e11917

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Κείμενα των: Ρέιτσελ Γκράχαμ, Τζωρτζ Γουντς, Σίας Αναγνωστοπούλου, Ελένης Ανδριάκαινα, Βασίλη Παπαστεργίου, Μαρίας Πετρίτση, Γιώργου Φουρτούνη, Νίκου Σαραντάκου, Δέσποινας Μπίρη ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 772

ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

«We Own It»: Υπερασπίζοντας το δημόσιο Η καμπάνια «We Own Ιt», που ξεδιπλώνεται από τον Αύγουστο ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις στη Μ. Βρετανία, κορυφώθηκε στις 22 Ιανουαρίου, με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η βουλευτίνα των Οικολόγων Κάρολιν Λούκας. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι το δημόσιο θα αποτελεί παγίως την πρώτη επιλογή, πριν την ανάθεση κάποιας υπηρεσίας, εθνικής ή τοπικής, στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, ότι υπηρεσίες θα ανατίθενται σε ιδιώτες μόνο με τη συναίνεση των πολιτών, οι οποίοι θα διατηρούν το δικαίωμα ανάκλησης της απόφασης. Θεσπίζει, ακόμα, όρους διαφάνειας και λογοδοσίας στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν δημόσιο έργο, καθώς και ότι αλληλέγγυες και συνεταιριστικές πρωτοβουλίες, όπως και δημόσιες επιχειρήσεις, θα έχουν προτεραιότητα στη διαδικασία υποβολής προσφορών. Μπορεί όλα τα παραπάνω να φαίνονται —και ίσως όχι αδίκως— άτολμα σε πολλούς από εμάς, που στρατηγικό μας όραμα παραμένει η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής (πβ. επίσης την κριτική του Brendan Martin στο Public World, που θεωρεί ότι πρόκειται για τεχνοκρατική-διοικητική, και όχι πολιτική, παρέμβαση, κι έτσι θα αποτύχει), ωστόσο το νομοσχέδιο και η καμπάνια έχουν μεγάλη σημασία: έπειτα από χρόνια κυριαρχίας της ιδιωτικοποίησης και λατρείας της αγοράς στη Βρετανία, αλλάζουν την ατζέντα, επαναφέροντας το αίτημα της δημοκρατίας και της λογοδοσίας — και βρίσκουν ανταπόκριση, αν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις και την υποστήριξη Εργατικών και Φιλελεύθερων βουλευτών. Σήμερα, λίγες μέρες μετά την οριακή ψήφιση από την ελληνική Βουλή της ιδιωτικοποίησης του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τα άρθρα της Rachel Graham και του George Woods (δημοσιεύτηκαν στο Open Democracy, στις 5.8.2013 και στις 29.1.2014). Οι τίτλοι είναι των «Ενθεμάτων».

Δίχως κέρδος κέρατα Τα αποτελέσματα είναι τρομακτικά: ραγδαία αύξηση των τιμών, διαφθορά, απάτη, τεράστιο κόστος για το δημόσιο. Αλλά η κυβέρνηση επιμείνει πεισματικά στη γραμμή της ιδιωτικοποίησης. Εμείς, στο «We Own It», λέμε: Ως εδώ και μη παρέκει. Αν κάποιος σας αποδείξει ότι η υδροδότηση της χώρας μπορεί να γίνει με πολύ μικρότερο κόστος, προφανώς θα θελήσετε να μάθετε γιατί δεν γίνονται οι αναγκαίες ενέργειες για κάτι τέτοιο. Επίσης, αν μαθαίνατε ότι το άμεσο κόστος για τους σιδηροδρόμους έχει υπερδιπλασιαστεί λόγω της ιδιωτικοποίησης, ίσως σκεφτόσασταν πως τουλάχιστον θα ωφελήθη-

Η αρχή της αντεπίθεσης

Νίκος Εγγονόπουλος, «Αισθηματικό βαλς», 1939

καν οι επιβάτες, λόγω των φτηνότερων εισιτηρίων. Ούτε αυτό όμως ισχύει, αφού τα εισιτήρια, σε πραγματικές τιμές, έχουν αυξηθεί κατά 55% από το 2010, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Το ίδιο συνέβη και με τα εισιτήρια των λεωφορείων: αυξήθηκαν κατά 54%. Μπερδευτήκατε; Μπορεί, βέβαια, να σας περάσει από το μυαλό ότι η ιδιωτικοποίηση βελτιώνει την ποιότητα — ίσως γι’ αυτό οι πολιτικοί μας είναι τόσο σφοδρά ερωτευμένοι μαζί της. Δυστυχώς, ούτε αυτό συμβαίνει. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα ακριβά απελευθερωμένα λεωφορεία προσφέρουν χειρότερες υπηρεσίες, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού, σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ενώ ορισμένες φορές η ιδιωτικοποίηση και η ανάθεση υπηρεσιών σε ιδιώτες μπορεί να αποδειχθεί ζήτημα ζωής ή θανάτου, όπως στην περίπτωση της τηλεφωνικής γραμμής 111 για ιατρική βοήθεια. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κάθε φορά που μια υπηρεσία ιδιωτικοποιείται κοστίζει περισσότερο στο δημόσιο ταμείο και χρεώνει τον χρήστη περισσότερο. Κανείς δεν φαίνεται να κερδίζει. Ούτε το κοινό ούτε οι χρήστες, και σίγουρα ούτε η κυβέρνηση που ξοδεύει περισσότερα. Γιατί, λοιπόν, αυτή η κούρσα ιδιωτικοποιήσεων; Πάντως όχι επειδή τις θέλει ο κόσμος. Επανειλημμένες δημοσκοπήσεις έχουν καταγράψει πολύ μεγάλα ποσοστά υπέρ ενός εθνικού συστήματος υγείας. Και ήδη από το 2002, πολύ πριν το φιάσκο της East Coast Mainline, το 61% υποστήριζε τη δημόσια ιδιοκτησία και διαχείριση των σιδηροδρόμων. ΡΕΪΤΣΕΛ ΓΚΡΑΧΑΜ

Τα νοικοκυριά σήμερα μετρούν το κόστος της ιδιωτικοποίησης της κοινής ωφέλειας, που ξεπερνάει πια τις δύο δεκαετίες. Η αισχροκέρδεια των «Έξι Μεγάλων» εταιρειών ενέργειας κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα του χειμώνα. Οι λογαριασμοί της θέρμανσης και του ηλεκτρικού έχουν γίνει πλέον μόνιμος βραχνάς για τις οικογένειες με περιορισμένα οικονομικά. Φυσικά, στην καμπάνια «We Own It» λέμε ότι δεν χρειάζεται κανένα περιθώριο κέρδους: οι ανάγκες για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης πρέπει να παρέχονται χωρίς κέρδος. Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε δεν προχωράει όσο θα χρειαζόταν (στις περιπτώσεις που οι υπηρεσίες και τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ήδη πουληθεί είναι δύσκολο να επανακρατικοποιηθούν), αλλά αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, την αρχή μιας αντεπίθεσης ενάντια στην ιδιωτικοποίηση. Καλύπτει ευρύ φάσμα υπηρεσιών: το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, καθώς και τοπικές υπηρεσίες, όπως σχολεία και βιβλιοθήκες. Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που πιστεύω ότι το νομοσχέδιο θα τύχει υποστήριξης από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα. Ο πρώτος είναι ότι θέτει ως βασικό στόχο τη διαφάνεια. Ο βουλευτής των Εργατικών Γκράχαμ Μόρις δήλωσε, υποστηρίζοντας την πρωτοβουλία: «Το νομοσχέδιο δίνει φωνή στους χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών, ενισχύει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Είναι αδιανόητο οι δημόσιες υπηρεσίες να λειτουργούν αντιδημοκρατικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των ανθρώπων που τις χρησιμοποιούν. Εάν θέλουμε πραγματικά να σώσουμε τον δημόσιο τομέα, η δημόσια ιδιοκτησία πρέπει να είναι μια από τις πρώτες επιλογές μας, όχι η τελευταία». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το νομοσχέδιο προωθεί τη δημοκρατία. Μεγάλη προσοχή έχει προξενήσει το άρθρο που προβλέπει ότι οι πολίτες θα μπορούν να «ανακαλούν» τις ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες δεν διαχειρίζονται σωστά τις δημόσιες υπηρεσίες που ανέλαβαν. Αν θεωρείτε κακές τις υπηρεσίες που χρησιμοποιείτε καθημερινά και τις παρέχουν ιδιώτες (από την αποκομιδή των απορριμμάτων και την καθαριότητα στα νοσοκομεία μέχρι την Atos [εταιρεία που αξιολογεί τα επιδόματα πρόνοιας] και τους ιδιωτικούς σιδηρόδρομους), σκεφτείτε πόσο επαναστατική θα ήταν μια τέτοια δύναμη: θα επέστρεφε την εξουσία στους πολίτες, ωθώντας τους να αναλάβουν την ευθύνη για τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούν. Ο τρίτος λόγος είναι ότι το νομοσχέδιο βασίζεται σε ισχυρά δεδομένα. Όπως είπε η Κάρολιν Λούκας: «Διαπιστώνουμε, ολοένα και περισσότερο, ότι το δημόσιο μπορεί να προσφέρει υψηλής ποιότητας και οικονομικά αποδοτικές υπηρεσίες. Η κρατική σιδηροδρομική γραμμή East Coast, για παράδειγμα, επιστρέφει στους φορολογούμενους πάνω από 200 εκατομμύρια λίρες τον χρόνο». Τα στοιχεία αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του δημόσιου χαρακτήρα των υπηρεσιών. ΤΖΩΡΤΖ ΓΟΥΝΤΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ι. Δ. ΙΟΤΗΣ


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

28

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Τουρκία: Στον αστερισμό της σύγκρουσης Ερντογάν-Γκιουλέν ΤΗΣ ΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Εδώ και δύο περίπου μήνες, η πολιτική ζωή της Τουρκίας κινείται στον αστερισμό της σύγκρουσης Eρντογάν-Γκιουλέν. Για να κατανοήσουμε την ουσία και το πολιτικό της βάρος, χρειάζεται να δούμε μερικά ιστορικά δεδομένα, για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η δημοκρατία στη χώρα. Το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στην Τουρκία συγκροτήθηκε, λοιπόν, μέσα από μια μάχη που υπερκαθορίστηκε από ένα αντιδημοκρατικό ερώτημα: Ποιο ηγεμονικό όραμα εξασφαλίζει στην Τουρκία τον ρόλο του ισχυρού, επομένως δυτικού κράτους στην περιοχή; Από αυτό το ερώτημα, το οποίο έθεσε με όρους διχαστικών και συγκρουσιακών διλημμάτων η νατοϊκή κυρίως «Δύση» για λογαριασμό της Τουρκίας, προέκυψαν δύο αντίπαλα ηγεμονικά οράματα, που ενίσχυαν τη θέση δύο αυταρχικών δυνάμεων — στρατού και Ισλάμ: το όραμα του κοσμικού κράτουςέθνους του κεμαλισμού, και το όραμα του εθνοθρησκευτικού κράτους-κοινότητας του τουρκοϊσλαμισμού. Η Τουρκία λοιπόν βρήκε τη θέση της στον «πολιτισμένο κόσμο», όχι ως δημοκρατική χώρα, αλλά επειδή μπορούσε να αναπαράγει μια μόνιμη εσωτερική απειλή, ως μέσον νομιμοποίησης της ενίσχυσης του ισχυρού, αυταρχικού κράτους. Έτσι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εγκαινιάστηκε το πολυκομματικό σύστημα στη χώρα και άρχιζε η μάχη για τη δημοκρατία, κινητοποιήθηκαν ταυτοχρόνως και δύο «ξεχασμένες» δυνάμεις: ο στρατός και η θρησκεία. Ο πρώτος αποτέλεσε τη χρυσή εφεδρεία του ΝΑΤΟ, μια δύναμη ικανή να εξασφαλίζει την επιβολή ενός ισχυρού δυτικού κράτους σε μια ανατολίτικη, επομένως ευεπίφορη στον κομμουνισμό, κοινωνία. Το Ισλάμ αποτέλεσε το κρυφό όπλο που ανέσυρε το Σχέδιο Μάρσαλ, όπλο που θα έπαιζε τον ρόλο της «φωνής της ανατολίτικης κοινωνίας» για δημοκρατία, απέναντι σε ένα κράτος που ξεπέρναγε τα πολιτισμικά και ηθικά όριά της. Στην ουσία, με το Ισλάμ φτιαχνόταν ένας εναλλακτικός διάδρομος διείσδυσης του κεφαλαίου, το οποίο δεν μπορούσε να αφήνει την τύχη του σε ένα σκληρό κράτος. Ο στρατός λοιπόν θα επέβαλε την πίστη στο δυνατό κράτος, ενώ το Ισλάμ θα εξέφραζε την προσδοκία για δημοκρατία (εναντίον πάντα του κομμουνισμού, και τα δύο). Πράγματι, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κι ενώ το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας συγκροτούνταν γύρω από κόμματα με σαφείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και ταξικές αναφορές, καθώς και μέσα από κινήματα, ενώ λοιπόν φαινόταν ότι η χώρα είχε μπει σε φάση όπου η δημοκρατία αποκτούσε κοινωνικές ρίζες, το πραξικόπημα του 1971, αλλά και η ίδρυση του ισλαμικού κόμματος του Ερμπακάν (1969) άλλαξαν την πολιτική ατζέντα. Παρ’ όλα αυτά, η μάχη, τις δεκαετίες του ’70 και ’80, δεν δόθηκε ανάμεσα στον στρατό και

Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Έργο του τούρκου ζωγράφου Ερκούτ Τερλιξίζ

το πολιτικό Ισλάμ. Η πραγματική μάχη δόθηκε, από το αριστερό και το κουρδικό κίνημα, για τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και την πολιτική οριοθέτηση του εθνικού, εναντίον ενός αυταρχικού κράτους. Στα πραξικοπήματα, κυνηγήθηκαν ανελέητα οι αριστεροί, οι Κούρδοι, οι δημοκράτες («κεμαλιστές» ή μη), όχι όμως το πολιτικό Ισλάμ. Αυτό που κυνηγήθηκε, εντέλει, ήταν η αυτονομία των κομμάτων και τα κινήματα. Τα δύο αντίπαλα ηγεμονικά οράματα (του κοσμικού κράτους του στρατού και του εθνοθρησκευτικού κράτους-κοινότητας του Ισλάμ) λειτούργησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 συμπληρωματικά, συντηρητικοποιούσαν εξίσου την πολιτική ζωή της Τουρκίας, ενίσχυαν τη δεξιά πελατειακή στροφή του πολιτικού συστήματος και προωθούσαν την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου (κατεξοχήν του «στρατιωτικού», και στη συνέχεια του ισλαμικού). Ο στρατός και το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν έπαιζαν στο ίδιο γήπεδο: του αυταρχισμού και του συντηρητισμού — του ισχυρού κράτους. Τα πράγματα άλλαξαν στη δεκαετία του ’90, όταν το διεθνές και το εγχώριο κεφάλαιο δεν είχαν πλέον ανάγκη ούτε τον στρατό ούτε το «σκληρό» πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν. Είχαν ανάγκη έναν αποτελεσματικό φορέα ενός ομοιογενούς πολιτισμού που θα εξασφαλίζει την ατομική συμμετοχή σε ένα καταναλωτικό σύμπαν, με όρους ηθικής-θρησκευτικής αφοσίωσης. Είχαν ανάγκη ένα ισχυρό κράτος, όχι έθνος αλλά κοινότητα, με ευσέβεια στις ατομικές «εξουσίες» (όχι ελευ-

θερίες) και τις δημοκρατικές αρχές της κοινότητας. Είναι η εποχή που ισχυροποιήθηκαν οι παράλληλες «δομές» στην κοινωνία και τη γραφειοκρατία που δημιουργούσαν οι ΜΚΟ, με σημαντικότερες τα θρησκευτικά τάγματα (μεταξύ τους, αυτό του Φετουλάχ Γκιουλέν με υποστήριξη αμερικανικών κεφαλαίων). Ούτε ο στρατός ούτε το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν, που συγκρούονταν πια ανηλεώς, κατάλαβαν ότι ο κόσμος είχε αλλάξει και ότι και οι δύο πια δεν αποτελούσαν «δυτικά όπλα». Το κόμμα του Ερντογάν, γεννημένο μέσα από τα σπλάχνα του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν, αλλά και σε ρήξη μ’ αυτό, δεν μπήκε στην παλιά αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο παραδοσιακά οράματα, δεν συγκρούστηκε με τον στρατό, ως φορέας μιας αντίπαλης ηγεμονίας. Εμφανίστηκε ως ο αποτελεσματικότερος εκφραστής του διαχρονικού αιτήματος για δημοκρατία. Κινητοποίησε τη θρησκεία ως τον διαχρονικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης αιτήματα για δημοκρατία, ενώ συνεργάστηκε στενά με τις θρησκευτικές ΜΚΟ για τον έλεγχο της γραφειοκρατίας (δικαιοσύνη, αστυνομία) εναντίον του στρατού. Ο στρατός ηττήθηκε από την ίδια τη γραφειοκρατία, το άλλοτε ισχυρό του όπλο. Το κόμμα του Ερντογάν λοιπόν αποδέσμευσε μια δημοκρατική, χειραφετητική δυναμική στην κοινωνία, και μάλιστα σε μια στιγμή που η Ε.Ε. προέκρινε, για διάφορους λόγους, στον διάλογό της με την Τουρκία, τη

δημοκρατία και όχι το δόγμα του εκδυτικισμένου ισχυρού συνεταίρου στην περιοχή. Οι αριστεροί —και όχι μόνο οι Τούρκοι— γνώριζαν ότι το κόμμα του Ερντογάν ήταν νεοδεξιό και νεοφιλελεύθερο, θεώρησαν ωστόσο ότι η εξουδετέρωση του στρατού εξουδετέρωνε συγχρόνως και τον αντιδημοκρατικό παράγοντα, που στοίχειωνε την πολιτική ζωή της χώρας. Η παράδοση της Ε.Ε. στον νεοφιλελευθερισμό και ο διάλογός της (όπως και των ΗΠΑ) με την Τουρκία με όρους όχι δημοκρατίας αλλά αποτελεσματικότητας και ισχύος ενίσχυσε τις αυταρχικές δυνάμεις στο εσωτερικό του κόμματος του Ερντογάν (και τον αυταρχισμό του ίδιου), στο όνομα του παλιού ηγεμονικού οράματος του πολιτικού Ισλάμ. Ενίσχυσε, επομένως, την άσκηση της πολιτικής με όρους συνωμοσίας και προστασίας του κράτους, φορέα καταστολής στο όνομα μιας απειλής (ή κρίσης). Η σύγκρουση με το «παράλληλο σύμπαν» που έχει φτιάξει μέσα στο κράτος ο Φετουλάχ Γκιουλέν θα μπορούσε να σημάνει βαθύ εκδημοκρατισμό. Αρκεί ωστόσο να παρακολουθήσουμε τους όρους με τους οποίους διεξάγει τη σύγκρουση ο Ερντογάν, για να καταλάβουμε ότι την αντιμετωπίζει ως διαμάχη φατριών, ως μάχη εναντίον των «προδοτών της κοινότητας». Ενσωματώνει στον λόγο του ταυτοχρόνως και τα δύο οράματα: και του στρατού και του πολιτικού Ισλάμ. Δεν επικαλείται λοιπόν τη δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά την οθωμανική περίοδο του Φετρέτ (πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του σουλτάνου Βαγιαζήτ Ι, 14021413), που έληξε με τη νίκη του μιλλέτ (της εθνοθρησκευτικής κοινότητας), ενώ οικειοποιείται τη γλώσσα του στρατού περί «εθνικών προδοτών». Για πρώτη φορά ωστόσο μετά τη δεκαετία του ’60 η Τουρκία βρίσκεται σε φάση επανιδεολογικοποίησης του πολιτικού, όπως δείχνουν οι διαδηλώσεις εναντίον του Ερντογάν. Όσο όμως τα κόμματα που τον αντιπολιτεύονται συγκροτούν τη σύγκρουση όχι με όρους ταξικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς, αλλά τη συρρικνώνουν σε σύγκρουση της μιας θρησκείας (κοσμικότητας) εναντίον της άλλης (Ισλάμ), το παιχνίδι της δημοκρατίας θα υπονομεύεται και ο φασισμός θα καραδοκεί. Όσο η Ε.Ε., συμπεριφερόμενη ως Μεγάλη Δύναμη άλλων εποχών, δεν ξεκαθαρίζει με τι είδους Τουρκία θέλει να συνομιλεί, ενώ τα γειτονικά, «μικρά» κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα, συμμεριζόμενα αυτό το παιχνίδι, είτε αναπαράγουν τα εθνικιστικά αντιτουρκικά παραληρήματα που διευκολύνουν το φαγοπότι των εξοπλισμών, είτε ανοίγουν «φιλίες» με στόχο να μοιραστούν την ηγεμονία στην περιοχή, η κατάσταση θα παραμένει δυσοίωνα μετέωρη, τόσο για την Τουρκία όσο και ευρύτερα. Η Ε.Ε. (όπως και τα κράτη-μέλη) οφείλει να συνομιλεί με οποιοδήποτε κόμμα εξέλεξε δημοκρατικά ο λαός της Τουρκίας, με οποιοδήποτε κίνημα εκφράζει αιτήματα αυτού του λαού. Οφείλει, ωστόσο, επίσης, να αναπτύξει έναν δημοκρατικό, ξεκάθαρο διάλογο με αυτή τη χώρα.



Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

To ναυάγιο της «Μέδουσας» Oι επιβάτες της Σχεδίας, ο ιδιότροπος ζωγράφος και οι υπόλοιποι ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΔΡΙΑΚΑΙΝΑ Οι αχρείοι που γράφουν αυτές τις ανοησίες δεν έχουν μείνει νηστικοί δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες και δεν μπορούν να νιώσουν πως είναι να πεθαίνεις της πείνας - μόνο τότε θα μπορούσαν ίσως να καταλάβουν ότι ούτε η ποίηση μήτε η ζωγραφική μπορούν να αποδώσουν τη φρίκη και την οδύνη που βίωσαν οι ναυαγοί της Σχεδίας. Theodore Gericault Πώς άραγε θα ένιωθε ο επιβάτης της Σχεδίας της Μέδουσας εάν, την ώρα που δοκιμαζόταν από την ανάγκη και πάλευε να σωθεί, εγνώριζε ότι η τραγική του ιστορία θα γίνει αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης; Την ακραία εμπειρία των ναυαγών θα πασχίσει να συλλάβει ο Τεοντόρ Ζερικό (1791-1824). Η Σχεδία της Μέδουσας/Σκηνή Ναυαγίου αναφέρεται σε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Ιούνιος του 1816. Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και την παλινόρθωση της μοναρχίας, η φρεγάτα Μέδουσα αποπλέει από τη Γαλλία με 365 επιβάτες. Ανάμεσά τους ο νέος κυβερνήτης της Σενεγάλης με μια ομάδα αξιωματούχων πρόκειται να παραλάβει την αποικία από τους Βρετανούς. Ένα μήνα μετά η Μέδουσα πέφτει σε ύφαλο ανοιχτά της Μαυριτανίας. Κάποιοι επιβάτες, μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, επιβιβάζονται στις λιγοστές σωσίβιες λέμβους. Οι υπόλοιποι, περίπου 150 άνθρωποι, στοιβάζονται σε μια σχεδία. Χωρίς τροφή και νερό, παραδέρνουν στον ωκεανό για δεκατρείς ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών στη σχεδία της Μέδουσας σημειώνονται περιστατικά αγριότητας και εξαθλίωσης — βίαιες συγκρούσεις, φόνοι, ψυχωτικές παραισθήσεις, αυτοκτονίες, κανιβαλισμός. Μετά από δύο εβδομάδες, το πλοιάριο Άργος (Argus) περισυλλέγει δεκαπέντε ανθρώπους. Ανάμεσά τους ο γιατρός Henri Sauvigny και ο γεωγράφος Alexandre Correard, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα. Φωτισμένο από τις καταγγελίες τους και τις αφηγήσεις των υπολοίπων ναυαγών το συμβάν προκαλεί σάλο. Ένα τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο ξεσπά στη Γαλλία και δυναμιτίζει τις ήδη έντονες συγκρούσεις μεταξύ μοναρχικών και αντιμοναρχικών. Ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ ανάθεσε σε έναν ανάξιο και ανεύθυνο αξιωματούχο την κυβέρνηση του πλοίου. Ο καπετάνιος της Μέδουσας, συνοδοιπόρος της γαλλικής μοναρχίας, είχε εκδιωχθεί από τον Ναπολέοντα και είχε να ταξιδέψει πάνω από είκοσι χρόνια. Οι εφημερίδες ζωντανεύουν το περιστατικό, δημοσιεύοντας τις μαρτυρίες των διασωθέντων. Η δίκη μετατρέπει τη Γαλλία σε αληθινό πεδίο μάχης. Οι ριζοσπάστες καταγγέλουν τη διαφθορά της μοναρχίας, την περιφρόνησή της για τον γαλλικό λαό. Το 1818, το βιβλίο των Sauvigny και Correard, Η εξιστόρηση ενός ταξιδιού στη Σενεγάλη το 1816, γίνεται μπεστ σέλερ. Σεπτέμβριος του 1819. Μαζί με άλλους 1.300 πίνακες, ένα τεραστίων διαστάσεων έργο [4,91 x 7,16] εκτίθεται στο Σαλόν του Παρισιού: η Σκηνή Ναυαγίου. Ο πίνακας δεν απεικονίζει ήρωες ή μέλη της καλής κοινωνίας αλλά «ανώνυμους» «απλούς» ανθρώπους. Στο κέντρο του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ένας Αφρικανός. «Κουράγιο, κύριε Ζερικό! Κάντε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσετε τον ενθουσιασμό σας, σας κάνει να ξεστρατίζετε. Αν και ασυνείδητα κολορίστας, χρειάζεται να εξασκηθείτε στην πράξη και να προσπαθήστε συνειδητά. Όντας ακόμα ένας ανώριμος σχεδιαστής, καλά θα κάνετε να εγκύψετε στην τέχνη του Νταβίντ». Τέτοιου τύπου παραινετικά σχόλια, αν και δεν εξαντλούν το εύρος της κριτικής υποδοχής του έργου, σημαδεύουν ωστόσο τις εντυπώσεις του περίεργου —και έτσι κι αλλιώς ανασφαλούς― ζωγράφου. Οι ριζοσπάστες επικρίνουν τον πίνακα διότι δεν αποδίδει με πιστότητα τα γεγονότα και συσκοτίζει τις πολιτικές διαστάσεις του συμβάντος. Οι ακραίοι συντηρητικοί τον επικρίνουν διότι παρέχει στήριξη στους ριζοσπάστες και υποδαυλίζει το επα-

Η Ελένη Ανδριάκαινα διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

ναστατικό πνεύμα. Οι μετριοπαθείς, φιλελεύθεροι αλλά και μοναρχικοί, δεν επικρίνουν τον πίνακα. Ανακουφίζονται με την ―οικεία στη ρομαντική τέχνη της εποχής― απεικόνιση μιας καταστροφής. Άλλωστε, το 1819 ο πίνακας εκτίθεται με τον, απαλλαγμένο από τα ιστορικά συμφραζόμενα, γενικό τίτλο Σκηνή Ναυαγίου. Ο Μισελέ δεν επικρίνει τον πίνακα, αλλά ούτε και τον εκθειάζει. Για τον Μισελέ η αξία του έγκειται στο ότι συνιστά μια πολιτική αλληγορία. Επιβάτης στη σχεδία είναι ο γαλλικός λαός. Ο λαός ο οποίος, στη μεταναπολεόντεια εποχή, συγκλονίζεται από τις πολιτικές αναταραχές και τη διάψευση των ελπίδων του. Για τον Μισελέ το πρόβλημα του πίνακα είναι ο ρεαλισμός του, η έλλειψη ιδεαλισμού: δεν αναδεικνύει ένα ηθικό νόημα, τον εθνικό χαρακτήρα του γαλλικού λαού, την άφθαρτη από τον χρόνο επιθυμία του για ελευθερία και αδελφοσύνη. Σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες, ο Μισελέ θεωρεί ψεγάδι του έργου το ότι αποδίδει με πιστότητα το γεγονός και παραμένει σε μια ζώνη άμεσης επαφής με το παρόν. Παραδόξως, τη διάσταση ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία και την αναπαράστασή της θα αποδώσει με εξαιρετική ευστοχία ο Λουδοβίκος ΙΗ΄, εγκωμιάζοντας το έργο: «Κύριε Ζερικό, το ναυάγιό σας δεν ναυάγησε». Ο Ζερικό όμως, αποκαρδιωμένος από τις αντιδράσεις, αποτραβιέται στην ύπαιθρο όπου και καταρρέει. «Δεν είναι πολιτικό το νόημα του πίνακα, η έγνοια μου είναι ανθρωπιστική»: έτσι φαίνεται να απάντησε ο Ζερικό στα σχόλια των Γάλλων. Ιούνιος του 1820. Η Σκηνή Ναυαγίου εκτίθεται στο Egyptian Hall, στο Λονδίνο. Οι Άγγλοι αποσυνδέουν το έργο από τις πολιτικές χρήσεις και τις εθνικές του συνδηλώσεις. Πιστοί στον εθνικό τους χαρακτήρα, οι Άγγλοι ανασηκώνουν το φρύδι, καλωσορίζουν τον πίνακα, εγκωμιάζουν την πρωτοτυπία του και δεν διστάζουν να τον αναγορεύσουν σε ιδεώδες πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση. Στο Λονδίνο ο πίνακας εκτιμάται με αισθητικά κριτήρια. Δεν εξισώνεται με πολιτική αφίσα, δεν ταυτίζεται με καταγγελτικό σχόλιο· αναγνωρίζεται κυρίως ως ένα σημαντικό συμβάν στην ιστορία της τέχνης. Αναγνωρίζεται επίσης η διαφοροποίησή του από την παράδοση της ανιαρής, ηθικοπλαστικής αισθητικής του Νταβίντ, επίσημου ζωγράφου των Ιακωβίνων και του Ναπολέοντα. Στον καμβά του Ζερικό δεν έχει θέση ο Ναπολέοντας, η Ζοζεφίνα, ο Μαρά, ο Άρης και η Αφροδίτη, ο Αχιλλέας, η κυρία Σεριζιά και η κυρία Ρεκαμιέ. Κι αν έχει θέση ο Ντελακρουά που πόζαρε ως μοντέλο, έχοντας στραμμένο το πρόσωπό του στη θάλασσα, ο γάλλος ζωγράφος δεν είναι αναγνωρίσιμος. Έχουμε εδώ ένα πραγματικό γεγονός, το ναυάγιο· τις αφη-

γήσεις των διασωθέντων· ένα πολιτικό σκάνδαλο, τη σύγκρουση μοναρχικών και αντιπολίτευσης· ένα έργο τέχνης, τη Σκηνή Ναυαγίου· αναρίθμητα κείμενα από τότε μέχρι σήμερα, τα οποία, στην πλειονότητά τους, εστιάζουν στο πολιτικό μήνυμα του έργου. Και ο Ζερικό; Ο Ζερικό δεν είναι ο τελειωμένος πίνακας. Είναι η διαδικασία. Δεν βρίσκεται εκεί όπου τον παραμονεύουμε, αλλά αλλού — εκεί εργάζεται παθιασμένα αδιαφορώντας. Προσπαθώντας να συλλάβει την πραγματικότητα του ναυαγίου, τη βιωμένη εμπειρία των ναυαγών, ο Ζερικό αναχώρησε από την πραγματικότητα και απομονώθηκε από τον κόσμο. Ξύρισε το κεφάλι του. Αφοσιώθηκε στη μελέτη και δούλευε πυρετωδώς ενάμιση χρόνο. Ερεύνησε εξαντλητικά τις παραμικρές λεπτομέρειες του συμβάντος. Συγκέντρωνε τις μαρτυρίες των διασωθέντων που δημοσιεύονταν στον Τύπο και τις συμπλήρωνε με στοιχεία από τις συνεντεύξεις που έπαιρνε ο ίδιος. Νοίκιασε ένα δωμάτιο απέναντι από το νοσοκομείο όπου είχαν μεταφερθεί οι νεκροί και οι τραυματίες της σχεδίας. Σπούδαζε τη μορφολογία των τραυμάτων, τα αποσυντεθειμένα απομεινάρια των νεκρών, το ύφος του προσώπου, τον τρόπο των τσακισμένων μελών, τις συσπάσεις των μυών, το αποτύπωμα της οδύνης. Εκπόνησε μια εντυπωσιακή σειρά από σχέδια-μελέτες, απεικονίσεις κεφαλών και διαμελισμένων άκρων, τα οποία δεν χρησιμοποίησε στην τελική σύνθεση. Mε τη βοήθεια του ξυλουργού της Μέδουσας έφτιαξε ένα ομοίωμα της σχεδίας στο εργαστήρι του. Στην προσπάθειά του να αισθανθεί κάτι από την οδύνη των ναυαγών δέθηκε στο κατάρτι μιας βάρκας. Δεν έχει σημασία εάν ορισμένες από τις πληροφορίες σχετικά με την εργώδη προσπάθεια του Ζερικό και τη μανιώδη επιδίωξη ενός αποτελέσματος που να τον ικανοποιεί αποτελούν μέρος του μύθου του, και όχι διαπιστωμένα γεγονότα. Σημασία έχει ότι όσο πιο πολύ προσπαθούσε να εισχωρήσει στην πραγματικότητα του ναυαγίου, τόσο περισσότερο απογοητευόταν από την απόσταση που άνοιγε με την αναπαράσταση και μειωνόταν η απόστασή του από την τρέλα. Υπήρξε ένας ρομαντικός. Τα δημοκρατικά του αισθήματα είναι γνωστά, όπως και ο αγώνας του για την κατάργηση της δουλείας. Εάν θελήσουμε να τον αναζητήσουμε, θα τον βρούμε μαζί με τους ναυαγούς πάνω στη Σχεδία — ο Αφρικανός που κάνει σινιάλο κουνώντας ένα ξεφτισμένο πανί, αβέβαιος για τη διάσωση, ελπίζοντας ωστόσο.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

35

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ

Για όλα φταίει το «Δουβλίνο»; ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ Η τραγωδία στο Φαρμακονήσι επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα. Αυτή τη φορά, ο θάνατος δώδεκα ανθρώπων υποχρέωσαν τη εκείνους που καθορίζουν τους όρους του δημόσιου διάλογου να χαμηλώσουν την ένταση και να ξεχάσουν τους συνήθεις εύκολους —δήθεν ρεαλιστικούς και κατ’ ουσίαν κυνικούς- αφορισμούς τους. Υπήρξαν και θλιβερές παραφωνίες. Για παράδειγμα, ο υπουργός Ναυτιλίας με τις δηλώσεις του δεν μπόρεσε να ψελλίσει το αυτονόητο. Δεν αισθάνθηκε καν την ανάγκη να δηλώσει, ως εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας, τη συντριβή του μπροστά στο συμβάν του θανάτου δώδεκα ανθρώπων με ευθύνη (έστω με τη μορφή της αμέλειας, αν δεχτούμε τη δική του εκδοχή) της ελληνικής πολιτείας. Δεν πρόκειται για τυχαίο λάθος, αλλά για στάση που αντανακλά τη συγκρότηση —και την ψυχοσύνθεση— του κατεστημένου πολιτικού προσωπικού της χώρας. Κατά τα λοιπά, η συζήτηση για το μεταναστευτικό πολλές φορές χαρακτηρίζεται από άγνοια ή σκόπιμη διαστρέβλωση των πραγματικών δεδομένων. Για την ακροδεξιά και τις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κατάσταση αυτή δεν ξαφνιάζει. Η διαστρέβλωση των δεδομένων (κυρίως από την

Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, υποψήφιος πρόεδρος του ΔΣΑ με τη Ριζοσπαστική Αριστερή Κίνηση Δικηγόρων Αθήνας.

ακροδεξιά) εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες, ενώ η άγνοια είναι συχνά απόρροια της έλλειψης ενδιαφέροντος. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά, έχοντας μικρή εμπιστοσύνη στην απήχηση των θέσεών της για το μεταναστευτικό στην ελληνική κοινωνία, συχνά καταφεύγει στην παρηγορία των μαγικών λύσεων. Αποτέλεσμα αυτής της σχολής σκέψης είναι η συνήθης παρανόηση για την επίπτωση της κατάργησης του Κανονισμού «Δουβλίνο 2» (ή, πλέον, «Δουβλίνο 3») στην «επίλυση» του μεταναστευτικού ζητήματος. Χρειάζεται λοιπόν, καταρχάς, να θυμίσουμε ότι ο κανονισμός αυτός αφορά τον καθορισμό της χώρας η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος ασύλου οποιουδήποτε εισέρχεται στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και των όρων της οικογενειακής επανένωσης των αιτούντων άσυλο. Εξ ορισμού, επομένως, ο Κανονισμός αφορά ένα υποσύνολο μόνο των αλλοδαπών, τους αιτούντες άσυλο, που αποτελούν μάλιστα μικρή μειοψηφία μεταξύ των αλλοδαπών (σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, στην Ελλάδα αυτή η κατηγορία δεν ξεπερνάει το 10%). Εάν όμως επί χρόνια, πράγματι, η εφαρμογή του Κανονισμού είχε ως συνέπεια την επιστροφή στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενός αριθμού αιτούντων άσυλο, μετά το 2011 και την έκδοση της (κατδιακαστικής) απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων MSS κατά Ελλάδας, που ουσιαστικά απαγόρευσε τις επιστροφές στη χώρα μας, αυτή η «επιβάρυνση» έχει πάψει να υφίσταται. (Θυμίζω ότι με την από-

φαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα δεν διέθετε αποτελεσματικό σύστημα ασύλου, ενώ απεφάνθη ότι ο προσφεύγων MSS —αφγανός αιτών άσυλο— κρατήθηκε υπό απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες. Μετά την απόφαση, πολλά κράτη-μέλη ανέστειλαν την έκδοση υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα). Μάλιστα, στην παρούσα φάση η Ελλάδα μάλλον «ωφελείται» από την εφαρμογή του Κανονισμού, καθώς σε εφαρμογή των διατάξεων για την οικογενειακή επανένωση έχει καταστεί δυνατή η εγκατάσταση πολλών αιτούντων άσυλο στις χώρες όπου ζουν συγγενείς τους. Όσοι φεύγουν, δηλαδή, είναι πλέον περισσότεροι από όσους επιστρέφουν. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και ο μύθος των νομιμοποιητικών εγγράφων που δήθεν μπορεί να εκδώσει η χώρα μας, προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβαση χιλιάδων μεταναστών στο εξωτερικό. Όπως είχα υποστηρίξει και στο παρελθόν στις σελίδες αυτές («Ενθέματα», 22.7.2012), η δυνατότητα παραμονής σε μια χώρα και η απόκτηση άδειας παραμονής σε αυτή διέπεται, καταρχάς, από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας. Επομένως, η Ελλάδα δεν μπορεί καταρχάς να εξασφαλίσει τη νόμιμη εγκατάσταση των μεταναστών σε άλλη χώρα, ακόμα και αν απονείμει κάποιο καθεστώς νόμιμης παραμονής σε αυτούς, με την εξαίρεση της άδειας επί μακρόν διαμένοντος Και τώρα λοιπόν τι θα γίνουμε χωρίς Δουβλίνο και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα; Δόξα τω Θεώ, θα ζήσουμε. Οι λύσεις όμως είναι πιο σύνθετες. Όπως η λύση στο κεντρι-

κό οικονομικό πρόβλημα της χώρας αναζητείται στη διεκδίκηση μιας αλλαγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι και το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ζήτημα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν στο εθνικό επίπεδο. Από τη σκοπιά αυτή, η Αριστερά έχει κάθε λόγο να πιέζει σε όλη την Ευρώπη για την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Σύμφωνου για τη Μετανάστευση, την άρση της άτυπης απαγόρευσης νομιμοποιήσεων. Παράλληλα, στο εθνικό επίπεδο, η Αριστερά, αντί να προσπαθεί να διασκεδάσει τις αγωνίες ενός κοινού κυριευμένου από την προπαγάνδα ετών, θα ήταν καλό να προβάλλει την ατζέντα της επιχειρηματολογώντας από τη σκοπιά μιας κοινωνίας που δεν είναι δυνατό να ανέχεται «αόρατους» ανθρώπους, ανθρώπους χωρίς δικαιώματα. Σε αυτή τη λογική, μπορεί και πρέπει, να ζητάει ιθαγένεια για τη δεύτερη γενιά, κοινωνική ενσωμάτωση και ένταξη, κατάργηση των κέντρων διοικητικής κράτησης, δυνατότητα νέας νομιμοποίησης. Στις ΗΠΑ η —προφανώς όχι ακραιφνώς ριζοσπαστική— κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να ανοίγει μέτωπο απέναντι στους Ρεπουμπλικάνους με τη συζήτηση για την πολιτογράφηση ως αμερικανών πολιτών (προσοχή, όχι απλώς για τη νομιμοποίηση, αλλά για την πολιτογράφηση!) 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών, προερχομένων κυρίως από το Μεξικό. Είναι τόσο δύσκολο και στη χώρα μας η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, να επεξεργαστεί, να εξαγγείλει και να εφαρμόσει —και η δικαστική εξουσία να ανεχθεί— μέτρα σε αυτή την κατεύθυσνη, έστω και λιγότερο ριζοσπαστικά;

Βρυξέλες: Η αυταπάτη του αστικού ουράνιου τόξου ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΡΙΤΣΗ Βρυξέλλες, Ιανουάριος 2014. Στην πρωτεύουσα της Ευρώπης, τις Βρυξέλλες, δεν υπάρχουν μόνο τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, το Atomium και ο Leonidas. Τελευταία παρατηρείται έντονη άνθηση στον τομέα της διασκέδασης, και μάλιστα με άκρως καινοτόμο τρόπο: όλο και περισσότερα trendy μαγαζιά ανοίγουν σε υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης. Θέατρα, μπαρ, εξωτικά εστιατόρια και κλαμπ, που κανονικά θα συναντούσε κανείς σε πιο κεντρικά σημεία, τώρα εμφανίζονται σε γειτονιές μεταναστών, ανάμεσα σε εργατικές κατοικίες και τηλεφωνικές καμπίνες με αφρικανικά και ασιατικά ονόματα. Προκειμένου να εξομαλυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η κοινωνική και οικονομική πολυμορφία, η πολιτεία αποφάσισε να προωθήσει την ιδέα της

Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Μιράντα» (Κέδρος, 2012). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com

εμπορικής εκμετάλλευσης κάποιων μέχρι πρότινος ανώνυμων λαϊκών περιοχών. Η συγκέντρωση ενός κοινού με οικονομική και μορφωτική υπεροχή σε ένα γκρίζο αστικό τοπίο αποτελεί την νέα επικοινωνιακή πρόκληση: υποτίθεται πως το νέο αίμα, που θα ζωντανέψει τις υποβαθμισμένες ζώνες, είναι ταυτόχρονα το δόλωμα αλλά και η επένδυση για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν αυτή την κοινωνικοοικονομική σύγκλιση. «Το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες», λέει ο Ντεμπόρ στο βιβλίο του Η κοινωνία του θεάματος. Τα trendy μαγαζιά προσελκύουν μεν πελάτες βορείων προαστίων, τελικά όμως δεν ευνοούν την επαφή με την κοινωνία «της κάτω πλευράς του καναλιού». Η κοινωνική σχέση ανάμεσα σε ομάδες που τις χωρίζουν οικονομικά και μορφωτικά χάσματα δεν γεφυρώνεται μέσα σε μια glamour επιχείρηση ή χάρη σε αυτήν. Η εικόνα που αφορά τον επισκέπτη του Σαββάτου είναι τελείως διαφορετική από αυτήν του κατοίκου της περιοχής, που είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει ποτέ να καταναλώσει

το παραμικρό εκεί μέσα. Στην πράξη φαίνεται πως οι κοσμοπολίτες της αστικής ελίτ δεν γίνεται να ενσωματωθούν τόσο εύκολα με τα λαϊκά στρώματα. Το κοινωνικό τους κεφάλαιο δεν είναι το ίδιο και η ενσωμάτωση, όταν επιτευχθεί, σπανίως είναι διαρκείας. «Τα “φυτεμένα” κέντρα διασκέδασης έχουν συνήθως την τάση να διασπούν την κοινωνία», υποστηρίζει ο Daniel Zamora, κοινωνιολόγος στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και αρχισυντάκτης του περιοδικού Radical. «Από τη μια υπάρχει ένα κοινό που στηρίζει αυτό το είδος κατανάλωσης αγκαλιάζοντας τις σχετικές επιχειρήσεις, και από την άλλη υπάρχει ένα δεύτερο το οποίο, λόγω έλλειψης οικονομικών ή άλλων πόρων, στην ουσία εκτοπίζεται από την ίδια του την περιοχή. Συνεπώς, δεν είναι μόνο το αστικό τοπίο που εκχυδαΐζεται, αλλά και οι σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ιστορικά, η χωροταξική συγκέντρωση και η σύμπνοια μεταξύ των λαϊκών τάξεων αποτελεί όπλο χειραφέτησης και αντίστασης. Είναι σημαντικό λοιπόν το όποιο δυναμικό να χρησιμοποιείται σήμερα ως μέσον βελτίω-

Ρόι Λιχτενστάιν, «Κόκκινος καβαλάρης», 1974

σης των συνθηκών ζωής των κατοίκων, έτσι ώστε να ευνοείται η ισότητα και όχι απλώς να είναι διαχειρίσιμη η ανισότητα». Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι λαϊκές περιοχές που γίνονται της μόδας χάρη σε μια επικοινωνιακή φούσκα τελικά καταβυθίζονται σε ένα είδος αυτοκαταστροφής. Το φαινόμενο δεν είναι τίποτε άλλο από μια παρενέργεια των νεοφιλελεύθερων οραμάτων που αποσκοπούν στη μεταμόρφωση των αστικών κέντρων σε τόπους κατανάλωσης και ακριβού τουρισμού. Τα κέντρα των μεγαλουπόλεων αντιμετωπίζονται πλέον ως σημεία αναψυχής και όχι παραγωγής. Ο μύθος του «αστικού ουράνιου τόξου» είναι μια ουτοπία που αφορά αποκλειστικά και μόνο τις αναπτυξιακές πολιτικές των μεγάλων δυτικών πρωτευουσών, και όχι την ίδια την κοινωνία.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

36

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

MΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΜΑΡΑΤΟΥ

Ο Θεοδωράκης και η ουτοπία της Ρωμι Το συμβάν-Θεοδωράκης

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΟΥΡΤΟΥΝΗ Ο Θεοδωράκης είναι, για εμάς τους αριστερούς, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της συγκρότησης και της κληρονομιάς μας, που ωστόσο δυσκολευόμαστε να ανοίξουμε και να χειριστούμε με μέσα που μας ταιριάζουν. Το βιβλίο του Αντρέα Μαράτου επιχειρεί να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία και, ταυτόχρονα, μας βοηθά να την καταλάβουμε. Είναι λοιπόν ένα πολύ σημαντικό βιβλίο - θα έλεγα ότι συνιστά τομή. Για πρώτη φορά επιχειρείται μια τέτοια, σφαιρική κατανόηση του φαινομένου Θεοδωράκη, με ιδιαίτερα οξυμένο ιστορικό και μουσικό αισθητήριο, χωρίς καμία τάση αγιογραφίας αλλά με εμφανή τη συγκινησιακή εμπλοκή με το θέμα του, με μια ποιότητα γραφής που ξαφνιάζει, χωρίς ευκολίες ή μεγαλοστομίες. Το σημαντικότερο, όμως, το καινούριο και ρηξικέλευθο που κομίζει, είναι η διορατική και άκρως λειτουργική θεωρητική προσέγγισή του: ο Μαράτος σκέφτεται το έργο και την παρέμβαση του Θεοδωράκη ανατρέχοντας στην έννοια της ουτοπίας, με αναφορά κυρίως στον Ερνστ Μπλοχ, αλλά και με τη συνδρομή θεωρητικών όπως ο Μπένγιαμιν, ο Φουκώ, ο Ντεριντά κ.ά. Η κατανόηση του Θεοδωράκη που προτείνει έτσι αναδεικνύεται σε προϋπόθεση για την κατανόηση της Ελλάδας. Και αυτό όχι μόνο επειδή ο Θεοδωράκης υπήρξε μείζων συντελεστής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και συνδιαμορφωτής της ελληνικής πραγματικότητας.

Ο Θεοδωράκης και η Ελλάδα που δεν είχαμε Ο Μαράτος μας δείχνει ότι ο Θεοδωράκης δεν είναι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νεοελληνική πραγματικότητα, με την τετελεσμένη ιστορία της, αλλά επιπλέον, και ίσως κυρίως, αντιπροσωπεύει ό,τι δεν έγινε η Ελλάδα, την ιστορία που δεν είχε, το ματαιωμένο αλλά πάντοτε εκκρεμές απελευθερωτικό αίτημα και ενδεχόμενο που τη στοιχειώνει: «καθιστά ορατό στο παρελθόν το μέλλον που δεν έγινε», σύμφωνα με την πυκνή φράση του. Πράγματι, ο Μαράτος μας βοηθά να δούμε ότι ο Θεοδωράκης συμπύκνωσε, σε μια ιστορική στιγμή που φώτισε, έκαψε και κάηκε η ίδια, σαν κεραυνός μέσα στο σκοτάδι της εαμικής ήττας, τη λυτρωτική επαναστατική δυνατότητα που εγγράφεται, όχι μόνο στην εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και στις αντιφάσεις της, στις λεγόμενες «αντικειμενικές συνθήκες», αλλά και στο ιστορικό βάθος αυτού που λέγεται Ελλάδα: στους αγώνες και —κυρίως- στις ήττες όλων όσων πείνασαν και δίψασαν για δικαιοσύνη και ελευθερία στα χώματά της, όλων όσων περιμένουν τη δικαίωση και τη λύτρωση από το

Ο Γιώργος Φουρτούνης διδάσκει φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Μαράτου «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του» (εκδ. Ιanos), στις 15.1.2014. Στην παρουσίαση μίλησαν επίσης η Λιάνα Θεοδωράτου και ο Αριστείδης Μπαλτάς.

Με τη Μαρία Φαραντούρη σε πρόβες για το «Canto General» («Γενικό Άσμα») του Νερούντα

ίδιο το επαναστατικό ενδεχόμενο που υπόγεια και μυστικά αρδεύουν. Αυτή η λανθάνουσα αλλά πάντοτε ανοικτή δυνατότητα είναι η ουτοπία, που «άλλοτε διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρίγος το κοινωνικό σώμα και […] άλλοτε κρύβεται σαν ανεπαίσθητος σπινθήρας στο συλλογικό ασυνείδητο», μας λέει ο συγγραφέας. Και η ουτοπία εδώ, με τις βαθιές ιστορικές της ρίζες, έχει ένα όνομα: είναι η Ρωμιοσύνη, ίσως η επιτομή του θεοδωρακικού σύμπαντος.

Η Ρωμιοσύνη ως ουτοπία Αλλά το να σκεφτούμε τη Ρωμιοσύνη ως ουτοπία, υπό αυτή την έννοια, ενέχει καθοριστικές συνέπειες: απαλλάσσει τη Ρωμιοσύνη από το εθνικιστικό πλαίσιο στο οποίο πολλοί επιμένουν να την ερμηνεύουν. Η αντίθεση μεταξύ μύθου και ουτοπίας, «μυθικού αποθέματος» και «ουτοπικού πλεονάσματος», είναι κρίσιμη εδώ: ο μύθος μιλά τη γλώσσα «των κλειστών και απόλυτων σχημάτων, της “εκ θεού και φύσεως” νομιμοποιημένης κι ανυπέρβλητης ιεραρχίας», γράφει ο Μαράτος× ως εκ τούτου, αποσκοπεί στον προπατορικό καθαγιασμό της καθεστηκυίας πραγματικότητας. Η ουτοπία, από την άλλη πλευρά, είναι το αέναο, διαρκώς κληρονομημένο και κληροδοτούμενο, πάντοτε-ακόμα ανεκπλήρωτο αίτημα για υπέρβαση των ιεραρχιών, για ανατροπή της πραγματικότητας της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η Ρωμιοσύνη δεν παραπέμπει λοιπόν στο έθνος του εθνικισμού, των καθεστωτικών εθνικοφρόνων παντός καιρού: το «έθνος», ως φυλετική (σε τελευταία ανάλυση) σταθερά, δηλαδή καταγωγική, πρότερη και ανεξάρτητη από τα έργα και τους αγώνες των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, είναι μύθος× το άλλο έθνος, αντίθετα, η Ρωμιοσύνη, είναι η ουτοπία της αριστερής ελληνικότητας, όπως γράφει ο Μαράτος, και συγκροτείται από τη συνέχεια των αγώνων για ελευθερία,

ισότητα, δικαιοσύνη. Έτσι, παραθέτω, «η Ρωμιοσύνη γίνεται το αλληγορικό όχημα για να μιλήσουν οι αριστεροί για τα δίκαια του αγώνα τους, μετωνυμικός φορέας του ουτοπικού πλεονάσματος που προσπαθεί με κάθε μέσο να εξαντλήσει ο αντίπαλος […] η απάντηση των ηττημένων στον εξοβελισμό τους». Ως τέτοια, όπως και κάθε ουτοπία, επισημαίνει ο Μαράτος, έχει οικουμενική εμβέλεια: στη μεγάλη τοιχογραφία της βρίσκουν θέση και καίρια μουσική έκφραση «το γελαστό παιδί» του ΙΡΑ και οι προδομένοι σύντροφοί του, το Μαουτχάουζεν και «τα κορίτσια με το κίτρινο άστρο στην καρδιά», ο Λόρκα, εμβληματικός νεκρός του Iσπανικού Eμφυλίου, και οι τσιγγάνοι του, ο Νερούντα με το μεγαλειώδες Γενικό Άσμα της Λατινικής Αμερικής, και τόσοι άλλοι. Ο Θεοδωράκης, λοιπόν, μας λέει ο Μαράτος, και μας κάνει όλους μας να καταλάβουμε και να θυμηθούμε, συνέθεσε, σε μια σύνθεση που μόνο ιδιοφυής θα μπορούσε να είναι, στο έργο αλλά και στο σώμα του, σε αυτή τη μορφή που έχει εγγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό μας, την οικουμενική ουτοπία της Ρωμιοσύνης. Υπό τον όρο, βέβαια, να απελευθερώσουμε την ουτοπία από κάθε κατανόησή της ως φαντασίωσης, ως καθαρής χίμαιρας, ατομικής ή συλλογικής. Η ουτοπία εγγράφεται στην πραγματικότητα, στο εκάστοτε παρόν, και συνομιλεί διαλεκτικά με τις αντικειμενικές συνθήκες του. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν ανάγεται σε αυτές τις συνθήκες: πάντοτε πλεονάζει του παρόντος, αναδύεται ως ουτοπικό πλεόνασμα, ακριβώς, σε προνομιακές ιστορικές στιγμές. Ούτε εκδίπλωση μιας ιστορικής αιτιοκρατίας, λοιπόν, ούτε ονειροφαντασία αποκομμένη από την πραγματικότητα, η ουτοπία παραπέμπει μάλλον στην ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου, στην τομή μέσα στην πραγματικότητα και, υπό αυτήν την έννοια, στη φιλοσοφική έννοια του «συμβάντος».

Δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ× ας πω μόνο ότι το συμβάν, υπό αυτήν την έννοια, έχει να κάνει με την έλευση του νέου, του καινοφανούς, αυτού που δεν μπορεί να αναχθεί στις συνθήκες του παρελθόντος του, απρόβλεπτο, αταξινόμητο, τέτοιο που δεν μπορεί να χωρέσει στις καθιερωμένες κατηγορίες. Και δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο πρόσωπο στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, για να περιοριστώ σε αυτήν, που να περιγράφεται τόσο καλά ως συμβάν όσο ο Θεοδωράκης. Ο Μαράτος ανασυγκροτεί πολύ καλά την έλευση του συμβάντος-Θεοδωράκη, που μέσα σε δύο χρόνια είχε κιόλας δώσει μια τελείως απρόβλεπτη δυναμική σε αυτό που έμελλε να γίνει η σύντομη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα. Λίγα μόλις χρόνια πριν, ο Θεοδωράκης άφηνε πίσω του την κόλαση της μετεμφυλιακής Ελλάδας, σημαδεμένος από την αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, την ήττα, τη Μακρόνησο, για έναν άλλο κόσμο, το μεταπολεμικό Παρίσι της αντιφασιστικής νίκης, της δημοκρατίας, της διανόησης και της δημιουργίας. Λαμπρές σπουδές, το γνωστό αστείρευτο ταλέντο, σπουδαίες διακρίσεις, αναγνώριση από τους μεγαλύτερους εν ζωή ομοτέχνους του, εν ολίγοις, μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες της λεγόμενης κλασικής μουσικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Και τότε, κάτι γίνεται. Ο Θεοδωράκης αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα του ζόφου, χιλιάδες έτη φωτός μακριά από τη σκηνή της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας, με τον Επιτάφιο στις αποσκευές του, για να κάνει και να γίνει κάτι χωρίς απολύτως κανένα προηγούμενο και χωρίς καμία εκ των προτέρων εγγύηση βιωσιμότητας του εγχειρήματός του. Ο Θεοδωράκης γυρνά την πλάτη στον απολύτως προβλέψιμο τότε δρόμο μιας κορυφαίας μορφής στην μεταπολεμική εξέλιξη της δυτικής μουσικής, για να ακολουθήσει έναν απολύτως απρόβλεπτο δρόμο — ή, καλύτερα, για να διανοίξει ο ίδιος έναν δρόμο που δεν υπήρχε. Το μπετόν των δεδομένων δυνατοτήτων έχει ήδη διαρραγεί, η ρωγμή του συμβάντος έχει ανοίξει. Η ριζική καινοτομία του αντανακλάται στη δυσκολία μας, ακόμα και σήμερα, να το εντάξουμε σε ένα γνωστό σχήμα. Και, πρώτα απ’ όλα, τι ήταν αυτή η ίδια η απόφαση της επιστροφής; Μπορούμε να πούμε, σίγουρα, ότι ήταν μια πολιτική σύλληψη μεγάλου βεληνεκούς — η άνοιξη της Αριστεράς, τη δεκαετία του ’60, δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τον Θεοδωράκη. Ήταν σίγουρα και μια στιγμή καλλιτεχνικής «έμπνευσης», με την έννοια ότι ο Θεοδωράκης συνέλαβε τότε όχι εκείνο ή το άλλο έργο του, αλλά το έργο όλων των έργων του, το ανεπανάληπτο είδος που έμελλε να ταυτισθεί μαζί του. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε το δισυπόστατο αυτής της κίνησης; Και η έκβασή της, ο ίδιος ο Θεοδωράκης, τι είναι πρωταρχικά; Μουσικός, «πολιτικός», στρατευμένος αριστερός, αγωνιστής; Η μουσική του; Είναι κλασική; Λαϊκή; Ή μήπως «έντεχνη» - όλη μας η αμηχανία σε μια λέξη. Λέω, λοιπόν, ότι αυτή η επίμονη αμηχανία έχει να κάνει με τον αδιανόητο τόπο που διάνοιξε ο Θεοδωράκης για να υπάρξει, εκεί όπου συμφύονται σε μια ανεπανάληπτη χημική ένωση, η μουσική δημιουργία, η πολι-


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

37

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

οσύνης τιστική παρέμβαση, η πολιτική στράτευση, οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες. Το είδος που επινοεί είναι μια απάντηση (ίσως όχι η μόνη δυνατή, αλλά σίγουρα ιδιοφυής) στο ερώτημα που τον κατάτρυχε: Πώς μπορούσε να συνθέσει τις δύο θεμελιώδεις δεσμεύσεις του και να γίνει κομμουνιστής μουσικός; Γιατί ο ορίζοντας του Θεοδωράκη, ως μαχόμενου κομμουνιστή, ήταν καταστατικά οι πολλοί, οι στερημένοι, οι κατατρεγμένοι και αποκλεισμένοι, και το κερδισμένο στοίχημά του ήταν ότι, επινοώντας μια «μουσική για τις μάζες», δεν θυσίασε τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη του. Ο Θεοδωράκης λέει συχνά ότι με τη μουσική του έφερε τη μεγάλη ποίηση στον λαό. Το έκανε, αλλά αυτό που τον διακρίνει είναι ότι έφερε στον λαό τη μεγάλη ποίηση της μουσικής του. Και έτσι, επιτρέψτε μου, ξέφυγε από το ψευτοδίλημμα που κάποτε ταλάνισε πολλούς: «τέχνη για την τέχνη» ή «τέχνη για τον λαό»; Η τέχνη είναι απόλυτη αυταξία, από τα αγαθά που κάνουν τη ζωή άξια να τη ζήσεις, και ως τέτοια για έναν κομμουνιστή δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί δικαίωμα για όλους: ο Θεοδωράκης μας έμαθε, έμπρακτα, ότι η τέχνη, ακριβώς επειδή είναι «για την τέχνη», είναι «για τον λαό». Και κάτι ακόμα: δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ίσως το πλέον καθοριστικό κίνητρο για την επιστροφή του Θεοδωράκη ήταν η αίσθηση ανεξίτηλης και εκκρεμούς ευθύνης προς του συντρόφους που είχε αφήσει πίσω του. Όχι μόνο τους ηττημένους και διωκόμενους, αλλά πάνω απ’ όλα τους νεκρούς, τους νεκρούς και ηττημένους, τους αδικαίωτους νεκρούς, θέτοντας, συν-θέτοντας, την ελπίδα και τη δυνατότητα της λύτρωσής τους, της ανάστασής τους, της εκ νέου ανάστασής τους, της επανάστασής τους, μέσα στο απελευθερωτικό πρόταγμα των ζωντανών και των αγέννητων, σύμφωνα με την «άθεη θεολογία» του, όπως λέει ο Μαράτος. Αυτό

Άθεοι και θεομπαίχτες ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

είναι ίσως το πιο γερό, το πιο άθραυστο κόκκινο νήμα που διαπερνά όλη τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Όπως ο άγγελος της ιστορίας του Μπένγιαμιν, έτσι και η ουτοπία της Ρωμιοσύνης, αποβλέποντας στο λυτρωτικό συμβάν του μέλλοντος, έχει το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν: θέλει να δικαιώσει τους ηττημένους του παρελθόντος, θέλει να ακυρώσει τις ήττες τους, γιατί ξέρει ότι «ακόμα και οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, αν νικήσει. Και τούτος ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά» (Μπένγιαμιν).

Σήμερα; Ας σταματήσω εδώ, λίγο απότομα, για να αναρωτηθώ, πριν κλείσω, τι απέγιναν σήμερα όλα αυτά; Επιφανειακά, είναι σαν το ποτάμι της ουτοπίας να έχει στερέψει. Το περιγράφει ο Μαράτος, το εκφράζει και ο ίδιος ο Θεοδωράκης, οι απολογισμοί του οποίου αφήνουν όλο και πιο πικρή επίγευση — «τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις», τραγουδά ήδη στον Διόνυσο. Και ίσως, μέσα σε αυτό το κλίμα, να ξανασκέφτεται εκείνη την απόφασή του, ίσως να σκέφτεται πού θα τον είχε οδηγήσει ο δρόμος που δεν πήρε τότε, ίσως και κάποιες φορές να αμφιβάλλει εάν έκανε καλά. Θα ήταν όμως λάθος. Πρώτα απ’ όλα, γιατί ο δρόμος που πήρε (και μετρώ εδώ τα λόγια μου) οδήγησε στο πιο πρωτότυπο μουσικό έργο του 20ού αιώνα, στο μέτρο ακριβώς που μπόρεσε να εκφράσει μουσικά το μεγάλο απελευθερωτικό πρόταγμά του, από το οποίο η μουσική του αντλεί το απαράμιλλο ήθος της, τον βαθύ ψυχισμό της, τη γενναιοδωρία της. Δεύτερον, γιατί το συμβάν Θεοδωράκης κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τη δυναμική του — αντίθετα, νομίζω ότι είμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα αρχή. Το βιβλίο του Μαράτου σηματοδοτεί αυτή την καμπή και, ταυτόχρονα, βοηθά στην εκκίνησή της. Μας δείχνει ότι ο Θεοδωράκης, ακριβώς επειδή συνέθεσε το ουτοπικό πλεόνασμα μιας μεγάλης ιστορικής στιγμής, έχει εγγράψει εσαεί τον εαυτό του στο ουτοπικό πλεόνασμα του κάθε μέλλοντός μας. Ο Θεοδωράκης αποτελεί ήδη απαράκαμπτο κεκτημένο κάθε μελλοντικής ουτοπίας. Ίσως να είναι ακόμα νωρίς, αλλά, όπως το λέει ο Μπένγιαμιν, ο Θεοδωράκης «εγείρει αξίωση» στο μέλλον — και «δεν θα είναι εύκολο να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτήν την αξίωση». Δεν θα είναι εύκολο επειδή, μεταξύ άλλων, έχει να κάνει με την αυτογνωσία μας, ατομική και συλλογική. Ο Μαράτος μας δίνει πολύτιμα μέσα για να αποτιμήσουμε, όχι μόνο το μέγεθος αυτής της μορφής, αλλά και τη δική μας διαμορφωτική σχέση με τον Μίκη, τις οφειλές μας, τα μέσα να χειριστούμε, να αποδεχθούμε, να δεξιωθούμε και, τελικά, ξεπερνώντας τις ποικίλες δυσκολίες, να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας.

Με το γύρισμα του χρόνου μπορούμε να πούμε πως μπήκαμε πια στην τελική ευθεία για τις διπλές εκλογές του Μάη, που μπορεί να οδηγήσουν και σε τρίτη —και φαρμακερή!— αναμέτρηση· κι όσο και αν η προεκλογική περίοδος δεν έχει επίσημα αρχίσει, το οφθαλμοφανές πλέον δημοσκοπικό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει προκαλέσει μεγάλον εκνευρισμό στο κυβερνητικό στρατόπεδο, που αντιδρά με σπασμωδικές κινήσεις και δηλώσεις υστερικές, με αποκορύφωμα την πρόσφατη δήλωση ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να γνωρίζει αν ο κ. Τσίπρας είναι άθεος, μια δήλωση τόσο εξωφρενική που αρχικά θεωρήθηκε πλαστή, υποβολιμαία, «τρολιά» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Διαδικτύου — αλλά που ήταν εκατό τοις εκατό γνήσια· κι αν λέγονται τέτοια πράγματα τον Γενάρη, φανταστείτε τι έχουμε ν’ ακούσουμε όσο θα πλησιάζουμε στον Μάιο. Εμείς όμως εδώ λεξιλογούμε, οπότε αφήνουμε τους κυβερνητικούς στα βάσανά τους και εξετάζουμε μερικά ψήγματα (γιατί το θέμα είναι τεράστιο και δεν εξαντλείται σ’ ένα σημείωμα) από τα γλωσσολογικά και τα φρασεολογικά της λέξης «Θεός». Θεός είναι, σύμφωνα με το λεξικό, το «υπερφυσικό ον που πιστεύεται πως δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο και που αποτελεί αντικείμενο λατρείας». Ο Θεός είναι άναρχος και αιώνιος σύμφωνα με τη θεολογία, αλλά σύμφωνα με τη γλωσσολογία είναι δυσετυμολόγητος, μια και το μόνο για το οποίο συμφωνούν οι ετυμολόγοι είναι πως η λέξη Θεός δεν έχει καμιά συγγένεια με το λατινικό deus. Πιθανότερη πάντως φαίνεται η σύνδεση με το θέμα του ρήματος «τίθημι, θέτω», που αν ισχύει σημαίνει ότι αρχικά θεός θα ονομάστηκε η λίθινη στήλη που έστηναν οι πρωτόγονοι άνθρωποι στον τόπο λατρείας τους. Αν και δυσετυμολόγητος, ο Θεός έχει κεντρική θέση στο λεξιλόγιο και στη φρασεολογία μας. Είναι πάμπολλες οι λέξεις που έχουν σαν πρώτο ή δεύτερο συνθετικό το θεός, όπως άλλωστε και τα κύρια ονόματα — και όχι μόνο χριστιανικά, αλλά και της προχριστιανικής αρχαίας Ελλάδας, όπως ας πούμε ο Θεόκριτος αλλά και ο Θεόδωρος. Βέβαια, σαν πρώτο συνθετικό το θεο- δεν σηματοδοτεί μόνο λέξεις που αναφέρονται στον Θεό, αλλά λειτουργεί και επιτατικά, αφού θεόκουφος είναι ο εντελώς κουφός, θεότρελος ο τελείως τρελός και θεοσκότεινο το απόλυτα σκοτεινό μέρος — ίσως και οι φαντάροι, όταν παραλλάζουν σε «θεοπράσινη» τη φαιοπράσινη στολή τους να τη φαντάζονται καταπράσινη. Θεός άλλωστε αποκαλείται στην καθομιλουμένη κάποιος που πετυχαίνει κάτι το εξαιρετικό (μόνο Θεός; ημίθεος! λέει το παλιό ανέκδοτο), ενώ στην αργκό των νεότερων υπάρχει ο θεούλης. Πάρα πολλές είναι οι παροιμίες και οι φράσεις με τον Θεό· ας αναφέρουμε μερικές: «έχει ο Θεός», λέμε για να παρηγορήσουμε

Λούκα Σινορέλι, «Οι καταραμένοι», λεπτομέρεια από τοιχογραφία (1499-1503)

κάποιον· «ένας Θεός ξέρει», για να δηλώσουμε άγνοια και απορία για κάτι· «απ’ το Θεό να το ’βρεις», αφήνουμε ευχή ή κατάρα σε όποιον μας έκανε καλό ή κακό αντίστοιχα· «ο Θεός να βάλει το χέρι του», ευχόμαστε πάλι όταν η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και «ο Θεός να με βγάλει ψεύτη», όταν κάνουμε μια δυσοίωνη πρόβλεψη. «Δόξα το Θεό» (ή «τω Θεώ»), λέμε για να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας για την αίσια τροπή των πραγμάτων· «πρώτα ο Θεός», όταν αναφέρουμε ένα μελλοντικό σχέδιο, που ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε· αυτός «είναι Θεέ μου φύλαγε», λέμε για κάποιον επικίνδυνο ή διεφθαρμένο· «ο Θεός και η ψυχή του», λέμε για να εκφράσουμε τη δυσπιστία μας ή να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λεγομένων κάποιου· αυτό δεν γίνεται «το Θεό μπάρμπα να ’χεις» για να δηλώσουμε ότι κάτι αποκλείεται εντελώς· «δεν έχει το Θεό του», για άτομα αλλοπρόσαλλα και αναξιόπιστα· «κοιμήθηκε ο Θεός», όταν τύχει κάποιο εντελώς ανέλπιστο· και «ο Θεός να το κάνει», ειρωνική φράση για να πούμε ότι κάποιος δεν έχει τα προσόντα για τον τίτλο ή το αξίωμα ή την ιδιότητα που φέρει και μόνο με θεία μεσολάβηση θα μπορούσε να γίνει αντάξιός του, μια έκφραση που μ’ αρέσει να τη συντομεύω στο ακρώνυμο οΘντκ, όπως π.χ. όταν λέμε ότι ο Άδωνης είναι υπουργός (οΘντκ). Τα παλιά τα χρόνια, η λαϊκή αντίληψη εκτιμούσε πολύ τους «ανθρώπους του Θεού», τους «θεοφοβούμενους», ενώ ο «αθεόφοβος», αυτός που δεν φοβάται τον Θεό, είχε παλιότερα καθαρά αρνητική σημασία, του ανθρώπου χωρίς αναστολές, του αδίστακτου, αλλά τώρα πια έχει πάρει και θετικές αποχρώσεις, δηλώνοντας τον τολμηρό· ο λαός όμως ταυτόχρονα επικρίνει τους υποκριτικά ευσεβείς, για τους οποίους έχει πλάσει τη λέξη «θεομπαίχτης», όπως και το παλιότερο «θεοτούμπης», που ήταν άλλωστε και το ειρωνικό ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε ο Εμμανουήλ Ροΐδης τα καυστικά του σχόλια στον Ασμοδαίο. Και βέβαια, οι πολίτες ξέρουν να διακρίνουν ποιοι, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, έχουν χέρια καθαρά και ανοίγουν ένα δρόμο ελπίδας για τη χώρα, και ποιοι δεν έχουν το Θεό τους!


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

Η βιοηθική στο νομοσχέδιο για την υγεία: ένας «μοδάτος» όρος; ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΠΙΡΗ Στο νομοσχέδιο για την υγεία, που κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, η βιοηθική αναφέρεται ως μια από τις βάσεις στις οποίες θα στηριχτεί η νέα νομοθεσία. Όμως, μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει ότι ο όρος «βιοηθική» χρησιμοποιείται απλώς κυνικά ως τρόπος νομιμοποίησης μιας θεμελιωδώς άδικης μεταρρύθμισης. Η βιοηθική, επιγραμματικά, περιλαμβάνει τη μελέτη, την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση ηθικών ερωτημάτων που προκύπτουν κατά την ιατρική πράξη, καθώς και κατά την έρευνα, την εφαρμογή νέων τεχνολογιών και μεταρρυθμιστικών πολιτικών στην υπηρεσία της ανθρώπινης υγείας. Ας δούμε, προχωρώντας, τι σημαίνει βιοηθική στο πλαίσιο ενός σύγχρονου συστήματος υγείας. Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν πολλοί, η βιοηθική περιλαμβάνει τόσο την πράξη καθεαυτή όσο και την ανάπτυξη θεωριών γύρω από το τι θα έπρεπε να κάνουμε σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, η σύγχρονη βιοηθική αναγνωρίζει ότι παράγοντες πέρα από τη διαπροσωπική σχέση ιατρού-ασθενούς επηρεάζουν την υγεία, και έτσι επεκτείνεται ακόμα και πέρα από το αυστηρό πλαίσιο του συστήματος υγείας, εξετάζοντας παράλληλα και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού, όπως η ποιότητα και το είδος της διατροφής, οι συνθήκες της κατοικίας, η πρόσβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμα και οι σχέσεις εργασίας. Έτσι, η έννοια της βιοηθικής περικλείει πολλές περισσότερες έννοιες που αφορούν στην κοινωνική και διανεμητική δικαιοσύνη. Αυτό το κομμάτι της βιοηθικής μπορούμε να πούμε πως είναι ίσως σημαντικότερο για τον νομοθέτη που παίρνει τις αποφάσεις γύρω από τη διανομή οικονομικών πόρων για διαφορετικά κομμάτια του κρατικού μηχανισμού. Στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ξαφνιάζει ότι ο όρος «βιοηθική» χρησιμοποιείται μόνο μία φορά στην εισηγητική έκθεση, και μάλιστα χωρίς να παρατίθεται συνάμα ένας, υποτυπώδης έστω, ορισμός ή κάποια εξήγηση για το πώς η προτεινόμενη νομοθεσία πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί βιοηθικά αιτιολογημένη. Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι η βιοηθική χρησιμοποιείται απλώς ως ένας «μοδάτος» όρος και ότι το Υπουργείο δεν εννοεί με αυτήν το σύνολο των διαδικασιών και πρακτικών που διασφαλίζουν τον σεβασμό του ανθρώπινου δικαιώματος στη υγεία. Ας δούμε, λοιπόν, μερικούς βασικούς λόγους για τους οποίους το Υπουργείο Υγείας δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη για την εφαρμογή των αρχών της βιοηθικής. 1. Η «τιμωρία» των ανασφαλίστων συνεχίζεται. Στο νομοσχέδιο δεν αναφέρεται καν ο τρόπος με τον οποίο θα παρασχεθεί εκ νέου δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για τους ανασφάλιστους, ενώ δεν ορίζεται ποιό θα είναι το «βασικό πακέτο» υπηρεσιών το οποίο όλοι οι πολίτες, ασφαλισμένοι και μη, θα δικαιούνται. Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο των χρεώσεων για διάφορες υπηρεσίες. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κυβερνητικής στάσης απέναντι στους αδύνατους (οι οποίοι θα έπρεπε, ακόμα και σύμφωνα με φιλελεύθερους, όπως ο Νόρμαν Ντάνιελς και ο Τζων Ρωλς, να έχουν προτεραιότητα σε ό,τι αφορά κοινωνικές πολιτικές). Είναι επίσης προφανές ότι όταν η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας καθορίζεται με οικονομικά κριτήρια και μόνο τότε καταπατάται ξεκάθαρα το ανθρώπινο δικαίωμα στην υγεία, όπως αυ-

Η Δέσποινα Μπίρη είναι ερευνήτρια και αρθρογράφος στον τομέα της υγείας.

ταρρύθμισης. Η λέξη «βιοηθική» χρησιμοποιείται χωρίς να δίνεται βάρος στη σημασία της, ενώ οι προτεινόμενες πολιτικές, και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η υποτιθέμενη δημόσια διαβούλευση γύρω από αυτές, σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με το πνεύμα και της αρχές της ηθικής πράξης. Επειδή, καθώς φαίνεται, δεν ξέρουν —ή δεν ενδιαφέρονται— για τι πράγμα μιλάνε όταν αναφέρονται στη βιοηθική, είναι δική μας ευθύνη να εντάξουμε τον όρο στο λεξιλόγιό μας και να αναπροσδιορίσουμε τον ρόλο της βιοηθικής για την πολιτική.

Τζέιμς Ένσορ, «Σκελετοί παλεύουν για το σώμα ενός κρεμασμένου», 1891

τό ορίζεται στη Διεθνή Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του ΟΗΕ, αφού, για την τήρηση αυτών των δεσμεύσεων, απαιτούνται ενέργειες και πράξεις, και όχι μόνο η μη παρέμβαση της πολιτείας, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι ατομικές ελευθερίες. 2. Την ευθύνη για την κατανομή της φαρμακευτικής δαπάνης θα έχουν, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, αποκλειστικά οι γιατροί, οι οποίοι δεν θα πρέπει να ξεπερνούν ένα μέγιστο ποσό για το σύνολο της συνταγογράφησής τους. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ γιατρού και ασθενή, αφού πλέον ο ασθενής δεν θα έχει τις απαραίτητες εγγυήσεις ότι θα λάβει τη θεραπεία που χρειάζεται (όσο ακριβή και αν είναι αυτή), μια και ο γιατρός θα συνταγογραφεί (και) με κριτήριο να μην υπερβεί τον προϋπολογισμό του. Κατ’ επέκταση, η αρχή που διέπει αυτό τον τρόπο ελέγχου δαπανών είναι... η σειρά προτεραιότητας, και τίποτε άλλο. 3. Ο τρόπος με τον οποίο οι ηλεκτρονικοί φάκελοι ασθενών θα υλοποιηθούν, θα αποθηκεύονται και θα γίνονται προσβάσιμοι δεν έχει γνωστοποιηθεί. Αυτό δημιουργεί ποικίλους κινδύνους, όπως π.χ. η μελλοντική πώληση των αρχείων αυτών σε φαρμακευτικές εταιρείες για έρευνα, όπως και πολλές άλλες χρήσεις. Ενώ καταρχήν τα θετικά αποτελέσματα της δημιουργίας των ηλεκτρονικών φακέλων ξεπερνούν τα αρνητικά, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα εφαρμοστούν δεν είναι πάντα ξεκάθαρες. Επίσης, προκειμένου να τηρηθούν οι αρχές της βιοηθικής, θα έπρεπε να προβλέπονται μηχανισμοί λήψης συγκατάθεσης από τους ασθενείς. 4. Όταν κάθε πιθανότητα διαλόγου απορρίπτεται εξαρχής, αφού το Υπουργείο αρνείται να συνομιλήσει με απεργούς, οι κανόνες της βιοηθικής δεν τηρούνται. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η δημόσια διαβούλευση που αφορά τις μεταρρυθμίσεις, που μερικές φορές θυμίζει θυμωμένες αντιπαραθέσεις στο twitter, κάνοντας τον διαχωρισμό της ήρας από το στάρι πολύ δύσκολο. Ο βαθμός στον οποίο τέτοιου τύπου διαβουλεύσεις επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής δεν είναι ξεκάθαρος, ενώ όλα δείχνουν ότι η λειτουργία τους είναι αποκλειστικά συμβολική. Ο αποκλεισμός ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού από τον διάλογο με τέτοιους τρόπους παραπέμπει σε αυταρχικές κυβερνητικές τακτικές, πράγμα που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε. tst Συνοψίζοντας, το Υπουργείο Υγείας προσπάθησε, και απέτυχε, να εντάξει τη βιοηθική στον λόγο του περί υγειονομικής με-

ΑΠΟ ΤΟ IΔΡΥΜΑ ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ ΕΛΛΑΔΑΣ

Σεμινάρια ανάγνωσης του «Κεφαλαίου» Το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ οργανώνει σεμινάρια ανάγνωσης του Κεφαλαίου του Μαρξ. Τα σεμινάρια είναι δωρεάν. Θα γίνονται κάθε Δευτέρα, 7-9 το απόγευμα, στο γραφείο του Ιδρύματος (Καλλιδρομίου 17, Εξάρχεια) και θα αρχίσουν στις 24 Φεβρουαρίου, με συντονιστές τον Γεράσιμο Κουζέλη, τον Σπύρο Λαπατσιώρα, τον Γιάννη Μηλιό και τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο. Για δηλώσεις συμμετοχής, στείλτε e-mail στο kotini@rosalux.de έως τις 14 Φεβρουαρίου. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας, καθώς δεν μπορούν να συμμετέχουν περισσότερα από 30 άτομα.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.