Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Γιάννη Σταφίδα, Στρατή Μπουρνάζου, Κώστα Δουζίνα, Άρη Καλαντίδη, Μαρίας Παπαδημητρίου, Αντώνη Λιάκου, Τζωρτζ Μονμπιό, Χρήστου Λάσκου, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Κρίτωνα Ηλιόπουλου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 773
ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΦΙΔΑ Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για το τι σημαίνουν, για τους κατοίκους της Κεφαλλονιάς, τα χτυπήματα του Εγκέλαδου: φόβο, τρόμο, πόνο, ανατροπή της καθημερινότητας, απώλεια των κόπων μιας ζωής, καταστροφή. Τα λόγια των ανθρώπων, οι εικόνες κτιρίων και προσώπων μας το δείχνουν εύγλωττα. Και, συνάμα, οι σεισμοί, για τους Κεφαλονίτες αλλά και όλους εμάς τους «υπόλοιπους», μας θυμίζουν τι πραγματικά είναι σημαντικό στη ζωή: «καταρχάς, αυτή η ίδια η ζωή· αλλά και όσα τείνουμε να θεωρούμε αυτονόητα, όπως το να έχεις ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι και να μην είσαι έκθετος στη βροχή και το κρύο» (editorial του left.gr, 4.2.2014). Για τον σεισμό αυτό καθαυτό δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα: ούτε να τον αποτρέψει ούτε να προβεί σε αξιόπιστες προγνώσεις. Μπορεί ωστόσο, και πρέπει, να κάνει πολλά, πριν και μετά. Δεν μιλάω σε φιλοσοφικό και υπαρξιακό επίπεδο, για τις σοβαρές αναστοχαστικές διαδικασίες που μπορεί να ανακινήσει ένα τέτοιο σοκ. Μιλάω για ενέργειες πρόληψης, ελαχιστοποίησης των δεινών και αποκατάστασης. Μένω στο «μετά», μια που αυτή την περίοδο διανύουμε, και μένω σε τρεις λέξεις: κράτος, αλληλεγγύη, αυτοοργάνωση. Ξεκινάω από το κράτος. Τέτοιες μέρες, και ο πιο ακραιφνής αντικρατικιστής γίνεται ένθερμος θιασώτης του κράτους, δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του. Ο ρόλος του είναι καθοριστικός, όχι μόνο για την «αποκατάσταση των υλικών ζημιών», μα κυρίως για να ξαναπάρει μπρος μια ολόκληρη κοινωνία, οικονομία, καθημερινότητα. Τέτοιες μέρες, καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, πιο εύκολα από ό,τι ρίχνει τα κτίρια ο σεισμός, οι διάφορες «προφανείς» —και απολύτως κυνικές— ατομικιστικές αποφάνσεις. Ποιος μπορεί να πει, λ.χ, οι Κεφαλλονίτες να βρουν τη λύση μόνοι τους, ότι είναι άξιοι της μοίρας τους ή γιατί να πληρώνουμε όλοι εμείς, αφού ούτε σπίτια έχουμε εκεί ούτε θα πάμε ίσως ποτέ κ.ο.κ; Τέτοιες «σοφίες» (που σε άλλες περιστάσεις ακούγονταν, λ.χ. «γιατί να πληρώνω ΕΡΤ αφού δεν έχω τηλεόραση») φαίνονται εδώ απλώς εξοργιστικές και ανόητες. Το ζήτημα βέβαια δεν τελειώνει στη συμφωνία ότι το κράτος είναι απαραίτητο. Αντίθετα, από εκεί και πέρα ανοίγει, καθώς το θέμα, ακριβώς, είναι το τι κάνει (και τι δεν κάνει). Η ιστορία του τυφώνα Κατρίνα, το 2005, είναι πολύ διδακτική. Όχι μόνο για
Έργο του Ρόι Λιχτενστάιν, 1979
την υποχρηματοδότηση, την έλλειψη μέριμνας, την εγκατάλειψη των φραγμάτων από την κυβέρνηση Μπους, που γιγάντωσε την καταστροφή, αλλά γιατί στη συνέχεια το κράτος ουσιαστικά αποποιήθηκε τον ρόλο του: μοίρασε κουπόνια στους μαθητές για να πάνε σε ιδιωτικά σχολεία αντί να ξαναστήσει τα δημόσια, ανέθεσε σκανδαλωδώς έργα σε φίλους της κυβέρνησης, άφησε τα νοσοκομεία στη μοίρα τους, ενώ συνολικά είδε την καταστροφή σαν ευκαιρία για την «επανίδρυση» της περιοχής: για να διώξει φτωχούς και μαύρους, να άρει περιβαλλοντικούς περιορισμούς, να απελευθερώσει εργασιακές σχέσεις. Είναι σαφές, βέβαια, ότι όταν μιλάμε για κρατική παρέμβαση δεν εννοούμε κάτι τέτοιο. Αν η μια λέξη-κλειδί είναι το κράτος, οι άλλες είναι η αλληλεγγύη και η αυτοοργάνωση. Είναι πολλοί οι λόγοι που χρειαζόμαστε εδώ την αλληλεγγύη. Θα πω επιγραμματικά τρεις. Ο πρώτος είναι ότι, σε τέτοιες καταστάσεις, και το ένα ευρώ, η μία κουβέρτα, το οτιδήποτε δώσει ο καθένας, χρειάζεται και θα πιάσει τόπο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν το απροσδόκητο, ο πόνος και ο φόβος εισβάλλουν ξαφνικά στη ζωή μας, εκτός από το κεραμίδι και την κουβέρτα, είδη πρώτης ανάγκης, εξίσου, είναι η συμπαράσταση, το νοιάξιμο, η αίσθηση ότι υπάρχουν άλλοι, γνωστοί αλλά και άγνωστοι, που σε σκέφτονται, σου συμπαραστέκονται, και το δείχνουν. Ο τρίτος δεν έχει να κάνει με τους Κε-
φαλλονίτες, τις καταστροφές και τους σεισμοπαθείς. Έχει να κάνει με όλους εμάς, τους «άλλους». Γιατί σημαίνει πολλά, για μας και τη δική μας ζωή, το αν θα κάτσουμε απαθείς ή θα κινητοποιηθούμε. Το συνοψίζω με ένα παράδειγμα που διάβασα προχθές, το έγραφε ο Γιάννης Μπουρνούς στο facebook. Μετά τον σεισμό του 1999, η —μικροσκοπική τότε— νεολαία του Συνασπισμού πήγε στο Μενίδι και έστησε «τη σκηνή με το κόκκινο αλεξίπτωτο», ένα τεράστιο αντίσκηνο, όπου εθελοντές της Νεολαίας απασχολούσαν δημιουργικά σε ολοήμερη βάση τα παιδιά των σεισμόπληκτων, ώστε οι γονείς να μη χάνουν το μεροκάματο και ταυτόχρονα να δουλεύουν για να επιδιορθώσουν τα σπίτια τους. «Μια υπερπολύτιμη εμπειρία, που εκτός τη μικρή βοήθεια που προσέφερε στους κατοίκους, διαμόρφωσε τις συνειδήσεις πολλών από εμάς», καταλήγει. Μαζί με την κρατική παρέμβαση και την αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση των κατοίκων είναι ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο, ο μόνος εν τέλει εγγυητής· εξαιρετικά δύσκολη αλλά και εξαιρετικά αναγκαία σε τέτοιες συνθήκες, για να ξανανθίσει η ελπίδα, μετά τη δοκιμασία. Το παράδειγμα της Κατρίνα, και εδώ, μας λέει πολλά: η κινητοποίηση επιστημόνων και ακτιβιστών, σε συνεργασία με ομάδες κατοίκων, έδωσε καινοτόμες λύσεις, παρήγαγε ιδέες, άνοιξε δρόμους. Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός δεν μπορεί να κλείσει αμέσως· μπορεί όμως να γεμίσει άνθη.
Ένα παρολίγον σπασμένο πόδι Ήταν το 1992, η εποχή των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό. Ο Λεωνίδας Κύρκος, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΝ τότε, πήρε τηλέφωνο τον Φίλιππο Ηλιού, να τον συμβουλευθεί αν έπρεπε να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ο Ηλιού του είπε να μην πάει· επουδενί. Ο Κύρκος συμφωνούσε, αλλά ταυτόχρονα το έβρισκε μάλλον βαρύ να απουσιάσει, στο κλίμα «εθνικής έξαρσης» που κατέκλυζε τότε το πανελλήνιο. Στην αγωνία του, «μα πώς να μην πάω;» ο Φίλιππος του απάντησε το μνημειώδες: «Να σπάσεις το πόδι σου και να μην πας! Θα πονάς ένα μήνα, αλλιώς όμως θα ντρέπεσαι για όλη σου τη ζωή!». Ο Κύρκος τελικά πήγε, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που θυμήθηκα την ιστορία. Τη θυμήθηκα, παρά τις προφανείς διαφορές, εξαιτίας της υπόθεσης Καρυπίδη. Πίστευα, με λίγα λόγια, πως αν ο Καρυπίδης έμενε τελικά υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ θα ντρεπόμασταν, πολλοί, πολύ και για πολύ. Είναι μάλλον η πρώτη φορά που ασχολούμαι, στις σελίδες αυτές, με «κομματικό ζήτημα». Ακριβώς επειδή το ζήτημα δεν είναι κομματικό. Ούτε πρόκειται για θέμα άποψης. Δεν αναζητώ να σμιλεύσω το καλούπι του ιδεοτυπικού υποψήφιου ούτε κάποια ουτοπική συμφωνία: και οι διαφοροποιήσεις και οι «αποκλίσεις» και τα τοπικά κριτήρια, όλα είναι μέσα στο παιχνίδι. Αυτό όμως που θεωρώ εκτός παιχνιδιού —του αριστερού παιχνιδιού, τουλάχιστον— είναι να καλείς τον Κασιδιάρη μισή ώρα στην εκπομπή σου, μετά τη διπλή δολοφονία στο Νέο Ηράκλειο, και να του δίνεις βήμα να εκθέσει όλο το πολιτικό του πρόγραμμα, χωρίς να του φέρεις ούτε μία αντίρρηση. Επίσης, το να γράφεις για «λαθρομετανάστες» οι οποίοι πλημμυρίζουν τα νοσοκομεία μας και, ασφαλώς, να αναπαράγεις ένα αντισημιτικό-συνωμοσιολογικό παραλήρημα περί της «εβραϊκής λέξης» ΝΕΡΙΤ. Δεν πρόκειται για πολιτική διαφωνία, αλλά για κάτι πολύ πιο ριζικό, που αγγίζει τον πυρήνα των αξιών μας. Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας ήταν το στοιχειώδες. Ανακούφιση. Τώρα, που το στοιχειώδες, έστω με καθυστέρηση, έγινε, μπορούμε να συζητήσουμε πολλά (λάθη, ευθύνες όλων μας, λογικές) και να ασχοληθούμε επειγόντως με όλα τα άλλα που πρέπει, εντός και εκτός αυτοδιοικητικών. Αλλιώς, μάλλον θα έπρεπε να κρυβόμαστε. ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ