LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η Βραζιλία, πέντε φορές πρωταθλήτρια κόσμου στο ποδόσφαιρο, υποδέχεται το Παγκόσμιο Κύπελλο μέσα σε κλίμα πολιτικής απογοήτευσης, αλλά και πυρετού, που τροφοδοτείται από τα μέσα ενημέρωσης. Θέατρο ανεξέλεγκτης και, μερικές φορές, εξαιρετικά βίαιης έκφρασης, τα ποδοσφαιρικά γήπεδα, τα οποία η ποδοσφαιρική βιομηχανία θα ήθελε να γίνουν ειρηνικά, αποτελούν και χώρους κοινωνικοποίησης. Ορισμένοι σύνδεσμοι οπαδών υπερασπίζονται τον λαϊκό τους χαρακτήρα.
Του David Garcia*
Σ
άο Πάουλο, Βραζιλία, 1η Φεβρουαρίου 2014. Περίπου εκατό εξοργισμένοι οπαδοί της Κορίνθιανς εισβάλλουν στο προπονητικό κέντρο της αγαπημένης τους ομάδας. Είναι αποφασισμένοι να τιμωρήσουν δύο ποδοσφαιριστές, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για μια σειρά κακών αποτελεσμάτων. Οι άτυχοι παίκτες μόλις που γλιτώνουν από την εκδίκηση των οπαδών. Τέσσερις ημέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επόμενου αγώνα, βίαιες συγκρούσεις ξεσπούν μεταξύ των ίδιων των οπαδών της ομάδας του Σάο Πάουλο. «Αυτοί οι αλήτες αποτελούν το 5-7% των μελών των οργανωμένων συνδέσμων οπα-
* Ο David Garcia είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Histoire secrète de l’ OM», Flammarion, Παρίσι, 2013.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 74
diplomatique
Πώς βάζουν γκολ οι οπαδοί δών (torcidas organizadas). Δεν είναι οπαδοί, αλλά διακινητές ναρκωτικών ή κακοποιοί. Το φαινόμενο είναι δύσκολο να εξαλειφθεί», αναλύει ψυχρά ο Βραζιλιάνος κοινωνιολόγος Μαουρίσιο Μουράντ.1 Δύο μήνες πριν, συμπλοκές μεταξύ των οπαδών της Βάσκο ντα Γκάμα και της Ατλέτικο Παρανά είχαν ως απολογισμό τέσσερις σοβαρά τραυματίες. Από το 1988, 234 φίλαθλοι έχουν βρει τον θάνατο στη Βραζιλία.2 «Οι χούλιγκανς είναι έτοιμοι να σκοτώσουν το ποδόσφαιρό μας», δήλωνε ο Πελέ, ο θρύλος του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, ήδη από την εποχή που διετέλεσε υπουργός Αθλητισμού, μεταξύ 1995 και 1998.3 Μπορούν να «εξαλειφθούν» τα ανεξέλεγκτα στοιχεία για να «σωθεί» το ποδόσφαιρο; Στη Βραζιλία ορισμένοι επιθυμούν διακαώς να μιμηθούν το βρετανικό παράδειγμα.
Από το Λονδίνο μέχρι το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ, το όνειρο των ειρηνικών γηπέδων έγινε πραγματικότητα. Με τίμημα την περιθωριοποίηση των λιγότερο ευκατάστατων. Η όξυνση της βίας συνέπεσε με τον αυξανόμενο έλεγχο του χρήματος στο ποδόσφαιρο τη δεκαετία του 1980. Από τους παραδοσιακούς ύμνους υποστήριξης της ομάδας τους, οι οπαδοί προτιμούσαν τις συμπλοκές με τους οργανωμένους της αντίπαλης ομάδας. Από το Ηνωμένο Βασίλειο, η τάση αυτή εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, η αστυνομική καταστολή υπήρξε λιγότερο αποτελεσματική από την κατασκευή νέων γηπέδων. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του σύγχρονου αθλητισμού, τα νέα μεγάλα στάδια είναι «προσανατολισμένα στους καταναλω-
τές θεάματος», όπως τόνιζε η Πράσινη Βίβλος του Φίλαθλου Κινήματος, που υποβλήθηκε, το 2010, από τρεις κοινωνιολόγους στην τότε υπουργό Αθλητισμού της Γαλλίας, Ραμά Γιαντέ. Από τη στιγμή που απαγορεύονται οι κερκίδες ορθίων και τοποθετούνται παντού καθίσματα, οι ανέσεις των θεατών αυξάνονται σημαντικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές των εισιτηρίων: το 20132014, ένα εισιτήριο διαρκείας για το Emirates Stadium, την έδρα της Άρσεναλ, στο Λονδίνο, στοιχίζει τουλάχιστον 1.155 ευρώ. Τόσο το χειρότερο για τους οικονομικά ασθενέστερους φιλάθλους: είτε είναι χούλιγκανς είτε όχι, δεν μπορούν πια να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα.4 Τη δεκαετία του 2000, οι μεγάλοι αγγλικοί σύλλογοι αγοράστηκαν από πλούσιους επιχειρηματίες ή από επενδυτικά ταμεία. Έτσι, η εμβληματική ομάδα της βόρειας Αγγλίας, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, περνά σε αμερικανικά χέρια. «Don’t pay Glazer!»: ούτε δεκάρα στον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Μάλκολμ Γκλέιζερ, υψώνονται τότε χιλιάδες φωνές. Όσοι αποχωρούν, αποφασισμένοι να διατηρήσουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα της παλαιάς «MU» -Manchester United- ιδρύουν, το 2005, τη Football Club United. Ο αυτοδιαχειριζόμενος συνεταιρισμός «FCU» δεν αστειεύεται με τη συμμετοχική δημοκρατία: «Σε κάποια ετήσια γενική συνέλευση, τέθηκε σε ψηφοφορία η επιλογή της McDonald’s ως χορηγού. Με 95%, οι οπαδοί είπαν «όχι» στη McDonald’s United», λέει με χαρά ο Βίνι Τόμσον, εκπρόσωπος του ταπεινού συλλόγου έβδομης κατηγορίας, που είναι, όμως, κύριος της μοίρας του. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Πρωτοπόροι της χειραφέτησης από την ποδοσφαιρική βιομηχανία, οι οπαδοί της Σουόνσι (Ουαλλία) πειραματίζονται με έναν ενδιάμεσο δρόμο, μεταξύ καπιταλισμού και συλλογικής ιδιοκτησίας. Τον Οκτώβριο του 2001, ο σύλλογος, που βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, παραχωρήθηκε, έναντι του συμβολικού ποσού της μίας λίρας, στον Τόνι Πέτι, Αυστραλό επιχειρηματία που ζούσε στο Λονδίνο. Αμφιβάλλοντας για την ικανότητα των νέων ιδιοκτητών να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, εκατόν πενήντα οπαδοί ιδρύουν μια ένωση. Αφού στρατολογούν εξακόσια μέλη, δίνουν εντολή στους μικρομετόχους να αναζητήσουν αξιόπιστους αγοραστές. «Η ένωση, ενώ απαιτούσε στον δρόμο την παραίτηση του Πέτι, διαπραγματευόταν, ταυτόχρονα, στο παρασκήνιο με κοινοπραξία τοπικών επιχειρηματιών που είχαν δεσμούς με τον σύλλογο και ήταν έτοιμοι να κάνουν μακροχρόνια επένδυση» διηγείται ο Νάιτζελ Χάμερ, γραμματέας της ένωσης, με ένα πονηρό χαμόγελο. Τον Ιανουάριο του 2002 ο Πέτι κάμπτεται και δέχεται να παραχωρήσει τον σύλλογο στην τοπική κοινοπραξία. Η ένωση συγκεντρώνει 50.000 λίρες από προεγγραφές, αποκτά το 20% των μετοχών και κατέχει δικαιωματικά θέση στο νέο διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου. «Για να αποφευχθεί η κυριαρχία ενός μεγαλομετόχου, οι μέτοχοι δεν μπορούν να κατέχουν πάνω από το 25% των μετοχών. Όσο για τη θέση του εκπροσώπου των οπαδών στο διοικητικό συμβούλιο, δεν μπορεί να καταργηθεί» διευκρινίζει ο Χιού Κουζ, ο σημερινός εκπρόσωπος της ένωσης στο διοικητικό συμβούλιο. Η Σουόνσι θα καταφέρει την οικονομική εξυγίανση και, μέσα σε δέκα χρόνια, θα ανέβει από την τέταρτη στην πρώτη κατηγορία. Κοντά στο γήπεδο, στο οποίο φτάνει κανείς από έναν δρόμο δίπλα στο ποτάμι, βρίσκεται το προπονητικό κέντρο, όπου αποτυπώνεται ο τρόπος ανάπτυξης του συλλόγου. «Αντί να αναμιχθεί στο χρηματιστήριο των παικτών, η Σουόνσι επένδυσε 6 εκατομμύρια λίρες στις συγκεκριμένες υποδομές, οι οποίες θα δοθούν, στη συνέχεια, στις ακαδημίες της» ψιθυρίζει ο Άλαν Λούις, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της ένωσης οπαδών. Για την ώρα, οι επαγγελματίες παίκτες κλοτσούν την μπάλα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Χιού Τζένκινς. Χαλαρός πενηντάρης, ο σημερινός πρόεδρος της Σουόνσι ετοιμάζεται για τον αγώνα με την Άρσεναλ. «Ο ενισχυμένος ρόλος των οπαδών δεν διασφαλίζει απαραίτητα την επιβίωση του συλλόγου» προειδοποιεί. Ούτε τη συγκράτηση των αμοιβών, όπως μαρτυρούν οι Πόρσε και οι Φεράρι που είναι παρκαρισμένες μπροστά από την έδρα του συλλόγου. Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η Σουόνσι δεν παίρνει αποστάσεις από τις οικονομικές πρακτικές του ποδοσφαίρου υψηλών προδιαγραφών και ακολουθεί τις αστρονομικές αμοιβές της Premier League. Όσο για το εισιτήριο διαρκείας, κοστίζει 459 ευρώ: ακριβό για τους οικονομικά ασθενέστερους. «Πρόκειται για συμβιβασμό των οικονομικών περιορισμών και της βούλησης να υποστηρίζουν τον σύλλογό μας όσο περισ-
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Μπορούν να «εξαλειφθούν» τα ανεξέλεγκτα στοιχεία για να «σωθεί» το ποδόσφαιρο; Στη Βραζιλία ορισμένοι επιθυμούν διακαώς να μιμηθούν το βρετανικό παράδειγμα
σότεροι φίλαθλοι γίνεται» δηλώνει ο Λούις. Η οργάνωση Supporters Direct, που ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη της δεκαετίας του 1990, προωθεί την ενεργό συμμετοχή των οπαδών στα όργανα λήψης των αποφάσεων. «Το κυνήγι των άμεσων επιδόσεων αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης που απειλεί την ύπαρξη πολλών συλλόγων. Η Supporters Direct προωθεί μια πιο μακροπρόθεσμη ανάπτυξη» εξηγεί η Αντόνια Χέιγκμαν, πρόεδρος της οργάνωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η οργάνωση αριθμεί μέλη σε 22 χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία και την Ισπανία, όπου ο ρόλος της αντι-εξουσίας των οπαδών, που ήταν κάποτε σημαντικός, αμφισβητείται με πλάγιο τρόπο.
Καθεστώς συνεταιρισμού για τους γερμανικούς συλλόγους Έχοντας καθεστώς συνεταιρισμού, οι γερμανικοί σύλλογοι λειτουργούν σύμφωνα με το σύστημα «50+1», το οποίο επιτρέπει στους οπαδούς να διατηρούν την πλειοψηφία. Μόνο η Βόλφσμπουργκ και η Λεβερκούζεν, που ανήκουν εξ ολοκλήρου στη Volkswagen και την Bayer, αντίστοιχα, είναι απαλλαγμένες από αυτό το δικαίωμα ελέγχου. Ο πρόεδρος του συλλόγου Αννόβερο 96 επικαλέστηκε την αρχή της ιδιοκτησίας και διεκδίκησε τη δυνατότητα αγοράς του συνόλου των μετοχών της ομάδας του. Το διαιτητικό αθλητικό δικαστήριο τον δικαίωσε, στις 30 Αυγούστου 2011, προαναγγέλλοντας
ίσως το τέλος αυτού του ξεχωριστού μοντέλου. «Φαίνεται ότι ο κανόνας του 50+1 δεν ισχύει πια μετά από αυτή τη δικαστική απόφαση. Οι εταιρείες θα χρησιμοποιούν πια τους συλλόγους απλώς σαν εργαλεία διαφήμισης», φοβάται ο Γιενς Βάγκνερ, εκπρόσωπος της ένωσης οπαδών του Αμβούργου. Άπληστη για διαφήμιση, η εταιρεία Red Bull πρόλαβε τις εξελίξεις με την ίδρυση της ομάδας RasenBallsport Leipzig στη Λειψία, το 2009. Η (κατά προσέγγιση) γερμανοποίηση του ονόματός της τής επέτρεψε να παρακάμψει την ισχύουσα νομοθεσία, η οποία απαγορεύει τις μάρκες. Απρόσβλητος από την ταχύτατη κανονικοποίηση του γερμανικού ποδοσφαίρου, ο άλλος σύλλογος του Αμβούργου παραμένει πιστός στη ριζοσπαστική εναλλακτική κουλτούρα του. Η FC Sankt Pauli εκφράζει το πνεύμα αμφισβήτησης μιας φτωχής συνοικίας, που είναι γνωστή για τη γειτονιά με τους οίκους ανοχής και την πανκ κοινότητά της. Καταστατικά αντιρατσιστική και αντιφασιστική, η ομάδα επιμένει στα προοδευτικά ιδεώδη της, έστω κι αν φυτοζωεί στη δεύτερη κατηγορία. Καμία συζήτηση για να δοθεί νέο όνομα στο γήπεδο, το Millerntor (από το όνομα ενός χορηγού). Βέβαια, για πρώτη φορά, με τις εργασίες ανακαίνισης, κατασκευάστηκε κερκίδα επισήμων. Η νέα κατασκευή, όμως, με την ξεκάθαρα λαϊκή φιλοσοφία, περιλαμβάνει 10.000 θέσεις ορθίων σε σύνολο 12.000 θέσεων. Και τα φθηνότερα εισιτήρια στοιχίζουν μόλις 7 ευρώ. Στην Ισπανία η εξουσία των οπαδών έχει περιοριστεί σημαντικά από το 1990 και μετά. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ υποχρέωσε με νόμο τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρείες αθλητικού σκοπού, καταργώντας, έτσι, το καθεστώς των μετόχων σε εταιρείες λαϊκής βάσης (socios). Κατέχοντας ο καθένας ένα τμήμα των μετοχών, οι socios ήταν, μέχρι τότε, συλλογικοί ιδιοκτήτες. Με τον τρόπο αυτόν εξέλεγαν τα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων. Μοναδική στην Ευρώπη, αυτή η εξισωτική λειτουργία ένας μέτοχος, μία ψήφος- αποτέλεσε κανόνα
για δεκαετίες. Μόνο τέσσερις σύλλογοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον κανόνα μετά το 1990: η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Αθλέτικ Μπιλμπάο και η Οσασούνα. Οι εμπνευστές του νόμου του 1990 αντιμετώπιζαν τον ισχυρό ρόλο των socios ως εμπόδιο στις επενδύσεις. Αντικαθιστώντας τους με σταθερούς μετόχους, ισχυρίζονταν ότι θα διασφαλίσουν την επιβίωση των συλλόγων. Αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο: αντίθετα, η επιθυμία προσέλκυσης των καλύτερων παικτών με κάθε τίμημα οδήγησε σε τεράστια υπερχρέωση. Πολλοί σύλλογοι κινδύνευσαν με υποβιβασμό, ακόμη και με κλείσιμο. «Υποκύπτοντας στη μεγαλομανία, η Ατλέτικο Μαδρίτης είδε το χρέος της να δεκαπλασιάζεται. Για να το αντιμετωπίσει, τριπλασίασε την τιμή των εισιτηρίων διαρκείας», λέει με λύπη ο Εμίλιο Αμπεχόν, εκπρόσωπος του συνδέσμου οπαδών Se ales de Ηumo («Σήματα καπνού»). Ο σύνδεσμος ξιφουλκεί εδώ και δέκα χρόνια κατά των μετόχων της μαδριλένικης ομάδας. Τους κατηγορεί για υπεξαίρεση χρημάτων, η οποία έχει επιβεβαιωθεί και από αρκετές δικαστικές αποφάσεις. Ο Χεσούς Χιλ, πρόεδρος που εξελέγη από τους socios το 1987, πρώην ακραίος φιλελεύθερος και ξενόφοβος δήμαρχος της Μαρμπέγια, ο οποίος πέθανε το 2004, απέκτησε την Ατλέτικο Μαδρίτης όταν η ομάδα μετασχηματίστηκε σε ανώνυμη εταιρεία, τον Σεπτέμβριο του 1991. Με τη βοήθεια του συνεργάτη του. Ενρίκε Θερέθο, είχε αρπάξει, εντελώς παράνομα, το 90% των μετοχών χωρίς να καταβάλει ούτε μία πεσέτα. Καθώς τα αδικήματα παραγράφηκαν, ο Χιλ γλύτωσε τη φυλακή, όπως και ο Θερέθο, ο οποίος τον διαδέχτηκε στην προεδρία του συλλόγου. Στις 4 Φεβρουαρίου 2014, όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας ακύρωσε μια αντικανονική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Αποτέλεσμα; Ο Θερέθο και η οικογένεια Χιλ μπορεί να χάσουν την πλειοψηφία των μετοχών. «Η απόφαση ανοίγει τον δρόμο για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου από τους είκοσι χιλιάδες μικρομετόχους», σχολιάζει, γεμάτος ελπίδα, ο Αμπεχόν. Απαρχή ενός μη βίαιου και δημοκρατικού κινήματος οπαδών;
1
«L’ Equipe», Παρίσι, 12 Φεβρουαρίου 2014.
Σύμφωνα με τη «Lance!», τη μεγαλύτερη καθημερινή αθλητική εφημερίδα στη Βραζιλία. Βλ. στο Andrew Warshaw, «Brazilians promise safety and security for 2014 but stats make horrific reading», Inside World Football, 10 Δεκεμβρίου 2013, www.insideworldfootball.com.
2
Pierre Godon, «Pourquoi les violences entre supporters au Brésil n’ont rien à voir avec la Coupe du monde», France TV Info, 11 Δεκεμβρίου 2013, www.francetvinfo.fr.
3
Η ίδια εξέλιξη παρατηρήθηκε στα γήπεδα του μπέιζμπολ, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Βλ. Richard A. Keiser, «Sportifs de salon», Le Monde diplomatique, Ιούλιος 2008. 4
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/31
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
Το πιο όμορφο και το πιο δημοφιλές σπορ, χαρά των ποδιών που το εξασκούν και των ματιών που το θαυμάζουν, σε βιομηχανικό επίπεδο λειτουργεί σαν μηχανή κιμά ανθρώπινης σάρκας. Του Eduardo Galeano*
T
ο 2002 διοργανώθηκαν δύο παγκόσμια πρωταθλήματα ποδοσφαίρου. Ένα για τους αθλητές με σάρκα και οστά. Το άλλο, ταυτόχρονα, για τα ρομπότ. Οι ομάδες των ανθρωποειδών διεκδίκησαν το RoboCup 2002, στην ιαπωνική πόλη Φουκουόκα, απέναντι από τις ακτές της Κορέας.1 Τα τουρνουά των ρομπότ διοργανώνονται κάθε χρόνο σε διαφορετική πόλη. Οι διοργανωτές ελπίζουν να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν σε λίγο καιρό τις καλύτερες ανθρώπινες ομάδες. Έτσι κι αλλιώς, ένας υπολογιστής νίκησε τον πρωταθλητή Γκάρι Κασπάροφ στο σκάκι, υποστηρίζουν. Φαντάζονται ότι μηχανοκίνητοι αθλητές μπορούν να καταφέρουν το ίδιο κατόρθωμα μέσα στο γήπεδο. Τα ρομπότ, που προγραμματίζονται από μηχανικούς, είναι δυνατά στην άμυνα και γρήγορα και με καλό σκορ στην επίθεση. Δεν κουράζονται και δεν παραπονιούνται ποτέ. Κανένα ρομπότ δεν έπεσε νεκρό στο γήπεδο. Και δεν καθυστερούν πολύ με την μπάλα: εκτελούν αδιαμαρτύρητα τις εντολές του προπονητή και ούτε για μια στιγμή δεν διανοούνται να πιστέψουν ότι οι παίκτες «παίζουν». Ποιο είναι το πιο δημοφιλές όνειρο για τα αφεντικά, τους τεχνοκράτες, τους γραφειοκράτες και τους ιδεολόγους της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας; Σ’ αυτό το όνειρο, που πλησιάζει όλο και περισσότερο την πραγματικότητα, οι παίκτες μιμούνται τα ρομπότ. Θλιβερό σημάδι των καιρών, ο 21ος αιώνας αγιοποιεί τη μετριότητα στο όνομα της αποτελεσματικότητας και θυσιάζει την ελευθερία στον βωμό της επιτυχίας. «Δεν κερδίζουμε επειδή έχουμε αξία, έχουμε αξία επειδή κερδίζουμε», διαπίστωνε, χρόνια πριν, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Δεν αναφερόταν στο ποδόσφαιρο, αλλά είναι σαν να το έκανε. Απαγορεύεται να χάνεις χρόνο, απαγορεύεται να χάνεις. Το παιχνίδι είναι πια μια δουλειά, υπακούει στους νόμους του κέρδους, έχει σταματήσει να είναι διασκέδαση. Κάθε μέρα που περνά, όπως και όλα τα υπόλοιπα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καθορίζεται από την ΕΕΟ (Ένωση των Εχθρών της Ομορφιάς), μια ισχυρή οργάνωση που παρ’ όλη την ανυπαρξία της διευθύνει τα πάντα. Ο Ιγνάσιο Σαλβατιέρα, διαιτητής που έχει
* Ο Eduardo Galeano είναι Ουρουγουανός δημοσιογράφος και συγγραφέας της τριλογίας «Μνήμες φωτιάς», εκδ. Εξάντας, και του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», Ελληνικά Γράμματα, 1998. Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις «Μνήμες φωτιάς» (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ).
Το ποδόσφαιρο
σκοτώνει Ο 21 ος αιώνας αγιοποιεί τη μετριότητα στο όνομα της αποτελεσματικότητας και θυσιάζει την ελευθερία στον βωμό της επιτυχίας
μείνει άδικα άγνωστος, αξίζει να ανακηρυχθεί άγιος. Υπήρξε μάρτυρας της αληθινής πίστης. Πριν από επτά χρόνια, ξόρκισε τον δαίμονα της φαντασίας στην πόλη Τρινιντάντ της Βολιβίας. Ο διαιτητής Σαλβατιέρα απέβαλε από το γήπεδο τον παίκτη Άμπελ Βάκα Σοσέντο. Του έδειξε κόκκινη κάρτα: «Για να μάθει να παίρνει στα σοβαρά το ποδόσφαιρο». Ο Βάκα Σοσέντο διέπραξε ένα ασυγχώρητο... γκολ. Απέφυγε την αντίπαλη ομάδα με ντρίμπλες, προσποιήσεις, πάσες και σέντρες που έπιανε ο ίδιος, περάσματα μέσα από τα πόδια των αντιπάλων του και άλλα ζογκλερικά και έδωσε τέλος στο όργιο αυτό με την πλάτη στα δίχτυα, καρφώνοντας την μπάλα στη γωνία του τέρματος με τον πισινό του! Υπακοή, ταχύτητα, δύναμη και όχι πρωτοτυπίες: αυτό είναι το πρότυπο που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση. Κατασκευάζουν μαζικά ένα ποδόσφαιρο που είναι πιο κρύο και από παγόβουνο. Και πιο αμείλικτο από αλεστική μηχανή. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το «France Football», ο ενεργός χρόνος των επαγγελματιών παικτών μειώθηκε στο μισό τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ήταν δώδεκα χρόνια, ενώ σήμερα είναι έξι. Οι εργάτες του ποδο-
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2003
σφαίρου είναι όλο και περισσότερο ανταγωνιστικοί, αλλά αντέχουν όλο και λιγότερο. Για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του ρυθμού δουλειάς, πολλοί από αυτούς δεν έχουν άλλη λύση από το να προσφύγουν στη χημεία. Οι ενέσεις και τα χάπια επιταχύνουν τη φθορά τους, τα ναρκωτικά έχουν χίλια ονόματα, αλλά όλα γεννιούνται από την υποχρέωση να κερδίσεις, και θα έπρεπε να τα ονομάζουμε «επιτυχίνη». Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν από τον Σεπ Μπλάτερ,2 οι αθλητές συμμετείχαν σε αγώνες γυμνοί και χωρίς κανένα διαφημιστικό τατουάζ στο κορμί τους. Οι Έλληνες, χωρισμένοι σε πολλές πόλεις - κράτη, που η καθεμία είχε τους δικούς της νόμους και στρατό, συγκεντρώνονταν με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων. Με τον αθλητισμό οι διασκορπισμένες φυλές δήλωναν: «Είμαστε Έλληνες». Σαν να απήγγελλαν με το κορμί τους στίχους από την Ιλιάδα, θεμέλιο της εθνικής τους συνείδησης. Πολύ αργότερα, στη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα, το ποδόσφαιρο ήταν το άθλημα που εξέφρασε καλύτερα και επιβεβαίωσε με τον πιο καθαρό τρόπο την εθνική ταυτότητα. Οι διαφορετικοί τρόποι παιξίματος αποκαλύπτουν και δοξάζουν τους διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης. Όμως η διαφορετικότητα του κόσμου υποκύπτει σιγά σιγά στην υποχρεωτική ομογενοποίηση. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, που η τηλεόραση μετέτρεψε σε ιδιαίτερα κερδοφόρο μαζικό θέαμα, επιβάλλει ένα και μοναδικό μοντέλο. Σβήνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως γίνεται μερικές φορές με κάποια πρόσωπα που μεταμορφώνονται σε πανομοιότυπες μάσκες, μετά από διαδοχικές επεμβάσεις χειρουργικής αισθητικής. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα
οφείλεται στην πρόοδο. Όμως ο ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι διέσχισε πολλά παρελθόντα πριν διαπιστώσει ότι «το μονιμότερο χαρακτηριστικό των πολιτισμών σε παρακμή είναι η τάση τους για τυποποίηση και ομοιογένεια». Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο λειτουργεί όπως η δικτατορία. Οι παίκτες δεν μπορούν να ανοίξουν το στόμα τους στο δεσποτικό βασίλειο των αρχόντων της μπάλας, οι οποίοι από το κάστρο της FIFA εξουσιάζουν και ληστεύουν. Η απόλυτη εξουσία δικαιολογείται από τη συνήθεια: είναι αυτό γιατί πρέπει να είναι έτσι, και είναι έτσι γιατί πρέπει να είναι αυτό. Ήταν όμως πάντα έτσι; Θα πρέπει να θυμηθούμε το πείραμα στη Βραζιλία, πριν από είκοσι χρόνια, την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι παίκτες κατάφεραν να αρπάξουν την προεδρία της ομάδας Κορίνθιανς, μίας από τις ισχυρότερες στη χώρα, και άσκησαν την εξουσία το 1982 και το 1983. Ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο: οι παίκτες αποφάσιζαν για τα πάντα, με πλειοψηφία μεταξύ τους. Συζητούσαν και ψήφιζαν δημοκρατικά για τη μέθοδο της προπόνησης, το σύστημα του παιχνιδιού, τη διαχείριση των χρημάτων και τα υπόλοιπα. Στις φανέλες τους είχαν γράψει «Democracia Corinthiana». Μέσα σε δύο χρόνια οι εκδιωγμένοι άρχοντες ξαναπήραν τα ηνία και σταμάτησαν τα πάντα. Όσο, όμως, διήρκεσε η δημοκρατία, η Κορίνθιανς, με τη διαχείριση των παικτών, προσέφερε το πιο τολμηρό και φαντασμαγορικό ποδόσφαιρο όλης της χώρας, έφερε το μεγαλύτερο πλήθος στα γήπεδα και κέρδισε δύο φορές το πρωτάθλημα. Τα κατορθώματά τους και η δεξιοτεχνία τους εξηγούνται από τη χρήση ναρκωτικού. Ενός ναρκωτικού που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν μπορεί να αποκτήσει: το μαγικό φίλτρο που δεν έχει τιμή και που ονομάζεται ενθουσιασμός. Στη γλώσσα της αρχαίας Ελλάδας, ενθουσιασμός σημαίνει «να έχεις τους θεούς μέσα σου «. Όπως όλοι γνωρίζουμε, πέρσι στο Τόκιο η Βραζιλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο έχοντας αντίπαλο τη Γερμανία. Την ίδια στιγμή, μακριά από την Ιαπωνία και χωρίς κανείς να το έχει παρατηρήσει, παιζόταν ένας άλλος τελικός. Διοργανώθηκε στην κορυφή των Ιμαλαΐων. Δύο από τις χειρότερες εθνικές ομάδες, η τελευταία και η προτελευταία της παγκόσμιας κατάταξης, έπαιζαν αντίπαλες: το βασίλειο του Μπουτάν ενάντια στη νήσο Μονσερά της Καραϊβικής. Το τρόπαιο του παιχνιδιού ήταν ένα μεγάλο επάργυρο κύπελλο που περίμενε τους νικητές στην άκρη του γηπέδου. Οι παίκτες, όλοι ανώνυμοι, χωρίς κανέναν σταρ ανάμεσά τους, διασκέδαζαν σαν τρελοί. Η μόνη τους υποχρέωση ήταν να ψυχαγωγηθούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όταν ο αγώνας τελείωσε, το κύπελλο, που ήταν χωρισμένο σε δύο μισά κολλημένα μεταξύ τους, διαχωρίστηκε και μοιράστηκε στις δύο ομάδες. Το Μπουτάν είχε κερδίσει και το Μονσερά είχε χάσει. Όμως αυτή η λεπτομέρεια δεν είχε την παραμικρή σημασία.
1 Το Robocup 2003 διεξήχθη από τις 5 μέχρι τις 11 Ιουλίου στην Πάδοβα της Ιταλίας, με τη συμμετοχή 200 ομάδων από 30 χώρες. 2 Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA).
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η ομαλοποίηση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αφορά και το ποδόσφαιρο. Οι μεγάλοι σύλλογοι, δομημένοι για πολύ καιρό διαφορετικά απ’ ό,τι στη Δύση, έγιναν η ευχάριστη ασχολία ολιγαρχών που απέκτησαν τις περιουσίες τους με αμφιλεγόμενο τρόπο. Το μόνο που ξεχωρίζει είναι ορισμένοι γραφικοί νεόπλουτοι πρόεδροι.
Μπάλα, χρήμα και άποψη
Του Balthazar Crubellier*
O
ι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι της δυτικής Ευρώπης έχουν συγκροτήσει την ταυτότητά τους γύρω από γεωγραφικούς, πολιτιστικούς ή και πολιτικούς άξονες. Έτσι, η Μαρσέιγ στη Γαλλία ή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεχωρίζουν από τον ανταγωνισμό τους με τις ομάδες της πρωτεύουσας. Στην Ισπανία, η Αθλέτικ Μπιλμπάο είναι γνωστή για τη χρήση παικτών αποκλειστικά βασκικής «εθνικότητας». Στην ανατολική Ευρώπη, αντίθετα, οι κυριότεροι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι προέρχονται από ενώσεις που συνδέονταν με ισχυρές κρατικές υπηρεσίες ή με επαγγέλματα τα οποία καθορίζουν και το όνομά τους. Ακόμη και σήμερα, οι διάφορες ΤΣΣΚΑ (CSKA - αρχικά του «Κεντρικού Αθλητικού Συλλόγου του Στρατού»), Λοκομοτίβ (ομάδες των σιδηροδρομικών) ή Ντιναμό (σύλλογος του υπουργείου Εσωτερικών) αφθονούν. Βέβαια, υπάρχουν και τοπικές παραλλαγές: η Στεάουα Βουκουρεστίου (Ρουμανία) ή η Ντούγκλα Πράγας (Δημοκρατία της Τσεχίας) προέρχονται από στρατιωτικές υπηρεσίες, χωρίς να έχουν πάρει τις συνηθισμένες ονομασίες, κάτι που ισχύει και για τη Χόνβεντ Βουδαπέστης (Ουγγαρία). Στη Γιουγκοσλαβία, η Παρτιζάν Βελιγραδίου είχε για πολύ καιρό δεσμούς με την αστυνομία. Και στην Πολωνία, η Λεχ Πόζναν -με το προσωνύμιο Kolejorz: «σιδηροδρομικοί»- είχε μακρόχρονους δεσμούς με την κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αμβλύνθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, στην οποία το υπουργείο Άμυνας παραμένει σημαντικός μέτοχος. Για τους άλλους συλλόγους, πρόκειται απλώς για «ταμπέλες», στις οποίες οι οπαδοί μοιάζουν πολύ πιστοί, όπως δείχνει η ατυχής και, τελικά, αποτυχημένη απόπειρα του εθνικιστή προέδρου της Κροατίας, Φράνιο Τούτζμαν, να μετονομάσει, το 1993, την Ντιναμό Ζάγκρεμπ σε «Κροάσια Ζάγκρεμπ». Το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης προσχώρησε με ζήλο στους κανόνες του σύγχρονου ποδοσφαίρου, σε σημείο που η εικόνα του μοιάζει με μια παραμορφωμένη αντανάκλαση των δυτικών παθογενειών: οι ατζέντηδες των ποδοσφαιριστών αποφασίζουν για τα πά* Ο Balthazar Crubellier είναι μεταφραστής
Το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης προσχώρησε με ζήλο στους κανόνες του σύγχρονου ποδοσφαίρου, σε σημείο που η εικόνα του μοιάζει με μια παραμορφωμένη αντανάκλαση των δυτικών παθογενειών ντα, οι μετεγγραφές πραγματοποιούνται χωρίς πραγματική αθλητική λογική, ενώ οι διαφορές ανάμεσα στους προϋπολογισμούς των ομάδων μεγαλώνουν συνεχώς. Οι πλούσιοι σύλλογοι φέρνουν μαζικά παίκτες από το εξωτερικό, γεγονός που εμποδίζει τους ανταγωνιστές τους να ενισχυθούν οικονομικά πουλώντας τους παίκτες τους και τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν τις ακαδημίες ποδοσφαίρου, οι οποίες θεωρούνται υπερβολικά δα-
πανηρή υπόθεση. Οι πρακτικές αυτές είχαν αποτέλεσμα την αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων και τη σημαντική μείωση του αριθμού των θεατών στα γήπεδα. Εξάλλου, οι ομάδες της ανατολικής Ευρώπης άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους και το μετοχικό τους κεφάλαιο σε επενδυτές που πλούτισαν κατά τη δεκαετία του 1990. Αυτοί οι νέου τύπου πρόεδροι κατάφεραν να βρουν τη θέση τους στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τοπίο. Μετά από επιμονή αρκετών τέτοιων προέδρων, όπως ο Ρινάτ Αχμέτοφ, επικεφαλής της Σαχτάρ Ντονιέτσκ (Ουκρανία), ο πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαϊκών Ομοσπονδιών Ποδοσφαίρου (Union of European Football Associations, UEFA) Μισέλ Πλατινί εγκαινίασε μια μεγάλη μεταρρύθμιση του Τσάμπιονς Λιγκ, με σκοπό να διασφαλίσει την καλύτερη εκπροσώπηση των ποδοσφαιρικών συλλόγων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Οι μάλλον ασυνήθιστες αυτές προσωπικότητες, με το συχνά μυστηριώδες παρελθόν, κυριαρχούν πια στο ποδοσφαιρικό τοπίο της μισής ευρωπαϊκής ηπείρου. Ορισμένοι πή-
ραν τα ηνία των συλλόγων μέσα σε βίαιες συνθήκες. Ο Αχμέτοφ διαδέχθηκε τον Αχάτ Μπραγκίν, που έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης. Μεταξύ 1995 και 2007, έξι πρόεδροι της Λοκομοτίβ Πλόβντιβ (Βουλγαρία) σκοτώθηκαν από σφαίρες. Μόλις εδραιωθούν, οι περισσότεροι από τους προέδρους ηρεμούν, με εξαίρεση ορισμένες προσωπικότητες που αρνούνται πεισματικά να συμμορφωθούν με το μοντέλο του μετριοπαθούς, διακριτικού, υπομονετικού και λογικού διαχειριστή, το οποίο προωθούν τα αθλητικά μέσα ενημέρωσης. Γράφουν τη δική τους ιστορία, με εκατομμύρια, σκάνδαλα και αμετροεπείς δηλώσεις που εγγυώνται τη φήμη τους. Αυτές οι αυταρχικές φιγούρες, που φέρνουν στον νου το αμερικάνικο κατς,1 τροφοδοτούν τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και συγκεντρώνουν μόνιμα τα φώτα της δημοσιότητας, αξιοποιώντας με αδιαμφισβήτητη επιδεξιότητα την τέχνη της πολεμικής. Στη Γαλλία, τον πληθυσμό των «τρομερών παιδιών» ενσάρκωσαν, τη δεκαετία του 1980, ο Κλοντ Μπεζ και ο Μπερνάρ Ταπί, των οποίων η φήμη ξεπέρασε κατά πολύ τους συλλόγους τους. Ο Λουί Νικολέν, πρόεδρος της Μονπελιέ, παραμένει από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός είδους που οδηγείται στην εξαφάνιση. Σε μια έξαρση που έμεινε στα χρονικά, είχε χαρακτηρίσει τον αρχηγό μιας αντίπαλης ομάδας «τράντζα».2 Αντιμέτωπος με την αγανάκτηση των μέσων ενημέρωσης, ο Νικολέν τελικά ζήτησε συγγνώμη, με λιγότερη ή περισσότερη κομψότητα: «Εγώ, αυτή τη λέξη, ‘τράντζα’, δεν την ήξερα ούτε δέκα λεπτά πριν την πω. Την άκουγα διαρκώς, ‘τράντζα’ από ‘δω, ‘τράντζα’ από ‘κεί (...) Μπροστά στο μικρόφωνο, η λέξη ‘τράντζα’ μού είχε κολλήσει στο μυαλό. Αλλιώς, δεν είμαι ομοφοβικός, ζήτησα συγγνώμη». Για να προσθέσει: «Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τις αδερφές. Όσο περισσότερες είναι, τόσο πιο πολλές γκόμενες για μας».3 Μετά την κατάρρευση των «λαϊκών δημοκρατιών», στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το κοινό των γηπέδων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης ανακάλυψε αυτό το είδος γλαφυρών προέδρων. Μεταξύ τους, ο Ζντράβκο Μάμιτς, εμβληματική φυσιογνωμία του κροατικού ποδοσφαίρου. Ο επιχειρηματίας, που γεννήθηκε στο Μπιέλοβαρ το 1959, οφείλει την περιουσία του σε επενδύσεις που έκανε σε μια εταιρεία υλοτομίας και σε μια ζυθοποιία. Αφού πούλησε τις μετοχές του σε κάποιον έμπορο όπλων κατά τη διάρκεια των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας, τη δεκαετία του 1990, ο Μάμιτς αρχίζει να ασχολείται με το επάγγελμα του ποδοσφαιρικού ατζέντη, ανεβαίνοντας, ταυτόχρονα, τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ, μέχρι να βρεθεί στη θέση του αναπληρωτή προέδρου. Παράλληλα με τις δραστηριότητές του στη διοίκηση του συλλόγου, ο Μάμιτς υπογράφει αρκετά συμβόλαια που τον συνδέουν οικονομικά με παίκτες της ομάδας του, η οποία έχει κατακτήσει τους περισσότερους τίτλους στην Κροατία. Ο γιος του, Μάριο, εξασκεί κι αυτός το επάγγελμα του ατζέντη και μεταξύ
5/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
των πελατών του υπάρχουν αρκετοί παίκτες που έχουν αποσυρθεί από την Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Αυτή η κατάσταση έκδηλης σύγκρουσης συμφερόντων προκαλεί τη δυσφορία των οπαδών. Αλλά η υποβολή σχετικών ερωτήσεων στον Μάμιτς μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Όταν, με την ευκαιρία συνέντευξης Τύπου, στα τέλη του 2010, δέχεται ερώτηση για το θέμα, ο Μάμιτς -που, μόλις προηγουμένως, είχε δηλώσει έτοιμος να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις- απαντά, χαμογελώντας, στον δημοσιογράφο: «Είσαι ένας από τους μεγαλύτερους ψεύτες και απατεώνες της χώρας. Είσαι λεχρίτης και κτήνος. Λες συνεχώς ψέματα». Στη συνέχεια χάνει την υπομονή του, όταν ο συνομιλητής του επιμένει: «Ο γιος μου κάνει αυτό που θέλω και αυτό που μου φαίνεται σωστό. Ανεγκέφαλε ηλίθιε! (...) Μόλις φύγω από την Ντιναμό, θα σε σαπίσω στο ξύλο». Ο δημοσιογράφος, απτόητος, κάνει μια τελευταία προσπάθεια να πάρει απάντηση και, τότε, ο Μάμιτς χάνει τελείως την ψυχραιμία του: «Σταμάτα να λες ψέματα σ’αυτόν τον λαό που υποφέρει!», λέει ουρλιάζοντας. «Δεν έχεις το δικαίωμα. Εξαιτίας ανθρώπων σαν και σένα μού έχει βγει το όνομα του παρακμιακού και βίαιου ηλίθιου».4 Λίγο πιο ανατολικά, ο Γκεόργκε «Τζίτζι» Μπεκάλι είναι κυρίαρχος στη Στεάουα Βουκουρεστίου. Η περιουσία του Μπεκάλι, που γεννήθηκε σε μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια Ρουμάνων βοσκών, εκτινάχθηκε όταν προχώρησε σε ανταλλαγή εκτάσεων με τον ρουμανικό στρατό, το 1998. Η σημαντική υπεραξία που προέκυψε από τη συναλλαγή έγινε αντικείμενο αστυνομικών ερευνών και οδήγησε σε δίκες. Ορισμένοι αμφισβητούν την εγκυρότητα των τίτλων ιδιοκτησίας του, καθώς και τη νομιμοποίηση του στρατού να μεταπωλεί οικόπεδα στο κέντρο της πόλης. Χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι λέγεται, ο Μπεκάλι μπαίνει στο μετοχικό κεφάλαιο της Στεάουα Βουκουρεστίου και, στη συνέχεια, παραμερίζει διαδοχικά όλους τους υποψήφιους για την προεδρία του παλαιού συλλόγου του στρατού, μέχρι που αποκτά το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών, τον Φεβρουάριο του 2003. Επισήμως έχει μεταβιβάσει τις περισσότερες μετοχές του στους ανιψιούς του από το 2007. Ωστόσο, το πέρασμά του από την κορυφαία θέση τού πολύ δημοφιλούς συλλόγου με τους περισσότερους τίτλους στη χώρα τού προσέφερε εξαιρετικό βήμα για να εκθέσει τις πολιτικές απόψεις του. Μάλιστα, από το 2004 έως το 2012, ο επιχειρηματίας διετέλεσε επικεφαλής του χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Νέας Γενιάς, ενός αρχικά κεντρώου σχηματισμού, τον οποίο μετατρέπει, στη συνέχεια, σε ακραίο εθνικιστικό κόμμα που εμπνέεται από τον φασισμό του Μεσοπολέμου. Καταφεύγοντας συχνά σε ρατσιστικές και ομοφοβικές ύβρεις, χωρίς να παραλείπει και τους δημοσιογράφους, ο Μπεκάλι θα διατελέσει για σύντομο χρονικό διάστημα και ευρωβουλευτής. Το 2007, ο σύλλογός του δίνει μάχη για το πρωτάθλημα με τη CFR Cluj (Κλουζ), ομάδα πόλης με πολλούς κατοίκους που μιλούν ουγγρικά. Ο Μπεκάλι υποπτεύεται ότι οι «Ούγγροι μασόνοι» χρηματοδοτούν τους αντιπάλους του. Η υποψία αυτή ενισχύει, στα μάτια του, το καθήκον επικράτησης της Στεάουα, αφού «η Ρουμανία θα γινόταν περίγελος του κόσμου εάν το πρωτάθλημα το έπαιρναν οι
Δύναμη πυρός για τις πολιτικές εξεγέρσεις «Καλούμε όλους όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει, να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση του Κιέβου απέναντι στους προδότες της κυβέρνησης (...) Για την πόλη μας, για τη χώρα μας, για την τιμή μας! 1». Στο VKontakte, το μεγαλύτερο ρωσικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στις 21 Ιανουαρίου 2014, οπαδοί της Ντιναμό Κιέβου καλούν τους συντρόφους τους να ενωθούν με τους διαδηλωτές της Μαϊντάν, της Πλατείας Ανεξαρτησίας. Αμέσως, ακόμη δεκαέξι σύνδεσμοι οπαδών, από όλες τις περιοχές της χώρας, μέχρι και από τις περιοχές που υποστηρίζουν τον πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, συγκλίνουν προς το κέντρο της εξέγερσης. Συμμετέχουν, κυρίως, στο ακραίο εθνικιστικό μόρφωμα Praviy Sektor («Δεξιός Τομέας»). Στο Κίεβο το 2014, όπως στο Κάιρο το 2011 και στην Κωνσταντινούπολη το 2013, οι οπαδοί υποστηρίζουν τις εξεγέρσεις, χωρίς, όμως, να μπορεί να διακρίνει κανείς την παραμικρή ιδεολογική συνοχή. «Χωρίς τους οπαδούς, η εξέγερση ενάντια στον Μουμπάρακ ενδεχομένως να μην είχε γίνει ποτέ», αναλύει ο δημοσιογράφος Τζέιμς Ντόρσεϊ.2 Έμπειροι στις συγκρούσεις με την αστυνομία μετά τους αγώνες, οι οπαδοί διέθεσαν την πολύτιμη τεχνογνωσία τους στους μαθητευόμενους διαδηλωτές. Αιχμή του δόρατος των κινημάτων οπαδών στην Αίγυπτο, οι Ahlawy, οι οποίοι υποστηρίζουν τoν Al-Ahly (τον «Εθνικό»), τον μεγαλύτερο σύλλογο του Καΐρου, καθώς και οι White Knights («Λευκοί Ιππότες») της Ζαμαλέκ, κήρυξαν μεταξύ τους εκεχειρία για να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στο καθεστώς. «Οι σύνδεσμοι αυτοί έκαναν την εμφάνισή τους το 2007, ως αντίβαρο στους συνδέσμους οπαδών που ήλεγχαν οι πρόεδροι των ομάδων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, συνδέονταν με το καθεστώς», εξηγεί η ερευνήτρια Σαϊμάα Χασάμπο. Το σύνθημά τους «Όλοι οι μπάτσοι είναι μπάσταρδοι» τούς έχει στοιχίσει μεγάλη εχθρότητα από την πλευρά της αστυνομίας, αλλά τους έχει αποφέρει και ευρύτατη αποδοχή από τους νέους. Αδιάλλακτα ανεξάρτητοι, κατέβαλαν βαρύ φόρο αίματος στις οδομαχίες γύρω από την πλατεία Ταχρίρ. Το Ανώτατο Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων (CSFA), όμως, προσπάθησε να τους διαιρέσει και έπαιξε με τη φωτιά στην ποδοσφαιρική τραγωδία του Πορτ-Σάιντ. Την 1η Φεβρουαρίου 2012, οι οπαδοί της τοπικής AlMasry, φωνάζοντας ρυθμικά συνθήματα υπέρ των στρατιωτικών, επιτέθηκαν στους οπαδούς της αντίπαλης Al-Ahly. Η αστυνομία παρέμεινε, κατά παράδοξο τρόπο, απαθής. Απολογισμός; Εβδομήντα τέσσερις νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, στις τάξεις των οπαδών της Al-Masry είχαν παρεισφρήσει αστυνομικοί. Μετά την εξέγερση της πλατείας Ταξίμ, και η τουρκική κυβέρνηση μπήκε στον πειρασμό να περιθωριοποιήσει τους συνδέσμους των οργανωμένων οπαδών. Οι οπαδοί έπαιξαν κεντρικό ρόλο στις δεκαπέντε ημέρες των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων, τον Ιούνιο του 2013. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκε ο σύνδεσμος Carçi («Παζάρι»), φανατικοί οπαδοί της ομάδας Μπεσίκτας της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι δηλώνουν ιδεολογικά αναρχικοί, οικολόγοι ή κεμαλιστές.3 Ο σύνδεσμος ιδρύθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 και απολάμβανε για πολύ καιρό μιας σχετικής επιείκειας από την πλευρά των αρχών. «Τα γήπεδα αποτελούσαν τότε έναν από τους ελάχιστους χώρους ελεύθερης έκφρασης», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Αντριέν Μπατινί. Μετά, όμως, το ξέσπασμα του κινήματος αμφισβήτησης ενάντια στα σχέδια οικιστικής ανάπτυξης του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η κυβέρνηση απαγόρευσε τα πανό στα γήπεδα...
Thibault Marchand, «Les ultras, nouveaux héros de la «révolution» ukrainienne», So Foot, 7 Φεβρουαρίου 2014, www.sofoot.com.
1
2
James M.Dorsey, The Turbulent World of Middle East Soccer, Hurst, Λονδίνο, 2014.
3
Από το όνομα του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτή της Δημοκρατίας της Τουρκίας (1923).
Ούγγροι».5 Με την ευκαιρία, τονίζει ότι η ομάδα του, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, έχει μόνο Ρουμάνους παίκτες. Η Κλουζ παίρνει, τελικά, το πρωτάθλημα, αλλά ο Μπεκάλι παρηγοριέται αποκτώντας τον Αντόνιο Σεμέδο. Υποδέχεται τον (μαύρο) επιθετικό της Κλουζ με τα παρακάτω θερμά λόγια: «Δεν μου αρέσουν οι μαύροι, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, γιατί είναι πολύ καλός παίκτης για να τον αφήσουμε στους Ούγγρους».6 Παρόλο που οι οξύθυμοι αυτοί πρόεδροι θεωρούν σημαντικό να προκαλούν τους δημοσιογράφους για να εδραιώσουν τη φήμη τους, όσο καταστροφική κι αν είναι, εργάζονται, επίσης, για να ενισχύσουν στους οπαδούς τους μια προσωπολατρία που στηρίζεται στην προσωπική παντοδυναμία. Για τον λόγο αυτό, πολλαπλασιάζουν τις αιφνίδιες αποφάσεις καρατόμησης και πρόσληψης τεχνικού
προσωπικού. Αν και, στον τομέα αυτό, οι αμοιβές και η γαλλική νομοθεσία επιβάλλουν κάποια σύνεση, η κατάσταση στο πάλαι ποτέ ανατολικό μπλοκ επιτρέπει πολλές κινήσεις εντυπωσιασμού. Από τον Ιούνιο του 2005, ο Μάμιτς προσέλαβε και απέλυσε δώδεκα προπονητές, παρόλο που η ομάδα του κατακτούσε εννιά συνεχόμενα πρωταθλήματα στην Κροατία. Ως μέτρο σύγκρισης, η Μαρσέιγ, που γενικά θεωρείται ασταθής ομάδα, δεν γνώρισε παρά πέντε προπονητές την ίδια χρονική περίοδο. Στη Ρουμανία, ο Μπεκάλι τελειοποίησε την τέχνη (προσωρινής) πρόσληψης του προπονητή - σωτήρα. Τον Αύγουστο του 2010, ο προπονητής Βίκτορ Πιτούρκα παραιτείται μετά από 59 ημέρες άσκησης των καθηκόντων του. Ο πρόεδρος εμπιστεύεται τα ηνία στον Ίλιε Ντουμιτρέσκου, «έναν καλό άνθρωπο... που δουλεύει δωρεάν». Έναν μήνα αργότε-
ρα, ο ίδιος Ντουμιτρέσκου κρίνεται «υπερβολικά μουσουλμάνος» και απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του μετά πολλών επαίνων. Ο Μπεκάλι στρέφεται, τότε, προς τον Μάριους Λάκατους, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει «μια μακρόπνοη λύση για τη Στεάουα». Αλλά, τον Μάρτιο του 2011, ο πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής παραιτείται. «Εγώ φτιάχνω την ομάδα εδώ», γρυλλίζει ο πρόεδρος του συλλόγου, «δεν έχουμε δημοκρατία». Ο Σορίν Καρτού θα είναι ο τέταρτος προπονητής της χρονιάς. «Του δίνω τρεις μήνες και βλέπουμε».7 Στις 5 Μαΐου, ο προπονητής αποχωρεί, χωρίς να ζητήσει αποζημίωση. Οι μέθοδοι αυτές σκοπεύουν περισσότερο να προκαλέσουν τον φόβο παρά την υποστήριξη του κόσμου. Στην Ντιναμό Βουκουρεστίου, όπως και στη Στεάουα, οι οπαδοί διαμαρτύρονται τακτικά για τη διοίκηση των προέδρων τους, με μποϊκοτάζ ή και με συχνά μαζικές διαδηλώσεις, παρά τις νίκες των ομάδων. Την ώρα που οι παγκόσμιες και οι ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αρχές τονίζουν τον ενωτικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα του αθλήματος, η βιομηχανία της στρογγυλής θεάς δυσκολεύεται να απαλλαγεί από τους πιο ενοχλητικούς εκπροσώπους της, οι οποίοι διακηρύσσουν μεγαλοφώνως όσα οι συνάδελφοί τους έχουν μάθει να αποσιωπούν. Τελικά, ένα παιχνίδι έχει εδραιωθεί μεταξύ των μέσων ενημέρωσης, τα οποία αναζητούν αυτούς τους «καλούς πελάτες» για να τους εκθέσουν περισσότερο, και των ιδιόρρυθμων προέδρων, οι οποίοι είναι πολύ πονηροί για να πέσουν θύματα. Το 2010, ο Βλάτκο Μάρκοβιτς, τότε πρόεδρος της κροατικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, δήλωνε ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν έχουν θέση στην εθνική ομάδα. Γεμάτοι ελπίδα ότι θα υπερθεματίσει, οι δημοσιογράφοι έσπευσαν να ζητήσουν την αντίδραση του μη εξαιρετέου Μάμιτς: «Υπάρχουν φυσιολογικά πράγματα που να σας απασχολούν ή μόνο αυτές οι ιστορίες; Το 90% από αυτά που γράφετε δεν έχει συμβεί ποτέ», σημείωσε ο πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. «Τέλος πάντων, θα σας πω τη γνώμη μου για το θέμα, αφού, προφανώς, αυτό σας ενδιαφέρει. Στη δική μου [εθνική] ομάδα, δεν θα έπαιζαν ομοφυλόφιλοι παίκτες. Πού είναι το πρόβλημα; Εγώ, δεν μπορώ να φανταστώ έναν ομοφυλόφιλο να πέφτει μέσα σε όλα, να κάνει τάκλινγκ, να πηδάει για κεφαλιές και τα υπόλοιπα. Τον φαντάζομαι περισσότερο ως έναν χορευτή, έναν καλλιτέχνη, έναν συγγραφέα ή έναν... δημοσιογράφο».8
1 Βλ. «Grandeur et délires du catch américain», Le Monde diplomatique, Μάιος 2010. 2 Σε συνέντευξή του στο Canal Plus, μετά τον αγώνα Οσέρ-Μονπελιέ, 31 Οκτωβρίου 2009. 3 «Midi libre», Σεν-Ζαν ντε Βεντά, 30 Νοεμβρίου 2009. 4 Αυτοσχέδια συνέντευξη Τύπου, Ζάγκρεμπ, 22 Δεκεμβρίου 2010.
Συνέντευξη Τύπου, Βουκουρέστι, 15 Νοεμβρίου 2006. 5
6 Συνέντευξη Τύπου, Βουκουρέστι, 31 Οκτωβρίου 2008. 7 Συνεντεύξεις Τύπου, Βουκουρέστι, 13 Αυγούστου, 29 Σεπτεμβρίου, 20 Οκτωβρίου και 6 Μαρτίου 2010, αντίστοιχα. 8 Συνέντευξη Τύπου, Ζάγκρεμπ, 15 Νοεμβρίου 2010. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Του Patrick Vassort*
T
ο πάθος για το ποδόσφαιρο δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Στη Γαλλία, μετά τη νίκη του 1998, το φαινόμενο του Παγκόσμιου Κυπέλλου ενισχύθηκε από τη νίκη στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το οποίο οργανώθηκε το 2000 από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Και, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, η Γαλλία φαίνεται να είναι μία από τις χώρες που έχουν διαποτιστεί περισσότερο από την ιδεολογία του ποδοσφαίρου. Τα τέσσερα χρόνια που χωρίζουν το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο διεξήχθη στη Γαλλία, από αυτό που διεξάγεται σήμερα στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία σημαδεύτηκαν από σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς. Συχνά το ποδόσφαιρο αναλύεται ως πηγή ευχαρίστησης, κοινωνικοποίησης, εκμάθησης κανόνων και νόμων, σεβασμού για τον άλλο. Πολλοί κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι δεν διστάζουν να αποδώσουν στο ποδόσφαιρο εξαιρετικές ιδιότητες, χωρίς, ωστόσο, να υπογραμμίζουν αυτό που αποτελεί το κεντρικό παράδοξό του: είναι επίσης μια βιομηχανία που βασίζεται σ’ ένα καπιταλιστικό υπερεθνικό σύστημα και συγχρόνως σ’ ένα τοπικιστικό, περιφερειακό και εθνικιστικό αίσθημα. Στην πραγματικότητα, το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα άθλημα. Είναι επίσης, και κυρίως, στις εμπορευματικές κοινωνίες μας, ένας οικονομικός τομέας που είχε υποτιμηθεί για μεγάλο διάστημα και ο οποίος αναδεικνύεται, με την ευκαιρία αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ως ένας από τους κύριους στρατηγικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς, γιατί προετοιμάζει τα άτομα για την «οικονομική φρίκη» και τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, κάνοντάς τα να αποδέχονται τον ανταγωνισμό, την επιλογή, την επισφαλή εργασία και τη νέα «μισθοφορική» εργασία.1 Άραγε το ποδόσφαιρο παίζει κάποιο ρόλο στη διάδοση της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης; Αναμφίβολα ναι, αν δεχθούμε ότι αυτό το άθλημα - βιομηχανία αναπτύσσει στο έπακρο τις δύο πιο μισητές παραμέτρους του καπιταλιστικού συστήματος. Από τη μια πλευρά υπάρχει μια μαφιόζικη λειτουργία που βασίζεται στην επιδίωξη του μέγιστου κέρδους (οι ηγετικοί παράγοντες δεν διστάζουν να προσφεύγουν σε εταιρείες off shore σε χώρες - φορολογικούς παραδείσους, οι οποίες χρησιμεύουν για να ξεπλένουν το βρόμικο χρήμα, να διαφθείρουν, να καταστρώνουν κομπίνες στο εσωτερικό των συλλόγων, να χρηματοδοτούν το ντοπάρισμα ή να στήνουν παράνομα στοιχήματα). Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια ιδεολογία που βασίζεται στην αρχή του υπερανθρώπου, της δύναμης, της βίας, καθώς και σε ένα έντονα τοπικό εθνικιστικό αίσθημα (κάτι που δεν είναι καθόλου περίεργο, αφού, από τη μία άκρη της Ευρώπης ώς την άλλη, οι πιο σκληρές και πιο βίαιες οργανώσεις οπαδών διεκδικούν σαφώς ρατσιστικές ιδέες και επικαλούνται την Ακροδεξιά). Όπως και τα καρτέλ του εγκλήματος, «το ανώτατο στάδιο και την ίδια την ουσία του
* Ο Patrick Vassort είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Caen, συγγραφέας του «Football et politique, sociologie historique d’ une domination», La Passion, Παρίσι, 2002.
Ο μαφιόζικος βούρκος του
Η κερδοσκοπία των κύκλων του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία είναι γνωστή. Σε αντίθεση με αυτό που νομίζουμε, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διαφθορά και την απάτη
τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής»,2 το ποδόσφαιρο επωφελείται από «την ανοσοποιητική ανεπάρκεια των κυβερνώντων της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας». Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες για να καταστρατηγούνται οι νόμοι και θεωρεί «φυσιολογικές» τις ενοποιημένες αγορές, αλλά καθιστά τον έλεγχό τους ιδιαίτερα περίπλοκο. Σύμφωνα με τον Ζαν Ζιγκλέρ, η αποτελεσματικότητα των καρτέλ του εγκλήματος βασίζεται σε τρεις μορφές οργάνωσης. Κατ’ αρχάς, το καρτέλ είναι «μια οικονομική και χρη-
ματοπιστωτική οργάνωση καπιταλιστικού τύπου, η οποία διαρθρώνεται με βάση τις ίδιες παραμέτρους μεγιστοποίησης του κέρδους, κάθετου ελέγχου και παραγωγικότητας με οποιαδήποτε νόμιμη και κανονική πολυεθνική εταιρεία, βιομηχανική, εμπορική ή τραπεζική. Ταυτόχρονα, το καρτέλ είναι μια στρατιωτική ιεραρχία (...). Η τρίτη μορφή οργάνωσης στην οποία αναφέρεται το εγκληματικό καρτέλ είναι η συγγένεια των φατριών, η εθνική δομή».3 Ιδού, ενδεικτικά, δύο υποθέσεις -η υπόθεση μιας επιχείρησης, της ISL Worldwide, και η υπόθεση μιας ομοσπονδίας, της Βραζιλίας- οι οποίες σκιαγραφούν επαρκώς τον μαφιόζικο χαρακτήρα ορισμένων τομέων που συνδέονται με τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Η εταιρεία ISL Worldwide, που δημιουργήθηκε από τον Χορστ Ντάσλερ, είχε αναλάβει να εξασφαλίσει τις παγκόσμιες αθλητικές χορηγίες. Οι λογαριασμοί της δεν είχαν δημοσιευθεί, πράγμα που επέτρεπε να αποκρύβονται λογιστικές πράξεις, ιδιαίτερα εκείνες που χρησίμευαν για το ξέπλυμα χρήματος.4 Επιπλέον τα συμβόλαια δεν αποτελούσαν αντικείμενο καμιάς πρόσκλησης προσφορών. Η ISL Γαλλίας είχε βρεθεί, εξάλλου, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998, στο κέντρο ενός σκανδάλου που συν-
δεόταν με την πώληση πλαστών εισιτηρίων... Έπειτα από αυτή την απάτη, η ISL Worldwide, η οποία διέθετε μόνο το 49% του κεφαλαίου της ISL Γαλλίας, αποφάσισε να αποκτήσει το σύνολο αυτής της θυγατρικής. Όμως, από το 1999, η επιχείρηση συνάντησε σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες που συνδέονταν με επισφαλείς επενδύσεις στο τένις, καθώς επίσης και «στο ποδόσφαιρο στη Βραζιλία και την Κίνα».5 Στις 18 Απριλίου 2001 η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) δημιούργησε μια εταιρεία μελετών, τη FIFA Marketing S.A. Τον Μάιο του 2001 ο κόσμος του αθλητισμού και ο κόσμος της οικονομίας ανακάλυψαν ότι η ISL Worldwide διέθετε, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτούς τους κύκλους, αδήλωτους πόρους σε μυστικό τραπεζικό λογαριασμό στο Λιχτενστάιν. Στις 21 Μαΐου το τοπικό ελβετικό δικαστήριο του Ζουγκ κήρυξε σε πτώχευση την ISL και στις 28 η FIFA υπέβαλε μήνυση εναντίον της ISL Worldwide με την «υποψία για απάτη και υπεξαίρεση κεφαλαίων». Η FIFA κατηγορεί την ISL ότι έχει «υπεξαιρέσει 60 εκατομμύρια δολάρια που προέρχονται από τον βραζιλιάνικο τηλεοπτικό σταθμό TV Globo, στο πλαίσιο της απόδοσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων»6 του Παγκόσμιου
7/35
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
παγκοσμίου ποδοσφαίρου Κυπέλλου του 2002. Ωστόσο, η FIFA, η οποία διοικείται από το 1998 από τον Ζεπ Μπλάτερ, φίλο του Χορστ Ντάσλερ7 και ύποπτο για εξαγορά ψήφων που επέτρεψαν την εκλογή του στην ηγεσία της ομοσπονδίας, καταφέρνει, σε αντίθεση με τις τράπεζες, να σώσει με μια πραξικοπηματική ενέργεια «τα δύο σημαντικότερα ενεργητικά της ISL (τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα δικαιώματα για το μάρκετινγκ των δύο επόμενων Παγκοσμίων Κυπέλλων)», χάρη σ’ «ένα περίεργο είδος νομικού τεχνάσματος».8 Τα προβλήματα συσσωρεύονται εναντίον του προέδρου της FIFA, αφού έντεκα από τα είκοσι τέσσερα μέλη της ομοσπονδίας τού υποβάλλουν μήνυση. Στις αρχές Μαΐου 2002, ο γενικός γραμματέας της FIFA, Μισέλ Ζεν Ρουφίνεν, δημοσιοποίησε μια έκθεση που κατηγορεί τον Ζεπ Μπλάτερ για διαφθορά, κατάχρηση αρμοδιοτήτων και ύποπτες χρηματοοικονομικές συναλλαγές: 550 εκατομμύρια ευρώ φέρονται να έχουν εξαφανιστεί. Η κερδοσκοπία των κύκλων του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία είναι γνωστή. Σε αντίθεση με αυτό που νομίζουμε, λόγω του θαυμασμού που τρέφουν οι λάτρεις του αθλήματος για τους παίκτες αυτής της χώρας, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διαφθορά και την απάτη. Για παράδειγμα, ο πρώην προπονητής της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, Βάντερλεϊ Λουξεμπούργκο, κατηγορήθηκε πρόσφατα, ανάμεσα στα άλλα, για φοροδιαφυγή, πλαστογραφία επίσημων εγγράφων, ψευδομαρτυρία, διαφυγή συναλλάγματος και συνεργασία με κακοποιούς. Διέθετε τριάντα τραπεζικούς λογαριασμούς, από τους οποίους οι είκοσι εννέα δεν ήταν δηλωμένοι στην εφορία! Ανάμεσα στο 1995 και το 1999 είχαν κατατεθεί σε αυτούς τους λογαριασμούς περίπου 6,5 εκατομμύρια ευρώ. Κατηγορείται επίσης ότι έκρυβε κοκαΐνη και σύχναζε σε «ένα κλαμπ με γυναίκες» που χρηματοδοτούνταν από τα μυστικά ταμεία των βραζιλιάνικων συλλόγων... Ο πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Συνομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (CBF), Ρικάρντο Τεσέιρα, πρώην γαμπρός του τέως προέδρου της FIFA, Ζοάχο Αβελάνζε, κατηγορήθηκε, από την πλευρά του, ότι ήταν αναμεμειγμένος σε είκοσι επτά υποθέσεις που αφορούσαν ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, λαθρεμπόριο συναλλάγματος και φοροδιαφυγή.9 Τέλος, στον λογαριασμό μιας εικονικής εταιρείας που ανήκε στον Τεσέιρα, οι ανακριτές βρήκαν ενδείξεις μεταφοράς κεφαλαίων συνολικά ποσού πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ με προέλευση το Λιχτενστάιν. Η CBF κατηγορήθηκε επίσης ότι είχε χρηματοδοτήσει τις προεκλογικές εκστρατείες ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου. Πρόεδροι συλλόγων και τοπικών ομοσπονδιών θεωρούνται επίσης ύποπτοι για συμμετοχή στις απάτες, τις κομπίνες και τις μηχανορραφίες. Επιπλέον οι ανακριτές υποψιάζονται ότι η Βραζιλία είναι το σταυροδρόμι των υποθέσεων με πλαστά διαβατήρια. Πολλοί Βραζιλιάνοι παίκτες που μετακόμισαν στην Ευρώπη κατη-
Το ποδόσφαιρο, όπως κάθε μαφιόζικη οργάνωση, βασίζεται σε μια εθνοκεντρική δομή, ένα σύστημα φατριών, το οποίο οργανώνει την αναπαραγωγή των «νονών» στους κόλπους των θεσμών
γορήθηκαν, πράγματι, ότι διέθεταν πλαστά πορτογαλικά διαβατήρια, τα οποία τους επέτρεψαν να μετεγγραφούν ως Ευρωπαίοι υπήκοοι και όχι ως ξένοι... Στη Γαλλία, για παράδειγμα, δύο παίκτες της Σεντ-Ετιέν, ο Άλεξ και ο Αλοΐζιο, κατηγορήθηκαν ότι είχαν ψεύτικα χαρτιά.10 Αυτά τα πλαστά διαβατήρια προέρχονται από τη Βραζιλία, όπου μπορεί να τα προμηθευτεί κανείς αντί 20.000 δολαρίων.11 Ο εισαγγελέας που ανέλαβε τον φάκελο στο Παρίσι διαβεβαιώνει: «Τα δίκτυα που προμηθεύουν αυτά τα διαβατήρια είναι ίδια
με εκείνα που τα πωλούν επίσης στους παράνομους μετανάστες και τις πόρνες από τις ανατολικές χώρες». Για να τροφοδοτήσουν αυτό το λαθρεμπόριο, πολλές χιλιάδες πλαστά διαβατήρια φέρονται να έχουν κλαπεί «από ειδικούς» στα πορτογαλικά προξενεία, πριν ξαναπουληθούν σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Όλες αυτές οι υποθέσεις δείχνουν ότι το ποδόσφαιρο λειτουργεί σύμφωνα με το μοντέλο των επιχειρήσεων καπιταλιστικού τύπου, έχοντας ως κύριο μέλημα τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η κάθετη ιεραρχία και ο νόμος της σιωπής, που συνδέονται με τη φιλοσοφία της υπακοής στους αρχηγούς, γίνονται τις περισσότερες φορές σεβαστά. Ταυτόχρονα το ποδόσφαιρο, όπως κάθε μαφιόζικη οργάνωση, βασίζεται σε μια εθνοκεντρική δομή, ένα σύστημα φατριών, το οποίο οργανώνει την αναπαραγωγή των «νονών» στους κόλπους των θεσμών. Οι διάφορες «οικογένειες» του ποδοσφαίρου, και θα έλεγε κανείς ο θεσμός στο σύνολό του, βουλιάζουν στην κερδοσκοπία. Τα παρασκήνια αυτής της κοινωνίας του θεάματος, που ενθουσιάζει δεκάδες εκατομμύρια άτομα, δεν είναι, στα ανώτερα κλιμάκια, παρά ένας μαφιόζικος βούρκος.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2002
Βλ. Richard Sennet, «Le Travail sans qualités», Albin Michel, Παρίσι, 2000. Malek Chebel, «La Formation de l’ identité politique», Payot, Παρίσι, 1998 και Κορνήλιος Καστοριάδης, «La Montée de l’ insignifiance», Le Seuil, Παρίσι, 1996.
1
Jean Zeigler, «Les Seigneurs du crime. Les nouvelles mafias contre la démocratie», Le Seuil, Παρίσι, 1998, σ. 11.
2
3
Οπ. π., σ.σ. 21-22.
Βλέπε, για παράδειγμα, την έρευνα του Denis Robert για τους ανώτερους ευρωπαϊκούς χρηματοοικονομικούς κύκλους, «La Boîte noire», Les Arènes, Παρίσι, 2002.
4
5
La Tribune, 23 Απριλίου 2001.
6
La Tribune, 29 Μαΐου 2001.
Βλέπε Andrew Jennings, «La Face cachée des Jeux olympiques», L’Archipel, Παρίσι, 2000, σ. 206.
7
8
La Tribune, 3 Ιουλίου 2001.
9
«Le Monde», 7 Δεκεμβρίου 2001.
Τρεις παίκτες δικάστηκαν γι’ αυτό το είδος παράβασης: οι Φαρίντ Μοντραγκόν, Πάμπλο Κοντρέρας και Εμιλιάνο Ρομάι. Απαγορεύθηκε η παραμονή τους στο γαλλικό έδαφος για δύο χρόνια. Βλέπε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Παρισιού.
10
11
Le Monde, 13 Ιανουαρίου 2001. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Του Ignacio Ramonet*
A
πό τις 9 Ιουνίου μέχρι τις 9 Ιουλίου ένα ιδιαίτερο τσουνάμι, εκείνο του ποδοσφαίρου, θα καλύψει τον πλανήτη μας, με την τελική φάση της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Γερμανία. Πρόκειται για το πιο οικουμενικό αθλητικό και τηλεοπτικό γεγονός. Πολλές δεκάδες εκατομμύρια τηλεθεατές θα παρακολουθήσουν τα 64 παιχνίδια που φέρνουν αντιμέτωπες 32 εθνικές ομάδες απ’ όλες τις ηπείρους. Η αντιπαράθεση θα φτάσει στο ζενίθ της την Κυριακή 9 Ιουλίου, όταν στο Ολυμπιακό Στάδιο (Olympiastadion) του Βερολίνου (το οποίο κατασκευάστηκε από τον Χίτλερ για τους Ολυμπιακούς του 1936) δύο ομάδες θα διεκδικήσουν το κύπελλο. Εκείνη την ώρα, περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι (το ένα τρίτο της ανθρωπότητας) σε 213 χώρες (ενώ ο ΟΗΕ περιλαμβάνει μόνο 191 χώρες) θα βρίσκονται μπροστά στη μικρή οθόνη. Και δεν θα τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Η μονομαχία θα λειτουργήσει ως ένα εκπληκτικό παραβάν, το οποίο θα κρύψει κάθε άλλο γεγονός, προς μεγάλη ανακούφιση κάποιων. Για παράδειγμα στη Γαλλία οι κύριοι Ζακ Σιράκ και Ντομινίκ ντε Βιλπέν, χωρίς αμφιβολία, υπολογίζουν σ’ αυτήν τη συλλογική υπνωτική ψυχαγωγία ώστε να ξεχαστεί η τρικυμιώδης υπόθεση Clairstream και ν’ αναπνεύσουν λιγάκι. «Συναισθηματική αρρώστια»1 για κάποιους, «ενθουσιώδες πάθος»2 για άλλους, όπως και να ‘χει, το ποδόσφαιρο είναι το μεγαλύτερο άθλημα. Αναμφισβήτητα, όμως, είναι πολύ περισσότερα από ένα άθλημα. Αλλιώς δεν θα προκαλούσε τέτοιον κατακλυσμό αντιφατικών συναισθημάτων. «Απόλυτο κοινωνικό γεγονός» το χαρακτήρισε ο μεγάλος δοκιμιογράφος Ν. Ελίας. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι αποτελεί μια μεταφορά της ανθρώπινης ψυχολογίας. Γιατί, σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Μπρόμπεργκερ, κάνει εμφανή τον φόβο της διατήρησης του ατομικού και συλλογικού στάτους, καθώς και τον φόβο μπροστά στα απρόβλεπτα της τύχης και της μοίρας.3 Προκαλεί τον στοχασμό για τον ρόλο του ατόμου και της συλλογικής προσπάθειας και επιτρέπει παθιασμένες πολεμικές για την υποκρισία, την κοροϊδία, το αυθαίρετο και την αδικία. Όπως και στη ζωή, οι χαμένοι του ποδοσφαίρου είναι περισσότεροι από τους νικητές. Γι αυτό, το συγκεκριμένο άθλημα ήταν πάντα το αγαπημένο των ταπεινών, οι οποίοι, μέσα από αυτό, συνειδητά ή ασυνείδητα, παρακολουθούν την αναπαράσταση της δικής τους μοίρας. Γνωρίζουν, επίσης, το ότι η αγάπη προς την ομάδα τους συνεπάγεται την αποδοχή του πόνου. Σε περίπτωση ήττας, το πιο σημαντικό είναι να παραμένουν ενωμένοι. Χάρη στο πάθος που μοιράζονται, ο καθένας είναι σίγουρος ότι δεν θα αποξενωθεί ποτέ. «You will never walk alone» («ποτέ δεν θα περπατήσεις μόνος») τραγουδούν οι οπαδοί της Λίβερπουλ, της ομάδας του αγγλικού προλεταριάτου. Το ποδόσφαιρο είναι το κατ’ εξοχήν πολιτι-
Πλανήτης
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2006
ποδόσφαιρο Το ποδόσφαιρο είναι το κατ’ εξοχήν πολιτικό άθλημα. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι των μεγάλων ερωτημάτων, όπως η ταυτότητα, η κοινωνική κατάσταση, ακόμα και η θρησκεία
κό άθλημα. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι των μεγάλων ερωτημάτων, όπως η ταυτότητα, η κοινωνική κατάσταση, ακόμα και η θρησκεία, μέσα από τα στοιχεία θυσίας που παρουσιάζει. Γι’ αυτό τα στάδια είναι οι χώροι όπου ανάμεσα στους φανατικούς οπαδούς ξεσπούν τόσο συχνά εθνικιστικές ή τοπικιστικές τελετουργίες ή εκρήξεις ταυτότητας και φυλής. Για όλους αυτούς τους λόγους -χωρίς αμφιβολία και για άλλους ακόμα, περισσότερο θετικούς και εορταστικούς- το ποδόσφαιρο γοητεύει τις μάζες. Κι αυτές, με τη σειρά τους, ενδιαφέρουν όχι μόνο τους δημαγωγούς, αλλά κυρίως τους διαφημιστές. Γιατί, περισσό-
Η αγοραπωλησία ποδοσφαιριστών αντικατοπτρίζει την κατάσταση της αγοράς, την ώρα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: τα πλούτη βρίσκονται στον Νότο, αλλά καταναλώνονται στον Βορρά
τερο από αθλητική πρακτική, το ποδόσφαιρο, με τις χρυσοπληρωμένες βεντέτες του, αποτελεί σήμερα ένα τηλεοπτικό θέαμα για όλο το κοινό. Η αγοραπωλησία ποδοσφαιριστών αντικατοπτρίζει την κατάσταση της αγοράς, την ώρα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: τα πλούτη βρίσκονται στον Νότο, αλλά καταναλώνονται στον Βορρά, γιατί μόνο αυτός έχει τα μέσα να τα αγοράσει. Κι αυτή η αγορά ανοίγει δρόμους για νέες μορφές ανθρώπινης σκλαβιάς. Τα οικονομικά ποσά που διακυβεύονται είναι πέρα από κάθε φαντασία: Εάν η Γαλλία περάσει στον τελικό, η τιμή ενός τηλεοπτικού διαφημιστικού σποτ τριάντα δευτερολέπτων θα φτάσει τα 250.000 (δηλαδή 15 χρόνια βασικού μισθού). Και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) θα εισπράξει 1,172 τρισεκατομμύρια δολάρια για τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις χορηγίες του Μουντιάλ της Γερμανίας. Από την άλλη πλευρά, η συνολική διαφημιστική επένδυση για τη διοργάνωση υπολογίζεται στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Τέτοια χρηματικά ποσά μπορούν να τρελάνουν τον καθένα μας. Μια ολόκληρη μπίζνα γυρίζει γύρω από την μπάλα ! Ελέγχει τις αγορές των μετεγγραφών των παικτών και τις αγορές των στοιχημάτων. Κάποιες ομάδες, για να εξασφαλίσουν τη νίκη, δεν διστάζουν να κλέψουν, και υπάρχει πληθώρα τέτοιων περιπτώσεων, με πιο πρόσφατο το σκάνδαλο στην Ιταλία, το οποίο μπορεί να οδηγήσει τη μυθική ομάδα της Γιουβέντους, η οποία κατηγορείται ότι εξαγόρασε τους διαιτητές, σε υποβιβασμό. Αυτό είναι, λοιπόν, το γοητευτικό άθλημα. Ανάμεσα σε ασύγκριτα μεγαλεία από τη μία και από την άλλη βρομιές, των οποίων το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο μ’ εκείνο μιας χούφτας λάσπης μπροστά σ’ έναν ανεμιστήρα: όλοι λερώνονται.
Jean-Marie Brohm, «La Tyrannie sportive. Théorie critique d’ un opium du peuple», Beauchesne, Paris, 2006.
1
Pascal Boniface, «Football et mondialisation», Armand Colin, Paris, 2006.
2
Christian Bromberger, «Football, la bagatelle la plus sérieuse du monde», Bayard, Paris, 1998.
3
* Ο Ignacio Ramonet διετέλεσε διευθυντής της Le Monde diplomatique από το 1990 έως το 2008.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΛΙΑ ΚΑΪΜΑΚΗ