m11757

Page 1

Η βίαιη διακοπή εκπομπής της ελληνικής ραδιοτηλεόρασης εγγράφεται στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής μάχης που διεξάγεται με επίκεντρο το κόστος των δημοσίων υπηρεσιών ραδιοτηλεόρασης στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, κάποιοι ζηλωτές του ξέφρενου νεοφιλελευθερισμού ήδη θέτουν θέμα για το δικαίωμα στη δημόσια τηλεόραση. Της Marie Bénilde*

Τ

ο χωρίς προειδοποίηση κλείσιμο της ΕΡΤ, στις 11 Ιουνίου, έστειλε στην ανεργία 2.650 εργαζόμενους. Οι αναμεταδότες έπαυσαν και η ανεξάρτητη από τα ιδιωτικά συμφέροντα ραδιοτηλεοπτική ενημέρωση πέρασε στο παρελθόν. Η μαύρη οθόνη προκάλεσε την επιδείνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας για την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης απέναντι στις πιέσεις των «δωρητών» της τρόικας. Αυτή τη φορά, το ζητούμενο ήταν η εξάλειψη τουλάχιστον 2.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, πριν από το τέλος Ιουνίου. Παρά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να ξαναρχίσουν οι εκπομπές, τουλάχιστον προσωρινά μέχρι να δημιουργηθεί ένας καινούργιος φορέας, η ΕΡΤ δεν λειτουργεί εδώ και σχεδόν ένα μήνα.1 Οι εργαζόμενοι, όμως, προχώρησαν σε αυτοδιαχείριση και παράγουν εθελοντικά στο Διαδίκτυο ειδησεογραφικά δελτία και εκπομπές από την έδρα της ΕΡΤ, στην οποία παραμένουν παράνομα. Έλαβαν ενημερωτική επιστολή για την απόλυσή τους, ωστόσο οι εκπρόσωποί τους αρνούνται να επικυρώσουν την πολιτική συμφωνία των δύο κομμάτων της κυβέρνησης: προβλέπεται η επαναπρόσληψη 2.000 μισθωτών, χωρίς συλλογική σύμβαση, σε έναν νέο οργανισμό, κεφαλαίου 5 εκατ. ευρώ, υπό την τριπλή κηδεμονία των υπουργείων Οικονομικών, Πολιτισμού και Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης. Αν και η κυβέρνηση συνεργασίας του κ. Αντώνη Σαμαρά είναι συνεχώς υπό την απειλή διάλυσης, γνωρίζει, ωστόσο, ότι μπορεί να φύγει με την αίσθηση ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της: να επιτρέψει στα δημόσια κανάλια να περάσουν στην εξάρτηση της Digea, του οργανισμού που συγκεντρώνει τα ιδιωτικά κανάλια που ελέγχονται από τους μεγιστάνες της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, η ΕΡΤ θα πρέπει να περάσει από τον συγκεκριμένο «πάροχο» ερτζιανών για να αποκτήσει στο μέλλον ψηφιακές συχνότητες. Γνωρίζουμε τις κατηγορίες που απευθύνει η κυβέρνηση: η ΕΡΤ ήταν αδιαφανής, υπήρχε κακοδιαχείριση, κακή διοίκηση... Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, τα πέντε κανάλια της τηλεόρασης και τα ραδιόφωνα του ομίλου κόστιζαν πανάκριβα, 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο, για μερίδιο ακροαματικότητας κάτω από το 4%. Οι ισχυρισμοί αυτοί, οι οποίοι βασίζονται μόνο στο μικρό ακροατήριο της ΝΕΤ -ενώ όλα μαζί τα κανάλια κέρδισαν 15% συνολική ακροαματικότητα το 2012- στοχεύουν κυρίως την άσκηση πελατειακών σχέσεων από την πλευρά των κυβερνώντων κομμάτων στην πρόσληψη των δημοσιογράφων. Από τότε που ανέλαβε, πριν από έναν χρόνο, η κυβέρνηση * Η Marie Bénilde είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

21 IOYΛIOY 2013 TEYXOΣ 24

diplomatique

Οι θαυμαστές του ελληνικού πραξικοπήματος Σαμαρά, δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Η εφημερίδα Humanité αναφέρει «13 ειδικούς συμβούλους και 17 άτομα ειδικών θέσεων»,2 τα οποία διορίστηκαν με τις φροντίδες της κυβέρνησης. Συνολικά, τέτοιου είδους θέσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό του μισθολογίου των 680 δημοσιογράφων, χάρη στις υψηλές αμοιβές τους. Παρ’ όλο που η βίαιη διακοπή των προγραμμάτων και η λεηλασία των εργαζομένων της εταιρείας προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις αποδοκιμασίας εκ μέρους ευρωπαϊκών οργανισμών [από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ραδιοεκπομπών (UER) μέχρι τον Οργανισμό για τη Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ)], θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του κ. Μπαρόσο -η οποία έκρινε «αντιδραστική» την υποστήριξη της πολιτιστικής εξαίρεσης- κρατήθηκε μακριά από κάθε παρέμβαση. Είναι αλήθεια ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της 8ης Νοεμβρίου 2011, είχε ορίσει την ΕΡΤ ως έναν από τους πιθανούς στόχους αναδιάρθρωσης ή κλεισίματος στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Ακόμα κι αν η θέση της Κομισιόν ήταν να φτάσουμε «σε σημαντικά μειωμένο προσωπικό» παρά σε ένα απλό και ξεκάθαρο κλείσιμο (όπως υποστήριξε ο δημοσιογράφος της Libération, Ζαν Κατρεμέρ3), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στόχος του κλεισίματος ήταν η κατάργηση ενός «σημαντικού» μέρους των θέσεων εργασίας του δημόσιου οργανισμού ραδιοτηλεόρασης. Στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, παρ’ όλο που οι αντιδράσεις ήταν συνολικά εχθρικές προς την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, ακούγονται κάποιες φωνές, αν όχι για να χαιρετήσουν το μιντιακό πραξικόπημα, τουλάχιστον για να καλέσουν σε πλήρη αμφισβήτηση των κεκτημένων.

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Παρ’ όλο που η βίαιη διακοπή των προγραμμάτων της ΕΡΤ και η λεηλασία των εργαζομένων της εταιρείας προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις αποδοκιμασίας εκ μέρους ευρωπαϊκών οργανισμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του κ. Μπαρόσο κρατήθηκε μακριά από κάθε παρέμβαση

«Κι αν κλείναμε τη France Télévisions;» διερωτάται στις 13, η L’Opinion, η νέα εφημερίδα του κ. Νικολά Μπεϊτού, εκτιμώντας ότι ένα τέτοιο σενάριο είναι απίθανο για τη Γαλλία -θα απαιτείτο νόμος- και ταυτόχρονα διαβεβαιώνοντας ότι «η συζήτηση για το κόστος του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού (σ.σ. της Γαλλίας) είναι απαραίτητο να γίνει». Από την πλευρά του, ο Νταβίντ-Ξαβιέ Βάις, εθνικός γραμματέας για τα μίντια του UMP (σ.σ. το δεξιό κόμμα του Ν. Σαρκοζί) δεν δίστασε να γράψει στο Twitter: «Βλέποντας το κόστος και τη φτωχή ποιότητα των προγραμμάτων της France TV, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε να κάνει η κυβέρνησή μας ό,τι έγινε και στην Ελλάδα». Σχόλιο που ήρθε σε κακή στιγμή, την ημέρα που το France 2 έδειχνε ένα επεισόδιο της εκπομπής Cash Investigation, που ήταν αφιερωμένο στους

ΓΑΛΛΙΑ

φορολογικούς παραδείσους και το οποίο κέρδισε 3,6 εκατ. τηλεθεατές και 14,7% ακροαματικότητα. Λίγες μέρες αργότερα, ο νεαρός υπεύθυνος της αντιπολίτευσης φέρθηκε με μεγαλύτερη μετριοπάθεια, επιτιθέμενος στο France Inter, όπου «η επιλογή των ασκούμενων, των δημοσιογράφων γίνεται και με πολιτικά κριτήρια». Δεν είναι ακριβώς αυτό που έλεγε η Μαρίν Λεπέν για το France Inter, ότι είναι το ραδιόφωνο των μπολσεβίκων (radio bolcho), αλλά μοιάζει αρκετά. Ο Ρενώ Ρεβέλ, αρχισυντάκτης του εβδομαδιαίου περιοδικού L’ Express, είναι ακόμα πιο κατηγορηματικός. Θεωρεί πως το ελληνικό πραξικόπημα θέτει στο τραπέζι το ερώτημα, εάν η ύπαρξη ενός δημόσιου οργανισμού ραδιοτηλεόρασης στη Γαλλία είναι βάσιμη. «Γιατί, παρ’ όλο που μια τέτοια απόφαση μπορεί να φαίνεται σουρεαλιστική στα μάτια ενός μιντιο-κουλτουριάρικου μικρόκοσμου, η κακή υγεία των οργανισμών αυτών, με πληθωρικό δυναμικό -στην Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία- μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα: έχουν πραγματικά ανάγκη από έναν όμιλο δημόσιων καναλιών με μειούμενη ακροαματικότητα, όταν την ώρα του Διαδικτύου, της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης, των δορυφορικών καναλιών, οι τηλεθεατές εγκαταλείπουν τα κανάλια των οποίων τη λειτουργία και τη σημασία δεν καταλαβαίνουν πια πολύ καλά;»4. Για να καλέσουμε σε εκ βάθρων αναδιάρθρωση της France Télévisions, θα έπρεπε ν’ αναρωτηθούμε για το France 4, ένα κανάλι που απευθύνεται στους νέους και που σήμερα δεν καταφέρνει να βρει την ταυτότητά του, μετά την αποχώρηση για τον ιδιωτικό τομέα του λαϊκιστή παρουσιαστή Συρίλ Χανουνά, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε μεγάλο μέρος της ειΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΤΟ «ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»

Το κόστος του κεφαλαίου, το ζήτημα που αλλάζει τα πάντα Για να δικαιολογηθούν οι παντός είδους μεταρρυθμίσεις, τα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένες να προβούν σε θαρραλέες αποφάσεις και να «σπάσουν ορισμένα ταμπού». Βέβαια, το ζητούμενο είναι πάντοτε να περιοριστούν οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, υπάρχει όντως ένα ταμπού που δένει τα χέρια όσων επιθυμούν να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας: κι αυτό είναι το απαγορευτικό κόστος του χρήματος. Του Laurent Cordonnier* Θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, συναρπαστικό, αν επιχειρούσαμε να κάνουμε και πάλι τη διαδρομή που ακολούθησε η Ευρώπη -παραζαλισμένη σαν μεθυσμένη, τρικλίζοντας και παραπατώντας- για να καταλήξει τελικά ότι όλα τα δεινά της ανάγονται σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας και -καθώς το ένα φέρνει το άλλο- στα προβλήματα που δημιουργεί το κόστος της εργασίας. Ξεχάστηκε, λοιπόν, η κρίση των subprime, η κρίση της τραπεζικής ρευστότητας, η τεράστια απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων, η κατάρρευση της χορήγησης πιστώσεων, η ολοκληρωτική παράλυση της ζήτησης, η μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο και οι πολιτικές λιτότητας. Όπως μας είχε εξηγήσει ήδη από το 2010 ο Ούλριχ Βίλχελμ, εκείνη την εποχή κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας, «η λύση για τη διόρθωση των (εμπορικών) ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ, αλλά και για τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών, συνίσταται στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη».1 Όταν έχεις βρει μια εξήγηση, πρέπει να ξέρεις να την υπερασπίζεσαι με νύχια και με δόντια, * Ο Laurent Cordonnier είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Lille-I, συγγραφέας του «L’ Economie des Toambapics», Raisons d’ agir, Παρίσι, 2010. Συμμετείχε, μαζί με τους Thomas Dallery, Vincent Duwicquet, Jourdan Melmiès και Franck Van de Velde, στη μελέτη του Clersé στην οποία αναφέρεται αυτό το άρθρο.

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ακόμα κι όταν η ψυχρή λογική των αριθμών είναι εναντίον της. Δεδομένου ότι πιθανότατα κατανοούν πολύ καλά ότι οι εσωτερικές ανισορροπίες μας δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν μέσα από έναν αδελφοκτόνο κι ατελείωτο αγώνα δρόμου των ευρωπαϊκών χωρών για να κερδίσει η μια χώρα σε ανταγωνιστικότητα εις βάρος κάποιας άλλης -με λίγα λόγια, επιδιδόμενοι σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος-, το σχέδιο που μας προτείνουν τώρα συνίσταται στο να επιχειρήσουμε να κερδίσουμε σε ανταγωνιστικότητα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Μετά από όλες αυτές τις προσπάθειές της, η «Ευρώπη στο σύνολό της» θα κατορθώσει να ανορθώσει τα εμπορικά ισοζύγια των χωρών - μελών της, εις βάρος εκείνων των εξωτερικών εταίρων με τους οποίους συναλλάσσεται. Οπότε και περιμένουμε με ανυπομονησία να ακολουθήσει μια σύσταση του ΟΟΣΑ ή του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για ανόρθωση της ανταγωνιστικότητας «της υφηλίου στο σύνολό της», έτσι ώστε να επιτευχθεί η εξυγίανση του εμπορικού της ισοζυγίου, προφανώς εις βάρος των Αρειανών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, καθώς έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, τα ηγετικά στελέχη των μεγάλων διεθνών οικονομικών θεσμών, οι σοβαροί εμπειρογνώμονες και οι φανατικά κινδυνολόγοι σχολιαστές θα εγκαταλείψουν την έμμονη ιδέα τους περί κόστους της εργασίας και θα διερευνήσουν μια άλλη ιδέα, την οποία ακόμα και το απλούστερο πνεύμα συμμετρίας θα έπρεπε να τους είχε προ πολλού υποβάλει προς διερεύνηση. Χωρίς να εγκαταλείψουν το πεδίο του κόστους -το οποίο στοιχειώνει το φαντασιακό των οικονομολόγων-

θα μπορούσαν να αναρωτηθούν, απλώς από περιέργεια, τι συμβαίνει στην περίπτωση του κόστους του κεφαλαίου και να διερευνήσουν μήπως αυτό έχει αυξηθεί. Όχι επειδή η συγκεκριμένη έρευνα θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο το δόγμα της ανταγωνιστικότητας,2 αλλά επειδή, μόλις κορεστεί η δίψα τους για λύσεις σε ανύπαρκτα προβλήματα, πιθανόν η επιθυμία για κάτι το ελαφρά διαφορετικό να τους οδηγήσει να ασχοληθούν μέχρι και με προβλήματα για τα οποία (έως τώρα) δεν έχει βρεθεί λύση. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αναδεικνύει μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τους οικονομολόγους του Κέντρου Κοινωνιολογικών και Οικονομικών Ερευνών της Λιλ (Clersé), κατόπιν παραγγελίας της Γενικής Συνομοσπονδίας της Εργασίας (CGT) και του Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (IRES). Οι συγγραφείς της έρευνας εξηγούν -και δεν είναι οι πρώτοι- ότι η αύξηση του κόστους του κεφαλαίου, ή μάλλον η υπερβολική αύξησή του, η οποία οφείλεται στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία, εξηγεί τις θλιβερές επιδόσεις των πρώην ανεπτυγμένων οικονομιών κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας: τον ασθμαίνοντα ρυθμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που έχουν επιτύχει, το βάθεμα των ανισοτήτων, την εκρηκτική αύξηση των εισοδημάτων που εξασφαλίζει ο χρηματοοικονομικός τομέας, το γεγονός ότι η μαζική υποαπασχόληση εξακολουθεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα... Μας δίνουν επίσης την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πόσο αλματώδης υπήρξε η αύξηση του κόστους του κεφαλαίου, προτείνοντάς μας έναν δείκτη ο οποίος δεν αναστέλλει τόσο πολύ την επαγρύπνησή μας και την προσοχή μας όσο το περιβόητο «μέσο σταθμισμένο κόστος των κεφαλαίων»,3 ο δείκτης τον οποίο έχει καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή η τρέχουσα χρηματοοικονομική θεωρία. Για να καταλάβουμε για τι ακριβώς πρόκειται, οφείλουμε να διακρίνουμε δύο διαφορετικές έννοιες κόστους κεφαλαίου: το οικονομικό κόστος και το χρηματοοικονομικό κόστος. Το οικονομικό κόστος είναι η προσπάθεια που είναι αναγκαία για την παραγωγή εργαλείων και, γενικότερα, του συνόλου των συντελεστών της παραγω-

Ένα μεγάλο μέρος του χρηματοοικονομικού κόστους (τόκοι και μερίσματα) δεν ανταποκρίνεται σε καμία οικονομική υπηρεσία η οποία να έχει προσφερθεί είτε στην ίδια την επιχείρηση είτε στο σύνολο της κοινωνίας

γής: μηχανημάτων, κτηρίων, εργοστασίων, οχημάτων μεταφοράς, υποδομών, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, λογισμικού... Η παραγωγική προσπάθεια αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το «πραγματικό» κόστος του κεφαλαίου, δηλαδή το κεφάλαιο το οποίο θα πρέπει υποχρεωτικά να δαπανηθεί σε εργασία για να παραχθεί το κεφάλαιο το οποίο αποκαλούμε «παραγωγικό». Η μέτρηση της προσπάθειας αυτής (σε επίπεδο ενός έτους, για παράδειγμα) αντιστοιχεί σε αυτό που στην καθομιλουμένη αποκαλούμε «επενδυτικές δαπάνες» και το οποίο οι εθνικές λογιστικές αρχές αποκαλούν «ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου». Αυτές οι δαπάνες αντιστοιχούν σχεδόν στο 20% της ετήσιας παραγωγής των γαλλικών επιχειρήσεων. Όμως το κόστος που συνεπάγεται η παραγωγή του προαναφερθέντος κεφαλαίου (υπολογιζόμενο στην τιμή της κτήσης του) δεν είναι το μόνο που βαρύνει τις επιχειρήσεις. Όταν επιθυμούν να αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω μέσα παραγωγής, οφείλουν επιπλέον να ανταμείψουν και τα άτομα ή τους θεσμούς που τους εξασφάλισαν τα απαιτούμενα χρήματα (αυτά τα χρήματα, στη χρηματοοικονομική ορολογία, αποκαλούνται επίσης «κεφάλαια»). Έτσι, στο «πραγματικό» κόστος του κεφαλαίου προστίθενται οι τόκοι που καταβάλλονται στους δανειστές

Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr


3/33

Η ΑΥΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 21 IOYΛIOY 2013

και τα μερίσματα που καταβάλλονται στους μετόχους (για να αμειφθεί η εισφορά χρημάτων των τελευταίων κατά τις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου ή επειδή αφήνουν ένα μέρος από τα κέρδη «τους», έτσι ώστε να αυξάνεται το αποθεματικό της επιχείρησης). Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του χρηματοοικονομικού κόστους (τόκοι και μερίσματα) δεν ανταποκρίνεται σε καμία οικονομική υπηρεσία η οποία να έχει προσφερθεί είτε στην ίδια την επιχείρηση είτε στο σύνολο της κοινωνίας. Συνεπώς, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύει το μέρος του χρηματοοικονομικού κόστους το οποίο είναι εντελώς αντιπαραγωγικό και το οποίο προκύπτει από ένα φαινόμενο οικονομικής προσόδου, από το οποίο είναι φανερό ότι θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε εάν οργανώναμε διαφορετικά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων: για παράδειγμα, εάν επινοήσουμε ένα σύστημα χρηματοδότησης το οποίο να στηρίζεται αποκλειστικά στις τραπεζικές πιστώσεις, οι οποίες θα χορηγούνται με επιβάρυνση όσο το δυνατόν χαμηλότερου κόστους. Για να συλλάβουμε το μέγεθος της οικονομικής προσόδου που καταβάλλεται αδικαιολόγητα, αρκεί να αφαιρέσουμε από τα χρηματοοικονομικά εισοδήματα το μερίδιό τους που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με καθαρά οικονομικά κριτήρια. Πράγματι, ένα μέρος από αυτούς τους τόκους και τα μερίσματα καλύπτει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι δανειστές και οι μέτοχοι να μην ξαναδούν ποτέ τα χρήματά τους, εξαιτίας ενδεχόμενης πτώχευσης της επιχείρησης, ενδεχόμενο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται γι’ αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε επιχειρηματικό κίνδυνο. Ένα άλλο μερίδιο αυτού του κόστους μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί με το κόστος της διαχείρισης της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στη συγκέντρωση της ρευστότητας των καταθετών και στον προσανατολισμό της προς τις επιχειρήσεις. Όταν αφαιρέσουμε από το σύνολο των χρηματοοικονομικών εισοδημάτων αυτές τις δύο συνιστώσες τις οποίες μπορούμε να δικαιολογήσουμε (επιχειρηματικός κίνδυνος και κόστος διαχείρισης), τότε προκύπτει αυτό που μπορούμε να θεωρήσουμε ως αδικαιολόγητη πρόσοδο. Μπορούμε δε να την ορίσουμε ως το «υπερβολικό κόστος του κεφαλαίου», δεδομένου ότι πρόκειται για κόστος που επωμίζονται όλοι όσοι συμμετέχουν στη λειτουργία της επιχείρησης και το οποίο επιβαρύνει αδικαιολόγητα το «πραγματικό» κόστος του κεφαλαίου. Η μελέτη του Clersé αποδεικνύει ότι αυτό το υπερβολικό κόστος είναι σημαντικό. Ενδεικτικά, το 2011, όσον αφορά το σύνολο των γαλλικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση εκείνες του χρηματοοικονομικού τομέα, το υπερβολικό κόστος ανήλθε στα 94,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου δε ότι το «πραγματικό» κόστος του κεφαλαίου δηλαδή οι επενδύσεις σε παραγωγικό κεφάλαιο (ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου)εκείνης της χρονιάς ανέρχονταν σε 202,3 δισ. ευρώ, προκύπτει ένα υπερβολικό κόστος του κεφαλαίου της τάξης του 50%... Εάν δε συγκρίναμε το υπερβολικό αυτό κόστος μονάχα με το τμήμα των επενδύσεων που αντιστοιχεί στην απόσβεση του κεφαλαίου -το οποίο για πολλούς οικονομολόγους μάς δείχνει πολύ καλύτερα το «πραγματικό» κόστος του κεφαλαίου-, θα προέκυπταν ακόμα πιο εντυπωσιακά ποσοστά: της τάξης του 70%! Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι Γάλλοι εργαζόμενοι είναι ικανοί να παράγουν κάθε χρόνο τα μηχανήματα, τα κτήρια, τις υποδομές κ.λπ. που απαιτού-

Η αύξηση του κόστους του κεφαλαίου, η οποία οφείλεται στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία, εξηγεί τις θλιβερές επιδόσεις των πρώην ανεπτυγμένων οικονομιών κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας

νται για τη λειτουργία της επιχείρησης όπου εργάζονται, π.χ. συνολικής αξίας 100 ευρώ (σε αυτά συνυπολογίζεται και το περιθώριο κέρδους), στην πράξη το πραγματικό κόστος για την επιχείρηση που χρησιμοποιεί αυτό το παραγωγικό κεφάλαιο ανέρχεται στα 150-170 ευρώ, μόνο και μόνο επειδή είναι αναγκασμένες να καταβάλλουν σε όσους τους προσφέρουν χρήματα μια πρόσοδο η οποία δεν έχει καμία οικονομική δικαιολόγηση. Δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα η οποία να δικαιολογεί ένα τόσο υψηλό κόστος του κεφαλαίου ούτε και οφείλουμε να δεχθούμε κάτι τέτοιο μοιρολατρικά. Την περίοδο 1961-1981, ακριβώς πριν από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό «big bang», το ποσοστό ήταν κατά μέσο όρο 13,8%. Μάλιστα, στα τέλη της «Χρυσής Τριακονταετίας» (1973-1974) είχε γίνει αρνητικό λόγω της επανεμφάνισης του πληθωρισμού. Σε πρώτη φάση, η αλματώδης άνοδος της χρηματοοικονομικής προσόδου προκλήθηκε από τις περιοριστικές πολιτικές που προέκυψαν από τη μονεταριστική επανάσταση, οι οποίες εκτίναξαν τα πραγματικά επιτόκια σε δυσθεώρητα ύψη. Όταν τη δεκαετία του 1990 δρομολογήθηκε η μεγάλη αποκλιμάκωση των επιτοκίων, τη σκυτάλη πήρε η αλματώδης αύξηση των καταβαλλόμενων μερισμάτων. Η εξουσία των μετόχων, οι οποίοι επιθυμούσαν να μην περάσει η χρηματοοικονομική πρόσοδος σε άλλα χέρια, θεωρείται υπεύθυνη για την άνοδο της ισχύος των θεσμικών επενδυτών (ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, ταμεία επικουρικής ασφάλισης...), η οποία στηρίχθηκε στην πειθαρχία των αγορών, στις εντονότατες πιέσεις που ασκούσαν οι μέτοχοι και στις νέες αντιλήψεις περί εταιρικής διακυβέρνησης. Τελικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εκρηκτική αύξηση του υπερβολικού κόστους του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών είναι η άμεση συνέπεια της διόγκωσης των χρηματοοικονομικών προτύπων και προδιαγραφών που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις με τη βοήθεια των ανώτατων διευθυντικών στελεχών τους, των οποίων τα συμφέροντα ευθυγραμμίστηκαν απολύτως με εκείνα των μετόχων.4 Για να περάσουμε από τις απαιτήσεις για απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της τάξης του 15% ετησίως, στο υπερβολικό κόστος του κεφαλαίου, αρκεί, κατά κάποιον τρόπο, να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού. Παρόμοιες απαιτήσεις αντιστοιχούν, στην πράξη, στην επιβολή υπερβολικού κόστους κεφαλαίου, της τάξης του 50%70%, για κάθε επενδυτικό σχέδιο. Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τις συνέπειες μιας τέτοιας αύξησης των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων που

επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα είναι ανυπολόγιστες. Γιατί οι σημαντικότερες πλευρές του δεν είναι εκείνες που είναι άμεσα ορατές. Βέβαια, καταρχάς, οι μεταβιβάσεις πλούτου προς τους δανειστές και τους μετόχους αποτελούν έναν πακτωλό ο οποίος δεν έπαψε να αυξάνεται (από το 3% της γαλλικής προστιθέμενης αξίας το 1980 στο 9% σήμερα) και ο οποίος δεν καταλήγει ούτε στην τσέπη των επιχειρηματιών (εκτός κι αν είναι οι αποκλειστικοί μέτοχοι των επιχειρήσεών τους) ούτε σε εκείνη των εργαζόμενων. Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε λυπηρό το γεγονός ότι έχει εμφανώς ενταθεί η εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Ωστόσο, υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο: τι να πει κανείς γι’ αυτές τις τεράστιες ποσότητες πλούτου που δεν παρήχθησαν ποτέ, για τα συλλογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά σχέδια τα οποία δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, μόνο και μόνο επειδή, απλώς για να τεθούν υπό συζήτηση, θα έπρεπε να εξασφαλίζουν ετήσια κερδοφορία της τάξης του 15%; Όταν στα βάρη που καλείται να επωμιστεί μια επιχείρηση -είτε ιδιωτική, είτε δημόσια- προστίθεται μια πραγματική αύξηση της τάξης του 50%-70%, δεν είναι παράλογο να εκπλησσόμαστε για τον ιδιαίτερα χαμηλό δυναμισμό των οικονομιών μας που βρίσκονται κάτω από τον ζυγό του χρηματοοικονομικού τομέα; Μονάχα ένα γαϊδούρι μπορεί να αντέξει να σηκώσει φορτίο που αντιστοιχεί στο 70% του σωματικού του βάρους. Το κυριότερο πρόβλημα δεν συνίσταται στο ότι η χρηματοοικονομική επιβάρυνση ρουφάει τα κονδύλια που είναι αναγκαία για τις επενδύσεις. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Τα χρήματα που μοιράζονται στους δανειστές και στους μετόχους αντιστοιχούν ακριβώς στο ποσό των κερδών που δεν χρειάζονται πλέον οι επιχειρήσεις για περαιτέρω επενδύσεις, καθώς περιορίζουν αυτοβούλως τα επενδυτικά τους σχέδια μονάχα σε εκείνα τα οποία έχουν εξασφαλισμένη την υψηλή κερδοφορία. Το σωστό ερώτημα είναι συνεπώς το εξής: σε έναν κόσμο στον οποίο υλοποιούνται μονάχα τα -ατομικά ή συλλογικά- σχέδια τα οποία έχουν εξασφαλισμένη κερδοφορία της τάξης του 15%-30% ετησίως, πόσο μεγάλο είναι το νεκροταφείο όπου κείνται οι (καλές ή -δυστυχώςκακές) ιδέες οι οποίες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ επειδή η κερδοφορία που θα απέφεραν κυμαίνεται μεταξύ 0%-15%; Τη στιγμή που οφείλουμε να επιχειρήσουμε τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό οικολογικό και κοινωνικό μοντέλο, θεωρούμε ότι ένα αυθεντικά σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχέδιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον τον εξής στόχο: να απελευθερώσει τους ανθρώπους που επιχειρούν, τους εργαζόμενους και όλους όσους επιδιώκουν την οικονομική και την κοινωνική πρόοδο από τον ζυγό της ιδιοκτησίας και της χρηματοοικονομικής προσόδου. Να τσακίσουμε τη χρηματοοικονομική πρόσοδο και όχι την εργασία και την επιχείρηση. Βέβαια, παρόμοια φιλοδοξία υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός μονάχα ανθρώπου, πόσω μάλλον εάν αυτός είναι ένας «κανονικός άνθρωπος».5 Όμως, μπορεί σίγουρα να υλοποιηθεί από μια συλλογική βούληση. Όπως μας έχει ήδη προειδοποιήσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, «αυτό δεν σημαίνει ότι η χρήση των κεφαλαιουχικών αγαθών δεν θα κοστίζει σχεδόν τίποτε, αλλά ότι το εισόδημα που μπορεί να αποκομίσει κανείς από αυτά θα καλύπτει σχεδόν μονάχα την απαξίωση που οφείλεται στη φθορά και στην απαρχαίωση, προσαυξημένη κατά ένα περιθώριο έτσι ώστε να αντισταθμίζεται ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο δανειστής και να ανταμείβεται η διορατικότητά

του και η ευθυκρισία του». Σε όσους θεωρούν ότι όλα αυτά θα φέρουν το τέλος του κόσμου, ο Κέινς προτείνει μια παρηγοριά: «Αυτή η κατάσταση πραγμάτων είναι απόλυτα συμβατή με έναν κάποιο βαθμό ατομικισμού. Ωστόσο, δεν παύει να συνεπάγεται τον θάνατο του ραντιέρη (του εισοδηματία) και, στη συνέχεια, τη σταδιακή εξαφάνιση της πρόσθετης καταπιεστικής εξουσίας που έχει ο καπιταλιστής να εκμεταλλεύεται την αξία που προσδίδει στο κεφάλαιό του η σπανιότητά του».6 Μπρρρ!...

Financial Times, Λονδίνο, 22-3-10. Υπάρχει παρ’ όλα αυτά μια σχέση, όπως απέδειξαν το ίδρυμα Fondation Copernic και η Attac στην έκθεσή τους «En finir avec la compétitivité» («Να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με την ανταγωνιστικότητα», Οκτώβριος 2012). Όταν οι γαλλικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να χάνουν έδαφος στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, είναι υποχρεωμένες να μειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους, αλλά συνεχίζουν να δίνουν παχυλά μερίσματα στους μετόχους τους, εύκολα φαντάζεται κανείς ότι αυτό γίνεται δυνατόν εν μέρει χάρη στον περιορισμό των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη. 3 Βλέπε «Rentabilité et risque dans le nouveau régime de croissance», έκθεση της ομάδας με πρόεδρο τον Dominique Pilhon, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της κυβερνητικής υπηρεσίας Commissariat Général du Plan (Γενική Επιτροπή Σχεδιασμού), La Documentation française, Παρίσι, 2002. Βλέπε επίσης το άρθρο της Wikipédia: «Coût moyen pondéré du capital». 4 (ΣτΜ) Πράγματι, για να αποφευχθεί η φορολόγηση των υπέρογκων αμοιβών τους, καθιερώθηκε η παροχή μεγάλων πακέτων μετοχών -δωρεάν ή σε εξευτελιστικές τιμές- στα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η στάση τους να ευθυγραμμίζεται απόλυτα με εκείνη των μετόχων, συχνά ακόμα και εις βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της επιχείρησης. 5 (ΣτΜ) Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, για να διαφοροποιηθεί από την επιδειξιομανία, τις ακρότητες, τα σκάνδαλα και την επιθυμία του Νικολά Σαρκοζί για παντοδυναμία και έλεγχο των πάντων, ο -κατά γενική ομολογία υποτονικός- Φρανσουά Ολάντ είχε υποσχεθεί ότι αυτός θα είναι ένας «κανονικός» πρόεδρος. 6 Τζον Μ. Κέινς, «Γενική θεωρία περί της απασχόλησης, των επιτοκίων και του νομίσματος», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2001. 1 2

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ


LE

MONDE

4/34

Η ΑΥΓΗ

diplomatique

ΚΥΡΙΑΚΗ 21 IOYΛIOY 2013

Δημόσια γαλλική ραδιοτηλεόραση Τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα στη Γαλλία, χωρίζονται σε τρεις κύριες εταιρείες και αρκετές θυγατρικές τους.

France Télévisions Έχει στην κατοχή της τα τηλεοπτικά κανάλια και το ραδιόφωνο στο δίκτυο. Περιλαμβάνει: 1 Το Outre-Mer 1re, δίκτυο 10 τηλεοπτικών καναλιών, με παρουσία σε τέσσερις ηπείρους, το οποίο απευθύνεται σε Γάλλους εκτός χώρας. Το France 2, τη ναυαρχίδα, κανάλι που δημιουργήθηκε το 1963 (εκπέμπει από τα ερτζιανά). 1 Το France 3, κανάλι για την περιφέρεια (εκπέμπει από τα ερτζιανά). 1 Το France 4, κανάλι ψυχαγωγίας (εκπέμπει από τα ερτζιανά). 1 Το France 5, κανάλι γνώσης και εκπαίδευσης (εκπέμπει από την ψηφιακή, την καλωδιακή, τη δορυφορική πλατφόρμα και το διαδίκτυο). 1 Το France είναι το κανάλι των νησιών (Γαλλική Πολυνησία, Γαλλικά Νότια και Ανταρκτικά Εδάφη, Ουαλίς και Φουτουνά και εκπέμπει σε όλη τη Γαλλία από το 2010, από την επίγεια ψηφιακή πλαρφόρμα. Στη France Télévisions ανήκουν επίσης 10 περιφερειακοί τηλεοπτικοί σταθμοί (κυρίως εκτός Γαλλίας) και άλλοι 10 αντίστοιχοι ραδιοφωνικοί. Ανήκουν επίσης κατά 100%, 7 θυγατρικές (κινηματογράφος, διαφημίσεις, πολυμέσα κ.λπ.). Έχει συμμετοχή σε πολλές άλλες εταιρείες από κοινού με τους άλλους δημόσιους οργανισμούς, με δημόσιους οργανισμούς του εξωτερικού (όπως το Euronews, για παράδειγμα), αλλά και με ιδιώτες.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

κόνας του καναλιού. Μήπως το κανάλι περισσεύει; αναρωτιούνται σε υψηλά κλιμάκια. Είναι σημαντικό επίσης να γίνει αναδιάρθρωση του France 3, του οποίου το δυναμικό κρίνεται υπεράριθμο. Μήπως θα ήταν καλύτερα να φέρουμε πιο κοντά τις τοπικές κοινότητες ή τον περιφερειακό Τύπο; Για τους Μαρκ Μποντριγιέ και Ζαν-Μπατίστ Ντιμπόλ, δημοσιογράφους του περιοδικού Challenges, για να ξεσκεπάσουμε «την απίστευτη κακοδιαχείριση που υπονομεύει τη France Televisions5», πρέπει να κοιτάξουμε μακρύτερα. «Είναι ίσως η βάρκα που έρχεται από τα νησιά (βλ. ένθετο) που είναι η πιο φορτωμένη. Πίσω από το France O, υπάρχει ένα κανάλι εθνικής εμβέλειας και εννέα περιοχές που λειτουργούν με το μοντέλο του France 3 (βλ. ένθετο). Και κάνουν και ντόλτσε βίτα. ‘Εδώ, ακόμα κι αυτοί που είναι στο ψυγείο παίρνουν τα ίδια χρήματα με τον Νταβίντ Πουζαντάς’, λέει μια δημοσιογράφος που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία της. Ο κόσμος των δημοσιογράφων στα νησιά είναι μικρός». Πράγματι, τόσο μικρός που αυτά τα υποτιθέμενα «ψυγεία», με μισθό 18.000 ευρώ τον μήνα, όσα και ο παρουσιαστής του δελτίου των 8 του France 2, περνούν απαρατήρητα. Όλος ο κόσμος το γνωρίζει, η επόμενη επίθεση της θητείας του Φρανσουά Ολάντ θα είναι προς τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Ο πρό-

Στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, οι αντιδράσεις ήταν συνολικά εχθρικές προς την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, ακούγονται όμως κάποιες φωνές, αν όχι για να χαιρετήσουν το μιντιακό πραξικόπημα, τουλάχιστον για να καλέσουν σε πλήρη αμφισβήτηση των κεκτημένων

εδρος της France Télévisions, Ρεμί Φλιμλέν, δίνει από τώρα δείγματα: σχέδιο εθελουσίας εξόδου για 650 θέσεις, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των εργαζομένων από 10.400 σε 9.750, εδραίωση ενός συστήματος αύξησης μισθών ανάλογα με την προσφορά του εργαζόμενου, προγραμματισμένη ενοποίηση των εθνικών δημοσιογραφικών ομάδων των France 2 και France 3, παύ-

Radio France Στο ραδιόφωνο ανήκουν οι σταθμοί του ραδιοφώνου, καθώς και μουσικά σύνολα. 1 Τα κυριότερα ραδιόφωνα είναι τα France Inter, France Info, France Bleu, France Culture, France Musique, FIP, Le Mouv’. 1 Ορχήστρες και χορωδίες: Les Concerts de Radio France, L’Orchestre national de France, L’Orchestre philharmonique de Radio France, Le Chœur de Radio France, La Maîtrise de Radio France. 1 Θυγατρικές του ραδιοφώνου είναι εταιρείες που διαχειρίζονται το μουσείο, τις διαφημίσεις, τη διοργάνωση φεστιβάλ κ.λπ.. Επίσης συμμετέχει στο κεφάλαιο εταιρειών μαζί με τις άλλες δύο εταιρείες.

France Médias Monde (πρώην Audiovisuel extérieur de la France). Πρόκειται για holding που δημιουργήθηκε το 2008 και το οποίο συντονίζει και επιβλέπει τις δραστηριότητες των δημόσιων καναλιών ραδιοφώνου και τηλεόρασης που μεταδίδονται στο εξωτερικό, κυρίως το RFI (Radio France International), το TV5 Monde και το France 24. Η εταιρεία συμμετέχει και στο κεφάλαιο άλλων εταιρειών μαζί με τους άλλους δύο οργανισμούς.

ση πολιτιστικών εκπομπών (Taratata, Le Cercle de minuit...). Θα είναι, άραγε, αρκετά αυτά ή θα πρέπει να προχωρήσει και παραπέρα; Και μάλιστα, παρά την απροσδόκητη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στις 27 Ιουνίου, να χρηματοδοτηθεί η France Télévisions από τον φόρο «Κοπέ» (σ.σ. από το όνομα του υπουργού) στους παρόχους τηλεπικοινωνιών. Οι δημόσιοι οργανισμοί ραδιοτηλεόρασης στην Ευρώπη υπήρξαν συχνά στόχος είτε νεοφιλελεύθερων είτε σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Το 2006, η κυβέρνηση Θαπατέρο κατήργησε 3.100 θέσεις εργασίας στην RTVE, την ισπανική δημόσια ραδιοτηλεόραση, δηλαδή το 39% του δυναμικού της. Έναν χρόνο αργότερα, στη Βρετανία του Μπλερ, το BBC περιέκοπτε 2.800 θέσεις, δηλαδή το 12% των 23.000 εργαζομένων (ανάμεσα στις περικοπές ήταν το ένα τέταρτο των θέσεων εργασίας του διεθνούς BBC World). Στη Γερμανία, ο αριθμός των εργαζομένων στο ZDF μειώθηκε κατά 15%-20%, ενώ η RAI αφέθηκε να φθαρεί, οικονομικά και υλικά, κατά τη διακυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Τέλος, στο Radio France Internationale (RFI), κατά τη διάρκεια της θητείας του Νικολά Σαρκοζί, ένα σχέδιο αποχωρήσεων κατήργησε 206 θέσεις το 2009, δηλαδή το ένα πέμπτο του δυναμικού του, ενώ καταργήθηκαν και έξι δημοσιογραφικά γραφεία αντίστοιχων ξένων γλωσσών. Την άνοιξη του 2012, υπήρξαν 136 απολύσεις στο France Médias Monde (βλ. ένθετο), από τις οποί-

ες οι 80 και πάλι στο RFI. Ο τροχός της ατυχίας θα γυρίσει τώρα στη γαλλική ραδιοτηλεόραση; Θα ξεκινήσουμε, για παράδειγμα, από την κατάργηση της ερτζιανής μετάδοσης του Mouv’, του ραδιοφωνικού καναλιού για νέους που δεν καταφέρνει να κερδίσει ακροατήριο εξαιτίας των κακών επιλογών των διάφορων διευθυντών του; Οι εργαζόμενοι σε αυτό το φοβούνται. Αν και είναι πολύ λίγο πιθανό να συμβεί ένα πραξικόπημα α λα ελληνικά στο φρούριο του συνδικαλισμού που είναι η γαλλική δημόσια ραδιοτηλεόραση, όλοι ετοιμάζονται ήδη, αργά, αλλά σίγουρα, για το χειρότερο.

(ΣτΜ) Η συγγραφέας του άρθρου προφανώς δεν πρόλαβε να συμπεριλάβει το παράνομο σήμα της ΕΡΤ από τα στούντιο της Παιανίας. 2 http://www.humanite.fr/monde/grece-les-dessousd-un-coup-d-etat-contre-l-inform-543991. 3 17-6-13, http://bruxelles.blogs.liberation.fr/coulisses/2013/0 6/mon-week-end-avec-daniel-jaccuse-sans-preuveschneidermann.html. 4 Γαλλική τηλεόραση με ελληνική σάλτσα http://blogs.lexpress.fr/media/2013/06/12/francetelevisions-a-la-sauce-grec. 5 www.challenges.fr/media/20130221.CHA6454/ l-incroyable-gabegie-qui-mine-francetelevision.html. 1

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΛΙΑ ΚΑΪΜΑΚΗ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.