M12017

Page 1

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια, η Συρία έχει βυθιστεί σε ένα λουτρό αίματος. Το ένα τρίτο του πληθυσμού της έχει πάρει τον δρόμο της εξορίας. Οι μισές υποδομές της έχουν καταστραφεί. Το χάος στη Συρία ενισχύει τους φόβους που έχει το Ισραήλ για την ασφάλειά του. Το Τελ Αβίβ ταλαντεύεται ανάμεσα στην εχθρότητά του προς το καθεστώς της Δαμασκού και τον φόβο να καταλάβουν την εξουσία στη Συρία ακραίες ισλαμικές ομάδες. Των Nir Boms και Asaf Hazani*

A

πό το ισραηλινό λεξιλόγιο δεν λείπουν οι όροι για να περιγραφούν τα γεγονότα που αναστατώνουν τον αραβικό κόσμο εδώ και μερικά χρόνια. Οι όροι αυτοί αποτυπώνουν τον τρόπο που οι διάφορες πλευρές αντιλαμβάνονται τις αλλαγές. Έτσι, η «αραβική άνοιξη» των πρώτων ημερών έγινε, με το πέρασμα των μηνών, ένας επικίνδυνος «χειμώνας του ακραίου ισλαμισμού» και, κατόπιν, μπροστά στη συνεχιζόμενη αδυναμία των ηγετών του Ισραήλ να προσδιορίσουν ακόμα και τον χαρακτήρα των μετασχηματισμών, μια «μεσανατολική αναστάτωση». Τελικά, η τάση ταλάντευσης μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας μετατράπηκε σε βαθιά αμηχανία. Το Ισραήλ, έχοντας εντυπωσιαστεί από τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε η αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι στην Τυνησία, αντιμετώπισε, αρχικά, τις διαδηλώσεις «εκεί», μακριά από τα σύνορά του, σαν μια συναρπαστική κοινωνιολογική εμπειρία. Έχει πειστεί, μάλιστα, ότι αποτελεί μια εντελώς διαφορετική οντότητα, μια ξεχωριστή περίπτωση στη Μέση Ανατολή. Ο πρώην πρωθυπουργός (1999-2001) και υπουργός Άμυνας (2007-2013) Εχούντ Μπαράκ χαρα-

* Ο Nir Boms είναι ερευνητής, συνεργάτης του Moshe Dayan Center, στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Ο Asaf Hazani είναι μέλος του Forum for Regional Thought.

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 73

diplomatique

Το Ισραήλ αποσυντονισμένο από τον πόλεμο στη Συρία κτήριζε τη χώρα του ως «μια βίλα στη μέση της ζούγκλας». Και, για το κατεστημένο, το «κίνημα των σκηνών» του 2011,1 καλοκαιρινή περιπέτεια που εμπνεόταν περισσότερο από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά κινήματα («αγανακτισμένοι», Occupy Wall Street), αντανακλούσε μάλλον μια κάποια κοινωνική δυσαρέσκεια, παρά μια διάχυση των περιφερειακών αναταράξεων. Στην αρχή, το Ισραήλ, επιδεικνύοντας σύνεση, προτίμησε να παραμείνει αμέτοχο στις εξελίξεις. Μολονότι η «αραβική άνοιξη» βρι-

σκόταν τακτικά στα πρώτα θέματα των μέσων ενημέρωσης, οι αλλαγές στη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη και στο Μπαχρέιν αποσιωπήθηκαν εντελώς, καθώς δεν αφορούσαν άμεσα την ασφάλεια του εβραϊκού κράτους. Ωστόσο, οι επιπτώσεις των περιφερειακών ανακατατάξεων άρχισαν να γίνονται αισθητές, υποχρεώνοντας την ισραηλινή ηγεσία να παραδεχτεί ότι οι αραβικές εξεγέρσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα εθνικά συμφέροντα του Ισραήλ. Το Τελ Αβίβ παρακολουθούσε με ανησυχία τα όπλα που, μέχρι το

2011, διέθετε ο Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη, να περνούν στα χέρια τρομοκρατών που δρούσαν ανεξέλεγκτα κοντά στα σύνορά του. Επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στη χερσόνησο του Σινά μετά την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ, στις αρχές του 2011, και πολλαπλασιάστηκαν με την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι το καλοκαίρι του 2013. Πασχίζοντας να διατηρήσουν μια επίφαση σταθερότητας στη χερσόνησο, ο ένας μετά τον άλλον, οι Αιγύπτιοι πρόεδροι δυσκολεύονταν να επιβάλουν την εξουσία τους στην περιοχή. Το Τελ Αβίβ, που υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Κάιρο, το 1979, βρισκόταν αντιμέτωπο με ένα δίλημμα. Θα έπρεπε να απαντήσει στις τρομοκρατικές ενέργειες; Θα έπρεπε να επιπλήξει την αιγυπτιακή κυβέρνηση για την ανικανότητά της να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή; Καμία από τις δύο επιλογές δεν ήταν χωρίς ρίσκο. Μια άλλη επιλογή για το Ισραήλ ήταν να συμφωνήσει στην επανεξέταση του στρατιωτικού σκέλους της συμφωνίας ειρήνης και να επιτρέψει στην Αίγυπτο να ενισχύσει τα στρατεύματά της στη χερσόνησο του Σινά. Επρόκειτο για κρίσιμη επιλογή, η οποία θα διασφάλιζε τη μελλοντική σταθερότητα με βραχυπρόθεσμο κόστος. Βέβαια, η χερσόνησος του Σινά αναμφισβήτητα δεν αποτελούσε τη μοναδική πρόκληση. Η αποσταθεροποίηση της Ιορδανίας, που είχε υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, άρχισε να προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία. Στη Συρία, επίσης, οι μάχες προσείλκυαν τις διεθνείς ακραίες ισλαμικές οργανώσεις και η επιρροή τους στη χώρα, η οποία βυθιζόταν στο χάος, ενισχυόταν. Το Ισραήλ παρακολουθούσε τα γεγονότα αυτά με δέος, διατηρώντας, ταυτόχρονα, τον έλεγχο στα παλαιστινιακά εδάφη και ελπίζοντας ότι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στη Μέση Ανατολή δεν θα τα επηρέαζαν. Ένα ερώτημα στοίχειωνε το Ισραήλ: απέναντι στην ενίσχυση των ένοπλων ομάδων, τα κράτη ήταν ακόμη σε θέση να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις; Εξάλλου, το 2006, δεν ήταν το κράτος του Λιβάνου που αποδείχτηκε ανήμπορο να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ; Τους πρώτους μήνες της εξέγερσης στη Συρία, δηλαδή από τον Μάρτιο του 2011, ο Μπασάρ αλ Άσαντ θέλησε να πιστέψει ότι πρόκειται για μια περαστική καταιγίδα, για ένα φαινόμενο που δεν συνδεόταν με τις πεΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

Ο μεγάλος φόβος της Σαουδικής Αραβίας Στη δίνη του κυκλώνα: έτσι αντιλαμβάνεται τη θέση της η Σαουδική Αραβία, περικυκλωμένη από απειλές στα σύνορά της, είτε πρόκειται για την Υεμένη είτε για το Ιράκ. Την ενίσχυση του Ιράν τη θεωρεί θανάσιμο κίνδυνο. Τι να κάνει, όμως, όταν διαφαίνεται, μάλιστα, το περίγραμμα μιας συμφωνίας για τα πυρηνικά μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, η οποία θα μπορούσε να τερματίσει την απομόνωση της σιιτικής Ισλαμικής Δημοκρατίας; Του ειδικού απεσταλμένου μας Alain Gresh*

A

νέκαθεν, το Ιράν αναμιγνύεται στις υποθέσεις της Σαουδικής Αραβίας. Το 2003, το πράσινο φως για τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα ενάντια στο βασίλειο1 δόθηκε από την Τεχεράνη. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ριάντ, ο συνομιλητής μας μοιάζει σίγουρος για τη θεωρία του. Παραμένει αμετακίνητος απέναντι στο ιδιαίτερα απίθανο ενδεχόμενο μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ ενός σιιτικού καθεστώτος και μιας σουνιτικής οργάνωσης που δεν κρύβει το μίσος της για τους «αιρετικούς». Και δεν είναι ο μόνος που υπερασπίζεται αυτές τις θεωρίες. Στην εφημερίδα Asharq Al-Awsat (12 Φεβρουαρίου), ιδιοκτησία της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας, ο έγκυρος αρθρογράφος Ταρίκ Αλ-Χομέιντ καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναγνωρίσουν ότι το Ιράν αποτελεί τον βασικό προστάτη της οργάνωσης που ίδρυσε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Είναι, άραγε, ένα όλο και πιο ισχυρό αίσθημα περικύκλωσης που εξηγεί αυτές τις παράξενες εκτιμήσεις αρκετών αξιωματούχων της Σαουδικής Αραβίας; «Σε όλα μας τα σύνορα, η αστάθεια μεγαλώνει. Και, πίσω της, βλέπουμε τον δάκτυλο του Ιράν», συνεχίζει ο καθηγητής. Αστάθεια στο Ιράκ, κατ’ αρχάς: οι * Ο Alain Gresh είναι δημοσιογράφος και μέλος του διευθυντηρίου της Le Monde diplomatique

LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

επαφές μεταξύ του Ριάντ και της κυβέρνησης του Νούρι Αλ-Μαλίκι έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Στο Μπαχρέιν, έπειτα, όπου η εξέγερση, που ακολούθησε τα βήματα της «άνοιξης» σε Τυνησία και Αίγυπτο, ταυτίστηκε με μια απόπειρα αποσταθεροποίησης από την πλευρά της Τεχεράνης, πριν καταπνιγεί με τη βοήθεια των σαουδαραβικών στρατευμάτων, τον Μάρτιο του 2011. Στην Υεμένη, τέλος, όπου μια τοπική αντικαθεστωτική κίνηση (που ονομάστηκε «χουτιστική», από το επώνυμο του ηγέτη της, του Χουσέιν Μπαντρεντίν Αλ-Χούτι), με κυρίως εσωτερικές αιτίες, αποδόθηκε σε σκοτεινές μεθοδεύσεις των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν.2 Αλλά και στα μέτωπα της Συρίας και του Λιβάνου συναντά κανείς τους δύο άξονες που κυριαρχούν στην περιοχή: η Τεχεράνη ηγείται του πρώτου άξονα, που τη συνδέει με τη Συρία και τη λιβανέζικη Χεζμπολάχ, ενώ το Ριάντ είναι επικεφαλής του δεύτερου άξονα, με συμμάχους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, καθώς και το Κίνημα της 14ης Μαρτίου, του Λιβανέζου πρώην πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι. Οι ανησυχίες της Σαουδικής Αραβίας εντάθηκαν με τις ρωγμές που παρουσιάστηκαν στο εσωτερικό του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council-GCC).3 Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2013, το Ομάν αντιτάχθηκε σθεναρά στο σχέδιο της Σαουδικής Αραβίας για μια ένωση των χωρών του Κόλπου.4 Έτσι, το εγχείρημα ενός ενοποιημένου επιτελείου, το οποίο θα επέτρεπε τη συνένωση των στρατιωτικών δυνάμεων των έξι χωρών, παραμένει μετέωρο. Επιπλέον, με εξαίρεση το Ριάντ και τη Μανάμα (Μπαχρέιν), τα μέλη του GCC αντέδρασαν θετικά στην ενδιάμεση συμφωνία για τα πυρηνικά μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, τον Νοέμβριο του 2013, και έκαναν δεκτό τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών. Όσο για το Κουβέιτ, αρνείται, προς το παρόν, να υπογράψει το σύμφωνο του GCC για την εσωτερική ασφάλεια, το οποίο επιθυμεί το Ριάντ, καθώς το συγκεκριμένο κείμενο καταργεί διάφορες εγγυήσεις για τις πολιτικές ελευθερίες -ιδιαίτερα για την ελευθερία της έκφρασης- οι οποίες περιέχονται στο Σύνταγμά του.5 Μέσα σε αυτό το ήδη αβέβαιο κλίμα, η Σαουδική Αραβία, μαζί με δύο εταίρους της στο GCC, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, ανακοίνωσε, στις 5 Μαρτίου 2014, την ανάκληση του πρεσβευτή της στο Κατάρ.6 Είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο σαουδαραβικό βασίλειο και το μικρό γει-

τονικό εμιράτο, παρ’ ότι και τα δύο ουαχαμπιτικά, σπάνια ήταν ήρεμες. Μάλιστα, το 1992, μια συνοριακή διένεξη προκάλεσε και ένοπλες αψιμαχίες. Η ανατροπή τού εμίρη από τον γιο του, τον Χαμάντ Μπεν Καλίφα Αλ-Τανί, το 1995, όξυνε τις εντάσεις. Το 2002, το Ριάντ είχε ήδη ανακαλέσει τον πρεσβευτή του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για εκπομπή του τηλεοπτικού δικτύου του Κατάρ, Αλ-Τζαζίρα, με θέμα τον ιδρυτή της Σαουδικής Αραβίας, τον βασιλιά Ιμπν Σαούντ. Ο πρεσβευτής δεν επέστρεψε στη θέση του παρά το 2008, αφού το εμιράτο υποσχέθηκε να μετριάσει τους επικριτικούς τόνους του δορυφορικού καναλιού. Παρά την κοινή εμπλοκή τους για να βοηθήσουν, και στρατιωτικά, την αντιπολίτευση στο καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ και να επιταχύνουν την ανατροπή του, η «αραβική άνοιξη» διεύρυνε το χάσμα μεταξύ Ντόχα (Κατάρ) και Ριάντ. Το Κατάρ μετατράπηκε σε υπέρμαχο των μετασχηματισμών και στήριξε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, για να δρέψει τους καρπούς της στάσης του. Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, έχοντας ήδη τραυματιστεί από την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και με τον φόβο αποσταθεροποίησης της περιοχής, χαρακτηρίζει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους «τρομοκρατική οργάνωση». Αφού υπήρξε για πολύ καιρό σύμμαχος της Σαουδικής Αραβίας, η αδελφότητα διαδραματίζει, από τη δεκαετία του 1990, ενεργό ρόλο στην αμφισβήτηση στο εσωτερικό του βασιλείου.7 Αποτελεί πλέον τον κύριο στόχο της απηνούς καταστολής, η οποία πλήττει, επίσης, και ορισμένους φιλελεύθερους διανοούμενους, όπως ο Μοχάμεντ Αλ-Καχτανί και ο Αμπντάλα Αλ-Χάμεντ, που έχουν καταδικαστεί σε βαριές ποινές φυλάκισης. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο σαουδαραβικός Τύπος δημοσιεύει βασιλικό διάταγμα που τιμωρεί με 3 έως 20 χρόνια φυλάκιση κάθε «ένταξη σε θρησκευτικά ή πνευματικά ρεύματα, σε ομάδες ή μορφώματα που έχουν οριστεί ως τρομοκρατικά σε εθνικό, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο, οποιουδήποτε είδους υποστήριξη στην ιδεολογία ή στους στόχους τους, οποιαδήποτε έκφραση συμπάθειας απέναντί τους». Η «τρομοκρατία», διευκρινίζεται, περιλαμβάνει τον αθεϊσμό και οποιαδήποτε αμφισβήτηση των θεμελιωδών αρχών της μουσουλμανικής θρησκείας. Μολονότι τα διατάγματα αυτά έχουν κύριο στόχο τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, επιδιώκουν, επίσης, να παροτρύνουν τους Σαουδάραβες που πολεμούν κατά του καθεστώτος

Αλ-Άσαντ να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι 1.400. Πιο αξιόπιστες, αλλά μη επαληθεύσιμες πληροφορίες, κάνουν λόγο για 5.0007.000 μαχητές. Γιατί, λοιπόν, η ανησυχία, τη στιγμή που τα μέσα ενημέρωσης στη Σαουδική Αραβία μαίνονται κατά του Σύρου ηγέτη; Επειδή η επιστροφή χιλιάδων μαχητών από το Αφγανιστάν, τη δεκαετία του 1980, στοιχειώνει ακόμη τις μνήμες. Όπως εξηγεί ένας διπλωμάτης από την περιοχή του Κόλπου, «στην πολιτική του βασιλείου απέναντι στη Συρία ενσωματώνονται όλο και περισσότερο οι ‘αντιτρομοκρατικές’ επιταγές. Το υπουργείο Εσωτερικών είναι ιδιαίτερα ανήσυχο».8 Έτσι, το Ριάντ ζήτησε δημόσια από την πρεσβεία του στην Άγκυρα να λάβει όλα τα μέτρα για τον επαναπατρισμό των υπηκόων του που περνούν στην Τουρκία και τον Λίβανο. Πάντα στο τιμόνι, παρά τα ενενήντα του χρόνια, ο βασιλιάς Αμπντάλα συνεχίζει να καθορίζει τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής τού βασιλείου. Αλλά η εφαρμογή τους στη Συρία ανατέθηκε σε δύο ανθρώπους με αντίθετες επιδιώξεις. Ο πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπεν Ναγιέφ, υπουργός Εσωτερικών, ο άνθρωπος που είχε συντρίψει την ισλαμική εξέγερση του 2003, συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ο πρίγκιπας Μπαντάρ Μπεν Σουλτάν, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών από τον Ιούλιο του 2012, επεδίωξε, από την πλευρά του, την αποτελεσματικότητα στον πόλεμο κατά του Αλ-Άσαντ, παρέχοντας υποστήριξη ακόμα και σε σαλαφιστικές ομάδες του Ισλαμικού Μετώπου. Η έλλειψη επαγρύπνησης όσον αφορά τους τελικούς παραλήπτες των όπλων φέρεται να προκάλεσε την ανησυχία των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάτι που αναμφίβολα εξηγεί την «παραίτησή» του, η οποία ήρθε, στις 15 Απριλίου,

Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr


3/33

Η ΑΥΓΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

να επιβεβαιώσει την ενίσχυση του πολιτικού προϊσταμένου της αστυνομίας σε σχέση με τον ομόλογό του των μυστικών υπηρεσιών. Η υποστήριξη προς τους Σύρους αντάρτες έχει τη συναίνεση της σαουδαραβικής κοινής γνώμης (με εξαίρεση τη σιιτική μειονότητα). Αντίθετα, η υποστήριξη της ανατροπής του Αιγύπτιου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, τον Ιούλιο του 2013, υπήρξε πολύ πιο αμφιλεγόμενη. «Για πρώτη φορά, ακούμε επικρίσεις», μας εκμυστηρεύεται έγκυρος δημοσιογράφος, με την προϋπόθεση της ανωνυμίας. «Γιατί υποστηρίζουμε την ανατροπή ενός προέδρου που επικαλείται το ισλάμ; Γιατί ξοδεύουμε δισεκατομμύρια δολάρια στην Αίγυπτο, την ώρα που τα προβλήματα στέγασης ή φτώχειας είναι τόσο σοβαρά;». Η δυσαρέσκεια αυτή, που κάποτε ήταν βουβή, εκφράζεται πια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία οι αρχές προσπαθούν να ελέγξουν, χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Σε έναν αραβικό κόσμο όπου οι παραδοσιακές δυνάμεις, όπως το Ιράκ, η Συρία ή η Αίγυπτος, σβήνουν απορροφημένες από τα εσωτερικά τους προβλήματα, ολοένα περισσότερες δυνάμεις στρέφονται προς εμάς. Και εμείς δεν είμαστε σε θέση να τους απαντήσουμε. Είμαστε ανήμποροι να διευθετήσουμε την κρίση στο Ιράκ ή στο Μπαχρέιν, για να μη μιλήσουμε για τη Συρία», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. Η τροποποίηση της αμερικανικής πολιτικής αύξησε σημαντικά την ανασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας. Η άρνηση του προέδρου Μπάρακ Ομπάμα να βομβαρδίσει τη Συρία, το προηγούμενο καλοκαίρι, και η συμφωνία για την καταστροφή των χημικών όπλων της Δαμασκού προκάλεσαν μια κίνηση χωρίς προηγούμενο: το βασίλειο, αφού αγωνίστηκε για χρόνια να εκλεγεί μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και ενώ η υποψηφιότητά του είχε μπει στο τελικό στάδιο έγκρισης, παραιτήθηκε από τη διαδικασία. Ο υπουργός Εξωτερικών, ο πρίγκιπας Σαούντ Αλ-Φαϊσάλ, αποφάσισε να μην εκφωνήσει λόγο ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απραξία του οργανι-

σμού απέναντι στο συριακό δράμα. Στη συνέχεια, η αποκάλυψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης στο Ομάν και, λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 2013, η ανακοίνωση της ενδιάμεσης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ξύπνησαν ένα παλιό φάντασμα που στοιχειώνει το Ριάντ: τον φόβο μιας ιρανο-αμερικανικής συμφωνίας σε βάρος της Σαουδικής Αραβίας. «Η σκέψη ότι τα συμφέροντά μας μπορούν να παραμεριστούν από το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες μάς προκαλεί ανησυχία», μας είχε εξομολογηθεί το 2010 ο πρίγκιπας Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ, πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. «Θα βρισκόμασταν τότε στριμωγμένοι ανάμεσα σε ένα Ιράν με πυρηνικά και ένα Ισραήλ με πυρηνικά». Και προσέθετε, χαμογελώντας: «Ευχαριστούμε τον Θεό για τον [Μαχμούντ] Αχμαντινετζάντ...». Πράγματι, η προσωπικότητα του πρώην προέδρου του Ιράν καθιστούσε απίθανο ένα τέτοιο ενδεχόμενο.9 Τώρα πια, όμως, από τον Ιούνιο του 2013, ο Χασάν Ροχανί τον έχει διαδεχθεί και η υπόθεση μιας παρόμοιας μεταστροφής μοιάζει σοβαρή. Το περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ανησυχεί το Ριάντ λιγότερο από τη συμφωνία αυτή καθεαυτή και από τον τερματισμό της διεθνούς απομόνωσης της Τεχεράνης. Οι σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Σαουδικής Αραβίας έχουν γνωρίσει πολλές διακυμάνσεις. Όπως σε έναν γάμο, η πιο αδύναμη πλευρά φοβάται μήπως εγκαταλειφθεί. Όμως, η συμμαχία αυτή παραμένει στρατηγική, καθώς ανταποκρίνεται στα θεμελιώδη συμφέροντα των δύο εταίρων. Το βασίλειο έχει ανάγκη τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη στρατιωτική ασφάλειά του, όπως απέδειξαν ο πόλεμος του Κουβέιτ, το 1990-1991, ή οι κάκιστες επιδόσεις του στρατού του κατά της χουτιστικής εξέγερσης στην Υεμένη, τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 2009. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον έχει ιδιαίτερη ανάγκη τη Σαουδική Αραβία, γιατί το βασίλειο χρηματοδοτεί την αμερικανική πολεμική βιομηχανία με μαζικές (και, συνήθως, άχρηστες) αγορές και γιατί διασφαλίζει τη σταθερότητα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου. Η επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα, στις 28 Μαρτίου 2014, είχε στόχο να υπενθυμίσει αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και να καθησυχάσει τους Σαουδάραβες συνομιλητές του. Με τι επιτυχία; Όπως παραδεχόταν Σαουδάραβας σχολιαστής, ο οποίος έδινε συνέντευξη στο Αλ-Τζαζίρα εκείνη την ημέρα, προτεραιότητα του Ομπάμα είναι η συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, τη στιγμή που η Σαουδική Αραβία επιθυμεί, πριν απ’ όλα, να τερματιστεί η ιρανική ανάμιξη στην περιοχή. Η βασιλική οικογένεια θα πρέπει να προσαρμοστεί. «Κανείς δεν μπορεί να μας πείσει ότι το Ιράν είναι μια ειρηνική χώρα», γράφει Σαουδάραβας αναλυτής, ο οποίος προσθέτει: «Η ασφάλειά μας έχει προτεραιότητα και κανείς δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση το δικαίωμά μας να την υπερασπιστούμε».10 Ωστόσο, τι περιθώρια ελιγμών διαθέτει το βασίλειο; Μπορεί να διαφοροποιηθεί από την Ουάσιγκτον και να καταπνίξει τις διαδηλώσεις στο Μπαχρέιν ή να υποστηρίξει μαζικά το στρατιωτικό καθεστώς στην Αίγυπτο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, εξακολουθούν να μην επιτρέπουν τον εφοδιασμό της συριακής αντιπολίτευσης με αντιαεροπορικά όπλα και το βασίλειο δεν

Παρά τα ενενήντα του χρόνια, ο βασιλιάς Αμπντάλα συνεχίζει να καθορίζει τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής τού βασιλείου

τόλμησε να παρακούσει. Όσο για τις «αντικειμενικές» συγκλίσεις Ριάντ και Τελ Αβίβ απέναντι στην Τεχεράνη, δύσκολα μπορούν να μετατραπούν σε πολιτική συνεννόηση, ακόμη κι αν ο Τύπος έχει προβάλει, κατά καιρούς, «τυχαίες» συναντήσεις μεταξύ εκπροσώπων των δύο χωρών.11 Η αδυναμία της Σαουδικής Αραβίας οφείλεται, επίσης, σε έναν δομικό παράγοντα που αναφέρεται σπάνια. Το βασίλειο έχει θεμελιώσει τη νομιμοποίησή του σε μια καθαρά θρησκευτική ρητορική, συντηρητική και, σε μεγάλο βαθμό, απολιτική. Ο ουαχαμπισμός και ο σαλαφισμός κηρύσσουν την υποταγή στον κυρίαρχο και, παρόλο που γνωρίζουν πώς να ξεριζώνουν τις θρησκευτικές αιρέσεις, δεν είναι καθόλου κατάλληλοι για την καταπολέμηση των πολιτικών «αιρέσεων». Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν αντιτασσόταν στον Αιγύπτιο πρόεδρο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ και στον αραβικό εθνικισμό, το βασίλειο προσέτρεξε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι το τροφοδότησαν με τα στελέχη και την πολιτική θεματολογία της μάχης απέναντι στον Αιγύπτιο πρόεδρο. Τώρα, όμως, που έχει εμπλακεί στην καταστολή της αδελφότητας, το βασίλειο βρίσκεται αρκετά εκτεθειμένο ιδεολογικά: η σαλαφιστική προπαγάνδα των δορυφορικών καναλιών διστάζει μεταξύ του απολιτικού συντηρητισμού, της αντισιιτικής ρητορικής και των καθαρά θρησκευτικών επικλήσεων, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στις πραγματικότητες της περιοχής. Ακόμη και η ιδέα σύμπηξης ενός «σουνιτικού μετώπου» απέναντι στην «σιιτική και περσική απειλή» δεν αντέχει σε σοβαρή ανάλυση. Η, επίσης σουνιτική, Τουρκία καταγγέλλει συστηματικά την έλλειψη νομιμοποίησης του αιγυπτιακού καθεστώτος. Και χώρες όπως το Μαρόκο, η Ιορδανία ή το Κουβέιτ αρνούνται να θέσουν εκτός νόμου τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι αποτελούν σημαντική συνιστώσα του εσωτερικού πολιτικού παιχνι-

διού. Βέβαια, οι σχέσεις με το Κατάρ θα μπορούσαν να επανέλθουν σε μια επιφανειακή ομαλότητα -τελικά, οι χώρες του GCC κατέληξαν σε συμφωνία, στις 17 Απριλίου. Θα πρέπει, όμως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ριζικής μεταστροφής από την πλευρά του νέου εμίρη του Κατάρ, του Ταμίμ Μπεν Χαμάντ Αλ-Τανί, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στις 25 Ιουνίου του 2013. Με τη διαδοχή αυτή, ένας άνδρας μόλις 33 ετών παραλαμβάνει τα ηνία από έναν άλλον μόλις 60 ετών, ο οποίος εγκαταλείπει οικειοθελώς την εξουσία: το γεγονός θα πρέπει να ηχεί ως προσβολή απέναντι σε μια σαουδαραβική μοναρχία όπου κυριαρχεί η γεροντοκρατία. Ενδεχόμενη μικρή παρηγοριά για το Ριάντ; Ίσως να υπάρξει αλλαγή γραμμής στο Αλ-Τζαζίρα, καθώς η πλήρης ευθυγράμμισή του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους προκαλεί επικρίσεις ακόμη και στα ηγετικά κλιμάκια του εμιράτου. Η Τεχεράνη, αντίθετα, ξεδιπλώνει μια ενεργό διεθνή στρατηγική, οικοδομεί συμμαχίες τόσο με αριστερές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική -από τη Βενεζουέλα μέχρι τη Βραζιλία- όσο και με το «κοσμικό» Λαϊκό Μέτωπο Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης, στέλνει τον χαρισματικό υπουργό Εξωτερικών του στο Άμπου Ντάμπι ή στη Μασκάτ (Ομάν). «Το πρόβλημα δεν είναι το Ιράν», δηλώνει με λύπη ένας Σαουδάραβας διανοούμενος, κατά τα άλλα πεπεισμένος για την απειλή που αντιπροσωπεύει η σιιτική χώρα για την περιοχή. «Η Τεχεράνη έχει μια πολιτική, διπλωματική και περιφερειακή στρατηγική, πράγμα φυσιολογικό. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν είμαστε σε θέση να χαράξουμε τη δική μας στρατηγική και να τη θέσουμε σε εφαρμογή».

Από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά, η ΑλΚάιντα έπληξε το βασίλειο με μια σειρά επιθέσεις, ιδιαίτερα στο Ριάντ. Βλ. Stéphane Lacroix, «Les Islamistes saoudiens. Une insurrection manquée», Presses universitaires de France (PUF), Παρίσι, 2011. 1

Βλ. Pierre Bernin, «Les guerres cachées de Yémen», Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2009. 2

Στο GCC συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ, το Ομάν και το Κατάρ. 3

Βλ. Marc Cher-Leparrain, «La fronde d’Oman contre l’Arabie saoudite», OrientXXI, 22 Ιανουαρίου 2014, www.orientxxi.info. 4

Yazan Al-Saadi, «GCC security pact: Kuwait holding back», Al-Akhbar English, Βηρυττός, 1η Μαρτίου 2014. 5

Βλ., «Grave crise entre les émirats du Golfe», Nouvelles d’ Orient, 7 Μαρτίου 2014, http://blog.mondediplo.net και Olivier da Lage, «L’ Arabie saoudite alliée objective du Qatar?», OrientXXI, 17 Μαρτίου 2014. 6

Βλ. «Les islamistes à l’ épreuve du pouvoir», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2012.

7

Αναφέρεται στο «Islamist threat at home forces Saudi rethink on Syria», Arab Times, Ριάντ, 12 Φεβρουαρίου 2014. 8

Βλ. «Pékin et Riyad rouvrent la route de la soie», Le Monde diplomatique, Ιανουάριος 2011. 9

10

Al-Riyad, 29 Μαρτίου 2014.

Βλ. τις εξηγήσεις του πρίγκιπα Τουρκί Αλ-Φαϊσάλ για τις συναντήσεις αυτές στην Al-Riyad, 13 Φεβρουαρίου 2014.

11

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ


LE

MONDE

EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

diplomatique

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1

ριφερειακές ανατροπές. Περιορισμένες στον χώρο και στον χρόνο, οι διαδηλώσεις της Παρασκευής δεν είχαν, σύμφωνα με τον ίδιο, τίποτε που να παραπέμπει σε γενικευμένη εξέγερση απέναντι στο καθεστώς του. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, η Συρία βυθίστηκε σε ένα λουτρό αίματος και οι βίαιες συγκρούσεις στο έδαφός της επηρέασαν ολόκληρη την περιοχή. Οι εχθροπραξίες προκάλεσαν ένα κύμα φρίκης και δυστυχίας και τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών, σημαίνοντας διεθνή συναγερμό. Οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία, στον Λίβανο και στην Ιορδανία κλόνισαν τη σταθερότητα των χωρών που τους υποδέχτηκαν. Το Ισραήλ, όμως, ο παντοτινός εχθρός, απαλλάχτηκε από οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαχείριση του προβλήματος. Αλλά και οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν να συντονίσουν με το Τελ Αβίβ τις ενέργειές τους για τους Σύρους πρόσφυγες. Εξέλιξη μάλλον βολική για ένα κράτος που αντιμετωπίζει ήδη σημαντικές μεταναστευτικές ροές Αφρικανών εργατών. Κι άλλες πτυχές των γεγονότων χαλάρωσαν την πίεση στην ισραηλινή ηγεσία. Πρώτα απ’ όλα, με την «αραβική άνοιξη», η αναζήτηση λύσης στο παλαιστινιακό πρόβλημα πέρασε σε δεύτερο πλάνο στις διεθνείς υποθέσεις. Πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών στη Συρία, μόνον οι Παλαιστίνιοι είχαν το καθεστώς του πρόσφυγα στη Μέση Ανατολή. Τώρα πια, οι Σύριοι τους έχουν ξεπεράσει: έχουν γίνει η μεγαλύτερη κοινότητα προσφύγων ή εσωτερικών μεταναστών στην περιοχή. Εξάλλου, ο φόβος διάλυσης της Συρίας είχε άμεσο αντίκτυπο στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων του άξονα Ιράν-Συρίας-Χεζμπολάχ. Παλαιότερα, η Τεχεράνη και η Δαμασκός επικεντρώνονταν στην υποστήριξη της Χεζμπολάχ. Τώρα, ακόμη κι αν το Ισραήλ εξακολουθεί να φοβάται ότι μη συμβατικά όπλα διοχετεύονται από τη Δαμασκό στην οργάνωση του Χασάν Νασράλα, μάλλον η Συρία δέχεται την υποστήριξη των δύο εταίρων της. Η αλλαγή δεν είναι ευκαταφρόνητη, εάν θυμηθεί κανείς ότι, ιστορικά, το ισραηλινό κατεστημένο είχε πάντοτε την τάση να αποκωδικοποιεί τις γεωπολιτικές εξελίξεις μέσα από το πρίσμα της ασφάλειας, απλώς αγνοώντας όσες εξελίξεις δεν είχαν επιπτώσεις στο συγκεκριμένο επίπεδο. Θεωρώντας το καθεστώς τού Αλ Άσαντ αμετάκλητα καταδικασμένο, το Τελ Αβίβ περιορίστηκε στη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Ένιωσε, επίσης, ικανοποίηση για τη ρήξη στις σχέσεις μεταξύ της Δαμασκού και της παλαιστινιακής Χαμάς το 2012. Πάντως, μπροστά στην κλιμάκωση της σύρραξης, πολλοί ανώτατοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι δανείστηκαν τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιήσει, σε τελείως άλλο πλαίσιο, ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Μέναχεμ Μπέγκιν: «Εύχομαι καλή τύχη στις δύο πλευρές». Η πτώση του καθεστώτος Αλ Άσαντ θα εξυπηρετούσε τα ισραηλινά συμφέροντα, καθώς θα αποσταθεροποιούσε τον ιρανο-σιιτικό άξονα. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία της κοσμικής αντιπολίτευσης, η νίκη των εξεγερμένων θα μπορούσε να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση ενός εχθρικού ισλαμικού καθεστώτος στην πίσω αυλή του εβραϊκού κράτους. Ο Αλ Άσαντ είναι ένας επίσημος και διακηρυγμένος εχθρός, ο οποίος εδρεύει στο παλάτι του και γνωρίζει κανείς

Το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να επιλέξει: είτε αναδιαμορφώνει ενεργητικά την περιοχή και ασκεί την επιρροή του είτε περιμένει να δει τι του επιφυλάσσει το μέλλον

πώς να επικοινωνήσει μαζί του. Οι εξεγερμένοι, από την πλευρά τους, είναι απροσπέλαστοι. Ή, ακριβέστερα, παρουσιάζουν τέτοια ποικιλομορφία, που είναι αδύνατον να τους πολεμήσει κανείς ή να διαπραγματευτεί μαζί τους, όπως θα έκανε με μια αντίπαλη κρατική δομή: βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων, μηνύματα μέσω τρίτων μερών κ.τ.λ. Το Ισραήλ έχει σχεδόν καταφέρει να μην πάρει ανοιχτά θέση. Οι διπλωματικές προσπάθειες που κατέληξαν στην προγραμματισμένη καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας απαλλάσσουν το Τελ Αβίβ από κάποιες ανησυχίες. Το επιτελείο του εσωτερικού μετώπου των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, που είναι υπεύθυνο για την πολιτική άμυνα, διέκοψε την παραγωγή αντιασφυξιογόνων μασκών. Όσον αφορά τη μεταφορά στρατηγικών όπλων (ιδιαίτερα από τη Συρία προς τη Χεζμπολάχ), την επέκταση των εχθροπραξιών στα υψίπεδα του Γκολάν -τα συριακά εδάφη που κατέλαβε το 1967 και προσάρτησε το 1981- ή τα δικά του εδάφη, το Ισραήλ χάραξε κόκκινες γραμμές: η πολεμική αεροπορία του δεν δίστασε να πραγματοποιήσει επιδρομές κατά συριακών στρατιωτικών στόχων, με τις πιο πρόσφατες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2014.

Το Γκολάν έχει πάψει να είναι η ουδέτερη ζώνη που ήταν μετά τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973. Οι δυνάμεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ γίνονται μάχες πολύ κοντά στα σύνορα. Βλήματα όλμων και οβίδες, ριπές πολυβόλων ή βόμβες που έχουν τοποθετηθεί δίπλα στους δρόμους πλήττουν τακτικά το Ισραήλ, σκόπιμα ή όχι. Πώς να απαντήσει το Ισραήλ; Πρέπει να επιτρέψει στον ΟΗΕ να ενισχύσει τα στρατεύματά του στην περιοχή, όπως επέτρεψε στην Αίγυπτο να ενισχύσει τα δικά της στη χερσόνησο του Σινά; Πρέπει να απαντήσει στα πλήγματα, διακινδυνεύοντας μια σοβαρότατη κλιμάκωση; Και, γενικότερα, πρέπει να υποστηρίξει μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές; Πρέπει να διαλέξει το ένα στρατόπεδο εναντίον του άλλου, πρέπει να μη βοηθήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο ή πρέπει να παράσχει βοήθεια σε διάφορα επίπεδα και στις δύο πλευρές ταυτόχρονα; Και, στην περίπτωση που το Ισραήλ προσέφερε βοήθεια, θα έπρεπε να το κάνει άμεσα ή έμμεσα; Ανοικτά ή μυστικά; Πρέπει να δώσει οπλισμό -μορφή εμπλοκής που έχει εφαρμόσει συχνά- ή να περιοριστεί στην ανθρωπιστική βοήθεια; Μία από τις ελάχιστες πρωτοβουλίες που ανέλαβε ενεργά το εβραϊκό κράτος, χωρίς δημόσιο διάλογο, είναι η σημαντική ιατρική βοήθεια στους Σύρους τραυματίες στο Γκολάν, από τον Φεβρουάριο του 2013. Στη συνοριακή ζώνη δημιουργήθηκε ένα υπαίθριο νοσοκομείο και στρατιωτικό παραϊατρικό προσωπικό απασχολείται για να περιθάλψει τους όλο και περισσότερους τραυματίες, μερικοί από τους οποίους μεταφέρονται στο ισραηλινό νοσοκομείο του Σαφέντ. Σχεδόν οκτακόσιοι Σύροι έχουν ήδη δεχτεί ιατρική φροντίδα. Και άλλες ανθρωπιστικές επιχει-

ρήσεις πραγματοποιούνται σε συνεργασία με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Αλλά, καθώς το νότιο Γκολάν μετατρέπεται σε στρατηγικό καταφύγιο για τις ακραίες ισλαμικές οργανώσεις, το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να επιλέξει: είτε αναδιαμορφώνει ενεργητικά την περιοχή και ασκεί την επιρροή του είτε περιμένει να δει τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Πάντως, η ανάλυση των ενεργειών του μέχρι σήμερα δεν καταλήγει σε κάποιο αποφασιστικό συμπέρασμα. Η άρνηση χορήγησης βοήθειας στους αντάρτες εντός και εκτός Συρίας απέδειξε ότι το Τελ Αβίβ αναμφίβολα προτιμά να διατηρηθεί το καθεστώς Αλ Άσαντ. Επιλέγει, δηλαδή, έναν εχθρό που γνωρίζει ήδη. Αλλά η υποστήριξή του στην ιδέα μιας αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, τον Σεπτέμβριο του 2013, όπως και η επέκταση της ανθρωπιστικής βοήθειας που παρέχει, ίσως υποδηλώνουν μια τροποποίηση της πολιτικής του. Μέχρι τώρα, το Ισραήλ έκανε τα πάντα για να μείνει μακριά από τη Μέση Ανατολή, γενικά, και από τη συριακή διένεξη ειδικότερα. Η επιλογή αυτή, την οποία υποστηρίζει η ισραηλινή κοινή γνώμη, συγκλίνει με τις επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις αρχές του 2013, η Ουάσινγκτον, δηλώνοντας ότι η χρήση χημικών όπλων αποτελούσε «κόκκινη γραμμή», απείλησε τη Συρία με στρατιωτική επέμβαση, πριν υποχωρήσει, προτιμώντας «να κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο» (lead from behind). Άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, το Κατάρ, το Ιράν και οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), επέλεξαν μια πιο ενεργή στάση, υποστηρίζοντας διάφορες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης. Ισραηλινές ΜΚΟ, όπως η Israeli Flying Aid ή η «Χέρι-χέρι με τους Σύρους πρόσφυγες», έχουν δώσει μια διαφορετική απάντηση. Ήταν οι πρώτες που αναγνώρισαν τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας σχέσης με τους Σύρους. Έχουν οργανώσει επιχειρήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ιορδανία, την Τουρκία και τη Συρία, ιδιαίτερα με τη διανομή τροφίμων και ιατροφαρμακευτικού υλικού. Μέχρι σήμερα, έχουν διανεμηθεί συνολικά πάνω από 1.300 τόνοι τέτοιου υλικού. Οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν δώσει τη δυνατότητα σε ομάδες Ισραηλινών και Σύρων να συνεργάζονται, σε κάποιες περιπτώσεις ανοιχτά, για πρώτη φορά. Έχουν, όμως, περιοριστεί, στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών. Η ισραηλινή διπλωματία, δέσμια μιας στρατοκρατικής θεώρησης που δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην ασφάλεια, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο - και είναι ακόμη λιγότερο τους τελευταίους μήνες, που οι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών βρίσκονται σε απεργία. Ωστόσο, η διπλωματική δράση, σε συνδυασμό με την ανθρωπιστική βοήθεια, θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να διαδραματίσει θετικό ρόλο και να κερδίσει μελλοντικούς συμμάχους. Οι οκτακόσιοι Σύροι που περιέθαλψε το Ισραήλ πέρσι θα μπορούσαν να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές του. Βλ. Yaël Lerer, «Indignation (sélective) dans les rues d’ Israël», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2011. 1

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.