LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014 TEYXOΣ 70
diplomatique
Πιο φιλονατοϊκός, πεθαίνεις... ΓΑΛΛΙΑ
Της Anne-Cécile Robert*
T
α διακριτικά κτήρια της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΑΕΕ) στην Ουάσιγκτον είναι πλήρως ενσωματωμένα στο κοινότοπο φόντο μιας περιοχής γεμάτης με γραφεία. Στην πρόσοψη, μόλις που διακρίνεται η βαθυγάλαζη σημαία με τα δώδεκα αστέρια, επιδεικνύοντας στον επισκέπτη το πιο παλαιό σημείο αναγνώρισης της ευρωπαϊκής κοινότητας στο εξωτερικό (1954). Βρισκόμαστε στις 11 Φεβρουαρίου 2014 και, μερικές εκατοντάδες μέτρα βορειότερα, η αμερικανική πρωτεύουσα προετοιμάζεται με λαμπρότητα για την επίσημη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Τα γαλλικά χρώματα, με μια σημαία ανά πενήντα μέτρα, κυματίζουν κατά μήκος των δρόμων. Το ίδιο βράδυ, ο Λευκός Οίκος θα στρώσει τα καλά του σερβίτσια για ένα επίσημο δείπνο με τριακόσιους συνδαιτυμόνες, το οποίο χαρακτηρίστηκε «υπερβολικά δαπανηρό» από τον κάπως αμήχανο τοπικό Τύπο. Οι ενστάσεις αυτές δεν εκπλήσσουν τον Φρανσουά Ριβασό, αναπληρωτή διευθυντή της ΑΕΕ, της οποίας κανείς εκπρόσωπος δεν προσκλήθηκε στους γαλλο-αμερικανικούς εορτασμούς. «Τα μεγάλα κράτη είναι φυσικό να διατηρούν τη δική τους διμερή πολιτική», παραδέχεται. Ιδού, λοιπόν, η Γαλλία σε έναν ρόλο που άλλοτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο του Ηνωμένου Βασιλείου: αυτόν του πρωτοπαλίκαρου των Ηνωμένων Πολιτειών, που προβάλλει αχόρταγα την «ειδική σχέση» του με την Ουάσιγκτον, τη στιγμή, μάλιστα, που οι κεραίες των διπλωματών λαμβάνουν όλο και πιο δυνατά σήματα από την Ουκρανία. Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος επιθυμεί να παρηγορήσει τον σύμμαχό του, προσφάτως επανακάμψαντα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, τον οποίο άφησε εντελώς ακάλυπτο στη σταυροφορία εναντίον του συριακού καθεστώτος. Εκπληκτική
* Η Anne-Cécile Robert είναι δημοσιογράφος της Le Monde diplomatique.
αντιστροφή ρόλων: λιγότερο έτοιμος να ξεθάψει το τσεκούρι του πολέμου από τον Φρανσουά Ολάντ, ο Μπάρακ Ομπάμα -που επιπλέον μόλις είχε ανακοινώσει την αύξηση του βασικού μισθού των απασχολουμένων στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση- διακοσμεί με λίγες ακόμη πινελιές το πορτρέτο του σοσιαλιστή προέδρου ως δεξιόστροφου ανδρός. Ενθαρρυμένος από έναν υπουργό Εξωτερικών γνωστό για τον φιλοαμερικανισμό του, τον Λοράν Φαμπιούς, ο Γάλλος ανώτατος άρχων ολοκληρώνει το έργο τής φιλοατλαντικής στροφής της γαλλικής διπλωματίας, που εγκαινιάστηκε από τον Φρανσουά Μιτεράν. Μιμείται την καλυμμένη μισαλλοδοξία των Αμερικανών νεοσυντηρητικών, δηλώνοντας πως θέλει να «τιμωρήσει» τους «τρομοκρά-
Ιδού, λοιπόν, η Γαλλία σε έναν ρόλο που προβάλλει αχόρταγα την «ειδική σχέση» της με την Ουάσιγκτον
τες» του βόρειου Μάλι και συνηγορώντας υπέρ της στρατιωτικής λύσης εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού. Αφού προηγουμένως οδήγησε σε αποτυχία το πρώτο στάδιο των διαπραγματεύσεων με το Ιράν (Γενεύη ΙΙ), το Παρίσι υιοθετεί ψυχροπολεμική στάση απέναντι στη Μόσχα: υποστήριξη της ένταξης της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής, αναγνώριση της κυβέρνησης που προέκυψε από την εξέγερση του φετινού χειμώνα, παροχή βοήθειας σε αυτήν, εγκατάλειψη της συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου, η οποία προέβλεπε κυβέρνηση εθνικής ενότητας και καινούργιο Σύνταγμα. Συμβουλευόμενος ένα λεξικό που κατά τα φαινόμενα δεν διαθέτει παρά μία και μόνη σελίδα, ο κ. Φαμπιούς επαναλαμβάνει σε όποιον είναι πρόθυμος να το ακούσει ότι η κατάσταση είναι «δύσκολη» και ότι πρέπει να επιδειχθεί «πυγμή». Ποιο γεωπολιτικό όραμα υπηρετεί αυτή η στάση; Κανένα, εκτιμά ένας διπλωμάτης, ο οποίος διακρίνει στη στάση των Γάλλων ηγετών ένα μείγμα «διανοητικής οκνηρίας και άγνοιας της εθνικής ιστορίας». Το 2011, ορισμένοι συνάδελφοί του ήδη κατήγγελλαν τον «παρορμητισμό», τον «ερασιτεχνισμό» και την «υπερβολική εμμονή με τα μέσα ενημέρωσης» των ενοίκων του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών.1 «Η εξωτερική πολιτική δεν
Υιοθετώντας αδιάλλακτη γραμμή απέναντι στη Συρία, το Ιράν και τη Ρωσία, η Γαλλία ολοκληρώνει μια διπλωματική μεταστροφή που εγκαινιάστηκε επί προεδρίας Φρανσουά Μιτεράν. Το Παρίσι πλέον εναρμονίζεται πλήρως με μια Ευρωπαϊκή Ένωση που, ήδη από τη δημιουργία της, είναι στραμμένη προς την Ουάσιγκτον και έτσι εγκαταλείπει τη φιλοδοξία να αποτελέσει μια ιδιαίτερη φωνή στην παγκόσμια σκηνή
είναι δυνατόν να βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό», έγραφε με τη σειρά του ο πρώην πρέσβης Φρανσίς Γκουτμάν, το 2011. «Προϋποθέτει όραμα και προοπτική (ο στρατηγός Ντε Γκολ, όταν ήταν να εκφωνήσει τον λόγο του για το Βιετνάμ, δεν άρχισε να αναρωτιέται το ίδιο πρωί, μόλις ξύπνησε στην Πνομ Πενχ, τι θα έλεγε αργότερα στο στάδιο)».2 Όσον αφορά την Ουκρανία, ο ίδιος διπλωμάτης, που επιπλέον χρημάτισε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφει μια Γαλλία «ενοχλητικά μεροληπτική».3 Αν και λειτούργησε ως διαμεσολαβητής στη σύρραξη του 2008 στη Γεωργία, το Παρίσι αφήνει πλέον αυτόν τον στρατηγικό ρόλο στη Γερμανία, προσδεμένη στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1945, αλλά και προνομιακό οικονομικό εταίρο της Μόσχας. Απέναντι σε μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) που αδυνατίζει τη διπλωματία των Είκοσι Οκτώ, οι οποίοι διαφωνούν μεταξύ τους σχεδόν για τα πάντα, και σε αόριστες διακηρύξεις προθέσεων για τη διατήρηση της ειρήνης ή την πρόληψη των κρίσεων, ο ηγετικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών επιβάλλεται ως ο μικρότερος κοινός παρονομαστής. Ο Κουρτ Βόλκερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, τον οποίο συναντήσαμε στην Ουάσιγκτον, δεν κρύβει την ικανοποίησή του: μετά την «εξομάλυνση» της γαλλικής πολιτικής, οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις έγιναν «πιο υγιείς». Ως Ρεπουμπλικανός, λυπάται που ο πρόεδρος Ομπάμα δεν επιβάλλει ακόμη περισσότερο το κύρος του επί των Ευρωπαίων συμμάχων, τους οποίους θεωρεί άτολμους και πάντα έτοιμους «να διυλίσουν τον κώνωπα». Ευτυχώς, με την επέμβαση στη Λιβύη, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξαν ότι διαθέτουν την ικανότητα να αναλαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από το περίφημο «φορτίο» της κοινής άμυνας, παίζοντας τον ρόλο του ένοπλου βραχίονα μιας «διεθνούς κοινότητας» υπό δυτική κυριαρχία. Χωρίς ολοκληρωμένο στρατιωτικό επιτελείο, που ωστόσο προβλέπεται στην ιδρυτική πράξη τους, αλλά ποτέ δεν σχηματίστηκε, τα Ηνωμένα Έθνη βρίσκονται αίφνης όμηροι του ΝΑΤΟ. Η ατλαντική ροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Τα στρατευμένα μέσα πολώ Από τη στιγμή που, με την εισβολή της καλωδιακής τηλεόρασης και του Διαδικτύου, ο Αμερικανός τηλεθεατής απέκτησε περισσότερες επιλογές ενημέρωσης από τα «παραδοσιακά» δελτία ειδήσεων του ABC, του CBS και του NBC, άρχισαν να αναδύονται όλο και περισσότερες ιδεολογικά στρατευμένες πηγές πληροφόρησης, που αποδείχθηκαν εξαιρετικά προσοδοφόρες για τους ιδιοκτήτες τους. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξής τους σε μια δύσκολη, για τα μέσα ενημέρωσης, εποχή: όχι η προώθηση ακραίων πολιτικών θέσεων (ιδίως από την πλευρά της Δεξιάς), αλλά τα άφθονα κέρδη. Tου Rodney Benson*
O
Μπιλ Ο’ Ράιλι, ένας από τους πρωτοκλασάτους παρουσιαστές του υπερσυντηρητικού δικτύου Fox News, υποδεχόταν στο στούντιο τον πρόεδρο, Μπάρακ Ομπάμα, στις 2 του περασμένου Φεβρουαρίου, τις ημέρες της υψηλότατης τηλεθέασης που προηγούνται του Σούπερ Μπόουλ, του κορυφαίου γεγονότος στο αμερικανικό φούτμπολ. Με την ευκαιρία, επανέλαβε την αγαπητή στο κοινό του κατηγορία, ότι ο Λευκός Οίκος είχε παραπλανήσει τους Αμερικανούς πολίτες σχετικά με την αιματηρή επίθεση του Σεπτεμβρίου 2012 εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βεγγάζη της Λιβύης: «Οι επικριτές σας υποστηρίζουν πως αποκρύψατε το γεγονός ότι επρόκειτο για τρομοκρατική επίθεση, προκειμένου να μην επηρεαστεί η προεκλογική εκστρατεία σας. Αυτό πιστεύουν». Ο πρόεδρος απάντησε επιτόπου: «Και το πιστεύουν επειδή τους το λένε άνθρωποι σαν κι εσάς». Ο σύντομος αυτός διάλογος καταδεικνύει την ισχύ των ανοιχτά στρατευμένων μέσων
* Ο Rodney Benson είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι συγγραφέας του «Shaping Immigration News: A French - American Comparison», Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2013.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ενημέρωσης των ΗΠΑ, ισχύ που προφανώς δεν αφήνει άλλη επιλογή στον Ομπάμα παρά να υποβληθεί σε ανάκριση από έναν μαχητικό νεοσυντηρητικό. Μαρτυρά όμως και την επιρροή τους στην κοινή γνώμη. Έγιναν «η πιο δυνατή φωνή μέσα στο σπίτι»,1 εκείνο που οι ερευνητές Τζέφρεϊ Μ. Μπέρι και Σάρα Σομπιερέι ονομάζουν «βιομηχανία των ύβρεων»,2 και κατέστησαν παρωχημένους τους κανόνες ευπρέπειας από τους οποίους διεπόταν άλλοτε ο δημόσιος διάλογος. Προκειμένου να δυσφημήσεις τον αντίπαλό σου, όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται. Η παραπομπή στον ναζισμό είναι από τα πιο προσφιλή. Στο κεντροαριστερών τάσεων δίκτυο MSNBC, που αντιπαρατίθεται έντονα στο Fox News, ο Εντ Σουλτς, αναφερόμενος σε βίντεο με τον Ρας Λίμπο, τον πρύτανη του δεξιού ραδιοφώνου, ισχυριζόταν πως, «αν τον παρακολουθήσετε με κλειστό τον ήχο, ο Λίμπο μοιάζει με τον Αδόλφο Χίτλερ» (2 Μαρτίου 2009). Ο πρώην σχολιαστής του Fox Γκλεν Μπεκ (που παλαιότερα παρουσίαζε τη δεύτερη σε θεαματικότητα εκπομπή μετά από εκείνη του Ο’ Ράιλι) χαρακτήρισε τις ομιλίες του Αλ Γκορ στα σχολεία, περί της προστασίας του περιβάλλοντος, ως απόπειρα «κατήχησης των νέων της Αμερικής. [...] Όταν τελειώσω με αυτό το θέμα, ίσως πιστέψετε κι εσείς ότι βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς τη χιτλερική νεολαία» (5 Μαρτίου 2010). Ο Ρας Λίμπο, στη ραδιοφωνική εκπομπή του (που είναι η πρώτη σε ακροαματικότητα στις ΗΠΑ) της 29ης Φεβρουαρίου 2012, επιτέθηκε άγρια σε φοιτήτρια της Νομικής, που συνηγορούσε δημοσίως υπέρ της κάλυψης των αντισυλληπτικών από τους ασφαλιστικούς φορείς: «Θέλει να πληρώνεται για να κάνει σεξ. Κάνει τόσο πολύ σεξ που δεν έχει πια να πληρώσει τα αντισυλληπτικά της. Θέλει εσύ κι εγώ και οι φορολογούμενοι να την πληρώνουμε για να κάνει σεξ. Και αυτό, σε τι μας μετατρέπει; Σε νταβατζήδες». Έχουν, όμως, πραγματικά τόση δύναμη τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης; Αν τα ακροατήριά τους μοιράζονται με βάση ιδεολογικές και κομματικές διχοτομίες, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης προωθούν τον διχασμό και όχι ότι απλώς ανταποκρίνονται σε αυτόν; Τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης κυριαρχούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού. Στη συνέχεια όμως επισκιάστηκαν από τον υποστηριζόμενο από τη μαζική διαφήμιση Τύπο και τα υποκείμενα σε αυστηρές ρυθμίσεις ραδιοτηλεοπτικά μέσα, όπου κυριαρχούσαν τα τρία μεγάλα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα (ABC, CBS και NBC), τα οποία υιοθέτησαν ουδέτερους τόνους και πρόταξαν τη «δημοσιογραφική αντικειμενικότητα», με στόχο τη μεγιστοποίηση του ακροατηρίου.
Στο παιχνίδι της συστηματικής δυσφήμισης των αντίθετων απόψεων, τα στρατευμένα μέσα παίζουν τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής
Η παρένθεση αυτή έκλεισε τη δεκαετία του 1980, με την έλευση της καλωδιακής τηλεόρασης. Ενώ το 1970 λιγότερο από το 8% των νοικοκυριών στις ΗΠΑ διέθετε καλωδιακή, το 1989 πέρασε το κατώφλι του 50% και έως το 2004 το ποσοστό ανερχόταν στο 85% (συμπεριλαμβανομένης και της δορυφορικής τηλεόρασης). Σταδιακά, το περιορισμένων επιλογών σύστημα ραδιοτηλεοπτικών μέσων αντικαταστάθηκε από ένα περιβάλλον πολλαπλών επιλογών αναμετάδοσης: καλωδιακή, δορυφορική, ψηφιακή δορυφορική και, τέλος, διαδικτυακή. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρακολουθούσαν το βραδινό δελτίο ει-
δήσεων των μεγάλων δικτύων μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Σε ένα καλωδιακό περιβάλλον με πολλαπλές επιλογές, οι τηλεθεατές με χαμηλό βαθμό ενδιαφέροντος για τις ειδήσεις (και με λιγότερο ισχυρό ιδεολογικό πρόσημο) τις εγκατέλειψαν προς όφελος της ψυχαγωγίας και συμμετείχαν λιγότερο στις εκλογές οι λίγοι φανατικοί των ειδήσεων που απέμειναν, είχαν σε μεγάλο βαθμό σαφές ιδεολογικό προφίλ. Η διαδικασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη πριν καν υπάρξουν το Fox ή το MSNBC. Η απόρριψη του «δόγματος της αμεροληψίας» από την κυβέρνηση Ρέιγκαν, το 1987, έβαλε τέλος στην υποχρέωση εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών μέσων να παρουσιάζουν σε ισότιμη βάση τις αντιτιθέμενες πολιτικές απόψεις. Η συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια μεγάλων ομίλων και οι πιέσεις για μεγαλύτερη κερδοφορία, σε συνδυασμό με το πολυκάναλο καλωδιακό και δορυφορικό περιβάλλον, έκαναν ελκυστικές τις επενδύσεις σε «εξειδικευμένα» προγράμματα. Αποδεικνύοντας σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους στη δημιουργία ακροατηρίου με συγκριτικά χαμηλό κόστος, τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης επέστρεψαν, καταρχάς από την πλευρά
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
11 ΜΑΪΟΥ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ 18
νουν τον δημόσιο διάλογο της Δεξιάς, ξεκινώντας με το «ραδιόφωνο λόγου» (talk radio) της δεκαετίας του 1980, συνεχίζοντας με τις ειδήσεις της καλωδιακής τηλεόρασης, τη δεκαετία του 1990, και κατόπιν επεκτεινόμενα στα ιδεολογικά χρωματισμένα ιστολόγια και ιστοσελίδες, κατά τη δεκαετία του 2000. Σήμερα, στο αμερικανικό ραδιόφωνο οι εκπομπές και τα ακροατήρια συντηρητικού προσανατολισμού υπερτερούν συντριπτικά των προοδευτικών, χάρη στον σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο του «ραδιοφώνου λόγου» από τον δεξιό όμιλο Clear Channel Communications και την έλξη που ασκούν ο Ρας Λίμπο και ο Σον Χάνιτι (ένας από τους κορυφαίους παρουσιαστές του καλωδιακού Fox), καθένας τους με 15 εκατομμύρια ακροατές σε εβδομαδιαία βάση. Στις ειδήσεις της καλωδιακής τηλεόρασης κυριαρχεί το Fox News Channel, πνευματικό τέκνο του ισχυρού ανδρός της News Corporation, Ρούπερτ Μέρντοχ, και του Ρότζερ Έιλς, πρώην παρασκηνιακού στελέχους των Ρεπουμπλικανών. Από το ξεκίνημά του, το 1995, στέγασε τις κορυφαίες σε θεαματικότητα εκπομπές πολιτικού σχολιασμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Ο’ Ράιλι (τρία εκατομμύρια τηλεθεατές κάθε βράδυ) και του Μπεκ (πάνω από δύο εκατομμύρια τηλεθεατές, πριν από τη διακοπή της, το 2010). Το MSNBC, το δεύτερο σε κατάταξη καλωδιακό κανάλι, ιδρύθηκε το 1995, την ίδια χρονιά με το Fox, ως συνεταιρισμός της Microsoft και του NBC, ιδιοκτησίας General Electric (το 2013, μοναδικός ιδιοκτήτης του έγινε η Comcast). Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, αυτοπροσδιορίστηκε ως ο προοδευτικός αντικατοπτρισμός του Fox. Τα τοκσόου του, με σημαντικά χαμηλότερες θεαματικότητες από εκείνες του Fox, συμπεριλαμβάνουν το «Rachel Maddow Show» (ένα εκατομμύριο τηλεθεατές), το «Hardball with Chris Matthews» και το «Last Word with Lawrence O’ Donnell» (το καθένα γύρω στους 750.000 τηλεθεατές). Το CNN, παρ’ όλο που προσδιορίζεται ως προοδευτικό από συντηρητικούς σχολιαστές, ουσιαστικά δεν έχει εκπομπές σχολιασμού και επικεντρώνεται στις έκτακτες ειδήσεις και τα ντοκιμαντέρ. Στο Διαδίκτυο, στις κορυφαίες προοδευτικές ιστοσελίδες ή ιστολόγια συμπεριλαμβάνονται το Huffington Post (που εξαγοράστηκε από την AOL, το 2011), το Daily Kos, το Talking Points Memo και η Wonkette. Στα κορυφαία συντηρητικά ιστολόγια συμπεριλαμβάνονται το Drudge Report, η Michelle Malkin και το Hot Air. Το καθημερινό ακροατήριο των στρατευμένων μέσων του Διαδικτύου (δύο εκατομμύρια επισκέψεις την ημέρα) είναι αρκετά μικρότερο από εκείνο του ραδιοφώνου ή της καλωδιακής τηλεόρασης. Πόσο μεγάλη επιρροή ασκούν αυτά τα
στρατευμένα μέσα; Σύμφωνα με τους Μπέρι και Σομπιερέι, το συνολικό καθημερινό ακροατήριό τους αγγίζει τα 47 εκατομμύρια άτομα (αν και ο αριθμός πιθανότατα είναι μικρότερος, εφόσον κάθε άτομο μπορεί να παρακολουθεί περισσότερα μέσα). Ο ερευνητής Μάρκους Πράιορ από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον επισημαίνει ότι το κοινό των στρατευμένων μέσων παραμένει σαφώς μικρότερο από εκείνο των βραδινών δελτίων ειδήσεων του ABC, του CBS και του NBC, εφόσον καθένα τους ακόμη προσελκύει υπερδιπλάσιο κοινό από το «O’ Reilly Factor», την πιο δημοφιλή καλωδιακή εκπομπή. Ακόμη και τα 2,4 εκατομμύρια άτομα που παρακολουθούν το «NewsHour», τις ειδήσεις της μικρής, σχεδόν περιθωριακής δημόσιας τηλεόρασης (PBS), είναι πολλαπλάσια εκείνων που παρακολουθούν τα περισσότερα καλωδιακά δελτία ειδήσεων. Μεγάλο ποσοστό του κοινού της καλωδιακής τηλεόρασης έχει σαφή -και έντονη- ιδεολογική ταυτότητα. Έκθεση του Pew Research Center του 2012 δείχνει ότι οι τηλεθεατές των εκπομπών του Χάνιτι και του Ο’Ράιλι στο Fox αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί σε ποσοστό διπλάσιο του μέσου όρου (78% και 69% αντιστοίχως, έναντι 35% στο σύνολο των Αμερικανών). Στο MSNBC, το ακροατήριο της εκπομπής της Ρέιτσελ Μάντοου δήλω-
Τα στρατευμένα μέσα πιθανότατα θα παραμείνουν ενεργά για αρκετό καιρό ακόμη, επειδή αποτελούν προσοδοφόρα επιχείρηση
νε προοδευτικό κατά 57% (22% στο σύνολο των Αμερικανών). Στο μεταξύ, οι πολιτικές τοποθετήσεις των ψηφοφόρων σε ολόκληρη τη χώρα έχουν πολωθεί. Είναι πολύ δυσκολότερο σήμερα να βρεις «προοδευτικούς Ρεπουμπλικανούς» ή «συντηρητικούς Δημοκρατικούς»: το χάσμα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, μεταξύ θρησκευόμενων και μη, δεν έχει πάψει να διευρύνεται.3 Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο τα στρατευμένα μέσα να καθοδηγούν αυτήν τη διαδικασία. Μπορεί απλώς τα ακροατήρια με ήδη διαμορφωμένη ιδεολογική ταυτότητα να παρακολουθούν μόνο τα μέσα που αντανακλούν την προϋπάρχουσα κοσμοθεωρία τους. Η επιλεκτική αντίληψη του ανθρώπινου είδους λειτουργεί και στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης. Μια μελέτη πάνω στην τηλεοπτική σειρά Ντάλας, κατά τη δεκαετία του 1980, είχε δείξει ότι ο τρόπος ερμηνείας των επεισοδίων διέφερε αισθητά εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο, την εκπαίδευση, την πολιτική τοποθέτηση κ.ο.κ. των τηλεθεατών.4 Πιο πρόσφατα, οι πολιτικοί επιστήμονες Κέβιν Αρσενό και Μάρτιν Τζόνσον διεξήγαγαν ένα πείραμα, κατά τη διάρκεια του οποίου προοδευτικοί και συντηρητικοί τηλεθεατές παρακολούθησαν «ουδέτερα», προοδευτικά ή συντηρητικά αποσπάσματα από δελτία ειδήσεων σχετικά με κάποιες κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης Ομπάμα: η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση της είδησης όπως παρουσιαζόταν από τα μεγάλα, «ουδέτερα» δίκτυα, είχε την ίδια πολωτική επίδραση με την παρακολούθηση των «στρατευμένων» δελτίων.5 Με άλλα λόγια, η είδηση υφίστατο ιδεολογική επεξεργασία από τον παραλήπτη της ακόμη και όταν η παρουσίασή της ήταν όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη. Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η ισχύς των στρατευμένων μέσων; Η απάντηση είναι ότι, όχι μόνο υποθάλπουν, αλλά και εντείνουν τις προϋπάρχουσες πολιτικές απόψεις. Ο Τζέφρεϊ Μ. Μπέρι και η Σάρα Σομπιερέι τεκμηριώνουν την προσβλητική γλώσσα, τις υποτιμητικές προσφωνήσεις, τους σαρκασμούς και τις χυδαιολογίες, τις επιθέσεις επί του προσωπικού, τις «ιδεολογικά εξτρεμιστικές» εκφράσεις και διαστρεβλώσεις. Η μοιρασιά δεν είναι ισομερής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Τα αριστεράπροοδευτικά μέσα «έχουν αρκετά ρυπαρό περιεχόμενο», αλλά, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, «οι συντηρητικοί είναι ακόμη ρυπαρότεροι». Οι τηλεθεατές του Fox News υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό και μάλιστα με διαφορά της τάξης των 31 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τους τηλεθεατές άλλων καναλιών- το μύθευμα πως ο πρόεδρος Ομπάμα δεν γεννήθηκε στις ΗΠΑ.6 Στο παιχνίδι της συστηματικής δυσφήμι-
ΗΠΑ σης των αντίθετων απόψεων, τα στρατευμένα μέσα παίζουν τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής. Ο ρόλος τους είναι να κάνουν τους ακραίους υποστηρικτές «ακόμη πιο ακραίους [...] και ακόμη πιο βέβαιους ότι οι πεποιθήσεις τους είναι οι σωστές».7 Οι γεμάτοι βεβαιότητα τακτικοί καταναλωτές ειδήσεων ανάμεσά τους πολλοί άνθρωποι του πολιτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον- στη συνέχεια πιθανότατα θα λειτουργήσουν ως διαμορφωτές γνώμης στα κοινωνικά τους δίκτυα. Αυτός είναι και ο πιθανότερος τρόπος με τον οποίο ασκούν εξουσία τα στρατευμένα μέσα ενημέρωσης: βοηθούν στον καθορισμό της ειδησεογραφίας και της πολιτικής επικαιρότητας και κινητοποιούν τους ψηφοφόρους. Η εκτεταμένη κάλυψη από το Fox News προώθησε το κίνημα του «Κόμματος του Τσαγιού». Όχι μόνο κάλυπτε το θέμα, αλλά ταυτόχρονα το δημιουργούσε -και έτσι βοήθησε στην κινητοποίηση των ακτιβιστών και των ψηφοφόρων που έδωσαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, κατά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2010. Το MSNBC, με τη σειρά του, κάλυψε εκτενέστατα το κίνημα «Occupy Wall Street», συμβάλλοντας στη δημοτικότητά του. Αντίθετα με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα στρατευμένα μέσα επιδιώκουν τη συμμετοχή. Πώς θα αποκαταστήσουμε έναν ελάχιστο βαθμό ευπρέπειας και σεβασμού για τα γεγονότα, χωρίς να απολέσουμε τη συμμετοχική ενέργεια των στρατευμένων μέσων; Τα στρατευμένα μέσα πιθανότατα θα παραμείνουν ενεργά για αρκετό καιρό ακόμη, επειδή αποτελούν προσοδοφόρα επιχείρηση. Το Fox News απέφερε το 61% των συνολικών κερδών της News Corporation για το 2012. Όμως, δεν είναι βέβαιο ότι οι καλές οικονομικές επιδόσεις μεταφράζονται και σε καλή συντηρητική πολιτική. Αν οι Ρεπουμπλικανοί χάσουν τις εκλογές του 2016, οι παράγοντες του κόμματος και η επιχειρηματική κοινότητα ίσως χρειαστεί να επανεξετάσουν τη σχέση τους με την κότα με τα χρυσά αυγά του κ. Μέρντοχ. Gabriel Sherman, The Loudest Voice in the Room, Random House, Νέα Υόρκη, 2014. 2 Jeffrey M. Berry et Sarah Sobieraj, «The Outrage Industry: Political Opinion Media and the New Incivility», Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2014. 3 Alan I. Abramowitz, The Polarized Public? Why American Government Is So Dysfunctional, Pearson, Λονδίνο, 2013. 4 Tamar Liebes και Elihu Katz, The Export of Meaning: Cross-Cultural Readings of «Dallas», Polity, Κέιμπριτζ, Ηνωμένο Βασίλειο, 1994. 5 Kevin Arceneaux, «Why you shouldn’ t blame polarization on partisan news», The Washington Post, 4 Φεβρουαρίου2014. 6 David Brock, Ari Rabin-Havt και Media Matters for America, The Fox Effect: How Roger Ailes Turned a Network Into a Propaganda Machine, Anchor Books, Νέα Υόρκη, 2012. 7 Matthew Levendusky, How Partisan Media Polarize America, University of Chicago Press, 2013. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ 1
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
δεν συνιστά φυσικά κάποια απροσδόκητη γενετική μετάλλαξη. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εγκαινιάζεται κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και κάτω από τη στρατιωτική ομπρέλα τους. Η Ουάσιγκτον ήταν η πρώτη πρωτεύουσα που αναγνώρισε, το 1952, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Ο δεσμός αυτός ποτέ δεν χαλάρωσε: ο πρώτος κάτοχος της θέσης του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την ΚΕΠΠΑ ήταν ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Χαβιέ Σολάνα. Η διάδοχός του δεν είναι άλλη από την Κάθριν Άστον, η βρετανική ιθαγένεια της οποίας δεν μπορεί παρά να ενθουσιάζει τον Λευκό Οίκο. Διορισμένη από τους είκοσι οκτώ αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, είναι ταυτόχρονα αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το Παρίσι προωθούσε την προοπτική μιας «ευρωπαϊκής Ευρώπης», ενός «τρίτου δρόμου» ανάμεσα στη ρωσική και την αμερικανική υπερδύναμη. Παρά τη γαλλική εναντίωση -απαρασάλευτα εκφραζόμενη μέχρι τον Μιτεράν- όλες οι συνθήκες επικύρωναν την πρόσδεση στο ΝΑΤΟ μιας Ένωσης «ψυχολογικά εξαρτημένης» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με την έκφραση ανώτερου Ευρωπαίου αξιωματούχου στην Ουάσιγκτον, ο οποίος προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία του. Όταν διαλυόταν το σοβιετικό μπλοκ, ο Αμερικανός πρόεδρος και οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του επαναβεβαίωσαν, μέσω της Υπερατλαντικής Διακήρυξης του 1990, τη στρατηγική σύμπλευσή τους και την ανάγκη για την εμβάθυνσή της. Μέσα στο ευρύ φάσμα κοινών στόχων, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται η ειρήνη, η δημοκρατία και η ασφάλεια, ιδιαίτερη θέση κατέχει η επέκταση της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου (βλ. το φάκελο «Ευρώπη» στηνΑυγή της περασμένης Κυριακής), η οποία κυριαρχεί σε μια διπλωματικά ασύμμετρη σχέση: Διατλαντική Οικονομική Συνεργασία (1998), συνθήκη-πλαίσιο για μια νέα οικονομική συνεργασία και δημιουργία του Διατλαντικού Οικονομικού Συμβουλίου (2007). Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση,4 αποτελεί τον τελευταίο φιλελεύθερο καρπό του ευρωαμερικανικού ζεύγους, που ζει έναν μήνα του μέλιτος αορίστου χρόνου, ενθαρρυμένο από την Κομισιόν. Ο πρέσβης της Ένωσης στην Ουάσιγκτον, ο Πορτογάλος Ζοάο Βάλε ντε Αλμέιντα, δεν φείδεται προσπαθειών προκειμένου να πείσει τα μέλη του Κογκρέσου που φοβούνται τις επιπτώσεις επί της απασχόλησης στις Πολιτείες τους για τα οφέλη της Συμφωνίας Διατλαντικής Συνεργασίας. Στο Παρίσι, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κ. Τιερί Ρεπαντέν κάνει λιανά τη γαλλική θέση: «Η Γαλλία ανέκαθεν υποστήριζε επί της αρχής μια συμφωνία για το ελεύθερο εμπόριο». Από γεωπολιτική σκοπιά, δηλώνει: «Στο πλαίσιο της επικείμενης συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, που είναι προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο του 2014, θα θέλαμε να ισχυροποιήσουμε τη συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και του ΝΑΤΟ».5
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το Παρίσι προωθούσε την προοπτική μιας «ευρωπαϊκής Ευρώπης», ενός «τρίτου δρόμου» ανάμεσα στη ρωσική και την αμερικανική υπερδύναμη
Αντιπρόεδρος του Διατλαντικού Συμβουλίου, μιας ιδιαίτερα «ψυχροπολεμικής» δεξαμενής σκέψης που δημιουργήθηκε το 1961, η Φράνσις Μπέργουελ ανυπομονεί για την οριστική σύναψη της συμφωνίας, καθώς, όπως λέει, θα επιτρέψει στους ατλαντικούς εταίρους (40% του παγκόσμιου εμπορίου) να «ορίσουν τους οικονομικούς κανόνες για ολόκληρο τον κόσμο». Οι συναλλαγές ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού αντιπροσωπεύουν ποσά της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ καθημερινά, με την κάθε πλευρά να είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της άλλης. Η διατλαντική σχέση είναι ένα κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας, του οποίου προηγούνται καταδρομικά που εξαπολύουν, με ομοβροντίες εμπορικών συμφωνιών, τα ευρω-αμερικανικά συμφέροντα σε όλον τον κόσμο. Πέρα από τις γενικόλογες διατυπώσεις περί δημοκρατίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι συμβάσεις που διαπραγματεύεται η Ένωση με τις ανατολικές χώρες, όπως η Ουκρανία, είναι κατά τ’ άλλα πρωτίστως συμβάσεις ελεύθερου εμπορίου. Από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, η ιδέα μιας κοινωνικής Ευρώπης μοιάζει ακόμη πιο θολή απ’ ό,τι στη Γηραιά Ήπειρο. Η αντίληψη της διατλαντικής σχέσης γίνεται πλέον αντιληπτή «με την ευρεία έννοια», εξηγεί η Χέδερ Κόνλεϊ, πρώην αναπληρώτρια γενική γραμματέας του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Σχέσεων των ΗΠΑ, επιφορτισμένη με τις διμερείς σχέσεις με την Ευρώπη. Θεωρώντας ως σημείο αναφοράς τις δύο όχθες του ωκεανού, η σχέση αυτή συμπεριλαμβάνει το σύνολο του εδάφους των ΗΠΑ και της Ευρώπης των 28. Συγκεκριμένα, εκτείνεται, εκ δυσμών προς ανατολάς, από την Καλιφόρνια έως τη Λιθουανία και, από
βορρά προς νότο, από τη Γροιλανδία έως τη Γη του Πυρός και τη Νότια Αφρική. Με αυτό το πνεύμα, η Κομισιόν ξεκίνησε, τον Ιανουάριο του 2013, ειδικό πρόγραμμα με προορισμό «την ανάλυση των θεμελιωδών εξελίξεων στη λεκάνη του Ατλαντικού» όσον αφορά την οικονομία, την ασφάλεια, τους θεσμούς και το περιβάλλον. «Απασχολημένοι με την αντίθεση μεταξύ των θεαματικών δεικτών ανάπτυξης στην Ασία και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Δύση, πολλοί παρατηρητές δεν αντιλήφθηκαν την επαναδιαμόρφωση του ατλαντικού χώρου», γράφει η Κομισιόν. «Ο δεσμός Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης παραμένει ο πιο ισχυρός υφιστάμενος δεσμός μεταξύ δύο ηπείρων».6 Όλα τα στοιχεία υπηρετούν την ίδια λογική. «Το παγκόσμιο εμπόριο θα επιβραδυνόταν αν οι ΗΠΑ δεν εγγυούνταν την ασφάλεια των συμμετεχόντων», επιβεβαιώνει με μια δόση απλοϊκότητας ο κ. Βόλκερ. Όμως, συνάδει, άραγε, ένα τέτοιο όραμα με την ενίσχυση «της ταυτότητας της Ευρώπης και της ανεξαρτησίας της», που προβλέπεται στο προοίμιο χωρίς δεσμευτική αξία, είναι η αλήθεια- της Συνθήκης της Λισσαβώνας; Σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από την αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουάσιγκτον, στα πολυτελή γραφεία του Γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ των ΗΠΑ (German Marshall Fund, GMF), μιας αμερικανικής δεξαμενής σκέψης που δημιουργήθηκε με γερμανικά κεφάλαια, ο Άντριου Φισμπάιν εκπλήσσεται από την ερώτηση: «Από τη στιγμή που ενισχύεται η Ασία, τα συμφέροντά μας συμπίπτουν. Εξάλλου, έχουμε κοινές αξίες, όπως η δημοκρατία και η υπεράσπιση της ‘κοινωνίας των πολιτών’, που προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα». Αυτές οι κούφιες διατυπώσεις -που επανέρχονται διαρκώς στο στόμα των περισσότερων συνομιλητών μας- φωτίζουν με σκληρό τρόπο την πολιτική ανυπαρξία της Ευρώπης των 28. Για την Ουάσιγκτον, η εταιρική σχέση με την Ευρώπη απαρτίζει τον έναν βραχίονα της τανάλιας που, μαζί με τις συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί στον Ειρηνικό, πρέπει να κλείσει ταυτόχρονα γύρω από τη Ρωσία και την Κίνα. Για τους Ευρωπαίους, των οποίων η ενότητα έγκειται, κατά κύριο λόγο, στην προώθηση της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου, ο στρατηγικός στόχος
μοιάζει πιο ασαφής. Επεμβαίνοντας ευθέως στα ουκρανικά πολιτικά πράγματα, η Ρωσία υπενθυμίζει πως ανήκει στην Ευρώπη, απέναντι σε δυτικές δυνάμεις που επιζητούν -υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών- να την απωθήσουν προς την Ασία. Πέρα από τα προφανή εθνικά συμφέροντά του, το Βερολίνο εμφανίζεται επιφυλακτικό απέναντι σε μια προοπτική που προσκρούει τόσο στην ιστορία όσο και στη γεωγραφία. Βουτηγμένη από τη στιγμή της γέννησής της στη μεγάλη ατλαντική κολυμβήθρα, που πλέον γίνεται αντιληπτή «με την ευρεία έννοια», η Ένωση διεισδύει στη ζώνη επιρροής της Ρωσίας με το ελαφρύ βήμα του ελέφαντα και το διεισδυτικό βλέμμα του τυφλοπόντικα. Όχι μόνο η Ε.Ε. δεν διαθέτει κανένα στρατηγικό όραμα σχετικά με τα ηπειρωτικά συμφέροντά της, αλλά και τίποτε δεν υποδηλώνει πως εξετάζει το ενδεχόμενο να το δημιουργήσει. Ακόμη χειρότερα, δεν φοβάται να έρθει σε αντίθεση με τις λίγες αρχές που με κόπο έχει υιοθετήσει. Έτσι, η πολιτική της επονομαζόμενης «γειτονίας» επισήμως οφείλει να συμβάλει στη σταθεροποίηση της ειρήνης στη Γηραιά Ήπειρο. Όμως, η υποστήριξη που πρόσφερε η Ένωση στην επέκταση της Ατλαντικής Συμμαχίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η διακηρυγμένη βούληση διεύρυνσής της προς τα δυτικά Βαλκάνια, πιέζοντας, λόγου χάρη, το Βελιγράδι να απομακρυνθεί από τη Μόσχα, η αναγγελθείσα υπογραφή μιας συμφωνίας σύνδεσης με το Κίεβο -κατά παράδοση προθάλαμος της ένταξης στην Ένωση- διακινδυνεύουν να έρθουν σε ελαφρά αντίθεση με αυτή την ευγενή φιλοδοξία. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι θιασώτης της προσφυγής στη βία, την οποία θεωρεί σύνηθες εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής, όμως τώρα βρέθηκε να παίζει, παρά τη θέλησή του, με τις Βρυξέλλες το παιδικό παιχνίδι «τα αγάλματα».7 Μετά τα χρόνια της απουσίας της από το προσκήνιο, η Ρωσία δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει την ατλαντική επέκταση προς τα σύνορά της. Και, δήθεν αφελής, η Ε.Ε., έχοντας φθάσει έως την πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου, αρνείται πως έχει αναλάβει δράση σαν παιδί που μόλις έκανε ζαβολιά.
Groupe Marly, «La voix de la France a disparu dans le monde»,Le Monde, 22 Φεβρουαρίου 2011. 1
Francis Gutmann, «Changer de politique. Une autre politique étrangère pour un monde différent?», Riveneuve Editions, Παρίσι, 2011.
2
Francis Gutmann, «Une France fâcheusement partisane», Observatoire de la défense et de la sécurité, 21 Ιανουαρίου 2014, www.espritcorsaire.com
3
Βλ. Lori Wallach, «Η διατλαντική συμφωνία, ένας τυφώνας που απειλεί τους Ευρωπαίους», http://www.mondediplomatique.gr/spip.php?article489
4
«Déclarations officielles de politique étrangère du 19 février 2014», ministère des affaires étrangères, Παρίσι, www.diplomatie.gouv.fr
5
Πρόγραμμα Atlantic Future, www.atlanticfuture.eu.
6
Σε αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά (η Ε.Ε.) προσπαθούν να φτάσουν σε ένα σημείο, αλλά «παγώνουν» σαν αγάλματα αν το παιδί που «τα φυλάει» (η Ρωσία) γυρίσει απότομα προς το μέρος τους.
7
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ