LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
T
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 78
diplomatique
ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΤΤΙΡ
ο όνειρο μιας παγκόσμιας αγοράς, η οποία θα απογειώσει ανταγωνιστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα την αποδεσμεύσει από τα στενά περιθώρια του γεωγραφικού περιορισμού της, δεν είναι καινούργιο. Ως όραμα δεν είναι αθέμιτο, ως πρακτική, όμως, με το αφήγημα του νεοφιλελευθερισμού να επιμένει στη δική του εκδοχή του ανταγωνισμού, με τη συμπίεση των μισθών, με την πλήρη απορρύθμιση όλων, με τον μη σεβασμό στο περιβάλλον, το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη για τους Ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι μέχρι στιγμής έχουν καταφέρει -με τη βοήθεια και επιμέρους αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, είναι αλήθεια- να υψώσουν τείχος στις ξέφρενες ονειρώξεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ωστόσο, εκείνο επιμένει και οι συνθήκες κρίσεις τού δίνουν μεγαλύτερες ευκαιρίες. Περίπου τις ίδιες μέρες που ξεκινούσε η ελληνική εκδοση της «Le Monde diplomatique», τον Φεβρουάριο του 1998, ένα μεγάλο σκάνδαλο ερχόταν στο φως της δημοσιότητας από την έγκυρη γαλλική επιθεώρηση: η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις. Η Συμφωνία, την οποία διαπραγματεύονταν εν κρυπτώ κάτω από την ομπρέλα του Παγκόσμιου Οργανισμό Εμπορίου, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα χάρη στην πίεση των κοινωνιών, ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών. Μερικά χρόνια αργότερα, το ίδιο επιχειρήθηκε με την
Του Serge Halimi*
O
αμερικανικός αετός τής απόλυτης ελευθερίας των οικονομικών ανταλλαγών διασχίζει τον Ατλαντικό για να επιτεθεί στο κοπάδι με τα απροστάτευτα ευρωπαϊκά αρνάκια. Αυτή η εικόνα εισέβαλε στον δημόσιο διάλογο που προηγήθηκε των ευρωπαϊκών εκλογών. Όσο κι αν η παρομοίωση είναι εντυπωσιακή, είναι πολιτικά επικίνδυνη. Από τη μια πλευρά, δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι, και στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, οι τοπικές συλλογικότητες μπορεί να βρεθούν αύριο αντιμέτωπες με τον εξής κίνδυνο: οι νέες νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές ενδέχεται να τους απαγορεύσουν τη λήψη μέτρων για την προστασία τής απασχόλησης, του περιβάλλοντος ή της υγείας. Από την άλλη πλευρά, έχει ως αποτέλεσμα να διαφεύγουν της προσοχής μας οι περιπτώσεις ευρωπαϊκών εταιρειών γαλλικών, όπως η Veolia, γερμανικών, όπως η Siemens- οι οποίες ανυπομονούν εξίσου με τις αμερικανικές πολυεθνικές να σύρουν ενώπιον της Δικαιοσύνης τα κράτη που θα τολμούσαν να κάνουν την απερισκεψία να απειλήσουν τα κέρδη τους. Τέλος, παραγνωρίζει τον ρόλο των θεσμών και των κυβερνήσεων της Γηραιάς Ηπείρου στη δημιουργία μιας ζώ* Ο Serge Halimi είναι διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
ACTA (Anti-Counterfighgt Trade Agreement), τη συμφωνία η οποία κάτω από την κάλυψη της απαγόρευσης των «αντιγράφων» έβαζε τέρμα σε πολλές δραστηριότητες στο Διαδίκτυο, αλλά και στην παραγωγή φθηνών φαρμάκων. Και πάλι η «Le Monde diplomatique» τότε αποκάλυψε και κατήγγειλε την ACTA συμβάλλοντας στο οριστικό ναυάγιό της. Εδώ και μερικούς μήνες η επιθεώρηση φέρνει συνεχώς στο φως στοιχεία για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, την ΤΤΙΡ (Transatlantic Trade and Investment Partnership), με κείμενα τα οποία δημοσιεύτηκαν σταδιακά και στην «Αυγή» της Κυριακής. Η ΤΤΙΡ είναι μια ακόμα συμφωνία, η οποία εκπονήθηκε και την διαπραγματεύτηκαν κεκλεισμένων των θυρών, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια συμφωνία που με το προκάλυμμα της δημιουργίας μιας Μεγάλης Διατλαντικής Αγοράς στοχεύει στο ν’ απορρυθμίσει πλήρως την ευρωπαϊκή αγορά και να την εναρμονίσει με την ελάχιστα προστατευόμενη αμερικανική. Αποσκοπεί στην ελάττωση των δασμών, αλλά και κάθε είδους φραγμών στο εμπόριο και στη δημιουργία «εργαλειοθήκης» παράκαμψης νομοθετικών ή ρυθμιστικών εμποδίων στο ελεύθερο εμπόριο. Μετά τις πιέσεις που δέχτηκε από κόμματα, πολίτες και συνδικάτα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχτεί το γεγονός ότι διεξήγαγε μυστικές -ακόμα και από το Ευρωκοινο-
βούλιο- διαπραγματεύσεις και να δώσει το περιεχόμενο της Συμφωνίας σε δημόσια διαβούλευση (http://tinyurl.com/onmq5qu), η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Ιουλίου. Οι αντιδράσεις, ωστόσο, είναι μεγάλες και έρχονται από παντού, ενώ οι τραυματισμένες σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας μετά το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, αλλά και την ανακάλυψη του διπλού πράκτορα που έδινε στοιχεία στη CIA, αποτελούν ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για ένα αίσιο τέλος της Συμφωνίας. Ακόμα και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης αναγκάζονται να σπάσουν τη συνένοχη σιωπή τους και να ασχοληθούν με τους καταστροφικούς όρους της Συμφωνίας. Και όσο ανοίγει ο δημόσιος διάλογος, τόσο οι αντιδράσεις γιγαντώνονται. Το σημερινό μας αφιέρωμα, το οποίο θα συνεχιστεί και την ερχόμενη εβδομάδα, επιχειρεί να ερμηνεύσει την ΤΤΙΡ από διάφορες οπτικές γωνίες. Ο Serge Halimi αναλύει την πολιτική της πτυχή, ο Renaud Lambert παρουσιάζει το ρεπορτάζ των διαβουλεύσεων, οι Jennar και Lambert μάς δίνουν τον οδικό χάρτη της. Το αφιέρωμα αυτής της εβδομάδας συμπληρώνεται από ένα κείμενο του Bernard Cassen, ο οποίος καταδικάζει τις συμπεριφορές του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, εκείνη την εποχή πριν από 16 χρόνια, τότε που δοκίμασε να επιβάλει στον πλανήτη την Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις. ΒΑΛΙΑ ΚΑΪΜΑΚΗ
νης ελεύθερων ανταλλαγών στη δική της επικράτεια. Συνεπώς, η κινητοποίηση ενάντια στην Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) δεν πρέπει να στρέφεται ενάντια σε μια συγκεκριμένη χώρα, ούτε καν ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το διακύβευμα του αγώνα είναι ταυτόχρονα πολύ ευρύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο, αφορά τα νέα προνόμια που απαιτούν οι επενδυτές από όλες τις χώρες, ίσως για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις τής κρίσης που αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν. Εάν η μάχη ενάντια στη συνθήκη δοθεί σε πλανητικό επίπεδο με επιτυχία, θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την ενίσχυση και την εδραίωση όλων των μορφών διεθνούς δημοκρατικής αλληλεγγύης, οι οποίες σήμερα υστερούν σε σχέση με την αλληλεγγύη που παρατηρείται ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καλό θα ήταν να δυσπιστούμε απέναντι στα ζευγάρια τα οποία κάποιοι μας παρουσιάζουν ως αιώνια και αδιάρρηκτα ενωμένα. Αυτό ισχύει τόσο για το ζευγάρι τού προστατευτισμού και του
Οι ισχυροί ξανασχεδιάζουν τον κόσμο
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔA 2
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
προοδευτισμού όσο και για εκείνο της δημοκρατίας και του ανοίγματος των συνόρων. Πράγματι, η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εμπορικές πολιτικές δεν είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένες με ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο.1 Στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο Γάλλος αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’ πάντρεψε ωραιότατα το αυταρχικό κράτος με την ελευθερία των εμπορικών ανταλλαγών. Περίπου την ίδια εποχή, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ισχυριζόταν ότι ενδιαφέρεται για τους Αμερικανούς εργάτες, τη στιγμή που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των αμερικανικών τραστ των «ληστών βαρόνων»2 που εκλιπαρούσαν για τη λήψη τελωνειακών προστατευτικών μέτρων.3 Όπως ανέφεραν οι εκλογικές θέσεις τού κόμματος το 1884, «δεδομένου ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα γεννήθηκε από το μίσος που μας προκαλεί η προσφυγή στην εργασία των δούλων, και από την επιθυμία να είναι όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι και ίσοι, αντιτίθεται απόλυτα στην ιδέα να βρεθούν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό οποιασδήποτε μορφής εργασίας που στηρίζεται στη δουλεία, τόσο στο εσωτερικό της Αμερικής όσο και στο εξωτερικό».4 Ήδη από εκείνη την εποχή, η σκέψη όλων ήταν στραμμένη στους Κινέζους. Και συγκεκριμένα, στις χιλιάδες Κινέζων εργατών που είχαν φέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εταιρείες σιδηροδρόμων της Καλιφόρνιας, για να κατασκευάσουν τις γραμμές κάτω από συνθήκες που θύμιζαν κάτεργο και με μισθούς πείνας. Έναν αιώνα αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι απόψεις έχουν αλλάξει, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί συναγωνίζονται σε κορώνες για την προώθηση της ελευθερίας των ανταλλαγών. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1993, έναν μήνα μετά την άφιξή του στον Λευκό Οίκο, ο Ουίλιαμ Κλίντον παίρνει κεφάλι στην κούρσα, εκφωνώντας έναν εντυπωσιακό λόγο-πρόγραμμα που αποσκοπεί στην προώθηση της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερων Ανταλλαγών (Alena), η οποία και θα ψηφιστεί μερικούς μήνες αργότερα. Παραδέχεται μεν ότι το «παγκόσμιο χωριό» συνέβαλε στην αύξηση της ανεργίας και στην καθήλωση των μισθών των Αμερικανών, συνιστά, ωστόσο, να συνεχιστεί αυτή η πορεία με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς: «Η αλήθεια τής εποχής μας είναι, και οφείλει να είναι, η εξής: το άνοιγμα και το εμπόριο θα συμβάλουν στον πλουτισμό τού έθνους. Αυτή η εξέλιξη μας παρακινεί να καινοτομήσουμε. Μας υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό. Μας εξασφαλίζει νέους πελάτες. Ευνοεί την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, εγγυάται την ευημερία των παραγωγών μας, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές υπηρεσιών και πρώτων υλών». Ήδη από εκείνη την εποχή, οι διάφοροι «γύροι» φιλελευθεροποίησης των εμπορικών ανταλλαγών είχαν οδηγήσει στη μείωση των μέσων τελωνειακών δασμών, από το 45% το 1947, στο 3,7% το 1993. Βέβαια, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Η ειρήνη, η ευημερία και η δημοκρατία απαιτούν από εμάς να προχωρή-
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
σουμε ακόμα περισσότερο. Έτσι, ο Κλίντον επιμένει ότι, «όπως παρατήρησαν οι φιλόσοφοι, από τον Θουκυδίδη έως τον Άνταμ Σμιθ, οι συνήθειες του εμπορίου είναι αντίθετες με εκείνες του πολέμου. Όπως οι γείτονες που βοήθησαν ο ένας τον άλλο να κατασκευάσει τον στάβλο του, υποκύπτουν πολύ λιγότερο στον πειρασμό να βάλουν φωτιά στον στάβλο τού γείτονα, οι λαοί που έχουν ανεβάσει με αμοιβαίο τρόπο το επίπεδο της ζωής τους ρέπουν λιγότερο προς την ένοπλη σύγκρουση. Συνεπώς, εάν πιστεύουμε στη δημοκρατία, οφείλουμε να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να ενισχύσουμε τους δεσμούς που δημιουργεί το εμπόριο». Ωστόσο, ο κανόνας δεν ίσχυε για όλες ακριβώς τις χώρες: το 1996, ο ίδιος δημοκρατικός πρόεδρος υπέγραψε νόμο που προέβλεπε αυστηρότερες εμπορικές κυρώσεις εναντίον της Κούβας. Δέκα χρόνια μετά τον Κλίντον, ο Ευρωπαίος επίτροπος Πασκάλ Λαμί -Γάλλος σοσιαλιστής ο οποίος έγινε γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)υιοθέτησε πλήρως την ανάλυσή του: «Πιστεύω ότι για ιστορικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, το άνοιγμα των εμπορικών ανταλλαγών οδηγεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Νομίζω ότι προκαλούνται λιγότερες συγκρούσεις και δυστυχία όταν ανοίγουμε τις εμπορικές ανταλλαγές σε σχέση με όταν τις περιορίζουμε. Ο Μοντεσκιέ το περιέγραψε καλύτερα από εμένα».5 Βέβαια, τον 18ο αιώνα, ο Μοντεσκιέ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι, έναν αιώνα αργότερα, η κινεζική αγορά θα άνοιγε, όχι χάρη στην πειστικότητα των επιχειρημάτων των Εγκυκλοπαιδιστών του Διαφωτισμού, αλλά χάρη στις κανονιοφόρους, στους Πολέμους του Οπίου και στη λεηλασία των Θερινών Ανακτόρων τού Κινέζου αυτοκράτορα.6 Όμως, ο κύριος Λαμί δεν πρέπει να αγνοεί αυτά τα γεγονότα. Αν και λιγότερο πληθωρικός σε σχέση με τον Δημοκρατικό προκάτοχό του -λόγω του διαφορετικού ταμπεραμέντου του-, ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα παίρνει τη σκυτάλη στην προώθηση του δόγματος που προωθούν οι αμερικανικές πολυεθνικές (αλλά και οι ευρωπαϊκές επίσης και, για την ακρίβεια, οι πολυεθνικές όλων των χωρών) για να προωθήσουν την TTIP: «Μια συμφωνία θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές μας κατά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας,
Η ολοένα μεγαλύτερη προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης αποτελεί το σημαντικότερο χαρτί που τους έχει απομείνει να παίξουν σε αυτό το παιχνίδι
Η Ουάσιγκτον δεν σκοπεύει να στηριχθεί στην TTIP για να κατακτήσει τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά για να αποτρέψει την τελευταία από οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Ρωσία. Και, κυρίως, για να επιτύχει την ανάσχεση της ανόδου... της Κίνας
τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και να τονώσει την οικονομική μεγέθυνση και στις δύο όχθες τού Ατλαντικού».7 Ωστόσο, παρ’ όλο που η γεωπολιτική διάσταση κατέχει ελάχιστη θέση στον λόγο του, στην πραγματικότητα έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από τα υποθετικά κέρδη στο επίπεδο της οικονομικής μεγέθυνσης, της απασχόλησης και της ευημερίας. Δεδομένου δε ότι η Ουάσιγκτον κινείται στηριζόμενη σε μακροπρόθεσμες πολιτικές, δεν σκοπεύει να στηριχθεί στην TTIP για να κατακτήσει τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά για να αποτρέψει την τελευταία από οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Ρωσία. Και, κυρίως, για να επιτύχει την ανάσχεση της ανόδου... της Κίνας. Όμως, και σε αυτό το σημείο παρατηρείται απόλυτη σύγκλιση ανάμεσα στους Ευρωπαίους και στους Αμερικανούς ιθύνοντες. Σύμφωνα με τον (δεξιό) Γάλλο πρώην πρωθυπουργό Φρανσουά Φιγιόν, «παρατηρούμε την άνοδο της ισχύος των αναδυόμενων χωρών, οι οποίες αποτελούν κίνδυνο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Κι από την πλευρά μας, η μόνη μας απάντηση απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη θα είναι η διαίρεση; Κάτι τέτοιο θα ήταν τρέλα».8 Ο ευρωβουλευτής Αλέν Λαμασούρ9 προσθέτει ότι, πράγματι, η TTIP θα μπορούσε να επιτρέψει στους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους «να έρθουν σε συμφωνία στο ζήτημα των κοινών προδιαγραφών και, στη συνέχεια, να τις επιβάλουν στους Κινέζους».10 Το σχέδιο Συνεργασίας του Ειρηνικού, το οποίο έχει καταρτίσει η Ουάσιγκτον και από το οποίο έχει αποκλειστεί το Πεκίνο, αποσκοπεί σε αυτόν ακριβώς τον στόχο. Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πλέον ένθερμος διανοούμενος οπαδός της TTIP είναι ο Ρίτσαρντ Ρόζεκρανς, ο οποίος διευθύνει στο Χάρβαρντ ένα κέντρο ερευνών για τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις. Η θεωρία του, η οποία δημοσιεύτηκε πέρυσι, υποστηρίζει με ιδιαίτερη έμφαση την ιδέα ότι η ταυτόχρονη εξασθένιση των δύο μεγάλων ατλαντικών συνόλων οφείλει να τα οδηγήσει στη σύσφιξη των σχέσεών τους, για να αντιμετωπίσουν τις ανερχόμενες δυνάμεις της Ασίας: «Αν δεν ενωθούν αυτά τα δύο μέρη που αποτελούν τον δυτικό κόσμο και δεν δημιουργήσουν ένα ενιαίο σύνολο στους τομείς της έρευνας, της ανάπτυξης, της κατανάλωσης και του χρηματοοικονομικού τομέα, τότε και το
ένα και το άλλο θα χάσουν έδαφος. Τα έθνη της Ανατολής, καθοδηγούμενα από την Κίνα και από την Ινδία, θα ξεπεράσουν τότε τη Δύση στους τομείς τής οικονομικής μεγέθυνσης, της καινοτομίας, του εισοδήματος και, τελικά, στον τομέα της ανάπτυξης της στρατιωτικής ισχύος».11 Η συλλογιστική τού Ρόζεκρανς θυμίζει τη διάσημη ανάλυση του οικονομολόγου Γουόλτ Γουίτμαν Ροστόβ, για τα στάδια της οικονομικής μεγέθυνσης μιας χώρας: μετά την απογείωση της οικονομίας μιας χώρας, ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσής της επιβραδύνεται, καθώς έχει ήδη πραγματοποιήσει τα πλέον γρήγορα κέρδη παραγωγικότητας (άνοδος του επιπέδου τής εκπαίδευσης, αστικοποίηση κ.λπ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ρυθμοί μεγέθυνσης των δυτικών οικονομιών, οι οποίες έχουν εισέλθει σε στάδιο ωριμότητας εδώ και αρκετές δεκαετίες, δεν είναι πλέον δυνατόν να συγκριθούν με εκείνους της Κίνας και της Ινδίας. Συνεπώς, η ολοένα μεγαλύτερη προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης αποτελεί, κατά τη γνώμη του, το σημαντικότερο χαρτί που τους έχει απομείνει να παίξουν σε αυτό το παιχνίδι. Θεωρεί δε ότι κάτι τέτοιο θα τους επέτρεπε να επιβάλουν τους κανόνες τους στους νεοφερμένους, οι οποίοι, παρά την ορμητική τους είσοδο στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας, είναι βαθιά διχασμένοι. Έτσι, όπως συνέβη και την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επίκληση μιας εξωτερικής απειλής -χθες της πολιτικής και ιδεολογικής απειλής που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση, σήμερα της εμπορικής και οικονομικής απειλής της καπιταλιστικής Ασίας- βοηθάει στο να μαντρωθεί στη στάνη τού (Αμερικανού) βοσκού το ποίμνιο που φοβάται ότι το κέντρο της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων δεν θα βρίσκεται πλέον στην Ουάσιγκτον, αλλά στο Πεκίνο. Σύμφωνα με τον Ρόζεκρανς, αυτός ο φόβος καθίσταται ακόμα πιο σημαντικός από το γεγονός ότι «στην παγκόσμια ιστορία, η διαδοχή στον ρόλο της παγκόσμιας ηγεμονικής υπερδύναμης συνέπιπτε συνήθως με μια σύγκρουση μεγάλων διαστάσεων». Όμως, κατά τη γνώμη του, υπάρχει ένα μέσο το οποίο θα μπορούσε να εμποδίσει το ενδεχόμενο «να οδηγήσει ο υποσκελισμός των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια ηγεμονία από μια άλλη υπερδύναμη, σε έναν πόλεμο ανάμεσα στην Κίνα και στη Δύση». Καθώς δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα υπάρξει κάποια προσέγγιση ανάμεσα στα δύο μεγάλα ασιατικά έθνη και στους δύο ατλαντικούς εταίρους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω της παρακμής τους, οι Δυτικοί θα έπρεπε να εκμεταλλευθούν την αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στους Ασιάτες ανταγωνιστές τους και να συγκρατήσουν την άνοδο της ισχύος τους στην περιοχή, επωφελούμενοι από την υποστήριξη της Ιαπωνίας. Χώρας που αναγκάζεται, από τον φόβο της Κίνας, να προσεγγίσει το δυτικό στρατόπεδο, σε σημείο ώστε να μετατρέπεται στον «ανατολικό τερματικό σταθμό» του. Αν και αυτό το μεγάλο γεωπολιτικό σχέδιο επικαλείται τον πολιτισμό, την πρόοδο και τη δημοκρατία, η επιλογή ορισμένων παρομοι-
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/31
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
Τσάι, γλυκίσματα και λαμπρές ιδέες
Τι συζητούν οι λομπίστες, τα αφεντικά των μεγάλων εταιρειών κι οι πολιτικοί υπεύθυνοι όταν συγκεντρώνονται στα σαλόνια ενός πολυτελούς ξενοδοχείου; Του Renaud Lambert*
«X
ωρίς αμφιβολία, πρέπει να χαιρόμαστε που εδώ δεν παρευρίσκεται πολυάριθμο κοινό, γιατί παρόμοιες συζητήσεις πυροδοτούν τις αντιδράσεις όσων αντιτίθενται στην Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP). Ειλικρινά, μερικά από τα σχόλια που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του πρωινού, θα τους είχαν κάνει να ανατριχιάσουν»: Με αυτά τα λόγια, που ειπώθηκαν κάτω από τον τεράστιο κρυστάλλινο πολυέλαιο ενός πριβέ σαλονιού του ξενοδοχείου Shangri-La, η ομιλήτρια ευρωβουλευτής Μαριέτζε Σάακε έβγαλε το ακροατήριό της από τη χαύνωση στην οποία το είχε βυθίσει ο συναινετικός χαρακτήρας των προηγούμενων παρεμβάσεων. Στις 10 Απριλίου 2014, αυτό το παριζιάνικο ξενοδοχείο πέντε αστέρων -στο οποίο η διανυκτέρευση στο φτηνότερο δωμάτιο κοστίζει 850 ευρώ- φιλοξενούσε μια διάσκεψη που είχε οργανωθεί από τη The Washington Post, η οποία πρόσφατα πέρασε στην ιδιοκτησία του Τζεφ Μπέζος, του ιδιοκτήτη της Amazon, και από το βρετανικό εβδομαδιαίο περιοδικό European Voice.1 Σκοπός της, να συζητηθεί το «μέλλον του υπερατλαντικού εμπορίου». Ένα μέλλον, το οποίο, όλοι όσοι παρίστανται σε αυτήν τη συνάντηση επιθυμούν να είναι εξίσου ρόδινο με το πανάκριβο μάρμαρο που κοσμεί τις τουαλέτες τού πολυτελέστατου ξενοδοχείου.
* Ο Renaud Lambert είναι δημοσιογράφος της «Le Monde diplomatique»
ώσεων προδίδει την ύπαρξη πολύ λιγότερο υψηλόφρονων κινήτρων. Όπως εξηγεί ο Ρόζεκρανς, «ο παραγωγός που δυσκολεύεται να πουλήσει τα προϊόντα που παράγει, αναγκάζεται συχνά να συγχωνευθεί με μια ξένη εταιρεία, για να διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του και να αυξήσει το μερίδιό του στην αγορά. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Prokter & Gamble που εξαγόρασε τη Gillette. Και τα κράτη αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις». Χωρίς αμφιβολία, ακριβώς επειδή κανένας λαός δεν αντιμετωπίζει, για την ώρα, το έθνος του και την επικράτειά του σαν καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης, ο αγώνας ενάντια στην TTIP τώρα μόλις αρχίζει.
Κι η Μαριέτζε Σάακε συνεχίζει: «Το μόνο που μπορούμε να επιτύχουμε με τις συναντήσεις μας σε αυτά τα σικ σαλόνια, είναι να υποδαυλίσουμε φόβους. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι, για πολλούς ανθρώπους, η TTIP είναι ένα τοξικό κοκτέιλ που περιλαμβάνει τα εξής συστατικά: Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη και ιδιωτικό τομέα». Οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη -Αμερικανοί ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, Ευρωπαίοι γραφειοκράτες και εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων- την κοιτάζουν γεμάτοι έκπληξη. Η κυρία Σάακε δεν μοιάζει διόλου με εκείνους τους πολέμιους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που απαιτούν μια νέα, εναλλακτική εκδοχή της. Η Ολλανδή ευρωβουλευτής της ομάδας των Φιλελεύθερων Δημοκρατών πίστευε ανέκαθεν στα πλεονεκτήματα που προσφέρουν οι απρόσκοπτες εμπορικές συναλλαγές. Ωστόσο, φαίνεται να αμφιβάλλει για το κατά πόσον οι συγκεντρώσεις αυτού του είδους αποτελούν καλή ιδέα: «Εάν επιθυμούμε να περάσουμε την TTIP, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οφείλουμε να αλλάξουμε στρατηγική». Την ίδια στιγμή, κάπου εκατόν πενήντα άτομα είναι συγκεντρωμένα μπροστά στο ξενοδοχείο για να καταγγείλουν αυτήν τη συνάντηση. Για την ακρίβεια, όχι μπροστά στο ξενοδοχείο -καθώς οκτώ κλούβες των γαλλικών ΜΑΤ είχαν κληθεί για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη συνέχιση των δραστηριοτήτων των πελατών του- αλλά λίγο παρακάτω, στην εξίσου μεγαλοπρεπή λεωφόρο Ιένα. Κι αυτοί επίσης διεκδικούν μια αλλαγή στρατηγικής, όχι όμως την ίδια. Στις προκηρύξεις που μοιράζει η ομάδα Stop Tafta,2 διαβάζουμε το εξής σύνθημα: «Ας διαδηλώσουμε για να απαιτήσουμε τη ματαίωση των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή του υπερατλαντικού
συμφώνου». Τα πλακάτ των διαδηλωτών διατρανώνουν την άρνησή τους να δουν να καταφθάνει στην ευρωπαϊκή αγορά το συντηρημένο με χλωρίνη κοτόπουλο ή το γεμάτο ορμόνες βοδινό3 και διακηρύσσουν ότι οι λαοί αρνούνται να υποταχθούν στις πολυεθνικές. Από την άλλη πλευρά των τζαμαριών του Shangri-La, στις αίθουσες όπου σερβιτόροι ντυμένοι με πολυτελείς λιβρέες σερβίρουν καφέ, τσάι, φρεσκοστυμμένους χυμούς και γλυκά, όλοι συμφωνούν με μεγάλη προθυμία ότι «τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι καλώς πληροφορημένα και ανησυχούν». Ανησυχούν και πυροδοτούν την ανησυχία. Όμως, όπως εξηγεί η Σεχραζάντ Σεμσάρ ντε Μπουασεζόν -γενική διευθύντρια της European Voice«εμείς δεν συγκεντρωθήκαμε για να πούμε, ‘η TTIP είναι κάτι το καλό ή κάτι το κακό’. Εμείς επιθυμούμε να αρχίσει ο δημόσιος διάλογος γύρω από αυτό το ζήτημα». Εξάλλου, στην εισαγωγή της, μερικές ώρες νωρίτερα, η δημοσιογράφος της The Washington Post Μαίρη Τζόρνταν δήλωσε: «Με μεγάλη ευχαρίστηση, παρουσιάζουμε όλες τις απόψεις γύρω από
αυτό το ζήτημα». Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι το βήμα της εκδήλωσης μετατράπηκε σε αρένα. Μετά την παρουσίαση των απόψεων των Αμερικανών διαπραγματευτών, τους διαδέχτηκαν οι Ευρωπαίοι ομόλογοί τους, οι οποίοι είναι εξίσου ένθερμοι οπαδοί της συνθήκης. Τις διαμαρτυρίες των εργοδοτών για»το παράλογο νομοθετικό πλαίσιο για τα εργασιακά ζητήματα, που δημιουργεί υπέρογκο κόστος για τις επιχειρήσεις, εμποδίζει τις επενδύσεις και βλάπτει την απασχόληση», διαδέχονται δηλώσεις συνδικαλιστών, οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα διεκδικητικοί: οι μοναδικοί δύο προσκεκλημένοι εκπροσωπούν την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES) και τη Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT).4 Καθώς προφανώς η Τζόρνταν και οι συνεργάτες της που συντονίζουν τον διάλογο κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην αποσιωπηθεί κανένα ενοχλητικό ερώτημα, οι συζητήσεις είναι οργανωμένες γύρω
1 Βλέπε «Le Protectionnisme et ses ennemis», Le Monde doplomatique - Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2012. 2 (ΣτΜ) Η περίοδος της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Εμφύλιο Πόλεμο σημαδεύτηκε από την τεράστια άνοδο της ισχύος επιχειρηματιών, όπως ο Ροκφέλερ, ο Καρνέγκι και ο Τζ. Π. Μόργκαν, οι οποίοι επιδίδονταν σε απίστευτες παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές και καταχρήσεις της μονοπωλιακής τους θέσης, με αποτέλεσμα να αποκληθούν «ληστές βαρόνοι». Καθώς δε τα τραστ που συγκρότησαν έφτασαν στο σημείο να θεωρηθούν κίνδυνος για τη δημοκρατία, ψηφίστηκε, το 1890, ο Sherman Antitrust Act, ο οποίος θεωρείται πρόδρομος της σημερινής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. 3 Βλέπε Howard Zinn, «Au temps des ‘barons voleurs’», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2002.
4 Αναφέρεται από τον John Gerring, «Party Ideologies in America, 1828-1996», Cambridge University Press, 2011, σελ. 59. 5 Le Nouvel Observateur, Παρίσι, 4 Σεπτεμβρίου 2003. [6] (ΣτΜ) Όταν η Κίνα αρνήθηκε να ανοίξει την αγορά της στο όπιο που παρήγε η Βρετανική Εταιρεία των Ινδιών, η Μεγάλη Βρετανία τής κήρυξε τον πόλεμο (1839-1842) και πέτυχε ένα περιορισμένο «άνοιγμα» των κινεζικών λιμανιών και την απρόσκοπτη διάθεση του «προϊόντος» της (χάρη στο οποίο έλπιζε ότι θα αποκαταστήσει κάπως το ελλειμματικό εμπορικό της ισοζύγιο με την Κίνα). Στον δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860) που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της Κίνας και σε ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των λιμανιών της, συμμετείχαν επίσης η Γαλλία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πόλεμος έληξε με τη λεηλασία και τον εμπρησμό των Θερινών Ανακτόρων και την υπογραφή των
ταπεινωτικών «άνισων συνθηκών». 7 Κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Φρανσουά Ολάντ, Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 12 Φεβρουαρίου 2014. 8 RTL, 14 Μαΐου 2014. 9 (ΣτΜ) Εβδομηντάχρονος Γάλλος δεξιός πολιτικός, ένθερμος «ευρωπαϊστής», ο οποίος, ανάμεσα στα πολλά αξιώματα που ανέλαβε, διετέλεσε και υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. 10 France Inter, 15 Μαΐου 2014. 11 Richard Rosecrance, «The Resurgence of the West: How a Transatlantic Union Can Prevent War and Restore the United States and Europe», Yale University Press, Νιου Χέιβεν, 2013. Από το ίδιο έργο προέρχονται και οι υπόλοιπες παραπομπές.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔA 4
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Τσάι, γλυκίσματα και λαμπρές ιδέες ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3
από τους εξής δύο μεγάλους άξονες: «Ποια είναι τα οφέλη που μπορεί να μας εξασφαλίσει η TTIP»; «Τι θα πρέπει να φοβόμαστε εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις;». Ένας από τους πρώτους παρεμβαίνοντες, ο Ζοάο Βάλε ντε Αλμέιντα, πρεσβευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνηθίζει να παρουσιάζει τον εαυτό του ως υπέρμαχο της κοινής λογικής: «Ο τρόπος με τον οποίο βλέπω τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλός: η TTIP είναι μια καλή ιδέα. Κι όταν μια ιδέα είναι καλή, τότε οφείλουμε να κάνουμε τα πάντα για να την υλοποιήσουμε». Γιατί όλοι εδώ πέρα είναι πεπεισμένοι ότι η συνθήκη θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας ή και εκατομμύρια. «Κάθε δισεκατομμύριο ευρώ εμπορικών ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών δημιουργεί 15.000 θέσεις εργασίας στην Ε.Ε.»: Αυτή η δήλωση περιέχεται σε ένα έγγραφο που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Σεπτέμβριο του 2013. Η εκτίμηση βασίζεται σε μελέτη του Κέντρου Ερευνών για την Οικονομική Πολιτική (CEPR), μιας λονδρέζικης δεξαμενής σκέψης, η οποία χρηματοδοτείται από την Deutsche Bank, την BNP Paribas, τη Citigroup, την Barclays, την JPMorgan κ.ά. Το CEPR εκτιμά ότι η εν λόγω συνθήκη θα μπορούσε να ντοπάρει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, αυξάνοντάς τες κατά 28%. Κι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν και παραδέχεται ότι πρόκειται για το πλέον «αισιόδοξο σενάριο», υποστηρίζει ότι η ΤΤΙΡ θα μπορούσε «να αυξήσει τις θέσεις εργασίας στους εξαγωγικούς τομείς τής Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αρκετά εκατομμύρια».5 Αν και στην αίθουσα δεν παρευρίσκεται κανένας άνεργος που θα μπορούσε να πειστεί από αυτήν την επιχειρηματολογία, το επιχείρημα επανέρχεται διαρκώς σε όλες τις παρεμβάσεις. Ο επίτιμος προσκεκλημένος της ημερίδας είναι ο Κάρελ ντε Γκουχτ, ο Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για ζητήματα εμπορίου, που έχει την εποπτεία των διαπραγματεύσεων εκπροσωπώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη σειρά του, αφιερώνει και ο ίδιος μεγάλο μέρος της εναρκτήριας προσφώνησής του στο ζήτημα. «Ο Ντε Γκουχτ λέει ό,τι του κατέβει!». Στον δρόμο, μπροστά στο φορτηγάκι με τη μικροφωνική εγκατάσταση, ο Πράσινος ευρωβουλευτής Γιανίκ Ζαντό6 εξοργίζεται όταν του μεταφέρουν τα λόγια του επιτρόπου. «Οι εκτιμήσεις του δεν στηρίζονται σε κανένα χειροπιαστό στοιχείο. Πολύ σύντομα θα τον δούμε να υπαναχωρεί σχετικά με αυτές τις δηλώσεις, όπως συνέβη και στην περίπτωση των δηλώσεών του για τα οφέλη που θα εξασφαλίσει η συνθήκη για κάθε νοικοκυριό». Πράγματι, στον λόγο που εκφώνησε στις 14 Ιουνίου του 2014, ο Ντε Γκουχτ χαιρέτισε την έναρξη των
Τα πλακάτ των διαδηλωτών διατρανώνουν την άρνησή τους να δουν να καταφθάνει στην ευρωπαϊκή αγορά το συντηρημένο με χλωρίνη κοτόπουλο KAI το γεμάτο ορμόνες βοδινό και διακηρύσσουν ότι οι λαοί αρνούνται να υποταχθούν στις πολυεθνικές
διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις Βρυξέλες και στην Ουάσιγκτον. Αναφερόμενος στις «τελευταίες εκτιμήσεις», διακήρυξε ότι «η μελλοντική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα εξασφαλίσει κατά μέσον όρο, σε κάθε ευρωπαϊκό νοικοκυριό, μια αύξηση εισοδήματος της τάξης των 545 ευρώ ετησίως».7 Τόσο ο ίδιος όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχαναν καμία ευκαιρία για να προβάλουν τον συγκεκριμένο αριθμό.8
Ωστόσο, στις 31 Μαρτίου του 2014, έκθεση η οποία είχε παραγγελθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωμένη Αριστερά / Πράσινη Σκανδιναβική Αριστερά (GUE/NGL) κατέρριψε την απάτη του Ντε Γκουχτ.9 Ο Ζαντό τού θέτει ερωτήσεις σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ξαφνικά, ο επίτροπος γίνεται ιδιαίτερα προσεκτικός. Τι θα πρέπει να αναμένει μια οικογένεια ότι θα κερδίσει από αυτήν την ιστορία; «Δεν είναι δυνατόν να προβούμε σε ακριβείς εκτιμήσεις. Εγώ, τουλάχιστον, δεν κάνω κάτι τέτοιο». Και τα ποσά που ανακοίνωνε μέχρι τώρα;». Ξέρετε, σύμφωνα με μια μελέτη, κάθε νοικοκυριό θα κερδίζει 545 ευρώ τον χρόνο. Όμως, εγώ δεν γνωρίζω πώς κατέληξαν οι συντάκτες της σε αυτό το συμπέρασμα. (...) Γι’ αυτόν τον λόγο, παραθέτω αυτόν τον αριθμό σπανιότατα». Όσο για τον Βάλε δε Αλμέιντα, δεν χρειάστηκε καν να τον κεντρίσει η Τζόρνταν. Δήλωσε εξαρχής ότι «χρειάζεται, βέβαια, να αναλογιστούμε τα πλεονεκτήματα που θα μας εξασφαλίσει η TTIP. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε το κόστος που θα έχει ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων». Και αναφερόμενος στην ουκρανική κρίση, πρόσθεσε με νόημα: «Θα προτιμούσα να γιορταστεί η υπογραφή της TTIP με σαμπά-
νια ή πορτό, παρά η αποτυχία της με βότκα». Καθισμένος στα αριστερά του, ο Ντάνιελ Χάμιλτον υιοθετεί αμέσως το επιχείρημά του. Ο διευθυντής της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Center for Transatlantic Relations θεωρεί ότι τα γεωπολιτικά κριτήρια αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από αυτό το σχέδιο: «Πρόκειται για την πλέον στρατηγική συμφωνία που είναι αυτή τη στιγμή διαθέσιμη στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Είναι πολύ σημαντικότερη από εκεί-
5/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των εργαζόμενων να... προετοιμαστούν για την απόλυσή τους
Ο διευθυντής της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Ντάνιελ Χάμιλτον θεωρεί ότι τα γεωπολιτικά κριτήρια αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από αυτό το σχέδιο
νη με την οποία ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ». Κι όπως εξηγεί, πριν από την ουκρανική κρίση, η ενέργεια δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις κυριότερες προτεραιότητες των διαπραγματευτών. Κι αφού μας υπενθυμίσει ότι η Ρωσία εξάγει το 70% του φυσικού αερίου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσθέτει: «Στο εξής, οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει!». Συνήθως, οι συμφωνίες για τη διευκόλυνση της ελευθερίας των ανταλλαγών αποσκοπούν στον περιορισμό των τελωνειακών φραγμών.10 Όμως, δεδομένου ότι ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση τέτοιοι φραγμοί είναι ήδη μειωμένοι (χαμηλότεροι του 3% κατά μέσον όρο), η TTIP αποβλέπει στον περιορισμό των «μη τελωνειακών φραγμών», δηλαδή των ποσοστώσεων, των διοικητικών διατυπώσεων και των υγειονομικών, κοινωνικών και τεχνικών προδιαγραφών. Όσον αφορά δε τον τομέα των προδιαγραφών, οι διαπραγματευτές ελπίζουν ότι θα υπάρξει σημαντική πρόοδος. «Στο πλαίσιο μιας εναρμόνισης προς τα πάνω!», όπως αρέσκονται να υπογραμμίζουν οι λάτρεις των ανέσεων που προσφέρει το Shangri-La. Υποτίθε-
ται ότι η διαδικασία θα οδηγήσει στη γενική ανύψωση του επιπέδου των κοινωνικών και νομικών προδιαγραφών, δεδομένου ότι η συνθήκη έχει ως διακηρυγμένο στόχο την επιβολή των προδιαγραφών της σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι όμως... Ο Μαρτσέλο Όντερμπρεχτ, ένας από τους ισχυρότερους Βραζιλιάνους επιχειρηματίες,11 διέσχισε τον Ατλαντικό για να συμμετάσχει στη συνάντηση και για να δώσει απάντηση στην εξής ερώτηση: ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις της TTIP στις αναπτυσσόμενες χώρες; Ο Όντερμπρεχτ επιβεβαιώνει την υπόθεση της αλυσιδωτής αντίδρασης: «Είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε συνεννόηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών στο ζήτημα των νομοθετικών ρυθμίσεων θα έχει επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο». Ωστόσο, πιστεύει ο ίδιος ότι πρόκειται για ένα πραγματικό πρόβλημα; «Στην πραγματικότητα, όχι. Εάν εφαρμόζαμε σήμερα τις αμερικανικές προδιαγραφές για τα εργασιακά ζητήματα, αυτό, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία τής Βραζιλίας, θα θεωρούνταν επιστροφή στη δουλοκτησία». Η δήλωσή του εκπλήσσει τόσο πολύ, ώστε η Τζόρνταν τού ζητάει να την επαναλάβει. Το κάνει, συμπεραίνοντας ότι η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας τής Βραζιλίας με τα επίπεδα που θεσπίζει η TTIP «δεν θα αποδεικνυόταν πολύπλοκη υπόθεση». Προφανώς, κανένας εδώ δεν φαντάζεται ότι η»κοινωνική εναρμόνιση» μπορεί να αποβεί προς το συμφέρον των εργαζόμενων... Όταν έρχεται η σειρά της να μιλήσει, η Μπερναρντέτ Σεγκόλ υπόσχεται ότι η εισήγησή της δεν θα συμβαδίζει με την περιρρέουσα αισιοδοξία. Ωστόσο, η γενική γραμματέας της CES μετριάζει προκαταβολικά την ένταση των παρατηρήσεων που ετοιμάζεται να κάνει με την εξής δήλωση: «Εξ ορισμού, οι συνδικαλιστές θέλουν πάντα ολοένα περισσότερα...». Το ακροατήριο -το οποίο αναμφίβολα δεν θα έβρισκε ιδιαίτερα του γούστου του παρόμοιο σχόλιο για τους μετόχους των μεγάλων εταιρειών- γελάει με την ψυχή του. Αν υπάρχει κάτι που κάνει τη Σεγκόλ να ανησυχεί, αυτό είναι
η αδιαφάνεια. Μπροστά σε μια μάλλον εμβρόντητη Τζόρνταν, η συνδικαλίστρια θυμίζει την περίπτωση του σκανδάλου του Γουοτεργκέιτ, το οποίο αποκαλύφθηκε εκείνη την εποχή από τη The Washington Post: «Ορίστε τι θα έπρεπε να ξαναγίνει!». Πράγματι, εδώ και αρκετούς μήνες, πολλές οργανώσεις καταγγέλλουν την αδιαφάνεια που κυριαρχεί στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλες. Για παράδειγμα, ο προβληματισμός της CES επικεντρώνεται στους χαμένους της TTIP, «γιατί χαμένοι θα υπάρξουν, ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας». Μήπως θα έπρεπε, λοιπόν, να παραιτηθούμε από τις προσπάθειες για την επίτευξη αυτής της συμφωνίας; Όχι, «δεν είναι αυτή η θέση μας». Ωστόσο, θα έπρεπε «να ειπωθεί ξεκάθαρα» σε ποιους τομείς της οικονομίας θα υπάρξουν απώλειες θέσεων εργασίας. Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των εργαζόμενων να... προετοιμαστούν για την απόλυσή τους. Το αίτημα της συνδικαλίστριας δεν ενοχλεί ιδιαίτερα τον Βάλε ντε Αλμέιντα:»Πολύ σωστά. Για μας είναι αναγκαίο να ακούγεται η φωνή των συνδικαλιστών. Εξάλλου, χαίρομαι ιδιαίτερα για το γεγονός ότι ο λόγος της Σεγκόλ είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό εποικοδομητικός». Και ούτω καθεξής, μέχρι τις πέντε το απόγευμα... Καθώς οι παρευρισκόμενοι αρχίζουν να αποχωρούν, έχει κανείς τη δυνατότητα να παρατηρήσει τα καρτελάκια που είναι καρφιτσωμένα στο πέτο των σακακιών (και σπανιότερα των ταγιέρ) τους: HSBC, General Electric, Daimler, The Walt Disney Company, Mutuelle familiale, Dow France, Total... Στο τέλος της ημέρας, υπάρχει ένα ερώτημα που δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μας: Αλήθεια, όλοι όσοι παρευρέθηκαν στην εκδήλωση πλήρωσαν 1.500 ευρώ το άτομο για να ακούσουν αυτές τις παρεμβάσεις; Κάνουμε, λοιπόν, ένα τηλεφώνημα στους οργανωτές. Κι η Σεμσάρ ντε Μπουασεζόν μάς δίνει την εξής απάντηση: «Στόχος μας ήταν να φέρουμε από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον άτομα τα οποία εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε καθένας να έχει τη δυνατότητα να τους θέσει ερωτήσεις. Ξέρετε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να συναντιούνται συχνά». Ανάμεσα στους χορηγούς της εκδήλωσης συγκαταλέγονται οι εταιρείες λόμπινγκ Business Software Alliance (BSA) και APCO Worldwide. Στο διαφημιστικό φυλλάδιο της τελευταίας διαβάζουμε: «Χάρη στη βαθιά γνώση των ζητημάτων που συνδέονται με το διμερές εμπόριο, οι ομάδες των ειδικών της APCO έχουν ήδη κατορθώσει να προωθήσουν τα συμφέροντα των πελατών της σε διάφορες
συμφωνίες για την ελευθερία των ανταλλαγών. (...) Με το πέρασμα των ετών, η APCO έχει οικοδομήσει στέρεες σχέσεις με εμπειρογνώμονες ειδικευμένους σε ζητήματα εμπορικών πολιτικών, οι οποίοι εργάζονται στους ευρωπαϊκές θεσμούς, στις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών και στην Ουάσιγκτον. Συνεπώς, γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να διατυπώνουμε τα μηνύματα, έτσι ώστε να γίνονται αποδεκτά από αυτό το συγκεκριμένο κοινό». Ανάμεσα σε κάθε «συζήτηση στρογγυλής τραπέζης», το πρόγραμμα περιλαμβάνει «coffee breaks» και «networking breaks» (διαλείμματα για τη δημιουργία «δικτύων»), καθώς επίσης κι ένα γεύμα στο οποίο δεν είναι προσκεκλημένος ο Τύπος. Κι ενώ οι διαδηλωτές κραυγάζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να πάψει να παραδίδει τους πληθυσμούς της βορά στα λόμπι, στο σαλόνι του Shangri-La, ο Φερντινάντο Μπεκάλι Φάλκο, γενικός διευθυντής της General Electric Europe, παραπονιέται για το συντεχνιακό πνεύμα το οποίο ενδέχεται να εμποδίσει την πρόοδο των διαπραγματεύσεων: «Ας μην αφήσουμε τα συμφέροντα μερικών να σταθούν εμπόδιο στο συλλογικό συμφέρον».
1 Το European Voice ιδρύθηκε από τον The Economist και αγοράστηκε, το 2013, από τη Selectcom. Βλέπε Alexander Zevin,»»The Economist», le journal le plus influent du monde», Le Monde diplomatique, Αύγουστος 2012. 2 Από ένα από τα ονόματα αυτής της συμφωνίας στην αγγλική γλώσσα: Transatlantic Free Trade Agreement. 3 (Σ.τ.Μ.) Πολύ συνηθισμένες πρακτικές στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες απαγορεύονται αυστηρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 4 (ΣτΜ) Ιδιαίτερα συντηρητική και φιλική προς τους εργοδότες συνδικαλιστική οργάνωση, που προέρχεται από τον χώρο της γαλλικής Χριστιανοδημοκρατίας 5 «Transatlantic Trade and Investment Partnership, The Economic Analysis Explained», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλες, Σεπτέμβριος 2013. 5 (Σ.τ.Μ.) Ο Γιανίκ Ζαντό υπήρξε υπεύθυνος για τις καμπάνιες της Greenpeace μέχρι το 2008 και στη συνέχεια ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ για τη συγκρότηση του κόμματος Ευρώπη Οικολογία - Οι Πράσινοι (EELV). Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν αντιπρόεδρος της Επιτροπής για το Εξωτερικό Εμπόριο. 6 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 14 Ιουνίου 2013. 8 Ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 12 Μαρτίου, 4 Νοεμβρίου και 20 Δεκεμβρίου του 2013. Ανακοίνωση του προέδρου τής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, 14 Ιουνίου 2013. Συνομιλία με τον Κάρλ ντε Γκουχτ στο Ίδρυμα Ρομπέρ Σουμάν, 9 Σεπτεμβρίου του 2013. Λόγος του Ντε Γκουχτ, στις 28 Ιανουαρίου του 2014. 9 Werner Raza, Jan Grumiller, Lance Taylor, Bernhard Tröster και Rudi von Arnim,»ASSESS TTIP: Assessing the claimed benefits of the Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP). Final Report». sterreichissche Forschungsstiftung für Interbnationale Entwicklung (ÖFSE), Βιέννη, 31 Μαρτίου 2014. 10 Δηλαδή των τελωνειακών δασμών που επιβάλλονται στα εισαγόμενα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή τους στην επικράτεια μιας χώρας. 11 Βλέπε Anne Vigna,»Les Brésiliens aussi ont leur Bouygues», Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2013.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Το μεθυσμένο καράβι της χρηματοπι Όποιος μιλάει για τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό σκέφτεται συνήθως μερικούς δισεκατομμυριούχους που κυριαρχούν στον πλανήτη. Αυτοί, ωστόσο, δεν θα μπορούσαν μόνοι τους να κρατούν τους μοχλούς της εξουσίας. Η παγκοσμιοποίηση συνοδεύεται με τη γένεση μιας νέας μισθωτής μπουρζουαζίας, της οποίας οι φιλοδοξίες απειλούν τις εθνικές μεσαίες τάξεις. Αλλά αυτή η νέα τάξη θα μπορέσει, άραγε, να εξασφαλίσει την επιβίωση του συστήματος, χωρίς να τρέφεται από την πολιτική κουλτούρα και τον πολιτισμό της παραδοσιακής μπουρζουαζίας; Τα γεγονότα, μάλλον, και όχι η βούλησή τους είναι εκείνα που αναγκάζουν τους κυβερνώντες να αναλάβουν τις ευθύ-
νες τους. Μέχρι τώρα τις άφηναν στις «αγορές», που υποτίθεται ότι έχουν μια απάντηση για όλα. Όμως, οι επενδυτές, που υπέστησαν μια σοβαρή αποτυχία με τον ενταφιασμό της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ), είναι ανίκανοι να φροντίσουν τον εαυτό τους. Αφού εφάρμοσαν την τακτική της καμένης γης στην Ασία και τη Ρωσία, θέτοντας σε κίνδυνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, στρέφονται προς τα κράτη, καταπίνοντας κάθε ντροπή, για να ξεπεράσουν αυτή την υπόθεση. Είναι η ευκαιρία για να ξαναμπούν η οικονομία και τα χρηματοοικονομικά στη σωστή θέση τους: πρέπει να είναι οι υπηρέτες ενός σχεδίου και όχι οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου του πλανήτη.
Του Bernard Cassen*
Π
ριν από λίγο καιρό, ο Ευρωπαίος επίτροπος Ιβ-Τιμπό ντε Σιλγκί δήλωνε ψυχρά σε κάποια πολιτική προσωπικότητα της Γαλλίας, που είχε ακόμα αυταπάτες για την εξουσία που ασκούσε, ότι «κυβερνούν οι αγορές». Δεν το έβλεπε και τόσο άσχημα. Αντίθετα, εκείνο που ήταν πολύ άσχημο ήταν η κατάσταση στην οποία επρόκειτο να οδηγήσει αυτή η εγκατάλειψη, από τους κυβερνώντες, των ευθυνών τους ως θεματοφυλάκων του κοινού συμφέροντος. Με το 40% του πλανήτη σε κατάσταση ύφεσης, με δεκάδες εκατομμύρια επιπλέον άτομα χωρίς εργασία και πόρους στην ανατολική Ασία, τη Ρωσία, τη Λατινική Αμερική και με σοβαρές απειλές να επικρέμανται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, αντιλαμβάνεται κανείς τη μεγάλη αγωνία που κατέλαβε ξαφνικά τους ιδεολόγους και τους εκπροσώπους της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.1 Όχι μόνο μειώθηκε η αλαζονεία τους, αλλά σε πολλούς η αλαζονεία δίνει όλο και περισσότερο τη θέση της στον πανικό. Δεν είχαν παρά μόνο έναν άγιο στον οποίο ήταν αφοσιωμένοι την «αυτόματη διεύθυνση» όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από την αγορά- και νά που τώρα ο άγιος αυτός φαίνεται να έχει χάσει τα λογικά του. Και όταν οι ιθύνοντες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν όση από την ικανότητα παρέμβασης τούς έχει απομείνει, μάταια προσπάθησαν να ενεργοποιήσουν τους μοχλούς, αφού οι μηχανισμοί δεν παράγουν πλέον τα συνήθη αποτελέσματα. Λες και έχουν προσβληθεί από ιό. Ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών και άρα ο καλύτερα πληροφορημένος και ο ισχυρότερος διοικητής κεντρικής τράπεζας του κόσμου,2 εξομολογήθηκε πρόσφατα τη βαθιά απογοήτευσή του: «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο». Πού οδηγούμαστε, πράγματι, εάν οι ίδιες αιτίες δεν παράγουν πλέον τα ίδια αποτελέ* Δημοσιογράφος, πρώην μέλος του διευθυντηρίου της Le Monde diplomatique
Πού οδηγούμαστε εάν οι ίδιες αιτίες δεν παράγουν πλέον τα ίδια αποτελέσματα;
σματα; Μια πρώτη μείωση κατά 0,25% των αμερικανικών επιτοκίων, στις 29 Σεπτεμβρίου για παράδειγμα, δημιουργεί ανησυχία στις αγορές, που φοβούνται μήπως μάθουν για την πτώχευση ενός ακόμα κερδοσκοπικού κεφαλαίου και προκαλεί απότομη πτώση του δολαρίου σε σχέση με το ιαπωνικό νόμισμα (από 136 στα 111 γεν -313 σε 256 δρχ.- σε μια συγκεκριμένη στιγμή), γεγονός το οποίο δεν δικαιολογείται με βάση τις «θεμελιώδεις» παραδοχές. Αντίθετα, μια δεύτερη μείωση κατά 0,25%, στις 15 Οκτωβρίου, κάνει τη Γουόλ Στριτ να απογειωθεί και δεν προκαλεί παρά μικρή υποχώρηση του πράσινου χαρτονομίσματος σε σχέση με το γεν. Και, το αποκορύφωμα, οι εξαγγελίες μαζικών απολύσεων όχι μόνο δεν ενισχύουν πια τις τιμές των μετοχών των εταιρειών, αλλά τις κάνουν να πέφτουν! Προς γενική κατάπληξη, στις αρχές Οκτωβρίου, η μετοχή Cork & Seal έχασε 7% την ημέρα που ανακοινώθηκε το σχέδιο μείωσης του προσωπικού της και η μετοχή της Gillette 5,9% όταν έγινε γνωστή η απόφαση της εταιρείας να καταργήσει 4.700 θέσεις εργασίας. Μην ποντάρετε άλλο... Λογικά, λοιπόν, οι αγορές αντικαθιστούν τώρα τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στην επιτυχημένη στήλη «Αυτοί οι άρρωστοι που μας κυβερνούν». Γνωρίζαμε, διαβάζοντας τους τίτλους και τους υπότιτλους στον Τύπο, ότι αυτές οι αγορές -ο ντε Σιλγκί είχε πολύ δίκιο- ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής: «σκέφτονταν» αυτό ή το άλλο, «καταδίκαζαν» ή «ενέκριναν», είχαν τα μάτια «στραμμένα» σ’ αυτή ή εκείνη την κυβέρνηση. Οι πολιτικοί υποκλίνονταν μπροστά τους και όταν μια μέρα η Εντίτ Κρεσόν, τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας, δήλωσε ότι «δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το χρηματιστήριο»,
προκάλεσε ιερή αγανάκτηση σε όλους όσοι θεωρούνταν στη Γαλλία και την Ευρώπη σοβαροί σχολιαστές. Εδώ και μερικούς μήνες, οι αγορές έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μέσων ενημέρωσης, δημιουργώντας την αίσθηση ότι μετανάστευσαν από τις σελίδες «Οικονομία» στις σελίδες «Ιατρική/υγεία»: οι αγορές φαίνεται να έχουν μεγάλη ανάγκη από ηρεμιστικά και μάλιστα από ψυχιατρικές φροντίδες. Μπορεί κανείς να κρίνει από μερικές πρόσφατες διατυπώσεις: οι αγορές «τρελάθηκαν» μπροστά στις αποκαλύψεις της Λιουίνσκι για τον Κλίντον (πρωτοσέλιδο της Monde, 12 Σεπτεμβρίου), πρόκειται για μια κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (Financial Times, 6 Οκτωβρίου), οι αγορές δείχνουν μια «άκρα νευρικότητα» (Monde, 7 Οκτωβρίου), όπως η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, οι αγορές «πέρασαν από την άλλη πλευρά του καθρέφτη» (Financial Times, 11 Οκτωβρίου), οι αγορές είναι εντελώς «ακυβέρνητες», σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην οικονομική διάσκεψη κορυφής της ανατολικής Ασίας (International Herald Tribune, 14 Οκτωβρίου), ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) βρίσκεται «στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (Le Nouvel Economiste, 2 Οκτωβρίου). Νά, λοιπόν, σε ποιον εδώ και δεκαετίες, είχε ανατεθεί η διαχείριση του πλανήτη... Αφού οι αρετές αυτορρύθμισης των χρηματοοικονομικών και εμπορικών ροών είχαν αναχθεί σε δόγμα, το οποίο συνεχίζει να διδάσκεται στην πλειοψηφία των οικονομικών σχολών των πανεπιστημίων, δεν χρειαζόταν καμιά σκέψη πάνω στο θέμα. Ένας αρθρογράφος της International Herald Tribune καταγγέλλει ως μείζονα παράγοντα της παρούσας κρίσης το «ιδεολογικό κενό»: «Οι κυβερνήσεις και το ΔΝΤ στηρίζονται κατά πολύ στις απόψεις των οικονομολόγων, αλλά αυτοί δεν έχουν παρά μια αόριστη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο οι τεράστιες νομισματικές κινήσεις επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία».3 Ας παραθέσουμε την άποψη του Πολ Κρούγκμαν, του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), τον οποίο σε καμιά περί-
πτωση δεν θα μπορούσε να κατατάξει κανείς στην κατηγορία των αδαών στον τομέα4 και ο οποίος διαθέτει, πάντως, έντονη αίσθηση χιούμορ: «Ας υποθέσουμε ότι αγοράζετε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία διεθνούς οικονομίας. Τι θα σας έλεγε για τον τρόπο αντιμετώπισης της απώλειας εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών; Ε, λοιπόν, δεν θα σας έλεγε και σπουδαία πράγματα. Πιστέψτε με, είμαι και εγώ συγγραφέας ενός τέτοιου βιβλίου».5 Έτσι εξηγείται χωρίς αμφιβολία, μέσα σε αυτό το αποπροσανατολισμένο και χωρίς βεβαιότητες σύμπαν, η περίεργη ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην Ουάσιγκτον, στις αρχές Οκτωβρίου, στις συνεδριάσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την οποία ένας παρατηρητής περιέγραψε στον Ουίλιαμ Πφαφ της εφημερίδας International Herald Tribune, με τον ακόλουθο τρόπο: «Είχε κανείς την εντύπωση ότι παρακολουθεί τη νεκρώσιμη ολονυχτία της παγκοσμιοποίησης. Αυτοί που πενθούσαν δεν κατάφερναν να αποδεχθούν αυτό που ήταν προφανές, δηλαδή ότι ο θάνατος πέρασε από εκεί. Δεν είχαν καμιά διαύγεια, γιατί είχαν καθηλωθεί σε μια στάση άρνησης. Η κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης τούς προκάλεσε μια διανοητική κρίση, που έμοιαζε με θρησκευτική κρίση».6 Σε μια τέτοια περίπτωση, όλοι οι θρησκευόμενοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένα καταφύγιο: η προσευχή. Έτσι, μια «μεγάλη υπογραφή» του εβδομαδιαίου γαλλικού Τύπου, χλευάζοντας τη δημιουργία της ένωσης Attac, νόμιζε ότι κάνει χιούμορ συγκρίνοντας τα 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια (450 τρισ. δρχ.) της καθημερινής κερδοσκοπίας στις χρηματιστηριακές αγορές με τις εθνικές οδούς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο: «Είναι γεμάτες με αδειούχους, που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να περιφέρονται και μόνο λίγοι από αυτούς που κυκλοφορούν υπακούουν σε μια οικονομική σκοπιμότητα. Πρέπει λοιπόν γι’ αυτό τον λόγο να τις κλείσουμε ή να τις διαθέτουμε μόνο για τα φορτηγά ή τους εμπορικούς αντιπροσώπους»;7 Τέσσερις μήνες αργότερα, ο ίδιος καλοκαιρινός περιηγητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους αυτοκινητόδρομους του κεφαλαίου για να αρχίσει την κοπιαστική του ανάβαση στον Γολγοθά: «Εάν η επιδημία συνεχίσει να εξαπλώνεται διαρκώς στον υπόλοιπο κόσμο -στην πραγματικότητα έχουμε φτάσει σχεδόν σ’ αυτό το σημείο- τότε μπορεί κανείς να μιλήσει για συστημική κρίση -για κρίση του συστήματος. Και τότε δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά να προσευχηθούμε».8 Ας ησυχάσει. Ο κόσμος της χρηματοοικονομίας δεν αποτελείται αποκλειστικά από μικρούς αγίους, δόκιμους μοναχούς και από ανθρώπους που επιθυμούν να ενταχθούν σε ένα μοναχικό τάγμα στοχασμού. Όταν ο θόρυβος και η φρενίτιδα των αγορών οδηγούν σε παταγώδη αποτυχία τους υπολογισμούς9 των κερδοσκόπων, οι οποίοι λειτουργούσαν μέχρι τώρα, προς μεγάλη ικανοποίηση των χρηματιστών, τότε φτάνει γι’ αυτούς η στιγμή που θα στραφούν προς ένα μικρό παράδεισο που βρίσκεται δίπλα τους. Έναν παράδεισο που συνήθως τον αντιλαμβάνονται ως κόλαση,
7/35
Η ΑΥΓΗ
στωτικής οικονομίας
αλλά προς τον οποίο καταδέχονται να κάνουν έκκληση σε έσχατη ανάγκη: στο κράτος και, ενδεχομένως, στα χρήματα των φορολογουμένων. Είναι αυτό που ονομάζεται στη γλώσσα τους -και που λέει τελικά πολύ περισσότερα από όσα νομίζουν- η «φυγή προς την ποιότητα». Και αυτή η ποιότητα δεν είναι μόνο οικονομική (ένα κράτος δεν κηρύσσει κανονικά πτώχευση), αλλά επίσης μετριέται και με όρους πολιτικών εγγυήσεων. Έτσι, αντίθετα προς κάθε προφανή φιλελεύθερη λογική, οι αγορές χαιρέτισαν μια μαζική κυβερνητική παρέμβαση στον τραπεζικό τομέα, που παίρνει καμιά φορά τη μορφή των εθνικοποιήσεων. Αυτό συνέβη στα μέσα Οκτωβρίου, στο Τόκιο, όπου ο δείκτης Νικέι κέρδισε 5,2% μετά την ανακοίνωση του σχεδίου διάσωσης των ιαπωνικών τραπεζών το οποίο αποφάσισε η κυβέρνηση του Κέιζο Ομπούσι, και που θα κοστίσει 2.500 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα (11% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος!) στη δημόσια οικονομία, δηλαδή στον Ιάπωνα φορολογούμενο. Αντίθετη επίσης, από πρώτη ματιά, στις αρχές της μη επέμβασης του κράτους ήταν, στα τέλη Σεπτεμβρίου, μια άλλη διάσωση -αυτή τη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες- του κερδοσκοπικού κεφαλαίου (hedge fund) Long Term Capital Management, LTCM10 από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης. Έχοντας μόνο 4 δισεκατομμύρια δολάρια ίδια κεφάλαια, το LTCM, χάρη στα χρήματα που δανείστηκε, διέθετε περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε τίτλους. Ύστερα από μια σειρά πολύ κακών χειρισμών, το κεφάλαιο θα είχε καταλήξει σε πτώχευση και μαζί με αυτό ορισμένες τράπεζες -με κινδύνους κατακλυσμιαίων αλυσιδωτών αντιδράσεων- εάν οι νομι-
σματικές αρχές δεν είχαν παρακαλέσει επίμονα τις πιστώτριες τράπεζες του κεφαλαίου αυτού να ξαναδώσουν χρήματα για να επιτρέψουν στο LTCM να ανακάμψει. Έτσι, ένα κονσόρτσιουμ δεκαέξι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων -οι «φίλοι του Άλαν» (Γκρίνσπαν), όπως τους ονόμασαν χλευαστικά οι κακές γλώσσες- μπόρεσε να συγκεντρώσει σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες 3,75 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι φανερό ότι όταν η ανάγκη γίνεται έντονη, οι δημόσιες αρχές ξέρουν να γίνονται οι ανιδιοτελείς «λευκοί ιππότες» των αποταμιευτών και των μετόχων, κυρίως όταν οι τίτλοι των χαρτοφυλακίων τους ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά ποιότητα είναι επίσης και η εγγύηση του οικονομικού εισοδήματος! Και, τελικά, το κράτος μόνο μπορεί να το προμηθεύσει: έχει τους φορολογούμενους... Οι επενδυτές δεν δείχνουν πλέον εύνοια παρά μόνο σε τίτλους που έχουν χαρακτηριστεί ΑΑΑ από τους ειδικούς οργανισμούς διαβάθμισης Moody’s ή Standard and Poor:11 τίτλοι του γερμανικού ή του αμερικανικού Δημοσίου, ομόλογα του γαλλικού Δημοσίου. Ακόμα και οι τίτλοι που έχουν εκδοθεί από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η Nestlé ή η Toyota, με το χαρακτηριστικό ΑΑ ή Α, είδαν την αξία τους να πέφτει. Σε τελική ανάλυση, το κεφάλαιο δεν έχει πραγματικά εμπιστοσύνη παρά μόνο στη «μαμά κράτος», πράγμα που θα πρέπει να καταθλίβει τον Κλοντ Ιμπέρ, που πρώτος χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή, την οποία πολύ συχνά έστρεφε στο περιοδικό Le Point εναντίον των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και των δημοσίων υπαλλήλων. Ο άνεμος αλλάζει. Μια εκδήλωση αυτής
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1998
«Εάν η επιδημία συνεχίσει να εξαπλώνεται, τότε μπορεί κανείς να μιλήσει για συστημική κρίση, για κρίση του συστήματος. Και τότε δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά να προσευχηθούμε»
της νέας κατάστασης ήταν η απόφαση του κ. Λιονέλ Ζοσπέν, στις 10 Οκτωβρίου, να αποσυρθεί η Γαλλία από τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ) εφ’ όσον δεν ικανοποιήθηκαν οι τέσσερις όροι που είχε θέσει τον Φεβρουάριο για να υπογράψει τη συνθήκη αυτή.12 Τελικά, το κείμενο της συνθήκης κρίθηκε, στο σύνολό του, ως «μη μεταρρυθμίσιμο» και ότι θίγει την κυριαρχία των κρατών. Αυτό το ακυρωτικό ελάττωμα είχε, προφανώς, διαφύγει της προσοχής των ανωτάτων αξιωματούχων του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που διαπραγματεύονταν τη συνθήκη από το 1995, και, από τον Ιούλιο του 1997, του υπουργού Οικονομίας Ντομινίκ Στρος-Καν. Η αποκάλυψη ήρθε από μια απλή ευρωβουλευτή, την Κατρίν Λαλιμιέρ, με την έκθεσή της προς τον πρωθυπουργό... Τα διάφορα κινήματα πολιτών που, παντού στον κόσμο και κυρίως στη Γαλλία, είχαν κινητο-
ποιηθεί εναντίον της ΠΣΕ είχαν καταλάβει, ευτυχώς, πολύ πιο γρήγορα από τους οικονομικούς επιθεωρητές του Μπερσί!13 Και, προς γενική κατάπληξη, ακόμα και η Financial Times δεν στεναχωρήθηκε πραγματικά από τον ενταφιασμό αυτής της κακής ΠΣΕ και κάνει την αυτοκριτική της: «Προκύπτει ένα μάθημα από την αποτυχία για τις διεθνείς διαπραγματεύσεις: είναι ακριβώς ό,τι δεν πρέπει να γίνει».14 Εάν αυτή η εκ των υστέρων ευλογία, που προέρχεται από μια πηγή τόσο αδιάλλακτα φιλελεύθερη, μπορούσε να πείσει ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που τώρα είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους σοσιαλδημοκρατικές, ότι μπορούν να πάνε πολύ πιο μακριά από ό,τι μέχρι σήμερα, όσον αφορά τον έλεγχο των αγορών, η νίκη πάνω στην ΠΣΕ θα μπορούσε να προοιωνίζεται και άλλες... Ακόμα και αυτό το προπύργιο της νεοκλασικής ορθοδοξίας, δηλαδή η επιτροπή που αποφασίζει για την απονομή των βραβείων Νόμπελ οικονομίας, έκανε ήδη στροφή, βραβεύοντας το 1998 έναν ειδικό στη μελέτη της φτώχειας, τον Ινδό Αμάρτια Σεν. Τον προηγούμενο χρόνο, η επιλογή της, η οποία αποτελούσε συνέχεια μακράς σειράς παρόμοιων επιλογών, ήταν η βράβευση δύο Αμερικανών «ερευνητών», που τιμήθηκαν για τις έρευνές τους σχετικά με τη... βελτιστοποίηση των κερδών στις χρηματιστηριακές αγορές: των κυρίων Ρόμπερτ Μέρτον και Μάιρον Σολς. Οι δύο αυτοί ερευνητές είχαν βέβαια προσληφθεί από το LTCM, με τα αποτελέσματα που είδαμε. 1 Βλ. Serge Halimi, «Το ναυάγιο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων», Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1998. 2 Βλ. Frederic Lebaron, «Οι θεματοφύλακες της νομισματικής τάξης», Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1998. 3 Robert J. Samuelson, «We’re all in the same boats, with no one steering» («Είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, αλλά κανείς δεν είναι στο πηδάλιο»), International Herald Tribune, 14 Οκτωβρίου 1998. 4 Βλ., ιδιαίτερα, του ίδιου συγγραφέα, «La Mondialisation n’ est pas coupable. Vertus et limites du libre-échange», La Découverte, Παρίσι, 1998. 5
Robert J. Samuelson, οπ. π.
William Pfaff, «The crunch has a message for Europe’s Central Bank», International Herald Tribune, 16 Οκτωβρίου 1998. 6
7
Philippe Manière, Le Point, 13 Ιουνίου 1998.
Philippe Manière, Le Point, 26 Σεπτεμβρίου 1998. 8
9 Βλ. Nicolas Bouleau, «Martingales et marchés financiers». Editions Odile Jacob, Παρίσι, 1998. 10
(ΣτΜ) Αμοιβαίο κεφάλαιο υψηλού κινδύνου.
Βλ. Ibrahim Warde, «Ces puissantes officines qui notent les Etats», Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 1997. 11
Βλ. Bernard Cassen, «Reddition sous conditions?» Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 1998. 12
13
(ΣτΜ) Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
«Α case of ΜΑΙ culpa», Financial Times, 20 Οκτωβρίου 1998. 14
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
8/36
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
Η ανέμελη παγκοσμιοποίηση
οδηγίες χρήσης Σύμφωνα με τη Γαλλίδα υπουργό Εξωτερικού Εμπορίου, Φλερ Πελερέν, οι συζητήσεις γύρω από το σχέδιο της διατλαντικής συμφωνίας υποφέρουν από «αδικαιολόγητα αγχωτική» παρουσίαση. Όμως, για τι ακριβώς πρόκειται; Και ποιοι είναι οι κίνδυνοι για τον αμερικανικό και τους ευρωπαϊκούς λαούς; Των RaoulMarc Jennar και Renaud Lambert* Για ποιο πράγμα μιλάμε; GMT, PTCI, TTIP, APT ή Tafta; Διάφορα αρχικά και ακρωνύμια κυκλοφορούν για να περιγράψουν μια κοινή πραγματικότητα, η οποία, στα γαλλικά, είναι επίσημα γνωστή ως Partenariat Transatlantique sur le Commerce et l’ investissement (PTCI) και στα αγγλικά ως Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) (Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων). Οι πολλαπλές αυτές ονομασίες οφείλονται, σε κάποιον βαθμό, στη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων, η οποία έχει εμποδίσει τη διαμόρφωση κοινής ορολογίας. Το έργο των δικτύων αντίστασης, που τροφοδοτείται από τη διαρροή εγγράφων, έχει οδηγήσει στην εμφάνιση και νέων ακρωνυμίων: κυρίως το Tafta, στα αγγλικά (Transatlantic Free Trade Agreement), το οποίο χρησιμοποιούν και ορισμένες γαλλόφωνες οργανώσεις (όπως η συλλογικότητα Stop Tafta1), αλλά και το Grand Marché Transatlantique (GMT), στα γαλλικά. Περί τίνος πρόκειται επισήμως; Το ΤΤΙΡ είναι μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, την οποία διαπραγματεύονται Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες από τον Ιούλιο του 2013, με σκοπό να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη αγορά τού κόσμου, με περισσότερους από 800 εκατομμύρια καταναλωτές. Μελέτη του Centre for Economic Policy Research (CEPR) -οργάνωση που χρηματοδο-
* Ο Raoul-Marc Jennar είναι συγγραφέας του βιβλίου «Le Grand Marché transatlantique. La menace sur les peuples d’ Europe», Cap Bear Editions, Περπινιάν, 2014. Ο Renaud Lambert είναι δημοσιογράφος της «Le Monde diplomatique».
τείται από μεγάλες τράπεζες, την οποία, όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει ως «ανεξάρτητη»2- υποστηρίζει ότι η συμφωνία θα επέτρεπε την τόνωση της ετήσιας παραγωγής κατά 120 δισεκατομμύρια ευρώ στην Ευρώπη και κατά 95 δισεκατομμύρια ευρώ στις Ηνωμένες Πολιτείες.3 Οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, του είδους που προωθεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), αποσκοπούν όχι απλώς στην ελάττωση των δασμών,4 αλλά και στον περιορισμό των λεγόμενων «μη δασμολογικών» φραγμών: ποσοστώσεων, διοικητικών διατυπώσεων ή υγειονομικών, τεχνικών και κοινωνικών προδιαγραφών. Εάν πιστέψει κανείς τους διαπραγματευτές, η διαδικασία θα οδηγούσε σε γενική αναβάθμιση των κοινωνικών και νομικών προδιαγραφών. Περί τίνος πρόκειται στ’ αλήθεια; Ο ΠΟΕ, που ιδρύθηκε το 1995, συνέβαλε ιδιαίτερα στη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις στο εσωτερικό του βρίσκονται σε τέλμα μετά την αποτυχία του «γύρου της Ντόχα» (ιδιαίτερα σχετικά με τα αγροτικά ζητήματα). Η περαιτέρω προώθηση του ελεύθερου εμπορίου προϋπέθετε την εκπόνηση μιας στρατηγικής παράκαμψης του προβλήματος. Έτσι, συνήφθησαν ή βρίσκονται σε φάση ολοκλήρωσης εκατοντάδες διμερείς συμφωνίες μεταξύ χωρών ή περιφερειών. Η ΤΤΙΡ αποτυπώνει την ολοκλήρωση της στρατηγικής αυτής: οι διατάξεις της, εάν υπογραφούν από τις δύο μεγαλύτερες εμπορικές δυνάμεις (οι οποίες εκπροσωπούν σχεδόν το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής), θα μπορούσαν, τελικά, να επικρατήσουν σε όλον τον πλανήτη. Η έκταση της ευρωπαϊκής εντολής διαπραγμάτευσης και οι προσδοκίες που έχουν εκφραστεί από την αμερικανική πλευρά υποδηλώνουν ότι η ΤΤΙΡ υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο μιας «απλής» συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών. Συγκεκριμένα, το σχέδιο έχει τρεις βασικούς στόχους: εξάλειψη των τελευταίων δασμολογικών εμποδίων, περιορισμό των μη δασμολογικών φραγμών μέσω εναρμόνισης των προδιαγραφών (με την εμπειρία των προηγούμενων συμφωνιών να δείχνει ότι η εναρμόνιση θα γίνει «προς τα κάτω») και εφοδιασμό των επενδυτών με τα νομικά εργαλεία παραμερισμού οποιουδήποτε ρυθμιστικού ή νομοθετικού εμποδίου στο ελεύθερο εμπόριο. Με δύο λόγια, στόχος είναι η επιβολή εκατοντάδων ρυθμίσεων που προβλέπονταν ήδη στην Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (Multilateral Agreement on investment, MAI - βλ. το κείμενο του Bernard Cassen από το αρχείο, Νοέμβριος 1988.) και στην Εμπορική Συμφωνία κατά της Παραποίησης5 (Anti-Counterfeiting Trade Agreement, ACTA), οι οποίες απορρίφθηκαν κάτω από την πίεση των κοινωνιών.
Οι διατάξεις της ΤΤΙΡ, εάν υπογραφούν από τις δύο μεγαλύτερες εμπορικές δυνάμεις, θα μπορούσαν, τελικά, να επικρατήσουν σε όλον τον πλανήτη
Για πότε προγραμματίζεται η υλοποίηση του σχεδίου; Σύμφωνα με το επίσημο χρονοδιάγραμμα, οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να ολοκληρωθούν μέσα στο 2015. Θα ακολουθήσει μια μακρά διαδικασία επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, στη συνέχεια, από τα κοινοβούλια των χωρών, εάν αυτό απαιτείται από το Σύνταγμά τους, όπως στη Γαλλία.
λαγών, οι οποίοι συνήθως ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Μέσω της συμφωνίας, τα κράτη θα συγκατατεθούν σε μια αξιοσημείωτη εγκατάλειψη της κυριαρχίας τους: πράγματι, όσα κράτη παραβιάζουν τα δόγματα του ελεύθερου εμπορίου θα είναι εκτεθειμένα σε οικονομικές κυρώσεις που μπορεί να φτάνουν τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με την εντολή τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συμφωνία πρέπει «να προσφέρει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο νομικής προστασίας και εγγυήσεων για τις ευρωπαϊκές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες» (και αντίστροφα). Δηλαδή, να επιτρέπει στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να επιτίθενται στις νομοθεσίες και στα ρυθμιστικά πλαίσια, όταν θεωρούν ότι δυσχεραίνουν τον ανταγωνισμό, την πρόσβαση στους διαγωνισμούς τού Δημοσίου ή τις επενδύσεις. Το άρθρο 4 της εντολής διευκρινίζει: «Οι υποχρεώσεις της συμφωνίας θα αφορούν όλα τα επίπεδα των δημόσιων εξουσιών». Δηλαδή, θα εφαρμόζεται όχι μόνο σε επίπεδο κεντρικού κράτους, αλλά και σε κάθε δημόσια αρχή: περιφέρειες, δήμους κ.τ.λ. Μια δημοτική ρύθμιση θα μπορεί πλέον να προσβληθεί νομικά όχι σε ένα ελληνικό διοικητικό δικαστήριο, αλλά ενώπιον διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου. Για μια τέτοια ενέργεια, θα αρκεί κάποιος επενδυτής να θεωρήσει ότι η δημοτική απόφαση περιορίζει το «δικαίωμά [του] να επενδύσει όσα επιθυμεί, όπου επιθυμεί, όταν επιθυμεί και όπως επιθυμεί και να αντλήσει το όφελος που επιθυμεί».6 Καθώς η συνθήκη δεν θα μπορεί να τροποποιηθεί παρά με την ομόφωνη συγκατάθεση των κρατών που θα την έχουν υπογράψει, θα συνεχίσει να εφαρμόζεται ανεξάρτητα από ενδεχόμενες κυβερνητικές εναλλαγές. Πρόκειται για σχέδιο που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Ε.Ε.; Τίποτε δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη σύμφωνη γνώμη των 28 κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθεί ενεργά την ΤΤΙΡ, η οποία εκφράζει την πίστη της Επιτροπής στο ελεύθερο εμπόριο. Άλλωστε, το σχέδιο υποστηρίζεται από τις ισχυρές εργοδοτικές οργανώσεις, όπως ο Διατλαντικός Εταιρικός Διάλογος (Trans-Atlantic Business Dialogue, TABD). Η οργάνωση αυτή, η οποία ιδρύθηκε το 1995, με την παρότρυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, και είναι πλέον γνωστή με το όνομα Trans-Atlantic Business Council (TABC), προωθεί έναν «γόνιμο διάλογο» μεταξύ των οικονομικών ελίτ των δύο ηπείρων, στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες. http://stoptafta.wordpress.com «Transatlantic Trade and Investment Partnership. The economic analysis explained», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, Σεπτέμβριος 2013. 3 Στο ίδιο. 4 Του χρηματικού ποσού που καταβάλλεται για την είσοδο ενός ξένου εμπορεύματος σε μια χώρα. 5 Βλ. Philippe Rivière, «L’accord commercial anticontrefaçon compte ses opposants», La valise diplomatique, Ιούλιος 2012, http://www.mondediplomatique.fr/carnet/2012-02-10-ACTA 6 Ορισμός των δικαιωμάτων τού επενδυτή κατά τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της American Express. 1
Ποιος διαπραγματεύεται; Για λογαριασμό τής Ευρώπης, αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ομόλογοί τους από το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου. Όλοι δέχονται ισχυρές πιέσεις από διάφορα λόμπι, τα οποία εκπροσωπούν κυρίως συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα. Ποιες είναι οι συνέπειες για τα κράτη; Η ΤΤΙΡ προβλέπει την υποταγή των νομοθεσιών που ισχύουν στις δύο πλευρές τού Ατλαντικού στους κανόνες των ελεύθερων συναλ-
2
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΑΡΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ