Κωνσταντίνος Αύγουστος, Sol Invictus

Page 1



Κωνσταντίνος Αύγουστος Sol Invictus


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Κωνσταντίνος Αύγουστος, Sol Invictus» Ιστορικό Μυθιστόρημα © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε. - Αθήνα 2012 © Νίκος Μπατσιούλας

Επιμέλεια Κειμένου: Αγγέλα Γαβρίλη

Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Πανόρμου 83, 11524 Αθήνα Τηλ: 2103315186, Fax: 2103315186 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα Τηλ: 2262100795, Fax: 2262027275 e-mail: info@batsioulas.gr url: www.batsioulas.gr ISBN: 978-960-6813-62-7 e-book , Αθήνα 2014


Νίκος Μπατσιούλας

Κωνσταντίνος Αύγουστος Sol Invictus



Στη μικρή Ελένη



Περιεχόμενα I. Το τέλος IΙ. Γόρτυνα ΙΙI. Νικομήδεια ΙV. Εβόρακο V. Τρέβηροι VI. Ρώμη VII. Σερδίκη VIII. Βυζάντιο IX. Ιεροσόλυμα X. Κωνσταντινούπολη XI. Επίλογος ΧΙI. Βιβλιογραφία - Πηγές

15 17 44 134 158 254 354 436 496 563 640 646



O tempora, o moras! Τι καιροί, τι ήθη! Κικέρωνας (106-43 π.Χ.)





I. Το τέλος «Γράψε, καλέ μου Δημήτριε! Πάρε τα σύνεργά σου, γραφίδες και όλες τις περγαμηνές του σπιτιού και ετοιμάσου. Ετοιμάσου να γράψεις για τη ζωή μου, τη ζωή του Αβλάβιου, ειπωμένη από τα ίδια του τα χείλη, λίγο πριν το τέλος που σε λίγο θα χτυπήσει την πόρτα μου. Όχι, μην δακρύζεις καλέ μου Δημήτριε, εγώ φταίω για όσα θα έρθουν, εγώ δεν μπόρεσα να προβλέψω τις εξελίξεις και τώρα πλέον πρέπει να πληρώσω… »Γράψε λοιπόν, για τη ζωή του αφέντη σου που γεννήθηκε άσημος και φτωχός και τώρα, λίγο πριν το μαχαίρι του δήμιου του αφαιρέσει τη ζωή, είναι πλούσιος και με φήμη που οι περισσότεροι θα ζήλευαν. Γράψε για τον άνθρωπο που υπηρέτησε όσο κανένας τον Αύγουστο, ήταν δίπλα του σε όλες τις δυσκολίες, του στάθηκε σαν αδερφός, αλλά και τιμήθηκε από αυτόν όχι μόνο με μια υπατεία, αλλά και με τα υψηλότερα αξιώματα που θα μπορούσε να πάρει κανένας. Γράψε για τον Αβλάβιο που ήταν το δεξί χέρι του Αυγούστου, ο μοναδικός του φίλος, ο πιο άξιος συμβουλάτορας, για εμένα που μοιράστηκα μαζί του την απόγνωση, τις λύπες και τις χαρές. 15


Νίκος Μπατσιούλας

Γράψε όμως και για την αχαριστία του Αυγούστου που από σήμερα με έχει σε περιορισμό κατ’ οίκον… Για πόσες μέρες μέχρι να στείλει τον δήμιό του; Δύο; Τρεις; »Γι’ αυτό σου λέω, καλέ μου Δημήτριε, βιάσου! Πρέπει να γράψεις αυτά που θα σου πω, γρήγορα και καθαρά, και στη συνέχεια να τα κρύψεις γιατί να είσαι σίγουρος πως αν τα βρούνε οι άνθρωποι του Αύγουστου, όχι μόνο θα τα καταστρέψουν, αλλά θα σκοτώσουν και εσένα που θα μάθεις την αλήθεια. Γιατί ετοιμάσου να ακούσεις πολλά που λίγοι ξέρουν, για πράγματα που θα γραφούν ακόμα περισσότερα αργότερα, από ανθρώπους που θέλουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ετοιμάσου να μάθεις την ιστορία μου και μαζί με αυτή του Κωνσταντίνου, του μεγάλου μας Αύγουστου, του πιο αγαπητού μου ανθρώπου, του φίλου και του αδερφού, όπως έγινε πραγματικά, χωρίς ιδιοτέλεια και εγωισμό. Ετοιμάσου να μάθεις, πώς ενώθηκαν οι μοίρες μας, πώς αντιμετωπίσαμε όλους μας τους εχθρούς και πώς στο τέλος κάναμε όλη την αυτοκρατορία δικιά μας!»

16


IΙ. Γόρτυνα Γεννήθηκα στη Γόρτυνα της Κρήτης, τη χρονιά της διακοσιοστής εξηκοστής έκτης Ολυμπιάδας για τους Έλληνες ή τη χρονιά που ύπατοι ήταν ο Βαλέριος και ο Ιανουάριος κατά τους Ρωμαίους1. Για όλους τους λαούς όμως, Έλληνες, Ρωμαίους, Σύρους, Γαλάτες, Αύγουστος2 στην ανατολή ήταν ο Διοκλητιανός και στη δύση ο Μαξιμιανός. Τον διαχωρισμό τον είχε κάνει πρώτος ο Διοκλητιανός, ο οποίος, τρία μόλις χρόνια πριν γεννηθώ, είχε νικήσει τον αντίπαλό του Καρίνο και είχε αναγορευθεί σε απόλυτο μονάρχη της αυτοκρατορίας που εκτείνεται από τη Βρετανία και την Εσπερία έως την Περσία και την Αρμενία. Λίγες μέρες μετά τη νίκη του, ο Διοκλητιανός, βλέποντας τις δυσκολίες της διοίκησης και φύλαξης μιας τόσο μεγάλης και αχανούς έκτασης, διόρισε Καίσαρα το φίλο του και συμπολεμιστή του, Μαξιμιανό. Πράγματι, οι Γαλάτες στη μια άκρη και οι Σαρμάτες στην άλλη άκρη 288 π.Χ.. Ο επιφανής, ο σεβαστός. Τίτλος που δόθηκε πρώτα στον Οκταβιανό (63π.Χ.-14μ.Χ.) και έκτοτε διατηρήθηκε ως συνώνυμος του αυτοκράτορα. 1

2

17


Νίκος Μπατσιούλας

της αυτοκρατορίας, εκμεταλλεύθηκαν τις διαμάχες των Ρωμαίων και οι μεν στασίασαν, οι δε ξεκίνησαν επιδρομές. Αύγουστος και Καίσαρας ανέλαβαν από έναν αντίπαλο και μέχρι το τέλος του έτους, η ρωμαϊκή ειρήνη είχε αποκατασταθεί στην αυτοκρατορία. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, τον επόμενο χρόνο, δηλαδή δύο χρόνια πριν τη γέννησή μου, ο Διοκλητιανός αποφάσισε να χωρίσει την αυτοκρατορία στα δύο και να αναγορεύσει Αύγουστο και τον Μαξιμιανό, κρατώντας, πάντως, για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία και το δικαίωμα να έχουν οι δικές του αποφάσεις περισσότερη σημασία, όπως και το προνόμιο να αναφέρεται το δικό του όνομα πρώτο. Ο πατέρας μου λέγονταν Νικάτωρας και η μητέρα μου Ολυμπιάδα. Η καταγωγή και των δύο ήταν από παλιές και αριστοκρατικές οικογένειες της Γόρτυνας, οι οποίες όμως είχαν από καιρό ξεπέσει, τόσο, ώστε στο φτωχικό μας σπίτι να μην διέκρινε κάποιος ίχνος πλούτου ή κάποιου άλλου στοιχείου που να έδειχνε τη δύναμη της γενιάς μου. Πολλοί έλεγαν μάλιστα, πως οι πρόγονοι του πατέρα μου ήταν από τους Ρωμαίους βετεράνους που εγκαταστάθηκαν στην πόλη ύστερα από την κατάκτησή του νησιού, χωρίς όμως να ξέρει κανένας αν αυτό ήταν αλήθεια. Το σίγουρο ήταν ότι η οικογένειά μου από την πλευρά του πατέρα μου είχε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα πολύ πριν από το διάταγμα του Αύγουστου Καρακάλα που έκανε Ρωμαίους πολίτες όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Ίσως να ήταν η επιβράβευσή τους τον καιρό που η Ρώμη προσπαθούσε να καταλάβει την Κρήτη και ο μόνος της σύμμαχος στο νησί ήταν η Γόρτυνα. Άλλωστε, σε αυτή την απόφαση των κατοίκων της οφείλονταν και ο πλούτος και η ευημερία της πόλης για πολλά 18


Κωνσταντίνος Αύγουστος

χρόνια τώρα. Δυστυχώς, από όσο πλούτο είχαν οι οικογένειές που καταγόμουν στο παρελθόν, τα μόνα που είχαν παραμείνει στους γονείς μου όταν ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, ήταν το μεσαίου μεγέθους σπίτι που μέναμε και κάποια χωράφια. Αυτά δεν ήταν στον εύφορο κάμπο που περικλείει την πόλη, αλλά στο βουνό πίσω από αυτήν, και κάλυπταν με δυσκολία τις ανάγκες του νοικοκυριού. Η φτώχεια και η φιλοδοξία ώθησαν τον πατέρα μου να καταταγεί στις λεγεώνες σχεδόν αμέσως μετά τον γάμο του και ενώ ήταν ακόμη μικρός σε ηλικία, περίπου δεκαεφτά ετών. Ο στρατός ήταν και είναι, μια από τις λίγες δουλειές που μπορεί να φέρει πλούτη και δόξα σε έναν φτωχό και ταπεινό, αρκεί αυτός να είναι γενναίος, εργατικός και αρκετά έξυπνος. Άλλωστε, τόσο ο Διοκλητιανός, όσο και ο Μαξιμιανός, οι δύο Αύγουστοι τον καιρό της γέννησής μου, ενώ ήταν ταπεινής καταγωγής και αμόρφωτοι, όπως έλεγαν πολλοί, είχαν καταφέρει να τους προσκυνάει ολόκληρος ο κόσμος! Ο στρατός ήταν κάτι που ταίριαζε στον πατέρα μου... Όπως τον φέρνω στο μυαλό μου και τον θυμάμαι, σκέφτομαι ότι δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ κάτι άλλο εκτός από το να πολεμάει. Ήταν ψηλός και σωματώδης, με γερή κράση, μεγάλα, δυνατά χέρια, σαν κουπιά, και τεράστιες, όπως μου φαίνονταν πάντα, πλάτες. Ήταν όμορφος, παρά τις δύο ουλές στο μάγουλο, που τον συνόδευαν από την πρώτη του μάχη, και πάντα είχε τη μαύρη γενειάδα του περιποιημένη κατά τα ελληνικά πρότυπα. Τον περισσότερο καιρό έλειπε σε εκστρατείες που κρατούσαν ακόμα και δύο ή τρία χρόνια, αν και από ότι έμαθα αργότερα, πολλές ήταν οι φορές που προτιμούσε να ξεχειμωνιάζει μακριά από το σπίτι του. Τις λιγοστές φορές που ερχό19


Νίκος Μπατσιούλας

ταν, περνούσε τον χρόνο του με φίλους και γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος, φωνάζοντας με αυτή τη βαθιά, βαριά φωνή του ανακατώνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όταν έφυγε ο πατέρας μου για πρώτη φορά, η μητέρα μου ήταν ήδη έγκυος στο πρώτο της παιδί, την αδερφή μου, την Άλκηστη. Γύρισε ύστερα από τέσσερα χρόνια και αφού είχε πολεμήσει με τον στρατό του Διοκλητιανού εναντίον του Καρίνου, των Σαρμάτων και των Περσών, έκατσε για λίγους μήνες και έφυγε ξανά για να ακολουθήσει τον Αύγουστο στην εκστρατεία του στην Ραέτια3. Όπως και την πρώτη φορά, έτσι και τη δεύτερη, η μητέρα μου έμεινε έγκυος, αυτή τη φορά σε εμένα. Η μητέρα μου ήταν σχεδόν το αντίθετο από τον πατέρα μου. Καχεκτική και φιλάσθενη, κοντή και κατά γενική ομολογία άσχημη, με μια μεγάλη γαμψή μύτη και στραβά δόντια. Εγώ έμοιασα σε αυτή. Σε όλα εκτός από την κράση που κληρονόμησα αυτή του πατέρα μου, αφού ελάχιστες ήταν οι φορές που αρρώστησα. Δεν θα μπορούσα να πω και το ίδιο για την αδερφή μου, που λίγο μετά τη γέννησή μου, αρρώστησε βαριά και πέθανε, βυθίζοντας στη θλίψη τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου δεν πρέπει να είχε δει την κόρη του πάνω από δέκα φορές και δεν απάντησε καν στην επιστολή που του έστειλε η μητέρα μου. Την πρώτη φορά που είχε επιστρέψει ο πατέρας μου στο σπίτι, δηλαδή τη φορά αυτή στην οποία οφείλω και εγώ την ύπαρξή μου, έφερε τον Κλείτο. Αυτός ήταν ένας κακομούτσουνος, κουτσός σκλάβος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ίσως η μοναδική συνεισφορά του πατέρα μου στο σπίτι μας. Ο Κλείτος είχε καταταγεί στις λεγεώ3

Σημερινή Ελβετία 20


Κωνσταντίνος Αύγουστος

νες του Αύγουστου Κάρου και στη συνέχεια σε αυτές του γιου του Καρίνου, περισσότερο ακολουθώντας την ηθική, όπως αυτή είχε σχηματιστεί στο μυαλό του, αφού πίστευε ότι ακολουθούσε τους νόμιμους αυτοκράτορες και ότι είχε υποχρέωση να αγωνισθεί ενάντια στον σφετεριστή Διοκλητιανό. Δυστυχώς για αυτόν ο Καρίνος, ενώ κέρδισε στη μάχη του Μάργου στη Μοισία4, δολοφονήθηκε και ο στρατός του συνθηκολόγησε. Ο Κλείτος βρέθηκε τραυματισμένος στο πόδι και αιχμάλωτος, αφού αρνούνταν πεισματικά να αποδεχθεί τον νέο Αύγουστο. Ο πατέρας μου τον αγόρασε και αφού τον κράτησε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μαζί του, τον άφησε στο σπίτι μας με την πρώτη ευκαιρία. Είναι αξιοπερίεργο πάντως, πώς τον άντεξε ο πατέρας μου τόσα χρόνια, αφού ο Κλείτος ποτέ δεν φάνηκε να συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι έχασε την ελευθερία του και γίνονταν συχνά γκρινιάρης και κακός. Ακόμα και όταν μιλούσε για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρεται κάποιος στους σκλάβους του, φαινόταν να ξεχνάει τη θέση του και μιλούσε σαν αφέντης. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο ότι, όπως έλεγε, η οικογένειά του ήταν από τις σημαντικότερες και πιο πλούσιες του τόπου του και συχνά δυσανασχετούσε, αφού το σπίτι που είχε κληθεί να υπηρετεί ήταν κατά πολύ πιο φτωχό και ταπεινό από το δικό του. Όταν έφτασε στο σπίτι μας, ο Κλείτος, ήταν ήδη τριάντα τριών ετών. Με τη μητέρα μου δεν ταίριαξαν ποτέ ιδιαίτερα και πολύ συχνά την εξόργιζε με τη στάση του, όμως αποδείχθηκε ικανός βοηθός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της σε εμένα, ενώ ο πατέρας μου είχε φύ4

Σημερινή Σερβία 21


Νίκος Μπατσιούλας

γει για κάποια νέα εκστρατεία. Γεννήθηκα αρχές φθινοπώρου και τα χαρμόσυνα νέα της έλευσης ενός γιού έκαναν τον πατέρα μου να έρθει για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια! Βέβαια, η συμπεριφορά του ήταν η ίδια με την προηγούμενη φορά, όμως τώρα είχε και έναν λόγο παραπάνω να πίνει, στην υγεία του διαδόχου του, όπως έλεγε, που θα γινόταν καλός στρατιώτης, όπως και αυτός. Το όνομά μου, Αβλάβιος, το διάλεξε η μητέρα μου χωρίς να συμβουλευθεί τον πατέρα μου και είμαι σίγουρος ότι το έκανε για να τον εκνευρίσει, αφού κάθε άλλο παρά όνομα στρατιώτη είναι. Ο ενθουσιασμός του, πάντως, σε σχέση με εμένα άρχισε να μειώνεται όσο έβλεπε ότι δεν του έμοιαζα καθόλου και ότι είχα κληρονομήσει το καχεκτικό σώμα της μάνας μου. Έτσι, μετά τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής μου που βρισκόταν στο σπίτι, επανήλθε στις παλιές του συνήθειες. Όταν έφτασα πέντε χρονών, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή μου ο Κλείτος. Θα μου μάθαινε να γράφω και να διαβάζω τόσο στα ελληνικά, όσο και στα λατινικά, καθώς και τα απαραίτητα μαθηματικά. Είχε πλούσια μόρφωση και είχε σπουδάσει ακόμα και στην ακαδημία της Αθήνας, όπως υπερηφανεύονταν. Δεν ξέρω αν έλεγε την αλήθεια, όμως σίγουρα ήταν πιο μορφωμένος, όχι μόνο από τον πατέρα μου, αλλά και από τους περισσότερους ανθρώπους που ήξερα τότε. Για ένα ακόμη πράγμα υπερηφανεύονταν ο δύστροπος σκλάβος μας, ότι η καταγωγή του κρατούσε από τον πιο διάσημο πολίτη της πόλης του, της Χαιρώνειας, από τον ξακουστό συγγραφέα Πλούταρχο. Αν και για ακόμη μια φορά δεν μπορούσαμε να ξέρουμε, αν τα λεγόμενα του Κλείτου ήταν αλήθεια ή ψέμα, το μόνο σίγουρο ήταν ότι ένα από τα λίγα πράγ22


Κωνσταντίνος Αύγουστος

ματα που έκανε ποτέ στο σπίτι χωρίς να διαμαρτυρηθεί, ίσως και με ευχαρίστηση, ήταν να αναλάβει τη διαπαιδαγώγησή μου. Και επειδή η λατρεία του Κλείτου σε κάθε τι που είχε να κάνει με τον μακρινό του πρόγονο ήταν καθολική, όλη μου η διαπαιδαγώγηση, όσα χρόνια κράτησε, βασίζονταν στον Πλούταρχο και ιδιαίτερα στο έργο του «Περί Αγωγής», το οποίο φαινόταν να είναι και το αγαπημένο του δασκάλου μου. «Αβλάβιε», μου έλεγε, «είσαι πολύ τυχερός που οι μοίρες με έφεραν στο σπίτι σας. Γιατί, όπως λέει και ο μακρινός μου πρόγονος, πόσα και πόσα δέντρα που είναι αφρόντιστα καταντούν άκαρπα και στραβά, ενώ, αν γνωρίσουν τη σωστή περιποίηση, γίνονται οπορωφόρα και καρποφόρα. Εγώ, λοιπόν, θα αναλάβω το δύσκολο έργο να μετατρέψω εσένα, ένα χέρσο κομμάτι γης, στο πιο πλούσιο χωράφι. Το έργο μου αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο, όπως ξέρεις, όχι μόνο λόγω της ταπεινής σου καταγωγής, αλλά και επειδή ξέρω ότι όταν ο πατέρας σου καβαλίκεψε τη μάνα σου ήταν λιώμα στο μεθύσι. Και όπως ξέρεις, όσα παιδιά έχουν προκύψει από μεθυσμένο πατέρα, θα βγουν και τα ίδια μέθυσα και ποτέ δεν θα καταφέρουν κάτι στη ζωή τους! Όμως εγώ θα το αλλάξω αυτό…» Τέτοια ήταν τα λόγια του, συνέχεια προσπαθούσε να εξυψώσει τον εαυτό του και να μειώσει την καταγωγή μου, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να μου υπενθυμίζει ότι τη βραδιά της σύλληψής μου, λες και ήξερε ποια ακριβώς ήταν, ο πατέρας μου ήταν τόσο μεθυσμένος, όσο και κάθε φορά που βρίσκονταν στη Γόρτυνα, με τα γνωστά αποτελέσματα, κατά τον Πλούταρχο πάντα, στον χαρακτήρα και τη ζωή μου. Έτσι, πάντοτε έκανε διαλείμματα ανάμεσα στους Βίους, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια για 23


Νίκος Μπατσιούλας

να μου μιλάει για την καταγωγή μου και την τύχη μου να αναλάβει τη διαπαιδαγώγησή μου. Τα ίδια και χειρότερα μου έλεγε και όταν έκανα κάποιο λάθος, αφού, πάλι σύμφωνα με τον μεγάλο του δάσκαλο, δεν επιτρεπόταν να με χτυπήσει, αλλά έπρεπε να με νουθετήσει με το λόγο του. Πόσα και πόσα βράδια δεν πέρασα ξαγρυπνώντας, αναλογιζόμενος τις προσβολές και τις προβλέψεις του Κλείτου! Χίλιες φορές θα προτιμούσα να με έδερνε, όπως έκαναν άλλοι παιδαγωγοί, παρά αυτόν τον πόλεμο με τα λόγια που με έκανε να αισθάνομαι ο χειρότερος των ανθρώπων. Η μόνη παρηγοριά ήταν η αγκαλιά της μητέρας μου που φώναζε και τιμωρούσε τον Κλείτο για την αυθάδειά του. Όμως αυτός συνέχιζε στο επόμενο μάθημα, λέγοντάς μου ότι δεν μπορούσε να μην λέει την αλήθεια και να μην διδάσκει όσα οι πρόγονοί μας με τόση σοφία, είχαν γράψει πριν από αυτόν. Τον περισσότερο χρόνο μέχρι και την εφηβεία μου τον περνούσα στο σπίτι μας, με τον Κλείτο, που με δικαιολογία την αγωγή μου δεν έκανε τις περισσότερες εργασίες που του αναλογούσαν, και στο γυμνάσιο στο οποίο με έστελναν για να αθληθώ και να αποκτήσω τη δύναμη και τις ικανότητες που θα χρειάζονταν στη μελλοντική μου στρατιωτική πορεία που ονειρεύονταν ο πατέρας μου. Εκεί, τα πράγματα ήταν χειρότερα από τις προσβολές του Κλείτου. «Μπασμένε, δεν σου είπα να μην ξανάρθεις εδώ;» ρώτησε ο Λέανδρος. «Τον στέλνει αυτός ο τρελός σκλάβος που έχουνε ο Κλείτος» συμπλήρωσε ο Λούσιος. «Νομίζει ότι θα καταφέρει να κάνει αυτόν τον ηλίθιο, άνθρωπο!» Όσοι ήταν γύρω μας γέλασαν. Πάντα προσπαθούσα 24


Κωνσταντίνος Αύγουστος

να αποφύγω αυτούς τους δύο, ένα με δύο χρόνια μεγαλύτερούς μου. Ο Λέανδρος ήταν ο γιος του Κρητάρχη, του ιερέα υπεύθυνου του κοινού των Κρητών, ενώ ο Λούσιος ήταν ο γιος του Ρωμαίου διοικητή της επαρχίας, του ανθύπατου Κρήτης και Κυρήνης. Και οι δύο ήταν ωραίοι, δυνατοί, δημοφιλείς, πλούσιοι και θα κληρονομούσαν κατά πάσα πιθανότητα τις θέσεις των γονιών τους. Και οι δύο με αντιπαθούσαν και όποτε με έβλεπαν φρόντιζαν να με ταπεινώνουν, κάνοντας και όλους τους υπόλοιπους να με προσβάλουν και να με κοροϊδεύουν. Έτσι, χάρη σε αυτούς τους δύο, δεν είχα φίλους. «Τι κοιτάς έτσι ρε χαμένε;» συνέχισε ο Λέανδρος. Εγώ τους κοιτούσα αμίλητος. Είχα αποφασίσει να ακολουθήσω το δρόμο που συνιστούσε ο Τάκιτος, αυτόν της σιωπής, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξουδετερωθούν οι προσβολές των δύο δυναστών μου. Ή τουλάχιστον, κάποια στιγμή θα βαριόνταν και θα με άφηναν στην ησυχία μου. «Εκτός από κοντός, καχεκτικός και άσχημος, είναι και ηλίθιος» συμπλήρωσε ο Λούσιος. «Ξέρεις», γύρισε προς τον Λέανδρο, «αν ο Αβλάβιος ήταν στην Σπάρτη δεν θα τον πέταγαν στον Καιάδα. Θα ήταν προσβολή για όσους θα είχαν πετάξει εκεί πριν από αυτόν…» Χρόνια άκουγα τα ίδια από το στόμα τους, τους είχα βαρεθεί. Κάτι που δεν ίσχυε για τους υπόλοιπους θαμώνες του γυμνάσιου που με κοίταζαν, χασκογελώντας. «Βασικά, θα μπέρδευε τους γύπες της χαράδρας» πήρε τη σκυτάλη ο Λέανδρος, «δεν θα ήξεραν τι να τον κάνουνε. Να τον φάνε ή να τον πάρουνε μαζί τους;» Ήταν η ώρα να κοροϊδέψουνε τη γαμψή μου μύτη, κάτι που όπως φαινόταν διασκέδαζε τους περισσότερους. Συνέχιζαν έτσι για αρκετή ώρα. 25


Νίκος Μπατσιούλας

«Τελειώσατε;» τόλμησα κάποια στιγμή να ρωτήσω. Είχα βαρεθεί και ήθελα να κάνω τις ασκήσεις μου. «Θα τελειώσουμε, όποτε θέλουμε εμείς, βλαμμένε» αποκρίθηκε ο Λέανδρος, πλησιάζοντάς με απειλητικά. «Αναρωτιέμαι, ποιος από τους δυο σας πηδάει ποιον, έτσι όπως σας βλέπω συνέχεια μαζί» ξεστόμισα τη μεγαλύτερη απερισκεψία που θα μπορούσα να σκεφτώ. Απόρησα με το θάρρος μου, πρώτη φορά είχα αντιμιλήσει και όλοι κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια. Αφού είχα μπει στον χορό, θα έπρεπε να χορέψω. «Θα έλεγα ότι ο Λούσιος στον χώνει» γύρισα προς τον Λέανδρο, «αλλά την έχει τόσο μικρή, όσο το δαχτυλάκι του ποδιού μου, που αμφιβάλλω» συνέχισα και έστρεψα το βλέμμα μου στα αχαμνά του Λούσιου, κουνώντας παράλληλα, το πόδι μου λίγο προς τα εμπρός και ανοίγοντας τα δάχτυλά του. Είδα μερικά χαμόγελα στους θεατές μας και τους δύο μου αντίπαλους να κοκκινίζουν. Ετοιμάστηκα να συνεχίσω με μεγάλη χαρά και φουσκωμένα τα στήθη από υπερηφάνεια, που επιτέλους τους είχα στριμώξει. «Μια τέτοια προσβολή απαιτεί αγώνα, δέχεσαι;» φώναξε ο Λούσιος και πριν προλάβω να αντιδράσω με είχε αρπάξει και με οδηγούσε στην παλαίστρα, ενώ ο Λέανδρος έπιανε το κεφάλι μου από τα μαλλιά και το κούναγε σε ένδειξη ότι συμφωνώ. Δύο από τους παρευρισκόμενους στο γυμνάσιο με λυπήθηκαν, μετά από ώρα, και με έφεραν σπίτι. Όλο μου το σώμα πονούσε, είχα σπάσει το αριστερό μου χέρι στον καρπό και τα δύο μου μάτια είχαν μαυρίσει. Η μητέρα μου έκλαιγε και ο Κλείτος φαινόταν να τα έχει χαμένα. Μετά από λίγη ώρα, ο σκλάβος μας κατάφερε να 26


Κωνσταντίνος Αύγουστος

συνειδητοποιήσει την κατάσταση και μουρμουρίζοντας, άρχισε να περιποιείται τις πληγές μου. «Τι έγινε;» με ρώτησε, ίσως και με ένα ίχνος στοργής. Του εξήγησα, όσο μου επέτρεπε η κατάστασή μου. «Πόσο καιρό γίνεται αυτό;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Κλείτος. «Από την αρχή. Σήμερα ήταν η πρώτη φορά που τους αντιμίλησα», απάντησα. «Αβλάβιε», ξεκίνησε ο Κλείτος, παίρνοντας το συνηθισμένο διδακτικό του βλέμμα, «όπως λέει και ο ξακουστός μου πρόγονος ο Πλούταρχος, πρέπει να είσαι πάντοτε καλά προετοιμασμένος και φυσικά πειθαρχημένος προτού κάνεις οτιδήποτε. Και λέγοντας προετοιμασία δεν εννοώ μόνο όσα πρέπει να κάνεις πριν, αλλά να μπορείς να προβλέψεις και όσα θα γίνουν μετά. Πρέπει να είσαι Προμηθέας, συνετός, προνοητικός». «Μπορώ να μην ξαναπάω στο γυμνάσιο;» μπόρεσα και άρθρωσα. «Δεν θα ξαναπάς» πετάχτηκε η μητέρα μου, που τόση ώρα μας άκουγε κλαμένη. Ο Κλείτος έκανε ένα μορφασμό, δείχνοντας την αντίθεσή του, όμως έσκυψε το κεφάλι και αποδέχθηκε τη διαταγή της αφέντρας του. «Προτείνω να μάθεις την τέχνη του πολέμου τότε» είπε τελικά, αφού σκέφτηκε λίγο. «Έτσι θα εξασκηθείς και για τη μελλοντική ζωή σου σαν στρατιώτης. Αν και ο πατέρας σου θα ήταν ο καλύτερος γι’ αυτή τη δουλειά, ξέρω κάποιον που μπορεί να βοηθήσει». Ο «καλός» Κλείτος δεν είχε παραλείψει να αναφερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στον πατέρα μου, ιδιαίτερα μπροστά στη μητέρα μου, ώστε να τη στεναχωρήσει. Τότε 27


Νίκος Μπατσιούλας

ήμουν στα δεκατέσσερα και ο πατέρας μου είχε να έρθει κοντά πέντε χρόνια. Πράγματι, αντί για το γυμνάσιο άρχισα να επισκέπτομαι τον Φιλοκλή, έναν σκληροτράχηλο και μαυριδερό, βετεράνο πολεμιστή από τη Γόρτυνα, ο οποίος έναντι ενός μικρού ποσού θα αναλάμβανε να με μυήσει στις τεχνικές της ασπίδας και του ξίφους. Κάναμε εξάσκηση στο χωμάτινο δάπεδο της αυλής του σπιτιού του σχεδόν κάθε μέρα. «Είσαι ανεπίδεκτος» ήταν η μόνιμη επωδός που συνόδευε κάθε μου πράξη. «Αν συνεχίσεις έτσι και βρεθείς ποτέ σε μάχη, σε λιγότερο από μισή κλεψύδρα θα καταλήξεις αιχμάλωτος ή νεκρός. Άμυνα, τώρα!» Όταν έλεγε αυτά τα λόγια πάντα βούρκωνα. Ο Φιλοκλής έμοιαζε να το απολαμβάνει και τότε έκανε τις επιθέσεις του ακόμα πιο σφοδρές. Αν και χρησιμοποιούσαμε όπλα εξάσκησης, τα χτυπήματά του μου έκαναν μελανιές σε όλο μου το κορμί. Ήταν μια από αυτές τις φορές όταν αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την εμφανή αδυναμία του, ότι δηλαδή ήταν τυφλός από το αριστερό μάτι, κληρονομιά κάποιας μάχης, και να μην πολεμήσω όπως με μάθαινε. Έκανε επίθεση και αντί να αποκρούσω όπως μου είχε δείξει και θα περίμενε, έσκυψα και έτρεξα προς την αριστερή του πλευρά, όπου δεν μπορούσε να με παρακολουθήσει. Βρέθηκα εύκολα πίσω του και ακούμπησα το ξίφος μου στην ακάλυπτη πλάτη του. Εξοργίστηκε. «Τι έκανες;» ούρλιαξε. Άρχισα να παραπατάω προς τα πίσω και κοίταζα φοβισμένος το πρόσωπό του που είχε γίνει κατακόκκινο, παρά το μελαμψό της επιδερμίδας του. «Κέρδισα» κατάφερα να ψελλίσω. 28


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Παρά το φόβο που είχα, ένιωθα μια απίστευτη αγαλλίαση και ευτυχία που όμοιά της δεν πρέπει να είχα ξαναζήσει. Προσπαθούσα με πολύ κόπο να σβήσω το χαμόγελο της επιτυχίας που έρχονταν στο πρόσωπό μου. Τον είχα επιτέλους κερδίσει! Όσο με πλησίαζε, τόσο πήγαινα προς τα πίσω, ώσπου ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο της αυλής. Ο Φιλοκλής έρχονταν αργά προς το μέρος μου. Έσκυψε λίγο ώστε το πρόσωπό του να έρθει στο ίδιο ύψος με το δικό μου, με περνούσε περίπου ένα κεφάλι, και είπε με τη βαριά φωνή του: «Ο Φιλοκλής εκπαιδεύει άντρες. Πού τα έμαθες αυτά;» «Σκοπός δεν ήταν να κερδίσω;», τον ρώτησα με πρωτόγνωρο θάρρος. «Σκοπός είναι να πολεμάς με τιμή και ανδρεία, και όχι με δόλο» αποκρίθηκε. «Δεν σε πολέμησα με δόλο Φιλοκλή» συνέχισα, «απλώς εκμεταλλεύθηκα την αδυναμία σου…» Ο Φιλοκλής στο άκουσμα της λέξης «αδυναμία» γούρλωσε το μάτι του και όπως μου φάνηκε κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Άλλωστε, δεν είναι κακό αυτό που έκανα. Ακόμη και οι Σπαρτιάτες που τόσο θαυμάζεις, αλλά και ο Οδυσσέας χρησιμοποιούσαν την πονηριά και το μυαλό τους για να κερδίσουν». «Ναι, αλλά αυτοί ήταν και μεγάλοι πολεμιστές» αντέταξε με σφιγμένα δόντια ο Φιλοκλής. «Σίγουρα, αλλά οι μεν προτιμούσαν να πάρουν μια πόλη με δόλο παρά με ανδρεία, όπως λες εσύ και όσο για τον Οδυσσέα, αν δεν σκέφτονταν τον Δούρειο Ίππο, οι Αχαιοί δεν θα καταλάμβαναν ποτέ την Τροία». 29


Νίκος Μπατσιούλας

Πρώτη φορά ήμουν τόσο σίγουρος για τον εαυτό μου. Ο Φιλοκλής φαινόταν μπερδεμένος, ήταν προφανές ότι δεν γνώριζε πολλά ούτε για την Ιλιάδα, αλλά ούτε και για τους Σπαρτιάτες και την ανατροφή τους, παρά μόνο τόσα, όσα έφταναν για να τους αναγάγει σε μύθους που εξυπηρετούσαν την ανδρεία και την πολεμική αρετή, όπως αυτός τα είχε στο μυαλό του. Κάτι έκανε να πει, αλλά το μετάνιωσε. Είχα κερδίσει σε όλα τα επίπεδα! Τον κοίταγα με σταθερή ματιά, απολάμβανα τη νίκη μου, όταν σήκωσε το δεξί του χέρι και μου άστραψε μια με την ανάποδη. Έφερα στροφή και το κεφάλι μου χτύπησε στον τοίχο. Έπεσα κάτω και πρόλαβα να τον ακούσω να λέει πριν λιποθυμήσω: «Από αύριο θα εκπαιδευτείς στο τόξο. Μάλλον σου ταιριάζει περισσότερο…» Όντως, ύστερα από αυτό το περιστατικό, άρχισα να μαθαίνω τοξοβολία. Για πολλούς, όπως τους Σπαρτιάτες παλιότερα, το τόξο ήταν ένα όπλο που δεν ταίριαζε σε ανδρείους αφού δεν ερχόσουν σε επαφή με τον εχθρό. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε στην Κρήτη, η οποία ήταν φημισμένη για τους τοξότες της από την εποχή του μυθικού βασιλιά Μίνωα και ήταν περιζήτητοι σε κάθε στράτευμα, όπως σε αυτά του Αλέξανδρου του Μακεδόνα και πολλών Ρωμαίων στρατηγών αργότερα. Πάντως, το αποτέλεσμα με εμένα ήταν για ακόμα μια φορά, αποκαρδιωτικό. Το πατροπαράδοτο κρητικό όπλο απαιτούσε δύναμη που εγώ δεν είχα, και ακόμα και όταν με αρκετό κόπο κατάφερα να φτάνω τα βέλη μου κοντά στον στόχο, αυτά δεν τον έβρισκαν σχεδόν ποτέ. Ύστερα και από αυτό, ο Φιλοκλής απογοητεύτηκε μαζί μου και έχασε το ενδιαφέρον του, κάτι που εκμεταλλεύθηκα, αφού, αντί 30


Κωνσταντίνος Αύγουστος

να πηγαίνω στα μαθήματά του, το έσκαγα και χανόμουν στην πόλη, χαζεύοντας στην αγορά. Η απογοήτευση του Φιλοκλή ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε δεν με αναζήτησε ποτέ, ούτε καν για να εισπράξει τα δίδακτρα που θα έχανε από την απουσία μου από τα μαθήματα. Οι ώρες που περνούσα περιπλανώμενος στη Γόρτυνα, ήταν από τις πιο ωραίες της ζωής μου. Χαμένος στο πλήθος της πολύβουης πόλης περιδιάβαινα στην αγορά και τις συνοικίες που εκτείνονται σε πενήντα στάδια5, παρατηρώντας τα πάντα. Στο κέντρο της πόλης χάζευα το επιβλητικό Πραιτόριο, την έδρα του κυβερνήτη ανθύπατου. Αν και φοβόμουν μήπως με έβλεπε ο Λούσιος που έμενε με τον πατέρα του στο κτήριο, δεν μπορούσα να αντισταθώ να κοιτάζω με ζήλεια τον πλούτο και τη δύναμη του Πραιτόριου και όσα αυτό αντιπροσώπευε. Παραδίπλα, ήταν τα λουτρά και το Ωδείο που είχε εντοιχισμένες τις αρχαίες πλάκες με τους νόμους της πόλης και πιο κάτω το μεγάλο αμφιθέατρο που γίνονταν μονομαχίες και θηριομαχίες και το οποίο είχα επισκεφθεί δύο φορές, αφού κρατούσα τα χρήματα που μου έδιναν για τη στρατιωτική μου εκπαίδευση. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο όμως, ήταν να χάνομαι στην αγορά και να παρατηρώ τον κόσμο. Κανένας δεν φαίνονταν να δίνει σημασία στην παρουσία μου, αν και ήμουν μικρός στην ηλικία, χωρίς κάποια δουλειά, κάτι που εκμεταλλευόμουν ώστε να κρυφακούω συζητήσεις και να προσέχω τον κάθε έναν που μου έκανε εντύπωση. Πολλές φορές, αν κάτι πάνω σε κάποιον μου προξενούσε το ενδιαφέρον, οτιδήποτε, από το περπάτημά του ως την ομιλία του, τον ακολουθούσα με τρόπο 5

Περίπου 9,5 χιλιόμετρα. 31


Νίκος Μπατσιούλας

για να δω που μένει και τι θα κάνει. Σχεδόν ποτέ δεν με είχαν καταλάβει, αλλά ακόμα και αν γίνονταν αυτό ξεγλιστρούσα. Έτσι, είχα φτάσει να γνωρίζω λεπτομέρειες για πάρα πολλούς από τους κατοίκους της πόλης. Ήξερα από τα πιο απλά πράγματα, όπως πώς κορόιδευε ο ψαράς της αγοράς τους πελάτες του, ως ποια πόρνη επισκέπτονταν ο ανθύπατος της πόλης κάθε εβδομάδα ή ποιος νέος ψυχαγωγούσε τον Κρητάρχη. Επίσης, μπορούσα να ξεχωρίσω εύκολα τους Εβραίους, κάτι που ήταν εύκολο, αρκεί να πήγαινες μια βόλτα από τη συνοικία τους στην πόλη και να θυμόσουν τα πρόσωπά τους, αλλά και τους άλλους, τους πιο δύσκολους, τους χριστιανούς, που από τη μια κρύβονταν και από την άλλη πρόσβαλλαν όλα τα θεία, λες και ο δικός τους θεός ήταν ανώτερος από τους άλλους. Ήταν δύσκολοι γιατί δεν πολυφανερώνονταν δημόσια, λόγω κάποιων διώξεων εναντίον τους που είχαν γίνει στο παρελθόν, επειδή πολλοί προσβάλλονταν με τη δογματική στάση τους και τους θεωρούσαν πηγή κακών, αλλά και με τη συνεχή προσπάθειά τους να προσηλυτίσουν νέους πιστούς, αντίθετα με τους νόμους. Επίσης, οι χριστιανοί δεν ήταν μόνο από μια κοινωνική τάξη, έβλεπες σκλάβους και αφέντες, πλούσιους και φτωχούς, ανθρώπους που δεν θα είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους, να μαζεύονται στο ναό τους κοντά στο κέντρο της πόλης και δίπλα από το ποτάμι, τον Ληθαίο. Μπορώ να υπερηφανευτώ ότι εκείνη την εποχή, μπορούσα να αναγνωρίσω τους περισσότερους χριστιανούς της πόλης. Μια μέρα είχα δει τη γυναίκα του Ταμία της επαρχίας στην αγορά και μου είχε κάνει εντύπωση ότι συνοδεύονταν μόνο από μια σκλάβα. Αποφάσισα να την ακο32


Κωνσταντίνος Αύγουστος

λουθήσω και με έκπληξη διαπίστωσα ότι κατέληξε στον ναό των χριστιανών. Ήταν από τις λίγες φορές που είχα αφαιρεθεί και είχα πλησιάσει αρκετά. Ένας άντρας, γύρω στα τριάντα, ήταν απ’ έξω και μου μίλησε: «Δεν θέλεις να έρθεις μέσα;» Δεν αποκρίθηκα, μέχρι τότε πίστευα ότι περνούσα πάντοτε απαρατήρητος. Τον περιεργάστηκα για λίγο, προσπαθούσα να καταλάβω τις προθέσεις του. «Και γιατί να το κάνω;» ρώτησα με τη σειρά μου. «Δεν θέλεις να γνωρίσεις, να μάθεις την αλήθεια για τον κόσμο μας, να δεχθείς κι εσύ, τη θεία φώτιση;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Δεν ξέρω, λέγονται πολλά» αποκρίθηκα με χαμηλωμένη φωνή. «Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα» μου είπε χαμογελώντας. «Εδώ είναι ο οίκος του Θεού, κυριαρχεί η αγάπη και η αρετή». Λέγονταν πράγματι πολλά για τους χριστιανούς, ότι θυσιάζουν ανθρώπους και ιδιαίτερα βρέφη και στη συνέχεια τους τρώνε, ότι κάνουν ανόσιες και οργιαστικές τελετές και τέλος, ότι ήθελαν να ανατραπεί ο αυτοκράτορας και η ειρήνη της αυτοκρατορίας. Συνέχιζα να κοιτάζω τον συνομιλητή μου με καχυποψία. «Ξέρεις τι είναι εδώ;» με ρώτησε ξανά, με απαλή φωνή, σαν να μιλούσε σε ένα παιδί. «Είναι ο ναός σας» απάντησα με σιγουριά. «Σωστά, είναι η εκκλησία μας, έτσι τη λέμε. Είναι αφιερωμένη στον Άγιο Τίτο, τον έχεις ακούσει;» Δεν περίμενε να του απαντήσω. «Κατάγονταν από την πόλη μας και ήταν ένας από τους πρώτους που δίδαξαν για τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού, μαζί με τον Απόστολο Παύλο». 33


Νίκος Μπατσιούλας

Ανέφερε τον τελευταίο με κάποιο θαυμασμό. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτά τα ονόματα. Ο συνομιλητής μου καταλάβαινε την απορία μου. «Εγώ είμαι ο Αρτάκιος» συνέχισε με το ίδιο ύφος. «Με ποιον λοιπόν έχω την τιμή να συνομιλώ;» «Με λένε Αβλάβιο» απάντησα. «Λοιπόν Αβλάβιε, έχεις ακούσει ξανά για τον κύριο και σωτήρα μας, Ιησού Χριστό;» Έγνεψα αρνητικά. «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και ήρθε στη γη πριν πολλά χρόνια για να μας διδάξει τον λόγο του Πατέρα του, δηλαδή την αγάπη προς τους άλλους ανθρώπους και το Θεό. Έζησε στην Παλαιστίνη όπου και θυσιάστηκε για να μας σώσει και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα από τον θάνατό του για…» «Μα τον Δία, με τι ψέματα γεμίζεις το κεφάλι αυτού του δύσμοιρου νέου!» Μια βροντερή φωνή διέκοψε τον Αρτάκιο. Γύρισα προς τα πίσω απ’ όπου και ακούστηκε, και είδα τον ιερέα του Απόλλωνα να πλησιάζει προς το μέρος μας. Πάγωσα, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Ο ιερέας, παρά τη φούρια του και το κοκκινισμένο από τον θυμό πρόσωπό του, σταμάτησε πίσω μου και μου έπιασε στοργικά τον ώμο. «Παιδί μου, μην ακούς αυτόν τον άνθρωπο, θέλει να δηλητηριάσει την ψυχή σου, να απαρνηθείς τους θεούς της πατρίδας σου και των προγόνων σου για χάρη ενός Εβραίου ψευδοπροφήτη, ενός επαναστάτη που τον σταύρωσαν, όπως του άξιζε». Η φωνή του, που είχε τόνο πατρικό, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα γουρλωμένα μάτια του, το όλο ένταση πρόσωπο και το στήθος του που ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα. 34


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Εσύ δεν ντρέπεσαι, να μιλάς σε αυτό το παιδί για δοξασίες και να του στερείς το μοναδικό δρόμο για τη σωτηρία και την αγάπη, αυτόν του ενός και μοναδικού Θεού;» Η απάντηση του Αρτάκιου ήταν εξίσου δυναμική με τη φωνή του ιερέα που μας διέκοψε. Τα αρνιά γίνονταν λιοντάρια για χάρη μου και το αντίστροφο. Ένιωσα το χέρι του ιερέα που είχε στραφεί για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του να φεύγει από τον ώμο μου, οπότε βρήκα την ευκαιρία να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Άνοιξα χώρο ανάμεσα στους περαστικούς που είχαν μαζευτεί για να χαζέψουν το θέαμα και έχοντας στα αφτιά μου τις φωνές και των δύο τους, κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Οι εξορμήσεις αυτές μου έδιναν ζωή, με έκαναν να ξεφεύγω από το σπίτι και τις προσβολές του Κλείτου και του Φιλοκλή, μου έδιναν μια αίσθηση ελευθερίας. Δυστυχώς, όταν ήμουν λίγο παραπάνω από δεκατεσσάρων, η μητέρα μου αρρώστησε βαριά και έπρεπε να αναλάβω, όχι μόνο τις δικές της υποχρεώσεις, όπως τη διαχείριση της μικρής μας περιουσίας, που μας επέτρεπε πάντως να ζούμε, αλλά και όλες τις προσπάθειες για να γίνει καλά. Τις πρώτες μέρες ξαγρυπνούσα στο πλάι της και την έβλεπα να ψήνεται στον πυρετό, να βήχει συνέχεια, να φτύνει αίμα και να τρέμει, παρά τη ζέστη που είχε έξω, Αύγουστο μήνα, και όλες τις προβιές του σπιτιού που είχα ρίξει επάνω της. Έκλαιγα συνέχεια και τις έβαζα βρεγμένα πανιά στο μέτωπο μήπως και πέσει ο πυρετός, ενώ είχα καλέσει και δύο γιατρούς που ο καθένας τους, μου είχε δώσει και από ένα αφέψημα, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα. Πόναγε η ψυχή μου να βλέπω τον μόνο άνθρωπο που με είχε αγαπήσει πραγμα35


Νίκος Μπατσιούλας

τικά να σβήνει μέρα με τη μέρα με το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει από την αδυναμία, ήταν ένα χάδι στο δακρυσμένο μου μάγουλο και τα λόγια που με κόπο έβγαιναν από το στόμα της: «Να προσέχεις τον εαυτό σου παιδί μου… Σ’ αγαπάω…» Και τότε εγώ της έπιανα το χέρι και της ψιθύριζα να μην ανησυχεί και προσπαθούσα να της δώσω κάτι να φάει. «Από το ίδιο πέθανε και η αδερφή σου», πετάχτηκε μια μέρα ο Κλείτος. «Δεν έχει ελπίδα». Γύρισα και τον είδα να με κοιτάει με απάθεια. Όλες αυτές τις μέρες, δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να με βοηθήσει, αντίθετα νόμιζα ότι απολάμβανε την κατάσταση. «Βούλωσε το στόμα σου, σκλάβε» ούρλιαξα με δύναμη που δεν ξέρω και εγώ που την είχα βρει. «Αν πεις άλλη μια κουβέντα θα σε γδάρω ζωντανό!» Κάτι πήγε να πει, αλλά το μετάνιωσε. «Σκασμός!» ούρλιαξα ξανά, κόβοντάς του κάθε όρεξη για αντιλογία. Παρ’ όλα αυτά ο εκνευρισμός από τα λόγια του Κλείτου με έκανε να ξυπνήσω, να αποφασίσω να κάνω κάτι αντί να κάθομαι και να κλαίω όλη μέρα. Το πρώτο πράγμα ήταν να γράψω μια επιστολή στον πατέρα μου. Ήξερα το όνομα της λεγεώνας του και ότι το καλοκαίρι βρίσκονταν σε εκστρατεία στον Δούναβη με επικεφαλής τον Αύγουστο Διοκλητιανό. Το αυτοκρατορικό ταχυδρομείο, λογικά, θα του την παρέδιδε, εφόσον ήταν ακόμα ζωντανός. Του έγραψα για την κατάσταση της μητέρας μου και ζητούσα τη συμβουλή του, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ήταν οξύμωρο, είχε περάσει μόλις τέσσερα καλοκαίρια μαζί μου και τα δύο όταν ήμουν ακόμα βρέφος, ουσιαστικά δεν τον ήξερα, όμως μου φάνηκε ότι έκανα 36


Κωνσταντίνος Αύγουστος

το σωστό και η πράξη μου, χωρίς να έχει κάποια βάση, μου έδωσε ελπίδες. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό της αποστολής της επιστολής κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν και πολλά να κάνω. Είχα ήδη απευθυνθεί στους δύο καλύτερους γιατρούς της Γόρτυνας και η μητέρα μου χειροτέρευε μέρα με την μέρα. Κατέληξα ότι η μόνη μου ελπίδα ήταν οι θεοί. Ξύπνησα χαράματα, πήρα αρκετά χρήματα, σχεδόν τις μισές μας οικονομίες, και ξεκίνησα προς το κέντρο της πόλης. Αρχικά επισκέφθηκα το Ασκληπιείο, απ’ όπου και προέρχονταν οι γιατροί που είχαν επισκεφθεί τη μητέρα μου. Θυσίασα στον θεό και συζήτησα λίγο με τους ιερείς που με άκουγαν σκεφτικοί. Ήξεραν την περίπτωση της μητέρας μου και μου σύστησαν να τη μεταφέρω στο ιατρείο, όπου θα έπεφτε σε ενκοίμηση και στη συνέχεια θα ήταν στα χέρια του θεού. Τους ευχαρίστησα και συνέχισα προς τον ναό του Δία του Κρηταγενή, του θεού που ανέκαθεν προστάτευε την οικογένειά μας και όλη την Κρήτη. Σε όλη τη διαδρομή, σκεφτόμουν ότι αν δεν έβλεπα κάποιο θεϊκό σημάδι εκείνη την ημέρα θα ακολουθούσα τις συμβουλές των ιερέων του Ασκληπιού. Απέθεσα δημητριακά και έκαψα λιβάνι στο άγαλμα που παριστάνει τον Δία ως Κούρο, έπεσα στα γόνατα και προσευχήθηκα σιωπηλά, για ώρα, στον αρχηγό όλων των θεών, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και μόνο εδώ, στο νησί μας, γίνεται το θαύμα: γεννάται και πεθαίνει κάθε χρόνο με τη συνοδεία της ιερής φλόγας, στο Ιδαίο Σπήλαιο. Παρά την πολύωρη προσευχή, βγαίνοντας από τον ναό δεν αισθανόμουν ότι είχα κάνει όσα θα μπορούσα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασα και έκαψα λιβάνι διαδοχικά από τους ναούς της ρωμαϊκής θεάς Τύχης της 37


Νίκος Μπατσιούλας

Πρωτογένειας, της αιγυπτιακής Ίσιδας και τον ναό των Αυγούστων. Αφού τελείωσα, μόνο ένας ναός μου έμενε, αυτός του Απόλλωνα, του μεγάλου θεραπευτή, γιατρού των θεών και πατέρα του Ασκληπιού. Έφτασα στον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ναό της πόλης, το Πύθιον, σχετικά αργά, οι περισσότεροι πιστοί που τον είχαν επισκεφθεί είχαν προ πολλού φύγει. Μπήκα στο άδειο ορθογώνιο κτίσμα περπατώντας αργά και με κατεβασμένο κεφάλι, αφού έτσι νόμιζα ότι θα έδειχνα το σεβασμό μου στον θεό. Έπλυνα τα χέρια μου με νερό από τη μαρμάρινη, σκαλιστή λεκάνη που υπήρχε για τον σκοπό αυτό και πλησίασα στον βαθμιδωτό βωμό. Ανέβηκα τα σκαλιά και έκαψα λιβάνι επάνω του. Έκανα μια προσευχή και στη συνέχεια προχώρησα προς το εσωτερικό του ναού, στο άγαλμα του θεού, όπου γονάτισα και άρχισα να τον παρακαλώ σιωπηλά για τη σωτηρία του μοναδικού μου ανθρώπου, της μητέρας μου. Την απόλυτη ηρεμία στην οποία είχα περιέλθει, τη διέκοψε ένας θόρυβος πίσω μου. Τρόμαξα και γύρισα το κεφάλι μου προς την πηγή του. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω παιδί μου» άκουσα μια γνώριμη, γλυκιά φωνή, «απλώς σε λίγο πρέπει να κλείσουμε τις πόρτες». Ήταν ο ίδιος ιερέας που είχε μαλώσει με τον χριστιανό που μου είχε μιλήσει. Με πλησίασε. «Κάπου σε ξέρω εσένα…» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Κλαις;» ρώτησε με ενδιαφέρον που φαινόταν πραγματικό. Όντως, τα μάτια μου είχαν βουρκώσει όση ώρα προσευχόμουν. Έπιασα την άκρη του χιτώνα μου και τα σκούπισα. Κάτι πήγα να πω αλλά τα λόγια δεν έβγαιναν από τον ξεραμένο μου λαιμό. Ο ιερέας έκατσε δίπλα 38


Κωνσταντίνος Αύγουστος

μου. Τον παρατήρησα καλύτερα. Ήταν γέρος, κοντά στα εβδομήντα, με κάτασπρα μαλλιά και το πλατύ του χαμόγελο πρόδιδε τα πολλά κενά από τα δόντια που του έλειπαν. Το ζαρωμένο του λευκό πρόσωπο έδειχνε κούραση και ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που είχα πρωτοσυναντήσει έξω από την εκκλησία των χριστιανών. «Θέλεις να μου πεις;» με ρώτησε στοργικά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να του λέω για την αρρώστια που χτύπησε τη μητέρα μου, για τους γιατρούς, την αδερφή μου, την επιστολή στον πατέρα μου και τις επισκέψεις που έκανα στους ναούς της πόλης για να ζητήσω τη βοήθεια των θεών. «Έκανες το σωστό, είθε οι θεοί να ακούσουν τις προσευχές σου. Όμως τώρα πρέπει να κλείσω, σήμερα ήταν η έβδομη μέρα του μήνα και δίναμε χρησμούς. Είμαι πάρα πολύ κουρασμένος». «Θέλω κι εγώ χρησμό. Θέλω να μου πεις τι να κάνω για να σώσω τη μητέρα μου…» τον διέκοψα βλέποντας μια ελπίδα. «Παιδί μου, εγώ…» άρχισε να λέει έτοιμος να απορρίψει το αίτημά μου. Κοντοστάθηκε. «Σε θυμήθηκα!» αναφώνησε. «Δεν πιστεύω μετά από εδώ, να πας και στους χριστιανούς;» Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί αυτή την επιλογή. Πριν προλάβω να απαντήσω, συνέχισε κάπως ταραγμένος: «Για να σου δώσω χρησμό, πρέπει πρώτα να έχει προηγηθεί μια διαδικασία, παιδί μου. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να προσευχηθώ μαζί σου για τη σωτηρία της μητέρας σου. Αν θέλεις πήγαινε να πλυθείς και περίμενέ με στο βωμό. Εγώ θα πάω να φέρω λίγο λιβάνι για τον θεό». 39


Νίκος Μπατσιούλας

Γύρισα πίσω στο βωμό του Απόλλωνα και περίμενα τον ιερέα που αργούσε. Όταν ήρθε, φαινόταν αλλαγμένος. Έκαψε το λιβάνι και γονατίσαμε για να προσευχηθούμε. Με την άκρη του ματιού μου τον κοίταζα και περίμενα να ξεκινήσει την επίκληση. Είχε κλείσει τα μάτια και πήγαινε ελαφρά μπρος-πίσω, ενώ ψιθύριζε κάτι που ήταν αδύνατο να ακούσω. Ξαφνικά, έβγαλε μια δυνατή τσιρίδα που με ανατρίχιασε ολόκληρο, και άρχισε να μιλάει με δυνατή και σίγουρη φωνή: «Όταν ο Κρηταγενής γίνει Προμηθέας, Οδυσσέας και Πάτροκλος, το φως του Απόλλωνα θα αρχίσει να σβήνει, και τα πέντε που θα γίνουν τέσσερα, μετά τρία, μετά δύο και μετά ένα, θα πέφτουν στα πόδια του, μέχρι ο Ίδας να χαθεί και ο Λυγκέας να αποκοιμηθεί». Κοίταγα τον ιερέα με γουρλωμένα μάτια, ενώ αυτός επανήλθε στην προηγούμενη κατάστασή του, με κλειστά τα μάτια και την ίδια κίνηση μπρος πίσω. Ήταν εμφανές ότι ο θεός μου μίλησε. Αλλά τι ήταν αυτά που μου είπε; Τι σχέση είχε ο Κρηταγενής Δίας με τον τιτάνα Προμηθέα, θεό της προνοητικότητας, τον πανούργο Οδυσσέα και τον αδελφικό φίλο του βασιλιά των Μυρμιδόνων, Αχιλλέα; Και ύστερα, πώς ήταν δυνατό να σβήσει το αιώνιο φως του Φοίβου, του Απόλλωνα; Σίγουρα ο χρησμός ήταν αρνητικός. Τρόμαξα. Τη συνέχεια δεν την καταλάβαινα επίσης. «Τα πέντε που θα γίνουν τέσσερα, μετά τρία, μετά δύο και μετά ένα», θα προσκυνήσουν τον Δία. Όσο για την αναφορά των γιών του Αφαρέως, του δυνατότερου και τολμηρότερου από όλους τους ανθρώπους Ίδα και του πανέξυπνου Λυγκέα που βρήκε τον θάνατο από τον ένα Διόσκουρο, τον Πολυδεύκη; Και τι σχέση μπορεί να είχαν όλα αυτά με την αρρώστια της 40


Κωνσταντίνος Αύγουστος

μητέρας μου; Αποφάσισα να περιμένω τον ιερέα να βγει από την έκστασή του και να τον ρωτήσω. Όταν πια άνοιξε τα μάτια του, νόμιζα ότι περίμενα για μέρες και είχα πιαστεί γιατί προσπαθούσα να μην κουνιέμαι, για να μην τον ενοχλώ. Φαίνονταν ακόμα πιο καταβεβλημένος από πριν. «Ο θεός μου μίλησε» είπα πριν προλάβει να μιλήσει. Χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. «Τι σου είπε;» ρώτησε με αδυναμία. Του είπα για τα λόγια του Απόλλωνα και παρατήρησα συσπάσεις τρόμου στο πρόσωπό του, όταν ανέφερα για το φως του θεού. Ήταν εμφανές ότι είχε ταραχθεί. «Ο θεός μίλησε σε εσένα και μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις τι σου είπε. Είναι στο χέρι σου αν θα μπορέσεις να ερμηνεύσεις τον χρησμό πριν ή αφότου γίνουν τα γεγονότα. Πάντως, θα σου πρότεινα να εξαγνιστείς και να κάνεις σπονδή στον Δία τον Κρηταγενή. Πήγαινε τώρα…» Ο προβληματισμός του ήταν εμφανής. Τον ευχαρίστησα και βγήκα από τον ναό. Είχε ήδη βραδιάσει και κακόκεφος κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου, όπου βρήκα τη μητέρα μου στην ίδια κατάσταση όπως την άφησα. Αν κατάλαβα κάτι από την περιπλάνησή μου στους ναούς και κυρίως από τον χρησμό του Απόλλωνα, ήταν ότι οι θεοί είχαν αρχίσει να χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη μητέρα μου. Τον καιρό που περιφερόμουν στην αγορά της πόλης, είχα κρυφακούσει για μια μάγισσα που έμενε σε μια καλύβα λίγο πιο έξω από τα Μάταλα, το επίνειο της Γόρτυνας. Πήρα αρκετά χρήματα μαζί μου, αν συνέχιζα έτσι τον χειμώνα δεν θα είχαμε τίποτα να φάμε, και πήγα να τη βρω. Στην αρχή με κοίταζε καχύποπτα, όμως στη συνέχεια και αφού την παρακάλεσα 41


Νίκος Μπατσιούλας

κλαίγοντας, μου υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν το ίδιο βράδυ, όπως και έγινε. Δεν ήταν σωστό να μας δουν μαζί, όπως μου είπε. Είχα κλειδώσει τον Κλείτο από το απόγευμα σε ένα δωμάτιο, για να μην μας ενοχλεί, αλλά και για να μην γνωρίζει τι επρόκειτο να κάνω και μας μαρτυρήσει. Δεν του είχα καμία εμπιστοσύνη. Η μάγισσα ήταν μια όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα, με ένα μάτι πράσινο και ένα γαλάζιο. Έπιανα τον εαυτό μου να την κοιτάει επίμονα, ήταν τόσο ωραία, αλλά και τρομακτική συνάμα. Γονάτισε μπροστά από τη μητέρα μου και άρχισε να μουρμουράει κάτι ακατάληπτα λόγια, με σκυμμένο κεφάλι. Στη συνέχεια, έκοψε ένα κομμάτι από τον χιτώνα της μητέρας μου και με ένα κάρβουνο άρχισε να γράφει επάνω του. Αφού τελείωσε το γράψιμο, άρχισε εκ νέου με τις προσευχές ή τα ξόρκια, δεν ξέρω ακριβώς. Ταυτόχρονα, δίπλωνε το ύφασμα πολλές φορές μέχρι που έγινε ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι. Έραψε τις άκρες του για να μην χάσει τη μορφή του και στη συνέχεια, έραψε και το ίδιο επάνω στον χιτώνα της μητέρας μου, η οποία όλη αυτή την ώρα ψήνονταν στον πυρετό και κοίταζε τρομαγμένη, από τη μέσα πλευρά, στο ύψος του στήθους. «Με αυτόν τον κατάδεσμο, δέσαμε τον δαίμονα που την τυραννάει» μου είπε. «Θα γίνει καλά». Αν και είχα φοβηθεί, τα νέα που μου είπε η μάγισσα με χαροποίησαν. Την πλήρωσα και την ευχαρίστησα. Δέκα μέρες μετά την επίσκεψη της μάγισσας και έντεκα από τις επικλήσεις που έκανα στους θεούς, η μητέρα μου πήγε να συναντήσει τον βαρκάρη για να την περάσει στην άλλη όχθη. Της έκανα μια φτωχική τελετή, γιατί δεν μου είχαν μείνει πολλά χρήματα, και την ξεπρο42


Κωνσταντίνος Αύγουστος

βόδισα με απίστευτο πόνο και απογοήτευση. Το μόνο ενθύμιο που κράτησα, ήταν ο κατάδεσμος που έφτιαξε η μάγισσα. Έπεσε στο πάτωμα καθώς μεταφέραμε τη μητέρα μου στην τελευταία της κατοικία. Πλέον, ήμουν μόνος. Τον Κλείτο που περιφέρονταν άσκοπα στο σπίτι, δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Δεν μου έμενε παρά να γράψω ξανά στον πατέρα μου, αυτή τη φορά για το θάνατο της συζύγου του. Τους επόμενους τέσσερις μήνες δεν έκανα τίποτα, έτρωγα ελάχιστα, δεν πρόσεχα τον εαυτό μου και περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου κλεισμένος στο σπίτι. Δεν είχα στόχους, δεν ήξερα καν τι θέλω και χρειαζόμουν μια συμβουλή. Σε αυτή την κατάσταση με βρήκε η απάντηση του πατέρα μου. «Έλα στη Νικομήδεια» έγραφε. Μόνον αυτό. Μην έχοντας άλλη επιλογή, συγκέντρωσα και τα τελευταία μου χρήματα και κατέβηκα στα Μάταλα, για να βρω πλοίο που θα με πήγαινε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε ένα που θα έφευγε την επομένη. Πούλησα φθηνά κάποια πράγματα του σπιτιού για να συμπληρώσω τα ναύλα μου και το πρωί, μάζεψα τα λιγοστά μου υπάρχοντα και ξεκίνησα για το μεγάλο ταξίδι. Ο Κλείτος με παρακολουθούσε ανήσυχος και την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, με ρώτησε: «Πού πας;» «Στη Νικομήδεια» απάντησα λες και πήγαινα στη διπλανή πόλη. «Και εγώ;» «Δεν με νοιάζει, ψόφα!»

43


ΙΙI. Νικομήδεια Έφτασα στη Νικομήδεια την όγδοη χρονιά που ήταν ύπατος ο Αύγουστος Διοκλητιανός και την έβδομη που ήταν ύπατος ο Αύγουστος Μαξιμιανός1. Κόντευε μεσημέρι, όταν το πλοίο μας έφτανε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, μιας πόλης που άλλοτε είχαν ιδρύσει οι Μεγαρείς. Καθόμουν στην πλώρη του πλοίου όσο αυτό διέσχιζε αργά τον κόλπο που αγκάλιαζε η Νικομήδεια, τον Αστακό, όπως έμαθα αργότερα ότι τον έλεγαν, και χάζευα τα σπίτια που απλώνονταν αμφιθεατρικά σε έναν συνδυασμό από πολλούς δενδρόφυτους λόφους και μικρές πεδιάδες. Περίπου στο μέσον του κόλπου, βρισκόταν το λιμάνι που κατευθυνόμασταν. Από εκεί ξεκινούσε ένα πλάτωμα όπου απλωνόταν η κυρίως πόλη, ενώ στο βάθος διακρίνονταν χιονισμένα βουνά. Μέχρι να ξεκινήσω το ταξίδι μου δεν είχα δει άλλη μεγάλη πόλη εκτός από τη Γόρτυνα, η οποία ξεπερνούσε και τις περισσότερες πόλεις που είχαμε συναντήσει. Η Νικομήδεια, όμως, ήταν επιβλητική, έμοιαζε τεράστια και πολύ πιο πλούσια, κάνοντας την πατρίδα μου να δείχνει φτωχική. 1

303 π.Χ. 44


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Στις πλαγιές των περισσότερων λόφων διέκρινες μεγάλα σπίτια, πολλά από αυτά διώροφα, με κόκκινα κεραμίδα και εσωτερική αυλή, τα οποία λογικά ανήκαν σε αξιωματούχους, ενώ στον λόφο πιο πάνω από το λιμάνι, που προφανώς ήταν η ακρόπολη της πόλης, βρισκόταν το πιο όμορφο, λαμπρό και πολυτελές κτήριο, ή καλύτερα σύμπλεγμα κτηρίων, που είχα δει στη ζωή μου. Το ανάκτορο του Αυγούστου. Η μαγευτική θέα με είχε κάνει προς στιγμήν να ξεχάσω τα προβλήματα που με βασάνιζαν και την αγωνία που είχα. Εκτός από το τσουχτερό κρύο που μου έκανε παρέα από το μέσο του ταξιδιού και που την ημέρα εκείνη είχε γίνει ανυπόφορο, έπρεπε, σε μια άγνωστη πόλη, να βρω τον πατέρα μου, έναν λεγεωνάριο. Είχα ρωτήσει τους πάντες στο πλοίο, και είχα κρυφακούσει και πολλά κατά την παλιά μου συνήθεια, και έτσι γνώριζα περίπου τόσο τη δομή της πόλης, όσο και διάφορα μέρη όπου θα μπορούσα να ρωτήσω. Θα ξεκινούσα με την Οπλαποθήκη που είχε φτιάξει ο Αύγουστος Διοκλητιανός, εάν δεν εύρισκα κάτι θα πήγαινα στις δημόσιες υπηρεσίες της πόλης που βρίσκονταν γύρω από την αγορά και θα κατέληγα σε μερικές ταβέρνες που σύχναζαν στρατιώτες. Έφτασα στην Οπλαποθήκη στο διπλάσιο χρόνο απ’ ότι αν περπατούσα κανονικά, αφού χάζευα και παρατηρούσα τα πάντα στο διάβα μου. Την είσοδο φρουρούσαν δύο πάνοπλοι λεγεωνάριοι. «Μπορώ να κάνω μια ερώτηση;» απευθύνθηκα κάπου στο μέσον τους, εκεί που βρισκόταν η πόρτα. Ο ένας δεν έκανε καν τον κόπο να με κοιτάξει, ο άλλος το έκανε περιπαικτικά. «Τι θες;» ρώτησε. 45


Νίκος Μπατσιούλας

«Ξέρετε πού μπορώ να βρω τον Νικάτωρα από τη Γόρτυνα; Είναι…» Ο φρουρός, που δεν μου είχε δώσει σημασία, έστρεψε το βλέμμα του προς εμένα ενώ διέκρινα κάποιες συσπάσεις στο πρόσωπο του άλλου, που μου είχε μιλήσει. «Ο Γάιος Νικάτωρας βρίσκεται στο παλάτι φυσικά» με διέκοψε με σοβαρό ύφος. Έμεινα να τους κοιτάω με ανοιχτό το στόμα, ενώ αυτοί κοίταζαν μπροστά σαν να με απέφευγαν. Είχαν αναφερθεί στον πατέρα μου με ολόκληρο το όνομά του και είχαν αντιδράσει με φόβο. Το ανάκτορο του Διοκλητιανού ήταν κοντά οπότε έφτασα σχεδόν αμέσως στην κεντρική πύλη, πίσω από την οποία εκτείνονταν μια μεγάλη πλατεία, περιτριγυρισμένη από κτήρια και τείχη. Στο τέλος της πλατείας και στην ευθεία από την πύλη, υψωνόταν μια μεγάλη βασιλική και δίπλα ο μεγάλος ναός της Δήμητρας, της θεάς προστάτιδας της πόλης. «Ψάχνω τον Νικάτωρα από τη Γόρτυνα, ξέρετε πού μπορώ να τον βρω;» επανέλαβα την ερώτηση στον φρουρό. «Να ρωτήσω» μου απάντησε και στράφηκε σε έναν άλλο λεγεωνάριο που βρίσκονταν δίπλα, ο οποίος κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό. Μετά από λίγη ώρα αναμονής, ο λεγεωνάριος που είχε φύγει επέστρεψε. «Δεν είναι εδώ» απάντησε. «Τι τον θέλεις;» «Είναι ο πατέρας μου. Μόλις έφτασα από τη Γόρτυνα…» Οι δύο άντρες έβαλαν τα γέλια. Η αλήθεια είναι ότι έδειχνα αξιολύπητος. Είχα να πλυθώ μέρες, ο χιτώνας μου ήταν ο ίδιος τα τελευταία δύο χρόνια, κρύωνα και πείναγα πάρα πολύ. Έδειχνα περισσότερο για ζητιάνος, παρά για συγγενής κάποιου που έμενε στο παλάτι. 46


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Πήγαινε να πεις αλλού τα ψέματά σου, βρομιάρη!» φώναξε ο ένας. «Μπασμένε!» με έβρισε απλώς ο άλλος μέσα στα γέλια του. «Μικρέ» είπε ένας τρίτος, αξιωματικός, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συμμετείχε, «πήγαινε να ζητιανέψεις αλλού. Εδώ, με αυτά που λες μόνο προβλήματα θα βρεις». Τους κοίταζα απογοητευμένος και θυμωμένος. Δεν το κουνούσα, όμως. «Άντε!» φώναξε αυτός που είχε πάει μέσα στο ανάκτορο για να ρωτήσει. Τρόμαξα και έκανα μερικά βήματα πίσω προς τέρψιν των φρουρών. Αποφάσισα να απομακρυνθώ λίγο και να περιμένω μήπως και εμφανιζόταν ο πατέρας μου. Έτσι όπως γύρναγα την πλάτη, άκουσα τον αξιωματικό: «Αν όντως σε ενδιαφέρει να βρεις τον Νικάτωρα, δοκίμασε στην ταβέρνα του Ξενοφάνη, στο λιμάνι!» Ακολούθησα την αντίθετη διαδρομή, προς το λιμάνι. Η ταβέρνα του Ξενοφάνη βρισκόταν εκεί που τελείωνε η αγορά και ξεκινούσε το λιμάνι και ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου, πέτρινου κτίσματος με καταστήματα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και από μέσα ακουγόνταν οχλαγωγία, γέλια και άντρες που κουβέντιαζαν δυνατά. Μπήκα στον ζεστό χώρο και μια ξινίλα από ιδρώτα και κρασί έφτασε στα ρουθούνια μου, κάνοντας με να ζαλιστώ και να αισθανθώ το άδειο μου στομάχι να διαμαρτύρεται. Δίπλα στην είσοδο, υπήρχε ένας πάγκος που ο ταβερνιάρης πουλούσε κρασί, ξύδι και πυρσούς για όσους αποφάσιζαν να φύγουν αργά το βράδυ, ενώ μπροστά μου απλώνονταν πάγκοι και τραπέζια που κάθονταν οι θαμώνες. Στους πέτρινους τοίχους κρέμονταν διάφορα 47


Νίκος Μπατσιούλας

σκεύη, μεταλλικά και πήλινα, και η ξύλινη σκεπή στερεώνονταν σε μεγάλα δοκάρια που διέτρεχαν το μεγάλο δωμάτιο απ’ άκρη σε άκρη. Κοντοστάθηκα λίγο μέχρι να συνηθίσει το μάτι μου στον πιο σκοτεινό χώρο, ενώ κάποιος που σέρβιρε και μπορεί να ήταν ο ιδιοκτήτης, με αγριοκοίταζε. Κατάφερα να εντοπίσω τον πατέρα μου στο βάθος, ήταν με μια παρέα από άλλους έξι, όλοι περίπου στην ίδια ηλικία, γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα και στρατιωτική θωριά. Φαίνονταν να είχαν πιει πάρα πολύ. Οπλισμένος με όσο κουράγιο είχα άρχισα να περπατάω προς τα εκεί, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ταβερνιάρη που άρχισε να με ακολουθεί. Στάθηκα μπροστά από το τραπέζι και κοίταξα τον πατέρα μου, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλούσε με τον διπλανό του, γελώντας. Ασυναίσθητα η ματιά μου έπεσε στο πλούσιο τραπέζι μπροστά τους και συγκεκριμένα σε ένα μεγάλο, ψητό μπούτι αρνί απ’ όπου ανέβλυζε το πιο γλυκό άρωμα του κόσμου. Το στόμα μου γέμισε ευθύς σάλια. «Τι θες εσύ εδώ!» φώναξε ο ένας από την παρέα και όλοι γύρισαν προς το μέρος μου. «Πήγαινε να ζητιανέψεις αλλού κωλόπαιδο! Ξενοφάνη, τι τον άφησες αυτόν εδώ;» Την ίδια ώρα, αισθάνθηκα τα δυνατά χέρια του ιδιοκτήτη, του Ξενοφάνη, να με αρπάζουν από τους ώμους. «Συγγνώμη άρχοντές μου» είπε, «δεν θα ξανασυμβεί». Έκανα μια κίνηση να ελευθερωθώ, αλλά το κράτημά του ήταν πολύ γερό, ήταν και διπλάσιος από εμένα τόσο σε ύψος όσο και σε πλάτος. Όλη η παρέα ξέσπασε σε γέλια, μάλλον η τρομάρα μου τους ψυχαγωγούσε. «Πατέρα…» κατάφερα να αρθρώσω προς τον άνθρωπο που όφειλα την γέννησή μου. 48


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Οι υπόλοιποι έξι δυνάμωσαν τα γέλια τους, ενώ τα μάτια του κοκκινισμένου προσώπου του πατέρα μου ήταν έτοιμα να πεταχτούν έξω. Αισθάνθηκα τη λαβή του Ξενοφάνη να χαλαρώνει. «Ώστε αυτός είναι ο γιος σου, ο διάδοχός του Νικάτωρα!» είπε περιπαιχτικά στον πατέρα μου ο διπλανός του, κάτω από τα ακόμα πιο δυνατά γέλια των υπολοίπων. Ο ίδιος είχε στρογγυλό φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο, με δύο τεράστιες κόχες ματιών που φιλοξενούσαν τα μαύρα, σκοτεινά μάτια του και τον έκαναν να μοιάζει με κουκουβάγια. Το στόμα του ήταν λεπτό και είχε πυκνό κοντό μαλλί που κάλυπτε το μισό ρυτιδιασμένο του μέτωπο. «Αυτός είναι ο πολεμιστής που φέρνεις στον Αύγουστο;» συνέχισε ένας άλλος, ο οποίος ήταν και ο μόνος που δεν έμοιαζε με τους σκληροτράχηλους της παρέας του, αφού είχε πολύ χοντρό λαιμό και πλακουτσωτό πρόσωπο από το οποίο προεξείχε ένα μυτερό πηγούνι που κατέληγε σε διπλοσάγονο. Εγώ στεκόμουν και τους άκουγα απαθής, όπως και στο γυμνάσιο της Γόρτυνας, ενώ το μυαλό μου δεν μπορούσε να φύγει μακριά από τη σκέψη του ψητού αρνιού. «Σέβηρε, κοίτα έναν ιππέα…» συνέχισε ο διπλανός του πατέρα μου, σε αυτόν με τον χοντρό λαιμό. «Και τι ύψος, τι κορμοστασιά, τι ομορφιά!» συνέχισε ο Σέβηρος, ενώ ο πατέρας μου έσφιγγε τις γροθιές του και εγώ συνέχιζα να κοιτάω το αρνί, χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω. «Γι’ αυτό δεν μας τον είχε φέρει ως τώρα!» πετάχτηκε ίσως ο πιο σοβαρός από την παρέα, αν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο για έξι ανθρώπους που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα στομάχια τους από τα γέλια. 49


Νίκος Μπατσιούλας

«Βάζω στοίχημα» συνέχισε ο διπλανός του πατέρα μου που έμοιαζε με κουκουβάγια, «ότι έτσι όπως είναι αυτός εδώ, δεν μπορεί ούτε τον γιο του Ξενοφάνη να κερδίσει σε μονομαχία». Οι υπόλοιποι συμφώνησαν, βρήκαν την ιδέα εξαιρετική και άρχισαν να χτυπάνε τα κύπελά τους στο τραπέζι. Όσοι δεν μας χάζευαν ως εκείνη την ώρα, δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στον πειρασμό να γυρίσουν προς το μέρος μας. «Είμαι σίγουρος Μαξιμίνε Δάια», γύρισε ο πατέρας μου προς τον αντιπαθητικό διπλανό του, «ότι ο Αβλάβιος…» Στο άκουσμα του ονόματός μου, οι φίλοι του πατέρα μου ξέσπασαν για ακόμα μια φορά σε γέλια. «…Δεν έχει κανένα πρόβλημα να τα βάλει με οποιονδήποτε. Αλλά έχεις αρχίσει να με προσβάλεις…» συνέχισε ο πατέρας μου με φωνή που έβγαινε ανάμεσα από τα σφιγμένα του δόντια. «Ηρέμησε φίλε μου» ανέλαβε να κατευνάσει τα πνεύματα ο σοβαρός της παρέας, που και αυτός χασκογελούσε. «Είμαι σίγουρος ότι κανένας μας δεν θέλει να σε προσβάλλει. Κάνουμε μόνο μια πλάκα». «Όμως μια πρόκληση για τον μικρό και ένα στοίχημα, δεν παύουν να έχουν ενδιαφέρον» συνέχισε ο Μαξιμίνος Δάιας. «Τι έχεις να πεις Λικίνιε;» απευθύνθηκε στον σοβαρό. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους. «Ας είναι!» έκανε ο πατέρας μου και με αγριοκοίταξε. Οι υπόλοιποι θαμώνες που είχαν αρχίσει και αυτοί και διασκέδαζαν μαζί μου, έκαναν λίγο χώρο και ο Ξενοφάνης, εμφανώς τρομαγμένος, φώναξε τον γιο του. Ήταν ένα πολύ αδύνατο παιδί, μάλλον τρία χρόνια μικρότερος, που όμως με περνούσε ενάμιση κεφάλι. Έδειχνε 50


Κωνσταντίνος Αύγουστος

να μην καταλαβαίνει και πολλά από όσα γίνονταν γύρω του. Στάθηκε απέναντί μου έτοιμος να παλέψει, ενώ εγώ είχα αρχίσει να φοβάμαι για την κατάληξη. Δεν έπρεπε να προσβάλλω τον πατέρα μου. Από τη στάση που είχε πάρει, φαινόταν δύσκολο να τον πλησιάσω γιατί τα χέρια του ήταν πολύ μεγαλύτερα. Μπορούσα να πιάσω την κανάτα που ήταν δίπλα στο χέρι μου και να του την πετάξω γρήγορα στο ακάλυπτο κεφάλι του. Τότε θα κέρδιζα σίγουρα. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα ήταν τιμητικό και ηθικό. Αντ’ αυτού, έκατσα και έδωσα μια μάχη «ίσος προς ίσο». Έχασα. Βρέθηκα στο βρόμικο πάτωμα της ταβέρνας πάνω σε πατημένα αποφάγια, φτυσιές και κρασί. Όλοι συνέχιζαν να γελάνε, εκτός από τον πατέρα μου που σηκώθηκε απότομα, πέταξε μερικά νομίσματα στο τραπέζι και με άρπαξε από το δεξί μου χέρι. Με σήκωσε βίαια και ουσιαστικά με έσυρε ως την πόρτα. Κρατιόμουν να μην κλάψω. Εκεί μας πρόλαβε ο Λικίνιος που σταμάτησε τον πατέρα μου, τραβώντας τον από τον ώμο. «Νικάτωρα, έπρεπε να φανταστείς ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Ξέρεις ότι κανένας δεν αμφισβητεί την αξία σου, αλλά να παρουσιάσεις τον γιο σου μπροστά μας σαν ζητιάνο και να του κρατήσεις μια θέση στους ιππείς του αυτοκράτορα σίγουρα δεν ήταν συνετό, και… γνωρίζεις πώς είναι τα πράγματα στην αυλή…» Με την άκρη του ματιού μου, γιατί δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου, κοίταζα τον Λικίνιο. Είχε αυτό το σοβαρό ύφος που ενισχύονταν από το οβάλ του πρόσωπο, τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά και δύο γραμμές που χώριζαν τα μάγουλά του από το στόμα, χωρίς όμως 51


Νίκος Μπατσιούλας

να κάνουν λακκάκια όταν γελούσε. Τα χείλη του ήταν στενά και εκεί που κατέληγαν συνεχίζονταν με δύο άλλες γραμμές σαν ρυτίδες, ενώ κάτω από τη μεγάλη του, αλλά όχι άσχημη, μύτη και πάνω από το άνω χείλος, είχε ένα βαθύ λακκάκι, σαν να τον είχαν τρυπήσει με κάτι σουβλερό. Ο πατέρας μου έγνεψε συγκαταβατικά, του γύρισε την πλάτη και συνέχισε να με σέρνει προς τα έξω με κατεύθυνση το παλάτι. «Δεν έπρεπε να σε είχα φέρει εδώ, μπάσταρδε, μα τον Δία! Ούτε τον βλάκα, τον γιο του Ξενοφάνη δεν μπόρεσες να κερδίσεις χαμένε, τι θα σε κάνω τώρα…» μονολογούσε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Οι ίδιοι φρουροί που με είχαν στείλει στην ταβέρνα, μας άνοιξαν με έκπληξη και κατευθυνθήκαμε προς ένα σύμπλεγμα δωματίων. Διασχίσαμε έναν μεγάλο διάδρομο, ενώ πολλά αδιάκριτα βλέμματα έπεφταν επάνω μας, όσο κάποιοι χαιρετούσαν τον πατέρα μου, ο οποίος όμως δεν φαίνονταν να έχει ιδιαίτερη όρεξη για ευγένειες. Μπήκαμε σε μια πόρτα που οδηγούσε σε δύο δωμάτια, που χωρίζονταν μεταξύ τους από μια μεγάλη καμάρα. Ο χώρος ήταν διακοσμημένος με πολυτέλεια και στη μέση του ενός δωματίου κυριαρχούσε ένα μεγάλο κρεβάτι καλυμμένο με μεταξωτά υφάσματα και στο άλλο ένα μεγάλο σκαλιστό, ξύλινο τραπέζι. Δύο γυμνές, πανέμορφες γυναίκες έσπευσαν να μας προϋπαντήσουν και να αγκαλιάσουν τον πατέρα μου, ο οποίος, αφού με πέταξε με δύναμη προς τη γωνία του δωματίου, έριξε μια δυνατή ανάποδη στην πρώτη γυναίκα που έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας μια στριγκλιά. Η άλλη πισωπάτησε φοβισμένη. «Κρασί!» ούρλιαξε και έκατσε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού. 52


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Αποφάσισα να καθίσω στη θέση που ήμουν και να περιμένω. Την ίδια σκέψη είχαν και οι δύο γυναίκες που κούρνιαξαν στην απέναντι γωνία. Το χέρι μου, στο σημείο που με έπιανε ο πατέρας μου, είχε μελανιάσει και με πονούσε πολύ, όπως και το κεφάλι μου που είχε βρει στον τοίχο όταν με πέταξε κάτω. Ήθελα πολύ να κλάψω, αλλά κρατιόμουν. Το ίδιο έκαναν και οι γυναίκες απέναντι, με τη διαφορά ότι αυτή που είχε χτυπήσει σκούπιζε κάθε λίγο και λιγάκι τα μάτια και τα μάγουλά της. Όταν ο πατέρας μου ήπιε πάρα πολύ και έπεσε παραπατώντας στο κρεβάτι του, έτρεξα στο τραπέζι που είχε αφημένα κάποια φρούτα και τα κατασπάραξα με μανία, αφήνοντας παράλληλα και τα μάτια μου να εκφραστούν ελεύθερα, κλαίγοντας για τη μοίρα και την τύχη μου.

Μετά την πρώτη τραυματική εμπειρία με τον πατέρα μου και τους φίλους του, οι σχέσεις μας περιορίστηκαν στα πολύ τυπικά και απαραίτητα. Προσπαθούσα να μην με βλέπει συχνά και να μην τον ενοχλώ και αυτός τις περισσότερες φορές έκανε σαν να μην υπάρχω. Τουλάχιστον, μου αγόρασε έναν καινούργιο χιτώνα και μου έδωσε κάποια χρήματα για να επισκεφθώ τα λουτρά. Έως τότε, ο πατέρας μου μού ήταν αδιάφορος, αφού δεν υπήρχε στη ζωή μου, αν και πάντα είχα μια κρυφή ελπίδα ότι θα γύριζε στη Γόρτυνα και θα βοηθούσε το σπιτικό του. Στη Νικομήδεια, όμως, τον μίσησα. Τον μίσησα γιατί κολυμπούσε στα πλούτη ενώ εγώ προσπαθούσα τόσο καιρό να σώσω τη μητέρα μου χωρίς χρήματα, γιατί δεν είχαμε να φάμε και η μόνη κληρονομιά που μας είχε 53


Νίκος Μπατσιούλας

αφήσει ήταν ο άχρηστος Κλείτος. Αντίθετα, ο πατέρας μου είχε καταφέρει να γίνει σωματοφύλακας του Αύγουστου Διοκλητιανού και να ανελιχθεί ψηλά στην ιεραρχία της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά από την εκστρατεία στον Δούναβη την προηγούμενη χρονιά, υπό τον Καίσαρα Γαλέριο. Εκεί είχε διακριθεί και μαζί με τους φίλους του που έπιναν μαζί όταν πρωτοήρθα, τον Λικίνιο, τον Σέβηρο και τον Μαξιμίνο Δάια, είχαν αποκτήσει πολλά οφέλη, τιμές και πλούτη. Έτσι, έμενε μόνιμα στο ανάκτορο σε δύο δικά του πολυτελή δωμάτια, ενώ έπαιρνε μέρος σε συμπόσια του Αυγούστου ή του Καίσαρα, όπως και στα πολεμικά συμβούλια. Οι δύο γυναίκες που είχα δει την πρώτη μέρα, ήταν δύο σκλάβες που είχε αγοράσει, «για να τον ξεκουράζουν» όπως έλεγε. Η μια ήταν από τη Συρία και ήταν μελαμψή, κοντούλα και λεπτεπίλεπτη, με μικρά στητά στήθια και την έλεγαν Σεραφία και η άλλη ήταν η Ντάνα από τη Γαλατία, ψηλή, με λευκή επιδερμίδα, πολλά πιασίματα και τεράστια στήθη. Και οι δύο ήταν πανέμορφες και τις ανάγκαζε να τριγυρίζουν στα δωμάτια και να τον υπηρετούν ολόγυμνες και φυσικά, όποτε και όπου ήθελε τις πήδαγε. Εγώ από την πλευρά μου, στα δεκαπέντε μου τότε, τις ποθούσα και τις σκεφτόμουν όλη μέρα. Ένιωθα το πουλί μου να γίνεται σκληρό σε κάθε ευκαιρία που τις έβλεπα και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα βράδια, κουλουριασμένος στη γωνία που κοιμόμουν στο άλλο δωμάτιο, το χτύπαγα τόσο πολύ μέχρι να τελειώσω στα χέρια μου, ακούγοντας τους ρυθμικούς ήχους στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου ή βάζοντας τη φαντασία μου να δουλέψει, για το τι θα έκανα εγώ στις όμορφες σκλάβες. Φυσικά, και οι δύο είχαν ένα θλιμμένο ύφος στα πρόσωπά τους, ενώ έτρεμαν 54


Κωνσταντίνος Αύγουστος

τον πατέρα μου που πάρα πολλές φορές γίνονταν βίαιος και τις πόναγε είτε με ξύλο είτε με την ορμή που τις έπαιρνε. Πόσο ήθελα και πόσες φορές είχε μπει στο μυαλό μου να τις πιάσω και να τις βάλω κι εγώ κάτω, όμως δεν τολμούσα γιατί αν το καταλάβαινε ο πατέρας μου, σίγουρα θα με κρέμαγε. Και γι’ αυτό τον ζήλευα.

Η απόφαση του πατέρα μου ήταν να καταταγώ στον αυτοκρατορικό στρατό και είχε μεσολαβήσει ώστε να πάρω μια θέση στο ιππικό. Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου παρουσιάστηκα στη μονάδα μου όπου, όπως ήταν φυσικό, δεν με δέχθηκαν και με ενθουσιασμό. Κανένας στρατιώτης δεν θέλει να έχει κάποιον αδύναμο πλάι του, αφού η ζωή του εξαρτάται από αυτόν, ενώ οι όποιες φιλίες πήγα να πιάσω εξανεμίστηκαν με την πρώτη φορά που βγήκαμε για εξάσκηση, όπου, όπως ήταν αναμενόμενο, τίποτα δεν μου πήγε σωστά. Τουλάχιστον, η κατάταξή μου μού απέφερε τα πρώτα χρήματα που ήταν δικά μου. Αρχηγός της μονάδας μας ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς ανθρώπους στη Νικομήδεια, ο Κωνσταντίνος. Ήταν περίπου δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, κανονικός στο ύψος, με μυώδες σώμα και χέρια, ένα δυνατό λαιμό που στήριζε το στενόμακρο, συμμετρικό του πρόσωπο το οποίο κοσμούσαν δύο μεγάλα μάτια που θαρρείς ότι παρατηρούσαν, διαπεραστικά και έξυπνα, τα πάντα. Πάνω από τα λιπόσαρκα χείλη του είχε ένα μικρό περιποιημένο μουστάκι, όπως συνηθίζονταν στους νέους της ηλικίας μας. Η καταγωγή του, όπως και του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού ήταν από την Ιλλυρία, 55


Νίκος Μπατσιούλας

ενώ η μητέρα του, όπως έμαθα αργότερα, ήταν από τη Βιθυνία, την επαρχία που πρωτεύουσα ήταν η Νικομήδεια, αν και δεν έμενε σε αυτή, αφού ο Κωνσταντίνος ήταν μόνος του στα ανάκτορα. Ο πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος Χλωρός, Καίσαρας στη Δύση, σύμφωνα με τη νέα μορφή διακυβέρνησης που είχε εισαγάγει ο Διοκλητιανός περίπου δέκα χρόνια πριν και την οποία ονόμασε Τετραρχία. Αυτή προέβλεπε έναν Αύγουστο στην Ανατολική και έναν στην Δυτική Αυτοκρατορία, τον Διοκλητιανό και τον Μαξιμινιανό αντίστοιχα, οι οποίοι θα είχαν από ένα βοηθητικό Καίσαρα, τους Γαλέριο και Κωνστάντιο Χλωρό. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να διαιρείται η αυτοκρατορία, ο κάθε ένας από τους τέσσερις αναλάμβανε και από ένα κομμάτι στο οποίο ήταν υπεύθυνος τόσο στρατιωτικά, όσο και διοικητικά. Έτσι ο Διοκλητιανός είχε υπό τον έλεγχό του τις ανατολικές επαρχίες, όπως την Αίγυπτο, τη Βιθυνία και την Ασία2, ο Γαλέριος την Ιλλυρία και την Ελλάδα, ο Μαξιμινιανός την Ισπανία, την Ιταλία και την Αφρική και ο Κωνστάντιος Χλωρός, τη Γαλατία και τη Βρετανία. Απόλυτος άρχοντας παρέμενε ο Διοκλητιανός και στη συνέχεια ακολουθούσε ο Μαξιμιανός. Όλοι ήταν σίγουροι ότι ο Κωνσταντίνος θα γίνονταν Καίσαρας στη θέση του πατέρα του όταν ο Διοκλητιανός ή ο Μαξιμιανός πέθαιναν ή αποσύρονταν. Άλλωστε, ο ίδιος ο Διοκλητιανός είχε φροντίσει για την εκπαίδευσή του, αφού είχε προσλάβει τον διάσημο παιδαγωγό Λακτάνιο, ενώ δύο χρόνια πριν, τον είχε πάρει στο πλάι του σε μια εκστρατεία στην Παλαιστίνη, όπου ο δεκαπεντάχρονος τότε Κωνσταντίνος είχε διακριθεί. 2

Μέρος της σημερινής Μ. Ασίας 56


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Παρά τη δημοφιλία του ήταν μοναχικός και δεν εμπιστευόταν κανέναν. Αχώριστος, και ίσως μοναδικός, φίλος του Κωνσταντίνου ήταν ο Βασσιανός με τον οποίο ήταν στην ίδια ηλικία και η καταγωγή του ήταν από την Ρώμη, όπου ο πατέρας του ήταν μέλος της πάλαι ποτέ κραταιάς Συγκλήτου. Η οικογένειά του, οι Ανίκιοι, είχαν μια ιστορία τουλάχιστον εξακοσίων ετών πλούσια σε ύπατους, στρατηγούς και τιμητές από την εποχή της ρωμαϊκής δημοκρατίας, ενώ ο πλούτος της ήταν παροιμιώδης. Ο Βασσιανός πιο ψηλός και το ίδιο γεροδεμένος με τον Κωνσταντίνο, γεννημένος στρατιώτης, με φαρδιές πλάτες και μακρόστενο κεφάλι σαν να το είχαν τραβήξει από τις δύο άκρες, στο οποίο τονίζονταν ιδιαίτερα η μύτη, η οποία, αν και μικρή, ήταν εξίσου μακριά με το υπόλοιπο πρόσωπο και διαχώριζε δύο μάτια που από φυσικού τους φαίνονταν νυσταγμένα. Είχε έρθει να υπηρετήσει τον Αύγουστο μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του τον Σενέκιο, ο οποίος ήταν ένας από τους έξι που καθόταν στην ταβέρνα με τον πατέρα μου την πρώτη μου μέρα στη Νικομήδεια. Ο Βασσιανός τηρούσε απέναντί μου την ίδια στάση με τους υπόλοιπους συντρόφους μου, ίσως να ήταν και ο πιο ερειστικός. Αυτό έρχονταν σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν ο μόνος που τουλάχιστο μου συμπεριφέρονταν ευγενικά και δεν με είχε κοροϊδέψει ποτέ. Μάλιστα, πολλές ήταν οι φορές που είχε επιπλήξει ως αρχηγός τους άλλους, αν και βαθιά μέσα του ήξερε ότι είχαν δίκιο που δεν αποδέχονταν κάποιον ο οποίος δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα στα δύσκολα και εξ’ αιτίας του θα κινδύνευε όποιος πολεμούσε δίπλα του. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής του Κωνσταντίνου ήταν να τον ακολουθώ συχνά-πυκνά, εκνευρίζοντας τον 57


Νίκος Μπατσιούλας

Βασσιανό και εμπνέοντας τους συντρόφους μας να με ονομάζουν «το σκυλάκι του Κωνσταντίνου που τρέφεται από τα αποφάγια του».

Ο Αύγουστος Διοκλητιανός, εκτός από την Τετραρχία, είχε προβεί και σε πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις μέσα στην αυτοκρατορία, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν για καλό ή τουλάχιστο είχαν καλό σκοπό. Είχε επαναφέρει την υποχρεωτική στράτευση σε όλους τους Ρωμαίους πολίτες, ώστε η αυτοκρατορία να αποκτήσει ξανά έναν αξιόμαχο και πολυπληθή στρατό, ενώ είχε μεγαλώσει τον αριθμό των επαρχιών σε πάνω από εκατό, μην αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κανέναν δυνατό διοικητή που θα μπορούσε να στασιάσει. Παράλληλα, δημιούργησε ένα πολύπλοκο φορολογικό σύστημα που είχε ως στόχο να απαλύνει τη γενικότερη οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας, φορολογώντας περισσότερο τις πλούσιες περιοχές από τις φτωχές, και προσπαθώντας να θέσει μέγιστες τιμές για τα βασικά προϊόντα κάτι που όμως λειτούργησε αντίστροφα, δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα και πλήττοντας το εμπόριο. Ένα από τα βασικά θέματα που επέμενε ο Διοκλητιανός, ήταν αυτό της θρησκείας. Πίστευε ότι η αυτοκρατορία θα ανακτούσε την παλιά της αίγλη και δύναμη εφόσον ο λαός στρέφονταν ξανά στους παλιούς θεούς της Ρώμης και όχι στους νέους ανατολικούς που είχαν ξεφυτρώσει τους τελευταίους αιώνες. Ο ίδιος, όπως έκανε και ο πρώτος Αύγουστος της Ρώμης και οι διάδοχοί του, θεωρείτο θεός και απόγονος του Γιούπιτερ και 58


Κωνσταντίνος Αύγουστος

έπρεπε να λατρεύεται και να θυσιάζουμε σε αυτόν, ενώ ο έτερος Αύγουστος της Δύσης, ο Μαξιμιανός, θεωρείτο απόγονος του Ηρακλή. Έτσι, όλοι έπρεπε να λατρεύουν τον Αυτοκράτορα και τους θεούς της Ρώμης και από εκεί και πέρα, επιτρέπονταν να πιστεύουν ό,τι ήθελαν. Οι πρώτοι που ήρθαν αντιμέτωποι με την οργή του Διοκλητιανού ήταν οι οπαδοί του Μάνη, ενός Πέρση ευγενή από την Κτησιφώνα, που είχε πεθάνει φυλακισμένος από τον βασιλιά του λίγα μόλις χρόνια πριν. Ο ίδιος αποκαλούνταν προφήτης και είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς ακόμα και όταν ήταν ζωντανός, διδάσκοντας για έναν κόσμο όπου κυριαρχούν δύο δυνάμεις, το καλό και το κακό. Οι μανιχαϊστές, όπως λέγονταν οι οπαδοί του, προσηλύτιζαν πιστούς με γοργούς ρυθμούς, κυρίως στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας. Πρώτος, τους θεώρησε πρόβλημα ο ανθύπατος της Αφρικής, μια χρονιά πριν γεννηθώ, και ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα εναντίον τους. Τα μέτρα έγιναν σκληρότερα δέκα χρόνια αργότερα όταν οι μανιχαϊστές, που συνέχιζαν να πληθαίνουν, κατηγορήθηκαν ως διαφθορείς της ρωμαϊκής κοινωνίας λόγω των διδασκαλιών τους για θέματα όπως ο έρωτας, η γεωργία και τα καθήκοντα του πολίτη προς το κράτος. Ο Διοκλητιανός εξέδωσε νέο διάταγμα με το οποίο διέταζε να καούν στην πυρά οι διδάσκαλοι, οι φανατικοί υποστηρικτές και τα ιερά βιβλία της θρησκείας, ενώ οι πιστοί που είχαν ευγενή καταγωγή ή κατείχαν σημαντικά αξιώματα θα στέλνονταν στα ορυχεία και η περιουσία τους θα δημεύονταν. Ένας λόγος παραπάνω που ο Αύγουστος κυνήγησε τους οπαδούς του Μάνη ήταν ότι η θρησκεία τους προέρχονταν από την Περσία, μόνιμο εχθρό της Ρώμης, η οποία δύο χρόνια πριν το διάταγ59


Νίκος Μπατσιούλας

μα είχε κηρύξει τον πόλεμο στην αυτοκρατορία. Έτσι θεωρούσε ότι η νέα θρησκεία αποτελούσε ένα μέσο της Περσίας για να αποκτήσει επιρροή στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, φάνηκε να μην ισχύει, αφού και οι ίδιοι οι Πέρσες, τέσσερα χρόνια μετά το διάταγμα του Διοκλητιανού, προέβησαν σε σκληρότερες διώξεις στους οπαδούς του Μάνη. Τους μανιχαϊστές ακολούθησαν οι χριστιανοί. Το 1052 από την ίδρυση της Ρώμης3, δηλαδή τέσσερα χρόνια πριν την άφιξή μου στη Νικομήδεια, ο Αύγουστος Διοκλητιανός και ο Καίσαρας Γαλέριος τελείωναν νικηφόρα τον πόλεμο με τους Πέρσες και ετοιμάζονταν να κάνουν θυσία στους θεούς για να μάθουν τα μελλούμενα, όταν οι οιωνοσκόποι δεν κατάφεραν να δώσουν κάποιον χρησμό μπροστά σε πλήθος κόσμου και του στρατού. Οι ιερείς αλλά και ο Γαλέριος θεώρησαν και έπεισαν τον Διοκλητιανό, ότι οι φταίχτες ήταν κάποιοι από τους συγκεντρωμένους οι οποίοι έκαναν το σημείο του σταυρού με τα χέρια τους και με αυτή τους την πράξη, εμπόδιζαν την ομαλή έκβαση της θυσίας. Τότε ο Αύγουστος διέταξε ότι όλοι οι στρατιώτες σε όλη την αυτοκρατορία θα έπρεπε να θυσιάσουν στους θεούς αλλιώτικα θα ατιμάζονταν, χάνοντας έναν βαθμό στην ιεραρχία ή θα αποστρατεύονταν χάνοντας την όποια σύνταξη θα έπαιρναν. Βέβαια, μετά από αυτή την εντολή δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, επειδή οι χριστιανοί στρατιώτες ήταν πάρα πολύ λίγοι, αφού η θρησκεία τους δεν τους επέτρεπε να φέρουν όπλα και να σκοτώνουν τον συνάνθρωπό τους, όπως έλεγαν. 3

299 π.Χ.. 60


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Τρία χρόνια μετά, ο Διοκλητιανός επέστρεψε στην Αντιόχεια όπου έγινε ένα ακόμα συμβάν, με πρωταγωνιστή έναν χριστιανό ιερέα, Ρωμανό πιστεύω ότι τον έλεγαν, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας θυσίας που παρευρισκόταν ο αυτοκράτορας, άρχισε να φωνάζει, καταδικάζοντας την πράξη και όσους συμμετείχαν, με αποτέλεσμα να την διακόψει. Ο θρήσκος Διοκλητιανός οργίστηκε τόσο πολύ που αμέσως καταδίκασε τον Ρωμανό να καεί ζωντανός στην πυρά, στη συνέχεια όμως αναθεώρησε και διέταξε να κόψουν τη γλώσσα του ανθρώπου που τον πρόσβαλε τόσο πολύ και να τον ρίξουν στην φυλακή, όπου τελικά τον στραγγάλισαν. Γεγονότα όπως αυτό, ενίσχυαν τις απόψεις πολλών συμβούλων του Διοκλητιανού και ιδιαίτερα του Καίσαρα Γαλέριου, η μητέρα του οποίου ήταν ιέρεια στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Δακία, οι οποίοι έβλεπαν τους χριστιανούς ως μια ομάδα αποσταθεροποίησης της τάξης στην αυτοκρατορία. Πράγματι, οι ίδιοι οι χριστιανοί επέμεναν σε πρακτικές οι οποίες δεν ενίσχυαν την θέση τους, αφού αρνούνταν να συνυπάρξουν με τους άλλους θεούς προσβάλλοντάς τους, συνέχιζαν να προσηλυτίζουν πιστούς ενώ κάτι τέτοιο απαγορευόταν, απέφευγαν τη στράτευση και φυσικά εκμεταλλεύονταν κάθε περίπτωση, σαν αυτή του Ρωμανού, διαδίδοντας ιστορίες, όπως ότι ο διάκονος συνέχιζε να μιλάει και μετά την κοπή της γλώσσας του. Όμως, όλα αυτά συνέβαιναν όσο καιρό ήμουν στην Κρήτη.

«Λένε ότι ο χρησμός για τους χριστιανούς που ζήτησε ο Αύγουστος ήρθε» ξεκίνησε ο Βασσιανός. 61


Νίκος Μπατσιούλας

«Ναι, και ήταν όπως πάντα ένα αίνιγμα. Το μαντείο, λέει, δεν μπορεί να δώσει χρησμό γιατί δεν το αφήνουν οι δίκαιοι επί της γης» συνέχισε ο Κωνσταντίνος. «Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσουν το μαντείο των Δελφών αντί γι’ αυτό, στα Δίδυμα» είπε ο Βασσιανός. Ήταν 22 του μήνα του Διόσκουρου για τους Κρήτες, του Φεβρουαρίου για τους Ρωμαίους, ενάμιση περίπου μήνα αφού είχα φτάσει στη Νικομήδεια, και μόλις είχαμε τελειώσει τις ασκήσεις μας στην μονάδα. Ο Κωνσταντίνος και ο Βασσιανός είχαν πιάσει κουβέντα για ένα από τα πολυσυζητημένα θέματα των ημερών, τους χριστιανούς και εγώ απλώς τους άκουγα, όπως συνήθιζα. «Είμαι σίγουρος ότι ο Απόλλωνας, με το αιώνιο φως του που μας προστατεύει πάντα, θα απαντούσε το ίδιο, και με περισσή σοφία σε κάθε ένα από τα σπίτια του» αντέδρασε ο Κωνσταντίνος στην παρατήρηση του φίλου του. «Μη θυμώνεις, φίλε μου» έκανε απολογητικά ο Βασσιανός. «Ναι αλλά ποιους αποκαλεί δίκαιους;» ρώτησα εγώ, ενώ ο Βασσιανός μου έριχνε μια φαρμακερή ματιά. Ήταν από τις λίγες φορές από τότε που τους γνώρισα που προσπαθούσα να συμμετέχω στην συζήτηση και ο ένας από τους δύο συνομιλητές μου δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την προοπτική αυτή. «Μα τους χριστιανούς φυσικά!» απάντησε εκνευρισμένα ο Βασσιανός. «Με τις ανίερες πράξεις τους μολύνουν την αυτοκρατορία, όπως τότε στην Αντιόχεια. Ήρθε, όμως, η ώρα να πληρώσουν για όλα τα δεινά που έχουν φέρει με την αλόγιστη συμπεριφορά τους και την αθεΐα τους. Όπως έπαθαν και οι άλλοι, οι οπαδοί αυτού του Πέρση του Μάνη, έτσι πρέπει να γίνει και με τους οπαδούς του Εβραίου». 62


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Είδα τις γροθιές του να σφίγγουν από θυμό, που δεν ήξερα όμως αν ήταν για τους χριστιανούς ή για εμένα. Αποφάσισα να συνεχίσω. «Εγώ πάντως, από τα λίγα που ξέρω και βλέπω, δεν είδα κάποια διαφορά». «Μήπως είσαι και εσύ χριστιανός;» ρώτησε απότομα ο Βασσιανός. Έγνεψα αρνητικά, κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια. «Οι οπαδοί του Μάνη, είναι κάτι διαφορετικό» μίλησε ήρεμα ο Κωνσταντίνος. «Μην ξεχνάμε ότι εδώ και διακόσια χρόνια έχουμε πόλεμο με τους Πέρσες. Μπορεί να είναι ένας έξυπνος τρόπος να μας διαφθείρουν και στο τέλος να μας κατακτήσουν. Οι χριστιανοί, είναι διαφορετικοί, προέρχονται μέσα από την αυτοκρατορία και δεν συμβιβάζονται με τις υποχρεώσεις που έχουν οι πολίτες της». «Συν τοις άλλοις προσηλυτίζουν συνέχεια πιστούς. Σκέψου τι θα γίνει αν όλοι γίνουν χριστιανοί και δεν δέχεται να καταταγεί κανένας;» συμπλήρωσε ο Βασσιανός, κοιτάζοντας τον φίλο του που έδειχνε προβληματισμένος. «Θυμάμαι από τη Γόρτυνα, ότι κάτι αντίστοιχο κάνουν και οι Εβραίοι. Ούτε και αυτοί στρατεύονται και αν γνωρίζω καλά και αυτοί πιστεύουν σε έναν και μοναδικό θεό και δεν δέχονται τους δικούς μας» πρόσθεσα μια απορία που είχα πολλά χρόνια. «Κοίταξε,» ανέλαβε να μου εξηγήσει ο Κωνσταντίνος, «στην αρχή όλοι μπέρδευαν τους Εβραίους με τους χριστιανούς, αφού η θρησκεία των δεύτερων έχει τη βάση της σε αυτή των πρώτων. Με τη διαφορά, ότι η θρησκεία των Εβραίων είναι αρχαία, όπως αυτές των Ρωμαίων ή των Ελλήνων, οπότε και ο κάθε Αύγουστος την αντιμετώπιζε με τον κατάλληλο σεβασμό. Βέβαια, η 63


Νίκος Μπατσιούλας

προσήλωσή τους στον θεό τους και η άρνηση των δικών μας, τους οδήγησε πολλές φορές σε στάσεις ενάντια στη Ρώμη και γι’ αυτό ο Αύγουστος Τίτος έκαψε συθέμελα την πρωτεύουσά τους και τον ναό τους. Λένε ότι σκότωσε περίπου εξακόσιες χιλιάδες από αυτούς τότε. Το πιο πιθανό, φίλε μου, είναι ότι οι Εβραίοι της πόλης σου, έφτασαν στη Γόρτυνα εκείνη την εποχή, προσπαθώντας να σώσουν το τομάρι τους». Ο Κωνσταντίνος μόλις με είχε πει φίλο του! Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτή τη λέξη και με κόπο κατάφερα να κρύψω τη χαρά μου, που θα μεταφράζονταν σε ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν ήθελα να με δουν να χαμογελάω σαν χαζός, εν μέσω μιας τέτοιας σοβαρής συζήτησης. «Ναι», συμφώνησε ο Βασσιανός, «και ακόμη, οι Εβραίοι δεν επιτρέπουν τους μεικτούς γάμους σε αντίθεση με τους άλλους. Επομένως, ότι κάνουν αφορά μόνο τον λαό τους και όχι όλη την αυτοκρατορία, την οποία είναι προφανές ότι έχουν βάλει στο μάτι οι χριστιανοί. Πάμε να φύγουμε τώρα!» Με αυτή του την κουβέντα ο Βασσιανός τελείωσε τη συζήτηση αφήνοντάς με, με αρκετές απορίες που, όπως φαινόταν, οι δυο τους είχαν τη δυνατότητα να μου λύσουν. Η αλήθεια είναι ότι από την ώρα που είχα φτάσει στην Νικομήδεια, δεν με ενδιέφεραν και πολλά πράγματα και είχα ξεχάσει ακόμα και την προηγούμενη αγαπημένη μου συνήθεια, δηλαδή να χάνομαι στην αγορά και να κρυφακούω τα κουτσομπολιά και τις ειδήσεις της πόλης. Το μόνο πράγμα που είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, ήταν οι δύο σκλάβες του πατέρα μου και η θέα του γυμνού τους κορμιού. Έτσι, παρότι η στρατιωτική ζωή δεν με ενθουσίαζε καθόλου, τα πρώτα χρήματα που μου απέφερε τα δέ64


Κωνσταντίνος Αύγουστος

χθηκα με ικανοποίηση και ευχαρίστηση, η οποία πάντως δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τίποτα με αυτή που μου πρόσφερε η Λυδία, μια πόρνη σε ένα από τα πολλά μπουρδέλα του λιμανιού. Βέβαια, τα χρήματα που πήρα εξαντλήθηκαν γρήγορα και αναγκάστηκα να πω ψέματα στον πατέρα μου ότι τα έχασα, αφού θα συνέχιζα να τον επιβαρύνω με τα διάφορα, λιγοστά, μου έξοδα. Αυτός, όταν του το είπα, κατσούφιασε, μουρμούρισε κάτι ανάμεσα από τα δόντια του, και συνέχισε να πίνει το κρασί του αδιαφορώντας για εμένα, όπως έκανε πάντοτε. Η στάση του αυτή, ήταν κάτι που περίμενα και δεν με στεναχώρησε καθόλου, σε αντίθεση με την κατάσταση που βρέθηκα ξανά, δηλαδή της αγαμίας, της παρακολούθησης των ερωτικών σκηνών του πατέρα μου με τις σκλάβες του και φυσικά, της αυτοϊκανοποίησης ως μόνης λύσης για να ξεθυμάνω. Την επόμενη μέρα από τη συζήτησή μας με τον Κωνσταντίνο και τον Βασσιανό, ο Διοκλητιανός κάλεσε τις στρατιωτικές μονάδες της πρωτεύουσας σε συγκέντρωση. Οι επικεφαλής κάθε μονάδας αργούσαν να εμφανιστούν, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ένας περίεργος εκνευρισμός. Οι φήμες ότι ο Αύγουστος θα λάμβανε μέτρα κατά των χριστιανών οργίαζαν και δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Κατά το μεσημέρι, ο Κωνσταντίνος μαζί με τους υπόλοιπους επικεφαλής των μονάδων φάνηκαν να έρχονται από την πλευρά των ανακτόρων. Συγκεντρωθήκαμε στον συνηθισμένο μας χώρο για να τον ακούσουμε. Πίσω του ήταν δύο σκλάβοι των ανακτόρων, από τους οποίους ο ένας κρατούσε ένα φλασκί και ένα κύπελο και ο άλλος τα σύνεργα του γραφιά. Ξεκίνησε να μιλάει με βλοσυρό ύφος και σφιγμένο το πρόσωπό του. 65


Νίκος Μπατσιούλας

«Άντρες, σήμερα 23 Φεβρουαρίου, την σημαδιακή ημέρα της γιορτής των Τερμιναλίων4, ο Αύγουστος Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος Διοκλητιανός αποφάσισε να θέσει ένα τέλος στην κακοδαιμονία που μαστίζει την αυτοκρατορία και πηγάζει από τους χριστιανούς. Για αρχή, καλείστε όλοι να κάνετε σπονδή στον Αύγουστο και τους θεούς της αυτοκρατορίας και να πάρετε τα πιστοποιητικά που φανερώνουν την πίστη σας από τους γραμματείς πίσω μου. Όσοι έχουν παλιότερα πιστοποιητικά θα πρέπει να τα ανανεώσουν. Όσοι αρνηθούν να θυσιάσουν στον αυτοκράτορα θα αποστρατευθούν αμέσως, χάνοντας κάθε δικαίωμα σε οφειλόμενους μισθούς και ελπίδα για σύνταξη. Όταν όλοι αποκτήσετε τα πιστοποιητικά σας θα μαζευτούμε εδώ, για να σας κοινοποιήσω τις διαταγές μας. Αύριο, θα κυκλοφορήσει και το επίσημο διάταγμα του Αυγούστου που θα επιβεβαιώνει τα λεγόμενά μου». Μόλις τελείωσε τον λόγο του, αγέλαστος και χωρίς να πει κάτι άλλο σε κανέναν, γύρισε προς τον σκλάβο πίσω του, ο οποίος του έδωσε το κύπελλο με λίγο κρασί από το φλασκί. Ο Κωνσταντίνος το ύψωσε ψηλά και είπε: «Στους κύριους μας Διοκλητιανό και Μαξιμιανό, τους αήττητους Αυγούστους, τους γεννημένους από τους θεούς και δημιουργούς θεών, και στον Γιούπιτερ τον αρχηγό των θεών, εγώ ο Κωνσταντίνος ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού, ορκίζομαι πίστη και αφοσίωση». Στη συνέχεια, έχυσε λίγο από το κρασί στο χώμα, έδωσε το κύπελλο στον Βασσιανό που τον είχε ακολουθήσει και κατευθύνθηκε προς τον σκλάβο που ήταν έτοιμος να του φτιάξει το πιστοποιητικό του. Όσο ο Κωνσταντίνος Τα Τερμινάλια ήταν γιορτή αφιερωμένη στον θεό των ορίων Τέρμινο (Terminus).

4

66


Κωνσταντίνος Αύγουστος

έλεγε τον όρκο του, ένας ακόμα γραφιάς ήρθε. Έτσι θα τελειώναμε πιο γρήγορα. Βέβαια, αυτό ίσχυε για τους υπόλοιπους, αφού όλοι μπήκαν μπροστά από εμένα στη σειρά, με αποτέλεσμα να ορκιστώ και να πάρω το κομμάτι περγαμηνής που μου αναλογούσε τελευταίος. «Προς τους εντεταλμένους υπαλλήλους της θυσίας στη Νικομήδεια, από τον Αβλάβιο τον γιο του Νικάτωρα από τη Γόρτυνα, μικρό στο δέμας, με άσχημο πρόσωπο και γαμψή μύτη. Έχω ήδη θυσιάσει τακτικά στους θεούς και τώρα κατά την παρουσία σας και σύμφωνα με το διάταγμα έκανα θυσία και έχυσα το ποτό της προσφοράς και γεύτηκα από τη θυσία και αιτούμαι να πιστοποιήσετε το ίδιο. Πιστοποιώ ότι τον είδα να θυσιάζει Σέρβιος Λάρτιος. Έγινε τον εικοστό χρόνο του αυτοκράτορα Καίσαρος Γάιου Αυρήλιου Βαλέριου Διοκλητιανού, την εικοστή τρίτη μέρα του μήνα Φεβρουαρίου». Ο Σέρβιος Λάρτιος, ο ανακτορικός υπάλληλος που έγραψε το πιστοποιητικό μου, χασκογελούσε όταν μου το έδινε και αφού διάβασα την περιγραφή μου κατάλαβα τον λόγο. Η παρουσία μου φαίνεται είχε διασκεδάσει το βαρετό του έργο, αφού κανένας από τους άντρες της μονάδας μου δεν ήταν χριστιανός, κάτι που ίσχυε και στις υπόλοιπες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ήμουν έτοιμος να βρω το θάρρος να αντιμετωπίσω τον σκλάβο που με είχε προσβάλει με αυτό τον τρόπο σε ένα τόσο επίσημο έγγραφο, όταν ο Κωνσταντίνος μας κάλεσε ξανά για να μας δώσει τις επόμενες διαταγές μας. «Από σήμερα είμαστε επιφορτισμένοι με το να διατηρούμε την τάξη στους δρόμους της πρωτεύουσας, να συλλαμβάνουμε κάθε χριστιανό ιερέα, ιππέα ή δημόσιο υπάλληλο που αρνείται να θυσιάσει στους θεούς και να κάψουμε 67


Νίκος Μπατσιούλας

όλα τα μέρη λατρείας και τα ιερά βιβλία των χριστιανών. Ο Αύγουστος Διοκλητιανός διέταξε οι εργασίες μας να γίνουν όσο το δυνατόν αναίμακτα. Η μονάδα μας, μαζί με άλλες δύο που θα έρθουν σε λίγο και θα ενωθούν μαζί μας, είναι επιφορτισμένη με την καταστροφή του νέου ναού των χριστιανών στον λόφο απέναντι από το παλάτι…» Ξεχυθήκαμε με ορμή στους δρόμους της Νικομήδειας. Φτάσαμε στον λόφο όπου το νέο κτήριο, σε μορφή βασιλικής, μύριζε ακόμα τίτανο5 και περίμενε την καταστροφική μας μανία. Στον ναό βρήκαμε μονάχα έναν τολμηρό ιερέα που συλλάβαμε και λίγα πράγματα αξίας, τα οποία μαζέψαμε για να τα παραδώσουμε στους αυτοκρατορικούς θησαυροφύλακες. Προφανώς, όσοι λίγοι χριστιανοί ήταν στο στράτευμα είχαν ειδοποιήσει τους ομοϊδεάτες τους, που είχαν κρύψει τα ιερά βιβλία και τα άλλα πολύτιμα σκεύη που τυχόν είχαν. Αφού ρημάξαμε τους πάγκους και τα τραπέζια του ναού, σαν να ήταν βάρβαροι απέναντί μας και όχι άψυχα πράγματα, τους βάλαμε φωτιά όπως και στο υπόλοιπο κτήριο. Στη συνέχεια βγήκαμε έξω και προσέχαμε να μην επεκταθεί και στα υπόλοιπα κτήρια του λόφου. Μέχρι το βράδυ, ο ναός των χριστιανών, που υψωνόταν προκλητικά ακριβώς απέναντι από το ανάκτορο του νέου τους διώκτη, είχε γίνει στάχτη και εμείς είχαμε εκτελέσει με επιτυχία τις εντολές μας και γυρίζαμε να ξεκουραστούμε. Είχε ήδη βραδιάσει και ήμουν κοντά στα δωμάτια του πατέρα μου και ανυπομονούσα να πάω να ξεκουραστώ όταν άκουσα πολλούς ψιθύρους πίσω από μια πόρτα που προσπερνούσα, χωρίς όμως να δώσω μεγάλη σημασία. Δεν είχα απομακρυνθεί πέντε βήματα, όταν άνοιξε 5

Ασβέστη. 68


Κωνσταντίνος Αύγουστος

ξαφνικά. Ασυναίσθητα κρύφτηκα στην κόχη μιας άλλης πόρτας που έτυχε να βρίσκεται πλάι μου και με την άκρη του ματιού μου, κρυφοκοίταξα τις φιγούρες που έβγαιναν. Η θωριά τους μαρτυρούσε στρατιώτες, ήταν όμως ντυμένοι με μανδύες που κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Μου φάνηκε πάντως ότι αναγνώρισα τον Μαξιμίνο Δάια, ανάμεσά τους. Τους άφησα να απομακρυνθούν και κατευθύνθηκα στα δωμάτια του πατέρα μου. Τα πόδια μου με πέθαιναν και το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Δεν είχαν περάσει λίγες στιγμές από όταν είχα ξαπλώσει στη γωνιά μου, όταν με πέταξαν από τη γλυκιά αγκαλιά του Μορφέα κραυγές από τους διαδρόμους του ανακτόρου: «Φωτιά!» Πετάχτηκα από τη γωνία μου και είδα τον πατέρα μου να κάθεται στο κρεβάτι του, αγουροξυπνημένο και πολύ εκνευρισμένο. Δίπλα του ήταν, όπως κάθε βράδυ, η Σεραφία και η Ντάνα που μόλις είχανε ξυπνήσει και η απορία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Όταν η Σεραφία κατάλαβε τον λόγο για τον οποίο είχαμε ξυπνήσει, άρχισε να τρέμει και με φωνή που ολοένα και δυνάμωνε άρχισε να μιλάει διαρκώς ανάκατα στα ελληνικά και τη γλώσσα της φυλής της, φτάνοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα να φωνάζει ενώ πηγαινοέρχονταν στο δωμάτιο. Είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ενοχλητική και έτεινε να παρασύρει και τη Ντάνα, όμως μόλις πλησίασε τον πατέρα μου, αυτός σηκώθηκε γρήγορα και της έριξε μια δυνατή σφαλιάρα που την πέταξε μερικά πόδια πιο πέρα, ρίχνοντάς την με κρότο στο πάτωμα. «Σκάσε επιτέλους!» είπε κοιτάζοντάς την. «Εσύ» γύρισε προς την πλευρά μου, «ακολούθησέ με, πάμε να δούμε τι γίνεται». 69


Νίκος Μπατσιούλας

Είχα ήδη φορέσει τον χιτώνα μου και βλέποντας τον πατέρα μου να ζώνεται το σπαθί του και να φοράει το κράνος και την ασπίδα του, τον μιμήθηκα. Παρά το νωχελικό του ξύπνημα, άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει με ταχύτητα στους διαδρόμους, ενώ εγώ προσπαθούσα μάταια να τον προλάβω, με κατεύθυνση τα δωμάτια του Αυγούστου. Άλλωστε, ήταν ένας από τους σωματοφύλακες του Διοκλητιανού, ορκισμένος να τον προστατέψει. Τελικά, η φωτιά είχε πιάσει στην άλλη πλευρά από αυτή που μέναμε εμείς, σε κάτι αποθήκες και στα δωμάτια που έμεναν οι σκλάβοι για τις βαριές και άχαρες εργασίες. Παρόλα αυτά, όσοι είχαν αναλάβει να τη σβήσουν δεν το κατάφεραν παρά τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ οι ζημιές που τελικά προξένησε ήταν αρκετές για το σημείο που ξέσπασε. Εγώ ήμουν στο πλάι του πατέρα μου, έξω από τα δωμάτια του Αυγούστου, ο οποίος έβγαινε ανήσυχος συχνά-πυκνά και μιλούσε στους σωματοφύλακές του. Μάλιστα, δύο από τις φορές που βγήκε με πρόσεξε και τη μία μου έγνεψε χαμογελώντας, αφού πρώτα είχε μιλήσει με τον πατέρα μου. Γυρίσαμε στα δωμάτια μας εξουθενωμένοι, όμως για πρώτη φορά έβλεπα τον πατέρα μου τόσο ευδιάθετο, ιδίως όταν ήμουν κι εγώ τριγύρω του. Διέταξε τη Σεραφία να μας βάλει κρασί και με κάθισε για πρώτη φορά μαζί του στο τραπέζι. «Επιτέλους, σήμερα έγινες χρήσιμος…» μου είπε ενώ έφερνε το κύπελλό του στα χαμογελαστά χείλη του. Εγώ έμεινα με την απορία, όμως δεν μπορούσα και δεν ήθελα να διακόψω αυτή την υπέροχη στιγμή με ερωτήσεις. Άλλωστε το κρασί εκείνη την ώρα ήταν το πιο γλυκό βάλσαμο για την κούρασή μου, όπως και η θέα των 70


Κωνσταντίνος Αύγουστος

γυμνών κορμιών της Σεράφιας και της Ντάνας που μας το σέρβιραν. Όσο για τη φωτιά, κανείς δεν ήξερε πώς ξέσπασε ή ποιος την έβαλε, οι προφανείς όμως υπαίτιοι που έρχονταν στα χείλη όλων και είχαν λόγο να εκδικηθούνε τον καμένο τους ναό ήταν, φυσικά, οι χριστιανοί.

Τα γεγονότα του πρώτου μου Φεβρουάριου στη Νικομήδεια στιγμάτισαν και τα επόμενα δύο χρόνια που πέρασα σε αυτή. Την ημέρα που ξημέρωσε μετά την πυρκαγιά στο ανάκτορο, κοινοποιήθηκε και το διάταγμα του Διοκλητιανού για το οποίο μας είχε προϊδεάσει ο Κωνσταντίνος. Αν και αναφέρονταν μόνο στους ιερείς, τους δημόσιους υπάλληλους και τους τόπους λατρείας των χριστιανών, όλη η πρωτεύουσα έβραζε από αγανάκτηση εναντίον τους, αφού θεωρούνταν οι υπαίτιοι για τα δεινά που ταλαιπωρούσαν τον κόσμο και φυσικά τον εμπρησμό της κατοικίας του Αυγούστου. Έτσι, αν και ο Διοκλητιανός είχε διατάξει η επαναφορά των χριστιανών στην παλιά θρησκεία να γίνει αναίμακτα, δεν έλειπαν και οι ακρότητες, κυρίως από τους οπαδούς του Καίσαρα Γαλέριου που διακατέχονταν από αβυσσαλέο μίσος εναντίον τους και ο οποίος επέμενε ότι η μόνη λύση στο πρόβλημα ήταν να κάψουν ζωντανούς όλους τους οπαδούς του Χριστού. Εγώ από την πλευρά μου, πήγαινα σε περιπολίες όπου αναζητούσαμε χριστιανούς ιερείς και τους τόπους λατρείας τους και επιβλέπαμε την τάξη. Μετά τις πρώτες μέρες, είναι η αλήθεια, δεν είχαμε και πολλά πράγματα να κάνουμε, αφού οι χριστιανοί, τα τελευταία πενήντα χρόνια δρούσαν ανενόχλητοι στην αυτοκρατορία 71


Νίκος Μπατσιούλας

και λίγο-πολύ τόσο οι χώροι συγκέντρωσής τους όσο και οι πιστοί τους ήταν γνωστοί, με τρανό παράδειγμα τον νέο τους ναό που μόλις είχαν ολοκληρώσει απέναντι ακριβώς, από τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Το ερχόμενο καλοκαίρι, όμως, ξέσπασαν ταραχές στη Συρία και την Καππαδοκία για τις οποίες πάλι κατηγορήθηκαν ως υποκινητές οι χριστιανοί. Το αποτέλεσμα ήταν ο Διοκλητιανός να εκδώσει ένα νέο διάταγμα, το οποίο ουσιαστικά μας προέτρεπε να συνεχίσουμε με μεγαλύτερο ζήλο ότι είχαμε ξεκινήσει στο πρώτο. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φωνές στο παλάτι που έλεγαν ότι η επανάληψη του διατάγματος δεν οφειλόταν τόσο στις εξεγέρσεις όσο στην ανακάλυψη του Διοκλητιανού ότι η γυναίκα του, Πρίσκα, και η ίδια του κόρη η Βαλέρια είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό! Λεγόταν ότι ο Αύγουστος είχε πέσει σε μαύρη απελπισία και ότι όπου και αν βρισκόταν, δεν έχανε την ευκαιρία να κατηγορεί τους χριστιανούς που του τις είχαν πάρει μακριά του. Ήμουν σίγουρος ότι ο πατέρας μου γνώριζε αν η φήμη αυτή ήταν αλήθεια, αφού ήταν πολύ κοντά στον αυτοκράτορα, όμως όσες πλάγιες νύξεις και αν του έκανα δεν κατάφερα να του πάρω λέξη. Μετά και το δεύτερο διάταγμα εντείναμε τις προσπάθειές μας και η αλήθεια είναι ότι οι φυλακές της πρωτεύουσας είχαν γεμίσει ασφυκτικά, σε βαθμό που οι φύλακες απελευθέρωναν τους προηγούμενους για να χωρέσουν οι νέες αφίξεις. Αυτή η εξέλιξη ήταν λογική, αφού οι φυλακές δεν είχαν μεγάλη χωρητικότητα, καθώς προορίζονταν μόνο για τους θανατοποινίτες. Γενικά, οι πλούσιοι κατηγορούμενοι έμεναν συνήθως σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι να δικαστούν, ενώ για τους φτωχούς η απόδοση δικαιοσύνης ήταν άμεση, και συνήθως μοιραία. 72


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Τότε έγινε ένα συμβάν, που άλλαξε τον τρόπο που έβλεπα το όλο θέμα με τους χριστιανούς. Είχαμε κάνει έλεγχο σε ένα σπίτι που φημολογούνταν ότι έμενε ένας χριστιανός αξιωματούχος. Το σπίτι ήταν πλούσιο, και, αν και έμενα στο παλάτι, τα δωμάτια του πατέρα μου και όσα είχε τύχει να επισκεφθώ ως τότε, υπολείπονταν σε ομορφιά, πλούτο και χλιδή όσων έβλεπα. Μπορούσε μόνο να συγκριθεί με τον προθάλαμο των διαμερισμάτων του Διοκλητιανού, τον οποίο είχα δει τη νύχτα της πυρκαγιάς στο ανάκτορο, χωρίς όμως να θυμάμαι καλά τις λεπτομέρειες. Στεκόμουν στη μέση του αίθριου και χάζευα τα πολύχρωμα ψηφιδωτά, τα χρυσά και ασημένια σκεύη, τους πίνακες με τις ολοζώντανες παραστάσεις και αναρωτιόμουν πώς ένας άνθρωπος μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο απέριττο σημείο, ώστε να κατέχει όλα αυτά τα υπέροχα αγαθά. Κάποια, όπως οι πίνακες, δεν φαίνονταν να έχουν ιδιαίτερη χρησιμότητα, ενώ άλλα, όπως ένα χρυσό κύπελλο που ήταν αφημένο σε ένα μαρμάρινο σκαλιστό τραπέζι, μπορούσαν να αντικατασταθούν από αντίστοιχα που χρησιμοποιούσα τόσο καιρό, όπως το κύπελλό μου από πηλό που είχα στο σπίτι μου στη Γόρτυνα. Κι όμως, όλα όσα είχα συνηθίσει ως τώρα δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν ούτε ψήγματα της ηδονής που πρόσφεραν αυτά τα αντικείμενα στα μάτια και το μυαλό μου. Όλα αυτά τα πλούτη, μέχρι χτες, ανήκαν σε κάποιον που σήμερα δεν είχε τίποτα, όπως μαρτυρούσε το άδειο, ακόμα και από τους σκλάβους, σπίτι, σε κάποιον που προτίμησε τη φυγή από το να προδώσει τα πιστεύω του και να καταλήξει στη φυλακή. Και ποιος θα καρπώνονταν όσα με είχαν αφήσει άφωνο; Φυσικά ο Διοκλητιανός, αφού οι περιουσίες όλων των χριστιανών 73


Νίκος Μπατσιούλας

δημεύονταν, ο οποίος με τη σειρά του θα τα δώριζε ή θα τα πουλούσε. Τότε άκουσα ένα θόρυβο, από ένα από τα δωμάτια που περιτριγύριζαν το αίθριο. Οι σύντροφοί μου είχαν ήδη βγει από το σπίτι, τους άκουγα να κουβεντιάζουν δυνατά. Έβγαλα το σπαθί μου από τη θήκη του και προχώρησα προς το δωμάτιο. Άνοιξα και περίμενα λίγο, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι. «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησα όσο πιο σκληρά μπορούσα, χωρίς όμως να φωνάξω. Δεν απάντησε κανένας, όμως τότε τους είδα. Ήταν ένας γκριζομάλλης γύρω στα πενηνταπέντε, με δύο γυναίκες, μάλλον τη σύζυγό του και την κόρη του, η οποία ήταν γύρω στα δεκατέσσερα. «Πλησιάστε στο φως!» πρόσταξα, όσο κρατούσα ακόμα το σπαθί μου και προσπαθούσα να μετριάσω τον φόβο μου για την αντίδραση του άντρα. Ήρθαν κοντά στην πόρτα και μπορούσα να τους διακρίνω καλύτερα. Φορούσαν απλούς χιτώνες που όμως δεν ταίριαζαν με την επιδερμίδα τους και το όλο παρουσιαστικό τους, έδειχναν αριστοκράτες. Το κυριότερο ήταν ότι φαίνονταν και ήταν, πιο τρομαγμένοι από εμένα. Ήταν σίγουρα αυτοί που ψάχναμε. Προφανώς δεν είχαν προλάβει να φύγουν και περίμεναν την αποχώρησή μας για να το κάνουν. «Σε παρακαλώ, μη μας προδώσεις…» μίλησε ο άντρας με τρεμουλιαστή φωνή. Το βλέμμα μου έπεσε στην κόρη του ζευγαριού. Είχε ένα όμορφο, στρογγυλό πρόσωπο που κοσμούνταν από δύο τεράστια μάτια και στεφανώνονταν από ίσια, μακριά μαύρα μαλλιά. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό σε μια τέ74


Κωνσταντίνος Αύγουστος

τοια κρίσιμη στιγμή, αλλά ευθύς την πόθησα, ένιωσα τον ανδρισμό μου να φουντώνει. «Σε ικετεύω…» συνέχισε ο άνδρας, ο οποίος μη βλέποντας κάποια αντίδραση από εμένα τρόμαξε ακόμα περισσότερο και έπεσε στα γόνατα για να με παρακαλέσει. Αν και ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση για εμένα, να έχω τόση εξουσία στα χέρια μου, συνέχιζα να κοιτάζω την όμορφη κόρη. «Να, πάρε αυτά!» συνέχισε ο ικέτης και μου έτεινε ένα πουγκί που φαίνονταν γεμάτο. «Μόνο σε παρακαλώ, μη μας προδώσεις…» Το βλέμμα μου έφυγε από την κόρη και στράφηκε στον άνδρα και τα χρήματα που μου έδινε. Με μερικές γρήγορες σκέψεις και αφού ξεπέρασα τον πειρασμό να του ζητήσω την κόρη του για να τους αφήσω να φύγουν, άπλωσα το χέρι, πήρα το πουγκί που το έχωσα γρήγορα κάτω από τον χιτώνα μου, έκανα δύο βήματα προς τα πίσω και χωρίς να πω τίποτα έκλεισα την πόρτα και βγήκα προς τα έξω. Εκεί με περίμεναν οι σύντροφοί μου και δέχθηκα τα συνηθισμένα τους πειράγματα και κοροϊδίες, με αφορμή την αργοπορία μου αυτή τη φορά. Όμως, ήταν από τις λίγες φορές που δεν με ένοιαζε τι έλεγαν. Αισθανόμουν να λούζομαι στον κρύο ιδρώτα μου, νόμιζα ότι όλο και κάποιος θα με ρώταγε για το πουγκί που έκρυβα κάτω από τον χιτώνα μου. Και τότε η τύχη μου ήταν σίγουρη. Ένοχος για προδοσία, βασανιστήρια και θάνατος, αφού όλα τα υπάρχοντα των διωκόμενων ανήκαν στον Αύγουστο και εμείς δικαιούμασταν μόνο το μερίδιο που μας αντιστοιχούσε. Προσπάθησα να κάνω ό,τι συνήθως και ακολούθησα τον Κωνσταντίνο και τον Βασσιανό για ακόμα μια φορά χωρίς όμως να προσπαθήσω να εμπλακώ στη συζήτησή τους. 75


Νίκος Μπατσιούλας

Ηρέμησα μόνο, όταν μπήκα στα δωμάτια του πατέρα μου και σιγουρεύτηκα ότι δεν με έβλεπε κανένας. Τότε έβγαλα το πουγκί και είδα το περιεχόμενό του που έκανε την αγωνία που με είχε κυριεύσει να αντικατασταθεί με την υπέρτατη χαρά. Είχα μισθούς τουλάχιστο τριών χρόνων στα χέρια μου! Αποφάσισα να κρύψω καλά τα περισσότερα χρήματα και κατευθύνθηκα αμέσως προς το λιμάνι και τη Λυδία, με το πρόσωπο της κόρης του Χριστιανού στο μυαλό μου. Αργότερα και με πιο ήρεμο μυαλό, σκέφτηκα λίγο όσα είχαν συμβεί. Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι που οι χριστιανοί ή οποιοιδήποτε άλλοι διώκονταν, κάποιοι επωφελούνταν από την κατάσταση, περιουσίες και αξιώματα άλλαζαν χέρια εν μία νυκτί, αφέντες γίνονταν σκλάβοι και κόποι γενιών καταστρέφονταν. Ακόμα σιγουρεύτηκα για τα δύο πράγματα που με ενδιέφεραν και με ικανοποιούσαν: τον πλούτο και τις γυναίκες.

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Διοκλητιανός αναχώρησε για τη Ρώμη για να γιορτάσει τα είκοσι χρόνια της διακυβέρνησής του. Ήταν η δεύτερη φορά που ο δραστήριος αυτός άνθρωπος θα επισκέπτονταν την παραδοσιακή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την πόλη που έχτισαν ο Ρέμος και ο Ρωμύλος και έμελλε να γίνει η κυρίαρχος του κόσμου. Τον Αύγουστο θα ακολουθούσε και ο πατέρας μου, κάτι που με χαροποίησε ιδιαιτέρως αφού δεν θα έπρεπε να βλέπω τις υποτιμητικές ματιές του και να ανέχομαι τα ερωτικά του τερτίπια στο διπλανό μου δωμάτιο. Ήδη πριν φύγουν και μόνο στο άκουσμα των νέων αισθανόμουν πιο ανάλαφρος, πιο ελεύθερος. 76


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Ο Διοκλητιανός πριν ξεκινήσει, βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές και τον παροξυσμό πολλών από τους δημόσιους υπαλλήλους του ενάντια στους χριστιανούς, αποφάσισε με την ευκαιρία της γιορτής να κατευνάσει κάπως τα πνεύματα. Έτσι, εξέδωσε, λίγο πριν φύγει, ένα ακόμα διάταγμα το οποίο έδινε την δυνατότητα σε όσους ήταν ήδη φυλακισμένοι, να αμνηστευθούν αρκεί να θυσίαζαν στους θεούς. Ουσιαστικά, έδινε σε όλους τους χριστιανούς που ήταν υπό κράτηση μια δεύτερη ευκαιρία, αν και όπως αποδείχθηκε μάλλον τους την επέβαλε, αφού αν και αρκετοί δέχθηκαν να θυσιάσουν από μόνοι τους, κάποιοι άλλοι αναγκάστηκαν να το κάνουν. Δεν μπορώ να ξεχάσω μια περίπτωση που ήμουν και εγώ αυτόπτης μάρτυρας, όπου δύο φύλακες έσερναν έναν ηλικιωμένο χριστιανό ιερέα προς τον βωμό όπου θα έπρεπε θυσιάσει, δεμένο χειροπόδαρα και με φιμωμένο το στόμα για να μην ακούγονται τα παρακάλια, οι κατάρες και οι φωνές του. Αφού τον έφεραν μπροστά στον βωμό, του άρπαξαν τα χέρια που συνέχιζαν να είναι δεμένα, σφήνωσαν ανάμεσά τους ένα κύπελλο με κρασί, το οποίο πίεζε ο ένας από τους δύο φύλακες στις παλάμες του δυστυχή, και έκαναν την σπονδή, ενώ στη συνέχεια τον άφησαν ελεύθερο. Βέβαια, υπήρχαν και φύλακες, οι οποίοι δεν ήταν και τόσο ευγενικοί με τους πεισματάρηδες αιχμαλώτους τους και κατέφευγαν στα βασανιστήρια για να τους πείσουν να θυσιάσουν. Όπως και να ’χει, οι φυλακές άδειασαν και ο Διοκλητιανός πέτυχε, με αφορμή τους πλούσιους εορτασμούς, να μεταδώσει στους πολίτες της αυτοκρατορίας που δεν γνώριζαν λεπτομέρειες, ένα κλίμα ευφορίας, αφού ακόμη και χρόνια προβλήματα, όπως αυτά των χριστιανών, εύρισκαν σιγά-σιγά λύση. 77


Νίκος Μπατσιούλας

Εγώ από την πλευρά μου και με τις νέες εξελίξεις που σήμαιναν ότι θα χαλαρώναμε λίγο με τους ελέγχους για χριστιανούς, ήμουν έτοιμος να βυθιστώ στις απολαύσεις του κορμιού της Λύδιας και των άλλων θηλυκών προκλήσεων του λιμανιού, καθώς και σε αυτές που μου πρόσφερε μια νέα μου συνήθεια, το κρασί. Χρήματα είχα, το πουγκί που είχα πάρει από τον χριστιανό δεν είχε αδειάσει ακόμα, ενώ σε κάθε ευκαιρία που μου είχε δοθεί όταν ψάχναμε, έκρυβα και κάποια νομίσματα που έβρισκα ή τα έπαιρνα από κάποιον καημένο που ζητούσε απεγνωσμένα τη βοήθειά μου. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, αλλά η ζωή που μου πρόσφερε αυτός ο χρυσός ήταν πολύ γλυκιά για να θέλω να την αποχωριστώ. Όσα μάζευα, τα ξόδευα με σύνεση, έπαιρνα μαζί μου μόνο όσα χρειάζονταν για ένα γενναίο πήδημα και μια κανάτα κρασί και αυτά όχι κάθε μέρα. Περιττά έξοδα δεν έκανα, ακόμη και τον πυρσό που θα με συνόδευε το βράδυ πίσω, έφερνα μαζί μου, αντί να τον αγοράζω από την ταβέρνα που θα τα έπινα. Όμως εκείνες τις μέρες της απουσίας του πατέρα μου, ακόμα και αν με το τρίτο διάταγμα του Διοκλητιανού τα πιθανά μου έσοδα θα μειώνονταν, είχα αποφασίσει να κάνω μερικές κραιπάλες. Ήδη το πρώτο βράδυ της φυγής του πατέρα μου για τη Ρώμη είχα πληρώσει τη Λύδια και μια άλλη πόρνη του μπουρδέλου που πήγαινα, ώστε να με ικανοποιήσουν ταυτόχρονα και στη συνέχεια κατέβασα δύο κανάτες κρασί στη διπλανή ταβέρνα, γυρνώντας πίσω στο παλάτι λίγο πριν ξημερώσει και ευτυχισμένος. Σύμφωνα με τις πόρνες που πήγαινα, αν ποτέ μπορείς να βασιστείς στους λόγους τους, ήμουν πολύ καλός εραστής και είχα πολύ μακρύτερο και χοντρότερο πέος από άντρες διπλάσιους στο ύψος από εμένα που, 78


Κωνσταντίνος Αύγουστος

όπως μου έλεγαν, τους πρόσφερε ανείπωτη ηδονή. Βέβαια, δεν με ενδιέφερε και πολύ αν το ευχαριστιόνταν, δεν τις πλήρωνα για αυτό, μου έφτανε που εγώ έσβηνα αυτή την κάψα που αισθανόμουν να με καίει κάθε ώρα της ημέρας, κάθε που αντίκριζα μια ωραία γυναίκα. Αν για τις ερωτικές μου επιδόσεις έπρεπε να βασιστώ σε λόγους άλλων, σε αυτές που είχαν να κάνουν με το κρασί μπορούσα να μιλήσω για τον εαυτό μου εκ του ασφαλούς. Αργούσα πολύ να μεθύσω και ακόμα και όταν κάτι τέτοιο γίνονταν δεν έπεφτα κάτω να κυλιέμαι αναίσθητος μέσα στα ξερατά μου, ούτε ξεκινούσα καβγάδες χωρίς λόγο και αιτία όπως έβλεπα να γίνεται γύρω μου. Αντίθετα, αν και ζαλισμένος, αισθανόμουν πάντοτε πρωτόγνωρα, να γίνομαι ετοιμόλογος, θαρραλέος, δυνατός, όμορφος. Ακόμα και όταν έβρισκα στην ταβέρνα τους συνήθεις θαμώνες με τους οποίους πλέον χαιρετιόμασταν και είχαμε λίγες κουβέντες, όταν βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση ήμουν κυρίως μόνος οπότε αναλωνόμουν σε εσωτερικές συζητήσεις με τον εαυτό μου, σα να ονειρευόμουν ξύπνιος, στις οποίες εκπληρώνονταν όλες μου οι επιθυμίες και κατέληγα να χασκογελάω με ένα κύπελλο κρασί στο χέρι. Την επόμενη μέρα και αφού είχα κοιμηθεί λίγο, στο κρεβάτι του πατέρα μου, ο οποίος δυστυχώς είχε πάρει μαζί του τη Ντάνα και τη Σεραφία, παρουσιάστηκα με καθυστέρηση στη μονάδα μου, κάτω από τα υποτιμητικά βλέμματα του Κωνσταντίνου και του Βασσιανού. Ήμουν κομμάτια, το κεφάλι μου βούιζε και βαριόμουν να κάνω οτιδήποτε. Με την πρώτη ευκαιρία, ο Κωνσταντίνος με πλησίασε. «Ξέρεις, δεν αρμόζει σε έναν στρατιώτη να έρχεται στη μονάδα του με τέτοια καθυστέρηση και σε αυτά τα 79


Νίκος Μπατσιούλας

χάλια» είπε, χωρίς πάντως να μας ακούσουν οι άλλοι. Η καλή διάθεση που είχα έσβησε, κατέβασα το κεφάλι, δεν μου άρεσε να με μαλώνουν, πόσο μάλιστα ο Κωνσταντίνος. «Βρομάς κρασί! Μα καλά τι έκανες;» συνέχισε ενώ έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. Η αλήθεια ήταν ότι τη χτεσινή μέρα το είχα παρακάνει, η χαρά της απουσίας του πατέρα μου δεν με είχε αφήσει να σκεφτώ τις τυχόν επιπτώσεις που θα είχαν οι πράξεις μου. «Συγχώρεσέ με, δεν θα ξανασυμβεί…» ψέλλισα. «Φίλε μου, πρέπει να προσέχεις, ο Αύγουστος δεν ανέχεται απειθαρχίες» συνέχισε χαμηλόφωνα. «Πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις και να προσέχεις». Του χαμογέλασα, έγνεψα καταφατικά και ξεκίνησα τον δρόμο του γυρισμού προς τα δωμάτιά μου. Παρά το ζαλισμένο κεφάλι μου και τα ανακατεμένα σωθικά που είχα, ο Κωνσταντίνος είχε καταφέρει να με κάνει χαρούμενο. Ήταν πολύ καλός μαζί μου, περισσότερο από κάθε άλλον ως τότε, χωρίς να ζητάει κάποιο αντάλλαγμα! Και εγώ τον έφερνα σε δύσκολη θέση, με το να παρουσιάζομαι αργοπορημένος στην μονάδα που διοικούσε και να μην κάνω αυτά που έπρεπε. Πήρα το δρόμο του γυρισμού προς τα δωμάτιά μου, με τη σκέψη μου καρφωμένη στον Κωνσταντίνο, είχα αποφασίσει να είμαι πλέον πιο προσεκτικός, δεν θα ήθελα να τον προσβάλλω ξανά. Φτάνοντας στον προορισμό μου, η σκέψη μου μεταφέρθηκε στο κρεβάτι του πατέρα μου και στο πόσο πολύ ήθελα να κοιμηθώ για ώρες, πρώτα όμως έλεγα, να δοκιμάσω μια τεχνική για τον πονοκέφαλο που μου είχε εκμυστηρευθεί ένας από τους, μεθυσμένους, θαμώνες της χτεσινής ταβέρνας. 80


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Σύμφωνα με αυτόν, ο πονοκέφαλος από ένα ωραίο μεθύσι, φεύγει μόνο με ένα ακόμα καλύτερο μεθύσι. Από την πλευρά μου δεν είχα σκοπό να πιω πάλι τόσο όσο τη χτεσινή μέρα, αλλά κανά-δυο κύπελλα δεν θα με έβλαπταν. Ακόμα και αν δεν μου έφτιαχναν το κεφάλι μου που ήταν σαν να έχει μέσα του κάποιον τυμπανιστή από τις γαλέρες του Αυτοκράτορα, μου φαίνονταν ότι θα με βοηθούσαν να κοιμηθώ καλύτερα. Τις σκέψεις μου διέκοψε μια βαβούρα που έρχονταν μερικά δωμάτια πιο πριν από τα δικά μας. Σκλάβοι που κουβαλούσαν κάθε λογής πράγματα που θα χρησίμευαν σε ένα νοικοκυριό, υπό τις διαταγές ενός άντρα γύρω στα σαράντα, αν έκρινα σωστά από την επιδερμίδα του προσώπου και των χεριών του, αφού το χωρίς καθόλου μαλλιά κεφάλι του και η στρογγυλή του κοιλιά τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερο. Ευνούχος, σκέφτηκα ενώ κοντοστάθηκα βαριεστημένα για να περάσουν δύο σκλάβοι που μετέφεραν ένα ξύλινο σκαλιστό και συνάμα πολύ ακριβό τραπέζι. Τα δωμάτια του πατέρα μου βρίσκονταν στον ίδιο διάδρομο, τέσσερις πόρτες πιο κάτω από αυτά των νέων μας γειτόνων. «Πατέρα, το νερό που ζήτησες». Γύρισα προς το μέρος που ακούστηκε αυτή η μελωδική φωνή και αντίκρισα, ένα αναψοκοκκινισμένο, γλυκό προσωπάκι να πηγαίνει προς το μέρος του ανθρώπου που νόμιζα ότι ήταν ευνούχος. Ήταν αδύνατη και μικροκαμωμένη, περίπου στο ύψος μου και την ηλικία μου, είχε πιάσει τα μαύρα της μαλλιά κότσο, για να μην την ενοχλούνε στις δουλειές που έκανε, αν και κάποια είχαν ξεφύγει και είχαν κολλήσει στον ιδρωμένο, κατάλευκο λαιμό της. Το πρόσωπό της κοσμούσαν δύο υπέροχα με81


Νίκος Μπατσιούλας

γάλα στρογγυλά μάτια και ένα μικρό, λεπτεπίλεπτο στοματάκι. Είχα μείνει στη μέση του διαδρόμου και κοίταζα την κοπέλα να δίνει το κύπελλο με νερό στον πατέρα της και να περιμένει να το πιει. Στη συνέχεια, αφού πήρε το κύπελλο πίσω, έκανε μεταβολή και τότε με είδε, σαν να κοντοστάθηκε λίγο, μου χαμογέλασε, ή έτσι νόμιζα, και γύρισε στο δωμάτιό της. Μέχρι να χαμογελάσω πίσω είχε μπει μέσα. Έμεινα για λίγο στη θέση μου, αλλά αισθάνθηκα το βλέμμα του πατέρα της να πέφτει επάνω μου και δεν είχα άδικο. Έγνεψα προς το μέρος του με το κεφάλι, τον προσπέρασα και μπήκα στο δωμάτιό μου. Όσο και να προσπάθησα να κοιμηθώ, όση κούραση και αν είχα, δεν τα κατάφερα. Η σκέψη μου ήταν στο πρόσωπό της και το χαμόγελο που μου χάρισε και ένοιωθα την καρδιά μου να χτυπάει ανεξήγητα γρήγορα. Γυρνούσα γύρω από τον εαυτό μου, ώσπου αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έβαλα ένα κύπελλο κρασί μήπως και ηρεμήσω και ύστερα και άλλο ένα αλλά τίποτα. Ήταν απόγευμα και δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου όλη μέρα, όμως δεν πεινούσα. Ένοιωθα ότι δεν με χωράει το δωμάτιο και αποφάσισα να πάω έξω. Βγήκα στον διάδρομο και περπάτησα αργά προς την έξοδο. Σταμάτησα για λίγο μπροστά από την πόρτα των δωματίων της, με την ελπίδα να βγει έξω για λίγο, να την ξαναδώ… Γέλασα με την αφέλειά μου, όμως κρυφά μέσα μου στεναχωρήθηκα. Κατευθύνθηκα προς το λιμάνι. Είχα δύο επιλογές, να πάω απ’ ευθείας σε μια ταβέρνα για να πιω και να προσπαθήσω να φάω κάτι ή να πήγαινα πρώτα στην Λύδια και τις «φίλες» της και μετά στην ταβέρνα. Αποφάσισα να ακολουθήσω τη δεύτερη, όμως εκεί με περίμενε μια δυσά82


Κωνσταντίνος Αύγουστος

ρεστη έκπληξη. Ενώ είχα βγάλει τον χιτώνα μου και είχα ριχτεί στα πλούσια στήθη της Λυδίας, η σκέψη μου συνέχιζε να βρίσκεται στην κόρη του νέου μας γείτονα. Και το χειρότερο, το πουλί μου παρέμενε μαλακό και πεσμένο. «Τι έπαθες σήμερα αγόρι μου;» με ρώτησε με ένα χαμόγελο που πρόδιδε ανησυχία. «Τίποτα…» απάντησα σιγανά, «δεν ξέρω». Την κοίταξα, σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά και συνοφρυώθηκα. Δεν είχα καμία δίψα για το κορμί της, που μου είχε χαρίσει τόσες ηδονές στο παρελθόν, δεν την ήθελα. «Έλα, ξάπλωσε και θα σε κάνω εγώ καλά» συνέχισε ενώ με έσπρωξε μαλακά στο κρεβάτι της. Υπάκουσα και η Λυδία άρχισε να με περιποιείται, όμως πάλι το σώμα μου δεν ανταποκρίνονταν στα χάδια της. Αισθάνθηκα να πνίγομαι και με μια απότομη κίνηση που την τρόμαξε, σηκώθηκα. «Τι έπαθες σήμερα;» με ρώτησε γλυκά. «Έκανα τίποτα που δεν έπρεπε;» Την κοίταξα, έτσι όπως ήταν πεσμένη στο κρεβάτι της, ανήσυχη και στεναχωρημένη. «Όχι, τίποτα» ψέλλισα και αφού της άφησα στο τραπέζι του δωματίου την πληρωμή της, έφυγα αμίλητος. Κατευθύνθηκα στη διπλανή ταβέρνα όπου παρήγγειλα φαγητό και κρασί. Ξαφνικά δεν είχα όρεξη για τίποτα από τα δύο, όμως δεν ήμουν λυπημένος. Αισθανόμουν μια γλυκιά αναστάτωση, ανάκατη με χαρά και απίστευτη ενεργητικότητα. Ήπια λίγο κρασί, έφαγα λιγότερο και έφυγα πίσω, προς τα ανάκτορα.

83


Νίκος Μπατσιούλας

Τις επόμενες μέρες η κατάστασή μου παρέμεινε το ίδιο περίεργη. Είχα συνέχεια στο μυαλό μου την κόρη του γείτονα, για τον οποίο δεν είχα καταφέρει να μάθω τίποτα, πόσο μάλλον το όνομα αυτής που με αναστάτωνε. Ήταν ώρες που είχα απίστευτη ενεργητικότητα και την αμέσως επόμενη στιγμή έπεφτα και ήμουν ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε, κάτι που φυσικά είχε αντίκτυπο και στη μονάδα μου, κάνοντας τον Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν και ο μόνος που ενδιαφέρονταν, να απορεί. Είχα σταματήσει τις εξορμήσεις μου στο λιμάνι και συνέχεια με έπιανα να βρίσκω προφάσεις για να περνάω μπροστά από την πόρτα της. Το μαρτύριό μου επιδεινώθηκε εφτά μέρες μετά την πρώτη φορά που την είδα. Είχα μόλις γυρίσει από τη μονάδα μου και είχα ανακαλύψει ότι καμία από τις στάμνες που βρίσκονταν στα δωμάτια δεν είχε νερό. Βαριεστημένα άρπαξα μια και κατευθύνθηκα προς την κρήνη που βρίσκονταν σε μια από τις πολλές εσωτερικές αυλές, κοντά στα διαμερίσματά μου. Και τότε την ξαναείδα. Ήταν μπροστά από την κρήνη και προσπαθούσε να γεμίσει δύο στάμνες. Στάθηκα πίσω της, για να περιμένω τη σειρά μου, ενώ αισθανόμουν την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα, τα πόδια μου να μουδιάζουν και μάλλον πρέπει να είχα κοκκινίσει. Εκείνη κατάλαβε την παρουσία κάποιου πίσω της και γύρισε να κοιτάξει. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν στιγμιαία, ώσπου να κατεβάσω το βλέμμα μου προς το στόμα της, που μου χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Πρέπει να χαμογέλασα και εγώ, όμως είχε ήδη γυρίσει προς την κρήνη. Όση ώρα γέμιζε τις στάμνες της, την περιεργαζόμουν, λαίμαργα με τα μάτια μου και η αναστάτωσή μου μεγάλωνε όλο και περισσό84


Κωνσταντίνος Αύγουστος

τερο. Όταν τελείωσε, γύρισε σιγά προς το μέρος μου, με κοίταξε ξανά χαρίζοντάς μου ακόμα ένα χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς τα δωμάτια. Ήταν τόσο όμορφη! Ξαφνικά, ένιωσα να πανικοβάλλομαι. Η δίψα που με είχε ωθήσει να πάω να γεμίσω νερό είχε σβήσει μόνο με την παρουσία της και φυσικά εκείνη την ώρα δεν με ενδιέφερε καθόλου. Ταυτόχρονα, την έβλεπα να μου απομακρύνεται αργά-αργά. Μεμιάς έβαλα και τη δικιά μου στάμνα κάτω από τη ροή του νερού, δεν περίμενα να γεμίσει τελείως, ίσως ούτε η μισή, την άρπαξα και με βιάση ξεκίνησα και εγώ τον δρόμο του γυρισμού. Δεν δυσκολεύτηκα να την προφτάσω, πρέπει να πήγαινε επίτηδες αργά, αν και εκείνη την ώρα δεν το σκέφτηκα. Μόλις έφτασα δίπλα της ψιλολαχανιασμένος, έριξα τον ρυθμό μου, και γύρισα προς το μέρος της, ενώ αισθανόμουν τη στάμνα μου να μου πέφτει από τον ανεξήγητο ιδρώτα στα χέρια μου. Εκείνη έκανε το ίδιο και περπατήσαμε για μερικά βήματα, έτσι, χωρίς να μιλάμε, μόνο κοιταζόμασταν και χαμογελούσε ο ένας στον άλλο. «Επίτρεψέ μου να σε βοηθήσω» βρήκα πρώτος το θάρρος να μιλήσω, όσο αισθανόμουν την γη να βυθίζεται κάτω από τα πόδια μου σε αναμονή της απάντησής της. «Όπως θέλεις» απάντησε χωρίς να σταματήσει να χαμογελά. Άφησε τις στάμνες της στο χώμα και εγώ τις πήρα με δυσκολία στα χέρια μου, όχι από το βάρος, όσο από το ότι έπρεπε να τις σηκώσω μαζί με τη δικιά μου. Ευχαρίστησα τους θεούς που δεν είχα γεμίσει έως επάνω και την δικιά μου και το μόνο ενοχλητικό σε αυτή ήταν ο όγκος της. «Άσε με να πάρω τη μια» είπε όσο με κοίταζε να ταλαιπωριέμαι. 85


Νίκος Μπατσιούλας

«Δεν είναι πρόβλημα» απάντησα ψέματα. Ξεκινήσαμε ξανά να περπατάμε προς τα μέσα, στην αρχή χωρίς να μιλάμε. «Με λένε Γλαύκη» αποφάσισε να σπάσει πρώτη τη νέα σιωπή που είχε δημιουργηθεί. «Δεν έχουμε πολλές μέρες που έχουμε έρθει στη Νικομήδεια». «Ναι, σας είδα όταν μετακομίζατε» συμπλήρωσα και ευθύς αμέσως δαγκώθηκα. Γύρισα προς το μέρος της και η φάτσα μου πρέπει να ήταν πολύ αστεία εκείνη τη στιγμή και πολύ κόκκινη. Ένα γέλιο ξέφυγε από τη Γλαύκη που έλαμπε. «Με… λένε Αβλάβιο…» έκανα γρήγορα για να ξεφύγω από την αμηχανία. «Και εγώ δεν έχω πολύ καιρό εδώ, κοντά στον έναν χρόνο. Υπηρετώ στους ιππείς του Αυγούστου…» Το τελευταίο το είπα με μια πρωτόγνωρη υπερηφάνεια που εξέπληξε ακόμα και εμένα. Δεν μου ταίριαζε η ασχολία μου με τον στρατό, όμως τότε αποτελούσε μια πολύ καλή ευκαιρία για να δείξω σπουδαίος και να εντυπωσιάσω. Νόμιζα ότι το είχα πετύχει, όταν οι θεοί φάνηκε ότι ζήλεψαν την ευτυχία μου και ο χειμωνιάτικος ουρανός αποφάσισε να μας φιλοδωρήσει με μια δυνατή μπόρα. Αρχίσαμε να τρέχουμε και αν και μας χώριζαν περίπου είκοσι βήματα από την είσοδο γίναμε μούσκεμα, χωρίς πάντως να μας χαλάσει η διάθεση. Έτσι όπως ήμασταν, συνεχίσαμε γρήγορα προς τα δωμάτιά μας γιατί είχαμε αρχίσει να νιώθουμε το κρύο της Νικομήδειας στα βρεγμένα μας σώματα. Μόνο όταν φτάσαμε μπροστά στα δωμάτια της Γλαύκης, σταθήκαμε. «Θέλεις να σε ξαναδώ;» ρώτησα με θάρρος που δεν φανταζόμουν ότι είχα. 86


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Εκείνη, κοίταξε ανήσυχα δεξιά και αριστερά μήπως μας έβλεπε ή μας άκουγε κανένας, γύρισε προς το μέρος μου, και αρπάζοντας τις στάμνες από τα χέρια μου, μου απάντησε με νάζι, πριν εξαφανιστεί στα δωμάτιά της: «Πολύ!» Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησα να ζω ένα γλυκό όνειρο. Στη σκέψη μου υπήρχε αποκλειστικά η Γλαύκη, ενώ ακόμη και τις, λιγοστές λόγω χειμώνα, υποχρεώσεις μου στη μονάδα σταμάτησα να τις αισθάνομαι καταπιεστικές. Από την επόμενη κιόλας μέρα ενέταξα και τρεις-τέσσερις βόλτες την ημέρα στην κοντινή κρήνη και δυο μέρες μετά δικαιώθηκα. Η Γλαύκη ήταν σαν να με περίμενε και ευτυχώς κουβαλούσε μόνο μια στάμνα. Με πρόφαση την ανία της ζωής στα δωμάτια, είχε βγει έξω για να κάνει μια δουλειά που θα ταίριαζε σε μια σκλάβα. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ με άλλον άνθρωπο έτσι. Ο χρόνος μαζί της έμοιαζε να κυλά τόσο γρήγορα, που πάντοτε έμενα με ένα κενό όταν έπρεπε να χωριστούμε. Αν και την περισσότερη ώρα μιλούσε αυτή, ήταν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορούσα να είμαι χωρίς να ντρέπομαι για την εμφάνισή μου ή να σκέφτομαι για δεύτερη και τρίτη φορά πριν μιλήσω, αφού ότι έκανα της άρεσαν και μου έβγαιναν χωρίς κόπο. Όταν της μιλούσα, αισθανόμουν σαν ένας ποιητής με οίστρο και αυτή φαίνονταν να το ευχαριστιέται. Είχα ξεχάσει κάθε άλλη γυναίκα που είχα σκεφτεί, και ενώ ο ερωτικός μου πόθος δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο, δεν μπορούσα να βιαστώ μαζί της, να την πιέσω για οτιδήποτε. Έτσι, αν και την φανταζόμουν συνέχεια γυμνή στο κρεβάτι μου, έκανα υπομονή και δεν την άγγιζα. Η Γλαύκη ήταν σε ηλικία γάμου και έπρεπε να διαφυλάξει την παρθενιά της. 87


Νίκος Μπατσιούλας

Οι συναντήσεις μας είχαν αρχίσει να πυκνώνουν. Μετά την τέταρτη φορά που βρεθήκαμε στην κρήνη, την εγκαταλείψαμε από φόβο μήπως και μας έβλεπαν αδιάκριτα μάτια, αν δεν μας είχαν δει ήδη, και ξεκινήσαμε να συναντιόμαστε στα δωμάτια που έμενα. Άλλωστε, ο πατέρας μου δεν είχε γυρίσει από τη Ρώμη ακόμα, ενώ μας χώριζαν μόνο μερικές πόρτες, οπότε ήταν εύκολο για τη Γλαύκη να ξεγλιστρήσει για να βρεθεί δίπλα μου. Αργότερα όταν θα επέστρεφε ο πατέρας μου θα βρίσκαμε κάποια άλλη λύση, αν και είχα κάτι στο μυαλό μου. Η εκτίμηση που είχα κάνει για την ηλικία της, την πρώτη φορά που την είδα, ήταν σωστή. Η Γλαύκη ήταν δεκατεσσάρων, ένα χρόνο μικρότερη από εμένα. Η καταγωγή του πατέρα της ήταν από τη Θεσσαλία, αν και ο ίδιος ήταν από γεννησιμιού του σκλάβος της Βαλέριας, της γυναίκας του Καίσαρα Γαλέριου και κόρης του Αυγούστου Διοκλητιανού με την Πρίσκα. Τόσο η Αυγούστα Πρίσκα, όσο και η κόρη της, τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη και είχαν φροντίσει να του χαρίσουν την ελευθερία του, οπότε και εκείνος συνέχισε να τις υπηρετεί πιστά ως απελεύθερός τους. Πρόσφατα, η Βαλέρια τον κάλεσε με την οικογένειά του στο ανάκτορο, ώστε να την συμβουλεύει και να την βοηθάει, αφού του είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη. Όσο για τη Γλαύκη που είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, είχε ανατραφεί με τον ελληνικό τρόπο και περνούσε την περισσότερη ώρα της στο σπίτι, περιμένοντας την ώρα για να παντρευτεί και να αναλάβει το δικό της νοικοκυριό. Βλεπόμασταν με τη Γλαύκη κοντά στους δύο μήνες, όταν στις αρχές Φεβρουαρίου επέστρεψε εσπευσμένα από τη Ρώμη ο Διοκλητιανός, και φυσικά μαζί με αυτόν ο πατέρας μου. Η υποδοχή που είχαν επιφυλάξει οι κά88


Κωνσταντίνος Αύγουστος

τοικοι της Ρώμης στον Αύγουστό τους φαίνεται ότι δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή, με αποτέλεσμα ο Διοκλητιανός να μην καθίσει στην πόλη όσο καιρό ήταν προγραμματισμένο και να διακόψει την επίσκεψη. Λέγονταν ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Αύγουστο ταπεινής καταγωγής, και είχαν δίκιο σε αυτό, αλλά κυρίως ήταν ενοχλημένοι ή καλύτερα εξαγριωμένοι, από την πρωτοβουλία του Διοκλητιανού να τους αφαιρέσει προνόμια που απολάμβαναν για αιώνες σε σχέση με τους υπόλοιπους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Ακόμη, η υιοθεσία του τυπικού της περσικής αυλής από τον Διοκλητιανό και η απαίτηση να τον προσκυνούν και να του απευθύνονται όπως ο ανατολικός εχθρός, ξένισε τους κατοίκους της Ρώμης, γιατί ακολουθούσαν ακόμα αρκετές από τις παραδόσεις που είχαν μετατρέψει την πόλη τους σε αυτοκρατορία. Μάλιστα, με τη συμπεριφορά του αυτή, ο Διοκλητιανός, είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις και στη Νικομήδεια, αν και κανένας δεν τολμούσε να του εναντιωθεί ανοιχτά. Ο Αύγουστος δεν γύρισε μόνο κακοδιάθετος αλλά και βαριά άρρωστος, δημιουργώντας μια αναστάτωση στο παλάτι, αλλά και τον στρατό. Καθημερινά γεννιούνταν φήμες για την καλυτέρευση της υγείας του Διοκλητιανού, αλλά κυρίως για την χειροτέρευσή της, ακόμα και για τον θάνατό του, που συνέβαλαν σε ένα διαρκές κλίμα αβεβαιότητας. Όπως ήταν φυσικό, ο πατέρας μου επέστρεψε μαζί με τον Αύγουστο και πήρε ξανά τη θέση του στα δωμάτια μας, το ίδιο και οι γυμνές Ντάνα και Σεραφία, οι οποίες πλέον δεν με αναστάτωναν τόσο, μιας και από το μυαλό μου δεν έφευγε με τίποτα η Γλαύκη. Είχε επηρεαστεί από την γενικότερη αναστάτωση λόγω της ασθένειας του 89


Νίκος Μπατσιούλας

Διοκλητιανού, και για έναν ανεξήγητο για εμένα λόγο τότε, ήταν ανήσυχος, έτρωγε ελάχιστα και φαίνονταν να βρίσκεται σε μια διαρκή εγρήγορση. Αν και ήμουν περίεργος, δεν είχα βρει κάποια ευκαιρία να τον ρωτήσω τι έχει, και ίσως να μην έψαξα και κάποια. Αυτό που με απασχολούσε περισσότερο εκείνη την εποχή ήταν να βρω ένα μέρος για να στεγάσει τις συναντήσεις μου με τη Γλαύκη. Έπρεπε να είναι μέσα στο παλάτι, για να μην αναγκάζεται να βγαίνει έξω, σχετικά κοντά στα δικά μας δωμάτια και μακριά από πολυσύχναστα μέρη. Έψαχνα πάνω από έναν μήνα και είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Τη Γλαύκη, την έβλεπα όταν πήγαινε στην κρήνη κανά απόγευμα και ανταλλάσσαμε δυο-τρεις κουβέντες, πάντα κάτω από τα βλέμματα των περαστικών, και καμιά φορά περνώντας έξω από τα δωμάτιά της. Αν και πάντα μου χαμογελούσε, έβλεπα στα μάτια της τη λύπη και βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο στην απελπισία. Σαν να μην μου έφτανε ότι δεν μπορούσα να βρω μέρος για να συναντώ την αγαπημένη μου, ο καιρός είχε αρχίσει να ανοίγει, επομένως θα ξεκινούσαν πάλι οι πολλές υποχρεώσεις μου στη μονάδα που θα μείωναν τον ελεύθερο μου χρόνο. Όντως, δεν άργησαν να έρθουν και σαν να μην έφταναν οι καθημερινές μου εργασίες, ήρθε το τέταρτο διάταγμα του Διοκλητιανού για να αναστατώσει εκ νέου τη ζωή της πρωτεύουσας και της αυτοκρατορίας. Ο Αύγουστος άρχισε να νιώθει καλύτερα και να ξεπερνάει την ασθένειά του στις αρχές της άνοιξης, τη χρονιά που είχε ορίσει ύπατους της Ρώμης τον εαυτό του για ένατη φορά και τον Μαξιμιανό για όγδοη6 και 6

304 μ.Χ.. 90


Κωνσταντίνος Αύγουστος

θυμήθηκε εκ νέου τους χριστιανούς και τα όσα δεινά προξενούσαν. Το αναρτημένο στην κεντρική πύλη του ανακτόρου διάταγμα, διέταζε πλέον όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας να θυσιάσουν στον Αύγουστο και τους παραδοσιακούς θεούς της Ρώμης. Όπως ήταν λογικό, οι πρώτοι που έπρεπε να θυσιάσουν και να ανανεώσουν την πίστη τους ξανά, ήμασταν οι στρατιώτες, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναλάμβαναν να αποκαταστήσουν την τάξη και να συλλάβουν τους παραβάτες. Αυτή τη φορά, η δουλειά που είχαμε δεν μπορούσε να συγκριθεί με την προηγούμενη χρονιά, αφού τα μέτρα δεν αφορούσαν μόνο τους ιερείς των χριστιανών, τους στρατιωτικούς και τους δημόσιους αξιωματούχους, αλλά όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, πολίτες ή σκλάβους. Σχεδόν ένα στα είκοσι σπίτια έπρεπε να δημευθεί και οι ιδιοκτήτες του να οδηγηθούν στη φυλακή ώστε να πεισθούν με το καλό ή με τη βία να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους σχετικά με την μοναδικότητα του θεού τους. Για εμένα, η εφαρμογή του νέου διατάγματος σήμαινε ότι δεν μπορούσα να βλέπω τη Γλαύκη ούτε καν στο ελάχιστο που την έβλεπα, αφότου επέστρεψε ο πατέρας μου από τη Ρώμη. Σήμαινε όμως και επιστροφή στα κέρδη από όσους χριστιανούς δεν είχαν κατορθώσει να αγοράσουν το πολυτιμότερο ίσως αγαθό εκείνη την εποχή στην αυτοκρατορία, το πιστοποιητικό πίστης στους παλιούς θεούς, ή δεν είχαν εμφανιστεί στις μαζικές θυσίες στις πλατείες της Νικομήδειας. Το γεγονός ότι αυτή τη φορά δεν κυνηγούσαμε μόνο τους ιερείς, είχε πολλαπλασιάσει τα «θύματά» μου, οι οποίοι ήταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, εξαιρουμένων των πολύ πλούσιων, οι οποίοι είτε είχαν καλύψει τα νώτα τους έγκαιρα, είτε τους αναλάμ91


Νίκος Μπατσιούλας

βαναν άλλοι. Εγώ συνήθως πήγαινα μαζί με τον Κωνσταντίνο, που ήταν ο επικεφαλής, τον Βασσιανό και άλλους πέντε από την μονάδα μου. Είχα αναλάβει οικειοθελώς τη μεταφορά των κρατούμενων στη φυλακή, εργασία που όλοι έβρισκαν βαρετή και αγγαρεία. Οι περισσότεροι άλλωστε έβρισκαν έτσι και την όλη κατάσταση, αφού ήταν στρατιώτες και θεωρούσαν ότι δεν τους άρμοζε η δουλειά αυτή που τους είχαν αναθέσει. Άλλοι, βέβαια έδειχναν υπερβολικό ζήλο και πίστευαν ότι όντως βοηθούσαν την αυτοκρατορία να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Όταν, λοιπόν, έμενα μόνος με τους κρατούμενους και έπρεπε να τους οδηγήσω δεμένους στη φυλακή, επέλεγα πάντα τα λιγότερο πολυσύχναστα σοκάκια, δίνοντας τους έτσι την ευκαιρία να με παρακαλέσουν για τη σωτηρία τους και εν τέλει να με δωροδοκήσουν για να τους αφήσω ελεύθερους. Άφηνα μόνο όσους είχαν προνοήσει να έχουν κρύψει κάποιο πουγκί στα ρούχα τους. Αν δεν είχαν χρήματα μαζί τους, θεωρούσα ότι να τους αφήσω να φύγουν ήταν παρακινδυνευμένο και τους οδηγούσα στη φυλακή. Άλλωστε έπρεπε να πάω και κάποιους μέσα για να μην αποκαλυφθώ! Όσους μου έδιναν χρήματα, τους έλυνα τα χέρια και ενώ τους έδειχνα με νόημα το σπαθί μου, τους οδηγούσα ήρεμα στην πιο έρημη έξοδο της πόλης και τους άφηνα στην τύχη τους. Μαζί με τη νέα άνθιση των οικονομικών μου, η τύχη μου χαμογέλασε και στο θέμα της στέγασης των συναντήσεων μου με τη Γλαύκη. Περίπου δύο μήνες αφού είχε ξεκινήσει η νέα τρέλα με το διάταγμα, δύο δωμάτια στην άκρη του διαδρόμου μας φαίνεται ότι ανήκαν σε χριστιανούς, οι οποίοι είτε πιάστηκαν, είτε τα παράτησαν όλα και έφυγαν. Η Γλαύκη στην αρχή δεν ήθελε να 92


Κωνσταντίνος Αύγουστος

συναντιόμαστε εκεί και ήταν εκνευρισμένη και στεναχωρημένη, όπως άλλωστε ήταν από την ώρα που είχαν αρχίσει οι διώξεις και δεν βλεπόμασταν πολύ. Όταν επιτέλους κατάφερα να την πείσω να χρησιμοποιήσουμε τα κενά δωμάτια πήγα πρώτος και την περίμενα. Όταν μπήκε, έπεσε με φόρα στην αγκαλιά μου και μου έδωσε με πάθος το πρώτο μας φιλί. Η καρδιά μου με μιας άρχισε να χτυπά με ταχύτητα και ξέχασα όλες τις σκοτούρες και τα προβλήματά μου. «Αγάπη μου…» μου ψιθύρισε στο αφτί και με έσφιξε με δύναμη. Εγώ αισθάνθηκα έναν κόμπο να κλείνει τον λαιμό μου και δάκρυα ευτυχίας να υγραίνουν τα μάτια μου. Δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, παρά μόνο τη φίλησα και την έσφιξα κι εγώ στην αγκαλιά μου.

Ξέραμε ότι η λύση των άδειων δωματίων στο διάδρομό μας, θα ήταν προσωρινή. Σύντομα, όλο και κάποιος θα τύγχανε της εύνοιας του Αυγούστου ή κάποιου από τους οικείους του και θα αναλάμβανε κάποια εργασία στο παλάτι και μαζί με αυτή τα δωμάτια που χρησιμοποιούσαμε. Με τη Γλαύκη εκμεταλλευόμασταν την κάθε ελεύθερη στιγμή και η προσωρινή λύση, ευτυχώς για εμάς κράτησε μέχρι το τέλος του χρόνου, τουλάχιστο έξι μήνες. Ήταν σαν να είχαν ξεχάσει τα δωμάτια αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Άλλοτε βρισκόμασταν κάθε μέρα και άλλοτε περνούσε ακόμα και εβδομάδα, οπότε και ήμασταν και οι δύο ανήσυχοι και εκνευρισμένοι. Δεν είχαμε κάνει έρωτα ακόμα, κάτι με κράταγε, όσο και αν την ήθελα, φιλιόμασταν όμως και δεν μπορούσα να μην την 93


Νίκος Μπατσιούλας

χαϊδεύω, κάτι που δέχονταν αδιαμαρτύρητα και μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο τον πόθο μου, ο οποίος, πάντως, δεν με ωθούσε σε άλλες γυναίκες για να σβήσω την ερωτική μου δίψα. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε, χωρίς να καταλάβω γιατί, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι και να τη θέλω. Τουλάχιστον, με όλη αυτή την ιστορία με τους χριστιανούς δεν φύγαμε για κάποια εκστρατεία, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα άντεχα μακριά της. Είχε φτάσει Δεκέμβριος όταν πηγαίνοντας προς τα δωμάτιά μας, είδα κόσμο να μετακομίζει. Αμέσως πάνιασα. Η στιγμή που φοβόμασταν είχε έρθει. Πλέον έπρεπε να αρχίσω να ψάχνω ξανά, και το χειρότερο ήταν ότι είχα επαναπαυθεί με τη βολική λύση που είχαμε και δεν είχα προβλέψει να έχουμε μια εναλλακτική. Ο προνοητικός Προμηθέας μέσα μου είχε κοιμηθεί και δεν έφταιγε κανένας άλλος εκτός από εμένα. Γύρισα προς τα πίσω για να ειδοποιήσω τη Γλαύκη, η οποία εκείνη την ώρα έβγαινε από τα δωμάτια της οικογενείας της. Φαίνονταν ανήσυχη και παρά το ότι της έκανα νόημα με το κεφάλι μου και μια γκριμάτσα ότι δεν μπορούσαμε να βρεθούμε, άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Τα ‘χασα. «Πρέπει να μιλήσουμε» είπε ψιθυριστά όταν πλησίασε αρκετά. «Μετακομίζουν» είπα μπερδεμένος, κάνοντας μια ασυναίσθητη κίνηση δείχνοντας με το χέρι μου προς τα δωμάτια. «Δεν με νοιάζει. Είναι ανάγκη!» με έκοψε με ένα βλέμμα που δεν χώραγε αντίρρηση. Δεν την είχα δει ποτέ έτσι. Κοίταξα δεξιά και αριστε94


Κωνσταντίνος Αύγουστος

ρά, περισσότερο από αμηχανία παρά επειδή σκεφτόμουν, και μετά από λίγο είπα: «Έλα μαζί μου». Την έπιασα ελαφρά από το χέρι και κατευθυνθήκαμε προς τα δωμάτια που έμενα. Σίγουρα ήταν κάτι που δεν σκέφτηκα καλά, όμως ήταν η ώρα που συνήθως ο πατέρας μου πήγαινε στις ταβέρνες της πόλης για να φάει και να πιει με τους φίλους του. Ήξερα ότι δεν ήταν μέσα και έλπιζα ότι δεν θα έρχονταν. Αυτές που θα μας έβλεπαν σίγουρα, ήταν η Ντάνα και η Σεραφία, αλλά πίστευα ότι θα έβρισκα έναν τρόπο να εξαγοράσω τη σιωπή τους αργότερα. Άνοιξα την πόρτα, έβαλα τη Γλαύκη γρήγορα μέσα, πέρασα και εγώ και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Με μιας αντίκρισα τα γουρλωμένα μάτια της Γλαύκης που κοίταγε τις γυμνές σκλάβες του πατέρα μου. «Γρήγορα!» τους φώναξα. «Πηγαίνετε δίπλα!» Γύρισα προς τη Γλαύκη που με κοίταζε με απορία. Από τις κουβέντες που κάναμε τόσο καιρό ήξερε πολλά, όχι όμως και τα πάντα για εμένα, αλλά υποθέτω πως αλλιώς είναι να σου περιγράφει κάποιος μια κατάσταση και αλλιώς να τη βιώνεις. «Ο πατέρας μου…» ψέλλισα απολογητικά. «Ο δικός μου με παντρεύει!» είπε με νεύρα, κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια. «Κανόνισε!» «Τι… μα, πώς;» έχασα τα λόγια μου. «Τον άκουσα να το λέει στη μητέρα μου. Είναι ένας έμπορος από το Βυζάντιο και με το καινούργιο έτος θα έρθει για να γίνουν οι αρραβώνες» συνέχισε στον ίδιο τόνο. Την κοίταγα σαστισμένος, χωρίς να ξέρω τι να της πω. Χωρίς να το καταλάβω χαμήλωσα τα μάτια. Εκείνη μου γύρισε την πλάτη ξεφυσώντας και βγήκε έξω, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ήταν η πρώτη 95


Νίκος Μπατσιούλας

φορά μετά από το πρώτο μας φιλί που δεν με αποχαιρετούσε σμίγοντας τα χείλη της στα δικά μου. Αν και η Γλαύκη ανέφερε συχνά, και ίσως τελευταία ακόμα συχνότερα, ότι ο πατέρας της περίμενε να βρει τον κατάλληλο για να την παντρέψει, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ο γάμος. Το ότι ζούσα με τον πατέρα μου και τις ιδιαιτερότητές του και ότι δεν είχα κατασταλάξει ακόμα στο τι θέλω να κάνω λειτουργούσε αποτρεπτικά, όμως και μόνο στη σκέψη ότι θα έχανα τη Γλαύκη, τρόμαξα. Και τρόμαξα όσο δεν είχα ποτέ στη ζωή μου. Η απόφασή μου ήταν μονόδρομος. Έπρεπε εγώ να παντρευτώ τη Γλαύκη! Θα μιλούσα το ίδιο κιόλας βράδυ στον πατέρα μου! Σήκωσα τα μάτια από εκεί που είχαν μείνει, λίγο πριν φύγει η Γλαύκη, και αντίκρισα τις γυμνές σκλάβες να με κοιτάνε με ένα χαμόγελο στα χείλη που με εξόργισε. «Τι κοιτάτε έτσι!» τους φώναξα. «Φέρτε μου τώρα κρασί, και χαθείτε από μπροστά μου!» Σκέφτηκα ότι λίγο κρασί θα με βοηθούσε να αντιμετωπίσω τον πατέρα μου. Κάθισα στο τραπέζι και γέμισα μια κούπα από την κανάτα που μου έφερε η Ντάνα. Η Σεραφία μου έφερε ψωμί και τυρί. Μέχρι να έρθει ο πατέρας μου είχα σκεφτεί όλους τους δυνατούς διαλόγους και πάντα σκόνταφτα στην άρνηση του πατέρα μου και εκνευριζόμουν. Παράλληλα όμως, σκεφτόμουν και τα καλά του γάμου μου με τη Γλαύκη, με πρώτο και καλύτερο ότι επιτέλους θα έκανα έρωτα μαζί της. Είχε σκοτεινιάσει όταν μπήκε. Ήταν φανερό ότι είχε πιει, όπως άλλωστε και εγώ που ήμουν στη δεύτερη κανάτα. Απόρησε που με είδε να κάθομαι στο τραπέζι. «Τι κάνεις εδώ;» είπε μισοαστεία και μισοεκνευρισμένα. 96


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Θέλω να μιλήσουμε» του είπα με πρωτόγνωρο για εμένα θάρρος. «Μπα;» έκανε, ενώ ένα χαμόγελο σχηματίζονταν στο πρόσωπό του. «Και τι θέλεις να πούμε; Τι είναι τόσο σημαντικό που δεν μπορεί να περιμένει ως αύριο;» Ήταν εμφανές ότι είχε όρεξη να με προσβάλλει και να με χλευάσει, όπως τις περισσότερες φορές που μου μίλαγε. «Είναι επείγον, κάτσε» είπα σφιγμένος. Με αγριοκοίταξε, όμως προς έκπληξή μου, έκανε πιο πίσω την καρέκλα μπροστά του και έκατσε στο τραπέζι. «Κρασί!» ούρλιαξε στον αέρα και με την άκρη του ματιού μου είδα τη Ντάνα να τρέχει να του φέρει ένα κύπελο. «Λέγε!» είπε προς τα εμένα, που παρά το ύφος του δεν τρόμαξα. «Θέλω να παντρευτώ!» είπα με τόλμη. Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, ενώ ακόμη και η Ντάνα που άφηνε εκείνη την ώρα την κούπα στον πατέρα μου, χαμογελούσε. Έσφιξα με δύναμη τη δικιά μου κούπα για να μην της ρίξω καμία σφαλιάρα. «Αυτό ήταν λοιπόν!» έκανε ο πατέρας μου βάζοντάς του κρασί. «Και έχεις κάποια συγκεκριμένη;» ρώτησε με κοροϊδευτικό ύφος. «Ναι» απάντησα με τόλμη, «λέγεται Γλαύκη και είναι η κόρη του Αριστόδημου…» «… του απελεύθερου της Αυγούστας» με έκοψε ο πατέρας μου, χωρίς γέλια αυτή τη φορά. «Το… ήξερες;» ρώτησα σαστισμένος. Με κοίταξε με απορία. «Όχι, απλώς ξέρω ποιος είναι ο Αριστόδημος», είπε ενώ έξυνε την μαύρη του γενειάδα. «Δηλαδή, με την κόρη του βλέπεστε;» 97


Νίκος Μπατσιούλας

«Περίπου έναν χρόνο». Ήταν η στιγμή της άρνησής του που είχα σκεφτεί όσην ώρα τον περίμενα. Ετοιμαζόμουν για την επίθεσή μου. «Ναι!» έκανε και σήκωσε την κούπα του προς το μέρος μου με χαμόγελο. «Τι ναι;» απάντησα σαστισμένος. «Να το κάνουμε! Συμφωνώ!» Έμεινα και τον κοίταζα αποσβολωμένος. Ήταν κάτι που από όσα μου είχε δείξει ως τότε δεν το περίμενα. «Αύριο κιόλας πάμε να αγοράσουμε δώρα και να ζητήσουμε από τον Αριστόδημο να μας δει. Τώρα πιες μαζί μου!» Σήκωσα κι εγώ την κούπα μου και ήπια μαζί του, ενώ αισθανόμουν να φεύγει ένα βάρος από το στομάχι μου. Παρόλα αυτά και παρά το κρασί που ήπια, το βράδυ δεν κοιμήθηκα.

Την επόμενη μέρα, τα πράγματα έγιναν όπως μου είχε πει ο πατέρας μου, που ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος. Είχαμε στείλει από το πρωί ένα σκλάβο που είχε, αλλά δεν έμενε στα δωμάτια μαζί μας, για να ζητήσει ακρόαση από τον Αριστόδημο, ο οποίος θα μας δεχόταν την ίδια κιόλας μέρα. Μόλις λάβαμε την απάντηση, κατευθυνθήκαμε προς την αγορά όπου ο πατέρας μου, προς μεγάλη μου έκπληξη ξανά, δεν φειδόταν χρημάτων. Η ημέρα συνεχίστηκε ευχάριστα μέχρι το απόγευμα οπότε φτάσαμε έξω από την πόρτα της οικογένειας της Γλαύκης. Τότε, με θυμήθηκε ξανά αυτός ο βαρύς όγκος που επισκέπτονταν το στομάχι μου και οι παλάμες μου άρ98


Κωνσταντίνος Αύγουστος

χισαν να ιδρώνουν. Ο Αριστόδημος μας υποδέχθηκε με χαμόγελο και καθίσαμε σε τρία ανάκλιντρα που υπήρχαν στον χώρο, ο οποίος ήταν και πιο μεγάλος από τον αντίστοιχο δικό μας και πιο πλούσια διακοσμημένος. Ακόμη, φαίνονταν περισσότερες πόρτες, κάτι που έδειχνε ότι ενώνονταν με περισσότερα δωμάτια. Η Γλαύκη, όλο χαρά, είχε αναλάβει να μας σερβίρει το κρασί, σαν καλή οικοδέσποινα, και εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της, ενώ ο πατέρας μου είχε πιάσει κουβέντα με τον οικοδεσπότη μας. Προσπαθούσα να ακούσω αλλά η παρουσία της δεν με άφηνε, ακόμα και όταν η συζήτηση στράφηκε στον σκοπό της επίσκεψής μας. Τότε μόνο η προσοχή μου στράφηκε προς τα εκεί. Οι δύο πατεράδες συζητούσαν εγκάρδια, σαν να ήθελαν και οι δύο αυτή την ένωση, κάτι που μου έκανε εντύπωση, και δεν άργησαν να τα βρούνε. Σε δεκαπέντε μέρες που ήταν η πρώτη μέρα του χρόνου7 θα γίνονταν ο αρραβώνας μου, στα διαμερίσματα του Αριστόδημου. Στο άκουσμα της είδησης, δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια της Γλαύκης που λαμπύριζαν από ικανοποίηση και από τα δάκρυα χαράς που έτρεχαν ποτάμι από αυτά. Το τραπέζι του αρραβώνα ήταν πλούσιο, εφάμιλλο των υψηλών προσκεκλημένων, φίλων του πατέρα μου και του Αριστόδημου. Εγώ από την πλευρά μου κάλεσα τον Κωνσταντίνο και τον Βασσιανό, οι οποίοι και με τίμησαν με την παρουσία τους κάνοντας τον πατέρα μου, ανεξήγητα, ακόμη πιο χαρούμενο. Μάλιστα, είχε μια μακρά συζήτηση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε γίνει εκείνη τη χρονιά πρώτος τη τάξει τριβούνος και τον οποίο νομίζω ότι δεν 305 μ.Χ.. Η 1η Ιανουαρίου σηματοδοτούσε την αρχή της χρονιάς για τους Ρωμαίους. 7

99


Νίκος Μπατσιούλας

γνώριζε ως εκείνη τη στιγμή. Τις τελευταίες μέρες, από τότε που του είχα πει για τη Γλαύκη, έβλεπα έναν άλλον άνθρωπο, τον πατέρα που πάντα ήθελα να έχω. Η χαρά δε όλων μας μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, όταν η ίδια η Αυγούστα με την κόρη τους, τη γυναίκα του Καίσαρα της Ανατολής, ήρθαν για να μας ευχηθούν. Μοναδική παραφωνία στο γιορτινό κλίμα ήταν ένας από τους καλεσμένους του πατέρα μου, ο Μαξιμίνος Δάιας, που είχα γνωρίσει την πρώτη μέρα μου στη Νικομήδεια, ο οποίος κάθονταν στην άκρη του τραπεζιού και έπινε κακόκεφα. Δίπλα του ήταν οι υπόλοιποι της παρέας του πατέρα μου εκείνη τη μέρα, ο Σέβηρος και ο Λικίνιος, οι οποίοι αν και δεν ήταν όπως ο φίλος τους, φαίνονταν τουλάχιστο σκεπτικοί. Μετά τον αρραβώνα μου με τη Γλαύκη, όπως ήταν φυσικό, δεν είχαμε λόγο να κρυβόμαστε και πλέον μπορούσαμε να συναντιόμαστε τακτικά. Βρισκόμασταν είτε στα δωμάτιά της, είτε σε αυτά του πατέρα μου, ο οποίος είχε διατάξει τις σκλάβες του να είναι πάντοτε ντυμένες και εξυπηρετικές σε κάθε μας επιθυμία. Ο γάμος μας είχε προγραμματιστεί για τα τέλη Μαΐου, οπότε και θα μετακομίζαμε σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Αριστόδημος κοντά στο φόρουμ της Νικομήδειας. Η προίκα της μέλλουσας γυναίκας μου και τα χρήματα που θα μου έδινε ο πατέρας μου θα μας εξασφάλιζαν μια άνετη ζωή, ενώ θα με διατηρούσαν και στην τάξη των ιππέων του αυτοκρατορικού στρατού. Ήταν μια μέρα κοντά στις αρχές του Απριλίου και ήμασταν με τη Γλαύκη στα δωμάτια του πατέρα της. Ήμουν κουρασμένος από τις στρατιωτικές ασκήσεις που έκανα όλη μέρα με τη μονάδα μου αλλά και ανήσυχος για την επικείμενη εκστρατεία που σχεδιάζονταν 100


Κωνσταντίνος Αύγουστος

εναντίον των Σαρματών στα βορειοανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Θα ήταν η πρώτη μου εκστρατεία και φοβόμουν πολύ, κάτι που με κόπο προσπαθούσα να κρύψω από τη Γλαύκη, η οποία φαίνονταν να μην έχει καταλάβει κάτι και φλυαρούσε ακατάπαυστα για τη μελλοντική μας ζωή. Η συνεχής της ομιλία κατάφερε να με χαλαρώσει και να μου φτιάξει τη διάθεση. «Δεν σου φαίνεται περίεργο που τελικά θα παντρευτούμε;» τη διέκοψα με χαμόγελο. Η αλήθεια είναι, μα τον Δία, ότι δίπλα της ήμουν τόσο ευτυχισμένος και κατάφερνε να με χαλαρώσει τόσο εύκολα, που δυσκολευόμουν ακόμα να πιστέψω την τύχη μου. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που εκφράστηκα έτσι μπροστά της. Με κοίταξε για λίγο με τα γλυκά της μάτια και με το δεξί της χέρι χάιδεψε το κεφάλι μου στοργικά, ενώ εγώ απολάμβανα το χάδι της. «Γλυκέ μου Αβλάβιε» ξεκίνησε απαλά, «δεν έχεις καταλάβει τίποτα, τελικά;» Έσμιξα τα φρύδια μου γεμάτος απορία. «Εδώ και καιρό υπάρχουν έντονες φήμες ότι ο Διοκλητιανός, μετά και από την αρρώστιά του, θα παραιτηθεί του αξιώματός του και θα αποσυρθεί. Μάλιστα, για αυτόν τον λόγο έχει ετοιμάσει και ένα παλάτι κοντά στην γενέτειρά του, στη Δαλματία. Και μαζί με αυτόν θα αναγκάσει και τον Μαξιμινιάνο να κάνει το ίδιο». «Και τι σχέση έχουν οι Αύγουστοι με εμάς;» τη διέκοψα. «Περίμενε λίγο, μικρέ μου, και θα σου πω» έκανε στοργικά, σα να εξηγούσε σε ένα παιδάκι. «Όπως ξέρεις το σύστημα διακυβέρνησης που έχει εφαρμόσει ο Διοκλητιανός, περιλαμβάνει από έναν Αύγουστο σε ανατολή και δύση, οι οποίοι έχουν ο καθένας έναν καίσαρα. Ο 101


Νίκος Μπατσιούλας

Διοκλητιανός με την παραίτησή του, θέλει να αποτρέψει πολέμους και συγκρούσεις που γίνονταν στο παρελθόν, έτσι ώστε να υπάρχει μια ομαλή διαδοχή για το καλό της αυτοκρατορίας. Όπως καταλαβαίνεις, η λογική λέει ότι οι δύο νέοι Αύγουστοι θα είναι οι τωρινοί Καίσαρες, ο Κωνστάντιος Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Όλο λοιπόν το παιχνίδι γίνεται στο ποιος θα διαδεχθεί τους Καίσαρες». «Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω» έκανα. Η Γλαύκη μου έκανε νόημα με το χέρι της να σταματήσω. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε ο πατέρας της που επέστρεψε από τις δουλειές του. Σηκώθηκα όρθιος και τον χαιρέτισα με σεβασμό και γύρισα στη θέση μου κοντά στη Γλαύκη. Εκείνη συνέχισε χαμηλόφωνα: «Χαζούλη μου, μέσα στους υποψήφιους Καίσαρες είναι και ο πατέρας σου!» Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα και δεν είχα καταλάβει ότι ο πατέρας μου ήταν τόσο ψηλά στην ιεραρχία της αυλής. «Για τον πατέρα σου αποτελούσες ένα πρόβλημα από τη στιγμή που ήρθες, επειδή δεν σε θεωρεί ικανό. Όμως με το γάμο μας βρήκε την ευκαιρία να του φανείς χρήσιμος, αφού, όπως ξέρεις, ο δικός μου πατέρας είναι πολύ κοντά στην Αυγούστα Πρίσκα και πολύ περισσότερο στην κόρη της, τη Βαλέρια, που, ως γυναίκα του Γαλέριου, θα είναι η μελλοντική Αυγούστα της Ανατολής. Έτσι λοιπόν, ο πατέρας σου κερδίζει την εύνοια της Βαλέριας και τη συμπαράστασή της για να αναλάβει Καίσαρας». «Εσύ με θεωρείς ικανό;» ρώτησα γιατί τα λόγια που είχε πει για την άποψη του πατέρα μου για εμένα, μου είχαν καρφωθεί στο μυαλό, ό,τι και αν έλεγε μετά! 102


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Εγώ σε αγαπάω» ήταν η άμεση απάντησή της, «και κανένας δεν ξέρει για πόσα πράγματα είσαι ικανός, παρά μόνο εγώ!» «Και ο πατέρας σου τι έχει να κερδίσει» ρώτησα καθησυχασμένος. «Μα φυσικά έναν μεγάλο σύμμαχο, τον Καίσαρα της ανατολικής αυτοκρατορίας». «Και εμείς είμαστε απλώς πιόνια σε όλα αυτά» έκανα σκεπτικός. «Εμείς», απάντησε η Γλαύκη, «εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση προς όφελός μας… και όταν θα έρθει η ώρα, θα πάρεις και εσύ τη θέση που σου αξίζει». Διάφορες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου, τόσο για τα πολιτικά παιχνίδια του παλατιού, όσο και για τις διαφαινόμενες φιλοδοξίες της Γλαύκης. «Ποιοι άλλοι είναι υποψήφιοι Καίσαρες;» ρώτησα τελικά. «Εκτός από τον πατέρα σου, σχεδόν σίγουρο είναι ότι Καίσαρας θα αναλάβει ο φίλος σου, ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού, ο Κωνσταντίνος, ενώ πάρα πολλές πιθανότητες συγκεντρώνει και ο γιος του Αύγουστου Μαξιμιανού, ο Μαξέντιος. Κατά τα άλλα, επίσης υποψήφιοι θεωρούνται οι, ας τους πούμε, φίλοι του πατέρα σου Μαξιμίνος Δάιας και Σέβηρος, καθώς και ο πατέρας του άλλου φίλου σου του Βασσιανού». «Δεν είναι φίλος μου» τη διέκοψα. «Ώστε γι’ αυτό χάρηκε ο πατέρας μου στον αρραβώνα μας, που είχε έρθει ο Κωνσταντίνος» σκέφτηκα φωναχτά. «Και μιλάγανε πόση ώρα» συμπλήρωσε η Γλαύκη με νόημα. «Μα καλά, εσύ πώς τα ξέρεις αυτά;» ήταν η τελευταία μου απορία. 103


Νίκος Μπατσιούλας

«Κρυφακούω από αυτά που λέει ο πατέρας μου. Άλλωστε, η δουλειά του είναι να συμβουλεύει την Πρίσκα και τη Βαλέρια. Όσα περισσότερα ξέρει, τόσο καλύτερες συμβουλές μπορεί να τους δώσει… και αυτό είναι που μας κρατάει ακόμα εδώ και ζωντανούς». Τα τελευταία της λόγια με τρόμαξαν και μου γέννησαν ακόμα περισσότερες απορίες. Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω, αφού όπως φαίνονταν ήταν η μέρα που θα λύνονταν όλα, όταν κάποιος χτύπησε την εξωτερική πόρτα με δύναμη. Με μιας γυρίσαμε όλοι τα βλέμματα μας κατά ‘κει. Το χτύπημα ακούστηκε άλλη μια φορά και πριν προλάβει κάποιος να αντιδράσει μπήκε στο δωμάτιο μια ομάδα στρατιωτών, όπως κάναμε και εμείς όταν ψάχναμε για χριστιανούς. Επικεφαλής ήταν μια γνωστή φυσιογνωμία, ο Μαξιμίνος Δάιας. «Έχουμε πληροφορίες ότι σε αυτά τα δωμάτια βρίσκονται χριστιανοί, εχθροί της αυτοκρατορίας» είπε με σταθερή φωνή και βλοσυρό ύφος. Ο πατέρας της Γλαύκης πλησίασε τον Δάια, με έναν ελαφρύ εκνευρισμό. Όλοι οι άλλοι σηκωθήκαμε όρθιοι. «Έχουμε ήδη θυσιάσει στους θεούς» μίλησε ήρεμα ο Αριστόδημος «ορίστε και τα πιστοποιητικά μας» και έδωσε στον Δάια τις περγαμηνές. Εγώ με τη σειρά μου έτεινα και το δικό μου πιστοποιητικό προς το μέρος του επιδεικτικά, κάνοντάς τον να μου απαντήσει με μια επιτιμητική ματιά. «Κυκλοφορούν πολλά πλαστά πιστοποιητικά» συνέχισε ο Μαξιμίνος Δάιας «και με τη δύναμη που μας δίνει ο Αύγουστος Διοκλητιανός, μπορούμε να ζητήσουμε να κάνετε επαναληπτική θυσία». Η επιμονή του με έβαλε σε σκέψεις και συνοφρυώθη104


Κωνσταντίνος Αύγουστος

κα. Τόσο καιρό κι εμείς κάναμε ελέγχους, αλλά αν κάποιος είχε το πιστοποιητικό του δεν τον αναγκάζαμε να αποδείξει εκ νέου την πίστη του, αν και είχαμε τη δύναμη. Γύρισα προς το μέρος της Γλαύκης και την είδα και αυτή συννεφιασμένη. «Πολύ μεγάλη επιμονή δείχνεις Μαξιμίνε Δάια» είπα εγώ αυτή τη φορά, με πρωτοφανές θάρρος, «αφού σου δείξαμε τα πιστοποιητικά μας». Γύρισε προς το μέρος μου, ενώ παράλληλα έπιανε μια κούπα από το τραπέζι με λίγο κρασί. «Τι σε πειράζει Αβλάβιε, γιε του Νικάτωρα; Δεν έχετε να κάνετε παρά μια σπονδή στους θεούς και τον Αύγουστο και ο γραμματέας από εδώ» έκανε δείχνοντας με το χέρι που κρατούσε το κρασί, έναν σκλάβο με σύνεργα γραφής πίσω του «θα σημειώσει το λάθος μας και θα φύγουμε». «Πώς τολμάς;» έκανε ο Αριστόδημος, που είχε έρθει δίπλα μου, εκνευρισμένος, αλλά ο Μαξιμίνος Δάιας τον έκοψε, βάζοντας το κύπελλο με το κρασί σχεδόν στο πρόσωπό του. Ο πατέρας της Γλαύκης δεν έκανε κάποια κίνηση να την πάρει, ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο από τον θυμό. Ο Μαξιμίνος Δάιας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του έφερε το κύπελλο μπροστά μου, αλλά ούτε και εγώ έκανα κάποια κίνηση. Έτσι όπως ήταν, με προτεταμένο το χέρι προς τα εμάς, άρχισε να βάζει το κύπελλο μια μπροστά από εμένα και μια μπροστά από τον μέλλοντα πεθερό μου. «Κανείς;» ρώτησε. «Μάλλον, θα πρέπει να σας συλλάβω όλους». Τα νεύρα μου είχαν τεντώσει, ήξερα ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. «Ας τελειώνουμε με αυτή τη φάρσα» έκανα και άρπαξα το κύπελλο. 105


Νίκος Μπατσιούλας

Είπα τα λόγια μου, έκανα τη σπονδή και ενώ χαμογελούσα με νόημα στα μούτρα του, έτεινα το χέρι μου προς τα πίσω, προς την μεριά της Γλαύκης. Το χαμόγελό μου έσβηνε όμως κάθε στιγμή που περνούσε και το κύπελλο παρέμενε στα χέρια μου. Γύρισα ανήσυχα προς την πλευρά της Γλαύκης, που με κοίταζε με δάκρυα στα μάτια και ένα βλέμμα που μου έμπηξε εκατό μαχαιριές στην καρδιά. Ένιωθα τα πόδια μου να μην με κρατάνε. «Πάρτε τους!» άκουσα τον Δάια να διατάζει τους άντρες του. Είχα μείνει παράλυτος, δεν μπορούσα να αντιδράσω, να φωνάξω, να κάνω τίποτα. Ένιωσα δύο χέρια να με τραβάνε και αμέσως τη φωνή του Δάια: «Όχι αυτόν! Όλους τους άλλους». Η μόνη μου αντίδραση ήταν να σηκώσω το χέρι μου προς τη Γλαύκη, την ώρα που την έπαιρνε ένας στρατιώτης και εκείνη μου ψιθύριζε «σ’ αγαπάω». Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου και με επανέφερε στην πραγματικότητα από την κατάσταση λήθαργου που βρισκόμουν. Ήταν ο Μαξιμίνος Δάιας. «Ωραία γυναίκα θα είχες γιε του Νικάτωρα. Παρθένα είναι; Θα το διαπιστώσω όταν θα την ανακρίνω… προσωπικά!» Γύρισα προς το μέρος του και έκανα μια κίνηση να τον χτυπήσω, όμως ήταν σαν να το περίμενε και μου έριξε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Όλα μαύρισαν και ένιωσα να πέφτω κάτω, ακούγοντας μόνο μια κραυγή της Γλαύκης μου. Όταν ξύπνησα ήμουν γεμάτος αίματα. Η γροθιά του Δάια πρέπει να μου είχε σπάσει τη μύτη και ο πόνος ήταν αφόρητος. Έκανα λίγη ώρα να καταλάβω που βρι106


Κωνσταντίνος Αύγουστος

σκόμουν, όταν πετάχτηκα όρθιος παρά τον πόνο. Έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να προλάβω! Άρχισα να τρέχω προς τα δωμάτιά μας και όταν έφτασα άνοιξα με βιάση την πόρτα. Ο πατέρας μου ήταν μέσα, φαίνονταν σαν να είχε μόλις μπει. Αμέσως σηκώθηκε όρθιος. «Τι έγινε;» με ρώτησε. «Την πήραν!» φώναξα ενώ πήγαινα προς την κρυψώνα που είχα τα χρήματά μου. «Ποιος;» «Ο Δάιας. Ήταν χριστιανοί!» κοντοστάθηκα ενώ ετοιμαζόμουν να βγω με όλα μου τα χρήματα. «Το αρχίδι!» αναφώνησε ο πατέρας μου. «Δεν περίμενα να φτάσει εκεί!» Με τις τελευταίες αυτές λέξεις του στα αφτιά μου, ξεχύθηκα στο διάδρομο. Δηλαδή ο πατέρας μου ήξερε ότι η Γλαύκη και η οικογένειά της ήταν χριστιανοί! Εκείνη όμως την ώρα δεν είχα καιρό για τέτοιες σκέψεις, έπρεπε να προλάβω τον άνθρωπο που οδηγούσε την αγαπημένη μου στη φυλακή. Ήλπιζα να είναι κάποιος σαν εμένα, να δεχόταν τα χρήματα που θα του έδινα, να την έπαιρνα και να φεύγαμε μακριά. Έφτασα έξω από τη φυλακή χωρίς να τους συναντήσω στον δρόμο. Ο φρουρός της πύλης ήταν γνωστός μου και τον ρώτησα. Τους είχε φέρει ο ίδιος ο Μαξιμίνος Δάιας και είχε δώσει εντολή να μην μπει κανένας. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, δεν ήξερα τι να κάνω. Παρακάλεσα τον φρουρό να μου ανοίξει, όμως εκείνος δεν με άφησε ακόμα και όταν του πρόσφερα χρήματα. Με παρακάλεσε να μην τον πιέσω γιατί ο Δάιας του είχε υποσχεθεί ότι θα τον σφάξει και αυτόν και την οικογένειά του αν με άφηναν. Άρχισα να τραβάω τα μαλλιά μου 107


Νίκος Μπατσιούλας

και να συνεχίζω να τον παρακαλάω και να τον απειλώ, όσο οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν και η ζαλάδα από το χτύπημα στο πρόσωπο υπερίσχυε. Δεν ξέρω πόση ώρα μετά φάνηκε ο πατέρας μου με δύο έμπιστους στρατιώτες του. Μου πέταξαν έναν κουβά νερό στο πρόσωπο και με συνέφεραν κάπως, ενώ διέταξε τον φρουρό με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση να ανοίξει. Εκείνος υπάκουσε διστακτικά και ξεχυθήκαμε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της φρίκης, συνοδεία κραυγών απελπισίας των κρατουμένων. Πρώτα εντοπίσαμε τον Αριστόδημο που ήταν ακόμα ζωντανός, αν και σε κακό χάλι. Ήταν πεταμένος σε ένα κελί, ξαπλωμένος στο πάτωμα, ένας μπόγος από κόκαλα, σάρκες και αίμα. «Δεν θα προλάβουμε» σφύριξε ο πατέρας μου και εντείναμε την αναζήτηση. Μετά από λίγη ώρα που μου φάνηκε αιώνες, τη βρήκαμε. Την είχαν ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι και κολυμπούσε στα αίματα. Ο Δάιας ήταν δίπλα της και εκείνη την ώρα σκουπίζονταν. Εγώ έτρεξα προς το μέρος της, ήθελα να την αγκαλιάσω, να την φιλήσω, η Γλαύκη μου έπρεπε να ζούσε! Δύο στρατιώτες του Δάια μου έκοψαν τον δρόμο και αμέσως οι στρατιώτες του πατέρα μου έκαναν να με υπερασπιστούνε. «Φίλε μου Νικάτωρα» μίλησε πρώτος ο Δάιας, με προσποιητή ευγένεια, ενώ έκανε νόημα στους στρατιώτες του να ηρεμήσουν, «σε γλύτωσα από ένα μεγάλο κακό! Ο μέλλων πεθερός σου και όλη η οικογένειά του ήταν χριστιανοί και σύμφωνα με τον Αύγουστο, εχθροί της Ρώμης! Τα ομολόγησαν όλα και ακόμα και με τα απαραίτητα βασανιστήρια, δεν δήλωσαν πίστη στους παραδοσιακούς μας θεούς!» 108


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Ο πατέρας μου έμεινε ασάλευτος όσο εγώ πλησίασα επιτέλους την αγαπημένη μου. Πώς την είχαν κάνει… Έπιασα το ματωμένο κεφάλι της απαλά και τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν καυτά δάκρυα. «Κρίμα, ούτε η μέλλουσα νύφη σου δήλωσε πίστη στους θεούς» συνέχισε ο Δάιας «και δυστυχώς υπέκυψε στα τραύματα από τα βασανιστήρια…» Γύρισα προς το μέρος του, έτοιμος να του ορμήξω, όμως τα χέρια του πατέρα μου με γράπωσαν και με ακινητοποίησαν. Ο Δάιας πλησίασε προς το μέρος μου, έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Τελικά ήταν παρθένα η πουτανίτσα σου! Δεν γαμάς καθόλου Αβλάβιε;» Έκανα μια κίνηση να τον χτυπήσω, αλλά η λαβή του πατέρα μου δεν με άφησε. Έτσι είδα μόνο την πλάτη του, καθώς έφευγε γελώντας. «Πάμε γιε μου, παίξαμε και χάσαμε» άκουσα τον πατέρα μου να λέει και λιποθύμησα.

Ο θάνατος της Γλαύκης με καταρράκωσε. Με την ανοχή του πατέρα μου, αλλά και του Κωνσταντίνου που ήρθε και με επισκέφθηκε μια φορά, περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου σε μια γωνιά, καθισμένος κάτω, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες κρασιού και ελάχιστο φαγητό. Βγήκα έξω περίπου έναν μήνα μετά, όχι επειδή ήθελα, αλλά επειδή με ανάγκασαν. Οι φήμες που μου είχε αναφέρει η Γλαύκη βγήκαν αληθινές και ο Διοκλητιανός την 1η Μαΐου αποφάσισε να παραδώσει την πορφύρα του Αυγούστου στον Γαλέριο, ωθώντας και τον 109


Νίκος Μπατσιούλας

Μαξιμιανό να κάνει το ίδιο με τον Κωνστάντιο Χλωρό στα Μεδιόλανα. Όλο το στράτευμα και οι αξιωματούχοι ήταν μαζεμένοι στην κεντρική πλατεία του παλατιού. Είχαμε παραταχθεί και μπροστά μας, σε ένα υπερυψωμένο βάθρο ήταν ο Διοκλητιανός, η Αυγούστα Πρίσκα, ο Καίσαρας και επόμενος Αύγουστος Γαλέριος με τη γυναίκα του Βαλέρια. Πίσω τους στεκόταν ο πατέρας μου, ο Μαιξιμίνος Δάιας, ο Λίκινος και διάφοροι άλλοι. Έτσι και αλλιώς η θύμηση της Γλαύκης ήταν στο μυαλό μου, στη θέα όμως όλων αυτών η ανάμνηση των χειρότερων στιγμών της ζωής μου, ζωντάνεψε ξανά μπροστά μου. Σφίχτηκα και κρατήθηκα με το ζόρι να μην ορμήξω σε αυτόν τον μπάσταρδο τον Δάια! Το χέρι του Κωνσταντίνου, που ήρθε δίπλα μου, έσφιξε το μπράτσο μου, ενώ οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Προσπάθησα να ηρεμήσω όσο κοίταγα τον φίλο μου να παίρνει τη θέση του στην παράταξή μας, ως επικεφαλής. Σήμερα, όλα έδειχναν ότι θα ήταν η μεγάλη του μέρα. Το τελετουργικό είχε ξεκινήσει και ο Διοκλητιανός είχε παραδώσει την πορφύρα του Αυγούστου στον Γαλέριο. Πλέον έμενε να ακούσουμε τους νέους Καίσαρες, και τα ονόματα αυτών Μαξιμίνος Δάιας και Σέβηρος! Μάλιστα ο Σέβηρος, κατ’ εντολή του Διοκλητιανού, ήταν ήδη στα Μεδιόλανα για να αναλάβει Καίσαρας. Έβλεπα τον Μαξιμίνο Δάια, τον άνθρωπο που μίσησα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, να πλησιάζει τον νέο Αύγουστο Γαλέριο, να προσκυνάει και να παίρνει στα χέρια του την πορφύρα του αξιώματός του. Πίσω του, ο πατέρας μου με σφιγμένο πρόσωπο, τα μάτια του ίσα που φαίνονταν. Ασυναίσθητα, η ματιά μου πήγε στον Κωνσταντίνο. Λόγω ύψους με δυσκολία τον διέκρινα και 110


Κωνσταντίνος Αύγουστος

αφού όλοι είχαν αρχίσει να διαλύονται σε γιορτινό κλίμα, τον πλησίασα. Ήταν ακίνητος και με γυάλινο βλέμμα κοιτούσε το βάθρο στο οποίο έπρεπε να είναι εκείνος και όχι ο Δάιας. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του και αυτός απλώς έσφιξε περισσότερο τα χείλη. Εκείνη την ώρα ήρθε κοντά μας και ο πατέρας μου. «Πάμε» τους είπα και κατευθυνθήκαμε σε μια απομονωμένη ταβέρνα. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα έξω με τον πατέρα μου και τον Κωνσταντίνο, ο οποίος γενικά δεν έπινε, όμως εκείνη τη μέρα έκανε μια εξαίρεση. Σε αντίθεση με το γιορτινό κλίμα γύρω μας, εμείς πίναμε σιωπηλοί, στεναχωρημένοι, θρηνώντας, οι δύο τους τη δόξα και την εξουσία που δεν απέκτησαν, και εγώ την αγάπη που έχασα.

Μετά την εκλογή των νέων Καισάρων και τις ανακατατάξεις στην διοίκηση της αυτοκρατορίας δεν έμεινα πολύ καιρό στην Νικομήδεια, αφού ξεκινήσαμε για την προγραμματισμένη εκστρατεία εναντίον των Σαρματών. Ο φόβος που είχα πριν λίγους μήνες στη σκέψη και μόνο του πολέμου δεν υπήρχε πια, δεν με ένοιαζε αν θα ζούσα ή όχι. Οι συνεχείς πορείες, οι υποχρεώσεις στο στράτευμα και η κούραση δεν με άφηναν να σκεφτώ, πέρναγαν και μέρες που η Γλαύκη έρχονταν μόνο στιγμιαία στο μυαλό μου. Όσο ελεύθερο χρόνο είχα, τον πέρναγα με τον Κωνσταντίνο και τον Βασσιανό, όταν ο πρώτος δεν είχε υποχρεώσεις σε κάποιο πολεμικό συμβούλιο. Πάντως, όσο πλησιάζαμε στον Δούναβη, το σύνορο της αυτοκρατορίας, απ’ όπου μετά εκτείνονταν οι περι111


Νίκος Μπατσιούλας

οχές των Σαρματών, ο Κωνσταντίνος γίνονταν όλο και πιο νευρικός. Οι Σαρμάτες ταλαιπωρούσαν όλη την προηγούμενη χρονιά με επιδρομές τις επαρχίες της Δακίας και της Μοισίας και ο αυτοκρατορικός στρατός είχε σκοπό να τους δώσει ένα μάθημα. Παίζαμε κρυφτό μέρες, χωρίς να έχουμε δώσει κάποια μάχη, κάτι που μεγάλωνε τον εκνευρισμό μας. Ήταν ένα βροχερό καλοκαίρι και σε συνδυασμό με τον Δούναβη, που λόγω μεγέθους ήταν αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην εκστρατεία, ήμασταν συνεχώς μουλιασμένοι και εγώ προσωπικά νοστάλγησα για πρώτη φορά τη Γόρτυνα και τα ζεστά της καλοκαίρια. Όταν επιτέλους οι Σαρμάτες αποφάσισαν να μας αντιμετωπίσουν ήταν τα μέσα του υποτιθέμενου, βόρειου καλοκαιριού. Είχαμε ετοιμαστεί και περιμέναμε εντολές από τον Κωνσταντίνο που βρισκόταν στο πολεμικό συμβούλιο. Ο φόβος μου είχε επανέλθει αλλά όπως παρατηρούσα τους υπόλοιπους, που μερικοί είχαν λάβει μέρος και σε άλλες εκστρατείες και μάχες, έπαιρνα θάρρος, αφού όλων τα πρόσωπα ήταν σφιγμένα, ενώ άλλοι ξερνούσαν ή έτρεμαν. Όταν ο Κωνσταντίνος επέστρεψε, το βλέμμα του πέταγε φωτιές από τον εκνευρισμό. «Θα χτυπήσουμε εκεί!» έδειξε σε μένα και τον Βασσιανό, που ήμασταν δίπλα του εκείνη τη στιγμή. Δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος στρατιωτική ιδιοφυία για να καταλάβει ότι το μέρος που θα χτυπούσαμε ήταν τελείως ακατάλληλο για έφοδο ιππικού. Ήταν μονάδες δορατοφόρων, άρα ικανών μονάδων για μάχη εναντίον έφιππων, που συνεπικουρούνταν από το βαρύ ιππικό των Σαρματών, προφανώς τους σωματοφύλακες 112


Κωνσταντίνος Αύγουστος

κάποιου στρατηγού τους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι μπροστά από όλους αυτούς τους υπεράριθμους εχθρούς, εκτείνονταν ένας τεράστιος βάλτος, κάνοντας το έργο μας ακόμα πιο δύσκολο. Ο εκνευρισμός όλων μεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. «Θέλει να με σκοτώσει… τουλάχιστον ένδοξα» μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος. «Αλλά δεν θα του κάνω το χατίρι». Κατάλαβα ότι εννοούσε τον Γαλέριο, που από τη μια ήθελε τον Κωνσταντίνο στην αυλή του για να μπορεί να ελέγχει κάπως τον έτερο Αύγουστο, Κωνστάντιο Χλωρό, και από την άλλη δεν θα τον πείραζε να φύγει και τελείως από τη μέση. Άλλωστε, ο Κωνσταντίνος ήταν ήδη αγαπητός, όχι μόνο στη μονάδα που ηγούνταν, αλλά και σε ολόκληρο το στράτευμα. «Ρωμαίοι!» βροντοφώναξε ο Κωνσταντίνος. «Φίλοι μου! Οι θεοί είναι μαζί μας! Για τη νίκη και τη δόξα!» Ακούσαμε το σάλπισμα που σήμανε επίθεση και ξεκινήσαμε φωνάζοντας, ο καθένας ό,τι ήθελε. Εγώ έβλεπα την καθαρή αυτοκτονία που εμπεριείχε το σχέδιο επίθεσής μας και αισθανόμουν τον κρύο ιδρώτα να κολλάει στον χιτώνα που φορούσα κάτω από την πανοπλία μου, στο δέρμα μου. Όσο πλησιάζαμε τους εχθρούς μας, μπορούσα να διακρίνω όλο και πιο καθαρά τα πρόσωπά τους, τα οποία στην αρχή ήταν έκπληκτα που έβλεπαν το ιππικό μας να κατευθύνεται προς τον βάλτο και στη συνέχεια χαρούμενα, για την εύκολη λεία και τα σπάνια λάφυρα που τους προσφέρονταν. Κατευθυνόμασταν εναντίον τους με ταχύτητα, μέχρι να συναντήσουμε το βάλτο. Τα άλογά μας άρχισαν να αντιδρούν εκνευρισμένα, όμως συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα εμπρός. Και τότε άρχισαν να πέφτουν τα βέλη και οι πέτρες, βρο113


Νίκος Μπατσιούλας

χή. Εγώ, όπως και οι υπόλοιποι, είχα κρυφτεί πίσω από την εξαγωνική μου ασπίδα και προσπαθούσα να φτάσω στο τέλος του βάλτου, όπου μας περίμενε ένα δάσος από λόγχες και το ιππικό του εχθρού έτοιμο να μας αποτελειώσει. Ο φόβος είχε κυριεύσει για τα καλά το μυαλό μου, ήθελα να ξεράσω και το έκανα όσο είχα το κεφάλι μου πίσω από την ασπίδα, ενώ το κορμί μου άρχισε να τρέμει. Μια πέτρα με βρήκε στο πόδι μου, στο ακάλυπτο σημείο, και στον φόβο, προστέθηκε και ο αφόρητος πόνος. Λίγοι από εμάς πέσανε, οι περισσότεροι συνέχιζαν. Όταν φτάσαμε στους αντίπαλους πεζούς, δεν είχαμε πια την ορμή που θα απαιτούνταν για να τους διασπάσουμε και μας όρμηξαν με τις λόγχες προτεταμένες. Πρόλαβα να χτυπήσω έναν με τη δικιά μου λόγχη, ίσως και να τον σκότωσα, πριν μια δεύτερη πέτρα χτυπήσει με δύναμη το κράνος μου και με πετάξει κάτω. Στην προσπάθειά μου να πετύχω τον αντίπαλο, είχα αφήσει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του σώματός μου, μαζί και το κεφάλι μου, και το πλήρωσα. Ξύπνησα όταν όλα είχαν τελειώσει. Με είχαν μεταφέρει στις σκηνές με τους τραυματίες και οι υπηρέτες του Ασκληπιού περιποιούνταν τις πληγές μου. Το πόδι μου είχε πάρει ένα μπλαβί χρώμα και είχε πρηστεί, ενώ με πονούσε και το δεξί μου χέρι που μάλλον θα χτύπησα κατά την πτώση μου από το άλογο. Το χτύπημα στο κεφάλι, που με είχε ρίξει, δεν μπορούσα να το δω, αλλά το καταλάβαινα, αφού αισθανόμουν πόνο ακόμη και σε κάθε μικρό μορφασμό ή κίνηση του προσώπου μου. Άλλωστε, μου άφησε κληρονομιά μια άσχημη ουλή στο μέτωπο δεξιά, η οποία όσο και αν με εκνεύριζε, έδειχνε σε όλους ότι ήμουν ένας Ρωμαίος που είχε πολεμήσει για την αυτοκρατορία. 114


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Η μάχη είχε τελειώσει χαρίζοντας ακόμα μια μεγαλειώδη νίκη στη Ρώμη. Η δική μου ομάδα, παρά τη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί, είχε καταφέρει να διασπάσει τους λογχοφόρους του εχθρού και στη συνέχεια να χτυπήσει και τους ιππείς τους, τους οποίους ανάγκασε σε φυγή. Πριν γίνει αυτό, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος πολέμησε σαν θηρίο, είχε προκαλέσει τον αντίπαλο αρχηγό που εκτός από αρχηγός της ομάδας που χτυπούσαμε, έτυχε να είναι και ένας από τους πιο σημαντικούς στρατηγούς του εχθρού, και μάλιστα ευγενικής καταγωγής. Η μονομαχία βρήκε νικητή τον φίλο μου και του έδωσε μεγάλη δόξα και φήμη, όπως άλλωστε και το κατόρθωμα να οδηγήσει την ομάδα του στη νίκη, αντί στον βέβαιο θάνατο. Όλο το στράτευμα μιλούσε για αυτόν, αναμφίβολα είχε πολεμήσει με περισσότερη ανδρεία και θάρρος από όλους μας. Οι μέρες που πέρασα στις σκηνές με τους τραυματίες ήταν μέρες απραξίας και κάθε άλλο παρά καλό μου έκαναν. Ζαλιζόμουν συνέχεια, ψηνόμουν στον πυρετό και όταν δεν κοιμόμουν έρχονταν συνέχεια στο μυαλό μου σκηνές από τη ζωή μου και κυρίως η Γλαύκη, αλλά και ο φόβος που ένιωσα κατά τη διάρκεια της μάχης. Έτσι, άρχισα να είμαι συνεχώς δύσθυμος και να βλέπω εφιάλτες. Μοναδική όαση ήταν ο Κωνσταντίνος που έρχονταν αρκετά συχνά για να με επισκεφθεί και να μου μιλήσει.

Στις αρχές του φθινοπώρου, επιστρέψαμε στη Νικομήδεια. Εγώ είχα επανέλθει στις υποχρεώσεις μου έναν μήνα πριν, κατά τη διάρκεια του γυρισμού, κάτι που με είχε βοηθήσει να αρχίσω να ξεχνάω τα προβλήματά μου 115


Νίκος Μπατσιούλας

ξανά. Η αποστολή της εκστρατείας είχε πετύχει και ο Αύγουστος Γαλέριος περίμενε τα νικηφόρα στρατεύματά του για να γιορτάσει την κατατρόπωση των εχθρών του. Η πόλη είχε ντυθεί στα γιορτινά της και μας περίμενε. Εγώ, δεν μπορώ να πω ότι αισθανόμουν κάτι ιδιαίτερο που επέστρεφα στην πόλη που είχα περάσει ενάμιση χρόνο από τη ζωή μου. Η Νικομήδεια δεν ήταν το σπίτι μου και μου έφερνε μελαγχολία με τη θύμηση της Γλαύκης. Ήμουν όμως περίεργος να δω και πάλι τον πατέρα μου, ο οποίος στέκονταν πίσω από τον Γαλέριο, όταν ο τελευταίος χαιρετούσε τους στρατιώτες του κατά την είσοδό τους στην πόλη. Τελικά τον συνάντησα μετά το τέλος της παρέλασης, όπου με υποδέχθηκε με ένα πρωτόγνωρο χαμόγελο. Η αλήθεια είναι ότι μετά από την ιστορία με τη Γλαύκη οι σχέσεις μας είχαν καλυτερέψει, δεν με πρόσβαλε και δεν με αγνοούσε. «Πάμε να πιούμε κάτι, να μου πεις πώς πέρασες!» ήταν τα πρώτα του λόγια. Δέχθηκα και κατεβήκαμε σε μια από τις παλιές μου γνώριμες ταβέρνες του λιμανιού. Ήπιαμε και φάγαμε μέχρι σκασμού και ο πατέρας μου κοίταζε όλο περηφάνια την ουλή στο κεφάλι μου. Γυρίσαμε αργά το βράδυ στα δωμάτιά του και εκεί μας περίμεναν η Σεραφία με τη Ντάνα, γυμνές αφού, κατά τα φαινόμενα, ο πατέρας μου είχε επανέλθει ξανά στις παλιές του συνήθειες. Έπεσα ζαλισμένος για ύπνο, ενώ στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς οι δύο σκλάβες. Ο ερωτικός πόθος μου είχε ξανάρθει τόσους μήνες μετά. Ξάπλωσα στη σκοτεινή γωνιά μου και έφερα το χέρι στο πουλί μου. Όμως πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, το χέρι της Ντάνας άρχισε να με χαϊδεύει. Δέχθηκα το δώρο του πατέρα μου και χώθηκα στα μεγάλα της στήθη… 116


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Την επόμενη μέρα, ο Γαλέριος θα τελούσε αγώνες προς τιμήν των νικητών, στο μεγάλο αμφιθέατρο που βρίσκονταν πίσω ακριβώς από τα ανάκτορα. Η ημέρα περιλάμβανε διάφορα θεάματα όπως αρματοδρομίες, κυνήγι άγριων θηρίων, δημόσιες εκτελέσεις, προφανώς καταδίκων ή επίμονων χριστιανών, και κυρίως αγώνες μέχρι θανάτου μεταξύ έμπειρων μονομάχων. Ήμουν ευδιάθετος, μετά και από τη χθεσινοβραδινή εμπειρία μου με τη Ντάνα, και απλώς ήλπιζα να μην είναι χριστιανοί αυτοί που θα εκτελούνταν, χωρίς να μπορώ να διευκρινίσω τον λόγο. Σίγουρα προτιμούσα ένα θέαμα σαν αυτό που είχα ακούσει να περιγράφουν κάποιοι στην μονάδα μου και που είχε γίνει μερικά χρόνια πριν, σε αντίστοιχη περίπτωση, και αφορούσε στην αναπαράσταση της ιστορίας του Δαίδαλου και του Ίκαρου, όπου τελικά ο τελευταίος έπεσε από μεγάλο ύψος γιατί τα κέρινα φτερά του έλιωσαν από τον θεό Ήλιο. Κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα εντυπωσιακό! Είχα πιάσει μια καλή θέση κοντά στην εξέδρα του αυτοκράτορα, όπου βρισκόταν και ο πατέρας μου, αλλά και ο Κωνσταντίνος. Άλλωστε, ο φίλος μου εκτός από πρώτος τη τάξει τριβούνος, ήταν και ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα μετά το κατόρθωμά του στη μάχη εναντίον των Σαρματών. Οι εντυπωσιακές αρματοδρομίες είχαν τελειώσει και περιμέναμε με ανυπομονησία την είσοδο των άγριων και πεινασμένων θηρίων που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους μονομάχους. Μετά από μια σειρά καλών μαχών που ενθουσίασαν το πλήθος, έκανε τελευταίο την εμφάνισή του ένα μεγάλο αρσενικό λιοντάρι, κάτω από τις επευφημίες του κόσμου. Όσο αυτό βρυχιόταν στο κέντρο της αρένας, εμείς περιμέναμε με 117


Νίκος Μπατσιούλας

ανυπομονησία τον επόμενο μονομάχο που όμως δεν εμφανίζονταν. Ασυναίσθητα, όπως και πολλοί άλλοι, γύρισα το κεφάλι προς την εξέδρα του Αυγούστου, όπου επικρατούσε αναταραχή. Ο Γαλέριος φαίνονταν να έχει μια έντονη συζήτηση με τον Κωνσταντίνο, κάτω από τα ανήσυχα βλέμματα της ομήγυρης. Με τρόμο στα μάτια είδα τον Κωνσταντίνο να σηκώνεται και να κατεβαίνει προς την αρένα. Δύο λεγεωνάριοι και κάποιοι σκλάβοι τον πλησίασαν και τον βοήθησαν να φορέσει μια πανοπλία μονομάχου. Πήρε ένα γκλάντιους8 και μια λόγχη και μπήκε στην αρένα, κάτω από τις ξέφρενες φωνές του πλήθους. Σηκώθηκα από τη θέση μου γεμάτος αγωνία. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο, τα μάτια του πετούσαν φωτιές. «Κάτσε κάτω ρε!» άκουσα από πίσω μου, ενώ κάποιος μου τραβούσε τον χιτώνα για να καθίσω. Υπάκουσα. Η μάχη στην αρένα ξεκίνησε και όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα εκεί. Ο Κωνσταντίνος με ήρεμο και σταθερό βήμα προχωρούσε κυκλωτικά προς το λιοντάρι, το οποίο φαίνονταν σαν να ζύγιαζε τον αντίπαλό του, πριν επιτεθεί. Όταν τελικά αυτό έγινε, ο Κωνσταντίνος κατάφερε με μια αντανακλαστική και γρήγορη κίνηση να του πετάξει με τιτάνια δύναμη τη λόγχη του, με συνοδεία τις άναρθρες κραυγές αγωνίας των θεατών. Το χτύπημά του ήταν εύστοχο και ανέκοψε τη φόρα του λιονταριού, που πλέον ούρλιαζε από τον πόνο. Αν δεν είχε πετύχει, η κατάληξη της μάχης θα ήταν διαφορετική, όμως πλέον ο Κωνσταντίνος είχε τον πρώτο λόγο. Πράγματι, μετά από μερικά λεπτά κατάφερε να σκοτώσει το λαβωμένο και επικίνδυνο θηρίο, αφού πρώτα δέ8

Ρωμαϊκό σπαθί 118


Κωνσταντίνος Αύγουστος

χθηκε και ένα χτύπημα στο μπράτσο, κάτω από τις ιαχές του κόσμου που φώναζε ρυθμικά το όνομά του. Ήταν ο κυρίαρχος της αρένας! Χαιρέτησε τα πλήθη και τον συνοφρυωμένο Γαλέριο για αρκετή ώρα και κατευθύνθηκε στο υπόγειο, εκεί που κρατούνταν οι μονομάχοι και τα θηρία. Σηκώθηκα από τη θέση μου και έτρεξα κάτω να τον βρω. «Τι έγινε; Είσαι καλά;» τον ρώτησα ανήσυχα μόλις τον είδα. Ένας γιατρός περιποιούταν το μπράτσο του. Ο ίδιος ήταν ακόμα λαχανιασμένος και έτρεμε από την υπερένταση. «Φίλε μου!» απάντησε. «Επέζησα όπως βλέπεις!» «Τρελάθηκες!» συνέχισα εγώ. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τριγύρω μήπως μας έβλεπε κάποιος και έδιωξε τον γιατρό που μόλις είχε τελειώσει το έργο του. «Με προκάλεσε». «Ποιος;» ρώτησα αν και φανταζόμουν. «Ο Γαλέριος». «Και γιατί δέχθηκες;» «Έπρεπε… Δεν σου είχα πει και στον Δούναβη ότι θέλει να με ξεκάνει;» Έγνεψα καταφατικά. «Δεν με αφήνει να φύγω από τη Νικομήδεια. Ο πατέρας μου του έχει ζητήσει επανειλημμένως να με πάρει κοντά του και εκείνος αρνείται». «Σε έχει όμηρο, για να κρατάει τον πατέρα σου στο χέρι!» συμπέρανα χαμηλόφωνα. «Και κάθε νίκη μου είναι και μια γροθιά στα μούτρα του» έκανε με νόημα ο Κωνσταντίνος. «Δεν μπορεί όμως να σε σκοτώσει και ψάχνει ευκαι119


Νίκος Μπατσιούλας

ρία. Δεν θέλει να φανεί ότι ευθύνεται αυτός, γιατί φοβάται τον πατέρα σου, αλλά και την αγάπη του κόσμου και του στρατού» συμπέρανα. Πριν προλάβει να απαντήσει, φάνηκε ο Βασσιανός μαζί πλήθος κόσμου που έρχονταν να συγχαρούν τον Κωνσταντίνο και η κουβέντα μας τελείωσε εκεί.

Τους επόμενους μήνες, η ζωή στη Νικομήδεια επανήλθε στους προηγούμενους, αργούς της ρυθμούς. Προετοιμαζόμασταν για τον χειμώνα και οι υποχρεώσεις μου με το στράτευμα είχαν αρχίσει να μειώνονται, οπότε είχα όλον τον χρόνο στη διάθεσή μου. Μοναδική μας εργασία παρέμενε το κυνήγι των χριστιανών, τους οποίους ο Γαλέριος συνέχιζε να θέλει να εξολοθρεύσει. Βέβαια, οι ίδιοι, τουλάχιστον στη Νικομήδεια, είχαν αρχίσει και κρύβονταν καλύτερα ή απλώς δεν είχαν μείνει τόσοι πολλοί ώστε να τους βρίσκουμε εύκολα. Εγώ είχα παρατήσει τον ρόλο που αναλάμβανα οικειοθελώς, δηλαδή να μεταφέρω τους κρατουμένους στην φυλακή μήπως και μου δώσουν τα χρήματά τους για να τους αφήσω ελεύθερους, και περιοριζόμουν στα τυπικά που μου επέβαλε η ιδιότητά μου ως στρατιώτης. Άλλωστε είχα μαζέψει αρκετά χρήματα τόσο από παλιότερα, όσο και από την καλοκαιρινή εκστρατεία που αποδείχθηκε ιδιαίτερα επικερδής. Όμως δεν ήταν ο κορεσμός μου σε χρήμα που με έκανε να σταματήσω να θέλω να τους μεταφέρω στη φυλακή, γιατί πάντα όταν πιάναμε κάποιον περνούσε από το μυαλό μου η λαχτάρα να του πάρω τον χρυσό του. Ήταν ότι με τους πρώτους χριστιανούς που 120


Κωνσταντίνος Αύγουστος

πιάσαμε, θυμήθηκα ξανά τη Γλαύκη. Δεν ήξερα αν τους μισούσα ή όχι. Η ξεροκεφαλιά τους και η ανένδοτη στάση τους, λες και θα γινόταν τίποτα αν έχυναν λίγο κρασί και μουρμούραγαν πέντε λέξεις, μου είχαν στερήσει την μοναδική μου αγάπη, τη γυναίκα που όμοιά της δεν θα περπατούσε άλλη στη γη, και αυτός ήταν ένας λόγος να τους μισήσω, να θέλω να πετάξω κάθε ιερέα τους στην πυρά, να τους εξαφανίσω. Από την άλλη, όμως, αν η Γλαύκη μου ήταν μια από αυτούς, δεν θα ήταν δυνατό οι χριστιανοί να είναι κάτι τόσο μιαρό, γιατί τότε, σίγουρα, η γλυκιά μου αγάπη δεν θα τους ακολουθούσε. Αυτό από μόνο του έφτανε να τους βλέπω με συμπόνια, να θέλω να τους βοηθήσω, να μάθω περισσότερα για αυτόν τον Χριστό, που όπως φάνηκε αγάπησε, ή καλύτερα πίστεψε, περισσότερο η Γλαύκη. Γιατί δεν ήθελα να πιστεύω ότι αγαπούσε κανέναν περισσότερο από εμένα, ακόμα και τον θεό της για τον οποίο θυσιάστηκε! Με αυτές τις σκέψεις είχα αρχίσει να πέφτω σε βαριά μελαγχολία. Ο Κωνσταντίνος που θα μπορούσε να είναι μια καλή παρέα και να με βοηθήσει, ήταν απασχολημένος με τις υποχρεώσεις που είχε ως τριβούνος, αλλά και με τον νεογέννητο γιο του, από μια παλλακίδα που διατηρούσε, τη Μινερβίνα. Πάντως, όσες φορές τον είχα συναντήσει, ήταν στεναχωρημένος, ο Γαλέριος πλέον απροκάλυπτα τον κρατούσε στη Νικομήδεια, αρνούμενος να τον αφήσει να πάει στον πατέρα του που λέγονταν ότι ήταν και άρρωστος. Όσο για τον δικό μου πατέρα, που τα πηγαίναμε καλά, είχε αποφασίσει να παντρευτεί ξανά, την αδερφή του Καίσαρα Σέβηρου, η οποία είχε χηρέψει στην πρόσφατη εκστρατεία που είχα 121


Νίκος Μπατσιούλας

λάβει και εγώ μέρος. Ήταν μια καλή πολιτική κίνηση, αφού θα ισχυροποιούσε τη θέση του, και αν και δεν μου έπεφτε λόγος, συμφωνούσα. Πάντως, η Ντάλια και η Σεραφία άρχισαν πάλι να κυκλοφορούν ντυμένες, μιας και τώρα έρχονταν συχνάπυκνά κόσμος στα δωμάτιά μας για να μας επισκεφθεί. Εγώ, πολλές φορές συμμετείχα κανονικά, με τον πατέρα μου να δείχνει με καμάρι την ουλή μου, εύρισκα όμως παράλληλα διέξοδο στις συνήθειες που είχα αποκτήσει στη Νικομήδεια, το κρασί και τις γυναίκες. Σε αυτές είχε προστεθεί ακόμα μία, η πάλη. Όχι ότι είχα ξεκινήσει να αθλούμαι, αυτό ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε ποτέ, το θεωρούσα απίστευτα βαρετό, αλλά είχα αρχίσει να παρακολουθώ αγώνες που γίνονταν σε συγκεκριμένα μέρη στη Νικομήδεια και μπορούσες να στοιχηματίσεις για την έκβαση του αγώνα. Πρόσεχα, βέβαια, πάρα πολύ με τα χρήματά μου και δεν πόνταρα σε κάθε αγώνα, πολλές φορές απλώς με ικανοποιούσε να προβλέπω τον νικητή. Είχε μπει η άνοιξη του επόμενου έτους, όταν ύπατοι ήταν ο Κωνστάντιος και ο Γαλέριος για έκτη φορά ο κάθε ένας τους9, και ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που είχα αποφασίσει να παρακολουθήσω έναν αγώνα πάλης και να ποντάρω. Είχα καταναλώσει αρκετό κρασί και είχα στοιχηματίσει ασυλλόγιστα πολλά χρήματα, όμως η θεά Τύχη ήταν μαζί μου και είχα κερδίσει ένα πολύ μεγάλο ποσό. Μετά τη «νίκη» είχα επισκεφθεί την Αμίνα, την αγαπημένη μου πόρνη εκείνον τον καιρό, που με είχε περιποιηθεί δεόντως και γύριζα αργά το βράδυ στο ανάκτορο. Δεν ήξερα αν ο πατέρας μου ήταν ξύπνιος, η 9

306 μ.Χ.. 122


Κωνσταντίνος Αύγουστος

ανοιχτή όμως πόρτα των δωματίων μας, μου έκανε εντύπωση. Πλησίασα χωρίς σκέψη και πάγωσα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισα. Δύο ψηλοί και σωματώδεις άνδρες είχαν πιάσει τον πατέρα μου, ενώ η Ντάνα και η Σεραφία ήταν κουρνιασμένες σε μια γωνία. Την ώρα που μπήκα, ο ένας είχε καταφέρει να τον ακινητοποιήσει και ο άλλος του έχωνε ένα εγχειρίδιο κάθετα στον λαιμό, κάνοντας το αίμα να πεταχτεί προς τα επάνω. Πάγωσα. Έβλεπα τον πατέρα μου να σπαρταράει και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ο ένας από τους φονιάδες γύρισε προς το μέρος μου. «Μας είδε» είπε και άφησε κάτω τον νεκρό για να έρθει προς τα εμένα. «Σκότωσε αυτές και θα τον αναλάβω εγώ» τον άκουσα να λέει, πριν αρχίσω να τρέχω πανικόβλητος. Με έσωσαν οι μέρες που έψαχνα μέρος για να στεγάσω τον έρωτά μου με την Γλαύκη. Τότε είχα ψάξει κάθε σπιθαμή του παλατιού και κάθε κρυψώνα, και ευτυχώς μου έκοψε εκείνη την ώρα να σκεφτώ. Ήξερα που να πάω, αρκεί να με έχανε ο διώκτης μου από τη ματιά του για λίγες στιγμές. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, έστριβα απότομα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τελικά κατέληξα στο υπόγειο. Εκεί είχε κάτι αποθήκες, γεμάτες με μεγάλα πιθάρια και σακιά. Ήταν σκοτεινά και έτσι λεπτός και κοντός όπως ήμουν, χώθηκα ανάμεσά τους. Έμεινα εκεί, τρέμοντας από τον φόβο. Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι τους είχα ξεφύγει, άνοιξε η πόρτα. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Από μια σχισμή ανάμεσα στα πιθάρια διέκρινα τον διώκτη μου που κρατούσε έναν πυρσό και το μικρό σπαθί του. Έμεινα ακίνητος, όσο περιεργάζονταν τον χώρο και 123


Νίκος Μπατσιούλας

έχωνε το σπαθί του τυχαία στα γύρω πιθάρια και σακιά. Έτσι όπως πήγαινε, δεν θα με έβρισκε, αλλά συνέχιζα να φοβάμαι. Εκείνη την ώρα μπήκε και ο άλλος. «Τον βρήκες;» «Τίποτα». «Άσ’ τον τώρα. Είναι ασήμαντος». «Μας είδε». Είχαν καθίσει μπροστά στη χαραμάδα από όπου κοίταζα την πλάτη τους. Στο ύψος των ματιών μου ήταν το χέρι του δεύτερου άντρα που κρατούσε το εγχειρίδιο με το οποίο σκότωσε τον πατέρα μου και προφανώς τις Ντάνα και Σεραφία. Τα αίματα έτρεχαν ποτάμι. Κρατήθηκα με βία να μην ξεράσω. «Πρέπει να τελειώνουμε τις δουλειές μας» είπε πάλι ο ένας. «Τον μικρό μέχρι το πρωί θα τον βρούμε και θα τον φάμε». «Κοίτα, ο “φίλος” μας μου είπε ότι ο γιος του Χλωρού είναι τώρα με τον Αύγουστο. Ζητάει επίμονα να φύγει». «Θα τον φύγουμε εμείς» είπε και άρχισαν να γελάνε. Μόλις ηρεμήσανε λίγο, συνέχισαν. «Δεν είναι καλό που δεν είναι στα δωμάτιά του. Αν μαθευτεί ο θάνατος του Νικάτωρα, μπορεί να αρχίσει να φυλάγεται». «Έχω στείλει σκλάβους να καθαρίσουνε, μην σε ανησυχεί». «Και αν μιλήσει το βλαμμένο;» Κατάλαβα ότι μίλαγαν για εμένα. «Και ποιος θα τον πιστέψει, αν πάνε και τα βρούνε όλα καθαρά;» «Άκουσέ με, τι πρέπει να κάνουμε. Τον γιο του Χλωρού θα τον φάμε σε τρεις-τέσσερις ώρες, στον ύπνο του. 124


Κωνσταντίνος Αύγουστος

Μέχρι τότε ψάχνουμε για τον γιο του Νικάτωρα. Εσύ, πριν αρχίσεις να ψάχνεις, πήγαινε να σιγουρευτείς ότι έχουνε καθαρίσει». «Εντάξει». Τους άκουσα να φεύγουν. Περίμενα λίγο και έβγαλα τα σωθικά μου λίγο πιο δίπλα. Η μυρωδιά της ξινίλας από το κρασί που ήταν στο στομάχι μου, απλώθηκε παντού. Είχα πιάσει τα γόνατά μου και έτρεμα. Ήμουν χαμένος. Τι θα έκανα; Έμεινα λίγη ώρα έτσι και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Όμως όχι! Αυτοί οι δύο μπάσταρδοι μου είχαν στερήσει τον πατέρα μου και ήθελαν να σκοτώσουν και εμένα. Δεν θα καθόμουν να με καθαρίσουν έτσι απλά. Έπρεπε να ξεφύγω. Σίγουρα ήταν άνθρωποι του Γαλέριου ή του Μαξιμίνου Δάια, που έβλεπαν ότι ο πατέρας μου αποκτούσε μεγάλη δύναμη με τον γάμο του με την αδερφή του Σέβηρου και ήθελαν να τον βγάλουν από τη μέση. Και εγώ τι έκανα, όλον αυτόν τον καιρό; Κοιμόμουν. Κοιμόμουν, όπως και τότε με τη Γλαύκη και άφησα τα πάντα στην κακή τους τύχη. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Σηκώθηκα όρθιος, με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα και ορκίστηκα στα νερά της Στυγός ότι από εκείνη τη μέρα δεν θα άφηνα τίποτα στην τύχη του, θα τα προέβλεπα όλα από πριν, θα γινόμουν ένας σωστός Προμηθέας, θα εκμεταλλευόμουν τα δικά μου χαρίσματα και δεν θα προσπαθούσα να μιμηθώ τους άλλους. Φτάνει πια! Δεν θα γινόμουν ποτέ στρατιώτης και το ήξερα, όμως οι μάχες κερδίζονται και με άλλους τρόπους: και το έμαθα από τον Μαξιμίνο Δάια με τη Γλαύκη και από τους φονιάδες του πατέρα μου. Θα έκανα αυτό που ήμουν καλός, όπως όταν ήμουν στη Γόρτυνα που κρυφάκουγα 125


Νίκος Μπατσιούλας

στην αγορά, θα έβαζα το μυαλό μου να σκεφτεί και με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, θα κατάφερνα να πετύχω και να γίνω πλούσιος και δυνατός. Άλλωστε, το τι είναι ηθικό και τι είναι ανήθικο, το τι είναι καλό και τι κακό, το ορίζουν πρωτίστως οι ίδιοι οι άνθρωποι. Είχε έρθει η ώρα να θέσω τους δικούς μου κανόνες! Οι σκέψεις μου με είχαν συνεπάρει και ανάσαινα γρήγορα. Προς στιγμήν είχα ξεχάσει την κατάστασή μου, όμως γρήγορα έπρεπε να επανέλθω στην πραγματικότητα. Για να έκανα όσα σκεφτόμουν, έπρεπε πρώτα να γλυτώσω. Έπρεπε ακόμα να γλυτώσω και τον μόνο άνθρωπο που μου είχε φερθεί σαν αληθινός φίλος, τον Κωνσταντίνο. Δεν θα άντεχα ακόμα μια ήττα από τους εχθρούς μου. Βγήκα έξω από τη σκοτεινή αποθήκη. Στο διάδρομο δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Οι διώκτες μου πρέπει να με έψαχναν αλλού. Αν είχα υπολογίσει το χρόνο σωστά και σύμφωνα με όσα είχαν πει οι φονιάδες, σε περίπου δύο ή τρεις ώρες θα έκαναν την κίνησή τους. Έπρεπε να ειδοποιήσω τον Κωνσταντίνο. Κατευθύνθηκα προς τα διαμερίσματά του όσο πιο προσεκτικά γίνονταν. Οι διώκτες μου μπορεί να εμφανίζονταν από στιγμή σε στιγμή, έτσι προτιμούσα τα σκοτεινά μέρη των διαδρόμων και τις γωνίες. Όχι ότι ένιωθα ασφάλεια, ο φόβος είχε αρχίσει να με κυριεύει εκ νέου, αν και ήμουν αποφασισμένος. Όταν έφτασα επιτέλους στα δωμάτια του Κωνσταντίνου, κοντοστάθηκα και κοίταξα προσεκτικά γύρω μου. Επικρατούσε ησυχία. Την ώρα που έκανα να πάω προς την πόρτα, άκουσα βήματα. Κρύφτηκα ξανά στις σκιές και περίμενα. Ήταν ο Κωνσταντίνος και ο Βασσιανός. Η αλήθεια είναι ότι ζήλεψα λίγο που ήταν μαζί, αλλά το ξεπέρασα γρήγορα. 126


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Κωνσταντίνε!» είπα και κατευθύνθηκα γρήγορα προς το μέρος του. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε ο Βασσιανός ενώ ο Κωνσταντίνος είχε γουρλώσει τα μάτια. «Κινδυνεύεις!» είπα στον Κωνσταντίνο αδιαφορώντας για τον άλλον. «Πρέπει να σου μιλήσω». Ο Κωνσταντίνος άνοιξε την πόρτα των δωματίων του και μας έκανε νόημα να μπούμε μέσα. «Τι λες;» με ρώτησε. «Αλήθεια είναι, κινδυνεύεις» άρχισα να λέω γρήγορα, «πριν από λίγο δολοφόνησαν τον πατέρα μου και τώρα έρχονται για σένα». Στο δωμάτιο ήταν δύο σκλάβοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, η Μινερβίνα που την έβλεπα για πρώτη φορά, ωραίο πρόσωπο και παχουλή, ότι πρέπει για να κάνει γερά παιδιά, και ο μικρός γιος του Κωνσταντίνου που εκείνη την ώρα θήλαζε τη μάνα του. Η τελευταία, στο άκουσμα των λόγων μου έβγαλε μια κραυγή φόβου, κάνοντας τον Κωνσταντίνο να γυρίσει και να την αγριοκοιτάξει. Εγώ τους διηγήθηκα όσα έγιναν. «Ποιοι είναι;» ρώτησε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του. «Δεν τους ξέρω, όμως θα έρθουν σε δύο με τρεις ώρες. Είπαν ότι ένας φίλος τους τούς είπε ότι θα ήσουν με τον Γαλέριο». Ο Κωνσταντίνος με κοίταξε σκεπτικός. «Άρα είναι κάποιος κοντά στον Γαλέριο…» «Τι έγινε με τον Αύγουστο;» ρώτησα όλο περιέργεια. Ένα πικρό μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου, όσο έβγαζε ένα κομμάτι περγαμηνή με τη σφραγίδα του Γαλέριου μέσα από το χιτώνα του. Μου το έδειξε και είπε: 127


Νίκος Μπατσιούλας

«Ύστερα από τόσες επιστολές, δικές μου και του πατέρα μου, και μετά από τα παρακάλια μου, δέχθηκε επιτέλους να μου δώσει την άδεια για να φύγω. Όμως, μου ζήτησε να παρουσιαστώ πρώτα μπροστά του αύριο το πρωί, για να μου αναθέσει μια αποστολή. Στη συνέχεια, είπε, είμαι ελεύθερος να φύγω». Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και από ότι φαίνεται με τρόμαξε τόσο, ώστε τα βλέμματα και των δύο συνομιλητών μου καρφώθηκαν επάνω μου. «Τι;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος με ύφος που δεν χωρούσε αντίρρηση. «Ο Γαλέριος δεν σε άφηνε να φύγεις επίτηδες από τη Νικομήδεια ως τώρα» ξεκίνησα να μιλάω αργά, περισσότερο για να βρω τις κατάλληλες λέξεις. «Όμως, ο πατέρας σου είναι ο γηραιότερος Αύγουστος, οπότε κάποια στιγμή λόγω ιεραρχίας θα έπρεπε να σε αφήσει να γυρίσεις κοντά του, αλλιώς θα διακινδύνευε έναν εμφύλιο πόλεμο. Ο Γαλέριος, δίνοντας σου πλέον το ελεύθερο να φύγεις και γραπτώς δεν μπορεί να κατηγορηθεί από τον πατέρα σου ότι σε κρατάει σαν όμηρο και μια βολική δολοφονία…» «Ή ένα βολικό ατύχημα στον δρόμο, θα με έβγαζε από τη μέση χωρίς να δημιουργηθεί μεγάλη κρίση ανάμεσα στους δύο Αύγουστους» με διέκοψε ο Κωνσταντίνος. «Και επειδή ο πατέρας μου είναι άρρωστος και ο Γαλέριος ελέγχει τους δύο Καίσαρες, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να κυβερνήσει ανενόχλητος». Κοιταχτήκαμε προς στιγμήν. Ήμασταν όλοι σκυθρωποί. «Αν όμως είναι έτσι όπως τα λες» συνέχισε ο Κωνσταντίνος, «τότε ο Γαλέριος δεν θα διακινδύνευε να με σκοτώσει στο παλάτι του, αλλά θα περίμενε να φύγω ή τουλάχιστο να γράψω πίσω στον πατέρα μου ότι θα γύρναγα σε αυτόν». 128


Κωνσταντίνος Αύγουστος

«Αυτό ακριβώς δεν θα έκανες τώρα;» είπα με σιγουριά. Έσφιξε το στόμα του, σημάδι πως είχα δίκιο. «Από την άλλη, μπορεί απλώς να έχεις πολλούς εχθρούς» συνέχισα «και εμείς καθόμαστε εδώ και το συζητάμε». «Αν είναι μόνο δύο, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε» μίλησε ο Βασσιανός που είχε αναψοκοκκινίσει με αυτά που άκουγε. «Σίγουρα», απάντησε ο Κωνσταντίνος, «όμως δεν μου λέει κανένας ότι θα είναι και οι τελευταίοι φονιάδες που θα στείλουν για μένα. Πρέπει να φύγω! Ήρθε η ώρα!» «Και πού να πας;» έκανε ο Βασσιανός. «Στον πατέρα μου, πού αλλού; Μόνο εκεί θα είμαι ασφαλής» απάντησε γρήγορα ο Κωνσταντίνος. «Θα φύγω σήμερα κιόλας. Αν οι φονιάδες είναι άντρες του Γαλέριου, δεν τη βγάζω τη νύχτα αν παραμείνω στη Νικομήδεια». «Και θα παρακούσεις τον Γαλέριο!» ρώτησε ξανά, όλο απορία και έκπληξη, ο Βασσιανός. «Θα έρθω μαζί σου!» τους διέκοψα αποφασιστικά. Όση ώρα μιλούσανε, έψαχνα το θάρρος και το κουράγιο για να πω αυτό που είχα ήδη προαποφασίσει. Τα χέρια μου πάντως, είχαν ήδη αρχίσει να τρέμουν. «Γιατί να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε. «Εδώ δεν με κρατάει τίποτα. Άλλωστε έχω δει τους φονιάδες και θα με κυνηγήσουν». «Εντάξει, πρέπει να φύγουμε τώρα!» είπε με αποφασιστικότητα ο Κωνσταντίνος. «Ερμόλαε» απευθύνθηκε στον σκλάβο του, «πάρε τη Μινερβίνα και τον Κρίσπο και πήγαινε τους στο σπίτι του Αγήνορα. Πάρε και αυτά» και του έδωσε δύο πουγκιά με χρυσό. «Να μείνεις και εσύ μαζί τους. Εκεί θα είστε ασφαλείς». Γύρισε προς το μέρος μου. «Εμείς πρέπει να φύγουμε». 129


Νίκος Μπατσιούλας

Έγνεψα καταφατικά, ενώ τον έβλεπα να φιλάει τον Κρίσπο και τη Μινερβίνα, που θα έστελνε στο σπίτι ενός από τους πιο πλούσιους κατοίκους της Νικομήδειας. «Πρέπει να έχουμε χρήματα μαζί μας» του είπα, «εγώ έχω κάποια» και σκέφτηκα το γεμάτο μου πουγκί ύστερα από τον στοιχηματισμό μου σε αυτόν τον φοβερό Ρόδιο, προηγούμενα στην ημέρα. «Έχω και άλλα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι σοφή ιδέα να πάω από εκεί». «Πιστεύω ότι μας φτάνουν» χαμογέλασε ο Κωνσταντίνος και μου έδειξε άλλα τρία γεμάτα πουγκιά που έβγαζε από ένα μπαούλο. Στράφηκε προς τον Βασσιανό που μας κοίταζε αποσβολωμένος. «Φίλε μου…» άρχισε να του λέει και άνοιξε τα χέρια για να τον αποχαιρετήσει με μία αγκαλιά. «Θα έρθω και εγώ!» ξεφύσηξε ο Βασσιανός. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει, ήταν εμφανές ότι σκέφτονταν την απόφασή του αυτή όση ώρα εμείς μιλάγαμε. «Γιατί να το κάνεις αυτό;» ρώτησα. «Εσένα δεν σε κυνηγάει κανένας». Μου φάνηκε πως έκανε λίγη ώρα μέχρι να σκεφτεί την απάντησή του. «Για τη φιλία… και την περιπέτεια…» απάντησε τελικά. «Φύγαμε τότε!» έκανε ο Κωνσταντίνος και χτύπησε τον Βασσιανό στον ώμο. Ο Βασσιανός είχε φερθεί σαν γνήσιος στρατιώτης. Δεν μπορούσε να ανεχθεί μέσα του ότι εγώ, ο χειρότερος όλων στα μάτια του, θα ακολουθούσα τον Κωνσταντίνο σε αυτό το εγχείρημα που μπορεί να είχε αποτέλεσμα, τα κεφάλια μας να κοσμούσαν την είσοδο των τειχών 130


Κωνσταντίνος Αύγουστος

της Νικομήδειας. Έπρεπε και αυτός να δείξει ότι είναι ανδρείος, ότι δεν μπορούσα να τον ξεπεράσω, και έτσι άφηνε πίσω του μια καλή στρατιωτική σταδιοδρομία, αρκετά αξιώματα και μια αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια με στενές σχέσεις με τον Γαλέριο. Βγήκαμε έξω από το παλάτι που κοιμόταν, σχετικά εύκολα χωρίς να συναντήσουμε άνθρωπο εκτός από τους φρουρούς. Αυτοί απόρησαν που μας είδαν αλλά οι περισσότεροι με γνώριζαν για τα νυχτοπερπατήματά μου και δεν είπαν τίποτα. Κατευθυνθήκαμε προς τους στάβλους για να πάρουμε τα άλογά μας, εκεί οι φρουροί ήταν όλοι γνωστοί μας και από σεβασμό προς τον Κωνσταντίνο δεν δέχθηκαν ούτε καν χρήματα. Το επόμενο πρόβλημα ήταν να βγούμε έξω από την πόλη, αφού οι πύλες της ήταν κλειστές και φυλάσσονταν. «Πρέπει να κάνουμε μια ακόμα στάση» είπε ο Κωνσταντίνος μόλις πήραμε τα άλογα. «Δεν έχουμε χρόνο» παραπονέθηκα. «Πρέπει όμως» συνέχισε με λυπημένο ύφος που δεν χωρούσε αντίρρηση. «Μην ανησυχείς, είναι στο δρόμο μας». Κατευθυνθήκαμε προς την άκρη της πόλης, κοντά στην πιο απόμερη πύλη, αυτή που θα επέλεγα και εγώ για την έξοδό μας. Λίγο πριν φτάσουμε, ο Κωνσταντίνος άλλαξε κατεύθυνση και μας οδήγησε μερικά τετράγωνα έξω από την πορεία μας, σε ένα μικρό πανδοχείο. Αγνοήσαμε την μπροστινή πόρτα και πήγαμε από πίσω. Χτύπησε απαλά το χάλκινο ρόπτρο. Εμένα με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τι κάναμε εκεί άραγε; Γιατί διακινδύνευε να ξυπνήσει τους ένοικους πανδοχείου και να προκαλέσει αναστάτωση; Ο Κωνσταντίνος περίμενε λίγο και ξαναχτύπησε το ίδιο απαλά. Περιμέναμε ξανά. 131


Νίκος Μπατσιούλας

«Δεν ακούνε» ψιθύρισε ο Βασσιανός. «Πάμε!» Ο Κωνσταντίνος έσμιξε τα χείλη. «Ας περιμένουμε λίγο ακόμα» παρακάλεσε. «Ποιος είναι;» ακούστηκε μια φοβισμένη γυναικεία φωνή από μέσα. «Εγώ» αποκρίθηκε απλά ο Κωνσταντίνος. Η πόρτα άνοιξε υπό τον ήχο ενός ελαφρού τριξίματος. Μια γυναικεία μορφή, γύρω στα σαράντα, εμφανίστηκε, με ανάστατα μαλλιά από τον ύπνο. Κρατούσε ένα λυχνάρι μπροστά από το αδύνατο πρόσωπό της. Είχε λεπτά χαρακτηριστικά και ελαφρώς κυρτή μύτη. Ήταν όμορφη! «Ελάτε μέσα», ψιθύρισε και παραμέρισε για να περάσουμε. Μπήκαμε βιαστικά στο μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ως οίκημα για την πανδοχέα. Ο Κωνσταντίνος αμέσως αγκάλιασε την αναστατωμένη γυναίκα. Παρατήρησα ότι και οι δυο τους φόραγαν το ίδιο ασημένιο βραχιόλι στο δεξί τους μπράτσο. «Μάνα φεύγω» της είπε στο αφτί. «Πρέπει!» Αυτή έφερε λίγο προς τα πίσω το κεφάλι της για να τον δει καλύτερα. Δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν από τα μάτια της. «Μες στη νύχτα;» ψέλλισε. Ο Κωνσταντίνος έγνεψε καταφατικά και γύρισε προς τα εμάς για να απαντήσει στο ερωτηματικό βλέμμα της μητέρας του. «Οι σύντροφοί μου». Η Ελένη, όπως μου είπε αργότερα ότι έλεγαν τη μητέρα του, αγκάλιασε πρώτα τον Βασσιανό και μετά εμένα. Μια ζεστασιά που είχα ξεχάσει, διαπέρασε το κορμί μου. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και θυμήθηκα την γλυκιά 132


Κωνσταντίνος Αύγουστος

αγκαλιά της δικιάς μου μητέρας και πόσο μου έλειπε όλα αυτά τα χρόνια. Έφερε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Παιδί μου, να προσέχετε. Ο Δίας και η Τύχη να σας φυλάνε» μου είπε και με άφησε απαλά. Πήγε στην άκρη του δωματίου και μας έδωσε ψωμί και λίγο κρέας, ευτυχώς, γιατί μες στη βιασύνη μας είχαμε ξεχάσει να πάρουμε φαγώσιμα. «Πάμε!» είπε ο Βασσιανός και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Τον ακολουθήσαμε. Βγήκαμε έξω από το πανδοχείο και ξεκινήσαμε προς την πύλη. Παρά το επικίνδυνο του εγχειρήματος, αισθανόμουν πλέον αισιόδοξος και δυνατός. Φτάνοντας στην πύλη, η τύχη μας χαμογέλασε. Γνώριζα και τους δύο φρουρούς, όχι καλά, είχαμε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες σε μια από τις ταβέρνες του λιμανιού μέσα στο μεθύσι μας. Επίσης, ήξερα ότι την ίδια μέρα είχαν χάσει περίπου από ένα μηνιάτικο στοιχηματίζοντας στον Κέλτη που έφαγε τα μούτρα του ενάντια στον Ρόδιο, που είχε γεμίσει το πουγκί μου. Τους πλησίασα σα να μη συμβαίνει τίποτα και αφού τους έβαλα περίπου όσα είχαν χάσει στα χέρια τους, ζήτησα να μας ανοίξουν την πόρτα. Μερικά ακόμα νομίσματα και δεν μας είχαν δει ποτέ. Βγήκαμε στον κάμπο πίσω από την πόλη. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Καλπάσαμε με προσοχή και όταν φτάσαμε σε απόσταση ασφαλείας, ανάψαμε τους πυρσούς που είχαμε πάρει μαζί. Η κατεύθυνσή μας, δυτικά, προς τους Τρέβηρους10, την αυτοκρατορική έδρα του πατέρα του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Χλωρού! 10

Τρίερ, Γερμανία. 133


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.