ΚΟΙΝΩΝΙΑ
LE
MONDE
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 16 MAΡΤΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 61
diplomatique Προς το τέλος του «πολέμου κατά των ναρκωτικών» EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Του Francois Polet*
O
πόλεμος κατά των ναρκωτικών είναι μια αποτυχία».1 Η έκθεση που δημοσιεύτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013 στην ιστοσελίδα της British Medical Journal δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολίες: οι απαγορευτικές πολιτικές -που έχουν συνδεθεί με το όνομα του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος, στις 17 Ιουλίου 1971, είχε χαρακτηρίσει τα ναρκωτικά ως «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο»- δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Μάλιστα, μεταξύ 1990 και 2010, η μέση τιμή των οπιούχων (ηρωίνη και όπιο), καθώς και της κοκαΐνης, μειώθηκε κατά 74% και 51%, αντίστοιχα, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό και τη μεγαλύτερη καθαρότητα των προϊόντων. Μήπως είναι καιρός να δοκιμαστεί μια άλλη μέθοδος για την αντιμετώπιση της μάστιγας των ναρκωτικών, όπως γίνεται ήδη σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ ή στην Ουρουγουάη; Μια καταφατική απάντηση δεν σημαίνει την υποβάθμιση του φαινομένου. Με σχεδόν 200 εκατομμύρια καταναλωτές η αγορά των ναρκωτικών κάνει τζίρο που υπολογίζεται σε 300 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, δηλαδή σχεδόν όσο το ΑΕΠ της Δανίας. Η διαιώνιση του προβλήματος, όμως, δεν πρέπει να συσκοτίζει κάποιες βαθιές αλλαγές που έχουν συντελεστεί. Όπως και παλαιότερα, τρεις χώρες των Άνδεων, η Βολιβία, η Κολομβία και το Περού, εξασφαλίζουν σχεδόν το σύνολο της παγκόσμιας προσφοράς κοκαΐνης. Το Αφγανιστάν παράγει σταθερά πάνω από το 80% των οπιούχων που πωλούνται παγκοσμίως. Άλλα ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων αυτών με προορισμό την Ευρώπη περνά πλέον από την αφρικανική ήπειρο, προκαλώντας σοβαρά φαινόμενα αστάθειας στις τοπικές οικονομίες και τους τοπικούς θεσμούς. Όπως και σε άλλους οικονομικούς κλάδους, η παγκόσμια ζήτηση έχει τονωθεί από τις ανάγκες των αναδυόμενων οικονομιών. Ενώ η ζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες διαρκώς υπο-
«
Τα οικονομικά θύματα της παγκοσμιοποίησης, στην πόλη Η στην ύπαιθρο, αποτελούν έναν ανεξάντλητο «εφεδρικό στρατό» για την παραγωγή και τη διακίνηση των ναρκωτικών
* Ο Francois Polet είναι κοινωνιολόγος, υπεύθυνος μελετών στο Centre tricontinental (Cetri). Είναι, επίσης, συντονιστής της έκδοσης «Narcotrafic. ‘La guerre aux drogues’ en question», Syllepse-Cetri, Παρίσι - Βρυξέλλες, 2013.
Για τους στρατηγικούς εγκεφάλους του Πενταγώνου, η τρομοκρατία και τα κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών αλληλοτροφοδοτούνται, κάποτε μάλιστα συγχωνεύονται
χωρεί μετά το 2006, η κατανάλωση των Βραζιλιάνων έχει εκτοξεύσει τη χώρα τους στη θέση της δεύτερης αγοράς κοκαΐνης στον κόσμο. Άλλες ήπειροι, άλλα προϊόντα, ίδιες αλλαγές: η αύξηση της ζήτησης ηρωίνης στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία αντισταθμίζει τη μείωσή της στη Δυτική Ευρώπη. Επομένως, παρόλο που οι κύριες αγορές παραμένουν στον Βορρά (μεταξύ τους και η Ρωσία), παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους, που, σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, μπορεί να καταστήσει κυρίαρχες τις ροές στο εσωτερικό του Νότου. Λίγοι οικονομικοί κλάδοι, όσο τα διεθνή κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών, έθεσαν τόσο συστηματικά σε εφαρμογή τις κατευθύνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία παρότρυνε να αξιοποιηθούν οι τεράστιες ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Τα κυκλώματα αυτά, αξιοποιώντας την έκρηξη των θαλάσσιων και αεροπορικών διηπειρωτικών μεταφορών, καθώς και την επικράτηση της «πολιτικής ανοικτών θυρών» που περιορίζει τους τελωνειακούς ελέγχους, θεωρείται πλέον ότι είναι σε θέση, σύμφωνα με τον διεθνή Οργανισμό Ελέγχου των Ναρκωτικών, να «αγοράζουν τις υπηρεσίες ειδικών στην πληροφορική για να ξεφεύγουν από την αστυνομία, να συντονίζουν τις αποστολές φορτίων και να ‘ξεπλένουν’ τα έσοδα».2 Άλλωστε η απορρύθμιση και η εμφάνιση περισσότερο ή λιγότερο νόμιμων χρηματοοικονομικών λεωφόρων που περνούν από τους φορολογικούς παραδείσους έχουν προσφέρει στα κυκλώματα αυτά άπειρες δυνατότητες ανακύκλωσης των κερδών τους. Τα μαφιόζικα δίκτυα έχουν επωφεληθεί από τη μαζική ολίσθηση στη φτώχεια των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Τα οικονομικά θύματα της παγκοσμιοποίησης, στην πόλη ή στην ύπαιθρο, αποτελούν έναν ανεξάντλητο «εφεδρικό
στρατό» για την παραγωγή και τη διακίνηση των ναρκωτικών. Ωστόσο, η πολιτική οικονομία της αγοράς αυτής μιμείται καταπληκτικά τις ανισότητες των διεθνών αλυσίδων αξίας, είτε πρόκειται για τον αγροτοδιατροφικό τομέα είτε για την κλωστοϋφαντουργία: το 2008, μόνο το 1,5% των κερδών από την πώληση της κοκαΐνης στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτανε στους μικρούς παραγωγούς κόκας, ενώ τα δίκτυα που οργανώνουν τη διακίνηση στο αμερικανικό έδαφος καρπώνονταν το 70%,3 πριν το επενδύσουν στη βιομηχανία πολυτελών ειδών ή στους διάφορους κλάδους που επιτρέπουν το «ξέπλυμα» βρόμικου χρήματος (ακίνητα, καζίνο, τουρισμός). Η διεθνής συνεργασία στο ζήτημα της καταπολέμησης των ναρκωτικών ξεκινά το 1909. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που μόλις έχουν «αγοράσει» τις Φιλιππίνες από τους Ισπανούς, καλούν έναν μικρό αριθμό κρατών στην πόλη της Σαγκάης για να τα πείσουν ότι πρέπει να ξεριζωθεί η μάστιγα του οπίου στην Άπω Ανατολή. Ηθικό καθήκον; Το εγχείρημα παρέχει, πρωτίστως, τη δυνατότητα να σπάσει το βρετανικό μονοπώλιο στο εμπόριο του οπίου, με ταυτόχρονο προσεταιρισμό των κινεζικών αρχών. Ήδη διαφαίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς καθεστώτος που θα επιβληθεί κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: απαγορευτικός προσανατολισμός, προτεραιότητα στην καταπολέμηση της προσφοράς, καθοριστική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών... Τρεις δομές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όλες με έδρα τη Βιέννη, αποτελούν τη θεσμική αρχιτεκτονική που εγγυάται τη λειτουργία του συστήματος. Η Επιτροπή για τα Ναρκωτικά, όπου συμμετέχουν 53 χώρες με τετραετή θητεία, είναι το αποφασιστικό όργανο, στο εσωτερικό του οποίου έχουν διαμορφωθεί οι τρεις κύριες συμβάσεις κατά των ναρκωτικών.4 Ο INCB, που θεωρεί εαυτόν «ημι-δικαστικό όργανο «, εξετάζει τις εθνικές πολιτικές των περισσότερων από 180 κρατών που έχουν υπογράψει τα κείμενα. Οι δύο αυτοί οργανισμοί υποστηρίζονται διοικητικά από το Γραφείο κατά των Ναρκωτικών και του Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών (UNODC). Μάλιστα το UNODC παρέχει τεχνική υποστήριξη στα κράτη για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου, ιδιαίτερα μέσω του προγράμματος ελέγχου εμπορευματοκιβωτίων, που εφαρμόζεται σε δώδεκα χώρες. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4