LE ΣΥΡΙΑ
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 37
diplomatique
Η μεγάλη στροφή της Ουάσιγκτον Του Michael T. Klare*
A
πό την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα κατέστησε σαφές ότι προτιμούσε να αποφύγει μια ευθεία παρέμβαση των ΗΠΑ. Κατά τη γνώμη του η Αμερική έχει ήδη εξαπολύσει αρκετούς πολέμους στη Μέση Ανατολή και η εν λόγω σύγκρουση δεν απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Γιατί λοιπόν έκανε στροφή 180 μοιρών απειλώντας με στοχευμένα στρατιωτικά χτυπήματα κατά του συριακού καθεστώτος μετά τη χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων στις 21 Αυγούστου; Γιατί η σύγκρουση μετατοπίστηκε ξαφνικά από τις παρυφές στο επίκεντρο της στρατηγικής ατζέντας των ΗΠΑ; Γιατί αυτήν ειδικά τη στιγμή; Έως τότε η σύγκρουση στη Συρία έπαιζε αμελητέο ρόλο στην εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Ακόμα και ύστερα από δυο χρόνια αιματηρών συγκρούσεων και περισσότερους από 100.000 νεκρούς, η πολιτική τάξη, στην πλειονότητά της, παρέμενε αρνητική στο ενδεχόμενο μιας πιο άμεσης αμερικανικής εμπλοκής. Ο πρόεδρος Ομπάμα είχε αρκεστεί στα απολύτως απαραίτητα καλώντας τον Σύρο ομόλογό του Μπάσαρ Αλ Άσαντ να εγκαταλείψει την εξουσία και υποσχόμενος βοήθεια τεχνικής φύσης στα κοσμικά και μετριοπαθή τμήματα των εξεγερμένων. Αρνιόταν να προσφέρει στους τελευταίους βαρύ οπλισμό όπως του ζητούσαν και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να αλλάξει τον συσχετισμό των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Βέβαια, μπροστά στην έκταση της σφαγής και της απώλειας αμάχων, είχε δεχτεί να αυξήσει την αμερικανική βοήθεια προς τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες και να λάβει υπ’ όψιν το σενάριο μιας περιορισμένης στρατιωτικής επιχείρησης. Διευκρίνισε, ωστόσο, αμέσως ότι αυτή επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ μόνο αν ο Άσαντ περνούσε την «κόκκινη γραμμή» κάνοντας χρήση χημικών όπλων ή παρέχοντάς τα σε ένοπλες ομάδες που πρόσκεινται στο καθεστώς.1 Η επίθεση με χημικά στις 21 Αυγούστου παραβίαζε ευθέως τα όρια που είχε χαράξει ο Λευκός Οίκος και καλούσε επομένως σε στρατιωτική αντίδραση, χωρίς την οποία η μεγαλύτερη υπερδύναμη στον κόσμο θα ξέπεφτε στα μάτια της «διεθνούς κοινότητας». «Αν αρνηθούμε να δράσουμε, θα πληγεί η αξιοπιστία μας και ως προς τις άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ για λόγους ασφαλείας», διευκρίνισε ο υπουργός Άμυνας Τσακ Χέιγκελ. «Το
* Ο Michael T. Klare είναι καθηγητής στο Hampshire College, ειδικός επί μελετών περί ειρήνης και διεθνούς ασφάλειας. Συγγραφέας του «The Race for What’s Left: The Global Scramble for the World’s Last Resources», Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2012.
Οι Σύροι ηγέτες γνωρίζουν ότι η πολιτική τους μοιάζει ήδη με ένα στενό μονοπάτι στην άκρη του βουνού
Η αμερικανική διπλωματία διατηρεί τη Συρία στον κατάλογο των κρατών που θεωρούνται συνένοχα τρομοκρατικών δραστηριοτήτων και καταγγέλλει τακτικά τα προγράμματα εξοπλισμού της χώρας
όνομα των ΗΠΑ πρέπει να έχει κάποια βαρύτητα. Πρόκειται για ένα διακύβευμα ζωικής σημασίας για την εξωτερική μας πολιτική και τις δεσμεύσεις μας απέναντι στους συμμάχους μας».2 Κι ενώ μεγάλωνε η αντίθεση της αμερικανικής κοινής γνώμης στο ενδεχόμενο ενός πολεμικού χτυπήματος κατά της Δαμασκού, οι στρατηγικοί υπολογισμοί της Ουάσιγκτον μεταβλήθηκαν από δυο παράγοντες. Αφ’ ενός από την εμπλοκή στη συριακή σύγκρουση τοπικών δυνάμεων, αποφασισμένων να εκμεταλλευτούν τα γεγονότα προς δικό τους όφελος, είτε με την παροχή όπλων είτε με την άμεση συμμετοχή στις μάχες. Αφ’ ετέρου από την ολοένα μεγαλύτερη θέση που καταλαμβάνουν στους κόλπους των τοπικών αυτών δυνάμεων στρατηγικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ όπως το Ιράν και η Χεζμπολά.3 Η έκδηλη επιθυμία του Ομπάμα να περιορίσει τη Συρία στις παρυφές των αμερικανικών συμφερόντων συγκρουόταν, κατά τη γνώμη του, με την πρόθεση αυτών των διαφόρων ομάδων να επωφεληθούν από την «αμέλεια» των ΗΠΑ. Στα μάτια της Ουάσιγκτον, η Μέση Ανατολή μετακινείται ανάμεσα σε δυο κέντρα βαρύτητας: το Ισραήλ στη Δύση και τις πετρελαϊκές μοναρχίες στην Ανατολή. Παρ’ όλο που η συμμαχία με το Τελ Αβίβ αποτελεί τον πυλώνα της πολιτικής της στην περιοχή, οι χώρες του Κόλπου διατηρούν ρόλο - κλειδί, καθώς ελέγχουν την ενεργειακή τροφοδοσία, αλλά και αποτελούν τον αντίποδα στην επέκταση του Ιράν. Εδώ και δεκαετίες, το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ επικεντρώνεται στην εγγύηση της ασφάλειας του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, καθώς και στη διασφάλιση της απρόσκοπτης ροής πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο στις διεθνείς αγορές - μια πολιτική που μεταφράζεται σε μαζικές παρεμβάσεις
στα τοπικά ζητήματα και, κατά καιρούς, σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.4 Έως τώρα επομένως η Συρία δεν αφορούσε την Αμερική παρά μόνο στον βαθμό που παρεισέφρεε στα συμφέροντα του Ισραήλ και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Γι’ αυτό η Ουάσιγκτον χαιρέτησε ένθερμα τη συμμετοχή της Δαμασκού στη συμμαχία κατά του Ιράκ που συσπειρώθηκε γύρω από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους το 1990, παρόλο που παράλληλα καταδίκασε με δριμύτητα την υποστήριξη της Συρίας προς τη Χεζμπολά του Λιβάνου. Η Συρία αυτή καθεαυτή είχε μικρή σημασία. Ακόμα και η επονομαζόμενη «αραβική άνοιξη» το 2011 δεν ελάττωσε την αδιαφορία αυτή: ενώ η Ουάσιγκτον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μετάβαση στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Υεμένη, κράτησε αποστάσεις από τους τριγμούς στη Συρία. Μόνο όταν η προσοχή των τοπικών δυνάμεων εστιάστηκε στη Συρία κατέλαβε η εν λόγω χώρα περίοπτη χώρα στην αμερικανική σκακιέρα. Εξάλλου η ηγεσία του Ισραήλ ανησυχεί για τις συνέπειες της σύγκρουσης στα σύνορά του: η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση του Άσαντ από την ενίσχυση της Χεζμπολά θα μπορούσε να προκαλέσει μαζική συγκέντρωση όπλων από τη Συρία στον νότιο Λίβανο, ενώ η εύθραυστη Ιορδανία, σημαντική σύμμαχος των ΗΠΑ, κινδυνεύει με αποσταθεροποίηση λόγω της εισροής προσφύγων που φεύγουν για να γλιτώσουν από τις μάχες. Οι πετρελαϊκές μοναρχίες από τη μεριά τους, εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να εξαπολύσουν στο Ιράν ένα έμμεσο πόλεμο, με το κάθε στρατόπεδο να προσπαθεί να βάλει τρικλοποδιά στην παρεμβολή του άλλου.5 Στις 31 του περασμένου Μαΐου, για παράδειγμα, ένας σημαντικός θρησκευτικός εκπρόσωπος των σουνιτών, ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο Κατάρ, ο σεΐχης Γιουσέφ Αλ Καραντάουϊ καλούσε τους σουνίτες όλου του κόσμου να πάνε στη Συρία για να πολεμήσουν κατά της Χεζμπολά και του Ιράν, τους οποίους αποκαλεί «εχθρούς του Ισλάμ». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 8