ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ απολογήσου
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Ιστορικό μυθιστόρημα
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4, ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ, 161 21 Τηλ.: 210 76.48.900, Fax: 210 76.48.901 www.defacto.gr, e-mail: entosnet@defacto.gr
απολογήσου
ISBN 978-960-9492-66-9
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Εξαιρετικά επίκαιρο μυθιστόρημα που μας μεταφέρει στην Αρχαία Αθήνα, το 426 Μπάμπης Καββαδίας π.Χ. Παρακολουθούμε τη σύγκρουση του Αριστοφάνη και του Κλέωνα, δυο γιγάντων ου ήσ της πολιτικής ζωής. απ ολ ογ Ο Αριστοφάνης με την κωμωδία “Βαβυλώνιοι” που παρουσίασε στα Μεγάλα Διονύσια κριτικάρει τον Κλέωνα για την αδίστακτη πολιτική του απέναντι στους συμμάχους. Στηλιτεύει τον πολεμοχαρή χαρακτήρα του, τον τυχοδιωκτισμό και την ιδιοτέλειά του. Ο Κλέωνας κατηγορεί και οδηγεί σε δίκη τον Αριστοφάνη, γιατί με την κωμωδία εξέθεσε την Αθήνα, παρουσιάζοντάς την να συμπεριφέρεται δεσποτικά απέναντι στους συμμάχους. Ο αναγνώστης μέσα από μια πολύκροτη δίκη θα μάθει πολλά για την αθηναϊκή ζωή, τον Πελοποννησιακό πόλεμο, το πολιτειακό σύστημα, τη δημοκρατία που έχει παραδοθεί στα χέρια των δημαγωγών, την πάλη “δημοκρατικών”-“ολιγαρχικών” που είχε τελικά ως θύματα τον αθηναϊκό λαό. Παράλληλα, παρουσιάζονται ανάγλυφα η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοφάνη, αλλά και οι αντιλήψεις του για τη Γυναίκα, την Ηδονή και τον Έρωτα. Το βιβλίο αυτό, καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο, απευθύνεται τόσο στους λάτρεις της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας όσο και σε αυτούς που επιθυμούν να γνωρίσουν με εύκολο και γρήγορο τρόπο το Αριστοφανικό έργο.
Μπάμπης Καββαδίας
Μπάμπης Καββαδίας
Μπάμπης Καββαδίας
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ υ ο σ ή γ ο λ ο απ Ιστορικό μυθιστόρημα
Ο Μπάμπης Καββαδίας γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Αίγιο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Οδηγητή» (εφημερίδα της ΚΝΕ). Από το 2010 ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διατηρεί το ιστολόγιο traversada.blogspot.gr, όπου έχουν αναρτηθεί ερασιτεχνικές μελέτες και μεταφράσεις πάνω σε θέματα κοινωνικής ιστορίας όπως «Η δίκη του Χονδρογιάννη», «Το κίνημα του Μερεντίνη» και άλλες. Με το συγκεκριμένο έργο («Αριστοφάνη απολογήσου» - τίτλος του στο Διαγωνισμό «Με το κεφάλι στο κούτσουρο») συμμετείχε στον 32ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2013) της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, όπου του απονεμήθηκε το Β΄ Βραβείο Μυθιστορήματος.
Μπάμπης Καββαδίας
Για όσα αποσπάσματα των αρχαίων κειμένων δεν μετέφρασα ο ίδιος, εμπιστεύτηκα τις εκδόσεις «Κάκτος» και τη σειρά «Οι Έλληνες», όπως και τον Χρήστο Χρηστίδη γι’ αποσπάσματα των «Αχαρνέων» (εκδ. Γρηγόρη), τον Φ.Ι. Κακριδή (K.J. Dover, H Κωμωδία του Αριστοφάνη, εκδ. ΜΙΕΤ) και άλλους. Τους ευχαριστώ Μπάμπης Καββαδίας ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝΤΟΣ» Θεμιστοκλής Λ. Φασούλας Ερυθραίας 4, Καισαριανή Τηλ.: 210 76.48.900, Fax: 210 76.48.901 www.defacto.gr, e-mail: entosnet@defacto.gr ISBN 978-960-9492-66-9
ΕΝΤΟΣ
Μπάμπης Καββαδίας
Για όσα αποσπάσματα των αρχαίων κειμένων δεν μετέφρασα ο ίδιος, εμπιστεύτηκα τις εκδόσεις «Κάκτος» και τη σειρά «Οι Έλληνες», όπως και τον Χρήστο Χρηστίδη γι’ αποσπάσματα των «Αχαρνέων» (εκδ. Γρηγόρη), τον Φ.Ι. Κακριδή (K.J. Dover, H Κωμωδία του Αριστοφάνη, εκδ. ΜΙΕΤ) και άλλους. Τους ευχαριστώ Μπάμπης Καββαδίας ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝΤΟΣ» Θεμιστοκλής Λ. Φασούλας Ερυθραίας 4, Καισαριανή Τηλ.: 210 76.48.900, Fax: 210 76.48.901 www.defacto.gr, e-mail: entosnet@defacto.gr ISBN 978-960-9492-66-9
ΕΝΤΟΣ
Πρόλογος Ο Αριστοφάνης στο εδώλιο Άνδρες Πρυτάνεις, τη Συνέλευση αδικείτε Διώχνοντας τον άντρα που ήθελε Ειρήνη να κάνουμε και τις ασπίδες να κρεμάσουμε! Αχαρνείς, 56-58
«Άνδρες Αθηναίοι!» Η δυνατή φωνή του Κλέωνα κουδούνισε μέσα στους μαρμάρινους τοίχους του Βουλευτηρίου, ταρακουνώντας τούς χυμένους στα ξύλινα έδρανα βουλευτές. Ο δειλός ακόμα ανοιξιάτικος ήλιος δεν είχε σηκωθεί πολύ ψηλά και οι βουλευτές με δυσκολία προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους μετά τη χτεσινοβραδινή κραιπάλη. Ο Πρόεδρος της Βουλής, προσπαθώντας να πνίξει τα χασμουρητά του, μουρμούριζε την τυπική προσευχή στους θεούς, για να τους δώσουν φώτιση τη νέα αυτή μέρα στα σημαντικά καθήκοντά τους. Στα χέρια του στριφογύριζε νευρικά την κερωμένη πλάκα που έγραφε την ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της Βουλής των Πεντακοσίων. Θα μου πεις, μα είναι δυνατόν!, μέρες γιορτής, μέρες λατρείας, να συνεδριάζει η Βουλή; Θα σου πω, δύσκολοι
Πρόλογος Ο Αριστοφάνης στο εδώλιο Άνδρες Πρυτάνεις, τη Συνέλευση αδικείτε Διώχνοντας τον άντρα που ήθελε Ειρήνη να κάνουμε και τις ασπίδες να κρεμάσουμε! Αχαρνείς, 56-58
«Άνδρες Αθηναίοι!» Η δυνατή φωνή του Κλέωνα κουδούνισε μέσα στους μαρμάρινους τοίχους του Βουλευτηρίου, ταρακουνώντας τούς χυμένους στα ξύλινα έδρανα βουλευτές. Ο δειλός ακόμα ανοιξιάτικος ήλιος δεν είχε σηκωθεί πολύ ψηλά και οι βουλευτές με δυσκολία προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους μετά τη χτεσινοβραδινή κραιπάλη. Ο Πρόεδρος της Βουλής, προσπαθώντας να πνίξει τα χασμουρητά του, μουρμούριζε την τυπική προσευχή στους θεούς, για να τους δώσουν φώτιση τη νέα αυτή μέρα στα σημαντικά καθήκοντά τους. Στα χέρια του στριφογύριζε νευρικά την κερωμένη πλάκα που έγραφε την ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της Βουλής των Πεντακοσίων. Θα μου πεις, μα είναι δυνατόν!, μέρες γιορτής, μέρες λατρείας, να συνεδριάζει η Βουλή; Θα σου πω, δύσκολοι
8
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
καιροί, καιροί πολέμου και πυρετωδών προετοιμασιών, επιτρέπουν την ασέβεια αυτή. Οι Θεοί για το καλό της Πόλης είναι διατεθειμένοι –έστω και για λίγο– να κάνουν τα στραβά τα μάτια. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε. Ίσως να φοβούνται ότι αν ο πόλεμος τελειώσει άδοξα για την ένδοξη Πόλη των Αθηνών, τότε αντί για την ζωοδότρα γι’ αυτούς τσίκνα από τα καλοψημένα μοσχάρια, θα τους έρχεται στον Όλυμπο η μυρωδιά καμένων ερειπίων κι ανθρώπινης σάρκας. Και απ’ αυτή τη μυρωδιά οι Θεοί παραήσαν χορτάτοι εκείνα τα χρόνια. Όσο ενοχλητική κι αν ήταν, η φωνή του Κλέωνα είχε ευεργετικά για τη σπουδαία πολιτική λειτουργία του χώρου, αποτελέσματα: λειτούργησε σαν άλλη στρατιωτική σάλπιγγα όταν σημαίνει εγερτήριο! «Άνδρες Αθηναίοι!» επανέλαβε, ενώ η μικρή κουστωδία των ακολούθων –συντρόφων, φίλων, λακέδων, μπράβων– γύρω του θεώρησε καλό να συμβάλει στη βαβούρα με κραυγές όπως, «άιντε, ξυπνήστε, σας μιλά ο Κλέων!» (σε άψογη πάντα αττική διάλεκτο) και να ταρακουνά προσβλητικά τους βουλευτές που αναπαύονταν στα έδρανά τους. «Τι θόρυβος είν’ αυτός; Τι είν’ αυτά τα πηδήματα; Ποια πρόβαλε ασκήμια στην ταλαίπωρη Διονυσιακή θυμέλη;» μουρμούρισε ζαλισμένος τους στίχους του Πρατίνου ένας από τους βουλευτές. Ο Κλέων πιάστηκε απ’ αυτή την παρομοίωση της Βουλής με θέατρο και συνέχισε, με την ίδια ένταση στη φωνή που είχε και όταν δημηγορούσε στη Συνέλευση: «Άνδρες Αθηναίοι! Εσείς εδώ δεν μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας από το μεθύσι, όμως εγώ δεν τρέμω ολόκληρος από οργή μετά τη χτεσινή κωμωδία!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
9
Για το σούσουρο που σηκώθηκε μετά απ’ αυτά τα λόγια του Κλέωνα δεν ήσαν υπεύθυνοι μόνο οι –ξεσούρωτοι πλέον– βουλευτές: Ήδη στο προπύλιο του Βουλευτηρίου είχαν μπει κι αρκετοί πολίτες, όχι τόσο από κάψα να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση της Βουλής, αλλά από περιέργεια για το τι μπορεί να θέλει πρωί πρωί εκεί μέσα ο Κλέων και η κουστωδία του. Είχαν μάθει μέχρι τότε καλά ότι κάθε επίσκεψη στο Βουλευτήριο του επικεφαλής της λεγόμενης δημόσιας παράταξης, του ισχυρότερου πολιτικού άντρα της Αθήνας, επιφύλασσε εξελίξεις. Όχι πάντα σημαντικές, αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσες. Ήταν σίγουροι ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ικανοποιούσε στο ακέραιο το «φιλοπερίεργό» τους. Με το σούσουρό τους αυτό, στο άκουσμα των λόγων του Κλέωνα, όλοι οι παριστάμενοι φανέρωσαν ότι κατάλαβαν την πηγή της οργής του. Όλοι τους ήσαν την προηγούμενη μέρα στο θέατρο του Διονύσου, παρακολουθώντας τις παραστάσεις της τελευταίας μέρας των δραματικών αγώνων των Μεγάλων Διονυσίων, την 12η του μήνα Ελαφηβολιώνος, του 2ου έτους της 88ης Ολυμπιάδας, στα τέλη του 5ου χρόνου του Μεγάλου Πολέμου. «Αυτό που έγινε χτες προσβάλλει βαθιά τη δημοκρατία μας, τους πατρώους νόμους, τις αρχές της πόλης!» Ο Κλέων έκανε μια μικρή παύση, όχι τόσο για να ελέγξει τις αντιδράσεις τού ακροατηρίου του, όσο για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη φράση που θ’ ακολουθούσε. Μπορεί να μην είχε τα λεφτά που απαιτούνταν για τα σοφιστικά μαθήματα περί λόγου, αλλά οι Θεοί του είχαν φανεί εξαιρετικά γενναιόδωροι σ’ αυτό το χάρισμα. «Άνδρες Αθηναίοι, απευθύνω ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ –όσο μεγάλους χαρακτήρες και να χρησιμοποιήσω δεν μπορώ ν’
8
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
καιροί, καιροί πολέμου και πυρετωδών προετοιμασιών, επιτρέπουν την ασέβεια αυτή. Οι Θεοί για το καλό της Πόλης είναι διατεθειμένοι –έστω και για λίγο– να κάνουν τα στραβά τα μάτια. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε. Ίσως να φοβούνται ότι αν ο πόλεμος τελειώσει άδοξα για την ένδοξη Πόλη των Αθηνών, τότε αντί για την ζωοδότρα γι’ αυτούς τσίκνα από τα καλοψημένα μοσχάρια, θα τους έρχεται στον Όλυμπο η μυρωδιά καμένων ερειπίων κι ανθρώπινης σάρκας. Και απ’ αυτή τη μυρωδιά οι Θεοί παραήσαν χορτάτοι εκείνα τα χρόνια. Όσο ενοχλητική κι αν ήταν, η φωνή του Κλέωνα είχε ευεργετικά για τη σπουδαία πολιτική λειτουργία του χώρου, αποτελέσματα: λειτούργησε σαν άλλη στρατιωτική σάλπιγγα όταν σημαίνει εγερτήριο! «Άνδρες Αθηναίοι!» επανέλαβε, ενώ η μικρή κουστωδία των ακολούθων –συντρόφων, φίλων, λακέδων, μπράβων– γύρω του θεώρησε καλό να συμβάλει στη βαβούρα με κραυγές όπως, «άιντε, ξυπνήστε, σας μιλά ο Κλέων!» (σε άψογη πάντα αττική διάλεκτο) και να ταρακουνά προσβλητικά τους βουλευτές που αναπαύονταν στα έδρανά τους. «Τι θόρυβος είν’ αυτός; Τι είν’ αυτά τα πηδήματα; Ποια πρόβαλε ασκήμια στην ταλαίπωρη Διονυσιακή θυμέλη;» μουρμούρισε ζαλισμένος τους στίχους του Πρατίνου ένας από τους βουλευτές. Ο Κλέων πιάστηκε απ’ αυτή την παρομοίωση της Βουλής με θέατρο και συνέχισε, με την ίδια ένταση στη φωνή που είχε και όταν δημηγορούσε στη Συνέλευση: «Άνδρες Αθηναίοι! Εσείς εδώ δεν μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας από το μεθύσι, όμως εγώ δεν τρέμω ολόκληρος από οργή μετά τη χτεσινή κωμωδία!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
9
Για το σούσουρο που σηκώθηκε μετά απ’ αυτά τα λόγια του Κλέωνα δεν ήσαν υπεύθυνοι μόνο οι –ξεσούρωτοι πλέον– βουλευτές: Ήδη στο προπύλιο του Βουλευτηρίου είχαν μπει κι αρκετοί πολίτες, όχι τόσο από κάψα να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση της Βουλής, αλλά από περιέργεια για το τι μπορεί να θέλει πρωί πρωί εκεί μέσα ο Κλέων και η κουστωδία του. Είχαν μάθει μέχρι τότε καλά ότι κάθε επίσκεψη στο Βουλευτήριο του επικεφαλής της λεγόμενης δημόσιας παράταξης, του ισχυρότερου πολιτικού άντρα της Αθήνας, επιφύλασσε εξελίξεις. Όχι πάντα σημαντικές, αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσες. Ήταν σίγουροι ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ικανοποιούσε στο ακέραιο το «φιλοπερίεργό» τους. Με το σούσουρό τους αυτό, στο άκουσμα των λόγων του Κλέωνα, όλοι οι παριστάμενοι φανέρωσαν ότι κατάλαβαν την πηγή της οργής του. Όλοι τους ήσαν την προηγούμενη μέρα στο θέατρο του Διονύσου, παρακολουθώντας τις παραστάσεις της τελευταίας μέρας των δραματικών αγώνων των Μεγάλων Διονυσίων, την 12η του μήνα Ελαφηβολιώνος, του 2ου έτους της 88ης Ολυμπιάδας, στα τέλη του 5ου χρόνου του Μεγάλου Πολέμου. «Αυτό που έγινε χτες προσβάλλει βαθιά τη δημοκρατία μας, τους πατρώους νόμους, τις αρχές της πόλης!» Ο Κλέων έκανε μια μικρή παύση, όχι τόσο για να ελέγξει τις αντιδράσεις τού ακροατηρίου του, όσο για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη φράση που θ’ ακολουθούσε. Μπορεί να μην είχε τα λεφτά που απαιτούνταν για τα σοφιστικά μαθήματα περί λόγου, αλλά οι Θεοί του είχαν φανεί εξαιρετικά γενναιόδωροι σ’ αυτό το χάρισμα. «Άνδρες Αθηναίοι, απευθύνω ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ –όσο μεγάλους χαρακτήρες και να χρησιμοποιήσω δεν μπορώ ν’
10
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
αποδώσω την ένταση με την οποία φώναξε αυτή τη λέξη– ενώπιόν σας κατά του Αριστοφάνους, γιου του Φιλίππου, δημότη Κυδαθήναιου. Τον κατηγορώ για εσχάτη προδοσία, επειδή με την κωμωδία που δίδαξε χτες στα Διονύσια διακωμώδησε την πόλη και καθύβρισε όλους εμάς τους πολίτες της. Και μάλιστα, ενώπιον ξένων! Ενώπιον όλων των πρέσβεων των συμμαχικών μας πόλεων, που βρίσκονται στην Αθήνα για να καταθέσουν στο Ταμείο τις ετήσιες εισφορές τους στην ένδοξη Συμμαχία μας. Απαιτώ την Εισαγγελία μου αυτή να την εισάγετε χωρίς καθυστέρηση στο Δικαστήριο της Ηλιαίας, ή έστω στην κύρια Συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου.» Η καταγγελία του Κλέωνα έπεσε σαν κεραυνός στο Βουλευτήριο. Εντάξει, όλοι είχαν συνηθίσει να διδάσκονται στους δραματικούς αγώνες των Ληναίων ή των Μεγάλων Διονυσίων επιθετικές για τους αξιωματούχους της πόλης κωμωδίες, αλλά πρώτη φορά έβλεπαν έναν από τους θιγόμενους ν’ αντιδρά έτσι. Θα μου πεις, δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας ποιητής καταγγελλόταν και πέρναγε από δίκη – ή τ’ αντίθετο. Όμως όλες τις προηγούμενες φορές οι καταγγελίες είχαν να κάνουν με ζητήματα ασέβειας απέναντι στους θεούς. Τον Αισχύλο τον είχαν σύρει στα δικαστήρια γιατί είπαν πως «αποκάλυπτε στοιχεία από τη μυστική λατρεία των Ελευσίνιων Μυστηρίων» στα έργα του. Κάποια χρόνια νωρίτερα πάλι ο Κλέων περιέλαβε τον Ευριπίδη, κατηγορώντας τον γι’ αθεΐα. Για λαβή είχε πάρει αυτούς τους στίχους της «Εκάβης»: «Ω! Δία, τι να πω; Τάχα φροντίζεις / τους θνητούς ή έχουμε του κάκου / τη γνώμη αυτή την ψεύτικη, θαρρώντας / πως υπάρχουνε θεοί κι η τύχη μόνο / τα πάντα κυβερνά για τους ανθρώπους;» Αλλά και οι ίδιοι οι ποιητές δεν άφηναν ανεκμετάλλευτη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
11
την ευκαιρία να δικάσουν δημόσια πρόσωπα της πόλης. Τι στο καλό... Πολίτες δεν ήσαν κι αυτοί; Γιατί να έμεναν έξω απ’ αυτήν την αναπόσπαστη από τις λειτουργίες της πόλης διαδικασία; Οι βουλευτές σίγουρα θυμούνταν τον κωμικό Έρμιππο, ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, που οδήγησε στο δικαστήριο την Ασπασία, κατηγορώντας την γι’ ασέβεια και μαστροπεία, ότι τάχα προμήθευε στον Περικλή πουτάνες. Η καταγγελία του Κλέωνα και οι θύμησες που συμπαρέσυρε αυτή μαζί της, έδιωξαν και τις τελευταίες αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος από τα συκώτια και τα μυαλά των παριστάμενων. Ο πρόεδρος άφησε κάτω την κερωμένη πλάκα και κοίταξε τον Κλέωνα με ανάμικτη απορία και έκπληξη. «Καταλαβαίνεις τι ζητάς, Κλέωνα;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Κλέωνα. «Και βέβαια, Επιστάτη». Δεν τον αποκάλεσε με τον επίσημο τίτλο που έφερε, αλλά με το υποτιμητικό δηλωτικό ενός από τα καθήκοντα του προέδρου. Ο άλλος, όμως, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε –ούτε είχε και ιδιαίτερη όρεξη– να απαντήσει στην προσβολή: Το αξίωμά του είχε διάρκεια μόνο για μια μέρα. Την επόμενη, τον τίτλο του Προέδρου της Βουλής θα τον έπαιρνε αυτός που θα υποδεικνυόταν από την αποψινή κλήρωση. «Ζητώ από την Πόλη να θανατώσει ή εξορίσει τον εχθρό της, Αριστοφάνη». Κι άλλο σούσουρο, πιο έντονο τούτη τη φορά, την ώρα που ο Κλέων δικαιολογούσε την απαίτησή του με τους στίχους του Αισχύλου: «Με δίδαξαν τους προδότες να μισώ. / Και δεν υπάρχει αρρώστια άλλη απ’ αυτήν / που να σιχαίνομαι περισσότερο.»
10
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
αποδώσω την ένταση με την οποία φώναξε αυτή τη λέξη– ενώπιόν σας κατά του Αριστοφάνους, γιου του Φιλίππου, δημότη Κυδαθήναιου. Τον κατηγορώ για εσχάτη προδοσία, επειδή με την κωμωδία που δίδαξε χτες στα Διονύσια διακωμώδησε την πόλη και καθύβρισε όλους εμάς τους πολίτες της. Και μάλιστα, ενώπιον ξένων! Ενώπιον όλων των πρέσβεων των συμμαχικών μας πόλεων, που βρίσκονται στην Αθήνα για να καταθέσουν στο Ταμείο τις ετήσιες εισφορές τους στην ένδοξη Συμμαχία μας. Απαιτώ την Εισαγγελία μου αυτή να την εισάγετε χωρίς καθυστέρηση στο Δικαστήριο της Ηλιαίας, ή έστω στην κύρια Συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου.» Η καταγγελία του Κλέωνα έπεσε σαν κεραυνός στο Βουλευτήριο. Εντάξει, όλοι είχαν συνηθίσει να διδάσκονται στους δραματικούς αγώνες των Ληναίων ή των Μεγάλων Διονυσίων επιθετικές για τους αξιωματούχους της πόλης κωμωδίες, αλλά πρώτη φορά έβλεπαν έναν από τους θιγόμενους ν’ αντιδρά έτσι. Θα μου πεις, δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας ποιητής καταγγελλόταν και πέρναγε από δίκη – ή τ’ αντίθετο. Όμως όλες τις προηγούμενες φορές οι καταγγελίες είχαν να κάνουν με ζητήματα ασέβειας απέναντι στους θεούς. Τον Αισχύλο τον είχαν σύρει στα δικαστήρια γιατί είπαν πως «αποκάλυπτε στοιχεία από τη μυστική λατρεία των Ελευσίνιων Μυστηρίων» στα έργα του. Κάποια χρόνια νωρίτερα πάλι ο Κλέων περιέλαβε τον Ευριπίδη, κατηγορώντας τον γι’ αθεΐα. Για λαβή είχε πάρει αυτούς τους στίχους της «Εκάβης»: «Ω! Δία, τι να πω; Τάχα φροντίζεις / τους θνητούς ή έχουμε του κάκου / τη γνώμη αυτή την ψεύτικη, θαρρώντας / πως υπάρχουνε θεοί κι η τύχη μόνο / τα πάντα κυβερνά για τους ανθρώπους;» Αλλά και οι ίδιοι οι ποιητές δεν άφηναν ανεκμετάλλευτη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
11
την ευκαιρία να δικάσουν δημόσια πρόσωπα της πόλης. Τι στο καλό... Πολίτες δεν ήσαν κι αυτοί; Γιατί να έμεναν έξω απ’ αυτήν την αναπόσπαστη από τις λειτουργίες της πόλης διαδικασία; Οι βουλευτές σίγουρα θυμούνταν τον κωμικό Έρμιππο, ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, που οδήγησε στο δικαστήριο την Ασπασία, κατηγορώντας την γι’ ασέβεια και μαστροπεία, ότι τάχα προμήθευε στον Περικλή πουτάνες. Η καταγγελία του Κλέωνα και οι θύμησες που συμπαρέσυρε αυτή μαζί της, έδιωξαν και τις τελευταίες αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος από τα συκώτια και τα μυαλά των παριστάμενων. Ο πρόεδρος άφησε κάτω την κερωμένη πλάκα και κοίταξε τον Κλέωνα με ανάμικτη απορία και έκπληξη. «Καταλαβαίνεις τι ζητάς, Κλέωνα;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Κλέωνα. «Και βέβαια, Επιστάτη». Δεν τον αποκάλεσε με τον επίσημο τίτλο που έφερε, αλλά με το υποτιμητικό δηλωτικό ενός από τα καθήκοντα του προέδρου. Ο άλλος, όμως, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε –ούτε είχε και ιδιαίτερη όρεξη– να απαντήσει στην προσβολή: Το αξίωμά του είχε διάρκεια μόνο για μια μέρα. Την επόμενη, τον τίτλο του Προέδρου της Βουλής θα τον έπαιρνε αυτός που θα υποδεικνυόταν από την αποψινή κλήρωση. «Ζητώ από την Πόλη να θανατώσει ή εξορίσει τον εχθρό της, Αριστοφάνη». Κι άλλο σούσουρο, πιο έντονο τούτη τη φορά, την ώρα που ο Κλέων δικαιολογούσε την απαίτησή του με τους στίχους του Αισχύλου: «Με δίδαξαν τους προδότες να μισώ. / Και δεν υπάρχει αρρώστια άλλη απ’ αυτήν / που να σιχαίνομαι περισσότερο.»
12
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ένας άλλος βουλευτής ξερόβηξε, όχι για ν’ ακουστεί καλύτερα, αλλά για να μαλακώσει το στυφό από τα κατάλοιπα της αλκοόλης λαιμό του. «Εχμ... Ποιος είναι αυτός ο Αριστοφάνης, και γιατί στρέφεσαι εναντίον του; Εγώ ξέρω αυτό που ανακοινώθηκε χτες από τον άρχοντα βασιλέα, ότι Χορό για τη χτεσινή κωμωδία είχε ζητήσει ο Καλλίστρατος και ότι αυτός είναι που τη δίδαξε.» Ο Κλέων έβαλε τα γέλια και με λίγη καθυστέρηση και οι μπράβοι του. «Ζηλεύεις τους ποιητές της κωμωδίας, βουλευτά μου;» Η ειρωνεία δεν απευθυνόταν μόνο στο βουλευτή που είχε εκφράσει εκείνη την απορία, αλλά και σε κάθε άλλον που θα προσπαθούσε ν’ απορρίψει την καταγγελία του με μια παρόμοια δικαιολογία. «Μπορεί να ήταν ο Καλλίστρατος αυτός που ζήτησε το Χορό, όμως όλοι ξέρουμε ότι την χτεσινή κωμωδία την έγραψε και τη δίδαξε ο Αριστοφάνης, ο ερωμένος του! Μα, και στον προαγώνα, όταν ο Καλλίστρατος παρουσίαζε την υπόθεση της κωμωδίας και τους ηθοποιούς, όλοι μας δεν είδαμε ότι τον Διόνυσο τον έπαιζε ο ίδιος ο Αριστοφάνης;» Η φράση του Κλέωνα πνίγηκε σε μουρμουρητά επιδοκιμασίας από πολλούς βουλευτές και παριστάμενους. Όντως, όταν ο Διόνυσος μετά το τέλος της παράστασης έβγαλε το προσωπείο του για να χαιρετίσει τους θεατές, όλοι είχαν αναγνωρίσει το νεαρό μελαχρινό ποιητή. «Τι φοβάστε;» κάγχασε ο Κλέων όταν καταλάγιασαν τα μουρμουρητά των παρισταμένων. «Ας γίνει η δίκη, και εκεί ας αποδείξει ότι δεν είναι δικό του έργο κι ας τον αθωώσετε. Όμως είμαι σίγουρος ότι ούτε καν θα τολμήσει κάτι τέτοιο.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
13
Ακολούθησε κι άλλη βαβούρα κι αμηχανία ανάμεσα στους βουλευτές. Πήρε το λόγο ο πρόεδρος. «Εχμ... Κλέωνα, με βάση ποιο νόμο ζητάς την καταδίκη του Αριστοφάνη;» «Μα, είναι, νομίζω προφανές: Με τους νόμους για προδοσία. Νόμος που ν’ απαγορεύει στους ποιητές τη διακωμώδηση της πόλης δεν υπάρχει, δυστυχώς. Το έγκλημα της προδοσίας όμως υπάρχει και τιμωρείται αυστηρά από τους πατρώους νόμους! Στη δίκη που θα γίνει θα σας αποδείξω με τα πιο αδιάσειστα τεκμήρια ότι αυτό το υποκείμενο, ο Αριστοφάνης, αρίστευσε σ’ έναν καινούριο τρόπο στο να διαπράττει κανείς προδοσία!» «Ω Κλέωνα, κάνεις λάθος». Ένας γέρος βουλευτής σηκώθηκε και πήρε το λόγο. Θα μου συγχωρήσετε βέβαια την παρέμβαση, μιας και τώρα που το σκέφτομαι, το προσδιοριστικό “γέρος” δεν έχει και μεγάλη αξία, μιας και η μεγάλη ηλικία ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που μοιραζόταν η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματούχων αυτών για λόγους καθαρά πρακτικούς, μιας κι από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος και οι νεότεροι Αθηναίοι έφευγαν σε εκστρατείες, στη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν κυρίως ηλικιωμένοι. »Τέτοιος νόμος υπήρξε, αλλά καταργήθηκε, συνέχισε ο βουλευτής. Αυτό σημαίνει κάτι συγκεκριμένο: Η δημοκρατία μας έχει ήδη βρεθεί μπροστά σ’ ένα παρόμοιο ζήτημα κι αποφάσισε ότι τελικά οι ποιητές που στις κωμωδίες τους αναφέρονται σκωπτικά στις αρχές της Πόλης δεν εγκληματούν. Επομένως δεν υπάρχει λόγος, άνδρες Αθηναίοι, να προχωρήσουμε στην εξέταση της εισαγγελίας του Κλέωνα. Προτείνω την απόρριψή της.» Ο Κλέων κοκκίνισε από τσαντίλα, καθώς τα λόγια του γέρου –αν κρίνουμε κι από τις επιδοκιμασίες που τα ακο-
12
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ένας άλλος βουλευτής ξερόβηξε, όχι για ν’ ακουστεί καλύτερα, αλλά για να μαλακώσει το στυφό από τα κατάλοιπα της αλκοόλης λαιμό του. «Εχμ... Ποιος είναι αυτός ο Αριστοφάνης, και γιατί στρέφεσαι εναντίον του; Εγώ ξέρω αυτό που ανακοινώθηκε χτες από τον άρχοντα βασιλέα, ότι Χορό για τη χτεσινή κωμωδία είχε ζητήσει ο Καλλίστρατος και ότι αυτός είναι που τη δίδαξε.» Ο Κλέων έβαλε τα γέλια και με λίγη καθυστέρηση και οι μπράβοι του. «Ζηλεύεις τους ποιητές της κωμωδίας, βουλευτά μου;» Η ειρωνεία δεν απευθυνόταν μόνο στο βουλευτή που είχε εκφράσει εκείνη την απορία, αλλά και σε κάθε άλλον που θα προσπαθούσε ν’ απορρίψει την καταγγελία του με μια παρόμοια δικαιολογία. «Μπορεί να ήταν ο Καλλίστρατος αυτός που ζήτησε το Χορό, όμως όλοι ξέρουμε ότι την χτεσινή κωμωδία την έγραψε και τη δίδαξε ο Αριστοφάνης, ο ερωμένος του! Μα, και στον προαγώνα, όταν ο Καλλίστρατος παρουσίαζε την υπόθεση της κωμωδίας και τους ηθοποιούς, όλοι μας δεν είδαμε ότι τον Διόνυσο τον έπαιζε ο ίδιος ο Αριστοφάνης;» Η φράση του Κλέωνα πνίγηκε σε μουρμουρητά επιδοκιμασίας από πολλούς βουλευτές και παριστάμενους. Όντως, όταν ο Διόνυσος μετά το τέλος της παράστασης έβγαλε το προσωπείο του για να χαιρετίσει τους θεατές, όλοι είχαν αναγνωρίσει το νεαρό μελαχρινό ποιητή. «Τι φοβάστε;» κάγχασε ο Κλέων όταν καταλάγιασαν τα μουρμουρητά των παρισταμένων. «Ας γίνει η δίκη, και εκεί ας αποδείξει ότι δεν είναι δικό του έργο κι ας τον αθωώσετε. Όμως είμαι σίγουρος ότι ούτε καν θα τολμήσει κάτι τέτοιο.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
13
Ακολούθησε κι άλλη βαβούρα κι αμηχανία ανάμεσα στους βουλευτές. Πήρε το λόγο ο πρόεδρος. «Εχμ... Κλέωνα, με βάση ποιο νόμο ζητάς την καταδίκη του Αριστοφάνη;» «Μα, είναι, νομίζω προφανές: Με τους νόμους για προδοσία. Νόμος που ν’ απαγορεύει στους ποιητές τη διακωμώδηση της πόλης δεν υπάρχει, δυστυχώς. Το έγκλημα της προδοσίας όμως υπάρχει και τιμωρείται αυστηρά από τους πατρώους νόμους! Στη δίκη που θα γίνει θα σας αποδείξω με τα πιο αδιάσειστα τεκμήρια ότι αυτό το υποκείμενο, ο Αριστοφάνης, αρίστευσε σ’ έναν καινούριο τρόπο στο να διαπράττει κανείς προδοσία!» «Ω Κλέωνα, κάνεις λάθος». Ένας γέρος βουλευτής σηκώθηκε και πήρε το λόγο. Θα μου συγχωρήσετε βέβαια την παρέμβαση, μιας και τώρα που το σκέφτομαι, το προσδιοριστικό “γέρος” δεν έχει και μεγάλη αξία, μιας και η μεγάλη ηλικία ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά που μοιραζόταν η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματούχων αυτών για λόγους καθαρά πρακτικούς, μιας κι από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος και οι νεότεροι Αθηναίοι έφευγαν σε εκστρατείες, στη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν κυρίως ηλικιωμένοι. »Τέτοιος νόμος υπήρξε, αλλά καταργήθηκε, συνέχισε ο βουλευτής. Αυτό σημαίνει κάτι συγκεκριμένο: Η δημοκρατία μας έχει ήδη βρεθεί μπροστά σ’ ένα παρόμοιο ζήτημα κι αποφάσισε ότι τελικά οι ποιητές που στις κωμωδίες τους αναφέρονται σκωπτικά στις αρχές της Πόλης δεν εγκληματούν. Επομένως δεν υπάρχει λόγος, άνδρες Αθηναίοι, να προχωρήσουμε στην εξέταση της εισαγγελίας του Κλέωνα. Προτείνω την απόρριψή της.» Ο Κλέων κοκκίνισε από τσαντίλα, καθώς τα λόγια του γέρου –αν κρίνουμε κι από τις επιδοκιμασίες που τα ακο-
14
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λούθησαν– βρήκαν πολλούς από τους παριστάμενους σύμφωνους. «Τι είναι αυτά που λες, γέρο; Καταλαβαίνεις τι λες;» Δεν έκανε καμία προσπάθεια να φανεί ευγενικός, ενώ οι προσβολές του δεν προξένησαν έκπληξη σε κανέναν από τους παριστάμενους. «Μήπως δεν ήσουν χτες στο θέατρο για ν’ ακούσεις τα αίσχη που έσυρε ο Αριστοφάνης στην πόλη και τους πολίτες, και μάλιστα ενώπιον όλων εκείνων των ξένων;» Ο γέρος δυνάμωσε κι αυτός τη φωνή του, μπας κι ακουστεί πάνω από τις γκαρίλες των μπράβων του Κλέωνα. «Ξέρω πολύ καλά τι λέω, Κλέωνα. Και ήμουν χτες στο θέατρο. Δεν άκουσα τίποτα απ’ αυτά που λες. Αντιθέτως, άκουσα τον Αριστοφάνη να κοροϊδεύει εσένα. Όσο και να σε συμπαθώ και να σε εκτιμώ σαν άνθρωπο και σαν πολιτικό, δεν αισθάνομαι τόσο φίλος σου για να προσβληθώ και εγώ όταν σε υβρίζει κάποιος άλλος. Μόνο όταν υβρίζει εμένα ή τους φίλους μου προσβάλλομαι και του απαντώ ανάλογα. Και εμένα ο Αριστοφάνης δεν με έθιξε ούτε στιγμή, ούτε προσωπικά, ούτε πιο πολύ σαν πολίτη της ένδοξης Αθήνας.» Ο γέρος σουλούπωσε λίγο το χιτώνα του και κάθισε βαριά στον ξύλινο πάγκο. Τα καινούρια μουρμουρητά που ακολούθησαν την απάντηση του γέρου πρόδιδαν τα ανάμεικτα συναισθήματα των βουλευτών και των άλλων παριστάμενων. Ο Κλέων, όμως, γρύλισε με λύσσα μερικούς ακόμα στίχους του Αισχύλου. «Τώρα στα γηρατειά σου θα το μάθεις / πόσο βαρύ ’ναι για τον γέροντα, όταν / με το στανιό τη φρόνηση τού βάζουν. / Βασανισμοί της πείνας κι αλυσίδες / οι πιο καλοί γιατροί ’ναι να διδάξουν /και τα μυαλά ενός γέρου.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
15
Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος είχε εξαφανιστεί πίσω από κάτι ράφια με ξύλινες κερωμένες πλάκες, προσπαθώντας να βρει τη διαδικασία που προέβλεπαν οι νόμοι για την Εισαγγελία. Άλλωστε, ένας απλός ξυλουργός ήταν, που η τύχη τον έφερε εδώ πέρα. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να γνωρίζει ακριβώς τα προβλεπόμενα από το νόμο για κάθε τι που θα έρθει του κάθε πολίτη να ξεφουρνίσει εκεί μέσα. Στα 55 του χρόνια, βέβαια, είχε δει αρκετές εισαγγελίες. Ήταν η αγαπημένη δίκη αυτών που ασχολούνταν πιο δραστήρια από τους υπόλοιπους με τα κοινά. Όταν δεν μπορούσαν να βρουν ένα συγκεκριμένο νόμο για να κυνηγήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, έρχονταν στη Βουλή κι απηύθυναν εισαγγελία με μια τυπική συνήθως δικαιολογία. Από την εμπειρία του σαν θεατής τέτοιων δικαστηρίων ο πρόεδρος μπορούσε ν’ απαντήσει σε κάθε ενδιαφερόμενο για τη διαδικασία, λέγοντάς του, ότι η εισαγγελία μπορούσε να πάρει διάφορους δρόμους. Έπρεπε όμως να δει τα χαραγμένα στο κερί γράμματα για να πει ξεκάθαρα ποια στοιχεία οδηγούσαν στον ένα ή στον άλλο δρόμο την εισαγγελία. Ψάχνοντας τις πλάκες έβριζε τη ρημάδα την ατυχία του, που τον κλήρωσε πρόεδρο για κείνη τη μέρα. Σίγουρα κάποιον θεό θα είχε προσβάλλει με κάποια πράξη ή παράλειψή του. Γύρευε τώρα ποια πράξη ήταν αυτή και ποιος ήταν ο τσαντισμένος θεός για να τον εξευμενίσει.... Τέλος πάντων, όταν βρήκε αυτό που έψαχνε επέστρεψε στο χώρο που ήσαν συγκεντρωμένοι οι Βουλευτές. «Λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι.» Αράδιασε στη σειρά μπροστά του στο έδρανο τις κέρινες πλάκες δεμένες μεταξύ τους με χοντρό σπάγκο. «Σύμφωνα με τον Εισαγγελικό μας Νόμο, πρέπει αυτή τη στιγμή να ψηφίσουμε, αν απορρίπτουμε την κατηγορία ή τη δεχόμαστε και προχωρούμε σε
14
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λούθησαν– βρήκαν πολλούς από τους παριστάμενους σύμφωνους. «Τι είναι αυτά που λες, γέρο; Καταλαβαίνεις τι λες;» Δεν έκανε καμία προσπάθεια να φανεί ευγενικός, ενώ οι προσβολές του δεν προξένησαν έκπληξη σε κανέναν από τους παριστάμενους. «Μήπως δεν ήσουν χτες στο θέατρο για ν’ ακούσεις τα αίσχη που έσυρε ο Αριστοφάνης στην πόλη και τους πολίτες, και μάλιστα ενώπιον όλων εκείνων των ξένων;» Ο γέρος δυνάμωσε κι αυτός τη φωνή του, μπας κι ακουστεί πάνω από τις γκαρίλες των μπράβων του Κλέωνα. «Ξέρω πολύ καλά τι λέω, Κλέωνα. Και ήμουν χτες στο θέατρο. Δεν άκουσα τίποτα απ’ αυτά που λες. Αντιθέτως, άκουσα τον Αριστοφάνη να κοροϊδεύει εσένα. Όσο και να σε συμπαθώ και να σε εκτιμώ σαν άνθρωπο και σαν πολιτικό, δεν αισθάνομαι τόσο φίλος σου για να προσβληθώ και εγώ όταν σε υβρίζει κάποιος άλλος. Μόνο όταν υβρίζει εμένα ή τους φίλους μου προσβάλλομαι και του απαντώ ανάλογα. Και εμένα ο Αριστοφάνης δεν με έθιξε ούτε στιγμή, ούτε προσωπικά, ούτε πιο πολύ σαν πολίτη της ένδοξης Αθήνας.» Ο γέρος σουλούπωσε λίγο το χιτώνα του και κάθισε βαριά στον ξύλινο πάγκο. Τα καινούρια μουρμουρητά που ακολούθησαν την απάντηση του γέρου πρόδιδαν τα ανάμεικτα συναισθήματα των βουλευτών και των άλλων παριστάμενων. Ο Κλέων, όμως, γρύλισε με λύσσα μερικούς ακόμα στίχους του Αισχύλου. «Τώρα στα γηρατειά σου θα το μάθεις / πόσο βαρύ ’ναι για τον γέροντα, όταν / με το στανιό τη φρόνηση τού βάζουν. / Βασανισμοί της πείνας κι αλυσίδες / οι πιο καλοί γιατροί ’ναι να διδάξουν /και τα μυαλά ενός γέρου.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
15
Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος είχε εξαφανιστεί πίσω από κάτι ράφια με ξύλινες κερωμένες πλάκες, προσπαθώντας να βρει τη διαδικασία που προέβλεπαν οι νόμοι για την Εισαγγελία. Άλλωστε, ένας απλός ξυλουργός ήταν, που η τύχη τον έφερε εδώ πέρα. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να γνωρίζει ακριβώς τα προβλεπόμενα από το νόμο για κάθε τι που θα έρθει του κάθε πολίτη να ξεφουρνίσει εκεί μέσα. Στα 55 του χρόνια, βέβαια, είχε δει αρκετές εισαγγελίες. Ήταν η αγαπημένη δίκη αυτών που ασχολούνταν πιο δραστήρια από τους υπόλοιπους με τα κοινά. Όταν δεν μπορούσαν να βρουν ένα συγκεκριμένο νόμο για να κυνηγήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, έρχονταν στη Βουλή κι απηύθυναν εισαγγελία με μια τυπική συνήθως δικαιολογία. Από την εμπειρία του σαν θεατής τέτοιων δικαστηρίων ο πρόεδρος μπορούσε ν’ απαντήσει σε κάθε ενδιαφερόμενο για τη διαδικασία, λέγοντάς του, ότι η εισαγγελία μπορούσε να πάρει διάφορους δρόμους. Έπρεπε όμως να δει τα χαραγμένα στο κερί γράμματα για να πει ξεκάθαρα ποια στοιχεία οδηγούσαν στον ένα ή στον άλλο δρόμο την εισαγγελία. Ψάχνοντας τις πλάκες έβριζε τη ρημάδα την ατυχία του, που τον κλήρωσε πρόεδρο για κείνη τη μέρα. Σίγουρα κάποιον θεό θα είχε προσβάλλει με κάποια πράξη ή παράλειψή του. Γύρευε τώρα ποια πράξη ήταν αυτή και ποιος ήταν ο τσαντισμένος θεός για να τον εξευμενίσει.... Τέλος πάντων, όταν βρήκε αυτό που έψαχνε επέστρεψε στο χώρο που ήσαν συγκεντρωμένοι οι Βουλευτές. «Λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι.» Αράδιασε στη σειρά μπροστά του στο έδρανο τις κέρινες πλάκες δεμένες μεταξύ τους με χοντρό σπάγκο. «Σύμφωνα με τον Εισαγγελικό μας Νόμο, πρέπει αυτή τη στιγμή να ψηφίσουμε, αν απορρίπτουμε την κατηγορία ή τη δεχόμαστε και προχωρούμε σε
16
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
δίκη.» Σε κάθε μικρή παύση που έκανε για να πάρει ανάσα σήκωνε τα μάτια από τις πλάκες και κοιτούσε προς τη συνοδεία του Κλέωνα. Ένας από τους ακολούθους του μελετούσε τις δικές του ξύλινες πλάκες. Σίγουρα πριν έρθει με τους άλλους στη Βουλή, είχε βρει τη μαρμάρινη στήλη, στην οποία ήταν χαραγμένος –για να διατηρηθεί αιώνια αναλλοίωτος– ο Εισαγγελικός Νόμος, όπως ακριβώς τον ψήφισαν οι πολίτες, και τον είχε αντιγράψει στις πλάκες του, έτοιμος να παρέμβει αν από τη μεριά του προέδρου ακουγόταν κάτι λάθος ή αν παραλειπόταν μια κρίσιμη για τις ορέξεις του Κλέωνα διάταξη. Το άγχος του πολλαπλασιάστηκε: «Αν αποφασίσουμε το δεύτερο, δηλαδή την παραπομπή σε δίκη, εγώ και οι πρυτάνεις θα συνεδριάσουμε και θ’ αποφασίσουμε αν θα κρατήσουμε την εισαγγελία εδώ στη Βουλή, για να τη δικάσει το σώμα των βουλευτών τον επόμενο μήνα, την ίδια ακριβώς ημέρα, ή αν θα εκδώσουμε κατάγνωση. »Με την κατάγνωση παραπέμπουμε την εκδίκαση της εισαγγελίας είτε στην Εκκλησία του Δήμου, για να τη δικάσει στην πρώτη της συνεδρίαση τον επόμενο μήνα, είτε στην Ηλιαία.» Το πρώτο αίτημα του Κλέωνα, την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ηλιαίας, αυτό που θα επέσυρε και τη βαρύτερη ποινή, το είχε αναφέρει τελευταίο όχι γιατί το απευχόταν, αλλά γιατί έτσι ήταν γραμμένο στις πλάκες. Ο Κλέων δεν χρειαζόταν να γυρίσει προς τον άνθρωπό του, για να επιβεβαιώσει αν ο πρόεδρος είχε αναγνώσει σωστά όσα όριζε η Εισαγγελία. Τις διατάξεις τις ήξερε όλες απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε κινηθεί με την ίδια τακτική κατά πολιτικών αντιπάλων του. Άρχισε, λοιπόν, να παροτρύνει έντονα τους βουλευτές
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
17
να σηκώσουν τα χέρια τους και να ψηφίσουν στο να προχωρήσει η δίκη. Το ίδιο και η κουστωδία του –με άναρθρες κραυγές του τύπου, «Ψηφίστε, σκοτώστε, εξορίστε». Ο πρόεδρος ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία έβαλε το ζήτημα σε ψηφοφορία: «Όσοι θεωρούν ότι πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση του Κλέωνα, ας σηκώσουν τα χέρια τους». Βαριεστημένα, σίγουρος ότι δεν είχε πείσει κανέναν από τους συναδέλφους του, ο γέρος που “την είχε πει” προηγουμένως στον Κλέωνα σήκωσε το χέρι του. Τον ακολούθησαν, δειλά δειλά, άλλοι 7-8 από τους 500! Τι μέτρησε στο μυαλό των βουλευτών και δέχτηκαν να δικάσουν την Καταγγελία του Κλέωνα; Ο φόβος για τον πιο βίαιο των Αθηναίων πολιτών, όπως τον χαρακτήρισε μερικά χρόνια αργότερα ο Θουκυδίδης; Η φιλοδικία των Αθηναίων και η λαχτάρα τους για κάτι το πολύκροτο, για ν’ απομακρυνθεί λίγο το μυαλό τους από τις σκοτούρες του καταστροφικού πολέμου; Η πεποίθηση ότι όντως ο Αριστοφάνης με αυτά που έδειχνε στην κωμωδία του είχε ξεπεράσει τα όρια της κωμωδίας και φλέρταρε με την προδοσία; Ψηφίζοντας την παραπομπή στη δίκη φανέρωναν άραγε τις ενοχές που τους τυραννούσαν για τα γέλια τους που τράνταξαν την προηγούμενη μέρα το Θέατρο, όταν ο Διόνυσος έψαχνε απελπισμένος να βρει διακόσιες δραχμές ή δύο ακριβά ποτήρια, την ταρίφα δηλαδή που του ζήτησε ο δημαγωγός για να τον αθωώσει στο δικαστήριο; Φαντάζομαι ότι στο μυαλό των βουλευτών υπήρχε λίγο απ’ όλα. Άλλωστε, αυτοί που φοβόντουσαν ν’ απαλλάξουν τον Αριστοφάνη από τις κατηγορίες του Κλέωνα λέγανε στον εαυτό τους για να δικαιολογηθούν, ότι η δίκη έτσι
16
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
δίκη.» Σε κάθε μικρή παύση που έκανε για να πάρει ανάσα σήκωνε τα μάτια από τις πλάκες και κοιτούσε προς τη συνοδεία του Κλέωνα. Ένας από τους ακολούθους του μελετούσε τις δικές του ξύλινες πλάκες. Σίγουρα πριν έρθει με τους άλλους στη Βουλή, είχε βρει τη μαρμάρινη στήλη, στην οποία ήταν χαραγμένος –για να διατηρηθεί αιώνια αναλλοίωτος– ο Εισαγγελικός Νόμος, όπως ακριβώς τον ψήφισαν οι πολίτες, και τον είχε αντιγράψει στις πλάκες του, έτοιμος να παρέμβει αν από τη μεριά του προέδρου ακουγόταν κάτι λάθος ή αν παραλειπόταν μια κρίσιμη για τις ορέξεις του Κλέωνα διάταξη. Το άγχος του πολλαπλασιάστηκε: «Αν αποφασίσουμε το δεύτερο, δηλαδή την παραπομπή σε δίκη, εγώ και οι πρυτάνεις θα συνεδριάσουμε και θ’ αποφασίσουμε αν θα κρατήσουμε την εισαγγελία εδώ στη Βουλή, για να τη δικάσει το σώμα των βουλευτών τον επόμενο μήνα, την ίδια ακριβώς ημέρα, ή αν θα εκδώσουμε κατάγνωση. »Με την κατάγνωση παραπέμπουμε την εκδίκαση της εισαγγελίας είτε στην Εκκλησία του Δήμου, για να τη δικάσει στην πρώτη της συνεδρίαση τον επόμενο μήνα, είτε στην Ηλιαία.» Το πρώτο αίτημα του Κλέωνα, την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ηλιαίας, αυτό που θα επέσυρε και τη βαρύτερη ποινή, το είχε αναφέρει τελευταίο όχι γιατί το απευχόταν, αλλά γιατί έτσι ήταν γραμμένο στις πλάκες. Ο Κλέων δεν χρειαζόταν να γυρίσει προς τον άνθρωπό του, για να επιβεβαιώσει αν ο πρόεδρος είχε αναγνώσει σωστά όσα όριζε η Εισαγγελία. Τις διατάξεις τις ήξερε όλες απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε κινηθεί με την ίδια τακτική κατά πολιτικών αντιπάλων του. Άρχισε, λοιπόν, να παροτρύνει έντονα τους βουλευτές
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
17
να σηκώσουν τα χέρια τους και να ψηφίσουν στο να προχωρήσει η δίκη. Το ίδιο και η κουστωδία του –με άναρθρες κραυγές του τύπου, «Ψηφίστε, σκοτώστε, εξορίστε». Ο πρόεδρος ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία έβαλε το ζήτημα σε ψηφοφορία: «Όσοι θεωρούν ότι πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση του Κλέωνα, ας σηκώσουν τα χέρια τους». Βαριεστημένα, σίγουρος ότι δεν είχε πείσει κανέναν από τους συναδέλφους του, ο γέρος που “την είχε πει” προηγουμένως στον Κλέωνα σήκωσε το χέρι του. Τον ακολούθησαν, δειλά δειλά, άλλοι 7-8 από τους 500! Τι μέτρησε στο μυαλό των βουλευτών και δέχτηκαν να δικάσουν την Καταγγελία του Κλέωνα; Ο φόβος για τον πιο βίαιο των Αθηναίων πολιτών, όπως τον χαρακτήρισε μερικά χρόνια αργότερα ο Θουκυδίδης; Η φιλοδικία των Αθηναίων και η λαχτάρα τους για κάτι το πολύκροτο, για ν’ απομακρυνθεί λίγο το μυαλό τους από τις σκοτούρες του καταστροφικού πολέμου; Η πεποίθηση ότι όντως ο Αριστοφάνης με αυτά που έδειχνε στην κωμωδία του είχε ξεπεράσει τα όρια της κωμωδίας και φλέρταρε με την προδοσία; Ψηφίζοντας την παραπομπή στη δίκη φανέρωναν άραγε τις ενοχές που τους τυραννούσαν για τα γέλια τους που τράνταξαν την προηγούμενη μέρα το Θέατρο, όταν ο Διόνυσος έψαχνε απελπισμένος να βρει διακόσιες δραχμές ή δύο ακριβά ποτήρια, την ταρίφα δηλαδή που του ζήτησε ο δημαγωγός για να τον αθωώσει στο δικαστήριο; Φαντάζομαι ότι στο μυαλό των βουλευτών υπήρχε λίγο απ’ όλα. Άλλωστε, αυτοί που φοβόντουσαν ν’ απαλλάξουν τον Αριστοφάνη από τις κατηγορίες του Κλέωνα λέγανε στον εαυτό τους για να δικαιολογηθούν, ότι η δίκη έτσι
18
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κι αλλιώς θα ήταν δίκαιη κι αν ο Αριστοφάνης ήταν αθώος αυτό θ’ αποδεικνυόταν. Το αιώνιο «καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται», η χειρότερη κουβέντα παρηγοριάς που μπορεί κάποιος αδαής να δώσει σ’ έναν κατηγορούμενο πριν από μια δίκη με τόσο σοβαρά διακυβεύματα. Ίσως έτσι να εξηγείται το σύννεφο των χεριών που σηκώθηκε όταν ο πρόεδρος κάλεσε να ψηφίσουν αυτοί που ήθελαν η καταγγελία του Κλέωνα να προχωρήσει σε δίκη. Με τη λήξη της ψηφοφορίας οι 50 Πρυτάνεις, οι βουλευτές δηλαδή που ανήκαν στη φυλή που ασκούσε κατά κάποιον τρόπο την εξουσία για κείνον το μήνα, σηκώθηκαν από τα έδρανά τους και πήγαν στο Πρυτανείο, το κτίριο που κοιμόντουσαν όσον καιρό ασκούσαν αυτά τα καθήκοντα. Το κτίριο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Βουλευτήριο, στο κέντρο της Αγοράς, και λόγω της θολωτής οροφής του όλοι το έλεγαν –πώς αλλιώς; – «Θόλο». Η συζήτηση στο Θόλο πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για ν’ αποτελέσει μια δυναμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε εκπροσώπους και οπαδούς των δύο αντιπάλων παρατάξεων. Πρώτα όμως έπρεπε να λυθούν άλλα προβλήματα, με πρώτο και κύριο να κατανοήσουν οι 50 –ως επί το πλείστον απλοί άνθρωποι– τα λεπτά νομικά ζητήματα που εμπεριείχε η πρόταση του Κλέωνα. Ο τίτλος, «Πρυτάνεις Βουλευτές», που έφεραν γι’ αυτό το μήνα εκείνοι οι μεροκαματιάρηδες, οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι βιοτέχνες δε σήμαινε ότι με κάποια θεϊκή παρέμβαση η Θέμιδα είχε εμφυσήσει στο πνεύμα τους όλες τις νομικές λεπτομέρειες των Νόμων της Πολιτείας που υπηρετούσαν. Τη δύσκολη δουλειά ανέλαβαν οι τέσσερις πέντε νομομαθείς που ήταν φυσιολογικό –αν δεχτούμε τις αναλογίες στον πληθυσμό της Αθήνας εκείνη την περίοδο– να βρίσκονται ανάμεσά τους. Όμως –όπως συμβαίνει με
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
19
όλα σχεδόν τα νομικά ζητήματα– κανένας νομομαθής δεν μένει στην απαγγελία του γράμματος των εκάστοτε διατάξεων. Στην προσπάθειά του να τις ερμηνεύσει και να τις κάνει κατανοητές στο συνομιλητή του το πνεύμα του θολώνει από την προσωπική του γνώμη, τις πολιτικές του απόψεις, τις επιδιώξεις και στο τέλος τα θέλω του για τη διαδικασία στην οποία καλείται να πάρει θέση. Κι έτσι, αυτό που ξεκινά σαν προσπάθεια εξήγησης και ερμηνείας καταλήγει –χωρίς να είναι προσχεδιασμένο, στην καλύτερη των περιπτώσεων– σε προσπάθεια καθοδήγησης και χειραγώγησης. Ήταν εντυπωσιακό το πώς χωρίς να είναι προετοιμασμένοι, χωρίς να έχουν προλάβει καν να συνεννοηθούν με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της κάθε παράταξης, οι πρυτάνεις βουλευτές στρατεύτηκαν πίσω από τις αντικρουόμενες απόψεις με αξιοθαύμαστη κομματική πειθαρχία: Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής μερίδας υποστήριζαν με πάθος ό, τι άκουσαν να επικαλείται λίγες στιγμές νωρίτερα ο αρχηγός τους ο Κλέων, ενώ οι οπαδοί της αντίπαλης συντηρητικής μερίδας ήσαν ανυποχώρητοι στα εντελώς αντίθετα, μόνο και μόνο επειδή ήταν τέτοια η βούληση του Κλέωνα! Ω, μα οι βουλευτές ήσαν κι αυτοί άνθρωποι. Το ότι κληρώθηκαν για τη Βουλή δε σήμαινε ότι έβαζαν στην άκρη όλα αυτά που πίστευαν στην υπόλοιπη ζωή τους, μπροστά στη γενική και εντελώς αόριστη –για να μη πω κενή– έννοια του «συμφέροντος της πόλης». Αυτοί που ήσαν οπαδοί της δημοκρατικής παράταξης παρέμεναν τέτοιοι και όταν περνούσαν την πόρτα του Βουλευτηρίου ή του Θόλου, προσπαθώντας οι τοποθετήσεις και οι ψήφοι τους να ταιριάζουν με τα πιστεύω και τα συμφέροντα αυτής της παράταξης. Το ίδιο και οι άλλοι, οι Ολιγαρχικοί. Από κοντά ακολουθούσαν κι εκείνοι που δεν ήσαν ούτε με τους μεν
18
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κι αλλιώς θα ήταν δίκαιη κι αν ο Αριστοφάνης ήταν αθώος αυτό θ’ αποδεικνυόταν. Το αιώνιο «καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται», η χειρότερη κουβέντα παρηγοριάς που μπορεί κάποιος αδαής να δώσει σ’ έναν κατηγορούμενο πριν από μια δίκη με τόσο σοβαρά διακυβεύματα. Ίσως έτσι να εξηγείται το σύννεφο των χεριών που σηκώθηκε όταν ο πρόεδρος κάλεσε να ψηφίσουν αυτοί που ήθελαν η καταγγελία του Κλέωνα να προχωρήσει σε δίκη. Με τη λήξη της ψηφοφορίας οι 50 Πρυτάνεις, οι βουλευτές δηλαδή που ανήκαν στη φυλή που ασκούσε κατά κάποιον τρόπο την εξουσία για κείνον το μήνα, σηκώθηκαν από τα έδρανά τους και πήγαν στο Πρυτανείο, το κτίριο που κοιμόντουσαν όσον καιρό ασκούσαν αυτά τα καθήκοντα. Το κτίριο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Βουλευτήριο, στο κέντρο της Αγοράς, και λόγω της θολωτής οροφής του όλοι το έλεγαν –πώς αλλιώς; – «Θόλο». Η συζήτηση στο Θόλο πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για ν’ αποτελέσει μια δυναμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε εκπροσώπους και οπαδούς των δύο αντιπάλων παρατάξεων. Πρώτα όμως έπρεπε να λυθούν άλλα προβλήματα, με πρώτο και κύριο να κατανοήσουν οι 50 –ως επί το πλείστον απλοί άνθρωποι– τα λεπτά νομικά ζητήματα που εμπεριείχε η πρόταση του Κλέωνα. Ο τίτλος, «Πρυτάνεις Βουλευτές», που έφεραν γι’ αυτό το μήνα εκείνοι οι μεροκαματιάρηδες, οι αγρότες, οι τεχνίτες και οι βιοτέχνες δε σήμαινε ότι με κάποια θεϊκή παρέμβαση η Θέμιδα είχε εμφυσήσει στο πνεύμα τους όλες τις νομικές λεπτομέρειες των Νόμων της Πολιτείας που υπηρετούσαν. Τη δύσκολη δουλειά ανέλαβαν οι τέσσερις πέντε νομομαθείς που ήταν φυσιολογικό –αν δεχτούμε τις αναλογίες στον πληθυσμό της Αθήνας εκείνη την περίοδο– να βρίσκονται ανάμεσά τους. Όμως –όπως συμβαίνει με
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
19
όλα σχεδόν τα νομικά ζητήματα– κανένας νομομαθής δεν μένει στην απαγγελία του γράμματος των εκάστοτε διατάξεων. Στην προσπάθειά του να τις ερμηνεύσει και να τις κάνει κατανοητές στο συνομιλητή του το πνεύμα του θολώνει από την προσωπική του γνώμη, τις πολιτικές του απόψεις, τις επιδιώξεις και στο τέλος τα θέλω του για τη διαδικασία στην οποία καλείται να πάρει θέση. Κι έτσι, αυτό που ξεκινά σαν προσπάθεια εξήγησης και ερμηνείας καταλήγει –χωρίς να είναι προσχεδιασμένο, στην καλύτερη των περιπτώσεων– σε προσπάθεια καθοδήγησης και χειραγώγησης. Ήταν εντυπωσιακό το πώς χωρίς να είναι προετοιμασμένοι, χωρίς να έχουν προλάβει καν να συνεννοηθούν με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της κάθε παράταξης, οι πρυτάνεις βουλευτές στρατεύτηκαν πίσω από τις αντικρουόμενες απόψεις με αξιοθαύμαστη κομματική πειθαρχία: Οι υποστηρικτές της δημοκρατικής μερίδας υποστήριζαν με πάθος ό, τι άκουσαν να επικαλείται λίγες στιγμές νωρίτερα ο αρχηγός τους ο Κλέων, ενώ οι οπαδοί της αντίπαλης συντηρητικής μερίδας ήσαν ανυποχώρητοι στα εντελώς αντίθετα, μόνο και μόνο επειδή ήταν τέτοια η βούληση του Κλέωνα! Ω, μα οι βουλευτές ήσαν κι αυτοί άνθρωποι. Το ότι κληρώθηκαν για τη Βουλή δε σήμαινε ότι έβαζαν στην άκρη όλα αυτά που πίστευαν στην υπόλοιπη ζωή τους, μπροστά στη γενική και εντελώς αόριστη –για να μη πω κενή– έννοια του «συμφέροντος της πόλης». Αυτοί που ήσαν οπαδοί της δημοκρατικής παράταξης παρέμεναν τέτοιοι και όταν περνούσαν την πόρτα του Βουλευτηρίου ή του Θόλου, προσπαθώντας οι τοποθετήσεις και οι ψήφοι τους να ταιριάζουν με τα πιστεύω και τα συμφέροντα αυτής της παράταξης. Το ίδιο και οι άλλοι, οι Ολιγαρχικοί. Από κοντά ακολουθούσαν κι εκείνοι που δεν ήσαν ούτε με τους μεν
20
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ούτε με τους δε, αλλά προσπαθούσαν με το δικό τους κάθε φορά τρόπο να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, συνάπτοντας χαλαρές και θνησιγενείς συμμαχίες πότε με τους μεν και πότε με τους δε. Τυχοδιωκτικές; Έστω. Αποτελεσματικές; Μάλλον. Πολύ γρήγορα όμως οι εντάσεις καταλάγιασαν και όταν ξεκαθαρίστηκαν στο μυαλό τους οι νομικές λεπτομέρειες κι όλα τα ενδεχόμενα, ανάλογα με τον κομματικό τους χρωματισμό, άνοιξε ο δρόμος για μια συμβιβαστική λύση στο ζήτημα που είχε τεθεί ενώπιόν τους. Αντίθετα απ’ ό, τι θα περίμεναν αρκετοί, αν κρίνεις κι από την ιδιοσυγκρασία του αρχηγού της δημοκρατικής παράταξης, δεν ήσαν πολλοί αυτοί που επέμεναν να στυλώνουν τα πόδια τους σαν τα γαϊδούρια, χωρίς να δέχονται τίποτα πέρα απ’ αυτά που είχε πει πρωτύτερα ο Κλέων. Τι στο καλό, το κύριο θέμα τους ήταν το Θέατρο, η Κωμωδία και όχι μια ακόμα πολιτική αντιπαράθεση του Κλέωνα με κάποιον πλούσιο Αριστοκρατικό. Μπορεί τον Αριστοφάνη να τον γνώριζαν λίγοι προσωπικά και τ’ όνομά του όπως και του πατέρα του να προδιέθετε –τουλάχιστον τους οπαδούς της δημοκρατικής μερίδας– αρνητικά (μην ξεχνάμε ότι τα συνθετικά «αριστο-» και «-ιππος» δήλωναν όχι μόνο ευγενική καταγωγή αλλά, συνήθως, κι αριστοκρατικές απόψεις), αλλά δεν είχε ακούσει κάποιος για τυχόν πολιτικές φιλοδοξίες του νεαρούλη ποιητή. Όσοι θυμούνταν και την προηγούμενη πρώτη του κωμωδία, τους “Δαιταλείς”, έλεγαν ότι ίσα ίσα, πιο πολύ για δασκαλάκος τους έμοιαζε ο Αριστοφάνης παρά για πολιτικός ρήτωρ. Αυτή η αναφορά και στην προηγούμενη κωμωδία του Αριστοφάνη –και τα χαμόγελα που στόλισαν τα πρόσωπα των βουλευτών στην ανάμνησή της– έγειρε ακόμα περισ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
21
σότερο την πλάστιγγα προς κάποια μετριοπαθή και συμβιβαστική λύση του θέματος. Ο Αριστοφάνης έδειχνε να είναι καλός κωμικός ποιητής. Και αυτό ενδιέφερε τους Αθηναίους το ίδιο με τις πικάντικες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ναι, στους θεατρικούς αγώνες δίναν τα βραβεία σε αυτούς που τους διακωμωδούσαν καλύτερα γι’ αυτά που ψήφιζαν στην Εκκλησία του Δήμου. Κανείς όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πότε έκαναν αυτό που πραγματικά ήθελαν. Όταν βράβευαν αυτόν που τους έβριζε γι’ αυτά που ψήφιζαν ή όταν ψήφιζαν από τύψεις που γελάσανε με κάτι αντίθετο με αυτά που πιστεύανε και θέλανε; Ω, κανείς δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με αυτό το ζήτημα. Και ποιο θα ήταν άλλωστε το νόημα για κάτι τέτοιο; Αυτό που είχε σημασία ήταν να συνεχιστεί αυτή η ζωή, αυτή η παράδοση, αυτό το γλυκό μπέρδεμα ανάμεσα στο Θέατρο και τη Συνέλευση, ανάμεσα στα θέλω και στα πράττω. Ναι, όλοι στέκονταν προσοχή όταν άκουγαν τις καταγγελίες του Κλέωνα, αλλά και όλοι, αυτοί οι ίδιοι, οι εαυτοί τους, γέλασαν με την ψυχή τους τη χτεσινή μέρα, βλέποντας τον θεατρικό αυτή τη φορά Κλέωνα να ταλαιπωρεί τον χορό που υποτίθεται ότι αποτελείτο από βαβυλώνιους δούλους, αλλά που στην πραγματικότητα ήσαν οι πολίτες των υποτελών πόλεων της Αθήνας. Το γέλιο ήταν κάτι δεδομένο για τους Αθηναίους, ειδικά σε αυτήν την περίοδο της καταστροφής και του ολέθρου. Θα πήγαιναν στο θέατρο και θα έβλεπαν να διακωμωδούνται χωρίς ντροπή και όριο όλοι οι ονομαστοί Αθηναίοι, ανεξάρτητα από αξίωμα και παράταξη. Τους ξετρέλαινε αυτό το πράγμα. Να βλέπουν γνωστό Αθηναίο να ξεφτιλίζεται στη σκηνή και μετά να τον ψάχνουν μέσα στο κοινό για να διακρίνουν τις αντιδράσεις του, αν γέλασε με τη διακωμώδησή του (το σπανιότερο) ή αν θύμωσε (το
20
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ούτε με τους δε, αλλά προσπαθούσαν με το δικό τους κάθε φορά τρόπο να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, συνάπτοντας χαλαρές και θνησιγενείς συμμαχίες πότε με τους μεν και πότε με τους δε. Τυχοδιωκτικές; Έστω. Αποτελεσματικές; Μάλλον. Πολύ γρήγορα όμως οι εντάσεις καταλάγιασαν και όταν ξεκαθαρίστηκαν στο μυαλό τους οι νομικές λεπτομέρειες κι όλα τα ενδεχόμενα, ανάλογα με τον κομματικό τους χρωματισμό, άνοιξε ο δρόμος για μια συμβιβαστική λύση στο ζήτημα που είχε τεθεί ενώπιόν τους. Αντίθετα απ’ ό, τι θα περίμεναν αρκετοί, αν κρίνεις κι από την ιδιοσυγκρασία του αρχηγού της δημοκρατικής παράταξης, δεν ήσαν πολλοί αυτοί που επέμεναν να στυλώνουν τα πόδια τους σαν τα γαϊδούρια, χωρίς να δέχονται τίποτα πέρα απ’ αυτά που είχε πει πρωτύτερα ο Κλέων. Τι στο καλό, το κύριο θέμα τους ήταν το Θέατρο, η Κωμωδία και όχι μια ακόμα πολιτική αντιπαράθεση του Κλέωνα με κάποιον πλούσιο Αριστοκρατικό. Μπορεί τον Αριστοφάνη να τον γνώριζαν λίγοι προσωπικά και τ’ όνομά του όπως και του πατέρα του να προδιέθετε –τουλάχιστον τους οπαδούς της δημοκρατικής μερίδας– αρνητικά (μην ξεχνάμε ότι τα συνθετικά «αριστο-» και «-ιππος» δήλωναν όχι μόνο ευγενική καταγωγή αλλά, συνήθως, κι αριστοκρατικές απόψεις), αλλά δεν είχε ακούσει κάποιος για τυχόν πολιτικές φιλοδοξίες του νεαρούλη ποιητή. Όσοι θυμούνταν και την προηγούμενη πρώτη του κωμωδία, τους “Δαιταλείς”, έλεγαν ότι ίσα ίσα, πιο πολύ για δασκαλάκος τους έμοιαζε ο Αριστοφάνης παρά για πολιτικός ρήτωρ. Αυτή η αναφορά και στην προηγούμενη κωμωδία του Αριστοφάνη –και τα χαμόγελα που στόλισαν τα πρόσωπα των βουλευτών στην ανάμνησή της– έγειρε ακόμα περισ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
21
σότερο την πλάστιγγα προς κάποια μετριοπαθή και συμβιβαστική λύση του θέματος. Ο Αριστοφάνης έδειχνε να είναι καλός κωμικός ποιητής. Και αυτό ενδιέφερε τους Αθηναίους το ίδιο με τις πικάντικες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ναι, στους θεατρικούς αγώνες δίναν τα βραβεία σε αυτούς που τους διακωμωδούσαν καλύτερα γι’ αυτά που ψήφιζαν στην Εκκλησία του Δήμου. Κανείς όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πότε έκαναν αυτό που πραγματικά ήθελαν. Όταν βράβευαν αυτόν που τους έβριζε γι’ αυτά που ψήφιζαν ή όταν ψήφιζαν από τύψεις που γελάσανε με κάτι αντίθετο με αυτά που πιστεύανε και θέλανε; Ω, κανείς δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με αυτό το ζήτημα. Και ποιο θα ήταν άλλωστε το νόημα για κάτι τέτοιο; Αυτό που είχε σημασία ήταν να συνεχιστεί αυτή η ζωή, αυτή η παράδοση, αυτό το γλυκό μπέρδεμα ανάμεσα στο Θέατρο και τη Συνέλευση, ανάμεσα στα θέλω και στα πράττω. Ναι, όλοι στέκονταν προσοχή όταν άκουγαν τις καταγγελίες του Κλέωνα, αλλά και όλοι, αυτοί οι ίδιοι, οι εαυτοί τους, γέλασαν με την ψυχή τους τη χτεσινή μέρα, βλέποντας τον θεατρικό αυτή τη φορά Κλέωνα να ταλαιπωρεί τον χορό που υποτίθεται ότι αποτελείτο από βαβυλώνιους δούλους, αλλά που στην πραγματικότητα ήσαν οι πολίτες των υποτελών πόλεων της Αθήνας. Το γέλιο ήταν κάτι δεδομένο για τους Αθηναίους, ειδικά σε αυτήν την περίοδο της καταστροφής και του ολέθρου. Θα πήγαιναν στο θέατρο και θα έβλεπαν να διακωμωδούνται χωρίς ντροπή και όριο όλοι οι ονομαστοί Αθηναίοι, ανεξάρτητα από αξίωμα και παράταξη. Τους ξετρέλαινε αυτό το πράγμα. Να βλέπουν γνωστό Αθηναίο να ξεφτιλίζεται στη σκηνή και μετά να τον ψάχνουν μέσα στο κοινό για να διακρίνουν τις αντιδράσεις του, αν γέλασε με τη διακωμώδησή του (το σπανιότερο) ή αν θύμωσε (το
22
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πιο συνηθισμένο). Και όσο περισσότερο κοκκίνιζε το θύμα της διακωμώδησης, τόσο περισσότερο γελάγανε όλοι τους! Σιγά μην κάθονταν να σκάσουν για το αν θίγονταν βαθυστόχαστες έννοιες, όπως η δημοκρατία και η πατρίδα. Αν η κωμωδία έλεγε αυτό που είχαν κι αυτοί στο κεφάλι τους, τότε θα το επιβράβευαν γελώντας. Για τη δημοκρατία τους και την πατρίδα τους δεν φοβόντουσαν τόσο τους ποιητές, όσο τους εαυτούς τους κι αυτούς που τους ανέχονταν να κάνουνε κουμάντο στην Εκκλησία του Δήμου. Από την άλλη όμως, τώρα που το ξαναφέρναν στο μυαλό τους οι Βουλευτές, το τι κάνουν αυτοί στις γιορτές τους με τους ποιητές τους ήταν καθαρά δικιά τους, Αθηναϊκή υπόθεση. Όντως, ο Κλέων είχε ένα δίκιο που έλεγε ότι ντροπιάστηκαν ενώπιον των ξένων πρέσβεων. Για παράδειγμα, όταν είδαν τους Σάμιους δούλους να εμφανίζονται με μια γλαύκα χαραγμένη στο μέτωπό τους, το σύμβολο της πόλης της Αθήνας, και το Διόνυσο να φωνάζει, με εκτίμηση: «Σαμιώτες, Σαμιώτες! Τι καλά διαβασμένος Δήμος, αλήθεια!» πέθαναν στο γέλιο. Γιατί; Γιατί θυμήθηκαν, πως κοντά 15 χρόνια νωρίτερα κατάφεραν οι τιμημένοι Αθηναίοι να ταπεινώσουν όχι μόνο τους Σάμιους, που τόλμησαν ν’ αποστατήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία, αλλά και τους Πέρσες και τους Λακεδαιμόνιους που έτρεξαν να τους βοηθήσουν. Όμως αυτή η σκηνή σίγουρα θα θύμιζε στους Σάμιους πρεσβευτές, που παρακολουθούσαν την κωμωδία από τις πρώτες πρώτες θέσεις, τη δικιά τους ταπείνωση, τη δικές τους απώλειες, τον δικό τους τσαλακωμένο εγωισμό. Από τη μία, μπορεί να τρόμαζαν μπροστά στην παντοδυναμία της Αθήνας, από την άλλη, ενθυμούμενοι αυτές τις μαύρες μέρες, μπορεί να πείσμωναν και να τους ξανάμπαινε στο μυαλό η ιδέα να δοκιμάσουν να το παίξουν ατίθα-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
23
σοι, ελπίζοντας και στην αρωγή των πάντα πρόθυμων για τέτοιες αποστασίες Σπαρτιατών. Άλλωστε και ο ποιητής, όταν έβαζε το Διόνυσο να τους απελευθερώνει από τον κακό Κλέωνα, σε αυτό δεν φαινόταν να τους παροτρύνει; Μήπως θα ’πρεπε να πρόσεχε λίγο παραπάνω ο Αριστοφάνης; Σίγουρα. Αλλά να τον τιμωρήσουν και με θάνατο; Στους περισσότερους φάνηκε υπερβολικό. Άλλωστε, ο νεαρός είχε δείξει ότι είχε ταλέντο. Δεν θα ήταν κρίμα να στερούσαν από τον εαυτό τους την ευκαιρία να παρακολουθήσουν κι άλλη μια κωμωδία του στο μέλλον; Έτσι, σχετικά εύκολα αποκλείστηκε η προοπτική της δίκης στην Ηλιαία, που σε πιθανή καταδίκη του Αριστοφάνη θα σήμαινε τον θάνατο του ποιητή, καθώς και η προοπτική της Εκκλησίας του Δήμου, που στην ελαφρύτερη των περιπτώσεων θα σήμαινε εξορία από την Αθήνα για πάαααρα πολλά χρόνια. Τι έμενε; Κρατάμε την υπόθεση στη Βουλή, τη δικάζουμε τον άλλο μήνα, και άμα βρούμε τον Αριστοφάνη ένοχο, του κοπανάμε μια βαρβάτη ποινή των 500 δραχμών. Θα του ψαλιδίσει λίγο τα φτερά, θα τον ζορίσει, αλλά δεν θα τον αποθαρρύνει εντελώς. Θα τον κάνει πιο προσεχτικό στο μέλλον, να μην τα βάζει με ανθρωποφάγους σαν τον Κλέωνα και να δείχνει περισσότερο σεβασμό στην Πόλη. Ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί Δημοκρατικοί αναγκάστηκαν να στρατευθούν πίσω απ’ αυτή τη συμβιβαστική άποψη, σίγουρα γνωρίζοντας καλά ότι ο αρχηγός τους δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος απ’ αυτό. Γιατί όμως έγινε αυτό; Τι τους πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση; Μια από τις πρώτες τοποθετήσεις πάνω στο ζήτημα – νομίζω η τελευταία απ’ αυτές που ήθελαν να εξηγήσουν στην ομήγυρη τα νομικά του πράγματος– ήταν αυτή ενός
22
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πιο συνηθισμένο). Και όσο περισσότερο κοκκίνιζε το θύμα της διακωμώδησης, τόσο περισσότερο γελάγανε όλοι τους! Σιγά μην κάθονταν να σκάσουν για το αν θίγονταν βαθυστόχαστες έννοιες, όπως η δημοκρατία και η πατρίδα. Αν η κωμωδία έλεγε αυτό που είχαν κι αυτοί στο κεφάλι τους, τότε θα το επιβράβευαν γελώντας. Για τη δημοκρατία τους και την πατρίδα τους δεν φοβόντουσαν τόσο τους ποιητές, όσο τους εαυτούς τους κι αυτούς που τους ανέχονταν να κάνουνε κουμάντο στην Εκκλησία του Δήμου. Από την άλλη όμως, τώρα που το ξαναφέρναν στο μυαλό τους οι Βουλευτές, το τι κάνουν αυτοί στις γιορτές τους με τους ποιητές τους ήταν καθαρά δικιά τους, Αθηναϊκή υπόθεση. Όντως, ο Κλέων είχε ένα δίκιο που έλεγε ότι ντροπιάστηκαν ενώπιον των ξένων πρέσβεων. Για παράδειγμα, όταν είδαν τους Σάμιους δούλους να εμφανίζονται με μια γλαύκα χαραγμένη στο μέτωπό τους, το σύμβολο της πόλης της Αθήνας, και το Διόνυσο να φωνάζει, με εκτίμηση: «Σαμιώτες, Σαμιώτες! Τι καλά διαβασμένος Δήμος, αλήθεια!» πέθαναν στο γέλιο. Γιατί; Γιατί θυμήθηκαν, πως κοντά 15 χρόνια νωρίτερα κατάφεραν οι τιμημένοι Αθηναίοι να ταπεινώσουν όχι μόνο τους Σάμιους, που τόλμησαν ν’ αποστατήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία, αλλά και τους Πέρσες και τους Λακεδαιμόνιους που έτρεξαν να τους βοηθήσουν. Όμως αυτή η σκηνή σίγουρα θα θύμιζε στους Σάμιους πρεσβευτές, που παρακολουθούσαν την κωμωδία από τις πρώτες πρώτες θέσεις, τη δικιά τους ταπείνωση, τη δικές τους απώλειες, τον δικό τους τσαλακωμένο εγωισμό. Από τη μία, μπορεί να τρόμαζαν μπροστά στην παντοδυναμία της Αθήνας, από την άλλη, ενθυμούμενοι αυτές τις μαύρες μέρες, μπορεί να πείσμωναν και να τους ξανάμπαινε στο μυαλό η ιδέα να δοκιμάσουν να το παίξουν ατίθα-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
23
σοι, ελπίζοντας και στην αρωγή των πάντα πρόθυμων για τέτοιες αποστασίες Σπαρτιατών. Άλλωστε και ο ποιητής, όταν έβαζε το Διόνυσο να τους απελευθερώνει από τον κακό Κλέωνα, σε αυτό δεν φαινόταν να τους παροτρύνει; Μήπως θα ’πρεπε να πρόσεχε λίγο παραπάνω ο Αριστοφάνης; Σίγουρα. Αλλά να τον τιμωρήσουν και με θάνατο; Στους περισσότερους φάνηκε υπερβολικό. Άλλωστε, ο νεαρός είχε δείξει ότι είχε ταλέντο. Δεν θα ήταν κρίμα να στερούσαν από τον εαυτό τους την ευκαιρία να παρακολουθήσουν κι άλλη μια κωμωδία του στο μέλλον; Έτσι, σχετικά εύκολα αποκλείστηκε η προοπτική της δίκης στην Ηλιαία, που σε πιθανή καταδίκη του Αριστοφάνη θα σήμαινε τον θάνατο του ποιητή, καθώς και η προοπτική της Εκκλησίας του Δήμου, που στην ελαφρύτερη των περιπτώσεων θα σήμαινε εξορία από την Αθήνα για πάαααρα πολλά χρόνια. Τι έμενε; Κρατάμε την υπόθεση στη Βουλή, τη δικάζουμε τον άλλο μήνα, και άμα βρούμε τον Αριστοφάνη ένοχο, του κοπανάμε μια βαρβάτη ποινή των 500 δραχμών. Θα του ψαλιδίσει λίγο τα φτερά, θα τον ζορίσει, αλλά δεν θα τον αποθαρρύνει εντελώς. Θα τον κάνει πιο προσεχτικό στο μέλλον, να μην τα βάζει με ανθρωποφάγους σαν τον Κλέωνα και να δείχνει περισσότερο σεβασμό στην Πόλη. Ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί Δημοκρατικοί αναγκάστηκαν να στρατευθούν πίσω απ’ αυτή τη συμβιβαστική άποψη, σίγουρα γνωρίζοντας καλά ότι ο αρχηγός τους δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος απ’ αυτό. Γιατί όμως έγινε αυτό; Τι τους πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση; Μια από τις πρώτες τοποθετήσεις πάνω στο ζήτημα – νομίζω η τελευταία απ’ αυτές που ήθελαν να εξηγήσουν στην ομήγυρη τα νομικά του πράγματος– ήταν αυτή ενός
24
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
νεαρού, καλοσπουδαγμένου και νομομαθούς, γνωστού γυρολόγου της Αγοράς και γόνου αριστοκρατικής οικογένειας του Δήμου Κυδαθηναίων. Όταν σηκώθηκε να μιλήσει αρκετοί αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον Μελάνιππο, τον αριστοκράτη φίλο τού Αριστοφάνη. «Συνδημότες μου! Πιστεύω στη Σοφή σας Κρίση και στη μετρημένη λογική σας. Είναι στο χέρι όλων μας ν’ αποδείξουμε ότι όντως η Παλλάδα με τη παρουσία της εδώ μέσα, ανάμεσά μας, μπορεί να καταφέρει να μας οδηγήσει στα ορθότερα συμπεράσματα, για το καλό της Πόλεως των Αθηνών. Αφήστε με να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι στη σημαντική αυτή συζήτηση». Ένα σώμα που καλείται να πάρει μια κρίσιμη απόφαση χρειάζεται πάντοτε λίγο γλείψιμο, όπως ένας τροχός χρειάζεται το λάδωμά του, αν τον θέλουμε να κινείται σβέλτα κι ανάλαφρα. «Σύμφωνα με τους πατρώους νόμους οι εισαγγελίες που δικάζονται ενώπιον της Βουλής έχουν να κάνουν με δημόσια αδικήματα, δηλαδή με κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, κατάχρηση εξουσίας και άλλα συναφή. Αντίθετα, στην Εκκλησία και την Ηλιαία παραπέμπονται οι ιδιωτικές υποθέσεις.» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι πρυτάνεις που τύγχαναν οπαδοί του Κλέωνα και μέχρι τώρα ένιωθαν ότι τους είχαν στριμώξει στη γωνία, αναθάρρησαν! Ένας φίλος του Αριστοφάνη τους έδινε νομικά επιχειρήματα για να στείλουν για εκτέλεση τον ποιητή! Οι πιο μετριοπαθείς χτυπούσαν με απόγνωση το χέρι στο κούτελό τους, με τη διαφαινόμενη ηλιθιότητα του φίλου τού Αριστοφάνη. Εκείνος όμως συνέχισε, ακάθεκτος: «Η κατηγορία του Κλέωνα, όντως είναι αυτή, της ατομικής προδοσίας του Αριστοφάνη, και θα φαινόταν λογικό,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
25
μιας και οι άλλες παρόμοιες υποθέσεις που ξέρουμε δεν δικάζονται στη Βουλή. Όμως...» Οι αλαλαγμοί των πρυτάνεων (άλλοι φώναζαν «θάνατο, θάνατο στον Αριστοφάνη», άλλοι φώναζαν «να το συζητήσουμε, ρε παιδιά...») τον ανάγκαζαν να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά, για ν’ ακουστεί. «Όμως εδώ το έγκλημα στην ουσία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ!». Ο σαματάς καταλάγιασε ελάχιστα. «Δεν ήρθε μόνος του ο Αριστοφάνης να διδάξει κωμωδία στη σημαντικότερη γιορτή του Διονύσου!» Πάγωσαν όλοι. Οι πιο αργόστροφοι προσπαθούσαν να καταλάβουν αν ο Μελάνιππος ήθελε να μεταθέσει την κατηγορία και στον Καλλίστρατο, τον εραστή του Αριστοφάνη, ενώ οι πιο ξύπνιοι δεν άργησαν να καταλάβουν πού κατευθυνόταν αυτός ο υπαινιγμός: Αν όντως το έργο ήταν προδοτικό, τότε ο Επώνυμος Άρχων, που το είχε διαβάσει πρώτος, και το είχε εγκρίνει για να διδαχθεί ενώπιον του λαού των Αθηναίων, δεν θα έπρεπε να δώσει χορό στον Αριστοφάνη. Η απειλή ήταν ξεκάθαρη: Ή θα δίκαζε η Βουλή τον Αριστοφάνη, ή θα είχαμε δύο δίκες για την ίδια υπόθεση, εκ των οποίων η μία εναντίον του σημαντικότερου –για εκείνη τη χρονιά– άρχοντα της πόλης και επιφανούς στελέχους της Δημοσίας Παρατάξεως, του Εύθυνου. Καταδίκη του ενός θα σήμαινε σίγουρα και καταδίκη του δεύτερου, γιατί κάτι διαφορετικό θα προκαλούσε πρωτοφανές σκάνδαλο και θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τη Δημοκρατική παράταξη και ίσως και την έκβαση του Πολέμου. Και επειδή θα ήταν πολύ πιο ελέγξιμη μια δίκη από τους βουλευτές, παρά μια δίκη στην Εκκλησία του Δήμου, με τον Κλέωνα και τους δικούς του να οργιάζουν τραμπουκίζοντας κι απειλώντας τον ευμετάβλητων θέσεων λαό των Αθηναίων, αυτό που συνέφερε ήταν προφανώς το πρώτο.
24
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
νεαρού, καλοσπουδαγμένου και νομομαθούς, γνωστού γυρολόγου της Αγοράς και γόνου αριστοκρατικής οικογένειας του Δήμου Κυδαθηναίων. Όταν σηκώθηκε να μιλήσει αρκετοί αναγνώρισαν στο πρόσωπό του τον Μελάνιππο, τον αριστοκράτη φίλο τού Αριστοφάνη. «Συνδημότες μου! Πιστεύω στη Σοφή σας Κρίση και στη μετρημένη λογική σας. Είναι στο χέρι όλων μας ν’ αποδείξουμε ότι όντως η Παλλάδα με τη παρουσία της εδώ μέσα, ανάμεσά μας, μπορεί να καταφέρει να μας οδηγήσει στα ορθότερα συμπεράσματα, για το καλό της Πόλεως των Αθηνών. Αφήστε με να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι στη σημαντική αυτή συζήτηση». Ένα σώμα που καλείται να πάρει μια κρίσιμη απόφαση χρειάζεται πάντοτε λίγο γλείψιμο, όπως ένας τροχός χρειάζεται το λάδωμά του, αν τον θέλουμε να κινείται σβέλτα κι ανάλαφρα. «Σύμφωνα με τους πατρώους νόμους οι εισαγγελίες που δικάζονται ενώπιον της Βουλής έχουν να κάνουν με δημόσια αδικήματα, δηλαδή με κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, κατάχρηση εξουσίας και άλλα συναφή. Αντίθετα, στην Εκκλησία και την Ηλιαία παραπέμπονται οι ιδιωτικές υποθέσεις.» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι πρυτάνεις που τύγχαναν οπαδοί του Κλέωνα και μέχρι τώρα ένιωθαν ότι τους είχαν στριμώξει στη γωνία, αναθάρρησαν! Ένας φίλος του Αριστοφάνη τους έδινε νομικά επιχειρήματα για να στείλουν για εκτέλεση τον ποιητή! Οι πιο μετριοπαθείς χτυπούσαν με απόγνωση το χέρι στο κούτελό τους, με τη διαφαινόμενη ηλιθιότητα του φίλου τού Αριστοφάνη. Εκείνος όμως συνέχισε, ακάθεκτος: «Η κατηγορία του Κλέωνα, όντως είναι αυτή, της ατομικής προδοσίας του Αριστοφάνη, και θα φαινόταν λογικό,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
25
μιας και οι άλλες παρόμοιες υποθέσεις που ξέρουμε δεν δικάζονται στη Βουλή. Όμως...» Οι αλαλαγμοί των πρυτάνεων (άλλοι φώναζαν «θάνατο, θάνατο στον Αριστοφάνη», άλλοι φώναζαν «να το συζητήσουμε, ρε παιδιά...») τον ανάγκαζαν να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά, για ν’ ακουστεί. «Όμως εδώ το έγκλημα στην ουσία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ!». Ο σαματάς καταλάγιασε ελάχιστα. «Δεν ήρθε μόνος του ο Αριστοφάνης να διδάξει κωμωδία στη σημαντικότερη γιορτή του Διονύσου!» Πάγωσαν όλοι. Οι πιο αργόστροφοι προσπαθούσαν να καταλάβουν αν ο Μελάνιππος ήθελε να μεταθέσει την κατηγορία και στον Καλλίστρατο, τον εραστή του Αριστοφάνη, ενώ οι πιο ξύπνιοι δεν άργησαν να καταλάβουν πού κατευθυνόταν αυτός ο υπαινιγμός: Αν όντως το έργο ήταν προδοτικό, τότε ο Επώνυμος Άρχων, που το είχε διαβάσει πρώτος, και το είχε εγκρίνει για να διδαχθεί ενώπιον του λαού των Αθηναίων, δεν θα έπρεπε να δώσει χορό στον Αριστοφάνη. Η απειλή ήταν ξεκάθαρη: Ή θα δίκαζε η Βουλή τον Αριστοφάνη, ή θα είχαμε δύο δίκες για την ίδια υπόθεση, εκ των οποίων η μία εναντίον του σημαντικότερου –για εκείνη τη χρονιά– άρχοντα της πόλης και επιφανούς στελέχους της Δημοσίας Παρατάξεως, του Εύθυνου. Καταδίκη του ενός θα σήμαινε σίγουρα και καταδίκη του δεύτερου, γιατί κάτι διαφορετικό θα προκαλούσε πρωτοφανές σκάνδαλο και θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τη Δημοκρατική παράταξη και ίσως και την έκβαση του Πολέμου. Και επειδή θα ήταν πολύ πιο ελέγξιμη μια δίκη από τους βουλευτές, παρά μια δίκη στην Εκκλησία του Δήμου, με τον Κλέωνα και τους δικούς του να οργιάζουν τραμπουκίζοντας κι απειλώντας τον ευμετάβλητων θέσεων λαό των Αθηναίων, αυτό που συνέφερε ήταν προφανώς το πρώτο.
26
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Όταν οι πρυτάνεις πήγαν στο Βουλευτήριο για ν’ ανακοινώσουν την απόφασή τους, δύσκολα μπόρεσαν να μπουν μέσα. Ο χώρος είχε γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο που προσπαθούσε να μάθει από πρώτο χέρι τα νέα και στρίμωχνε τους Πεντακόσιους Βουλευτές στα έδρανά τους. Όσο μιλούσε ο πρόεδρος, οι πρυτάνεις που τύγχαναν οπαδοί του Κλέωνα και της παράταξής του τον είχαν κυκλώσει και του έλεγαν ό, τι ακριβώς διαδραματίστηκε στο Θόλο, κάνοντάς τον να κοκκινίσει από το θυμό του. Κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά έστριψε και κατευθύνθηκε έξω από το Βουλευτήριο. Παρόλο που βγήκε αρκετά γρήγορα, δεν νίκησε στην ταχύτητα διάδοσης των νέων. Πολύ σύντομα, όσοι ετοιμάζονταν στην Αγορά για την τελευταία μέρα των Διονυσίων γνώριζαν την καταγγελία του Κλέωνα και περίμεναν με ενδιαφέρον τις κινήσεις του Αριστοφάνη. Ένα ωραίο θέαμα για να ξεχάσουν προσωρινά τη στέρηση του άρτου που τους είχε προκαλέσει ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Λοιμός και όλες οι άλλες συμφορές που τους είχαν στείλει οι ζηλιάρηδες Θεοί, για να τους τιμωρήσουν για το μεγαλείο της Πόλης τους. Ο Κλέων με δυο ανθρώπους του, που έπαιζαν τον ρόλο του κλητήρα, κατευθύνθηκαν προς το μέρος που θα έβρισκαν τον Αριστοφάνη μετά κι από την υπόδειξη του νεαρού νομομαθή φίλου τού ποιητή. Σ’ ένα κουρείο, πίσω από τη Νότια Στοά. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό και ο κουρέας είχε μεταφέρει τις εργασίες του έξω από το κατάστημά του, στον ίσκιο μιας από τις ελιές που έπνιγαν κυριολεκτικά τον τόπο, χάρη στη γενναιοδωρία της θεάς Αθηνάς. Ο Αριστοφάνης καθόταν υπομονετικά στην καρέκλα του, την ώρα που ο κουρέας με τα καυτά του σίδερα προσπαθούσε να ισιώσει τα σκούρα του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
27
μαλλιά. Σε μια κοτρόνα δίπλα στην καρέκλα του Αριστοφάνη καθόταν και μασουλούσε λίγο ψωμί, βουτηγμένο σε μια πήλινη κούπα με κρασί, ένας φίλος του, περιμένοντας τη σειρά του για να τον περιποιηθεί κι αυτόν ο καλλιτέχνης των ξουραφιών και των ψαλιδιών. Ο κουρέας ήταν σχετικά καινούριος στη γειτονιά. Με την κουρευτική άρχισε ν’ ασχολείται όταν μπήκε στην πόλη το πρώτο καλοκαίρι του πολέμου. Για να μην τριγυρνάει από ’δώ κι από εκεί, όπως όλοι αυτοί που μετά τη διαταγή του Περικλή παράτησαν τα κτήματα και τα ζώα που δούλευαν – δεν λέω «που κατείχαν», γιατί οι περισσότεροι δεν είχαν δικές τους περιουσίες, παρά δούλευαν σχεδόν σαν δουλοπάροικοι σε χτήματα μεγαλοκτηματιών, πλούσιων κατοίκων του άστεως– και μπήκαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν όπου μπορούσαν, ο τωρινός κουρέας μάς πήγε παραγιός και βοηθός του προηγούμενου ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Τα πρώτα καλοκαίρια ο πρώην αγρότης φυλούσε το μαγαζί όσο ο γέρος με τους άλλους συνομήλικούς του υπερασπίζονταν τα Μακρά Τείχη και ξημεροβραδιάζονταν στις επάλξεις. Το χειμώνα, την εποχή που όλοι όσοι κλείνονταν στην πόλη το καλοκαίρι έβγαιναν από τα τείχη και προσπαθούσαν να ξαναστήσουν όρθιο ό,τι είχαν καταστρέψει οι σπαρτιατικές επιδρομές, ο νεαρός στεκόταν δίπλα στον κουρέα και ξεσήκωνε ό,τι μπορούσε: Την τέχνη του κουρέα, τη ζωή της Αγοράς, τα κουτσομπολιά, τις πολιτικές ζυμώσεις. Η συνέχεια, αναμενόμενη: Ο γέρος επαγγελματίας πεθαίνει –θύμα κι αυτός του συνήθους υπόπτου της περιόδου εκείνης, του λοιμού– και ο νεαρός μαθητευόμενος, αγροτόπαιδο με γερή κράση, επιβιώνει και κρατάει τη δουλειά και το μαγαζί του αφεντικού, μιας και τα παιδιά του γέρου είχαν πεθάνει πριν απ’ αυτόν –απώλειες για τις οποίες δεν ευθυνόταν ο λοιμός,
26
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Όταν οι πρυτάνεις πήγαν στο Βουλευτήριο για ν’ ανακοινώσουν την απόφασή τους, δύσκολα μπόρεσαν να μπουν μέσα. Ο χώρος είχε γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο που προσπαθούσε να μάθει από πρώτο χέρι τα νέα και στρίμωχνε τους Πεντακόσιους Βουλευτές στα έδρανά τους. Όσο μιλούσε ο πρόεδρος, οι πρυτάνεις που τύγχαναν οπαδοί του Κλέωνα και της παράταξής του τον είχαν κυκλώσει και του έλεγαν ό, τι ακριβώς διαδραματίστηκε στο Θόλο, κάνοντάς τον να κοκκινίσει από το θυμό του. Κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά έστριψε και κατευθύνθηκε έξω από το Βουλευτήριο. Παρόλο που βγήκε αρκετά γρήγορα, δεν νίκησε στην ταχύτητα διάδοσης των νέων. Πολύ σύντομα, όσοι ετοιμάζονταν στην Αγορά για την τελευταία μέρα των Διονυσίων γνώριζαν την καταγγελία του Κλέωνα και περίμεναν με ενδιαφέρον τις κινήσεις του Αριστοφάνη. Ένα ωραίο θέαμα για να ξεχάσουν προσωρινά τη στέρηση του άρτου που τους είχε προκαλέσει ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Λοιμός και όλες οι άλλες συμφορές που τους είχαν στείλει οι ζηλιάρηδες Θεοί, για να τους τιμωρήσουν για το μεγαλείο της Πόλης τους. Ο Κλέων με δυο ανθρώπους του, που έπαιζαν τον ρόλο του κλητήρα, κατευθύνθηκαν προς το μέρος που θα έβρισκαν τον Αριστοφάνη μετά κι από την υπόδειξη του νεαρού νομομαθή φίλου τού ποιητή. Σ’ ένα κουρείο, πίσω από τη Νότια Στοά. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό και ο κουρέας είχε μεταφέρει τις εργασίες του έξω από το κατάστημά του, στον ίσκιο μιας από τις ελιές που έπνιγαν κυριολεκτικά τον τόπο, χάρη στη γενναιοδωρία της θεάς Αθηνάς. Ο Αριστοφάνης καθόταν υπομονετικά στην καρέκλα του, την ώρα που ο κουρέας με τα καυτά του σίδερα προσπαθούσε να ισιώσει τα σκούρα του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
27
μαλλιά. Σε μια κοτρόνα δίπλα στην καρέκλα του Αριστοφάνη καθόταν και μασουλούσε λίγο ψωμί, βουτηγμένο σε μια πήλινη κούπα με κρασί, ένας φίλος του, περιμένοντας τη σειρά του για να τον περιποιηθεί κι αυτόν ο καλλιτέχνης των ξουραφιών και των ψαλιδιών. Ο κουρέας ήταν σχετικά καινούριος στη γειτονιά. Με την κουρευτική άρχισε ν’ ασχολείται όταν μπήκε στην πόλη το πρώτο καλοκαίρι του πολέμου. Για να μην τριγυρνάει από ’δώ κι από εκεί, όπως όλοι αυτοί που μετά τη διαταγή του Περικλή παράτησαν τα κτήματα και τα ζώα που δούλευαν – δεν λέω «που κατείχαν», γιατί οι περισσότεροι δεν είχαν δικές τους περιουσίες, παρά δούλευαν σχεδόν σαν δουλοπάροικοι σε χτήματα μεγαλοκτηματιών, πλούσιων κατοίκων του άστεως– και μπήκαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν όπου μπορούσαν, ο τωρινός κουρέας μάς πήγε παραγιός και βοηθός του προηγούμενου ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Τα πρώτα καλοκαίρια ο πρώην αγρότης φυλούσε το μαγαζί όσο ο γέρος με τους άλλους συνομήλικούς του υπερασπίζονταν τα Μακρά Τείχη και ξημεροβραδιάζονταν στις επάλξεις. Το χειμώνα, την εποχή που όλοι όσοι κλείνονταν στην πόλη το καλοκαίρι έβγαιναν από τα τείχη και προσπαθούσαν να ξαναστήσουν όρθιο ό,τι είχαν καταστρέψει οι σπαρτιατικές επιδρομές, ο νεαρός στεκόταν δίπλα στον κουρέα και ξεσήκωνε ό,τι μπορούσε: Την τέχνη του κουρέα, τη ζωή της Αγοράς, τα κουτσομπολιά, τις πολιτικές ζυμώσεις. Η συνέχεια, αναμενόμενη: Ο γέρος επαγγελματίας πεθαίνει –θύμα κι αυτός του συνήθους υπόπτου της περιόδου εκείνης, του λοιμού– και ο νεαρός μαθητευόμενος, αγροτόπαιδο με γερή κράση, επιβιώνει και κρατάει τη δουλειά και το μαγαζί του αφεντικού, μιας και τα παιδιά του γέρου είχαν πεθάνει πριν απ’ αυτόν –απώλειες για τις οποίες δεν ευθυνόταν ο λοιμός,
28
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
αλλά οι Σπαρτιάτες του Βρασίδα, ή ενδεχομένως και ο Αθηναίος στρατηγός που σκέφτηκε εκείνη την αποστολή στην Μεθώνη το πρώτο καλοκαίρι του Πολέμου. Την ίδια περίοδο που γινόταν η διαδοχή στο κουρείο, ο Αριστοφάνης εγκατέλειπε τα μέρη αυτά (το πώς και το γιατί θα το δούμε αργότερα), την παλιά του γειτονιά κάτω από την Ακρόπολη, και έφυγε για την Αίγινα για μόνιμη εγκατάσταση, αφήνοντας πίσω του αρρώστιες, πολέμους, δολοπλοκίες, μίση κι αλληλοσπαραγμό. Μόνο σαν επισκέπτης ερχόταν πλέον στην Πόλη, για να παραστεί στα συμπόσια παλιών και νέων φίλων, για να συμμετάσχει και να παρακολουθήσει τους δραματικούς αγώνες, για να πάει καμιά βόλτα από την Εκκλησία του Δήμου. Επομένως ήταν φυσικό ο νεαρός κουρέας να μην τον αναγνωρίζει. Άλλο ένα φυσικό ήταν ο κουρέας πέρα από την τέχνη του προκατόχου του να κληρονομήσει και τις προνομίες του: Κατέχοντας στρατηγική θέση στην Αγορά, με το κουρείο του να βρίσκεται πάνω σε πέρασμα και ν’ αποτελεί στάση πολλών ανδρών, σπουδαίων και μη, ο κουρέας είχε το προνόμιο της πρώτης γνώσης όλων των κουτσομπολιών και όλων των νέων που κυκλοφορούσαν στην πόλη. Επομένως, άλλο ένα φυσικό ήταν ο κουρέας να μας λέει, καθώς ίσιωνε τα μαλλιά του Αριστοφάνη τα τελευταία νέα της αγοράς: «Ο Κλέων πήγε πρωί πρωί στη Βουλή και κατάγγειλε ένα χτεσινό ποιητή για προδοσία, και ζητάει την εκτέλεσή του». «Είχες πάει χτες στο θέατρο;» ρώτησε τον πελάτη του ο κουρέας. «Ναι, εσύ;» «Τι λες ρε πατριώτη. Αν είχα πάει στο θέατρο θα μπορούσα να σου κατσαρώσω χτες τα μαλλιά, εσένα και των
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
29
άλλων δέκα που μου ήρθατε; Μόνο το απογευματάκι μπόρεσα να πάω. Στην κωμωδία. Βέβαια, και δουλειά να μην είχα δύσκολα θα πήγαινα πιο νωρίς. Οι τραγωδίες μού πέφτουν πολύ βαριές τώρα τελευταία. Δεν φτάνουν τα δικά μας βάσανα, θα πρέπει να κλαίμε και για το τι τράβαγε ο Θησέας, η Ανδρομάχη και όλοι δαύτοι.» Τι να του πει ο Αριστοφάνης; Ότι έπρεπε να πηγαίνει στις τραγωδίες, έτσι ώστε μέσα από το βίωμα του δράματος των ηρώων και τη μέθεξή του να λυτρώνεται ταυτόχρονα κι αυτός; Ότι οι δραματικές ιστορίες είχαν σκοπό πρώτα διδακτικό –περνώντας του γνώση πολύτιμη, ειδικά γι’ αυτόν που σίγουρα δεν θα είχε πάει στο σχολείο– και μετά διασκεδαστικό; Θα άφηνε τους φιλόλογους του μέλλοντος να παπαγαλίζουν τα αυτιά των μαθητών τους με τέτοιες αναλύσεις. Προς το παρόν, συγκατένευσε στη δυσφορία του νεαρού κουρέα για τις τραγωδίες. «Πες το ψέματα. Και δεν μου λες, για ποιόν από τους χτεσινούς ποιητές έκανε την καταγγελία ο Κλέωνας; Για τον τραγικό ή τον κωμικό;» Ο τραγικός ποιητής που διαγωνιζόταν την προηγούμενη μέρα ήταν ο Ευριπίδης. Δεν θ’ απορούσε κανείς αν ο Κλέων στρεφόταν ξανά εναντίον του. Το θέμα της τριλογίας του ήταν οι περιπέτειες του Θησέα. Ο Αριστοφάνης, την ώρα που οι άλλοι δύο υποκριτές και ο χορός προετοιμάζονταν για την κωμωδία τους, το έσκασε από το παράπηγμα που τους είχε δώσει ο Δήμος για να ετοιμαστούν και, καλυμμένος πίσω από τον κορμό μιας ελιάς παρακολούθησε το πρώτο από τα τρία δράματα, τους «Κρήτες». Άλλη μια φορά που ο Ευριπίδης τον άφηνε με το στόμα ανοιχτό και άλλη μια φορά ευχαριστούσε την τύχη του και τους Θεούς που είδε το δράμα να παίζεται ζωντανά στη σκηνή και δεν το διάβασε
28
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
αλλά οι Σπαρτιάτες του Βρασίδα, ή ενδεχομένως και ο Αθηναίος στρατηγός που σκέφτηκε εκείνη την αποστολή στην Μεθώνη το πρώτο καλοκαίρι του Πολέμου. Την ίδια περίοδο που γινόταν η διαδοχή στο κουρείο, ο Αριστοφάνης εγκατέλειπε τα μέρη αυτά (το πώς και το γιατί θα το δούμε αργότερα), την παλιά του γειτονιά κάτω από την Ακρόπολη, και έφυγε για την Αίγινα για μόνιμη εγκατάσταση, αφήνοντας πίσω του αρρώστιες, πολέμους, δολοπλοκίες, μίση κι αλληλοσπαραγμό. Μόνο σαν επισκέπτης ερχόταν πλέον στην Πόλη, για να παραστεί στα συμπόσια παλιών και νέων φίλων, για να συμμετάσχει και να παρακολουθήσει τους δραματικούς αγώνες, για να πάει καμιά βόλτα από την Εκκλησία του Δήμου. Επομένως ήταν φυσικό ο νεαρός κουρέας να μην τον αναγνωρίζει. Άλλο ένα φυσικό ήταν ο κουρέας πέρα από την τέχνη του προκατόχου του να κληρονομήσει και τις προνομίες του: Κατέχοντας στρατηγική θέση στην Αγορά, με το κουρείο του να βρίσκεται πάνω σε πέρασμα και ν’ αποτελεί στάση πολλών ανδρών, σπουδαίων και μη, ο κουρέας είχε το προνόμιο της πρώτης γνώσης όλων των κουτσομπολιών και όλων των νέων που κυκλοφορούσαν στην πόλη. Επομένως, άλλο ένα φυσικό ήταν ο κουρέας να μας λέει, καθώς ίσιωνε τα μαλλιά του Αριστοφάνη τα τελευταία νέα της αγοράς: «Ο Κλέων πήγε πρωί πρωί στη Βουλή και κατάγγειλε ένα χτεσινό ποιητή για προδοσία, και ζητάει την εκτέλεσή του». «Είχες πάει χτες στο θέατρο;» ρώτησε τον πελάτη του ο κουρέας. «Ναι, εσύ;» «Τι λες ρε πατριώτη. Αν είχα πάει στο θέατρο θα μπορούσα να σου κατσαρώσω χτες τα μαλλιά, εσένα και των
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
29
άλλων δέκα που μου ήρθατε; Μόνο το απογευματάκι μπόρεσα να πάω. Στην κωμωδία. Βέβαια, και δουλειά να μην είχα δύσκολα θα πήγαινα πιο νωρίς. Οι τραγωδίες μού πέφτουν πολύ βαριές τώρα τελευταία. Δεν φτάνουν τα δικά μας βάσανα, θα πρέπει να κλαίμε και για το τι τράβαγε ο Θησέας, η Ανδρομάχη και όλοι δαύτοι.» Τι να του πει ο Αριστοφάνης; Ότι έπρεπε να πηγαίνει στις τραγωδίες, έτσι ώστε μέσα από το βίωμα του δράματος των ηρώων και τη μέθεξή του να λυτρώνεται ταυτόχρονα κι αυτός; Ότι οι δραματικές ιστορίες είχαν σκοπό πρώτα διδακτικό –περνώντας του γνώση πολύτιμη, ειδικά γι’ αυτόν που σίγουρα δεν θα είχε πάει στο σχολείο– και μετά διασκεδαστικό; Θα άφηνε τους φιλόλογους του μέλλοντος να παπαγαλίζουν τα αυτιά των μαθητών τους με τέτοιες αναλύσεις. Προς το παρόν, συγκατένευσε στη δυσφορία του νεαρού κουρέα για τις τραγωδίες. «Πες το ψέματα. Και δεν μου λες, για ποιόν από τους χτεσινούς ποιητές έκανε την καταγγελία ο Κλέωνας; Για τον τραγικό ή τον κωμικό;» Ο τραγικός ποιητής που διαγωνιζόταν την προηγούμενη μέρα ήταν ο Ευριπίδης. Δεν θ’ απορούσε κανείς αν ο Κλέων στρεφόταν ξανά εναντίον του. Το θέμα της τριλογίας του ήταν οι περιπέτειες του Θησέα. Ο Αριστοφάνης, την ώρα που οι άλλοι δύο υποκριτές και ο χορός προετοιμάζονταν για την κωμωδία τους, το έσκασε από το παράπηγμα που τους είχε δώσει ο Δήμος για να ετοιμαστούν και, καλυμμένος πίσω από τον κορμό μιας ελιάς παρακολούθησε το πρώτο από τα τρία δράματα, τους «Κρήτες». Άλλη μια φορά που ο Ευριπίδης τον άφηνε με το στόμα ανοιχτό και άλλη μια φορά ευχαριστούσε την τύχη του και τους Θεούς που είδε το δράμα να παίζεται ζωντανά στη σκηνή και δεν το διάβασε
30
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ξερά σε κάποια περγαμηνή, μήνες ή και χρόνια μετά από τη διδασκαλία του. Η Πασιφάη, η γυναίκα του Μίνωα, ερωτεύεται τον Ταύρο. Ναι, έναν πραγματικό ταύρο. Μόνο ο Ευριπίδης θα μπορούσε να κάνει δράμα το συγκεκριμένο μύθο. Μόνο αυτός θα μπορούσε ν’ αποδώσει έτσι στη σκηνή τον Έρωτα από τον οποίο γεννήθηκε τελικά ο Μινώταυρος. Τι έρωτας ήταν αυτός! Τι πάθος είχε αυτή η σχέση! Ειδικά ο σπαραγμός της Πασιφάης για το αν είναι μοιχεία το να πάει με τον Ταύρο και προσβολή στους Θεούς μεγαλύτερη από το να πήγαινε με κάποιον άλλο, άντρα, ήταν ασύλληπτος! Όσο προκλητικό όμως κι αν ήταν το θέμα, σίγουρα πιο προκλητικό από τις επόμενες δύο της τριλογίας, που αναφέρονταν στα κατορθώματα του ήρωα Θησέα, δεν σήκωνε καταγγελία στη Βουλή. Πόσο μάλλον καταγγελία για προδοσία. «Απ’ ό, τι μου είπανε, τον κωμικό κυνηγάει ο Κλέων», επιβεβαίωσε ο κουρέας. Ο φίλος του Αριστοφάνη που μέχρι τώρα φαινόταν να βρίσκεται μακριά από τη συζήτηση των δύο νέων και ν’ απολαμβάνει το ψωμί με το κρασί του, χαζεύοντας τους περαστικούς της αγοράς, άφησε ξαφνιασμένος το ψωμί να βυθιστεί στην πήλινη κούπα και τεντώθηκε προς το μέρος του κουρέα. «Αχά!», έκανε ο Αριστοφάνης αδιαφορώντας για την ανησυχία που έδειξε ο φίλος του. «Κι εσύ που είδες το έργο συμφωνείς; Ήταν όντως προδοτικό;» «Τι να σου πω, ρε πατριώτη. Του Κλέωνα του τα ’χωνε χοντρά. Αυτό με στεναχώρησε λίγο, γιατί γενικά τον Κλέωνα τον συμπαθώ. Μου αρέσει η παρουσία του στην Εκκλησία του Δήμου και το ότι είναι ένας από τους στρατηγούς. Μπαίνει στη μύτη των χοντροαριστοκρατικών, τους μιλάει όπως μιλάμε εμείς τώρα μεταξύ μας, χωρίς στολίσματα. Και όταν χρειάζεται, σηκώνει τη φωνή και τους βάζει στη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
31
θέση του. Ο ποιητής πρέπει να ήταν από τους άλλους, γιατί έδειχνε ότι δεν του άρεσαν οι τρόποι του Κλέωνα. Βέβαια, το έργο τα ’χωνε και σε όλους τους κηφήνες, που έχουμε μαζέψει γύρω μας και τους λέμε και συμμάχους μας. Αντί να μας ευχαριστούνε που αν δεν είχαν εμάς θα πηδιόντουσαν από τον κώλο πάνω σε στρώματα από καλάμια του Ευρώτα, όλο ψάχνουν ευκαιρίες να ξεσηκώνονται. Τι τα θες, κάθε μέρα σ’ αυτήν την έρμη την πόλη γίνονται πολύ χειρότερα από το θεατράκι αυτό.» Ο Αριστοφάνης τον κοίταξε παραξενεμένος. Στην κωμωδία του ακριβώς αυτήν τη λογική κατέκρινε, που μόλις εξέφρασε ο κουρέας! «Και δεν μου λες; Σου άρεσε η κωμωδία;» «Ω, πάρα πολύ. Γέλασα με τη ψυχή μου!» Ο πρώην αγρότης μεγάλωσε καλλιεργώντας μια χοντροκομμένη αίσθηση του χιούμορ. Στ’ αυτιά του νέου, που σίγουρα είχε δει και είχε ζήσει περισσότερα από τους καλοβολεμένους θαμώνες φιλοσοφικών στοών και σχολών, πράγματα που άλλους θα τους προσέβαλαν, σε ’κείνον θ’ ακούγονταν ξεκαρδιστικά. Όσο και να διαφωνούσε με όσα κρύβονταν πίσω από τα αστεία του ποιητή, αυτό δεν τον εμπόδιζε να τα εκτιμάει. Εντάξει, σίγουρα, κάπου μέσα του καταλάβαινε ότι και η συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντι στους Συμμάχους μπορεί να ήταν λίγο υπερβολική, αλλά, τι στον Άδη; Πόλεμο είχαμε! Για να νικήσει η Αθήνα έπρεπε να ’χει τη βοήθεια όλων, με όποιον τρόπο κι αν τους έπειθε να της τη δώσουν. Συνεχίζοντας την κριτική του, ο κουρέας απέδειξε ότι η διαμονή και η εργασία του τόσο καιρό στην Αγορά, και η συνακόλουθη συναναστροφή του με τόσο κόσμο, τον είχε κάνει να διαμορφώσει και κριτήριο για κάποια πράγματα. «Σίγουρα ήταν καλύτερη από την προχτεσινή του
30
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ξερά σε κάποια περγαμηνή, μήνες ή και χρόνια μετά από τη διδασκαλία του. Η Πασιφάη, η γυναίκα του Μίνωα, ερωτεύεται τον Ταύρο. Ναι, έναν πραγματικό ταύρο. Μόνο ο Ευριπίδης θα μπορούσε να κάνει δράμα το συγκεκριμένο μύθο. Μόνο αυτός θα μπορούσε ν’ αποδώσει έτσι στη σκηνή τον Έρωτα από τον οποίο γεννήθηκε τελικά ο Μινώταυρος. Τι έρωτας ήταν αυτός! Τι πάθος είχε αυτή η σχέση! Ειδικά ο σπαραγμός της Πασιφάης για το αν είναι μοιχεία το να πάει με τον Ταύρο και προσβολή στους Θεούς μεγαλύτερη από το να πήγαινε με κάποιον άλλο, άντρα, ήταν ασύλληπτος! Όσο προκλητικό όμως κι αν ήταν το θέμα, σίγουρα πιο προκλητικό από τις επόμενες δύο της τριλογίας, που αναφέρονταν στα κατορθώματα του ήρωα Θησέα, δεν σήκωνε καταγγελία στη Βουλή. Πόσο μάλλον καταγγελία για προδοσία. «Απ’ ό, τι μου είπανε, τον κωμικό κυνηγάει ο Κλέων», επιβεβαίωσε ο κουρέας. Ο φίλος του Αριστοφάνη που μέχρι τώρα φαινόταν να βρίσκεται μακριά από τη συζήτηση των δύο νέων και ν’ απολαμβάνει το ψωμί με το κρασί του, χαζεύοντας τους περαστικούς της αγοράς, άφησε ξαφνιασμένος το ψωμί να βυθιστεί στην πήλινη κούπα και τεντώθηκε προς το μέρος του κουρέα. «Αχά!», έκανε ο Αριστοφάνης αδιαφορώντας για την ανησυχία που έδειξε ο φίλος του. «Κι εσύ που είδες το έργο συμφωνείς; Ήταν όντως προδοτικό;» «Τι να σου πω, ρε πατριώτη. Του Κλέωνα του τα ’χωνε χοντρά. Αυτό με στεναχώρησε λίγο, γιατί γενικά τον Κλέωνα τον συμπαθώ. Μου αρέσει η παρουσία του στην Εκκλησία του Δήμου και το ότι είναι ένας από τους στρατηγούς. Μπαίνει στη μύτη των χοντροαριστοκρατικών, τους μιλάει όπως μιλάμε εμείς τώρα μεταξύ μας, χωρίς στολίσματα. Και όταν χρειάζεται, σηκώνει τη φωνή και τους βάζει στη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
31
θέση του. Ο ποιητής πρέπει να ήταν από τους άλλους, γιατί έδειχνε ότι δεν του άρεσαν οι τρόποι του Κλέωνα. Βέβαια, το έργο τα ’χωνε και σε όλους τους κηφήνες, που έχουμε μαζέψει γύρω μας και τους λέμε και συμμάχους μας. Αντί να μας ευχαριστούνε που αν δεν είχαν εμάς θα πηδιόντουσαν από τον κώλο πάνω σε στρώματα από καλάμια του Ευρώτα, όλο ψάχνουν ευκαιρίες να ξεσηκώνονται. Τι τα θες, κάθε μέρα σ’ αυτήν την έρμη την πόλη γίνονται πολύ χειρότερα από το θεατράκι αυτό.» Ο Αριστοφάνης τον κοίταξε παραξενεμένος. Στην κωμωδία του ακριβώς αυτήν τη λογική κατέκρινε, που μόλις εξέφρασε ο κουρέας! «Και δεν μου λες; Σου άρεσε η κωμωδία;» «Ω, πάρα πολύ. Γέλασα με τη ψυχή μου!» Ο πρώην αγρότης μεγάλωσε καλλιεργώντας μια χοντροκομμένη αίσθηση του χιούμορ. Στ’ αυτιά του νέου, που σίγουρα είχε δει και είχε ζήσει περισσότερα από τους καλοβολεμένους θαμώνες φιλοσοφικών στοών και σχολών, πράγματα που άλλους θα τους προσέβαλαν, σε ’κείνον θ’ ακούγονταν ξεκαρδιστικά. Όσο και να διαφωνούσε με όσα κρύβονταν πίσω από τα αστεία του ποιητή, αυτό δεν τον εμπόδιζε να τα εκτιμάει. Εντάξει, σίγουρα, κάπου μέσα του καταλάβαινε ότι και η συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντι στους Συμμάχους μπορεί να ήταν λίγο υπερβολική, αλλά, τι στον Άδη; Πόλεμο είχαμε! Για να νικήσει η Αθήνα έπρεπε να ’χει τη βοήθεια όλων, με όποιον τρόπο κι αν τους έπειθε να της τη δώσουν. Συνεχίζοντας την κριτική του, ο κουρέας απέδειξε ότι η διαμονή και η εργασία του τόσο καιρό στην Αγορά, και η συνακόλουθη συναναστροφή του με τόσο κόσμο, τον είχε κάνει να διαμορφώσει και κριτήριο για κάποια πράγματα. «Σίγουρα ήταν καλύτερη από την προχτεσινή του
32
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Κρατίνου. Ο κακομοίρης έχει γεράσει και επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια αστεία. Η προ-προχτεσινή κωμωδία ενός άλλου νέου ποιητή –Εύπολις, νομίζω, λεγόταν– ήταν κι αυτή συμπαθητική. Ξέρεις όμως τι με προβληματίζει, ρε αφεντικό;» «Τι;» παρενέβη στη συζήτηση ο Εύπολις, γιατί αυτός ήταν ο φίλος του Αριστοφάνη που στεκόταν τόσην ώρα δίπλα τους. «Να, μωρέ», είπε ο κουρέας, σηκώνοντας το βλέμμα του στο άπειρο και κρατώντας μετέωρα τα δυο καυτά του σίδερα, «αυτοί οι νέοι ποιητές φτιάχνουν ωραίες ιστορίες, ενδιαφέρουσες, αλλά εντελώς από την αρχή! Δικές τους επινοήσεις. Ενώ μέχρι τώρα ο Κρατίνος και οι άλλοι παλιοί έπαιρναν το πολύ πολύ έναν γνωστό μύθο, μια περιπέτεια του Διονύσου, μια παραλλαγή από τον Όμηρο, κάτι τέτοιο.» «Και γιατί σε προβληματίζει αυτό;» ρώτησε πάλι ο Εύπολις. «Κοίτα να δεις, αμφιβάλω για το αν είναι ευσεβές αυτό που κάνουν. Φοβάμαι ότι δεν είναι σωστό ν’ απομακρυνόμαστε από τους Θεούς. Αν ήταν σωστό, τότε γιατί δεν έπιαναν και οι τραγικοί, που φτιάχνουν τα τριπλάσια ποιήματα από τους κωμικούς, να επινοήσουν δικές τους τραγικές ιστορίες; Δεν νομίζω ότι ειδικά ο Ευριπίδης θα είχε πρόβλημα να φανταστεί μια ιστορία που θα έκανε τον κόσμο να κλαίει γοερά! Το ότι πατάνε τα έργα σε παλιούς μύθους ίσως είναι το πιο σωστό γιατί αυτά πρέπει να μαθαίνει ο άνθρωπος: Τα παθήματα των ανθρώπων που τα έβαλαν με τους θεούς, έτσι όπως μας τα ’μαθαν οι ιστορίες του παρελθόντος μας.» Ο Αριστοφάνης προσπαθούσε όσο μιλούσε ο κουρέας να ξεχωρίσει τι απ’ αυτά που έλεγε ήταν δικές του σκέψεις και τι από σχόλια που είχε ακούσει.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
33
Πήγε να του απαντήσει με μια πρόχειρη ένσταση για το θέμα των «Περσών» του Αισχύλου, που δεν βασίζονταν σε μύθο, αλλά επειδή φανταζόταν την απάντηση του κουρέα: «Το έργο αυτό τραγουδούσε τη δόξα των Αθηναίων, τη θεόσταλτη νίκη έναντι των Περσών. Δεν ήταν μύθος, αλλά σχεδόν ξεπερνάει τον Τρωικό Πόλεμο σε σημασία! Ήταν ένας ύμνος στην Πόλη και το Λαό της! Ήταν μες στην ευσέβεια!» Δεν το συνέχισε. Γέλασε μόνο λέγοντας: «Χα χα! Τα δράματα των ηρώων μας δεν έχεις όρεξη να τα βλέπεις, αλλά σου κακοφαίνεται που δεν υπάρχουν έργα για να γελάσεις με τα παθήματά τους!» «Τώρα που το λες, δίκιο έχεις!», συμφώνησε ο κουρέας. «Αλήθεια, όμως, δε σε ρώτησα», συνέχισε μετά από μια μικρή παύση, στην οποία ξαναπέρασε τα σίδερα από τα κάρβουνα της φουφούς που είχε δίπλα του, για να ξαναζεσταθούν. «Εσύ ποιος είσαι; Η φυσιογνωμία σου μου φαίνεται γνωστή. Με το συμπάθιο κιόλας, αλλά το ότι τη μια μέρα μου έρχεσαι να σου κάνω βοστρύχους στα μαλλιά και την άλλη, μέρα γιορτής που τρέχουν όλοι οι άλλοι να κατσαρώσουν τα μαλλιά τους, μου έρχεσαι για να στα ισιώσω, μου φαίνεται λιγουλάκι παράξενο!» «Ηθοποιός είμαι. Τους βοστρύχους τούς ήθελα χτες, να ταιριάζουν με το ρόλο μου. Σήμερα όμως, στις απονομές τα μαλλιά μου τα θέλω ίσα, για να σφηνωθεί καλύτερα το στεφάνι του νικητή στο κεφάλι μου!», απάντησε ξεκαρδισμένος ο Αριστοφάνης, απλώνοντας και το χέρι του για να σκουντήσει τον σκοτεινιασμένο Εύπολι να γελάσει κι αυτός με το αστείο του. Ο κουρέας δε σχολίασε τη σπουδή του νεαρού ηθοποιού και τις παραξενιές του για τον καλλωπισμό του. Όποιος Αθηναίος ήθελε να περνάει για σημαντικός μέσα στην πόλη –δηλαδή όλοι– το ίδιο πράγμα
32
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Κρατίνου. Ο κακομοίρης έχει γεράσει και επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια αστεία. Η προ-προχτεσινή κωμωδία ενός άλλου νέου ποιητή –Εύπολις, νομίζω, λεγόταν– ήταν κι αυτή συμπαθητική. Ξέρεις όμως τι με προβληματίζει, ρε αφεντικό;» «Τι;» παρενέβη στη συζήτηση ο Εύπολις, γιατί αυτός ήταν ο φίλος του Αριστοφάνη που στεκόταν τόσην ώρα δίπλα τους. «Να, μωρέ», είπε ο κουρέας, σηκώνοντας το βλέμμα του στο άπειρο και κρατώντας μετέωρα τα δυο καυτά του σίδερα, «αυτοί οι νέοι ποιητές φτιάχνουν ωραίες ιστορίες, ενδιαφέρουσες, αλλά εντελώς από την αρχή! Δικές τους επινοήσεις. Ενώ μέχρι τώρα ο Κρατίνος και οι άλλοι παλιοί έπαιρναν το πολύ πολύ έναν γνωστό μύθο, μια περιπέτεια του Διονύσου, μια παραλλαγή από τον Όμηρο, κάτι τέτοιο.» «Και γιατί σε προβληματίζει αυτό;» ρώτησε πάλι ο Εύπολις. «Κοίτα να δεις, αμφιβάλω για το αν είναι ευσεβές αυτό που κάνουν. Φοβάμαι ότι δεν είναι σωστό ν’ απομακρυνόμαστε από τους Θεούς. Αν ήταν σωστό, τότε γιατί δεν έπιαναν και οι τραγικοί, που φτιάχνουν τα τριπλάσια ποιήματα από τους κωμικούς, να επινοήσουν δικές τους τραγικές ιστορίες; Δεν νομίζω ότι ειδικά ο Ευριπίδης θα είχε πρόβλημα να φανταστεί μια ιστορία που θα έκανε τον κόσμο να κλαίει γοερά! Το ότι πατάνε τα έργα σε παλιούς μύθους ίσως είναι το πιο σωστό γιατί αυτά πρέπει να μαθαίνει ο άνθρωπος: Τα παθήματα των ανθρώπων που τα έβαλαν με τους θεούς, έτσι όπως μας τα ’μαθαν οι ιστορίες του παρελθόντος μας.» Ο Αριστοφάνης προσπαθούσε όσο μιλούσε ο κουρέας να ξεχωρίσει τι απ’ αυτά που έλεγε ήταν δικές του σκέψεις και τι από σχόλια που είχε ακούσει.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
33
Πήγε να του απαντήσει με μια πρόχειρη ένσταση για το θέμα των «Περσών» του Αισχύλου, που δεν βασίζονταν σε μύθο, αλλά επειδή φανταζόταν την απάντηση του κουρέα: «Το έργο αυτό τραγουδούσε τη δόξα των Αθηναίων, τη θεόσταλτη νίκη έναντι των Περσών. Δεν ήταν μύθος, αλλά σχεδόν ξεπερνάει τον Τρωικό Πόλεμο σε σημασία! Ήταν ένας ύμνος στην Πόλη και το Λαό της! Ήταν μες στην ευσέβεια!» Δεν το συνέχισε. Γέλασε μόνο λέγοντας: «Χα χα! Τα δράματα των ηρώων μας δεν έχεις όρεξη να τα βλέπεις, αλλά σου κακοφαίνεται που δεν υπάρχουν έργα για να γελάσεις με τα παθήματά τους!» «Τώρα που το λες, δίκιο έχεις!», συμφώνησε ο κουρέας. «Αλήθεια, όμως, δε σε ρώτησα», συνέχισε μετά από μια μικρή παύση, στην οποία ξαναπέρασε τα σίδερα από τα κάρβουνα της φουφούς που είχε δίπλα του, για να ξαναζεσταθούν. «Εσύ ποιος είσαι; Η φυσιογνωμία σου μου φαίνεται γνωστή. Με το συμπάθιο κιόλας, αλλά το ότι τη μια μέρα μου έρχεσαι να σου κάνω βοστρύχους στα μαλλιά και την άλλη, μέρα γιορτής που τρέχουν όλοι οι άλλοι να κατσαρώσουν τα μαλλιά τους, μου έρχεσαι για να στα ισιώσω, μου φαίνεται λιγουλάκι παράξενο!» «Ηθοποιός είμαι. Τους βοστρύχους τούς ήθελα χτες, να ταιριάζουν με το ρόλο μου. Σήμερα όμως, στις απονομές τα μαλλιά μου τα θέλω ίσα, για να σφηνωθεί καλύτερα το στεφάνι του νικητή στο κεφάλι μου!», απάντησε ξεκαρδισμένος ο Αριστοφάνης, απλώνοντας και το χέρι του για να σκουντήσει τον σκοτεινιασμένο Εύπολι να γελάσει κι αυτός με το αστείο του. Ο κουρέας δε σχολίασε τη σπουδή του νεαρού ηθοποιού και τις παραξενιές του για τον καλλωπισμό του. Όποιος Αθηναίος ήθελε να περνάει για σημαντικός μέσα στην πόλη –δηλαδή όλοι– το ίδιο πράγμα
34
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
έκανε. Κούρευε ή χτένιζε ή έβαφε τις τρίχες του πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο. Κάποιοι, σαν και τον Αλκιβιάδη, πέρα απ’ τις δικές τους, πειράζανε και τις τρίχες των ζωντανών τους. Αυτό το κουτσομπολιό όμως ήτανε παλιό, οπότε ο κουρέας αφοσιώθηκε στην πληροφορία που μόλις του είχε δώσει ο Αριστοφάνης. «Α, ναι; Ηθοποιός; Και ποιόν ρόλο έπαιζες; Στις τραγωδίες, στο δράμα ή στην κωμωδία;» «Στην κωμωδία. Ο Διόνυσος ήμουν.» Ο κουρέας δαγκώθηκε κι από την αμηχανία του έσφιξε τα καυτά σίδερα στα μαλλιά του Αριστοφάνη λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Η σιωπή του όμως κράτησε ελάχιστα. Όσο χρειαζόταν για να κάνει μια σύντομη ανασκόπηση των όσων είχε πει πρωτύτερα. Αφού διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι δεν είχε ξεστομίσει κάτι που θα μπορούσε να προσβάλει τον υποκριτή για την ερμηνεία του ή για το έργο που είχε παίξει, ξανάνοιξε το στόμα του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Α, μπράβο! Δεν σε κατάλαβα πίσω από κείνη τη μάσκα και πάνω στους κοθόρνους, αλλά οι βόστρυχοι κάτι μου θύμιζαν! Θα έπαιρνα όρκο ότι ήσαν δική μου δουλειά!» Μετά του ήρθε στο μυαλό μια ατάκα που είχε ακούσει από κάτι διπλανούς του, ότι τάχα μου ο πρωταγωνιστής ήταν και ο συγγραφέας της κωμωδίας, ο ποιητής, και ξανασκάλωσε. «Μα... είσαι αυτός που κυνηγάει ο Κλέων, έτσι;» «Φαντάζομαι, ναι!» του απάντησε ο Αριστοφάνης χαμογελαστός και σηκώνοντας τους ώμους του. Ο κουρέας γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη. «Κι είσαι τόσο ψύχραιμος; Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει να έχεις μπει στη μύτη του Κλέωνα; Εκτός κι αν... το ήξερες από πριν ότι θα σου την έκανε, ε; Α, κατάλαβα!
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
35
Ήσουν βαλτός των αριστοκρατικών! Επίτηδες έγραψες μια τόσο άγρια κωμωδία! Τα ’χατε κανονίσει για να τον προκαλέσετε, να σου επιτεθεί, έτσι; Τώρα βέβαια, ποιος είμαι εγώ ο φτωχούλης που θα κρίνω αν έκανες σωστά. Πού να ξέρω τι στο καλό επιδιώκατε, πέρα από το σίγουρο χαμό σου. Κρίμα όμως, να πας έτσι...» Όντας τόσο καιρό μέσα στην αγορά, και έχοντας δει πολλά με τα μάτια του, ο νεαρός κουρέας είχε μάθει ν’ αναζητά πίσω από τέτοια γεγονότα βαθύτερα πολιτικά κίνητρα. Δεν ήταν βέβαια ιδιαίτερα ευφυής, και τα συμπεράσματά του δεν ήσαν πάντοτε σωστά, αλλά τα βασικά της τέχνης της συνωμοσιολογίας τα κατείχε. Άλλωστε, μικρή σημασία είχε αν ήταν σωστές οι υποθέσεις του. Υλικό για κουτσομπολιό να έχει, πρωτότυπο και ενδιαφέρον για τους πελάτες του και τι στον κόσμο! Η διάθεση του Αριστοφάνη άλλαξε. Το «βαλτός των αριστοκρατικών» τον πείραξε και η ενόχλησή του φάνηκε στον τόνο της φωνής του, όταν απάντησε στο νεαρό κουρέα, που σταμάτησε να μιλάει μάλλον για να πιάσει την ανάσα του, παρά επειδή εξάντλησε τις κουβέντες που ήθελε να πει στον ποιητή. «Όχι δα και βαλτός των αριστοκρατικών», φώναξε δυνατά. «Δεν ισχύουν αυτά που λες. Άλλωστε, την καταγγελία του Κλέωνα μόλις τώρα την έμαθα από εσένα!» Πριν προλάβει να ζητήσει συγγνώμη ο κουρέας για την χοντράδα του, εμφανίστηκε ο Κλέωνας με τους δύο κλητήρες, κι από πίσω τους μια κουστωδία περίεργων. Το ύφος του έφερε στο μυαλό του Αριστοφάνη το στίχο του Αρχίλοχου: «Όλεθρο φιλόξενο διαθέτω, για πρόθυμους εχθρούς!». Μαζί τους κοντοστάθηκαν και οι άλλοι περαστικοί, για ν’
34
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
έκανε. Κούρευε ή χτένιζε ή έβαφε τις τρίχες του πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο. Κάποιοι, σαν και τον Αλκιβιάδη, πέρα απ’ τις δικές τους, πειράζανε και τις τρίχες των ζωντανών τους. Αυτό το κουτσομπολιό όμως ήτανε παλιό, οπότε ο κουρέας αφοσιώθηκε στην πληροφορία που μόλις του είχε δώσει ο Αριστοφάνης. «Α, ναι; Ηθοποιός; Και ποιόν ρόλο έπαιζες; Στις τραγωδίες, στο δράμα ή στην κωμωδία;» «Στην κωμωδία. Ο Διόνυσος ήμουν.» Ο κουρέας δαγκώθηκε κι από την αμηχανία του έσφιξε τα καυτά σίδερα στα μαλλιά του Αριστοφάνη λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Η σιωπή του όμως κράτησε ελάχιστα. Όσο χρειαζόταν για να κάνει μια σύντομη ανασκόπηση των όσων είχε πει πρωτύτερα. Αφού διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι δεν είχε ξεστομίσει κάτι που θα μπορούσε να προσβάλει τον υποκριτή για την ερμηνεία του ή για το έργο που είχε παίξει, ξανάνοιξε το στόμα του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Α, μπράβο! Δεν σε κατάλαβα πίσω από κείνη τη μάσκα και πάνω στους κοθόρνους, αλλά οι βόστρυχοι κάτι μου θύμιζαν! Θα έπαιρνα όρκο ότι ήσαν δική μου δουλειά!» Μετά του ήρθε στο μυαλό μια ατάκα που είχε ακούσει από κάτι διπλανούς του, ότι τάχα μου ο πρωταγωνιστής ήταν και ο συγγραφέας της κωμωδίας, ο ποιητής, και ξανασκάλωσε. «Μα... είσαι αυτός που κυνηγάει ο Κλέων, έτσι;» «Φαντάζομαι, ναι!» του απάντησε ο Αριστοφάνης χαμογελαστός και σηκώνοντας τους ώμους του. Ο κουρέας γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη. «Κι είσαι τόσο ψύχραιμος; Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει να έχεις μπει στη μύτη του Κλέωνα; Εκτός κι αν... το ήξερες από πριν ότι θα σου την έκανε, ε; Α, κατάλαβα!
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
35
Ήσουν βαλτός των αριστοκρατικών! Επίτηδες έγραψες μια τόσο άγρια κωμωδία! Τα ’χατε κανονίσει για να τον προκαλέσετε, να σου επιτεθεί, έτσι; Τώρα βέβαια, ποιος είμαι εγώ ο φτωχούλης που θα κρίνω αν έκανες σωστά. Πού να ξέρω τι στο καλό επιδιώκατε, πέρα από το σίγουρο χαμό σου. Κρίμα όμως, να πας έτσι...» Όντας τόσο καιρό μέσα στην αγορά, και έχοντας δει πολλά με τα μάτια του, ο νεαρός κουρέας είχε μάθει ν’ αναζητά πίσω από τέτοια γεγονότα βαθύτερα πολιτικά κίνητρα. Δεν ήταν βέβαια ιδιαίτερα ευφυής, και τα συμπεράσματά του δεν ήσαν πάντοτε σωστά, αλλά τα βασικά της τέχνης της συνωμοσιολογίας τα κατείχε. Άλλωστε, μικρή σημασία είχε αν ήταν σωστές οι υποθέσεις του. Υλικό για κουτσομπολιό να έχει, πρωτότυπο και ενδιαφέρον για τους πελάτες του και τι στον κόσμο! Η διάθεση του Αριστοφάνη άλλαξε. Το «βαλτός των αριστοκρατικών» τον πείραξε και η ενόχλησή του φάνηκε στον τόνο της φωνής του, όταν απάντησε στο νεαρό κουρέα, που σταμάτησε να μιλάει μάλλον για να πιάσει την ανάσα του, παρά επειδή εξάντλησε τις κουβέντες που ήθελε να πει στον ποιητή. «Όχι δα και βαλτός των αριστοκρατικών», φώναξε δυνατά. «Δεν ισχύουν αυτά που λες. Άλλωστε, την καταγγελία του Κλέωνα μόλις τώρα την έμαθα από εσένα!» Πριν προλάβει να ζητήσει συγγνώμη ο κουρέας για την χοντράδα του, εμφανίστηκε ο Κλέωνας με τους δύο κλητήρες, κι από πίσω τους μια κουστωδία περίεργων. Το ύφος του έφερε στο μυαλό του Αριστοφάνη το στίχο του Αρχίλοχου: «Όλεθρο φιλόξενο διαθέτω, για πρόθυμους εχθρούς!». Μαζί τους κοντοστάθηκαν και οι άλλοι περαστικοί, για ν’
36
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ακούσουν τι είχε να πει ο πρώτος πολίτης της Πόλης σε έναν άγνωστο στους περισσότερους νεαρό. «Αριστοφάνη, ενώπιων αυτών των μαρτύρων, σε ενημερώνω, ως οφείλω, ότι κίνησα εναντίον σου τη διαδικασία της εισαγγελίας. Σε κατηγορώ για προδοσία, διότι ενώπιον ξένων διακωμώδησες την πόλη και εξύβρισες το λαό.» Έκανε μια παύση για να δει την αντίδραση του “ποιητάκου” στην καταγγελία του. Τόσο η εικόνα που αντίκρισε όσο και οι λέξεις που έπρεπε να ξεστομίσει στη συνέχεια δεν τον ευχαριστούσαν. «Η δίκη θα γίνει σ’ ένα μήνα ακριβώς από σήμερα, την 13η του μηνός Μουνηχιώνος». Έκανε μια μικρή παύση, «στο Βουλευτήριο.» Ο Κλέων έριξε μια τελευταία απαξιωτική ματιά στον Αριστοφάνη, στράβωσε τα μούτρα του από το γελοίο της εικόνας ενός κεφαλιού με τα μισά μαλλιά ίσα και τα μισά κατσαρά και έφυγε, ακολουθούμενος από τα τσιράκια του. Η φούρια του είχε φουντώσει από το ειρωνικό χαμόγελο που είχε σκάσει στο πρόσωπο του Αριστοφάνη. Κάποιοι από τους Αθηναίους που βρέθηκαν μάρτυρες του περιστατικού παρέμειναν όρθιοι, γύρω από το κουρείο, περιμένοντας να δουν τι θα έκανε ο ποιητής, αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν το δρόμο τους, κουβεντιάζοντας βέβαια για όσα άκουσαν. Κανένας όμως δεν πλησίασε τον ποιητή για να τον ρωτήσει έστω το ποιος ήταν, ή να του πει δυο λόγια συμπαράστασης. Ο ανήσυχος αλλά μέχρι τότε αμίλητος Εύπολις δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε πετώντας το λίγο κρασομουσκεμένο ψωμάκι, που του είχε μείνει στο χέρι, στο χώμα, τροφή για τα σκυλιά και τα έντομα που “σύχναζαν” μαζί με τους ανθρώπους στην Αγορά. «Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμος, αλήθεια! Κάθομαι και σε βλέπω κι απορώ. Γιατί; Σου επιτίθεται το θη-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
37
ρίο των Αθηνών, ο φόβος και ο τρόμος, και εσύ συνεχίζεις να να να... ασχολείσαι με τις τρίχες σου!» Ο Αριστοφάνης παρέμενε χαμογελαστός, κι έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιερό Βράχο, κοιτώντας τους ναούς μέσα από τα φύλλα της ελιάς στη σκιά της οποίας καθόταν. «Τι πιο γλυκό από το να γελάς με τους εχθρούς σου;» Ο στίχος του Σοφοκλή βγήκε σαν από μόνος του από το στόμα του Αριστοφάνη, λες και του τον είχαν υπαγορεύσει οι μαρμάρινοι κίονες ή σαν να τον απάγγελνε σε μια παράσταση με μόνους θεατές αυτούς. Την επόμενη στιγμή είχε επιστρέψει στην κουβέντα με τον φίλο του και προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες του. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω, φίλε Εύπολι; Η δίκη είναι σε ένα μήνα. Μέχρι τότε έχουμε όλο τον καιρό στη διάθεσή μας για να δούμε τι θα κάνουμε. Τώρα...» είπε περνώντας αυτάρεσκα τα χέρια του στα ζεστά ακόμα μαλλιά του, «όντως, χτενίζομαι.» Ο κουρέας, όταν άκουσε το όνομα του δεύτερου της παρέας, ένιωσε μια δεύτερη κεραμίδα να του πέφτει στο κεφάλι, με αποτέλεσμα ν’ αφήσει νωρίτερα απ’ όσο ήθελε τα σίδερα στα κάρβουνα της φουφούς να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν για το επόμενο κεφάλι που θα περιποιούνταν. Αυτή τη φορά ο κουρέας δεν πρόλαβε να ψάξει στο μυαλό του να δει μήπως είχε προσβάλει με τα λόγια του κι εκείνον τον ποιητή. Οι δύο φίλοι φαίνονταν να μην δίνουν σημασία στην παρουσία του και είχε την εντύπωση ότι θα άρχιζαν να μιλούν ελεύθερα για την άμυνά τους απέναντι στον Κλέωνα. Ο κουρέας έπιασε το κοκάλινο χτένι του και άρχισε να το περνάει από τα μαλλιά του Αριστοφάνη, με το αυτί του έτοιμο να συλλάβει κάθε λέξη που θ’ αντάλλασσαν οι ποιητές. Αλίμονο, όμως. Ο Αριστοφάνης φαινόταν
36
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ακούσουν τι είχε να πει ο πρώτος πολίτης της Πόλης σε έναν άγνωστο στους περισσότερους νεαρό. «Αριστοφάνη, ενώπιων αυτών των μαρτύρων, σε ενημερώνω, ως οφείλω, ότι κίνησα εναντίον σου τη διαδικασία της εισαγγελίας. Σε κατηγορώ για προδοσία, διότι ενώπιον ξένων διακωμώδησες την πόλη και εξύβρισες το λαό.» Έκανε μια παύση για να δει την αντίδραση του “ποιητάκου” στην καταγγελία του. Τόσο η εικόνα που αντίκρισε όσο και οι λέξεις που έπρεπε να ξεστομίσει στη συνέχεια δεν τον ευχαριστούσαν. «Η δίκη θα γίνει σ’ ένα μήνα ακριβώς από σήμερα, την 13η του μηνός Μουνηχιώνος». Έκανε μια μικρή παύση, «στο Βουλευτήριο.» Ο Κλέων έριξε μια τελευταία απαξιωτική ματιά στον Αριστοφάνη, στράβωσε τα μούτρα του από το γελοίο της εικόνας ενός κεφαλιού με τα μισά μαλλιά ίσα και τα μισά κατσαρά και έφυγε, ακολουθούμενος από τα τσιράκια του. Η φούρια του είχε φουντώσει από το ειρωνικό χαμόγελο που είχε σκάσει στο πρόσωπο του Αριστοφάνη. Κάποιοι από τους Αθηναίους που βρέθηκαν μάρτυρες του περιστατικού παρέμειναν όρθιοι, γύρω από το κουρείο, περιμένοντας να δουν τι θα έκανε ο ποιητής, αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν το δρόμο τους, κουβεντιάζοντας βέβαια για όσα άκουσαν. Κανένας όμως δεν πλησίασε τον ποιητή για να τον ρωτήσει έστω το ποιος ήταν, ή να του πει δυο λόγια συμπαράστασης. Ο ανήσυχος αλλά μέχρι τότε αμίλητος Εύπολις δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε πετώντας το λίγο κρασομουσκεμένο ψωμάκι, που του είχε μείνει στο χέρι, στο χώμα, τροφή για τα σκυλιά και τα έντομα που “σύχναζαν” μαζί με τους ανθρώπους στην Αγορά. «Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμος, αλήθεια! Κάθομαι και σε βλέπω κι απορώ. Γιατί; Σου επιτίθεται το θη-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
37
ρίο των Αθηνών, ο φόβος και ο τρόμος, και εσύ συνεχίζεις να να να... ασχολείσαι με τις τρίχες σου!» Ο Αριστοφάνης παρέμενε χαμογελαστός, κι έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιερό Βράχο, κοιτώντας τους ναούς μέσα από τα φύλλα της ελιάς στη σκιά της οποίας καθόταν. «Τι πιο γλυκό από το να γελάς με τους εχθρούς σου;» Ο στίχος του Σοφοκλή βγήκε σαν από μόνος του από το στόμα του Αριστοφάνη, λες και του τον είχαν υπαγορεύσει οι μαρμάρινοι κίονες ή σαν να τον απάγγελνε σε μια παράσταση με μόνους θεατές αυτούς. Την επόμενη στιγμή είχε επιστρέψει στην κουβέντα με τον φίλο του και προσπάθησε να καθησυχάσει τις ανησυχίες του. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω, φίλε Εύπολι; Η δίκη είναι σε ένα μήνα. Μέχρι τότε έχουμε όλο τον καιρό στη διάθεσή μας για να δούμε τι θα κάνουμε. Τώρα...» είπε περνώντας αυτάρεσκα τα χέρια του στα ζεστά ακόμα μαλλιά του, «όντως, χτενίζομαι.» Ο κουρέας, όταν άκουσε το όνομα του δεύτερου της παρέας, ένιωσε μια δεύτερη κεραμίδα να του πέφτει στο κεφάλι, με αποτέλεσμα ν’ αφήσει νωρίτερα απ’ όσο ήθελε τα σίδερα στα κάρβουνα της φουφούς να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν για το επόμενο κεφάλι που θα περιποιούνταν. Αυτή τη φορά ο κουρέας δεν πρόλαβε να ψάξει στο μυαλό του να δει μήπως είχε προσβάλει με τα λόγια του κι εκείνον τον ποιητή. Οι δύο φίλοι φαίνονταν να μην δίνουν σημασία στην παρουσία του και είχε την εντύπωση ότι θα άρχιζαν να μιλούν ελεύθερα για την άμυνά τους απέναντι στον Κλέωνα. Ο κουρέας έπιασε το κοκάλινο χτένι του και άρχισε να το περνάει από τα μαλλιά του Αριστοφάνη, με το αυτί του έτοιμο να συλλάβει κάθε λέξη που θ’ αντάλλασσαν οι ποιητές. Αλίμονο, όμως. Ο Αριστοφάνης φαινόταν
38
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ότι δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να μιλήσει για την περιπέτειά του, που μόλις ξεκινούσε. Ο κουρέας το συλλογίστηκε. Δεν πειράζει. Ακόμα κι αυτή η φαινομενική ολύμπια ψυχραιμία και ειρωνική στάση του ποιητή μπροστά στον Κλέωνα τού είχε δώσει αρκετό υλικό για να μοιραστεί στα πλαίσια της κοινωνικής ενημέρωσης, με τους επόμενους πελάτες και τους γείτονές του στην Αγορά. «Μην αγχώνεσαι, φιλαράκο», είπε τελικά ο Αριστοφάνης στον Εύπολι μόλις η χτένα του κουρέα είχε κάνει την τελευταία της βόλτα στα μαλλιά του. «Όχι τουλάχιστον περισσότερο από μένα. Σήμερα, που θ’ ανακοινωθούν οι νικητές των αγώνων, είτε έχουμε κερδίσει είτε χάσει θα πιούμε, θα γλεντήσουμε, θα βρούμε και τον άλλο τον τυχάρπαστο που κοροϊδεύει τη δημοκρατία μας όντας βουλευτής και θα τα συζητήσουμε με σύνεση και σωφροσύνη, με τη βοήθεια του θείου οίνου. “Οίνο οι θεοί, Μενέλαε, άριστο έχουν κάνει, τις σκοτούρες για να σκορπούν απ’ τους θνητούς ανθρώπους” λέει ο ποιητής στα Κύπρια Έπη. Ποιοι είμαστε εμείς που θα του πάμε κόντρα;» «Ναι... βέβαια» του απάντησε ειρωνικά ο Εύπολις παίρνοντας τη θέση του φίλου του στο κάθισμα μπροστά στον κορμό του κουρέα. «Άλλωστε, με το κρασί θα δούμε τα πράγματα καθαρότερα, “γιατί το κρασί είναι διόπτρα του ανθρώπου”, που λέει και ο αγαπημένος σου Αλκαίος...»
Πάροδος Κωμωδία: Mία ενοχλητική παρουσία για την εξουσία Αν παρέα μας πιείς κρασί και γίνεις λιώμα Τ’ άλλο πρωί από μια κούπα Ειρήνη θα ρουφήξεις Κι η ασπίδα πάνω απ’ το τζάκι θα είναι κρεμασμένη! Αχαρνείς, 277-279
Νικητής στην κωμωδία αναδείχτηκε ο Κρατίνος. Η επιτροπή των κληρωμένων εκπροσώπων των δέκα αθηναϊκών φυλών που πήρε την απόφαση δεν το έκανε τόσο για ν’ αποδώσει τιμή στον γέρο κωμωδιογράφο, ούτε επειδή τους άρεσε στ’ αλήθεια το έργο του περισσότερο από των συνδιαγωνιζόμενών του. Άλλωστε, ποιος κανόνας λέει ότι σε τέτοιου είδους αγώνες η νίκη πρέπει ν’ απονέμεται σώνει και ντε στον καλύτερο; Σε διαδικασίες σαν κι αυτήν, όπου θρησκευτικά και πολιτικά χαρακτηριστικά διαπλέκονται περισσότερο κι από το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα –το ποιος είναι καλύτερος είναι κάτι πολύ σχετικό. Αυτό, λοιπόν, που είχαν στο μυαλό τους οι δέκα κριτές, όταν συνεδρίαζαν για ν’ αναδείξουν το νικητή, ήταν το νέο που από νωρίς το πρωί είχε κάνει το γύρο της πόλης: Η
38
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ότι δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να μιλήσει για την περιπέτειά του, που μόλις ξεκινούσε. Ο κουρέας το συλλογίστηκε. Δεν πειράζει. Ακόμα κι αυτή η φαινομενική ολύμπια ψυχραιμία και ειρωνική στάση του ποιητή μπροστά στον Κλέωνα τού είχε δώσει αρκετό υλικό για να μοιραστεί στα πλαίσια της κοινωνικής ενημέρωσης, με τους επόμενους πελάτες και τους γείτονές του στην Αγορά. «Μην αγχώνεσαι, φιλαράκο», είπε τελικά ο Αριστοφάνης στον Εύπολι μόλις η χτένα του κουρέα είχε κάνει την τελευταία της βόλτα στα μαλλιά του. «Όχι τουλάχιστον περισσότερο από μένα. Σήμερα, που θ’ ανακοινωθούν οι νικητές των αγώνων, είτε έχουμε κερδίσει είτε χάσει θα πιούμε, θα γλεντήσουμε, θα βρούμε και τον άλλο τον τυχάρπαστο που κοροϊδεύει τη δημοκρατία μας όντας βουλευτής και θα τα συζητήσουμε με σύνεση και σωφροσύνη, με τη βοήθεια του θείου οίνου. “Οίνο οι θεοί, Μενέλαε, άριστο έχουν κάνει, τις σκοτούρες για να σκορπούν απ’ τους θνητούς ανθρώπους” λέει ο ποιητής στα Κύπρια Έπη. Ποιοι είμαστε εμείς που θα του πάμε κόντρα;» «Ναι... βέβαια» του απάντησε ειρωνικά ο Εύπολις παίρνοντας τη θέση του φίλου του στο κάθισμα μπροστά στον κορμό του κουρέα. «Άλλωστε, με το κρασί θα δούμε τα πράγματα καθαρότερα, “γιατί το κρασί είναι διόπτρα του ανθρώπου”, που λέει και ο αγαπημένος σου Αλκαίος...»
Πάροδος Κωμωδία: Mία ενοχλητική παρουσία για την εξουσία Αν παρέα μας πιείς κρασί και γίνεις λιώμα Τ’ άλλο πρωί από μια κούπα Ειρήνη θα ρουφήξεις Κι η ασπίδα πάνω απ’ το τζάκι θα είναι κρεμασμένη! Αχαρνείς, 277-279
Νικητής στην κωμωδία αναδείχτηκε ο Κρατίνος. Η επιτροπή των κληρωμένων εκπροσώπων των δέκα αθηναϊκών φυλών που πήρε την απόφαση δεν το έκανε τόσο για ν’ αποδώσει τιμή στον γέρο κωμωδιογράφο, ούτε επειδή τους άρεσε στ’ αλήθεια το έργο του περισσότερο από των συνδιαγωνιζόμενών του. Άλλωστε, ποιος κανόνας λέει ότι σε τέτοιου είδους αγώνες η νίκη πρέπει ν’ απονέμεται σώνει και ντε στον καλύτερο; Σε διαδικασίες σαν κι αυτήν, όπου θρησκευτικά και πολιτικά χαρακτηριστικά διαπλέκονται περισσότερο κι από το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα –το ποιος είναι καλύτερος είναι κάτι πολύ σχετικό. Αυτό, λοιπόν, που είχαν στο μυαλό τους οι δέκα κριτές, όταν συνεδρίαζαν για ν’ αναδείξουν το νικητή, ήταν το νέο που από νωρίς το πρωί είχε κάνει το γύρο της πόλης: Η
40
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
καταγγελία του Κλέωνα. Το ότι δεν έδωσαν τη νίκη στον Αριστοφάνη (που πιθανώς να την άξιζε) ή στον Εύπολι (που πιθανώς να την άξιζε λίγο περισσότερο) δε σημαίνει ότι εκείνοι οι δέκα κριτές και ο επώνυμος άρχοντας ήταν τσιράκια του Κλέωνα. Όχι τουλάχιστον όλοι τους. Απλά, συνετά σκεπτόμενοι, και με την αθάνατη λογική που εξασφάλισε την επιβίωση όσων αντιμετώπισαν παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις, αυτήν του «φυλάμε τον κώλο μας», οι δέκα κριτές είπαν το εξής απλό: «Μην μπλέξουμε με τον Κλέωνα δίνοντας τη νίκη στο παιδαρέλι, τον Αριστοφάνη, και τον κολλητό του, τον Εύπολι. Και του χρόνου, όταν δεν θα έχουμε ούτε δίκες –και ενδεχομένως χάρη σε κάποιο σπαρτιάτικο σπαθί ούτε και Κλέωνα ή Αριστοφάνη ή Εύπολι– ας έρθει όποιος θέλει να διαγωνιστεί δίκαια». Σίγουρα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε το ότι η επιλογή αυτή έγινε αθόρυβα, χωρίς ν’ αναγκαστούν να προσφύγουν στην οχλοβοή, στην εξαιρετική εκείνη περίπτωση που το νικητή τον ανακηρύσσει ο λαός, ή καλύτερα τα τσιράκια του εκάστοτε ισχυρού πολιτικού. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αναμετριόταν ο Αισχύλος με το νεαρό Σοφοκλή. Οι κριτές έκαναν το λάθος να εκφράσουν την προτίμησή τους στο έργο του πρώτου, τον οποίον όμως δεν ήθελε να βλέπει μπροστά του ο επικεφαλής της ολιγαρχικής μερίδας, ο Κίμων. Έτσι, τον λόγο τον πήρε ο λαός, ή καλύτερα, ο όχλος. Αναμφίβολα εκείνη τη χρονιά, τώρα, το αποτέλεσμα θα ήταν τέτοιο που να ευχαριστεί τον Κλέωνα. Οι κριτές το ήξεραν αυτό και επέδειξαν σοφή οικονομία με την τελική τους επιλογή. Σικέ; Δεν νομίζω ο θεός Διόνυσος να έχει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα αν στη γιορτή του γίνονται παρασπονδίες.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
41
Τόσο ο ίδιος, όσο και οι ακόλουθοί του δεν διακρίνονται για τη διακριτικότητα, το ευ αγωνίζεσθαι, το καλώς πράττειν. Όχι ότι τα παραβαίνουν κι όλας όλα τα παραπάνω. Απλά, δεν δίνουν δεκάρα. Τα ενδιαφέροντά τους περιορίζονται στο κρασί, στον οίνο και λίγο στην αλκοόλη. Κανονικά, ο Πεισίστρατος, που λέγεται ότι αυτός θεσμοθέτησε τα Διονύσια, θα έπρεπε να είχε επιβάλλει, όλοι οι κριτές της γιορτής του θεού του κρασιού να εκφέρουν μεθυσμένοι τη σοφή τους κρίση για τα έργα. Ντίρλα. Για να μη πω, ότι το σωστό θα ήταν και ο ίδιος ο Πεισίστρατος, όταν θα είχε καθίσει να θεσμοθετήσει, να ήταν μεθυσμένος. Τότε να έβλεπα τα κριτήρια με τα οποία οι κριτές θ’ αποφάσιζαν ποιος νίκησε στους αγώνες. Όμως οι απανταχού κι ανά τους αιώνες «καθώς πρέπει» δεν θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, έτσι; Έλα στη θέση ενός κριτή, αναγνώστη μου. Πάρε κρασάκι και πιες. Αν δεν θες κρασί, μπιρίτσα, ουισκάκι, βοτκούλα, τσιπουράκι, ουζάκι, ό, τι θες τέλος πάντων για να ’ρθεις στο κέφι. Τώρα άκου τον σπαραγμό του Ορέστη πάνω απ’ τον τάφο του πατέρα του, στους πρώτους στίχους των Αισχυλικών «Χοηφόρων»: «Ερμή του Κάτω Κόσμου, εσύ που βλέπεις / την γκρεμισμένη του πατέρα μου εξουσία, / βοηθός και σύμμαχός μου γίνε τώρα / που το ζητάω. Τι έρχομαι απ’ τα ξένα / κι εξόριστος γυρίζω στην πατρίδα.» Τι βαθμό θα του έβαζες; Πόσο πιο πολύ θα μεγέθυνε τη συντριβή του ήρωα το οινόπνευμα στο οποίο κολυμπάει το μυαλό σου; Αν ήταν δυνατό να γίνει η χρονική υπέρβαση, σε καλώ να βάλεις στην άλλη πλευρά τους πρώτους στίχους από όποιο απ’ τα έργα του Ευριπίδη θες. Να σε ζαλίζει με το καλημέρα –λες και δεν φτάνει η ζαλάδα σου απ’ το πιοτό– με μακριά
40
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
καταγγελία του Κλέωνα. Το ότι δεν έδωσαν τη νίκη στον Αριστοφάνη (που πιθανώς να την άξιζε) ή στον Εύπολι (που πιθανώς να την άξιζε λίγο περισσότερο) δε σημαίνει ότι εκείνοι οι δέκα κριτές και ο επώνυμος άρχοντας ήταν τσιράκια του Κλέωνα. Όχι τουλάχιστον όλοι τους. Απλά, συνετά σκεπτόμενοι, και με την αθάνατη λογική που εξασφάλισε την επιβίωση όσων αντιμετώπισαν παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις, αυτήν του «φυλάμε τον κώλο μας», οι δέκα κριτές είπαν το εξής απλό: «Μην μπλέξουμε με τον Κλέωνα δίνοντας τη νίκη στο παιδαρέλι, τον Αριστοφάνη, και τον κολλητό του, τον Εύπολι. Και του χρόνου, όταν δεν θα έχουμε ούτε δίκες –και ενδεχομένως χάρη σε κάποιο σπαρτιάτικο σπαθί ούτε και Κλέωνα ή Αριστοφάνη ή Εύπολι– ας έρθει όποιος θέλει να διαγωνιστεί δίκαια». Σίγουρα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε το ότι η επιλογή αυτή έγινε αθόρυβα, χωρίς ν’ αναγκαστούν να προσφύγουν στην οχλοβοή, στην εξαιρετική εκείνη περίπτωση που το νικητή τον ανακηρύσσει ο λαός, ή καλύτερα τα τσιράκια του εκάστοτε ισχυρού πολιτικού. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αναμετριόταν ο Αισχύλος με το νεαρό Σοφοκλή. Οι κριτές έκαναν το λάθος να εκφράσουν την προτίμησή τους στο έργο του πρώτου, τον οποίον όμως δεν ήθελε να βλέπει μπροστά του ο επικεφαλής της ολιγαρχικής μερίδας, ο Κίμων. Έτσι, τον λόγο τον πήρε ο λαός, ή καλύτερα, ο όχλος. Αναμφίβολα εκείνη τη χρονιά, τώρα, το αποτέλεσμα θα ήταν τέτοιο που να ευχαριστεί τον Κλέωνα. Οι κριτές το ήξεραν αυτό και επέδειξαν σοφή οικονομία με την τελική τους επιλογή. Σικέ; Δεν νομίζω ο θεός Διόνυσος να έχει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα αν στη γιορτή του γίνονται παρασπονδίες.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
41
Τόσο ο ίδιος, όσο και οι ακόλουθοί του δεν διακρίνονται για τη διακριτικότητα, το ευ αγωνίζεσθαι, το καλώς πράττειν. Όχι ότι τα παραβαίνουν κι όλας όλα τα παραπάνω. Απλά, δεν δίνουν δεκάρα. Τα ενδιαφέροντά τους περιορίζονται στο κρασί, στον οίνο και λίγο στην αλκοόλη. Κανονικά, ο Πεισίστρατος, που λέγεται ότι αυτός θεσμοθέτησε τα Διονύσια, θα έπρεπε να είχε επιβάλλει, όλοι οι κριτές της γιορτής του θεού του κρασιού να εκφέρουν μεθυσμένοι τη σοφή τους κρίση για τα έργα. Ντίρλα. Για να μη πω, ότι το σωστό θα ήταν και ο ίδιος ο Πεισίστρατος, όταν θα είχε καθίσει να θεσμοθετήσει, να ήταν μεθυσμένος. Τότε να έβλεπα τα κριτήρια με τα οποία οι κριτές θ’ αποφάσιζαν ποιος νίκησε στους αγώνες. Όμως οι απανταχού κι ανά τους αιώνες «καθώς πρέπει» δεν θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, έτσι; Έλα στη θέση ενός κριτή, αναγνώστη μου. Πάρε κρασάκι και πιες. Αν δεν θες κρασί, μπιρίτσα, ουισκάκι, βοτκούλα, τσιπουράκι, ουζάκι, ό, τι θες τέλος πάντων για να ’ρθεις στο κέφι. Τώρα άκου τον σπαραγμό του Ορέστη πάνω απ’ τον τάφο του πατέρα του, στους πρώτους στίχους των Αισχυλικών «Χοηφόρων»: «Ερμή του Κάτω Κόσμου, εσύ που βλέπεις / την γκρεμισμένη του πατέρα μου εξουσία, / βοηθός και σύμμαχός μου γίνε τώρα / που το ζητάω. Τι έρχομαι απ’ τα ξένα / κι εξόριστος γυρίζω στην πατρίδα.» Τι βαθμό θα του έβαζες; Πόσο πιο πολύ θα μεγέθυνε τη συντριβή του ήρωα το οινόπνευμα στο οποίο κολυμπάει το μυαλό σου; Αν ήταν δυνατό να γίνει η χρονική υπέρβαση, σε καλώ να βάλεις στην άλλη πλευρά τους πρώτους στίχους από όποιο απ’ τα έργα του Ευριπίδη θες. Να σε ζαλίζει με το καλημέρα –λες και δεν φτάνει η ζαλάδα σου απ’ το πιοτό– με μακριά
42
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
γενεαλογικά δέντρα, φλυαρώντας για το ποιος παντρεύτηκε με ποιάν, και ποια έκανε ποιόν, για να καταλήξουμε τέλος στον ήρωα της τραγωδίας... Ε, ποιό έργο λοιπόν θα θεωρούσες ανώτερο, έτσι ώστε να του δώσεις την πρώτη θέση; Όπως και να ’χει, δεν νομίζω ο Διόνυσος να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με το να μην νικήσει ο καλύτερος στον αγώνα που γινόταν προς χάρη του. Μπορεί να τον χάλαγε λίγο το μπάσιμο των πολιτικών τσακωμών στα λημέρια του, αλλά και πάλι θα έδειχνε κατανόηση. Σαν θεός, και μάλιστα σαν νόθο του Δία, ήξερε καλά από «πολιτικά ορθές» συμπεριφορές και «διακριτικότητα». Τόσο καλά, που να μην του καίγεται καρφί γι’ αυτά τα προβλήματα. Έτσι δικαιολογείται το ότι εκείνο το βράδυ δεν χίμηξε μια ορδή Σιληνών και Σατύρων στην Αθήνα, να τιμωρήσει τους Αθηναίους στο όνομα του Διονύσου, πνίγοντας τους άντρες στο κρασί και βιάζοντας από κάθε τους τρύπα τις γυναίκες. Αυτή δεν θα ήταν σωστή τιμωρία γι’ αυτούς που βλαστήμησαν το Θεό, βραβεύοντας τούς λάθους ανθρώπους στη γιορτή του; Αντίθετα, όπως κάθε τέτοια μέρα, οι Αθηναίοι μετά τις τελευταίες θυσίες της γιορτής, μετά το στεφάνωμα των νικητών των δραματικών αγώνων και όλες τις σχετικές πομπές, έπνιξαν τους καημούς τους, τα άγχη και τις αγωνίες τους στο πιοτό. Το ίδιο και η παρέα του Αριστοφάνη. Άλλωστε, μετά την αποδήμηση του ποιητή εις Αίγινα οι ευκαιρίες που είχαν να πιούν με τον φίλο τους ήταν ελάχιστες –σε σχέση βέβαια με το παρελθόν– και γι’ αυτό κάθε φορά του έδιναν και καταλάβαινε! Και εκείνο το βράδυ τον χρυσό κανόνα της οινοποσίας τον είχαν από ώρα παραβεί. «Το πρώτο μέρος του ποτού το πήραν οι Χάριτες, / οι καλόκαρδες Ώρες κι ο βροντόφωνος Διόνυσος, / που το έφτιαξαν.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
43
Ύστερα η Κυπρογένεια θεά κι ο Διόνυσος. / Εδώ γίνεται για τους άντρες το πιο ωραίο συμπόσιο με κρασί. / Αν κάποιος το πιει και γυρίσει στο σπίτι του / από το ευχάριστο συμπόσιο, ποτέ δε θα πάθει ζημιά. / Αλλ’ όταν κάποιος προχωρεί προς το τρίτο / πίνοντας ατέλειωτα, τότε της Ύβρης και της Άτης / η φοβερή σειρά έρχεται και φέρνει στους ανθρώπους κακά. / Όμως καλέ μου –διότι κρατάς μέτρο στο ευχάριστο ποτό- / πήγαινε στη γυναίκα σου κι ανακούφισε τους φίλους σου. / Διότι φοβάμαι, αν πίνεται το τρίτο μέρος του γλυκόπιοτου / κρασιού, μήπως η Ύβρη ξεσηκώσει οργή μες στη ψυχή σου / και βάλεις κακό τέλος σε μια καλή φιλοξενία. / Αλλ’ άκουσέ με και σταμάτησε το πολύ ποτό. / Διότι ακολουθεί το μέρος της Άτης και της Ύβρης.» Αντίθετα απ’ αυτά που έλεγε ο Πανύασσης ο Αλεξανδρέας, ο θείος του –συχνά συμποσιαζόμενου της παρέας των φίλων μας– Ηρόδοτου, για το μέτρο στο πιοτό, στην παρέα δεν φοβόντουσαν μην ξεπεράσουν τα όρια της Ύβρης, και προχώρησαν ακάθεκτοι και σε τέταρτο και σε πέμπτο κύλικα κρασιού. Πρώτο βιολί στο πιόμα ήταν ο Μελάνιππος, ο νομομαθής πολιτικάντης φίλος τους και ισόβιος οικοδεσπότης των γλεντιών τους. Οι συμποσιαζόμενοι συζητούσαν πάνω κάτω αυτά που έλεγα παραπάνω, για το πώς θα ήταν πιο σωστό να τιμάται ο Διόνυσος. Από ανθρώπους νηφάλιους ή μεθυσμένους. «Είναι μεγάλο λάθος να παρασταίνεται ο Διόνυσος από τους γλύπτες και τους ζωγράφους να οδηγεί το αμάξι του στην Αγορά μεθυσμένος», διαμαρτυρόταν ο συνετός και ευσεβής Εύπολις. Είναι σαν να δείχνουν ότι το κρασί είναι ανώτερο του θεού, μιας και τον έχει νικήσει!» «Ω, μα δεν το κάνουν γι’ αυτό, φίλε μου», του απαντούσε ο Καλλίστρατος, ο γηραιότερος της παρέας, ο εραστής
42
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
γενεαλογικά δέντρα, φλυαρώντας για το ποιος παντρεύτηκε με ποιάν, και ποια έκανε ποιόν, για να καταλήξουμε τέλος στον ήρωα της τραγωδίας... Ε, ποιό έργο λοιπόν θα θεωρούσες ανώτερο, έτσι ώστε να του δώσεις την πρώτη θέση; Όπως και να ’χει, δεν νομίζω ο Διόνυσος να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με το να μην νικήσει ο καλύτερος στον αγώνα που γινόταν προς χάρη του. Μπορεί να τον χάλαγε λίγο το μπάσιμο των πολιτικών τσακωμών στα λημέρια του, αλλά και πάλι θα έδειχνε κατανόηση. Σαν θεός, και μάλιστα σαν νόθο του Δία, ήξερε καλά από «πολιτικά ορθές» συμπεριφορές και «διακριτικότητα». Τόσο καλά, που να μην του καίγεται καρφί γι’ αυτά τα προβλήματα. Έτσι δικαιολογείται το ότι εκείνο το βράδυ δεν χίμηξε μια ορδή Σιληνών και Σατύρων στην Αθήνα, να τιμωρήσει τους Αθηναίους στο όνομα του Διονύσου, πνίγοντας τους άντρες στο κρασί και βιάζοντας από κάθε τους τρύπα τις γυναίκες. Αυτή δεν θα ήταν σωστή τιμωρία γι’ αυτούς που βλαστήμησαν το Θεό, βραβεύοντας τούς λάθους ανθρώπους στη γιορτή του; Αντίθετα, όπως κάθε τέτοια μέρα, οι Αθηναίοι μετά τις τελευταίες θυσίες της γιορτής, μετά το στεφάνωμα των νικητών των δραματικών αγώνων και όλες τις σχετικές πομπές, έπνιξαν τους καημούς τους, τα άγχη και τις αγωνίες τους στο πιοτό. Το ίδιο και η παρέα του Αριστοφάνη. Άλλωστε, μετά την αποδήμηση του ποιητή εις Αίγινα οι ευκαιρίες που είχαν να πιούν με τον φίλο τους ήταν ελάχιστες –σε σχέση βέβαια με το παρελθόν– και γι’ αυτό κάθε φορά του έδιναν και καταλάβαινε! Και εκείνο το βράδυ τον χρυσό κανόνα της οινοποσίας τον είχαν από ώρα παραβεί. «Το πρώτο μέρος του ποτού το πήραν οι Χάριτες, / οι καλόκαρδες Ώρες κι ο βροντόφωνος Διόνυσος, / που το έφτιαξαν.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
43
Ύστερα η Κυπρογένεια θεά κι ο Διόνυσος. / Εδώ γίνεται για τους άντρες το πιο ωραίο συμπόσιο με κρασί. / Αν κάποιος το πιει και γυρίσει στο σπίτι του / από το ευχάριστο συμπόσιο, ποτέ δε θα πάθει ζημιά. / Αλλ’ όταν κάποιος προχωρεί προς το τρίτο / πίνοντας ατέλειωτα, τότε της Ύβρης και της Άτης / η φοβερή σειρά έρχεται και φέρνει στους ανθρώπους κακά. / Όμως καλέ μου –διότι κρατάς μέτρο στο ευχάριστο ποτό- / πήγαινε στη γυναίκα σου κι ανακούφισε τους φίλους σου. / Διότι φοβάμαι, αν πίνεται το τρίτο μέρος του γλυκόπιοτου / κρασιού, μήπως η Ύβρη ξεσηκώσει οργή μες στη ψυχή σου / και βάλεις κακό τέλος σε μια καλή φιλοξενία. / Αλλ’ άκουσέ με και σταμάτησε το πολύ ποτό. / Διότι ακολουθεί το μέρος της Άτης και της Ύβρης.» Αντίθετα απ’ αυτά που έλεγε ο Πανύασσης ο Αλεξανδρέας, ο θείος του –συχνά συμποσιαζόμενου της παρέας των φίλων μας– Ηρόδοτου, για το μέτρο στο πιοτό, στην παρέα δεν φοβόντουσαν μην ξεπεράσουν τα όρια της Ύβρης, και προχώρησαν ακάθεκτοι και σε τέταρτο και σε πέμπτο κύλικα κρασιού. Πρώτο βιολί στο πιόμα ήταν ο Μελάνιππος, ο νομομαθής πολιτικάντης φίλος τους και ισόβιος οικοδεσπότης των γλεντιών τους. Οι συμποσιαζόμενοι συζητούσαν πάνω κάτω αυτά που έλεγα παραπάνω, για το πώς θα ήταν πιο σωστό να τιμάται ο Διόνυσος. Από ανθρώπους νηφάλιους ή μεθυσμένους. «Είναι μεγάλο λάθος να παρασταίνεται ο Διόνυσος από τους γλύπτες και τους ζωγράφους να οδηγεί το αμάξι του στην Αγορά μεθυσμένος», διαμαρτυρόταν ο συνετός και ευσεβής Εύπολις. Είναι σαν να δείχνουν ότι το κρασί είναι ανώτερο του θεού, μιας και τον έχει νικήσει!» «Ω, μα δεν το κάνουν γι’ αυτό, φίλε μου», του απαντούσε ο Καλλίστρατος, ο γηραιότερος της παρέας, ο εραστής
44
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
και μέντορας του Αριστοφάνη. Αυτός στον οποίο ο Φίλιππος είχε εμπιστευτεί τον γιο του όταν ήταν μικρότερος για να επιβλέψει την πνευματική του καλλιέργεια και τη μόρφωσή του, προκρίνοντάς τον από τους άλλους καλλιεργημένους Αθηναίους που ορέγονταν το μικρούλη λόγω της φιλίας που τους συνέδεε. «Αυτό που θέλουν να δείξουν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες είναι ότι ο Διόνυσος ήταν αυτός που βρήκε το κρασί και το έδωσε απλόχερα στους ανθρώπους!» «Άμα ήταν έτσι, τότε ας έδειχναν τη Δήμητρα, αντί να κρατάει με σοβαρότητα στάχυα, να τα τρώει!», αντέδρασε ο Εύπολις. «Γιατί αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση; Εγώ σας λέω ότι είναι ένας τρόπος όλων αυτών των σοβαροφανών ανθρώπων να προσβάλλουν τον θεό που υπηρετούμε!» «Άσε τις προσβολές των άλλων και κοίτα πρώτα τον εαυτό σου», άρχισε να τον πειράζει ο Αριστοφάνης. «Πώς τιμάς εσύ το θεό σου; Γράφοντας νηφάλιος τις κωμωδίες σου; Αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερη ασέβεια, να ξέρεις, από τις ζωγραφιές και τα αγάλματα που τον δείχνουν μεθυσμένο». Την ώρα που μιλούσε τα χέρια του ταξίδευαν στα στηθάκια και τα μπουτάκια μιας όμορφης αυλητρίδας, σαν εκείνη που είχε στο νου του ένας από τους διαδόχους του στην κωμωδία, ο «χαριτωμένος Αντιφάνης» ο Σμυρνιός, όταν απαριθμούσε τα καλά των διαφόρων ελληνικών πόλεων: «Μάγειρας απ’ την Ήλιδα, καζάνι απ’ το Άργος, / κρασί απ’ το Φλιούντα, στρώματα απ’ την Κόρινθο, / ψάρι απ’ τη Σικυώνα, αυλητρίδες απ’ το Αίγιο, / τυρί απ’ τη Σικελία, / αρώματα απ’ την Αθήνα, χέλια Βοιωτικά.» «Δηλαδή θες να μου πεις ότι εσύ, Αριστοφάνη, όταν γράφεις τις κωμωδίες σου είσαι ντίρλα;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
45
«Την πρώτη μου κωμωδία την έγραψα νηφάλιος. Γι’ αυτό και ήταν στρυφνή και δασκαλίστικη, σας ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα και έπρεπε να είμαι σεμνός και προσεχτικός. Για τους Βαβυλώνιους, αλλά και για όλες αυτές που είναι να ’ρθουν, μα το Διόνυσο, δεν πιάνω τη γραφίδα αν προηγουμένως δεν γευτώ το σταφυλόζουμο. Έτσι δείχνω την πίστη και την υποταγή μου στο Βάκχο, όπως μου δίδαξαν οι μεγάλοι δάσκαλοι, ο Αλκαίος και ο Αισχύλος, που έγραφαν τα ποιήματά τους γεμάτοι από το γλυκό χυμό των σταφυλιών!» «Πρώτη φορά το ακούω αυτό», απόρησε ο Εύπολις. «Ο Αισχύλος έγραφε μεθυσμένος;» «Και βέβαια», παρενέβη ο Καλλίστρατος, επιβεβαιώνοντας τα κουτσομπολιά που ο ίδιος είχε εμπιστευτεί στο μαθητή του. «Έχει δίκιο ο Αριστοφάνης. Άλλωστε, πρώτος ο Αισχύλος παρουσίασε στη σκηνή τού Διονύσου χορό μεθυσμένων, στους “Καβείρους”, τη συντροφιά του Ιάσωνα. Δεν ξέρετε ότι –και– γι’ αυτό του επιτίθετο ο Σοφοκλής; “Αισχύλε”, του έλεγε, “Μπορεί να γράφεις όπως πρέπει, σίγουρα όμως γράφεις χωρίς να έχεις ιδέα τι γράφεις!”» «Εγώ ξέρω», είπε ο Εύπολις, «ότι “όταν το κρασί κατεβαίνει στο σώμα, λόγια κακά επιπλέουν”, φίλοι μου, όπως έλεγε προχτές και ο καλός μας Ηρόδοτος.» «Μα, αυτή είναι η τέχνη μας, καλέ μου Εύπολι!» έκανε θριαμβευτικά ο Αριστοφάνης. «Τα κακά λόγια. Όχι μόνο τα σκώμματα, οι αισχρολογίες και οι βρισιές, αλλά εκείνες οι λέξεις που σαν κοφτερό μαχαίρι θα χτυπήσουν το κακό. Μόνο με κακά λόγια πολεμάς τους φαύλους. “Η γλώσσα δεν φτάνει πουθενά με αβρότητες”. Αυτό δεν μας τραγουδάει ο Αρχίλοχος;»
44
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
και μέντορας του Αριστοφάνη. Αυτός στον οποίο ο Φίλιππος είχε εμπιστευτεί τον γιο του όταν ήταν μικρότερος για να επιβλέψει την πνευματική του καλλιέργεια και τη μόρφωσή του, προκρίνοντάς τον από τους άλλους καλλιεργημένους Αθηναίους που ορέγονταν το μικρούλη λόγω της φιλίας που τους συνέδεε. «Αυτό που θέλουν να δείξουν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες είναι ότι ο Διόνυσος ήταν αυτός που βρήκε το κρασί και το έδωσε απλόχερα στους ανθρώπους!» «Άμα ήταν έτσι, τότε ας έδειχναν τη Δήμητρα, αντί να κρατάει με σοβαρότητα στάχυα, να τα τρώει!», αντέδρασε ο Εύπολις. «Γιατί αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση; Εγώ σας λέω ότι είναι ένας τρόπος όλων αυτών των σοβαροφανών ανθρώπων να προσβάλλουν τον θεό που υπηρετούμε!» «Άσε τις προσβολές των άλλων και κοίτα πρώτα τον εαυτό σου», άρχισε να τον πειράζει ο Αριστοφάνης. «Πώς τιμάς εσύ το θεό σου; Γράφοντας νηφάλιος τις κωμωδίες σου; Αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερη ασέβεια, να ξέρεις, από τις ζωγραφιές και τα αγάλματα που τον δείχνουν μεθυσμένο». Την ώρα που μιλούσε τα χέρια του ταξίδευαν στα στηθάκια και τα μπουτάκια μιας όμορφης αυλητρίδας, σαν εκείνη που είχε στο νου του ένας από τους διαδόχους του στην κωμωδία, ο «χαριτωμένος Αντιφάνης» ο Σμυρνιός, όταν απαριθμούσε τα καλά των διαφόρων ελληνικών πόλεων: «Μάγειρας απ’ την Ήλιδα, καζάνι απ’ το Άργος, / κρασί απ’ το Φλιούντα, στρώματα απ’ την Κόρινθο, / ψάρι απ’ τη Σικυώνα, αυλητρίδες απ’ το Αίγιο, / τυρί απ’ τη Σικελία, / αρώματα απ’ την Αθήνα, χέλια Βοιωτικά.» «Δηλαδή θες να μου πεις ότι εσύ, Αριστοφάνη, όταν γράφεις τις κωμωδίες σου είσαι ντίρλα;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
45
«Την πρώτη μου κωμωδία την έγραψα νηφάλιος. Γι’ αυτό και ήταν στρυφνή και δασκαλίστικη, σας ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα και έπρεπε να είμαι σεμνός και προσεχτικός. Για τους Βαβυλώνιους, αλλά και για όλες αυτές που είναι να ’ρθουν, μα το Διόνυσο, δεν πιάνω τη γραφίδα αν προηγουμένως δεν γευτώ το σταφυλόζουμο. Έτσι δείχνω την πίστη και την υποταγή μου στο Βάκχο, όπως μου δίδαξαν οι μεγάλοι δάσκαλοι, ο Αλκαίος και ο Αισχύλος, που έγραφαν τα ποιήματά τους γεμάτοι από το γλυκό χυμό των σταφυλιών!» «Πρώτη φορά το ακούω αυτό», απόρησε ο Εύπολις. «Ο Αισχύλος έγραφε μεθυσμένος;» «Και βέβαια», παρενέβη ο Καλλίστρατος, επιβεβαιώνοντας τα κουτσομπολιά που ο ίδιος είχε εμπιστευτεί στο μαθητή του. «Έχει δίκιο ο Αριστοφάνης. Άλλωστε, πρώτος ο Αισχύλος παρουσίασε στη σκηνή τού Διονύσου χορό μεθυσμένων, στους “Καβείρους”, τη συντροφιά του Ιάσωνα. Δεν ξέρετε ότι –και– γι’ αυτό του επιτίθετο ο Σοφοκλής; “Αισχύλε”, του έλεγε, “Μπορεί να γράφεις όπως πρέπει, σίγουρα όμως γράφεις χωρίς να έχεις ιδέα τι γράφεις!”» «Εγώ ξέρω», είπε ο Εύπολις, «ότι “όταν το κρασί κατεβαίνει στο σώμα, λόγια κακά επιπλέουν”, φίλοι μου, όπως έλεγε προχτές και ο καλός μας Ηρόδοτος.» «Μα, αυτή είναι η τέχνη μας, καλέ μου Εύπολι!» έκανε θριαμβευτικά ο Αριστοφάνης. «Τα κακά λόγια. Όχι μόνο τα σκώμματα, οι αισχρολογίες και οι βρισιές, αλλά εκείνες οι λέξεις που σαν κοφτερό μαχαίρι θα χτυπήσουν το κακό. Μόνο με κακά λόγια πολεμάς τους φαύλους. “Η γλώσσα δεν φτάνει πουθενά με αβρότητες”. Αυτό δεν μας τραγουδάει ο Αρχίλοχος;»
46
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Εύπολις έβλεπε ότι δεν τον έπαιρνε να συνεχίσει την κουβέντα, οπότε σηκώνοντας τους ώμους του στράφηκε στο νεαρό αριστοκράτη οικοδεσπότη τους, και του τραγούδησε τους στίχους του Ανακρέοντα. «“Μα πια ας μη γυμναζόμαστε μονάχα στο μεθύσι / κρασορουφώντας έτσι δα μ’ αλαλητά και βρόντους / αλλά να κουτσοπίνουμε ωραίους λέγοντας ύμνους!” Μελάνιππε, πες μας σ’ έναν ύμνο τι έγινε το πρωί στο Βουλευτήριο! Άσε τον κρατήρα που έχεις πάρει αγκαλιά και τραγούδα!» Ο Αριστοφάνης βλέποντάς τον Μελάνιππο να είναι έτοιμος όχι να τραγουδήσει, αλλά ν’ αρχίσει ταξίδι για μέρη μακρινά, μέσα σε εμετούς και όνειρα, απάγγειλε τους στίχους του Ησίοδου: «Πώς έδωσε ο Διόνυσος χαρά και λύπη στους ανθρώπους, / όταν κάποιος πίνει πολύ! Το κρασί του έρχεται ορμητικό, / του δένει πόδια και χέρια, τη γλώσσα και το νου / με δεσμά ανείπωτα. Και ύπνος μαλακός τον αγκαλιάζει.» Μια μεγάλη λεκάνη με νερό ήταν πάντα διαθέσιμη δίπλα σε κάθε συμποσιαζόμενο. Ο Μελάνιππος δυσανασχετώντας από τα λόγια των φίλων του, αλλά και επειδή όντως, η λίγη λογική που είχε μείνει ξεμέθυστη του το επέβαλε, βούτηξε εκεί μέσα το κεφάλι του και άρχισε να περιγράφει –όσο του επέτρεπαν οι αναγούλες και τα ρεψίματα, και σίγουρα όχι σε έμμετρο λόγο- την πρωινή συνεδρίαση στο Θόλο. Μόλις έφτασε στο σημείο του κεκαλυμμένου εκβιασμού στους Δημοκρατικούς Πρυτάνεις, ο Αριστοφάνης θύμωσε. Η γλυκιά ζαλάδα του μεθυσιού στην οποία έπλεε το μυαλό του διαλύθηκε απότομα. «Γιατί το έκανες αυτό;» «Μα, για να σε γλιτώσω από τον πιθανό θάνατο ή την εξορία, φίλε μου καλέ! Δεν ήταν πανέξυπνο;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
47
«Ηλίθιο ήταν. Πάλι καλά που δεν θα χρεωθώ εγώ τη μεγαλοστομία σου. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι σου το είχα δασκαλέψει, από τη στιγμή που έμαθα για την κατηγόρια του Κλέωνα πολύ αργότερα από σένα.» Ο Εύπολις διαφωνούσε. «Φίλε μου, απέναντι στον Κλέωνα, την πανουργία και την ξεδιαντροπιά του, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όποιο όπλο έχουμε. Όταν λύγισαν τα δόρατα του Αχιλλέα, του Αίαντα και του Αγαμέμνονα, η πονηριά, τα ξυλόκαρφα και τα σφυριά του Οδυσσέα παρέδωσαν την Τροία. Εγώ βέβαια...» κόμπιασε λίγο και καθάρισε το λαιμό του, σαν να επρόκειτο να πει κάτι βαθυστόχαστο, «...αν ήμουνα στη θέση σου θα φρόντιζα να πορευτώ στο δρόμο που ξεκινά από την αναγνώριση της υπερβολής και καταλήγει στην ειλικρινή κι απόλυτη συγγνώμη ενώπιον όχι του Κλέωνα αλλά της Πόλεως.» «“Για τη ζωούλα μας θα υποταχτούμε / σ’ αυτούς πού ’χουν ντροπιάσει το παλάτι;”» πείραξε ο Αριστοφάνης τον φίλο του με τους στίχους του Αισχύλου. «Ξέρεις καλά ότι αστειεύομαι. Αλλά δεν θέλω και να μου κακολογείς το νομομαθή μας. Λυπήσου τις δραχμές στις οποίες έθαψε ο αείμνηστος πατέρας του τον Αντιφώντα για να τον μάθει να βάζει δυο λέξεις στη σειρά!» Το κλίμα γλύκανε. «Καλέ μου Εύπολι, πραγματικά, κοιτώντας αυτή τη φάτσα», έδειξε χαμογελώντας το πρησμένο από το ποτό πρόσωπο του Μελάνιππου, «δεν μπορούν να μου βγουν άσχημα λόγια από το στόμα. Κατανοώ τους λόγους που η Αθηνά τσιγκουνεύτηκε στο μυαλό που έβαλε μέσα σ’ αυτό το καλοσχηματισμένο κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να μην ανησυχώ. Με αυτήν του την κίνηση άθελά του επιβεβαίωσε –όχι επί-
46
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Εύπολις έβλεπε ότι δεν τον έπαιρνε να συνεχίσει την κουβέντα, οπότε σηκώνοντας τους ώμους του στράφηκε στο νεαρό αριστοκράτη οικοδεσπότη τους, και του τραγούδησε τους στίχους του Ανακρέοντα. «“Μα πια ας μη γυμναζόμαστε μονάχα στο μεθύσι / κρασορουφώντας έτσι δα μ’ αλαλητά και βρόντους / αλλά να κουτσοπίνουμε ωραίους λέγοντας ύμνους!” Μελάνιππε, πες μας σ’ έναν ύμνο τι έγινε το πρωί στο Βουλευτήριο! Άσε τον κρατήρα που έχεις πάρει αγκαλιά και τραγούδα!» Ο Αριστοφάνης βλέποντάς τον Μελάνιππο να είναι έτοιμος όχι να τραγουδήσει, αλλά ν’ αρχίσει ταξίδι για μέρη μακρινά, μέσα σε εμετούς και όνειρα, απάγγειλε τους στίχους του Ησίοδου: «Πώς έδωσε ο Διόνυσος χαρά και λύπη στους ανθρώπους, / όταν κάποιος πίνει πολύ! Το κρασί του έρχεται ορμητικό, / του δένει πόδια και χέρια, τη γλώσσα και το νου / με δεσμά ανείπωτα. Και ύπνος μαλακός τον αγκαλιάζει.» Μια μεγάλη λεκάνη με νερό ήταν πάντα διαθέσιμη δίπλα σε κάθε συμποσιαζόμενο. Ο Μελάνιππος δυσανασχετώντας από τα λόγια των φίλων του, αλλά και επειδή όντως, η λίγη λογική που είχε μείνει ξεμέθυστη του το επέβαλε, βούτηξε εκεί μέσα το κεφάλι του και άρχισε να περιγράφει –όσο του επέτρεπαν οι αναγούλες και τα ρεψίματα, και σίγουρα όχι σε έμμετρο λόγο- την πρωινή συνεδρίαση στο Θόλο. Μόλις έφτασε στο σημείο του κεκαλυμμένου εκβιασμού στους Δημοκρατικούς Πρυτάνεις, ο Αριστοφάνης θύμωσε. Η γλυκιά ζαλάδα του μεθυσιού στην οποία έπλεε το μυαλό του διαλύθηκε απότομα. «Γιατί το έκανες αυτό;» «Μα, για να σε γλιτώσω από τον πιθανό θάνατο ή την εξορία, φίλε μου καλέ! Δεν ήταν πανέξυπνο;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
47
«Ηλίθιο ήταν. Πάλι καλά που δεν θα χρεωθώ εγώ τη μεγαλοστομία σου. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι σου το είχα δασκαλέψει, από τη στιγμή που έμαθα για την κατηγόρια του Κλέωνα πολύ αργότερα από σένα.» Ο Εύπολις διαφωνούσε. «Φίλε μου, απέναντι στον Κλέωνα, την πανουργία και την ξεδιαντροπιά του, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όποιο όπλο έχουμε. Όταν λύγισαν τα δόρατα του Αχιλλέα, του Αίαντα και του Αγαμέμνονα, η πονηριά, τα ξυλόκαρφα και τα σφυριά του Οδυσσέα παρέδωσαν την Τροία. Εγώ βέβαια...» κόμπιασε λίγο και καθάρισε το λαιμό του, σαν να επρόκειτο να πει κάτι βαθυστόχαστο, «...αν ήμουνα στη θέση σου θα φρόντιζα να πορευτώ στο δρόμο που ξεκινά από την αναγνώριση της υπερβολής και καταλήγει στην ειλικρινή κι απόλυτη συγγνώμη ενώπιον όχι του Κλέωνα αλλά της Πόλεως.» «“Για τη ζωούλα μας θα υποταχτούμε / σ’ αυτούς πού ’χουν ντροπιάσει το παλάτι;”» πείραξε ο Αριστοφάνης τον φίλο του με τους στίχους του Αισχύλου. «Ξέρεις καλά ότι αστειεύομαι. Αλλά δεν θέλω και να μου κακολογείς το νομομαθή μας. Λυπήσου τις δραχμές στις οποίες έθαψε ο αείμνηστος πατέρας του τον Αντιφώντα για να τον μάθει να βάζει δυο λέξεις στη σειρά!» Το κλίμα γλύκανε. «Καλέ μου Εύπολι, πραγματικά, κοιτώντας αυτή τη φάτσα», έδειξε χαμογελώντας το πρησμένο από το ποτό πρόσωπο του Μελάνιππου, «δεν μπορούν να μου βγουν άσχημα λόγια από το στόμα. Κατανοώ τους λόγους που η Αθηνά τσιγκουνεύτηκε στο μυαλό που έβαλε μέσα σ’ αυτό το καλοσχηματισμένο κεφάλι, αλλά δεν μπορώ να μην ανησυχώ. Με αυτήν του την κίνηση άθελά του επιβεβαίωσε –όχι επί-
48
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σημα, αλλά στο μυαλό και στη συνείδηση όσων τον άκουσαν, και όσων θα μάθουν το περιστατικό - τις κατηγορίες του Κλέωνα περί ασέβειας στους άρχοντες της πόλης. Είναι κάτι που εμένα δεν με εκφράζει καθόλου. Δεν λέω ότι οφείλω αιώνια ευγνωμοσύνη στον Εύθυνο, τον επώνυμο άρχοντα που μου έδωσε φέτος χορό ή στον περσινό, τον Χαροιάδη, για τους “Δαιταλείς” μου. Απλά φοβάμαι ότι από δω και πέρα οι επώνυμοι άρχοντες και οι βασιλιάδες θα είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στα έργα μου. Εντάξει, τώρα μπορεί να έχω την κάλυψη και τη βοήθεια του καλού μου Καλλίστρατου, που εγγυάται για μένα. Όταν αργότερα πάω να ζητήσω χορό μόνος μου, πώς θα με αντιμετωπίσουν; Θα περιμένουν στη γωνία να με ξεσκίσουν, φοβούμενοι πρώτα πρώτα για τον αρχοντοβασιλικό πισινό τους και θα μου ευνουχίζουν τα έργα. Τέλος πάντων, δεν αξίζει να το κουβεντιάζουμε άλλο. Ό,τι έγινε, έγινε. Πάμε να δούμε τι θα κάνουμε από δω και μπρος.» «Αυτό που είπε ο γέρος στο Βουλευτήριο, ότι παλιά υπήρχε ένας τέτοιος νόμος, αλλά μετά καταργήθηκε, ήταν αλήθεια;» ρώτησε ο Εύπολις. «Α! Μιλάμε για μια μαύρη περίοδο για την κωμωδία. Εσείς βέβαια, δεν είναι δυνατόν να τη θυμάστε, γιατί ήσασταν μικροί», ανέλαβε να εξηγήσει ο Καλλίστρατος, που θυμόταν πολύ καλά το τι είχε γίνει 14 χρόνια πρωτύτερα στην Αθήνα. «Που λέτε... οι κωμωδιογράφοι, από την εποχή της μεγαρίτικης φάρσας, ποτέ δεν μέτρησαν τα λόγια τους όταν είχαν να κάνουν με τους ισχυρούς της Πόλεως και των Αγρών.» «Τι ήταν οι μεγαρίτικες φάρσες;» πετάχτηκε ο Αριστοφάνης, πάντα πρόθυμος να επιδείξει τη λατρεία που έτρεφε στις ρίζες της τέχνης του. «Αγρότες, που βάφονταν με
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
49
μούστο, φορούσαν προβιές και τριγυρνούσαν κάτω από τα παράθυρα των τσιφλικάδων, κοροϊδεύοντάς τους για τα κουσούρια τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ήταν το ξέσπασμα από την καταπίεση και τη σκληρή δουλειά.» «Φίλε μου, είμαι πολύ μεθυσμένος για να ξανακούσω την ιστορία της κωμωδίας», τον έκοψε ο Μελάνιππος. «Προχωρήστε στο ζουμί». «Τέλος πάντων, επί Περικλή, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν υπήρχε κωμωδία που να μην του την έλεγε χοντρά! Και δεν υπήρχε παράσταση που να μη σειέται από τα γέλια το θέατρο όταν διακωμωδούνταν ο Περικλής!» Ο Αριστοφάνης δεν μπορούσε να κρατηθεί, και άρχισε ν’ απαγγέλλει στίχους κωμωδών εκείνων των χρόνων. «“Ο Κρόνος ο πρεσβυγενής και η Στάση / όταν έσμιξαν τα δυό τους / γέννησαν τύραννο μεγάλο / που κεφαλοστοιβάχτη / τον έλεγαν οι Θεοί” Το πιάσατε; Ο Κρατίνος λέει τον Περικλή κεφαλοστοιβάχτη για το μεγάλο του κεφάλι! Σαν το «συννεφοστοιβάχτη Δία» του Όμηρου! Ή το άλλο, πάλι του Κρατίνου: “Έλα, ω Δία, ξένιε και μακροκέφαλε!”. Ή, όταν καθυστερούσε το χτίσιμο των Μακρών Τειχών, “Με τα λόγια ο Περικλής τα έχει ήδη τελειώσει / αλλά με τα έργα δεν τα κουνά καθόλου”. Αμ το άλλο, όταν έφτιαξε το Ωδείο με την κωνική οροφή, σαν το κεφάλι του, που του είπε ο Κρατίνος: “Ω, να! Έρχεται ο Θεϊκός ο κρεμμυδοκέφαλος / ο Περικλής, και πάνω στο κεφάλι του / φοράει το Ωδείο από τότε που γλίτωσε την εξορία”. Ο Κρατίνος, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος που τον στόλιζε. Αρκετά τού ’σουρνε και ο Τηλεκλείδης. “Άλλοτε, όταν δεν ήξερε τι να κάνει για τα δημόσια πράγματα / καθόταν στην πόλη βαρώντας το κεφάλι του / που καμπάνιζε λες και ήταν άδειο και μεγάλο σα στοά”».
48
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σημα, αλλά στο μυαλό και στη συνείδηση όσων τον άκουσαν, και όσων θα μάθουν το περιστατικό - τις κατηγορίες του Κλέωνα περί ασέβειας στους άρχοντες της πόλης. Είναι κάτι που εμένα δεν με εκφράζει καθόλου. Δεν λέω ότι οφείλω αιώνια ευγνωμοσύνη στον Εύθυνο, τον επώνυμο άρχοντα που μου έδωσε φέτος χορό ή στον περσινό, τον Χαροιάδη, για τους “Δαιταλείς” μου. Απλά φοβάμαι ότι από δω και πέρα οι επώνυμοι άρχοντες και οι βασιλιάδες θα είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στα έργα μου. Εντάξει, τώρα μπορεί να έχω την κάλυψη και τη βοήθεια του καλού μου Καλλίστρατου, που εγγυάται για μένα. Όταν αργότερα πάω να ζητήσω χορό μόνος μου, πώς θα με αντιμετωπίσουν; Θα περιμένουν στη γωνία να με ξεσκίσουν, φοβούμενοι πρώτα πρώτα για τον αρχοντοβασιλικό πισινό τους και θα μου ευνουχίζουν τα έργα. Τέλος πάντων, δεν αξίζει να το κουβεντιάζουμε άλλο. Ό,τι έγινε, έγινε. Πάμε να δούμε τι θα κάνουμε από δω και μπρος.» «Αυτό που είπε ο γέρος στο Βουλευτήριο, ότι παλιά υπήρχε ένας τέτοιος νόμος, αλλά μετά καταργήθηκε, ήταν αλήθεια;» ρώτησε ο Εύπολις. «Α! Μιλάμε για μια μαύρη περίοδο για την κωμωδία. Εσείς βέβαια, δεν είναι δυνατόν να τη θυμάστε, γιατί ήσασταν μικροί», ανέλαβε να εξηγήσει ο Καλλίστρατος, που θυμόταν πολύ καλά το τι είχε γίνει 14 χρόνια πρωτύτερα στην Αθήνα. «Που λέτε... οι κωμωδιογράφοι, από την εποχή της μεγαρίτικης φάρσας, ποτέ δεν μέτρησαν τα λόγια τους όταν είχαν να κάνουν με τους ισχυρούς της Πόλεως και των Αγρών.» «Τι ήταν οι μεγαρίτικες φάρσες;» πετάχτηκε ο Αριστοφάνης, πάντα πρόθυμος να επιδείξει τη λατρεία που έτρεφε στις ρίζες της τέχνης του. «Αγρότες, που βάφονταν με
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
49
μούστο, φορούσαν προβιές και τριγυρνούσαν κάτω από τα παράθυρα των τσιφλικάδων, κοροϊδεύοντάς τους για τα κουσούρια τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ήταν το ξέσπασμα από την καταπίεση και τη σκληρή δουλειά.» «Φίλε μου, είμαι πολύ μεθυσμένος για να ξανακούσω την ιστορία της κωμωδίας», τον έκοψε ο Μελάνιππος. «Προχωρήστε στο ζουμί». «Τέλος πάντων, επί Περικλή, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν υπήρχε κωμωδία που να μην του την έλεγε χοντρά! Και δεν υπήρχε παράσταση που να μη σειέται από τα γέλια το θέατρο όταν διακωμωδούνταν ο Περικλής!» Ο Αριστοφάνης δεν μπορούσε να κρατηθεί, και άρχισε ν’ απαγγέλλει στίχους κωμωδών εκείνων των χρόνων. «“Ο Κρόνος ο πρεσβυγενής και η Στάση / όταν έσμιξαν τα δυό τους / γέννησαν τύραννο μεγάλο / που κεφαλοστοιβάχτη / τον έλεγαν οι Θεοί” Το πιάσατε; Ο Κρατίνος λέει τον Περικλή κεφαλοστοιβάχτη για το μεγάλο του κεφάλι! Σαν το «συννεφοστοιβάχτη Δία» του Όμηρου! Ή το άλλο, πάλι του Κρατίνου: “Έλα, ω Δία, ξένιε και μακροκέφαλε!”. Ή, όταν καθυστερούσε το χτίσιμο των Μακρών Τειχών, “Με τα λόγια ο Περικλής τα έχει ήδη τελειώσει / αλλά με τα έργα δεν τα κουνά καθόλου”. Αμ το άλλο, όταν έφτιαξε το Ωδείο με την κωνική οροφή, σαν το κεφάλι του, που του είπε ο Κρατίνος: “Ω, να! Έρχεται ο Θεϊκός ο κρεμμυδοκέφαλος / ο Περικλής, και πάνω στο κεφάλι του / φοράει το Ωδείο από τότε που γλίτωσε την εξορία”. Ο Κρατίνος, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος που τον στόλιζε. Αρκετά τού ’σουρνε και ο Τηλεκλείδης. “Άλλοτε, όταν δεν ήξερε τι να κάνει για τα δημόσια πράγματα / καθόταν στην πόλη βαρώντας το κεφάλι του / που καμπάνιζε λες και ήταν άδειο και μεγάλο σα στοά”».
50
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Καλλίστρατος ξαναπήρε το λόγο. «Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Κρατίνος έπιασε στο στόμα του και την Ασπασία, τη χρονιά που επώνυμος άρχοντας ήταν ο Μορύδυχος ...» Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε τον επίμαχο στίχο: «Και για χάρη του ο Κρόνος /γάμησε την καραπουτάνα / και γέννησε, σαν άλλη Ήρα, / την Ασπασία, την σκυλομάτα πόρνη!» «Ακριβώς! Η Ασπασία όταν το άκουσε στο θέατρο του Διονύσου, δεν κρατήθηκε ...σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας μονάχο του τον Περικλή. Φαντάζεστε τι σκηνή θα του έκανε το βράδυ στο σπίτι, έτσι; Ε, οι στίχοι αυτοί τις επόμενες μέρες ακούγονταν παντού! Η πρώτη κυρία δεν γινόταν να κρατηθεί. Άλλοι λένε ότι έπεισε τον Περικλή, άλλοι λένε ότι πήγε μόνη της και έπιασε τον Ευμηλίδη από την Αλωπεκή, τον άνθρωπο που είχε ο Περικλής για να του κάνει τέτοιες δουλειές, και πρότεινε τον εξής νόμο: “Απαγορεύεται οι κωμωδιογράφοι να διακωμωδούν την Πόλη και το Λαό της”. Έλπιζε ότι σταματώντας τους κωμωδιογράφους να σατιρίζουν τον συμβίο της θα άφηναν ήσυχη και κείνη.» Ο Αριστοφάνης κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. «Δεν νομίζω να πείραξε τον Περικλέα τόσο ο στίχος του Κρατίνου, όσο ο άλλος του Τηλεκλείδη, που ακούστηκε την προηγούμενη μέρα: “Τους φόρους των πόλεων, τις ίδιες τις πόλεις να τις δένει ή να τις λύνει / Και πετρόχτιστα τείχη, αλλά να τα χτίζει και άλλα στο έδαφος ξανά να τα ρίχνει”. Όχι τόσο αστείος όσο του Κρατίνου, αυτός ο στίχος, αλλά πιο χαρακτηριστικός για τη συμπεριφορά του Περικλή. Εκείνη τη χρονιά ο Περικλής ήταν επικεφαλής του στόλου από εξήντα πλοία που κίνησαν για τη Σάμο, όταν οι εκεί
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
51
ολιγαρχικοί, γλυκαμένοι από τα χρυσάφια των Περσών θέλαν ν’ αλλάξουν το πολίτευμα και να σφάξουν τους δημοκρατικούς. Πήγε ο Περικλής, λοιπόν, με τους δημοκρατικούς στρατηγούς και όταν τα βρήκε σκούρα κάλεσε και τους αριστοκρατικούς, τον Φορμίωνα και το Θουκυδίδη. Και όλοι τους μαζί, δημόσιοι και ολίγοι, έδειξαν στους Σάμιους το μεγαλείο της Δημοκρατίας μας!» Ο Μελάνιππος μέσα στο μεθύσι του είχε μια επιφοίτηση. «Δε μου λες; Σε εκείνη την εκστρατεία δεν ήταν μαζί με τον Περικλή κι ο Σοφοκλής στρατηγός;» «Ακριβώς! Μια χρονιά πριν είχε διδαχθεί η “Αντιγόνη”, που χάρη σ’ αυτήν είχαν εκλέξει τον ποιητή της Στρατηγό. Και μάλιστα, λένε για τότε το εξής περιστατικό: Ο Σοφοκλής στο πλαίσιο της εκστρατείας είχε πιάσει λιμάνι στη Χίο. Τον φιλοξενούσε ο φίλος του Ερμησίλαος. Στο συμπόσιο που έγινε, ο Σοφοκλής μπάνισε έναν νεαρό οινοχόο και άρχισε να του την πέφτει. Κάποια στιγμή ο νεαρός προσπαθούσε να βγάλει με το μικρό του δάχτυλο ένα σκουπιδάκι από το ποτήρι του Σοφοκλή. Τότε ο Σοφοκλής τον ρώτησε αν βλέπει καθαρά το σκουπιδάκι. Ο νέος απάντησε καταφατικά και εκείνος του είπε: “Φύσηξέ το λοιπόν να φύγει, για να μη βραχεί το δάχτυλο σου”. Όταν το παιδί άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό του στο ποτήρι, για να φυσήξει το σκουπιδάκι, ο Σοφοκλής έφερνε το ποτήρι κοντύτερα στο στόμα του, για να πλησιάσει πιο κοντά το κεφάλι του παιδιού. Όταν ήταν πια πολύ κοντά, αγκαλιάζοντάς το, το φίλησε. Όταν όλοι χειροκρότησαν με γέλια και φωνές, επειδή είχε παρασύρει το παιδί με έξυπνο τρόπο, είπε: «Εξασκούμαι στη στρατηγική, άντρες, επειδή ο Περικλής είπε ότι γράφω ποιήματα, αλλά δεν ξέρω τη στρατηγική τέχνη. Λοιπόν δεν πήγε σωστά το στρατήγημά μου;»
50
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Καλλίστρατος ξαναπήρε το λόγο. «Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Κρατίνος έπιασε στο στόμα του και την Ασπασία, τη χρονιά που επώνυμος άρχοντας ήταν ο Μορύδυχος ...» Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε τον επίμαχο στίχο: «Και για χάρη του ο Κρόνος /γάμησε την καραπουτάνα / και γέννησε, σαν άλλη Ήρα, / την Ασπασία, την σκυλομάτα πόρνη!» «Ακριβώς! Η Ασπασία όταν το άκουσε στο θέατρο του Διονύσου, δεν κρατήθηκε ...σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας μονάχο του τον Περικλή. Φαντάζεστε τι σκηνή θα του έκανε το βράδυ στο σπίτι, έτσι; Ε, οι στίχοι αυτοί τις επόμενες μέρες ακούγονταν παντού! Η πρώτη κυρία δεν γινόταν να κρατηθεί. Άλλοι λένε ότι έπεισε τον Περικλή, άλλοι λένε ότι πήγε μόνη της και έπιασε τον Ευμηλίδη από την Αλωπεκή, τον άνθρωπο που είχε ο Περικλής για να του κάνει τέτοιες δουλειές, και πρότεινε τον εξής νόμο: “Απαγορεύεται οι κωμωδιογράφοι να διακωμωδούν την Πόλη και το Λαό της”. Έλπιζε ότι σταματώντας τους κωμωδιογράφους να σατιρίζουν τον συμβίο της θα άφηναν ήσυχη και κείνη.» Ο Αριστοφάνης κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. «Δεν νομίζω να πείραξε τον Περικλέα τόσο ο στίχος του Κρατίνου, όσο ο άλλος του Τηλεκλείδη, που ακούστηκε την προηγούμενη μέρα: “Τους φόρους των πόλεων, τις ίδιες τις πόλεις να τις δένει ή να τις λύνει / Και πετρόχτιστα τείχη, αλλά να τα χτίζει και άλλα στο έδαφος ξανά να τα ρίχνει”. Όχι τόσο αστείος όσο του Κρατίνου, αυτός ο στίχος, αλλά πιο χαρακτηριστικός για τη συμπεριφορά του Περικλή. Εκείνη τη χρονιά ο Περικλής ήταν επικεφαλής του στόλου από εξήντα πλοία που κίνησαν για τη Σάμο, όταν οι εκεί
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
51
ολιγαρχικοί, γλυκαμένοι από τα χρυσάφια των Περσών θέλαν ν’ αλλάξουν το πολίτευμα και να σφάξουν τους δημοκρατικούς. Πήγε ο Περικλής, λοιπόν, με τους δημοκρατικούς στρατηγούς και όταν τα βρήκε σκούρα κάλεσε και τους αριστοκρατικούς, τον Φορμίωνα και το Θουκυδίδη. Και όλοι τους μαζί, δημόσιοι και ολίγοι, έδειξαν στους Σάμιους το μεγαλείο της Δημοκρατίας μας!» Ο Μελάνιππος μέσα στο μεθύσι του είχε μια επιφοίτηση. «Δε μου λες; Σε εκείνη την εκστρατεία δεν ήταν μαζί με τον Περικλή κι ο Σοφοκλής στρατηγός;» «Ακριβώς! Μια χρονιά πριν είχε διδαχθεί η “Αντιγόνη”, που χάρη σ’ αυτήν είχαν εκλέξει τον ποιητή της Στρατηγό. Και μάλιστα, λένε για τότε το εξής περιστατικό: Ο Σοφοκλής στο πλαίσιο της εκστρατείας είχε πιάσει λιμάνι στη Χίο. Τον φιλοξενούσε ο φίλος του Ερμησίλαος. Στο συμπόσιο που έγινε, ο Σοφοκλής μπάνισε έναν νεαρό οινοχόο και άρχισε να του την πέφτει. Κάποια στιγμή ο νεαρός προσπαθούσε να βγάλει με το μικρό του δάχτυλο ένα σκουπιδάκι από το ποτήρι του Σοφοκλή. Τότε ο Σοφοκλής τον ρώτησε αν βλέπει καθαρά το σκουπιδάκι. Ο νέος απάντησε καταφατικά και εκείνος του είπε: “Φύσηξέ το λοιπόν να φύγει, για να μη βραχεί το δάχτυλο σου”. Όταν το παιδί άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό του στο ποτήρι, για να φυσήξει το σκουπιδάκι, ο Σοφοκλής έφερνε το ποτήρι κοντύτερα στο στόμα του, για να πλησιάσει πιο κοντά το κεφάλι του παιδιού. Όταν ήταν πια πολύ κοντά, αγκαλιάζοντάς το, το φίλησε. Όταν όλοι χειροκρότησαν με γέλια και φωνές, επειδή είχε παρασύρει το παιδί με έξυπνο τρόπο, είπε: «Εξασκούμαι στη στρατηγική, άντρες, επειδή ο Περικλής είπε ότι γράφω ποιήματα, αλλά δεν ξέρω τη στρατηγική τέχνη. Λοιπόν δεν πήγε σωστά το στρατήγημά μου;»
52
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ξέσπασαν όλοι σε γέλια, και ο Καλλίστρατος συνέχισε την εξιστόρησή του: «Τελοσπάντων, τα επόμενα δύο χρόνια οι κωμωδίες περνούσαν απ’ αυστηρότατο έλεγχο από τον επώνυμο άρχοντα και σβήνονταν όσα προσβλητικά σχόλια για εκλεγμένο ή κληρωτό αξιωματούχο υπήρχαν εκεί μέσα. Καταλαβαίνετε τι άνοστα δημιουργήματα φτιάχτηκαν. Δεν μπορούσα να βλέπω τα χειρόγραφά μου όταν μου τα επέστρεφε ο επώνυμος άρχων. Πιο πολλοί ήσαν οι σβησμένοι στίχοι παρά αυτοί που έμεναν. Και άντε τώρα να πεις στους ηθοποιούς, που μάθαιναν εδώ και μήνες τα λόγια τους να τα ξεχάσουν όλα και να μάθουν μέσα σε ελάχιστες μέρες, μέχρι τους αγώνες, τους καινούριους στίχους...» Ο Αριστοφάνης κούνησε το κεφάλι του με αποτροπιασμό: «Τι είναι μια κωμωδία που δεν τα βάζει με αυτούς που γαντζωμένοι σε αξιώματα ασχημονούν στραγγίζοντας τα δημόσια έσοδα; Πώς θα διδάξουμε το λαό να ξεχωρίζει τα στραβά και να επιβραβεύει τα ίσια, αν δεν μπορούμε κι από το θέατρο να του τα επισημαίνουμε όλα; Όσο ηλίθιος και να είναι ο ποιητής –και σίγουρα, έχουμε ανάμεσά μας πάρα πολλούς από δαύτους...– όλο και κάτι σωστό θα πει. Όλο και κάτι σωστό θα μείνει στο μυαλό του πολίτη που θα τον ακούσει.» «Ναι, ναι, έτσι που το λες, δίκιο έχεις», έκανε ειρωνικά ο Εύπολις. «Αυτή η απαγόρευση στο Θέατρο ήταν πλήγμα στη Δημοκρατία. Πλήγμα στην έκφραση του λαού. Λες και δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράζει τις αντιδράσεις του δυο βήματα παραπέρα, στην Πνύκα. Όοοοχι. Θέλει να μπορεί να τα γελάει, με τα αστεία που γράφουμε εμείς για τους αγαπημένους του άρχοντες στο Θέατρο. Και μετά να πηγαίνει να ψηφίζει τα αντίθετα. Και μετά να πηγαίνει και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
53
στην Αγορά και να γκρινιάζει και να τα κατακρίνει όλα. Και τα έργα μας και τις ψήφους του. Εμ, βέβαια. Γιατί να πει όχι σε μια ψηφοφορία για μια νέα πρεσβεία ή για μια νέα εκστρατεία όταν μπορεί να χειροκροτήσει ένα αστείο για τον ευρύπρωκτο που κατέβασε την πρόταση για την εκστρατεία στη Συνέλευση;» Όλοι γελάσανε με τα ειρωνικά λόγια του Εύπολι. «Ακριβώς αυτό!» επιβεβαίωσε με τον τρόπο του ο Καλλίστρατος. «Αυτά που εσύ κοροϊδεύεις, αυτά ακριβώς σκέφτονταν οι πολίτες μετά από τόσα χρόνια λογοκρισία. Πού βάζεις και το άλλο, τη φήμη ότι έκανε κουμάντο στις πατρώες τους παραδόσεις το καπρίτσιο μιας ξένης εταίρας. Και έτσι, τρία χρόνια αργότερα, κι αφού το πράγμα με τις ξενέρωτες κωμωδίες είχε παραγίνει, επί επωνύμου άρχοντος Ευθυμένη, ο νόμος αυτός καταργήθηκε και σταμάτησε κάθε επέμβαση του άρχοντα βασιλιά στο έργο των ποιητών.» Ο Εύπολις σήκωσε τους ώμους του και έκανε άκεφα: «Εκεί, λοιπόν, θα πατήσουμε για ν’ αθωώσουμε τον Αριστοφάνη.» Οι άλλοι τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. «Η δίκη του Αριστοφάνη έχει ήδη γίνει και η πόλη των Αθηνών έχει ήδη αποφανθεί, “αθώος”, πριν από 11 χρόνια!» Ο Αριστοφάνης επενέβη βλοσυρός. «Ω, πόσο λάθος, κάνεις Εύπολι!» έκανε στο φίλο του. «Δίκη δεν έχει γίνει, γι’ αυτό το θέμα, φίλε μου. Απλά άλλαξε ο νόμος. Βλέπεις η βούληση του λαού μια κάποια στιγμή...» Σώπασε, και στη σκέψη που έκανε φάνηκε το πρόσωπό του να μαλακώνει. Η υπόλοιπη παρέα τεντώθηκε προς το μέρος του, για ν’ ακούσει αυτό που προοιωνιζόταν σαν ένα δωρεάν μάθημα πολιτικής φιλοσοφίας.
52
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ξέσπασαν όλοι σε γέλια, και ο Καλλίστρατος συνέχισε την εξιστόρησή του: «Τελοσπάντων, τα επόμενα δύο χρόνια οι κωμωδίες περνούσαν απ’ αυστηρότατο έλεγχο από τον επώνυμο άρχοντα και σβήνονταν όσα προσβλητικά σχόλια για εκλεγμένο ή κληρωτό αξιωματούχο υπήρχαν εκεί μέσα. Καταλαβαίνετε τι άνοστα δημιουργήματα φτιάχτηκαν. Δεν μπορούσα να βλέπω τα χειρόγραφά μου όταν μου τα επέστρεφε ο επώνυμος άρχων. Πιο πολλοί ήσαν οι σβησμένοι στίχοι παρά αυτοί που έμεναν. Και άντε τώρα να πεις στους ηθοποιούς, που μάθαιναν εδώ και μήνες τα λόγια τους να τα ξεχάσουν όλα και να μάθουν μέσα σε ελάχιστες μέρες, μέχρι τους αγώνες, τους καινούριους στίχους...» Ο Αριστοφάνης κούνησε το κεφάλι του με αποτροπιασμό: «Τι είναι μια κωμωδία που δεν τα βάζει με αυτούς που γαντζωμένοι σε αξιώματα ασχημονούν στραγγίζοντας τα δημόσια έσοδα; Πώς θα διδάξουμε το λαό να ξεχωρίζει τα στραβά και να επιβραβεύει τα ίσια, αν δεν μπορούμε κι από το θέατρο να του τα επισημαίνουμε όλα; Όσο ηλίθιος και να είναι ο ποιητής –και σίγουρα, έχουμε ανάμεσά μας πάρα πολλούς από δαύτους...– όλο και κάτι σωστό θα πει. Όλο και κάτι σωστό θα μείνει στο μυαλό του πολίτη που θα τον ακούσει.» «Ναι, ναι, έτσι που το λες, δίκιο έχεις», έκανε ειρωνικά ο Εύπολις. «Αυτή η απαγόρευση στο Θέατρο ήταν πλήγμα στη Δημοκρατία. Πλήγμα στην έκφραση του λαού. Λες και δεν έχει τη δυνατότητα να εκφράζει τις αντιδράσεις του δυο βήματα παραπέρα, στην Πνύκα. Όοοοχι. Θέλει να μπορεί να τα γελάει, με τα αστεία που γράφουμε εμείς για τους αγαπημένους του άρχοντες στο Θέατρο. Και μετά να πηγαίνει να ψηφίζει τα αντίθετα. Και μετά να πηγαίνει και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
53
στην Αγορά και να γκρινιάζει και να τα κατακρίνει όλα. Και τα έργα μας και τις ψήφους του. Εμ, βέβαια. Γιατί να πει όχι σε μια ψηφοφορία για μια νέα πρεσβεία ή για μια νέα εκστρατεία όταν μπορεί να χειροκροτήσει ένα αστείο για τον ευρύπρωκτο που κατέβασε την πρόταση για την εκστρατεία στη Συνέλευση;» Όλοι γελάσανε με τα ειρωνικά λόγια του Εύπολι. «Ακριβώς αυτό!» επιβεβαίωσε με τον τρόπο του ο Καλλίστρατος. «Αυτά που εσύ κοροϊδεύεις, αυτά ακριβώς σκέφτονταν οι πολίτες μετά από τόσα χρόνια λογοκρισία. Πού βάζεις και το άλλο, τη φήμη ότι έκανε κουμάντο στις πατρώες τους παραδόσεις το καπρίτσιο μιας ξένης εταίρας. Και έτσι, τρία χρόνια αργότερα, κι αφού το πράγμα με τις ξενέρωτες κωμωδίες είχε παραγίνει, επί επωνύμου άρχοντος Ευθυμένη, ο νόμος αυτός καταργήθηκε και σταμάτησε κάθε επέμβαση του άρχοντα βασιλιά στο έργο των ποιητών.» Ο Εύπολις σήκωσε τους ώμους του και έκανε άκεφα: «Εκεί, λοιπόν, θα πατήσουμε για ν’ αθωώσουμε τον Αριστοφάνη.» Οι άλλοι τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. «Η δίκη του Αριστοφάνη έχει ήδη γίνει και η πόλη των Αθηνών έχει ήδη αποφανθεί, “αθώος”, πριν από 11 χρόνια!» Ο Αριστοφάνης επενέβη βλοσυρός. «Ω, πόσο λάθος, κάνεις Εύπολι!» έκανε στο φίλο του. «Δίκη δεν έχει γίνει, γι’ αυτό το θέμα, φίλε μου. Απλά άλλαξε ο νόμος. Βλέπεις η βούληση του λαού μια κάποια στιγμή...» Σώπασε, και στη σκέψη που έκανε φάνηκε το πρόσωπό του να μαλακώνει. Η υπόλοιπη παρέα τεντώθηκε προς το μέρος του, για ν’ ακούσει αυτό που προοιωνιζόταν σαν ένα δωρεάν μάθημα πολιτικής φιλοσοφίας.
54
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Όλα ξεκίνησαν όταν ο Προμηθέας αψήφησε τον Δία και έφερε στους ανθρώπους τη φωτιά, με τις γνωστές σε βάρος του συνέπειες.» «Γιε της ορθόβουλης Θέμιδας, / με τα σπουδαία σου φρονήματα, / κόντρα στη θέληση και τη δικιά σου και τη δικιά μου / με άλυτα δεσμά θα σε δέσω /σ’ αυτόν τον έρημο βράχο», παράστησε τον Ήφαιστο από τον “Προμηθέα Δεσμώτη” του Αισχύλου ο Εύπολις. «Ακριβώς, καλέ μου φίλε. Οι Θεοί αγανάχτησαν με το γένος των ανθρώπων και ο Δίας κάλεσε την παλιά του σύζυγο να της τραβήξει τ’ αυτί και να τη διατάξει να σουλουπώσει τα χάλια που δημιούργησε ο γιος της. Μετά το πάθημα του Προμηθέα, οι άνθρωποι βέβαια είχαν μάθει να μη σηκώνουν κεφάλι στους Θεούς, να τηρούν τις προσταγές και τις επιταγές τους, όλα όσα αυτοί είχαν θέσει ως αρχές απαρασάλευτες. Όμως είχαν ήδη μάθει και να δουλεύουν τη φωτιά σαν όπλο και να επιτίθενται με αυτήν ο ένας στον άλλον. Τι να κάνει τότε η Θέμις; Πρώτα έστειλε στη γη τη μικρή της κορούλα, την Ειρήνη... Ήταν η πιο όμορφη, η πιο γλυκιά, η πιο αγαθή. Ήταν σίγουρη ότι θα την ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα, μαγεμένοι από το κάλλος της. Δεν την ακούσαμε, όμως. Τη χλευάσαμε, την κοροϊδέψαμε, την περιφρονήσαμε και την αναγκάσαμε να επιστρέψει κοντά στη μητέρα της κλαμένη κι αποφασισμένη να μην ξαναεμφανιστεί μπροστά μας. Αχ... Ειρηνούλα... Από τότε έχουμε να τη δούμε, από τότε κρύβει την ομορφιά της από τα μάτια μας. »Δεύτερη έστειλε η Θέμιδα την άλλη της κόρη, την Ευνομία. Αυτή δεν ήταν τόσο ευαίσθητη όπως η αδελφή της, και η ομορφιά της ήταν πιο άγρια. Κατέβαινε στην Αγορά, ανάμεσα στους ανθρώπους και άρχιζε να μιλάει, να μι-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
55
λάει, να λέει γι’ αυτό που σήμαινε το όνομά της: το πώς όλα τα αγαθά έπρεπε να μοιράζονται καλά σε όλους τους ανθρώπους. Οι ισχυροί τρομοκρατήθηκαν. Με την Ειρήνη άφαντη, ένιωθαν ότι είχαν το ελεύθερο να κάνουν ό, τι θέλουν, εφόσον μπορούσαν. Άμα τους έλεγε τίποτα ενοχλητικό η Ευνομία, της αποκρίνονταν με αυθάδεια: Από τη στιγμή που είμαστε ευσεβείς και υπάκουοι στους Θεούς του Ολύμπου, αφού μπορούμε να σκοτώσουμε, γιατί να μη σκοτώνουμε; Αφού μπορούμε ν’ αρπάξουμε, γιατί να μην αρπάζουμε; Αφού μπορούμε να κλέψουμε, γιατί να μην κλέβουμε;» Μερικά μουρμουρητά που ακούστηκαν στη φράση εκείνη του Αριστοφάνη επιβεβαίωσαν ότι δεν είχαν αλλάξει και πολύ οι αντιλήψεις των ανθρώπων από τότε. Ο Αριστοφάνης δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Απελπισμένη, αλλά όχι παραιτημένη, η Ευνομία άλλαξε τακτική. Καθόταν και παρακολουθούσε σε ποιόν άντρα οι πολλοί έδειχναν περισσότερη εκτίμηση –όχι φόβο. Μόλις τον ξεχώριζε, τον επισκεπτόταν το βράδυ και τον πήδαγε. Μαζί με τους χυμούς της του περνούσε στο μυαλό και τους κανόνες που έπρεπε να επιβάλλει στους συμπολίτες του για να ζουν ήρεμα και με ομόνοια. Πώς νομίζεις ότι του ήρθε η φώτιση του Σόλωνα για να...» «Για να θεσμοθετήσει τη σεισάχθεια, ε;» πετάχτηκε ο Μελάνιππος. «Το ήξερα ότι πίσω απ’ αυτό το μέτρο κρύβονταν αυτοί που ζήλευαν τα πλούτη μας! Έτσι η μοιρασιά βαφτίστηκε μερτικό και νόμος για να κρυφτεί!» «Εγώ θα έλεγα για τα δημόσια σπίτια που έφτιαξε ο Σόλων, τα γεμάτα νεαρές και νεαρούς, για να μοιράζονται πλέον όλοι τον έρωτα υπό την αιγίδα της Πόλης και όχι μόνο όσοι συμμετείχαν στα μυστήρια της Αφροδίτης. Τώρα που
54
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Όλα ξεκίνησαν όταν ο Προμηθέας αψήφησε τον Δία και έφερε στους ανθρώπους τη φωτιά, με τις γνωστές σε βάρος του συνέπειες.» «Γιε της ορθόβουλης Θέμιδας, / με τα σπουδαία σου φρονήματα, / κόντρα στη θέληση και τη δικιά σου και τη δικιά μου / με άλυτα δεσμά θα σε δέσω /σ’ αυτόν τον έρημο βράχο», παράστησε τον Ήφαιστο από τον “Προμηθέα Δεσμώτη” του Αισχύλου ο Εύπολις. «Ακριβώς, καλέ μου φίλε. Οι Θεοί αγανάχτησαν με το γένος των ανθρώπων και ο Δίας κάλεσε την παλιά του σύζυγο να της τραβήξει τ’ αυτί και να τη διατάξει να σουλουπώσει τα χάλια που δημιούργησε ο γιος της. Μετά το πάθημα του Προμηθέα, οι άνθρωποι βέβαια είχαν μάθει να μη σηκώνουν κεφάλι στους Θεούς, να τηρούν τις προσταγές και τις επιταγές τους, όλα όσα αυτοί είχαν θέσει ως αρχές απαρασάλευτες. Όμως είχαν ήδη μάθει και να δουλεύουν τη φωτιά σαν όπλο και να επιτίθενται με αυτήν ο ένας στον άλλον. Τι να κάνει τότε η Θέμις; Πρώτα έστειλε στη γη τη μικρή της κορούλα, την Ειρήνη... Ήταν η πιο όμορφη, η πιο γλυκιά, η πιο αγαθή. Ήταν σίγουρη ότι θα την ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα, μαγεμένοι από το κάλλος της. Δεν την ακούσαμε, όμως. Τη χλευάσαμε, την κοροϊδέψαμε, την περιφρονήσαμε και την αναγκάσαμε να επιστρέψει κοντά στη μητέρα της κλαμένη κι αποφασισμένη να μην ξαναεμφανιστεί μπροστά μας. Αχ... Ειρηνούλα... Από τότε έχουμε να τη δούμε, από τότε κρύβει την ομορφιά της από τα μάτια μας. »Δεύτερη έστειλε η Θέμιδα την άλλη της κόρη, την Ευνομία. Αυτή δεν ήταν τόσο ευαίσθητη όπως η αδελφή της, και η ομορφιά της ήταν πιο άγρια. Κατέβαινε στην Αγορά, ανάμεσα στους ανθρώπους και άρχιζε να μιλάει, να μι-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
55
λάει, να λέει γι’ αυτό που σήμαινε το όνομά της: το πώς όλα τα αγαθά έπρεπε να μοιράζονται καλά σε όλους τους ανθρώπους. Οι ισχυροί τρομοκρατήθηκαν. Με την Ειρήνη άφαντη, ένιωθαν ότι είχαν το ελεύθερο να κάνουν ό, τι θέλουν, εφόσον μπορούσαν. Άμα τους έλεγε τίποτα ενοχλητικό η Ευνομία, της αποκρίνονταν με αυθάδεια: Από τη στιγμή που είμαστε ευσεβείς και υπάκουοι στους Θεούς του Ολύμπου, αφού μπορούμε να σκοτώσουμε, γιατί να μη σκοτώνουμε; Αφού μπορούμε ν’ αρπάξουμε, γιατί να μην αρπάζουμε; Αφού μπορούμε να κλέψουμε, γιατί να μην κλέβουμε;» Μερικά μουρμουρητά που ακούστηκαν στη φράση εκείνη του Αριστοφάνη επιβεβαίωσαν ότι δεν είχαν αλλάξει και πολύ οι αντιλήψεις των ανθρώπων από τότε. Ο Αριστοφάνης δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Απελπισμένη, αλλά όχι παραιτημένη, η Ευνομία άλλαξε τακτική. Καθόταν και παρακολουθούσε σε ποιόν άντρα οι πολλοί έδειχναν περισσότερη εκτίμηση –όχι φόβο. Μόλις τον ξεχώριζε, τον επισκεπτόταν το βράδυ και τον πήδαγε. Μαζί με τους χυμούς της του περνούσε στο μυαλό και τους κανόνες που έπρεπε να επιβάλλει στους συμπολίτες του για να ζουν ήρεμα και με ομόνοια. Πώς νομίζεις ότι του ήρθε η φώτιση του Σόλωνα για να...» «Για να θεσμοθετήσει τη σεισάχθεια, ε;» πετάχτηκε ο Μελάνιππος. «Το ήξερα ότι πίσω απ’ αυτό το μέτρο κρύβονταν αυτοί που ζήλευαν τα πλούτη μας! Έτσι η μοιρασιά βαφτίστηκε μερτικό και νόμος για να κρυφτεί!» «Εγώ θα έλεγα για τα δημόσια σπίτια που έφτιαξε ο Σόλων, τα γεμάτα νεαρές και νεαρούς, για να μοιράζονται πλέον όλοι τον έρωτα υπό την αιγίδα της Πόλης και όχι μόνο όσοι συμμετείχαν στα μυστήρια της Αφροδίτης. Τώρα που
56
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
το σκέφτομαι, όμως, το δικό σου παράδειγμα φίλε μου Μελάνιππε είναι πιο ταιριαστό!», απάντησε ο Αριστοφάνης, κάνοντάς τους όλους να γελάσουν. Και συνέχισε: «Τέλος πάντων. Τα πράγματα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά για την Ευνομία και την αποστολή που της είχε αναθέσει η Θέμιδα. Μέχρι που οι άνθρωποι δεν άργησαν να βρουν νέους τρόπους για να συγκρούονται, καταπατώντας ακόμα και τους θεσμούς που είχαν θεσπίσει από θεία έμπνευση οι εραστές της Ευνομίας. Τότε αυτή χρειάστηκε να καλέσει στη γη την τρίτη της αδερφή, τη Δίκη. Με τη Δίκη στο πλευρό της η Ευνομία τριγυρνούσε στην Αγορά και έψαχνε να βρει τον επόμενο εραστή της. Κι εντόπισε τον Κλεισθένη. Και του κόλλησε, με τη Δίκη να στέκεται δίπλα και να παρακολουθεί. Και τον οδήγησε στο σπίτι του για να τον... φωτίσει. Αλλά η Δίκη ένιωσε ζήλεια να τη φουντώνει, ακούγοντας από την κρεβατοκάμαρα τα βογκητά της αδερφής της. Και αποφάσισε να την τιμωρήσει, που απέφυγε να μοιραστεί μαζί της το κορμί και τους χυμούς του Κλεισθένη. Το επόμενο πρωί, όταν η Ευνομία κοιμόταν ακόμα εξαντλημένη από τη βραδιά του πάθους, η Δίκη ξύπνησε τον Κλεισθένη και τον οδήγησε στο δικό της κρεβάτι. Και για να του δώσει δύναμη να κουνήσει τα πόδια του και τη μέση του και να την ικανοποιήσει κι αυτήν, του εμφύσησε πολύ περισσότερη σοφία και γνώση απ’ όση χρειαζόταν για να χορτάσει την ερωμένη του. Το επόμενο βράδυ οι διψασμένες για έρωτα Ευνομία και Δίκη αντίκρισαν έναν χορτάτο άντρα. Ο Κλεισθένης με την παραπανίσια του σοφία δεν είχε φτιάξει απλά μερικούς θεσμούς, που οι συμπολίτες του θα ήσαν υποχρεωμένοι να τους τηρούν: Τους είχε πείσει ότι, αντί να περιμένουν να εμφανιστεί ένας σοφός σε κάθε γενιά, μπορούσαν όλοι μαζί, από κοινού, να κρίνουν τα σωστά και τ’ άδικα
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
57
και να συμφωνούν για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται αναμεταξύ τους. Μέσω του σπέρματος του Κλεισθένη είχαν γίνει όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες νομοθέτες και δικαστές! Αλλά, δεν είχαν γίνει και όλοι σοφοί...» «Και οι θεοί τι είπαν γι’ αυτήν την αλλαγή;» ρώτησε πνιγμένος στα γέλια ο Εύπολις. «Δεν έλεγχαν τι γινόταν πίσω από την πλάτη τους;» «Ποιοι θεοί, καλέ μου Εύπολι! Έχεις δει εδώ και χρόνια κανέναν θεό να σκύβει το κεφάλι του πάνω από την πόλη μας, πέρα από το θεό της Αρρώστιας, τον Απόλλωνα; Πάνω που μας είχε ξεχάσει, πάλι άρχισε από το χειμώνα να μας τοξεύει με τις φαρμακερές του σαΐτες!» «Πόσο οι θεοί μας έχουν παρατήσει / και ό, τι από μας καλόδεχτα προσμένουν είν’ ο χαμός...», ψιθύρισε με πικρία τους στίχους του Αισχύλου ο Καλλίστρατος. «Καταραμένος να ’ναι... Μέχρι τον Κλεισθένη και τη... Δημοκρατία του κουμάντο έκαναν οι άριστοι και οι σοφοί. Αυτοί που πραγματικά μπορούσαν να οδηγήσουν την πόλη στην ευμάρεια. Ποιόν άλλον θ’ αφήσεις να κάνει κουμάντο στην πόλη πέρα απ’ αυτόν που οι θεοί, θέλοντας να τον τιμήσουν για την αξιοσύνη και τις ικανότητές του τον γεμίζουν δώρα και τον αφήνουν να χαίρεται ξέγνοιαστος τα αγαθά και τα πλούτη του; Τι νομίζετε; Αν οι πλούσιοι, που τόσο τους κατακρίνετε, ήταν φαύλοι, τότε οι θεοί θα τους άφηναν να μένουν πλούσιοι; Μετά τον Κλεισθένη ακόμα και ο τελευταίος πολίτης έπαιρνε τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, κατέβαζε ένα ψήφισμα στη Βουλή και η μαλακία του γινόταν νόμος της πόλης, που δέσμευε όλους, καλούς και κακούς, ικανούς κι ανάξιους! Γράψανε στ’ αρχίδια τους τα πάντα! Ό, τι κράταγε σταθερή την Πολιτεία, τους άντρες εκείνους, που η ευγενική τους καταγωγή από τους ήρωες της Τροίας,
56
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
το σκέφτομαι, όμως, το δικό σου παράδειγμα φίλε μου Μελάνιππε είναι πιο ταιριαστό!», απάντησε ο Αριστοφάνης, κάνοντάς τους όλους να γελάσουν. Και συνέχισε: «Τέλος πάντων. Τα πράγματα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά για την Ευνομία και την αποστολή που της είχε αναθέσει η Θέμιδα. Μέχρι που οι άνθρωποι δεν άργησαν να βρουν νέους τρόπους για να συγκρούονται, καταπατώντας ακόμα και τους θεσμούς που είχαν θεσπίσει από θεία έμπνευση οι εραστές της Ευνομίας. Τότε αυτή χρειάστηκε να καλέσει στη γη την τρίτη της αδερφή, τη Δίκη. Με τη Δίκη στο πλευρό της η Ευνομία τριγυρνούσε στην Αγορά και έψαχνε να βρει τον επόμενο εραστή της. Κι εντόπισε τον Κλεισθένη. Και του κόλλησε, με τη Δίκη να στέκεται δίπλα και να παρακολουθεί. Και τον οδήγησε στο σπίτι του για να τον... φωτίσει. Αλλά η Δίκη ένιωσε ζήλεια να τη φουντώνει, ακούγοντας από την κρεβατοκάμαρα τα βογκητά της αδερφής της. Και αποφάσισε να την τιμωρήσει, που απέφυγε να μοιραστεί μαζί της το κορμί και τους χυμούς του Κλεισθένη. Το επόμενο πρωί, όταν η Ευνομία κοιμόταν ακόμα εξαντλημένη από τη βραδιά του πάθους, η Δίκη ξύπνησε τον Κλεισθένη και τον οδήγησε στο δικό της κρεβάτι. Και για να του δώσει δύναμη να κουνήσει τα πόδια του και τη μέση του και να την ικανοποιήσει κι αυτήν, του εμφύσησε πολύ περισσότερη σοφία και γνώση απ’ όση χρειαζόταν για να χορτάσει την ερωμένη του. Το επόμενο βράδυ οι διψασμένες για έρωτα Ευνομία και Δίκη αντίκρισαν έναν χορτάτο άντρα. Ο Κλεισθένης με την παραπανίσια του σοφία δεν είχε φτιάξει απλά μερικούς θεσμούς, που οι συμπολίτες του θα ήσαν υποχρεωμένοι να τους τηρούν: Τους είχε πείσει ότι, αντί να περιμένουν να εμφανιστεί ένας σοφός σε κάθε γενιά, μπορούσαν όλοι μαζί, από κοινού, να κρίνουν τα σωστά και τ’ άδικα
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
57
και να συμφωνούν για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται αναμεταξύ τους. Μέσω του σπέρματος του Κλεισθένη είχαν γίνει όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες νομοθέτες και δικαστές! Αλλά, δεν είχαν γίνει και όλοι σοφοί...» «Και οι θεοί τι είπαν γι’ αυτήν την αλλαγή;» ρώτησε πνιγμένος στα γέλια ο Εύπολις. «Δεν έλεγχαν τι γινόταν πίσω από την πλάτη τους;» «Ποιοι θεοί, καλέ μου Εύπολι! Έχεις δει εδώ και χρόνια κανέναν θεό να σκύβει το κεφάλι του πάνω από την πόλη μας, πέρα από το θεό της Αρρώστιας, τον Απόλλωνα; Πάνω που μας είχε ξεχάσει, πάλι άρχισε από το χειμώνα να μας τοξεύει με τις φαρμακερές του σαΐτες!» «Πόσο οι θεοί μας έχουν παρατήσει / και ό, τι από μας καλόδεχτα προσμένουν είν’ ο χαμός...», ψιθύρισε με πικρία τους στίχους του Αισχύλου ο Καλλίστρατος. «Καταραμένος να ’ναι... Μέχρι τον Κλεισθένη και τη... Δημοκρατία του κουμάντο έκαναν οι άριστοι και οι σοφοί. Αυτοί που πραγματικά μπορούσαν να οδηγήσουν την πόλη στην ευμάρεια. Ποιόν άλλον θ’ αφήσεις να κάνει κουμάντο στην πόλη πέρα απ’ αυτόν που οι θεοί, θέλοντας να τον τιμήσουν για την αξιοσύνη και τις ικανότητές του τον γεμίζουν δώρα και τον αφήνουν να χαίρεται ξέγνοιαστος τα αγαθά και τα πλούτη του; Τι νομίζετε; Αν οι πλούσιοι, που τόσο τους κατακρίνετε, ήταν φαύλοι, τότε οι θεοί θα τους άφηναν να μένουν πλούσιοι; Μετά τον Κλεισθένη ακόμα και ο τελευταίος πολίτης έπαιρνε τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, κατέβαζε ένα ψήφισμα στη Βουλή και η μαλακία του γινόταν νόμος της πόλης, που δέσμευε όλους, καλούς και κακούς, ικανούς κι ανάξιους! Γράψανε στ’ αρχίδια τους τα πάντα! Ό, τι κράταγε σταθερή την Πολιτεία, τους άντρες εκείνους, που η ευγενική τους καταγωγή από τους ήρωες της Τροίας,
58
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ήταν η εγγύηση της σωστής λειτουργίας της πολιτείας.» Ο Μελάνιππος αναπολούσε –με αρκετή υπερβολή– τις ωραίες μέρες της Αριστοκρατίας, την ώρα που ο Αριστοφάνης και ο Εύπολις κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους. Ο Καλλίστρατος, που ήξερε καλά τις πολιτικές απόψεις και διαφορές των νεαρών του φίλων, προσπάθησε να θέσει σε άλλη βάση του ζήτημα. Όντας και ο ίδιος ποιητής, τους φώτισε τη σκοπιά των λέξεων. «Δέστε τη διαφορά στις λέξεις! Θεσμός! Κάτι που έχει τεθεί, από μια ανώτερη, σοφή δύναμη! Θησαυρός, σαν αυτούς που κουβαλάνε και προσφέρουνε στη θεά οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια! Όταν ο Όμηρος αποκαλεί θεσμό το κρεβάτι που είχε φτιάξει με μαεστρία στο δέντρο ο Οδυσσέας, δεν θαύμαζε την τέχνη του πολυμήχανου βασιλιά, αλλά την ίδια τη συζυγική κλίνη, το θεμέλιο της κοινωνίας μας! Τεθμό αποκαλεί ο Πίνδαρος το Ολυμπιακό Στεφάνι! Και από την άλλη... Νόμος. Μοιρασιά μετά από συμφωνία. Μια συμφωνία που μπορεί κάποια στιγμή ν’ αλλάξει κι αυτό που σήμερα είναι δικό σου, αύριο να είναι κάποιου άλλου.» Δεν μπόρεσε να μην κουνήσει με αποτροπιασμό το κεφάλι του. «Ναι, είναι μοιρασιά, Καλλίστρατε!», ξέσπασε ο Αριστοφάνης, «αλλά σοφή μοιρασιά! Ειδικά όταν γίνεται από αυτούς που την έχουν ανάγκη για να συνεχίσουν να ζουν και να ευημερούν και δεν βασίζονται σε όπλα, βία και έχθρητες. Μια μοιρασιά που σήμερα, που τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι μπορεί να τα χωρίζει με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούμαστε όλοι. Άλλο που δεν γίνεται πάντα σωστά. Το πρόβλημά μας δεν είναι η μοιρασιά, αλλά αυτοί που την κάνουν και ο τρόπος που την κάνουν. Γίνεται δίκαια; Μπορεί να γίνεται δίκαια;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
59
Ήπιε μια γερή γουλιά κρασί, για να καθαρίσει το λαιμό του. «Έτσι και με το νόμο για την κωμωδία. Πριν 14 χρόνια οι συμπολίτες μας έκριναν ότι δεν έπρεπε να διακωμωδείται η πόλη. Μετά από τρία χρόνια έκριναν διαφορετικά. Πότε είχαν δίκιο και πότε άδικο; Αυτή τη φορά, που μάλιστα κρίνεται το κεφάλι μου, πώς θ’ αποφασίσουν; Όπως την πρώτη ή όπως τη δεύτερη φορά; Τίποτα δεν τους υποχρεώνει να εμμείνουν στη δεύτερη απόφασή τους! Ζούμε δύσκολους καιρούς. Θυμηθείτε αυτά που έλεγε ο θείος Αισχύλος στους “Πέρσες” του: “Των ανθρώπων τη γλώσσα κανένα / χαλινάρι δεν σφίγγει σαν άλλοτε. / Γιατί μια και της βίας εβγήκεν / ο ζυγός, ο λαός είναι λεύτερος / να μιλά δίχως φόβο”. Μήπως για ν’ αθωωθώ θα έπρεπε να είχαμε ρίξει κάτω το ζυγό της βίας από τον οποίο ζούμε τώρα;» «Μη φοβάσαι φίλε μου!» Αναθαρρημένος ο Μελάνιππος ύψωσε την κύλικά του. «Στα σπλάχνα μου αυτή τη στιγμή νιώθω να κυοφορώ τη Θέμιδα. Μόλις ξεράσω, θα ξεπηδήσει από τα ξερατά μου και θα δώσει στην πόλη τον απαράβατο θεσμό του, να μπορεί ο κωμωδός να λέει ό, τι θέλει για όποιον θέλει στους αιώνες τον αιώνων!» «Ακόμα και όταν κωμωδούμε τους άριστους, ευγενικέ Μελάνιππε;» Ο Μελάνιππος στην τύφλα του δεν κατάλαβε την ειρωνεία του Εύπολι, αλλά αποδείχθηκε εξαιρετικά μεγαλόψυχος, απέναντι στη συμπαθή κάστα των ποιητών. «Ω, ναι! Ακόμα και όταν κωμωδείτε εμάς! Δε σας φοβόμαστε, αχρείοι ζηλιάρηδες! Ό, τι και να βγαίνει από το βρόμικό σας στόμα δεν αγγίζει τα ένδοξα γένη μας, τους ηρωικούς μας προγόνους! Ούτε και τις εκτάσεις των χωραφιών μας, βέβαια! Αρκεί να συνεχίσετε να γράφετε ωραία αστεία και για τους υπόλοιπους, για όλους κείνους τους αχρείους
58
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ήταν η εγγύηση της σωστής λειτουργίας της πολιτείας.» Ο Μελάνιππος αναπολούσε –με αρκετή υπερβολή– τις ωραίες μέρες της Αριστοκρατίας, την ώρα που ο Αριστοφάνης και ο Εύπολις κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους. Ο Καλλίστρατος, που ήξερε καλά τις πολιτικές απόψεις και διαφορές των νεαρών του φίλων, προσπάθησε να θέσει σε άλλη βάση του ζήτημα. Όντας και ο ίδιος ποιητής, τους φώτισε τη σκοπιά των λέξεων. «Δέστε τη διαφορά στις λέξεις! Θεσμός! Κάτι που έχει τεθεί, από μια ανώτερη, σοφή δύναμη! Θησαυρός, σαν αυτούς που κουβαλάνε και προσφέρουνε στη θεά οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια! Όταν ο Όμηρος αποκαλεί θεσμό το κρεβάτι που είχε φτιάξει με μαεστρία στο δέντρο ο Οδυσσέας, δεν θαύμαζε την τέχνη του πολυμήχανου βασιλιά, αλλά την ίδια τη συζυγική κλίνη, το θεμέλιο της κοινωνίας μας! Τεθμό αποκαλεί ο Πίνδαρος το Ολυμπιακό Στεφάνι! Και από την άλλη... Νόμος. Μοιρασιά μετά από συμφωνία. Μια συμφωνία που μπορεί κάποια στιγμή ν’ αλλάξει κι αυτό που σήμερα είναι δικό σου, αύριο να είναι κάποιου άλλου.» Δεν μπόρεσε να μην κουνήσει με αποτροπιασμό το κεφάλι του. «Ναι, είναι μοιρασιά, Καλλίστρατε!», ξέσπασε ο Αριστοφάνης, «αλλά σοφή μοιρασιά! Ειδικά όταν γίνεται από αυτούς που την έχουν ανάγκη για να συνεχίσουν να ζουν και να ευημερούν και δεν βασίζονται σε όπλα, βία και έχθρητες. Μια μοιρασιά που σήμερα, που τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι μπορεί να τα χωρίζει με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούμαστε όλοι. Άλλο που δεν γίνεται πάντα σωστά. Το πρόβλημά μας δεν είναι η μοιρασιά, αλλά αυτοί που την κάνουν και ο τρόπος που την κάνουν. Γίνεται δίκαια; Μπορεί να γίνεται δίκαια;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
59
Ήπιε μια γερή γουλιά κρασί, για να καθαρίσει το λαιμό του. «Έτσι και με το νόμο για την κωμωδία. Πριν 14 χρόνια οι συμπολίτες μας έκριναν ότι δεν έπρεπε να διακωμωδείται η πόλη. Μετά από τρία χρόνια έκριναν διαφορετικά. Πότε είχαν δίκιο και πότε άδικο; Αυτή τη φορά, που μάλιστα κρίνεται το κεφάλι μου, πώς θ’ αποφασίσουν; Όπως την πρώτη ή όπως τη δεύτερη φορά; Τίποτα δεν τους υποχρεώνει να εμμείνουν στη δεύτερη απόφασή τους! Ζούμε δύσκολους καιρούς. Θυμηθείτε αυτά που έλεγε ο θείος Αισχύλος στους “Πέρσες” του: “Των ανθρώπων τη γλώσσα κανένα / χαλινάρι δεν σφίγγει σαν άλλοτε. / Γιατί μια και της βίας εβγήκεν / ο ζυγός, ο λαός είναι λεύτερος / να μιλά δίχως φόβο”. Μήπως για ν’ αθωωθώ θα έπρεπε να είχαμε ρίξει κάτω το ζυγό της βίας από τον οποίο ζούμε τώρα;» «Μη φοβάσαι φίλε μου!» Αναθαρρημένος ο Μελάνιππος ύψωσε την κύλικά του. «Στα σπλάχνα μου αυτή τη στιγμή νιώθω να κυοφορώ τη Θέμιδα. Μόλις ξεράσω, θα ξεπηδήσει από τα ξερατά μου και θα δώσει στην πόλη τον απαράβατο θεσμό του, να μπορεί ο κωμωδός να λέει ό, τι θέλει για όποιον θέλει στους αιώνες τον αιώνων!» «Ακόμα και όταν κωμωδούμε τους άριστους, ευγενικέ Μελάνιππε;» Ο Μελάνιππος στην τύφλα του δεν κατάλαβε την ειρωνεία του Εύπολι, αλλά αποδείχθηκε εξαιρετικά μεγαλόψυχος, απέναντι στη συμπαθή κάστα των ποιητών. «Ω, ναι! Ακόμα και όταν κωμωδείτε εμάς! Δε σας φοβόμαστε, αχρείοι ζηλιάρηδες! Ό, τι και να βγαίνει από το βρόμικό σας στόμα δεν αγγίζει τα ένδοξα γένη μας, τους ηρωικούς μας προγόνους! Ούτε και τις εκτάσεις των χωραφιών μας, βέβαια! Αρκεί να συνεχίσετε να γράφετε ωραία αστεία και για τους υπόλοιπους, για όλους κείνους τους αχρείους
60
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
που αυγάτισαν τα καράβια και τα λεφτά τους πρώτα από τους καρπούς των χτημάτων μας μετά από τα εργαστήριά τους και τώρα με τον πόλεμο! Ελεεινοί νεόπλουτοι!» Η παρέα έβαλε τα γέλια με το ξέσπασμα του Μελάνιππου. Ο Αριστοφάνης ανέλαβε να ηρεμήσει τον φίλο του. «Δεν είναι στα σπλάχνα σου η Θέμις, Μελάνιππε! Στο μυαλό σου είναι! Και δεν θα γεννηθεί μέσα από τα ξερατά σου! Θα γεννηθεί μέσα στην απολογία μου, που θα τη γράψουμε μαζί, για να την εκφωνήσω στη Βουλή τη μέρα της δίκης!» Κανείς από την παρέα δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Ούτε και ο ίδιος ο Αριστοφάνης. Τα “πιτσιρίκια” εκείνα, σίγουρα για το δίκιο τους, έβλεπαν τη δίκη αυτή σαν μια ευκαιρία να ταπώσουν τον Κλέωνα, που στα μάτια τους συμβόλιζε ό, τι το πιο άθλιο και φαύλο. Ο Κλέων ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που τους προέβαλλε σαν μοντέλο ιδανικού ανθρώπου η παιδεία και η καλλιέργειά τους. Ειδικά ο Αριστοφάνης όποτε τον έβλεπε ή τον άκουγε δεν μπορούσε να μη θυμάται τους στίχους που είχε γράψει ο Μυτιληνιός ποιητής Αλκαίος, κοντά διακόσια χρόνια πριν για τον Τύραννο Μυρσίλο: “Τούτος ο άντρας που αποθυμά την εξουσία τόσο, / θε ν’ αναποδογυρίσει γρήγορα την Πολιτεία. / Κι αυτή γερμένη είναι.” Αυτός ο φωνακλάς βυρσοδέψης, που εκμεταλλευόμενος την αναμπουμπούλα της εποχής βγήκε στο προσκήνιο της ζωής της πόλης και άρχισε να την κουμαντάρει. Η ζωή όλων των ανθρώπων, ανά τους αιώνες, κουμαντάρεται από μια μεγάλη δύναμη. Δεν ξέρω πώς τη λένε. Ανάγκη; Ιστορία; Όπως και να τη λένε, πάντα βρίσκει τους κατάλληλους να την υπηρετούν και να βγάζουν σε πέρας τις βρομοδουλειές της. Ο καθένας στο πεδίο του και στην
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
61
κλίμακά του. Οι κατάλληλοι της μεγάλης αυτής δύναμης που παίζουν την μπάλα τους στο υψηλότερο επίπεδο είναι αυτοί που μένουν στην ιστορία σαν οι «μεγάλοι», οι «ηγέτες». Αυτών τα ονόματα και οι πράξεις επιζούν στους αιώνες και χαρακτηρίζουν ολόκληρες εποχές. Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν αρχίζουν να μπλέκονται οι προσωπικές αδυναμίες του καθενός με τις απαιτήσεις της μεγάλης δύναμης που κινεί τα νήματα του κόσμου. Κατά πόσο ο Μεγάλος Πόλεμος οφειλόταν στο γεγονός ότι κάτι Μεγαρίτες, σαν εκδίκηση για το Μεγαρικό Ψήφισμα –το νόμο του Περικλή, που απαγόρευε στους Αθηναίους ν’ αγοράζουν οτιδήποτε Μεγαρίτικο- πήγαν και άρπαξαν από το μπουρδέλο της Ασπασίας δύο πουτάνες; Κατά πόσο στο άγχος του Περικλή να καλύψει τον φίλο του τον Φειδία που κατηγορούνταν για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος; Ή, κατά πόσο στην ανάγκη της κάστας εκείνης των Αθηναίων εμπόρων και βιοτεχνών που ένιωθαν πως η Αγορά της Αθήνας είχε μπουκώσει από την παραγωγή τους και έψαχναν νέες αγορές για τα προϊόντα τους, σε συνδυασμό με την ακόρεστη δίψα για νέους πολέμους του στρατοκρατικού καθεστώτος της Σπάρτης; Δεν είναι λίγοι αυτοί που καρφώνουν ότι ο Περικλής έστελνε κάθε χρόνο που ήταν στρατηγός δέκα τάλαντα από τα δημόσια χρήματα στα κατάλληλα πρόσωπα της Σπάρτης, όχι για να διατηρεί την ειρήνη, αλλά για να κερδίζει χρόνο για την πολεμική προετοιμασία των Αθηνών. Μάλιστα, στο τέλος τού κάθε χρόνου κανείς δεν τού ζητούσε το λόγο για αυτά τα τάλαντα. Αν αυτό είναι αλήθεια –και γιατί να μην είναι; –τότε ο Πόλεμος ήταν ένα γεγονός αναπόφευκτο, που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν, αλλά που απλά καθυστέρησε να
60
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
που αυγάτισαν τα καράβια και τα λεφτά τους πρώτα από τους καρπούς των χτημάτων μας μετά από τα εργαστήριά τους και τώρα με τον πόλεμο! Ελεεινοί νεόπλουτοι!» Η παρέα έβαλε τα γέλια με το ξέσπασμα του Μελάνιππου. Ο Αριστοφάνης ανέλαβε να ηρεμήσει τον φίλο του. «Δεν είναι στα σπλάχνα σου η Θέμις, Μελάνιππε! Στο μυαλό σου είναι! Και δεν θα γεννηθεί μέσα από τα ξερατά σου! Θα γεννηθεί μέσα στην απολογία μου, που θα τη γράψουμε μαζί, για να την εκφωνήσω στη Βουλή τη μέρα της δίκης!» Κανείς από την παρέα δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Ούτε και ο ίδιος ο Αριστοφάνης. Τα “πιτσιρίκια” εκείνα, σίγουρα για το δίκιο τους, έβλεπαν τη δίκη αυτή σαν μια ευκαιρία να ταπώσουν τον Κλέωνα, που στα μάτια τους συμβόλιζε ό, τι το πιο άθλιο και φαύλο. Ο Κλέων ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που τους προέβαλλε σαν μοντέλο ιδανικού ανθρώπου η παιδεία και η καλλιέργειά τους. Ειδικά ο Αριστοφάνης όποτε τον έβλεπε ή τον άκουγε δεν μπορούσε να μη θυμάται τους στίχους που είχε γράψει ο Μυτιληνιός ποιητής Αλκαίος, κοντά διακόσια χρόνια πριν για τον Τύραννο Μυρσίλο: “Τούτος ο άντρας που αποθυμά την εξουσία τόσο, / θε ν’ αναποδογυρίσει γρήγορα την Πολιτεία. / Κι αυτή γερμένη είναι.” Αυτός ο φωνακλάς βυρσοδέψης, που εκμεταλλευόμενος την αναμπουμπούλα της εποχής βγήκε στο προσκήνιο της ζωής της πόλης και άρχισε να την κουμαντάρει. Η ζωή όλων των ανθρώπων, ανά τους αιώνες, κουμαντάρεται από μια μεγάλη δύναμη. Δεν ξέρω πώς τη λένε. Ανάγκη; Ιστορία; Όπως και να τη λένε, πάντα βρίσκει τους κατάλληλους να την υπηρετούν και να βγάζουν σε πέρας τις βρομοδουλειές της. Ο καθένας στο πεδίο του και στην
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
61
κλίμακά του. Οι κατάλληλοι της μεγάλης αυτής δύναμης που παίζουν την μπάλα τους στο υψηλότερο επίπεδο είναι αυτοί που μένουν στην ιστορία σαν οι «μεγάλοι», οι «ηγέτες». Αυτών τα ονόματα και οι πράξεις επιζούν στους αιώνες και χαρακτηρίζουν ολόκληρες εποχές. Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν αρχίζουν να μπλέκονται οι προσωπικές αδυναμίες του καθενός με τις απαιτήσεις της μεγάλης δύναμης που κινεί τα νήματα του κόσμου. Κατά πόσο ο Μεγάλος Πόλεμος οφειλόταν στο γεγονός ότι κάτι Μεγαρίτες, σαν εκδίκηση για το Μεγαρικό Ψήφισμα –το νόμο του Περικλή, που απαγόρευε στους Αθηναίους ν’ αγοράζουν οτιδήποτε Μεγαρίτικο- πήγαν και άρπαξαν από το μπουρδέλο της Ασπασίας δύο πουτάνες; Κατά πόσο στο άγχος του Περικλή να καλύψει τον φίλο του τον Φειδία που κατηγορούνταν για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος; Ή, κατά πόσο στην ανάγκη της κάστας εκείνης των Αθηναίων εμπόρων και βιοτεχνών που ένιωθαν πως η Αγορά της Αθήνας είχε μπουκώσει από την παραγωγή τους και έψαχναν νέες αγορές για τα προϊόντα τους, σε συνδυασμό με την ακόρεστη δίψα για νέους πολέμους του στρατοκρατικού καθεστώτος της Σπάρτης; Δεν είναι λίγοι αυτοί που καρφώνουν ότι ο Περικλής έστελνε κάθε χρόνο που ήταν στρατηγός δέκα τάλαντα από τα δημόσια χρήματα στα κατάλληλα πρόσωπα της Σπάρτης, όχι για να διατηρεί την ειρήνη, αλλά για να κερδίζει χρόνο για την πολεμική προετοιμασία των Αθηνών. Μάλιστα, στο τέλος τού κάθε χρόνου κανείς δεν τού ζητούσε το λόγο για αυτά τα τάλαντα. Αν αυτό είναι αλήθεια –και γιατί να μην είναι; –τότε ο Πόλεμος ήταν ένα γεγονός αναπόφευκτο, που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν, αλλά που απλά καθυστέρησε να
62
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
εμφανιστεί μέχρι να συμβεί ένας συνδυασμός γεγονότων. Στη μνήμη των λαών μας δεν έμεινε σαν αιτία (ή αφορμή) η ανάγκη που είχε εκείνη τη στιγμή για αίμα η μεγάλη αυτή δύναμη που κινεί τα νήματα της ιστορίας, αλλά τα προσωπικά ελαττώματα του Περικλή, η παράλογη για τους σημερινούς δημοκρατικούς υποκριτές πόλη–στρατόπεδο της Σπάρτης, η απληστία των Αθηναίων εμπόρων. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι άνθρωποι, ότι στο μεγάλο σκάκι της ιστορίας τα στρατιωτάκια δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν γιατί ο γκραν μετρ τα έστειλε να θυσιαστούν. Αυτό ίσως να το καταλάβει ο αντίπαλος βασιλιάς, αλλά και τότε –στο σαχ ματ– θα είναι πάρα πολύ αργά γι’ αυτόν. Όπως και να ’χει, από εκείνη την ιστορία μάς έμεινε στη μνήμη ο Περικλής. Όχι σαν Περικλής, αλλά σαν εκφραστής μιας ολόκληρης κάστας ανθρώπων, αυτών που σιγά σιγά διαμόρφωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα και την επεκτατική της πολιτική που απαιτούσε για να τραφεί. Από όλους αυτούς που έβαλαν το λιθαράκι τους για να διαμορφωθεί αυτή η κατάσταση, αυτός που ήταν ο πιο υπάκουος και πιο πιστός στα κελεύσματα της Μεγάλης Δύναμης, ήταν ο Περικλής και γι’ αυτό και τον θυμόμαστε, ενώ ξεχνάμε το ποιος για παράδειγμα ήταν βασιλιάς ή Έφορος στη Σπάρτη, παρά την τεράστια και ουσιώδη συνεισφορά τους στο ξέσπασμα του πολέμου. Γι’ αυτό και η Μεγάλη Δύναμη φάνηκε τόσο γενναιόδωρη στ’ όνομα τού Περικλή. Όχι όμως και στον ίδιο που πέθανε σα σκυλί, πνιγμένος στους εμετούς του και με όλο το κορμί του να πονάει αφόρητα από την αρρώστια που είχε χτυπήσει την Αθήνα. Ένας τέτοιος άνθρωπος, που εκείνη τη μετά-Περικλή εποχή βόλευε απόλυτα τον ρου της Ιστορίας, ήταν ο Κλέων. Βίαιος, για να μπορεί να ξεχωρίζει σε μια εποχή παρά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
63
λογης βίας. Φωνακλάς, για να μπορεί ν’ ακούγεται πάνω από χιλιάδες άλλους φωνακλάδες Αθηναίους στην Εκκλησία του Δήμου. Καταφερτζής, για να μπορεί να πείθει τον εξαθλιωμένο κι απογοητευμένο λαό. Φτωχός και λαϊκός, για να δώσει λαβή στους αυτοαποκαλούμενους άριστους να συκοφαντούν τη δύναμη των απλών, δηλαδή των πολλών και του πολιτεύματός τους. Και αυτό γιατί μόνο στη δημοκρατία θα δινόταν η δυνατότητα σ’ έναν άνθρωπο τέτοιου επιπέδου, έναν άνθρωπο που δεν θα είχε βασανίσει τόσο πολύ το μυαλό του με τα άλυτα προβλήματα της ανθρωπότητας, όπως θα ήθελαν απ’ αυτόν οι διάφορες ελίτ, αλλά με τα πιεστικά ζητήματα της επιβίωσης της δικιάς του και της οικογένειάς του, να βγει μπροστά και να κυβερνάει τον κόσμο ολάκερο άμα λάχει, και πάντα θεωρητικά. Βυρσοδέψης, σάρκα από τη σάρκα του στρώματος εκείνου που είχε πληγεί με το χειρότερο τρόπο από την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της πόλης: ήταν ένας από τους τόσους πολλούς που, την ώρα που έφταναν οι καραβιές των δούλων για να λιώσουν στις μεγαλοβιοτεχνίες και στα τσιφλίκια, αυτοί τα έφερναν με το ζόρι βόλτα στο μικρό τους χωράφι ή στο φτωχό τους εργαστήριο, χρεώνονταν στους τοκογλύφους και κατέληγαν να ζουν χειρότερα κι από τους δούλους. Από την άλλη μεριά, ο Αριστοφάνης ήταν από τους ανθρώπους που τους άρεσε να χλευάζουν τις ανώτερες αυτές δυνάμεις. Είχε επίγνωση της ύπαρξης και των δυνατοτήτων τους, αλλά δεν τον χάλαγε πότε πότε να δοκιμάζει την τύχη του απέναντί τους, είτε στη ζωή του, είτε –κυρίως– στην τέχνη του. Με την άνεση που του παρείχε το γεγονός ότι είχε εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό το προσωπικό του πρόβλημα επιβίωσης, βαριόταν αφόρητα τη «φυσιολογική
62
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
εμφανιστεί μέχρι να συμβεί ένας συνδυασμός γεγονότων. Στη μνήμη των λαών μας δεν έμεινε σαν αιτία (ή αφορμή) η ανάγκη που είχε εκείνη τη στιγμή για αίμα η μεγάλη αυτή δύναμη που κινεί τα νήματα της ιστορίας, αλλά τα προσωπικά ελαττώματα του Περικλή, η παράλογη για τους σημερινούς δημοκρατικούς υποκριτές πόλη–στρατόπεδο της Σπάρτης, η απληστία των Αθηναίων εμπόρων. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι άνθρωποι, ότι στο μεγάλο σκάκι της ιστορίας τα στρατιωτάκια δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν γιατί ο γκραν μετρ τα έστειλε να θυσιαστούν. Αυτό ίσως να το καταλάβει ο αντίπαλος βασιλιάς, αλλά και τότε –στο σαχ ματ– θα είναι πάρα πολύ αργά γι’ αυτόν. Όπως και να ’χει, από εκείνη την ιστορία μάς έμεινε στη μνήμη ο Περικλής. Όχι σαν Περικλής, αλλά σαν εκφραστής μιας ολόκληρης κάστας ανθρώπων, αυτών που σιγά σιγά διαμόρφωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα και την επεκτατική της πολιτική που απαιτούσε για να τραφεί. Από όλους αυτούς που έβαλαν το λιθαράκι τους για να διαμορφωθεί αυτή η κατάσταση, αυτός που ήταν ο πιο υπάκουος και πιο πιστός στα κελεύσματα της Μεγάλης Δύναμης, ήταν ο Περικλής και γι’ αυτό και τον θυμόμαστε, ενώ ξεχνάμε το ποιος για παράδειγμα ήταν βασιλιάς ή Έφορος στη Σπάρτη, παρά την τεράστια και ουσιώδη συνεισφορά τους στο ξέσπασμα του πολέμου. Γι’ αυτό και η Μεγάλη Δύναμη φάνηκε τόσο γενναιόδωρη στ’ όνομα τού Περικλή. Όχι όμως και στον ίδιο που πέθανε σα σκυλί, πνιγμένος στους εμετούς του και με όλο το κορμί του να πονάει αφόρητα από την αρρώστια που είχε χτυπήσει την Αθήνα. Ένας τέτοιος άνθρωπος, που εκείνη τη μετά-Περικλή εποχή βόλευε απόλυτα τον ρου της Ιστορίας, ήταν ο Κλέων. Βίαιος, για να μπορεί να ξεχωρίζει σε μια εποχή παρά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
63
λογης βίας. Φωνακλάς, για να μπορεί ν’ ακούγεται πάνω από χιλιάδες άλλους φωνακλάδες Αθηναίους στην Εκκλησία του Δήμου. Καταφερτζής, για να μπορεί να πείθει τον εξαθλιωμένο κι απογοητευμένο λαό. Φτωχός και λαϊκός, για να δώσει λαβή στους αυτοαποκαλούμενους άριστους να συκοφαντούν τη δύναμη των απλών, δηλαδή των πολλών και του πολιτεύματός τους. Και αυτό γιατί μόνο στη δημοκρατία θα δινόταν η δυνατότητα σ’ έναν άνθρωπο τέτοιου επιπέδου, έναν άνθρωπο που δεν θα είχε βασανίσει τόσο πολύ το μυαλό του με τα άλυτα προβλήματα της ανθρωπότητας, όπως θα ήθελαν απ’ αυτόν οι διάφορες ελίτ, αλλά με τα πιεστικά ζητήματα της επιβίωσης της δικιάς του και της οικογένειάς του, να βγει μπροστά και να κυβερνάει τον κόσμο ολάκερο άμα λάχει, και πάντα θεωρητικά. Βυρσοδέψης, σάρκα από τη σάρκα του στρώματος εκείνου που είχε πληγεί με το χειρότερο τρόπο από την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της πόλης: ήταν ένας από τους τόσους πολλούς που, την ώρα που έφταναν οι καραβιές των δούλων για να λιώσουν στις μεγαλοβιοτεχνίες και στα τσιφλίκια, αυτοί τα έφερναν με το ζόρι βόλτα στο μικρό τους χωράφι ή στο φτωχό τους εργαστήριο, χρεώνονταν στους τοκογλύφους και κατέληγαν να ζουν χειρότερα κι από τους δούλους. Από την άλλη μεριά, ο Αριστοφάνης ήταν από τους ανθρώπους που τους άρεσε να χλευάζουν τις ανώτερες αυτές δυνάμεις. Είχε επίγνωση της ύπαρξης και των δυνατοτήτων τους, αλλά δεν τον χάλαγε πότε πότε να δοκιμάζει την τύχη του απέναντί τους, είτε στη ζωή του, είτε –κυρίως– στην τέχνη του. Με την άνεση που του παρείχε το γεγονός ότι είχε εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό το προσωπικό του πρόβλημα επιβίωσης, βαριόταν αφόρητα τη «φυσιολογική
64
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πορεία των πραγμάτων». Γι’ αυτό και δεν έμενε στις συνταγές των παλιών κωμωδιογράφων, αλλά προχώρησε τα πράγματα ακόμα παραπέρα. Δεν μισούσε τον Κλέωνα. Θυμόταν ότι όταν ήταν μικρός, στη γειτονιά του Κυδαθήναιου αυτός και η παρέα του απέφευγαν το μέρος που βρισκόταν το βυρσοδεψείο του Κλεαίνετου, του πατέρα του Κλέωνα, λόγω της αφόρητης μπόχας που έβγαινε από κει μέσα. Πού να το περίμενε τότε ότι εκείνο το μεγαλόσωμο κι αγριωπό αγόρι που βοηθούσε το Κλεαίνετο στο γδάρσιμο των ζώων και την επεξεργασία των δερμάτων, κάποια στιγμή θα έκανε κουμάντο στην πόλη. Ο Αριστοφάνης κατανοούσε τον ρόλο του Κλέωνα. Τα ίδια που έλεγε για τον πρώην βυρσοδέψη θα τα έλεγε και για όποιον βρισκόταν στη θέση του. Απλά ο Κλέων είχε το επιπλέον στοιχείο να είναι ένας απίστευτα κωμικός χαρακτήρας. Δεν τον διακωμωδούσε μόνο επειδή είχε την εξουσία και δημαγωγούσε. Δεν γινόταν ν’ αφήσει ασχολίαστη τη γενικότερη στάση και παρουσία του. Την καταγωγή του, όχι τόσο λόγω της καταγωγής του, αλλά κυρίως λόγω της αντίφασης με την τωρινή του συμπεριφορά, που καμία σχέση δεν είχε με το από πού ξεκίνησε. Ο Αριστοφάνης είχε δίκιο. Αυτά τα στοιχεία κάνουν την καλή κωμωδία. Ένας κίναιδος, ένας φαταούλας, ένας ξιπασμένος δανδής είναι εύκολοι στόχοι. Συνηθισμένοι –όχι βέβαια και να τους χαριστεί. Γι’ αυτούς θα πετάξεις μέσα σε μια κωμωδία δυο τρία αστειάκια κι αυτό θα ’ναι όλο. Ειδικά άμα είναι γνωστοί και στην πόλη, το γέλιο του κοινού θα βγει αβίαστο. Ο Κλέων όμως ήταν άλλο πράμα. Πάνω σε αυτόν μπορείς να χτίσεις ολόκληρη κωμωδία και να μην περιοριστείς σε λίγες αστείες ατάκες. Ήταν ο πρώτος του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
65
είδους του και ο Αριστοφάνης το καταλάβαινε αυτό και το εκτιμούσε. Και γι’ αυτό ο Κλέων ήταν και ο πιο γνήσιος από όλους αυτούς που τον διαδέχθηκαν! Γέννημα του Μεγάλου Πολέμου αλλά και θύμα του, μιας και έπεσε στο πεδίο της μάχης με το σπαθί στο χέρι τέσσερα χρόνια μετά τη διαμάχη του με τον Αριστοφάνη. Σίγουρα, αν ο Αριστοφάνης μπορούσε να μαντέψει το τέλος του ήρωά του, τότε θα του συμπεριφερόταν με περισσότερο σεβασμό. Αλλά μπορεί και όχι. Δεν ευθύνεται, άλλωστε, ο Αριστοφάνης για τις επιλογές του Κλέωνα, ούτε έχει καμία υποχρέωση να δείχνει κατανόηση γι’ αυτές ή να του χαρίζεται εξαιτίας τους. Οι κρατήρες άδειασαν το κεχριμπαρένιο περιεχόμενό τους στους κύλικες για μια ακόμα φορά μέσα σε ένα γενικό ενθουσιασμό. Και όπως πάντα, όταν το κρασάκι αραιώνει λίγο τα υγρά του εγκεφάλου, η παρέα άρχισε τα τραγούδια των συμποσίων, τα σκόλια. «Το καλύτερο για ένα θνητό είναι να έχει την υγεία του, / το δεύτερο να έχει όμορφη κορμοστασιά, / το τρίτο να έχει στην κατοχή του πλούτο έντιμο / και το τέταρτο να χαίρεται τη νιότη με τους φίλους του.» Ή ένα άλλο, που αφιέρωσε ο Καλλίστρατος στο νεαρό φίλο του: «Σκορπιός κρύβεται κάτω από κάθε πέτρα, φίλε μου. / Πρόσεχε μη σε δαγκώσει. / Σ’ ό, τι δε φαίνεται υπάρχει κάθε δόλος.»
64
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πορεία των πραγμάτων». Γι’ αυτό και δεν έμενε στις συνταγές των παλιών κωμωδιογράφων, αλλά προχώρησε τα πράγματα ακόμα παραπέρα. Δεν μισούσε τον Κλέωνα. Θυμόταν ότι όταν ήταν μικρός, στη γειτονιά του Κυδαθήναιου αυτός και η παρέα του απέφευγαν το μέρος που βρισκόταν το βυρσοδεψείο του Κλεαίνετου, του πατέρα του Κλέωνα, λόγω της αφόρητης μπόχας που έβγαινε από κει μέσα. Πού να το περίμενε τότε ότι εκείνο το μεγαλόσωμο κι αγριωπό αγόρι που βοηθούσε το Κλεαίνετο στο γδάρσιμο των ζώων και την επεξεργασία των δερμάτων, κάποια στιγμή θα έκανε κουμάντο στην πόλη. Ο Αριστοφάνης κατανοούσε τον ρόλο του Κλέωνα. Τα ίδια που έλεγε για τον πρώην βυρσοδέψη θα τα έλεγε και για όποιον βρισκόταν στη θέση του. Απλά ο Κλέων είχε το επιπλέον στοιχείο να είναι ένας απίστευτα κωμικός χαρακτήρας. Δεν τον διακωμωδούσε μόνο επειδή είχε την εξουσία και δημαγωγούσε. Δεν γινόταν ν’ αφήσει ασχολίαστη τη γενικότερη στάση και παρουσία του. Την καταγωγή του, όχι τόσο λόγω της καταγωγής του, αλλά κυρίως λόγω της αντίφασης με την τωρινή του συμπεριφορά, που καμία σχέση δεν είχε με το από πού ξεκίνησε. Ο Αριστοφάνης είχε δίκιο. Αυτά τα στοιχεία κάνουν την καλή κωμωδία. Ένας κίναιδος, ένας φαταούλας, ένας ξιπασμένος δανδής είναι εύκολοι στόχοι. Συνηθισμένοι –όχι βέβαια και να τους χαριστεί. Γι’ αυτούς θα πετάξεις μέσα σε μια κωμωδία δυο τρία αστειάκια κι αυτό θα ’ναι όλο. Ειδικά άμα είναι γνωστοί και στην πόλη, το γέλιο του κοινού θα βγει αβίαστο. Ο Κλέων όμως ήταν άλλο πράμα. Πάνω σε αυτόν μπορείς να χτίσεις ολόκληρη κωμωδία και να μην περιοριστείς σε λίγες αστείες ατάκες. Ήταν ο πρώτος του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
65
είδους του και ο Αριστοφάνης το καταλάβαινε αυτό και το εκτιμούσε. Και γι’ αυτό ο Κλέων ήταν και ο πιο γνήσιος από όλους αυτούς που τον διαδέχθηκαν! Γέννημα του Μεγάλου Πολέμου αλλά και θύμα του, μιας και έπεσε στο πεδίο της μάχης με το σπαθί στο χέρι τέσσερα χρόνια μετά τη διαμάχη του με τον Αριστοφάνη. Σίγουρα, αν ο Αριστοφάνης μπορούσε να μαντέψει το τέλος του ήρωά του, τότε θα του συμπεριφερόταν με περισσότερο σεβασμό. Αλλά μπορεί και όχι. Δεν ευθύνεται, άλλωστε, ο Αριστοφάνης για τις επιλογές του Κλέωνα, ούτε έχει καμία υποχρέωση να δείχνει κατανόηση γι’ αυτές ή να του χαρίζεται εξαιτίας τους. Οι κρατήρες άδειασαν το κεχριμπαρένιο περιεχόμενό τους στους κύλικες για μια ακόμα φορά μέσα σε ένα γενικό ενθουσιασμό. Και όπως πάντα, όταν το κρασάκι αραιώνει λίγο τα υγρά του εγκεφάλου, η παρέα άρχισε τα τραγούδια των συμποσίων, τα σκόλια. «Το καλύτερο για ένα θνητό είναι να έχει την υγεία του, / το δεύτερο να έχει όμορφη κορμοστασιά, / το τρίτο να έχει στην κατοχή του πλούτο έντιμο / και το τέταρτο να χαίρεται τη νιότη με τους φίλους του.» Ή ένα άλλο, που αφιέρωσε ο Καλλίστρατος στο νεαρό φίλο του: «Σκορπιός κρύβεται κάτω από κάθε πέτρα, φίλε μου. / Πρόσεχε μη σε δαγκώσει. / Σ’ ό, τι δε φαίνεται υπάρχει κάθε δόλος.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Πρώτα Επεισόδια Ο Κερκυραϊκός εμφύλιος... μεταφέρεται στην Αθήνα Έι, εσύ! Πού τρέχεις! Στάσου! Αν τον βαρέσεις τούτον δω, εσύ θα πέσεις κάτω! Αχαρνείς, 564-565
Μια πομπή, θλιμμένη σαν είσοδος χορού σε τραγωδία, είχε κάνει την εμφάνισή της στο λιμάνι του Πειραιά. Μέσα στη βαβούρα και την οχλαγωγή ναυτών, κουβαλητάδων, καλφάδων, δέκα άντρες συνοδευόμενοι από είκοσι νεαρούς Αθηναίους στρατιώτες είχαν αποβιβαστεί από το πλοίο που μόλις είχε έρθει από την Αίγινα κι ανέβαιναν πάνω σε ανοιχτή άμαξα που θα τους πήγαινε στην Αθήνα. Ο Αριστοφάνης, που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί σε εκείνο το πλοίο για να γυρίσει σπίτι του, στο νησί, παρόλο που το κεφάλι του ακόμα κουδούναγε από το χθεσινοβραδινό μεθύσι στο σπίτι του Μελάνιππου, αναγνώρισε τους δέκα κρατούμενους. Ήσαν οι Κερκυραίοι που είχαν φτάσει πριν ένα μήνα σαν πρέσβεις, αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών που –όπως ισχυρίζονταν– μόλις είχαν πάρει στα χέρια τους την εξουσία στο νησί των Φαιάκων. Αυτούς
67
τους πρέσβεις οι Αθηναίοι τους κρατούσαν αιχμάλωτους στην Αίγινα μέχρι να ξεκαθαριστεί το τι ακριβώς είχε διαδραματιστεί στο νησί. Η επιτήρηση των Κερκυραίων κρατούμενων στην Αίγινα δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και έτσι ο Αριστοφάνης, σε έναν από τους πολλούς του περιπάτους μπόρεσε να μιλήσει με κάποιον απ’ αυτούς. Η πληροφόρηση που είχε ο ποιητής για όσα έγιναν στην Κέρκυρα περιελάμβανε πάνω κάτω τα εξής: Οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί δεν το είχαν βάλει κάτω μετά την ήττα τους, μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν με αφορμή τον πόλεμο της πόλης τους με την Κόρινθο επιχείρησαν ν’ αλλάξουν το πολίτευμά της και να περάσουν στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων. Τότε εκείνη η διαμάχη Κερκυραίων – Κορίνθιων καταγράφηκε από την ιστορία σαν μια από τις αφορμές του Μεγάλου Πολέμου, η τελευταία σπίθα που έβαλε φωτιά στην έτοιμη από καιρό να εκραγεί “μπαρουταποθήκη”. Τώρα, πέντε χρόνια μετά, οι ολιγαρχικοί της Κέρκυρας συνέχιζαν τις ραδιουργίες τους για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η τελευταία ευκαιρία που βρήκαν για να προκαλέσουν αναταραχή ήταν οι διαδικασίες που γίνονταν στο νησί για ν’ ανανεωθούν οι συμφωνίες περί “χαλαρής συμμαχίας” με τους Αθηναίους και ουδετερότητας με τους Πελοποννήσιους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, ο επικεφαλής της δημοκρατικής παράταξης, ο Πειθίας, θα πρότεινε την ακύρωσή τους και την πρόσδεση της Κέρκυρας ακόμα περισσότερο στο άρμα της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Με συναίσθημα ευθύνης και με επίγνωση του ιστορικού τους χρέους, σέρνουν τον Πειθία σε δίκη με αυτήν την κατηγορία. Τούτος αθωώνεται, και κόντρα τους καταγγέλλει ότι κλέβανε τα στηρίγματα των ιερών αμπελιών του Δία
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Πρώτα Επεισόδια Ο Κερκυραϊκός εμφύλιος... μεταφέρεται στην Αθήνα Έι, εσύ! Πού τρέχεις! Στάσου! Αν τον βαρέσεις τούτον δω, εσύ θα πέσεις κάτω! Αχαρνείς, 564-565
Μια πομπή, θλιμμένη σαν είσοδος χορού σε τραγωδία, είχε κάνει την εμφάνισή της στο λιμάνι του Πειραιά. Μέσα στη βαβούρα και την οχλαγωγή ναυτών, κουβαλητάδων, καλφάδων, δέκα άντρες συνοδευόμενοι από είκοσι νεαρούς Αθηναίους στρατιώτες είχαν αποβιβαστεί από το πλοίο που μόλις είχε έρθει από την Αίγινα κι ανέβαιναν πάνω σε ανοιχτή άμαξα που θα τους πήγαινε στην Αθήνα. Ο Αριστοφάνης, που ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί σε εκείνο το πλοίο για να γυρίσει σπίτι του, στο νησί, παρόλο που το κεφάλι του ακόμα κουδούναγε από το χθεσινοβραδινό μεθύσι στο σπίτι του Μελάνιππου, αναγνώρισε τους δέκα κρατούμενους. Ήσαν οι Κερκυραίοι που είχαν φτάσει πριν ένα μήνα σαν πρέσβεις, αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών που –όπως ισχυρίζονταν– μόλις είχαν πάρει στα χέρια τους την εξουσία στο νησί των Φαιάκων. Αυτούς
67
τους πρέσβεις οι Αθηναίοι τους κρατούσαν αιχμάλωτους στην Αίγινα μέχρι να ξεκαθαριστεί το τι ακριβώς είχε διαδραματιστεί στο νησί. Η επιτήρηση των Κερκυραίων κρατούμενων στην Αίγινα δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και έτσι ο Αριστοφάνης, σε έναν από τους πολλούς του περιπάτους μπόρεσε να μιλήσει με κάποιον απ’ αυτούς. Η πληροφόρηση που είχε ο ποιητής για όσα έγιναν στην Κέρκυρα περιελάμβανε πάνω κάτω τα εξής: Οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί δεν το είχαν βάλει κάτω μετά την ήττα τους, μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν με αφορμή τον πόλεμο της πόλης τους με την Κόρινθο επιχείρησαν ν’ αλλάξουν το πολίτευμά της και να περάσουν στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων. Τότε εκείνη η διαμάχη Κερκυραίων – Κορίνθιων καταγράφηκε από την ιστορία σαν μια από τις αφορμές του Μεγάλου Πολέμου, η τελευταία σπίθα που έβαλε φωτιά στην έτοιμη από καιρό να εκραγεί “μπαρουταποθήκη”. Τώρα, πέντε χρόνια μετά, οι ολιγαρχικοί της Κέρκυρας συνέχιζαν τις ραδιουργίες τους για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η τελευταία ευκαιρία που βρήκαν για να προκαλέσουν αναταραχή ήταν οι διαδικασίες που γίνονταν στο νησί για ν’ ανανεωθούν οι συμφωνίες περί “χαλαρής συμμαχίας” με τους Αθηναίους και ουδετερότητας με τους Πελοποννήσιους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, ο επικεφαλής της δημοκρατικής παράταξης, ο Πειθίας, θα πρότεινε την ακύρωσή τους και την πρόσδεση της Κέρκυρας ακόμα περισσότερο στο άρμα της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Με συναίσθημα ευθύνης και με επίγνωση του ιστορικού τους χρέους, σέρνουν τον Πειθία σε δίκη με αυτήν την κατηγορία. Τούτος αθωώνεται, και κόντρα τους καταγγέλλει ότι κλέβανε τα στηρίγματα των ιερών αμπελιών του Δία
68
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
και του Αλκίνοου! Οι πέντε πιο πλούσιοι Κερκυραίοι –τα μεγάλα κεφάλια της ολιγαρχικής μερίδας– καταδικάζονται σε βαριά πρόστιμα γι’ ασέβεια! Επειδή το πρόστιμο που χρεώθηκαν οι πέντε ήταν βαρύ ακόμα και γι’ αυτούς, αποφάσισαν να πάνε την κόντρα τους με τον Πειθία ένα επίπεδο πιο πάνω. Την ώρα λοιπόν που ο Πειθίας, όντας βουλευτής αγόρευε στο Κερκυραϊκό Βουλευτήριο, όρμησαν μέσα –οι ίδιοι και όχι μόνο οι βαλτοί τους– και τον καθάρισαν, όπως και μερικούς ακόμα δημοκρατικούς που έκαναν το λάθος να βρεθούν μπροστά τους, για να υπερασπιστούν τον Πειθία. Οι πέντε, με το που σκοτώνουν τον Πειθία και με τη βοήθεια των υπόλοιπων της ολιγαρχικής μερίδας, συγκαλούν συνέλευση του λαού, η οποία θέλοντας και μη επικυρώνει τη νέα κατάσταση. Ταυτόχρονα, στέλνουν και τους δέκα πρέσβεις στην Αθήνα για να ενημερώσουν τους Αθηναίους για το τι συνέβη στην Κέρκυρα και να τους διαβεβαιώσουν ότι η ουδετερότητά τους είναι δεδομένη και δεν πρόκειται να παραβιαστεί. Μόλις οι δέκα περιέγραψαν στη Βουλή των Αθηναίων, με λίγο πιο όμορφα και διπλωματικά λόγια από τα παραπάνω, είναι η αλήθεια, το τι είχε συμβεί στο νησί τους, ο Κλέων ανεβαίνει στο βήμα και λάβρος τούς κατακεραυνώνει και προτείνει την άμεση και παραδειγματική εκτέλεσή τους για στασιασμό. Αντίθετα οι ολιγαρχικοί επικαλέστηκαν την ιερότητα που συνοδεύει τους πρέσβεις και το σεβασμό που τους οφείλεται λόγω ιδιότητας και πρότειναν στο σώμα των Βουλευτών ν’ αποφασίσει: Να μην τους πειραχθεί ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά. Επικράτησε η μέση λύση, να τους συλλάβουν και να τους κρατήσουν στην Αίγινα μέχρι να δουν ακριβώς τι γίνεται στο νησί των Φαιάκων. Ταυτόχρονα οι Αθηναίοι έστειλαν
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
69
60 πλοία στην Κέρκυρα, με επικεφαλής τον Ευρυμέδοντα του Θουκλή. Ναι, μια τόσο ισχυρή δύναμη δεν αποστέλλεται τόσο γρήγορα μόνο για να δει αν συμβαίνει τίποτα περίεργο. Άθελά τους οι Δημοκρατικοί παραδέχτηκαν ότι πολύ πριν την άφιξη των Κερκυραίων πρέσβεων γνώριζαν καλά, εξίσου καλά με τους πολιτικούς τους αντιπάλους, το τι διαδραματιζόταν στο νησί. Από τότε, κοντά δυο μήνες πριν, πολλά και διάφορα είχαν συμβεί στην Κέρκυρα, τα οποία –όπως φαινόταν– είχε έρθει ο καιρός να μαθευτούν και στην Αθήνα. Την ώρα που το πλοίο που θα οδηγούσε τον Αριστοφάνη σπίτι του άνοιγε πανιά για την Αίγινα, στο Στρατηγείο –την έδρα των δέκα Στρατηγών– δίπλα στο Θόλο και το Βουλευτήριο, συγκεντρώνονταν όλες οι σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης. Πέρα από τους οχτώ στρατηγούς (ο ένατος, ο Χαροιάδης και ο δέκατος, ο Λάχης, ήσαν επικεφαλής της πρώτης Αθηναϊκής εκστρατείας στη μακρινή Σικελία), συμπεριλαμβανομένου και του Ευρυμέδοντα, που επέστρεψε από την Κέρκυρα νωρίτερα από το στόλο του, στο Στρατηγείο βρίσκονταν οι εννέα άρχοντες καθώς και όλα τα κεφάλια των δύο παρατάξεων της αθηναϊκής πολιτικής ζωής. Σε μια γωνιά στέκονταν πάντα φρουρούμενοι οι δέκα ολιγαρχικοί Κερκυραίοι, που μόλις πριν λίγο είχαν φτάσει εκεί από τον Πειραιά. Στην αντίθετη γωνία βρίσκονταν πέντε άγνωστοι τύποι, που από το ντύσιμό τους –όμοια ντυμένοι με τους Κερκυραίους δεσμώτες– φαινόταν ότι δεν ήσαν Αθηναίοι. «Άνδρες Αθηναίοι!» πήρε το λόγο ένας από τους ξένους. «Εκ μέρους του λαού της Κέρκυρας έχω να σας ανακοινώσω ότι στο νησί μας επικρατεί πλέον ειρήνη και ηρεμία. Οι στασιαστές είναι όλοι νεκροί.»
68
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
και του Αλκίνοου! Οι πέντε πιο πλούσιοι Κερκυραίοι –τα μεγάλα κεφάλια της ολιγαρχικής μερίδας– καταδικάζονται σε βαριά πρόστιμα γι’ ασέβεια! Επειδή το πρόστιμο που χρεώθηκαν οι πέντε ήταν βαρύ ακόμα και γι’ αυτούς, αποφάσισαν να πάνε την κόντρα τους με τον Πειθία ένα επίπεδο πιο πάνω. Την ώρα λοιπόν που ο Πειθίας, όντας βουλευτής αγόρευε στο Κερκυραϊκό Βουλευτήριο, όρμησαν μέσα –οι ίδιοι και όχι μόνο οι βαλτοί τους– και τον καθάρισαν, όπως και μερικούς ακόμα δημοκρατικούς που έκαναν το λάθος να βρεθούν μπροστά τους, για να υπερασπιστούν τον Πειθία. Οι πέντε, με το που σκοτώνουν τον Πειθία και με τη βοήθεια των υπόλοιπων της ολιγαρχικής μερίδας, συγκαλούν συνέλευση του λαού, η οποία θέλοντας και μη επικυρώνει τη νέα κατάσταση. Ταυτόχρονα, στέλνουν και τους δέκα πρέσβεις στην Αθήνα για να ενημερώσουν τους Αθηναίους για το τι συνέβη στην Κέρκυρα και να τους διαβεβαιώσουν ότι η ουδετερότητά τους είναι δεδομένη και δεν πρόκειται να παραβιαστεί. Μόλις οι δέκα περιέγραψαν στη Βουλή των Αθηναίων, με λίγο πιο όμορφα και διπλωματικά λόγια από τα παραπάνω, είναι η αλήθεια, το τι είχε συμβεί στο νησί τους, ο Κλέων ανεβαίνει στο βήμα και λάβρος τούς κατακεραυνώνει και προτείνει την άμεση και παραδειγματική εκτέλεσή τους για στασιασμό. Αντίθετα οι ολιγαρχικοί επικαλέστηκαν την ιερότητα που συνοδεύει τους πρέσβεις και το σεβασμό που τους οφείλεται λόγω ιδιότητας και πρότειναν στο σώμα των Βουλευτών ν’ αποφασίσει: Να μην τους πειραχθεί ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά. Επικράτησε η μέση λύση, να τους συλλάβουν και να τους κρατήσουν στην Αίγινα μέχρι να δουν ακριβώς τι γίνεται στο νησί των Φαιάκων. Ταυτόχρονα οι Αθηναίοι έστειλαν
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
69
60 πλοία στην Κέρκυρα, με επικεφαλής τον Ευρυμέδοντα του Θουκλή. Ναι, μια τόσο ισχυρή δύναμη δεν αποστέλλεται τόσο γρήγορα μόνο για να δει αν συμβαίνει τίποτα περίεργο. Άθελά τους οι Δημοκρατικοί παραδέχτηκαν ότι πολύ πριν την άφιξη των Κερκυραίων πρέσβεων γνώριζαν καλά, εξίσου καλά με τους πολιτικούς τους αντιπάλους, το τι διαδραματιζόταν στο νησί. Από τότε, κοντά δυο μήνες πριν, πολλά και διάφορα είχαν συμβεί στην Κέρκυρα, τα οποία –όπως φαινόταν– είχε έρθει ο καιρός να μαθευτούν και στην Αθήνα. Την ώρα που το πλοίο που θα οδηγούσε τον Αριστοφάνη σπίτι του άνοιγε πανιά για την Αίγινα, στο Στρατηγείο –την έδρα των δέκα Στρατηγών– δίπλα στο Θόλο και το Βουλευτήριο, συγκεντρώνονταν όλες οι σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης. Πέρα από τους οχτώ στρατηγούς (ο ένατος, ο Χαροιάδης και ο δέκατος, ο Λάχης, ήσαν επικεφαλής της πρώτης Αθηναϊκής εκστρατείας στη μακρινή Σικελία), συμπεριλαμβανομένου και του Ευρυμέδοντα, που επέστρεψε από την Κέρκυρα νωρίτερα από το στόλο του, στο Στρατηγείο βρίσκονταν οι εννέα άρχοντες καθώς και όλα τα κεφάλια των δύο παρατάξεων της αθηναϊκής πολιτικής ζωής. Σε μια γωνιά στέκονταν πάντα φρουρούμενοι οι δέκα ολιγαρχικοί Κερκυραίοι, που μόλις πριν λίγο είχαν φτάσει εκεί από τον Πειραιά. Στην αντίθετη γωνία βρίσκονταν πέντε άγνωστοι τύποι, που από το ντύσιμό τους –όμοια ντυμένοι με τους Κερκυραίους δεσμώτες– φαινόταν ότι δεν ήσαν Αθηναίοι. «Άνδρες Αθηναίοι!» πήρε το λόγο ένας από τους ξένους. «Εκ μέρους του λαού της Κέρκυρας έχω να σας ανακοινώσω ότι στο νησί μας επικρατεί πλέον ειρήνη και ηρεμία. Οι στασιαστές είναι όλοι νεκροί.»
70
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Σούσουρο απλώθηκε στους παρευρισκόμενους, ενώ οι ολιγαρχικοί Κερκυραίοι, που στο πρόσωπο των πέντε ξένων αναγνώρισαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, ξεροκατάπιαν, καταλαβαίνοντας ότι το μέλλον τους είχε ήδη κριθεί και μάλιστα προβλεπόταν ιδιαίτερα σύντομο. «Μόλις έφυγαν αυτοί οι δέκα από το νησί για να έρθουν να σας γεμίσουν με ψέματα, κατέπλευσε στο λιμάνι της Κέρκυρας μια Κορινθιακή τριήρης. Ξεθαρρεύοντας από την παρουσία των ελεεινών Πελοποννήσιων, οι ολιγαρχικοί επιτέθηκαν εναντίον του λαού της Κέρκυρας, για να καταλάβουν ολοκληρωτικά την εξουσία. Όμως εμείς πιάσαμε την Ακρόπολη και τον Υλλαϊκό λιμένα, ενώ αυτοί είχαν στρατοπεδεύσει στην Αγορά.» Οι κινήσεις του δημοκρατικού Κερκυραίου ήταν έντονες και θεατρικές, ενώ τα χέρια και η φωνή του έτρεμε απ’ αποτροπιασμό, όταν αναφερόταν στους ολιγαρχικούς. «Την επόμενη ημέρα η πλειοψηφία των δούλων της πόλης ήρθαν στο πλευρό μας, μην μπορώντας ν’ αντέξουν την τυραννία που προετοίμαζαν αυτοί. Στη μάχη που ακολούθησε νικήσαμε... Ενωμένος ο λαός κατατρόπωσε τους ολιγαρχικούς! Οι άντρες πολεμούσαν με σπαθιά και δόρατα, ενώ οι γυναίκες από τα παράθυρα των σπιτιών πετούσαν στα κεφάλια τους κανάτια και αγγεία με καυτό λάδι. Οι ολιγαρχικοί φοβήθηκαν την επέλασή μας και έβαλαν φωτιά χωρίς να διστάσουν στις επαύλεις τους και στην αγορά, με κίνδυνο να κάψουν ολόκληρη την πόλη. Η Κορινθιακή τριήρης, με το που μαθεύτηκε η νίκη μας απέπλευσε εσπευσμένα, κινώντας να ενημερώσει τους Σπαρτιάτες. Τότε φτάνει μια μοίρα του στόλου σας για να ενισχύσει τις δυνάμεις του λαού της Κερκύρας. Την επόμενη μέρα αποβιβάζεται στο λιμάνι μας ο στρατηγός Νικόστρατος».
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
71
Αυτή η μοίρα των 12 πλοίων στάθμευε στη Ναύπακτο, για να μπορεί να επιτηρεί το Ιόνιο και ήταν επανδρωμένη πέρα από Αθηναίους και με 500 Ναυπάκτιους. Την πόλη της Ναυπάκτου οι Αθηναίοι την είχαν παραχωρήσει στους ηρωικούς είλωτες, που εκμεταλλευόμενοι έναν καταστροφικό σεισμό στη Σπάρτη, είχαν επαναστατήσει και κλεισμένοι στο φρούριο της Ιθώμης ανάγκαζαν τους Λακεδαιμόνιους για δέκα χρόνια να σπάνε τα μούτρα τους. Τώρα, οι απόγονοι των επαναστατημένων ειλώτων της Ιθώμης είχαν γίνει υποτακτικοί των Αθηναίων. Ήσαν αναγκασμένοι να επανδρώνουν τα αθηναϊκά πλοία και να συμμετέχουν σε όλες τις εκστρατείες στο πλευρό τους. Βαρύ το τίμημα της λευτεριάς... Ο Νικόστρατος, ο γιος του Διειτρέφη σηκώθηκε από τη θέση του κι ανέλαβε να ενημερώσει με τη σειρά του γι’ αυτά που είδε στην Κέρκυρα. «Όταν βρισκόμουν στη Ναύπακτο, αυτοί εδώ...» είπε και έδειξε τους δέκα ολιγαρχικούς Κερκυραίους, «πηγαίνοντας για την Αθήνα σταμάτησαν και με ενημέρωσαν για το τι συνέβαινε στην Κέρκυρα. Επειδή δεν πείστηκα από τις διαβεβαιώσεις τους ότι όλα ήσαν ήρεμα, και επειδή υποψιάστηκα αυτό που σκεφτήκατε κι εσείς όταν τους ακούσατε, τους έθεσα υπό φρούρηση μιας ομάδας στρατιωτών για το υπόλοιπο του ταξιδιού τους κι αμέσως απέπλευσα προς την Κέρκυρα. Φτάνοντας εκεί, έμαθα ότι την προηγούμενη μέρα είχε συναφθεί μάχη, στην οποία επικράτησε ο Δήμος της Κέρκυρας. Μη έχοντας συγκεκριμένες εντολές από εσάς, και μην βλέποντας να υπάρχει παρουσία Πελοποννησίων στο νησί για να δημιουργήσουν φασαρίες, έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να συμφιλιώσω τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, βέβαιος ότι και εσείς μόλις μαθαίνατε
70
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Σούσουρο απλώθηκε στους παρευρισκόμενους, ενώ οι ολιγαρχικοί Κερκυραίοι, που στο πρόσωπο των πέντε ξένων αναγνώρισαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, ξεροκατάπιαν, καταλαβαίνοντας ότι το μέλλον τους είχε ήδη κριθεί και μάλιστα προβλεπόταν ιδιαίτερα σύντομο. «Μόλις έφυγαν αυτοί οι δέκα από το νησί για να έρθουν να σας γεμίσουν με ψέματα, κατέπλευσε στο λιμάνι της Κέρκυρας μια Κορινθιακή τριήρης. Ξεθαρρεύοντας από την παρουσία των ελεεινών Πελοποννήσιων, οι ολιγαρχικοί επιτέθηκαν εναντίον του λαού της Κέρκυρας, για να καταλάβουν ολοκληρωτικά την εξουσία. Όμως εμείς πιάσαμε την Ακρόπολη και τον Υλλαϊκό λιμένα, ενώ αυτοί είχαν στρατοπεδεύσει στην Αγορά.» Οι κινήσεις του δημοκρατικού Κερκυραίου ήταν έντονες και θεατρικές, ενώ τα χέρια και η φωνή του έτρεμε απ’ αποτροπιασμό, όταν αναφερόταν στους ολιγαρχικούς. «Την επόμενη ημέρα η πλειοψηφία των δούλων της πόλης ήρθαν στο πλευρό μας, μην μπορώντας ν’ αντέξουν την τυραννία που προετοίμαζαν αυτοί. Στη μάχη που ακολούθησε νικήσαμε... Ενωμένος ο λαός κατατρόπωσε τους ολιγαρχικούς! Οι άντρες πολεμούσαν με σπαθιά και δόρατα, ενώ οι γυναίκες από τα παράθυρα των σπιτιών πετούσαν στα κεφάλια τους κανάτια και αγγεία με καυτό λάδι. Οι ολιγαρχικοί φοβήθηκαν την επέλασή μας και έβαλαν φωτιά χωρίς να διστάσουν στις επαύλεις τους και στην αγορά, με κίνδυνο να κάψουν ολόκληρη την πόλη. Η Κορινθιακή τριήρης, με το που μαθεύτηκε η νίκη μας απέπλευσε εσπευσμένα, κινώντας να ενημερώσει τους Σπαρτιάτες. Τότε φτάνει μια μοίρα του στόλου σας για να ενισχύσει τις δυνάμεις του λαού της Κερκύρας. Την επόμενη μέρα αποβιβάζεται στο λιμάνι μας ο στρατηγός Νικόστρατος».
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
71
Αυτή η μοίρα των 12 πλοίων στάθμευε στη Ναύπακτο, για να μπορεί να επιτηρεί το Ιόνιο και ήταν επανδρωμένη πέρα από Αθηναίους και με 500 Ναυπάκτιους. Την πόλη της Ναυπάκτου οι Αθηναίοι την είχαν παραχωρήσει στους ηρωικούς είλωτες, που εκμεταλλευόμενοι έναν καταστροφικό σεισμό στη Σπάρτη, είχαν επαναστατήσει και κλεισμένοι στο φρούριο της Ιθώμης ανάγκαζαν τους Λακεδαιμόνιους για δέκα χρόνια να σπάνε τα μούτρα τους. Τώρα, οι απόγονοι των επαναστατημένων ειλώτων της Ιθώμης είχαν γίνει υποτακτικοί των Αθηναίων. Ήσαν αναγκασμένοι να επανδρώνουν τα αθηναϊκά πλοία και να συμμετέχουν σε όλες τις εκστρατείες στο πλευρό τους. Βαρύ το τίμημα της λευτεριάς... Ο Νικόστρατος, ο γιος του Διειτρέφη σηκώθηκε από τη θέση του κι ανέλαβε να ενημερώσει με τη σειρά του γι’ αυτά που είδε στην Κέρκυρα. «Όταν βρισκόμουν στη Ναύπακτο, αυτοί εδώ...» είπε και έδειξε τους δέκα ολιγαρχικούς Κερκυραίους, «πηγαίνοντας για την Αθήνα σταμάτησαν και με ενημέρωσαν για το τι συνέβαινε στην Κέρκυρα. Επειδή δεν πείστηκα από τις διαβεβαιώσεις τους ότι όλα ήσαν ήρεμα, και επειδή υποψιάστηκα αυτό που σκεφτήκατε κι εσείς όταν τους ακούσατε, τους έθεσα υπό φρούρηση μιας ομάδας στρατιωτών για το υπόλοιπο του ταξιδιού τους κι αμέσως απέπλευσα προς την Κέρκυρα. Φτάνοντας εκεί, έμαθα ότι την προηγούμενη μέρα είχε συναφθεί μάχη, στην οποία επικράτησε ο Δήμος της Κέρκυρας. Μη έχοντας συγκεκριμένες εντολές από εσάς, και μην βλέποντας να υπάρχει παρουσία Πελοποννησίων στο νησί για να δημιουργήσουν φασαρίες, έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να συμφιλιώσω τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, βέβαιος ότι και εσείς μόλις μαθαίνατε
72
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τα νέα θα στέλνατε ενισχύσεις. Όντως, οι επικεφαλής των μεν και των δε μετά από παραινέσεις δικές μου συναντήθηκαν και συμφώνησαν ανακωχή. Ετοιμάστηκα να φύγω, αφήνοντας εκεί πέντε πλοία για να επιτηρούν την κατάσταση. Όμως κάποιοι ολιγαρχικοί επειδή δεν ήθελαν να συμμετέχουν μαζί με τους δημοκρατικούς στην επάνδρωση της φρουράς που θα διατηρούσε την ηρεμία, κλείστηκαν ικέτες στο ναό των Αργιτών Διόσκουρων. Αμέσως μόλις το έμαθα σταμάτησα τις προετοιμασίες του απόπλου μου και πηγαίνοντας στο ναό προσπάθησα να τους πείσω, λέγοντάς τους ότι η παρουσία τους στη φρουρά διασφαλίζει την ηρεμία στην πόλη. Την ίδια, όμως, στιγμή, οι δημοκρατικοί, επειδή εξέλαβαν την ικεσία των ολιγαρχικών σα στάση, παρά τις οδηγίες και συμβουλές μου για το αντίθετο, άρχισαν να φονεύουν ολιγαρχικούς που δεν είχαν καταφύγει στο ναό. Τότε κάποιοι άλλοι ολιγαρχικοί, περίπου τετρακόσιοι, κατέφυγαν ικέτες στο ναό της Ήρας, για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Αυτούς, οι δημοκρατικοί τους έπεισαν να φύγουν από το ναό της Ήρας και να πάνε σε ένα νησάκι απέναντι από την πόλη, για να μην τους έχουν μες στα πόδια τους. »Μετά από πέντε μέρες εμφανίζεται στα ανοιχτά της Κέρκυρας ο στόλος των Πελοποννησίων, υπό τον Αλκίδα και τον Βρασίδα. Με το που το έμαθαν οι δημοκρατικοί, άρχιζαν να προετοιμάζουν στόλο εξήντα πλοίων, με τη βοήθεια τη δικιά μου. Ταυτόχρονα ετοιμαζόμουν κι εγώ για ναυμαχία. Όμως, παρά τη συμβουλή μου να περιμένουν να εμπλακούμε πρώτα εμείς με τους Λακεδαιμόνιους και μετά να συνδράμουν κι αυτοί, οι Κερκυραίοι κινήθηκαν πρώτοι. Η ταραχή και η σύγχυση στα πλοία τους ήταν τόση, που δεν ήταν δυνατό να ναυμαχήσουν. Μάλιστα, με το που βγήκαν οι Κερκυραίοι στα ανοιχτά, δύο πλοία τους αυτομόλησαν! Βλέποντας τη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
73
σύγχυση των Κερκυραίων, οι Πελοποννήσιοι παρέταξαν απέναντί τους μόλις 20 πλοία. Τότε βγήκαμε και εμείς στα ανοιχτά και επιτιθέμενοι στο κέρας της παρατάξεως, βυθίσαμε ένα πλοίο. Μετά απ’ αυτό, τα 19 πλοία των Πελοποννησίων άρχισαν να πλέουν σε κύκλο και εμείς προσπαθήσαμε να τους προκαλέσουμε σύγχυση, χαλώντας τους την παράταξη. Τότε, επειδή ο Αλκίδας φοβήθηκε μην βυθίσουμε και άλλα πλοία του, έστειλε και τα υπόλοιπα πλοία του εναντίον μας και εναντίον των Κερκυραίων. Αυτοί, με το που είδαν τον όγκο του Πελοποννησιακού στόλου να κινείται εναντίον τους, ανέκρουσαν πρύμνα και γύρισαν στο νησί. Λόγω του πανικού τους έχασαν 13 πλοία! Αντίθετα, εμείς βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να μείνουμε με εκείνους τους όρους για να ναυμαχήσουμε, οπισθοχωρήσαμε συντεταγμένα και ήρεμα χωρίς απώλειες. Την επόμενη μέρα, ενώ περιμέναμε απόβαση των Σπαρτιατών, αυτοί παρέμειναν στα πλοία τους, προφανώς φοβούμενοι το λαό της Κέρκυρας και τον δικό μας στρατό και στόλο. Μάθαμε ότι ενώ ο Βρασίδας ήθελε πάρα πολύ να επιτεθεί εναντίον μας, ο Αλκίδας, που είχε και την αποφασιστική ψήφο για το θέμα, το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μετά από λίγες μέρες έφτασε η είδηση για τον Αθηναϊκό στόλο που κατέφθανε και οι Πελοποννήσιοι αποχώρησαν κρυπτόμενοι στον Ισθμό της Λευκάδας. Τότε...» Ο Νικόστρατος κόμπιασε λίγο, ψάχνοντας να βρει μια κομψή διατύπωση, σε τόνο ολότελα διαφορετικό από την ψυχρή στρατιωτική αναφορά που έδινε μέχρι εκείνη τη στιγμή, «...οι επικεφαλής του Κερκυραϊκού λαού, για ν’ αποτρέψουν ένα ακόμα κίνημα των ολιγαρχικών, τους εκτέλεσαν όλους και δήμευσαν τις περιουσίες τους. Οι πληροφορίες μου λένε ότι οι περίπου πεντακόσιοι ολιγαρχικοί που διέφυγαν πέρασαν στις ακτές της Ηπείρου.»
72
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τα νέα θα στέλνατε ενισχύσεις. Όντως, οι επικεφαλής των μεν και των δε μετά από παραινέσεις δικές μου συναντήθηκαν και συμφώνησαν ανακωχή. Ετοιμάστηκα να φύγω, αφήνοντας εκεί πέντε πλοία για να επιτηρούν την κατάσταση. Όμως κάποιοι ολιγαρχικοί επειδή δεν ήθελαν να συμμετέχουν μαζί με τους δημοκρατικούς στην επάνδρωση της φρουράς που θα διατηρούσε την ηρεμία, κλείστηκαν ικέτες στο ναό των Αργιτών Διόσκουρων. Αμέσως μόλις το έμαθα σταμάτησα τις προετοιμασίες του απόπλου μου και πηγαίνοντας στο ναό προσπάθησα να τους πείσω, λέγοντάς τους ότι η παρουσία τους στη φρουρά διασφαλίζει την ηρεμία στην πόλη. Την ίδια, όμως, στιγμή, οι δημοκρατικοί, επειδή εξέλαβαν την ικεσία των ολιγαρχικών σα στάση, παρά τις οδηγίες και συμβουλές μου για το αντίθετο, άρχισαν να φονεύουν ολιγαρχικούς που δεν είχαν καταφύγει στο ναό. Τότε κάποιοι άλλοι ολιγαρχικοί, περίπου τετρακόσιοι, κατέφυγαν ικέτες στο ναό της Ήρας, για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Αυτούς, οι δημοκρατικοί τους έπεισαν να φύγουν από το ναό της Ήρας και να πάνε σε ένα νησάκι απέναντι από την πόλη, για να μην τους έχουν μες στα πόδια τους. »Μετά από πέντε μέρες εμφανίζεται στα ανοιχτά της Κέρκυρας ο στόλος των Πελοποννησίων, υπό τον Αλκίδα και τον Βρασίδα. Με το που το έμαθαν οι δημοκρατικοί, άρχιζαν να προετοιμάζουν στόλο εξήντα πλοίων, με τη βοήθεια τη δικιά μου. Ταυτόχρονα ετοιμαζόμουν κι εγώ για ναυμαχία. Όμως, παρά τη συμβουλή μου να περιμένουν να εμπλακούμε πρώτα εμείς με τους Λακεδαιμόνιους και μετά να συνδράμουν κι αυτοί, οι Κερκυραίοι κινήθηκαν πρώτοι. Η ταραχή και η σύγχυση στα πλοία τους ήταν τόση, που δεν ήταν δυνατό να ναυμαχήσουν. Μάλιστα, με το που βγήκαν οι Κερκυραίοι στα ανοιχτά, δύο πλοία τους αυτομόλησαν! Βλέποντας τη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
73
σύγχυση των Κερκυραίων, οι Πελοποννήσιοι παρέταξαν απέναντί τους μόλις 20 πλοία. Τότε βγήκαμε και εμείς στα ανοιχτά και επιτιθέμενοι στο κέρας της παρατάξεως, βυθίσαμε ένα πλοίο. Μετά απ’ αυτό, τα 19 πλοία των Πελοποννησίων άρχισαν να πλέουν σε κύκλο και εμείς προσπαθήσαμε να τους προκαλέσουμε σύγχυση, χαλώντας τους την παράταξη. Τότε, επειδή ο Αλκίδας φοβήθηκε μην βυθίσουμε και άλλα πλοία του, έστειλε και τα υπόλοιπα πλοία του εναντίον μας και εναντίον των Κερκυραίων. Αυτοί, με το που είδαν τον όγκο του Πελοποννησιακού στόλου να κινείται εναντίον τους, ανέκρουσαν πρύμνα και γύρισαν στο νησί. Λόγω του πανικού τους έχασαν 13 πλοία! Αντίθετα, εμείς βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να μείνουμε με εκείνους τους όρους για να ναυμαχήσουμε, οπισθοχωρήσαμε συντεταγμένα και ήρεμα χωρίς απώλειες. Την επόμενη μέρα, ενώ περιμέναμε απόβαση των Σπαρτιατών, αυτοί παρέμειναν στα πλοία τους, προφανώς φοβούμενοι το λαό της Κέρκυρας και τον δικό μας στρατό και στόλο. Μάθαμε ότι ενώ ο Βρασίδας ήθελε πάρα πολύ να επιτεθεί εναντίον μας, ο Αλκίδας, που είχε και την αποφασιστική ψήφο για το θέμα, το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μετά από λίγες μέρες έφτασε η είδηση για τον Αθηναϊκό στόλο που κατέφθανε και οι Πελοποννήσιοι αποχώρησαν κρυπτόμενοι στον Ισθμό της Λευκάδας. Τότε...» Ο Νικόστρατος κόμπιασε λίγο, ψάχνοντας να βρει μια κομψή διατύπωση, σε τόνο ολότελα διαφορετικό από την ψυχρή στρατιωτική αναφορά που έδινε μέχρι εκείνη τη στιγμή, «...οι επικεφαλής του Κερκυραϊκού λαού, για ν’ αποτρέψουν ένα ακόμα κίνημα των ολιγαρχικών, τους εκτέλεσαν όλους και δήμευσαν τις περιουσίες τους. Οι πληροφορίες μου λένε ότι οι περίπου πεντακόσιοι ολιγαρχικοί που διέφυγαν πέρασαν στις ακτές της Ηπείρου.»
74
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Μέσα στο σούσουρο ακούστηκε μια ερώτηση: «Πόσοι εκτελέστηκαν;» Ο Κλέων ήταν αυτός που ρώτησε. «Πάνω από δύο χιλιάδες άτομα.» Το σούσουρο δυνάμωσε. Οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί είχαν χαμηλώσει, παραιτημένοι από τη ζωή, το κεφάλι. «Μα, πριν λέγατε ότι οι ικέτες στο ναό της Ήρας ήσαν μόνο τετρακόσιοι, ενώ αυτοί που γλίτωσαν πεντακόσιοι. Πόσοι, επιτέλους ήσαν αυτοί οι ολιγαρχικοί της Κέρκυρας;» Χωρίς να υπάρξει απάντηση ένας άλλος, από τους Αθηναίους αριστοκρατικούς, προφανώς θεοσεβούμενος, ρώτησε τον Κερκυραίο αντιπρόσωπο: «Σκοτώσατε και τους ικέτες;» Όταν αντί για τον Κερκυραίο τα μάτια του Νικόστρατου του είπαν ναι, τότε ο αριστοκρατικός ψέλλισε τους στίχους του Αισχύλου: «Του Ικέσιου Δία βαριά η οργή προσμένει / εκείνους που χωρίς σπλαχνιά στο θρήνο / και τις κραυγές των πονεμένων στέκουν». Ο δημοκρατικός Κερκυραίος που είχε μιλήσει νωρίτερα ξαναπήρε το λόγο. «Κατανοώ ότι οι ερωτήσεις σας πηγάζουν από αληθινό και ειλικρινές ενδιαφέρον για την κατάστασή μας, και ότι σίγουρα δεν θέλετε ούτε να μας προσβάλλετε ούτε να δείξετε κάποιου είδους αμφισβήτηση στο πρόσωπό μας. Όμως θα σας παρακαλούσα, ειδικά από τη στιγμή, που σας διαβεβαιώνουμε ότι η κατάσταση στην Κέρκυρα έχει ομαλοποιηθεί, να μας δείξετε περισσότερη εμπιστοσύνη στη διαχείριση των εσωτερικών μας ζητημάτων. Γι’ αυτό άλλωστε και ήρθαμε, όπως κάθε χρόνο, και φέραμε τις εισφορές μας στη Συμμαχία, και γι’ αυτό ζητάμε να μας παραδώσετε αυ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
75
τούς εδώ τους δέκα, για να τους οδηγήσουμε στην πατρίδα και να τους δικάσουμε, όπως προβλέπουν οι νόμοι μας.» «Και... να τους εκτελέσετε», πετάχτηκε ένας από τους αριστοκρατικούς Αθηναίους. «Αν κριθούν ένοχοι, θα έχουν την αντιμετώπιση που προβλέπει ο νόμος και το Δίκαιο του Δήμου της Κέρκυρας. Δεν κάνουμε τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που θα κάνατε και εσείς, ω άνδρες Αθηναίοι, αν αντιμετωπίζατε κάτι παρόμοιο.» «Και ορθά θα πράξετε», συμφώνησε ο Κλέων, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Άνδρες Αθηναίοι. Η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από στάσεις και κινήματα είναι πολύ πλούσια, για να μπορούμε και τώρα να εκτιμήσουμε ότι καλώς έπραξαν οι Κερκυραίοι. Αντίθετα από πολλούς...» Ο Κλέων κοίταξε με νόημα τους πολιτικούς του αντιπάλους, «...έδειξαν τρομερή αυταπάρνηση κι αποφασιστικότητα για να κρατήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και τη συμμαχία τους μαζί μας, παρά τις προσπάθειες των πλουσίων και των Κορινθίων. Και η πίστη τους στη συμμαχία μας ήταν τέτοια, που μόλις λίγες μέρες από την κατανίκηση των αντιπάλων τους κατάφεραν και συγκέντρωσαν την εισφορά τους και την έφεραν εδώ, στο συμμαχικό ταμείο, χωρίς να ζητήσουν κάποιο χρονικό περιθώριο, λόγω των ταραχών που επικρατούσαν στην πόλη τους. Πραγματικά, αξίζουν τα συγχαρητήριά μας και την προσοχή μας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τους βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, ώστε να διασφαλίσουν την τάξη, κι ότι δεν θα υπάρξει άλλη απειλή κατά του πολιτεύματός τους στο μέλλον. Προτείνω να τους παραδώσουμε τους δέκα ψευτοπρέσβεις και να μην τους δικάσουμε εμείς, παρόλο που θα το δικαιούμασταν, μιας και κάθε στάση ενάντια
74
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Μέσα στο σούσουρο ακούστηκε μια ερώτηση: «Πόσοι εκτελέστηκαν;» Ο Κλέων ήταν αυτός που ρώτησε. «Πάνω από δύο χιλιάδες άτομα.» Το σούσουρο δυνάμωσε. Οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί είχαν χαμηλώσει, παραιτημένοι από τη ζωή, το κεφάλι. «Μα, πριν λέγατε ότι οι ικέτες στο ναό της Ήρας ήσαν μόνο τετρακόσιοι, ενώ αυτοί που γλίτωσαν πεντακόσιοι. Πόσοι, επιτέλους ήσαν αυτοί οι ολιγαρχικοί της Κέρκυρας;» Χωρίς να υπάρξει απάντηση ένας άλλος, από τους Αθηναίους αριστοκρατικούς, προφανώς θεοσεβούμενος, ρώτησε τον Κερκυραίο αντιπρόσωπο: «Σκοτώσατε και τους ικέτες;» Όταν αντί για τον Κερκυραίο τα μάτια του Νικόστρατου του είπαν ναι, τότε ο αριστοκρατικός ψέλλισε τους στίχους του Αισχύλου: «Του Ικέσιου Δία βαριά η οργή προσμένει / εκείνους που χωρίς σπλαχνιά στο θρήνο / και τις κραυγές των πονεμένων στέκουν». Ο δημοκρατικός Κερκυραίος που είχε μιλήσει νωρίτερα ξαναπήρε το λόγο. «Κατανοώ ότι οι ερωτήσεις σας πηγάζουν από αληθινό και ειλικρινές ενδιαφέρον για την κατάστασή μας, και ότι σίγουρα δεν θέλετε ούτε να μας προσβάλλετε ούτε να δείξετε κάποιου είδους αμφισβήτηση στο πρόσωπό μας. Όμως θα σας παρακαλούσα, ειδικά από τη στιγμή, που σας διαβεβαιώνουμε ότι η κατάσταση στην Κέρκυρα έχει ομαλοποιηθεί, να μας δείξετε περισσότερη εμπιστοσύνη στη διαχείριση των εσωτερικών μας ζητημάτων. Γι’ αυτό άλλωστε και ήρθαμε, όπως κάθε χρόνο, και φέραμε τις εισφορές μας στη Συμμαχία, και γι’ αυτό ζητάμε να μας παραδώσετε αυ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
75
τούς εδώ τους δέκα, για να τους οδηγήσουμε στην πατρίδα και να τους δικάσουμε, όπως προβλέπουν οι νόμοι μας.» «Και... να τους εκτελέσετε», πετάχτηκε ένας από τους αριστοκρατικούς Αθηναίους. «Αν κριθούν ένοχοι, θα έχουν την αντιμετώπιση που προβλέπει ο νόμος και το Δίκαιο του Δήμου της Κέρκυρας. Δεν κάνουμε τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που θα κάνατε και εσείς, ω άνδρες Αθηναίοι, αν αντιμετωπίζατε κάτι παρόμοιο.» «Και ορθά θα πράξετε», συμφώνησε ο Κλέων, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Άνδρες Αθηναίοι. Η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από στάσεις και κινήματα είναι πολύ πλούσια, για να μπορούμε και τώρα να εκτιμήσουμε ότι καλώς έπραξαν οι Κερκυραίοι. Αντίθετα από πολλούς...» Ο Κλέων κοίταξε με νόημα τους πολιτικούς του αντιπάλους, «...έδειξαν τρομερή αυταπάρνηση κι αποφασιστικότητα για να κρατήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και τη συμμαχία τους μαζί μας, παρά τις προσπάθειες των πλουσίων και των Κορινθίων. Και η πίστη τους στη συμμαχία μας ήταν τέτοια, που μόλις λίγες μέρες από την κατανίκηση των αντιπάλων τους κατάφεραν και συγκέντρωσαν την εισφορά τους και την έφεραν εδώ, στο συμμαχικό ταμείο, χωρίς να ζητήσουν κάποιο χρονικό περιθώριο, λόγω των ταραχών που επικρατούσαν στην πόλη τους. Πραγματικά, αξίζουν τα συγχαρητήριά μας και την προσοχή μας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τους βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, ώστε να διασφαλίσουν την τάξη, κι ότι δεν θα υπάρξει άλλη απειλή κατά του πολιτεύματός τους στο μέλλον. Προτείνω να τους παραδώσουμε τους δέκα ψευτοπρέσβεις και να μην τους δικάσουμε εμείς, παρόλο που θα το δικαιούμασταν, μιας και κάθε στάση ενάντια
76
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι και στάση ενάντια στην Αθήνα και το λαό της.» Πάνω που πήγαινε να καθίσει, σαν κάτι να θυμήθηκε, οπότε συνέχισε να μιλάει με στόμφο. «Και πάνω απ’ όλα, να μην ξεχνάμε. Φίλοι των Πελοποννησίων, εχθροί της δημοκρατίας και του λαού μας υπάρχουν δυστυχώς και εδώ, ανάμεσά μας. Ναι, άνδρες Αθηναίοι! Ακόμα και μέσα στα Ιερά μας Τείχη υπάρχουν πολίτες που με κάθε τρόπο προσπαθούν να επιβραβεύουν στάσεις σαν αυτή της Κέρκυρας και να τις ενθαρρύνουν. Αν αφήναμε ελεύθερους τους ψευτοπρέσβεις, τότε αυτοί θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους και θα έλεγαν στους δικούς τους να κάνουν υπομονή, γιατί στην Αθήνα ακόμα και στα θέατρα ορισμένοι υποστηρίζουν την προδοσία με τη στάση τους. Πρέπει να πάρουμε παράδειγμα από τον Κερκυραϊκό λαό και ν’ αντιμετωπίσουμε δυναμικά όλα αυτά τα μιάσματα, χωρίς να περιμένουμε να βρουν ευκαιρία να ξεμυτίσουν... και να προκαλέσουν τραγικά δεινά στην πόλη μας.» Ο στρατηγός Νικίας, ο επικεφαλής της συντηρητικής μερίδας πήρε μετά τον Κλέωνα το λόγο. «Άνδρες Αθηναίοι. Δυστυχώς, τα νέα από την Κέρκυρα είναι πολύ πιο άσχημα από όσο μας περιγράφηκε από τους πρέσβεις. Μάθαμε ότι η σφαγή ήταν φριχτή, ανελέητη. Ότι βρήκε ευκαιρία από την αναταραχή και σκότωνε όποιος ήθελε εκείνον με τον οποίο είχε διαφορές, είτε ήταν δημοκρατικός είτε ολιγαρχικός. Ότι από τον πανικό τους και τον τρόμο τους για το τι θα μπορούσαν να πάθουν, οικογενειάρχες σκότωσαν τη γυναίκα και τα παιδιά τους και μετά αυτοκτόνησαν. Ικέτες σέρνονταν έξω από τους ναούς όπου είχαν καταφύγει και σκοτώνονταν σαν τα σκυλιά. Ότι στο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
77
ναό του Διονύσου οι δημοκρατικοί έχτισαν τις πόρτες, με αποτέλεσμα οι ικέτες που ήσαν μέσα να πεθάνουν από την πείνα. Η σφαγή συνεχίστηκε όλη την εβδομάδα που βρισκόταν εκεί ο Ευρυμέδων με τα πλοία του, υπό την ανοχή του, ακόμα και όταν ο στρατηγός Νικόστρατος απηυδισμένος απ’ αυτά που έβλεπε τους πρότεινε ν’ αποβιβαστούν αθηναϊκές δυνάμεις και να επιβάλλουν την τάξη τερματίζοντας τις σφαγές, μιας και δεν υπήρχε πλέον καμιά απειλή για το πολίτευμα. »Άνδρες Αθηναίοι. Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοιο σπαραγμό, έναν πραγματικό εμφύλιο, σε τέτοια έκταση και τέτοια ένταση. Δεν νομίζω, άλλωστε, να έχει γίνει κάτι παρόμοιο ποτέ σε καμιά πόλη. Κατανοώ ότι πάντα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολίτες, αλλά εν καιρώ πολέμου αυτές οι διαφορές γιγαντώνονται και επιλύονται όχι με την ευγένεια που επικρατεί στην ειρήνη, αλλά με την ένταση και την αγριάδα που χαρακτηρίζει τον πόλεμο.» Τα λόγια του Νικία ακολούθησε θύελλα όχι τόσο επιδοκιμασιών όσο αντιδράσεων και ύβρεων, προδιαθέτοντας την τελική έκβαση εκείνης της άτυπης συνεδρίασης. Βέβαια, χάρις στις δυνατότητες που μας δίνει η λογοτεχνία, και την ευχέρεια να πραγματοποιούμε άλματα στο χρόνο και στη λογική σειρά των πραγμάτων, έχει ενδιαφέρον να μεταφερθούμε λίγα χρόνια μετά και να δούμε από κοντά, πάνω κάτω, τους ίδιους που κοκκορομαχούσαν εκείνη τη μέρα στο Στρατηγείο. Οι περισσότεροι από τους χειροκροτητές του Νικία –όσοι τέλος πάντων επιβίωσαν από μάχες, κακουχίες και γεράματα– ήσαν οι ίδιοι που περίπου 20 χρόνια μετά εγκαθίδρυσαν το καθεστώς των 30 Τυράννων, που κυνήγησε άγρια –πολύ άγρια: εκτελέσεις χωρίς δίκες, εξορίες, ατίμωση, δήμευση περιουσιών κ.λπ.
76
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι και στάση ενάντια στην Αθήνα και το λαό της.» Πάνω που πήγαινε να καθίσει, σαν κάτι να θυμήθηκε, οπότε συνέχισε να μιλάει με στόμφο. «Και πάνω απ’ όλα, να μην ξεχνάμε. Φίλοι των Πελοποννησίων, εχθροί της δημοκρατίας και του λαού μας υπάρχουν δυστυχώς και εδώ, ανάμεσά μας. Ναι, άνδρες Αθηναίοι! Ακόμα και μέσα στα Ιερά μας Τείχη υπάρχουν πολίτες που με κάθε τρόπο προσπαθούν να επιβραβεύουν στάσεις σαν αυτή της Κέρκυρας και να τις ενθαρρύνουν. Αν αφήναμε ελεύθερους τους ψευτοπρέσβεις, τότε αυτοί θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους και θα έλεγαν στους δικούς τους να κάνουν υπομονή, γιατί στην Αθήνα ακόμα και στα θέατρα ορισμένοι υποστηρίζουν την προδοσία με τη στάση τους. Πρέπει να πάρουμε παράδειγμα από τον Κερκυραϊκό λαό και ν’ αντιμετωπίσουμε δυναμικά όλα αυτά τα μιάσματα, χωρίς να περιμένουμε να βρουν ευκαιρία να ξεμυτίσουν... και να προκαλέσουν τραγικά δεινά στην πόλη μας.» Ο στρατηγός Νικίας, ο επικεφαλής της συντηρητικής μερίδας πήρε μετά τον Κλέωνα το λόγο. «Άνδρες Αθηναίοι. Δυστυχώς, τα νέα από την Κέρκυρα είναι πολύ πιο άσχημα από όσο μας περιγράφηκε από τους πρέσβεις. Μάθαμε ότι η σφαγή ήταν φριχτή, ανελέητη. Ότι βρήκε ευκαιρία από την αναταραχή και σκότωνε όποιος ήθελε εκείνον με τον οποίο είχε διαφορές, είτε ήταν δημοκρατικός είτε ολιγαρχικός. Ότι από τον πανικό τους και τον τρόμο τους για το τι θα μπορούσαν να πάθουν, οικογενειάρχες σκότωσαν τη γυναίκα και τα παιδιά τους και μετά αυτοκτόνησαν. Ικέτες σέρνονταν έξω από τους ναούς όπου είχαν καταφύγει και σκοτώνονταν σαν τα σκυλιά. Ότι στο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
77
ναό του Διονύσου οι δημοκρατικοί έχτισαν τις πόρτες, με αποτέλεσμα οι ικέτες που ήσαν μέσα να πεθάνουν από την πείνα. Η σφαγή συνεχίστηκε όλη την εβδομάδα που βρισκόταν εκεί ο Ευρυμέδων με τα πλοία του, υπό την ανοχή του, ακόμα και όταν ο στρατηγός Νικόστρατος απηυδισμένος απ’ αυτά που έβλεπε τους πρότεινε ν’ αποβιβαστούν αθηναϊκές δυνάμεις και να επιβάλλουν την τάξη τερματίζοντας τις σφαγές, μιας και δεν υπήρχε πλέον καμιά απειλή για το πολίτευμα. »Άνδρες Αθηναίοι. Πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω τέτοιο σπαραγμό, έναν πραγματικό εμφύλιο, σε τέτοια έκταση και τέτοια ένταση. Δεν νομίζω, άλλωστε, να έχει γίνει κάτι παρόμοιο ποτέ σε καμιά πόλη. Κατανοώ ότι πάντα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολίτες, αλλά εν καιρώ πολέμου αυτές οι διαφορές γιγαντώνονται και επιλύονται όχι με την ευγένεια που επικρατεί στην ειρήνη, αλλά με την ένταση και την αγριάδα που χαρακτηρίζει τον πόλεμο.» Τα λόγια του Νικία ακολούθησε θύελλα όχι τόσο επιδοκιμασιών όσο αντιδράσεων και ύβρεων, προδιαθέτοντας την τελική έκβαση εκείνης της άτυπης συνεδρίασης. Βέβαια, χάρις στις δυνατότητες που μας δίνει η λογοτεχνία, και την ευχέρεια να πραγματοποιούμε άλματα στο χρόνο και στη λογική σειρά των πραγμάτων, έχει ενδιαφέρον να μεταφερθούμε λίγα χρόνια μετά και να δούμε από κοντά, πάνω κάτω, τους ίδιους που κοκκορομαχούσαν εκείνη τη μέρα στο Στρατηγείο. Οι περισσότεροι από τους χειροκροτητές του Νικία –όσοι τέλος πάντων επιβίωσαν από μάχες, κακουχίες και γεράματα– ήσαν οι ίδιοι που περίπου 20 χρόνια μετά εγκαθίδρυσαν το καθεστώς των 30 Τυράννων, που κυνήγησε άγρια –πολύ άγρια: εκτελέσεις χωρίς δίκες, εξορίες, ατίμωση, δήμευση περιουσιών κ.λπ.
78
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κ.λπ. κ.λπ. –όλους σχεδόν τους Αθηναίους πλην 3.000 αριστοκρατών, οι οποίοι διατήρησαν στο ακέραιο τα πολιτικά τους δικαιώματα. Πώς τα φέρνει η πουτάνα η ζωή, έτσι; Ο Νικίας δεν έζησε για να δει το πώς οι παλιοί του σύντροφοι έκαναν αυτά που ο ίδιος τώρα κατέκρινε με τόση θέρμη κι απογοήτευση. Άραγε, αν το 413 δεν τον «απέσφαζαν οι Συρακούσιοι», όπως γράφει ο Θουκυδίδης, θα συμμετείχε κι αυτός στις θηριωδίες των ολιγαρχικών; Αν κρίνουμε από την αγιογραφία που του έχει φτιάξει ο Ιστορικός στο έργο του, μάλλον όχι. Αλλά και πάλι, κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Όπως και να ’χει, ο Νικίας δεν είχε τελειώσει την τοποθέτησή του: «Ναι, πρέπει να πάρουμε παράδειγμα απ’ αυτά που έγιναν στην Κέρκυρα. Όχι, όμως για να κάνουμε τα ίδια, αλλά να προσπαθήσουμε όσο μπορούμε, για να τα αποφύγουμε. Να δούμε πώς μπορούμε να λύσουμε με τον πιο σωστό τρόπο τις διαφορές μας, τόσο μεταξύ μας όσο και με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Τώρα, όσον αφορά τους δέκα πρέσβεις των Κερκυραίων, θεωρώ ότι το να τους παραδώσουμε στους συμπολίτες τους, όπως μας ζητούν, είναι σαν να τους καταδικάζουμε σε θάνατο, μιας και η μοίρα τους είναι προαποφασισμένη. Εκτιμώ ότι, από τη στιγμή που αυτοί οι δέκα με το που πραγματοποίησαν τη στάση οι συμπολίτες τους, αυτοί έφυγαν και ήρθαν εδώ, δεν έχουν άλλη εμπλοκή σε ό, τι επακολούθησε στην Κέρκυρα. Είναι απλοί αγγελιαφόροι. Προτείνω, να τους κρατήσουμε και να τους δικάσουμε εμείς, μιας και ενώπιόν μας διέπραξαν τα όποια εγκλήματά τους, παρουσιαζόμενοι σαν ψευδοπρέσβεις.» Δεν γινόταν να συγκρατηθεί ο Κλέων απ’ αυτά που άκουσε:
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
79
«Τι συζήτηση ζητάς να κάνεις, ω Νικία, με αυτούς που σε επιβουλεύονται κάθε ώρα και στιγμή; Σε τι να συμφωνήσεις, που δεν θα ησυχάσουν αν δεν μας δουν όλους νεκρούς και την πόλη μας ερειπωμένη, για ν’ ασκούνται στα ερείπιά της Σπαρτιάτες οπλίτες; Πώς είναι δυνατόν να κατακρίνουμε τις προσπάθειες οποιουδήποτε λαού να διατηρήσει το πολίτευμα αυτό που δίνει στο λαό την εξουσία και όχι στους λίγους και πλούσιους; Αυτές είναι οι αρχές που ενέπνευσαν τους προγόνους μας και νίκησαν τους Πέρσες στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Μήπως κατά τη γνώμη σου, θα ’πρεπε να προσπαθούσαμε και τότε να “κουβεντιάζαμε” με τον Δαρείο και τον Ξέρξη, να διαπραγματευόμασταν, έτσι ώστε να μας αφάνιζαν... με καλύτερο τρόπο, να μας υποδούλωναν υπό ομαλότερες συνθήκες, να βίαζαν τις γυναίκες μας πιο ευγενικά, να έκαιγαν τα ιερά μας σε χαμηλότερη φωτιά; Οι Κερκυραίοι από εδώ πολέμησαν και νίκησαν. Πολέμησαν και κράτησαν το άρμα της πόλης τους στο σωστό δρόμο, αυτόν της Δημοκρατίας και της συνεργασίας μαζί μας. Δεν πρέπει να φανούμε μικρότεροί τους. Αυτά είχα να πω.» Την απόφαση τη μαντεύετε. Αρκετά εύκολα, φαντάζομαι. Τα νέα για τον κερκυραϊκό εμφύλιο εξαπλώθηκαν πάρα πολύ γρήγορα, όχι μόνο στην Αγορά της Αθήνας, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, κάνοντας τρομερή εντύπωση, ειδικά επειδή ήταν πραγματικά η πρώτη εμφύλια διαμάχη τέτοιας έντασης, πρώτη φορά που άνθρωποι της ίδιας πόλης αλληλοεξοντώνονταν με τόση θέρμη. Και σαν πρώτη, θ’ αποτελούσε παράδειγμα για πολλούς. Ο Θουκυδίδης, σχολιάζοντας τα μαθήματα του κερκυραϊκού εμφύλιου καταγράφει πικραμένος ορισμένες
78
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κ.λπ. κ.λπ. –όλους σχεδόν τους Αθηναίους πλην 3.000 αριστοκρατών, οι οποίοι διατήρησαν στο ακέραιο τα πολιτικά τους δικαιώματα. Πώς τα φέρνει η πουτάνα η ζωή, έτσι; Ο Νικίας δεν έζησε για να δει το πώς οι παλιοί του σύντροφοι έκαναν αυτά που ο ίδιος τώρα κατέκρινε με τόση θέρμη κι απογοήτευση. Άραγε, αν το 413 δεν τον «απέσφαζαν οι Συρακούσιοι», όπως γράφει ο Θουκυδίδης, θα συμμετείχε κι αυτός στις θηριωδίες των ολιγαρχικών; Αν κρίνουμε από την αγιογραφία που του έχει φτιάξει ο Ιστορικός στο έργο του, μάλλον όχι. Αλλά και πάλι, κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Όπως και να ’χει, ο Νικίας δεν είχε τελειώσει την τοποθέτησή του: «Ναι, πρέπει να πάρουμε παράδειγμα απ’ αυτά που έγιναν στην Κέρκυρα. Όχι, όμως για να κάνουμε τα ίδια, αλλά να προσπαθήσουμε όσο μπορούμε, για να τα αποφύγουμε. Να δούμε πώς μπορούμε να λύσουμε με τον πιο σωστό τρόπο τις διαφορές μας, τόσο μεταξύ μας όσο και με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Τώρα, όσον αφορά τους δέκα πρέσβεις των Κερκυραίων, θεωρώ ότι το να τους παραδώσουμε στους συμπολίτες τους, όπως μας ζητούν, είναι σαν να τους καταδικάζουμε σε θάνατο, μιας και η μοίρα τους είναι προαποφασισμένη. Εκτιμώ ότι, από τη στιγμή που αυτοί οι δέκα με το που πραγματοποίησαν τη στάση οι συμπολίτες τους, αυτοί έφυγαν και ήρθαν εδώ, δεν έχουν άλλη εμπλοκή σε ό, τι επακολούθησε στην Κέρκυρα. Είναι απλοί αγγελιαφόροι. Προτείνω, να τους κρατήσουμε και να τους δικάσουμε εμείς, μιας και ενώπιόν μας διέπραξαν τα όποια εγκλήματά τους, παρουσιαζόμενοι σαν ψευδοπρέσβεις.» Δεν γινόταν να συγκρατηθεί ο Κλέων απ’ αυτά που άκουσε:
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
79
«Τι συζήτηση ζητάς να κάνεις, ω Νικία, με αυτούς που σε επιβουλεύονται κάθε ώρα και στιγμή; Σε τι να συμφωνήσεις, που δεν θα ησυχάσουν αν δεν μας δουν όλους νεκρούς και την πόλη μας ερειπωμένη, για ν’ ασκούνται στα ερείπιά της Σπαρτιάτες οπλίτες; Πώς είναι δυνατόν να κατακρίνουμε τις προσπάθειες οποιουδήποτε λαού να διατηρήσει το πολίτευμα αυτό που δίνει στο λαό την εξουσία και όχι στους λίγους και πλούσιους; Αυτές είναι οι αρχές που ενέπνευσαν τους προγόνους μας και νίκησαν τους Πέρσες στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Μήπως κατά τη γνώμη σου, θα ’πρεπε να προσπαθούσαμε και τότε να “κουβεντιάζαμε” με τον Δαρείο και τον Ξέρξη, να διαπραγματευόμασταν, έτσι ώστε να μας αφάνιζαν... με καλύτερο τρόπο, να μας υποδούλωναν υπό ομαλότερες συνθήκες, να βίαζαν τις γυναίκες μας πιο ευγενικά, να έκαιγαν τα ιερά μας σε χαμηλότερη φωτιά; Οι Κερκυραίοι από εδώ πολέμησαν και νίκησαν. Πολέμησαν και κράτησαν το άρμα της πόλης τους στο σωστό δρόμο, αυτόν της Δημοκρατίας και της συνεργασίας μαζί μας. Δεν πρέπει να φανούμε μικρότεροί τους. Αυτά είχα να πω.» Την απόφαση τη μαντεύετε. Αρκετά εύκολα, φαντάζομαι. Τα νέα για τον κερκυραϊκό εμφύλιο εξαπλώθηκαν πάρα πολύ γρήγορα, όχι μόνο στην Αγορά της Αθήνας, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, κάνοντας τρομερή εντύπωση, ειδικά επειδή ήταν πραγματικά η πρώτη εμφύλια διαμάχη τέτοιας έντασης, πρώτη φορά που άνθρωποι της ίδιας πόλης αλληλοεξοντώνονταν με τόση θέρμη. Και σαν πρώτη, θ’ αποτελούσε παράδειγμα για πολλούς. Ο Θουκυδίδης, σχολιάζοντας τα μαθήματα του κερκυραϊκού εμφύλιου καταγράφει πικραμένος ορισμένες
80
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
παρατηρήσεις, όχι κατ’ ανάγκη για τον εμφύλιο, αλλά και γενικά για τον πόλεμο. Σε τέτοιες εποχές, πολέμου και συγκρούσεων, η σύνεση ερμηνεύεται σαν δειλία, η απερισκεψία σαν θάρρος. Η τυφλή παραφορά σαν αρετή, ενώ η περίσκεψη σαν πρόφαση υπεκφυγής. Αυτοί που έβριζαν και κατέκριναν τους πάντες θεωρούνται άξιοι εμπιστοσύνης, ενώ οι άλλοι, τουλάχιστον ύποπτοι αν όχι προδότες. Αυτοί που έστηναν πετυχημένες παγίδες αντιμετωπίζονταν σαν ευφυείς άνθρωποι, αλλά αυτοί που μυρίζονταν αυτές τις παγίδες και κατάφερναν να τις αποφεύγουν σαν πολύ ικανότεροι των άλλων. Οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν συνηθίσει την αποκλειστικότητα των σφαγών και των ολοκληρωτικών καταστροφών να την έχουν στρατοί διαφορετικών πόλεων. Πρώτη φορά έβλεπαν να εξολοθρεύονται με χαρακτηριστική ευκολία αδέρφια από αδέρφια, παιδιά από τους πατεράδες τους, γείτονες από τους γείτονές τους. Δεν θα ήταν η μοναδική. Και γι’ αυτό δεν έφταιγε ούτε το ταμπεραμέντο τους, ούτε η φύση τους, ούτε το DNA τους, αλλά οι αιώνιοι νόμοι που κινούν τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Πρώτη Παράβαση Ένα ανυπότακτο πνεύμα συναντά την κωμωδία Ο άντρας τούτος με τα λόγια του νικά, Και τη γνώμη του λαού αλλάζει Αχαρνείς, 626
Τα νέα για τη μοίρα των ολιγαρχικών Κερκυραίων έφτασαν την επόμενη μέρα στην Αίγινα. Ο δούλος που είχε κατέβει στο λιμάνι για να πάρει τα απαιτούμενα για το σπιτικό του Φιλίππου τα έφερε μαζί του. Ο Αριστοφάνης τα έμαθε την ώρα που τυλιγμένος με τον βαρύ χειμωνιάτικο χιτώνα του έβγαινε από το σπίτι για τον καθημερινό του περίπατο. Δαγκώθηκε. Το μυαλό του απαλλαγμένο από την ανάγκη να κατευθύνει τα πόδια του σε μια διαδρομή που την ήξεραν ήδη πολύ καλά, άρχισε να ταξιδεύει σε μύριες μαύρες σκέψεις. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει για τον Κλέωνα καλύτερη στιγμή απ’ αυτήν, για να του επιτεθεί. Στον απόηχο της σφαγής των ολιγαρχικών της Κέρκυρας η δίκη εναντίον τού Αριστοφάνη ήταν η καλύτερη ευκαιρία για ν’ αναδείξει την ανάγκη της πρόληψης μιας ενδεχόμενης στάσης μέσω της κατάπνιξης κάθε αντίθετης στην κυρίαρχη άποψη φωνής.
80
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
παρατηρήσεις, όχι κατ’ ανάγκη για τον εμφύλιο, αλλά και γενικά για τον πόλεμο. Σε τέτοιες εποχές, πολέμου και συγκρούσεων, η σύνεση ερμηνεύεται σαν δειλία, η απερισκεψία σαν θάρρος. Η τυφλή παραφορά σαν αρετή, ενώ η περίσκεψη σαν πρόφαση υπεκφυγής. Αυτοί που έβριζαν και κατέκριναν τους πάντες θεωρούνται άξιοι εμπιστοσύνης, ενώ οι άλλοι, τουλάχιστον ύποπτοι αν όχι προδότες. Αυτοί που έστηναν πετυχημένες παγίδες αντιμετωπίζονταν σαν ευφυείς άνθρωποι, αλλά αυτοί που μυρίζονταν αυτές τις παγίδες και κατάφερναν να τις αποφεύγουν σαν πολύ ικανότεροι των άλλων. Οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν συνηθίσει την αποκλειστικότητα των σφαγών και των ολοκληρωτικών καταστροφών να την έχουν στρατοί διαφορετικών πόλεων. Πρώτη φορά έβλεπαν να εξολοθρεύονται με χαρακτηριστική ευκολία αδέρφια από αδέρφια, παιδιά από τους πατεράδες τους, γείτονες από τους γείτονές τους. Δεν θα ήταν η μοναδική. Και γι’ αυτό δεν έφταιγε ούτε το ταμπεραμέντο τους, ούτε η φύση τους, ούτε το DNA τους, αλλά οι αιώνιοι νόμοι που κινούν τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Πρώτη Παράβαση Ένα ανυπότακτο πνεύμα συναντά την κωμωδία Ο άντρας τούτος με τα λόγια του νικά, Και τη γνώμη του λαού αλλάζει Αχαρνείς, 626
Τα νέα για τη μοίρα των ολιγαρχικών Κερκυραίων έφτασαν την επόμενη μέρα στην Αίγινα. Ο δούλος που είχε κατέβει στο λιμάνι για να πάρει τα απαιτούμενα για το σπιτικό του Φιλίππου τα έφερε μαζί του. Ο Αριστοφάνης τα έμαθε την ώρα που τυλιγμένος με τον βαρύ χειμωνιάτικο χιτώνα του έβγαινε από το σπίτι για τον καθημερινό του περίπατο. Δαγκώθηκε. Το μυαλό του απαλλαγμένο από την ανάγκη να κατευθύνει τα πόδια του σε μια διαδρομή που την ήξεραν ήδη πολύ καλά, άρχισε να ταξιδεύει σε μύριες μαύρες σκέψεις. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει για τον Κλέωνα καλύτερη στιγμή απ’ αυτήν, για να του επιτεθεί. Στον απόηχο της σφαγής των ολιγαρχικών της Κέρκυρας η δίκη εναντίον τού Αριστοφάνη ήταν η καλύτερη ευκαιρία για ν’ αναδείξει την ανάγκη της πρόληψης μιας ενδεχόμενης στάσης μέσω της κατάπνιξης κάθε αντίθετης στην κυρίαρχη άποψη φωνής.
82
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Και το ωραίο είναι ότι οι απόψεις του θα εύρισκαν ακόμα πιο εύκολα ανταπόκριση. Αντίθετα, εκείνος δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι ο λόγος του θα έπειθε στο Βουλευτήριο. Όχι ότι θα ήταν πιο εύκολη η υπόθεσή του αν δικαζόταν ενώπιον του λαού, στην Εκκλησία του Δήμου. Οι ίδιοι που συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις κληρώνονταν και για τη Βουλή. Απλοί πολίτες, μεροκαματιάρηδες και μαχητές της ζωής. Οι ίδιοι που χειροκρότησαν την κωμωδία του στο θέατρο προχτές. Πραγματικά, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτές τις αντιφάσεις. Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι συμπεριφέρονταν τόσο διαφορετικά; Τους φόβιζαν οι δημαγωγοί; Τους μάγευαν; Πώς και ο λαός ανεχόταν να υποτάσσεται στις ορέξεις μιας χούφτας ανθρώπων, είτε αυτοί αυτοαποκαλούνταν δημοκρατικοί είτε ολιγαρχικοί, που είχαν αγκαλιάσει σφιχτά σα χταπόδια την εξουσία και ρουφούσαν με πάθος ό, τι είχε να προσφέρει η πόλη, μέχρι που δεν έμενε στο τέλος τίποτα; Ποιος από τους απλούς πολίτες, από εκείνους που ασχολούνταν με τη δουλίτσα και την οικογένειά τους και δεν έτρεχαν στην ουρά τού ενός ή τού άλλου δημαγωγού, εκλέχθηκε ποτέ στρατηγός; Ποιος πρέσβης; Ποιος συμμετείχε στα δημόσια συσσίτια, αυτά που θεσμοθετούσε η πόλη για να τιμά τους επιφανείς πολίτες της; Κανείς. Κι όμως την ίδια ώρα τους γέμιζαν τα μυαλά για το μεγαλείο της Αθήνας, για το μεγαλείο της Δημοκρατίας, για το πώς εκείνα εκεί τα μάρμαρα ήσαν καθαγιασμένα από τους Θεούς και τα θαύμαζε και τα ζήλευε όλη η οικουμένη. Και τους άρεσαν τέτοια λόγια. Τους γλύκαιναν. Τους δίναν παρηγοριά στις σκοτούρες τους, μια ψευδαίσθηση μεγαλείου. Το μόνο όμως που γέμιζε με αυτά ήταν το μυαλό και όχι το στομάχι. Γι’ αυτό και οι πολίτες γύριζαν σιγά σιγά την πλάτη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
83
τους στην Εκκλησία του Δήμου και τη Βουλή. Έβλεπαν τον πλούτο που φούσκωνε τα δημόσια ταμεία, που γέμιζε τα ιερά με όλο και πιο όμορφα πρόσφορα κι αγγεία, που προσέλκυε στην πόλη τα πιο λαμπρά μυαλά όλου του κόσμου για να μεταλαμπαδεύουν τη σοφία τους, αλλά όλα αυτά δεν τους άγγιζαν. Όσο πλούτιζαν οι ισχυροί τριγύρω τους, τόσο αυτοί εξαθλιώνονταν, κρατώντας στο νου τους την εικόνα ενός ένδοξου κι ακούραστου παρελθόντος, που τους έπειθαν ότι υπήρξε πραγματικά και ότι το είχαν ζήσει οι πατεράδες και οι παππούδες τους. Ο Περικλής αυτό το είχε ψυλλιαστεί πολύ καιρό πριν, γι’ αυτό και καθιέρωσε μισθό για τους Βουλευτές, την ημερήσια αποζημίωσή τους για τα μεροκάματα που έχαναν από τα εργαστήρια ή τα χωράφια. Ο Αριστοφάνης θυμόταν τις έντονες συζητήσεις του πατέρα του και της παρέας του όταν πρωτοεφαρμοζόταν το μέτρο. Για τους μεγαλύτερους Αθηναίους το να παίρνει κάποιος μισθό για υπηρεσίες που παρείχε στην Πόλη χωρίς να δουλεύει και να παράγει κάτι χειροπιαστό ήταν κάτι το αδιανόητο. Χίλιες φορές όλα αυτά τα λεφτά να πήγαιναν σε όπλα και καράβια, παρά σε μισθούς. Είχαν το δίκιο τους: Η συμμετοχή στα δημόσια αξιώματα ήταν τιμή και όχι αγγαρεία. Όποιος κληρωνόταν θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη για τη δυνατότητα που του έδινε η πόλη να συμμετέχει στα κοινά. Η προσωπική αποζημίωση θα ερχόταν μέσα από τη συλλογική ευημερία της Πόλεως. Όμως όλοι αυτοί που αντιτίθονταν στο μέτρο έλεγαν ό, τι έλεγαν από τη βολή των μεγάλων κτημάτων ή των βιοτεχνιών τους, έχοντας μπόλικους δούλους για να βγαίνει η δουλειά. Ο αγροτάκος που είχε ένα χωραφάκι ίσα ίσα για να συντηρεί την οικογένειά του ή ο τεχνίτης που με τα βίας τα έβγαζε πέρα, δεν έβλεπε και με τόσο καλό μάτι
82
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Και το ωραίο είναι ότι οι απόψεις του θα εύρισκαν ακόμα πιο εύκολα ανταπόκριση. Αντίθετα, εκείνος δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι ο λόγος του θα έπειθε στο Βουλευτήριο. Όχι ότι θα ήταν πιο εύκολη η υπόθεσή του αν δικαζόταν ενώπιον του λαού, στην Εκκλησία του Δήμου. Οι ίδιοι που συμμετείχαν στις λαϊκές συνελεύσεις κληρώνονταν και για τη Βουλή. Απλοί πολίτες, μεροκαματιάρηδες και μαχητές της ζωής. Οι ίδιοι που χειροκρότησαν την κωμωδία του στο θέατρο προχτές. Πραγματικά, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτές τις αντιφάσεις. Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι συμπεριφέρονταν τόσο διαφορετικά; Τους φόβιζαν οι δημαγωγοί; Τους μάγευαν; Πώς και ο λαός ανεχόταν να υποτάσσεται στις ορέξεις μιας χούφτας ανθρώπων, είτε αυτοί αυτοαποκαλούνταν δημοκρατικοί είτε ολιγαρχικοί, που είχαν αγκαλιάσει σφιχτά σα χταπόδια την εξουσία και ρουφούσαν με πάθος ό, τι είχε να προσφέρει η πόλη, μέχρι που δεν έμενε στο τέλος τίποτα; Ποιος από τους απλούς πολίτες, από εκείνους που ασχολούνταν με τη δουλίτσα και την οικογένειά τους και δεν έτρεχαν στην ουρά τού ενός ή τού άλλου δημαγωγού, εκλέχθηκε ποτέ στρατηγός; Ποιος πρέσβης; Ποιος συμμετείχε στα δημόσια συσσίτια, αυτά που θεσμοθετούσε η πόλη για να τιμά τους επιφανείς πολίτες της; Κανείς. Κι όμως την ίδια ώρα τους γέμιζαν τα μυαλά για το μεγαλείο της Αθήνας, για το μεγαλείο της Δημοκρατίας, για το πώς εκείνα εκεί τα μάρμαρα ήσαν καθαγιασμένα από τους Θεούς και τα θαύμαζε και τα ζήλευε όλη η οικουμένη. Και τους άρεσαν τέτοια λόγια. Τους γλύκαιναν. Τους δίναν παρηγοριά στις σκοτούρες τους, μια ψευδαίσθηση μεγαλείου. Το μόνο όμως που γέμιζε με αυτά ήταν το μυαλό και όχι το στομάχι. Γι’ αυτό και οι πολίτες γύριζαν σιγά σιγά την πλάτη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
83
τους στην Εκκλησία του Δήμου και τη Βουλή. Έβλεπαν τον πλούτο που φούσκωνε τα δημόσια ταμεία, που γέμιζε τα ιερά με όλο και πιο όμορφα πρόσφορα κι αγγεία, που προσέλκυε στην πόλη τα πιο λαμπρά μυαλά όλου του κόσμου για να μεταλαμπαδεύουν τη σοφία τους, αλλά όλα αυτά δεν τους άγγιζαν. Όσο πλούτιζαν οι ισχυροί τριγύρω τους, τόσο αυτοί εξαθλιώνονταν, κρατώντας στο νου τους την εικόνα ενός ένδοξου κι ακούραστου παρελθόντος, που τους έπειθαν ότι υπήρξε πραγματικά και ότι το είχαν ζήσει οι πατεράδες και οι παππούδες τους. Ο Περικλής αυτό το είχε ψυλλιαστεί πολύ καιρό πριν, γι’ αυτό και καθιέρωσε μισθό για τους Βουλευτές, την ημερήσια αποζημίωσή τους για τα μεροκάματα που έχαναν από τα εργαστήρια ή τα χωράφια. Ο Αριστοφάνης θυμόταν τις έντονες συζητήσεις του πατέρα του και της παρέας του όταν πρωτοεφαρμοζόταν το μέτρο. Για τους μεγαλύτερους Αθηναίους το να παίρνει κάποιος μισθό για υπηρεσίες που παρείχε στην Πόλη χωρίς να δουλεύει και να παράγει κάτι χειροπιαστό ήταν κάτι το αδιανόητο. Χίλιες φορές όλα αυτά τα λεφτά να πήγαιναν σε όπλα και καράβια, παρά σε μισθούς. Είχαν το δίκιο τους: Η συμμετοχή στα δημόσια αξιώματα ήταν τιμή και όχι αγγαρεία. Όποιος κληρωνόταν θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη για τη δυνατότητα που του έδινε η πόλη να συμμετέχει στα κοινά. Η προσωπική αποζημίωση θα ερχόταν μέσα από τη συλλογική ευημερία της Πόλεως. Όμως όλοι αυτοί που αντιτίθονταν στο μέτρο έλεγαν ό, τι έλεγαν από τη βολή των μεγάλων κτημάτων ή των βιοτεχνιών τους, έχοντας μπόλικους δούλους για να βγαίνει η δουλειά. Ο αγροτάκος που είχε ένα χωραφάκι ίσα ίσα για να συντηρεί την οικογένειά του ή ο τεχνίτης που με τα βίας τα έβγαζε πέρα, δεν έβλεπε και με τόσο καλό μάτι
84
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
την προοπτική να ξημεροβραδιάζεται στο Βουλευτήριο ή την Πνύκα χωρίς να δουλεύει και ν’ αποζημιώνεται κι από πάνω. Όχι, βέβαια, ότι οι δύο οβολοί που έπαιρναν γι’ αποζημίωση τους έλυνε το πρόβλημα. Αλλά ήταν τουλάχιστον μια ελάχιστη έκφραση ευγνωμοσύνης από την Πόλη τους. Έλα στη θέση του Περικλή, αναγνώστα μου. Αυτό ήταν το μοναδικό που μπορούσε να κάνει για να παραμείνει απόλυτος άρχοντας: Να δίνει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα λεφτά της πόλης στο λαό. Με όποιον τρόπο μπορούσε. Οι κυριότεροι πολιτικοί του αντίπαλοι, όπως ο Κίμων, εκμεταλλεύονταν τον προσωπικό τους πλούτο για να φαίνονται στους πολίτες φιλεύσπλαχνοι και ελεήμονες. Διοργάνωναν συσσίτια γι’ απόρους και όλα τα σχετικά. Λένε ότι ο Κίμων αν πετύχαινε στο δρόμο κανέναν φτωχοντυμένο του έδινε το πανωφόρι του! Ο Περικλής ήταν κι αυτός πλούσιος, οπότε το πολύ πολύ να κοντραρίζονταν στο ποιος διοργάνωνε μεγαλύτερα συσσίτια και πρόσφερε πιο πολλά πανωφόρια. Γι’ αυτό ο δαιμόνιος Περικλής επέλεξε να ταράξει τα νερά, μοιράζοντας όχι τα δικά του λεφτά αλλά του Δήμου, όχι παράνομα, αλλά εκμεταλλευόμενος το σύστημα, τους νόμους και τις αρχές του! Είναι παντελώς αδιάφοροι οι λόγοι που ένας πλούσιος διάλεξε τη δημοκρατική μερίδα. Η ουσία είναι ότι στη διαμάχη του με τους άλλους πλούσιους, ενίσχυσε τόσο τη δημοκρατία, ώστε να έχει το δικαίωμα να κομπάζει στον Κεραμεικό πάνω από τα φέρετρα των πρώτων νεκρών του πολέμου: «Το πολίτευμά μας θέλουν να το αντιγράψουν όλοι, γιατί η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των πολλών και όχι των λίγων». Όσο και να βοήθησε, βέβαια, το «επίδομα» του Περικλή στους κληρωτούς αξιωματούχους της πόλης –οι εκλεγμέ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
85
νοι ήδη παίρνανε έναν αρκετά σεβαστό μισθό– δεν μπορούσε ν’ αποτρέψει την πορεία των πραγμάτων. Οι πολλοί, μάλλον αχάριστοι για το αγαθό που μπορούσαν ν’ απολαμβάνουν, ξενερωμένοι απ’ αυτούς που έβλεπαν να κάνουν κουμάντο, δέσμιοι όλων αυτών, έκαναν στους λίγους ένα εξαιρετικό δώρο: Τους έδωσαν χωρίς κάποια βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος την εξουσία αυτό που μέχρι την τελευταία στιγμή ο Περικλής –μάλλον εθελοτυφλώντας, παρά έχοντας τα μυαλά του σκοτισμένα από την ασθένεια που θα τον έπαιρνε σε λίγο– καμάρωνε ότι είχαν οι πολλοί. Με τη μη ενεργή συμμετοχή τους άφηναν το πεδίο ελεύθερο στους λίγους να τσακώνονται μεταξύ τους για το πώς θα μοιράζονταν την όμορφη εκείνη κυρά, την εξουσία. Όσο υπήρχαν έργα ειρήνης να κρατούν απασχολημένο τον κόσμο, όλα πήγαιναν καλά. Όμως αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει αιώνια. Πόσες Ακροπόλεις χωράνε σε μια πόλη; Πόσες δουλειές να βολέψουν όλους εκείνους τους Αθηναίους που βλέποντας τον οργασμό της ανάπτυξης της πόλης παράτησαν τα χωράφια τους και κλείστηκαν στο άστυ; Είχε φτάσει η ώρα των έργων του πολέμου. Έτσι, όχι μόνο θα παρέμεναν απασχολημένοι οι πολίτες, αλλά θα έκαναν ακόμα καλύτερα το αιώνιο χατίρι στους πλούσιους, να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι. Σε τέτοιες τεταμένες καταστάσεις, όπως αυτή του πολέμου, δημιουργούνται ευκαιρίες καλοπέρασης, τις οποίες πρέπει να είσαι ξύπνιος για να τις αντιληφθείς εγκαίρως κι αρκετά καπάτσος για να τις εκμεταλλευτείς. Βέβαια η βασικότερη προϋπόθεση δεν είναι τόσο η καπατσοσύνη και η εξυπνάδα, αλλά κυρίως το να έχεις “καλές άκρες” σε κείνους που δημιουργούν τις ευκαιρίες.
84
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
την προοπτική να ξημεροβραδιάζεται στο Βουλευτήριο ή την Πνύκα χωρίς να δουλεύει και ν’ αποζημιώνεται κι από πάνω. Όχι, βέβαια, ότι οι δύο οβολοί που έπαιρναν γι’ αποζημίωση τους έλυνε το πρόβλημα. Αλλά ήταν τουλάχιστον μια ελάχιστη έκφραση ευγνωμοσύνης από την Πόλη τους. Έλα στη θέση του Περικλή, αναγνώστα μου. Αυτό ήταν το μοναδικό που μπορούσε να κάνει για να παραμείνει απόλυτος άρχοντας: Να δίνει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα λεφτά της πόλης στο λαό. Με όποιον τρόπο μπορούσε. Οι κυριότεροι πολιτικοί του αντίπαλοι, όπως ο Κίμων, εκμεταλλεύονταν τον προσωπικό τους πλούτο για να φαίνονται στους πολίτες φιλεύσπλαχνοι και ελεήμονες. Διοργάνωναν συσσίτια γι’ απόρους και όλα τα σχετικά. Λένε ότι ο Κίμων αν πετύχαινε στο δρόμο κανέναν φτωχοντυμένο του έδινε το πανωφόρι του! Ο Περικλής ήταν κι αυτός πλούσιος, οπότε το πολύ πολύ να κοντραρίζονταν στο ποιος διοργάνωνε μεγαλύτερα συσσίτια και πρόσφερε πιο πολλά πανωφόρια. Γι’ αυτό ο δαιμόνιος Περικλής επέλεξε να ταράξει τα νερά, μοιράζοντας όχι τα δικά του λεφτά αλλά του Δήμου, όχι παράνομα, αλλά εκμεταλλευόμενος το σύστημα, τους νόμους και τις αρχές του! Είναι παντελώς αδιάφοροι οι λόγοι που ένας πλούσιος διάλεξε τη δημοκρατική μερίδα. Η ουσία είναι ότι στη διαμάχη του με τους άλλους πλούσιους, ενίσχυσε τόσο τη δημοκρατία, ώστε να έχει το δικαίωμα να κομπάζει στον Κεραμεικό πάνω από τα φέρετρα των πρώτων νεκρών του πολέμου: «Το πολίτευμά μας θέλουν να το αντιγράψουν όλοι, γιατί η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των πολλών και όχι των λίγων». Όσο και να βοήθησε, βέβαια, το «επίδομα» του Περικλή στους κληρωτούς αξιωματούχους της πόλης –οι εκλεγμέ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
85
νοι ήδη παίρνανε έναν αρκετά σεβαστό μισθό– δεν μπορούσε ν’ αποτρέψει την πορεία των πραγμάτων. Οι πολλοί, μάλλον αχάριστοι για το αγαθό που μπορούσαν ν’ απολαμβάνουν, ξενερωμένοι απ’ αυτούς που έβλεπαν να κάνουν κουμάντο, δέσμιοι όλων αυτών, έκαναν στους λίγους ένα εξαιρετικό δώρο: Τους έδωσαν χωρίς κάποια βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος την εξουσία αυτό που μέχρι την τελευταία στιγμή ο Περικλής –μάλλον εθελοτυφλώντας, παρά έχοντας τα μυαλά του σκοτισμένα από την ασθένεια που θα τον έπαιρνε σε λίγο– καμάρωνε ότι είχαν οι πολλοί. Με τη μη ενεργή συμμετοχή τους άφηναν το πεδίο ελεύθερο στους λίγους να τσακώνονται μεταξύ τους για το πώς θα μοιράζονταν την όμορφη εκείνη κυρά, την εξουσία. Όσο υπήρχαν έργα ειρήνης να κρατούν απασχολημένο τον κόσμο, όλα πήγαιναν καλά. Όμως αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει αιώνια. Πόσες Ακροπόλεις χωράνε σε μια πόλη; Πόσες δουλειές να βολέψουν όλους εκείνους τους Αθηναίους που βλέποντας τον οργασμό της ανάπτυξης της πόλης παράτησαν τα χωράφια τους και κλείστηκαν στο άστυ; Είχε φτάσει η ώρα των έργων του πολέμου. Έτσι, όχι μόνο θα παρέμεναν απασχολημένοι οι πολίτες, αλλά θα έκαναν ακόμα καλύτερα το αιώνιο χατίρι στους πλούσιους, να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι. Σε τέτοιες τεταμένες καταστάσεις, όπως αυτή του πολέμου, δημιουργούνται ευκαιρίες καλοπέρασης, τις οποίες πρέπει να είσαι ξύπνιος για να τις αντιληφθείς εγκαίρως κι αρκετά καπάτσος για να τις εκμεταλλευτείς. Βέβαια η βασικότερη προϋπόθεση δεν είναι τόσο η καπατσοσύνη και η εξυπνάδα, αλλά κυρίως το να έχεις “καλές άκρες” σε κείνους που δημιουργούν τις ευκαιρίες.
86
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης μόλις είχε τελειώσει τη βασική πολεμική του εκπαίδευση όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος. Μετά τις στρατιωτικές επιδείξεις των αγοριών της σειράς του, τη γιορτή των Απατουρίων και την εγγραφή του στους δημοτικούς καταλόγους του Δήμου των Κυδαθηναίων, ο 18ετής Αριστοφάνης βρέθηκε να επανδρώνει ως Ιππέας τη φρουρά της Ελευσίνας. Το άλογο μετά βίας μπορούσε να το συντηρεί, χάρις στα κτήματα στις Αχαρνές που είχε λάβει ο παππούς του για τη συμμετοχή του στις εκστρατείες του Κίμωνα στην Κύπρο και την Ιωνία. Στη φρουρά της Ελευσίνας γνώρισε τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του ιππέα κι ανώτερο σε βαθμό, Μελάνιππο. Η συγκεκριμένη φρουρά, θεωρείτο από πολλούς “βυσματικό” πόστο. Ποιος φοβόταν εισβολή από εκεί πέρα; Οι Μεγαρείς ήσαν πολύ μικροί για να τολμήσουν κάτι τέτοιο, ενώ οι Πελοποννήσιοι δύσκολα θα κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί –αν το τολμούσαν ποτέ– χωρίς να τους πάρουν είδηση οι Αθηναίοι και να ενισχύσουν τις δυτικές φρουρές. Ανάμεσα λοιπόν σε όλους τους τρυφηλούς συμπολεμιστές του, ο Αριστοφάνης είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει μερικά πρώτα δείγματα από τις ικανότητες που θα χάραζαν το όνομά του στην ιστορία. Τα βράδια, μετά τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση οι στρατιώτες ανυπομονούσαν να μαζευτούν γύρω από μεγάλες φωτιές και ν’ ακούσουν τον μελλοντικό ποιητή να τους διασκεδάζει με σκωπτικά ποιήματα και κωμικούς μονολόγους, που είχαν σαν θέμα τους ανωτέρους τους και τους γνωστούς τους στην Αθήνα. Ένα βράδυ του μήνα Σκιροφοριώνα είχε σκαρώσει μερικά στιχάκια για το πώς ξεκίνησε ο Μεγάλος Πόλεμος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
87
Όπως πάντα, μετά το βραδινό συσσίτιο και λίγο πριν το σιωπητήριο οι νεαροί ιππείς μαζεύονταν γύρω απ’ τις φωτιές για να πιούν λίγο κρασί και να πουν δυο τρεις κουβέντες μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή ο Αριστοφάνης ανεβαίνει σε ένα βράχο, ανάμεσά τους, και αρχίζει ν’ απαγγέλλει, πότε σκυφτός και με τα χέρια στον κώλο, πότε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στον αέρα, πότε δείχνοντας κατά τα Μέγαρα και πότε κατά την Αθήνα. «Ξάφνου στα Μέγαρα κάτι νεαροί τραβάνε / και, μεθυσμένοι καθώς ήτανε, βουτάνε / την πόρνη τη Σιμαίθα. Ευθύς οι Μεγαρίτες, / από τον πόνο τον τρανό σκορδοκαμένοι / πάνε και κλέβουνε της Ασπασίας δύο πόρνες / και να πώς ξέσπασε του πόλεμου η αρχή σ’ όλους τους Έλληνες, για τρεις παλιοπουτάνες! / Και τότε απ’ την οργή του ο Ολύμπιος Περικλής / άστραφτε, βρόνταε κι έσειε όλη την Ελλάδα / έφκιανε νόμους σαν τα σκόλια γραμμένους / ότι «δεν πρέπει οι Μεγαρίτες πια να μένουν / στη γη ή στην αγορά, στη θάλασσα, στα ουράνια!» Μα όταν σε λίγο πείνασαν οι Μεγαρίτες, / τους Σπαρτιάτες παρακάλαγαν ν’ αλλάξει / κείνο το ψήφισμα για τις παλιοπουτάνες. / Όμως μείς δεν το θελήσαμε, παρ’ όλο / που μας το γύρεψαν πολλές φορές εκείνοι. / Και τότε πια αρχίζει ο βρόντος των ασπίδων.» Αρκετές ώρες αφότου καταλάγιασαν τα γέλια των συντρόφων του, όταν ο αστερισμός του Πάνα, στο σχήμα κεφαλιού τράγου, άρχισε ν’ ανηφορίζει στο στερέωμα, ξεκινούσε το νούμερο της σκοπιάς του. Από το πόστο του χάζευε τα έτοιμα για θέρισμα χρυσαφένια σπαρτά, το καμάρι της πατρίδας της θεάς Δήμητρας, να τα λούζει το μαύρο φως του φεγγαριού. Κάποια στιγμή, στο βάθος, πάνω στα υψώματα προς τη μεριά των Μεγάρων, πολύ χαμηλότερα από τον Κιθαιρώνα, αυτός και όσοι άλλοι στρατιώτες είχαν
86
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης μόλις είχε τελειώσει τη βασική πολεμική του εκπαίδευση όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος. Μετά τις στρατιωτικές επιδείξεις των αγοριών της σειράς του, τη γιορτή των Απατουρίων και την εγγραφή του στους δημοτικούς καταλόγους του Δήμου των Κυδαθηναίων, ο 18ετής Αριστοφάνης βρέθηκε να επανδρώνει ως Ιππέας τη φρουρά της Ελευσίνας. Το άλογο μετά βίας μπορούσε να το συντηρεί, χάρις στα κτήματα στις Αχαρνές που είχε λάβει ο παππούς του για τη συμμετοχή του στις εκστρατείες του Κίμωνα στην Κύπρο και την Ιωνία. Στη φρουρά της Ελευσίνας γνώρισε τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του ιππέα κι ανώτερο σε βαθμό, Μελάνιππο. Η συγκεκριμένη φρουρά, θεωρείτο από πολλούς “βυσματικό” πόστο. Ποιος φοβόταν εισβολή από εκεί πέρα; Οι Μεγαρείς ήσαν πολύ μικροί για να τολμήσουν κάτι τέτοιο, ενώ οι Πελοποννήσιοι δύσκολα θα κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί –αν το τολμούσαν ποτέ– χωρίς να τους πάρουν είδηση οι Αθηναίοι και να ενισχύσουν τις δυτικές φρουρές. Ανάμεσα λοιπόν σε όλους τους τρυφηλούς συμπολεμιστές του, ο Αριστοφάνης είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει μερικά πρώτα δείγματα από τις ικανότητες που θα χάραζαν το όνομά του στην ιστορία. Τα βράδια, μετά τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση οι στρατιώτες ανυπομονούσαν να μαζευτούν γύρω από μεγάλες φωτιές και ν’ ακούσουν τον μελλοντικό ποιητή να τους διασκεδάζει με σκωπτικά ποιήματα και κωμικούς μονολόγους, που είχαν σαν θέμα τους ανωτέρους τους και τους γνωστούς τους στην Αθήνα. Ένα βράδυ του μήνα Σκιροφοριώνα είχε σκαρώσει μερικά στιχάκια για το πώς ξεκίνησε ο Μεγάλος Πόλεμος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
87
Όπως πάντα, μετά το βραδινό συσσίτιο και λίγο πριν το σιωπητήριο οι νεαροί ιππείς μαζεύονταν γύρω απ’ τις φωτιές για να πιούν λίγο κρασί και να πουν δυο τρεις κουβέντες μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή ο Αριστοφάνης ανεβαίνει σε ένα βράχο, ανάμεσά τους, και αρχίζει ν’ απαγγέλλει, πότε σκυφτός και με τα χέρια στον κώλο, πότε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στον αέρα, πότε δείχνοντας κατά τα Μέγαρα και πότε κατά την Αθήνα. «Ξάφνου στα Μέγαρα κάτι νεαροί τραβάνε / και, μεθυσμένοι καθώς ήτανε, βουτάνε / την πόρνη τη Σιμαίθα. Ευθύς οι Μεγαρίτες, / από τον πόνο τον τρανό σκορδοκαμένοι / πάνε και κλέβουνε της Ασπασίας δύο πόρνες / και να πώς ξέσπασε του πόλεμου η αρχή σ’ όλους τους Έλληνες, για τρεις παλιοπουτάνες! / Και τότε απ’ την οργή του ο Ολύμπιος Περικλής / άστραφτε, βρόνταε κι έσειε όλη την Ελλάδα / έφκιανε νόμους σαν τα σκόλια γραμμένους / ότι «δεν πρέπει οι Μεγαρίτες πια να μένουν / στη γη ή στην αγορά, στη θάλασσα, στα ουράνια!» Μα όταν σε λίγο πείνασαν οι Μεγαρίτες, / τους Σπαρτιάτες παρακάλαγαν ν’ αλλάξει / κείνο το ψήφισμα για τις παλιοπουτάνες. / Όμως μείς δεν το θελήσαμε, παρ’ όλο / που μας το γύρεψαν πολλές φορές εκείνοι. / Και τότε πια αρχίζει ο βρόντος των ασπίδων.» Αρκετές ώρες αφότου καταλάγιασαν τα γέλια των συντρόφων του, όταν ο αστερισμός του Πάνα, στο σχήμα κεφαλιού τράγου, άρχισε ν’ ανηφορίζει στο στερέωμα, ξεκινούσε το νούμερο της σκοπιάς του. Από το πόστο του χάζευε τα έτοιμα για θέρισμα χρυσαφένια σπαρτά, το καμάρι της πατρίδας της θεάς Δήμητρας, να τα λούζει το μαύρο φως του φεγγαριού. Κάποια στιγμή, στο βάθος, πάνω στα υψώματα προς τη μεριά των Μεγάρων, πολύ χαμηλότερα από τον Κιθαιρώνα, αυτός και όσοι άλλοι στρατιώτες είχαν
88
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
υπηρεσία εκείνη την ώρα, είδαν με τρόμο ν’ ανάβουν δεκάδες φωτιές. Στην αρχή, όταν οι φωτιές ήσαν ακόμα λίγες, θεώρησαν ότι κάτι ετοιμάζουν πάλι οι άτιμοι οι Μεγαρίτες. Πολύ γρήγορα όμως οι φωτιές πολλαπλασιάστηκαν, σε όλο το πλάτος των λόφων στη μεριά των Μεγάρων, για να προστεθούν σε αυτές και οι φωτιές που άναψαν στις φρυκτωρίες τους οι άλλες Αθηναϊκές φρουρές. Αλαφιασμένοι οι στρατιώτες ξύπνησαν το λοχαγό τους. «Οι Σπαρτιάτες!» είπε αυτός με τρόμο και έστειλε αμέσως τον Μελάνιππο να ειδοποιήσει τους στρατηγούς στην Αθήνα. Όλοι έμειναν ξάγρυπνοι, περιμένοντας εντολές. Κρίνοντας από τις φωτιές, οι Πελοποννήσιοι πρέπει να ήσαν δεκάδες χιλιάδες, τόσοι που ακόμα και να μαζεύονταν μέσα σε λίγες ώρες όλες οι φρουρές της Αττικής, αποτελούμενες από 18χρονα και 19χρονα παιδιά, σαν τον Αριστοφάνη δεν θα μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν στο Θριάσιο Πεδίο, ή έστω να τους συγκρατήσουν για λίγο, για να μην ξεχυθούν στην Αττική. Ο Περικλής στην Εκκλησία του Δήμου λίγες μέρες πριν είχε διαβεβαιώσει ότι η Αθήνα διέθετε τις εξής ετοιμοπόλεμες δυνάμεις: 1.200 ιππείς, 1.600 τοξότες, 13.000 οπλίτες και 16.000 στρατιώτες που φρουρούσαν τα Μακρά Τείχη και 300 τριήρεις. Και ήδη ήταν πολύ αργά για να κηρυχτεί επιστράτευση και να σχηματιστεί στρατός ικανός να τους πολεμήσει την επόμενη ημέρα στο ανοιχτό πεδίο. Κάποιοι, βέβαια, εξακολουθούσαν να θεωρούν αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, και επέμεναν ότι επρόκειτο για κάποιο τέχνασμα των σιχαμένων Μεγαριτών και των αχώνευτων Κορίνθιων. Η μέρα χάραζε και ο καλοκαιρινός ήλιος άρχιζε να σκαρφαλώνει στο στερέωμα αποκαλύπτοντας την ιδιαιτέρως ζοφερή πραγματικότητα. Οι εξήντα χιλιάδες Πελοποννήσιοι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
89
είχαν ήδη ξεκινήσει να κινούνται, κατηφορίζοντας τους λόφους πάνω από τα Μέγαρα, μαυρίζοντας σε όλη του την έκταση τον ορίζοντα, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Οι άγριες κραυγές, οι παιάνες και οι σάλπιγγές τους έφταναν αχνά μέχρι τ’ αυτιά της φρουράς της Ελευσίνας. Ο Λοχαγός, χωρίς να περιμένει εντολές από την Αθήνα, διέταξε όλη τη φρουρά να ετοιμαστεί για υποχώρηση. Οι 500 σχεδόν αμούστακοι ακόμα νεαροί μάζεψαν βιαστικά τον εξοπλισμό τους και κίνησαν κατά την Αθήνα, ρίχνοντας πίσω τους φοβισμένες ματιές. Οι Ιππείς έμειναν τελευταίοι. Στη διαδρομή πέτυχαν τον Μελάνιππο, που επέστρεφε από την Αθήνα. Οι εντολές που έφερνε δεν ήσαν διαφορετικές απ’ αυτό που έκανε ήδη η φρουρά της Ελευσίνας. Μάλιστα είπε ότι τις ίδιες διαταγές είχαν όλες οι φρουρές: Μαζευόμαστε άπαντες εντός των τειχών και προετοιμαζόμαστε για μακρά πολιορκία. Ο Αριστοφάνης ακούγοντας τις διαταγές αυτές θυμήθηκε το κάλεσμα του Ετεοκλή, στους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου: «Μα όλοι εσείς ορμήστε αρματωμένοι, / τις πολεμίστρες πιάστε και τις πύλες, / γιομίστε κάθε προμαχώνα, στυλωθείτε / ψηλά στα δυναμάρια και στων κάστρων / τα ξέπορτα με θάρρος καρτερώντας, / να μη φοβάστε των εχθρών το πλήθος. / Ο Θεός βοηθάει.» Ο τελευταίος στίχος τον έκανε να χαμογελάσει ειρωνικά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Περικλή, ως στρατηγού, ήταν ν’ αποφεύγει τις άσκοπες μάχες. Μόλις έμαθε το βράδυ τα νέα δεν έπεσε απ’ τα σύννεφα. Μέρες τώρα οι πράκτορες της Αθήνας στις πελοποννησιακές πόλεις του έστελναν μηνύματα, ενημερώνοντας για την προσπάθεια των Σπαρτιατών να κινητοποιήσουν δυνάμεις από όλους
88
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
υπηρεσία εκείνη την ώρα, είδαν με τρόμο ν’ ανάβουν δεκάδες φωτιές. Στην αρχή, όταν οι φωτιές ήσαν ακόμα λίγες, θεώρησαν ότι κάτι ετοιμάζουν πάλι οι άτιμοι οι Μεγαρίτες. Πολύ γρήγορα όμως οι φωτιές πολλαπλασιάστηκαν, σε όλο το πλάτος των λόφων στη μεριά των Μεγάρων, για να προστεθούν σε αυτές και οι φωτιές που άναψαν στις φρυκτωρίες τους οι άλλες Αθηναϊκές φρουρές. Αλαφιασμένοι οι στρατιώτες ξύπνησαν το λοχαγό τους. «Οι Σπαρτιάτες!» είπε αυτός με τρόμο και έστειλε αμέσως τον Μελάνιππο να ειδοποιήσει τους στρατηγούς στην Αθήνα. Όλοι έμειναν ξάγρυπνοι, περιμένοντας εντολές. Κρίνοντας από τις φωτιές, οι Πελοποννήσιοι πρέπει να ήσαν δεκάδες χιλιάδες, τόσοι που ακόμα και να μαζεύονταν μέσα σε λίγες ώρες όλες οι φρουρές της Αττικής, αποτελούμενες από 18χρονα και 19χρονα παιδιά, σαν τον Αριστοφάνη δεν θα μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν στο Θριάσιο Πεδίο, ή έστω να τους συγκρατήσουν για λίγο, για να μην ξεχυθούν στην Αττική. Ο Περικλής στην Εκκλησία του Δήμου λίγες μέρες πριν είχε διαβεβαιώσει ότι η Αθήνα διέθετε τις εξής ετοιμοπόλεμες δυνάμεις: 1.200 ιππείς, 1.600 τοξότες, 13.000 οπλίτες και 16.000 στρατιώτες που φρουρούσαν τα Μακρά Τείχη και 300 τριήρεις. Και ήδη ήταν πολύ αργά για να κηρυχτεί επιστράτευση και να σχηματιστεί στρατός ικανός να τους πολεμήσει την επόμενη ημέρα στο ανοιχτό πεδίο. Κάποιοι, βέβαια, εξακολουθούσαν να θεωρούν αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, και επέμεναν ότι επρόκειτο για κάποιο τέχνασμα των σιχαμένων Μεγαριτών και των αχώνευτων Κορίνθιων. Η μέρα χάραζε και ο καλοκαιρινός ήλιος άρχιζε να σκαρφαλώνει στο στερέωμα αποκαλύπτοντας την ιδιαιτέρως ζοφερή πραγματικότητα. Οι εξήντα χιλιάδες Πελοποννήσιοι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
89
είχαν ήδη ξεκινήσει να κινούνται, κατηφορίζοντας τους λόφους πάνω από τα Μέγαρα, μαυρίζοντας σε όλη του την έκταση τον ορίζοντα, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Οι άγριες κραυγές, οι παιάνες και οι σάλπιγγές τους έφταναν αχνά μέχρι τ’ αυτιά της φρουράς της Ελευσίνας. Ο Λοχαγός, χωρίς να περιμένει εντολές από την Αθήνα, διέταξε όλη τη φρουρά να ετοιμαστεί για υποχώρηση. Οι 500 σχεδόν αμούστακοι ακόμα νεαροί μάζεψαν βιαστικά τον εξοπλισμό τους και κίνησαν κατά την Αθήνα, ρίχνοντας πίσω τους φοβισμένες ματιές. Οι Ιππείς έμειναν τελευταίοι. Στη διαδρομή πέτυχαν τον Μελάνιππο, που επέστρεφε από την Αθήνα. Οι εντολές που έφερνε δεν ήσαν διαφορετικές απ’ αυτό που έκανε ήδη η φρουρά της Ελευσίνας. Μάλιστα είπε ότι τις ίδιες διαταγές είχαν όλες οι φρουρές: Μαζευόμαστε άπαντες εντός των τειχών και προετοιμαζόμαστε για μακρά πολιορκία. Ο Αριστοφάνης ακούγοντας τις διαταγές αυτές θυμήθηκε το κάλεσμα του Ετεοκλή, στους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου: «Μα όλοι εσείς ορμήστε αρματωμένοι, / τις πολεμίστρες πιάστε και τις πύλες, / γιομίστε κάθε προμαχώνα, στυλωθείτε / ψηλά στα δυναμάρια και στων κάστρων / τα ξέπορτα με θάρρος καρτερώντας, / να μη φοβάστε των εχθρών το πλήθος. / Ο Θεός βοηθάει.» Ο τελευταίος στίχος τον έκανε να χαμογελάσει ειρωνικά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Περικλή, ως στρατηγού, ήταν ν’ αποφεύγει τις άσκοπες μάχες. Μόλις έμαθε το βράδυ τα νέα δεν έπεσε απ’ τα σύννεφα. Μέρες τώρα οι πράκτορες της Αθήνας στις πελοποννησιακές πόλεις του έστελναν μηνύματα, ενημερώνοντας για την προσπάθεια των Σπαρτιατών να κινητοποιήσουν δυνάμεις από όλους
90
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τους συμμάχους τους και, εκμεταλλευόμενοι το ισχυρότερό τους ατού, την υπεροχή τους στο στρατό ξηράς, να προσπαθήσουν να πνίξουν τον αντίπαλο μέσα στην έδρα του. Αυτές όμως τις πληροφορίες δεν τις κοινοποιούσε και στους υπόλοιπους Αθηναίους, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις αντιδράσεις τους. Ο Περικλής κατάλαβε σωστά ότι δεν έπρεπε να πέσει στην παγίδα των Πελοποννησίων και να συγκρουστεί, προσπαθώντας –μάταια– να τους σταματήσει, για να μην πλημμυρίσουν με τις δυνάμεις τους την Αττική, κι έτσι να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Η στρατηγική του πολέμου, άλλωστε, ήταν ήδη διαμορφωμένη στο μυαλό του, καιρό τώρα, και η Εκκλησία του Δήμου την είχε επικυρώσει μέρες πριν, όταν απέρριπτε τις τελευταίες προτάσεις των Πελοποννήσιων για ειρήνη: «Πρέπει ν’ αποφεύγουμε τη σύναψη μάχης σε ανοιχτό πεδίο, πρέπει να μπούμε στην πόλη και ν’ αμυνθούμε πίσω από τα τείχη της. Οφείλουμε να έχουμε έτοιμο το στόλο μας, στον οποίο στηρίζεται κύρια η δύναμή μας, και να συγκρατούμε με δυνατό χέρι τους συμμάχους υπό την επιρροή μας. Η δύναμή μας εξαρτάται από τα χρήματα που καταβάλλουν στο συμμαχικό ταμείο. Όλοι ξέρουμε ότι οι νίκες στον πόλεμο κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρονα πολιτική κι αφθονία χρημάτων.» Έτσι έζησε ο Αριστοφάνης το ξεκίνημα του Μεγάλου Πολέμου. Σαν ιππέας εκείνο το καλοκαίρι συμμετείχε σε αρκετές επιχειρήσεις δολιοφθοράς των αντιπάλων. Οι Πελοποννήσιοι με όλο τους το στρατό πηγαινοέρχονταν στην Αττική Γη καίγοντας, ξεριζώνοντας, γκρεμίζοντας, και οι ιππείς τους έκαναν επιθεσούλες, τόσο επικίνδυνες και ενοχλητικές όσο αυτές των κουνουπιών. Η τακτική είχε ως εξής: Οι Αθηναίοι Ιππείς επέφεραν ξαφνικά χτυπήματα σε ομάδες Σπαρτιατών που είχαν απο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
91
κοπεί από το κύριο σώμα του στρατού τους. Οι Αθηναίοι εφορμούσαν, οι Σπαρτιάτες οπλίτες συσπειρώνονταν και πρότασσαν τα σπαθιά τους, ενώ οι ιππείς με τα κοντάρια τους προσπαθούσαν να βρουν κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στις επενδυμένες με δέρμα ξύλινες ασπίδες για να χτυπήσουν στο ψαχνό. Η πειθαρχία των Σπαρτιατών και η ικανότητά τους να επιχειρούν πολλοί στρατιώτες σαν ένα σώμα, χωρίς ατομικούς ηρωισμούς και περιττές κινήσεις, ήταν απίστευτη και –αν δεν διακινδύνευες το κεφάλι σου ή κάποιο άλλο σημείο του σώματός σου– απολαυστική να την παρακολουθείς. Μόλις ο Αθηναίος επικεφαλής διέκρινε να έρχονται σπαρτιάτικες ενισχύσεις, έδινε διαταγή και οι ιππείς εξαφανίζονταν. Ο απολογισμός αυτών των επιδρομών σε νεκρούς ήταν πολύ μικρός. Σπάνια σκότωναν κάποιο Σπαρτιάτη, χωρίς να μπορούν κι όλας να το επιβεβαιώσουν, ενώ ακόμα πιο σπάνια είχαν κάποια απώλεια. Δεν ήταν πολλοί οι Σπαρτιάτες που έχοντας πίστη στο σπαθί τους έφευγαν από τον κύκλο, αλλά όταν τύχαινε ν’ απαντήσουν κάποιον τέτοιο, η τύχη του Αθηναίου ιππέα και του αλόγου του που θα βρίσκονταν πρώτοι στο δρόμο του ήταν προδιαγεγραμμένη: Με μια σπαθιά οι τένοντες του αλόγου κρέμονταν σα κορδελάκια, ενώ ο πεσμένος πλέον στο έδαφος ιππέας πολύ σύντονα θα ένιωθε το σπαθί του Σπαρτιάτη να μπήγεται στο κενό ανάμεσα στο θώρακα και την περικεφαλαία του, από το μέρος της καρδιάς. Ο Αριστοφάνης δε δυσανασχετούσε όντας στρατιώτης. Ίσα ίσα καταλάβαινε την αναγκαιότητα αυτού που κάνανε. Προστατεύοντας με όποιο τρόπο τον διέταζαν την Αττική γη, προστάτευε και τη δικιά του πατρική περιουσία. Άλλωστε, εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα δεν υπήρχε
90
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τους συμμάχους τους και, εκμεταλλευόμενοι το ισχυρότερό τους ατού, την υπεροχή τους στο στρατό ξηράς, να προσπαθήσουν να πνίξουν τον αντίπαλο μέσα στην έδρα του. Αυτές όμως τις πληροφορίες δεν τις κοινοποιούσε και στους υπόλοιπους Αθηναίους, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις αντιδράσεις τους. Ο Περικλής κατάλαβε σωστά ότι δεν έπρεπε να πέσει στην παγίδα των Πελοποννησίων και να συγκρουστεί, προσπαθώντας –μάταια– να τους σταματήσει, για να μην πλημμυρίσουν με τις δυνάμεις τους την Αττική, κι έτσι να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Η στρατηγική του πολέμου, άλλωστε, ήταν ήδη διαμορφωμένη στο μυαλό του, καιρό τώρα, και η Εκκλησία του Δήμου την είχε επικυρώσει μέρες πριν, όταν απέρριπτε τις τελευταίες προτάσεις των Πελοποννήσιων για ειρήνη: «Πρέπει ν’ αποφεύγουμε τη σύναψη μάχης σε ανοιχτό πεδίο, πρέπει να μπούμε στην πόλη και ν’ αμυνθούμε πίσω από τα τείχη της. Οφείλουμε να έχουμε έτοιμο το στόλο μας, στον οποίο στηρίζεται κύρια η δύναμή μας, και να συγκρατούμε με δυνατό χέρι τους συμμάχους υπό την επιρροή μας. Η δύναμή μας εξαρτάται από τα χρήματα που καταβάλλουν στο συμμαχικό ταμείο. Όλοι ξέρουμε ότι οι νίκες στον πόλεμο κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρονα πολιτική κι αφθονία χρημάτων.» Έτσι έζησε ο Αριστοφάνης το ξεκίνημα του Μεγάλου Πολέμου. Σαν ιππέας εκείνο το καλοκαίρι συμμετείχε σε αρκετές επιχειρήσεις δολιοφθοράς των αντιπάλων. Οι Πελοποννήσιοι με όλο τους το στρατό πηγαινοέρχονταν στην Αττική Γη καίγοντας, ξεριζώνοντας, γκρεμίζοντας, και οι ιππείς τους έκαναν επιθεσούλες, τόσο επικίνδυνες και ενοχλητικές όσο αυτές των κουνουπιών. Η τακτική είχε ως εξής: Οι Αθηναίοι Ιππείς επέφεραν ξαφνικά χτυπήματα σε ομάδες Σπαρτιατών που είχαν απο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
91
κοπεί από το κύριο σώμα του στρατού τους. Οι Αθηναίοι εφορμούσαν, οι Σπαρτιάτες οπλίτες συσπειρώνονταν και πρότασσαν τα σπαθιά τους, ενώ οι ιππείς με τα κοντάρια τους προσπαθούσαν να βρουν κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στις επενδυμένες με δέρμα ξύλινες ασπίδες για να χτυπήσουν στο ψαχνό. Η πειθαρχία των Σπαρτιατών και η ικανότητά τους να επιχειρούν πολλοί στρατιώτες σαν ένα σώμα, χωρίς ατομικούς ηρωισμούς και περιττές κινήσεις, ήταν απίστευτη και –αν δεν διακινδύνευες το κεφάλι σου ή κάποιο άλλο σημείο του σώματός σου– απολαυστική να την παρακολουθείς. Μόλις ο Αθηναίος επικεφαλής διέκρινε να έρχονται σπαρτιάτικες ενισχύσεις, έδινε διαταγή και οι ιππείς εξαφανίζονταν. Ο απολογισμός αυτών των επιδρομών σε νεκρούς ήταν πολύ μικρός. Σπάνια σκότωναν κάποιο Σπαρτιάτη, χωρίς να μπορούν κι όλας να το επιβεβαιώσουν, ενώ ακόμα πιο σπάνια είχαν κάποια απώλεια. Δεν ήταν πολλοί οι Σπαρτιάτες που έχοντας πίστη στο σπαθί τους έφευγαν από τον κύκλο, αλλά όταν τύχαινε ν’ απαντήσουν κάποιον τέτοιο, η τύχη του Αθηναίου ιππέα και του αλόγου του που θα βρίσκονταν πρώτοι στο δρόμο του ήταν προδιαγεγραμμένη: Με μια σπαθιά οι τένοντες του αλόγου κρέμονταν σα κορδελάκια, ενώ ο πεσμένος πλέον στο έδαφος ιππέας πολύ σύντονα θα ένιωθε το σπαθί του Σπαρτιάτη να μπήγεται στο κενό ανάμεσα στο θώρακα και την περικεφαλαία του, από το μέρος της καρδιάς. Ο Αριστοφάνης δε δυσανασχετούσε όντας στρατιώτης. Ίσα ίσα καταλάβαινε την αναγκαιότητα αυτού που κάνανε. Προστατεύοντας με όποιο τρόπο τον διέταζαν την Αττική γη, προστάτευε και τη δικιά του πατρική περιουσία. Άλλωστε, εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα δεν υπήρχε
92
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
περιθώριο και για πολλές επιλογές. Ούτε τις κατάλληλες γνωριμίες είχε αυτός ή ο πατέρας του για να τη σκαπουλάρει, ούτε και η αγωγή του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Όμως πάντα κρατούσε ένα παραθυράκι ανοιχτό στο μυαλό του. Οι στίχοι του Αρχίλοχου, «Κ’ είμαι υποταχτικός εγώ του αφέντη τού Άρη / όμως και των Μουσών τ’ όμορφο δώρο ξέρω», ήταν χαραγμένοι βαθιά στο μυαλό του. Τα χτηματάκια του παππού τού Αριστοφάνη, όμως, μαράζωσαν, μιας και ο μεν Αριστοφάνης έκανε αυτά που είδαμε, ενώ ο Φίλιππος φύλαγε με άλλους ηλικιωμένους τα Μακρά Τείχη. Τον πρώτο χειμώνα του πολέμου, όταν ο Φίλιππος με τους τέσσερις δούλους που είχε για να φροντίζει το χτήμα, βγήκε από το άστυ για να πάει να δει την κατάσταση της περιουσίας του, τον έπιασε η καρδιά του. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ρημάξει τα πάντα σε απόσταση μεγαλύτερη των 35 σταδίων γύρω από την πόλη. Οι μόνοι που την είχαν γλιτώσει ήσαν οι μελισσοκόμοι του Υμηττού και της Πεντέλης. Ο Φίλιππος και οι δούλοι του προσπάθησαν να μαζέψουν ό, τι μπορούσαν, να φυτέψουν και κανά σπόρο μπας και θερίσουν τίποτα το επόμενο καλοκαίρι, αλλά η ουσία ήταν ότι όλα είχαν καταστραφεί. Έτσι, στο τρίτο έτος της στρατιωτικής του θητείας –το δεύτερο του Πολέμου– ο Αριστοφάνης δεν μπορούσε να συντηρεί το άλογό του, εξέπεσε ουσιαστικά κι όχι και τυπικά της τάξης του και αποχώρησε από το σώμα των Ιππέων. Το άλογο το πούλησε για έξι μνες μόνο αντί για δώδεκα που ήταν η πραγματική του αξία. Από τα λεφτά αυτά, οι ενενήντα δραχμές, (παρά δέκα δραχμές μία μνα) πήγαν στη συμπλήρωση της εξάρτυσής του, με ό, τι τού έλειπε από τον εξοπλισμό του οπλίτη, ο οποίος ήταν πιο βαρύς από τον ελαφρύ εξοπλι-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
93
σμό του ιππέα, ενώ οι υπόλοιπες πέντε μνες έφυγαν για την οικογένειά του, για να μπορέσει να περάσει τον εξαιρετικά δύσκολο, όπως προδιαγραφόταν, χειμώνα. Για τον ίδιο, του έφτανε ο μισθός του οπλίτη, οι δύο δραχμές τη μέρα. Τότε εμφανίστηκε η ευκαιρία, που έχουμε αναφέρει. Μία από τις πρώτες επιχειρήσεις των Αθηναίων στο ξεκίνημα του Μεγάλου Πολέμου ήταν να εκκαθαρίσουν την Αίγινα. Το δωρικό αγκάθι στο πόδι των Αθηναίων, τη μόνιμη πηγή προβλημάτων εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αφού εκδιώχθηκαν οι Αιγινήτες, το δεύτερο χρόνο του πολέμου, το νησί αποφασίστηκε να παραχωρηθεί στους Αθηναίους πολίτες. Όσοι είχαν μικροπεριουσιούλες στην καταστραμμένη γη της Αττικής δήλωσαν συμμετοχή στην κλήρωση. Χίλιοι απ’ αυτούς με τις οικογένειές τους και τους δούλους τους θα πήγαιναν στην Αίγινα σαν κληρούχοι, αποκτώντας ένα νέο σπιτικό και λίγα χτήματα. Η οικογένεια του Αριστοφάνη ήταν «τυχερή». Η κλήρωση δεν ήταν, βέβαια, απολύτως αδιάβλητη. Γινόταν κυρίως σαν μια δεύτερη ευκαιρία για τους μεσαίους αριστοκράτες, που καταστράφηκαν τα κτήματά τους από τις σπαρτιάτικες επιδρομές. Καμιά από τις 1.000 οικογένειες δεν ήταν από την τάξη των φτωχών αγροτών. Ο Φίλιππος, λοιπόν, ήταν ένας απ’ αυτούς που κληρώθηκαν να μετοικήσουν στην Αίγινα, διατηρώντας το προνόμιο του Αθηναίου πολίτη, αλλά ταυτόχρονα απαλλασσόμενος από στρατιωτικές υποχρεώσεις –αυτός και ο γιος του, ο Αριστοφάνης. Η μόνη τους υποχρέωση θα ήταν να υπερασπιστούν το νησί, σε περίπτωση που προσπαθούσαν οι Αιγινήτες ή οι Λακεδαιμόνιοι να το καταλάβουν, πράγμα εξαιρετικά απίθανο. Βέβαια, αυτό το απίθανο έφτασε πολύ κοντά να γίνει πιθανό στα μέσα του χειμώνα: Οι Σπαρτιάτες, μετά την προτροπή των Μεγαρι-
92
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
περιθώριο και για πολλές επιλογές. Ούτε τις κατάλληλες γνωριμίες είχε αυτός ή ο πατέρας του για να τη σκαπουλάρει, ούτε και η αγωγή του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Όμως πάντα κρατούσε ένα παραθυράκι ανοιχτό στο μυαλό του. Οι στίχοι του Αρχίλοχου, «Κ’ είμαι υποταχτικός εγώ του αφέντη τού Άρη / όμως και των Μουσών τ’ όμορφο δώρο ξέρω», ήταν χαραγμένοι βαθιά στο μυαλό του. Τα χτηματάκια του παππού τού Αριστοφάνη, όμως, μαράζωσαν, μιας και ο μεν Αριστοφάνης έκανε αυτά που είδαμε, ενώ ο Φίλιππος φύλαγε με άλλους ηλικιωμένους τα Μακρά Τείχη. Τον πρώτο χειμώνα του πολέμου, όταν ο Φίλιππος με τους τέσσερις δούλους που είχε για να φροντίζει το χτήμα, βγήκε από το άστυ για να πάει να δει την κατάσταση της περιουσίας του, τον έπιασε η καρδιά του. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ρημάξει τα πάντα σε απόσταση μεγαλύτερη των 35 σταδίων γύρω από την πόλη. Οι μόνοι που την είχαν γλιτώσει ήσαν οι μελισσοκόμοι του Υμηττού και της Πεντέλης. Ο Φίλιππος και οι δούλοι του προσπάθησαν να μαζέψουν ό, τι μπορούσαν, να φυτέψουν και κανά σπόρο μπας και θερίσουν τίποτα το επόμενο καλοκαίρι, αλλά η ουσία ήταν ότι όλα είχαν καταστραφεί. Έτσι, στο τρίτο έτος της στρατιωτικής του θητείας –το δεύτερο του Πολέμου– ο Αριστοφάνης δεν μπορούσε να συντηρεί το άλογό του, εξέπεσε ουσιαστικά κι όχι και τυπικά της τάξης του και αποχώρησε από το σώμα των Ιππέων. Το άλογο το πούλησε για έξι μνες μόνο αντί για δώδεκα που ήταν η πραγματική του αξία. Από τα λεφτά αυτά, οι ενενήντα δραχμές, (παρά δέκα δραχμές μία μνα) πήγαν στη συμπλήρωση της εξάρτυσής του, με ό, τι τού έλειπε από τον εξοπλισμό του οπλίτη, ο οποίος ήταν πιο βαρύς από τον ελαφρύ εξοπλι-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
93
σμό του ιππέα, ενώ οι υπόλοιπες πέντε μνες έφυγαν για την οικογένειά του, για να μπορέσει να περάσει τον εξαιρετικά δύσκολο, όπως προδιαγραφόταν, χειμώνα. Για τον ίδιο, του έφτανε ο μισθός του οπλίτη, οι δύο δραχμές τη μέρα. Τότε εμφανίστηκε η ευκαιρία, που έχουμε αναφέρει. Μία από τις πρώτες επιχειρήσεις των Αθηναίων στο ξεκίνημα του Μεγάλου Πολέμου ήταν να εκκαθαρίσουν την Αίγινα. Το δωρικό αγκάθι στο πόδι των Αθηναίων, τη μόνιμη πηγή προβλημάτων εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αφού εκδιώχθηκαν οι Αιγινήτες, το δεύτερο χρόνο του πολέμου, το νησί αποφασίστηκε να παραχωρηθεί στους Αθηναίους πολίτες. Όσοι είχαν μικροπεριουσιούλες στην καταστραμμένη γη της Αττικής δήλωσαν συμμετοχή στην κλήρωση. Χίλιοι απ’ αυτούς με τις οικογένειές τους και τους δούλους τους θα πήγαιναν στην Αίγινα σαν κληρούχοι, αποκτώντας ένα νέο σπιτικό και λίγα χτήματα. Η οικογένεια του Αριστοφάνη ήταν «τυχερή». Η κλήρωση δεν ήταν, βέβαια, απολύτως αδιάβλητη. Γινόταν κυρίως σαν μια δεύτερη ευκαιρία για τους μεσαίους αριστοκράτες, που καταστράφηκαν τα κτήματά τους από τις σπαρτιάτικες επιδρομές. Καμιά από τις 1.000 οικογένειες δεν ήταν από την τάξη των φτωχών αγροτών. Ο Φίλιππος, λοιπόν, ήταν ένας απ’ αυτούς που κληρώθηκαν να μετοικήσουν στην Αίγινα, διατηρώντας το προνόμιο του Αθηναίου πολίτη, αλλά ταυτόχρονα απαλλασσόμενος από στρατιωτικές υποχρεώσεις –αυτός και ο γιος του, ο Αριστοφάνης. Η μόνη τους υποχρέωση θα ήταν να υπερασπιστούν το νησί, σε περίπτωση που προσπαθούσαν οι Αιγινήτες ή οι Λακεδαιμόνιοι να το καταλάβουν, πράγμα εξαιρετικά απίθανο. Βέβαια, αυτό το απίθανο έφτασε πολύ κοντά να γίνει πιθανό στα μέσα του χειμώνα: Οι Σπαρτιάτες, μετά την προτροπή των Μεγαρι-
94
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τών, αποφασίζουν να περάσουν πλοία και στρατό κρυφά στο λιμάνι των Μεγάρων και από εκεί να επιδράμουν στο λιμάνι του Πειραιά! Το σχέδιο ήταν τόσο φιλόδοξο που οι ίδιοι οι εμπνευστές του κώλωσαν. Τελικά ο Σπαρτιάτικος στόλος επιτέθηκε στη Σαλαμίνα και την ξεχέρσωσε, ενώ έφτασαν στο τσακ από το να επιτεθούν και στην Αίγινα. Τέλος πάντων, μόλις έληξε η στρατιωτική θητεία του Αριστοφάνη, στα είκοσί του χρόνια, η Αίγινα τον περίμενε. Χάρη στην παραμονή του εκεί πέρα γλίτωσε όχι μόνο τους πολεμικούς κινδύνους, αλλά και –κυρίως– από τον λοιμό. Πολύ κοντά, αλλά και παράλληλα με ασφάλεια μακριά από ό, τι γινόταν στην Αθήνα, ο Αριστοφάνης μπορούσε να παρατηρεί, να καταγράφει και να προετοιμάζεται για τη θορυβώδη είσοδό του στα πράγματα της Αθήνας. Το διάστημα που έμενε στην Αίγινα και δεν ασχολιόταν με τα χτηματάκια στο νησί, διάβαζε. Το βιβλίο ήταν κάτι νέο και ακόμα ακριβό, όμως σε αυτό ο Αριστοφάνης έδινε όσα χρήματα περίσσευαν από τα έξοδα συντήρησης του σπιτικού τους με την ανοχή του Φίλιππου. Σε εκείνο το κυνήγι νέων βιβλίων, και μετά από μια πλούσια κουβέντα στη βιβλιοθήκη του Καλλίστρατου πάνω από έναν κώδικα με ποιήματα του Αλκαίου –κατά πόσο ο ποιητής με τους στίχους, «Κι αυτό πάλι το κύμα με το άλλο / πάει και κόπο πολύ θα μας δώσει / να το αδειάσουμε, αφού μπήκε στο πλοίο / να το κλείσουμε γρήγορα / και να τρέξουμε σ’ ασφαλισμένο λιμάνι. / Και γλυκιά οκνηρία κανένα / μην πιάσει» χρησιμοποιεί σαν μεταφορά της πόλης του το πλοίο, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στους συμπολίτες του για το πρέπει ν’ απαλλαγούν από τον τύραννο Μυρσίλο –γνωρίστηκε με τον Εύπολι, ο οποίος εκείνη τη χρονιά, την τρίτη του Πολέμου, θα δίδασκε την πρώτη του κωμωδία.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
95
Τέλος πάντων, κώδικες λυρικών ποιητών, έργα τραγικών και κωμικών, ό, τι σχεδόν αντιγραφόταν από τους βιβλιογράφους στην Αθήνα έβρισκε θέση στη βιβλιοθήκη του Αριστοφάνη, συνήθως μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τα χέρια τόσο του Καλλίστρατου όσο και του Εύπολι. Η βιβλιοθήκη εκείνη ήταν το καταφύγιό του όποτε επέστρεφε από την Αθήνα κατατρομαγμένος απ’ αυτά που έβλεπε τα πρώτα εκείνα χρόνια του Πολέμου. Από τη μία έβλεπε τους χιλιάδες άμαχους που στοιβάζονταν σε μια κουτσουλιά τόπο, την ώρα που οι Πελοποννήσιοι κατέστρεφαν την Αττική γη. Από την άλλη έβλεπε την αρρώστια που θέριζε μικρούς και μεγάλους, χωρίς να μπορεί κανένας να κάνει κάτι για την αντιμετωπίσει. Οι τσαρλατάνοι και οι προφήτες –όσο τους επέτρεπε η αρρώστια– έκαναν χρυσές δουλειές, πουλώντας μπιχλιμπίδια για φυλαχτά στους φοβισμένους Αθηναίους. Οι γιατροί δοκίμαζαν τα πάντα στους πονεμένους ασθενείς, χωρίς να καταφέρνουν τίποτα, πέρα από το να κολλάνε και οι ίδιοι μερικές φορές την καταραμένη αρρώστια. Όταν κόπασε η αρρώστια η οποία ποτέ της δεν εξαφανίστηκε εντελώς, τότε είδε ξανά ο Αριστοφάνης λίγο χαμόγελο στα χείλη των Αθηναίων. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα γεννιέται η ελπίδα στο μυαλό απελπισμένων ανθρώπων. Αυτό το χαμόγελο, αυτήν την ελπίδα, διέκριναν και οι πολιτικάντηδες –η τρίτη πηγή της τρομάρας του Αριστοφάνη– και έσυραν σε μεγαλύτερα ακόμα δεινά την πόλη. Δεν ήταν θρήσκος ο Αριστοφάνης. Πίστευε. Είχε απαιτήσεις από τους Θεούς για τα καλύτερα, αλλά δεν τους χρέωνε τα χειρότερα. Δεν πίστευε ότι το θανατικό αυτό ήταν τιμωρία των θεών για τα κακά των Αθηναίων. Πιο πολύ
94
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τών, αποφασίζουν να περάσουν πλοία και στρατό κρυφά στο λιμάνι των Μεγάρων και από εκεί να επιδράμουν στο λιμάνι του Πειραιά! Το σχέδιο ήταν τόσο φιλόδοξο που οι ίδιοι οι εμπνευστές του κώλωσαν. Τελικά ο Σπαρτιάτικος στόλος επιτέθηκε στη Σαλαμίνα και την ξεχέρσωσε, ενώ έφτασαν στο τσακ από το να επιτεθούν και στην Αίγινα. Τέλος πάντων, μόλις έληξε η στρατιωτική θητεία του Αριστοφάνη, στα είκοσί του χρόνια, η Αίγινα τον περίμενε. Χάρη στην παραμονή του εκεί πέρα γλίτωσε όχι μόνο τους πολεμικούς κινδύνους, αλλά και –κυρίως– από τον λοιμό. Πολύ κοντά, αλλά και παράλληλα με ασφάλεια μακριά από ό, τι γινόταν στην Αθήνα, ο Αριστοφάνης μπορούσε να παρατηρεί, να καταγράφει και να προετοιμάζεται για τη θορυβώδη είσοδό του στα πράγματα της Αθήνας. Το διάστημα που έμενε στην Αίγινα και δεν ασχολιόταν με τα χτηματάκια στο νησί, διάβαζε. Το βιβλίο ήταν κάτι νέο και ακόμα ακριβό, όμως σε αυτό ο Αριστοφάνης έδινε όσα χρήματα περίσσευαν από τα έξοδα συντήρησης του σπιτικού τους με την ανοχή του Φίλιππου. Σε εκείνο το κυνήγι νέων βιβλίων, και μετά από μια πλούσια κουβέντα στη βιβλιοθήκη του Καλλίστρατου πάνω από έναν κώδικα με ποιήματα του Αλκαίου –κατά πόσο ο ποιητής με τους στίχους, «Κι αυτό πάλι το κύμα με το άλλο / πάει και κόπο πολύ θα μας δώσει / να το αδειάσουμε, αφού μπήκε στο πλοίο / να το κλείσουμε γρήγορα / και να τρέξουμε σ’ ασφαλισμένο λιμάνι. / Και γλυκιά οκνηρία κανένα / μην πιάσει» χρησιμοποιεί σαν μεταφορά της πόλης του το πλοίο, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στους συμπολίτες του για το πρέπει ν’ απαλλαγούν από τον τύραννο Μυρσίλο –γνωρίστηκε με τον Εύπολι, ο οποίος εκείνη τη χρονιά, την τρίτη του Πολέμου, θα δίδασκε την πρώτη του κωμωδία.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
95
Τέλος πάντων, κώδικες λυρικών ποιητών, έργα τραγικών και κωμικών, ό, τι σχεδόν αντιγραφόταν από τους βιβλιογράφους στην Αθήνα έβρισκε θέση στη βιβλιοθήκη του Αριστοφάνη, συνήθως μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τα χέρια τόσο του Καλλίστρατου όσο και του Εύπολι. Η βιβλιοθήκη εκείνη ήταν το καταφύγιό του όποτε επέστρεφε από την Αθήνα κατατρομαγμένος απ’ αυτά που έβλεπε τα πρώτα εκείνα χρόνια του Πολέμου. Από τη μία έβλεπε τους χιλιάδες άμαχους που στοιβάζονταν σε μια κουτσουλιά τόπο, την ώρα που οι Πελοποννήσιοι κατέστρεφαν την Αττική γη. Από την άλλη έβλεπε την αρρώστια που θέριζε μικρούς και μεγάλους, χωρίς να μπορεί κανένας να κάνει κάτι για την αντιμετωπίσει. Οι τσαρλατάνοι και οι προφήτες –όσο τους επέτρεπε η αρρώστια– έκαναν χρυσές δουλειές, πουλώντας μπιχλιμπίδια για φυλαχτά στους φοβισμένους Αθηναίους. Οι γιατροί δοκίμαζαν τα πάντα στους πονεμένους ασθενείς, χωρίς να καταφέρνουν τίποτα, πέρα από το να κολλάνε και οι ίδιοι μερικές φορές την καταραμένη αρρώστια. Όταν κόπασε η αρρώστια η οποία ποτέ της δεν εξαφανίστηκε εντελώς, τότε είδε ξανά ο Αριστοφάνης λίγο χαμόγελο στα χείλη των Αθηναίων. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα γεννιέται η ελπίδα στο μυαλό απελπισμένων ανθρώπων. Αυτό το χαμόγελο, αυτήν την ελπίδα, διέκριναν και οι πολιτικάντηδες –η τρίτη πηγή της τρομάρας του Αριστοφάνη– και έσυραν σε μεγαλύτερα ακόμα δεινά την πόλη. Δεν ήταν θρήσκος ο Αριστοφάνης. Πίστευε. Είχε απαιτήσεις από τους Θεούς για τα καλύτερα, αλλά δεν τους χρέωνε τα χειρότερα. Δεν πίστευε ότι το θανατικό αυτό ήταν τιμωρία των θεών για τα κακά των Αθηναίων. Πιο πολύ
96
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
χρέωνε τις καταστροφές στην οργή των πεθαμένων για την αχαριστία που επιδεικνύουν απέναντι στη ζωή οι ζωντανοί. Πώς το ’λεγε ο Αισχύλος; «Όταν κάτω απ’ τη γη οι νεκροί οργιστούνε / με τους ανθρώπους, τότε αρρώστιες πέφτουν / πάνω στις σάρκες μ’ άγρια τα σαγόνια, / λέπρες που κατατρώνε κι αφανίζουν την πρωτινή όψη του κορμιού και τρίχες / λευκές που την πληγή σκεπάζουν». Ναι. Πιο πολύ βόλευε τη σκέψη του αυτή η ιδέα παρά το να προσπαθεί να διακρίνει τον Απόλλωνα να κάνει βόλτες ανάμεσα στους πολίτες και να τοξεύει από δω κι από κει. Όχι τίποτ’ άλλο, αν όντως κάπως έτσι διαδιδόταν η αρρώστια, ποιος θα αναλάμβανε το ρόλο του Αχιλλέα να συγκαλέσει συνέλευση των Αχαιών να δούνε το πώς θα εξευμενίσουν τον τιμωρό Απόλλωνα; Ποιος θα ήταν ο Αγαμέμνονας που θα προκαλούσε τη μήνι του Αχιλλέα; Πώς θα οδηγηθούμε σιγά σιγά, νομοτελειακά, μιας και αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα των θεών, στο πάρσιμο της Τροίας. Και αλήθεια, ποια ήταν η Τροία στην περίπτωσή μας; Στο ερώτημα αυτό ο Αριστοφάνης είχε δώσει κατηγορηματική απάντηση. Όπως δεν υπήρχε Αγαμέμνων και Αχιλλέας, έτσι και δεν υπήρχε Τροία. Αυτή η ιστορία έπρεπε να σταματήσει. Όχι τόσο για να εξευμενιστούν τα οργισμένα πνεύματα των νεκρών, όσο για να το πάρουν επιτέλους απόφαση οι ίδιοι οι ζωντανοί ότι πρέπει να χαίρονται το δώρο της ύπαρξης που τους χάρισαν οι Θεοί. Και πώς θα σταματούσε άραγε η παραφροσύνη της εποχής του; Έπρεπε να έψαχνε πολύ βαθιά να βρει την πηγή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αριστοφάνης θα έβαζε τον Τρυγαίο να διαλέγεται με το χορό των Αθηναίων γεωργών και να ισχυρίζεται ότι «όποιος είναι κατασκευαστής δοράτων και ασπίδων / και επιθυμεί τον πόλεμο για να πουλά περισσότερο, / αυτουνού του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
97
αξίζει να τον πιάσουν αιχμάλωτο ληστές και να τον ταΐζουν μονάχα πίτουρα!» Στο πρόσωπο αυτών, λοιπόν, είδε τους εχθρούς του! Σ’ όλους αυτούς τους φρέσκους πλούσιους, με ή και χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ιδιοκτήτες στρατιών δούλων, τεχνίτες, έμπορους, πλοιοκτήτες, που μανιασμένα έκαναν ό, τα πέρναγε από το χέρι τους για να προωθείται η υπόθεση του πολέμου. Δεν ήταν σαν τους άλλους πλούσιους. Τους παλιούς, παραδοσιακούς τσιφλικάδες της πόλης, που κατάγονταν από ονομαστές οικογένειες, τρανούς ήρωες του παρελθόντος και που είχαν μόνο τους Θεούς και κανέναν άλλον να ευγνωμονούν γι’ αυτήν τους την τύχη. Αυτή η καινούρια κάστα των πλουσίων δεν του καθόταν καλά στο στομάχι. Ενώ οι παλιοί ήξεραν να γλεντάνε και να ζούνε τη ζωή τους, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο με κραιπάλες τον μεγαλύτερο και αληθινότερό τους πλούτο, τον πλούτο σε ελεύθερο χρόνο, οι άλλοι ήσαν όλη την ώρα με μια αρπαχτική μανία στα μάτια, αποτιμώντας τα πάντα σε δραχμές, οβολούς και τάλαντα. Την ευζωία των μεν την έβλεπες στα ξύγκια που κρέμονταν στις κοιλιές τους, στις κόκκινες από το κρασί μύτες τους, στα νυσταγμένα από τα συνεχόμενα ξενύχτια μάτια τους, στα μαραμένα πέη τους από τα αφροδίσια νοσήματα που τους κόλλαγαν οι εταίρες. Την μιζέρια των δε την έβλεπες όταν καταχωνιασμένοι πίσω από τους πάγκους των μαγαζιών τους μέτραγαν τα νομίσματά τους ένα προς ένα, και ράβδιζαν με μανία τους δούλους για να είναι πιο παραγωγικοί. Αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη και την πολιτική. Είτε με είτε χωρίς πολιτικά δικαιώματα, αυτοί οι νέας κοπής πλούσιοι πάταγαν πάνω στα δικαιώματα και τις δυνατότητες της δημοκρατίας, την εξαγόραζαν κατά το δοκούν, βγάζοντας με 5 δραχμές 500
96
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
χρέωνε τις καταστροφές στην οργή των πεθαμένων για την αχαριστία που επιδεικνύουν απέναντι στη ζωή οι ζωντανοί. Πώς το ’λεγε ο Αισχύλος; «Όταν κάτω απ’ τη γη οι νεκροί οργιστούνε / με τους ανθρώπους, τότε αρρώστιες πέφτουν / πάνω στις σάρκες μ’ άγρια τα σαγόνια, / λέπρες που κατατρώνε κι αφανίζουν την πρωτινή όψη του κορμιού και τρίχες / λευκές που την πληγή σκεπάζουν». Ναι. Πιο πολύ βόλευε τη σκέψη του αυτή η ιδέα παρά το να προσπαθεί να διακρίνει τον Απόλλωνα να κάνει βόλτες ανάμεσα στους πολίτες και να τοξεύει από δω κι από κει. Όχι τίποτ’ άλλο, αν όντως κάπως έτσι διαδιδόταν η αρρώστια, ποιος θα αναλάμβανε το ρόλο του Αχιλλέα να συγκαλέσει συνέλευση των Αχαιών να δούνε το πώς θα εξευμενίσουν τον τιμωρό Απόλλωνα; Ποιος θα ήταν ο Αγαμέμνονας που θα προκαλούσε τη μήνι του Αχιλλέα; Πώς θα οδηγηθούμε σιγά σιγά, νομοτελειακά, μιας και αυτό ήταν από την αρχή το θέλημα των θεών, στο πάρσιμο της Τροίας. Και αλήθεια, ποια ήταν η Τροία στην περίπτωσή μας; Στο ερώτημα αυτό ο Αριστοφάνης είχε δώσει κατηγορηματική απάντηση. Όπως δεν υπήρχε Αγαμέμνων και Αχιλλέας, έτσι και δεν υπήρχε Τροία. Αυτή η ιστορία έπρεπε να σταματήσει. Όχι τόσο για να εξευμενιστούν τα οργισμένα πνεύματα των νεκρών, όσο για να το πάρουν επιτέλους απόφαση οι ίδιοι οι ζωντανοί ότι πρέπει να χαίρονται το δώρο της ύπαρξης που τους χάρισαν οι Θεοί. Και πώς θα σταματούσε άραγε η παραφροσύνη της εποχής του; Έπρεπε να έψαχνε πολύ βαθιά να βρει την πηγή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αριστοφάνης θα έβαζε τον Τρυγαίο να διαλέγεται με το χορό των Αθηναίων γεωργών και να ισχυρίζεται ότι «όποιος είναι κατασκευαστής δοράτων και ασπίδων / και επιθυμεί τον πόλεμο για να πουλά περισσότερο, / αυτουνού του
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
97
αξίζει να τον πιάσουν αιχμάλωτο ληστές και να τον ταΐζουν μονάχα πίτουρα!» Στο πρόσωπο αυτών, λοιπόν, είδε τους εχθρούς του! Σ’ όλους αυτούς τους φρέσκους πλούσιους, με ή και χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ιδιοκτήτες στρατιών δούλων, τεχνίτες, έμπορους, πλοιοκτήτες, που μανιασμένα έκαναν ό, τα πέρναγε από το χέρι τους για να προωθείται η υπόθεση του πολέμου. Δεν ήταν σαν τους άλλους πλούσιους. Τους παλιούς, παραδοσιακούς τσιφλικάδες της πόλης, που κατάγονταν από ονομαστές οικογένειες, τρανούς ήρωες του παρελθόντος και που είχαν μόνο τους Θεούς και κανέναν άλλον να ευγνωμονούν γι’ αυτήν τους την τύχη. Αυτή η καινούρια κάστα των πλουσίων δεν του καθόταν καλά στο στομάχι. Ενώ οι παλιοί ήξεραν να γλεντάνε και να ζούνε τη ζωή τους, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο με κραιπάλες τον μεγαλύτερο και αληθινότερό τους πλούτο, τον πλούτο σε ελεύθερο χρόνο, οι άλλοι ήσαν όλη την ώρα με μια αρπαχτική μανία στα μάτια, αποτιμώντας τα πάντα σε δραχμές, οβολούς και τάλαντα. Την ευζωία των μεν την έβλεπες στα ξύγκια που κρέμονταν στις κοιλιές τους, στις κόκκινες από το κρασί μύτες τους, στα νυσταγμένα από τα συνεχόμενα ξενύχτια μάτια τους, στα μαραμένα πέη τους από τα αφροδίσια νοσήματα που τους κόλλαγαν οι εταίρες. Την μιζέρια των δε την έβλεπες όταν καταχωνιασμένοι πίσω από τους πάγκους των μαγαζιών τους μέτραγαν τα νομίσματά τους ένα προς ένα, και ράβδιζαν με μανία τους δούλους για να είναι πιο παραγωγικοί. Αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη και την πολιτική. Είτε με είτε χωρίς πολιτικά δικαιώματα, αυτοί οι νέας κοπής πλούσιοι πάταγαν πάνω στα δικαιώματα και τις δυνατότητες της δημοκρατίας, την εξαγόραζαν κατά το δοκούν, βγάζοντας με 5 δραχμές 500
98
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τάλαντα. Μίσθωναν τις υπηρεσίες προθύμων πολιτών δημιουργώντας προσωπικούς στρατούς, αποβλέποντας στη διαμόρφωση ευνοϊκών για τα συμφέροντά τους συσχετισμών στην Εκκλησία του Δήμου. Πιστά σκυλάκια των αφεντικών τους αυτοί οι παντοτινά πρόθυμοι δεν δίσταζαν να συκοφαντούν, να λαϊκίζουν, να δημαγωγούν. Το αντίπαλο δέος; Οι παλιοί αριστοκράτες. Πολιτικοί όχι από επάγγελμα ή επιλογή, αλλά επειδή δεν είχαν τίποτα άλλο ενδιαφέρον να κάνουν. Γι’ αυτό και τα ενδιαφέροντά τους ήσαν περιορισμένα. Στ΄ αρχίδια τους η πρόοδος των Αθηναίων. Τα χτηματάκια τους ας ειν’ καλά, αυτοί ας μπορούν εις τον αιώνα τον άπαντα να κοπροσκυλιάζουν και όλα τ’ άλλα να πάν’ να γαμηθούν. Ο Αριστοφάνης το έβλεπε καθαρά. Η καλύτερη αντιπολίτευση σε όλους αυτούς ήσαν οι ίδιοι οι πολίτες. Αυτοί που πραγματικά δημιουργούσαν, για να τρώνε άλλοι. Οι αγρότες που σκίζονταν εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης για να τρώνε οι ίδιοι, αλλά και για να είναι γεμάτα τα τραπέζια των τσιφλικάδων. Οι τεχνίτες στα εργαστήρια με τα μαγικά χέρια, που πιάναν χούμα, ξύλο, σίδερο και το έβγαζαν κύπελο, καρέκλα, μαχαίρι. Αυτοί έπρεπε να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και να δώσουν πόδι στους πολιτικάντηδες και τα αφεντικά τους που κάναν κουμάντο στην πόλη. Ήταν υποχρέωση του Αριστοφάνη να περάσει αυτό το μήνυμα στο λαό. Να τους κάνει από κομπάρσους της πόλης που δεν κατέβαιναν στις Λαϊκές Συνελεύσεις, και που όποτε κληρώνονταν Βουλευτές δηλώναν κώλυμα, που απλά τραβάγανε για όπου τους έστελναν οι Στρατηγοί και σφάζονταν υπάκουα και φρόνιμα, πρωταγωνιστές και συμμέτοχους. Και τίποτα να μην κατάφερνε, τουλάχιστον θα το έβγαζε από μέσα του.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
99
Κι έτσι, μια μέρα, κατέβηκε στην Εκκλησία του Δήμου. Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε στο Μελάνιππο για να είναι στη Συνέλευση από νωρίς το πρωί. Όλο το βράδυ ο φίλος του πάσχιζε να τον μεταπείσει, με πολύ λογικά επιχειρήματα. «Τι καίγεσαι για την ειρήνη, όταν αυτοί με τους οποίους ζητάς να φιλιώσεις κατάκαψαν τα χτήματα και τους κόπους του πατέρα σου;» «Τι έχουν να χωρίσουν ο πατέρας μου και οι άλλοι γέροι των Αχαρνών με τους πατεράδες των στρατιωτών που κρατάγαν τους πυρσούς; Γιατί να μην μπορούν ελεύθερα ν’ ανταλλάσσουν τα φίνα τους κάρβουνα από τα αθάνατα δάση της Πάρνηθας με τα χέλια της Κωπαΐδας και τα γουρουνάκια των Μεγάρων και δεν ξέρω ’γω τι άλλο από όλ’ αυτά τα μέρη που έχουμε βαφτίσει εχθρικά; Ακόμα ακόμα κι από τη Σπάρτη, γιατί να μην ξέρω καν τι καρποί γεννιούνται στα χωράφια, τι κομψοτεχνήματα σφυρηλατούνται στα εργαστήριά της;» «Ω, σύνελθε, φίλε μου! Τα χέλια της Κωπαΐδας και τα σύκα των Μεγάρων ακόμα και πριν τον πόλεμο μόνο τα τραπέζια τα δικά μου και των ομοίων μου γέμιζαν. Και για τη Σπάρτη... τα χωράφια της τα σκάβουν οι είλωτες για να ταΐζονται με τα αγριοκρίθαρα και το αίμα των γουρουνιών τους οι Σπαρτιάτες και να γίνονται άγριοι πολεμιστές, ενώ τα εργαστήριά της δεν βγάζουν ούτε εδώλια ούτε όμορφα αγγεία: μόνο όπλα, σίδερο και καταστροφή.» Ο Αριστοφάνης δεν έβαζε μυαλό. Έφτασε πρώτος και καθόταν σ’ έναν πάγκο ολομόναχος. Περίμενε περίμενε, ώσπου κάποια στιγμή ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας εμφανίστηκαν πρώτα οι Πρυτάνεις, μετά οι υπόλοιποι Βου-
98
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τάλαντα. Μίσθωναν τις υπηρεσίες προθύμων πολιτών δημιουργώντας προσωπικούς στρατούς, αποβλέποντας στη διαμόρφωση ευνοϊκών για τα συμφέροντά τους συσχετισμών στην Εκκλησία του Δήμου. Πιστά σκυλάκια των αφεντικών τους αυτοί οι παντοτινά πρόθυμοι δεν δίσταζαν να συκοφαντούν, να λαϊκίζουν, να δημαγωγούν. Το αντίπαλο δέος; Οι παλιοί αριστοκράτες. Πολιτικοί όχι από επάγγελμα ή επιλογή, αλλά επειδή δεν είχαν τίποτα άλλο ενδιαφέρον να κάνουν. Γι’ αυτό και τα ενδιαφέροντά τους ήσαν περιορισμένα. Στ΄ αρχίδια τους η πρόοδος των Αθηναίων. Τα χτηματάκια τους ας ειν’ καλά, αυτοί ας μπορούν εις τον αιώνα τον άπαντα να κοπροσκυλιάζουν και όλα τ’ άλλα να πάν’ να γαμηθούν. Ο Αριστοφάνης το έβλεπε καθαρά. Η καλύτερη αντιπολίτευση σε όλους αυτούς ήσαν οι ίδιοι οι πολίτες. Αυτοί που πραγματικά δημιουργούσαν, για να τρώνε άλλοι. Οι αγρότες που σκίζονταν εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης για να τρώνε οι ίδιοι, αλλά και για να είναι γεμάτα τα τραπέζια των τσιφλικάδων. Οι τεχνίτες στα εργαστήρια με τα μαγικά χέρια, που πιάναν χούμα, ξύλο, σίδερο και το έβγαζαν κύπελο, καρέκλα, μαχαίρι. Αυτοί έπρεπε να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και να δώσουν πόδι στους πολιτικάντηδες και τα αφεντικά τους που κάναν κουμάντο στην πόλη. Ήταν υποχρέωση του Αριστοφάνη να περάσει αυτό το μήνυμα στο λαό. Να τους κάνει από κομπάρσους της πόλης που δεν κατέβαιναν στις Λαϊκές Συνελεύσεις, και που όποτε κληρώνονταν Βουλευτές δηλώναν κώλυμα, που απλά τραβάγανε για όπου τους έστελναν οι Στρατηγοί και σφάζονταν υπάκουα και φρόνιμα, πρωταγωνιστές και συμμέτοχους. Και τίποτα να μην κατάφερνε, τουλάχιστον θα το έβγαζε από μέσα του.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
99
Κι έτσι, μια μέρα, κατέβηκε στην Εκκλησία του Δήμου. Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε στο Μελάνιππο για να είναι στη Συνέλευση από νωρίς το πρωί. Όλο το βράδυ ο φίλος του πάσχιζε να τον μεταπείσει, με πολύ λογικά επιχειρήματα. «Τι καίγεσαι για την ειρήνη, όταν αυτοί με τους οποίους ζητάς να φιλιώσεις κατάκαψαν τα χτήματα και τους κόπους του πατέρα σου;» «Τι έχουν να χωρίσουν ο πατέρας μου και οι άλλοι γέροι των Αχαρνών με τους πατεράδες των στρατιωτών που κρατάγαν τους πυρσούς; Γιατί να μην μπορούν ελεύθερα ν’ ανταλλάσσουν τα φίνα τους κάρβουνα από τα αθάνατα δάση της Πάρνηθας με τα χέλια της Κωπαΐδας και τα γουρουνάκια των Μεγάρων και δεν ξέρω ’γω τι άλλο από όλ’ αυτά τα μέρη που έχουμε βαφτίσει εχθρικά; Ακόμα ακόμα κι από τη Σπάρτη, γιατί να μην ξέρω καν τι καρποί γεννιούνται στα χωράφια, τι κομψοτεχνήματα σφυρηλατούνται στα εργαστήριά της;» «Ω, σύνελθε, φίλε μου! Τα χέλια της Κωπαΐδας και τα σύκα των Μεγάρων ακόμα και πριν τον πόλεμο μόνο τα τραπέζια τα δικά μου και των ομοίων μου γέμιζαν. Και για τη Σπάρτη... τα χωράφια της τα σκάβουν οι είλωτες για να ταΐζονται με τα αγριοκρίθαρα και το αίμα των γουρουνιών τους οι Σπαρτιάτες και να γίνονται άγριοι πολεμιστές, ενώ τα εργαστήριά της δεν βγάζουν ούτε εδώλια ούτε όμορφα αγγεία: μόνο όπλα, σίδερο και καταστροφή.» Ο Αριστοφάνης δεν έβαζε μυαλό. Έφτασε πρώτος και καθόταν σ’ έναν πάγκο ολομόναχος. Περίμενε περίμενε, ώσπου κάποια στιγμή ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας εμφανίστηκαν πρώτα οι Πρυτάνεις, μετά οι υπόλοιποι Βου-
100
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λευτές –τι πλάκα είχαν, προσπαθώντας να πιάσουν τα πρώτα στασίδια, μπροστά μπροστά! Τι αγκωνιές και τι τσιμπιές έπεφταν!– και στη συνέχεια και οι υπόλοιποι πολίτες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή συνωστίζονταν στους πάγκους των καταστημάτων της αγοράς ψηλαφώντας τα τρόφιμα, για να διαλέξουν τα πιο φρέσκα για το σπίτι. Αφού τα φόρτωσαν στους δούλους να τα πάνε γρήγορα στη γυναίκα, ανηφόρισαν βαριεστημένα κατά την Πνύκα. Ζήτησε το λόγο πρώτος πρώτος. Δεν φοβόταν. «Όποιος φροντίζει ν’ αποφεύγει / την κατακραυγή του κόσμου / δεν κινδυνεύει ν’ απολαύσει πολλά», όπως είχε τραγουδήσει ο Αρχίλοχος. Οι Πρυτάνεις και οι άλλοι συμπολίτες τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος νεαρός –όχι πάνω από 23 χρονών που ζητούσε το λόγο; Ο Αριστοφάνης στη σύντομη δημηγορία του κατέθεσε πρόταση να συζητηθεί το ζήτημα της ειρήνης. Η γιούχα που έφαγε δεν περιγράφεται. Γελώντας και βρίζοντας τον κατέβασαν άρον άρον, για να συνεχίσουν με τα σοβαρά ζητήματα, την ενημέρωση του λαού από το στρατηγό Φορμίωνα για την απίθανη, συντριπτική νίκη του Αθηναϊκού στόλου έναντι των υπέρτερων Πελοποννησίων σε μια ναυμαχία στα ανοιχτά της Ναυπάκτου. Ο κακομοίρης ο Αριστοφάνης, με το χιτώνα του ακόμα τσαλακωμένο από τα τραβήγματα και τις σπρωξιές που έφαγε όταν τον κατέβαζαν από το βήμα καθόταν παράμερα και κοίταζε τους συμπολίτες του. Όχι τον ομιλητή, το στρατηγό Φορμίωνα, ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά μυαλά της εποχής του, εξέχον στέλεχος της αριστοκρατικής μερίδας. Κοίταζε τους συμπολίτες του, πώς ρουφούσαν τα λόγια σαν υπνωτισμένοι, εκστασιασμένοι από τη μεγά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
101
λη νίκη, με την όρεξή τους για νέες μάχες για νέα κατορθώματα να θεριεύει. Η σκηνή αυτή, η στάση και οι αντιδράσεις των Αθηναίων απέναντι στον εκφραστικό ομιλητή τού θύμισε απίστευτα θέατρο. Και εκεί, κάτι αντίστοιχο γινόταν, απλά ο ηθοποιός στεκόταν στο χαμηλότερο σημείο και οι θεατές στο ψηλότερο. Ο κύβος ερρίφθη. Την απόφαση που πήρε, την ξέρετε καλά. Αφού το ένα πάλκο τον έφτυσε, θ’ αφιερωνόταν στο άλλο. Το δράμα, βέβαια, του φαινόταν άπιαστο. Εδώ δεν μπόρεσε καλά καλά ν’ αρθρώσει μια πρόταση στην Εκκλησία του Δήμου χωρίς να γελάσουν οι συμπολίτες του, θα κατόρθωνε να φτιάξει κάτι ισάξιο με το «Δίνει μεγάλη παρηγοριά κι αλάφρωση όταν κάποιος, / θρηνολογώντας τα πικρά του πάθη, / κάνει να κλάψουν κι όσοι τον ακούνε» του Αισχύλου; Σε καμία περίπτωση. Ένας άλλος δρόμος ήταν ορθάνοιχτος μπροστά του: Ο δρόμος της κωμωδίας. Ενθαρρυμένος και από το στενό πλέον φίλο του, τον Εύπολι, ξεκίνησε να γράφει. Και ξεκίνησε να γράφει κάτι πραγματικά καινούργιο. Οι παλιές ιστορίες και τα παλιά κωμικά θέματα δεν τον κάλυπταν. Ένιωθε ότι δεν μπορούσαν να χωρέσουν όλα αυτά που ήθελε να εκφράσει. Κι έτσι έφτιαξε τους «Δαιταλείς». Αυτή η πρώτη του προσπάθεια, οι Γλεντοκόποι, είχε στόχο να πείσει τους συμπολίτες του, να παλεύουν να πάρουν τη σωστή μόρφωση. Έτσι θα κατάφερναν να μην γίνονται υποχείρια των εύγλωττων απατεώνων που τους έκαναν ό, τι ήθελαν. Μικρός, όπως ήταν, πίστευε ότι ο τρόπος που είχε ανατραφεί αυτός, με έμφαση στο χτίσιμο του σώματος από τον παιδοτρίβη, στη μουσική παιδεία από τον κιθαριστή και στην πνευματική καλλιέργεια που προ-
100
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λευτές –τι πλάκα είχαν, προσπαθώντας να πιάσουν τα πρώτα στασίδια, μπροστά μπροστά! Τι αγκωνιές και τι τσιμπιές έπεφταν!– και στη συνέχεια και οι υπόλοιποι πολίτες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή συνωστίζονταν στους πάγκους των καταστημάτων της αγοράς ψηλαφώντας τα τρόφιμα, για να διαλέξουν τα πιο φρέσκα για το σπίτι. Αφού τα φόρτωσαν στους δούλους να τα πάνε γρήγορα στη γυναίκα, ανηφόρισαν βαριεστημένα κατά την Πνύκα. Ζήτησε το λόγο πρώτος πρώτος. Δεν φοβόταν. «Όποιος φροντίζει ν’ αποφεύγει / την κατακραυγή του κόσμου / δεν κινδυνεύει ν’ απολαύσει πολλά», όπως είχε τραγουδήσει ο Αρχίλοχος. Οι Πρυτάνεις και οι άλλοι συμπολίτες τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος νεαρός –όχι πάνω από 23 χρονών που ζητούσε το λόγο; Ο Αριστοφάνης στη σύντομη δημηγορία του κατέθεσε πρόταση να συζητηθεί το ζήτημα της ειρήνης. Η γιούχα που έφαγε δεν περιγράφεται. Γελώντας και βρίζοντας τον κατέβασαν άρον άρον, για να συνεχίσουν με τα σοβαρά ζητήματα, την ενημέρωση του λαού από το στρατηγό Φορμίωνα για την απίθανη, συντριπτική νίκη του Αθηναϊκού στόλου έναντι των υπέρτερων Πελοποννησίων σε μια ναυμαχία στα ανοιχτά της Ναυπάκτου. Ο κακομοίρης ο Αριστοφάνης, με το χιτώνα του ακόμα τσαλακωμένο από τα τραβήγματα και τις σπρωξιές που έφαγε όταν τον κατέβαζαν από το βήμα καθόταν παράμερα και κοίταζε τους συμπολίτες του. Όχι τον ομιλητή, το στρατηγό Φορμίωνα, ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά μυαλά της εποχής του, εξέχον στέλεχος της αριστοκρατικής μερίδας. Κοίταζε τους συμπολίτες του, πώς ρουφούσαν τα λόγια σαν υπνωτισμένοι, εκστασιασμένοι από τη μεγά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
101
λη νίκη, με την όρεξή τους για νέες μάχες για νέα κατορθώματα να θεριεύει. Η σκηνή αυτή, η στάση και οι αντιδράσεις των Αθηναίων απέναντι στον εκφραστικό ομιλητή τού θύμισε απίστευτα θέατρο. Και εκεί, κάτι αντίστοιχο γινόταν, απλά ο ηθοποιός στεκόταν στο χαμηλότερο σημείο και οι θεατές στο ψηλότερο. Ο κύβος ερρίφθη. Την απόφαση που πήρε, την ξέρετε καλά. Αφού το ένα πάλκο τον έφτυσε, θ’ αφιερωνόταν στο άλλο. Το δράμα, βέβαια, του φαινόταν άπιαστο. Εδώ δεν μπόρεσε καλά καλά ν’ αρθρώσει μια πρόταση στην Εκκλησία του Δήμου χωρίς να γελάσουν οι συμπολίτες του, θα κατόρθωνε να φτιάξει κάτι ισάξιο με το «Δίνει μεγάλη παρηγοριά κι αλάφρωση όταν κάποιος, / θρηνολογώντας τα πικρά του πάθη, / κάνει να κλάψουν κι όσοι τον ακούνε» του Αισχύλου; Σε καμία περίπτωση. Ένας άλλος δρόμος ήταν ορθάνοιχτος μπροστά του: Ο δρόμος της κωμωδίας. Ενθαρρυμένος και από το στενό πλέον φίλο του, τον Εύπολι, ξεκίνησε να γράφει. Και ξεκίνησε να γράφει κάτι πραγματικά καινούργιο. Οι παλιές ιστορίες και τα παλιά κωμικά θέματα δεν τον κάλυπταν. Ένιωθε ότι δεν μπορούσαν να χωρέσουν όλα αυτά που ήθελε να εκφράσει. Κι έτσι έφτιαξε τους «Δαιταλείς». Αυτή η πρώτη του προσπάθεια, οι Γλεντοκόποι, είχε στόχο να πείσει τους συμπολίτες του, να παλεύουν να πάρουν τη σωστή μόρφωση. Έτσι θα κατάφερναν να μην γίνονται υποχείρια των εύγλωττων απατεώνων που τους έκαναν ό, τι ήθελαν. Μικρός, όπως ήταν, πίστευε ότι ο τρόπος που είχε ανατραφεί αυτός, με έμφαση στο χτίσιμο του σώματος από τον παιδοτρίβη, στη μουσική παιδεία από τον κιθαριστή και στην πνευματική καλλιέργεια που προ-
102
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σφερόταν με τη μάθηση των επικών και λυρικών ποιητών, ήταν ο καλύτερος. Σ’ αυτόν χρωστούσε –έτσι νόμιζε– το ότι μπορούσε να διακρίνει το σωστό και το λάθος. Έτσι –θεωρούσε– δημιουργούνταν οι σωστοί και ενάρετοι πολίτες. Έφτιαχναν ένα καλοσχηματισμένο σώμα και μάθαιναν να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο τις ώρες που γυμνάζονταν στην παλαίστρα. Καλλιεργούσαν τη φωνή τους, ενώ με τους ομαδικούς χορούς ενίσχυαν τη συλλογικότητα, στο κιθαροδιδασκαλείο. Τέλος, με την ανάγνωση κι αποστήθιση των ποιημάτων των κλασσικών, έρχονταν σε επαφή με τα κατορθώματα των ηρώων, αποκτώντας σωστά πρότυπα, ενώ παράλληλα έβλεπαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το πώς αυτοί τιμωρούνταν από τους θεούς όταν ξεπερνούσαν τα όρια. Οδηγός του σ’ αυτές τις απόψεις ο στίχος του Αισχύλου: «Όποιος ξέρει πολλά σοφός δεν είναι, / μα εκείνος που τα χρήσιμα γνωρίζει.» Εκείνες τις μέρες όμως, έβλεπε μια νέα μανία να έχει ξεχυθεί στους δρόμους της Αθήνας. Γύρω από περιφερόμενους γυρολόγους, δασκάλους που υπόσχονταν να μάθουν στους μαθητές τους τα πάντα, εύκολα, άκοπα και σε καλές τιμές, μαζεύονταν σαν μελίσσια οι Αθηναίοι, αδροπληρώνοντάς τους για να τους μάθουν, τι; Να μιλάνε! Λες και ο Οδυσσέας είχε τέτοιους ρητοροδιδάσκαλους για να μαγνητίζει τα πλήθη. Αλλοίμονο! Τη θέση του παιδοτρίβη είχαν πάρει οι οινοχόοι των συμποσίων. Όχι ότι πριν δεν γίνονταν συμπόσια. Γίνονταν και παραγίνονταν. Αλλά πλέον, με το που χάραζε ο ήλιος οι Αθηναίοι έτρεχαν όχι στην παλαίστρα, αλλά στα σπίτια των πλουσίων που φιλοξενούσαν τους φανφαρολόγους. Ξημεροβραδιάζονταν εκεί, ακούγοντάς τους σαν μαγεμένοι. Αν δεν είχες, όμως –σκεφτόταν
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
103
ο Αριστοφάνης, καθώς έγραφε τους «Δαιταλείς» – για στέρεες βάσεις έναν Όμηρο, έναν Ησίοδο, έναν Αισχύλο, τότε πού πήγαινες; Η κωμωδία που έγραψε δεν ήταν κωμωδία. Ένα σχολικό ανέκδοτο ήταν. Μάζεψε τα αστεία που έκανε με τους συμμαθητές του για τη γλώσσα του Ομήρου, καθώς και τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν για τον τρόπο που μορφώνονταν τα παιδιά των πλουσίων και τα έστησε σα μια ιστορία: Ένας πατέρας από την ύπαιθρο στέλνει το μεγάλο του παιδί στην πόλη για να σπουδάσει και να μορφωθεί. Το όνομά του, Καταπύγων, δηλαδή Ξεκωλιάρης. Καταπύγων έφυγε από το πατρικό σπίτι, Ξεκωλιάρης γύρισε, έχοντας σπουδάσει στα συμπόσια και στις κραιπάλες. Ο πατέρας τραβάει τα μαλλιά του από την απόγνωση, αλλά ευτυχώς έχει και το μικρότερο γιο του, ο οποίος ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κι ακολουθεί την κλασσική παιδεία. Ο Αριστοφάνης μετάνιωσε για τούτη την κωμωδία. Μπορεί να γέλασε ο κόσμος, αλλά τι πιο εύκολο από το να γελάσεις με τα καμώματα ενός τρυφηλού υπερόπτη νέου που «δεν έμαθε τίποτα απ’ όσα τον έστειλα να μάθει, / αλλά μονάχα να πίνει, να τραγουδάει φριχτά, / να τρώει σα Συρακούσιος, να γλεντάει σα Συβαρίτης / και να κοπανάει χιώτικο κρασί από σπαρτιάτικες κανάτες!» Ή, που διαμαρτύρεται στον πατέρα του, «Εμένα που συνήθισα ν’ ασχολούμαι με αυλούς και λύρες / θα με βάλεις να σκάβω;» και που περηφανεύεται ότι «το κορμί μου είναι λείο σα χέλι!». Ποιος από τους θεατές δεν θα έβαζε τα γέλια βλέποντας, επιτέλους, να γελοιοποιούνται λέξεις νεκρές, όπως οι ομηρικές «κόρυμβα» και «αμενηνά κάρηνα» και «ιδυίους» και «οπυίειν», λέξεις που ήσαν υποχρεωμένοι να τις μαθαίνουν, χωρίς να
102
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σφερόταν με τη μάθηση των επικών και λυρικών ποιητών, ήταν ο καλύτερος. Σ’ αυτόν χρωστούσε –έτσι νόμιζε– το ότι μπορούσε να διακρίνει το σωστό και το λάθος. Έτσι –θεωρούσε– δημιουργούνταν οι σωστοί και ενάρετοι πολίτες. Έφτιαχναν ένα καλοσχηματισμένο σώμα και μάθαιναν να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο τις ώρες που γυμνάζονταν στην παλαίστρα. Καλλιεργούσαν τη φωνή τους, ενώ με τους ομαδικούς χορούς ενίσχυαν τη συλλογικότητα, στο κιθαροδιδασκαλείο. Τέλος, με την ανάγνωση κι αποστήθιση των ποιημάτων των κλασσικών, έρχονταν σε επαφή με τα κατορθώματα των ηρώων, αποκτώντας σωστά πρότυπα, ενώ παράλληλα έβλεπαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το πώς αυτοί τιμωρούνταν από τους θεούς όταν ξεπερνούσαν τα όρια. Οδηγός του σ’ αυτές τις απόψεις ο στίχος του Αισχύλου: «Όποιος ξέρει πολλά σοφός δεν είναι, / μα εκείνος που τα χρήσιμα γνωρίζει.» Εκείνες τις μέρες όμως, έβλεπε μια νέα μανία να έχει ξεχυθεί στους δρόμους της Αθήνας. Γύρω από περιφερόμενους γυρολόγους, δασκάλους που υπόσχονταν να μάθουν στους μαθητές τους τα πάντα, εύκολα, άκοπα και σε καλές τιμές, μαζεύονταν σαν μελίσσια οι Αθηναίοι, αδροπληρώνοντάς τους για να τους μάθουν, τι; Να μιλάνε! Λες και ο Οδυσσέας είχε τέτοιους ρητοροδιδάσκαλους για να μαγνητίζει τα πλήθη. Αλλοίμονο! Τη θέση του παιδοτρίβη είχαν πάρει οι οινοχόοι των συμποσίων. Όχι ότι πριν δεν γίνονταν συμπόσια. Γίνονταν και παραγίνονταν. Αλλά πλέον, με το που χάραζε ο ήλιος οι Αθηναίοι έτρεχαν όχι στην παλαίστρα, αλλά στα σπίτια των πλουσίων που φιλοξενούσαν τους φανφαρολόγους. Ξημεροβραδιάζονταν εκεί, ακούγοντάς τους σαν μαγεμένοι. Αν δεν είχες, όμως –σκεφτόταν
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
103
ο Αριστοφάνης, καθώς έγραφε τους «Δαιταλείς» – για στέρεες βάσεις έναν Όμηρο, έναν Ησίοδο, έναν Αισχύλο, τότε πού πήγαινες; Η κωμωδία που έγραψε δεν ήταν κωμωδία. Ένα σχολικό ανέκδοτο ήταν. Μάζεψε τα αστεία που έκανε με τους συμμαθητές του για τη γλώσσα του Ομήρου, καθώς και τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν για τον τρόπο που μορφώνονταν τα παιδιά των πλουσίων και τα έστησε σα μια ιστορία: Ένας πατέρας από την ύπαιθρο στέλνει το μεγάλο του παιδί στην πόλη για να σπουδάσει και να μορφωθεί. Το όνομά του, Καταπύγων, δηλαδή Ξεκωλιάρης. Καταπύγων έφυγε από το πατρικό σπίτι, Ξεκωλιάρης γύρισε, έχοντας σπουδάσει στα συμπόσια και στις κραιπάλες. Ο πατέρας τραβάει τα μαλλιά του από την απόγνωση, αλλά ευτυχώς έχει και το μικρότερο γιο του, ο οποίος ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κι ακολουθεί την κλασσική παιδεία. Ο Αριστοφάνης μετάνιωσε για τούτη την κωμωδία. Μπορεί να γέλασε ο κόσμος, αλλά τι πιο εύκολο από το να γελάσεις με τα καμώματα ενός τρυφηλού υπερόπτη νέου που «δεν έμαθε τίποτα απ’ όσα τον έστειλα να μάθει, / αλλά μονάχα να πίνει, να τραγουδάει φριχτά, / να τρώει σα Συρακούσιος, να γλεντάει σα Συβαρίτης / και να κοπανάει χιώτικο κρασί από σπαρτιάτικες κανάτες!» Ή, που διαμαρτύρεται στον πατέρα του, «Εμένα που συνήθισα ν’ ασχολούμαι με αυλούς και λύρες / θα με βάλεις να σκάβω;» και που περηφανεύεται ότι «το κορμί μου είναι λείο σα χέλι!». Ποιος από τους θεατές δεν θα έβαζε τα γέλια βλέποντας, επιτέλους, να γελοιοποιούνται λέξεις νεκρές, όπως οι ομηρικές «κόρυμβα» και «αμενηνά κάρηνα» και «ιδυίους» και «οπυίειν», λέξεις που ήσαν υποχρεωμένοι να τις μαθαίνουν, χωρίς να
104
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τους λένε όμως τίποτα; Όχι, τα αστεία του Αριστοφάνη ήταν πολύ πετυχημένα. Ειδικά μια στιχομυθία έκανε τους θεατές να σηκωθούν έξαλλοι και να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν λυμένοι από τα γέλια, για το πόσο ταιριαστά είχε ταιριάξει ο νεαρός ποιητής λέξεις περίεργες με διάσημες προσωπικότητες της πόλης: Καταπύγων: «Εσύ’ σαι λειψανίδιο για κόλλυβα και ξόμπλια.» Πατέρας: «Άκου τον! “Λειψανίδιο”. Αυτό είναι του Λυσίστρατου.» Κατ.: «Κι όπως οι μέρες θα περνούν θα σε λουφάξει ο χρόνος.» Πατ.: «Στους ρήτορες το ψάρεψε τούτο το “λουφάξει”». Κατ.: «Τα λόγια μου σε βάρος σου θα γοργοκαταλήξουν.» Πατ.: «Ειν’ του Αλκιβιάδη σίγουρα το “γοργοκαταλήξουν”»! Κατ.: «Πώς υπουλοσυκοφαντείς και κατακρίνεις άντρες πού ’ναι καλοί κι αγαθοί;» Πατ.: «Θρασύμαχε, ω Θεοί! Ποιος δικηγόρος άραγε τα δασκαλεύει τούτα;» Ο Αριστοφάνης, όμως, απέτυχε να περάσει το μήνυμα που ήθελε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Ή μάλλον, το υποψιαζόταν αλλά αρνιόταν να το δεχτεί. Το μήνυμα αυτό ήταν ότι βρισκόταν πίσω από την εποχή του. Η κοινωνία το είχε ξεπεράσει. Άλλωστε, με τον πόλεμο να μαίνεται, ποιος νοιαζόταν για την ανατροφή των νέων; Κάτσε να δούμε αν θα ζήσουμε και σε τι κόσμο, και τ’ άλλα τα βλέπουμε. Αυτή η βιασύνη, αυτό το άγχος να τα προλάβουμε όλα, τώρα, γρήγορα και ψιλοαποτελεσματικά, μιας και το αύριο είναι στην κυριολεξία αβέβαιο, είχε διαπεράσει βαθιά όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής στην Αθήνα, με απο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
105
τέλεσμα εκείνοι που φαίνονταν να επενδύουν στο μακρινό μέλλον και ν’ ανησυχούν γι’ αυτό, ν’ αντιμετωπίζονται σα να τους έχουν πάρει το μυαλό οι νύμφες, που μια βραδιά κάναν μαζί τους... μπάνιο σε κάποια λίμνη. Για αρκετό καιρό μετά τη διδασκαλία αυτής της κωμωδίας, στα Λήναια (τη χειμερινή γιορτή του Διονύσου), ο Αριστοφάνης προσπαθούσε να δει τον αντίκτυπό της στους συμπολίτες γύρω του. Τι διαπίστωσε; Πρώτον: Όλοι αυτοί που κάνανε κουμάντο στην πόλη, αυτό το τόσο καταστροφικό κουμάντο, είχαν πάρει στα νιάτα τους κλασσική παιδεία, αυτήν που αυτός εκθείαζε. Όλοι τους είχαν καλοχτισμένα σώματα, ήξεραν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και έπαιζαν αυλό ή λύρα. Αυτό δεν τους έκανε, όμως, καλούς πολίτες, όχι τουλάχιστον με τα κριτήρια που είχε ο ίδιος. Δεύτερον: αυτό που ονειρευόταν, η σωστή παιδεία για όλο το λαό, ήταν πολυτέλεια για την εποχή του. Τα περισσότερα παιδιά των Αθηναίων περιορίζονταν στο να μάθουν λίγα κολλυβογράμματα, για να μπορούν να στέκονται με αξιοπρέπεια στην πόλη και στις συναλλαγές που απαιτούσε η ζωή σ’ αυτήν. Άλλωστε, οι άμεσες ανάγκες της πόλης ήταν για στρατιώτες, όχι φιλόσοφους! Μετά, αν γλίτωναν από τον πόλεμο, πάλευαν να μάθουν καμιά τέχνη, ανταγωνιζόμενοι τους πλούσιους μέτοικους που είχαν ανοίξει μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες στην Αθήνα ή να φροντίσουν κανά χωραφάκι, απ’ αυτά που ασφυκτιούσαν, πνιγμένα ανάμεσα στα μεγάλα τσιφλίκια των παλιών αριστοκρατών. Αυτοί όμως που είχαν την οικονομική άνεση, αυτοί προχωρούσαν τις σπουδές τους. Όχι κατ’ ανάγκη ειδικευόμενοι σε κάποια επιστήμη ή τέχνη. Άλλωστε οι τέχνες δεν ήθελαν μεγάλη σπουδή. Μεράκι χρειαζόταν,
104
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τους λένε όμως τίποτα; Όχι, τα αστεία του Αριστοφάνη ήταν πολύ πετυχημένα. Ειδικά μια στιχομυθία έκανε τους θεατές να σηκωθούν έξαλλοι και να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν λυμένοι από τα γέλια, για το πόσο ταιριαστά είχε ταιριάξει ο νεαρός ποιητής λέξεις περίεργες με διάσημες προσωπικότητες της πόλης: Καταπύγων: «Εσύ’ σαι λειψανίδιο για κόλλυβα και ξόμπλια.» Πατέρας: «Άκου τον! “Λειψανίδιο”. Αυτό είναι του Λυσίστρατου.» Κατ.: «Κι όπως οι μέρες θα περνούν θα σε λουφάξει ο χρόνος.» Πατ.: «Στους ρήτορες το ψάρεψε τούτο το “λουφάξει”». Κατ.: «Τα λόγια μου σε βάρος σου θα γοργοκαταλήξουν.» Πατ.: «Ειν’ του Αλκιβιάδη σίγουρα το “γοργοκαταλήξουν”»! Κατ.: «Πώς υπουλοσυκοφαντείς και κατακρίνεις άντρες πού ’ναι καλοί κι αγαθοί;» Πατ.: «Θρασύμαχε, ω Θεοί! Ποιος δικηγόρος άραγε τα δασκαλεύει τούτα;» Ο Αριστοφάνης, όμως, απέτυχε να περάσει το μήνυμα που ήθελε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Ή μάλλον, το υποψιαζόταν αλλά αρνιόταν να το δεχτεί. Το μήνυμα αυτό ήταν ότι βρισκόταν πίσω από την εποχή του. Η κοινωνία το είχε ξεπεράσει. Άλλωστε, με τον πόλεμο να μαίνεται, ποιος νοιαζόταν για την ανατροφή των νέων; Κάτσε να δούμε αν θα ζήσουμε και σε τι κόσμο, και τ’ άλλα τα βλέπουμε. Αυτή η βιασύνη, αυτό το άγχος να τα προλάβουμε όλα, τώρα, γρήγορα και ψιλοαποτελεσματικά, μιας και το αύριο είναι στην κυριολεξία αβέβαιο, είχε διαπεράσει βαθιά όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής στην Αθήνα, με απο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
105
τέλεσμα εκείνοι που φαίνονταν να επενδύουν στο μακρινό μέλλον και ν’ ανησυχούν γι’ αυτό, ν’ αντιμετωπίζονται σα να τους έχουν πάρει το μυαλό οι νύμφες, που μια βραδιά κάναν μαζί τους... μπάνιο σε κάποια λίμνη. Για αρκετό καιρό μετά τη διδασκαλία αυτής της κωμωδίας, στα Λήναια (τη χειμερινή γιορτή του Διονύσου), ο Αριστοφάνης προσπαθούσε να δει τον αντίκτυπό της στους συμπολίτες γύρω του. Τι διαπίστωσε; Πρώτον: Όλοι αυτοί που κάνανε κουμάντο στην πόλη, αυτό το τόσο καταστροφικό κουμάντο, είχαν πάρει στα νιάτα τους κλασσική παιδεία, αυτήν που αυτός εκθείαζε. Όλοι τους είχαν καλοχτισμένα σώματα, ήξεραν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και έπαιζαν αυλό ή λύρα. Αυτό δεν τους έκανε, όμως, καλούς πολίτες, όχι τουλάχιστον με τα κριτήρια που είχε ο ίδιος. Δεύτερον: αυτό που ονειρευόταν, η σωστή παιδεία για όλο το λαό, ήταν πολυτέλεια για την εποχή του. Τα περισσότερα παιδιά των Αθηναίων περιορίζονταν στο να μάθουν λίγα κολλυβογράμματα, για να μπορούν να στέκονται με αξιοπρέπεια στην πόλη και στις συναλλαγές που απαιτούσε η ζωή σ’ αυτήν. Άλλωστε, οι άμεσες ανάγκες της πόλης ήταν για στρατιώτες, όχι φιλόσοφους! Μετά, αν γλίτωναν από τον πόλεμο, πάλευαν να μάθουν καμιά τέχνη, ανταγωνιζόμενοι τους πλούσιους μέτοικους που είχαν ανοίξει μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες στην Αθήνα ή να φροντίσουν κανά χωραφάκι, απ’ αυτά που ασφυκτιούσαν, πνιγμένα ανάμεσα στα μεγάλα τσιφλίκια των παλιών αριστοκρατών. Αυτοί όμως που είχαν την οικονομική άνεση, αυτοί προχωρούσαν τις σπουδές τους. Όχι κατ’ ανάγκη ειδικευόμενοι σε κάποια επιστήμη ή τέχνη. Άλλωστε οι τέχνες δεν ήθελαν μεγάλη σπουδή. Μεράκι χρειαζόταν,
106
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
όρεξη και ταλέντο. Γι’ αυτό και τις τέχνες τις μάθαιναν απλοί άνθρωποι. Όχι. Τα πλουσιόπαιδα ακολουθώντας τη μόδα, το συρμό, γίνονταν ένα με όλους αυτούς που έπαιρναν από πίσω το καινούριο και γι’ αυτό ελκυστικό φρούτο, τους σοφιστές. Όσο όμως ο ποιητής μας γύριζε στην Αγορά μαζεύοντας γνώμες, ένα σαράκι του κατάτρωγε τα σωθικά. Γιατί, άραγε, να ήταν λάθος –κι αν όχι λάθος, τουλάχιστον ανεπίκαιρη– η συζήτηση που είχε πριν χρόνια ο Περικλής με το Σοφιστή Πρωταγόρα για το εάν φταίει το δόρυ ή αυτός που το πέταξε για τον φόνο κάποιου; Ίσα ίσα, σαν ερώτημα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Άκαιρο, άσκοπο, αλλά ενδιαφέρον. Τη χαριστική βολή, αυτή που του έδειξε ότι η διαχωριστική γραμμή ήταν αλλού, και όχι στο «νέα» και «παλιά» παιδεία, ήταν η φράση του μεγάλου Πρωταγόρα, που του μετέφερε ένας από τους μαθητές του, όταν τον πλησίασε για να του πει τη γνώμη του για τους «Δαιταλείς»: «Όταν ο δάσκαλος βλέπει ότι τα παιδιά έχουν μάθει να διαβάζουν, τους βάζει στα θρανία και τους αναγκάζει να μαθαίνουν απέξω έργα καλών ποιητών, που περιέχουν πλήθος νουθεσίες, πολλές περιγραφές και επαίνους και εγκώμια παλαιών αγαθών ανδρών, ώστε ο μαθητής να φιλοτιμιέται να τους μιμηθεί και να τους μοιάσει.» Στην αρχή δεν κατάλαβε που διέφερε η σκέψη του και ο τρόπος που την αποτύπωσε στους Δαιταλείς απ’ αυτή την ατάκα. Μετά, όμως, ξανάφερε τα λόγια στο μυαλό του, με τον τρόπο που του τα είπε ο συνομιλητής του. Τον πλημμύρισε ένα αίσθημα μιζέριας κι απογοήτευσης. Το φιλότιμο ήταν αυτό που προσπαθούσαν να ξυπνήσουν οι γραμματιστές. Όχι να κάνουν το περιεχόμενο των ποιημάτων συνείδηση των παιδιών. Το φιλότιμο, όμως, είναι το πιο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
107
περίεργο κι απρόβλεπτο πράγμα στην ψυχή των Αθηναίων. Ξεκινάς να το χαϊδεύεις κι αυτό καταλήγει να γυρνάει και να σου δαγκώνει το χέρι. Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε τον εαυτό του λίγα χρόνια πριν, όταν ο δικός του γραμματιστής προσπαθούσε να του ξυπνήσει το κοιμισμένο του φιλότιμο. Προσπάθησε να θυμηθεί πόσα ποιήματα του Αρχίλοχου (εκείνου του πολύ παλαιού λυρικού ποιητή από την Πάρο, που όντας μισθοφόρος σε κάποιον αδιάφορο γι’ αυτόν πόλεμο, δεν είχε διστάσει να πετάξει την ασπίδα και να τρέξει να σωθεί) του είχε διδάξει ο γέροντας δάσκαλός του. Πότε πρωτοδιάβασε το «Όσο για την ασπίδα, εκείνο το έργο τέχνης / που αναγκάστηκα ν’ αφήσω ανάμεσα στους θάμνους, / σίγουρα κάποιος Σάιος θα την απολαμβάνει. / Μα, τον εαυτούλη μου δεν γλίτωσα; Τι σκοτίζομαι για κείνη; / Αρπάζω αργότερα μιαν ίδια – για να μην πω καλύτερη»; Σίγουρα δεν του το έμαθε ο κιθαροδιδάσκαλος. Όχι. Στα πόδια του Καλλίστρατου το πρωτάκουσε. Τι φιλότιμο να ξυπνούσε, άλλωστε, στην παιδική ψυχή ένα ποίημα που φαινόταν να υμνεί τη δειλία στη μάχη; Όμως ο δάσκαλος δεν απέρριψε από το πρόγραμμά του τον Αρχίλοχο εξαιτίας της φαινομενικής δειλίας του. Αντίθετα, τον φιλτράρισε και διάλεξε ένα «ανώδυνο» τραγούδι για να διδάξει στους μαθητές του: «Καράβια γρήγορα σε θάλασσα βαθιά συγκλονισμένη. / Τα πανιά μαζεμένα, τα κατάρτια βγαλμένα. / Πάρε από δίπλα τον καιρό. / Σώσε τους, να σε θυμούνται. / Διώξε το φόβο, μην το αφήσεις να εμπλακεί. / Βουνό το κύμα απάτητο, όμως εσύ / έχεις φροντίσει για το δρόμο». Δεν τους έκρυψε τον Αρχίλοχο. Τους έδωσε μια μικρή γεύση απ’ αυτόν, αφήνοντάς τους να τον ψάξουν καλύτερα αργότερα, πιο ώριμοι και πιο έμπειροι, πιο ικανοί να συνδέσουν
106
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
όρεξη και ταλέντο. Γι’ αυτό και τις τέχνες τις μάθαιναν απλοί άνθρωποι. Όχι. Τα πλουσιόπαιδα ακολουθώντας τη μόδα, το συρμό, γίνονταν ένα με όλους αυτούς που έπαιρναν από πίσω το καινούριο και γι’ αυτό ελκυστικό φρούτο, τους σοφιστές. Όσο όμως ο ποιητής μας γύριζε στην Αγορά μαζεύοντας γνώμες, ένα σαράκι του κατάτρωγε τα σωθικά. Γιατί, άραγε, να ήταν λάθος –κι αν όχι λάθος, τουλάχιστον ανεπίκαιρη– η συζήτηση που είχε πριν χρόνια ο Περικλής με το Σοφιστή Πρωταγόρα για το εάν φταίει το δόρυ ή αυτός που το πέταξε για τον φόνο κάποιου; Ίσα ίσα, σαν ερώτημα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Άκαιρο, άσκοπο, αλλά ενδιαφέρον. Τη χαριστική βολή, αυτή που του έδειξε ότι η διαχωριστική γραμμή ήταν αλλού, και όχι στο «νέα» και «παλιά» παιδεία, ήταν η φράση του μεγάλου Πρωταγόρα, που του μετέφερε ένας από τους μαθητές του, όταν τον πλησίασε για να του πει τη γνώμη του για τους «Δαιταλείς»: «Όταν ο δάσκαλος βλέπει ότι τα παιδιά έχουν μάθει να διαβάζουν, τους βάζει στα θρανία και τους αναγκάζει να μαθαίνουν απέξω έργα καλών ποιητών, που περιέχουν πλήθος νουθεσίες, πολλές περιγραφές και επαίνους και εγκώμια παλαιών αγαθών ανδρών, ώστε ο μαθητής να φιλοτιμιέται να τους μιμηθεί και να τους μοιάσει.» Στην αρχή δεν κατάλαβε που διέφερε η σκέψη του και ο τρόπος που την αποτύπωσε στους Δαιταλείς απ’ αυτή την ατάκα. Μετά, όμως, ξανάφερε τα λόγια στο μυαλό του, με τον τρόπο που του τα είπε ο συνομιλητής του. Τον πλημμύρισε ένα αίσθημα μιζέριας κι απογοήτευσης. Το φιλότιμο ήταν αυτό που προσπαθούσαν να ξυπνήσουν οι γραμματιστές. Όχι να κάνουν το περιεχόμενο των ποιημάτων συνείδηση των παιδιών. Το φιλότιμο, όμως, είναι το πιο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
107
περίεργο κι απρόβλεπτο πράγμα στην ψυχή των Αθηναίων. Ξεκινάς να το χαϊδεύεις κι αυτό καταλήγει να γυρνάει και να σου δαγκώνει το χέρι. Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε τον εαυτό του λίγα χρόνια πριν, όταν ο δικός του γραμματιστής προσπαθούσε να του ξυπνήσει το κοιμισμένο του φιλότιμο. Προσπάθησε να θυμηθεί πόσα ποιήματα του Αρχίλοχου (εκείνου του πολύ παλαιού λυρικού ποιητή από την Πάρο, που όντας μισθοφόρος σε κάποιον αδιάφορο γι’ αυτόν πόλεμο, δεν είχε διστάσει να πετάξει την ασπίδα και να τρέξει να σωθεί) του είχε διδάξει ο γέροντας δάσκαλός του. Πότε πρωτοδιάβασε το «Όσο για την ασπίδα, εκείνο το έργο τέχνης / που αναγκάστηκα ν’ αφήσω ανάμεσα στους θάμνους, / σίγουρα κάποιος Σάιος θα την απολαμβάνει. / Μα, τον εαυτούλη μου δεν γλίτωσα; Τι σκοτίζομαι για κείνη; / Αρπάζω αργότερα μιαν ίδια – για να μην πω καλύτερη»; Σίγουρα δεν του το έμαθε ο κιθαροδιδάσκαλος. Όχι. Στα πόδια του Καλλίστρατου το πρωτάκουσε. Τι φιλότιμο να ξυπνούσε, άλλωστε, στην παιδική ψυχή ένα ποίημα που φαινόταν να υμνεί τη δειλία στη μάχη; Όμως ο δάσκαλος δεν απέρριψε από το πρόγραμμά του τον Αρχίλοχο εξαιτίας της φαινομενικής δειλίας του. Αντίθετα, τον φιλτράρισε και διάλεξε ένα «ανώδυνο» τραγούδι για να διδάξει στους μαθητές του: «Καράβια γρήγορα σε θάλασσα βαθιά συγκλονισμένη. / Τα πανιά μαζεμένα, τα κατάρτια βγαλμένα. / Πάρε από δίπλα τον καιρό. / Σώσε τους, να σε θυμούνται. / Διώξε το φόβο, μην το αφήσεις να εμπλακεί. / Βουνό το κύμα απάτητο, όμως εσύ / έχεις φροντίσει για το δρόμο». Δεν τους έκρυψε τον Αρχίλοχο. Τους έδωσε μια μικρή γεύση απ’ αυτόν, αφήνοντάς τους να τον ψάξουν καλύτερα αργότερα, πιο ώριμοι και πιο έμπειροι, πιο ικανοί να συνδέσουν
108
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
την ποίησή του με τη ζωή τους, να την κάνουν κομμάτι τους. Ένιωσε ευγνωμοσύνη για κείνον το δάσκαλο. Η ψυχρολουσία, όμως, που είχε πάθει για το εκπαιδευτικό μοντέλο που είχε στο μυαλό του, έκανε τον Αριστοφάνη ν’ αλλάξει προσωρινά ρότα. Όχι, δεν αποφάσισε να σταματήσει την από σκηνής διδασκαλία. Ίσα ίσα. Απλά, ήθελε τα θέματά του πλέον να είναι πιο... επίκαιρα. Πιο προσγειωμένα, άρα και πιο εύστοχα. Είχε άλλωστε περιθώριο να ξανασχοληθεί με το θέμα, όταν θα έβλεπε ότι το κλίμα ήταν καταλληλότερο. Για την ιστορία, ο Αριστοφάνης ξανάπιασε το θέμα της παιδείας μετά από τρία χρόνια σε μια κωμωδία που θεωρούσε μια από τις καλύτερές του. Και τότε όμως η ψυχρολουσία που του επεφύλαξαν οι συμπολίτες του ήταν τέτοια που τον ανάγκασε να ξαναπιάσει το κείμενο των “Νεφελών” του και να το ξαναδουλέψει, με αποτέλεσμα εμείς σήμερα να έχουμε μια διαφορετική κωμωδία από κείνη που δίδαξε ο ποιητής στο Θέατρο του Διονύσου το 423 π.Χ. Ας επιστρέψουμε όμως στο σημείο που μείναμε προηγουμένως. Ο Αριστοφάνης βλέποντας τη μανία του Πολέμου γύρω του να φουντώνει, αποφάσισε να παρέμβει στη συνείδηση των συμπολιτών του καλώντας τους να πάρουν θέση για πράγματα πολύ πιο άμεσα. Γι’ αυτό έγραψε τους «Βαβυλώνιους». Την αφορμή τη βρήκε καθώς διάβαζε ξανά ένα λυρικό ποίημα του Αλκαίου. «Πολεμώντας μαζί με τους Βαβυλώνιους εκτέλεσες / μεγάλο άθλο και τους γλίτωσες απ’ τα βάσανα / σκοτώνοντας άντρα πολεμιστή που του ’λειπε / μόνο μια παλάμη από πέντε / βασιλικούς πήχες». Κράτησε την απελευθέρωση των Βαβυλώνιων σκλάβων από τον τερατώδη δυνάστη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
109
τους, αφαίρεσε τους σκοτωμούς και τους ηρωισμούς, πρόσθεσε κωμικές καταστάσεις και σπόντες για τα πολιτικά πράματα του καιρού του, εύκολα αναγνωρίσιμες από τους συμπολίτες του, και να! Μια σπαρταριστή και άκρως προκλητική κωμωδία! Και τώρα, μετά τη διδασκαλία των «Βαβυλώνιων» και –κυρίως– μετά την καταγγελία του Κλέωνα, είχε πειστεί ότι πήγαινε στο σωστό δρόμο και είχε πεισμώσει ακόμα περισσότερο. Αυτή η λυσσαλέα αντίδραση ενός ανθρώπου που στο μυαλό του Αριστοφάνη συμπύκνωνε όλα τα στραβά εκείνης της εποχής, τον έπειθε ότι το μήνυμα που ήθελε να στείλει ήταν ουσιαστικό κι αντιμετωπιζόταν από τους εχθρούς του σαν πραγματικά επικίνδυνο. Κι έτσι πήρε θάρρος για τη συνέχεια. Θα πήγαινε το πράγμα ακόμα παραπέρα. Το είχε πάρει απόφαση. Θα μιλούσε για το μοναδικό πράγμα που δεν μιλάνε όσοι εμπλέκονται σε πόλεμο. Θα έφτιαχνε το πρώτο έργο στην ιστορία, που σε καιρό πολέμου δεν θα υμνούσε την ανδρεία και την γενναιότητα του στρατού, αλλά θ’ απηύθυνε κάλεσμα για ειρήνη. Έτσι και νικούσε τον Κλέωνα στο Δικαστήριο, τότε τίποτα δε θα τον σταματούσε. Δεν τολμούσε όμως να σκεφτεί τι θα πάθαινε αν έχανε... Χωρίς να το έχει καταλάβει, χαμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, είχε φτάσει στον Ναό της Αφαίας. Κοίταξε μια προς τον κάμπο, όπου βρίσκονταν τα νέα χτήματα του πατέρα του και μετά κάρφωσε τη ματιά του κατά τη μεριά που, όταν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, διέκρινε τα λαμπερά μάρμαρα του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να τραγουδά τους στίχους του Βακχυλίδη, χωρίς να έχει πάρει είδηση την κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο κοπελίτσα που τον παρακολουθούσε:
108
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
την ποίησή του με τη ζωή τους, να την κάνουν κομμάτι τους. Ένιωσε ευγνωμοσύνη για κείνον το δάσκαλο. Η ψυχρολουσία, όμως, που είχε πάθει για το εκπαιδευτικό μοντέλο που είχε στο μυαλό του, έκανε τον Αριστοφάνη ν’ αλλάξει προσωρινά ρότα. Όχι, δεν αποφάσισε να σταματήσει την από σκηνής διδασκαλία. Ίσα ίσα. Απλά, ήθελε τα θέματά του πλέον να είναι πιο... επίκαιρα. Πιο προσγειωμένα, άρα και πιο εύστοχα. Είχε άλλωστε περιθώριο να ξανασχοληθεί με το θέμα, όταν θα έβλεπε ότι το κλίμα ήταν καταλληλότερο. Για την ιστορία, ο Αριστοφάνης ξανάπιασε το θέμα της παιδείας μετά από τρία χρόνια σε μια κωμωδία που θεωρούσε μια από τις καλύτερές του. Και τότε όμως η ψυχρολουσία που του επεφύλαξαν οι συμπολίτες του ήταν τέτοια που τον ανάγκασε να ξαναπιάσει το κείμενο των “Νεφελών” του και να το ξαναδουλέψει, με αποτέλεσμα εμείς σήμερα να έχουμε μια διαφορετική κωμωδία από κείνη που δίδαξε ο ποιητής στο Θέατρο του Διονύσου το 423 π.Χ. Ας επιστρέψουμε όμως στο σημείο που μείναμε προηγουμένως. Ο Αριστοφάνης βλέποντας τη μανία του Πολέμου γύρω του να φουντώνει, αποφάσισε να παρέμβει στη συνείδηση των συμπολιτών του καλώντας τους να πάρουν θέση για πράγματα πολύ πιο άμεσα. Γι’ αυτό έγραψε τους «Βαβυλώνιους». Την αφορμή τη βρήκε καθώς διάβαζε ξανά ένα λυρικό ποίημα του Αλκαίου. «Πολεμώντας μαζί με τους Βαβυλώνιους εκτέλεσες / μεγάλο άθλο και τους γλίτωσες απ’ τα βάσανα / σκοτώνοντας άντρα πολεμιστή που του ’λειπε / μόνο μια παλάμη από πέντε / βασιλικούς πήχες». Κράτησε την απελευθέρωση των Βαβυλώνιων σκλάβων από τον τερατώδη δυνάστη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
109
τους, αφαίρεσε τους σκοτωμούς και τους ηρωισμούς, πρόσθεσε κωμικές καταστάσεις και σπόντες για τα πολιτικά πράματα του καιρού του, εύκολα αναγνωρίσιμες από τους συμπολίτες του, και να! Μια σπαρταριστή και άκρως προκλητική κωμωδία! Και τώρα, μετά τη διδασκαλία των «Βαβυλώνιων» και –κυρίως– μετά την καταγγελία του Κλέωνα, είχε πειστεί ότι πήγαινε στο σωστό δρόμο και είχε πεισμώσει ακόμα περισσότερο. Αυτή η λυσσαλέα αντίδραση ενός ανθρώπου που στο μυαλό του Αριστοφάνη συμπύκνωνε όλα τα στραβά εκείνης της εποχής, τον έπειθε ότι το μήνυμα που ήθελε να στείλει ήταν ουσιαστικό κι αντιμετωπιζόταν από τους εχθρούς του σαν πραγματικά επικίνδυνο. Κι έτσι πήρε θάρρος για τη συνέχεια. Θα πήγαινε το πράγμα ακόμα παραπέρα. Το είχε πάρει απόφαση. Θα μιλούσε για το μοναδικό πράγμα που δεν μιλάνε όσοι εμπλέκονται σε πόλεμο. Θα έφτιαχνε το πρώτο έργο στην ιστορία, που σε καιρό πολέμου δεν θα υμνούσε την ανδρεία και την γενναιότητα του στρατού, αλλά θ’ απηύθυνε κάλεσμα για ειρήνη. Έτσι και νικούσε τον Κλέωνα στο Δικαστήριο, τότε τίποτα δε θα τον σταματούσε. Δεν τολμούσε όμως να σκεφτεί τι θα πάθαινε αν έχανε... Χωρίς να το έχει καταλάβει, χαμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, είχε φτάσει στον Ναό της Αφαίας. Κοίταξε μια προς τον κάμπο, όπου βρίσκονταν τα νέα χτήματα του πατέρα του και μετά κάρφωσε τη ματιά του κατά τη μεριά που, όταν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, διέκρινε τα λαμπερά μάρμαρα του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να τραγουδά τους στίχους του Βακχυλίδη, χωρίς να έχει πάρει είδηση την κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο κοπελίτσα που τον παρακολουθούσε:
110
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Και φέρνει στους ανθρώπους η μεγάλ’ ειρήνη τα πλούτη και τα πιο όμορφα γλυκά τραγούδια. Κάνει να καίγουνται με την ξανθιά τη φλόγα στους όμορφους βωμούς για των θεών τη χάρη μεριά βοδιών κι ομορφομάλλικων προβάτων, κι οι νέοι να καταγίνουνται με τους αγώνες, τη μουσική και τα τραγούδια. Στα χερούλια των σκουταριών τα σιδεροδεμένα μαύρες αράχνες αραχνιές υφαίνουν. Τα κοντάρια τα μυτερά, τα δίκοπα σπαθιά τα τρώει σκουριά. Κι οι χάλκινες οι σάλπιγγες δε βγάζουν φωνή. Μήτε απ’ τα βλέφαρα ο γλυκός ο ύπνος αρπάζεται όταν την καρδιά γλυκαίνει. Κι είναι γεμάτοι οι δρόμοι από χαρούμενα τραπέζια, και τον αγέρα πλημμυρούν παιδιάτικοι ύμνοι.» Η επόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη είχε γεννηθεί.
Δεύτερα Επεισόδια Αριστοφάνης, Πρωταγόρας, Ευριπίδης Τραβάτε με χαρά στις εκστρατείες σας. Όμως σ’ άλλο δρόμο πάει ο ένας, αλλού ο άλλος. Ο ένας θα πίνει σε συμπόσιο στεφανωμένος, Ενώ εσύ ριγώντας απ’ το κρύο θα φυλάς σκοπιά. Ενώ εσύ θα ξαγρυπνάς, εκείνος θα κοιμάται με μια πανέμορφη παιδούλα που το παπάρι του θα τρίβει! Αχαρνείς, 1143-1149
Ο Φίλιππος, ο πατέρας του Αριστοφάνη, ήταν στα τελευταία του. Ο οργανισμός του, πιο πολύ επηρεασμένος από την καταστροφή της περιουσίας στην Αττική και τους μπελάδες του γιου του, παρά την ανέλπιστη «απόδραση» της οικογένειας στην ασφάλεια της Αίγινας, είχε αδυνατίσει πολύ. Ο Αριστοφάνης ήταν φοβισμένος. Έτρεμε στην ιδέα να χάσει τον πατέρα του. Περίεργο για κάποιον όχι άμαθο από το θάνατο. Θέλοντας και μη, μέσα σ’ έναν μανιασμένο πόλεμο και σε μια παμφάγα αρρώστια, εξοικειώνεσαι με τον Βαρκάρη. Ειδικά όταν όλοι οι θάνατοι που βιώνεις είναι
110
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Και φέρνει στους ανθρώπους η μεγάλ’ ειρήνη τα πλούτη και τα πιο όμορφα γλυκά τραγούδια. Κάνει να καίγουνται με την ξανθιά τη φλόγα στους όμορφους βωμούς για των θεών τη χάρη μεριά βοδιών κι ομορφομάλλικων προβάτων, κι οι νέοι να καταγίνουνται με τους αγώνες, τη μουσική και τα τραγούδια. Στα χερούλια των σκουταριών τα σιδεροδεμένα μαύρες αράχνες αραχνιές υφαίνουν. Τα κοντάρια τα μυτερά, τα δίκοπα σπαθιά τα τρώει σκουριά. Κι οι χάλκινες οι σάλπιγγες δε βγάζουν φωνή. Μήτε απ’ τα βλέφαρα ο γλυκός ο ύπνος αρπάζεται όταν την καρδιά γλυκαίνει. Κι είναι γεμάτοι οι δρόμοι από χαρούμενα τραπέζια, και τον αγέρα πλημμυρούν παιδιάτικοι ύμνοι.» Η επόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη είχε γεννηθεί.
Δεύτερα Επεισόδια Αριστοφάνης, Πρωταγόρας, Ευριπίδης Τραβάτε με χαρά στις εκστρατείες σας. Όμως σ’ άλλο δρόμο πάει ο ένας, αλλού ο άλλος. Ο ένας θα πίνει σε συμπόσιο στεφανωμένος, Ενώ εσύ ριγώντας απ’ το κρύο θα φυλάς σκοπιά. Ενώ εσύ θα ξαγρυπνάς, εκείνος θα κοιμάται με μια πανέμορφη παιδούλα που το παπάρι του θα τρίβει! Αχαρνείς, 1143-1149
Ο Φίλιππος, ο πατέρας του Αριστοφάνη, ήταν στα τελευταία του. Ο οργανισμός του, πιο πολύ επηρεασμένος από την καταστροφή της περιουσίας στην Αττική και τους μπελάδες του γιου του, παρά την ανέλπιστη «απόδραση» της οικογένειας στην ασφάλεια της Αίγινας, είχε αδυνατίσει πολύ. Ο Αριστοφάνης ήταν φοβισμένος. Έτρεμε στην ιδέα να χάσει τον πατέρα του. Περίεργο για κάποιον όχι άμαθο από το θάνατο. Θέλοντας και μη, μέσα σ’ έναν μανιασμένο πόλεμο και σε μια παμφάγα αρρώστια, εξοικειώνεσαι με τον Βαρκάρη. Ειδικά όταν όλοι οι θάνατοι που βιώνεις είναι
112
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ξαφνικοί και όλα τα θύματα έφυγαν πριν την ώρα τους. Για κάποιους, μάλιστα, απ’ αυτούς τους θανάτους, για ελάχιστους, ευθυνόταν το κοντάρι και το σπαθί του. Δεν ένιωθε όμως τότε τίποτα σαν αυτό που ένιωθε τώρα που θα έχανε τον πατέρα του. Οι στίχοι του Πίνδαρου δεν αρκούσαν για να του δώσουν παρηγοριά: «Εφήμεροι. Τι είμαστε; Τι δεν είμαστε; Το όνειρο μιας σκιάς είν’ ο άνθρωπος». Τι έφταιγε για τον τρόμο του; Έτρεμε τον ζοφερό κόσμο των σκιών, αυτόν της ομηρικής Νεκυίας, της ραψωδίας όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στο βασίλειο του τρομερού Άδη κι απαντιέται με παλιούς του γνωστούς κι αγνώστους; Μα γιατί να τον φοβίζει κάτι τέτοιο; Αφού ο πατέρας του ούτε ασεβής ήταν, ούτε επίορκος, ούτε ανήθικος. Ο Άδης, το βασίλειο του Πλούτωνα δεν ήταν μόνο ένα σκοτεινό μέρος, στο οποίο οι ψυχές τριγυρνούσαν χωρίς νόημα και σκοπό, αποκομμένοι από τον κόσμο των ζωντανών. Ήταν η πηγή της ζωής για τους ανθρώπους, μιας κι αυτός και η γυναίκα του η Περσεφόνη ήσαν αυτοί που με τις ευλογίες της Δήμητρας φρόντιζαν για την καρποφορία της γης. Ο επικείμενος θάνατος του πατέρα του δεν τον έστελνε στην ανυπαρξία, αλλά τον μετέτρεπε σε ζωή. Μάλλον αυτό που φοβόταν στην πραγματικότητα ο Αριστοφάνης ήταν η συνήθεια, ή καλύτερα η απώλειά της. Κανένας απ’ αυτούς που είχε δει να σκοτώνονται δεν του ήταν τίποτα. Ήταν είτε εχθροί του, είτε μια προσωρινή συντροφιά, με ημερομηνία λήξης την αποστράτευσή τους. Ο Φίλιππος, όμως, ήταν κάτι άλλο. Ήταν ο πατέρας του. Ήταν αυτός που του είχε δώσει ζωή. Ήταν αυτός που του είχε μάθει τη ζωή. Ήταν αυτός που ό, τι και να γινόταν, βρισκόταν πάντα «εκεί», πρώτα στο Κυδαθήναιο και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
113
μετά στην Αίγινα. Δεν ήταν πάντα καλές οι σχέσεις τους. Όμως ήταν σχέσεις. Αν πέθαινε, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του Αριστοφάνη έκλεινε. Ο πατέρας του πλέον δεν θα ήταν «εκεί». Θα πήγαινε Αλλού. Κάπου που ο Αριστοφάνης δεν θα μπορούσε να τον βρει πριν πεθάνει κι αυτός ο ίδιος. Και ο Αριστοφάνης δεν είχε σκοπό να πεθάνει σύντομα, ανεξάρτητα από τις ορέξεις του Κλέωνα ή των Σπαρτιατών. Όταν στεκόταν στο προσκεφάλι του πατέρα του συγκινημένος, και του έλεγε ότι το πρώτο του παιδί θα το ονομάσει Φίλιππο, προς τιμήν του, ο Φίλιππος νευρίαζε. «Γιατί θες σώνει και ντε να με κρατήσεις εδώ πέρα με κάθε τρόπο; Εμένα τελείωσε ο κύκλος μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Τώρα πάω να ξεκουραστώ στα Ηλύσια Πεδία, παρέα με το δικό μου πατέρα, τον πατέρα του και τις ψυχές τόσων άλλων αγαθών ανθρώπων. Πάω σε καλύτερο μέρος, όπου δεν θα χρειάζεται ν’ ανησυχώ ούτε για χτήματα, ούτε για πολέμους, ούτε για τίποτα απ’ όσα με τυράννησαν.» Συγκλονισμένος και θυμωμένος, που ένας άνθρωπος φαινόταν να παρατάει τη λαχτάρα για ζωή –κάτι που το θεωρούσε αδύνατο– ο Αριστοφάνης ψέλλιζε ότι δεν ήθελε να τον χάσει. Ο Φίλιππος τότε του απαντούσε: «Γιε μου, αυτό που λες εσύ το έλεγα εγώ όταν φύλαγες με το άλογό μας την πόλη. Γιατί είναι μεγάλη αδικία ο γιος να πάει πριν τον πατέρα. Η μεγαλύτερη αδικία του πολέμου. Τώρα φεύγω ήσυχος. Έκανα γιο χρήσιμο για την πόλη και καλό και έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να είναι ασφαλής και σίγουρος. Τον οβολό μου, τα ναύλα μου για τον βαρκάρη τα κρατάω εδώ, σφιχτά, και είμαι έτοιμος να τα δώσω, σ’ αυτόν που θα μου τα ζητήσει.» Δεν τον έπειθε ο γερο-Φίλιππος. Κι αυτό έκανε τη στε-
112
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ξαφνικοί και όλα τα θύματα έφυγαν πριν την ώρα τους. Για κάποιους, μάλιστα, απ’ αυτούς τους θανάτους, για ελάχιστους, ευθυνόταν το κοντάρι και το σπαθί του. Δεν ένιωθε όμως τότε τίποτα σαν αυτό που ένιωθε τώρα που θα έχανε τον πατέρα του. Οι στίχοι του Πίνδαρου δεν αρκούσαν για να του δώσουν παρηγοριά: «Εφήμεροι. Τι είμαστε; Τι δεν είμαστε; Το όνειρο μιας σκιάς είν’ ο άνθρωπος». Τι έφταιγε για τον τρόμο του; Έτρεμε τον ζοφερό κόσμο των σκιών, αυτόν της ομηρικής Νεκυίας, της ραψωδίας όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στο βασίλειο του τρομερού Άδη κι απαντιέται με παλιούς του γνωστούς κι αγνώστους; Μα γιατί να τον φοβίζει κάτι τέτοιο; Αφού ο πατέρας του ούτε ασεβής ήταν, ούτε επίορκος, ούτε ανήθικος. Ο Άδης, το βασίλειο του Πλούτωνα δεν ήταν μόνο ένα σκοτεινό μέρος, στο οποίο οι ψυχές τριγυρνούσαν χωρίς νόημα και σκοπό, αποκομμένοι από τον κόσμο των ζωντανών. Ήταν η πηγή της ζωής για τους ανθρώπους, μιας κι αυτός και η γυναίκα του η Περσεφόνη ήσαν αυτοί που με τις ευλογίες της Δήμητρας φρόντιζαν για την καρποφορία της γης. Ο επικείμενος θάνατος του πατέρα του δεν τον έστελνε στην ανυπαρξία, αλλά τον μετέτρεπε σε ζωή. Μάλλον αυτό που φοβόταν στην πραγματικότητα ο Αριστοφάνης ήταν η συνήθεια, ή καλύτερα η απώλειά της. Κανένας απ’ αυτούς που είχε δει να σκοτώνονται δεν του ήταν τίποτα. Ήταν είτε εχθροί του, είτε μια προσωρινή συντροφιά, με ημερομηνία λήξης την αποστράτευσή τους. Ο Φίλιππος, όμως, ήταν κάτι άλλο. Ήταν ο πατέρας του. Ήταν αυτός που του είχε δώσει ζωή. Ήταν αυτός που του είχε μάθει τη ζωή. Ήταν αυτός που ό, τι και να γινόταν, βρισκόταν πάντα «εκεί», πρώτα στο Κυδαθήναιο και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
113
μετά στην Αίγινα. Δεν ήταν πάντα καλές οι σχέσεις τους. Όμως ήταν σχέσεις. Αν πέθαινε, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του Αριστοφάνη έκλεινε. Ο πατέρας του πλέον δεν θα ήταν «εκεί». Θα πήγαινε Αλλού. Κάπου που ο Αριστοφάνης δεν θα μπορούσε να τον βρει πριν πεθάνει κι αυτός ο ίδιος. Και ο Αριστοφάνης δεν είχε σκοπό να πεθάνει σύντομα, ανεξάρτητα από τις ορέξεις του Κλέωνα ή των Σπαρτιατών. Όταν στεκόταν στο προσκεφάλι του πατέρα του συγκινημένος, και του έλεγε ότι το πρώτο του παιδί θα το ονομάσει Φίλιππο, προς τιμήν του, ο Φίλιππος νευρίαζε. «Γιατί θες σώνει και ντε να με κρατήσεις εδώ πέρα με κάθε τρόπο; Εμένα τελείωσε ο κύκλος μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Τώρα πάω να ξεκουραστώ στα Ηλύσια Πεδία, παρέα με το δικό μου πατέρα, τον πατέρα του και τις ψυχές τόσων άλλων αγαθών ανθρώπων. Πάω σε καλύτερο μέρος, όπου δεν θα χρειάζεται ν’ ανησυχώ ούτε για χτήματα, ούτε για πολέμους, ούτε για τίποτα απ’ όσα με τυράννησαν.» Συγκλονισμένος και θυμωμένος, που ένας άνθρωπος φαινόταν να παρατάει τη λαχτάρα για ζωή –κάτι που το θεωρούσε αδύνατο– ο Αριστοφάνης ψέλλιζε ότι δεν ήθελε να τον χάσει. Ο Φίλιππος τότε του απαντούσε: «Γιε μου, αυτό που λες εσύ το έλεγα εγώ όταν φύλαγες με το άλογό μας την πόλη. Γιατί είναι μεγάλη αδικία ο γιος να πάει πριν τον πατέρα. Η μεγαλύτερη αδικία του πολέμου. Τώρα φεύγω ήσυχος. Έκανα γιο χρήσιμο για την πόλη και καλό και έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να είναι ασφαλής και σίγουρος. Τον οβολό μου, τα ναύλα μου για τον βαρκάρη τα κρατάω εδώ, σφιχτά, και είμαι έτοιμος να τα δώσω, σ’ αυτόν που θα μου τα ζητήσει.» Δεν τον έπειθε ο γερο-Φίλιππος. Κι αυτό έκανε τη στε-
114
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ναχώρια του ακόμα μεγαλύτερη. Πιο πολλή πίστη από τα λόγια του πατέρα του έδινε στους στίχους του Ευριπίδη, που του ξύπναγαν τον τρόμο και τη στεναχώρια για τον επικείμενο θάνατο: «Οι γέροι ψέματα λεν πως θέλουν να πεθάνουν / και τα γεράματα κατηγορούνε / και τα πολλά τα χρόνια της ζωής τους. / Όμως ο θάνατος αν τους ζυγώσει, / τότε κανείς δε θέλει να πεθάνει, / τα γηρατειά γι’ αυτούς βαριά δεν είναι». Ο Αριστοφάνης για μια ακόμα φορά ανέβηκε στο σαπιοκάραβο που έκανε τη διαδρομή Αίγινα – Πειραιάς. Στο πλευρό του πατέρα του είχε αφήσει τον οικονόμο του σπιτιού, τον Τρίβωνα, έναν γέρο Αχαιό δούλο, που ο Φίλιππος είχε αποκτήσει πριν σχεδόν 25 χρόνια στην Αγορά σχεδόν χάρισμα από τον Παριανό δουλέμπορο: μόλις 150 δραχμές, για συμπλήρωμα μιας παρτίδας 5 γερών δούλων που είχε ψωνίσει ο Φίλιππος για τις αγροτικές δουλειές του καινούριου σπιτικού που άνοιγε. Ο καχεκτικός Αχαιός θύμα προφανώς εφόδου πειρατών σε εμπορικό πλοίο σε μια γωνιά του Αιγαίου, μαζεμένος και φοβισμένος, αρνιόταν πεισματικά να πει το παραμικρό, ακόμα και τ’ όνομά του, αναγκάζοντας το καινούριο του αφεντικό να τον αποκαλεί με το όνομα Τρίβων, από τον τριμμένο χιτώνα που κρεμόταν στους ώμους του. Η αμίλητη στάση του δεν κράτησε πολύ και γρήγορα ο Τρίβων αποδείχτηκε εξαιρετικά πολύτιμος βοηθός στο νοικοκυριό και στην ανατροφή του μοναδικού παιδιού του Φιλίππου, του Αριστοφάνη. Στο μεγάλο λιμάνι είχαν επιστρέψει τα 60 πλοία που είχαν σταλεί στην Κέρκυρα και μαζί με πολλά ακόμα προετοιμάζονταν εντατικά για τις καλοκαιρινές αποστολές τους. Καθάρισμα, καλαφάτισμα, ξυλουργικές εργασίες
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
115
και επισκευές, άλλαγμα παλαμαριών και πανιών, φόρτωμα προμηθειών. Στο ναύσταθμο η φρουρά ήταν όπως πάντα αυξημένη και στην τσίτα. Το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του κωμωδιογράφου το φώτισε λίγο η σκέψη του μόνιμου φόβου των Αθηναίων: Μην τυχόν βρεθούν προδότες στασιαστές και κάψουν το ναύσταθμο! Στα μέσα της Άνοιξης η εμπορική κίνηση είχε αρχίσει ν’ αυξάνεται. Οι αέρηδες και τα ρεύματα του Αιγαίου εξαφανίστηκαν ή έγιναν ευνοϊκά για τους θαλασσοπόρους και η θάλασσα ήταν πλέον φιλόξενη για τα χοντρά εμπορικά καράβια. Αρκετά ικανοποιητικές ποσότητες από ικανοποιητική ποικιλία αγαθών και προϊόντων συνέχιζαν να φτάνουν χωρίς σταματημό στο λιμάνι της σπουδαιότερης πόλης του κόσμου. «Ως πότε;» σκέφτηκε ο ποιητής ψάχνοντας να βρει άλογο να νοικιάσει, για ν’ ανέβει δια μέσου των Μακρών Τειχών στην Αθήνα. Όταν το βρήκε, έριξε μια τελευταία ματιά στην κίνηση του λιμανιού και ρουφώντας τον αέρα με ευχαρίστηση χτύπησε τα γκέμια για να φύγει. «Ωραία εικόνα για να τη βάλω σε κάποια κωμωδία μου», σκέφτηκε. Άλλη μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα, «μπορεί και μια από τις τελευταίες μου στην Αθήνα». Όσο και να το ’θελε, δεν μπορούσε ακόμα να το χωρέσει στο μυαλό του αυτό για το οποίο επέμενε ο Μελάνιππος, ότι δηλαδή απέφυγε τον κίνδυνο της εξορίας ή της εκτέλεσης. Τίποτα δεν του διασφάλιζε ότι ο όχλος που θα συγκεντρωνόταν, να παρακολουθήσει τη δίκη, δεν θα έπαιρνε επιτόπου τη δίκη να την πάει στην Εκκλησία του Δήμου. Ω, με όση ευκολία ξεσηκώνονταν στο θέατρο με τα αστεία του, με την ίδια ευκολία οι συμπολίτες του ήσαν ικανοί να τον τελειώσουν. Η ιστορία της Αθήνας ήταν γεμάτη τέτοια περιστατικά. Βέ-
114
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ναχώρια του ακόμα μεγαλύτερη. Πιο πολλή πίστη από τα λόγια του πατέρα του έδινε στους στίχους του Ευριπίδη, που του ξύπναγαν τον τρόμο και τη στεναχώρια για τον επικείμενο θάνατο: «Οι γέροι ψέματα λεν πως θέλουν να πεθάνουν / και τα γεράματα κατηγορούνε / και τα πολλά τα χρόνια της ζωής τους. / Όμως ο θάνατος αν τους ζυγώσει, / τότε κανείς δε θέλει να πεθάνει, / τα γηρατειά γι’ αυτούς βαριά δεν είναι». Ο Αριστοφάνης για μια ακόμα φορά ανέβηκε στο σαπιοκάραβο που έκανε τη διαδρομή Αίγινα – Πειραιάς. Στο πλευρό του πατέρα του είχε αφήσει τον οικονόμο του σπιτιού, τον Τρίβωνα, έναν γέρο Αχαιό δούλο, που ο Φίλιππος είχε αποκτήσει πριν σχεδόν 25 χρόνια στην Αγορά σχεδόν χάρισμα από τον Παριανό δουλέμπορο: μόλις 150 δραχμές, για συμπλήρωμα μιας παρτίδας 5 γερών δούλων που είχε ψωνίσει ο Φίλιππος για τις αγροτικές δουλειές του καινούριου σπιτικού που άνοιγε. Ο καχεκτικός Αχαιός θύμα προφανώς εφόδου πειρατών σε εμπορικό πλοίο σε μια γωνιά του Αιγαίου, μαζεμένος και φοβισμένος, αρνιόταν πεισματικά να πει το παραμικρό, ακόμα και τ’ όνομά του, αναγκάζοντας το καινούριο του αφεντικό να τον αποκαλεί με το όνομα Τρίβων, από τον τριμμένο χιτώνα που κρεμόταν στους ώμους του. Η αμίλητη στάση του δεν κράτησε πολύ και γρήγορα ο Τρίβων αποδείχτηκε εξαιρετικά πολύτιμος βοηθός στο νοικοκυριό και στην ανατροφή του μοναδικού παιδιού του Φιλίππου, του Αριστοφάνη. Στο μεγάλο λιμάνι είχαν επιστρέψει τα 60 πλοία που είχαν σταλεί στην Κέρκυρα και μαζί με πολλά ακόμα προετοιμάζονταν εντατικά για τις καλοκαιρινές αποστολές τους. Καθάρισμα, καλαφάτισμα, ξυλουργικές εργασίες
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
115
και επισκευές, άλλαγμα παλαμαριών και πανιών, φόρτωμα προμηθειών. Στο ναύσταθμο η φρουρά ήταν όπως πάντα αυξημένη και στην τσίτα. Το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του κωμωδιογράφου το φώτισε λίγο η σκέψη του μόνιμου φόβου των Αθηναίων: Μην τυχόν βρεθούν προδότες στασιαστές και κάψουν το ναύσταθμο! Στα μέσα της Άνοιξης η εμπορική κίνηση είχε αρχίσει ν’ αυξάνεται. Οι αέρηδες και τα ρεύματα του Αιγαίου εξαφανίστηκαν ή έγιναν ευνοϊκά για τους θαλασσοπόρους και η θάλασσα ήταν πλέον φιλόξενη για τα χοντρά εμπορικά καράβια. Αρκετά ικανοποιητικές ποσότητες από ικανοποιητική ποικιλία αγαθών και προϊόντων συνέχιζαν να φτάνουν χωρίς σταματημό στο λιμάνι της σπουδαιότερης πόλης του κόσμου. «Ως πότε;» σκέφτηκε ο ποιητής ψάχνοντας να βρει άλογο να νοικιάσει, για ν’ ανέβει δια μέσου των Μακρών Τειχών στην Αθήνα. Όταν το βρήκε, έριξε μια τελευταία ματιά στην κίνηση του λιμανιού και ρουφώντας τον αέρα με ευχαρίστηση χτύπησε τα γκέμια για να φύγει. «Ωραία εικόνα για να τη βάλω σε κάποια κωμωδία μου», σκέφτηκε. Άλλη μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα, «μπορεί και μια από τις τελευταίες μου στην Αθήνα». Όσο και να το ’θελε, δεν μπορούσε ακόμα να το χωρέσει στο μυαλό του αυτό για το οποίο επέμενε ο Μελάνιππος, ότι δηλαδή απέφυγε τον κίνδυνο της εξορίας ή της εκτέλεσης. Τίποτα δεν του διασφάλιζε ότι ο όχλος που θα συγκεντρωνόταν, να παρακολουθήσει τη δίκη, δεν θα έπαιρνε επιτόπου τη δίκη να την πάει στην Εκκλησία του Δήμου. Ω, με όση ευκολία ξεσηκώνονταν στο θέατρο με τα αστεία του, με την ίδια ευκολία οι συμπολίτες του ήσαν ικανοί να τον τελειώσουν. Η ιστορία της Αθήνας ήταν γεμάτη τέτοια περιστατικά. Βέ-
116
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
βαια, όλα αυτά ήσαν στο παρελθόν, τότε που ο Αισχύλος έγραφε για τη Βουλή: «Τούτο στήνω το Βουλευτήριο, από κέρδη / ανέγγιχτο, σεβάσμιο, και στη γνώμη / πάντα αυστηρό, φρουρό της χώρας, / ξάγρυπνο και στον ύπνο της ακόμη». Όχι, το σημερινό Βουλευτήριο καμία σχέση δεν είχε με αυτό που υμνούσε ο Αισχύλος. Ο Αριστοφάνης ήταν σίγουρος ότι ο Κλέων και οι δικοί του θα είχαν πλησιάσει όλους τους βουλευτές, είτε για να τους λαδώσουν, είτε για να τους απειλήσουν, πάντα με την ειλικρινή διάθεση να τους παροτρύνουν στην επικείμενη δίκη ν’ ακούσουν... τη συνείδησή τους και να σκεφτούν τα... πραγματικά τους συμφέροντα, καθώς και της πόλης. Όμως κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα. Το μυαλό των ανθρώπων λειτουργούσε αρκετά απρόβλεπτα. Αυτή η γαμημένη εποχή φταίει. Η μεταδοτική παράνοια του πολέμου. Έχουν περάσει πέντε χρόνια μαχών, εκστρατειών, επιδρομών κι ακόμα δεν ξέρει κανείς ποιος νικάει και ποιος χάνει. Όσον αφορά τις αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις, βέβαια, γιατί οι πραγματικοί χαμένοι είναι παντού. Τους έβλεπε δίπλα του, να κουβαλάνε αργά τις πραμάτειες τους με τα κάρα, τους έβλεπε εξαθλιωμένους να στέκονται με το ζόρι όρθιοι στους ναούς, στις πύλες της πόλης κι ανάμεσα στα σήματα και τα μνήματα του Κεραμεικού και να ζητάνε ελεημοσύνη, τους έβλεπε να κάθονται εξαντλημένοι στις σκοπιές των τειχών και να κοιτάνε με απόγνωση πότε τον ορίζοντα και πότε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν κάτω. Τους φανταζόταν στη σπαρτιατική Απέλλα, στο Στάδιο της Ολυμπίας, στα ιερά των άλλων πόλεων. Έφτασε στην Αγορά. Ένας σχεδόν άλλος κόσμος. Το δεύτερο ξέσπασμα του λοιμού είχε κοπάσει εδώ και λίγες εβδομάδες και οι Αθηναίοι ξεθάρρεψαν και έβγαιναν από τα σπίτια τους. Ω! Πόσο λάτρευε την πόλη του, πόσο λά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
117
τρευε τους κατοίκους της! Έχοντας τα σπίτια τους πιο πολύ σαν ορμητήριο και όχι σαν οχυρό να κλείνονται μέσα τους, δεν έχαναν ευκαιρία ό, τι καιρό και νάκανε, να ξεπορτίζουν, να σουλατσέρνουν στους δρόμους, στα δημόσια κτίρια, ακόμα και στα σπίτια των άλλων, γνωστών τους και μη. Οπουδήποτε εκτός από την κατά τ’ άλλα αξιοσέβαστη εστία τους! Πόσο μάλλον τώρα: Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν κάθε μέρα μέχρι να φτάσει είδηση για τη συγκέντρωση Πελοποννησιακών στρατευμάτων στον Ισθμό, η μεγάλη πλειοψηφία των δούλων και των αγροτών βρισκόταν ακόμα έξω από τα τείχη, παλεύοντας να κάνει ό, τι μπορούσε από τις αγροτικές εργασίες πριν πλακώσουν οι πελοποννησιακές ακρίδες. Το πεδίο, λοιπόν, στο άστυ ήταν ανοιχτό για τους αρίστους και τους αργόσχολους! Με το που πέρασε ο Αριστοφάνης τη γέφυρα του Ηριδανού και πλησίασε στην Αγορά, οι μυρωδιές των Τειχών από τα εμπορεύματα και τα ζώα που τραβούσαν τα κάρα έδωσαν τη θέση τους στις μυρωδιές των αρωμάτων των φιλήδονων Αθηναίων. Οι ήχοι από τα μουλάρια που μουγκάνιζαν μετατράπηκαν σε πνιγμένα και φτιαχτά βογκητά πουτάνων, που για ένα κομμάτι ψωμί δέχονταν κάτω από τις σκιές των δέντρων και πίσω από την φτωχιά κάλυψη των θάμνων τους καψωμένους Αθηναίους, προσφέροντάς τους μερικά λεπτά ευχαρίστηση. Πάντα βέβαια μ’ ένα κομματάκι σφουγγάρι βουτηγμένο σε ξύδι χωμένο βαθιά στο αιδοίο τους, στοιχειώδες μέτρο αντισύλληψης και προστασίας. Ο Αριστοφάνης κατευθύνθηκε γρήγορα προς τη Βασίλειο Στοά. Είχε έρθει στην Αθήνα για κάποιες σοβαρές και δυσάρεστες δουλειές: Το πρώτο και κύριο που ήθελε ήταν να βρει γιατρό για να τον στείλει στην Αίγινα να δει τον
116
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
βαια, όλα αυτά ήσαν στο παρελθόν, τότε που ο Αισχύλος έγραφε για τη Βουλή: «Τούτο στήνω το Βουλευτήριο, από κέρδη / ανέγγιχτο, σεβάσμιο, και στη γνώμη / πάντα αυστηρό, φρουρό της χώρας, / ξάγρυπνο και στον ύπνο της ακόμη». Όχι, το σημερινό Βουλευτήριο καμία σχέση δεν είχε με αυτό που υμνούσε ο Αισχύλος. Ο Αριστοφάνης ήταν σίγουρος ότι ο Κλέων και οι δικοί του θα είχαν πλησιάσει όλους τους βουλευτές, είτε για να τους λαδώσουν, είτε για να τους απειλήσουν, πάντα με την ειλικρινή διάθεση να τους παροτρύνουν στην επικείμενη δίκη ν’ ακούσουν... τη συνείδησή τους και να σκεφτούν τα... πραγματικά τους συμφέροντα, καθώς και της πόλης. Όμως κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα. Το μυαλό των ανθρώπων λειτουργούσε αρκετά απρόβλεπτα. Αυτή η γαμημένη εποχή φταίει. Η μεταδοτική παράνοια του πολέμου. Έχουν περάσει πέντε χρόνια μαχών, εκστρατειών, επιδρομών κι ακόμα δεν ξέρει κανείς ποιος νικάει και ποιος χάνει. Όσον αφορά τις αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις, βέβαια, γιατί οι πραγματικοί χαμένοι είναι παντού. Τους έβλεπε δίπλα του, να κουβαλάνε αργά τις πραμάτειες τους με τα κάρα, τους έβλεπε εξαθλιωμένους να στέκονται με το ζόρι όρθιοι στους ναούς, στις πύλες της πόλης κι ανάμεσα στα σήματα και τα μνήματα του Κεραμεικού και να ζητάνε ελεημοσύνη, τους έβλεπε να κάθονται εξαντλημένοι στις σκοπιές των τειχών και να κοιτάνε με απόγνωση πότε τον ορίζοντα και πότε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν κάτω. Τους φανταζόταν στη σπαρτιατική Απέλλα, στο Στάδιο της Ολυμπίας, στα ιερά των άλλων πόλεων. Έφτασε στην Αγορά. Ένας σχεδόν άλλος κόσμος. Το δεύτερο ξέσπασμα του λοιμού είχε κοπάσει εδώ και λίγες εβδομάδες και οι Αθηναίοι ξεθάρρεψαν και έβγαιναν από τα σπίτια τους. Ω! Πόσο λάτρευε την πόλη του, πόσο λά-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
117
τρευε τους κατοίκους της! Έχοντας τα σπίτια τους πιο πολύ σαν ορμητήριο και όχι σαν οχυρό να κλείνονται μέσα τους, δεν έχαναν ευκαιρία ό, τι καιρό και νάκανε, να ξεπορτίζουν, να σουλατσέρνουν στους δρόμους, στα δημόσια κτίρια, ακόμα και στα σπίτια των άλλων, γνωστών τους και μη. Οπουδήποτε εκτός από την κατά τ’ άλλα αξιοσέβαστη εστία τους! Πόσο μάλλον τώρα: Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν κάθε μέρα μέχρι να φτάσει είδηση για τη συγκέντρωση Πελοποννησιακών στρατευμάτων στον Ισθμό, η μεγάλη πλειοψηφία των δούλων και των αγροτών βρισκόταν ακόμα έξω από τα τείχη, παλεύοντας να κάνει ό, τι μπορούσε από τις αγροτικές εργασίες πριν πλακώσουν οι πελοποννησιακές ακρίδες. Το πεδίο, λοιπόν, στο άστυ ήταν ανοιχτό για τους αρίστους και τους αργόσχολους! Με το που πέρασε ο Αριστοφάνης τη γέφυρα του Ηριδανού και πλησίασε στην Αγορά, οι μυρωδιές των Τειχών από τα εμπορεύματα και τα ζώα που τραβούσαν τα κάρα έδωσαν τη θέση τους στις μυρωδιές των αρωμάτων των φιλήδονων Αθηναίων. Οι ήχοι από τα μουλάρια που μουγκάνιζαν μετατράπηκαν σε πνιγμένα και φτιαχτά βογκητά πουτάνων, που για ένα κομμάτι ψωμί δέχονταν κάτω από τις σκιές των δέντρων και πίσω από την φτωχιά κάλυψη των θάμνων τους καψωμένους Αθηναίους, προσφέροντάς τους μερικά λεπτά ευχαρίστηση. Πάντα βέβαια μ’ ένα κομματάκι σφουγγάρι βουτηγμένο σε ξύδι χωμένο βαθιά στο αιδοίο τους, στοιχειώδες μέτρο αντισύλληψης και προστασίας. Ο Αριστοφάνης κατευθύνθηκε γρήγορα προς τη Βασίλειο Στοά. Είχε έρθει στην Αθήνα για κάποιες σοβαρές και δυσάρεστες δουλειές: Το πρώτο και κύριο που ήθελε ήταν να βρει γιατρό για να τον στείλει στην Αίγινα να δει τον
118
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πατέρα του. Δεν έτρεφε όμως καμία ελπίδα. Οπότε είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί την επίσκεψή του στην Πόλη για να τακτοποιήσει κάποια άλλα ζητήματα, όσο τουλάχιστον ανέπνεε κι αυτός ελεύθερος. Ήθελε να βρει το λιθοξόο, στον οποίο είχε ανατεθεί το μνήμα του πατέρα του και να τον ειδοποιήσει να το έχει γρήγορα έτοιμο, γιατί μετά από δέκα χρόνια που το είχαν παραγγείλει, είχε φτάσει δυστυχώς η ώρα να το χρησιμοποιήσουν. Επίσης έπρεπε να συνεννοηθεί με τον αρμόδιο Θεσμοθέτη για μια θέση στον Κεραμεικό, γιατί ο πατέρας του δεν ήθελε για κανένα λόγο να ταφεί σε «ξένο τόπο», στην Αίγινα. Ήθελε να θαφτεί δίπλα στον πατέρα του, στο ωραιότερο σημείο της Αθήνας. Σε τελευταία μοίρα έμπαινε η άλλη εκκρεμότητα. Η συνάντησή του με τον Μελάνιππο, για να δούνε μαζί διάφορες ιδέες του, για την απολογία του, και να τελειώσουν το γράψιμό της. Περνώντας μπροστά από τη Νότια Στοά πρόσεξε μια μεγάλη παρέα. Ήταν όλα τα κεφάλια της παράταξης των αριστοκρατικών. Μόλις τον είδαν, από την παρέα αποσπάστηκε ένας μεσήλικας και προχώρησε προς το μέρος του. «Χαίρε, Αριστοφάνη.» «Χαίρε κι εσύ Αντιφώντα.» «Η 13η Μουνυχιώνος πλησιάζει, παιδί μου. Πλησιάζει γοργά.» «Το γνωρίζω αυτό, δάσκαλε.» «Είσαι έτοιμος για κείνη τη μέρα;» «Όσο είναι δυνατόν.» «Επιμένεις ότι δεν επιθυμείς να σε βοηθήσω στη συγγραφή του λόγου σου;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
119
Ο Αντιφώντας ήταν ο πιο διάσημος ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος της Αθήνας. Οι λόγοι του είχαν ακουστεί σε όλες σχεδόν τις πολύκροτες υποθέσεις φόνων των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων, και τις συντριπτικά περισσότερες φορές είχαν εκφωνηθεί από το νικητή. Ήταν πάμπλουτος κι απεχθανόταν κάθε τι δημοκρατικό. Θεωρούσε τη δημοκρατία σαν το χειρότερο πολίτευμα, επειδή πήγαινε κόντρα στη βούληση της Φύσης και της Θείας Τάξης. Οι πόλεις, οργανωμένες απ’ ανθρώπους, διέπονταν από νόμους φτιαχτούς, που ήσαν αποτέλεσμα συνεννόησης μεταξύ των πολιτών και διαστρέβλωναν τις αρχές της φύσης. Η φύση δεν γνώριζε σχηματικές διακρίσεις, όπως αυτές ανάμεσα σε ελεύθερους πολίτες και δούλους. Όλα τα ζώα ήσαν ίσα ανάμεσα στα ομοειδή τους. Η μόνη τους έγνοια ήταν η επιβίωσή τους απέναντι στα άλλα είδη. Και εκεί επιβίωναν οι πραγματικά ισχυροί, και όχι οι φτιαχτές συμμαχίες. Γιατί οι άνθρωποι –έλεγε ο Αντιφώντας– να συμπεριφέρονται διαφορετικά; Γιατί η υπεροχή των μεν έναντι των δε να διέπεται από συμφωνημένες αρχές; Ο κάθε ένας έπρεπε μόνος του να ριχτεί στο πεδίο της μάχης και ν’ αναμετρηθεί με τους αντιπάλους του, με μόνη δύναμη αυτά που του είχαν δώσει οι Θεοί, όχι όσα τον άφηναν να χαίρεται οι συνάνθρωποί του. Μέσω του Μελάνιππου, λίγες μέρες νωρίτερα, οι Αριστοκρατικοί είχαν προτείνει στον Αριστοφάνη ν’ αναλάβει τη συγγραφή της απολογίας του ο Αντιφώντας, χωρίς βέβαια κανένα τίμημα. Έβλεπαν την αντιπαράθεση αυτή με τον Κλέωνα σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να σημειώσουν μια σημαντική πολιτική νίκη απέναντι στους αντιπάλους τους δημοκρατικούς. «Δάσκαλε, σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνεις, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να δεχτώ τη βοήθειά σου. Δεν
118
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πατέρα του. Δεν έτρεφε όμως καμία ελπίδα. Οπότε είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί την επίσκεψή του στην Πόλη για να τακτοποιήσει κάποια άλλα ζητήματα, όσο τουλάχιστον ανέπνεε κι αυτός ελεύθερος. Ήθελε να βρει το λιθοξόο, στον οποίο είχε ανατεθεί το μνήμα του πατέρα του και να τον ειδοποιήσει να το έχει γρήγορα έτοιμο, γιατί μετά από δέκα χρόνια που το είχαν παραγγείλει, είχε φτάσει δυστυχώς η ώρα να το χρησιμοποιήσουν. Επίσης έπρεπε να συνεννοηθεί με τον αρμόδιο Θεσμοθέτη για μια θέση στον Κεραμεικό, γιατί ο πατέρας του δεν ήθελε για κανένα λόγο να ταφεί σε «ξένο τόπο», στην Αίγινα. Ήθελε να θαφτεί δίπλα στον πατέρα του, στο ωραιότερο σημείο της Αθήνας. Σε τελευταία μοίρα έμπαινε η άλλη εκκρεμότητα. Η συνάντησή του με τον Μελάνιππο, για να δούνε μαζί διάφορες ιδέες του, για την απολογία του, και να τελειώσουν το γράψιμό της. Περνώντας μπροστά από τη Νότια Στοά πρόσεξε μια μεγάλη παρέα. Ήταν όλα τα κεφάλια της παράταξης των αριστοκρατικών. Μόλις τον είδαν, από την παρέα αποσπάστηκε ένας μεσήλικας και προχώρησε προς το μέρος του. «Χαίρε, Αριστοφάνη.» «Χαίρε κι εσύ Αντιφώντα.» «Η 13η Μουνυχιώνος πλησιάζει, παιδί μου. Πλησιάζει γοργά.» «Το γνωρίζω αυτό, δάσκαλε.» «Είσαι έτοιμος για κείνη τη μέρα;» «Όσο είναι δυνατόν.» «Επιμένεις ότι δεν επιθυμείς να σε βοηθήσω στη συγγραφή του λόγου σου;»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
119
Ο Αντιφώντας ήταν ο πιο διάσημος ρητοροδιδάσκαλος και λογογράφος της Αθήνας. Οι λόγοι του είχαν ακουστεί σε όλες σχεδόν τις πολύκροτες υποθέσεις φόνων των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων, και τις συντριπτικά περισσότερες φορές είχαν εκφωνηθεί από το νικητή. Ήταν πάμπλουτος κι απεχθανόταν κάθε τι δημοκρατικό. Θεωρούσε τη δημοκρατία σαν το χειρότερο πολίτευμα, επειδή πήγαινε κόντρα στη βούληση της Φύσης και της Θείας Τάξης. Οι πόλεις, οργανωμένες απ’ ανθρώπους, διέπονταν από νόμους φτιαχτούς, που ήσαν αποτέλεσμα συνεννόησης μεταξύ των πολιτών και διαστρέβλωναν τις αρχές της φύσης. Η φύση δεν γνώριζε σχηματικές διακρίσεις, όπως αυτές ανάμεσα σε ελεύθερους πολίτες και δούλους. Όλα τα ζώα ήσαν ίσα ανάμεσα στα ομοειδή τους. Η μόνη τους έγνοια ήταν η επιβίωσή τους απέναντι στα άλλα είδη. Και εκεί επιβίωναν οι πραγματικά ισχυροί, και όχι οι φτιαχτές συμμαχίες. Γιατί οι άνθρωποι –έλεγε ο Αντιφώντας– να συμπεριφέρονται διαφορετικά; Γιατί η υπεροχή των μεν έναντι των δε να διέπεται από συμφωνημένες αρχές; Ο κάθε ένας έπρεπε μόνος του να ριχτεί στο πεδίο της μάχης και ν’ αναμετρηθεί με τους αντιπάλους του, με μόνη δύναμη αυτά που του είχαν δώσει οι Θεοί, όχι όσα τον άφηναν να χαίρεται οι συνάνθρωποί του. Μέσω του Μελάνιππου, λίγες μέρες νωρίτερα, οι Αριστοκρατικοί είχαν προτείνει στον Αριστοφάνη ν’ αναλάβει τη συγγραφή της απολογίας του ο Αντιφώντας, χωρίς βέβαια κανένα τίμημα. Έβλεπαν την αντιπαράθεση αυτή με τον Κλέωνα σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να σημειώσουν μια σημαντική πολιτική νίκη απέναντι στους αντιπάλους τους δημοκρατικούς. «Δάσκαλε, σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνεις, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να δεχτώ τη βοήθειά σου. Δεν
120
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
το κάνω απ’ ασέβεια προς το πρόσωπό σου. Εκτιμώ ότι η δίκη αυτή δεν είναι μια απλή προσωπική κόντρα με τον Κλέωνα, αλλά ούτε και μια δίκη ανάμεσα σε δημοκρατικούς κι αριστοκρατικούς. Πιστεύω ότι αν δεχτώ τη βοήθεια και τη συνδρομή σου, όπως διαδίδεται στην πόλη ότι το έχω κάνει ήδη, θα είναι σαν να τάσσομαι με τους μεν έναντι των δε, ειδικά τη στιγμή που η καρδιά μου δεν είναι ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά. Η κωμωδία μου δεν ήταν κατά παραγγελία της μιας ή της άλλης παράταξης. Ήταν τα δικά μου πιστεύω αυτά που εξέφρασα μέσα σε αυτήν, οι δικοί μου προβληματισμοί. Γι’ αυτούς καταγγέλθηκα από τον Κλέωνα. Όχι γι’ αυτά που πρεσβεύετε εσείς.» «Γιατί μου μιλάς σαν ν’ απευθύνεσαι σε εκπρόσωπο πολιτικής παράταξης; Αφού ποτέ μου δεν ήμουν τέτοιος. Ούτε την ψήφο ζήτησα ποτέ των Αθηναίων, ούτε εκλέχτηκα ποτέ σε κάποιο αξίωμα. Δεν σου μιλώ σαν πολιτικός αντίπαλος του Κλέωνα. Σου μιλάω σαν δάσκαλος, σαν ένας έμπειρος ρήτορας που θέλει να σε βοηθήσει.» «Τότε, θα έπρεπε να σε πληρώσω, όπως κάνουν με τους δασκάλους. Όμως εγώ δεν αγόρασα ποτέ μου λόγια.» Ήταν βαριά η κουβέντα του και σχεδόν αμέσως μετάνιωσε. Θέλησε να το μπαλώσει, αλλά δεν του έβγαινε. «Ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήταν δικιά σου ιδέα αυτή η βοήθεια, αλλά του Νικία. Όπως και να ’χει, κι αυτό μετέφερέ το και στους συντρόφους σου, ποτέ μου δεν μίσησα την πόλη που με γέννησε, ούτε θέλησα να την παραδώσω στους αντιπάλους της, όπως αρκετοί από τους δικούς σας. Οποιαδήποτε βοήθεια δεχτώ από εσάς, θεωρώ ότι θα είναι σαν προδοσία προς την πατρίδα μου. Η δίκη και τα έργα είναι αποκλειστικά δικά μου και δεν επιτρέπω σε κανέναν να προσπαθήσει να τα καπηλευτεί και να τα οικειοποιηθεί. Αν θέλετε κάτι για να
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
121
ψευτοτσακωθείτε με τον Κλέωνα, ρίξε μια ματιά γύρω σου. Πολλοί οι συκοφάντες και οι πρόθυμοι να εφεύρουν κατηγόριες για τους αντιπάλους σας.» Έριξε μια ματιά γύρω του. «Να! Κατά φωνή, ο Νίκαρχος! Να σ’ τον φωνάξω;» Ο Αντιφώντας έβραζε από θυμό, αλλά δεν γύρισε καν να κοιτάξει κατά το μέρος που του έδειχνε ο Αριστοφάνης. «Το μόνο που ζητώ από όλους εσάς», συνέχισε ο ποιητής, «είναι το γέλιο και το χειροκρότημά σας στην επόμενη κωμωδία μου. Τίποτα άλλο.» Στεναχωρημένος –αλλά και παράξενα ικανοποιημένος ταυτόχρονα– για την ασέβεια που έδειξε στο σοφό δάσκαλο, ο Αριστοφάνης τάχυνε το βήμα του κι απομακρύνθηκε απ’ αυτόν. Βιαζόταν να τελειώσει τις δουλειές του, για να γυρίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Αίγινα. Η Βασίλειος Στοά ήταν δίπλα σχεδόν στη Νότια. Η έδρα του Άρχοντα Βασιλέα και των Θεσμοθετών που είχαν θρησκευτικά καθήκοντα. Εκεί θα έβρισκε τον Θεσμοθέτη που θα του εξασφάλιζε τη θέση του μνήματος στον Κεραμεικό, ενώ απ’ έξω από τη στοά σύχναζαν –ψαρεύοντας πελατεία– οι δημόσιοι γιατροί. Ταιριαστό πόστο, αλήθεια... Για να κανονίσει ο πολίτης τις τελευταίες του υποθέσεις πάνω στη γη, έπρεπε πρώτα να περάσει από τους γιατρούς, διασφαλίζοντας ότι όντως είχε έρθει η ώρα του. Αφού ο Θεσμοθέτης σημείωσε στα αρχεία του το σημείο που θα στηνόταν το μνημείο του Φιλίππου και πήρε τις δέκα δραχμές που κόστιζε η θέση αυτή, ο Αριστοφάνης βγήκε έξω κι άρχισε να ψάχνει για γιατρό. Την ειδικότητά του ο κάθε γιατρός τη δήλωνε με μικρές χάλκινες πλάκες που κρέμονταν από τον λαιμό του, χαραγμένες με παραστάσεις ανθρώπινων οργάνων. Ζαλισμένος από τις ειδικό-
120
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
το κάνω απ’ ασέβεια προς το πρόσωπό σου. Εκτιμώ ότι η δίκη αυτή δεν είναι μια απλή προσωπική κόντρα με τον Κλέωνα, αλλά ούτε και μια δίκη ανάμεσα σε δημοκρατικούς κι αριστοκρατικούς. Πιστεύω ότι αν δεχτώ τη βοήθεια και τη συνδρομή σου, όπως διαδίδεται στην πόλη ότι το έχω κάνει ήδη, θα είναι σαν να τάσσομαι με τους μεν έναντι των δε, ειδικά τη στιγμή που η καρδιά μου δεν είναι ούτε στη μία ούτε στην άλλη πλευρά. Η κωμωδία μου δεν ήταν κατά παραγγελία της μιας ή της άλλης παράταξης. Ήταν τα δικά μου πιστεύω αυτά που εξέφρασα μέσα σε αυτήν, οι δικοί μου προβληματισμοί. Γι’ αυτούς καταγγέλθηκα από τον Κλέωνα. Όχι γι’ αυτά που πρεσβεύετε εσείς.» «Γιατί μου μιλάς σαν ν’ απευθύνεσαι σε εκπρόσωπο πολιτικής παράταξης; Αφού ποτέ μου δεν ήμουν τέτοιος. Ούτε την ψήφο ζήτησα ποτέ των Αθηναίων, ούτε εκλέχτηκα ποτέ σε κάποιο αξίωμα. Δεν σου μιλώ σαν πολιτικός αντίπαλος του Κλέωνα. Σου μιλάω σαν δάσκαλος, σαν ένας έμπειρος ρήτορας που θέλει να σε βοηθήσει.» «Τότε, θα έπρεπε να σε πληρώσω, όπως κάνουν με τους δασκάλους. Όμως εγώ δεν αγόρασα ποτέ μου λόγια.» Ήταν βαριά η κουβέντα του και σχεδόν αμέσως μετάνιωσε. Θέλησε να το μπαλώσει, αλλά δεν του έβγαινε. «Ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήταν δικιά σου ιδέα αυτή η βοήθεια, αλλά του Νικία. Όπως και να ’χει, κι αυτό μετέφερέ το και στους συντρόφους σου, ποτέ μου δεν μίσησα την πόλη που με γέννησε, ούτε θέλησα να την παραδώσω στους αντιπάλους της, όπως αρκετοί από τους δικούς σας. Οποιαδήποτε βοήθεια δεχτώ από εσάς, θεωρώ ότι θα είναι σαν προδοσία προς την πατρίδα μου. Η δίκη και τα έργα είναι αποκλειστικά δικά μου και δεν επιτρέπω σε κανέναν να προσπαθήσει να τα καπηλευτεί και να τα οικειοποιηθεί. Αν θέλετε κάτι για να
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
121
ψευτοτσακωθείτε με τον Κλέωνα, ρίξε μια ματιά γύρω σου. Πολλοί οι συκοφάντες και οι πρόθυμοι να εφεύρουν κατηγόριες για τους αντιπάλους σας.» Έριξε μια ματιά γύρω του. «Να! Κατά φωνή, ο Νίκαρχος! Να σ’ τον φωνάξω;» Ο Αντιφώντας έβραζε από θυμό, αλλά δεν γύρισε καν να κοιτάξει κατά το μέρος που του έδειχνε ο Αριστοφάνης. «Το μόνο που ζητώ από όλους εσάς», συνέχισε ο ποιητής, «είναι το γέλιο και το χειροκρότημά σας στην επόμενη κωμωδία μου. Τίποτα άλλο.» Στεναχωρημένος –αλλά και παράξενα ικανοποιημένος ταυτόχρονα– για την ασέβεια που έδειξε στο σοφό δάσκαλο, ο Αριστοφάνης τάχυνε το βήμα του κι απομακρύνθηκε απ’ αυτόν. Βιαζόταν να τελειώσει τις δουλειές του, για να γυρίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Αίγινα. Η Βασίλειος Στοά ήταν δίπλα σχεδόν στη Νότια. Η έδρα του Άρχοντα Βασιλέα και των Θεσμοθετών που είχαν θρησκευτικά καθήκοντα. Εκεί θα έβρισκε τον Θεσμοθέτη που θα του εξασφάλιζε τη θέση του μνήματος στον Κεραμεικό, ενώ απ’ έξω από τη στοά σύχναζαν –ψαρεύοντας πελατεία– οι δημόσιοι γιατροί. Ταιριαστό πόστο, αλήθεια... Για να κανονίσει ο πολίτης τις τελευταίες του υποθέσεις πάνω στη γη, έπρεπε πρώτα να περάσει από τους γιατρούς, διασφαλίζοντας ότι όντως είχε έρθει η ώρα του. Αφού ο Θεσμοθέτης σημείωσε στα αρχεία του το σημείο που θα στηνόταν το μνημείο του Φιλίππου και πήρε τις δέκα δραχμές που κόστιζε η θέση αυτή, ο Αριστοφάνης βγήκε έξω κι άρχισε να ψάχνει για γιατρό. Την ειδικότητά του ο κάθε γιατρός τη δήλωνε με μικρές χάλκινες πλάκες που κρέμονταν από τον λαιμό του, χαραγμένες με παραστάσεις ανθρώπινων οργάνων. Ζαλισμένος από τις ειδικό-
122
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τητες και την πολυλογία τους, καθώς όλοι έπεσαν πάνω του υπερηφανευόμενοι για τις ικανότητές τους και τα σίγουρα αποτελέσματα, ευχήθηκε να είχε μαζί του τον Μελάνιππο, που σίγουρα τα λεφτά του θα του εξασφάλιζαν άκοπα μια πιο αξιόπιστη λύση απ’ αυτό το “ψάρεμα στα τυφλά”. Πριν φτάσει σε αυτό το σημείο ο Αριστοφάνης είχε εμπιστευθεί πρώτα τον πατέρα του στο Ασκληπιείο της Αίγινας. Εκεί η διάγνωση ήταν μία, απόλυτη, αλλά ταυτόχρονα καθόλου ικανοποιητική: Η διάγνωση που οι γιατροί είχαν βγάλει με σιγουριά κι αποφασιστικότητα ήταν ότι ο Φίλιππος δεν είχε κολλήσει την παλιαρρώστια που ευθυνόταν για το θάνατο τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων οπλιτών και τετρακοσίων ιππέων στρατεύσιμων από τις τρεις ευπορότερες τάξεις κι απείρως περισσότερων άλλων πολιτών, μέτοικων και δούλων της Αθήνας. Αφού το ξεκαθαρίσανε αυτό, μετά κι από τις προβλεπόμενες θυσίες –ανάλογα με τη βαρύτητα της αρρώστιας πήγαινε και το μέγεθος του ζώου που θα θυσιαζόταν, από περιστέρια, κότες και κοκόρια μέχρι και ταύρους–, οι ειδικοί του Ασκληπιείου ξάπλωσαν το γερο-Φίλιππο σε ένα ξύλινο κρεβάτι σκεπασμένο με κατεργασμένο βοϊδίσιο δέρμα και τον άφησαν να κοιμηθεί. Από δίπλα, στο πάτωμα όμως, κοιμήθηκε και ο Αριστοφάνης, ανησυχώντας όπως κοιμόταν να μην εμποδίσει το θεό Ασκληπιό να επισκεφτεί τη νύχτα τον πατέρα του, να τον ακουμπήσει και να τον ιάσει. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησαν, διαπίστωσαν ότι μάλλον ο θεός είχε καλύτερες δουλειές να κάνει. Πρέπει να είχε περισσότερη πελατεία στα άλλα Ασκληπιεία, στην Κω και στην Επίδαυρο και δεν είχε γιατρέψει το Φίλιππο. Τότε οι γιατροί περίλαβαν τον παππούλη και τον πλάκωσαν στα λουτρά. Ζεστά, κρύα, εναλλασσόμενα, εγγυούνταν τα καλύτερα αποτελέσματα για την αναζωογόνηση του γέρικου οργανισμού. Τζίφος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
123
Σειρά είχαν οι βοτανάδες. Βοτάνια άγρια, σπάνια, από τον Υμηττό, την Πεντέλη και την Πάρνηθα, από τους περίβολους ναών, από τα βράχια ιερών σπηλαίων, από τις γούρνες κρηνών που υπόσχονταν να σκοτώσουν τους κακούς χυμούς που έτρεχαν στο σώμα του Φίλιππου και προκαλούσαν την αρρώστια. Δεύτερος τζίφος. Τώρα ο Αριστοφάνης έψαχνε έναν γιατρό ειδικό στις αφαιμάξεις. Όλοι του έλεγαν ότι πλέον η καλύτερη λύση για τον πατέρα του θα ήταν να βγει από τον οργανισμό του το βρόμικο αίμα και ν’ αντικατασταθεί από καινούριο. Ήταν η τελευταία, ακραία λύση. Όμως δεν είχε περιθώριο για κάτι άλλο. Ήδη όταν έφευγε από την Αίγινα, ο πατέρας του με δυσκολία του μιλούσε, ενώ την περισσότερη ώρα κοιμόταν. Από την αναζήτηση του κατάλληλου γιατρού τον διέκοψε ο Μελάνιππος –αλήθεια, σαν από μηχανής Θεός, την ώρα πάνω που τον συλλογιζόταν–, που περνώντας βιαστικός μπροστά από την Βασίλειο Στοά τον είδε και άρχισε να τον τραβάει. Όμως, δεν τον ήθελε για να του υποδείξει έναν καλό γιατρό. «Τρέχα!» «Τι θέλεις; Πού πάμε;» «Στην Ποικίλη!» «Γιατί; Τι γίνεται εκεί;» «Ξανάρθε ο δάσκαλος!», του απάντησε ασθμαίνοντας ο Μελάνιππος. «Ποιος απ’ όλους; Σε κάθε γωνιά υπάρχουν και πεντέξι από δαύτους!...» Πενήντα βιαστικά βήματα και οι δύο φίλοι μπήκαν στην Ποικίλη Στοά. Το επίσημό της όνομα ήταν Πεισιάνακτος Στοά, προς τιμήν του αδερφού του Κίμωνα που είχε χρη-
122
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τητες και την πολυλογία τους, καθώς όλοι έπεσαν πάνω του υπερηφανευόμενοι για τις ικανότητές τους και τα σίγουρα αποτελέσματα, ευχήθηκε να είχε μαζί του τον Μελάνιππο, που σίγουρα τα λεφτά του θα του εξασφάλιζαν άκοπα μια πιο αξιόπιστη λύση απ’ αυτό το “ψάρεμα στα τυφλά”. Πριν φτάσει σε αυτό το σημείο ο Αριστοφάνης είχε εμπιστευθεί πρώτα τον πατέρα του στο Ασκληπιείο της Αίγινας. Εκεί η διάγνωση ήταν μία, απόλυτη, αλλά ταυτόχρονα καθόλου ικανοποιητική: Η διάγνωση που οι γιατροί είχαν βγάλει με σιγουριά κι αποφασιστικότητα ήταν ότι ο Φίλιππος δεν είχε κολλήσει την παλιαρρώστια που ευθυνόταν για το θάνατο τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων οπλιτών και τετρακοσίων ιππέων στρατεύσιμων από τις τρεις ευπορότερες τάξεις κι απείρως περισσότερων άλλων πολιτών, μέτοικων και δούλων της Αθήνας. Αφού το ξεκαθαρίσανε αυτό, μετά κι από τις προβλεπόμενες θυσίες –ανάλογα με τη βαρύτητα της αρρώστιας πήγαινε και το μέγεθος του ζώου που θα θυσιαζόταν, από περιστέρια, κότες και κοκόρια μέχρι και ταύρους–, οι ειδικοί του Ασκληπιείου ξάπλωσαν το γερο-Φίλιππο σε ένα ξύλινο κρεβάτι σκεπασμένο με κατεργασμένο βοϊδίσιο δέρμα και τον άφησαν να κοιμηθεί. Από δίπλα, στο πάτωμα όμως, κοιμήθηκε και ο Αριστοφάνης, ανησυχώντας όπως κοιμόταν να μην εμποδίσει το θεό Ασκληπιό να επισκεφτεί τη νύχτα τον πατέρα του, να τον ακουμπήσει και να τον ιάσει. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησαν, διαπίστωσαν ότι μάλλον ο θεός είχε καλύτερες δουλειές να κάνει. Πρέπει να είχε περισσότερη πελατεία στα άλλα Ασκληπιεία, στην Κω και στην Επίδαυρο και δεν είχε γιατρέψει το Φίλιππο. Τότε οι γιατροί περίλαβαν τον παππούλη και τον πλάκωσαν στα λουτρά. Ζεστά, κρύα, εναλλασσόμενα, εγγυούνταν τα καλύτερα αποτελέσματα για την αναζωογόνηση του γέρικου οργανισμού. Τζίφος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
123
Σειρά είχαν οι βοτανάδες. Βοτάνια άγρια, σπάνια, από τον Υμηττό, την Πεντέλη και την Πάρνηθα, από τους περίβολους ναών, από τα βράχια ιερών σπηλαίων, από τις γούρνες κρηνών που υπόσχονταν να σκοτώσουν τους κακούς χυμούς που έτρεχαν στο σώμα του Φίλιππου και προκαλούσαν την αρρώστια. Δεύτερος τζίφος. Τώρα ο Αριστοφάνης έψαχνε έναν γιατρό ειδικό στις αφαιμάξεις. Όλοι του έλεγαν ότι πλέον η καλύτερη λύση για τον πατέρα του θα ήταν να βγει από τον οργανισμό του το βρόμικο αίμα και ν’ αντικατασταθεί από καινούριο. Ήταν η τελευταία, ακραία λύση. Όμως δεν είχε περιθώριο για κάτι άλλο. Ήδη όταν έφευγε από την Αίγινα, ο πατέρας του με δυσκολία του μιλούσε, ενώ την περισσότερη ώρα κοιμόταν. Από την αναζήτηση του κατάλληλου γιατρού τον διέκοψε ο Μελάνιππος –αλήθεια, σαν από μηχανής Θεός, την ώρα πάνω που τον συλλογιζόταν–, που περνώντας βιαστικός μπροστά από την Βασίλειο Στοά τον είδε και άρχισε να τον τραβάει. Όμως, δεν τον ήθελε για να του υποδείξει έναν καλό γιατρό. «Τρέχα!» «Τι θέλεις; Πού πάμε;» «Στην Ποικίλη!» «Γιατί; Τι γίνεται εκεί;» «Ξανάρθε ο δάσκαλος!», του απάντησε ασθμαίνοντας ο Μελάνιππος. «Ποιος απ’ όλους; Σε κάθε γωνιά υπάρχουν και πεντέξι από δαύτους!...» Πενήντα βιαστικά βήματα και οι δύο φίλοι μπήκαν στην Ποικίλη Στοά. Το επίσημό της όνομα ήταν Πεισιάνακτος Στοά, προς τιμήν του αδερφού του Κίμωνα που είχε χρη-
124
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ματοδοτήσει το χτίσιμό της, σαράντα χρόνια νωρίτερα. Η στοά αυτή, χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη χρήση, είχε γίνει –πώς θα το λέγαμε σήμερα;– το απόλυτο σημείο συνάντησης των Αθηναίων. Εκεί μέσα, προστατευμένοι από τη βροχή ή από τον δυνατό ήλιο οι πολίτες σουλατσάριζαν μετά τα ψώνια τους στην Αγορά ή τις Συνελεύσεις του Δήμου και κουβέντιαζαν, σχολίαζαν, κριτίκαραν, έπαιζαν παιχνίδια σαν την τρόπα και το διγραμμισμό, χαράσσοντας τα ταμπλό στις μαρμάρινες επιφάνειες, στις βάσεις των κιόνων της στοάς. Από κοντά, και οι κάθε λογής δάσκαλοι και σοφιστές έδιναν διαλέξεις, διαφημίζοντας την πραμάτεια τους, δηλαδή την ικανότητά τους να διδάσκουν ρητορική, μαθηματικά, αστρονομία ή γενικά το πώς θα γίνει κάποιος καλός άνθρωπος. Αφού έδιναν τις δωρεάν διαλέξεις τους, όλοι αυτοί μάζευαν τους πελάτες τους στην έπαυλη κάποιου πλούσιου χορηγού –ήταν πολλές αυτές οι επαύλεις στην πιο ακριβή περιοχή της Αθήνας, ανάμεσα στην Πεισιάνακτο Στοά και τον Κεραμεικό– και τους μάθαιναν τα μυστικά του κόσμου και των ανθρώπων επ’ αμοιβή. Οι τιμές ήσαν για όλα τα βαλάντια: Κυμαίνονταν από μία δραχμή –μια περίληψη κάποιων βασικών αρχών πασών των επιστημών και των μουσών, μέχρι πενήντα δραχμές το μάθημα, για το πλήρες πακέτο, που περιελάμβανε αναλυτικές διαλέξεις για όλα τα φλέγοντα ζητήματα, συζητήσεις, σημειώσεις και άλλες ευκολίες. Αυτό το σημείο συνάντησης, όπου οι Αθηναίοι περνούσαν τόσες ώρες της μέρας, δεν θα μπορούσε να είναι «γυμνό». Τα πρώτα αντικείμενα που άρχισαν να εμφανίζονται στις δύο πλευρές του τοίχου που χώριζε στα δύο τη στοά ήσαν τα πολεμικά λάφυρα των Αθηναίων. Ασπίδες, δόρατα, σπαθιά, τρίποδες που συμβόλιζαν τη μια ή
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
125
την άλλη νίκη κρέμονταν στον τοίχο για να μην σβήνονται τα γεγονότα και οι ματαιόδοξοι πρωταγωνιστές τους από τη συλλογική μνήμη και να γίνονται παράδειγμα για τις επόμενες νίκες που θ’ ακολουθούσαν. Όσο όμως και περήφανος να ήταν για τις πολεμικές του επιτυχίες, ένας λαός σαν των Αθηναίων είχε υψηλότερο αισθητικό κριτήριο, που σχεδόν θα προσβαλλόταν αν έβλεπε μόνο ασπίδες και σπαθιά. Αυτό ώθησε τους καλλιτέχνες ν’ αναλάβουν δράση. Οι γλύπτες είχαν για πάρτη τους όλη την Αγορά και τους δρόμους της πόλης, καθώς και τη νεκρόπολη του Κεραμεικού, για να εκθέτουν τα ακριβοπληρωμένα έργα τους. Οι ζωγράφοι βρήκαν στην Πεισιάνακτο Στοά τη δικιά τους πινακοθήκη. Προστατευμένα από τα στοιχεία της φύσης δεκάδες έργα βρήκαν τη θέση τους στον τοίχο της Στοάς. Μεγάλες και μικρές ζωγραφισμένες ξύλινες επιφάνειες κρέμονταν στον τοίχο, πάνω στις οποίες οι Αθηναίοι θαύμαζαν σκηνές από τις μάχες στην Τροία, από τη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς κι από μύθους και ιστορίες από την παράδοση. Γι’ αυτό και η Στοά στο στόμα των Αθηναίων άλλαξε όνομα. Ο Πεισιάνακτας ξεχάστηκε και το έργο του αποκαλείτο πλέον Ποικίλη Στοά, Πολύχρωμη. Την Ποικίλη Στοά είχε επιλέξει σήμερα ο πρώτος και μεγαλύτερος των σοφιστών, ο Πρωταγόρας, για να δώσει ένα υπαίθριο μάθημα. Ο θρακιώτης σοφιστής περιτριγυριζόταν από πάρα πολλούς Αθηναίους μα και ξένους. Άλλοι απ’ αυτούς ήσαν παλιοί του μαθητές, που βρήκαν ευκαιρία από μια ακόμα επίσκεψη του Πρωταγόρα στην Αθήνα να ξαναδούν το δάσκαλό τους, ανταγωνιζόμενοι ταυτόχρονα για το ποιος θα φιλοξενήσει το φιλόσοφο στην έπαυλή του. Άλλοι
124
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ματοδοτήσει το χτίσιμό της, σαράντα χρόνια νωρίτερα. Η στοά αυτή, χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη χρήση, είχε γίνει –πώς θα το λέγαμε σήμερα;– το απόλυτο σημείο συνάντησης των Αθηναίων. Εκεί μέσα, προστατευμένοι από τη βροχή ή από τον δυνατό ήλιο οι πολίτες σουλατσάριζαν μετά τα ψώνια τους στην Αγορά ή τις Συνελεύσεις του Δήμου και κουβέντιαζαν, σχολίαζαν, κριτίκαραν, έπαιζαν παιχνίδια σαν την τρόπα και το διγραμμισμό, χαράσσοντας τα ταμπλό στις μαρμάρινες επιφάνειες, στις βάσεις των κιόνων της στοάς. Από κοντά, και οι κάθε λογής δάσκαλοι και σοφιστές έδιναν διαλέξεις, διαφημίζοντας την πραμάτεια τους, δηλαδή την ικανότητά τους να διδάσκουν ρητορική, μαθηματικά, αστρονομία ή γενικά το πώς θα γίνει κάποιος καλός άνθρωπος. Αφού έδιναν τις δωρεάν διαλέξεις τους, όλοι αυτοί μάζευαν τους πελάτες τους στην έπαυλη κάποιου πλούσιου χορηγού –ήταν πολλές αυτές οι επαύλεις στην πιο ακριβή περιοχή της Αθήνας, ανάμεσα στην Πεισιάνακτο Στοά και τον Κεραμεικό– και τους μάθαιναν τα μυστικά του κόσμου και των ανθρώπων επ’ αμοιβή. Οι τιμές ήσαν για όλα τα βαλάντια: Κυμαίνονταν από μία δραχμή –μια περίληψη κάποιων βασικών αρχών πασών των επιστημών και των μουσών, μέχρι πενήντα δραχμές το μάθημα, για το πλήρες πακέτο, που περιελάμβανε αναλυτικές διαλέξεις για όλα τα φλέγοντα ζητήματα, συζητήσεις, σημειώσεις και άλλες ευκολίες. Αυτό το σημείο συνάντησης, όπου οι Αθηναίοι περνούσαν τόσες ώρες της μέρας, δεν θα μπορούσε να είναι «γυμνό». Τα πρώτα αντικείμενα που άρχισαν να εμφανίζονται στις δύο πλευρές του τοίχου που χώριζε στα δύο τη στοά ήσαν τα πολεμικά λάφυρα των Αθηναίων. Ασπίδες, δόρατα, σπαθιά, τρίποδες που συμβόλιζαν τη μια ή
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
125
την άλλη νίκη κρέμονταν στον τοίχο για να μην σβήνονται τα γεγονότα και οι ματαιόδοξοι πρωταγωνιστές τους από τη συλλογική μνήμη και να γίνονται παράδειγμα για τις επόμενες νίκες που θ’ ακολουθούσαν. Όσο όμως και περήφανος να ήταν για τις πολεμικές του επιτυχίες, ένας λαός σαν των Αθηναίων είχε υψηλότερο αισθητικό κριτήριο, που σχεδόν θα προσβαλλόταν αν έβλεπε μόνο ασπίδες και σπαθιά. Αυτό ώθησε τους καλλιτέχνες ν’ αναλάβουν δράση. Οι γλύπτες είχαν για πάρτη τους όλη την Αγορά και τους δρόμους της πόλης, καθώς και τη νεκρόπολη του Κεραμεικού, για να εκθέτουν τα ακριβοπληρωμένα έργα τους. Οι ζωγράφοι βρήκαν στην Πεισιάνακτο Στοά τη δικιά τους πινακοθήκη. Προστατευμένα από τα στοιχεία της φύσης δεκάδες έργα βρήκαν τη θέση τους στον τοίχο της Στοάς. Μεγάλες και μικρές ζωγραφισμένες ξύλινες επιφάνειες κρέμονταν στον τοίχο, πάνω στις οποίες οι Αθηναίοι θαύμαζαν σκηνές από τις μάχες στην Τροία, από τη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς κι από μύθους και ιστορίες από την παράδοση. Γι’ αυτό και η Στοά στο στόμα των Αθηναίων άλλαξε όνομα. Ο Πεισιάνακτας ξεχάστηκε και το έργο του αποκαλείτο πλέον Ποικίλη Στοά, Πολύχρωμη. Την Ποικίλη Στοά είχε επιλέξει σήμερα ο πρώτος και μεγαλύτερος των σοφιστών, ο Πρωταγόρας, για να δώσει ένα υπαίθριο μάθημα. Ο θρακιώτης σοφιστής περιτριγυριζόταν από πάρα πολλούς Αθηναίους μα και ξένους. Άλλοι απ’ αυτούς ήσαν παλιοί του μαθητές, που βρήκαν ευκαιρία από μια ακόμα επίσκεψη του Πρωταγόρα στην Αθήνα να ξαναδούν το δάσκαλό τους, ανταγωνιζόμενοι ταυτόχρονα για το ποιος θα φιλοξενήσει το φιλόσοφο στην έπαυλή του. Άλλοι
126
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ήσαν νέοι υποψήφιοι μαθητές και άλλοι επίδοξοι φιλόσοφοι, που έψαχναν την ευκαιρία να φάνε από τα αποφάγια του Δασκάλου, να τσιμπήσουν κανά μαθητή απ’ αυτούς που θα περίσσευαν από τον Πρωταγόρα. Με πολύ κόπο και σπρωξίδι, και τραβώντας πάντα από το χέρι τον Αριστοφάνη ο Μελάνιππος κατόρθωσε να φτάσει στην πρώτη σειρά αυτών που άκουγαν τη διάλεξη του Σοφιστή για την Αρετή και για το αν μπορεί αυτή να διδαχθεί στους ανθρώπους. Απ’ ό, τι φαίνεται είχαν φτάσει αργά, την ώρα που η διάλεξη τελείωνε. Ο φιλόσοφος δεν είχε όρεξη για ερωτήσεις –κάποιος θα έλεγε ότι επίτηδες δεν έμεινε να συζητήσει με το κοινό του, για να τους αναγκάσει να του τα σκάσουν αργότερα, σε κατ’ ιδίαν διαλέξεις– και κίνησε για το σπίτι του Καλλία, το σχεδόν μόνιμο καταφύγιό του όποτε ερχόταν στην Αθήνα, εκεί όπου –όπως έγραψε ο Εύπολις μετά από τέσσερα χρόνια, στην κωμωδία του «Κόλακες»- «υπάρχουν πολλά ευχάριστα. / Εδώ υπάρχουν καραβίδες και βατράχια και λαγοί / και γυναίκες στριφτοπόδαρες». Τότε πετάχτηκε μπροστά ο Μελάνιππος και σύστησε στο δάσκαλο τον Αριστοφάνη. Ο Πρωταγόρας σταμάτησε και κοίταξε το νεαρό ποιητή με ενδιαφέρον. «Εσύ είσαι ο περίφημος Αριστοφάνης; Η φήμη σου έχει ήδη εξαπλωθεί σε όλες τις πόλεις! Ο αντάρτης ποιητής, που τολμάει –παρότι νεότατος– μέσα στα μούτρα του Κλέωνα να υπερασπίζεται τις σκανδαλιές των συμμάχων των Αθηναίων!» «Δεν είναι αυτή η φήμη που επιθυμώ. Θα προτιμούσα να με μάθαιναν σαν τον ποιητή που προτιμά να λέει τα σωστά, χωρίς φτιασιδώματα και χωρίς να μασάει τα λόγια του. Και που πάνω απ’ όλα αγαπάει και τιμά την πόλη του και τους ανθρώπους της.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
127
Το ενδιαφέρον του Πρωταγόρα αυξήθηκε. Άρχισε να περπατάει αργά, αναγκάζοντας και την υπόλοιπη ομήγυρη να τον ακολουθήσει. «Τι θες να είσαι;» Απορημένος ο Αριστοφάνης καθυστέρησε λίγο να του απαντήσει. Έριξε μια ματιά στην υπόλοιπη ομήγυρη, που προτιμούσε να παρακολουθεί σιωπηλή τη συζήτηση ανάμεσα στον ποιητή και το σοφιστή. Άλλωστε, οποιαδήποτε παρέμβαση κάποιου Αθηναίου στη συζήτηση θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να χρησιμοποιηθεί εναντίον του από κάποιον καλοθελητή, όποια έκβαση και να είχε η περιπέτεια του Αριστοφάνη. Γι’ αυτό όλοι προτιμούσαν ν’ αφήσουν τους δύο άντρες να τα πούνε ήσυχοι κι αυτοί να παρακολουθούν διακριτικά την ενδιαφέρουσα κουβέντα. «Καλός πολίτης.» «Τι πάει να πει, καλός πολίτης;» «Εμένα ρωτάς; Εσύ δεν είσαι αυτός που καυχιέται ότι μπορεί να διδάξει τον καθένα να είναι αγαθός πολίτης;» «Και βέβαια το κάνω αυτό, όμως εσύ χρησιμοποίησες τον όρο χωρίς να είσαι μαθητής μου. Άρα έχεις ήδη μια ιδέα, δικιά σου, προσωπική, για το τι σημαίνει καλός πολίτης. Αυτήν θέλω ν’ ακούσω.» «Θέλω να είμαι δίκαιος, ώστε να μην προξενώ κακά στους συμπολίτες μου, με σωστή κρίση στην Εκκλησία του Δήμου και τις εκλογές των αρχόντων και ενάρετος, για να μην προσβάλλω τους θεούς.» «Πολύ ωραία. Στη Σπάρτη θεωρούν ότι οι καλοί πολίτες πρέπει να σκοτώνουν τους είλωτες, να μην ασκούν κανένα επάγγελμα και να μην ασχολούνται με την ποίηση και τις τέχνες, ενώ η παρουσία τους στη λαϊκή Συνέλευση της Απέλλας δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Εσύ αυτά τα θεω-
126
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ήσαν νέοι υποψήφιοι μαθητές και άλλοι επίδοξοι φιλόσοφοι, που έψαχναν την ευκαιρία να φάνε από τα αποφάγια του Δασκάλου, να τσιμπήσουν κανά μαθητή απ’ αυτούς που θα περίσσευαν από τον Πρωταγόρα. Με πολύ κόπο και σπρωξίδι, και τραβώντας πάντα από το χέρι τον Αριστοφάνη ο Μελάνιππος κατόρθωσε να φτάσει στην πρώτη σειρά αυτών που άκουγαν τη διάλεξη του Σοφιστή για την Αρετή και για το αν μπορεί αυτή να διδαχθεί στους ανθρώπους. Απ’ ό, τι φαίνεται είχαν φτάσει αργά, την ώρα που η διάλεξη τελείωνε. Ο φιλόσοφος δεν είχε όρεξη για ερωτήσεις –κάποιος θα έλεγε ότι επίτηδες δεν έμεινε να συζητήσει με το κοινό του, για να τους αναγκάσει να του τα σκάσουν αργότερα, σε κατ’ ιδίαν διαλέξεις– και κίνησε για το σπίτι του Καλλία, το σχεδόν μόνιμο καταφύγιό του όποτε ερχόταν στην Αθήνα, εκεί όπου –όπως έγραψε ο Εύπολις μετά από τέσσερα χρόνια, στην κωμωδία του «Κόλακες»- «υπάρχουν πολλά ευχάριστα. / Εδώ υπάρχουν καραβίδες και βατράχια και λαγοί / και γυναίκες στριφτοπόδαρες». Τότε πετάχτηκε μπροστά ο Μελάνιππος και σύστησε στο δάσκαλο τον Αριστοφάνη. Ο Πρωταγόρας σταμάτησε και κοίταξε το νεαρό ποιητή με ενδιαφέρον. «Εσύ είσαι ο περίφημος Αριστοφάνης; Η φήμη σου έχει ήδη εξαπλωθεί σε όλες τις πόλεις! Ο αντάρτης ποιητής, που τολμάει –παρότι νεότατος– μέσα στα μούτρα του Κλέωνα να υπερασπίζεται τις σκανδαλιές των συμμάχων των Αθηναίων!» «Δεν είναι αυτή η φήμη που επιθυμώ. Θα προτιμούσα να με μάθαιναν σαν τον ποιητή που προτιμά να λέει τα σωστά, χωρίς φτιασιδώματα και χωρίς να μασάει τα λόγια του. Και που πάνω απ’ όλα αγαπάει και τιμά την πόλη του και τους ανθρώπους της.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
127
Το ενδιαφέρον του Πρωταγόρα αυξήθηκε. Άρχισε να περπατάει αργά, αναγκάζοντας και την υπόλοιπη ομήγυρη να τον ακολουθήσει. «Τι θες να είσαι;» Απορημένος ο Αριστοφάνης καθυστέρησε λίγο να του απαντήσει. Έριξε μια ματιά στην υπόλοιπη ομήγυρη, που προτιμούσε να παρακολουθεί σιωπηλή τη συζήτηση ανάμεσα στον ποιητή και το σοφιστή. Άλλωστε, οποιαδήποτε παρέμβαση κάποιου Αθηναίου στη συζήτηση θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να χρησιμοποιηθεί εναντίον του από κάποιον καλοθελητή, όποια έκβαση και να είχε η περιπέτεια του Αριστοφάνη. Γι’ αυτό όλοι προτιμούσαν ν’ αφήσουν τους δύο άντρες να τα πούνε ήσυχοι κι αυτοί να παρακολουθούν διακριτικά την ενδιαφέρουσα κουβέντα. «Καλός πολίτης.» «Τι πάει να πει, καλός πολίτης;» «Εμένα ρωτάς; Εσύ δεν είσαι αυτός που καυχιέται ότι μπορεί να διδάξει τον καθένα να είναι αγαθός πολίτης;» «Και βέβαια το κάνω αυτό, όμως εσύ χρησιμοποίησες τον όρο χωρίς να είσαι μαθητής μου. Άρα έχεις ήδη μια ιδέα, δικιά σου, προσωπική, για το τι σημαίνει καλός πολίτης. Αυτήν θέλω ν’ ακούσω.» «Θέλω να είμαι δίκαιος, ώστε να μην προξενώ κακά στους συμπολίτες μου, με σωστή κρίση στην Εκκλησία του Δήμου και τις εκλογές των αρχόντων και ενάρετος, για να μην προσβάλλω τους θεούς.» «Πολύ ωραία. Στη Σπάρτη θεωρούν ότι οι καλοί πολίτες πρέπει να σκοτώνουν τους είλωτες, να μην ασκούν κανένα επάγγελμα και να μην ασχολούνται με την ποίηση και τις τέχνες, ενώ η παρουσία τους στη λαϊκή Συνέλευση της Απέλλας δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Εσύ αυτά τα θεω-
128
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ρείς σωστά κι απαραίτητα στοιχεία για να χαρακτηρίσεις έναν πολίτη καλό;» «Δεν είμαι στη Σπάρτη. Είμαι στην Αθήνα.» «Αν είχες γεννηθεί στη Σπάρτη και ήθελες να είσαι καλός πολίτης, θα έμενες εκεί και θα προσπαθούσες ν’ ασκήσεις αυτά που μου ανέφερες προηγουμένως, ο,τιδήποτε χαρακτηρίζει τον “καλό πολίτη” -ή θα ερχόσουν στην Αθήνα;» «Από την προσωπική μου εμπειρία δεν βλέπω πολλούς Σπαρτιάτες να εγκαταλείπουν τη Σπάρτη. Ούτε επίσης ξέρω πόσοι κι αν τιμωρούνται με την κατηγορία του φαύλου πολίτη εκεί κάτω. Επομένως, εκτιμώ ότι μάλλον θα έμενα στη Σπάρτη.» «Και δεν θα ήσουν καλός πολίτης; Θα πήγαινες κόντρα στα πιστεύω σου; Κόντρα σε αυτά που μου είπες πριν λίγο ότι χαρακτηρίζουν έναν καλό πολίτη; Μήπως εκτιμάς κι αυτό, ότι κανένας Σπαρτιάτης, από τη στιγμή που δεν έρχεται στην Αθήνα, δεν είναι καλός πολίτης;» «Μάλλον, αν έμενα στη Σπάρτη θα είχα διαφορετική ιδέα για το τι είναι καλός πολίτης.» Ο σοφιστής τον κοίταξε ικανοποιημένος, χαιδεύοντας για μια ακόμα φορά τα γένια του. «Πολύ σωστά! Η κάθε πόλη κρίνει η ίδια ποια είναι ωραία, ποια άσχημα, ποια δίκαια και ποια άδικα κι αυτή φτιάχνει τους νόμους έτσι ώστε να τα καθιστά νόμιμα.» «Ναι, αλλά πολλά πράγματα είναι κοινά σε όλες τις πόλεις, άρα κι αυτά είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους και δεν εξαρτώνται από το κάθε πολίτευμα. Αυτά που οι θεοί μάς όρισαν και οι ένδοξοι πρόγονοί μας, ως τέτοια: Απαραβίαστα κι αδιασάλευτα. Το φόνο, την κλεψιά, την ασέβεια, την προδοσία.» Ο σοφιστής χαμογέλασε με νόημα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
129
«Αν κάποιος Αθηναίος μπει στο σπίτι του, βρει τη γυναίκα του να την πηδάει άλλος και τους σκοτώσει και τους δύο, τότε τιμωρείται; Όχι, παρόλο που έκανε δύο φόνους. Στη Σπάρτη οι νέοι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονται στην κλεψιά και ενθαρρύνονται μάλιστα σε αυτό από την Πόλη, για να μπορούν να επιβιώνουν σε εχθρικά μέρη, ενώ όσοι απ’ αυτούς συλληφθούν να κλέβουν τιμωρούνται σκληρά –όχι για την πράξη, αλλά για το ότι πιάστηκαν. Και όσον αφορά την προδοσία... Κοτζάμ Εφιάλτης ζούσε ήσυχα στην Αντίκυρα, χωρίς να τον ενοχλεί κανένας από τους Αντικυριώτες για την προδοσία του στις Θερμοπύλες, μέχρι που τον σκότωσε ο συμπατριώτης του Αθηνάδης για κάποιες παλιές οικογενειακές διαφορές!» «Και πού θες να καταλήξεις με αυτό; Ότι πρέπει ν’ αυτοεξοριστώ στην Αντίκυρα για να μην μπορεί να με κυνηγήσει για προδοσία ο Κλέων;» «Όχι. Θέλω να σου επισημάνω το πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Άλλωστε, για όλα τα πράγματα, ο άνθρωπος είναι αυτός που θα θέσει το κριτήριο για το τι αξίζει και τι όχι. Ούτε καν οι θεοί!» Το σούσουρο που ακολούθησε για τη βλασφημία του Σοφιστή ο Πρωταγόρας το προσπέρασε επιδεικτικά, συνηθισμένος σε τέτοιες αντιδράσεις: «Κάθε αξία, κάθε θεσμό πρέπει πρώτα και κύρια να το εξετάζουμε από τη σκοπιά των ανθρώπινων πράξεων που οδήγησαν σε αυτούς, καθώς και να βρούμε το σκοπό που υπηρετούν.» «Δηλαδή;» «Πάρε για παράδειγμα την υπόθεσή σου. Ο Κλέων θεωρεί ότι με το έργο σου έκανες κακό στην Πόλη. Τη διακωμώδησες, τη γελοιοποίησες, κι αυτήν και τις αρχές της
128
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ρείς σωστά κι απαραίτητα στοιχεία για να χαρακτηρίσεις έναν πολίτη καλό;» «Δεν είμαι στη Σπάρτη. Είμαι στην Αθήνα.» «Αν είχες γεννηθεί στη Σπάρτη και ήθελες να είσαι καλός πολίτης, θα έμενες εκεί και θα προσπαθούσες ν’ ασκήσεις αυτά που μου ανέφερες προηγουμένως, ο,τιδήποτε χαρακτηρίζει τον “καλό πολίτη” -ή θα ερχόσουν στην Αθήνα;» «Από την προσωπική μου εμπειρία δεν βλέπω πολλούς Σπαρτιάτες να εγκαταλείπουν τη Σπάρτη. Ούτε επίσης ξέρω πόσοι κι αν τιμωρούνται με την κατηγορία του φαύλου πολίτη εκεί κάτω. Επομένως, εκτιμώ ότι μάλλον θα έμενα στη Σπάρτη.» «Και δεν θα ήσουν καλός πολίτης; Θα πήγαινες κόντρα στα πιστεύω σου; Κόντρα σε αυτά που μου είπες πριν λίγο ότι χαρακτηρίζουν έναν καλό πολίτη; Μήπως εκτιμάς κι αυτό, ότι κανένας Σπαρτιάτης, από τη στιγμή που δεν έρχεται στην Αθήνα, δεν είναι καλός πολίτης;» «Μάλλον, αν έμενα στη Σπάρτη θα είχα διαφορετική ιδέα για το τι είναι καλός πολίτης.» Ο σοφιστής τον κοίταξε ικανοποιημένος, χαιδεύοντας για μια ακόμα φορά τα γένια του. «Πολύ σωστά! Η κάθε πόλη κρίνει η ίδια ποια είναι ωραία, ποια άσχημα, ποια δίκαια και ποια άδικα κι αυτή φτιάχνει τους νόμους έτσι ώστε να τα καθιστά νόμιμα.» «Ναι, αλλά πολλά πράγματα είναι κοινά σε όλες τις πόλεις, άρα κι αυτά είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους και δεν εξαρτώνται από το κάθε πολίτευμα. Αυτά που οι θεοί μάς όρισαν και οι ένδοξοι πρόγονοί μας, ως τέτοια: Απαραβίαστα κι αδιασάλευτα. Το φόνο, την κλεψιά, την ασέβεια, την προδοσία.» Ο σοφιστής χαμογέλασε με νόημα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
129
«Αν κάποιος Αθηναίος μπει στο σπίτι του, βρει τη γυναίκα του να την πηδάει άλλος και τους σκοτώσει και τους δύο, τότε τιμωρείται; Όχι, παρόλο που έκανε δύο φόνους. Στη Σπάρτη οι νέοι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονται στην κλεψιά και ενθαρρύνονται μάλιστα σε αυτό από την Πόλη, για να μπορούν να επιβιώνουν σε εχθρικά μέρη, ενώ όσοι απ’ αυτούς συλληφθούν να κλέβουν τιμωρούνται σκληρά –όχι για την πράξη, αλλά για το ότι πιάστηκαν. Και όσον αφορά την προδοσία... Κοτζάμ Εφιάλτης ζούσε ήσυχα στην Αντίκυρα, χωρίς να τον ενοχλεί κανένας από τους Αντικυριώτες για την προδοσία του στις Θερμοπύλες, μέχρι που τον σκότωσε ο συμπατριώτης του Αθηνάδης για κάποιες παλιές οικογενειακές διαφορές!» «Και πού θες να καταλήξεις με αυτό; Ότι πρέπει ν’ αυτοεξοριστώ στην Αντίκυρα για να μην μπορεί να με κυνηγήσει για προδοσία ο Κλέων;» «Όχι. Θέλω να σου επισημάνω το πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Άλλωστε, για όλα τα πράγματα, ο άνθρωπος είναι αυτός που θα θέσει το κριτήριο για το τι αξίζει και τι όχι. Ούτε καν οι θεοί!» Το σούσουρο που ακολούθησε για τη βλασφημία του Σοφιστή ο Πρωταγόρας το προσπέρασε επιδεικτικά, συνηθισμένος σε τέτοιες αντιδράσεις: «Κάθε αξία, κάθε θεσμό πρέπει πρώτα και κύρια να το εξετάζουμε από τη σκοπιά των ανθρώπινων πράξεων που οδήγησαν σε αυτούς, καθώς και να βρούμε το σκοπό που υπηρετούν.» «Δηλαδή;» «Πάρε για παράδειγμα την υπόθεσή σου. Ο Κλέων θεωρεί ότι με το έργο σου έκανες κακό στην Πόλη. Τη διακωμώδησες, τη γελοιοποίησες, κι αυτήν και τις αρχές της
130
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ενώπιον ξένων πρεσβευτών σε μια πολύ δύσκολη περίοδο, όταν ασκείται τεράστια πίεση στους συμμάχους σας για ν’ αποχωρήσουν. Κάτι τέτοιο, όμως, θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, γιατί με όλη την Ελλάδα ενάντιά της, χωρίς προμήθειες, χωρίς εισφορές, δεν θα επιβίωνε. Ας δούμε τώρα εσένα. Μου είπες ότι θες να είσαι καλός πολίτης, προσδιορίζοντας και τη σημασία. Επομένως, μπορούμε ν’ αποκλείσουμε ότι έπραξες, ό, τι έκανες, επειδή είσαι ανήθικος και ήθελες το κακό της Πόλης. Σίγουρα είχες τους λόγους σου.» «Και ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά;» «Το συμπέρασμα είναι ότι και οι δύο έχετε το δίκιο σας. Όσα κακά και να θες να προσδώσεις στον Κλέωνα, έχει δίκιο που σου κάνει την Εισαγγελία. Το ίδιο και εσύ, είχες δίκιο που έγραψες την κωμωδία έτσι όπως την έγραψες. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η συμπεριφορά της Αθήνας στους συμμάχους της είναι σαν του θεατρικού Κλέωνα απέναντι στους Βαβυλώνιους δούλους, μάλλον ακόμα χειρότερη. Μην ξεχνάς, όμως, –θα σου έλεγε κάποιος– ότι τούτη η συμπεριφορά είναι όρος για την επιβίωσή της. Είναι προϋπόθεση για να μπορείς εσύ να γράφεις την κωμωδία σου ήσυχος στην Αίγινα και να μην είσαι υποτελής κάποιου Σπαρτιάτη Έφορου. Η υπόθεσή σου δεν είναι απλή. Αν για παράδειγμα είχες κλέψει από τα δημόσια ταμεία, θα είχαμε δύο εναλλακτικές για να υπερασπιστούμε την αθωότητά σου: Αν δεν είχες πρόσβαση σε δημόσια χρήματα, τότε θ’ αμυνόσουν λέγοντας: “Πώς είναι δυνατόν να έκλεψα, αφού δεν μπορούσα να βάλω χέρι στα δημόσια ταμεία;”. Αν όμως είχες πρόσβαση και τη δυνατότητα να τα αλαφρώσεις, τότε θα σε υπερασπιζόμασταν λέγοντας ότι, “Δεν είναι δυνατόν να είμαι ένοχος, γιατί θα ήταν πάρα πολύ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
131
προφανές να έκλεβα εγώ, που είχα πρόσβαση στα ταμεία. Θα ήμουν πολύ βλάκας να έκλεβα και να τραβούσα όλες τις υποψίες πάνω μου!” »Βέβαια, αν η ενοχή σου ήταν τόσο προφανής, τότε θα προσπαθούσαμε να πείσουμε ότι δεν έφταιγες εσύ για την κλοπή, αλλά είτε ότι κάποιος σε ανάγκασε, είτε ότι οι θεοί θόλωσαν την κρίση σου –ο Αριστοφάνης χαμογέλασε με την επίκληση των θεών από τον ασεβή φιλόσοφο τώρα, που η εικονική του υπόθεση τούς είχε ανάγκη!– είτε ότι είχες τεράστια ανάγκη τα λεφτά. Να ξέρεις, πάντως, ότι η άμυνα του Κλέωνα απέναντι στις δικές σου κατηγόριες, είναι αυτή ακριβώς η τελευταία μέθοδος: “Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η Αθήνα αδικεί, τότε το κάνει αυτό γιατί είναι αναγκασμένη.”» «Ναι, αλλά εδώ δεν υπάρχει νόμος που να τιμωρεί την πράξη μου, όπως υπάρχει γι’ αυτούς που κλέβουν από τα δημόσια ταμεία!» «Ποιος είναι ο σοφιστής τώρα; Από πότε σε νοιάζει για το αν έχει τεθεί κάποιος νόμος; Η πράξη σου μπορεί να κριθεί βλάσφημη και προδοτική με τα αιώνια κριτήρια περί προδοσίας, όπως σου τα ανέλυσα πριν; Μπορεί να θεωρηθεί απειλή για την ασφάλεια της Πόλης; Και βέβαια μπορεί.» «Με παρεξήγησες. Δεν αμφισβητώ τη δύναμη των νόμων ούτε την πηγή από την οποία προέρχονται, τη σοφία των Θεών και τη βούληση του λαού. Ίσα ίσα, γι’ αυτό αποφάσισα να γίνω κωμικός ποιητής. Για να στέκομαι συνέχεια ενώπιον των συμπολιτών μου, πρόθυμος να με κρίνουν κάθε ώρα και στιγμή. Και οι νόμοι τι είναι; Η εκφρασμένη βούληση των πολιτών για κάτι, η συμφωνία τους πάνω σε ένα θέμα σε μια δεδομένη στιγμή.»
130
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ενώπιον ξένων πρεσβευτών σε μια πολύ δύσκολη περίοδο, όταν ασκείται τεράστια πίεση στους συμμάχους σας για ν’ αποχωρήσουν. Κάτι τέτοιο, όμως, θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, γιατί με όλη την Ελλάδα ενάντιά της, χωρίς προμήθειες, χωρίς εισφορές, δεν θα επιβίωνε. Ας δούμε τώρα εσένα. Μου είπες ότι θες να είσαι καλός πολίτης, προσδιορίζοντας και τη σημασία. Επομένως, μπορούμε ν’ αποκλείσουμε ότι έπραξες, ό, τι έκανες, επειδή είσαι ανήθικος και ήθελες το κακό της Πόλης. Σίγουρα είχες τους λόγους σου.» «Και ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά;» «Το συμπέρασμα είναι ότι και οι δύο έχετε το δίκιο σας. Όσα κακά και να θες να προσδώσεις στον Κλέωνα, έχει δίκιο που σου κάνει την Εισαγγελία. Το ίδιο και εσύ, είχες δίκιο που έγραψες την κωμωδία έτσι όπως την έγραψες. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η συμπεριφορά της Αθήνας στους συμμάχους της είναι σαν του θεατρικού Κλέωνα απέναντι στους Βαβυλώνιους δούλους, μάλλον ακόμα χειρότερη. Μην ξεχνάς, όμως, –θα σου έλεγε κάποιος– ότι τούτη η συμπεριφορά είναι όρος για την επιβίωσή της. Είναι προϋπόθεση για να μπορείς εσύ να γράφεις την κωμωδία σου ήσυχος στην Αίγινα και να μην είσαι υποτελής κάποιου Σπαρτιάτη Έφορου. Η υπόθεσή σου δεν είναι απλή. Αν για παράδειγμα είχες κλέψει από τα δημόσια ταμεία, θα είχαμε δύο εναλλακτικές για να υπερασπιστούμε την αθωότητά σου: Αν δεν είχες πρόσβαση σε δημόσια χρήματα, τότε θ’ αμυνόσουν λέγοντας: “Πώς είναι δυνατόν να έκλεψα, αφού δεν μπορούσα να βάλω χέρι στα δημόσια ταμεία;”. Αν όμως είχες πρόσβαση και τη δυνατότητα να τα αλαφρώσεις, τότε θα σε υπερασπιζόμασταν λέγοντας ότι, “Δεν είναι δυνατόν να είμαι ένοχος, γιατί θα ήταν πάρα πολύ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
131
προφανές να έκλεβα εγώ, που είχα πρόσβαση στα ταμεία. Θα ήμουν πολύ βλάκας να έκλεβα και να τραβούσα όλες τις υποψίες πάνω μου!” »Βέβαια, αν η ενοχή σου ήταν τόσο προφανής, τότε θα προσπαθούσαμε να πείσουμε ότι δεν έφταιγες εσύ για την κλοπή, αλλά είτε ότι κάποιος σε ανάγκασε, είτε ότι οι θεοί θόλωσαν την κρίση σου –ο Αριστοφάνης χαμογέλασε με την επίκληση των θεών από τον ασεβή φιλόσοφο τώρα, που η εικονική του υπόθεση τούς είχε ανάγκη!– είτε ότι είχες τεράστια ανάγκη τα λεφτά. Να ξέρεις, πάντως, ότι η άμυνα του Κλέωνα απέναντι στις δικές σου κατηγόριες, είναι αυτή ακριβώς η τελευταία μέθοδος: “Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η Αθήνα αδικεί, τότε το κάνει αυτό γιατί είναι αναγκασμένη.”» «Ναι, αλλά εδώ δεν υπάρχει νόμος που να τιμωρεί την πράξη μου, όπως υπάρχει γι’ αυτούς που κλέβουν από τα δημόσια ταμεία!» «Ποιος είναι ο σοφιστής τώρα; Από πότε σε νοιάζει για το αν έχει τεθεί κάποιος νόμος; Η πράξη σου μπορεί να κριθεί βλάσφημη και προδοτική με τα αιώνια κριτήρια περί προδοσίας, όπως σου τα ανέλυσα πριν; Μπορεί να θεωρηθεί απειλή για την ασφάλεια της Πόλης; Και βέβαια μπορεί.» «Με παρεξήγησες. Δεν αμφισβητώ τη δύναμη των νόμων ούτε την πηγή από την οποία προέρχονται, τη σοφία των Θεών και τη βούληση του λαού. Ίσα ίσα, γι’ αυτό αποφάσισα να γίνω κωμικός ποιητής. Για να στέκομαι συνέχεια ενώπιον των συμπολιτών μου, πρόθυμος να με κρίνουν κάθε ώρα και στιγμή. Και οι νόμοι τι είναι; Η εκφρασμένη βούληση των πολιτών για κάτι, η συμφωνία τους πάνω σε ένα θέμα σε μια δεδομένη στιγμή.»
132
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Επομένως αποδέχεσαι και το ότι, παρόλο που δεν υπάρχει τώρα νόμος, τίποτα δεν εμποδίζει τον λαό να κρίνει ότι όντως η πράξη σου υπερέβη τα όρια, ότι αποτελείς πλέον μίασμα για την πολιτεία και ότι πρέπει με την τιμωρία σου να καθαρθείς και εσύ και η πόλη. Ν’ αλλάξει, δηλαδή, αυτή η εκφρασμένη βούληση, αυτή η συμφωνία, όπως την αποκάλεσες.» Ο Αριστοφάνης σφίχτηκε. «Το αποδέχομαι.» «Εδώ τώρα έρχεται η δύναμη του λόγου. Των επιχειρημάτων. Το να μπορείς ν’ αναλύσεις την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι τώρα με τα σωστά επιχειρήματα θα σου χρησιμέψει όχι μόνο για να καθορίσεις ξεκάθαρα τη θέση σου, αλλά και για να πείσεις τους άλλους για το δίκιο σου. Πώς, λοιπόν, θα πείσεις ότι έχεις εσύ το δίκιο και όχι ο Κλέων;» «Δείχνοντας στους συμπολίτες μου το πόσο καλός πολίτης ήμουν όλα αυτά τα χρόνια.» «Και ο Θεμιστοκλής καλός πολίτης ήταν της Αθήνας, αλλά τίποτα δεν τον εμπόδισε κάποια στιγμή να πάει στην Αυλή του μεγαλύτερου εχθρού της πόλης και να πεθάνει εκεί πέρα.» «Δεν φτάνει η τιμιότητά μου; Δεν φτάνουν οι πολεμικοί μου αγώνες;» «Προφανώς όχι. Άλλωστε, είσαι πολύ μικρός για να μπορείς να επικαλεστείς τα καλά που τυχόν έχεις κάνει στην πόλη! Ο Σοφοκλής έβαζε τον Αίμωνα να λέει στον Οιδίποδα: “Κι αν είμαι νέος, / τα έργα πρέπει να μετράς κι όχι τα χρόνια”, όμως στο τέλος ο Αίμων βρέθηκε νεκρός δίπλα στην Αντιγόνη.» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε για λίγο.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
133
«Να τους ικετέψω για την αθωότητά μου και για το ότι δεν είχα σκοπό να τους προσβάλλω;» «Επιχειρήματα, είπαμε, επιχειρήματα! Όχι ικεσίες! Τα παρακάλια είναι για τους ένοχους!» Τα μάτια του Αριστοφάνη φωτίστηκαν. «Να τους πω ότι ανέκαθεν οι κωμικοί ποιητές τα έβαζαν με τους ανώτερους. Ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρέμβουν οι άρχοντες στα έργα των ποιητών είναι ασέβεια απέναντι στους θεούς και τους προγόνους μας, που θέσπισαν τους αγώνες και τις γιορτές.» Ο Σοφιστής έβαλε τα γέλια. «Μου έρχεται αναγούλα και μόνο που το ακούω αυτό, για τους θεούς και τους προγόνους, αλλά μπορώ να πω ότι είσαι σε καλό δρόμο. Φίλε μου, ακόμα και τώρα, που είσαι με το κεφάλι στο κούτσουρο και ο πέλεκυς του δημίου είναι υψωμένος για να σε αποκεφαλίσει, δεν πρέπει να χάσεις το πνεύμα σου! Εσύ γιατί έγραψες την κωμωδία αυτή και επιτέθηκες στον Κλέωνα και τους άλλους δημαγωγούς; Στην υπαγόρευσε ο ίδιος ο Διόνυσος και δεν μπορούσες να γράψεις κάποια άλλη φάρσα, πολύ πιο ανώδυνη; Όχι. Με την άδεια των θεών, που σου επιτρέπουν να τα βάζεις με τους ισχυρούς, επέλεξες να επιτεθείς, κριτίκαρες κάποιες συγκεκριμένες πράξεις, που έχουν να κάνουν με σημαντικές στιγμές στην ιστορία της πόλης. Προφανώς όχι μόνο για να γελάσουν οι συμπολίτες σου. Ούτε για να τους μείνει στο μυαλό κάποιο από τα χορικά σου και να το τραγουδάνε στα συμπόσια τους. Πώς, λοιπόν, θα χρησιμοποιήσεις τη δεδηλωμένη σου πίστη στους Αθηναίους προς όφελός σου; Δεν θα τους πείσεις λέγοντας, ότι δεν είχες πρόθεση να τους βλάψεις. Ίσα ίσα, θα πρέπει να προσπαθήσεις να τους πείσεις για όλα αυτά που ήθελες να τους
132
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Επομένως αποδέχεσαι και το ότι, παρόλο που δεν υπάρχει τώρα νόμος, τίποτα δεν εμποδίζει τον λαό να κρίνει ότι όντως η πράξη σου υπερέβη τα όρια, ότι αποτελείς πλέον μίασμα για την πολιτεία και ότι πρέπει με την τιμωρία σου να καθαρθείς και εσύ και η πόλη. Ν’ αλλάξει, δηλαδή, αυτή η εκφρασμένη βούληση, αυτή η συμφωνία, όπως την αποκάλεσες.» Ο Αριστοφάνης σφίχτηκε. «Το αποδέχομαι.» «Εδώ τώρα έρχεται η δύναμη του λόγου. Των επιχειρημάτων. Το να μπορείς ν’ αναλύσεις την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι τώρα με τα σωστά επιχειρήματα θα σου χρησιμέψει όχι μόνο για να καθορίσεις ξεκάθαρα τη θέση σου, αλλά και για να πείσεις τους άλλους για το δίκιο σου. Πώς, λοιπόν, θα πείσεις ότι έχεις εσύ το δίκιο και όχι ο Κλέων;» «Δείχνοντας στους συμπολίτες μου το πόσο καλός πολίτης ήμουν όλα αυτά τα χρόνια.» «Και ο Θεμιστοκλής καλός πολίτης ήταν της Αθήνας, αλλά τίποτα δεν τον εμπόδισε κάποια στιγμή να πάει στην Αυλή του μεγαλύτερου εχθρού της πόλης και να πεθάνει εκεί πέρα.» «Δεν φτάνει η τιμιότητά μου; Δεν φτάνουν οι πολεμικοί μου αγώνες;» «Προφανώς όχι. Άλλωστε, είσαι πολύ μικρός για να μπορείς να επικαλεστείς τα καλά που τυχόν έχεις κάνει στην πόλη! Ο Σοφοκλής έβαζε τον Αίμωνα να λέει στον Οιδίποδα: “Κι αν είμαι νέος, / τα έργα πρέπει να μετράς κι όχι τα χρόνια”, όμως στο τέλος ο Αίμων βρέθηκε νεκρός δίπλα στην Αντιγόνη.» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε για λίγο.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
133
«Να τους ικετέψω για την αθωότητά μου και για το ότι δεν είχα σκοπό να τους προσβάλλω;» «Επιχειρήματα, είπαμε, επιχειρήματα! Όχι ικεσίες! Τα παρακάλια είναι για τους ένοχους!» Τα μάτια του Αριστοφάνη φωτίστηκαν. «Να τους πω ότι ανέκαθεν οι κωμικοί ποιητές τα έβαζαν με τους ανώτερους. Ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρέμβουν οι άρχοντες στα έργα των ποιητών είναι ασέβεια απέναντι στους θεούς και τους προγόνους μας, που θέσπισαν τους αγώνες και τις γιορτές.» Ο Σοφιστής έβαλε τα γέλια. «Μου έρχεται αναγούλα και μόνο που το ακούω αυτό, για τους θεούς και τους προγόνους, αλλά μπορώ να πω ότι είσαι σε καλό δρόμο. Φίλε μου, ακόμα και τώρα, που είσαι με το κεφάλι στο κούτσουρο και ο πέλεκυς του δημίου είναι υψωμένος για να σε αποκεφαλίσει, δεν πρέπει να χάσεις το πνεύμα σου! Εσύ γιατί έγραψες την κωμωδία αυτή και επιτέθηκες στον Κλέωνα και τους άλλους δημαγωγούς; Στην υπαγόρευσε ο ίδιος ο Διόνυσος και δεν μπορούσες να γράψεις κάποια άλλη φάρσα, πολύ πιο ανώδυνη; Όχι. Με την άδεια των θεών, που σου επιτρέπουν να τα βάζεις με τους ισχυρούς, επέλεξες να επιτεθείς, κριτίκαρες κάποιες συγκεκριμένες πράξεις, που έχουν να κάνουν με σημαντικές στιγμές στην ιστορία της πόλης. Προφανώς όχι μόνο για να γελάσουν οι συμπολίτες σου. Ούτε για να τους μείνει στο μυαλό κάποιο από τα χορικά σου και να το τραγουδάνε στα συμπόσια τους. Πώς, λοιπόν, θα χρησιμοποιήσεις τη δεδηλωμένη σου πίστη στους Αθηναίους προς όφελός σου; Δεν θα τους πείσεις λέγοντας, ότι δεν είχες πρόθεση να τους βλάψεις. Ίσα ίσα, θα πρέπει να προσπαθήσεις να τους πείσεις για όλα αυτά που ήθελες να τους
134
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πεις και με την κωμωδία σου! Ότι αυτοί κάνουν λάθος! Αυτοί διαπράττουν την προδοσία, που δέχονται να τους κυβερνούν οι φαύλοι! Αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν, που με την ανοχή ή ακόμα και με την επιβράβευσή τους γίνονται τόσα εγκλήματα! Αυτά δεν τους λες στα ποιήματά σου; Γιατί να τους πεις κάτι διαφορετικό τώρα που είσαι κατηγορούμενος;» Ο Αριστοφάνης σκανδαλίστηκε. «Τι είναι αυτά που λες; Τόση επίθεση; Δεν θα επιδειχτεί ύβρις εκ μέρους μου; Δεν είναι ασέβεια;» «Το ν’ αλλάξεις όσα έλεγες πρωτύτερα, αυτό είναι ασέβεια. Για να το πω με όρους που θα το καταλάβεις, θα είναι σαν να επιτίθεσαι στους θεούς σου που σε αφήνουν ελεύθερο να διακωμωδείς όποιον εσύ θέλεις. Μην ξεχνάς τον Θρασύμαχο: “Το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου”. Αν γι’ αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους και καθορίζουν τι είναι δίκαιο και τι όχι η πράξη που έκανες είναι έγκλημα, τότε θα πρέπει ν’ αποδείξεις και να πείσεις το λαό ότι οι εγκληματίες είναι αυτοί. Και ότι εσύ, που δεν υπακούς στα κελεύσματά τους, είσαι ο πραγματικός ενάρετος. Πρέπει, λοιπόν, να παραμείνεις “ανήθικος”.» Το αίμα του Αριστοφάνη ανέβηκε στο κεφάλι του, όταν άκουσε τ’ όνομα εκείνου του αχώνευτου, του Θρασύμαχου, που, –ναι, το ξέρω ότι, τόσο καλός και προσεχτικός αναγνώστης που είσαι θυμάσαι ότι– τον είχε περιλάβει στους «Δαιταλείς». «Χα! Αυτή είναι η πρότασή σου; Αυτό το παράδειγμά σου; Αυτός που γυρνάει από εδώ κι από εκεί διακηρύττοντας ότι η δικαιοσύνη είναι αξία ψεύτικη και βλαπτική; Αυτός που λέει ότι αν είμαστε ισχυροί πρέπει να είμαστε άδικοι και πλεονέκτες, γιατί έτσι προασπιζόμαστε καλύτε-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
135
ρα τα συμφέροντά μας, ενώ αν είμαστε αδύναμοι πρέπει να γινόμαστε σκυλάκια των ισχυρών;» «Μην αρπάζεσαι. Από μια σκέψη του ξεκίνησα, και κατέληξα σ’ αυτό που έκανες εσύ με την προηγούμενή σου κωμωδία και που φαντάζομαι ότι θα επαναλάβεις με τις μελλοντικές σου. Και αυτό μάλλον θα πρέπει να σε προβληματίσει. Σκέψου το αλλιώς. Πάρε έναν άρρωστο κι έναν υγιή. Και οι δύο τρώνε μια μελόπιτα. Ενώ η μελόπιτα είναι η ίδια, ο άρρωστος δεν τη γεύεται το ίδιο με τον υγιή! Ποιόν θα πιστέψουμε όμως, αν τον ρωτήσουμε τι γεύση είχε η μελόπιτα; Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν θα μας πει ψέματα.» «Θέλει ρώτημα; Τον υγιή θα πιστέψουμε. Αφού αυτός είναι καλύτερος από τον άρρωστο.» «Πολύ σωστά. Εδώ έρχεται η υποχρέωσή σου. Να τους αποδείξεις ότι ο υγιής είσαι εσύ και ότι αυτοί είναι οι άρρωστοι που πρέπει να γίνουν καλά. Στον κόσμο που κάνουν κουμάντο οι άρρωστοι είναι τιμή σου να σε αποκαλούν ανήθικο, ακόμα κι αν κινδυνεύει το κεφάλι σου.» Ο ποιητής ηρέμησε λίγο. Χαμογελαστά απάγγειλε τους στίχους του Ευριπίδη. «Κάλλιο να ’ναι άρρωστος κανένας, / πάρεξ αρρώστους να γιατρεύει. / Το πρώτο είναι κακό μονάχα, / με τ’ άλλο σμίγει η θλίψη της ψυχής / με των χεριών τον κόπο.» Μετά από δυο βαθιές ανάσες ρώτησε ήρεμα το Σοφιστή. «Εσύ τι πιστεύεις; Θα κερδίσω;» «Πες μου το συσχετισμό δύναμης. Πόσοι από τους στρατηγούς είναι δημοκρατικοί και πόσοι αριστοκρατικοί;» «Οι εκλογές έγιναν πριν τρείς μήνες. Από τους δέκα στρατηγούς αριστοκρατικοί είναι μόνο ο Φορμίων, ο Νικόστρατος και ο Χαροιάδης. Όλοι οι άλλοι είναι δημοκρατικοί.»
134
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πεις και με την κωμωδία σου! Ότι αυτοί κάνουν λάθος! Αυτοί διαπράττουν την προδοσία, που δέχονται να τους κυβερνούν οι φαύλοι! Αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν, που με την ανοχή ή ακόμα και με την επιβράβευσή τους γίνονται τόσα εγκλήματα! Αυτά δεν τους λες στα ποιήματά σου; Γιατί να τους πεις κάτι διαφορετικό τώρα που είσαι κατηγορούμενος;» Ο Αριστοφάνης σκανδαλίστηκε. «Τι είναι αυτά που λες; Τόση επίθεση; Δεν θα επιδειχτεί ύβρις εκ μέρους μου; Δεν είναι ασέβεια;» «Το ν’ αλλάξεις όσα έλεγες πρωτύτερα, αυτό είναι ασέβεια. Για να το πω με όρους που θα το καταλάβεις, θα είναι σαν να επιτίθεσαι στους θεούς σου που σε αφήνουν ελεύθερο να διακωμωδείς όποιον εσύ θέλεις. Μην ξεχνάς τον Θρασύμαχο: “Το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου”. Αν γι’ αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους και καθορίζουν τι είναι δίκαιο και τι όχι η πράξη που έκανες είναι έγκλημα, τότε θα πρέπει ν’ αποδείξεις και να πείσεις το λαό ότι οι εγκληματίες είναι αυτοί. Και ότι εσύ, που δεν υπακούς στα κελεύσματά τους, είσαι ο πραγματικός ενάρετος. Πρέπει, λοιπόν, να παραμείνεις “ανήθικος”.» Το αίμα του Αριστοφάνη ανέβηκε στο κεφάλι του, όταν άκουσε τ’ όνομα εκείνου του αχώνευτου, του Θρασύμαχου, που, –ναι, το ξέρω ότι, τόσο καλός και προσεχτικός αναγνώστης που είσαι θυμάσαι ότι– τον είχε περιλάβει στους «Δαιταλείς». «Χα! Αυτή είναι η πρότασή σου; Αυτό το παράδειγμά σου; Αυτός που γυρνάει από εδώ κι από εκεί διακηρύττοντας ότι η δικαιοσύνη είναι αξία ψεύτικη και βλαπτική; Αυτός που λέει ότι αν είμαστε ισχυροί πρέπει να είμαστε άδικοι και πλεονέκτες, γιατί έτσι προασπιζόμαστε καλύτε-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
135
ρα τα συμφέροντά μας, ενώ αν είμαστε αδύναμοι πρέπει να γινόμαστε σκυλάκια των ισχυρών;» «Μην αρπάζεσαι. Από μια σκέψη του ξεκίνησα, και κατέληξα σ’ αυτό που έκανες εσύ με την προηγούμενή σου κωμωδία και που φαντάζομαι ότι θα επαναλάβεις με τις μελλοντικές σου. Και αυτό μάλλον θα πρέπει να σε προβληματίσει. Σκέψου το αλλιώς. Πάρε έναν άρρωστο κι έναν υγιή. Και οι δύο τρώνε μια μελόπιτα. Ενώ η μελόπιτα είναι η ίδια, ο άρρωστος δεν τη γεύεται το ίδιο με τον υγιή! Ποιόν θα πιστέψουμε όμως, αν τον ρωτήσουμε τι γεύση είχε η μελόπιτα; Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν θα μας πει ψέματα.» «Θέλει ρώτημα; Τον υγιή θα πιστέψουμε. Αφού αυτός είναι καλύτερος από τον άρρωστο.» «Πολύ σωστά. Εδώ έρχεται η υποχρέωσή σου. Να τους αποδείξεις ότι ο υγιής είσαι εσύ και ότι αυτοί είναι οι άρρωστοι που πρέπει να γίνουν καλά. Στον κόσμο που κάνουν κουμάντο οι άρρωστοι είναι τιμή σου να σε αποκαλούν ανήθικο, ακόμα κι αν κινδυνεύει το κεφάλι σου.» Ο ποιητής ηρέμησε λίγο. Χαμογελαστά απάγγειλε τους στίχους του Ευριπίδη. «Κάλλιο να ’ναι άρρωστος κανένας, / πάρεξ αρρώστους να γιατρεύει. / Το πρώτο είναι κακό μονάχα, / με τ’ άλλο σμίγει η θλίψη της ψυχής / με των χεριών τον κόπο.» Μετά από δυο βαθιές ανάσες ρώτησε ήρεμα το Σοφιστή. «Εσύ τι πιστεύεις; Θα κερδίσω;» «Πες μου το συσχετισμό δύναμης. Πόσοι από τους στρατηγούς είναι δημοκρατικοί και πόσοι αριστοκρατικοί;» «Οι εκλογές έγιναν πριν τρείς μήνες. Από τους δέκα στρατηγούς αριστοκρατικοί είναι μόνο ο Φορμίων, ο Νικόστρατος και ο Χαροιάδης. Όλοι οι άλλοι είναι δημοκρατικοί.»
136
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Πρωταγόρας γέλασε σιγανά. «Τότε, δε χρειάζεται να πω τη γνώμη μου. Το καταλαβαίνεις και συ ότι με τέτοιο συσχετισμό δύναμης στους πολίτες αν η δίκη σου κυλήσει σε μια ακόμα αντιπαράθεση δημοκρατικών – ολιγαρχικών, δεν έχεις καμία τύχη! Πάντως, αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου, θα είναι ένας πολύ όμορφος και ενδιαφέρων αγώνας! Συμφωνείς; Φίλε μου καλέ, θα σου πω κάτι που είμαι σίγουρος ότι θα το καταλάβεις. Σε αυτόν τον Τρωικό Πόλεμο, διάλεξες το ρόλο του Θερσίτη. Τον Θερσίτη, όμως, όταν έβριζε τον Αγαμέμνονα και φώναζε για ειρήνη και επιστροφή των Αχαιών στην πατρίδα τους, τον έδειρε ο Οδυσσέας. Πολύ το εύχομαι να μην έχεις την τύχη του, όχι για τίποτα άλλο, αλλά θα ήταν πραγματική βλασφημία να δώσεις το δικαίωμα στον Κλέωνα να παρομοιάζεται με τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα!» Ο Σοφιστής ξανάβαλε τα γέλια. Το δωρεάν μάθημα είχε τελειώσει. Ο Αριστοφάνης στάθηκε παράμερα, ζαλισμένος, ενώ η κουστωδία του Πρωταγόρα προχωρούσε παραπέρα. Όλα αυτά που είχε ακούσει τον είχαν προβληματίσει πάρα πολύ. Τι σόι σοφιστής ήταν αυτός; Αντί να του προτείνει εύκολους και γρήγορους δρόμους για την επιτυχία, αυτός τον συμβούλευε να οδεύσει –με ψηλά, βέβαια, το κεφάλι– προς την καταστροφή του. Γιατί ν’ ακούσει τις συμβουλές του; Μήπως όντως, αυτά που του είπε ο Πρωταγόρας ήταν η μοναδική του ελπίδα για νίκη στη δίκη; Κάτι τον γαργάλαγε να δώσει βάση σε όλα αυτά που του είπε ο φιλόσοφος. Άλλωστε, θεωρούσε τον εαυτό του σχεδόν ηττημένο. Δεν θα έχανε τίποτα παραπάνω αν απομακρυνόταν και λίγο από τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσε, δηλαδή το σεβασμό στους συμπολίτες και τους νόμους τους.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
137
Όμως, όχι. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν ήταν πολύ μακριά από τις αρχές του, όταν από σκηνής ασκούσε κριτική στις επιλογές των συμπολιτών του. Αυτό, άλλωστε, δεν ήταν η Δημοκρατία; Η δυνατότητα του οποιουδήποτε πολίτη να τοποθετείται για τα ζητήματα της πόλης, να προτείνει λύσεις... Ούτε ολιγαρχία είχαν, ούτε βασιλεία, για να είναι όλοι υποταγμένοι σ’ έναν –υποτίθεται πάνσοφο βασιλέα. Όχι. Δεν θα επιτιθόταν στους συμπολίτες του για τις επιλογές τους. Όχι, τουλάχιστον, τόσο ανοιχτά όσο του πρότεινε ο Σοφιστής. Δεν θα προσπαθούσε να δικάσει τους δικαστές του. Θα ισχυριζόταν ότι είναι αθώος, επειδή η πράξη του ήταν επιβεβλημένη. Θα επέμενε πως ό, τι έκανε το έκανε γιατί ήταν το δημοκρατικό καθήκον του, γιατί με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν ασεβούσε απέναντι στις αξίες της πόλης, αλλά ίσα ίσα τους έδειχνε υπέρτατο σεβασμό! Η Αθήνα για να επιβιώσει δεν ήταν αναγκασμένη ν’ αδικεί και να καταστρέφει, όπως προσπαθούσαν ο Κλέων και οι άλλοι να πείσουν τους συμπολίτες του. Υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να ευδοκιμήσει η πόλη: Η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η απλότητα, ο σεβασμός στη γη που μας φιλοξενεί και μας θρέφει όλους. Αυτούς τους τρόπους προσπαθούσε να διακηρύξει ο Αριστοφάνης στο έργο του. Όχι να προσβάλλει τους συμπολίτες του, αλλά να τους καθοδηγήσει σωστά. Το ίδιο θα προσπαθούσε, λοιπόν, και στο δικαστήριο. Όχι να τους επιτεθεί, αλλά να τους δώσει δειλά ένα μικρό μάθημα πολιτικής και δημοκρατίας. Ξεφύσηξε, καθώς του ήρθαν στο μυαλό στίχοι του Ίωνα του Χίου: «Στη στεριά επιδοκιμάζω τα τεχνάσματα του λιονταριού / παρά τα δύστυχα τεχνάσματα του σκαντζόχοιρου. / Αυτός, όταν αντιληφθεί την επίθεση άλλων ισχυρότερων / τυλίγει σε κύκλο το γεμάτο αγκάθια σώμα του / και μένει
136
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Πρωταγόρας γέλασε σιγανά. «Τότε, δε χρειάζεται να πω τη γνώμη μου. Το καταλαβαίνεις και συ ότι με τέτοιο συσχετισμό δύναμης στους πολίτες αν η δίκη σου κυλήσει σε μια ακόμα αντιπαράθεση δημοκρατικών – ολιγαρχικών, δεν έχεις καμία τύχη! Πάντως, αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου, θα είναι ένας πολύ όμορφος και ενδιαφέρων αγώνας! Συμφωνείς; Φίλε μου καλέ, θα σου πω κάτι που είμαι σίγουρος ότι θα το καταλάβεις. Σε αυτόν τον Τρωικό Πόλεμο, διάλεξες το ρόλο του Θερσίτη. Τον Θερσίτη, όμως, όταν έβριζε τον Αγαμέμνονα και φώναζε για ειρήνη και επιστροφή των Αχαιών στην πατρίδα τους, τον έδειρε ο Οδυσσέας. Πολύ το εύχομαι να μην έχεις την τύχη του, όχι για τίποτα άλλο, αλλά θα ήταν πραγματική βλασφημία να δώσεις το δικαίωμα στον Κλέωνα να παρομοιάζεται με τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα!» Ο Σοφιστής ξανάβαλε τα γέλια. Το δωρεάν μάθημα είχε τελειώσει. Ο Αριστοφάνης στάθηκε παράμερα, ζαλισμένος, ενώ η κουστωδία του Πρωταγόρα προχωρούσε παραπέρα. Όλα αυτά που είχε ακούσει τον είχαν προβληματίσει πάρα πολύ. Τι σόι σοφιστής ήταν αυτός; Αντί να του προτείνει εύκολους και γρήγορους δρόμους για την επιτυχία, αυτός τον συμβούλευε να οδεύσει –με ψηλά, βέβαια, το κεφάλι– προς την καταστροφή του. Γιατί ν’ ακούσει τις συμβουλές του; Μήπως όντως, αυτά που του είπε ο Πρωταγόρας ήταν η μοναδική του ελπίδα για νίκη στη δίκη; Κάτι τον γαργάλαγε να δώσει βάση σε όλα αυτά που του είπε ο φιλόσοφος. Άλλωστε, θεωρούσε τον εαυτό του σχεδόν ηττημένο. Δεν θα έχανε τίποτα παραπάνω αν απομακρυνόταν και λίγο από τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσε, δηλαδή το σεβασμό στους συμπολίτες και τους νόμους τους.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
137
Όμως, όχι. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν ήταν πολύ μακριά από τις αρχές του, όταν από σκηνής ασκούσε κριτική στις επιλογές των συμπολιτών του. Αυτό, άλλωστε, δεν ήταν η Δημοκρατία; Η δυνατότητα του οποιουδήποτε πολίτη να τοποθετείται για τα ζητήματα της πόλης, να προτείνει λύσεις... Ούτε ολιγαρχία είχαν, ούτε βασιλεία, για να είναι όλοι υποταγμένοι σ’ έναν –υποτίθεται πάνσοφο βασιλέα. Όχι. Δεν θα επιτιθόταν στους συμπολίτες του για τις επιλογές τους. Όχι, τουλάχιστον, τόσο ανοιχτά όσο του πρότεινε ο Σοφιστής. Δεν θα προσπαθούσε να δικάσει τους δικαστές του. Θα ισχυριζόταν ότι είναι αθώος, επειδή η πράξη του ήταν επιβεβλημένη. Θα επέμενε πως ό, τι έκανε το έκανε γιατί ήταν το δημοκρατικό καθήκον του, γιατί με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν ασεβούσε απέναντι στις αξίες της πόλης, αλλά ίσα ίσα τους έδειχνε υπέρτατο σεβασμό! Η Αθήνα για να επιβιώσει δεν ήταν αναγκασμένη ν’ αδικεί και να καταστρέφει, όπως προσπαθούσαν ο Κλέων και οι άλλοι να πείσουν τους συμπολίτες του. Υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να ευδοκιμήσει η πόλη: Η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η απλότητα, ο σεβασμός στη γη που μας φιλοξενεί και μας θρέφει όλους. Αυτούς τους τρόπους προσπαθούσε να διακηρύξει ο Αριστοφάνης στο έργο του. Όχι να προσβάλλει τους συμπολίτες του, αλλά να τους καθοδηγήσει σωστά. Το ίδιο θα προσπαθούσε, λοιπόν, και στο δικαστήριο. Όχι να τους επιτεθεί, αλλά να τους δώσει δειλά ένα μικρό μάθημα πολιτικής και δημοκρατίας. Ξεφύσηξε, καθώς του ήρθαν στο μυαλό στίχοι του Ίωνα του Χίου: «Στη στεριά επιδοκιμάζω τα τεχνάσματα του λιονταριού / παρά τα δύστυχα τεχνάσματα του σκαντζόχοιρου. / Αυτός, όταν αντιληφθεί την επίθεση άλλων ισχυρότερων / τυλίγει σε κύκλο το γεμάτο αγκάθια σώμα του / και μένει
138
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ανίκανος να δαγκώσει ή να θίξει άλλον». Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια... Μήπως είχε δίκιο ο Αρχίλοχος, που πολύ νωρίτερα από τον Ίωνα είχε τραγουδήσει: «Πολλά γνωρίζει η αλεπού, ένα ο σκαντζόχοιρος και καλό!» Τότε ήταν που τον πλησίασε ο Ευριπίδης. Ο τραγικός ποιητής παρακολουθούσε διακριτικά όπως και οι άλλοι Αθηναίοι τη συζήτηση του Αριστοφάνη με τον Πρωταγόρα. «Βλέπω, στην κουβέντα σου με το φιλόσοφο θυμήθηκες κι ένα στίχο μου» είπε χαμογελώντας ο Ευριπίδης. Μόλις ο Αριστοφάνης σήκωσε το κεφάλι και κατάλαβε ποιος του είχε απευθύνει το λόγο, σφίχτηκε. «Ναι δάσκαλε. Και δεν ήταν ο μόνος που ένιωσα ν’ ανταποκρίνεται στην περίπτωσή μου.» Ο Ευριπίδης συνέχισε να χαμογελάει. «Α, ναι; Για πες μου κάποιον ακόμα.» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε ελάχιστα κι απάγγειλε ένα μικρό απόσπασμα από τον «Ιππόλυτο»: «Οι φαύλοι μπροστά στους γνωστικούς σαστίζουν, / μα είναι στον κόσμο μπρος η γλώσσα τους λυμένη.» «Πολύ σωστά! Πολύ σωστά!» επιδοκίμασε ο Ευριπίδης. «Είμαι σίγουρος ότι τον Κλέωνα είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες τους στίχους αυτούς!» «Μπορείς να το πεις κι έτσι. Μπορείς να πεις, όμως, και ότι με αυτόν τον τρόπο ήθελα ν’ απαντήσω στο Σοφοκλή και τον Αισχύλο.» Ο Αριστοφάνης τον κοίταξε παραξενεμένος. Χαμογελώντας ο Ευριπίδης προσπάθησε να λύσει την απορία του συνομιλητή. «Οι στίχοι τους είναι άλλοθι όλων αυτών, σαν τον Κλέωνα, που απαιτούν από τους πολίτες να σκύβουν το κεφάλι.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
139
Στο μυαλό του Αριστοφάνη ήρθαν οι Ερινύες, οι αιώνιοι φρουροί της θείας τάξης, και τα λόγια που είχε βάλει στο στόμα τους ο Αισχύλος. Άρχισε ν’ απαγγέλλει, με τον Ευριπίδη να κουνάει συμφωνώντας το κεφάλι. «Είναι καλό να υπάρχει ο φόβος / και πρέπει πάντα μες στα φρένα / να κάθεται άγρυπνος επόπτης. / Ωφέλεια φέρνει ο στεναγμός / όταν τη φρόνηση χαρίζει. Ποιος θνητός, / ποια πολιτεία θα σέβεται τη Δίκη, / αν δε φωλιάζει στις καρδιές ο φόβος; / Σκλάβα ζωή μη στέρξεις / μηδέ κι από νόμους ελεύθερη. / Σ’ αυτά που κρατούνε το μέτρο / δύναμη δίνει ο θεός, όμως τ’ άλλα / μ’ αλλιώτικο μάτι τα βλέπει. / Κι ένα λόγο παρόμοιο εγώ λέω: / Είναι τ’ άδικο γνήσιο τέκνο / της ασέβειας. Κι απ’ το φρόνιμο νου / γαλήνια γεννιέται ευτυχία / λαχτάρα κι ευχή του καθένα.» «Θυμήσου και το Σοφοκλή» συμπλήρωσε ο Ευριπίδης. «“Είναι πολίτης κακός όποιος δε θέλει να υπακούει / στους άρχοντές του. Κι ούτε ορθοί θα μέναν / οι νόμοι σε μια πόλη, αν δεν υπήρχε / κι ο φόβος να παραστέκει. Μήτε / σωστά ο στρατός θα κυβερνιόταν, άμα / το σεβασμό δεν είχε και το φόβο / να τον συντρέχουν. Ο καθένας πρέπει, / όσο μεγάλο ανάστημα κι αν έχει, / να ξέρει πως μπορεί να τον γκρεμίσει / κι ένα μικρό κακό. Και μάθε, κείνος / που νιώθει φόβο και ντροπή, γλιτώνει. / Μα όπου κανείς μπορεί έτσι να καυχιέται / κι ό, τι θέλει να κάνει, να λογιάζεις / πως θα ‘ρθει κάποια μέρα που σε μαύρους / βυθούς η πολιτεία θα βουλιάξει, / κι ας είχε ξεκινήσει πρίμα.”» Καθώς απάγγελνε, ο Αριστοφάνης τον παρατηρούσε. Πρώτη φορά έβλεπε από τόσο κοντά τον παράξενο αυτό ποιητή και συνομιλούσε μαζί του. Τα έργα του ήταν η επιτομή της ασέβειας, το περιεχόμενό τους ήταν σχεδόν προσβλητικό στους θεούς και στην πόλη. Ή, τουλάχιστον, έτσι
138
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ανίκανος να δαγκώσει ή να θίξει άλλον». Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια... Μήπως είχε δίκιο ο Αρχίλοχος, που πολύ νωρίτερα από τον Ίωνα είχε τραγουδήσει: «Πολλά γνωρίζει η αλεπού, ένα ο σκαντζόχοιρος και καλό!» Τότε ήταν που τον πλησίασε ο Ευριπίδης. Ο τραγικός ποιητής παρακολουθούσε διακριτικά όπως και οι άλλοι Αθηναίοι τη συζήτηση του Αριστοφάνη με τον Πρωταγόρα. «Βλέπω, στην κουβέντα σου με το φιλόσοφο θυμήθηκες κι ένα στίχο μου» είπε χαμογελώντας ο Ευριπίδης. Μόλις ο Αριστοφάνης σήκωσε το κεφάλι και κατάλαβε ποιος του είχε απευθύνει το λόγο, σφίχτηκε. «Ναι δάσκαλε. Και δεν ήταν ο μόνος που ένιωσα ν’ ανταποκρίνεται στην περίπτωσή μου.» Ο Ευριπίδης συνέχισε να χαμογελάει. «Α, ναι; Για πες μου κάποιον ακόμα.» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε ελάχιστα κι απάγγειλε ένα μικρό απόσπασμα από τον «Ιππόλυτο»: «Οι φαύλοι μπροστά στους γνωστικούς σαστίζουν, / μα είναι στον κόσμο μπρος η γλώσσα τους λυμένη.» «Πολύ σωστά! Πολύ σωστά!» επιδοκίμασε ο Ευριπίδης. «Είμαι σίγουρος ότι τον Κλέωνα είχες στο μυαλό σου όταν έγραφες τους στίχους αυτούς!» «Μπορείς να το πεις κι έτσι. Μπορείς να πεις, όμως, και ότι με αυτόν τον τρόπο ήθελα ν’ απαντήσω στο Σοφοκλή και τον Αισχύλο.» Ο Αριστοφάνης τον κοίταξε παραξενεμένος. Χαμογελώντας ο Ευριπίδης προσπάθησε να λύσει την απορία του συνομιλητή. «Οι στίχοι τους είναι άλλοθι όλων αυτών, σαν τον Κλέωνα, που απαιτούν από τους πολίτες να σκύβουν το κεφάλι.»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
139
Στο μυαλό του Αριστοφάνη ήρθαν οι Ερινύες, οι αιώνιοι φρουροί της θείας τάξης, και τα λόγια που είχε βάλει στο στόμα τους ο Αισχύλος. Άρχισε ν’ απαγγέλλει, με τον Ευριπίδη να κουνάει συμφωνώντας το κεφάλι. «Είναι καλό να υπάρχει ο φόβος / και πρέπει πάντα μες στα φρένα / να κάθεται άγρυπνος επόπτης. / Ωφέλεια φέρνει ο στεναγμός / όταν τη φρόνηση χαρίζει. Ποιος θνητός, / ποια πολιτεία θα σέβεται τη Δίκη, / αν δε φωλιάζει στις καρδιές ο φόβος; / Σκλάβα ζωή μη στέρξεις / μηδέ κι από νόμους ελεύθερη. / Σ’ αυτά που κρατούνε το μέτρο / δύναμη δίνει ο θεός, όμως τ’ άλλα / μ’ αλλιώτικο μάτι τα βλέπει. / Κι ένα λόγο παρόμοιο εγώ λέω: / Είναι τ’ άδικο γνήσιο τέκνο / της ασέβειας. Κι απ’ το φρόνιμο νου / γαλήνια γεννιέται ευτυχία / λαχτάρα κι ευχή του καθένα.» «Θυμήσου και το Σοφοκλή» συμπλήρωσε ο Ευριπίδης. «“Είναι πολίτης κακός όποιος δε θέλει να υπακούει / στους άρχοντές του. Κι ούτε ορθοί θα μέναν / οι νόμοι σε μια πόλη, αν δεν υπήρχε / κι ο φόβος να παραστέκει. Μήτε / σωστά ο στρατός θα κυβερνιόταν, άμα / το σεβασμό δεν είχε και το φόβο / να τον συντρέχουν. Ο καθένας πρέπει, / όσο μεγάλο ανάστημα κι αν έχει, / να ξέρει πως μπορεί να τον γκρεμίσει / κι ένα μικρό κακό. Και μάθε, κείνος / που νιώθει φόβο και ντροπή, γλιτώνει. / Μα όπου κανείς μπορεί έτσι να καυχιέται / κι ό, τι θέλει να κάνει, να λογιάζεις / πως θα ‘ρθει κάποια μέρα που σε μαύρους / βυθούς η πολιτεία θα βουλιάξει, / κι ας είχε ξεκινήσει πρίμα.”» Καθώς απάγγελνε, ο Αριστοφάνης τον παρατηρούσε. Πρώτη φορά έβλεπε από τόσο κοντά τον παράξενο αυτό ποιητή και συνομιλούσε μαζί του. Τα έργα του ήταν η επιτομή της ασέβειας, το περιεχόμενό τους ήταν σχεδόν προσβλητικό στους θεούς και στην πόλη. Ή, τουλάχιστον, έτσι
140
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του φαίνονταν την πρώτη φορά που τα παρακολουθούσε. Όταν όμως ξανάφερνε στο μυαλό του όλα αυτά που είχε δει, αλλά και όταν έβρισκε πάπυρο με κάποιο από τα παλιότερά του έργα, αυτά που είχε διδάξει όταν ο Αριστοφάνης ακόμα δεν καταλάβαινε τίποτα από θέατρο, κοθόρνους και σκηνικά, δεν μπορούσε να μη θαυμάσει τα τόσα απίστευτα στοιχεία που περιέχονταν σε κείνους τους στίχους. Σε κάθε του τετραλογία ο Ευριπίδης θα πρόσθετε και κάτι καινούριο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι προκλητικό. Αυτός ήταν ο πρώτος που τόλμησε να δείξει κοτζάμ βασιλιά, τον Τήλεφο, να φοράει κουρέλια! Ούτε καν ο Σοφοκλής, στον Οιδίποδα επί Κολωνώ δεν τόλμησε να δείξει εξαθλιωμένο τον ξεπεσμένο βασιλιά. Μόνο ο Αισχύλος είχε παρουσιάσει ντυμένο με κουρέλια έναν βασιλιά, αλλά εκεί ήταν απόλυτα ταιριαστά και επιβεβλημένα! Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε το θρήνο της Άτοσσας, της μητέρας του Ξέρξη, στους «Πέρσες»: «Αχ! Δαίμονα σκληρέ, τι μέγας πόνος / με πλημμυρίζει, σα λογιάζω πόσος / μας βρήκε χαλασμός, περσότερο όμως / εκείνο με δαγκώνει, όταν ακούω / για τη ντροπή στα ρούχα του παιδιού μου / που κρέμονται κουρέλια στο κορμί του». Ο Ευριπίδης, όμως, τόλμησε, σοκάροντας τους πάντες, να δείξει τον ήρωά του, τον Τήλεφο, σε μαύρα χάλια, που δέχθηκε να φτάσει στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, αρκεί να έσωζε το παιδί του. Κουρελιασμένο όχι από την ήττα του από το μεγαλείο της Αθήνας, αλλά από κάτι άλλο, από την πατρική αγάπη. Αυτή η κουβέντα για τον φόβο απέναντι στους ισχυρούς που είχε ανοίξει τώρα με τον ποιητή, του θύμισε τη «Μήδειά» του. Καταριόταν την τύχη που δεν είχε τη δυνατότητα να το δει να διδάσκεται ζωντανά μπροστά του, στο Θέατρο, και περιοριζόταν σε τυλιγμένες περγαμηνές και μαρτυρίες άλ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
141
λων. Να μιλούν με έντονο τρόπο, άλλοι με θαυμασμό και άλλοι με αποτροπιασμό για την ηρωίδα που αδιαφορώντας για την πιθανή της τιμωρία, χωρίς τους θεούς να της σκοτίζουν το μυαλό, με ψυχραιμία και μετά από πολλή σκέψη, έκανε την πιο φριχτή πράξη, σκότωσε τα παιδιά της, για να εκδικηθεί τον άντρα της. Μέχρι τώρα ο Αριστοφάνης ήξερε και πίστευε αυτό που έλεγε ο Αισχύλος: «Όμως σαν βιάζεται κανείς, τον σπρώχνει / σύγκαιρα κι ο θεός». Αυτοί ήσαν, οι θεοί, που καθόριζαν τις κινήσεις των ηρώων. Εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, όμως, ο Ευριπίδης με όποιον τρόπο μπορούσε, αμφισβητούσε αυτή τη δύναμή τους. Το ίδιο και την αντανάκλασή της στην πραγματική ζωή. Μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του Αριστοφάνη, για την επόμενή του κωμωδία. Το ίδιο κι αυτός, θα βάλει έναν απλό άνθρωπο να κινηθεί κόντρα στους νόμους, δηλαδή κόντρα στην πόλη του, όχι για να τη βλάψει, αλλά για να την ταρακουνήσει και να παραδειγματίσει τους συμπολίτες του. Θα έφτιαχνε τη δικιά του Μήδεια, αρσενική βέβαια. Επίσης, δεν θα τον έβαζε να σφάζει τα παιδιά του. Το πολύ πολύ να έσφαζε κάτι σχεδόν τόσο πολύτιμο όσο τα παιδιά, ένα τσουβάλι κάρβουνα, τόσο δυσεύρετο κι ακριβό εκείνες τις μέρες! Ο Ευριπίδης σταμάτησε την απαγγελία και κοίταξε σκεφτικός τον Αριστοφάνη, που χαμογελούσε στη σκέψη του πασπαλισμένου από καρβουνόσκονη ήρωά του να θρηνεί πάνω από το κουφάρι του θύματός του! Του είχε κάνει εντύπωση αυτός ο νεαρός ποιητής. Η πρώτη του κωμωδία δεν έσφυζε από πρωτοτυπία, αλλά στη δεύτερη είχε επιδείξει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Ότι τον είχε «περιλάβει» και στις δύο, βέβαια, δεν τον εξέπληξε ιδιαίτερα. Ίσα ίσα,
140
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του φαίνονταν την πρώτη φορά που τα παρακολουθούσε. Όταν όμως ξανάφερνε στο μυαλό του όλα αυτά που είχε δει, αλλά και όταν έβρισκε πάπυρο με κάποιο από τα παλιότερά του έργα, αυτά που είχε διδάξει όταν ο Αριστοφάνης ακόμα δεν καταλάβαινε τίποτα από θέατρο, κοθόρνους και σκηνικά, δεν μπορούσε να μη θαυμάσει τα τόσα απίστευτα στοιχεία που περιέχονταν σε κείνους τους στίχους. Σε κάθε του τετραλογία ο Ευριπίδης θα πρόσθετε και κάτι καινούριο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι προκλητικό. Αυτός ήταν ο πρώτος που τόλμησε να δείξει κοτζάμ βασιλιά, τον Τήλεφο, να φοράει κουρέλια! Ούτε καν ο Σοφοκλής, στον Οιδίποδα επί Κολωνώ δεν τόλμησε να δείξει εξαθλιωμένο τον ξεπεσμένο βασιλιά. Μόνο ο Αισχύλος είχε παρουσιάσει ντυμένο με κουρέλια έναν βασιλιά, αλλά εκεί ήταν απόλυτα ταιριαστά και επιβεβλημένα! Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε το θρήνο της Άτοσσας, της μητέρας του Ξέρξη, στους «Πέρσες»: «Αχ! Δαίμονα σκληρέ, τι μέγας πόνος / με πλημμυρίζει, σα λογιάζω πόσος / μας βρήκε χαλασμός, περσότερο όμως / εκείνο με δαγκώνει, όταν ακούω / για τη ντροπή στα ρούχα του παιδιού μου / που κρέμονται κουρέλια στο κορμί του». Ο Ευριπίδης, όμως, τόλμησε, σοκάροντας τους πάντες, να δείξει τον ήρωά του, τον Τήλεφο, σε μαύρα χάλια, που δέχθηκε να φτάσει στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, αρκεί να έσωζε το παιδί του. Κουρελιασμένο όχι από την ήττα του από το μεγαλείο της Αθήνας, αλλά από κάτι άλλο, από την πατρική αγάπη. Αυτή η κουβέντα για τον φόβο απέναντι στους ισχυρούς που είχε ανοίξει τώρα με τον ποιητή, του θύμισε τη «Μήδειά» του. Καταριόταν την τύχη που δεν είχε τη δυνατότητα να το δει να διδάσκεται ζωντανά μπροστά του, στο Θέατρο, και περιοριζόταν σε τυλιγμένες περγαμηνές και μαρτυρίες άλ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
141
λων. Να μιλούν με έντονο τρόπο, άλλοι με θαυμασμό και άλλοι με αποτροπιασμό για την ηρωίδα που αδιαφορώντας για την πιθανή της τιμωρία, χωρίς τους θεούς να της σκοτίζουν το μυαλό, με ψυχραιμία και μετά από πολλή σκέψη, έκανε την πιο φριχτή πράξη, σκότωσε τα παιδιά της, για να εκδικηθεί τον άντρα της. Μέχρι τώρα ο Αριστοφάνης ήξερε και πίστευε αυτό που έλεγε ο Αισχύλος: «Όμως σαν βιάζεται κανείς, τον σπρώχνει / σύγκαιρα κι ο θεός». Αυτοί ήσαν, οι θεοί, που καθόριζαν τις κινήσεις των ηρώων. Εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, όμως, ο Ευριπίδης με όποιον τρόπο μπορούσε, αμφισβητούσε αυτή τη δύναμή τους. Το ίδιο και την αντανάκλασή της στην πραγματική ζωή. Μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του Αριστοφάνη, για την επόμενή του κωμωδία. Το ίδιο κι αυτός, θα βάλει έναν απλό άνθρωπο να κινηθεί κόντρα στους νόμους, δηλαδή κόντρα στην πόλη του, όχι για να τη βλάψει, αλλά για να την ταρακουνήσει και να παραδειγματίσει τους συμπολίτες του. Θα έφτιαχνε τη δικιά του Μήδεια, αρσενική βέβαια. Επίσης, δεν θα τον έβαζε να σφάζει τα παιδιά του. Το πολύ πολύ να έσφαζε κάτι σχεδόν τόσο πολύτιμο όσο τα παιδιά, ένα τσουβάλι κάρβουνα, τόσο δυσεύρετο κι ακριβό εκείνες τις μέρες! Ο Ευριπίδης σταμάτησε την απαγγελία και κοίταξε σκεφτικός τον Αριστοφάνη, που χαμογελούσε στη σκέψη του πασπαλισμένου από καρβουνόσκονη ήρωά του να θρηνεί πάνω από το κουφάρι του θύματός του! Του είχε κάνει εντύπωση αυτός ο νεαρός ποιητής. Η πρώτη του κωμωδία δεν έσφυζε από πρωτοτυπία, αλλά στη δεύτερη είχε επιδείξει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Ότι τον είχε «περιλάβει» και στις δύο, βέβαια, δεν τον εξέπληξε ιδιαίτερα. Ίσα ίσα,
142
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
με δεδομένες τις πρακτικές όλων των κωμικών, θ’ αισθανόταν προσβεβλημένος αν δεν υπήρχε καμία αναφορά στο πρόσωπό του. Θέλησε λοιπόν να διασκεδάσει λίγο με τον “πιτσιρικά”. «Για πες μου, αλήθεια, τους στίχους μου τους αποστήθισες όταν έψαχνες ποιούς θα διακωμωδήσεις στις κωμωδίες σου;» Ο Αριστοφάνης σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν θα μπορούσα να μην το κάνω, δάσκαλε! Από εκείνη τη μέρα που μικρό παιδί, πριν εφτά νομίζω χρόνια, είδα τον Τήλεφο να κυλιέται στη θυμέλη του Θεάτρου, δεν περνάει μέρα που να μην μου ’ρχεται στο μυαλό ένα αστείο σχετικό με κάποιο στίχο σου.» Ο Ευριπίδης παραξενεύτηκε από την τόση ειλικρίνεια. «Σου φαίνονται αστεία αυτά που γράφω;» Ο Αριστοφάνης βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά αποφάσισε να μιλήσει ειλικρινά. «Τα λόγια σου δεν είναι αστεία. Είναι όμως αταίριαστα για τραγωδία. Είναι προκλητικά απλά, πολύ πιο απλά κι ασυνήθιστα τουλάχιστον από τα λόγια και τα θέματα του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Γι’ αυτό και είναι αστείες οι αντιδράσεις των συμπολιτών μας απέναντί τους. Συγχώρεσέ με, αλλά κουσούρια της παλιάς κωμωδίας δεν μ’ έχουν εγκαταλείψει ακόμα. Μπορεί να νιώθω να με πνίγουν οι χοντροκομμένες μεγαρίτικες φάρσες, οι ιστοριούλες του Ηρακλή που τσαντίζεται όταν του κλέβουν το φαΐ, ή τα κολπάκια με κρυμμένους δούλους που ρίχνουν καρύδια στους θεατές. Όσο όμως και να τ’ αποφεύγω όλα αυτά, δεν μπορώ να μην αναζητήσω ώρες ώρες και το εύκολο γέλιο. Εκεί που νιώθω ότι κολλάω, με βοηθάει το να θυμηθώ ένα στίχο ή ένα περιστατικό από τα έργα σου, κάτι που έκανε εντύπωση σ’ αυτούς που το είδανε και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
143
που ακούνε πρώτη φορά γι’ αυτό, και να το παρουσιάσω με τον τρόπο μου.» Ο Ευριπίδης αναστέναξε περιφρονητικά. «Ζηλεύεις το κωμικό αποτέλεσμα των λόγων μου; Αυτό σου μένει από τα έργα μου; Η τραγωδία είναι διδασκαλία. Στο κείμενό της τίποτα δεν πρέπει να είναι περιττό. Κάθε στίχος της πρέπει να κρύβει και ένα νόημα, μια διδαχή, μια παρότρυνση. Να γεννάει έναν προβληματισμό, περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις. Έτσι γίνονται καλύτεροι οι άνθρωποι. Έτσι τους κάνουμε καλύτερους εμείς, οι ποιητές. Όχι καθίζοντάς τους κι αναγκάζοντάς τους ν’ ακούνε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια ποιήματα, αλλά παίρνοντάς τους από το χέρι και καθοδηγώντας τους μέσα από τα σημερινά τους προβλήματα». Ο Ευριπίδης κοντοστάθηκε, και το πρόσωπό του πήρε την έκφραση κάποιου που μόλις είχε σκεφτεί κάτι σπουδαίο. Λες και θα μπορούσε ποτέ ο ποιητής να σκεφτεί κάτι που δεν θα ήταν σπουδαίο. Γύρισε προς τον Αριστοφάνη και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο του είπε: «Να, πάρε για παράδειγμα την υπόθεσή σου. Τόσην ώρα προσπαθούσα να καταλάβω τι μου έφερνε στο μυαλό η συζήτησή σου με τον Πρωταγόρα. Και να που το βρήκα! Το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, ότι η ιστορία σου με τον Κλέωνα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλής τραγωδίας, έτσι;» Ο Αριστοφάνης απόρησε. Όχι, δεν το καταλάβαινε. «Πάρε τους ήρωες. Εσύ, με το δίκιο σου, έρχεσαι σε σύγκρουση με τον άλλον δίκαιο, τον Κλέωνα. Αντί για κάτι θεϊκό, και οι δυο σας θέλετε να υπερασπιστείτε το πραγματικό συμφέρον της Πόλης. Εσύ, με τα σκληρά σου λόγια, και ο άλλος, ο... λαοφιλής.»
142
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
με δεδομένες τις πρακτικές όλων των κωμικών, θ’ αισθανόταν προσβεβλημένος αν δεν υπήρχε καμία αναφορά στο πρόσωπό του. Θέλησε λοιπόν να διασκεδάσει λίγο με τον “πιτσιρικά”. «Για πες μου, αλήθεια, τους στίχους μου τους αποστήθισες όταν έψαχνες ποιούς θα διακωμωδήσεις στις κωμωδίες σου;» Ο Αριστοφάνης σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν θα μπορούσα να μην το κάνω, δάσκαλε! Από εκείνη τη μέρα που μικρό παιδί, πριν εφτά νομίζω χρόνια, είδα τον Τήλεφο να κυλιέται στη θυμέλη του Θεάτρου, δεν περνάει μέρα που να μην μου ’ρχεται στο μυαλό ένα αστείο σχετικό με κάποιο στίχο σου.» Ο Ευριπίδης παραξενεύτηκε από την τόση ειλικρίνεια. «Σου φαίνονται αστεία αυτά που γράφω;» Ο Αριστοφάνης βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά αποφάσισε να μιλήσει ειλικρινά. «Τα λόγια σου δεν είναι αστεία. Είναι όμως αταίριαστα για τραγωδία. Είναι προκλητικά απλά, πολύ πιο απλά κι ασυνήθιστα τουλάχιστον από τα λόγια και τα θέματα του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Γι’ αυτό και είναι αστείες οι αντιδράσεις των συμπολιτών μας απέναντί τους. Συγχώρεσέ με, αλλά κουσούρια της παλιάς κωμωδίας δεν μ’ έχουν εγκαταλείψει ακόμα. Μπορεί να νιώθω να με πνίγουν οι χοντροκομμένες μεγαρίτικες φάρσες, οι ιστοριούλες του Ηρακλή που τσαντίζεται όταν του κλέβουν το φαΐ, ή τα κολπάκια με κρυμμένους δούλους που ρίχνουν καρύδια στους θεατές. Όσο όμως και να τ’ αποφεύγω όλα αυτά, δεν μπορώ να μην αναζητήσω ώρες ώρες και το εύκολο γέλιο. Εκεί που νιώθω ότι κολλάω, με βοηθάει το να θυμηθώ ένα στίχο ή ένα περιστατικό από τα έργα σου, κάτι που έκανε εντύπωση σ’ αυτούς που το είδανε και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
143
που ακούνε πρώτη φορά γι’ αυτό, και να το παρουσιάσω με τον τρόπο μου.» Ο Ευριπίδης αναστέναξε περιφρονητικά. «Ζηλεύεις το κωμικό αποτέλεσμα των λόγων μου; Αυτό σου μένει από τα έργα μου; Η τραγωδία είναι διδασκαλία. Στο κείμενό της τίποτα δεν πρέπει να είναι περιττό. Κάθε στίχος της πρέπει να κρύβει και ένα νόημα, μια διδαχή, μια παρότρυνση. Να γεννάει έναν προβληματισμό, περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις. Έτσι γίνονται καλύτεροι οι άνθρωποι. Έτσι τους κάνουμε καλύτερους εμείς, οι ποιητές. Όχι καθίζοντάς τους κι αναγκάζοντάς τους ν’ ακούνε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια ποιήματα, αλλά παίρνοντάς τους από το χέρι και καθοδηγώντας τους μέσα από τα σημερινά τους προβλήματα». Ο Ευριπίδης κοντοστάθηκε, και το πρόσωπό του πήρε την έκφραση κάποιου που μόλις είχε σκεφτεί κάτι σπουδαίο. Λες και θα μπορούσε ποτέ ο ποιητής να σκεφτεί κάτι που δεν θα ήταν σπουδαίο. Γύρισε προς τον Αριστοφάνη και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο του είπε: «Να, πάρε για παράδειγμα την υπόθεσή σου. Τόσην ώρα προσπαθούσα να καταλάβω τι μου έφερνε στο μυαλό η συζήτησή σου με τον Πρωταγόρα. Και να που το βρήκα! Το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, ότι η ιστορία σου με τον Κλέωνα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας καλής τραγωδίας, έτσι;» Ο Αριστοφάνης απόρησε. Όχι, δεν το καταλάβαινε. «Πάρε τους ήρωες. Εσύ, με το δίκιο σου, έρχεσαι σε σύγκρουση με τον άλλον δίκαιο, τον Κλέωνα. Αντί για κάτι θεϊκό, και οι δυο σας θέλετε να υπερασπιστείτε το πραγματικό συμφέρον της Πόλης. Εσύ, με τα σκληρά σου λόγια, και ο άλλος, ο... λαοφιλής.»
144
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε, γιατί ο Τραγικός του θύμισε το στίχο του Αρχίλοχου: «Λαοφιλής νομοθετεί, Λαοφιλής εκτελεί. / Λαοφιλής δικάζει, ό, τι πει ο Λαοφιλής». «Και ο Χορός;» Ο Ευριπίδης χασκογέλασε και άνοιξε τα χέρια του, δείχνοντας στον Αριστοφάνη τους συμπολίτες τους που συνέχιζαν τριγύρω τους τις καθημερινές εργασίες και συνήθειες σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Νάτος ο Χορός σου! Οι επιπόλαιοι συμπολίτες μας! Και μάλιστα –ω! τι έμπνευση, Θεοί! – και μάλιστα ο χορός της Τραγωδίας σου δεν είναι ένα σώμα! Δεν έχουν όλοι τις ίδιες απόψεις για τη σύγκρουση αυτή των ηρώων!» Συνέχισε εκστασιασμένος να κουνάει τα χέρια του δεξιά κι αριστερά, σαν να έδινε σκηνοθετικές οδηγίες. «Να, από εδώ είναι το ημιχόριο που συμφωνεί μαζί σου, ενώ από εκεί το ημιχόριο που συμφωνεί με τον Κλέωνα! Δεν θα διαλέγεστε μόνο εσείς, οι ήρωες, οι πρωταγωνιστές! Θα διαλέγεται και ο χορός, γιατί έτσι ακριβώς διαλέγεται και το κοινό μας, στο Θέατρο, στην Εκκλησία, παντού!» Ο Αριστοφάνης σιγά σιγά καταλάβαινε. Και έπαιρνε και μια σημαντική απόφαση. Ο Ευριπίδης την ίδια ώρα συνέχιζε, σχεδόν λαχανιασμένος. «Μπορείς εσύ, ποιητή, στις κωμωδίες σου να εντάξεις τέτοιες συγκρούσεις και ν’ αποδώσεις το μεγαλείο τους; Ή μήπως είσαι πρόθυμος να τα παρακάμψεις όλα για χάρη ενός χαχανητού; Αυτή είναι η φιλοδοξία σου;» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Η διδασκαλία δεν γίνεται μόνο στιγματίζοντας τα κακά, αλλά προβάλλοντας και τα καλά, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν κάνετε εσείς οι τραγικοί; Να τα παρουσιάζετε όλα, καλά τε και κακά, και να τα βάζετε ν’ αλληλοσυγκρούονται, μέχρι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
145
που στο τέλος να μη μείνει τίποτα όρθιο, παρά μόνο το μεγαλείο των Θεών. Αυτή είναι η δικαιοσύνη στην Τραγωδία. Η λύση έρχεται μέσα από την εκμηδένιση όλων. Αν έκανες τραγωδία την υπόθεσή μου στο τέλος θα καταστρέφονταν οι πάντες, κι εγώ, κι ο Κλέων, και ο Χορός. Και τι θα έμενε; Πού είναι οι Θεοί σ’ αυτήν την ιστορία μου; Στα ποιήματά σου μπλέκεις δίκαιους και άδικους, αποστασιοποιημένος, από μακριά, σα να τους κοιτάς από την είσοδο της σαλαμινιώτικης σπηλιάς σου να πολεμάνε με την απελπισία τους. Κι εγώ φυλάω στίχους για όλους. Το ότι βγάζουν γέλιο αυτοί μου οι στίχοι δε σημαίνει ότι τους κατακρίνω όλους, ότι το σκώμμα είναι η πρώτη μου προτεραιότητα.» «Και ποιος μέσα σε μια κωμωδία γεμάτη απ’ αστεία θα καταλάβει ποια γράφτηκαν για να επισημαίνονται οι φαύλοι και ποια για να εξυψώνονται οι αγαθοί; Πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να ξεχωρίσουν ότι οι ατάκες του Κλέωνα είναι επικίνδυνες γι’ αυτούς, ενώ οι στίχοι μου εποικοδομητικοί, από τη στιγμή που και οι μεν και οι δε διακωμωδούνται με τον ίδιο τρόπο;» «Η Κωμωδία, όπως και η Τραγωδία, έχει αρχή, μέση και τέλος. Οι Δίκαιοι, είτε είναι καλοί είτε είναι φαύλοι –γιατί κι αυτό εσύ το έχεις δείξει, ότι μπορούν φαύλοι να είναι δίκαιοι, και οι Αλαζόνες, καλοί τε και φαύλοι, στο τέλος τοποθετούνται στη θέση που τους αξίζει. Οι μεν χορεύουν γύρω από το τραπέζι του γλεντιού. Οι δε κατακρημνίζονται στα Τάρταρα. Το ξέρετε το Δίκαιο στην Τραγωδία. Δεν είναι άλλο από το Δίκαιο των Θεών, ή τουλάχιστον έτσι μαθαίναμε από τους ποιητές πριν φανείς εσύ, Δάσκαλε. Το Δίκαιο όμως, το ξέρουμε καλά κι εμείς στην Κωμωδία: δεν είναι το Δίκαιο των Θεών, αλλά το Δίκαιο των Ανθρώπων. Και δεν φοβόμαστε να το δείχνουμε.»
144
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε, γιατί ο Τραγικός του θύμισε το στίχο του Αρχίλοχου: «Λαοφιλής νομοθετεί, Λαοφιλής εκτελεί. / Λαοφιλής δικάζει, ό, τι πει ο Λαοφιλής». «Και ο Χορός;» Ο Ευριπίδης χασκογέλασε και άνοιξε τα χέρια του, δείχνοντας στον Αριστοφάνη τους συμπολίτες τους που συνέχιζαν τριγύρω τους τις καθημερινές εργασίες και συνήθειες σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Νάτος ο Χορός σου! Οι επιπόλαιοι συμπολίτες μας! Και μάλιστα –ω! τι έμπνευση, Θεοί! – και μάλιστα ο χορός της Τραγωδίας σου δεν είναι ένα σώμα! Δεν έχουν όλοι τις ίδιες απόψεις για τη σύγκρουση αυτή των ηρώων!» Συνέχισε εκστασιασμένος να κουνάει τα χέρια του δεξιά κι αριστερά, σαν να έδινε σκηνοθετικές οδηγίες. «Να, από εδώ είναι το ημιχόριο που συμφωνεί μαζί σου, ενώ από εκεί το ημιχόριο που συμφωνεί με τον Κλέωνα! Δεν θα διαλέγεστε μόνο εσείς, οι ήρωες, οι πρωταγωνιστές! Θα διαλέγεται και ο χορός, γιατί έτσι ακριβώς διαλέγεται και το κοινό μας, στο Θέατρο, στην Εκκλησία, παντού!» Ο Αριστοφάνης σιγά σιγά καταλάβαινε. Και έπαιρνε και μια σημαντική απόφαση. Ο Ευριπίδης την ίδια ώρα συνέχιζε, σχεδόν λαχανιασμένος. «Μπορείς εσύ, ποιητή, στις κωμωδίες σου να εντάξεις τέτοιες συγκρούσεις και ν’ αποδώσεις το μεγαλείο τους; Ή μήπως είσαι πρόθυμος να τα παρακάμψεις όλα για χάρη ενός χαχανητού; Αυτή είναι η φιλοδοξία σου;» Ο Αριστοφάνης σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Η διδασκαλία δεν γίνεται μόνο στιγματίζοντας τα κακά, αλλά προβάλλοντας και τα καλά, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν κάνετε εσείς οι τραγικοί; Να τα παρουσιάζετε όλα, καλά τε και κακά, και να τα βάζετε ν’ αλληλοσυγκρούονται, μέχρι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
145
που στο τέλος να μη μείνει τίποτα όρθιο, παρά μόνο το μεγαλείο των Θεών. Αυτή είναι η δικαιοσύνη στην Τραγωδία. Η λύση έρχεται μέσα από την εκμηδένιση όλων. Αν έκανες τραγωδία την υπόθεσή μου στο τέλος θα καταστρέφονταν οι πάντες, κι εγώ, κι ο Κλέων, και ο Χορός. Και τι θα έμενε; Πού είναι οι Θεοί σ’ αυτήν την ιστορία μου; Στα ποιήματά σου μπλέκεις δίκαιους και άδικους, αποστασιοποιημένος, από μακριά, σα να τους κοιτάς από την είσοδο της σαλαμινιώτικης σπηλιάς σου να πολεμάνε με την απελπισία τους. Κι εγώ φυλάω στίχους για όλους. Το ότι βγάζουν γέλιο αυτοί μου οι στίχοι δε σημαίνει ότι τους κατακρίνω όλους, ότι το σκώμμα είναι η πρώτη μου προτεραιότητα.» «Και ποιος μέσα σε μια κωμωδία γεμάτη απ’ αστεία θα καταλάβει ποια γράφτηκαν για να επισημαίνονται οι φαύλοι και ποια για να εξυψώνονται οι αγαθοί; Πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να ξεχωρίσουν ότι οι ατάκες του Κλέωνα είναι επικίνδυνες γι’ αυτούς, ενώ οι στίχοι μου εποικοδομητικοί, από τη στιγμή που και οι μεν και οι δε διακωμωδούνται με τον ίδιο τρόπο;» «Η Κωμωδία, όπως και η Τραγωδία, έχει αρχή, μέση και τέλος. Οι Δίκαιοι, είτε είναι καλοί είτε είναι φαύλοι –γιατί κι αυτό εσύ το έχεις δείξει, ότι μπορούν φαύλοι να είναι δίκαιοι, και οι Αλαζόνες, καλοί τε και φαύλοι, στο τέλος τοποθετούνται στη θέση που τους αξίζει. Οι μεν χορεύουν γύρω από το τραπέζι του γλεντιού. Οι δε κατακρημνίζονται στα Τάρταρα. Το ξέρετε το Δίκαιο στην Τραγωδία. Δεν είναι άλλο από το Δίκαιο των Θεών, ή τουλάχιστον έτσι μαθαίναμε από τους ποιητές πριν φανείς εσύ, Δάσκαλε. Το Δίκαιο όμως, το ξέρουμε καλά κι εμείς στην Κωμωδία: δεν είναι το Δίκαιο των Θεών, αλλά το Δίκαιο των Ανθρώπων. Και δεν φοβόμαστε να το δείχνουμε.»
146
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Όχι, δεν θα του ανακοίνωνε από τώρα ότι θα του έκλεβε την ιδέα της τραγικής σύγκρουσης αυτών που θέλουν Ειρήνη με αυτούς που θέλουν Πόλεμο στην επόμενη κωμωδία του. Ο Ευριπίδης δεν προσβλήθηκε απ’ αυτήν την επίθεση, και ίσως φάνηκε και ικανοποιημένος όταν ο Αριστοφάνης τον ξεχώριζε από τους εκφραστές του Δικαίου των Θεών. Προσπάθησε να ηρεμήσει τη συζήτηση. «Ω, πίστεψέ με. Δεν φοβόμαστε να πάρουμε θέση για τα καθημερινά ζητήματα στην τραγωδία. Μέχρι και ο Αισχύλος, με άσχημο βέβαια τρόπο, δεν δίσταζε να χτυπά τόσο τον Κίμωνα όσο και τον Θεμιστοκλή στα έργα του, έτσι;» Αναστέναξε. «Είναι δύσκολο, το ξέρω καλά. Μας πνίγουν οι παραδόσεις, τα θέματα που πρέπει να έχουν υποχρεωτικά τα έργα μας. Ώρες ώρες ζηλεύω την ελευθερία που έχετε εσείς οι κωμικοί, που τη σπαταλάτε όμως σε χοντράδες χωρίς να μπορείτε να εκτιμήσετε τη δυνατότητα των στίχων σας να κρύβουν πραγματικούς θησαυρούς... Κι ας μπείτε σε μπελάδες, γιατί διστάζετε; Εγώ είχα μέχρι τώρα αρκετές ευκαιρίες να υπερασπιστώ τους στίχους μου στη ζωή. Αλλά οι δικοί μου στίχοι ήταν ταιριαστοί γι’ αυτές τις περιπέτειες. Τώρα που καλείσαι εσύ να κάνεις το ίδιο, σου εύχομαι ειλικρινά ν’ αποδείξεις ότι οι στίχοι σου μπορούν να νικήσουν και έξω από το Θέατρο του Διονύσου.» «Δεν ξέρω Δάσκαλε. Αν όμως γλιτώσω τα χειρότερα απ’ την περιπέτειά μου, να είσαι σίγουρος ότι δεν θα κρύψω λόγια στην επόμενη κωμωδία... Ούτε για τον Κλέωνα, ούτε για σένα.» «Το ελπίζω αυτό, καλέ μου Αριστοφάνη! Το ελπίζω!», είπε γελαστά ο Τραγικός κι απομακρύνθηκε από τους δύο φίλους.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
147
«Τι περίεργος άνθρωπος, αλήθεια...» είπε ο Μελάνιππος, στραβώνοντας το πρόσωπό του.» «Άσ’ τον τώρα αυτόν, φίλε μου. Θ’ ασχοληθούμε με δαύτον όταν πρέπει. Τώρα έχουμε άλλα πράγματα που επείγουν», είπε ο Αριστοφάνης κοιτώντας ανήσυχος τη θέση του ήλιου. «Ναι, όντως. Έχουμε μια δημηγορία να γράψουμε.» «Απολογία, Μελάνιππε. Απολογία. Αλλά πρώτα πρέπει να φροντίσουμε κάτι άλλο. Το γιατρό για το γερο–Φίλιππο.» Το τελευταίο πλοίο για την Αίγινα θ’ αναχωρούσε από τον Πειραιά μόλις η φωτεινή σφαίρα θ’ άρχιζε να κατηφορίζει στο στερέωμα, κάτι που δεν φαινόταν να αργεί. Γι’ αυτό και πριν πάει στο σπίτι του Μελάνιππου, ο Αριστοφάνης έπρεπε να βρει έναν γιατρό και να τον στείλει αμέσως στον Πειραιά, για να προλάβει το καράβι. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε το φουσκωμένο πουγκί του φίλου του. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, ο Πίτταλος, ο διασημότερος γιατρός της Αθήνας – υπερβολικά διάσημος και πολυάσχολος για να σουλατσέρνει μπροστά από τη Βασίλειο Στοά– είχε καβαλήσει ένα γρήγορο άλογο και κατευθυνόταν στον Πειραιά, συνοδεία δύο δούλων του Μελάνιππου. Οι δύο δούλοι που επέστρεψαν στην έπαυλη του Μελάνιππου λίγο μετά τη δύση του ήλιου ανέφεραν ότι εκείνη τη στιγμή ο Πίτταλος θα ζαλιζόταν από τα κύματα του ορεξάτου Σαρωνικού, στο ταξίδι του για την Αίγινα.
146
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Όχι, δεν θα του ανακοίνωνε από τώρα ότι θα του έκλεβε την ιδέα της τραγικής σύγκρουσης αυτών που θέλουν Ειρήνη με αυτούς που θέλουν Πόλεμο στην επόμενη κωμωδία του. Ο Ευριπίδης δεν προσβλήθηκε απ’ αυτήν την επίθεση, και ίσως φάνηκε και ικανοποιημένος όταν ο Αριστοφάνης τον ξεχώριζε από τους εκφραστές του Δικαίου των Θεών. Προσπάθησε να ηρεμήσει τη συζήτηση. «Ω, πίστεψέ με. Δεν φοβόμαστε να πάρουμε θέση για τα καθημερινά ζητήματα στην τραγωδία. Μέχρι και ο Αισχύλος, με άσχημο βέβαια τρόπο, δεν δίσταζε να χτυπά τόσο τον Κίμωνα όσο και τον Θεμιστοκλή στα έργα του, έτσι;» Αναστέναξε. «Είναι δύσκολο, το ξέρω καλά. Μας πνίγουν οι παραδόσεις, τα θέματα που πρέπει να έχουν υποχρεωτικά τα έργα μας. Ώρες ώρες ζηλεύω την ελευθερία που έχετε εσείς οι κωμικοί, που τη σπαταλάτε όμως σε χοντράδες χωρίς να μπορείτε να εκτιμήσετε τη δυνατότητα των στίχων σας να κρύβουν πραγματικούς θησαυρούς... Κι ας μπείτε σε μπελάδες, γιατί διστάζετε; Εγώ είχα μέχρι τώρα αρκετές ευκαιρίες να υπερασπιστώ τους στίχους μου στη ζωή. Αλλά οι δικοί μου στίχοι ήταν ταιριαστοί γι’ αυτές τις περιπέτειες. Τώρα που καλείσαι εσύ να κάνεις το ίδιο, σου εύχομαι ειλικρινά ν’ αποδείξεις ότι οι στίχοι σου μπορούν να νικήσουν και έξω από το Θέατρο του Διονύσου.» «Δεν ξέρω Δάσκαλε. Αν όμως γλιτώσω τα χειρότερα απ’ την περιπέτειά μου, να είσαι σίγουρος ότι δεν θα κρύψω λόγια στην επόμενη κωμωδία... Ούτε για τον Κλέωνα, ούτε για σένα.» «Το ελπίζω αυτό, καλέ μου Αριστοφάνη! Το ελπίζω!», είπε γελαστά ο Τραγικός κι απομακρύνθηκε από τους δύο φίλους.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
147
«Τι περίεργος άνθρωπος, αλήθεια...» είπε ο Μελάνιππος, στραβώνοντας το πρόσωπό του.» «Άσ’ τον τώρα αυτόν, φίλε μου. Θ’ ασχοληθούμε με δαύτον όταν πρέπει. Τώρα έχουμε άλλα πράγματα που επείγουν», είπε ο Αριστοφάνης κοιτώντας ανήσυχος τη θέση του ήλιου. «Ναι, όντως. Έχουμε μια δημηγορία να γράψουμε.» «Απολογία, Μελάνιππε. Απολογία. Αλλά πρώτα πρέπει να φροντίσουμε κάτι άλλο. Το γιατρό για το γερο–Φίλιππο.» Το τελευταίο πλοίο για την Αίγινα θ’ αναχωρούσε από τον Πειραιά μόλις η φωτεινή σφαίρα θ’ άρχιζε να κατηφορίζει στο στερέωμα, κάτι που δεν φαινόταν να αργεί. Γι’ αυτό και πριν πάει στο σπίτι του Μελάνιππου, ο Αριστοφάνης έπρεπε να βρει έναν γιατρό και να τον στείλει αμέσως στον Πειραιά, για να προλάβει το καράβι. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε το φουσκωμένο πουγκί του φίλου του. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, ο Πίτταλος, ο διασημότερος γιατρός της Αθήνας – υπερβολικά διάσημος και πολυάσχολος για να σουλατσέρνει μπροστά από τη Βασίλειο Στοά– είχε καβαλήσει ένα γρήγορο άλογο και κατευθυνόταν στον Πειραιά, συνοδεία δύο δούλων του Μελάνιππου. Οι δύο δούλοι που επέστρεψαν στην έπαυλη του Μελάνιππου λίγο μετά τη δύση του ήλιου ανέφεραν ότι εκείνη τη στιγμή ο Πίτταλος θα ζαλιζόταν από τα κύματα του ορεξάτου Σαρωνικού, στο ταξίδι του για την Αίγινα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Δεύτερη Παράβαση Η δίκη Μέθυσος άντρας είν’ ο πόλεμος! Όλα τα καλά σαν είχαμε, μπήκε με σαματά κι έφερε μαζί του όλα τα κακά: σπασίματα και τσακωμούς και τα τραπέζια αναποδογύριζε. Κι ενώ τον πρότρεπα «Πιες, ξαπλώσου, πάρε αυτήν την κούπα της φιλίας!», με περισσότερη μανία μου ’βαζε φωτιά στα κλήματα και έχυνε τα κρασιά μου απ’ τ’ αμπέλια! Αχαρνείς, 981-989
Η 13η Μουνυχιώνος είχε ξημερώσει από ώρα. Γύρω από το Βουλευτήριο είχε ήδη μαζευτεί αρκετός κόσμος. Ο χώρος εκεί, στη σκιά του λόφου του Αγοραίου Κολωνού και του Ναού του Ηφαίστου ήταν περιορισμένος. Δίπλα στο Βουλευτήριο ο Δήμος είχε αποφασίσει να χτιστεί ένα καινούριο κτίριο για να στεγάσει τη Βουλή των Πεντακοσίων, μεγαλύτερο κι ανετότερο από το τωρινό. Το παλιό, μετά την κατασκευή του νέου, θα λειτουργούσε ως Αρχειοθήκη της Δημοκρατίας. Το νέο κτίριο ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί, βέβαια, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι που είχαν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν από κοντά τη δίκη του
149
Αριστοφάνη ν’ ανεβαίνουν μέχρι και στη μισοτελειωμένη οικοδομή. Κάποια στιγμή επικράτησε αναταραχή, καθώς αυτοί που ήσαν μέσα στο Βουλευτήριο άρχισαν να κατευθύνονται προς τα έξω. Όχι, δεν στριμώχτηκαν σε αυτούς που ήσαν συγκεντρωμένοι απ’ έξω. Λες και το περίμεναν, όλοι άρχισαν να κινούνται προς την οδό των Παναθηναίων. Από το Βουλευτήριο άρχισε να βγαίνει μια πομπή. Καμία σχέση με τις αργές, επιβλητικές πομπές των Παναθηναίων. Ούτε ένας απ’ αυτούς που την απαρτίζανε δεν έμοιαζε για παρθένα, ενώ πουθενά δεν υπήρχε και το αραχνοΰφαντο πέπλο της Θεάς. Ούτε η πομπή είχε καμία σχέση με τις οργιαστικές πομπές των Διονυσίων. Κανένας δεν κράταγε ούτε έναν τεράστιο ξύλινο φαλό. Κανείς δεν χοροπήδαγε ή τραγουδούσε παράφωνα, μεθυσμένος, ντυμένος σαν Πάνας ή Σάτυρος. Κανείς δεν είχε στη μέση του κρεμασμένα υπερμεγέθη ξύλινα πουλιά να τσουγκράνε με τα κανονικά τους. Μπροστά πήγαιναν βιαστικά οι Πεντακόσιοι Βουλευτές. Προπορεύονταν βέβαια ο Πρόεδρος και οι 50 Πρυτάνεις, από την Κεκροπίδα Φυλή. Πίσω από τους βουλευτές πήγαιναν ο Κλέων και ο Αριστοφάνης. Αφού πέρασε την οδό των Παναθηναίων, η πομπή μπήκε στον Περίβολο. Ο Περίβολος ήταν μια έκταση περιτοιχισμένη μ’ ένα πέτρινο τειχίο ύψους 5 ποδών, φυσικά χωρίς ταβάνι, εκεί που άρχιζε το έδαφος ν’ ανηφορίζει για το λόφο της Ακρόπολης. Σ’ εκείνο το χώρο με τη φυσική θεατρική σκηνή, γίνονταν οι πολύκροτες δίκες ενώπιον της Βουλής, όταν ο καιρός ήταν καλός. Οι Βουλευτές κάθισαν στριμωχτά στους πάγκους τους στο πιο ανηφορικό μέρος του Περιβόλου, ενώ ο Κλέων και ο Αριστοφάνης στάθηκαν ανάμεσα στους Βουλευτές και στο κοινό της δίκης.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Δεύτερη Παράβαση Η δίκη Μέθυσος άντρας είν’ ο πόλεμος! Όλα τα καλά σαν είχαμε, μπήκε με σαματά κι έφερε μαζί του όλα τα κακά: σπασίματα και τσακωμούς και τα τραπέζια αναποδογύριζε. Κι ενώ τον πρότρεπα «Πιες, ξαπλώσου, πάρε αυτήν την κούπα της φιλίας!», με περισσότερη μανία μου ’βαζε φωτιά στα κλήματα και έχυνε τα κρασιά μου απ’ τ’ αμπέλια! Αχαρνείς, 981-989
Η 13η Μουνυχιώνος είχε ξημερώσει από ώρα. Γύρω από το Βουλευτήριο είχε ήδη μαζευτεί αρκετός κόσμος. Ο χώρος εκεί, στη σκιά του λόφου του Αγοραίου Κολωνού και του Ναού του Ηφαίστου ήταν περιορισμένος. Δίπλα στο Βουλευτήριο ο Δήμος είχε αποφασίσει να χτιστεί ένα καινούριο κτίριο για να στεγάσει τη Βουλή των Πεντακοσίων, μεγαλύτερο κι ανετότερο από το τωρινό. Το παλιό, μετά την κατασκευή του νέου, θα λειτουργούσε ως Αρχειοθήκη της Δημοκρατίας. Το νέο κτίριο ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί, βέβαια, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι που είχαν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν από κοντά τη δίκη του
149
Αριστοφάνη ν’ ανεβαίνουν μέχρι και στη μισοτελειωμένη οικοδομή. Κάποια στιγμή επικράτησε αναταραχή, καθώς αυτοί που ήσαν μέσα στο Βουλευτήριο άρχισαν να κατευθύνονται προς τα έξω. Όχι, δεν στριμώχτηκαν σε αυτούς που ήσαν συγκεντρωμένοι απ’ έξω. Λες και το περίμεναν, όλοι άρχισαν να κινούνται προς την οδό των Παναθηναίων. Από το Βουλευτήριο άρχισε να βγαίνει μια πομπή. Καμία σχέση με τις αργές, επιβλητικές πομπές των Παναθηναίων. Ούτε ένας απ’ αυτούς που την απαρτίζανε δεν έμοιαζε για παρθένα, ενώ πουθενά δεν υπήρχε και το αραχνοΰφαντο πέπλο της Θεάς. Ούτε η πομπή είχε καμία σχέση με τις οργιαστικές πομπές των Διονυσίων. Κανένας δεν κράταγε ούτε έναν τεράστιο ξύλινο φαλό. Κανείς δεν χοροπήδαγε ή τραγουδούσε παράφωνα, μεθυσμένος, ντυμένος σαν Πάνας ή Σάτυρος. Κανείς δεν είχε στη μέση του κρεμασμένα υπερμεγέθη ξύλινα πουλιά να τσουγκράνε με τα κανονικά τους. Μπροστά πήγαιναν βιαστικά οι Πεντακόσιοι Βουλευτές. Προπορεύονταν βέβαια ο Πρόεδρος και οι 50 Πρυτάνεις, από την Κεκροπίδα Φυλή. Πίσω από τους βουλευτές πήγαιναν ο Κλέων και ο Αριστοφάνης. Αφού πέρασε την οδό των Παναθηναίων, η πομπή μπήκε στον Περίβολο. Ο Περίβολος ήταν μια έκταση περιτοιχισμένη μ’ ένα πέτρινο τειχίο ύψους 5 ποδών, φυσικά χωρίς ταβάνι, εκεί που άρχιζε το έδαφος ν’ ανηφορίζει για το λόφο της Ακρόπολης. Σ’ εκείνο το χώρο με τη φυσική θεατρική σκηνή, γίνονταν οι πολύκροτες δίκες ενώπιον της Βουλής, όταν ο καιρός ήταν καλός. Οι Βουλευτές κάθισαν στριμωχτά στους πάγκους τους στο πιο ανηφορικό μέρος του Περιβόλου, ενώ ο Κλέων και ο Αριστοφάνης στάθηκαν ανάμεσα στους Βουλευτές και στο κοινό της δίκης.
150
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Τα σκηνικά έτοιμα, οι ηθοποιοί και ο χορός στη θέση τους, και οι θεατές ανυπομονούν. Ώρα για μια ωραία παράσταση» σκέφτηκε ο Αριστοφάνης. Ο πατέρας του είχε πεθάνει δύο μέρες πριν. Ο Πίτταλος μόλις τον είδε έκρινε πως ό, τι και αν έκανε θα ήταν ανώφελο και τζάμπα ταλαιπώρια για το Φίλιππο. Μπράβο του, γιατί άλλος στη θέση του θα πετσόκοβε τον κακομοίρη το γέρο, μόνο και μόνο για να πάρει την αμοιβή. Ο κόπος και η ειλικρίνεια, πάντως, του γιατρού δεν έμειναν χωρίς ανταμοιβή. Μετά κι από τον Πίτταλο, το μόνο που έμενε ήταν οι προσευχές. «Πλήθος σωρεύουν στους θεούς / θυσίες οι θνητοί / σαν τους αγγίζει ο φόβος /και ο χαμός κοντοζυγώνει», όπως είχε γράψει ο Αισχύλος στις «Ικέτιδες», για ν’ απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του στη «Νιόβη»: «Απ’ τους θεούς ο Θάνατος μονάχα / δεν αγαπάει τα δώρα, ούτε οι θυσίες / ούτε οι σπονδές σ’ αυτόν θα ωφελήσουν». Όταν δεν έπιασαν, λοιπόν, ούτε οι προσευχές, το καντήλι του Φίλιππου έσβησε. Ήσυχα, χωρίς πόνο. Τη μια στιγμή κοιμόταν και την άλλη επιβιβαζόταν στη βάρκα του Μεγάλου Βαρκάρη, πληρώνοντας με το νόμισμα τα ναύλα του για το ταξίδι στον άλλο –μακάρι καλύτερο–κόσμο. Ο Αριστοφάνης δεν είχε χρόνο για να τον κλάψει. Με το καράβι που έφερε τη νεκρική λήκυθο του πατέρα του από την Αίγινα έφερε και τις κερωμένες ξύλινες πλάκες που είχε σημειώσει την απολογία του. Μόλις τον έθαψε στον Κεραμεικό δίπλα στον δικό του πατέρα, αντί να πάρει το δρόμο για τον Πειραιά, τράβηξε το δρόμο για το σπίτι του Μελάνιππου, για τις τελευταίες διορθώσεις στην απολογία του. Η περίσταση δεν χωρούσε θρήνους. Άλλωστε, ο Σιμωνίδης ο Αμοργινός με τον ίαμβό του τον παρότρυνε για κάτι άλλο: «Τον πεθαμένο, αν έχουμε σωστά τα λογικά μας, / δεν θα τονε θυμούμαστε πιότερο από μια
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
151
μέρα». Όχι. Ήταν πολύ σκληρά τα λόγια του λυρικού ποιητή. Ο Αριστοφάνης θα τον έκλαιγε τον πατέρα του. Λίγο καθυστερημένα, βέβαια, και ίσως μαζί και με τη δικιά του κακιά μοίρα, στην περίπτωση που έχανε τη δίκη. Ο Αριστοφάνης έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του κι έριξε από μια ματιά στους Βουλευτές και τους θεατές. Όλοι ήσαν παρόντες. Μπροστά μπροστά κάθονταν ο Υπέρβολος και τ’ άλλα τσιράκια του Κλέωνα. Μαζί τους και ο Διοπείθης, που πριν το ξέσπασμα του Πολέμου είχε κατεβάσει ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, με το οποίο ζητούσε να καταγγέλλονται αυτοί που δεν πίστευαν στα θεία και που ασχολούνταν με τα μετέωρα, στοχεύοντας στους σοφιστές -ένα ψήφισμα που δεν είχε τύχη, τελικά. Από την άλλη μεριά στεκόταν ο Νικίας και οι άλλοι αριστοκρατικοί. Ο Αντιφώντας, ο Διόδοτος του Ευκράτη, ο Κριτίας, ο στρατηγός Φορμίων και διάφοροι άλλοι. Μια ξεχωριστή παρέα γύρω από τον Εύπολι και τον Καλλίστρατο σχημάτιζαν οι ποιητές. Ο τραγικός Ιερώνυμος με τα κορακίσια του μαλλιά, οι κωμικοί Εύβουλος, Φερεκράτης και Έρμιππος, ο Ευφορίων, ο γιος του Αισχύλου –από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γιων που δεν είναι αντάξιοι των ικανοτήτων των πατεράδων τους, ο Αγάθων και άλλοι πολλοί. Αξιοσημείωτη η σύμπνοιά τους αυτή τη δύσκολη στιγμή που ένας από το σινάφι τους δικαζόταν. Απ’ ό,τι φαίνεται, η δουλειά του Εύπολι και του Καλλίστρατου να τους πείσουν ότι απαιτείτο η συμπαράστασή τους τουλάχιστον στη δίκη, επειδή μετά τον Αριστοφάνη θα είχαν σειρά αυτοί, έπιασε. Στην πρώτη ματιά που έριξε ο Αριστοφάνης διαπίστωσε μια σημαντική απουσία. Τον Ευριπίδη. Δεν ξαφνιάστηκε.
150
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Τα σκηνικά έτοιμα, οι ηθοποιοί και ο χορός στη θέση τους, και οι θεατές ανυπομονούν. Ώρα για μια ωραία παράσταση» σκέφτηκε ο Αριστοφάνης. Ο πατέρας του είχε πεθάνει δύο μέρες πριν. Ο Πίτταλος μόλις τον είδε έκρινε πως ό, τι και αν έκανε θα ήταν ανώφελο και τζάμπα ταλαιπώρια για το Φίλιππο. Μπράβο του, γιατί άλλος στη θέση του θα πετσόκοβε τον κακομοίρη το γέρο, μόνο και μόνο για να πάρει την αμοιβή. Ο κόπος και η ειλικρίνεια, πάντως, του γιατρού δεν έμειναν χωρίς ανταμοιβή. Μετά κι από τον Πίτταλο, το μόνο που έμενε ήταν οι προσευχές. «Πλήθος σωρεύουν στους θεούς / θυσίες οι θνητοί / σαν τους αγγίζει ο φόβος /και ο χαμός κοντοζυγώνει», όπως είχε γράψει ο Αισχύλος στις «Ικέτιδες», για ν’ απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του στη «Νιόβη»: «Απ’ τους θεούς ο Θάνατος μονάχα / δεν αγαπάει τα δώρα, ούτε οι θυσίες / ούτε οι σπονδές σ’ αυτόν θα ωφελήσουν». Όταν δεν έπιασαν, λοιπόν, ούτε οι προσευχές, το καντήλι του Φίλιππου έσβησε. Ήσυχα, χωρίς πόνο. Τη μια στιγμή κοιμόταν και την άλλη επιβιβαζόταν στη βάρκα του Μεγάλου Βαρκάρη, πληρώνοντας με το νόμισμα τα ναύλα του για το ταξίδι στον άλλο –μακάρι καλύτερο–κόσμο. Ο Αριστοφάνης δεν είχε χρόνο για να τον κλάψει. Με το καράβι που έφερε τη νεκρική λήκυθο του πατέρα του από την Αίγινα έφερε και τις κερωμένες ξύλινες πλάκες που είχε σημειώσει την απολογία του. Μόλις τον έθαψε στον Κεραμεικό δίπλα στον δικό του πατέρα, αντί να πάρει το δρόμο για τον Πειραιά, τράβηξε το δρόμο για το σπίτι του Μελάνιππου, για τις τελευταίες διορθώσεις στην απολογία του. Η περίσταση δεν χωρούσε θρήνους. Άλλωστε, ο Σιμωνίδης ο Αμοργινός με τον ίαμβό του τον παρότρυνε για κάτι άλλο: «Τον πεθαμένο, αν έχουμε σωστά τα λογικά μας, / δεν θα τονε θυμούμαστε πιότερο από μια
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
151
μέρα». Όχι. Ήταν πολύ σκληρά τα λόγια του λυρικού ποιητή. Ο Αριστοφάνης θα τον έκλαιγε τον πατέρα του. Λίγο καθυστερημένα, βέβαια, και ίσως μαζί και με τη δικιά του κακιά μοίρα, στην περίπτωση που έχανε τη δίκη. Ο Αριστοφάνης έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του κι έριξε από μια ματιά στους Βουλευτές και τους θεατές. Όλοι ήσαν παρόντες. Μπροστά μπροστά κάθονταν ο Υπέρβολος και τ’ άλλα τσιράκια του Κλέωνα. Μαζί τους και ο Διοπείθης, που πριν το ξέσπασμα του Πολέμου είχε κατεβάσει ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, με το οποίο ζητούσε να καταγγέλλονται αυτοί που δεν πίστευαν στα θεία και που ασχολούνταν με τα μετέωρα, στοχεύοντας στους σοφιστές -ένα ψήφισμα που δεν είχε τύχη, τελικά. Από την άλλη μεριά στεκόταν ο Νικίας και οι άλλοι αριστοκρατικοί. Ο Αντιφώντας, ο Διόδοτος του Ευκράτη, ο Κριτίας, ο στρατηγός Φορμίων και διάφοροι άλλοι. Μια ξεχωριστή παρέα γύρω από τον Εύπολι και τον Καλλίστρατο σχημάτιζαν οι ποιητές. Ο τραγικός Ιερώνυμος με τα κορακίσια του μαλλιά, οι κωμικοί Εύβουλος, Φερεκράτης και Έρμιππος, ο Ευφορίων, ο γιος του Αισχύλου –από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γιων που δεν είναι αντάξιοι των ικανοτήτων των πατεράδων τους, ο Αγάθων και άλλοι πολλοί. Αξιοσημείωτη η σύμπνοιά τους αυτή τη δύσκολη στιγμή που ένας από το σινάφι τους δικαζόταν. Απ’ ό,τι φαίνεται, η δουλειά του Εύπολι και του Καλλίστρατου να τους πείσουν ότι απαιτείτο η συμπαράστασή τους τουλάχιστον στη δίκη, επειδή μετά τον Αριστοφάνη θα είχαν σειρά αυτοί, έπιασε. Στην πρώτη ματιά που έριξε ο Αριστοφάνης διαπίστωσε μια σημαντική απουσία. Τον Ευριπίδη. Δεν ξαφνιάστηκε.
152
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Δεν περίμενε άλλωστε κάτι παραπάνω από το Δάσκαλο από το να στέκεται έξω από τη σπηλιά του στη Σαλαμίνα και να κοιτάζει αντίθετα από την Αθήνα, προς τον Σαρωνικό. Για μια στιγμή τον ζήλεψε, αλλά γρήγορα, μαζί με τη ματιά του, επέστρεψε στους παριστάμενους. Μια ξεχωριστή παρέα σχημάτιζαν οι φιλόσοφοι. Ο Πρόδικος, ο Ανδοκίδης, αλλά όχι και ο Πρωταγόρας, που εδώ και λίγες μέρες είχε φύγει για τους Θούριους, την πανελλήνια εκείνη αποικία, της οποίας το πολίτευμα το είχε γράψει ο ίδιος, μετά από παράκληση του φίλου του, του μακαρίτη του Περικλή. Η αναχώρησή του ήταν ξαφνική και εσπευσμένη, λόγω των προβλημάτων που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ανάμεσα στις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας, προβλήματα που όχι μόνο δεν έλυνε, αλλά μάλλον χειροτέρευε ο Αθηναϊκός στόλος που κινείτο σ’ εκείνα τα μέρη. Χύμα, ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο που απάρτιζε το κοινό της δίκης, ο Αριστοφάνης διέκρινε διάφορες άλλες «προσωπικότητες» της πόλης. Να, μπροστά μπροστά κάθονταν ο Στράτων και ο Κλεισθένης, αυτοί οι πάμπλουτοι γυναικωτοί. Όταν έβγαιναν στην Αγορά, πάντα μαζί, είχαν και δυο δούλους να κουβαλάνε κάτι σκαμνάκια, για να κάθονται οι κύριοί τους όταν κουράζονταν! Λίγο πιο πέρα διέκρινε τον Λάμαχο. Τον Λοχαγό του, όταν υπηρετούσε στους Ιππείς, στην Ελευσίνα. Ο Ταξίαρχος πλέον Λάμαχος ήταν τόσο φτωχός που τους είχε ταράξει στην τράκα. Όταν δεν έκανε χρήση του βαθμού του για να τους παίρνει τους ξηρούς καρπούς και το τυρί, οι νεαροί Ιππείς τα έδιναν μόνοι τους, από λύπηση γι’ αυτόν τον κακομοίρη στρατόκαυλο. Παραπέρα στεκόταν εθισμένος στον τζόγο –κατεστραμμένος απ’ αυτόν– ο Λυ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
153
σίστρατος, κάνοντας τον Αριστοφάνη ν’ απορήσει πώς και προτίμησε τη δίκη από ένα καλό μπαρμπούτι. Στην αντίπερα πλευρά από τους φιλόσοφους στεκόταν με όλη του σχεδόν την κουστωδία ο Σωκράτης, εκείνος ο στραβοχυμένος σοφιστής, που όσο άσχημος ήταν αυτός, άλλο τόσο στην “πένα” ήταν η παρέα του. Ο Αλκιβιάδης με την εντυπωσιακή ομορφιά και την γελοία τραυλή φωνή του, οι κολλητοί Χαιρεφώντας και Χαρμίδης, ξάδερφος του Κριτία, ο Κρίτων και κάποιοι ακόμα, που ο Αριστοφάνης δεν γνώριζε. Από το κοινό της δίκης δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα σιχαμερά σκουλήκια, που είχαν σχεδόν επάγγελμά τους τις συκοφαντίες και τις καταγγελίες, ο Κτησίας, ο Νίκαρχος και ο Αντίμαχος. Παραπέρα να, ο αγαθούλης αλλά πάντα καλοπερασάκιας Μόρυχος, φίλος του Μελάνιππου, κουβέντιαζε με το λιγούρη για χρήματα κι αγοράκια Πρέπι και το ζωγράφο Θέωρο. O Αριστοφάνης τους κοίταζε όλους καλά καλά και τους κατέγραφε στο μυαλό του. «Πουλάκια μου», σκεφτόταν. «Ήρθατε διψασμένοι για αίμα, για να δείτε τη μάχη, ε; Ε, λοιπόν, για όλους σας θα βρεθεί ένας στίχος στην επόμενή μου κωμωδία!» Τη σκέψη του διέκοψε ο Πρόεδρος της Βουλής με την καθιερωμένη προσευχή στη Θέμιδα. Το κοινό, βέβαια, δε σταμάτησε στιγμή να μιλάει και να σχολιάζει τα πάντα. Από την έκφραση των διαδίκων, τις γκριμάτσες των Βουλευτών – Δικαστών, μέχρι το ντύσιμο του ενός και του άλλου από τους παριστάμενους. Ούτε ο Κλέων ούτε ο Αριστοφάνης ανησυχούσαν από τη βαβούρα. Και οι δυο τους άλλωστε ήσαν συνηθισμένοι ν’ απευθύνονται σε θορυβώδες και εκδηλωτικό κοινό.
152
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Δεν περίμενε άλλωστε κάτι παραπάνω από το Δάσκαλο από το να στέκεται έξω από τη σπηλιά του στη Σαλαμίνα και να κοιτάζει αντίθετα από την Αθήνα, προς τον Σαρωνικό. Για μια στιγμή τον ζήλεψε, αλλά γρήγορα, μαζί με τη ματιά του, επέστρεψε στους παριστάμενους. Μια ξεχωριστή παρέα σχημάτιζαν οι φιλόσοφοι. Ο Πρόδικος, ο Ανδοκίδης, αλλά όχι και ο Πρωταγόρας, που εδώ και λίγες μέρες είχε φύγει για τους Θούριους, την πανελλήνια εκείνη αποικία, της οποίας το πολίτευμα το είχε γράψει ο ίδιος, μετά από παράκληση του φίλου του, του μακαρίτη του Περικλή. Η αναχώρησή του ήταν ξαφνική και εσπευσμένη, λόγω των προβλημάτων που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ανάμεσα στις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας, προβλήματα που όχι μόνο δεν έλυνε, αλλά μάλλον χειροτέρευε ο Αθηναϊκός στόλος που κινείτο σ’ εκείνα τα μέρη. Χύμα, ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο που απάρτιζε το κοινό της δίκης, ο Αριστοφάνης διέκρινε διάφορες άλλες «προσωπικότητες» της πόλης. Να, μπροστά μπροστά κάθονταν ο Στράτων και ο Κλεισθένης, αυτοί οι πάμπλουτοι γυναικωτοί. Όταν έβγαιναν στην Αγορά, πάντα μαζί, είχαν και δυο δούλους να κουβαλάνε κάτι σκαμνάκια, για να κάθονται οι κύριοί τους όταν κουράζονταν! Λίγο πιο πέρα διέκρινε τον Λάμαχο. Τον Λοχαγό του, όταν υπηρετούσε στους Ιππείς, στην Ελευσίνα. Ο Ταξίαρχος πλέον Λάμαχος ήταν τόσο φτωχός που τους είχε ταράξει στην τράκα. Όταν δεν έκανε χρήση του βαθμού του για να τους παίρνει τους ξηρούς καρπούς και το τυρί, οι νεαροί Ιππείς τα έδιναν μόνοι τους, από λύπηση γι’ αυτόν τον κακομοίρη στρατόκαυλο. Παραπέρα στεκόταν εθισμένος στον τζόγο –κατεστραμμένος απ’ αυτόν– ο Λυ-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
153
σίστρατος, κάνοντας τον Αριστοφάνη ν’ απορήσει πώς και προτίμησε τη δίκη από ένα καλό μπαρμπούτι. Στην αντίπερα πλευρά από τους φιλόσοφους στεκόταν με όλη του σχεδόν την κουστωδία ο Σωκράτης, εκείνος ο στραβοχυμένος σοφιστής, που όσο άσχημος ήταν αυτός, άλλο τόσο στην “πένα” ήταν η παρέα του. Ο Αλκιβιάδης με την εντυπωσιακή ομορφιά και την γελοία τραυλή φωνή του, οι κολλητοί Χαιρεφώντας και Χαρμίδης, ξάδερφος του Κριτία, ο Κρίτων και κάποιοι ακόμα, που ο Αριστοφάνης δεν γνώριζε. Από το κοινό της δίκης δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα σιχαμερά σκουλήκια, που είχαν σχεδόν επάγγελμά τους τις συκοφαντίες και τις καταγγελίες, ο Κτησίας, ο Νίκαρχος και ο Αντίμαχος. Παραπέρα να, ο αγαθούλης αλλά πάντα καλοπερασάκιας Μόρυχος, φίλος του Μελάνιππου, κουβέντιαζε με το λιγούρη για χρήματα κι αγοράκια Πρέπι και το ζωγράφο Θέωρο. O Αριστοφάνης τους κοίταζε όλους καλά καλά και τους κατέγραφε στο μυαλό του. «Πουλάκια μου», σκεφτόταν. «Ήρθατε διψασμένοι για αίμα, για να δείτε τη μάχη, ε; Ε, λοιπόν, για όλους σας θα βρεθεί ένας στίχος στην επόμενή μου κωμωδία!» Τη σκέψη του διέκοψε ο Πρόεδρος της Βουλής με την καθιερωμένη προσευχή στη Θέμιδα. Το κοινό, βέβαια, δε σταμάτησε στιγμή να μιλάει και να σχολιάζει τα πάντα. Από την έκφραση των διαδίκων, τις γκριμάτσες των Βουλευτών – Δικαστών, μέχρι το ντύσιμο του ενός και του άλλου από τους παριστάμενους. Ούτε ο Κλέων ούτε ο Αριστοφάνης ανησυχούσαν από τη βαβούρα. Και οι δυο τους άλλωστε ήσαν συνηθισμένοι ν’ απευθύνονται σε θορυβώδες και εκδηλωτικό κοινό.
154
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Πρόεδρος προχωρούσε στην ανάγνωση της υπόθεσης. «Έρχεται η ώρα», σκέφτηκε ο Αριστοφάνης. «Να, εδώ είναι το κούτσουρο που μου έλεγε ο Πρωταγόρας. Ώρα να σκύψω το κεφάλι μου.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ο Κλέων έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να εξαπολύσει τη μανιασμένη του επίθεση, ο Αριστοφάνης ψιθύρισε τους στίχους από τον «Μέμνωνα» του Αισχύλου: «Ζυγώνει, κι ο ερχομός του μας γεμίζει / με παγωμένο σύγκρυο, καθώς όταν / αιφνίδια ξεσπάει βοριάς που βρίσκει / ανέτοιμους στο πέλαγος τους ναύτες». «Άνδρες Αθηναίοι! »Είναι τουλάχιστον αταίριαστο που η υπόθεση αυτή δεν συζητείται στην Ηλιαία ή ακόμα καλύτερα στην Εκκλησία του Δήμου. Έχουμε να κάνουμε με μια ξεκάθαρη περίπτωση προδοσίας. Κανονικά, με το που ήρθα στο Βουλευτήριο για ν’ απευθύνω την εισαγγελία, θα έπρεπε όλοι σας χωρίς χρονοτριβή να σπεύσετε να παραδώσετε αυτό το υποκείμενο στους Έντεκα για να τον εκτελέσουν, ακόμα και χωρίς δίκη. Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε μέσα του. «Καλά το πάει! Άρχισε να βρίζει και ν’ απειλεί τους δικαστές!» Ο Κλέων συνέχιζε με την ίδια ένταση τη δημηγορία του. «Καταλαβαίνω ότι ο κύριος λόγος που ο πρόεδρος τη μέρα που έκανα την καταγγελία αποφάσισε να κρατήσει η Βουλή την εισαγγελία, ήταν το ότι δεν ήθελε – από την Πανδιονίδα Φυλή ων– να ρίξει τέτοιο μίασμα σ’ έναν συνδημότη του. Δεν είναι ότι δεν το είχα σκεφτεί όταν ερχόμουν εδώ την επόμενη μέρα μετά την παράσταση να σας κάνω την καταγγελία.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
155
»Η προσβολή, όμως που ένιωθα για την πόλη μου δεν μπορούσε να με κάνει να περιμένω μερικές μέρες, ν’ αλλάξει η πρυτανεύουσα φυλή και να είναι σίγουρη η κατάγνωση της εισαγγελίας στην Εκκλησία του Δήμου. »Τέλος πάντων, έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σας. Γνωρίζω ότι πρώτιστο μέλημά σας είναι η υποταγή και συμμόρφωση με τους πατρώους νόμους και τις αποφάσεις του λαού και γι’ αυτό φέρνετε εδώ προς συζήτηση την εισαγγελία μου. Έχω πίστη ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή θ’ αποφασίσετε το πρέπον και θα παραπέμψετε τη δίκη σε αρμόδιο δικαστήριο ή ακόμη ότι και εσείς οι ίδιοι θα πραγματοποιήσετε μια απόλυτα σωστή και δικαιολογημένη υπέρβαση, επιβάλλοντας την ποινή που πραγματικά αξίζει στον αχρείο, και όχι ένα χάδι 500 δραχμών.» «Να’ τα μας», έκανε ο Αριστοφάνης που έβλεπε τους πιο ζοφερούς του φόβους να τον περιτριγυρίζουν απειλητικά. Κοίταξε τον Μελάνιππο, ο οποίος ανάμεσα στους άλλους Βουλευτές τον καθησύχασε κάνοντάς του νόημα. «Θα σας αποδείξω, άνδρες Αθηναίοι, γιατί θεωρώ πρέπουσα ποινή τον θάνατο του Αριστοφάνη. Θα σας αποδείξω πως ό, τι έκανε αυτός ο ξενομερίτης το έκανε επειδή σιχαίνεται την Πολιτεία μας, τη δόξα των Αθηνών.» «Ξενομερίτης;» Ο Αριστοφάνης ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε ν’ αμφισβητηθεί η καταγωγή του. Με μια πιο ψύχραιμη σκέψη ησύχασε. «Για να επικαλείται τέτοια ψέματα, που είναι πολύ εύκολο να καταρριφθούν, τότε σημαίνει ότι δεν έχει κανένα άλλο τρανταχτό στοιχείο για να με καταδικάσει!» «Το έκανε γιατί είναι ένας σιχαμερός προδότης, ένας φιλολάκων, που θέλει αυτός και τα φιλαράκια του» –και έδειξε στο μέρος των αριστοκρατικών- «να πάρουν την εξου-
154
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Πρόεδρος προχωρούσε στην ανάγνωση της υπόθεσης. «Έρχεται η ώρα», σκέφτηκε ο Αριστοφάνης. «Να, εδώ είναι το κούτσουρο που μου έλεγε ο Πρωταγόρας. Ώρα να σκύψω το κεφάλι μου.» Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ο Κλέων έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να εξαπολύσει τη μανιασμένη του επίθεση, ο Αριστοφάνης ψιθύρισε τους στίχους από τον «Μέμνωνα» του Αισχύλου: «Ζυγώνει, κι ο ερχομός του μας γεμίζει / με παγωμένο σύγκρυο, καθώς όταν / αιφνίδια ξεσπάει βοριάς που βρίσκει / ανέτοιμους στο πέλαγος τους ναύτες». «Άνδρες Αθηναίοι! »Είναι τουλάχιστον αταίριαστο που η υπόθεση αυτή δεν συζητείται στην Ηλιαία ή ακόμα καλύτερα στην Εκκλησία του Δήμου. Έχουμε να κάνουμε με μια ξεκάθαρη περίπτωση προδοσίας. Κανονικά, με το που ήρθα στο Βουλευτήριο για ν’ απευθύνω την εισαγγελία, θα έπρεπε όλοι σας χωρίς χρονοτριβή να σπεύσετε να παραδώσετε αυτό το υποκείμενο στους Έντεκα για να τον εκτελέσουν, ακόμα και χωρίς δίκη. Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε μέσα του. «Καλά το πάει! Άρχισε να βρίζει και ν’ απειλεί τους δικαστές!» Ο Κλέων συνέχιζε με την ίδια ένταση τη δημηγορία του. «Καταλαβαίνω ότι ο κύριος λόγος που ο πρόεδρος τη μέρα που έκανα την καταγγελία αποφάσισε να κρατήσει η Βουλή την εισαγγελία, ήταν το ότι δεν ήθελε – από την Πανδιονίδα Φυλή ων– να ρίξει τέτοιο μίασμα σ’ έναν συνδημότη του. Δεν είναι ότι δεν το είχα σκεφτεί όταν ερχόμουν εδώ την επόμενη μέρα μετά την παράσταση να σας κάνω την καταγγελία.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
155
»Η προσβολή, όμως που ένιωθα για την πόλη μου δεν μπορούσε να με κάνει να περιμένω μερικές μέρες, ν’ αλλάξει η πρυτανεύουσα φυλή και να είναι σίγουρη η κατάγνωση της εισαγγελίας στην Εκκλησία του Δήμου. »Τέλος πάντων, έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σας. Γνωρίζω ότι πρώτιστο μέλημά σας είναι η υποταγή και συμμόρφωση με τους πατρώους νόμους και τις αποφάσεις του λαού και γι’ αυτό φέρνετε εδώ προς συζήτηση την εισαγγελία μου. Έχω πίστη ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή θ’ αποφασίσετε το πρέπον και θα παραπέμψετε τη δίκη σε αρμόδιο δικαστήριο ή ακόμη ότι και εσείς οι ίδιοι θα πραγματοποιήσετε μια απόλυτα σωστή και δικαιολογημένη υπέρβαση, επιβάλλοντας την ποινή που πραγματικά αξίζει στον αχρείο, και όχι ένα χάδι 500 δραχμών.» «Να’ τα μας», έκανε ο Αριστοφάνης που έβλεπε τους πιο ζοφερούς του φόβους να τον περιτριγυρίζουν απειλητικά. Κοίταξε τον Μελάνιππο, ο οποίος ανάμεσα στους άλλους Βουλευτές τον καθησύχασε κάνοντάς του νόημα. «Θα σας αποδείξω, άνδρες Αθηναίοι, γιατί θεωρώ πρέπουσα ποινή τον θάνατο του Αριστοφάνη. Θα σας αποδείξω πως ό, τι έκανε αυτός ο ξενομερίτης το έκανε επειδή σιχαίνεται την Πολιτεία μας, τη δόξα των Αθηνών.» «Ξενομερίτης;» Ο Αριστοφάνης ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε ν’ αμφισβητηθεί η καταγωγή του. Με μια πιο ψύχραιμη σκέψη ησύχασε. «Για να επικαλείται τέτοια ψέματα, που είναι πολύ εύκολο να καταρριφθούν, τότε σημαίνει ότι δεν έχει κανένα άλλο τρανταχτό στοιχείο για να με καταδικάσει!» «Το έκανε γιατί είναι ένας σιχαμερός προδότης, ένας φιλολάκων, που θέλει αυτός και τα φιλαράκια του» –και έδειξε στο μέρος των αριστοκρατικών- «να πάρουν την εξου-
156
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σία από το Λαό των Αθηναίων και να τη δώσουν στους Εφόρους και να κάνουν όλους εμάς τους υπερήφανους πολίτες είλωτες των Σπαρτιατών. »Δεν είναι ανάγκη να επεκταθώ πολύ στο τι συνέβη εκείνη τη μέρα στο θέατρο του Διονύσου. Όλοι μας ήμασταν εκεί και είμαι σίγουρος ότι φρίξατε κι εσείς όπως κι εγώ απ’ αυτά που είδατε να διαδραματίζονται στη σκηνή. Θυμώσατε όταν είδατε τις σύμμαχες πόλεις να παρομοιάζονται με δούλους. Αγαναχτήσατε όταν είδατε τις αρχές της πόλης μας, αυτές τις αρχές που εσείς κι εγώ, όλοι μας, έχουμε εκλέξει, να προσβάλλονται με τόσο αισχρό τρόπο! Και στο τέλος, όταν ο ίδιος ο Αριστοφάνης (όλοι ξεχωρίζαμε τη φιγούρα του πίσω από τη μάσκα του Διονύσου) δήθεν απελευθέρωνε από τον δήθεν ζυγό μας τους Βαβυλώνιους δούλους, τότε είμαι σίγουρος ότι τόσο εσείς όσο κι εγώ εκλάβατε αυτήν την κίνηση σαν παρακίνηση σε στάση. »Δε φτάνει, όμως, που ο αναίσχυντος έκανε ό, τι έκανε. Τα έκανε και ενώπιον των πρέσβεων όλων των συμμαχικών μας πόλεων! Που εμείς τους καλέσαμε να παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες και να θαυμάσουν το μεγαλείο της πόλης και των κατοίκων της, το πνεύμα της, την καλλιέργειά της, τη δόξα της! Και αντί γι’ αυτό, στην ίδια σκηνή που ο Αισχύλος σάλπιζε τον παιάνα για την υπεράσπιση των βωμών και των εστιών μας, όλοι οι σύμμαχοι είδαν να ξεφτιλίζονται οι πόλεις τους από έναν αγύρτη! »Πώς έφτασε αυτός ο αλητήριος να διδάσκει στα Μεγάλα Διονύσια; Ούτε 25 χρονών δεν είναι. Θα μου πείτε, έχει την κάλυψη του Καλλίστρατου, ότι με το όνομα αυτού ζήτησε χορό για να συμμετέχει στους αγώνες. Ε και; Φτάνει αυτό; Δηλαδή όποιος έχει εραστή έναν στεφανωμένο στα Διονύσια ποιητή, μπορεί να παίρνει τη θέση του στη σκηνή;
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
157
»Για να μην πω και το άλλο: Ποιος είναι αυτός, ο ξενομερίτης, που θα τολμήσει να μας πει πώς πρέπει να διοικούμε την πόλη μας, Άνδρες Αθηναίοι, από πού είναι; Αθηναίος, πάντως, δεν είναι. Τον βλέπετε στην Αγορά κάθε μέρα; Τον έχετε ακούσει ν’ αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου; Τον εκλέξατε αυτόν ή τον πατέρα του για κάποιο δημόσιο αξίωμα; Απ’ ό, τι μαθαίνω, απ’ απέναντι μας έχει έρθει, από εκείνη τη δωρική σφηκοφωλιά απέναντι από τον Πειραιά, την Αίγινα. Δεν ξέρω μην η σκούφια του κρατάει απ’ ακόμα παραπέρα!» Το ενθουσιώδες κοινό άρχιζε να φωνάζει. Κάποιος βεβαίωνε ότι ο πατέρας του Αριστοφάνη ήταν βέρος Αιγινήτης, κάποιος άλλος ισχυριζόταν ότι η μακαρίτισσα η μάνα του ήταν Ροδίτισσα, για να τσακωθεί με έναν τρίτο, που ορκιζόταν ότι ο Αριστοφάνης καταγόταν κατ’ ευθείαν από Αιγύπτιους δούλους! Δεν έλειπαν, βέβαια, κι αυτοί που τσίριζαν ότι όλα αυτά ήσαν ψέματα και ότι είχαν κάνει μαζί με τον ποιητή στρατιώτες. «Ως τώρα, άνδρες Αθηναίοι, κάποιοι που παραπέμφθηκαν σε δίκη φαίνονταν να έχουν διαπράξει αδικίες, αλλά κάνοντας λόγο για τις αρετές των προγόνων τους και τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι ίδιοι, έτυχαν της συγγνώμης σας. Αυτός εδώ ούτε ξακουστούς προγόνους έχει, ούτε σημαντικά πράγματα έχει προσφέρει στην πόλη. Ο,τιδήποτε σας αναφέρει, να ξέρετε καλά ότι είναι εφεύρημα δικό του, επινόησή του, ασύστολο ψεύδος! »Θα μου πείτε, κωμωδία παρουσίαζε, οπότε είχε δικαίωμα να διακωμωδήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Ε, λοιπόν, όχι! Πρέπει κάπου να μπουν κάποια όρια!» Ήταν η ώρα που θα επιστράτευε τη σοφία των προγόνων. Φαινόταν στα μάτια του και στον τρόπο που πήρε την ανάσα πριν συνεχίσει να μιλάει:
156
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σία από το Λαό των Αθηναίων και να τη δώσουν στους Εφόρους και να κάνουν όλους εμάς τους υπερήφανους πολίτες είλωτες των Σπαρτιατών. »Δεν είναι ανάγκη να επεκταθώ πολύ στο τι συνέβη εκείνη τη μέρα στο θέατρο του Διονύσου. Όλοι μας ήμασταν εκεί και είμαι σίγουρος ότι φρίξατε κι εσείς όπως κι εγώ απ’ αυτά που είδατε να διαδραματίζονται στη σκηνή. Θυμώσατε όταν είδατε τις σύμμαχες πόλεις να παρομοιάζονται με δούλους. Αγαναχτήσατε όταν είδατε τις αρχές της πόλης μας, αυτές τις αρχές που εσείς κι εγώ, όλοι μας, έχουμε εκλέξει, να προσβάλλονται με τόσο αισχρό τρόπο! Και στο τέλος, όταν ο ίδιος ο Αριστοφάνης (όλοι ξεχωρίζαμε τη φιγούρα του πίσω από τη μάσκα του Διονύσου) δήθεν απελευθέρωνε από τον δήθεν ζυγό μας τους Βαβυλώνιους δούλους, τότε είμαι σίγουρος ότι τόσο εσείς όσο κι εγώ εκλάβατε αυτήν την κίνηση σαν παρακίνηση σε στάση. »Δε φτάνει, όμως, που ο αναίσχυντος έκανε ό, τι έκανε. Τα έκανε και ενώπιον των πρέσβεων όλων των συμμαχικών μας πόλεων! Που εμείς τους καλέσαμε να παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες και να θαυμάσουν το μεγαλείο της πόλης και των κατοίκων της, το πνεύμα της, την καλλιέργειά της, τη δόξα της! Και αντί γι’ αυτό, στην ίδια σκηνή που ο Αισχύλος σάλπιζε τον παιάνα για την υπεράσπιση των βωμών και των εστιών μας, όλοι οι σύμμαχοι είδαν να ξεφτιλίζονται οι πόλεις τους από έναν αγύρτη! »Πώς έφτασε αυτός ο αλητήριος να διδάσκει στα Μεγάλα Διονύσια; Ούτε 25 χρονών δεν είναι. Θα μου πείτε, έχει την κάλυψη του Καλλίστρατου, ότι με το όνομα αυτού ζήτησε χορό για να συμμετέχει στους αγώνες. Ε και; Φτάνει αυτό; Δηλαδή όποιος έχει εραστή έναν στεφανωμένο στα Διονύσια ποιητή, μπορεί να παίρνει τη θέση του στη σκηνή;
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
157
»Για να μην πω και το άλλο: Ποιος είναι αυτός, ο ξενομερίτης, που θα τολμήσει να μας πει πώς πρέπει να διοικούμε την πόλη μας, Άνδρες Αθηναίοι, από πού είναι; Αθηναίος, πάντως, δεν είναι. Τον βλέπετε στην Αγορά κάθε μέρα; Τον έχετε ακούσει ν’ αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου; Τον εκλέξατε αυτόν ή τον πατέρα του για κάποιο δημόσιο αξίωμα; Απ’ ό, τι μαθαίνω, απ’ απέναντι μας έχει έρθει, από εκείνη τη δωρική σφηκοφωλιά απέναντι από τον Πειραιά, την Αίγινα. Δεν ξέρω μην η σκούφια του κρατάει απ’ ακόμα παραπέρα!» Το ενθουσιώδες κοινό άρχιζε να φωνάζει. Κάποιος βεβαίωνε ότι ο πατέρας του Αριστοφάνη ήταν βέρος Αιγινήτης, κάποιος άλλος ισχυριζόταν ότι η μακαρίτισσα η μάνα του ήταν Ροδίτισσα, για να τσακωθεί με έναν τρίτο, που ορκιζόταν ότι ο Αριστοφάνης καταγόταν κατ’ ευθείαν από Αιγύπτιους δούλους! Δεν έλειπαν, βέβαια, κι αυτοί που τσίριζαν ότι όλα αυτά ήσαν ψέματα και ότι είχαν κάνει μαζί με τον ποιητή στρατιώτες. «Ως τώρα, άνδρες Αθηναίοι, κάποιοι που παραπέμφθηκαν σε δίκη φαίνονταν να έχουν διαπράξει αδικίες, αλλά κάνοντας λόγο για τις αρετές των προγόνων τους και τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι ίδιοι, έτυχαν της συγγνώμης σας. Αυτός εδώ ούτε ξακουστούς προγόνους έχει, ούτε σημαντικά πράγματα έχει προσφέρει στην πόλη. Ο,τιδήποτε σας αναφέρει, να ξέρετε καλά ότι είναι εφεύρημα δικό του, επινόησή του, ασύστολο ψεύδος! »Θα μου πείτε, κωμωδία παρουσίαζε, οπότε είχε δικαίωμα να διακωμωδήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Ε, λοιπόν, όχι! Πρέπει κάπου να μπουν κάποια όρια!» Ήταν η ώρα που θα επιστράτευε τη σοφία των προγόνων. Φαινόταν στα μάτια του και στον τρόπο που πήρε την ανάσα πριν συνεχίσει να μιλάει:
158
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Όλοι ξέρουμε ότι όταν ο Σόλων πρωτοείδε το Θέσπι, με το πρόσωπο βαμμένο κόκκινο από την τρυγία να διδάσκει μια από τις πρώτες του τραγωδίες, τον ρώτησε πώς μπορούσε να λέει τόσα ψέματα ενώπιον τόσων ανθρώπων. Ο Θέσπις του απάντησε ότι αυτά που παρακολούθησε ο Σόλων δεν ήταν ψέματα, αλλά ανώδυνη υπόκριση. Θυμάστε όμως, Άνδρες Δικαστές, τι του είπε τότε ο Σόλων: Αν συνεχίσουμε να τιμάμε αυτό το παιγνίδι, σύντομα θα το βρούμε και στις μεταξύ μας σχέσεις.» Όλοι έκαναν τις αναλογίες στο μυαλό τους αυτόματα, σχεδόν πριν προλάβει να συνεχίσει το γκάρισμα ο Κλέων. «Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να ξεφτιλίζει έτσι την πόλη μας ένας ξένος, ούτε να λέει τέτοια ασύστολα ψεύδη ενώπιον των εκπροσώπων των συμμάχων μας. Είναι ή δεν είναι προδοσία η άποψη ότι έχουμε σκλαβώσει τις σύμμαχες πόλεις; Μα, γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, έχουμε μπει στους κινδύνους του πολέμου με όλη μας τη δύναμη: Για να μην υποδουλωθούν αυτές και εμείς οι ίδιοι στους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους! Όπως παλιότερα οι παππούδες μας συνασπίστηκαν και πολέμησαν για να πετάξουν στη θάλασσα τους Πέρσες και τον Μεγάλο τους Βασιλιά! Μήπως και οι παππούδες μας στον Μαραθώνα είχαν στείλει δούλους να πολεμήσουν; Όχι, άνδρες Αθηναίοι! »Είμαστε σκληροί απέναντι στους συμμάχους μας; Ναι, είμαστε. Αλλά είμαστε αναγκασμένοι! Γιατί δεν είναι λίγοι αυτοί που επιβουλεύονται την κυριαρχία μας, τόσο σε εκείνες τις πόλεις, όσο και εδώ ακόμα, όπως αυτό φάνηκε ξεκάθαρα. Είμαστε αναγκασμένοι ν’ αποδεικνύουμε σε όλους, όχι μόνο στους εχθρούς, αλλά και στους φίλους, το πόσο ισχυροί κι αποφασισμένοι είμαστε για την επιτυχία των σκοπών μας. Είμαστε αναγκασμένοι, άνδρες Αθηναίοι,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
159
όταν αυτοί αποστατούν να τους τιμωρούμε αμείλικτα! Όχι μόνο γιατί εναντιώθηκαν σε εμάς, αλλά και γιατί εναντιώθηκαν στα δικά τους συμφέροντα! Το ίδιο, άλλωστε μας δίδαξε και ο Περικλής, στην πρώτη του ομιλία στην Εκκλησία του Δήμου μετά την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου». Με το άκουσμα του ονόματος του Περικλή από το στόμα του Κλέωνα, κάποιοι από τους παριστάμενους χαμογέλασαν. «Τον αχρείο... Τώρα επικαλείται τον Περικλή. Όταν, όμως, η δόξα του Περικλή είχε αρχίσει να φθίνει, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι του πολέμου, όταν κρατούσε το στρατό εντός των τειχών την ώρα που οι Πελοποννήσιοι αλώνιζαν στην Αττική γη, ο Κλέων ήταν ο πρώτος που έβγαινε και τον έβριζε, κατηγορώντας τον για δειλία και για το ότι απέφευγε να συγκαλέσει την Εκκλησία του Δήμου, για ν’ αποφασίσουν την έφοδο εναντίον των εχθρών που κατέστρεφαν το βιός των πολιτών.» Ο Έρμιππος βρήκε την ευκαιρία από το σούσουρο, σηκώθηκε κι απάγγειλε μερικούς στίχους του, που σατίριζαν το κυνήγι του Περικλή από τον Κλέωνα: «Βασιλιά των Σατύρων, για πες μας, γιατί / να βαστάξεις το δόρυ δεν θέλεις λοιπόν, / αλλά λόγους πολέμου κηρύττεις φοβερούς / ενώ έχεις την ψυχή του Τέλη του δειλού; / Και τα δόντια σου τρίζουν, όπως όταν λεπίδα / σε ακόνι ακούσεις να τρίζει σκληρά, / όταν σε δαγκάνει αστράφτοντας ο Κλέων;» Ο Αριστοφάνης δεν βρισκόταν όμως εκεί. Δεν άκουσε το αστείο του Έρμιππου, ούτε τα γέλια και τις επευφημίες που ξεσήκωσε. Ο χρόνος γι’ αυτόν είχε παγώσει. Η αναφορά του Κλέωνα στην «αναγκαιότητα» τού να τσακίζουν οι Αθηναίοι πέρα από τους εχθρούς ακόμα και τους ίδιους τους τούς συμμάχους, τον μετέφερε στο προηγούμενο κα-
158
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
«Όλοι ξέρουμε ότι όταν ο Σόλων πρωτοείδε το Θέσπι, με το πρόσωπο βαμμένο κόκκινο από την τρυγία να διδάσκει μια από τις πρώτες του τραγωδίες, τον ρώτησε πώς μπορούσε να λέει τόσα ψέματα ενώπιον τόσων ανθρώπων. Ο Θέσπις του απάντησε ότι αυτά που παρακολούθησε ο Σόλων δεν ήταν ψέματα, αλλά ανώδυνη υπόκριση. Θυμάστε όμως, Άνδρες Δικαστές, τι του είπε τότε ο Σόλων: Αν συνεχίσουμε να τιμάμε αυτό το παιγνίδι, σύντομα θα το βρούμε και στις μεταξύ μας σχέσεις.» Όλοι έκαναν τις αναλογίες στο μυαλό τους αυτόματα, σχεδόν πριν προλάβει να συνεχίσει το γκάρισμα ο Κλέων. «Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να ξεφτιλίζει έτσι την πόλη μας ένας ξένος, ούτε να λέει τέτοια ασύστολα ψεύδη ενώπιον των εκπροσώπων των συμμάχων μας. Είναι ή δεν είναι προδοσία η άποψη ότι έχουμε σκλαβώσει τις σύμμαχες πόλεις; Μα, γι’ αυτό τον λόγο, άλλωστε, έχουμε μπει στους κινδύνους του πολέμου με όλη μας τη δύναμη: Για να μην υποδουλωθούν αυτές και εμείς οι ίδιοι στους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους! Όπως παλιότερα οι παππούδες μας συνασπίστηκαν και πολέμησαν για να πετάξουν στη θάλασσα τους Πέρσες και τον Μεγάλο τους Βασιλιά! Μήπως και οι παππούδες μας στον Μαραθώνα είχαν στείλει δούλους να πολεμήσουν; Όχι, άνδρες Αθηναίοι! »Είμαστε σκληροί απέναντι στους συμμάχους μας; Ναι, είμαστε. Αλλά είμαστε αναγκασμένοι! Γιατί δεν είναι λίγοι αυτοί που επιβουλεύονται την κυριαρχία μας, τόσο σε εκείνες τις πόλεις, όσο και εδώ ακόμα, όπως αυτό φάνηκε ξεκάθαρα. Είμαστε αναγκασμένοι ν’ αποδεικνύουμε σε όλους, όχι μόνο στους εχθρούς, αλλά και στους φίλους, το πόσο ισχυροί κι αποφασισμένοι είμαστε για την επιτυχία των σκοπών μας. Είμαστε αναγκασμένοι, άνδρες Αθηναίοι,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
159
όταν αυτοί αποστατούν να τους τιμωρούμε αμείλικτα! Όχι μόνο γιατί εναντιώθηκαν σε εμάς, αλλά και γιατί εναντιώθηκαν στα δικά τους συμφέροντα! Το ίδιο, άλλωστε μας δίδαξε και ο Περικλής, στην πρώτη του ομιλία στην Εκκλησία του Δήμου μετά την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου». Με το άκουσμα του ονόματος του Περικλή από το στόμα του Κλέωνα, κάποιοι από τους παριστάμενους χαμογέλασαν. «Τον αχρείο... Τώρα επικαλείται τον Περικλή. Όταν, όμως, η δόξα του Περικλή είχε αρχίσει να φθίνει, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι του πολέμου, όταν κρατούσε το στρατό εντός των τειχών την ώρα που οι Πελοποννήσιοι αλώνιζαν στην Αττική γη, ο Κλέων ήταν ο πρώτος που έβγαινε και τον έβριζε, κατηγορώντας τον για δειλία και για το ότι απέφευγε να συγκαλέσει την Εκκλησία του Δήμου, για ν’ αποφασίσουν την έφοδο εναντίον των εχθρών που κατέστρεφαν το βιός των πολιτών.» Ο Έρμιππος βρήκε την ευκαιρία από το σούσουρο, σηκώθηκε κι απάγγειλε μερικούς στίχους του, που σατίριζαν το κυνήγι του Περικλή από τον Κλέωνα: «Βασιλιά των Σατύρων, για πες μας, γιατί / να βαστάξεις το δόρυ δεν θέλεις λοιπόν, / αλλά λόγους πολέμου κηρύττεις φοβερούς / ενώ έχεις την ψυχή του Τέλη του δειλού; / Και τα δόντια σου τρίζουν, όπως όταν λεπίδα / σε ακόνι ακούσεις να τρίζει σκληρά, / όταν σε δαγκάνει αστράφτοντας ο Κλέων;» Ο Αριστοφάνης δεν βρισκόταν όμως εκεί. Δεν άκουσε το αστείο του Έρμιππου, ούτε τα γέλια και τις επευφημίες που ξεσήκωσε. Ο χρόνος γι’ αυτόν είχε παγώσει. Η αναφορά του Κλέωνα στην «αναγκαιότητα» τού να τσακίζουν οι Αθηναίοι πέρα από τους εχθρούς ακόμα και τους ίδιους τους τούς συμμάχους, τον μετέφερε στο προηγούμενο κα-
160
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λοκαίρι. Εδώ και ένα χρόνο, δηλαδή δύο χρόνια πριν τη δίκη, οι Μυτιληνιοί είχαν αποστατήσει. Η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να καταπνίξουν το αποσχιστικό κίνημα απέτυχε. Είχαν στείλει μια αρκετά σεβαστή δύναμη να φτάσει ξαφνικά στην πόλη της Μυτιλήνης και να την καταλάβει, εκμεταλλευόμενη την απουσία των κατοίκων της, που θα βρίσκονταν όλοι στα πανηγύρια του Ποσειδώνα –στο ναό του έξω από την πόλη. Όμως... το σχέδιο διέρρευσε. Ένας δούλος –απεσταλμένος, λένε οι κακές γλώσσες, του Κριτία– κατάφερε και έφτασε στη Μυτιλήνη πριν τον Αθηναϊκό στόλο και ειδοποίησε τους κατοίκους. Οι Αθηναίοι όταν έφτασαν, βρήκαν τα τείχη καλά φυλαγμένα και την ίδια την πόλη έτοιμη για μακροχρόνια πολιορκία. Μην μπορώντας να προχωρήσουν σε έφοδο, έστησαν το στρατόπεδό τους και περίμεναν. Η πολιορκία κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Οι Μυτιληνιοί ολιγαρχικοί παραδόθηκαν και οι αρχηγοί τους, μαζί με το Σπαρτιάτη πρόξενο που τους συμβούλευε όλο αυτό τον καιρό μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και εκτελέστηκαν. Λογικό κι αναμενόμενο. Το ερώτημα, όμως, που τέθηκε στο Δήμο των Αθηναίων ήταν το τι θα γινόταν με τους υπόλοιπους Μυτιληνιούς. Την 4η Εκατομβαιώνος του τέταρτου χρόνου του Πολέμου οι Αθηναίοι μαζεύτηκαν στην Πνύκα. Το θέμα ήταν: η τύχη των Μυτιληνιών. Ο Κλέων κέντησε εκείνη τη μέρα. Τα φλογερά και γεμάτα οργή λόγια του ξεσήκωσαν τους Αθηναίους. Μια λέξη βρισκόταν στα στόματα όλων. Θάνατος. Σε όλους. Για το κακό που μας έκαναν. Για την αμφισβήτηση που μας έδειξαν. Για το ότι μας ανάγκασαν, ενώ πολεμάγαμε τους Πελοποννήσιους, να σπαταλήσουμε πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις πολιορκώντας την πόλη τους. Θάνατος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
161
Σε όλους, ολιγαρχικούς και δημοκρατικούς. Στους ολιγαρχικούς γιατί είναι ολιγαρχικοί. Στους δημοκρατικούς γιατί δεν τους αξίζει ν’ αυτοαποκαλούνται δημοκρατικοί, από τη στιγμή που επέτρεψαν αυτό το κακό. Θάνατος. Σε όλους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους να πουληθούν σκλάβοι. Κανείς πια δεν θα ξανάκουγε για τους Μυτιληνιούς. Θάνατος. Το επόμενο πρωί ο Αριστοφάνης έφτασε στον Πειραιά, για να πάρει προμήθειες από τις σιταποθήκες για το σπίτι του. Με το που πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα, είδε τον κόσμο μουδιασμένο. Τα χαράματα είχε φύγει για την Μυτιλήνη το πλοίο που θα μετέφερε στο στρατηγό Πάχη τη διαταγή να περάσει από λεπίδι όλους τους κατοίκους της Μυτιλήνης. Κάποιοι στεκόντουσαν στην άκρη του λιμανιού και κοιτούσαν το ανοιχτό πέλαγος, λες και παρακολουθούσαν την πορεία του πλοίου. Αμήχανοι. Παγωμένοι. Όταν έμαθε ο Αριστοφάνης τα νέα, τρελάθηκε. Δεν τη χωρούσε το μυαλό του τέτοια σκληρότητα. Δεν ήταν δυνατόν δημοκρατική πόλη, κοιτίδα επιστημών και τεχνών, να είχε πάρει τέτοια απόφαση. Τόσο ζώα τούς είχε κάνει ο πόλεμος; Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε ποιήματα, ούτε σιτάρια ούτε τίποτα. Πιέζοντας το άλογό του να τρέχει μέχρι να βγάλει αφρούς, διένυσε σε πολύ σύντομο χρόνο τα σαράντα στάδια που χώριζαν τον Πειραιά από την Αθήνα. Έπρεπε να βρει τους φίλους του, τον Μελάνιππο, τον Εύπολι, τον Καλλίστρατο, να του πουν τι ακριβώς συνέβη. Στην ανηφόρα μετά την Νότια Πύλη είδε πολλή κίνηση προς το μέρος της Πνύκας. Έστριψε τα γκέμια του αλόγου του για να πάει προς τα ’κει. Είχε συγκληθεί νέα Εκκλησία. Το θέμα, το ίδιο το χτεσινό.
160
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λοκαίρι. Εδώ και ένα χρόνο, δηλαδή δύο χρόνια πριν τη δίκη, οι Μυτιληνιοί είχαν αποστατήσει. Η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να καταπνίξουν το αποσχιστικό κίνημα απέτυχε. Είχαν στείλει μια αρκετά σεβαστή δύναμη να φτάσει ξαφνικά στην πόλη της Μυτιλήνης και να την καταλάβει, εκμεταλλευόμενη την απουσία των κατοίκων της, που θα βρίσκονταν όλοι στα πανηγύρια του Ποσειδώνα –στο ναό του έξω από την πόλη. Όμως... το σχέδιο διέρρευσε. Ένας δούλος –απεσταλμένος, λένε οι κακές γλώσσες, του Κριτία– κατάφερε και έφτασε στη Μυτιλήνη πριν τον Αθηναϊκό στόλο και ειδοποίησε τους κατοίκους. Οι Αθηναίοι όταν έφτασαν, βρήκαν τα τείχη καλά φυλαγμένα και την ίδια την πόλη έτοιμη για μακροχρόνια πολιορκία. Μην μπορώντας να προχωρήσουν σε έφοδο, έστησαν το στρατόπεδό τους και περίμεναν. Η πολιορκία κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Οι Μυτιληνιοί ολιγαρχικοί παραδόθηκαν και οι αρχηγοί τους, μαζί με το Σπαρτιάτη πρόξενο που τους συμβούλευε όλο αυτό τον καιρό μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και εκτελέστηκαν. Λογικό κι αναμενόμενο. Το ερώτημα, όμως, που τέθηκε στο Δήμο των Αθηναίων ήταν το τι θα γινόταν με τους υπόλοιπους Μυτιληνιούς. Την 4η Εκατομβαιώνος του τέταρτου χρόνου του Πολέμου οι Αθηναίοι μαζεύτηκαν στην Πνύκα. Το θέμα ήταν: η τύχη των Μυτιληνιών. Ο Κλέων κέντησε εκείνη τη μέρα. Τα φλογερά και γεμάτα οργή λόγια του ξεσήκωσαν τους Αθηναίους. Μια λέξη βρισκόταν στα στόματα όλων. Θάνατος. Σε όλους. Για το κακό που μας έκαναν. Για την αμφισβήτηση που μας έδειξαν. Για το ότι μας ανάγκασαν, ενώ πολεμάγαμε τους Πελοποννήσιους, να σπαταλήσουμε πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις πολιορκώντας την πόλη τους. Θάνατος.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
161
Σε όλους, ολιγαρχικούς και δημοκρατικούς. Στους ολιγαρχικούς γιατί είναι ολιγαρχικοί. Στους δημοκρατικούς γιατί δεν τους αξίζει ν’ αυτοαποκαλούνται δημοκρατικοί, από τη στιγμή που επέτρεψαν αυτό το κακό. Θάνατος. Σε όλους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους να πουληθούν σκλάβοι. Κανείς πια δεν θα ξανάκουγε για τους Μυτιληνιούς. Θάνατος. Το επόμενο πρωί ο Αριστοφάνης έφτασε στον Πειραιά, για να πάρει προμήθειες από τις σιταποθήκες για το σπίτι του. Με το που πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα, είδε τον κόσμο μουδιασμένο. Τα χαράματα είχε φύγει για την Μυτιλήνη το πλοίο που θα μετέφερε στο στρατηγό Πάχη τη διαταγή να περάσει από λεπίδι όλους τους κατοίκους της Μυτιλήνης. Κάποιοι στεκόντουσαν στην άκρη του λιμανιού και κοιτούσαν το ανοιχτό πέλαγος, λες και παρακολουθούσαν την πορεία του πλοίου. Αμήχανοι. Παγωμένοι. Όταν έμαθε ο Αριστοφάνης τα νέα, τρελάθηκε. Δεν τη χωρούσε το μυαλό του τέτοια σκληρότητα. Δεν ήταν δυνατόν δημοκρατική πόλη, κοιτίδα επιστημών και τεχνών, να είχε πάρει τέτοια απόφαση. Τόσο ζώα τούς είχε κάνει ο πόλεμος; Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε ποιήματα, ούτε σιτάρια ούτε τίποτα. Πιέζοντας το άλογό του να τρέχει μέχρι να βγάλει αφρούς, διένυσε σε πολύ σύντομο χρόνο τα σαράντα στάδια που χώριζαν τον Πειραιά από την Αθήνα. Έπρεπε να βρει τους φίλους του, τον Μελάνιππο, τον Εύπολι, τον Καλλίστρατο, να του πουν τι ακριβώς συνέβη. Στην ανηφόρα μετά την Νότια Πύλη είδε πολλή κίνηση προς το μέρος της Πνύκας. Έστριψε τα γκέμια του αλόγου του για να πάει προς τα ’κει. Είχε συγκληθεί νέα Εκκλησία. Το θέμα, το ίδιο το χτεσινό.
162
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο βήμα ήταν ο Κλέων, που χτυπιόταν –όπως και σήμερα: «Το είχα καταλάβει ότι οι δημοκρατίες δεν μπορούν να κυριαρχούν σε ξένους λαούς. Το βλέπω και σήμερα. Επειδή έχετε μάθει να εμπιστεύεστε και να συνεργάζεστε αρμονικά με τους συμπολίτες σας, νομίζετε ότι έτσι πρέπει να κάνετε και με τους συμμάχους σας, λες κι ακολουθείτε τις ίδιες αρχές. Αυτή όμως είναι μεγάλη αδυναμία, που θα σας κάνει μεγάλο κακό. Δεν καταλαβαίνετε ότι η εξουσία σας επί των άλλων λαών, που σας επιβουλεύονται, πρέπει να είναι δεσποτική. Αυτοί οι λαοί δεν σέβονται τις θυσίες που κάνετε για να τους προσφέρετε καλό. Πρέπει, όμως, να ξέρετε ότι η αμάθεια, σε συνδυασμό με νηφαλιότητα είναι πολύ πιο ωφέλιμη για την πόλη από την εξυπνάδα, που συνοδεύεται με την ακολασία. Ο κανόνας είναι αυτός, και είναι απαραβίαστος: Οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι είναι καλύτεροι πολίτες από τους περισσότερους έξυπνους. Οι έξυπνοι νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα, καλύτερα από τους νόμους και τελικά οδηγούν την πόλη στην καταστροφή. Οι άμαθοι, αντίθετα, δεν αμφισβητούν τους ρήτορες που μίλησαν σωστά στη Συνέλευση, τους υπακούν και έτσι καταχτούν την ευτυχία. Έτσι πρέπει να είσαστε και εσείς. Εγώ εξεπλάγην απ’ αυτήν την επανάληψη της συζήτησης και την καθυστέρηση της εκτέλεσης της πρώτης απόφασης, που μόνο σε όφελος των αδικησάντων μπορεί ν’ αποβεί, δηλαδή των Μυτιληνιών, και όχι των αδικηθέντων. Είμαι περίεργος να δω ποιος θ’ ανέβει στο βήμα εδώ, για να μας πείσει ότι το έγκλημα των Μυτιληνιών ήταν έστω και λίγο ωφέλιμο για την πόλη μας. Ή ηλίθιος θα είναι ή πληρωμένος από τους εχθρούς μας. Όμως, σας φοβάμαι, γιατί συνηθίζετε ν’ αγνοείτε τους ρήτορες που μιλάνε σωστά κι ακο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
163
λουθείτε αυτούς που σας λένε νεωτεριστικά πράγματα και παραδοξολογίες. Έρχεστε στη Συνέλευση σαν να παρακολουθείτε διδασκαλία σοφιστών και όχι σαν να πρόκειται ν’ αποφασίσετε για τα συμφέροντα της πόλης. Από όλα αυτά θέλω να σας προστατέψω και να σας αποδείξω ξανά ότι οι Μυτιληνιοί σας έβλαψαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Αυτοί, Άνδρες Αθηναίοι, μόνοι τους, χωρίς να τους παροτρύνουν οι εχθροί μας αποφάσισαν να επαναστατήσουν, εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη μας, την οχυρή τους θέση και την ενίσχυση των Σπαρτιατών. Είναι δυνατόν να τους τιμωρήσουμε όπως τιμωρήσαμε αυτούς που αναγκάστηκαν από τους αντιπάλους μας ν’ αποστατήσουν; Ας μην τους εμπνεύσουμε την ελπίδα ότι μπορούν χάρη στην αγαθότητά σας ή χάρη στα λεφτά τους να γλιτώσουν. Σας έβλαψαν ηθελημένα και όχι άθελά τους. Ας φυλάξετε την επιείκειά σας για εκείνους που θα την εκτιμήσουν και δεν θα τους φοβόμαστε. Και εσείς, ρήτορες που θα προσπαθήσετε να υπερασπιστείτε τους Μυτιληνιούς, φυλάχτε την ευγλωττία σας για κάποια άλλη περίπτωση, που δεν θα κινδυνεύει η πόλη. Γιατί αν αποφασίσετε τώρα να γλιτώσετε τους Μυτιληνιούς, θα σημαίνει ότι είχαν δίκιο που αποστάτησαν, και το παράδειγμά τους θ’ ακολουθήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι.» Η ησυχία στην Εκκλησία του Δήμου εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό ήταν πρωτοφανής. Δεν είχε ξανασυμβεί ρήτορας να μιλάει σε τόσο “παγωμένο” ακροατήριο. Αφού κατέβηκε ο Κλέωνας, τη θέση του στο βήμα πήρε ο Διόδοτος. «Δεν κακολογώ αυτούς που επέτρεψαν τη νέα συζήτηση για το θέμα της Μυτιλήνης, ενώ κατακρίνω αυτούς που δεν συμφωνούν με αυτήν. Δύο πράγματα θεωρώ ότι είναι επικίνδυνα για τη λήψη μιας ορθής απόφασης. Η υπερβο-
162
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο βήμα ήταν ο Κλέων, που χτυπιόταν –όπως και σήμερα: «Το είχα καταλάβει ότι οι δημοκρατίες δεν μπορούν να κυριαρχούν σε ξένους λαούς. Το βλέπω και σήμερα. Επειδή έχετε μάθει να εμπιστεύεστε και να συνεργάζεστε αρμονικά με τους συμπολίτες σας, νομίζετε ότι έτσι πρέπει να κάνετε και με τους συμμάχους σας, λες κι ακολουθείτε τις ίδιες αρχές. Αυτή όμως είναι μεγάλη αδυναμία, που θα σας κάνει μεγάλο κακό. Δεν καταλαβαίνετε ότι η εξουσία σας επί των άλλων λαών, που σας επιβουλεύονται, πρέπει να είναι δεσποτική. Αυτοί οι λαοί δεν σέβονται τις θυσίες που κάνετε για να τους προσφέρετε καλό. Πρέπει, όμως, να ξέρετε ότι η αμάθεια, σε συνδυασμό με νηφαλιότητα είναι πολύ πιο ωφέλιμη για την πόλη από την εξυπνάδα, που συνοδεύεται με την ακολασία. Ο κανόνας είναι αυτός, και είναι απαραβίαστος: Οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι είναι καλύτεροι πολίτες από τους περισσότερους έξυπνους. Οι έξυπνοι νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα, καλύτερα από τους νόμους και τελικά οδηγούν την πόλη στην καταστροφή. Οι άμαθοι, αντίθετα, δεν αμφισβητούν τους ρήτορες που μίλησαν σωστά στη Συνέλευση, τους υπακούν και έτσι καταχτούν την ευτυχία. Έτσι πρέπει να είσαστε και εσείς. Εγώ εξεπλάγην απ’ αυτήν την επανάληψη της συζήτησης και την καθυστέρηση της εκτέλεσης της πρώτης απόφασης, που μόνο σε όφελος των αδικησάντων μπορεί ν’ αποβεί, δηλαδή των Μυτιληνιών, και όχι των αδικηθέντων. Είμαι περίεργος να δω ποιος θ’ ανέβει στο βήμα εδώ, για να μας πείσει ότι το έγκλημα των Μυτιληνιών ήταν έστω και λίγο ωφέλιμο για την πόλη μας. Ή ηλίθιος θα είναι ή πληρωμένος από τους εχθρούς μας. Όμως, σας φοβάμαι, γιατί συνηθίζετε ν’ αγνοείτε τους ρήτορες που μιλάνε σωστά κι ακο-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
163
λουθείτε αυτούς που σας λένε νεωτεριστικά πράγματα και παραδοξολογίες. Έρχεστε στη Συνέλευση σαν να παρακολουθείτε διδασκαλία σοφιστών και όχι σαν να πρόκειται ν’ αποφασίσετε για τα συμφέροντα της πόλης. Από όλα αυτά θέλω να σας προστατέψω και να σας αποδείξω ξανά ότι οι Μυτιληνιοί σας έβλαψαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Αυτοί, Άνδρες Αθηναίοι, μόνοι τους, χωρίς να τους παροτρύνουν οι εχθροί μας αποφάσισαν να επαναστατήσουν, εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη μας, την οχυρή τους θέση και την ενίσχυση των Σπαρτιατών. Είναι δυνατόν να τους τιμωρήσουμε όπως τιμωρήσαμε αυτούς που αναγκάστηκαν από τους αντιπάλους μας ν’ αποστατήσουν; Ας μην τους εμπνεύσουμε την ελπίδα ότι μπορούν χάρη στην αγαθότητά σας ή χάρη στα λεφτά τους να γλιτώσουν. Σας έβλαψαν ηθελημένα και όχι άθελά τους. Ας φυλάξετε την επιείκειά σας για εκείνους που θα την εκτιμήσουν και δεν θα τους φοβόμαστε. Και εσείς, ρήτορες που θα προσπαθήσετε να υπερασπιστείτε τους Μυτιληνιούς, φυλάχτε την ευγλωττία σας για κάποια άλλη περίπτωση, που δεν θα κινδυνεύει η πόλη. Γιατί αν αποφασίσετε τώρα να γλιτώσετε τους Μυτιληνιούς, θα σημαίνει ότι είχαν δίκιο που αποστάτησαν, και το παράδειγμά τους θ’ ακολουθήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι.» Η ησυχία στην Εκκλησία του Δήμου εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό ήταν πρωτοφανής. Δεν είχε ξανασυμβεί ρήτορας να μιλάει σε τόσο “παγωμένο” ακροατήριο. Αφού κατέβηκε ο Κλέωνας, τη θέση του στο βήμα πήρε ο Διόδοτος. «Δεν κακολογώ αυτούς που επέτρεψαν τη νέα συζήτηση για το θέμα της Μυτιλήνης, ενώ κατακρίνω αυτούς που δεν συμφωνούν με αυτήν. Δύο πράγματα θεωρώ ότι είναι επικίνδυνα για τη λήψη μιας ορθής απόφασης. Η υπερβο-
164
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λική σπουδή και η οργή. Η πρώτη συνοδεύεται συνήθως απ’ ανοησία, ενώ η δεύτερη απ’ αγριάδα και στενότητα αντίληψης. Όποιος αμφισβητεί τη χρησιμότητα τού ν’ ακούγονται πολλές γνώμες πριν λάβουμε αποφάσεις είναι ηλίθιος ή ιδιοτελής. Και σίγουρα επικίνδυνος. Έτσι είναι όλοι αυτοί, που όταν δεν έχουν να πουν κάτι σωστό για να στηρίξουν μια επιλογή τους, καταφεύγουν στο βρίσιμο και τη συκοφαντία. Προσπαθούν να τους τρομάξουν, ότι δήθεν θα τους κακολογήσετε σαν πληρωμένους, αν υποστηρίξουν κάποια αντίθετη θέση και να τους αναγκάσουν να καταφεύγουν στις κολακείες. Κανενός η γνώμη δεν περισσεύει. Ούτε εκείνων που αποδείχθηκαν τις περισσότερες φορές σωστοί, ούτε εκείνων που η γνώμη τους δεν ήταν ορθή. Δεν ανέβηκα στο βήμα σαν υπερασπιστής, ούτε σαν κατήγορος των Μυτιληναίων. Δε συζητάμε το αν έκαναν έγκλημα ή όχι, αλλά το ποια είναι η πιο συμφέρουσα για εμάς τιμωρία τους. »Θα σας παρακαλούσα να μην παρασυρθείτε από την επιφανειακή ορθότητα των επιχειρημάτων του Κλέωνα, ούτε από την οργή σας. Ο Κλέων λέει ότι μας συμφέρει να τους θανατώσουμε όλους, για ν’ αποδυναμώσουμε όλους μας τους εχθρούς. Εγώ έχω την αντίθετη άποψη. Πολλά είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με θάνατο, ακόμα και ελαφριά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος από τη φύση του ρέπει προς το έγκλημα, με την ελπίδα ότι θα το πετύχει. Έτσι, λοιπόν, εγκλήματα που παλιά τιμωρούνταν με ελαφριές ποινές, συνέχιζαν να διαπράττονται, οπότε οι άνθρωποι αναγκάστηκαν ν’ αυξήσουν τις ποινές, μήπως και τα μειώσουν. Όμως, ακόμα και με βαρύτερες ποινές, τα εγκλήματα συνεχίζουν να διαπράττονται. Και αυτό, διότι αν ο άνθρωπος επιθυμεί πάρα πολύ να κάνει κάτι κακό,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
165
τότε ούτε η απειλή της πιο βαριάς ποινής τον αποτρέπει. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε άλλο φόβητρο, ισχυρότερο από τη θανατική ποινή, ή τουλάχιστον, ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτή δεν επαρκεί. Αν επιμείνετε στην απόφασή σας περί θανάτου όλων των Μυτιληναίων, ακόμα κι αυτών που δεν συμμετείχαν στην αποστασία, τότε στερείτε απ’ αυτούς μεν τη δυνατότητα να μετανοήσουν, αλλά κι από τους άλλους συμμάχους την ελπίδα. Γιατί αν τυχόν θελήσουν και άλλες πόλεις ν’ αποστατήσουν από τη συμμαχία, ξέροντας το μέλλον που τους περιμένει, αν τους νικήσουμε –που θα τους νικήσουμε– θα προετοιμαστούν ακόμα καλύτερα, αναγκάζοντάς μας να δαπανήσουμε περισσότερες δυνάμεις χρήμα και χρόνο, ενώ ταυτόχρονα θα στερηθούμε για πάντα από σημαντικές πηγές εσόδων. Εσόδων που αν ήμασταν πιο ανεκτικοί απέναντί τους θα συνεχίζαμε να τα παίρνουμε. »Σκεφθείτε, όμως και το άλλο. Σήμερα, οι δημοκρατικές παρατάξεις όλων των ελληνικών πόλεων είναι ευνοϊκές απέναντι μας και προσπαθούν όσο μπορούν να κρατούν τη συμμαχία. Αν όμως επιμείνετε στην απόφαση να εξολοθρεύσετε και τους δημοκρατικούς, διαπράττοντας το έγκλημα του φόνου εκείνων που δεν σας έκαναν κανένα κακό, τότε θα κάνετε το καλύτερο δώρο στους ολιγαρχικούς. Γιατί αυτοί, αποστατώντας, θα έχουν συμμάχους και τους δημοκρατικούς κάθε πόλης, μιας και εσείς με την πράξη σας θα έχετε δείξει ότι η ίδια τιμωρία τους περιμένει όλους, αθώους και ένοχους.» Μετά τους δύο ομιλητές, η ησυχία που επικρατούσε τόση ώρα εξαφανίστηκε, και η Εκκλησία είχε πάρει πάλι τη συνηθισμένη της όψη. Ομιλητές που ίσα που ακούγονταν και κόσμος από κάτω ν’ αλαλάζει, φωνάζοντας άλλοι υπέρ της
164
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
λική σπουδή και η οργή. Η πρώτη συνοδεύεται συνήθως απ’ ανοησία, ενώ η δεύτερη απ’ αγριάδα και στενότητα αντίληψης. Όποιος αμφισβητεί τη χρησιμότητα τού ν’ ακούγονται πολλές γνώμες πριν λάβουμε αποφάσεις είναι ηλίθιος ή ιδιοτελής. Και σίγουρα επικίνδυνος. Έτσι είναι όλοι αυτοί, που όταν δεν έχουν να πουν κάτι σωστό για να στηρίξουν μια επιλογή τους, καταφεύγουν στο βρίσιμο και τη συκοφαντία. Προσπαθούν να τους τρομάξουν, ότι δήθεν θα τους κακολογήσετε σαν πληρωμένους, αν υποστηρίξουν κάποια αντίθετη θέση και να τους αναγκάσουν να καταφεύγουν στις κολακείες. Κανενός η γνώμη δεν περισσεύει. Ούτε εκείνων που αποδείχθηκαν τις περισσότερες φορές σωστοί, ούτε εκείνων που η γνώμη τους δεν ήταν ορθή. Δεν ανέβηκα στο βήμα σαν υπερασπιστής, ούτε σαν κατήγορος των Μυτιληναίων. Δε συζητάμε το αν έκαναν έγκλημα ή όχι, αλλά το ποια είναι η πιο συμφέρουσα για εμάς τιμωρία τους. »Θα σας παρακαλούσα να μην παρασυρθείτε από την επιφανειακή ορθότητα των επιχειρημάτων του Κλέωνα, ούτε από την οργή σας. Ο Κλέων λέει ότι μας συμφέρει να τους θανατώσουμε όλους, για ν’ αποδυναμώσουμε όλους μας τους εχθρούς. Εγώ έχω την αντίθετη άποψη. Πολλά είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με θάνατο, ακόμα και ελαφριά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος από τη φύση του ρέπει προς το έγκλημα, με την ελπίδα ότι θα το πετύχει. Έτσι, λοιπόν, εγκλήματα που παλιά τιμωρούνταν με ελαφριές ποινές, συνέχιζαν να διαπράττονται, οπότε οι άνθρωποι αναγκάστηκαν ν’ αυξήσουν τις ποινές, μήπως και τα μειώσουν. Όμως, ακόμα και με βαρύτερες ποινές, τα εγκλήματα συνεχίζουν να διαπράττονται. Και αυτό, διότι αν ο άνθρωπος επιθυμεί πάρα πολύ να κάνει κάτι κακό,
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
165
τότε ούτε η απειλή της πιο βαριάς ποινής τον αποτρέπει. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε άλλο φόβητρο, ισχυρότερο από τη θανατική ποινή, ή τουλάχιστον, ν’ αναγνωρίσουμε ότι αυτή δεν επαρκεί. Αν επιμείνετε στην απόφασή σας περί θανάτου όλων των Μυτιληναίων, ακόμα κι αυτών που δεν συμμετείχαν στην αποστασία, τότε στερείτε απ’ αυτούς μεν τη δυνατότητα να μετανοήσουν, αλλά κι από τους άλλους συμμάχους την ελπίδα. Γιατί αν τυχόν θελήσουν και άλλες πόλεις ν’ αποστατήσουν από τη συμμαχία, ξέροντας το μέλλον που τους περιμένει, αν τους νικήσουμε –που θα τους νικήσουμε– θα προετοιμαστούν ακόμα καλύτερα, αναγκάζοντάς μας να δαπανήσουμε περισσότερες δυνάμεις χρήμα και χρόνο, ενώ ταυτόχρονα θα στερηθούμε για πάντα από σημαντικές πηγές εσόδων. Εσόδων που αν ήμασταν πιο ανεκτικοί απέναντί τους θα συνεχίζαμε να τα παίρνουμε. »Σκεφθείτε, όμως και το άλλο. Σήμερα, οι δημοκρατικές παρατάξεις όλων των ελληνικών πόλεων είναι ευνοϊκές απέναντι μας και προσπαθούν όσο μπορούν να κρατούν τη συμμαχία. Αν όμως επιμείνετε στην απόφαση να εξολοθρεύσετε και τους δημοκρατικούς, διαπράττοντας το έγκλημα του φόνου εκείνων που δεν σας έκαναν κανένα κακό, τότε θα κάνετε το καλύτερο δώρο στους ολιγαρχικούς. Γιατί αυτοί, αποστατώντας, θα έχουν συμμάχους και τους δημοκρατικούς κάθε πόλης, μιας και εσείς με την πράξη σας θα έχετε δείξει ότι η ίδια τιμωρία τους περιμένει όλους, αθώους και ένοχους.» Μετά τους δύο ομιλητές, η ησυχία που επικρατούσε τόση ώρα εξαφανίστηκε, και η Εκκλησία είχε πάρει πάλι τη συνηθισμένη της όψη. Ομιλητές που ίσα που ακούγονταν και κόσμος από κάτω ν’ αλαλάζει, φωνάζοντας άλλοι υπέρ της
166
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πρότασης του Κλέωνα και άλλοι υπέρ του Διόδοτου. Σιγά σιγά ο σαματάς μεγάλωνε, γιατί αποδέκτες των φωνών δεν ήσαν μόνο όσοι ανέβαιναν στο βήμα για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, αλλά όλοι όσοι συμμετείχαν στη Συνέλευση. Φώναζαν ο ένας στον άλλον, είτε σε αντιπάλους, οπότε τους έβριζαν για την άποψή τους, είτε σε ομοϊδεάτες τους, παροτρύνοντάς τους να πάρουν το λόγο και να ενισχύσουν τη θέση τους. Η πρώτη ψηφοφορία έληξε σχεδόν ισόπαλη. Οι δυο προτάσεις έλαβαν σχεδόν ίσο αριθμό ψήφων, κάτι που έκανε τους οπαδούς της πρότασης του Διόδοτου, δηλαδή οι συντηρητικοί, οι μετριοπαθείς και οι άνθρωποι σαν τον Αριστοφάνη, να φουντώσουν ακόμα περισσότερο και με περισσότερο πάθος να διεκδικήσουν την ανατροπή της χτεσινής απόφασης. Αυτοί που ανέβαιναν στο βήμα με τα επιχειρήματά τους δεν βοηθούσαν την κατάσταση, ίσα ίσα, έπειθαν τους λιγοστούς που τους άκουγαν για την αντίθετη άποψη απ’ αυτήν που ανέβηκαν να υπερασπίσουν. «Πρέπει να εκτελεστούν ένας προς έναν, και μάλιστα από τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες μας, για να γίνουν σκληροτράχηλοι», έλεγε ο ένας, προκαλώντας αποτροπιασμό, γιατί θύμιζε τη Σπαρτιάτικη αγωγή. «Να σκεφτούμε καλά τι θα κάνουν σε μας, αν τυχόν χάσουμε τον πόλεμο», έλεγε ο άλλος, ξεσηκώνοντας με την ηττοπάθειά του τους φλογισμένους Αθηναίους. Σε μια επίδειξη consensus, η τελική πρόταση που επικράτησε θα έλεγες ότι είχε μέσα της σπέρματα κι από τις δύο φιλοσοφίες. «Έτσι που το πάμε, θα έχουμε μπόλικες ευκαιρίες να σφάξουμε λαούς και να ξεκληρίσουμε οικογένειες πρώην συμμάχων μας – νυν αποστατών. Ας το πάμε κλιμακωτά. Σήμερα περνάμε από λεπίδι μόνο τους ολιγαρχικούς. Αύριο περιλαβαίνουμε και τους αρχηγούς
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
167
των δημοκρατικών. Οι τρίτοι και άτυχοι, θα εξαφανιστούν τελείως από προσώπου γης.» Αυτή ήταν η τελική απόφαση. Η σχετική διαταγή γράφτηκε γρήγορα και στάλθηκε με μια δεύτερη τριήρη, για να προλάβει την πρώτη, πριν να είναι πολύ αργά. Στη βιασύνη και τη βαβούρα να προφτάσουν, οι ναύτες της δεύτερης τριήρους φιλοδωρήθηκαν ακόμα κι από τους Μυτιληνιούς πρέσβεις, που μέσα σε λίγες ώρες πήγαν από την κόλαση στον παράδεισο και εκτίμησαν πάρα μα πάρα πολύ το δώρο της ζωής. Πες τα τάματα των Μυτιληνιών, πες το αίσθημα ευθύνης, οι ναύτες τα έδωσαν όλα: Κωπηλατούσαν όλη τη μέρα, χωρίς διάλειμμα, με βάρδιες, ενώ το κολατσιό τους –ψωμί από κριθάλευρο, ζυμωμένο με κρασί και λάδι– το έτρωγαν την ώρα που έκαναν κουπί! Οι Αθηναίοι πέρασαν μια βδομάδα αγωνίας, μέχρι να μάθουν το αποτέλεσμα. Η πρώτη τριήρης, λες και την τραβούσε πίσω το βάρος της φονικής απόφασης, έπλεε αργά με αποτέλεσμα να καθυστερήσει να φτάσει στον προορισμό της. Όταν ο στρατηγός Πάχης, ο επικεφαλής των Αθηναϊκών δυνάμεων στο νησί, πήρε στα χέρια του τη διαταγή θανάτωσης όλων των Μυτιληνιών και άρχισε να διαβάζει τις πρώτες της αράδες, τον ειδοποίησαν ότι στον ορίζοντα εμφανίστηκε ένα δεύτερο Αθηναϊκό πλοίο... Ο Αριστοφάνης επέστρεψε κουνώντας το κεφάλι του στον Περίβολο και στη δίκη του, τρέμοντας ακόμη από την ανάμνηση του γεγονότος εκείνου, που γέννημά του ήσαν οι «Βαβυλώνιοι». Ο Κλέων συνέχιζε τον καταγγελτικό του λόγο με το ίδιο πάθος: «Δηλαδή, Άνδρες Αθηναίοι, πόσο διαφορετικό είναι αυτό που έκανε ο Αριστοφάνης από το να στέλναμε
166
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
πρότασης του Κλέωνα και άλλοι υπέρ του Διόδοτου. Σιγά σιγά ο σαματάς μεγάλωνε, γιατί αποδέκτες των φωνών δεν ήσαν μόνο όσοι ανέβαιναν στο βήμα για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, αλλά όλοι όσοι συμμετείχαν στη Συνέλευση. Φώναζαν ο ένας στον άλλον, είτε σε αντιπάλους, οπότε τους έβριζαν για την άποψή τους, είτε σε ομοϊδεάτες τους, παροτρύνοντάς τους να πάρουν το λόγο και να ενισχύσουν τη θέση τους. Η πρώτη ψηφοφορία έληξε σχεδόν ισόπαλη. Οι δυο προτάσεις έλαβαν σχεδόν ίσο αριθμό ψήφων, κάτι που έκανε τους οπαδούς της πρότασης του Διόδοτου, δηλαδή οι συντηρητικοί, οι μετριοπαθείς και οι άνθρωποι σαν τον Αριστοφάνη, να φουντώσουν ακόμα περισσότερο και με περισσότερο πάθος να διεκδικήσουν την ανατροπή της χτεσινής απόφασης. Αυτοί που ανέβαιναν στο βήμα με τα επιχειρήματά τους δεν βοηθούσαν την κατάσταση, ίσα ίσα, έπειθαν τους λιγοστούς που τους άκουγαν για την αντίθετη άποψη απ’ αυτήν που ανέβηκαν να υπερασπίσουν. «Πρέπει να εκτελεστούν ένας προς έναν, και μάλιστα από τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες μας, για να γίνουν σκληροτράχηλοι», έλεγε ο ένας, προκαλώντας αποτροπιασμό, γιατί θύμιζε τη Σπαρτιάτικη αγωγή. «Να σκεφτούμε καλά τι θα κάνουν σε μας, αν τυχόν χάσουμε τον πόλεμο», έλεγε ο άλλος, ξεσηκώνοντας με την ηττοπάθειά του τους φλογισμένους Αθηναίους. Σε μια επίδειξη consensus, η τελική πρόταση που επικράτησε θα έλεγες ότι είχε μέσα της σπέρματα κι από τις δύο φιλοσοφίες. «Έτσι που το πάμε, θα έχουμε μπόλικες ευκαιρίες να σφάξουμε λαούς και να ξεκληρίσουμε οικογένειες πρώην συμμάχων μας – νυν αποστατών. Ας το πάμε κλιμακωτά. Σήμερα περνάμε από λεπίδι μόνο τους ολιγαρχικούς. Αύριο περιλαβαίνουμε και τους αρχηγούς
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
167
των δημοκρατικών. Οι τρίτοι και άτυχοι, θα εξαφανιστούν τελείως από προσώπου γης.» Αυτή ήταν η τελική απόφαση. Η σχετική διαταγή γράφτηκε γρήγορα και στάλθηκε με μια δεύτερη τριήρη, για να προλάβει την πρώτη, πριν να είναι πολύ αργά. Στη βιασύνη και τη βαβούρα να προφτάσουν, οι ναύτες της δεύτερης τριήρους φιλοδωρήθηκαν ακόμα κι από τους Μυτιληνιούς πρέσβεις, που μέσα σε λίγες ώρες πήγαν από την κόλαση στον παράδεισο και εκτίμησαν πάρα μα πάρα πολύ το δώρο της ζωής. Πες τα τάματα των Μυτιληνιών, πες το αίσθημα ευθύνης, οι ναύτες τα έδωσαν όλα: Κωπηλατούσαν όλη τη μέρα, χωρίς διάλειμμα, με βάρδιες, ενώ το κολατσιό τους –ψωμί από κριθάλευρο, ζυμωμένο με κρασί και λάδι– το έτρωγαν την ώρα που έκαναν κουπί! Οι Αθηναίοι πέρασαν μια βδομάδα αγωνίας, μέχρι να μάθουν το αποτέλεσμα. Η πρώτη τριήρης, λες και την τραβούσε πίσω το βάρος της φονικής απόφασης, έπλεε αργά με αποτέλεσμα να καθυστερήσει να φτάσει στον προορισμό της. Όταν ο στρατηγός Πάχης, ο επικεφαλής των Αθηναϊκών δυνάμεων στο νησί, πήρε στα χέρια του τη διαταγή θανάτωσης όλων των Μυτιληνιών και άρχισε να διαβάζει τις πρώτες της αράδες, τον ειδοποίησαν ότι στον ορίζοντα εμφανίστηκε ένα δεύτερο Αθηναϊκό πλοίο... Ο Αριστοφάνης επέστρεψε κουνώντας το κεφάλι του στον Περίβολο και στη δίκη του, τρέμοντας ακόμη από την ανάμνηση του γεγονότος εκείνου, που γέννημά του ήσαν οι «Βαβυλώνιοι». Ο Κλέων συνέχιζε τον καταγγελτικό του λόγο με το ίδιο πάθος: «Δηλαδή, Άνδρες Αθηναίοι, πόσο διαφορετικό είναι αυτό που έκανε ο Αριστοφάνης από το να στέλναμε
168
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τότε πρέσβεις στη Μυτιλήνη και να τους λέγαμε “μπράβο που αποστατήσατε”; Ή, στις άλλες συμμαχικές πόλεις και να τους λέγαμε: “Τι κάνετε ακόμα εδώ; Σηκωθείτε να φύγετε! Η φιλόξενη αγκαλιά των Λακεδαιμονίων σας περιμένει ανοιχτή!” Ή, για να το πω αλλιώς, τί διαφορετικά πράγματα λένε οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων στις αγορές των συμμαχικών μας πόλεων, όταν προσπαθούν να τους πείσουν ν’ αποστατήσουν; Ε, λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, εμείς δώσαμε βήμα σε έναν τέτοιο πράκτορα των Λακεδαιμονίων μέσα στην ίδια μας την πόλη! »Με το έργο του αυτό ο Αριστοφάνης απέδειξε ότι παραμένει ξένος σε μια ξένη πόλη. Δε σέβεται τις αρχές της, δε σέβεται τους αγώνες της, που είναι αγώνες όλων μας, δε σέβεται τίποτα. Και σ’ αυτήν του την ασέβεια δεν θέλει να μείνει μόνος. Αν ήταν έτσι, τότε θα ήταν εύκολο να τον αντιμετωπίζαμε με πολύ διαφορετικό τρόπο. Όχι. Αυτό που θέλει είναι να ξεσηκώσει όσο το δυνατόν περισσότερους, και να χλευάσουν όλοι μαζί τους πατρώους νόμους, τις αρχές μας, όλα αυτά που έκαναν τρανή την πόλη μας και να μας οδηγήσουν στον όλεθρο και την καταστροφή. »Θα προσπαθήσει να σας παραπλανήσει με ωραία ποιητικά λόγια. Μην ξεγελαστείτε. Άλλωστε, όλοι σας γνωρίζετε ότι οι εχθροί του λαού δεν φοβούνται από όταν καταδικάζετε ανθρώπους που δεν μπορούν να μιλήσουν ενώπιων σας, αλλά τρομοκρατούνται όταν βλέπουν καλλίγλωττους και μελίρρυτους ρήτορες να καταδικάζονται, μιας και τα όμορφά τους λόγια δεν μπόρεσαν να σας κοροϊδέψουν.» Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε: «Αυτά τα λέει επειδή πιστεύει κι αυτός ότι την απολογία μου την έγραψε ο Αντιφώντας και θέλει να φυλάξει τον κώλο του! Κούνια που τον κούναγε!» σκέφτηκε.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
169
«Εκμεταλλευόμενος την ιερότητα του θεσμού των δραματικών αγώνων, αυτός εδώ πιστεύει ότι θα σας ξεγλιστρήσει και δεν θα τον τιμωρήσετε όπως του αξίζει, συνέχισε ο Κλέων. Ήδη, με την απόφασή σας η δίκη να γίνει εδώ στη Βουλή και όχι στην Εκκλησία του Δήμου, ενώπιον όλου του λαού, δείχνετε να τον επιβεβαιώνετε. Μην του χαρίσετε την απόλυτη ευτυχία. Καταδικάστε τον. »Κάποιοι μπορεί να με θεωρείτε υπερβολικό και να εκτιμάτε ότι η τιμωρία που ζητώ να του επιβληθεί είναι βαρύτερη από το αδίκημα που διέπραξε. Το έχω πει παλιότερα και το ξαναλέω και τώρα: Καλύτερα σε μια Πολιτεία να υπάρχουν λιγότερο ορθοί νόμοι που όμως εφαρμόζονται αυστηρά, παρά να υπάρχουν νόμοι δικαιότατοι, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται. »Αποφασίζοντας την καταδίκη του Αριστοφάνη δεν τιμωρείτε μόνο αυτόν, αλλά όποιον άλλον έχει βλέψεις στην εξουσία του λαού της Αθήνας, θέλει να παρακινήσει τους συμμάχους σε στάση, θέλει να φέρει εντός των τειχών της ιερής μας πόλης τους Λακεδαιμόνιους και τους άλλους Δωριείς.» Στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του Κλέωνα ο Αριστοφάνης σφίχτηκε. Το μυαλό του πήγε στην πιο πρόσφατη «είσοδο» Σπαρτιατών σε κάποια πόλη. Δύο μήνες μετά τα συμβάντα της Μυτιλήνης και την επίδειξη κωλοτούμπας από τους Αθηναίους –αλήθεια, τι είχε πειράξει πιο πολύ τον Αριστοφάνη; Το ότι βρέθηκαν άνθρωποι στην πόλη ν’ αποφασίσουν μια τόσο σκληρή τιμωρία για έναν λαό ή το ότι ακόμα και μετά από μια δεύτερη σκέψη, που όπως λέει και ο Ευριπίδης είναι πάντα πιο σοφή, με το ζόρι πήραν πίσω τη λανθασμένη τους απόφαση; –άσχημα νέα έφτασαν από τις Πλαταιές.
168
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τότε πρέσβεις στη Μυτιλήνη και να τους λέγαμε “μπράβο που αποστατήσατε”; Ή, στις άλλες συμμαχικές πόλεις και να τους λέγαμε: “Τι κάνετε ακόμα εδώ; Σηκωθείτε να φύγετε! Η φιλόξενη αγκαλιά των Λακεδαιμονίων σας περιμένει ανοιχτή!” Ή, για να το πω αλλιώς, τί διαφορετικά πράγματα λένε οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων στις αγορές των συμμαχικών μας πόλεων, όταν προσπαθούν να τους πείσουν ν’ αποστατήσουν; Ε, λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, εμείς δώσαμε βήμα σε έναν τέτοιο πράκτορα των Λακεδαιμονίων μέσα στην ίδια μας την πόλη! »Με το έργο του αυτό ο Αριστοφάνης απέδειξε ότι παραμένει ξένος σε μια ξένη πόλη. Δε σέβεται τις αρχές της, δε σέβεται τους αγώνες της, που είναι αγώνες όλων μας, δε σέβεται τίποτα. Και σ’ αυτήν του την ασέβεια δεν θέλει να μείνει μόνος. Αν ήταν έτσι, τότε θα ήταν εύκολο να τον αντιμετωπίζαμε με πολύ διαφορετικό τρόπο. Όχι. Αυτό που θέλει είναι να ξεσηκώσει όσο το δυνατόν περισσότερους, και να χλευάσουν όλοι μαζί τους πατρώους νόμους, τις αρχές μας, όλα αυτά που έκαναν τρανή την πόλη μας και να μας οδηγήσουν στον όλεθρο και την καταστροφή. »Θα προσπαθήσει να σας παραπλανήσει με ωραία ποιητικά λόγια. Μην ξεγελαστείτε. Άλλωστε, όλοι σας γνωρίζετε ότι οι εχθροί του λαού δεν φοβούνται από όταν καταδικάζετε ανθρώπους που δεν μπορούν να μιλήσουν ενώπιων σας, αλλά τρομοκρατούνται όταν βλέπουν καλλίγλωττους και μελίρρυτους ρήτορες να καταδικάζονται, μιας και τα όμορφά τους λόγια δεν μπόρεσαν να σας κοροϊδέψουν.» Ο Αριστοφάνης χαμογέλασε: «Αυτά τα λέει επειδή πιστεύει κι αυτός ότι την απολογία μου την έγραψε ο Αντιφώντας και θέλει να φυλάξει τον κώλο του! Κούνια που τον κούναγε!» σκέφτηκε.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
169
«Εκμεταλλευόμενος την ιερότητα του θεσμού των δραματικών αγώνων, αυτός εδώ πιστεύει ότι θα σας ξεγλιστρήσει και δεν θα τον τιμωρήσετε όπως του αξίζει, συνέχισε ο Κλέων. Ήδη, με την απόφασή σας η δίκη να γίνει εδώ στη Βουλή και όχι στην Εκκλησία του Δήμου, ενώπιον όλου του λαού, δείχνετε να τον επιβεβαιώνετε. Μην του χαρίσετε την απόλυτη ευτυχία. Καταδικάστε τον. »Κάποιοι μπορεί να με θεωρείτε υπερβολικό και να εκτιμάτε ότι η τιμωρία που ζητώ να του επιβληθεί είναι βαρύτερη από το αδίκημα που διέπραξε. Το έχω πει παλιότερα και το ξαναλέω και τώρα: Καλύτερα σε μια Πολιτεία να υπάρχουν λιγότερο ορθοί νόμοι που όμως εφαρμόζονται αυστηρά, παρά να υπάρχουν νόμοι δικαιότατοι, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται. »Αποφασίζοντας την καταδίκη του Αριστοφάνη δεν τιμωρείτε μόνο αυτόν, αλλά όποιον άλλον έχει βλέψεις στην εξουσία του λαού της Αθήνας, θέλει να παρακινήσει τους συμμάχους σε στάση, θέλει να φέρει εντός των τειχών της ιερής μας πόλης τους Λακεδαιμόνιους και τους άλλους Δωριείς.» Στο άκουσμα των τελευταίων λόγων του Κλέωνα ο Αριστοφάνης σφίχτηκε. Το μυαλό του πήγε στην πιο πρόσφατη «είσοδο» Σπαρτιατών σε κάποια πόλη. Δύο μήνες μετά τα συμβάντα της Μυτιλήνης και την επίδειξη κωλοτούμπας από τους Αθηναίους –αλήθεια, τι είχε πειράξει πιο πολύ τον Αριστοφάνη; Το ότι βρέθηκαν άνθρωποι στην πόλη ν’ αποφασίσουν μια τόσο σκληρή τιμωρία για έναν λαό ή το ότι ακόμα και μετά από μια δεύτερη σκέψη, που όπως λέει και ο Ευριπίδης είναι πάντα πιο σοφή, με το ζόρι πήραν πίσω τη λανθασμένη τους απόφαση; –άσχημα νέα έφτασαν από τις Πλαταιές.
170
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Οι Πλαταιές εδώ και δύο χρόνια βρίσκονταν υπό σπαρτιατική πολιορκία. Σε μια παράτολμη έξοδο, τον προηγούμενο χειμώνα, ένα μεγάλο μέρος των υπερασπιστών της πόλης και γυναικόπαιδα είχαν καταφέρει να φύγουν από την πόλη, αλλά ακόμα μέσα παρέμεναν αρκετοί μαχητές, τόσο Πλαταιείς όσο και Αθηναίοι. Εντέλει, μπροστά στην προοπτική ενός ακόμα ζοφερού χειμώνα, χωρίς τρόφιμα και εφόδια, οι Πλαταιείς αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τους πολιορκητές τους. Επιτόπου έσπευσαν από τη Σπάρτη πέντε δικαστές, για να δικάσουν τους αιχμάλωτους πολιορκημένους. Η ερώτηση που έθεσαν οι Σπαρτιάτες στους αιχμάλωτους ήταν μία: «Τι καλό έκανε η πόλη σας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία στον Πόλεμο;» Οι Πλαταιείς προς υπεράσπισή τους επικαλέστηκαν διάφορα. Τη συμμετοχή τους στους αγώνες εναντίον των Περσών, τη βοήθεια που έστειλαν στη Σπάρτη –το ένα τρίτο του στρατού τους! – για να καταπνίξει τη μεγάλη επανάσταση των Ειλώτων, την άψογη διαγωγή τους όλο το προηγούμενο διάστημα. Απέδωσαν το ο,τιδήποτε έκαναν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου στη διαμάχη τους με τους Θηβαίους, οι οποίοι έτυχε να είναι σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Και αφού τους εξόρκισαν στους θεούς, στους προγόνους τους που πολέμησαν μαζί τόσο τους Πέρσες όσο και τους Είλωτες, άκουσαν πάλι την πρώτη ερώτηση: «Κάνατε κάποιο καλό στη Σπάρτη και τους συμμάχους της στον παρόντα πόλεμο;» Οι Πλαταιείς εκπρόσωποι με σκυμμένο το κεφάλι είπαν «Όχι» και κράτησαν το κεφάλι τους σκυμμένο, για να διευκολύνουν τους δήμιους που ανέλαβαν να το απομακρύνουν από το σώμα τους. Πάνω από διακόσιοι Πλαταιείς και εικοσιπέντε Αθηναίοι εκτελέστηκαν, ενώ οι γυναίκες
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
171
και τα παιδιά πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι Θηβαίοι γκρέμισαν ολοσχερώς την πόλη, ενώ εκεί που άλλοτε έστεκαν τα κτίριά της Μεγαρίτες πρόσφυγες έστησαν προσωρινό καταυλισμό. Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε το πρόσωπο του Κλέωνα, που έλαμπε από ικανοποίηση, όταν στην Εκκλησία του Δήμου οι Αθηναίοι ενημερώνονταν για τα γεγονότα των Πλαταιών. Κοιτούσε τους αριστοκρατικούς που είχαν σκύψει το κεφάλι, μην μπορώντας να δικαιολογήσουν τις ακρότητες των Σπαρτιατών. Με το ύφος του ήταν σαν να τους έλεγε: «Σας τα ’λεγα εγώ! Ενενήντα τρία χρόνια σύμμαχοί μας οι Πλαταιείς και εξολοθρεύονται μέχρις ενός από τους εχθρούς μας, την ώρα που εμείς χαϊδεύουμε τα κεφαλάκια των αποστατών αντί να τα ταΐζουμε χώμα». «Σκατά», σκέφτηκε ο Αριστοφάνης βλέποντας τον Κλέωνα ξεθεωμένο να πίνει με λαιμαργία νερό από κανάτι που του έφεραν. «Αθήνα και Σπάρτη, οι δύο όψεις στο νόμισμα του πολέμου.» Η πρόταση του βουλευτή της Ερεχθιήδος Φυλής, Τιμοκράτη, για κατάγνωση, η ύστατη προσπάθεια του Κλέωνα για να πάει η υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, απέτυχε παταγωδώς, όχι τόσο χάρη στη σύντομη και ιδιαίτερα εύστοχη ομιλία του Μελάνιππου («Άνδρες Αθηναίοι, το ζήτημα τέθηκε και τον προηγούμενο μήνα στη Βουλή και καταψηφίστηκε. Δεν καταλαβαίνω ποιος ο λόγος που επαναφέρεται σήμερα εδώ, αντίθετα απ’ αυτά που προβλέπει ο εισαγγελικός νόμος»), όσο κυρίως χάρη στη γενικευμένη “γιούχα” που σηκώθηκε από πλευράς κοινού, η οποία ανάγκασε τον Κλέωνα και τους δικούς του να σκύψουν το κεφάλι. Άσχημο πράγμα να μην ξέρεις να χάνεις...
170
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Οι Πλαταιές εδώ και δύο χρόνια βρίσκονταν υπό σπαρτιατική πολιορκία. Σε μια παράτολμη έξοδο, τον προηγούμενο χειμώνα, ένα μεγάλο μέρος των υπερασπιστών της πόλης και γυναικόπαιδα είχαν καταφέρει να φύγουν από την πόλη, αλλά ακόμα μέσα παρέμεναν αρκετοί μαχητές, τόσο Πλαταιείς όσο και Αθηναίοι. Εντέλει, μπροστά στην προοπτική ενός ακόμα ζοφερού χειμώνα, χωρίς τρόφιμα και εφόδια, οι Πλαταιείς αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τους πολιορκητές τους. Επιτόπου έσπευσαν από τη Σπάρτη πέντε δικαστές, για να δικάσουν τους αιχμάλωτους πολιορκημένους. Η ερώτηση που έθεσαν οι Σπαρτιάτες στους αιχμάλωτους ήταν μία: «Τι καλό έκανε η πόλη σας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία στον Πόλεμο;» Οι Πλαταιείς προς υπεράσπισή τους επικαλέστηκαν διάφορα. Τη συμμετοχή τους στους αγώνες εναντίον των Περσών, τη βοήθεια που έστειλαν στη Σπάρτη –το ένα τρίτο του στρατού τους! – για να καταπνίξει τη μεγάλη επανάσταση των Ειλώτων, την άψογη διαγωγή τους όλο το προηγούμενο διάστημα. Απέδωσαν το ο,τιδήποτε έκαναν κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου στη διαμάχη τους με τους Θηβαίους, οι οποίοι έτυχε να είναι σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Και αφού τους εξόρκισαν στους θεούς, στους προγόνους τους που πολέμησαν μαζί τόσο τους Πέρσες όσο και τους Είλωτες, άκουσαν πάλι την πρώτη ερώτηση: «Κάνατε κάποιο καλό στη Σπάρτη και τους συμμάχους της στον παρόντα πόλεμο;» Οι Πλαταιείς εκπρόσωποι με σκυμμένο το κεφάλι είπαν «Όχι» και κράτησαν το κεφάλι τους σκυμμένο, για να διευκολύνουν τους δήμιους που ανέλαβαν να το απομακρύνουν από το σώμα τους. Πάνω από διακόσιοι Πλαταιείς και εικοσιπέντε Αθηναίοι εκτελέστηκαν, ενώ οι γυναίκες
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
171
και τα παιδιά πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι Θηβαίοι γκρέμισαν ολοσχερώς την πόλη, ενώ εκεί που άλλοτε έστεκαν τα κτίριά της Μεγαρίτες πρόσφυγες έστησαν προσωρινό καταυλισμό. Ο Αριστοφάνης θυμήθηκε το πρόσωπο του Κλέωνα, που έλαμπε από ικανοποίηση, όταν στην Εκκλησία του Δήμου οι Αθηναίοι ενημερώνονταν για τα γεγονότα των Πλαταιών. Κοιτούσε τους αριστοκρατικούς που είχαν σκύψει το κεφάλι, μην μπορώντας να δικαιολογήσουν τις ακρότητες των Σπαρτιατών. Με το ύφος του ήταν σαν να τους έλεγε: «Σας τα ’λεγα εγώ! Ενενήντα τρία χρόνια σύμμαχοί μας οι Πλαταιείς και εξολοθρεύονται μέχρις ενός από τους εχθρούς μας, την ώρα που εμείς χαϊδεύουμε τα κεφαλάκια των αποστατών αντί να τα ταΐζουμε χώμα». «Σκατά», σκέφτηκε ο Αριστοφάνης βλέποντας τον Κλέωνα ξεθεωμένο να πίνει με λαιμαργία νερό από κανάτι που του έφεραν. «Αθήνα και Σπάρτη, οι δύο όψεις στο νόμισμα του πολέμου.» Η πρόταση του βουλευτή της Ερεχθιήδος Φυλής, Τιμοκράτη, για κατάγνωση, η ύστατη προσπάθεια του Κλέωνα για να πάει η υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, απέτυχε παταγωδώς, όχι τόσο χάρη στη σύντομη και ιδιαίτερα εύστοχη ομιλία του Μελάνιππου («Άνδρες Αθηναίοι, το ζήτημα τέθηκε και τον προηγούμενο μήνα στη Βουλή και καταψηφίστηκε. Δεν καταλαβαίνω ποιος ο λόγος που επαναφέρεται σήμερα εδώ, αντίθετα απ’ αυτά που προβλέπει ο εισαγγελικός νόμος»), όσο κυρίως χάρη στη γενικευμένη “γιούχα” που σηκώθηκε από πλευράς κοινού, η οποία ανάγκασε τον Κλέωνα και τους δικούς του να σκύψουν το κεφάλι. Άσχημο πράγμα να μην ξέρεις να χάνεις...
172
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης ανάσανε. Οι φόβοι του εξαφανίστηκαν. Αργά και σταθερά ξεκίνησε την απολογία του. Ό, τι και ν’ αποφάσιζε το δικαστήριο, αυτός ήταν ο ουσιαστικός νικητής αυτής της κόντρας. Τα γεμάτα οργή μάτια του Κλέωνα αυτό μαρτυρούσαν. Πήρε μια ακόμα βαθιά ανάσα και ξεκίνησε: «Πω πω πω! Τι ορμητικό ποτάμι ψευτιάς ήταν αυτό που κύλησε πριν λίγο εδώ μπροστά σας, άνδρες Αθηναίοι! Για τα λόγια του Κλέωνα μιλάω! Λίγο έλειψε αυτός ο βρομερός χείμαρρος να με παρασύρει, να με πνίξει! Πάλι καλά που πρόλαβα να κρατηθώ από ένα στέρεο βράχο και να σωθώ. Ποιος είναι αυτός ο βράχος; Μα, η Πολιτεία μας! Οι Νόμοι και οι Θεσμοί μας, οι αρχές μας, οι ιερές μας παραδόσεις. Το Δίκαιο. Σε αυτά βασισμένος θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι σε όσα ψέματα μου έσουρε ο Κλέωνας. Και είμαι σίγουρος ότι κι εσείς, έχοντας αυτά στο μυαλό σας, θα με αθωώσετε. »Καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι αυτό μου το έργο. Μέχρι τώρα, αλλά και για το υπόλοιπο της ζωής μου είχα αποφασίσει να σας μιλάω διαφορετικά. Επιστρατεύοντας το γέλιο, τα αστεία, να σας δείχνω τα αληθή και τα πρέποντα, να σας καταγγέλλω τα φαύλα και τους φαύλους. Αν επιστρατεύσω, όμως, εδώ, ενώπιόν σας τα αστεία, τότε δυστυχώς, όχι μόνο δεν θα κάνω καλά τη δουλειά μου, αλλά θα γίνω αντί γι’ αστείος γελοίος, χωρίς να σέβομαι τους θεσμούς και τις παραδόσεις μας. Δεν πειράζει. Τα αστεία -και είναι πάρα πολλά!- που γεννήθηκαν στο μυαλό μου με αφορμή την περιπέτειά στην οποία με σέρνει άδικα ο Κλέων, θα βρουν το δρόμο τους προς τα αυτιά σας. Όχι εδώ, στην απολογία μου, με τη Θέμιδα και τη Δίκη να με παρακολουθούν αυστηρά, αλλά μερικά
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
173
βήματα μακρύτερα από εδώ πέρα, στο Θέατρο του Διονύσου, σε μια κωμωδία μου, με άξια παραστάτιδα τη Μούσα μου. »Τώρα, τα λόγια μου και την ειλικρίνειά μου θα την επιβραβεύσετε, αθωώνοντάς με. Τότε, με το χειροκρότημα και τις φωνές σας...»
172
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Αριστοφάνης ανάσανε. Οι φόβοι του εξαφανίστηκαν. Αργά και σταθερά ξεκίνησε την απολογία του. Ό, τι και ν’ αποφάσιζε το δικαστήριο, αυτός ήταν ο ουσιαστικός νικητής αυτής της κόντρας. Τα γεμάτα οργή μάτια του Κλέωνα αυτό μαρτυρούσαν. Πήρε μια ακόμα βαθιά ανάσα και ξεκίνησε: «Πω πω πω! Τι ορμητικό ποτάμι ψευτιάς ήταν αυτό που κύλησε πριν λίγο εδώ μπροστά σας, άνδρες Αθηναίοι! Για τα λόγια του Κλέωνα μιλάω! Λίγο έλειψε αυτός ο βρομερός χείμαρρος να με παρασύρει, να με πνίξει! Πάλι καλά που πρόλαβα να κρατηθώ από ένα στέρεο βράχο και να σωθώ. Ποιος είναι αυτός ο βράχος; Μα, η Πολιτεία μας! Οι Νόμοι και οι Θεσμοί μας, οι αρχές μας, οι ιερές μας παραδόσεις. Το Δίκαιο. Σε αυτά βασισμένος θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι σε όσα ψέματα μου έσουρε ο Κλέωνας. Και είμαι σίγουρος ότι κι εσείς, έχοντας αυτά στο μυαλό σας, θα με αθωώσετε. »Καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι αυτό μου το έργο. Μέχρι τώρα, αλλά και για το υπόλοιπο της ζωής μου είχα αποφασίσει να σας μιλάω διαφορετικά. Επιστρατεύοντας το γέλιο, τα αστεία, να σας δείχνω τα αληθή και τα πρέποντα, να σας καταγγέλλω τα φαύλα και τους φαύλους. Αν επιστρατεύσω, όμως, εδώ, ενώπιόν σας τα αστεία, τότε δυστυχώς, όχι μόνο δεν θα κάνω καλά τη δουλειά μου, αλλά θα γίνω αντί γι’ αστείος γελοίος, χωρίς να σέβομαι τους θεσμούς και τις παραδόσεις μας. Δεν πειράζει. Τα αστεία -και είναι πάρα πολλά!- που γεννήθηκαν στο μυαλό μου με αφορμή την περιπέτειά στην οποία με σέρνει άδικα ο Κλέων, θα βρουν το δρόμο τους προς τα αυτιά σας. Όχι εδώ, στην απολογία μου, με τη Θέμιδα και τη Δίκη να με παρακολουθούν αυστηρά, αλλά μερικά
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
173
βήματα μακρύτερα από εδώ πέρα, στο Θέατρο του Διονύσου, σε μια κωμωδία μου, με άξια παραστάτιδα τη Μούσα μου. »Τώρα, τα λόγια μου και την ειλικρίνειά μου θα την επιβραβεύσετε, αθωώνοντάς με. Τότε, με το χειροκρότημα και τις φωνές σας...»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Έξοδος Μετά το θρίαμβο Ελάτε να γλεντήσουμε! Ζήτω η νίκη η καλή! Αχαρνείς 1231
Το κοινό στο θέατρο του Διονύσου παραληρούσε. Παρά το τσουχτερό κρύο εκείνο το μεσημέρι του Γαμηλιώνα, χιλιάδες Αθηναίων βρίσκονταν στις κερκίδες του θεάτρου, διψώντας να παρακολουθήσουν τη νέα κωμωδία του Αριστοφάνη. «Όσα έπαθα από τον Κλέωνα εγώ ο ίδιος / θυμάμαι, λόγω της περσινής μου κωμωδίας / που με έσυρε στο Βουλευτήριο / και μου τα ’σουρνε, ψέματα αισχρά και κακοήθειες / και φούσκωνε και κόρωνε, τόσο που παραλίγο / να χανόμουνα, πνιγμένος μέσα στις βρομιές του!» Ο ποιητής, πίσω από τη μάσκα του Δικαιόπολι ρουφούσε με απόλαυση κάθε στιγμή. Ομολογουμένως δεν το περίμενε αυτό που ζούσε. Όταν η απόφαση του δικαστηρίου πριν σχεδόν ένα χρόνο ανακοινωνόταν («Βρίσκουμε τον Αριστοφάνη ένοχο της κατηγορίας ότι ενώπιον ξένων διακωμώδησε τον Δήμο. Τον καταδικάζουμε σε 500 δραχμές πρόστιμο και του απαγορεύουμε τον επόμενο χρόνο
175
να διδάξει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια») αυτός ένιωσε άγρια την ανάγκη να ξύσει επιδεικτικά τ’ αχαμνά του, έτσι, για να τρελάνει τον Κλέωνα. Από κοντά κι οι φίλοι του που πανηγύριζαν όλοι μαζί. «Κακόμοιρε Κλέωνα!» του είπε ο Εύπολις. «Δεν έχουμε μόνο στα Διονύσια αγώνες! Έχουμε και τα Λήναια! Μες στο καταχείμωνο, όταν κανένας ξένος δεν θα είναι στο θέατρο. Όταν το κοινό σου, Αριστοφάνη, θα είναι μόνο οι Αθηναίοι, οι αγρότες, οι τεχνίτες, οι εμποράκοι! Τον τσακίσαμε το φαφλατά, φίλε μου! Τον τσακίσαμε! Θα συνεχίσει να σε τρώει στη μάπα! Και σένα και όποιον άλλο θελήσει να του την πει!» Ο Μελάνιππος προσγείωσε τη συζήτηση, θέλοντας να πειράξει τον ποιητή. «Και με τα χρήματα που θα πάρεις για τη νίκη σου θα μου δώσεις πίσω τις 5 μνες που πλήρωσα στο δημόσιο ταμείο για την ποινή σου!» «Αχ... πεταμένα λεφτουδάκια... Γύρευε ποιος φωστήρας της πόλης θα τρώει και θα πίνει με μισθό του τις δραχμούλες μας... Ποιος πρέσβης σε καμιά μακρινή αυλή. Στη Θράκη ή ακόμα μακρύτερα, στα βάθη της Περσίας...» Μετά από τη δίκη και την παραπάνω συζήτηση, ο Αριστοφάνης εξαφανίστηκε για μια βδομάδα. Αφού έβαλε στεφάνι στο μνήμα του πατέρα του, πήρε το πλοίο για την Αίγινα. Τον έβλεπαν να πηγαίνει στις βραχώδεις παραλίες του νησιού και να χάνεται το βλέμμα του στο πέλαγο, πότε παρακολουθώντας τον αδιάκοπο κυματισμό, πότε ακολουθώντας τα πλοία που έφευγαν ή έρχονταν από τον Πειραιά. Του έλειπε ο πατέρας του. Θλιβόταν που δεν μπορούσε να μοιραστεί την επιτυχία του στη Βουλή. Στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί του για τα σχέδιά του, για την επόμενη κωμωδία...
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Έξοδος Μετά το θρίαμβο Ελάτε να γλεντήσουμε! Ζήτω η νίκη η καλή! Αχαρνείς 1231
Το κοινό στο θέατρο του Διονύσου παραληρούσε. Παρά το τσουχτερό κρύο εκείνο το μεσημέρι του Γαμηλιώνα, χιλιάδες Αθηναίων βρίσκονταν στις κερκίδες του θεάτρου, διψώντας να παρακολουθήσουν τη νέα κωμωδία του Αριστοφάνη. «Όσα έπαθα από τον Κλέωνα εγώ ο ίδιος / θυμάμαι, λόγω της περσινής μου κωμωδίας / που με έσυρε στο Βουλευτήριο / και μου τα ’σουρνε, ψέματα αισχρά και κακοήθειες / και φούσκωνε και κόρωνε, τόσο που παραλίγο / να χανόμουνα, πνιγμένος μέσα στις βρομιές του!» Ο ποιητής, πίσω από τη μάσκα του Δικαιόπολι ρουφούσε με απόλαυση κάθε στιγμή. Ομολογουμένως δεν το περίμενε αυτό που ζούσε. Όταν η απόφαση του δικαστηρίου πριν σχεδόν ένα χρόνο ανακοινωνόταν («Βρίσκουμε τον Αριστοφάνη ένοχο της κατηγορίας ότι ενώπιον ξένων διακωμώδησε τον Δήμο. Τον καταδικάζουμε σε 500 δραχμές πρόστιμο και του απαγορεύουμε τον επόμενο χρόνο
175
να διδάξει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια») αυτός ένιωσε άγρια την ανάγκη να ξύσει επιδεικτικά τ’ αχαμνά του, έτσι, για να τρελάνει τον Κλέωνα. Από κοντά κι οι φίλοι του που πανηγύριζαν όλοι μαζί. «Κακόμοιρε Κλέωνα!» του είπε ο Εύπολις. «Δεν έχουμε μόνο στα Διονύσια αγώνες! Έχουμε και τα Λήναια! Μες στο καταχείμωνο, όταν κανένας ξένος δεν θα είναι στο θέατρο. Όταν το κοινό σου, Αριστοφάνη, θα είναι μόνο οι Αθηναίοι, οι αγρότες, οι τεχνίτες, οι εμποράκοι! Τον τσακίσαμε το φαφλατά, φίλε μου! Τον τσακίσαμε! Θα συνεχίσει να σε τρώει στη μάπα! Και σένα και όποιον άλλο θελήσει να του την πει!» Ο Μελάνιππος προσγείωσε τη συζήτηση, θέλοντας να πειράξει τον ποιητή. «Και με τα χρήματα που θα πάρεις για τη νίκη σου θα μου δώσεις πίσω τις 5 μνες που πλήρωσα στο δημόσιο ταμείο για την ποινή σου!» «Αχ... πεταμένα λεφτουδάκια... Γύρευε ποιος φωστήρας της πόλης θα τρώει και θα πίνει με μισθό του τις δραχμούλες μας... Ποιος πρέσβης σε καμιά μακρινή αυλή. Στη Θράκη ή ακόμα μακρύτερα, στα βάθη της Περσίας...» Μετά από τη δίκη και την παραπάνω συζήτηση, ο Αριστοφάνης εξαφανίστηκε για μια βδομάδα. Αφού έβαλε στεφάνι στο μνήμα του πατέρα του, πήρε το πλοίο για την Αίγινα. Τον έβλεπαν να πηγαίνει στις βραχώδεις παραλίες του νησιού και να χάνεται το βλέμμα του στο πέλαγο, πότε παρακολουθώντας τον αδιάκοπο κυματισμό, πότε ακολουθώντας τα πλοία που έφευγαν ή έρχονταν από τον Πειραιά. Του έλειπε ο πατέρας του. Θλιβόταν που δεν μπορούσε να μοιραστεί την επιτυχία του στη Βουλή. Στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να συζητήσει μαζί του για τα σχέδιά του, για την επόμενη κωμωδία...
176
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο τέλος της βδομάδας ένιωσε να πνίγεται, όχι από τον πόνο της απώλειας του πατέρα του, όσο από την απόγνωση που δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Όμως το ξανασκέφτηκε και είδε ότι κάτι μπορούσε να κάνει. Κάτι που όταν το έλεγε στον πατέρα του, αυτός αντιδρούσε: Θα έβαζε μπρος το νέο Φίλιππο. Θα μου πεις, αγαπητέ μου αναγνώστα, το να βάλεις μπροστά έναν νέο άνθρωπο δεν είναι κάτι ιδιαίτερα εύκολο. Ούτε είναι υπόθεση ενός. Βέβαια, στα χρόνια του Αριστοφάνη, αν ο άντρας έπαιρνε απόφαση να παντρευτεί, ειδικά αν ήταν και κτηματίας τότε όλα τα’ άλλα ήταν παιχνιδάκι. Άλλωστε, τί του έλειπε; Περιουσιακά στεκόταν αρκετά ικανοποιητικά. Τα χτηματάκια που κληρονόμησε από τον πατέρα του του εξασφάλιζαν αξιοπρεπές εισόδημα για να συντηρήσει ένα σπιτικό. Στο πεδίο της κωμωδίας, αυτό που πραγματικά τον τραβούσε κι ένιωθε ότι έπρεπε να του δοθεί σχεδόν αποκλειστικά, μετά και την ουσιαστική του νίκη εναντίον του Κλέωνα, δύσκολα θα τον απειλούσε ξανά κάποιος. Όμορφος δεν θα έλεγες ότι ήταν, αλλά ποιος νοιαζόταν άραγε γι’ αυτά τα ζητήματα; Και όσον αφορά την ηλικία, βρισκόταν στην ιδανική –πίστευε- για γάμο, 24 στα 25. Όσο ήταν κι ο πατέρας του όταν είχε παντρευτεί τη συγχωρεμένη τη μάνα του. Επέστρεψε με φούρια στο σπίτι και άρχισε να ντύνεται και ν’ αρωματίζεται. Ο Τρίβων, ο αχαιός δούλος του, σηκώθηκε από το ραχάτι του και τον κοίταξε με απορία. «Πού πας, αφέντη;» «Πάμε να παντρευτώ.» Ο δούλος δεν αντέδρασε. Δεν είχε συνηθίσει, βέβαια, τέτοιες αυθόρμητες κινήσεις από τον αφέντη του, αλλά το περίμενε, μετά το χαμό του Φίλιππου, ότι θα γινόταν κάτι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
177
“συνταρακτικό” στο σπίτι. Έπρεπε να γίνει. Η απώλεια ήταν μεγάλη και η κατάσταση θα ήταν αφόρητη αν δεν ξέφευγε ο νέος κύριος του σπιτιού από το πένθος του και δεν έκανε κάτι δραστικό για να την αλλάξει. Ο Τρίβων ήταν σίγουρος, κάτι θα έκανε ο Αριστοφάνης. Αλλιώς, αντίο κωμωδία, καλώς ήρθες τραγωδία! Αντί να του έλεγε τη γνώμη του και να του έκανε παρατηρήσεις για τα αστεία στα ποιήματά του, θ’ αναγκαζόταν να προμηθευτεί μαντίλια για να σκουπίζει τα δάκρυα από τις σπαραξικάρδιες επικλήσεις στους θεούς του κάτω κόσμου, στον τιμωρό Δία, στις άσπλαχνες Ερινύες και στους άλλους αστέρες των τραγικών ποιημάτων. Αλλά γάμος; Παραήταν τραβηγμένο. Λιγότερη έκπληξη θα του έκανε αν ο Αριστοφάνης τον έπαιρνε για να πάνε να ζήσουν μόνιμα στην Αθήνα, μέσα στη βουή της πόλης, δίπλα στους φίλους κι ακόμα πιο δίπλα στους οχτρούς του, αφήνοντας τα χτήματα στους έμπιστους επιστάτες, και μόλις μισή μέρα ταξίδι μακριά. Βαρυγκομώντας, πιο πολύ από συνήθεια, παρά επειδή δεν είχε διάθεση ν’ ακολουθήσει τον κύριό του, ο Τρίβων άλλαξε κι αυτός χιτώνα και πρόφτασε τον ανυπόμονο Αριστοφάνη στην εξώπορτα του χτήματος. Δεν τον ρώτησε ποια είχε σκοπό να παντρευτεί. Η επιλογή του αφέντη του ήταν προφανής. Η 16χρονη γειτονοπούλα τους –Ελιχρύση λεγόταν– απ’ όταν κατάλαβε ότι κάτι άλλαζε στο σώμα της, κάτι αρχικά επώδυνο, αλλά τελικά ενδιαφέρον και μυστηριώδες, περιτριγύριζε τον ποιητή, όποτε –δηλαδή συχνά– αυτός ξεπόρτιζε από το σπίτι τους κι ανέβαινε στο κατάφυτο λοφάκι, στο ναό της Αφαίας, για να διαβάσει τα βιβλία του ή να γράψει κανένα στίχο, μακριά από τους θορύβους του νοικοκυριού. Ήταν πολύ
176
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο τέλος της βδομάδας ένιωσε να πνίγεται, όχι από τον πόνο της απώλειας του πατέρα του, όσο από την απόγνωση που δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Όμως το ξανασκέφτηκε και είδε ότι κάτι μπορούσε να κάνει. Κάτι που όταν το έλεγε στον πατέρα του, αυτός αντιδρούσε: Θα έβαζε μπρος το νέο Φίλιππο. Θα μου πεις, αγαπητέ μου αναγνώστα, το να βάλεις μπροστά έναν νέο άνθρωπο δεν είναι κάτι ιδιαίτερα εύκολο. Ούτε είναι υπόθεση ενός. Βέβαια, στα χρόνια του Αριστοφάνη, αν ο άντρας έπαιρνε απόφαση να παντρευτεί, ειδικά αν ήταν και κτηματίας τότε όλα τα’ άλλα ήταν παιχνιδάκι. Άλλωστε, τί του έλειπε; Περιουσιακά στεκόταν αρκετά ικανοποιητικά. Τα χτηματάκια που κληρονόμησε από τον πατέρα του του εξασφάλιζαν αξιοπρεπές εισόδημα για να συντηρήσει ένα σπιτικό. Στο πεδίο της κωμωδίας, αυτό που πραγματικά τον τραβούσε κι ένιωθε ότι έπρεπε να του δοθεί σχεδόν αποκλειστικά, μετά και την ουσιαστική του νίκη εναντίον του Κλέωνα, δύσκολα θα τον απειλούσε ξανά κάποιος. Όμορφος δεν θα έλεγες ότι ήταν, αλλά ποιος νοιαζόταν άραγε γι’ αυτά τα ζητήματα; Και όσον αφορά την ηλικία, βρισκόταν στην ιδανική –πίστευε- για γάμο, 24 στα 25. Όσο ήταν κι ο πατέρας του όταν είχε παντρευτεί τη συγχωρεμένη τη μάνα του. Επέστρεψε με φούρια στο σπίτι και άρχισε να ντύνεται και ν’ αρωματίζεται. Ο Τρίβων, ο αχαιός δούλος του, σηκώθηκε από το ραχάτι του και τον κοίταξε με απορία. «Πού πας, αφέντη;» «Πάμε να παντρευτώ.» Ο δούλος δεν αντέδρασε. Δεν είχε συνηθίσει, βέβαια, τέτοιες αυθόρμητες κινήσεις από τον αφέντη του, αλλά το περίμενε, μετά το χαμό του Φίλιππου, ότι θα γινόταν κάτι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
177
“συνταρακτικό” στο σπίτι. Έπρεπε να γίνει. Η απώλεια ήταν μεγάλη και η κατάσταση θα ήταν αφόρητη αν δεν ξέφευγε ο νέος κύριος του σπιτιού από το πένθος του και δεν έκανε κάτι δραστικό για να την αλλάξει. Ο Τρίβων ήταν σίγουρος, κάτι θα έκανε ο Αριστοφάνης. Αλλιώς, αντίο κωμωδία, καλώς ήρθες τραγωδία! Αντί να του έλεγε τη γνώμη του και να του έκανε παρατηρήσεις για τα αστεία στα ποιήματά του, θ’ αναγκαζόταν να προμηθευτεί μαντίλια για να σκουπίζει τα δάκρυα από τις σπαραξικάρδιες επικλήσεις στους θεούς του κάτω κόσμου, στον τιμωρό Δία, στις άσπλαχνες Ερινύες και στους άλλους αστέρες των τραγικών ποιημάτων. Αλλά γάμος; Παραήταν τραβηγμένο. Λιγότερη έκπληξη θα του έκανε αν ο Αριστοφάνης τον έπαιρνε για να πάνε να ζήσουν μόνιμα στην Αθήνα, μέσα στη βουή της πόλης, δίπλα στους φίλους κι ακόμα πιο δίπλα στους οχτρούς του, αφήνοντας τα χτήματα στους έμπιστους επιστάτες, και μόλις μισή μέρα ταξίδι μακριά. Βαρυγκομώντας, πιο πολύ από συνήθεια, παρά επειδή δεν είχε διάθεση ν’ ακολουθήσει τον κύριό του, ο Τρίβων άλλαξε κι αυτός χιτώνα και πρόφτασε τον ανυπόμονο Αριστοφάνη στην εξώπορτα του χτήματος. Δεν τον ρώτησε ποια είχε σκοπό να παντρευτεί. Η επιλογή του αφέντη του ήταν προφανής. Η 16χρονη γειτονοπούλα τους –Ελιχρύση λεγόταν– απ’ όταν κατάλαβε ότι κάτι άλλαζε στο σώμα της, κάτι αρχικά επώδυνο, αλλά τελικά ενδιαφέρον και μυστηριώδες, περιτριγύριζε τον ποιητή, όποτε –δηλαδή συχνά– αυτός ξεπόρτιζε από το σπίτι τους κι ανέβαινε στο κατάφυτο λοφάκι, στο ναό της Αφαίας, για να διαβάσει τα βιβλία του ή να γράψει κανένα στίχο, μακριά από τους θορύβους του νοικοκυριού. Ήταν πολύ
178
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
νωρίς –εκτιμούσε ο δούλος– για να κρίνεις αν η Ελιχρύση ήταν όμορφη. Πάντως, όπως την έκοβε αυτός, τα καπούλια της ήταν αρκετά πλατιά για να εξασφαλίσουν μια ή και περισσότερες, όσο το δυνατόν πιο εύκολες, γέννες, τα στήθη της ήδη αρκετά φουσκωμένα και υποσχόμενα να μην στερέψουν ποτέ από μητρικό γάλα, ενώ τα μάτια της άστραφταν από εξυπνάδα. Σιωπηρά την ενέκρινε, αλλιώς ο Αριστοφάνης θ’ άκουγε ένα γερό κατεβατό βρισιών, όπως κάθε φορά που ο Τρίβων μάθαινε για άστοχες κινήσεις του ποιητή. Αλλά όλα αυτά βέβαια είχαν μικρή σημασία. Ο γάμος δεν ήταν υπόθεση ορέξεων και προτιμήσεων –τουλάχιστον αισθητικών. Μια όμορφη σύμβαση ήταν, μια ωραία συμφωνία, για την ένωση δυο περιουσιών και την εξασφάλιση ότι θα υπάρξει και κάποιος μετά τους τωρινούς κυρίους για να την ορίζει. Αυτό είχε στο μυαλό του και ο πατέρας της Ελιχρύσης, ο Αντίμνηστος, και γι’ αυτό και το σχετικό νταραβέρι έγινε τόσο γρήγορα. Μικρή σημασία για την ηθική της κορούλας του είχαν τα ξεπορτίσματά της στους αγρούς στο πλευρό του ποιητή. Άλλωστε στις ερημιές των Αιγινήτικων αγρών ποιος να τους κουβέντιαζε; Αυτός με τον Φίλιππο όμως τα είχαν ήδη κουβεντιάσει και τα είχαν συμφωνήσει. Η σωματική έλξη των δυο νεαρών ήταν κάτι που απλά ήρθε μόνο του. Οι γάμοι έγιναν στην Αίγινα. Το πρώτο βράδυ τους ως αντρόγυνο, ο Αριστοφάνης αναλογιζόμενος, καθώς έβλεπε τη μικρούλα Ελιχρύση να γδύνεται και να ξαπλώνει, το τι θα επακολουθούσε, κορδώθηκε και φώναξε τους στίχους του Αρχίλοχου: «Έρχομαι! Σάρκα εμπόλεμη. / Κοιλιά καταπάνω σε κοιλιά, /μπούτια σε μπούτια ενάντια!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
179
Και καθώς η Ελιχρύση έβαλε τα γέλια από την εικόνα του επιτιθέμενου Αριστοφάνη, αυτός έπεσε πάνω της και άρχισε να τη φιλάει και να τη χαϊδεύει, για να προετοιμάσει την είσοδό του μέσα της. Με το ίδιο –επίτηδες αστείο– ύφος του επιβήτορα, κάγχασε: «Θα σε κάνω να σπαρταράς, “σα κουρούνα που φτερουγίζει οργασμό”» και συνέχισε τα φιλιά και τα χάδια. Εκείνη τη στιγμή η μικρούλα, λαχανιασμένη –μάλλον από τα γέλια και όχι τόσο από την ηδονή, μιας και μόλις είχαν αρχίσει τις περιπτύξεις– του ψιθύρισε στο αυτί: «Θέλω... να με μάθεις να διαβάζω». Ο Αριστοφάνης ξαφνιάστηκε, κι από την έκπληξη ένιωσε τον “μικρό Αρίστο” να μαζεύεται. «Τι είναι αυτά που λες; Γιατί θες να σε μάθω να διαβάζεις;» «Είσαι άντρας μου πλέον, και εγώ είμαι ταγμένη σε σένα. Πρέπει να μπορώ να σε καταλαβαίνω, να σε μάθω για να μπορώ να σ’ ευχαριστώ, όπως ακριβώς το αξίζεις και το επιθυμείς. Αν δεν μπορώ να βλέπω και να κρίνω τη δουλειά σου και το πώς αυτή γίνεται, τότε πώς θέλεις να σε καταλαβαίνω;» Η πρώτη του σκέψη ήταν να της αστράψει δύο χαστούκια, να τη στρίψει και να την παραβιάσει βίαια από την «πίσω πόρτα», κάνοντάς τη να θυμάται για πάντα την πρώτη της φορά, την πρώτη και τελευταία φορά που του αυθαδίασε. Ναι, ήταν ο άντρας της. Ναι, αυτή ήταν ταγμένη σ’ αυτόν. Αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο, και σίγουρα, δεν απαιτείτο να τον «καταλαβαίνει» για να τον υπηρετεί και να τον ευχαριστεί. Μετά από δυο ανάσες, όμως, το μυαλό του μαλάκωσε. Θυμήθηκε τις εξορμήσεις του στο δασάκι, πέρα από τα
178
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
νωρίς –εκτιμούσε ο δούλος– για να κρίνεις αν η Ελιχρύση ήταν όμορφη. Πάντως, όπως την έκοβε αυτός, τα καπούλια της ήταν αρκετά πλατιά για να εξασφαλίσουν μια ή και περισσότερες, όσο το δυνατόν πιο εύκολες, γέννες, τα στήθη της ήδη αρκετά φουσκωμένα και υποσχόμενα να μην στερέψουν ποτέ από μητρικό γάλα, ενώ τα μάτια της άστραφταν από εξυπνάδα. Σιωπηρά την ενέκρινε, αλλιώς ο Αριστοφάνης θ’ άκουγε ένα γερό κατεβατό βρισιών, όπως κάθε φορά που ο Τρίβων μάθαινε για άστοχες κινήσεις του ποιητή. Αλλά όλα αυτά βέβαια είχαν μικρή σημασία. Ο γάμος δεν ήταν υπόθεση ορέξεων και προτιμήσεων –τουλάχιστον αισθητικών. Μια όμορφη σύμβαση ήταν, μια ωραία συμφωνία, για την ένωση δυο περιουσιών και την εξασφάλιση ότι θα υπάρξει και κάποιος μετά τους τωρινούς κυρίους για να την ορίζει. Αυτό είχε στο μυαλό του και ο πατέρας της Ελιχρύσης, ο Αντίμνηστος, και γι’ αυτό και το σχετικό νταραβέρι έγινε τόσο γρήγορα. Μικρή σημασία για την ηθική της κορούλας του είχαν τα ξεπορτίσματά της στους αγρούς στο πλευρό του ποιητή. Άλλωστε στις ερημιές των Αιγινήτικων αγρών ποιος να τους κουβέντιαζε; Αυτός με τον Φίλιππο όμως τα είχαν ήδη κουβεντιάσει και τα είχαν συμφωνήσει. Η σωματική έλξη των δυο νεαρών ήταν κάτι που απλά ήρθε μόνο του. Οι γάμοι έγιναν στην Αίγινα. Το πρώτο βράδυ τους ως αντρόγυνο, ο Αριστοφάνης αναλογιζόμενος, καθώς έβλεπε τη μικρούλα Ελιχρύση να γδύνεται και να ξαπλώνει, το τι θα επακολουθούσε, κορδώθηκε και φώναξε τους στίχους του Αρχίλοχου: «Έρχομαι! Σάρκα εμπόλεμη. / Κοιλιά καταπάνω σε κοιλιά, /μπούτια σε μπούτια ενάντια!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
179
Και καθώς η Ελιχρύση έβαλε τα γέλια από την εικόνα του επιτιθέμενου Αριστοφάνη, αυτός έπεσε πάνω της και άρχισε να τη φιλάει και να τη χαϊδεύει, για να προετοιμάσει την είσοδό του μέσα της. Με το ίδιο –επίτηδες αστείο– ύφος του επιβήτορα, κάγχασε: «Θα σε κάνω να σπαρταράς, “σα κουρούνα που φτερουγίζει οργασμό”» και συνέχισε τα φιλιά και τα χάδια. Εκείνη τη στιγμή η μικρούλα, λαχανιασμένη –μάλλον από τα γέλια και όχι τόσο από την ηδονή, μιας και μόλις είχαν αρχίσει τις περιπτύξεις– του ψιθύρισε στο αυτί: «Θέλω... να με μάθεις να διαβάζω». Ο Αριστοφάνης ξαφνιάστηκε, κι από την έκπληξη ένιωσε τον “μικρό Αρίστο” να μαζεύεται. «Τι είναι αυτά που λες; Γιατί θες να σε μάθω να διαβάζεις;» «Είσαι άντρας μου πλέον, και εγώ είμαι ταγμένη σε σένα. Πρέπει να μπορώ να σε καταλαβαίνω, να σε μάθω για να μπορώ να σ’ ευχαριστώ, όπως ακριβώς το αξίζεις και το επιθυμείς. Αν δεν μπορώ να βλέπω και να κρίνω τη δουλειά σου και το πώς αυτή γίνεται, τότε πώς θέλεις να σε καταλαβαίνω;» Η πρώτη του σκέψη ήταν να της αστράψει δύο χαστούκια, να τη στρίψει και να την παραβιάσει βίαια από την «πίσω πόρτα», κάνοντάς τη να θυμάται για πάντα την πρώτη της φορά, την πρώτη και τελευταία φορά που του αυθαδίασε. Ναι, ήταν ο άντρας της. Ναι, αυτή ήταν ταγμένη σ’ αυτόν. Αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο, και σίγουρα, δεν απαιτείτο να τον «καταλαβαίνει» για να τον υπηρετεί και να τον ευχαριστεί. Μετά από δυο ανάσες, όμως, το μυαλό του μαλάκωσε. Θυμήθηκε τις εξορμήσεις του στο δασάκι, πέρα από τα
180
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
χτήματα, όταν έπιανε τον εαυτό του ν’ ανυπομονεί για το πότε θα φανεί η μικρούλα, κρατώντας λουλούδια να του κάνει ένα αστείο, κάποια ερώτηση, να του ρίξει ένα βλέμμα μ’ εκείνες τις ματάρες της. Και αυτός, δήθεν αθώα, να τις διαβάζει κανά στίχο, σαν το «Τον τρυφερό τον Έρωτα, που μ’ άνθινα στεφάνια / είναι γεμάτος, νοιάζομαι να τραγουδώ. Αυτός είναι / και των θεών εξουσιαστής, αυτός και τους ανθρώπους / καταπονεί», του Ανακρέοντα, και να τη ρωτάει τη γνώμη της για τα λόγια του ποιητή... Η Ελιχρύση ένιωσε πάνω της το κορμί του να χαλαρώνει, μετά το ξαφνικό σφίξιμό του. Ο Αριστοφάνης άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, σφίγγοντας απαλά το εφηβικό της κεφάλι στο στήθος του. Ψιθύρισε στο αυτί της, «το άλλο μου μισό... Το άλλο μου μισό...» και συνέχισε –πιο ήρεμα, πιο ευγενικά– αυτό που είχε διακόψει λίγες στιγμές πριν. Τι ωραία θα ήταν να ήταν κι αυτή στο θέατρο, να δει τη δόξα του, να δει την αγάπη και τον ενθουσιασμό των συμπολιτών του για το πρόσωπο του άντρα της. Πέραν, όμως, απ’ το ότι σαν γυναίκα δε μπορούσε να βρεθεί στο θέατρο, κάποιος έπρεπε να μείνει στο σπίτι να φροντίσει το μικρό Φίλιππο, που αντίκρισε το φως του ήλιου ένα μήνα περίπου πριν, την 15η Ποσειδεώνος, ανήμερα της γιορτής των μικρών Διονυσίων. Αυτά σκεφτόταν ξαπλωμένος στο ανάκλιντρό του ο Αριστοφάνης και στο συμπόσιο που διοργάνωσε ο Καλλίμαχος, ο πλούσιος Αθηναίος στον οποίο είχε ανατεθεί από το Δήμο η χορηγία της κωμωδίας του, για να γιορτάσει τη νίκη της. Ο Καλλίμαχος απηύθυνε το λόγο στον ποιητή.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
181
«Πολύ ρεμβάζεις, ω Αριστοφάνη. Πού τρέχει ο νους σου; Πιες, μην ντρέπεσαι! Δικιά σου είναι η βραδιά!» «Μην τον ξεσυνερίζεσαι, Καλλίμαχε», πετάχτηκε ο Εύπολις. «Από τότε που παντρεύτηκε, τον έχουμε χάσει από τα συμπόσια και τις γιορτές! Μάταια οι ναύτες του Πειραιά ψάχνουν τον τρελό να κατέβει από το πλοίο της Αίγινας! Για όσες δουλειές έχει στην πόλη στέλνει εκείνο το ρεμάλι το δούλο του τον Τρίβωνα, που όλο γκρινιάζει και βαρυγκομεί!» Ο Αριστοφάνης προσπάθησε να υπερασπιστεί τον αγαπημένο του δούλο. «Είναι σαν το βόδι του Αρχίλοχου ο Τρίβων, γι’ αυτό τον εμπιστεύομαι! “Έχουμε στο κτήμα ένα βόδι ωραίο και δυνατό. / Ξέρει καλά τη δουλειά του: Δεν την εκτιμά”!» «Φαίνεται πως η γυναίκα του Αριστοφάνη», παρενέβη και ο Μελάννιππος, «είναι πολύ τυχερή! Δεν φοβάται τα ξεπορτίσματα του άντρα της, γιατί και να βγει από το σπίτι, πού θα πάει; Ούτε Μεγαρίτισσες, ούτε Κορίνθιες πόρνες έχει το νησί, ούτε άλλες σοβαρές γυναίκες για να παίξει ο φίλος μας! Οπότε, αναγκαστικά, τρώει κάθε βράδυ από το ίδιο φαί!» Ο Αριστοφάνης γέλασε. «Τα χόρτασα τα μπουτάκια τα σαν από καλολαξεμένο μάρμαρο, τα κωλαράκια τα σαν απαλά μαξιλάρια και τα βυζάκια τα σαν σφιχτά κυδώνια, φίλοι μου! Άλλωστε, όπως λέει και ο Αλκαίος, “Αυτό που δίνει κανείς στην πόρνη / είναι σαν κύμα της θάλασσας που μπαίνει στην πόλη!”» «Ποτέ δεν χορταίνονται αυτά που μας περιγράφεις φίλε μου, όσο κι αν το φοβάσαι αυτό το κύμα! “Χωρίς ηδονή ποιος βίος θνητών είναι ποθητός ή ποια εξουσία; / Χωρίς αυτήν ούτε των θεών η ζωή δεν είναι αξιοζήλευτη!” Αυτό μας διδάσκει ο Σιμωνίδης ο Κείος!» αντέδρασε ο Εύπολις.
180
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
χτήματα, όταν έπιανε τον εαυτό του ν’ ανυπομονεί για το πότε θα φανεί η μικρούλα, κρατώντας λουλούδια να του κάνει ένα αστείο, κάποια ερώτηση, να του ρίξει ένα βλέμμα μ’ εκείνες τις ματάρες της. Και αυτός, δήθεν αθώα, να τις διαβάζει κανά στίχο, σαν το «Τον τρυφερό τον Έρωτα, που μ’ άνθινα στεφάνια / είναι γεμάτος, νοιάζομαι να τραγουδώ. Αυτός είναι / και των θεών εξουσιαστής, αυτός και τους ανθρώπους / καταπονεί», του Ανακρέοντα, και να τη ρωτάει τη γνώμη της για τα λόγια του ποιητή... Η Ελιχρύση ένιωσε πάνω της το κορμί του να χαλαρώνει, μετά το ξαφνικό σφίξιμό του. Ο Αριστοφάνης άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, σφίγγοντας απαλά το εφηβικό της κεφάλι στο στήθος του. Ψιθύρισε στο αυτί της, «το άλλο μου μισό... Το άλλο μου μισό...» και συνέχισε –πιο ήρεμα, πιο ευγενικά– αυτό που είχε διακόψει λίγες στιγμές πριν. Τι ωραία θα ήταν να ήταν κι αυτή στο θέατρο, να δει τη δόξα του, να δει την αγάπη και τον ενθουσιασμό των συμπολιτών του για το πρόσωπο του άντρα της. Πέραν, όμως, απ’ το ότι σαν γυναίκα δε μπορούσε να βρεθεί στο θέατρο, κάποιος έπρεπε να μείνει στο σπίτι να φροντίσει το μικρό Φίλιππο, που αντίκρισε το φως του ήλιου ένα μήνα περίπου πριν, την 15η Ποσειδεώνος, ανήμερα της γιορτής των μικρών Διονυσίων. Αυτά σκεφτόταν ξαπλωμένος στο ανάκλιντρό του ο Αριστοφάνης και στο συμπόσιο που διοργάνωσε ο Καλλίμαχος, ο πλούσιος Αθηναίος στον οποίο είχε ανατεθεί από το Δήμο η χορηγία της κωμωδίας του, για να γιορτάσει τη νίκη της. Ο Καλλίμαχος απηύθυνε το λόγο στον ποιητή.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
181
«Πολύ ρεμβάζεις, ω Αριστοφάνη. Πού τρέχει ο νους σου; Πιες, μην ντρέπεσαι! Δικιά σου είναι η βραδιά!» «Μην τον ξεσυνερίζεσαι, Καλλίμαχε», πετάχτηκε ο Εύπολις. «Από τότε που παντρεύτηκε, τον έχουμε χάσει από τα συμπόσια και τις γιορτές! Μάταια οι ναύτες του Πειραιά ψάχνουν τον τρελό να κατέβει από το πλοίο της Αίγινας! Για όσες δουλειές έχει στην πόλη στέλνει εκείνο το ρεμάλι το δούλο του τον Τρίβωνα, που όλο γκρινιάζει και βαρυγκομεί!» Ο Αριστοφάνης προσπάθησε να υπερασπιστεί τον αγαπημένο του δούλο. «Είναι σαν το βόδι του Αρχίλοχου ο Τρίβων, γι’ αυτό τον εμπιστεύομαι! “Έχουμε στο κτήμα ένα βόδι ωραίο και δυνατό. / Ξέρει καλά τη δουλειά του: Δεν την εκτιμά”!» «Φαίνεται πως η γυναίκα του Αριστοφάνη», παρενέβη και ο Μελάννιππος, «είναι πολύ τυχερή! Δεν φοβάται τα ξεπορτίσματα του άντρα της, γιατί και να βγει από το σπίτι, πού θα πάει; Ούτε Μεγαρίτισσες, ούτε Κορίνθιες πόρνες έχει το νησί, ούτε άλλες σοβαρές γυναίκες για να παίξει ο φίλος μας! Οπότε, αναγκαστικά, τρώει κάθε βράδυ από το ίδιο φαί!» Ο Αριστοφάνης γέλασε. «Τα χόρτασα τα μπουτάκια τα σαν από καλολαξεμένο μάρμαρο, τα κωλαράκια τα σαν απαλά μαξιλάρια και τα βυζάκια τα σαν σφιχτά κυδώνια, φίλοι μου! Άλλωστε, όπως λέει και ο Αλκαίος, “Αυτό που δίνει κανείς στην πόρνη / είναι σαν κύμα της θάλασσας που μπαίνει στην πόλη!”» «Ποτέ δεν χορταίνονται αυτά που μας περιγράφεις φίλε μου, όσο κι αν το φοβάσαι αυτό το κύμα! “Χωρίς ηδονή ποιος βίος θνητών είναι ποθητός ή ποια εξουσία; / Χωρίς αυτήν ούτε των θεών η ζωή δεν είναι αξιοζήλευτη!” Αυτό μας διδάσκει ο Σιμωνίδης ο Κείος!» αντέδρασε ο Εύπολις.
182
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο χορό μπήκε και ο Μελάνιππος, τραγουδώντας μια ελεγεία του Μίμνερμου. «Τι είν’ η ζωή και ποια η χαρά χωρίς χρυσή Αφροδίτη; / Κάλλιο ας πεθάνω τη στιγμή που πια δε θα με νοιάζει / γι’ αγάπης κρυφοσμίξιμο και γι’ αγκαλιά και δώρα / χαριτωμένα, αν τον ανθό λιμπίζουνται της νιότης / γυναίκες κι άντρες.» «Ακριβώς, ακριβέ μου φίλε! Και πρέπει όσο είμαστε νέοι να την κυνηγάμε όπου τη βρούμε την ηδονή, γιατί αλλιώς, θα πάθουμε αυτό που έπαθε ο Ανακρέων: “Καθώς μ’ είδεν ο Έρωτας να έχω ψαρά τα γένια, / πετάει με τις χρυσόλαμπρες φτερούγες του μακριά μου!”», συνέχισε χαμογελώντας ο Εύπολις. «Ω, με παρεξηγήσατε, καλοί μου! Δεν αρνούμαι την αγάπη ή τα σκιρτήματα των ηδονών. Όπως και να ’χει, όμως, κάποια στιγμή ο άνθρωπος οφείλει να βρίσκει απάγκιο σε απάνεμο λιμάνι, στην αγκαλιά της γυναίκας του και μέσα εκεί να κυνηγά την ηδονή.» «Μακριά από εταίρες με δέρμα λευκό σαν το γάλα; Μακριά από σφιχτοδεμένα κορμιά αγοριών από την Ιωνία;» «Μακριάαα! Και άκου το γιατί: Παλιά, πολύ παλιά, εμείς οι άνθρωποι ήμασταν εντελώς διαφορετικοί. Ήμασταν κάτι ολοστρόγγυλα πλάσματα με οχτώ άκρα, δύο ράχες και δύο πρόσωπα. Όποτε θέλαμε να τρέξουμε μαζεύαμε τα άκρα, τα χέρια και τα ποδάρια μας, και τσουλάγαμε, σα σφαίρα! Η σωματική δύναμη αυτών των πλασμάτων ήταν τεράστια, τόση, που κάποια στιγμή καταλήφθηκαν από έπαρση και τα έβαλαν με τους θεούς! Ο Δίας προσπάθησε πάρα πολύ να βρει τον τρόπο ν’ αντιμετωπίσει αυτούς τους προγόνους μας. Τελικά, αφού έστυψε το κεφάλι του, το βρήκε! Θα τους έκοβε στη μέση! Έτσι θα τους αποδυνάμωνε και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
183
θα τους πλήθαινε, κάνοντάς τους πιο ευάλωτους στις δικές τους έριδες. Μας έπιασε, λοιπόν ένα ένα και άρχισε να μας σχίζει στα δυο, σαν τα βερίκοκα. Από εκεί προκύψαμε εμείς οι άνθρωποι με τη μορφή που έχουμε σήμερα. Από τότε που χωρίσαμε από το άλλο μας μισό, όμως, το ψάχνουμε απεγνωσμένα παντού.» «Κι εσύ θες να πεις ότι η Ελιχρύση είναι το άλλο σου μισό;» «Όλον αυτό το χρόνο που ζω μαζί με τη Ελιχρύση, διαπιστώνω πόσο άσχημα ήμουν όσο δεν τη γνώριζα. Απορώ πώς ζούσα νωρίτερα χωρίς αυτήν!» Ο Καλλίστρατος άκουγε με προσοχή αλλά με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο κοκκινισμένο του πρόσωπο. «Το σημείο που χωρίστηκαν αυτά τα παράξενα πλάσματα ήταν εκεί που η γυναίκα δέχεται τον έρωτα του άντρα; Το μόριό του ήταν ας πούμε ο πίρος που συγκρατούσε τα δύο μέρη ενωμένα σε σχήμα σφαίρας;» «Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, Καλλίστρατε;» Ο Καλλίστρατος κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. «Καλέ μου Αριστοφάνη, δε θα φέρω σαν παράδειγμα τον εαυτό μου ή άλλους για να σου αποδείξω ότι η ιστορία σου, παρότι ευχάριστη, είναι ελλιπής αν όχι λανθασμένη.» «Και ποιους θα επικαλεστείς, δάσκαλέ μου;» «Από τη μια έχεις τους στίχους του θείου Όμηρου, όταν τραγουδάει την αγάπη του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο», είπε και σήκωσε μπροστά του μία κύλικα με το ένα του χέρι. Με το άλλο του έπιασε μια άλλη και την έφερε στο ίδιο ύψος με την άλλη. «Από την άλλη τους στίχους της Λεσβίας». «Γογγύλα σε φωνάζω / φανερώσου! / Τον άσπρο χιτώνα σαν φοράς πού ’ναι σα γάλα / να ’ξερες πόσοι πόθοι σε περι-
182
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο χορό μπήκε και ο Μελάνιππος, τραγουδώντας μια ελεγεία του Μίμνερμου. «Τι είν’ η ζωή και ποια η χαρά χωρίς χρυσή Αφροδίτη; / Κάλλιο ας πεθάνω τη στιγμή που πια δε θα με νοιάζει / γι’ αγάπης κρυφοσμίξιμο και γι’ αγκαλιά και δώρα / χαριτωμένα, αν τον ανθό λιμπίζουνται της νιότης / γυναίκες κι άντρες.» «Ακριβώς, ακριβέ μου φίλε! Και πρέπει όσο είμαστε νέοι να την κυνηγάμε όπου τη βρούμε την ηδονή, γιατί αλλιώς, θα πάθουμε αυτό που έπαθε ο Ανακρέων: “Καθώς μ’ είδεν ο Έρωτας να έχω ψαρά τα γένια, / πετάει με τις χρυσόλαμπρες φτερούγες του μακριά μου!”», συνέχισε χαμογελώντας ο Εύπολις. «Ω, με παρεξηγήσατε, καλοί μου! Δεν αρνούμαι την αγάπη ή τα σκιρτήματα των ηδονών. Όπως και να ’χει, όμως, κάποια στιγμή ο άνθρωπος οφείλει να βρίσκει απάγκιο σε απάνεμο λιμάνι, στην αγκαλιά της γυναίκας του και μέσα εκεί να κυνηγά την ηδονή.» «Μακριά από εταίρες με δέρμα λευκό σαν το γάλα; Μακριά από σφιχτοδεμένα κορμιά αγοριών από την Ιωνία;» «Μακριάαα! Και άκου το γιατί: Παλιά, πολύ παλιά, εμείς οι άνθρωποι ήμασταν εντελώς διαφορετικοί. Ήμασταν κάτι ολοστρόγγυλα πλάσματα με οχτώ άκρα, δύο ράχες και δύο πρόσωπα. Όποτε θέλαμε να τρέξουμε μαζεύαμε τα άκρα, τα χέρια και τα ποδάρια μας, και τσουλάγαμε, σα σφαίρα! Η σωματική δύναμη αυτών των πλασμάτων ήταν τεράστια, τόση, που κάποια στιγμή καταλήφθηκαν από έπαρση και τα έβαλαν με τους θεούς! Ο Δίας προσπάθησε πάρα πολύ να βρει τον τρόπο ν’ αντιμετωπίσει αυτούς τους προγόνους μας. Τελικά, αφού έστυψε το κεφάλι του, το βρήκε! Θα τους έκοβε στη μέση! Έτσι θα τους αποδυνάμωνε και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
183
θα τους πλήθαινε, κάνοντάς τους πιο ευάλωτους στις δικές τους έριδες. Μας έπιασε, λοιπόν ένα ένα και άρχισε να μας σχίζει στα δυο, σαν τα βερίκοκα. Από εκεί προκύψαμε εμείς οι άνθρωποι με τη μορφή που έχουμε σήμερα. Από τότε που χωρίσαμε από το άλλο μας μισό, όμως, το ψάχνουμε απεγνωσμένα παντού.» «Κι εσύ θες να πεις ότι η Ελιχρύση είναι το άλλο σου μισό;» «Όλον αυτό το χρόνο που ζω μαζί με τη Ελιχρύση, διαπιστώνω πόσο άσχημα ήμουν όσο δεν τη γνώριζα. Απορώ πώς ζούσα νωρίτερα χωρίς αυτήν!» Ο Καλλίστρατος άκουγε με προσοχή αλλά με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο κοκκινισμένο του πρόσωπο. «Το σημείο που χωρίστηκαν αυτά τα παράξενα πλάσματα ήταν εκεί που η γυναίκα δέχεται τον έρωτα του άντρα; Το μόριό του ήταν ας πούμε ο πίρος που συγκρατούσε τα δύο μέρη ενωμένα σε σχήμα σφαίρας;» «Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, Καλλίστρατε;» Ο Καλλίστρατος κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. «Καλέ μου Αριστοφάνη, δε θα φέρω σαν παράδειγμα τον εαυτό μου ή άλλους για να σου αποδείξω ότι η ιστορία σου, παρότι ευχάριστη, είναι ελλιπής αν όχι λανθασμένη.» «Και ποιους θα επικαλεστείς, δάσκαλέ μου;» «Από τη μια έχεις τους στίχους του θείου Όμηρου, όταν τραγουδάει την αγάπη του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο», είπε και σήκωσε μπροστά του μία κύλικα με το ένα του χέρι. Με το άλλο του έπιασε μια άλλη και την έφερε στο ίδιο ύψος με την άλλη. «Από την άλλη τους στίχους της Λεσβίας». «Γογγύλα σε φωνάζω / φανερώσου! / Τον άσπρο χιτώνα σαν φοράς πού ’ναι σα γάλα / να ’ξερες πόσοι πόθοι σε περι-
184
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τριγυρίζουν!» μουρμούρισε σπαραχτικά κάποιος από τους συνδαιτημόνες. «Αν λοιπόν όπως τα λες οι πρόγονοί μας ήσαν μισοί άντρες και μισοί γυναίκες και τώρα περιδιαβαίνουν τον κόσμο ψάχνοντας το άλλο τους μισό, εγώ γιατί δεν νιώθω σκιρτήματα όταν αντικρίζω τα γυναικεία λαγόνια;» Τα λόγια του Καλλίστρατου επικρότησε με τον κύλικά του ψηλά ο Μελάνιππος, απαγγέλλοντας το στίχο του Αρχίλοχου: «Ό, τι πολυτιμότερο έχουν η τύχη και η μοίρα, / αν είναι να το δώσουν, σε άντρα θα το δώσουν!» Και συνέχισε, λέγοντας προς τον Αριστοφάνη: «Πρέπει να την αλλάξεις την ιστορία, φίλε μου, αν έχεις να την ξαναπείς και σε άλλα συμπόσια για να διασκεδάσεις τους συνδαιτημόνες σου!» Ο Εύπολις προσφέρθηκε να βοηθήσει: «Ας πούμε ότι όντως οι άνθρωποι ήσαν σχηματισμένοι όπως περιγράφει ο Αριστοφάνης μας. Δεν είναι ανάγκη όμως τα δύο μισά να ήταν το ένα άντρας και το άλλο γυναίκα! Ας πούμε ότι άλλες σφαίρες διέθεταν στον ομφαλό τους δύο μαλαπέρδες δεμένες κόμπο, άλλες να είχαν στο κέντρο τους δυο ζευγάρια εφαπτόμενα υγρά κόκκινα χείλη και άλλες να ήσαν όπως τις πρωτοφαντάστηκε ο Αριστοφάνης, με το αντρικό μόριο να σφίγγεται από την γυναικεία χαράδρα.» Ο Αριστοφάνης ενθουσιάστηκε με την ιδέα του φίλου του. «Ω, γλυκέ μου Εύπολι, από πόσο δύσκολη θέση με έβγαλες! Και πόσο ταιριαστή είναι η ιδέα σου με όσα αντικρίζουμε καθημερινά τριγύρω μας! Δες τις γυναίκες που κατάγονται από το γυναικογύναικο! Όσο καλός και να είναι ο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
185
σύζυγός τους, αυτές είναι μέσα στη γκρίνια, την τσαντίλα, τη στεναχώρια. Οι άντρες που βγήκαν από το αντρόαντρο είναι οι αντρειωμένοι, οι πιο θαρραλέοι, που δεν διστάζουν ν’ ασχοληθούν ενεργότερα όλων με τα κοινά, αποφασισμένοι να πηδήξουν φυλές και πόλεις ολόκληρες μέχρι να βρουν το άλλο τους μισό!» Ξέσπασαν όλοι τους σε γέλια από το θριαμβευτικό τόνο του Αριστοφάνη, ο οποίος συνέχισε πιο ήρεμα και με πιο πονηρό βλέμμα: «Ε, και μετά είμαστε κι εμείς, οι άντρες που προερχόμαστε από το αντρόγυνο, που μέχρι να βρούμε το άλλο μας μισό, το ψάχνουμε σε διάφορα κρεβάτια και γινόμενοι χωρίς δισταγμό μοιχοί, αν έτυχε να παντρευτούμε άλλη από το ιδανικό μας ταίρι.» Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και συνέχισε. «Ευτυχώς εγώ μπορώ νομίζω να δηλώσω ότι το άλλο μου μισό το βρήκα στο κορμάκι της Ελιχρύσης.» Τον λόγο τώρα ξαναπήρε ο Εύπολις, έχοντας ένα πολύ σκεφτικό ύφος. Όχι, δεν ήταν πηγή της στραβομουτσουνιάς του η τρίτη θέση που πήρε η δικιά του κωμωδία, οι «Νουμηνίες», πίσω από τον Αριστοφάνη και τον Κρατίνο. Όχι, παραήταν στρυφνή η έκφρασή του για να είναι ειλικρινής, κι αυτό φάνηκε κι από τη φράση που βγήκε από το στόμα του. «Ακόμα κι έτσι, όμως, η ερμηνεία που δίνεις στον έρωτα δεν με ικανοποιεί ιδιαίτερα, φίλε μου.» Ο Αριστοφάνης ανακάθισε για να τον ακούσει καλύτερα. «Εντάξει, ο έρως είναι η φύση του ανθρώπου, η πηγή της ύπαρξής του. Όμως ο άντρας παντρεύεται συνήθως στα 25 καλοκαίρια του, έτσι; Αν ισχύει αυτό που λες, για το άλλο μισό και την ολοκλήρωση που νιώθει όταν το βρει, τότε, αν είναι
184
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τριγυρίζουν!» μουρμούρισε σπαραχτικά κάποιος από τους συνδαιτημόνες. «Αν λοιπόν όπως τα λες οι πρόγονοί μας ήσαν μισοί άντρες και μισοί γυναίκες και τώρα περιδιαβαίνουν τον κόσμο ψάχνοντας το άλλο τους μισό, εγώ γιατί δεν νιώθω σκιρτήματα όταν αντικρίζω τα γυναικεία λαγόνια;» Τα λόγια του Καλλίστρατου επικρότησε με τον κύλικά του ψηλά ο Μελάνιππος, απαγγέλλοντας το στίχο του Αρχίλοχου: «Ό, τι πολυτιμότερο έχουν η τύχη και η μοίρα, / αν είναι να το δώσουν, σε άντρα θα το δώσουν!» Και συνέχισε, λέγοντας προς τον Αριστοφάνη: «Πρέπει να την αλλάξεις την ιστορία, φίλε μου, αν έχεις να την ξαναπείς και σε άλλα συμπόσια για να διασκεδάσεις τους συνδαιτημόνες σου!» Ο Εύπολις προσφέρθηκε να βοηθήσει: «Ας πούμε ότι όντως οι άνθρωποι ήσαν σχηματισμένοι όπως περιγράφει ο Αριστοφάνης μας. Δεν είναι ανάγκη όμως τα δύο μισά να ήταν το ένα άντρας και το άλλο γυναίκα! Ας πούμε ότι άλλες σφαίρες διέθεταν στον ομφαλό τους δύο μαλαπέρδες δεμένες κόμπο, άλλες να είχαν στο κέντρο τους δυο ζευγάρια εφαπτόμενα υγρά κόκκινα χείλη και άλλες να ήσαν όπως τις πρωτοφαντάστηκε ο Αριστοφάνης, με το αντρικό μόριο να σφίγγεται από την γυναικεία χαράδρα.» Ο Αριστοφάνης ενθουσιάστηκε με την ιδέα του φίλου του. «Ω, γλυκέ μου Εύπολι, από πόσο δύσκολη θέση με έβγαλες! Και πόσο ταιριαστή είναι η ιδέα σου με όσα αντικρίζουμε καθημερινά τριγύρω μας! Δες τις γυναίκες που κατάγονται από το γυναικογύναικο! Όσο καλός και να είναι ο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
185
σύζυγός τους, αυτές είναι μέσα στη γκρίνια, την τσαντίλα, τη στεναχώρια. Οι άντρες που βγήκαν από το αντρόαντρο είναι οι αντρειωμένοι, οι πιο θαρραλέοι, που δεν διστάζουν ν’ ασχοληθούν ενεργότερα όλων με τα κοινά, αποφασισμένοι να πηδήξουν φυλές και πόλεις ολόκληρες μέχρι να βρουν το άλλο τους μισό!» Ξέσπασαν όλοι τους σε γέλια από το θριαμβευτικό τόνο του Αριστοφάνη, ο οποίος συνέχισε πιο ήρεμα και με πιο πονηρό βλέμμα: «Ε, και μετά είμαστε κι εμείς, οι άντρες που προερχόμαστε από το αντρόγυνο, που μέχρι να βρούμε το άλλο μας μισό, το ψάχνουμε σε διάφορα κρεβάτια και γινόμενοι χωρίς δισταγμό μοιχοί, αν έτυχε να παντρευτούμε άλλη από το ιδανικό μας ταίρι.» Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και συνέχισε. «Ευτυχώς εγώ μπορώ νομίζω να δηλώσω ότι το άλλο μου μισό το βρήκα στο κορμάκι της Ελιχρύσης.» Τον λόγο τώρα ξαναπήρε ο Εύπολις, έχοντας ένα πολύ σκεφτικό ύφος. Όχι, δεν ήταν πηγή της στραβομουτσουνιάς του η τρίτη θέση που πήρε η δικιά του κωμωδία, οι «Νουμηνίες», πίσω από τον Αριστοφάνη και τον Κρατίνο. Όχι, παραήταν στρυφνή η έκφρασή του για να είναι ειλικρινής, κι αυτό φάνηκε κι από τη φράση που βγήκε από το στόμα του. «Ακόμα κι έτσι, όμως, η ερμηνεία που δίνεις στον έρωτα δεν με ικανοποιεί ιδιαίτερα, φίλε μου.» Ο Αριστοφάνης ανακάθισε για να τον ακούσει καλύτερα. «Εντάξει, ο έρως είναι η φύση του ανθρώπου, η πηγή της ύπαρξής του. Όμως ο άντρας παντρεύεται συνήθως στα 25 καλοκαίρια του, έτσι; Αν ισχύει αυτό που λες, για το άλλο μισό και την ολοκλήρωση που νιώθει όταν το βρει, τότε, αν είναι
186
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ολοκληρωμένος από τα 25 του, τότε τι θα κυνηγάει στην υπόλοιπη ζωή του; Πώς θα παλεύει να την καλυτερεύει; Και, έστω ότι ταιριάζει μια γυναίκα σ’ έναν άντρα. Είναι δυνατόν να ταιριάζει ένας άντρας σε μια γυναίκα;» «Ή εγώ έχω πιει πολύ, Εύπολι, και δεν καταλαβαίνω τον προβληματισμό σου, ή εσύ έχεις πιει παραπάνω απ’ όσο αντέχεις και δεν ξέρεις τι λες.» «Να σου το πω μ’ ένα παράδειγμα. Να δεχτώ ότι η Ασπασία ήταν το συμπλήρωμα του Περικλή. Το καταλάβαμε όλοι, και μάλιστα με αρκετά επώδυνο τρόπο. Η Ασπασία, όμως, μια εταίρα, ποιόν είχε για συμπλήρωμά της; Τον Περικλή; Το Λυσικλή; Το Σωκράτη; Κάποιον άλλο από τους πολλούς της εραστές;» «Κι από πότε σε νοιάζει, φίλε μου», πετάχτηκε ο Μελάνιππος, «ποιόν θεωρεί η γυναίκα συμπλήρωμά της; Δεν φτάνει η γνώμη του άντρα; Από πότε έχει λόγο η γυναίκα;» Κάνοντας σήμα στο Μελάνιππο να σωπάσει, ο Εύπολις συνέχισε με το προσποιητό σοβαρό του ύφος: «Να στο πάω ακόμα πιο πέρα, πατώντας πάλι στο παράδειγμα του Περικλή και της Ασπασίας. Οι πατρώοι νόμοι και θεσμοί μας επιβάλλουν να παντρευόμαστε μόνο Αθηναίες –αν θέλουμε να διατηρηθεί ο οίκος μας- από μάνα και πατέρα. Αν αυτό το συμπλήρωμά μας είναι μια ξένη, μια δούλα, δεν είμαστε καταδικασμένοι είτε στην αιώνια ατέλεια είτε στην παύση του οίκου μας;» «Όχου!», έκανε σκασμένος ο Αριστοφάνης, όταν κατάλαβε ότι ο φίλος του αστειευόταν και διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε επιτόπου να σκαρφιστεί μια αστεία απάντηση για να τον βουλώσει. «Δεν θα λύσω εγώ το πρόβλημα του Έρωτα και της Πόλης! Παραδέχομαι την ήττα μου στο παιχνίδι σου Εύπολι κι αδειάζω στην υγειά σου αυτόν εδώ τον
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
187
κύλικα!» Σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού του το κρασί που κυλούσε από το στόμα του συνέχισε. «Για τη Ελιχρύση όμως, μα τον Δία, είμαι ικανός να θυσιάσω δέκα από τα καλύτερα βόδια της Αθήνας στην Κύπριδα θεά, την Αφροδίτη. Όταν είμαι μαζί της, μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχισμένος. Τώρα. Αυτήν την εποχή. Αργότερα, αν την βαρεθώ κάποια στιγμή στο μέλλον, στο πολύ μακρινό μέλλον, κανείς δεν θα μου απαγορεύσει την ευχαρίστηση μιας πρόθυμης δούλας ή ενός άτριχου αγοριού! Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι κάποια στιγμή, παλιά, πολύ παλιά, εγώ κι αυτή ήμασταν ένα!» Ο Εύπολις πανηγύρισε την επιτυχία του σηκώνοντας ψηλά και το δικό του κύλικα, σχεδόν αδειάζοντάς τον πάνω του, την ώρα που ο Αριστοφάνης καλούσε τον οινοχόο να τον ξανασερβίρει με γλυκό σαμιώτικο οίνο, νερωμένο με θαλασσόνερο. Πού να ήξερε ότι όχι μόνο δεν θα την βαριόταν την Ελιχρύση του, αλλά ότι θα ζούσε μαζί της και με τα τρία τους παιδιά μέχρι τα βαθιά γεράματα... Ο οικοδεσπότης Καλλίμαχος, βλέποντας τους υπόλοιπους καλεσμένους που ήσαν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα απέναντί του να δυσανασχετούν με τους τρεις φίλους που μονοπωλούσαν την κουβέντα, προσπάθησε να τους βάλει κι αυτούς στη συζήτηση. «Αλήθεια, πώς σας φάνηκε η κωμωδία του Αριστοφάνη; Την άξιζε τη νίκη, έτσι;» Ένας από τους καλεσμένους πήρε το λόγο, και άρχισε σοβαρά να κριτικάρει. «Πολύ καλή η κωμωδία σου, Αριστοφάνη. Εμπνευσμένη η υπόθεσή της, ενώ πολλά πράγματα μπορεί να διδαχτεί κάποιος απ’ αυτήν. Ωστόσο, έχω μερικές παρατηρήσεις να σου κάνω. Η μεγαλύτερή μου διαφωνία με την προσέγγιση
186
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ολοκληρωμένος από τα 25 του, τότε τι θα κυνηγάει στην υπόλοιπη ζωή του; Πώς θα παλεύει να την καλυτερεύει; Και, έστω ότι ταιριάζει μια γυναίκα σ’ έναν άντρα. Είναι δυνατόν να ταιριάζει ένας άντρας σε μια γυναίκα;» «Ή εγώ έχω πιει πολύ, Εύπολι, και δεν καταλαβαίνω τον προβληματισμό σου, ή εσύ έχεις πιει παραπάνω απ’ όσο αντέχεις και δεν ξέρεις τι λες.» «Να σου το πω μ’ ένα παράδειγμα. Να δεχτώ ότι η Ασπασία ήταν το συμπλήρωμα του Περικλή. Το καταλάβαμε όλοι, και μάλιστα με αρκετά επώδυνο τρόπο. Η Ασπασία, όμως, μια εταίρα, ποιόν είχε για συμπλήρωμά της; Τον Περικλή; Το Λυσικλή; Το Σωκράτη; Κάποιον άλλο από τους πολλούς της εραστές;» «Κι από πότε σε νοιάζει, φίλε μου», πετάχτηκε ο Μελάνιππος, «ποιόν θεωρεί η γυναίκα συμπλήρωμά της; Δεν φτάνει η γνώμη του άντρα; Από πότε έχει λόγο η γυναίκα;» Κάνοντας σήμα στο Μελάνιππο να σωπάσει, ο Εύπολις συνέχισε με το προσποιητό σοβαρό του ύφος: «Να στο πάω ακόμα πιο πέρα, πατώντας πάλι στο παράδειγμα του Περικλή και της Ασπασίας. Οι πατρώοι νόμοι και θεσμοί μας επιβάλλουν να παντρευόμαστε μόνο Αθηναίες –αν θέλουμε να διατηρηθεί ο οίκος μας- από μάνα και πατέρα. Αν αυτό το συμπλήρωμά μας είναι μια ξένη, μια δούλα, δεν είμαστε καταδικασμένοι είτε στην αιώνια ατέλεια είτε στην παύση του οίκου μας;» «Όχου!», έκανε σκασμένος ο Αριστοφάνης, όταν κατάλαβε ότι ο φίλος του αστειευόταν και διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε επιτόπου να σκαρφιστεί μια αστεία απάντηση για να τον βουλώσει. «Δεν θα λύσω εγώ το πρόβλημα του Έρωτα και της Πόλης! Παραδέχομαι την ήττα μου στο παιχνίδι σου Εύπολι κι αδειάζω στην υγειά σου αυτόν εδώ τον
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
187
κύλικα!» Σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού του το κρασί που κυλούσε από το στόμα του συνέχισε. «Για τη Ελιχρύση όμως, μα τον Δία, είμαι ικανός να θυσιάσω δέκα από τα καλύτερα βόδια της Αθήνας στην Κύπριδα θεά, την Αφροδίτη. Όταν είμαι μαζί της, μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχισμένος. Τώρα. Αυτήν την εποχή. Αργότερα, αν την βαρεθώ κάποια στιγμή στο μέλλον, στο πολύ μακρινό μέλλον, κανείς δεν θα μου απαγορεύσει την ευχαρίστηση μιας πρόθυμης δούλας ή ενός άτριχου αγοριού! Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι κάποια στιγμή, παλιά, πολύ παλιά, εγώ κι αυτή ήμασταν ένα!» Ο Εύπολις πανηγύρισε την επιτυχία του σηκώνοντας ψηλά και το δικό του κύλικα, σχεδόν αδειάζοντάς τον πάνω του, την ώρα που ο Αριστοφάνης καλούσε τον οινοχόο να τον ξανασερβίρει με γλυκό σαμιώτικο οίνο, νερωμένο με θαλασσόνερο. Πού να ήξερε ότι όχι μόνο δεν θα την βαριόταν την Ελιχρύση του, αλλά ότι θα ζούσε μαζί της και με τα τρία τους παιδιά μέχρι τα βαθιά γεράματα... Ο οικοδεσπότης Καλλίμαχος, βλέποντας τους υπόλοιπους καλεσμένους που ήσαν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα απέναντί του να δυσανασχετούν με τους τρεις φίλους που μονοπωλούσαν την κουβέντα, προσπάθησε να τους βάλει κι αυτούς στη συζήτηση. «Αλήθεια, πώς σας φάνηκε η κωμωδία του Αριστοφάνη; Την άξιζε τη νίκη, έτσι;» Ένας από τους καλεσμένους πήρε το λόγο, και άρχισε σοβαρά να κριτικάρει. «Πολύ καλή η κωμωδία σου, Αριστοφάνη. Εμπνευσμένη η υπόθεσή της, ενώ πολλά πράγματα μπορεί να διδαχτεί κάποιος απ’ αυτήν. Ωστόσο, έχω μερικές παρατηρήσεις να σου κάνω. Η μεγαλύτερή μου διαφωνία με την προσέγγιση
188
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του έργου σου είναι η επιλογή του ήρωα ν’ απορρίψει τους επίσημους θεσμούς της πόλης, την Εκκλησία του Δήμου, τους αγορανόμους, και να δημιουργήσει δικούς του, τη δικιά του κυβέρνηση, τη δικιά του επικράτεια, τους δικούς του ελεγκτικούς μηχανισμούς. Μου φάνηκε ότι με την ανατρεπτική του αυτή στάση, ο Δικαιόπολις ουσιαστικά αρνείται τους πατρώους σας θεσμούς και τους συκοφαντεί.» Ο Αριστοφάνης ξεσούρωσε απότομα και κοίταξε προσεκτικά –για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ– το συνομιλητή του. Αγνοούσε τ’ όνομά του, όμως η φάτσα του ήταν από τις γνωστές της αγοράς. Πριν προλάβει ν’ αρθρώσει την απάντησή του, πετάχτηκε ο Εύπολις. «Νικάνορα, καμάρι των σοφιστών, κρίμα που είσαι Μακεδόνας και δεν μπορείς να πιάσεις το δόρυ από εκεί που το έβαλαν στον κώλο του Κλέωνα πέρσι με την εισαγγελία του οι βουλευτές μας.» «Με παρεξήγησες, Εύπολι. Μακριά από τις προθέσεις μου είναι να υπερασπιστώ τους θεσμούς σας, πόσο μάλλον να κυνηγήσω τον Αριστοφάνη με μια νέα Εισαγγελία. Η ένστασή μου έγκειται, καθαρά φιλοσοφικά, στο αν έχει το δικαίωμα ένας πολίτης ν’ αμφισβητήσει γενικά τους παραδεγμένους θεσμούς της πόλης του και να συστήσει άλλους στη θέση τους!» Ο Αριστοφάνης ήταν έτοιμος να πάρει το λόγο, και τον πήρε πολύ επιθετικά. «Αγαπητέ μου, καταλαβαίνω ότι το εμπόρευμα που πουλάς στους πελάτες σου είναι ακριβώς αυτό που απειλείται από τις πράξεις του Δικαιόπολι: Τους τάζεις να τους μάθεις το πώς θα μιλάνε σωστά στην Εκκλησία του Δήμου, έτσι; Σε οποιαδήποτε πόλη που διαθέτει το θεσμό της Συνέλευσης των Πολιτών, έστω, και όχι μόνο εδώ, στην Αθήνα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
189
Οπότε αν οι πολίτες φτιάξουν τη δικιά τους πραγματική Συνέλευση, όπου οι κόλακες, οι συκοφάντες και οι μεταξωτοί σου πελάτες δεν έχουν θέση, τότε θα μείνεις χωρίς δουλειά.» Ο Νικάνορας δαγκώθηκε, ενώ σηκώθηκε σούσουρο από τους ξαπλωμένους στα ανάκλιντρα συμποσιάζοντες. Ο Αριστοφάνης σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι για να λύσω το πρόβλημά σου αυτό. Αν έκανες αυτό που πραγματικά διαφημίζεις, εσύ και όλοι οι άλλοι πάρα πολύ ξύπνιοι –το παραδέχομαι αυτό- συνάδελφοί σου, δηλαδή αν έφτιαχνες πραγματικά καλούς πολίτες, τότε θα το συζητούσαμε. Δε θες να φτιάξεις καλούς πολίτες. Ανέχεσαι απλά να φτιάχνεις καλούς αφέντες. Δεν έχεις κανένα πρόβλημα –ούτε εσύ, ούτε οι όμοιοί σου– που οι μόνοι σας πελάτες είναι οι αυριανοί δημαγωγοί, αυτοί που έχουν σαν μόνο σκοπό της ύπαρξής τους το ν’ ανεβαίνουν στο βήμα της Πνύκας και να φλομώνουν με ψέματα κι αθλιότητες τους πολίτες, κοροϊδεύοντάς τους, παραπλανώντας τους, κινώντας τους σαν κούκλες, για να επιτυγχάνουν αυτοί τους δικούς τους σκοπούς: Λίγα τάλαντα από το δημόσιο ταμείο, μερικά χτήματα παραπάνω, κάποιες προνομιακές πρεσβείες για να κλείσουν αποκλειστικές εμπορικές συμφωνίες και όλα τα σχετικά. Σε όλα αυτά, εγώ είμαι αντίθετος. Στη Δημοκρατία δεν χρειαζόμαστε αφέντες. Θυμήσου αυτό που έβαλε ο Αισχύλος στο στόμα του Πέρση Αγγελιοφόρου όταν τον ρώταγε η μάνα του Ξέρξη, ποιος ήταν ο αρχηγός των Ελλήνων: “Δεν είναι δούλοι μήτε υπήκοοι σε κανέναν”. Δεν ανεχόμασταν αρχηγούς όταν προσφέρονταν γι’ αυτή τη θέση, άνδρες ένδοξοι, αντρείοι, γεμάτοι πραγματικό μεγαλείο. Γιατί να τους ανεχόμαστε τώρα, που οι ενδιαφερόμενοι είναι ένα μάτσο γλυκομίλητων μπαγαπόντηδων;»
188
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του έργου σου είναι η επιλογή του ήρωα ν’ απορρίψει τους επίσημους θεσμούς της πόλης, την Εκκλησία του Δήμου, τους αγορανόμους, και να δημιουργήσει δικούς του, τη δικιά του κυβέρνηση, τη δικιά του επικράτεια, τους δικούς του ελεγκτικούς μηχανισμούς. Μου φάνηκε ότι με την ανατρεπτική του αυτή στάση, ο Δικαιόπολις ουσιαστικά αρνείται τους πατρώους σας θεσμούς και τους συκοφαντεί.» Ο Αριστοφάνης ξεσούρωσε απότομα και κοίταξε προσεκτικά –για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ– το συνομιλητή του. Αγνοούσε τ’ όνομά του, όμως η φάτσα του ήταν από τις γνωστές της αγοράς. Πριν προλάβει ν’ αρθρώσει την απάντησή του, πετάχτηκε ο Εύπολις. «Νικάνορα, καμάρι των σοφιστών, κρίμα που είσαι Μακεδόνας και δεν μπορείς να πιάσεις το δόρυ από εκεί που το έβαλαν στον κώλο του Κλέωνα πέρσι με την εισαγγελία του οι βουλευτές μας.» «Με παρεξήγησες, Εύπολι. Μακριά από τις προθέσεις μου είναι να υπερασπιστώ τους θεσμούς σας, πόσο μάλλον να κυνηγήσω τον Αριστοφάνη με μια νέα Εισαγγελία. Η ένστασή μου έγκειται, καθαρά φιλοσοφικά, στο αν έχει το δικαίωμα ένας πολίτης ν’ αμφισβητήσει γενικά τους παραδεγμένους θεσμούς της πόλης του και να συστήσει άλλους στη θέση τους!» Ο Αριστοφάνης ήταν έτοιμος να πάρει το λόγο, και τον πήρε πολύ επιθετικά. «Αγαπητέ μου, καταλαβαίνω ότι το εμπόρευμα που πουλάς στους πελάτες σου είναι ακριβώς αυτό που απειλείται από τις πράξεις του Δικαιόπολι: Τους τάζεις να τους μάθεις το πώς θα μιλάνε σωστά στην Εκκλησία του Δήμου, έτσι; Σε οποιαδήποτε πόλη που διαθέτει το θεσμό της Συνέλευσης των Πολιτών, έστω, και όχι μόνο εδώ, στην Αθήνα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
189
Οπότε αν οι πολίτες φτιάξουν τη δικιά τους πραγματική Συνέλευση, όπου οι κόλακες, οι συκοφάντες και οι μεταξωτοί σου πελάτες δεν έχουν θέση, τότε θα μείνεις χωρίς δουλειά.» Ο Νικάνορας δαγκώθηκε, ενώ σηκώθηκε σούσουρο από τους ξαπλωμένους στα ανάκλιντρα συμποσιάζοντες. Ο Αριστοφάνης σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι για να λύσω το πρόβλημά σου αυτό. Αν έκανες αυτό που πραγματικά διαφημίζεις, εσύ και όλοι οι άλλοι πάρα πολύ ξύπνιοι –το παραδέχομαι αυτό- συνάδελφοί σου, δηλαδή αν έφτιαχνες πραγματικά καλούς πολίτες, τότε θα το συζητούσαμε. Δε θες να φτιάξεις καλούς πολίτες. Ανέχεσαι απλά να φτιάχνεις καλούς αφέντες. Δεν έχεις κανένα πρόβλημα –ούτε εσύ, ούτε οι όμοιοί σου– που οι μόνοι σας πελάτες είναι οι αυριανοί δημαγωγοί, αυτοί που έχουν σαν μόνο σκοπό της ύπαρξής τους το ν’ ανεβαίνουν στο βήμα της Πνύκας και να φλομώνουν με ψέματα κι αθλιότητες τους πολίτες, κοροϊδεύοντάς τους, παραπλανώντας τους, κινώντας τους σαν κούκλες, για να επιτυγχάνουν αυτοί τους δικούς τους σκοπούς: Λίγα τάλαντα από το δημόσιο ταμείο, μερικά χτήματα παραπάνω, κάποιες προνομιακές πρεσβείες για να κλείσουν αποκλειστικές εμπορικές συμφωνίες και όλα τα σχετικά. Σε όλα αυτά, εγώ είμαι αντίθετος. Στη Δημοκρατία δεν χρειαζόμαστε αφέντες. Θυμήσου αυτό που έβαλε ο Αισχύλος στο στόμα του Πέρση Αγγελιοφόρου όταν τον ρώταγε η μάνα του Ξέρξη, ποιος ήταν ο αρχηγός των Ελλήνων: “Δεν είναι δούλοι μήτε υπήκοοι σε κανέναν”. Δεν ανεχόμασταν αρχηγούς όταν προσφέρονταν γι’ αυτή τη θέση, άνδρες ένδοξοι, αντρείοι, γεμάτοι πραγματικό μεγαλείο. Γιατί να τους ανεχόμαστε τώρα, που οι ενδιαφερόμενοι είναι ένα μάτσο γλυκομίλητων μπαγαπόντηδων;»
190
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο φιλόσοφος αρπάχτηκε, ενώ η ομήγυρη παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα αναμέτρηση. Ξεκίνησε την απάντησή του απαγγέλλοντας ειρωνικά ένα στίχο του Αρχίλοχου. «Δωρεάν εξυπηρέτηση; Και βέβαια όχι!» Και βλέποντας τον Αριστοφάνη να ξαφνιάζεται από την επίκληση του λυρικού ποιητή, συνέχισε. «Αφού έχουμε αυτό το ταλέντο, αυτές τις γνώσεις, κι αφού υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται γι’ αυτές, να τις κρατήσουμε για τον εαυτό μας;» «Και βέβαια όχι. Στο είπα και πριν. Σας θεωρώ όλους εσάς τους σοφιστές εξαιρετικά έξυπνους ανθρώπους. Και μόνο το γεγονός ότι αυξάνεστε και πληθύνεστε είναι απόδειξη τού πόσο καλή δουλειά κάνετε. Καλή για τα δικά σας συμφέροντα, όμως. Το πολίτευμά μας είναι δημοκρατία. Εδώ αποφασίζουν οι πολλοί, όχι οι λίγοι. Ούτε είναι σωστό στο πολίτευμά μας οι λίγοι να πείθουν τους πολλούς να κάνουν ό, τι αυτοί θέλουν, οπότε να οδηγούμαστε ξανά σε ολιγαρχία με δημοκρατικό προσωπείο. Αν όντως μπορείτε να διδάσκετε τους πολίτες πώς να γίνονται καλύτεροι, τότε διδάχτε τους. Όλους. Ανοιχτά και ελεύθερα. Όχι μόνο αυτούς που έχουν το πιο ηχηρό από νομίσματα πουγκί.» «Αυτό το αφήνουμε σ’ εσάς τους ποιητές, να τους μαθαίνετε για τους θεούς και τους δαίμονες! Εμείς είμαστε φιλόσοφοι. Οι παλιοί μας δάσκαλοι μελετούσαν τα στοιχεία της φύσης. Πώς κινούνται τ’ αστέρια στο στερέωμα, και μάθαιναν για παράδειγμα τους συμπολίτες τους πώς να πλέουν με ασφάλεια τα καράβια τους. Εμείς, σήμερα σπουδάζουμε τους ανθρώπους, το πώς σκέφτονται, το πώς δρουν. Δεν είναι κρίμα να πάει όλη αυτή η γνώση που συλλέγουμε ανεκμετάλλευτη;» απάντησε ειρωνικά ο σοφιστής.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
191
«Ειρωνεύεσαι, ε, αλλά εμείς, οι ποιητές είμαστε οι πραγματικοί δάσκαλοι του λαού. Οι άνθρωποι δεν είναι πλανήτες κι αστερισμοί. Δεν είναι φτιαγμένοι από χώμα, αλλά από καρδιά και μυαλό. Δεν διδάσκονται με μεταγγίσεις κι αλοιφές, αλλά με παραδείγματα και προτροπές.» «Και πού το ξέρεις αυτό; Ποιος σοφιστής σου το δίδαξε;», συνέχισε ειρωνικά ο Νικάνορας. «Ω, δεν είμαστε τέτοιοι εμείς, Νικάνορα. Δεν διδάσκουμε και δεν διδασκόμαστε έτσι. Δεν περιμένουμε μόνο κανέναν μεγάλο πανελλήνιο αγώνα ή μια βόλτα στην Αγορά για να δώσουμε ένα μέρος από τις γνώσεις μας στον κόσμο για να προσελκύσουμε πελατεία. Κάθε χρόνο, όπου μπορεί ο καθένας, καταθέτουμε την ψυχή μας και την έμπνευση της Μούσας μας. Και μην ξεχνάς ότι στα ίδια ερωτήματα με σας προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις. Διαφορετικές και με διαφορετικό τρόπο από εσάς, βέβαια. Πρώτο μέλημά μας να παραδίνουμε μαθήματα συμπεριφοράς και ήθους. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να διδάξουμε την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, τη μαγεία των αριθμών και τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, αλλά οι θεατές μας μαθαίνουν βλέποντας μπροστά τους να εκτυλίσσονται ζωντανές ιστορίες, το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους συμπολίτες τους, τι ν’ αποφεύγουν και τι να επιδιώκουν, τι να θαυμάζουν και τι ν’ απορρίπτουν.» Ο Καλλίστρατος παρενέβη απαγγέλλοντας στίχους του Ευριπίδη: «“Εγώ και ποίηση μελέτησα / και έχω για τα ουράνια στοχαστεί / και γνώρισα πλήθος ιδέες. / Μα τίποτα δε βρήκα απ’ την ανάγκη / πιο δυνατό. Κανένα γιατρικό / δεν τη λυγίζει, μήτε το τραγούδι / του Ορφέα το γραμμένο πάνω / σε σανίδες της Θράκης μήτε πάλι / τα βότανα που χάρισεν ο Φοίβος /
190
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο φιλόσοφος αρπάχτηκε, ενώ η ομήγυρη παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα αναμέτρηση. Ξεκίνησε την απάντησή του απαγγέλλοντας ειρωνικά ένα στίχο του Αρχίλοχου. «Δωρεάν εξυπηρέτηση; Και βέβαια όχι!» Και βλέποντας τον Αριστοφάνη να ξαφνιάζεται από την επίκληση του λυρικού ποιητή, συνέχισε. «Αφού έχουμε αυτό το ταλέντο, αυτές τις γνώσεις, κι αφού υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται γι’ αυτές, να τις κρατήσουμε για τον εαυτό μας;» «Και βέβαια όχι. Στο είπα και πριν. Σας θεωρώ όλους εσάς τους σοφιστές εξαιρετικά έξυπνους ανθρώπους. Και μόνο το γεγονός ότι αυξάνεστε και πληθύνεστε είναι απόδειξη τού πόσο καλή δουλειά κάνετε. Καλή για τα δικά σας συμφέροντα, όμως. Το πολίτευμά μας είναι δημοκρατία. Εδώ αποφασίζουν οι πολλοί, όχι οι λίγοι. Ούτε είναι σωστό στο πολίτευμά μας οι λίγοι να πείθουν τους πολλούς να κάνουν ό, τι αυτοί θέλουν, οπότε να οδηγούμαστε ξανά σε ολιγαρχία με δημοκρατικό προσωπείο. Αν όντως μπορείτε να διδάσκετε τους πολίτες πώς να γίνονται καλύτεροι, τότε διδάχτε τους. Όλους. Ανοιχτά και ελεύθερα. Όχι μόνο αυτούς που έχουν το πιο ηχηρό από νομίσματα πουγκί.» «Αυτό το αφήνουμε σ’ εσάς τους ποιητές, να τους μαθαίνετε για τους θεούς και τους δαίμονες! Εμείς είμαστε φιλόσοφοι. Οι παλιοί μας δάσκαλοι μελετούσαν τα στοιχεία της φύσης. Πώς κινούνται τ’ αστέρια στο στερέωμα, και μάθαιναν για παράδειγμα τους συμπολίτες τους πώς να πλέουν με ασφάλεια τα καράβια τους. Εμείς, σήμερα σπουδάζουμε τους ανθρώπους, το πώς σκέφτονται, το πώς δρουν. Δεν είναι κρίμα να πάει όλη αυτή η γνώση που συλλέγουμε ανεκμετάλλευτη;» απάντησε ειρωνικά ο σοφιστής.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
191
«Ειρωνεύεσαι, ε, αλλά εμείς, οι ποιητές είμαστε οι πραγματικοί δάσκαλοι του λαού. Οι άνθρωποι δεν είναι πλανήτες κι αστερισμοί. Δεν είναι φτιαγμένοι από χώμα, αλλά από καρδιά και μυαλό. Δεν διδάσκονται με μεταγγίσεις κι αλοιφές, αλλά με παραδείγματα και προτροπές.» «Και πού το ξέρεις αυτό; Ποιος σοφιστής σου το δίδαξε;», συνέχισε ειρωνικά ο Νικάνορας. «Ω, δεν είμαστε τέτοιοι εμείς, Νικάνορα. Δεν διδάσκουμε και δεν διδασκόμαστε έτσι. Δεν περιμένουμε μόνο κανέναν μεγάλο πανελλήνιο αγώνα ή μια βόλτα στην Αγορά για να δώσουμε ένα μέρος από τις γνώσεις μας στον κόσμο για να προσελκύσουμε πελατεία. Κάθε χρόνο, όπου μπορεί ο καθένας, καταθέτουμε την ψυχή μας και την έμπνευση της Μούσας μας. Και μην ξεχνάς ότι στα ίδια ερωτήματα με σας προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις. Διαφορετικές και με διαφορετικό τρόπο από εσάς, βέβαια. Πρώτο μέλημά μας να παραδίνουμε μαθήματα συμπεριφοράς και ήθους. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να διδάξουμε την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, τη μαγεία των αριθμών και τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, αλλά οι θεατές μας μαθαίνουν βλέποντας μπροστά τους να εκτυλίσσονται ζωντανές ιστορίες, το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους συμπολίτες τους, τι ν’ αποφεύγουν και τι να επιδιώκουν, τι να θαυμάζουν και τι ν’ απορρίπτουν.» Ο Καλλίστρατος παρενέβη απαγγέλλοντας στίχους του Ευριπίδη: «“Εγώ και ποίηση μελέτησα / και έχω για τα ουράνια στοχαστεί / και γνώρισα πλήθος ιδέες. / Μα τίποτα δε βρήκα απ’ την ανάγκη / πιο δυνατό. Κανένα γιατρικό / δεν τη λυγίζει, μήτε το τραγούδι / του Ορφέα το γραμμένο πάνω / σε σανίδες της Θράκης μήτε πάλι / τα βότανα που χάρισεν ο Φοίβος /
192
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στου Ασκληπιού τους γόνους / για χάρη των πολύπαθων ανθρώπων. / Μονάχα τούτης της θεάς / τ’ αγάλματα και τους βωμούς / δεν μπορείς να ζυγώσεις κι ούτε / καταλαβαίνει από θυσίες. / Σεβάσμια θεά, μην πέσεις / πάνω μου πιο βαριά απ’ όσο πριν. / Γιατί ο Δίας ό, τι αποφασίσει / μαζί σου, το τελειώνει. Των Χαλύβων / το σίδερο δαμάζεις με τη βία / κι η θέλησή σου είναι ανελέητη.”» Βλέποντας τον Αριστοφάνη να στραβομουτσουνιάζει στο άκουσμα αυτών των στίχων, ο Εύπολις πήρε το λόγο: «Και όχι μόνο διδάσκουμε το λαό –άλλος για τους Θεούς κι άλλος για την ανάγκη που κυβερνά τη μοίρα των ανθρώπων κι άλλος...» έδειξε με τον κύλικά του τον Αριστοφάνη « ...καλώντας τους πολίτες να πάρουν την τύχη στα χέρια τους–, αλλά η πολιτεία μας τον αναγνωρίζει επίσημα αυτόν τον ρόλο του δασκάλου. Για τους δραματικούς αγώνες ο Δήμος υποχρεώνει τους πλούσιους να πληρώνουν μεγάλα ποσά για ν’ ανεβάσουμε τα έργα μας όλοι εμείς. Για τους δραματικούς αγώνες, και επειδή αυτοί είναι τόσο σημαντικοί, ο Δήμος πληρώνει τα θεωρικά, τα εισιτήρια των πιο φτωχών συμπολιτών μας, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να έρθουν στο θέατρο. Αν ήσασταν κι εσείς πραγματικοί δάσκαλοι, και οι μαθητές σας, αυτοί δηλαδή που με τα ωραία τους λόγια στη Συνέλευση επηρεάζουν αποφάσεις και περνάνε νόμους, αναγνώριζαν ότι το καλό που κάνετε πρέπει να το μοιραστεί όλη η πόλη και ο λαός της, τότε θα θέσπιζαν και για εσάς παρόμοιους νόμους. Θ’ ανάγκαζαν τους πλούσιους να σας πληρώνουν αδρά, έτσι ώστε εσείς να δίνετε ανοιχτά μαθήματα σε όλους τους πολίτες στην Αγορά ή στην Πνύκα, ή στο Θέατρο του Διονύσου. Όμως, όχι. Κανένας τέτοιος νόμος δεν έχει θεσπιστεί. Δεν τον θέλετε ούτε εσείς, γιατί έτσι θα χάσετε την ισχυρή σας πε-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
193
λατεία και θ’ αναγκαστείτε να συχνωτιστείτε με τον λαό, ούτε αυτοί που σας πληρώνουν. Ποιόν πλούσιο βολεύει να ξέρει τα ίδια σχήματα της γλώσσας μ’ έναν αγρότη ή ποιος συκοφάντης θα ’θελε στο Δικαστήριο να νικιέται από το σωστό λόγο ενός τεχνίτη;» Ο Μελάνιππος, συνηθισμένος απ’ αυτές τις κουβέντες και το μένος των φίλων του για τις παρεμβάσεις των πλούσιων στην πολιτική ζωή του Δήμου, είχε εστιάσει την προσοχή του στο κρασί και τις δούλες του Καλλίμαχου που χόρευαν κουνώντας τα μεριά τους κολλητά στο πρόσωπό του. Βαριόταν να τους βάζει μυαλό – το είχε προσπαθήσει και άλλοτε, αλλά είχε αποτύχει. Φρόντιζε, λοιπόν, χωρίς πολλά πολλά λόγια, με τις πράξεις του, να τους δείξει τι ωραίο πράγμα είναι να είσαι πλούσιος: Όμορφες δούλες, πλούσια δείπνα με καλούδια που δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο τραπέζι, όπως χέλια από την Κωπαΐδα, πέρδικες, τρυποκάρυδους και βουτηχτάρες, εκλεχτά κρασιά, περίεργα σπόρια παπαρούνας από την Ανατολή, και γενικά ό, τι άλλο φανταστεί ανθρώπου νους. Ο Αριστοφάνης συνέχισε με αμείωτο πάθος. «Ποιος από τους σοφιστές έχει πει βαρύτερη κουβέντα απ’ αυτήν του Αισχύλου; “Μα η δίκη μες στα καπνισμένα / φτωχόσπιτα λαμπάζει και την τίμια / ζωή ανταμείβει. Φεύγει απ’ τα παλάτια / που τα γέμισαν με χρυσάφι άνομα χέρια / και τη ματιά αποστρέφοντας πηγαίνει / στ’ αγνά καλύβια, μη λογιάζοντας του πλούτου / τη φουσκωμένη από τη φήμη ψεύτρα / δύναμη, κι όλα τα οδηγάει σ’ ένα τέρμα.” Ή εκείνη του Σοφοκλή: “Δε φύτρωσε χειρότερη καμιά / εφεύρεση στον κόσμο σαν το χρήμα. / Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτώνει, / δασκαλεύει και πλανεύει το φρόνιμο / μυαλό να κυνηγάει της ντροπής τα έργα. / Μαθαίνει τον άνθρωπο να
192
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στου Ασκληπιού τους γόνους / για χάρη των πολύπαθων ανθρώπων. / Μονάχα τούτης της θεάς / τ’ αγάλματα και τους βωμούς / δεν μπορείς να ζυγώσεις κι ούτε / καταλαβαίνει από θυσίες. / Σεβάσμια θεά, μην πέσεις / πάνω μου πιο βαριά απ’ όσο πριν. / Γιατί ο Δίας ό, τι αποφασίσει / μαζί σου, το τελειώνει. Των Χαλύβων / το σίδερο δαμάζεις με τη βία / κι η θέλησή σου είναι ανελέητη.”» Βλέποντας τον Αριστοφάνη να στραβομουτσουνιάζει στο άκουσμα αυτών των στίχων, ο Εύπολις πήρε το λόγο: «Και όχι μόνο διδάσκουμε το λαό –άλλος για τους Θεούς κι άλλος για την ανάγκη που κυβερνά τη μοίρα των ανθρώπων κι άλλος...» έδειξε με τον κύλικά του τον Αριστοφάνη « ...καλώντας τους πολίτες να πάρουν την τύχη στα χέρια τους–, αλλά η πολιτεία μας τον αναγνωρίζει επίσημα αυτόν τον ρόλο του δασκάλου. Για τους δραματικούς αγώνες ο Δήμος υποχρεώνει τους πλούσιους να πληρώνουν μεγάλα ποσά για ν’ ανεβάσουμε τα έργα μας όλοι εμείς. Για τους δραματικούς αγώνες, και επειδή αυτοί είναι τόσο σημαντικοί, ο Δήμος πληρώνει τα θεωρικά, τα εισιτήρια των πιο φτωχών συμπολιτών μας, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να έρθουν στο θέατρο. Αν ήσασταν κι εσείς πραγματικοί δάσκαλοι, και οι μαθητές σας, αυτοί δηλαδή που με τα ωραία τους λόγια στη Συνέλευση επηρεάζουν αποφάσεις και περνάνε νόμους, αναγνώριζαν ότι το καλό που κάνετε πρέπει να το μοιραστεί όλη η πόλη και ο λαός της, τότε θα θέσπιζαν και για εσάς παρόμοιους νόμους. Θ’ ανάγκαζαν τους πλούσιους να σας πληρώνουν αδρά, έτσι ώστε εσείς να δίνετε ανοιχτά μαθήματα σε όλους τους πολίτες στην Αγορά ή στην Πνύκα, ή στο Θέατρο του Διονύσου. Όμως, όχι. Κανένας τέτοιος νόμος δεν έχει θεσπιστεί. Δεν τον θέλετε ούτε εσείς, γιατί έτσι θα χάσετε την ισχυρή σας πε-
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
193
λατεία και θ’ αναγκαστείτε να συχνωτιστείτε με τον λαό, ούτε αυτοί που σας πληρώνουν. Ποιόν πλούσιο βολεύει να ξέρει τα ίδια σχήματα της γλώσσας μ’ έναν αγρότη ή ποιος συκοφάντης θα ’θελε στο Δικαστήριο να νικιέται από το σωστό λόγο ενός τεχνίτη;» Ο Μελάνιππος, συνηθισμένος απ’ αυτές τις κουβέντες και το μένος των φίλων του για τις παρεμβάσεις των πλούσιων στην πολιτική ζωή του Δήμου, είχε εστιάσει την προσοχή του στο κρασί και τις δούλες του Καλλίμαχου που χόρευαν κουνώντας τα μεριά τους κολλητά στο πρόσωπό του. Βαριόταν να τους βάζει μυαλό – το είχε προσπαθήσει και άλλοτε, αλλά είχε αποτύχει. Φρόντιζε, λοιπόν, χωρίς πολλά πολλά λόγια, με τις πράξεις του, να τους δείξει τι ωραίο πράγμα είναι να είσαι πλούσιος: Όμορφες δούλες, πλούσια δείπνα με καλούδια που δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο τραπέζι, όπως χέλια από την Κωπαΐδα, πέρδικες, τρυποκάρυδους και βουτηχτάρες, εκλεχτά κρασιά, περίεργα σπόρια παπαρούνας από την Ανατολή, και γενικά ό, τι άλλο φανταστεί ανθρώπου νους. Ο Αριστοφάνης συνέχισε με αμείωτο πάθος. «Ποιος από τους σοφιστές έχει πει βαρύτερη κουβέντα απ’ αυτήν του Αισχύλου; “Μα η δίκη μες στα καπνισμένα / φτωχόσπιτα λαμπάζει και την τίμια / ζωή ανταμείβει. Φεύγει απ’ τα παλάτια / που τα γέμισαν με χρυσάφι άνομα χέρια / και τη ματιά αποστρέφοντας πηγαίνει / στ’ αγνά καλύβια, μη λογιάζοντας του πλούτου / τη φουσκωμένη από τη φήμη ψεύτρα / δύναμη, κι όλα τα οδηγάει σ’ ένα τέρμα.” Ή εκείνη του Σοφοκλή: “Δε φύτρωσε χειρότερη καμιά / εφεύρεση στον κόσμο σαν το χρήμα. / Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτώνει, / δασκαλεύει και πλανεύει το φρόνιμο / μυαλό να κυνηγάει της ντροπής τα έργα. / Μαθαίνει τον άνθρωπο να
194
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
γίνει κάλπης / και να κατέχει μύριες όσες βρομιές. / Όσοι τέτοιον ανοίγουν δρόμο πληρωμένοι, / κάποτε, και στην ώρα, πληρώνουν ακριβά.”» Στην παύση που έκανε για να πιάσει την ανάσα του και για να υγράνει το στόμα του με λίγο ακόμα κρασί δεν πήρε το λόγο κανένας. Ο Αριστοφάνης συνέχισε πιο ήρεμος αυτή τη φορά. «Ω, τους βλέπω όλους αυτούς τους δασκάλους. Τους βλέπω μέσα από τους μαθητές τους. Τόση σοφία μαζεύουν και δεν βρέθηκε ένας από δαύτους να μιλήσει για Ειρήνη. Τόσες γνώσεις και δεν παρουσιάστηκε ένας στη Συνέλευση να μιλήσει για τα προβλήματα των αγροτών και του κοσμάκη. Τόσα σχήματα της γλώσσας, τόσα κόλπα που στρίβουν το μυαλό και στον πιο ξεροκέφαλο άνθρωπο και δεν βρέθηκε κανείς τους να τα εφαρμόσει πάνω στον Κλέωνα για να τελειώνουμε με το μπελά του πολέμου. Όλοι τους εκεί, να επιχειρηματολογούν και να ζητάνε νέες εκστρατείες, νέους εξοπλισμούς, νέες τιμωρίες για τους αποστάτες... Δημοκρατικοί τε κι αριστοκρατικοί. Άραγε του Κριτία ο Σωκράτης του Σωφρονίσκου του έμαθε να λέει από δω κι από κει πόσο πολύ θαυμάζει τη Σπάρτη και πόσο καλύτερα θα ήσαν τα πράγματα κάτω από τον Σπαρτιατικό ζυγό;» Ο Καλλίμαχος, που καταλάβαινε την ευθύνη του για την παρεκτροπή της κουβέντας, προσπάθησε να την ξαναφέρει στη νικήτρια κωμωδία. «Αγαπητέ Αριστοφάνη, με παίδεψες αρκετά με το έργο σου! Όταν με πληροφόρησαν ότι είχα επιλεγεί να χορηγήσω κωμωδία, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι ένιωσα ανακούφιση. Τι θα μου ζήταγε αυτό το σχολιαρόπαιδο, σκεφτόμουν. Λίγη τρυγία παραπάνω, λίγα τραγοκέρατα ή τίποτα τέτοιο σχετικό, και θα είμαστε εντάξει. Πού να το φανταστώ ότι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
195
εσύ σχεδίαζες σκηνικά και μηχανήματα τραγωδίας! Πραγματικά, όμως άξιζε μέχρι και την τελευταία δραχμή που έδωσα για χάρη της –και ξέρεις ότι αυτές οι δραχμές δεν ήταν λίγες! Ειδικά εκείνο το μηχάνημα που πάνω του καθόταν ο Ευριπίδης, ω Αισχύλε των κωμικών, μου κόστισε αρκετά!» Η ομήγυρη χαμογέλασε παγωμένα στην ανάμνηση του Ευριπίδη να κάθεται ψηλά, πάνω στο περίεργο εκείνο μηχάνημα, ντυμένος με κουρέλια, για να εμπνευστεί την επόμενη τραγωδία του. «Περισσότερο από τη μηχανή του Ευριπίδη, όμως, μου κόστισε η πανοπλία του Λάμαχου, με την τεράστια εκείνη περικεφαλαία και τα γιγάντια φτερά της, και με τη σκαλιστή πανοπλία με τη μορφή της Γοργώς. Δεν σε ρώτησα τότε, γιατί δεν το είχα προσέξει. Γιατί εμπνεύστηκες από το Λάμαχο το ρόλο του αλαζόνα της κωμωδίας σου; Αν θυμάμαι καλά ο Λάμαχος είναι ένας μπατίρης λοχαγός.» «Ταξίαρχος, πλέον, Καλλίμαχε. Ταξίαρχος», τον διόρθωσε κάποιος από την παρέα. «Έστω. Ό, τι βαθμό και να ’χει, δεν νομίζω να συμπεριφέρεται τόσο προκλητικά όσο ο θεατρικός Λάμαχος.» «Ήμουν λιγάκι υπερβολικός, καλέ μου Καλλίμαχε, το αναγνωρίζω», παραδέχτηκε ο Αριστοφάνης. «Τον γνωρίζω τον Λάμαχο, ήδη από τη στρατιωτική μου θητεία. Θα σου πω την αλήθεια: Αν ο Κλέων είχε συμμετάσχει μέχρι τώρα έστω και σε μία μάχη, τότε ο ρόλος του αλαζόνα θα ήταν δικός του! Όμως, βλέπεις, o Κλεωνάκος προτιμά να δίνει τις μάχες του στην Εκκλησία του Δήμου, με την ασφάλεια των τσάτσων του και όχι στο πολεμικό πεδίο. Μην ανησυχείς, και έχω στα σκαριά μια κωμωδία πάρα πολύ ταιριαστή για την πάρτη του. Για τους Αχαρνείς ήθελα, όμως, μια γνώριμη
194
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
γίνει κάλπης / και να κατέχει μύριες όσες βρομιές. / Όσοι τέτοιον ανοίγουν δρόμο πληρωμένοι, / κάποτε, και στην ώρα, πληρώνουν ακριβά.”» Στην παύση που έκανε για να πιάσει την ανάσα του και για να υγράνει το στόμα του με λίγο ακόμα κρασί δεν πήρε το λόγο κανένας. Ο Αριστοφάνης συνέχισε πιο ήρεμος αυτή τη φορά. «Ω, τους βλέπω όλους αυτούς τους δασκάλους. Τους βλέπω μέσα από τους μαθητές τους. Τόση σοφία μαζεύουν και δεν βρέθηκε ένας από δαύτους να μιλήσει για Ειρήνη. Τόσες γνώσεις και δεν παρουσιάστηκε ένας στη Συνέλευση να μιλήσει για τα προβλήματα των αγροτών και του κοσμάκη. Τόσα σχήματα της γλώσσας, τόσα κόλπα που στρίβουν το μυαλό και στον πιο ξεροκέφαλο άνθρωπο και δεν βρέθηκε κανείς τους να τα εφαρμόσει πάνω στον Κλέωνα για να τελειώνουμε με το μπελά του πολέμου. Όλοι τους εκεί, να επιχειρηματολογούν και να ζητάνε νέες εκστρατείες, νέους εξοπλισμούς, νέες τιμωρίες για τους αποστάτες... Δημοκρατικοί τε κι αριστοκρατικοί. Άραγε του Κριτία ο Σωκράτης του Σωφρονίσκου του έμαθε να λέει από δω κι από κει πόσο πολύ θαυμάζει τη Σπάρτη και πόσο καλύτερα θα ήσαν τα πράγματα κάτω από τον Σπαρτιατικό ζυγό;» Ο Καλλίμαχος, που καταλάβαινε την ευθύνη του για την παρεκτροπή της κουβέντας, προσπάθησε να την ξαναφέρει στη νικήτρια κωμωδία. «Αγαπητέ Αριστοφάνη, με παίδεψες αρκετά με το έργο σου! Όταν με πληροφόρησαν ότι είχα επιλεγεί να χορηγήσω κωμωδία, δεν ντρέπομαι να σου πω ότι ένιωσα ανακούφιση. Τι θα μου ζήταγε αυτό το σχολιαρόπαιδο, σκεφτόμουν. Λίγη τρυγία παραπάνω, λίγα τραγοκέρατα ή τίποτα τέτοιο σχετικό, και θα είμαστε εντάξει. Πού να το φανταστώ ότι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
195
εσύ σχεδίαζες σκηνικά και μηχανήματα τραγωδίας! Πραγματικά, όμως άξιζε μέχρι και την τελευταία δραχμή που έδωσα για χάρη της –και ξέρεις ότι αυτές οι δραχμές δεν ήταν λίγες! Ειδικά εκείνο το μηχάνημα που πάνω του καθόταν ο Ευριπίδης, ω Αισχύλε των κωμικών, μου κόστισε αρκετά!» Η ομήγυρη χαμογέλασε παγωμένα στην ανάμνηση του Ευριπίδη να κάθεται ψηλά, πάνω στο περίεργο εκείνο μηχάνημα, ντυμένος με κουρέλια, για να εμπνευστεί την επόμενη τραγωδία του. «Περισσότερο από τη μηχανή του Ευριπίδη, όμως, μου κόστισε η πανοπλία του Λάμαχου, με την τεράστια εκείνη περικεφαλαία και τα γιγάντια φτερά της, και με τη σκαλιστή πανοπλία με τη μορφή της Γοργώς. Δεν σε ρώτησα τότε, γιατί δεν το είχα προσέξει. Γιατί εμπνεύστηκες από το Λάμαχο το ρόλο του αλαζόνα της κωμωδίας σου; Αν θυμάμαι καλά ο Λάμαχος είναι ένας μπατίρης λοχαγός.» «Ταξίαρχος, πλέον, Καλλίμαχε. Ταξίαρχος», τον διόρθωσε κάποιος από την παρέα. «Έστω. Ό, τι βαθμό και να ’χει, δεν νομίζω να συμπεριφέρεται τόσο προκλητικά όσο ο θεατρικός Λάμαχος.» «Ήμουν λιγάκι υπερβολικός, καλέ μου Καλλίμαχε, το αναγνωρίζω», παραδέχτηκε ο Αριστοφάνης. «Τον γνωρίζω τον Λάμαχο, ήδη από τη στρατιωτική μου θητεία. Θα σου πω την αλήθεια: Αν ο Κλέων είχε συμμετάσχει μέχρι τώρα έστω και σε μία μάχη, τότε ο ρόλος του αλαζόνα θα ήταν δικός του! Όμως, βλέπεις, o Κλεωνάκος προτιμά να δίνει τις μάχες του στην Εκκλησία του Δήμου, με την ασφάλεια των τσάτσων του και όχι στο πολεμικό πεδίο. Μην ανησυχείς, και έχω στα σκαριά μια κωμωδία πάρα πολύ ταιριαστή για την πάρτη του. Για τους Αχαρνείς ήθελα, όμως, μια γνώριμη
196
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στρατιωτική φάτσα. Βέβαια, αυτός ο ήρωας δεν θα μπορούσε να είναι στο έργο μου όπως ήταν στην πραγματικότητα. Όχι. Ήθελα κάτι φανταχτερό. Ο Αρχίλοχος, με εκείνους τους στίχους του –θυμάστε; – μου έδειχνε τι στρατηγό έπρεπε ν’ αποφύγω: “Δεν θέλω να είναι ο στρατηγός ψηλός, ούτε να κάνει / μεγάλα βήματα, μηδέ να είναι όλος περηφάνια / για τα σγουρά του τα μαλλιά και μισοξυρισμένος. / Αλλά θέλω να είναι κοντός και κάπως στραβοπόδης / για να πατάει τα πόδια του γερά, καρδιά γεμάτος”. Με οδηγό τους στίχους του Αρχίλοχου, λοιπόν, έπλασα έναν εντελώς αντίθετο ήρωα και του φόρτωσα όλα τα κουσούρια που έχουν οι στρατόκαυλοι στρατηγοί μας, που διψάνε για μάχες. Μόνο το όνομα πήρα από τον παλιό μου λοχαγό, κι αυτό γιατί είναι πολύ ταιριαστό. Έφτιαξα λοιπόν ένα ολοκληρωμένο δημιούργημα, που όποιος το ’βλεπε θα σκεφτόταν αμέσως το στίχο του λυρικού, “Ω, εσύ αιμοβόρο παραστράτημα του Άρη!”» «Σίγουρα αν ο Λάμαχος μπορούσε να δει το έργο σου, θα στεναχωριόταν πάρα πολύ από τον τρόπο που τον παρουσίασες», είπε αυτός που είχε διορθώσει προηγουμένως τον Καλλίμαχο για το βαθμό του Λάμαχου. Κάποιος κάπου μισοέβηξε και είπε ανάμεσα απ’ τα δόντια του: «Δεν είναι ο μόνος που στεναχωρήθηκε...» Ο φίλος του Λάμαχου συνέχισε: «Θα έπρεπε να σεβαστείς το ότι τραυματίστηκε, πολεμώντας για τη δόξα της Αθήνας στο Αιγίτιο.» «Έχω να πω ότι ο τραυματισμός του Λάμαχου ήρθε στην κατάλληλη στιγμή και μου έδωσε πολλή έμπνευση για την Έξοδο της κωμωδίας μου, όπως θα παρατήρησες, όταν έβαζα το Λάμαχο να επιστρέφει στην Αθήνα νικημένος, τραυματισμένος και με τα φτερά της περικεφαλαίας του μαδημένα!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
197
«Συνεχίζεις να ειρωνεύεσαι!» «Σε ειρωνεύομαι όσο με ειρωνεύεσαι κι εσύ, φίλτατε!» «Εγώ δεν σε ειρωνεύομαι!» «Α, ναι; Τότε για πες μου αυτό: Πού είναι το Αιγίτιο;» «Κάπου στα Ακαρνανικά όρη.» «Και για πες μου και το άλλο: Ποιοι ήταν οι αντίπαλοι του στρατού της Αθήνας σε εκείνη τη μάχη; Μήπως οι Σπαρτιάτες; Μήπως οι Κορίνθιοι; Μήπως κάποιοι άλλοι Πελοποννήσιοι;» «Όχι. Οι στρατηγοί μας, ο Δημοσθένης και ο Προκλής, πείστηκαν από τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου ότι ήταν ευκαιρία να υποτάξουμε τους βάρβαρους Αιτωλούς και γι’ αυτό επιτεθήκαμε εναντίον τους. Αυτοί, ελαφρά οπλισμένοι και ευκίνητοι άντεχαν την επίθεση των τοξοτών μας. Όταν, όμως, ο επικεφαλής τους, ο λοχαγός Μενεκράτης φονεύθηκε, οι τοξότες μας διαλύθηκαν. Οι Αιτωλοί τότε μας πλησίασαν και άρχισαν με σπαθιά και με δόρατα να μας καρφώνουν, να μας συλλαμβάνουν και να μας φονεύουν.» Κάποιος θυμήθηκε τους στίχους του Αρχίλοχου: «Τέρμα το τραβολόγημα των τόξων / και των σφεντόνων η τρεχάλα. / Μάζεψε ο Άρης τα συμπράγκαλά του / από τον κάμπο. / Ώρα για το τέλειο μακελειό των σπαθιών», ενώ ο Καλλίστρατος έδειξε τη δυσφορία του για τη συζήτηση, με τους στίχους του Ανακρέοντα: «Δεν μου είναι αγαπητός αυτός που δίπλα στο μεγάλο / κροντήρι πίνοντας κρασί, τραγούδια λέει γι’ αμάχες / και για το δακρυογεννητή τον πόλεμο. Μα εκείνος / που σμίγοντας τα πρόσχαρα της Αφροδίτης δώρα / και των Μουσών την ποθητή χαρά στο νου του φέρνει.» Ο συμπολεμιστής του Λάμαχου απτόητος συνέχισε: «Στο χαμό εκείνο σκοτώθηκε τόσο ο Μεσσήνιος οδηγός μας, ο Χρόμων, όσο και ο στρατηγός Προκλής. Εμείς με
196
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
στρατιωτική φάτσα. Βέβαια, αυτός ο ήρωας δεν θα μπορούσε να είναι στο έργο μου όπως ήταν στην πραγματικότητα. Όχι. Ήθελα κάτι φανταχτερό. Ο Αρχίλοχος, με εκείνους τους στίχους του –θυμάστε; – μου έδειχνε τι στρατηγό έπρεπε ν’ αποφύγω: “Δεν θέλω να είναι ο στρατηγός ψηλός, ούτε να κάνει / μεγάλα βήματα, μηδέ να είναι όλος περηφάνια / για τα σγουρά του τα μαλλιά και μισοξυρισμένος. / Αλλά θέλω να είναι κοντός και κάπως στραβοπόδης / για να πατάει τα πόδια του γερά, καρδιά γεμάτος”. Με οδηγό τους στίχους του Αρχίλοχου, λοιπόν, έπλασα έναν εντελώς αντίθετο ήρωα και του φόρτωσα όλα τα κουσούρια που έχουν οι στρατόκαυλοι στρατηγοί μας, που διψάνε για μάχες. Μόνο το όνομα πήρα από τον παλιό μου λοχαγό, κι αυτό γιατί είναι πολύ ταιριαστό. Έφτιαξα λοιπόν ένα ολοκληρωμένο δημιούργημα, που όποιος το ’βλεπε θα σκεφτόταν αμέσως το στίχο του λυρικού, “Ω, εσύ αιμοβόρο παραστράτημα του Άρη!”» «Σίγουρα αν ο Λάμαχος μπορούσε να δει το έργο σου, θα στεναχωριόταν πάρα πολύ από τον τρόπο που τον παρουσίασες», είπε αυτός που είχε διορθώσει προηγουμένως τον Καλλίμαχο για το βαθμό του Λάμαχου. Κάποιος κάπου μισοέβηξε και είπε ανάμεσα απ’ τα δόντια του: «Δεν είναι ο μόνος που στεναχωρήθηκε...» Ο φίλος του Λάμαχου συνέχισε: «Θα έπρεπε να σεβαστείς το ότι τραυματίστηκε, πολεμώντας για τη δόξα της Αθήνας στο Αιγίτιο.» «Έχω να πω ότι ο τραυματισμός του Λάμαχου ήρθε στην κατάλληλη στιγμή και μου έδωσε πολλή έμπνευση για την Έξοδο της κωμωδίας μου, όπως θα παρατήρησες, όταν έβαζα το Λάμαχο να επιστρέφει στην Αθήνα νικημένος, τραυματισμένος και με τα φτερά της περικεφαλαίας του μαδημένα!»
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
197
«Συνεχίζεις να ειρωνεύεσαι!» «Σε ειρωνεύομαι όσο με ειρωνεύεσαι κι εσύ, φίλτατε!» «Εγώ δεν σε ειρωνεύομαι!» «Α, ναι; Τότε για πες μου αυτό: Πού είναι το Αιγίτιο;» «Κάπου στα Ακαρνανικά όρη.» «Και για πες μου και το άλλο: Ποιοι ήταν οι αντίπαλοι του στρατού της Αθήνας σε εκείνη τη μάχη; Μήπως οι Σπαρτιάτες; Μήπως οι Κορίνθιοι; Μήπως κάποιοι άλλοι Πελοποννήσιοι;» «Όχι. Οι στρατηγοί μας, ο Δημοσθένης και ο Προκλής, πείστηκαν από τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου ότι ήταν ευκαιρία να υποτάξουμε τους βάρβαρους Αιτωλούς και γι’ αυτό επιτεθήκαμε εναντίον τους. Αυτοί, ελαφρά οπλισμένοι και ευκίνητοι άντεχαν την επίθεση των τοξοτών μας. Όταν, όμως, ο επικεφαλής τους, ο λοχαγός Μενεκράτης φονεύθηκε, οι τοξότες μας διαλύθηκαν. Οι Αιτωλοί τότε μας πλησίασαν και άρχισαν με σπαθιά και με δόρατα να μας καρφώνουν, να μας συλλαμβάνουν και να μας φονεύουν.» Κάποιος θυμήθηκε τους στίχους του Αρχίλοχου: «Τέρμα το τραβολόγημα των τόξων / και των σφεντόνων η τρεχάλα. / Μάζεψε ο Άρης τα συμπράγκαλά του / από τον κάμπο. / Ώρα για το τέλειο μακελειό των σπαθιών», ενώ ο Καλλίστρατος έδειξε τη δυσφορία του για τη συζήτηση, με τους στίχους του Ανακρέοντα: «Δεν μου είναι αγαπητός αυτός που δίπλα στο μεγάλο / κροντήρι πίνοντας κρασί, τραγούδια λέει γι’ αμάχες / και για το δακρυογεννητή τον πόλεμο. Μα εκείνος / που σμίγοντας τα πρόσχαρα της Αφροδίτης δώρα / και των Μουσών την ποθητή χαρά στο νου του φέρνει.» Ο συμπολεμιστής του Λάμαχου απτόητος συνέχισε: «Στο χαμό εκείνο σκοτώθηκε τόσο ο Μεσσήνιος οδηγός μας, ο Χρόμων, όσο και ο στρατηγός Προκλής. Εμείς με
198
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κάθε τρόπο προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από τις μανιασμένες επιθέσεις των Αιτωλών. Όσοι αποκόβονταν σε χαράδρες και ραχούλες σφάζονταν ανελέητα, ενώ κάποιοι που κρύφτηκαν σ’ ένα αλσύλλιο, κατακάηκαν, γιατί οι Αιτωλοί έβαλαν φωτιά στα δέντρα. Ήμουν τυχερός, γιατί βρισκόμουν δίπλα στο Δημοσθένη και το Λάμαχο, που με αυτοθυσία και ηρωισμό προστάτευε το στρατηγό, παίρνοντας για έπαθλο μια μεγάλη χαρακιά στο στήθος. Τέλος πάντων, καταφέραμε να έρθουμε σε συμβιβασμό με τους βάρβαρους και καταφύγαμε στη Ναύπακτο.» «Πολύ ωραία η αφήγησή σου, φίλε μου. Όμως, σε ικετεύω να μου πεις πού, μα το Δία, πού έψαχνε ο Λάμαχος και ο Προκλής και ο Δημοσθένης κι αυτοί που τους έστειλαν εκεί πέρα τη δόξα τα Αθήνας, αυτήν που μου ανέφερες προηγουμένως, στην απρόσιτη κι αφιλόξενη Ακαρνανική ενδοχώρα!» Ο Αριστοφάνης ξεφύσηξε με απόγνωση. «Πολλοί από τους συμπολίτες και τους φίλους μου απορείτε, γιατί παρόλη την περιπέτεια με τον Κλέωνα επιμένω να καταπιάνομαι με το θέμα της Ειρήνης, ειδικά τώρα που τα πράγματα για την πόλη μας στον Πόλεμο πάνε αρκετά καλά. Από τη Σικελία μας έρχονται ευχάριστα νέα για την εκεί εκστρατεία μας, οι εκστρατείες μας σε Μήλο, Τανάγρα, Λευκάδα στέφθηκαν από επιτυχία, και ούτω καθεξής. Ε, λοιπόν, συνεχίζω ν’ ασχολούμαι γιατί ιστορίες σαν την καταστροφή μας στο Αιγίτιο είναι αυτές που θα ’πρεπε να μας ξυπνάνε και να συλλογιζόμαστε καλύτερα τις πράξεις μας. Το Αιγίτιο είναι ο κώδων, που προειδοποιεί ότι ακόμα κι αν τα πράγματα πηγαίνουν τέλεια, η καταστροφή περιμένει στη γωνία. Τα δεινά του πολέμου είναι πάρα πολλά και χτυπάνε σχεδόν όλους τους πολίτες, είτε νικάμε είτε
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
199
χάνουμε. Από τον αγρότη που κλεισμένος μέσα στα τείχη βλέπει τα χτήματά του να χάνονται...» «Εκτός από πέρσι το καλοκαίρι!», πετάχτηκε μεθυσμένος ο Μελάνιππος. «Χίλιες σπονδές στο θεό του σεισμού, τον Ποσειδώνα, που ταρακούνησε γερά τους Πελοποννήσιους! Τόσο που να μην μπορούν να μαζέψουν στρατό να εισβάλλουν στη δοξασμένη Αττική γη!» Με ανακούφιση όλη η ομήγυρη υπάκουσε στην προτροπή του Μελάνιππου. Σαν να έψαχναν μια αφορμή για ν’ αποφύγουν τη διάλεξη του Αριστοφάνη σήκωσαν τους κύλικές τους και έσταξαν μερικές σταγόνες από το πανάκριβο κρασί τους στο πανάκριβο μαρμάρινο πάτωμα της έπαυλης του Καλλίμαχου. Ο Αριστοφάνης απτόητος από τη διακοπή συνέχισε. «Έλεγα για τους πολίτες, που βλέπουν τις περιουσίες να καταστρέφονται, για τις ζωές που χάνονται στα πεδία των μαχών. Για την Αθήνα μας μιλάει ο Σοφοκλής στον “Οιδίποδα Τύραννό” του, όχι για τη Θήβα. Θυμηθείτε τι λέει: “Αθηνά θεϊκιά, θυγατέρα του Δία, / πρώτα κράζω εσέ, και την Άρτεμη, / την αδερφή σου, της χώρας προστάτισσα, / που ’χει θρόνο περίλαμπρο / στην Αγορά, και το Φοίβο τοξότη, / αχ! κι οι τρεις σας μακριά μου το θάνατο διώξτε. / Αν μπορέσατε πριν απ’ τις παλιές συμφορές / τη φωτιά του κακού που απλωνόταν στην πόλη / να τη διώξετε αλάργα, / σωτήρες ελάτε και τώρα. / Γιατί, αλίμονο, υποφέρω αναρίθμητα πάθη. / Ολάκερος πάσχει ο λαός μου / κι όπλο φροντίδας δε βρίσκεται / που να διώξει κανείς το κακό. / Γιατί μήτε της εύφορης γης / τα γεννήματα αυξαίνουν, / μήτε οι γυναίκες αντέχουν της γέννας / τους πολύβογκους πόνους και βλέπεις / ένας ένας, σαν πουλιά γοργοφτέρουγα, / να χιμούνε με πιότερη φόρα / κι απ’ την άγρια φωτιά στ’ ακρογιάλι /
198
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κάθε τρόπο προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από τις μανιασμένες επιθέσεις των Αιτωλών. Όσοι αποκόβονταν σε χαράδρες και ραχούλες σφάζονταν ανελέητα, ενώ κάποιοι που κρύφτηκαν σ’ ένα αλσύλλιο, κατακάηκαν, γιατί οι Αιτωλοί έβαλαν φωτιά στα δέντρα. Ήμουν τυχερός, γιατί βρισκόμουν δίπλα στο Δημοσθένη και το Λάμαχο, που με αυτοθυσία και ηρωισμό προστάτευε το στρατηγό, παίρνοντας για έπαθλο μια μεγάλη χαρακιά στο στήθος. Τέλος πάντων, καταφέραμε να έρθουμε σε συμβιβασμό με τους βάρβαρους και καταφύγαμε στη Ναύπακτο.» «Πολύ ωραία η αφήγησή σου, φίλε μου. Όμως, σε ικετεύω να μου πεις πού, μα το Δία, πού έψαχνε ο Λάμαχος και ο Προκλής και ο Δημοσθένης κι αυτοί που τους έστειλαν εκεί πέρα τη δόξα τα Αθήνας, αυτήν που μου ανέφερες προηγουμένως, στην απρόσιτη κι αφιλόξενη Ακαρνανική ενδοχώρα!» Ο Αριστοφάνης ξεφύσηξε με απόγνωση. «Πολλοί από τους συμπολίτες και τους φίλους μου απορείτε, γιατί παρόλη την περιπέτεια με τον Κλέωνα επιμένω να καταπιάνομαι με το θέμα της Ειρήνης, ειδικά τώρα που τα πράγματα για την πόλη μας στον Πόλεμο πάνε αρκετά καλά. Από τη Σικελία μας έρχονται ευχάριστα νέα για την εκεί εκστρατεία μας, οι εκστρατείες μας σε Μήλο, Τανάγρα, Λευκάδα στέφθηκαν από επιτυχία, και ούτω καθεξής. Ε, λοιπόν, συνεχίζω ν’ ασχολούμαι γιατί ιστορίες σαν την καταστροφή μας στο Αιγίτιο είναι αυτές που θα ’πρεπε να μας ξυπνάνε και να συλλογιζόμαστε καλύτερα τις πράξεις μας. Το Αιγίτιο είναι ο κώδων, που προειδοποιεί ότι ακόμα κι αν τα πράγματα πηγαίνουν τέλεια, η καταστροφή περιμένει στη γωνία. Τα δεινά του πολέμου είναι πάρα πολλά και χτυπάνε σχεδόν όλους τους πολίτες, είτε νικάμε είτε
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
199
χάνουμε. Από τον αγρότη που κλεισμένος μέσα στα τείχη βλέπει τα χτήματά του να χάνονται...» «Εκτός από πέρσι το καλοκαίρι!», πετάχτηκε μεθυσμένος ο Μελάνιππος. «Χίλιες σπονδές στο θεό του σεισμού, τον Ποσειδώνα, που ταρακούνησε γερά τους Πελοποννήσιους! Τόσο που να μην μπορούν να μαζέψουν στρατό να εισβάλλουν στη δοξασμένη Αττική γη!» Με ανακούφιση όλη η ομήγυρη υπάκουσε στην προτροπή του Μελάνιππου. Σαν να έψαχναν μια αφορμή για ν’ αποφύγουν τη διάλεξη του Αριστοφάνη σήκωσαν τους κύλικές τους και έσταξαν μερικές σταγόνες από το πανάκριβο κρασί τους στο πανάκριβο μαρμάρινο πάτωμα της έπαυλης του Καλλίμαχου. Ο Αριστοφάνης απτόητος από τη διακοπή συνέχισε. «Έλεγα για τους πολίτες, που βλέπουν τις περιουσίες να καταστρέφονται, για τις ζωές που χάνονται στα πεδία των μαχών. Για την Αθήνα μας μιλάει ο Σοφοκλής στον “Οιδίποδα Τύραννό” του, όχι για τη Θήβα. Θυμηθείτε τι λέει: “Αθηνά θεϊκιά, θυγατέρα του Δία, / πρώτα κράζω εσέ, και την Άρτεμη, / την αδερφή σου, της χώρας προστάτισσα, / που ’χει θρόνο περίλαμπρο / στην Αγορά, και το Φοίβο τοξότη, / αχ! κι οι τρεις σας μακριά μου το θάνατο διώξτε. / Αν μπορέσατε πριν απ’ τις παλιές συμφορές / τη φωτιά του κακού που απλωνόταν στην πόλη / να τη διώξετε αλάργα, / σωτήρες ελάτε και τώρα. / Γιατί, αλίμονο, υποφέρω αναρίθμητα πάθη. / Ολάκερος πάσχει ο λαός μου / κι όπλο φροντίδας δε βρίσκεται / που να διώξει κανείς το κακό. / Γιατί μήτε της εύφορης γης / τα γεννήματα αυξαίνουν, / μήτε οι γυναίκες αντέχουν της γέννας / τους πολύβογκους πόνους και βλέπεις / ένας ένας, σαν πουλιά γοργοφτέρουγα, / να χιμούνε με πιότερη φόρα / κι απ’ την άγρια φωτιά στ’ ακρογιάλι /
200
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του εσπέριου θεού. / Κι απ’ αυτές τις αρίφνητες / συμφορές αφανίζεται η πόλη. / Δίχως έλεος, αθρήνητοι, κείτονται / καταγής οι νεκροί, του θανάτου / σκορπώντας το μίασμα. Οι γυναίκες / κι οι ασπρόμαλλες μάνες στενάζουν / στους βωμούς δώθε κείθε, ικετεύοντας / λύτρωση να ’βρουν στα μεγάλα τους πάθη. / Πολυστέναχτος βόγκος βουίζει / και μυριόστομος θρήνος. Γι’ αυτό, / χρυσή κόρη του Δία, βοήθεια / καλόβολη στείλε μας. / Και κάνε τον άγριο τον Άρη, που τώρα / δίχως ασπίδες χιμώντας με καίει / με βοή και φωνές, απ’ τη χώρα μου / δρόμο ενάντιο να πάρει γοργά και να πάει / στης Αμφιτρίτης το μέγα το πέλαγο / ή στους θρακιώτικους άγριους γιαλούς / που το κύμα τούς δέρνει. Γιατί άμα / κάτι ανέγγιχτο η νύχτα θ’ αφήσει, / το σαρώνει καθώς έρχεται η μέρα. / Ετούτον, ω! Δία πατέρα, / που βαστάς τα φλογάτα αστροπελέκια /κάνε τον στάχτη με τον κεραυνό σου”.» «Έλα, βρε Αριστοφάνη! Είσαι υπερβολικός. Και πώς τολμάς να επικαλεστείς το Σοφοκλή, που μόνο αμέτοχος δεν είναι σ’ όλα αυτά που γίνονται γύρω μας! Σε έπεισε και σένα ότι δήθεν προβληματίζεται για τα δεινά που φέρνει ο πόλεμος; Άσε μας, μωρέ! Όλοι μας έχουμε πολεμήσει και όλοι έχουμε χάσει ανθρώπους στις μάχες. Όλοι μας μετράμε λιγότερες περιουσίες λόγω του πολέμου. Όμως αυτός δεν είναι λόγος να σταματήσουμε να πολεμάμε! Τι θα κάνουμε αν ξαναεισβάλλουν οι Πέρσες; Αν οι Σπαρτιάτες αποφασίσουν πέρα από τα χτήματα να μας κάψουν και την Αγορά;» «Εκεί ήθελα να φτάσω. Ο πόλεμος δεν είναι κάτι που μπορείς να πεις “Τέρμα! Δεν το ξανακάνω!”. Ούτε πρέπει. Όταν αυτά που απειλούνται είναι η πατρίδα και η ζωή σου, η δημοκρατία και ό, τι άλλο εσύ θεωρείς σπουδαίο, τότε θα πολεμήσεις. Και θα πολεμήσεις με πάθος και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
201
ορμή. Και θα είναι έγκλημα αν δεν το κάνεις. Τότε τα δεινά του πολέμου, του δίκαιου αυτού πολέμου, αντισταθμίζονται απ’ αυτά που υπερασπιζόμαστε και γλιτώνουμε, απ’ αυτά που θα κερδίσουμε με τη νίκη μας σε αυτόν. Αυτός όμως ο πόλεμος που ζούμε δεν είναι τέτοιος πόλεμος. Μας λένε ότι πολεμάμε για τη Δημοκρατία. Ε, κι εγώ τους λέω ότι η μάχη για τη Δημοκρατία δεν πρέπει να δίνεται στο Αιγίτιο, στην Κέρκυρα ή ακόμα χειρότερα στη Σικελία. Εδώ, λίγα βήματα πιο πάνω πρέπει να δίνεται, στην Πνύκα και στην Αγορά. Αν πρέπει να πολεμήσουμε σήμερα, ο εχθρός μας δεν πρέπει να είναι οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι, αλλά όλοι αυτοί που βολεύονται απ’ αυτήν την κατάσταση και πλουτίζουν όλο και περισσότερο, την ώρα που οι συμπολίτες μας σκοτώνονται σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ελλάδας κι ακόμα παραπέρα. Για όλα αυτά ευθύνη δεν έχουν μόνο οι Δημοκρατικοί, ο Περικλής, ο Κλέων, ο Λυσικλής, ο Υπέρβολος. Μιλάω και για τους αντίπαλούς τους, που κάνουν ό, τι μπορούν για να εκμεταλλευτούν αυτήν την κατάσταση για να έρθουν στα πράγματα. Συγγνώμη αν σε προσβάλλω και κατηγορώ τους φίλους σου Καλλίμαχε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ποιος έστειλε το ρουφιάνο που μαρτύρησε στους Μυτιληνιούς όταν αποστάτησαν το σχέδιό μας για να καταπνίξουμε την επανάστασή τους; Δούλος του Κριτία ήταν. Όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Ποιος συνεχίζει να έχει μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες, ακόμα και τώρα που μιλάμε, ακόμα και μετά απ’ αυτά που έκαναν εκείνοι στις Πλαταιές; Ο Νικίας. Και αυτό το ξέρουμε όλοι. Ποιός μου λέει ότι αν έρθουν αυτοί στα πράγματα δεν θα συνεχίσουν οι ανώφελοι και βλαπτικοί –για τον πολύ τον κόσμο– πόλεμοι;»
200
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
του εσπέριου θεού. / Κι απ’ αυτές τις αρίφνητες / συμφορές αφανίζεται η πόλη. / Δίχως έλεος, αθρήνητοι, κείτονται / καταγής οι νεκροί, του θανάτου / σκορπώντας το μίασμα. Οι γυναίκες / κι οι ασπρόμαλλες μάνες στενάζουν / στους βωμούς δώθε κείθε, ικετεύοντας / λύτρωση να ’βρουν στα μεγάλα τους πάθη. / Πολυστέναχτος βόγκος βουίζει / και μυριόστομος θρήνος. Γι’ αυτό, / χρυσή κόρη του Δία, βοήθεια / καλόβολη στείλε μας. / Και κάνε τον άγριο τον Άρη, που τώρα / δίχως ασπίδες χιμώντας με καίει / με βοή και φωνές, απ’ τη χώρα μου / δρόμο ενάντιο να πάρει γοργά και να πάει / στης Αμφιτρίτης το μέγα το πέλαγο / ή στους θρακιώτικους άγριους γιαλούς / που το κύμα τούς δέρνει. Γιατί άμα / κάτι ανέγγιχτο η νύχτα θ’ αφήσει, / το σαρώνει καθώς έρχεται η μέρα. / Ετούτον, ω! Δία πατέρα, / που βαστάς τα φλογάτα αστροπελέκια /κάνε τον στάχτη με τον κεραυνό σου”.» «Έλα, βρε Αριστοφάνη! Είσαι υπερβολικός. Και πώς τολμάς να επικαλεστείς το Σοφοκλή, που μόνο αμέτοχος δεν είναι σ’ όλα αυτά που γίνονται γύρω μας! Σε έπεισε και σένα ότι δήθεν προβληματίζεται για τα δεινά που φέρνει ο πόλεμος; Άσε μας, μωρέ! Όλοι μας έχουμε πολεμήσει και όλοι έχουμε χάσει ανθρώπους στις μάχες. Όλοι μας μετράμε λιγότερες περιουσίες λόγω του πολέμου. Όμως αυτός δεν είναι λόγος να σταματήσουμε να πολεμάμε! Τι θα κάνουμε αν ξαναεισβάλλουν οι Πέρσες; Αν οι Σπαρτιάτες αποφασίσουν πέρα από τα χτήματα να μας κάψουν και την Αγορά;» «Εκεί ήθελα να φτάσω. Ο πόλεμος δεν είναι κάτι που μπορείς να πεις “Τέρμα! Δεν το ξανακάνω!”. Ούτε πρέπει. Όταν αυτά που απειλούνται είναι η πατρίδα και η ζωή σου, η δημοκρατία και ό, τι άλλο εσύ θεωρείς σπουδαίο, τότε θα πολεμήσεις. Και θα πολεμήσεις με πάθος και
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
201
ορμή. Και θα είναι έγκλημα αν δεν το κάνεις. Τότε τα δεινά του πολέμου, του δίκαιου αυτού πολέμου, αντισταθμίζονται απ’ αυτά που υπερασπιζόμαστε και γλιτώνουμε, απ’ αυτά που θα κερδίσουμε με τη νίκη μας σε αυτόν. Αυτός όμως ο πόλεμος που ζούμε δεν είναι τέτοιος πόλεμος. Μας λένε ότι πολεμάμε για τη Δημοκρατία. Ε, κι εγώ τους λέω ότι η μάχη για τη Δημοκρατία δεν πρέπει να δίνεται στο Αιγίτιο, στην Κέρκυρα ή ακόμα χειρότερα στη Σικελία. Εδώ, λίγα βήματα πιο πάνω πρέπει να δίνεται, στην Πνύκα και στην Αγορά. Αν πρέπει να πολεμήσουμε σήμερα, ο εχθρός μας δεν πρέπει να είναι οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι, αλλά όλοι αυτοί που βολεύονται απ’ αυτήν την κατάσταση και πλουτίζουν όλο και περισσότερο, την ώρα που οι συμπολίτες μας σκοτώνονται σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ελλάδας κι ακόμα παραπέρα. Για όλα αυτά ευθύνη δεν έχουν μόνο οι Δημοκρατικοί, ο Περικλής, ο Κλέων, ο Λυσικλής, ο Υπέρβολος. Μιλάω και για τους αντίπαλούς τους, που κάνουν ό, τι μπορούν για να εκμεταλλευτούν αυτήν την κατάσταση για να έρθουν στα πράγματα. Συγγνώμη αν σε προσβάλλω και κατηγορώ τους φίλους σου Καλλίμαχε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ποιος έστειλε το ρουφιάνο που μαρτύρησε στους Μυτιληνιούς όταν αποστάτησαν το σχέδιό μας για να καταπνίξουμε την επανάστασή τους; Δούλος του Κριτία ήταν. Όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Ποιος συνεχίζει να έχει μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες, ακόμα και τώρα που μιλάμε, ακόμα και μετά απ’ αυτά που έκαναν εκείνοι στις Πλαταιές; Ο Νικίας. Και αυτό το ξέρουμε όλοι. Ποιός μου λέει ότι αν έρθουν αυτοί στα πράγματα δεν θα συνεχίσουν οι ανώφελοι και βλαπτικοί –για τον πολύ τον κόσμο– πόλεμοι;»
202
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Βλέποντας τον Αριστοφάνη να μην μπορεί να συγκρατηθεί, ο Εύπολις πήρε απ’ αυτόν τη σκυτάλη κι ανέλαβε να συνεχίσει την περί Ειρήνης προπαγάνδα με άλλον τρόπο, πιο ταιριαστό για ένα κωμικό ποιητή, αλαφραίνοντας όσο μπορούσε το κλίμα: «Ο Αριστοφάνης έχει όλα τα δίκια του κόσμου. Και όπως και να το κάνουμε, οι μόνοι που με συνέπεια και ειλικρίνεια μιλάμε για την ειρήνη, είτε έχουμε πόλεμο είτε ηρεμία, είμαστε εμείς, οι κωμικοί! Πώς θα μπορείς άλλωστε να δοξάζεις τον Διόνυσο όπως του πρέπει, όταν την άλλη μέρα έχεις ν’ αναμετρηθείς στο πεδίο της μάχης; Γι’ αυτό και έχουμε τέτοια μανία με την ειρήνη και ονειρευόμαστε από σκηνής έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό και καλύτερο απ’ αυτόν που ζούμε. Θυμάστε το μεγάλο δάσκαλό μας, τον Κράτη, τι έλεγε όταν έβαζε έναν άνθρωπο να κουβεντιάζει με τον Διόνυσο, έτσι; »Ρωτάει ο άνθρωπος: “Λοιπόν κανένας δε θα έχει δούλο ή δούλα, / αλλ’ ο ίδιος θα υπηρετεί τον εαυτό του και γέρος ακόμη;” Και του απαντάει ο Διόνυσος: “Όχι βέβαια! Διότι θα τα κάνω όλα να περπατούν.” Και ξαναρωτάει ο άνθρωπος: “Τι θα κερδίσουν τότε;” Και ξαναπαντάει ο Διόνυσος: “Θα έρχεται το καθετί, / όταν το φωνάζει: Στρώσου τραπέζι. Μόνο σου / ετοιμάσου. Ζυμωτήρι, ζύμωνε μόνο σου. / Γέμισε, ποτήρι, μόνο σου. Πού είναι η κύλικα; Άντε / πλύσου μόνη σου. Φούσκωνε ζύμη. Η χύτρα έπρεπε / να βγάζει τα τεύτλα. Ψάρι, προχώρα! –Μα, δεν ψήθηκα / απ’ την άλλη πλευρά! – Λοιπόν, γύρνα το πλευρό σου / κι αλείψου με λάδι κι αλάτι”. Ή, θυμηθείτε και τον Απόλλωνα, από τους «Αμφικτύονες» του Τηλεκλείδη: “Λοιπόν θα πω τον τρόπο ζωής που αρχικά έδινα στους ανθρώπους: / Πρώτα πρώτα υπήρχε ειρήνη σ’ όλα, όπως το νερό στο χέρι. / Η γη δεν έφερνε το επίφοβο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
203
ούτε αρρώστιες, / αλλά μόνα τους υπήρχαν τα απαραίτητα. / Από κάθε χαράδρα κυλούσε κρασί. Πίτες και ψωμιά συναγωνίζονταν / γύρω στα στόματα των ανθρώπων ικετεύοντάς τους να τα φαν’, / αν ήθελαν τα πιο άσπρα. Τα ψάρια θα πήγαιναν στο σπίτι, / θα ψήνονταν μόνα τους και θα σερβιρίζονταν μόνα τους. / Δίπλα στις κλίνες έρεε ποτάμι ο ζωμός, κυλώντας μέσα του κρέατα / ζεστά. Οχετοί από πικάντικες σάλτσες υπήρχαν για όσους ήθελαν, / ώστε υπήρχε αφθονία να παίρνει κάποιος και να πίνει απαλά. / Σε πιατέλες θα ήταν μελόπιτες, έχοντας πάνω τους μπαχαρικά, / ψημένες τσίχλες, με γαλακτόψωμα έμπαιναν στο λαρύγγι. / Καθώς οι πίτες συνωστίζονταν στα σαγόνια, γίνονταν μεγάλος θόρυβος”.» Το κόλπο του Εύπολι έπιασε. Η συζήτηση –προς ανακούφιση όλων– πήγε στο πόσο ωραία θα ήταν η ζωή αν ο κόσμος ήταν όλη την ώρα αραχτός στ’ ανάκλιντρά του και όλα τα καλά θα έρχονταν μόνα τους στο στόμα, στα μάτια ή στο πουλί. Ο Αριστοφάνης αναστέναξε βαριά. Τα λόγια του απόψε παραήταν σοβαρά για έναν θριαμβευτή κωμικό ποιητή. Έκλεισε τα μάτια του και ξανάφερε στο μυαλό τη στιγμή της πρώτης Παράβασης των «Αχαρνέων», όταν ο κορυφαίος του χορού βγήκε μπροστά και άρχισε να φωνάζει: «Από όταν πρωτοδίδαξε χορό κωμικό ο δάσκαλός μας / δεν βγήκε ποτέ ενώπιόν σας για να σας πει πόσο άξιος είναι. / Συκοφαντημένος από τους εχθρούς του στους ευκολόπιστους Αθηναίους / ότι τάχα την πόλη μας κοροϊδεύει και ότι τον λαό της ξεφτιλίζει, / βρήκε ό,τι ν’ απαντήσει πρέπει στους Αθηναίους τους κωλοτούμπες. / Λέει, λοιπόν, πως είναι ικανός για όλα τα καλά του κόσμου, / μιας και σας ξύπνησε και δεν σας απατούν οι ξένοι λόγοι / ούτε σας χαϊδεύουν κόλα-
202
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Βλέποντας τον Αριστοφάνη να μην μπορεί να συγκρατηθεί, ο Εύπολις πήρε απ’ αυτόν τη σκυτάλη κι ανέλαβε να συνεχίσει την περί Ειρήνης προπαγάνδα με άλλον τρόπο, πιο ταιριαστό για ένα κωμικό ποιητή, αλαφραίνοντας όσο μπορούσε το κλίμα: «Ο Αριστοφάνης έχει όλα τα δίκια του κόσμου. Και όπως και να το κάνουμε, οι μόνοι που με συνέπεια και ειλικρίνεια μιλάμε για την ειρήνη, είτε έχουμε πόλεμο είτε ηρεμία, είμαστε εμείς, οι κωμικοί! Πώς θα μπορείς άλλωστε να δοξάζεις τον Διόνυσο όπως του πρέπει, όταν την άλλη μέρα έχεις ν’ αναμετρηθείς στο πεδίο της μάχης; Γι’ αυτό και έχουμε τέτοια μανία με την ειρήνη και ονειρευόμαστε από σκηνής έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό και καλύτερο απ’ αυτόν που ζούμε. Θυμάστε το μεγάλο δάσκαλό μας, τον Κράτη, τι έλεγε όταν έβαζε έναν άνθρωπο να κουβεντιάζει με τον Διόνυσο, έτσι; »Ρωτάει ο άνθρωπος: “Λοιπόν κανένας δε θα έχει δούλο ή δούλα, / αλλ’ ο ίδιος θα υπηρετεί τον εαυτό του και γέρος ακόμη;” Και του απαντάει ο Διόνυσος: “Όχι βέβαια! Διότι θα τα κάνω όλα να περπατούν.” Και ξαναρωτάει ο άνθρωπος: “Τι θα κερδίσουν τότε;” Και ξαναπαντάει ο Διόνυσος: “Θα έρχεται το καθετί, / όταν το φωνάζει: Στρώσου τραπέζι. Μόνο σου / ετοιμάσου. Ζυμωτήρι, ζύμωνε μόνο σου. / Γέμισε, ποτήρι, μόνο σου. Πού είναι η κύλικα; Άντε / πλύσου μόνη σου. Φούσκωνε ζύμη. Η χύτρα έπρεπε / να βγάζει τα τεύτλα. Ψάρι, προχώρα! –Μα, δεν ψήθηκα / απ’ την άλλη πλευρά! – Λοιπόν, γύρνα το πλευρό σου / κι αλείψου με λάδι κι αλάτι”. Ή, θυμηθείτε και τον Απόλλωνα, από τους «Αμφικτύονες» του Τηλεκλείδη: “Λοιπόν θα πω τον τρόπο ζωής που αρχικά έδινα στους ανθρώπους: / Πρώτα πρώτα υπήρχε ειρήνη σ’ όλα, όπως το νερό στο χέρι. / Η γη δεν έφερνε το επίφοβο
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
203
ούτε αρρώστιες, / αλλά μόνα τους υπήρχαν τα απαραίτητα. / Από κάθε χαράδρα κυλούσε κρασί. Πίτες και ψωμιά συναγωνίζονταν / γύρω στα στόματα των ανθρώπων ικετεύοντάς τους να τα φαν’, / αν ήθελαν τα πιο άσπρα. Τα ψάρια θα πήγαιναν στο σπίτι, / θα ψήνονταν μόνα τους και θα σερβιρίζονταν μόνα τους. / Δίπλα στις κλίνες έρεε ποτάμι ο ζωμός, κυλώντας μέσα του κρέατα / ζεστά. Οχετοί από πικάντικες σάλτσες υπήρχαν για όσους ήθελαν, / ώστε υπήρχε αφθονία να παίρνει κάποιος και να πίνει απαλά. / Σε πιατέλες θα ήταν μελόπιτες, έχοντας πάνω τους μπαχαρικά, / ψημένες τσίχλες, με γαλακτόψωμα έμπαιναν στο λαρύγγι. / Καθώς οι πίτες συνωστίζονταν στα σαγόνια, γίνονταν μεγάλος θόρυβος”.» Το κόλπο του Εύπολι έπιασε. Η συζήτηση –προς ανακούφιση όλων– πήγε στο πόσο ωραία θα ήταν η ζωή αν ο κόσμος ήταν όλη την ώρα αραχτός στ’ ανάκλιντρά του και όλα τα καλά θα έρχονταν μόνα τους στο στόμα, στα μάτια ή στο πουλί. Ο Αριστοφάνης αναστέναξε βαριά. Τα λόγια του απόψε παραήταν σοβαρά για έναν θριαμβευτή κωμικό ποιητή. Έκλεισε τα μάτια του και ξανάφερε στο μυαλό τη στιγμή της πρώτης Παράβασης των «Αχαρνέων», όταν ο κορυφαίος του χορού βγήκε μπροστά και άρχισε να φωνάζει: «Από όταν πρωτοδίδαξε χορό κωμικό ο δάσκαλός μας / δεν βγήκε ποτέ ενώπιόν σας για να σας πει πόσο άξιος είναι. / Συκοφαντημένος από τους εχθρούς του στους ευκολόπιστους Αθηναίους / ότι τάχα την πόλη μας κοροϊδεύει και ότι τον λαό της ξεφτιλίζει, / βρήκε ό,τι ν’ απαντήσει πρέπει στους Αθηναίους τους κωλοτούμπες. / Λέει, λοιπόν, πως είναι ικανός για όλα τα καλά του κόσμου, / μιας και σας ξύπνησε και δεν σας απατούν οι ξένοι λόγοι / ούτε σας χαϊδεύουν κόλα-
204
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κες τ’ αυτιά, ούτε τους ρήτορες κοιτάτε σαν αποχαυνωμένοι. / Μ’ αυτές του τις πράξεις έγινε η αιτία για πολλά από τα καλά που σας βρήκαν / και έδειξε στους δημοκρατικούς πώς είναι η πραγματική δημοκρατία. / Μέσα από τις κωμωδίες του αυτός τα δίκαια θα σας δείχνει / Πολλά καλά θα σας διδάξει, ώστε ακόμα πιο ευτυχισμένοι να γίνετε / χωρίς να σας χαϊδεύει ούτε μισθούς να σας τάζει, ούτε να σας εξαπατά. / Πανουργίες δεν πρόκειται ποτέ να κάνει, / Αλλά μόνο τα καλύτερα θα σας διδάσκει.» Όπως κι εκείνη τη στιγμή, που βρισκόταν πίσω από τα σκηνικά κι από μια χαραμάδα έβλεπε τι γινόταν στις κερκίδες του θεάτρου και τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι συμπολίτες του υποδέχτηκαν τα λόγια του, έτσι και τώρα, ο ποιητής βούρκωσε. «Συνεχίζουμε», σκέφτηκε, και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά κρασί. Δύο μέρες μετά η Εκκλησία του Δήμου θα επικύρωνε την προειλημμένη απόφαση να σταλούν άμεσα –«...πριν τον σίτον εν ακμή είναι... » – σαράντα πλοία και δέκα χιλιάδες στρατιώτες και ναύτες, υπό τους στρατηγούς Ευρυμέδοντα του Θουκλή και Σοφοκλή του Σωστρατίδη, για να ενισχύσουν τις αθηναϊκές δυνάμεις που είχαν εκστρατεύσει ήδη από την περασμένη χρονιά στη Σικελία...
Υστερόγραφο Εισαγγελία Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σήμερα ποια ήταν η πραγματική έκβαση της δίκης του Αριστοφάνη από τον Κλέωνα. Δεν ξέρουμε καν με σιγουριά τι δίκη ήταν αυτή. Δεν είμαστε σίγουροι ούτε για το αν όντως διάδικος ήταν ο ίδιος ο Αριστοφάνης, αν και προσωπικά δεν θεωρώ ορθή την άποψη που υπάρχει, ότι αυτός που δικάστηκε ήταν ο Καλλίστρατος, στο όνομα του οποίου διδάχθηκε στο Θέατρο η κωμωδία “Βαβυλώνιοι”. Ο ανώνυμος φιλόλογος της ελληνιστικής εποχής που έγραψε την παλαιότερη βιογραφία του Αριστοφάνη που έχουμε στα χέρια μας, αναφέρει ότι η καταγγελία του Κλέωνα ήταν η «γραφή ξενίας», η δίκη που έκαναν οι γνήσιοι Αθηναίοι εναντίον των ξένων, μπερδεμένος προφανώς απ’ το ότι ο ποιητής το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Αίγινα. Αυτή η πληροφορία του βιογράφου έρχεται σε αντίθεση με αυτό που μαρτυράει ο ίδιος ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς», όταν λέει ότι ο Κλέων τον έσυρε στο Βουλευτήριο. Από τις πληροφορίες που έχουμε στα χέρια μας για την απονομή της δικαιοσύνης στην Αρχαία Ελλάδα,
204
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
κες τ’ αυτιά, ούτε τους ρήτορες κοιτάτε σαν αποχαυνωμένοι. / Μ’ αυτές του τις πράξεις έγινε η αιτία για πολλά από τα καλά που σας βρήκαν / και έδειξε στους δημοκρατικούς πώς είναι η πραγματική δημοκρατία. / Μέσα από τις κωμωδίες του αυτός τα δίκαια θα σας δείχνει / Πολλά καλά θα σας διδάξει, ώστε ακόμα πιο ευτυχισμένοι να γίνετε / χωρίς να σας χαϊδεύει ούτε μισθούς να σας τάζει, ούτε να σας εξαπατά. / Πανουργίες δεν πρόκειται ποτέ να κάνει, / Αλλά μόνο τα καλύτερα θα σας διδάσκει.» Όπως κι εκείνη τη στιγμή, που βρισκόταν πίσω από τα σκηνικά κι από μια χαραμάδα έβλεπε τι γινόταν στις κερκίδες του θεάτρου και τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι συμπολίτες του υποδέχτηκαν τα λόγια του, έτσι και τώρα, ο ποιητής βούρκωσε. «Συνεχίζουμε», σκέφτηκε, και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά κρασί. Δύο μέρες μετά η Εκκλησία του Δήμου θα επικύρωνε την προειλημμένη απόφαση να σταλούν άμεσα –«...πριν τον σίτον εν ακμή είναι... » – σαράντα πλοία και δέκα χιλιάδες στρατιώτες και ναύτες, υπό τους στρατηγούς Ευρυμέδοντα του Θουκλή και Σοφοκλή του Σωστρατίδη, για να ενισχύσουν τις αθηναϊκές δυνάμεις που είχαν εκστρατεύσει ήδη από την περασμένη χρονιά στη Σικελία...
Υστερόγραφο Εισαγγελία Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σήμερα ποια ήταν η πραγματική έκβαση της δίκης του Αριστοφάνη από τον Κλέωνα. Δεν ξέρουμε καν με σιγουριά τι δίκη ήταν αυτή. Δεν είμαστε σίγουροι ούτε για το αν όντως διάδικος ήταν ο ίδιος ο Αριστοφάνης, αν και προσωπικά δεν θεωρώ ορθή την άποψη που υπάρχει, ότι αυτός που δικάστηκε ήταν ο Καλλίστρατος, στο όνομα του οποίου διδάχθηκε στο Θέατρο η κωμωδία “Βαβυλώνιοι”. Ο ανώνυμος φιλόλογος της ελληνιστικής εποχής που έγραψε την παλαιότερη βιογραφία του Αριστοφάνη που έχουμε στα χέρια μας, αναφέρει ότι η καταγγελία του Κλέωνα ήταν η «γραφή ξενίας», η δίκη που έκαναν οι γνήσιοι Αθηναίοι εναντίον των ξένων, μπερδεμένος προφανώς απ’ το ότι ο ποιητής το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Αίγινα. Αυτή η πληροφορία του βιογράφου έρχεται σε αντίθεση με αυτό που μαρτυράει ο ίδιος ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς», όταν λέει ότι ο Κλέων τον έσυρε στο Βουλευτήριο. Από τις πληροφορίες που έχουμε στα χέρια μας για την απονομή της δικαιοσύνης στην Αρχαία Ελλάδα,
206
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
δηλαδή την περιγραφή του Αθηναϊκού Πολιτεύματος από τον Αριστοτέλη στην «Αθηναίων Πολιτεία» και στα «Πολιτικά», αλλά κι από τους δικανικούς λόγους που σώθηκαν από τα χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι τελικά η δίκη του Αριστοφάνη ήταν όντως «εισαγγελία» ενώπιον της Βουλής. Το ότι ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς» αναφέρει με αρκετή ανακούφιση ότι «παραλίγο να χανόταν», με έκανε να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο Κλέων επιζητούσε «κατάγνωση» της εισαγγελίας του, δηλαδή παραπομπή της σε δικαστικό σώμα με δυνατότητα να επιβάλλει αυστηρότερες από τη Βουλή ποινές, αλλά απέτυχε. Αντί να καταδικαστεί ο Αριστοφάνης σε εκτέλεση ή εξορία, καταδικάστηκε με την βαρύτερη ποινή που θα μπορούσε να επιβάλλει η Βουλή, δηλαδή με πρόστιμο 500 δραχμών. Τώρα, όσον αφορά την ετυμηγορία, έφτασα στο συμπέρασμα ότι ο Αριστοφάνης καταδικάστηκε από τα εξής στοιχεία: 1. Μετά τη μεγάλη τιμή να διδάξει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια ο Αριστοφάνης «υποβιβάζεται» στα Λήναια, ενώ η επόμενή του εμφάνιση, η επόμενη σωσμένη του κωμωδία, οι «Ιππείς», διδάχτηκε πάλι στα Λήναια του 424 π.Χ. Ο Αριστοφάνης στην Παράβαση των «Ιππέων» προσπαθεί να δικαιολογηθεί γιατί δεν έχει ζητήσει ποτέ Χορό μόνος του, αλλά μόνο πίσω από το όνομα του Καλλίστρατου, αλλά δεν δικαιολογεί το γιατί «έπεσε κατηγορία»! Προφανώς αν παραδεχόταν ότι βρίσκεται εκεί γιατί δεν του επιτρέπεται να διδάσκει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια, θα ήταν αρκετά υποτιμητικό και η σφοδρή επίθεση που εξαπέλυε στον Κλέωνα σε εκείνη την κωμωδία θ’ αμβλυνόταν απ’ αυτήν την παραδοχή ήττας.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
207
2. Στους στίχους 5-6 των Αχαρνέων ο Δικαιόπολις αναφέρει το πόσο ευχαριστήθηκε η ψυχούλα του όταν είδε τον Κλέωνα να κάνει “εμετό” κάποια πέντε τάλαντα. Ο ανώνυμος σχολιαστής –φιλόλογος της ελληνιστικής εποχής (ίδιος με τον παραπάνω ή άλλος, δεν ξέρουμε!) που έγραψε σχόλιο γι’ αυτό το στίχο, αναφέρει σαν ιστορικό γεγονός το εξής: Ο Κλέων καταχράστηκε 5 τάλαντα από το δημόσιο ταμείο και μέλη της κοινωνικής τάξης των Ιππέων τον ανάγκασαν να τα επιστρέψει πίσω. Οι νεότεροι μελετητές του Αριστοφάνη θεωρούν μάλλον απίθανο να συνέβη κάτι τέτοιο, κι αποδίδουν το σχόλιο σε σύγχυση του σχολιαστή λόγω και της επόμενης των «Αχαρνέων» κωμωδίας του Αριστοφάνη, τους «Ιππείς», όπου εκεί ο Κλέων κατατροπώνεται από τα μέλη της κοινωνικής αυτής τάξης της Αρχαίας Αθήνας. Οι φιλόλογοι, λοιπόν, που απορρίπτουν το Σχολιαστή, συνεκτιμώντας και το ότι τα υπόλοιπα περιστατικά που αναφέρει ο Δικαιόπολις ότι τον ευχαρίστησαν (στ. 4 – 16) είναι παρμένα από καλλιτεχνικές παραστάσεις (π.χ. κοροϊδεύει ποιητές τραγωδιών), έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η σκηνή με τον Κλέωνα να κάνει εμετό τα 5 τάλαντα προέρχεται από κάποια θεατρική παράσταση και συγκεκριμένα από τους «Βαβυλώνιους». Η δικιά μου εκτίμηση, ξεκινώντας από την τελευταία άποψη, είναι ότι τα πέντε τάλαντα που ξέρασε ο Κλέων στην πραγματικότητα ήταν οι πέντε μνες (500 δραχμές), το πρόστιμο, δηλαδή, που πλήρωσε ο Αριστοφάνης την προηγούμενη χρονιά στη Βουλή. Ο συμβολισμός της εικόνας θα μπορούσε να είναι ο εξής: Οι πέντε μνες που αναγκάστηκε να πληρώσει ο Αριστοφάνης βγήκαν «ξινές» του Κλέωνα και δεν τον ικανοποίησαν, μιας και δεν φίμωσαν τον ποιητή. Η πραγματική αντιστοιχία ταλάντων – μνων δεν έχει καμία
206
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
δηλαδή την περιγραφή του Αθηναϊκού Πολιτεύματος από τον Αριστοτέλη στην «Αθηναίων Πολιτεία» και στα «Πολιτικά», αλλά κι από τους δικανικούς λόγους που σώθηκαν από τα χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι τελικά η δίκη του Αριστοφάνη ήταν όντως «εισαγγελία» ενώπιον της Βουλής. Το ότι ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς» αναφέρει με αρκετή ανακούφιση ότι «παραλίγο να χανόταν», με έκανε να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο Κλέων επιζητούσε «κατάγνωση» της εισαγγελίας του, δηλαδή παραπομπή της σε δικαστικό σώμα με δυνατότητα να επιβάλλει αυστηρότερες από τη Βουλή ποινές, αλλά απέτυχε. Αντί να καταδικαστεί ο Αριστοφάνης σε εκτέλεση ή εξορία, καταδικάστηκε με την βαρύτερη ποινή που θα μπορούσε να επιβάλλει η Βουλή, δηλαδή με πρόστιμο 500 δραχμών. Τώρα, όσον αφορά την ετυμηγορία, έφτασα στο συμπέρασμα ότι ο Αριστοφάνης καταδικάστηκε από τα εξής στοιχεία: 1. Μετά τη μεγάλη τιμή να διδάξει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια ο Αριστοφάνης «υποβιβάζεται» στα Λήναια, ενώ η επόμενή του εμφάνιση, η επόμενη σωσμένη του κωμωδία, οι «Ιππείς», διδάχτηκε πάλι στα Λήναια του 424 π.Χ. Ο Αριστοφάνης στην Παράβαση των «Ιππέων» προσπαθεί να δικαιολογηθεί γιατί δεν έχει ζητήσει ποτέ Χορό μόνος του, αλλά μόνο πίσω από το όνομα του Καλλίστρατου, αλλά δεν δικαιολογεί το γιατί «έπεσε κατηγορία»! Προφανώς αν παραδεχόταν ότι βρίσκεται εκεί γιατί δεν του επιτρέπεται να διδάσκει κωμωδία στα Μεγάλα Διονύσια, θα ήταν αρκετά υποτιμητικό και η σφοδρή επίθεση που εξαπέλυε στον Κλέωνα σε εκείνη την κωμωδία θ’ αμβλυνόταν απ’ αυτήν την παραδοχή ήττας.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
207
2. Στους στίχους 5-6 των Αχαρνέων ο Δικαιόπολις αναφέρει το πόσο ευχαριστήθηκε η ψυχούλα του όταν είδε τον Κλέωνα να κάνει “εμετό” κάποια πέντε τάλαντα. Ο ανώνυμος σχολιαστής –φιλόλογος της ελληνιστικής εποχής (ίδιος με τον παραπάνω ή άλλος, δεν ξέρουμε!) που έγραψε σχόλιο γι’ αυτό το στίχο, αναφέρει σαν ιστορικό γεγονός το εξής: Ο Κλέων καταχράστηκε 5 τάλαντα από το δημόσιο ταμείο και μέλη της κοινωνικής τάξης των Ιππέων τον ανάγκασαν να τα επιστρέψει πίσω. Οι νεότεροι μελετητές του Αριστοφάνη θεωρούν μάλλον απίθανο να συνέβη κάτι τέτοιο, κι αποδίδουν το σχόλιο σε σύγχυση του σχολιαστή λόγω και της επόμενης των «Αχαρνέων» κωμωδίας του Αριστοφάνη, τους «Ιππείς», όπου εκεί ο Κλέων κατατροπώνεται από τα μέλη της κοινωνικής αυτής τάξης της Αρχαίας Αθήνας. Οι φιλόλογοι, λοιπόν, που απορρίπτουν το Σχολιαστή, συνεκτιμώντας και το ότι τα υπόλοιπα περιστατικά που αναφέρει ο Δικαιόπολις ότι τον ευχαρίστησαν (στ. 4 – 16) είναι παρμένα από καλλιτεχνικές παραστάσεις (π.χ. κοροϊδεύει ποιητές τραγωδιών), έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η σκηνή με τον Κλέωνα να κάνει εμετό τα 5 τάλαντα προέρχεται από κάποια θεατρική παράσταση και συγκεκριμένα από τους «Βαβυλώνιους». Η δικιά μου εκτίμηση, ξεκινώντας από την τελευταία άποψη, είναι ότι τα πέντε τάλαντα που ξέρασε ο Κλέων στην πραγματικότητα ήταν οι πέντε μνες (500 δραχμές), το πρόστιμο, δηλαδή, που πλήρωσε ο Αριστοφάνης την προηγούμενη χρονιά στη Βουλή. Ο συμβολισμός της εικόνας θα μπορούσε να είναι ο εξής: Οι πέντε μνες που αναγκάστηκε να πληρώσει ο Αριστοφάνης βγήκαν «ξινές» του Κλέωνα και δεν τον ικανοποίησαν, μιας και δεν φίμωσαν τον ποιητή. Η πραγματική αντιστοιχία ταλάντων – μνων δεν έχει καμία
208
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σχέση (5 τάλαντα = 300 μνες = 30.000 δραχμές), αλλά η αντιστοιχία των αριθμών (5 μνες – 5 τάλαντα) ίσως δικαιολογεί την κωμική υπερβολή. Επιπλέον, οι Αθηναίοι γνώριζαν την περιπέτεια του ποιητή, γνώριζαν τις ποινές που επιβάλλονταν στις εισαγγελίες ενώπιον της Βουλής, οπότε δεν θα δυσκολεύονταν να κάνουν στο μυαλό τους την κωμική αναγωγή και να καταλάβουν πού αναφερόταν ο ποιητής.
Ελιχρύση Οι πηγές που έχουμε για τη ζωή του Αριστοφάνη –πέρα από όσα μας λέει, είτε ευθέως είτε με υπονοούμενα, ο ίδιος στα έργα του– δεν μας μαρτυρούν πώς ονομαζόταν η σύζυγος του ποιητή. Αντίθετα, μας αναφέρουν ονομαστικά τους γιους του: Φίλιππος, Νικόστρατος και Αραρότας. Όταν έπρεπε να επιλέξω όνομα, για να «βαφτίσω» γυναίκα του Αριστοφάνη, προβληματίστηκα αρκετά. Θα μπορούσα να διαλέξω στην τύχη ένα αρχαιοελληνικό γυναικείο όνομα. Ήθελα όμως να φέρει και κάποιο συμβολισμό. Είναι δεδομένη η λατρεία που έτρεφε ο Αριστοφάνης στη γη και στους ανθρώπους που τη δουλεύουν. Δεν θα μπορούσε λοιπόν το όνομα της γυναίκας του να μην έχει σχέση με τη γη και τους καρπούς της. Αποφάσισα να διαλέξω ένα όνομα από τα στολίδια της γης, τα λουλούδια. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε να βρω κι αρχαίες ονομασίες λουλουδιών! Πού αλλού θα έβρισκα τις πληροφορίες που ήθελα, παρά στους «Δειπνοσοφιστές»! Εκεί, ανάμεσα σε εκατοντάδες αποσπάσματα, ο Αθήναιος διέσωσε και το παρακάτω απόσπασμα μιας χαμένης για πάντα κωμωδίας ενός σύγχρονου του Αριστοφάνη κωμικού, του Κρατίνου:
209
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Στολίζω το κεφάλι μου με κάθε λογής λουλούδια. Τριαντάφυλλα, κρίνα, υάκινθους, ζουμπούλια Και θυμάρια, και καλοκαιρινών ανεμώνων μπουμπούκια, έρπυλλους, κρόκους, υάκινθους, κοτσάνια ελίχρυσου, άνθη αμπελιών, με το αγαπημένο ημεροκαλλές, φύλλα ανθρύσκων και κισσών, φύλλωμα ναρκίσσου. Θα γεμίσω τα μαλλιά μου με μοσχομυριστό τριφύλλι και κύτισο, απ’ αυτόν που φυτρώνει μόνος του στον Μέδοντα. (Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο ΙΕ, 685 b, c. Ανθολογείται ως Κρατίνου σπάραγμα 98 στο Comicorum Atticorum Fragmenta του Theodorus Kock, Τόμος Α, Λειψία –1884) Έχοντας λοιπόν αυτόν τον πλούσιο –κι αρχαίο– κατάλογο λουλουδιών της αττικής γης στα χέρια, αποφάσισα ότι τώρα μπορούσα με λιγότερες ενοχές ν’ αφήσω το θέμα της επιλογής του ονόματος στα χέρια της Τύχης. Και αυτή δεν με απογοήτευσε καθόλου με το «Ελιχρύση», όνομα το οποίο –όπως διαπίστωσα αργότερα- έφερε και μια Νύμφη, μια θεότητα δηλαδή της φύσης.
Εύπολις Κάποια στιγμή μετά τη διδασκαλία των «Αχαρνέων» το 425 π.Χ. και σίγουρα πριν το 421 π.Χ. η φιλία του Αριστοφάνη με τον Εύπολι διαλύθηκε, και ο ένας άρχισε να κατηγορεί τον άλλο για λογοκλοπή. Στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, το έργο που ακολούθησε τους «Ιππείς», το 423 π.Χ, αλλά που ξαναγράφτηκε μερικά χρόνια αργότερα, ο Αριστοφάνης μάς λέει: «Πρώ-
208
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
σχέση (5 τάλαντα = 300 μνες = 30.000 δραχμές), αλλά η αντιστοιχία των αριθμών (5 μνες – 5 τάλαντα) ίσως δικαιολογεί την κωμική υπερβολή. Επιπλέον, οι Αθηναίοι γνώριζαν την περιπέτεια του ποιητή, γνώριζαν τις ποινές που επιβάλλονταν στις εισαγγελίες ενώπιον της Βουλής, οπότε δεν θα δυσκολεύονταν να κάνουν στο μυαλό τους την κωμική αναγωγή και να καταλάβουν πού αναφερόταν ο ποιητής.
Ελιχρύση Οι πηγές που έχουμε για τη ζωή του Αριστοφάνη –πέρα από όσα μας λέει, είτε ευθέως είτε με υπονοούμενα, ο ίδιος στα έργα του– δεν μας μαρτυρούν πώς ονομαζόταν η σύζυγος του ποιητή. Αντίθετα, μας αναφέρουν ονομαστικά τους γιους του: Φίλιππος, Νικόστρατος και Αραρότας. Όταν έπρεπε να επιλέξω όνομα, για να «βαφτίσω» γυναίκα του Αριστοφάνη, προβληματίστηκα αρκετά. Θα μπορούσα να διαλέξω στην τύχη ένα αρχαιοελληνικό γυναικείο όνομα. Ήθελα όμως να φέρει και κάποιο συμβολισμό. Είναι δεδομένη η λατρεία που έτρεφε ο Αριστοφάνης στη γη και στους ανθρώπους που τη δουλεύουν. Δεν θα μπορούσε λοιπόν το όνομα της γυναίκας του να μην έχει σχέση με τη γη και τους καρπούς της. Αποφάσισα να διαλέξω ένα όνομα από τα στολίδια της γης, τα λουλούδια. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε να βρω κι αρχαίες ονομασίες λουλουδιών! Πού αλλού θα έβρισκα τις πληροφορίες που ήθελα, παρά στους «Δειπνοσοφιστές»! Εκεί, ανάμεσα σε εκατοντάδες αποσπάσματα, ο Αθήναιος διέσωσε και το παρακάτω απόσπασμα μιας χαμένης για πάντα κωμωδίας ενός σύγχρονου του Αριστοφάνη κωμικού, του Κρατίνου:
209
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
Στολίζω το κεφάλι μου με κάθε λογής λουλούδια. Τριαντάφυλλα, κρίνα, υάκινθους, ζουμπούλια Και θυμάρια, και καλοκαιρινών ανεμώνων μπουμπούκια, έρπυλλους, κρόκους, υάκινθους, κοτσάνια ελίχρυσου, άνθη αμπελιών, με το αγαπημένο ημεροκαλλές, φύλλα ανθρύσκων και κισσών, φύλλωμα ναρκίσσου. Θα γεμίσω τα μαλλιά μου με μοσχομυριστό τριφύλλι και κύτισο, απ’ αυτόν που φυτρώνει μόνος του στον Μέδοντα. (Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», Βιβλίο ΙΕ, 685 b, c. Ανθολογείται ως Κρατίνου σπάραγμα 98 στο Comicorum Atticorum Fragmenta του Theodorus Kock, Τόμος Α, Λειψία –1884) Έχοντας λοιπόν αυτόν τον πλούσιο –κι αρχαίο– κατάλογο λουλουδιών της αττικής γης στα χέρια, αποφάσισα ότι τώρα μπορούσα με λιγότερες ενοχές ν’ αφήσω το θέμα της επιλογής του ονόματος στα χέρια της Τύχης. Και αυτή δεν με απογοήτευσε καθόλου με το «Ελιχρύση», όνομα το οποίο –όπως διαπίστωσα αργότερα- έφερε και μια Νύμφη, μια θεότητα δηλαδή της φύσης.
Εύπολις Κάποια στιγμή μετά τη διδασκαλία των «Αχαρνέων» το 425 π.Χ. και σίγουρα πριν το 421 π.Χ. η φιλία του Αριστοφάνη με τον Εύπολι διαλύθηκε, και ο ένας άρχισε να κατηγορεί τον άλλο για λογοκλοπή. Στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, το έργο που ακολούθησε τους «Ιππείς», το 423 π.Χ, αλλά που ξαναγράφτηκε μερικά χρόνια αργότερα, ο Αριστοφάνης μάς λέει: «Πρώ-
210
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τα πρώτα ο Εύπολις, άθλιος στ’ αλήθεια, / τους “Ιππείς” μου κακοποίησε, σέρνοντας πάνω τους τον “Μαρικά” του, / βάζοντας για τσόντα τη μεθυσμένη στον κόρδακα γριά, / εκείνη που είχε φτιάξει πρώτος ο Φρύνιχος.» (στ. 553 – 556). Μερικές απαραίτητες εξηγήσεις: Ο «Μαρικάς» είναι η κωμωδία που δίδαξε ο Εύπολις το 421 π.Χ. για να διακωμωδήσει αυτόν που διαδέχθηκε τον Κλέωνα μετά το θάνατό του στην ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης, τον Υπέρβολο. Ο Φρύνιχος ήταν ένας παλαιότερος κωμικός ποιητής. Ο Κόρδακας ήταν χορός των Σατύρων, που χορευόταν από μεθυσμένους και περιελάμβανε πολλές άσεμνες χειρονομίες. Ο Αριστοφάνης ξανακατηγορεί για λογοκλοπή τον Εύπολι στον «Ανάργυρό» του, λέγοντας ότι «από το δικό μου πανωφόρι τρία ρουχαλάκια έφτιαξε». Δηλαδή, ο Εύπολις χρησιμοποίησε σε τρεις ασήμαντες –κατά τη γνώμη του Αριστοφάνη– κωμωδίες του υλικό από ένα από τα αριστουργήματά του. Ο Εύπολις απαντά στους «Βάπτες» του (416 π.Χ.): «Και κείνους του “Ιππείς” / μαζί με τον καράφλα τους έφτιαξα, μα του τους χάρισα». Οι «Βάπτες» του Εύπολι επιφανειακά ήσαν μια διακωμώδηση των οπαδών μιας καινούριας θρακιώτικης θεότητας, αλλά στην ουσία ήταν μια ανελέητη επίθεση στον Αλκιβιάδη. Τέτοια ήταν η σφοδρότητα της επίθεσης, που ο θρύλος λέει ότι ο Αλκιβιάδης, αγανακτισμένος από εκείνη την κωμωδία δολοφόνησε τον Εύπολι, πετώντας τον από την κουπαστή του πλοίου το 415 π.Χ., στον πηγαιμό του Αθηναϊκού Στόλου για τη Σικελία. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια: Η Σικελική Εκστρατεία τέλειωσε
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
211
καταστροφικά για τους Αθηναίους το 413 π.Χ. και ο Εύπολις στο τελευταίο του –αφύσικα σοβαρό για κωμωδία– έργο «Δήμοι», που διδάχτηκε μετά απ’ αυτήν την καταστροφή, πραγματοποιεί ένα προσκλητήριο νεκρών. Δείχνει στον Άδη να μαζεύονται οι νεκροί –πλέον– μεγάλοι άντρες της Αθήνας και να προβληματίζονται για την κατάντια της πάλαι ποτέ ένδοξης πόλης. Δεν ξέρουμε ποια κωμωδία δίδαξε ο Αριστοφάνης στον απόηχο της ήττας στη Σικελική Εκστρατεία, ξέρουμε όμως την προηγούμενη, αυτή που διδάχθηκε όταν όλα τα ενδεχόμενα ήταν πιθανά για την έκβαση της εκστρατείας. Τότε, λοιπόν, ο Αριστοφάνης δίδαξε το αριστούργημά του, τις «Όρνιθες», τον ύμνο σε μια κοινωνία ειρήνης, συνεργασίας των ανθρώπων κι αρμονικής τους συνύπαρξης με τη φύση, μακριά και κόντρα σε θεούς και εκμεταλλευτές.
Ευριπίδης Όλοι μας ξέρουμε πόσο πολύ ξεφωνίζει στα έργα του ο Αριστοφάνης τον Ευριπίδη. Η κλασσική σχολή των μελετητών του κωμωδιογράφου εκτιμά ότι αυτό οφείλεται στην υποτιθέμενη μανία τού υποτίθεται συντηρητικού Αριστοφάνη εναντίον των νεωτερισμών της εποχής του και ειδικότερα του προοδευτικού Ευριπίδη που τους εισήγαγε προκλητικά στην τραγωδία. Η νεότερη σχολή, πατώντας πάνω σε αντιφάσεις των στοιχείων που αξιοποιεί η κλασσική σχολή, έχει διαμορφώσει μια διαφορετική αντίληψη για την πολιτική στάση του Αριστοφάνη και την αντιμετώπιση των προοδευτικών στοιχείων της δουλοκτητικής κοινωνίας της Αθήνας.
210
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
τα πρώτα ο Εύπολις, άθλιος στ’ αλήθεια, / τους “Ιππείς” μου κακοποίησε, σέρνοντας πάνω τους τον “Μαρικά” του, / βάζοντας για τσόντα τη μεθυσμένη στον κόρδακα γριά, / εκείνη που είχε φτιάξει πρώτος ο Φρύνιχος.» (στ. 553 – 556). Μερικές απαραίτητες εξηγήσεις: Ο «Μαρικάς» είναι η κωμωδία που δίδαξε ο Εύπολις το 421 π.Χ. για να διακωμωδήσει αυτόν που διαδέχθηκε τον Κλέωνα μετά το θάνατό του στην ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης, τον Υπέρβολο. Ο Φρύνιχος ήταν ένας παλαιότερος κωμικός ποιητής. Ο Κόρδακας ήταν χορός των Σατύρων, που χορευόταν από μεθυσμένους και περιελάμβανε πολλές άσεμνες χειρονομίες. Ο Αριστοφάνης ξανακατηγορεί για λογοκλοπή τον Εύπολι στον «Ανάργυρό» του, λέγοντας ότι «από το δικό μου πανωφόρι τρία ρουχαλάκια έφτιαξε». Δηλαδή, ο Εύπολις χρησιμοποίησε σε τρεις ασήμαντες –κατά τη γνώμη του Αριστοφάνη– κωμωδίες του υλικό από ένα από τα αριστουργήματά του. Ο Εύπολις απαντά στους «Βάπτες» του (416 π.Χ.): «Και κείνους του “Ιππείς” / μαζί με τον καράφλα τους έφτιαξα, μα του τους χάρισα». Οι «Βάπτες» του Εύπολι επιφανειακά ήσαν μια διακωμώδηση των οπαδών μιας καινούριας θρακιώτικης θεότητας, αλλά στην ουσία ήταν μια ανελέητη επίθεση στον Αλκιβιάδη. Τέτοια ήταν η σφοδρότητα της επίθεσης, που ο θρύλος λέει ότι ο Αλκιβιάδης, αγανακτισμένος από εκείνη την κωμωδία δολοφόνησε τον Εύπολι, πετώντας τον από την κουπαστή του πλοίου το 415 π.Χ., στον πηγαιμό του Αθηναϊκού Στόλου για τη Σικελία. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια: Η Σικελική Εκστρατεία τέλειωσε
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ
211
καταστροφικά για τους Αθηναίους το 413 π.Χ. και ο Εύπολις στο τελευταίο του –αφύσικα σοβαρό για κωμωδία– έργο «Δήμοι», που διδάχτηκε μετά απ’ αυτήν την καταστροφή, πραγματοποιεί ένα προσκλητήριο νεκρών. Δείχνει στον Άδη να μαζεύονται οι νεκροί –πλέον– μεγάλοι άντρες της Αθήνας και να προβληματίζονται για την κατάντια της πάλαι ποτέ ένδοξης πόλης. Δεν ξέρουμε ποια κωμωδία δίδαξε ο Αριστοφάνης στον απόηχο της ήττας στη Σικελική Εκστρατεία, ξέρουμε όμως την προηγούμενη, αυτή που διδάχθηκε όταν όλα τα ενδεχόμενα ήταν πιθανά για την έκβαση της εκστρατείας. Τότε, λοιπόν, ο Αριστοφάνης δίδαξε το αριστούργημά του, τις «Όρνιθες», τον ύμνο σε μια κοινωνία ειρήνης, συνεργασίας των ανθρώπων κι αρμονικής τους συνύπαρξης με τη φύση, μακριά και κόντρα σε θεούς και εκμεταλλευτές.
Ευριπίδης Όλοι μας ξέρουμε πόσο πολύ ξεφωνίζει στα έργα του ο Αριστοφάνης τον Ευριπίδη. Η κλασσική σχολή των μελετητών του κωμωδιογράφου εκτιμά ότι αυτό οφείλεται στην υποτιθέμενη μανία τού υποτίθεται συντηρητικού Αριστοφάνη εναντίον των νεωτερισμών της εποχής του και ειδικότερα του προοδευτικού Ευριπίδη που τους εισήγαγε προκλητικά στην τραγωδία. Η νεότερη σχολή, πατώντας πάνω σε αντιφάσεις των στοιχείων που αξιοποιεί η κλασσική σχολή, έχει διαμορφώσει μια διαφορετική αντίληψη για την πολιτική στάση του Αριστοφάνη και την αντιμετώπιση των προοδευτικών στοιχείων της δουλοκτητικής κοινωνίας της Αθήνας.
212
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Με βάση αυτή τη διαφορετική αντίληψη, η οποία με λίγα λόγια δικαιολογεί τις όποιες συντηρητικές κι αντιδραστικές ατάκες του Αριστοφάνη κρίνοντάς τες πρώτα σαν ένα καλλιτέχνημα που απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, και όχι πάντα σαν ένα προσωπικό μανιφέστο, προσεγγίζεται και η σχέση Ευριπίδη – Αριστοφάνη. Σε αυτήν την προσέγγιση πολυτιμότατος είναι ένας στίχος του σύγχρονου και των δύο ποιητών, του κωμωδιογράφου Κρατίνου, ο οποίος μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την εικόνα που είχαν για τους δύο δημιουργούς οι συμπολίτες τους: «“Και ποιος είσαι εσύ;” Μπορεί να ρωτήσει κάποιος εκλεπτυσμένος θεατής, κάποιος υπολεπτολόγος, γνωμοδιώκτης, ευριπιδαριστοφανίζων». Ο γέρος Κρατίνος, στη δύση της καριέρας του (η τελευταία του κωμωδία διδάχτηκε στα 424 π.Χ.) μας μεταφέρει το πώς έβλεπαν οι Αθηναίοι τους δύο ποιητές. Σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ό, τι ήταν ο Αριστοφάνης για την κωμωδία ήταν και ο Ευριπίδης για την τραγωδία: Γεμάτοι νεωτερισμούς, περίεργες έννοιες, υψηλά νοήματα και γλωσσικά σχήματα. Ενδεχομένως, λοιπόν, για τον απλό κόσμο της Αθήνας, η «κόντρα» τους ήταν κάτι το αδιάφορο, κάτι που γινόταν απλά και μόνο στα «πλαίσια της δουλειάς», μιας και κατά τ’ άλλα ήσαν ουσιαστικά ίδιοι! Λίγη σημασία έχουν αυτά βέβαια. Όταν χάθηκαν αυτοί οι άνθρωποι και μαζί τους και οι σχέσεις τους, έμειναν μόνο κάποιες μουτζούρες πάνω σε χαρτιά, που επιτρέπουν στον καθένα να τις διαβάσει, όπως θέλει...
212
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Με βάση αυτή τη διαφορετική αντίληψη, η οποία με λίγα λόγια δικαιολογεί τις όποιες συντηρητικές κι αντιδραστικές ατάκες του Αριστοφάνη κρίνοντάς τες πρώτα σαν ένα καλλιτέχνημα που απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, και όχι πάντα σαν ένα προσωπικό μανιφέστο, προσεγγίζεται και η σχέση Ευριπίδη – Αριστοφάνη. Σε αυτήν την προσέγγιση πολυτιμότατος είναι ένας στίχος του σύγχρονου και των δύο ποιητών, του κωμωδιογράφου Κρατίνου, ο οποίος μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την εικόνα που είχαν για τους δύο δημιουργούς οι συμπολίτες τους: «“Και ποιος είσαι εσύ;” Μπορεί να ρωτήσει κάποιος εκλεπτυσμένος θεατής, κάποιος υπολεπτολόγος, γνωμοδιώκτης, ευριπιδαριστοφανίζων». Ο γέρος Κρατίνος, στη δύση της καριέρας του (η τελευταία του κωμωδία διδάχτηκε στα 424 π.Χ.) μας μεταφέρει το πώς έβλεπαν οι Αθηναίοι τους δύο ποιητές. Σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ό, τι ήταν ο Αριστοφάνης για την κωμωδία ήταν και ο Ευριπίδης για την τραγωδία: Γεμάτοι νεωτερισμούς, περίεργες έννοιες, υψηλά νοήματα και γλωσσικά σχήματα. Ενδεχομένως, λοιπόν, για τον απλό κόσμο της Αθήνας, η «κόντρα» τους ήταν κάτι το αδιάφορο, κάτι που γινόταν απλά και μόνο στα «πλαίσια της δουλειάς», μιας και κατά τ’ άλλα ήσαν ουσιαστικά ίδιοι! Λίγη σημασία έχουν αυτά βέβαια. Όταν χάθηκαν αυτοί οι άνθρωποι και μαζί τους και οι σχέσεις τους, έμειναν μόνο κάποιες μουτζούρες πάνω σε χαρτιά, που επιτρέπουν στον καθένα να τις διαβάσει, όπως θέλει...
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
Β
΄
Ε
Κ
∆
Ο
ΣΗ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
Β
΄
Ε
Κ
∆
Ο
ΣΗ
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4 ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Τ.Κ. 161 21, ΤΗΛ.: 210 76.48.900, FAX: 210 76.48.901 www.defacto.gr • e-mail: entosnet@defacto.gr
ΤΟ BIBΛΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 2014 ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ "ΕΝΤΟΣ" ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΞΩΦΥΛΛΟ DE FACTO ΤΗΛ.: 210.76.48.900 ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΝΤΟΣ
ΤΟ BIBΛΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΑΠΟΛΟΓΗΣΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 2014 ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ "ΕΝΤΟΣ" ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΞΩΦΥΛΛΟ DE FACTO ΤΗΛ.: 210.76.48.900 ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΕΝΤΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ απολογήσου
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Ιστορικό μυθιστόρημα
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ 4, ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ, 161 21 Τηλ.: 210 76.48.900, Fax: 210 76.48.901 www.defacto.gr, e-mail: entosnet@defacto.gr
απολογήσου
ISBN 978-960-9492-66-9
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Εξαιρετικά επίκαιρο μυθιστόρημα που μας μεταφέρει στην Αρχαία Αθήνα, το 426 Μπάμπης Καββαδίας π.Χ. Παρακολουθούμε τη σύγκρουση του Αριστοφάνη και του Κλέωνα, δυο γιγάντων ου ήσ της πολιτικής ζωής. απ ολ ογ Ο Αριστοφάνης με την κωμωδία “Βαβυλώνιοι” που παρουσίασε στα Μεγάλα Διονύσια κριτικάρει τον Κλέωνα για την αδίστακτη πολιτική του απέναντι στους συμμάχους. Στηλιτεύει τον πολεμοχαρή χαρακτήρα του, τον τυχοδιωκτισμό και την ιδιοτέλειά του. Ο Κλέωνας κατηγορεί και οδηγεί σε δίκη τον Αριστοφάνη, γιατί με την κωμωδία εξέθεσε την Αθήνα, παρουσιάζοντάς την να συμπεριφέρεται δεσποτικά απέναντι στους συμμάχους. Ο αναγνώστης μέσα από μια πολύκροτη δίκη θα μάθει πολλά για την αθηναϊκή ζωή, τον Πελοποννησιακό πόλεμο, το πολιτειακό σύστημα, τη δημοκρατία που έχει παραδοθεί στα χέρια των δημαγωγών, την πάλη “δημοκρατικών”-“ολιγαρχικών” που είχε τελικά ως θύματα τον αθηναϊκό λαό. Παράλληλα, παρουσιάζονται ανάγλυφα η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοφάνη, αλλά και οι αντιλήψεις του για τη Γυναίκα, την Ηδονή και τον Έρωτα. Το βιβλίο αυτό, καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο, απευθύνεται τόσο στους λάτρεις της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας όσο και σε αυτούς που επιθυμούν να γνωρίσουν με εύκολο και γρήγορο τρόπο το Αριστοφανικό έργο.
Μπάμπης Καββαδίας
Μπάμπης Καββαδίας
Μπάμπης Καββαδίας
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ υ ο σ ή γ ο λ ο απ Ιστορικό μυθιστόρημα
Ο Μπάμπης Καββαδίας γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Αίγιο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Οδηγητή» (εφημερίδα της ΚΝΕ). Από το 2010 ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διατηρεί το ιστολόγιο traversada.blogspot.gr, όπου έχουν αναρτηθεί ερασιτεχνικές μελέτες και μεταφράσεις πάνω σε θέματα κοινωνικής ιστορίας όπως «Η δίκη του Χονδρογιάννη», «Το κίνημα του Μερεντίνη» και άλλες. Με το συγκεκριμένο έργο («Αριστοφάνη απολογήσου» - τίτλος του στο Διαγωνισμό «Με το κεφάλι στο κούτσουρο») συμμετείχε στον 32ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2013) της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, όπου του απονεμήθηκε το Β΄ Βραβείο Μυθιστορήματος.