Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Αλέξη Χαρίτση, Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Χρήστου Τριανταφύλλου, Γιάννη Χαμηλάκη, Κλειώς Παπαπαντολέων, Μαριάννας Τόλια, Αριστείδη Καλάργαλη, Γιώργου Ορφανουδάκη, Μάνου Αυγερίδη, Νίκου Σαραντάκου ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 794
ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΔΕΗ, ενεργειακή δημοκρατία και δημόσιο «νέου τύπου» ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΧΑΡΙΤΣΗ Η εμπειρία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει δείξει ότι με τη δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη αγορά [ηλεκτρικής ενέργειας] επιτυγχάνονται πολλαπλά οφέλη τόσο στον τομέα των επενδύσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, όσο και για τον ίδιο τον καταναλωτή. Αυτά διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου για τη «μικρή ΔΕΗ» που συζητιέται τούτες τις μέρες στη Βουλή. Οι συντάκτες της αποφεύγουν, βέβαια, να δώσουν συγκεκριμένα παραδείγματα από την ευρωπαϊκή αυτή εμπειρία, καθώς αυτά θα οδηγούσαν σε συμπεράσματα εντελώς αντίθετα από εκείνα που επιδιώκουν. Όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες, η ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού κλάδου οδήγησε σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις όξυνσης των ανισοτήτων με επιβάρυνση των φτωχότερων νοικοκυριών και διόγκωση των φαινομένων ενεργειακής φτώχειας. Πιο σκληρές ήταν οι επιπτώσεις στη Βουλγαρία, όπου μια αποικιοκρατικού τύπου ιδιωτικοποίηση οδήγησε στην ενεργειακή κατάτμηση της χώρας σε τρεις γεωγραφικές ζώνες, καθεμία από τις οποίες δόθηκε σε διαφορετική ιδιωτική εταιρεία. Οι ραγδαίες αυξήσεις των τιμών του ρεύματος αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα πρωτοφανών για τα δεδομένα της Βουλγαρίας κινητοποιήσεων που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Μπορίσοφ, τον Φεβρουάριο του 2013. Και εκτός Ευρώπης όμως, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα: πέρα από τη γνωστή κατάρρευση του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Καλιφόρνια (σκάνδαλο Enron), πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστραλία οδήγησε σε αύξηση των τιμών και μείωση της αξιοπιστίας του συστήματος. Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, η νεοφιλελεύθερη απόπειρα συγκεντροποίησης της ενέργειας σε ελάχιστους πολυεθνικούς ομίλους συνυπάρχει με ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο κύμα κινήσεων για την ανάκτηση του δημόσιου και τοπικού ελέγχου του ενεργειακού συστήματος. Στα καθ’ ημάς, ο ετεροχρονισμένος νεοφιλελεύθερος παροξυσμός της συγκυβέρνησης οδηγεί σε εκποίηση του συνόλου σχεδόν της δημόσιας περιουσίας· ωστόσο, στον ενεργειακό κλάδο η ιδιωτικοποίηση έχει ξεκινήσει ήδη από το 1999. Οι συνέπειες έχουν ήδη γίνει ορατές (διαδοχικές αυξήσεις τιμολογίων μεσοσταθμικού ύψους περίπου 80% την τελευταία δεκαετία, σκάνδαλο Energa-Hellas Power με κόστος για το δημόσιο 270 εκατ. ευρώ). Με δεδομένη, μάλιστα, τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στο ενεργειακό σύστημα, αλλά και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, η σημερινή διαδικασία δια-
Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι συντονιστής του Τμήματος Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ηλεκτρονική «Αυγή» και το μπλογκ των «Ενθεμάτων», δημοσιεύεται μια εκτενέστερη εκδοχή, με τεκμηριωτικές σημειώσεις.
μελισμού της αποτελεί την κορύφωση του δεκαπενταετούς δράματος ιδιωτικοποίησης της ενέργειας. Ενώ η αποδόμηση των κυβερνητικών ισχυρισμών για τη σκοπιμότητα της διάλυσης της ΔΕΗ είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, τα πράγματα περιπλέκονται όταν επιχειρούμε, από αριστερή-ριζοσπαστική σκοπιά, να περιγράψουμε τον ρόλο της ΔΕΗ και του δημόσιου συνολικότερα στο δικό μας ενεργειακό και αναπτυξιακό υπόδειγμα. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκή «άσκηση», καθώς μετά από δεκαετίες δικομματικής διαχείρισης προς εξυπηρέτηση πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, μιντιακής συκοφάντησης, αλλά και παρόξυνσης υπαρκτών παθογενειών, στη συνείδηση σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης η ΔΕΗ έχει πάψει να γίνεται αντιληπτή ως δημόσια περιουσία που χρήζει προστασίας. Η σκιαγράφηση μιας διαφορετικής αντίληψης για τον ρόλο και τη λειτουργία της, λοιπόν, είναι κρίσιμη για την κοινωνική απήχηση του κινήματος υπεράσπισής της. Κοινή συνισταμένη των εξελίξεων στο εγχώριο ενεργειακό σύστημα, τα τελευταία χρόνια, είναι το ζήτημα της έλλειψης δημοκρατίας που διατρέχει το σύνολο των πολιτικών: από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις αυξήσεις των τιμολογίων, μέχρι την απουσία διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες για τους υδρογονάνθρακες ή τη χωροθέτηση μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Έτσι, ο μετασχηματισμός του ενεργειακού συστήματος προς ριζοσπαστική κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να έχει στον πυρήνα του το ζήτημα της δημοκρατίας, στην παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, αλλά και ως πλαίσιο διαμόρφωσης ενεργειακού σχεδιασμού και λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, χωρίς να εξαντλεί βέβαια τον πλούτο των μορφών διαβούλευσης, συμμετοχής, απόφασης που πρέπει να εκδιπλωθούν, κατάφερε, ακριβώς, να βάλει στο επίκεντρο το ζήτημα της δημοκρατίας. Ένα πρόγραμμα ενεργειακού μετασχηματισμού πρέπει λοιπόν να αναδεικνύει ως κεντρικό αιτούμενο τον δημοκρατικό σχεδιασμό και έλεγχο του ενεργειακού συστήματος, θέτοντας ως βασικές προτεραιότητες τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την αποκέντρωση, κατά το δυνατόν, του ιστορικά διαμορφωμένου συγκεντροποιημένου μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής. Ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί την ανάπτυξη ενός μακρόπνοου εθνικού σχεδίου ενεργειακής μετάβασης, το οποίο θα εμπλέκει όσο το δυνατόν περισσότερα κοινωνικά υποκείμενα, που θα αποτελέσουν τους φορείς υλοποίησής του. Η συνάρθρωση λοιπόν των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των συνδικάτων εργαζομένων στον ενεργειακό τομέα, των συνεταιρισμών καταναλωτών, των συνεταιριστικών δομών μηχανικών και ερευνητών και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την κεντρική διοίκηση του κράτους είναι η διαδικασία που συγκροτεί μια ευρύτερη έννοια για το δημόσιο «νέου τύπου», χωρίς να το περιορίζει στην κρατική ιδιοκτησία. Με αυτή την έννοια, ο ενεργειακός μετασχηματισμός είναι μια στρατηγική στην οποία το δημόσιο έχει κομβικό ρόλο, ένα
Έργο του Λάρι Ρίβερς, βασισμένο στον «Χορό» του Ματίς, 1993
δημόσιο όμως με εντελώς διαφορετική διάρθρωση και λειτουργία από τη σημερινή. Η ιδιωτικοποίηση άλλωστε της ΔΕΗ δεν συντελέστηκε μόνο με νομοθετικές παρεμβάσεις, αλλά και με τη δημιουργία «θυλάκων» εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων εντός της επιχείρησης. Στον πυρήνα του «δημοσίου νέου τύπου» εγγράφεται και μια «νέα ΔΕΗ» με μια σειρά κρίσιμων λειτουργιών: «κοινωνικά μεροληπτική» τιμολογιακή πολιτική, προώθηση πολιτικών για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, σχεδιασμός και χωροθέτηση μονάδων, αποκατάσταση και παραγωγική ανασυγκρότηση των περιβαλλοντικά επιβαρυμένων λιγνιτικών περιοχών, επενδύσεις στα έξυπνα δίκτυα και στις τεχνολογίες αποθήκευσης, αλλά και συνέργεια και υποβοήθηση —με παροχή τεχνογνωσίας και μέσων— της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην παραγωγή ενέργειας. Μια τέτοια λειτουργία της ΔΕΗ δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καθεστώς «ελεύθερου ανταγωνισμού», όπου ένας κρατικός πυλώνας λειτουργεί υποχρεωτικά με ιδιωτικοοικονομικούς όρους, εντός της ανταγωνιστικής αγοράς, με μοναδικό κριτήριο την κερδοφορία. Κατά συνέπεια, η μετάβαση από μια «ρύθμιση της αγοράς» σε μια «κοινωνική ρύθμιση» του ενεργειακού κλάδου αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει η ΔΕΗ να λειτουργήσει με όρους κοινωνικής αποτελεσματικότητας, εξυπηρετώντας τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους της. Μια τέτοια μετεξέλιξη του ενεργειακού κλάδου θα βρισκόταν σε συνάφεια με το συνολικό πρόγραμμα για τον κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος, αλλά και τις τάσεις διεθνώς για ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου του ενεργειακού συστήματος. Επιπλέον, όμως, η ΔΕΗ και ο δημόσιος ενεργειακός σχεδιασμός πρέπει να ανανεώσουν στελέχη και νοοτροπίες, να κινητοποιήσουν το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό και να διαμορφώσουν μια νέα σχέση κράτους-εργοδότη, συνδικαλισμού και κοινωνίας. Η ΔΕΗ, για δεκαετίες, αποτέλεσε βασικό άξονα του παραγωγικού ιστού της χώρας. Η διατήρησή της είναι αναγκαίος —αν και όχι επαρκής βέβαια— όρος για τη μετεξέλιξή της, από την κυβέρνηση της Αριστεράς, σε έναν επί της ουσίας δημόσιο οργανισμό που θα συμβάλει στην υλοποίηση του προγράμματος παραγωγικού και οικολογικού μετασχηματισμού. Η συγκυρία είναι οριακή και ιστορικά κρίσιμη. Ρόλοι, αρμοδιότητες και λειτουργίες θα πρέπει να επανακαθοριστούν σε εντελώς διαφορετική βάση. Η αποτροπή της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ αποτελεί το εφαλτήριο αυτής της ριζοσπαστικής διαδικασίας.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
28
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Από κάπου μακριά Τις προάλλες η Εθνική Ελλάδος έπαιζε με την Κόστα Ρίκα, κι εγώ, που μισοκοιμόμουνα δίπλα στον γιο μου, μάθαινα για το ματς μέσω των αντιδράσεων της γειτονιάς. Υπήρχε βέβαια, όπως πάντα, κάποιος που υπερίσχυε από τους υπόλοιπους φιλάθλους, κάποιος που τους κάλυπτε με τους αλαλαγμούς του, και ομολογώ πως με είχε μπερδέψει τόσο πολύ που δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε στον αγώνα. Για κάμποση ώρα δεν σκεφτόμουν το γήπεδο αλλά εκείνον τον άνθρωπο που φώναζε με φωνή πρωτόγονου. Τον φανταζόμουν περισσότερο, σαν ένα μεγάλο τριχωτό ζώο που δεν μπορούσε να βολευτεί στον καναπέ του και όλο τιναζόταν ψηλά, φωνάζοντας κάτι ακατάληπτο, για να ξανακαθίσει μετά, έχοντας προσωρινά εκτονώσει τη διέγερσή του. Μετά ο αγώνας έληξε κι εγώ αναγκάστηκα ν’ ανοίξω το ραδιόφωνο για ν’ ακούσω το τελικό αποτέλεσμα: είχαμε χάσει. Σύντομα, οι τηλεοράσεις έσβησαν μαζί με το σούσουρο και η καλοκαιρινή νύχτα επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς. Η αλήθεια είναι πως το καλοκαίρι είναι ένα ηχείο εξαιρετικής ακριβείας. Μπορείς ν’ ακούσεις από τη βεράντα σου τα πάντα, δηλαδή αυτά που θέλεις ν’ ακούσεις και αυτά που δεν θέλεις ν’ ακούσεις: οτιδήποτε συμβαίνει στα γύρω διαμερίσματα έρχεται και κατακάθεται σαν σκόνη πάνω στ’ αυτιά σου με τον ίδιο τρόπο που έρχεται η σκόνη από τη Βόρεια Αφρική ή και από κάπου μακρύτερα, από την Καλκούτα ή τη Βεγγάλη: ένα μωρό που κλαίει, ένα ζευγάρι που μαλώνει και μετά κάνει έρωτα, μια γυναίκα που μουρμουράει ένα τραγούδι, το κουδούνισμα των καθαρών ποτηριών, όταν κάποιο χέρι τα τοποθετεί στο στεγνωτήριο. Αύριο ολοκληρώνεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Μασσαλία (FIDMarseille) και φέτος το πρόγραμμα περιλάμβανε ένα αφιέρωμα στις ταινίες της Μαργκερίτ Ντυράς, σ’ αυτές τις ταινίες που έχουν -όπως και τα γραπτά της- μια κοφτή αισθησιακή προσποίηση που είναι ανακουφιστική για την καθημερινότητά μας και, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, εκνευριστική: γιατί απέχει παρασάγγας από τη ζωή μας και πιστεύω πως θα ήταν μια σκέτη γαλλική εξιδανίκευση του έρωτα αν δεν υπήρχε η απαραίτητη ποσότητα οδύνης την οποία κουβαλάνε οι ήρωές της μέσα σ’ εκείνες τις ζεστές περιοχές στις οποίες κατοικούνε και όπου είναι αιωνίως καλοκαίρι. Στο India Song (1975) το εναρκτήριο πλάνο διαρκεί τέσσερα λεπτά: ο ήλιος δύει αργά πάνω από μια επίπεδη έκταση, που ίσως είναι οι πράσινοι ορυζώνες της Ινδοκίνας, μέχρι που ο δίσκος χάνεται πίσω από τον γκρίζο ουρανό, ενώ μια γυναικεία φωνή τραγουδάει ένα παραπονιάρικο τραγούδι που καταλήγει σ’ ένα κάλεσμα, ένα κάλεσμα ζώου, τόσο μακρινό αλλά και τόσο κοντινό, λες και το ακούς από τη βεράντα σου. Κ’ ύστερα έρχεται η νύχτα. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ο διαδικτυακός πόλεμος για την καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Η γενιά μου (μιλάω γι’ αυτούς που γεννηθήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990) το πρώτο πράγμα που κάνει όταν ξυπνήσει το πρωί είναι να μπει στο Ίντερνετ. Έτσι ενημερωνόμαστε —πολλοί αποκλειστικά—, έτσι επικοινωνούμε, έτσι —μέσα από αυτό το φίλτρο— σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τα κοινωνικά τεκταινόμενα. Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα στο Ίντερνετ είναι κομβικός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πού βρίσκεται η πολιτική, και κυρίως η πολιτική της Αριστεράς; Λόγω της φύσης του μέσου, αλλά και των γενικότερων εξελίξεων, βαρύνουσα σημασία έχουν τόσο αυτό που αποκαλούμε pop culture όσο και το διαδικτυακό χάζεμα. Όπως έχω ξαναγράψει,1 το χάζεμα αυτό συντελεί τα μέγιστα στον τρόπο με τον οποίο φιλτράρουμε τις πληροφορίες και με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με όσα συμβαίνουν on και offline. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο σε όσους δεν αποτελούν μέρος αυτής της κουτούρας, αλλά το περίφημο βαριεστημένο scroll down στο Facebook είναι ο πιο σημαντικός τρόπος για να ενημερωθεί κανείς για την επικαιρότητα και τον δημόσιο λόγο. Ακριβώς πάνω σ’ αυτήν τη βιομηχανία του χαζέματος έχουν αναπτυχθεί πολλά σάιτ και ηλεκτρονικά περιοδικά, παίζοντας με τα όρια ανάμεσα στην υπερτροφία ημιάχρηστων πληροφοριών και την ενημέρωση. Σε ένα καταπληκτικό άρθρο σχετικά με το θέμα, ο Karl Taro Greenfeld αναλύει αυτή την υπερτροφία ως απαραίτητο εργαλείο κοινωνικής εγγραμματοσύνης και συμπεριφοράς.2 Έτσι, σάιτ όπως το Slate ή το Vulture ανεμίζουν το λάβαρο της κουλτούρας (με την ευρύτερη έννοια), γιατί κανείς δεν μπορεί πλέον να επιβιώσει κοινωνικά χωρίς αυτήν. Και στην Ελλάδα τι γίνεται; Η δημοσιογραφία αυτού του τύπου έχει πάρει τα πάνω της ή συνεχίζουμε στο πατροπαράδοτο μοτίβο του ειδησεογραφικού σάιτ; Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Όσοι ασχολούνται με το θέμα, θα έχουν παρατηρήσει πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει αρκετά μεγάλη ροή τέτοιας δημοσιογραφίας στα ελληνικά πράγματα, που έγινε μαζικά γνωστή και αγαπητή μέσα από την ιστοσελίδα της Lifo. Τα «μικροπράγματα» του Άρη Δημοκίδη είναι ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο στο ελληνικό Ίντερνετ, αλλά με γερά θεμελιωμένο παρελθόν στο παγκόσμιο. Παράλληλα, εμφανίστηκαν νέου τύπου σελίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά όπως το Popaganda εμφανίστηκαν, υιοθετώντας μια στρατηγική που βασίζεται στην pop culture και —όχι τόσο συχνά— στην ανάλυσή της. Η σελίδα όμως που άλλαξε το τοπίο, κατά τη γνώμη μου, ήταν το ηλεκτρονική περιοδικό Luben. Εμφανίστηκε το 2012 έχοντας ήδη συγκεντρώσει μερικές από τις ποιοτικότερες ή γνωστότερες περσόνες του ελληνικού Ίντερνετ, έκανε σοβαρή και βαθιά πολιτισμική κριτική με πολιτικό —αριστερό— πρόσημο, και φαινόταν γενικά να θεωρεί την pop culture ως πολύ σοβαρή υπόθεση — όπως και είναι. Για λόγους που δεν αφορούν το άρθρο, η στρατηγική του άλλαξε εδώ και αρκετό καιρό: μετατράπηκε σταδιακά σε ένα άγευστο σάιτ που απλώς ανέβαζε —και συνεχίζει— ανούσια άρθρα στο πρότυπο πολλών σάιτ του είδους, και κυρίως του παγκόσμιου βασιλιά της διαδικτυακής σαχλαμάρας, του Buzzfeed. Απεμπολώντας εντελώς την ουσιαστική πολιτική στόχευση, απέμεινε με μια ασαφή «προοδευτική» αύρα γιατί, για να το πούμε απλοϊκά, δεν είναι cool να είσαι δεξιός στα είκοσί του. Η pop culture είναι πράγματι πολύ σοβαρή υπόθεση, γιατί διαμορφώνει έμμεσα απόψεις και αντιλήψεις. Όταν όμως οι κύριοι καταναλωτές της, δηλαδή οι ηλικιακές κατηγορίες 18-24 και 25-35, έχουν ως επιλογές τα editorials της Lifo ή πλήθος άρθρων που αποτελούν απλώς ηλεκτρονική έκδοση του Κλικ και ανούσια άρθρα με φωτογραφίες από όμορφες γάτες, τότε κάτι δεν πάει καλά για την Αριστερά. Είναι σύνηθες στις πολιτικές διεργασίες της να πέφτει το βάρος σε θέματα άμεσα πολιτικά ή οικονομικά, αγνοώντας ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού. Γι’ αυτό προσπάθειες όπως Το Περιοδικό αξίζουν πολλά συγχαρητήρια, καθώς αφουγκράζονται τους καιρούς και μιλούν για τα πράγματα με τρόπο που δημιουργεί νέα ακροατήρια. Ο αντίλογος που θα ήθελε την Αριστερά να μην πέφτει σε «ποπ» και «λαιφστάιλ» παγίδες συγχέει το κωστοπούλειο κιτς των δύο προ-
Έργο του Maxwell Loren Holyoke-Hirsch
ηγούμενων δεκαετιών με τις σεισμικές μεταβολές στο πεδίο της κουλτούρας και της δημόσιας σφαίρας. Προφανώς, η υπερτροφία της pop culture είναι μια συνθήκη που ευνοεί το άνθισμα απολιτικών ή και αντιπολιτικών αντακλαστικών, αλλά το στοίχημα για την Αριστερά είναι ακριβώς αυτό: να διαμορφώσει φρέσκιες συνειδήσεις, που δεν θα αρνούνται τις παγκόσμιες ροές, αλλά ταυτόχρονα δεν θα παρασύρονται από τις πλευρές τους που ενισχύουν συντηρητικά αντανακλασικά. Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα είναι τα μιλιταριστικά άρθρα του Sploid, όπου, δίπλα σε κείμενα για το σινεμά ή την επιστήμη συναντάμε άλλα που υμνούν το μεγαλείο και τη δύναμη του αμερικανικού στρατού (ένα παράδειγμα: goo.gl/aH9vAk). Η Αριστερά θα ωφεληθεί ιδιαίτερα αν αποφύγει τέτοιους σκοπέλους. Με το μεταπολιτικό απολιτίκ να καλπάζει, η σύμφυρση πολλών ετερόκλητων στοιχείων μοιάζει ο πιο εποικοδομητικός τρόπος για την αποριζοσπαστικοποίηση. Η αντιδιαστολή της «cool» καμπάνιας του «Ποταμιού» σε σχέση με τα θεωρούμενα παραδοσιακά κόμματα μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Από αυτή την άποψη, στρατηγικές όπως το neaellada.gr θεωρώ πως δεν βοηθούν διόλου, αντίθετα απομακρύνουν σημαντικό τμήμα νέων. Το όλο ζήτημα σχετίζεται με την απαραίτητη, κατά την άποψή μου, απαγκίστρωση της Αριστεράς από μια παραδοσιακή αντίληψη για τον δυνάμει αριστερό ψηφοφόρο: χωρίς να υποκύπτει σε πυροτεχνήματα δήθεν καινοτομίας, να αγκαλιάσει τα νέα μέσα και τους ανθρώπους που τα παρακολουθούν� να χρησιμοποιεί τα social media όχι μόνο σαν μια εφημερίδα χωρίς μελάνι, αλλά δυναμικά και χωρίς να φοβάται να εμπλακεί στο θεωρούμενο ως ασήμαντο, pop, μη πολιτικό. Γιατί αν δεν πολιτικοποιήσει η Αριστερά την ποπ κουλτούρα, κάποιος άλλος θα το κάνει. Και τα αποτελέσματα από αυτό, όπως μπορούμε ήδη να διακρίνουμα αμυδρά, μόνο άδηλα δεν είναι.
1 «Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης και η κρυφή γοητεία της καινοτομίας»,
Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας και αρχισυντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού ΣΚΡΑ-punk (skrapunk.com)
ΣΚΡΑ punk, 9.1.2014 (goo.gl/T2riwT). 2 «Faking cultural literacy», Τhe New York Times, 24.5.20014 (goo.gl/udLxwK).
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
29
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Μουσεία της λήθης ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΜΗΛΑΚΗ
Η σχέση ανάμεσα στην αρχαιότητα, την αρχαιολογία και το εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, η ιεροποίηση του κλασικού παρελθόντος και η αφομοίωση μιας δυτικής ιδέας του ελληνισμού από τον γηγενή πληθυσμό έχουν μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. H σύλληψη του νέου Μουσείου της Ακρόπολης ήταν σίγουρο ότι θα επηρεαζόταν εξαρχής από την ποιητική της εθνικής ταυτότητας, αφού η κύρια αναφορά του, η Ακρόπολη των Αθηνών, είναι το πιο ιερό αντικείμενο της ελληνικού εθνικού φαντασιακού. Ταυτόχρονα όμως, είναι αντικείμενο αποθαυμασμού και στη δυτικό φαντασιακό (αρκεί μια ματιά στο σήμα της UNESCO), προορισμός εκατομμυρίων τουριστών απ’ όλο τον κόσμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και οικονομικά, και μια αενάως αναπαραγόμενη και τροποποιούμενη παγκόσμια εικόνα. Υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές Ακροπόλεις: σ’ έναν λόφο στο κέντρο της Αθήνας, σε μουσεία όλου του κόσμου, στη λογοτεχνία, στην τέχνη και τον κινηματογράφο, στη φωτογραφία, στο ίντερνετ (δες το φωτο-μπλογκ www.theotheracropolis.com). Υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές ιστορίες που αφηγείται αυτή η υλικότητα, πολλές διεκδικήσεις και υποθέσεις που έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το αντικείμενο και σύμβολο. Κάποιες επίσημες και από τα πάνω, αρκετές ανεπίσημες, από τα κάτω, κρύφιες , εκουσίως προκλητικές και αμφιλεγόμενες. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η εκθεσιακή λογική του νέου μουσείου και οι δυνατότητες που παρέχει στον επισκέπτη, η αρχιτεκτονική και η μουσειογραφεία του δεν μπορούν να κατανοηθούν απομονωμένα. Δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο κριτικής και να αποδομηθούν αποτελεσματικά, αν δεν συνδεθούν με τις αξιώσεις σύγχρονων διεθνών μουσείων επί του υλικού παρελθόντος και αν δεν ληφθούν υπόψιν και όλες οι άλλες φωνές, παρεμβάσεις και προκλήσεις, πέρα από τις επίσημες. Το νέο μουσείο, πριν ακόμα χτιστεί, από την εποχή που ήταν απλώς ένα όραμα στο κεφάλι της Μελίνας Μερκούρη, και αργότερα το κείμενο ενός διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, είχε συνδεθεί με την υπόθεση της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα. Το τελικό αποτέλεσμα, στην παρούσα του μορφή τουλάχιστον, αντιπροσωπεύει σίγουρα μια χαμένη ευκαιρία να αναδειχτεί μέσα από την υλικότητα η πολύπλευρη βιογραφία της Ακρόπολης, από τη νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας των πολλαπλών και αντιπαρατιθέμενων σύγχρονων διεκδικήσεων. Είναι μια χαμένη ευκαιρία, για παράδειγμα, να εκτεθεί εκείνο το συνυποδηλωτικό και θαυμάσια πολυχρονικό αρχιτεκτονικό θραύσμα του κλασικού Ερεχθείου με την επιγραφή του 1805 στα οθωμανικά, ένα κομμάτι πολύγλωσσο, που διαπερνά εθνοτικά, θρησκευτικά και εθνικά σύνορα, ζωντανό μνημείο μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής και πολυεθνοτικής πρωτεύουσας όπως η Αθήνα (βλ. εικόνα). Προς το παρόν, τα λίγα προκλασικά και μετακλασικά εκθέματα πνίγονται στη θάλασσα της δόξας της κλασικής εποχής και σχεδόν εξαφανίζονται κάτω από το βάρος των ιδανικών του δυτικού κλασικισμού. Ίσως είναι τα θύματα μιας άκριτης πεποίθησης εκ μέρους των υπεύθυνων αρχαιολόγων ότι είναι αυτή η κλασσική δόξα που θα πρέπει να προβάλλεται ως το κύριο εθνικό «όπλο» στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. («Το αντίθετο», είπε ο διευθυντής του μουσείου σε έναν δημοσιογράφο το 2007, «θα άγγιζε το ανώτατο όριο ευνουχισμού», Ελευθεροτυπία, 2.9.2007).
Ο Γιάννης Χαμηλάκης διδάσκει αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον Το κείμενο είναι ελαφρά τροποποιημένη εκδοχή άρθρου που δημοσιεύτηκε το 2011 στα αγγλικά, στο περιοδικό «Antiquity», τ. 85, σ. 625-629.
Αρχιτεκτονικό θραύσμα από το Ερέχθειο της Ακρόπολης, με οθωμανική επιγραφή του 1805
Το μουσείο αυτό χρειάζεται να κατανοηθεί πρωταρχικά ως μια υλική παρέμβαση στην πολιτική της όρασης. Η απευθείας οπτική επαφή με τον Παρθενώνα και την Ακρόπολη ήταν το βασικό επιχείρημα υπέρ της τοποθεσίας που επιλέχθηκε, πάνω από σημαντικά κλασικά, μετα-κλασικά και μεσαιωνικά υλικά κατάλοιπα, που εν μέρει κατέστρεψε και εν μέρει ενσωμάτωσε στο σχέδιό του. Η διαχείριση του βλέμματος είναι το κύριο μέλημα του αρχαιολογικού και μουσειογραφικού του μηχανισμού. Η αρχιτεκτονική με γυαλί επιτρέπει την οπτική επαφή με το μνημείο και την είσοδο του φωτός, αλλά μπορεί να έχει κι ένα άλλο πλεονέκτημα: καθιστά δυνατό τον έλεγχο του οπτικού πανοράματος και την εναλλαγή της θέας που προσφέρεται στους επισκέπτες (προς τούτο οι κουρτίνες και τα πάνελς που κρύβουν τα «άσχημα» μοντέρνα οικοδομικά τετράγωνα και κατευθύνουν το βλέμμα προς την Ακρόπολη). Άλλα κτίσματα, όπως τα νεοκλασικά και αρ νουβώ κτίρια ανάμεσα στο μουσείο και την Ακρόπολη επρόκειτο να κατεδαφιστούν, γιατί κρύβουν τη θέα προς το λόφο, ή μάλλον επειδή δεν ταιριάζουν στο νέο μνημειακό τοπίο που έχει διαμορφώσει το μουσείο. Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων οι τοίχοι του μουσείου και των γύρω κτιρίων έγιναν οθόνες προβολής μιας ταινίας κινούμνων σχεδίων (με τίτλο «Αντικατοπτρισμοί»), στην οποία αγάλματα και παραστάσεις από κλασικά αγγεία «έπαιρναν ζωή». Η επιτήρηση, αλλά και ο αυστηρός έλεγχος της διασποράς των οπτικών σημαινόντων είναι οι άλλες όψεις αυτής της πολιτικής της όρασης πάνω στην οποία εδράζεται το μουσείο: στην είσοδο οι επισκέπτες υπόκεινται σε έλεγχο με ακτίνες Χ και ανιχνευτή μετάλλων και η φωτογράφηση εντός του μουσείου κατά βάση απαγορεύεται, παρά τις κάποιες, τελευταίες ενδείξεις ελαστικότητας. Με σταμάτησαν ακόμα και όταν επιχείρησα να φωτογραφήσω την Ακρόπολη μέσα από το μουσείο. Η απάντηση στις διαμαρτυρίες μου ήταν ότι όταν η φωτογράφηση επιτρεπόταν, τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του, οι επισκέπτες πόζαραν μπροστά από τα εκθέματα μετατρέποντας το χώρο σε σκηνικό του Χόλυγουντ. Η αισθητική ως αισθητηριακή αντίληψη, λέει ο Ρανσιέρ, εί-
ναι εγγενώς πολιτική γιατί έχει να κάνει με την κατανομή του αισθητού, με τι επιτρέπεται να ιδωθεί και τι όχι, τι κρίνεται κατάλληλο να βιωθεί σωματικά και πολυ-αισθητηριακά και τι όχι. Πολλοί είδαν τη δημιουργία αυτού του μουσείου σαν μια εθνική επιτυχία, ένα ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά ταυτοχρόνως σαν την δημιουργία ενός χώρου που θα μπορούσε να στεγάσει περισσότερα εκθέματα – σε σχέση με το παλιό μουσείο - και να επιτρέψει στο κοινό να τα απολαύσει με έναν τρισδιάστατο, κιναισθητικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, το έργο αμφισβητήθηκε απ’ την αρχή, και συνεχίζει να αμφισβητείται: ακτιβιστές βιντεοσκοπούσαν την κατασκευή του μουσείου για να διαμαρτυρηθούν για την καταστροφή των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στα θεμέλιά του και ανέβαζαν τα βίντεο στο YouTube· η επιχειρούμενη κατεδάφιση των αρ νουβό κτιρίων συνάντησε τεράστια αντίσταση στα δικαστήρια, στους δρόμους αλλά και στο Ίντερνετ, και προς το παρόν έχει αποτραπεί· επισκέπτες (μεταξύ αυτών και εγώ) φωτογραφίζουν στα κρυφά μέσα στο μουσείο· και καλλιτέχνες (όπως η Εύα Στεφανή) δημιουργούν εγκαταστάσεις και βίντεο αρτ που επερωτούν τα ιδεολογικά θεμέλια του έργου. Με άλλα λόγια, αυτές οι ανεπίσημες ερμηνείες και παρεμβάσεις, για να θυμηθούμε πάλι τον Ρανσιέρ, παράγουν μια διχογνωμία (dissensus), και επιτρέπουν εναλλακτικές αισθητηριακές εμπειρίες της υλικότητας της αρχαιότητας. Αυτό που ίσως δεν έχουν αντιληφθεί επαρκώς οι υποστηρικτές του έργου είναι ότι το πολιτικό τοπίο σε σχέση με τη διαχείριση της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αλλάξει. Αντί να φιλονικούν για την ιδιοκτησιακό καθεστώς, το πλαίσιο και τις σωστές συνθήκες έκθεσης, ακόμα και την πρωτοκαθεδρία του κλασικού, κάποιοι διεθνείς παίχτες εστιάζουν στην επιθυμία και τη δυνατότητα να κατασκευάζουν παγκόσμιες αφηγήσεις για τους ανθρώπους, τα πράγματα, και την ιστορία. Ο συνομιλητής του Μουσείου της Ακρόπολης σε αυτό το διάλογο, το Βρετανικό Μουσείο, επιχειρεί να αντικρούσει αιτήματα επιστροφής αρχαιοτήτων και αμφισβητήσεις της αυθεντίας του με το να αυτοανακηρύσσεται σε «παγκόσμιο μουσείο» που μπορεί να χωρέσει τον κόσμο «στα χέρια του». Μπορεί να πει την ιστορία όλου του κόσμου με τα εκθέματα που στεγάζει, μια ιστορία που, όπως ισχυρίζεται το μουσείο, μπορεί να ενοποιήσει και να αναδείξει αυτά που είναι κοινά σε έναν όλο και πιο κατακερματισμένο κόσμο. Ωστόσο, αυτή η ρητορική, που επιχειρεί να προβάλει μια συγκεκριμένη, ενοποιητική εκδοχή της ανθρώπινης ιστορίας όπως αυτή φαίνεται από το Μπλούμσπερυ του Λονδίνου, έρχεται κατευθείαν από τις μεγάλες αυτοκρατορικές γιορτές και εκθέσεις του δεκάτου ενάτου αιώνα· και αυτές ήθελαν να κρατήσουν τον κόσμο στα χέρια τους· και να τον κυβερνήσουν. Κι ενώ η συνειρμική δύναμη της υλικότητας αναγνωρίζεται πλήρως και μεταδίδεται επιτυχώς σε εκατομμύρια ανθρώπους μέσα από ραδιοφωνικά προγράμματα όπως η «Ιστορία του Κόσμου σε 100 Αντικείμενα» του Βρετανικού Μουσείου (μεταδόθηκε από το BBC το 2010), η λογική πίσω από το όλο εγχείρημα δεν μπορεί να κρύψει τις νεοαποικιακές της υποδηλώσεις, ειδικά αφού η εθνικιστική και αποικιοκρατική κληρονομιά ιδρυμάτων όπως το Βρετανικό Μουσείο δεν αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Είναι μια λογική που όπως (απ’ ό,τι φαίνεται, επιδοκιμαστικά) παρατήρησαν κάποιοι σχολιαστές του προγράμματος και του βιβλίου που το συνόδευε, επιχειρεί να «ξεχάσει την αποικιοκρατία», να φτιάξει μια εικόνα που αφήνει απέξω την πολιτική και την ιστορία. Λησμονώντας την πολυ-χρονική και πολυπολιτισμική ζωή της Ακρόπολης, στην Αθήνα· λησμονώντας την πρότερη και την τωρινή αποικιοκρατία και ιμπεριαλιστική ιδιοποίηση, στο Λονδίνο. Αυτά είναι μουσεία της λησμονιάς, μουσεία της λήθης. Όπως στην Αθήνα, έτσι και στο Λονδίνο, αυτή η από τα πάνω, επίσημη αντίληψη της υλικής ιστορίας πρέπει να αμφισβητηθεί. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ρενέ Μαγκρίτ, «Διάλειμμα», 1928
Ρενέ Μαγκρίτ, «Πολικό φως», 1926
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
35
Ένας αντισωφρονιστικός παρακώδικας ΤΗΣ ΚΛΕΙΩΣ ΠΑΠΑΠΑΝΤΟΛΕΩΝ Οι ελληνικές φυλακές, εδώ και καιρό, συνιστούν ένα ιδιότυπο πείραμα, καθώς αποτυπώνουν τη σταθερή και αμετακίνητη πρακτική της πολιτείας να διατηρεί έναν χώρο πέρα και έξω από κάθε έννοια δικαιώματος και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και μάλιστα πεισματικά: παρά τις επανειλημμένες καταδίκες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, παρά τη Δημόσια Δήλωση στην οποία προέβη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των ίδιων των σωφρονιστικών υπαλλήλων· και, εντέλει, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη τέτοιων φυλακών από μόνη της αναιρεί εν τοις πράγμασι τον χαρακτήρα του κράτους ως φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Με λίγα λόγια, οι φυλακές έχουν αποκτήσει στη σημερινή Ελλάδα εμπεδωμένα χαρακτηριστικά τριτοκοσμικού κράτους ή χώρας σε εμπόλεμη κατάσταση.
Οι ενδελεχείς μελέτες του Υπουργείου Ως εκ τούτου, η αναφορά στο Προοίμιο της Αιτιολογικής Έκθεσης του νομοσχεδίου για τις φυλακές ασφαλείας ότι «κατά τη σύνταξη των ρυθμίσεων, πέρα από το Σύνταγμα και τους νόμους […] εξετάστηκε ενδελεχώς η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», προκαλεί γνήσια απορία. Διότι, σε αντίθεση με τους διάφορους εγχώριους μύθους και εικόνες που καλλιεργούνται, ότι η φυλακή είναι τόπος «διέλευσης» (λόγω του ευεργετικού υπολογισμού) και ανεμελιάς, τα κείμενα αυτά, τα οποία το Υπουργείο Δικαιοσύνης μελέτησε —και μάλιστα ενδελε-
Η Κλειώ Παπαπαντολέων είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
χώς— καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα: Οι ελληνικές φυλακές είναι τόπος καθήλωσης, αποδόμησης της προσωπικότητας, σωματικού, ψυχικού και ηθικού ευτελισμού και ανακύκλωσης του πληθυσμού τους. Δεν παρέχουν ούτε ασφάλεια ούτε δικαιώματα, ούτε στους κρατούμενους ούτε στους φύλακες. Αυτά γράφουν τα κείμενα, τα οποία ενδελεχώς μελετά το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε από καιρό να έχει καταστεί σαφές στην πολιτεία ότι μόνο ο στρατηγικός σχεδιασμός —και όχι ευκαιριακές ρυθμίσεις δήθεν αποσυμφόρησης— μπορούν να θεραπεύσουν το πρόβλημα των φυλακών. Αυτό σημαίνει αλλαγή παραδείγματος για τις φυλακές και το σωφρονιστικό μοντέλο. Αλλαγή παραδείγματος τιμώρησης. Σημαίνει διεύρυνση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, επέκταση του θεσμού της ημιελεύθερης διαβίωσης, των αγροτικών φυλακών και της κοινωφελούς εργασίας, περιορισμό του εξαιρετικά επαχθούς μέτρου της προφυλάκισης με μείωση του χρόνου κράτησης, εξορθολογισμό του πλαισίου ποινών, τα οποία στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευρέα (π.χ. 5-20 έτη), κατάργηση αδικημάτων ελάσσονος απαξίας, στελέχωση και επέκταση των δομών κοινωνικής επανένταξης κ.ο.κ. Βεβαίως, όλες αυτές οι προτάσεις μοιάζουν παιδικές και αφελείς, τη στιγμή που ψηφίζεται ένα νομοσχέδιο του οποίου η κεντρική πρόταση είναι επί της ουσίας η οριστική μετάβαση από τον —έστω και κατ’ όνομα— σωφρονισμό και την κοινωνική επανένταξη, στην απόλυτη εξουδετέρωση. Το νομοσχέδιο είναι καταθλιπτικό, απολύτως φοβικό, κακότεχνο και αφόρητο, από τυπική και ουσιαστική άποψη: σωρεία προβλέψεων, εξαιρέσεων, αποκλίσεων, άχρηστων περίπλοκων διατάξεων, διαρκής επίκληση της διασάλευσης της τάξης και της ασφάλειας της χώρας (!), πλήρης επανοικειοποίηση της έννοιας της ιδιαίτερης επικινδυνότητας. Κρατούμενοι χωρίς άδεια, με περιορισμένη επικοινωνία με τον έξω κόσμο, χωρίς δικαίωμα σε ευεργετικό υπολογισμό της ποινής. Κρατούμενοι χωρίς καμία δυνατότητα επανένταξης. Κρατούμενοι-όμηροι. Κρατούμενοι-εχθροί.
Το νομοσχέδιο αυτό κατασκευάζει έναν αντισωφρονιστικό παρακώδικα, που υπονομεύει ευθέως τις υπάρχουσες ρυθμίσεις και αναιρεί βασικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου αλλά και του ίδιου του ποινικού δικαίου: έλλειψη εξατομίκευσης, επιβολή νέας ποινής στο στάδιο έκτισης ποινής, διπλή αξιολόγηση και τιμώρηση των ίδιων περιστατικών, αναδρομικότητα (που απαγορεύεται) ουσιαστικού ποινικού νόμου με την αυστηροποίηση της υφ’ όρον απόλυσης για όσους έχουν ήδη τελέσει τις σχετικές αξιόποινες πράξεις.
Τα στατιστικά του εγκλήματος «Στατιστικά στοιχεία και επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν αυτό που αποτελεί κοινό τόπο στις καθημερινές αναπαραστάσεις του εγκλήματος, ότι δηλαδή τα τελευταία χρόνια η εγκληματικότητα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από ποσοτική αύξηση αλλά κυρίως από ποιοτική μεταβολή, συνιστάμενη στη διάπραξη εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται από εγγενή βιαιότητα ή/και διάχυτη επικινδυνότητα που απειλεί ευθέως τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η τάση αυτή έχει καταγραφεί με σαφήνεια τα τελευταία χρόνια τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού ποινικού δικαίου –μέσω της τυποποίησης νέων εγκλημάτων ή θεσμοθέτησης επιβαρυντικών περιστάσεων σε ήδη υπάρχοντα, της αυστηροποίησης των επαπειλούμενων ποινών, κ.λπ.– όσο και σε επίπεδο δικαστηριακής πρακτικής –μέσω της αύξησης των προσωρινών κρατήσεων, των ποινών που επιβάλλονται κ.λπ.». Αυτά αναφέρονται στην Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου. Εάν βεβαίως διαβάσει κανείς τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας, θα διαπιστώσει ότι οι ληστείες είναι λιγότερες και οι ανθρωποκτονίες παραμένουν σταθερά σε χαμηλά ποσοστά (περίπου 150-160 ετησίως). Το στατιστικό στοιχείο όμως το οποίο βρίσκεται πράγματι σε εντυπωσιακή άνοδο είναι το αδίκημα της επαιτείας (από 961 το 2012, 2.318 το 2013), το οποίο μάλλον δεν θέτει υπό διακινδύνευση την ύπαρξη της χώρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μελέτη και σύγκριση στατιστικών συνιστά εργαλείο μεν αναγκαίο αλλά όχι επαρκές, από μόνο του. Συνιστά όμως ένα
δείκτη. Και ο δείκτης αυτός δεν συνάδει με τις διαπιστώσεις του Υπουργείου. Από την Αιτιολογική Έκθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου προκύπτουν όμως δύο πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη προσέγγιση του κρατικού μηχανισμού στο κοινωνικό μέγεθος του εγκλήματος: Πρώτον, ότι η Πολιτεία λειτουργεί φοβικά, και φυσικά αναποτελεσματικά, απέναντι σε μια εγκληματικότητα, προφανώς υπαρκτή, αλλά αδιάγνωστη, ανεξερεύνητη ως προς τα μεγέθη της, τις αιτίες και τα αποτελέσματα, σε μεγάλο βαθμό ιδωμένη όχι με ψυχραιμία και επιστημονικά-αναλυτικά εργαλεία, αλλά μέσα από παραμορφωτικούς φακούς κοινοτοπιών, προκαταλήψεων και παρωχημένων αντιλήψεων. Η ίδρυση φυλακών ασφαλείας «για να κλείσουμε μια για πάντα μέσα τους κακούς» είναι ιδεοληψία· εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα παραδεχτούμε ότι κανείς δεν θα κοιμάται ησυχότερος μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου. Το οποίο, σημειωτέον, εκτός των δύο κυβερνητικών κομμάτων, ουδείς άλλος στηρίζει, και ιδίως κανένας απολύτως κοινωνικός φορέας, επαγγελματική ένωση ή σωματείο. Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο στην Αιτιολογική Έκθεση, είναι ότι με μεγάλη ακρίβεια περιγράφει τους λόγους συμφόρησης των φυλακών: τυποποίηση νέων εγκλημάτων, θεσμοθέτηση επιβαρυντικών περιστάσεων, αυστηροποίηση ποινών, αύξηση (έτι περαιτέρω) προφυλακισμένων. Η Πολιτεία, εάν θέλει να είναι σοβαρή και εάν πραγματικά θέλει ασφάλεια, δηλαδή εγγυήσεις ευπρεπούς διαβίωσης για όλους, πρέπει να ξαναδεί τι είναι έγκλημα και τι είναι ποινή, να ξαναδεί τα μαθηματικά του ποινικού δικαίου. «Αν έχετε τους καλύτερους νόμους, τους καλύτερους δικαστές, τις καλύτερες δικαστικές αποφάσεις αλλά οι λειτουργοί που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεση των ποινών είναι ανίκανοι, τότε μπορείτε να ρίξετε τους νόμους στο καλάθι των αχρήστων και να κάψετε τις αποφάσεις». Αυτά έλεγε ένας γερμανός εγκληματολόγος στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια χρονική περίοδο που οι θεωρίες αλλά και οι πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές ήθελαν να αφήσουν πίσω τους το Μεσαίωνα και όχι να τον εναγκαλιστούν.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
36
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα Όλα τα λάθη της ΟΝΕ, η ίδια η αποτυχία της ως νεοφιλελεύθερου σχεδίου, φορτώθηκαν στις κοινωνίες του Νότου ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΤΟΛΙΑ w Το βιβλίο καταρρίπτει το κυρίαρχο επιχείρημα ότι το κόστος εργασίας στην Ελλάδα και στις χώρες του Νότου είναι αυτό που ευθύνεται για την κρίση του ευρώ. Μπορείς να μας το εξηγήσεις; Το ότι η άνοδος του κόστους εργασίας ευθύνονταν για την κρίση του ευρώ το υποστήριζε η Γερμανία όταν άναβε η κρίση. Είχε διατυπωθεί τότε —τέλη 2010— μια πρώτη ανάλυση για το τι ήταν όλο αυτό που συνέβαινε στην Ευρώπη η οποία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτία ήταν η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Ευρωπαϊκού Νότου έναντι του Βορρά. Από ένα ολόκληρο αναλυτικό σχήμα όμως η γερμανική ηγεσία ξεχώρισε μια παράμετρο, την αύξηση του μοναδιαίου εργασιακού κόστους, και ανήγαγε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας σε αυτήν, γιατί με αυτό το επιχείρημα μπορούσε να στηρίξει την οικονομική πολιτική που επέβαλε και να αποτρέψει άλλες που ήθελε, π.χ., μια όντως ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προβλήματος των τραπεζών. Καθώς όμως η επιβολή μιας καταστροφικής οικονομικής πολιτικής από την Ευρώπη στον Νότο ήταν σκάνδαλο, κάποιοι οικονομολόγοι έθεσαν το επιχείρημα περί κόστους εργασίας υπό διερευνητική αμφισβήτηση. Το βιβλίο παρακολουθεί μια σειρά σημαντικών δημοσιεύσεων που ξήλωσαν βήμα-βήμα αυτή τη θέση. Ο λόγος που τις ξεχώρισα και θεώρησα ότι έπρεπε να γίνουν όλες μαζί βιβλίο είναι ότι αν και σκληρά τεχνοκρατικό υλικό, μοιάζουν με συλλογικό διανοητικό εγχείρημα που κατατείνει σε έναν πολιτικό σκοπό: την υπεράσπιση των εργαζομένων και των κοινωνιών του Ευρωπαϊκού Νότου. Εννιά οικονομολόγοι από την Ευρώπη, την Ασία και τις ΗΠΑ, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, δανείζονται ο ένας από τον άλλο υποθέσεις, εργαλεία και επιχειρήματα και διαμορφώνουν μια γραμμή έρευνας η οποία καταρρίπτει τους γερμανικούς μύθους και αλλάζει ριζικά τις αντιλήψεις όχι μόνο για το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε στα ζητήματα ανταγωνιστικότητας αλλά και για το τι έγινε στην Ευρώπη μετά την εισαγωγή του ευρώ. w Τι έγινε στην Ευρώπη μετά την εισαγωγή του ευρώ; Υποτίθεται ότι το ευρώ θα έφερνε σύγκλιση Βορρά-Νότου. Έφερε απόκλιση. Συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Ένας παράγοντας ήταν η πολύ μεγάλη άνοδος της ισοτιμίας του ευρώ μετά το 2003, το ακριβό ευρώ. Δεύτερος, η εγκατάλειψη από τη γερμανική βιομηχανία των προμηθευτών της στον Νότο και η στροφή προς την Κεντρική Ευρώπη, μετά την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς Ανατολάς. Τρίτος, αυτό που λέμε παγκοσμιοποίηση: δημιουργήθηκαν πολύπλοκες εμπορικές και κεφαλαιακές σχέσεις ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα, δύο ζώνες με διαφορετικά καθεστώτα νομίσματος, επιχειρηματικών μοντέλων, εργασιακών δικαιωμάτων, ακόμη και τύπων εισαγωγών και κατανάλωσης, οι οποίες άσκησαν αρνητικές πιέσεις στο παραγωγικό μοντέλο καταναλωτικών αγαθών του Νότου
ΤΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ Τόλια τη γνωρίζω από τις παλιές καλές μέρες της εφημερίδας «Η Εποχή», όταν και οι δυο μετείχαμε σε αυτό το σπουδαίο εργαστήρι, εργαστήρι γραφής, πολιτικής και σκέψης, που ήταν και συνεχίζει να είναι η «Εποχή». Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που της ζητήσαμε να μας μιλήσει για το βιβλίο της «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα», το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις. Αλλά το ότι πρόκειται για ένα βιβλίο τεκμηριωμένο και παρεμβατικό μαζί, που παρακινεί όποιον θέλει να σκεφτεί κριτικά για την κρίση, την οικονομία και την πολιτική. Πέρα από τα στοιχεία που μας προσφέρει για την κρίση της Ελλάδας (που την εντάσσει στη γενικότερη κρίση του Ευρωπαϊκού Νότου, διακρίνοντας όμως την περίπτωση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας από τις αντίστοιχες της Ιταλίας και της Ισπανίας) προτείνει προοπτικές για το αύριο ή μάλλον το «μεθαύριο», όπως λέει και η ίδια. Ο αναγνώστης —και ο τόμος έχει το προσόν ότι δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να τον προσπελάσεις— θα βρει στοιχεία, ιδέες και σκέψεις για τη χάραξη ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, πάνω από τα χαλάσματα της κρίσης. Δεν θα μιλήσω εδώ για το περιεχόμενο, το εξηγεί η ίδια η Μαριάννα Τόλια, στη συνέντευξη που ακολουθεί. Θα σταθώ μόνο σε δυο σημεία από τον Πρόλογό της, χαρακτηριστικά της οπτικής της. Πρώτον, μας λέει, «αυτή η αφήγηση δεν προτείνεται μόνο για λόγους θεωρητικού ενδιαφέροντος· προτείνεται κυρίως για να εμπνεύσει την πολιτική πράξη». Και, έπειτα, ότι «η ψυχολογική πηγή για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν η αγωνία· η ίδια αγωνία που διακατέχει μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας». Θα πω μόνο ότι, στις σελίδες του τόμου, καταφέρνει να μετατρέψει την αγωνία σε προβληματισμό και σκέψη, με τρόπο γόνιμο και χρήσιμο. ΣΤΡ. ΜΠ.
Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Σχολή μονομάχων», 1953
και είχαν θετική επιρροή στο παραγωγικό μοντέλο κεφαλαιουχικών αγαθών και πολυτελών αυτοκίνητων της Γερμανίας. Όμως ο πιο σημαντικός παράγοντας —και για την κρίση και για την αριστερή κριτική— ήταν οι φούσκες που δημιουργήθηκαν στις οικονομίες του Νότου ως εκ του ίδιου του σχεδίου του ευρώ. w Τι εννοείς με αυτό; Κατά την προετοιμασία για την ΟΝΕ, για να αντικρούσουν τις κριτικές φωνές των οικονομολόγων οι οποίοι προειδοποιούσαν για τους κινδύνους μιας νομισματικής ένωσης η οποία δεν θα ανταποκρίνονταν στα κριτήρια της βέλτιστης νομισματικής ζώνης του Μάντελ, οι σχεδιαστές της κατασκεύασαν μια ας την πούμε νεοφιλελεύθερη υπόθεση για τη λειτουργία του ευρώ. Η υπόθεση αυτή υποστήριζε πως οι αποκλίσεις από τη θεωρία του Μάντελ δεν ήταν πρόβλημα και πως, υπό την προϋπόθεση της σύγκλισης κάποιων βασικών οικονομικών και δημοσιονομικών δεικτών των κρατών μελών, η ίδια η συμμετοχή τους στην ΟΝΕ θα έφερνε σύγκλιση και θα εξουδετέρωνε τους κινδύνους. Είμαστε μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, στην Ευρώπη του 1990, άρα σε ένα δογματικό νεοφιλελεύθερο σύμπαν που πιστεύει στη σοφία της αόρατης χείρας των αγορών αν αφεθούν να κατανείμει σωστά τα κεφάλαια και όπου εξορισμού δεν υπάρχουν φούσκες. Οπότε κεντρική στρατηγική πολιτική των ευρωπαϊκών ελίτ για την επιτυχία της ΟΝΕ γίνεται ο απεριόριστος δανεισμός του ιδιωτικού τομέα και οι διασυνοριακές κεφαλαιακές ροές από το Βορρά προς το Νότο. Αυτό που θέλω να πως είναι πως σε ό,τι έγινε με τις ανισορροπίες Βορρά και Νότου και τα ελλείμματα δεν υπήρχε κανένα στοιχείο έκπληξης� προβλέπονταν από το σχέδιο του ευρώ. Υποτίθεται ότι η αυξημένη ροή κεφαλαίων από τον πλούσιο Βορρά προς το φτωχότερο Νότο θα οδηγούσε σε αύξηση των επενδύσεων και μείωση των αποταμιεύσεων και θα ενίσχυε τις αναπτυξιακές προοπτικές των οικονομιών του Νότου οι οποίες θα είχαν ελλείμματα κατά τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που από το 2001 ως το 2009 θεωρούνταν δείγμα «υγιούς σύγκλισης». Προφανώς αντί για σύγκλιση, είχαμε φούσκες. Με την έλευση της κρίσης λοιπόν, οι ευρωπαϊκές ελίτ αναποδογύρισαν τα νοήματα ώστε να αποκρύψουν τον ρόλο τους. Κι από εκεί που τα ελλείμματα του Νότου ήταν τιμή και καμάρι των κεντρικών τραπεζιτών, απόδειξη της επιτυχίας του ευρώ και σημάδι του ότι «η διαδικασία της σύγκλισης έχει ξεκινήσει», έγιναν ντροπή των κοινωνιών του Νότου, απόδειξη της σπατάλης και της τεμπελιάς των μεσογειακών λαών που «δεν δούλευαν αρκετά», «έζησαν πάνω από τις δυνάμεις τους» κι «έπρεπε να κάνουν θυσίες». Όλα τα λάθη της θεωρίας και της πρακτικής της ΟΝΕ, η ίδια η αποτυχία της ως νεοφιλελεύθερου σχεδίου, φορτώθηκαν στις κοινωνίες του Νότου!.. w Πριν λίγες μέρες μια έκθεση της Deutsche Bank ανέφερε πως δεν είναι η Γερμανία
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
υπεύθυνη για τα προβλήματα των χωρών του Νότου αλλά η Κίνα: η Κίνα ευθύνεται για την κρίση και την υπερχρέωση των χωρών του Νότου επειδή έχει παραγωγή προϊόντων ανταγωνιστικών προς τη δική τους. Τι είναι αυτό; Μπορεί να είναι το επόμενο κυρίαρχο αφήγημα. Αλλάζει η συγκυρία, αλλάζουν και οι γερμανικές επικοινωνιακές ανάγκες. Σήμερα η Γερμανία αντιμετωπίζει τις πιέσεις της Κομισιόν, της Γαλλίας και της Ιταλίας για μείωση των πλεονασμάτων της, με σκοπό να μειωθεί η ισοτιμία του ευρώ. Ο πρόεδρος της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν απάντησε: ξεχάστε το. Όμως η νέα γερμανική άρνηση πρέπει να επενδυθεί με μια νέα ιστορία. Χρειάζεται ένα νέος «κακός» και κατασκευάζεται με τον ίδιο τρόπο που είχαν κατασκευαστεί ως «κακοί» οι μεσογειακοί λαοί το 2011. Η έκθεση της Deutsche Bank, που συν τοις άλλοις, δηλώνει ρητά τον πολιτικό στόχο της (να πάψει η γενικευμένη κριτική εναντίον της Γερμανίας για τον ρόλο της στην κρίση του Νότου), απομονώνει ξανά ένα και μόνο στοιχείο από το νεότερο αναλυτικό σχήμα για την κρίση, αποσιωπά όλα τα υπόλοιπα και λέει: η Κίνα φταίει για όλα, τα προγράμματα του Νότου πήγαν καλά με μόνη την εξαίρεση της Ελλάδας, μιας χώρας με προβληματικό παραγωγικό μοντέλο και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να επωφεληθούν από τη μείωση του κόστους εργασίας. Η DB εξηγεί δηλαδή τώρα την ελληνική κατάρρευση με επιχειρήματα από την ανεξάρτητη έρευνα του 2011 που το Βερολίνο επί τρία χρόνια απωθούσε!... w Τι συνεπάγεται η ανάλυσή σου σε πολιτικό επίπεδο, και ειδικά για μια μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα; Πιστεύω ότι η μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να πάρει αυτή την ανάλυση και να την πάει στην κοινή γνώμη. Στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και στη διεθνή κοινή γνώμη. Δεν είναι δυνατόν να παραμένουν όλα αυτά εντός των ακαδημαϊκών κύκλων και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών κοινωνιών να αφήνουμε την προπαγάνδα του γερμανικού συντηρητικού κατεστημένου να αλωνίζει. Αντί λοιπόν η μελλοντική κυβέρνηση της Αριστεράς να πάει να διαπραγματευτεί το χρέος με τον Σόιμπλε πίσω από κλειστές πόρτες ή να ζητά τη μείωσή του με φυγή στο 1953, να δει πώς οι νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ελίτ φόρτωσαν τα σπασμένα της εσφαλμένης θεωρίας και πολιτικής τους στις κοινωνίες του Νότου, αυτή τη τρομακτική ευρωπαϊκή απάτη, και να το φωνάξει. Ενδεχομένως η κίνηση αυτή να αποδειχτεί και πιο αποτελεσματική στη δημιουργία ευρωπαϊκών κινημάτων και συμμαχιών τα οποία χρειάζεται μια ελληνική κυβέρνηση της Αριστεράς. Ή τουλάχιστον στη διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών του αντιπάλου. ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ, 1915-2014
Έργο του Ρόυ Λιχτενστάιν
Το βιβλίο της Μ. Τόλια «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα. Έρευνες και προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο του ευρώ» κυκλοφορεί από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις. Στον τόμο, στην ενότητα Προσεγγίσεις, ο Στ. Μάνος, ο Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ο Αλ. Παπαδόπουλος, ο Γ. Παπανικολάου, ο Π. Λινάρδος-Ρυλμόν και ο Γ. Τόλιος σχολιάζουν τα ερευνητικά κείμενα της Μ. Τόλια που ακολουθούν.
Εκλογές στο «κόκκινο νησί» ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗ «41,77% συγκέντρωσε η Αριστερά στη Λέσβο, στις περιφερειακές εκλογές», έγραψε η τοπική εφημερίδα Εμπρός. Το ψηφοδέλτιο που υποστηρίχτηκε από τον Σύριζα πήρε 21,89%, του ΚΚΕ 14,25%, της Δημάρ 3,48% και της Ανταρσύα 2,15%. Σχεδόν 42% πήραν τα ίδια κόμματα στις ευρωεκλογές, από τα οποία μόνο ο Σύριζα αύξησε το ποσοστό του σε 27,88%, ενώ και τα τρία άλλα μείωσαν τη δύναμή τους. Βεβαίως όλοι συμφωνούμε ότι δεν γίνεται αυτή η πρόσθεση, γιατί υπάρχουν πολιτικές και άλλες διαφορές ανάμεσα στα κόμματα και στους αυτοδιοικητικούς συνδυασμούς. Όμως ο προσδιορισμός Αριστερά είναι υπαρκτός, δεν γίνεται να μην αναφερθεί, ούτε και να απαλειφθεί. Αν εξετάσουμε την πολιτική ιστορία της Λέσβου, θα διαπιστώσουμε το προοδευτικό και αριστερό πολιτικό πρόσημο που έχει το νησί διαχρονικά. Αυτό καταγράφεται από τις πρώτες εκλογές μετά την Απελευθέρωση του νησιού (1912) που έγιναν το 1915 μέχρι και σήμερα. Στις εκλογές τον Μαΐου του 1915 και τις 11 έδρες καταλαμβάνουν βενιζελικοί βουλευτές. Στις εκλογές τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου που έκανε η κυβέρνηση Γούναρη και απείχαν οι Φιλελεύθεροι η αποχή ήταν 90%. Και το 1920 οι 12 βουλευτές που εκλέγονται είναι Φιλελεύθεροι. Στις συμπληρωματικές εκλογές τον Ιούλιο του 1931 έχουμε την πρώτη ένδειξη σημαντικής παρουσίας της Αριστεράς με ποσοστό 21,39%, το οποίο ανησύχησε τους πολιτικούς αντιπάλους στη Λέσβο και στην Αθήνα.1 Στις υπόλοιπες εκλογές μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά τα εργατικά και αγροτικά κόμματα παίρνουν ποσοστά από 15 έως 32%. Στις εκλογές τον Ιανουάριο του 1936 εκλέγεται, με το Παλλαϊκό Μέτωπο, ο πρώτος κομμουνιστής βουλευτής του νομού ο Μιχάλης Τυρίμος. Μετά τον πόλεμο υπάρχει σημαντική εκλογική παρουσία της Αριστεράς, κι αυτός είναι ο λόγος που χαρακτηρίστηκε η Λέσβος «κόκκινο νησί». Τον Μάρτιο του 1950, αμέσως μετά τον Εμφύλιο, η Αριστερά με το ψηφοδέλτιο της Δημοκρατικής Παράταξης έρχεται πρώτη με 21,83% και εκλέγει δύο βουλευτές, τον δημοσιογράφο Θείελπι Λευκία και τον γνωστό συγγραφέα Ασημάκη Παν-
σέληνο. Στις ίδιες εκλογές το Κόμμα των Χιτών πήρε 9,83%. Τον Σεπτέμβριο του 1951 η ΕΔΑ με 26,46% έρχεται δεύτερη και εκλέγει τον Ηλία Ηλιού, όμως επειδή ήταν εξόριστος τη θέση του πήρε ο Γιώργος Σίμος. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 η Αριστερά παίρνει 38,79% αλλά λόγω πλειοψηφικού συστήματος δεν εκλέγει βουλευτή. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι οι εκλογές που έγιναν τον Φεβρουάριο του 1956. Η Αριστερά και το Κέντρο συνασπίζονται στη Δημοκρατική Ένωση, παίρνουν 62,56% και εκλέγουν πέντε βουλευτές μεταξύ των οποίων οι Ηλίας Ηλιού και Παναγιώτης Γλιγλής. Στις επόμενες εκλογές, τον Μάιο του 1958, η ΕΔΑ, που τότε αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, παίρνει 42,15% και εκλέγει 3 βουλευτές, τους Ηλιού, Γλιγλή και Μίμη Γαληνό. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 («της βίας και νοθείας») η Αριστερά με το ΠΑΜΕ (ΕΔΑ και Αγροτικό Κόμμα) παίρνουν 25,41% και εκλέγονται οι Ηλιού και Θεόφραστος Παππάς. Ομοίως στις εκλογές του 1963 η ΕΔΑ παίρνει 31,02% και του 1964 29,57%. Χαρακτηριστικό όλων των εκλογών ήταν η συνεργασία των διάφορων αριστερών πολιτικών χώρων. Ξεχωριστή περίπτωση συνεργασίας αποτελούν οι δημοτικές εκλογές στον δήμο Μυτιλήνης. Ο Απόστολος Αποστόλου, ο δάσκαλος, δεν εκλέχτηκε δήμαρχος, πέντε ολόκληρες τετραετίες, μόνο με τις ψήφους των κομμουνιστών. Συνεργάστηκαν κομμουνιστές, αριστεροί, σοσιαλιστές και δημοκράτες προοδευτικοί πολίτες. Κι όπως γράφει στα απομνημονεύματά του, στις εκλογές του 1978, «οι δημοκρατικές δυνάμεις κατεβαίνουν ενωμένες, με υποψήφιο δήμαρχο τον Αποστόλου». Τώρα διαφαίνεται ότι η ιστορία χτυπά την πόρτα της Αριστεράς. Όχι για να αυξήσει την εκλογική της δύναμη, αλλά για να κυβερνήσει. Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, όσοι θέλουν και μπορούν πρέπει να της ανοίξουν. Τα μεμονωμένα ποσοστά, όσο κι αν αυξηθούν, είναι για καταγραφή και σχολιασμό. Πρέπει να επιτευχθεί μια ενωτική πορεία των αριστερών δυνάμεων. Κι αν δεν θέλουν οι ηγεσίες, αυτό πρέπει να επιτευχθεί στη βάση. 1 Βλ. Αριστείδης Καλάργαλης, «Ο φόβος της
Αριστεράς», Ενθέματα Αυγής, 18.5.2014.
Ο δεσμός ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Υπάρχει ένας δεσμός της γλώσσας με το ένστικτο της ελευθερίας, λέει ο Καρτέσιος. Υπάρχει η δυνατότητα που έχει η γλώσσα να δημιουργεί καινούργιες εκφράσεις, ελεύθερα, ικανές να μεταφέρουν νέες ιδέες, χωρίς όρια και πέρα από εξωτερικούς καταναγκασμούς. Ο Διαφωτισμός είναι αυτός που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει αυτόν τον δεσμό της γλώσσας με την ελευθερία και να αντλήσει από αυτόν το συμπέρασμα πως μια κοινωνική και πολιτική δομή που καταπιέζει το ένστικτό της αυτό δεν μπορεί να είναι νόμιμη - εφόσον η πίεση μεταφέρεται, μέσω του δεσμού, σε μία εγγενώς ανθρώπινη ιδιότητα που είναι η γλωσσική έκφραση. Υπάρχει ωστόσο και το «αντίστροφο», και είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα, όπου το άλλον έτερον του δεσμού, η γλώσσα, είναι εκείνο που μάλλον υφίσταται την πίεση, την έκπτωση, τον καταναγκασμό. Με τρόπο μάλιστα υποβολιμαίο πια, ασύγγνωστο, «κρυφό» αν και σαρωτικό- και όχι απροκάλυπτα δυναστικό, ανενδοίαστο και επιβλητικό, όπως εκείνος ο επί του ενστίκτου της ελευθερίας, ο παλαιότερος... Το ερώτημα είναι εάν αυτή η αντιστροφή, η οποία σηματοδοτείται από τη δυσλειτουργία του λόγου, από αυτήν την άμεση πια καταπίεση της ανθρώπινης γλωσσικής ιδιότητας (καταπίεση που διαστρέφει και περιορίζει την ανθρώπινη έκφραση σε απολύτως ελλειπτικά και άμεσα, ψηφιακά -και ψηφιοποιημένασχήματα, σε τηλεοπτικούς αχούς και αψιμαχίες του αέρα και την επικοινωνία σε επιδοκιμαστικές μικρές παλάμες με ανασηκωμένο τον αντίχειρα και χαμογελαστές κίτρινες φατσούλες και κόκκινες καρδούλες), είναι ικανή να εκμαυλίσει το ίδιο το ένστικτο της ελευθερίας. Πρόκειται για κείνον τον όρο του δεσμού, για τον οποίο, δυστυχώς, δεν μας παρέχεται κανένα αξιόπιστο εχέγγυο διαχρονικά, ούτε από την Ιστορία αλλά ούτε και από τη φυσιολογία, ότι αποτελεί μια σύμφυτη στο ανθρώπινο γένος ιδιότητα. Εξάλλου, μόνη η Ποίηση θα μπορούσε τούτο με αξιώσεις να το επαγγελθεί... ακριβώς εκείνη που είναι άρρηκτα δεμένη με τη γλώσσα - τον άλλον όρο, που υφίσταται τώρα την καταστροφή. «Όλες μου οι αρχές συντρίφτηκαν από την εμπειρία και πάνω απ’ τα συντρίμμια τους δεν ήθελα ούτε δάσκαλο ούτε δικαστή ούτε πατέρα παρά ένα φίλο και κρύφτηκα πίσω απ’ τη γλώσσα - θα γκρεμιζόντουσαν οι μύθοι»
Ο Ηλίας Ηλιού στην προκυμαία της Μυτιλήνης με υποψήφιους βουλευτές της ΕΔΑ. Αρχές 1964.
(Νίκος Παναγιωτόπουλος, «Το Σύσσημον»)
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
6 IOYΛΙΟΥ 2014
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Ρενέ Μαγκρίτ, «Το τέλος του στοχασμού», 1927
Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή τον ξεπουλάμε ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ
Ο σκοπός και τα μέσα, ξανά ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΑΥΓΕΡΙΔΗ Την Τρίτη που μας πέρασε, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και πολιτικός αναλυτής Νίκος Μαραντζίδης δέχτηκε επίθεση από ομάδα ατόμων ενώ έπινε καφέ μ’ έναν γνωστό του. Το περιστατικό πήρε δημοσιότητα και σχολιάστηκε εκτενώς στον Τύπο και τα social media. Τι είναι όμως σημαντικό να πει κανείς γι’ αυτό και πού επικεντρώθηκε ο δημόσιος σχολιασμός των τελευταίων ημερών; Θα ξεκινήσω απ’ το δεύτερο. Γράφτηκαν πολλά για το επιστημονικό έργο, την ακαδημαϊκή διαδρομή και τις πολιτικές απόψεις του Μαραντζίδη, συζητήθηκε ξανά το ζήτημα της βίας (πολιτικής και μη), σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως η άθλια πολιτική και μιντιακή διαχείριση του περιστατικού και, τέλος, το ίδιο το γεγονός της μεγάλης δημοσιότητας που πήρε μια περίπτωση άσκηση βίας, σε σχέση με πολύ χειρότερες που δέχονται καθημερινά άνθρωποι χωρίς την αναγνωρισιμότητα και το στάτους του καθηγητή: η βία, θεσμική και εξωθεσμική, απέναντι σε εργαζόμενους, μετανάστες, ομοφυλόφιλους, αγωνιστές και κάθε λογής διαμαρτυρόμενους, αγνοείται, θάβεται στα ψιλά των μεγάλων μίντια ή ακόμα χειρότερα αντιστρέφεται, διαστρεβλώνεται, κάνει τους θύτες να μοιάζουν θύματα στο πλαίσιο ενός επικοινωνιακού πολέμου χωρίς όρια τα τελευταία χρόνια. Με πολλά απ’ όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν συμφωνώ και θα είχα κι εγώ να πω· δεν είμαι ουδέτερος. Μπορούμε και πρέπει να τα συζητήσουμε αυτά, όχι όμως σε σχέση με το περιστατικό της Τρίτης· θεωρώ ότι είναι η χειρότερη βάση για να τα συζητήσουμε, όπως επίσης πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να επη-
ρεάζουν την άποψή μας για το περιστατικό. Αν και η αυτονόητη ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να είναι αρκετή, ίσως χρειάζεται να επιμείνουμε λίγο· να πω λοιπόν ξεκάθαρα το εξής: Η πρακτική να πηγαίνεις και να ρίχνεις ξύλο σε κάποιον που κάθεται και πίνει τον καφέ του είναι τουλάχιστον επικίνδυνη και σίγουρα δεν ανήκει στη λογική και τις αξίες της δικής μας Αριστεράς, όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται οι φορείς της. Σε μια καλύτερη κοινωνία απ’ αυτή που ζούμε —όπου καλύτερη σημαίνει δικαιότερη και πιο ανθρώπινη— ο Νίκος Μαραντζίδης θα μπορεί να μελετάει τα αντικείμενα που επιλέγει με όποιον τρόπο θέλει, να εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις δημόσια χωρίς να τρώει σφαλιάρες. Σε διαφορετική περίπτωση, νικά για ακόμη μια φορά ο αυταρχισμός και η καταστολή. Πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις με τέτοιου είδους προτάγματα υπάρχουν ήδη αρκετές, δεν χρειάζονται άλλες. Και, πάντως, δεν (μπορεί να) νοείται η Αριστερά ανάμεσα σ’ αυτές. ΥΓ. Όταν η ΝΔ το πρώτο που έχει να πει είναι «να καταδικάσουν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ την επίθεση» δείχνει ότι πολύ μικρό ενδιαφέρον έχει και για τη βία και για τη μη βία και για την επίθεση και για τον Μαραντζίδη· η μέριμνά της είναι, για άλλη μια φορά, να κουνήσει το δάχτυλο στην Αριστερά. ΥΓ2. Όσο άθλιες και υποκριτικές (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και παραληρηματικές) και αν βρίσκουμε τις αντιδράσεις των μίντια, αυτό δεν μπορεί να μας κάνει να σωπάσουμε για την επίθεση ή να πετάξουμε την μπάλα στην εξέδρα, αλλάζοντας θέμα. Γιατί αυτό θα ήταν επιτυχία τους.
Πολλά θέματα θα μπορούσε να διαλέξει κανείς για το άρθρο τούτου του μηνός, και ομολογώ πως στην αρχή φλερτάρισα με την ιδέα να γράψω για μια λέξη μουντιαλική, αλλά αντιστάθηκα στον πειρασμό και, αφού έχουμε μπει στο καλοκαίρι, διάλεξα κι εγώ ένα θέμα καλοκαιρινό, και ειδικότερα μια λέξη που συνδέεται με κάτι που αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός για μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μας και που πρόκειται να γίνει ακόμα πιο άπιαστο σε περίπτωση που ευοδωθούν τα κυβερνητικά σχέδια· θα το καταλάβατε, εννοώ τη λέξη «αιγιαλός», που αποτελεί το αντικείμενο του νομοσχεδίου για την «οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας», ένα νομοσχέδιο που έχει δεχτεί τα πυρά της αντιπολίτευσης αλλά και πολλών βουλευτών της συμπολίτευσης. Η λέξη αιγιαλός είναι αρχαία, μάλιστα πανάρχαιη αφού αναγνωρίστηκε στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β. Στην Ιλιάδα (4.422) ο Όμηρος μιλάει για τον πολυθόρυβο γιαλό (αιγιαλώ πολυηχέι). Είχαν μάλιστα και μια παροιμία οι αρχαίοι, «αιγιαλώ λαλείς», μιλάς στον βρόντο θα λέγαμε σήμερα. Φαίνεται περίεργο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο αιγιαλός ετυμολογείται από ένα κατοικίδιο ζώο, αφού, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία προέρχεται από συγχώνευση σε μία λέξη της αρχαίας φράσης «εν αιγί αλός» (στην ακροθαλασσιά, αλς είναι η θάλασσα), όπου «αίγες», δηλαδή κατσίκες λέγονταν τα ορμητικά κύματα. Ένας αρχαίος συγγραφέας μάλιστα εξηγούσε: «και γαρ τα μεγάλα κύματα αίγας εν τη συνηθεία λέγομεν». Αυτό μπορεί να μας παραξενεύει λίγο στην αρχή, αν όμως σκεφτούμε ότι και σήμερα τα κύματα τα λέμε «προβατάκια» δεν είναι και τόσο περίεργο. Μάλιστα, ίσως η παρομοίωση με τα σαφώς πιο άταχτα και ευκίνητα κατσίκια να είναι πιο εύστοχη. Από την ίδια παρομοίωση πρέπει να πήρε το όνομά του και το Αιγαίο πέλαγος, το πολυκύμαντο, ενώ βέβαια από τη ρίζα της αίγας δεν έχουμε μόνο τα αιγοπρόβατα, τον αίγαγρο, τον αιγόκερο και τον αιγοβοσκό, αλλά και την αιγίδα, την κατσικοπροβιά που ενίσχυε την ασπίδα του Δία, από το δέρμα της αγαπημένης του Αμάλθειας, που μας έχει δώσει μεταφορικά την έκφραση «υπό την αιγίδα» που χρησιμοποιείται για εκδηλώσεις
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στo www.sarantakos.com.
κτλ. που γίνονται με την υλική ή ηθική υποστήριξη κάποιου φορέα. Από τον αιγιαλό λοιπόν, που μέσα στα χρόνια έχασε δυο συλλαβές, την αρχική του και άλλη μία από τη συνίζηση, φτάσαμε, ήδη στα βυζαντινά χρόνια, στον σημερινό γιαλό, που είναι λέξη δίφατση, αφού σημαίνει και τις δυο πτυχές του ίδιου πράγματος, τόσο το κομμάτι της θάλασσας που εκτείνεται κατά μήκος της ξηράς, όσο και το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας. Η άκρη του γιαλού, η ξηρά στις παρυφές της θάλασσας, είναι το ακρογιάλι, που το λέμε και περιγιάλι, που προέρχεται από το ελληνιστικό «παραιγιάλιος» (παραθαλάσσιος) και παρασυνδέθηκε με την πρόθεση «περί». Η λέξη «γιαλός» είχε και μια σύντομη διεθνή σταδιοδρομία, αφού στα τουρκικά yalι είναι η ακτή (δάνειο από κάποιον τύπο «γιαλή») αλλά έτσι ονομάστηκαν επίσης τα αρχοντικά που έχτιζαν στον Βόσπορο και στα Πριγκιποννήσια οι πλούσιοι της Πόλης, κάποιοι από αυτούς Ρωμιοί. Τα γιαλιά ήταν ξύλινες επαύλεις πάνω στον γιαλό, και η λέξη «γιαλί» πέρασε, έστω και σε περιορισμένη χρήση, στα ελληνικά ως είδος αντιδανείου. Μεγάλη η παρουσία του γιαλού στη δημοτική ποίηση και στις παροιμίες. Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κόρην αγαπώ· γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε, δυο πασίγνωστοι στίχοι. Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, δηλαδή τις καλές πράξεις πρέπει να τις κάνει κανείς χωρίς να τις διαλαλεί και χωρίς να περιμένει ανταπόδοση. Και βέβαια, ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, ειρωνική παροιμία για τον πεισματάρη που δεν θέλει να παραδεχτεί πως έχει χαράξει λάθος πορεία και θεωρεί εξίσου πιθανή κάποια σπανιότατη γεωγραφική ανωμαλία που τον εμποδίζει να φτάσει στον προορισμό του. Στην Ερωφίλη του Χορτάτζη υπάρχει ο στίχος «χτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα» σαν ένδειξη της ανεκπλήρωτης υπόσχεσης, αλλά από τότε η οικοδομική τεχνολογία έχει κάνει προόδους. Με το καινούργιο νομοσχέδιο που βρίσκεται στα σκαριά, όχι μόνο πύργοι αλλά και μεγαθήρια θα χτιστούν πάνω στον γιαλό – έχουμε δει άλλωστε τα χαΐρια της Ισπανίας. Για να μη γίνει απρόσιτη ακόμα και αυτή η πιο απλή καλοκαιρινή ψυχαγωγία, για να μη βλέπουμε τη θάλασσα πίσω από τις περιφράξεις των μεγαλοξενοδόχων, πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι αρμενίζουν στραβά.