LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 2 IOYNIOY 2013 TEYXOΣ 17
diplomatique
ENΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΜΙΑ ΧΩΡΑ Αύξηση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας από 35 σε 40, αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης... Με το νέο πρόγραμμα λιτότητας που επισφραγίστηκε στις 12 Μαρτίου, η Πορτογαλία συνεχίζει την κάθοδό της προς την Κόλαση. Οι κάτοικοί της, είτε μένουν είτε φεύγουν, είναι υποχρεωμένοι να πενθήσουν για τα όνειρα που έκαναν για το μέλλον. Του José Luís Peixoto*
Σ
ισσαβώνα. Ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο πίσω μου. Γεμίζει όλο το δωμάτιο και στέκεται πάνω στην οθόνη του υπολογιστή όπου γράφω. Μέσα σε αυτή τη διαύγεια, έρχονται να προστεθούν οι λέξεις, μία προς μία, σαν να θέλουν να τη χαλάσουν. Στην κουβέντα ο ήλιος συνήθως αναφέρεται ως ένα από τα κυριότερα χαρίσματα της Πορτογαλίας. Η συνομιλία εξελίσσεται κάπως έτσι: οι άνθρωποι βλέπουν μόνο την αρνητική όψη των πραγμάτων και ξεχνούν να εκτιμήσουν πράγματα που θεωρούν δεδομένα, όπως το πιο απλό, αλλά, στο βάθος, το πιο σημαντικό: τον ήλιο. Το μετεωρολογικό ζήτημα προκύπτει σχεδόν πάντα ως αντίδραση στα δελτία ειδήσεων. Το να μιλάς για τον ήλιο αποτελεί μια μορφή φυγής, άμυνας. Οι Πορτογάλοι βάλλονται από τα δελτία ειδήσεων. Έχουμε εφεύρει τη λέξη saudade για να μιλήσουμε για ένα ιδιαίτερο είδος μελαγχολίας. Θα έπρεπε να είχαμε κιόλας βρει κι έναν όρο για να μεταφράσουμε την κακή διάθεση που μας πιάνει μετά το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων: κακοκεφιά. Ο ήλιος γίνεται παρηγοριά. Μόλις μαθαίνουμε ότι κάποιος έφυγε μετανάστης για τη Βρετανία ή την Ελβετία, ακούμε συχνά να λένε: «Πάω στοίχημα ότι εκεί πέρα δεν έχουν ήλιο». Μια απάντηση που επιτρέπει μια στιγμή ελαφρότητας, μια μι-
* Ο José Luís Peixoto είναι συγγραφέας. Έχει γράψει το βιβλίο «Livro», εκδόσεις Grasset, Παρίσι, 2012. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Νεκροταφείο Πιάνων» (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 2009).
Πορτογαλία, η χώρα του ήλιου με το γλυκό φως κρή ανάπαυλα. Προς το παρόν, κανείς δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα φτάσει στο σημείο να ιδιωτικοποιήσει τον ήλιο. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις... Στο facebook πολλοί παραπονιούνται για τον πρώτο χειμώνα που πέρασαν σε μια χώρα όπου χιονίζει. Καμιά φορά, στα σχόλια, άλλοι που έχουν μετακομίσει στο Ρίο ντε Ζανέιρο διαμαρτύρονται για την υπερβολική ζέστη - πάνω από 35ο C. Μια τέτοια κοινοτοπία της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε κάλλιστα να συμπληρωθεί από το σχόλιο ενός παλιού συναδέλφου στο πανεπιστήμιο για τις θερμοκρασίες στη Λουάντα1. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχαμε να κάνουμε με χρήστες του Facebook που ακολούθησαν τη συμβουλή του πρωθυπουργού, ο οποίος πριν από δύο χρόνια πρότεινε στους καθηγητές να μετακομίσουν στη Βραζιλία ή στην Αγκόλα. Πάντως, είτε έχουν εξοριστεί σε κάποια ζεστή χώρα είτε σε κρύα, όλοι τους θα έκαναν υπερήφανο τον πρώην υπουργό Κοινοβουλευτικών Υποθέσεων, ο οποίος δήλωνε στα μέσα ενημέρωσης ιδιαίτερα ικανοποιημένος με το νέο κύμα μετανάστευσης των Πορτογάλων και πολύ εντυπωσιασμένος από το επίπεδο κατάρτισης των υποψηφίων προς αναχώρηση. Οι κουβέντες αυτές φανερώνουν μια σημαντική αλλαγή στο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας. Ώς τώρα η «μετανάστευση» είχε μια πολύ συγκεκριμένη έννοια στην Πορτογαλία, γεμάτη συμβολισμούς. Όποτε πρόφερε κανείς αυτή τη λέξη, αναφερόταν κυρίως στους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που έφυγαν τη δεκαετία του ‘60 και
Προς το παρόν, κανείς δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα φτάσει στο σημείο να ιδιωτικοποιήσει τον ήλιο. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις...
του ‘70. Σπρωγμένοι από την εξαθλίωση της δικτατορίας του Σαλαζάρ και τους αποικιοκρατικούς πολέμους, διέσχιζαν παράνομα τα σύνορα και, μόλις έφταναν στη Γαλλία, ήταν σαν να προσγειώνονταν στον Άρη. Έχοντας πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, οι άντρες δούλευαν στην οικοδομή, ενώ οι γυναίκες γίνονταν παραδουλεύτρες ή θυρωροί. Αν έπρεπε να διαλέξω μια ημερομηνία, θα έλεγα ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1986, σηματοδότησε τη στιγμή που αρχίσαμε να σβήνουμε αυτή τη μεταναστευτική περίοδο από την εικόνα της χώρας. Η ιδέα ότι δεν ήμασταν πια εκείνη η Πορτογαλία μπόρεσε να διαδοθεί χάρη στα χρήματα των Βρυξελλών και στη μικρότερη εξάρτηση από τα εμβάσματα των μεταναστών. Ενίσχυε το αίσθημα των Πορτογάλων που είχαν μείνει στη χώρα έναντι των συμπατριωτών τους στο εξωτερικό. Ποντάροντας στον τομέα της κοι-
νωνικής ψυχολογίας, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα είδος φθόνου - επιθυμίας: επιθυμίας για αυτοκίνητα και άλλα φανταχτερά αντικείμενα που επιδεικνύει κανείς στις διακοπές τον Αύγουστο. Ντροπής για το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και για ό,τι μαρτυρούσε αυτό για εμάς. Κατά βάθος, ντροπής για τον εαυτό μας: ένα συναίσθημα που διατηρούν ζωντανό και τροφοδοτούν πολλοί Πορτογάλοι. Επιστεγάζοντας δύο δεκαετίες απόρριψης και αισθήματος κατωτερότητας, οι έπαινοι του υπουργού ήρθαν να τονίσουν ότι η τωρινή έξοδος είναι πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Να μην τη συγχέουμε με το άβολο παρελθόν. Η νέα μετανάστευση, στο κάτω-κάτω της γραφής, πρέπει να αποτελεί λόγο εθνικής υπερηφάνειας. Δεν χωρά αμφιβολία: η σημερινή πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του ‘60 και του ‘70. Τις δηλώσεις του υπουργού, καθώς και τις κριτικές που προκάλεσε, τις αναπαρήγαγαν οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. Πολλές από αυτές τις ειδήσεις τις χειρίστηκαν μαθητευόμενοι. Νέοι πτυχιούχοι που κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονταν στη δεύτερη ή την τρίτη τους μαθητεία: σε αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, σχεδόν το σύνολο των εργαζόμενων κάτω των 30 είναι μαθητευόμενοι. Δεν λαμβάνουν καμία αμοιβή, τρέφουν ωστόσο την ελπίδα μήπως υπογράψουν κάποια σύμβαση. Ξεχνούν, ωστόσο, ότι η σύμβαση εξυπακούΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Της ειδικής απεσταλμένης μας Dorothée Thiénot *
Π
ειθαρχία, απόδοση, εκπαίδευση: τίποτα δεν λειτουργεί στον στρατό αυτόν». Στις αρχές Μαρτίου, στο Γκαό, ένας ταγματάρχης του στρατού του Μάλι εκφράζει την αγανάκτησή του περιμένοντας να μετακινηθεί προς τον Βορρά. Όλοι οι παρατηρητές αναρωτιούνται για την επόμενη ημέρα της στρατιωτικής επέμβασης της 11ης Ιανουαρίου 2013 στο βόρειο τμήμα της χώρας. Χωρίς την υποστήριξη των ξένων στρατευμάτων, ιδιαίτερα της Γαλλίας και του Τσαντ, τίποτε δεν θα μπορούσε να έχει γίνει. Όμως, η δυτική, ακόμη και η αφρικανική υποστήριξη δεν θα είναι αιώνια... Μετά από μια εισβολή που δεν κατόρθωσαν να αποκρούσουν, τα στρατεύματα του Μάλι, αντιμέτωπα με την προοπτική μιας σημαντικής και αναμφίβολα μόνιμης, ξένης στρατιωτικής παρουσίας, βρίσκονται σε πρωτόγνωρη κατάσταση. Οι εσωτερικές διαφωνίες παραμένουν ζωηρές και τα αίτια της πικρίας πολλαπλά. Μετά την έναρξη της επιχείρησης «Serval» πολλοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ορκίζονται, σε ιδιωτικές συζητήσεις, ότι, με το τέλος της σύγκρουσης, «εάν ο Θεός τούς δίνει ημέρες», θα αλλάξουν επάγγελμα. Η δυσφορία δεν είναι πρόσφατη. Το 1993, σε εφαρμογή των ειρηνευτικών συμφωνιών της Ταμανρασέτ1 και για να κατευνάσει τις αποσχιστικές αξιώσεις των Τουαρέγκ2 στο βόρειο τμήμα της χώρας, ο τότε πρόεδρος του Μάλι, Αλφά Ουμάρ Κοναρέ, αποφασίζει να εντάξει εκατοντάδες αντάρτες στον τακτικό στρατό. Η πρώτη αυτή συγχώνευση δεν αφήνει καλές αναμνήσεις στους εν ενεργεία στρατιώτες: από το 1994 «οι ενταγμένοι», αμφιβάλλοντας για τις κυβερνητικές προθέσεις, ξαναβγαίνουν στο βουνό, μαζί με τα όπλα τους. Το σενάριο επαναλαμβάνεται το 1996. Και στη δεύτερη περίπτωση οι υπόλοιποι στρατιωτικοί υποχρεώνονται να δεχτούν, είτε το θέλουν είτε όχι, τις συμφωνίες αυτές και τα παρεπόμενά τους. Δέκα χρόνια μιας συνύπαρξης σφραγισμένης από τη δυσπιστία έχουν κυλήσει, όταν, το 2006, «ενταγμένοι» στρατιωτικοί που πρόσκεινται στον Ιγιάντ Αγκ Γκάλι -ο οποίος, πέντε χρόνια αργότερα, θα ιδρύσει το κίνημα Ανσάρ Ντιν («Υπεράσπιση του Ισλάμ»), μια ισλαμιστικών τάσεων οργάνωση των Τουαρέγκ- κατηγορούνται για καιροσκοπικές κινήσεις απέναντι στα διάφορα κινήματα του βόρειου Μάλι. Στις 23 Μαΐου 2006 οι «ενταγμένοι» στρατιώτες, που έχουν συγκεντρωθεί στο Κιντάλ, βοηθούν στην κατάληψη του στρατοπέδου του τακτικού στρατού και κατευθύνονται μαζί με τον πολέμαρχο Γκάλι των Τουαρέγκ στην έρημο. Για τους στρατιωτικούς, η προδοσία ξεχειλίζει το ποτήρι. «Για δέκα χρόνια τα μοιραζόμασταν όλα, τρώγαμε μαζί, πίναμε τσάι μαζί», λέει με αγανάκτηση ένας λοχίας. Δεν μπορεί
«
* Η Dorothée Thiénot είναι δημοσιογράφος.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
EΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΘΕΙ
Τα μπλουζ του στρατού στο Μάλι Στις 22 Απριλίου η Εθνοσυνέλευση του Μάλι επιβεβαίωσε, με επίσημη ψηφοφορία, ότι η στρατιωτική «δύναμη υποστήριξης» χιλίων Γάλλων στρατιωτών θα παραμείνει «μόνιμα» στη χώρα. Στο Κιντάλ, στο βόρειο τμήμα της χώρας, η διεθνής αποστολή υποστήριξης θα πρέπει να πάρει τη σκυτάλη από τα στρατεύματα του Τσαντ. Μα τι έχει συμβεί στον στρατό του Μάλι; να ξεχάσει ότι, στα γεγονότα εκείνα, ένας από τους μέχρι τότε συμπολεμιστές του άρπαξε το δικό του καλάσνικοφ για να σκοτώσει έξι αντάρτες. Η κυβέρνηση του Αμαντού Τουμανί Τουρέ («ΑΤΤ») δεν κρίνει ότι έχει ξεπεραστεί το σημείο
Μετά από μια εισβολή που δεν κατόρθωσαν να αποκρούσουν, τα στρατεύματα του Μάλι, αντιμέτωπα με την προοπτική μιας σημαντικής και αναμφίβολα μόνιμης, ξένης στρατιωτικής παρουσίας, βρίσκονται σε πρωτόγνωρη κατάσταση.
της μη επιστροφής3. Ακόμη χειρότερα, ο πρόεδρος επιχειρεί να καλοπιάσει τους αντάρτες: όσοι τους είχαν ακολουθήσει δεν αποτάχθηκαν, αλλά, αντίθετα, πήραν προαγωγή. «Τα γεγονότα του 2006 ξύπνησαν παλιούς δαίμονες», εξηγεί ένας συνταγματάρχης. «Οι στρατιώτες είχαν ήδη υποστεί πολλές ταπεινώσεις: εντάξεις, άδικες υπηρεσιακές κρίσεις... Πάντα χειριστήκαμε πολιτικά το ζήτημα των Ταματσέκ»4 «μέχρι που καθιερώσαμε και ποσοστώσεις: οι στρατιώτες του Κιντάλ έπρεπε να προέρχονται από την περιοχή. Ωστόσο, ένας στρατιωτικός πρέπει να υπηρετεί παντού στη χώρα του... Αυτό έκαμψε το ηθικό των στρατιωτών». Το 2012, ίδιες αιτίες, ίδια αποτελέσματα: οι αντάρτες κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν εφαρμόζει την αποκέντρωση που είχε υποσχεθεί αντί της ανεξαρτησίας. Θέτουν το ζήτημα ξανά. «Οι ένοπλοι δεν έχουν παρά έναν κοινό εχθρό: τον στρατό του Μάλι, ο οποίος αντιπροσωπεύει το κράτος», αναφέρει με λύπη ο συνταγματάρχης
Αμπντουραμάν Ντεμπελέ. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 2012 γίνεται η σφαγή της στρατιωτικής φρουράς του Αγκελόκ, βόρεια του Κιντάλ: ογδόντα στρατιώτες νεκροί, μεταξύ τους κάποιοι κατακρεουργημένοι, από επίθεση ενός αποσπάσματος αρκετών ένοπλων ομάδων της περιοχής, το Εθνικό Κίνημα Απελευθέρωσης του Αζαουάντ (MNLA) και το Ανσάρ Ντιν. Ο πρόεδρος διαπράττει το ίδιο λάθος με το 2006: ζητεί «να μην γίνονται γενικεύσεις». Στους κόλπους των στρατιωτικών που εδρεύουν στον Βορρά η έλλειψη πυγμής του προέδρου γίνεται αντιληπτή ως νέο σημάδι περιφρόνησης. Η επιείκεια των πολιτικών ηγετών κατέληξε να πείσει αρκετούς από τους στρατιωτικούς αυτούς ότι το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον «ΑΤΤ», στις 22 Μαρτίου 2012, ήταν αναγκαίο κακό: καμία πολιτική λύση -προσωρινή κυβέρνηση, εθνική συνεννόηση, εκλογές- δεν μπορούσε πια να αποκαταστήσει την τάξη σε μια χώρα που οδηγείται στον διαμελισμό και όπου βασιλεύει η καχυποψία5. «Αυτό το πραξικόπημα το επιθυμούσα εδώ και πολύ καιρό», δηλώνει ένας αρχιδεκανέας που βοήθησε και ο ίδιος στην ταφή των πτωμάτων μετά τη σφαγή της Αγκελόκ. «Κανείς δεν κουνήθηκε. Να σκοτώνονται οι άνθρωποι έτσι, σαν τα κοτόπουλα, και ούτε μια λέξη για εμάς;». Η κίνηση των πραξικοπηματιών, που ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Κατί, στα περίχωρα του Μπαμακό, υποστηρίχτηκε από τα λαϊκά στρώματα και τη
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013
νεολαία της πρωτεύουσας. Ωστόσο οι αλλαγές στην κορυφή του κράτους δεν βελτίωσαν την τύχη των στρατιωτικών. Οι υποσχέσεις -απόταξη όσων γονάτισαν το στράτευμα, ανανέωση του στρατιωτικού εξοπλισμούδεν τηρήθηκαν. Τα δεινά αυτού του ελάχιστα ομοιογενούς στρατεύματος, με τα οκτώ τάγματα των τετρακοσίων έως οκτακοσίων ανδρών, έχουν πολύ βαθύτερες ρίζες από την απλή έλλειψη εξοπλισμού, μολονότι οι ανεπάρκειες είναι υπαρκτές. Ο λοχαγός Αμαντού Αγιά Σανογκό, που αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής της χούντας, τοποθέτησε τους ανθρώπους του στην κορυφή των μηχανισμών ασφαλείας, αλλά εξουδετερώθηκε γρήγορα από τους διεθνείς εταίρους του Μάλι. Κρατώντας τον τίτλο του «επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής παρακολούθησης των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας», μεταφέρθηκε μακριά από τις μάχες και δεν ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του παρά τον Φεβρουάριο, έξι μήνες μετά τον διορισμό του. Κατά την περίοδο αυτή ο αρχηγός των πραξικοπηματιών δεν επισκέφθηκε παρά μία φορά το Σεβαρέ, τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση της χώρας. Λίγο μετά τη μάχη της Κονά, την οποία έχασε ο στρατός του Μάλι μετά από γενναία αντίσταση, στις 11 Ιανουαρίου 2013, ο Σανογκό προχώρησε σε βεβιασμένες υπηρεσιακές κρίσεις, χωρίς το κύρος κάποιου που γνωρίζει το πεδίο. Προαγωγές που αμέσως κρίθηκαν αδικαιολόγητες από τους στρατιωτικούς στο βόρειο Μάλι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται... «Όποιος δεν έχει ‘κάνει στον Βορρά’, με την έρημο, τις επιθέσεις από τους αντάρτες και τους εμπόρους ναρκωτικών, δεν μπορεί να καταλάβει», δηλώνει ο Μποκάρ, που κατάγεται από το Μπαμακό. Από τότε που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον στρατό, πριν από δεκατρία χρόνια, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπηρεσίας του στο βορειότερο άκρο της χώρας -Κιντάλ, Τεσαλίτ, περιοχές δύσκολες σε σχέση με τις άνετες φρουρές του Νότου, το Σικασό, το Κατί ή το Σεβαρέ. Μετά το πραξικόπημα του Μαρτίου 2012 χορηγείται στους στρατιωτικούς που περνούν πάνω από είκοσι πέντε ημέρες σε κάποια εμπόλεμη ζώνη, πολεμικό επίδομα 50.000 αφρικανικών φράγκων6 (από 6.000 αφρικανικά φράγκα μέχρι τότε). Για τον Μποκάρ, όμως, «το πρόβλημα δεν είναι τα λεφτά, είναι η αδικία. Η ιεραρχία δεν ανταποκρίνεται στην αξία των στρατιωτικών. Εννέα στους δέκα αξιωματικούς είναι γιοι αξιωματικών, κληρονόμοι». Και απαρτίζουν μια κάστα που πολύ δύσκολα γίνεται σεβαστή από τους κατώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι έχουν κουραστεί από τα επαναλαμβανόμενα «ρουσφέτια». Ο πρώην υπουργός Άμυνας, Σουμεϊλού Μπουμπεγιέ Μαϊγκά, επιβεβαιώνει αυτό που είχαν αναδείξει ξεκάθαρα οι διαδοχικές ήττες στο πεδίο: το στράτευμα αποδεικνύεται ελάχιστα λειτουργικό, ανίκανο να επέμβει στην πρώτη γραμμή. Έχει μετατραπεί, υποστηρίζει ο Μαϊγκά, «σε ένα συνονθύλευμα στρατιωτικών - δημοσίων υπαλλήλων». Άμαθοι στον πόλεμο, κακοπληρωμένοι, οι στρατιωτικοί ζουν περισσότερο από το μικρό ή μεγάλο λαθρεμπόριο παρά από τον μισθό τους7. Ο συνταγματάρχης Ιμπραϊμά Νταϊρού Ντεμπελέ, από την πλευρά του, επισημαίνει με λύπη ότι ο στρατός θεωρείται, ορισμένες φορές, ως «σωφρονιστικό ίδρυμα ή ως εκπαιδευτική δομή» παρά ένας αποτελεσματικός μηχανισμός εκπαίδευσης και πολεμικής δράσης. Οι αξιωματικοί δεν μπορούν να εμπνεύσουν τον σεβασμό -πολύ περισσότερο αφού δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των υφισταμένων
τους-, τα επιδόματα δεν πληρώνονται και οι μισθοί καταβάλλονται με καθυστέρηση. Κι αυτό παρ’ όλο που είναι χαμηλοί: ένας νεοεισερχόμενος ξεκινά τη σταδιοδρομία του με 55.000 αφρικανικά φράγκα τον μήνα (περίπου 80 ευρώ), ενώ ένας αρχιδεκανέας, μετά από δεκατρία χρόνια υπηρεσίας, αμείβεται μόλις με 130.000 αφρικανικά φράγκα τον μήνα. Ευνοιοκρατία και έλλειψη ισότιμης μεταχείρισης: χωρίς νομιμοποίηση στα μάτια του στρατεύματος, η ηγεσία αμφισβητείται διαρκώς. Ελλείψει σχολής πολέμου και σχολής ανώτατης στρατιωτικής εκπαίδευσης για τους αξιωματικούς, η κατάρτιση των στελεχών αποδεικνύεται ανεπαρκής. Για παράδειγμα, ένας εκπαιδευτής θυμάται ότι οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που είχε στην ευθύνη του δεν ήταν σε θέση να διαβάσουν τις συντεταγμένες στους χάρτες ή να υπολογίσουν αποστάσεις. Εξάλλου, οι πολύ ετερόκλητες ακαδημαϊκές διαδρομές των βαθμοφόρων -Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα ή ακόμα και Μάλι-, πάντα σε επαφή με ξένους στρατιωτικούς, δεν τους βοηθούν να αποκτήσουν κοινό υπηρεσιακό πνεύμα και κοινή γλώσσα. Και δεν είναι σίγουρο ότι η Αποστολή Εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUTM), η οποία εγκαταστάθηκε στο Μάλι τον Απρίλιο και αφορά τέσσερα τάγματα στο Κουλικόρο, στο κεντρικό τμήμα της χώρας, θα καταφέρει να αντιστρέψει γρήγορα την τάση. Οι κάτοικοι του βόρειου Μάλι εμπιστεύονται τόσο λίγο τον εθνικό στρατό, ώστε έχουν συγκροτήσει πολιτοφυλακές αυτοάμυνας, όπως οι Γκάντα Κόι, οι Γκάντα Ίζο ή το Απελευθερωτικό Μέτωπο του Βόρειου Μάλι (FLNM). Αρκετές εκατοντάδες μέλη τους -άνδρες και γυναίκες- περιμένουν να ενταχθούν στον τακτικό στρατό με τον ίδιο τρόπο που οι Τουαρέγκ ενσωματώθηκαν το 1994 και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συνηθι-
Τα δεινά αυτού του ελάχιστα ομοιογενούς στρατεύματος έχουν πολύ βαθύτερες ρίζες από την απλή έλλειψη εξοπλισμού, μολονότι οι ανεπάρκειες είναι υπαρκτές.
σμένο όριο ηλικίας, το οποίο μεγάλος αριθμός πολιτοφυλάκων έχει ξεπεράσει. Για να εδραιώσει την εξουσία του, ο «ΑΤΤ» έστρεψε τους στρατιωτικούς του Βορρά εναντίον των συναδέλφων τους στον Νότο, αλλά και τους πρασινοσκούφηδες -από όπου προέρχεται ο Σανογκό- εναντίον του ειδικού σώματος των αλεξιπτωτιστών (κοκκινοσκούφηδες), από όπου ξεκίνησε ο παλαιός στρατηγός πριν γίνει πρόεδρος. Οι «κοκκινοσκούφηδες», με καλύτερο εξοπλισμό, υψηλότερες αμοιβές και καλύτερη εκπαίδευση, χάρη σε προγράμματα που εφαρμόστηκαν μετά το 2006 από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, προκαλούν τον φθόνο των συναδέλφων τους. Τα δύο σώματα συγκρούστηκαν στις 30 Απριλίου 2012, κατά την απόπειρα αντι-πραξικοπήματος που έγινε στο Μπαμακό από τους «κοκκινοσκούφηδες», με αποτέλεσμα αρκετές δεκάδες νεκρούς και πολλές φυλακίσεις. Αν και το σύνταγμα των αλεξιπτωτιστών επισήμως διαλύθηκε, ο «πόλεμος των μπερέ» παραμένει ενεργός πίσω από μια συμφιλίωση βιτρίνας. Μετά από έναν χρόνο παραγκωνισμού, αλλά και εξαι-
τίας των έντονων πιέσεων των ξένων δυνάμεων, ανασυγκροτήθηκε τάγμα αλεξιπτωτιστών. Οι βιαιότητες του τακτικού στρατού του Μάλι, ο οποίος επανεγκαταστάθηκε ορισμένες φρουρές στο βόρειο τμήμα της χώρας, μετά την ανακατάληψη εδαφών, τον Ιανουάριο8, θα ικανοποιήσουν, οπωσδήποτε, ένα αίσθημα εκδίκησης απέναντι στους ισλαμιστές -τους «προδότες» Ταματσέκ που έφεραν τη δυστυχία-, καθώς και απέναντι σε ορισμένους Σονγκάι (η μεγαλύτερη εθνότητα στο βόρειο Μάλι), που θεωρούνται συνένοχοι. Κάποιοι στρατιώτες εκδηλώνουν την ίδια περιφρόνηση τόσο για το διεφθαρμένο κράτος όσο και για τους κατοίκους που έχουν έλθει να προστατεύσουν. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία: στο Γκαό, όλοι θυμούνται τους στρατιωτικούς που, στις 31 Μαρτίου 2012, το έβαλαν στα πόδια βγάζοντας τις στολές τους και εγκαταλείποντας τους κατοίκους στην τύχη τους... Στις 26 Ιανουαρίου 2013, ήταν η σειρά των ανταρτών του Κινήματος για τη Μοναδικότητα και τον Ιερό Πόλεμο στη Δυτική Αφρική (Mujao) να τραπούν σε φυγή. Η ατέρμονη «τακτική αναδίπλωση» του στρατού κατά τους μήνες της κατοχής της περιοχής τον έχει οδηγήσει στην ανυποληψία στα μάτια των κατοίκων. Η αποκλιμάκωση της έντασης δεν μπορεί να έλθει παρά μέσω μιας ριζικής αλλαγής στη στάση των στρατιωτικών. Για στρατιώτες που αισθάνονται ταπεινωμένοι, το πρώτο ζήτημα είναι η ανάκτηση της αυτοπεποίθησής τους, χωρίς να επικρατήσει ο πειρασμός της εκτόνωσης. Αλλά, παρά τις θριαμβευτικές εξαγγελίες των τελευταίων μηνών, χωρίς μια αξιόπιστη διαδικασία συμφιλίωσης, στην οποία ο στρατός θα πρέπει να συμμετάσχει, η προοπτική ενός ειρηνικού και ενωμένου Μάλι αποτελεί φενάκη. Η παρουσία των Γάλλων και Αφρικανών στρατιωτικών και, αργότερα, των 12.600 κυανόκρανων που αναμένονται στο πλαίσιο της μελλοντικής ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσε να παραταθεί...
Χάρη στη μεσολάβηση της Αλγερίας οι ειρηνευτικές συμφωνίες της Ταμανρασέτ, στις 6 Ιανουαρίου 1991, κατέληξαν στην αποστρατιωτικοποίηση τριών περιοχών του βορείου Μάλι: Κιντάλ, Γκαό και Τομπουκτού. 1
2 Οι Τουαρέγκ, που ζουν, επίσης, στον Νίγηρα και την Αλγερία, αντιπροσωπεύουν το 4% του πληθυσμού του Μάλι. Αποτελούν μειοψηφία και στον Βορρά, εκτός από την περιοχή του Κιντάλ.
Βλ. Jacques Delcroze, «Effondrement du rêve démocratique au Mali», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2012. 3
4 Ο όρος Ταματσέκ, συνώνυμο του Τουαρέγκ, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ταυτόχρονα τη γλώσσα και τον πληθυσμό που τη μιλάει. 5 Βλ. Philippe Leymarie, «La guerre du «Sahelistan» aura-t-elle lieu?», Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 2013. 6 1.000 αφρικανικά φράγκα = 1,52 ευρώ. (ΣτΜ): Αφρικανικό φράγκο (ή φράγκο της Αφρικανικής Οικονομικής Κοινότητας - Communauté Financière Africaine-CFA franc) είναι το όνομα δύο διαφορετικών νομισμάτων που χρησιμοποιούνται στην Κεντρική και τη Δυτική Αφρική, για τα οποία εγγυάται το γαλλικό Δημόσιο. 7 «Les trois plaies du Mali», Le Monde, 1η Φεβρουαρίου 2013. 8 Βλ. «Mali: des soldats ont torturé des détenus à Léré», Human Rights Watch, 26-3-13, http://www.hrw.org/fr/news/2013/03/26/malides-soldats-ont-torture-des-detenus-lere.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
LE
MONDE
4/34
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΚΥΡΙΑΚΗ 2 IOYNIOY 2013
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
εται και μισθό. Γιατί οι υποψήφιοι για μαθητεία δεν λείπουν και, κατά συνέπεια, επικρατεί η αίσθηση ότι δεν είναι καθόλου άσχημα να κάνεις μαθητεία χωρίς μισθό. Τουλάχιστον, έχεις να δώσεις μια απάντηση όταν κάποιος σε ρωτά τι κάνεις. Εξάλλου, όταν είσαι μαθητευόμενος σε μια εφημερίδα, δεν είσαι αναγκασμένος να απαντάς στο τηλεφωνικό κέντρο ή να εξυπηρετείς έναν πελάτη ντυμένος με τη στολή κάποιας πολυεθνικής γρήγορης εστίασης. Στο σημερινό πλαίσιο το να κάνεις δωρεάν μια εργασία την οποία δεν καταδέχονται οι καθιερωμένοι επαγγελματίες, μόλις πάρεις το πτυχίο ή το μάστερ, θεωρείται μια καθ’ όλα αξιοπρεπής εξέλιξη. Λεπτομέρειες όπως ο ήλιος σε βοηθούν να αντέξεις την κακοκεφιά που ακολουθεί τα δελτία ειδήσεων. Χρειάζεται κάτι τέτοιο. Ο καταιγισμός από δυσάρεστα νέα είναι διαρκής. Ο μετεωρολογικός παραλληλισμός θα παρέπεμπε στην εικόνα ενός χειμώνα που διαρκεί χρόνια, δίχως διακοπή. Ενίοτε, στις ειδήσεις, κάποιο ρεπορτάζ προσπαθεί να εξηγήσει μερικές οικονομικές έννοιες στον τάδε πολίτη. Με τη βοήθεια έγχρωμων γραφικών αναλύουν την ανατομία του χρέους. Υπενθυμίζουν ορισμένα νούμερα, όπως τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχει ήδη ξοδέψει η κυβέρνηση για τις τράπεζες. Είναι κι αυτοί που ακούν με προσοχή και νιώθουν την αγανάκτησή τους να μετατρέπεται γρήγορα σε ανημποριά. Τα δισεκατομμύρια ευρώ πέφτουν πολύ βαριά στους ώμους εκείνου ή εκείνης που παρακολουθεί τηλεόραση από την πολυθρόνα του σαλονιού του. Κι είναι κι αυτοί που έχουν πάψει να ακούν. «Κρίση», «λιτότητα»: λέξεις που δεν είναι πια τίποτε άλλο παρά ηχητική υπόκρουση. Κάθε μέρα βγαίνουν καινούργια νούμερα που κουβαλούν αυτές τις εκφράσεις: «κρίση», «λιτότητα». Την περασμένη εβδομάδα μας έδωσαν και τα νούμερα της μετανάστευσης. Επίσημα και αδιαμφισβήτητα δεδομένα, πιστοποιημένα από το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής. Αυτοί οι οργανισμοί, το ξέρουμε, παρουσιάζουν πάντα μια μικρή καθυστέρηση. Παρουσιάζουν, λοιπόν, μόνο τα στοιχεία του 2011. Η επιστήμη της στατιστικής, λοιπόν, αποδεικνύει αυτό που ήταν ήδη πασίγνωστο: η μετανάστευση αυξήθηκε κατά 85% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η πλειονότητα των μεταναστών ήταν μεταξύ 25 και 29 χρόνων, αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν επίσης πολλά παιδιά και έφηβοι. Ο αριθμός των πτυχιούχων που φεύγουν αυξήθηκε κατά 49,5% με-
Η επιστήμη της στατιστικής, λοιπόν, αποδεικνύει αυτό που ήταν ήδη πασίγνωστο: η μετανάστευση αυξήθηκε κατά 85% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η πλειονότητα των μεταναστών ήταν μεταξύ 25 και 29 χρόνων
ταξύ 2009 και 2011. 49,5%: σαν τις προσφορές που ορίζουν την τιμή του προϊόντος στα 99,50 ευρώ για να μην φαίνεται πολύ ακριβό. Αριθμοί. Όλοι ήξεραν ήδη ότι στην Πορτογαλία δεν έχει πια θέσεις για τους νέους πτυχιούχους. Αρχής γενομένης από τους ίδιους τους φοιτητές, οι οποίοι παίρνουν βαθμούς σε εξετάσεις για θέματα τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα απουσιάζουν από την επαγγελματική τους καθημερινότητα. Αν τους αρέσει η λογοτεχνία και σταθούν τυχεροί, ίσως καταφέρουν να τακτοποιούν βιβλία σε κάποια αλυσίδα βιβλιοπωλείων. Αν τους αρέσει η μόδα και σταθούν τυχε-
ροί, ίσως καταλήξουν να μοιράζουν νούμερα έξω από τα δοκιμαστήρια σε κάποιο κατάστημα ρούχων. Παρόλα αυτά, λένε ότι στη Βραζιλία υπάρχουν ευκαιρίες για τους αρχιτέκτονες. Και ότι στη Γερμανία έχουν ανάγκη από νοσηλευτές. Πληρώνουν καλά και μάλιστα προσφέρουν τη δυνατότητα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας. Κάποια στιγμή προσπάθησαν, βλακωδώς, να μετατρέψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση σε σύγκρουση των γενεών. Αντιμετώπισαν τους νέους ως «κακομαθημένα παιδιά». Περιέγραψαν τις δυσκολίες των προηγούμενων γενεών και θέλησαν να συγκρίνουν τα εμπόδια που χρειάστηκαν να αντιμετωπίσουν οι μεν και οι δε. Οι γηραιότεροι ήρθαν να πουν ότι στην εποχή τους τα πράγματα ήταν χειρότερα. Οι νεότεροι έγραψαν στους τοίχους ότι τώρα είναι χειρότερα. Δεν βγήκε κανένα συμπέρασμα. Σε αυτή τη διαμάχη οι παλιότεροι, οι οποίοι βλέπουν από κοντά και συμμερίζονται τις δυσκολίες των παιδιών τους και των εγγονιών τους, παρέμειναν σιωπηλοί. Σιωπηλοί παρέμειναν και οι νεότεροι, που τους κοστίζει να γίνονται βάρος για τους γονείς και τους παππούδες τους. Καμία γενιά δεν βγαίνει αλώβητη από αυτήν την κατάσταση. Πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι. Τον περασμένο Σεπτέμβριο μια λαοθάλασσα πλημμύρισε τους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. Και φέτος τον Μάρτιο, η Πορτογαλία γνώρισε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, το 1974. Τα πλήθη ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν, σαν να πνίγονταν και να ανέπνεαν μέσα από τον λόγο. Το κάθε άτομο, αφ’ εαυτού, ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει. Το facebook δεν ήταν πια αρκετό. Γι’ αυτό ο καθένας είχε φέρει το δικό του, χειροποίητο πανό. Συχνά περιείχαν βρισιές: την ύψιστη έκφραση του εκνευρισμού απέναντι στη φανφαρολογία. Απέναντι σε όλα τα καλοδιατυπωμένα επιχειρήματα που εκφέρονται χωρίς δισταγμό, αυτή η απλή λέξη: κλέφτες. Οι βρισιές αυτές έχουν γεννηθεί από μια πολύ βαθιά οργή που συσσωρευόταν τα τελευταία χρόνια. Από τη λιτανεία των ενημερωτικών δελτίων και από το αίσθημα κακοκεφιάς που μας κυριεύει καθημερινά και μεγαλώνει. Το αίσθημα ότι αυτό μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερο. Οπότε κάτι πρέπει να κάνουμε. Να πάμε, ίσως, στο Λονδίνο, να μοιραστούμε το δωμάτιο με έναν φίλο, να πιάσουμε δουλειά σε μπαρ. Ίσως να πάμε στο Λουξεμβούργο, να μείνουμε στους θείους της αρραβωνιαστικιάς και να δουλέψουμε στο εργοστάσιο ή στην οικοδομή,
όπως οι μετανάστες τη δεκαετία του ‘60. Παρά τα ωραία λόγια που δηλώνουν ότι το σημερινό κύμα μεταναστών αποτελείται κυρίως από εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης, η αλήθεια είναι ότι περιλαμβάνει πολλούς ανθρώπους χαμηλών προσόντων και άλλους οι οποίοι, στο εξωτερικό, αναγκάζονται στο τέλος να πάρουν μια δουλειά πολύ κατώτερη των προσόντων τους. Η πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι σημερινοί νέοι στην Πορτογαλία δεν είναι ξεκάθαρη. Η βασική αιτία των δυσκολιών έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι πολλοί και ο καθένας τους πιστεύει στις δικές του φιλοδοξίες. Ελάχιστοι από αυτούς ονειρεύτηκαν μια δουλειά επαναλαμβανόμενη, ανιαρή, κακοπληρωμένη και επισφαλή. Σήμερα η επαγγελματική σταθερότητα για έναν νέο κάτω των 30 ετών μεταφράζεται σε 6μηνιαία σύμβαση. Για τους υπόλοιπους απομένει η ανεργία ή μια ύπαρξη φτιαγμένη από «πράσινα δελτία»2. Δεν θα δώσω ποσοστά. Σιχαίνομαι τα ποσοστά, όπως και όλοι σε αυτή τη χώρα. Μιλώ για τους νέους κάτω των 30, θα μπορούσα όμως άνετα να αναφερθώ και στις προηγούμενες γενιές. Η ανασφάλεια είναι η ίδια. Καμιά φορά ακούω κάποιους να λένε ότι ο κόσμος θα άντεχε καλύτερα την κατάσταση αν δεν είχε γνωρίσει τη δυνατότητα να ονειρευτεί ένα διαφορετικό μέλλον, αν δεν είχαμε ζήσει κάποια χρόνια πιστεύοντας ότι μπορούμε να γίνουμε σχεδιαστές ή καθηγητές φιλοσοφίας. Τι θλιβερός συλλογισμός! Μπορούμε να αποκαλούμε «ζωή» το πέρασμα του χρόνου χωρίς όνειρα, επιθυμίες, φιλοδοξίες; Διά της πολύ πλαγίας οδού, ο υπουργός έχει τουλάχιστον δίκιο σε ένα πράγμα. Ως Πορτογάλοι, οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τους συμπατριώτες μας που αναζητούν μια καλύτερη ζωή μακριά από τη χώρα. Κάνοντάς το αποδεικνύουν ότι διαθέτουν θάρρος και χαρίσματα που κάνουν να ξεχωρίζει ό,τι καλύτερο διαθέτει αυτός ο λαός. Θα πρόσθετα, όμως, ότι οφείλουμε τον ίδιο σεβασμό σε όσους έφυγαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Με αυτή τους την απόφαση, απέδειξαν ότι έχουν τα ίδια χαρίσματα. Ξέρω γιατί μιλάω: είμαι υπερήφανος που είμαι γιος ενός χτίστη και μιας παραδουλεύτρας στα προάστια των Παρισίων. Η Πορτογαλία είναι μια γερασμένη χώρα που βλέπει τους νέους της να φεύγουν. Ο ήλιος μπαίνει από το παράθυρο πίσω μου. Γεμίζει το δωμάτιο όπου βρίσκομαι. Οι λέξεις, όπως ολόκληρη η χώρα, ξεθωριάζουν μέσα στην τόση διαύγεια. Είναι στιγμές που κι αυτές οι λέξεις μοιάζουν σαν να θέλουν να τα παρατήσουν. Και νιώθουμε ηττημένοι από κάτι που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Του δίνουμε μια μορφή που επινοούμε με βάση τον δικό μας φόβο. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Κάτι πρέπει να κάνουμε σε αυτή τη χώρα. Το χάδι του ήλιου είναι μια παρηγοριά. Δεν αρκεί όμως για να γεμίσει το κενό της ελπίδας που μας λείπει.
Διαβάστε: Augusta Conchiglia, «L’ Angola au secours du Portugal», Le Monde Diplomatique, Μάιος 2012 http://www.mondediplomatique.fr/2012/05/CONCHIGLIA/47660.
1
Οι πληρωμές με recibos verdes, τα οποία δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα, αποτελούν μαζικό φαινόμενο. Βλ. Marie-Line Darcy και Gwenaëlle Lenoir, «Au Portugal, ne dites plus «precaires», dites «recus verts»», «Le Monde Diplomatique», Ιανουάριος 2011, http://www.mondediplomatique.fr/2011/01/DARCY/20054.
2
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΟΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ