Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Νίκου Ποταμιάνου, Δημήτρι Βεργέτη, Κώστα Δουζίνα, Αντώνη Λιάκου, Δημήτρη Παπανικολάου, Χρ. Γ. Ντούμα, Γιώργη Βουγιουκαλάκη, Γ. Π. Στάμου, Τόνι Μπεν, Λ. Πάνιτς ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 779
ΚΥΡΙΑΚΗ 23 MAΡΤΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Γιατί καθιερώθηκε η μονιμότητα στο δημόσιο; ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ Το «ταμπού» της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να σπάσει, έχει επανειλημμένα τονίσει ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, αλλά και ένας ευρύτατος κύκλος πολιτικών και αναλυτών. Οι πρώτες απολύσεις έγιναν με το κλείσιμο της ΕΡΤ, ενώ την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε ότι δεν θα απολυθούν τελικά εκπαιδευτικοί, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες και δημοτικοί αστυνομικοί, που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Οι απολύσεις από το δημόσιο, πέρα από τον στόχο της μείωσης των δαπανών, παρουσιάζονται ως μέτρο δικαιοσύνης, κατάργησης ενός αδικαιολόγητου προνομίου που απολαμβάνουν ανίκανα «βύσματα». Το ότι η εξίσωση γίνεται προς τα κάτω, το ότι στην κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο συμπυκνώνεται η κατάργηση του δικαιώματος στη μόνιμη και σταθερή εργασία εν γένει, τείνουν δυστυχώς να το παραβλέπουν πολλά από τα θύματα των μνημονιακών πολιτικών, παραδομένα σε μια πολιτική της μνησικακίας. Πώς προέκυψε όμως η επάρατος μονιμότητα; Εδώ υπάρχει κάποια αμηχανία, καθώς θα πρέπει να θιγούν τα ιερά και τα όσια του αστικού εκσυγχρονισμού: ο ίδιος ο Βενιζέλος (ο Ελευθέριος, προφανώς), βασικός και αναντικατάστατος κρίκος στην πάλη μεταξύ «εκσυγχρονισμού» και «λαϊκισμού» που αποτελεί την κυρίαρχη αφήγηση για τη νεοελληνική ιστορία. Η θέσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων στο Σύνταγμα του 1911, από μια Βουλή που ήλεγχε πλήρως το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αποτελεί αίνιγμα για τους σημερινούς εκσυγχρονιστές. Ακόμα και έγκυροι ιστορικοί, λοιπόν, την αποδίδουν σ’ ένα πνεύμα λαϊκισμού που χαρακτήρισε τα χρόνια του κινήματος στο Γουδί και με το οποίο ο Βενιζέλος αναγκάστηκε σ’ ένα βαθμό να συμβιβαστεί. Ο Γ. Δερτιλής, το 1993, συγκατέλεγε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στις «αντιπαροχές» που λάμβαναν τα μικροαστικά στρώματα από το κράτος έναντι της υπερφορολόγησής τους και συνέδεσε την καθιέρωσή της με την έκρηξη των μικροαστών το 1909 ενάντια στους φόρους. Πρόσφατα, ο Γ. Μαυρογορδάτος αντιπαρέθεσε στον Βενιζέλο του 1911 αυτόν του 1928-32, ο οποίος πλέον «δυσφορούσε για τις συνέπειες της μονιμότητας» και εξήγγειλε τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων — και «ήταν ο μόνος που έκλεισε δεκάδες σχολεία της μέσης εκπαίδευσης». Ωστόσο, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε ένα αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Πριν κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα του 1911, είχε γίνει αποδεκτή από το σύνολο των κομμάτων ως επιβεβλημένη, και τη συναντά κανείς σ’ ένα πλήθος διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων. Ο πρώτος που είχε ψηφίσει (βραχύβιο) νόμο που καθιέρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήταν ο Τρικούπης, ενώ το 1905 η κυβέρνηση Ράλλη θέσπισε
Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι δρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μια εκτενέστερη εκδοχή του κειμένου, με αναλυτικές υποσημειώσεις, δημοσιεύεται στο μπλογκ των Ενθεμάτων και την ηλεκτρονική Αυγή
Πορεία δημοσίων υπαλλήλων, Αθήνα 1927. Επιχρωματισμένη φωτογραφία (Αρχείο ΓΣΕΕ)
τη μονιμότητα όσων είχαν συμπληρώσει 15 χρόνια υπηρεσίας. Ποια ήταν τα κίνητρα των πολιτικών και των δημοσιολογούντων που πρότειναν τη μονιμότητα; Εντοπίζουμε τρεις βασικές κατηγορίες επιχειρημάτων. Η πρώτη εστιαζόταν στη μείωση των δημοσίων δαπανών που συνεπαγόταν: λόγω της εναλλαγής στην υπηρεσία ήταν περισσότεροι όσοι θεμελίωναν το ελάχιστο δικαίωμα σύνταξης, ενώ και οι συχνές τιμωρητικές μεταθέσεις πρόσθεταν έξοδα οδοιπορικών. Δεύτερον, από τη σταθεροποίηση της απασχόλησης του υπαλληλικού δυναμικού (το οποίο, εννοείται, θα διέθετε τα απαραίτητα προσόντα) αναμενόταν η αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους: η μονιμότητα θα παρήγαγε εμπειρία, και η υπηρεσία δεν θα ήταν εκτεθειμένη στον «ανεμοστρόβιλον των μεταβολών όστις ανά πάσαν ώραν […] διαταράσσει και παραλύει την αρμονικήν λειτουργίαν της». Σύμφωνα με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το 1901, «η αδιάκοπος μεταβολή των δημοσίων λειτουργών είνε δυστύχημα εις την δημοσίαν υπηρεσίαν, εκτός δε τούτου όταν ο δημόσιος λειτουργός θεωρή εαυτόν σταθμεύοντα προσωρινώς εν θέσει τινί δεν δεικνύει πολύν ζήλον περί την εκτέλεσιν των καθηκόντων του». Τρίτο και πιο συνηθισμένο επιχείρημα υπέρ της μονιμότητας ήταν ότι έτσι θα συγκροτούνταν ένα ακομμάτιστο κράτος δικαίου. «Η μονιμότης των υπαλλήλων θ’ ασφαλίσει την αφατρίαστον διοίκησιν», ήταν το βασικό επιχείρημα του Βενιζέλου στη συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση. Στόχος ήταν να μην αναγκάζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι να προσκολλώνται σε βουλευτές και κόμματα για να διατηρήσουν τη δουλειά τους, και άρα να περιοριστούν τα ρουσφέτια, η ευνοιοκρατία κι η αναξιοκρατία. Από παλιότερα η μονιμότητα προβαλλόταν ως το κατεξοχήν μέτρο καταπολέμησης των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες θεμελιώνονταν σε μεγάλο βαθμό στις δυνατότητες που είχαν βουλευτές και ελάσσονες κομματάρχες να επηρεάσουν αποφάσεις της διοίκησης και της δικαιοσύνης. Συνήθως η πρόταση αυτή συνδυαζόταν με την κριτική στο πολιτικό σύστημα, η οποία κάποτε γινόταν με ένα αντιδημοκρατικό σκεπτικό που χρέωνε τον «φατριασμό» της διοίκησης
στην ισχυρή παρουσία του λαϊκού παράγοντα στο κράτος. Αν όμως οι από πάνω τόνιζαν τις «δημοκρατικές» πλευρές της «συναλλαγής», η σκοπιά των από κάτω εστιαζόταν στις σχέσεις εξουσίας που συνεπαγόταν. Όπως επεσήμαινε το 1909 ο πρόεδρος του Συνδέσμου Συντεχνιών, της δευτεροβάθμιας οργάνωσης των επαγγελματικών σωματείων της Αθήνας, «ο υπάλληλος είναι υπηρέτης του βουλευτού, διότι αυτός τον προστατεύει» από τυχόν απόλυση – και η μονιμοποίησή του θα έβαζε τέλος σ’ αυτό. Βέβαια, η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας δεν προστάτευσε τους δημόσιους υπάλληλους από πολιτικές διώξεις στα επόμενα χρόνια: κατά τη διάρκεια του Διχασμού καταρχάς, οπότε διαβάζει κανείς π.χ. για «απελάσεις» βενιζελικών δημοσίων υπαλλήλων από τις πόλεις όπου υπηρετούσαν μετά τα Νοεμβριανά και για απολύσεις χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων από τους Φιλελεύθερους μόλις επανήλθαν στην εξουσία. Και έπειτα, στα χρόνια του «αντικομμουνιστικού αγώνα», από τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών, όταν σημειώθηκαν μαζικές εκκαθαρίσεις αριστερών δημοσίων υπαλλήλων (στα 1936-38 και στα χρόνια του Εμφυλίου) και καθιερώθηκε το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» tst Τι έχει να μας πει αυτή η συζήτηση σήμερα; Φυσικά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί πώς θα επηρεάσει η κατάργηση της μονιμότητας τις σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων με κομματικά πελατειακά δίκτυα, ενθυμούμενος τον τρόπο πρόσληψης πολλών συμβασιούχων και εργαζομένων σε προγράμματα stage τα προηγούμενα χρόνια. Είναι σαφές όμως ότι το βασικό επίδικο της μονιμότητας είναι άλλο. Η κατάργησή της αποτελεί σημαντικό κόμβο στην κοινωνική οπισθοδρόμηση που επιχειρείται, στην επιστροφή μας 100 χρόνια πριν, όταν λίγοι μισθωτοί μπορούσαν να έχουν προσδοκίες σταθερής απασχόλησης. όταν η αντίληψη ότι η κοινωνία έχει κάποια ευθύνη να εξασφαλίζει όρους ευημερίας για τα μέλη της μέσω δημόσιων πολιτικών είχε πολύ περιορισμένη εφαρμογή. όταν το κράτος δεν νομιμοποιούνταν να παρεμβαίνει σε πεδία όπως η απασχόληση και η ανεργία, οι ασφαλίσεις ή ο βασικός μισθός. Στα συμφραζόμενα της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης και του φορντισμού, κυρίαρχη τάση, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, έγινε η σταθεροποίηση της απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων: τα ακανόνιστα μεροκάματα έδωσαν τη θέση τους στον μισθό, η μαζική παραγωγή στηρίχθηκε από νέα πρότυπα και δυνατότητες κατανάλωσης, νέες φροντίδες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης συντονίστηκαν με τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και με τα νέα επίπεδα ταξικού συμβιβασμού που επέβαλαν οι απειλές ανατροπής του καθεστώτος. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, λοιπόν, εμφανίζεται συνδεδεμένη με μια προηγούμενη περίοδο του καπιταλισμού. Αν οφείλουμε να την υπερασπιστούμε είναι επειδή έτσι υποστηρίζουμε συνολικά το δικαίωμα στη δουλειά, επειδή δηλαδή ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας: επειδή βρίσκεται στο μονοπάτι που οδηγεί σε μια κοινωνία πιο δίκαιη, και όχι στον δρόμο που οδηγεί στη ζούγκλα.