LE
MONDE
29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 35
diplomatique
ΗΠΑ
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Εκτροπή προς την αστυνομοκρατία Του David Price *
Κ
ανείς δεν εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι η Ουάσιγκτον διέθετε ένα πανίσχυρο σύστημα κατασκοπείας, ωστόσο η αποκάλυψη της έκτασής του από τον τεχνικό πληροφορικής Έντουαρντ Σνόουντεν πυροδότησε ένα σκάνδαλο πλανητικών διαστάσεων. Στις ΗΠΑ το νέο έγινε δεκτό μάλλον με απάθεια. Πάει πια ο καιρός που οι υποθέσεις των τηλεφωνικών υποκλοπών ξεσήκωναν την οργή του κόσμου, των μέσων ενημέρωσης και των... επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών. Οι πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα ο Έντουαρντ Σνόουντεν για την έκταση του προγράμματος ηλεκτρονικής επιτήρησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (ΝSΑ) θέτουν το ερώτημα της παρείσφρησης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στη ζωή των πολιτών. Πέρα, όμως, από την καταγραφή των δεδομένων που διακινούνται μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές και την πλοήγηση στο Ίντερνετ, καθώς και των στοιχείων των χρηστών, η υπόθεση αναδεικνύει και μια άλλη πτυχή της πραγματικότητας, εξίσου ανησυχητική: είναι πολύ πιθανόν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών επιδοκιμάζει τον έλεγχο των ιδιωτικών ηλε-
* Ο David Price είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Saint Martin, στο Λέισεϊ της Washington DC. Συγγραφέας του «Weaponizing Anthropology: Social Science in Service of the Militarized State», AK Press, Όκλαντ (Καλιφόρνια), 2011. Μια πληρέστερη εκδοχή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση CounterPunch, Πετρόλια (Καλιφόρνια, Ιούνιος 2013)
κτρονικών επικοινωνιών. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Washington Post, μερικές ημέρες μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, το 56% των πολιτών θεωρεί ότι το πρόγραμμα επιτήρησης Prism είναι «αποδεκτό», ενώ το 45% πιστεύει ότι, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το κράτος «οφείλει να επιτηρεί τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οποιουδήποτε ατόμου». Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης ελάχιστα εκπλήσσει: εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια, μέσα ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες και πολιτικοί ηγέτες δεν παύουν να παρουσιάζουν τις παρακολουθήσεις ως αναγκαίο όπλο στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Η συναίνεση απέναντι στην κατασκοπεία δεν υπήρχε ανέκαθεν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μερικές εβδομάδες πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, η εφημερίδα USA Today είχε τον εξής τίτλο: «4 Αμερικανοί στους 10 δεν εμπιστεύονται το FBI» (20 Ιουνίου 2001). Οι διαδοχικές έρευνες που πραγματοποιούσε επί δεκαετίες το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης φανέρωναν τη σφοδρή αντίθεση της κοινωνίας στις τηλεφωνικές υποκλοπές που πραγματοποιούσαν οι αρχές. Μάλιστα, την περίοδο 1971 - 2001, το ποσοστό καχυποψίας απέναντι στις αρχές κυμαινόταν μεταξύ 70% και 80%. Όμως, τα τρομοκρατικά χτυπήματα ενάντια στο World Trade Center και το Πεντάγωνο και στη συνέχεια ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, προκάλεσαν αλλαγή της κατάστασης, οδηγώντας τους Αμερικανούς να ξεχάσουν τη διαχρονική αντίθεσή τους στην παρακολούθηση των πολιτών. Το 1877 σε ολόκληρο τον πλανήτη υπήρχε μονάχα μία τηλεφωνική γραμμή, η οποία συνέδεε 778 τηλεφωνικές συσκευές μεταξύ Βοστώνης και Σάλεμ (Μασαχουσέτη). Όμως, η τεχνολογία έμελλε
να εξαπλωθεί με ταχύ ρυθμό. Στις αρχές του 20ού αιώνα ένας Αμερικανός στους χίλιους διαθέτει τηλέφωνο. Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτό το ποσοστό έχει περάσει στο 1%, ενώ στα μέσα του αιώνα το ένα τρίτο του πληθυσμού διαθέτει τηλεφωνική σύνδεση. Σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότερα τηλέφωνα παρά κάτοικοι. Πριν από την ανάδυση της οπτικής ίνας και των κινητών τηλεφώνων, οι τηλεφωνικές υποκλοπές απαιτούσαν ελάχιστα εξελιγμένα τεχνικά μέσα και χαμηλό επίπεδο συνενοχής των εταιρειών τηλεφωνίας. Για να καταγραφεί μια συνομιλία που πραγματοποιείτο μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής με χάλκινο καλώδιο, αρκούσε να έχει κανείς πρόσβαση στο καλώδιο και να διαθέτει έναν «κοριό».
Εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια, μέσα ενημέρωσης, εμπειρογνώμονες και πολιτικοί ηγέτες στις ΗΠΑ δεν παύουν να παρουσιάζουν τις παρακολουθήσεις των πολιτών ως αναγκαίο όπλο στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»
Τα πρώτα σκάνδαλα υποκλοπών έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συγκεκριμένη πρακτική -η οποία αποδοκιμαζόταν από την κοινωνία- αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το Κογκρέσο την κήρυξε παράνομη, παρά την υπαρκτή απειλή που αποτελούσαν οι ξένοι κατάσκοποι. Μετά τη λήξη του πολέμου, αρκετές πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμα του Κογκρέσου υιοθετώντας νομοθετικές ρυθμίσεις που περιόριζαν τις δυνατότητες πραγματοποίησης παρακολουθήσεων από τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις. Βέβαια, όλα αυτά δεν απέτρεψαν τη διαιώνιση αυτών των πρακτικών. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης (1919-1933) δεδομένου ότι η ομοσπονδιακή αστυνομία και οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις επιθυμούσαν να παρακολουθούν τους παράνομους διακινητές αλκοόλ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνο για να φέρνουν σε επαφή τους παραγωγούς, τους διανομείς και τους πωλητές οινοπνευματωδών, παραβίαζαν τακτικά τη σχετική νομοθεσία και κατέγραφαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Με την υποστήριξη της κοινής γνώμης, ο γενικός εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρλαν Φ. Στόουν, ευαισθητοποιήθηκε ως προς αυτό το ζήτημα και απαγόρευσε, το 1924, στο υπουργείο Δικαιοσύνης να πραγματοποιεί υποκλοπές. Χαμένος κόπος: καθώς το υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Ερευνών (πρόγονος του FBI) διαφωνούσαν με την εντολή, συνέχισαν μυστικά τις δραστηριότητές τους. Δύο χρόνια αργότερα, ένα νέο σκάνδαλο ξανάφερε αυτό το ζήτημα κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας. Στο Σιάτλ δύο ομοσπονδιακοί πράκτορες κατασκοπεύουν τις συζητήσεις του πρώην υπαστυνόμου Ρόι Όλμστεντ, ο οποίος πλέον διακινεί παράνομα ρούμι. Παρά την παράνομη φύση ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4