LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
του Alexis Spire*
A
ν και οι λύσεις για την έξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οικονομική κρίση προκύπτουν μέσα από έντονες διαφωνίες, υπάρχει ένα θέμα στο οποίο οι πολιτικοί ηγέτες της Γηραιάς Ηπείρου συναινούν: η καταπολέμηση εκείνων που καταχρώνται τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μετανάστες από τη Βόρεια ή την υποσαχάρια Αφρική, και πιο πρόσφατα οι Ρομά, αποτελούν τον πρώτο στόχο αυτής της νέας σταυροφορίας. Σε μια επιστολή της 23ης Απριλίου 2013, οι υπουργοί Εσωτερικών της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας διαμαρτύρονταν ενώπιον της ιρλανδικής προεδρίας καταγγέλλοντας «τις συστηματικές απάτες και καταχρήσεις του δικαιώματος στην ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης». Σαν να μην μιλούσαμε πλέον για οικονομική μετανά-
* Ο Alexis Spire είναι κοινωνιολόγος, διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας. Συγγραφέας του «Faibles et puissants face à l’impôt», Raisons d’agir, Παρίσι, 2012.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 52
diplomatique
Ξενοφοβία εν ονόματι του κοινωνικού κράτους
στευση, αλλά για επιδοματικό τουρισμό. Αυτές οι αντεγκλήσεις δύσκολα ευσταθούν εάν αντιπαρατεθούν με την κοινωνική και νομική πραγματικότητα: σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι πληθυσμοί των αλλοδαπών και των Ρομά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον επισφαλών όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη, ενώ οι στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές υπόκεινται σε αυστηρούς όρους, σχετιζόμενους με τη διάρκεια παραμονής στην επικράτεια κάθε χώρας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ένας αλλοδαπός δεν μπορεί να λάβει το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης (RSA) παρά μόνο εάν διαθέτει επί τουλάχιστον πέντε χρόνια άδεια παραμονής που του επιτρέπει να εργαστεί.1 Όμως θα είχαμε άδικο αν απορρίπταμε αψήφιστα αυτήν την κοσμοθεώρηση εξαιτίας της ανακρίβειάς της. Στην πραγματικότητα, επιτελεί μια αποφασιστική ιδεολογική λειτουργία σε καιρούς οικονομικής κρίσης και πνευματικού πανικού: προσφέρει μια συμβολική νομιμοποίηση στις πολιτικές του αποκλεισμού, χωρίς την οποία θα συναντούσαν την αποδοκιμασία μέρους του πληθυσμού. Απλή και αποτελεσματική, η ρητορική αυτή συνδέει τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας με την απόρριψη των αλλοδαπών. Ευδοκιμεί στο έδαφος των «μεταρρυθμίσεων του κράτους», οι οποίες, με το προκάλυμμα του εξορθολογισμού και της καταπολέμησης της απάτης, δημιουργούν ταυτόχρονα μια εσωτερικευμένη ανασφάλεια, που βιώνεται από τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς τους αποδυναμώνουν οι συνθήκες της ζωής και της δουλειάς τους, και μια γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια, που εμπεδώνεται μέσω της κα-
Ο στόχος του ελέγχου της μετανάστευσης συνδυάζεται πλέον με μια ηθική σταυροφορία που αποβλέπει στον εντοπισμό των «επιδοματιών» και την ανάδειξη του μετανάστη σε νεκροθάφτη του κοινωνικού κράτους
τάρρευσης της κοινωνικής προστασίας. Πλέον, η απόρριψη του αλλοδαπού δεν γίνεται εν ονόματι μιας ρατσιστικής αντίληψης του έθνους, αλλά για χάρη ενός ιδανικού που προσφέρει πολύ μεγαλύτερη συναίνεση: της προστασίας του «γαλλικού κοινωνικού μοντέλου». Το αφιερωμένο στην υγεία τμήμα του προγράμματος του Εθνικού Μετώπου αποσαφηνίζει με αυτό τον τρόπο τις θέσεις του κόμματος: «Αποκατάσταση του ισοζυγίου των κοινωνικών πόρων, δίνοντας προτεραιότητα στους Γάλλους: θέσπιση περιόδου αναμονής ενός έτους, με συνεχή διαμονή στη Γαλλία και καταβολή εισφορών, πριν από την απόκτηση πλήρους κάλυψης από την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση κατάργηση της κρατικής υγειονομικής βοήθειας (ΑΜΕ) προς τους παράνομους μετανάστες δημιουργία παρατηρητηρίου για τα κοινωνικά δικαιώματα των αλλοδαπών και την εφαρμογή των διμερών συμβάσεων υγειονομικής περίθαλψης».2 Όμως το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι το μόνο που έχει καβαλήσει αυτό το άτι. Στη Σουηδία,
τη Δανία και τις Κάτω Χώρες, πολιτικοί σχηματισμοί επινοούν ένα περίεργο κράμα ιδεών της άκρας Δεξιάς και ανησυχιών της Αριστεράς προκειμένου να μεταρρυθμίσουν το κοινωνικό κράτος. Συντάκτης έρευνας πάνω στα ευρωπαϊκά αντιδραστικά κινήματα, ο δημοσιογράφος Άντριου Χίγκινς σημειώνει: «Το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας μεταμορφώθηκε σε υπερασπιστή του κράτους πρόνοιας, τουλάχιστον για τους γηγενείς Δανούς. Με αυτό τον τρόπο εγκαινίασε έναν ‘σωβινισμό της κοινωνικής προστασίας’, υιοθετημένο πλέον από μια σειρά ευρωπαϊκών λαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία κατηγορούν τους αλλοδαπούς πως επωφελούνται από το σύστημα συνταξιοδότησης και κοινωνικής πρόνοιας».3 Στη Γαλλία, μετά την απέλαση, τον Οκτώβριο, της Λεονάρντα Ντιμπρανί, της μαθήτριας Γυμνασίου που συνελήφθη κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, ο Ζαν-Φρανσουά Κοπέ, πρόεδρος του UMP (Συμφωνία για ένα Λαϊκό Κίνημα, ο βασικός κεντροδεξιός σχηματισμός της χώρας), συνέστησε την κατάργηση της ΑΜΕ, υπονοώντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν απαραίτητο για την επιβίωση του γαλλικού συστήματος κοινωνικής προστασίας. Η μέθοδος αυτή, που συνίσταται στην εκμετάλλευση ενός προοδευτικού αιτήματος προκειμένου να επιτευχθεί κινητοποίηση εναντίον ενός βολικού εχθρού, δεν είναι καινούργια. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η ευρωπαϊκή Δεξιά και Ακροδεξιά κατάφεραν, με το πρόσχημα της ισότητας των φύλων και της υπεράσπισης του κοσμικού κράτους, να στρατολογήσουν τις κυβερνήσεις στην επιχείρηση στιγματισμού του Ισλάμ. Τώρα πια είναι στο όνομα της υπεράσπισης του κοινωνικού μοντέλου που αποκλείονται, σε πολύ ευρύτερη κλίμακα, όλες οι πληθυσμιακές ομάδες για τις οποίες υπάρχει υπόνοια ότι κάνουν κατάχρηση των προνοιακών υπηρεσιών. Η ενασχόληση με την καταπολέμηση της εξαπάτησης των κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι ένας απλός αντιπερισπασμός εκ μέρους κυβερνήσεων που επιθυμούν να αποστρέψουν την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες της δημοσιονομικής κρίσης. Έχει μετατραπεί σε ενοποιητικό επιχείρημα για τους υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους που έχουν επιφορτιστεί με τον «εκσυγχρονισμό» της δημόσιας διοίκησης και, κατά συνέπεια, σε όπλο μάχης για όλους τους υπηρεσιακούς παράγοντες ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Πόσο αμερόληπτο
ΕΝΤΟΝΟΤΑΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ Α
Την αναστολή των διώξεων που έχει ασκήσει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εναντίον εν ενεργεία αρχηγών κρατών, ζήτησαν οι χώρες της Αφρικανικής Ένωσης, στην έκτακτη συνεδρίαση του οργανισμού την 12η Οκτωβρίου του 2013. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αμφισβητούν μία από τις κεντρικές ιδέες στις οποίες στηρίζεται η λειτουργία του: τον αγώνα ενάντια στην ατιμωρησία των εκάστοτε κυβερνώντων. Με αφορμή την κατάσταση στην Κένυα, το αίτημα αποκαλύπτει τις ενδογενείς αντιφάσεις αυτού του δικαστηρίου. Της Francesca Maria Benvenuto*
Δ
Δέκα χρόνια αγώνα ενάντια στην ατιμωρησία»: αυτός είναι ο τίτλος που προβάλλει, γεμάτη υπερηφάνεια, η ιστοσελίδα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Από την ίδρυσή του, το 2002, αυτό το νέου τύπου δικαστήριο δικάζει άτομα που κατηγορούνται για γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, ή ακόμα και επιθετικές ενέργειες. Καθώς το καταστατικό της Ρώμης με το οποίο ιδρύθηκε το ΔΠΔ θεωρεί ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός αυτόν τον υψηλότατο βαθμό ατιμωρησίας, ο νέος δικαιοδοτικός θεσμός σχεδιάστηκε με τρόπο που πυροδοτεί μια ρήξη με το κλασικό διεθνές ποινικό δίκαιο, το οποίο θεωρήθηκε αναποτελεσματικό. Αντίθετα με τα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γι-
«
* Η Francesca Maria Benvenuto είναι δικηγόρος, δόκτωρ Διεθνούς Ποινικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Νάπολης (Ιταλία)
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ουγκοσλαβία1 και για τη Ρουάντα, που δημιουργήθηκαν για μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το ΔΠΔ έχει τη δυνατότητα να εκδικάσει οποιαδήποτε παραβίαση τελείται μετά την ίδρυσή του. Για να έχει τη δυνατότητα να επιληφθεί μιας υπόθεσης, πρέπει να συντρέχει μία από τις εξής δύο προϋποθέσεις: το άτομο το οποίο είναι ύποπτο για τη διάπραξη εγκλημάτων να είναι υπήκοος ενός από τα 122 (από τα 193) κράτη του ΟΗΕ που έχουν υπογράψει την ίδρυση του Δικαστηρίου ή τα εγκλήματα να έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια ενός κράτους - μέλους του. Αυτή η τελευταία ρήτρα επιτρέπει την επέκταση της δικαιοδοσίας του και σε χώρες οι οποίες δεν έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του. Ο ύποπτος δεν μπορεί στο εξής να απαλλαγεί από τις ευθύνες του προβάλλοντας την προστατευτική ασπίδα των επίσημων καθηκόντων του: η ιδιότητα του αρχηγού κράτους ή κυβέρνησης, καθώς κι εκείνη του διπλωμάτη, δεν προστατεύει σε καμία περίπτωση από την άσκηση ποινικής δίωξης. Πράγματι, από τις 9 Σεπτεμβρίου του 2013, το Δικαστήριο δικάζει τον εν ενεργεία αντιπρόεδρο της Κένυας, Γουίλιαμ Ρούτο, για τις βιαιοπραγίες που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2007. Εξάλλου, το 2009 εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Σουδανού προέδρου, Ομάρ Αλ Μπασίρ, για τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στην περιοχή του Νταρφούρ. Στο Δικαστήριο μπορεί να προσφύγει ένα κράτος ή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου -στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Φατού Μπενσούντα από την Γκάμπια, η οποία διαδέχτηκε τον Αργεντινό Λουίς Μορένο Οκάμπο (2003-2012)- έχει τη δυνατότητα να κινηθεί αυτοβούλως (motu proprio). Το Δικαστήριο λειτουργεί συμπληρωματικά στην εθνική Δικαιοσύνη και επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης μονάχα όταν η δίωξη των υπεύθυνων είναι αδύνατη σε μια συγκεκριμένη χώρα εξαιτίας της κακοπιστίας της κυβέρνησής της ή της ανεπάρκειας του δικαϊικού της συστήματος. Ωστόσο, η συμπληρωματικότητα αυτή, η οποία σχεδιάστηκε ως «μια παραχώρηση στην εθνική κυριαρχία»2 συνεπάγεται μια «διάκριση» εις βάρος των χωρών στις οποίες ο διοικητικός μηχανισμός δεν είναι αναπτυγμένος και κυρίως των φτωχότερων χωρών.
Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι είκοσι υποθέσεις των οποίων έχει έως σήμερα επιληφθεί το Δικαστήριο αφορούν συγκρούσεις στην Αφρική. Μάλιστα, κατά το κλείσιμο της τελευταίας διάσκεψης κορυφής του οργανισμού, ο εν ενεργεία πρόεδρος της Αφρικανικής Ένωσης, ο Αιθίοπας Χαϊλεμαριάμ Ντεζαλέιν, έφθασε στο σημείο να κατηγορήσει το Δικαστήριο ότι διεξάγει ένα πραγματικό «φυλετικό κυνηγητό». Έτσι, παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι καινοτομίες που περιέχονται στο καταστατικό του, το ΔΠΔ δεν αποφεύγει τις κριτικές. Είναι διχασμένο, καθώς καλείται να κινηθεί σε δύο κόσμους: τον πολιτικό και τον νομικό. Το καταστατικό της Ρώμης, το οποίο αποτελεί μια κλασική διεθνή συμφωνία, δεσμεύει μονάχα τα μέλη που το έχουν αποδεχθεί. Τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα, Ρωσία) δεν το έχουν κυρώσει. Η Ουάσιγκτον φοβάται μήπως απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον των στρατιωτών της που έχουν εμπλακεί σε επιχειρήσεις για τη διατήρηση ειρήνης. Η Μόσχα και το Πεκίνο φοβούνται ότι θα τους απαγγελθούν κατηγορίες για τη δράση τους στην Τσετσενία και στο Θιβέτ. Για παρόμοιους λόγους, που αφορούν το Παλαιστινιακό, ούτε και το Ισραήλ έχει αναγνωρίσει το ΔΠΔ. Το δε αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έχει υποχρεώσει ορισμένους συμμάχους του, κυρίως στην Αφρική, να υπογράψουν συμφωνίες που προβλέπουν τη μη έκδοση Αμερικανών υπηκόων στο ΔΠΔ, στην περίπτωση που εμπλακούν σε εγκλήματα στην επικράτεια των συμβαλλόμενων κρατών.3 Το Δικαστήριο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην υπερεθνική δικαιοδοσία του και στους
πολιτικούς συμβιβασμούς στους οποίους στηρίζεται η δημιουργία του. Εξακολουθεί δε να εξαρτάται από την ουσιαστική συνεργασία των κρατών, κυρίως όσον αφορά την εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης που εκδίδει ο εισαγγελέας του, δεδομένου ότι το ίδιο δεν διαθέτει ούτε αστυνομικές ούτε στρατιωτικές δυνάμεις. Παρά το ψήφισμα 1556/2004 του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Νταρφούρ, η σουδανική κυβέρνηση συνέχισε να αρνείται να συνεργαστεί με το Δικαστήριο.4 Επιπλέον, η Κένυα και το Τσαντ υποδέχθηκαν στο έδαφός τους τον Σουδανό πρόεδρο Αλ Μπασίρ, χωρίς διόλου να τον ενοχλήσουν... Το γεγονός αντανακλά την ευρύτατη συναίνεση που επικρατεί στη Μαύρη Ήπειρο γύρω από το ζήτημα. Συνεπώς, δεδομένου ότι ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου βρίσκεται αντιμέτωπος με παρόμοιες δυσκολίες, οφείλει να προσπαθεί να μην δυσαρεστεί τις κυβερνήσεις: η συνεργασία τους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διεξαγωγή μιας δίκης, καθώς δεν έχει προβλεφθεί η διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας με ερημοδικία του κατηγορούμενου. Οι επιλογές της κατηγορούσας αρχής επηρεάζονται από μια ορισμένη δόση διπλωματικής σύνεσης. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των υπουργείων Δικαιοσύνης των επιμέρους χωρών, παραιτείται σε ορισμένες περιπτώσεις από το προνόμιό της που της εξασφαλίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ίδια της την ανεξαρτησία: έτσι, δεν ασκεί αυτεπάγγελτη δίωξη. Πράγματι, αυτή η εξουσία, πρωτοφανής στην διεθνή έννομη τάξη, έχει ελάχιστα χρησιμοποιηθεί. Τέσσερις από τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολείται σήμερα το Δικαστήριο -Ουγκάντα, Δημοκρατία του Κονγκό, Κεντραφρικανική Δημοκρατία και Μάλι- του υποβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις τις οποίες αφορούν. Ο Μορένο Οκάμπο ενήργησε με δική του πρωτοβουλία μονάχα σε δύο περιπτώσεις: της Κένυας και της Ακτής Ελεφαντοστού, στη σύγκρουση μεταξύ του Λοράν Γκμπάγκμπο και του αντιπάλου του Αλασάνε Ουατάρα, το 2012. Στο μεταξύ, έχει προκύψει μια εξέλιξη η οποία δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το έργο του εισαγγελέα: ο Ουχούρου Κενιάτα, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εξελέγη πρόεδρος της Κένυας στις 9 Απριλίου του 2013, ενώ εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης του ΔΠΔ και όφειλε να δικαστεί στις 12 Νοεμβρίου του 2013. Ωστόσο, αυτό που περιορίζει ακόμα περισσότερο το περιθώριο των ελιγμών του Δικαστηρίου είναι το «jus vitae ac necis» (δικαίωμα ζωής και θανάτου) που διαθέτει επ’ αυτού το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014
είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο;
ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ -ενεργώντας με βάση το κεφάλαιο VII της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών- έχει τη δυνατότητα να αναστείλει την παρέμβασή του ή, αντίθετα, να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ ακόμα και σε κράτη τα οποία δεν υπάγονται σε αυτήν (μέσω ενός «referral»). Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Σουδάν το 2003 και της Λιβύης του Μουαμάρ Καντάφι το 2011. Το ψήφισμα 1422 του Ιουλίου του 2002 ανέστειλε τις έρευνες του εισαγγελέα του Δικαστηρίου για τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν στη Βοσνία Ερζεγοβίνη (χώρα που έχει υπογράψει το καταστατικό της Ρώμης) οι Κυανόκρανοι του ΟΗΕ, κατά κύριο λόγο Αμερικανοί. Συνεπώς, η δράση του Συμβουλίου Ασφαλείας αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό πολιτική: η Αφρικανική Ένωση εκτιμάει ότι, στην περίπτωση της Κένυας και του Σουδάν, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν ήταν αντιπαραγωγικά και απειλούν την ειρηνευτική διαδικασία.5 Στις 5 Σεπτεμβρίου, το Κοινοβούλιο του Ναϊρόμπι ζητούσε από την κυβέρνηση της χώρας να καταγγείλει την υπαγωγή του στο διεθνές δικαστήριο, του οποίου η δράση απειλούσε, κατά τη γνώμη του, τη «σταθερότητα και την ασφάλεια» της Κένυας. Επίσης, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται οι υποθέσεις που θα εκδικαστούν πυροδοτούν έντονη κριτική. Πράγματι, ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη μονάχα στην περίπτωση εγκλημάτων, τα οποία κατά τη γνώμη του είναι σοβαρά (αριθμός θυμάτων, διάρκεια, συγκεκριμένη επικράτεια). Αξιολογεί επίσης το ιεραρχικό επίπεδο στο οποίο ανήκουν οι πιθανοί ένοχοι. Αυτά τα ιδιαίτερα ασαφή και θολά κριτήρια οδήγησαν σε αμφισβητούμενες επιλογές.6 Έτσι, κατέληξε να μην διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας για τον πόλεμο στο Ιράκ μετά το 2003, επειδή «τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν φαίνονται μεμονωμένα και δεν πληρούν το κριτήριο της σοβαρότητας».7 Φυσικά, δίωξη θα μπορούσε να ασκηθεί μονάχα εναντίον υπηκόων χωρών που αναγνωρίζουν το ΔΠΔ, για παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Εξάλλου, ούτε και στην περίπτωση των κατηγοριών που διατύπωσε η Παλαιστίνη εναντίον του Ισραήλ, το 2009, δόθηκε η παραμικρή συνέχεια. Ο Μορένο Οκάμπο θεώρησε ότι «τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ ή η γενική συνέλευση των κρατών που συμμετέχουν στο ΔΠΔ είναι εκείνα που οφείλουν να αποφασίσουν εάν -από τη σκοπιά του δικαίου- η Παλαιστίνη αποτελεί ή όχι κράτος το οποίο δύναται να υπογράψει το καταστατικό της Ρώμης και, συνεπώς, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ΔΠΔ».8 Προτίμησε, λοιπόν, να καταφύγει στο βολικό πρόσχημα των δυσκολιών που συναντά η Παλαιστίνη στο πεδίο της αναγνώρισής της ως εθνικά κυρίαρχου κράτους από τη «διεθνή κοινότητα».9 Από την πλευρά της, η Διεθνής Αμνηστία ασκεί κριτική στον μεροληπτικό χαρακτήρα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν στην Ακτή Ελεφαντοστού: ο πρώην πρόεδρος
Γκμπάγκμπο και η σύζυγός του Σιμόν διώκονται, τη στιγμή που ο Ουατάρα -ο έτερος πρωταγωνιστής της μετεκλογικής σύγκρουσης και σημερινός πρόεδρος- δεν υπέστη την παραμικρή ενόχληση. Η οργάνωση καταγγέλλει τον «νόμο του νικητή.10 Κατά τη γνώμη του εισαγγελέα του Δικαστηρίου, τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από τον πρώην αρχηγό του κράτους της Ακτής του Ελεφαντοστού ήταν ιδιαίτερα μεγάλης βαρύτητας, γεγονός που δικαιολογεί την ταχύτητα με την οποία αντέδρασε η διεθνής Δικαιοσύνη. Η τελευταία κατηγορία που απευθύνεται στο ΔΠΔ είναι συμβολικής φύσης. Πίσω από τη φράση «αγώνας ενάντια στην ατιμωρησία» είναι πιθανόν ότι κρύβεται μια Δικαιοσύνη «κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ισχυρών».11 Σε αυτήν την περίπτωση, το διεθνές ποινικό σύστημα κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο νομικής αλλά και ηθικής νομιμοποίησης για τις χώρες που έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η επίκληση υψηλών αξιών των οποίων το περιεχόμενο είναι μάλλον ασαφές μπορεί να ευνοήσει την πολιτικοποίηση των επιλογών και να οδηγήσει σε μια Δικαιοσύνη με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, η οποία θα έχει ξεχάσει την υποχρέωσή της να παραμένει αμερόληπτη. Επιπλέον, η επιδίωξη να αποκτήσει το Δικαστήριο υποδειγματικό χαρακτήρα αυξάνει τις προσδοκίες. Πέρα από την καταστολή των εγκλημάτων και την τιμωρία των ενόχων, η διεθνής Δικαιοσύνη μετατρέπεται ταυτόχρονα σε εργαλείο πρόληψης, σε φάρμακο ενάντια στον πόλεμο, σε όπλο για την ενίσχυση της παγκόσμιας ασφάλειας και σε μέσο για να δικαιωθούν τα θύματα και να τύχουν μιας δίκαιης επανόρθωσης για το άδικο που υπέστησαν. Το Καταστατικό της Ρώμης προσφέρει άλλη μια καινοτομία: το θύμα συμμετέχει ενεργά στην απονομή της δικαιοσύνης, τη στιγμή που στα δικαστήρια που συγκροτούνται ad hoc για να εκδικάσουν μια συγκεκριμένη υπόθεση το θύμα περιορίζεται στον ρόλο του μάρτυρα, ο οποίος συχνά χειραγωγείται από την κατηγορούσα αρχή. Η συμβολή του δεν περιορίζεται πλέον στην αποδεικτική σημασία της μαρτυρίας του. Με αυτόν τον τρόπο, η διεθνής ποινική διαδικασία τείνει να αποκτήσει κι έναν «θεραπευτικό» χαρακτήρα. Ορισμένοι νομομαθείς ισχυρίζονται ότι η Δικαιοσύνη «αποτελεί ένα στάδιο το οποίο είναι αναγκαίο για την ανασυγκρότηση της προσωπικότητας του θύματος»,12 καθώς επίσης και ότι η νέα θέση που αποκτά το θύμα μέσα στη δίκη «αποτελεί μια πρώτη κι εύστοχη απάντηση στα πολλαπλά ψυχικά τραύματα που έχει υποστεί».13 Υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες αυτές να μας απομακρύνουν από οποιονδήποτε νομικό ορθολογισμό. Προδίδουν δε ένα σοβαρότατο ερμηνευτικό σφάλμα, καθώς συγχέουν το δικαίωμα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη με το δικαίωμα «στη δικαίωση».
Εξάλλου, μερικές φορές το θύμα αποτελεί ένα στοιχείο το οποίο διαταράσσει τη διεξαγωγή της δίκης, καθώς η συγκινησιακά φορτισμένη στάση του μπορεί να βλάψει την ηρεμία που απαιτείται για τη σωστή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας. Το θύμα προσκομίζει ενώπιον του ΔΠΔ τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν όλα όσα υπέστη, αλλά και αποδεικνύει την ενοχή του κατηγορούμενου, αναλαμβάνοντας τον ρόλο ενός ανεπίσημου ιδιωτικού εισαγγελέα. Σε αυτήν την περίπτωση, η υπεράσπιση οφείλει να αντιμετωπίσει δύο κατήγορους. Ο συμβολισμός που εξακολουθεί να βρίσκεται στην καρδιά του ΔΠΔ, ο οποίος λειτουργεί προς όφελος των θυμάτων, παραγνωρίζει τη μορφή του κατηγορούμενου και δημιουργεί ανισορροπία στη διεξαγωγή της δίκης. Εάν οι προσδοκίες που δημιουργεί το Δικαστήριο είναι υπερβολικές, υπερβολικές θα είναι και οι απογοητεύσεις που θα επακολουθήσουν: το ΔΠΔ βρίσκεται αντιμέτωπο με τους δονκιχωτικούς «ανεμόμυλους» που σκιαγραφούνται από τον συμβολισμό. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να περιορίσουμε τα συμβολικά διακυβεύματα. Γιατί, όπως μας υπενθυμίζει ο Τσβετάν Τοντόροφ, «ο σκοπός της Δικαιοσύνης οφείλει να παραμείνει μονάχα η δικαιοσύνη».14 1 Βλέπε Jean-Arnault Dérens, «Μονόφθαλμη δικαιοσύνη για τα Βαλκάνια», http://www.mondediplomatique.gr/spip.php?article418&var_rech erche=Jean-Arnault%20D%C3%A9rens 2 Nacer Eddine Ghozali, «La justice internationale à l’épreuve de la raison d’Etat», στο Raffa Ben Achour και Slim Lagmani (υπό τη διεύθυνσή των), «Justice et jurisdictions internationals», Pedone, Παρίσι, 2000. 3 Βλέπε Anne-Cécile Robert, «Justice internationale, politique et droit», Le Monde Diplomatique, Μάιος 2013. 4 Βλέπε Nicolas Burniat και Betsy Apple, «Genocide au Darfour: défis et possibilités d’action», Le Moniteur, Journal de la Coalition pour la Cour Pénale Ιnternationale, n 37, Χάγη, Νοέμβριος 2008-Απρίλιος 2009.
Βλέπε Jean-Baptiste Jeangène Vilmer, «L’Afrique face à la justice pénale internationale», Le Monde, 12 Ιουλίου 2011.
5
6 ΣτΜ: Προ διετίας, σε άρθρο της Le Monde, ασκήθηκε σφοδρότατη κριτική στον Οκάμπο για την αγάπη του για τον εντυπωσιασμό και τη «χολυγουντοποίηση του Δικαστηρίου», καθώς προτιμάει να συνεργάζεται με προσωπικότητες του θεάματος, όπως ο Τζορτζ Κλούνι, η Αντζελίνα Τζολί, η Κατρίν Ντενέβ και ο Γιουσού Ν’ντουρ, για τις τερατολογίες του («το καθεστώς Καντάφι εισάγει κοντέινερ ολόκληρα με βιάγκρα, ώστε τα στρατεύματά του να πραγματοποιούν μαζικούς βιασμούς»), αλλά και για την έλλειψη επαγγελματισμού του. Υποστηρίζεται ότι οι προανακρίσεις που διενήργησε παρουσιάζουν τεράστιες ελλείψεις και ότι η έρευνα υπήρξε ο φτωχός συγγενής της δράσης της εισαγγελίας, καθώς στο γραφείο του εισαγγελέα κυριαρχούν οι πολιτικοί επιστήμονες και οι επικοινωνιολόγοι, με ελάχιστους ειδικούς στη διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας. («Το γραφείο του θυμίζει περισσότερο υπουργείο Εξωτερικών και λιγότερο Εισαγγελία».) Le Monde Géo et Politique, «Hollywood à la Cour pénale internationale», 12 Δεκεμβρίου 2011.
Luis Moreno Ocampo, «The international Criminal Court in motion», στο Carsten Stahn και Göran Sluiter (υπό τη διεύθυνσή των), «The Emerging Practice of the International Criminal Court», Brill, Άμστερνταμ, 2009.
7
«Situation en Palestine», Γραφείο του εισαγγελέα, Χάγη, 3 Απριλίου 2013.
8
Όσον αφορά άλλα παραδείγματα σχετικά με το κριτήριο της σοβαρότητας, βλέπε την αναφορά του Γραφείου του εισαγγελέα σχετικά με τις διάφορες φάσεις της προανακριτικής διαδικασίας, 13 Δεκεμβρίου 2011.
9
10 «Côte d’Ivoire: la loi des vainqueurs. La situation des droits humains deux ans après la crise postélectotrale», Amnesty International, 26 Φεβρουαρίου 2013.
Danilo Zolo, la Giustizia dei vincitori, Laterza, Ρώμη, 2006. 11
12 Nicole Guedj, «Non, je ne suis pas unitile», Le Monde, 30 Σεπτεμβρίου 2004. 13 Julian Fernandez, «Variations sur la victime et la justice pénale internationale», Αιξ αν Προβάνς, Amnis, http://amnis.revues.org/890. 14 Tzvetan Todorov, «Les limites de la justice» στο Antonio Cassese και Mireille Delmas-Marty (υπό τη διεύθυνσή των), «Crimes internationaux et jurisdictions internationales. Valeur, politique et droit, PUF, Παρίσι, 2012.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
LE
MONDE
4/34
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
που εμπλέκονται στη διαχείριση πληθυσμιακών ομάδων στηριζόμενων από το κοινωνικό κράτος. Κατά τη διάρκεια έρευνας στις υπηρεσίες ελέγχου της μετανάστευσης, διαπιστώσαμε πως η ρητορική της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους αποτελούσε σημαντικό παράγοντα κινητοποίησης για εκείνους που, μέσα στους διαδρόμους των δημόσιων υπηρεσιών, καθορίζουν την πολιτική που ασκείται στις θυρίδες.4 Προερχόμενοι από πολύ διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, οι άνδρες και οι γυναίκες που έχουν διορισθεί σε αυτές τις υπηρεσίες έχουν μια κοινή αποστολή: να εξασφαλίσουν πως κάθε δικαίωμα που παραχωρείται σε έναν αλλοδαπό δεν συγκροτεί απειλή για τη διατήρηση της πολιτικής και της οικονομικής τάξης. Πώς όμως να παραμείνεις προσηλωμένος σε μια τέτοια αποστολή; Για πολύ καιρό, ο στόχος του ελέγχου της μετανάστευσης αποκτούσε νόημα μέσω της ανάγκης να προστατευθεί η εθνική αγορά εργασίας από τον αθέμιτο ανταγωνισμό του εξωτερικού. Πλέον, συνδυάζεται με μια ηθική σταυροφορία που αποβλέπει στον εντοπισμό των «επιδοματιών» και την ανάδειξη του μετανάστη σε νεκροθάφτη του κοινωνικού κράτους. Ο φόβος ότι οι αλλοδαποί έρχονται για να υφαρπάσουν τα κοινωνικά επιδόματα στη Γαλλία, επιδεινώνοντας με αυτό τον τρόπο τα ελλείμματα, είναι ιδιαιτέρως εμφανής στους υπαλλήλους που έχουν επιφορτιστεί με τις εγκρίσεις ιατρικών δαπανών: «Κατά τη διαδικασία έγκρισης της υγειονομικής περίθαλψης δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, εξαρτώμαστε απόλυτα από την ιατρική γνωμάτευση. Ευτυχώς, τώρα πια υπάρχουν λίγο περισσότερες αρνητικές γνωματεύσεις. Εγώ όμως επαναστάτησα με τις καταχρήσεις αυτής της διαδικασίας. Η κοινωνική ασφάλιση δεν καλύπτει πλέον κάποια φάρμακα για τους Γάλλους, κάτι που επιπλέον έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους δημοσίους υπαλλήλους όπως εμείς, όμως το κράτος επωμίζεται τα υγειονομικά έξοδα των αλλοδαπών ασθενών. Κάτι δεν πάει καλά σ’ όλο αυτό, δεν είναι λογικό» (συνομιλία με υπάλληλο εξυπηρέτησης που έγινε επιθεωρήτρια στη νομαρχία). Η σχέση αιτιότητας που δημιουργείται μεταξύ της μετανάστευσης και της υποβάθμισης της κοινωνικής προστασίας είναι επίσης ιδιαίτερα αισθητή στις υπηρεσίες που εμπλέκονται στη χορήγηση παροχών στους ηλικιωμένους. Ενώ οι αλλοδαποί, όπως και οι Γάλλοι υπήκοοι, οφείλουν να κατοικούν στη χώρα προκειμένου να έχουν δικαίωμα σε αυτές, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 τα ταμεία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχουν εμπλακεί σε έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον των ηλικιωμένων μεταναστών που πληρούν τις προϋποθέσεις για τις ελάχιστες κοινωνικές παροχές και φεύγουν περιστασιακά από τη χώρα.5 Αυτός ο πόλεμος κατά της απάτης, που στοχοποιεί τους αλλοδαπούς, έχει ως κυριότερη επίπτωση ότι η κρίση στη χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μεταμορφώνεται σε πρόβλημα εθνικής ταυτότητας.6 Έτσι, για κάποιους κρατικούς λειτουργούς, η αντίθεση μεταξύ του «εμείς οι Γάλλοι» και του «εκείνοι οι ξένοι» ανάγει ένα στοιχείο ταυτοποίησης σε παράγοντα συνοχής. Αυτή η επιθυμία κάποιοι δικαιούχοι να
ΚΥΡΙΑΚΗ 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014
Η αδιάκοπη κατάργηση θέσεων εργασίας και υποδομών στους τομείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποδοχή και την υποστήριξη ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων συμβάλλει στην αύξηση των εντάσεων, μετατρέποντας τις θυρίδες εξυπηρέτησης σε μέτωπο μάχης αντιμετωπίζονται ως εχθροί ή απατεώνες δεν περιορίζεται στις υπηρεσίες μετανάστευσης: τη συναντάμε στα γκισέ των ταμείων ανεργίας και γενικότερα σε όλα τα γραφεία που είναι επιφορτισμένα με τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού, ενέτειναν τα μέτρα ελέγχου εναντίον των δικαιούχων τέτοιων επιδομάτων. Για πολλά χρόνια υποβιβασμένη σε δευτερεύουσα -στην ουσία περιθωριακή- δραστηριότητα, η εποπτεία ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων αναβαθμίστηκε σε πολιτική προτεραιότητα και επωφελήθηκε από σημαντικούς ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Ενόσω όμως η επιτήρηση των διαφόρων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας χαλάρωνε, η μηχανοργάνωση των αρχείων και ο πολλαπλασιασμός της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών έκαναν εφικτή την υιοθέτηση εξονυχιστικών ελέγχων με στόχο όλες τις πληθυσμιακές ομάδες που εξαρτώνται από τις επιδοτήσεις του κοινωνικού κράτους. Πλέον, κάθε δικαιούχος που έχει δηλώσει κάποιο ποσό διαφορετικό από εκείνο που καταγράφεται στα φορολογικά έντυπά του καλείται να εναρμονίσει τις δηλώσεις του, υπό την απειλή στέρησης των επιδομάτων.7 Στα Ταμεία Οικογενειακών Επιδομάτων (CAF), η γενίκευση της «εξόρυξης δεδομένων» (data mining), μιας τεχνικής συνδυασμού στοιχείων που στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται ώστε να εντοπίζει τους φακέλους πιθανών υπόπτων για εξαπάτηση, αποτελεί το νέο όπλο μαζικής καταστολής. Η συστηματική συλλογή και καταγραφή πληροφοριών όπως η οικογενειακή κατάσταση, η απασχόληση, οι πόροι και το ιστορικό του φακέλου για τους τελευταίους 24 μήνες επιτρέπει στους στατιστικολόγους των CAF να έχουν στη διάθεσή τους περίπου χίλια διαφορετικά δεδομένα για κάθε ελεγχόμενο δικαιούχο.8 Η λίστα με τα κριτήρια που προσδιορίζουν τον ύποπτο για εξαπάτηση παραμένει βεβαίως μυστική. Η αποτελεσματικότητά της είναι ωστόσο τρομακτική: μετά από έξι μήνες, «οι φάκελοι που εντοπίστηκαν να έχουν καταχρηστικές καταβολές (χωρίς δικαιολογητικά ή ενώ υπήρχε ανάκληση των παροχών) αυξήθηκαν κατά 38%»9 και διπλασιάστηκε το μέσο ύψος των ποσών που εξοικονομήθηκαν ανά ελεγκτή. Και εδώ, συναντάμε ξανά το ίδιο επιχείρημα να χρησιμοποιείται από τους διευθυντές των CAF προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση των υπαλλήλων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη λειτουργία αυτής της μηχανής που τιμωρεί τους δικαιούχους των ελάχιστων κοινωνικών παροχών:
εκείνο που επιδιώκεται είναι να βελτιωθεί η ποιότητα των υπηρεσιών όσον αφορά την καλύτερη πρόσβαση στα επιδόματα εκείνων που τα δικαιούνται. Ωστόσο, λίγες πιθανότητες υπάρχουν αυτοί οι δαπανηροί μηχανισμοί να κινητοποιηθούν προκειμένου να εντοπίσουν δικαιούχους που, ελλείψει πληροφόρησης ή από φόβο απέναντι στις περίπλοκες διαδικασίες, παραιτούνται από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.10 Για να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο αυτοί οι σχολαστικοί έλεγχοι, μια απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 εξουσιοδοτεί διάφορους φορείς να διασταυρώνουν διαδικτυακά τις πληροφορίες που διαθέτουν οι φορολογικές αρχές, μέσω μιας αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την ονομασία «υπηρεσία επαλήθευσης φορολογικών δηλώσεων μέσω εισοδήματος». Αυτή η νέα τηλεϋπηρεσία επιτρέπει ιδίως στις τράπεζες, στους οργανισμούς που διαχειρίζονται κοινωνικές παροχές, στους εκμισθωτές ακινήτων ή και στις τοπικές αρχές να μελετούν δεδομένα προσωπικά όπως η οικογενειακή κατάσταση, ο αριθμός εξαρτωμένων ατόμων, το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα και το ύψος των φόρων.11 Προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις νέες διατάξεις για τον εξ αποστάσεως έλεγχο, οι υπηρεσίες που έχουν επιφορτιστεί με τη διαχείριση των πλέον ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων εκχωρούν στους υπαλλήλους τους σημαντική διακριτική ευχέρεια, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία εννοιών τόσο ασαφών όπως η «ομαλή ενσωμάτωση» για τους αλλοδαπούς, οι «πραγματικές ενέργειες αναζήτησης απασχόλησης» για τους ανέργους12 ή ακόμη και η «απομόνωση» για τις μητέρες με ένα συντηρούμενο τέκνο.13 Έτσι, αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι συχνά οδηγούνται στη σύγκριση των δικαιωμάτων από τα οποία υποτίθεται ότι επωφελούνται οι ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες με τη διαρκή υποβάθμιση που επιφυλάσσεται για τους κρατικούς λειτουργούς: πάγωμα μισθολογικών αυξήσεων, υποβάθμιση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δραστικές περικοπές λειτουργικών δαπανών, διαρκής αναζήτηση για μείωση των θέσεων εργασίας, που επιφέρει εντατικοποίηση της εργασίας και ανταγωνισμό μεταξύ των υπηρεσιών... Για τα μεσαία στρώματα του Δημοσίου, η συστηματική αμφισβήτηση του εργασιακού καθεστώτος τους συμβαδίζει με την -εσφαλμένη- αίσθηση ότι η κρατική εξουσία συνεχίζει να δαπανά όλο και περισσότερα για την προστασία των αλλοδαπών και των ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Καθώς δεν μπορούν να ακουστούν σε πολιτικό επίπεδο, κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους μεταφέρουν τη δική τους αίσθηση αδικίας στον τρόπο που εφαρμόζουν το πνεύμα του νόμου, αρνούμενοι στο γκισέ όσα μια πιο μεγαλόψυχη ερμηνεία των διατάξεων θα τους επέτρεπε να παραχωρήσουν. Καθώς ανήκουν στα κατώτερα κλιμάκια της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, προσχωρούν τόσο πιο πρόθυμα σε αυτή τη σταυροφορία εναντίον των «καταχρήσεων» εκ μέρους των πιο αδύναμων όσο περισσότερο πείθονται ότι έτσι υπερασπίζονται το μέλλον τους κάτω από την προστατευτική φτερούγα της κρατικής εξουσίας. Έτσι, η εμπέδωση των πρακτικών ελέγχου τρέφεται από την αποσταθεροποίηση των κρατικών λειτουργών. Η αδιάκοπη κατάργηση θέσεων εργασίας
και υποδομών στους τομείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποδοχή και την υποστήριξη των πλέον ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων συμβάλλει στην αύξηση των εντάσεων, μετατρέποντας τις θυρίδες εξυπηρέτησης σε μέτωπο μάχης. Σε αυτό το πλαίσιο, να υπενθυμίσουμε ότι η παρούσα κρίση του κοινωνικού κράτους είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα μιας πολιτικής «άδειων ταμείων»,14 η οποία συνίσταται στην αποστράγγιση των κονδυλίων από τις υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται «σπάταλες». Η κρίση χρηματοδότησης προκύπτει από ποικίλες απαλλαγές και εξαιρέσεις που παραχωρούνται στους οικονομικά πιο ισχυρούς, αλλά και από όλα τα μέσα που αυτοί έχουν επιστρατεύσει προκειμένου να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους.15 Πέρα από τις όποιες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, το στοίχημα είναι να επιτευχθεί ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών μέσων ελέγχου των επιχειρήσεων που αποφεύγουν τη φορολόγηση και των πιο πλούσιων. Με την ελπίδα ότι κάποτε ο φόβος θα αλλάξει στρατόπεδο. 1 Antoine Math, «Minima sociaux: nouvelle préférence nationale?», Plein droit, n°90, Παρίσι, Οκτώβριος 2011. 2 «Garantir l’accès à la santé pour tous les Français», www.frontnational.com 3 Andrew Higgins, «Right wing’s surge in Europe has the establishment rattled», The New York Times, 9 Νοεμβρίου 2013. 4 Accueillir ou reconduire. Enquête sur les guichets de l’immigration, Raisons d’agir, Παρίσι, 2008.
Antoine Math, «Les prestations sociales et les personnes âgées immigrées: la condition de résidence et son contrôle par les caisses», Revue de droit sanitaire et social, Νο 4, Παρίσι, Ιούλιος-Αύγουστος 2013. 5
6 Βλ. Serge Halimi, «Λαμπεντούζα», Le Monde Diplomatique, Νοέμβριος 2013, http://www.mondediplomatique.gr/spip.php?article482 7 Βλ. «Du souci de la justice à la surveillance des pauvres», Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2013. 8 Pierre Collinet, «Focus - Le data mining dans les CAF: une réalité, des perspectives», Informations sociales, Νο 178, Παρίσι, 04/2013. 9
ό.π.
Philippe Warin, «La face cachée de la fraude sociale», Le Monde Diplomatique, Ιούλιος 2013.
10
Η απόφαση που διευθετεί αυτές τις καινούργιες διατάξεις δημοσιεύθηκε στη γαλλική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Journal Officiel) της 15ης Οκτωβρίου 2013. Η Εθνική Επιτροπή για την Πληροφορική και τις Ελευθερίες (CNIL) κατήγγειλε τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την προσωπική ζωή των φορολογουμένων, η κυβέρνηση όμως αποφάσισε να την αγνοήσει. 11
Emmanuel Pierru, Guerre aux chômeurs ou guerre au chômage, Editions du Croquant, Bellecombe-en-Bauges, 2005.
12
Vincent Dubois και Delphine Dulong, «Les ruses de la raison juridique. Le contrôle sur place des bénéficiaires d’allocations familiales», Recherches et prévisions, Νο 73, Μετς, 2003. 13
Sébastien Guex, «La politique des caisses vides. Etat, finances publiques et mondialisation», Actes de la recherche en sciences sociales, Νο 146-147, Παρίσι, Μάρτιος 2003.
14
Βλ. «Comment contourner l’impôt sans s’exiler», Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2013. 15
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ