Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Σταύρου Παναγιωτίδη, Γιώργου Παπανάγνου, Κώστα Αθανασίου, Τάκη Γέρου, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Παναγιώτη Νούτσου, Ανθής Βηδενμάιερ ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 782
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Στην καρδιά του σκότους ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ Η πρώτη σελίδα μας έχει σήμερα θέμα τον βασανισμό και τη δολοφονία του Ίλια Καρέλι. Τον άγριο βασανισμό και την άγρια δολοφονία του. Κι ας πέρασαν δύο εβδομάδες. Τα όσα μεσολάβησαν (το τέταρτο μνημόνιο που το είπανε «πολυνομοσχέδιο», το γάλα που το είπανε «φρέσκο», το «επεισόδιο Μπαλτάκου», η έξοδος στις αγορές) δεν μπορούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε ένα από τα μεγαλύτερα στίγματα της Ελληνικής Δημοκρατίας της μεταπολίτευσης. Κι ένα τέτοιο στίγμα δεν ξεθωριάζει — κι ας βρέθηκε εκτός της πρώτης γραμμής της επικαιρότητας. Αντίθετα, όσο σπρώχνεται στα «ψιλά» των εφημερίδων και της μνήμης μας τόσο πιο ανεξίτηλα ντροπιαστικό γίνεται. tst Από την πρώτη στιγμή που το ακούσαμε, το πρωί εκείνης της Παρασκευής, το νέο είχε όλα τα χαρακτηριστικά του δυσοίωνου. Ένας αλβανός κρατούμενος νεκρός, μέσα στις φυλακές, δυο μέρες αφότου σκότωσε έναν δεσμοφύλακα. Μέρα με τη μέρα ο ζόφος μεγάλωνε, καθώς αποκαλυπτόταν ένα ακόμα αποτρόπαιο χαρακτηριστικό: Ότι η δολοφονία δεν ήταν έργο ενός, αλλά πολλών, και ακόμα περισσότερων που παρακολουθούσαν αμέριμνοι. Και άλλων, που μετά δεν έκαναν τίποτα, αλλά τον άφησαν να πεθάνει σα σκυλί — με μόνη φροντίδα να σφουγγαρίσουν τα αίματα, να κρυφτούν τα ίχνη. Ότι όλοι αυτοί —οι πολλοί, οι περισσότεροι και οι άλλοι— ήταν κρατικοί υπάλληλοι. Ότι ο θάνατος δεν επήλθε τυχαία, αλλά από συστηματικό και πολύωρο ξυλοδαρμό. Ότι είχαμε μεθοδευμένο βασανισμό. Ότι έγινε για αντεκδίκηση. Και αποκορύφωμα το βίντεο: μια εικόνα χίλιες λέξεις, μια εικόνα χιλιάδες λέξεις, λέξεις φρικιαστικές που τρυπάνε σαν βελόνες το μυαλό και την καρδιά. Η επιτομή της βαρβαρότητας, Ελλάδα 2014. Και μέσα από όλα αυτά, ένα ερώτημα τριβελίζει το μυαλό: Τι να κάνουμε; Το πρώτο, για μένα, είναι μια στάση. Ένα στοπ. Να σταθούμε λίγο, ένα λεπτό έστω, σ’ αυτό που έγινε. Να το νιώσουμε, να δούμε την εικόνα ατόφια, όχι στο μίξερ των εικόνων της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της πολιτικής που διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη. Να νιώσουμε τη φρίκη. Όπως όταν διαβάζουμε για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, πριν από κάθε ανάλυση (για τη Χούντα, τις μεθόδους, τους σκοπούς και τους στόχους), ξεχειλίζει ο πόνος και η φρίκη. Θλίψη, τρόμος, απελπισία κι ορ-
Ρενέ Μαγκρίτ, «Διάλειμμα», 1927-1928
γή: αυτά είναι τα συναισθήματα για μένα από τη δολοφονία Καρέλι. Κι αμέσως μετά, να σκεφτούμε. Ήθελα να γράψω ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ ΦΡΙΚΗ με μεγάλα μαύρα γράμματα και να γεμίσω μ’ αυτά τη σελίδα, νιώθω όμως ότι δεν φτάνει. Κι ότι εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε, να κάνουμε την οργή και τη θλίψη σκέψη και πράξη. Σκέψεις λοιπόν. α) Να πούμε το πράγμα με το όνομά του: βάρβαρη δολοφονία και βασανισμός από κρατικά όργανα, για λόγους αντεκδίκησης, ενός ξένου, στον κατεξοχήν προστατευμένο, υποτίθεται, χώρο: τη φυλακή. Τίποτα λιγότερο, και ίσως αρκετά περισσότερα (λ.χ. συνέργειες, κυκλώματα σε φυλακές, εμπλοκή της διεύθυνσης). β) Πέφτουμε από τα σύννεφα μ’ αυτό που έγινε; Όχι, αλλά δεν μας αφήνει αδιάφορους. Ξέρουμε ότι βασανιστήρια γίνονται στις ελληνικές φυλακές, ότι ο ρατσισμός και η αγριότητα φωλιάζουν στο σωφρονιστικό μας σύστημα. Αλλά (όπως έγραφα εδώ ακριβώς, πριν μια βδομάδα, για τον Τ. Μπαλτάκο) είναι άλλο να τα υποψιάζεσαι και να τα γνωρίζεις, και άλλο να αποκαλύπτονται ξεκάθαρα και να συμπυκνώνονται, οδηγώντας σε μια βάρβαρη δολοφονία. Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε τους ανήξερους, αλλά ούτε να εθιζόμαστε στην απάθεια, επειδή ξέρουμε. Ας το εξηγήσω μ’ ένα παράδειγμα. Πρώτη σκέψη: Όχι μόνο ο υπουργός, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όφειλε να εκφράσει τον συγκλονισμό του, να αναλάβει τις
ευθύνες του (σ.σ. ούτε καν μια χλιαρή ανακοίνωση δεν έβγαλε). Δεύτερη σκέψη. Μα αυτό είναι εντελώς αφελές! Ο πρωθυπουργός μίλαγε για «ανακατάληψη του κέντρου των πόλεών μας» από τους μετανάστες, η κυβέρνηση προωθεί τις φυλακές «υψίστης ασφαλείας», η Ν.Δ. θεωρεί ότι σωφρονισμός=πάταξη των «εγκληματιών» (ειδεχθείς όλοι τους, βέβαια), ενώ σαρξ εκ της σαρκός της Ν.Δ. και του Α. Σαμαρά είναι ο Τ. Μπαλτάκος και ο Φ. Κρανιδιώτης. Πώς να εκφράσουν δαύτοι τη λύπη τους; Πώς να πάρει θέση ο πρωθυπουργός; Τρίτη σκέψη. Και όμως, θα όφειλε. Όχι από αντιρατσισμό, συμπόνια ή ανθρωπισμό — δυστυχώς, αυτά τα έχουμε χάσει. Αλλά επειδή η δολοφονία του Καρέλι ήταν και δολοφονία του ευνομούμενου κράτους. Κι αυτό δεν πρέπει να παύουμε να το υπενθυμίζουμε: και στον πρωθυπουργό, αλλά κυρίως και στην κοινωνία. γ) Γιατί για ένα τόσο τρομερό γεγονός ο κόσμος σιωπά; Το ερώτημα είναι από τα πιο σοβαρά. Ας ξεφύγουμε από την παρέα, τους φίλους, τους συντρόφους μας (που όλοι ξέρουν και αγανακτούν) κι ας κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα: τα έντεκα εκατομμύρια. Πολλοί μπορεί να μην το ξέρουν καν (ναι, όσο κι αν μας φαίνεται περίεργο), και ακόμα περισσότεροι να μη θέλουν να το μάθουν. Υπάρχουν εκείνοι που κυνικά λένε ότι «αυτά συμβαίνουν» στη σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, κι εκείνοι που χαίρονται για το ξεπάστρεμα του «αλβανού φονιά». Και άλλοι που το ακούνε σαν ένα από τα πολλά, δεν το
ξεχωρίζουν από τα πάμπολλα μίζερα, μαύρα, κακά, που διαπερνούν την καθημερινότητά τους. Και άλλοι που το ξεχωρίζουν, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν — και δεν εξαιρώ τους εαυτούς μας: το ακούμε λιγάκι σαν ζαλισμένα κοτόπουλα ξεσπώντας την οργή μας στο ποτάμι του φέισμπουκ, γράφοντας μύδρους. Κι άλλοι που πιστεύουν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Όλα αυτά τα ετερογενή, συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό· όλες αυτές οι ψηφίδες, εντελώς διαφορετικές και αντίπαλες (άβυσσος χωρίζει εκείνον που επιχαίρει από εκείνον που αισθάνεται ανήμπορος να δράσει) φτιάχνουν ωστόσο την κοινή εικόνα: την απραξία. Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πάνω σ’ αυτήν, καθώς η κατανόησή της αποτελεί όρο της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής· να καταλάβουμε αυτή την απραξία, για να καταφέρουμε να την αλλάξουμε. Θα συνεχίσουμε ίσως σε άλλο φύλλο την κουβέντα. Θα πω μόνο, τελειώνοντας, ότι ενώ πολύ λίγα μπορούμε να περιμένουμε σήμερα από τους θεσμούς (και ακόμα πιο λίγα, αν δεν κινηθούμε), την ίδια ακριβώς στιγμή δεν μπορούμε να τους απεμπολήσουμε. Μπορούμε και πρέπει να τους ασκούμε κριτική, για την εμβάθυνση, τη διεύρυνση και τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό τους, αλλά όχι να τους απεμπολούμε. Και μπορεί να απεμποληθούν με δύο τρόπους. Πρώτον, από τους ακροδεξιούς που θεωρούν ότι η δικαιοσύνη, η αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα πρέπει μόνο να καταστέλλουν στυγνά, να δολοφονούν και να επιβραβεύουν τη βαρβαρότητα. Από αυτούς δηλαδή που θέλουν τους θεσμούς απλώς σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους. Δεύτερον, από εμάς αν, απελπισμένοι —όχι αδίκως— από το χάλι των θεσμών, θεωρήσουμε ότι έχουν μετατραπεί απλώς σε σιδερένιο ενεργούμενο του κράτους και δεν έχει κανένα νόημα η διεκδίκηση αλλαγών σε αυτούς. Μια αντίληψη που οδηγεί είτε στην απραξία είτε στη λογική «φωτιά-φουρνέλο και να καούν τα κάρβουνα». ΥΓ: Η άσκηση κακουργηματικών διώξεων και οι προφυλακίσεις για τη δολοφονία Καρέλι είναι πολύ σημαντικές. Και γίνονται ακόμα πιο σημαντικές, γιατί αυτό που «κανονικά», in vitro, θα ήταν απολύτως δεδομένο, στοιχειώδες και ανάξιο λόγου, στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καθόλου δεδομένο. Έτσι, αυτό που θα έπρεπε να είναι ο κανόνας (η λογοδοσία) γίνεται η εξαίρεση, μέσα στην κανονικότητα της κρατικής αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας.