CLIVE BARKER
HELLRAISER
THE HELLBOUND HEART
COPYRIGHT © CLIVE BARKER
COPYRIGHT
Brainfood
Email: contact@brainfoodmedia.gr www.brainfood.gr
ISBN: 978-618-236-148-1
CLIVE BARKER
HELLRAISER
THE HELLBOUND HEART
COPYRIGHT © CLIVE BARKER
COPYRIGHT
Brainfood
Email: contact@brainfoodmedia.gr www.brainfood.gr
ISBN: 978-618-236-148-1
τη Μέρι.
δύο χέρια, τοποθετώντας τυχαία τους αντίχειρες, τα μεσαία και τα μικρά του δάχτυλα σε συγκεκριμένα σημεία, και η προσπάθειά του απέδωσε καρπούς. Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο κλικ και ύστερα –θρίαμβος!– ένα τμήμα του κουτιού αποσπάστηκε από τα γειτονικά του.
Αποκαλύφθηκαν δύο πράγματα.
Πρώτον, οι εσωτερικές επιφάνειες ήταν άψογα γυαλισμένες. Ο Φρανκ είδε την αντανάκλασή του –παραμορφωμένη, διαχωρισμένη σε τμήματα– να γλιστράει πάνω στο λούστρο. Δεύτερον, ο Λεμαρσάν, ο οποίος
στην εποχή του έφτιαχνε μουσικά
με πουλιά που κελαηδούσαν, είχε κατασκευάσει το κουτί με τέτοιον
να
στερεότητά
που μπορούσε να αντιληφθεί
έρχονταν
ότι βασίλευε η σύγχυση, ότι
και σπασμένα πράγματα
του την εικόνα αυτών των εξοχότατων όντων, οπότε δεν
είχε καν προσπαθήσει.
Τότε λοιπόν γιατί ταράχτηκε τόσο μόλις τους αντίκρισε; Μήπως εξαιτίας των ουλών που κάλυπταν κάθε εκατοστό του σώματός τους; Μήπως επειδή η σάρκα
τους ήταν γεμάτη
«Κάτι σε ρώτησα», είπε. Ο Φρανκ δεν απάντησε. Η
ονομασία της πόλης ήταν το τελευταίο πράγμα που του
ερχόταν στο μυαλό.
«Με καταλαβαίνεις;» ρώτησε η μορφή που στεκόταν
δίπλα σ’ αυτόν που είχε μιλήσει πρώτος. Σε αντίθεση με
τον σύντροφό του, η φωνή του
νωχελικά
θα
ξεχνούσε ολόκληρο τον κόσμο. Αντί να τον περιφρονούν
θέλεις;» τον ρώτησε. Ο
τον περιεργάστηκε
θάρρος απ’ ό,τι τους άλλους
κρίθηκε. «Ο Κίρχερ είπε ότι γνωρίζετε τα πάντα για την ηδονή».
«Πράγματι», είπε ο πρώτος απ’ τους τέσσερις. «Γνωρίζουμε όλα όσα θα ήθελες να μάθεις».
«Αλήθεια;»
«Και βέβαια. Και βέβαια». Τον κοιτούσε με τα ολόγυμνα μάτια του. «Τι ονειρεύεσαι;», είπε.
Ακούγοντας την ερώτηση τόσο ξερά διατυπωμένη, σάστισε. Πώς θα μπορούσε να εκφράσει
φύση των φαντασιώσεων
του;
Έψαχνε ακόμα να βρει τα κατάλληλα λόγια, όταν ένας τους είπε: «Αυτός ο κόσμος… είναι εντελώς απογοητευτικός, έτσι;»
«Κάπως έτσι», απάντησε ο Φρανκ.
«Δεν είσαι ο πρώτος που τον κουράζει η ρηχότητά του», ήρθε η απόκριση. «Έχουν υπάρξει κι άλλοι».
«Όχι και πολλοί», συμπλήρωσε αυτός με το χαρακωμένο πρόσωπο.
«Πράγματι.
σε όλη την έκταση και το βάθος της. Μας είναι απόλυτα οικεία».
Ο Φρανκ γρύλισε. «Άρα ξέρετε τι ονειρεύομαι», είπε. «Θα μου προσφέρετε την ηδονή».
Το πρόσωπο του πλάσματος άνοιξε, τα χείλη του
τραβήχτηκαν πίσω και χαμογέλασε σαν μπαμπουίνος. «Όχι όπως την αντιλαμβάνεσαι», ήρθε η απάντηση.
Ο Φρανκ πήγε να τον διακόψει, αλλά το πλάσμα σήκωσε το χέρι του για να τον κάνει να σωπάσει.
«Υπάρχουν
αν η φαντασία σου οργιάζει»,
«…Αλήθεια;»
«Ναι,
«Θέλεις να τις βιώσεις;» είπε ο δεύτερος Κενοβίτης.
είδους απογοητευτικά πράγματα. Και αν, για να το κάνει
αυτό, έπρεπε να ερμηνεύσει τα σημάδια που έφερναν
αυτά τα πλάσματα, τότε αυτό ήταν το τίμημα για να πετύχει τη φιλοδοξία του. Ήταν έτοιμος να το καταβάλει.
«Δείξτε μου», είπε.
«Δεν υπάρχει γυρισμός. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι;»
«Δείξτε μου».
Δεν χρειάζονταν
που έρχονταν από κάπου πέρα από τον εαυτό του. Δυνατές θυμωμένες φωνές, ψιθυριστές ερωτικές εξομολογήσεις, μουγκρητά και κροταλίσματα, αποσπάσματα τραγουδιών, κλάματα.
Άραγε, άκουγε τον κόσμο; Άκουγε το πρωινό που
εισέβαλλε σε χίλια σπίτια; Δεν υπήρχε περίπτωση να αφουγκραστεί προσεκτικά – η κακοφωνία έδιωχνε κάθε αναλυτική δυνατότητα απ’ το μυαλό του.
Όμως
νες
Αισθανόταν
ήταν πιο συνταρακτικός από τις αναμνήσεις του. Αυτό είναι προτιμότερο, σκέφτηκε
τον πίσω από τα μάτια του,
του καινούργιου, αλλά με το πέρασμα των χρόνων η
ισχύς των ήπιων αισθήσεων μειώθηκε και τώρα αισθανόταν ανάγκη για όλο και πιο έντονες εμπειρίες. Και να τες πάλι, και μάλιστα ακόμα πιο δριμείες, επειδή είχαν μείνει στο σκοτάδι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
Ένιωσε ανείπωτες γεύσεις στην άκρη της γλώσσας
του: πικρές, γλυκές, ξινές, αλμυρές. Μύρισε μπαχαρικά
και σκατά, και τα μαλλιά της μητέρας του. Είδε πόλεις
και ουρανούς, είδε ταχύτητα, είδε βάθη, μοιράστηκε ψωμί με ανθρώπους
ρουφλίστηκαν τα μάγουλά
τους.
Και, φυσικά, υπήρχαν και γυναίκες.
Μέσα
έπεσε κάτω, τινάχτηκε ολόκληρος από τον πόνο, αλλά η αντίδρασή του πνίγηκε από άλλο ένα κύμα αναμνήσεων.
Κυλιόταν κάτω και ούρλιαζε. Ούρλιαζε κι εκλιπαρούσε να τελειώσουν όλα αυτά, αλλά οι αισθήσεις του έγιναν ακόμα πιο έντονες, έφταναν σε καινούργια ύψη
απελπιστεί τελείως.
Καθώς
τελευταία αυτή απελπιστική σκέψη, το μαρτύριο σταμάτησε.
Όλο μαζί, ξαφνικά. Έπαψε. Όραση, ακοή, αφή, γεύση, οσμή: τις έχασε όλες απότομα. Για λίγα δευτερόλεπτα αμφέβαλε και για την ίδια του την
ήταν άδειο,
ο τέταρτος Κενοβίτης, που δεν είχε μιλήσει καθόλου,
ούτε είχε φανερώσει το πρόσωπό του. Ή μάλλον, όχι
του, όπως έβλεπε πια, αλλά της. Είχε βγάλει την κουκούλα που φορούσε πρωτύτερα, όπως και τον μανδύα.
Η γυναίκα που βρισκόταν από κάτω ήταν γκρίζα, αλλά
γυάλιζε. Τα
της, κοιτάζοντάς τον προσεκτικά καθώς αυτός κειτόταν
στις γυμνές σανίδες κοντανασαίνοντας. «Ωραία».
Σηκώθηκε όρθια. Οι γλώσσες έπεσαν κάτω σαν μια βροχή από γυμνοσάλιαγκες. «Τώρα μπορούμε να αρχίσουμε», του είπε.
«Δεν είναι ακριβώς αυτό που περίμενα», σχολίασε η
Τζούλια
«Θέλει λίγη δουλίτσα», είπε
«Ναι, αλλά τι θα γίνει αν εμείς μπούμε μέσα και μετά
έρθει αυτός και ζητήσει αυτό που του ανήκει;»
«Θα του αγοράσω το μερίδιό του. Θα πάρω δάνειο
από την τράπεζα και θα αγοράσω το μερίδιό του. Πάντα
έχει ανάγκη από λεφτά».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν φάνηκε πεπεισμένη.
«Μην ανησυχείς», της είπε, πλησιάζοντάς την και
παίρνοντάς την αγκαλιά. «Το σπίτι είναι δικό μας, κούκλα μου. Μπορούμε να το βάψουμε, να το φροντίσουμε
και να το κάνουμε σωστό παράδεισο».
Την κοίταξε εξεταστικά στο πρόσωπο. Μερικές φορές –όπως τώρα που την
«Σου έχω».
«Ωραία.
ξεφόρτωμα. Περίεργοι γείτονες σουλατσάριζαν μπροστά απ’ το σπίτι, με την πρόφαση ότι έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους. Όμως κανείς δεν μίλησε στους νεοφερμένους, ούτε καν προσφέρθηκαν να τους βοηθήσουν με τα έπιπλα. Δεν ήθελαν να ιδρώσουν κυριακάτικα.
Η
«Πού είναι; Ο Ρόρι, εννοώ».
«Πήγε να φορτώσει πάλι το ημιφορτηγό, λες και δεν μας έφταναν όσα τραβάμε».
«Α!»
Η έκφραση του προσώπου της Τζούλια μαλάκωσε.
«Καλοσύνη σου», της είπε, «που ήρθες έτσι, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχουν και πολλά που μπορείς να κάνεις αυτή τη στιγμή».
Η Κέρστι έδειξε λίγο δυσαρεστημένη.
«Κατάλαβα», είπε. «Είσαι σίγουρη; Δεν… Θέλω να πω, θα μπορούσα να σου φτιάξω έναν καφέ».
«Καφέ;» είπε η Τζούλια. Η σκέψη και μόνο την έκανε
να συνειδητοποιήσει ότι ο λαιμός της είχε ξεραθεί τελείως. «Εντάξει», συμφώνησε.
«Πώς πάει;»
«Πάω να τρελαθώ», του είπε εκείνη.
«Ε, λοιπόν, τώρα μπορείς να ξεκουραστείς», είπε αυτός. «Σ’ αυτή τη βόλτα φέραμε το κρεβάτι». Της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι, αλλά εκείνη δεν αντέδρασε.
«Μπορώ να βοηθήσω στο ξεφόρτωμα;» προσφέρθηκε η Κέρστι.
«Το έχουν αναλάβει ο Λιούτον με τον Μπομπ», αποκρίθηκε ο Ρόρι.
«Α!»
«Αλλά θα έδινα τη ζωή μου για ένα φλιτζάνι τσάι».
«Δεν έχουμε βρει ακόμα το τσάι», του είπε η Τζούλια.
«Α, καλά. Καφέ τότε;»
«Αμέσως», είπε η Κέρστι. «Και οι
«Θα σκότωναν για μια κούπα».
Η Κέρστι πήγε
Ενώ οι τρεις τους έλειπαν, πηγαίνοντας να φορτώσουν
για τέταρτη και τελευταία φορά για εκείνη τη μέρα, η Τζούλια έχασε την ψυχραιμία της με το ξεπακετάρισμα.
Ήταν σκέτη καταστροφή, είπε. Είχαν αμπαλάρει τα πά-
ντα και τα είχαν βάλει σε ξύλινα κουτιά με λάθος σειρά.
Έπρεπε να ξεκαθαρίσει ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα
για να