m11809

Page 1

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 34

diplomatique

AIΓΥΠΤΟΣ

Παρά τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν, η αποφυλάκιση του πρώην προέδρου της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, μοιάζει ιδιαίτερα συμβολική. Η διαδικασία που ξεκίνησε με τις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά του Μοχάμεντ Μόρσι αποκτά χαρακτηριστικά επιστροφής στο παλαιό καθεστώς. Η κυρίαρχη τάξη όχι μόνο θέλει να τελειώνει με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά απειλεί και τις δημοκρατικές κατακτήσεις της εξέγερσης του 2011. Κατάσταση που κάνει και τις διεθνείς συμμαχίες περισσότερο ρευστές. Του Alain Gresh*

Η

«μαύρη Τετάρτη» του Καΐρου, η 14η Αυγούστου 2013, θα μείνει αναμφίβολα στα χρονικά ως η μεγαλύτερη σφαγή διαδηλωτών μέσα σε μια ημέρα από δυνάμεις καταστολής μετά τη σφαγή της Τιενανμέν, τον Ιούνιο του 1989, στο Πεκίνο1. Βέβαια, δεν θα μάθουμε ποτέ τον ακριβή απολογισμό -λίγο περισσότεροι από εξακόσιοι νεκροί, σύμφωνα με τις αιγυπτιακές αρχές, αλλά στην πραγματικότητα πολύ περισσότε-

* Ο Alain Gresh είναι δημοσιογράφος, μέλος του διευθυντηρίου της Le Monde diplomatique

Το διπλωματικό κουβάρι ροι: σύμφωνα με τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, αρκετές σοροί δεν δόθηκαν στις οικογένειες των θυμάτων παρά μόνο όταν αυτές δέχθηκαν να «αναγνωρίσουν» ότι ο θάνατος οφειλόταν σε φυσικά αίτια ή σε αυτοκτονία. Η Ύπατη Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νάβι Πιλάι, απαίτησε τη διενέργεια «ανεξάρτητης, αμερόληπτης, αποτελεσματικής και αξιόπιστης» έρευνας «για τις πράξεις των δυνάμεων ασφαλείας», αίτημα που έχει λίγες πιθανότητες να ικανοποιηθεί. Όχι μόνο επειδή οι αρχές στο Κάιρο, έχοντας την υποστήριξη σχεδόν όλων των «φιλελεύθερων» και αριστερών δυνάμεων -με την εξαίρεση ενός μικρού συνασπισμού των Επαναστατών Σοσιαλιστών, του κινήματος της 6ης Απρίλη, του κόμματος Αιγυπτιακό Ρεύμα και οπαδών του υποψηφίου στις προεδρικές εκλογές Αμπντέλ Μονέιμ Αμπούλ Φουτούχ2-, την απορρίπτουν, αλλά και γιατί η «διεθνής κοινότητα» μοιάζει να έχει παραλύσει για μια ακόμη φορά. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών στις 15 Αυγούστου, περιορίστηκε σε δήλωση που διάβασε η πρόεδρός του, πρέσβης της Αργεντινής στα Ηνωμένα Έθνη: «Τα μέλη του Συμβουλίου εκφράζουν, κατ’ αρχήν, τη συμπάθειά τους για τα θύματα και τη λύπη τους για την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Είναι σημαντικό να σταματήσει η βία στην Αίγυπτο, όλες οι πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Η διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης πρέπει να προχωρήσει». Η πρέσβης της Αργεντινής, αφού διάβασε βαριεστημένα αυτό το άχρωμο κείμενο, επανέλαβε τη θέση της χώρας της, η οποία υποφέρει ακόμη από τα σημάδια της στρατιωτικής καταπίεσης της δεκαετίας του 1970: καταδίκασε το «πραξικόπημα» κατά ενός εκλεγμένου προέδρου και κάλεσε τη χούντα «να σταματήσει πλήρως και αμέσως το κύμα της βίαιης καταστολής των τελευταίων ημερών απέναντι σε άοπλους πολίτες».

Από την Ινδονησία μέχρι τη Βραζιλία, από τη Νότια Αφρική μέχρι τη Μαλαισία, από τη Βολιβία μέχρι τη Νιγηρία, από το Πακιστάν μέχρι τον Ισημερινό, για να μην μιλήσει κανείς για την Αφρικανική Ένωση, που ανέστειλε τη συμμετοχή της Αιγύπτου στα όργανά της, η συντριπτική πλειονότητα των κυβερνήσεων που δεν έχουν σημαντικά γεωπολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα στην Αίγυπτο καταδίκασαν απερίφραστα την ανατροπή του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι και την καταστολή που ακολούθησε. Όσον αφορά την Ινδία και την Κίνα -οι οποίες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Αίγυπτο-, απέφυγαν οποιαδήποτε αποδοκιμασία, με τον επίσημο Τύπο στο Πεκίνο να ειρωνεύεται τα αποτελέσματα ενός «δυτικότροπου»3 εκδημοκρατισμού. Μολονότι διαφωνούν σε πολλά ζητήματα, Ινδία και Κίνα καταδικάζουν την «ισλαμική τρομοκρατία», την οποία δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν και οι ίδιες στο Κασμίρ και το Σινγιάνγκ, αντίστοιχα. Ανάμεσα στις αντιδράσεις των άλλων άμεσα εμπλεκόμενων μερών, η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών αποτέλεσε το αντικείμενο της πιο σχολαστικής ανάλυσης. Παρακολουθώντας τους Αιγύπτιους σχολιαστές, θα μπορούσε να πιστέψει

Ο Ντάνι Γιατόμ, πρώην διοικητής της Μοσάντ, δηλώνει ότι «το Ισραήλ προτιμά τον στρατό από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και ένα κοσμικό από ένα θρησκευτικό καθεστώς»

κανείς ότι η Ουάσιγκτον υιοθετεί, την ίδια στιγμή, δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα μέσα ενημέρωσης στο Κάιρο, ο Λευκός Οίκος υποστήριζε και συνεχίζει να παροτρύνει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, αντίθετα, η Ουάσιγκτον υποστήριξε την επιχείρηση του στρατού. Πράγματι, μπορεί κανείς να αποπροσανατολιστεί -σε τέτοιο βαθμό εναλλάσσονται οι αντιφατικές μικρές φράσεις και εκτιμήσεις στο κείμενο της επίσημης αμερικανικής αντίδρασης. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν σαν να αγνοεί κανείς τα θεμέλια της αμερικανικής πολιτικής στην Αίγυπτο. Στον Χένρι Τζον Τεμπλ, Βρετανό πρωθυπουργό τις δεκαετίες 1850-1860, ανήκει το κυνικό και καίριο απόφθεγμα: «Η Αγγλία δεν έχει μόνιμους φίλους ή εχθρούς, έχει μονάχα μόνιμα συμφέροντα». Η διατύπωση ταιριάζει θαυμάσια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες διαδέχθηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο στον ρόλο της παγκόσμιας δύναμης. Ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα υποστήριξε τον Χόσνι Μουμπάρακ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου του 2011 και στη συνέχεια προσέγγισε το Ανώτατο Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), πριν παίξει το χαρτί του προέδρου Μόρσι και των Αδελφών Μουσουλμάνων, ελπίζοντας ότι θα διαδραμάτιζαν σταθεροποιητικό ρόλο. Πίσω από αυτές τις φαινομενικές μετατοπίσεις, οι ΗΠΑ εξυπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό: τη διαφύλαξη της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Καΐρου και Τελ-Αβίβ. Το έχουν πετύχει. Μολονότι η πολιτική του Μόρσι είχε εγκαινιάσει κάποιες αποκλίσεις στο παλαιστινιακό ζήτημα -χαλάρωση του αποκλεισμού της Γάζας, πιο αποφασιστικές τοποθετήσεις απέναντι στην ισραηλινή επιθετικότητα, τον Νοέμβριο του 2012-, στα ουσιώδη παρέμενε στα χνάρια των προκατόχων του. Για τον Ομπάμα δεν τίθεται ζήτημα, εξαιτίας ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4


MONDE

LE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το σχέδιο Μαρζούκι για την ίδρυση Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου Αιματηρή καταστολή στην Αίγυπτο και τη Συρία, γενικευμένη κατασκοπία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τσαλαπάτημα του δικαιώματος στο άσυλο στην Ευρώπη, τσάκισμα της αντιπολίτευσης στην Κίνα: αμέτρητες είναι πλέον οι χώρες που παραβιάζουν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τους κανόνες δικαίου τους οποίους έχουν οι ίδιες κυρώσει με διεθνείς συνθήκες. Μήπως έχει φθάσει ο καιρός να εφαρμοστούν οι κανόνες όχι μέσα από την πολιτική των κανονιοφόρων, αλλά με την προσφυγή στο όπλο του Δικαίου; Της Monique Chemillier-Gendreau*

Έ

νας από τους πλέον αναπάντεχους και ενδιαφέροντες καρπούς της «αραβικής άνοιξης» είναι, χωρίς αμφιβολία, το σχέδιο για την ίδρυση ενός Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η ιδέα προέκυψε από την πικρία που αισθάνθηκε ο Μόνσεφ Μαρζούκι, ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τυνησίας (ο οποίος αναμένει τη δημιουργία σταθερών θεσμών στη χώρα, τους οποίους οφείλει να θεσπίσει η Συντακτική Εθνοσυνέλευση), όταν βρέθηκε απέναντι στα αδιέξοδα του διεθνούς δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ζινεντίν Μπεν Αλί, είδε να οργανώνονται εκλογές κάτω από συνθήκες κατατρομοκράτησης και νοθείας και τα σημαντικότερα κείμενα της διεθνούς νομοθεσίας, τα οποία υποτίθεται ότι εγγυώνται τις δημόσιες ελευθερίες, να αδυνατούν να προσφέρουν μια αποτελεσματική βοήθεια. Είναι αλήθεια ότι -παρά το γεγονός ότι η δημοκρατία προβάλλεται ως οικουμενική αξία- η διεθνής κοινότητα δεν διαθέτει τα μέσα που απαιτούνται για την εφαρμογή της στην πράξη. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να ξαναγίνει σήμερα η καλή πίστη κομβικό σημείο της πολιτικής και να υποχρεωθούν οι εκπρόσωποι των κρατών να εναρμονίζουν τις πράξεις τους με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει1. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, απαιτείται η δημιουργία ενός δικαστικού μη* Η Monique Chemillier-Gendreau είναι διακεκριμένη καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο Paris 7 - Dennis Diderot.

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

Τα δυτικά κράτη που φουσκώνουν από υπερηφάνεια επειδή υπήρξαν οι πρωτεργάτες των διεθνών νομικών κειμένων, τα αντιμετωπίζουν περισσότερο ως βιτρίνα και λιγότερο ως πραγματική δέσμευση η οποία παράγει έννομες συνέπειες για τις εθνικές τους πολιτικές

χανισμού, ο οποίος θα ελέγχει κατά πόσον οι συνταγματικές διατάξεις και πρακτικές των κρατών συμβαδίζουν με τα διεθνή πρότυπα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Η συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να συμβαδίζει και με το περιεχόμενο πολλών Συνταγμάτων, τα οποία διακηρύσσουν την ανωτερότητα του Διεθνούς Δικαίου πάνω στο εσωτερικό δίκαιο. Εάν η καλή πίστη έχει κάποιο νόημα, αυτό προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι δεν πρέπει να επιθυμεί κανείς ένα πράγμα και ταυτόχρονα το αντίθετό του. Εάν η πλειονότητα των κρατών έχει κυρώσει διεθνείς συμβάσεις οι οποίες, για παράδειγμα, ορίζουν ότι «κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα: α) να συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις, είτε άμεσα, είτε μέσω των εκπροσώπων του οι οποίοι εκλέγονται ελεύθερα, (...) γ) να έχει πρόσβαση, κάτω από γενικές συνθήκες ισότητας, στα δημόσια αξιώματα της χώρας του2 «, τότε, σε εθνικό επίπεδο, οι διατάξεις του Συντάγματος ή της εθνικής νομοθεσίας πρέπει να κατοχυρώνουν αυτά τα δικαιώματα και όχι να τα παρεμποδίζουν. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα κάθε ατόμου στην ελευθερία σκέψης, έκφρασης και θρησκευτικής λατρείας. Με βάση αυτή την αρχή, όλες οι θρησκείες θα έπρεπε να είναι σεβαστές, και ταυτόχρονα καμία από αυτές δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται σε κανένα άτομο. Τα κράτη ξεχνούν ότι δεσμεύονται από αυτά τα νομικά κείμενα που έχουν κυρώσει και τα θεωρούσαν ώς τώρα απλά ευχολόγια. Κι αυτό, παρά το γεγονός του μεγάλου βαθμού αποδοχής των συμφωνιών: πράγματι, ανάμεσα στα κράτη που τις έχουν κυρώσει, συναντάμε «Λαϊκές Δημοκρατίες» της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, κράτη που

ενδιαφέρονται περισσότερο για τη θρησκευτική κατήχηση των υπηκόων τους και πολύ λιγότερο για τις ελευθερίες τους, καθώς και ανοιχτές δικτατορίες. Όσο για τα δυτικά κράτη που φουσκώνουν από υπερηφάνεια επειδή υπήρξαν οι πρωτεργάτες αυτών των διεθνών νομικών κειμένων, τα αντιμετωπίζουν περισσότερο ως βιτρίνα που τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως ενάρετα κράτη και λιγότερο ως μια πραγματική δέσμευση η οποία παράγει έννομες συνέπειες για τις εθνικές τους πολιτικές. Η υποβάθμιση των συνθηκών κάτω από τις οποίες πραγματοποιούνται οι εκλογές σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως μέσα από τη χειραγώγηση των αποτελεσμάτων ή την αμφιλεγόμενη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών, η κατάσταση στις φυλακές που αποτελεί σε ολόκληρο τον κόσμο μια τεράστια παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ξένοι, πολύ συχνά κατά παράβαση των διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα αυτά τα ζητήματα διέπονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις ή από διοικητικές πράξεις των κρατών, τα οποία αγνοούν επιδεικτικά τις διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχουν υπογράψει. Το διεθνές δίκαιο δεν διαθέτει μέσα για να αποφεύγονται παρόμοιες καταστάσεις. Το γεγονός οφείλεται στη μεγάλη αντίφαση που βρίσκεται στο κέντρο της Χάρτας του ΟΗΕ, η οποία εμπόδισε την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κοινότητας οικοδομημένης πάνω στα θεμέλια των αξιών. Από τη μία πλευρά, διακηρύσσει την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, ενώ, από την άλλη, εγγυάται μια αντίληψη περί εθνικής κυριαρχίας, η οποία αντιτίθεται σε κάθε πρόοδο προς την κατεύθυνση ενός οι-

κουμενικού διεθνούς δικαίου. Κι όταν το διεθνές δίκαιο αποπειράται να επιβληθεί πάνω στα εθνικά κυρίαρχα κράτη, το πράττει με διστακτικό τρόπο, γνωρίζοντας ότι αυτά έχουν τον τελευταίο λόγο. Αυτό είχε συνέπεια να εδραιωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Κανένα διεθνές δικαστικό όργανο δεν είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της εφαρμογής των δημοκρατικών αρχών από τα κράτη. Και τα υπάρχοντα διεθνή δικαστικά όργανα δεν έχουν αυτήν ακριβώς την αποστολή και έχουν περιορισμένη εμβέλεια. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει αρμοδιότητα μονάχα εάν προσφύγουν σε αυτό από κοινού τα δύο κράτη που έχουν κάποια διαφορά, ωστόσο, τίποτε δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να πράξουν κάτι τέτοιο. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο θεωρήθηκε μεγάλη πρόοδος, έχει ως μοναδική αποστολή την τιμωρία των διεθνών εγκλημάτων, ενώ η εμβέλειά του περιορίζεται σημαντικά από το γεγονός ότι ορισμένες εξαιρετικά ισχυρές χώρες δεν έχουν αναγνωρίσει την αρμοδιότητά του. Μονάχα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί υποχρεωτικό θεσμό για τα κράτη της ηπείρου και έχει την εξουσία να τα καταδικάζει για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Χάρτας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ωστόσο, πρόκειται για ένα περιφερειακό δικαστήριο, με περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια. Έτσι, στην παγκόσμια θεσμική αρχιτεκτονική παρατηρείται ένα σημαντικό κενό. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται το σχέδιο που προτείνει η Τυνησία, για να συμπληρώσει ορισμένες πλευρές του. Η πρωτοτυπία του δικαστηρίου του οποίου προτείνεται η συγκρότηση συνίσταται στο γεγονός

Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr


3/33

Η ΑΥΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Παρά το γεγονός ότι η δημοκρατία προβάλλεται ως οικουμενική αξία, η διεθνής κοινότητα δεν διαθέτει τα μέσα που απαιτούνται για την εφαρμογή της στην πράξη

ότι επικεντρώνεται ταυτόχρονα στις δημόσιες ελευθερίες -που είναι συνυφασμένες με τη δημοκρατία- και στα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ακριβώς εγγυάται η δημοκρατία. Έτσι, η υπεράσπιση της δημοκρατίας βρίσκεται στην καρδιά του σχεδίου. Οι υπάρχοντες διεθνείς οργανισμοί -οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ελάχιστα δημοκρατικοί- έχουν κάνει περιορισμένες προσπάθειες για να υπάρξει μεγαλύτερος σεβασμός των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τα κράτη. Το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χωρίς να ξεχνάμε και τους περιφερειακούς οργανισμούς, δεν διαθέτουν πραγματικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Ωστόσο, οι νομικοί κανόνες που προκύπτουν από τα σύμφωνα του ΟΗΕ ή από άλλες συμβάσεις (για παράδειγμα, τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού ή εκείνη για τα Δικαιώματα των Μεταναστών), καθώς επίσης και από τα πολυάριθμα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καθιερώνουν την αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας και περιγράφουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη, αποτελούν σήμερα ένα διεθνές συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο. Το δικαστήριο που προτείνεται από το σχέδιο της Τυνησίας αποσκοπεί στην εφαρμογή αυτού ακριβώς του πλαισίου. Το δικαστήριο θα μπορούσε να εφαρμόσει τις αρχές και τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες με δύο τρόπους: αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο αλλά και επιλαμβανόμενο δικαστικώς των υποθέσεων παραβιάσεων. Όσον αφορά τον πρώτο, θα μπορούσαν να ζητήσουν τη γνωμοδότησή του διάφοροι φορείς (διεθνείς οργανισμοί οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέλειας, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πολιτικά κόμματα, ενώσεις πολιτών, επαγγελματικές οργανώσεις, ακόμα και τα ίδια τα κράτη), οι οποίοι ανησυχούν ότι επίκειται μια κατάσταση που αντιβαίνει στις δημοκρατικές αρχές. Συνεπώς, οι πάντες θα μπορούσαν να υποβάλλουν σε αυτό το δικαστήριο προσχέδια νομοθετικών κειμένων ή κείμενα τα οποία έχουν σχέση με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δε δικαστήριο θα εξέδιδε μια αιτιολογημένη γνωμοδότηση, αξιολογώντας κατά πόσον το κείμενο που του έχει υποβληθεί είναι συμβατό με τους κανόνες που αφορούν τη δημοκρατία και τις δημόσιες ελευθερίες. Όσον αφορά τη δικαστική εξέταση των παραβιάσεων από το δικαστήριο, θα μπορούσαν να προσφύγουν σε αυτό μεμονωμένα άτομα (υπό τον όρο ότι η προσφυγή τους θα συνοδεύεται από έναν αριθμό υπογραφών που υποστηρίζουν το αίτημά τους), η ολομέλεια οργάνων διεθνών οργανισμών οικουμενικής ή περιφερειακής εμβέ-

λειας, αλλά και ΜΚΟ. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να παραπέμψουν ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε προσβολή των δημοκρατικών αρχών και των δημοκρατικών συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξάγονται οι εκλογές, είτε αυτή συνίσταται σε συγκεκριμένες ενέργειες, είτε σε νομικές πράξεις. Έτσι, το εγκαλούμενο κράτος θα εξαναγκαζόταν να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Προτείνεται οι δικαστές που θα στελεχώσουν το δικαστήριο να είναι εικοσιένας - ή και περισσότεροι, εάν η επιτυχία του δικαστηρίου το απαιτήσει. Για να αποφευχθεί η άσκηση πολιτικής επιρροής από τα κράτη πάνω στους δικαστές, προτείνεται να επιλέγονται μέσα από μια διαδικασία η οποία θα ακολουθεί τρία στάδια. Τα κράτη θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη σύνταξη της πρώτης -ευρύτερης- λίστας των υποψηφίων δικαστών: κάθε κράτος θα έχει τη δυνατότητα να προτείνει ένα όνομα. Στη συνέχεια, ο κατάλογος θα υποβάλλεται σε ένα εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα αποτελείται από δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, καθώς επίσης και από μέλη της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, δηλαδή από άτομα που έχουν την καλύτερη δυνατή γνώση, τόσο του διεθνούς δικαίου, όσο και του κόσμου των νομικών που ειδικεύονται στα διεθνή ζητήματα. Το εκλεκτορικό σώμα θα συντάξει έναν κατάλογο σαράντα δύο ονομάτων, στον οποίο θα περιλαμβάνονται οι πλέον ικανοί και ακέραιοι υποψήφιοι. Τέλος, η γενική συνέλευση του ΟΗΕ θα αναλάβει να επιλέξει από αυ-

τήν τη μικρότερη λίστα τούς εικοσιέναν δικαστές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι μονίμως γκρινιάρηδες θα αρχίσουν να επικαλούνται πλήθος εμποδίων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιτείνουν ότι υπάρχουν ήδη -ανάλογα με τη χώρα ή τις μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες του πλανήτηδυνατότητες προσφυγής, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Το επιχείρημα δεν αποδεικνύεται αρκετό για να πεισθούμε ότι είναι περιττή η δημιουργία του προτεινόμενου δικαστηρίου, καθώς -μέχρι σήμερα- δεν έχει υπάρξει καμία επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις του διεθνούς συνταγματικού κανονιστικού πλαισίου. Οι περιφερειακές ενώσεις (Αφρικανική και Παναμερικανική) προβλέπουν πολιτικές κυρώσεις (αναστολή της ιδιότητας μέλους ή αποβολή από τον οργανισμό), οι οποίες ωστόσο περιορίζονται στα πραξικοπήματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προχωρήσει περισσότερο: τα άρθρα 2 και 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν κυρώσεις για την παραβίαση των δημοκρατικών αρχών γενικά και οι συμφωνίες σύνδεσης τρίτων χωρών με την Ε.Ε. περιλαμβάνουν μια δημοκρατική ρήτρα η οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- προβλέπει την αναστολή της συμφωνίας σε περίπτωση παραβίασης. Συνεπώς, το σχέδιο για τη δημιουργία του δικαστηρίου πρέπει να συνδυάσει και να συναρθρώσει τον νέο δικαστικό μηχανισμό με όσους ήδη υπάρχουν. Και φυσικά, είναι αυτονόητο ότι για να προσφύγει κάποιος στο δικαστήριο, πρέπει να έχει ήδη εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα που του προσφέρει το εθνικό δικαστικό σύστημα. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να προβλεφθεί η σύνδεση των νομικών διαδικασιών του με εκείνες των περιφερειακών διεθνών οργανισμών, όπου υπάρχουν οργανισμοί αυτού του είδους. Είναι βέβαιο ότι θα προβληθεί το επιχείρημα ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η εθνική κυριαρχία

των κρατών. Όμως, στην πραγματικότητα, σε πολλές χώρες όπου οι πολίτες έχουν την τάση να υποκύπτουν στον πειρασμό των -επικίνδυνα- εθνικιστικών ιδεολογιών, ξεχνούν πολύ συχνά την παρακάτω αλήθεια: αν κάτι μπορεί να τους προστατέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό είναι η πρόοδος του διεθνούς δικαίου -η οποία μάλιστα ελέγχεται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο- και όχι η υποχώρησή του. Πόσω μάλλον που οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι, όσο κι αν η ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου περιορίζει το πεδίο της εθνικής κυριαρχίας, αυτό ακριβώς το διεθνές δίκαιο είναι προϊόν μιας συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι φορείς της εθνικής κυριαρχίας. Με το σχέδιο για τη συγκρότηση ενός Διεθνούς Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν απειλείται η εθνική κυριαρχία των κρατών, προκύπτει μονάχα η απαίτηση να γίνονται σεβαστές οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει αυτά ακριβώς τα κράτη, ασκώντας πλήρως την εθνική τους κυριαρχία. Η Αφρικανική Ένωση έχει ήδη εκδώσει ένα ψήφισμα με το οποίο υποστηρίζει το σχέδιο. Θα παρουσιαστεί στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ μέσα στο φθινόπωρο του 2013. Οι πολίτες του κόσμου, οι οποίοι ενδιαφέρονται να υπάρξει πραγματική πρόοδος της δημοκρατίας, έχουν μεγάλη ευθύνη: να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του σχεδίου από αυτό που αποκαλούμε «κοινωνία των πολιτών», αλλά και από τους εθνικούς θεσμούς και τα πολιτικά κόμματα που είναι προσηλωμένα στην πραγματική πρόοδο της δημοκρατίας. Το μόνο που θα απομένει πλέον στα κράτη θα είναι να υιοθετήσουν το σχέδιο ή να παραδεχθούν ξεδιάντροπα την κακοπιστία τους στον συγκεκριμένο τομέα. Άρθρο 26 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των διεθνών συνθηκών της 29ης Μαΐου 1969: «Pacta sunt servanda («οι συνθήκες οφείλεται να γίνονται σεβαστές»). Κάθε συνθήκη η οποία βρίσκεται σε ισχύ δεσμεύει τα μέρη και οφείλεται να εκτελείται από αυτά με καλή πίστη. Η σύμβαση κυρώθηκε από 113 χώρες, αλλά θεωρείται ότι έχει κωδικοποιήσει κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα να έχει κανονιστική αξία ακόμα και απέναντι στις χώρες οι οποίες δεν έχουν ρητά προσχωρήσει σε αυτήν. 1

2 Άρθρο 25 του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ


LE

MONDE

4/34

Η ΑΥΓΗ

diplomatique

ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

μερικών εκατοντάδων νεκρών, να διαρρήξει τους δεσμούς με τους νέους κυρίαρχους της Αιγύπτου. Αν και δεν μπορεί να αποφύγει την αναβολή των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων και της παράδοσης τεσσάρων αεροσκαφών F-16, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν θα προχωρήσει πιο πέρα. Ο πανεπιστημιακός και αναλυτής σε ζητήματα Μέσης Ανατολής Χουάν Κόουλ βλέπει τουλάχιστον δέκα λόγους για τους οποίους η Ουάσιγκτον δεν θα διακόψει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Αίγυπτο -1,3 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 250 εκατομμυρίων δολαρίων αναπτυξιακής βοήθειας. Ο πρώτος λόγος είναι ότι αυτό το μάννα εξ ουρανού χρησιμοποιείται, κατ’ αρχήν, για την απόκτηση αμερικανικού στρατιωτικού υλικού και, επομένως, επιδοτεί το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, ιδιαίτερα τις εταιρείες Lockheed Martin, Boeing, Raytheon. Ακόμη ισχυρότερο κίνητρο; Η βοήθεια αυτή, εξηγεί ο Κόουλ, «χορηγήθηκε στην αιγυπτιακή ελίτ για να εξαγοράσει την καλή της θέληση απέναντι στο Ισραήλ. Εάν ληφθούν υπόψη το χάος που επικρατεί στη χερσόνησο του Σινά και η αστάθεια στην Αίγυπτο, το αμερικανικό Κογκρέσο είναι τόσο ανήσυχο όσο δεν υπήρξε τα τελευταία σαράντα χρόνια4». Παρόλο που η ισραηλινή ηγεσία αποφεύγει να εκφράσει δημόσια τις απόψεις της, αυτές διαφαίνονται μέσα από τις εκμυστηρεύσεις αξιωματούχων που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ο πρώην πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ επέμεινε στην εξής θέση σε εμφάνισή του στο CNN: ο στρατηγός Αμπντέλ Φάταχ Σίσι, ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος, «οι φιλελεύθεροι και άλλοι αξίζουν την υποστήριξη του ελεύθερου κόσμου. Σε ποιον άλλον θα μπορούσαν να στραφούν;5». Ο Ντάνι Γιατόμ, πρώην διοικητής της Μοσάντ, επιβεβαιώνει ότι «το Ισραήλ προτιμά τον στρατό από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και ένα κοσμικό από ένα θρησκευτικό καθεστώς6». Η προδιάθεση αυτή γίνεται ακαταμάχητη, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι ο στρατηγός Σίσι, ο οποίος παρουσιάζεται από τα αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης ως «νέος Νάσερ», διατηρεί εδώ και πολύ καιρό στενές σχέσεις με τους Ισραηλινούς ομολόγους του7. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, την ώρα που, με δική τους παρότρυνση, αρχίζουν ξανά οι συνομιλίες μεταξύ του Ισραήλ και της παραπαίουσας Παλαιστινιακής Αρχής -η οποία, όμως, εμφανίζεται κάπως ενισχυμένη μετά την ανατροπή του Μόρσι και τη συνακόλουθη αποδυνάμωση της Χαμάς- δεν μπορούν να επιτρέψουν την απομόνωση του αιγυπτιακού καθεστώτος. Πολύ περισσότερο που γνωρίζουν, εδώ και αρκετά χρόνια, μια αισθητή εξασθένηση της επιρροής τους στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά την ήττα τους στο Ιράκ. Το μαρτυρά και η αποτυχία τους να σφραγίσουν μια συμφωνία μεταξύ των στρατιωτικών και των Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία θα διασφάλιζε την αποχώρηση του Μόρσι και την αποφυγή χρήσης βίας8. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμμετείχε δραστήρια στη συγκεκριμένη προσπάθεια μεσολάβησης και μπόρεσε να διαπιστώσει ότι ο στρατός ήταν εκείνος που την απέρριψε. Αλλά, μολονότι ορισμένες χώρες, όπως η Δανία, πρότειναν τη διακοπή της βοήθειας προς την Αίγυπτο, οι 28 περιορίστηκαν, μέχρι στιγμής, στην αναστολή παράδοσης υλικού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για πράξεις καταστολής. Η σχετική υποχώρηση (και αμηχανία) των Ηνωμένων Πολιτειών συνοδεύεται από την ενίσχυση της επιρροής των χωρών του Κόλπου. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ -στα οποία πρέπει να προστε-

Το γεγονός ότι η Τουρκία, με την καταδίκη του πραξικοπήματος στην Αίγυπτο, βρίσκεται στο πλευρό του Ιράν -με το οποίο διαφωνούν τελείως στο ζήτημα της Συρίας- υποδηλώνει, άραγε, ανατροπή των περιφερειακών συμμαχιών;

θεί και το βασίλειο του Μπαχρέιν, που συνεχίζει, μακριά από τις κάμερες, τη βίαιη καταστολή του δημοκρατικού κινήματος- δεν εφείσθησαν ούτε δηλώσεων ούτε χρηματοδότησης προς όφελος του καθεστώτος στο Κάιρο. Ο βασιλιάς Αμπντάλα της Σαουδικής Αραβίας είχε υποσχεθεί στους στρατιωτικούς, πριν ακόμη από τις διαδηλώσεις της 30ής Ιουνίου 2013, γενναία βοήθεια εάν ανέτρεπαν τον Μόρσι9. Κράτησε τον λόγο του. Δύο παράγοντες υπαγορεύουν τη στήριξη αυτή: ο αποτροπιασμός που οι ανοικτές διαδικασίες των επαναστάσεων σε Τυνησία και Αίγυπτο γεννούν στη βασιλική οικογένεια, καθώς και η εχθρότητα προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η οποία χρονολογείται από τον πόλεμο του Κουβέιτ (1990-1991), λόγω του ρόλου τους στις διαμαρτυρίες της δεκαετίας του 1990 στις χώρες του Κόλπου, αλλά και της υποστήριξής τους στην «αραβική άνοιξη». Οι δειλές προσπάθειες του Μόρσι να προσεγγίσει το Ιράν προφανώς εδραίωσαν την εχθρότητα αυτή, την οποία μοιράζεται και η συριακή ηγεσία, που εξέφρασε ανοιχτά την ικανοποίησή της για την ανατροπή του Αιγύπτιου προέδρου. Απέναντι στην «αντεπανάσταση» διαμορφώνεται ένα ετερόκλητο μεσανατολικό μέτωπο που περιλαμβάνει την Τουρκία, το Ιράν, το Κατάρ και, από κάποια απόσταση, την Τυνησία, της οποίας η ηγεσία παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις στην Αίγυπτο. Η Άγκυρα έχει υιοθετήσει τις πιο ξεκάθαρες θέσεις, με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να καταγγέλλει την «κρατική τρομοκρατία10» στην Αίγυπτο και να ανακαλεί τον πρεσβευτή του στο Κάιρο. Θα μπορούσε να μην διακρίνει κανείς στις κινήσεις αυτές παρά μια «ισλαμιστική» αλληλεγγύη, θα ήταν, όμως, σαν να ξεχνά ότι το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου και του κουρδικού Κόμματος

Ειρήνης και Δημοκρατίας (BDP), καταδίκασαν το πραξικόπημα. Θα μπορούσε, επίσης, να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να χρυσώσει το χάπι μετά την καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός αναμφίβολα προσπαθεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, καθώς η περιφερειακή πολιτική του βρίσκεται εδώ και μερικούς μήνες στο τέλμα της συριακής σύγκρουσης και έχει χάσει μέρος της λάμψης της. Το κάνει υψώνοντας, ταυτόχρονα, τη σημαία της δημοκρατίας και τη σημαία της Παλαιστίνης, φέρνοντας, έτσι, σε αμηχανία τις χώρες του Κόλπου, οι οποίες το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει είναι ότι κινητοποιούνται ελάχιστα για τα δύο αυτά ζητήματα. Το γεγονός ότι η Τουρκία, με την καταδίκη του πραξικοπήματος στην Αίγυπτο, βρίσκεται στο πλευρό του Ιράν -με το οποίο διαφωνούν τελείως στο ζήτημα της Συρίας- υποδηλώνει, άραγε, ανατροπή των περιφερειακών συμμαχιών; Ο νέος Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχανί αναλαμβάνει τα καθήκοντά του και είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί, πριν από όλα, με το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της χώρας του. Όπως και ο προκάτοχός του, δεν ξεχνά ότι η Σαουδική Αραβία είναι, μαζί με το Ισραήλ, η βασική δύναμη της περιοχής που ωθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στην αδιαλλαξία. Όμως γνωρίζει, επίσης, ότι η Τουρκία, έχοντας συμμαχήσει με την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του Ιράκ, αντιτίθεται στους δικούς της συμμάχους στη Βαγδάτη σε αρκετά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το συριακό. Τέλος, η τρίτη κορυφή του τριγώνου, το Κατάρ, κύριο στήριγμα των Αδελφών Μουσουλμάνων στην περιοχή, υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τον έλεγχο της συριακής αντιπολίτευσης στη Σαουδική Αραβία. Ο νέος εμίρης, που ανέλαβε καθήκοντα πρόσφατα, αναζητεί ακόμη τον προσανατολισμό του, ακόμη κι αν φοβάται, όπως και ο πατέρας του, την ισχυρή γειτονική Σαουδική Αραβία. Στο ρευστό αυτό περιφερειακό έδαφος η Ρωσία επιχειρεί να ανακτήσει θέσεις. Απομονωμένη στον αραβικό κόσμο λόγω της υποστήριξής της στο καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, εχθρική απέναντι στις αραβικές επαναστάσεις από το ξεκίνημά τους, φοβισμένη από την ενίσχυση του ισλαμισμού που την «απειλεί» στην καρδιά του εδάφους της (είτε στο Ταταρστάν είτε στον Καύκασο), επιδιώκει να επωφεληθεί από τη νέα συγκυρία. Στις 31 Ιουλίου η συνάντηση στο Κρεμλίνο μεταξύ του πρίγκιπα Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν, επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας, και του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν έδωσε τροφή για πολλές εικασίες11. Οι δύο χώρες, αν και βρίσκονται σε διαφορε-

τικά στρατόπεδα στο ζήτημα της Συρίας, μοιράζονται την ίδια ανάλυση για την Αίγυπτο. Θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος συνεννόησης στην εχθρότητά τους απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, με το Ριάντ να εγγυάται ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη Δαμασκό δεν θα οδηγήσει στην άνοδο στην εξουσία ούτε της Αδελφότητας ούτε των ισλαμιστικών ομάδων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα, την οποία Μόσχα και Ριάντ πολεμούν. Επίσης, ο πρίγκιπας Μπαντάρ ενδεχομένως να δελέασε το Κρεμλίνο και με την υπόσχεση πλουσιοπάροχων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Επίκεινται, άραγε, θεαματικές ανατροπές συμμαχιών; Δεν είναι πολύ πιθανό, αλλά το παιχνίδι ανοίγει περισσότερο με τη -σχετική- υποχώρηση της επιρροής των ΗΠΑ. Στις 4 Ιουνίου 2009, στον περιβόητο λόγο του στο Κάιρο, ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωνε ότι ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις της χώρας του με τον μουσουλμανικό κόσμο. Τέσσερα χρόνια μετά, ο απολογισμός τόσο στο παλαιστινιακό ζήτημα όσο και στα ζητήματα εκδημοκρατισμού είναι πενιχρός. Ο Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, επικεφαλής της Αλ Κάιντα, το έχει αντιληφθεί πολύ καλά. Όσα συνέβησαν στην Αίγυπτο, δήλωσε, «αποτελούν την καλύτερη απόδειξη της αποτυχίας των δημοκρατικών μέσων για να φτάσουμε στο ισλαμικό κράτος». Αυτός που είχε επανειλημμένα επικρίνει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τη Χαμάς- τους κάλεσε να εγκαταλείψουν τη δημοκρατία για «να προσχωρήσουν στον ιερό πόλεμο και να εγκαθιδρύσουν ένα αυθεντικό ισλαμικό κράτος12». Πρέπει να φοβάται κανείς μήπως η παρότρυνση αυτή εισακουστεί από τους συγγενείς των θυμάτων της καταστολής στην Αίγυπτο, αλλά και από μερίδα των νέων του αραβικού κόσμου που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στις επαναστάσεις. 1 Για συγκρίσεις, βλ. Olga Khazan, «The one chart that shows the importance of Egypt’s massacre», The Atlantic, 15 Αυγούστου 2013, http://www.theatlantic.com/international/archive/2 013/08/the-one-chart-that-shows-the-importanceof-egypts-massacre/278732. 2 Βλ. Mohamed El-Dahshan, «Finding sanity in Cairo», Foreign Policy, Ουάσιγκτον, 6 Αυγούστου 2013.

Βλ., για παράδειγμα, τα σχόλια που μετέφερε το BBC Monitoring Service Egypt, Λονδίνο, 16 Αυγούστου 2013.

3

4 «It’s not about democracy: top ten reasons Washington is reluctant to cut off Egypt aid», Informed Comment, 17 Αυγούστου 2013, http://www.juancole.com/2013/08/democracywashington-reluctant.html. 5 Αναφέρεται στους The Times of Israel, 13.8.13, http://www.timesofisrael.com/ehud-barak-calls-forbacking-liberal-egyptian-leaders. 6 Αναφέρεται στο Isabel Kreshner, «Israel watches the bloodshed in uneasy silence», International Herald Tribune, Neuilly-sur-Seine, 17.6.13. 7 Βλ. David D. Kirkpatrick, Peter Baker και Michael R. Gordon, «How American hopes for a deal in Egypt were undercut», The New York Times, 17.8.13. 8

Όπ. π.

Βλ. «L’armée, les Frères musulmans et l’Arabie saoudite», Αύγουστος 2013, http://www.mondediplomatique.fr/2013/08/GRESH/49488. 9

10

Hurriyet, Κωνσταντινούπολη, 18.8.13.

Theodore Karasik, «The Kingdom and the Kremlin: The strategic significance of the BandarPutin meeting», Institute for Near East and Gulf Military Analysis (Inegma), Ντουμπάι, 5.8.13. 11

Δήλωση στις 3 Αυγούστου 2013, την οποία αναφέρει το Kavkaz Center, http://www.kavkazcenter.com.

12

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.