1
2
Επί αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου (1185-1195), το Βυζάντιο βρίσκονταν σε πλήρως ασταθή και άθλια κατάσταση. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο αδερφός του Αλέξιος Γ’, καταδίωξε τον Ισαάκιο και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο. Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος- Άγγελος, προκειμένου να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πατέρα του, κατέφυγε στον ηγέτη της Δ’ Σταυροφορίας Βονιφάτιο. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του, του παραχώρησε εδάφη. Μέσα στα εδάφη αυτά ήταν …. και η Κρήτη. Λίγους μήνες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 ο Βονιφάτιος για να πετύχει την υποστήριξη της Βενετίας στη διαμάχη του με τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, παραχώρησε την Κρήτη στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου (Ενετούς) αντί του ευτελούς ποσού των 1000 αργυρών μαρκών. Ακολούθησε σκληρότατος πόλεμος μεταξύ Ενετών-Γενουατών που κράτησε πέντε χρόνια και τελείωσε το 1211 με την οριστική επικράτηση των Ενετών. Έτσι ξεκινά για την Κρήτη μια περίοδος 450 ετών Ενετοκρατίας. Πρωτεύουσα του νησιού ήταν και τότε το Ηράκλειο, που ονομαζόταν Χάνδακας, από το χαντάκι που περιέβαλλε τα τείχη της πόλης.
3
Επαναστάσεις επί Ενετοκρατίας Οι Κρητικοί με την προοπτική «άλωσης» της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την αναμενόμενη «πτώση» της, δέθηκαν περισσότερο με τους τοπικούς άρχοντες (οι οποίοι κατάγονταν από βυζαντινές οικογένειες) και τον κλήρο. Οι αριστοκρατικές αυτές οικογένειες διέθεταν μεγάλη οικονομική και κοινωνική δύναμη και μαζί με τον κλήρο ασκούσαν τεράστια επιρροή στον τοπικό πληθυσμό. Οι εξεγέρσεις στην Κρήτη (που στο σύνολό τους αριθμούν 27) ξεκίνησαν από την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και είναι σίγουρο ότι ανάγκασαν τους Ενετούς να τροποποιήσουν ή και να εγκαταλείψουν, αρκετές φορές, τα αρχικά τους σχέδια για το νησί. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών ήταν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι ωστόσο δεν εξεγέρθηκαν ποτέ όλοι μαζί. Ήδη από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου είχαν αναδειχθεί τεράστιες διαφορές μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Όλοι τους ήταν φορτισμένοι με την βυζαντινή-αριστοκρατική τους καταγωγή, ενώ μερικοί από αυτούς είχαν εξελιχθεί σε ισχυρούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες με ισχυρές αυτονομιστικές τάσεις, αρνούμενοι να υπακούσουν σε κάποιο κέντρο αποφάσεων. Έτσι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιτάξουν κοινό μέτωπο επαναστατών κατά των Ενετών. 4
Στη συνέχεια η Βενετία εφάρμοσε ένα σύστημα συνθηκολογήσεων με τους ντόπιους επαναστάτες ενσωματώνοντάς τους στους κόλπους του βενετικού καθεστώτος με προνόμια. Ενδιαφέρουσα, από την άποψη της εξέλιξης των σχέσεων τόσο των Κρητών και Βενετών όσο και των σχέσεων των αποίκων με τη μητρόπολη, είναι η επανάσταση των ετών 1363-1366, γνωστή ως αποστασία του Αγ. Τίτου, όπου Βενετοί φεουδάρχες δυσαρεστημένοι από τις φορολογικές πιέσεις της Βενετίας, ενώθηκαν με τους Κρήτες αδελφούς Καλλέργη και κατέλυσαν τη Βενετική κυριαρχία, ιδρύοντας αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγ. Τίτου, πολιούχου του νησιού. Η αποστασία ωστόσο κατέληξε σε αποτυχία και οι αρχηγοί των επαναστατών αποκεφαλίστηκαν.
Από τον 16ο αιώνα, ο τουρκικός κίνδυνος που απειλούσε τις βενετικές κτήσεις ανάγκασε τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου να αναθεωρήσει την πολιτική που ακολουθούσε στην Κρήτη και να προσεγγίσει το εγχώριο στοιχείο, λαμβάνοντας μια σειρά από μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων, και την ισότιμη συμμετοχή των 5
Κρητικών στις οικονομικές δραστηριότητες του τόπου. Η Κρήτη δεν αντιμετωπίζεται τώρα πια ως εμπορικός μόνο σταθμός, άλλα ως τμήμα του βενετικού κράτους. Με την παραχώρηση θρησκευτικών κυρίως ελευθεριών η Βενετία αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των Κρητικών υπηκόων της, γνωρίζοντας ότι χωρίς τη συνεργασία των ντόπιων δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Έτσι αναπτύσσεται προοδευτικά μια νέα κοινωνική-οικονομική εύρωστη αστική τάξη που έρχεται σε επαφή με τα αναγεννησιακά μηνύματα της Ευρώπης και, σε σύνθεση με το βυζαντινό πολιτισμό δημιουργούν την Κρητική Αναγέννηση. Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, η διάκριση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις ήταν σαφής. Στην ανώτερη βαθμίδα ανήκαν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων, και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, διέθεταν τεράστια οικονομική δύναμη και κοινωνική επιβολή. Ο τίτλος ευγενείας ήταν κληρονομικός. Προνόμιο εκλογής σε δημόσιες θέσεις είχαν μόνο εκείνοι, οι οποίοι αποκαλούνταν και "Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες". Ήταν υποχρεωμένοι να διατρέφουν πολεμικούς ίππους, να είναι ετοιμοπόλεμοι και να έχουν απόλυτη πίστη στις αρχές και στις αποφάσεις της Μητρόπολης (Βενετίας). Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα.
6
Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς (nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απονέμονταν με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Ο τίτλος είχε δοθεί στους απόγονους των αριστοκρατικών βυζαντινών οικογενειών, τους αρχοντορωμαίους, που βρίσκονταν στο νησί την εποχή της έλευσης των Ενετών. Ελάχιστοι από αυτούς είχαν φέουδα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Η ευγένεια αυτή ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία. Τρίτη τάξη ήταν οι τσιταντίνοι, δηλαδή οι πολίτες που ασκούσαν κάποιο πνευματικό επάγγελμα, όπως γιατροί, δικηγόροι κλπ. Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini, burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της
7
παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου (plebe, populari ή populani, villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους (franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι φεουδάρχες μπορούσαν να τους ενοικιάζουν, να τους δανείζουν, να τους πουλούν ή να τους μεταβιβάζουν μαζί με τις περιουσίες τους, όπως τα κινητά πράγματα και τα εργαλεία. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων. Στις πόλεις, εκτός από τους Βενετούς φεουδάρχες, κατοικούσαν και πολλοί Ιταλοί έμποροι καθώς και Εβραίοι, αντίθετα, στα χωριά, ο πληθυσμός ήταν καθαρά ελληνικός. Πρέπει να σημειωθεί πως χωριστή ομάδα πληθυσμού ήταν η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών. Ισχυροί, κυρίως από οικονομική άποψη, οι Εβραίοι ζούσαν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου κατοικούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες. Με το εμπόριο και την τοκογλυφία είχαν συγκεντρώσει τεράστια χρηματικά ποσά και στήριζαν τη δύναμη τους στο χρήμα. 8
Διοίκηση της Κρήτης την περίοδο της Ενετοκρατίας Η Βενετία βλέποντας ότι η πολιτική της κυριαρχία κινδυνεύει στην Κρήτη, εξαιτίας της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απαγόρευσε χειροτονίες ιερέων, κατάργησε τις ορθόδοξες επισκοπές και αφαίρεσε περιουσίες από εκκλησίες και μονές. Στη θέση των ορθόδοξων επισκόπων τοποθετήθηκαν Λατίνοι, προϊστάμενοι του κλήρου ορίστηκαν πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, μισθοδοτούμενοι από το κράτος στο οποίο δήλωναν πίστη. Η προσπάθεια επιβολής στους κρητικούς του φλωρεντιανού όρου πίστης δημιούργησε φανατική αντίδραση στις παπικές διαθέσεις και απέδειξε την πλήρη ταύτιση του κρητικού πληθυσμού με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και κατά προέκταση πολιτικές διαφορές των Κρητών με τους κατακτητές τους. Αντέδρασε δηλαδή η Κρήτη στην αφομοίωση από τους κατακτητές και στη λήθη της κοινής καταγωγής. Το θρησκευτικό συναίσθημα δηλαδή δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Για αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης και ότι όφειλε να διαφυλάξει ό,τι πολυτιμότερο είχε απομείνει από τη βυζαντινή κληρονομιά. 9
Ο Δούκας είχε την ευθύνη των τροφίμων και ο Γενικός Προβλεπτής διοικούσε τα στρατεύματα. Για τα τρόφιμα ήταν σε ισχύ ένας καλός κανονισμός για την ανακούφιση της φτωχολογιάς, ιδίως στην πώληση του λαδιού: όποιος ήθελε να κάνει εξαγωγή λαδιού από το λιμάνι και το διαμέρισμα με εμπορικά πλοία για τη Βενετία και αλλού, ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει στον υπεύθυνο για το λάδι, τον αποθηκάριο του, το ¼ της συνολικής ποσότητας για να εισπράξει ένα τίποτα λιγότερο από την τρέχουσα χονδρική του τιμή. Η λεγόμενη Μείζων Καγκελαρία λειτουργούσε κατά μίμηση της αντίστοιχης Βενετικής χωρίς όμως τόση επισημότητα και λαμπρότητα. Είχε 12 τακτικούς βοηθούς από τους οποίους διοριζόταν οι τακτικοί βοηθοί μετά από υπηρεσία 5 ετών, εφόσον αποδεικνύονταν ικανοί, και από αυτούς, μετά από άλλα τόσα χρόνια, οι Δουκικοί Νοτάριοι, που μπορούσαν να φορούν τήβεννο. Κανονικά ήταν 12, 3 από αυτούς γίνονταν δεκτοί ως Δουκικοί Νοτάριοι και γραμματείς, επιφορτισμένοι με το καθήκον υπηρεσίας στις ποινικές υποθέσεις που εξέταζε το συμβούλιο των 10, το οποίο απαρτιζόταν από τον Δούκα, τον Γενικό προβλεπτή, 2 σύμβουλους και τον στρατιωτικό διοικητή. Ο Μέγας Καγκελάριος στελνόταν από την Βενετία, ήταν τσιταδίνος από τους παλαιούς και έπαιρνε το μισό μιας τακτικής πηγής εισοδήματος είχε την ευθύνη φύλαξης όχι μόνο των επιστολών της συγκλήτου προς τον Δούκα αλλά και της Χρυσής Βίβλου. Υπήρχε επίσης το Μείζον συμβούλιο, στο οποίο είχαν δικαίωμα ψήφου οι Βενετοί και Κρητικοί ευγενείς, καθώς και απλοί φεουδάρχες. Αυτό το συμβούλιο διόριζε τους Κριτές των 10
κυριότερων δικαστηρίων και τους φρούραρχους των Καστελιών στην ενδοχώρα του διαμερίσματος. Ο καστελάνος είχε την αρμοδιότητα να εκδικάζει ως το ποσό των 100 υπέρπυρων, να ακροάται όλες τις αστικές και ποινικές υποθέσεις που του παρουσίαζαν οι χωρικοί της δικαιοδοσίας του και να προωθεί κάθε μία στο οικείο δικαστήριο στην πόλη, καθώς και να εισπράττει για λογαριασμό του. Το Μείζον συμβούλιο διόριζε την επιτροπή των 18, που ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον της προετοιμασίας ή της μελέτης των εγγράφων που παρουσίαζαν για προώθηση στο συμβούλιο όσοι έκαναν αίτηση να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου στο ίδιο συμβούλιο ή να γίνουν δεκτοί στις τάξεις των Κρητικών ευγενών. Το Συμβούλιο, ακόμα, όριζε τους 3 προέδρους, που έθεταν προτάσεις προς ψήφιση.
11
Πληθυσμός-Δημογραφικά στοιχεία Σε ολόκληρο το νησί, επί ενετοκρατίας, κατοικούσαν 200300.000 άτομα. Τον μεγαλύτερο όγκο του κρητικού πληθυσμού αποτελούσαν οι ντόπιοι που ήταν ορθόδοξοι και αντιπροσώπευαν το 97% του συνολικού πληθυσμού. Οι Βενετοί δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 10.000 και ήταν συγκεντρωμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Για τους πρώτους αιώνες της βενετικής κατοχής οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι ο πληθυσμός ήταν περίπου 50.000. Οι συνεχείς επαναστάσεις, οι στερήσεις, οι κακουχίες, οι αγγαρείες και προπαντός οι φοβερές επιδημίες μείωναν τον πληθυσμό. Μετά τη λήξη όμως των μεγάλων επαναστάσεων και τη βελτίωση των οικονομικών όρων και των άλλων συνθηκών της ζωής, παρατηρήθηκε ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, που έφτασε σε ορισμένες εποχές και τις 300.000. Επί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα: Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς, καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης. Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας με δύο συμβούλους (consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση (regimen). Ο δούκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι ρέκτορες (rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο Γενικός Προβλεπτής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπιτάνιος (capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε 12
δικό του ταμείο (camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι (giustiziarii) και οι αστυνόμοι (domini di nocte). Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια (capitularia), λεπτομερώς. Οι καστελλάνοι όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών. Απαγορεύονταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών (Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο (Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών (Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων. Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων.
13
4ο Γυμνάσιο Ηρακλείου
Σχολ. Έτος 2013-14
Εργασία μαθητών Κοκοσάλη Παύλου Μιχελάκου Παναγιώτη Τουμπανιάρη Σπύρου-Πέτρου Χρηστάκη Γιώργου στο πλαίσιο του προγράμματος
"Ενετοκρατία στην Κρήτη: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι Ενετοί... Μνημεία και μνήμες του Χάνδακα"
Υπεύθυνες καθηγήτριες Γαλανάκη Χαρίκλεια, Μακράκη Άννα, Μπανιά Αικατερίνη, Χαριάτη Διονυσία 14