m11672

Page 1

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 9

diplomatique

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Άμεση η ανάγκη διαχωρισμού λιανικών και επενδυτικών τραπεζών Του Dominique Plihon*

«A

ΓΑΛΛΙΑ: EΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ

Σοσιαλ-ηττοπάθεια α λα γαλλικά Παρ’ όλο που μερικές φορές κατηγορείται για απραξία, ο κ. Φρανσουά Ολάντ διόλου δεν χρονοτρίβησε από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία. Στον Φρανσουά Μιτεράν είχαν χρειαστεί δύο χρόνια για να κάνει τη στροφή στη λιτότητα, το 1983, μετά από μερικές διόλου αμελητέες δομικές μεταρρυθμίσεις. Στον δεύτερο σοσιαλιστή πρόεδρο της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας χρειάστηκαν μόλις έξι μήνες προκειμένου να διαπραγματευθεί τη φιλελεύθερη στροφή με τον ενθουσιασμό νεοφώτιστου. Με εκείνες τις κινήσεις του, ο πρώτος εξέφρασε την εγκατάλειψη των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, των αιωνίως ξεχασμένων. Ο επίγονός του πρόσθεσε σε αυτήν και το διαζύγιο με ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων. Ένα διαζύγιο που γίνεται ακόμα πιο επώδυνο υπό το φως του πρόσφατου σκανδάλου Καουζάκ (βλ. σελ. 43) Της Martine Bulard*

O

αρθρογράφος της οικονομικής εφημερίδας Les Echos, Ζαν-Μαρκ Βιτορί, δεν έκρυβε την ικανοποίησή του μετά το ταξίδι του προέδρου στην Ντιζόν, στα μέσα του Μαρτίου: «Ο Φρανσουά Ολάντ σχεδιάζει με μικρές, επιλεκτικές κινήσεις, μια εξαιρετικά φιλόδοξη πολιτική, ειδικά για μια κυβέρνηση της Αριστεράς: γενική επανεξέταση της κοινωνικής προστασίας, σμίκρυνση των ορίων του κράτους, άνοδο της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα, σε βάθος ανανέωση του κοινωνικού δια-

* Η Martine Bulard είναι δημοσιογράφος της Le Monde Diplomatique.

λόγου. Μια θαρραλέα επιλογή προς μια φιλελεύθερη πολιτική της Αριστεράς1»... την οποία έχουμε αρκετή δυσκολία να ξεχωρίσουμε από μια φιλελεύθερη πολιτική της Δεξιάς. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Φ. Ολάντ, όπως και ο Νικολά Σαρκοζί πριν από αυτόν, συγχρόνισε τον βηματισμό του με εκείνον της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Εξορμώντας στην πρώτη του ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής για να «επαναδιαπραγματευθεί» το Σύμφωνο Σταθερότητας και τον Συντονισμό των Οικονομικών Πολιτικών (TSCG) προκειμένου να «ευνοηθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση2» (μια προεκλογική υπόσχεσή του), επέστρεψε με τον «χρυσό κανόνα» ανά χείρας: το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3%. Αντίο, απασχόληση. Καλημέρα, λιτότητα. Η μεταστροφή αυτή είχε προετοιμαστεί από τον Ντιντιέ Μιγκό, φίλο του προέδρου και χαίροντα ιδιαίτερης εκτίμησης από τον Σαρκοζί, ο

οποίος τον είχε ορίσει επικεφαλής του Ελεγκτικού Συνεδρίου: πρέπει «να βρεθούν 33 δισεκατομμύρια ευρώ το 20133», δήλωνε ήδη από τον Ιούλιο του 2012. Από τη στιγμή που στήθηκε το σκηνικό, ο επιφορτισμένος με τη σκηνοθεσία προωθεί «τη» λύση: «Το ήμισυ της επικείμενης προσπάθειας να επικεντρωθεί στη μείωση των δαπανών». Και αναφέρει ως παραδείγματα την υγεία, την επαγγελματική εκπαίδευση, τις τοπικές κοινότητες... Σε πρώτο χρόνο, αυτή η θεμελιακή κατεύθυνση συμπορεύτηκε με μια σειρά μέτρων που άφηναν μερικούς αδιόρθωτους ονειροπόλους να ελπίζουν σε μια «δίκαιη λιτότητα» (το νέο σύνθημα): σχολική επιδότηση για τα νοικοκυριά που δοκιμάζονται πιο πολύ, δημιουργία μιας ειδικής φορολογικής κλίμακας της τάξης του 75% για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, επιβολή εισφοράς 24% επί των υπεραξιών, φορολόγηση ορισμένων κεφαλαιακών ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2

υτή η χρονιά υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη, ιδιαίτερα για τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας. Ωστόσο, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος: τα δημόσια οικονομικά εξυγιαίνονται. Οι λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα. Έχει δρομολογηθεί η εξυγίανση του χρηματοοικονομικού τομέα. Η δομή της διακυβέρνησης βελτιώνεται. Δεν μπορούμε ακόμα να πανηγυρίσουμε, ωστόσο υπάρχουν λόγοι για να είμαστε αισιόδοξοι και νομίζω ότι οι επενδυτές και οι εταίροι μας το αναγνωρίζουν». Αυτά δήλωσε ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, στις 14 Δεκεμβρίου του 2012, ενθουσιασμένος από τη συμφωνία για την τραπεζική ένωση, στην οποία κατέληξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με γεμάτα τα χέρια από τη χρηματοοικονομική κρίση, την οποία δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν, οι ευρωπαϊκές αρχές επιδείκνυαν επί μήνες μεγάλη κινητικότητα, προσπαθώντας να μεταρρυθμίσουν το ευρωπαϊκό σύστημα επιτήρησης των τραπεζών. Στη σύνοδο του Ιουνίου του 2012, οι κυβερνήσεις ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συντάξει συγκεκριμένες προτάσεις. Ήδη από τον Σεπτέμβριο, η τελευταία έδωσε στη δημοσιότητα το -φεντεραλιστικής έμπνευσηςσχέδιό της, το οποίο και χαρακτήρισε «κβαντικό άλμα» για την Ένωση. Τελικά, το πρόγραμμα των μέτρων που υιοθετήθηκε από τους 27 στη σύνοδο του Δεκεμβρίου του 2012 περιλαμβάνει τρία κύρια σκέλη: τη συγκεντρωτικού χαρακτήρα επιτήρηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου για την εγγύηση των καταθέσεων και την κατάρτιση ενός κοινού μηχανισμού για την αντιμετώπιση των χρεωκοπιών των τραπεζών. Η πλειονότητα των προβεβλημένων από τα μέσα ενημέρωσης οικονομολόγων και πολιτικών επιφύλαξε ευνοϊκή υποδοχή σε αυτό που παρουσιάστηκε ως πρόοδος στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Λόρενς Μπουν, διευθύντριας οικονομικής έρευνας στην Bank of America Merill Lynch, πρόκειται για «ένα ακόμα βήμα για την Ευρώπη». Από την πλευρά του, στο τέλος της συνόδου, ο Μισέλ Μπαρνιέ, επίτροπος με αρμοδιότητα την εσωτερική αγορά, δήλωσε ότι πρόκειται για «ιστορική» επιτυχία. Η κρίση απέδειξε την αντίφαση ανάμεσα στον ολοένα και περισσότερο διεθνοποιημένο χαρακτήρα των ευρωπαϊκών τραπεζών και στα συστήματα επιτήρησης και εγγύησης των καταθέσεων, τα οποία εξακολουθούν να έχουν εθνικό χαρακτήρα. Κατά τον ίδιο τρόπο, το καθεστώς της χρεωκοπίας των τραπεζών ρυθμίζεται από τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, τη στιγμή που, λόγω της διεθνούς διάστασης των δραστηριοτήτων τους, η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους πυροδοτεί έναν συστημικό κίνδυνο, ο οποίος διαχέεται πέρα από τα σύνορα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3

* Ο Dominique Plihon είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Paris-XIII, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της Attac (Οργάνωση για τη Φορολόγηση των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών και για τη Δράση των Πολιτών).


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

Σοσιαλ-ηττοπάθεια α λα γαλλικά ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

εισοδημάτων στο ίδιο επίπεδο με τα εργασιακά εισοδήματα, δημιουργία μιας ημι-δημόσιας τράπεζας επενδύσεων, πάγωμα ενός μέρους των ενοικίων, πλήρης κάλυψη των εξόδων για το αντισυλληπτικό χάπι, σύνταξη στα 60 για όσους πληρώνουν εισφορές για πάνω από σαράντα χρόνια, δημιουργία θέσεων στην εκπαίδευση (δέκα χιλιάδες για το 2013) και επίσημο τέλος στη Γενική Αναθεώρηση της Δημόσιας Πολιτικής (RGPP), του σαρκοζικού σχεδίου που φιλοδοξούσε να καταργήσει τις μισές θέσεις δημοσίων υπαλλήλων... Όμως, η επιστροφή στην τάξη δεν άργησε να έρθει. Προορισμένη να προκαλέσει εντύπωση στην κοινή γνώμη, προκειμένου να συγκαλύψει την παραίτηση από κάθε μεγάλης κλίμακας φορολογική μεταρρύθμιση, η συμβολική φορολογική κλίμακα του 75% εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Βρίθοντας από κάθε είδους απαλλαγές, η φορολόγηση του κεφαλαίου και των υπεραξιών συρρικνώθηκε με σχεδόν μαγικό τρόπο. Έχοντας φύγει από την πόρτα, η RGPP επέστρεψε από το παράθυρο με ολοκαίνουργια φορεσιά: τον «Εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Δράσης» (MAP)... κι όλα αυτά εν ονόματι της εξοικονόμησης των 33 δισ. του Μιγκό. Από την άλλη, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα ως προς την εξεύρεση 20 δισ. ευρώ υπέρ των επιχειρήσεων, μεγάλων και μικρών. Αυτή τη φορά ήταν ένας πρώην εργοδότης, ο Λουί Γκαλουά4, που προετοίμασε την κοινή γνώμη για την απαραίτητη πτώση του «μισθολογικού κόστους» εν ονόματι της ιερής και απαραβίαστης «ανταγωνιστικότητας». Προκειμένου να αναλύσει τα ρίσκα της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, η έκθεσή του υποδείκνυε αρκετούς άλλους παράγοντες, ιδιαίτερα την έρευνα και την εκπαίδευση. Όμως το «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» δεν κρατούσε παρά μόνο ένα κεντρικό σημείο, το οποίο υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Αϋρώ: «Οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επωφεληθούν από επιστροφή φόρου ισοδύναμη με μείωση της τάξης του 6% στις εργοδοτικές εισφορές των μισθών ύψους μέχρι 2,5 φορές τον βασικό5». Αντιρρήσεις; Καμία. Ωστόσο, οι μειώσεις τού σήμερα στις εισφορές, ποτέ δεν έγιναν οι επενδύσεις και οι θέσεις εργασίας τού αύριο, αλλά πάντοτε μετατράπηκαν σε κέρδη. Μεταξύ 1980 και 2011, το μερίδιο των εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών στην προστιθέμενη αξία των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών μειώθηκε κατά 1,7 μονάδες. Αποτέλεσμα: οι επενδύσεις παρέμειναν σχεδόν σταθερές (+0,2 της μονάδας), το μερίδιο όμως των διανεμόμενων κερδών αναρριχήθηκε κατά 6 μονάδες Για να αντισταθμιστεί αυτή η γενναιοδωρία, πανηγυρίστηκε η επίσημη επάνοδος του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ). Η αύξησή του, προγραμματισμένη για το επόμενο έτος (7,7 δισ. ευρώ), διόλου δεν διαφέρει από τον «Κοινωνικό ΦΠΑ» που είχε ψηφιστεί στο τέλος της θητείας του Σαρκοζί. Πρόκειται για τον φόρο που καταργήθηκε αμέσως από τον Ολάντ, καθώς «εξασθένησε ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη, έστειλε ανθρώπους στην ανεργία, ακρωτηρίασε την αγοραστική ικανότητα». Οξυδερκής διάγνωση. Για ποιον λόγο όμως ο ΦΠΑ της Αριστεράς δεν θα έχει τις

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ίδιες επιπτώσεις με τον ΦΠΑ της Δεξιάς; Η διολίσθηση δεν σταματά εδώ. Το βροντερό «ο πραγματικός αντίπαλός μου είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα» (λόγος του Ολάντ στο Μπουρζέ, 22 Ιανουαρίου 2012) πολύ σύντομα τοποθετήθηκε στην αποθήκη με τα ενθύμια της προεκλογικής εκστρατείας. Ενόσω οι «αρθροκράτες» υμνολογούσαν καθημερινά τα δόγματα της μοναδικής σκέψης, η επιχειρηματική ελίτ διέσωζε τα προνόμιά της - εκείνα που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική καταστροφή του 2008. Απαιτώντας ακόμη λιγότερα και από τον Βρετανό συντηρητικό Ντέιβιντ Κάμερον, ο Ολάντ παραιτήθηκε από κάθε μέσο δράσης το οποίο θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από τη δίνη των απαιτήσεων των τραπεζών για διψήφια ποσοστά κέρδους.

«Δουλεύετε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερα»! Για να ολοκληρώσει την εικόνα, ο πρόεδρος θα γιορτάσει την πρώτη επέτειο της ανόδου του στην εξουσία με έναν νόμο που κονιορτοποιεί τις αρχές του Εργατικού Δικαίου, καθαγιάζοντας τα πρωτεία των κλαδικών συμβάσεων επί των συλλογικών και ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες δικαστικής διεκδίκησης. Η παρτιτούρα είχε μελοποιηθεί από τον Σαρκοζί και περιείχε το πέρασμα από το «δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερα» στο «δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε λιγότερα». Με τίτλο «Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας - εργασίας», είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία μαζί με τον δημιουργό της. Να την που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, επισφραγισμένη από την Αριστερά, με τη ζαχαρωμένη ονομασία «Διασφάλιση της απασχόλησης». Κι όποιος καταλάβει τη διαφορά να μας την πει. Για τον προηγούμενο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, «αν η πλειοψηφία των μισθωτών μιας επιχείρησης συμφωνήσουν [...] να ορίσουν τη διάρκεια της εργασίας τους ή να ευνοήσουν την απασχόληση έναντι του μισθού ή τον μισθό έναντι της απασχόλησης, θα μπορούν να το κάνουν6». Για τον καινούργιο πρόεδρο και για τον νέο νόμο, αυτό επαναδιατυπώνεται ως εξής: «Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες λόγω της

οικονομικής συγκυρίας, μπορούν προσωρινά να τροποποιήσουν, σεβόμενες τη δημόσια κοινωνική ευταξία, το συνολικό ισοζύγιο χρόνου εργασίας-μισθού-απασχόλησης». Με πόσο κομψούς όρους διατυπώνονται αυτά τα πράγματα! Με πιο απλά λόγια, μόνο ο επικεφαλής της επιχείρησης θα καθορίζει το προαναφερθέν «ισοζύγιο». Θα μπορεί να αυξήσει τον χρόνο εργασίας, να μειώσει τους μισθούς όλων όσων παίρνουν πάνω από 1,2 φορές τον βασικό μισθό (δηλαδή 1.340 ευρώ καθαρά, ποσό που θεωρείται η υπέρτατη πολυτέλεια), ακόμη και να υπαγορεύσει τη μετάθεση σε άλλο τόπο εργασίας. Αυτό είναι - το δέχεσαι ή δεν το δέχεσαι. Ο εργαζόμενος έχει την ελευθερία να αρνηθεί: σε αυτή την περίπτωση, θα απολυθεί... Η διάταξη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναφέρει μία από τις πιο παλιές υποδείξεις της νεοφιλελεύθερης Ιεράς Συνόδου που ονομάζεται Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Από το 1994 πρότεινε «να αναθεωρηθούν οι σχετικές με την ασφάλεια της απασχόλησης ρυθμίσεις, να αυξηθεί η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας (...), να ενθαρρυνθούν οι ατομικές συμβάσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών7». Η αντίληψή του για τη μάχη εναντίον της ανεργίας; Να έχουν όλοι δουλειά, ακόμα κι αν γίνουν φτωχοί εργαζόμενοι. Μέχρι στιγμής, η Γαλλία αντιτασσόταν σε αυτά, προκαλώντας την μήνιν του οργανισμού. Τελικά υπέκυψε. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι επιχειρήσεις, προκειμένου να εφαρμόσουν αυτά τα μέτρα που ποδοπατούν τις συμβάσεις εργασίας, πρέπει να εξασφαλίσουν την έγκριση της πλειοψηφίας των μισθωτών. Ποιο είναι όμως το περιθώριο ελιγμών των τελευταίων, όταν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στη Σκύλλα -την απόλυση- και τη Χάρυβδη - τη μείωση των αποδοχών τους; Όσο για τα οφέλη για την απασχόληση, είναι τόσο άφθονα όσο και το τρεχούμενο νερό στην έρημο, όπως καταδεικνύει η συμφωνία που υπογράφηκε στη Renault: αύξηση του χρόνου εργασίας, πάγωμα μισθών, «εθελοντική» κινητικότητα, με αντάλλαγμα... την κατάργηση 8.260 θέσεων απασχόλησης και την ασαφή υπόσχεση περί επαναπατρισμού μερικών

γραμμών παραγωγής που είχαν μεταφερθεί εκτός Γαλλίας, για μια παραγωγή που, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα παραμείνει μικρότερη από τη μισή του 2005. Βεβαίως, το κείμενο περιλαμβάνει δεκαεννέα άρθρα - και δεν αποτελούν όλα τους απλή μεταγραφή των σαρκοζικών σχεδίων. Σε αυτά βρίσκουμε μερικές κοινωνικές βελτιώσεις, όπως τη μικρο-φορολόγηση των συμβάσεων πολύ μικρής διάρκειας ή την επέκταση της επικουρικής ασφάλισης ασθενείας. Όμως, τα περισσότερα από τα ευνοϊκά για τους μισθωτούς μέτρα παραπέμπονται σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, τη στιγμή που η ενισχυμένη ευελιξία τίθεται σε ισχύ εδώ και τώρα. Αυτή τη φορά, τον δρόμο δεν τον άνοιξε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αλλά ένα συνδικαλιστικό μέτωπο: η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT), προσκείμενη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Γενική Συνομοσπονδία Στελεχών (CGC) και η Γαλλική Συνομοσπονδία Χριστιανών Εργατών (CFTC). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στα συνδικάτα, αντιπροσωπεύουν λιγότερους από τους μισούς μισθωτούς, όμως η Εθνική Διεπαγγελματική Σύμβαση (ANI) που υπέγραψαν με τις εργοδοτικές οργανώσεις επιβάλλεται σε όλους... ακόμη και στους βουλευτές, καθώς σχεδόν απαγορεύεται η υποβολή τροπολογιών, κάτι που τους μετατρέπει σε απλούς επικυρωτές ειλημμένων αποφάσεων. Άλλωστε, αυτού του τύπου η υπονόμευση των δημοκρατικών αρχών έχει γίνει ένα εξαιρετικά δημοφιλές άθλημα. Στο εξής, πριν από κάθε συζήτηση στο Κοινοβούλιο, ο εθνικός προϋπολογισμός θα πρέπει να περάσει από διπλό κόσκινο: πρώτα εκείνο της Κομισιόν των Βρυξελλών, η οποία θα κρίνει τη συμμόρφωσή του με την καινούργια Βίβλο, το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας που επικύρωσε τον προηγούμενο Ιούνιο ο Φ. Ολάντ, και κατόπιν εκείνο του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Οικονομικών, επιφορτισμένου να ορίζει κατά πόσο «η κυβέρνηση έχει επιδείξει σεβασμό στον ‘χρυσό κανόνα’». Εδώ έχουμε μια θαυματουργή ιδεολογική ομοφωνία: από τα έντεκα μέλη αυτής της σύναξης σοφολογιωτάτων, τα εννέα έχουν πάρει ανοιχτά θέση υπέρ της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Οι υπόλοιποι «τηρούν το απόρρητο των διαβουλεύσεων». Ούτως ή άλλως, το Ανώτατο Συμβούλιο «δεν μπορεί να δημοσιοποιήσει τη μειοψηφούσα άποψη»8. Οι βουλευτές καλούνται απλώς να συμμορφωθούν με τους χρησμούς.

Φαύλος κύκλος Τα αποτελέσματα αυτού του πρώτου χρόνου

Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr


3/33

Η ΑΥΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 7 AΠΡΙΛΙΟΥ 2013

διακυβέρνησης εντυπωσιάζουν: η χώρα φλερτάρει με την ύφεση, ενόσω η ανεργία και το έλλειμμα κορυφώνονται. Δεν πρόκειται για κάποιο θαύμα: η μείωση των δημοσίων δαπανών και οι περικοπές στους μισθούς συνεπάγονται πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία προκαλεί άνοδο της ανεργίας και των καταβαλλόμενων κοινωνικών επιδομάτων, που ακολουθούνται από πτώση των φορολογικών εσόδων και άρα άνοδο του ελλείμματος... Ο φαύλος κύκλος είναι γνωστός. Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρχίζει να αναρωτιέται για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας θεραπείας. Κι όμως, η ομάδα Ολάντ, παρά τις καλές προθέσεις του ξεκινήματος, υποκύπτει και αυτή στις χάρες της μαγικής σκέψης. Με το πρόσχημα της συνέχισης του δανεισμού με χαμηλό κόστος από τις «αγορές», προκειμένου να αποφύγει το ελληνικό ή το ισπανικό σύνδρομο, η Γαλλία σπεύδει να επιδείξει τα διαπιστευτήριά της. Θα μπορούσε αντιθέτως να εμπνευστεί από την Ισλανδία, που χαλιναγώγησε τις τράπεζες. Ή να παρακάμψει τις χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω ενός υποχρεωτικού εσωτερικού δανεισμού μεγάλης κλίμακας, μια και το επίπεδο της εθνικής αποταμίευσης της το επιτρέπει. Θα μπορούσε εξίσου άνετα να επαναφέρει τους φόρους στο επίπεδο της δεκαετίας του 1980 -πριν η αντιφορολογική τρέλα που κληρονόμησε ο αμερικανικού τύπου νεοσυντηρητισμός μολύνει όλα τα κράτη- ή να προχωρήσει σε ευρείες δομικές μεταρρυθμίσεις. Σε αυτά τα επιχειρήματα συχνά αντιπαρατίθεται η γερμανική αδιαλλαξία όμως η Γερμανία, ιδιαίτερα εξαρτημένη από τις εξαγωγές και από το ευρώ, θα αντιμετώπιζε έντονες δυσκολίες αν η Γαλλία εγκατέλειπε το ευρώ. Ο εκβιασμός θα μπορούσε να είναι διπλής κατεύθυνσης. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν μπορείς αφ’ ενός να μιλάς για «συστημική κρίση», αφ’ ετέρου να έχεις ως μόνο ορίζοντα τη συνέχιση, προς το χειρότερο, όσων έχουν ήδη δοκιμαστεί. Η κοινωνική ηττοπάθεια του Ολάντ οφείλεται κατά πολύ στον φόβο απέναντι στη ρήξη. Όπως έλεγε ο Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, στις 4 Μαρτίου 1933: «Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι τον ίδιο τον φόβο τον απροσδιόριστο, τον παράλογο, τον αδικαιολόγητο τρόμο που παραλύει». Θα έπρεπε όμως, τότε, οι ελίτ της σοσιαλιστικής Αριστεράς να ήταν σε θέση να ξεφύγουν από τον ζυγό των ιδεολογικών προκαταλήψεων. Διότι τα στελέχη των Σοσιαλιστών και οι βασικότεροι εμπειρογνώμονές τους έχουν εκπαιδευθεί στις ίδιες σχολές και έχουν στρατολογηθεί από τους ίδιους πολιτικούς κύκλους, που στο κράτος βλέπουν τον βασικότερο πρόξενο της σπατάλης, στις ιδιωτικοποιήσεις την εγγύηση της αποτελεσματικότητας και στο «κόστος εργασίας» τον υπ’ αριθμόν ένα οικονομικό εχθρό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον βασικό υπερασπι-

στή του νόμου για τη διασφάλιση της απασχόλησης εκ μέρους της συνομοσπονδίας CFDT, Φρανσουά Σερέκ, τον ξαναβρίσκουμε γενικό επιθεωρητή Κοινωνικών Υποθέσεων, διορισμένο από την κυβέρνηση, και πρόεδρο της Terra Nova, της προσκείμενης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα λέσχης προβληματισμού που θεωρητικοποιεί την εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων και εγκωμιάζει τον περιορισμό της ομπρέλας της κοινωνικής ασφάλισης... Με την ίδια λογική, ο πρώην γενικός γραμματέας της CFDT δεν εκπλήσσεται όταν οι εργοδότες αρνούνται να δεχθούν αυξήσεις στις κοινωνικές εισφορές που τους επιβαρύνουν, προκειμένου να βελτιωθούν οι παροχές της κοινωνικής ασφάλισης, δέχεται όμως να ξοδέψει (ελαφρώς) περισσότερα αν πρόκειται για επικουρική ασφάλιση... ιδιωτική, επί της ουσίας. Ήδη, σχεδόν οι μισές από τις τρέχουσες δαπάνες υγείας δεν καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση το ένα τρίτο των Γάλλων δηλώνουν ότι στερούνται κάποιες ιατρικές φροντίδες ελλείψει χρημάτων. Το ίδιο ισχύει και για τις συντάξεις: επτά μεταρρυθμίσεις μέσα σε είκοσι χρόνια, με συνεχείς μειώσεις. Το 1993, ο πρωθυπουργός Εντουάρ Μπαλαντίρ επέβαλε την αποσύνδεση του ύψους των συντάξεων από το ύψος των μισθών, συνδέοντάς τις με τον τιμάριθμο. Το 2013, εξαφανίζεται και αυτή η σύνδεση, για χάρη μιας συμφωνίας για τις επικουρικές συντάξεις που υπογράφηκε -μεταξύ άλλων- από τη CFDT και από τους εργοδότες. Και η κυβέρνηση σκοπεύει να επεκτείνει τη ρύθμιση σε όλο το σύστημα, με το πρόσχημα της καταπολέμησης του ελλείμματος. Ενός ελλείμματος που γεννήθηκε όχι από κάποια αύξηση στις συντάξεις, αλλά από την πτώση των εσόδων από τις εισφορές, λόγω της «κουτσής» ανάπτυξης, που με τη σειρά της οφείλεται στη λιτότητα... Τέτοια είναι η φρικιαστική λογική των αλυσιδωτών αντιδράσεων που περιγράφηκαν παραπάνω. Κοινωνικά άδικη και οικονομικά αναποτελεσματική, η βόμβα της λιτότητας απειλεί τις ίδιες τις κοινωνίες. Ο Έλληνας σοσιαλιστής ευρωβουλευτής Δημήτρης Δρούτσας το συνοψίζει κάπως έτσι: «Εφαρμόσαμε πολιτικές αντίθετες στις ιδέες μας. Πήραμε μέτρα στα οποία δεν πιστεύαμε. Το λογικό αποτέλεσμα; Ο κόσμος έχασε την εμπιστοσύνη του. Η ελληνική κοινωνία πιέζεται αφόρητα και φοβάμαι ότι ετοιμαζόμαστε για μια έκρηξη9. Είναι ψευδαίσθηση να νομίζεις ότι μπορείς να χορέψεις με τον καπιταλισμό χωρίς να πάθεις ζημιά. 1. Jean Marc Vittori, «Le temps des choix courageux», 13 Μαρτίου 2013, www.lesechos.fr. 2. «Renaissance de l’Europe», λόγος στο Cirque d’hiver, Παρίσι, Μάρτιος 2012. 3. «Didier Migaud: «Il faut trouver de l’ordre de 33 milliards d’euros pour 2013»», Le Monde, 3 Ιουλίου 2012. 4. Πρώην πρόεδρος της EADS, της εταιρείας που ανάμεσα σε άλλα κατασκευάζει τα Airbus, νυν μέλος των Δ.Σ. της Peugeot Citroën, της Air France κ.λπ. 5. Agence France-Presse, 5 Νοεμβρίου 2012. 6. Παρέμβαση σε εννέα γαλλικά τηλεοπτικά δίκτυα, μεταξύ των οποίων τα TF1 και France 2, 291-12. 7. «Η στρατηγική του ΟΟΣΑ για την απασχόληση», ΟΟΣΑ, Παρίσι, 1994. Βλ. Serge Halimi, «Les chantiers de la démolition sociale», Le Monde diplomatique, Ιούλιος 1994. 8. Άρθρο 21 της Συνθήκης. Βλ. Raoul Marc Jennar, «Traité flou, conséquences limpides», Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2012. 9. Συνέντευξη στο Mediapart, Παρίσι, 10 Μαρτίου 2013, www.mediapart.fr. EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ

Άμεση η ανάγκη διαχωρισμού λιανικών και επενδυτικών τραπεζών ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

Ωστόσο, όπως προωθείται από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες, το ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τα τραπεζικά ιδρύματα δεν δίνει λύσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα που έθεσε η κρίση. Το σχέδιο επικεντρώνεται στη ζώνη του ευρώ και στις δεκαεπτά χώρες - μέλη της: Αυτό αποδεικνύεται από την επιθυμία να ανατεθεί ο ρόλος κεντρικού επιτηρητή στην ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι το 2010 δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΤΑ) με αποστολή να επιτηρεί τις τράπεζες των 27. Ποιοι θα είναι οι αντίστοιχοι ρόλοι των δύο οργάνων; Μπορούμε, αλήθεια, να κατηγορήσουμε τους Βρετανούς επειδή δεν επιθυμούν να ανήκουν στη δικαιοδοσία της ΕΚΤ, τη στιγμή που η χώρα τους δεν έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα; Από την άλλη πλευρά, όμως, στο Σίτι του Λονδίνου πραγματοποιείται το 40% των συναλλαγών σε ευρώ...

Ερωτήματα για την εγγύηση των καταθέσεων Η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης των καταθέσεων, το οποίο θα καλείται να αποζημιώνει μέχρις ενός ποσού τους καταθέτες σε περίπτωση χρεωκοπίας της τράπεζάς τους, εγείρει επίσης επίμονα ερωτήματα. Παρά το γεγονός ότι έχει δρομολογηθεί η εναρμόνιση των καθεστώτων εγγύησης των καταθέσεων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν σαράντα διαφορετικά καθεστώτα. Οι γαλλικές αρχές, όπως εξάλλου και εκείνες του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν δεσμευθεί ότι θα αποζημιώσουν τους καταθέτες των τραπεζών μέχρι το ποσό των 100.000 ευρώ. Τι θα συμβεί όμως απέναντι στις δυσκολίες της Ισπανίας, της Ελλάδας ή της Πορτογαλίας;1 Πράγματι, η Γερμανία και η Φινλανδία θα μπορούσαν να αρνηθούν να συνεισφέρουν σε αυτό το ταμείο, με πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αύξηση της μεταφοράς εισοδημάτων από τον Βορρά προς τον Νότο της Ευρώπης, πράγμα που αρνούνται να δεχθούν οι περισσότερες χώρες του Βορρά... Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να περιορίσει το πεδίο της εφαρμογής της τραπεζικής ένωσης και κατόρθωσε να ενταχθούν στο καθεστώς της επιτήρησης από τις κεντρικές ευρωπαϊκές αρχές μονάχα οι 200 μεγαλύτερες από τις 6.000 τράπε-

Η κρίση αποκάλυψε ότι το σημερινό μοντέλο -της λεγόμενης «τράπεζας πολλαπλών συναλλαγών»-, το οποίο υπερασπίζεται μετά μανίας ο χρηματοοικονομικός τομέας, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους τόσο για την κοινωνία όσο και για τις επιχειρήσεις

ζες της ζώνης του ευρώ. Σε αυτό το σημείο συναντάμε μια νέα έκφραση των πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών των 27: πρόκειται για την επιλογή μιας Ευρώπης στην οποία θα κυριαρχούν οι αγορές, ο ανταγωνισμός και η εξουσία του χρηματοοικονομικού τομέα. Μέσα σε αυτήν τη συγκυρία, οι κυβερνώντες είχαν δύο επιλογές: να μεταφέρουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο την εγγύηση των καταθέσεων για να αντιμετωπίσουν τυχόν χρεωκοπία κάποιων μεγάλων τραπεζών ή να θεσπίσουν όρια για το μέγεθος των τραπεζών και των τραπεζικών τομέων. Επέλεξαν την πρώτη λύση, καθώς αυτή επιτρέπει στους ηγέτες να μην λάβουν μέτρα ενάντια στο εξοργιστικά μεγάλο μέγεθος που έχει αποκτήσει ο χρηματοοικονομικός τομέας. Η ανάθεση στην ΕΚΤ των καθηκόντων του μοναδικού και «ανεξάρτητου» επόπτη εντάσσεται στην ίδια λογική. Πράγματι, για τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, το ζητούμενο είναι να περιοριστεί ο ρόλος των πολιτικών παραγόντων, έτσι ώστε να ενισχυθεί η «αξιοπιστία» απέναντι στις χρηματαγορές. Όμως, οι νέες προνομιακές αρμοδιότητες της ΕΚΤ θα αυξήσουν σημαντικά την εξουσία ενός θεσμού, ο οποίος δεν εκλέγεται από τους πολίτες. Έτσι, η τραπεζική ένωση αποτελεί ακόμα ένα βήμα προς την αποπολιτικοποίηση (δεδομένου ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

Άμεση η ανάγκη διαχωρισμού λιανικών και επενδυτικών τραπεζών ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3

διοικητικά) και την αύξηση του δημοκρατικού ελλείμματος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Για να σώσουν τα προσχήματα, οι εμπνευστές της μεταρρύθμισης ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ θα υπόκειται σε αυξημένες απαιτήσεις όσον αφορά τα ζητήματα διαφάνειας. Αν και είναι αλήθεια ότι ο πρόεδρός της εμφανίζεται τακτικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να απαντήσει στις ερωτήσεις των βουλευτών, γνωρίζουμε όλοι ότι αυτή η ενέργεια έχει καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση του τραπεζικού ελέγχου. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν επικεφαλής της Goldman Sachs Europe, θα μπορεί -»εντελώς ανεξάρτητος»- να συνεχίσει να ευνοεί τους γίγαντες του χρηματοοικονομικού τομέα εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος... Εξάλλου, υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψουν συγκρούσεις με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η επιτήρηση της ΕΚΤ, η οποία στηρίζεται στη λογική της αγοράς, με τη δημιουργία των δημόσιων επενδυτικών τραπεζών που προωθεί η κυβέρνηση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζαν Μαρκ Ερό ή ενός ευρύτερου δημόσιου ευρωπαϊκού τραπεζικού πόλου, στον οποίο η λήψη των αποφάσεων θα γίνεται με κριτήρια διαφορετικά από εκείνα του χρηματοπιστωτικού τομέα; Για να διαθέτει η μεταρρύθμιση συνοχή και αποτελεσματικότητα, θα έπρεπε να υπάρξει μια τροποποίηση του καταστατικού της ΕΚΤ, έτσι ώστε να τεθεί ο θεσμός υπό δημοκρατικό έλεγχο, για παράδειγμα υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί δεν αμφισβητούν τις υπάρχουσες ρυθμίσεις και τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών, στις οποίες κυριαρχεί η λογική των ευρωπαϊκών και των διεθνών χρηματαγορών. Η φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα ίδια κεφάλαιά τους -δηλαδή κυρίως από το κεφάλαιο που έχουν εισφέρει οι μέτοχοί τους- και συνεπώς από τις εκτιμήσεις και την αξιολόγηση των αγορών, γεγονός που ενισχύει το μοντέλο της τράπεζας με μετοχικό χαρακτήρα, η οποία έχει ως στόχο την οικονομική αποδοτικότητα. Συνεπώς, χαλαρώνουν οι δεσμοί που υπάρχουν ανάμεσα στις τράπεζες μιας χώρας και στις ανάγκες της χρηματοδότησής της (κι όχι μόνο των επιχειρήσεών της και των νοικοκυριών της, αλλά και του κράτους).

Ο διαχωρισμός των τραπεζών Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει διαφορετικές επιλογές. Για παράδειγμα, ν’ απομονώσουν τον ευρύτατο τομέα της λιανικής τραπεζικής, ο οποίος επικεντρώνεται στην καρδιά της τραπεζικής δραστηριότητας (συγκέντρωση των καταθέσεων, χορήγηση πιστώσεων μικρής κλίμακας, χρηματοδότηση όλων όσοι δραστηριοποιούνται στην οικονομική ζωή, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο), κατά τρόπο ώστε η φερεγγυότητά του να εξασφαλίζεται από ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο. Μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να απαγορευθεί στις τράπεζες λιανικής τραπεζικής να προβαίνουν σε κερδοσκοπικές πράξεις υψηλού ρίσκου. Ο επιδιωκόμενος στόχος θα μπορούσε να συνίσταται στον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της λιανικής

τραπεζικής και της επενδυτικής τράπεζας, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του σημερινού μοντέλου όπου αυτές οι δύο δραστηριότητες αναμειγνύονται. Το σημερινό μοντέλο -της λεγόμενης «τράπεζας πολλαπλών συναλλαγών»- το οποίο υπερασπίζεται μετά μανίας ο χρηματοοικονομικός τομέας, οδηγεί στον σχηματισμό ομίλων με σημαντικό μέγεθος, οι οποίοι αποκαλούνται «μεγάλες συστημικές οντότητες». Η κρίση του 2008 αποκάλυψε τους κινδύνους που εγκυμονούν, τόσο για την κοινωνία, όσο και για τις επιχειρήσεις: Τα ίδια κεφάλαια και οι καταθέσεις που συσσωρεύονται μέσα από τη δραστηριότητα της λιανικής τραπεζικής εξανεμίστηκαν μέσα σε χρόνο μηδέν από τις ζημίες που προκλήθηκαν από τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Έτσι, η επενδυτική τράπεζα Natixis έθεσε σε κίνδυνο την επιβίωση του ομίλου Banque populaire Caisse d’ épargne (BPCE), στον οποίο ανήκει, συσσωρεύοντας ζημίες που κυμαίνονται μεταξύ 5 και 8 δισ. ευρώ, οι οποίες οφείλονται στις επενδύσεις της σε αμερικανικά τοξικά χρηματοοικονομικά προϊόντα. Αυτές οι «επικίνδυνες σχέσεις» περιόρισαν την ικανότητα του χρηματοοικονομικού τομέα να χρηματοδοτεί τον παραγωγικό τομέα - και είναι μία από τις αιτίες της διαρκούς οικονομικής πίεσης που υφίσταται η ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές αρχές ετοιμάζονται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο το μοντέλο των τραπεζών πολλαπλών συναλλαγών. Η έκθεση Λιικάνεν2 (Οκτώβριος του 2012), την εκπόνηση της οποίας διέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιορίζεται σε συστάσεις για δημιουργία εξειδικευμένων θυγατρικών που θα αναλαμβάνουν χρηματιστηριακές συναλλαγές υψηλού κινδύνου για δικό τους λογαριασμό, δηλαδή κερδοσκοπικά εγχειρήματα τα οποία θα πραγματοποιούνται από τις τράπεζες με τα ίδια κεφάλαιά τους. Το ελάχιστο αυτό μέτρο δεν θα οδηγήσει στον διαχωρισμό των τραπεζών που επιδίδονται στη λιανική τραπεζική και των επενδυτικών τραπεζών, ο οποίος επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, το 1933, με τον νόμο Glass-Steagall Act, και στη Γαλλία, το 1944, από το πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης. Οι συγκεκριμένες πολιτικές κατέστησαν δυνατή την αποφυγή των τραπεζικών κρίσεων για πολλές δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που τέθηκαν σε αμφισβήτηση (το 1984 στη Γαλλία3 και το 1999 στις Ηνωμένες Πολιτείες). Προφανώς, αυτοί που μας κυβερνούν σήμερα δεν επιθυμούν να διδαχθούν τίποτα από την ιστορία. Στα τέλη του 2012, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει τη δική της τραπεζική μεταρρύθμιση, αγνοώντας τον στόχο της εφαρμογής ενιαίων αλλαγών σε ολόκληρη την κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον προεκλογικό λόγο που εκφώνησε ο Φρανσουά Ολάντ στο Μπουρζέ, υποσχέθηκε ότι «θα ελέγξει τον χρηματοοικονομικό τομέα [...] με την ψήφιση ενός νόμου για τις τράπεζες, ο οποίος θα τις υποχρεώσει να διαχωρίσουν τις πιστωτικές από τις κερδοσκοπικές τους δραστηριότητες». Όμως, κάτω από την πίεση των λόμπι που θίγονταν, η γαλλική κυβέρνηση μαγείρεψε ένα νομοσχέδιο πολύ λιγότερο τολμηρό κι από τις συστάσεις της έκθεσης Λιικάνεν. Πράγματι, το κείμενο του νόμου που παρου-

Το ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τα τραπεζικά ιδρύματα και προωθείται από τους Ευρωπαίους ιθύνοντες δεν δίνει λύσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα που έθεσε η κρίση

σιάστηκε στο υπουργικό συμβούλιο, στις 19 Δεκεμβρίου του 2012, επιχειρεί μια ασαφή διάκριση ανάμεσα στις «χρήσιμες» τραπεζικές δραστηριότητες και στις «κερδοσκοπικές» δραστηριότητες (τίτλος Ι, άρθρο 1). Όπως παρατηρεί η οργάνωση Finance Watch4, το εννοιολογικό ολίσθημα από τις «δραστηριότητες χορήγησης πιστώσεων» στις «χρήσιμες» δραστηριότητες -έννοια για την οποία το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι υποκειμενική- «μας οδηγεί αναπόφευκτα σε μια μη μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι στον δημόσιο διάλογο για τη χρησιμότητα των τραπεζικών δραστηριοτήτων δεν θα επιτευχθεί ποτέ η απαραίτητη συναίνεση των εμπλεκομένων». Θα είναι, λοιπόν, δυνατόν να επιχειρούνται από μια τράπεζα που επιδίδεται σε λιανική τραπεζική δραστηριότητες «παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» (δηλαδή, διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών), καθώς επίσης και «εξασφάλισης της ύπαρξης τιμών αγοράς και πώλησης των χρηματοοικονομικών εργαλείων» (δηλαδή, κατά κύριο λόγο, κερδοσκοπία πάνω σε παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα), δεδομένου ότι μπορεί να είναι «χρήσιμες»(!) για την πελατεία της και για τη χρηματοδότηση της οικονομίας... Βέβαια, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα απαγορευθεί στις τράπεζες λιανικής τραπεζικής η πώληση παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που βασίζονται σε αγροτικές πρώτες ύλες, καθώς επίσης και η πραγματοποίηση χρηματιστηριακών συναλλαγών υψηλών συχνοτήτων, δηλαδή χρηματιστηριακές εντολές που πραγματοποιούνται με αυτοματοποιημένο τρόπο από ταχύτατους υπερυπολογιστές, έτσι ώστε να μπορούν να επωφελούνται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου από την παραμικρή συμφέρουσα διακύμανση ενός επιτοκίου. Εάν οι απαγορεύσεις περιοριστούν μονάχα σε αυτήν την κατεύθυνση, τότε θα αφορούν μικρό μονάχα μέρος των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα, μάλιστα, με εκτιμήσεις που παρουσίασαν οι ίδιοι οι τραπεζίτες, το σύνολο της μεταρρύθμισης

θα περιέχει απαγορευτικές διατάξεις μονάχα για το 2-4% της τραπεζικής δραστηριότητας στη Γαλλία... Οι υπέρμαχοι του νέου νόμου προβάλλουν το επιχείρημα ότι με το νέο νομοθετικό κείμενο (με τον τίτλο ΙΙ) ενισχύονται οι εξουσίες των τραπεζικών αρχών [Αρχή Προληπτικής Εποπτείας και Διευθέτησης (ACPR)] και ο έλεγχος των χρηματαγορών [Αρχή των Χρηματαγορών (Autorité des marchés financiers)]. Ποιες όμως εξουσίες θα διαθέτουν οι θεσμοί αυτοί απέναντι σε τόσο ισχυρούς γίγαντες; Το άθροισμα των ισολογισμών των τριών μεγάλων γαλλικών τραπεζών αντιπροσωπεύει δυόμισι φορές το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας! Μονάχα ο πλήρης διαχωρισμός της λιανικής τραπεζικής και των επενδυτικών τραπεζών θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κάποια ασφάλεια για την οικονομία και την κοινωνία. Το νομοσχέδιο δέχθηκε επιθέσεις από όλες τις πλευρές για τις ανεπάρκειές του. Για να αντιμετωπίσει την πολύπλευρη κριτική, η σοσιαλιστική ομάδα στο Κοινοβούλιο πρότεινε τροπολογίες με τις οποίες επιχειρείται να γίνει αυστηρότερη η μεταρρύθμιση και να υπάρξει καλύτερος ορισμός και μεγαλύτερος περιορισμός των «πράξεων για την εξασφάλιση τιμών αγοράς και πώλησης» που θεωρούνται χρήσιμες για την εξασφάλιση ρευστότητας στην αγορά χρηματοοικονομικών προϊόντων, δηλαδή για δυνατότητα των διάφορων παικτών της αγοράς να διαπραγματεύονται αυτά τα προϊόντα. Ωστόσο, οι τροπολογίες δεν θα οδηγήσουν σε πραγματικό διαχωρισμό της λιανικής τραπεζικής και των επενδυτικών τραπεζών. Όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί -τόσο στην κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ, όσο και στη Γαλλίαπαρουσιάζουν το εξής κοινό χαρακτηριστικό: καμία από αυτές δεν αμφισβητεί την εξουσία των τραπεζών πολλαπλών συναλλαγών που δεσπόζουν στον παγκοσμιοποιημένο χρηματοοικονομικό τομέα, καθώς και τη δυνατότητά τους να προκαλούν τεράστιες καταστροφές.

(ΣτΜ) Το κείμενο γράφτηκε πριν από την κυπριακή κρίση, ωστόσο υπό το φως της γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον. 2 «Έκθεση της επιτροπής Ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων για την τραπεζική μεταρρύθμιση». Ο Erkki Liikanen είναι πρόεδρος της φινλανδικής κεντρικής τράπεζας. 3 (ΣτΜ) Μόλις τον τρίτο χρόνο της προεδρίας του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν... 4 Επιστολή της Finance Watch στον Πιέρ Μοσκοβισί, τον Γάλλο υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, στις 11-12-12. 1

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.