Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Γιάννη Σταφίδα, Στρατή Μπουρνάζου, Κώστα Δουζίνα, Άρη Καλαντίδη, Μαρίας Παπαδημητρίου, Αντώνη Λιάκου, Τζωρτζ Μονμπιό, Χρήστου Λάσκου, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Κρίτωνα Ηλιόπουλου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 773
ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΦΙΔΑ Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για το τι σημαίνουν, για τους κατοίκους της Κεφαλλονιάς, τα χτυπήματα του Εγκέλαδου: φόβο, τρόμο, πόνο, ανατροπή της καθημερινότητας, απώλεια των κόπων μιας ζωής, καταστροφή. Τα λόγια των ανθρώπων, οι εικόνες κτιρίων και προσώπων μας το δείχνουν εύγλωττα. Και, συνάμα, οι σεισμοί, για τους Κεφαλονίτες αλλά και όλους εμάς τους «υπόλοιπους», μας θυμίζουν τι πραγματικά είναι σημαντικό στη ζωή: «καταρχάς, αυτή η ίδια η ζωή· αλλά και όσα τείνουμε να θεωρούμε αυτονόητα, όπως το να έχεις ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι και να μην είσαι έκθετος στη βροχή και το κρύο» (editorial του left.gr, 4.2.2014). Για τον σεισμό αυτό καθαυτό δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα: ούτε να τον αποτρέψει ούτε να προβεί σε αξιόπιστες προγνώσεις. Μπορεί ωστόσο, και πρέπει, να κάνει πολλά, πριν και μετά. Δεν μιλάω σε φιλοσοφικό και υπαρξιακό επίπεδο, για τις σοβαρές αναστοχαστικές διαδικασίες που μπορεί να ανακινήσει ένα τέτοιο σοκ. Μιλάω για ενέργειες πρόληψης, ελαχιστοποίησης των δεινών και αποκατάστασης. Μένω στο «μετά», μια που αυτή την περίοδο διανύουμε, και μένω σε τρεις λέξεις: κράτος, αλληλεγγύη, αυτοοργάνωση. Ξεκινάω από το κράτος. Τέτοιες μέρες, και ο πιο ακραιφνής αντικρατικιστής γίνεται ένθερμος θιασώτης του κράτους, δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του. Ο ρόλος του είναι καθοριστικός, όχι μόνο για την «αποκατάσταση των υλικών ζημιών», μα κυρίως για να ξαναπάρει μπρος μια ολόκληρη κοινωνία, οικονομία, καθημερινότητα. Τέτοιες μέρες, καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, πιο εύκολα από ό,τι ρίχνει τα κτίρια ο σεισμός, οι διάφορες «προφανείς» —και απολύτως κυνικές— ατομικιστικές αποφάνσεις. Ποιος μπορεί να πει, λ.χ, οι Κεφαλλονίτες να βρουν τη λύση μόνοι τους, ότι είναι άξιοι της μοίρας τους ή γιατί να πληρώνουμε όλοι εμείς, αφού ούτε σπίτια έχουμε εκεί ούτε θα πάμε ίσως ποτέ κ.ο.κ; Τέτοιες «σοφίες» (που σε άλλες περιστάσεις ακούγονταν, λ.χ. «γιατί να πληρώνω ΕΡΤ αφού δεν έχω τηλεόραση») φαίνονται εδώ απλώς εξοργιστικές και ανόητες. Το ζήτημα βέβαια δεν τελειώνει στη συμφωνία ότι το κράτος είναι απαραίτητο. Αντίθετα, από εκεί και πέρα ανοίγει, καθώς το θέμα, ακριβώς, είναι το τι κάνει (και τι δεν κάνει). Η ιστορία του τυφώνα Κατρίνα, το 2005, είναι πολύ διδακτική. Όχι μόνο για
Έργο του Ρόι Λιχτενστάιν, 1979
την υποχρηματοδότηση, την έλλειψη μέριμνας, την εγκατάλειψη των φραγμάτων από την κυβέρνηση Μπους, που γιγάντωσε την καταστροφή, αλλά γιατί στη συνέχεια το κράτος ουσιαστικά αποποιήθηκε τον ρόλο του: μοίρασε κουπόνια στους μαθητές για να πάνε σε ιδιωτικά σχολεία αντί να ξαναστήσει τα δημόσια, ανέθεσε σκανδαλωδώς έργα σε φίλους της κυβέρνησης, άφησε τα νοσοκομεία στη μοίρα τους, ενώ συνολικά είδε την καταστροφή σαν ευκαιρία για την «επανίδρυση» της περιοχής: για να διώξει φτωχούς και μαύρους, να άρει περιβαλλοντικούς περιορισμούς, να απελευθερώσει εργασιακές σχέσεις. Είναι σαφές, βέβαια, ότι όταν μιλάμε για κρατική παρέμβαση δεν εννοούμε κάτι τέτοιο. Αν η μια λέξη-κλειδί είναι το κράτος, οι άλλες είναι η αλληλεγγύη και η αυτοοργάνωση. Είναι πολλοί οι λόγοι που χρειαζόμαστε εδώ την αλληλεγγύη. Θα πω επιγραμματικά τρεις. Ο πρώτος είναι ότι, σε τέτοιες καταστάσεις, και το ένα ευρώ, η μία κουβέρτα, το οτιδήποτε δώσει ο καθένας, χρειάζεται και θα πιάσει τόπο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όταν το απροσδόκητο, ο πόνος και ο φόβος εισβάλλουν ξαφνικά στη ζωή μας, εκτός από το κεραμίδι και την κουβέρτα, είδη πρώτης ανάγκης, εξίσου, είναι η συμπαράσταση, το νοιάξιμο, η αίσθηση ότι υπάρχουν άλλοι, γνωστοί αλλά και άγνωστοι, που σε σκέφτονται, σου συμπαραστέκονται, και το δείχνουν. Ο τρίτος δεν έχει να κάνει με τους Κε-
φαλλονίτες, τις καταστροφές και τους σεισμοπαθείς. Έχει να κάνει με όλους εμάς, τους «άλλους». Γιατί σημαίνει πολλά, για μας και τη δική μας ζωή, το αν θα κάτσουμε απαθείς ή θα κινητοποιηθούμε. Το συνοψίζω με ένα παράδειγμα που διάβασα προχθές, το έγραφε ο Γιάννης Μπουρνούς στο facebook. Μετά τον σεισμό του 1999, η —μικροσκοπική τότε— νεολαία του Συνασπισμού πήγε στο Μενίδι και έστησε «τη σκηνή με το κόκκινο αλεξίπτωτο», ένα τεράστιο αντίσκηνο, όπου εθελοντές της Νεολαίας απασχολούσαν δημιουργικά σε ολοήμερη βάση τα παιδιά των σεισμόπληκτων, ώστε οι γονείς να μη χάνουν το μεροκάματο και ταυτόχρονα να δουλεύουν για να επιδιορθώσουν τα σπίτια τους. «Μια υπερπολύτιμη εμπειρία, που εκτός τη μικρή βοήθεια που προσέφερε στους κατοίκους, διαμόρφωσε τις συνειδήσεις πολλών από εμάς», καταλήγει. Μαζί με την κρατική παρέμβαση και την αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση των κατοίκων είναι ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο, ο μόνος εν τέλει εγγυητής· εξαιρετικά δύσκολη αλλά και εξαιρετικά αναγκαία σε τέτοιες συνθήκες, για να ξανανθίσει η ελπίδα, μετά τη δοκιμασία. Το παράδειγμα της Κατρίνα, και εδώ, μας λέει πολλά: η κινητοποίηση επιστημόνων και ακτιβιστών, σε συνεργασία με ομάδες κατοίκων, έδωσε καινοτόμες λύσεις, παρήγαγε ιδέες, άνοιξε δρόμους. Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός δεν μπορεί να κλείσει αμέσως· μπορεί όμως να γεμίσει άνθη.
Ένα παρολίγον σπασμένο πόδι Ήταν το 1992, η εποχή των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό. Ο Λεωνίδας Κύρκος, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΝ τότε, πήρε τηλέφωνο τον Φίλιππο Ηλιού, να τον συμβουλευθεί αν έπρεπε να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ο Ηλιού του είπε να μην πάει· επουδενί. Ο Κύρκος συμφωνούσε, αλλά ταυτόχρονα το έβρισκε μάλλον βαρύ να απουσιάσει, στο κλίμα «εθνικής έξαρσης» που κατέκλυζε τότε το πανελλήνιο. Στην αγωνία του, «μα πώς να μην πάω;» ο Φίλιππος του απάντησε το μνημειώδες: «Να σπάσεις το πόδι σου και να μην πας! Θα πονάς ένα μήνα, αλλιώς όμως θα ντρέπεσαι για όλη σου τη ζωή!». Ο Κύρκος τελικά πήγε, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που θυμήθηκα την ιστορία. Τη θυμήθηκα, παρά τις προφανείς διαφορές, εξαιτίας της υπόθεσης Καρυπίδη. Πίστευα, με λίγα λόγια, πως αν ο Καρυπίδης έμενε τελικά υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ θα ντρεπόμασταν, πολλοί, πολύ και για πολύ. Είναι μάλλον η πρώτη φορά που ασχολούμαι, στις σελίδες αυτές, με «κομματικό ζήτημα». Ακριβώς επειδή το ζήτημα δεν είναι κομματικό. Ούτε πρόκειται για θέμα άποψης. Δεν αναζητώ να σμιλεύσω το καλούπι του ιδεοτυπικού υποψήφιου ούτε κάποια ουτοπική συμφωνία: και οι διαφοροποιήσεις και οι «αποκλίσεις» και τα τοπικά κριτήρια, όλα είναι μέσα στο παιχνίδι. Αυτό όμως που θεωρώ εκτός παιχνιδιού —του αριστερού παιχνιδιού, τουλάχιστον— είναι να καλείς τον Κασιδιάρη μισή ώρα στην εκπομπή σου, μετά τη διπλή δολοφονία στο Νέο Ηράκλειο, και να του δίνεις βήμα να εκθέσει όλο το πολιτικό του πρόγραμμα, χωρίς να του φέρεις ούτε μία αντίρρηση. Επίσης, το να γράφεις για «λαθρομετανάστες» οι οποίοι πλημμυρίζουν τα νοσοκομεία μας και, ασφαλώς, να αναπαράγεις ένα αντισημιτικό-συνωμοσιολογικό παραλήρημα περί της «εβραϊκής λέξης» ΝΕΡΙΤ. Δεν πρόκειται για πολιτική διαφωνία, αλλά για κάτι πολύ πιο ριζικό, που αγγίζει τον πυρήνα των αξιών μας. Η απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας ήταν το στοιχειώδες. Ανακούφιση. Τώρα, που το στοιχειώδες, έστω με καθυστέρηση, έγινε, μπορούμε να συζητήσουμε πολλά (λάθη, ευθύνες όλων μας, λογικές) και να ασχοληθούμε επειγόντως με όλα τα άλλα που πρέπει, εντός και εκτός αυτοδιοικητικών. Αλλιώς, μάλλον θα έπρεπε να κρυβόμαστε. ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Αλαίν Μπαντιού ή η αναγέννηση της Ιστορίας ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΔΟΥΖΙΝΑ
Τον Ιανουάριο του 2013, στη διάρκεια του συνεδρίου «Το Ελληνικό Σύμπτωμα» στο Παρίσι, βρέθηκα στο ίδιο πάνελ με τον Αλαίν Μπαντιού. Παρουσίασα τη γνωστή μου άποψη ότι, σ’ όλο τον κόσμο, έχουμε μπει σε μια νέα «εποχή αντίστασης» με τρεις κοινές μορφές: εξεγέρσεις (χρησιμοποίησα το παράδειγμα του Δεκέμβρη), μαρτύριο/μαρτυρία και έξοδος (Υπατία) και αμεσοδημοκρατικές καταλήψεις (Αγανακτισμένοι). Aκούγοντας την απάντηση του Μπαντιού, η έκπληξη μου ήταν τέτοια, που νόμιζα ότι δεν κατάλαβα καλά. Την αντιγράφω από το άρθρο του «Ή σημερινή μας αδυναμία»: «Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε τη δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα […] Τα ίδια είδαμε […] τον Μάη του ‘68 στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ».1 Ο Μπαντιού είναι πιθανόν ο τελευταίος μεγάλος γάλλος φιλόσοφος της γενιάς των ’60. Η θεωρία του συμβάντος, η μαθηματική οντολογία, η κριτική του ηθικισμού και του νομικισμού και το λογοτεχνικό του έργο αποτελούν άξια συνέχεια του Φουκώ, του Λακάν, του Σαρτρ. Θεωρώ όμως τις πρόσφατες πολιτικές παρεμβάσεις του και την πεποίθηση περί «ανικανότητας» της Αριστεράς προβληματικές. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, ο Μπαντιού απέρριπτε τις πολιτικές των ταυτοτήτων, τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, έβρισκε ιδιαίτερα προβληματικές τις εξεγέρσεις των νέων. Αποκαλούσε το πλήθος «ονειρική παραίσθηση», που διεκδικεί το δικαίωμα «των αργόσχολων του πλανήτη μας […] να απολαμβάνουν χωρίς να κάνουν τίποτα, φροντίζοντας επιμελώς να αποφεύγει κάθε μορφή πειθαρχίας, ενώ γνωρίζουμε καλά ότι η πειθαρχία, σε όλα τα πεδία, είναι το κλειδί για την αλήθεια». Απέρριπτε την κατηγορία του «κινήματος», γιατί «είναι συνδεδεμένο με τη λογική του κράτους»· η πολιτική, υποστήριζε, πρέπει να κατασκευάσει «νέες μορφές πειθαρχίας που θα αντικαταστήσουν την πειθαρχία των πολιτικών κομμάτων».2 Η Αναγέννηση της Ιστορίας, βιβλίο του Μπαντιού που εκδόθηκε το 2012, συνεχίζει την πολιτική ανάλυση, ταξινομώντας τις πρόσφατες αντιστάσεις σε «άμεσες» ταραχές και «ιστορικές» εξεγέρσεις. Οι «ταραχές» (Παρίσι 2005, Αθήνα 2008, Λονδίνο 2011) χαρακτηρίζονται, όχι πολύ διαφορετικά από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ως μη πολιτικές, «μηδενιστικές», βίαιες. Αντίθετα, βρίσκω ενδιαφέρουσα την ανάλυση για τις «ιστορικές» εξεγέρσεις, την οποία και χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου Philosophy and Resi-
Φωτογραφία του Robert Carrithers από το «Έρωτας και σεξ. Μια σειρά φωτογραφιών αφιερωμένων στο βιβλίο του Αλαίν Μπαντιού “Eγκώμιο για τον έρωτα”», 2012
stance in the Crisis (2013). Κατά τον Μπαντιού, η εξέγερση της Ταχρίρ χαρακτηρίστηκε από διάρκεια, επιμονή, συνοχή και ανεξαρτησία από πολιτικά κόμματα. Κατέλαβε έναν κεντρικό χώρο και πέρασε από την «κακοφωνία» της άμεσης εξέγερσης στο κεντρικό σύνθημα «Να φύγει ο Μουμπάρακ», το οποίο συνένωσε τις λαϊκές δυνάμεις. Οι καταληψίες δημιούργησαν μια «λαϊκή δικτατορία». Είχαν με το μέρος τους την εξουσία της αλήθειας και επέβαλαν τις αποφάσεις τους, ακολουθώντας την νέα μορφή πειθαρχίας που υποστηρίζει ο Μπαντιού. Η πρόγνωση, ωστόσο, για το μέλλον της εποχής των αντιστάσεων εντάσσεται σ’ αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Χαρακτηρίζει τον επαναστάτη που είναι προσκολλημένος στην παλιά του θεωρία και ιδεώδες —ακόμη και στην αποτυχία του ιδεώδους αυτού—, παραγνωρίζοντας τη δυνατότητα να παρέμβει στην τρέχουσα πολιτική πρακτική, για να αλλάξει τον κόσμο. Είναι μετεξέλιξη της αριστερής πίστης στην ιστορική νομοτέλεια και δυναμώνει όσο οι προβλέψεις της αποτυχαίνουν. Για να αποφύγουν λοιπόν την ήττα ή την αφομοίωση οι εξεγερμένοι πρέπει, κατά τον Μπαντιού, να εμπνέονται από την ιδέα του για τον κομμουνισμό. Η απουσία της, που επιδεινώνεται από την έλλειψη σφικτής πολιτικής οργάνωσης, σημαίνει ότι οι εξεγέρσεις δεν μπορούν να ωριμάσουν και να εξελιχθούν σε χειραφετητική πολιτική. Η πολιτική οργάνωση που φαντασιώνεται ο Μπαντιού είναι μικρή, χαρακτηρίζεται από υψηλή πειθαρχία και, χωρίς να είναι προσκολλημένη σε μια κοινωνική τάξη, ενεργεί απέναντι στον λαό με ηγετικό και δεσποτικό τρόπο. Αυτό είναι το είδος της οργάνωσης που απέρριψαν κατηγορηματικά τα πρόσφατα κινήματα αντίστασης, με την άμεση δημοκρατία και τις οριζόντιες δικτυώσεις τους. Δυστυχώς, για τον Μπαντιού, η «αναγέννηση της Ιστορίας» αποδεί-
χτηκε θνησιγενής. Η τυποποίηση των αντιστάσεων κάνει τον Μπαντιού να υποτιμά τις επιτυχίες και να υπερτιμά τις ήττες. Η απέχθειά του για το κράτος τον οδηγεί να απορρίπτει τα αριστερά κόμματα. Η αδιαφορία του για την οικονομία τον κάνει να αγνοεί τη συμβολή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια έκρηξη. Αλλά η κρίση του καπιταλισμού οδήγησε στα Μνημόνια, τα οποία τα επέβαλαν το κράτος και η Ε.Ε. Δεν μπορεί η Αριστερά να εγκαταλείψει το πεδίο αυτό. Όπως λέει ο Ζίζεκ, «αν δεν ξέρεις ακριβώς με τι θέλεις να αντικαταστήσεις το κράτος, δεν έχεις το δικαίωμα να “αποσυρθείς” από αυτό».3 Μ’ αυτές λοιπόν τις «ελλείψεις», η «ιστορική» εξέγερση στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα ― και ίσως για πάντα— στην εποχή των «ταραχών». Ο Μπαντιού ελπίζει ότι θα γεννηθεί στο μέλλον μια πολιτική οργάνωση που θα εκπροσωπεί την κομμουνιστική ιδέα για να ανταποκριθεί στην ιστορική πρόκληση. Μπαίνει λοιπόν κι αυτός στη σειρά των αριστερών «προφητών» που υπόσχονται κατά καιρούς την επανίδρυση της «σωστής» κομμουνιστικής οργάνωσης και καταγγέλλουν όποιους αποπλανούνται από τις απομιμήσεις της. Η ριζοσπαστική αλλαγή παραπέμπεται στις εσχατολογικές καλένδες. Επίσης, θεωρεί σωστά ότι η ανάδυση μιας στρατευμένης υποκειμενικότητας είναι κεντρικής σημασίας για το ριζοσπαστικό εγχείρημα. Αλλά μόνο οι λίγοι στρατευμένοι που ασπάζονται την «ιδέα του κομμουνισμού» μπορούν να αλλάξουν την πορεία της Ιστορίας. Ωστόσο, η κατασκευή πολιτικού υποκειμένου δεν αφορά μόνο τους στρατευμένους κομμουνιστές. Η παραγωγή υποκειμένων αρχίζει με την απαγκίστρωση των ανθρώπων από την οικονομία της απόλαυσης και της κατανάλωσης, τη σταδιακή είσοδό τους στην ηθική της ανυ-
πακοής και την πολιτική της αντίστασης. Αυτό συνέβη στο Κάιρο, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι εξεγερμένοι περιγράφουν την εμπειρία τους στις πλατείες ως «πολιτικό βάπτισμα» που άλλαξε τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η μεταμόρφωση του πλήθους των πλατειών σε λαό που υποστηρίζει την Αριστερά έχει δημιουργήσει τις συνθήκες ριζικής αλλαγής. Οι πλατείες επιβεβαίωσαν την άποψη του Μπαντιού ότι η πολιτική είναι ένα είδος σκέψης που δημιουργεί τη δική της αλήθεια· απέρριψαν όμως την εκδοχή του για την αλήθεια που είχε δημιουργηθεί σε απόσταση από την πολιτική της αντίστασης και κινητοποιεί μόνο λίγους. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του, θα λέγαμε ότι η «αλήθεια» της επερχομένης ριζοσπαστικής αλλαγής οφείλεται στην πίστη των εξεγερμένων στο «συμβάν» της αντίστασης, στη «Στάση Σύνταγμα», όπως την ονομάσαμε. Μ’ αυτή την έννοια, οι αντιστάσεις βρέθηκαν πολύ μπροστά από τη θεωρία. Η κουκουβάγια της Αθηνάς του Χέγκελ θα πετάξει το σούρουπο, όταν η φιλοσοφία αναγνωρίσει ότι η πράξη την ξεπέρασε και ακουμπήσει ξανά πάνω της. Το έργο του Μπαντιού μας επιτρέπει να καταλάβουμε την έλευση της εποχής της αντίστασης. Εντούτοις, η προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αντίστασης ως παράδειγμα της θεωρίας αποδεικνύεται προβληματική. Ό,τι δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο θεωρητικό οικοδόμημα απορρίπτεται. Εντάσσεται έτσι σε μια γνωστή παράδοση της ακαδημαϊκής Αριστεράς, η οποία διορθώνει το κίνημα αφήνοντας ανέπαφη τη θεωρία. Παραφράζοντας τον Μπρεχτ, θα λέγαμε ότι αν το κίνημα δεν ενεργεί σύμφωνα με τη θεωρία, πρέπει να εκλέξουμε νέο κίνημα. Αν η αλήθεια της πολιτικής αναδύεται στην πολιτική δράση, όπως σωστά λέει ο Μπαντιού, η φιλοσοφία πρέπει να πάρει αυτή την «αλήθεια» και να την κάνει οικουμενική. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ευθύνη της θεωρίας: αναλύοντας τις πρόσφατες αντιστάσεις, με τις αποτυχίες και επιτυχίες τους, πρέπει να βελτιώσουμε τόσο τη ριζοσπαστική φιλοσοφία όσο και τη δράση. Η —συχνά κοινότυπη— συζήτηση των οικονομολόγων έχει σημασία, η ευθύνη των φιλοσόφων όμως είναι εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να ψηλαφήσουν το όραμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ένα όραμα χωρίς προηγούμενα ή μοντέλα. Σ’ αυτό το εγχείρημα, η ελληνική Αριστερά κατέχει κεντρικό ρόλο. Όπως πλησιάζουμε την ιστορική καμπή αριστερής διεξόδου στην κρίση, ας ξεχάσουμε τη μελαγχολία του συντρόφου και φίλου Μπαντιού και ας κρατήσουμε την ελπίδα, και την ευθύνη που την ακολουθεί, ότι στην Ελλάδα θα ξεκινήσει η αναγέννηση της Ιστορίας.
1 Alain Badiou, «Our Contemporary Impotence», Radical Philosophy, ΣεπτέμβριοςΟκτώβριος 2013, τχ. 131 (στα ελληνικά σε μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, στο aristeroblog.gr/node/1997). 2 Alain Badiou, «Beyond Formalisation» [συνέντευξη, 2.7.2002], στο Bruno Bosteels, Badiou and Politics, Duke University Press 2011, σ. 336, 337. 3 Slavoj Žižek, The Year of Dreaming Dangerously, Verso 2013, σ. 130.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
31
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
32
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
REACTIVATE ATHENS
O σχεδιασμός στα αζήτητα ΤΟΥ AΡΗ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Μέσα στον Ιανουάριο, βρεθήκαμε, ανεξάρτητα η μία από τον άλλον, να συμμετέχουμε σε δημόσιες εκδηλώσεις στο πλαίσιο του Reactivate Athens (το οποίο αυτοπαρουσιάζεται ως «ένα πρόγραμμα έρευνας και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού», μια «διεπιστημονική ομάδα», ένα εργαστήρι «που θα αναλύσει κριτικά τη λειτουργία του κέντρου της Αθήνας», στοχεύοντας σε «ένα νέο στρατηγικό όραμα για την πόλη», βλ. www.reactivate-athens.com). Ήταν μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε πάλι για τον αστικό σχεδιασμό, για συμμετοχικές διαδικασίες και τον ρόλο των καλλιτεχνών σ’ αυτές. Στο άρθρο αυτό, συνοψίζουμε κάποιες σκέψεις μας, που είτε εκφράσαμε επιτόπου είτε συζητήσαμε εκ των υστέρων σχετικά με τα ζητήματα που αναπτύχθηκαν στις εκδηλώσεις. tst Τα τελευταία χρόνια επικρατεί μια σύγχυση, που μπερδεύει τον σχεδιασμό με επιμέρους δράσεις μέσα στην πόλη, μια σύγχυση που σχετίζεται άμεσα με την υποχώρηση του κράτουςπρόνοιας. Ο σχεδιασμός που αναζητά ισορροπίες, που στρέφεται προς το μέλλον —ομολογουμένως μέσα σε πληθώρα δυσκολιών—, που γίνεται πεδίο διεκδίκησης και αντιπαράθεσης, ολοένα παραμερίζεται. Μέσα σε έναν πλαστό δυισμό –εκ των άνω/εκ των κάτω— καθετί «κρατικό» απορρίπτεται εξ ορισμού. Ομάδες πολιτών, καλλιτέχνες και ιδρύματα καλούνται να καλύψουν το θεσμικό κενό με μεμονωμένες δράσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος για τέτοιες παρεμβάσεις μέσα στην πόλη· κάθε άλλο. Όμως, όπως ούτε ο καλλιτέχνης είναι απαραίτητα ακτιβιστής ούτε ο ακτιβιστής μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτεία, έτσι και η μεμονωμένη δράση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους θεσμούς του σχεδιασμού. Κάθε είδους παρέμβαση στον χώρο, είτε με σχεδιασμό είτε με μεμονωμένες δράσεις, αποτελεί παρέμβαση στη ζωή των ανθρώπων, είναι δηλαδή εξ ορισμού κοινωνική. Έτσι αρκούσε, π.χ., η ανακοίνωση της πρόθεσης ανάπλασης στη γειτονιά του Ψυρρή —πάνε πλέον τριάντα σχεδόν χρόνια— για να ανατραπεί η λειτουργία της περιοχής μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Απομακρύνθηκε σταδιακά μια ολόκληρη παραγωγική δραστηριότητα, η πιάτσα των δερμάτων και παπουτσιών, αναστατώνοντας τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα εκδίωξης των χαμηλότερων στρωμάτων από μια περιοχή μέσω των εξαγγελιών ή διαδικασιών ανάπλασης, δηλαδή αναβάθμισης του υλικοτεχνικού υποστρώματος (κτιρίων, υποδομής κλπ) που εικονογραφεί αυτό που διεθνώς είναι γνωστό ως gentrification και στα ελληνικά ως «εξευγενισμός». Συχνά, στο όνομα αυτού του «εξευγενισμού», έχουν συμβεί οι πιο δραματικές κοινωνικές καταστροφές. Με δεδομένη λοιπόν την κοινωνική διάσταση του αστικού σχεδιασμού, οφείλουμε να θέσουμε μια σειρά από ερωτήματα για να κατανοήσουμε τι ακριβώς κάνουμε. Για ποιον σχεδιάζουμε; Η εύκολη απάντηση, όπως ακούστηκε και στις δημόσιες συζητήσεις, είναι «για τον άνθρωπο», θέση με την οποία δεν έχουμε καμιά αντίρρηση. Αντίθετα, θεωρούμε πως πρέπει να αποτελεί τον αυτονόητο στόχο του σχεδιασμού. Πράγματι, συχνά το ανακαινισμένο κτίριο γίνεται αυτοσκοπός, η αισθητική ανεξαρτητοποιείται από τον άνθρωπο. Όμως το να πιστεύουμε πως η κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο αφηρημένων, ασώματων και πανομοιότυπων ανθρώπων προϋποθέτει μια αφέλεια που γίνεται επικίνδυνη. Πέρα από τις πολύ διαφορετικές ανάγκες διαφορετικών ατόμων, πέρα από τα συχνά συγκρουόμενα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, κάθε σχεδιασμός, όπως δείχνει παραπάνω το παράδειγμα του Ψυρρή, παράγει κερδισμένους και χαμένους. Η συζήτηση για το «γενικό καλό» εμπεριέχει μια υπεραπλούστευση της πραγματικότητας, που ισοπεδώνει διαφορές και συγκρούσεις. Συχνά τα μεγάλα έργα βιτρίνας το επικαλούνται για να επιβληθούν ως «κοινή λογι-
O Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος και ζει στο Βερολίνο. Η Μαρία Παπαδημητρίου είναι καλλιτέχνης και καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
κή». Όμως ακόμη και η θέσπιση προτεραιοτήτων στην πόλη δημιουργεί χαμένους, λ.χ. η επικέντρωση στην οδό Πανεπιστημίου υποβαθμίζει την οδό Φυλής. Πώς σχεδιάζουμε; Πώς συγκροτούμε τη γνώση μας για τον τόπο στον οποίο παρεμβαίνουμε; Ο πολεοδόμος, η αρχιτεκτόνισσα, ο συγκοινωνιολόγος, όλοι μας διαθέτουμε μια σειρά περιορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία για να μελετήσουμε την πόλη. Προστρέχουμε λοιπόν στους γεωγράφους, τους κοινωνιολόγους, τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, τους οικονομολόγους και πολλούς άλλους που διερευνούν σε μεγάλο βάθος επιμέρους θέματα, σε συνεχή και εκ του σύνεγγυς τριβή με τους ανθρώπους (κοινωνικές ομάδες, συλλογικότητες, ομάδες συμφερόντων, επιμέρους φορείς κ.ά.). Συχνά, μέσα στη βιασύνη του σχεδιασμού, από πολιτική σκοπιμότητα αλλά κι από την έπαρση όσων θεωρούν τους εαυτούς; τους παντογνώστες, η γνώση αυτή αγνοείται — με καταστροφικές επιπτώσεις. Δεν πειραματιζόμαστε με κοινωνικά ζητήματα, αλλά προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε όλη τη γνώση και την ευαισθησία που διαθέτουμε, γνωρίζοντας βέβαια εκ των προτέρων πως δεν είμαστε παντοδύναμοι και πως πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος του λάθους. Η κοινωνική ευθύνη όμως είναι τεράστια και δεν είναι δυνατόν να παίζουμε, θεωρώντας την αποτυχία απλώς ένα δημιουργικό βήμα μπροστά. Τις επιπτώσεις του δικού μας ερασιτεχνισμού κινδυνεύουν να τις πληρώσουν άλλοι. Ποιος σχεδιάζει; Η πολιτεία σε διάφορες κλίμακες, όσο κι αν συρρικνώνεται ο ρόλος της τα τελευταία χρόνια, παραμένει ο προνομιακός εγγυητής του σχεδιασμού, γεγονός που κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα (άρθρο 24). Σταδιακά, υποκείμενα του σχεδιασμού γίνονται όλο και περισσότερο (στον βαθμό που αποκτούν αρμοδιότητες και πόρους) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που εκλέγονται από τους πολίτες, και επομένως τους εκπροσωπούν. Ωστόσο, εισχωρούν με τεράστια δύναμη άλλοι παίκτες, όπως οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις και τα ιδιωτικά ιδρύματα, ενώ υπάρχουν πάντοτε τα ερευνητικά κέντρα και οι πολίτες — όλα αυτά υποκείμενα με δυνατότητα διαμόρφωσης του χώρου που εμπλέκονται με πολύ άνισους τρόπους. Είναι ανάγκη λοιπόν να διερευνήσουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις αλλά και την κάθε σύμπλευση που προκύπτει. Οι πολίτες, βέβαια, εμπλέκονται με πολλαπλούς ρόλους στον σχεδιασμό: είναι ταυτόχρονα υποκείμενα, αντικείμενα και αποδέκτες, και γι’ αυτό οι συμμετοχικές διαδικασίες θέλουν πολύ μεγάλη προσοχή. tst Τα παραπάνω είναι ερωτηματικά, που τίθενται με ιδιαίτερα πιεστικό τρόπο σε μια ιστορική συγκυρία που οι θεσμοί αποδυναμώνονται συνεχώς. Έτσι, σε άλλες εποχές; μπορεί η παρουσία του Reactivate Athens στον δημόσιο λόγο για την πόλη να ήταν πιο αθώα, στη φάση όμως που βρισκόμαστε η ευθύνη του είναι τεράστια. Στήθηκε και χρηματοδοτήθηκε ένα έργο που συλλέγει («έτσι, χωρίς πρόγραμμα») ιδέες από τους πολίτες, στο περιθώριο της πολιτείας, της αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας, δημιουργώντας μια πλατφόρμα υποτιθέμενης συμμετοχής και καταφεύγοντας, για το αναγκαίο κοσμοπολίτικο πρεστίζ, στην καθοδήγηση της διαδικασίας από έναν καθηγητή του πολυτεχνείου της Ζυρίχης. Bon. Bon pour l’Orient. Το ότι το όλο εγχείρημα καταλήγει να γίνει και μέρος της προεκλογικής εκστρατείας του δημάρχου Αθηναίων, ερήμην του μάλιστα (ο καθηγητής Α. Μπρίλεμπουργκ μας παρότρυνε ευθέως στη διάλεξή του να ψηφίσουμε τον κ. Καμίνη), είναι ένα επιπλέον πρόβλημα, αλλά ίσως όχι το πιο σημαντικό. Πιο κρίσιμα θέματα είναι η εγγύηση δι’ αυτών των διαδικασιών μιας κατ’ επίφαση συμμετοχής και η προχειρότητα με την οποία εκφράζονται ιδέες για την Αθήνα, π.χ. να καθιερώσουμε μια μέρα μαρμελάδας νεράτζι (για του λόγου το αληθές, ειπώθηκε με χιούμορ, αλλά είναι ενδεικτικό του πνεύματος της όλης παρουσίασης), καθώς και η συστηματική αδιαφορία για τη γνώση ή τις προτάσεις που έχουν παραχθεί και παράγονται συνεχώς από σοβαρούς μελετητές επί τόπου. Οι ιδέες ή ο σχεδιασμός για την Αθήνα δεν λείπουν. Ούτε το ενδιαφέρον για το μέλλον της. Αυτό που λείπει και (με την κα-
Ρόι Λιχτενστάιν, «Εσωτερικό με κάκτο», 1978
τάργηση των μόνων εντεταλμένων έως σήμερα φορέων για την υλοποίησή τους όπως του Οργανισμού Αθήνας ή της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χωρών) θα λείψει ακόμη περισσότερο, είναι οι κατάλληλοι θεσμοί για να τις υλοποιήσουν· και, ακόμα περισσότερο, η πολιτική βούληση για την εφαρμογή τους.
Ξαναδιαβάζοντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο Στo πλαίσιο των εκδηλώσεων με τίτλο «Νέες επισκέψεις σε παλιά κείμενα. Θεωρία, ιστορία, τέχνη» που οργανώνει ο χώρος ιδεών, συναντήσεων και πολιτισμού «Δρόμος», την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου, στις 20:00, ο Παναγιώτης Νούτσος, μιλάει με θέμα «Ξαναδιαβάζοντας πτυχές του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος». Στον «Δρόμο», Ανδρονίκου 18 και Κωνσταντινουπόλεως, Ρουφ, τηλ. 2103837191. ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ «ΚΡΙΣΙΜΗ ΤΕΧΝΗ-ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΚΡΙΣΗ»
Φέρτε τις λέξεις σας! Η έκθεση «Κρίσιμη Τέχνη-Τέχνη σε Κρίση» (με έργα Άννας Κινδύνη, Βλάση Κανιάρη, Γιάννη Ψυχοπαίδη, Δημήτρη Κατσούδα) είναι μια αναδρομική ματιά στην ιστορία της Ελλάδας, από τη δεκαετία του ’40 έως τη σημερινή εποχή της κρίσης. Να δούμε το παρελθόν μας, τη δική μας εμπειρία μέσω της τέχνης, σημαίνει να ανακαλέσουμε τις εμπειρίες, τις μνήμες, τις εικόνες, τις σκέψεις από το παρελθόν. Κλειδί σ’ αυτό οι λέξεις. Η έκθεση συνοδεύεται από ένα «καταρράκτη» 1000+1 λέξεων και όρων, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν, συζητήθηκαν και ύστερα ξεχάστηκαν. Σκεφτήκαμε η έκθεση να είναι ευκαιρία να συζητήσουμε τις ξεχασμένες αυτές λέξεις. Φέρτε λοιπόν τις λέξεις σας! Γράψτε τις σε ένα χαρτί που θα το καρφιτσώσουμε στην έκθεση, πάρτε μέρος στη συζήτηση, μιλώντας για τη λέξη που φέρατε και την εμπειρία που αποκαλύπτει. Η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας, συνδιοργανωτής της έκθεσης, μας προσκαλεί την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου, στις 19.00 σε μια συζήτηση-ξενάγηση στην έκθεση. Ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης, με αφορμή τα έργα της Άννας Κινδύνη, θα μιλήσει για τη ζωή στην Αθήνα της Κατοχής. Με τις λέξεις τους, οι επισκέπτες θα συγκροτήσουν ένα νέο έργο για την περίοδο αυτή, με τις δικές τους εμπειρίες και γνώσεις. Στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Γερμανικού και Μυλλέρου, Μεταξουργείο), τηλ. 210-5202420.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
41
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Αυτοδιοικητικές: στο βάθος της εικόνας Δυο επισημάνσεις, για το βαθύτερο υπόστρωμα του προβλήματος επιλογής υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η πρώτη αφορά την αντίληψη πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι «δημοψήφισμα για την κυβέρνηση». Αυτό σημαίνει υποταγή του μέρους στο όλο. Οι πόλεις και οι περιφέρειες της Ελλάδας ζουν την κρίση διαφορετικά, γιατί με διαφορετικό τρόπο συνδέονται όχι μόνο με την εθνική αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο. Μέσα στην ίδια χώρα άλλες πόλεις καταρρέουν (λ.χ. Ντιτρόιτ), άλλες ευημερούν και ανέρχονται (λ.χ. Σιατλ). Η διαφοροποίηση αυτή δεν αποπολιτικοποιεί κατ’ ελάχιστον την τοπική πολιτική, αλλά την κάνει πιο σύνθετη, επιτρέπει τολμηρότερες συνθέσεις. Δεν έχει τις ίδιες ανάγκες και προβλήματα η Ρόδος με την ανάπτυξη του τουρισμού, και η κεντρική Μακεδονία με την οικονομική και περιβαλλοντική κρίση. Δεν σημαίνει αποπολιτικοποίηση η διαφοροποίηση της κεντρικής από τις τοπικές ατζέντες. Δείχνει πιο σύνθετο πολιτικό οργανισμό, μεγαλύτερη ετοιμότητα η Αριστερά να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας. Το δεύτερο λάθος είναι ότι το Μνημόνιο τείνει να απολυτοποιηθεί, να γίνει εθνικό ταμπού που επικαθορίζει άλλες διαφορές και συστεγάζει απόψεις ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος. Αλλά το Μνημόνιο είναι μεν συνέπεια μιας δανειακής σύμβασης, αλλά και εργαλείο βίαιης αλλαγής της κοινωνίας. Η Αριστερά δεν θέλει ασφαλώς να γίνει η κοινωνία όπως επιδιώκουν τα Μνημόνια, αλλά ούτε να γυρίσει πίσω, πριν το 2010. Ούτε να σκίσει τα Μνημόνια μπορεί. Αυτό που μπορεί είναι να συγκροτήσει ένα δικό της «μνημόνιο», ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας πάνω σε βάσεις βιώσιμες και με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Το κριτήριο δεν πρέπει να είναι τι δεν θέλουμε αλλά τι θέλουμε. Θετικό πρόγραμμα και προοπτική. Απλώνουμε γέφυρες συστράτευσης, πάνω στο πρόγραμμα που επιδιώκουμε. Και κάτι τελευταίο. Ένα αριστερό κόμμα εξουσίας δεν λογοδοτεί στον εαυτό του. Χρειάζεται δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά λογοδοτεί στην κοινωνία που επιδιώκει την εμπιστοσύνη της. Οι δεσμοί αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι το κλειδί. Και, σίγουρα, η επιλογή υποψηφίων που υιοθετούν αντισημιτικές απόψεις ή ανέχονται τους νεοναζιστές δεν βοηθάει διόλου την καλλιέργεια τέτοιων δεσμών. ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ
TΤIP: ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΗΠΑ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Oλομέτωπη επίθεση στη δημοκρατία ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΟΝΜΠΙΟ
Θυμάστε εκείνο το δημοψήφισμα στη Βρετανία, για το εάν θα έπρεπε να δημιουργήσουμε μια ενιαία αγορά με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Ξέρετε, εκείνο που ρωτούσε για το εάν οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καταργούν τους νόμους μας... Όχι; Ούτε κι εγώ. Βέβαια, τις προάλλες έψαχνα κάνα δεκάλεπτο το ρολόι μου, πριν καταλάβω ότι το φορούσα. Το ότι ξέχασα το δημοψήφισμα είναι μάλλον άλλο ένα σημάδι ότι γερνάω. Γιατί σίγουρα πρέπει να έγινε δημοψήφισμα, έτσι δεν είναι; Μετά από όλη εκείνη την αγωνία για το εάν πρέπει να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι, η κυβέρνηση δεν θα παρέδιδε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε κάποιον σκιώδη, αντιδημοκρατικό οργανισμό χωρίς να μας ρωτήσει. Έτσι δεν είναι; Ο σκοπός της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (TΤIP) είναι να παρακάμψει τις διαφορές μεταξύ του κανονιστικού πλαισίου των ΗΠΑ και αυτού των ευρωπαϊκών κρατών. Έχω ξαναγράψει γι’ αυτό το θέμα, αλλά δεν είχα θίξει το πλέον σημαντικό ζήτημα: την αξιοσημείωτη δυνατότητα που χαρίζει στις μεγάλες επιχειρήσεις να ταράξουν στις αγωγές όσες κυβερνήσεις θα προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τους πολίτες τους. Θα επέτρεπε σε μυστικοπαθείς επιτροπές επιχειρηματικών νομικών συμβούλων να παρακάμπτουν κοινοβουλευτικές αποφάσεις και να καταργούν προστατευτικές νομοθεσίες. Ο μηχανισμός μέσω οποίου επιτυγχάνονται τα παραπάνω είναι γνωστός ως μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή και κράτους. Χρησιμοποιείται ήδη σε πολλά μέρη του κόσμου για να απενεργοποιήσει κανονισμούς που προστατεύουν τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Μετά από εκτεταμένο δημόσιο διάλογο, τόσο μέσα όσο κι έξω από το Κοινοβούλιο, η αυστραλιανή κυβέρνηση αποφάσισε ότι όλα τα τσιγάρα θα πωλούνται σε ίδια πακέτα, ανεξαρτήτως μάρκας, που θα φέρουν μονάχα προειδοποιητικές για την υγεία ετικέτες με αποτρόπαιες φωτογραφίες. Η απόφαση αυτή κυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας. Ωστόσο η Philip Morris, χρησιμοποιώντας μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της Αυστραλίας και του Χονγκ Κονγκ [όπου βρίσκεται η έδρα της Philip Morris Asia], προσέφυγε σε εξωχώριο δικαστήριο, απαιτώντας ένα τεράστιο ποσό ως αποζημίωση για την απώλεια της «πνευματικής ιδιοκτησίας» της.1 Άλλο παράδειγμα, η Αργεντινή: κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που πέρασε και προκειμένου να μετριάσει τη λαϊκή
O Georges Monbiot είναι δοκιμιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον «Guardian», 4.11.2013.
οργή, η κυβέρνηση της χώρας «πάγωσε» τις αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικούκαι του νερού. Οι πολυεθνικοί πάροχοι, των οποίων οι υπέρογκες τιμές είχαν προκαλέσει την αντίδραση της κυβέρνησης, άρχισαν τις αγωγές. Γι’ αυτό και για άλλα «εγκλήματα», η Αργεντινή αναγκάστηκε να πληρώσει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε αποζημιώσεις. Στο Ελ Σαλβαδόρ, κάποιες τοπικές κοινότητες κατάφεραν, με μεγάλο κόστος (τρία μέλη τους δολοφονήθηκαν), να πείσουν την κυβέρνηση να μην επιτρέψει την εγκατάσταση στην περιοχή τους ενός μεγάλου ορυχείου χρυσού που επαπειλούσε με καταστροφική μόλυνση τα υδάτινα αποθέματά τους. Μια νίκη της δημοκρατίας, θα σκεφτείτε. Όχι για πολύ, φοβάμαι. Η καναδική εταιρεία που ήθελε να ανοίξει το ορυχείο ενάγει το Ελ Σαλβαδόρ για 315 εκατομμύρια δολάρια — για απώλεια των αναμενόμενων μελλοντικών κερδών. Στον Καναδά, τα δικαστήρια ανακάλεσαν τις πατέντες δύο προϊόντων της αμερικανικής φαρμακευτικής Eli Lilly, με το σκεπτικό ότι η εταιρεία δεν είχε στοιχειοθετήσει επαρκώς τα ευεργετικά αποτελέσματα που ισχυριζόταν ότι είχαν τα προϊόντα αυτά. Η Eli Lilly ενάγει τώρα το καναδικό κράτος για 500 εκατομμύρια δολάρια, απαιτώντας ταυτόχρονα την αλλαγή τηςσχετικής νομοθεσίας. Αυτές οι εταιρίες (και εκατοντάδες άλλες) χρησιμοποιούν τους κανόνες για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους, όπως αυτοί έχουν ενσωματωθεί σε εμπορικές συμφωνίες που οι εναγόμενες χώρες έχουν υπογράψει. Οι κανόνες αυτοί επιβάλλονται από επιτροπές που δεν διαθέτουν καμία από τις δικλείδες ασφαλείας που έχουμε συνηθίσει από τα δικαστήρια. Οι ακροαματικές διαδικασίες γίνονται εν κρυπτώ. Οι δικαστές είναι νομικοί σύμβουλοι επιχειρήσεων, πολλοί από τους οποίους εργάζονται για εταιρείες όπως εκείνες των οποίων τις υποθέσεις αναλαμβάνουν στο δικαστήριο. Οι πολίτες και οι συλλογικότητες που επηρεάζονται από τις αποφάσεις αυτές δεν έχουν δικαίωμα παράστασης στις δίκες. Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης σε ό,τι αφορά τις αποζημιώσεις που τυχόν θα επιδικαστούν. Από την άλλη, οι επιτροπές αυτές μπορούν να υπερισχύσουν της κυριαρχίας εθνικών κοινοβουλίων και των αποφάσεων ανώτατων δικαστηρίων. Δεν το πιστεύετε; Ιδού τι λέει ένας από αυτούς τους δικαστές για τη δουλειά του: «Όταν ξυπνάω τη νύχτα και σκέφτομαι για τον θεσμό της επενδυτικής διαιτησίας, δεν παύει να με εκπλήσσει τοότι κυρίαρχα κράτη συναινούν να τον υφίστανται... Τρία άτομα, ιδιώτες χωρίς θεσμικό ρόλο, έχουν την εξουσία να ελέγχουν, χωρίς κανένα περιορισμό και δυνατότητα έφεσης, όλες τις πράξεις της κυβέρνησης, όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων, όλους τους νόμους και τους κανονισμούς που ψηφίστηκαν απόκοινοβούλια».
Έργο του Αλμπέρτο Μανέλι
Ακόμα και όταν αγωγές τέτοιου τύπου δεν επιτυγχάνουν τους άμεσους στόχους τους, ασκούν ισχυρή παραλυτική επίδραση στα νομοθετικά σώματα. Ένας καναδός κυβερνητικός αξιωματούχος, σχολιάζοντας τους κανόνες που επέβαλε η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (η περίφημη NAFTA), σημείωνε: «Έχω δει τις επιστολές που έστελναν μεγάλα δικηγορικά γραφεία της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον στην καναδική κυβέρνηση, κάθε φορά που επίκειτο συζήτηση για κάποια νέα περιβαλλοντική διάταξη, τα τελευταία πέντε χρόνια. Αφορούσαν τα χημικά στεγνού καθαρισμού, τα φαρμακευτικά σκευάσματα, τα εντομοκτόνα, το νόμο κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών. Ουσιαστικά, όλες οι νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες στοχοποιούνταν και οι περισσότερες από αυτές δεν είδαν ποτέ το φως της ημέρας». Η ουσιαστική δημοκρατία είναι αδύνατη κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αυτό είναι το σύστημα που θα υφιστάμεθα εάν προχωρήσει η διατλαντική συμφωνία. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αιχμάλωτες και οι δύο των επιχειρήσεων που θα έπρεπε να ελέγχουν, πιέζουν ώστε ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτήκράτους να περιληφθεί στη συμφωνία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να αντικαταστήσει τα υπάρχοντα υπόλογα, κυρίαρχα δικαστήρια (που γενικώς δεν είναι προκατειλημμένα και δεν στερούνται την απαραίτητη ανεξαρτησία)με ένα κλειστό, διεφθαρμένο σύστημα, ευάλωτο σε συγκρούσεις συμφερόντων και σε αυθαίρετα κέντρα εξουσίας. Οι κανόνες επίλυσης διαφορών επενδυτήκράτους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να συντρίψουν κάθε προσπάθεια διάσωσης του Βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας από τον επιχειρηματικό έλεγχο, μεταρρύθμισης του τραπεζικού συστήματος, ανάσχεσης της απληστίας των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας, επανεθνικοποίησης των σιδηροδρόμων, προστασίας του ορυκτού πλούτου. Αυτοί οι κανόνες αποκλείουν τις εναλλακτικές που προσφέρει η δημοκρατία, θέτουν εκτός νόμου την αριστερή πολιτική. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
42
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Αριστερή κυβέρνηση: πώς θα πετύχει; ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ Πού πάει το πράγμα; Είναι πιθανή μια συστημική κατάρρευση; Όπως σημείωνε ο σπουδαίος συμβουλιακός κομμουνιστής Πάουλ Μάτικ, πριν 30 χρόνια, «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κάθε κρίση μπορεί να εξελιχτεί σε τελική κρίση». Πολλοί (από τον συμβουλιακό Ρόμπερτ Κουρτς και τον αναρχικό γεωγράφο Ντέιβιντ Γκράμπερ, μέχρι τον απολύτως μέινστριμ Ντέιβιντ Γκόρντον του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ, τον Μίνκι Λι που προφητεύει την χαοτική, τύπου Μαντ Μαξ, μετεξέλιξη του καπιταλισμού και τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν, για τον οποίο το σύστημα τα επόμενα χρόνια θα αναφωνήσει «Τετέλεσται»), αμφισβητούν τη δυνατότητα του καπιταλισμού να διατηρήσει, έστω και μετριασμένη, την παραγωγική του δυναμική. Επιπλέον, έχει αναδειχθεί η αδυναμία του να ικανοποιήσει βασικές ανθρώπινες ανάγκες πολύ μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού, άρα και η μη νομιμοποίησή του, μαζί με την καθολική ανορθολογικότητα, από τη σκοπιά της σύνολης ανθρωπότητας. Ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι θεωρούν την αναφορά σε τέτοια «αποκαλυψιακά» ζητήματα εκκεντρικότητα. Χωρίς να μπορώ να επεκταθώ, θα επισημάνω κάποιους οδοδείκτες που μας προσανατολίζουν μέσα στο μακροϊστορικό πεδίο, ενώ, ταυτόχρονα, μας προσγειώνουν στο σήμερα. α) Το 2008 υπήρξε η μεγαλύτερη πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ (2,5%) μετά το 1929. Έκτοτε, ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας υποχωρεί συνεχώς: 2010: 5.2%, 2011: 3.9%, 2012: 3.2%, 2013: 2.9%. Ειδικά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες: 2010: 3%, 2011: 1.7%, 2012 :1.5%, 2013 :1.2%. β) Σε όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, ο ρυθμός συσσώρευσης δεν ακολούθησε τον ρυθμό αύξησης του ποσοστού κέρδους. Η καθαρή επένδυση των καπιταλιστών έμεινε πολύ πίσω, πράγμα συνδεδεμένο και με τη χρηματιστικοποίηση. γ) «Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πετυχημένη νεοφιλελεύθερη επίθεση τη δεκαετία του ’80, η πρόβλεψη του Χένρικ Γκρόσμαν θα είχε από καιρό επιβεβαιωθεί»: το σύστημα θα έτεινε προς κατάρρευση (Ανουάρ Σέικ). Σήμερα, βρισκόμαστε μετά την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχει κεϋνσιανή λύση, τώρα που στόμωσε ο νεοφιλελευθερισμός; Οι νεοκεϋνσιανοί ισχυρίζονται πως ναι, και μάλιστα τεχνικοοικονομικά εύκολη. Αν δεν έλειπε η πολιτική βούληση, όλα θα ήταν απλά. Με επέκταση της δημοσιονομικής ώθησης, παρεμβάσεις ανακούφισης των «υποθηκευμένων», πληθωρισμό 4%, ποσοτική χαλάρωση μέσω της αγοράς από την κεντρική τράπεζα «χαρτιών» από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, υποτίμηση. Είναι, λοιπόν, οι οπαδοί της λιτότητες τρε-
Το άρθρο είναι συνεπτυγμένη μορφή της εισήγησης του Χρήστου Λάσκου στη Διεθνή Αντικαπιταλιστική Συνάντηση της Αθήνας (άνοιξη του 2013).
λοί; Ναι, απαντούν ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς. Κάνουν λάθος. Πάσχοντας από έλλειψη ταξικού κριτηρίου, δεν κατανοούν πως η λιτότητα είναι συνέπεια, και όχι αίτιο της κρίσης. Θεωρούν, επομένως, πως το κρίσιμο είναι να πειστούν οι ελίτ να αλλάξουν πολιτική! Προφανώς, είμαστε αναφανδόν με την αύξηση των μισθών, χωρίς, ταυτόχρονα, να πιστεύουμε πως αυτό απαντά στο ερώτημα της υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης. Ο Ισόν το θέτει ξεκάθαρα. Όχι «wage led recovery», αλλά «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Λέμε λοιπόν ναι στη μεγάλη δημόσια παρέμβαση, στην επέκταση της δημόσιας δαπάνης που θα κατευθυνθεί σε άμεση αύξηση της δημόσιας απασχόλησης, προσφορά εκπαίδευσης, υγείας και φροντίδας, μείωση της φτώχειας. Μαζί με τα προηγούμενα, η ιδέα του κοινωνικού ελέγχου διαμορφώνει μια αντικαπιταλιστική στρατηγική οπτική. Ο έλεγχος αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, θέτοντας ερωτήματα όπως: Τι γίνονται τα κέρδη τους; Μερίσματα ή απασχόληση; Τι γίνονται οι φόροι μας; Bailouts ή δημόσια αγαθά; Εν τέλει, η μεγαλύτερη διαφορά με τους κεϋνσιανούς είναι η στόχευση στην κοινωνική-ταξική κινητοποίηση των μαζών, η επιλογή αυτού που βοηθάει τους αγώνες και όχι την «ανάπτυξη», γενικώς. Η ευρωζώνη έχει εκραγεί ως οικονομική οντότητα. Ήδη πριν την κρίση, χωρίς συναλλαγματική πολιτική, προϋπολογισμό, φορολογική εναρμόνιση η κατάσταση ήταν αλλοπρόσαλλη. Η κρίση την αποτελείωσε, επιδρώντας με ακραία ασύμμετρο τρόπο στις διαφορετικές περιοχές. Το σχέδιο του ενιαίου νομίσματος αποδείχτηκε μη συνεκτικό — όχι, όμως, ταξικά αναποτελεσματικό. Η σύγκλιση δεν επήλθε, ο πληθωρισμός δεν συνέκλινε, οι ανταγωνιστικότητες απέκλιναν. Διαμορφώθηκε, έτσι, μια χαώδης μακροοικονομική συνθήκη στην Ε.Ε., στη βάση της οποίας βρίσκεται ο διαφορετικός δομικός πληθωρισμός κατά χώρα. Επιπλέον, «εσωτερικοί όροι», όπως η εισοδηματική ανισότητα εντός των εθνικών κρατών, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Πολλά προβλήματα της ελληνικής κρίσης οφείλονται στον ελληνικό καπιταλισμό: είναι μια ουσιώδης παράμετρος, όχι «παρωνυχίδα», όπως επιμένουν εκσυγχρονιστές και νεοφιλελεύθεροι. Η πραγματική ελληνική «ιδιαιτερότητα» συνίσταται στο ότι η ελληνική αστική τάξη —και δεν εννοώ τις «100 οικογένειες»— υπήρξε διαχρονικά από τις πιο εκμεταλλευτικές στην Ευρώπη, πράγμα που επέδρασε καθοριστικά στο χρέος (λόγω εξαιρετικά μειωμένων εσόδων) και στο εξωτερικό ισοζύγιο (λόγω της επίδρασης των πολυτελών εισαγωγών). Η εσωτερική ακραία ανισότητα προηγήθηκε της εξωτερικής ανισορροπίας (κατά κανόνα έχουμε μεγαλύτερο πληθωρισμό σε οικονομίες με μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες). Η ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: αποδόμηση ή ριζική επανίδρυση; Δίλημμα πραγματικό, και όχι εικονικό παράγωγο των «οπαδών του καλού ευρώ», απέ-
ναντι στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να μην τοποθετείται. Επιπλέον, για μια ταξική και όχι εθνική οπτική της κρίσης, ας κρατήσουμε πως οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις έχουν ποικίλα και συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα, αλλά απέναντι στις εργατικές τάξεις αποτελούν ενιαίο και αρραγές μέτωπο. Η δημιουργία ενός αντίστοιχου εργατικού μετώπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστά sine qua non προϋπόθεση για οποιαδήποτε εργατική απάντηση. Στο μέτρο που η πρόταση της αποδέσμευσης ούτε καν αναρωτιέται γι’ αυτά, είναι εξαιρετικά αδύναμη στο σημαντικότερο πεδίο: το πολιτικό. Γιατί το κρίσιμο ζήτημα δεν έγκειται τόσο στο οικονομικό κόστος μιας εξόδου από το ευρώ, όσο στην πολιτική αδυναμία της επιλογής της αποδέσμευσης — εκτός αν θεωρεί κανείς πως οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις ευνοούν τη διαμόρφωση του ενιαίου εργατικού μετώπου. Για να θυμηθώ ξανά τον Σέικ (και τον προβληματισμό του Μπαλιμπάρ), «το διακύβευμα της εποχής είναι πώς θα έχουμε κοινωνική ανατροπή, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης, χωρίς να οδηγηθούμε σε πολέμους». «Γιατί έχασε η Αριστερά τη δεκαετία του ’70»; Ένα ερώτημα συναφές με τα τωρινά μας πάθη: Στο Χωρίς Επιστροφή έχουμε τοποθετηθεί αναλυτικά. Συνοψίζω τις αιτίες της αποτυχίας, σε ό,τι αφορά την Αριστερά, σε τέσσερις λέξεις: κυβερνητισμός, κρατισμός, λαϊκομετωπισμός, εθνοκρατισμός. Η εντύπωση πως φτάνει η κατάκτηση της κυβέρνησης, ενώ το κίνημα «θα στηρίζει», υπήρξε καταδικαστική για τα εγχειρήματα της εποχής. Επ’ ουδενί είμαστε κρατιστές. Όχι το κράτος, αλλά η κοινωνία πρέπει να βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εναλλακτικής οικονομίας και η έκρηξη δημοκρατίας των πλατειών δεν συνιστούν «υποστηρικτικά δευτερεύοντα», αλλά ουσιώδεις μετασχηματιστικές πρακτικές. Ο στόχος δεν περιορίζεται στο σταμάτημα της λιτότητας, αλλά στην κοινωνική ανατροπή. Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς, κανένα κρατικό παρεμβατικό σχέδιο δεν τελεσφορεί χωρίς την από κάτω κίνηση· μόνο αυτή μπορεί να αλλάξει δραστικά τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, στην κατεύθυνση μιας «οικονομίας των αναγκών». Η πρόκληση στην καπιταλιστική ηγεμονία περνάει μέσα από πρακτικές όπου μεγάλος αριθμός ανθρώπων αλλάζει από τώρα τα πράγματα. Τέλος, δεν διατυπώνουμε εθνικές στρατηγικές, οι οποίες αναγκαστικά αρθρώνονται με έναν ανιστόρητο λαϊκομετωπισμό, που δεν διακρίνει παρά «μεγάλο κεφάλαιο» και «λαό». Απαιτείται μια ταξική στρατηγική, που μας συνδέει με τους γερμανούς εργάτες, και όχι με δικά μας αφεντικά. Σήμερα, η ριζοσπαστική Αριστερά, με όλες τις διαφορές, έχει σχεδόν ταυτόσημο πρόγραμμα, καθόλου ριζοσπαστικότερο, με το γαλλικό Κοινό Πρόγραμμα, την βρετανική Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική ή
το σουηδικό σχέδιο Meidner του ’70. Ένα πρόγραμμα με άξονες: • ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου • αύξηση μισθών • μείωση ωρών εργασίας • αποεμπορευματοποίηση σημαντικών τομέων της οικονομίας • ενίσχυση βασικών υποδομών, καθολική παροχή δημόσιων αγαθών • διαγραφή ιδιωτικού και δημόσιου χρέους • κοινωνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων. Κάτι σαφώς λιγότερο, δηλαδή, από την Εναλλακτική Στρατηγική των βρετανών Εργατικών του 1975. Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει τη θετική διαφορά για το σημερινό πρόγραμμα; Η ταξική διάσταση και, μαζί, η διεθνιστική προοπτική. Τα εγχειρήματα του ’70 είχαν μια σύμφυτη εθνική διάσταση, που λειτουργούσε υπονομευτικά εξαρχής. Η ταξική και η διεθνιστική προοπτική μπορεί να είναι η μεγάλη μας διαφορά. Η βαθιά γνώση, δηλαδή, πως αυτό που θα ξεκινήσει τοπικά δεν θα συνεχίσει —πολύ περισσότερο δεν θα ολοκληρωθεί— τοπικά. Ή θα βρει στήριξη στην εργατική τάξη στην Ευρώπη και τον κόσμο ή θα καταρρεύσει. Η μεγάλη διαφορά είναι η βαθιά γνώση πως τα συμφέροντα και οι ανάγκες των εργαζομένων σε Βορρά και Νότο είναι κοινά. Όχι γενικώς και θεωρητικώς, αλλά τώρα, στη συγκυρία. Δεν κινούμαστε προς την εφαρμογή, «συνεκτική και ολοκληρωμένη», ενός προγράμματος, μολονότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Κινούμαστε προς μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, που μπορεί να γίνει θρυαλλίδα για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Αν δεν γίνει, θα σβήσει. Για να γίνει, πρώτη προϋπόθεση είναι η ενεργός αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων — άρα, από μέρους μας μια στρατηγική, αλλά και ρητορική, που θα ενδυναμώνει τους όρους αυτής της αλληλεγγύης. Χρειαζόμαστε μια απάντηση περισσότερο οικουμενική από την οικουμενικότητα του κεφαλαίου.
ΑΣΚΙ και «Πουλαντζάς» για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου, ώρα 19.00, θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη εκδήλωση της σειράς «Γιατί αλλάζει ο κόσμος; Η Αριστερά στον 20ό αιώνα: Στρατηγικές επιλογές και ιστορικές συγκυρίες» που διοργανώνουν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται με την υποστήριξη του Δικτύου transform!europe. Τίτλος της εκδήλωσης είναι «Ο Πόλεμος και το τέλος του παλιού κόσμου». Θα μιλήσουν η Σία Αναγνωστοπούλου και ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, με συντονιστή τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Η εκδήλωση γίνεται στη Νομική Αθηνών αμφιθέατρο Παπαρηγοπούλου.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ Στην πρόσφατη συζήτηση εντός της Αριστεράς για τον ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να ξεχωρίσουμε τα πρωτεύοντα από τα δευτερεύοντα ζητήματα. Πρέπει καταρχάς να διαχωρίσουμε τον ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής στη διάρκεια μιας κρίσης, ή όταν υπάρχει στενότητα χρηματοδοτικών πηγών, από την μία, και σε κανονικές συνθήκες από την άλλη. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η Αριστερά εντάσσει αυτή τη ζήτηση στο πιο σημαντικό ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Θα υποστηρίξω εδώ ότι η προσέγγιση της Αριστεράς έχει ορισμένα κοινά σημεία, τόσο με τις προσεγγίσεις των κεϋνσιανών όσο και με εκείνες των οικονομικών της προσφοράς, αλλά εν τέλει τις υπερβαίνει και τις δύο. Ξεκινάω με τις κεϋνσιανές προσεγγίσεις. Η Αριστερά συμφωνεί ότι πρέπει να υπάρχουν ελλείμματα σε μια κρίση. Αν ο ιδιωτικός και ο τραπεζικός τομέας πρέπει να απομοχλεύσουν (δηλαδή να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους), το να προσπαθεί να κάνει το ίδιο και το κράτος —είτε με την αύξηση των φόρων είτε με τη μείωση των δαπανών— είναι απλώς τρελό. Το αποτέλεσμα είναι κανένας τομέας να μην μπορεί να στηρίξει τη ζήτηση στην οικονομία συνολικά, κι έτσι όλοι οι τομείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους, αφού μειώνεται το εισόδημα. Αυτές τις συνέπειες μπορεί να τις δει κανείς σε όλο τον Νότο μετά την επιβολή των πολιτικών λιτότητας. Ορισμένοι κεϋνσιανοί υποστηρίζουν επίσης αυτό που έχει γίνει γνωστό ως «χρυσός κανόνας». Ο στόχος εδώ είναι να υπάρχει ισοσκελισμένος προϋπολογισμός στον οικονομικό κύκλο, με ελλείμματα στην ύφεση και πλεονάσματα στην ανάκαμψη — ο Κέυνς έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν είναι καλό να υπάρχουν ελλείμματα σε περιόδους ανάπτυξης. Αλλά ο «χρυσός κανόνας» υποστηρίζει επίσης ότι αυτή η ισορροπία πρέπει να εξαιρεί τις επενδυτικές δαπάνες. Από τη μια πλευρά, αυτό συμβαίνει διότι οι επενδύσεις τείνουν να είναι αυτοχρηματοδοτούμενες: οι επενδύσεις τείνουν να αυξάνουν τη μακροχρόνια ανάπτυξη, κι έτσι μια αύξηση του χρέους λόγω των ελλειμμάτων παραμένει διαχειρίσιμο μέρος του (αυξανόμενου) ΑΕΠ. Από την άλλη, καθώς οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι ένα μέγεθος ευμετάβλητο και επηρεάζεται από την ψυχολογία στην αγορά (τα «ζωικά ένστικτα» του Κέυνς), είναι επιθυμητό να προστατεύονται οι δημόσιες επενδύσεις. Ακριβώς το αντίθετο, με άλλα λόγια, από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπου το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ήταν το πρώτο που μειωνόταν για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Τέλος, κάποιοι κεϋνσιανοί πίστευαν ότι τα κριτήρια του Μάαστριχτ ήταν ακατάλληλα για τις οικονομίες του Νότου, υπό την έννοια ότι χρειάζονται περισσότερες δαπάνες όχι μόνο για επενδύσεις αλλά και για υποδομές, εκπαίδευση, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης κλπ. Φαίνεται προφανές ότι η Αριστερά δείχνει πολύ μικρότερη συμπάθεια για τις πιο νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις. Για τους αρχιτέκτονες της ευρωζώνης, η μειωμένη αυτονομία για πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης θα πίεζε τους πολιτικούς σε εθνικό επίπεδο να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντων) για να μετριάσουν τις επιπτώσεις των ασύμμετρων σοκ. Στην πιο νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, η συνολική ζήτηση σπάνια θεωρείται πρόβλημα καθώς, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον νόμο του Say,
43
Δημοσιονομική πολιτική, παραγωγική ανασυγκρότηση και Αριστερά
Mπαλτύς, «Το παιχνίδι με τις κάρτες», 1948-1950
η προσφορά δημιουργεί τη ζήτηση. Περιττό να ειπωθεί ότι υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι οι μεγάλες κρίσεις αυτοδιορθώνονται μέσω της λειτουργίας των «δυνάμεων της αγοράς»: η έλλειψη ζήτησης μπορεί να αποτελεί πρόβλημα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, μια δόση αλήθειας στην πιο νεοφιλελεύθερη προσέγγιση είναι ότι η πλευρά της προσφοράς πράγματι έχει σημασία και ότι η δημοσιονομική χαλαρότητα ή ανευθυνότητα μπορεί να κάνει δύσκολη την εφαρμογή αλλαγών στο επίπεδο της παραγωγής. Η Αριστερά απλώς δεν πιστεύει τον ισχυρισμό του Κέυνς ότι όταν φτάσουμε στην πλήρη απασχόληση «η κλασική θεωρία ισχύει», με το οποίο εννοούσε ότι η αγορά μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα από μόνη της. Για να δούμε τι διακυβεύεται, ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία της δεκαετίας του ’60. Το μοντέλο Rehn-Meidner (δύο επιφανείς οικονομολόγοι των συνδικάτων) δεν ήταν κευνσιανής έμπνευσης: βασιζόταν στην υπόθεση ότι μια πολύ χαλαρή δημοσιονομική πολιτική θα αποτελούσε πρόβλημα για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Το μοντέλο στηριζόταν σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος ήταν μια μισθολογική πολιτική αλληλεγγύης που διαπραγματεύονταν ένα κεντρικό συνδικάτο για το σύνολο των εργαζομένων. Το αλληλέγγυο στοιχείο ήταν ότι οι υψηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, στους δυναμικούς και πιο κερδοφόρους τομείς, έπαιρναν μια αύξηση μικρότερη από εκείνη που θα μπορούσαν οι ίδιοι να διαπραγματευτούν. Από την άλλη, οι χαμηλότερα αμειβόμενοι σε λιγότερο δυναμικούς τομείς έπαιρναν μεγαλύτερη αύξηση από εκείνη που θα μπορούσαν αν διαπραγματεύονταν αυτοί. Η στρατηγική αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι δυναμικοί τομείς να έχουν ακόμα υψηλότερα κέρδη, με επώδυνες συνέπειες για τους υπόλοιπους τομείς που ήδη αντιμετώπιζαν προβλήματα. Αυτή ακριβώς ήταν η λογική του εγχειρήματος: να πιέσει
τους εργοδότες που δεν μπορούσαν να επιτύχουν στη βάση της τεχνολογικής καινοτομίας παρά μόνο στους χαμηλούς μισθούς. Έτσι, οι λιγότερο αποδοτικές επιχειρήσεις ή κλάδοι ήταν υποχρεωμένες να καινοτομήσουν, να βελτιώσουν την ποιότητά τους ή να κλείσουν! Τι θα συνέβαινε όμως με τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που δεν θα το κατάφερναν; Αυτοί επρόκειτο να καταρτιστούν για να προσληφθούν έπειτα στις επιχειρήσεις και τους τομείς που αναπτύσσονταν λόγω κερδών. Επομένως, ο δεύτερος πυλώνας του μοντέλου ήταν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ώστε οι άνεργοι να επανενταχθούν γρήγορα στους πιο επιτυχημένους κλάδους. Ο τρίτος πυλώνας ήταν η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική ώστε οι λιγότερο αποδοτικές επιχειρήσεις να μην επιζούν μόνο λόγω πλεονάζουσας ζήτησης, τη στιγμή που το ζητούμενο ήταν η παραγωγική ανασυγκρότηση. Το μοντέλο Rehn-Meidner χρήζει κριτικής και τελικά αντιμετώπισε προβλήματα. Βέβαια οι σουηδοί νεοφιλελεύθεροι το μισούσαν: αντιπαθούσαν τη συλλογική διαπραγμάτευση επί της αρχής και αντιπαθούσαν ακόμα περισσότερο την αλληλέγγυα μισθολογική πολιτική – εξάλλου οι καπιταλιστές δε θέλουν τη μείωση των μισθολογικών αποκλίσεων αλλά αντίθετα τη διεύρυνσή τους ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν κίνητρο να δουλεύουν περισσότερο για να έχουν υψηλότερους μισθούς. Περιττό να αναφερθεί ότι ούτε η δική μας Αριστερά θεωρεί το συγκεκριμένο μοντέλο ως πρότυπο, καθώς απέχει πολύ από την άποψή μας για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Ωστόσο, το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι υπήρχε μια προοδευτική προσέγγιση που δεν βασιζόταν στη διαχείριση της ενεργού ζήτησης και δεν ήθελε τη δημοσιονομική πολιτική να λειτουργεί εναντίον των απαραίτητων αλλαγών στο επίπεδο της παραγωγής. Ας κωδικοποιήσουμε, με βάση τα παραπάνω, ποια πρέπει να είναι η στάση μας σε σχέ-
ση με τη δημοσιονομική πολιτική: α) Η Αριστερά επί της αρχής δεν υποστηρίζει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα ή ακόμα και τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης, τα ελλείμματα μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Και ακόμα κι αν μια ύφεση ξεκινήσει παράλληλα με την ύπαρξη σημαντικών δημοσιονομικών ανισορροπιών, η περιστολή πρέπει να σχεδιαστεί πολύ προσεκτικά — η θεραπεία-σοκ σπάνια λειτουργεί και πάντα οδηγεί σε τεράστιο κοινωνικό κόστος β) Η Αριστερά επί της αρχής δεν υποστηρίζει ούτε τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα συχνά μπορεί να αποτελούν σημάδια για την ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών ανισορροπιών σε άλλο επίπεδο, που πρέπει να διορθωθούν. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της προσέγγισης της Αριστεράς είναι ότι όταν ξεκινά μια προσπάθεια για δημοσιονομική σταθερότητα, αυτή πρέπει να γίνεται με έμμεσο τρόπο. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική κατάσταση θα βελτιωθεί και ως αποτέλεσμα της καλύτερης απόδοσης στην πραγματική οικονομία. Αλλά ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον είναι κάτι που θα μπορούσε χωρίς ντροπή να υιοθετήσει η Αριστερά, στον βαθμό που έχουμε ξεκαθαρίσει ποιος είναι πράγματι ο ρόλος της μακροοικονομικής πολιτικής και τι θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα με τη χρήση άλλων μέσων. γ) Η Αριστερά χρειάζεται τη μακροοικονομική πολιτική της για να προστατεύει και να ενισχύει την παραγωγική της πολιτική. Η Αριστερά κυρίως ενδιαφέρεται να προκαλέσει ένα ρήγμα στα καταναλωτικά και παραγωγικά πρότυπα της νεοφιλελεύθερης εποχής. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να υπηρετεί αυτό τον σκοπό. Ο «χρυσός κανόνας», που προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να αποτελέσει μια αρχή, βοηθώντας σημαντικά όλες τις οικονομίες του Νότου να βγουν πιο γρήγορα από την κρίση. Η δημοσιονομική πολιτική βέβαια επίσης ασχολείται με τα ζητήματα αναδιανομής, που εκφεύγουν του θέματος αυτού του άρθρου, αλλά κατέχουν εξέχουσα σημασία για την Αριστερά. Εδώ προσπάθησα να ξεκαθαρίσω ορισμένα βασικά ζητήματα σε σχέση με τις μακροοικονομικές πτυχές της δημοσιονομικής πολιτικής. Και, βέβαια, η απόφαση για τη στάση μας επί της αρχής δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτούμε πολύ προσεκτικά για το πώς διαπραγματευόμαστε εντός της ευρωζώνης με εκείνους που έχουν πολύ διαφορετικές ιδέες και προτεραιότητες. Δεν βρισκόμαστε σε ιδανικές συνθήκες της επιλογής μας — και η σπανιότητα της χρηματοδότησης προσθέτει ένα ακόμα επίπεδο αβεβαιότητας στα παραπάνω, για το οποίο θα μιλήσω σε επόμενο άρθρο. Σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση μπορεί να είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε λίγο νερό στο κρασί μας, αλλά είναι πάντα αναγκαίο να γνωρίζουμε τι περιέχει το κρασί μας: ποια είναι τα βασικά και ποια τα δευτερεύοντα ζητήματα για εμάς.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
Πάμε βολτίτσα; Η βεβήλωση των «ιερών» στη Βραζιλία ΤΟΥ ΚΡΙΤΩΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ Ένα νέο μαζικό κοινωνικό φαινόμενο εμφανίζεται κάθε Σαββατοκύριακο στη Βραζιλία, κυρίως στη μεγαλούπολη του Σάο Πάουλο, με πρωτοβουλία παιδιών 15-17 ετών. Τα παιδιά, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, φτιάχνουν μια ιντερνετική σελίδα με τίτλο «Πάμε βολτίτσα» (Rolezinho) και κανονίζουν να συγκεντρωθούν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο της πόλης για να διασκεδάσουν. Συνήθως ακούν απλώς μουσική και χορεύουν. Πού είναι το παράξενο; Αν αυτά τα παιδιά ανήκαν στον ίδιο κόσμο με τους άλλους πολίτες που «βολτάρουν» στα εμπορικά κέντρα, δεν θα ήταν καθόλου παράξενο. Όμως τα παιδιά διαφέρουν. Διαφέρουν στην εμφάνιση, στο χρώμα του δέρματος και, προπαντός, ανήκουν σε διαφορετική κοινωνική τάξη. Είναι τα παιδιά της «περιφέρειας», των απομακρυσμένων από το κέντρο παραγκουπόλεων, όπου συνωστίζονται εκατομμύρια οικογένειες εργαζόμενων και ανέργων. Είναι οι «αποκλεισμένοι» της μεγαλούπολης: δεν έχουν μετρό και λεωφορεία, δεν έχουν τρεχούμενο νερό, δεν έχουν αποχέτευση, δεν έχουν σχολεία, δεν έχουν καν δικαιώματα. Τα παιδιά από τις φτωχογειτονιές πηγαίνουν στα εμπορικά κέντρα να διασκεδάσουν γιατί, όπως λένε, είναι «το μόνο μέρος όπου δεν πληρώνεις για να μπεις». Και πράγματι, τα τεράστια εμπορικά κέντρα είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που «πουλούν» ή νοικιάζουν δημόσιο χώρο, όχι μόνο για αγορές αλλά και για βόλτα, διασκέδαση, σινεμά, φαγητό, συναντήσεις. Οι άλλοι δημόσιοι χώροι σπανίζουν. Το φαινόμενο «βολτίτσα» στο μολ δεν θα είχε γίνει θέμα συζήτησης και αντικείμενο κοινωνιολογικών μελετών εάν δεν είχε… απαγορευτεί! Ακριβώς. Αρκετά μολς του Σάο Πάουλο κατέφυγαν στη δικαιοσύνη και πέτυχαν μια απόφαση που απαγορεύει αυτό που θα έπρεπε να λογικά επιδιώκουν, την είσοδο κόσμου στο χώρο τους — που θέλουν να τον παρουσιάζουν ως δημόσιο. Ένα μολ, παρότι ιδιωτικός χώρος, δεν είναι κλαμπ που επιλέγει την πελατεία του, θέλει να παίξει το ρόλο του δρόμου με τα καταστήματα και τα σινεμά, το ρόλο της πλατείας με τα μπαρ και τις ταβέρνες, όπου ο καθένας περνάει, βλέπει, αγοράζει ή όχι, κάθεται ή φεύγει. Δεν μπορεί να κάνει φέις κοντρόλ, όχι μόνο γιατί ο νόμος το απαγορεύει, αλλά γιατί έτσι καταργεί τη λειτουργία που το ίδιο θέλει να πουλήσει. Να όμως που το έκαναν, γιατί ενοχλήθηκαν από την παρουσία των «βάρβαρων». Εδώ αρχίζουν γι’ αυτούς τα προβλήματα. Ο ρατσιστικός και ταξικός αποκλεισμός καταδικάστηκε από πολλές μαζικές οργανώσεις, ειδικά όσες εκπροσωπούν μαύρους. Οργανώθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας σε εμ-
Ο Κρίτων Ηλιόπουλος είναι μεταφραστής.
χλητικούς. Το κόμμα της κοινωνικής ελίτ του Σάο Πάουλο σπεύδει να προστατέψει την εκλογική του βάση από τους «βαρβάρους»: «Πήγα τα εγγόνια μου στο τάδε εμπορικό κέντρο την Κυριακή», λέει ένας γερουσιαστής. «Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε εγώ και άλλοι παππούδες αν ένα τσούρμο μαντραχαλάδες έμπαινε να κάνει μια “βόλτα”;», και συνεχίζει: «δεν είναι αριστερή πράξη να πηγαίνεις στα μολ για να κάνεις βαρβαρότητες. Μερικά άτομα έμειναν με τη νοσταλγία μιας επανάστασης που δεν έγινε και δεν θα γίνει ποτέ»· και: «πρέπει να είμαστε πολιτισμένοι στις σχέσεις μας αλλιώς η ζωή θα γίνει ανυπόφορη». Φυσικά εννοεί ότι η δική του ζωή θα γίνει ανυπόφορη, γιατί η ζωή των «άλλων» είναι ήδη σκέτη κόλαση.
Τα τραγούδια, η «μεταμφίεση» και ο… Μπαχτίν που επιβεβαιώνεται
πορικό κέντρο — η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες. Η καταστολή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι «βολτίτσες» επεκτάθηκαν, πήραν πολιτικές διαστάσεις και θεωρήθηκαν συνέχεια των διαδηλώσεων του περασμένου χρόνου. Οι απαγορεύσεις έγιναν αντικείμενο πολιτικής πάλης, ακριβώς επειδή βγάζουν στην επιφάνεια τις ταξικές αντιθέσεις και τον κατακερματισμό της κοινωνίας των πόλεων σε αποκλεισμένους μεταξύ τους τομείς. Εδώ αρχίζουν και οι άλλες αντιφάσεις, νομικές και ιδεολογικές. Πώς να απαγορευτεί κάτι που δεν μπορεί να οριστεί; Γιατί είναι αδύνατο να οριστούν ως νέα αδικήματα η «βόλτα», τα τραγούδια ή το ντύσιμο. Οπότε οι δικαστές υπέπεσαν στη γελοιότητα να εκδίδουν αποφάσεις που απαγορεύουν το αυτονόητο, καθιστούν δηλαδή παράνομες τις… «βολτίτσες» και επιβάλλουν πρόστιμα σε όσους συμμετέχουν στην ομάδα «βολτίτσα» στα μολ — πράγμα παράδοξο, αφού δεν υπάρχει διαμορφωμένη ομάδα με συγκεκριμένα μέλη. Γελοιότητα μεν, αλλά με σοβαρό αποτέλεσμα: δόθηκε το πράσινο φως στην αστυνομία να ελέγχει ποιοι θα μπαίνουν στα εμπορικά κέντρα. Αυθαιρεσία και ρατσισμός μαζί, δηλαδή. Με κάποιες γελοίες πινελιές, αφού οι αστυνομικοί έφτασαν να απαγορεύουν την είσοδο και στους υπαλλήλους των καταστημάτων των μολς, ακριβώς επειδή είχαν το ίδιο χρώμα δέρματος με τους ανεπιθύμητους «βολταδόρους». Ο Γκίλσον, π.χ., είναι μαύρος και κατοικεί σε μια φτωχογειτονιά της περιφέρειας. Ο φύλακας στην είσοδο του μολ τον εμπόδισε να μπει. Όμως ο Γκίλσον πήγαινε στη δουλειά του, στο χαμπουργκεράδικο του μολ. Τα λόγια του αξίζουν να διαβαστούν προ-
σεκτικά: «Έπεσα θύμα ρατσισμού, ο φύλακας με εξέθεσε εντελώς μπροστά σε όλη (!) τη μπουρζουαζία», δήλωσε, αγανακτισμένος που λόγω του χρώματός του οι φύλακες έκριναν ότι συμμετέχει σε «ρολεζίνιο». Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι: πόσα σαββατοκύριακα τα εμπορικά κέντρα θα βάζουν ένοπλους αστυνομικούς να φυλάνε τις κλειστές τους πόρτες; Πόσους «εκλεκτούς» πελάτες θα προσελκύσουν με αυτή την τακτική; Οι «βολτίτσες» των νεαρών μπήκαν στο μικροσκόπιο για ανάλυση. Οι ιδιοκτήτες, οι μεγάλες εφημερίδες και οι κυβερνώντες πασχίζουν να πείσουν ότι δεν πρόκειται για κίνημα, ότι τα παιδιά δεν έχουν πολιτικές ούτε κοινωνικές διεκδικήσεις, ότι απλώς θέλουν να διασκεδάσουν, και πέφτουν έξω οι Αριστεροί αν προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τα γεγονότα. Ο τίτλος του άρθρου του Economist είναι στον ίδιο τόνο: «Θέλουν να κερδίσουν την προσοχή, δεν ζητούν πολιτική αλλαγή». Γράφτηκαν κι άλλα: «Πρόκειται για αθώο παιχνίδι, για διασκέδαση»· «Οι βόλτες δεν είναι ταξική πάλη»· «Τα παιδιά με τα τραγούδια τους διεκδικούν καταναλωτικά προϊόντα, τα διαφημίζουν και τα αγοράζουν, δεν πολεμούν τον καπιταλισμό, τον διεκδικούν». Όμως τότε γιατί κράτος, καταστηματάρχες, πλούσιοι θαμώνες και πολιτικοί στρέφονται εναντίον της «αθώας διασκέδασης»; Αφού τα παιδιά «διεκδικούν τον καπιταλισμό» τότε γιατί ο καπιταλισμός τα καταδιώκει; Αφού «δεν κάνουν πολιτική» γιατί ο δημόσιος λόγος και ο νόμος ασχολούνται μαζί τους; Είτε το επιδιώκουν είτε όχι, τα παιδιά κάνουν πολιτική διαμαρτυρία και μια αποκάλυψη. Εμφανίζονται, υπάρχουν, διεκδικούν, ενώ θα έπρεπε να είναι «αόρατοι», γιατί οι άλλοι τους θεωρούν άσχημους, βρόμικους, ενο-
Τα «ρολεζίνιος» που οργανώνουν οι νέοι στα εμπορικά κέντρα εντάσσονται στην κουλτούρα των τραγουδιών φανκ, στο είδος που ανθεί στο Σάο Πάουλο και ονομάζεται funk ostentação, το φανκ της επίδειξης, επειδή εξυμνεί ως σύμβολα καταναλωτικά αντικείμενα πολυτελείας, αυτοκίνητα, γυαλιά ηλίου, αθλητικά παπούτσια — πάντα με αναφορά σε μάρκες. Γι’ αυτό λένε ότι τα παιδιά απλώς θέλουν αντικείμενα πολυτελείας και όχι να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Ωστόσο, εάν ένας «υγιής» καπιταλισμός, όπως στις ΗΠΑ, μπορεί να ανέχεται, να υιοθετεί ή ακόμα και να χρηματοδοτεί τέτοιου είδους περιθωριακά τραγούδια που διαφημίζουν μάρκες (βλ. τον ράπερ 50cent), στον «παραμορφωμένο» καπιταλισμό της Βραζιλίας οι εταιρείες καταδιώκουν τους νέους που αναφέρουν τη μάρκα τους στα τραγούδια τους. Η αιτία βρίσκεται στην ιστορία της Βραζιλίας και είναι η ίδια που γεννά αυτά τα τραγούδια και τις απαγορεύσεις, όπως συνέβη παλιότερα με άλλες μουσικές, το choro και τη σάμπα. Οι περιθωριακοί «υμνητές» του καπιταλισμού ενοχλούν τον καπιταλισμό. Η μίμηση, ο ύμνος στα προϊόντα πολυτελείας είναι ο δικός τους τρόπος καταγγελίας της περιθωριοποίησής τους. Είναι καρναβαλική μεταμφίεση. Η καρναβαλική γιορτή, υποστηρίζει ο φιλόσοφος Μιχαήλ Μπαχτίν στο διάσημο έργο Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, δημιουργεί έναν εναλλακτικό κοινωνικό χώρο, με ελευθερία, ισότητα και αφθονία. Γι’ αυτό η εξουσία ενοχλείται απ’ αυτή την «απλή διασκέδαση». Στη Βραζιλία το καρναβάλι περιορίζεται σε περίκλειστους χώρους που ονομάστηκαν «σαμποδρόμια». Τις προάλλες ο πρόεδρος των επιχειρηματιών των εμπορικών κέντρων είπε ότι συμπαθεί τους νεαρούς που κάνουν «ρολεζίνιο» και φανκ, αλλά η αστυνομία ας τους στείλει καλύτερα να το κάνουν στο «σαμποδρόμιο» που μένει αχρησιμοποίητο όταν δεν έχει καρναβάλι. Η ιστορία του φανκ επιβεβαιώνει τον Μπαχτίν.