LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013 TEYXOΣ 42
diplomatique
Επιστροφή στην παγκόσμια σκηνή με τολμηρή διπλωματία ΡΩΣΙΑ
Σε μια εποχή όπου οι αποκαλύψεις περί συστηματικής κατασκοπίας των συμμάχων της φέρνουν σε δύσκολη θέση την Ουάσιγκτον, η Μόσχα μοιάζει να συγκεντρώνει επιτυχίες στη διεθνή σκηνή (υπόθεση Σνόουντεν, Συρία). Έχοντας κληρονομήσει μια τρομερή, αν και αποδυναμωμένη διπλωματία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Ρωσία εκτιμά ότι ξαναβρήκε επιτέλους τη θέση της μεγάλης δύναμης που της αξίζει. Του Jacques Lévesque*
T
ους τελευταίους μήνες, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, πέτυχε δύο νίκες μείζονος σημασίας στη διεθνή σκηνή. Τον Αύγουστο, προσέφερε άσυλο στον Αμερικανό επιστήμονα της πληροφορικής Έντουαρντ Σνόουντεν, χάρη στον οποίο διέρρευσαν οι συγκλονιστικές πληροφορίες για τα συστήματα ψηφιακής παρακολούθησης από την αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας (National Security Agency, NSA). Τό* Ο Jacques Lévesque είναι διδάκτωρ πολιτικών επιστημών, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, στο Μόντρεαλ, συγγραφέας του δοκιμίου «Le Retour de la Russie» (Varia, Μόντρεαλ, 2007).
τε μπόρεσε να υπερηφανευθεί για το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν η μοναδική χώρα στον κόσμο που κατόρθωσε να αντισταθεί στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον. Ακόμα και η Κίνα υποχώρησε, ενώ ακολούθησαν η Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ, ακόμα και η Κούβα, χρησιμοποιώντας υπεκφυγές. Παραδόξως, οι πιέσεις που ασκήθηκαν από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, και από τον ίδιο τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα, προς τις κυβερνήσεις που εκδήλωσαν την προθυμία να παράσχουν άσυλο στον νεαρό Αμερικανό, συνέβαλαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην επιτυχία του Πούτιν. Με τον τρόπο που έδρασε η Ουάσιγκτον, παρουσίασε τον Σνόουντεν ως κίνδυνο για την ασφάλεια σχεδόν ισάξιο με τον πρώην ηγέτη της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν. Έπεισε μάλιστα τους συμμάχους να απαγορεύσουν τη διέλευση του αεροπλάνου του προέδρου της Βολιβίας, Έβο Μοράλες,1 από τον εναέ-
ριο χώρο τους, επειδή είχαν την υπόνοια ότι μετέφερε τον Σνόουντεν. Μια τέτοια ατμόσφαιρα συνέβαλε στο να αναδείξει την «τόλμη» του Πούτιν τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Στη Μόσχα, πολλοί αντίπαλοί του χαιρέτισαν την κίνησή του στο όνομα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Αλλά η πραγματική επιτυχία του Πούτιν, πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς από την προηγούμενη, κερδήθηκε στο κεφάλαιο Συρία. Χάρη στην υπόσχεση που απέσπασε από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της χώρας του υπό διεθνή επιτήρηση, ο Ομπάμα αποφάσισε τελικά να αναστείλει «προσωρινά» τους σχεδιαζόμενους προς παραδειγματισμό βομβαρδισμούς. Μέχρι τότε, ο Λευκός Οίκος απειλούσε τη Μόσχα με διεθνή απομόνωση, κατακεραυνώνοντάς την για την υποστήριξή της στο καθεστώς της Δαμασκού και για την αντίθεσή της σε οποιαδήποτε κύρωση από τον ΟΗΕ. Εύλογα, λοιπόν, ο Πούτιν εμφανίζεται σήμερα ως εκείνος ο αρχηγός κράτους που κατάφερε να αποτρέψει μια στρατιωτική επιχείρηση με τρομακτικές συνέπειες. Ακόμα κι εκεί, η νίκη του διευκολύνθηκε από τους εσφαλμένους υπολογισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης. Μετά την άρνηση της Βρετανίας να συμμετάσχει στην επιχειρούμενη επέμβαση, ο Ομπάμα κινδύνευε να γνωρίσει και δεύτερη αποτυχία, με απρόβλεπτες συνέπειες,
στην προσπάθειά του να πετύχει την έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου. Παρ’ ότι τα στρατιωτικά αντίποινα, στα οποία συμφώνησε ο Ομπάμα για λόγους αξιοπιστίας, θα ήταν «εξαιρετικά περιορισμένα «, σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποίησε ο υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, στις 9 Σεπτεμβρίου,2 του προκαλούσαν έντονη αποστροφή. Την επομένη της συμφωνίας που επετεύχθη χάρη στον Πούτιν, η εφημερίδα Izvestia κυκλοφορούσε με τον ακόλουθο τίτλο: «Η Ρωσία έρχεται να συνδράμει τον Ομπάμα» (12 Σεπτεμβρίου 2013). Επιδεικνύοντας σύνεση, ο Ρώσος πρόεδρος επιφυλάχθηκε να εκδηλώσει την ίδια διάθεση θριαμβολογίας με τους αυλικούς του. Σε πλήρη αρμονία με τους διπλωμάτες του, βλέπει σε αυτές τις τελευταίες εξελίξεις ένα σημείο των καιρών και μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Σε σημείο, μάλιστα, που αν ο Σνόουντεν είχε φτάσει στη Μόσχα τον Οκτώβριο αντί για τον Ιούλιο, χωρίς αμφιβολία δεν θα είχε μπορέσει να παραμείνει εκεί. Τα δύο τελευταία χρόνια, η στάση της Ρωσίας απέναντι στον πόλεμο της Συρίας βγάζει στην επιφάνεια τους φόβους και τις απογοητεύσεις της, καθώς και τους μακροπρόθεσμους στόχους και τις φιλοδοξίες της στη διεθνή σκηνή. Συγχρόνως, ρίχνει φως στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Η ελίτ της πλατείας Σμολένσκ μεταξύ νοσταλγίας και φιλοδοξίας Toυ Yann Breault *
X
τισμένο την επαύριο του «μεγάλου πατριωτικού πολέμου» (1941-1945), το κτήριο 27 ορόφων που στεγάζει το υπουργείο Εξωτερικών στη Μόσχα θυμίζει, με την πομπώδη όσο και στιβαρή αρχιτεκτονική του, το παρελθόν της Ρωσίας ως υπερδύναμης. Την εποχή που χτιζόταν, από το 1948 ώς το 1953, η περιπέτεια του κομμουνισμού κέρδιζε έδαφος. Η διπλωματική δραστηριότητα της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) εξαπλωνόταν σε όλες τις ηπείρους. Μια θέση εργασίας στο υπουργείο Εξωτερικών ήταν το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο για καριέρα που μπορούσε να έχει κανείς. Τους υποψήφιους τους σταχυολογούσαν μεταξύ εκείνων που ξεχώριζαν για τις επιδόσεις τους στα σχολικά μαθήματα και για τη δράση τους στις κομμουνιστικές νεολαίες. Μορφώνονταν στη Διπλωματική Ακαδημία του υπουργείου (έτος ίδρυσης 1934) ή στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (έτος ίδρυσης 1944) και είχαν εξαιρετική γνώση ξένων γλωσσών, πράγμα σπανιότατο στα άλλα υπουργεία. Η πρόσβαση στον έξω κόσμο αποτελούσε σίγουρα μεγάλο δέλεαρ. Ίσως όμως όχι τόσο μεγάλο όσο η αίσθηση ότι μπορείς να διαδραματίσεις κεντρικό ρόλο, όχι μόνο για τη σοβιετική πατρίδα, η οποία ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τη Ρωσία, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Διότι, τότε ακόμα πίστευαν ότι η τύχη της παγκόσμιας επανάστασης εξαρτιόταν από τη Μόσχα. Πώς, λοιπόν, να μη νοσταλγεί ένας διπλωμάτης το διεθνές στάτους της Ρωσίας την εποχή εκείνη, έχοντας υποφέρει τόσο καιρό από σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην Ευρώπη; Παρ’ όλο που το βάρος της κληρονομιάς εκείνου του αρχιτεκτονήματος της σταλινικής περιόδου συνέβαλε αναμφίβολα στην ανάπτυξη ρωσοφοβικών αντανακλαστικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν ενόχλησε, ωστόσο, την εγχώρια φιλοδυτική ελίτ που έβλεπε ευνοϊκά τη διάλυση της σοβιετικής εξουσίας. Τη στιγμή που ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραιτούνταν από τη θέση του προέδρου της ΕΣΣΔ και παρέδιδε τον φάκελο με τα πυρηνικά στον Μπόρις Γέλτσιν, στις 25 Δεκεμβρίου του 1991, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Αντρέι Κοζίρεφ, είχε ήδη εγκατασταθεί μαζί με τους συνεργάτες του στον ουρανοξύστη της πλατείας Σμολένσκ. Με διάταγμα που υπεγράφη στις 18 Δεκεμβρίου του 1991, η Ομο-
* Ο Yann Breault είναι διδάκτωρ πολιτικών επιστημών, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, στο Μόντρεαλ.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
σπονδιακή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας αποκτούσε κυριαρχία επί του συνόλου των πρεσβειών και άλλων διπλωματικών αντιπροσωπειών της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό. Οι Ρώσοι ιθύνοντες, αφού πρώτα έπαιξαν τον ρόλο του νεκροθάφτη της ΕΣΣΔ, αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου τη συνέχειά της στον τομέα της διπλωματίας. Την ίδια στιγμή, καθώς είχαν την επιθυμία να γίνουν δεκτοί στους κόλπους αυτού που ονόμαζαν «πολιτισμένο κόσμο», καθησύχαζαν τα υπουργεία Εξωτερικών της Δύσης διαβεβαιώνοντάς τα ότι η Ρωσία θα εκπλήρωνε όλες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις διεθνείς συμβάσεις, ιδίως εκείνες που αφορούσαν τους αφοπλισμούς. Κάτι επίσης αξιοσημείωτο: με μια σύντομη προφορική ειδοποίηση προς τους επικεφαλής των διπλωματικών αποστολών στη Μόσχα, στις 2 Ιανουαρίου του 1992, ο υπουργός Κοζίρεφ ζήτησε από τις ξένες κυβερνήσεις να θεωρούν στο εξής τους σοβιετικούς διπλωμάτες που ήταν διαπιστευμένοι στις χώρες τους ως ανήκοντες στη Ρωσική Ομοσπονδία, φέρνοντας ξαφνικά σε εξαιρετικά άβολη θέση τους μη Ρώσους που εξακολουθούσαν να εργάζονται στις πρεσβείες και τα προξενεία της πρώην ΕΣΣΔ. Στην αρχή, ο Κοζίρεφ επιθυμούσε να επισπεύσει την προσέγγιση με τη Δύση που είχε εγκαινιάσει ο Γκορμπατσόφ, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει λόγο για ενδεχόμενη ένταξη της Ρωσίας στον Οργανισμό Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) και να αρνηθεί την ύπαρξη και της παραμικρής, έστω, αντίφασης ανάμεσα στα συμφέροντας της Ρωσίας και σε εκείνα των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Μέσα σε ένα πλαίσιο άγριων περικοπών στον προϋπολογισμό, η αλλοτινή αίγλη των διπλωματικών υπηρεσιών μειώθηκε σημαντικά. Στο διάστημα 1991- 1993, η Ρωσία επέλεξε να κλείσει 36 πρεσβείες και προξενεία. Σε μια περίοδο όπου θα έπρεπε να ανοίξουν νέα παραρτήματα για τη διαχείριση των σχέσεων με τα νέα περιφερειακά κράτη που προέκυψαν από την πρώην σοβιετική αυτοκρατορία, το υπουργείο πάσχιζε να διατηρήσει ακόμα και τις υπάρχουσες θέσεις. Καθώς μάλιστα η γνώση ευρωπαϊκών γλωσσών είχε μεγάλη ζήτηση στις ξένες εταιρείες, πολλοί διπλωματικοί υπάλληλοι υπέκυψαν στις πολύ πιο δελεαστικές συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα κι εγκατέλειψαν το καράβι. Αν και ο ηττοπαθής χαρακτήρας τής υπερβολικά φιλοδυτικής εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε ο υπουργός Εξωτερικών δεν συγκινούσε το διπλωματικό σώμα, οι διαδοχικές ταπεινώσεις που υπέστη η Ρωσία στη διεθνή σκηνή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 συνέχιζαν να αμαυρώνουν τη φήμη του επαγγέλματος. Στο μεταξύ, οι δυνάμεις που αυτοπροβάλλονταν ως οι πιο δημοκρατικές στην ιστορία της Ρωσίας είχαν παγιδευτεί σε μια ύφεση της οικονομικής δρα-
στηριότητας της τάξης του 40% σε σχέση με το 1990 και είχαν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία τους. Ο διορισμός του Γεβγκένι Πριμακόφ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών, τον Ιανουάριο του 1996, σηματοδότησε μια αλλαγή πλεύσης απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του ΝΑΤΟ. Η λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα που είχε ως ειδικός επί του αραβικού κόσμου και διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων μετρούσε σίγουρα περισσότερο από τον όψιμο ρόλο του ως επικεφαλής στη γενική διεύθυνση της πρώην KGB - θέση την οποία είχε δεχτεί κατόπιν έκκλησης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, τον Αύγουστο του 1991. Ωστόσο, το να αναλάβει το υπουργείο ένας πρώην αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών ήταν αρκετά βαρύ. Ο σεβασμός που επέβαλε ο Πριμακόφ με το κλασικό όραμα της ρεαλπολιτίκ και με το κάλεσμά του για την οικοδόμηση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του. Ο Γέλτσιν, ωστόσο, ήταν πολύ καχύποπτος απέναντι στον υπουργό του για να αφήσει στα χέρια του λευκή επιταγή για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Όχι μόνο δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την προσέγγιση με τη Δύση, την οποία είχε τόσο πολύ προωθήσει ο ίδιος, αλλά, κυρίως, δεν έβλεπε με καλό μάτι τη συμπάθεια που απολάμβανε ο υπουργός του μεταξύ των αντιπάλων του για το γεγονός ότι άλλαξε τη γραμμή του προκατόχου του. Σε μια κίνηση δήθεν παραχώρησης προς την αντιπολίτευση, ο πρόεδρος διόρισε τον Πριμακόφ στη θέση του πρωθυπουργού, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1998. Τον έπαυσε, όμως, από τα καθήκοντά του λίγο αργότερα, στις 11 Μαΐου του 1999, προς μεγάλη ικανοποίηση των ολιγαρχών που δεν ασκούσαν κανένα έλεγχο στον Πριμακόφ, με πρώτο και καλύτερο τον Μπόρις Μπερεζόφσκι.
Μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, το κύρος που απολάμβαναν οι Ρώσοι διπλωμάτες ξεθώριασε. Η βασιλεία του Βλαντίμιρ Πούτιν, ωστόσο, έχει αναζωπυρώσει τις ελπίδες τους
Το υπουργείο Εξωτερικών στη Μόσχα θυμίζει, με την πομπώδη όσο και στιβαρή αρχιτεκτονική του, το παρελθόν της Ρωσίας ως υπερδύναμης
Αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση στο διπλωματικό σώμα με εκείνη της πρώτης περιόδου Γέλτσιν, το σκηνικό δείχνει αναμφίβολα λιγότερο σκοτεινό. Η άφιξη του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία σηματοδοτεί την έναρξη μιας εντυπωσιακής ανασυγκρότησης των κρατικών θεσμών, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην επαναφορά του ενεργειακού τομέα στα χέρια του κράτους και στη θεαματική άνοδο στην τιμή των υδρογονανθράκων. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν και στην εξωτερική πολιτική. Έγιναν συγκεκριμένες προσπάθειες προκειμένου το σώμα να ανακτήσει το κύρος του, όπως μαρτυρά η απόφαση που ελήφθη το 2002 για τη θέσπιση μιας «ημέρας των διπλωματών», η ημερομηνία της οποίας, 10 Φεβρουαρίου, συμπίπτει με την πρώτη φορά που έγινε μνεία στο «παράρτημα των πρεσβειών», δημιούργημα του Ιβάν του Τρομερού εν έτει 1569. Οι αναφορές στο παρελθόν και στην ιστορία των κρατικών λειτουργών γνώρισαν σημαντική ενίσχυση. Η επαναφορά διαφόρων συμβόλων δεν περιορίζεται μόνο στην κομμουνιστική περίοδο, αλλά αντλεί πολλά στοιχεία και από το ένδοξο τσαρικό παρελθόν. Εξυπακούεται ότι οι δραστηριότητες του υπουργείου Εξωτερικών παρέμειναν υπό τον αυστηρό έλεγχο της εξουσίας του προέδρου. Αντίθετα, η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ προέδρου και διπλωματικού σώματος έδωσε τη θέση της σε μια μορφή συμβίωσης. Αυτή γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή μετά την άφιξη του εν ενεργεία υπουργού Σεργκέι Λαβρόφ, στις 9 Μαρτίου του 2004. Ο παλαίμαχος διπλωμάτης κατείχε για δέκα χρόνια το πόστο του πρέσβη της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη.
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Επιστροφή στην παγκόσμια σκηνή με τολμηρή διπλωματία ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
Η συμβίωση αυτή βασίζεται σε μια νοσταλγία για τη σοβιετική υπεροχή και σε μια βαθιά απογοήτευση απέναντι στη Δύση. Η ρωσική διπλωματία αναγνωρίζει ότι η μεσσιανική εποχή του σοβιετικού καθεστώτος έχει περάσει ανεπιστρεπτί και αρκείται στο να ονειρεύεται μια σλαβόφιλη πολιτισμική αναγέννηση με το βλέμμα στραμμένο ταυτόχρονα προς την Ευρασία. Όμως, όσο κι αν η μετασοβιετική Ρωσία το έχει πάρει απόφαση ότι δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι κρατά στα χέρια της το μέλλον της ανθρωπότητας, δεν δέχεται παράλληλα να μην κάνουν το ίδιο και οι ΗΠΑ. Η καταδίκη της αμερικανικής ιδιαιτερότητας την οποία υπέγραψε ο Πούτιν στους New York Times1 αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή τόσο στη Μόσχα όσο και στην Ουάσιγκτον - στην κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Όσο αυτή η ιδιαιτερότητα δεν φεύγει από τη μέση, η αντίσταση απέναντι στο σημερινό μονοπολικό παγκόσμιο σύστημα θα δίνει έναυσμα για μια πιο δραστήρια πολιτική στα διεθνή φόρα, στα οποία μπορεί η Ρωσία να κερδίσει ερείσματα. Η σκέψη πηγαίνει βέβαια αμέσως στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, ο οποίος απαιτεί να μην παραταθεί η παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ασία πέραν της αποστολής τους στο Αφγανιστάν, αλλά και στην ομάδα των Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), η οποία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να περιοριστεί ο ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου νομισματικού κανόνα. Πιο πρόσφατα, στη σύνοδο της G20 τον Σεπτέμβριο του 2013 στην Αγία Πετρούπολη, είδαμε τη Ρωσία να ηγείται ενός ευρύτατου κινήματος που ήταν αντίθετο σε μια μονόπλευρη αμερικανική εισβολή στη Μέση Ανατολή. Στον σταλινικού τύπου ουρανοξύστη της πλατείας Σμολένσκ, η διμερής ρωσοαμερικανική συμφωνία για τη διάλυση του χημικού οπλοστασίου της Συρίας απαλύνει κάπως τη νοσταλγία του διπλωματικού σώματος της Ρωσίας.
«A plea for caution from Russia: what Putin has to say to Americans about Syria», The New York Times, 11-9-13.
1
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΟΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Πούτιν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Οι δύο πόλεμοι στην Τσετσενία (1994-1996 και 1999-2000) άφησαν ανεξίτηλα σημάδια. Μολονότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας και οι απόπειρες κατά των δυνάμεων της τάξης δεν έχουν την ίδια έκταση ούτε προκαλούν τόσα θύματα, παραμένουν ιδιαίτερα συχνές στον Βόρειο Καύκασο και ρίχνουν λάδι στη φωτιά, ιδιαίτερα στο Νταγκεστάν και στην Ινγκουσετία - όσο και αν οι συγκρούσεις και τα εγκλήματα που γίνονται σχετίζονται περισσότερο με τη δράση συμμοριών παρά με πολιτικά αίτια. Οι ένοπλες ομάδες των Τσετσένων είναι λιγότερο συντονισμένες, περισσότερο διάσπαρτες, αλλά πάντοτε παρούσες. Τον Ιούλιο του 2012, δύο πρωτοφανείς επιθέσεις σημειώθηκαν στο Ταταρστάν, το οποίο, ωστόσο, είναι πολύ μακριά από τον Βόρειο Καύκασο. Και ο εκτός νόμου Τσετσένος ηγέτης, Ντόκου Ουμάροφ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε εμίρης του Καυκάσου, υποσχέθηκε ότι θα εξαπολύσει χτυπήματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι, τον Φεβρουάριο του 2014. Σύμφωνα με ορισμένους Αμερικανούς παρατηρητές, όπως ο Γκόρντον Χαν από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών [Center for Strategic and International Studies (CSIS)] στην Ουάσιγκτον,3 μεγάλο τμήμα του ρωσικού Τύπου εκτιμά ότι εκατοντάδες πολεμιστές από τη Ρωσία πολεμούν στη Συρία κατά του καθεστώτος. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η Ρωσία εξακολουθούσε να παρέχει όπλα στην κυβέρνηση Άσαντ. Για τον Πούτιν και για τον περίγυρό του τυχόν διάλυση του συριακού στρατού θα μετέτρεπε τη χώρα σε νέα Σομαλία, αλλά με περισσότερα όπλα, σε περιοχή που κρύβει διαφορετικούς κινδύνους και που ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τους ένοπλους που δρουν σε ρωσικό έδαφος. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ώσπου να αρχίσουν να συμμερίζονται αυτούς τους φόβους και στην Ουάσιγκτον, όπου είχαν υποτιμήσει την αποφασιστικότητα των δυνάμεων που παρέμεναν πιστές στον Άσαντ. Σε ό,τι αφορά τα όσα διακυβεύονται στη διεθνή πολιτική σκηνή, ορισμένοι περιορίζουν τους στόχους της Ρωσίας ως προς τη σύγκρουση της Συρίας μόνο στη διαφύλαξη της Ταρτούς της μόνης ναυτικής εγκατάστασης (και όχι τόσο βάσης) που διατηρεί η Ρωσία στη Μεσόγειοκαι στη διατήρηση ενός από τους σημαντικότερους πελάτες της στην αγορά των εξοπλισμών. Τέτοιες οπτικές, χωρίς να είναι εντελώς αμελητέες, δεν εξηγούν την επιμονή της Μόσχας, η οποία αναζητά κυρίως να ανακτήσει θέση και ρόλο στην παγκόσμια τάξη της μετασοβιετικής εποχής. Από το 1996, οπότε ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών ο πανεπιστημιακός Γεβγκένι Πριμακόφ, δηλαδή πολύ πριν από την άνοδο του Πούτιν (έγινε πρόεδρος το 2000), επιτυγχάνεται μια συναίνεση στους κόλπους των πολιτικών ελίτ, η οποία, έκτοτε, δεν έχει πάψει να ενισχύεται: οι ΗΠΑ προσπαθούν να εμποδίσουν την
επαναφορά της Ρωσίας στο προσκήνιο, έστω και ως δύναμης με δευτερεύουσα σημασία. Οι οπαδοί τής εν λόγω ανάλυσης βλέπουν την απόδειξή της στις διαδοχικές διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Βαλτικής και της Ανατολής και στην επιθυμία των Αμερικανών να συμπεριλάβουν σε αυτές τη Γεωργία και την Ουκρανία, παραβιάζοντας έτσι τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προκειμένου να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή του για την ένταξη της ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσιγκτον, επιβεβαιώνουν οι Ρώσοι διπλωμάτες, επιχείρησε να πριονίσει την επιρροή της χώρας τους σε μια ζώνη στην οποία έχει τα πλέον έννομα συμφέροντα. Για το Κρεμλίνο, η παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους με στόχο την επιβολή διεθνών κυρώσεων, πόσω μάλλον πολέμων, όπως στην περίπτωση του Κοσσόβου το 1999 και του Ιράκ το 2003, συνιστά μέσο αποφυγής για κάθε διαπραγμάτευση πάνω σε βάση που θα υποχρεώνει την Ουάσινγκτον να λαμβάνει υπόψη της και τα ρωσικά συμφέροντα. Η Μόσχα εκφράζει βαθιά αποστροφή για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και ακόμα περισσότερο για τις ενορχηστρωμένες αλλαγές καθεστώτων χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ρωσία, με την αντίθεσή της σε οποιασδήποτε μορφής στρατιωτική επέμβαση κατά της Συρίας, επικαλούνταν διαρκώς το προηγούμενο της Λιβύης, το 2011. Η χώρα απείχε από την ψηφοφορία για την απόφαση 1973, δηλωμένος σκοπός της οποίας ήταν να προφυλαχθεί ο πληθυσμός, αλλά στην ουσία προσπαθούσε να δικαιολογήσει μια στρατιωτική επέμβαση και την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι. Την εποχή εκείνη, ο Ντιμίτρι Μεντβέντεφ ήταν πρόεδρος
Τα δύο τελευταία χρόνια, η στάση της Ρωσίας απέναντι στον πόλεμο της Συρίας βγάζει στην επιφάνεια τους φόβους και τις απογοητεύσεις της, καθώς και τους μακροπρόθεσμους στόχους και τις φιλοδοξίες της στη διεθνή σκηνή. Συγχρόνως, ρίχνει φως στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Πούτιν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό
και το Κρεμλίνο επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα στις σχέσεις του με τον Λευκό Οίκο. Στη Μόσχα σήμερα κυριαρχεί μια κατά βάση γεωπολιτική θεώρηση των εξωτερικών θεμάτων - παλιά παράδοση στη Ρωσία. Από το 1996, ο κεντρικός και επίσημος στόχος της εξωτερικής πολιτικής είναι να ενισχυθεί η τάση για τη δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, ούτως ώστε να ελαττωθεί σταδιακά η αμερικανική μονοκρατορία. Προσεγγίζοντας με ρεαλισμό τις σημερινές, ακόμα και τις μελλοντικές δυνατότητες της χώρας του, ο Πούτιν -όπως και πριν από αυτόν ο Πριμακόφ- εκτιμά ότι η Ρωσία έχει ανάγκη από συμμάχους για να προχωρήσει στην οδό του πλουραλισμού. Έτσι, η Κίνα έγινε ο σημαντικότερος στρατηγικός της εταίρος κι εκείνος με τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Η σύμπλευση των δύο χωρών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι μόνιμη, ιδίως στο κεφάλαιο Συρία, όπως ήταν και με το Ιράν, τη Λιβύη ή τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003. Το Πεκίνο, περισσότερο υπομονετικό και με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του, αφήνει τη Μόσχα να παίζει σε πρώτο πλάνο σε ό,τι έχει σχέση με την προάσπιση των κοινών τους συμφερόντων. Εξ ου και το Κρεμλίνο αναγνωρίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας ως το μοναδικό μέρος που νομιμοποιείται να διευθετεί τις διεθνείς πολιτικές διαφορές. Από την αρχή αυτής της συνεργασίας, οι δυτικοί αναλυτές προβλέπουν την επικείμενη φθορά της, εξαιτίας του φόβου των ρωσικών ελίτ απέναντι στη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Ωστόσο, η συνεργασία όσο πάει κι επεκτείνεται, τόσο σε οικονομικό επίπεδο (εξαγωγή ρωσικού πετρελαίου και όπλων) όσο και σε πολιτικό (σύμπλευση στους κόλπους του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης)4 και στρατιωτικό: σχεδόν κάθε χρόνο γίνονται κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν δυνάμεις ξηράς, θαλάσσης και αέρος. Φυσικά, υπάρχουν και σημεία τριβής, όπως, για παράδειγμα, στο θέμα του εμπορίου, με τις χώρες της μετασοβιετικής Κεντρικής Ασίας, όπου η Κίνα έχει ξεπεράσει τη Ρωσία από το 2009. Πάντως, το Πεκίνο μέχρι στιγμής έχει σεβαστεί την προτεραιότητα της γειτονικής χώρας στα γεωπολιτικά συμφέροντά της και δεν επιχειρεί να εγκαταστήσει βάσεις σε αυτά τα μέρη, Αναγνωρίζει τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας που έχει υπογράψει η Μόσχα με τα περισσότερα κράτη της περιοχής.5 Αντίθετα, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Κρεμλίνου, το οποίο επιθυμεί τη συνεργασία ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας ως πλαίσιο συνεργασίας σε σχέση με το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να την αρνούνται, καθώς προτιμούν να διαπραγματεύονται με το κάθε κράτος χωριστά για όλα τα προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, για την εγκατάσταση βάσεων ή για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων τους. Ο Πούτιν δεν επιδιώκει αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης με τις ΗΠΑ, στην οποία είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
4/34
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ευκαιρίας. Είχε διευκολύνει χωρίς προϋποθέσεις την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στα εδάφη των συμμάχων του στην Ασία για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Και για να δηλώσει τη θέλησή του να προχωρήσει περαιτέρω αυτή η αποσυμπίεση, είχε κλείσει τις τελευταίες κατασκοπευτικές σοβιετικές εγκαταστάσεις στην Κούβα (ήσσονος σημασίας, είναι αλήθεια). Αλλά, στους μήνες που ακολούθησαν, ο Τζορτζ Μπους έδωσε το τελικό πράσινο φως για την είσοδο των τριών βαλτικών δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ και ανακοίνωσε την αποχώρηση της Αμερικής από τη συνθήκη αντιπυραυλικής ασπίδας, τη λεγόμενη συνθήκη ΑΒΜ, η οποία προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στα όπλα αντιπυραυλικής άμυνας. Η νηνεμία είχε λάβει τέλος. Ο Πούτιν πάντως εκτιμά ότι τώρα πια υπάρχει η δυνατότητα να επιστρέψουν οι δύο χώρες σε μια περισσότερο καρποφόρα συνεργασία. Μια σημαντική παρακαταθήκη ρίχνει το βάρος της στις πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης και έχει να κάνει με τα εσωτερικά ζητήματα της Ρωσίας. Από την επιστροφή του στην προεδρία, το 2012 και μετά, μέσα σε ένα κλίμα μεγάλων διαδηλώσεων από την αντιπολίτευση, ο Πούτιν, για να εδραιώσει καλύτερα την εξουσία του, καλλιεργεί τον αντιαμερικανισμό ως συστατικό στοιχείο του ρωσικού εθνικισμού. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στους νέους νόμους που υποχρεώνουν τις ρωσικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό, όσο μικρή κι αν είναι αυτή, να δηλώνουν ότι υπηρετούν ξένα συμφέροντα. Εδώ βρίσκουμε τα χνάρια από την εκπαίδευση του Πούτιν στην KGB, η οποία τον κάνει να βλέπει τις έξωθεν ραδιουργίες και επιρροές ως τη βασική αιτία των εσωτερικών προβλημάτων και ως παράγοντες πολιτικής αστάθειας. Εάν επιδεινωθεί ή αν, αντίθετα, αποκατασταθεί το έλλειμμα νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του, αυτό θα έχει αναγκαστικά αντίκτυπο στην υλοποίηση των φιλοδοξιών του σε διεθνές επίπεδο.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3
Βέβαια, το γεγονός ότι ο ένας κατηγορεί τον άλλο για ψυχροπολεμική νοοτροπία είναι κάτι που μπορεί να επιφέρει σύγχυση. Όταν όμως η Ρωσία χαίρεται για τα διεθνή στραβοπατήματα της Ουάσιγκτον, αυτό οφείλεται περισσότερο σε πείσμα παρά σε πνεύμα ρεβανσισμού. Κι αυτό, διότι δεν επιθυμεί την ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ούτε τη βιαστική αποχώρησή τους από τη χώρα. Όσο για την αντιπαράθεση στο θέμα της Συρίας, αφορά πάνω από όλα τους κανόνες του παγκόσμιου παιχνιδιού. Η Ρωσία επιδιώκει μια νέα ισορροπία στην παγκόσμια τάξη, που θα αποτελέσει αφετηρία για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τον ευρωατλαντικό κόσμο επί νέας βάσης. Πράγμα που βέβαια δεν αποκλείει τον άγριο ανταγωνισμό σε ορισμένους τομείς στους οποίους η Ρωσία διαθέτει γερά όπλα: οπότε, έχει μεγάλες ελπίδες να δει το δικό της σχέδιο για την κατασκευή του αγωγού South Stream να υπερνικά το σχέδιο για τον αγωγό Nabucco που προωθεί η Ουάσινγκτον[6]. Έχει σημάνει άραγε η ώρα για την επίτευξη της νέας ισορροπίας που επιδιώκει με τόση επιμονή το Κρεμλίνο; Η φιλοδοξία του να βρει ρόλο που να μην είναι εκείνος του κατώτερου, βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης; Η επιτυχία του Πούτιν στο θέμα της Συρίας ενισχύει αυτή την αίσθηση -ή ίσως την ψευδαίσθηση- ότι ο πλουραλισμός αρχίζει να επιβάλλεται επί της Ουάσιγκτον. Η λιποταξία της Βρετανίας, της πιστής συμμάχου των ΗΠΑ, μπορεί να αποτελεί σημείο των καιρών, όπως και οι συζητήσεις που ακολούθησαν στο πλαίσιο του G20 στην Αγία Πετρούπολη, όπου εκφράστηκε έντονα η αντίδραση απέναντι στην όποια πολεμική περιπέτεια στη Συρία. Η αποστροφή που εκδηλώθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο πιθανώς ήταν άλλο ένα σημάδι. Οι πιο ψύχραιμοι Ρώσοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να ποντάρει κανείς στους νέο-απομονωτιστές του Κογκρέσου, αλλά κατά κύριο λόγο στον Ομπάμα, σε αυτόν δηλαδή που δεν θέλει τυχόν αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, κάτι που ίσως επιφέρει αποσταθεροποίηση, αλλά την απασφάλιση των πιο επικίνδυνων συγκρούσεων στη βάση των διεθνών συμβιβασμών. Διότι, τα δύο πιο απειλητικά -και αλληλένδετα- μέτωπα στα οποία η Ρωσία πιστεύει ότι μπορεί να έχει ευρεία συνεισφορά είναι της Συρίας και του Ιράν. Η προσέγγιση Ουάσιγκτον - Μόσχας στο θέμα της Συρίας ξεκίνησε πολύ πριν από τη θεαματική στροφή του Σεπτεμβρίου. Τον Μάιο του 2013, ο Τζον Κέρι είχε συμφωνήσει με τον Ρώσο ομόλογό του ως προς το σχέδιο διεθνούς διάσκεψης με αντικείμενο το μέλλον της Συρίας, συνεχίζοντας, ωστόσο, να ζητεί την απομάκρυνση του Άσαντ. Στη διάσκεψη της G8 τον Ιούνιο, στο Λοχ Ερν, στη Βόρεια Ιρλανδία, η κοινή διακήρυξη για το θέμα της Συρίας καθυστέρησε προκειμένου να επιτευχθεί η έγκριση του Πούτιν. Η συγκατάθεση του Άσαντ στην καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα προσδώσει κύρος στον Πούτιν ενώπιον των κυβερνήσεων της Δύσης. Άλλωστε, εδώ και μήνες, η Μόσχα επιμένει να συμμετάσχει και η Τεχεράνη στη διεθνή διάσκεψη που σχεδιάζεται, ώστε να υπάρχουν πιθανότητες για κάποια έκβαση. Οι ΗΠΑ, υπό την παρότρυνση του Ισραήλ, αρνούνται μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και η Ρωσία προσπαθεί να ενεργοποιήσει τον διάλογο που έχει ξεκινήσει ανάμεσα στον Ομπάμα και τον νέο πρόεδρο του Ιράν, Χασάν Ροχάνι. Ακόμα και μια αρχή συμβιβασμού στο ζήτημα των πυρηνικών θα διευκό-
1 Βλ. «Εγώ, ο πρόεδρος της Βολιβίας, όμηρος στην Ευρώπη», http://www.mondediplomatique.gr/spip.php?article461. 2 Patrick Wintour, «John Kerry gives Syria week to hand over chemical weapons or face attack», 10-9-13, http://www.theguardian.com/world/2013/sep /09/us-syria-chemical-weapons-attack-johnkerry.
Βλ. «The Caucasus and Russia’s Syria policy», 26-9-13, http://nationalinterest.org/commentary/thecaucasus-russias-syria-policy-9132.
3
Η πραγματική επιτυχία του Πούτιν, πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς από την υπόθεση της ασυλίας στον Αμερικανό επιστήμονα Έντουαρντ Σνόουντεν, κερδήθηκε στο κεφάλαιο Συρία. Χάρη στην υπόσχεση που απέσπασε από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της χώρας του υπό διεθνή επιτήρηση, ο Ομπάμα αποφάσισε τελικά να αναστείλει «προσωρινά» τους σχεδιαζόμενους προς παραδειγματισμό βομβαρδισμούς
4 Οργάνωση που δημιουργήθηκε το 2001 και στην οποία συμμετέχουν η Κίνα, το Καζακστάν, η Κιργιζία, το Ουζμπεκιστάν, η Ρωσία και το Τατζικιστάν. Ανάμεσα στους παρατηρητές είναι η Ινδία, το Ιράν και το Πακιστάν.
Εκτός από τη Ρωσία συμμετέχουν η Αρμενία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Κιργιζία και το Τατζικιστάν. 5
Ο South Stream είναι ένα σχέδιο αγωγού που θα συνδέει τη Ρωσία με την Ευρώπη παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Ο Nabucco θα ενώσει τα κοιτάσματα της Κασπίας θάλασσας με την Ευρώπη. 6
λυνε μια συνολική δυναμική. Η Μόσχα εργάζεται εξάλλου για την ενίσχυση των σχέσεών της με το Ιράν, οι οποίες περνούσαν κρίση μετά τη θέση που έλαβε υπέρ διαφόρων κυρώσεων τις οποίες ζήτησαν οι ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το 2010. Τότε είχε ακυρώσει την παράδοση αντιαεροπορικών πυραύλων άμυνας SS-300
στην Τεχεράνη. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πούτιν προσπαθεί να καθιερώσει σχέσεις ισχύος με τις ΗΠΑ, σε μια βάση σχετικής, αν μη τι άλλο, ισοτιμίας. Το είδαμε μετά τις επιθέσεις του Σεπτεμβρίου του 2011, όταν ο Ρώσος πρόεδρος νόμισε πως είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια χαραμάδα
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΟΡΙΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ