E11940

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Kείμενα των: Δημήτρη Χριστόπουλου, Αριστείδη Μπαλτά, Ρίκης Βαν Μπούσχοτεν, Ποθητής Χαντζαρούλα, Βαγγέλη Καραμανωλάκη, Φερενίκης Βαταβάλη, Λουκά Αξελού, Νίκου Σαραντάκου, Βασίλη Δρουκόπουλου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 776

ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

O ευρωσκεπτικισμός δεν είναι σκεπτικισμός ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Στα τελευταία χρόνια, χρόνια της κρίσης, ο ευρωσκεπτικισμός έπαψε να είναι μονοπώλιο δυνάμεων του Βορρά και του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ανέκαθεν βρισκόταν το άντρο του. Διαχέεται πλέον, με άλλη μορφή και περιεχόμενο, με άλλον αέρα, στον ευρωπαϊκό Νότο. Η ιδεολογία αμφιβολίας ή αντίθεσης προς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον σήμα-κατατεθέν της πολιτικής αισθητικής των εύτακτων Δανών που αγχώνονται με τους ξένους τους. Ούτε των λονδρέζικων παμπ, που βλέπουν την Ευρώπη να ξεκινά από τις γαλλικές ακτές ή των βιεννέζικων σαλονιών που αναπολούν ημέρες δόξας της Mitteleuropa. Χαρακτηριστικό των ευρωσκεπτικισμών μέχρι σήμερα ήταν η αγχώδης μέριμνα των παραπάνω —και άλλων πολλών— να πάψουν να μοιράζονται κύρος, εξουσία και χρήματα, με άλλους Ευρωπαίους, κυρίως αυτούς του Νότου, αλλά και της Ανατολής μετά το τέλος του Ψυχρoύ Πολέμου. Για τον λόγο αυτό, παραδοσιακά, κάποιοι ευρωσκεπτικιστές διαφωνούσαν με την περαιτέρω επέκταση της Ένωσης. Άλλοι διαφωνούσαν με την υφιστάμενη μορφή της. Άλλοι ήταν ακόμα και υπέρ της διάλυσής της. Ο ευρωσκεπτικισμός λοιπόν, στην παραδοσιακή του εκδοχή, είναι μια μορφή κλασικού ευρωπαϊκού εθνικισμού. Αρνείται την αλληλεγγύη σε συλλογικότητες που θεωρεί ότι δεν δικαιούνται θέση στη «δική του» πολιτική κοινότητα. Το γεγονός ότι οι δείκτες του ευρωσκεπτικισμού είναι παραδοσιακά υψηλοί στα παραπάνω κράτη δεν σημαίνει ότι αυτός ο εθνικισμός είναι πατέντα τους. Οι έως πρόσφατα υψηλοί δείκτες δημοφιλίας της Ε.Ε. στον γαλλο-γερμανικό άξονα ήταν προϊόν της εδραίωσης της συνείδησης ότι η ευρωπαϊκή αφήγηση –με αφετηρία τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις– θα ήταν ένα success story βασισμένο στην αμοιβαία αναγνώριση της ισότητας και του σεβασμού μεταξύ των κάποτε ορκισμένων εχθρών και κατεξοχήν εκφραστών διαφορετικών αντιλήψεων για το (τι είναι) έθνος δυτικά και ανατολικά του Ρήνου. Λίγο πιο κάτω, οι επίσης υψηλοί δείκτες δημοφιλίας της Ε.Ε. στον Νότο, τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν φανερώνουν ότι το όραμα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης βρήκε

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ανρί Ματίς, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1929

ευφορότερο έδαφος στις μεσογειακές ακτές απ’ ό,τι στη Βόρεια Θάλασσα. Αντιθέτως, στον Ευρωπαϊκό Νότο, που επωφελήθηκε από τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς της Ε.Ε. (τα ποικίλα «πακέτα» και άλλα κονδύλια) συγκροτήθηκε ένας νέας κοπής εθνικός ηγεμονισμός, που εδραζόταν στην λαγνεία για τις στρατηγικές της Ένωσης, όποιες και να ήταν αυτές. Αρκούσε το ότι ήταν «ευρωπαϊκές». Η «ισχυρή Ελλάδα» της δεκαετίας του 1990 αποτελούσε κατεξοχήν ένα τέτοιο όραμα. Ως λεκτικό σχήμα και πολιτικό σχέδιο, προϋπέθετε την ύπαρξη μιας «άλλης» Ελλάδας: της «Ψωροκώσταινας», του αμυντικού βαλκανικού εθνικισμού, της μίζας, της κουτοπονηριάς, της θρησκοληψίας του ρουσφετιού κ.ο.κ. Όπως φτάσαμε, με χαρακτηριστική ευκολία στη θεωρία για τις «δύο Ελλάδες», φαντάζομαι πως κάποιοι θα έφταναν, από τις δικές τους ατραπούς, στις «δύο Ισπανίες» και πάει λέγοντας… Σε αντίθεση με τον Βορρά, το εθνικό όραμα στον Νότο είχε υπερβολική δόση Ευρώπης, διότι αυτό συνέφερε με τον πιο αγοραίο τρόπο. Ταυτόχρονα όμως, το ευρωπαϊκό πρότζεκτ εμφανιζόταν ως απάγκιο πολιτειακής σταθερότητας των άλλοτε καχεκτικών δημοκρατιών. Ο εθνικός λόγος περί ευρωπαϊσμού έγινε έτσι συνώνυμο ενός φιλοευρωπαϊκού επαρχιωτισμού: «Ευρώπη να’ ναι και ό,τι να’ναι». «Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουμε και εμείς», έλεγαν οι Ρωμαίοι. Τίποτε στις αρχές του 2014 δεν μπορεί να δικαιώσει

την αισιοδοξία με την οποία πορευόταν το ευρωπαϊκό όχημα τα προηγούμενα χρόνια, όπως τίποτε το 1993 δεν μπορούσε να δικαιώσει τις προσδοκίες του annus mirabilis 1989 για την Ανατολική Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, από το περίφημο δημοκρατικό έλλειμμα (όπου ο μόνος πράγματι αντιπροσωπευτικός θεσμός της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε τις λιγότερες εξουσίες), κάνει ένα μεγάλο άλμα στο δημοκρατικό κενό. Σήμερα, η συζήτηση περί ελλείμματος έχει μείνει δύο κλικ πίσω στον χρόνο: δεν συζητάμε πλέον για έλλειμμα, αλλά για κενό, όσο κι αν αυτό ενοχλεί. Η τρόικα —κατά τα 2/3 της θρέμμα της Ένωσης, και όχι κάποιων οικονομικών δολοφόνων της Σχολής του Σικάγο— δεν διαθέτει συμβατική νομιμοποίηση και νομικό έρεισμα στις συνθήκες της Ένωσης. Η ίδρυσή της προκύπτει μόνο από μια πολιτική απόφαση των υπουργών Οικονομικών της Ένωσης, μια νύχτα του 2010. Η ανισότητα μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων κρατών παγιώνεται στο ιστορικά υψηλό της, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την ανισομέρεια δυνάμεων μέσα στον ίδιο τον άλλοτε κινητήριο, γαλλο-γερμανικό άξονα. Υπό την έννοια αυτή, είναι κατάχρηση εννοιών να μιλάμε για δημοκρατία στην Ένωση. Όπως άψογα γράφτηκε, «ό,τι πολίτευμα κι αν είναι αυτό της Ενωμένης Ευρώπης, πάντως δεν είναι δημοκρατία» (Α. Τάκης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος, τχ. 9 [goo.gl/5R311U]).

Σε αυτές τις συνθήκες, μόνο ατύχημα δεν μπορεί να θεωρηθεί η απειλητική επίσκεψη του ευρωσκεπτικισμού στις μέχρι πρότινος αμέριμνες παραλίες της Μεσογείου. Πλέον, το «Ευρώπη να ’ναι και ό,τι να’ναι» δεν τραβάει. Και πώς να τραβήξει άλλωστε; Το κάποτε εύηχο, ακόμη και σε αριστερά αυτιά, «ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη» φαντάζει σαρκαστικό. Οι κυρίαρχες δυνάμεις, ελαφρώς αριστερά και δεξιά του Κέντρου, είναι έτοιμες να χρεώσουν τον ευρωπαϊκό τραγέλαφο στην επικείμενη επιτυχία των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Όμως, αν κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να οπλίσεις τον αντίπαλο δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι όταν εκείνος θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη με την οποία τον γιγάντωσες. Τα δάκρυα των ευρωπαϊκών ελίτ για την άνοδο των ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων, που για πρώτη φορά διεκδικούν τόσο αναβαθμισμένο ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μπορεί να μην είναι απολύτως κροκοδείλια, πειστικά πάντως δεν είναι. Έκπληξη θα προξενούσε το αντίθετο: η Ευρώπη, το 2014, να νανουριζόταν ακόμη με τα φιλελεύθερα ιδεαλιστικά παραμύθια του παρελθόντος της. Ο σκεπτικισμός, ως φιλοσοφικό ρεύμα, αμφισβητεί την a priori ορθότητα και πιστότητα των πραγμάτων, ανάγοντας την αμφιβολία σε κατεξοχήν μεθοδολογικό εργαλείο γνώσης. Ο ακροδεξιός ευρωσκεπτικισμός, υπό την έννοια αυτή, δεν είναι σκεπτικισμός, διότι δεν αμφιβάλλει για τίποτε και καθόλου: είναι απολύτως σίγουρος για τις θέσεις του, μια σιγουριά που έλκει την καταγωγή της από τα εθνικά θέσφατα του κάθε ευρωπαϊκού λαού και τη νομιμοποίησή της από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το άλλοτε κραταιό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το να είμαστε πραγματικά σκεπτικοί και ανήσυχοι για το πού τραβάει η Ευρώπη σήμερα εισάγει μια νέα μορφή αμφιβολίας, απαλλαγμένη από την υποταγή στους ευρωλαγνικούς μύθους και τις εθνικιστικές δοξασίες. Εκεί, νομίζω, τοποθετείται ένας σύγχρονος, κριτικός, ευρωπαϊκός λόγος της Αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη φιλοευρωπαϊκή απολογία της συναίνεσης και την αντιευρωπαϊκή εθνικιστική υστερία της απόρριψης. Ούτε βέβαια κάποια υποδόρια προτίμηση σε κάποια εκ των δύο. Εξάλλου, φοβάμαι πως αργά ή γρήγορα αυτές οι δύο τάσεις κάπου θα συναντηθούν. Για τον λόγο αυτό, η Αριστερά πρέπει να έχει συμπαγή ευρωπαϊκό λόγο. Και, αντίστροφα: για τον ίδιο λόγο, η Ευρώπη οφείλει να έχει και αριστερό λόγο.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

28

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Για το Κυπριακό ξανά ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ Το κείμενο που ακολουθεί είχε δημοσιευθεί στην Αυγή τον Απρίλιο του 2004, λίγες μέρες πριν τοποθετηθούν τελικά οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις και διενεργηθούν τα δημοψηφίσματα. Το παραθέτω ξανά, με ελάχιστες περικοπές, για να δείξω πόσο λίγο έχουν μεταβληθεί οι κύριες παράμετροι του Κυπριακού τη δεκαετία που πέρασε. Οι σημαντικότερες αλλαγές εντοπίζονται στο Υστερόγραφο.

Οι πηγές του «Ναι» και του «Όχι» Ενόψει του δημοψηφίσματος στην Κύπρο, οι πιέσεις αυξάνουν, τα πάθη οξύνονται, οι εκβιασμοί όλων των ειδών —πολιτικοί, ιδεολογικοί, ηθικοί, συναισθηματικοί— αναπτύσσονται, οι τόνοι ανεβαίνουν. Οφείλουμε, άρα, να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε νηφάλια το ακριβές διακύβευμα. Πάντα, βέβαια, από τη σκοπιά της Αριστεράς. Στρατηγική. Μετά το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, η πολιτική τόσο της κυπριακής όσο και της ελληνικής Αριστεράς αποσκοπούσε συστηματικά στη διεθνοποίηση του ζητήματος στο πλαίσιο του ΟΗΕ, θέτοντας ως στόχο την επανένωση της Κύπρου με τη μορφή δικοινοτικής και διζωνικής ομοσπονδίας. Υπό αυτούς τους όρους, είχε επιτευχθεί η απομόνωση του καθεστώτος Ντενκτάς και είχε αποτραπεί η μετεξέλιξη της de facto διχοτόμησης σε de jure. Η εξυπηρέτηση αυτής της πολιτικής περνούσε από την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. με το σκεπτικό ότι, εκτός των άλλων, το νέο πλαίσιο θα επέτρεπε να αντιμετωπιστούν από καλύτερες θέσεις τα πολύ πραγματικά ελλείμματα κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, δηλαδή η ύπαρξη εγγυητριών δυνάμεων, αγγλικών βάσεων και τουρκικού στρατού κατοχής. Δεσμεύσεις. Τα διαδοχικά σχέδια Ανάν έγιναν δεκτά ως βάση διαπραγμάτευσης γιατί αποδέχονταν τη δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία, προέβλεπαν τη σταδιακή απομάκρυνση του στρατού κατοχής και εξισορροπούσαν κάπως την κατάσταση (επιστροφή κάποιων εδαφών και σχετικά μεγάλου μέρους προσφύγων, απομάκρυνση μέρους των εποίκων κλπ.), στο πλαίσιο, βέβαια, του υπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων, πολιτικών, στρατιωτικών και γεωπολιτικών. Υπό τον δεδομένο συσχετισμό, κανένα σχέδιο εκπορευόμενο από τον ΟΗΕ δεν θα μπορούσε να θέσει ούτε ζήτημα εγγυητριών δυνάμεων ούτε ζήτημα αγγλικών βάσεων. Γι’ αυτό και κανένας από τους διαπραγματευτές δεν τα έθεσε. Άρα η κριτική του Σχεδίου Ανάν σε αυτά τα σημεία (η Κύπρος προτεκτοράτο και τα συναφή) μπορεί να συνιστά χρήσιμη ιδεολογική υπενθύμιση αλλά τίποτε περισσότερο. Αντίστοιχα, κάθε κριτική που αρνείται στους Τουρκοκυπρίους το καθεστώς συνιστώσας κοινότητας, ανάγοντάς τους σε μειονότητα εντός ενός «καλού» ελληνοκυπριακού κράτους, βρίσκεται εξ ορισμού εκτός πλαισίου ΟΗΕ και εκτός στρατηγικής της Αριστεράς. Έπεται πως υπό διαπραγμάτευση μπορούσαν να είναι μόνον τα «υπόλοιπα». Και είναι θέμα ικανότητας των διαπραγματευτών αν, ως προς αυτά τα «υπόλοιπά», η πλάστιγγα θα έγερνε προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Συμφέροντα. Τόσο το «Ναι» όσο και το «Όχι» του επικείμενου δημοψηφίσματος εκπορεύονται από πολλαπλές αφετηρίες. Για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε, οφείλουμε να εντοπίσουμε ψύχραιμα τις υλικές βάσεις που συνιστούν αυτές τις αφετηρίες. Έτσι, η υλική βάση τόσο του «Ναι» της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων όσο και του «Όχι» της ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου είναι σκληρά προφανείς. Εξίσου προφανής είναι η υλική βάση τόσο του θορυβώδους «Όχι» του Ντενκτάς όσο και του υπόκωφου «Όχι» του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας και των εκεί προσδεδεμένων πολιτικών δυνάμεων. Από την άλλη, το «Ναι» του Ερντογάν συνιστά για τον ίδιο μείζον πολιτικό στοίχημα: Αν επιτύχει την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., προοπτική που υπόκειται σήμερα σε μια τουρκική υποχώρηση στο Κυπριακό, τότε ο ήπιος ισλαμισμός του υπηρετεί τις παρακαταθήκες του Κεμάλ συνεπέστερα από τον συνταγματικό εγγυητή τους, δηλαδή το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και τους Τούρκους στρατηγούς. Ο δρόμος για τη δική του ηγεμονία έτσι ανοίγει. Αντίστοιχα, το «Ναι» των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στηρίζει τον Ερντογάν απέ-

ναντι στους εσωτερικούς αντιπάλους του, γιατί βλέπει τον δικό του εξευρωπαϊσμένο ισλαμισμό ως ανάχωμα στην εξάπλωση του φονταμενταλισμού. Τα «Όχι» του ΚΚΕ, του Μανόλη Γλέζου και μερικών άλλων αριστερών δυνάμεων έχουν ιδεολογικές ρίζες που ανάγονται τόσο στη βαθιά αίσθηση αδικίας που δημιουργεί ένας συσχετισμός δυνάμεων που απορρέει από ήττα όσο και στην αντίθεση στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς συλλήβδην και αδιακρίτως. Τέλος, το διαφαινόμενο «Όχι» της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων εκπορεύεται τόσο από την ίδια αίσθηση ιστορικής αδικίας όσο και το γενικό ξεβόλεμα που μάλλον θα επιφέρει η εφαρμογή του σχεδίου Ανάν. Δυναμική. Η Κύπρος αποτελεί τη μόνη χώρα της Ευρώπης όπου η Αριστερά, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή, αποτελεί πλειοψηφική δύναμη. Το βάρος της επανένωσης αποτίθεται έτσι στους δικούς της ώμους, αποτελώντας ταυτόχρονα το πεδίο της ηγεμονίας της. Το δικό της «Ναι», είτε ηχηρό είτε εκ των πραγμάτων μετριασμένο, απηχεί την πεποίθηση ότι είναι σε θέση να εξασφαλίσει την διακοινοτική ενότητα των εργαζομένων και μια προοδευτική δυναμική που θα συμβάλει επιπλέον στην οικοδόμηση της Αριστεράς στην κλίμακα ολόκληρης της Ε.Ε. Η επόμενη μέρα. Μετά το διαφαινόμενο «Όχι» των Ελληνοκυπρίων, η προοπτική ενοποίησης της Κύπρου, της επιστροφής προσφύγων και εδαφών και της απομάκρυνσης του στρατού κατοχής σίγουρα απομακρύνεται. Σε αυτή την προοπτική, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι η de jure διχοτόμηση ή, σε γλώσσα κοσμιότερη, το «βελούδινο διαζύγιο». Αυτό είναι το πραγματικό κόστος του «Όχι». Θα βοηθούσε όλους αν οι αριστεροί υποστηρικτές του άφηναν κατά μέρος τόσο τις ευχές όσο και τις ανέξοδες εθνικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορώνες και παρουσίαζαν δημόσια τα έλλογα επιχειρήματά τους. Όσα και όπως υπάρχουν. ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004

Υστερόγραφο: Δέκα χρόνια μετά 1. Τη δεκαετία που μεσολάβησε, η de facto διχοτόμηση εδραίωσε περισσότερο τους πολύπλευρους παράγοντες που οδήγησαν στην απόρριψη του σχεδίου Ανάν, ενώ η συναφής ευθύνη επιρρίπτεται εξ αντικειμένου στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Αυτά καθιστούν την αφετηρία των διαπραγματεύσεων δυσμενέστερη και την ίδια τη διαπραγμάτευση γενικώς δυσχερέστερη. Επιπλέον, η οικονομική κρίση και τα Μνημόνια έχουν αποδυναμώσει Κύπρο και Ελλάδα, όχι μόνον οικονομικά αλλά και πολιτικά. 2. Σε αντίθεση με δέκα χρόνια πριν, το άστρο του Ερντογάν βρίσκεται σε καθοδική τροχιά. Το όνειρο της ηγεμονίας στην ισλαμική Μεσόγειο εξασθενεί, αν δεν ματαιώνεται, ενώ οι εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία αμφισβητούν όλο και περισσότερο την πολιτική πρωτοκαθεδρία του. Ο ίδιος καθίσταται έτσι περισσότερο επιρρεπής σε έξωθεν πιέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση συντείνει η άνοδος του Ισραήλ στο προσκήνιο της περιοχής και οι εν εξελίξει τριβές του με την Τουρκία. Ταυτόχρονα, όμως, μια λύση καλύτερη για τον ίδιο από εκείνη που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν θα του προσθέσει διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στον μόνιμο αντίπαλό του, τους Τούρκους στρατηγούς και τις συγγενείς πολιτικές δυνάμεις. Ο Ερντογάν θα επιδιώξει μια «λύση» που θα μπορέσει να παρουσιάσει ως νίκη και έχει τα μέσα να πιέσει τον Έρογλου να πράξει το ίδιο. 3. Επισπεύδουσα δύναμη για τη διαπραγμάτευση είναι οι ΗΠΑ, ακολουθούμενες από την Ε.Ε. Η «λύση» του Κυπριακού καθίσταται επείγουσα τόσο προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα των ΑΟΖ, των υδρογονανθράκων και των αγωγών φυσικού αερίου όσο και ενόψει ευρύτερων γεωπολιτικών επιδιώξεων: όπως δείχνουν οι εξελίξεις στην Ουκρανία, η περιστολή της ρωσικής επιρροής έχει αρχίσει να αποτελεί σημαντικό διακύβευμα, ενώ θερμά επεισόδια της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε «Δύση» και «Ανατολή», με ενδιάμεσο τα πάθη και τους αγώνες των λαών δεν είναι έξω από την ημερήσια διάταξη. 4. Τα παραπάνω πιστοποιούν ότι σχεδόν όλα τα δεδομένα είναι σαφώς δυσμενέστερα για την ελληνοκυπριακή πλευρά από ό,τι δέκα χρόνια πριν. Εκτός των άλλων, στην εξουσία σή-

«Η Λήδα και ο κύκνος», ψηφιδωτό της ρωμαϊκής εποχής, από το ιερό της Αφροδίτης στη Πάφο

μερα βρίσκεται η Δεξιά, όχι η Αριστερά. 5. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική προοπτική; Όσο δεν αλλάζουν άρδην τα δεδομένα (ενδεχόμενο πλήρως αόρατο υπό τους τρέχοντες συσχετισμούς), η συνέχιση της παρούσας κατάστασης θα εμπεδώνει διαρκώς την de facto διχοτόμηση, μέχρις αυτή να καταστεί de jure. Η de jure διχοτόμηση θα δημιουργήσει ένα τουρκοκυπριακό κράτος έτοιμο να προσαρτηθεί στη «μητέρα πατρίδα. Τα σύνορα της Τουρκίας θα διασχίζουν τότε απ’ άκρου εις άκρον ολόκληρο το νησί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όλα τα επίπεδα. 6. Η ευθύνη των αποφάσεων στη δύσκολη διαπραγμάτευση δεν είναι δική μας. Η Κύπρος διαθέτει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους, να απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορόνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις θέσεις της κυπριακής Αριστεράς. Ας την εμπιστευθούμε, ας συμπαρασταθούμε ανεπιφύλακτα και ενεργά στους Κύπριους αριστερούς και ας αφήσουμε τους Κυπρίους να αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους.

ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ: Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας οργανώνει στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Η κρίση ως καθεστώς». Συμμετέχουν: Δημήτρης Δαλάκογλου (Πανεπιστήμιο Sussex): Ποια δημοκρατία; ποια κοινωνία;. Meriç Özgünes (εμπειρογνώμονας Ε.Ε.): H κρίση ως καθεστώς στην Ελλάδα μέσα από την τουρκική εμπειρία. Martin Lafforgue (κοινωνιολόγος και διπλωμάτης): Οι κρίσεις της Αργεντινής: η θέση τους στον λόγο περί κρίσης στην Ελλάδα. Maya Stoyanova (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Γίναμε όντως Βουλγαρία; Χρήστος Ηλιάδης (δρ Πολιτικών Επιστημών): Η κρίση ως «κατάσταση» και η κατάσταση της Κρίσης. Σχολιάζουν: Σάββας Ρομπόλης, Δημήτρης Χριστόπουλος. Ακολουθεί συζήτηση με συντονιστή τον Αλέξη Οικονομίδη. Την Τρίτη 4 Μαρτίου, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50) στις 18:30. 11 ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ Με αφετηρία το βιβλιαράκι «Η μετανάστευση στην Ελλάδα. Έντεκα μύθοι και περισσότερες αλήθειες», το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ οργανώνει εκδήλωση την Πέμπτη 6 Μαρτίου στις 18:30. Οι συγγραφείς, Βασίλης Παπαστεργίου και Ελένη Τάκου, θα συζητήσουν, για τις αλήθειες και τους μύθους της μετανάστευσης, με τον δημοσιογράφο Νίκο Ξυδάκη. Θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό. Η εκδήλωση θα γίνει στο Ινστιτούτο Γκαίτε (Ομήρου 14-16, Αθήνα).


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

29


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ Β΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 6-9 ΜΑΡΤΙΟΥ

Η μνήμη αφηγείται την πόλη ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΡΙΚΗΣ ΒΑΝ ΜΠΟΥΣΧΟΤΕΝ ΚΑΙ ΠΟΘΗΤΗΣ ΧΑΝΤΖΑΡΟΥΛΑ

Οι μνήμες και οι αποσιωπήσεις του παρελθόντος της πόλης, ο βιωμένος χώρος και οι μαζικές μετακινήσεις του 20ού αιώνα, η προσφυγιά, ο αποκλεισμός, του οι Άλλοι, η εσωτερική μετανάστευση, οι τόποι μαρτυρίου και λατρείας, η κρίση και οι εικόνες του παρελθόντος που ανακαλεί: Όλα αυτά, με πεδίο μελέτης τον αστικό χώρο, με εργαλείο την προφορική ιστορία, και με άξονα τη μνήμη, θα αναπτυχθούν στο δεύτερο διεθνές συνέδριο προφορικής Ιστορίας με τίτλο «Η μνήμη αφηγείται την πόλη… Προφορικές μαρτυρίες για το παρελθόν και το παρόν του αστικού χώρου» οργανώνουν το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Ένωση Προφορικής Ιστορίας, στο αμφιθέατρο Αργυριάδη (στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 6-8 Μαρτίου και στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206), στις 9 Μαρτίου). Μιλήσαμε για όλα αυτά με τις ιστορικούς Ποθητή Χαντζαρούλα (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) και Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), μέλη της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου. w Γιατί διαλέξατε την πόλη, τον αστικό χώρο ως θέμα αυτού του δεύτερου διεθνούς συνεδρίου προφορικής Ιστορίας; Ποθητή Χαντζαρούλα: Τα τελευταία χρόνια στις κοινωνικές επιστήμες το ενδιαφέρον των ερευνητριών έχει στραφεί στη μελέτη του χώρου. Οι πόλεις αναδύονται ως πεδία διακυβέρνησης, αλλά και ως πεδία διεκδίκησης από διάφορες κοινωνικές ομάδες, συγκρότησης διαφορετικών μορφών κατοίκησης, συμβίωσης, έκφρασης, διαμόρφωσης υποκειμενικοτήτων, νέων μορφών αλληλεγγύης καθώς και ελέγχου. Ενώ οι ιστορικοί σχετικά πρόσφατα άρχισαν να επικεντρώνονται στον χώρο, η μνήμη ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα θεωρούνταν ενσωματωμένη στο χώρο, εν-τοπισμένη. Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της, ο Maurice Halbwachs, υποστηρίζει ότι η μνήμη, η πιο προσωπική λειτουργία, δεν υφίσταται εκτός του κοινωνικού πλαισίου (Κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, μτφ. Ελευθερία Ζέη, Νεφέλη 2013). Ιδιαίτερα σημαντικό πλαίσιο για να θυμηθούμε και να αποκτήσουν νόημα οι αναμνήσεις μας είναι ο χώρος. Αλλά και η συλλογική μνήμη απορρέει από ένα χωρικό πλαίσιο. Τη δεκαετία του 1980 ο Πιερ Νορά θα κατανοήσει τη συλλογική μνήμη μέσα από τη χωρική εγγραφή της, κάνοντας αντικείμενο της έρευνάς του τους «μνημονικούς τόπους» (Les Lieux de mé-

moire, Παρίσι 1984). Η σύνδεση της προφορικής ιστορίας με την πόλη έρχεται να δώσει χώρο σε μια οπτική που θα αφηγηθεί την ιστορία της πόλης μέσα από διαφορετικές θέσεις των δρώντων υποκειμένων. Στόχος λοιπόν είναι να έρθουν στο φως πολλαπλές ιστορίες της πόλης, διαφορετικές σημασιοδοτήσεις της, αντιμαχόμενες ιστορίες, αποκλεισμοί. Με άλλα λόγια, η πόλη να γίνει αφηγήσιμη μέσα από την οπτική των διαφορετικών υποκειμένων. Ταυτόχρονα, πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι δεν παράγονται μόνο ιστορίες της πόλης από τις αφηγήσεις των ανθρώπων αλλά και ο ίδιος ο εαυτός μέσα από τη σχέση του με την πόλη. Η πόλη, ο τρόπος με τον οποίο κατοικούν οι άνθρωποι την πόλη, διαμορφώνει την ταυτότητά τους. Η προφορική μαρτυρία είναι λοιπόν ένας προνομιακός χώρος για να κατανοήσουμε τη διαμόρφωση των υποκειμένων και των ταυτοτήτων. w Έχετε θέσει, όπως διαβάζω, ως κεντρικό στόχο του συνεδρίου «την από τα κάτω οπτική της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και τη μνήμη». Πείτε μας για αυτή την «από τα κάτω οπτική». Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν: Η «από τα κάτω οπτική» ήταν το καινοτόμο στοιχείο που έδωσε φτερά στην ανάπτυξη της προφορικής ιστορίας τη δεκαετία του 1970. Δίνοντας φωνή στους «αφανείς της ιστορίας», σε γυναίκες, παιδιά, μετανάστες και άλλες «αόρατες ομάδες», η προφορική μαρτυρία άλλαξε συθέμελα το τοπίο της ιστοριογραφίας, παρά τις αντιδράσεις που υπήρχαν —και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα— από «παραδοσιακούς» ιστορικούς. Βέβαια, η «από τα κάτω οπτική» υπήρχε ανέκαθεν στις κοινωνικές επιστήμες, στην ανθρωπολογία και στην κοινωνιολογία, ιδίως στον αγγλοσαξονικό χώρο, και στην Ελλάδα στη λαογραφία. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι το σημερινό διεθνές ρεύμα προφορικής ιστορίας είναι ένα διεπιστημονικό πεδίο, όπου συναντιούνται η ιστορία με τις κοινωνικές επιστήμες, την κοινωνική ψυχολογία, την πολιτική επιστήμη, αλλά και με την τέχνη και την αρχιτεκτονική, όπως θα δείξουν οι ανακοινώσεις της Κυριακής. Πώς εκφράζεται αυτή η «από τα κάτω οπτική» πιο συγκεκριμένα στη σχέση πόλης και μνήμης; Κεντρική έννοια για τη μνήμη της πόλης είναι η έννοια του χώρου. Ο πρωτοπόρος γάλλος κοινωνιολόγος της μνήμης Maurice Halbwachs έχει γράψει πολύ όμορφες σελίδες για το πώς οι αναμνήσεις συνδέονται με συγκεκριμένους χώρους και τη βίωση του χώρου από κοινωνικές ομάδες και άτομα. Στο συνέδριο θα δούμε πώς διάφορες «αόρατες» κοινωνικές ομάδες (Εβραίοι, μετανάστες, Μικρασιάτες πρόσφυγες, ανήλικα παιδιά, πόρνες, μουσικοί) βίωσαν τους χώρους της πόλης, πως διαμορφώνονται ενίοτε νοητικά —αλλά και πολύ υλικά— εσωτερικά σύνορα μέσα στην πόλη, πώς αλλάζει η κοινωνική γεωγραφία της πόλης ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και πώς ανασημασιοδοτούνται συγκεκριμένα κτίρια, όταν αλλάζει η χρήση τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πόλη του Βόλου, όπου συγκεντρώνουμε προφορικές μαρτυρίες για το

Μιλάνε για την «ιστορία από τα κάτω», την επιλεκτικότητα της μνήμης, το τραύμα, την κρίση, τον δημόσιο χώρο

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Σκηνή δρόμου από το παράθυρο ενός κουρείου», 1929

μελλοντικό Μουσείο της Πόλης, είναι το κτίριο Σπύρερ: προπολεμικά καπναποθήκη, έδρα του Εργατικού Κέντρου το 1945, στρατοδικείο στον Εμφύλιο και σήμερα έδρα του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας. Μια τελευταία οπτική της μνήμης της πόλης, που μόνο η προφορική μαρτυρία μπορεί να μας δώσει, είναι πως διαπλέκονται τα συναισθήματα (ο φόβος, ο έρωτας) με συγκεκριμένους χώρους της πόλης. Πέρα όμως από την «από τα κάτω» οπτική, το συνέδριό μας δίνει χώρο και στην «από τα πάνω οπτική», όχι με την έννοια της θεσμικής «επίσημης» μνήμης, αλλά από την άποψη της βιωμένης εμπειρίας των αστικών ελίτ (π.χ. για τα καλλιτεχνικά σαλόνια της Κωνσταντινούπολης στη δεκαετία του 1950), και των στελεχών επιχειρήσεων που καθορίζουν τις ζωές μας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ρομπ Περκς, διευθυντής του Εθνικού Αρχείου Αφηγήσεων Ζωής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, θα μας μιλήσει στην κεντρική ομιλία του, την Παρασκευή, για πρωτοποριακές έρευνες προφορικής ιστορίας που έγιναν στην Αγγλία για τους κύκλους του χρηματιστικού κεφαλαίου του Λονδίνου και μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ. w Πώς η μνήμη επιλέγει και διαμεσολαβεί την εμπειρία της πόλης, τι αποσιωπά, πώς διαχειρίζεται το τραυματικό; Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν: Πρωτοποριακή όσον αφορά τον ρόλο των σιωπών στην προφορική μνήμη των πόλεων ήταν η έρευνα της Λουίζα Πασσερίνι για την εργατική τάξη του Τορίνου τον Μεσοπόλεμο (Fascism in Popular Memory. The Cultural Experience of the Turin Working Class, 1987). Εκεί διαπίστωσε ότι —σε αντίθεση με τις ηρωικές αφηγήσεις των γραπτών πηγών για αντίσταση της εργατικής τάξης στο φασιστικό καθεστώς του

Μουσσολίνι— υπήρχε μια μεγάλη σιωπή, αλλά ταυτόχρονα ανακάλυψε στις μαρτυρίες αυτές πιο λεπτές και υπόγειες μορφές αντίστασης (ειρωνεία, ανέκδοτα, ακόμα και η έκτρωση). Σε άλλα κείμενά της, η Πασσερίνι μας έδειξε ότι οι σιωπές μπορεί ενίοτε να είναι και αναγκαίες, προκειμένου να βρεθεί ένα modus vivendi σε κοινότητες που έζησαν τραυματικά γεγονότα. Μπορεί να είναι και ένα δικαίωμα των πληροφορητών μας, το οποίο οφείλουμε να σεβαστούμε. Αυτή η επιλεκτικότητα της προφορικής μνήμης όμως χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά τραυματικά γεγονότα, όπως το Ολοκαύτωμα, η βία της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και η ενοχή, η ντροπή, ο φόβος, το στίγμα, η αμηχανία μπορεί να οδηγήσουν στη σιωπή. Από την άλλη πλευρά όμως οι εμπειρίες αυτές σπάνια ξεχνιούνται ολότελα και οι σχετικές αναμνήσεις μπορούν να αναβλύζουν κάποτε απροσδόκητα στη διάρκεια μιας συνέντευξης, είτε αυτούσια είτε με αλλοιωμένη μορφή (όπως στα ανέκδοτα για τα οποία μιλάει η Πασσερίνι). Έτσι, όπως θα δούμε και στο συνέδριο, οι προφορικές μαρτυρίες μας μιλάνε για θέματα-ταμπού, για θέματα που έχουν εξοστρακιστεί από την κυρίαρχη κοινωνική μνήμη και τις γραπτές πηγές. Τέτοια θέματα είναι, για παράδειγμα, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, η παιδική εργασία, η πορνεία, οι συγκρούσεις γηγενών-προσφύγων, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός, και — προπαντός— η εμφύλια βία του τέλους της Κατοχής. Η εικόνα της πόλης που αναδύεται μέσα από τις μαρτυρίες αυτές είναι συχνά μια εικόνα που βρίσκεται στον αντίποδα του ωραιοποιημένου παρελθόντος που βρίσκουμε σε πολλές γραπτές πηγές. Είναι ένα «δύσκολο παρελθόν» γεμάτο ανατροπές και ρήξεις, αλλά και ένα παρελθόν πιο πλούσιο και πιο περίπλοκο που μπορεί να εξοπλίζει τους κατοίκους καλύτερα για το μέλλον. w Πώς επιδρούν οι εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, στις πόλεις όσον αφορά τη μνήμη; Ποθητή Χαντζαρούλα: Η συζήτηση για την πόλη συνδέεται με τη δημοκρατία και την έννοια του δημόσιου χώρου. Η ανάγκη θέσμισης ενός δημοκρατικού δημόσιου χώρου αναδύεται ως διακύβευμα τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός και ο φιλελεύθερος ατομικισμός προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν ή να ιδιωτικοποιήσουν τον δημόσιο χώρο, να δημιουργήσουν ζώνες «ασφάλειας», από τις οποίες κοινωνικές ομάδες θα αποκλείονται. Σε αυτό το μοντέλο, η πόλη ως τόπος πραγμάτωσης ατομικών επιθυμιών και αναγκών συνδέεται με πολιτικές πρόσβασης στο χώρο. Τα κράτη θέτοντας την ασφάλεια ως πεδίο στο οποίο εμφανίζονται χρήσιμα και αποφασιστικά, εστιάζουν κατεξοχήν στη μορφή του μετανάστη, σε αυτόν-ήν


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

35

ΕΝΘΕΜΑΤΑ που περιφέρεται «ύποπτα», που «παρενοχλεί». Ταυτόχρονα, εμφανίζονται μορφές κοινότητας που ορίζουν την ταυτότητά τους μέσα από μια συγκεκριμένη τοπικότητα και μέσα από τη διαφοροποίησή τους από άλλες ομάδες που φοβίζουν, περιφρονούνται ή απλώς υποτιμώνται (Iris Marion Young, «Η ζωή στην πόλη και η διαφορά», μτφ. Δ. Λάλλας, σημειώσεις, τχ. 77, Ιούνιος 2013). Οι μύθοι της κοινότητας παράγουν και νομιμοποιούν ρατσιστικές και ταξικές συμπεριφορές και πολιτικές. Η Μικαέλα Κέτινγκ στην κεντρική ομιλία της, την Πέμπτη, θα φωτίσει μέσα από την οικογενειακή ιστορία έμφυλες πλευρές του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη Γερμανία. Από την άλλη, εμφανίζονται ομάδες που επικαλούνται ένα ιδεώδες αστικής ζωής σύμφωνα με το οποίο τα σύνορα είναι ανοιχτά και μη διευθετήσιμα. Αντιλαμβάνονται την ζωή στην πόλη ως μια μορφή κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα σε ξένους, όπου άνθρωποι και ομάδες αλληλεπιδρούν. Η κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί την πραγματοποίηση μιας πολιτικής της διαφοράς, ενός δημόσιου χώρου όπου όλοι συμμετέχουν και το οποίο είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους. Καθώς η σχέση του χώρου και των υποκειμένων στην κοινωνία είναι πάντοτε ιεραρχική, η θέση των υποκειμένων στον χώρο εκφράζει τις κοινωνικές αντιθέσεις, ενώ το υποκείμενο νοηματοδοτείται από την τοποθέτησή του στον χώρο. Για παράδειγμα, οι άστεγοι θεωρούνται κοινωνικά ανύπαρκτοι, ενώ η θέση των γυναικών εξαρτάται από τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε συγκεκριμένους χώρους. Ο χώρος που καταλαμβάνει ένα υποκείμενο χάρη στην ιδιοκτησία το τοποθετεί ανάλογα και σε μία συγκεκριμένη κοινωνική θέση και του αποδίδει αξία ή απαξία. Πώς εκφράζεται η πάλη για το χώρο; Ποιες συλλογικές μορφές αναδύονται; Πώς οι πολιτικές ενός πατριαρχικού, γραφειοκρατικοποιημένου, καπιταλιστικού συστήματος βιώνονται από τους ανθρώπους, πώς η μνήμη τις επεξεργάζεται, πώς γίνονται αντικείμενο πάλης και αντίστασης; Πώς ανασυγκροτείται η πόλη στη μνήμη για να εκφράσει και να κατανοήσει το υποκείμενο τις εμπειρίες του πολέμου, την καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων, την απουσία και το τραύμα στην εμπειρία του Ολοκαυτώματος; Με ποιο τρόπο η μνήμη νοηματοδοτεί το παρόν, πώς η παρούσα κρίση ενεργοποιεί την επαναδιαπραγμάτευση των εμπειριών του παρελθόντος και νέες νοηματοδοτήσεις του; Η Ομάδα της Προφορικής Ιστορίας της Κυψέλης για την Κρίση, λ.χ., φέρει στο προσκήνιο μαρτυρίες για το πώς οι άνθρωποι βιώνουν την κρίση.

Αναλυτικά το πρόγραμμα του συνεδρίου στο goo.gl/IcfOIF

Η «ΟΥΤΟΠΙΑ» ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ Πώς ζει, πώς αγωνίζεται, ποια ιδεολογικά ρεύματα και ποιες μορφές πολιτισμού αντιστοιχούν στη σημερινή κατάσταση της διεθνοποιημένης εργατικής τάξης. Aυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θίγονται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Ουτοπία» (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013, τχ. 105). Γράφουν: Ν. Παπαγεωργίου, Στ. Χριστοδουλάκη, Ι. Καζάκου, Σ. Ρομπόλης, Γ. Κεσίσογλου, Μ. Τζιαντζή, Τ. Μαστρογιαννόπουλος κ.ά.

Η έκθεση «Κρίσιμη ΤέχνηΤέχνη σε Κρίση» (με έργα Άννας Κινδύνη, Βλάση Κανιάρη, Γιάννη Ψυχοπαίδη, Δημήτρη Κατσούδα) συνεχίζεται μέχρι την Παρασκευή 7 Μαρτίου, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Γερμανικού και Μυλλέρου, Μεταξουργείο). Δημοσιεύουμε σήμερα την ομιλία του ιστορικού Βαγγέλη Καραμανωλάκη στην εκδήλωση «Κρίση και σύγχρονη πόλη», που οργάνωσε, στο πλαίσιο της έκθεσης, η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας, στις 25.2.2014. Κρίσιμη τέχνη-τέχνη στην κρίση. Κρίση και πόλη. Ιστορία, το παρελθόν: οδός Πειραιώς νυν Παναγή Τσαλδάρη, Πλατεία Κουμουνδούρου νυν Ελευθερίας, το Παλιό Βρεφοκομείο, η παλιά Δημοτική Πινακοθήκη, το παλιό μεταξουργείο, η νυν. Πώς μιλάς για το σήμερα έχοντας το νου σου στο χθες; Ιστορικός· ιστορώ στα μεταβυζαντινά χρόνια σήμαινε ζωγραφίζω. Οι άγιοι των εκκλησιών. Στον Άγιο Γεώργιο, το ναό που απόμεινε από το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, εδώ δίπλα, απέναντι από την τράπεζα, παλιά Εμπορική τώρα Alpha Bank, στα παγκάκια του περιβόλου τα βράδια κοιμούνται άστεγοι. Το κτίριο, μετέπειτα φυλακή για ποινικούς, έχει πια γκρεμιστεί. Στη θέση του μια τεράστια πολυκατοικία, γεμάτη δορυφορικά πιάτα και Ασιάτες που κατακλύζουν τα διαμερίσματά της. Οι ανοιχτές τηλεοράσεις μιλούν κινέζικα στο πεζοδρόμιο. Το Oρφανοτροφείο έχει μεταφερθεί εδώ και χρόνια, τώρα κινδυνεύει να κλείσει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Τα ορφανά στους δρόμους. Ο Τζων Χιλλ, προτεστάντης ιεραπόστολος στην κατεστραμμένη Αθήνα του 1830, έγραφε στους συγγενείς του στην Αμερική ότι δεκάδες ορφανά ζητιανεύουν, έχοντας χάσει τους δικούς τους στην Επανάσταση. Οι ανέστιοι πένητες διέτρεχαν την πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα. Η αστυνομία τους συγκέντρωνε σε δυο τμήματα, στο Κακουργοδικείο και το 6ο, μαζί με φρενοβλαβείς και ποινικούς. Κατά τη μία, άστεγοι συγκεντρωμένοι μπροστά στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου, δίπλα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, για το μεσημεριανό. Στη σχολή έφραξαν με κάγκελα τον κήπο, εμποδίζοντας την είσοδο. Η πόλη, μας λένε τα τελευταία χρόνια οι ιστορικοί, δεν είναι απλώς σκηνικό· διαμορφώνει πλέγματα σχέσεων, επιβάλλει ρυθμούς κοινωνικής ζωής που διαπερνούν όλα τα φαινόμενα που εγγράφονται σ’ αυτήν. Στο αμφιθέατρο, εξηγώ στους φοιτητές ότι δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για χούντα ούτε για πείνα όπως της Κατοχής: αυτό που ζούμε δεν το έχουμε ξαναζήσει. Στρίβοντας αριστερά στην Αγίου Κωνσταντίνου, ξένος ανάμεσα στους ξένους. Ένας γέρος, φορτωμένος με δεκάδες ρούχα πάνω του, έχει μετατρέψει ένα παρτέρι της

Των αφανών

Έργο του Δημήτρη Κατσούδα, από την έκθεση

πλατείας σε σπίτι. Δεκάδες χαρτόκουτα στους δρόμους, λιγδιασμένα, ποτισμένα από λογής ουσίες και φαγητά. Στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίζονται στην Αμερική τα πρώτα εργοστάσια χάρτινων συσκευασιών για να καλυφθούν οι ανάγκες ενός συνεχώς διευρυνόμενου αγοραστικού κοινού. Το 1936, πέντε χρόνια μετά το Α΄ Διεθνές Συνέδριο Πακεταρίσματος, ο Ίρβιν Βολφ, αντιπρόεδρος της Αμερικάνικης Εταιρείας Μάνατζμεντ, σημείωνε ότι οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι η συσκευασία είναι ζωτικός παράγων της διακίνησης των εμπορευμάτων. Ο Δημήτρης Κατσούδας έφτιαξε τα κουτιά της έκθεσης έτσι ώστε να χωράνε το σώμα ενός ανθρώπου. Τι κουβαλάει ένας άστεγος σ’ ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ που περιφέρει εδώ κι εκεί; Δεν ξέρω το όνομά τους, τους βλέπω χρόνια, δεν τους μιλώ δεν μου μιλούν. Αφανείς, ανώνυμοι. Άγνωστος και ανώνυμος εκ των εν τω πολέμω πεσόντων στρατιωτών, του οποίου λείψανον, ληφθέν επισήμως και απροσώπως εκ των πεδίων των μαχών, κατετέθη εν τάφω, κυρίως επί τω σκοπώ όπως εκπροσωπηθώσι πάντες οι πεσόντες και επιτευχθή η δι’ αυτού απονομή επισήμου συνολικής τιμής εις την μνήμην των υπέρ πατρίδος τεθνεώτων αυτών στρατιωτών. Ό,τι κι αν έγραφε η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια το 1927, στο ελληνικό μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν τοποθετήθηκαν οστά. Από πού άλλωστε να συγκεντρώσει οστά, από τα μέτωπα των Βαλκανικών Πολέμων, του Πρώτου Παγκόσμιου, τη Μικρασία; Εγκαινιάστηκε το 1932, μπροστά στη νέα Βουλή. Δέκα χρόνια πριν, στα μισοκατεστραμμένα τότε Παλαιά Ανάκτορα, οικογένειες προσφύγων έβρισκαν περίθαλψη. Μιλώ για το σήμερα, κρατώντας στο μυαλό μου εικόνες του χθες. Η πλατεία. Οι γυναίκες που διαδέχθηκαν τα αγόρια στις πιάτσες, οι πρόχειρες σκηνές των Κούρδων και το βίαιο ξερίζωμά τους ένα πρωί, το κλείσιμο της τράπεζας, του βιβλιοπωλείου, του φούρνου, η αντικατάστασή τους από κινεζάδικα με ρούχα. Εκεί που δουλεύουν δωδεκάωρα με ελάχιστα χρήματα, για να γυρίσουν το βράδυ να κοιμηθούν σε κάποια τρώγλη, δέκα-δέκα μαζί. Μέρα μεσημέρι, σώματα γεμάτα πληγές γύρω από το νιγηριανό «βαποράκι», αγοράζοντας το πιο φτηνό και καταστροφικό χημικό, καθώς μέσα στην κρίση οι Κινέζοι κλεί-

νουν ένα ένα τα μαγαζιά τους, γεμίζοντας τους γύρω δρόμους ενοικιαστήρια. Οι μάνες και τα παιδιά της Άννας Κινδύνη, οι μετανάστες του Βλάση Κανιάρη, οι βαμβακοκέφαλοι του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Οι φιγούρες του Δημήτρη Κατσούδα. Δεν έχουν πρόσωπο. Στον Α΄ Παγκόσμιο, πόλεμο των χαρακωμάτων, τον πιο μαζικό έως τότε, πολλοί νεκροί δεν αναγνωρίστηκαν, καθώς τα σώματά τους διαμελίστηκαν. Οι απώλειες του πολέμου, εκατομμύρια στρατιώτες. Το πένθος έγινε μέρος της λατρείας του εθνικισμού. Τα μνημεία. Τόποι μνήμης που σταματούν τον χρόνο, μπλοκάρουν τη λειτουργία της λήθης, απαθανατίζουν το θάνατο. Ο εκδημοκρατισμός της μνήμης μετά τον μεγάλο Πόλεμο, τα μνημεία για τους πεσόντες. Lest we forget. Για να μην ξεχνάμε. Η μεγάλη πόλη ευνοεί την ανωνυμία. Εκατοντάδες γωνιές της Αθήνας ως χώροι διαμονής, δεν ανήκουν σε κανέναν, δεν τους ανήκει κανείς· αφανείς. Μία κλίνη φέρεται εστρωμένη των αφανών… Το χθες, η ιστορία του. Τα μνημεία. Το σώμα μου μεταβλήθηκε σε μουσείο από τις διάφορες αρρώστιες. Γράμμα πολιτικής κρατούμενης, 1960. Το παρελθόν και οι επέτειοί του. Εκατό χρόνια από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια γυναίκα μπροστά σ’ ένα κλειδωμένο σπίτι μονολογούσε. Πόλεμο έχουμε και σήμερα. Στην ώρα της κρίσης, το παρελθόν και το σήμερα γίνονται ένα απέραντο αδιαφοροποίητο παρόν, στο οποίο μπορούμε να πηγαίνουμε μπρος-πίσω. Η κρίση σβήνει την έννοια του παρελθόντος, όλα εγγράφονται σε ένα αδυσώπητο τώρα, που δεν λογαριάζει τι έγινε χθες. Εισαγωγικό μάθημα σε πρωτοετείς: Αν δεν μπορείς να διαφοροποιήσεις το παρόν από το παρελθόν, δεν μπορεί να συγκροτηθεί η ιστορική σου συνείδηση. Η ιστορική συνείδηση, απαραίτητο στοιχείο της κριτικής ικανότητας του πολίτη. Άλλη εκδοχή: Όταν δεν διατηρείς την προσδοκία για το μέλλον, το παρελθόν σου γίνεται ουτοπία. Τότε που ζούσαμε…. Τι θυμάται ένας άστεγος από το παρελθόν του; Τι κουβαλάν οι φιγούρες του Δημήτρη Κατσούδα στα καρότσια που σέρνουν πίσω τους; Στα χαρτόκουτα των αστέγων απλωμένες εφημερίδες, τα νέα των προηγούμενων ημερών διαμελισμένα, σκεπασμένα το ένα από το άλλο, δεκάδες πλαστικές σακούλες δεμένες στο σώμα, στα δέντρα, ακουμπισμένες στο πάτωμα, σύγχρονοι μνημειακοί τόποι γεμάτοι από τα σκουπίδια των άλλων. Κάποιοι ξεχνώντας αυτό που ήταν, άλλοι εμμονικοί με τα απομεινάρια του. Δεν μου φτάνει η ιστορία· πώς να μιλήσεις για κάτι στο οποίο είσαι πάντα ο παρατηρητής; Να θυμάσαι: ιστορούν υποκείμενο, και όχι αμέτοχος παρατηρητής. Ανάμεσα στην κατανόηση και στην πράξη, το ίδιο πάντα κενό. Τα χέρια μου χάνονται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα… ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ

Ευχαριστώ την Ελένη Κούκη, τον Σπύρο Πλουμίδη και τη Μαρία Ρετεντζή για τις πληροφορίες που μου έδωσαν και τα παραθέματα που μου υπέδειξαν.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

36

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Το πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού και τα στοιχή ΤΗΣ ΦΕΡΕΝΙΚΗΣ ΒΑΤΑΒΑΛΗ Δεν είναι είδηση ότι η ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού βρίσκεται σε εξέλιξη, ότι κυβέρνηση και ΤΑΙΠΕΔ βιάζονται να την ολοκληρώσουν τάχιστα, δίνοντας γη και ύδωρ στους επενδυτές. Ούτε ότι, αν προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση, θα δημιουργηθεί ένα τεράστιο οικιστικό συγκρότημα μικτών χρήσεων που θα αποτελεί θύλακα πολυτελείας για λίγους. Γνωστά είναι επίσης και όλα τα επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικοποίησης: η «συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ», η «δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας», η «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Αθήνας» κ.ο.κ. Όπως γνωστό είναι ότι, από τα διεθνή επενδυτικά σχήματα που τάχα διαγκωνίζονται για να αποκτήσουν το μεγαλύτερο φιλέτο της Μεσογείου, μόνο ένας εγχώριος επιχειρηματικός όμιλος ενδιαφέρεται, και μάλιστα για να κατασκευάσει δύο ή τρία συγκεκριμένα κτίρια μόνο από το συνολικό master-plan που θα παρουσιάσει. Τι συμβαίνει όμως στην άλλη πλευρά, στο στρατόπεδο όσων αντιτίθενται στην ιδιωτικοποίηση; Ποια είναι τα επιχειρήματα και οι προτάσεις, ποια στρατηγική υιοθετείται; Οι φωνές που αντιτίθενται στην τρέχουσα διαδικασία ιδιωτικοποίησης του Ελληνικού συγκλίνουν στα προβλήματα της διαδικασίας, στην αδιαφάνεια, στο εξευτελιστικό τίμημα, στις δυσμενείς αναλογίες δομημένου και αδόμητου χώρου που προβλέπονται και στον αποκλεισμό της τοπικής κοινωνίας από το έργο, ενώ μοιράζονται την απορία τι απέ-

Η Φερενίκη Βαταβάλη είναι δρ αρχιτέκτωνπολεοδόμος

ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΞΕΛΟΥ Το 2014, κατά κοινή ομολογία, θα είναι έτος καμπής για τις τύχες της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Και, ταυτόχρονα, η χρονιά που η μαχόμενη Αριστερά θα δοκιμαστεί σκληρά στο αν μπορεί, από αμυντικό κίνημα διαμαρτυρίας και υπεράσπισης λαϊκών αιτημάτων, να αναχθεί σε ηγεμονική δύναμη του υπό διαμόρφωση εθνικούλαϊκού μπλοκ, καταλύτη στην ανατροπή του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας. Ήρθε λοιπόν η ώρα να στοχασθούμε για τα μεγάλα διακυβεύματα, να μετρήσουμε το έχειν μας, να στοιχηθούμε σε θέση μάχης. Όπως θα έλεγε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «η θέση όπου είμαστε εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς». Θα σταθώ, λοιπόν, σε κάποιες διαπιστώσεις, χωρίς τη συνδυαστική συμπερίληψη των οποίων στην καθόλου προβληματική μας οιοσδήποτε σχεδιασμός καθίσταται ατελής. 1. Ο εξ Ανατολών γείτονας αποτελεί εξαιρετικά προβληματική-επιθετική περίπτωση, δημιουργώντας αναστάτωση σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. 2. Καίτοι πληγωμένοι, οι Αμερικανοί εξακολουθούν να είναι τα αφεντικά στην περιοχή. 3. Το Βερολίνο θα είναι αμείλικτο: δεν θα αφήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να του ξηλώσει το που-

Ρόι Λιχτενστάιν, «Τοπίο με μορφές και ουράνιο τόξο», 1980

γινε τελικά το πολυσυζητημένο Μητροπολιτικό Πάρκο. Αυτό που μοιάζει ωστόσο θολό —και μάλιστα εντός της Αριστεράς- είναι η «άλλη πρόταση» για το Ελληνικό, και ιδιαίτερα το τι θα γίνει αν κλείσει η συμφωνία με τους επενδυτές. Σταθερό σημείο αναφοράς, που ωστόσο δεν είναι ευρέως γνωστό λόγω της σκόπιμης παραπληροφόρησης των κυρίαρχων ΜΜΕ προς όφελος των μεγάλων κατασκευαστικών και κτηματομεσιτικών συμφερόντων, είναι η κατατεθειμένη πρόταση για τη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου, που έχει διαμορφωθεί με ανοιχτές διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης και υποστηρίζουν εδώ και

χρόνια η αυτοδιοίκηση, επιστημονικοί φορείς, περιβαλλοντικές οργανώσεις και κινήματα πολιτών. Σύμφωνα μ’ αυτή, το Ελληνικό δεν μετατρέπεται σε μια αμιγώς «δασική» έκταση —όπως συστηματικά ψευδώς έχει λεχθεί—, αλλά περιλαμβάνει, εκτός από ζώνες πρασίνου, δεκάδες —υφιστάμενες και νέες— χρήσεις δημόσιου συμφέροντος (πολιτισμού, αθλητισμού, διοίκησης, κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης και έρευνας) και σε μικρότερο βαθμό ιδιωτικού (εμπόριο και αναψυχή τοπικού χαρακτήρα). Όλα αυτά είναι χωροθετημένα ακριβώς, βάσει ενός «άλλου» master-plan σε 241 υφιστάμενα κτίρια συνολικής επιφάνειας 370.000 τ.μ. Η «εκμετάλλευση» κάποιων από αυτά (ολυμπιακή μαρίνα,

συνεδριακό-εκθεσιακό κέντρο, σλάλομ κ.ά.), μπορεί να αποφέρει σημαντικά έσοδα, που θα συμβάλουν στη δημιουργία και συντήρηση του πάρκου. Αντίθετα, η προωθούμενη πρόταση εκποίησης θα αποφέρει τεράστια κέρδη στους επενδυτές, χωρίς να είναι σαφές ούτε πόσο θα κοστίσει στο δημόσιο ούτε τι είδους ανάπτυξη θα δημιουργήσει. Έχουμε λοιπόν ένα καθ’ όλα αμφισβητούμενο σενάριο οικονομικής ωφέλειας για το δημόσιο από την προωθούμενη ιδιωτικοποίηση που μεταφράζεται σε ξεπούλημα της έκτασης για 500 εκατ. ευρώ (αντί των 5 δισ. που μας έλεγαν μόλις πριν τρία χρόνια), απώλεια πολύτιμων κτιριακών υποδομών (κάποιες από τις χρυσοπληρωμένες των Ολυμπιακών Αγώνων), αλλά και επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με κόστος περί τα 2,5 δισ. για τα αναγκαία συνοδά έργα για την «επένδυση» και μετεγκατάσταση δεκάδων δημόσιων φορέων που στεγάζονται σήμερα εντός της έκτασης. Έχουμε επίσης ένα αμφισβητούμενο σενάριο «ανάπτυξης», που μεταφράζεται σε ευκαιριακή απασχόληση κυρίως στη φάση κατασκευής, οριστική ιδιοποίηση από ένα ιδιωτικό επενδυτικό σχήμα μιας πολύτιμης από κάθε άποψη δημόσιας έκτασης, δημιουργία ενός πόλου που θα απονευρώσει περαιτέρω το κέντρο της πόλης, αλλά και τις εμπορικές περιοχές της νότιας Αθήνας (με ανάλογη απώλεια θέσεων εργασίας) και διαμόρφωση μιας αποκομμένης νησίδας πολυτέλειας και τζόγου, με αναπτυξιακό έμβλημα το πολυσυζητημένο καζίνο. Στον αντίποδα, απορρίπτεται ως «αντιαναπτυξιακή» ή «ανεδαφική» η κατά πολύ οικονομικότερη πρόταση για το Μητροπολιτικό Πάρκο που υπερασπίζεται τον δημόσιο χαρακτήρα της έκτασης, διατηρεί τις υφιστάμενες και δημιουργεί και νέες θέσεις εργα-

Σε αποφασιστική καμπή λόβερ της ευρωπαϊκής του πολιτικής και θα αντιδράσει κλείνοντας τη στρόφιγγα. 4. Το χάλι του τόπου δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και τα καθόλου εθνικά μας θέματα. Η εμφανέστατη αποδυνάμωσή μας σε αυτή τη σφαίρα αυξάνει τα μέγιστα τη δυνατότητα της όποιας άλλης πλευράς για επιλεγμένες παρεμβάσεις, όπως εμφανέστατα αποδεικνύει η νέα μεθόδευση στο Κυπριακό, για προβοκάτσιες ή κάθε είδους χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, που μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα τραγωδία, ένα νέο εθνικό ακρωτηριασμό. 5. Το σύνολο, σχεδόν, του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας δεν είναι απλώς χειροπόδαρα δεμένο στα Μνημόνια και την ξένη εξάρτηση, αλλά προτάσσει ως ταξική του επιλογή αυτό τον εθελόδουλο και λούμπεν τρόπο λειτουργείν: «Η χρηματική αριστοκρατία, με τον τρόπο πλουτισμού της, όπως και τις απολαύσεις της, δεν είναι παρά η αναγέννηση του κουρελοπρολεταριάτου στα ανώτατα στρώματα της αστικής κοινωνίας», επισήμαινε ο Μαρξ. Ολόκληρη η κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με τα παραπάνω κρίσιμα ζητήματα. Το μείζον όμως για εμάς είναι τι κάνουμε ως Αριστερά· αλλά ποια Αριστερά;

Να κάτι που, αν και φαίνεται αυτονόητο, δεν έχει οριοθετηθεί. Σε συνέντευξη που μας έδωσε στα Τετράδια, το 1988, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο ξεκαθάριζε ότι δεν υπάρχει ένας ορισμός του σοσιαλισμού και αρκέστηκε να αναφερθεί στον «δικό του». Έχοντας επίγνωση ότι το ίδιο ισχύει για την Αριστερά, καθώς όλοι αναφέρονται σ’ αυτήν, ας επιχειρήσουμε να δώσουμε τη «δική μας» προσέγγιση που ορίζει ως Αριστερά τον πολιτικό και κοινωνικό χώρο, την πολιτική και κοινωνική δύναμη που δίνει απαντήσεις-λύσεις στα κρίσιμα διακυβεύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και κοινωνικού σχηματισμού, πάντοτε από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων και της κοινωνικής χειραφέτησης και σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών συμφερόντων του λαού. Τίθεται λοιπόν ευθέως το ζήτημα: Σε ποιο βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ και το λαϊκό κίνημα, οργανικό κομμάτι του οποίου αποτελεί, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα παραπάνω προβλήματα, τόσο από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων όσο και την ευρύτερη εθνική σκοπιά; Η αλήθεια είναι ότι το λαϊκό κίνημα και ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπονται σαφώς των απαιτήσεων των καιρών. Ειδικότερα όσον αφορά τον ΣΥ-

ΡΙΖΑ, διαπιστώνουμε μια σειρά θετικών βημάτων, που όμως δεν αρκούν. Συγκεκριμένα, ένα περιορισμένης εμβέλειας αριστερό ριζοσπαστικό κίνημα κατόρθωσε, χάρη στις προσπάθειες όλων των συνιστωσών του, αλλά και εξαιτίας της ανάδειξης ενός χαρισματικού ηγέτη, να υπερβεί όχι μόνο εαυτόν αλλά και την καθόλου ιστορική Αριστερά, καλύπτοντας το 1/3 του εκλογικού σώματος: σημαντική νίκη υπό ομαλές συνθήκες, ευάλωτη όμως και αναστρέψιμη σε ένα ασταθές και ναρκοθετημένο περιβάλλον. Το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς και οι μετέπειτα εξελίξεις, θέτουν μεγάλης κλίμακας καθήκοντα σε όλους μας, μέλη και στελέχη, αλλά και στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, που δεν μπορεί να επαναπαυτεί στο σημαντικό γεγονός ότι ανεδείχθη ηγέτης της μείζονος Αριστεράς. Πρέπει να θωρακιστεί σε όλα τα επίπεδα, ώστε, ως πρωθυπουργός, να σταθεί στο ύψος του εθνικού ηγέτη, ηγέτη της Αριστεράς και του νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, που θα σπάσει τα δεσμά της χώρας και της κοινωνίας. Εδώ ακριβώς αναφύεται απειλητικό το πρόβλημα της υστέρησής μας. Πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μην αναγνωρίσει ότι η όλη λογική, διάρθρωση και πρακτική μας


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 2 MAΡΤΙΟΥ 2014

37

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ματα για την Αριστερά σίας, αξιοποιεί τις δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές. Απορρίπτεται για ένα κυρίως «μειονέκτημά» της: αποκλείει τους μεγάλους παίκτες της εγχώριας και διεθνούς κτηματαγοράς. Ο δημόσιος διάλογος που αναπτύσσεται πρόσφατα, εντός του στρατοπέδου των «διαφωνούντων», χαρακτηρίζεται από μεγάλο εύρος προσεγγίσεων για τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, το είδος της αξιοποίησης της έκτασης και τις ανάγκες που προκύπτουν, μέσα και πέρα από την κρίση, θέτοντας υπό αμφισβήτηση κεκτημένα και διεκδικήσεις πολλών δεκαετιών. Αναδεικνύονται, έτσι, καίρια ερωτήματα, η απάντηση στα οποία δεν αποτελεί μια θέση ανάμεσα σε άλλες, αλλά στίγμα πολιτικής: Πώς ιεραρχούνται οι ανάγκες των κατοίκων; Σήμερα προβάλλεται ως βασική ανάγκη για τους κατοίκους της Αθήνας (και συνολικά της χώρας) η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Την ίδια στιγμή υποβαθμίζονται άλλες θεμελιώδεις ανάγκες, που έχουν να κάνουν με την καθημερινή ζωή, την ποιότητα του αστικού χώρου, την προστασία των φυσικών πόρων, τη χαρά μέσα στην πόλη. Η μερική ή συνολική «αξιοποίηση» του Ελληνικού από τον ιδιωτικό τομέα ως απάντηση στο ζήτημα της ανεργίας και της ανάπτυξης μοιάζει όχι μόνο αποσπασματική, αλλά και έωλη. Η επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων για την Αθήνα και τους κατοίκους της, μαζί και για το Ελληνικό, δίνοντας έμφαση σε στοιχεία που θα επιτρέψουν να ανθήσουν διαφορετικές ποιότητες κοινωνικής ζωής και δράσης αποτελεί βασικό στοίχημα για μια άλλη διακυβέρνηση του τόπου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι απαραίτητο το Ελληνικό να παραμείνει σε δημόσιο έλεγχο και να αποτελεί κυρίως κοινόχρηστο χώρο ανοιχτό σε όλους, με πολυλειτουργικό χαρακτήρα

(όπως είναι και σήμερα), σε συνάρτηση πάντα με τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες σε τοπικό και μητροπολιτικό επίπεδο. Ποιο είναι το επιδιωκόμενο μοντέλο ανάπτυξης; Πώς συγκροτείται ένα όραμα για την Αθήνα, και κυρίως τι ρόλο έχει σε αυτό η γη; Η εκμετάλλευση της γης, ιδιαίτερα της αστικής, αποτελεί προνομιακό πεδίο για το κεφάλαιο, συνδέεται με οριοθετήσεις κοινών πόρων, γεννά αποκλεισμούς και ανισότητες. Η συνολική ή μερική εκμετάλλευση, από ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα, μιας έκτασης γης μητροπολιτικής σημασίας που αποτελεί περιουσία του δημοσίου, κινείται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Αντίθετα, η αποσύνδεσή της από σχεδιασμούς που αντιμετωπίζουν τη γη ως εμπόρευμα και η εμβάθυνση σε προτάσεις που δίνουν έμφαση σε κοινωνικές ανάγκες και οικολογικές απαιτήσεις, όπως συμβαίνει στην πρόταση για το Μητροπολιτικό Πάρκο, μπορούν να δώσουν άλλο πρόσημο στην «ανάπτυξη», αναβαθμίζοντας συνολικά την ποιότητα ζωής, αλλά και την ελκυστικότητα της πρωτεύουσας. Να το πούμε απλά: η διασφάλιση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος της Αθήνας γενικά, αλλά και ειδικά του δημόσιου χώρου —με το Ελληνικό να μπορεί να αναδειχθεί σε καταλύτη προς αυτή την κατεύθυνση— είναι αυτή καθαυτή ανάπτυξη, και μάλιστα για όλους. Τι στάση θα κρατήσουν την «επόμενη μέρα» οι κοινωνικές δυνάμεις και τα κόμματα που διαφωνούν σήμερα με τις ιδιωτικοποιήσεις; Εδώ δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Υπάρχει ο δρόμος της αποδοχής των «τετελεσμένων» και ο δρόμος της ρήξης. Και σε αυτό το ερώτημα, η επικείμενη ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού προβλέπεται να είναι αποκαλυπτική…

αντιστοιχεί περισσότερο στον πριν το 2012 πολιτικό σχηματισμό. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στον «τακτικό στρατό» του 5% και τους «άτακτους» του υπόλοιπου 25% είναι εμφανής, ενώ η δύναμη της διάγνωσης και του καταγγελτικού λόγου ξεπέρασαν τα όριά τους: ο ελληνικός λαός μπορεί να μην έχει διαβάσει την 11η Θέση για τον Φόυερμπαχ, έχει όμως εμφανέστατα μπουχτίσει από τα διαγνωστικά μπλα-μπλα μας. Ο κόσμος θα μας ψηφίσει, όχι επειδή πείστηκε από τα προγράμματά μας, αλλά γιατί τον πνίγει η αναλγησία, αθλιότητα και εθελοδουλία της άλλης πλευράς. Δεν είναι πρώτη φορά που γίνονται ανάλογες επισημάνσεις. Το ότι όμως δεν αντιμετωπίζονται με την πρέπουσα υπευθυνότητα φάνηκε ξεκάθαρα και στο ζήτημα της επιλογής των 13 περιφερειαρχών. Για να το διατυπώσω πιο καθαρά, ορισμένοι οχυρώνονται πίσω από τους κομματικούς μηχανισμούς και, σε πλήρη αναντιστοιχία με το πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό ζητούμενο, ορθώνουν τον κινηματισμό, τον κορπορατισμό, τον δικαιωματισμό, τον εκτός τόπου διεθνισμό και τον συγκεκαλυμμένο ελιτισμό ως πεμπτουσία της αριστερής πολιτικής, ενώ ουσιαστικά τη στάση τους τροφοδοτεί η βαθιά ηττοπαθής πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό, πέραν των άλλων, μαρτυρά ότι δεν συνειδητοποιούμε τη διαφορά κόμματος και κοινωνίας: άλλο είναι το κόμμα της ριζοσπαστικής, δημοκρατικής, πατριωτικής Αριστε-

ράς, και άλλο το κατά Γκράμσι εθνικό-λαϊκό μπλοκ που μέσα σε αυτό, με πολιτικά οριοθετημένο τρόπο, το κόμμα ως δύναμη ηθικής και πολιτικής αναμόρφωσης επιδιώκει δημοκρατικά την ηγεμονία. Υπάρχει περίσσεια γραπτού και προφορικού λόγου. Το ενδιαφέρον για την αριστερή εκδοχή του filioque είναι μηδενικό. Η πραγματικότητα ωμά συμπυκνώνει, όπως και 200 χρόνια πριν, τα αιτήματα του ελληνικού λαού στο τρίπτυχο: Εθνική Ανεξαρτησία-Δημοκρατία-Κοινωνική Δικαιοσύνη. Έχω κατ’ επανάληψη τονίσει ότι ο αποφασιστικός κρίκος φέρει το όνομα Δημοκρατία. Η Ελλάδα χρειάζεται το νέο 1843 της, η Ευρώπη το νέο 1848 της. Δεν μπορούμε να καταστρέφουμε χωρίς να δημιουργούμε. Βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή, χωρίς περιθώριο για υπεραισιοδοξίες και κορδώματα, που, όπως επεσήμανε ο Γκράμσι, δεν είναι παρά ένας τρόπος να υπερασπίζεται κανείς την τεμπελιά, την ανευθυνότητα, τη θέληση να μην κάνει τίποτα. Πρέπει να αντισταθούμε στα φαινόμενα αυτά. Οι καιροί ευνοούν τις αλλαγές. Η κατάστασή μας δεν είναι η καλύτερη, είναι όμως σαφώς αναστρέψιμη· αρκεί να το θελήσουμε. Οι Άγγλοι μεταλλωρύχοι, παρότι δεν μπόρεσαν να το πραγματώσουν, διατύπωσαν με περισσή σαφήνεια το τι και το πώς: Τα μεγάλα φαντάζουν μεγάλα γιατί είμαστε στα γόνατα. Γι’ αυτό σηκωθείτε!

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Πώς έγινε κομμάτια το ατσάλι ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ Ίσως η λέξη του σημερινού σημειώματος να μην ακούστηκε πάρα πολύ όλον τον προηγούμενο μήνα, παρά μόνο στο τέλος του, αλλά νομίζω ότι επιβάλλεται να της αφιερώσω το σημερινό άρθρο, αφενός επειδή το αμέλησα την προηγούμενη φορά που η λέξη ακουγόταν πολύ, τότε με τη μεγάλη απεργία, και αφετέρου επειδή, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, σε λίγο μπορεί να μην υπάρχει πια χαλυβουργία στην Ελλάδα· οπότε, το σημερινό σημείωμα είναι αφιερωμένο στη λέξη χάλυβας, τα συνώνυμά της και τις παραφυάδες τους. Ο χάλυβας είναι κράμα του σιδήρου με άνθρακα και άλλα στοιχεία, στην κατάλληλη αναλογία ώστε να είναι σκληρός αλλά και κατεργάσιμος. Την τεχνική της ενανθράκωσης του σιδήρου την ήξεραν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα, και άλλωστε η ίδια η λέξη χάλυψ είναι αρχαία, τη βρίσκουμε πρώτη φορά στον Αισχύλο, ο οποίος μας μιλάει για τους Χάλυβες, έναν λαό που ζούσε στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, που τους αποκαλεί «σιδηροτέκτονες» - η σημερινή έρευνα θεωρεί πιθανότερο να μην επρόκειτο για έναν συγκεκριμένο λαό αλλά για κάστες σιδηρουργών που ζούσαν στην περιοχή. Και οι Ρωμαίοι από μακριά τον έφερναν τον χάλυβά τους, που τον αποκαλούσαν ferrum Noricum, δηλαδή σίδηρο μιας περιοχής που αντιστοιχεί περίπου στη σημερινή Αυστρία. Τον παλιό καιρό, η σκλήρυνση του σιδήρου ήταν δύσκολη διαδικασία· την εφάρμοζαν κυρίως στην κόψη και την αιχμή των όπλων, η οποία λεγόταν «στόμα» (απ’ όπου και αμφίστομος μάχαιρα το δίκοπο μαχαίρι) και η λέξη «στόμωμα» σήμαινε τη σκλήρυνση, παρόλο που σήμερα το στόμωμα σημαίνει την άμβλυνση ενός κοπτικού οργάνου από την πολλή χρήση· σε ένα αρχαίο απόσπασμα βρίσκουμε και την έκφραση «χαλυβδικόν στόμωμα» για τον σκληρυμένο σίδηρο που έφτιαχναν οι Χάλυβες (να προσεχτεί και το ανεξήγητο δ που διατηρείται και σε νεότερα παράγωγα, όπως χαλύβδινος, χαλυβδώνω, μάλλον από την επίδραση της λ. μόλυβδος). Η αιχμή στα λατινικά είναι acies και από το υστερολατινικό aciarium (ferrum), τον κοφτερό σίδηρο δηλαδή, έχουμε το γαλλικό acier, το ιταλικό acciaio και το βενετικό azzal, από το οποίο βέβαια πήραμε κι εμείς το μεσαιωνικό ατσάλιν, και το σημερινό ατσάλι, που το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά για κάτι πολύ σκληρό αλλά και ανθεκτικό, καθώς και για χαρακτήρα αλύγιστο στις δυσκολίες. Πάντως, το ατσάλι επειδή μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν πολύ ακριβό, δεν έχει σημαντική θέση στη φρασεολογία μας: το βρίσκουμε στην παροιμιακή έκφραση «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι», που τη λέμε για επικείμενη σφοδρή σύγκρουση· έχει ξεχαστεί η παλιότερη παροιμία «στο ατσάλι τρίχα δεν κολλά», δηλαδή ότι για τους ομολογουμένως ακέραιους ανθρώπους δεν γίνονται πιστευτές οι συκοφαντίες. Στα αγγλικά το ατσάλι είναι steel, λέξη που προέρχεται από γερμανική ρίζα, που

δηλώνει την έννοια του σκληρού, απ’ όπου το γερμανικό Stahl και οι αντίστοιχες λέξεις των σκανδιναβικών γλωσσών, αλλά και το ρωσικό σταλ. Στάλιν ήταν και το επαναστατικό ψευδώνυμο που διάλεξε γύρω στο 1912 ο μπολσεβίκος Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, θέλοντας να δείξει πως είναι σκληρός σαν ατσάλι, Ιωσήφ Ατσάλης δηλαδή –και η πολιτική που ακολούθησε ασφαλώς δικαίωσε το ψευδώνυμό του από πολλές απόψεις. Στα τούρκικα το ατσάλι είναι çelik, τσελίκ, κι η λέξη έχει περάσει στα ελληνικά ως τσελίκι, αν και στις μέρες μας έχει αρχίσει να ξεχνιέται, Σε ένα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη που βρέθηκε χειρόγραφο στο αρχείο του υπάρχει ο στίχος «ποιος είναι κείνος ο λαός που με καρδιά τσελίκι / πολέμαγε για λευτεριά και πέθαινε για νίκη»· άλλωστε την έκφραση «καρδιά τσελίκι» τη βρίσκουμε και σε δημοτικά τραγούδια. Χάρη στη μέθοδο Μπέσεμερ, που εφευρέθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ο χάλυβας έπαψε να είναι είδος πολυτελείας, κι έτσι χρησιμοποιήθηκε μαζικά σε κτίρια και σε δημόσια έργα, από τον πύργο του Άιφελ στο Παρίσι ίσαμε τους σημερινούς ουρανοξύστες από ατσάλι και γυαλί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από τον άνθρακα και στον χάλυβα γεννήθηκε, αφού μία από τις τρεις πρώτες κοινότητες της Συνθήκης της Ρώμης ήταν η ΕΚΑΧ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, αλλά και η πρώτη έφοδος στον ουρανό στηρίχτηκε όχι μόνο στην ατσάλινη θέληση των προλετάριων αλλά και στο πώς δενότανε το ατσάλι, για να θυμηθούμε τον τίτλο του μυθιστορήματος του Οστρόφσκι. Η χαλυβουργία ήταν συνώνυμο της βαριάς βιομηχανίας, κι αν σήμερα κλείσουν τα ελληνικά χαλυβουργεία, εξαιτίας της κατακόρυφης πτώσης της ζήτησης στο μνημονιακό τοπίο και μη μπορώντας να αντεπεξέλθουν στο ανταγωνιστικό μειονέκτημα του υψηλού ενεργειακού κόστους, το πλήγμα θα είναι καίριο και ασφαλώς όχι μόνο συμβολικό. Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων ίσως μπορέσουν να αποτρέψουν τον προαναγγελθέντα θάνατο της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας με εντολή Σαμαρά.


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

2 MAΡΤΙΟΥ 2014

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

MΙΑ ΒΙΑΙΗ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗ

Μήπως και ήταν ο λόρδος Βύρωνας μνημονιακός; ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Βύρωνας ήταν υπέρ της ένταξης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας μέσα στο οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Άρα, με τα σημερινά δεδομένα, θα υποστήριζε τα δάνεια από την τρόικα και τα συνεπαγόμενα μέτρα που επιβάλλονται στη Ελλάδα […]. Σε άλλη συνέντευξη που έκανα, με ρώτησαν αν θα ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, «μνημονιακός». Μάλλον ναι. Άρα θα τον αντιπαθούσαν οι… αντιμνημονιακοί. Ρόντρικ Μπίτον, Ελευθεροτυπία, 18.1.2014 Κάποιος θα μπορούσε αρχικά να ισχυριστεί ότι επώνυμοι υποστηρικτές, άμεσοι ή έμμεσοι, των ελληνικών μνημονίων, έχοντας αναγνωρίσει την περαιτέρω συρρίκνωση των μειοψηφικών προσκείμενων και συνειδητοποιώντας το στέρεμα της δεξαμενής για άντληση νεόκοπων ομοφρόνων, έχουν πλέον πανικόβλητοι αποσκιρτήσει από το επίγειο παρόν και αναζητούν απεγνωσμένα τη σωτηρία τους εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στους βωβούς από καιρό ήρωες του παρελθόντος. Αυτό είναι το ένα σκέλος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το άλλο είναι κατά πόσο μια ανάλογη επίκληση συμβιβάζεται με τη λογική αλλά και στοιχειοθετείται από τη σχετική πραγματολογική εξέταση των ιστορικών γεγονότων και την παρεπόμενη ερμηνεία. Και με αυτό θα ασχοληθώ, με αφορμή τις «προκλητικές» δηλώσεις (Ελευθεροτυπία, 18.1.2014) του Ρόντρικ Μπίτον, καθηγητή της Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην έδρα Κοραή του King’s College του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου, πανεπιστημικού δασκάλου και ερευνητή με πολυσχιδές και βαθυστόχαστο έργο, και συνεργάτη του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Στη συνέντευξη, η δημοσιογράφος Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, που την πήρε, μας ενημερώνει: «Τον φορέα των ιδεών του ΣΥΡΙΖΑ τον ανακαλύπτει [ο Μπίτον] στο πρόσωπο του Γέρου του Μοριά». Και ο καθηγητής συμπληρώνει: «Ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη, αφού δυσπιστούσε στα ξένα δάνεια, θα καταψήφιζε το Μνημόνιο και θα επέμενε στην απόλυτη ελευθερία-έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε.». Θα ήθελα να διαφωνήσω εντονότατα, και η διαφωνία μου τοποθετείται σε τρία επίπεδα.

Ο Βασίλης Δρουκόπουλος είναι οικονομολόγος και δίδαξε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πορτρέτο του Βύρωνα από τον Τόμας Φίλιππς, 1835

1. Κρίνω ότι αποτελεί μυθώδη παραλογισμό να επιχειρείται η ένταξη κάποιου προσώπου σε μια σύγχρονη κατηγορία γνωρισμάτων και να του αποδίδεται μια ιδιότητα του παρόντα χρόνου, παρόλο που αυτό έζησε εδώ δυο αιώνες πριν, κάτω από διαφορετικές συνθήκες που διαμόρφωναν τους χαρακτήρες, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές εκείνης της εποχής. Μια τέτοια εικασία, κατά τη γνώμη μου, είναι αποστερημένη από κάθε ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο. Μια μηχανή του χρόνου μπορεί κάποτε να μας ταξιδέψει ως παρατηρητές στο παρελθόν ή στο μέλλον, αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε με αυτό τον τρόπο να αναπτύξουμε ζωντανή δράση έξω από την εποχή μας. Αν κάτι τέτοιο γίνει τελικά εφικτό στο μακρινό μέλλον, βρίσκω πάντως αρκετά αυθαίρετο να επισπεύδεται αβασάνιστα η πρώιμη έναρξη της εφαρμογής του. Τι ειρωνεία που και ο ίδιος ο Μπίτον στο βιβλίο του Byron’ War: Romantic Rebellion, Greek Revolution (Cambridge University Press, Καίμπριτζ 2013, σ. 221), αποδεχόμενος τη σχετικιστική προσέγγιση του Βύρωνα, δεν διστάζει να αναφέρει: «Οι αξίες που είχε υιοθετήσει σε άλλες εποχές και άλλους τόπους ήταν απλά, όπως προσπαθούσε να πείσει τον Stanhope [...], “μη εφαρμόσιμες σ’ αυτήν την κοινωνία στην τωρινή της εύφλεκτη κατάσταση”». 2. Ας αρθεί, κατ’ οικονομίαν, η αμέσως προηγούμενη διαφωνία και ας εξεταστούν τα πραγματολογικά στοιχεία που ο ίδιος ο Μπί-

τον παραθέτει. Πράγματι, ο Βύρωνας αποσκοπούσε στην ένταξη της Ελλάδας στο οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Αλλά με ποιους όρους και προϋποθέσεις; Μήπως με τους αντίστοιχους μνημονιακούς όρους των ημερών μας; Τι απόδειξη υπάρχει για κάτι τέτοιο; Η Ελλάδα, έγραφε ο Βύρωνας σ’ ένα γράμμα του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (σ. 197), έπρεπε να επιλέξει μια από τις τρεις δυνατές πορείες: «ή να αποκτήσει με τη νίκη της την ελευθερία της ή να καταστεί μια κτήση υποτελής στους ευρωπαίους μονάρχες ή μια τουρκική επαρχία». Είναι η υποτελής κτήση και όχι η νικηφόρα απελευθέρωση που συμπλέει με τη μνημονιακή ιδιότητα. Και πάλι, πράγματι, όπως επισημαίνει ο Μπίτον, o Βύρωνας δεν ήθελε να φαίνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (σ. 214, 221, 224). Κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί ως υποστήριξη των μνημονιακών προγραμμάτων και όλων των άλλων παρακολουθημάτων τους; Κρίνω πως όχι, επειδή για την Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητες οι συμμαχίες απέναντι στην Τουρκία για λόγους σκοπιμότητας και υποχρεωτικά με τα τότε απολυταρχικά καθεστώτα και τις συντηρητικές κυβερνήσεις της Ευρώπης (σ. 196, 225). Ιδιαίτερα μάλιστα επειδή δεν είχε αποκτηθεί ακόμα πολιτική ανεξαρτησία αλλά και ούτε στρατιωτική αυτοδυναμία. Επίσης, ο Μπίτον παρατηρεί: «Ο Βύρωνας μαζί με τον Μαυροκορδάτο ήταν αποφασισμένος να συνδέσει την τύχη της επανάστασης με το οικονομικό και γεωπολιτικό μέλλον ολόκληρης της ηπείρου [...]. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν απλά μια τοπική υπόθεση [...] Η ελληνική επανάσταση έπρεπε να γίνει [...] ένα “ευρωπαϊκό γεγονός”» (σ. 227). «Δεν ήταν κάποια συμπάθεια προς τους Έλληνες, ως λαό, που τον καθοδηγούσε στις πράξεις του. Αντίθετα, είχε ταυτίσει την Επανάσταση στην Ελλάδα με ένα σημείο καμπής στην κατάσταση της Ευρώπης. Το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν το εξής, από κοινού με τον Μαυροκορδάτο: όχι μόνο να εισάγει ευρωπαϊκές αξίες στην Ελλάδα (παρόλο που βέβαια έκανε κι αυτό), αλλά να προσπαθεί να δημιουργήσει, στην Ελλάδα, πολιτικές συνθήκες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενα μίμησης από την υπόλοιπη ήπειρο» (σ. 266). Από πού προκύπτει λοιπόν η εξομοίωση του Βύρωνα με τις μονόδρομες μνημονιακές επιταγές; Αντίθετα —σύμφωνα πάντα με μια τέτοια λογική «αντιστοιχιών»— η σταυροφορία (π.χ. μέσω των ευρωεκλογών) του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι ανάλογο με την πρόθεση του Βύρωνα δεν αποβλέπει; Δηλαδή, στην ανατροπή, αρχίζοντας από την Ελλάδα, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ανατροπή την οποία οι αντιδραστικές ευρωπαϊκές δυνάμεις

έχουν από καιρό εκδηλώσει μανιακά την επιθυμία τους να αποτρέψουν. Επιπρόσθετα, επισημαίνει ο Μπίτον: Ο Βύρωνας «έβλεπε πέραν από τον άμεσο σκοπό της άφιξης του αναμενόμενου δανείου από το Λονδίνο [...]. Καταλάβαινε ότι η μελλοντική βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους θα εξαρτιόταν από τη χρηματοοικονομική ακεραιότητα». Επίσης, συνειδητοποιούσε «την ανάγκη για μια αναπτυγμένη και μεθοδική εξωτερική πολιτική» (σ. 226). Μήπως ο «αντιμνημονιακός» ΣΥΡΙΖΑ αντιτίθεται σ’ αυτά που ο «μνημονιακός», σύμφωνα με τον Μπίτον, Βύρωνας ενστερνιζόταν; 3. Όσο για τον «εχθρό των εκσυγχρονιστικών ιδεών» Κολοκοτρώνη που ο Μπίτον τον θέλει να συμπράττει αλληλέγγυος με τον ΣΥΡΙΖΑ και να τάσσεται στο πλευρό του, ομολογώ την αδυναμία μου να μιλήσω εκ μέρους του Γέρου του Μωριά. Μπορώ όμως να υπενθυμίσω διαβεβαιώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μιλήσει ποτέ για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, επειδή ο Βύρωνας είχε αντιταχθεί στις θέσεις του Κολοκοτρώνη (βλ. και Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, χ.ε., Αθήνα 1990, σ. 491) είναι εύκολο από κει και πέρα να ανακηρύσσεται ο «εκσυγχρονιστής» Βύρωνας «μνημονιακός» και το δίδυμο Κολοκοτρώνη-ΣΥΡΙΖΑ ως «αντιμνημονιακό» πλέον να αποκαλείται και αντιευρωπαϊκό! Ο Βύρωνας πέθανε στο Μεσολόγγι τη Δευτέρα του Πάσχα, 19 Απριλίου 1824. Το μπρίκι Florida, που έφερε την πρώτη δόση (40.000 λίρες) του αγγλικού δανείου, ήταν το ίδιο πλοίο που στην επιστροφή του μετέφερε τη σορό του Βύρωνα στη Βρετανία. Τι μακάβρια σύμπτωση! Όταν η σορός έφτασε στο Λονδίνο, οι δρόμοι της πόλης είχαν γεμίσει από εργάτες που πενθούσαν τον λατρεμένο τους ποιητή, σε αντίθεση που τους ευγενείς έστειλαν άδειες τις άμαξές τους, δηλώνοντας την περιφρόνησή τους για ένα λόρδο που είχε απαρνηθεί την τάξη του, ενώ ο πρωτοπρεσβύτερος του Westminster αρνήθηκε την ταφή στο Poets’ Corner του Αββαείου (μόνο μια επιδαπέδια πλάκα τοποθετήθηκε, κι αυτή το 1969!). Παράδοξα συμβάντα αν δώσει κάποιος απόλυτη πίστη στην παρατήρηση του Μπίτον (σ. 61) με αφορμή τη στάση του Βύρωνα σε σχέση με το επαναστατικό-πατριωτικό κίνημα των καρμπονάρων στην Ιταλία: «Ο Βύρωνας, ως το τέλος, θα παραμείνει έντονα αφοσιωμένος στην τάξη του. Το να σηκώσει όπλο ενάντια στην αριστοκρατία θα ήταν σαν να κάνει πόλεμο ενάντια στον εαυτό του». Ύστερα από όσα συνολικά προηγήθηκαν πρέπει τελικά οι «αντιμνημονιακοί» να αντιπαθούν τον Βύρωνα όπως διατείνεται ο καθηγητής Μπίτον;


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.