E11973

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Kείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Σταύρου Παναγιωτίδη, Γιώργου Παπανάγνου, Κώστα Αθανασίου, Τάκη Γέρου, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Παναγιώτη Νούτσου, Ανθής Βηδενμάιερ ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 782

ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Στην καρδιά του σκότους ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ Η πρώτη σελίδα μας έχει σήμερα θέμα τον βασανισμό και τη δολοφονία του Ίλια Καρέλι. Τον άγριο βασανισμό και την άγρια δολοφονία του. Κι ας πέρασαν δύο εβδομάδες. Τα όσα μεσολάβησαν (το τέταρτο μνημόνιο που το είπανε «πολυνομοσχέδιο», το γάλα που το είπανε «φρέσκο», το «επεισόδιο Μπαλτάκου», η έξοδος στις αγορές) δεν μπορούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε ένα από τα μεγαλύτερα στίγματα της Ελληνικής Δημοκρατίας της μεταπολίτευσης. Κι ένα τέτοιο στίγμα δεν ξεθωριάζει — κι ας βρέθηκε εκτός της πρώτης γραμμής της επικαιρότητας. Αντίθετα, όσο σπρώχνεται στα «ψιλά» των εφημερίδων και της μνήμης μας τόσο πιο ανεξίτηλα ντροπιαστικό γίνεται. tst Από την πρώτη στιγμή που το ακούσαμε, το πρωί εκείνης της Παρασκευής, το νέο είχε όλα τα χαρακτηριστικά του δυσοίωνου. Ένας αλβανός κρατούμενος νεκρός, μέσα στις φυλακές, δυο μέρες αφότου σκότωσε έναν δεσμοφύλακα. Μέρα με τη μέρα ο ζόφος μεγάλωνε, καθώς αποκαλυπτόταν ένα ακόμα αποτρόπαιο χαρακτηριστικό: Ότι η δολοφονία δεν ήταν έργο ενός, αλλά πολλών, και ακόμα περισσότερων που παρακολουθούσαν αμέριμνοι. Και άλλων, που μετά δεν έκαναν τίποτα, αλλά τον άφησαν να πεθάνει σα σκυλί — με μόνη φροντίδα να σφουγγαρίσουν τα αίματα, να κρυφτούν τα ίχνη. Ότι όλοι αυτοί —οι πολλοί, οι περισσότεροι και οι άλλοι— ήταν κρατικοί υπάλληλοι. Ότι ο θάνατος δεν επήλθε τυχαία, αλλά από συστηματικό και πολύωρο ξυλοδαρμό. Ότι είχαμε μεθοδευμένο βασανισμό. Ότι έγινε για αντεκδίκηση. Και αποκορύφωμα το βίντεο: μια εικόνα χίλιες λέξεις, μια εικόνα χιλιάδες λέξεις, λέξεις φρικιαστικές που τρυπάνε σαν βελόνες το μυαλό και την καρδιά. Η επιτομή της βαρβαρότητας, Ελλάδα 2014. Και μέσα από όλα αυτά, ένα ερώτημα τριβελίζει το μυαλό: Τι να κάνουμε; Το πρώτο, για μένα, είναι μια στάση. Ένα στοπ. Να σταθούμε λίγο, ένα λεπτό έστω, σ’ αυτό που έγινε. Να το νιώσουμε, να δούμε την εικόνα ατόφια, όχι στο μίξερ των εικόνων της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της πολιτικής που διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη. Να νιώσουμε τη φρίκη. Όπως όταν διαβάζουμε για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, πριν από κάθε ανάλυση (για τη Χούντα, τις μεθόδους, τους σκοπούς και τους στόχους), ξεχειλίζει ο πόνος και η φρίκη. Θλίψη, τρόμος, απελπισία κι ορ-

Ρενέ Μαγκρίτ, «Διάλειμμα», 1927-1928

γή: αυτά είναι τα συναισθήματα για μένα από τη δολοφονία Καρέλι. Κι αμέσως μετά, να σκεφτούμε. Ήθελα να γράψω ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ με μεγάλα μαύρα γράμματα και να γεμίσω μ’ αυτά τη σελίδα, νιώθω όμως ότι δεν φτάνει. Κι ότι εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε, να κάνουμε την οργή και τη θλίψη σκέψη και πράξη. Σκέψεις λοιπόν. α) Να πούμε το πράγμα με το όνομά του: βάρβαρη δολοφονία και βασανισμός από κρατικά όργανα, για λόγους αντεκδίκησης, ενός ξένου, στον κατεξοχήν προστατευμένο, υποτίθεται, χώρο: τη φυλακή. Τίποτα λιγότερο, και ίσως αρκετά περισσότερα (λ.χ. συνέργειες, κυκλώματα σε φυλακές, εμπλοκή της διεύθυνσης). β) Πέφτουμε από τα σύννεφα μ’ αυτό που έγινε; Όχι, αλλά δεν μας αφήνει αδιάφορους. Ξέρουμε ότι βασανιστήρια γίνονται στις ελληνικές φυλακές, ότι ο ρατσισμός και η αγριότητα φωλιάζουν στο σωφρονιστικό μας σύστημα. Αλλά (όπως έγραφα εδώ ακριβώς, πριν μια βδομάδα, για τον Τ. Μπαλτάκο) είναι άλλο να τα υποψιάζεσαι και να τα γνωρίζεις, και άλλο να αποκαλύπτονται ξεκάθαρα και να συμπυκνώνονται, οδηγώντας σε μια βάρβαρη δολοφονία. Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε τους ανήξερους, αλλά ούτε να εθιζόμαστε στην απάθεια, επειδή ξέρουμε. Ας το εξηγήσω μ’ ένα παράδειγμα. Πρώτη σκέψη: Όχι μόνο ο υπουργός, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όφειλε να εκφράσει τον συγκλονισμό του, να αναλάβει τις

ευθύνες του (σ.σ. ούτε καν μια χλιαρή ανακοίνωση δεν έβγαλε). Δεύτερη σκέψη. Μα αυτό είναι εντελώς αφελές! Ο πρωθυπουργός μίλαγε για «ανακατάληψη του κέντρου των πόλεών μας» από τους μετανάστες, η κυβέρνηση προωθεί τις φυλακές «υψίστης ασφαλείας», η Ν.Δ. θεωρεί ότι σωφρονισμός=πάταξη των «εγκληματιών» (ειδεχθείς όλοι τους, βέβαια), ενώ σαρξ εκ της σαρκός της Ν.Δ. και του Α. Σαμαρά είναι ο Τ. Μπαλτάκος και ο Φ. Κρανιδιώτης. Πώς να εκφράσουν δαύτοι τη λύπη τους; Πώς να πάρει θέση ο πρωθυπουργός; Τρίτη σκέψη. Και όμως, θα όφειλε. Όχι από αντιρατσισμό, συμπόνια ή ανθρωπισμό — δυστυχώς, αυτά τα έχουμε χάσει. Αλλά επειδή η δολοφονία του Καρέλι ήταν και δολοφονία του ευνομούμενου κράτους. Κι αυτό δεν πρέπει να παύουμε να το υπενθυμίζουμε: και στον πρωθυπουργό, αλλά κυρίως και στην κοινωνία. γ) Γιατί για ένα τόσο τρομερό γεγονός ο κόσμος σιωπά; Το ερώτημα είναι από τα πιο σοβαρά. Ας ξεφύγουμε από την παρέα, τους φίλους, τους συντρόφους μας (που όλοι ξέρουν και αγανακτούν) κι ας κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα: τα έντεκα εκατομμύρια. Πολλοί μπορεί να μην το ξέρουν καν (ναι, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο), και ακόμα περισσότεροι να μη θέλουν να το μάθουν. Υπάρχουν εκείνοι που κυνικά λένε ότι «αυτά συμβαίνουν» στη σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, κι εκείνοι που χαίρονται για το ξεπάστρεμα του «αλβανού φονιά». Και άλλοι που το ακούνε σαν ένα από τα πολλά, δεν το

ξεχωρίζουν από τα πάμπολλα μίζερα, μαύρα, κακά, που διαπερνούν την καθημερινότητά τους. Και άλλοι που το ξεχωρίζουν, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν — και δεν εξαιρώ τους εαυτούς μας: το ακούμε λιγάκι σαν ζαλισμένα κοτόπουλα ξεσπώντας την οργή μας στο ποτάμι του φέισμπουκ, γράφοντας μύδρους. Κι άλλοι που πιστεύουν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Όλα αυτά τα ετερογενή, συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό· όλες αυτές οι ψηφίδες, εντελώς διαφορετικές και αντίπαλες (άβυσσος χωρίζει εκείνον που επιχαίρει από εκείνον που αισθάνεται ανήμπορος να δράσει) φτιάχνουν ωστόσο την κοινή εικόνα: την απραξία. Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πάνω σ’ αυτήν, καθώς η κατανόησή της αποτελεί όρο της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής· να καταλάβουμε αυτή την απραξία, για να καταφέρουμε να την αλλάξουμε. Θα συνεχίσουμε ίσως σε άλλο φύλλο την κουβέντα. Θα πω μόνο, τελειώνοντας, ότι ενώ πολύ λίγα μπορούμε να περιμένουμε σήμερα από τους θεσμούς (και ακόμα πιο λίγα, αν δεν κινηθούμε), την ίδια ακριβώς στιγμή δεν μπορούμε να τους απεμπολήσουμε. Μπορούμε και πρέπει να τους ασκούμε κριτική, για την εμβάθυνση, τη διεύρυνση και τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό τους, αλλά όχι να τους απεμπολούμε. Και μπορεί να απεμποληθούν με δύο τρόπους. Πρώτον, από τους ακροδεξιούς που θεωρούν ότι η δικαιοσύνη, η αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει μόνο να καταστέλλουν στυγνά, να δολοφονούν και να επιβραβεύουν τη βαρβαρότητα. Από αυτούς δηλαδή που θέλουν τους θεσμούς απλώς σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους. Δεύτερον, από εμάς αν, απελπισμένοι —όχι αδίκως— από το χάλι των θεσμών, θεωρήσουμε ότι έχουν μετατραπεί απλώς σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους και δεν έχει κανένα νόημα η διεκδίκηση αλλαγών σε αυτούς. Μια αντίληψη που οδηγεί είτε στην απραξία είτε στη λογική «φωτιά-φουρνέλο και να καούν τα κάρβουνα». ΥΓ: Η άσκηση κακουργηματικών διώξεων και οι προφυλακίσεις για τη δολοφονία Καρέλι είναι πολύ σημαντικές. Και γίνονται ακόμα πιο σημαντικές, γιατί αυτό που «κανονικά», in vitro, θα ήταν απολύτως δεδομένο, στοιχειώδες και ανάξιο λόγου, στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καθόλου δεδομένο. Έτσι, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο κανόνας (η λογοδοσία) γίνεται η εξαίρεση, μέσα στην κανονικότητα της κρατικής αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Το ΕΑΜ ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλτουσέρ: μια αστάθμητη συνάντηση ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ Ποιες είναι οι συνθήκες που ευνοούν σήμερα την προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς; Μεταξύ άλλων, δύο που αφορούν το ίδιο το υποκείμενο της, τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, ότι δεν είναι κομμάτι των βασικών σχέσεων εξουσίας και των πελατειακών δικτύων που όριζαν τις πολιτικές αποφάσεις. Άρα, δεν έχει βεβαρυμμένο «πολιτικό μητρώο», αλλά κυρίως δεν έχει τις αντίστοιχες δεσμεύσεις. Δεύτερον, ότι καλείται να κυβερνήσει μέσα σε μια πολύ μεγάλη κρίση της ιδεολογικής ηγεμονίας των αντιπάλων, που με κατάλληλες κινήσεις και πρακτικές μπορεί να ρευστοποιηθεί τόσο πολύ που να εδραιώσει στοιχεία μιας νέας ιδεολογικής ηγεμονίας. Όλα αυτά θυμίζουν, τηρουμένων των πολλών αναλογιών, τις συνθήκες ισοπέδωσης της ελληνικής κοινωνίας, υπό τις οποίες το ΚΚΕ ανέλαβε με το ΕΑΜ την πρωτοβουλία της Αντίστασης και της οικοδόμησης νέων σχέσεων εξουσίας και καθημερινότητας στις περιοχές που απελευθέρωνε. Τις συνθήκες μέσα στις οποίες η Αριστερά με τις πρακτικές της έδωσε τον αγώνα για τα μυαλά των ανθρώπων.

Ο Αλτουσέρ και ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλι Θυμόμαστε έτσι αυτό που πολύ ωραία μας λέει ο Αλτουσέρ μιλώντας για τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι: «Το πιο εκπληκτικό με τον Μακιαβέλι, στη θεωρία του για τον Νέο Ηγεμόνα που οφείλει να θεμελιώσει τη Νέα Ηγεμονία, είναι ότι αυτός ο νέος άνθρωπος πρέπει να είναι ένας άνθρωπος του τίποτε, χωρίς παρελθόν, χωρίς τίτλους και φορτία, ένας ανώνυμος, μόνος και γυμνός (δηλαδή στην πραγματικότητα ελεύθερος, χωρίς προκαθορισμούς που θα βάραιναν επάνω του και θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την ελεύθερη άσκηση της αρετής του). Κι όχι μόνο πρέπει να είναι ένας γυμνός άνθρωπος αλλά να εντοπίζει ως πεδίο επέμβασής του ένα μέρος που και το ίδιο είναι ανώνυμο, στερημένο από κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθορισμό που θα μπορούσε να παρακωλύσει τη δράση του Ηγεμόνα. […] Από αυτή τη συνάντηση ενός ανθρώπου από το τίποτε, γυμνού (δηλαδή ελεύθερου στις εσωτερικές και εξωτερικές κινήσεις του), κι ενός κενού χώρου […] γεννήθηκε η ευκαιρία του και η επιτυχία του».1 Ασφαλώς, ο παραλληλισμός δεν είναι απόλυτος, αλλά αποτυπώνει πολύ καλά το πως το ΚΚΕ πάνω στο διαλυμένο έδαφος της Κατοχικής Ελλάδας και στην απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, άρπαξε την ευκαιρία για να ορίσει μια νέα πορεία. Ο Αλτουσέρ, μιλώντας για την ιδεολογία, μας λέει και κάτι άλλο. Στη ζωή μας υπάρχει τουλάχιστον ένα μεγάλο Υποκείμενο, μια κεντρική έννοια γύρω από την οποία συγκροτείται ο εαυτός μας, ώστε μέσω της σχετικής με αυτό ιδεολογίας να γίνουμε και εμείς υποκείμενα, δηλαδή φορείς μιας ιδεολογίας και δρώντες βάσει αυτής. Χρησιμοποιώντας με έναν απαραίτητο βαθμό σχηματικότητας αυτήν την ανάλυση, λέμε πως αν θεωρήσουμε ότι μέχρι την Κατοχή το κυρίαρχο Υποκείμενο στην Ελλάδα ήταν το Κράτος που μετέτρεπε τα άτομα σε «Έλληνες», που παρήγαγε δηλαδή ιδεολογικά ως υποκείμενο τον «Έλληνα» (εθνική ιδεολογία), τότε παράλληλα υπήρχε το εν δυνάμει (καθότι μικρό ακόμη) ανταγωνιστικό Υποκείμενο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διά της δικής του ιδεολογίας μετέτρεπε τα άτομα σε υποκείμενα ως «κομμουνιστές» (ταξική ιδεολογία). Όταν όμως στην Κατοχή το Κράτος κατέρρευσε παρήχθη ένα κενό: ποιο είναι τώρα το Υποκείμενο που ορίζει την ιδεολογία και το ρόλο των ανθρώπων; Αλλά τα κενά, όπως επίσης μας λέει ο Αλτουσέρ, η ζωή τα απεχθάνεται και τα καλύπτει γρήγορα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους, γιατί δεν είχε πίσω του κα-

Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

και πάλι ο Αλτουσέρ, αφού η ιδεολογία πλάσει τα άτομα και τα κάνει υποκείμενα, με τη σειρά τους τα υποκείμενα πλάθουν την ιδεολογία. Και αφού το ΕΑΜ έφτιαξε με την ιδεολογία του το «λαό», ο «λαός» θα μπορούσε να διαμορφώσει πλέον την ιδεολογία του ΕΑΜ, της Αριστεράς. Και εδώ παίχτηκε ένα τεράστιο παιχνίδι ηγεμονίας ανάμεσα στις δύο ταυτότητες, ένα παιχνίδι ισορροπίας με τον κίνδυνο η εθνική ταυτότητα να επιβληθεί στην ταξική.

Εθνική και ταξική ταυτότητα: ποια κέρδισε;

νένα κράτος. Φιλοδοξούσε όμως να παράξει ένα άλλο κράτος, μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Και αυτό έκανε, καλύπτοντας αυτό το κενό με τις δικές του πρακτικές, στις περιοχές που απελευθέρωνε. Έτσι, με την Αντίσταση τη θέση του Υποκειμένου-Κράτος την πήρε το Υποκείμενο-Κόμμα. Αυτό θα επιτελούσε τώρα τις λειτουργίες του Υποκειμένου, αυτό θα έφτιαχνε τα υποκείμενα, αυτό θα όριζε τις ταυτότητες των ανθρώπων. Έπρεπε όμως το νέο Υποκείμενο να παίζει εν μέρει το ρόλο του παλιού. Για αυτό, το νέο Υποκείμενο δεν μπορούσε πια να είναι ακριβώς το Κόμμα, αλλά κάτι ευρύτερο, με μια ιδεολογία και μια πρακτική που να μπορεί να πείθει ευρύτερο κόσμο. Και έγινε το ΕΑΜ. Το νέο Υποκείμενο που, αντικαθιστώντας το διαλυμένο Κράτος, ήταν αναγκασμένο να φτιάχνει κι αυτό «κρατικές» δομές (όπως οι θεσμοί Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης) αλλά και υποκείμενα – «Έλληνες». Όμως, μπολιάζοντας τα με νέες ιδέες. Για αυτό το λόγο, το νέο Υποκείμενο, το ΕΑΜ, δεν φτιάχνει αμιγώς κανένα από τα παλιά υποκείμενα, ούτε τον «Έλληνα» ούτε τον «κομμουνιστή», με τα παλιά τους περιεχόμενα. Φτιάχνει μια σύνθεση: το «δημοκρατικό λαό». Και εδώ αρχίζει μία νέα πάλη, μια διελκυστίνδα. Γιατί, όπως μας λέει

Και ποια κέρδισε τελικά; Όποια μονοκόμματη απάντηση κι αν δώσουμε θα είναι λάθος. Ας σκεφτούμε πως ενώ το ΕΑΜ αυτοπροβαλλόταν ως βασικά πατριωτικό μέτωπο, για δεκαετίες μετά η Δεξιά δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «λαός» γιατί, λόγω της έντονης χρήσης του από το ΕΑΜ, είχε ταξικές συνδηλώσεις, παρέπεμπε σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα. Για αυτό και ο Καραμανλής έλεγε «Ελληνίδες - Έλληνες» ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν αναγκασμένος να λέει «ελληνικέ λαέ». Αυτή η ηγεμονία του εαμικού λόγου, που έφτασε ως τις μέρες μας, είναι η απόλυτη απόδειξη του ότι το ποια ταυτότητα νικάει σε έναν αγώνα δεν είναι θέμα εκφοράς λόγου, αλλά κυρίως πρακτικών. Η απόδειξη πως στη λαϊκή μνήμη το ΕΑΜ δεν έμεινε μόνο ως πατριωτικό αλλά και ως συγκεκριμένα λαϊκό, διότι «μας έσωσε από την πείνα» με τα σισσίτια, διότι βρήκε μαζί με τους ανθρώπους άλλους τρόπους για να οργανώνουν τη ζωή τους. Με δυο λόγια, επειδή μιλώντας για την «πατρίδα», αγωνίστηκε για το «λαό». Είναι λοιπόν όλα αυτά και η απόδειξη ότι η κατηγορία που διατυπώνεται μερικές φορές εντελώς αναδρομικά προς το ΕΑΜ για «πατριωτική υπερεπένδυση» που οδήγησε στην «ήττα» του, είναι μια κατηγορία ανιστόρητη, γιατί δεν βλέπει την ταξική ιδεολογική νίκη που παρήγαγε το ΕΑΜ διά των πρακτικών του, τόσο πληθωρική που αναγκαστικά εκφραζόταν και μέσα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Αλλά και για κάτι ακόμη. Γιατί στόχος του ΕΑΜ ήταν βασικά η απελευθέρωση και τον πέτυχε. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ποτέ δεν έθεσαν ως στόχο, ούτε για μια στιγμή, την κατάκτηση της εξουσίας με τα όπλα. Δεν το έκαναν καν μέσω του Εμφυλίου, όπου ο στόχος ήταν μία ειρήνευση με καλύτερους όρους. Επομένως, δεν ηττήθηκε ως προς αυτό. Και αυτή ήταν μια συγκεκριμένη στρατηγική, για την οποία πολλά μπορεί κανείς να πει. Αλλά δεν μπορεί να την ξεπετάξει μιλώντας για «πατριωτικές υπερεπενδύσεις», διότι απλούστατα δεν είχε καμία σχέση με κάτι τέτοιο, αλλά με τη γραμμή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Οι αφελείς —και διανοητικά τεμπέλικες— απόψεις, λοιπόν, του τύπου «έτσι έκανε το ΕΑΜ τότε, έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς σήμερα» δεν πρέπει να μας οδηγούν αντανακλαστικά στο άλλο άκρο, θυμίζοντας το σημερινό ΚΚΕ που εντοπίζει στο ΕΑΜ, στην ΕΔΑ και στον Ενιαίο ΣΥΝ ως κοινό προβληματικό στοιχείο τον συγχρωτισμό των κομμουνιστών με «μικροαστικά στοιχεία». Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ εχθρεύεται τη λογική της ενότητας. Αλλά ενότητα με τη δική σου πλατφόρμα και μόνο, χωρίς να συνδιαλέγεσαι με άλλα νοήματα και λογικές, δεν υπάρχει. Και κυρίως, χωρίς να θέτεις τις βασικές διχοτομήσεις της κάθε συγκυρίας. Για αυτό το ΕΑΜ έβαλε τη διαχωριστική γραμμή πάνω στον πατριωτισμό, η ΕΔΑ στη δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ στα μνημόνια. Με βάση τα δίπολα ξεκινάς να διεξάγεις τον αγώνα για την ηγεμονία, εξειδικεύοντάς τα στη συνέχεια. Η θεωρία και η ιστορία μας δείχνουν λοιπόν έναν δρόμο. Αλλά είναι σκοτεινός και δεν θα φωτίσει ποτέ αν δεν τον περπατήσουμε. Και μόλις το κάνουμε, θα καταλάβουμε πως τελικά τον ανοίγουμε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κρατώντας όμως στα χέρια μας μια καλή πυξίδα.

1

Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1994, σελ. 120-121.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

31

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Το ποτάμι... της Κεντροαριστεράς ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΑΓΝΟΥ Από το ΠΑΣΟΚ και τους «58» στην «Ελιά» και τον Τρίτο Πόλο της ΔΗΜΑΡ, και πιο πρόσφατα στο «Ποτάμι». Με τη σταθερή αρωγή των «σοβαρών» δημοσιογράφων, οι εναγώνιες προσπάθειες δημιουργίας αυτού που στην Ελλάδα κάποιοι κατανοούν ως Κεντροαριστερά αυξάνονται και πληθύνονται. Τι είναι όμως η Κεντροαριστερά; Τι σηματοδοτεί όλη αυτή η κινητικότητα ως πολιτικό φαινόμενο και ποια η δυναμική της; Παρά τη γενικότερη σύγχυση και τις διαφορές που παρατηρεί κανείς από φορέα σε φορέα, φαίνεται ότι αυτά που δυνητικά τους ενώνουν είναι τα εξής: 1. Διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας (ευρώ). 2. Στρατηγική ήπιων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές/εταίρους μας. 3. Αποφυγή «λαϊκίστικων» θέσεων, κυρίως στην οικονομία. 4. Παράλληλη επιμονή στις «διαρθρωτικές» αλλαγές, όπως αυτές προκύπτουν από μια φιλελεύθερη σκοπιά (με μεγάλη έμφαση στη μνημονιακή απελευθέρωση αγορών εργασίας, υπηρεσιών και προϊόντων και την πάταξη των «συντεχνιών»). 5. Προοδευτική ατζέντα σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά ήθη και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. 6. Και, περιέργως –για Κεντροαριστερά–, καχυποψία, αν όχι απέχθεια, απέναντι στην Αριστερά, και κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ. Συγκροτούν όμως αυτά ένα πειστικό κεντροαριστερό πρόταγμα, και μάλιστα ικανό να βγάλει τη χώρα από το τέλμα; Καταρχάς, ο υπερπολλαπλασιαμός των σχημάτων που αναφέρονται στην Κεντροαριστερά δεν είναι τυχαίος. Είναι άμεση συνάρτηση της σχετικής πενίας πειστικών προτάσεων και σημαινόντων ικανών να δώσουν ένα ουσιαστικό όραμα για τη χώρα. Η αρχηγοκεντρική, «απολιτική» θέση του πιο πρόσφατου εγχειρήματος δεν ξεφεύγει από αυτή τη λογική. Το «Ποτάμι» εκφράζει έναν κενό αντισυστημισμό, από τον οποίο λείπει –πέρα από πειστικές θέσεις– και η πιο ρηξικέλευθη «συμμετοχική δημοκρατία» που διακρίνουμε σε τέτοια κινήματα (π.χ. Μπέπε Γκρίλο). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ΠΑΣΟΚ, καταγράφοντας ένα αξιόλογο ποσοστό στις ευρωεκλογές. Παρά την έλλειψη ουσιαστικών ιδεών, φαίνεται ότι ένα τμήμα μη συντηρητικών ψηφοφόρων δεν έχει πειστεί (κυρίως) για τη διαχειριστική ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, σε συνδυασμό με τις δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές (πρωτοπορία ΣΥΡΙΖΑ αλλά με μικρή διαφορά) και για τις δημοτικές (προβλήματα απήχησης υποψήφιων του σε μεγάλους δήμους), εγείρει κάποιους προβληματισμούς. Είναι σαφές ότι τα εν δυνάμει ηγεμονικά πολιτικά προτάγματα χτίζονται στη βάση ισχυρών σημαινόντων (πλαισιωμένα και από τεμκηριωμένες πολιτικές λύσεις), ενώ η επιτυχία τους εξαρτάται από το κατά πόσο

Ο δρ Γ. Παπανάγνου είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Ηνωμένων Εθνών-Ινστιτούτο Συγκριτικών Μελετών Περιφερειακής Ενοποίησης.

απαντούν στις αγωνίες των πολιτών επιφέροντας πολιτικές τομές. Συνεπώς, η Κεντροαριστερά δεν προκύπτει αν προσθέσουμε κάποιες δεξιές ή αριστερές ιδέες στο Κέντρο. Η Κεντροαριστερά ως πολιτικό φαινόμενο εκφράζει τον συμβιβασμό στη διαχείριση του καπιταλιστικού κράτους: ως εκ τούτου, ανάλογα με τις πολιτικές-οικονομικές εξελίξεις και συγκρούσεις παίρνει και διαφορετικό περιεχόμενο. Ξαναγυρνώντας στα εγχώρια, η ελληνική Κεντροαριστερά στα χρόνια κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού διαιώνισε ένα σαθρό παραγωγικό μοντέλο, την πολιτική πατρωνεία και τη διαφθορά, εκτρέφοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Ο πλούτος στα «εκσυγχρονιστικά» χρόνια δεν διαχύθηκε και οι πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις (όπως η φοροσυλλογή) παραπέμφθηκαν στις καλένδες. Τα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης απέτυχαν –και συνεχίζουν να αποτυγχάνουν– να αυξήσουν ουσιαστικά και δίκαια τα δημόσια έσοδα. Στο όνομα της απελευθέρωσης των αγορών και έναντι του πολιτικού κόστους, επέτρεψαν τον ατομικό πλουτισμό σε βάρους του κράτους. Με το τέλος όμως της Μεταπολίτευσης, ζητούμενο είναι ένας νέος πολιτικός και οικονομικός συμβιβασμός, με βαθιά θεμέλια αυτή τη φορά, ο οποίος θα ξεπερνά τις πρακτικές (και τα πρόσωπα) της προηγούμενης τριαντακονταετίας, αλλά και το παρόν μνημονιακό κυβερνητικό έργο. Αυτός ο πολιτικός λόγος, αν πρεσβεύει τις βασικές αξίες της Αριστεράς, θα πρέπει να έχει ως κύρια συστατικά του: τις σκληρές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, τη συστηματική πάταξη της φοροδιαφυγής και τον δικαιότερο καταμερισμό των φοροευθυνών, το σπάσιμο των διαφόρων καρτέλ στις αγορές προϊόντων, τη ρήξη με μερίδα του τραπεζικού κεφαλαίου και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα από επενδύσεις σε έρευνα, καινοτομία και παιδεία. Το μέλλον δεν μπορεί να βασιστεί στο μνημονιακό μοντέλο της εσωτερικής υποτίμησης και της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης. Είναι προφανές ότι οι κληρονόμοι της «εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς» δεν μπορούν να προσφέρουν αυτό το πολιτικό πρόταγμα. Γι’ αυτό και η απήχησή τους είναι περιορισμένη. Από την άλλη, το πολιτικό πρόταγμα της Αριστεράς, όπως εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και όπως εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, εκφράζει το πνεύμα υπέρβασης της Μεταπολίτευσης και παράλληλα καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος των διεκδικήσεων των σχηματισμών της Κεντροαριστεράς: ευρωπαϊκή πορεία, εκσυγχρονισμός ηθών και δικαιώματα μειονοτήτων κ.ά. Η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λοιπόν ούτε τυχαία ούτε και παροδική. Και πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως το εξής: η Αριστερά έχει το πολιτικό καθήκον να αδράξει την ιστορική ευκαιρία για να αλλάξει τη χώρα. Και σε αυτό καθοριστικό ρόλο παίζει η ουσιαστική ενίσχυση των διαχειριστικών, πολιτικά καινοτόμων ιδεών που διαθέτει. Η συγκυρία απαιτεί την επέκταση του ηγεμονικού μηνύματος του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι την περιχαράκωσή του.

ANTIKΛΙΜΑΚΑ

«Ακόμα και τα λιόδεντρα αιμορραγούν» Ίσως πολλοί να θυμόμαστε τη σκηνή της κηδείας του βετεράνου αγωνιστή στην ταινία Γη και ελευθερία, του Κεν Λόουτς: γύρω από τον τάφο οι γηραιοί σύντροφοί του υψώνουν τις γροθιές, ενώ η εγγονή του ρίχνει πάνω στο φέρετρο το χώμα από την Ισπανία που είχε φέρει ο παππούς της μέσα στο κόκκινο μαντίλι. Μια σκηνή με αρκετές ομοιότητες με την προηγούμενη εκτυλίχθηκε πρόσφατα, τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου, στην Ισπανία, στην κοιλάδα της Χαράμα. Συγγενείς και φίλοι σκόρπισαν στο ισπανικό χώμα τις στάχτες του παλαίμαχου αγωνιστή των Διεθνών Ταξιαρχιών Τζακ Έντουαρντς, που πέθανε τον Ιανουάριο του 2011, σε ηλικία 97 ετών. Ο Τζακ Έντουαρντς έφτασε στην Ισπανία τον Ιανουάριο του 1937. Εντάχθηκε στο Βρετανικό Τάγμα και πολέμησε στις μάχες της Χαράμα (όπου τραυματίστηκε), του Τερουέλ και του Έβρου. Ήταν ο τελευταίος Βρετανός διεθνοταξιαρχίτης που έφυγε από την Ισπανία, τον Ιανουάριο ή τον Μάρτιο του 1939. Στην κοιλάδα της Χαράμα έγινε μια από τις πιο σκληρές μάχες του Ισπανικού Εμφυλίου. Σε μια στιγμή που κορυφωνόταν η φασιστική επίθεση, ενώ σε άλλα, «εσωτερικά», μέτωπα είχε αρχίσει ήδη να προβάλλει το φάσμα της αντεπανάστασης, τα φασιστικά στρατεύματα, με τη βοήθεια της ναζιστικής Λεγεώνας Κόνδωρ, προσπάθησαν να καταλάβουν την κοιλάδα κατά μήκος του ποταμού Χαράμα, με σκοπό να αποκόψουν και να περικυκλώσουν τη Μαδρίτη. Η μάχη κράτησε πάνω από είκοσι μέρες, τον Φεβρουάριο του 1937. Μετά από πολύνεκρες συγκρούσεις, ο στρατός των Δημοκρατικών και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση των φασιστών και να σταθεροποιήσουν το μέτωπο. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν τεράστιες, υπολογίζονται σε πολλές χιλιάδες από κάθε πλευρά. Το Βρετανικό Τάγμα έχασε πάνω από τη μισή δύναμή του (σκοτώθηκαν πάνω από 300 από τους 600 μαχητές του), ενώ μεγάλες απώλειες είχε και το Τάγμα Λίνκολν (τα 2/3 των στρατιωτών του σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν). Στη μάχη της Χαράμα (με το Τάγμα Λίνκολν ή με την 11η Διεθνή Ταξιαρχία) πολέμησαν και έλληνες διεθνιστές αγωνιστές, κάποιοι εκ των οποίων σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν εκεί. Ο Ιρλανδός ποιητής Τσαρλς Ντόνελι, που σκοτώθηκε στη μάχη της Χαράμα, είπε κάποια στιγμή στη διάρκεια της άγριας σύγκρουσης: «ακόμα και τα λιόδεντρα αιμορραγούν»… Η μάχη της Χαράμα έμεινε στην ιστορία και χάρη στο τραγούδι Jarama Valley, που έγινε γνωστό κυρίως στην εκτέλεση του Γούντι Γκάθρι. Το τραγούδι αυτό υπάρχει σε

Βαρκελώνη, Αύγουστος 1936. Γυναίκα της πολιτοφυλακής. Φωτογραφία του Ρόμπερτ Κάπα.

διάφορες εκδοχές. Τους πρώτους στίχους, πάνω στη μουσική του παραδοσιακού Red River Valley, έβαλε ο Σκωτσέζος Άλεξ Μακ Ντέιντ, που τραυματίστηκε στη Χαράμα, πολεμώντας στις τάξεις του Βρετανικού Τάγματος, και, τελικά, σκοτώθηκε λίγο μετά, στη μάχη του Μπρουνέτε. Ανάμεσα στις παραλλαγές, ξεχωρίζει —η πιο «μαχητική» και συγκινητική— του Γούντι Γκάθρι: «Υπάρχει μια κοιλάδα στην Ισπανία που λέγεται Χαράμα / είναι ένας τόπος που τον ξέρουμε καλά. / Ήταν το μέρος που πολεμήσαμε τους φασίστες / και είδαμε μια γαλήνια κοιλάδα να μετατρέπεται σε κόλαση. / Ολόκληρος ο κόσμος μοιάζει με τούτη την κοιλάδα που λέγεται Χαράμα / τόσο πράσινη και τόσο λαμπερή και τόσο φωτεινή / κανένας φασίστας δεν μπορεί να μένει στην κοιλάδα μας / ούτε να αναπνέει τον καινούργιο αέρα της ελευθερίας μας». Για να γυρίσουμε στον Τζακ Έντουαρντς, έχει ενδιαφέρον μια παρατήρηση που κάνει η ρεπόρτερ της εφημερίδας El País, η οποία σπεύδει να επαναλάβει τη φράση-κλισέ: «Ο Τζακ Έντουαρντς ρίσκαρε τα πάντα για να πολεμήσει σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός του». Ένας άνθρωπος, λοιπόν, που ρίσκαρε τα πάντα στο όνομα της διεθνιστικής και επαναστατικής αλληλεγγύης, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα συμφωνούσε σε κάτι τέτοιο. Όλοι αυτοί οι αγωνιστές επέλεξαν να πάνε να πολεμήσουν σ’ αυτόν τον πόλεμο γιατί ήξεραν, γιατί ήταν βαθιά βέβαιοι για ένα πολύ απλό πράγμα: ότι ο πόλεμος αυτός ήταν δικός τους. Πηγές: The Volunteer (περιοδικό των βετεράνων της Ταξιαρχίας Λίνκολν), International Brigades Memorial Trust, ηλεκτρονικό περιοδικό Rebelión, εφημερίδα El País. ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

32

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ATHENS VOICE

Free (press) νεοφιλελευθερισμός και ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΓΕΡΟΥ Το 2004 ο Νικόλας Σεβαστάκης είχε συμπεριλάβει στην Κοινότοπη χώρα μια υποδειγματική κριτική του περιοδικού ΚΛΙΚ και του λαϊφτάιλ ως έκφραση του νέου φαντασιακού της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτισμικής ηγεμονίας των νέων αστικών μεσοστρωμάτων.1 Δέκα χρόνια μετά, έχω την αίσθηση ότι ένας τέτοιος θεωρητικός προσανατολισμός δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αριστερής κριτικής, που τείνει να υποτιμά το λαϊφστάιλ ως πεδίο συγκρότησης ταυτοτήτων, αξιών, ιδεολογιών και τρόπων ζωής. Εάν όμως όλη η «μεταμοντέρνα τσογλανιά» της δεκαετίας του 1990 (για να δανειστώ μια γλαφυρή έκφραση του Νίκου Ξυδάκη) συμπυκνώθηκε συμβολικά στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις μέρες μας μια ανάλογη λειτουργία φαίνεται να επιτελείται —σε σημαντικό βαθμό και τουλάχιστον στην περιοχή της πρωτεύουσας— μέσα από τα έντυπα του λεγόμενου free press. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε από κοντά το ένα από τα δύο δημοφιλέστερα free press, την εβδομαδιαία εφημερίδα Athens Voice (AV), το πρώτο έντυπο αυτού του είδους που εκδόθηκε στην Αθήνα και μάλλον το πιο εμβληματικό.

Ανατομία ενός τεύχους Την ιδεολογική προμετωπίδα της εφημερίδας εκφράζει, στην πιο ξεκάθαρη μορφή της, ο εκδότης-διευθυντής Φώτης Γεωργελές. Επιλέγω στην τύχη το editorial ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους (τχ. 473, 13-19 Μαρτίου 2014). Εκεί ο Φ.Γεωργελές επιδίδεται για νιοστή φορά στην υπεράσπιση του μνημονιακού καθεστώτος, τόσο υπό τη μορφή του σημερινού κυβερνητικού σχηματισμού όσο και με τη φουκωική έννοια, ως το μοναδικό καθεστώς αλήθειας. Όσοι αντιτίθενται σ’ αυτό απαξιώνονται ως «ψεκασμένοι αντιμνημονιακοί», «πολιτοφυλακές του Μαδούρο» ή, γενικότερα, οπισθοδρομικοί που έχουν καθηλωθεί σ’ έναν «παιδισμό». Οι αιτίες της άρνησης αυτής είναι σαφείς και ψυχολογικού χαρακτήρα: «Θυματοποίηση, μιζεραμπιλισμός, άρνηση της πραγματικότητας, ναρκισσισμός». Επιστρατεύονται μάλιστα τα δύο γνωστά μοτίβα που αντιτείνει συνολικά ο κυρίαρχος λόγος σήμερα απέναντι σε οποιαδήποτε κριτική: «συνωμοσιολογία» και «λαϊκισμός». Η αφ’ υψηλού και νεο-οριενταλιστική οπτική απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις, η οποία αυτο-επαινείται ως «προοδευτική», παίρνει κάποια στιγμή απροκάλυπτα κυνική μορφή: «Τι θυσίες ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός; Θυσίες θα έκανε αν του ζητούσαν να δίνει το 10% των εθνικών μας εσόδων για τα παιδάκια του Νίγηρα που πεινάνε». Λίγες σελίδες παρακάτω, ο Ανδρέας Παππάς, γράφοντας για την κρίση στην Ουκρανία, κάνει μια ολομέτωπη επίθεση σε όσους δεν ταυτίζονται πλήρως με τις αμερικανικές θέσεις στο ζήτημα αυτό, κατατάσσοντάς τους στον ιθαγενή φιλορωσικό συνασπισμό, ο οποίος περιλαμβάνει ένα πολιτικό φάσμα

Ο Τάκης Γέρος διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

που ξεκινά από ΚΚΕ και Λαφαζάνη και φθάνει έως την ακροδεξιά. Στο επόμενο άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη, επαγγελματικού συνεργάτη του Σταύρου Θεοδωράκη, επιχειρείται η ερμηνεία της απόφασης του τελευταίου να αγωνιστεί στον πολιτικό στίβο. Εδώ πάλι έχουμε την αποθέωση της ψυχολογίστικης και ατομικιστικής εξήγησης, καθώς και την ευόδωση του αμερικάνικου ονείρου στην εντόπια εκδοχή του: «Ο Θεοδωράκης, ένα φτωχόπαιδο, χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, από την Αγία Βαρβάρα, είδε να του βγαίνουν όλα όσα δοκίμασε. Και στα 50, με λυμένα όλα του τα προβλήματα, είπε να μετατρέψει τον πολιτικό του προβληματισμό σε πράξη». Στην προηγούμενη σελίδα η Σώτη Τριανταφύλλου είχε κατορθώσει να στριμώξει —με αξιοθαύμαστο, είναι αλήθεια, τρόπο— μέσα σε ένα μονάχα άρθρο σωρεία κατηγοριών εναντίον της Αριστεράς: «ηθικολογία» «πουριτανισμό», «κομφορμισμό», «δαιμονολογία» και πολλές άλλες αμαρτίες. Σ’ ό,τι αφορά την υπόλοιπη εφημερίδα, πέρα από την παρουσίαση καλλιτεχνικών γεγονότων και συνεντεύξεων, ένα δισέλιδο είναι αφιερωμένο στο αρχιτεκτονικό συμπόσιο The Athens Minutes. Εδώ εξαίρεται ο ρόλος που παίζουν τα ιδιωτικά ιδρύματα, ιδιαίτερα το ΔΕΣΤΕ (του χορηγού Δάκη Ιωάννου), αναφορικά με τη σύνδεση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την τέχνη και τα μουσεία. Στο τεύχος περιλαμβάνεται κι ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στο Κολωνάκι, όπου κυριαρχεί η παρουσίαση καταστημάτων, εστιατορίων και καφέ, χωρίς κάποιο μέλημα για μια κοινωνικοϊστορική ματιά στην περιοχή. Δεν χρειάζεται ενδελεχής σχολιασμός για να αντιληφθεί κανείς ότι όλες οι θεματικές του νεοφιλελευθερισμού, τόσο ως κοινωνικοοικονομικού συστήματος όσο και ως αξιακού προτύπου, βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ πέρα. Παρ’ όλη μάλιστα τη διαρκή επίκληση ενός «φιλελευθερισμού» εκ μέρους της εφημερίδας, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο στο τεύχος, το οποίο —ακόμη και εν είδει άλλοθι— θα εξέφραζε μια διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση. Το συγκεκριμένο τεύχος μπορεί να επιλέχθηκε τυχαία, αλλά για όσους παρακολουθούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια την AV, είναι απολύτως αντιπροσω-

πευτικό του ιδεολογικού της προσανατολισμού. Ο προσανατολισμός αυτός δεν θα αποτελούσε πρόβλημα εάν η AV αυτοπαρουσιαζόταν ως ένα ακόμη έντυπο του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κάποιος να της ασκήσει κριτική σε επιμέρους σημεία, όχι όμως στον κεντρικό της ιδεολογικό πυρήνα. Μια τέτοιου τύπου κριτική, για παράδειγμα, έχει ασκηθεί στην πάλαι ποτέ ναυαρχίδα του αστικού Τύπου Καθημερινή για την επικίνδυνη χρήση της «θεωρίας των δύο άκρων» — στην αγωνιώδη προσπάθεια του ομίλου Αλαφούζου να στηρίξει το μνημονιακό καθεστώς απέναντι στην «παλαβή Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα, ωστόσο, με την AV είναι ότι επιδιώκει τους ίδιους στόχους μέσα από την αυτοπαρουσίασή της ως ενός, υποτίθεται, προοδευτικού, εναλλακτικού και cool εντύπου που, σε σημαντικό βαθμό, απευθύνεται σε νέους ανθρώπους. Το τελευταίο σημείο περιπλέκει αρκετά τα πράγματα. Κι εδώ ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όσοι έχουν κάποια σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές, ιδιαίτερα εκείνες των θεωρητικών επιστημών, έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον εντυπωσιακό πολιτικό αναλφαβητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα του νεανικού πληθυσμού, το οποίο αδυνατεί τις περισσότερες φορές να διαβάσει πίσω από τα επιφαινόμενα ή/και αδιαφορεί για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.

Οι νέοι και ο «αριστερός μιζεραμπιλισμός» Ένα-δυο πρόσφατα παραδείγματα μονάχα, μέσα από την προσωπική μου εμπειρία. Πολλοί φοιτητές και φοιτήτριες δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το νεοσύστατο «Ποτάμι» με πολιτικο-ιδεολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να παίρνουν ως δεδομένη τη μεταπολιτική ρητορική του Ποταμάρχη, που υποτίθεται ότι κινείται «πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς/Δεξιάς». Ή ακόμη, ο πρόσφατος πνιγμός των μεταναστών στο Φαρμακονήσι δεν αποτελεί, φοβάμαι, καν θέμα που τραβά το ενδιαφέρον των περισσότερων νέων ανθρώπων. Κι αυτό όχι επειδή οι τελευταίοι έχουν απολέσει, πιστεύω, την ικανότητά τους να συμπονούν τις ψυχές των απελπισμένων που καταλήγουν στο βυθό της Μεσογείου, αλλά επειδή στα μάτια τους αποτελεί ένα «μίζερο» ζήτημα. Με τον ίδιο τρόπο που όλα εκείνα για τα οποία μιλά καθημερινά η Αριστερά (τη φτώχεια, τις απολύσεις, την απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τον εντεινόμενο αυταρχισμό, τη βία απέναντι στους μετανάστες κ.λπ.) φαντάζουν ως ένδειξη κι απόδειξη μαζί της «αριστερής γκρίνιας» που «δεν βρίσκει τίποτα θετικό» σε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρόκειται για εκείνο τον «μιζεραμπιλισμό» για τον οποίο οδύρεται κάθε Πέμπτη ο κ. Γεωργελές. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι πολλοί φοιτητές δείχνουν να θεωρούν «πιο βαριά» εφημερίδα το αντίπαλο δέον της AV, τη LIFO, η οποία εδώ και καιρό έχει τραβήξει προς την αντίθετη ιδεολογική κατεύθυνση, δίνοντας

επιπλέον μεγαλύτερο βάρος σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Ας συνυπολογίσουμε εδώ τις επιδράσεις που έχει δεχθεί αυτή η γενιά από την ιδιωτική τηλεόραση, καθώς και τη σημασία που παίζει στη συγκρότηση της ταυτότητάς της η κουλτούρα της κατανάλωσης. Τα ιδιαιτέρως δημοφιλή στους νέους ανθρώπους έντυπα του free press φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση ενός τέτοιου ήθους απέναντι στα κοινωνικά πράγματα. Ωστόσο, η ρητά εκπεφρασμένη ιδεολογία τους είναι ένα μέρος μόνο του ζητήματος. Ίσως πιο σημαντικός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται και προβάλλονται μια σειρά θεματικές που έχουν να κάνουν με την τέχνη, την ψυχαγωγία, αλλά και τα καταναλωτικά προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή, η μεταμοντέρνα έμφαση στο ύφος δεν είναι κάτι που αφήνει ανέγγιχτες τις αντιλήψεις για τα καθαυτό κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η προώθηση μιας επιδερμικής κουλτούρας του φαίνεσθαι, είτε στη mainstream λαμπερή εκδοχή της είτε στη χίπστερ «εναλλακτική» απο-ιδεολογικοποιημένη μορφή της, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

41

ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

λaϊφστάιλ σεται άμεσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Το λαϊφστάιλ δεν είναι αδιάφορο για την Αριστερά

στην κατασκευή μιας αντίληψης που καταλήγει να αντιμετωπίζει ως «μίζερα» όλα εκείνα τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση του συλλογικού μας βίου. Κι ας μην μας ξεγελά η φαινομενική μείωση του ειδικού βάρους που έχει το λαϊφστάιλ σήμερα εξαιτίας της οικονομικής συγκυρίας. Όπως μας δείχνει η σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία, η αθέατη βιοπολιτική κυριαρχία που ασκείται διαμέσου του καταναλωτισμού βασίζεται στη διαδικασία μέσω της οποίας το καταναλωτικό προϊόν καθίσταται πλέον αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης κι επιθυμίας, εισερχόμενο σε ένα φαντασιωτικό πλαίσιο που διασφαλίζει την προσκόλληση των υποκειμένων στην ταυτότητα του καταναλωτή.2 Επιπλέον, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως αδιάβροχες σφαίρες η ιδιωτική κατανάλωση και η δημόσια πολιτική, στον βαθμό που αυτές αλληλοδιαπλέκονται, παράγοντας τον «ενοποιημένο καταναλωτή/πολίτη/ψηφοφόρο».3 Η σημαντική απήχηση ενός μεταπολιτικού μορφώματος όπως το Ποτάμι, που πλασάρεται στην πολιτική αγορά με όρους τηλεοπτικού προϊόντος, εντάσ-

Κατά την άποψή μου λοιπόν, το λαϊφστάιλ θα έπρεπε να αποτελέσει σοβαρότερο μέλημα μιας αριστερής κριτικής ενασχόλησης, και μάλιστα όχι μονάχα ως πεδίο εφαρμογής των εργαλείων της σύγχρονης θεωρίας. Έχω εδώ κατά νου τις ενδιαφέρουσες ιδέες που είχε αναπτύξει ο Ανδρέας Καρίτζης σε ένα παλαιότερο άρθρο του στα Ενθέματα, αναφορικά με την ανεπάρκεια της ορθολογικής επιχειρηματολογίας, την οποία κατά κανόνα χρησιμοποιεί ο αριστερός λόγος για να αντιμετωπίσει τη δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής. Όπως εξηγούσε, δίπλα σε μια τέτοιου τύπου επιχειρηματολογία, δεν θα έπρεπε να φοβηθούμε την προσπάθεια εμπέδωσης μιας ευρείας νεολαιίστικης αντιφασιστικής κουλτούρας, στην οποία ο αντιφασισμός θα γινόταν ακόμη και «μόδα».4 Τέτοιο παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το ετήσιο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, το οποίο, αν και οι αριστερές ομάδες πρωτοστατούν στην οργάνωσή του, συγκεντρώνει ένα πολυπληθές και πολύ ευρύτερο κοινό, που έλκεται από τα καλλιτεχνικά δρώμενα ή τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Από μια τέτοια σκοπιά, και με δεδομένη τη δυσκολία ή την ανεπάρκεια του ορθολογικού ιδιώματος να βρει διόδους επικοινωνίας σε ευρύτερα ακροατήρια, θα έλεγα ότι το λαϊφστάιλ είναι ο χώρος στον οποίο παίζεται σε πολύ σημαντικό βαθμό η κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτισμικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τους νέους ανθρώπους. Συνεπώς, το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να κάνει η αριστερή σκέψη και πρακτική είναι να το υποτιμά και να το αγνοεί, τόσο ως πεδίο κριτικής ανάλυσης όσο και ως πεδίο κοινωνικής παρέμβασης. Επιστρέφοντας στην Athens Voice, οι μόνες συμπαθητικές, για μένα τουλάχιστον, στήλες της βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες: στο «Σε Είδα», που —καλώς ή κακώς— αναστέλλει τη μη ευόδωση διαφόρων ερωτικών γνωριμιών, καθώς και στο «Μίλα μου βρώμικα» της Μυρτώς Κοντοβά, η οποία καθησυχάζει, με τον αιχμηρό τρόπο της, τις κάθε λογής ψυχοσεξουαλικές ανασφάλειες που αναφύονται στην περιοχή της πρωτεύουσας. Το γεγονός ότι αυτές τις δύο στήλες διαβάζουν πρώτα οι φοιτητές μόλις πάρουν στα χέρια τους την AV ίσως αποτελεί, τελικά, σημείο ελπίδας.

1

Νικόλας Σεβαστάκης, Κοινότοπη χώρα. Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας,Αθήνα 2004 (βλ. κεφ. 3). 2

Γιάννης Σταυρακάκης. Η λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, θεωρία, πολιτική,Σαββάλας, Αθήνα 2012. (βλ. κεφ. 7). 3

Lisabeth Cohen. A Consumer’s Republic. The Politics of Mass Consumption in Postwar America, Vintage, Νέα Υόρκη 2004. 4

Ανδρέας Καρίτζης, «Μερικές σκέψεις για τη φασιστική ακροδεξιά εν καιρώ κρίσης», Ενθέματα της Αυγής, 9.9.2012 (goo.gl/umfDxz).

Οι «ναρκομανείς», τα ΚΑΠΗ και ο Γ. Μπουτάρης ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗ «Η σκέψη μας είναι να αξιοποιήσουμε για τη φύλαξη εθελοντικά μέλη των ΚΑΠΗ. Δύοδύο ή τρεις-τρεις, θα περπατούν και θα λένε στους ναρκομανείς: “Μαζέψτε τα και φύγετε, αλλιώς παίρνω τηλέφωνο την Αστυνομία τώρα”. Βέβαια, οι εθελοντές πρέπει να είναι ενεργητικά άτομα. Δεν θα ήθελα να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά δυστυχώς η πολύ αυξημένη παραβατικότητα μας αναγκάζει». Γιάννης Μπουτάρης, Τα Νέα, 5.4.2014 Αυτά δήλωνε, κατά την επίσκεψή του στη φυλασσόμενη παιδική χαρά της πλατείας Αριστοτέλους, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης και υποψήφιος για δεύτερη φορά Γιάννης Μπουτάρης. Η συγκρότηση ομάδων φύλαξης του δημόσιου χώρου από ενεργητικούς ηλικιωμένους εθελοντές παρουσιάζεται ως αναγκαστική λύση, ενώ ως «σοβαρή αιτία» που οδήγησε σ’ αυτήν αναφέρεται «ο πλήρης ευνουχισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Οι δηλώσεις αναδημοσιεύθηκαν ευρέως στο διαδίκτυο, αντιμετώπισαν σφοδρή κριτική, αλλά και χαρακτηρίστηκαν, τσουβαλιασμένες μαζί με άλλες ιδέες του «ιδιότυπου» δημάρχου, ως πρωτότυπες, πρωτοποριακές, θετικά προκλητικές, ρηξικέλευθες (βλ., λ.χ., σχετικό δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος, 5.4.2014). Θα ήθελα να σχολιάσω τις παραπάνω ιδέες για την αντιμετώπιση των τοξικοεξαρτημένων και την ασφάλεια στον δημόσιο χώρο από τη σκοπιά της πολεοδομίας και της κοινωνικής γεωγραφίας. Δηλαδή, από τη σκοπιά των επιστημών που μελετούν τη χωρική διάσταση των κοινωνικών φαινομένων και επιχειρούν, μέσα από την κατανόησή τους, να προτείνουν επεξεργασμένες λύσεις, αναγκαίες και όχι «αναγκαστικές». Για όσους ασχολούνται με τον σχεδιασμό του χώρου, οι ιδέες του δημάρχου δεν έχουν τίποτα το πρωτοποριακό. Καταρχάς, πρόκειται για μπανάλ, παρωχημένες πρακτικές, που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια από ομάδες πολιτοφυλακής στις ΗΠΑ, αλλά και από τις πρόσφατες ομάδες κρούσης «ενεργών κατοίκων» σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας. Δεύτερον, πρόκειται για πρακτικές αυταρχικές, ρατσιστικές και αντιδημοκρατικές, καθώς συγχέουν το ρόλο των κρατικών οργάνων, των θεσμών και των πολιτών, προτάσσοντας την αυτοδικία στη θέση οργάνων και θεσμών που δεν λειτουργούν επαρκώς ή έχουν καταρρεύσει. Τρίτον, πρόκειται για πρακτικές «προκλητικές», με διαφορετικό όμως τρόπο απ’ αυτόν που υπονοήθηκε στον τύπο: είναι κοινωνικά προκλητικές, καθώς αντιμετωπίζουν τους ναρκομανείς αυτούς καθαυτούς ως πρόβλημα και όχι ως πολίτες που έχουν πρόβλημα και χρειάζονται φροντίδα – ειδικά σε μια περίοδο που οι δο-

Ο Δημήτρης Μπαλαμπανίδης είναι αρχιτέκτονας-pολεοδόμος, υποψήφιος δρ Αστικής Κοινωνικής Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

μές προστασίας και περίθαλψης έχουν συρρικνωθεί. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό, προκειμένου να «δανειστεί» ιδέες που έχουν δοκιμαστεί αλλού, μεταφέροντας «τεχνογνωσία» και στην πόλη του. Ας μεταφέρουμε λοιπόν εδώ μια «ξένη» ιδέα από την πόλη του Παρισιού, η οποία μοιάζει να του έχει διαφύγει· μια ιδέα πραγματικά προχωρημένη, ριζοσπαστική και, κυρίως, κοινωνικά ευαίσθητη. Στο 18ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού, περιοχή με αυξημένη συγκέντρωση τοξικοεξαρτημένων, οι χρήστες κρακ βρίσκουν καταφύγιο στους διαδρόμους και στα παγκάκια του μετρό. Καθισμένοι στις άκρες της αποβάθρας, καπνίζουν κρακ, κατά παρέες που φτάνουν ακόμα και τα 80 άτομα, κυρίως το καλοκαίρι. Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι δημοτικές αρχές του 18ου διαμερίσματος, το μετρό και η οργάνωση «Συνεργασία για τους Τοξικοεξαρτημένους» υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας, προκειμένου να οδηγήσουν τους χρήστες έξω από το μετρό – όχι σε άλλες μακρινές αποβάθρες και γειτονιές αλλά σε προγράμματα ειδικής φροντίδας. Ο διευθυντής του προγράμματος εξηγεί: «Θα εκπαιδεύσουμε για έναν ολόκληρο χρόνο τους υπαλλήλους της Κοινωνικής Υπηρεσίας του μετρό γύρω από το ζήτημα της τοξικοεξάρτησης, της απεξάρτησης και της κοινωνικής επανένταξης» (Metronews, édition Paris, 13.02.2014). Στη συνέχεια, ειδικοί θα συνοδεύουν τους αρμόδιους υπαλλήλους του μετρό στις αποβάθρες, πολλές μέρες της εβδομάδας, προκειμένου να «δημιουργήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης» με τους χρήστες και να τους οδηγήσουν προς την έξοδο του μετρό, όχι για να τους παραδώσουν στην αστυνομία αλλά για να τους φροντίσουν οι ειδικοί στα προγράμματα απεξάρτησης. Ο παραπάνω σχεδιασμός μπορεί να εμπνεύσει μια διαφορετική κουλτούρα αντιμετώπισης των τοξικοεξαρτημένων στον δημόσιο χώρο. Αντί να προσφεύγει στην κατάδοση και την καταστολή, αντιμετωπίζει τους χρήστες όχι ως ανθρώπους-πρόβλημα αλλά ως ανθρώπους με πρόβλημα. Η αντίληψη αυτή, για τη φροντίδα των τοξικοεξαρτημένων και την ασφάλεια στον δημόσιο χώρο έχει επισημανθεί και στην Ελλάδα, από πολεοδόμους αλλά και κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχοθεραπευτές, εθελοντές γιατρούς κ.ά. Έχει επίσης εμπνεύσει τα προγράμματα υποψηφίων δημάρχων, που επιμένουν σε μια κοινωνική πολιτική στη θέση αυταρχικών μεθόδων που κρύβουν ή μετατοπίζουν τα προβλήματα από γειτονιά σε γειτονιά διά της καταστολής. Κατά τη γνώμη μου, ενόψει των δημοτικών εκλογών του Μαΐου, είναι επιτακτικό να προκριθούν τα πολιτικά προγράμματα που προτάσσουν την ενίσχυση των κοινωνικών δομών, της πρόνοιας και της φροντίδας στη θέση «ταγμάτων εφόδου» και «ομάδων κρούσης», μεθόδων καθ’ όλα αναποτελεσματικών και αυταρχικών, και καθόλου ρηξικέλευθων.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

42

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Οι μεταφραστικές επιλογές του Κ. Φιλίνη ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ Από την οπτική της ιστορίας των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών, ο Κώστας Φιλίνης θα μπορούσε να αποτιμηθεί ως αξιοζήλευτος μεταφραστής ομόλογων κειμένων, τα οποία δημοσιεύονται στα ελληνικά και σε εξαιρετικά κατάλληλες χρονικές στιγμές. Όχι, βέβαια, πως και η πολιτική του αρθρογραφία, την ίδια περίοδο, δεν σήμαινε καίριες παρεμβάσεις στην εκδίπλωση αξιοσημείωτων σταθμών της εγχώριας Αριστεράς. Ενδεικτικά στα περιοδικά: Ελληνική Αριστερά (1966), Κομμουνιστική Επιθεώρηση (1971), Τετράδια 72 (Οκτ. 1972). Εδώ θα περιορισθώ όμως στα εξής μεταφραστικά του εγχειρήματα: α) Με την επενέργεια αναζητήσεων που καταγράφονται στην ελληνική αριστερή διανόηση από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, και σε συσχετισμό με τις ευρύτερες ανακατατάξεις που ράγισαν την ιδεολογική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ένα τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ και των διανοούμενων μελών του κατανοεί, επώδυνα και με σπασμωδικούς χειρισμούς, τα αδιέξοδα των πολιτικών επιλογών και τη στενότητα των ιδεολογικών θέσεων ως προς την επαρκή αντιμετώπιση μιας πολυεπίπεδης κοινωνικής και γνωστικής πραγματικότητας. Η μία πλευρά της 12ης Ολομέλειας, που κράτησε για τον εαυτό της με πείσμα τη νόμιμη εκπροσώπηση του κόμματος, διέκρινε στην αναδυόμενη κοσμογονία τη μεταμφιεσμένη απόρριψη του μαρξισμού-λενινισμού, αν και λίγο αργότερα θα εντοπίσει τη ρίζα του αναθεωρητισμού στην ισχνή ιδεολογική δουλειά που εξακολουθούσε (παρά την εκκαθάριση του 1968) να διατηρείται σε «χαμηλό επίπεδο» και να μην ανταποκρίνεται στις «σημερινές απαιτήσεις», ιδίως στους τομείς της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας. Η άλλη πλευρά, που ήδη συγκατατέθηκε απερίφραστα στην ίδρυση Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών στην Ελλάδα και επέδειξε μεγαλύτερη ευαισθησία στην ανάπτυξη κλίματος διαλόγου για την επιστημονική θεμελίωση των πολιτικών αναλύσεων με αντικείμενο πολύπλοκα προβλήματα, ζήτησε να διαλυθεί η περίεργη σιωπή για τους πλούσιους προβληματισμούς που συνεισφέρουν τα ΚΚ της Γαλλίας και της Ιταλίας σε πολιτιστικά θέματα. Κυρίως αξίωσε τον επιστημονικό εκσυγχρονισμό του κόμματος, χωρίς όμως να αμφισβητεί (αρχικά, τουλάχιστον) την αναγκαιότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής του δομής, παρακάμπτοντας την προχειρότητα και τον υποκειμενισμό και δραστηριοποιώντας τους κομμουνιστές διανοουμένους προς την εξυγίανση και την ανανέωσή του στο «πνεύμα της σημερινής κοσμογονικής εποχής». Στην επώδυνη και αντιφατική πορεία ουσιαστικής αυτοκριτικής των εκπροσώπων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως την αποτολμούσε ομάδα στελεχών που κρατούνταν στις φυλακές Κορυδαλλού και την κοινοποιούσε στην έκτακτη Oλομέλεια του ΚΚΕ (εσωτ.), υπογραμμίζεται η ολοσχερής έλλειψη σοβαρών μελετών με αντικείμενο κάποια «νέα σύλληψη των σημερινών προβλημάτων της επαναστατικής πάλης», εφό-

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

σον η εξόριστη ηγεσία (παρά τη χρονική άνεση που διέθετε) εξαντλούνταν σε γενικολογίες, απέκρυβε τις δημιουργικές συζητήσεις και δεν άνοιγε νέους ορίζοντες — ούτε καν η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης δεν είχε συντεθεί προκειμένου να αναδείξει την αληθινή φυσιογνωμία του κινήματος ως αιχμής στην επαναστατική-κοινωνική μεταβολή της χώρας. Χωρίς πρόθεση αυτοκριτικού μαζοχισμού, η βολή προς την ιστορικά διαμορφωμένη τάση για αυτόματη πειθαρχία διαπερνά την αρτηριοσκλήρωση της πρωτοπορίας που επέβαλε η (προ)αντιστασιακή γενιά των καθοδηγητικών οργάνων, και ιδίως τον εμπειρισμό και τον εργατισμό που εκτρέφει την τσιτατολογία και την καχυποψία για κάθε απόπειρα «δημιουργικής έρευνας συγχρόνων προβλημάτων». Αυτά εξηγούν την απουσία κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών εργασιών που να ικανοποιούν το πρόταγμα του Λένιν για τη σύζευξη των επαναστατικών στοιχείων που αποφέρει η εξέλιξη της επιστήμης και της δράσης. Τόσο για την εργατική τάξη όσο και για τους επαναστάτες διανοουμένους, ιδιαίτερα τώρα, όταν στο πεδίο της παραγωγής και της τεχνολογίας συνεχώς διευρύνεται το στρώμα των επιστημόνων και αναπτύσσονται νέες σχέσεις με το κίνημα για τη δημοκρατία και την πρόοδο, συνιστά ύβρη η προσχηματική απόφανση ότι οι εργάτες «δεν καταλαβαίνουν από θεωρία» (τους αρκεί το «ταξικό τους ένστικτο») και ότι στους διανοούμενους βαραίνει η μικροαστική τους συνείδηση. Αξιοπρόσεχτη, τέλος, είναι η πρώιμη αντιμετώπιση του προβλήματος των σχέσεων επιστήμης και ιδεολογίας, κυρίως μέσω των αντιλήψεων του Αλτουσέρ για την οριστική τομή ανάμεσα στην ιδεολογική φάση του νεαρού Μαρξ και την επιστήμη της ωριμότητάς του, που την εγκλείει το Κεφάλαιο. Έτσι, με τη συνδρομή του Ρατζιονιέρι κατά την παρέμβασή του στη συνάντηση που οργάνωσε το περιοδικό Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού, η πρόταση για την αποϊδεολογικοποίηση του μαρξισμού αποτιμάται ως «νόμιμη αντίδραση στις στρεβλωτικές υπερβασίες ενός “ιδεολογισμού” και ενός πολιτικού πραγματισμού», αλλά και ως υπόθαλψη μιας νέας ιδεολογίας που παραβλέπει τη σύνθετη διασύνδεση με την επιστήμη, εμπεδώνοντας μιαν ακρωτηριασμένη μονομέρεια. Με την ανασκευή του θεωρητικού αντιουμανισμού και της σύστοιχης άρνησης του ενεργητικού πυρήνα της ανθρώπινης γνώσης (που επιτελείται στο όνομα της «καθαρής» επιστήμης, μολονότι απολήγει σε μια νέα φορμαλιστική αποστέωση που καταπνίγει την υλιστική διαλεκτική ή το «ελιξήριο της αιώνιας νεότητας»

του μαρξισμού) δεν υπερτιμάται η ανάγκη του εμπλουτισμού της επαναστατικής θεωρίας με τις κατακτήσεις των επιμέρους επιστημών (Μικροφυσική, Μαθηματική Λογική, Κυβερνητική, Γενετική, Ψυχανάλυση, Συγκεκριμένη Κοινωνιολογία), κατά τη γκραμσιανή υπόδειξη ότι η «αλήθεια είναι επαναστατική». Αυτό το περίγραμμα προβληματισμού διεμβολίζει η μετάφραση του βιβλίου του Ζακ Γκυγιωμώ, Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός (Θεμέλιο, Μάρτιος 1967· στο γαλλικό πρωτότυπο «Éditions sociales» 1965). Συνοδευτικά είναι τα κείμενα του Χένρυκ Γκρενιέβσκι, στη Β΄ Εβδομάδα Σύγχρονης Σκέψης (1966, Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών) για την κυβερνητική, τα οποία μεταφράζει επίσης ο Κ. Φιλίνης, και προφανώς το βιβλίο του Θεωρία των παιγνίων και πολιτική στρατηγική (Κείμενα» 1972· είχε ήδη δημοσιευθεί στα ιταλικά ένα χρόνο νωρίτερα, Riuniti 1971). β) Αναλύοντας ο Γκράμσι τη «διπλή φύση του μακιαβελικού Κένταυρου», τη θηριώδη, που χρησιμοποιεί τη βία, και την ανθρώπινη, που αποβλέπει στη συγκατάθεση, δεν απομονώνει την τακτική από τη στρατηγική, τα τωρινά μέσα από τον αυριανό σκοπό, αλλά συμπλέκει την πολιτική βούληση με την πραγματικότητα, τονίζοντας πώς «η μοναδικά ρεαλιστική και ιστορική (storicistica) ερμηνεία της πραγματικότητας είναι μόνον ιστορία σε δράση και φιλοσοφία σε δράση, μόνον πολιτική». Αν ο Μακιαβέλι υπόσχεται να παρουσιάσει τη «verita effettuale della cosa», ο Γκράμσι ενδιαφέρεται για τη δημιουργική αλήθεια που χάρη στη συνειδητή πράξη δένεται με την πραγματικότητα. Το πρόβλημα γι’ αυτόν δεν είναι μια ανανέωση της φιλοσοφικής ταύτισης του «verum» με το «factum», αλλά η διαλεκτική σύνδεση της θεωρίας με την πράξη: «ένα κριτικό γεγονός, όπου η πράξη αποδείχνεται λογική και αναγκαία ή η θεωρία ρεαλιστική και λογική». Η διαλεκτική συμπόρευση της οικονομικής αλλαγής και της πνευματικής αναμόρφωσης βρίσκει τη θεωρητική της θεμελίωση στην ιδέα του ιστορικού συνασπισμού που σχηματίζει η ενότητα βάσης και εποικοδομήματος. Μ’ αυτή την έννοια η ηγεμονία πρέπει να ριζωθεί σ’ ολόκληρο τον κοινωνικό σχηματισμό, από τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις ώς το ιδεολογικό εποικοδόμημα. Έτσι θα εξασφαλισθεί η ταξική κυριαρχία (ως άσκηση εξουσίας) και η πνευματική και ηθική ηγεμονία. Τότε είναι που εμφανίστηκε, μέσω της ιταλικής επιλογής αποσπασμάτων των Τετραδίων της φυλακής, η μετάφραση του Κ. Φιλίνη: Για τον Μακιαβέλι, την πολιτική και το σύγχρονο κράτος (Ηριδανός χ.χ. [= 1974]). Ήδη τμήματα αυτού του κειμένου είχαν φιλοξενηθεί στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση το 1970 και το 1973. γ) Θα αρκεσθώ εδώ σε μια συνοπτική οριοθέτηση του υπόβαθρου των ιδεών που καθιστούν ευανάγνωστη τη σκέψη του Πουλαντζά, ήδη από το Pouvoir politique et classes sociales (1968). Από τον Αλτουσέρ αντλείται η κριτική των «ιστορικιστικών» αναγνώσεων του Μαρξ, στις οποίες το πολιτικό στοιχείο (ό,τι δηλαδή συνθέτει το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα του κράτους) διατηρεί το ρόλο που έχει η έννοια στον Χέγκελ. Ως προς τις συνέπειές του, ο θεωρητικός αριστερισμός της δε-

καετίας του ’20 θεωρείται ο δημιουργός μιας υπερπολιτικοποίησης βολονταριστικού χαρακτήρα που αποτελεί το αντίστοιχο του οικονομισμού μέσα στην ίδια προβληματική. Κατά τη γνώμη του Πουλαντζά, η πρωτότυπη αντιιστορικιστική αντίληψη έγκειται στο ότι το πολιτικό στοιχείο τοποθετείται στη δομή ενός κοινωνικού σχηματισμού: από τη μια πλευρά ως ειδικό επίπεδο και από την άλλη όμως ως κρίσιμο πεδίο, όπου αντανακλώνται και συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις ενός κοινωνικού σχηματισμού. Η πολιτική πρακτική είναι αυτή που μετασχηματίζει την ενότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού, στο μέτρο που το αντικείμενό της αποτελεί το κομβικό σημείο συμπύκνωσης των αντιθέσεων των διαφόρων επιπέδων, που έχουν δικές τους ιστορικότητες και άνιση ανάπτυξη. Τέλος, για τον Πουλαντζά η κοινωνική τάξη είναι μια «έννοια που δείχνει τα αποτελέσματα του συνόλου των δομών, της μήτρας ενός τρόπου παραγωγής ή ενός κοινωνικού σχηματισμού πάνω στα δρώντα πρόσωπα που είναι υποστηρίγματά της». Έτσι η έννοια αυτή δείχνει τα αποτελέσματα της ολικής δομής μέσα στην περιοχή των κοινωνικών σχέσεων. Με την προσφυγή και πάλι στον Αλτουσέρ, ως αποτελέσματα εννοούνται η ύπαρξη του προσδιορισμού των δομών μέσα στις κοινωνικές τάξεις (1968). Αυτή είναι η κεντρική εστία προβληματισμού που περιέχεται στη μετάφραση (Θεμέλιο 1975) του πρώτου τόμου του βιβλίου: Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις. δ) Εκείνοι που προσπάθησαν —τονίζω το: προσπάθησαν— να ξεφύγουν από την εξουσία των ιδεών, ν’ αντικαταστήσουν την πλαστή συνείδηση με την επιστημονική αλήθεια, να εξηγήσουν την ιδεολογική λειτουργία της υπερδομής με την αναπαραγωγή του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού, να διαλύσουν την αυταπάτη του «καθαρού ατόμου», ν’ απομυθοποιήσουν την παγκοσμιότητα της ανθρώπινης ιστορίας, να προσδιορίσουν τα μέσα για την άρση της αποξένωσης, να συνδέσουν διαλεκτικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα και τη θεωρία με την πράξη, ν’ αποκαλύψουν την ιστορικότητα των πνευματικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, να στηλιτεύσουν την απριορική μεθοδολογία, να εγκαταλείψουν το δογματισμό και να καταδικάσουν τον ουτοπισμό, να βάλουν στη θέση του μύθου την επιστημονική γνώση και στο χώρο της θεολογίας την ανθρωπολογία, δεν είχαν την αφέλεια να ονομάσουν τις θεωρητικές τους αρχές ιδεολογία. Σ’ ολόκληρο το έργο τους συναντά κανείς τις εκφράσεις: ιστορικός υλισμός, υλιστική αντίληψη της ιστορίας, επιστημονικός σοσιαλισμός, νέα κοσμοθεωρία, υλιστική κοσμοθεωρία, νέα θεωρία, μέθοδος, διδασκαλία, ζωντανή θεωρία της πράξης. Στόχος ήταν η «ίδρυση του αληθινού υλισμού και της πραγματικής επιστήμης» (1844) που θα εξαφανίσει την ιδεολογία, δηλαδή την «αντιστραμμένη συνείδηση του κόσμου» (15.4.1869), η οποία θεωρεί ουσία τις ιδέες και φαινόμενο την υλική ζωή των ανθρώπων. Έστω και με το εισαγωγικό πλαίσιο του Ζιλμπέρ Μπαντιά, το οποίο συνόδευε τη γαλλική μετάφραση (Éditions sociales 1968), και με την εισαγωγή της ρωσικής έκδοσης του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ (1956), έρχεται ο πρώτος τόμος της Γερμανικής ιδεολογίας των Μαρξ και Ένγκελς (Gutenberg 1975).


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 AΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

43


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

Η Λειψία διαβάζει ΤΗΣ ΑΝΘΗΣ ΒΗΔΕΝΜΑΪΕΡ Μπορεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η έκθεση βιβλίου αυτής της πανέμορφης πόλης, που πιθανότατα χρωστά το σλαβόφωνο όνομά της στις φλαμουριές της (Leipzig, μάλλον από το urbs libzi, δηλ. πόλη με φλαμουριές), να έχασε την πρωτιά από τη Φραγκφούρτη, η ιστορία της όμως αρχίζει τον 17o αιώνα, όταν αποτελούσε το κέντρο του σύγχρονου εμπορίου βιβλίων. Τόσο μεγάλη ήταν η εμβέλειά της που το 1792 ιδρύθηκε το Χρηματιστήριο των Εμπόρων Βιβλίου, για να ρυθμίζει τις χρηματικές συναλλαγές μεταξύ των εμπόρων και των εκδοτών, οι οποίοι κάθε χρόνο κατέφθαναν από όλα τα γερμανικά κράτη με τα διαφορετικά νομίσματά τους. Η φετινή έκθεση βιβλίου της Λειψίας, που παραδοσιακά επικεντρώνεται στη βιβλιοπαραγωγή των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και γενικότερα στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες, όπως και στον αναγνώστη, διήρκεσε από τις 13 ως τις 16 Μαρτίου. Με το μότο «Η Λειψία διαβάζει» διοργανώθηκαν σε 4 μέρες πάνω από 3.000 αναγνώσεις βιβλίων, τόσο στους εκθεσιακούς χώρους όσο και μέσα στην πόλη, ακολουθώντας τη γερμανική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στην παρουσίαση ενός βιβλίου το κοινό δεν πηγαίνει για να ακούσει μεγάλα ονόματα της πολιτικής ή της τέχνης να παρουσιάζουν τον συγγραφέα και το έργο του, αλλά για να ακούσει τον ίδιο τον συγγραφέα να διαβάζει και να σχολιάζει αποσπάσματα από το βιβλίο του. Πέντε περίπτερα στέγαζαν διαφορετικές θεματικές που καλύπτουν τα ποικίλα ενδιαφέροντα των 200.000 επισκεπτών. Ένα αφιερωμένο στην παιδική κι εφηβική λογοτεχνία με χιλιάδες παιδιά και γονείς να ακούν, να διαβάζουν, να ζωγραφίζουν, αλλά και με ειδικούς χώρους για τις μητέρες, να αλλάζουν πάνες ή να θηλάζουν. Ένα με επίκεντρο τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τους νέους εκδοτικούς οίκους, τους συγγραφείς και τους βιβλιοπώλες, αλλά και την τυπογραφία, με μηχανήματα και τυπογράφους να επιδεικνύουν την τέχνη τους σε μια πόλη που φημιζόταν για το πλήθος και την ποιότητα των εκδοτικών της οίκων τους προηγούμενους αιώνες. Σε άλλο περίπτερο, η «Λογοτεχνική γωνιά» της παράλληλης 20ής Έκθεσης Παλιών Βιβλίων, ένας τόπος όχι μόνο για συλλέκτες, αλλά και για νέους και νέες που βυθίζονται σε σπάνια βιβλία καθισμένοι στο πάτωμα. Και τέλος, ένα περίπτερο αφιερωμένο στα μάνγκα, ασφυκτικά γεμάτο, όπου μικροί και λιγότερο μικροί φαν των γιαπωνέζικων κόμικς, μεταμφιεσμένοι σε ήρωες επιστημονικής φαντασίας και παραδοσιακών παραμυθιών, βαμμένοι πράσινοι ή πορτοκαλί από τα μαλλιά ως τα νύχια, περιμένουν υπομονετικά στην ουρά για να τους υπογράψει η αγαπημένη τους μανγκάκα τα συλλεκτικά τους τεύχη. Στο κέντρο της έκθεσης, μια τεράστια γυάλινη γαλαρία με διάφορα στούντιο και συνεχείς ζωντανές εκπομπές των μεγαλύτερων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών της χώρας, όπου τη δεύτερη μέρα γίνεται και η απονομή των βραβείων. Μετά από διάφορες προσπάθειες απονομής κοινών βραβείων με την έκθεση της Φραγκφούρτης, η Λειψία έχει πλέον καθιερώσει τα δικά της βραβεία, για 10η συνεχή χρονιά, ακολουθώντας ίσως λιγότερο mainstream κριτήρια. Το βραβείο λογοτεχνίας παίρνει ο Σάσα Στάνισιτς για το βιβλίο του Μετά τη γιορτή (Nach dem Fest), γνωστός και στην Ελλάδα από το πρώτο του μυθιστόρημα, Πώς επισκευάζει ο στρατιώτης το γραμμόφωνο, που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση του Κώστα Κοσμά. Ο τριανταξάχρονος Στάνισιτς, από τη ΒοσνίαΕρζεγοβίνη, με μητέρα Βόσνια και πατέρα Σέρβο, έφτασε 14 χρονών στη Γερμανία και κατάφερε με την εμιγκρέδικη λογοτεχνία

Η Ανθή Βηδενμάιερ είναι επίκουρη καθηγήτρια μεταφρασεολογίας στο ΑΠΘ.

του να χαρίσει στους Γερμανούς ένα έργο μαγικού ρεαλισμού. Ένα μυθιστόρημα για ένα ξεχασμένο χωριό, ανάμεσα σε δυο λίμνες στη βορειοανατολική Γερμανία, για μια μεγάλη νύχτα, με ιστορίες και μύθους, μια μονόφθαλμη αλεπού και ανθρώπους που ξεχασμένοι από το παρόν προσπαθούν να επινοήσουν ίσως ένα παρελθόν για τον τόπο τους. Το βραβείο μετάφρασης παίρνει ο Ρόμπιν Ντέτγε για τη μετάφραση της Κεντρικής Ευρώπης (Europe Central) του Ουίλιαμ Βόλμαν, που τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ΗΠΑ το 2005 και κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του (γνωστού και ως τραγουδιστή και μπασίστα των Last Drive) Αλέξη Καλοφωλιά το 2011. Πάνω από 1.000 σελίδες με περισσότερες από 750 υποσημειώσεις και πάνω από 100 βιβλιογραφικές πηγές αφηγούνται κυρίως την ιστορία της χιτλερικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας. Ο γερμανικός εκδοτικός οίκος ενέκρινε μάλιστα έναν βοηθό για τον μεταφραστή, ώστε να τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει στην εξαντλητική έρευνα που απαιτούσε η μετάφραση ενός τέτοιου έργου, ενώ εκείνος, συγχρόνως και ηθοποιός θεάτρου, δηλώνει πως στη μετάφραση πρέπει να σκηνοθετήσεις το κείμενο εκ νέου. Τέλος, το βραβείο ειδικού βιβλίου-δοκιμίου απονέμεται στον Χέλμουτ Λέτεν για το βιβλίο του Η σκιά του φωτογράφου (Der

Schatten des Fotografen), όπου αναλύει την πραγματικότητα πίσω από τις φωτογραφίες, δηλώνει ότι οι φωτογραφίες είναι νομάδες που στήνουν τη σκηνή τους εδώ κι εκεί και υποστηρίζει πως χρειάζονται και σχόλια για να αναπτύξουν οι φωτογραφίες τη δυναμική τους. Όπως η παλιά φωτογραφία του εξώφυλλου, που δείχνει μια γυναίκα με φακιόλι να περνά μέσα από ένα ποτάμι σηκώνοντας ελαφρά τη φούστα της και ενώ δίνει την εντύπωση μιας ειδυλλιακής σκηνής, πρόκειται στην πραγματικότητα για μια Ρωσίδα που οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής την στέλνουν να διασχίσει το ποτάμι γιατί υποπτεύονται ότι είναι ναρκοθετημένο. tst Τα βράδια, όταν η έκθεση κλείνει, αναγνώστες, συγγραφείς, εκδότες, ηλικιωμένα ζευγάρια πιασμένα από το χέρι, γιαπωνέζοι πολεμιστές και πράσινες πριγκίπισσες στριμώχνονται στα τραμ, για να συνεχίσουν να γυρίζουν στην πόλη από ανάγνωση σε ανάγνωση σε πάνω από 300 καφενεία, κέντρα ιστορίας ή τεχνών, εστιατόρια ή μπαρ. Στις 7:30 το απόγευμα θα αρχίσει η ανάγνωση του Φρίντριχ Σόρλεμερ, προτεστάντη ιερέα και ακτιβιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, «από τους διαφωνούντες» επί Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, με πραγματικό έργο, όπως δηλώνουν οι αριστεροί φίλοι, σε αντίθεση με τον άλλο, τον σχεδόν άγνωστο σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Γιόαχιμ Γκάουκ. Θα μπορούσε να είναι δικός μας, συμπληρώνουν, αλλά «δεν βολεύεται εύκολα σε ένα κόμμα». Στις 7 η αίθουσα είναι ήδη γεμάτη και επί 90 λεπτά ο θεολόγος μιλά για την απληστία που καταστρέφει την ευτυχία, με τον μοναδικό τρόπο των Ανατολικογερμανών, με αλληγορίες και υπονοούμενα, λέγοντάς τα όλα χωρίς να κατονομάζει τίποτα. Απέναντι ακριβώς, στο Παλιό Χρηματιστήριο, ο Ρότζερ Βίλιεμσεν, δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, σατιρίζει τη Μέρκελ και τον Γκάουκ, κυβέρνηση και βουλευτές, με τον δυτικογερμανικό τρόπο, ονομάζοντας τα πάντα χωρίς περιστροφές, κι ο κόσμος όρθιος μέχρι το προαύλιο, στους 5 βαθμούς Κελσίου, ακούει και γελά. Κι ύστερα από δυο πολιτικές ομιλίες σε δυτικό και ανατολικό στυλ, στο μπαρόκ Χρηματιστήριο χαμηλώνουν τα φώτα κι έρχονται μουσικοί και ηθοποιοί, για να απαγγείλουν ερωτικά ποιήματα ενός άλλου που «δεν βολεύτηκε», του Αυστριακού Έριχ Φριντ, με αυτοσχεδιασμούς στο πιάνο και την κιθάρα. Τα παράθυρα ανοικτά, για να ακούγονται οι στίχοι του ως έξω, και πίσω από μια φλαμουριά η πανσέληνος σκύβει για να ακούσει: εσύ / εσύ / εσύ κι εγώ / ξανά και ξανά / και ξανά... Η Λειψία διαβάζει.

Η «ΟΥΤΟΠΙΑ» ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ Πώς ζει, πώς αγωνίζεται, ποια ιδεολογικά ρεύματα και ποιες μορφές πολιτισμού αντιστοιχούν στη σημερινή κατάσταση της διεθνοποιημένης εργατικής τάξης. Aυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θίγονται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Ουτοπία» (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013, τχ. 105). Γράφουν: Ν. Παπαγεωργίου, Στ. Χριστοδουλάκη, Ι. Καζάκου, Σ. Ρομπόλης, Γ. Κεσίσογλου, Μ. Τζιαντζή, Τ. Μαστρογιαννόπουλος κ.ά.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.