Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Δημήτρη Χριστόπουλου, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, Στάθη Λιανού Λιάντη, Αθηνάς Αθανασίου, Τζούντιθ Μπάτλερ, Ειρήνης Αβραμοπούλου, Ελένης Πορτάλιου, Μαρίας Καλαντζοπούλου, Αχμέτ Ινσέλ ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 771
ΚΥΡΙΑΚΗ 26 IANOYAΡΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Οι «ασώματες κεφαλές» της διαφθοράς ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ «Τι ενισχύει τη Χρυσή Αυγή περισσότερο; Τα Μνημόνια ή ο Λιάπης;» με ρώτησε έγκριτος νομικός φίλος, ο οποίος θεωρεί αναγκαίο κακό τα πρώτα. Προσπαθώ εισαγωγικά να συνοψίσω το πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι τόσο ότι ο ανιψιός τού Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι μάλλον ένοχος για τις μικροαπάτες που του καταλογίζονται, αλλά το ότι είναι σίγουρα υπεύθυνος για την εξαγρίωση ενός ήδη αλαφιασμένου λαού. Διαφθορά, τιμωρία και δημοκρατία. Μετά τις πλαστές πινακίδες του Touareg, ακολούθησαν οι απίθανες μίζες του Υπουργείου Άμυνας: άνθρωποι που κάνανε παραμονές Πρωτοχρονιάς μες στη μιζέρια άκουγαν πρώην στρατιωτικούς να μιλάνε για τρελά λεφτά που έμπαιναν στο λογαριασμό τους. Μετά ήρθαν οι ποινικές διώξεις για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, όπου πλέον σύσσωμο το σύστημα που κυβερνά την Ελλάδα — χωρίς καμία διαφοροποίηση κόμματος και οικογένειας— εμφανίζεται βουτηγμένο στη δολοπλοκία, τη δωροδοκία, τη διαφθορά. Είχαν προηγηθεί καταδίκες σε ισόβια (του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης) πέρσι, η κάθειρξη σύσσωμης της οικογένειας Τσοχατζόπουλου και, όπως όλοι διαισθανόμαστε, έπονται και άλλοι απαστράπτοντες αστέρες της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Νιώθω πολλούς να ρωτάνε: «Δεν χαίρεσαι; Δεν ήρθε η ώρα να πληρώσουν οι καταχραστές και οι διεφθαρμένοι;». Απαντώ: Ο καθείς να τιμωρηθεί, εφόσον προκύψει ενοχή του, με τρόπο που αναλογικά παραπέμπει στην απαξία των πράξεών του και στη ζημιά που προέκυψε. Ασφαλώς λοιπόν τιμωρία. Όχι «παραδειγματική» ούτε «δρακόντεια», αλλά σύμμετρη με το μέγεθος των άδικων πράξεων. Το λέω διότι στην Ελλάδα σήμερα είναι του συρμού να ζητάμε επί πίνακι «διεφθαρμένες κεφαλές», χωρίς να αποδίδουμε σημασία στο ότι ο μηχανισμός που τις τρέφει μένει άθικτος, συνεχίζοντας να παράγει ασυδοσία. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδαμε στη δίκη Παπαγεωργόπουλου και στηλιτεύσαμε ως Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «Αντί να καταδικάζουμε χίλιους διεφθαρμένους λειτουργούς, καταδικάζουμε έναν σε χίλια χρόνια» Σε παλαιότερο άρθρο μου στις φιλόξενες αυτές σελίδες έγραφα —πριν ακόμη ανοίξουν για τα καλά οι ασκοί του Αιόλου της ελληνικής διαφθοράς— ότι το κυνήγι των σκανδάλων και η πομπώδης ανάδειξη της σαπίλας του ελληνικού αστισμού αποδίδουν πρόσκαιρα μόνο πολιτικά οφέλη: τη σχετική ρητορική, από μόνη της, μπορούν εύκολα να την οικειοποιηθούν όλοι οι πολιτικοί χώροι, με πρώτη και καλύτερη την Ακροδεξιά. Η Ακροδεξιά ανέκαθεν στοχεύει στην εξάρθρωση της «εκφυλισμένης» κυβερνώσας ελίτ, βρίσκοντας άφθονη πρώτη ύλη στα κακώς κείμενά της. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να βοηθάνε δημοσκοπικά (και) την Αριστερά, όσο όμως αυτή δεν δουλεύει πολιτικά για να τα εντάξει στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που τους αρμόζει, αναζητώντας ταυτόχρονα μηχανισμούς λογοδοσίας και συντεταγμένης παύσης της ατιμωρησίας, τότε τα φαινόμενα αυτά οπλίζουν αποτελεσματικά το χέρι του αντιπάλου («Αντιακροδεξιά στρατηγική και αντιφασιστικό μέτωπο», «Ενθέματα», 30.9.2012). Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει ότι η anti-corruption ρητορική αποτελεί σήμερα βασικό εργαλείο στον αγώνα
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Όρθιο γυμνό» (1965), από την έκθεση με χαρακτικά του, με τίτλο «Το κόκκινο και το μαύρο», που οργάνωσε το ΜΙΕΤ και συνεχίζεται μέχρι τις 31 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Εϋνάρδου (Αγ. Κωνσταντίνου 20)
επιβίωσης της πρωθυπουργικής πυγμής. Τα σκάνδαλα και η διαφθορά συνιστούν ουσιωδώς άδικες πράξεις, πρώτης τάξης παραβιάσεις των δικαιωμάτων όσων χάνουν, με τον α΄ ή β΄ τρόπο, την πρόσβαση στα δημόσια αγαθά εξαιτίας των υπεξαιρέσεων. Τη διαφθορά, λοιπόν, θα πρέπει να τη υποστασιοποιούμε περισσότερο από την πλευρά εκείνων που εξαιτίας της χάνουν την πρόσβαση σε ένα κοινωνικό αγαθό, παρά από την οπτική του θύτη. Έτσι συμβάλλουμε σε μια ουσιαστική αποτίμηση και τιμώρηση, αναδεικνύοντας τι πραγματικά χάνουν τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Αλήθεια, πού είναι τα 20 εκατομμύρια που υπεξαιρέθηκαν στον Δήμο Θεσσαλονίκης; Πόσα θα μπορούσαν να γίνουν μ’ αυτά; Έτσι, νομίζω, μπορούμε να αποφύγουμε ένα διπλό σκόπελο. Από τα δεξιά, την υπόκλιση σε μια αφελή θεσμολαγνία, που συνήθως πάει χέρι-χέρι με μια ρητορεία περί «δρακόντειων νόμων», θέσπισης σώματος αδιάφθορων, οι οποίοι με τη σειρά τους διαφθείρονται, θεσπίζεται ένα νέο σώμα «υπεραδιάφθορων» κ.ο.κ. Υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικοί νόμοι καταπολέμησης της διαφθοράς, αλλά δεν νοούνται τέλειοι θεσμοί που θα την αποκλείουν. Από την άλλη, έχουμε να αναμετρηθούμε με μια εξίσου αφελή «δομιστική» ερμηνεία, δημοφιλή στα αριστερά καφενεία, που λέει ότι αφού η διαφθορά είναι σύμφυτη στον καπιταλισμό θα διορθωθεί μονάχα —ζήσε Μάη μου— στην αταξική κοινωνία. Προφανώς, αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα και συγκεκριμένες πολιτικές παράγουν διαφθορά, πρέπει ταυτόχρονα να αναζητάμε, σ’ αυτή τη ζωή και όχι στα λιβάδια του μέλλοντος, αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες λογοδοσίας και ελέγχου. Πολιτειακά κρίσιμες συνθέσεις. Υπάρχουν ικανοί λόγοι που ανησυχούμε για τη δημοκρατία στην Ελλάδα των Μνημονίων
(ελλειμματική νομιμοποίηση της τρόικας, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, απαξίωση της Βουλής, κατάργηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης κλπ.). Σαν να μη φτάνουν, έχει πλέον προστεθεί για τα καλά ένας ακόμη, ο οποίος φαίνεται ότι διαθέτει μια κρύφια δυναμική θανάσιμης ισοπέδωσης — κι είμαστε ακόμη στην αρχή. Φοβούμαι, δηλαδή, ότι το καίριο χτύπημα στην Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να το δώσουν η μεγάλη ανυποληψία και η ηθική απαξίωση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικές ελίτ στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι απανωτές αποκαλύψεις για τη διαφθορά ακούγονται σαν επιθανάτιος ρόγχος αυτών που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα. Αυτό είναι καταρχάς καλό, καθώς κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με εκείνους που φέρανε τη χώρα στην εμπροσθοφυλακή της παγκόσμιας κρίσης, εγκυμονεί όμως θανάσιμους κινδύνους αν δεν το διαχειριστούμε με σωφροσύνη. Οι βαρύτατες καταδίκες, βορά σε μια κοινωνία που θέλει αποκεφαλισμούς, δεν προοιωνίζονται τίποτε καλό αφεαυτές. Αντιθέτως. Η ελληνική δικαιοσύνη είναι συστηματικά εθισμένη να καταλογίζει σκληρότατες ποινές –τις λιγοστές φορές που ένοχοι για διαφθορά προσάγονταν ενώπιον της–, αλλά αυτό φυσικά δεν έχει αποτελέσει εμπόδιο στη συνέχιση τέτοιων εγκλημάτων. Οι ιδιαζόντως αυστηρές καταδίκες (η λατρεία του «πέλεκυ» και της εξόντωσης, συλλογικό αίσθημα που τρέφεται από τη μνησικακία και όχι την προσήλωση στο δίκαιο), μπορούν κατεξοχήν να εντείνουν και να ανατροφοδοτήσουν τη νοοτροπία όχλου, πρώτη ύλη της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Με τον ίδιο τρόπο που τόσα χρόνια το έκανε αντιστρόφως η συστηματική ατιμωρησία των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ. Όσο λοιπόν κι αν η οργή εναντίον των διεφθαρμένων πολιτικών και επιχειρηματιών είναι ευεξήγητη, ακόμα και δικαιολογημένη, δεν κάνει καλό, παρά μόνο αν μετασχηματιστεί σε τεκμηριωμένη κοινωνική κριτική. Και πάλι, τότε, δεν είναι βέβαιο ότι η κυοφορία θα πετύχει, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Αν μείνει ως έχει —και ιστορικά αυτό είναι συνηθέστερο— συμβάλλει στην εδραίωση του ακροδεξιού λαϊκισμού, στις κραυγές για «κρεμάλες» εναντίον των πλουσίων, των τραπεζιτών (των Εβραίων δηλαδή, στο χρυσαυγίτικο λεξιλόγιο), των διανοουμένων κλπ. Εν κατακλείδι, βρισκόμαστε ενώπιον κρίσιμων, πολύ δύσκολων αλλά βιοτικά αναγκαίων συνθέσεων: t Πώς θα διακρίνουμε τα πραγματικά μεγάλα σκάνδαλα με βάση τη ζημιά που προκαλούν στο δημόσιο συμφέρον (λ.χ. ΤΤ), από τα εμβληματικά σκάνδαλα με βάση την ένταση που απασχολούν το δημόσιο αίσθημα (Λιάπης). Το αίσθημα μπορεί να προκαλείται από τα μικρά και να μένει απαθές στα μεγάλα. t Πώς θα δημιουργήσουμε σοβαρούς θεσμούς λογοδοσίας, προλαβαίνοντας την ανάγκη τιμωρίας. t Πώς αντί τον «πέλεκυ» ή τη «δαμόκλειο σπάθη» της δικαιοσύνης θα σκεφτούμε τη σοφή ζυγαριά της Θέμιδος (ξέρω πόσο αφελές φαντάζει αυτό σε μερικούς), που σημαίνει ότι νομιμότητα χωρίς αναλογικότητα είναι εφιάλτης. Και μάλιστα όχι (μόνο) όταν δικάζονται οι φίλοι μας, αλλά και οι αντίπαλοί μας. Διότι εκεί δοκιμαζόμαστε. t Πώς θα ξεχωρίσουμε τις εξαιρέσεις από τον κανόνα, όπως κατεξοχήν δεν έκανε το σύστημα (media και κυβέρνηση) επ’ αφορμή της φυγής Ξηρού. Με δύο λόγια: πώς θα τιμωρούμε αυτούς που πρέπει, χωρίς να σκάβουμε τον τάφο της ελληνικής δημοκρατίας. Δύσκολα πράγματα…
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
28
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΕΓΚΛΗΣΕΙΣ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΠΙ «ΑΘEΪΑ»
Ομολογημένη πίστη, ανομολόγητες προθέσεις ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΛΙΑΝΟΥ ΛΙΑΝΤΗ Λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι Κατά Ματθαίον 23,3 Σε μια επιστολή προς τον Απόλλωνα Μάικωφ ο Ντοστογιέφσκυ έγραφε ότι στο τελευταίο του έργο, τον Ηλίθιο, προσπάθησε να επικεντρώσει σε ένα ερώτημα: στο ερώτημα «με το οποίο βασανίστηκα, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλη μου τη ζωή· κι αυτό είναι η ύπαρξη του Θεού». Αυτές οι λέξεις βγήκαν από τη γραφίδα του ίδιου ανθρώπου που διεκήρυττε ότι αν κάποιος του αποδείκνυε ότι ο Χριστός ήταν ψέμα, αυτός θα διάλεγε τον Χριστό και όχι την αλήθεια. Η κραταιά θέση της πίστης κλονίζεται και στην καρδιά των πιο πιστών, κι αυτή είναι παράμετρος της ελεύθερης προαίρεσης, της ιδιότητας που ο χριστιανικός Θεός αποδίδει ως βασικό χαρακτηριστικό στον άνθρωπο. Ο Ιησούς είπε «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια», αλλά συμπλήρωσε: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Στη χριστιανική διδασκαλία δεν μπορεί να υπάρξει καταναγκαστική πίστη, γιατί αυτό, ακριβώς, θα ακύρωνε την ουσία της, τη συνειδητή και ελεύθερη αποδοχή του σωτηριολογικού της μηνύματος. Ο άνθρωπος θε-
Ο Στάθης Λιανός Λιάντης είναι θεολόγος και επιμελητής εκδόσεων
ώνεται, καθίσταται δηλαδή ομόθεος, εκκινώντας από τη δική του ελεύθερη βούληση. Γιατί όμως ζητείται από κάποιον να ομολογήσει την πίστη του; Η ομολογία της ορθοδοξίας ενός προσώπου έχει εφαρμογή στον μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας. Η πρώτη τάξη «ομολογητών» είναι ο βαπτιζόμενος και ο ανάδοχός του, κυρώνοντας ότι το νεοεισερχόμενο μέλος έχει (ή θα έχει) συνείδηση της νέας του πίστης. Επίσης, τη servabo fidem ομολογία δίνουν οι χριστιανοί που επιθυμούν τη θέση του λειτουργού και διδασκάλου στο εκκλησιαστικό σώμα· ο επίσκοπος δηλώνει κατά τη χειροτονία του ότι θα δρα σύμφωνα με τις δογματικές αρχές, που θέσπισαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η Εκκλησία δεν αιτείται τη διακήρυξη από τον οποιονδήποτε, αλλά μόνον από αυτόν που προσέρχεται με την επιθυμία να καταστεί μέλος της και κοινωνός της αγιαστικής της χάρης ή λειτουργός και κήρυκας του μηνύματός της. Στη βυζαντινή πολιτεία η αυτοκρατορική εξουσία χρησιμοποιούσε ως ιδεολογική της υπόσταση την ορθοδοξία του δόγματος. Το δόγμα παρουσιαζόταν ως βάση της κρατικής νομολογίας, καθότι η γήινη τάξη όφειλε να είναι εικόνα της ουράνιας, με τον αυτοκράτορα ως κέντρο της, ενώ ο υπήκοος της Οικουμενικής Αυτοκρατορίας ταυτιζόταν με τον ορθόδοξο χριστιανό. Η δογματική παρέκκλιση του αυτοκράτορα σήμαινε την αλλαγή του επίση-
μου δόγματος του κράτους, όπως συνέβη στους χρόνους των Αρειανιστών και Εικονομάχων ηγεμόνων. Μολοντούτο, ακόμη και στη βυζαντινή περίοδο η Εκκλησία δεν ζητούσε την ομολογία πίστεως της κοσμικής αρχής αλλά η δεύτερη απαιτούσε να εμφανίζεται ως φορέας και τύπος της ορθότητάς της. Η πρώτη ενότητα του Ιουστινιάνειου Κώδικα αναφέρεται «στην καθολική πίστη, την οποία κανείς δεν πρέπει να τολμά να αμφισβητεί δημόσια», ενώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο Περί της βασιλείου τάξεως έργο του γράφει, ότι τα πράγματα του κράτους πρέπει να ομοιάζουν «του δημιουργού την περί τόδε το παν αρμονίαν και κίνησιν». Η λήξη του ιστορικού πειράματος της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή επανακαθόρισε καίρια τη στάση της Εκκλησίας έναντι της κοσμικής εξουσίας· διαχώρισε τυπολογικά το βασίλειο του πνεύματος από το βασίλειο του καίσαρος. Γιατί έξω από τη ροή του γίγνεσθαι ποτέ δεν ενώθηκαν. Οι εμφανιζόμενες ως επιβιώσεις του βυζαντινού τύπου συναλληλίας είναι στην πραγματικότητα κακέκτυπα, που αναπαράγονται από δεσποτικά καθεστώτα, προκειμένου να μεταμφιέσουν την απολυταρχία τους. Ο Φράνκο εφηύρε τον τίτλο του Caudillo de España por la Gloria di Dios, και εφάρμοσε τον αντιχριστιανικό φασισμό, προσποιούμενος τον ευσε-
βή καθολικό. Το αυτό, περίπου, έκαναν και όλοι οι λατινοαμερικανοί δικτάτορες. Ενώ επέτρεπαν την αποικιακή εκμετάλλευση των χωρών τους και την εξαθλίωση των πολιτών, ταυτόχρονα διασάλπιζαν τη χριστιανική τους ευλάβεια. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ� ο ποιών το θέλημα του πατρός μου». Αυτή είναι η απάντηση σε όποιον επικαλείται τη χριστιανικότητά του προκειμένου να θηρεύει την εγκόσμια δόξα, μιας και κάθε δέντρο κρίνεται από τον καρπό του. Στον δημόσιο χώρο υπάρχουν δύο ειδών ομολογίες πίστης· αυτή των ομολογητών μαρτύρων ενώπιον της κοσμικής εξουσίας, που τους οδηγεί συνειδητά στον θάνατο, και η ψευδ-ομολογία που γίνεται ανέξοδα με σκοπό τον έπαινο των ανθρώπων. Ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής αυτοδικαιώνεται μπροστά στο ιερό του ναού, ενώ η υπερήφανη προσευχετική του διακήρυξη τον αποκόπτει αντί να τον ενώνει με τον Θεό. Αυτός και οι μιμητές του είναι έμπρακτα άθεοι, ενώ όσοι αμφιβάλλουν για την πορεία προς τον Θεό βρίσκονται στην αρχή του μονοπατιού, που πολλοί θρησκευόμενοι έχουν χάσει. Ως κατακλείδα —και με αφορμή τις πρόσφατες εγκλήσεις στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να «ομολογήσει» αν είναι άθεος— θυμάμαι τον Πεσσόα: «Και η απουσία θεού, θεός είναι».
Δυο-τρία πράγματα που ξέρω για τον Κ. Φιλίνη ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗ Ο Κώστας Φιλίνης έζησε δεκαεπτά χρόνια στη φυλακή, από το 1955 έως το 1966 και από το 1967 έως το 1973. Πρίν, μετά και ενδιαμέσως, έζησε άλλα έντεκα χρόνια στην παρανομία. Το όλον 28 χρόνια. Ή για να το πούμε αλλιώς: Από την ηλικία των 22 ετών έως την ηλικία των 53 ετών, περπάτησε ελεύθερος στους δρόμους της Ελλάδας, χωρίς να κρύβεται, μόνο 3 χρόνια. Στη φυλακή όμως, δεν έχανε το χρόνο του. Σκεπτόταν, έγραφε και μετάφραζε με μια θεματολογία πάντα πρωτοποριακή και με μια καταπληκτική επαφή με την ρέουσα πραγματικότητα. Όταν ήταν καταδικασμένος σε ισόβια (1955-1966), μετάφρασε, μεταξύ πολλών άλλων, από τα γαλλικά το βιβλίο του Jacques Guillaumaud, Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός, το οποίο εκδόθηκε από το «Θεμέλιο» το 1965, ενώ εκείνος βρισκόταν ακόμη στη φυλακή. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα για έναν τομέα που τότε ακόμη ήταν άγνωστος στον πολύ κόσμο, δηλαδή την τέχνη της σωστής αξιοποίησης της πληροφορίας για την αποτελεσματικότητα στη δράση κατά τη διαχείριση περίπλοκων προβλημάτων, το θεωρητικό υπόβαθρο του ρόλου των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το βιβλίο που συνέγραψε όταν ήταν στις φυλακές επί δικτατορίας. Πρόκειται για την Θεωρία των παιγνίων
O Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι ιστορικός, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
και πολιτική στρατηγική, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κείμενα» το 1972. Η θεωρία των παιγνίων αναφέρεται στις στρατηγικές για το χειρισμό συγκρούσεων σε καταστάσεις αλληλεπίδρασης. Η έγνοια του συγγραφέα ήταν να να αναπτύξει τη μέθοδο αυτή με τρόπο κατανοητό σε μη ειδικούς αναγνώστες και να κάνει αντιληπτή τη χρησιμότητα αυτού του θεωρητικού εργαλείου στην λήψη των αποφάσεων για το χειρισμό των πολιτικών συγκρούσεων. Όταν το αγόρασα, πρωτοετής τότε φοιτητής, ανοίχτηκε στα μάτια μου ένας καινούργιος κόσμος. Σημειώστε ότι αυτό όχι μόνο ήταν το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στα ελληνικά για το θέμα, αλλά παραμένει ακόμη ένα από τα καλύτερα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Ένα δεύτερο σημείο που μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον, συνέβη τη χρονιά που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη φυλάκισή του και στην
δεύτερη, δηλαδή το 1966-1967, όταν ο Φιλίνης ανέπτυξε μια δραστηριότητα στα συλλογικά όργανα της ΕΔΑ. Ένα από τα πολλά αντικείμενα συζήτησης ήταν τότε και το φαινόμενο της «μοντέρνας» λεγόμενης νεολαίας, με τη μουσική ροκ και τα λοιπά. Η εν γένει στάση της Αριστεράς απέναντι σε αυτό το φαινόμενο ήταν κατά βάση αρνητική, το αντιμετώπιζε ως μια ξενόφερτη εμπορική μαζική κουλτούρα που αποπροσανατόλιζε τους νέους. Ο Φιλίνης όμως, σε μια εισήγησή του τον Φεβρουάριο του 1967 στη λέσχη της Νεολαίας Λαμπράκη, αντέδρασε λέγοντας ότι πρέπει να δούμε αυτούς «τους “οργισμένους νέους” με τα μακρυά μαλλιά, τους “γεγέδες”» ως ένα κίνημα που εμφανίζει μια «πολύτιμη νεανική ζωτικότητα» κι εκδηλώνει μια «δίκαιη διαμαρτυρία για όσα βλέπουν γύρω τους», καλώντας την Αριστερά να τους αντιμετωπίσει ως εν δυνάμει συμμάχους της στον αγώνα αμφισβήτησης των κοινωνικών αδικιών. Υπενθυμίζω ότι είμαστε πριν τον Μάη του ’68, πριν το αντιπολεμικό νεανικό κίνημα και πριν το Woodstock. Λίγοι μήνες ελευθερίας και επαφής με την κοινωνία, αρκούσαν στον Φιλίνη για να αντιληφθεί πράγματα που οι περισσότεροι από τους συντρόφους του αδυνατούσαν να κατανοήσουν. Και ένα τελευταίο σημείο, πιο προσωπικό. Όταν ερευνούσα το ζήτημα των νεκρών του Πολυτεχνείου, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω τις διάφορες φήμες και να τεκμηριώσω τις επιμέρους περιπτώσεις και τα λοιπά, παρατήρησα ότι επί δεκαετίες στον κατάλογο των νεκρών που αναρτάται κάθε Νοέμβρη, γινόταν αναφορά σε έναν Γιάννη Φιλίνη. Στο πλαίσιο της
έρευνας, ήρθα σε επαφή με την Άννα Φιλίνη, προκειμένου να διευκρινίσω εάν επρόκειτο για κάποιον συγγενή της. Εκείνη μου επιβεβαίωσε ότι είναι θείος της, αλλά μου σύστησε να έρθω σε επαφή με τον πατέρα της για περισσότερες πληροφορίες, γιατί εκείνη τότε (το 1973) βρισκόταν στο εξωτερικό. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά (τον Ιανουάριο του 2004, πριν δέκα ακριβώς χρόνια) που ήρθα σε επαφή προσωπικά με τον Κώστα Φιλίνη. Ο ογδοντατριάχρονος (τότε) συνομιλητής μου, μου εξήγησε ότι, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εκείνος πέρασε στην παρανομία και έτσι όταν η αστυνομία εισέβαλε βίαια στο σπίτι τους βρήκε μόνο τον αδελφό του, ο οποίος έπασχε από την καρδιά του και μέσα στις συνθήκες εκείνες του έντονου σοκ, σωριάστηκε νεκρός. Στον ισχυρισμό μου ότι, έστω και έμμεσα, οι συνθήκες που μου περιέγραψε τον κατέτασσαν μεταξύ εκείνων που ο θάνατός τους προκλήθηκε από την αστυνομική αυθαιρεσία, ο Κώστας Φιλίνης, αρνούμενος τη διασταλτική αυτή ερμηνεία που επιχειρούσα, μου αντέτεινε, με τον γνωστό ήρεμο και σεμνό τρόπο του, ότι ο θάνατος του αδελφού του οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε παθολογικά αίτια, και δεν το έβρισκε σωστό να θεωρηθεί, τυπικά, νεκρός των γεγονότων. Σεβόμενος την άποψή του, δεν τον περιέλαβα στον κατάλογο που δημοσίευσα τότε. Έχοντας στο μυαλό μου περιπτώσεις που θα είχαν ορμήσει να αδράξουν την ευκαιρία για μια πολιτική ή προσωπική εκμετάλλευση ενός «νεκρού αδελφού στο Πολυτεχνείο», είχα πάρει ένα σπουδαίο μάθημα σπάνιας αξιοπρέπειας.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ «DISPOSSESSION: THE PERFORMATIVE IN THE POLITICAL»
Κρίση, κριτική και οι δυνατότητες της πολ Το βιβλίο Dispossession: The Performative in the Political της Judith Butler και της Αθηνάς Αθανασίου που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2013 (Polity Press) είναι ένα βιβλίο προκλητικό για τη σκέψη, ένα βιβλίο σημαντικό. Όχι μόνο ακαδημαϊκά (οι σχετικές κριτικές έχουν επισημάνει ήδη τη θεωρητική του συνεισφορά), αλλά και για την πολιτική σκέψη και πράξη, καθώς εισάγει, επερωτά, αλλά και διευρύνει έννοιες κομβικές για την Αριστερά, την πολιτική και τα κινήματα, όπως η αποστέρηση, η αναγνώριση, η πληθυντική επιτελεστικότητα. Για όλα αυτά, και με αφετηρία το βιβλίο, ζητήσαμε από την κοινωνική ανθρωπολόγο Ειρήνη Αβραμοπούλου να μιλήσει με την Αθηνά Αθανασίου και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τις ευχαριστούμε θερμά και τις τρεις. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΜΠΑΤΛΕΡ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
Κρίση και αποστέρηση Eιρήνη Αβραμοπούλου: Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι Dispossession. Η έννοια της αποστέρησης (dispossession), εκτός από μια νεοφιλελεύθερη πρακτική επιβαλλόμενης απώλειας ή υλικής αφαίμαξης, αναδύεται, στο βιβλίο σας, και ως ένας όρος διεκδίκησης μιας άλλης πολιτικής αντίληψης σχετικά με το τι συνεπάγεται η στέρηση και η απώλεια, σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικηθούν διαφορετικοί όροι διαβίωσης και συμβίωσης. Μέσα από αυτή την εννοιολόγηση, η αποστέρηση φαίνεται να επιφέρει μια «κρίση» στο πολιτικό. Καθώς σήμερα η έννοια της κρίσης εμφανίζεται ως μια τεχνολογία επικαθορισμού κυρίαρχων λόγων περί οικονομίας, κοινωνίας, συναισθήματος, βιώσιμης ανθρώπινης ζωής και μετρήσιμων μεγεθών διαβίωσης, γιατί και με ποιο τρόπο είναι σημαντικό να ξανασκεφτούμε τους όρους μιας άλλης κρίσης; Τζούντιθ Μπάτλερ: Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είμαστε προσεκτικές/οί όταν μιλάμε για οικονομική κρίση. Απ’ τη μια, θα ήταν ασφαλώς αφελές να πούμε ότι δεν υπάρχει οικονομική κρίση, τη στιγμή που την κοινωνία τη συγκλονίζουν φοβερές αλλαγές ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μορφών διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της καταστροφής βασικών κοινωνικών υποδομών, αλλά και της κατάργησης της σταθερής εργασίας και της ελπίδας για το μέλλον. Απ’ την άλλη, όμως, αν αυτό το αποκαλέσουμε «κρίση», είναι σαν να δηλώνουμε πως αναμένουμε μια λύση που θα αποκαταστήσει την προϋπάρχουσα τάξη. Ο λόγος περί κρίσης υπονοεί ότι υπάρχει ένα πρόβλημα διαχειρίσιμο και επιλύσιμο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πιο θεμελιώδες, μια κι έχει γίνει πια φανερό πως αφορά καινοφανείς καπιταλιστικές τροπικότητες και τις συνέπειές τους στον παγκόσμιο πληθυσμό. Όσο κι αν πρέπει να εστιάσουμε στις εργαζόμενες και τους εργαζόμενες και στην εκμετάλλευση που υφίστανται, πρέπει επίσης να δούμε ότι η ίδια η φύση της εργασίας και της α-εργίας έχει αλλάξει. Γιατί όταν η εργασία μετατρέπεται σε κάτι ευέλικτο, περιττό ή παροδικό, τότε καμία δουλειά δεν έχει πλέον διάρκεια, δεν μπορείς να οργανωθείς σε έναν εργασιακό χώρο που συνεχώς αλλάζει, κι έτσι αυτές καθαυτές οι συνθήκες που επέτρεπαν κάποτε τον συνδικαλισμό είναι υπό εξαφάνιση.
Όσο, λοιπόν, κι αν το πρεκαριάτο παραμένει, από αναλυτική άποψη, διακριτό από το προλεταριάτο, τα όρια ανάμεσά τους συγχέονται ολοένα και περισσότερο: ο/η εργαζόμενος/η είναι πάντοτε έτοιμος/η να χάσει τη δουλειά του/της, ενώ ο/η άνεργος/η δεν ελπίζει πια παρά σε κάποια παροδική απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι πως η αποστέρηση έχει γίνει κάτι που χαρακτηρίζει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους, όπως και όσους αναγκάστηκαν, με μεγάλο ρίσκο, να μεταναστεύσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω και κάποια παροδική εργασία. Αυτά που παραμένουν είναι ένας ολοένα διευρυνόμενος ορίζοντας επισφάλειας και ένας νέος χωροχρονικός σχηματισμός στον οποίο η αποστέρηση είναι ο κανόνας. Παρ’ όλα αυτά, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε όλες και όλοι να οργανωθούμε κάτω από το λάβαρο της επισφάλειας ή της αποστέρησης. Οφείλουμε να οργανωθούμε με τρόπους που αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού και αντιπαρατίθενται στους τρόπους με τους οποίους αυτός μεθοδεύει την αποστέρηση. Όμως, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί. Aθηνά Αθανασίου: Προσπαθήσαμε να σκεφτούμε πάνω στον τρόπο που η «κρίση», ως εξουσιαστικός σχηματισμός του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μας καλεί να ξανα-φανταστούμε, ή να επαν-εμπλακούμε με το πολιτικό· πώς η αποστέρηση γίνεται αφορμή να ενεργοποιηθεί το ερώτημα του κριτικού στοχασμού σε καιρούς κρίσης. Έτσι, ρωτάμε: Πώς ασκείται το πολιτικό, πού «λαμβάνει χώρα» και με ποιους τρόπους; Πώς επενεργεί η κρίση σε σχέση με την αναπαραγωγή, τη μεταβολή και/ή την επίταση της πολιτικής υποκειμενικότητας και πώς παίρνει αυτή έμφυλα, φυλετικά και ταξικά χαρακτηριστικά; Ακόμη, πώς μπορούν αυτά τα ερωτήματα να διατυπωθούν από τη σκοπιά μιας επιτελεστικής πολιτικής που αντιστέκεται μέσω της επαναδιεκδίκησης του δημόσιου χώρου και μιας βιώσιμης ζωής; Η «αποστέρηση» ως όρος υπονοεί τη νεοφιλελεύθερη βία της αναλωσιμότητας, αλλά είναι επίσης ενδογενής σε διαδικασίες συγκρότησης των υποκειμένων, αναφορικά τόσο με την απώλεια όσο και με τη σχέση που αναπτύσσουν το ένα με το άλλο. Με άλλα λόγια, καθώς η αποστέρηση μας φέρνει αντιμέτωπες/ους με τα όρια της αυτάρκειάς μας, γίνεται πεδίο για μια συλλογική πολιτική εργασία αλληλομεταμόρφωσης. Όταν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού καθίστανται αναλώσιμες και αφήνονται να εκτεθούν στους θανάσιμους κινδύνους της
φτώχειας, του ρατσισμού, της κρατικής παραμέλησης και βίας, ρωτάμε: Πώς μπορούμε «εμείς», ως υποκείμενα της κρίσης (με όλες τις αναταράξεις, τις αβεβαιότητες και τις αδυνατότητες που σημαδεύουν αυτό το «εμείς»), να κινητοποιήσουμε μια αγωνιστική (και όχι ανταγωνιστική σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη νόρμα) απάντηση στην αποστέρηση; Μια τέτοια αναθέσμιση του κοινωνικού είναι που κινητοποιεί το πολιτικό φαντασιακό της ριζοσπαστικής δημοκρατίας σήμερα.
(Νεο)φιλελευθερισμός και αναγνώριση Eιρ. Aβραμοπούλου: Ο αγώνας για αναγνώριση συνήθως ταυτίζεται με μια πολιτική των ταυτοτήτων μέσα από την οποία συχνά αναπαράγεται η κανονιστική λογική της μίας «αλήθειας» για το υποκείμενο· παραβλέπεται, έτσι, η πολυπλοκότητα με την οποία λειτουργούν οι σχέσεις εξουσίας και οι μηχανισμοί της υποκειμενοποίησης. Συζητάτε την ιδέα ότι το φιλελεύθερο αίτημα της αναγνώρισης ίσως είναι αυτό που κάποιος/α «δεν μπορεί να μη θέλει». Εδώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τον αγώνα για αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, των μεταναστών και μεταναστριών, των ατόμων με ειδικές ανάγκες κτλ., όπου «δεν μπορεί κάποια/ος να μη θέλει» το δικαίωμα στην αναγνώριση αφού
χομενική σε σχέση με ζητήματα σχέσεων εξουσίας, υποκειμενοποίησης και διαφοράς, όπως: ποιος/α κυρώνει τη διαφορά και ποιος/α ζητά αναγνώριση, ποιος/α έχει την εξουσία να παράσχει αναγνώριση, με ποιους όρους παρέχεται αυτή, ποιες δυνατότητες ενεργοποιεί, ποιες άλλες δυνατότητες μπορεί να καθιστά αδιανόητες. Καθώς η αναγνώριση ενσωματώνει ιστορίες τραυμάτων και αποκλεισμών, μπορεί επίσης να ενεργοποιηθεί ώστε να εκθέσει, να κλονίσει και να μετασχηματίσει τέτοιους κανονιστικούς όρους και τέτοια όρια αναγνωρισιμότητας. Το πρόβλημα με την αναγνώριση είναι ότι το αίτημα αναγνώρισης εμπλέκεται απαραιτήτως με την κρατική ή νομική εξουσία θέσπισης των όρων της αναγνωρίσιμης υποκειμενικότητας. Με το να ζητά κανείς από το κράτος να αναγνωρίσει συγκεκριμένους τρόπους ζωής, οικειότητας ή ένταξης, διακινδυνεύει να συναινέσει με τους θεσπισμένους κανόνες για την υποκειμενικότητα· την ίδια στιγμή όμως, προκαλεί μια δημιουργική κρίση σε αυτούς τους κανόνες και τους διαχωρισμούς. Στο πλαίσιο μιας αριστερής πολιτικής, η αναγνώριση πρέπει να εμπλέκεται κριτικά με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται όσες και όσοι απειλούνται από τον ρατσισμό, την κρατική βία, την ταξική εκμετάλλευση, τον ηγεμονικό ανδρισμό και την ετεροκανονικότητα.
Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927
αυτό είναι άμεσα αναμετρήσιμο με το ζήτημα της επιβίωσης, έστω κι αν ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να εμφανιστεί σαν να ήταν η μόνη εναλλακτική προϋπόθεση ελευθερίας. Πώς αναδύεται η αναγνώριση ως ζήτημα επιβίωσης και πώς μπορεί να διαχωριστεί από ένα ατομοκεντρικό και ναρκισσιστικό αίτημα αυτοκαθορισμού; Α.Αθανασίου: Επικαλούμαστε την έννοια της αναγνώρισης ως αφορμή για να διερευνήσουμε τι σημαίνει να στοχάζεσαι πολιτικά πάνω στο υποκείμενο (που δεν είναι το ίδιο με το «άτομο») ως υποκείμενο της αποστέρησης και της επιβληθείσας επισφάλειας, αλλά επίσης και ως υποκείμενο «συν-ύπαρξης». Η αναγνώριση είναι το πεδίο όπου οι όροι της αναγνωρισιμότητας («ποιος/α» πληροί τις προϋποθέσεις ως αναγνωρίσιμο υποκείμενο) παράγονται και αναπαράγονται ή κλονίζονται. Η πολιτική της αναγνώρισης είναι ενδε-
Η αναγνώριση ανοίγει τον δρόμο για τον μετασχηματισμό των συνθηκών που έχουν επιτρέψει αυτές τις τραυματικές εμπειρίες και αυτές τις αδικίες. Τζ. Μπάτλερ: Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Ας ξεκινήσουμε από το τι προϋποθέτει η σκηνή της αναγνώρισης. Τίθεται πρώτα απ’ όλα το ερώτημα ποιος αναγνωρίζει ποιον, δηλαδή ποιος έχει την εξουσία να παράσχει αναγνώριση. Δεν υπάρχει αναγνώριση χωρίς κάποιο πρόσωπο ή θεσμό που έχει την εξουσία να την παράσχει. Έπειτα, τίθεται το ερώτημα ποιος ζητά την αναγνώριση. Αν τη ζητά κάποιο πρόσωπο ή συλλογικότητα, τότε το αίτημα απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο ή θεσμό που έχει την εξουσία να την παράσχει. Υπό την έννοια αυτή, η σκηνή της αναγνώρισης προϋποθέτει και αναπαράγει μια ιεραρχική διευθέτηση των σχέσεων εξουσίας. Η αναγνώριση δεν είναι απλώς μια πράξη, αλλά
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
λιτικής η ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συνόλου σχέσεων εξουσίας. Έπειτα, υπάρχει ένα τρίτο πρόβλημα: με ποιους όρους παρέχεται η αναγνώριση και πώς καθιερώνονται αυτοί. Μπορεί να επιθυμούμε την αναγνώριση, αλλά ταυτόχρονα να αντιτιθέμεθα στους όρους υπό τους οποίους αυτή μας δίνεται. Εδώ, εκτυλίσσεται μια πάλη στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Έτσι, κάποιος μπορεί να επιθυμεί την αναγνώριση, αλλά όχι εντός του πεδίου αναγνωρισιμότητας που εδραιώνει συγκεκριμένους μόνο πληθυσμούς σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες και ταυτόχρονα παράγει το μη αναγνωρίσιμο. Η αποδοχή της αναγνώρισης εντός μιας τέτοιας συνθήκης σημαίνει αποδοχή τόσο της ανισότητας όσο και της κοινωνικής απάλειψης κάποιων άλλων. Εάν μια ταυτοτική θέση επιμένει να διεκδικεί το δικαίωμα της αναγνώρισης μόνο για μια ομάδα, χωρίς να αναγνωρίζει πως, κατά τη διαδικασία αυτή, κάποια άλλη ομάδα απαλείφεται, τότε η πολιτική της αναγνώρισης γίνεται ένα εργαλείο για την πολιτική της ανισότητας και του αποκλεισμού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής αριστερής συμμαχίας και των αγώνων της ενάντια στην επισφάλεια και την απάλειψη, με βάση την ισότητα και τη δικαιοσύνη. Η αναγνώριση δεν είναι ένας τελικός ή απομονωμένος σκοπός.
Πολιτική της πληθυντικής επιτελεστικότητας Eιρ. Aβραμοπούλου: Το βιβλίο σας χτίζεται τόσο πάνω σε έναν ουσιαστικό διάλογο, όσο και σε ένα βαθύ και κριτικό (δια-)προσωπικό διαλογισμό. Επομένως, προσφέρεται στις/στους αναγνώστριες/στες σαν μια στρατηγική γραφής διαφορετική από την κλασική μονογραφία-μονόλογο, αναδεικνύοντας το διακύβευμα της διανοητικής και πολιτικής συμμαχίας. Αυτές είναι άλλωστε και οι κύριες έννοιες πάνω στις οποίες στηρίζετε την έννοια της «πληθυντικής επιτελεστικότητας» (plural performativity). Αναφέρεστε, συγκεκριμένα, στο book bloc, μια πορεία διαμαρτυρίας στους δρόμους ευρωπαϊκών πόλεων όπου οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες «φόρεσαν» τα βιβλία τους ως ασπίδες υπεράσπισης των δημόσιων πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών. Τι μπορεί να περιμένουμε τη στιγμή που τα βιβλία βγαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν και να εξεγερθούν; Ποια είναι η σημασία μιας συμμαχίας μεταξύ της κριτικής θεωρίας και της ριζοσπαστικής δράσης; A. Aθανασίου: Η πληθυντική επιτελεστικότητα (που δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον «πλουραλισμό» του φιλελευθερισμού) προϋποθέτει συλλογικά εγχειρήματα κριτικής σκέψης και πράξης. Τέτοιες διαδικασίες ανάπτυξης της πληθυντικότητας αμφισβητούν τον εγωκεντρισμό του φιλελεύθερου, κτητικού ατομισμού. Επίσης, αμφισβητούν τις ουσιοκρατικές και ολοκληρωτικές θεωρήσεις που συχνά χαρακτηρίζουν την έννοια της κοινότητας. Αυτή η πολιτική της επιτελεστικότητας δεν απαλείφει την αίσθηση της ενικότητας ή του ανήκειν σε μια κοινότητα αλλά προσφέρει τον απαραίτητο χώρο για δια-σύνδεση. Επιδιώκει να παραγάγει διαφορά χωρίς να την προεξοφλεί. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες (humanities) παίζουν κρίσιμο ρόλο στις αναδυόμενες επι-
Αθηνά Αθανασίου
στημολογίες της κρίσης ως κριτικές επιστημολογίες, διότι αναφέρονται σε πολλαπλές αντιλήψεις της ανθρωπότητας (humanity) και της «ανθρωπινότητας». Το διπλό νόημα της λέξης «humanities» είναι εδώ ενδεικτικό. Οι εναλλακτικές ανθρωπιστικές επιστήμες αφιερώνονται σε εναλλακτικές «ανθρωπότητες» (όπως τις «γυναίκες», τους «ιθαγενείς», τους φτωχούς, τους άστεγους, τους ομοφυλόφιλους, τους ξένους, τους απάτριδες, τους «χωρίς χαρτιά», όλους όσοι έχουν ιστορικά χρωματιστεί ως «μη κανονικοί άνθρωποι») κι έτσι αμφισβητούν τους όρους με τους οποίους αποδίδεται διαφορετικός βαθμός «ανθρωπινότητας» στην καθεμιά και στον καθένα μας, προσφέροντας παράλληλα εναλλακτικές αντιλήψεις για το τι μπορεί να περιλαμβάνεται στο «ανθρώπινο». Στο πλαίσιο του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος της εποχής μας, οι ανθρωπιστικές επιστήμες υποβαθμίζονται και καλούνται να συμμορφωθούν στη διαχειριστική λογική σχημάτων επιχειρηματικής γνώσης. Συνεπώς, η ιστορική ευθύνη της κριτικής θεωρίας σήμερα είναι ακριβώς να ξανα-φανταστεί και να επαν-ενεργοποιήσει την κριτική του παρόντος, ώστε να απελευθερωθούν νέες δυνατότητες για ισότητα κι ελευθερία. Τζ. Μπάτλερ: Για να απαντήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στη Χιλή, την Ελλάδα, τον Καναδά, τη Βουλγαρία, που υπερασπίζονται το δικαίωμα σε μια εκπαίδευση οικονομικά προσιτή. Οι κινητοποιήσεις δεν είχαν ως αίτημα απλώς τη μείωση ή την κατάργηση των διδάκτρων (ή τη μη επιβολή τους), αλλά κυρίως τη θέσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, ως κοινωνικής αξίας που δεν μπορεί να αποτιμάται με νεοφιλελεύθερους δείκτες. Η ευρεία αντίσταση στη Συνθήκη της Μπολόνια και στην οικονομετρική αποτίμηση της παραγωγής γνώσης που επέβαλε, περιλαμβάνει σαφώς την απαίτηση για μια προσιτή εκπαίδευση, αλλά και μια εκπαίδευση που θα προσφέρει δυνατότητες επανεκτίμησης του τι είναι πραγματικά πολύτιμο για τις κοινωνίες, και που θα διευρύνει τις γενικά αποδεκτές κοινωνικές και πολιτικές αξίες —όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ισότητα— αλλά και αισθητικές αξίες που θα υπερβαίνουν το νεοφιλελεύθερο φαντασιακό. Χρειάζεται λοιπόν μια κριτική σκοπιά από την οποία θα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι νεοφιλελεύθεροι δείκτες όπως η ποσοτική εκτίμηση, το κέρδος και οι οικονομικές επιπτώσεις επιφέρουν βίαιες εκπτώσεις στο πεδίο των αξιών. Αυτή η οπτική επιβεβαιώνει την αξία, αλλά και τον επείγοντα χαρακτήρα, της κριτικής θεωρίας. Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που διαδη-
Tζούντιθ Μπάτλερ
λώνουν επικυρώνουν τους εαυτούς τους ως δημόσια δρώντες, επικυρώνοντας παράλληλα την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό. Επιδεικνύοντας δε αυτά τα βιβλία, δείχνουν και τι είναι αυτό που κινδυνεύει να χαθεί. Το μήνυμα βρίσκεται στη δράση. Η υλικότητα του βιβλίου, ή ακόμα και το όνομα της/του συγγραφέα ή ο τίτλος του βιβλίου, μπορούν να δείξουν ποια είναι τα πολύτιμα εκείνα πράγματα που κινδυνεύουν να χαθούν. Το να διαδηλώνεις μαζί με αυτά τα βιβλία σημαίνει ότι διαδηλώνεις την αξία τους (και ότι διαδηλώνεις την αξία της διαδήλωσης), υποστηρίζοντας δημόσια την ανάγνωση και τη διατήρηση των θεσμών στο πλαίσιο των οποίων αυτά τα βιβλία διαβάζονται. To book bloc διακηρύσσει: Να τι χάνεται όταν τα πανεπιστήμια καταργούν τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις κοινωνικές επιστήμες, τις καλές τέχνες, τις σπουδές κριτικής θεωρίας. Οι διαδηλώσεις αυτές γνωρίζουν τι είδους απώλεια μπορεί να συμβεί, και βγάζουν τα βιβλία από τις βιβλιοθήκες στο δρόμο για να σταματήσουν την καταστροφή.
Κοινωνικά κινήματα και Αριστερά Eιρ. Aβραμοπούλου: Ποιες είναι οι σύγχρονες προκλήσεις στη συγκρότηση ενός αριστερού ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου αλλά και για τη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία υπό το φως της παρούσας πυκνής πολιτικής συγκυρίας αντίστασης και εξέγερσης, από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τη Βραζιλία, από το Σύνταγμα μέχρι την πλατεία Γκεζί; Τζ. Μπάτλερ: Δεν ξέρω αν είμαι η καταλληλότερη για να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτό το ερώτημα δεν απαντιέται από μια μεμονωμένη διανοήτρια, αλλά χρειάζεται έναν ευρύτερο διάλογο μεταξύ πολλών. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε, η Αθηνά κι εγώ, ήταν να αντιπαραβάλουμε μορφές πληθυντικής επιτελεστικής δράσης σε διαφορετικές περιοχές, προκειμένου να δούμε τι είδους ομοιότητες θα ανέκυπταν, και τι διαφορές. Πρόκειται πάντως για ένα αποσπασματικό εγχείρημα μάλλον, παρά για μια συστηματική έρευνα. Πιστεύω πραγματικά ότι όπως, απ’ τη μια πλευρά, οι κυβερνήσεις συμβάλλονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες καταλαμβάνουν ή καταστρέφουν το δημόσιο χώρο, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα βασικά δομικά στοιχεία της δημόσιας ζωής, από τους δρόμους ως τα σχολεία, έτσι υπάρχει, απ’ την άλλη, μια ολοένα και περισσότερο διαδεδομένη κατανόηση του πώς δουλεύει ο καπιταλισμός στις μέρες μας. Στη Βραζιλία, η παράδοση ολόκληρων τμημάτων του Ρίο στην ακραία φτώχεια λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με τη μαζική εισροή και επένδυση κεφαλαίων για την κατασκευή των υποδομών των Ολυμπιακών
35 Αγώνων. Αυτό είναι ολοφάνερο, και η σχέση μεταξύ της αύξησης του πλούτου των ολίγων και της δραστικής φτωχοποίησης των πολλών έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους για να διαδηλώσει την αντίθεσή του σε αυτή τη φοβερή αδικία και στην καταστροφή του δημόσιου χώρου — όπως έγινε στο Γκεζί. Αλλά επίσης καταστρέφεται η ιδέα πως οι κυβερνήσεις έχουν ακόμη ως υποχρέωσή τους —εξ ορισμού— την εκπροσώπηση του λαού, των συμφερόντων, των αιτημάτων και της ευημερίας του. Το κράτος αποσυνδέεται, ολοένα και περισσότερο, από το καθήκον της εκπροσώπησης της λαϊκής βούλησης και γίνεται ένα όχημα επέκτασης των αγορών. Τα μαζικά κινήματα του δρόμου αποτελούν έτσι την εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, τη στιγμή ακριβώς που το κράτος εγκαταλείπει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την εκπροσώπηση του λαού και τη διαφύλαξη του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών, ενώ προσδένεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η βασική πολιτική απαίτηση των καιρών μας είναι η διακοπή και η έκθεση της φυσικοποίησης και της επιτάχυνσης αυτής της διαδικασίας, καθώς και η επανεπικύρωση του «λαού», ώστε η δημοκρατία να γίνει αντικείμενο δημόσιας συνάρθρωσης και διαβούλευσης. A. Aθανασίου: Τα σημερινά καθεστώτα διαχείρισης της κρίσης περιλαμβάνουν την καταστροφή των δημόσιων χώρων και υπηρεσιών, την εμβάθυνση των ανισοτήτων, τον ευτελισμό της εργασίας, τη βιοπολιτική κατάληψη της ζωής από την οικονομία, τον κρατικό απολυταρχισμό και τη λήψη αυταρχικών μέτρων κοινωνικής κανονικοποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αφορά μόνο την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, αλλά επίσης μια νεοσυντηρητική κυβερνο-λογική,1 η οποία περιλαμβάνει, εκτός από την αναδιανομή κεφαλαίων, και μια αναδιάταξη του κοινωνικού και του πολιτικού και, κυρίως, των κανονιστικών προϋποθέσεων της πολιτικής υποκειμενικότητας. Σε μια Ευρώπη που γίνεται μάρτυρας της έξαρσης νεοναζιστικών ιδεολογιών και πρακτικών, η πολιτική που παράγει «περιττούς» και απεγνωσμένους ανθρώπους σχετίζεται πολλαπλώς με τον φασισμό, τον ρατσισμό και την ακραία εθνικιστική ιδέα της ομοιογενούς και αποκλειστικής κοινότητας, μαζί με θεμελιώδεις συνιστώσες της όπως ο ηγεμονικός ανδρισμός και η ετεροκανονικότητα. Έτσι, η νεοφιλελεύθερη κυβερνο-λογική που αποκαλούμε «κρίση» εξελίσσεται σε μια εξουσιαστική τροπικότητα η οποία επαφίεται στην παραγωγή επισφαλών και αναλώσιμων πληθυσμών σύμφωνα με κατεστημένους κανόνες που αφορούν την κεφαλαιακή συσσώρευση, το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την εθνικότητα. Πιστεύω ότι το ζήτημα μιας αντιφασιστικής, αντινεοφιλελεύθερης και φεμινιστικής πολιτικής συμμαχίας πρέπει να διατηρηθεί ενεργό ως μια διαρκής πρόκληση για την επιτελεστική παραγωγή διαφορετικών τρόπων συλλογικής σκέψης και δράσης, εναλλακτικών στα κυρίαρχα σχήματα της κοινότητας και της (οικονομικής, εθνικής, έμφυλης ή σεξουαλικής) κανονικότητας. Είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που στο βιβλίο μας εννοιολογούμε το πολιτικό ως επιτελεστικό. ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Η ΕΙΡΗΝΗ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
1 Απόδοση του όρου «governmentality» (gou-
vernementalité) που εισήγαγε ο Φουκώ στις διαλέξεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας με γενικό τίτλο «Ασφάλεια, επικράτεια, πληθυσμός» το 1977-78. (Σ.τ.Μ.)
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
36
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kοινωνικές και χωρικές ανατροπές στην Αθήνα ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ Η Αθήνα είναι μια πόλη σε ανθρωπιστική κρίση, σύμφωνα με τον ορισμό των Γιατρών του Κόσμου, που αναφέρεται σε μαζικές καταστάσεις φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Από κοινωνική-χωρική άποψη, η κρίση γίνεται αντιληπτή σε τρία αλληλοσυμπληρούμενα επίπεδα: α) την κοινωνία της πόλης, β) τον δημόσιο και ιδιωτικό αστικό χώρο, γ) την επιτήρηση της πόλης και τη γενικευμένη καταστολή (από την κρατική εξουσία και τις εγκληματικές συμμορίες). Η φτωχοποίηση της κοινωνίας γενικεύεται και διαρκεί. Η Αθήνα —ειδικότερα το Κέντρο― συγκέντρωνε πάντα ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Άνεργοι, πένητες, άστεγοι, χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, πρόσφυγες και μετανάστες αναζητούσαν στην πόλη κοινωνικές δομές, εργασία, αλληλεγγύη των διερχομένων, γενικότερα στήριξη για την επιβίωσή τους. Σήμερα η κατάσταση αυτή έχει διαχυθεί σε όλο το σώμα της πόλης, αφορώντας ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, που παλιότερα διέθεταν τα βασικά προς το ζην ή/και ευημερούσαν. Η κρίση εκτόξευσε τον αριθμό των ανέργων και μείωσε τον ήδη χαμηλό βαθμό κάλυψής τους από επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας. Η επισφάλεια, η περιστασιακότητα και η ανυπαρξία εργασιακών δικαιωμάτων χαρακτηρίζουν τις νέες μορφές εργασίας, ενώ οι συνέπειες των υφεσιακών μνημονιακών πολιτικών για τις πολύ μικρές, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι επίσης οδυνηρές. Η φορολογική πολιτική, προκλητικά άδικη και καταχρηστική, με χαράτσια και άλλες μορφές φορολογίας, υφαρπάζει τα ελάχιστα εισοδήματα των λαϊκών τάξεων και οδηγεί σε μια ιδιότυπη δήμευση της μικρής ιδιοκτησίας. Χιλιάδες κάτοικοι στερούνται βασικά είδη διατροφής και χιλιάδες σπίτια ζουν στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς νερό, επειδή αδυνατούν να πληρώσουν. Η άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας που σχετίζεται σε πολλές περιπτώσεις με τα «κόκκινα δάνεια» και τα μη εξυπηρετούμενα ενυπόθηκα δάνεια μικρών επιχειρήσεων (με υποθήκη την πρώτη κατοικία), θα πολλαπλασιάσουν τους άστεγους και θα οδηγήσουν πολλά ακόμη μικρά καταστήματα στο κλείσιμο. Οι πολιτικές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για την κτηματαγορά οδηγούν σε υφαρπαγή από νέα επενδυτικά κεφάλαια λαϊκών ακινήτων μέσω των πλειστηριασμών και της κατάρρευσης των τιμών. Η νέα φτώχεια διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις και την κοινωνικότητα των ανθρώπων στην πόλη «Να είσαι φτωχός σημαίνει να είσαι μόνος», γράφει o Ζ. Μπάουμαν. «Το αίσθημα της ταπείνωσης πάντοτε διαβρώνει τον αυτοσεβασμό και την αυτοπεποίθηση των ταπεινωμένων, αλλά αυτό συμβαίνει πολύ πιο έντονα όταν η ταπείνωση βιώνεται ατομικά». Ο ίδιος αποδίδει με
Η Ελένη Πορτάλιου διδάσκει στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ και είναι επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «Ανοιχτή Πόλη». Το άρθρο βασίζεται σε εισήγηση στο συνέδριο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας «Μεταβολές κι ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης», Βόλος 1-3.11.2013.
Μετά τα δακρυγόνα. Ο χορός της χαράς. «Αγανακτισμένοι», Σύνταγμα 2011
τον όρο «ανθρώπινα απόβλητα» τις ευρύτατες κοινωνικές ομάδες και άτομα που περιθωριοποιεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Τα κοινωνικά όρια μεταξύ των κανονικών και των περιττών ανθρώπων δεν είναι πια σαφή, και η ένταξη στους απόβλητους γίνεται δυνητικά προοπτική για τον καθένα. Οι νεόπτωχοι περιττοί κάτοικοι της Αθήνας χαρακτηρίζονται από τέσσερις ιδιότητες, σύμφωνα με τον Μ. Χαρντ και Α. Νέγκρι: του χρεωμένου (που διαβιεί ή διαβιοί; κάτω από το αβάστακτο βάρος των χρεών του), του μεσοποιημένου (που υφίσταται την ελεγχόμενη πληροφορία των ΜΜΕ), του ασφαλισμένου (που ταλανίζεται από τον φόβο και αποζητά την ασφάλεια) και του αντιπροσωπευόμενου (που έχει διαμορφώσει ως αποπολιτικοποιημένη μορφή η διαφθορά της σύγχρονης δημοκρατίας) Υποβάθμιση/κατάρρευση του δημόσιου και ιδιωτικού αστικού χώρου. Πριν την κρίση, οι αλλαγές στον αστικό χώρο πραγματοποιήθηκαν με δημόσιες παρεμβάσεις, οι οποίες διαμόρφωσαν το έδαφος για να λειτουργήσουν οι νόμοι της αγοράς και να προωθηθούν ανακατανομές στις αξίες των ακινήτων, που προσπόρισαν κέρδη τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και στις νέες επιχειρήσεις των προνομιούχων εμπορικά περιοχών. Οι ανακατατάξεις αυτές έλαβαν χώρα στο Ιστορικό Κέντρο και σε ορισμένες γειτνιάζουσες ιστορικές γειτονιές. Ταυτόχρονα, άλλες περιοχές της πόλης εγκαταλείπονται από τη δημόσια/δημοτική πολιτική και απαξιώνονται, παρακολουθώντας τη σταδιακή μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης των κατοίκων τους με την εγκατάσταση χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων, κυρίως μεταναστών. Στο Ιστορικό Κέντρο και στις γειτονικές ιστορικές συνοικίες επιχειρήθηκε, μέσω δημόσιων παρεμβάσεων (ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, πεζοδρομήσεις, αποκαταστάσεις δημόσιων κτηρίων κ.λπ.), να αξιοποιηθεί το λανθάνον συμβολικό-πολιτισμικό κεφάλαιο και να διευκολυνθεί η λειτουργία των νόμων της αγοράς στην κατεύθυνση του «εξευγενισμού»: εισροή κεφαλαίων και επενδύσεις σε ακίνητα με χαμηλές τιμές, αλλαγές χρήσεων, άνοδος τιμών, αλλαγή στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Η κρίση ανέτρεψε τα δεδομένα στο σύνολο της πόλης. Περιοχές που είχαν ακολουθήσει διαδικασίες «εξευγενισμού» και μονομερή ως προς τις χρήσεις προσανατολισμό επλή-
γησαν, και οι διαδικασίες ανακόπηκαν. Στο Ιστορικό Εμπορικό Τρίγωνο έκλεισαν πολλά καταστήματα, και όσα λειτουργούν απευθύνονται κυρίως σε χαμηλά εισοδήματα, ενώ σημειακά έχουν εγκατασταθεί χρήσεις αναψυχής. Η συνοικία του Ψυρρή βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης με θύλακες ακατοίκητων κτηρίων. Στις γειτνιάζουσες με το κέντρο ιστορικές γειτονιές ο «εξευγενισμός» ανακόπηκε, παρά τις «πολιτιστικές ενέσεις» (Remap), καθώς η νέα φτώχεια συνδέεται με ανθρώπινα ερείπια και παράνομες δραστηριότητες που παράγουν «μαύρο» χρήμα. Η κρίση έπληξε σφοδρότερα τον δημόσιο και ιδιωτικό αστικό χώρο των λαϊκών τάξεων, κυρίως σε περιοχές όπως οι πλατείες Βάθη, Αγίου Παντελεήμονα, Αττικής, η Κυψέλη και τα Πατήσια που κατοικούνται κυρίως από χαμηλά εισοδήματα ― Έλληνες και μετανάστες. Η υποβάθμιση των ιδιωτικών κτηρίων συμβαδίζει με την εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου. Λόγω των δραματικών περικοπών (60%) των πόρων της αυτοδιοίκησης και των μαζικών απολύσεων των εργαζομένων οι δημοτικές κοινωνικές δομές υποβαθμίστηκαν ή καταρρέουν (εκπαίδευση, πολιτισμός, αθλητισμός). Ο δημόσιος ανοιχτός χώρος δεν ανανεώνεται, αντίθετα ο υφιστάμενος υποφέρει χωρίς συντήρηση και καθαριότητα. Ανάλογα συμβαίνουν και στους βασικούς τομείς του κεντρικού κοινωνικού κράτους. Η Ομόνοια και η γύρω περιοχή είναι ο εμβληματικός χώρος εμφάνισης της νέας φτώχειας στην καρδιά της Αθήνας: πλανόδιο μικρεμπόριο, στέκια, φτηνά ξενοδοχεία, υπόγεια μαγειρεία, πορνεία, παπατζήδες, μετανάστες όλου του κόσμου. Η Ομόνοια μεταπολεμικά ήταν, όπως γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, «η πλατεία όλων των χωριών και όλων των πόλεων της χώρας. Όταν συχνάζεις εδώ συχνάζεις παντού»· σήμερα είναι η πλατεία όλων των χωριών του κόσμου. Αυτή την Ομόνοια και τη σύγχρονη αστική συνθήκη με τις κοινωνικές της συνδηλώσεις εξέφρασε με εξαιρετικό τρόπο η 3η Μπιενάλε της Αθήνας, «Μονόδρομος», το 2011, στο κτήριο της Διπλαρείου Σχολής Τεχνών στην πλατεία Θεάτρου. Μια έκθεση για το παρελθόν το οποίο συνθλίβει η θύελλα της προόδου, μέσα σ’ ένα πραγματικό περιβάλλον που συντρίβει η θύελλα της κρίσης. Φόβος, ασφάλεια, επιτήρηση, καταστολή. Το σύγχρονο κράτος, έχοντας αναιρέσει την προηγούμενη προγραμματική του δέσμευση να πατάξει την υπαρξιακή αβε-
βαιότητα και ανασφάλεια που παράγει η αγορά, εστιάζεται στην προσωπική ασφάλεια, καλλιεργώντας μεγάλους φόβους. Ο φόβος φωλιάζει στο υπαρξιακό και κοινωνικό κενό που πολλαπλασιάζει ο εγκλεισμός στον ιδιωτικό χώρο, η αποξένωση από τους συγκατοίκους, τους γείτονες, τους συμπολίτες. Στην Αθήνα, πόλη κατεξοχήν ανοιχτή, φιλόξενη, ζωντανή μέσα από κοινωνικές δράσεις, πρωτοβουλίες και κινήματα γειτονιάς, ο φόβος καλλιεργήθηκε με σχετικές σταυροφορίες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, επικράτησε στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, αποδόθηκε στη μικροπαραβατικότητα των ξένων και των φτωχών, απέκτησε μεταφυσικές διαστάσεις, οδηγώντας σε θεμιτά και αθέμιτα μέσα ασφάλειας και σωτηρίας. Όπως σημειώνει και πάλι ο Μπάουμαν «Η προφύλαξη και η ασφάλεια δεν είναι ποτέ αρκετή. Άπαξ και αρχίσεις να χαράσσεις και να ενισχύεις τα όρια, δεν υπάρχει σταματημός. Ο βασικός κερδισμένος είναι ο φόβος μας». Τα όρια και ο διαχωρισμός της πόλης σε επικίνδυνες και ασφαλείς περιοχές μπορούν να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις επιτήρησης — η περιγραφή του Μάικ Ντέιβις για το Λος Άντζελες είναι εφιαλτική. Στην Αθήνα χαρακτηρίστηκαν ως επικίνδυνες/αδιάβατες νησίδες αρχικά ορισμένες περιοχές του κέντρου και του Αγίου Παντελεήμονα. Πράγματι, στο 5ο και το 6ο δημοτικό διαμέρισμα και σε τμήματα του 1ου συγκεντρώνεται σε μεγάλα ποσοστά ο κόσμος των πολύ φτωχών, των μεταναστών, των ναρκωτικών και της πορνείας. Η φτώχεια όμως και η μικροπαραβατικότητα αποτελούν αντικείμενα κοινωνικής πολιτικής, με στόχο τη διάλυση των μαφιών του μαύρου χρήματος και την αρωγή των απόκληρων, όχι διόδους διάχυσης του φόβου στο κοινωνικό σώμα, επιβολής γενικευμένης επιτήρησης και σκληρής καταστολής ευρύτατων κοινωνικών ομάδων. Σήμερα, μετά την έναρξη των διαδικασιών εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, τα θέματα της παραβατικότητας, της υποβάθμισης και της ασφάλειας τίθενται με καλύτερους όρους. Δεν ξεχνάμε όμως ότι η Αθήνα, από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων με τις κάμερες και τα ζέπελιν μέχρι σήμερα, είναι μια πόλη που επιτηρείται πανταχού από αστυνομικές δυνάμεις, διαταράσσεται από μαζικές επιχειρήσεις «σκούπα» εναντίον μεταναστών, συνεχείς προσαγωγές υπόπτων, κυρίως νέων, επιθέσεις των ΜΑΤ με δακρυγόνα και των ομάδων ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ με επικίνδυνες μηχανές. Η επιτήρηση επεκτείνεται, η καταστολή γενικεύεται, ενώ η πόλη έχει αρκετές φορές μεταβληθεί σε πεδίο μαχών. Ενδιάθετες κοινωνικές και χωρικές εφεδρείες για την ανάδυση της εναλλακτικής πόλης. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Αθήνας είναι μια σχετική ομοιογένεια, μια ενύπαρκτη στον χώρο δυνατότητα διαπερατών ορίων ανάμεσα στις διαφορετικές από πλευράς κοινωνικής σύνθεσης περιοχές. Βεβαίως, υπάρχουν αποκλεισμένα σημεία των πολύ φτωχών: οι κατοικίες των Ρομά, οι υπαίθριοι θύλακες εξαθλίωσης των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών, απαξιωμένα τμήματα λαϊκών συνοικιών, εστίες βάρβαρης εκμετάλλευσης και εγκλεισμού μεταναστών, διάσπαρτη φτώχεια μέσα σε χιλιάδες σπίτια, επίσης κατοικίες, καταστήματα και παραγωγικοί χώροι που λιμνάζουν και απαξιώνονται από την αχρηστία. Ο δημόσιος ανοιχτός χώ-
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
της κρίσης ρος, ιστορικά ανεπαρκής, πρόχειρα διαμορφωμένος, κατακερματισμένος και ασυντήρητος, αν και πάντα κατοικημένος, μπορεί να επαναλειτουργήσει και να ενοποιήσει τον ιδιωτικό χώρο μέσα από σημειακές ή ευρύτερες αναπλάσεις. Στεγάζοντας κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές πρακτικές, αποτελεί εν δυνάμει τόπο διευρυμένης συνύπαρξης και φορέα του «εμείς» που υποστασιοποιεί την έννοια της πόλης. Οι κοινωνικές υποδομές της Αθήνας υπολείπονταν ήδη πριν την κρίση σε επάρκεια και ποιότητα: σχολικά κτήρια, δημόσια νοσοκομεία, δομές για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, χώροι πολιτισμού και αθλητισμού — εν ολίγοις τα «κοινά», έννοια που παραπέμπει στη διαχείριση/αυτοδιαχείριση και προϋποθέτει τη δημόσια κοινωνική ιδιοκτησία. Τα ιδιωτικά (και δημόσια) ακίνητα καλύπτουν ποσοτικά τις ανάγκες σε πρώτη κατοικία και σε μεγάλο βαθμό σε δεύτερη, ενώ μπορούν να στεγάσουν τυπολογικά όλα τα είδη παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Χρειάζονται όμως ενεργειακή αναβάθμιση, επισκευή και ανάπλαση και, αν μιλάμε για τα νεώτερα μνημεία, αποκατάσταση-επανάχρηση. Τα παραπάνω περιγράφουν συνοπτικά το περιεχόμενο μιας σύγχρονης σχεδιαστικής και οικοδομικής δραστηριότητας που, από κοινού με τις αποκαταστάσεις του τραυματισμένου φυσικού περιβάλλοντος και των τοπίων, θα αποτελέσουν βάση μιας εναλλακτικής στρατηγικής για την πόλη και την περιβάλλουσα φύση. Είπαμε για τον κοινωνικό κατακερματισμό που επιβάλλουν οι σημερινές συνθήκες φτώχειας, φόβου, ανασφάλειας και καταστολής. Αλλά η κοινωνία είναι αντιφατική και εκπλήσσουσα. Μέσα της γεννήθηκαν και αναδύθηκαν στη δημόσια σφαίρα της συνομιλίας και του δρόμου δύο πρωτότυπες μαζικές μορφές κοινωνικότητας και ανανέωσης της πολιτικής των αποκάτω: το κίνημα των Αγανακτισμένων, που επανανοηματοδότησε το συλλογικό και διεύρυνε τις έννοιες του «αναπαραστατικού χώρου» (Λεφέβρ) και των «τακτικών» (Ντε Σερτώ), και το κίνημα Αλληλεγγύης που μετέτρεψε τη διαμαρτυρία σε ενεργητική δράση για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια. Εκατοντάδες «στέκια αλληλεγγύης» απαντούν στο θέμα της τροφής και των ειδών πρώτης ανάγκης, δεκάδες κοινωνικά ιατρεία-φαρμακεία καλύπτουν κενά στην υγεία, κοινωνικά φροντιστήρια και σχολεία ξένων γλωσσών στεγάζονται κυρίως σε δημόσια εκπαιδευτήρια, ενώ πολιτιστικές δράσεις διαχέονται στην πόλη, εμφανίζονται προγραμματισμένα ή αναπάντεχα σε κάθε γειτονιά. Μαζί με τις νέες μορφές του κοινωνικού, επανεμφανίζονται και ενεργοποιούνται συνδικάτα, επιτροπές γειτονιάς, πολιτιστικοί σύλλογοι, κινήματα για την πόλη και το περιβάλλον, αναπροσανατολίζοντας τη δράση τους σύμφωνα με τις ανάγκες που γεννά η κρίση. Για να αποδώσουν όμως όλες οι παραπάνω χωρικές και κοινωνικές εφεδρείες, για να κατευθυνθούν στη σύνθεση ενός κοινού σχεδίου κοινωνικής, παραγωγικής και χωρικής ανασυγκρότησης, μέσα από το οποίο θα αναδυθεί η εναλλακτική πόλη, είναι αναγκαία η ρήξη με την πολιτική μνημονιακή συνθήκη, η οποία διαρκώς επιδεινώνει τη φτώχεια, οδηγώντας στην κατάρρευση της πόλης, στην επιτήρηση και την καταστολή.
Φαρμακονήσι: Τι προβλέπουν οι θεσμοί για την απόγνωση; ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Τι προηγείται της απόφασης να μεταναστεύσει κανείς; Απόγνωση, ανέχεια, φόβος για την επιβίωση εξαιτίας διώξεων για όσα πιστεύει (πολιτικά, θρησκευτικά, μικρή σημασία έχει), γι’ αυτό που «είναι», ακόμα-ακόμα φόβος για το μέλλον των παιδιών, αν ήδη έχει. Πόσο εύκολη είναι μια τέτοια απόφαση; Ξέρουμε απ’ τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, τα βιβλία, τον κινηματογράφο, το θέατρο, πόσο δύσκολο είναι να την πάρεις και να τη φέρεις εις πέρας. Και πόσο πιο «εύκολη» την κάνει μόνο η απόγνωση που αισθάνεσαι στην ιδέα ότι είσαι καταδικασμένος να μείνεις για πάντα εκεί που ζεις, να μην μπορείς ούτε καν να ελπίζεις για κάτι καλύτερο κάπου αλλού, σε μια γη «επαγγελίας». Τι είναι οι θεσμοί; Τι είναι ακόμα και η θρησκεία; Τι είναι, αν όχι η κωδικοποίηση κάποιων κανόνων για όλους ανεξαιρέτως; Ας δούμε μ’ αυτό το πρίσμα τι ισχύει για τη μετανάστευση στην Ε.Ε.: μια επιλογή περιτοίχισης, απώθησης, έως και βάρβαρης μεταχείρισης (τι ειρωνεία να μιλάμε για «βαρβαρότητα» της Ε.Ε. στην προσπάθειά της να απωθήσει τους «βαρβάρους») των ξένων «εισβολέων». Όχι όλων φυσικά, των φτωχότερων, των απεγνωσμένων, αυτών που βλέπουν ήλιο και μοίρα μόνο σε τούτο το απελπισμένο ταξίδι προς την Ευρώπη. Σωρεύονται πια οι αποδείξεις για την «αναποτελεσματικότητα» της πολιτικής αυτής, των χερσαίων και θαλάσσιων τειχών. Σωρεύονται νεκροί, από σφαίρα, από θάλασσα, από βασανιστήρια, από ασθένειες, τραυματισμένοι ψυχικά και σωματικά, άνθρωποι σε φυλακές, στρατόπεδα συγκέντρωσης (ή κέντρα κράτησης, πείτε τα όπως θέλετε)· κι εντούτοις κάποιοι (πάντα) τα καταφέρνουν, και επιβιώνουν στις χώρες μας, όπως και αν τους επιτρέπουμε: με δουλειά ή χωρίς, με βία, αδιαφορία ή με δομές υποδοχής και ενσωμάτωσης — ανάλογα. Γιατί τίποτα δεν σταματά τον άνθρωπο, τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την προσπάθεια για ζωή ενός απελπισμένου — πόσο μάλλον χιλιάδων απελπισμένων. Την περασμένη Κυριακή, μια βάρκα με 28 απελπισμένους από το Αφγανιστάν και τη Συρία κόντεψε να φτάσει σε ελληνικό έδαφος, στο Φαρμακονήσι. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και της Ε.Ε. το απέτρεψε. Γιατί, όποια εκδοχή κι αν δεχτούμε για τις συνθήκες του ναυαγίου, το μόνο που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι μπροστά στα μάτια, μέσα στα χέρια, των διεκπεραιωτών αυτής της πολιτικής πνίγηκαν εννιά παιδιά και τρεις γυναίκες. (Είναι ωστόσο χαρακτηριστική η απόκλιση ανάμεσα στις μαρτυρίες των απωθούντων και των απωθούμενων. Οι μεν, ούτε λίγο ούτε πολύ, λένε: «Και τόσους που σώσαμε, ευχαριστημένοι να είστε». Οι άλλοι ότι το Λιμενικό-FRONTEX προκάλεσε το ναυάγιο,
Η άφιξη στον Πειραιά, 23.1.2013. Φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα από το left.gr
ότι τους χτυπούσαν για να μην ανέβουν στο σκάφος του Λιμενικού). Κι αυτοί που πάλεψαν και κατάφεραν να σωθούν, ειδικά όσοι έχασαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους λογίζονται στους ζωντανούς, ενώ αν το καλοσκεφτούμε είναι μάλλον ζωντανοί-νεκροί. Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι θεματοφύλακες, από τον υπουργό μέχρι τους υπηρετούντες στο θαλάσσιο τείχος της περιοχής, θεωρούν ότι έκαναν καλά τη δουλειά τους, κι ας χάθηκαν μερικές ζωές· αυτές ας λογιστούν ως «παράπλευρες απώλειες». Κι ο υπουργός αναρωτήθηκε ρητορικά: «Δεν πιστεύω ότι κανείς θέλει να ανοίξουμε τις πύλες και όλοι οι μετανάστες να απολαμβάνουν άσυλου στη χώρα…». Οι δε θεματοφύλακες του δημόσιου λόγου μας περιέγραψαν δημοσιογραφικά το πολύνεκρο ναυάγιο ως «περιστατικό» στο οποίο χάθηκαν «λαθρομετανάστες». Στη συνέχεια, όσο περνούσαν οι ώρες και φούντωνε η κατακραυγή, υπήρξε χρόνος και για πολιτική ορθότητα: οι «λαθρομετανάστες» μετατράπηκαν σε «παράνομους μετανάστες» (μικρότερη προσβολή;) και εντέλει σε σκέτους «μετανάστες». Μένουμε θεσμικά. Ως εκ του ρόλου τους, στην υπόθεση ανακατεύτηκαν μεταξύ άλλων η Διεθνής Αμνηστία και ο Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η αμφισβήτηση εκ μέρους τους της επίσημης αφήγησης μεταφράστηκε, πάλι διά στόματος του υπουργού, σε «κάποιοι θέλουν να δημιουργήσουν πολιτικό πρόβλημα στη χώρα». Μένουμε θεσμικά. Ως εκ του ρόλου της, η Εκκλησία, θεματοφύλακας γαρ της ευσπλαχνίας και της φιλαλληλίας, θα περίμενε κανείς να συνέδραμε τους επιζών-
τες, υλικά ή, έστω, ηθικά. Δεν το κάνει (ούτε το έκανε σε ανάλογες περιστάσεις), κι έτσι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι εναρμονίζεται με την αγωνία του υπουργού να μη δημιουργηθεί «πρόβλημα στη χώρα». Τι είπαμε όμως ότι είναι οι θεσμοί; Αυτό που συμφωνούμε ως κοινωνία ότι πρέπει να ισχύει για όλους ανεξαιρέτως. Επειδή λοιπόν το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι είναι άλλο ένα απ’ τα «περιστατικά» που δοκιμάζουν τις ηθικές, συναισθηματικές, ακόμα και λογικές αντοχές ορισμένων από εμάς, αναρωτιέμαι ποιος απ’ όσους εμπλέκονται, εντός κι εκτός Ελλάδας, θα μπορούσε να ισχυριστεί για τον εαυτό του το εξής: «Επιθυμώ και εύχομαι, αν βρεθώ ποτέ σε ανάγκη να μεταναστεύσω, από φόβο ή και απελπισία για την προσωπική ή οικογενειακή μου επιβίωση, μόνος/μόνη ή με την οικογένειά μου, να μην μου επιτρέπεται να βγω απ’ τη χώρα, να περάσω διά πυρός και σιδήρου για να φτάσω εκεί που επιθυμώ, εκεί που πιστεύω ότι μπορεί να έχω ευκαιρία για μια κάπως καλύτερη ζωή και να γνωρίζω ότι στη διαδικασία αυτή υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να διακινδυνεύσω τη ζωή τη δική μου και των ανθρώπων μου. Επιθυμώ και εύχομαι επίσης, αν καταφέρω να φτάσω εκεί που θέλω, να με μεταχειριστούν βίαια, κι εμένα και την οικογένειά μου, να κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους για να με εξευτελίσουν, να με περιθωριοποιήσουν και, τελικά, να με διώξουν». Αν υποθέσουμε ότι οι θεματοφύλακες αυτής της πολιτικής και οι υποστηρικτές τους είναι έντιμοι και συνεπείς, θεωρώ μάλλον αυτονόητο ότι θα συνυπέγραφαν την επιθυμία για μια τέτοια μοίρα — από σεβασμό και μόνο στη συνέπεια με τους θεσμούς. — Τι; Όχι;…
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Τέλος εποχής για την Τουρκία ΤΟΥ ΑΧΜΕΤ ΙΝΣΕΛ Με αφετηρία το σκάνδαλο διαφθοράς, η Τουρκία βυθίζεται σε μια άνευ προηγουμένου κρατική κρίση. Οι αστυνομικοί αρνούνται να ακολουθήσουν τις εντολές των εισαγγελέων, οι εισαγγελείς παραιτούνται απ’ τις έρευνες για τη διαφθορά και μετατίθενται. Έχοντας υποστεί το σοκ του πρώτου κύματος αμφισβήτησης από τους πλησιέστερους στην εξουσία στις 17 Δεκεμβρίου, ο τούρκος πρωθυπουργός αντέδρασε εξαπολύοντας μια εκτεταμένη εκστρατεία εκκαθάρισης στη δημόσια διοίκηση. Kατάφερε έτσι να μπλοκάρει προσωρινά ένα δεύτερο κύμα συλλήψεων, που έθετε στο στόχαστρο ακόμα και τον ίδιο του τον γιο. Η κορύφωση του πολέμου ανάμεσα στο κόμμα του Ερντογάν και την Αδελφότητα του Γκιουλέν, αυτές τις δύο βασικές δυνάμεις της ισλαμο-συντηρητικής εξουσίας που κυριαρχούν στην Τουρκία εδώ και δώδεκα χρόνια, έχει πάρει τη μορφή ενός τεράστιου κυνηγιού μαγισσών. Ενός κυνηγιού πρωτοφανούς στην Τουρκία, εκτός από την περίοδο μετά τα πραξικοπήματα — αλλά ακόμα και τότε δεν διεξαγόταν μ’ αυτό τον τρόπο. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός δεν καταγγέλλει τίποτα λιγότερο από την ύπαρξη ενός «πραξικοπήματος οργανωμένου από μια συμμορία αστυνομικών και εισαγγελέων», μια συνωμοσία καθοδηγούμενη απ’ το εξωτερικό (ο επικεφαλής της Αδελφότητας Φετουλάχ Γκουλέν κατοικεί στις ΗΠΑ). Και αγωνίζεται να διαφύγει απ’ αυτή την καλοστημένη ενέδρα, που μοιάζει να στηρίζεται σε πολύ τεκμηριωμένους φακέλους στοιχείων. Αφού δημιούργησε μια «κυβέρνηση πολέμου»,1 ο Ταγίπ Ερντογάν επιτίθεται τώρα στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Το σχέδιο νόμου που παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο περιορίζει την αυτονομία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Οι ρυθμίσεις που περιέχει κινδυνεύουν να ακυρωθούν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά στο μεταξύ η κυβέρνηση θα έχει απομακρύνει καμιά πενηνταριά δικαστές και εισαγγελείς, σέρνοντάς τους σε ποινικά δικαστήρια ειδικού σκοπού. Ο Ταγίπ Ερντογάν υποψιάζεται αυτούς τους δικαστικούς και αστυνομικούς, που ήταν οι αρχιτέκτονες των αμφιλεγόμενων δικών εναντίον των στρατιωτικών [Εργεκενεκόν, «Βαριοπούλα» κλπ.], ως αφοσιωμένους οπαδούς της Αδελφότητας Γκιουλέν. Αυτό ακριβώς δηλαδή που οι δημοσιογράφοι Αχμέτ Σικ και Νεντίμ Σενέρ ή ο Χανεφί Αβτσί, ένας αξιωματούχος της αστυνομίας που ανήκει στον συντηρητικό χώρο, είχαν καταγγείλει — με αποτέλεσμα να βρεθούν στο άψε-σβήσε πίσω απ’ τα κάγκελα με διόλου πειστικές κατηγορίες. Σήμερα, ο πρωθυπουργός κατηγορεί την Αδελφότητα ότι έστησε ένα «παράλληλο κράτος μέσα στο κράτος»! Και καλεί τους υποστηρικτές του να αποσύρουν τα χρήματά τους από την τράπεζα της Αδελφότητας, καθώς και να μη στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία της. Αυτός ο ανοιχτός πόλεμος ανάμεσα στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και την Αδελφότητα διαπερνά και διχάζει σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά και οικονομικά, τον συντηρητικό χώρο. Όσοι αντιπολιτεύονται τον Ερντογάν είναι επίσης διχασμένοι. Εκείνοι που, απ’ το μίσος τους για το AKP και ιδίως για τον Ερντογάν, προτιμούν να μη βλέπουν σήμερα το εύρος και τη διείσδυση της Αδελφότητας εντός του κράτους, υποστηρίζουν την επιχείρηση ενάντια στη διαφθορά. Άλλοι, χωρίς να υποτιμούν τη σοβαρότητα της διαφθοράς, εκφράζουν πρωτίστως την ανησυχία τους απέναντι σ’ αυτή την τάση αποσταθεροποίησης μιας εκλεγμένης κυβέρνησης από παράγοντες που κινούνται στο παρασκήνιο και των οποίων η εμμονή για τον έλεγχο των σωμάτων ασφαλείας είναι γνωστή από παλιά. Είναι σίγουρο ότι η κυβέρνηση δεν έχει άδικο να φωνάζει «Λύκος! Λύκος!», αλλά πώς να ξεχάσουμε ότι η ίδια τον εγκατέστησε μέσα στο μαντρί; Πώς να μη μιλήσουμε για το ότι η κυ-
Ο Αχμέτ Ινσέλ είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γαλατασαράι, Κωνσταντινούπολη. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη «Liberation», στις 20.12.2014
«Λουδοβίκος Ερντογάν»
βέρνηση, στην αντεπίθεσή της, σαρώνει με χαρά τις όποιες ισχνές κατακτήσεις της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της τελευταίας δεκαετίας; Είναι δύσκολο να προβλέψουμε σήμερα την έκβαση της κρίσης. Οι τοπικές εκλογές στις 30 Μαρτίου θα κρίνουν αν η κρίση του κράτους θα μετασχηματιστεί και σε κρίση του καθεστώτος. Σήμερα, μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι για τρία πράγματα: t Είτε κερδίσει ο Ερντογάν είτε η Αδελφότητα, αυτό που μοιραία θα εξαφανιστεί απ’ την Τουρκία θα είναι το κράτος δικαίου. t Στο εξής, η Αδελφότητα Γκιουλέν δεν θα μπορεί να εμφανίζεται αποκλειστικά ως ένας οργανισμός της κοινωνίας των πολιτών που ασχολείται μόνο με φιλανθρωπικά έργα. Η Αδελ-
ΣΕΙΡΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ
Το Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς και τα ΑΣΚΙ για τον Α΄ Παγκόσμιο Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποιούν σειρά εκδηλώσεων με τίτλο «Γιατί αλλάζει ο κόσμος; Η Αριστερά στον 20ο αιώνα: Στρατηγικές επιλογές και ιστορικές συγκυρίες». Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η αφετηρία ενός νέου κόσμου και ξεκινάει με την εκδήλωση: «Το εθνικό ζήτημα στην ευρωπαϊκή Αριστερά και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος: Ο Λένιν, η Ρόζα, οι αυστρομαρξιστές και ο Στάλιν». Ομιλητές: Βάλτερ Μπάγερ, δρ. Πανεπιστημίου Βιέννης, συντονιστής του δικτύου transform! και Γρηγόρης Ανανιάδης, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί αυτή την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου, στις 19:00, στη Νομική Σχολή, αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου. Θα υπάρχει διερμηνεία. Οι υπόλοιπες τέσσερις εκδηλώσεις της ενότητας είναι: Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου: Ο Πόλεμος και το τέλος του παλιού κόσμου (Σία Αναγνωστοπούλου, Τάσος Σακελλαρόπουλος). Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου: Στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης: η διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος (Ιωάννα Παπαθανασίου, Ηλίας Νικολακόπουλος). Τετάρτη 12 Μαρτίου: Ο Εθνικός
φότητα θα έχει σημαδευτεί απ’ το πυρωμένο σίδερο του τουρκο-σουνιτικού Opus Dei. Οι κοινωνικές σχέσεις που εξυφάνθηκαν με υπομονή εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, στην Τουρκία και στο εξωτερικό, θα δοκιμαστούν. tΑπ’ τις 17 Δεκεμβρίου, το κόμμα του Ερντογάν και o ίδιος προσωπικά έχουν αναπόφευκτα σημαδευτεί από την υπόθεση της διαφθοράς. Παρότι η ανοχή της τουρκικής κοινωνίας στη διαφθορά δεν είναι μικρή, ο τούρκος πρωθυπουργός, ό,τι κι αν κάνει τους προσεχείς μήνες, θα φέρει το βάρος της ευθύνης του πολιτικού άνδρα που πέρασε τη χώρα διά πυρός και σιδήρου προκειμένου να καταπνίξει τις έρευνες για τη διαφθορά και συμμάχησε με σκοτεινές δυνάμεις για να διατηρήσει την εξουσία του. Το κόμμα του θα δυσκολευτεί να συνεχίσει φέρει τον επιθετικό προσδιορισμό του «Άσπιλου».2 Η φήμη του ίδιου του Ερντογάν θα υποστεί πλήγμα διεθνώς. Υπάρχει άραγε καμιά αχτίδα ελπίδας μέσα σ’ αυτό το απερίγραπτο χάος; Εφόσον οι δύο χθεσινοί συνένοχοι αποδειχθούν, από κοινού, οι ηττημένοι αυτής της μάχης και εφόσον η τουρκική κοινωνία σταθεί ικανή να σχεδιάσει ένα πολιτικό μέλλον χωρίς να το εμπιστεύεται στις παλαιές πολιτικές δυνάμεις, τότε η κρίση μπορεί να κυοφορήσει ένα δημοκρατικό μέλλον. Αλλιώς, ο δημοκρατικός αυταρχισμός του AKP θα δώσει τη θέση του σε κάθε είδους ολοκληρωτισμούς, ακόμα και στον νεοφασισμό. Σε κάθε περίπτωση, η στιγμή σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής για την Τουρκία. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Ευχαριστούμε θερμά την Ιλεάνα Μορώνη για τη βοήθειά της, ιδίως στα πραγματολογικά του άρθρου
1
Φράση που χρησιμοποιείται από τα τουρκικά ΜΜΕ, σε αναλογία με τον ισχυρισμό του Ερντογάν, τον Δεκέμβρη του 2013, ότι η νέα του κυβέρνηση αντιμετωπίζει μια κατάσταση ανάλογη με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, το 1919-22. 2 Το ΑKP (AKP: Adalet ve Kalkınma Partisi: Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) αυτοαποκαλείται —και εν πολλοίς το έχει επιβάλει και στα ΜΜΕ— ΑΚ-Παρτί, αντί του ορθού Α-ΚΕ-ΠΕ. «Ακ» σημαίνει λευκό και, μεταφορικά, αγνό, άσπιλο — με άλλα λόγια, ένα κόμμα νέο, αμέτοχο της διαφθοράς του πολιτικού κατεστημένου.
Διχασμός: πολιτικές διαστάσεις και κοινωνικές προεκτάσεις (Προκόπης Παπαστράτης, Δέσποινα Παπαδημητρίου). Τετάρτη 26 Μαρτίου: Η ελληνική Αριστερά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: από τους πρωτοσοσιαλιστές, στο μικρασιατικό μέτωπο (Κώστας Παλούκης, Μιχάλης Λυμπεράτος).Για τον χώρο των υπόλοιπων εκδηλώσεων, θα υπάρξει νεότερη ενημέρωση. Ημερίδα για την παλαιοανθρωπολογία και παλαιολιθική αρχαιολογία To Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών οργανώνει επιστημονική ημερίδα με τίτλο «Πού αρχίζει το παρελθόν μας; Η συγκρότηση της επιστήμης της Παλαιοανθρωπολογίας και της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα». Το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου, στο Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Θόλου 5, Πλάκα (ώρες 9.30-13.40 και 15.30-20.00). Ομιλητές: Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Θανάσης Τζαβάρας, Αντώνης Λιάκος, Νίκος Ευστρατίου, Μιχάλης Φωτιάδης, Παρασκευή Ελεφάντη, Φώτιος-Αλέξανδρος Καρακωστής, Κατερίνα Ψωμά, Βασιλική Σχίζα, Γιόρια Παναγοπούλου, Γιώργος Βαβουρανάκης, Δημήτρης Πλάντζος, Γιάννος Πέτρου, Μάρλεν Μούλιου. Οι περιλήψεις των ανακοινώσεων και το αναλυτικό πρόγραμμα δημοσιεύονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.arch.uoa.gr/