Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Βασίλη Παπαστεργίου, Ανδρέα Τάκη, Ζόε Ουίλλιαμς, Ταρίκ Αλί, Κώστα Γαβρόγλου, Χάρη Γολέμη, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Χρήστου Σίμου, Κώστα Αθανασίου, Σταύρου Τομπάζου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 774
ΚΥΡΙΑΚΗ 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΑΘΗΝΩΝ, 23-24 ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ
Ο Αναπαραδιάδης, ο Σουρής και ο ΔΣΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ Πριν 130 χρόνια, το 1884, ο Γεώργιος Σουρής έγραφε και παρουσίαζε το θεατρικό μονόπρακτο Ο Αναπαραδιάδης. Η υπόθεση της σύντομης αυτής κωμωδίας είναι η εξής: ο Αναπαραδιάδης, νεαρός δικηγόρος της Αθήνας, καταδιώκεται στην οδό Αιόλου από τον Σπαθάδη, ενωμοτάρχη και φοροεισπράκτορα, που επιδιώκει να τον συλλάβει προκειμένου να εισπράξει το φόρο επιτηδεύματος. Καταφέρνει να διαφύγει καταφεύγοντας στο σπίτι της Αθηναίας γεροντοκόρης Μελπομένης. Για κακή του όμως τύχη, στο σπίτι καταφθάνει και ο αδελφός της Μελπομένης, ονόματι Σπαθάδης. Μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψης και της προσωπικής του κράτησης, ο Αναπαραδιάδης δέχεται να αποκαταστήσει τη Μελπομένη, γίνεται δηλαδή γαμπρός με το στανιό, με αντάλλαγμα την εξόφληση του χρέους του, την πληρωμή των εξόδων του γάμου από τον Σπαθάδη και τη συμφωνία να μένει στο εξής στο σπίτι του Σπαθάδη, γιατί ο ίδιος στο δικό του χρωστά το νοίκι. Ας ακούσουμε τη φωνή του συναδέλφου Αναπαραδιάδη, μέσα από το κείμενο του Σουρή: Ακούς εκεί να κυνηγούν κι εμάς τους δικηγόρους και στα καλά καθούμενα να μας γυρεύουν φόρους, ενώ εμείς δεν έχομε μισής στιγμής ραχάτι και με τουφέκι τρέχομε να εύρομε πελάτη, ενώ και τα χαρτόσημα κανένας δεν πληρώνει, και ύστερα επιτήδευμα ζητούν καλά και σώνει; Αλλ’ όμως πού, παρακαλώ, να εύρωμεν τους φόρους, ενώ ημείς στερούμεθα και της ζωής τους πόρους; Νομίζετε ότι εγώ κερδίζω το ψωμί μου; ... Ω προσφιλείς ακροαταί, σας λέγω στην τιμή μου ότι συχνά ενήστεψα χειμώνα-καλοκαίρι κι αν έφαγα την σήμερον ένας Θεός το ξέρει. Νομίζετε στην τσέπη μου θα βρείτε χαρτζιλίκι; Νομίζετε πως κέρδισα ως τώρα καμιά δίκη; Νομίζετε αληθινά κι εμένα δικηγόρο; Μου έδωσαν το δίπλωμα για να πληρώνω φόρο. Ω δικηγόροι δυστυχείς και ταλαιπωρημένοι, τι πλέον καταφύγιον και τι ελπίς σας μένει, αφού συχνά νηστεύοντες, πεινώντες και διψώντες, κι εδώ κι εκεί πλανώμενοι ως νέοι Ξενοφώντες,
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, υποψήφιος πρόεδρος του ΔΣΑ με τη Ριζοσπαστική Αριστερή Κίνηση Δικηγόρων Αθήνας.
Γεώργιος Σουρής, 1853-1919 τρέχετε και τον κίνδυνον στη φυλακήν να πάτε κι από το παραθύρι της πελάτες να μετράτε; Και πώς μπορεί, παρακαλώ, το έθνος να προκόψει, αφού και η Κυβέρνηση αντί μισθό να κόψει εις τον καθένα νηστικό της μόδας δικηγόρο, στέλνει τους χωροφύλακες και μας γυρεύει φόρο; […] Λοιπόν αφήσετε και σεις αυτήν την επιστήμην, μη πλέον εκδικάζετε τας δίκας σας ερήμην, αφήσετε εις το εξής ενστάσεις και αντενστάσεις, αφήσετε τας αναστολάς και τόσας παρεμβάσεις, και τα χαρτιά σας σχίσετε και κάμετε κοκκόρους, δια να μην πληρώνετε εις τον αέρα φόρους».
Μήπως μας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Φυσικά, μας θυμίζουν «οικεία κακά». Το τέλος επιτηδεύματος επιβλήθηκε το 2011, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι τωρινή επινόηση, αλλά για παλιά, δοκιμασμένη συνταγή. Η οικονομική δυσπραγία των δικηγόρων και η αναγκαστική έξοδος από το επάγγελμα μας είναι επίσης οικεία. Και δεν είναι πλέον ρητορικό σχήμα, αλλά καθημερινή δραματική πραγματικότητα. Τέλος, είναι γνωστό ότι με το άρθρο 101 του Ν. 4172/2013 ιδρύθηκε το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ), στο οποίο μεταβιβάστηκε η εξουσία είσπραξης των οφειλών και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών ασφαλισμένων. Πολλοί και πολλές από εμάς έχουν ήδη λάβει τις σχετικές ατομικές ειδοποιήσεις. Το ΚΕΑΟ είναι
δηλαδή ο σύγχρονος Σπαθάδης. Θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κανείς: Καλά όλα αυτά, αλλά μήπως πίσω από τη χάρη των στίχων του Σουρή κρύβεται η αξίωση ενός κλάδου να μην πληρώνει φόρους; Η εναντίωση στη φορολογία δεν είναι συντεχνιακή; Δεν νομίζω ότι τίθεται πια τέτοιο ερώτημα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι στο παρελθόν μεγάλο μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών φοροδιέφευγαν ή υποφορολογούνταν, στο πλαίσιο και μιας άρρητης συναλλαγής με την πολιτική εξουσία, η οποία κατ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την πολιτική τους συναίνεση. Σήμερα όμως ζούμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Οι σύγχρονοι —νέοι και λιγότερο νέοι— δικηγόροι, οι σύγχρονοι Αναπαριάδηδες, βρίσκονται στην ίδια θέση με τον ήρωα του Σουρή. Το πραγματικό τους εισόδημα είναι ελάχιστο και φορολογούνται από το πρώτο ευρώ. Πληρώνουν μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές, ενόψει μιας σύνταξης που είναι πιθανό να μην πάρουν ποτέ. Εισπράττουν και αποδίδουν ΦΠΑ, που φυσικά περιορίζει ακόμα περισσότερο τα όρια της αμοιβής τους. Οι κάθε είδους φόροι, κρατήσεις, έξοδα και παράβολα ξεπερνούν το 50% (σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και το 75%) κάθε είσπραξής τους. Καταβάλουν κι αυτοί —μετά από 130 χρόνια!— τον φόρο (τώρα το λένε τέλος) επιτηδεύματος. Εργάζονται σε δικηγορικά γραφεία και δικηγορικές εταιρίες με πενιχρές αποδοχές. Χιλιάδες νέα παιδιά με ταλέντο, σπουδές, γνώσεις, αδυνατούν να ζήσουν τον εαυτό τους και, όταν η οικογένεια δεν είναι σε θέση να βοηθήσει, κινδυνεύουν από τους σύγχρονους Σπαθάδηδες, το ΚΕΑΟ, την Εφορία, τις κατασχέσεις. Κάνουν ρυθμίσεις, προσπαθώντας να ξορκίσουν το κακό, αλλά ο φαύλος κύκλος της λιτότητας και της κρίσης τους ξαναφέρνει στο ίδιο σημείο. Αδιέξοδο. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνει κανένας συμψηφισμός με τη φορολογική αντιμετώπιση της παλαιότερης γενιάς, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι δεν πρόκειται καν για τα ίδια φυσικά πρόσωπα. Στο κάτω κάτω, υπάρχει κι εκείνο το ταλαιπωρημένο τα τελευταία χρόνια Σύνταγμα που επιμένει: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Πώς λοιπόν θα προσπεράσουμε το γεγονός ότι η υπερφορολόγηση των νέων –και των λιγότερο νέων– μαχόμενων δικηγόρων συνοδεύε-
ται από τη συνέχιση της φορολογικής ασυλίας που απολαμβάνει η οικονομική ελίτ, τα πολύ υψηλά εισοδήματα, οι εφοπλιστές, οι καναλάρχες, οι ιδιοκτήτες διαφόρων offshore; Στο μονόπρακτο του Σουρή, ο Αναπαραδιάδης διατηρεί μια κάποια υπερηφάνεια και αυτοεκτίμηση: «Σας βεβαιώ πως είμαι εις των πρώτων δικηγόρων κι εσπούδασα της νομικής τους κλάδους κατά κόρον, ότι εκ στήθους έμαθα παν άρθρον των κωδίκων, πως πάντοτε νυχθημερόν εργάζομαι κατ’ οίκον, χωρίς στα δικαστήρια ποτέ μου να πηγαίνω, διότι τους πελάτες μου δεν τους κακομαθαίνω».
Προσπαθεί να αποφύγει τον ανεπιθύμητο γάμο, αλλά τελικά υποτάσσεται με πενιχρά ανταλλάγματα: Θέλοντας και μη θέλοντας θα τον δεχθώ το γάμο. Ας είναι πλέον... δέχομαι... αλλ’ υπό έναν όρον... σεις του επιτηδεύματος να δώσετε τον φόρον […] Θα μένω και στο σπίτι σας, γιατί χρωστώ το νοίκι, ως ότου παρουσιασθή καμμιά σπουδαία δίκη.
Καθώς οι δικηγορικές εκλογές πλησιάζουν, είναι φανερό ότι το σώμα των δικηγόρων διακατέχεται από βαθιά αδιαφορία. Δεν είναι καλό σημάδι. Είναι απόδειξη ότι ο κλάδος διακατέχεται από μια αίσθηση σαρωτικής ήττας, ότι βρίσκεται στο όριο να θεωρήσει ότι οι συλλογικές διαδικασίες δεν έχουν νόημα, ότι η ήττα είναι οριστική. Θα έλεγε κανείς ότι οι σύγχρονοι Αναπαραδιάδηδες, γονατισμένοι από την οικονομική δυσπραγία των τελευταίων ετών, αναζητούν μια ατομική λύση, μια σύγχρονη Μελπομένη, έτσι ώστε μ’ ένα «γάμο συμφέροντος», να διασωθούν όπωςόπως. Δεν μας αξίζει αυτή η προοπτική. Έτσι κι αλλιώς οι σύγχρονες Μελπομένες σπανίζουν. Πόσες ανύπαντρες αδελφές να έχει κι αυτός ο Σπαθάδης; Ο Αναπαραδιάδης του Σουρή επέλεξε εκών-άκων τη μίζερη προοπτική μιας ζωής με τη γεροντοκόρη Μελπομένη (συγγνώμη για το στερεότυπο, φίλες μου φεμινίστριες!) στο ίδιο σπίτι με τον φοβερό κουνιάδο του Σπαθάδη, η χατζάρα του οποίου θα επικρέμεται μια ζωή πάνω απ’ το κεφάλι του. Ελπίζουμε ότι ο σύγχρονος Απαραραδιάδης θα βρει τη δύναμη να χαιρετήσει ευγενικά αλλά αποφασιστικά τους άλλους δύο ήρωες του έργου, να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της Μελπομένης και να βγει στον καθαρό αέρα της πολύβουης οδού Αιόλου.