m11815

Page 1

LE

MONDE

29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 35

diplomatique

ΗΠΑ

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εκτροπή προς την αστυνομοκρατία Του David Price *

Κ

ανείς δεν εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι η Ουάσιγκτον διέθετε ένα πανίσχυρο σύστημα κατασκοπείας, ωστόσο η αποκάλυψη της έκτασής του από τον τεχνικό πληροφορικής Έντουαρντ Σνόουντεν πυροδότησε ένα σκάνδαλο πλανητικών διαστάσεων. Στις ΗΠΑ το νέο έγινε δεκτό μάλλον με απάθεια. Πάει πια ο καιρός που οι υποθέσεις των τηλεφωνικών υποκλοπών ξεσήκωναν την οργή του κόσμου, των μέσων ενημέρωσης και των... επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών. Οι πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα ο Έντουαρντ Σνόουντεν για την έκταση του προγράμματος ηλεκτρονικής επιτήρησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (ΝSΑ) θέτουν το ερώτημα της παρείσφρησης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στη ζωή των πολιτών. Πέρα, όμως, από την καταγραφή των δεδομένων που διακινούνται μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές και την πλοήγηση στο Ίντερνετ, καθώς και των στοιχείων των χρηστών, η υπόθεση αναδεικνύει και μια άλλη πτυχή της πραγματικότητας, εξίσου ανησυχητική: είναι πολύ πιθανόν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών επιδοκιμάζει τον έλεγχο των ιδιωτικών ηλε-

* Ο David Price είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Saint Martin, στο Λέισεϊ της Washington DC. Συγγραφέας του «Weaponizing Anthropology: Social Science in Service of the Militarized State», AK Press, Όκλαντ (Καλιφόρνια), 2011. Μια πληρέστερη εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση CounterPunch, Πετρόλια (Καλιφόρνια, Ιούνιος 2013)

κτρονικών επικοινωνιών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Washington Post, μερικές ημέρες μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, το 56% των πολιτών θεωρεί ότι το πρόγραμμα επιτήρησης Prism είναι «αποδεκτό», ενώ το 45% πιστεύει ότι, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το κράτος «οφείλει να επιτηρεί τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οποιουδήποτε ατόμου». Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης ελάχιστα εκπλήσσει: εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια, μέσα ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες και πολιτικοί ηγέτες δεν παύουν να παρουσιάζουν τις παρακολουθήσεις ως αναγκαίο όπλο στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Η συναίνεση απέναντι στην κατασκοπεία δεν υπήρχε ανέκαθεν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικές εβδομάδες πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, η εφημερίδα USA Today είχε τον εξής τίτλο: «4 Αμερικανοί στους 10 δεν εμπιστεύονται το FBI» (20 Ιουνίου 2001). Οι διαδοχικές έρευνες που πραγματοποιούσε επί δεκαετίες το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης φανέρωναν τη σφοδρή αντίθεση της κοινωνίας στις τηλεφωνικές υποκλοπές που πραγματοποιούσαν οι αρχές. Μάλιστα, την περίοδο 1971 - 2001, το ποσοστό καχυποψίας απέναντι στις αρχές κυμαινόταν μεταξύ 70% και 80%. Όμως, τα τρομοκρατικά χτυπήματα ενάντια στο World Trade Center και το Πεντάγωνο και στη συνέχεια ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, προκάλεσαν αλλαγή της κατάστασης, οδηγώντας τους Αμερικανούς να ξεχάσουν τη διαχρονική αντίθεσή τους στην παρακολούθηση των πολιτών. Το 1877 σε ολόκληρο τον πλανήτη υπήρχε μονάχα μία τηλεφωνική γραμμή, η οποία συνέδεε 778 τηλεφωνικές συσκευές μεταξύ Βοστώνης και Σάλεμ (Μασαχουσέτη). Όμως, η τεχνολογία έμελλε

να εξαπλωθεί με ταχύ ρυθμό. Στις αρχές του 20ού αιώνα ένας Αμερικανός στους χίλιους διαθέτει τηλέφωνο. Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτό το ποσοστό έχει περάσει στο 1%, ενώ στα μέσα του αιώνα το ένα τρίτο του πληθυσμού διαθέτει τηλεφωνική σύνδεση. Σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότερα τηλέφωνα παρά κάτοικοι. Πριν από την ανάδυση της οπτικής ίνας και των κινητών τηλεφώνων, οι τηλεφωνικές υποκλοπές απαιτούσαν ελάχιστα εξελιγμένα τεχνικά μέσα και χαμηλό επίπεδο συνενοχής των εταιρειών τηλεφωνίας. Για να καταγραφεί μια συνομιλία που πραγματοποιείτο μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής με χάλκινο καλώδιο, αρκούσε να έχει κανείς πρόσβαση στο καλώδιο και να διαθέτει έναν «κοριό».

Εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια, μέσα ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες και πολιτικοί ηγέτες στις ΗΠΑ δεν παύουν να παρουσιάζουν τις παρακολουθήσεις των πολιτών ως αναγκαίο όπλο στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»

Τα πρώτα σκάνδαλα υποκλοπών έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συγκεκριμένη πρακτική -η οποία αποδοκιμαζόταν από την κοινωνία- αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το Κογκρέσο την κήρυξε παράνομη, παρά την υπαρκτή απειλή που αποτελούσαν οι ξένοι κατάσκοποι. Μετά τη λήξη του πολέμου, αρκετές πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμα του Κογκρέσου υιοθετώντας νομοθετικές ρυθμίσεις που περιόριζαν τις δυνατότητες πραγματοποίησης παρακολουθήσεων από τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις. Βέβαια, όλα αυτά δεν απέτρεψαν τη διαιώνιση αυτών των πρακτικών. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης (1919-1933) δεδομένου ότι η ομοσπονδιακή αστυνομία και οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις επιθυμούσαν να παρακολουθούν τους παράνομους διακινητές αλκοόλ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνο για να φέρνουν σε επαφή τους παραγωγούς, τους διανομείς και τους πωλητές οινοπνευματωδών, παραβίαζαν τακτικά τη σχετική νομοθεσία και κατέγραφαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Με την υποστήριξη της κοινής γνώμης, ο γενικός εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρλαν Φ. Στόουν, ευαισθητοποιήθηκε ως προς αυτό το ζήτημα και απαγόρευσε, το 1924, στο υπουργείο Δικαιοσύνης να πραγματοποιεί υποκλοπές. Χαμένος κόπος: καθώς το υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Ερευνών (πρόγονος του FBI) διαφωνούσαν με την εντολή, συνέχισαν μυστικά τις δραστηριότητές τους. Δύο χρόνια αργότερα, ένα νέο σκάνδαλο ξανάφερε αυτό το ζήτημα κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας. Στο Σιάτλ δύο ομοσπονδιακοί πράκτορες κατασκοπεύουν τις συζητήσεις του πρώην υπαστυνόμου Ρόι Όλμστεντ, ο οποίος πλέον διακινεί παράνομα ρούμι. Παρά την παράνομη φύση ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ΚΑΝΑΔΑΣ Ο πυρετός της εξόρυξης υδρογονανθράκων, άνθρακα και μετάλλων πρωταγωνιστεί συχνά στην επικαιρότητα, όπως τον περασμένο Ιούλιο, μετά την έκρηξη ενός τρένου φορτωμένου με πετρέλαιο στην πόλη ΛακΜεγκαντίκ. Το Τορόντο, ωστόσο, επιδίδεται και σε μια λιγότερο γνωστή όψη της συγκεκριμένης δραστηριότητας: την εγγραφή στο χρηματιστήριο των διεθνών γιγάντων της μεταλλευτικής, υπό τη σκέπη ενός φορολογικού και νομικού παραδείσου.

Των Alain Deneault και William Sacher*

Σ

τη μεταλλευτική βιομηχανία, σε γενικές γραμμές, τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου προέρχονται από τον Καναδά», δηλώνει με τόνο που δεν σηκώνει αντιρρήσεις ο Βέλγος μηχανολόγος Ρενέ Νολβό, υπεύθυνος ενός ορυχείου χαλκού στην επαρχία Κατάνγκα στο Κονγκό.1 Όντως, το 75% των μεταλλευτικών εταιρειών σε όλον τον κόσμο, όταν θέλει να εγγραφεί στο χρηματιστήριο, επιλέγει τη συγκεκριμένη χώρα και, από αυτές, το 60% εγγράφεται στο Toronto Stock Εxchange (TSX). Την περίοδο 2007-2011, 220 εκατομμύρια δολάρια Καναδά διοχετεύθηκαν στη μετοχική χρηματοδότηση του τομέα των μεταλλευμάτων -πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου διεθνώς-γεγονός που τοποθετεί τον Καναδά πολύ μπροστά από τον άμεσο ανταγωνιστή του, το χρηματιστήριο του Λονδίνου (London Stock Exchange/LSE). Το 2011, το 90% των μετοχών που πουλήθηκαν από τον μεταλλευτικό τομέα εκδόθηκαν από το TSX.2

«

* Οι Alain Deneault και William Sacher είναι συγγραφείς του «Paradis sous terre. Comment le Canada est devenu la plaque tournante de l’ industrie minière mondiale», Rue de l’ Echiquier Ecosociété, Παρίσι - Μόντρεαλ, 2012

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

Βιομηχανία μεταλλευμάτων, το βρόμικο παιχνίδι Αυτός ο άθλος, τον οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρουσιάζει ως «κινητήριο δύναμη της ευημερίας του Καναδά»3 τσαλακώνει την ειδυλλιακή εικόνα που επιμένει να προβάλλει η χώρα για τον εαυτό της εδώ και δεκαετίες: αυτή μιας ειρηνικής γης που εργάζεται για το καλό της ανθρωπότητας. Σε διάφορα σημεία του κόσμου, κοινοβουλευτικές επιτροπές, δικαστήρια, πάνελ με ειδικούς του ΟΗΕ, ανεξάρτητοι παρατηρητές και ρεπόρτερ καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να καταγγείλουν τις καταχρηστικές μεθόδους, αν όχι τα εγκλήματα, που διαπράττουν ή στηρίζουν οι μεταλλευτικές εταιρείες με έδρα τον Καναδά. Διαφθορά, φοροδιαφυγή, θεσμοθετημένη λεηλασία, εκτεταμένη ρύπανση, βλάβες στη δημόσια υγεία, βίαιες απαλλοτριώσεις, δολοφονίες διαδηλωτών, συνέργεια σε βιασμούς και δολοφονίες όσων αντιτίθενται στα σχέδια για εξόρυξη, δίκες - παρωδία, ποινικοποίηση της πολιτικής διαμαρτυρίας, λαθρεμπόριο όπλων...- ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Καναδάς υποδέχεται τη μεταλλευτική βιομηχανία με ανοιχτές αγκάλες. Είτε, μάλλον, προσαρμόζει τους κανονισμούς του και το φορολογικό του καθεστώς με τρόπο ώστε να διευκολύνει τη χρηματοδότησή της και να της παρέχει προστασία σε νομικό και διπλωματικό επίπεδο. Έτσι, Αυστραλοί, Ισραηλινοί, Σουηδοί, αλλά και Βέλγοι, Αμερικανοί κ.ά. πηγαίνουν εκεί για να δηλώσουν τις δικές τους εταιρείες έρευνας ή εκμετάλλευσης. Όχι μόνο με στόχο να επωφεληθούν από τον φυσικό πλούτο της χώρας, αλλά και για να εκμεταλλευτούν τον πλούτο που αποκόμισαν από το Εκουαδόρ, τη Χιλή, τη Ζάμπια, την Μπουρκίνα Φάσο, την Ινδονησία ή τη Ρουμανία. Περίπου τα μισά από τα σχέδια εξόρυξης που είναι εγγεγραμμένα στο TSX βρίσκονται εκτός Καναδά, ενώ πολλές εταιρείες με έδρα το Τορόντο δεν κατέχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο στη χώρα. Αυτό που τις προσελκύει τόσο είναι, πάνω απ’ όλα, η ευκολία με την οποία μια επιχείρηση μπορεί να δηλωθεί στο χρηματιστήριο και να αξιοποιήσει τα πλασματικά της κοιτάσματα. Το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι των 1.600 μεταλλευτικών εταιρειών του Τορόντο είναι της κατηγορίας junior, δηλαδή εταιρείες που ασχολούνται αποκλειστικά με τη διερεύνηση και τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων. Είναι, δηλαδή, μικρές και δεν διαθέτουν το απαραίτητο οικονομικό, τεχνικό, ανθρώπινο και πολιτικό δυναμικό για να εκμεταλλευτούν βιομηχανικά ορυχεία. Οπότε, αντλούν τα κέρδη τους από τον χρηματιστηριακό τζόγο γύρω από κάποια υποτιθέμενα κοιτάσματα. Στις χώρες του Νότου, οι juniors επωφελήθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η Παγκόσμια Τράπεζα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και οι οποίες εγκαθίδρυσαν το σύστημα ελεύθερης εξόρυξης (ή free mining), εξα-

σφαλίζοντας στις επιχειρήσεις απεριόριστη πρόσβαση στο υπέδαφος. Όταν, ύστερα από σκληρή προκαταρκτική έρευνα ή, πιο συχνά, χάρη στην αγορά πληροφοριών από ντόπιους παράγοντες, μια εταιρεία junior ανακαλύπτει ένα κερδοφόρο κοίτασμα, η πιο συνηθισμένη κατάληξη είναι να πουληθεί σε μια major (μεγάλη) εταιρεία εκμετάλλευσης, παραχωρώντας της έτσι ένα σχέδιο «έτοιμο προς υλοποίηση», ως αποτέλεσμα μιας επικερδούς επιχείρησης στο χρηματιστήριο. Αυτή η πρακτική είναι παγκοσμίως διαδεδομένη, σε σημείο μάλιστα κρατικές κινεζικές εταιρείες, καθώς και majors από τη Δύση, να εξαγοράζουν σήμερα juniors του Τορόντο στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Από τότε που ξεκίνησε η δραστηριότητα γύρω από τους καναδικούς τίτλους μεταλλευμάτων, στα μέσα του 19ου αιώνα, το Τορόντο έγινε θέατρο πολλών παρανομιών και σκανδάλων που σχετίζονταν με τις junior. Τη δεκαετία του 1960, κάτι ανυπόστατες φήμες για την ανακάλυψη χαλκού, αργύρου και αλουμινίου προκάλεσαν ξέφρενο ενθουσιασμό γύρω από τον τίτλο της εταιρείας Windfall, κάνοντας άνω-κάτω το χρηματιστήριο. Τη δεκαετία του 1990, η Bre-X, μια εταιρεία έρευνας, πασπάλισε με χρυσό δείγματα βράχων, προκειμένου να πείσει ότι προέρχονταν από κοίτασμα υψηλής ποιότητας... Οι υπεύθυνοι γι’ αυτές τις απάτες δεν καταδικάστηκαν ποτέ από την καναδική δικαιοσύνη. Το Τορόντο αποδεικνύεται, έτσι, για αυτές τις εταιρείες, αληθινός παράδεισος σε ό,τι έχει σχέση με κεφάλαια υψηλού κινδύνου - βλέπε οικονομία του τζόγου. Η έρευνα για μεταλλευτικά

κοιτάσματα είναι μια εξ ορισμού τζογαδόρικη δραστηριότητα: δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ τι κρύβει το υπέδαφος αν δεν ανοίξεις πρώτα ένα ορυχείο. Οι ειδικοί σε αυτόν τον τομέα εκτιμούν ότι, σε γενικές γραμμές, οι πιθανότητες να έχει επιτυχή κατάληξη μια επιχείρηση έρευνας είναι από μία στις πεντακόσιες έως μία στις χίλιες. Μια επιτυχία που εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους, την προσβασιμότητά του, αλλά και από τις διακυμάνσεις των διεθνών τάσεων, την πρόοδο της τεχνολογίας ή ακόμα και από το κατά τόπους πολιτικό κλίμα. Η αγορά μετοχών μιας junior ισοδυναμεί με το να ποντάρεις σε ένα νούμερο στη ρουλέτα. Οι Γάλλοι το έμαθαν αυτό πρόσφατα, και μάλιστα με κόστος. Η δημόσια εταιρεία Areva αγόρασε, το 2007, την καναδική UraMin... για να ανακαλύψει ότι τα κοιτάσματα που της είχε υποσχεθεί η εν λόγω junior ήταν πολύ πιο δύσκολα εκμεταλλεύσιμα απ’ όσο προβλεπόταν αρχικά και, το σημαντικότερο, ήταν υπερτιμημένα κατά 20%. Όλα αυτά, μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου η πορεία του ουρανίου ήταν φθίνουσα. Δεν είναι εύκολο να μάθουμε πόσα ακριβώς στοίχισε αυτή η λάθος κρίση στον Γάλλο φορολογούμενο. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι, μετά την αγορά της UraΜin προς 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια, η Areva υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε υποτίμηση του ενεργητικού της κατά 426 εκατομμύρια το 2010. Αν είναι τόσο εύκολος ο τζόγος με τους τίτλους μεταλλευμάτων στο TSX, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χρηματιστηριακή αγορά του Τορόντο επέτρεπε ανέκαθεν στις εταιρείες να καλ-

Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr


3/33

Η ΑΥΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

λιεργούν την αβεβαιότητα ως προς το πραγματικό δυναμικό των υποτιθέμενων κοιτασμάτων τους. Για παράδειγμα, είναι δυνατό να παίζεις με τις έννοιες «αποθέματα» και «πόροι», παρόλο που η πρώτη σημαίνει διαπιστωμένη και ακριβή εκτίμηση των δυνατοτήτων ενός κοιτάσματος και η δεύτερη μια χοντρική εκτίμηση, βασισμένη κυρίως σε προβολές γεωλογικών δεδομένων. Κάποιοι ιδιαιτέρως διφορούμενοι κανόνες ευνοούν την κατάκτηση νέων χώρων για την εκμετάλλευση μεταλλευμάτων, μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η άνοδος των αναδυόμενων κρατών εκτόξευσε στα ύψη τη ζήτηση για ορυκτούς πόρους - η Κίνα, για παράδειγμα, δεκαεπταπλασίασε την κατανάλωσή της την τελευταία εικοσαετία. Συμβαίνει, μάλιστα, οι juniors να επενδύουν περισσότερα σε καμπάνιες μάρκετινγκ για πιθανούς αγοραστές, παρά στην αναζήτηση νέων κοιτασμάτων. Μια διαδικασία που ανοίγει την πόρτα στις απάτες που προαναφέραμε. Άλλο πλεονέκτημα για τις μεταλλευτικές εταιρείες: οι καναδικές αρχές, τόσο οι ομοσπονδιακές όσο και οι περιφερειακές, παροτρύνουν τους μικροκαταθέτες να επενδύουν στον εν λόγω τομέα μέσω ευνοϊκών φορολογικών πολιτικών. Οι «μετοχές ροής», που επιτρέπουν στους κατόχους μεταλλευτικών τίτλων να επωφελούνται από κάποιες εξαιρετικές φορολογικές ελαφρύνσεις, έγιναν για την κυβέρνηση ο μοχλός για την προώθηση του ερευνητικού τομέα. Τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι τράπεζες -οι θεσμοί, δηλαδή, στους οποίους οι Καναδοί καταθέτες εμπιστεύονται τα υπάρχοντά τους- και οι ιδιώτες, έχοντας την υποστήριξη της κυβέρνησης, επενδύουν μαζικά στις μεταλλευτικές δραστηριότητες, παρέχοντας έτσι τα κεφάλαια τα οποία χρηματοδοτούν τα σχέδια έρευνας και εκμετάλλευσης σε ολόκληρο τον κόσμο. Περίπου 185 εταιρείες του Τορόντο δραστηριοποιούνται στην Αφρική, 286 στη Λατινική Αμερική, 315 στην Ευρώπη και 1.275 στις ΗΠΑ.4 Η διπλωματία και οι διάφορες καναδικές υπηρεσίες έχουν αυξήσει και αυτές κατά πολύ τις παροχές τους προς τη μεταλλευτική βιομηχανία. Δεν φείδονται προσπαθειών για να ασκούν πιέσεις στις αρχές των χωρών όπου δραστηριοποιούνται οι εταιρείες του Τορόντο -καταφεύγοντας, εν ανάγκη, στη βία- ώστε να μπορούν αυτές να συμμετέχουν στις απαραίτητες απαλλοτριώσεις. Τις παροτρύνουν, μάλιστα, να εκδίδουν μεταλλευτικούς κώδικες κομμένους και ραμμένους στα μέτρα τους, να προσαρμόζουν το έδαφος στα συμφέροντά τους, να τους δίνουν πρόσβαση στους ενεργειακούς και υδάτινους πόρους, καθώς και στα δίκτυα μεταφοράς. Αν είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια αυτή η επιρροή, ορισμένα παραδείγματα μιλούν από μόνα τους. Για παράδειγμα, η Καναδική Υπηρεσία για τη Διεθνή Συνεργασία χρηματοδότησε τη μεταρρύθμιση του μεταλλευτικού κώδικα στο Περού και στην Κολομβία, όπως, επίσης, και ένα μεγάλο φράγμα στο Μάλι, το οποίο τροφοδοτεί με ενέργεια την εκμετάλλευση μεταλλευμάτων στο δυτικό τμήμα της χώρας... Τέλος, για τη βιομηχανία, ο Καναδάς εμφανί-

Σε διάφορα σημεία του κόσμου, κοινοβουλευτικές επιτροπές, δικαστήρια, ΟΗΕ, ανεξάρτητοι παρατηρητές και ρεπόρτερ καταγγέλλουν τις καταχρηστικές μεθόδους, αν όχι τα εγκλήματα, που διαπράττουν ή στηρίζουν οι μεταλλευτικές εταιρείες με έδρα τον Καναδά

ζεται ως παράδεισος και από νομικής πλευράς. Βέβαια, σύμφωνα με τους κανόνες του χρηματιστηρίου του Τορόντο, οι μεταλλευτικές βιομηχανίες οφείλουν να δίνουν στη δημοσιότητα κάθε πληροφορία σχετικά με την πολιτική αστάθεια και τις περιβαλλοντικές βλάβες που προκαλούν... αλλά μόνο αν αυτές οι πράξεις κινδυνεύουν να επηρεάσουν την αξία των μετοχών τους. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι πιθανότητες να βρει κανείς το δίκιο του στα δικαστήρια του Καναδά για τις αναρίθμητες αυθαιρεσίες των μεταλλευτικών εταιρειών είναι ελάχιστες, γεγονός που προκαλεί τη μήνη διαφόρων διεθνών οργανώσεων. Η έκθεση της Oxford Pro Bono Publico σημειώνει με έκπληξη τις δυσκολίες που συναντούν οι πολίτες που επιδιώκουν την ποινική δίωξη των καναδικών επιχειρήσεων εκτός των εθνικών τους συνόρων.5 Όσο για τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), κατηγορεί την κυβέρνηση του Καναδά ότι δεν τιμωρεί, όπως έχει δεσμευ-

θεί, τις επιχειρήσεις με έδρα το Τορόντο, οι οποίες αποδεικνύονται υπεύθυνες για πολιτική διαφθορά στο εξωτερικό. Ειδικοί του ΟΗΕ, μάλιστα, έχουν δώσει εντολή στον Καναδά να διεξάγει έρευνες για τις επιχειρήσεις που παραβίασαν τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΟΣΑ στο κεφάλαιο της δεοντολογίας: «Οι κατευθυντήριες αρχές του ΟΟΣΑ προσφέρουν (...) έναν μηχανισμό, ο οποίος επιτρέπει να γνωστοποιηθούν στις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσης, των χωρών δηλαδή στις οποίες είναι δηλωμένες αυτές οι επιχειρήσεις, οι παραβάσεις των αρχών που αυτές διαπράττουν. Οι κυβερνήσεις, στη δικαιοδοσία των οποίων εντάσσονται αυτές οι επιχειρήσεις, καθίστανται συνυπεύθυνες εάν δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα», γράφουν ρητά οι παρατηρητές του ΟΗΕ («Rapport final du groupe d’ experts sur l’ exploitation illégale des ressources naturelles et autres formes de richesse de la République démocratique du Congo», S/2002/1146, § 170, OΗΕ, 16 Οκτωβρίου 2002, www.un.org.). Ως απάντηση, η συντηρητική κυβέρνηση του Στίβεν Χάρπερ6 εξέδωσε ντιρεκτίβα τον Μάρτιο του 2009, με τίτλο «Ενισχύοντας την υπεροχή του Καναδά», η οποία προβλέπει τη διάθεση ενός «συμβούλου σε θέματα δεοντολογίας», χωρίς όμως καμία εξουσία... Στην οργάνωση αυτής της βιομηχανίας, οι juniors χρησιμεύουν στο να προλειαίνουν το έδαφος, όχι μόνο με την κυριολεκτική έννοια, αλλά και με την πολιτική και την οικονομική. Αληθινά «ψάρια-οδηγοί» για τους καρχαρίες που έπονται, αυτές οι μικρές επιχειρήσεις είναι οι πρώτες που έρχονται αντιμέτωπες με την αντίσταση που ενδεχομένως να προκαλέσει η παρουσία και η δράση των μεταλλευτικών εταιρειών. Η καναδική νομοθεσία πάντως τις προφυλάσσει από τυχόν διώξεις. Επίσης, όμως, προσφέρει κι ένα απάνεμο λιμάνι στον τομέα της εκμετάλλευσης και στις majors: τους επιτρέπει να

ανταποκρίνονται στην τάση για γιγαντισμό της μεταλλευτικής εκμετάλλευσης και να αγνοούν ανενόχλητες τις βαριές περιβαλλοντικές και υγειονομικές συνέπειές του. Η υπερεκμετάλλευση με τη μέθοδο της ανοιχτής εξόρυξης παράγει όντως μάζες από τοξικά κατάλοιπα και μπορεί, με αυτόν τον τρόπο, να ρημάξει κάποια εδάφη για ολόκληρους αιώνες. Ποτέ, όμως, οι επενδυτές του χρηματιστηρίου του Τορόντο δεν θα ενημερωθούν για αυτές τις συνέπειες, αφού οι κανόνες του διασφαλίζουν τη σιωπή ως προς το θέμα. Και όταν οι πολίτες, ύστερα από άγριο αγώνα, κατορθώσουν να τραβήξουν την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ πάνω σε αυτά τα γεγονότα, οι γίγαντες της μεταλλουργίας μπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα καναδικά δικαστήρια δεν θα δώσουν ποτέ συνέχεια στις όποιες δικαστικές διώξεις ασκηθούν εναντίον τους. Αναφορά από την ταινία του Thierry Michel, «Katanga Business», Les Films de la passerelle, Λιέγη, 2009.

1

«A Capital Opportunity - Mining», Toronto Stock Exchange, 2012, www.tmx.com.

2

«Renforcer l’avantage canadien: stratégie de responsabilité sociale des entreprises (RSE) pour les sociétés extractives canadiennes présentes à l’étranger», υπουργείο Εξωτερικών και Διεθνούς Εμπορίου, Οτάβα, Μάρτιος 2009, www.inter national.gc.ca.

3

4

ό.π.

«Obstacle to justice and redress for victims of corporate human rights abuses», Oxford Pro Bono Publico, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, 3 Νοεμβρίου 2008

5

Βλ. Marc-Olivier Bherer, «Καναδοί, συντηρητικοί και φιλοπόλεμοι», http://www.monde-diplo matique.gr/spip.php ?article207. 6

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΟΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ


LE

MONDE

4/34

Η ΑΥΓΗ

diplomatique

ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

των υποκλοπών, η Δικαιοσύνη κρίνει υπέρ της Αστυνομίας και καταδικάζει τον Όλμστεντ. Η απόφαση προκαλεί αντιδράσεις στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Ο δικαστής Φρανκ Ράντκιν δήλωσε με αυτήν την ευκαιρία ότι η εγκληματική απειλή δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει τις παράνομες πρακτικές της Αστυνομίας: «Κανένας ομοσπονδιακός πράκτορας δεν έχει το δικαίωμα να ακούει τις τηλεφωνικές συνομιλίες συμπολιτών του και να τις χρησιμοποιεί εναντίον του. Παρόμοιες ενέργειες είναι αξιοθρήνητες και απαράδεκτες. Εάν τις αποδεχθούμε, αυτό ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι οι πρόγονοί μας απέτυχαν να δημιουργήσουν -γι’ αυτούς και για τα παιδιά τουςένα κράτος το οποίο θα εγγυάται την ελευθερία και την ευημερία».1 Το 1928 η υπόθεση Όλμστεντ παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μάλιστα, μαζί με τους πολέμιους των υποκλοπών συντάχθηκαν και επιχειρήσεις, όπως η Pacific Telephone and Telegraph Company του Σιάτλ, η οποία εξέδωσε μια ανακοίνωση με την οποία υπερασπιζόταν το δικαίωμα των λαθρεμπόρων να συζητούν χωρίς να κατασκοπεύονται: «Όταν δύο τηλεφωνικές γραμμές συνδέονται με το τηλεφωνικό κέντρο της εταιρείας, υποτίθεται ότι προορίζονται για την εξυπηρέτηση των χρηστών τους και, με αυτήν την έννοια, τους ανήκουν αποκλειστικά. Ένας τρίτος που παρακολουθεί τη γραμμή παραβιάζει ταυτόχρονα τόσο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των χρηστών, όσο και εκείνο της τηλεφωνικής εταιρείας».2 Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε σήμερα έναν πάροχο Ίντερνετ ή μια επιχείρηση του κλάδου των τηλεπικοινωνιών να υπερασπίζεται το δικαίωμα των πελατών της στην ιδιωτική ζωή. Οι Facebook, Google και MSN, τις οποίες κατηγορεί ο Σνόουντεν, προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν τίποτε για τις παραβιάσεις της ιδιωτικότητας... Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο -με έξι ψήφους έναντι τεσσάρων- δεν δικαίωσε τον Όλμστεντ. Ένας από τους δικαστές, ο Λούις Μπραντέις, εξέφρασε τη σφοδρή αντίθεσή του σε αυτήν την απόφαση: Κατά τη γνώμη του, «το έγκλημα είναι μεταδοτικό. Εάν το κράτος παρανομεί, ενθαρρύνει και τους πολίτες να πράξουν το ίδιο, τους καλεί στην αναρχία. Το να δηλώνει κανείς ότι στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος ο σκοπός αγιάζει τα μέσα -δηλαδή ότι το κράτος μπορεί να διαπράττει εγκλήματα για να επιτύχει την καταδίκη ενός εγκληματία- θα έχει τρομερές συνέπειες. Το Ανώτατο Δικαστήριο οφείλει να αντιταχθεί σθεναρά σε αυτό το ολέθριο δόγμα».3 Η οπτική των Αμερικανών αλλάζει τη δεκαετία του ‘40. Αφενός εξαιτίας του πολέμου και αφετέρου επειδή το τηλέφωνο δεν αποτελεί πλέον προνόμιο μιας ελίτ την οποία οι δικαστές συναναστρέφονται και προσπαθούν να προστατεύσουν, αλλά γίνεται προσιτό και στις λαϊκές τάξεις. Αυτό οδηγεί τις αρχές να επανεξετάσουν το ζήτημα της νομιμότητας των υποκλοπών. Λίγο πριν από την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, ο διευθυντής του FBI, Τζον Έντγκαρ Χούβερ, απαιτεί από το Κογκρέσο να αναγνωρίσει στην υπηρεσία του ακόμα ευρύτερες αρμοδιότητες για διεξαγωγή παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνομιλιών. Παρά την αντίθεση του Τζέιμς Φλάι, του προέδρου της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), ο Φραγκλίνος Ντ. Ρούσβελτ δίνει μυστικά άδεια στο υπουργείο Δικαιοσύνης να επιτηρεί τα «ανατρεπτικά στοιχεία» και όσους είναι ύποπτοι για κατασκοπεία. Καθώς η άποψή του για το τι αποτελεί «ανατρεπτική δραστηριότητα» είναι ευρύτατη, ο Χούβερ

δεν χρησιμοποιεί τις νεοαποκτηθείσες αρμοδιότητές του για να διεξαγάγει έρευνες για τον εντοπισμό των ναζί. Ο βοηθός του, Ουίλιαμ Σάλιβαν, θα διηγηθεί ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το FBI πραγματοποιούσε τακτικά υποκλοπές χωρίς να διαθέτει εισαγγελική άδεια: «Δεδομένου ότι διακυβευόταν το μέλλον της χώρας, η άδεια της Ουάσιγκτον δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια άχρηστη τυπική διαδικασία. Πολλά χρόνια μετά [το τέλος του πολέμου], το FBI συνέχιζε να υποκλέπτει τηλεφωνικές συνομιλίες χωρίς να έχει εξασφαλίσει την άδεια του γενικού εισαγγελέα». Με άλλα λόγια, η ιστορία των υποκλοπών στις Ηνωμένες Πολιτείες εξελίσσεται σταδιακά προς την εκτροπή από το δημοκρατικό πλαίσιο, καθώς οι πράκτορες του FBI παρεξέκλιναν σταδιακά από την αποστολή τους -τον εντοπισμό των φιλοναζιστών- κι άρχισαν να παρακολουθούν αδιακρίτως ακτιβιστές που υπερασπίζονταν τα πολιτικά δικαιώματα, ηγετικές προσωπικότητες του συνδικαλιστικού κινήματος, κοινωνικούς λειτουργούς, προοδευτικούς χριστιανούς και άτομα που υποπτεύονταν ότι ήταν κομμουνιστές. Από το 1950, όταν ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι δρομολόγησε το κυνήγι μαγισσών, το FBI επωφελήθηκε από τους φόβους που προκαλούσε ο Ψυχρός Πόλεμος για να επεκτείνει τις τηλεφωνικές υποκλοπές του. Και μάλιστα, παρά την αντίθεση της Δικαιοσύνης, η οποία αρνείται να αποδεχθεί τις παραβιάσεις του δικαίου. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης της Τζούντιθ Κόπλον, η οποία κατηγορούνταν ότι είναι πράκτορας της KGB, το FBI αποκάλυψε ότι είχε μαγνητοφωνήσει τις τηλεφωνικές συνομιλίες της κατηγορούμενης με τον δικηγόρο της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακυρώσει το δικαστήριο την ποινή που της είχε επιβληθεί πρωτόδικα. Τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Χούβερ και το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ που ξέσπασε το 1972, έφεραν και νέες αποκαλύψεις για την παρείσφρηση του FBI και της CIA στην ιδιωτική ζωή των Αμερικανών. Το 1975, οι επιτροπές Τσερτς και Πάικ4 αποκάλυψαν τις ευρύτατες εκστρατείες παρακολούθησης των πολιτών που εμπλέκονταν σε απόλυτα νόμιμες πολιτικές δραστηριότητες. Παρά την εξέγερση της κοινής γνώμης, όμως, το Κογκρέσο εγκατέλειψε πολύ σύντομα τις έρευνες. Νέο σκάνδαλο, το 1978. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του από την υποεπιτροπή της Γερουσίας για τις υπηρεσίες πληροφοριών, ο Ντέιβιντ Γουότερς, μηχανικός τηλεπικοινωνιών ο οποίος είχε στο παρελθόν εργαστεί στη CIA, δήλωσε ότι η NSA επιτηρεί και καταγράφει χιλιάδες τηλεφωνικές συνομιλίες, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στο εξωτερικό. Η μαρτυρία του προκάλεσε την οργή της κοινής γνώμης, η οποία όμως δεν έφερε το παραμικρό αποτέλεσμα: τον Οκτώβριο του

1978 ο πρόεδρος Τζέιμς Κάρτερ εξέδωσε τον Foreign Intelligence Surveillance Act (FISA), ο οποίος καθιερώνει ένα μυστικό νομικό σύστημα για την προώθηση της «εθνικής ασφάλειας». Ήταν μια νίκη του μικρόκοσμου των υπηρεσιών πληροφοριών, ο οποίος αγωνιζόταν πολλά χρόνια για τη νομιμοποίηση των υποκλοπών. Ο αριθμός των αδειών που εκδίδονταν στο πλαίσιο αυτού του νόμου δεν έπαψε να αυξάνεται (από 322 το 1980 σε 2.224 το 2006), ενώ ο αριθμός των απορριπτικών απαντήσεων ήταν πραγματικά γελοίος: μονάχα 5 για 22.990 αιτήματα υποκλοπών την περίοδο 1979-2006. Όσο για το Ίντερνετ, αρχικά χρησιμοποιούνταν μονάχα από τους στρατιωτικούς και από τους πανεπιστημιακούς ερευνητές: έτσι, προβλήματα προέκυψαν μετά το άνοιγμά του στο ευρύ κοινό. Μέχρι την έκδοση του Electronic Communications Privacy Act (ECPA), το 1986, η υποκλοπή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διακινούνταν μέσω τηλεφωνικών γραμμών ήταν νόμιμη. Με αυτόν τον νόμο, οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες απέκτησαν το ίδιο καθεστώς νομικής προστασίας με εκείνο των τηλεφωνικών συνομιλιών. Το 1994, πολλοί Αμερικανοί κατήγγειλαν τον Digital Telephony Act, ο οποίος επιβάλλει την υιοθέτηση των οπτικών ινών, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι υποκλοπές, για τις οποίες δίδεται άδεια από τα δικαστήρια. Η Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU) και το Κέντρο Ενημέρωσης για την Ιδιωτικότητα στις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (EPIC) οργανώνουν την αντίδραση σε αυτό το νομοσχέδιο. Σε ολόκληρη τη χώρα αποστέλλονται επιστολές στις εφημερίδες για να καταγγελθεί η καταπάτηση των ελευθεριών από αυτόν τον νόμο. Όμως, από την εποχή της δίκης του Όλμστεντ, οι καιροί έχουν αλλάξει: η βιομηχανία των τηλεπικοινωνιών υποστηρίζει θερμά τον Digital Telephony Act και τελικά ο νόμος ψηφίζεται. Χωρίς να το συνειδητοποιεί ιδιαίτερα η κοινή γνώμη, οι κυβερνήσεις Ρίγκαν, Μπους πατρός και Κλίντον επιτρέπουν την ολοένα μεγαλύτερη προσφυγή στις υποκλοπές, καθώς και τη συγκέντρωση προσωπικών δεδομένων από τις επιχειρήσεις. Και η Δικαιοσύνη δεν βρίσκει τίποτε το μεμπτό σε όλα αυτά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεσπούν νέα σκάνδαλα. Η NSA κατηγορείται ότι παρακολουθεί διεθνείς τηλεφωνικές γραμμές και χρησιμοποιεί υπολογιστές για την ανάλυση λέξεων κλειδιών. Ταυτόχρονα, αρχίζει μια σειρά από δίκες για να αποφασιστεί κατά πόσον τα επαγγελματικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα πρέπει να απολαμβάνουν του ιδίου επιπέδου προστασία με τις επιστολές και τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Οι περισσότεροι δικαστές αγνοούν εντελώς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το διαδίκτυο και δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί η ανταλλαγή

μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα πρέπει να καλύπτεται από το ίδιο καθεστώς εμπιστευτικότητας που ισχύει για τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Εάν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η δικαστική εξουσία είχε θεωρήσει ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι κάτι περισσότερο από ηλεκτρονικοί φάκελοι, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν σήμερα μια πολύ διαφορετική χώρα. Στην προειδοποίηση που απηύθυνε κατά τη διάρκεια της δίκης Όλμστεντ ο δικαστής Μπράντεϊς, είχε παραλληλίσει το τηλέφωνο με την ταχυδρομική επιστολή: «Δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα σε μια σφραγισμένη επιστολή και σε ένα ιδιωτικό τηλεφωνικό μήνυμα». Όμως, στον κόσμο που αναδύθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να προστατευθούν τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χάρη σε έναν παρόμοιο συλλογισμό... Πράγματι, ο Patriot Act της 26ης Οκτωβρίου του 2001 κατήργησε ορισμένους νομικούς περιορισμούς που είχε θέσει η Επιτροπή Τσερτς στις τηλεφωνικές υποκλοπές που πραγματοποιούνται από τις ομοσπονδιακές αρχές. Ο νόμος προχώρησε, επίσης, στην άρση των περιορισμών που εμπόδιζαν τις υπηρεσίες πληροφοριών να κατασκοπεύουν τους Αμερικανούς πολίτες, ενέκρινε τη χρήση κοριών με τους οποίους επιτυγχάνεται η καταγραφή των μετακινήσεων και επέτρεψε τον μαζικό έλεγχο των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των λοιπών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στο διαδίκτυο. Το 2003, με τη δημιουργία του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security), το αμερικανικό κράτος απέκτησε μια συγκεντρωτική υπηρεσία, η οποία συντονίζει τις επιχειρήσεις συγκέντρωσης πληροφοριών, χρησιμοποιώντας μέσα τα οποία ο Χούβερ δεν είχε καν τολμήσει να ονειρευτεί. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει ένα πρωτοφανές επίπεδο επιτήρησης των ατόμων. Έναν αιώνα μετά τη σφοδρή αντίθεσή της στις παρακολουθήσεις, η αμερικανική κοινωνία παραιτήθηκε σιγά σιγά από το δικαίωμά της στην εμπιστευτικότητα των επικοινωνιών. Για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, η οποία ξεχνάει το παρελθόν, ο φόβος της τρομοκρατίας, ο οποίος καλλιεργείται έντεχνα, αλλά και η υπόσχεση ότι θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των «αθώων», αποδείχθηκαν ισχυρότερα από την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των πολιτικών ελευθεριών. «Minority opinion on the appeal of the Olmstead defendants», Εφετείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την 9η Περιφέρεια, 9-5-1927, http://www.fjc. gov/history/home.nsf/page/tu_olmstead_doc_8.h tml. 1

«Amicus curiae brief of telephone companies submitted to the Supreme Court in Olmstead v. United States», Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, 1928, http://www.fjc.gov/history/ home.nsf/page/tu_olmstead_doc_13.html.

2

«Dissenting opinion of justice Louis D. Brandeis in Olmstead v. United States», Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, 1928, http://www.fjc.gov/history/home.nsf/page/tu_ol mstead_doc_15.html.

3

4 Η πρώτη, από το όνομα του Δημοκρατικού γερουσιαστή Frank Church, ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Ρίτσαρντ Νίξον, συγκροτήθηκε μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου του Γουοτεργκέιτ, για να ερευνήσει τις δραστηριότητες της CIA. Η δεύτερη, από το όνομα του -επίσης Δημοκρατικού- βουλευτή Otis Pike, ήταν η αντίστοιχη επιτροπή του Κογκρέσου.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.