Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013 TEYXOΣ 26
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
AIΓΥΠΤΟΣ
Ο στρατός, οι κάλπες, οι δρόμοι Του Serge Halimi*
Ε
ίχαν ορκιστεί ότι δεν θα διεκδικούσαν την αιγυπτιακή προεδρία. Όταν πάτησαν τον όρκο τους, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δήλωσαν ότι θα έφερναν «ψωμί, ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη». Υπό τη διακυβέρνησή τους η ανασφάλεια αυξήθηκε, το ίδιο και η φτώχεια. Το πλήθος τότε κατέβηκε ξανά στους δρόμους για να απαιτήσει την αποχώρηση του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι. Κάπως έτσι ξεκινάνε κάποιες επαναστάσεις. Όταν θριαμβεύουν, τις γιορτάζουμε για αιώνες μετά, χωρίς ν’ ανησυχούμε υπερβολικά για το αν ήταν σχετικά αυθόρμητες ή για το αν η ανάφλεξή τους είχε νομική βάση. Η Ιστορία δεν είναι μάθημα νομικών. Την επομένη της δικτατορίας του Χόσνεϊ Μουμπάρακ, θα ήταν απατηλό να φανταστεί κανείς ότι η μακρόχρονα φιμωμένη πολιτική ζωή δεν θα βάραινε στις πρώτες εκλογές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εκλογείς συχνά δρουν υπό την επήρεια των καλύτερα δομημένων κοινωνικών ή θεσμικών δυνάμεων (των μεγάλων οικογενειών, του στρατού, του πρώην μοναδικού κόμματος) ή υπό την επήρεια των οργανωμένων ομάδων που έχουν δημιουργήσει παράνομα δίκτυα για να αποφύγουν την καταπίεση (Αδελφοί Μουσουλμάνοι). Η εκμάθηση της δημοκρατίας υπερβαίνει το χρονικό διάστημα μόνο μιας εκλογικής διαδικασίας.1 Οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, οι ηγέτες που εκλέχθηκαν στο νήμα και που ήρθαν αμέσως αντιμέτωποι με τη δυσαρέσκεια ή τον θυμό της κοινής γνώμης, οι πορείες διαμαρτυρίας που ορ-
* Ο Serge Halimi είναι ο διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
γανώθηκαν από έναν ετερόκλητο συνασπισμό: τα τελευταία χρόνια, εκτός από την Αίγυπτο είναι και άλλες χώρες που γνώρισαν τέτοιου τύπου καταστάσεις, χωρίς όμως ο στρατός να πάρει την εξουσία, να φυλακιστεί χωρίς δίκη ο αρχηγός του κράτους, να δολοφονηθούν οι υποστηρικτές του. Αλλιώς, αυτό το ονομάζουμε πραξικόπημα. Τον όρο αυτό, οι δυτικές χώρες δεν τον χρησιμοποιούν. Ασκώντας με τον πιο καλαίσθητο τρόπο τη διπλωματία, φαίνεται πως εκτιμούν ότι κάποια πραξικοπήματα -στο Μαλί, την Ονδούρα, την Αίγυπτο- είναι λιγότερο απαράδεκτα από άλλα. Κατ’ αρχάς, οι ΗΠΑ στήριξαν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενώ κατόπιν διατήρησαν τη στρατιωτική τους βοήθεια στο Κάιρο όταν ο πρό-
εδρος Μόρσι καθαιρέθηκε από τον στρατό. Μια συντηρητική συμμαχία του στρατού με τους Αδελφούς θα ήταν το ιδανικό για την Ουάσιγκτον, αλλά καταστράφηκε. Χαίρονται σήμερα οι νοσταλγοί του παλαιού καθεστώτος, οι νασερικοί εθνικιστές, οι Αιγύπτιοι νεοφιλελεύθεροι, οι σαλαφιστές, η λαϊκή αριστερά, οι Σαουδάραβες μονάρχες. Κάποιοι από αυτούς σίγουρα θα απογοητευτούν σύντομα... Παρ’ όλο που η Αίγυπτος έχει πτωχεύσει, η διαμάχη ανάμεσα σε στρατιωτικούς και ισλαμιστές δεν αφορά καθόλου τις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές, οι οποίες έχουν μείνει σχεδόν αναλλοίωτες από την πτώση του Μουμπάρακ. Κι όμως, είτε καταλήγει σε εκλογές είτε σε πραξικό-
πημα, τι αξίζει μια επανάσταση αν δεν αλλάζει τίποτα στους δύο αυτούς τομείς; Οι νέοι ηγέτες υποτάσσουν τη σωτηρία της χώρας τους στην οικονομική βοήθεια (12 δισ. δολάρια) από τις χώρες του Κόλπου, ιδιαίτερα της αντιδραστικής Σαουδικής Αραβίας.2 Αν αυτή τους η επιλογή επιμείνει, ό,τι και να λένε οι νομικοί, ο αιγυπτιακός λαός θα ξαναβγεί στους δρόμους. Βλ. Alexis de Tocqueville, «Chacun à son rang», Le Monde diplomatique, Απρίλιος 1998. 2 Βλ. «Impunité saoudienne», Le Monde diplomatique, Μάρτιος 2012. 1
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΛΙΑ ΚΑΪΜΑΚΗ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΜΠΑΝΓΚΛΑΝΤΕΣ: Η ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι δολοφόνοι του πρετ-α-πορτέ Του ειδικού απεσταλμένου μας Olivier Cyran *
H
κατάρρευση του εργοστασίου Rana Plaza στην Ντάκα προσέλκυσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια ραφής ρούχων του Μπαγκλαντές. Κι όμως, τίποτα δεν άλλαξε μετά από αυτό και, όπως δείχνει το οδοιπορικό του Olivier Cyran, η κατάσταση παραμένει ακριβώς η ίδια, με συνυπευθυνότητα των μεγάλων δυτικών πελατών των εργοστασίων. Ο αστραφτερός γυάλινος πύργος που ορθώνεται στην όχθη της λίμνης Χατιρτζίλ, ανάμεσα σε χαμηλά κτήρια και ορατός από μεγάλη απόσταση, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ένα από τα εντυπωσιακότερα οικοδομήματα του Σίτυ του Λονδίνου μεταφυτεύτηκε στην καρδιά μιας γιγάντιας τενεκεδούπολης. Εδώ βρίσκεται η έδρα της Ένωσης των Βιομηχάνων και Εξαγωγέων Ενδυμάτων του Μπανγκλαντές (Bangladesh Garment Manufacturers and Exporters Association, BGMEA). Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση του κτηρίου του Rana Plaza, που δεν πληρούσε κανέναν οικοδομικό κανονισμό,1 δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος κατάρρευσης για τον πύργο της BGMEA. Ωστόσο, στις 19 Μαρτίου, το Ανώτατο Δικαστήριο του Μπανγκλαντές διέταξε την κατεδάφιση του ουρανοξύστη των εργοδοτών, πριν παρέλθει τρίμηνο από την έκδοση της απόφασης. Ο λόγος της αυστηρής απόφασης; Το κτήριο ανεγέρθηκε παράνομα σε οικόπεδο που ανήκει στο Δημόσιο και το οποίο καταπατήθηκε από την εργοδοτική οργάνωση, η οποία δεν διέθετε τον παραμικρό τίτλο ιδιοκτησίας. Βέβαια, είχε εξασφαλίσει τη συνενοχή του υπουργείου Εμπορίου... Η BGMEA άσκησε έφεση στην απόφαση. Όποια κι αν είναι η έκβαση της δίκης, κανείς, φυσικά, δεν φαντάζεται ότι το «καρκίνωμα του Χατιρτζίλ», όπως το αποκαλούν οι δικαστές, μπορεί μια μέρα να μετατραπεί σε έναν σωρό από μπάζα. Στην είσοδο του κτηρίου, το προσωπικό ασφαλείας υποδέχεται τον επισκέπτη με στρατιωτικό χαιρετισμό. Καθώς στην Ντάκα οι τουρίστες σπανίζουν, οι ντόπιοι συγχέουν συχνά τον λευκό με τον υπεύθυνο αγοράς ενδυμάτων που εργάζεται για επιχειρήσεις όπως η Mango, η Benetton ή η Hennes & Mauritz (H&M): συνεπώς, οι θυρωροί και οι φύλακες οφείλουν να δείχνουν τον σεβασμό τους. Από την πλευρά του, το τιμώμενο πρόσωπο αποδέχεται ευχαρίστως όλες τις τιμές που το κάνουν να αισθάνεται πραγματι-
* Ο Olivier Cyran είναι δημοσιογράφος.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
κός άρχοντας. Μπορεί δε κανείς να μαντέψει τα αισθήματα που τρέφει για τον ντόπιο ανθρωπάκο που συναντάει στον δρόμο, αν διαβάσει το φυλλάδιο Dhaka Calling, που μοιράζεται στους πελάτες των πολυτελών ξενοδοχείων της πόλης και συνιστά στους αναγνώστες του «να μην γελάνε με τους ανθρώπους που η φτώχεια βύθισε στην αρρώστια και να μην τους κοροϊδεύουν». Είναι 9 Απριλίου και το Rana Plaza, το οποίο απέχει καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από τον πύργο της BGMEA, στέκεται ακόμα όρθιο. Η χειρότερη σφαγή στη βιομηχανική ιστορία του Μπανγκλαντές δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα: θα γίνει δύο εβδομάδες αργότερα. Ωστόσο, το ζήτημα της ασφάλειας και των συνθηκών εργασίας στον κλάδο της υφαντουργίας και της ραφής του ενδύματος έχει ήδη τεθεί με επιμονή εδώ και καιρό. Στις 7 Ιανουαρίου, μια πυρκαγιά προκάλεσε τον θάνατο οκτώ εργαζόμενων στη Smart Export Garment, μια μικρή βιομηχανία στο κέντρο της Ντάκα, η οποία απασχολεί 300 άτομα. «Ήταν όλοι τους κάτω των 16 ετών», μας διαβεβαιώνει η Σαΐντια Γκουλρούχ, ανθρωπολόγος, η οποία έχει ιδρύσει μια ομάδα αλληλεγγύης για τα θύματα του κλάδου της υφαντουργίας και του ενδύματος. Έναν μήνα νωρίτερα, στις 24 Νοεμβρίου του 2012, άλλη μια πυρκαγιά κατέστρεψε τη βιομηχανία Tazreen Fashions στην Ασούλια, ένα από τα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας του Μπανγκλαντές, προκαλώντας τον θάνατο 112 ατόμων και τον τραυματισμό χιλίων άλλων, σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό των αρχών. Στο εννιαόροφο κτήριο της Tazreen στοιβάζονταν 3.000 εργάτες, στην πλειονότητά τους νεαρές γυναίκες που έρχονταν στην πρωτεύουσα από τις φτωχότερες περιοχές της υπαίθρου προ-
σπαθώντας να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειάς τους. Εργάζονταν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, με μισθό 3.000 τάκα τον μήνα (περίπου 30 ευρώ) και παρήγαγαν ενδύματα που προορίζονται για παγκοσμίως γνωστές επιχειρήσεις, όπως η Disney, η Walmart και ο γαλλικός όμιλος Teddy Smith. Στο ισόγειο, δίπλα στο κλιμακοστάσιο, ήταν αποθηκευμένα ορισμένα ιδιαίτερα εύφλεκτα προϊόντα, κατά παράβαση των στοιχειωδέστερων κανονισμών ασφαλείας. Καθώς οι έξοδοι κινδύνου ήταν κλειδωμένες για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο της κλοπής εμπορευμάτων -όπως συνηθίζεται σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου στη χώρα-, τα θύματα παγιδεύτηκαν από τις φλόγες και κάηκαν ζωντανά ή σκοτώθηκαν πηδώντας από τα παράθυρα. Το αφεντικό τους, ο Ντελβάρ Χοσάιν, δεν κλήθηκε καν να παρουσιαστεί ενώπιον της δικαιοσύνης κι εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος. Να έπαιξε άραγε ρόλο το γεγονός ότι είναι μέλος του BGMEA; Για να ερευνήσουμε το ερώτημα, κλείσαμε ραντεβού με τον πρόεδρο της BGMEA, τον κύριο Ατικούλ Ισλάμ. Ο ισχυρός άνδρας της οικονομίας του Μπανγκλαντές -η υφαντουργία και το ένδυμα απασχολούν 4-7 εκατομμύρια εργαζόμενους και αντιπροσωπεύουν το 80% των εξαγωγών, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι ο δεύτερος εξαγωγέας ενδυμάτων μετά την Κίνα- κατέχει τη θέση αυτή εδώ και έναν μήνα. Η άνοδος του νεαρού επιχειρηματία, που δεν είναι γνωστός στους επιχειρηματικούς κύκλους, εξέπληξε πολλούς. Ένας άλλος επιχειρηματίας μας εξηγεί ότι «πρόκειται για ‘μικρό παίκτη’ δίχως εμπειρία και δίχως ιδιαίτερο έργο. Ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε αλεξιπτωτιστής στο αξίωμα του προέδρου είναι ότι
χειραγωγείται εύκολα, πράγμα που επιτρέπει στα μεγάλα ονόματα του κλάδου να κινούν τα νήματα αποφεύγοντας να βρεθούν στο προσκήνιο». Τον Δεκέμβριο του 2012, μια ομάδα επιθεωρητών που συγκροτήθηκε από την BGMEA -μάλλον ασυνήθιστη πρωτοβουλία γι’ αυτόν τον φορέα, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς- εντόπισε τέσσερα επικίνδυνα εργοστάσια που είχαν χτιστεί κατά παράβαση των οικοδομικών κανονισμών. Σε αυτά συγκαταλεγόταν το Rose Dresses Limited, μια μεγάλη βιοτεχνία εγκατεστημένη στην Ασούλια και η οποία ανήκει στον... Ισλάμ. Τρεις μήνες αργότερα, ο τελευταίος εκλεγόταν επικεφαλής της BGMEA. Γνωρίζοντας ότι η συντριπτική πλειονότητα των πέντε χιλιάδων εργαστηρίων και εργοστασίων ραφής ρούχων της χώρας παραβιάζουν ανοιχτά τη νομοθεσία, δημιουργήθηκε η υποψία ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιθεώρηση ήταν για να «στριμωχτεί» ο μελλοντικός πρόεδρος της BGMEA και για να συνειδητοποιήσει πόσα πολλά οφείλει στους προστάτες του. Καθώς περιμένουμε να συναντήσουμε το αφεντικό των αφεντικών, κάνουμε νοερά μια γρήγορη επισκόπηση της οικονομικής ιστορίας της χώρας. Θυμόμαστε τα λόγια του Ανού Μοχάμεντ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τζαχαντζιρναγκάρ: «Στο Μπανγκλαντές δεν ήταν ανέκαθεν αφεντικά οι επιχειρηματίες της ένδυσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο κυριότερος πλούτος της χώρας προερχόταν από την καλλιέργεια μιας ποικιλίας κάνναβης που δίνει την πρώτη ύλη για την κατασκευή τσουβαλιών και λινάτσας. Ύστερα κατέφθασαν στη χώρα το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Κάτω από την καθοδήγησή τους, τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης των δημόσιων δαπανών προκάλεσαν θεαματική αύξηση της ανεργίας, μαζική προσφυγή στις εισαγωγές και κατάρρευση της ντόπιας βιομηχανίας. Οι γραφειοκράτες των μεγάλων πολιτικών κομμάτων, οι αξιωματικοί του στρατού, τα υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας και οι γιοι των ‘καλών οικογενειών’ δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία». Πράγματι, τα κίνητρα για επένδυση στην υφαντουργία και στο ένδυμα είναι ακαταμάχητα: φτηνό εργατικό δυναμικό, εξασθένιση των συνδικάτων λόγω της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων, κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές μηχανών που προορίζονται για την εξαγωγική βιομηχανία. Όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η διαφθορά. Ενθουσιασμένοι, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ανταμείβουν την πολιτική αυτή ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες των χωρών τους στα ρούχα Made in Bangladesh. Σε έναν λόγο του που εκφώνησε στην Ντάκα, στις 21 Νοεμβρίου του 2001, ο Πασκάλ Λαμί, εκείνη την εποχή επίτροπος της Ε.Ε., αρμόδιος για το εμπόριο, διακήρυσσε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει το Μπανγκλαντές στην προσπάθειά του να επιτύχει [...] μια καλύτερη ενσωμάτωση στο σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου, ανοίγοντάς του νέες εμπορικές δυνατότητες και ευνοώντας μια μεγαλύτερη διείσδυσή του στην αγορά». Μεταξύ 2000 και 2012, ο κύκλος των εργασιών της υφαντουργίας του Μπανγκλαντές
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/29
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013
Στο εννιαόροφο κτήριο της Tazreen στοιβάζονταν 3.000 εργάτες, στην πλειονότητά τους νεαρές γυναίκες που έρχονταν στην πρωτεύουσα από τις φτωχότερες περιοχές της υπαίθρου προσπαθώντας να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειάς τους. Εργάζονταν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, με μισθό 3.000 τάκα τον μήνα (περίπου 30 ευρώ) και παρήγαγαν ενδύματα που προορίζονται για παγκοσμίως γνωστές επιχειρήσεις, όπως η Disney, η
θα υπερτετραπλασιαστεί, περνώντας από τα 4,8 δισ. δολάρια στα 20 δισ. Η Goldman Sachs είναι ενθουσιασμένη: τον Ιούνιο του 2012, η νεοϋορκέζικη τράπεζα κατατάσσει τη χώρα -μία από τις φτωχότερες παγκοσμίως- πρώτη στον κατάλογο των «Next Eleven», των «Έντεκα Επόμενων» χωρών που ενδέχεται να ενταχθούν στη λέσχη των BRICS, των αναδυόμενων οικονομικών δυνάμεων (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Χάρη στη χρυσοτόκο όρνιθα δημιουργείται μια εκδυτικισμένη ελίτ που κυκλοφορεί με 4Χ4, δειπνεί στο Pizza Hut (το άκρον άωτον του σνομπισμού στην Ντάκα), παίζει γκολφ και στέλνει τα παιδιά της να σπουδάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι ο Ανού Μοχάμεντ συνεχίζει τη διήγησή του: «Η βιομηχανία ενδυμάτων προσφέρει υποσχέσεις για εύκολα κέρδη, είναι ένας αποδοτικός τρόπος για να εξασφαλίσεις κεφάλαια για να επενδύσεις στη συνέχεια σε οποιονδήποτε άλλο τομέα ή για να διεκδικήσεις μια θέση στο Κοινοβούλιο. Επισήμως, 29 από τους 300 βουλευτές είναι ιδιοκτήτες εργοστασίου ενδυμάτων. Στην πραγματικότητα, εάν συνυπολογίσει κανείς και όσους κρύβονται πίσω από αχυράνθρωπους, είναι πολύ περισσότεροι. Στο Μπανγκλαντές είναι δύσκολο να βρει κανείς ανθρώπους της εξουσίας οι οποίοι να μην συνδέονται με τα κυκλώματα της υφαντουργίας και του ενδύματος. Τα ηνία της χώρας βρίσκονται στα χέρια της BGMEA». Επιστροφή στην έδρα της εργοδοτικής οργάνωσης. Μιας και ο κύριος Ισλάμ μας έχει στήσει, ένας από τους συνεργάτες του μας κρατάει συντροφιά στο σαλόνι δίπλα από το γραφείο του. Ο Χασάν Σαχριάρ Τσοουντούρι έχει μόλις επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου -κατά τα λεγόμενά του- συνεργάστηκε με ομάδα μελών του Κογκρέσου πάνω σε μια υπόθεση «καταπολέμη-
Walmart και ο γαλλικός όμιλος Teddy Smith. Καθώς οι έξοδοι κινδύνου ήταν κλειδωμένες για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο της κλοπής εμπορευμάτων, τα θύματα παγιδεύτηκαν από τις φλόγες και κάηκαν ζωντανά ή σκοτώθηκαν πηδώντας από τα παράθυρα. Το αφεντικό τους, ο Ντελβάρ Χοσάιν, δεν κλήθηκε καν να παρουσιαστεί ενώπιον της δικαιοσύνης κι εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος
Τα κίνητρα για επένδυση στην υφαντουργία και στο ένδυμα είναι ακαταμάχητα: φτηνό εργατικό δυναμικό, εξασθένιση των συνδικάτων λόγω της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων, κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές μηχανών που προορίζονται για την εξαγωγική βιομηχανία. Όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η διαφθορά
σης της τρομοκρατίας». Ο αξιωματικός της Αεροπορίας, που δηλώνει «οπαδός της Άνγκελα Μέρκελ», δεν είναι ιδιοκτήτης υφαντουργικού εργοστασίου -έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει. Τι δουλειά έχει λοιπόν στην BGMEA; Αποφεύγει να απαντήσει, αλλά δείχνει ενθουσιασμένος που έχει τη δυνατότητα να συνομιλήσει με έναν Γάλλο δημοσιογράφο: «Λατρεύω τη Γαλλία. Ξέρετε, το κράτος του Μπανγκλαντές σκοπεύει να αγοράσει δύο υποβρύχια. Συνήθως αγοράζουμε τα οπλικά μας συστήματα από την Κίνα. Γνωρίζω πολύ καλά την πρωθυπουργό Σεΐχ Χασίνα. Της είπα λοιπόν, εμπιστευτικά, ότι καλά θα έκανε να αγόραζε γαλ-
λικά υποβρύχια. Είναι ακριβότερα, αλλά υπάρχει λιγότερη διαφθορά, δεν συμφωνείτε;». Μπροστά στον σκεπτικισμό του συνομιλητή του, ο Τσοουντούρι προτιμά να αλλάξει θέμα συζήτησης και μου ανοίγει -με ιδιαίτερα άνετο ύφος- την τηλεφωνική του ατζέντα: «Μια που είστε δημοσιογράφος, μήπως θα σας ενδιέφερε να συναντήσετε την εξαδέλφη μου, που είναι υπουργός αρμόδια για τα γυναικεία ζητήματα; Μπορώ επίσης να σας παρουσιάσω στους διευθυντές των κυριότερων εφημερίδων του Μπανγκλαντές, είναι όλοι φίλοι μου». Η εμφάνιση του κυρίου Ισλάμ διακόπτει αυτήν την πολλά υποσχόμενη συνάντηση. Το αφεντικό των αφεντικών συνοδεύεται από πέντε συμβούλους του και μας ανακοινώνει ότι άλλαξε γνώμη: η συνάντηση ματαιώνεται. «Οφείλετε να έχετε διαπίστευση από το υπουργείο Εσωτερικών «, μας δηλώνει με σκοτεινό ύφος. «Ειδάλλως, είναι αδύνατον να σας μιλήσω, ιδίως για ευαίσθητα θέματα»... Στη διαδρομή προς το ασανσέρ μια επιγραφή κολλημένη σε μια τζαμαρία, πίσω από την οποία εργάζονται πολυάσχολοι μάνατζερ και γραμματείς, προειδοποιεί: «Να μιλάτε λιγότερο και να εργάζεστε περισσότερο». Οι επιζώντες του ατυχήματος στο εργοστάσιο Tazreen μας επιτρέπουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να κατανοήσουμε την ισχύ της BGMEA. Ξεκινάμε για την Ασούλια, με οδηγό τον Σερίν, ένα από τα πλέον δραστήρια στελέχη της Εθνικής Ομοσπονδίας των Εργαζομένων στο Ένδυμα (National Garments Workers Federation), ενός συνδικάτου που πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Σιγά σιγά, το απίστευτο πολεοδομικό χάος, που αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Ντάκα, δίνει τη θέση του σε ένα σεληνιακό τοπίο, στο οποίο ορθώνονται καμινάδες που ξερνάνε μαύρο καπνό. Κουρελήδες έφηβοι τροφοδοτούν
τα καμίνια για να παραχθούν τα τούβλα με τα οποία θα κατασκευαστούν τα συγκροτήματα των κατοικιών της μεσαίας τάξης που διακρίνουμε στο βάθος του ορίζοντα, αλλά και τα εργοστάσια που πληθαίνουν στο βόρειο τμήμα της πρωτεύουσας. Αφήνουμε πίσω μας τον δρόμο και μπαίνουμε σε έναν στενό χωματόδρομο. Στο τέρμα του, ο κατακαμένος σκελετός ενός τσιμεντένιου κτηρίου σε σχήμα κύβου, περιτριγυρισμένος από σκαλωσιές από μπαμπού: καλωσήλθατε στο Tazreen Fashions, το οποίο μέχρι πρόσφατα αποτελούσε τον επίσημο προμηθευτή της Disney σε ρούχα. Η Νασρίν είναι 25 ετών αλλά δείχνει 40. Αντίθετα από τις υπόλοιπες επιζώσες που γύρισαν βιαστικά στο χωριό τους, η Νασρίν δεν εγκατέλειψε το Νισχινταπούρ, τη συνοικία-υπνωτήριο, με τα ήσυχα δρομάκια, που είναι χτισμένη δίπλα στο εργοστάσιο. Στις 24 Νοεμβρίου του 2012, στις 18.50, η Νασρίν δούλευε κολλημένη στη ραπτομηχανή της, όταν ακούστηκε η σειρήνα του συναγερμού. Μας διηγείται με άχρωμη φωνή: «Ο επιστάτης μάς είπε ότι επρόκειτο για άσκηση και ότι έπρεπε να μείνουμε στη θέση μας. Ύστερα, ο συναγερμός χτύπησε για δεύτερη φορά. Τότε αρχίσαμε να πανικοβαλλόμαστε. Μυρίσαμε καμένο. Ο επιστάτης εξακολουθούσε να μην θέλει να μας αφήσει να φύγουμε, αλλά εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε. Υπήρχαν δύο πόρτες: η μια ήταν κλειστή, η άλλη ανοιχτή. Η σκάλα η οποία οδηγούσε στην ανοιχτή πόρτα ήταν ήδη τυλιγμένη στις φλόγες. Αν είχαμε μπορέσει να χρησιμοποιήσουμε την άλλη σκάλα και την κλειδωμένη πόρτα, θα είχαμε σωθεί όλες». Επίσης, πολλά παράθυρα ήταν κλειδωμένα. Με τη βοήθεια κάποιων συναδέλφων, η Νασρίν κατόρθωσε να ανοίξει ένα παράθυρο και να πηδήσει στο κενό. Γλύτωσε με ένα σπασμένο πόδι και με εφιάλτες που θα την κυνηγάνε σε όλη της τη ζωή. Και μόνο στη σκέψη ότι θα χρειαστεί κάποια μέρα να ξαναπατήσει το πόδι της σε εργοστάσιο, καταλαμβάνεται από κρίση πανικού. Ωστόσο, δεν έχει άλλη επιλογή, Μέχρι σήμερα, το μοναδικό βοήθημα που έχει λάβει είναι «25 κιλά ρύζι, 25 κιλά κρεμμύδια κι ένα λίτρο λάδι». Καθώς ο πενιχρός μισθός του άντρα της δεν φθάνει για να θρέψει την οικογένεια, θα αναγκαστεί σύντομα να υπερνικήσει τις αϋπνίες της και τον πανικό της και να ξανακαθίσει μπροστά σε ραπτομηχανή. Στο Μπανγκλαντές, όταν ένα εργοστάσιο καίγεται ή καταρρέει, τα θύματα αποζημιώνονται από την BGMEA. Τα ποσά των αποζημιώσεων είναι γελοία: οι τραυματίες λαμβάνουν 100.000 τάκα (1.000 ευρώ) ως έξοδα νοσηλείας και αποζημίωση, ενώ η οικογένεια ενός νεκρού 600.000 τάκα (6.000 ευρώ). Ο εργοδότης δεν αναμειγνύεται, ούτε και η Δικαιοσύνη. Επιπλέον, μονάχα όσοι είναι τυχεροί θα λάβουν τα ψίχουλα που μοιράζει η BGMEA, καθώς ο κατάλογος των θυμάτων που δικαιούνται αποζημίωση συντάσσεται από την ίδια. Εφόσον δε οι περισσότερες προσλήψεις γίνονται προφορικά, δίχως σύμβαση εργασίας, πολλοί από τους επιζώντες δεν έχουν στη διάθεσή τους το παραμικρό έγγραφο το οποίο να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς τους. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο καθένας μπορεί να πέσει οπουδήποτε και να σπάσει το πόδι του. Ενώ το κτήριο της Tazreen κάπνιζε ακόμα, η κυβέρνηση -με δήλωση της ίδιας της πρωθυπουργού- έσπευσε να αποδώσει την πυρκαγιά σε «σαμποτάζ». Αυτόματα, όλοι οι πολίτες του Μπανγκλαντές εξέλαβαν αυτή τη δήλωση ως κατηγορία κατά των ισλαμιστών. Μήπως αυτή η εντυπωσιακή κατηγορία -για την οποία δεν βρέΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
4/30
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3
θηκε το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο- αποσκοπούσε στο να προστατευθεί ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου και η BGMEA; Για τον Ανού Μοχάμεντ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Κατά τη γνώμη του, η καλύτερη απόδειξη που τεκμηριώνει την άποψή του είναι ότι, «σε τελική ανάλυση, δεν συνέβη απολύτως τίποτε: ούτε έρευνα για να εξακριβωθούν τα αίτια της πυρκαγιάς, ούτε ένταλμα σύλληψης του ιδιοκτήτη του εργοστασίου και των επιστατών του. Επιπλέον, δεν ελήφθη κανένα μέτρο για την προστασία των εργαζόμενων από τον κίνδυνο της πυρκαγιάς. Αν εξαιρέσει κανείς τα ίδια τα θύματα, κανένας δεν διανοείται να καταλογίσει ευθύνες στον εργοδότη, τον Ντελβάρ Χοσέιν. Εδώ και μήνες, το όνομά του έχει εντελώς εξαφανιστεί από τις στήλες των εφημερίδων. Είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ». Και το συνδικαλιστικό κίνημα; Σε ολόκληρο το Μπανγκλαντές είναι αυτονόητο ότι ακόμα και η παραμικρή συνδικαλιστική δραστηριότητα απαγορεύεται αυστηρά. Ο Φαϊζούλ2 πρώην εργάτης της Tazreen, μας δέχεται σε ένα γυμνό δωματιάκι με τσίγκινη στέγη, σε έναν από τους στενούς χωματόδρομους της Νισχινταπούρ. Εδώ στεγάζονται τα τοπικά γραφεία του NGWF, του συνδικάτου του οποίου ο Φαϊζούλ είναι ο γραμματέας για την περιοχή της Ασούλια. Γραμματέας στην παρανομία, εννοείται. Όσο για τα παραμύθια που έχουν βγει από τη φαντασία των υπεύθυνων του τμήματος αειφόρου ανάπτυξης της Carrefour, μας δίνει τη δική του, ιδιαίτερα λακωνική, εκδοχή: «Στο εργοστάσιο, μόλις πεις τη λέξη ‘συνδικάτο’, απολύθηκες αμέσως και δεν ξαναβρίσκεις πια δουλειά. Στην Tazreen, ήμασταν καμιά εκατοσταριά συνδικαλισμένοι εργάτες, αλλά κρυφά. Στη δουλειά δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό». Μετά την πυρκαγιά, το γραφείο κατακλύστηκε από αυθόρμητες συγκεντρώσεις αγανακτισμένων επιζώντων, έτοιμων να αρχίσουν να βιαιοπραγούν. Ωστόσο, δεν είχαν την παραμικρή δυνατότητα να περάσουν στη δράση. Ο Φαϊζούλ διηγείται: «Όλοι οι εργάτες που μας γνώριζαν ήρθαν να μοιραστούν μαζί μας το πένθος τους και τον θυμό τους. Πενήντα τρεις σύντροφοί μας πέθαναν στην πυρκαγιά. Ήμασταν έξαλλοι με το αφεντικό που προκάλεσε τον θάνατό τους, καθώς επίσης και με την κυβέρνηση και με την BGMEA που τον προστατεύουν. Αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε «. Να μοιράσουν προκηρύξεις; Να οργανώσουν μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας; Να καλέσουν σε απεργία τους εργαζόμενους των υπόλοιπων εργοστασίων; Ο Φαϊζούλ μού ρίχνει μια ματιά γεμάτη στεναχώρια κι αμηχανία. Μα πόσο αφελής μπορεί να είναι ο Γάλλος επισκέπτης του; «Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι εφικτά εδώ. Μόλις μοιράσεις την πρώτη προκήρυξη, συλλαμβάνεσαι από την αστυνομία. Κι ύστερα δεν ξαναβρίσκεις ποτέ δουλειά». Όταν τον ρωτάμε σε τι συνίστανται τότε οι συνδικαλιστικές του δραστηριότητες, μας εξηγεί ότι «έρχεται σε επαφή με τους εργάτες των υπόλοιπων εργοστασίων και τους ζητάει να ελέγχουν εάν οι έξοδοι κινδύνου είναι τώρα ανοιχτές, όπως δεσμεύθηκε πλέον η εργοδοσία». Κι αν δεν είναι; «Τότε οι σύντροφοι μας ενημερώνουν με SMS. Εδώ, όλος ο κόσμος έχει κινητό. Έτσι επικοινωνούμε». Είναι δύσκολο να καταλάβουμε εάν ο Φαϊζούλ φιλοδοξεί να περάσει και σε πιο δυναμικές μορφές δράσης: μιλάει μπροστά και υπό την κηδεμονία ενός στελέχους του συνδικάτου που έχει έρθει από τα κεντρικά γραφεία της Ντάκα. Τελειώνουμε το τσάι με τζίντζερ που
Ενώ το κτήριο της Tazreen κάπνιζε ακόμα, η κυβέρνηση -με δήλωση της ίδιας της πρωθυπουργούέσπευσε να αποδώσει την πυρκαγιά σε «σαμποτάζ». Αυτόματα, όλοι οι πολίτες του Μπανγκλαντές εξέλαβαν αυτή τη δήλωση ως μια κατηγορία κατά των ισλαμιστών. Μήπως αυτή η εντυπωσιακή κατηγορία -για την οποία δεν βρέθηκε το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο- αποσκοπούσε στο να προστατευθεί ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου και η BGMEA;
«Στο εργοστάσιο, μόλις πεις τη λέξη “συνδικάτο“, απολύθηκες αμέσως και δεν ξαναβρίσκεις πια δουλειά. Στην Tazreen, ήμασταν καμιά εκατοσταριά συνδικαλισμένοι εργάτες, αλλά κρυφά. Στη δουλειά δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό» μας πρόσφερε ο οικοδεσπότης μας. Καθώς τον αποχαιρετάμε, ο Φαϊζούλ μας δείχνει τη φωτογραφία της ταυτότητας της γυναίκας του: εργάτρια στην Tazreen όπως κι αυτός, σκοτώθηκε τη μέρα της πυρκαγιάς πηδώντας από τον τρίτο όροφο. «Οίκοι αγορών» ονομάζονται οι στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν ρόλο ενδιάμεσου ανάμεσα στις ξένες εταιρείες και στους ντόπιους προμηθευτές. Υπάρχουν περίπου διακόσιες επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας στο Μπανγκλαντές. Ο Νιζάμ Ουντίν, ιδιοκτήτης μιας από αυτές, θεωρεί ζήτημα τιμής να
ζητάει από όλους τους πελάτες του -κατά κύριο λόγο Ευρωπαίους- «να έρχονται στο Μπανγκλαντές για να διαπιστώνουν με τα ίδια τους τα μάτια πώς λειτουργούν τα εργοστάσια. Τους υποδεχόμαστε εξαιρετικά, τους περιποιούμαστε, τους φροντίζουμε». Στο ισόγειο, δέκα τηλεφωνητές ασχολούνται με τις παραγγελίες, ενώ στο υπόγειο τρεις ράφτες ράβουν σιωπηλά τα υποδείγματα που προορίζονται για το εργοστάσιο που θα αναλάβει την παραγωγή των ρούχων, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις προδιαγραφές του αγοραστή. «Ο κυριότερος πελάτης μας μείωσε τις παραγγελίες του, γεγονός που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε νέους αγοραστές. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο μέσα σε δεκατρία χρόνια», αναστενάζει ο Ουντίν. Σε μια μικρή βιτρίνα στη γωνιά του γραφείου του, ο κομψός διευθυντής της επιχείρησης εκθέτει τα μετάλλια και τα τρόπαια που έχει κερδίσει στο γκολφ, στο «μεγάλο του πάθος». Εκφράζουμε την έκπληξή μας για το γεγονός ότι η επιχείρησή του λειτουργεί κανονικά, τη στιγμή που η αντιπολίτευση των ισλαμιστών του Τζαμάατ-ε-Ισλάμι έχει κηρύξει σήμερα το πρωί χαρτάλ (απεργία), μπλοκάροντας την οικονομική δραστηριότητα κι αδειάζοντας τους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο Ουντίν ανασηκώνει τους ώμους: «Α, ξέρετε, αυτά δεν μας ανησυχούν. Όποιος κι αν είναι ο χώρος από τον οποίο προέρχονται, οι διαδηλωτές δεν επιτίθενται στα συμ-
φέροντά μας. Καίνε καμιά φορά μερικά αυτοκίνητα ή μαγαζιά, αλλά αφήνουν τα εργοστάσια στην ησυχία τους. Ξέρετε, πολλά από τα μέλη της BGMEA είναι στελέχη σε όλα τα μεγάλα κόμματα. Σήμερα, η εργοδοτική οργάνωση υποστηρίζει τη Λίγκα Awami της πρωθυπουργού Σεΐχ Χασίνα, αλλά διατηρεί εξίσου καλές σχέσεις με τους εθνικιστές του ΒΝΡ (Bangladesh Nationalist Party), ακόμα και με τους ισλαμιστές του Τζαμάατ». Ο πρωταθλητής του γκολφ μάς συστήνει έναν από τους συνεργάτες του, τον Ζορζ Πακέ. Αυτός ο εξηνταεπτάχρονος Γάλλος που ζει κι εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, περνάει τους μισούς μήνες στο Ντουμπάι και τους υπόλοιπους στο Μπανγκλαντές, στο οποίο πρωτοήρθε το 1994. Καθώς θεωρεί ότι η καριέρα του έχει φθάσει πλέον στο τέλος της, επιτρέπει στον εαυτό του μια ειλικρίνεια που αποτελεί όαση δροσιάς μέσα στην τόση υποκρισία. «Παράγουμε τα πάντα εδώ, ακόμα και πάνες ακράτειας για ενήλικες που πωλούνται στα σουπερμάρκετ της Γαλλίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι πελάτες μου κατεβάζουν ολοένα περισσότερο τις τιμές, σε απίστευτα χαμηλό επίπεδο. Τι θέλουν δηλαδή; Να δουλεύει ο κόσμος τζάμπα; Οι ευρωπαϊκές μάρκες δουλεύουν με περιθώριο κέρδους που κυμαίνεται μεταξύ 700% και 1.000% της τιμής αγοράς. Η επιθυμία τους για κέρδος δεν έχει πλέον κανένα όριο. Παλιοί πελάτες μάς εγκαταλείπουν από τη μια μέρα στην άλλη, γιατί ένας ανταγωνιστής τούς πρόσφερε καλύτερη τιμή κατά 10 λεπτά του ευρώ ανά κομμάτι. Επικρατεί απίστευτη υποκρισία. Φανταστείτε ότι τη στιγμή που τα διευθυντικά στελέχη της Η&Μ συναντούσαν τη Σεΐχ Χασίνα για να της ζητήσουν να επιβάλλει καλύτερες συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια του Μπανγκλαντές, οι υφιστάμενοί τους διαπραγματεύονταν τη μείωση κατά 15% της τιμής των προμηθευτών τους. Κι η φιλοσοφία τους είναι πολύ απλή: ‘Κόψτε τον λαιμό σας και κανονίστε τα. Όλα τα άλλα τα έχουμε γραμμένα’». Οι επιζώντες της βιομηχανικής εκατόμβης της Ασούλια δεν προβλέπουν ρόδινο μέλλον για τους συναδέλφους τους στα γειτονικά εργοστάσια. «Θα συμβούν κι άλλες καταστροφές, ίσως και χειρότερες από αυτήν εδώ». Αυτό ακριβώς φοβάται ένας από τους επιζώντες, του οποίου το τσακισμένο χέρι είναι τυλιγμένο με βρόμικο πανί. Η Σαΐντια Γκουλρούχ συμφωνεί με την πρόγνωση: «Η υπόθεση της Tazreen δεν άλλαξε τίποτε απολύτως στην καταστροφική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εργάτες, λόγω της αδιαφορίας των ελίτ για τη μοίρα τους. Χωρίς αμφιβολία, θα ληφθούν κάποια μέτρα εξωραϊσμού της κατάστασης, έτσι ώστε η BGMEA να είναι σε θέση να καθησυχάσει τους ξένους πελάτες της και οι τελευταίοι να καθησυχάσουν τους καταναλωτές. Ωστόσο, τίποτα δεν θα αλλάξει όσο δεν γκρεμίζουμε το σύστημα για να το ξαναχτίσουμε με νέες φιλοσοφικές βάσεις». Δύο εβδομάδες μετά τη συζήτηση, η σφαγή της Rana Plaza προκάλεσε πολλαπλάσια θύματα από εκείνα της Tazreen, αλλά και την εξής δήλωση -δίκην επιταφίου- του Μπανγκλαντεσιανού υπουργού Οικονομικών, Αμπούλ Μάαλ Αμπντούλ Μουχίθ: «Δεν νομίζω ότι πρόκειται για κάτι το ιδιαίτερα σοβαρό. Είναι απλώς ένα ατύχημα».
Το κτήριο κατέρρευσε στις 26-4-13 και σκοτώθηκαν 1.120 εργάτες. 2 Έχουμε αλλάξει το όνομά του. 1
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ