LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 38
diplomatique
Θύμα της αποβιομηχάνισης, η πόλη του Ντιτρόιτ κήρυξε χρεωκοπία τον Ιούλιο του 2013. Μερικούς μήνες νωρίτερα η κομητεία του Τζέφερσον είχε την ίδια τύχη εξαιτίας των τοξικών δανείων που είχε συνάψει. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που οδηγούν τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης στη χρεωκοπία, το φαινόμενο εντείνεται αποκαλύπτοντας τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις της πολιτικής των ομοσπονδιακών αρχών για τα αστικά κέντρα. Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος έχει εμπλακεί σε ένα νέο δημοσιονομικό μπρα ντε φερ με το Κογκρέσο, η Ουάσιγκτον δυσανασχετεί και αποφεύγει να προστρέξει σε βοήθεια των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
«Το χάσαμε το Ντιτρόιτ» Του John Nichols*
M
ετά τη μερική σύντηξη της καρδιάς του αντιδραστήρα ενός πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Μίσιγκαν, το 1966, ο μεγάλος ποιητής της σόουλ και της τζαζ Τζιλ Σκοτ Χίρον αφιέρωσε το εξής ποίημα στην πόλη που γειτόνευε με τον αντιδραστήρα και απειλήθηκε με καταστροφή: «Παραλίγο να χάσουμε το Ντιτρόιτ». Εκείνη την εποχή φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι θα μπορούσε μια μέρα να σβηστεί από τον χάρτη η πέμπτη μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, η βιομηχανική πρωτεύουσα του έθνους, η κραταιά πρωτεύουσα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αν και το Ντιτρόιτ επέζησε της πυρηνικής κρίσης, είναι πιθανό ότι δεν θα επιβιώσει από την κρίση της λιτότητας ή, ακόμα κι αν το κατορθώσει, θα είναι πλέον αγνώριστο. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει το χρέος του, ύψους 18,5 δισ. δολαρίων, ο δήμος κήρυξε πτώχευση στις 18 Ιουλίου του 2013. Έτσι, με την προστασία που του παρέχει ο * Ο John Nichols είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, μαζί με τον Robert W. Mc Chesney, του «Dollarocracy: How the Money and Media Election Complex Is Destroying America», Nation Books, Νέα Υόρκη, 2013.
Η χρεωκοπία είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας αποβιομηχάνισης, η οποία οδήγησε την άλλοτε «Motor City» να μετατραπεί σε «ghost city» (πόλη φάντασμα)
αμερικανικός νόμος για τις χρεωκοπίες, θα είναι σε θέση να προβεί στην αναδιάρθρωση των χρεών του σε βάθος χρόνου, προβαίνοντας, από την άλλη πλευρά, σε πλήθος θυσιών. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το φαινόμενο αφορά μια τόσο σημαντική πόλη και αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη για μια χώρα όπου το σύνολο των ομολόγων που έχουν εκδώσει οι δήμοι ανέρχεται στα 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια (2,77 τρισ. ευρώ, δηλαδή περισσότερο από το γαλλικό ΑΕΠ). Η χρεωκοπία δεν είναι αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών υποθέσεων, όπως επιχείρησαν ορισμένοι να παρουσιάσουν: αντίθετα, είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας αποβιομηχάνισης, η οποία οδήγησε την άλλοτε «Motor City» να μετατραπεί σε «ghost city» (πόλη φάντασμα) η οποία εγκαταλείπεται
ΗΠΑ: ΚΥΜΑ ΧΡΕΩΚΟΠΙΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
από τους κατοίκους και από τις οικονομικές δραστηριότητες. Από το 1995 έως το 2000, στην περιφέρεια του δήμου χάθηκε το 52% των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία. Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι βιομηχανικές μονάδες της πόλης απασχολούσαν έναν εργαζόμενο στους δέκα. Σήμερα, απασχολούν έναν στους πενήντα. Από τα δεκάδες μεγάλα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας που ευημερούσαν άλλοτε στο Ντιτρόιτ, σήμερα -παρά το γεγονός ότι έχει σημειωθεί ανάκαμψη της παραγωγής αυτοκινήτων στη χώρα- έχει απομείνει μονάχα ένα!1 Από τη δεκαετία του 1960, περισσότερο από ένα εκατομμύριο άτομα -δηλαδή περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού- έχουν εγκαταλείψει το Ντιτρόιτ. Η φυγή εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς το ποσοστό ανεργίας στην περιοχή είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Μοιραία η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των εσόδων του δήμου. Η οικονομική κρίση του 2008 βύθισε οριστικά τα οικονομικά του στο κόκκινο, πυροδοτώντας ένα κύμα λιτότητας. Από εκείνη την εποχή, η αποκομιδή των απορριμμάτων δεν γίνεται πλέον τόσο τακτικά, τα αστυνομικά τμήματα κλείνουν μετά το μεσημέρι, ο δημοτικός φωτισμός ελαττώθηκε, τα δρομολόγια των λεωφορείων αραίωσαν κ.ο.κ. Μάλιστα, σε ορισμένα πυροσβεστικά τμήματα,2 οι πυροσβέστες υποχρεώθηκαν να αγοράζουν οι ίδιοι το χαρτί τουαλέτας που χρειάζονται. Αγανακτισμένη, μια γεν-
ναιόδωρη εταιρεία προσέφερε 70.000 ρολά χαρτιού τουαλέτας στους πυροσβέστες...3 Ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Ρίτσαρντ Σνάιντερ, θα μπορούσε να είχε επενδύσει κρατικά κονδύλια για να αντισταθμίσει τις χαμένες θέσεις εργασίας ή για να δημιουργήσει νέες. Προτίμησε, ωστόσο, να ποδοπατήσει κάθε έννοια δημοκρατίας αφαιρώντας από τους (Δημοκρατικούς) τοπικούς άρχοντες όλες τις αρμοδιότητες και αναθέτοντάς τις σε έναν «οικονομικό διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης» τον οποίο επέλεξε ο ίδιος, τον Κέβιν Ορρ. Ο δικηγόρος, που ειδικεύεται στις πτωχεύσεις επιχειρήσεων, διέθετε εξαιρετικά εκτεταμένες αρμοδιότητες: μπορούσε να απολύσει δημοτικούς υπαλλήλους, να ιδιωτικοποιήσει περιουσιακά στοιχεία του δήμου ή ακόμα να τροποποιήσει τις συλλογικές συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με τα συνδικάτα. Κι όλα αυτά, χωρίς να διαθέτει την παραμικρή εντολή από το εκλογικό σώμα. Υποτίθεται ότι θα υπηρετούσε τα συμφέροντα του δήμου «ανορθώνοντας τα οικονομικά του». Το να προσπαθείς να μπαλώσεις τις τρύπες στα οικονομικά μιας πόλης απαγορεύοντας στους πολίτες να εκφέρουν γνώμη για τις οικονομικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους δεν είναι μονάχα αντίθετο στη δημοκρατία: είναι κι ένας βολικός τρόπος να βάλεις τα θύματα να πληρώσουν, ώστε να αποφύγεις να αλλάξεις πολιτική. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
Πράγματι, όταν ο κυβερνήτης της πολιτείας ανέλαβε τον έλεγχο των υποθέσεων της πόλης, ενέπλεξε το Ντιτρόιτ σε μια διαδικασία χρεωκοπίας η οποία απειλεί να οδηγήσει σε σημαντική περικοπή των συντάξεων και των δαπανών υγείας, καθώς το ήμισυ του χρέους της πόλης προέρχεται από τις δύο συγκεκριμένες προβλέψεις δαπανών στον προϋπολογισμό. Όμως, τα χρήματα που καταβάλλονται στους δημοτικούς υπαλλήλους -τόσο στους εν ενεργεία, όσο και στους συνταξιούχους- αποτελούν πολύ συχνά το μοναδικό «καύσιμο» που κινεί την τοπική οικονομία. Αν στερέψει κι αυτή η πηγή εισοδημάτων -η οποία αποτελεί ένα δίκτυ ασφαλείας για τους πλέον ευάλωτους πληθυσμούς-, τότε η κατάσταση θα επιδεινωθεί περισσότερο. Η δημοσιονομική κατάρρευση του Ντιτρόιτ αποτελεί μια σημαντική καμπή, η οποία θα έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μονάχα για τις αστικές περιοχές των ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Πριν από πενήντα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν μεγάλη σημασία στις πολιτικές για τα αστικά κέντρα. Μάλιστα, ορισμένοι δήμαρχοι μεγάλων πόλεων διαδραμάτιζαν εκείνη την εποχή κομβικό ρόλο στην εθνική πολιτική σκηνή: τα δύο μεγάλα κόμματα κατάστρωναν στρατηγικές για τις αστικές περιοχές και θεωρούσαν πολύ σημαντική την πραγματοποίηση επενδύσεων στις τοπικές υποδομές και στην τοπική οικονομία. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, τέτοιες απόψεις έχουν πλέον ελάχιστη απήχηση κι επιρροή, σε σημείο να γυρίζουν σήμερα οι Δημοκρατικοί την πλάτη στις πόλεις που τους ψηφίζουν μαζικά, ενώ στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών ξαναζωντανεύει η παλιά αντιπάθεια των συντηρητικών για τις μεγάλες αστικές ζώνες. Το Ντιτρόιτ δεν αποτελεί εξαίρεση σε μια χώρα όπου περισσότερο από το 80% του πληθυσμού ζει στις πόλεις. Μόνο στην πολιτεία του Μίσιγκαν, πέντε άλλοι δήμοι (Μπέντον Χάρμπορ, Εκόρς, Φλιντ, Πόντιακ, Άλεν Παρκ), καθώς και αρκετές σχολικές περιφέρειες (Χάιλαντ Παρκ, Μούσκεγκον Παρκ...) έχουν τεθεί από τον κυβερνήτη Σνάιντερ υπό την επιτροπεία ενός «οικονομικού διαχειριστή κατεπείγουσας ανάγκης». Εκεί ζει το 10% του πληθυσμού της πολιτείας, αλλά και το ήμισυ του αφροαμερικανικού πληθυσμού της. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Τζον Κόνιερς, Δημοκρατικό βουλευτή του Μίσιγκαν στο Κογκρέσο, να εκδηλώσει την ανησυχία του μιλώντας για τη «φυλετική συνιστώσα της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας»4 για την κατεπείγουσα διαχείριση της οικονομικής κατάστασης. Οι δήμοι που έχουν τεθεί υπό επιτροπεία ενδέχεται να ακολουθήσουν την πορεία των δεκάδων πόλεων ή κομητειών, οι οποίες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, αναγκάστηκαν να προβούν σε στάση πληρωμών, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση του ομοσπονδιακού κράτους: Σαν Μπερναρντίνο, Στόκτον και Βαλέχο στην Καλιφόρνια, Τζέφερσον Κάουντι στην Αλαμπάμα, Χάρισμπουργκ στην Πενσιλβάνια, Σέντραλ Φολς στο Ροντ Άιλαντ... Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ίδια αίτια οδήγησαν στα ίδια αποτελέσματα: η ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας προκάλεσε την εκπτώχευση του πληθυσμού και οδήγησε στη μείωση των
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Η δημοσιονομική κατάρρευση του Ντιτρόιτ αποτελεί μια σημαντική καμπή, η οποία θα έχει τεράστιες συνέπειες, όχι μονάχα για τις αστικές περιοχές των ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα
εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης φαινόταν να δικαιολογείται η λήψη μέτρων λιτότητας, τα οποία ωστόσο είχαν μοναδικό αποτέλεσμα την επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ο δήμος να χρεωκοπήσει. Η περίπτωση του Στόκτον -300.000 κάτοικοι, 700 εκατομμύρια δολάρια χρέος- προοιωνίζεται το τι θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση του Ντιτρόιτ. Από τη στιγμή που η πόλη κηρύχθηκε σε πτώχευση, στις 28 Ιουνίου του 2012, εφαρμόστηκε μια «θεραπεία λιτότητας», η οποία είχε αποτέλεσμα την απόλυση του 25% των αστυνο-
μικών, του 30% των πυροσβεστών και περίπου του 40% των διοικητικών υπαλλήλων του δήμου. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αποδείχτηκαν αρκετά: έναν χρόνο μετά τη χρεωκοπία, ανακοινώθηκε η μείωση των συντάξεων των δημοτικών υπαλλήλων, έτσι ώστε να εξοικονομηθούν 2,5 δισ. δολάρια σε βάθος τριακονταετίας. Σύμφωνα με τους Ρεπουμπλικανούς, ο μοναδικός υπεύθυνος για τη χρεωκοπία των πόλεων είναι αυτές οι ίδιες. Έτσι, γι’ αυτόν τον λόγο, ο κυβερνήτης Σνάιντερ προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαξιώσει τους αιρετούς άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους, τους οποίους θεωρεί υπερβολικά «κακομαθημένους». Κατά τη γνώμη του, το μόνο που χρειάζεται για να επανέλθει η ευταξία είναι να παραμεριστούν οι «ταραξίες». Τις απόψεις του συμμερίζεται και ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας, ο οποίος δηλώνει ότι «αναμφίβολα, το Ντιτρόιτ υποφέρει από σοβαρά προβλήματα, για τη δημιουργία των οποίων ευθύνεται ωστόσο εν μέρει το ίδιο»5. Στην πραγματικότητα το μόνο που θα μπορούσε κανείς να προσάψει στο Ντιτρόιτ -όπως και σε οποιαδήποτε άλλη αμερικανική πόλη- είναι το γεγονός ότι, μερικές φορές, οι κάτοικοί του ψήφισαν ανίκανους τοπικούς άρχοντες. Κατά τα άλλα, τόσο η δη-
μοτική αρχή όσο και τα συνδικάτα διακρίθηκαν κυρίως για την προθυμία τους να αποδεχτούν θυσίες. Εάν το πετσόκομμα των δημόσιων δαπανών είχε τα αποτελέσματα που του αποδίδουν οι θιασώτες του, τότε η «Motor City» και το Στόκτον θα ήταν σήμερα πραγματικά ευημερούσες πόλεις. Στην πράξη, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Τόμας Σούγκρουε, «την περίοδο 1990-2013, για να κατορθώσει το Ντιτρόιτ να αντεπεξέλθει, μείωσε σχεδόν στο μισό τον αριθμό των δημοτικών υπαλλήλων του».6 Όπως καταγγέλλει ο Δημοκρατικός βουλευτής του Μίσιγκαν Νταν Κίλντι, «εδώ και πάρα πολύ καιρό, οι νομοθέτες και οι ρυθμιστές εθελοτυφλούν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με περιπτώσεις δήμων με δημοσιονομικό έλλειμμα, με συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο δεν είναι πλέον δυνατόν να χρηματοδοτηθεί και με υποδομές που καταρρέουν».7 Καλεί δε την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) να συνεργαστεί με το Κογκρέσο για να βρεθεί ένα φάρμακο για τη «συστημική αδυναμία πληρωμών των αμερικανικών πόλεων». Ο ίδιος ο Κίλντι, ο οποίος στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνος των οικονομικών υπηρεσιών της κομητείας, θεωρεί πως, δεδομένου ότι η αποστολή της Fed συνίσταται στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας, δηλαδή -θεωρητικά τουλάχιστον- στην καταπολέμηση της ανερ-
Μια αφροαμερικανική πόλη που συρρικνώνεται Των Allan Popelard και Paul Vannier*
Σ
το γκέτο του Ντιτρόιτ η πόλη αργοπεθαίνει κι εξαφανίζεται σιγά σιγά. Απομένουν μονάχα μερικά θραύσματά της. Σε ορισμένα οικοδομικά τετράγωνα κατοικούν μόνο δύο ή τρία νοικοκυριά. Η πόλη αρχίζει να μοιάζει με φάντασμα: απανθρακωμένα κουφάρια κτηρίων, εγκαταλελειμμένα πάρκινγκ, κλειστά εργοστάσια... Παντού μια εικόνα εγκατάλειψης: ο ορίζοντας αδειανός από ζωή και κίνηση, τα αγριόχορτα και τα δέντρα κατατρώγουν τα σπίτια. Ο αστικός ιστός αποσυντίθεται. Η πληθυσμιακή πυκνότητα θυμίζει περιοχή της υπαίθρου. Η φύση κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία της μέσα στο Ντιτρόιτ: συχνά αντηχεί το λάλημα του κόκορα ή ο συνεχής εκνευριστικός τριγμός των ακρίδων. Το γεγονός ότι το 35% της επικράτειας του δήμου είναι ακατοίκητο οφείλεται σε μια εξέλιξη η οποία είναι σπάνια στην παγκόσμια ιστορία των αστικών περιοχών: μέσα σε πενήντα χρόνια, η «Shrinking City» («η πόλη που συρρικνώνεται») έχει χάσει περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της. Με εξαίρεση τα περίχωρα του πανεπιστημίου και την ώρα του σχολάσματος των σχολείων, ελάχιστοι είναι οι πεζοί που κινούνται στα πεζοδρόμια της Γούντγουορντ, της Μίσιγκαν και της Γκάτριοτ, των κυριότε-
ρων λεωφόρων της πόλης. Με την κρίση των subprime η συρρίκνωση του πληθυσμού εντάθηκε ακόμα περισσότερο... Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2008 και στον Ιούλιο του 2009, η ανεργία σχεδόν διπλασιάστηκε, περνώντας από το 14,8% στο 28,9%. (...) Λόγω της έντονης εξειδίκευσης της οικονομίας του, το Ντιτρόιτ αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτο στις διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων. Ο φορντισμός -του οποίου η γενέτειρα, το εργοστάσιο Crystal Palace, χτίστηκε στο Ντιτρόιτ το 1908 από τον Άλμπερτ Καν- μετέτρεψε την πόλη όπου είχαν την έδρα τους οι «Big Three» (General Motors, Ford και Chrysler) σε παγκόσμιο κέντρο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Κατά τη διάρ-
κεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα η μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια στην αυτοκινητοβιομηχανία, που είχε στραφεί πλέον στη μαζική παραγωγή, καθώς και τα σχετικά υψηλά ημερομίσθια που πρόσφερε ο κλάδος, προσέλκυσαν πολλούς εργάτες: Μαύρους που ήθελαν να ξεφύγουν από τις ρατσιστικές πολιτείες του Νότου, αλλά και μετανάστες, κυρίως από την Ελλάδα και την Πολωνία. Η μεγάλη ακμή συνέπεσε με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πόλη βρέθηκε στην καρδιά της αμερικανικής πολεμικής προσπάθειας και αποκλήθηκε «οπλοστάσιο της Δημοκρατίας». * Οι Allan Popelard και Paul Vannier είναι γεωγράφοι.
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 20 OKTΩΒΡΙΟΥ 2013
γίας και στη διατήρηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο επίπεδο, οφείλει να αναζητήσει «ειδικούς τρόπους για τη στήριξη των πόλεων που έχουν χρεωκοπήσει». Και προσθέτει: «Το σύστημα χρηματοδότησης των δήμων έχει φθάσει στα όριά του. Οι πολιτείες και το ομοσπονδιακό κράτος οφείλουν να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν τις πόλεις και τις αστικές ζώνες». Εκτός από μια δικαιότερη εμπορική πολιτική και επενδύσεις σε υποδομές, ζητάει και μια συνολική επιδότηση της ανάπτυξης στα αστικά κέντρα. Ο εκπρόσωπος της πολιτείας του Μίσιγκαν θεωρεί ότι «έχει φθάσει η στιγμή να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε για τη βιωσιμότητα των πόλεων και να δημιουργήσουμε μηχανισμούς για τη στήριξη των αστικών και των περιαστικών ζωνών, οι οποίες αποτελούν τον πνεύμονα της οικονομίας μας». Η ιδέα να επέμβει η Fed είναι ιδιαίτερα εύστοχη, δεδομένου ότι το Κογκρέσο αντιδρά στην ιδέα να προσφέρει στους δήμους το σωσίβιο που με τόση γενναιοδωρία πρόσφερε στις τράπεζες της Γουόλ Στριτ. Η Fed διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να υποχρεώσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέμβει. Ο Κίλντι διαπιστώνει επίσης ότι τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι αμερικανικές πόλεις «ξεπερνούν κατά πολύ το πλαίσιο της κακής διαχείρισης των τοπικών οικονομικών». Η κρίση των αστικών κέντρων μοιάζει με ένα πολύ μπερδεμένο κουβάρι, και γι’ αυτήν την κατάσταση ευθύνονται πολύ περισσότερο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες και λιγότερο οι ίδιες οι πόλεις. Ωστόσο, τη στιγμή που το Κογκρέσο επιμένει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, στο πλαίσιο αυτού που ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα ονομάζει «μεγάλο συμβιβασμό», ο Νταν Κίλντι βοά εν τη ερήμω. Για το Ντιτρόιτ, όπως και για τις υπόλοιπες χρεωκοπημένες πόλεις, η πιο επείγουσα πρόκληση συνίσταται στο να εξασφαλίσουν τα ποσά που τους λείπουν για να προβούν στην πληρωμή των επόμενων δόσεων. Από αυτή την άποψη, η πόλη βρίσκεται στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρισκόταν η Γουόλ Στριτ το 2008, όταν τα μεγάλα αμερικανικά τραπεζικά ιδρύματα είχαν καταρρεύσει. Βέβαια, τότε είχε υπάρξει μια άμεση αντίδραση του Κογκρέσου, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα διάσωσης ύψους 787 δισ. δολαρίων, ενώ υποσχέθηκε επίσης ότι θα χορηγήσει πρόσθετη βοήθεια στις τράπεζες που «είναι υπερβολικά μεγάλες για να αφεθούν να χρεωκοπήσουν». Προφανώς, η μοίρα των αμερικανικών πόλεων ενδιαφέρει λιγότερο την Ουάσιγκτον.
Βλέπε Laurent Carroué, «Le Coeur de l’automobile américaine a cessé de battre», Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2009.
1
ΣτΜ: Στις Ηνωμένες Πολιτείες η αστυνόμευση και η πυροπροστασία αποτελούν αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
2
«Detroit firefighters get 70.000 toilet paper gift», USA Today, Μακλήν (Βιρτζίνια), 6-12-12.
3
Krissah Thompson, «Possibility of emergency manager in Detroit prompts civil rights concerns», The Washington Post, 5 Ιανουαρίου 2012.
4
James Arkin, «Lindsey Graham’s plan to prevent city bailouts», Politico, Arlington (Βιρτζίνια), 24-7-13.
5
Thomas J. Sugrue, «The rise and fall of Detroit’s middle class», The New Yorker, 22 Ιουλίου 2013.
6
«Cities are really too big to fail», The Nation, Νέα Υόρκη, 22-7-13.
7
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
Στις 25 Οκτωβρίου, οι Τσέχοι προσέρχονται στις κάλπες, σε πρόωρες εκλογές, μετά τη διάλυση του κεντροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού του Πετρ Νέκας. Παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις φέρουν
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ AΠΡΙΛΙΟΣ 2003
πρώτους τους Σοσιαλδημοκράτες, οι κάλπες θα μπορούσαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσοστό στο Κομμουνιστικό Κόμμα, για πρώτη φορά μετά τη βελούδινη επανάσταση
του 1989. Με την ευκαιρία αυτή, ας γυρίσουμε στο 2003, λίγο πριν την ένταξη των 10, μαζί και της Τσεχικής Δημοκρατίας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίκειται το δημοψήφισμα του Ιουνίου, στο οποίο οι Τσέχοι θ’ αποφασίσουν τελικά την ένταξή τους. Β.Κ.
Η απρόθυμη ένταξη της Τσεχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Του Karel Bartak*
Γ
ια τις Βρυξέλλες, η εκλογή του Βάτσλαβ Κλάους στην προεδρία της Τσεχίας, στις 28 Φεβρουαρίου του 2003, ήταν μια ψυχρολουσία. Ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος Πολιτών (ODS, δεξιά αντιπολίτευση) επανέλαβε στην τηλεόραση ότι ήταν «ευρωρεαλιστής» και όχι «ευρωενθουσιώδης». Ωστόσο, αν και υπάρχει ο κίνδυνος να ενισχύσουν αυτές οι κριτικές τις αμφιβολίες της κοινής γνώμης, η επικύρωση της Συνθήκης της Διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει προβλεφθεί για τον Ιούνιο, φαίνεται ότι είναι δεδομένη. «Έχασαν μια καλή ευκαιρία να σωπάσουν». Πέρα από τη συγκυρία κατά την οποία διατυπώθηκε -δηλαδή την κρίση του Ιράκ-, η ατάκα του Ζακ Σιράκ σήμαινε για τις χώρες που είναι υποψήφιες προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ότι δεν έχουν φτάσει ακόμα στο τέλος των βασάνων τους. Από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ευρωπαϊκό συμβούλιο της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002, ώς την υπογραφή της συνθήκης της ένταξης στην Αθήνα τον Απρίλιο, και, στη συνέχεια, μέχρι την επικύρωσή της1, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Χωρίς αμφιβολία, οι ηγέτες στους οποίους απευθύνονταν αυτές οι κατηγορίες δεν είχαν υπολογίσει ότι η προσχώρησή τους στον αμερικανικό πόλεμο ενάντια στο Ιράκ (στο πλευρό των Βρετανών και των Ισπανών) θα μπορούσε να σοκάρει. Πόσο μάλλον που το πατερναλιστικό ύφος τού Γάλλου προέδρου προκάλεσε αντιδρά-
* Ο Karel Bartak είναι ανταποκριτής του Τσεχικού Πρακτορείου Τύπου (CTK) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Βρυξέλλες.
σεις, καθώς απευθυνόταν σε χώρες που είχαν πρόσφατα απαλλαγεί από τον κομμουνισμό και την κηδεμονία της Μόσχας. Η αντίδραση παρέμεινε σε χαμηλούς τόνους, αλλά γεμάτη αγανάκτηση. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι άνθρωποι στην Πράγα, αλλά και στη Βαρσοβία ή στη Βουδαπέστη, θα μπορούσαν να είχαν αντιληφθεί την άλλη διάσταση του μηνύματος: ότι, στην ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν μπορεί να πηγαίνει κανείς ατιμώρητα ενάντια στο ρεύμα, ότι υπάρχουν ορισμένοι κανόνες αλληλεγγύης που πρέπει να γίνονται σεβαστοί, ιδίως όταν χτυπάει κανείς την πόρτα της Ευρώπης. Εκτός από το ύφος, το οποίο θεωρήθηκε απαράδεκτο, φάνηκε άδικη και η στιγμή που είχε επιλεγεί, μετά από τόσες προσπάθειες που είχαν γίνει, κατά τη διάρκεια αυτής της «διαδικασίας» που ονομάστηκε με πομπώδη τρόπο «συμφιλίωση της ηπείρου». Παρ’ όλο που κάθε μία από τις δέκα υποψήφιες χώρες έχει την ιδιαιτερότητά της, η στάση των πληθυσμών τους απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μοιάζει συχνά όμοια. Ελάχιστα ενημερωμένοι για το τι τους περιμένει, αφήνονται συχνά να χειραγωγούνται από τα μέσα ενημέρωσης, στα οποία κυριαρχεί το στοιχείο του εντυπωσιασμού. Η Τσεχία αποτελεί εξαίρεση, καθώς ο δημόσιος διάλογος γύρω από την ένταξη είναι εντονότερος. Οι φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις (χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι) βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικά ευρωσκεπτικιστικά κινήματα, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα Πολιτών (ODS) του νέου προέδρου και το ισχυρό Κομμουνιστικό Κόμμα της Βοημίας-Μοραβίας (KSCM). Η πρόθεση του ODS να δημιουργήσει, αμέσως μετά την ένταξη της χώρας στην Ένωση, μια κοινή δύναμη με τους Βρετανούς συντηρητικούς για να φρενάρει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ανησυχεί όλους όσοι -όπως οι Γάλλοιπροειδοποιούσαν για τον κίνδυνο «διάλυσης»
του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η μάχη του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2003 θα επικεντρωθεί λιγότερο στο «ναι» και στο «όχι» και περισσότερο στο περιεχόμενο της ένταξης. Οι ευρωσκεπτικιστές αρνούνται την «απλουστευτική» και «αφελή» προσέγγιση των «αισιόδοξων», οι οποίοι είναι έτοιμοι να δεχτούν οποιαδήποτε επινόηση φέρει τη σφραγίδα των Βρυξελλών. Ο λόγος του Σιράκ επιβεβαίωσε τη σκιά του ελέγχου του γαλλογερμανικού άξονα πάνω από τις μικρές χώρες. Όσον αφορά τη Συντακτική Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης, το ODS -το οποίο αμφιταλαντεύεται εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στα στελέχη του και την εκλογική πελατεία του, η οποία είναι περισσότερο φιλοευρωπαϊκή από εκείνη των σοσιαλδημοκρατών- συμμετέχει στο «λόμπι των οπαδών της εθνικής κυριαρχίας». Σύμφωνα με τον Κλάους, η ένταξη σε αυτό τον χώρο αποσκοπεί «στο να σταματήσει η πορεία της μετατροπής της διακυβερνητικής προσέγγισης σε υπερεθνική προσέγγιση, καθώς και η υφέρπουσα και σιωπηρή ενοποίηση της ηπείρου2». Με αυτό το κοκτέιλ εθνικισμού και φιλελευθερισμού, οι αιρετοί εκπρόσωποι του κόμματος που πρόσκειται στον πρόεδρο αισθάνονται να έλκονται ολοένα περισσότερο από την Ένωση για την Ευρώπη των Εθνών του Σαρλ Πασκουά, του πρώην Γάλλου υπουργού Εσωτερικών, και του Τζιανφράνκο Φίνι, αντιπροέδρου στην ιταλική κυβέρνηση. Η τσεχική εμπειρία δείχνει ότι είναι αρκετά εύκολο να στραφεί η κοινή γνώμη ενάντια στις Βρυξέλλες. Όπως και σε άλλες χώρες, η ενημέρωση τρέφεται περισσότερο από τα αρνητικά γεγονότα -όπως η πανωλεθρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Ζακ Σαντέρ το 1999, οι απογοητεύσεις της διάσκεψης κορυφής της Νίκαιας το 2000 ή η διαίρεση της Ευρώπης σχετικά με την κρίση στο Ιράκ- και λιγότερο από τις θετικές εξελίξεις, οι οποίες όμως αποτελούν «μη γεγονό-
LE
MONDE
4/34
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
τα». Ωστόσο, η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης αφήνει τον περισσότερο κόσμο βυθισμένο μέσα στην άγνοια για την ιστορία, τον λόγο ύπαρξης και τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης. Οι φήμες επηρεάζουν την κοινή γνώμη εξίσου με τις τοποθετήσεις επί της ουσίας. Η πληροφορία που μεταδόθηκε από τον μεγάλο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Nova ότι η Ένωση επρόκειτο να απαγορεύσει τις κυψέλες που δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές της πανικόβαλε χιλιάδες μελισσοκόμους, αρκετοί από τους οποίους θα καταψηφίσουν την ένταξη της χώρας στην Ένωση. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ψευδής φήμη για την απαγόρευση του utopenec (κομμάτια λουκάνικου μαριναρισμένα σε ξίδι, τα οποία σερβίρονται στα μπιστρό ως μεζές για την μπίρα) είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’ όσο θα είχαν πολλές ώρες τηλεοπτικού διαλόγου. Πέρα από αυτές τις «λεπτομέρειες», η Ευρωπαϊκή Συμφωνία, η οποία υπογράφηκε το 1993, υποχρέωσε την Τσεχία να προβεί σε πολλές αντιλαϊκές αλλαγές. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να εναρμονίσουν τη νομοθεσία με δεκάδες χιλιάδες σελίδες «κοινοτικού κεκτημένου». Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντιμετωπίζονται ως ιατρικό ανακοινωθέν για την κατάσταση της χώρας: το 2000, η διατύπωση ότι η Τσεχία «εθεωρείτο» χώρα με οικονομία της αγοράς τη στιγμή που η Πολωνία και η Ουγγαρία χαρακτηρίζονταν πραγματικές οικονομίες της αγοράς, προκάλεσε τεράστια συγκίνηση. Υπάρχουν και χειρότερα. Η κοινή γνώμη θεωρεί ότι η μεταβατική περίοδος των δύο έως επτά ετών για την ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων, η οποία αποκλείει τους Τσέχους από την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, αποτελεί μια διάκριση εις βάρος της χώρας3. Η Γερμανία και η Αυστρία, στις οποίες οφείλεται η συγκεκριμένη διάταξη, επιδίωκαν να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη τους, την οποία ανησυχούσε το ενδεχόμενο της μαζικής εισροής εργαζομένων από την Ανατολική Ευρώπη. Τέτοιοι περιορισμοί, τόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα όσο και σε άλλα, έκαναν τεράστια εντύπωση στην κοινή γνώμη, αμαύρωσαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Γερμανίας, η οποία επιθυμούσε να παρουσιάζεται ως ο ιστορικός «πνευματικός πατέρας» της διεύρυνσης. Όμως η χώρα υπέφερε επίσης από την οικονομική μάχη που συνόδευσε όλες τις διαπραγματεύσεις, με απόγειο τη διάσκεψη κορυφής της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002. Ήδη από την έκτακτη διάσκεψη κορυφής του Βερολίνου, τον Μάρτιο του 1999, η Ένωση μετά από αίτημα της Γερμανίας, το οποίο υποστηρίχθηκε από τη Γαλλία- αρνήθηκε να επεκτείνει το καθεστώς των άμεσων γεωργικών ενισχύσεων στα νέα μέλη. Το κόστος της διεύρυνσης για την περίοδο 2002-2006 καθορίστηκε εκείνη την εποχή στα 58 δισεκατομμύρια ευρώ. Δεδομένου ότι καμία χώρα δεν θα ενταχθεί πριν το 2004, τα πρώτα 15,5 δισεκατομμύρια δεν έχουν δαπανηθεί: αποτελούν για τους 15 μια εξοικονόμηση χρημάτων για την οποία δεν μιλάει κανείς. Τα υπόλοιπα (42,5 δισεκατομμύρια) έπρεπε να κατανεμηθούν στις δέκα νέες χώρες -ενώ στην αρχή προβλεπόταν η ένταξη μόνο έξι χωρών- χωρίς καμία αύξηση των ποσών. Χάρη στη γαλλογερμανική συμφωνία για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η Ένωση χορήγησε τελικά ένα μέρος των άμεσων ενισχύσεων στα νέα μέλη4, χωρίς ωστόσο να αυξήσει το συνολικό ποσό που διατέθηκε για τη διεύρυνση. Στη διάσκεψη κορυφής της Κοπεγχάγης, τα κράτη-μέλη -και κατά κύριο λόγο η Γερμανία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με πραγματικές οικονομικές δυσκολίες- δεν είχαν το θάρρος να
ΚΥΡΙΑΚΗ 20 OKTΩΒΡΙΟΥ 2013
συμβιβαστικό ρόλο που ήταν ευνοϊκός για τις τσεχικές θέσεις. Η μεσολάβησή της επέτρεψε την οριστική εξομάλυνση των σχέσεων με αυτές τις χώρες7... Όσον αφορά το μέλλον, παραμένει ασαφές. Θα σημάνει κυρίως η ώρα της αλήθειας για τον οικονομικό και τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Σε όσους προφητεύουν τεράστιες δυσκολίες για ορισμένους τομείς, αντιτείνεται ότι η οικονομία είναι ήδη ανοιχτή εδώ και χρόνια8. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο σεβασμός των νέων κανόνων θα οδηγήσει στη μερική ρύθμιση του άγριου καπιταλισμού που θριαμβεύει την τελευταία δωδεκαετία. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για έναν από τους λόγους που ορισμένοι «νεόπλουτοι» δεν δείχνουν να βιάζονται να ενταχθούν σε μια Ευρώπη με «υπερβολικές νομοθετικές ρυθμίσεις». Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να συμμαχούν, αντικειμενικά, εν όψει του δημοψηφίσματος, με την πιο συντηρητική πτέρυγα του κομμουνιστικού κόμματος, η οποία είναι εχθρική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για λόγους αρχής. Όλοι αυτοί που αντιτίθενται στην ένταξη επωφελήθηκαν αμέσως από τις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου. Αυτός που είχε υποσχεθεί δημόσια ότι θα υποδεχθεί την Πολωνία -και, εμμέσως, τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ομάδας του Βίζεγκραντ- στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2000, φαίνεται να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ένταξή τους. Να πρόκειται άραγε για απλή τακτική;
Υπάρχει μόνο μία συνθήκη για τις δέκα χώρες που εντάσσονται: Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Κύπρος και Μάλτα. 1
επισφραγίσουν τις διαπραγματεύσεις με μια χειρονομία γενναιοδωρίας: τη διανομή ολόκληρου του ποσού που είχαν υποσχεθεί, από το οποίο είχε μείνει αδιάθετο ένα ποσό της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Κι όμως, για την περίοδο 2004-2006 η υποδοχή των δέκα νέων χωρών στην ευρωπαϊκή οικογένεια θα κοστίσει στους 15 μονάχα το 0,1% του ΑΕΠ τους. Η έλλειψη γενναιοδωρίας χάλασε τη γιορτή της Κοπεγχάγης και υπάρχει ο κίνδυνος να βλάψει τη συνοχή του νέου συνόλου, το οποίο είναι πολύ λιγότερο ομοιογενές από οικονομική και κοινωνική άποψη. Τον Νοέμβριο του 2002 πραγματοποιήθηκε στην Πράγα μια βίαιη διαδήλωση: επρόκειτο για πρωτοφανές γεγονός. Προβλέποντας ότι η αγορά θα κατακλυστεί από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, ότι ορισμένοι κλάδοι θα εξαφανιστούν και ότι θα επιδεινωθεί σημαντικά το επίπεδο ζωής όλων των αγροτών, οι αγρότες απαιτούσαν μια μεταχείριση ανάλογη με εκείνη των Γερμανών και Αυστριακών γειτόνων τους. Στηριζόμενη σε μια έρευνα που αποδεικνύει ότι το κόστος παραγωγής των Τσέχων αγροτών αντιστοιχεί στο 40% του κόστους των συναδέλφων τους στην Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανταπάντησε ότι η εφαρμογή των εγγυημένων τιμών θα συνεπαγόταν τη σημαντική αύξηση των εισοδημάτων τους κατά 60%, ακόμα και χωρίς τις άμεσες ενισχύσεις. Ψέματα, απαντούν οι τσεχικές οργανώσεις: υποστηρίζουν ότι το κόστος είναι ίδιο και για τις δύο πλευρές και -συνεπώς- οι αγρότες της Δύσης θα επωφεληθούν από την αρχική διαφορά των άμεσων πληρωμών, η οποία φτάνει το 75% και θα μειωθεί μόνο μετά από 10 χρόνια. Για να ησυχάσει τα πνεύματα, η Ένωση αναγκάστηκε να δεχτεί ότι τα νέα μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να χορηγήσουν -από τον εθνικό προϋπολογισμό τους- συμπληρωματικές ενισχύσεις στους αγρότες τους. Πρόκειται για ένα πρώτο βήμα προς τη διάλυση της ΚΑΠ... Καθώς οι αγρότες αποτελούν μόνο το 4% του τσεχικού πληθυσμού, όσο θεαματικές κι αν ήταν οι διαμαρτυρίες τους, δεν είχαν μεγάλο αντίκτυ-
πο. Ωστόσο, επιβάρυναν ένα κλίμα το οποίο ήταν ήδη ιδιαίτερα κακό, καθώς η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί, για να κλείσει το κεφάλαιο του «ανταγωνισμού», να θυσιάσει το ένα τρίτο της σιδηρουργίας. Κατά τη διάρκεια της διετίας που θα ακολουθήσει την ένταξη, το κράτος θα έχει τη δυνατότητα να χορηγεί επιδοτήσεις σε αυτόν τον τομέα. Στη συνέχεια, όμως, θα επικρατήσουν οι νόμοι της αγοράς. Ωστόσο, μετά από μια δεκαετία επώδυνων αλλαγών σε αυτή τη χώρα, η κούραση και η παραίτηση υπερισχύουν του θυμού. Από την πλευρά της, η Επιτροπή δεν δίστασε να καταγγείλει την καταστροφική διαχείριση του χρηματοοοικονομικού τομέα, την αδιαφάνεια της ιδιωτικοποίησης των μεγάλων τραπεζών, την μεγάλης έκτασης «τουνελοποίηση»5 των επιχειρήσεων. Ακόμα και οι ξένοι επενδυτές διαμαρτυρήθηκαν για τη διαφθορά του επιχειρηματικού κόσμου. Καθώς οι εκστρατείες « καθαρά χέρια» που επιχείρησε η κυβέρνηση δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία, οι Βρυξέλλες κατέληξαν να θεωρούνται φραγμός απέναντι στις τσέχικες μαφίες. Χωρίς να μιλήσουμε δε για την αισθητή βελτίωση της κατάστασης του περιβάλλοντος, η οποία επιβλήθηκε και -εν μέρει- χρηματοδοτήθηκε από την Ένωση. Ή για την υποστήριξη που προσφέρουν τα συνδικάτα στην ένταξη, καθώς έχουν συνειδητοποιήσει την πρόοδο που αντιπροσωπεύει η ευρωπαϊκή κοινωνική νομοθεσία, η οποία, όσο κι αν βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα, θα ωφελήσει τους Τσέχους εργαζόμενους. Με την αυστριακή αντίδραση ενάντια στον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας του Τέμελιν και την ανακίνηση του ζητήματος των Σουδητών6, η διαπραγμάτευση μεταξύ Πράγας και Βρυξελλών απέκτησε έναν περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα. Εκ πρώτης όψεως, η Αυστρία και η γερμανική Δεξιά έδειχναν να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Κι όμως, στην πεισματώδη μάχη που ακολούθησε, κατ’ αρχάς στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή διαδραμάτισε και στις δύο περιπτώσεις έναν
Λόγος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις 7 Δεκεμβρίου του 2001.
2
Οι 15 θα μπορούν να επιβάλλουν τη διοικητική διαδικασία της χορήγησης άδειας εργασίας (όπως συμβαίνει και με οποιονδήποτε άλλο αλλοδαπό) επί δύο χρόνια. Αυτή η περίοδος είναι δυνατόν να παραταθεί για ακόμη τρία χρόνια με απλή δήλωση και για δύο χρόνια επιπλέον εάν υπάρχουν «κίνδυνοι αποσταθεροποίησης της αγοράς εργασίας». 3
25% του οφειλόμενου ποσού το 2004, 30% το 2005, 40% το 2006 και ούτω καθ’ εξής μέχρι το 2013, οπότε και οι άμεσες πληρωμές θα είναι οι ίδιες για τους 25. 4
5 Μέθοδος απάτης που συνίσταται στην υπεξαίρεση των περιουσιακών αγαθών των επιχειρήσεων πριν την ιδιωτικοποίησή τους, συχνά μέσω της μεταφοράς τους σε φορολογικούς παραδείσους. 6 Βλέπε Antoni Liehm, «Tourner la douloureuse page des Sudetes», Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 1996.
Η Επιτροπή συντόνισε και συγχρηματοδότησε αρκετές εκθέσεις για την ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Τέμελιν και ανάγκασε τους Τσέχους και τους Αυστριακούς να συνάψουν μια οριστική συμφωνία κορυφής. Όσον αφορά το ζήτημα των Σουδητών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε τη γνώμη εμπειρογνωμόνων, των οποίων η έκθεση συνιστούσε την ένταξη της Τσεχίας χωρίς την υποχρέωση να καταργήσει ρητά τα διατάγματα Μπένες που περιλαμβάνονται στο νομοθετικό σύστημα της χώρας. Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα. (ΣτΜ: Η εκδίωξη τριών εκατομμυρίων Γερμανών υπηκόων από την Τσεχία την επομένη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις εθνικής εκκαθάρισης στην Ευρώπη).
7
Όλοι οι εμπορικοί φραγμοί έχουν καταργηθεί σταδιακά, εκτός από εκείνους που αφορούν ορισμένα αγροτικά προϊόντα.
8
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΛΙΑ ΚΑΪΜΑΚΗ