LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 26 ΜΑΪΟΥ 2013 TEYXOΣ 16
diplomatique
ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ ΠΟΥ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ
Πώς η αξιολόγηση καταστρέφει το κράτος Αξιολόγηση: μια ποσοτική μέθοδος αξιολόγησης που ξεκίνησε από τις επιχειρήσεις και μιλά για «βέλτιστες πρακτικές» και «ποιότητα», αλλά οδηγεί σε μια άνευ νοήματος κούρσα ανταγωνισμού και σε πτώση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών, εφαρμόζεται και στο γαλλικό Δημόσιο. Και τα αποτελέσματά της δεν είναι τα αναμενόμενα από εκείνους που την επέβαλαν, το αντίθετο μάλιστα. Των Isabelle Bruno και Emmanuel Didier*
H
συγκριτική προτυποποίηση1 είναι υγεία!», διατυμπάνιζε, το 2008, η κυρία Λοράνς Παριζό, επαναλαμβάνοντας το σύνθημα του συνεδρίου του Κινήματος Επιχειρήσεων της Γαλλίας (MEDEF), που εκείνη τη χρονιά είχε λάβει χώρα στο ημικύκλιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για όποιον αγνοούσε την έννοια benchmarking, η αγόρευσή της -που συνιστούσε την εφαρμογή της διαδικασίας στα προϊόντα, στις υπηρεσίες, στις ιδέες, στους μισθωτούς, στις χώρες κ.ο.κ.- προκαλούσε μια κάποια αμηχανία. Περί τίνος επρόκειτο; Περί του εγκωμίου των πλεονεκτημάτων μιας τεχνικής μάνατζμεντ που συνίσταται «στην αξιολόγηση μέσα από μια ανταγωνιστική οπτική, με στόχο τη βελτίωση». Για την κυρία Παριζό, η «συγκριτική προτυποποίηση» μιας χώρας σήμαινε «να τη συγκρίνεις με άλλες», προκειμένου να προσδιορίσεις «τις βέλτιστες πολιτικές» -εννοώντας «το πιο επωφελές σύστημα φορολόγησης», «τη λιγότερο επιβαρυντική δημόσια διοίκηση», «το πιο αξιό-
«
*Οι Isabelle Bruno και Emmanuel Didier είναι συγγραφείς του «Benchmarking, L’Etat sous pression statistique», La Découverte, συλλογή «Zones», Παρίσι, 2013.
λογο πανεπιστήμιο»2...- και να εμπνέεσαι μεριμνώντας για την ανταγωνιστικότητα.3 Μια απλή συνταγή, που από τη δεκαετία του 1990 τα αφεντικά των μεγάλων επιχειρήσεων επιδιώκουν να διαδώσουν στους ηγέτες όλου του κόσμου. Έτσι, το 1996, η Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων (European Round Τable, ERT) συνδιοργάνωσε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα σεμινάριο προκειμένου να προωθήσει την άσκησή της στους υπεύθυνους λήψης πολιτικών αποφάσεων, ώστε «να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να δικαιολογούν τις αναπόφευκτες δύσκολες επιλογές».4 Δύσκολες για ποιους; Το σημείο αυτό δεν διευκρινιζόταν. Το benchmarking παράγει benchmarks (πρότυπα σύγκρισης / κριτήρια), δηλαδή στόχους που πρέπει να επιτευχθούν και οι οποίοι δεν καθορίζονται σε απόλυτα μεγέθη σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός εργοδότη, αλλά σε σχέση με εκείνο που υποτίθεται ότι έχει τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο. Άρα, η ισχύς του benchmark δεν έχει να κάνει τόσο με την πυγμή ενός επιχειρηματικού ηγέτη ή την επιστημονικότητα ενός ποσοστού, όσο με την αντικειμενικοποίηση μιας επίδοσης. Στους επιφυλακτικούς αντιτάσσεται το τεκμήριο ενός καλύτερου αποτελέσματος που καταγράφηκε κάπου αλλού. Έτσι, εν ονόματι της
ανταγωνιστικής πραγματικότητας, γίνεται πιο εύκολη η αποδοχή των αναδιαρθρώσεων, των απολύσεων, του «εξορθολογισμού» των προϋπολογισμών και η επιβολή σιωπής σε όσους προτάσσουν «μη ρεαλιστικές» αντιρρήσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η συγκριτική προτυποποίηση αναπτύχθηκε στον ιδιωτικό τομέα από επιχειρήσεις όπως η Xerox και έγινε διαβόητη στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Έχοντας παρουσιαστεί ως το όπλο για την ανάκτηση κομματιών της αγοράς που είχαν χαθεί κάτω από την ορμή του «ιαπωνικού κύματος», συστήθηκε από τους οικονομολόγους του αναγνωρισμένου κύρους Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), προκειμένου να ανασχέσει την πτώση των βιομηχανικών επιδόσεων της χώρας.5 Καθιερώθηκε επίσης ως ένα από τα κριτήρια για την απονομή του βραβείου Μπάλντριτζ, θεσμοθετημένου από την κυβέρνηση Ρέιγκαν για να επιβραβεύει τους οργανισμούς που επιδιώκουν με τον μεγαλύτερο ζήλο την «ολική ποιότητα», είτε στους τομείς παραγωγής αγαθών και παροχής υπηρεσιών, είτε στους τομείς της υγείας και της παιδείας, είτε σε δραστηριότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η συγκριτική προτυποποίηση οδηγεί τους εμπλεκόμενους συντελεστές να επιθυμούν να
βελτιώνουν ακατάπαυστα τις επιδόσεις τους, να βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση των «βέλτιστων πρακτικών», να θέτουν πάντοτε καινούργιους στόχους, να τίθενται όσο περισσότερο μπορούν στην υπηρεσία ενός σχετικού ιδεώδους, της «ποιότητας». Η στράτευση όλων σε μια προσπάθεια καθοδηγούμενη από την ανταγωνιστικότητα ιδανικά δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό, ούτε φυσικό ούτε νομικό. Τρέφεται από την καλή θέληση των συμμετεχόντων. Είτε είσαι πρόθυμος, «ενεργητικός» και αποδεικνύεις την «ολική απόδοσή» σου,6 είτε αποκλείεσαι από το παιχνίδι: αυτή είναι η «καταραμένη εναλλακτική».7 Εδώ κρύβεται ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος διαχείρισης των μελών μιας ομάδας. Εφόσον απουσιάζουν τα μέσα εξαναγκασμού, τι τους κάνει να τρέχουν; Τα μέσα αυτού του τρόπου διοίκησης δεν εξαντλούνται στα πριμ και στις ανταμοιβές, καθώς λειτουργεί με την πρωτοβουλία, την αυτοαξιολόγηση, την προσωπική δέσμευση, την ανάληψη ευθυνών, τη βουλησιαρχία. Κάποιοι μιλούν για «έλεγχο της υποκειμενικής δέσμευσης»8 ή για «στράτευση των μισθωτών δυνάμεων».9 Οι συνταγές αυτές προβάλλουν ανάγλυφα τον αμφίσημο λόγο μιας κυριαρχικής ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
δομής που τρέφεται από την ελευθερία, τη δημιουργικότητα και την υποκειμενικότητα των κυριαρχούμενων. Μολονότι οι συγκεκριμένες αρχές επινοήθηκαν για να περιγράψουν τις μεταλλάξεις των εργασιακών σχέσεων μέσα στις επιχειρήσεις, ισχύουν εξίσου και για τη δημόσια διοίκηση. Σε μια περίοδο ισχνών δημοσιονομικών αγελάδων και γενικευμένης καταδίκης των γραφειοκρατικών υπερβολών, τίθεται εκτός συζήτησης κάθε πρόταση για περισσότερες δημόσιες παρεμβάσεις (ή για περισσότερα μέσα για τέτοιες): πρέπει να υπάρξει καλύτερη οργάνωση, ώστε να παρέχονται οι καλύτερες υπηρεσίες με το ελάχιστο κόστος. Έτσι, το κλασικό φιλελεύθερο σλόγκαν για «λιγότερο κράτος» αντικαθίσταται από το νεοφιλελεύθερο σύνθημα για «καλύτερο κράτος». Όμως, ο ορισμός τού τι είναι «καλύτερο» δεν είναι δεδομένος. Αν οι επιχειρήσεις έχουν ως στόχο το κέρδος, ποιοι σκοποί έχουν καθοριστεί για το κράτος και τις υπηρεσίες του; Υπό δημοκρατικό καθεστώς, τους προσδιορίζει -θεωρητικά- ο λαός. Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό βρίσκεται πίσω από μια θεμελιακή για τις κοινωνίες μας πολιτική διχογνωμία. Ως εκ τούτου, τίποτε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε προφανές, ούτε και φυσικό, στην πρακτική της συγκριτικής προτυποποίησης. Το γεγονός ότι το κράτος κάνει χρήση των αριθμών δεν είναι καινούργιο: ήδη από τη γέννησή της, τον 18ο αιώνα, η στατιστική παρουσιάζεται ως η «επιστήμη του κράτους». Η ειρωνεία της Ιστορίας: εκείνο που η δημόσια εξουσία επινόησε ως προνομιακό εργαλείο της σήμερα εξυπηρετεί τον κατακερματισμό της, με το προκάλυμμα του «νέου τύπου μάνατζμεντ». Κινητοποιώντας τις στατιστικές, η συγκριτική προτυποποίηση επιζητά να ιδιοποιηθεί τη μετασχηματιστική δύναμη που διαθέτουν. Προκειμένου να ξεχωρίσουμε τον στατιστικό μηχανισμό, του οποίου η διαμόρφωση συμπορεύθηκε με το κράτος, από το δίκτυο αριθμών που υφαίνεται από το benchmarking, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια «νέου τύπου δημόσια ποσοτικοποίηση»,10 όπως άλλοι μιλούν για ένα «νέου τύπου δημόσιο μάνατζμεντ». Κάτω από την ομπρέλα αυτής της «νέου τύπου δημόσιας ποσοτικοποίησης» ομαδοποιούνται τα στοιχεία με τα οποία βομβαρδιζόμαστε εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Αφορά δείκτες απόδοσης, ποσοτικές μεταβλητές, για τις οποίες τα στελέχη και οι υπάλληλοι οφείλουν να ενημερωθούν, προκειμένου να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα της δραστηριότητάς τους ποσοτικούς στόχους, πάνω στους οποίους οι διαχειριστικές αρχές βασίζονται ολοκληρωτικά, επιδιώκοντας να εμφυσήσουν την «κουλτούρα του αποτελέσματος» στους εποπτευόμενους φορείς πίνακες που επιτρέπουν την κατανόηση ενός μεγάλου αριθμού αριθμητικών δεδομένων με μια ματιά κατατάξεις που ξεχωρίζουν τους «καλούς μαθητές» και τους λιγότερο καλούς, με σκοπό τη διανομή επιβραβεύσεων και κυρώσεων κ.ο.κ. Οι τεχνικές αυτές συστηματοποιήθηκαν στη γαλλική δημόσια διοίκηση μέσω μιας σειράς νόμων στο πλαίσιο της Γενικής Αναθεώρησης της Δημόσιας Πολιτικής,11 η οποία μετονομάστηκε από τη νέα
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
κυβέρνηση σε Εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Δράσης.12 Παρ’ όλο που βασίζονται στην «καλή θέληση» του καθενός, τέτοιοι μηχανισμοί δεν λειτουργούν με αυτόματο πιλότο. Η διαχειριστική κυριαρχία ασκείται από μια ελίτ, της οποίας ο κύκλος κλείνει όλο και περισσότερο. Επιπλέον, αν οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες καταφέρνουν να επιβάλλουν τη συγκριτική προτυποποίηση υποστηρίζοντας την οικουμενικότητα αυτής της μεθόδου μάνατζμεντ, που υποτίθεται ότι είναι «παντός εδάφους», σπανίως την εφαρμόζουν στον εαυτό τους. Το καλύτερο παράδειγμα είναι αναμφίβολα η εμπειρία της βαθμολόγησης και κατάταξης των υπουργών σε σχέση με τους αριθμητικούς στόχους που είχε ορίσει ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί. Καθώς η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων στην εφημερίδα Le Point έκανε πάταγο τον Ιανουάριο του 2008, η ιδέα σύντομα εγκαταλείφθηκε. Επίσης, η ανάπτυξη της συγκριτικής προτυποποίησης στο γαλλικό Δημόσιο συνάντησε την εναντίωση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας δημοσίων υπαλλήλων: γιατρών, δικαστών, αστυνομικών επιθεωρητών και καθηγητών πανεπιστημίου. Όλοι είδαν την παραδοσιακή εξουσία και το κύρος τους να αμφισβητούνται ριζικά από την εισαγωγή αυτού του τύπου συγκριτικής και διαχειριστικής αξιολόγησης, καθώς τείνει να τα αντικαταστήσει με την κρίση από τους ομοτίμους τους. Κατά κανόνα πολύ λίγο επιρρεπείς στη συλλογική δράση, αυτοί οι «προϊστάμενοι» συντάχθηκαν, λοιπόν, με τα αιτήματα των υφισταμένων, που είχαν κινητοποιηθεί εναντίον των μηχανισμών των οποίων είχαν αποτελέσει τους πρώτους στόχους. Ωστόσο, άλλοι εργαζόμενοι, που δεν επωφελούνταν στον ίδιο βαθμό από το κοινωνικό κεφάλαιο, προσδοκούσαν ότι τα νέα συστήματα αξιολόγησης θα τους επέτρεπαν να αναγνωρίσουν καλύτερα τα προσόντα τους και να ενισχύσουν την αξία της θέσης τους. Έτσι, το benchmarking κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και να επιβληθεί στον δημόσιο τομέα μέσω μιας συμμαχίας μεταξύ των ανώτατων κλιμακίων της πολιτικής ηγεσίας και κάποιων μέσων στελεχών που θεωρούνταν «παρείσακτοι».13 Εντούτοις, οι υποσχέσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που διατυπώθηκαν από όσους προωθούσαν τις συγκεκριμένες μεθόδους δεν τηρήθηκαν και παρουσιάστηκαν πολλά εξόφθαλμα στρεβλά φαινόμενα. Οι υπάλληλοι όλων των επιπέδων ένιωσαν να ασκείται πάνω τους μια τεράστια ψυχολογική πίεση που, ιδιαιτέρως στην αστυνομία, προνομιακό χώρο εφαρμογής της «πολιτικής των αριθμών», οδήγησε μερικούς
«Το κλασικό φιλελεύθερο σλόγκαν για ‘λιγότερο κράτος’ αντικαθίσταται από το νεοφιλελεύθερο σύνθημα για ‘καλύτερο κράτος’», χωρίς ο ορισμός να είναι δεδομένος
καστήριο της Λυών θεώρησε ότι η έκθεση σε ανταγωνισμό των μισθωτών που είχαν προσφύγει σε αυτό τούς δημιουργούσε ένα διαρκές στρες που έβλαπτε σημαντικά την υγεία τους. Επίσης, απαγόρευσε στο Ταμιευτήριο Ροδανού - Νοτίων Άλπεων να βασίζει τη διοικητική του οργάνωση στη συγκριτική προτυποποίηση. Πράγματι, από το 2007, η τράπεζα αυτή είχε εγκαθιδρύσει ένα σύστημα διαχείρισης του προσωπικού με βασικό γνώρισμα την τακτική σύγκριση των αποτελεσμάτων του κάθε υπαλλήλου και την ανάρτηση των σχετικών αξιολογήσεων. Μέσα από την αγωγή που κατέθεσε το συνδικάτο Αλληλέγγυοι, Ενωτικοί, Δημοκρατικοί (SUD), το οποίο κατήγγειλε τον τρόμο που γεννούσαν αυτές οι μέθοδοι, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή στην αντίσταση εναντίον αυτού του μηχανισμού. Αυτή η άνευ προηγουμένου ετυμηγορία ανοίγει τον δρόμο για πολλές ακόμη προσφυγές παντού όπου εφαρμόζεται η συγκριτική προτυποποίηση.
στην αυτοκτονία.14 Ο αριθμός των τηλεφωνικών κλήσεων στην υπηρεσία ψυχολογικής υποστήριξης των γαλλικών Σωμάτων Ασφαλείας σχεδόν τετραπλασιάστηκε μέσα σε δέκα χρόνια. Υποχρεωμένοι να επιδιώκουν ελάχιστα συνεκτικούς στόχους, και πάντοτε ασταθείς, οι υπάλληλοι υποφέρουν από την έλλειψη σαφήνειας και σταθερότητας στη δραστηριότητά τους. Μιλούν συχνά για «απώλεια νοήματος». Όσο για τους χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών, διαπίστωσαν ότι το υποτιθέμενο «καλύτερο κράτος» στην πραγματικότητα σήμαινε πτώση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Λόγου χάρη, παρατηρήθηκε μια έκρηξη στον αριθμό των προσωρινών κρατήσεων σε αστυνομικά τμήματα για άτομα που προηγουμένως δεν είχαν ανακριθεί. Και η «ταξινόμηση» στις εισόδους των επειγόντων στα νοσοκομεία, η οποία παρουσιάστηκε ως εγγύηση της γρηγορότερης φροντίδας των ασθενών, προκάλεσε την αύξηση του ποσοστού επανεισαγωγής στο νοσοκομείο, σημάδι ανεπάρκειας των υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι που αξιολογούνταν με ποσοτικά κριτήρια έμαθαν να «κάνουν νούμερα», δηλαδή να παρουσιάζουν τα αποτελέσματά τους με τον πιο κολακευτικό για εκείνους τρόπο. Οι αστυνομικοί προχώρησαν σε εύκολες συλλήψεις, που όμως δεν είχαν πραγματική συμβολή στη μείωση της εγκληματικότητας οι γιατροί παραμέρισαν τις πιο σύνθετες παθολογικές περιπτώσεις για να αντιμετωπίσουν τα πιο απλά περιστατικά οι ερευνητές κατατεμάχισαν τα άρθρα τους ώστε να δημοσιεύουν τρία αντί για ένα, πιο συνεκτικό. Να τους επικρίνουμε επειδή αυτοπροστατεύονταν και υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους; Ταυτόχρονα, όμως, η πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται οι αριθμοί που υποτίθεται ότι αξιολογούν την αποδοτικότητα και τις πρωτοβουλίες τους είναι και η ίδια κατασκευασμένη από τη συγκεκριμένη τεχνική μάνατζμεντ. Η τελευταία δεν αποτελεί πλέον τον τελικό κριτή που ζυγίζει τη δράση του κράτους: ενδέχεται να είναι και αυτή κατασκευασμένη. Μια εναντίωση στην ίδια τη συγκριτική προτυποποίηση έχει αρχίσει να οργανώνεται, ιδίως στη Γαλλία. Στις 4 Σεπτεμβρίου 2012, το Ανώτατο Δι-
1 (Σ.τ.Μ.): Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του benchmarking, μιας μεθόδου μάνατζμεντ που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση διαφόρων πτυχών της λειτουργίας επιχειρήσεων και οργανισμών, με μέτρο σύγκρισης την «καλύτερη πρακτική» (best practice) στον τομέα τους, εννοώντας την υψηλότερη επίδοση. Στο κείμενο χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και ο αγγλικός και ο ελληνικός όρος. 2 «Benchmarker, c’ est la santé!», Medef, 8 Φεβρουαρίου 2008. 3 Βλ. Gilles Ardinat, «La compétitivité, un mythe en vogue», Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 2012. 4 ERT, «Benchmarking for policy-makers: The way to competitiveness, growth and job creation», επίσημη έκθεση του σεμιναρίου, Οκτώβριος 1996. 5 The MIT Commission on Industrial Productivity, «Made in America: Regaining the productivity edge», MIT Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 1989. 6 Florence Jany-Catrice, «La Performance totale: nouvel esprit du capitalisme?», Presses Universitaires du Septentrion, Villeneuve-d’Ascq, 2012. 7 Philipe Pignarre και Isabelle Stengers, «La Sorcellerie capitaliste. Pratiques de désenvoûtement», La Découverte, Paris, 2007. 8 Philippe Zarifian, «Contrôle des engagements et productivité sociale», Multitudes, Νο 17, Παρίσι, καλοκαίρι 2004. 9 Frédéric Lordon, Capitalisme, désir et servitude. Marx et Spinoza, La Fabrique, Παρίσι, 2010. 10 (Σ.τ.Μ.): nouvelle quantification publique (NQP) στο πρωτότυπο. 11 (Σ.τ.Μ.): révision générale des politiques publiques (RGPP) στο πρωτότυπο. 12 (Σ.τ.Μ.): modernisation de l’action publique (MAP) στο πρωτότυπο. 13 Nicolas Belorgey, «L’ Hôpital sous pression. Enquête sur le «nouveau management public»», La Découverte, Παρίσι, 2010. 14 (Σ.τ.Μ.): Περισσότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό είναι η υπόθεση των αυτοκτονιών το 2009 στον Γαλλικό Οργανισμό Επικοινωνιών. Βλ. «Οι αυτόχειρες της άγριας οικονομίας», «Έψιλον», «Κ.Ε.», 111-2009, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=98492.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/37
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
Η μεταφορά του «πράσινου» ηλεκτρικού ρεύματος άλλοθι για την ιδιωτικοποίηση Στην Ευρώπη, η μετάβαση σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, το οποίο θα στηρίζεται στις ανανεώσιμες πηγές, προσκρούει σε ένα σημαντικό εμπόδιο: το δίκτυο γραμμών υψηλής τάσης δεν είναι σχεδιασμένο για τις ακανόνιστες ροές ηλεκτρικής ενέργειας που προέρχονται από τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα. Ο εκσυγχρονισμός του θα θέσει με πιεστικό τρόπο ένα πολιτικό δίλημμα: η ενέργεια είναι ένα δημόσιο αγαθό που προϋποθέτει υποδομές που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον ή πρόκειται απλώς για ένα εμπόρευμα που κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση; Του Aurélien Bernier*
Σ
χεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, πολλές γενιές οικολόγων ονειρεύονταν την αυτονομία και την αειφορία που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η αυτοπαραγωγή της ενέργειας που χρειάζονται, χάρη στον ήλιο και στον άνεμο. Ωστόσο, για να επιτευχθεί η σημαντική ανάπτυξη της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, να πραγματοποιηθούν οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και, το κυριότερο, να αυξηθούν οι τιμές της ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα κατά τη διάρκεια της αμέσως επόμενης δεκαετίας. Πλέον, η έννοια της ενεργειακής αυτονομίας δεν θεωρείται μια αλλόκοτη ιδιοτροπία των Πρά-
* Ο Aurélien Bernier είναι συγγραφέας του «Comment la mondialisation tue l’ écologie», Mille et une nuits, Παρίσι, 2012.
σινων ακτιβιστών. Στη Γαλλία, ο στόχος έχει υιοθετηθεί από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως η διαδημοτική ένωση του Μενέ, στην Κοτ ντ’ Αρμόρ της Βρετάνης (Δυτική Γαλλία). Σύμφωνα με έναν από τους υπεύθυνους του προγράμματος, «όσον αφορά την ιδιωτική, δημόσια και επαγγελματική κατανάλωση, οι 6.500 κάτοικοι της περιοχής επιθυμούν να επιτύχουν επίπεδα ενεργειακής αυτονομίας της τάξης του 75% το 2020 και πλήρη αυτάρκεια μέχρι το 2030».1 Έχει ήδη αναπτυχθεί ένα δίκτυο «περιοχών θετικής ενέργειας», στο οποίο συμμετέχουν οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης που προσαρμόζουν στο δικό τους, τοπικό επίπεδο της αρχές του négawatt2: λιτή κατανάλωση, εξοικονόμηση ενέργειας και ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται ότι το πρόγραμμα «100% Res Communities» -το οποίο δρομολογήθηκε τον Απρίλιο του 2012 και θα έχει διάρκεια τριών ετών- θα επιτρέψει τον πειραματισμό πάνω στις τοπικές ενεργειακές πολιτικές οι οποίες θα προωθούν παρόμοιους στόχους. Ωστόσο, παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη ακολουθούν έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει στην ακύρωση του οφέλους που μας εξασφαλίζουν η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι οι μοναδικές ανανεώσιμες πηγές.3 Υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά από τη μια πλευρά και στις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που λειτουργούν με άνθρακα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο ή πυρηνική ενέργεια. Δεδομένου ότι οι έλικες της ανεμογεννήτριας γυρίζουν όταν φυσάει αέρας και ότι τα φωτοβολταϊκά αποδίδουν το μέγιστο της δυναμικότητάς τους όταν υπάρχει αυξημένη ηλιοφάνεια, αυτές οι δύο μορφές αποδεικνύονται εξ ορισμού ακανόνιστες, αστάθμητες και απρόβλεπτες: η παραγωγή τους είναι ασυνεχής, με αποτέλεσμα να καθίσταται απρόβλεπτος ο ακριβής ενεργειακός σχεδιασμός. Ο λόγος φορτίου (δηλαδή η σχέση ανάμεσα στις πραγματικές ποσότητες ενέργειας που παράγονται και στη θεωρητική παραγωγή που θα εξασφάλιζε μια εγκατάσταση εάν λειτουργούσε χωρίς καμία διακοπή στο μέγιστο της ισχύος της, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους) ανέρχεται στο 25% για το γαλλικό αιολικό πάρκο. Όσο για τα γαλλικά φωτοβολταϊκά πάρκα, η παραγωγή τους αντιστοιχεί περίπου στο 15% της μέγιστης εγκατεστημένης ισχύος τους, μάλιστα το επίπεδο αυτό παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες κάθε χρονιάς.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη ακολουθούν έναν δρόμο, ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει στην ακύρωση του οφέλους που μας εξασφαλίζουν η ηλιακή και η αιολική ενέργεια Αντίθετα, ο λόγος φορτίου των μονάδων που τροφοδοτούνται με ορυκτά καύσιμα αγγίζει το 75%. Επιπλέον, τα ηλιακά και τα φωτοβολταϊκά πάρκα εκμεταλλεύονται σε τοπικό επίπεδο μια πρωτογενή μορφή ενέργειας, η οποία παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή. Πράγματι, για να επιτευχθούν υψηλές αποδόσεις, οι μονάδες πρέπει να εγκαθίστανται στις ενδεδειγμένες γεωγραφικές ζώνες. Συνεπώς, οι υπεύθυνοι της ρυθμιστικής αρχής για την ενέργεια οφείλουν να σχεδιάσουν τη συγκέντρωση αυτών των μονάδων σε περιοχές με υψηλή ηλιοφάνεια και σημαντικό αιολικό δυναμικό. Για τους διαχειριστές του δικτύου διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι οφείλουν να παρέχουν σε πραγματικό χρόνο στους καταναλωτές τις ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος που χρειάζονται, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι διόλου αμελητέα. Τι θα κάνουν το ρεύμα που παράγουν οι ανεμογεννήτριες τη νύχτα, όταν η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι χαμηλή; Και πώς θα ανταποκριθούν στις αιχμές της κατανάλωσης που παρατηρούνται τον χειμώνα, εποχή κατά την οποία δεν μπορούν να στηρίζονται ιδιαίτερα στα φωτοβολταϊκά; Το κυριότερο σύστημα επιδότησης του κλάδου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που υιοθέτησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, υποχρεώνει τους διαχειριστές των δικτύων να αγοράζουν από τους παραγωγούς το ρεύμα σε τιμές ελκυστικές, κατά πολύ ανώτερες από τη μέση τιμή της ενέργειας που παράγεται από τα ορυκτά καύσιμα ή από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες, και η υποχρέωση αυτή θα ισχύει για 15 έως 20 χρόνια. Όμως, το συγκεκριμένο σύστημα κινήτρων αφήνει στην κρίση των παραγωγών και των διανομέων της ενέργειας το ζήτημα της προσαρμογής
στον ακανόνιστο χαρακτήρα της. Οι διανομείς, δε, οφείλουν να εξασφαλίσουν εφεδρικές δυναμικότητες, οι οποίες αποκαλούνται backup. Δεδομένου ότι τους είναι αδύνατον να γνωρίζουν εάν μια ηλιακή ή αιολική μονάδα θα λειτουργεί αποδοτικά τη στιγμή που χρειάζονται, οφείλουν να διαθέτουν παράλληλα και δυναμικότητα παραγωγής ρεύματος, η οποία θα μπορεί να κινητοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Οι μονάδες backup, οι οποίες τίθενται σε λειτουργία ή εκτός λειτουργίας ανάλογα με το ύψος της παραγωγής της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, καίνε κάρβουνο, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο και εκπέμπουν συνεπώς σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα. Από την άλλη, δεδομένου ότι οι περιοχές που ενδείκνυνται περισσότερο για την εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών δεν συμπίπτουν συνήθως με τις περιοχές όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας, απαιτείται η μεταφορά της ενέργειας, συχνά σε μεγάλες αποστάσεις. Έτσι, στη Γερμανία, οι μεγάλης ισχύος ανεμογεννήτριες είναι συγκεντρωμένες στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, τη στιγμή που η μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας παρατηρείται στα ομόσπονδα κρατίδια στο νότιο τμήμα της χώρας, για παράδειγμα στη Βαυαρία. Με βάση την εμπορική λογική από την οποία διαπνέεται η πλειονότητα όσων λαμβάνουν τις αποφάσεις για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα πρέπει να κατασκευαστούν νέες γραμμές για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από τον Βορρά στον Νότο της χώρας, ειδάλλως ένα μέρος από τις κιλοβατώρες που παράγονται θα χαθεί.4 Η υπερπαραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά τη διάρκεια των περιόδων χαμηλής ζήτησης οδηγεί ακόμα και σε διαμόρφωση αρνητικών τιμών στις αγορές: κατά τη διάρκεια πολλών στιγμών της χρονιάς, ενώ οι διανομείς ενέργειας -οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι από τις συμβάσεις που έχουν υπογράψει να αγοράζουν την ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγέςοφείλουν να πληρώνουν για να απαλλαγούν από αυτό το «ενοχλητικό εμπόρευμα» που βρέθηκε στα χέρια τους. Οι διαχειριστές των υδροηλεκτρικών μονάδων, οι οποίοι αυτή τη στιγμή είναι οι μόνοι που διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες «αποθήκευσης» της ηλεκτρικής ενέργειας (ανεβάζοντας με ηλεκτρικές αντλίες το νερό πίσω στα φράγματα για να το χρησιμοποιήσουν για ηλεκτροπαραγωγή κάποια άλλη στιγμή), αποκομίζουν σημαντικά κέρδη απορροφώντας την υπερπαραγωγή ενέργειας και χρησιμοποιούν το νερό
LE
MONDE
4/38
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
που εξασφαλίζουν με αυτόν τον τρόπο για την παραγωγή ενέργειας σε περιόδους αιχμής, όταν η τιμή του ρεύματος είναι ιδιαίτερα υψηλή. Η επιτυχία του Energiekonzept -του εξαιρετικά φιλόδοξου εθνικού σχεδίου για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας που υιοθέτησε το Βερολίνο τον Ιούλιο του 2011- εξαρτάται από την κατασκευή των νέων υποδομών μεταφοράς και διανομής ρεύματος. Ωστόσο, η επένδυση για τη δημιουργία 4.500 χιλιομέτρων γραμμών υπερυψηλής τάσης που απαιτούνται για την αλλαγή του ενεργειακού τοπίου ανέρχεται στα 20 δισ. ευρώ και οι επενδυτές πλέον σπανίζουν. Οι δε πληθυσμοί των περιοχών απ’ όπου θα διέλθουν οι γραμμές αντιδρούν έντονα -για παράδειγμα, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας- με αποτέλεσμα να καθυστερούν ή να μπλοκάρουν οι διαδικασίες αδειοδότησης των έργων. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια από τις προτεραιότητες του ομοσπονδιακού κράτους είναι η απλοποίησή τους. Από την πλευρά τους, οι πολίτες απογοητεύονται, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν πιστέψει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ήταν συνώνυμο της αυξημένης αυτονομίας και της επιστροφής στον τοπικό χαρακτήρα της οικονομίας. Η απογοήτευσή τους θα ενταθεί περισσότερο στο μέλλον. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική της ευρωπαϊκής στρατηγικής, η οποία στηρίζεται στην ελευθερία των ανταλλαγών και στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Από το 1997 η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας 96/92/CE, που αποσκοπεί στην καθιέρωση «κοινών κανόνων όσον αφορά την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας», επέτρεψε τον κατατεμαχισμό και την απορρύθμιση -ακόμα και την ιδιωτικοποίησηενός τομέα ο οποίος αποτελούσε συνήθως δημόσια υπηρεσία.5 Το 2004, η εφαρμογή της οδηγίας 2003/55/CE οδήγησε στην απόλυτη απελευθέρωση των εθνικών αγορών φυσικού αερίου. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται κοντά στη δεύτερη πράξη της δημιουργίας μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας: επιδιώκεται να «επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος» και να ενθαρρυνθούν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και οι διαχειριστές των δικτύων να «εντείνουν τα έργα τους στον τομέα της σύζευξης των αγορών».6 Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας -όπως και η «αλληλεγγύη» μεταξύ των κρατών μελών- χρησιμεύουν ως επιχείρημα για την προώθηση της συγκεκριμένης στρατηγικής. Στις 18 Δεκεμβρίου του 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε ένα σχέδιο κανονισμού για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, ο οποίος αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αδειοδότησης των έργων διασύνδεσης. Σύμφωνα με τον εισηγητή του κειμένου, τον Πορτογάλο σοσιαλιστή Αντόνιο Κορέια ντε Κάμπος, υπάρχουν επιδοτήσεις για την κατασκευή υποδομών που «προωθούν το κοινό συμφέρον» και «θα ευνοήσουν την περιβαλλοντική αειφορία, θα εξασφαλίσουν οφέλη για τους Ευρωπαίους πολίτες και θα δημιουργήσουν απασχόληση και οικονομική ανάπτυξη για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες».7 Σε αυτόν τον θαυμαστό κόσμο των ελεύθερων ενεργειακών ανταλλαγών, ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες και... τις τιμές στην αγορά, τα ηλιακά πάρκα της Ισπανίας μπορούν να εξάγουν στη Γαλλία το πλεόνασμα της παραγωγής τους και οι γερμανικές ανεμογεννήτριες μπορούν να τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια το Βέλγιο ή την Πολωνία. Η διασύνδεση ολοένα και περισσότερο εκτεταμένων δικτύων, μέσα από τα οποία θα διακι-
νείται ενέργεια που παράγεται από διάφορες πηγές, απαιτεί μια εξαιρετικά συγκεντρωτική διαχείριση. Ήδη από το 2000 οι ρυθμιστικές αρχές των είκοσι επτά κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Νορβηγίας και της Ισλανδίας δημιουργούσαν το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Council of European Energy Regulators, CEER), για να καθοδηγήσουν τη «δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, ανταγωνιστικής, αποτελεσματικής και αειφόρου». Το 2009, στο CEER προστίθεται και ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Agency for the Cooperation of Energy Regulators, ACER), επιφορτισμένος με τις τεχνικές γνωμοδοτήσεις, την επιτήρηση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και, εν μέρει, των διασυνοριακών υποδομών. Αυτός ο συγκεντρωτισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο των τρόπων διαχείρισης στηρίζεται σε τεχνικές καινοτομίες. Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, επικρατεί η μόδα των smart grids, των εξοπλισμένων με συστήματα πληροφορικής δικτύων διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία ορισμένοι δεν διστάζουν να αποκαλούν έξυπνα δίκτυα.8 Μπορούν να κατευθύνουν τις παραδοσιακές μονάδες παραγωγής ρεύματος, τα αιολικά ή τα ηλιακά πάρκα, να χρησιμοποιούν τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων για να αποθηκεύουν ενέργεια, αλλά και να επενεργούν στις οικιακές συσκευές. Τα νοικοκυριά που θα συναινέσουν μπορεί να δουν τον διαχειριστή του δικτύου να διακόπτει την τροφοδοσία του θερμοσίφωνά τους ή του ηλεκτρικού καλοριφέρ τους για μερικά λεπτά της ώρας, όταν παρατηρούνται αιχμές ζήτησης. Ορισμένοι προτείνουν μάλιστα την καθιέρωση μιας δυναμικής, διαφοροποιημένης τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας.9 Σε αυτήν την περίπτωση η διάκριση μεταξύ ωρών αιχμής (ημερήσιο τιμολόγιο) και νεκρών ωρών (νυχτερινό τιμολόγιο) που εφαρμόζει η EDF (η γαλλική ΔΕΗ) θα αντικαθίστατο από μια τιμολόγηση σε πραγματικό χρόνο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του κόστους παραγωγής της ενέργειας. Κι ο καταναλωτής που θα ήθελε να επωφεληθεί για να μειώσει τον λογαριασμό του ρεύματος θα έπρεπε να παρακολουθεί στενά τις διακυμάνσεις της τιμής της κιλοβατώρας στις χρηματιστηριακές αγορές. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι οραματιστές στον τομέα του συνδυασμού των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της απελευθέρωσης θα πρέπει να είναι η ηγετική ομάδα της κατασκευαστικής εταιρείας Bouygues Construction, θυγατρικής της γνωστής γαλλικής πολυεθνικής.10 Ποντάροντας
ΚΥΡΙΑΚΗ 26 ΜΑΪΟΥ 2013
ων μεταξύ μορφών ενέργειας με ακανόνιστη μορφή (ηλιακά, φωτοβολταϊκά πάρκα...) και των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας με σταθερότερη ροή (μεθανοποίηση οργανικών υπολειμμάτων ή απορριμμάτων, ξυλεία, γεωθερμία, παλιρροϊκή ενέργεια κ.λπ.). Επιπλέον, η προσφυγή σε τοπικού χαρακτήρα λύσεις για την αποθήκευση της ενέργειας (υδραυλικού ή θερμικού τύπου, πεπιεσμένος αέρας...) θα μπορούσε να επιτρέψει τον σχεδιασμό συστημάτων τα οποία θα ανταποκρίνονται στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Πιθανότατα δε, όλα αυτά θα κοστίσουν φθηνότερα σε σχέση με τα μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα για τη διασύνδεση των δικτύων, τα οποία θα απαιτήσουν την επένδυση 200 δισ. ευρώ μέχρι το 20120. Βέβαια, η υλοποίησή τους θα έπρεπε να στηριχθεί σε μια πραγματική δημόσια υπηρεσία στον κλάδο της ενέργειας. Σε αυτές ακριβώς τις δημόσιες υπηρεσίες, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βαλθεί να καταστρέψει και τις οποίες τα κράτη έχουν πάψει πλέον να υπερασπίζονται.
Η υπερπαραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά τη διάρκεια των περιόδων χαμηλής ζήτησης οδηγεί ακόμα και σε διαμόρφωση αρνητικών τιμών στις αγορές
στο γεγονός ότι η ηλεκτρική ενέργεια, η ύδρευση και η αποκομιδή των απορριμμάτων θα πάψουν να αποτελούν δημόσιες υπηρεσίες, αναπτύσσουν το σχέδιο Autonomous Building Concept (ABC). Πρόκειται για «κτήρια σχεδιασμένα και κατασκευασμένα έτσι ώστε να είναι ανεξάρτητα από τα δίκτυα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τα οποία θα παράγουν τη δική τους ενέργεια, θα καταναλώνουν λιγότερο νερό και θα ανακυκλώνουν το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων που παράγονται σε αυτά». Ο Γκαετάν Ντεριέλ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής καινοτομίας και αειφόρων κατασκευών της Bouygues Construction, θεωρεί ότι «σε μια περίοδο όπου η χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων θα γίνει πολύ δύσκολη», η τοπική αυτοδιοίκηση θα αντιμετωπίσει ευνοϊκά «την αρχή της αυτονομίας, η οποία θα επιτρέψει σημαντική εξοικονόμηση δαπανών και την επίτευξη ενός περισσότερο ικανοποιητικού συνολικού περιβαλλοντικού κόστους».11 Με άλλα λόγια, μια από τις ισχυρότερες επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο -η οποία συμβάλλει σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος- είναι πρόθυμη να καταστήσει εφικτό το όνειρο ορισμένων οικολόγων... με τίμημα την εγκατάλειψη της ιδέας της δημόσιας υπηρεσίας. Όσοι αντιτίθενται στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας δεν χάνουν ευκαιρία να καταγγείλουν τον παραλογισμό στον οποίο οδηγούν αυτές οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και η εφαρμογή τους. Ωστόσο, είναι απόλυτα δυνατόν να ακολουθηθεί μια διαφορετική πορεία. Καταρχάς, έξυπνα σχεδιασμένες κρατικές ενισχύσεις θα μπορούσαν να προωθήσουν την εξοικονόμηση ενέργειας. Στη συνέχεια, όσον αφορά την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, θα μπορούσε να υπάρξει μια καλύτερη κατανομή των ενισχύσε-
Αναφέρεται από την εφημερίδα Les Echos, Παρίσι, 28-9-11. 2 (ΣτΜ): Σύμφωνα με τον Amory Jovin του Rocky Mountain Institute, το négawatt είναι η ποσότητα ισχύος σε watt που εξοικονομείται με αλλαγή της κοινωνικής συμπεριφοράς ή παράγεται με την προσφυγή σε μεθόδους παραγωγής που δεν χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα. Στη Γαλλία είναι ιδιαίτερα δραστήρια η οργάνωση Association Négawatt, η οποία, μέσω του Institut Négawatt, προωθεί το σενάριο Négawatt. 3 Υπάρχει επίσης η υδροηλεκτρική ενέργεια, η γεωθερμία, η χρήση ξυλείας ή υπολειμμάτων της βιομηχανίας ξύλου, η παλιρροϊκή ενέργεια και η παραγωγή βιοαερίου (μεθανίου) από τις χωματερές, τους σταθμούς βιολογικού καθαρισμού και τα υπολείμματα του γεωργικού τομέα και της βιομηχανίας τροφίμων. 4 «La transition énergétique allemande est-elle soutenable?» Centre d’analyse stratégique, Παρίσι, Σεπτέμβριος 2012. 5 Βλέπε Mathias Reymond, «L’ Europe énergétique entre concurrence et dependence», Le Monde Diplomatique, Δεκέμβριος 2008. 6 Συμπεράσματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4ης Φεβρουαρίου του 2011. 7 «Approuver rapidement les projets de réseaux transeuropéens d’énergie», 18-12-12, http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do ?type=IMPRESS&reference=20121218IPR04810&format= XML&language=FR. 8 Frédéric Klopfert και Grégoire Wallenborn, «A quoi servent les compteurs électriques «intelligents»», http://blog.mondediplo.net/2011-04-27-A-quoiservent-les-compteurs-electriques 27-4-11. 9 François Lévêque και Bastien Poubeau, «Tarification progressive de l’énergie: marche arrière toute», http://lecercle.lesechos.fr/economiesociete/energies-environnement/energiesclassiques/221161487/tarification-progressiveenerg 20-12-2012. 10 (ΣτΜ): Με παρουσία σε 80 χώρες και 131.00 εργαζόμενους. Από τις κατασκευές και τα δημόσια έργα επεκτάθηκε επίσης στα μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση), στην κινητή τηλεφωνία, στην ύδρευση, στην ενέργεια, στις μεταφορές και στις αγοραπωλησίες ακινήτων. [11] «Gaätan Desruelles: «Nous travaillons sur un nouveau concept d’immeubles autonomes»», Les Echos, Παρίσι, 5-10-11. 1
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ