ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Νικολάου Σωτηροπούλου, θεολόγου – φιλολόγου 1ον ῾Ο ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, καθηγητὴς τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, κ. Γεώργιος Πατρῶνος συνέγραψε βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση». Τὸ βιβλίο ἐξέδωσε ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία καὶ προλόγισε ἐπαινετικῶς ὁ Γενικὸς Διευθυντὴς τῆς ᾿Αποστολικῆς Διακονίας, ὁ Φαναρίου ᾿Αγαθάγγελος. ᾿Εμεῖς δὲν θὰ ἐπαινέσωμε τὸ βιβλίο, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐλέγξωμε καὶ θὰ τὸ ψέξωμε, διότι περιέχει πλῆθος αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ συγγραφέως. ᾿Εκφράζουμε δὲ τὴ λύπη μας, ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη ἄλλων ᾿Ορθοδόξων, γιὰ τὴν ᾿Αποστολικὴ Διακονία, ἡ ὁποία ἐξέδωσε τέτοιο βιβλίο, καὶ γιὰ τὸν ᾿Επίσκοπο, ὁ ὁποῖος τὸ προλόγισε... Καὶ παρακαλοῦμε τὸν ᾿Αρχιεπίσκοπο κ. ῾Ιερώνυμο καὶ τὴν ῾Ι. Σύνοδο νὰ ἐπιληφθοῦν τοῦ θέματος. Δὲν εἶνε δυνατὸ ἡ αὐτὴ πηγή, ἡ ᾿Αποστολικὴ Διακονία, νὰ «βρύῃ τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν» (᾿Ιακ. 3:11). Τὸ πικρότερο πρᾶγμα στὸ θρησκευτικὸ χῶρο εἶνε ἡ αἵρεσι. Πολλὲς παρατηρήσεις θὰ μπορούσαμε νὰ κάνωμε πάνω στὰ λόγια καὶ στὶς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Πατρώνου στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο. ᾿Αλλὰ θὰ κρίνωμε τὸ βιβλίο ὡς πρὸς ὡρισμένα μόνο σημεῖα, τὰ χειρότερα καὶ τὰ πλέον ἀπαράδεκτα. ᾿Επειδὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶνε προφητικὸ βιβλίο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε, δὲν παραδέχεται ὁ κ. Πατρῶνος, γράφει γιὰ τὴν προφητεία· «Προφητεία πολλοὶ νομίζουν, ὅτι εἶναι ἡ ἱκανότητα καὶ δυνατότητα νὰ διεισδύει κανεὶς στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγει τὰ ἐρχόμενα γεγονότα κατὰ ἕνα μηχανιστικὸ τρόπο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα» (σελ. 33). Λάθος, κ. Πατρῶνε! Δὲν ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δίδουν στὴν προφητεία τὴν ἔννοια, τὴν ὁποία σεῖς ἀποδίδετε σ᾿ αὐτούς. Οἱ χριστιανοὶ δὲν νομίζουν, ὅτι ἔχει κάποιος τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ διεισδύῃ στὸ μέλλον καὶ νὰ προλέγῃ τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό. Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι προφητεία εἶνε ἡ πρόγνωσι καὶ πρόρρησι μελλόντων γεγονότων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνῃ ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος, ἀλλ᾿ ὁ προφήτης τὰ προγνωρίζει καὶ τὰ προλέγει, διότι δέχεται ἀποκάλυψι ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε ὑπεράνω τῆς σχετικότητος τοῦ χρόνου καὶ γνωρίζει τὰ μέλλοντα. ᾿Επίσης οἱ χριστιανοὶ δὲν φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα ἀνεξαρτήτως πρὸς ὡρισμένα πράγματα, ἀλλὰ φρονοῦν ὅτι προλέγει δυσάρεστα ἢ εὐχάριστα γεγονότα τοῦ μέλλοντος μὲ σκοπό, ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ εὐχάριστα γεγονότα, νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς πιστοὺς στὶς παροῦσες δοκιμασίες καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσῃ, ὅταν δὲ πρόκειται γιὰ δυσάρεστα γεγονότα, νὰ τοὺς προετοιμάσῃ ἐν ὄψει αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ «πέσουν ἀπὸ τὰ σύννεφα». ᾿Επίσης προλέγει τὰ μέλλοντα, γιὰ νὰ πιστεύσουν καλοπροαίρετοι ἄπιστοι, καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν στὴν πίστι πιστοί, ὅταν οἱ προφητεῖες ἐκπληρωθοῦν. Θεωροῦμε δὲ ὕβρι κατὰ τῶν χριστιανῶν τὸν ἰσχυρισμό, ὅτι φρονοῦν ὅτι ὁ προφήτης προλέγει τὰ μέλλοντα κατὰ τρόπο μηχανιστικό. ῾Ο κ. Πατρῶνος γιὰ τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γράφει· «Στὰ προφητικὰ κυρίως βιβλία ἔχουμε μόνο ἕνα εἶδος προσδοκίας στὴ μελλοντικὴ ἔλευση ἑνὸς Μεσσία, καὶ μάλιστα τοῦ βασιλικοῦ γένους Δαβίδ, ἐγκοσμιοκρατικοῦ μᾶλλον χαρακτήρα καὶ ἄσκησης κοσμικῆς ἐξουσίας» (σελ. 73). Εὐτυχῶς ὁ κ. καθηγητὴς παραδέχεται ἕστω καὶ ἕνα μόνο εἶδος προφητικῆς προσδοκίας, τῆς προσδοκίας τοῦ Μεσσία. ᾿Αλλὰ δυστυχῶς, δυστυχέστατα, παρερμηνεύει καὶ διαστρέφει τὸ νόημα τῶν μεσσιακῶν προφητειῶν, ὅπως οἱ σωβινισταὶ καὶ σιωνισταὶ ῾Εβραῖοι. Διότι, ὅπως ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη προφητεύει
τὸ Μεσσία ὡς βασιλέα κοσμικοῦ χαρακτῆρος! ῾Ωραία ἑρμηνεία γιὰ τοὺς ῾Εβραίους, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν καὶ σταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦ, διότι δὲν ἵδρυσε κοσμικὴ βασιλεία καὶ δὲν ἱκανοποίησε τοὺς ἐθνικούς τους πόθους! Καὶ μεγάλη βλασφημία κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δῆθεν προφητεύτηκε ὡς κοσμικὸς βασιλεύς! Εἶνε τυφλὸς ὁ κ. καθηγητὴς καὶ δὲν εἶδε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν θὰ ἵδρυε κοσμικὴ βασιλεία, ἀλλὰ θὰ ὑφίστατο παθήματα καὶ θάνατο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων; Οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶδε τὴ σαφεστάτη δήλωσι τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος, «῾Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»; (᾿Ιωάν. 18:36). Μία παράγραφος τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πατρώνου φέρει τὸν τίτλο: Τὸ «προφητικὸ» στοιχεῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη (σελ. 36). Γιατί ὁ συγγραφεὺς τὴ λέξι «προφητικό» θέτει ἐντὸς εἰσαγωγικῶν; Διότι δὲν παραδέχεται προφητεῖες στὴν Καινὴ Διαθήκη. Νὰ εἴμεθα εὐχαριστημένοι, διότι συγκαταβαίνει καὶ παραδέχεται τὶς μεσσιακὲς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἂν τὶς διαστρέφῃ. Γράφει: «Θὰ ἦταν παράλογο, ἂν συνεχίζαμε νὰ δίνουμε νέες μελλοντικὲς διαστάσεις στὴν ἀρχαία προφητικὴ προσδοκία. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι “τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος” (᾿Αποκ. 22, 13), ὄχι μόνο κάθε ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀποκάλυψης μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική» (σελ. 36). Γράφει ἐπίσης· «Στὴν Καινὴ Δια θήκη τονίζεται ὅτι ἡ προφητεία καὶ οἱ προφῆτες νοοῦνται μέχρι τοῦ ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ . Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ἔχουμε πλέον προφῆτες ἀλλὰ ψευδοπροφῆτες…῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τῆς προφητείας» (σελ. 39). Λάθη καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ κ. καθηγητοῦ. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ. 11, 13, «πάντες οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως ᾿Ιωάννου προεφήτευσαν», σημαίνει, ὅτι ὁ πρόδρομος ᾿Ιωάννης εἶνε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι προφήτευσαν τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ, δὲν σημαίνει, ὅτι μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχουν προφῆτες, ἀλλὰ μόνο ψευδοπροφῆτες. ῾Υπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν ἀληθινοὶ προφῆτες. ᾿Αστόχως δὲ ὁ κ. Πατρῶνος χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸ ᾿Αποκ. 22, 13, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴ θέσι του, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. Οἱ τρεῖς τίτλοι «τὸ Α καὶ τὸ Ω», «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», «ἀρχὴ καὶ τέλος» σημαίνουν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πάντοτε ὑπάρχων, ὁ Αἰώνιος, δὲν σημαίνουν, ὅτι εἶνε τὸ τέλος τῆς προφητείας. ῾Ο ῎Αγαβος δὲν ἦταν προφήτης, ὁ ὁποῖος προφήτευσε μελλοντικὰ πράγματα; (Πράξ. 11, 27–28 καὶ 21, 10–11). Οἱ ᾿Απόστολοι δὲν προφήτευσαν; ᾿Αναφέρουμε ὡρισμένα παραδείγματα: ῾Ο Πέτρος δὲν προφήτευσε ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν ψευδοδιδάσκαλοι, αἱρετικοί, ἀρνηταὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ ὅτι πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθοῦσαν; (Β´ Πέτρ. 2, 1–2). Καὶ ὁ Παῦλος δὲν προφήτευσε, ὅτι θὰ ἐμφανίζονταν «λύκοι βαρεῖς», αἱρετικοί, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο; (Πράξ. 20, 29– 30). Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν προεῖπε τὴν ἵδρυσι καὶ τὸ ἀκατάλυτο τῆς ᾿Εκκλησίας του; (Ματθ. 16, 18). Δὲν προεῖπεν ἐπίσης τὰ γεγονότα τῶν ἐσχάτων καιρῶν πρὸ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (κεφ. 24), τοῦ Μάρκου (κεφ. 13) καὶ τοῦ Λουκᾶ (κεφ. 21); Καὶ γιὰ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστὸς εἶπε, «Καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (᾿Ιωάν. 16, 13). Καὶ ὁ Παῦλος γρά φει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀπο στήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α´ Τιμ. 4, 1). ῞Οπως δὲ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἴχαμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη παρουσία του, ἔτσι καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἰδίως στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἔχουμε προφητεῖες ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τοῦ Χριστοῦ στὴ δευτέρα παρουσία του. «᾿Ιδοὺ ἔρχεται…», φωνάζει ὀ ᾿Ιωάννης στὸ ᾿Αποκ. 1, 7. ῾Ο κ. Πατρῶνος κηρύττει καὶ τὴν αἵρεσι τῆς ἀποκαταστάσεως πάντων. Γράφει: «᾿Απὸ ὑπέρτατη ἀγάπη ἦρθε στὸν κόσμο, ἐνανθρώπησε καὶ θυσιάστηκε ὡς ᾿Αμνὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν
πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πάλι θὰ ἔρθει στὸ μέλλον ἐν δόξῃ γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ τῆς ἐσχατολογικῆς ἀποκατάστασής του στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θέωσης ὅλων μας στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα» (σελ. 27). ῾Ο Χριστὸς μὲ τὴν πρώτη παρουσία του δὲν ἦλθεν «ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (᾿Ιωάν. 3, 17. Βλέπε καὶ 12, 47). Δὲν ἦλθε δηλαδὴ γιὰ νὰ δικάσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ. Μὲ τὴ δευτέρα ὅμως παρουσία του ὁ Χριστὸς θὰ ἔλθῃ ὡς κριτής, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο κατὰ τὰ ἔργα ἑκάστου. Καὶ οἱ μὲν ἀγαθοὶ θὰ κληρονομήσουν «βασιλείαν» καὶ «ζωὴν αἰώνιον», οἱ δὲ κακοὶ θὰ παραπεμφθοῦν «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον», «εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. 25:34, 41, 46). Πλῆθος εἶνε τὰ χωρία τῆς Γραφῆς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ δευτέρα ἔλευσί του παρουσιάζουν τὸ Χριστὸ ὡς κριτὴ καὶ τιμωρὸ τῶν ἀμετανοήτων ἀσεβῶν. ᾿Αλλ᾿ ὁ κ. καθηγητὴς παραβλέπει αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν χωρίων καὶ διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ κόσμου στὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ τῆς θεώσεως ὅλων! ῞Οσοι συνεπῶς δὲν ἐπέτυχαν τὴ θέωσι στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ τὴν ἐπιτύχουν καὶ αὐτοὶ στὴ δευτέρα παρουσία! Καὶ θὰ τὴν ἐπιτύχουν «στὸ ἀναστημένο κυριακὸ σῶμα». Τί σημαίνει ἡ τελευταία αὐτὴ φράσι, ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε. ῞Οτι δὲ ἡ κρίσι τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος ὑποστηρίζει καὶ στὴ σελ. 112 τοῦ βιβλίου του, ὅπου καὶ παραπέμπει στὸ χωρίο Α´ Πέτρ. 4, 5, παραβλέποντας ὅτι ἐκεῖ ὁ ᾿Απόστολος λέγει γιὰ τοὺς ἀσώτους καὶ ἀσεβεῖς τοῦ προηγουμένου στίχ. 4, ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι», θὰ λογοδοτήσουν δηλαδὴ στὸν κριτὴ Χριστό, καὶ θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὴν ἀσωτεία καὶ ἀσέβειά τους. Κατὰ κόρον ὁ κ. Πατρῶνος ἐπικαλεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀγαπολόγοι τῆς ἐποχῆς μας. ᾿Αλλ᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε μόνον ἀγάπη, εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶνε ἔννοια σύστοιχη μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κριτοῦ. Κριτὴς χωρὶς δικαιοσύνη καὶ τιμωρία τῶν κακοποιῶν, δὲν νοεῖται. Καὶ πῶς λοιπὸν οἱ ἀγαπολόγοι καταργοῦν μία ἰδιότητα τοῦ Κυρίου, τὴ δικαιοσύνη; ῞Οποιος δὲν ἐκτιμᾷ μία τόσο μεγάλη ἀγάπη καὶ θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, εἶνε χυδαία ψυχὴ καὶ δικαίως ἀναθεματίζεται (Α´ Κορ. 16, 22) καὶ κολάζεται (Ματθ. 25, 46). Στὸ τέλος τῆς σελ. 112 τοῦ βιβλίου του ὁ συγγραφεύς, ἐνῷ ἀλλοῦ μίλησε γιὰ ἐσχατολογικὴ ἀποκατάστασι τοῦ κόσμου καὶ θέωσι ὅλων (σελ. 27), ἀντιφάσκοντας τώρα πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁμιλεῖ γιὰ ἐσχατολογικὴ δικαίωσι τῶν πιστῶν, ὄχι ὅλων δηλαδή, καίτοι πάλι ὑποστηρίζει ὅτι ἡ κρίσι κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία δὲν θὰ ἔχῃ τὴν ἔννοια τῆς καταδίκης, καὶ ἄρα οὔτε οἱ κακοὶ θὰ καταδικασθοῦν. Τὰ λέγει καὶ ἔτσι, τὰ λέγει καὶ ἀλλιῶς ὁ κ. καθηγητὴς ἢ λόγῳ συγχύσεως, ἢ σκοπίμως, ὥστε, ὅταν κατηγορηθῇ γιὰ μία θέσι του, νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν ἄλλη θέσι του… Ορθόδοξος Τύπος, 8/7/2011 2ον Συνεχίζουμε τήν κριτική τοῦ βιβλίου τοῦ καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας κ. Γεωργίου Πατρώνου μέ τον τίτλο «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ. Μιά ἐκσυγχρονιστική ἑρμηνευτική προσέγγιση». Στό παρόν ἄρθρο θά κρίνωμε τή γνώμη τοῦ κ. καθηγητοῦ γιά τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου ἐξ ἐπόψεως προφητικῆς καί ἀποκαλυπτικῆς. Στή σελ.40 τοῦ βιβλίου του ὁ κρινόμενος συγγραφεύς γράφει ὡς τίτλο παραγράφου: Τό «προφητικό» καί «ἀποκαλυπτικό» στοιχεῖο στήν Ἀποκάλυψη. Τίς λέξεις «προφητικό» καί «ἀποκαλυπτικό» θέτει ἐντός εἰσαγωγικῶν, γιά νά δείξῃ ὅτι τήν Ἀποκάλυψι δέν παραδέχεται ὡς βιβλίο προφητικό καί ἀποκαλυπτικό. Καί στή σελ. 60 τον συγγραφέα τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει ὡς «προφήτη» καί «ἀποκαλυπτή» ἐπίσης ἐντός εἰσαγωγικῶν, γιά νά δείξη ὅτι δέν παραδέχεται τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη καί φορέα ἀποκαλύψεων... «Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης»,
γράφει, «δεν εἶναι ἕνας καινοδιαθηκικός Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Ὠσηέ ἤ Μιχαΐας» (σελ 42). Δέν εἶνε προφήτης «γιά νά προφητέψει κάποια μελλοντικά ἐρχόμενα γεγονότα» (σελ.42). Καί ἄρα κακῶς ἡ Ἀποκάλυψι ὁμιλεῖ γιά μελλοντικά γεγονότα (1:1,19) καί κακῶς χαρακτηρίζεται, πολλές μάλιστα φορές (1:3, 19:10 κ.ἄ.), ὡς προφητεία! Γράφει ἐπίσης γιά τήν Ἀποκάλυψι, ὅτι «δέν εἶναι ἀποκαλυπτικό κείμενο καί δέν μπορεῖ μέ κανένα τρόπο νά ἐνταχθεῖ στήν ἀποκαλυπτική γραμματεία» (σελ. 44). Το αὐτό λέγει καί στή σελ. 41. Ὅπως φαίνεται, κακῶς τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ὅλης ἉγίαςΓραφῆς ἀρχίζει μέ τη λέξι «Ἀποκάλυψις» καί κακῶς ὀνομάζεται μέ αὐτή τή λέξι! Ὁ κ. Πατρῶνος γιά τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως γράφει: «Ἡ σχολική θεολογία τό κατατάσσει, ὡς γνωστόν, στά προφητικά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μάλιστα το χαρακτηρίζει ὡς τό μοναδικό κείμενο αὐτοῦ τοῦ εἴδους, διακρίνοντάς το ἔτσι ἀπό τό σύνολο τῶν ἱστορικῶν, ἀλλά καί τῶν ποιμαντικῶν ἔργων» (σελ. 41). Ἐπίσης γράφει: «Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται ὡς το μοναδικό προφητικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού ἔρχεται να μᾶς ἀποκαλύψει δῆθεν κάποια οὐράνια μυστικά μέ ἕνα μελλοντολογικό τρόπο γραφῆς, καί ὅτι χρειαζόμαστε νά μυηθοῦμε στόν τρόπο σκέψης τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα, γιά νά λύσουμε τό “μυστήριο τῶν σημείων”, πού πρόκειται νά συμβοῦν στό μέλλον. Αὐτό εἶναι μία ἁπλοϊκή σχολική ἀντίληψη γιά την Ἀποκάλυψη» (σελ. 68). Τί ἐννoεῖ ὁ κ. καθηγητής μέ τις φράσεις «σχολική θεολογία» και «ἁπλοϊκή σχολική ἀντίληψη για τήν Ἀποκάλυψη»; Τό Πανεπιστημιακό Ἵδρυμα, στό ὁποῖο φοίτησε καί στό ὁποῖο δίδαξε, δέν εἶνε Σχολή, Θεολογική Σχολή; Γιατί ὁ ὑποτιμητικός λόγος του γιά «σχολική Θεολογία» καί «ἁπλοϊκή σχολική ἀντίληψη» περί Ἀποκαλύψεως; Γιατί ἐπίσης ἐκεῖνο τό «δῆθεν» στή φράσι γιά τήν Ἀποκάλυψι, ὅτι «ἔρχεται νά μᾶς ἀποκαλύψει δῆθεν κάποια οὐράνια μυστικά»; Ἄν ἡ Ἀποκάλυψι δέν ἀποκαλύπτῃ, δέν εἶνε Ἀποκάλυψι, εἶνε, γιά να χρησιμοποιήσωμε ταπεινή λαϊκή ἔκφρασι, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο! Γιατί ἀκόμη καί ἐκεῖνος ὁ λόγος γιά «τόν τρόπο τῆς σκέψης» τοῦ συγγραφέως τῆς Ἀποκαλύψεως; Ἡ Ἀποκάλυψι εἶνε ἔργο «σκέψεως» τοῦ Ἰωάννου ἤ έργο θείας ἐμπνεύσεως καί ἀποκαλύψεως; Κατά τόν κ. Πατρῶνο ἡ Ἀποκάλυψι εἶνε ἔργο ἀνθρωπίνης συλλήψεως, ὄχι θείας ἀποκαλύψεως. Στη σελ. 55 γράφει γιά τόν Ἰωάννη ἐξόριστο στήν Πάτμο: «Ἐκεῖ πιθανῶς νά συνέλαβε γιά πρώτη φορά την ἰδέα τῆς συγγραφῆς ἑνός ἔργου γιά τό παρόν τῆς ἱστορίας κλπ.». Στή σελ. 56 γράφει ὅτι ἡ Ἀποκάλυψι εἶνε «ἔργο μιᾶς ὑψηλῆς σύλληψης». Καί στή σελ. 53 γράφει, ὅτι ἡ Ἀποκάλυψι δέν γράφτηκε «ἐφʼ ἅπαξ» στό σπήλαιο τῆς Πάτμου. Καί, «Μᾶλλον πρόκειται για ἕνα φιλολογικό καί θεολογικό δημιούργημα ὑψηλῆς σύλληψης και ἔμπνευσης καί μεθοδικῆς καταγραφῆς ἱστορικῶν γεγονότων σε διάφορα στάδια καί διαφορετικές χρονικές περιόδους, πού ξεκίνησε ἀπό τή δεκαετία τοῦ 60 καί ὁλοκληρώθηκε περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 90 μ.Χ., μέ τήν ἐνσωμάτωση στό κείμενο καί τίς περίφημες ἑπτά ἐπιστολές, ποιμαντικῆς φύσεως, πού ἀσφαλῶς θα ἐστάλησαν ἀπό τόν ἀπόστολο Ἰωάννη πρός τίς τοπικές ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους». Ὁ ἀγράμματος λοιπόν ψαρᾶς Ἰωάννης, ὅπως μέ τό δίχτυ του συνελάμβανε ψάρια, ἔτσι μέ τό μυαλό του καί τή σκέψι του «συνέλαβε» καί δημιούργησε καί τό «ὑψηλῆς σύλληψης» ἔργο τῆς Ἀποκαλύψεως! Καί δέν τό ἔγραψε «ἐφ ʼἅπαξ» στήν Πάτμο, ἀλλά «σέ διάφορα στάδια καί διάφορες χρονικές περιόδους» ἀπό τή δεκαετίατοῦ 60 μέχρι τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 90! Ἄς ἐπιτρέψῃ δέ ὁ κ.καθηγητής νά εἰποῦμε ὅτι στό βιβλίο του περιέχονται καί γραμματικά λάθη. Στό δέ ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο παραθέσαμε προηγουμένως, περιέχεται σοβαρό λάθος ἀσυνταξίας. Γράφει «μέ τήν ἐνσωμάτωση στο κείμενο καί τίς περίφημες ἑπτά ἐπιστολές» ἀντί τοῦ ὀρθοῦ «με τήν ἐνσωμάτωση στό κείμενο και τῶν περιφήμων ἑπτά ἐπιστολῶν». Κατά τόν κ. Πατρῶνο ἡ
Ἀποκάλυψι εἶνε ἔργο στοχασμοῦ τοῦ Ἰωάννου. Γράφει γιά τόν μεγάλο ἐξόριστο στήν Πάτμο: « Ἴσως ἐκεῖ στήν ἐρημία, στή μοναξιά τῆς ἐξορίας καί στή σιωπή τοῦ “ἱεροῦ σπηλαίου” τῆς Πάτμου ὁ ἱερός συγγραφέας ἀρχίζει νά στοχάζεται και νά θέλει νά καταγράψει τίς θεολογικές καί κατηχητικές του ἐμπνεύσεις σέ ποιητικό ὕφος καί ἀποκαλυπτικό λόγο» (σελ. 45). Καί πάλι παρουσιάζει τόν Ἰωάννη «νά στοχάζεται θεολογικά, πιθανῶς σέ κάποια ἀπόμερη σπηλιά προσευχῆς καί γόνιμης σιωπῆς» (σελ. 55). Ἐκτός ἀπό τό «στοχάζεται» ἐπισημαίνουμε ὡς λάθος τοῦ κ. καθηγητοῦ καί τό «ἴσως» καί τό «πιθανῶς». Ἡ Ἀποκάλυψι γράφτηκε στην Πάτμο ὄχι ἴσως καί πιθανῶς, ἀλλά βεβαίως. Κατά τόν κ. Πατρῶνο ὁ ἰδιόμορφος ἀποκαλυπτικός χαρακτήρ τῆς Ἀποκαλύψεως εἶνε ἐπιλογή τοῦ Ἰωάννου. Γράφει ὁ κ.καθηγητής: «Πιθανῶς μέσα σʼ αὐτό τό ἐχθρικό κλίμα ἐπιλέγεται ἐδῶ γιά λόγους προστασίας καί τοῦ ἑαυτοῦ του και τοῦ ποιμνίου του ἀπό τόν ἱερό συγγραφέα τῆς Ἀποκάλυψης ἡ μορφή τοῦ ἰδιόμορφου “ἀποκαλυπτικοῦ λόγου”, μιᾶς δηλαδή φιλολογικῆς γλώσσας πολλῶν θεολογικῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἰδιαίτερα γνωστῆς στούς ἰουδαιοχριστιανικούς θρησκευτικούς κύκλους» (σελ. 45). Γιά τούς πιστούς ἡ συμβολική ἰδιοτυπία τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τό μέγα πλῆθος τῶν συμβόλων δέν εἶνε ἐπιλογή τοῦ Ἰωάννου, ἀλλʼ ὑπαγόρευσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ κ. Πατρῶνος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ συγγραφεύς τῆς Ἀποκαλύψεως «δανείζεται βασικά στοιχεῖα και ἀπό τήν προηγούμενη ἀποκαλυπτική φιλολογία τῶν δύο τελευταίων πρό Χριστοῦ αἰώνων, ἀλλά καί ἀπό τά προφητικά καί ἀποκαλυπτικά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». «Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης», λέγει ἐπίσης, «κατά τή συγγραφή τῆς Ἀποκάλυψης εἶχε μπροστά του ὡς βασικά “βοηθήματα” κλασικά κείμενα τῆς προφητικῆς καί ἀποκαλυπτικῆς φιλολογίας, ὅπως ἐκεῖνα τοῦ Ἰεζεκιήλ καί τοῦ Δανιήλ. Ἰδιαίτερα μερικά κεφάλαια τῶν ἔργων αὐτῶν... γίνονται ἄμεση πηγή ἔμπνευσης, ἀλλά καί “βιβλιογραφική” πηγή δανεισμοῦ πολλῶν στοιχείων, πού συνιστοῦν τό ὕφος καί τόν ἀποκαλυπτικό χαρακτήρα τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης» (σελ. 46. Βλέπε καί σελ. 52, ὅπου ὁ ἰσχυρισμός τοῦ κ. καθηγητού περί πηγῶν καί δανεισμοῦ γιά τή συγγραφή τῆς Ἀποκαλύψεως ἐπαναλαμβάνεται). Στή σελ. 47 γράφεται: «Δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ἀκόμη, ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη δέν εἶναι τό μόνο βιβλίο αὐτοῦ τοῦ εἴδους (ἐννοεῖ, τῆς ἀποκαλυπτικῆς φιλολογίας) καί μέ τόν αὐτό χαρακτηριστικό τίτλο. Ὑπάρχει μεγάλος ἀριθμός ὃμοιων κειμένων». Ἐπισημαίνουμε ἐδῶ καί τήν ἀσυνταξία «διαφεύγει τῆς προσοχῆς» ἀντί τοῦ ὀρθοῦ «διαφεύγει τήν προσοχήν». Και στή σελ. 55 γράφεται: «Διαπιστώνεται ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη βρίσκεται σέ ἄμεση φιλολογική ἐξάρτηση ἀπό τήν ἀποκαλυπτική γραμματεία τοῦ πρώτου μετά Χριστόν αἰώνα» (Βλέπε καί σελ. 48,49). Ὁ κ. Πατρῶνος δηλαδή δεν δέχεται ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔγραφε ὅ,τι ὑπαγόρευε σʼ αὐτόν ὁ Θεός, ἀλλʼ ἔγραφε δανειζόμενος ἀπό διάφορες πηγές, μεταξύ τῶν ὁποίων και ψευδεπίγραφες Ἀποκαλύψεις, χρησιμοποιώντας ἔτσι βιβλιογραφία καί βοηθήματα! Ἔγραφε, ὅπως γράφει κάποιος διδακτορική διατριβή! Στό 1:10-11 τῆς Ἀποκαλύψεως ὁ Ἰωάννης λέγει, «ἐγενόμην ἐν πνεύματι... καί ἤκουσα φωνήν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος λεγούσης˙ Ὅ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον». Στό 1:12-16 λέγει, «Καί ἐκεῖ επέστρεψα βλέπειν τήν φωνήν, ἥτις ἐλάλει μετʼ ἐμοῦ. Καί ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτά λυχνίας χρυσᾶς κλπ.» Κατά τό 1:19 ὁ Χριστός εἶπε στόν Ἰωάννη, «Γράψον οὖν ἅ εἶδες, καί ἅ εἰσι, καί ἅ μέλλει γίνεσθαι μετά ταῦτα». Στό 12,1 ὁ Ἰωάννης λέγει, «Σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνή περιβεβλημένη τόν ἥλιον κλπ.». Στό 10:4 καί στο 14:2 γράφει, «Καί ἤκουσα φωνήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ». Καί σέ ἄλλα χωρία τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπαντῶνται τέτοιες ἐκφράσεις. Καί οἱ ἐκφράσεις αὐτές σημαίνουν ὅτι ὁ Ἰωάννης περιῆλθε σέ κατάστασι ἐκστάσεως καί εἶδε ὁράματα καί ἄκουσε φωνές γιά μυστικά τοῦ οὐρανοῦ καί γεγονότα τοῦ μέλλοντος, ὅπως οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί ἔτσι ἔγραψε τήν Ἀποκάλυψι.
Ἀλλʼ ὁ κ.καθηγητής δέν παραδέχεται ἐκστατική καί ὁραματική κατάστασι στόν Ἰωάννη. Καί προσπαθεῖ νά πείσῃ γιʼαὐτό μέ ἀφόρητη πολυλογία και παλιλλογία. Γράφει: «Μποροῦμε νά ποῦμε χωρίς κανένα ἐνδοιασμό πλέον, ὅτι ἡ ἀποκαλυπτική γλώσσα, οἱ εἰκόνες καί τά σύμβολα, πού χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα ὁ Ἰωάννης... δέν ἀποτελοῦν καρπό κάποιας ὁραματικῆς σύλληψης σέ στιγμές ἐκστατικές, ἀλλά ἐκφράζουν τό βασικό καί πλούσιο ἤδη ὑπάρχον ὑλικό ἑνός ἰδιόμορφου φιλολογικοῦ εἴδους, πού εἶχε ἐπιβληθεῖ καί κυριαρχήσει σέ μεγάλη ἔκταση μέσα στούς θρησκευτικούς καί θεολογικούς κύκλους μιᾶς εὐρύτατης χρονικῆς περιόδου, κυρίως ἀπό τό 200 π.Χ. ἕως τό 100 μ.Χ.» (σελ. 46). «Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἑπομένως, δέν εἶναι ἕνα ὁραματικό κείμενο καί καρπός ἐκστατικῶν καταστάσεων» (σελ. 49). «Ἡ Ἀποκάλυψη, ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά εἶναι προϊόν ὁραματικῶν καί ἐκστατικῶν παθολογικῶν καταστάσεων» (σελ. 56). «Ὅταν ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τίς κλασικές για τήν ἀποκαλυπτική γλώσσα ἐκφράσεις στήν Ἀποκάλυψή του, ὅπως “ἐγενόμην ἐν πνεύματι...” (Ἀποκ. 1:10), “ὅ βλέπεις γράψον...” (στίχ.11) ἤ “σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ...” (12:1) καί “ἤκουσα φωνήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ...” (10:14˙ 14:2 κ.ἄ) καί πλῆθος ἄλλων παρομοίων (ἀντί τοῦ ὀρθοῦ, καί πλῆθος ἄλλες παρόμοιες), δέν πρέπει να ἐκλαμβάνονται ὅτι ἀντικατοπτρίζουν κάποιες ἐκστατικές ὁραματικές καταστάσεις, ἀλλʼ ὅτι χρησιμοποιοῦνται μέ τήν εἰδική τεχνική σημασία τῆς ἀποκαλυπτικῆς ὁρολογίας» (σελ. 50-51). Συμφώνως πρός αὐτές τίς ἀντιλήψεις τοῦ κ. Πατρώνου ὁ Ἰωάννης στήν πραγματικότητα δέν ἐγένετο ἐν πνεύματι, δέν εἶδε τίποτε, δέν ἤκουσε τίποτε, δέν ἔλαβε καμμίαν ἐντολήν παρά τοῦ Κυρίου να γράψῃ, ἀλλ’ ἔγραψεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τήν Ἀποκάλυψί του, μιμούμενος τούς συγγραφεῖς τῶν ψευδεπιγράφων Ἀποκαλύψεων! Μέ ἄλλα λόγια ὁ Ἀπόστολος μᾶς ἐμπαίζει, κοινῶς μᾶς κοροϊδεύει! Μέ τά θεολογικά μυαλά τοῦ κ. Πατρώνου θά μποροῦσε κανείς νά εἰπῇ ὅτι καί ὁ Παῦλος στό δρόμο πρός τή Δαμασκό δέν εἶδε κανένα ὅραμα, ἀλλ’ ὡμίλησε γιά ὅραμα πρός ἐντυπωσιασμό, χρησιμοποιώντας εὐσεβῆ ἀπάτη (fraus pia)! Κατά τόν ἐκσυγχρονιστή Πατρῶνο, ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὁ συγγραφεύς τῆς Ἀποκαλύψεως περιῆλθε σέ ἐκστατική καί ὁραματική κατάστασι, πρέπει νά δεχθοῦμε καί ὅτι δέν εἶχε σώας τάς φρένας. Στή σελ. 62 γράφει ὁ κ.καθηγητής: «Οἱ ἀναφερόμενες συχνά “ἐκστατικές”καταστάσεις, πού μπορεῖ να συμβοῦν στή ζωή κάποιων ἀνθρώπων, εἶναι πολύ σπάνιες καί βιολογικά ἐπικίνδυνες». Στήν αὐτή σελίδα ὁμιλεῖ περί «ὑποτιθέμενης “ἐκστατικῆς” ἐμπειρίας», «θρησκευτικῆς παθολογίας» καί «καθαρά ψυχονευρωτικῆς παθογένειας». Στήν αὐτή δέ πάλι σελίδα γράφει: «Στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας και ὑπό τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λειτουργεῖ κανείς μέ “σώας τάς φρένας” καί ὄχι “ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον”» (Μᾶρκ. 9:17). Ἐπισημαίνουμε ἐδῶ ἄλλο σοβαρό συντακτικό λάθος. Ἡ αἰτιατική «ἔχοντα» ἔπρεπε νά μεταβληθῇ σε ὀνομαστική «ἔχων». Ὅπως ὁ κ. καθηγητής κάνει γραμματικά λάθη, ἔτσι κάνει καί θεολογικά λάθη... Στή σελ. 51 γράφει: «Ἀλίμονο ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὁ ἱερός συγγραφέας βρισκόταν σέ ὁραματικές ἐκστατικές καταστάσεις, ὅταν ἔγραφε τό κείμενο αὐτό. Τότε πολλοί θά εἶχαν τό δικαίωμα, ὅπως κι ἔχει συμβεῖ, νά μιλοῦν γιά ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Ἐμεῖς, πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἔγραφε τήν Ἀποκάλυψη, εἶχε “σώας τάς φρένας”, δέν βρισκόταν σέ ἐκστατική θρησκευτική παράκρουση καί οὔτε σέ κατάσταση “γεροντικῆς παράνοιας”». Ὁ κ. Πατρῶνος θεωρεῖ ὑγιῆ διανοητικῶς τόν ἀπόστολο Ἰωάννη ὑπό τόν ὃρο, ὅτι δέν ἔγραψε σέ κατάστασι ἐκστάσεως καί ὁραματισμοῦ. Ἄν ἔγραφε σέ τέτοια κατάστασι, ὁ Θεός θά ἀδυνατοῦσε να κρατήσῃ σώας τάς φρένας του! Μέ ἀφόρρητη ἐπίσης πολυλογία καί παλιλλογία ὁ ἐκσυγχρονιστικός ἑρμηνευτής τῆς Ἀποκαλύψεως προσπαθεῖ νά πείσῃ, ὅτι ὁ Ἰωάννης δέν προφήτευσε «μελλοντικά ἐρχόμενα
γεγονότα». «Ἄν συνέβαινε αὐτό», διατείνεται, «τότε θα εἴχαμε κάποια ἀντιστοιχία μέ το ἔργο τῶν “σιβυλλῶν” καί τῶν “μάντεων” τῆς ἀρχαιότητος ἤ μέ τις διεργασίες διαφόρων φαινομένων τῆς σύγχρονης παραψυχολογίας καί τοῦ πνευματισμοῦ» (σελ.42). Στή σελ. 53 ὁ κ. Πατρῶνος γράφει ὅτι θεωρεῖ δεδομένη «τή θεοπνευστία» τῆς Ἀποκαλύψεως, «χωρίς ὅμως τοῦτο νά σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε τίς λαϊκές ἀντιλήψεις περί πραγματικῶν ὁραματικῶν ἐμπειριῶν καί ἐκστατικῶν καταστάσεων κατά τή σύλληψη και τή συγγραφή τοῦ ἔργου». «Το ἔργο Ἀποκάλυψη Ἰωάννου δεν εἶναι τό ἀποτέλεσμα καί ὁ καρπός κάποιας στιγμιαίας ὁραματικῆς ἐμπειρίας». Οὔτε διαρκείας ὁραματική ἐμπειρία οὔτε στιγμιαία δέχεται ὁ ἐκσυγχρονιστικός αὐτός ἑρμηνευτής τῆς Ἀποκαλύψεως, καί ἐν τούτοις ὁμιλεῖ γιά θεοπνευστία τοῦ ἔργου! Ἀντίφασι. Μία ἀπό τίς πολλές ἀντιφάσεις του. Ὅπως δέ ἤδη εἴπαμε, ἄλλοτε ἐκφράζεται ἔτσι καί ἄλλοτε ἀλλιῶς ἤ λόγῳ συγχύσεως, ἤ σκοπίμως, ὥστε, ὅταν κατηγορηθῇ γιά μία θέσι του, νά ἐπικαλεσθῇ τήν ἄλλη θέσι του... 3ον Στὸ κρινόμενο βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας κ. Γεωργίου Πατρώνου «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ. Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση» δια στρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ ἀντιχρίστου. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ῾Αγίας Γραφῆς θεωροῦν τὸν ἀντίχριστο πρόσωπο, καὶ συγκεκριμένως ἄνθρωπο. ᾿Αλλ᾿ ὁ ἐκσυγχρονιστικὸς ἑρμηνευτὴς κ. Πατρῶνος δὲν θεωρεῖ τὸν ἀντίχριστο πρόσωπο. Καὶ πρῶτα ὁ κ. καθηγητὴς ἀναφέρει καὶ τονίζει ὅτι ὁ ὅρος «ἀντίχριστος» δὲν ἀπαντᾶται οὔτε μία φορὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀπουσιάζει παντελῶς ὡς πρόσωπο, ὡς ἱστορικὴ ὀντότης, συμβαίνει δὲ τοῦτο καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου, μόνο δὲ σὲ δύο ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Ιωάννου ἀπαντᾶται τέσσερες φορὲς ὁ ὅρος «ἀντίχριστος», ἀλλὰ πάλι ὄχι μὲ τὴν ἔννοια προσώπου (σελ. 73-74)... Γιατὶ ὁ κ. Πατρῶνος τονίζει ὅτι ὁ ὅρος «ἀντίχριστος» δὲν ἀπαντᾶται στὴν ῾Αγία Γραφή, παρὰ μόνο σὲ δύο ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Ιωάννου; Θέλει ἔτσι νὰ κλονίσῃ τὴν πίστι τῶν χριστιανῶν στὴν ὕπαρξι τοῦ ἀντιχρίστου; ῞Ενα μόνο χωρίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀνέφερε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἐγεννᾶτο στὴ Βηθλεέμ. Καὶ εἶνε λοιπὸν ἀμφίβολο καὶ ὄχι βέβαιο, ὅτι γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ; Κανένα χωρίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα «῾Αγία Τριὰς» καὶ τὴ λέξι «ὁμοούσιος». Καὶ δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ῾Αγία Τριάς, καὶ δὲν εἶνε ὁ Υἱὸς ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα; Κατὰ τὸν κ. καθηγητή, ἂν ὁ ἀντίχριστος ἦταν πρόσωπο, «θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦμε ἕνα εἶδος “ὑποστασιοποίησης” καὶ “ἐνανθρώπησης” τοῦ ἀντιχρίστου κατὰ τὸν τύπο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ» (σελ. 80. Βλέπε καὶ σελ. 88). Γράφει ἐπίσης· «Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ διακρίνῃ κανεὶς τὸν ἀντίχριστο, ποὺ τάχατες μέλλει νὰ ἔρθει στὸ μέλλον, ἀπὸ τὸν ἤδη ὑπάρχοντα στὸν κόσμο διάβολο; Εἶναι δυνατὸ νὰ δεχθοῦμε θεολογικὰ ἕνα εἶδος “ἐνσάρκωσης” καὶ “ὑποστασιοποίησης” τοῦ ἀντιχρίστου κατὰ τὸν τύπο τῆς θείας ἐνσάρκωσης καὶ ὑποστασιοποίησης τοῦ Χριστοῦ; ῍Αν δεχθοῦμε ἕνα εἶδος “ἐναν θρώπησης” τοῦ ἀντιχρίστου ἢ τοῦ διαβόλου, τότε ποιά θὰ εἶναι ἡ πατρότητά του;» (σελ. 108). ᾿Ασαφῶς ὁμιλεῖ ὁ κ. καθηγητής, ὁμιλώντας γιὰ “ὑποστασιοποίηση” τοῦ ἀντιχρίστου, καὶ “ὑποστασιοποίηση” τοῦ Χριστοῦ. Τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ; Καὶ πῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ εἶνε πρόσωπο ὁ ἀντίχριστος, πρέπει νὰ εἶνε ἐνανθρώπηση τοῦ Διαβόλου; Αὐτὴ ἡ γνώμη εἶνε ἐσφαλμένη. ῾Ο ἀντίχριστος δὲν νοεῖται ὡς ἐνανθρώπηση τοῦ Διαβόλου, ἀλλ᾿ ὡς άνθρωπος διακρινόμενος ἀπὸ τὸν Διάβολο καὶ ὄργανο τοῦ Διαβόλου καὶ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Θὰ παραθέσωμε στὴ συνέχεια καὶ θὰ σχολιάσωμε τὰ τέσσερα χωρία τῶν ᾿Επιστολῶν τοῦ
᾿Ιωάννου, τὰ ὁποῖα ὁ κ. Πατρῶνος δεινῶς κακοποιεῖ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴ γνώμη του, ὅτι ὁ ἀντίχριστος δὲν εἶνε πρόσωπο, ἀλλ᾿ εἶνε τὸ κακό, ἡ πλάνη, ἡ αἵρεσι. ῍Ας σημειωθῇ δέ ὅτι κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν χωρίων τούτων λέγει πολλὰ πράγματα ἀσαφῆ καὶ ἀκατανόητα. «Παιδία,ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν» (Α´ ᾿Ιωάν. 2:18). Κατὰ τὸν ἐκσυγχρονιστικὸ ἑρμηνευτὴ ὁ ᾿Ιωάννης «“ἀπομυθεύει” ἐδῶ τὸν φορτισμένο μὲ πολλὴ θεολογικὴ φαντασία αὐτὸν ὅρο (ἀντίχριστος) καὶ ἀπορρίπτει τὴν ἀντίληψη γιὰ τὸν ἀντίχριστο μὲ μιὰ ἔννοια ἀτομικῆς ὀντότητας καὶ μοναδικότητας, ἀφοῦ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ὕπαρξη ὄχι ἑνὸς ἀλλὰ πολλῶν “ἀντιχρίστων”, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι ἤδη παρόντες» (σελ. 79). Συμφώνως πρὸς αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία, ὁ ἕνας «ἀντίχριστος» εἶνε οἱ πολλοὶ «ἀντίχριστοι»! ῾Ωραία λογική! Εἶνε σὰν νὰ λέμε· ῾Ο ἀριθμὸς 1 ἰσοῦται μὲ τὸν ἀριθμὸ 1000! Στὴ φράσι τοῦ παρατεθέντος χωρίου, «ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται», τὸ «ἠκούσατε» σημαίνει, ὅτι οἱ πιστοὶ ἄκουσαν γιὰ τὸν ἀντίχριστο ἀπὸ τὰ κηρύγματα. ῾Ο Παῦλος π.χ. κήρυξε ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτα, καὶ τότε θὰ ἐμφανισθῇ «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ὁ ἀντίχριστος δηλαδή (Β´ Θεσ. 2:3. Βλέπε καὶ στίχ. 5). ῞Οταν δὲ ὁ ἀπόστολος χαρακτηρίζῃ τὸν ἀντίχριστο μὲ τοὺς χαρακτηρισμοὺς «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», δὲν εἶνε ὁ ἀντίχριστος πρόσωπο; Τὸ «ἔρχεται» ἀντιτίθεται πρὸς τὸ «καὶ νῦν» καὶ σημαίνει ὅτι ὁ ἀντίχριστος δὲν εἶνε παρών, ὅπως οἱ πολλοὶ ἀντίχριστοι, ἀλλὰ θὰ ἔλθῃ στὸ μέλλον. Καὶ πῶς λοιπὸν ὁ ἀντίχριστος δὲν εἶνε μελλοντικὸ πρόσωπο; ῾Ο ἑνικὸς «ἀντίχριστος» ἀντιτίθεται πρὸς τὸν πληθυντικὸ «ἀντίχριστοι». Καὶ ἀφοῦ οἱ «ἀντίχριστοι» εἶνε ἀναμφισβητήτως πρόσωπα, πρόσωπο εἶνε καὶ «ὁ ἀντίχριστος». ᾿Επίσης, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶνε πρόσωπο, πρόσωπο εἶνε καὶ ὁ ἀντιτιθέμενος στὸ Χριστό, ὁ ἀντίχριστος. ῍Αν ποῦμε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ᾿Ορθόδοξος καὶ ἐκεῖνος ἀντορθόδοξος, δὲν εἶνε καὶ ὁ μὲν καὶ ὁ δὲ πρόσωπο; ῍Αν ἐπίσης ποῦμε, αὐτὸς εἶνε ῞Ελλην καὶ ἐκεῖνος ἀνθέλλην, δὲν εἶνε καὶ οἱ δύο πρόσωπα; «Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; Οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν. Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει.» (Α´ ᾿Ιωάν. 2:22-23). Σχετικῶς πρὸς τὸ χωρίο τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος λέγει, ὅτι κάθε «ψεύστης», ἤτοι ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ, «εἶναι καὶ λέγεται “ἀντίχριστος”», καὶ ἄρα δὲν ὑπάρχει ἀντίχριστος μὲ μοναδικὴ καὶ μελλοντικὴ ἔννοια, δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀντίχριστος ὁ ἀναμενόμενος νὰ ἔλθῃ. ῾Η ὀρθὴ ἑρμηνεία τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου, ὅτι ὁ ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ, «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος», ἔχει τὴν ἔννοια, ὅτι κάθε ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ ὁμοιάζει μὲ τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ἀντίχριστο, ὄχι ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος μέλλει νὰ ἔλθῃ. Μὲ τὸν λόγο, «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος», ὁ ἀπόστολος ἐκφράζεται ὅπως ἐκφράσθηκε ὁ Χριστός γιὰ τὸν Πρόδρομο ᾿Ιωάννη, ὅταν εἶπεν, «αὐτός ἐστιν ᾿Ηλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι» (Ματθ. 11:13-14). Προφανῶς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ εἰπῇ ὅτι ὁ πρόδρομος ᾿Ιωάννης ὁμοιάζει μὲ τὸν ᾿Ηλία (Λουκ. 1: 17), ὄχι ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ηλίας (Βλέπε καὶ Ματθ. 17:12-13). ῎Ετσι, ἐπαναλαμβάνουμε, καὶ κάθε ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ εἶνε «ὁ ἀντίχριστος» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁμοιάζει μὲ τὸν ἀντίχριστο, ὄχι ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἔλθῃ. «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου, ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη» (Α´ ᾿Ιωάν. 4:2-3). Σχετικῶς πρὸς τὸ χωρίο τοῦτο ὁ κ. Πατρῶνος γράφει· «῎Εχει ἐνδιαφέρον ἐδῶ ἡ ἄμεση ἀναφορὰ
στὸ “πνεῦμα” τοῦ ἀντιχρίστου. Αὐτὸ τὸ “πνεῦμα” τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀναλήθειας, τὸ πνεῦμα τῆς χριστολογικῆς αἵρεσης, εἶναι λάθος νὰ λέγεται ὅτι θὰ ἔρθει στὸ μέλλον (“ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται”). ῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι “νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη”» (σελ. 83). ᾿Εδῶ ὁ κ. καθηγητὴς ὡς «πνεῦμα» ἐννοεῖ τὸ φρόνημα, ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ ὀρθὸ φρόνημα, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ἦλθε μὲ σάρκα, εἶνε δηλαδὴ πραγματικὸς ἄνθρωπος, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τὸ ἐσφαλμένο φρόνημα τῶν Δοκητῶν αἱρετικῶν, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δὲν ἦλθε μὲ σάρκα, δὲν εἶνε πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἄνθρωπος κατὰ δόκησιν, κατὰ τὸ φαινόμενο. ᾿Αφοῦ δὲ καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τοῦ βιβλίου του (σελ. 72, 74, 80, 84, 85 κ.ἄ.), ὁμιλεῖ γιὰ «τὸ πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου», δηλαδὴ τὸ φρόνημα τοῦ ἀντιχρίστου, πῶς δὲν παραδέχεται τὸν ἀντίχριστο ὡς πρόσωπο, δεδομένου ὅτι μόνο τὰ πρόσωπα ἔχουν φρόνημα; Στὸ παρατεθὲν καὶ σχολιαζόμενο χωρίο τοῦ ᾿Ιωάννου «πνεῦμα», τὸ ὁποῖο ὁμολογεῖ ἢ δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἐνσάρκωσι καὶ ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶνε τὸ φρόνημα, ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος ὡς πνεῦμα ἢ ψυχή. ῾Ο ἄνθρωπος ὡς πνεῦμα ἢ ψυχὴ ὁμολογεῖ ἢ δὲν ὁμολογεῖ. ῾Η δὲ φράσι, «τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου», σημαίνει· ῾Η μὴ ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ εἶνε τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀντιχρίστου. Στὴ φράσι, «ὃ ἠκούσατε ὅτι ἔρχεται», ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία ἐτέθη σὲ γένος οὐδέτερο καθ᾿ ἕλξιν πρὸς τὸ οὐδέτερο «τὸ τοῦ ἀντιχρίστου», ἀντὶ νὰ τεθῇ σὲ γένος ἀρσενικό, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὸν ἀντίχριστο, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ πιστοὶ ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται. ῾Η δὲ φράσι, «καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη», σημαίνει ὅτι ὁ ἀντίχριστος, πρόσωπο τοῦ μέλλοντος, κατὰ ἕνα τρόπο εἶνε καὶ τώρα στὸν κόσμο, ἀφοῦ εἶνε στὸν κόσμο οἱ ὅμοιοί του, οἱ ψευδοπροφῆτες μὲ τὸ αἱρετικὸ καὶ ἀντίχριστο φρόνημα, οἱ μικρότεροι ἀντίχριστοι καὶ πρόδρομοι τοῦ μεγάλου ἀντιχρίστου. ῾Η ἐν λόγῳ φράσι, «καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη», ὑπενθυμίζει σ᾿ ἐμᾶς τὴ φράσι τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ τὸν ἀντίχριστο στὸν μέλλον, στὸν καιρὸ τῆς ἀποστασίας, ἀλλὰ λέγει, «Τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας» (Β´ Θεσ. 2:7). ᾿Επίσης ὑπενθυμίζει τὴ φράσι τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ᾿Ιωάννη τὸν βαπτιστή, «᾿Ηλίας ἤδη ἦλθε» (Ματθ. 17:12). ῍Ας μὴ ταυτίζῃ λοιπὸν ὁ κ. Πατρῶνος τὸ μέλλον μὲ τὸ παρόν, καὶ τὸν ἀντίχριστο τοῦ μέλλοντος μὲ τοὺς ἀντιχρίστους τοῦ παρόντος. ῎Αλλο θὰ συμβῇ στὸ μέλλον, καὶ ἄλλο συμβαίνει ἤδη. «Πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος.» (Β´ ᾿Ιωάν. 7). Κατὰ τὸν κ. Πατρῶνο, «Κι ἐδῶ καταρρίπτεται ἡ ἐντύπωση τῆς μοναδικότητας καὶ ἀποκλειστικότητας τοῦ ἑνὸς “ἀντιχρίστου” μὲ τὴν πρόταξη τοῦ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ τῶν “πλάνων”, ποὺ “εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον”». Συμφώνως πρὸς αὐτὴ τὴν… ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνεία, οἱ πολλοὶ «πλάνοι» εἶνε ὁ ἕνας «πλάνος» ἢ «ἀντίχριστος»! ῾Ωραῖα μαθηματικά! Πλανᾶται ὁ κ. καθηγητὴς πλάνην οἰκτράν. Λέγοντας ἐδῶ ὁ ᾿Ιωάννης, «Οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος», ἐκφράζεται ὅπως στὸ Α´ ᾿Ιωάν. 2:22, ὅπου λέγει, «Οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος». Καὶ ὅπως ἐκεῖ ἐννοεῖ ὅτι κάθε ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ ὁμοιάζει μὲ τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ἀντίχριστο, ὄχι ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος ἀναμένεται, ἔτσι καὶ ἐδῶ ἐννοεῖ ὅτι, ὅποιος δὲν παραδέχεται τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ σάρκα, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν πλάνο καὶ ἀντίχριστο, ὄχι ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ ἀναμενόμενος πλάνος καὶ ἀντίχριστος. ῎Αξιο παρατηρήσεως καὶ τοῦτο, ὅτι οἱ πολλοὶ πλάνοι «εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον», ἐνῷ ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν πλάνος καὶ ἀντίχριστος δὲν εἰσῆλθεν ἀκόμη στὸν κόσμο, θὰ εἰσέλθῃ στὸ μέλλον συμφώνως πρὸς τὴν σημασία τοῦ «ἔρχεται» στὸ Α´ ᾿Ιωάν. 2:18. ᾿Αλλὰ θὰ συνεχίσωμε στὸ ἑπόμενο μὲ ἄλλα πολλὰ ἐπιχειρήματα, ἀδιάσειστα καὶ συντριπτικά, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, ὅτι ὁ ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος ἔρχεται, εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος, τὸ χειρότερο ὄργανο καὶ ἐνεργούμενο τοῦ Σατανᾶ.
4ον Στὸ βιβλίο του «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση», ὁ καθηγητὴς κ. Γεώργιος Πατρῶνος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος δὲν εἶνε πρόσωπο, ἀλλὰ δι᾿ αὐτοῦ σημαίνονται οἱ αἱρέσεις καὶ γενικῶς τὸ κακὸ κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Στὸ παρὸν ἄρθρο καὶ στὸ ἑπόμενο μὲ βάσι τὸ θεόπνευστο κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης θὰ δείξωμε ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος, ὁ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅλη τὴ δύναμι τοῦ Σατανᾶ μέσα του. ῎Ετσι φρονοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλ᾿ ὁ ἐκσυγχρονιστικὸς ἑρμηνευτὴς κ. Πατρῶνος δέχεται, ὅπως φαίνεται, τὴ λεγομένη «Μεταπατερικὴ θεολογία»... ῎Ηδη ἔχουμε εἰπεῖ ὅτι, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶνε πρόσωπο, ἔτσι καὶ ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο. Τώρα θ᾿ ἀναφέρωμε πλῆθος ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς ἐκδοχῆς, ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος. ᾿Αρχίζουμε ἀπὸ τὸ λόγο, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς εἶπε γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο ἀμέσως, καὶ θὰ συνεχίσωμε μὲ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους εἶπε γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο διὰ μέσου τῶν ἀποστόλων του. ῾Ο Χριστός, λοιπόν, εἶπε στοὺς ᾿Ιουδαίους· «᾿Εγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε» (᾿Ιωάν. 5:43). ᾿Εγὼ ἦλθα ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρός μου, καὶ ὅμως δὲν μὲ δέχεσθε. ῞Οταν ἄλλος ἔλθῃ ἐξ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θὰ τὸν δεχθῆτε. Δὲν εἶνε ὁλοφάνερο ἐδῶ, ὅτι μὲ τὶς λέξεις «ἄλλος» καὶ «ἐκεῖνος» σημαίνεται πρόσωπο; Καὶ δὲν εἶνε ἐπίσης ὁλοφάνερο, ὅτι ὁ ἐρχόμενος ἐξ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ αὐτοχειροτόνητος καὶ αὐτοαπεσταλμένος καὶ ὑπεραλαζών, τὸν ὁποῖο θὰ δεχθοῦν οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἐνῷ ἀπέρριψαν τὸν ᾿Ιησοῦ ὡς Μεσσία, Χριστό, θὰ εἶνε ὁ ᾿Αντίχριστος; ᾿Ερωτοῦμε τὸν κ. Πατρῶνο· γιατί στὸ βιβλίο σας δὲν ἀναφέρατε αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ; Μήπως δὲν τὸν ἀναφέρατε, ἀκριβῶς διότι δείχνει ὁλοκάθαρα, ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, τὸ ὁποῖο οἱ ᾿Ιουδαῖοι θὰ παραδεχθοῦν ὡς Μεσσία; ᾿Ερχόμεθα στὸν ἀπόστολο ᾿Ιωάννη. Τὰ χωρία περὶ ᾿Αντιχρίστου στὶς Καθολικὲς ᾿Επιστολές του Α´ καὶ Β´ ἤδη ἔχουμε σχολιάσει καὶ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἐκσυγχρονιστικὸς καθηγητὴς τῆς θεολογίας τὰ παρερμηνεύει καὶ τὰ κακοποιεῖ δεινῶς. Τώρα θὰ παράσχωμε ἀποδείξεις γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο ὡς πρόσωπο καὶ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου. Στὴν ᾿Αποκάλυψι ὁ ᾿Αντίχριστος ἐμφανίζεται μὲ τὴ μορφὴ θηρίου καὶ πάντοτε ὀνομάζεται μὲ τὸ ὄνομα «θηρίον» λόγῳ τῆς θηριωδίας του καὶ τῆς ἀπανθρωπίας του. Εἶνε τὸ θηρίο, ποὺ ἀναβαίνει «ἐκ τῆς ἀβύσσου» (᾿Αποκ. 11:7), «ἐκ τῆς θαλάσσης» (13:1). Εἶνε καὶ ἄλλο θηρίο, ποὺ ἀναβαίνει «ἐκ τῆς γῆς», ἀπὸ τὴν ξηρά (13:11). Τὸ δεύτερο αὐτὸ θηρίο ὑποστηρίζει τὸ πρῶτο, τὸν ᾿Αντίχριστο, καὶ εἶνε «ψευδοπροφήτης» (16:13, 19:20, 20:10). Καὶ ἀφοῦ τὸ δεύτερο θηρίο εἶνε ψευδοπροφήτης, ἄρα πρόσωπο, γιατί νὰ μὴ παραδεχθοῦμε ὅτι καὶ τὸ πρῶτο θηρίο, ὁ ᾿Αντίχριστος, ὁ ὑποστηριζόμενος ἀπὸ τὸν ψευδοπροφήτη, εἶνε ἐπίσης πρόσωπο; Κατὰ τὸ 19:20 τὸ θηρίο, ὁ ᾿Αντίχριστος, καὶ ὁ ψευδοπροφήτης «ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ». Αὐτὸς ὁ λόγος «ζῶντες ἐβλήθησαν κλπ.» ἰσχύει γιὰ ζωντανὲς ὑπάρξεις μὲ σῶμα, κακοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ρίπτονται στὴν κόλασι. ῎Οχι λοιπὸν ὁ ψευδοπροφήτης μόνο, ἀλλὰ καὶ «οἱ δύο», τὸ θηρίο ᾿Αντίχριστος καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, ρίπτονται στὴν κόλασι, διότι καὶ οἱ δύο εἶνε πρόσωπα, ἄνθρωποι. Μόνο πρόσωπα πηγαίνουν στὴν κόλασι, δαίμονες καὶ δαιμονικοὶ ἄνθρωποι. Κατὰ τὸ 20:10 ὁ Διάβολος, τὸ θηρίο καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, σατανικὴ τριάς, θὰ βασανίζωνται στὴν κόλασι αἰωνίως. Καὶ ἀπὸ τοῦτο φαίνεται, ὅτι τὸ θηρίο ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, διότι στὴν κόλασι πρόσωπα θὰ βασανίζωνται. Τὸ «θηρίον» εἶνε λέξι γένους οὐδετέρου. ᾿Αλλὰ σὲ χωρία τῆς ᾿Αποκαλύψεως γιὰ τὸ θηρίο χρησιμοποιοῦνται ἀντωνυμίες γένους ἀρσενικοῦ. Στὸ 13:8, ἀντὶ κανονικῶς νὰ γράφεται, «προσκυνήσουσιν αὐτὸ (τὸ θηρίον)», γράφεται, «προσκυνήσουσιν αὐτὸν». Στὸ 13:14, ἀντὶ νὰ
γράφεται, «ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ, ὃ εἶχε τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρας καὶ ἔζησε», γράφεται, «ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ, ὃς εἶχε τὴν πληγὴν κλπ.». Στὸ 17:11 γιὰ «τὸ θηρίον», ἀντὶ νὰ γράφεται «καὶ αὐτό», γράφεται «καὶ αὐτός». Οἱ ἀντωνυμίες γιὰ τὸ θηρίο «αὐτόν», «ὅς», «αὐτὸς» εἶνε γένους ἀρσενικοῦ κατὰ τὸ νοούμενο, ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ θηρίο νοεῖται ὡς πρόσωπο, ἄνθρωπος. Κατὰ τὸ 13:12 τὸ δεύτερο θηρίο, ὁ ψευδοπροφήτης, «τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου θηρίου πᾶσαν ποιεῖ ἐνώπιον αὐτοῦ». Κατὰ τὸ 13:14 ὁ ψευδοπροφήτης κάνει σημεῖα, σατανικὰ θαύματα, «ἐνώπιον τοῦ θηρίου». Καὶ στὸ 19:20 γράφεται, «καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ». ῾Ο ψευδοπροφήτης ἐνεργεῖ «ἐνώπιον αὐτοῦ», «ἐνώπιον τοῦ θηρίου», αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι εἶνε ὑποτελὴς στὸ θηρίο, καὶ οἱ ἐνέργειές του γίνονται κατὰ τὴ θέλησι καὶ πρὸς εὐχαρίστησι τοῦ θηρίου. ᾿Αλλ᾿ αὐτὰ δείχνουν ὅτι τὸ θηρίο ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο. Καὶ ἡ φράσι «ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης», ἡ ὁποία παρουσιάζει τὸν ψευδοπροφήτη ὡς συνεργάτη τοῦ θηρίου, δείχνει ὅτι τὸ θηρίο ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, διότι συνεργασία νοεῖται μεταξὺ προσώπων. Τὸ αὐτὸ δείχνει καὶ ἡ φράσι «ἐξουσίαν ὡς βασιλεῖς μίαν ὥραν λαμβάνουσι μετὰ τοῦ θηρίου» (17:12). Τὸ θηρίο «λαμβάνει δύναμιν» ἀπὸ τὸν δράκοντα, τὸν Σατανᾶ, «καὶ ἐξουσίαν μεγάλην» (13:2). Τὰ «δέκα κέρατά» του (13:1) σημαίνουν τὴ μεγάλη δύναμι καὶ ἐξουσία του. Τὸ θηρίο λαμβάνει καὶ ἔχει «θρόνον» (13:2, 16:10) καὶ φέρει «δέκα διαδήματα» (13:1). Εἶνε δηλαδὴ βασιλεὺς μὲ μεγάλη βασιλικὴ ἐξουσία. Τὸ θηρίο ἔχει μῖσος (17:16), λαλεῖ καὶ βλασφημεῖ (13:5-6), διεξάγει πόλεμο (11:7, 13:7, 19:19) καὶ νικᾷ, προσωρινῶς (11:7, 13:7), ἐνῷ τελικῶς καὶ ὁριστικῶς νικᾷ τὸ ᾿Αρνίον, ὁ Χριστός (6:2, 17:14). Στὸ θηρίο δίνεται «ἐξουσία ἐπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ λαὸν καὶ γλῶσσαν καὶ ἔθνος». Παγκοσμιοποίησι καὶ παγκόσμια διακυβέρνησι…῞Οπως οἱ κύριοι σφράγιζαν τοὺς δούλους τους, γιὰ ν᾿ ἀναγνωρίζωνται ὡς ἰδικοί τους, ἔτσι καὶ τὸ θηρίο διὰ τῶν ὀργάνων του θὰ σφραγίζῃ μὲ τὸ περιβόητο «χάραγμα» τοὺς ἀνθρώπους «ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς, ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν», καὶ οἱ δεχόμενοι τὸ χάραγμα θὰ χάνωνται (13:16, 14:9-11, 16:2). Τοῦ θηρίου κατασκευάζεται «εἰκών», εἴδωλο, καὶ προσκυνεῖται καὶ τὸ θηρίο καὶ τὸ εἴδωλό του, καὶ οἱ προσκυνοῦντες χάνονται (13:4, 12, 14:9-11, 16:2). Τὸ θηρίο δηλαδὴ θεοποιεῖται καὶ λατρεύεται. Στὸ 17:8 ἡ φράσι γιὰ τὸ θηρίο «ἦν καὶ οὐκ ἔστι καὶ παρέσται» θεωρεῖται παρῳδία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ «ὁ ῎Ων καὶ ὁ ῏Ην καὶ ὁ ᾿Ερχόμενος» (1:4, 8). Τὸ θηρίο ᾿Αντίχριστος παρῳδεῖται ὡς ψευτοθεός. ῞Όλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ἀνα φέραμε ἀπὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι γιὰ τὸ θηρίο, δὲν δύνανται νὰ εὐσταθήσουν παρὰ μόνο ἂν δεχθοῦμε ὅτι τὸ θηρίο εἶνε πρόσωπο. Ναί, τὸ θηρίο, ὁ ᾿Αντίχριστος, εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος. Στὸ ᾿Αποκ. 13:18 ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης γράφει γιὰ τὸν ἀριθμὸ τοῦ θηρίου· «᾿Αριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί». Στὸ ἑπόμενο θὰ δείξωμε, ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου. 5ον Στὴ Β´ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ᾿Επιστολή, κεφάλαιο β´, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ σαφῶς, σαφέστατα, καὶ μὲ πολλὰ λόγια, τεκμήρια, γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο ὡς πρόσωπο καὶ ἄνθρωπο, τὸν σατανικώτερο καὶ ἀπαισιώτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πλάνοι καὶ ἀπατεῶνες εἶχαν διαδώσει ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γίνεται ἡ δευτέρα παρουσία. Καὶ πολλοὶ πίστευσαν στὴ διάδοσι, ἔπαυσαν νὰ ἐργάζωνται, καὶ περίμεναν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ ἐμφανισθῇ ὁ Χριστός... ῾Ο δὲ Παῦλος, γιὰ νὰ ἄρῃ τὴν πλάνη καὶ νὰ καθησυχάσῃ τοὺς πιστούς, ἔγραψε, ὅτι δὲν θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, «ἐὰν μὴ ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι, ἀποδεικνύντα
ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός» (Β´ Θεσ. 2:3–4). Χρειάζεται ἑρμηνεία αὐτὸ τὸ χωρίο ὡς πρὸς τὴ φύσι καὶ τὸ χαρακτῆρα τοῦ ᾿Αντιχρίστου; Δὲν εἶνε αὐτονόητο; ᾿Ασφαλῶς εἶνε αὐτονόητο. ᾿Αλλ᾿ ὁ κ. Πατρῶνος δυστυχῶς μυωπάζει, δὲν βλέπει τὸ χωρίο ὡς σαφές, σαφέστατο, καὶ μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἑρμηνεύσωμε τὸ αὐτονόητο. Κατὰ τὸν κ. καθηγητὴ ὁ ᾿Αντίχριστος δὲν εἶνε κανένα μελλοντικὸ καὶ ἀναμενόμενο πρόσωπο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα σημαίνεται τὸ κακὸ κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει σ᾿ ὅλους τοὺς χριστιανικοὺς αἰῶνες. Λάθος, κ. Πατρῶνε! Κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο ὁ ᾿Αντίχριστος θὰ ἔλθῃ στὸ μέλλον. Θὰ ἔλθῃ «ἡ ἀποστασία πρῶτον», τὸ ἀποκορύφωματοῦ κακοῦ, καὶ τότε θὰ «ἀποκαλυφθῇ», θὰ ἐμφανισθῇ, ὁ ᾿Αντίχριστος. Καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἔλθῃ ἡ ἀποστασία καὶ ὁ ᾿Αντίχριστος, ἔπειτα θὰ ἔλθῃ καὶ ὁ Χριστός. ῾Ο ᾿Αντίχριστος, λοιπόν, οὔτε στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ ὑπῆρχε, καίτοι τὸ κακὸ κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπῆρχε, οὔτε στὶς ἡμέρες μας ἔχει ἀκόμη ἐμφανισθῆ, καίτοι εἶνε ἡμέρες ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Πίστι. Θὰ ἐμφανισθῇ στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀποστασίας πρὸς τιμωρία ὅσων δὲν θέλησαν νὰ κυβερνηθοῦν ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ εἶνε ἄξιο καὶ δίκαιο νὰ κυβερνηθοῦν ἀπὸ τὸν ᾿Αντίχριστο. ῾Ως πρὸς τὴ φύσι καὶ τὸ χαρακτῆρα τοῦ ᾿Αντιχρίστου ρητῶς ὁ ᾿Απόστολος λέγει, ὅτι εἶνε «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας», ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἁμαρτωλὸς καὶ ἀσεβὴς ἄνθρωπος, ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων. ᾿Επίσης λέγει, ὅτι εἶνε «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπωλείας, χαρακτηρισμὸς μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς χαρακτήρισε τὸν ᾿Ιούδα (᾿Ιωάν. 17:12), ἰσχύει δὲ γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο σὲ μεγαλύτερο βαθμό. ῾Ο ᾿Αντίχριστος θὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπωλείας, τῆς καταστροφῆς, μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι θὰ κλείσῃ τὴν ἀνθρωπότητα μέσα σ᾿ ἕνα ἠλεκτρονικὸ κουτί, θὰ τὴν ἐλέγχῃ καὶ θὰ τὴν καταστρέψῃ μὲ τὴν ἄνευ προηγουμένου σὲ σκληρότητα καὶ κακουργία δικτατορικὴ καὶ τυραννικὴ ἐξουσία του. ῾Ο Ταμερλᾶνος, ὁ Τσεγκὶς Χάν, ὁ Χίτλερ καὶ ὁ Στάλιν θὰ ὠχριοῦν πρὸ αὐτοῦ! ῾Ο ᾿Αντίχριστος θὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπωλείας καὶ μὲ τὴ χειρίστη ἔννοια, ὅτι, ὅσους θὰ τὸν δεχθοῦν, θὰ ὁδηγήσῃ στὴν αἰώνια ἀπώλεια, καὶ ὁ ἴδιος θὰ ὁδηγηθῇ σ᾿ αὐτὴτὴν ἀπώλεια. ῾Ο ᾿Αντίχριστος θὰ εἶνε «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα». Δηλαδὴ θὰ ἐναντιωθῇ καὶ θὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι του ἐναντίον κάθε ἄλλου, ποὺ ὀνομάζεται Θεὸς ἢ εἴδωλο. Θὰ εἶνε τόσο σατανικὸ καὶ ὑπερήφανο ὄν, ὥστε θὰ θέσῃ τὸν ἑαυτό του ὑπεράνω ὅλων τῶν Θεῶν, τῶν ψευδῶν καὶ τοῦ ἀληθινοῦ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο ὅμοιο μὲ τὸ Σατανᾶ καὶ ῾Εωσφόρο, ἀφοῦ ὁ Σατανᾶς σημαίνει τὸν πρῶτον «ἀντικείμενον», καὶ ῾Εωσφόρος κατάντησε νὰ σημαίνῃ τὸν «ὑπεραιρόμενον», τὸ πλέον ὑπερήφανο ὄν. Τέτοια θὰ εἶνε ἡ ἀξίωσι τοῦ ᾿Αντιχρίστου γιὰ τὸν ἑαυτό του, «ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεὸς». ῾Ο ᾿Αντίχριστος δηλαδὴ θὰ ἐνθρονισθῇ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ὡς Θεός! ῾Ο Θεός, ὅπως φαίνεται, θὰ ἐπιτρέψῃ νὰ κατασκευάσουν πάλι οἱ ῾Εβραῖοι τὸν ῾Εβραϊκὸ ναὸ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐνθρονίσουν τὸν ᾿Αντίχριστο ὡς Μεσσία καὶ Θεό. Τὸν ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ λόγια διακήρυξε καὶ μὲ ἔργα ἀπέδειξε, ὅτι εἶνε ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Θεός, οἱ ῾Εβραῖοι ἀπέρριψαν καὶ σταύρωσαν. Τὸν ᾿Αντίχριστο, τὸν ψευδομιμητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν πίθηκο τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, θὰ δεχθοῦν ὡς Μεσσία καὶ Θεό. Μὲ τὴ φράσι, «ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός», ὅπου ἡ λέξι «ἀποδεικνύντα» εἶνε μετοχὴ ρήματος ἀποπειρατικοῦ ἐνεστῶτος, ὁ ᾿Απόστολος θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος θὰ προσπαθῇ ματαίως νὰ ἀποδείξῃ γιὰ τὸν ἑαυτότου, ὅτι Θεὸς εἶνε αὐτός, ὄχι ὁ ᾿Ιησοῦς. Καὶ τώρα ἐρωτοῦμε· ᾿Αφοῦ ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας», «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος», ὁ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς ῾Εβραίους, ὁ ἐνθρονιζόμενος «εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεός», καὶ ὁ προσπαθῶν νὰ ἀποδείξῃ τὸν ἑαυτό του Θεό, δὲν εἶνε ἀπ᾿ αὐτὰ φανερὸ καὶ ὁλοφάνερο, ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο, ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ παραστήσῃ τὸν ἑαυτό του ὡς «Θεόν»; Δὲν εἶνε ψευδομιμητὴς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ;
῞Οπως ὁ ᾿Ιωάννης, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος δὲν θεωροῦσε τὸ θέμα τοῦ ᾿Αντιχρίστου παρωνυχίδα καὶ ἀνάξιο λόγου, ὅπως τὸ θεωροῦν μερικοὶ σήμερα. Καὶ ἄλλοτε ὁ Παῦλος εἶχε μιλήσει στοὺς Θεσσαλονικεῖς γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο, καὶ τώρα ἐπανέρχεται καὶ λέγει· «Οὐ μνημονεύετε ὅτι ἔτι ὤν πρὸς ὑμᾶς ταῦτα ἔλεγον ὑμῖν;» (στίχ. 5). Λησμονεῖτε ὅτι σᾶς ἔλεγα αὐτά, ὅταν ἀκόμη ἤμουν μαζί σας; Δυστυχῶς πολλοὶ χριστιανοὶ ἢ ἀγνοοῦν ἢ λησμονοῦν τὴ διδασκαλία τῆς Γραφῆς γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο καὶ ἐπηρεάζονται ἀπὸ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις. Στὸ στίχ. 6 ὁ ᾿Απόστολος γράφει· «Καὶ νῦν τὸ κατέχον οἴδατε εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ». Καὶ τώρα γνωρίζετε τί εἶνε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο τὸν ἐμποδίζει, ὥστε νὰ ἐμφανισθῇ ὅταν ἔλθῃ ὁ καιρός του. Τὴν ἐποχὴ τῶν ᾿Αποστόλων καὶ μέχρι τὰ μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ὁ ᾿Αντίχριστος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶνε καὶ πολιτικὸς ἄρχων, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐμφανισθῇ, διότι οἱ ᾿Ισραηλῖτες δὲν εἶχαν κράτος, ἦταν ὑπὸ κατοχή. Τώρα δὲν ὑπάρχει ἐμπόδιο, ἀφοῦ οἱ ᾿Ισραηλῖτες ἀπέκτησαν κράτος. ῾Ο καιρὸς τοῦ ᾿Αντιχρίστου εἶνε ἐγγύς. Πόσο ἐγγύς, ὁ Θεὸς γνωρίζει. Πάντως, ὅταν οἱ ῾Εβραῖοι κτίσουν τὸ ναό, θὰ ξέρωμε, ὅτι ὁ καιρὸς τοῦ ᾿Αντιχρίστου ἔφθασε. Μὲ τὴν παγκοσμιοποίησι προετοιμάζεται τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν παγκόσμιο δικτάτορα. Στοὺς στίχ. 7, 8 ὁ ᾿Απόστολος λέγει· «Τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας, μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται· καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος». ῎Ηδη βεβαίως ἡ σκοτεινὴ ὑπόθεσι τῆς ἀνομίας ἐνεργεῖται. Πρέπει μόνο ν᾿ ἀναμένωμε, ἕως ὅτου φύγῃ ἀπὸ τὴ μέση ἐκεῖνος, ποὺ τώρα ἐμποδίζει. Καὶ τότε θὰ ἐμφανισθῇ ὁ ἄνομος (ὁ ᾿Αντίχριστος). Κατὰ τὸν κ. Πατρῶνο ὁ ᾿Αντίχριστος δὲν εἶνε πρόσωπο, ἀλλ᾿ εἶνε τὸ κακὸ κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ὑπάρχει σ᾿ ὅλους τοὺς χριστιανικοὺς αἰῶνες. ᾿Εδῶ τὸ κακὸ ὀνομάζεται «ἀνομία». ῾Ο δὲ ᾿Απόστολος κάνει διάκρισι μεταξὺ «ἀνομίας» καὶ «ἀνόμου». Καὶ γιὰ μὲν τὴν ἀνομία λέγει ὅτι εἶνε ἤδη παροῦσα, γιὰ δὲ τὸν ἄνομο λέγει, ὅτι δὲν εἶνε παρών, θὰ ἐμφανισθῇ στὸ μέλλον. Πῶς λοιπὸν ὁ κ. Πατρῶνος δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο τοῦ μέλλοντος; Εἴπαμε ὅτι ὁ ᾿Αντίχριστος θὰ εἶνε ὁ χειρότερος καὶ ἀπαισιώτερος ἄνθρωπος, ὁ μεγαλύτερος δικτάτωρ καὶ τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος. Νὰ φοβηθοῦμε γι᾿ αὐτὸ τὸν ᾿Αντίχριστο; ῎Οχι! ῾Ο ᾿Αντίχριστος δὲν θὰ εἶνε αὐτοδύναμος. ῾Η δύναμί του θὰ εἶνε ἀπὸ τὸ Σατανᾶ. ῾Ο δὲ Σατανᾶς ἔχει περιωρισμένη δύναμι. «Μείζων ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ», γράφει στοὺς πιστοὺς ὁ ᾿Ιωάννης (Α´ ᾿Ιωάν. 4:4). ῾Ο Θεός, ποὺ εἶνε στοὺς πιστούς, εἶνε ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸ Σατανᾶ, ποὺ εἶνε στὸν κόσμο. Καὶ πόσο ἰσχυρότερος εἶνε ὁ Θεός; ᾿Ασυγκρίτως, διότι ἔχει ἄπειρη δύναμι καὶ εἶνε παντοδύναμος. Μπροστὰ στὸ Χριστό, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ ᾿Αντίχριστος καὶ ὁ Σατανᾶς εἶνε σχεδὸν μηδενικά! Γιὰ τὸν ᾿Αντίχριστο στὸ στίχ. 8 ὁ ᾿Απόστολος λέγει, «καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος, ὃν ὁ Κύριος ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ καταργήσει τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς παρουσίας αὐτοῦ». ᾿Εδῶ «ἐπιφάνεια» σημαίνει «λάμψις». ᾿Εδῶ ἐπίσης καὶ στὸν ἑπόμενο στίχ. 9 «παρουσία» σημαίνει «δύναμις» (Βλέπε ἑρμηνεία τοῦ Β´ Θεσ. 2: 8–9 στὸ ἡμέτερο ἔργο «῾Ερμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς», τόμ. Γ´, σελ. 366–370). ῾Η ἔννοια τοῦ χωρίου εἶνε· Καὶ τότε θὰ ἐμφανισθῇ ὁ ἄνομος, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος θὰ ἐξολοθρεύσῃ μὲ τὴν πνοὴ τοῦ στόματός του καὶ θὰ καταργήσῃ μὲ τὴ λάμψι τῆς δυνάμεώς του. Τόσο ἰσχυρὸς εἶνε ὁ Κύριος, ὥστε μὲ ἕνα φύσημα τοῦ στόματός του καὶ μὲ τὴ λάμψι τῆς δυνάμεώς του θὰ διαλύσῃ τὸν ᾿Αντίχριστο. Νὰ μὴ φοβούμεθα λοιπὸν τὸν ᾿Αντίχριστο. Τὴν ἁμαρτία νὰ φοβούμεθα. Καὶ τὸ Χριστὸ νὰ παρακαλοῦμε, ἂν ὁ ᾿Αντίχριστος ἔλθῃ στὶς ἡμέρες μας, νὰ μᾶς δώσῃ δύναμι νὰ τὸν ἀντιμετωπίσωμε, ὅπως ἔδωσε δύναμι στοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς καὶ ἀντιμετώπισαν τοὺς πολεμίους τῆς Πίστεως. Σφραγίζουμε τὴν κριτικὴ τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Πατρώνου «Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ.Μιὰ ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση». Καὶ λέγουμε ὅτι ὁ κ. καθηγητὴς μὲ τὸ βιβλίο του δὲν ἔκανε «προσέγγιση» στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἀλλὰ καὶ στὰ ἄλλα ἱερὰ κείμενα, ποὺ χρησιμοποίησε.
᾿Αντιθέτως μὲ τὴν «ἐκσυγχρονιστικὴ ἑρμηνευτική» του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα μὲ ὅση ἀπόστασι ἔχει ἡ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό! Κατέταξε δὲ τὸν ἑαυτό του στοὺς εἰδήμονες καὶ εἰδικοὺς στὰ θεολογικά. ῞Οσους δὲ φρονοῦν, ὅπως οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶνε προφητικὸ βιβλίο, ὁ ᾿Ιωάννης περιῆλθε σὲ ἔκστασι καὶ εἶδε ὁράματα, ὁ ᾿Αντίχριστος εἶνε πρόσωπο κλπ., αὐτοὺς ὕβρισε ὡς ἀδαεῖς, ἐπιπολαίους, φανατικούς, νευρασθενεῖς, ψυχοπαθεῖς! Ν᾿ ἀντιστρέψωμε τοὺς ἰσχυρισμούς τοῦ κ. Πατρώνου; Καὶ νὰ ἐπιστρέψωμε σ᾿ αὐτὸν τὶς ὕβρεις; ῾Ο κ. Πατρῶνος, λέγουμε σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως, εἶνε αἱρετικός. Καὶ κάνει τοὺς πιστοὺς νὰ λένε· Εἶνε αὐτὸς καθηγητὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου Θεολογίας; Δυστυχῶς εἶνε καὶ αὐτὸς καὶ ἄλλοι. Καὶ εὔχονται οἱ πιστοὶ νὰ μετανοήσουν καὶ ν᾿ ἀναγνωρίσουν δημοσίως τὰ αἱρετικά τους φρονήματα, γιὰ νὰ μὴ καταδικασθοῦν. ῾Η Διοικοῦσα ᾿Εκκλησία ἂς τοὺς ἐρευνήσῃ θεολογικῶς καὶ ἂς τοὺς βοηθήσῃ νὰ ἐπανέλθουν στὶς γραμμὲς τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. ῾Η δὲ ᾿Αποστολικὴ Διακονία, γιὰ νὰ εἶνε ὄντως ᾿Αποστολική, ἂς μὴ ἐπαινῇ καὶ ἂς μὴ ἐκδίδῃ ἀντορθόδοξα βιβλία. ῍Ας ζητήσῃ δὲ καὶ ὁ κ. Πατρῶνος καὶ ὁ Γενικὸς Διευθυντὴς τῆς ᾿Αποστολικῆς Διακονίας Φαναρίου ᾿Αγαθάγγελος ἕνα συγγνώμην ἀπὸ τὸν ᾿Ορθόδοξο λαό. Δὲν θὰ εἶνε μειωτικό, ἀλλὰ τιμητικὸ γι᾿ αὐτούς. Καὶ θὰ εἶνε περισσότερο τιμητικό, διότι τὸ συγγνώμην στὴν ὑπερεγωιστικὴ ἐποχή μας εἶνε σπανιώτατο, σχεδὸν ἐξέλιπε. Θ᾿ ἀκουσθῇ ἆραγε τὸ συγγνώμην ἀπὸ τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ἐπίσκοπο; ῾Ο πιστὸς λαὸς ἀναμένει στὸ ἀκουστικό του.