LE
MONDE
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 39
diplomatique Τα ηθικά επιχειρήματα της λιτότητας EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ Της Mona Chollet*
Λ
ιτότητα, δημοσιονομική αυστηρότητα, σκληρές προσπάθειες, πειθαρχία, άκαμπτοι κανόνες, επώδυνα μέτρα… Πολιορκώντας αδιάκοπα τα αυτιά μας με αυτές τις έντονα ηθικοπλαστικές συνδηλώσεις, το λεξιλόγιο της κρίσης καταλήγει να κινεί το ενδιαφέρον μας. Τον Ιανουάριο του 2012, την παραμονή της έναρξης του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, ο πρόεδρός του, Κλάους Σβαμπ, μιλούσε ευθέως για «αμαρτία»: «Πληρώνουμε τις αμαρτίες των τελευταίων δέκα ετών», ήταν η διάγνωσή του, πριν αναρωτηθεί «αν οι χώρες που αμάρτησαν, ιδιαιτέρως εκείνες του Νότου, διαθέτουν την πολιτική βούληση για να βάλουν μπροστά τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις».1 Στο περιοδικό Le Point, με την πένα του Φραντς-Ολιβιέ Γκισμπέρ, η αποτίμηση των αχαλίνωτων οργίων μας είναι ακόμη πιο διευρυμένη: ο αρθρογράφος οικτίρει «τριάντα χρόνια ανοησίας, αφροσύνης και απρονοησίας, που τα ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας».2 Ηγέτες και σχολιαστές αναμασούν την ίδια φαντασιωσική αφήγηση : όντες τεμπέληδες, χωρίς να σκοτίζονται για τίποτε και δαπανώντας ασυλλόγιστα, οι ευρωπαϊκοί λαοί προσέλκυσαν επ’ αυτών, ως δίκαιη τιμωρία, τη μάστιγα της κρίσης. Και τώρα πρέπει να εξιλεωθούν. Πρέπει να «σφίξουν το ζωνάρι», να τιμήσουν εκ νέου τις παλιές καλές αρετές της εγκράτειας και της λιτότητας. Η Le Monde αναφέρει ως παράδειγμα τη Δανία, χώρα υποδειγματική, στην οποία μια «κούρα με σκέτες πατάτες» τής επέτρεψε να ξανανιώσει την ευμένεια των οίκων αξιολόγησης. Και, στην ομιλία του με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του τον Δεκέμβριο του 2011, ο πρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης, Μαριάνο Ραχόι, απευθυνόταν με στόμφο στους συμπατριώτες του: «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα άχαρο έργο, ανάλογο με εκείνο των γονιών που πρέπει να καταφέρουν να ταΐσουν τέσσερα άτομα με χρήματα που επαρκούν για δύο». Πολυάριθμες φωνές υψώνονται προκειμένου να υπογραμμίσουν την εξαπάτηση που κρύβει πίσω του ο συλλογισμός ότι η συμπεριφορά ενός κράτους είναι βγαλμένη από το ίδιο «καλούπι» με τη συμπεριφορά μιας οικογένειας. Παρακάμπτει το ερώτημα για την υπαιτιότητα της κρίσης,
* Η Mona Chollet είναι δημοσιογράφος της «Le Monde diplomatique»
όπως και το αφόρητο βάρος που η κρίση ρίχνει στους ώμους των ανθρώπων, των οποίων το μόνο λάθος ήταν ότι θέλησαν να φροντίσουν τους εαυτούς τους ή να πληρώσουν τους καθηγητές των παιδιών τους. Για κάποιον μεμονωμένο άνθρωπο, η αυστηρότητα στην τήρηση του οικογενειακού προϋπολογισμού μπορεί να γίνει πηγή υπερηφάνειας και ικανοποίησης για ένα κράτος, σημαίνει την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, όταν δεν καταλήγει, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ξεκάθαρη κοινωνιοκτονία. Στη Δανία, διευκρίνιζε η Le Monde, η «κούρα με σκέτες πατάτες» μεταφράστηκε σε έκρηξη της ανεργίας και σε δραστική μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων: «Εξήντα χιλιάδες νοικοκυριά έχασαν το κατάλυμά τους». Έτσι, αυτή η δήθεν φρόνηση όχι μόνο απαλείφει με μαγικό τρόπο τις κοινωνικές ανισότητες και συσκοτίζει τον όλεθρο της δημοσιονομικής αυστηρότητας, αλλά και συστήνει απέναντι στην κρίση μια οικονομική πολιτική που δεν καταλήγει παρά στην επιδείνωσή της, αποτρέποντας κάθε δυνατότητα ανάκαμψης μέσω της κατανάλωσης. «Η αποταμίευση και η επένδυση αποτελούν αρετές για μια οικογένεια είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να φανταστούν ότι, σε εθνική κλίμακα, η υπερβολική εγκράτεια μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα», σημειώνει ο αρθρογράφος τού «Bloomberg Businessweek» Πήτερ Κόι (26 Δεκεμβρίου 2011). Ανορθολογικές, κυριολεκτικά παραληρηματικές, οι εκκλήσεις για μετάνοια δεν διατηρούν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε ότι εξακολουθούν να αντηχούν από τη μια άκρη του ευρωπαϊκού χώρου στην άλλη; Επειδή εξυπηρετούν τα κυρίαρχα συμφέροντα, θα απαντούσαμε. Και όντως, προσφέρουν την ευκαιρία να ολοκληρωθεί, υπό το πρόσχημα του χρέους, η καταστροφή των μεταπολεμικών κοινωνικών κατακτήσεων που ξεκίνησε πριν από καμιά τριανταριά χρόνια. Πριν από αυτήν, είχαν ήδη επιτρέψει, στη Γαλλία του Βισύ,3 να ενταφιαστεί η επίφοβη μνήμη του Λαϊκού Μετώπου.4 Η δίκη της Ριόμ, που έλαβε χώρα το 1942 στην ομώνυμη κωμόπολη του Πι-ντε-Ντομ, σκοπό είχε να καταδείξει ότι οι «επαναστάτες» ηγέτες, όπως ο Λεόν Μπλουμ και ο Εντουάρ Νταλαντιέ, ήταν υπεύθυνοι για την ήττα του Ιουνίου 1940 από τον γερμανικό στρατό. Το μοιραίο πλήγμα για τα γαλλικά στρατεύματα ήρθε από την υιοθέτηση του οκταώρου στα εργοστάσια όπλων και όχι από τις αποφάσεις των επιτελείων... Ενόψει της «εθνικής ανάκαμψης», ο στρατάρχης Φιλίπ Πετέν είχε -ήδη- την πρόθεση να υποκαταστήσει το «πνεύμα της απόλαυσης» με το «πνεύμα της
θυσίας». Κατά την έναρξη της δίκης, η εφημερίδα Le Matin χαρακτήριζε τον Μπλουμ ως «τον άνθρωπο που μόλυνε με τον ιό της τεμπελιάς το αίμα ενός ολόκληρου λαού».5 Οι Γάλλοι «τα άκουσαν» εβδομήντα χρόνια πριν από τους Έλληνες... και τους Πορτογάλους, τους οποίους ο πρωθυπουργός τους, Πέδρο Πάσος Κοέλιο, νουθετεί σήμερα με αυτά τα λόγια: «Θυμάστε, βεβαίως, εκείνο το τραγελαφικό επει-
Για κάποιον μεμονωμένο άνθρωπο, η αυστηρότητα στην τήρηση του οικογενειακού προϋπολογισμού μπορεί να γίνει πηγή υπερηφάνειας και ικανοποίησης· για ένα κράτος, σημαίνει την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, όταν δεν καταλήγει, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ξεκάθαρη κοινωνιοκτονία
σόδιο τότε που, ενόσω η τρόικα μοχθούσε στη Λισσαβώνα προκειμένου να επεξεργαστεί το πρόγραμμα βοήθειας στην Πορτογαλία [το 2011], τα πάντα ήταν κλειστά στη χώρα, επειδή όλος ο κόσμος επωφελούνταν από μερικές ημέρες αργίας για να την κοπανήσει. Η τρόικα, που δάνειζε χρήματα στην Πορτογαλία, εργαζόταν και η χώρα έκανε κοπάνα. Ευτυχώς, όσα συνέβησαν έκτοτε αντέστρεψαν αυτή την πολύ άσχημη πρώτη εικόνα».6 Όμως, δεν αποτελούν οι προσκλήσεις για μόχθο, ταπείνωση και αυταπάρνηση απλώς ένα τέχνασμα ώστε η λεηλασία που υποκρύπτεται πίσω τους να γίνει αποδεκτή από όσο το δυνατόν περισσότερους; Οι ειλικρινείς, παθιασμένοι τόνοι τους δίνουν την εντύπωση ότι δεν εκπορεύονται αποκλειστικά από τη σφαίρα του κυνισμού και ότι βασίζονται σε ένα συμπαγές πολιτισμικό θεμέλιο. «H διάθεση ‘θυσίας’, τόσο ηθικολογική όσο και λογική, προκαλεί σε πολλούς σχολιαστές ένα είδος νοσηρής αγαλλίασης, λες και τα βάσανα του λαού διαθέτουν ταυτόχρονα και κάποια ‘εξαγνιστική’ διάσταση», διαπιστώνει ο κοινωνιολόγος Φρεντερίκ Λεμπαρόν με αφορμή την τρέχουσα κατάσταση.7 Ο Πετέν ήθελε να θυμίσει στους Γάλλους ότι, «από τον καιρό του Αδάμ, η τιμωρία αποτελεί μια επίκληση για αποκατάσταση, μια υπόσχεση για αναγέννηση».8 Πιο κοντά στις μέρες μας, ο κ. Ραχόι προφητεύει: «Η προΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4