες μπορούν να αναχθούν σε πραγματικές εμπειρίες του πολέμου, και ήταν σίγουρα ισχυρά στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να περιβάλλονται με το κύρος της αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Έχουν καταστεί πλέον η «προεπιλεγμένη ρύθμιση» για κάθε δημόσια συζήτηση. Για τους Βρετανούς, ο Α΄ Παγκόσμιος είναι ο «κακός πόλεμος», σε αντίθεση με τον Β΄ Παγκόσμιο. Και εκπληρώνει την εν λόγω λειτουργία τόσο καλά, που οι μελέτες είναι ανίκανες να τον μετακινήσουν απ’ αυτή τη συμβολική του θέση. Το μάλλον μελαγχολικό συμπέρασμα —για μια κοινωνία που έχει εμμονή με τον πόλεμο, καθώς και με την ιστορία- είναι ότι μια βαθύτερη κατανόηση της ιστορίας της δεν τη βοηθάει να διαυγάσει τις πράξεις της σήμερα. Μια πτυχή αυτής της ορθοδοξίας είναι ότι
όσο πιο περισσότερο φρικτός και άσκοπος θεωρείται ο πόλεμος, τόσο καθαγιάζονται οι βετεράνοι του. Όλοι εκείνοι που μετείχαν στον Πόλεμο θεωρούνται εξ ορισμού ήρωες, μόνο και μόνο γιατί μετείχαν. Πρόκειται για μια από τις εντυπωσιακότερες αποδείξεις της δυσκολίας να κατανοήσουμε την κλίμακα και τη φύση ενός βιομηχανοποιημένου ολοκληρωτικού πολέμου. Το αποτέλεσμα των μαζικών στρατών και των σύγχρονων όπλων ήταν ο διαχωρισμός, σε πολύ μεγάλο βαθμό της θητείας από τον ηρωισμό. Το ήμισυ του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού υπηρέτησε στον στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου — ανάμεσά τους, αναπόφευκτα, και πολλοί δειλοί, κλέφτες, βιαστές, απατεώνες και δολοφόνοι. Πολλοί στρατιώτες εκτελούσαν διοικητικά καθήκοντα μακριά από την πρώτη γραμμή. Και τα πυρά του πυροβολικού μπορούσαν να σε σκοτώσουν είτε εφορμούσες προς τον εχθρό είτε είχες τραπεί σε άτακτη φυγή. Μετά τον Πόλεμο, το πρόβλημα της επανένταξης όλων στην κοινωνία, της εξεύρεσης μιας περιεκτικής αφήγησης, λύθηκε με την έμφαση στην οικουμενικότητα του ηρωισμού. Μια βρετανική κοινωνία που μετά το 1960 απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις πραγματικότητες της στρατιωτικής θητείας -ενώ παρέμενε αφοσιωμένη σ’ αυτή φαντασιακά— δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το ρητορικό ορόσημο. To προσωπικό παρελθόν. Εάν το δημόσιο νόημα του πολέμου φαίνεται πια παγιωμένο, οι μορφές με τις οποίες εκφράζεται αλλάζουν σημαντικά. Τα επετειακά ντοκιμαντέρ μας δείχνουν πόσο έχει αλλάξει η σχέση μεταξύ των δημιουργών και των καταναλωτών λαϊκής κουλτούρας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Το 1994, το BBC πρόβαλε, για την πεντηκοστή επέτειο του Πολέμου, μια σειρά είκοσι έξι επεισοδίων με τίτλο «The Great War», βασισμένη σε αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις με βετεράνους. Υπήρχε μια φωνή που αφηγούνταν υποβλητικά, αλλά όχι παρουσιαστές. Για την ογδοηκοστή επέτειο, το BBC συνεργάστηκε με μια αμερικανική εταιρεία παραγωγής, για μια σειρά έξι εκπομπών με ακαδημαϊκούς που μιλούσαν ακατάπαυστα. Για την ενενηκοστή επέτειο, αξιοποίησε γνωστές τηλεπερσόνες, σε ένα αποκαλυπτικό ταΟ πόλεμος των παρακολουθήσεων Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς διοργανώνει εκδήλωση με θέμα «Ο πόλεμος των παρακολουθήσεων. Ο ρόλος ατόμων και συλλογικοτήτων ενάντια στο ψηφιακό πανοπτικόν». Ομιλητές: Γιώργος Παπανικολάου (P2P Foundation, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο), Αθηνά Καρατζογιάννη (University of Hull, παρέμβαση μέσω ίντερνετ), Αντρέας Καρίτζης (δρ φιλοσοφίας, μέλος της Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ). Η εκδήλωση γίνεται τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου, στις 7.00 μ.μ., στον Πολυχώρο της Ανοιχτής Πόλης (Πανεπιστημίου 56, Αθήνα, 1ος όροφος).
ξίδι που έφτανε μέχρι τη δράση των προγόνων τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλα αυτά κατέληγαν πάντα δίπλα στους τάφους και τα μνημεία, σε μια επίδειξη του σωστού τηλεοπτικού συναισθήματος, που απαιτούσε η στιγμή και ανέμενε το κοινό. Ο εστιασμός στο οικογενειακό ιστορικό ως μέσο για την κατανόηση του παρελθόντος είναι απολύτως ενδεικτικός για την κατακόρυφη αύξηση της σημασίας της οικογενειακής ιστορίας ως «χόμπι», ίσως και ως απάντηση στο —εγγενές στη νεωτερικότητα— ξερίζωμα. Η ανάγκη να αποκατασταθεί μια σχέση μεταξύ εκείνων που ζουν στη Βρετανία σήμερα και των προγόνων τους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί ισχυρό κίνητρο για πολλούς από όσους επιδιώκουν να διατηρήσουν τη «μνήμη» του Πολέμου. Αλλά η ιδέα ότι η κληρονομική γραμμή είναι ο μόνος, και μάλιστα ο καλύτερος, τρόπος για να προσεγγίσουμε το παρελθόν είναι εντελώς ανόητη. Το να παρουσιάζεις τον Πόλεμο μόνο με αυτούς τους όρους αποκλείει όσους δεν έχουν οικογενειακά κειμήλια ή πατρογονικές ιστορίες, ενώ στην πραγματικότητα εμποδίζει την αναμόρφωση του εθνικού αφηγήματος. Μια κοινωνία που είναι απασχολημένη να θρηνεί τους νεκρούς της ήρωες είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητήσει την αντίληψή της για τον κόσμο στον οποίο ζούσαν Εκείνοι και για όσα κληροδότησαν στις επόμενες γενεές. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΑΠΙΟΣ ΛΑΝΔΟΣ
Tα σεμινάρια του ΣΜΕΔ Ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών συνεχίζει τον κύκλο σεμιναρίων αυτομόρφωσης με γενικό τίτλο: «Ζητήματα μετάφρασης και επιμέλειας». Τα σεμινάρια είναι δωρεάν και θα γίνονται Κυριακές, 6 μ.μ., στα γραφεία του Συλλόγου (Μαυρικίου 8, Νεάπολη Εξαρχείων). Τα σεμινάρια ξεκινάνε σήμερα Κυριακή 19 Ιανουαρίου. Θα μιλήσει ο Κρίτων Ηλιόπουλος με θέμα «Ακραία γλωσσικά φαινόμενα σε μετάφραση (χιούμορ, βωμολοχία, αργκό κ.λπ.)».
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
29
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Μύθοι και αλήθειες για τη μετανάστευση Το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ εξέδωσε μόλις το βιβλιαράκι Η μετανάστευση στην Ελλάδα: έντεκα μύθοι και περισσότερες αλήθειες. Γραμμένο από τον Βασίλη Παπαστεργίου και την Ελένη Τάκου, έχει διπλό στόχο: να αποδομήσει τεκμηριωμένα βασικούς μύθους, και να προτείνει μια ρεαλιστική και δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, δηλαδή μια πραγματικά αριστερή πολιτική. Ζητήσαμε από τους συγγραφείς να μας παρουσιάσουν συνοπτικά μερικούς μύθους, μαζί με τις αλήθειες τους. ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΤΑΚΟΥ
«Δεν χωράνε άλλοι» Η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από την τρομοκρατία των αριθμών, καθώς η Ακροδεξιά ρίχνει στο τραπέζι εξωφρενικά νούμερα. Η Χρυσή Αυγή μιλά για 3.000.000 αλλοδαπούς, ενώ ανάλογοι ήταν και οι «υπολογισμοί» του ΛΑΟΣ. Ποια είναι η αλήθεια; Η απογραφή του 2001 έδειξε ότι στην Ελλάδα ζούσαν 762.191 αλλοδαποί, κυρίως από την Αλβανία, οι οποίοι έσπευσαν να απογραφούν, θεωρώντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν ενδεχομένως έναν τίτλο παραμονής. Το 2009, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών και της Ελληνικής Αστυνομίας, ζούσαν 620.000 μετανάστες με νόμιμη άδεια διαμονής, 217.000 ομογενείς, 126.000 πολίτες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 48.000 αιτούντες άσυλο. Δεν υπάρχει, βέβαια, δυνατότητα ακριβούς προσδιορισμού του αριθμού των μεταναστών «χωρίς χαρτιά». Το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής υπολόγισε τον αριθμό τους, στις αρχές του 2008, μεταξύ 172.250 και 209.402, ενώ μεταγενέστερες εκτιμήσεις τον ανεβάζουν, με ανώτατο όριο τις 350.000. Η απογραφή του 2011 καταγράφει περίπου 900.000 μετανάστες. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι πολλοί «χωρίς χαρτιά» δεν έχουν απογραφεί, είναι σαφές ότι η οικονομική κρίση συμπιέζει τον αριθμό των αλλοδαπών. Ο αριθμός των αλλοδαπών στην Ελλάδα ως ποσοστό επί του γενικού πληθυσμού (8,5-11%) είναι πράγματι μεγαλύτερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 6,5%) — γεγονός που οφείλεται και στο ότι η χώρα μας προχωρά με το σταγονόμετρο σε πολιτογραφήσεις, ακόμα και για ανθρώπους που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια εδώ.
«Ο νόμος για την ιθαγένεια, μαγνήτης για τους λαθρομετανάστες»
Την άνοιξη του 2013 ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Χαράλαμπος Αθανασίου δήλωνε: «Δίνουμε 10.000 ιθαγένειες τον χρόνο: δυο-τρεις κωμοπόλεις» — μην μπορώντας να αποκρύψει την πεποίθησή του πως κατά βάθος παραχωρούμε την ιδιότητα του έλληνα πολίτη σε εχθρούς. Ποια είναι η αλήθεια; Η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση απαιτεί εφτά χρόνια νόμιμης διαμονής και άλλες προϋποθέσεις, που οι πρόσφατα εισερχόμενοι μη νόμιμοι μετανάστες δεν πληρούν. Η απόκτηση ιθαγένειας δεν είναι εφικτή για κάθε νεοεισερχόμενο — ούτε και βασικός του στόχος, βέβαια. Την περίοδο εφαρμογής του Νόμου 3838/2010 άλλωστε, οι πολιτογραφήσεις
μειώθηκαν, ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούσε ομογενείς. Η απόδοση ελληνικής ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν ή ζουν εδώ από πολύ μικρή ηλικία (βάσει του Νόμου 3838/2010) δεν σχετίζεται με τη διαχείριση της μη νόμιμης μετανάστευσης. Πρόκειται για παιδιά που γνώρισαν σαν μοναδική τους πατρίδα την Ελλάδα, ενώ είναι εξωπραγματικά τα αστρονομικά νούμερα που «τεχνηέντως» διαρρέουν οι υπέρμαχοι του «καθαρού έθνους». Ο ηγεμονικός λόγος περί ιθαγένειας δεν είναι μόνο συντηρητικός και ατελέσφορος· είναι και υποκριτικός: «Η χώρα μας υπέστη μια άοπλη εισβολή εκατοντάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών. Δεν τους αντέχει ούτε η κοινωνία ούτε η οικονομία μας», έλεγε ο Αντώνης Σαμαράς στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, το καλοκαίρι του 2013. Λίγες μόλις μέρες αργότερα υποδεχόταν τον Γιάννη Αντετοκούμπο στο Μέγαρο Μαξίμου. Γεννημένος εδώ και έχοντας γνωρίσει την Ελλάδα ως μοναδική πραγματική πατρίδα, ο Γιάννης πληρούσε αναμφίβολα τις προϋποθέσεις του Νόμου 3838/2010 για κτήση ιθαγένειας. Πριν όμως προφτάσει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες, η σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών τις είχε «παγώσει». Ο μόνος λόγος για τον οποίο η ελληνική πολιτεία θεωρεί πως δικαιούται να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια είναι οι αθλητικές του ικανότητες — ειδάλλως, θα του επιφύλασσε την ίδια αντιμετώπιση με τα υπόλοιπα παιδιά δεύτερης γενιάς: το πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο.
«Μας παίρνουν τις δουλειές»
Καθώς η κρίση εντείνεται, αναβιώνουν εθνικιστικές ή/και συντηρητικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι μετανάστες αφαιρούν θέσεις εργασίας από τους γηγενείς. Ποια είναι η αλήθεια; Στην πρόσφατη ιστορία της μετανάστευσης δεν εντοπίστηκε —αν εξαιρέσουμε την οικοδομή— σοβαρός
ανταγωνισμός για τις ίδιες θέσεις εργασίας μεταξύ Ελλήνων και ξένων ούτε σοβαρή επίπτωση στο επίπεδο των μισθών. Οι μετανάστες απασχολήθηκαν σε θέσεις ανειδίκευτης και χειρωνακτικής εργασίας, μη δημοφιλείς στους ντόπιους. Αντίθετα, λόγω του χαμηλού κόστους της μεταναστευτικής εργασίας, δημιουργήθηκε πρόσθετη ζήτηση θέσεων εργασίας, η οποία δημιούργησε επιπλέον θέσεις απασχόλησης για γηγενείς. Η εκδήλωση της κρίσης το 2008 μεταβάλλει τα δεδομένα. Η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 7,5 στο 27,9%. Το 2008 υπήρχαν 300.000 άνεργοι και σήμερα 1.400.000, χωρίς να έχει αυξηθεί ο αριθμός των αλλοδαπών. Η ανεργία πλήττει τους μετανάστες περισσότερο, καθώς πρωτοεμφανίζεται ανταγωνισμός για επισφαλείς και κακοπληρωμένες εργασίες: το συνολικό ποσοστό της ανεργίας επιμερίζεται σε 24% για τους Έλληνες και σε 40,3% για τους αλλοδαπούς.
«Απειλείται η ζωή και η περιουσία μας»
Τον Νοέμβριο του 2012 ο Αντώνης Σαμαράς μίλησε δημόσια για την «ανακατάληψη» των κέντρων των πόλεων, που «έχουν καταληφθεί» από παράνομους μετανάστες. Συνέδεσε έτσι ευθέως τη μετανάστευση με την εγκληματικότητα και την –υποτιθέμενη— αύξησή της. Ποια είναι η αλήθεια; Τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας δείχνουν, πράγματι, αυξημένη συμμετοχή αλλοδαπών σε συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων. Ας δούμε τα δεδομένα. Οι παραβάσεις του νόμου «περί πνευματικών δικαιωμάτων» αφορούν ιδίως όσους συλλαμβάνονται για διακίνηση «πειρατικών» cd και dvd. Είναι όμως σαφές ότι οι αλλοδαποί αυτοί κατέχουν χαμηλή θέση στην πυραμίδα της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Επιπλέον, η δραστηριότητα αυτή αποτελεί μια από τις περιορισμένες δυνατότητες αξιοπρεπούς εργασίας για κάποιον «χωρίς χαρτιά» — γι’ αυτό ίσως δεν συγκεντρώνει την κοινωνική κατακραυγή. Η συνθήκη της παρανομίας, επίσης, είναι βασική αιτία για την αυξημένη συμμετοχή στην κατασκευή και χρήση πλαστών νομιμοποιητικών εγγράφων — η πολιτεία εδώ και οκτώ χρόνια δεν παρέχει καμία δυνατότητα
ΟΙ ΕΝΤΕΚΑ ΜΥΘΟΙ 1. «Δεν χωράνε άλλοι» 2. «Είναι όλοι λαθρομετανάστες» 3. «Το καινούργιο μειονοτικό ζήτημα» 4. «Ο νόμος για την ιθαγένεια είναι μαγνήτης για τους λαθρομετανάστες» 5. «Οι μετανάστες καλοπερνάνε στην Ελλάδα — Πρέπει να τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη για να φύγουν» 6. «Οι μετανάστες αποτελούν υγειονομική βόμβα» 7. «Έχουν έρθει και μας παίρνουν τις δουλειές» 8. «Απειλείται η ζωή και η περιουσία μας» 9. «Οι Αλβανοί έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία, αλλά οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί είναι άλλο πράγμα» 10. «Μεμονωμένα περιστατικά και αγανακτισμένοι πολίτες» 11. «Οι δικοί μας πατεράδες μετανάστευαν νόμιμα»
νομιμοποίησης. Όσον αφορά ανθρωποκτονίες, κλοπές και παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, ας συνεκτιμήσουμε τα ακόλουθα: Πρώτον, η μεγάλη πλειοψηφία των δραστών (Ελλήνων και αλλοδαπών) σε αυτές τις κατηγορίες αδικημάτων είναι άντρες στην «παραγωγική» ηλικία. Κανείς όμως δεν ενοχοποιεί συλλήβδην τη νεότητα ή το φύλο· έπειτα, οι άντρες σε παραγωγική ηλικία υπερεκπροσωπούνται στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Αν λοιπόν σταθμιστεί το δείγμα με βάση την ηλικία και το φύλο, η απόκλιση του ποσοστού των δραστών από την αναλογία των μεταναστών στον πληθυσμό είναι πολύ μικρότερη. Δεύτερον, για την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, όπως και τον υπόλοιπο πληθυσμό, οι μετανάστες είναι πολύ πιο ορατοί. Όταν συμβαίνει μια αξιόποινη πράξη, η αστυνομία, και λόγω προκαταλήψεων, προσανατολίζεται στους μετανάστες. Τρίτον, η ένδεια και η παρανομία αποτελούν κατάλληλη συνθήκη για τη στρατολόγηση μεταναστών «χωρίς χαρτιά» σε εγκληματικά δίκτυα, συνήθως στις κατώτερες βαθμίδες (π.χ. τελική φάση διακίνησης ναρκωτικών).
«Οι δικοί μας πατεράδες μετανάστευαν νόμιμα»
Ακούμε συχνά ότι οι έλληνες μετανάστες δεν «εισέβαλαν» στις ξένες κοινωνίες, αλλά μετανάστευσαν οργανωμένα και νόμιμα, κατόπιν πρόσκλησης. Ποια είναι η αλήθεια; Ο όρος «λαθρομετανάστης» χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, για να περιγράψει τη μαζική και απρογραμμάτιστη φυγή του 1/4 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της Ελλάδας (περίπου 400.000). Η λαθρεπιβίβαση στα υπερωκεάνια και οι απόπειρες λαθραίας εισόδου στις ΗΠΑ δεν ήταν διόλου σπάνιες. Η αντιμετώπιση των ελλήνων μεταναστών στον «Νέο Κόσμο» δεν διαφέρει ουσιωδώς από την πιο εχθρική και ρατσιστική συμπεριφορά που αναπτύσσει σήμερα η Ακροδεξιά απέναντι στους ασιάτες και αφρικανούς μετανάστες. Οι Έλληνες χαρακτηρίζονταν «εγκληματικά στοιχεία», ενώ τα δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνουν την αυξημένη τους συμμετοχή στην εγκληματικότητα. Οι τόποι διαμονής τους χαρακτηρίζονται ως τόποι μόλυνσης (βλ. σήμερα «υγειονομική βόμβα»). Οι ομοιότητες των σημερινών μεταναστών στην Ελλάδα με τους παππούδες μας είναι πολύ περισσότερες από όσο θα θέλαμε και διακηρύσσουμε. Είναι ίδιες οι συνθήκες φτώχειας που τους ώθησαν στο «μεγάλο ταξίδι». Ίδιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν με τον νόμο στη νέα τους πατρίδα. Ίδιες είναι οι απάνθρωπες αντιδράσεις των ρατσιστών. Σ’ εμάς, λοιπόν, εναπόκειται να διδαχθούμε κάτι από την πρόσφατη ιστορία μας.
Οι «Έντεκα μύθοι» είναι αναρτημένοι στο rosalux.gr/publication/i-metanasteysi-stin-ellada. Διατίθενται δωρεάν και σε έντυπη μορφή· για να προμηθευτείτε αντίτυπα επικοινωνήστε με το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καλλιδρομίου 17, Αθήνα, τηλ. 210-3613769.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΩΝ «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ»
Επικίνδυνοι πολίτες τότε και τώρα Η μελέτη της Νένης Πανουργιά Επικίνδυνοι πολίτες. Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία, που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής, εκδ. Καστανιώτης·είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα αγγλικά το 2009, από τις Fordham University Press) είναι ένα βιβλίο με πολλαπλό ενδιαφέρον και σημασία: Σημασία επιστημονική (καθώς μελετάει, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ιστορίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας ένα θέμα κομβικό για την ελληνική μεταπολεμική ιστορία), αλλά και πολιτική (καθώς το ερώτημα πώς το σύγχρονο κράτος κατασκευάζει τους εκάστοτε «επικίνδυνους πολίτες» επανακάμπτει απειλητικά στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα). Για όλα αυτά μιλήσαμε με τη συγγραφέα Νένη Πανουργιά (New School for Social Research, Νέας Υόρκης), που βρέθηκε στην Αθήνα. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΝΕΝΗΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ w Ξεκινάω από την έννοια του «επικίνδυνου πολίτη», γύρω από την οποία δομείται το βιβλίο. Τι σημαίνει και πότε εμφανίζεται; Τα «επικίνδυνα» άτομα είναι μια έννοια που εμφανίζεται στη Γαλλία με την ανάπτυξη των πρώτων ασύλων. Την έννοια την παίρνω από τον Φουκώ, που βλέπει να αποδίδεται επικινδυνότητα στους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια, και δεν τους ονομάζει βέβαια πολίτες. Ο Φουκώ δεν περιγράφει μια εφήμερη κατάσταση ή σχέση (μεταξύ κράτους-ιατρικού κατεστημένου-ασθενών), αλλά δείχνει όλη τη δομή των μηχανισμών που εμπλέκονται και καλούνται να καθορίσουν τον ψυχικά ασθενή ως πρακτικά και δυνητικά επικίνδυνο. Στο βιβλίο βάζω την έννοια αυτή της επικινδυνότητας να συνομιλήσει με την έννοια του πολίτη, το ελληνικό κράτος, την Αριστερά. Η έννοια, όπως έχει δείξει ο Νίκος Αλιβιζάτος, ανάγεται στο 1871, στον νόμο περί ληστείας, συγκροτείται όμως ως καταστατική κατηγορία του κράτους με το ιδιώνυμο, το 1929. Βέβαια, δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο· ας θυμηθούμε τη Γερμανία και την αντιμετώπιση των πρώτων συνδικαλιστών, των Σπαρτακιστών κλπ. Στην Ελλάδα, η διαρκής συγκρότηση του πολίτη ως επικίνδυνου είναι κάτι που ιδρύεται με το ιδιώνυμο και φτάνει μέχρι σήμερα. w Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι η έννοια σταματάει το 1974 (ή το 1981), ή τουλάχιστον ότι έχουμε θεμελιώδεις διαφορές. Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές. Το 1974 βέβαια είναι τομή, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν συνέχειες, στο επίπεδο της λογικής και των πρακτικών του κράτους. Μετά το 1974, η εννοιολόγηση της Αριστεράς ως επικίνδυνης είναι διαφορετική, για προφανείς λόγους – με πρώτο τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της Αριστεράς, και μετά την πτώση της Χούντας δεν παύει να εμπεριέχει την παλιά αντίληψη γι’ αυτήν ως επικίνδυνο μέρος του κοινωνικού σώματος. Και, βέβαια, κάτι θέλω να τονίσω ότι δεν υπάρχει μία ενιαία Αριστερά – όσο κι αν εμφανίζεται έτσι στην «κοινή γνώμη». Στο θέμα που συζητάμε, η ζώνη της επικινδυνότητας» δεν συμπεριλαμβάνει, λ.χ. το ΚΚΕ· στη δεδομένη συγκυρία περιλαμβά-
νει συλλήβδην τον ΣΥΡΙΖΑ, την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τον χώρο πέραν αυτών, τον αντιεξουσιαστικό. Και υπάρχουν βέβαια «εξάρσεις» όπως τον Δεκέμβρη του 2008. w Ποιοι είναι λοιπόν οι «επικίνδυνοι πολίτες» σήμερα; Πολλοί: οι μετανάστες, οι νεαρές ηλικίες, ο ΣΥΡΙΖΑ, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και οι αντιεξουσιαστές — με διαφορετικούς τρόπους. Οι νέοι θεωρούνται εκ προοιμίου δυνητικά επικίνδυνοι αν συγκεντρώνουν ορισμένα χαρακτηριστικά: αν είσαι δεκαοχτώ, κυκλοφορείς με σακίδιο στα Εξάρχεια και έχεις μακριά μαλλιά, εμπίπτεις σε αυτή την κατηγορία. Επίσης, τα μέλη αριστερών κομμάτων, αλλά εδώ πρέπει να κάνουμε διαβαθμίσεις· είπα πιο πάνω για το ΚΚΕ. Και, προφανώς, οι μετανάστες – παρότι δεν είναι πολίτες, θεωρούνται επικίνδυνοι, τελεία και παύλα. Είναι εντυπωσιακό ότι το κράτος δεν έχει μάθει ακόμα ότι όσο πιο πολύ θεωρεί κάποιους επικίνδυνους τόσο πιο πολύ τους εξωθεί στην «επικινδυνότητα», τους κάνει «επικίνδυνους».
w Με άλλα λόγια, τους συγκροτεί σαν επικίνδυνους… Ναι, κι αυτή είναι μια κεντρική έννοια του βιβλίου. Στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα δημιουργήθηκε μια ζώνη επικινδυνότητας ρευστή, χαλαρή, που μπορούσε να περιλάβει πάρα πολλούς: ανθρώπους που δεν είχαν ουσιαστική σχέση με το αριστερό κίνημα (ένα κίνημα μάλλον μικρό, όπως και το συνδικαλιστικό, το εργατικό, το αγροτικό), αλλά βρίσκονταν στις παρυφές του, είχαν μετάσχει στην Αντίσταση, είχαν συγγενείς αριστερούς κλπ. Το κράτος τούς ονομάτιζε αριστερούς και τους αντιμετώπιζε ως τέτοιους. Αν όντως υπήρχαν τόσο πολλοί αριστεροί στη χώρα όσους θεωρούσε το κράτος τη δεκαετία του 1960, η Ελλάδα θα είχε γίνει σοσιαλιστικό κράτος! Θυμάμαι μια πολύ εύγλωττη περιγραφή του Τζαβαλά Καρούσου στο βιβλιαράκι του για τη Γυάρο. Το βράδυ της 21ης Απριλίου πιάνουν ένα σωρό παλιούς αριστερούς, παλιούς εξόριστους, τους πηγαίνουν στα αστυνομικά τμήματα και μετά στον Ιππόδρομο. Και λέει ο Καρούσος: Κοίταξα γύρω μου, ήμασταν σαν παροπλισμένος λόχος – τι θα μπορούσαμε να κάνουμε… Υπάρχουν λοιπόν τομές, αλλά και συνέχειες στη λογική του κράτους, ανεξάρτητα με το αν στην κυβέρνηση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ. Ας μην ξεχνάμε ότι επί ύστερου ΠΑΣΟΚ, επί Χρυσοχοΐδη, ανανοηματοδοτείται και ανατροφοδείται η έννοια της επικινδυνότητας, σε βαθμό που είχαμε να δούμε από την εποχή της Χούντας. Αυτό που είχε πει ο Σημίτης, όταν παραγγέλνετε μια πίτσα, πείτε αν ο πιτσαδόρος σας φαίνεται επικίνδυνος! w Θα μείνω στους μετανάστες, οι οποίοι θεωρώ ότι συνιστούν την κατεξοχήν περίπτωση «επικίνδυνων» στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Θα μιλήσω σαν κοινωνική ανθρωπολόγος. Η Ελλάδα ουσιαστικά δεν ήξερε από μετανάστευση μέχρι τη δεκαετία του ’90. Είχαμε
Για τα «Πάρεργα» της μελέτης Τα «Πάρεργα», στο βιβλίο, αποτελούν ένα είδος υπομνηματισμού μέσα στο κείμενο, δεν είναι όμως ούτε σημειώσεις ούτε παραρτήματα. Η ιδέα των «Παρέργων» πηγαίνει πολύ πίσω, στον Καντ, στον Σοπενχάουερ, στον Ντεριντά, και σίγουρα εφάπτεται της ιδέας του Ουμπέρτο Έκο για το «υπερκείμενο». Το καινούργιο είναι ότι τα «Πάρεργα» βρίσκονται στο ίδιο βιβλίο και τρέχουν παράλληλα με το κείμενο. Κάτι που με ενδιέφερε πάντοτε είναι οι μικρές σημειώσεις που προσπαθούν να το επεξηγήσουν ή μας δίνουν στοιχεία για το πώς σκέφτεται ο συγγραφέας. Αρχικά τα είχα σκεφτεί σαν «συννεφάκια», να βγαίνουν μέσα από το κείμενο – αλλά αυτό τυπογραφικά ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Θέλω, από τη μια, να δώσω το πλαίσιο της γενικότερης σκέψης στην οποία αναφέρεται το «Πάρεργο» και, από την άλλη, μια λαβή στον αναγνώστη για να ιχνηλατήσει τη σκέψη μου. Είναι ένα παιχνίδι, καθώς προσκαλούν τον αναγνώστη αν θέλει να τα διαβάσει· είναι σκέψεις για μελλοντική εμπλοκή, παρά επεξήγηση – και σίγουρα όχι βιβλιογραφική σημείωση. Η σύλληψή τους έχει να κάνει με την αποσπασματικότητα της προσοχής, ιδίως των νέων. Πριν από χρόνια, καλοκαίρι, βγαίνοντας στην αυλή είδα τον γιο μου, 12 χρονών τότε, να διαβάζει. Είχε πάνω στο τραπέζι το βιβλίο του των μαθηματικών, ένα κόμικ, ένα lego που έφτιαχνε, ένα ψεύτικο μπιστόλι που κράταγε συνέχεια – και δίπλα ήταν το κομπιούτερ με τρία παράθυρα ανοιχτά: στο ένα μιλούσε με τη δασκάλα του των μαθηματικών στην Αμερική, στο δεύτερο έβλεπε το South Park, στο τρίτο κάτι άλλο. Και δεν είχε καμιά δυσκολία. Αυτό ήταν ένα έναυσμα για μένα, για το πώς προσεγγίζουν οι νέοι την ανάγνωση, την πληροφορία, τη γνώση.
πριν κάποιες διμερείς συμφωνίες (όπως του Παττακού με το Πακιστάν), μικρούς αριθμούς. Το καλοκαίρι του 1991, οπότε έρχεται πολύ μεγάλος αριθμός Αλβανών, που όλοι αρχικά βαφτίζονται «Βορειοηπειρώτες», έχουμε την απότομη συνεύρεση δύο λαών, όχι τόσο διαφορετικών, αλλά που βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς χρόνους: από τη μια τους Έλληνες που παίζουν τα ηλεκτρονικά στα δάχτυλα, το ΙΧ είναι κομμάτι της καθημερινότητάς τους, ζουν την ευμάρεια του τέλους της δεκαετίας του 1980, και από την άλλη τους Αλβανούς που μπορεί να μην έχουν δει ποτέ τους αναπτήρα. Όσον αφορά την εγκληματικότητα, εκτός από την προφανή διόγκωση, τερατοποίηση, εκμετάλλευσή από τα ΜΜΕ, κυρίως τα τηλεοπτικά, έχουμε την εξής εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράμετρο: τη χρήση εγκληματικών μέσων όπως μπαλτάδες, τσεκούρια, σφυριά, Ναζιστική αφίσα του «Neues Volk», μηνιαίου δελτίου της Υπηρεσίας Ρατσιστικής Πολιτικής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, 1938: «60.000 μάρκα κοστίζει στο λαό αυτό το άτομο, που πάσχει από κληρονομικό νόσημα, κατά τη διάρκεια της ζωής του. Συμπατριώτη, μην ξεχνάς, είναι και δικά σου χρήματα».
άγνωστων στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον τη μεταπολεμική. Και αυτή η διαφορετικότητα της εγκληματικότητας την υπογραμμίζει, την κάνει κραυγαλέα. Γενικότερα, θα έλεγα ότι συγκροτείται ο μετανάστης ως ουσιοκρατική οντότητα: «ο μετανάστης», ίδιος παντού — είτε γυναίκα είτε παιδί είτε μορφωμένος είτε αγράμματος είτε εργαζόμενος είτε άνεργος. Και αυτός «ο μετανάστης», για το κράτος, τη Δεξιά, τα ΜΜΕ, τον κυρίαρχο λόγο είναι κακός· και για εμάς τους άλλους, την Αριστερά, τους αντιρατσιστές είναι καλός — πάλι σαν μονολιθική οντότητα, σαν αδιαφοροποίητο σύνολο. Φυσικά οι ευθύνες δεν είναι ίδιες, αλλά αυτή η μονολιθικότητα είναι λανθασμένη. Οι μετανάστες είναι άνθρωποι – άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, άλλοι οξύθυμοι· δεν υπάρχει κάτι στον μετανάστη που να τον κάνει μη άνθρωπο. Με δυο λόγια, οι μετανάστες είναι κατεξοχήν και εκ προοιμίου «επικίνδυνοι» για πολλούς λόγους: ως αλλότριοι, επειδή ένα μέρος τους εμπλέκεται σε εγκληματικότητα (και μάλιστα διαφορετική και ιδιαίτερα ορατή), αλλά και επειδή η παρουσία τους κινητοποιεί έναν εσωτερικό μηχανισμό του ατόμου, όπου μειώνει τον άλλο για να θεωρήσει εαυτόν υπέρτερο. Έχουμε, έτσι, και ψυχολογικές και πολιτισμικές και κοινωνιολογικές διεργασίες, οι οποίες εμπλέκονται στην κατασκευή του μετανάστη ως επικίνδυνου άλλου. w Πες μας δυο λόγια για την επόμενη δουλειά σου που αφορά τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Ξαναγυρίζεις έτσι, στο πρώτο σου βιβλίο (Fragments of Death, Fables of Identity: An Athenian Anthropography, 1995); Η δουλειά μου, τα τελευταία χρόνια, είναι μια τριλογία πάνω στην εννοιολόγηση του ανθρώπου. Το πρώτο βιβλίο είχε να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο επανα/αυτοπροσδιορίζεται ο άνθρωπος σε περιπτώσεις κα-
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
35
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ANTIKΛΙΜΑΚΑ
Με άλλο μάτι
Πολιτικοί κρατούμενοι στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, Θεσσαλονίκη, 1948-1949 (ΑΣΚΙ)
ταληκτικής ασθένειας. Ασχολήθηκα με καρκινοπαθείς και έκανα επιτόπια έρευνα στον Άγιο Σάββα. Ένας από τους μηχανισμούς που διέγνωσα ήταν η ανάκληση της προσωπικής ιστορίας του ασθενούς που εμπλέκεται με την κοινωνική και πολιτική ιστορία του τόπου. Το δεύτερο βιβλίο είναι οι Επικίνδυνοι πολίτες, η συγκρότηση και ανασυγκρότηση του ανθρώπου υπό συνθήκες πολιτικής απολυταρχίας. Το τρίτο βιβλίο αφορά τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Είναι μια συγκριτική έρευνα με υλικό από τρεις ΜΕΘ: μια δημόσια και μια ιδιωτική στην Αθήνα και μια δημόσια στη Νέα Υόρκη. Με ενδιαφέρει κυρίως το εξής: Ποιες λειτουργίες (διανοητικές, ηθικές, επιστημονικές, οικονομικές, θρησκευτικής πίστης) εμπλέκονται στη διεργασία απόφασης εισαγωγής του ασθενούς στη ΜΕΘ; Και αυτό αφορά τους γιατρούς, τους οικείους, ακόμα και τον ίδιο ασθενή, όταν είναι εναργής. Ξεκινώντας από αυτό, ανακινούνται ποικίλα ζητήματα: από την εμπλοκή διαφορετικών ιατρικών ειδικοτήτων, τη «συνύπαρξη» γιατρών και οικείων, τις διαφορές δημόσιων και ιδιωτικών ΜΕΘ, μέχρι το αν ο ασθενής που εξαρτάται από μηχανική υποστήριξη, εξακολουθεί να εννοιολογείται ως άνθρωπος κ.ο.κ. Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς, εδώ στην Αθήνα, έχει σκαλώσει καθώς η ΜΕΘ με την οποία συνεργαζόμουν, σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, έκλεισε. Έκλεισε λόγω της κρίσης και της ακολουθούμενης πολιτικής. w Με αυτό που είπες πάμε στην τελευταία ερώτηση: Πώς βλέπει κάποιος απέξω την ελληνική κρίση; Το πρώτο που θέλω να πω είναι πως, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι Έλληνες, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα είναι ελάχιστο· και όταν υπάρχει κυριαρχείται από στρεβλούς όρους. Θεωρούν, ας πούμε ότι οι Έλληνες είναι συλλήβδην απατεώνες και άρα καλά να πάθουν. Άλλοι σου λένε υπάρχει η Ινδία, η Κίνα, η Αφρική, η συστημική φτώχεια
— η Ελλάδα μοιάζει παρωνυχίδα. Αυτό που προσπαθώ, σε όσα έχω δημοσιεύσει για την ελληνική κρίση, είναι να δείξω καταρχάς ότι η κρίση δεν έχει μια λεία επιφάνεια, πάνω στην οποία τσουλάει η ανάλυση. Προσπαθώ να πω ότι αυτές οι λείες επιφάνειες αποκρύπτουν ανωμαλίες που δεν είναι εμφανείς, αλλά είναι σημαντικές, για πολλαπλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, επειδή αυτό που γίνεται στην Ελλάδα είναι —όπως έχουν σημειώσει πολλοί, και το έχει πει ωραία ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς— ένα πείραμα αντοχής. Δεύτερον, αν και οι Αμερικανοί μοιάζει να πιστεύουν ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει λήξει, είναι οικτρά γελασμένοι. Το τρίτο είναι ότι θα πρέπει να αναγνωρίζεται η εγγενής διαφορά ανάμεσα στις χώρες στις οποίες δημιουργούν το πλεόνασμα και σε χώρες οι οποίες έχουν κληθεί να αναπαράγουν τον καπιταλισμό – η Ελλάδα ανήκει στις δεύτερες. Γι’ αυτό και είναι λάθος να πούμε ότι έχουμε εδώ μια μικρή χώρα που δεν παίζει σοβαρό ρόλο στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα· έχει μεγάλη σημασία, ακριβώς επειδή είναι μέρος αυτής της διαδικασίας και μηχανισμού αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Και προσπαθώ να δώσω παραδείγματα όχι για την ανείπωτη φτώχεια ή τους άστεγους (και για τα οποία υπάρχουν δημοσιεύματα στους New York Times, τη Wall Street Journal κ.α.), αλλά για τα ρήγματα στην καθημερινή εμπειρία που δημιουργεί η κρίση, ρήγματα στο κοινωνικό σώμα. Πώς, λ.χ., μπορεί μια χαλασμένη αγροτική αντλία να μας δώσει να καταλάβουμε τις ακτινώσεις που εμπλέκουν την παγκοσμιοποίηση, την κρίση, τη διαδικασία νεοπτωχισμού, τις ηθικές διαστάσεις της φιλίας. Πώς μπορούμε μέσα από ένα τέτοιο συμβάν να δούμε τις στρατηγικές επιβίωσης και τα αναλυτικά σχήματα που δίνουν σημασία στην εμπειρία του υπάρχειν; ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλιαράκι «Θέλω κι εγώ να μιλάω ελληνικά...». Ανθολόγιο κειμένων από τα Μαθήματα Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού για Γυναίκες Ομογενείς και Αλλοδαπές, σε επιλογή και επιμέλεια Άννας Μιχοπούλου, Λύκειον των Ελληνίδων, Τμήμα Ιστορικού Αρχείου. Το Λύκειο των Ελληνίδων οργανώνει μαθήματα ελληνικών για μετανάστριες από το 1998, με συνέπεια και με τη φιλική συνδρομή φίλων φιλολόγων, που αναλαμβάνουν τη διδασκαλία και τον συντονισμό των μαθημάτων. 2.573 μαθήτριες είχαν γραφτεί στο πρόγραμμα τη στιγμή της έκδοσης, περίπου 170 το χρόνο δηλαδή. Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια λειτουργίας, αυτό το βιβλίο είναι ένα μικρό μόνο παράθυρο στην τεράστια δουλειά που γίνεται. Σε 45 σελίδες του θησαυρίζονται εκθέσεις των μαθητριών, οι οποίες προέρχονται από διάφορες χώρες και ηλικιακές ομάδες. Δεν πρόκειται για τα συγκλονιστικά κείμενα, έχουν όμως μια πολύ ιδιαίτερη αξία: πέρα απ’ το ότι αποτυπώνουν την προσπάθεια και την όρεξη των μαθητριών να μάθουν ελληνικά, δείχνουν με τα μάτια τους τη μετανάστευση, τη δουλειά, τον ρατσισμό, την Ελλάδα, την Αθήνα. Τι περίμεναν και τι βρήκαν, πώς ένιωσαν, πώς το καταθέτουν. Τα κείμενα μας βοηθούν να αλλάξουμε την οπτική μας γωνία, να συνειδητοποιήσουμε πώς είναι τα πράγματα από μέσα. Δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να διαβάζουμε κείμενα γραμμένα από μετανάστριες, από τις γυναίκες τις οποίες τόσο συχνά υπερασπιζόμαστε με κείμενα, δηλώσεις και εκδηλώσεις. Είναι γραμμένα από το 2002 κι έπειτα, άρα δεν αποτυπώνεται οπωσδήποτε η κρίση, η όξυνση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Έπειτα, πρόκειται συνήθως για γυναίκες που έχουν περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα και έχουν ήδη δουλειά και, συνήθως, έναν κύκλο φίλων και γνωστών, σύντροφο, παιδιά. Δεν είναι οι πιο πρωτότυπες ιστορίες ή η πιο πρωτότυπη οπτική γωνία. Είναι όμως ο δικός τους λόγος, γραμμένος με το χέρι τους, σε γλώσσα άπταιστη. Μπορούμε να φανταστούμε πως αυτό που καταφέρνουν να εκφράσουν στην καινούργια τούτη γλώσσα και γραφή, θα ήταν δέκα φορές πιο άμεσο, επεξεργασμένο, δουλεμένο, στη δική τους γλώσσα. Πολλές μαθήτριες διαλέγουν να πουν ότι τους αρέσει η ζωή στην Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες της. Ότι εισέπραξαν φιλοξενία εδώ, καλή διάθεση, βοήθεια. Μερικές ομολογούν ότι νιώθουν να έχουν πια δύο πατρίδες. Στις σελίδες του βιβλίου αποτυπώνεται περισσότερο η αισιοδοξία των γυναικών, η αγάπη τους για την Ελλάδα και ο σεβασμός τους προς τη γλώσσα. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι καταθέσεις πικρίας. Για τη ζωή που βαραίνει στις πλάτες: «Δέκα χρόνια το οικογενειακό τιμόνι είναι στα χέρια μου. Κουβαλάω έναν σύζυγο και δύο κορίτσια. Η Πηνελόπη έγινε Οδυσσέας. Μια κουρασμένη Πηνελόπη»· για το ματαιωμένο όνειρο: «Όταν ήμουν παιδί [...] έλεγα στον πατέρα μου πως το όνειρό μου ήταν να ταξιδέψω μια μέρα στην Ελλάδα. [...] Δεν ήταν, όμως, έτσι το όνειρό μου — το παιδικό μου όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα, έμεινε όνειρο απατηλό»· και, φυσικά, για τον ρατσισμό: «Το να είσαι
Φρίντα Κάλο, «Σπασμένη στήλη», 1944
Αλβανίδα ή Αλβανός δεν είναι κάτι θετικό για τους περισσότερους Έλληνες. [...] Σαν μετανάστες αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα, όπως η γλώσσα, η στέγη, η εργασία, άντε να έχεις και τον ρατσισμό στην πλάτη σου». Αξιοσημείωτο είναι επίσης πώς κάτι που το συναντάμε συχνά και το σχολιάζουμε διατυπώνεται από τις ίδιες τις μετανάστριες σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό, με μια στωική αποδοχή της πραγματικότητας: «Δούλεψα σε διάφορα σπίτια σαν οικιακή βοηθός. Στην πατρίδα μου τελείωσα το πολυτεχνείο, αλλά εδώ δεν γίνεται να βρω δουλειά στο επάγγελμά μου» ή «Στη χώρα μου ήμουνα δασκάλα — έχω τελειώσει μουσική ακαδημία. Εδώ δουλεύω ως πωλήτρια ρούχων σε μια εταιρεία». *** Άκουσα πρόσφατα την ιστορία μιας κοπέλας μετανάστριας, που ο άντρας της πιάστηκε να παρανομεί — στη νόμιμη δουλειά του, κατ’ εντολή του αφεντικού. Η κατηγορία δεν είναι βαριά, αλλά στον μετανάστη, εν αναμονή της δίκης (που μπορεί να γίνει και σε 3 ή 4 χρόνια, με τις αναβολές), έχει επιβληθεί το περιοριστικό μέτρο της μη εξόδου από τη χώρα. Πρόκειται για άλλη μια ιστορία επαχθέστερης μεταχείρισης ενός ανθρώπου επειδή είναι μετανάστης, χωρίς να ληφθεί υπόψη η οικογενειακή του κατάσταση, οι συνέπειες που έχει στη ζωή του το μέτρο και το δυσανάλογο του πράγματος σε σχέση με το αδίκημα. Δεν είναι από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες· είναι μια από τις πολλές, τις ενδεικτικές. Την αναφέρω, μια που η σημερινή «Αντικλίμακα» εστιάζει στη μετάθεση της οπτικής γωνίας· γιατί, εκτός από το επίπεδο της νομικής συνδρομής, της αλληλεγγύης, της συνειδητοποίησης για άλλη μια φορά της αδικίας, υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, που το φώτισε η γυναίκα λέγοντας: «Οι γονείς του στην πατρίδα δεν καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορεί να πάει να τους δει, νομίζουν ότι έχει σκοτώσει άνθρωπο. Κι εμείς στα παιδιά μας πώς να το εξηγήσουμε; Τι να τους πούμε ότι έκανε ο μπαμπάς και εισπράττει αυτή την τιμωρία;». ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
36
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΜΠΑΣΑΚΟΣ (1965-2014):
Ένας γλυκός εργάτης της γραφής ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΖΑΦΕΙΡΗ Όταν η μπάντα άρχισε τις πρώτες νότες από το Πένθιμο Εμβατήριο στο Κοιμητήριο της Καισαριανής, πριν από λίγες μέρες, ο βουβός πόνος όλων μας έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Είχαμε μαζευτεί για να αποχαιρετήσουμε τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο, φίλο μας και συγγραφέα, που απροσδόκητα έφυγε από κοντά μας στα 48 του χρόνια. Όταν καλείσαι να αναφερθείς σε ένα τέτοιο γεγονός υπάρχει μια δυσκολία που μοιάζει αξεπέραστη: Πώς να ξεπεράσεις τα βιώματα και τις μνήμες μιας πολύχρονης στενής φιλίας και να μιλήσεις από κάποια απόσταση. Δεν θα το επιχειρήσω. Μπορώ όμως να γράψω δυο λόγια για κάτι που είχα την τύχη να ζήσω από κοντά: τον τρόπο που έγραφε ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος. Ο Πέτρος έγραφε δύσκολα, λιτά, με μόχθο, με κόστος. Με κόστος προσωπικό, με την τρέχουσα έννοια. Είχε αρνηθεί εργασίες που θα του έδιναν περισσότερα χρήματα, για να διασφαλίσει το δικαίωμά του στο χρόνο για να
Ο Κώστας Ζαφείρης είναι συγγραφέας
γράφει. Ήθελε ο βιοπορισμός του να καλύπτει τα αναγκαία , αλλά να του αφήνει ανοιχτά τα παράθυρα στη μέρα του, την ώρα που θα έπιανε το γράψιμο. Έγραφε δύσκολα. Ξανάβλεπε, διόρθωνε, άλλαζε. Έκοβε παραγράφους, άλλαζε άλλες. Καρπός της δουλειάς του ίσως, του διορθωτή-επιμελητή κειμένων. Όμως πιστεύω, βαθύτερα, καρπός της ιδιοσυγκρασίας, των βιωμάτων, του χαρακτήρα του. Τίποτα δεν είχε βρει εύκολο ο Πέτρος στη ζωή του. Γι’ αυτό και η γραφή του ήταν δύσκολη, βασανιστική. Από την άλλη, γραφή στερεή μέσα στη λιτότητά της. Σαν τη Σκεπή (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004), αυτό το βαθιά διεισδυτικό διήγημα, με την εμβληματική εικόνα μιας στέγης που ξαναχτίζεται πέτρα την πέτρα. Ενταγμένο σε μια συλλογή οχτώ διηγημάτων με κείμενα που διακρίνονταν για την απλότητα, το κατασταλαγμένο ύφος, αλλά κυρίως για τη βαθιά ανθρωπιά τους. Ο Πέτρος ήταν Εργάτης. Το λέω με περηφάνια που κι ο ίδιος θα καταλάβαινε: «Το γράψιμο είναι μεροκάματο», έλεγε συχνά. Με την έννοια ότι πρέπει καθημερινά να πιάνεις το κείμενο, να το βασανίζεις, να το προχωράς πιο μπροστά. Δεν μπορείς να το αφήνεις, να πε-
ριμένεις να σου έρθει η δήθεν έμπνευση, πρέπει να μετριέσαι καθημερινά μαζί του. Δεν ήταν πολυλογάς, το αντίθετο. Η λιτότητα ήταν το μέγιστο επίτευγμα της γραφής του. Όπως και της ζωής του. Κι όμως όλο αυτό, που εσφαλμένα κάποιος μπορεί να το πάρει ως ασκητικό βίο, ο Πέτρος το χάρηκε. Γιατί μπορούσε, παρά τις δυσκολίες, τις στενότητες, τα τροχαία ατυχήματα, τις αναποδιές, να ταιριάξει τη ζωή του όπως την ήθελε. Με απίστευτο πείσμα, με δύναμη θαυμαστή. Με πλατύ χαμόγελο και γλυκύτητα, γενναιόδωρο πνεύμα στην παρέα, όμορφες κι έξυπνες κουβέντες. Η Πόλη παιδιών (Πατάκης, 2012) ήταν για εκείνον ένα μεγάλο στοίχημα, μια πρόκληση ζωής. Την ολοκλήρωσε με πολύ κόπο, με πολλή δουλειά, με αγωνία και με προσωπική κατάδυση. Την έζησα κεφάλαιο το κεφάλαιο. Την κουβεντιάζαμε όπως στηνόταν, κοντά τρία χρόνια αδιάκοπης δουλειάς. Κι έζησα και τη χαρά του Πέτρου όταν βρήκε το δρόμο της να εκδοθεί, να κυκλοφορήσει στον κόσμο. Κι ακόμα περισσότερο όταν είδε ο Πέτρος την αποδοχή και από τους ομότεχνους, αλλά κυρίως τους αναγνώστες. Όταν γύρισε σε άλλες πόλεις για να παρουσιάσει το βιβλίο κι επικοινώνησε με άγνωστους ανθρώπους.
Από τον Πέτρο έλειπε η βιασύνη. Ήξερε να περιμένει ώστε να ωριμάσει αυτό που είχε να πει. Και να το επεξεργαστεί με υπομονή, αλλά και με ευαισθησία και μεράκι παλιού μάστορα. «Η ανάγκη για γράψιμο δημιουργείται πολύ πριν εμείς πάρουμε την απόφαση, ερήμην μας, σε έναν παρελθόντα χρόνο. Απλώς απομένει να αποδεχτείς την πρόκληση. Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα τη γράψω αυτήν την ιστορία. Το θέμα υπήρχε, τη στιγμή περίμενα», είχε πει σε μια συνέντευξή του. Γι’ αυτό και, κλείνοντας, δεν μπορώ να αποφύγω το ερώτημα: Τι άλλο θα μας είχε δώσει αν δεν έφευγε άδικα και αιφνίδια από κοντά μας στις 8 του Γενάρη; Αλλά αυτό είναι ερώτημα που μάλλον δεν θα απαντήσουμε ποτέ, εμείς οι φίλοι και αναγνώστες του.
Συμβάν, πολιτικό υποκείμενο και κράτος στον Μπαντιού ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙ ΒΕΡΓΕΤΗ Το «βελούδινο διαζύγιο» της πολιτικής από τη φιλοσοφία υπήρξε μια μάστιγα στην ιστορία του μαρξισμού, τροφοδοτούμενη από τον θρίαμβο του σταλινισμού και των ευπρεπισμένων μεταλλάξεών του. Ο Μπαντιού είναι ο στοχαστής που επανασυνέδεσε την πολιτική με τη φιλοσοφία, εισάγοντας στην πολιτική τη βαθμίδα του υποκειμένου, σε ρήξη με τον στρουκτουραλισμό και τις ιδεολογίες της συνείδησης. Η πρωτότυπη σύμπραξή τους μέσω του υποκειμένου επιτρέπει να χαρτογραφήσουμε ένα νέο, συμβαντικό χώρο επαναδιατύπωσης των πολιτικών χειραφέτησης. Το θρυλούμενο τέλος της πολιτικής, είτε ως κυνικό μοτίβο είτε ως μελαγχολία της απορρόφησης του πολιτικού στον διαχειριστικό πραγματισμό, αποδεικνύεται πλέον ατελέσφορος εξορκισμός στην αφύπνιση της ιστορίας και στην απρόβλεπτη ανάδυση της ρηξιγενούς τοπικής του συμβάντος, εκεί όπου η πραγματικότητα αδυνατεί να τιθασεύσει το πραγματικό των κοινωνικών συγκρούσεων. Στον Μπαντιού, όμως, το υποκείμενο δεν παραπέμπει σε κάποιο κοινωνιολογικό δεδομένο ή μια δομική συλλογικότητα, που θα προϋπήρχαν της πολιτικής, αλλά σε ένα ετερογενές και εύθραυστο μετασυμβαντικό μόρφωμα υπό διαρκή διάπλαση. Το υποκείμενο δεν προηγείται της πολιτικής, καθότι έπεται του συμβάντος. Η σχέση τους δεν είναι απριορικά ή τελεολογικά συναρθρώσιμη, αλλά αστάθμητη, γιατί το καθεστώς του συμβάντος αποκλίνει από την εμπειρική αμεσότητα
Ο Δημήτρις Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αληthεια.
του γεγονότος. Το υποκείμενο μορφοποιείται μέσα σε πολιτικές χειραφέτησης, που έχουν ως γενέθλιο λίκνο όχι την τοπική της παραγωγής και τις συστημικές αντιθέσεις της, αλλά μια τέτοια ρήξη της οποίας η εστία δεν είναι δομικά προδιαγεγραμμένη. Το συμβάν δεν συντελείται στο προδιαγεγραμμένο σημείο συμπύκνωσης προσημασμένων ταξικών αντιθέσεων. Τουτέστιν, το συμβάν δεν βρίσκεται υπό την κηδεμονία της δομής. Συνεπώς, το υποκείμενο δεν έχει ως υπόστρωμα μια ομοιογενή κοινωνική κατηγορία ή μια λειτουργική συνιστώσα των τρόπων παραγωγής, που θα τελούσε σε κατάσταση ιδεολογικής ύπνωσης και θα ενεργοποιείτο πολιτικά με κομματική έγχυση ταξικής συνείδησης, αναλαμβάνοντας την τελεολογικά καθορισμένη ιστορική αποστολή της. Το ιστορικο-πολιτικό υποκείμενο δεν προκύπτει από την αφύπνιση της συνείδησής του και την ταύτισή του με τα δεδομένα της. Δεν είναι μια μορφή συνείδησης παρούσα εν εαυτώ, όπως στον κλασικό μαρξισμό, αλλά μια διαδικασία που υλοποιεί και επεκτείνει μέσα στον κόσμο τις δυνητικές και ανατρεπτικές συνέπειες ενός συμβάντος. Επ’ αυτού, οι θέσεις του Μπαντιού συνιστούν την τολμηρότερη και σημαντικότερη αναγεννητική τομή στην ιστορία της μαρξιστικής σκέψης. Οδηγήθηκε σ’ αυτές διαπιστώνοντας ότι ο ιστορικός απολογισμός των επαναστάσεων και των πρωτοποριών έχει καταστήσει ανυπόληπτες τις σωτηριολογικές προσδοκίες της αφυπνισμένης ταξικής συνείδησης. Παράλληλα, δίνει τη χαριστική βολή στη δικτατορία του προλεταριάτου. Στη δικτατορική οργάνωση του προλεταριακού κράτους, αντιπαραθέτει την πολιτική ως πεδίο οργά-
νωσης των συνεπειών ενός συμβάντος και ως διαδικασία μορφοποίησης ενός συλλογικού «σώματος». Η αντινομία πολιτικής και κράτους. Η συμβαντική σύζευξη της πολιτικής και του υποκειμένου στον Μπαντιού αναδεικνύει την ανεξάλειπτη αντινομία ανάμεσα στην πολιτική και το κράτος, «δημοκρατικό» ή προλεταριακό. Θέση που έχει προκαλέσει περιπαθείς συζητήσεις. Επιβάλλεται ένας διπλός αντίλογος, μοιραία συνεπτυγμένος. 1. Η φιλοσοφική επανάσταση που προάγει ο Μπαντιού δεν εξαντλείται απλώς στην αποδέσμευση της πολιτικής από την υπερβατική εγγύηση της Ιστορίας και την κοινωνιολογική ουσιοποίηση των τάξεων. Προεκτείνεται σε μια ρηξικέλευθη σύλληψη της πολιτικής ως «γενολογικής» διαδικασίας σε ρήξη με την εξιδανίκευση και τον αυταρχισμό του κόμματοςκράτους. Συναντάμε εδώ τον αξιωματικό πυρήνα της πολιτικής σκέψης του Μπαντιού, όπου διακυβεύεται η ιστορική επανενσωμάτωση της πρωταρχικής, αυθεντικής έμπνευσης του Μαρξ: η ετεροτοπία της πολιτικής σε σχέση με το κράτος ως Γη της επαναστατικής Επαγγελίας. Ως γενολογική διαδικασία, η πολιτική στοιχειοθετείται σε ατέρμονη υφαίρεση από τις συντεταγμένες του κράτους. Αντίθετα φυλλοροεί και απονεκρώνεται μέσα στην υπονομευτική αλληλεγγύη που της προσφέρουν οι μηχανισμοί του κράτους, αντί να απονεκρώνεται αυτό από την ανατρεπτική εμβέλειά της. Ανάμεσα στη γενολογικότητα της πολιτικής και τη δομικότητα του κράτους, η ασυμβατότητα αποδείχτηκε ιστορικά διαλυτική για το πολιτικό υποκείμενο. Ο Μπαντιού επαναλαμβάνει ότι «το φιάσκο όλων των παραλλαγών του κόμματος-κράτους που προήλ-
θαν από την τρίτη Διεθνή ανοίγει έναν ορίζοντα επανεξέτασης σ’ ό,τι αφορά την ουσία του πολιτικού υποκειμένου». 2. Για τον Μπαντιού η δημοκρατία, και στις πλέον εξιδανικευμένες και εξωραϊσμένες εκδοχές της, με εξαίρεση την άμεση δημοκρατία, δεν παύει να αποτελεί θεσμική υλοποίηση μιας μορφής κράτους. Το πολιτικό ζητούμενο είναι η πρόταξη μιας αξίωσης ισότητας. Η ισότητα, αντιτείνουν οι θεματοφύλακες του νεοφιλελευθερισμού, είναι ανεύρετη, ανέφικτη, ανεντόπιστη. Πράγματι, συνηγορεί ο Μπαντιού, και γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει παρά ως διακύβευμα μιας συμβολικής και επιτελεστικής θέσμισης υπό μορφή «διακήρυξης». «Το εξισωτικό αίτημα», όπως το ονομάζει, έχει ως ορίζοντα όχι τη δημοκρατική ή σοσιαλιστική θέσμιση του κράτους, αλλά την οριακή απορρόφησή του μέσα στην «κοινότητα των ίσων», στον «ελεύθερο συνεταιρισμό» των πολιτών που οραματιζόταν ο Μαρξ. Ουτοπικός οραματισμός; Οι σύγχρονες πολιτικές χειραφέτησης που φέρνουν στο προσκήνιο τα νέα κινήματα θα ήταν αδιανόητο να έχουν ως πυξίδα τους ένα φαλκιδευμένο ιδεώδες αποδεκτής ανισότητας. Οι πολιτικές χειραφέτησης είναι ασυμβίβαστες με τον πραγματισμό των ήπιων ανισοτήτων, που ευαγγελίζονται οι λάτρεις της σοσιαλδημοκρατικής συναλλαγής. Ο Αλαίν Μπαντιού θα δώσει τρεις διαλέξεις στην Αθήνα: 1. Η πρόσληψη του Πλάτωνα στη σύγχρονη φιλοσοφία (Γαλλικό Ινστιτούτο, Πέμπτη 23.1., ώρα 18.30). 2. Ο Λακάν και η αντι-φιλοσοφία (αμφιθέατρο Δρακόπουλου, Πανεπιστημίου 30, Παρασκευή 24.1., ώρα 19.00). 3. Η πολιτική και η κρίση (Νομική Σχολή, Σάββατο 25.1., ώρα 19.00).
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
37
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Κάποια νεώτερα απ’ το ιταλικό μέτωπο ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ Φλωρεντία, 14.1.2014. Όταν μετακόμισα στην Ιταλία, το 2011, είχα την αίσθηση πως εγκαταστάθηκα στην πλέον σκοτεινή γωνιά μιας Μεσογείου που φλεγόταν. Απ’ όπου κι αν το ’πιανε κανείς, η σύγκριση ήταν απογοητευτική: Στην Πορτογαλία κάθε μήνα πορεύονταν μισό εκατομμύριο άνθρωποι ενάντια στα μέτρα λιτότητας. Σε Ελλάδα και Ισπανία, το κίνημα των πλατειών παρέσερνε στο διάβα του όλα τα δεδομένα που ’χει κανείς για το πώς πρέπει να μοιάζει ένα μαζικό κίνημα. Σε Αίγυπτο και Τυνησία, οι λαϊκές εξεγέρσεις γκρέμιζαν δικτατορίες δεκαετιών. Ακόμα και στην Τουρκία του αυτοκράτορα Ερντογάν, η οργασμική πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα της νεολαίας των πόλεων θα τροφοδοτούσε, λίγα χρόνια αργότερα, το κίνημα του πάρκου Γκεζί. Στην Ιταλία, ουδέν το αξιοσημείωτο. Κι ας αφήσουμε κατά μέρος τα κινηματικά — που, όπως και να ’χει, είναι ως ένα βαθμό εφήμερα. Στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό του Ευρωπαϊκού Νότου καταγράφηκε, τα τελευταία τρία χρόνια, μια σημαντική ριζοσπαστικοποίηση του πληθυσμού και ενίσχυση των σχηματισμών της Αριστεράς. Πέραν της Ελλάδας, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ένα βήμα πριν την ανάληψη της κυβέρνησης, στην Ισπανία οι δημοσκοπήσεις δίνουν την Ενωμένη Αριστερά κάπου στο 15%17%. Στην Πορτογαλία, οι δύο αριστεροί συνασπισμοί μαζεύουν αθροιστικά από 16% έως 18%. Στην Ιταλία, το μόνο άξιο λόγου «αριστερό» κόμμα (το SEL του Νίκι Βέντολα) μπήκε οριακά στη Βουλή με 3,2%, τον Φλεβάρη του 2013 — κι αυτό μόνο χάρη σ’ έναν ανίερο εκλογικό συνασπισμό με το Δημοκρατικό Κόμμα. Όλοι οι υπόλοιποι (της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης συμπεριλαμβανομένης) καταβαραθρώθηκαν. Τρία χρόνια μετά, μπορώ με χαρά να σας γράψω πως υπάρχουν, πλέον, αισιόδοξα νέα από το ιταλικό μέτωπο. Ανάμεσα στα πολλά που συμβαίνουν εδώ, ξεχωρίζω δύο κινηματικές διαδικασίες μείζονος κλίμακας. Πρώτον, το κίνημα NOTAV, ενάντια στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας ΤορίνοΛυών. Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις,
Ο Μάρκος Βογιατζόγλου είναι πολιτικός επιστήμονας και υποψήφιος διδάκτωρ στο European University Institute, Φλωρεντία.
Αμεντέο Μοντιλιάνι, «Καρυάτιδα», π. 1919
το NOTAV όχι μόνο δεν υπέκυψε στην τερατώδη προπαγάνδα και καταστολή των αστυνομικών αρχών, των μαφιόζων εργολάβων που έχουν αναλάβει το έργο, του μηντιακού κατεστημένου και της πολιτικής εξουσίας, αλλά αντιθέτως θέριεψε, μετατρέποντας το ζήτημα της σιδηροδρομικής γραμμής σε σύγκρουση εθνικής εμβέλειας. Εικάζεται, μάλιστα, από αρκετούς, ότι εντέλει το NOTAV θα επικρατήσει. Αν συμβεί κι αυτό, θα μιλάμε για απίστευτη έκπληξη, δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων. Σε κάθε περίπτωση, όπως και στην Ελλάδα —λ.χ. στην Κερατέα και στη Χαλκιδική— το NOTAV σηματοδοτεί τη μετεξέλιξη των λεγόμενων «NIMBY» κινημάτων1 σε μια μορφή επαγωγικών κινητοποιήσεων, όπου οι συμμετέχοντες, εκκινώντας από τοπικά ζητήματα, καταλήγουν να επεξεργάζονται και να προτείνουν εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης και δημοκρατίας — για όλους μας. Δεύτερον, οι οριζόντιες δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Η Ιταλία αντιμετωπίζει οξύτατο στεγαστικό πρόβλημα, τα νοίκια είναι πανάκριβα σε σχέση με τους μισθούς, ενώ δεκάδες χιλιάδες σπίτια παραμένουν άδεια λόγω της σπέκουλας των τραπεζών.2 Ως απάντηση, ένα πρωτοφανές κύμα καταλήψεων στέγης αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό στη χώρα. Εντελώς ενδεικτικά, στην εργατική γειτονιά του Σαν Σίρο, στο Μιλάνο (δίπλα στο γήπεδο της Μίλαν!), 5.000 διαμερίσματα τελούν υπό κατάληψη, τόσο από φτωχούς ντόπιους όσο και μετανάστες. Συνολικά, στο Μιλάνο, 80.000 οικογένειες μένουν σε καταλήψεις στέγης. Αντίστοιχα είναι τα νούμερα στη Ρώμη και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Οι καταλήψεις έχουν τη
στήριξη των κατά τόπους κοινωνικών κέντρων και του πανεθνικού δικτύου Κατοικώντας στην Κρίση (Abitare nella Crisi). Επειδή όμως οι άνθρωποι έχουν και άλλες ανάγκες εκτός απ’ τη στέγη, στα κατειλημμένα κτίρια φιλοξενούνται κάθε λογής δομές αλληλεγγύης — από κοινωνικά ιατρεία μέχρι συλλογικές κουζίνες κι από χαριστικά παζάρια μέχρι αυτοοργανωμένα γυμναστήρια. Είναι αξιοζήλευτα τόσο το επίπεδο οργάνωσης όσο και η αφοσίωση των ανθρώπων που στελεχώνουν τα εγχειρήματα αυτά. Κι ενόσω αυτά τα ευχάριστα συμβαίνουν στη βάση του πολιτικού γίγνεσθαι, στην κορυφή τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η Ιταλική Αριστερά παραμένει θρυμματισμένη και αδύναμη. Είναι αλήθεια πως η πρόταση της Μπάρμπαρα Σπινέλι για δημιουργία μιας «λίστας πολιτών» που θα στηρίξει τον Τσίπρα στις ευρωεκλογές έκανε μεγάλο θόρυβο και τάραξε τα νερά στο SEL (το οποίο στηρίζει τον Μάρτιν Σουλτς στο πλαίσιο της συμφωνίας με το Δημοκρατικό Κόμμα). Παρά τη μεγάλη πίεση χρόνου όμως, τα κόμματα κι οι οργανώσεις που στηρίζουν την πρόταση Σπινέλι αναλώνονται, προσώρας, στο να καυγαδίζουν μεταξύ τους. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες λοιπόν, αλλά όχι αξεπέραστες. Οι Ιταλοί παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα — πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι Έλληνες τα τεκταινόμενα στην Ιταλία. Η επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική σκηνή κι ο Τσίπρας, προσωπικά, έχουν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στους αριστερούς της γείτονος χώρας. Θεωρώ βέβαιο ότι εάν η «λίστα πολιτών» καταγράψει ένα αξιοπρεπές ποσοστό στις Ευρωεκλογές, θα μετατραπεί αυτομάτως στο πρόπλασμα για την ανασύσταση μιας Ενιαίας Αριστεράς. Θα αυξηθεί δραματικά κι η πίεση στην ηγεσία του SEL (ήδη οι κλυδωνισμοί στη βάση είναι έντονοι), προκειμένου να αλλάξει πορεία. Κάτω απ’ την ήρεμη επιφάνεια, λοιπόν, μεγάλη η αναταραχή στην Ιταλία. Κι ως γνωστόν, μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση, μεγάλη ευκαιρία. 1 ΝΙΜΒΥ: Not in my backyard («Όχι στη δική μου αυλή»). Υποτιμητικός όρος που αναφέρεται σε κινητοποιήσεις με αιτήματα αυστηρά τοπικού ενδιαφέροντος. 2 Οι τράπεζες προτιμούν να κρατάνε τα
σπίτια άδεια και να τα εγγράφουν ως ενεργητικό στους ισολογισμούς τους, παρά να τα διαθέσουν στην αγορά κινδυνεύοντας να προκαλέσουν κραχ στις τιμές.
Ο «Παστίτσιος» και η δημοκρατία Στην αρχή, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο facebook η σελίδα του «Γέροντος Παστίτσιου» είχε πλάκα. Μετά, όσο γέμιζε με κείμενα που διακωμωδούσαν τον σκοταδισμό και το εμπόριο θρησκευτικής πίστης, είχε πολύ πλάκα. Εξακολούθησε να έχει πλάκα, αν και κάπως ανησυχητική, όταν η Ελεύθερη Ώρα, σε πλήρη σύγχυση, έκανε πρωτοσέλιδο ένα από τα «θαύματα» του «Παστίτσιου»! Μετά όμως, όταν ο δημιουργός του «Παστίτσιου» συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, σταμάτησε να έχει πλάκα. Την περασμένη Πέμπτη, όταν το Πλημμελειοδικείο τον καταδίκασε σε δέκα μήνες με αναστολή (για εξύβριση θρησκεύματος κατ’ εξακολούθηση) το πράγμα έγινε απογοητευτικό, εξοργιστικό και τρομακτικό μαζί. Το πιο βασικό, για μένα, είναι ότι η καταδίκη πλήττει, στην καρδιά του, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης: η συγκεκριμένη σελίδα δεν περιείχε ούτε απειλές ούτε προτροπές για βιαιοπραγίες ούτε τίποτα παρόμοιο. Πρόκειται για μια καθαρή περίπτωση ποινικοποίησης του λόγου — και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί, ως πρώτης τάξης ζήτημα που απειλεί τη δημοκρατία και την ελευθερία μας. Από κει και πέρα, πολλά είναι αυτά που πρέπει να θυμηθούμε. Ότι η υπόθεση ξεκίνησε από ερώτηση του υπαρχηγπ’θ της Χρυσής Αυγής Χρήστου Παππά, στην οποία έσπευσαν να ανταποκριθούν οι διωκτικές αρχές. Ότι ο καταδικασθείς δεν μοίραζε φυλλάδια στην Ομόνοια, αλλά χρειάστηκε να κινητοποιηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για να εντοπιστεί. Ότι (εκτός του ότι η σελίδα του ήταν μάλλον συγκρατημένη σε σχέση με την ένδοξη βωμολοχική παράδοση του ελληνισμού) δεν έκανε απλώς πλάκα, δεν έγραφε λ.χ. για «τράγους»· πρόθεσή του ήταν να διακωμωδήσει τη δεισιδαιμονία, την αγυρτεία, τα «νερά του Καματερού» και τις «αγίες Αθανασίες» του 21ου αιώνα: τα αστεία του υπηρετούσαν ένα σκοπό διαφωτιστικό. H προχθεσινή καταδίκη πρέπει να ξεσηκώσει τη διαμαρτυρία όλων, άπιστων και πιστών. Γιατί το θέμα, εδώ, δεν είναι η πίστη, αλλά η δημοκρατία και η ελευθερία. Για να επαναλάβω τα λόγια του Σταύρου Ζουμπουλάκη, οι καταδίκες για «βλαφημία δεν υπηρετούν τον Θεό, τους πιστούς και το θρησκευτικό αίσθημα, τις αναγνωρισμένες θρησκείες, την ορθόδοξη Εκκλησία· εξυπηρετούν μόνο τους φονταμενταλιστές, τους κάθε λογής Σεραφείμ [Πειραιώς], τη Χρυσή Αυγή και τους λοιπούς εχθρούς της ελευθερίας» (από τον τόμο Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα. Εκκλησία, βλασφημία και Χρυσή Αυγή, έκδοση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Νεφέλης, με οχτώ κείμενα που εκκινούν από δύο διώξεις, του «Παστίτσιου» και της παράστασης Corpus Christi· δυστυχώς, ο τόμος είναι ξανά εξαιρετικά επίκαιρος). ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ