Στα χρόνια του Βενιζέλου...

Page 1


Στα χρόνια του Βενιζέλου...


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥπΟΥΡΓΕΙΟ πΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Η παρούσα έκδοση χρηματοδοτήθηκε από το ΥποΥργεΙο παΙδεΙας, δΙα ΒΙοΥ ΜαΘΗςΗς καΙ ΘρΗςκεΥΜατων

εΘνΙκο ΙδρΥΜα ερεΥνων καΙ ΜεΛετων «εΛεΥΘερΙος κ. ΒενΙΖεΛος» πλατεία Έλενας Βενιζέλου, Χαλέπα • 731 33 Χανιά, Κρήτη Τηλ.: 28210 56008 – 51555 • FAX: 28210 56009 http://www.venizelos-foundation.gr • info@venizelos-foundation.gr ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΛΕΙ ΥπΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕπΟπΤΕΙΑ ΤΟΥ ΥπΟΥΡΓΕΙΟΥ πΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Επιστημονική επιμέλεια

Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Διευθύντρια ΚΕΙΝΕ Ακαδημίας Αθηνών – Επιστημονικός Σύμβουλος Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»

Επιμέλεια φωτογραφικού υλικού

Χαρά Αποστολάκη, Βιβλιοθηκονόμος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Κώστας Μανωλάκης, Δάσκαλος Συντελεστές έκδοσης

Γιώργος Κουκουράκης, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Αργυρώ Βατσάκη, Ιστορικός, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Α΄ έκδοση: Χανιά – Αθήνα 2010 Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες της παρούσας έκδοσης προέρχονται από το Αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου σε επίσκεψη στην Ακρόπολη, Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» © ΥπΟΥΡΓΕΙΟ πΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Η επανέκδοση του βιβλίου μπορεί να γίνει από κοινού από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και το Υπουργείο παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων Σχεδιασμός έκδοσης – παραγωγή

εκδοςεΙς καΛεΙδοςκοπΙο Ομήρου 50 • 106 72 Αθήνα • Τηλ.-FAX: 210 3632788 • www.kaleidoscope.gr • e-mail: info@kaleidoscope.gr Σχεδιασμός βιβλίου: Δημήτρης Χαλκιόπουλος Επιμέλεια κειμένων-διορθώσεις: πόπη Μουπαγιατζή

ISBN 978-960-9419-02-4


Στα χρόνια του Βενιζέλου... ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ • ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ • ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» ΥπΟΥΡγΕiΟ πΑΙΔΕiΑΣ, ΔΙΑ ΒiΟΥ ΜaΘηΣηΣ ΚΑΙ ΘΡηΣΚΕΥΜaΤΩΝ χΑΝΙΑ - ΑΘηΝΑ 2010


Χαιρετισμός Yπουργού

Από το Θέρισο στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας, από την Κρήτη στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποτελεί για την Ελλάδα τη μεγαλύτερη προσωπικότητα του προηγούμενου αιώνα. Δίδαξε επαναστατικότητα αλλά και συναινετική αντίληψη, ανταπόκριση στο λαϊκό αίσθημα αλλά και πολιτική υπευθυνότητα, μεθοδικότητα, επιμονή και αγωνιστικότητα για την επίτευξη μεγάλων εθνικών στόχων. Το μεγαλείο του ανδρός, του εξασφάλισε φανατικούς φίλους αλλά και θανάσιμους εχθρούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες του, αλλά και χρόνια μετά, ο Λαός μας είχε χωρισθεί σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς, και σήμερα –που έχουν καταλαγιάσει τα πάθη και τα πράγματα παίρνουν την πραγματική τους διάσταση– έχουμε τη γενική αναγνώριση της τεράστιας εθνικής συμβολής του. Στις τρεις δεκαετίες της παρουσίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εθνική πολιτική σκηνή συνυπάρχουν τα μεγάλα εθνικά επιτεύγματα και οι τραγικότερες στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας, η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών και ο μεγάλος ξεριζωμός, οι μεγάλες κοινωνικές τομές και οι διώξεις αντιφρονούντων, η δημοκρατία και η βασιλεία, η υπερηφάνεια και η κατάθλιψη…. Η αντικειμενική ανάγνωση αυτής της περιόδου μπορεί καθοριστικά να συμβάλει στην επίγνωση των μεγάλων δυνατοτήτων του Λαού μας αλλά και των αδυναμιών της φυλής. Μπορεί να βοηθήσει τη νέα γενιά στη διαμόρφωση μιας άλλης σύγχρονης εικόνας για το πώς κτίζεται το όραμα, πώς δίνονται οι μάχες, πώς επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, πόσο αναγκαίο είναι να ελέγχουμε τα πάθη και να αποβάλλουμε διχαστικές λογικές. Η έκδοση Στα χρόνια του Βενιζέλου…, που με ευαισθησία και αντικειμενικότητα επιμελήθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», με τη διαχρονική στήριξη του Υπουργείου Παιδείας, αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην αυτογνωσία του κάθε Έλληνα και σημαντικό βοήθημα στη μαθησιακή διαδικασία.

Άννα Διαμαντοπούλου Υπουργός Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων


Χαιρετισμός στην έκδοση

Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», με σκοπό την προώθηση των εκπαιδευτικών του στόχων, προχώρησε στην παρούσα έκδοση, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Το βιβλίο απευθύνεται στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και προσεγγίζει με σαφήνεια και πληρότητα την πολιτική διαδρομή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η ιστορική ύλη δίδεται θεματικά, γεγονός που διευκολύνει τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το έργο που πραγματοποίησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε κάθε τομέα. Αρχικά παρουσιάζεται ο ρόλος του στο κρητικό ζήτημα και η μετάβασή του από την κρητική πολιτική σκηνή στην ελληνική. Εξετάζεται η εσωτερική και εξωτερική του πολιτική κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου μέχρι και την τελευταία περίοδο της σταδιοδρομίας του. Επίσης σημαντική θέση κατέχουν οι πολιτειακοί θεσμοί, η εκπαίδευση, η οικονομία και ο πολιτισμός, όπως διαμορφώθηκαν κατά τις περιόδους της διακυβέρνησής του. Οι συγγραφείς του βιβλίου κατάφεραν να αποδώσουν με εύληπτο τρόπο όλες αυτές τις παραμέτρους, μέσα από τεκμηριωμένα κείμενα, αλλά και πληθώρα φωτογραφιών και παραθεμάτων που τα συνοδεύουν. Ευχαριστίες οφείλονται στους διακεκριμένους συγγραφείς, οι οποίοι επωμίστηκαν το βάρος της συγγραφής ενός βιβλίου που απευθύνεται στις νεότερες γενιές, καθώς και στις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο για το άρτιο εκδοτικό αποτέλεσμα. Η μακρόχρονη συνεργασία του Ιδρύματος με το Υπουργείο Παιδείας ξεκίνησε στο πλαίσιο του προγράμματος «Μελίνα – Εκπαίδευση και Πολιτισμός» επί υπουργίας Πέτρου Ευθυμίου. Η έκδοση του εκπαιδευτικού φακέλου Ελευθέριος Βενιζέλος – Στα βήματά του…, για την Στ΄ τάξη του Δημοτικού, έγινε εφικτή μεταγενέστερα, σε συνεργασία πάντα με το Υπουργείο Παιδείας και με τη συμβολή της πρώην Υπουργού Μαριέττας Γιαννάκου και του πρώην Γενικού Γραμματέα Ανδρέα Καραμάνου. Όσον αφορά τον παρόντα τόμο, οφείλονται ιδιαίτερες ευχαριστίες στον πρώην Υπουργό Ευριπίδη Στυλιανίδη και στον πρώην Γενικό Γραμματέα Δημήτριο Πλατή, οι οποίοι αποδέχθηκαν την πρόταση του Ιδρύματος για την έκδοση, καθώς και στη σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και ειδικότερα στην Υπουργό Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία έλαβε την τελική απόφαση για την πραγματοποίηση της έκδοσης αυτού του σημαντικού εγχειριδίου για το μαθητή και τον εκπαιδευτικό.

Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης Γενικός Διευθυντής Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»


Εισαγωγή

Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» ανέλαβε την πρωτοβουλία να συντάξει ένα βιβλίο με ένα θεματικό άξονα που αποτελεί εμβάθυνση σε ένα από τα θέματα που διδάσκονται στο μάθημα της Ιστορίας της τρίτης Γυμνασίου. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, την οποία σφράγισε με την παρουσία του ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός του 20ού αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η περίοδος που οριοθετείται συμβατικά από την αρχή του 20ού αιώνα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: την οριστικοποίηση της επέκτασης του ελληνικού κράτους και την ουσιαστική εδραίωση του αστικού εκσυγχρονισμού. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά διαχέονται σε όλο το φάσμα της ιστορίας της περιόδου, επηρεάζουν τις πολιτικές, τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, την καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία. Ο ρόλος του βιβλίου αυτού είναι διπλά εκπαιδευτικός. Με τη στενότερη έννοια της εκπαιδευτικής λειτουργίας του βιβλίου, σκοπός του είναι να δώσει στους μαθητές περισσότερες και βαθύτερες γνώσεις για την περίοδο αυτή. Αλλά με την ευρύτερη έννοια το βιβλίο στοχεύει να εξοικειώσει το μαθητή με την ίδια την ουσία της ιστορικής επιστήμης. Πριν ακόμα ο μαθητής αποκρυσταλλώσει την άποψή του για την επαγγελματική κατεύθυνση που θα ακολουθήσει, αποκλείοντας γνωστικά αντικείμενα που του φαίνονται ξένα ή απωθητικά, με το βιβλίο αυτό αντιλαμβάνεται ποια είναι η ουσία της ιστορικής γνώσης. Η ανάγνωση των κεφαλαίων του βιβλίου θα τον πείσει ότι ιστορία δεν είναι η παράταξη και απομνημόνευση “ιστορικών γεγονότων” αλλά η έρευνα και ερμηνεία των φαινομένων του παρελθόντος. Επαγγελματίες ιστορικοί, που είναι οι περισσότεροι καταξιωμένοι στον τομέα τους, δίνουν τη δική τους ερμηνεία για τα φαινόμενα που συντελέστηκαν στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο μαθητής θα αντιληφθεί ότι ο συνεκτικός ιστός που διατρέχει και συνδέει τα επιμέρους κείμενα δεν είναι η ιδεολογική ομοιογένεια, αλλά η τεκμηρίωση της ερμηνείας που προσφέρουν. Θα διαπιστώσει ότι κάθε ιστορικός θέτει τα δικά του ερωτήματα στις πηγές, ερωτήματα που διαμορφώνονται μέσα σε δεδομένο κοινωνικό και ιδεολογικό περιβάλλον. Η ανομοιογένεια στη θεώρηση των φαινομένων του παρελθόντος υπήρξε συνειδητή επιλογή, που δίνει στο μαθητή το κίνητρο να διερευνήσει το παρελθόν πέρα από την παράθεση γεγονότων και ημερομηνιών.

Ελένη Γαρδίκα – Κατσιαδάκη Επιστημονική Σύμβουλος Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»


Περιεχόμενα

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

...................................

7

.........................................................................................................................................

9

...........................................................................................................................................................................

11

Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης Η πορεία του κρητικού ζητήματος στο 19ο αιώνα − Το σκηνικό των πρώτων πολιτικών σκιρτημάτων του Ελευθέριου Βενιζέλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Γιώργος Κουκουράκης, Παναγιώτης Σαβοριανάκης Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ελληνική και διεθνή πολιτική σκηνή, 1910-1923

...................................

35

.........................................

57

Ευάνθης Χατζηβασιλείου Η τελευταία φάση της πολιτικής σταδιοδρομίας του Βενιζέλου, 1924-1936 Aντώνης Χουρδάκης Εκπαιδευτικές προθέσεις και απόπειρες μεταρρύθμισης − Από την Κρήτη στην ελεύθερη Ελλάδα (1886-1932) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 73 Mιχάλης Τσαπόγας Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι πολιτειακοί θεσμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 87 Αλέξης Φραγκιάδης Οικονομία και Κοινωνία − H μεγάλη βενιζελική μεταρρύθμιση, 1910-1932 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 97 Νίκος Ανδριώτης Βενιζελισμός και πρόσφυγες

...........................................................................................................................

113

Παναγιώτης Μπίκας Η πολιτιστική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και η εποχή του . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 127 Τόνια Καφετζάκη, Δώρα Μέντη Η Λογοτεχνiα και το Θέατρο την περiοδο 1910-1936 ΓΛΩΣΣΑΡΙ

...............................................................................

143

.........................................................................................................................................................................

160

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 165 ΠΗΓΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

.................................................................................................................................

171


Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ

H Ιερά Μονή Αρκαδίου.

Το σκηνικό των πρώτων πολιτικών σκιρτημάτων του Ελευθέριου Βενιζέλου

Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης Δρ Ιστορίας, Διευθυντής Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών


Η Επανάσταση του 1821 Ακολουθώντας το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελλάδας, η Κρήτη είχε εξεγερθεί το 1821 κατά της οθωμανικής κυριαρχίας αλλά, παρά τις πρώτες επιτυχίες, ο αγώνας για τρία χρόνια καρκινοβατούσε. Η παρουσία συμπαγούς μουσουλμανικού πληθυσμού –οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ήταν Τουρκοκρητικοί και οι περισσότεροι τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου– υπήρξε ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης, ενώ και η απομόνωση του νησιού έπαιξε επίσης το ρόλο της. Με τη συνδρομή των Αιγυπτίων, η επανάσταση εγκλωβίστηκε στις δυτικές επαρχίες και τελικά συνετρίβη. Οι διεθνείς συμβάσεις του 1829-1832 απέκλεισαν την Κρήτη από το ελληνικό βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο Βαλής της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, εκτιμώντας ότι η συμβολή του στην καταστολή της ελληνικής επανάστασης δεν είχε επαρκώς ανταμειφθεί, εξανάγκασε δυναμικά το Σουλτάνο να του παραχωρήσει τη διοίκηση της Συρίας και της Κρήτης (ως το 1841).

Οι εξελίξεις στην κρητική κοινωνία Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Μουσταφά Πασά, ο οποίος διατηρήθηκε στη θέση αυτή ως το 1851. Κατά την περίοδο εκείνη, στην κρητική κοινωνία συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές.

Χαρακτηριστικός τύπος μουσουλμάνου και χριστιανού Κρη-τικού του 19ου αιώνα.

Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες», καθώς μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί. Στοχεύοντας στην ειρήνευση, ο Μουσταφά Πασάς απέφυγε να δώσει σημαντικές θέσεις σε Τουρκοκρητικούς, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι (νομό) και εισήγαγε την ελληνική γλώσσα στα δημόσια έγγραφα, ενώ παράλληλα αφαίρεσε

14


από τους ντόπιους αγάδες τον έλεγχο της συλλογής των φόρων. Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος οδήγησε στη βαθμιαία αφαίρεση των τιμαρίων από τους παλαιούς τιμαριούχους. Συμπερασματικά, η μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό και αποστερήθηκε την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγόμενων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η επακόλουθη αποθάρρυνση οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων. Το πρώτο συνίσταται στο ότι ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκρητικών επιστρέφει στο χριστιανισμό (άλλωστε η μεγάλη μάζα των μουσουλμάνων της Κρήτης δεν προερχόταν από Τούρκους εποίκους, αλλά από χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί). Το δεύτερο φαινόμενο είναι ότι πολλοί Τουρκοκρητικοί συρρέουν στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί μια χριστιανική ύπαιθρος (82% του αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήταν χριστιανοί) που περιέσφιγγε τις μουσουλμανικές πόλεις (οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 70% του αστικού πληθυσμού).

Σκηνή από συνεδρίαση της Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών το 1867.

Οι στατιστικές προ του 1881 διαπιστώνουν μια συνεχώς ογκούμενη χριστιανική πλειοψηφία, εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο: τη συστηματική αγορά γης από τους χριστιανούς. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, αν οι χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της «κρητικής ιδιαιτερότητας» μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: Σε έναν τόπο σαφώς οριοθετημένο –ένα νησί– κατοικούσε ένας πληθυσμός στέρεα ριζωμένος στη γη του, στην πλειονότητά του ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (ελληνική), τη θρησκεία (χριστιανική ορθόδοξη) και τη συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων.

15

Ο ενετικός φάρος των Χανίων απέκτησε τη σημερινή του μορφή στα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας.


Απέναντι σ’ αυτό τον πληθυσμό, η οθωμανική εξουσία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, αδυνατώντας να χαράξει μια συνεπή πολιτική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες: μετά τον Μουσταφά Πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με 15μηνο μέσο όρο θητείας. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που ξεσπούν στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εν μέρει με τη συνδρομή των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κάποτε και παρά τη θέληση του επίσημου ελληνικού κράτους. Σημαντικότερη από αυτές τις εξεγέρσεις υπήρξε εκείνη του 1866-1869.

Η Επανάσταση του 1866-1869 Τον Μάιο του 1866 οι χριστιανοί της νήσου υπέβαλαν «ευσεβάστως» στο Σουλτάνο ορισμένα αιτήματα, όπως η ανακούφιση από κάποιους φόρους, η βελτίωση της συγκοινωνίας, η εκλογή των δημογεροντιών, η επανεισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας και η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης έφθασε στις 20 Ιουλίου και ήταν απορριπτική και απειλητική, ενώ διατασσόταν η σύλληψη των αρχηγών της «ανταρσίας». Ήδη οι μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειές τους στις πόλεις, όπου αισθάνονταν ασφαλέστεροι, ενώ οι χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά, κηρύσσοντας την «Ένωση». Η κραυγή της Κρήτης συγκίνησε την ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866). Μέσω μιας ειδικής «Επιτροπής», συγκεντρώνονταν και στέλνονταν στο επαναστατημένο νησί πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ παράλληλα εθελοντές αποβιβάζονταν κατά καιρούς σε απόμερες ακτές.

Ο πατέρας του Ελευθέριου Βενιζέλου, Κυριάκος (εδώ, σε φωτογραφία του 1871), προσπαθούσε να τιθασεύσει τις πολιτικές ανησυχίες του γιου του, ελπίζοντας να τον στρέψει στην εμπορική του επιχείρηση.

Η Ι.Μ. Αρκαδίου και το λάβαρο από την Επανάσταση του 1866.

16


Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ανατρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα, η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμά της, καθώς οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος αποσοβήθηκε με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που επέβαλε στην Ελλάδα να μην υποθάλπει το σχηματισμό εθελοντικών ομάδων και τον εφοδιασμό των εξεγερμένων. Εγκαταλελειμμένοι πλέον από παντού, οι επαναστάτες υποτάχθηκαν στους Τούρκους ή κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσο κράτησε ο ξεσηκωμός, χιλιάδες σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν και η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα, ενώ περίπου 50.000 γυναικόπαιδα βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και ο μόλις δύο ετών Ελευθέριος Βενιζέλος. Γεννημένος στις 12/24 Αυγούστου του 1864, ο Ελευθέριος ήταν το πέμπτο παιδί του εύπορου Χανιώτη εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1866, η οικογένεια Βενιζέλου κατέφυγε στα Κύθηρα (ως το 1869) και από εκεί στη Σύρο, όπου ο Ελευθέριος παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του σχολείου ως το 1872, οπότε η οικογένειά του επέστρεψε στα Χανιά. Την περίοδο 1877-1879 ο Ελευθέριος συνέχισε τη φοίτησή του στη Μέση Εκπαίδευση στην Αθήνα και την ολοκλήρωσε στη Σύρο το 1880, με

Η μητέρα του Ελευθέριου Βενιζέλου, Στυλιανή, το γένος Πλουμιδάκη.

Επάνω: Το ενδεικτικό αποφοίτησης του Ελ. Βενιζέλου από την Α΄ τάξη του Ελληνικού Σχολείου, που αντιστοιχεί στη σημερινή Ε΄ Δημοτικού. Αριστερά: Ο Ελ. Βενιζέλος στα γυμνασιακά του χρόνια.

17


ιδιαίτερη επίδοση στην Έκθεση, την Ιστορία και τις ξένες γλώσσες, επιδεικνύοντας «οξύνοια, γοργή αντίληψη και αχόρταγη περιέργεια». Παράλληλα εκδήλωσε το πρώιμο ενδιαφέρον του για τα πολιτικά, γεγονός που έκανε τον πατέρα του να του συστήσει: «Φρόντιζε λοιπόν περί των μαθημάτων και της υγείας σου και μη δίδης ουδεμίαν προσοχήν εις τας φλυαρίας των εφημερίδων». Μια συμβουλή που ο 14χρονος τότε γιος δεν έδειξε να ενστερνίζεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια.

Από τον Οργανικό Νόμο του 1868 στη Συνθήκη της Χαλέπας του 1878 Παρά την αποτυχία της, η Επανάσταση του 1866-1869 είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα. Προσπαθώντας να στερήσει την εξέγερση από τη διεκδικητική της βάση, η οθωμανική κυβέρνηση εξήγγειλε έναν ειδικό διοικητικό Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1882.

Στη Χαλέπα, το διοικητικό κέντρο της Κρήτης, συγκεντρώνονται τα προξενεία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Εκεί υπογράφεται και η ομώνυμη Σύμβαση το 1878.

κανονισμό για την Κρήτη, που έμεινε γνωστός ως Οργανικός Νόμος. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη συμμετοχή χριστιανών στο διοικητικό μηχανισμό και στα δικαστήρια, την ισότιμη χρήση της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και την ίδρυση Γενικής Συνέλευσης με μεικτή σύνθεση, που θα νομοθετούσε μέτρα επί τοπικών ζητημάτων (όπως η συγκοινωνία, τα δημόσια έργα, η γεωργία, η εκπαίδευση κτλ.), υπό τον όρο ότι οι αποφάσεις της θα επικυρώνονταν από την οθωμανική κυβέρνηση. Στα πρώτα χρόνια, η συνέλευση λειτούργησε υποτυπωδώς, με ασύμμετρη εκπροσώπηση των εθνικών ομάδων (οι χριστιανοί, που αποτελούσαν το 74% του πληθυσμού, είχαν πλειοψηφία μόλις δύο και στη συνέχεια μίας μόνο έδρας), διώξεις των «ενοχλητικών» πληρεξουσίων και επικύρωση ελάχιστων μόνο αποφάσεών της. Έστω κι έτσι, όμως, η λειτουργία της δημιούργησε ένα χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης πάνω στα βασικά προβλήματα του πληθυσμού της Κρήτης, ανέδει-

18


ξε τη δυναμικότητα του χριστιανικού στοιχείου ως φορέα προόδου και απέδειξε ότι η στοιχειωδώς ορθολογική διαχείριση ακόμη και των απλούστερων τοπικών ζητημάτων ερχόταν εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση με την ίδια τη φύση της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 δημιούργησε ένα νέο μεταρρυθμιστικό κίνημα στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας της Κρήτης, με εκφραστή τη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι ίσως άμοιρο της εξέλιξης αυτής και το γεγονός ότι η αρχική αγροτική κοινωνική σύνθεση του σώματος είχε αρχίσει να αλλάζει, όταν κατέλαβαν τα έδρανά του νέοι μορφωμένοι χριστιανοί πληρεξούσιοι, που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ήδη στη συνέλευση του 1876, οι χριστιανοί είχαν θέσει θέμα μεταρρύθμισης του Οργανικού Νόμου, με έμφαση στην αναλογικότερη εκπροσώπηση του χριστιανικού πληθυσμού, την κατάρτιση τοπικού προϋπολογισμού, την απαγόρευση φυλάκισης χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και την ελεύθερη οικοδόμηση ναών. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης υπήρξε απορριπτική για τα περισσότερα αιτήματα. Η στάση αυτή ικανοποίησε τους μουσουλμάνους, αλλά προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο χριστιανικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνισή τους στα βουνά οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Η οθωμανική διοίκηση επιχείρησε να πλήξει το κίνημα εν τη γενέσει του, συλλαμβάνοντας το δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πληρεξούσιο Κυδωνίας και ηγετική προσωπικότητα της χριστιανικής κοινότητας, αναγκάστηκε όμως τελικώς να τον απελευθερώσει, όταν οι εκλογείς αρνήθηκαν να ψηφίσουν αντικαταστάτη του και συγκρότησαν –για πρώτη φορά στην ιστορία– συλλαλητήριο στο κέντρο των Χανίων. Τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν ανάγλυφα την ψυχολογική μεταβολή του φρονήματος των χριστιανών και την πορεία παρακμής του οθωμανικού ελέγχου στο νησί. Σύντομα επέρχεται η ήττα της Τουρκίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο και η Υψηλή Πύλη υποχρεώνεται να υπογράψει, τον Οκτώβριο του 1878, τη λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας, που επέφερε αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις: Οριζόταν πενταετής θητεία των Γενικών Διοικητών, με μνεία του ενδεχομένου να είναι χριστιανικού θρησκεύματος (έχοντας, σε κάθε περίπτωση, δίπλα τους σύμβουλο του αντίθετου θρησκεύματος). Ιδρυόταν μεικτή τοπική χωροφυλακή. Τα διοικητικά και δικαστικά έγγραφα θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες, ενώ η ελληνική θα αποτελούσε τη μοναδική επίσημη γλώσσα της Γενικής Συνέλευσης, η οποία θα είχε σαφή χριστιανική πλειοψηφία (49 χριστιανοί, έναντι 31 μουσουλμάνων).

Το ιδιότυπο κοινοβουλευτικό καθεστώς της τουρκοκρατούμενης Κρήτης (1878-1889) Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται από την απόπειρα εφαρμογής στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη ενός καθεστώτος που είχε κάποια στοιχειώδη κοινοβουλευτικά στοιχεία. Η εφαρμογή αυτή ανέδειξε ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τα όρια αυτού του καθεστώτος. Την εποχή εκείνη είχε παγιωθεί η διαίρεση των χριστιανών της Κρήτης σε δύο πολιτικές μερίδες: αυτή των Φιλελευθέρων (ή Ξυπόλυτων) κι εκείνη των Συντηρητικών

19

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1888, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην πολιτική.


Η «διαμαρτύρησις» της επιτροπής Κρητών φοιτητών με επικεφαλής τον 22χρονο Ελευθέριο Βενιζέλο, όπως καταγράφεται στη Νέα Εφημερίδα των Αθηνών (3 Νοεμβρίου 1886).

(ή Καραβανάδων). Οι τελευταίοι συγκροτούσαν τη φιλική προς τη διοίκηση πολιτική μερίδα, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, όσους είχαν δράσει κατά καιρούς ως συνεργάτες των Τούρκων, αλλά και συντηρητικούς «νοικοκυραίους», όπως και μερίδα του ανώτερου κλήρου. Η μερίδα αυτή συμμαχούσε συχνά με το αντίστοιχο μουσουλμανικό Κόμμα των Μπέηδων, στο οποίο συνυπήρχαν επιφανείς μουσουλμάνοι, μέλη φανατικών θρησκευτικών αδελφοτήτων, αλλά και οι φτωχότεροι μουσουλμάνοι έποικοι (κυρίως Βορειοαφρικανοί), με κοινό χαρακτηριστικό την αντίδραση ακόμα και στα απλούστερα μεταρρυθμιστικά μέτρα που προωθούσε η ίδια η Υψηλή Πύλη και την υπονόμευση όσων Διοικητών επιχειρούσαν να τα εφαρμόσουν. Η διαπάλη μεταξύ των δύο μερίδων έφθασε στο αποκορύφωμά της το 1888, όταν η φιλελεύθερη μερίδα κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές και πέτυχε την ψήφιση σημαντικών νόμων για την οργάνωση των δήμων, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής κ.ά., συμπεριλαμβανομένου και του νέου εκλογικού νόμου, που προέβλεπε καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι επόμενες εκλογές, που διεξήχθησαν το 1889 με το νέο αυτό νόμο, οδήγησαν στο θρίαμβο της φιλελεύθερης μερίδας, που ανέδειξε 40 πληρεξουσίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε πρόσφατα (1887) αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα χρόνια των σπουδών του είχαν εκδηλωθεί για πρώτη φορά δημόσια οι ρητορικές και ηγετικές ικανότητες του νεαρού Κρητικού, επιβεβαιώνοντας την έφεσή του προς την πολιτική, όπως προκύπτει και από το παρακάτω επεισόδιο: Το 1886 ο Βενιζέλος συνάντησε τον επισκεπτόμενο τότε την Αθήνα Τζόζεφ Τσάμπερλεν, με αφορμή κάποιες δηλώσεις του τελευταίου, προκειμένου να του εκθέσει την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη και τους λόγους για τους οποίους

20


οι Κρήτες επέμεναν στο αίτημά τους για Ένωση με την Ελλάδα. Φαίνεται ότι ο φοιτητής από την Κρήτη προκάλεσε ιδιαιτέρως ζωηρή εντύπωση στο Βρετανό πολιτικό, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται να προσχωρεί πλήρως στις απόψεις του, όπως καταγράφεται και στις εφημερίδες της εποχής.

Ο 22χρονος Βενιζέλος εκθέτει στον Joseph Chamberlain το Κρητικό ζήτημα (1886) ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Την ένωσιν την θέλομεν και διά τους δύο λόγους. Πρωτίστως ένεκα του εθνικού αισθήματος, όπερ αναγκάζει τον άνθρωπον να αγωνίζηται διαρκώς προς απόκτησιν της πολιτικής αυτού ελευθερίας, δι’ ης και μόνης είναι δυνατόν να πραγματοποιήση τον προορισμόν του εν τη σταδιοδρομία του πολιτισμού. Αλλά ανεξαρτήτως του υψηλοτέρου τούτου λόγου, αυτό τούτο το πραγματικόν συμφέρον μάς ωθεί προς τούτο. Αι καταπιέσεις της τουρκικής κυβερνήσεως δεν έπαυσαν, αλλ’ ασκούνται ήδη συστηματικώς και υπό το σχήμα της νομιμότητος. [...] Το κρατούν εν Κρήτη πολίτευμα απεκτήθη διά της τριετούς επαναστάσεως του 1866, αλλ’ ουδέποτε εφηρμόσθη ειλικρινώς, δυνάμεθα μάλιστα να είπωμεν ότι, μέχρι του 1878, δεν εφηρμόσθη παντελώς. Η επανάστασις του έτους τούτου άλλο δεν κατώρθωσε κυρίως παρά να επιτύχη την εφαρμογήν του. Είναι αληθές ότι διά του πολιτεύματος του 1878, της λεγομένης συμβάσεως του τόπου [Χαλέπας], η τουρκική εξουσία ασκείται εν Κρήτη μόνον τη ηθική συνδρομή της Ευρώπης. [...] Το τοιούτον όμως δεν εμποδίζει ημάς τού να διατελώμεν εν χρονία πολιτική επαναστάσει […]. CHAMBERLAIN: Επιδοκιμάζω πληρέστατα την υμετέραν γνώμην […]. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Ευχαριστούμεν, έντιμε κύριε, διά την γνώμην σας ταύτην […], ευχαριστούντες συνάμα διά […] το ενδιαφέρον μεθ’ ού ηρωτήσατε ημάς διά παν το προς την Κρήτην σχετικόν. CHAMBERLAIN: Σας ευχαριστώ πολύ διά τας πληροφορίας, άς προθύμως μοι εδώκατε. […] Βεβαιωθήτε δε ότι εύχομαι μεθ’ υμών υπέρ της ευημερίας της Κρήτης.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σπουδαία πολιτική προσωπικότητα του 19ου αιώνα στην Κρήτη, υπήρξε γαμπρός και πολιτικός μέντορας του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Πηγή: Νέα Εφημερίς, 5.11.1886

Το 1889, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, ο Βενιζέλος εκλέγεται για πρώτη φορά πληρεξούσιος Κυδωνίας, στη θέση του αποχωρήσαντος γαμπρού του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (που είχε νυμφευθεί την αδελφή του Βενιζέλου, Κατίγκω), ο οποίος του παραχώρησε και την εφημερίδα του Λευκά Όρη. Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε από τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη, Χ. Πωλογεώργη και Ι. Μοάτσο, οι οποίοι και συγκρότησαν μια εκσυγχρονιστική ομάδα εντός του κόμματος των Φιλελευθέρων, που έγινε γνωστή ως «Λευκορείτες», λόγω του ονόματος του εντύπου τους.

21

Οι Ελ. Βενιζέλος, Κ. Φούμης, Χ. Πωλογεώργης και Ι. Μοάτσος συγκρότησαν το 1889 μια εκσυγχρονιστική ομάδα εντός του κόμματος των Φιλελευθέρων στην Κρήτη, που έγινε γνωστή ως «Λευκορείτες», λόγω του ονόματος της εφημερίδας τους Λευκά Όρη.


Η «Επανάσταση» του 1889 και οι συνέπειές της Ενώ οι πρώτες συνεδριάσεις της νέας Γενικής Συνέλευσης ξεκινούσαν μέσα σε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης, αιφνιδίως οι πληρεξούσιοι των Καραβανάδων δήλωσαν ότι, θεωρώντας ως μόνη λύση την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να απόσχουν από τις εργασίες της συνέλευσης. Η απροσδόκητη και άκαιρη αυτή ενέργεια, η οποία έλαβε χώρα παρά τις προσπάθειες του Έλληνα προξένου στα Χανιά να την αποτρέψει, έθεσε τους Φιλελευθέρους ενώπιον δεινού διλήμματος, καθώς, αν αντιδρούσαν, κινδύνευαν να κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία. Κατόπιν αυτού, παραμένοντας στη Γενική Συνέλευση, ψήφισαν με τη σειρά τους μια σειρά οικονομικών αιτημάτων, όπως την ενσωμάτωση των δασμών στον τοπικό προϋπολογισμό και την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας. Τότε η αντιπολίτευση, εγκαταλείποντας άρδην τα περί «Ένωσης», ζήτησε την αντικατάσταση του Γενικού Διοικητή Σαρτίνσκι Πασά και την ακύρωση όλων των πράξεων της Γενικής Συνέλευσης, ενώ παρόμοια αιτήματα υπέβαλε και το Κόμμα των Μπέηδων. Η οθωμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε μεν τη μελλοντική σύσταση Τράπεζας, αλλά απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα, με την αιτιολογία ότι είχαν διατυπωθεί από συνάθροιση που δεν εκπροσωπούσε νομίμως τον τόπο. Η εξέλιξη αυτή αποθάρρυνε αρχικά τους Καραβανάδες, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε η περαιτέρω εκβίαση των πραγμάτων. Μέσω της τρομοκράτησης των μουσουλμάνων της υπαίθρου επιχείρησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα, ελπίζοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ένοπλες συμπλοκές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ χριστιανών των αντιμαχόμενων μερίδων, ενώ άρχισαν και οι συνήθεις επιθέσεις του εξαγριωμένου μουσουλμανικού όχλου κατά των χριστιανών κατοίκων των πόλεων. Προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, οι επικεφαλής των δύο χριστιανικών μερίδων κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία, καθώς οι Φιλελεύθεροι δέχθηκαν να συναινέσουν στο αίτημα αντικατάστασης του Πασά, υπό τον όρο της άμεσης διάλυσης των συναθροίσεων των Συντηρητικών. Αν και η οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε το κοινό, πλέον, αίτημα και έσπευσε να παύσει το Γενικό Διοικητή, οι ηγέτες της συντηρητικής παράταξης δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα. Η δυναμική των πραγμάτων τούς είχε άλλωστε καταστήσει ομήρους των ένοπλων οπαδών τους που αρνούνταν κάθε συμβιβασμό, δίνοντας με τον τρόπο αυτό και την αφορμή στον εξοπλισμό παραστρατιωτικών μουσουλμανικών ομάδων, που ενέτειναν τη δράση τους εναντίον των χριστιανών, των οποίων οι οικογένειες έσπευσαν για μια ακόμη φορά να καταφύγουν στην Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε την πρόθεσή της να επέμβει για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού, ο νέος Οθωμανός Στρατιωτικός Διοικητής κήρυξε στρατιωτικό νόμο, κατορθώνοντας να περιορίσει Σελίδα από χειρόγραφο του Βενιζέλου, όπου περιγράφονται και αναλύονται τα γεγονότα του 1889.

22


τη δράση των αδιάλλακτων μουσουλμάνων και να απωθήσει τους ένοπλους χριστιανούς στα ορεινά, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες, ασχέτως κομματικής ένταξης –ανάμεσά τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος– διέφυγαν στην Ελλάδα (τον Οκτώβριο του 1889). Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της «επανάστασης» του 1889 ήταν ότι έδωσε το πρόσχημα να καταργηθούν οι περισσότερες από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, κηρυσσόταν μεν θεωρητικά αμνηστία, αλλά εξαιρούνταν όσοι από τους αρχηγούς των επαναστατών είχαν ήδη καταδικαστεί, καθώς και τα πολιτικά πρόσωπα που θεωρήθηκαν πρωτεργάτες των «ταραχών». Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, αν και είχε σαφώς αντιταχθεί στα τελευταία γεγονότα, αναγνωριζόταν έτσι με τον επισημότερο τρόπο από τον αντίπαλο ως αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα του κρητικού λαού.

Προς την αυτονομία: οι Επαναστάσεις του 1895-1897 Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής εξουσίας, ενώ οι χριστιανοί αρνούνταν στην πλειονότητά τους να δεχθούν διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ή να συμμετάσχουν στις εκλογές. Ανάλογη στάση κράτησε και ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στα Χανιά τον Μάιο του 1890 και έκτοτε παρέμεινε, για μια πενταετία περίπου, μακριά από την ενεργό πολιτική. Στο διάστημα αυτό ασκούσε τη δικηγορία, ενώ παντρεύτηκε τη Μαρία Κατελούζου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή). Ο θάνατος της συζύγου του κατά το δεύτερο τοκετό, το 1894, αποτέλεσε σκληρό πλήγμα. Τον Μάρτιο του 1895 τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή ο Καραθεοδωρή Πασάς, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους χριστιανούς να αποστείλουν αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είδε ευνοϊκά τις προσπάθειες του Καραθεοδωρή, δεν έλαβε μέρος σε εκείνες εκλογές, ευρισκόμενος ακόμα υπό την επήρεια του προσωπικού του δράματος. Σύντομα όμως η κατευναστική πολιτική του Καραθεοδωρή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς οι μεν αδιάλλακτοι μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες, οι δε χριστιανοί προέβησαν σε αντεκδικήσεις. Ενώ ο Πασάς διέλυε θορυβημένος τη Γενική Συνέλευση, ένας Σφακιανός δικαστικός, ο Μανούσος Κούνδουρος, πρωτοστατούσε στη συγκρότηση μιας Επιτροπής που ονομάστηκε Μεταπολιτευτική, ζητώντας την παραχώρηση μερικής αυτονομίας στην Κρήτη υπό χριστιανό Διοικητή Ο Μανούσος Κούνδουρος, κατά το Μεταπολιτευτικό Κίνημα του 1895.

23

Η εξαίρεση του Ελευθέριου Βενιζέλου από την αμνηστία για τα γεγονότα του 1889.


Η πόλη των Χανίων στις φλόγες, τον Φεβρουάριο του 1897.

και την επαναφορά των προνομίων της Χαλέπας σε βελτιωμένη μορφή. Ήταν η πρώτη φορά που μια εξέγερση δεν ξεκινούσε με το πάγιο αίτημα της «Ένωσης», αλλά έθετε εξαρχής μεταρρυθμιστικούς στόχους. Παρ’ όλ’ αυτά, η δράση της θεωρήθηκε επαναστατική και ο Καραθεοδωρή ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1896. Η γενική αμνηστία που προσφέρθηκε δεν βρήκε ανταπόκριση και οι εχθροπραξίες επεκτάθηκαν. Κατόπιν αυτού, στάλθηκε ως νέος Διοικητής ο Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς. Στις 31 Ιουλίου 1896, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρήθηκε νέος Οργανικός Νόμος, που προέβλεπε το διορισμό χριστιανού Διοικητή με την έγκριση των Δυνάμεων, τη συγκρότηση Κρητικής Χωροφυλακής με Ευρωπαίους οργανωτές και την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων από ντόπιους χριστιανούς και μουσουλμάνους σε αναλογία 2:1. Παράλληλα, χορηγούνταν εγγυήσεις δικαστικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Ο νέος Οργανισμός κατασίγασε προς στιγμή τα πάθη· δεν άργησε όμως να προκύψει νέο αδιέξοδο, καθώς οι αδιάλλακτοι μουσουλμάνοι της νήσου, σε συνεργασία με σκληροπυρηνικούς κύκλους της οθωμανικής κυβέρνησης, υπονόμευσαν το νέο καθεστώς, δημιουργώντας ένα κλίμα τρομοκρατίας, που επιδεινώθηκε ραγδαία από τις μαζικές σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων και τις πυρπολήσεις χριστιανικών συνοικιών, καθώς και τις μεμονωμένες δολοφονίες χριστιανών παραγόντων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναστάτης στο Ακρωτήρι.

24


Και ενώ οι χριστιανοί συγκροτούσαν επίσης ένοπλα σώματα και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τρόπους εξόδου από την κρίση, καταλήγοντας στην απόφαση διεθνούς επέμβασης, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να τους προλάβει με την κατάληψη της νήσου. Έτσι, τη νύκτα της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου 1897, ελληνικά μεταγωγικά αποβίβασαν στο Κολυμπάρι της Δυτικής Κρήτης εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών. Σχεδόν ταυτοχρόνως, ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία αποβίβαζαν αγήματα, με τη σύμφωνη γνώμη της Υψηλής Πύλης, δηλώνοντας ότι λαμβάνουν υπό την προστασία τους τις πόλεις και το λιμάνι της Σούδας και ότι θα αντιπαρατεθούν με τις ελληνικές δυνάμεις, αν αυτές επιχειρούσαν κατάληψή τους. Κατόπιν διαβουλεύσεων, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε κοινή διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Κρήτη δεν ήταν δυνατό προς το παρόν να προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αλλά μπορούσε να κηρυχθεί αυτόνομη, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση να αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα. Η αρνητική απάντηση της Αθήνας, που ελήφθη υπό την πίεση των αδιάλλακτων και της κοινής γνώμης, χωρίς καμιά στρατιωτική ή διπλωματική προετοιμασία, επρόκειτο να οδηγήσει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που έμεινε γνωστός υπό τη μάλλον εξωραϊστική επωνυμία «ατυχής». Ταυτόχρονα, όμως, επέσπευσε την εξέλιξη των γεγονότων στην Κρήτη, οριστικοποιώντας την απόφαση διεθνούς κατοχής της νήσου και την ανακήρυξή της σε αυτόνομη ηγεμονία, θέτοντας έτσι de facto τέρμα στην επί τρεις και πλέον αιώνες κατοχή της από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Ιανουαρίου του 1897, ο Βενιζέλος βρισκόταν στην ύπαιθρο των Χανίων, έχοντας πλέον αποφασίσει τη συμμετοχή του στις επόμενες εκλογές. Βλέποντας από μακριά τον καπνό από την πυρπολημένη πόλη, έλαβε ίσως την πιο κρίσιμη απόφαση της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε μετριοπάθεια και το δισταγμό του για τις ένοπλες εξεγέρσεις, ενώθηκε με μια ομάδα χριστιανών που κατέλαβε το Ακρωτήρι, κηρύσσοντας, για άλλη μια φορά, την «Ένωση». Χάρη στις γνώσεις και τις ικανότητές του, αλλά και στη γενναιότητα που επέδειξε κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, γρήγορα αναδείχθηκε ως ο βασικός εκπρόσωπος των επαναστατών στις λεπτές διαπραγματεύσεις με τους ξένους ναυάρχους και διπλωμάτες, ενώ παράλληλα διατηρούσε επαφή και με τους Έλληνες αξιωματικούς του εκστρατευτικού σώματος που είχε αποβιβαστεί στο νησί. Ο ρόλος του υπήρξε αποφασιστικός και του εξασφάλισε μια θέση στη μεταβατική Εκτελεστική Επιτροπή, που ανέλαβε να διαχειριστεί τα πράγματα ως την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας. Η οριστική επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν πλέον γεγονός.

25

Τα διεθνή στρατεύματα κατοχής στα Χανιά το 1897, πρωτοσέλιδο από εφημερίδα της εποχής ( Le Monde Illustré, 10.4.1897).


«Το όνομά του μοιάζει κάπως με Βενεζουέλα» (1899) Ασαφής στις λεπτομέρειές της, αλλά οπωσδήποτε ενδεικτική της εικόνας που δημιουργούσε ήδη ο Βενιζέλος στους συνομιλητές του, προτού ακόμη γίνει επώνυμος, είναι η αναφερόμενη συνάντησή του με το Γάλλο ριζοσπάστη πολιτικό και δημοσιογράφο Georges Clemenceau (18411929), ο οποίος επισκέφθηκε την Κρήτη λίγα χρόνια αργότερα και όταν ρωτήθηκε, επιστρέφοντας στη Γαλλία, τι του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, αρχαιότητες, μνημεία κ.τ.λ., απήντησε ότι «τη μεγαλύτερη εντύπωση μου την έκανε ένας μικρός δικηγόρος των Χανίων, που ξέχασα το όνομά του, μα που μοιάζει κάπως με Βενεζουέλα». Η συζήτηση τοποθετείται στο Παρίσι το έτος 1899, στο σπίτι της ελληνορουμάνας κόμισσας de Noailles. Ελεύθερον Βήμα, 5.4.1936 Πηγή: Π. Α. Ζάννας (επιμ.), Π. Σ. Δέλτα-Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος: ημερολόγιο – αναμνήσεις – μαρτυρίες – αλληλογραφία, Ερμής, Αθήνα 1978, σελ. 2 Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα τέλη του 19ου αιώνα.

Κρητική Πολιτεία (1898-1908) Στις 6 Μαρτίου του 1897 οι Ευρωπαίοι ανακοίνωσαν ότι «απεφάσισαν αμετακλήτως να εξασφαλίσουν την πλήρη αυτονομίαν της Κρήτης υπό την επικυριαρχίαν του Σουλτάνου».

Στρατεύματα της Διεθνούς Κατοχής στην Κρήτη, γύρω στα 1900.

26


Στο μεταξύ η Ελλάδα, που διεξήγαγε απομονωμένη το σύντομο αλλά καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία, αναγκάστηκε να ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα, ενώ στις 12 Αυγούστου η Συνέλευση των Κρητών αποδεχόταν το καθεστώς της αυτονομίας, υπό τον όρο της απομάκρυνσης και των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί. Ο όρος αυτός αρχικά συνάντησε αντιδράσεις, μετά όμως τα δραματικά γεγονότα του Ηρακλείου, που κατέληξαν σε σφαγές χριστιανών και Βρετανών στρατιωτών, έγινε κατανοητό ότι η παρουσία του τουρκικού στρατού καθιστούσε ανέφικτη κάθε απόπειρα ειρήνευσης, και στις 2 Νοεμβρίου 1898 εγκατέλειψε την Κρήτη και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης. Η επιλογή του μελλοντικού Γενικού Διοικητή αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων, τελικώς όμως υπερίσχυσε η υποψηφιότητα του πρίγκιπα Γεωργίου, δευτερότοκου γιου του βασιλιά των Ελλήνων. Αντί όμως της τοποθέτησής του ως Γενικού Διοικητή, αποφασίστηκε να διοριστεί Ύπατος Αρμοστής (δηλαδή ανώτατος εκπρόσωπος) των Δυνάμεων στην Κρήτη. Ο Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα στις 9 Δεκεμβρίου 1898 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς, που τον θεώρησαν κομιστή του «αρραβώνα» με την Ελλάδα, ενόψει του «γάμου» που θα ολοκληρωνόταν σύντομα με την Ένωση. Το 1899 η Γενική Συνέλευση ψήφιζε το Σύνταγμα της νέας Κρητικής Πολιτείας, το οποίο προέβλεπε τη λειτουργία ενός υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός πανίσχυρου ηγεμόνα με ευρείες εξουσίες, τις οποίες θα ασκούσε επί του παρόντος ο Ύπατος Αρμοστής. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ότι «αι διατάξεις αίτινες ψηφίζονται σήμερον εν τω Συντάγματι συνδέονται αναποσπάστως με το πρόσωπον του νυν Ανωτάτου Άρχοντος· δεν θα ήτο διατεθειμένος ο τόπος εις ουδένα άλλον να παραχωρήση τόσα δικαιώματα». Αμέσως μετά ο Γεώργιος διόρισε την πρώτη κυβέρνηση, που περιλάμβανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο υπουργείο της Δικαιοσύνης. Η αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας ήταν πλήρης σε ζητήματα όπως εκείνα της ιθαγένειας, των τελωνείων,

27

Η Κρητική Χωροφυλακή κατά την περίοδο της αυτονομίας.


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1905, μετά το κίνημα του Θερίσου..

Λιθογραφία της εποχής υπέρ του κινήματος στο Θέρισο (1905).

της χωροφυλακής και του νομίσματος. Επιπλέον, η Κρητική Πολιτεία διέθετε και ιδιαίτερη σημαία. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της τελούσε υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, που διατηρούσαν στρατεύματα στο νησί. Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν ένα ιδιότυπο διεθνές και εσωτερικό καθεστώς, όπως το περιέγραψε αδρά ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος: «Η νήσος, παρακατατεθείσα εν έτει 1897 εις χείρας των Μεγάλων Δυνάμεων υπό του Σουλτάνου, κυβερνάται υπ’ αυτών, ή μάλλον υπό των τεσσάρων εξ αυτών, μετά

28


την εκ της ομοφωνίας αποχώρησιν της Γερμανίας και της Αυστρίας, ως επαρχία του τουρκικού κράτους δι’ εντολοδόχου του Υπάτου Αρμοστού. Την επί της νήσου επομένως κυριαρχίαν ασκούσι σήμερον [1901] αι τέσσαρες Μεγάλες Δυνάμεις. Και είναι μεν αληθές ότι αύται ενέκριναν το Κρητικόν Σύνταγμα δι’ ού η νήσος χαρακτηρίζεται “πολιτεία αυτόνομος”. Αλλ’ η θέσπισις του Συντάγματος δεν κατέστησε την αυτονομίαν πραγματικήν, αφού η πλήρης αυτού εφαρμογή μόνον μετά την λήξιν της αρμοστείας είναι δυνατή, επηύξησε δε μόνον την αβεβαιότητα περί της υφισταμένης πολιτικής της νήσου καταστάσεως».

Οι παρατηρήσεις αυτές υπέκρυπταν την πεποίθηση του Βενιζέλου ότι, εφόσον η Ένωση δεν φαινόταν άμεσα πραγματοποιήσιμη, η ολοκλήρωση της αυτονομίας αποτελούσε, επί του παρόντος, τη μόνη ρεαλιστική λύση. Η παράταση της αρμοστείας, κατά την οποία το νησί τελούσε υπό την εξουσία του εντολοδόχου των Μεγάλων Δυνάμεων με τη συνδρομή διεθνών στρατευμάτων, συντηρούσε μια Η τριανδρία του κινήματος του Θερίσου (Κ. Φούμης, Ελ. Βενιζέλος, Κ. Μάνος) το 1905.

ερμαφρόδιτη κατάσταση. Αντίθετα, η απεμπλοκή από τη διεθνή κηδεμονία, με την πλήρη εφαρμογή των συνταγματικών θεσμών, θα επέτρεπε την εγκαθίδρυση ενός λειτουργικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε δυνατή μια πιο ευέλικτη πολιτική στο διεθνές σκηνικό. Η γραμμή αυτή όμως βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την πολιτική του Γεώργιου, ο οποίος: (α) δεν επιθυμούσε τον περιορισμό των εξουσιών του, (β) δεν επιθυμούσε να κατηγορηθεί ότι επεδίωκε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του έναν ισόβιο θρόνο, (γ) θεωρούσε προνόμιό του το χειρισμό της διεθνούς πτυχής του Κρητικού ζητήματος και (δ) υποστήριζε ότι δεν έπρεπε να δοθεί στις Μεγάλες Δυνάμεις η εντύπωση ότι υπάρχουν Κρητικοί που «βολεύονται» με τη λύση της αυτονομίας, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάζονταν να συγκατανεύσουν στην Ένωση. Η αντίθεση αυτή οξύνθηκε ραγδαία όταν ο Βενιζέλος, αφού υπέβαλε τις προτάσεις του στο Ηγεμονικό Συμβούλιο –όπως ονομαζόταν η κρητική κυβέρνηση– χωρίς να πετύχει την υποστήριξη των υπολοίπων υπουργών, υπέβαλε την παραίτησή του,

29

Τα παιδιά του Ελευθέριου Βενιζέλου, Κυριάκος και Σοφοκλής, στο Θέρισο.


αλλά ο Γεώργιος προτίμησε να τον απολύσει με διάταγμα στις 20 Μαρτίου 1901, «επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημόσια εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών». Οι βουλευτικές εκλογές του 1901 και του 1903, αναδεικνύοντας μια ισχυρή φιλοπριγκιπική πλειοψηφία, φάνηκε να δικαιώνουν την πολιτική του Γεώργιου, ενώ οι απόψεις του Βενιζέλου περιθωριοποιήθηκαν και ο ίδιος με τους οπαδούς του αποτέλεσαν στόχο μιας εμπαθούς πολεμικής και αντικείμενο διώξεων, με στόχο την πλήρη πολιτική τους εξουθένωση. Με την πάροδο του χρόνου, εντούτοις, καθώς δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα η

Πολιτική συγκέντρωση στα Χανιά (Συντριβάνι) γύρω στα 1905.

πολυπόθητη «οριστική λύση» και ενώ η συσσώρευση των εσωτερικών προβλημάτων και τα φαινόμενα κακοδιοίκησης αναδείκνυαν τα δυσμενή επακόλουθα ενός ανεξέλεγκτου προσωποπαγούς καθεστώτος, η ατμόσφαιρα άρχισε να αλλάζει. Στις νέες αυτές συνθήκες, ο Βενιζέλος αποτέλεσε τον πόλο της «Ηνωμένης εν Κρήτη Αντιπολιτεύσεως», η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διατύπωσε την πολιτική της πλατφόρμα: «Πρώτον και κύριον μέλημα ημών έστω η επίτευξις της ενώσεως […]. Αδυνάτου αποβαίνοντος του σκοπού αυτού, […] θέλομεν επιδιώξει την αναθεώρησιν του ημετέρου συντάγματος κατά το πρότυπον του ελληνικού, όπως απαλλαγεί ο τόπος του δεσποτισμού».

Δύο εβδομάδες αργότερα (10 Μαρτίου), η τριανδρία των Ελευθερίου Βενιζέλου,

30


Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου ύψωνε στο Θέρισο την ελληνική σημαία, σηματοδοτώντας την έναρξη άλλης μιας επανάστασης των χριστιανών της Κρήτης, της οποίας όμως αυτή τη φορά κύριος αντίπαλος δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τον Γεώργιο στην εξαιρετικά δυσμενή θέση να επιδιώκει την καταστολή ενός κινήματος με σημαία την Ένωση, στηριζόμενος στις ξένες ξιφολόγχες των διεθνών στρατευμάτων. Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, μολονότι δεν υπήρξε αρχικά ενιαία, κατέληξε εντούτοις σε μια κοινή διαπίστωση: ο αρχικός βασικός λόγος της επιλογής του

Η κυβέρνηση της Κρήτης το 1910. Όρθιοι από αριστερά οι Β. Σκουλάς, Γ. Μυλωνογιάννης και Π. Μαρής. Καθιστός ο Ελ. Βενιζέλος.

Γεώργιου, ως ενός προσώπου ευρείας λαϊκής αποδοχής που θα λειτουργούσε σαν κυματοθραύστης, είχε πλέον εκλείψει. Από τη στιγμή εκείνη, οι ημέρες παραμονής του στην ύπατη αρμοστεία ήταν μετρημένες. Οι απευθείας επαφές των προξένων με τους επαναστάτες και η συμφωνία να συσταθεί ειδική εξεταστική επιτροπή, προκειμένου να προτείνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, σηματοδότησαν την ουσιαστική αυτή στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι, στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάιο του 1906, οι φιλοπριγκιπικές πολιτικές δυνάμεις διατήρησαν την πλειοψηφία (53,4%) έναντι του μετώπου των βενιζελικών (46,6%), κατέστη όμως σαφές ότι η αντιπολίτευση αποτελούσε πλέον ένα ισχυρό ρεύμα στο εκλογικό σώμα, που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί. Ήδη η διεθνής επιτροπή πρότεινε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις: αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, συγκρότηση Πολιτοφυλακής, αποχώρηση των διεθνών

31


στρατευμάτων, αναθεώρηση του Συντάγματος και εκχώρηση στο βασιλέα των Ελλήνων του δικαιώματος να ορίζει, με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων, τον εκάστοτε Ύπατο Αρμοστή. Η υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις χαιρετίστηκε ως δικαίωση της αντιπολίτευσης, ενώ ο Γεώργιος βρέθηκε στο περιθώριο των εξελίξεων. Οι απολυταρχικές αντιλήψεις του είχαν συντελέσει στην πτώση της δημοτικότητάς του, έτσι ώστε κατέληξε, χωρίς να είναι φυσικά υπεύθυνος για τη μη επίτευξη της Ένωσης, να χρεωθεί τελικά από μεγάλη μερίδα του κρητικού λαού την αποτυχία και σε αυτόν τον τομέα. Η μυστική αναχώρησή του, τη νύχτα της 12ης Σεπτεμβρίου 1906, σηματοδοτούσε το άδοξο τέλος μιας πορείας που είχε ξεκινήσει υπό τους καλύτερους οιωνούς. Έξι ημέρες αργότερα διοριζόταν ως νέος Ύπατος Αρμοστής ο μετριοπαθής παλαιός πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ενώ η Συνέλευση προχωρούσε στην ψήφιση του νέου και αισθητά πιο φιλελεύθερου Συντάγματος (2 Δεκεμβρίου 1906). Τον Ιούλιο του 1907 άρχισε η αποχώρηση και των υπολοίπων διεθνών στρατευμάτων, που ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα, καθώς προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς η συγκρότηση της Πολιτοφυλακής (της τακτικής στρατιωτικής δύναμης του νησιού), στελεχωμένης από Έλληνες βαθμοφόρους.

Η αδέσποτη Κρήτη (1908-1912) Ο Αντώνιος Μιχελιδάκης, κυριότερος πολιτικός αντίπαλος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Κρήτη.

Ήδη όμως οι ραγδαίες εξελίξεις στα Βαλκάνια, με το κίνημα των Νεότουρκων, την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, έδιναν το έναυσμα για την de facto ανατροπή του καθεστώτος της κρητικής αυτονομίας υπό οθωμανική επικυριαρχία. Τον Σεπτέμβριο του 1908 συγκροτήθηκαν συλλαλητήρια, ενώ η κυβέρνηση της Κρήτης και η Βουλή των Κρητών κήρυσσαν «την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον» και η ελληνική σημαία αντικατέστησε παντού εκείνη της κρητικής αυτονομίας. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και υπέδειξε στον Ζαΐμη, που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αίγινα, να μην επιστρέψει στην Κρήτη, τυπικά κράτησε ουδέτερη στάση. Ο Βενιζέλος, παρά το ότι θεωρούσε «τυχοδιωκτικό» το κίνημα του 1908, αντελήφθη ότι δεν υπήρχε περιθώριο αντίδρασης και, προκειμένου να επιδειχθεί εθνική ομοψυχία, αποφάσισε να προσχωρήσει, συμπράττοντας μάλιστα στο σχηματισμό διακομματικής κυβέρνησης (Εκτελεστικής Επιτροπής, όπως ονομάστηκε), υπό τον πολιτικό του αντίπαλο Αντώνιο Μιχελιδάκη. Ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας η νήσος διοικείτο από Εκτελεστική Επιτροπή, χωρίς διεθνή αναγνώριση, «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων». Στις εκλογές του 1910, ο Βενιζέλος κατόρθωσε για πρώτη φορά να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Κρήτη και να σχηματίσει δική του κυβέρνηση, η οποία επρόκειτο όμως να παραμείνει στην εξουσία λιγότερο από τέσσερις μήνες.

32


Στις 8 Αυγούστου 1910 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων. Λίγες ημέρες αργότερα παραιτήθηκε από την προεδρία της κρητικής κυβέρνησης και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου στις 5 Οκτωβρίου 1910 αναλάμβανε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της Ελλάδας. Υστερόγραφο: Τον Νοέμβριο του 1911 και τον Απρίλιο του 1912 επιχειρήθηκε η συμμετοχή Κρητών αντιπροσώπων στη Βουλή των Ελλήνων, προκαλώντας την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη υπό τον Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με τη μυωπική αντίληψη των Κρητών πολιτικών του αντιπάλων, που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τους μακρόπνοους σχεδιασμούς και τους λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς του. Ήδη όμως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και, ενώ η Ελλάδα και οι βαλκάνιοι σύμμαχοί της κήρυσσαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, οι Κρήτες αντιπρόσωποι γίνονταν επιτέλους δεκτοί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και διοριζόταν από την ελληνική κυβέρνηση Γενικός Διοικητής της νήσου ο Στέφανος Δραγούμης (12 Οκτωβρίου 1912). Μετά το νικηφόρο πέρας των Βαλκανικών πολέμων, η Κρήτη ενσωματωνόταν στην Ελλάδα. Η ελληνική σημαία υψωνόταν επίσημα πλέον την 1η Δεκεμβρίου 1913 στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, παρουσία του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.

33


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο γραφείο του.

34


Ο ΕλΕΥθeΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖeλΟΣ ΣΤΗΝ ΕλλΗΝΙΚh ΚΑΙ ΔΙΕθΝh ΠΟλΙΤΙΚh ΣΚΗΝh, 1910-1923

Τον Δεκέμβριο του 1909, ύστερα από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, φθάνει στην Αθήνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στο πρόσωπό του οι κινηματίες του Γουδή έβλεπαν τον ηγέτη, ο οποίος θα μπορούσε να φέρει σε πέρας μια ιδιαίτερα κρίσιμη αποστολή: την ανόρθωση της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος σφράγισε τα επόμενα 25 χρόνια την εξέλιξη της χώρας. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας, τον Οκτώβριο του 1910, σηματοδότησε τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, με σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων, και οδήγησε στην εδαφική και πληθυσμιακή επέκτασή του στη διάρκεια της δεκαετίας 1910-1920. Η σύγκρουσή του με το βασιλιά Κωνσταντίνο γύρω από τη στάση της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο οδήγησε στον εθνικό διχασμό. Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο. Για μια περίοδο, μάλιστα, από τον Σεπτέμβριο του 1916 ως τον Ιούνιο του 1917, στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν δύο κράτη: το βασιλικό κράτος των Αθηνών και το βενιζελικό της Θεσσαλονίκης. Κάτω από την πίεση Άγγλων και Γάλλων ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα (1917), το ελληνικό κράτος ενοποιήθηκε ξανά και, με τον Βενιζέλο πρωθυπουργό, η χώρα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) αποτέλεσε τη δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής του. Τρεις μήνες αργότερα ο Βενιζέλος θα ηττηθεί απροσδόκητα στις εκλογές και θα επιλέξει το δρόμο της αυτοεξορίας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διάσκεψη της Λωζάνης. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) περιέσωσε ό,τι ήταν δυνατόν. Έτσι έκλεισε οριστικά ο κύκλος της πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας.

35

Γιώργος Κουκουράκης Υποψήφιος Δρ Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών Επιστημονικός συνεργάτης Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» Παναγιώτης Σαβοριανάκης Δρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών Διδάσκων στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γάνδης (Βέλγιο)


Τα δύο πρώτα δημιουργικά χρόνια στην πρωθυπουργία Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα η Ελλάδα αντιμετώπιζε τις συνέπειες μιας γενικευμένης οικονομικής και θεσμικής κρίσης. Οι πολεμικές αποτυχίες της προηγούμενης δεκαετίας είχαν επιφέρει σοβαρά πλήγματα, που αντικατοπτρίζονταν στην κοινωνία και στο στρατό, στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και στη συλλογική αυτοεκτίμηση των Ελλήνων. Παράλληλα, η παρακμή του πελατειακού πολιτικού συστήματος, που είχε παγιωθεί στη χώρα ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, αποτυπωνόταν στην απόλυτη κυριαρχία συγκεκριμένων οικογενειών στην πολιτική ζωή, στη διαρκή εναλλαγή θνησιγενών κυβερνητικών σχημάτων στην εξουσία και στην αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Από τη δεκαετία του 1880 και έπειτα ραγδαίες μεταβολές είχαν συμβεί στην ελληνική κοινωνία. Νέα ανερχόμενα στρώματα, κάτοικοι των πόλεων, έμποροι, βιοτέχνες και αγρότες διεκδικούσαν ρόλο και δικαιώματα. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, στα πρότυπα των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, ήταν επιβεβλημένη, και η παλιά πολιτική τάξη δεν μπορούσε να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Λαϊκή λιθογραφία εποχής υπέρ του κινήματος στου Γουδή.

Τον Αύγουστο του 1909 στην Αθήνα (Γουδή) εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια οργάνωση κατώτερων αξιωματικών. Εκφράζοντας τη γενικευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στα ανάκτορα και στα παλιά πολιτικά κόμματα, το κίνημα κέρδισε την υποστήριξη τόσο αγροτών, όσο και μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, λειτουργώντας σαν καταλύτης για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Η ηγεσία του κινήματος θέλησε να

36


αναθέσει την εξουσία σε έναν πολιτικό αμέτοχο στην παλιά πολιτική τάξη. Στράφηκε έτσι στον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο προσκάλεσε στην Αθήνα. Στα 45 του χρόνια ο Βενιζέλος ήταν ένας έμπειρος πολιτικός, με καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση των θεσμών και του Συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας και πρωταγωνιστικό ρόλο στους επαναστατικούς και διπλωματικούς αγώνες της προηγούμενης εικοσαετίας για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Αναμνηστική φωτογραφία του Βενιζέλου με φίλους και συναγωνιστές του πριν από την αναχώρησή του για την Αθήνα. Δημοτικός Κήπος Χανίων, Σεπτέμβριος 1910.

Ο Βενιζέλος απέρριψε την πρόταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου να περιβληθεί με δικτατορικές εξουσίες. Τον Αύγουστο του 1910 διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. Ο Βενιζέλος εξελέγη, πανηγυρικά, για πρώτη φορά μέλος της Βουλής των Ελλήνων, κερδίζοντας την πρώτη θέση στην περιφέρεια Αττικοβοιωτίας με το 83% των ψήφων. Ωστόσο οι παλαιοί πολιτικοί (Κ. Μαυρομιχάλης, Δ. Ράλλης, Γ. Θεοτόκης, Α. Ζαΐμης) εξακολουθούσαν να έχουν την πλειοψηφία (240 από τις 362 έδρες). Η έντονη διάθεση του λαού για ριζοσπαστικές αλλαγές αποτυπώθηκε στο αίτημα για Συντακτική Βουλή. Η ψήφιση νέου Συντάγματος θα σηματοδοτούσε τη ρήξη με το παρελθόν και το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου στην πολιτική ζωή της χώρας. Αναπόφευκτα, όμως, θα ανέκυπτε ζήτημα αλλαγής του πολιτεύματος. Ο Βενιζέλος ήταν αντίθετος σε μια τέτοια προοπτική. Πίστευε ότι ο λαός θα διχαζόταν και φοβόταν ότι η χώρα θα έμπαινε σε περιπέτειες. Επιπλέον, επεδίωκε να μην έρθει σε σύγκρουση με το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τις ξένες δυνάμεις. Ήθελε το βασιλιά συμμέτοχο και συμπαραστάτη, όχι αντίπαλό του, στο μεταρρυθμιστικό έργο που σχεδίαζε. Στην πρώτη ομιλία του προς τους κατοίκους της πρωτεύουσας, στην πλατεία Συντάγματος, τον Σεπτέμβριο του 1910, οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν επίμονα από τον Βενιζέλο η νέα Βουλή να είναι Συντακτική. Ο Βενιζέλος πέτυχε να επιβάλει την

37


αποδοχή Αναθεωρητικής Βουλής. Από εκείνη τη στιγμή καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Απόσπασμα από την πρώτη ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα (Πλατεία Συντάγματος, 5 Σεπτεμβρίου 1910) Βενιζέλος: Οι εκλογές εκλήθησαν προς συγκρότησιν διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. Λαός: Συντακτική θέλουμε, Συντακτική… Βενιζέλος: Επαναλαμβάνω: διπλής Αναθεωρητικής Βουλής! Λαός: Συντακτική… Βενιζέλος: Είπα! Αναθεωρητικής. Λαός: … (σιγή) Από της ώρας εκείνης η Ελλάς είχε κυβερνήτην. Δεν τον ανεκήρυξεν η φωνή, αλλ’ η σιωπή του λαού. Πηγή: Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Ίκαρος, Αθήνα 1970, σσ. 69-70

Απόσπασμα ομιλίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή των Ελλήνων σχετικά με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 Την κοινήν γνώμην, αν δεν την έχω σύμφωνον, εννοώ να την διαπαιδαγωγήσω και όχι να παρασύρωμαι από αυτήν. Πηγή: Ιφιγένεια Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, Φιλιππότης, Αθήνα 1982, σελ. 73 Σκίτσο του Θ. Άννινου, που εμφανίζει τον Βενιζέλο σαν Άγιο Ελευθέριο με την άγκυρα (σύμβολο των Φιλελευθέρων).

Ο Βενιζέλος ορκίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας στις 6 Οκτωβρίου 1910, αφού προηγουμένως εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Κρήτης. Πίστευε, όμως, ότι μόνο μια Βουλή με πλειοψηφία προσκείμενη στον ίδιο θα μπορούσε να προωθήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Μετά από εισήγησή του, την οποία είχε εγκρίνει η πλειοψηφία των βουλευτών, ο Γεώργιος προκήρυξε εκλογές για τις 28 Νοεμβρίου 1910. Σε αυτές ο Βενιζέλος εμφανίσθηκε ως αρχηγός ενιαίας παράταξης, του Κόμματος των Φιλελευθέρων, που ανέδειξε 307 βουλευτές σε σύνολο 362. Τα μεγαλύτερα από τα παλαιά κόμματα είχαν θεωρήσει τη διάλυση της Βουλής αντισυνταγματική και αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στις εκλογές. Καλούσαν, μάλιστα, τους οπαδούς τους σε αποχή. Εντούτοις οι ψηφοφόροι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν ακολούθησαν την προτροπή των αντιβενιζελικών, με αποτέλεσμα η αποχή να είναι μόλις κατά 8% υψηλότερη σε σχέση με τις εκλογές του Αυγούστου. Με τις εκλογές του Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η σημαντικότερη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν εννέα στους δέκα πληρεξουσίους της Βουλής του Νοεμβρίου δεν είχαν εκλεγεί πριν από το 1910. Επίσης, κανένα από τα μέλη της κυβέρνησης που σχημάτισε ο Βενιζέλος δεν είχε διατελέσει υπουργός πριν από την ανάδειξη της Βουλής του Αυγούστου του 1910. Η διαμόρφωση πανίσχυρης βενιζελικής πλειοψηφίας στη Βουλή, σε συνδυασμό με

38


την εξασφάλιση της υποστήριξης του βασιλιά και των στρατιωτικών, σηματοδότησε την επάνοδο στην πολιτική ομαλότητα και έθεσε στέρεες βάσεις για την πραγματοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και τη δημιουργία Κράτους Δικαίου. Ο Βενιζέλος προχώρησε αμέσως στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων. Επανέφερε στην ηγεσία τους το διάδοχο Κωνσταντίνο –πρωτότοκο γιο του

Ταχυδρομική κάρτα της περιόδου των Βαλκανικών πολέμων.

βασιλιά Γεώργιου– ο οποίος είχε απομακρυνθεί μετά την επικράτηση του κινήματος του Γουδή. Ανέλαβε ο ίδιος τα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών και επέβλεψε προσωπικά την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού και την εκπαίδευσή τους από ξένες στρατιωτικές αποστολές (Γάλλους και Άγγλους, αντίστοιχα). Η αναθεώρηση του Συντάγματος, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1911, είχε ως πρωταρχικό στόχο τον εκσυγχρονισμό των θεσμών του κράτους και τη θωράκιση της δημοκρατικής λειτουργίας του. Ο ίδιος ο Βενιζέλος συμμετείχε ενεργά στις 41 από τις 42 σχετικές συνεδριάσεις της Βουλής. Με το Σύνταγμα του 1911 διευρύνθηκε και ενισχύθηκε η προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η ιδιοκτησία και η ελευθερία του Τύπου, ενώ εισήχθησαν εγγυήσεις για τη φορολογική ισότητα, την προσωπική ασφάλεια, το άσυλο της κατοικίας και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Μεταξύ άλλων, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά: • η μονιμότητα και το αμετάθετο των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να μη γίνονται προσλήψεις και απολύσεις «ημετέρων» και «αντιπάλων», ανάλογα με το ποιο κόμμα κέρδιζε κάθε φορά τις εκλογές· • η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση (Δημοτικό) και προωθήθηκε η ίδρυση τεχνικών σχολείων στις αγροτικές περιοχές· • ο θεσμός των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων μεγάλων εκτάσεων γης, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον (άσκηση κοινωνικής πολιτικής με αποκατάσταση ακτημόνων), με αποζημίωση στον προηγούμενο ιδιοκτήτη·

39

Λαϊκή λιθογραφία για τη συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.


• η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών, ρύθμιση που συνέβαλε στη θωράκιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Μετά το τέλος του αναθεωρητικού της έργου, η Βουλή συνέχισε τις εργασίες της και, ως τακτική Βουλή πλέον, προχώρησε στην παραγωγή ενός ιδιαίτερα πλούσιου νομοθετικού έργου. Μεγάλο μέρος από τα νομοθετήματα της εποχής άντεξαν για πολλές δεκαετίες. Συγκεκριμένα, ελήφθησαν μέτρα για την αποκατάσταση των ακτημόνων, όπως η διανομή γαιών στη Θεσσαλία, καταργήθηκε το φεουδαρχικό καθεστώς των Ιονίων νήσων, η Κυριακή ορίστηκε ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας, προωθήθηκε η ασφάλιση των εργαζομένων, η οκτάωρη εργασία και η εξυγίανση του άδικου φορολογικού συστήματος, καθώς ως τότε τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα επιβαρύνονταν δυσανάλογα. Επίσης, αναγνωρίστηκαν τα εργατικά συνδικάτα της Αθήνας και του Πειραιά και απαγορεύτηκε η συμμετοχή εργοδοτών στις εργατικές οργανώσεις. Ψηφίστηκαν, ακόμη, νέοι νόμοι για την ασφάλεια και την τάξη στις συναλλαγές, για τη ζωοκλοπή, τη ζωοκτονία, τη φυγοδικία, την οπλοφορία, την τοκογλυφία, την αισχροκέρδεια και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Με την ολοκλήρωση του έργου της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 11 Μαρτίου 1912. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε και πάλι τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών (151 έδρες σε σύνολο 181). Μετά από χρόνια πολιτικής στασιμότητας και αστάθειας, η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου έθεσε τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, πέτυχε την οικονομική ανασυγκρότηση και τη στρατιωτική αναδιοργάνωση της χώρας και έδωσε ευκαιρίες σε ανθρώπους που ανήκαν στα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα. Οι πόλεμοι, όμως, της περιόδου 1912-1920 επιβράδυναν το δημιουργικό έργο της πρώτης περιόδου.

Στο μέτωπο με το βασιλιά Κωνσταντίνο, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού πολέμου, Ιούλιος 1913.

40


Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Από την αρχή της πρωθυπουργίας του ο Βενιζέλος απέφυγε κάθε ενέργεια η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδας με την Οθωμανική αυτοκρατορία, καθώς πίστευε ότι η χώρα ήταν ανέτοιμη για οποιαδήποτε πολεμική προσπάθεια. Η Οθωμανική αυτοκρατορία μαστιζόταν από εσωτερικές αναταραχές. Το νέο καθεστώς της Κωνσταντινούπολης, μετά την επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων, το 1908, άρχισε να εφαρμόζει πολιτική εκτουρκισμού των διάφορων εθνοτήτων που ζούσαν στα εδάφη της. Η σκληρή πολεμική αναμέτρηση με την Ιταλία, το 1911, συνέβαλε στην περαιτέρω εξασθένηση της αυτοκρατορίας. Ο Βενιζέλος, σε συνεργασία με τις Μεγάλες Δυνάμεις, δεν επέτρεψε να δοθεί αφορμή πολέμου από την επιμονή Κρητών βουλευτών να γίνουν δεκτοί στην ελληνική Βουλή. Όταν, στις 19 Μαΐου 1912, οι Κρήτες βουλευτές επιχείρησαν να εισέλθουν στη Βουλή, ο Βενιζέλος, θέλοντας να κερδίσει χρόνο, προχώρησε στην αναβολή των εργασιών του Σώματος ως τον Οκτώβριο. Ήταν μια δύσκολη στιγμή για τον Βενιζέλο, ο οποίος επί χρόνια αγωνιζόταν στο επαναστατικό και το διπλωματικό πεδίο για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Την 1η Οκτωβρίου, όταν επαναλήφθηκε η σύνοδος της Βουλής, οι συνθήκες ήταν ώριμες και οι Κρήτες βουλευτές έγιναν τελικά δεκτοί. Η βάναυση καταπάτηση των δικαιωμάτων των χριστιανικών πληθυσμών προκάλεσε την αντίδραση των βαλκανικών κρατών. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι συνέπηξαν κοινό βαλκανικό μέτωπο. Μετά την απόρριψη από την οθωμανική κυβέρνηση των αιτημάτων τους για διασφάλιση της εθνικής αυτονομίας των μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, προχώρησαν τον Οκτώβριο του 1912 στην κήρυξη πολέμου κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Απόσπασμα από αγόρευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή των Ελλήνων την 1η Οκτωβρίου 1912 Και δικαιούμεθα να πιστεύσωμεν ότι αν η διαίρεσις των κατοικούντων την ευρωπαϊκήν Ανατολήν λαών δεν κατώρθωσε να προλάβη την υποταγήν αυτών υπό τον ξένον ζυγόν προ πέντε αιώνων, η ειλικρινής ένωσις αυτών σήμερον παρέχει στέρεον έδαφος, όπως επιδιωχθή διά των ιδίων αυτών δυνάμεων η ανάπλασις της ευρωπαϊκής Ανατολής. Πηγή: Στέφανος Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα Κείμενα, Αθήνα 1981, τ. Α΄, σελ. 372

Το ελληνικό ναυτικό, αναδιοργανωμένο και με σύγχρονο εξοπλισμό, κάτω από την ηγεσία του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, πέτυχε να επιβάλει γρήγορα την κυριαρχία του στο Αιγαίο. Όλα τα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα, καταλήφθηκαν από ελληνικές δυνάμεις. Στην ξηρά, ο κύριος όγκος του στρατού –με αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο– προέλασε στη Μακεδονία. Εδώ καταγράφεται η πρώτη σοβαρή σύγκρουση μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Ο διάδοχος επέμενε να κινηθεί ο στρατός

41


προς το Μοναστήρι, όπου ανθούσε το ελληνικό στοιχείο. Αντίθετα, ο Βενιζέλος έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, την οποία διεκδικούσαν και οι Βούλγαροι. Με αυστηρό τελεσίγραφο ο πρωθυπουργός ανάγκασε την τελευταία στιγμή τον απρόθυμο Κωνσταντίνο να στρέψει τις δυνάμεις του προς τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ένας πραγματικός αγώνας δρόμου. Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε, τελικά, τη Θεσσαλονίκη τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου 1912, με τις βουλγαρικές δυνάμεις να βρίσκονται προ των πυλών της πόλης. Στη συνέχεια, αφού είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Μακεδονίας, οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στην Ήπειρο. Στις 22 Φεβρουαρίου 1913 ο ελληνικός στρατός καταλάμβανε τα Ιωάννινα.

Μοναδική φωτογραφία, η οποία εικονίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τους ηγέτες και τις αντιπροσωπείες των Βαλκανικών κρατών κατά τη στιγμή της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913).

Η συγκυρία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για την Ελλάδα: Γεώργιος και Βενιζέλος συνεργάζονταν αρμονικά, καθώς ο βασιλιάς αναγνώριζε ότι ο πρωθυπουργός μπορούσε να προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και είχε επιλέξει να μην παρεμβαίνει στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Εξάλλου, και οι δύο συμμερίζονταν την ανάγκη να καλλιεργεί η Ελλάδα σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τη Μεγάλη Βρετανία, την κορυφαία ναυτική δύναμη της εποχής. Η δολοφονία όμως του Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Μαρτίου 1913, και η άνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου μετέβαλαν την κατάσταση. Ήδη ως διάδοχος και αρχηγός του στρατού ο Κωνσταντίνος είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στις ένοπλες δυνάμεις. Πίστευε ότι ο θρόνος έπρεπε να καθορίζει την εξωτερική πολιτική και η κυβέρνηση να διαχειρίζεται τα εσωτερικά ζητήματα – μια αντίληψη εντελώς αυθαίρετη και αντισυνταγματική. Όμως η εμμονή του Κωνσταντίνου σε αυτήν έμελλε να βάλει σε περιπέτειες τη χώρα τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ο τερματισμός του Α΄ Βαλκανικού πολέμου επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 17/30 Μαΐου 1913 και καθόριζε την έκταση των εδαφών που είχαν αποσπαστεί από την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα, όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας (δηλαδή από τις εκβολές του πο-

42


ταμού Έβρου ως τη Μαύρη Θάλασσα), εκτός της Αλβανίας, που ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη ηγεμονία, παραχωρούνταν στις νικήτριες χώρες (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο). Με την ίδια συνθήκη άνοιγε ο δρόμος για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, καθώς ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στο νησί. Η διαμάχη των Βαλκάνιων συμμάχων για τη διανομή των κερδών έφερε την Ελλάδα και τη Σερβία αντιμέτωπες με τη Βουλγαρία. Προτού στεγνώσει το μελάνι στη Συνθήκη του Λονδίνου, η Βουλγαρία επιτίθεται αιφνιδιαστικά, τον Ιούνιο του

H επίσημη τελετή της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Χανιά, 1 Δεκεμβρίου 1913.

1913, εναντίον των δύο χωρών. Είναι το ξεκίνημα του Β΄ Βαλκανικού πολέμου. Αυτή τη φορά, όμως, είναι η Βουλγαρία αντιμέτωπη με τους πρώην συμμάχους της του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Η σύγκρουση εξελίχθηκε σε συντριπτική νίκη των συμμάχων εναντίον των βουλγαρικών στρατευμάτων. Ο ελληνικός στρατός, αφού έδωσε σκληρές μάχες, κινήθηκε βόρεια και ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Η ανακωχή υπογράφηκε στις 17/30 Ιουλίου 1913 και η νέα ειρηνευτική διάσκεψη διεξήχθη στο Βουκουρέστι. Ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε ο Βενιζέλος για να επιδιώξει τη διαρκή ειρήνη στην περιοχή, στη βάση μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913, καθόρισε τα νέα σύνορα της Βουλγαρίας με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Ρουμανία. Με τη συνθήκη αυτή έγινε ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την εκπλήρωση των ελληνικών διεκδικήσεων. Η Χαλκιδική, η Καβάλα και τα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα, την Ίμβρο και την Τένεδο, προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα. Η Βουλγαρία παραιτήθηκε ρητώς από κάθε αξίωσή της στην Κρήτη. Στις διαπραγματεύσεις της περιόδου κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισαν οι κυβερνήσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Μεγάλη

43


Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία), στα οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να αποφασίσουν για τα ζητήματα που αφορούσαν την Αλβανία και την τύχη όλων των νησιών του Αιγαίου, εκτός από την Κρήτη. Την 1η/14η Νοεμβρίου 1913 Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν τη Συνθήκη των Αθηνών, η οποία επικύρωνε όσα είχαν συνομολογηθεί προκαταρκτικώς με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Ο Βενιζέλος χαρακτήρισε τη συνθήκη αυτή ως «την τελευταία λέξη επί του κρητικού ζητήματος». Η οριστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1913, με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά των Χανίων. Με τους Βαλκανικούς πολέμους της περιόδου 1912-13 η έκταση του ελληνικού κράτους διπλασιάστηκε (από 63.211 έφθασε τα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και ο πληθυσμός του αυξήθηκε κατά 80% (από 2,6 σε 4,7 εκατομμύρια κατοίκους). Επιπλέον, χάρη στην απόκτηση περιοχών με ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία, η διεθνής θέση της χώρας αναβαθμίστηκε σημαντικά. Η Ελλάδα ήταν πλέον μια υπολογίσιμη δύναμη στα Βαλκάνια. Επίσης, με την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στα νέα εδάφη (καπνός και δασοκομία στη Μακεδονία, ελαιοπαραγωγή στα νησιά, κτηνοτροφία στην Ήπειρο) τονώθηκε σημαντικά η ελληνική οικονομία, ενώ η αύξηση του πληθυσμού σήμανε τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς και επέβαλε τη βιομηχανική ανάπτυξη. Αναπόφευκτα, όμως, με τις έκτακτες συνθήκες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, πέρασε σε δεύτερη μοίρα η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων της πρώτης κυβέρνησης Βενιζέλου και, ιδιαίτερα, η επίλυση του αγροτικού ζητήματος.

Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και εθνικός διχασμός Στη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν αλληλοσυγκρουόμενα. Καθεμιά επεδίωκε την επέκταση της ζώνης οικονομικής και πολιτικής επιρροής της. Η δημιουργία σοβαρότατων πολιτικών αντιθέσεων και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έμοιαζαν αναπόφευκτα. Η αφορμή δόθηκε τον Ιούνιο του 1914, με τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου Φραγκίσκου Φερδινάνδου από ένα Σέρβο εθνικιστή στο Σεράγεβο της Βοσνίας, που ανήκε τότε στην Αυστροουγγαρία. Οι δύο εμπόλεμοι συνασπισμοί ήταν οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία και Αυστροουγγαρία), από τη μια πλευρά, και η Εγκάρδια Συνεννόηση - Αντάντ (Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία), από την άλλη. Ο απολογισμός του πολέμου υπήρξε βαρύτατος: περίπου δέκα εκατομμύρια νεκροί στα πολεμικά μέτωπα, αντίστοιχος αριθμός θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό, εκατομμύρια τραυματίες και αγνοούμενοι. Παράλληλα, και οι υλικές καταστροφές ήταν ανυπολόγιστες: η Ευρώπη είχε καταστραφεί οικονομικά. Αμέσως μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η διάσταση απόψεων ανάμεσα σε βασιλιά και πρωθυπουργό για τη στάση που θα ακολουθούσε η Ελλάδα, υπήρξε η αφορμή του εθνικού διχασμού. Εγκαινιάστηκε, έτσι, μια μακρά περίοδος όξυνσης των πολιτικών παθών, που, σε διάφορες μορφές και με αυξομειούμενη ένταση, διήρκεσε αρκετές δεκαετίες.

44


Ο Κωνσταντίνος ήταν θαυμαστής του στρατοκρατικού πνεύματος της Γερμανίας, δέσμιος των συγγενικών του σχέσεων με τη γερμανική αυλή –η σύζυγός του, Σοφία, ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄– και της επιρροής που ασκούσε πάνω του το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Με την έναρξη του πολέμου υπήρξε υπέρμαχος της τήρησης αυστηρής ουδετερότητας από την Ελλάδα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία η στάση αυτή ευνοούσε τη Γερμανία. Ο Βενιζέλος, από την άλλη, πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συστρατευθεί με την Αντάντ, για να προωθήσει τα εθνικά της συμφέροντα. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητά της από τις επεκτατικές βλέψεις τόσο της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, όσο και της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας. Πίστευε ακόμη ότι η συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για την προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Ο θρόνος και οι αντιβενιζελικές πολιτικές δυνάμεις, αντίθετα, υποστήριζαν την πολιτική της «μικράς αλλά εντίμου Ελλάδος»: να εξασφαλιστεί πρώτα, δηλαδή, η απόλυτη κυριαρχία στα νέα εδάφη. Οι νέες πολεμικές περιπέτειες μπορούσαν να περιμένουν. Ακόμη και η προσφορά εδαφών στη Μικρά Ασία, αλλά και της Κύπρου από τη Βρετανία στην Ελλάδα, με όρο την είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, δεν στάθηκε ικανή να μεταβάλει την άποψη της βασιλικής κυβέρνησης, που απέρριψε την πρόταση. Ο Βενιζέλος είχε προτείνει τη συμμετοχή της Ελλάδας στη συμμαχική εκστρατεία της Αντάντ στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στα Δαρδανέλια, τον Φεβρουάριο του 1915, εναντίον της Τουρκίας. Ο βασιλιάς, ενώ στην αρχή είχε συμφωνήσει με την ελληνική συμμετοχή, άλλαξε γνώμη, επηρεασμένος από τον υπαρχηγό του επιτελείου, αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά (μετέπειτα δικτάτορα, κατά την περίοδο 1936-1941). Ο Βενιζέλος οδηγήθηκε σε παραίτηση στις 21 Φεβρουαρίου 1915 και ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Δημήτριο Γούναρη, κορυφαίο πολιτικό της αντιβενιζελικής παράταξης. O βασιλιάς διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαΐου 1915. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε και πάλι την πλειοψηφία των εδρών (186 έναντι 124 των αντιβενιζελικών κομμάτων). Ο Κωνσταντίνος, με διάφορα προσχήματα, έδωσε μόλις τον Αύγουστο την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον Βενιζέλο, που έμελλε να διατηρηθεί στην εξουσία για μόλις ενάμιση μήνα. Τον Σεπτέμβριο η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση, προκειμένου να επιτεθεί εναντίον της Σερβίας. Αμέσως, ο Βενιζέλος κήρυξε επιστράτευση και στην Ελλάδα, η οποία από το 1913 είχε υπογράψει αμυντική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης με τη Σερβία. Πίστευε ότι ο πόλεμος με την Τουρκία και τη Βουλγαρία ήταν αναπόφευκτος. Το ζητούμενο ήταν αν η Ελλάδα θα είχε συμμάχους. Ο βασιλιάς, όμως, δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του πρωθυπουργού. Ο Βενιζέλος εξαναγκάστηκε και πάλι σε παραίτηση στις 24 Σεπτεμβρίου. Ακολούθησε ο διορισμός βασιλικών κυβερνήσεων, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 6 Δεκεμβρίου. Χωρίς τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων, οι Εθνικόφρονες του Γούναρη και τα άλλα αντιβενιζελικά κόμματα κέρδισαν σχεδόν το σύνολο των εδρών. Από τις εκλογές απείχε σχεδόν το μισό εκλογικό σώμα, πειθαρχώντας στη σχετική επιλογή των Φιλελευθέρων.

45

Εθνικός Διχασμός: Πρωτοσέλιδο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν είναι πια ουδέτερη» (Εφημερίδα The New York Times: Mid-week pictorial, Σεπτέμβριος 1916).


Το ρήγμα που είχε προκληθεί στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν βαθύ και οι συνέπειές του διαχέονταν σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Την περίοδο που ακολούθησε, οι οπαδοί του Βενιζέλου στο στρατό και στη διοίκηση υπέστησαν σκληρές διώξεις. Σχεδόν παράλληλα με τη βουλγαρική επίθεση στη Σερβία τον Οκτώβριο του 1915, αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα είχαν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη, μετά από πρόσκληση που τους είχε απευθύνει ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός, προκειμένου να ενισχύσουν τους Σέρβους που δέχονταν επίθεση και να πιέσουν την Ελλάδα να συμμαχήσει με την Αντάντ, παραβιάζοντας την ουδετερότητα. Τον Μάιο του 1916 η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε σε γερμανική πίεση και διέταξε την παράδοση του οχυρού Ρούπελ, μιας συνοριακής θέσης εξαιρετικά στρατηγικής σημασίας, στους Βουλγάρους, οι οποίοι, στη συνέχεια, επίσης χωρίς αντίσταση, κατέλαβαν την Καβάλα, τη Δράμα και τις Σέρρες. Η κατάληψη ελληνικών περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας συνοδευόταν από την εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών. Η ανοχή της βασιλικής κυβέρνησης Σκουλούδη στις επεκτατικές διαθέσεις Γερμανών και Βουλγάρων απέβλεπε στη δημιουργία ενός αντίβαρου στην παρουσία των δυνάμεων της Αντάντ. Βλέποντας ότι η πολιτική του θρόνου όχι μόνο δεν θα επέτρεπε στη χώρα να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία και να αποκομίσει εδαφικά οφέλη, άλλα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο ακόμα και εδάφη που είχε κερδίσει η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους, ο Βενιζέλος αποφάσισε να προχωρήσει σε μια δυναμική κίνηση. Τον Αύγουστο του 1916 είχε εκδηλωθεί από φιλοβενιζελικούς στρατιωτικούς στη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια δυνάμεων της Αντάντ –κυρίως του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος– το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης». Ο Βενιζέλος αποφάσισε να μεταβεί στην Κρήτη, όπου, στις 13/26 Σεπτεμβρίου 1916, σχημάτισε προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Στη συνέχεια επαναστατική «τριανδρία», αποτελούμενη από τον Βενιζέλο, το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, αναχώρησε για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου. Η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1916.

Η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας έχασε σταδιακά τον έλεγχο των «νέων χωρών», δηλαδή των εδαφών που είχαν προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (Βόρεια Ελλάδα ως τα Τέμπη, Κρήτη, νησιά ανατολικού Αιγαίου), όπως και των Επτανήσων. Η χώρα, το πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό της, αλλά και ο λαός, είχαν χωριστεί στα δύο: • στο «κράτος των Αθηνών», με τις βασιλικές κυβερνήσεις, που ακολουθούσε την πολιτική της ευμενούς ουδετερότητας προς τη Γερμανία και καταδίωκε τους οπαδούς του Βενιζέλου με φυλακίσεις, εξορίες, ακόμη και δολοφονίες, και • στο «κράτος της Θεσσαλονίκης», με την κυβέρνηση Βενιζέλου, που είχε ταχθεί υπέρ της Αντάντ· αυτό συντηρήθηκε, εν μέρει, χάρη στη στρατιωτική υποστήριξη του αγγλο-γαλλικού εκστρατευτικού σώματος και στην οικονομική ενίσχυση των Συμμάχων.

46


Απόσπασμα από την προκήρυξη της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου Το ποτήριον των πικριών, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων υπερεπληρώθη. Μια πολιτική, της οποίας δεν θέλομεν να εξετάσωμεν τα ελατήρια, απειργάσθη εις διάστημα ενός και ημίσεος έτους τοιαύτας εθνικάς συμφοράς, ώστε ο συγκρίνων την Ελλάδα της σήμερον προς την προ ενός και ημίσεος έτους Ελλάδα, να αμφιβάλλη αν πρόκειται περί ενός και του αυτού κράτους. Το Στέμμα, εισακούσαν τας εισηγήσεις κακών συμβούλων, επεδίωξε την εφαρμογήν προσωπικής πολιτικής, διά της οποίας η Ελλάς, απομακρυνθείσα των κατά παράδοσιν φίλων της, επεζήτησε να προσεγγίση τους κληρονομικούς εχθρούς της. Πηγή: Εφημερίς της Προσωρινής Κυβερνήσεως, φύλλο 1, Χανιά, 15 Σεπτεμβρίου 1916 H «τριανδρία» της Θεσσαλονίκης: Κουντουριώτης, Βενιζέλος, Δαγκλής, το 1916 (Εφημ. Le Miroir Miroir, 1916).

Τον Νοέμβριο του 1916 η βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Στην Αθήνα ξέσπασαν τα «Νοεμβριανά». Συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν τον Πειραιά και απέκλεισαν την Αθήνα και εδάφη που ελέγχονταν από το «κράτος των Αθηνών», ενώ προχώρησαν και στο βομβαρδισμό της πρωτεύουσας. Οι συγκρούσεις μεταξύ Συμμάχων και ελληνικών στρατευμάτων πιστών στο βασιλιά ήταν σφοδρές, με σημαντικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και για τις δύο πλευρές. Την ίδια περίοδο, οι ακρότητες των αντιβενιζελικών κορυφώθηκαν. Με πρωτοβουλία των σωματείων των επιστράτων, που είχε οργανώσει σε ομάδες κρούσης ο Μεταξάς, αλλά και με την ενεργό συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, οι αντιβενιζελικοί προχώρησαν, με πρωτόγνωρο φανατισμό, στον αναθεματισμό του Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε στις 30 Μαΐου 1917 και εγκατέλειψε την Ελλάδα τρεις μέρες αργότερα. Τον διαδέχθηκε ο δευτερότοκος γιος του, Αλέξανδρος. Η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 1917. Η εμπόλεμη κατάσταση δεν επέτρεψε να γίνουν εκλογές και να επιστρέψει η χώρα στη συνταγματική ομαλότητα. Η αντιβενιζελική Βουλή του Δεκεμβρίου 1915 είχε μείνει ζωντανή μόνο ένα εξάμηνο. Ο Βενιζέλος συγκάλεσε τη Βουλή του Μαΐου 1915, η οποία άρχισε να λειτουργεί ξανά. Γι’ αυτό και ονομάστηκε ειρωνικά «Βουλή των Λαζάρων». Παράλληλα, ξεκίνησαν εκκαθαρίσεις της κρατικής μηχανής και του στρατεύματος από φιλοβασιλικά στοιχεία. Αυτή τη φορά διωκόμενοι ήταν οι αντιβενιζελικοί.

Οι πέτρες του αναθέματος. Αθήνα, Δεκέμβριος 1916.

47


Στο μέτωπο της Μακεδονίας, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, 1918.

Στις 15 Ιουνίου 1917, από το ενιαίο, πλέον, ελληνικό κράτος, κηρύχθηκε ταυτόχρονα ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Μετά από γενική επιστράτευση συγκεντρώθηκαν 300.000 στρατιώτες. Η χώρα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και έλαβε μέρος στις τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις του μακεδονικού μετώπου. Ακολούθησαν σημαντικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, που συντέλεσαν αποφασιστικά στη συνθηκολόγηση, το φθινόπωρο του 1918, των δύο στηριγμάτων της Γερμανίας στο χώρο της Εγγύς Ανατολής, Βουλγαρίας και Τουρκίας. Με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (17/30 Οκτωβρίου 1918) από την Τουρκία και τις δυνάμεις της Αντάντ, τερματιζόταν ο μεταξύ τους πόλεμος. Άγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι είχαν καταλάβει σημαντικά τμήματα των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η συμβολή της Ελλάδας στη συμμαχική νίκη υπήρξε καθοριστική. Η Ελλάδα ήταν στην πλευρά των νικητών, η συνεισφορά της στο νικηφόρο αποτέλεσμα είχε αναγνωριστεί από τους Συμμάχους της Αντάντ και θα είχε λόγο στη διανομή των κερδών. Η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου είχε δικαιωθεί.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το γιο του, Σοφοκλή, στο μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, 1918.

Από το θρίαμβο στην εκλογική ήττα Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1919, συνήλθε στο Παρίσι η Διάσκεψη της Ειρήνης με τη συμμετοχή των 27 κρατών που ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Ο Βενιζέλος είχε υποβάλει στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις στο συμβούλιο των τεσσάρων μεγάλων (Αγγλίας, ΗΠΑ, Γαλλίας, Ιταλίας), με το οποίο ζητούσε να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος περιοχές με ελληνικό πληθυσμό, σε αρκετές μάλιστα από τις οποίες το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε την πλειονότητα. Συγκεκριμένα, διεκδικούσε περιοχές στη Βαλκανική χερσόνησο (Βόρεια Ήπειρο

48


και Δυτική Θράκη από τη Βουλγαρία, Ανατολική Θράκη από την Τουρκία), τη Μικρά Ασία (Σμύρνη με την ενδοχώρα της από την Τουρκία) και νησιά στο Αιγαίο (Ίμβρος, Τένεδος και Δωδεκάνησα από την Ιταλία, Καστελόριζο από τη Γαλλία). Πρότεινε επίσης τη δημιουργία ενός διεθνούς κράτους υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών για την περιοχή της Κωνσταντινούπολης και των Στενών. Οι διεκδικήσεις του Βενιζέλου ήταν σύμφωνες με την αρχή της αυτοδιάθεσης, που είχε διακηρύξει ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον.

Ο ορισμός της εθνικής ταυτότητας κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο Εφ’ όσον έχομεν το δεδομένον των αρχών, τας οποίας διεκηρύξαμεν εις τον κόσμον, δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν, όπως η εθνικότης βασισθή εις άλλο τι από την εθνικήν συνείδησιν. Είμαι Έλλην. Δεν γνωρίζω επακριβώς πόσον αίμα ελληνικόν έχω εις τας φλέβας μου. Τούτο όμως πολύ ολίγον με ενδιαφέρει, εφ’ όσον η συνείδησίς μου είναι ελληνική. Απόσπασμα από την εισήγησή του στη διάσκεψη της ειρήνης, Παρίσι, Φεβρουάριος 1919 Πηγή: Στ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα Κείμενα, Αθήνα 1981, τ. Β΄, σελ. 527

Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Βενιζέλου, προκειμένου να επιτύχει ευνοϊκή στάση των Συμμάχων απέναντι στα ελληνικά αιτήματα, έστειλε ελληνικό στρατό στην εκστρατεία των δυτικών στην Ουκρανία εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος (Φεβρουάριος 1919). Ήταν μια επιλογή που συνάντησε σοβαρές επικρίσεις στο εσωτερικό. Σε μια συνεδρίαση του συμβουλίου των τεσσάρων, από την οποία απουσίαζε

49

Η πρώτη συνεδρία του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, 1920. Μεταξύ των συνέδρων διακρίνεται, στην κορυφή του τραπεζιού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.


Χάρτης της Νέας Μεγάλης Ελλάδος: «Πώς ο Βενιζέλος ευρήκε την Ελλάδα εις τα 1910 και πώς με τον ηρωισμόν του Ελληνικού στρατού και τον πατριωτισμόν του Πανελληνίου την έκαμεν εις τα 1912-1913 και εις τα 1920».

ο Ιταλός αντιπρόσωπος, αποφασίστηκε να δοθεί η άδεια στην Ελλάδα να καταλάβει στρατιωτικά την περιοχή της Σμύρνης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της πόλης ήταν ελληνικός. Ο Βενιζέλος ήθελε, πρωτίστως, να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς από τις διώξεις και την καταπίεση των Τούρκων. Οι Σύμμαχοι, μέσω της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην περιοχή, πίστευαν ότι θα είναι σε θέση να ελέγξουν την επιρροή των Ιταλών και την ανάπτυξη του εθνικιστικού κεμαλικού κινήματος. Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη. Ο ελληνικός πληθυσμός τα υποδέχεται με ενθουσιασμό. Σύντομα η ελληνική διοίκηση επεκτάθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την περιοχή του Αϊδινίου (περίπου 17.000 τ. χλμ.). Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) επισφράγισε το αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και, ουσιαστικά, αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της παλιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Τουρκία περιοριζόταν στην κεντρική και βόρεια Ανατολία.

50


Στην Ελλάδα παραχωρούνταν: • το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης, ως τη γραμμή της Τσατάλτζας, στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης· η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή των Στενών στα Δαρδανέλια τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο· • η Δυτική Θράκη, που αποσπάστηκε από τη Βουλγαρία, η οποία στο εξής δεν θα είχε διέξοδο στο Αιγαίο· • προσωρινά η διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης· μετά από πέντε χρόνια ο πληθυσμός της θα αποφάσιζε με δημοψήφισμα αν επιθυμούσε την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα· • η Ίμβρος και η Τένεδος, ενώ επικυρωνόταν οριστικά η κυριαρχία της Ελλάδας σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία κατείχε από το 1913. • τα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο, που παρέμενε υπό ιταλική κατοχή. Ο Βενιζέλος κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί στο Παρίσι την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Για πρώτη φορά η Ελλάδα έφθασε τόσο κοντά στην ολοκλήρωση του εθνικού Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, 1920.

οράματος της Μεγάλης Ιδέας, με τη δημιουργία της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Ήταν, αναμφισβήτητα, το αποκορύφωμα της διπλωματικής δραστηριότητας του Βενιζέλου. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος δέχθηκε δολοφονική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι, από δύο απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς. Οι σφαίρες των επίδοξων δολοφόνων τραυμάτισαν τον Βενιζέλο στο δεξί χέρι και προκάλεσαν την αναζωπύρωση του εθνικού διχασμού. Στην Αθήνα ξεκινούν διώξεις αντιβενιζελικών, που κορυφώνονται με τη δολοφονία του αντιβενιζελικού διανοούμενου, διπλωμάτη και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Μετά από ολιγοήμερη ανάρρωση ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου επικρατεί ενθουσιασμός. Η Βουλή τον ανακηρύσσει «άξιον τέκνον της πατρίδος» και επικυρώνει τη Συνθήκη των Σεβρών. Έχοντας δεσμευτεί ότι θα προχωρούσε σε εκλογές αμέσως μετά την υπογραφή συνθήκης και πιστεύοντας ότι η κοινή γνώμη θα επιβράβευε τις διπλωματικές επιτυχίες του, ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές. Ο απρόσμενος θάνατος του βασιλιά

51


Αλέξανδρου από σηψαιμία, μετά από δάγκωμα πιθήκου, ανέβαλε για μία εβδομάδα τις εκλογές, οι οποίες τελικά ορίστηκαν για την 1η Νοεμβρίου. Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου –κυρίως μεσαία και κατώτερα στελέχη– υπόσχονταν προεκλογικά ότι, αν κέρδιζαν, θα σταματούσαν αμέσως τον πόλεμο.Η υπόσχεση αυτή άγγιζε τις οικογένειες των στρατιωτών, που εξακολουθούσαν να παραμένουν, μετά από σχεδόν μία δεκαετία, στα πολεμικά μέτωπα. Το εκλογικό αποτέλεσμα υπήρξε μια οδυνηρή έκπληξη για τον Βενιζέλο. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε (ανέδειξε 118 από τους 369 βουλευτές) και ο ίδιος δεν εκλέχθηκε βουλευτής. Απογοητευμένος, δήλωσε ότι αποσύρεται από την πολιτική, αλλά, αν η χώρα ζητούσε τις υπηρεσίες του στο εξωτερικό, θα ήταν στη διάθεσή της. Αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την εκλογική του ήττα αυτοεξορίζεται στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 1920.

Τον Σεπτέμβριο του 1921 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Η σύζυγός του, Έλενα Σκυλίτση, γόνος ελληνικής εφοπλιστικής οικογένειας του Λονδίνου, υπήρξε πολύτιμη συμπαραστάτις του Βενιζέλου σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του. Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα, όταν έπρεπε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή όσων προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών, ο Βενιζέλος τέθηκε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Τα επόμενα χρόνια θα παρακολουθούσε από απόσταση τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και τους κυβερνητικούς χειρισμούς των αντιπάλων του, που, δύο χρόνια αργότερα, οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

Ο επίλογος της Μεγάλης Ιδέας Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, την ανάληψη της εξουσίας από τους αντιβενιζελικούς και την επάνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο με δημοψήφισμα στις 22 Νοεμβρίου 1920, το αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε προϊόν εκτεταμένης νοθείας, η διεθνής θέση της Ελλάδας μεταβλήθηκε δραματικά. Οι Σύμμαχοι, θεωρώντας ότι δεν δεσμεύονταν πλέον έναντι της Ελλάδας, απέσυραν τη διπλωματική και οικονομική στήριξή τους, καθώς στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου έβλεπαν έναν εχθρό, εκπρόσωπο των συμφερόντων της ηττημένης Γερμανίας.

Ο ξένος Τύπος για τις εξελίξεις στην Ελλάδα Οι ψηφοφόροι […] απέπεμψαν από την εξουσία τον μεγάλο πολιτικό και πατριώτη που τους ανύψωσε από την κατάσταση της αδυναμίας και της διάλυσης, στην οποία τους βρήκε, σχεδόν στη θέση μιας Μεγάλης Δυνάμεως. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε από την εποχή του Αριστείδη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης […] Οι Σύμμαχοι θα αρνηθούν την ελάχιστη βοήθεια στον πράκτορα της Γερμανίας στο θρόνο των Αθηνών […] δεν εκχώρησαν σε έναν τέτοιο ηγεμόνα ή σε έναν τέτοιο λαό τη Θράκη, την ευρωπαϊκή όχθη των Δαρδανελίων και τη Σμύρνη.

Φωτογραφία από το γάμο του Βενιζέλου με την Έλενα Σκυλίτση, Λονδίνο 1921.

Πηγή: Εφημερίδα Times, Λονδίνο, 17 Νοεμβρίου 1920

52


Παρότι οι αντίπαλοι του Βενιζέλου υπόσχονταν προεκλογικά τον τερματισμό του πολέμου, αμέσως μετά την επικράτησή τους η κυβέρνηση Γούναρη κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις, οδηγώντας τον ελληνικό στρατό, χωρίς σχεδιασμό, στο εσωτερικό της Ανατολίας, ως τα πρόθυρα της Άγκυρας. Ήδη από τον Απρίλιο του 1921, ο Βενιζέλος, από το Παρίσι, προειδοποιούσε για την επερχόμενη καταστροφή. Η κυβέρνηση, όμως, αδιαφορούσε για τις επισημάνσεις του.

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Δημήτριος Γούναρης φθάνει στη Σμύρνη, το 1921.

Ο Βενιζέλος για τα λάθη των αντιπάλων του Έκαμαν ακριβώς το αντίθετον των όσων τους υπέδειξα. Αντί να φανούν μετριοπαθείς ηθέλησαν να υπερθεματίσουν εις την πολιτικήν μου. Δεν θα είχαν να φοβηθούν μήπως κατηγορηθούν επί υποχωρητικότητι υπ’ εμού, τον οποίον εθεώρουν αρχηγόν της αντιπολιτεύσεως, αφού εγώ αυτός συνίστων υποχωρητικότητα. Απόσπασμα δηλώσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, Ελεύθερον Βήμα, 30 Ιουλίου 1922

Η κατάρρευση του μετώπου ήταν θέμα χρόνου, παρά τις επιτυχίες που σημείωσε ο ελληνικός στρατός ως τον Αύγουστο του 1921. Μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του στα παράλια, εξουθενωμένος από τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις, χωρίς διεθνή ερείσματα και επιτελικό σχέδιο, ο ελληνικός στρατός αποτελούσε, στην πραγματικότητα, εύκολο στόχο για τις τουρκικές δυνάμεις υπό την αρχηγία του Κεμάλ, που εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένες και υποστηρίζονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία και την Ιταλία. Στις 13/26 Αυγούστου 1922 οι κεμαλικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου. Ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε σε άτακτη φυγή προς τα παράλια. Στις 27 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1922 οι δυνάμεις του Κεμάλ εισέρχονται στη Σμύρνη. Πυρπολούν την πόλη και δολοφονούν αδιακρίτως ανυπεράσπιστους κατοίκους της. Οι ξένοι στρατιώτες (Γάλλοι, Άγγλοι, Αμερικανοί και Ιταλοί) παρακολουθούν απαθείς ένα σκηνικό κόλασης. Οι πιο τυχεροί από τους Έλληνες της περιοχής και τους χιλιάδες που έχουν συρρεύσει από τις εμπόλεμες περιοχές για να βρουν κα-

53

Περίπατος του Βενιζέλου στα Ηλύσια Πεδία του Παρισιού, κατά το διάστημα της αυτοεξορίας του.


Εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Έλληνες της Αδριανούπολης καταφεύγουν στην Ορεστιάδα, 1922.

ταφύγιο στην πόλη καταφέρνουν να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο. Από εκείνη τη στιγμή, πλήθη εξαθλιωμένων στρατιωτών και προσφύγων, που ξεριζώθηκαν βίαια από τις προαιώνιες εστίες τους, άρχισαν να κατακλύζουν την Ελλάδα. Στη Χίο και τη Λέσβο, όπου είχαν καταφύγει στρατιωτικά τμήματα, εκδηλώνεται στις 12 Σεπτεμβρίου επανάσταση από ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά. Η επανάσταση σύντομα εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα. Οι επαναστάτες στέλνουν τελεσίγραφο στον Κωνσταντίνο, με το οποίο απαιτούν να εγκαταλείψει το θρόνο. Ο Κωνσταντίνος παραιτείται δύο μέρες αργότερα και αναχωρεί για το εξωτερικό. Δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά στην Ελλάδα: τρεις μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1923, πέθανε στη Σικελία σε ηλικία 55 ετών. Τον Κωνσταντίνο διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του, Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρέμεινε στο θρόνο για περίπου ένα χρόνο, καθώς εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την επαναστατική κυβέρνηση Γονατά τον Δεκέμβριο του 1923. Τρεις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1924, με την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας, κηρύχθηκε έκπτωτος. Κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, που απαιτούσε να αποδοθούν ευθύνες για την καταστροφή, συστάθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 1922 έκτακτο στρατοδικείο για τους, θεωρούμενους από τους επαναστάτες, ως πρωταίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έξι από αυτούς –πέντε πολιτικοί (ανάμεσά τους τρεις πρώην πρωθυπουργοί, οι Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης και Ν. Στράτος, καθώς και οι Ν. Θεοτόκης και Γ. Μπαλτατζής) και ένας στρατιωτικός (ο διοικητής της στρατιάς Σμύρνης και Ανατολικής Θράκης Γ. Χατζανέστης)– καταδικάσθηκαν σε θάνατο στις 15/28 Νοεμβρίου 1922 και την ίδια μέρα εκτελέστηκαν. Από τον αριθμό των εκτελεσθέντων, η δίκη ονομάστηκε «Δίκη των Εξ». Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό ήταν έντονες, ενώ και ο Βενιζέλος, με τηλεγράφημά του από τη Λωζάνη –που έγινε γνωστό αργά στην Ελλάδα– ζητούσε να ματαιωθεί η εκτέλεση. Τίποτα όμως δεν στάθηκε ικανό να μεταπείσει τους επαναστάτες, που πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο θα ικανοποιούσαν την κοινή γνώμη στην Ελλάδα και, πρωτίστως, τους πρόσφυγες. Στο μεταξύ, η επαναστατική κυβέρνηση είχε διορίσει τον Βενιζέλο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που διεξάγονταν στη Λωζάνη, με τη συμμετοχή και των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλίας

54


και Γαλλίας) από τον Νοέμβριο του 1922. Αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών και με ελληνοτουρκική σύμβαση, που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1923, ρυθμίστηκαν τα σχετικά ζητήματα. Συνολικά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, περίπου 1.200.000 ελληνορθόδοξοι από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο γίνονταν πρόσφυγες στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας οριστικά εδάφη όπου επί αιώνες ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί. Περίπου 400.000 μουσουλμάνοι ακολούθησαν αντίστροφη πορεία. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Με την εφαρμογή της συνθήκης, η Ελλάδα θα εξελισσόταν σε ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Η Συνθήκη της Λωζάνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, καθόριζε τα νέα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία. Συγκεκριμένα: • η Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η περιοχή των Στενών παραχωρήθηκαν οριστικά στην Τουρκία· ο ποταμός Έβρος οριοθετούσε τα νέα χερσαία σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας· • τα Δωδεκάνησα αναγνωρίστηκαν ως ιταλική κτήση· • η Τουρκία αναγνώρισε οριστικά την παραχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία και δέχθηκε να εγκαταλείψει την απαίτηση πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα.

O Ελευθέριος Βενιζέλος αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, 24 Ιουλίου 1923.

Ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν ότι η θέση της Ελλάδας στο νέο συσχετισμό δυνάμεων ήταν μειονεκτική. Από τη θέση του ηττημένου, η συνεισφορά του σε αυτή την τραγική ώρα για τον Ελληνισμό ήταν πολύτιμη, με δεδομένη μάλιστα την τεταμένη πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας και τις προβληματικές σχέσεις της χώρας με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Πέτυχε να απομακρύνει οριστικά το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου, θέτοντας τα θεμέλια της ειρηνικής ανάπτυξης, και να προασπίσει αποτελεσματικά τα ελληνικά συμφέροντα στη χάραξη των συνόρων με την Τουρκία. Εκείνος που έφθασε τόσο κοντά στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, είχε το θλιβερό καθήκον να διαπραγματευθεί τον οριστικό ενταφιασμό της.

O Ελευθέριος Βενιζέλος αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, 24 Ιουλίου 1923.

Ιατρική εξέταση σε προσφυγόπουλα, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

55


Ο Βενιζέλος μεταφράζει τον Θουκυδίδη. Πίνακας του Δημήτρη Κοκότση. Το αντίγραφο είναι δωρεά της Ελένης Αρώνη-Κοκοτσάκη, ανιψιάς του ζωγράφου.

56


Η ΤΕλΕΥΤΑΙΑ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟλΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕλΟΥ, 1924-1936

Το 1924 ο Βενιζέλος άσκησε μια σύντομης διάρκειας πρωθυπουργία και κατόπιν εγκαταστάθηκε ξανά στο εξωτερικό. Μετά από τριετή αυτοεξορία στο Παρίσι και μια σύντομη παραμονή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία το 1928. Στα χρόνια ως το 1932, ηγήθηκε μιας προσπάθειας συνολικής αναμόρφωσης της χώρας, με ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες στα πεδία της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πρόνοιας και της εξωτερικής πολιτικής. Στόχος του ήταν να αναδείξει τις μεγάλες δυνατότητες της χώρας και στη νέα, μετά τη Μεγάλη Ιδέα, εποχή. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η καταστροφή της παγκόσμιας οικονομίας δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το έργο αυτό. Ακολούθησε μια περίοδος δοκιμασίας: εκλογική ήττα και δολοφονική απόπειρα εναντίον του, το 1933, με κατάληξη το αποτυχημένο κίνημα του 1935 και τη νέα αυτοεξορία. Τον Μάρτιο του 1936, ο άνθρωπος που είχε σημαδέψει την ελληνική ιστορία με τη δύναμη και τη δημιουργικότητά του, πέθανε εξόριστος στο εξωτερικό. Παρέμεινε όμως το έργο του, που αποτελεί συλλογική κληρονομιά όλου του ελληνικού λαού και εφαλτήριο για τις νέες προσπάθειες για προκοπή και δημοκρατία.

Αυτοεξορία και επιστροφή, 1924-1928 Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης ο Βενιζέλος είχε υπερασπιστεί με σθένος και αποτελεσματικότητα τα εθνικά συμφέροντα, την επαύριο μιας ανείπωτης καταστροφής, για την οποία δεν ευθυνόταν ο ίδιος. Μετά από το επίτευγμα αυτό, επιθυμούσε να αποσυρθεί από την πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, οι υποστηρικτές του έθεσαν το

57

Ευάνθης Χατζηβασιλείου Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, περίοδος 1923-1924.

Άρθρο του Ελευθέριου Βενιζέλου για την Κοινωνία των Εθνών (Εφημ. The New York Times, 1919). Το 1924 ο Βενιζέλος κλήθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην ΚτΕ, αποδεικνύοντας την πεποίθησή του για την αναγκαιότητα ύπαρξης του Οργανισμού.

όνομά του, ως υποψηφίου, στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, οπότε και εξελέγη πανηγυρικά. Στις αρχές του 1924 εξελέγη σχεδόν ομόφωνα Πρόεδρος της Βουλής και λίγες ημέρες αργότερα ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία. Σκοπός του τώρα ήταν να διευκολύνει τον κατευνασμό των παθών, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκτέλεση –χωρίς τη δική του συμφωνία– των ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης στο Γουδή. Ωστόσο, τα πάθη είχαν πλέον κορυφωθεί, ο ίδιος ήταν ασθενής και δεν ήταν δυνατό να διατηρήσει τον έλεγχο των εξελίξεων. Στις αρχές Φεβρουαρίου υπέβαλε την παραίτησή του και έφυγε για το Παρίσι, όπου και παρέμεινε τα επόμενα τρία χρόνια. Αμέσως μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, η χώρα ανακηρύχθηκε αβασίλευτη δημοκρατία, πολίτευμα που διατηρήθηκε ως το 1935. Κατά την αυτοεξορία του στη Γαλλία ο Βενιζέλος είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τα ευρύτερα ενδιαφέροντά του. Έτσι, ολοκλήρωσε τη μετάφραση του έργου του Θουκυδίδη, πνευματικό επίτευγμα υψηλής ποιότητας. Παράλληλα, έστω και στην εθελούσια εξορία του, δεν μπορούσε να αρνηθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς τον Ελληνισμό. Μετά από έκκληση των ελληνικών κυβερνήσεων, ανέλαβε με το τεράστιο διεθνές κύρος του την εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς στην Κοινωνία των Εθνών σχετικά με την ακύρωση του πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ (που είχε προκαλέσει κρίση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις), ενώ απευθύνθηκε προς τη βρετανική κυβέρνηση ζητώντας την ευνοϊκή ρύθμιση του ελληνικού πολεμικού χρέους προς τη Βρετανία. Παρέμενε, πάντως, βαθιά ανήσυχος για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, το 1925-26· επίσης, παρακολούθησε στενά την προσπάθεια της «οικουμενικής» κυβέρνησης μετά το 1926 για την ανόρθωση της χώρας. Την άνοιξη του 1927, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στα Χανιά. Από εκεί άσκησε τη θετική επιρροή του για την επίλυση του προβλήματος που είχε δημιουργήσει η απόταξη των αντιβενιζελικών αξιωματικών: ο Βενιζέλος υποστήριξε την επαναφορά πολλών από αυτούς στο στράτευμα, ώστε να γίνει ένα σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αντιβενιζελικών στο πολίτευμα. Παρ’ όλα αυτά, οι διαφωνίες στους κόλπους της «οικουμενικής» κυβέρνησης έδειχναν ότι η αδύναμη αυτή κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και να τη βγάλει από τα πολλαπλά αδιέξοδα που αντιμετώπιζε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον Μάιο του 1928, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε την απόφασή του να επανέλθει στην πολιτική. Ανέλαβε εκ νέου την πρωθυπουργία τον Ιούλιο και προκήρυξε αμέσως νέες εκλογές για τον Αύγουστο. Σε αυτές σημειώθηκε η μεγαλύτερης έκτασης εκλογική νίκη που έχει πετύχει Έλληνας πολιτικός: ο βενιζελικός συνασπισμός κομμάτων έλαβε πάνω από 60% των ψήφων και, χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, 223 από τις 250 έδρες της Βουλής. Ο Βενιζέλος είχε τώρα την ευκαιρία για μία ακόμη δημιουργική παρέμβαση.

58


Η μετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη από τον Βενιζέλο (1921-1926) Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την ιστορία –και η αντιμετώπισή της ως του κατεξοχήν «σχολείου της πολιτικής»– φαίνεται ότι υπήρξε το βασικό έναυσμα για την πολυετή ενασχόληση του Βενιζέλου με τη μετάφραση του Θουκυδίδη (την οποία ο ίδιος χαρακτήριζε ως παράφραση) […] Η προσεκτικά σμιλεμένη μορφή του τελικού κειμένου της μετάφρασης και η μεθοδική μελέτη που συνόδευε το μεταφραστικό εγχείρημα, όπως αποτυπώνεται στα σχόλια και στις βιβλιογραφικές αναζητήσεις του Βενιζέλου, δημιουργούν την ισχυρή εντύπωση της σοβαρότητας και της συναίσθησης πνευματικής ευθύνης που συνόδευαν το μεγάλο πολιτικό και σ’ αυτή του την προσπάθεια. Πηγή: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Η μετάφραση του Θουκυδίδη», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Θάνος Βερέμης (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σσ. 274-275

Η τετραετία 1928-1932 Η προσπάθεια για την εσωτερική αναδιοργάνωση Τα χρόνια 1928-32 χαρακτηρίστηκαν ως η «τετραετία» του Κρητικού πολιτικού. Ο Βενιζέλος ήρθε στην εξουσία αποφασισμένος να αναμορφώσει πλήρως την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Αποσκοπούσε να δείξει ότι, μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, οι Έλληνες όφειλαν –και, κυρίως, μπορούσαν– να αντικαταστήσουν τον παλαιό στόχο της εδαφικής επέκτασης με ένα νέο, δηλαδή την εσωτερική δημοκρατική πολιτική εξέλιξη, την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργική συμμετοχή στη διεθνή ζωή, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Επιδίωκε, ουσιαστικά, να βάλει την Ελλάδα σε μια νέα εποχή. Σε ένα μεγάλο βαθμό, οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν: την περίοδο 1928-32 η Ελλάδα γνώρισε την πολιτική σταθερότητα, εγκαινιάστηκε μια τεράστια σειρά έργων υποδομής, καθώς και μια προσπάθεια συγκρότησης κοινωνικής πολιτικής, αναμορφώθηκε η εκπαίδευση και η εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η συνακόλουθη κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας δεν επέτρεψαν την ευόδωση όλων των στόχων του Βενιζέλου, ειδικά στο οικονομικό πεδίο.

Η πρώτη σελίδα του χειρογράφου της μετάφρασης του Θουκυδίδη.

Ένα από τα μοντέρνα σχολεία της εποχής είναι και το Δημοτικό της Γούβας, στην Αθήνα, 1933.

59


Έκδοση του 1929 του Γραφείου Ελληνικού Τουρισμού, με φωτογραφία του Παρθενώνα από τη Nelly’s.

Ο Βενιζέλος αμφισβητούσε την αντίληψη ότι η Ελλάδα ήταν καταδικασμένη σε μόνιμη φτώχεια· όπως τόνισε κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1928, μέσα σε λίγα χρόνια η Ελλάδα μπορούσε να γίνει αγνώριστη. Κλειδί στην προσπάθεια αυτή θα ήταν η ομαλή ένταξη στην εθνική οικονομία των λεγόμενων «Νέων Χωρών», αυτών δηλαδή που είχαν απελευθερωθεί κατά τη μεγάλη εξόρμηση των ετών 1912-20. Οι οικονομικές δυνατότητες ειδικά της Μακεδονίας, με τις μεγάλες πεδιάδες και τις άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, έπρεπε να αξιοποιηθούν, ώστε να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη του συνόλου της χώρας. Έτσι, το κράτος προχώρησε σε μεγάλης έκτασης εγγειοβελτιωτικά έργα στις πεδιάδες της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και σε αρδευτικά έργα στη Θεσσαλία, που απέφεραν νέες εκτάσεις με υψηλές αποδόσεις για τη γεωργική παραγωγή· αναδιοργανώθηκε η γεωργική εκπαίδευση, ώστε να προσφέρει στελέχη στον αγροτικό τομέα, και ιδρύθηκαν νέοι οργανισμοί, όπως το Ινστιτούτο Καπνού και το Ινστιτούτο Βάμβακος. Η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, το 1929, υπήρξε τεράστιο βήμα για την ενίσχυση του αγρότη, καθώς και για την προστασία του από την τοκογλυφία. Τα μέτρα αυτά έρχονταν –μετά τη ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση των ετών 1917-20– να προσφέρουν μια εντελώς νέα δυναμική στην ελληνική γεωργία. Σε έναν άλλο τομέα, ιδρύθηκε το 1929 ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, με σκοπό να ενισχύσει τον τομέα των υπηρεσιών. Στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ψηφίστηκε νόμος για την ίδρυση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο όμως, λόγω των μεγάλων επιβαρύνσεων από την παγκόσμια οικονομική κρίση, λειτούργησε αρκετά χρόνια αργότερα.

Αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία.

Ουσιώδες τμήμα της νέας πολιτικής ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με την εισαγωγή ενιαίου συστήματος Παιδείας σε ολόκληρη την επικράτεια («Παλαιά Ελλάδα» και «Νέες Χώρες»), την ανέγερση άνω των 3.000 σχολικών κτιρίων, την ίδρυση τεχνικών και νυκτερινών σχολών και την ενίσχυση της δωρεάν εκπαίδευσης.

60


Η πρώτη συνεδρίαση της ελληνικής γερουσίας, 1929.

Τέλος, αναδιοργανώθηκε η διοίκηση, υιοθετήθηκε νέα νομοθεσία για την τοπική αυτοδιοίκηση και ιδρύθηκε νέο ανώτατο δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο μπορούσε να προσφύγει ο πολίτης εναντίον των αυθαιρεσιών της διοίκησης. Επίσης, ξεκίνησε η εκπόνηση νέου Αστικού Κώδικα, ενώ το 1929 λειτούργησε για πρώτη φορά το δεύτερο νομοθετικό Σώμα που προβλεπόταν από το Σύνταγμα, η Γερουσία. Το 1930 αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της ψήφου στις εγγράμματες γυναίκες – μέτρο που δεν καθιέρωνε, βέβαια, την πλήρη συμμετοχή των γυναικών στο δημόσιο βίο, αλλά ήταν μια αξιόλογη αρχή. Οι πρωτοβουλίες αυτές κινούνταν στην κατεύθυνση της πλήρους εξομάλυνσης στη λειτουργία του πολιτεύματος και του κράτους. Ωστόσο, μεγάλες επικρίσεις δέχθηκε η υιοθέτηση αντικομμουνιστικής νομοθεσίας (του Ν. 4229/1929, του λεγόμενου «ιδιώνυμου»), που προσπαθούσε, με τρόπο ατυχή, να απαντήσει στον κίνδυνο της κοινωνικής ανατροπής, αλλά και στην αποδοχή, από το Κομμουνιστικό Κόμμα, της πρόσφατης φιλοβουλγαρικής απόφασης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που είχε ζητήσει την απόσπαση της Μακεδονίας από την ελληνική επικράτεια. Σε μια συνολική αποτίμηση, οι στόχοι της εσωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου αφορούσαν την προσαρμογή της χώρας στη νέα εποχή: η εκμετάλλευση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των Νέων Χωρών θα επέτρεπε την άνοδο της εθνικής οικονομίας, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Παράλληλα, η νέα κοινωνική πολιτική –και ιδιαίτερα η κοινωνική ασφάλιση– θα προσέφερε προστασία σε έναν πληθυσμό ταλαιπωρημένο από τους αλλεπάλληλους πολέμους, ενώ η μέριμνα για την εκπαίδευση θα εξασφάλιζε σε όλους, ανεξαρτήτως καταγωγής, τη δυνατότητα για κοινωνική άνοδο και θα προσέφερε εξειδικευμένα στελέχη σε αυτή τη νέα εθνική οικονομία. Όλα αυτά θα υποστήριζαν, στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, την προσπάθεια για την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

61

Πρωτοσέλιδο σχετικά με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών ( Έθνος, 31 Μαΐου 1929).


Το τεράστιο αυτό ανορθωτικό πρόγραμμα προσέκρουσε όμως, το 1929, στην έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Για να εφαρμοστεί το πρόγραμμά του, ο Βενιζέλος χρειαζόταν μια υγιή διεθνή οικονομική κατάσταση, ώστε η χώρα να μπορεί να εξασφαλίσει, στη διεθνή χρηματαγορά, τα αναγκαία κονδύλια για την εκτέλεση των έργων υποδομής και ανάπτυξης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση απορρύθμισε τη διεθνή οικονομία, στέρησε τις πηγές χρηματοδότησης αυτού του φιλόδοξου προγράμματος και εμπόδισε την πλήρη εκτέλεσή του, όχι μόνο ως προς τα αναπτυξιακά έργα, αλλά και ως προς το κοινωνικό του σκέλος. Ο Βενιζέλος προσπάθησε αγωνιωδώς να συνεχίσει την εφαρμογή της πολιτικής του, αναζητώντας πηγές χρηματοδότησης στο εξωτερικό. Αλλά το διεθνές οικονομικό σύστημα δεν διέθετε πλέον κεφάλαια, ενώ, το 1932, χτυπημένη από την παγκόσμια κρίση, η ίδια η Ελλάδα κήρυξε παύση πληρωμών. Η γιγάντια προσπάθεια του Βενιζέλου είχε μείνει, ουσιαστικά, στη μέση, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης. Ωστόσο, ο Κρητικός πολιτικός είχε δείξει ότι ήταν εφικτή η αναμόρφωση της χώρας· η προσπάθειά του έμεινε ως πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά και ως πρότυπο, για τις μεταγενέστερες απόπειρες ανάπτυξης.

Η εξαγγελία της ανάπτυξης, 1928 (Προεκλογική ομιλία του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, 22 Ιουλίου 1928) Αλλά μεγαλειτέραν ακόμη σημασία, από αυτά [δηλαδή το κυβερνητικό πρόγραμμα] έχουν αι αρχαί υπό τας οποίας επηγγέλθην εις τον ελληνικόν λαόν, κατά την προ 18 ετών έλευσίν μου εις τας Αθήνας, ότι θα ασκήσω πάντοτε την εξουσίαν. Αι αρχαί αύται είνε: Ότι γνώμων πάσης πολιτικής πράξεώς μου θα είνε το γενικόν συμφέρον, ποτέ δε το συμφέρον των ατόμων, ουδέ καν το συμφέρον του κόμματος. Ότι πρώτιστον καθήκον του πολιτικού ανδρός είνε να λέγη την αλήθειαν και αν αύτη είνε δυσάρεστος. Ότι η εφαρμογή των νόμων είνε άκαμπτος και εις περίπτωσιν, καθ’ ην πρόκειται να πληγούν ισχυροί ή φίλοι. Ότι εις την εξουσίαν αποβλέπω όχι ως σκοπόν, αλλά ως εις μέσον προς πραγματοποίησιν υψηλοτέρου σκοπού, έτοιμος πάντοτε να απορρίψω αυτήν, εάν η διατήρησίς της μέλλει να εξαγορασθή διά της θυσίας του κυβερνητικού προγράμματος. […] Η προσήλωσις εις τας αρχάς αυτάς θα ασφαλίση και πάλιν υπέρ της Ελλάδος μίαν νέαν περίοδον ανορθώσεως, την οποίαν τόσον διψά ο λαός. Διά την επιτυχίαν της νέας αυτής ανορθώσεως, ζητώ την συνδρομήν όλων ημών. Διά την επιτυχίαν αυτής, ζητώ ιδιαίτατα την συνδρομήν της νέας γενεάς. […] Υπόσχομαι μόνον εις τον λαόν, αν με ενισχύση αποστέλλων εις την νέαν βουλήν ισχυράν πλειοψηφίαν, διά να καταστήση δυνατήν την εφαρμογήν του προγράμματός μου, να τον οδηγήσω με σταθεράν πάντοτε χείρα εις την οδόν, η οποία θα τον φέρη ολίγον κατ’ ολίγον προς το τέρμα, το οποίον διέγραψα προ μικρού. Η τετραετία της προσεχούς βουλευτικής περιόδου θα είνε αρκετή διά να φθάσωμεν εις το τέρμα τούτο· και όταν φθάσωμεν εις αυτό και συγκρίνωμεν την τότε Ελλάδα προς την Ελλάδα την σημερινήν, θα την εύρωμεν αγνώριστον.

Λίγες μέρες πριν από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη Wall Street. Νέα Υόρκη, 24 Δεκεμβρίου 1929.

Πηγή: Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. Γ΄: 1920-1929, Λέσχη Φιλελευθέρων, Αθήνα 1983, σσ. 469-470

62


Πολιτική ηγεσία και κοινή γνώμη: Μια παρακαταθήκη (Απολογισμός του έργου της κυβέρνησης Βενιζέλου, Σεπτέμβριος 1930) Και ημπορώ ακόμη να σας βεβαιώσω ότι θα εμετριάζετο κατά μέγα μέρος ο ενθουσιασμός με τον οποίον ασκώ την αρχήν, αν δεν με ενέπνεεν η συναίσθησις ότι πλην των άλλων υπηρεσιών που προσφέρω εις την χώραν, παρέχω και ταύτην την σπουδαιοτάτην, ότι δίδω προς τους νέους πολιτικούς άνδρας το παράδειγμα ότι η οδός διά της οποίας ημπορεί να αποκτήση κανείς την λαϊκήν εμπιστοσύνην δεν είναι η οδός της κολακείας των παθών, ή των πλανών του λαού, αλλ’ η οδός της διηνεκούς αυτού διαπαιδαγωγήσεως διά της αληθείας, την οποίαν πρέπει πάντοτε να του λέγη ο πολιτικός, οσονδήποτε πικρά και αν είναι. Πηγή: Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου, πολιτικαί υποθήκαι, τ. Α΄, χ.ε., Αθήναι 1965, σελ. 12

Η νέα εξωτερική πολιτική της Ελλάδας Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα –ηττημένη, αδύναμη και με την αγωνία της αποκατάστασης ενάμισι περίπου εκατομμυρίου προσφύγων– βρισκόταν σε κατάσταση σχεδόν πλήρους διπλωματικής απομόνωσης, που θα μπορούσε να προκαλέσει νέες εθνικές περιπέτειες. Οι κίνδυνοι δεν έλειπαν. Στην ευρύτερη περιοχή της, η Ελλάδα αντιμετώπιζε άμεσες απειλές. Πρώτον, η Βουλγαρία αρνείτο να αποδεχθεί τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και διεκδικούσε τη Δυτική Θράκη· αυτό σήμαινε ότι υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο ενός πολέμου με τη Σόφια. Δεύτερον, η Γιουγκοσλαβία, ενώ δεν διεκδικούσε άμεσα ελληνικά εδάφη, διατύπωνε αξιώσεις στην ελληνική Μακεδονία (π.χ. πλήρη κυριαρχία στη «σερβική ζώνη» του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και συγκυριαρχία επί της σιδηροδρομικής γραμμής που ένωνε τη Θεσσαλονίκη με τα γιουγκοσλαβικά σύνορα), που μπορούσαν να υποθηκεύσουν συνολικά την ελληνική κυριαρχία στο βόρειο τμήμα της χώρας. Επιπλέον, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος μιας συνεννόησης

Λαϊκή λιθογραφία που αναπαριστά το βομβαρδισμό πριν από την κατάληψη της Κέρκυρας από ιταλικά στρατεύματα, 1923.

Ο Βενιζέλος στη Ρώμη υπογράφει το Διμερές Σύμφωνο Φιλίας με τον Μπενίτο Μουσολίνι, Σεπτέμβριος 1928.

63


μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, με σκοπό την από κοινού διεκδίκηση του ελληνικού βορρά. Παράλληλα, οι σχέσεις της Αθήνας με τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν σε αδιέξοδο. Η Βρετανία αδιαφορούσε για τα προβλήματα των Βαλκανίων. Η Γαλλία ήταν σύμμαχος της Γιουγκοσλαβίας, και έτσι ευνοούσε το Βελιγράδι στη διαμάχη του με την Ελλάδα. Τέλος η Ιταλία, σημαντική ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο, που βρισκόταν υπό την εξουσία του Μπενίτο Μουσολίνι και του φασιστικού κόμματος από το 1922, τηρούσε μια αλαζονική στάση έναντι της Ελλάδας· μάλιστα, το 1923, με αφορμή ένα συνοριακό επεισόδιο στην ελληνοαλβανική μεθόριο, η Ιταλία είχε βομβαρδίσει και καταλάβει την Κέρκυρα για ένα μήνα περίπου («επεισόδιο της Κέρκυρας»). Η χώρα ήταν απομονωμένη και αδύναμη να προσελκύσει την υποστήριξη είτε των γειτόνων της είτε των Μεγάλων Δυνάμεων.

O Πρωθυπουργός της Γαλλίας Αριστίντ Μπριάν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την επίσκεψη του τελευταίου στο Παρίσι, Οκτώβριος 1928.

Τη λύση έδωσε ο Βενιζέλος με δυναμικές και τολμηρές πρωτοβουλίες. Ο Κρητικός πολιτικός επανήλθε στην εξουσία το 1928, έχοντας και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ένα συνολικό σχεδιασμό. Πίστευε ότι η Ελλάδα όφειλε να αποφύγει νέα εμπλοκή στις διαμάχες των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διατήρηση εξίσου καλών σχέσεων με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις θα επέτρεπε στην Ελλάδα να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της, να κατοχυρώσει την ασφάλειά της, να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τα γειτονικά κράτη, αλλά και να επιδοθεί απερίσπαστη στο έργο της εσωτερικής ανάπτυξης. Πράγματι, μέσα σε λίγους μόνο μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Βενιζέλος κατάφερε να ανατρέψει τελείως το έως τότε δυσμενές σκηνικό. Η αρχή έγινε με την επίσκεψη του Βενιζέλου στην Ιταλία, τον Σεπτέμβριο του 1928. Στη Ρώμη, ο πρωθυπουργός υπέγραψε με τον Μπενίτο Μουσολίνι ένα διμερές Σύμφωνο Φιλίας, που εξομάλυνε τις ελληνοϊταλικές σχέσεις και τις έφερνε στο ίδιο φιλικό επίπεδο με τις ελληνογαλλικές και τις ελληνοβρετανικές. Πάντοτε προσεκτικός, και για να μην υπάρξει οποιαδήποτε υποψία ότι είχε προσδεθεί στο ιταλικό άρμα, ο Βενιζέλος επισκέφθηκε κατόπιν το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου

64


εξήγησε στους Γάλλους και τους Βρετανούς ηγέτες ότι επιδίωκε να έχει εξίσου καλές σχέσεις και με τις τρεις ισχυρές χώρες. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ανάγκασε τη Γαλλία να παρέμβει επιτέλους στην ελληνογιουγκοσλαβική διαμάχη σε όφελος της Αθήνας: οι Γάλλοι, φοβούμενοι ότι ενδεχόμενες νέες γιουγκοσλαβικές πιέσεις ως προς τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν να ωθήσουν τον Βενιζέλο στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας, πίεσαν τους Γιουγκοσλάβους να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους έναντι της Ελλάδας. Έτσι, τον Μάρτιο του 1929, υπογράφηκε μια ελληνογιουγκοσλαβική συμφωνία, η οποία δεν έθετε σε κίνδυνο την ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία. Με μία μόνο διπλωματική κίνηση, την ελληνοϊταλική συμφωνία, αλλά και με προσεκτικό και συνετό χειρισμό της κατάστασης, ο Βενιζέλος είχε σπάσει τον κλοιό απομόνωσης της χώρας και την είχε μετατρέψει σε παράγοντα που διαμόρφωνε με σθένος τις διεθνείς ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Βελιγράδι, δίνοντας συνέντευξη.

Το επόμενο βήμα του Βενιζέλου αφορούσε την εκκαθάριση των διαφορών με την Τουρκία. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η Ελλάδα και η Τουρκία δεν είχαν πλέον εδαφικές διαφορές μεταξύ τους. Αντίθετα, υποστήριζαν τη διατήρηση των υπαρχόντων συνόρων, ενώ δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν στις αντιπαλότητες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, οι μεταξύ τους σχέσεις βρίσκονταν σε διαρκή ένταση, εξαιτίας της μνήμης των πρόσφατων πολέμων, ενώ εκκρεμούσε και η εκκαθάριση των περιουσιών των προσφύγων του 1922. Η εκκαθάριση αυτή έγινε με την ελληνοτουρκική συμφωνία του Ιουνίου του 1930, που όριζε την αμοιβαία απόσβεση των απαιτήσεων, ενώ η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλει στην Τουρκία και ένα πρόσθετο χρηματικό ποσό. Ο Βενιζέλος δέχθηκε μεγάλες επικρίσεις για τη συμφωνία αυτή: κατηγορήθηκε, συγκεκριμένα, ότι είχε θυσιάσει τα συμφέροντα των προσφύγων, οι οποίοι δεν αποζημιώθηκαν επαρκώς για τις περιουσίες που είχαν χάσει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Ωστόσο, με δεδομένη την Καταστροφή του 1922, δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα εξασφάλισης επαρκούς αποζημίωσης για τους πρόσφυγες. Ο Βενιζέλος δεν ήταν αυτός που θυσίασε τα συμφέροντα των προσφύγων· ήταν,

65


αντίθετα, αυτός που είχε τη δύναμη να τους πει την αλήθεια και να εξομαλύνει τις σχέσεις με την Τουρκία. Μετά τη συμφωνία του Ιουνίου του 1930, η Ελλάδα και η Τουρκία συνήψαν και πολιτική συμφωνία, το Σύμφωνο Φιλίας, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Βενιζέλου στην Άγκυρα, τον Οκτώβριο του 1930. Έτσι, οι δύο χώρες έδειχναν αποφασισμένες να διατηρήσουν ένα κοινό μέτωπο απέναντι σε οποιαδήποτε επιβουλή, είτε από άλλη βαλκανική χώρα (π.χ. τη Βουλγαρία) είτε από κάποια Μεγάλη Δύναμη. Αυτό άλλωστε έγινε στα επόμενα χρόνια, όταν Αθήνα και Άγκυρα έλαβαν κοινή στάση στα σημαντικά προβλήματα της περιοχής.

Ελευθέριος Βενιζέλος και Ισμέτ Ινονού στη συνάντηση για το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας. Άγκυρα, 30 Οκτωβρίου 1930.

Η αναμόρφωση της διεθνούς θέσης της χώρας ήταν πλέον πλήρης: η Αθήνα είχε εξομαλύνει τις σχέσεις της με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και με όλους τους γείτονές της, πλην της Βουλγαρίας. Η πολιτική του Βενιζέλου βασίστηκε στη διατύπωση ξεκάθαρων θέσεων και στη σθεναρή υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις στις οποίες ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να λάβει αυστηρές θέσεις, ώστε να προασπιστεί συνολικά τα εθνικά συμφέροντα. Έτσι, π.χ., κατά την εξέγερση των Κυπρίων εναντίον της αγγλικής αποικιακής κυριαρχίας, τον Οκτώβριο του 1931, αρνήθηκε ως πρωθυπουργός της Ελλάδας να υποστηρίξει την επαναστατική αναταραχή, επισημαίνοντας ότι μόνο σταδιακά και με συνετή πολιτική μπορούσε ο κυπριακός Ελληνισμός να ελπίζει στην εκπλήρωση του πόθου για ένωση με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος εφάρμοσε στο Κυπριακό ακριβώς την ίδια πολιτική που είχε εφαρμόσει και για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, στις αρχές του αιώνα. Τέλος, ο Βενιζέλος υποστήριξε ένθερμα, το 1929-30, την πρόταση του Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν, για την ένωση της Ευρώπης. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, εφόσον τότε η Ελλάδα εμφανιζόταν πλέον στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για το ξεπέρασμα των εθνικιστικών διαφορών και την έναρξη μιας νέας εποχής για τη γηραιά ήπειρο.

66


Ο Βενιζέλος περιγράφει την εξωτερική πολιτική του Θέλομεν να τερματίσωμεν τας ανωφελείς προστριβάς, τας οποίας ορισμέναι αναμνήσεις ηδύναντο να διαιωνίσουν. Θέλω να είμαι διά την χώραν μου άνθρωπος ειρήνης, αφού υπήρξα ο οδηγήσας εις την οδόν των εδαφικών επιχειρήσεων, αναγκαίαν διά την εθνικήν της ενότητα [...] Ειρηνόφιλος εντελώς, προσκεκολλημένος εις την προσπάθειαν όπως γονιμοποιήσω τα εθνικά εδάφη, επιθυμώ να απομακρύνω κάθε εντύπωσιν ότι η Ελλάς θέλει να προσκολληθή εις οιονδήποτε συνδυασμόν αποβλέποντα εις τον πόλεμον. Πηγή: Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου, πολιτικαί υποθήκαι, τ. Β΄, χ.ε., Αθήναι 1969, σελ. 260

Λαϊκή λιθογραφία σχετική με την πολιτική του Βενιζέλου για την Κύπρο.

Με τον τρόπο αυτό, ο Βενιζέλος είχε αναμορφώσει την ελληνική εξωτερική πολιτική και είχε δείξει ότι, μετά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και, παράλληλα, να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διεθνή κοινότητα. Η προσαρμογή της θέσης της Ελλάδας στον κόσμο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έγινε από τον Βενιζέλο στο διάστημα 1928-32, όταν διαμορφώθηκαν οι βασικές αρχές της σύγχρονης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Πικρή συνέχεια και έξοδος, 1933-1936 Οι τεράστιες πιέσεις της οικονομικής κρίσης τροφοδότησαν την πολιτική πόλωση που σημάδεψε τον τελευταίο χρόνο της τετραετίας και οδήγησε σε μια έντονη εκλογική αναμέτρηση, τον Σεπτέμβριο του 1932, στην οποία κανένα κόμμα δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αρχικά σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, και κατόπιν η τελευταία κυβέρνηση του Βενιζέλου, τον Ιανουάριο του 1933, η οποία και οδήγησε τη χώρα

67


Λαϊκή λιθογραφία που αναπαριστά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου, της συζύγου του και των συνοδών τους, Ιούνιος 1933.

εκ νέου σε εκλογές τον Μάρτιο. Σε αυτές, ωστόσο, επικράτησαν οι αντιβενιζελικοί, βοηθούμενοι και από το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Ακολούθησε μια επώδυνη σειρά γεγονότων. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας επιχείρησε, με στρατιωτικό κίνημα, το οποίο δεν ενέκρινε ο Βενιζέλος, να αποτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από τους αντιβενιζελικούς. Το κίνημα απέτυχε, και έτσι οι αντιβενιζελικοί ήρθαν στην εξουσία με επιθετική διάθεση. Τον Απρίλιο συζητήθηκε στη Βουλή πρόταση παραπομπής του Βε Βενιζέλου σε δίκη, ενώ ο ίδιος δέχθηκε έντονες φραστικές επιθέσεις κατά την ομιλία του, με την οποία υπεράσπισε τον εαυτό του. Στις 6 Ιουνίου, ο Βενιζέλος και η σύζυγός του, Έλενα, δέχθηκαν δολοφονική επίθεση κατά την επιστροφή τους με αυτοκίνητο από την Κηφισιά στην Αθήνα. Αυτοκίνητοαντίκα, μάρκας Packard, ίδιο ακριβώς με εκείνο στο οποίο επέβαινε ο Βενιζέλος κατά την απόπειρα εναντίον του.

Πρόσφυγες, ελληνοτουρκική συμφωνία και πολιτικό κόστος (Απολογισμός του έργου της κυβέρνησης Βενιζέλου) Αποτελεί τίτλον τιμής διά την Κυβέρνησιν των Φιλελευθέρων ότι πάντοτε διά στόματος του Προέδρου της διεκήρυξε χωρίς επιφυλάξεις την αλήθειαν προς τους Πρόσφυγας. Έχων ούτος ως γνώμονα πάσης πολιτικής του πράξεως το γενικόν συμφέρον και ουδέποτε το συμφέρον απλών ομάδων ή ατόμων, ακόμη δε ότι καθήκον του πολιτικού είναι να λέγη την αλήθειαν, έστω και αν αυτή είναι δυσάρεστος, έκαμεν οσάκις του εδόθη ευκαιρία δηλώσεις, αι οποίαι πιθανόν να μη ανταπεκρίνοντο προς τους πόθους και τας αξιώσεις των, ήσαν όμως σύμφωνοι με τα γενικώτερα συμφέροντα και την πραγματικότητα. Πηγή: Παύλος Πετρίδης (επιμ.), Το έργο της κυβερνήσεως Βενιζέλου κατά την τετραετία 1928-1932: τι υπεσχέθη προεκλογικώς και τι επραγματοποίησε, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 339

68


Εισήγηση του Βενιζέλου στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών (28 Φεβρουαρίου 1934) Τρίτη βάσις [της πολιτικής] ήτο η επιμελής αποφυγή της εξαρτήσεώς μας από οιονδήποτε εκ των συνδυασμών των Μεγάλων Δυνάμεων και δη εκείνων, οίτινες εζήτουν να ασκούν επιρροήν εις τα Βαλκάνια εις τρόπον ώστε, αν θα είχεν η ανθρωπότης την δυστυχίαν να ίδη και πάλιν εκρηγνυόμενον ένα μεγάλον πόλεμον, να μη παρασυρθώμεν και ημείς εις αυτόν υποχρεωτικώς εκ του συνδέσμου, τον οποίον θα είχομεν με τον ένα των διαμαχομένων. Πηγή: Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), Το Βαλκανικόν Σύμφωνον και η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1928-1934: ανέκδοτον κείμενον του Ελευθερίου Βενιζέλου, Εστία, Αθήνα 1974, σελ. 37

Ο Βενιζέλος στο σπίτι του στη Χαλέπα με φίλους και παλιούς συναγωνιστές του, 1934.

Η δολοφονική απόπειρα είχε εμφανώς οργανωθεί από παράγοντες του Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι όμως δεν διώχθηκαν, ενώ και όσοι είχαν συλληφθεί αθωώθηκαν στη δίκη τους, το 1935. Η κυβερνητική αβελτηρία στη δίωξη των δραστών, αλλά και η μεγάλη ανασφάλεια που προκάλεσε σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα η απόπειρα, έβαλαν τη χώρα σε τροχιά νέου διχασμού και ευθύνονται για τις επώδυνες εξελίξεις που ακολούθησαν. Ο φόβος ότι οι αντιβενιζελικοί, εμφορούμενοι από εκδικητικές διαθέσεις, θα προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη μοναρχία, αλλά και η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να αλλοιώσει τη σύνθεση της ηγεσίας του στρατού, έπεισαν τον Βενιζέλο και τους ηγέτες των Φιλελευθέρων ότι ήταν αναγκαία μια δυναμική αντίδραση. Μετά το φθινόπωρο του 1934 –και καθώς ο κίνδυνος κατά της ζωής του ήταν ακόμη υπαρκτός– ο Βενιζέλος αποσύρθηκε στα Χανιά. Από εκεί, ενώπιον των επικίνδυνων εξελίξεων που ήδη σημειώνονταν, αλλά και αποκομμένος από την

69


Μετά την αποτυχία του Κινήματος του 1935, ο Βενιζέλος και η σύζυγός του Έλενα διαφεύγουν στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα.

κεντρική πολιτική σκηνή και εξαρτημένος από τη γνώμη διάφορων συμβούλων, έδωσε την υποστήριξή του για τη διενέργεια στρατιωτικού κινήματος, που θα είχε ως σκοπό τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη σε ένα πολιτικό συμβιβασμό. Το κίνημα εξερράγη την 1η Μαρτίου 1935 και καταπνίγηκε σχεδόν αμέσως από την κυβέρνηση. Οι κινηματίες κατάφεραν να ελέγξουν το στόλο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Βενιζέλος διέφυγε αρχικά στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και από εκεί στη Γαλλία, όπου και έμελλε να παραμείνει ως το τέλος της ζωής του.

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επανέρχεται στο θρόνο μετά το νόθο δημοψήφισμα του 1935.

Το κίνημα του 1935 υπήρξε καμπή στην πολιτική ιστορία της χώρας. Η αντιβενιζελική κυβέρνηση προχώρησε αμέσως σε μεγάλης έκτασης διώξεις των βενιζελικών, και ιδιαίτερα στην αποστράτευση περίπου χιλίων βενιζελικών αξιωματικών από τις ένοπλες δυνάμεις, τις οποίες έλεγξε πλήρως. Στο επόμενο διάστημα, το πρόβλημα των βενιζελικών «αποτάκτων» έμελλε να δυναμιτίσει οποιαδήποτε απόπειρα συνεννόησης μεταξύ των δύο πολιτικών παρατάξεων: οι αντιβενιζελικοί αρνούνταν να τους επαναφέρουν στο στρατό, ενώ οι βενιζελικοί θεωρούσαν ότι, χωρίς την επαναφορά των αποτάκτων, το κράτος κατεχόταν μονομερώς από τους αντιπάλους τους. Παράλληλα, οι αντιβενιζελικοί εκμεταλλεύθηκαν με ακραίο τρόπο το πλεονέκτημα που τους πρόσφερε η νίκη τους: τον Μάιο του 1935 ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο. Κατόπιν προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες απείχαν οι βενιζελικοί, και τον Οκτώβριο, με νέο στρατιωτικό κίνημα και ένα δημοψήφισμα, στο οποίο σημειώθηκε εκτεταμένη νοθεία, επανήλθε ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Το κράτος είχε πλήρως ελεγχθεί από τους αντιπάλους του Βενιζέλου. Ενώπιον αυτών των καταιγιστικών εξελίξεων, τις οποίες πλέον αδυνατούσε να ελέγξει, ο Βενιζέλος έστρεψε την προσοχή του στις πρωτοβουλίες του νέου μονάρχη, με την ελπίδα ότι αυτός θα μπορούσε να πολιτευθεί με ευθύτητα και να επιφέρει κάποια καταλλαγή. Σε αυτή την ελπίδα οφείλεται η στάση αναμονής που υιοθέτησε εκείνη την περίοδο ο Κρητικός πολιτικός έναντι του βασιλιά. Ωστόσο, το μείζον πρόβλημα των «αποτάκτων» –από το οποίο θεωρούσαν οι βενιζελικοί ότι εξαρτάτο η ύπαρξη αμερόληπτου κράτους– δεν λύθηκε. Ο Βενιζέλος πέθανε στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936, σε ηλικία 72 ετών. Νεκρός στα ξένα, ο άνθρωπος που έφερε την Ελλάδα στον κύκλο των αναπτυγμένων κρατών και τα σύνορά της στην Πόλη και στη Μικρά Ασία, έμελλε πάντως να γνωρίσει μία ακόμη εκδήλωση μίσους. Οι αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί ανάγκασαν

70


την κυβέρνηση του Κ. Δεμερτζή να ματαιώσει την έκθεση της σορού του Βενιζέλου στη Μητρόπολη των Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα. Ο νεκρός του Βενιζέλου μεταφέρθηκε στα Χανιά και ενταφιάστηκε στο Ακρωτήρι. Ο ηγέτης που είχε συνεπάρει τον Ελληνισμό και τον κόσμο ολόκληρο με το δυναμισμό και τις πράξεις του, αναπαυόταν πλέον, οριστικά, στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε για να αλλάξει ριζικά την ιστορία του έθνους του.

Ο θάνατος του Βενιζέλου Ο Βενιζέλος απέθανεν. Η Ελλάς όμως έχει πάντα τον Βενιζέλον της. Δεν έχασε τον οδηγόν εις τον δρόμον της εργασίας και της τιμής που της χρειάζεται. Η πληθωρική ζωή του μεγάλου ανδρός αφήκεν οπίσω της βαθύτατα, ανεξίτηλα, αιώνια ίχνη, από τα οποία θα σημαδεύεται επί γενεάς και επί αιώνας η ελληνική ζωή. Οι μεγάλοι νεκροί δεν χάνονται […] Ο Βενιζέλος δεν απέθανεν. Επέρασεν μόνον από το στάδιον της πρακτικής δράσεως εις το πεδίον της ιστορίας, οπόθεν θα διδάσκη αιωνίως τους Έλληνας και τους άλλους ανθρώπους περί των υψηλοτέρων καθηκόντων κάθε πολίτου προς την πατρίδα του. Η Ελλάς έχασε τον θνητόν Βενιζέλον. Αλλά το Πάνθεόν της απέκτησεν την τιμιωτέραν μορφήν του πλέον σφοδρού, του πλέον αγνού και του πλέον ρεαλιστικού πατριωτισμού. Και διά τας αναριθμήτους ελληνικάς γενεάς που επακολουθούν, ο τάφος του Βενιζέλου θα είνε η αιωνία πηγή της υπεροχωτέρας διδαχής και της πατριωτικοτέρας εμπνεύσεως. «Εις το πεδίον της ιστορίας» (κύριο άρθρο), Ελεύθερον Βήμα, Πέμπτη, 19 Μαρτίου 1936

Την στιγμήν αυτήν, που το μετέωρόν του έκλεισε τον φωτεινό του κύκλον […], πρέπει να του αναγνωρίσωμεν το μέγα χρέος μας, διά την χαμένην πίστιν που ανέστησε μέσα μας. Προ πάντων δι’ αυτήν. Διότι δι’ αυτού επιστεύσαμεν πάλιν εις την Ελλάδα. Επιστεύσαμεν εις τα πεπρωμένα της. Επιστεύσαμεν εις τον εαυτόν μας. Και με την πίστιν αυτήν θα βαδίσωμεν τώρα τον δρόμον μας. Και κανένας της τύχης κατατρεγμός δεν θα εύρη πλέον αφωπλισμένην την ψυχήν μας.

«H κηδεία του Βενιζέλου εις τα Χανιά», πρωτοσέλιδο αθηναϊκής εφημερίδας (Εφημ. Αθηναϊκά Νέα, 28 Μαρτίου 1936).

Παύλος Νιρβάνας, «Το μέγα χρέος», Εστία, Πέμπτη, 19 Μαρτίου 1936 Πηγή: Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη (επιμ.), Ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου στον αθηναϊκό Τύπο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά 2004, σσ. 247-250 και 599-602

71


Το ελληνικό παρθεναγωγείο της Ασπασίας Σκορδέλη στην Αθήνα.

72


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟθΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥθΜΙΣΗΣ Από την Κρήτη στην ελεύθερη Ελλάδα (1886-1932)

Η κρητική περίοδος (1886-1910): Εποχή ζυμώσεων Ο Ελευθέριος Βενιζέλος από πολύ νωρίς, όταν ήταν ακόμη φοιτητής της Νομικής, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την παιδεία. Πρώτα ενεπλάκη στα εκπαιδευτικά δρώμενα της γενέτειράς του (1886) και κατόπιν στα εκπαιδευτικά ζητήματα της ελεύθερης Ελλάδας, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνησή της (1910). Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές του θέσεις, γενικά, και οι εκπαιδευτικές του ιδέες, ειδικότερα, είχαν ήδη διαμορφωθεί και δοκιμαστεί στην Κρήτη, κυρίως κατά την περίοδο της Αυτονομίας της. Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα του νέου «κρατίδιου», που χρειαζόταν τότε να αντιμετωπιστεί άμεσα, ήταν η όσο το δυνατό μεγαλύτερη μείωση του αναλφαβητισμού. Το 1900 ο αριθμός των αναλφάβητων χριστιανών και μουσουλμάνων ανερχόταν σε 218.344 (από τους οποίους 130.000 ήταν γυναίκες και 88.000 άνδρες), σε σύνολο 303.543 κατοίκων. Για το λόγο αυτό ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο του πρώτου κρητικού Συντάγματος, το οποίο είχε μεν χαρακτήρα αυστηρά συντηρητικό, αλλά αναγνώριζε τα φυσικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου, στο άρθρο 21 διατύπωσε ξεκάθαρα τη φιλελεύθερη πολιτική σκέψη του, εισηγούμενος, ως μέλος της Συντακτικής Επιτροπής, την υποχρεωτική και δωρεάν Δημοτική εκπαίδευση και για τα δύο φύλα: «Η εκπαίδευσις είνε ελευθέρα, αρκεί ν’ ασκήται υπό προσώπων κεκτημένων την υπό του νόμου οριζομένην ικανότητα και χρηστότητα, υπό την επίβλεψιν δε της αρμοδίας αρχής... Η δημοτική εκπαίδευσις είνε υποχρεωτική και παρέχεται δωρεάν».

73

Aντώνης Γ. Χουρδάκης Καθηγητής Ιστορίας της Εκπαίδευσης και Διδακτικής της Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης


Η διάταξη αυτή χαρακτηρίστηκε πολύ σημαντική και προοδευτική, καθώς αυξήθηκε η φοίτηση των παιδιών στα σχολεία κατά 10-11% περίπου. Η εκπαιδευτική πολιτική του Βενιζέλου αποσκοπούσε στην επέκταση της Στοιχειώδους εκπαίδευσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα του κρητικού λαού. Γι’ αυτό και από την αρχή θεωρούσε ότι «η εκπαίδευσις απονέμεται δωρεάν», μόνο όμως για το Δημοτικό σχολείο και όχι για τη Μέση βαθμίδα (διάταξη την οποία εισήγαγε αργότερα και στο ελληνικό Σύνταγμα του 1911). Με τον περιορισμό αυτό υιοθετούσε, στην ουσία, μια από τις αρχές του φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία η παιδεία ενισχύεται κατ’ εξαίρεση από το Δημόσιο και καθίσταται υποχρεωτική.

Βρακοφόρος δάσκαλος και μαθητές Δημοτικού Σχολείου στην Κρήτη (από Οδηγό Διδασκαλίας Αριθμητικής του 1900).

Ως μέλος του πρώτου υπουργικού συμβουλίου του πρίγκιπα Γεωργίου, ο Βενιζέλος συνυπέγραψε όλους τους εκπαιδευτικούς νόμους και τα διατάγματα που εισηγήθηκε ο «επί της Δημοσίας εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων σύμβουλος» και πολιτικός του φίλος, Ν. Γιαμαλάκης. Τα διατάγματα αυτά, διαπνεόμενα από το ίδιο συνηρητικό πνεύμα του Συντάγματος και στοχεύοντας στη δημιουργία τυφλής υπακοής στις προσταγές της κεντρικής εξουσίας (ο διοικητικός τομέας λειτουργούσε υπό τον άμεσο έλεγχο των συμβούλων και του ηγεμόνα), αφορούσαν τη διοίκηση και επιθεώρηση της δημόσιας εκπαίδευσης, την οργάνωση των χριστιανικών και μουσουλμανικών σχολείων, την ίδρυση Διδασκαλείου και την ανασύσταση του Ιεροδιδασκαλείου στα Χανιά (για την προετοιμασία των δασκάλων), τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων κτλ. Μάλιστα, κατά τη διετία 1899-1900, εκτός από σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης, ο Βενιζέλος αναπλήρωνε τακτικά και το σύμβουλο Παιδείας, εισηγούμενος ποικίλα εκπαιδευτικά διατάγματα και εγκυκλίους. Μέσα από τα κείμενα αυτά διαγράφεται ανάγλυφα η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στην Κρήτη, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο παροχής γνώσεων. Το πρώτο Διάταγμα «Περί Οργανισμού της δημοσίας εκπαιδεύσεως» (υπ’ αριθ.

74


82/2-10-1899), που ίσχυσε στη νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία, αντικατοπτρίζει και τον μετέπειτα ιδεολογικό προσανατολισμό της βενιζελικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Με το νομοθετικό αυτό διάταγμα καταργήθηκαν τα Ελληνικά Σχολεία και ιδρύθηκαν κοινά τετρατάξια και ανώτερα επτατάξια Δημοτικά, τα οποία είχαν σκοπό να παρέχουν ευρύτερη και πρακτικότερη μόρφωση στο γεωργικό και εμπορικό δυναμικό, το οποίο είχε πολύ μεγάλη ανάγκη η Κρήτη. Εξάλλου, η ανάπτυξη της γεωργίας, η αύξηση της παραγωγικότητας και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας του αγροτικού πληθυσμού μέσω της εκπαίδευσης φαίνεται να αποτελούσαν από την αρχή μέλημα τόσο του Βενιζέλου, όσο και όλων των κυβερνητικών φορέων του νησιού. Μετά το κίνημα του Θέρισου (1905) και την ψήφιση του νέου κρητικού Συντάγματος (1907), με το οποίο το πολίτευμα έγινε πιο φιλελεύθερο και πιο κοινοβουλευτικό, υπό το αμείωτο και πάλι ενδιαφέρον του Βενιζέλου εκδόθηκαν νέες τροποποιητικές διατάξεις για την εκπαίδευση. Οι διατάξεις αυτές, υπαγορευμένες από την ίδια την αλλαγή του αρμοστειακού καθεστώτος, αφενός μεν επανέφεραν το θεσμό του Γενικού Επιθεωρητή (που είχε καταργηθεί με νόμο το 1903 και τα καθήκοντά του είχαν περιέλθει στον αρμόδιο σύμβουλο), για να αποδυναμωθεί πλέον η παντοδυναμία του συμβούλου, αφετέρου όμως υιοθέτησαν μια πιο συγκρατημένη οικονομική πολιτική στην ίδρυση σχολείων: η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη σε τριάντα, από είκοσι που ήταν, οδήγησε στον περιορισμό των σχολείων και στο κλείσιμο ορισμένων άλλων. Στη συγκυρία αυτή ο Βενιζέλος, περισσότερο από πριν, δηλώνει δυναμικά την αντίθεσή του στη δημιουργία Ελληνικών σχολείων Μέσης βαθμίδας, καθώς τα σχολεία αυτά, που προετοίμαζαν τους μαθητές για το Γυμνάσιο, είχαν καθαρά θεωρητικό προσανατολισμό και καλλιεργούσαν το σχολαστικισμό. Γι’ αυτό και από το 1906 εισηγείται στην κρητική Βουλή την κατάργησή τους στις επαρχίες, προτείνοντας ουσιαστικά ένα διπλό εκπαιδευτικό δίκτυο.

Γιατί τάχθηκε εναντίον των λεγόμενων Ελληνικών σχολείων Τα Ελληνικά σχολεία εις τας επαρχίας, μακράν του να συντελώσι εις την ευτυχίαν του αγροτικού πληθυσμού, συντελούσι μόνον εις το να παραλαμβάνουσι ένα μέγαν αριθμόν εκ των τέκνων των επαρχιωτών διά να τον ρίπτωσι εις την απώλειαν. […] [Οι παίδες ούτοι] αφαιρούμενοι από το πατρικόν έργον […] σύρονται εις την κατωφέρειαν της ημιμαθείας […]. Αλλ’ η κλασσική εκπαίδευσις είναι δι’ ολίγους […] έχει ανάγκη η πολιτεία να μεριμνήση και περί παροχής άλλου είδους μέσης εκπαιδεύσεως πραγματικωτέρας. Πηγή: Επίσημα Πρακτικά της Β΄ Συντακτικής Συνελεύσεως των Κρητών, 1907 Το διάταγμα διορισμού του Βενιζέλου ως αναπληρωτή Συμβούλου Παιδείας.

75

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως Σύμβουλος Δικαιοσύνης στην Κρητική Πολιτεία.


Στο πλαίσιο της φιλελεύθερης αντίληψης, λοιπόν, ο Βενιζέλος αποδοκιμάζει τον αντιπαραγωγικό και ατελέσφορο χαρακτήρα της κλασικής εκπαίδευσης και τάσσεται υπέρ ενός «λαϊκού» σχολείου, συνδέοντας την εκπαίδευση με τον «πρακτικό βίο» και τη γεωργία. Πίστευε ότι το Ελληνικό σχολείο παρέσυρε τον αγροτικό πληθυσμό στον παρασιτισμό και στη θεσιθηρία και τον απομάκρυνε από την κρητική γη – της οποίας, σημειωτέον, τα δύο τρίτα ήταν ακαλλιέργητα, ενώ πάνω από το 65% του ενεργού πληθυσμού βιοποριζόταν κυρίως από την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Τα σχολεία αυτά, καθώς στερούνταν λαϊκής βάσης, δεν βοηθούσαν στην ανόρθωση της οικονομίας του νησιού. Διάγραμμα του εκπαιδευτικού συστήματος της Κρητικής Πολιτείας.

Στιγμιότυπο μαθητικής ζωής κατά τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας.

Ως προς τη χρήση της γλώσσας, ήδη από την περίοδο αυτή ο Βενιζέλος είχε διαμορφώσει την άποψή του. Σε συζήτηση που έγινε στο κρητικό Κοινοβούλιο, όταν οι μουσουλμάνοι βουλευτές υποστήριξαν ότι δεν κατανοούσαν τη γλώσσα των δημοσίων εγγράφων (δηλαδή την καθαρεύουσα), ο Βενιζέλος βρήκε την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του ότι η επίσημη γλώσσα του κράτους έπρεπε να είναι «απλουστέρα», για να την κατανοεί ο λαός.

Ο Βενιζέλος για την επίσημη γλώσσα του κράτους Αυτό είναι το ελάττωμα του λογιωτατισμού [...] Γράφομεν με έναν τρόπο, ώστε να μη εννοούν τα γραφόμενά μας ουδέ οι ιδικοί μας αγράμματοι. Γράφομεν ελληνικούρες. Εάν δεν τα καταλαμβάνετε σεις, δεν τα καταλαμβάνουσι καλύτερα ουδέ οι ιδικοί μας. Δυνάμεθα δε να λάβωμεν πρόνοιαν δι’ αυτό το πράγμα, φροντίζοντες όπως οι νόμοι και τα διατάγματα συντάσσωνται εις γλώσσαν απλουστέραν, την οποίαν να κατανοή ο λαός […]. Πηγή: Στ. Στεφάνου (επιμ)., Ελευθερίου Βενιζέλου πολιτικαί υποθήκαι, τ. Β΄, Αθήναι 1969, σελ. 363

76


Η κρητική, λοιπόν, περίοδος της εκπαιδευτικής δράσης του Βενιζέλου εμπεριέχει σε μικρογραφία όλα εκείνα τα στοιχεία που αργότερα θα αποτελέσουν αιχμές της εκπαιδευτικής του πολιτικής, κατά τις πρωθυπουργικές του θητείες στην Ελλάδα. Παράλληλα, όμως, αποκαλύπτουν και την ουσία του εκπαιδευτικού του οράματος: την ανάπτυξη μιας παιδείας ενταγμένης, κατ’ ουσία, στο «ενωτικό κίνημα». Η παιδεία αυτή, στο ξεκίνημά της, δανείστηκε μεν εκπαιδευτικές ιδέες και συστήματα από την Ευρώπη, αλλά στην πορεία άρχισε να στρέφεται προς τα ελληνικά εκπαιδευτικά δεδομένα – χωρίς, εντούτοις, να αποβάλλει την τοπική της ταυτότητα και ιδιαιτερότητα. Μετά την ένταξη της Κρήτης στον εθνικό κορμό, στη Μεγαλόνησο εφαρμόζεται πλέον, από τον Σεπτέμβριο του 1914, ο εκπαιδευτικός χάρτης του ελληνικού βασιλείου, σύμφωνα με το διάταγμα «Περί επεκτάσεως εις τας Νέας Χώρας της Νομοθεσίας περί δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως».

Η ελληνική περίοδος Σισύφειες προσπάθειες (1910-1920) Μετά το Κίνημα στου Γουδή (1909) και την ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ελλάδας από τον Βενιζέλο (1910), ο Κρητικός πολιτικός ανέλαβε να προωθήσει τον εκπαιδευτικό εκσυγχρονισμό της χώρας με τη συμμετοχή μιας ομάδας διανοουμένων. Το 1910, οι διανοούμενοι αυτοί (λογοτέχνες, εκπαιδευτικοί και πολιτευόμενοι) θα αποτελέσουν τον πυρήνα σωματείων, όπως ο Εκπαιδευτικός Όμιλος και η νεολαιίστικη Φοιτητική Συντροφιά, και θα εμπλακούν δυναμικά στη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της χώρας. Ο Βενιζέλος και οι κυβερνήσεις του ήρθαν να ικανοποιήσουν χρόνια αιτήματα στο χώρο της εκπαίδευσης. Ο Νόμος ΒΤΜΘ΄ του 1895, της κυβέρνησης του Θ. Δηλιγιάννη, που ρύθμιζε για πολλά χρόνια την εκπαίδευση, αν και είχε αποτελέσει μέχρι τότε το πρώτο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα, κυρίως για τη Στοιχειώδη βαθμίδα, στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίθηκε στις εκπαιδευτικές ανάγκες και επιδιώξεις του ελληνικού λαού. Ειδικότερα, δεν κατόρθωσε να ανυψώσει το μορφωτικό επίπεδο των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων και, το κυριότερο, δεν προώθησε την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση, παρά τις έντονες πιέσεις που ασκούνταν από το κίνημα του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού. Αλλά και η επόμενη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, το 1899, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ενιαίο Δημοτικό σχολείο για όλους, ούτε και να μειώσει το χάσμα μεταξύ εγγραμμάτων και αγραμμάτων. Μέσα λοιπόν στις ιστορικές αυτές συγκυρίες και στα ανεκπλήρωτα εκπαιδευτικά οράματα μιας αστικοποιούμενης ελληνικής κοινωνίας, ο Βενιζέλος και η κυβέρνησή του καθιέρωσαν, στο Σύνταγμα του 1911, την υποχρεωτική και δωρεάν Δημοτική εκπαίδευση με το άρθρο 16: «Η εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους…» Εναντιώθηκαν ωστόσο στην πρόταση για επέκταση της δωρεάν εκπαίδευσης πέραν του Δημοτικού, όπως είχε κάνει ο Βενιζέλος και στην Κρήτη, μολονότι αυτό αποτελούσε κοινωνικό αίτημα.

77

Στιγμιότυπο μαθητικής ζωής κατά τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας.


Η συνταγματική αναθεώρηση έφερε ξανά στο προσκήνιο και το άλυτο ζήτημα της γλώσσας. Οι αντιδράσεις εναντίον της δημοτικής ήταν πολλές και προέρχονταν κυρίως από την πλειονότητα των βουλευτών, των φοιτητών και της κοινής γνώμης, που υποδαυλίζονταν από αρχαϊστές και συντηρητικούς καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως ο Γ. Μιστριώτης, ο γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκης και ο παιδαγωγός Ν. Εξαρχόπουλος.

Μπορεί μια γλώσσα ή ένα σχολείο να είναι χυδαία; Τη αληθεία θαυμάζω την τόλμην και ιταμότητα ολίγων ανθρώπων, οίτινες εβουλεύθησαν, ίνα την εθνικήν γλώσσαν […] κατά τρόπον βανδαλικόν κατασυντρίψωσι […] οίτινες […] μεταφράζουσι το ιερόν Ευαγγέλιον εις χυδαίαν γλώσσαν, εκ της εκκλησίας μεταπηδώσιν εις το θέατρον, εκ του θεάτρου εις την δημοσιογραφίαν, εκ ταύτης εις τα διδακτικά βιβλία και εκ τούτων εις τα χυδαία σχολεία […] και εις τους χυδαίους συλλόγους. Πηγή: Γ. Μιστριώτης, Ρητορικοί λόγοι, τ. Ε΄, Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι 1911, σσ. 55 κ.ε.

Ο Βενιζέλος, όντας πραγματιστής πολιτικός και αναλογιζόμενος τα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα πριν από μία περίπου δεκαετία –τα γνωστά «Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά»– αποφάσισε να συμβιβαστεί. Στην πραγματικότητα, όμως, με τις ειδικές διατάξεις που πρότεινε για την προστασία της γλώσσας, ανέβαλε απλώς για ένα διάστημα τη λύση του γλωσσικού ζητήματος. Σύμφωνα με τη διάταξη που ψηφίστηκε, «επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα. Πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται» (Άρθρο 107). Με βάση, όμως, τη διάταξη αυτή, αν ο νομοθέτης χρησιμοποιούσε στο μέλλον τη δημοτική γλώσσα (με εξαίρεση, βεβαίως, τη γλώσσα του Ευαγγελίου), εκείνη θα καθιερωνόταν αμέσως.

Η αληθινή γλώσσα του ελληνικού λαού είναι η δημοτική Εγώ είμαι δημοτικιστής […]. Επερίμενα ν’ αποκτήσω γόητρον και κύρος επί του ελληνικού λαού, διά ν’ απευθυνθώ προς αυτόν και να του φωνάξω απερίφραστα πόσον παρασύρεται και απατάται υπό των δημαγωγών […]. Και ότε μου επεβάλλετο το πρώτον άρθρον του Συντάγματος διά την γλώσσαν, ευρέθην προ διλήμματος: ή να επιμείνω εις τας ιδέας μου και να παραγνωρίσω το πολιτικόν μου πρόγραμμα της αναγεννήσεως της ελληνικής φυλής, ή να υποχωρήσω προς στιγμήν και να δεχθώ ένα τοιούτον συμβιβασμόν, ο οποίος δεν θα έβλαπτε τον γλωσσικόν αγώνα. Απόσπασμα από ομιλία του Βενιζέλου σε ομογενείς της Αλεξάνδρειας το 1914 Πηγή: Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 510 Το περιοδικό Ο Νουμάς, αντιπροσωπευτικό έντυπο των δημοτικιστών που περίμεναν τη δικαίωσή τους απ’ τον Βενιζέλο.

78


Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπερασπιζόταν τη δημοτική, αλλά δεν απέρριπτε και την καθαρεύουσα, που ήταν η γλωσσική πραγματικότητα της εποχής του. Στα 1914, όταν επισκέφθηκε τους ομογενείς της Αλεξάνδρειας, μετά τη σύγκρουσή του με το Παλάτι, του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τις γλωσσικές του απόψεις και να υπερασπιστεί τη στάση που τήρησε στην Αναθεώρηση του Συντάγματος. Παράλληλα, προανήγγειλε και την πολιτική που θα ακολουθούσε αμέσως μετά, το 1917, λέγοντας: «Ήλθεν ο καιρός να πει κανείς καθαρά στον ελληνικό λαό πως η δική του και αληθινή γλώσσα είναι η δημοτική». Η τριανδρία του Εκπαιδευτικού Ομίλου: Μ. Τριανταφυλλίδης, Δ. Γληνός, Αλ. Δελμούζος.

Τον Μάρτιο του 1911, ο πρώτος υπουργός Παιδείας στην κυ-βέρνηση Βενιζέλου, Απόστολος Αλεξανδρής, σε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος σύμφωνα με τις σύγχρονες φιλελεύθερες αντιλήψεις, καταθέτει στη Βουλή δεκαέξι νομοσχέδια, από τα οποία πέντε έγιναν νόμοι του κράτους. Τα νομοσχέδια αυτά αφορούσαν το Πανεπιστήμιο, τα διδακτικά βιβλία, το κτιριακό πρόβλημα των σχολείων και την ίδρυση Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου για την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έπειτα από δύο και πλέον χρόνια, τον Νοέμβριο του 1913, ο νέος υπουργός Παιδείας, Ιωάννης Τσιριμώκος, έδωσε συνέχεια στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, καταθέτοντας στη Βουλή επτά νομοσχέδια με στόχο και πάλι τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης (Μέσης και Δημοτικής). Τα νομοσχέδια αυτά, που στηρίζονταν στα νομοσχέδια του 1899 και έφεραν τη σφραγίδα του Εκπαιδευτικού Ομίλου, αποσκοπούσαν στην εκ νέου εδραίωση του «αστικού» λεγόμενου σχολείου, δηλαδή του σχολείου των «μεσαίων επαγγελματικών σπουδών», που στελέχωνε την πολιτεία με κατώτερο υπαλληλικό προσωπικό. Όμως υπήρξαν και πάλι αντιδράσεις, με συνέπεια τα νομοσχέδια αυτά να μην ψηφιστούν, τελικά, στο σύνολό τους: από τα επτά ψηφίστηκαν μόνο τέσσερα, τα οποία αφορούσαν τη διοίκηση της εκπαίδευσης, την παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών της Μέσης και τα Διδασκαλεία (της Δημοτικής και το Τεχνικό).

79

Τα πιο γνωστά από τα νέα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης 1913-17: βιβλία με διαχρονική αξία.


Με τη σφραγίδα του Εκπαιδευτικού Ομίλου Παραθέτομεν ευθύς εν αρχή τα γνωρίσματα του ημετέρου συστήματος […]. Είναι δε ταύτα τα εξής: 1) Δημοτική εκπαίδευσις ενιαία, ομοιόμορφος και κοινή διά πάντας τους ελληνόπαιδας, αποτελουμένη προς το παρόν εξ ενός μόνον κύκλου εξαετούς. 2) Έναρξις της μέσης εκπαιδεύσεως μετά το πέρας του κύκλου τούτου. 3) Σχολεία της μέσης εκπαιδεύσεως παράλληλα, ήτοι ανεξάρτητα απ’ αλλήλων έκαστον με ένα ιδιαίτερον και αυτοτελή κύκλον μαθημάτων […] άλλο μεν το εξυπηρετούν τας ανάγκας της μέσης αστικής τάξεως [το Αστικό σχολείο], άλλο δε το εξυπηρετούν τας ανάγκας της ανωτέρας [το Γυμνάσιο] […] διαιρουμένων των μαθητών εις δύο τμήματα […] εν τω φιλολογικώ […] [και] εν τω πραγματικώ […]. Την δε εκπαίδευσιν των θηλέων […] εξομοιούμεν προς την των αρρένων […]. Πηγή: Εκπαιδευτικά Νομοσχέδια υποβληθέντα εις την Βουλήν υπό Ι. Δ. Τσιριμώκου, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1913, σσ. 16 κ.ε.

Μάθημα Ιστορίας στο Αρσάκειο γύρω στο 1910.

Η εκπαίδευση, επομένως, γινόταν μεν δικαίωμα όλων των κοινωνικών τάξεων, ωστόσο «εξορθολογιζόταν» στη βάση της αστικής αντίληψης που τασσόταν υπέρ μιας μόρφωσης διαφοροποιημένης ανά κοινωνική τάξη. Η μεταρρύθμιση της χώρας περνούσε μέσω ενός εκπαιδευτικού μοντέλου που συνέδεε το σχολείο με την παραγωγική διαδικασία. Μόνο «διά τους ολίγους εκλεκτούς, οι οποίοι θα αποτελέσουν την ηγεσίαν της αύριον» είναι η κλασική παιδεία, ενώ «διά τους πολλούς είναι στείρα και άγονος», είχε υποστηρίξει ο Βενιζέλος στην κρητική Βουλή και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1928. Με βάση, λοιπόν, τα δεδομένα της εποχής, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στα νομοσχέδια αυτά στοιχεία προοδευτικά, καθώς επιχειρούσαν να εισαγάγουν την επαγγελματική εκπαίδευση, να μεταθέσουν το κέντρο βάρους από τα γλωσσικά στα πρακτικά μαθήματα και να ενισχύσουν την παιδεία των κοριτσιών. Επιπλέον, το προτεινόμενο σύστημα ήταν πιο «δημοκρατικό», σε σύγκριση με τις προηγούμενες

80


Μαθητές και δάσκαλος στη βενιζελική Ελλάδα του 1912.

μακροχρόνιες σπουδές υψηλού κόστους, που οδηγούσαν τελικά στην ανεργία. Μετά την καταψήφιση των νομοσχεδίων του 1913, μια σειρά από γεγονότα (έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, εθνικός διχασμός) ανέκοψαν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, το 1917, ο Βενιζέλος έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά σημαντικών κοινωνικο-οικονομικών και εκπαιδευτικών καινοτομιών, που είχε ήδη δρομολογήσει από τη Θεσσαλονίκη. Τα μέτρα αυτά προέβλεπαν την κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Δημοτικό και την εισαγωγή της δημοτικής, με παράλληλη συνδιδασκαλία της καθαρεύουσας στις δύο τελευταίες τάξεις του (Ν. 827/1917 και Ν. 1.332/1918). Η δεύτερη αυτή σισύφεια προσπάθεια εκπαιδευτικών αλλαγών έγινε κατά τη διάρκεια της τρίτης κυβέρνησης Βενιζέλου (1917-1920), με υπουργό Παιδείας τον Δημήτριο Δίγκα. Σ’ αυτή έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο η κορυφαία τριανδρία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που τοποθετήθηκε σε θέσεις-κλειδιά του υπουργείου. Ο Τριανταφυλλίδης και ο Δελμούζος διορίστηκαν Ανώτεροι Επόπτες Εκπαίδευσης, ενώ ο Γληνός ανέλαβε Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας. Με τη μεταρρύθμιση του 1917 η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος παρέμεινε η ίδια με εκείνη των νομοσχεδίων του 1913: μετά το εξάχρονο Δημοτικό ακολουθούσαν οι δύο τύποι σχολείων, το τριετές Αστικό (αντίστοιχο του γερμανικού Realschule), με πρακτικό και τεχνικό προσανατολισμό, και το εξαετές Γυμνάσιο, για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η βασική, ωστόσο, αλλαγή που εισήχθη με το Ν. 1.332 αφορούσε στη συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων με αστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, χωρίς πλέον το υπουργείο Παιδείας να δεσμεύει τους συγγραφείς, οι οποίοι είχαν στο εξής τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις οδηγίες της αρμόδιας Επιτροπής, να κινηθούν πιο ελεύθερα. Η γλώσσα των βιβλίων άλλαζε,

81


Σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, μάθημα Χημείας το 1912.

μαζί και το περιεχόμενό τους, που γινόταν στο εξής πιο σύγχρονο και πρακτικό, χωρίς ηθικολογίες, δογματισμούς και ρητορείες, ακολουθώντας τα σύγχρονα παιδαγωγικά ρεύματα της εποχής. Παράλληλα, τα νέα βιβλία μπορούσαν πλέον να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και το είδος του σχολείου. Προς την κατεύθυνση αυτή και μέσα σε ένα γενικότερο πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο, δρομολογήθηκαν ακόμα ορισμένες μεταβολές στην εκπαίδευση: για την ειδική μόρφωση των καθηγητών των Διδασκαλείων ιδρύθηκε (Ν. 2.243/1920) Παιδαγωγική Ακαδημία, η οποία όμως επί τέσσερα χρόνια έμεινε ανενεργή, ενώ εξαγγέλθηκε και η ίδρυση Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής (1921). Στο πρακτικό πνεύμα που άρχισε να επικρατεί οφείλεται και η αναδιοργάνωση του πρώην Σχολείου των Βιομηχάνων Τεχνών, που ήδη από το 1914 είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπως και η ίδρυση νέων Τμημάτων και Σχολών θετικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο. Το καθεστώς που επικράτησε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 ανέστειλε τη μεταρρύθμιση και οι πρωτεργάτες της παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους. Η «Επιτροπεία προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων», που διορίστηκε τότε, ζήτησε τα νέα βιβλία «να εκβληθώσιν πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι ως έργα ψευδούς και κακοβούλου προθέσεως», να διωχθούν ποινικά οι υπεύθυνοι και να εισαχθούν εκ νέου τα προ του 1917 βιβλία («αντιμεταρρύθμιση»).

82


Μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση Όσοι από σας νοσταλγείτε την παλιά κατάσταση και συμφωνείτε με την κρίση της επιτροπής […] τότε καλά. Τότε το παλιό σχολείο βρήκε τους άξιους δασκάλους του […] θάψετε οι ίδιοι πρώτοι το σχολείο σας […] Εσείς όμως οι άλλοι! Όσοι νιώσατε τη μεταρρύθμιση […] [και] αποχτήσατε μέσα στο σχολείο σας, εσείς κι οι μαθητές σας, μαζί με τη γλωσσική και την ψυχική σας ελευθερία […] αν το φως που σκόρπισαν τα καταδικασμένα από την επιτροπή αναγνωστικά, φώτισε τους μαθητές σας […] και το δικό σας το λυχνάρι […] τότε προ πάντων δεν μπορείτε να σιωπήσετε […]. Πηγή: Μ. Τριανταφυλλίδης, Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Θ΄, 1921, σσ. 181-182 (ανάτυπο)

Βραχύβια ολοκλήρωση των προσπαθειών (1928-1932) Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, επήλθε σειρά μεταβολών και στα εκπαιδευτικά πράγματα. Ο μαθητικός πληθυσμός είχε διογκωθεί υπερβολικά, τόσο λόγω της φυσιολογικής του αύξησης όσο και λόγω της προσάρτησης των Νέων Χωρών και της άφιξης των προσφύγων: από 274.000 περίπου που ήταν οι μαθητές του Δημοτικού στα 1911, έφτασαν το 1931-32 στις 753.000. Επιπλέον, παρατηρούνταν τεράστιες ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό και σχολικά κτίρια, ενώ όσα υπήρχαν κρίθηκαν ακατάλληλα. Μέχρι το 1928 η πολιτική αστάθεια δεν άφησε περιθώρια για μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά, μετά τις πολιτικές αλλαγές του 1923, οι υπεύθυνοι του Εκπαιδευτικού Ομίλου επανέρχονται προσωρινά σε θέσεις εξουσίας: ο Αλ. Δελμούζος διορίζεται διευθυντής του Μαράσλειου Διδασκαλείου –με υποδιευθυντή τον Μ. Παπαμαύρο– και ο Δ. Γληνός στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που μόλις τότε άρχισε να λειτουργεί. Η διαμάχη, όμως, των δύο γλωσσικών ιδεολογιών οδήγησε και πάλι σε επεισόδια, που έγιναν γνωστά ως «Μαρασλειακά» και κατέληξαν στην απόλυση των υπευθύνων του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το 1925 η Ρόζα Ιμβριώτη, συνεργάτιδα του Δελμούζου, κατηγορήθηκε για «αντεθνική» διδασκαλία στο μάθημα της Ιστορίας. Ωστόσο το απαλλακτικό πόρισμα του Αρεοπαγίτη Γ. Αντωνακάκη (1926) δικαίωσε τον Δελμούζο και τους συνεργάτες του. Ένα χρόνο όμως μετά, η ιδεολογική διάσταση μεταξύ Γληνού και Δελμούζου έφερε τη διάσπαση του Ομίλου. Το 1927, ψηφίζεται το όγδοο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο για πρώτη φορά ορίζει ότι «τα έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως […] δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των έξ» και, το κυριότερο, δεν αναφέρει τις προηγούμενες συνταγματικές δεσμεύσεις για την καθαρεύουσα. Το κράτος αναλαμβάνει την εποπτεία και τις δαπάνες της εκπαίδευσης, ενώ τα προγράμματα τόσο του Δημοτικού όσο και του Γυμνασίου βρίσκονται πλέον κάτω από τον έλεγχο του υπουργείου Παιδείας. Την περίοδο αυτή η ελληνική οικονομία, παρά τις προσπάθειες που έγιναν στην προηγούμενη δεκαετία (1910-1920), παραμένει γεωργοκτηνοτροφική και ο προ-

83

Η Ρόζα Ιμβριώτη, στενή συνεργάτιδα του Αλ. Δελμούζου.


σανατολισμός της εκπαίδευσης γεωργικός και πρακτικός, ενώ τα ποσοστά των αναλφάβητων εξακολουθούν να μεταβάλλονται με βραδείς ρυθμούς. Το 1928, από τους 6.039.380 κατοίκους, το 36,23% των ανδρών απογράφηκαν ως αναλφάβητοι, ενώ πολύ υψηλότερο ποσοστό αναλφαβητισμού σημειώνεται στις γυναίκες (64,04%). Σύμφωνα με τη Γενική Εισηγητική Έκθεση του υπουργείου (2 Απριλίου 1929), γύρω στα 200.000 παιδιά δεν φοιτούσαν καθόλου στο σχολείο, ενώ και από αυτά που φοιτούσαν μικρό μόνο ποσοστό συνέχιζε στη Μέση εκπαίδευση και ακόμα μικρότερο στην Ανώτερη και Ανώτατη. Η μεγάλη μάζα των μαθητών, μετά την υποχρεωτική εξαετή φοίτηση, κατευθυνόταν στην παραγωγή, χωρίς όμως καμιά προετοιμασία. Κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης του Βενιζέλου (1928-1932), η εκπαίδευση γίνεται και πάλι μια από τις άμεσες προτεραιότητές του. Έτσι, στις 2 Απριλίου 1929, ο υπουργός Παιδείας Κ. Γόντικας, με εισηγητή τον μετέπειτα διάδοχό του στο υπουργείο, Γεώργιο Παπανδρέου, κατέθεσε προς ψήφιση στη Βουλή μια σειρά από νομοσχέδια, ανάμεσά τους και εκείνα για τη Στοιχειώδη και Μέση εκπαίδευση, που έγιναν νόμοι του κράτους (Ν. 4.397/16-08-1929 και Ν. 4373/13-08-1929).

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου σε επίσκεψη στην Ακρόπολη.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις θα έπρεπε να θεραπεύση τα δύο κρίσιμα ελαττώματα του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, την ολιγαρχικότητα και την μονομέρειαν. Θα έπρεπε να παράσχη αυτοτελή αυτάρκη εκπαίδευσιν και εις τα 95% του ελληνικού λαού, τα οποία σήμερον παραγκωνίζονται, παρά το γεγονός ότι ισχύει δημοκρατικόν πολίτευμα. Θα έπρεπε επίσης να προνοήση ώστε οι πολίται της ελληνικής δημοκρατίας να προπαρασκευάζωνται επαρκώς διά τον οικονομικόν βίον… Πηγή: Γενική Εισηγητική Έκθεσις και Εκπαιδευτικά Νομοσχέδια κατατεθέντα εις την Βουλήν…, υπό του Υπουργού της Παιδείας Κ. Β. Γόντικα, Αθήναι 1929, σσ. 5 κ.ε.

84


Σχολικό κτίριο της τελευταίας βενιζελικής τετραετίας, δείγμα αρχιτεκτονικού μοντερνισμού.

Υλοποιώντας άμεσα τους νέους νόμους, ιδρύονται τότε Νηπιαγωγεία στις περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, για την καταπολέμηση του γλωσσικού αναλφαβητισμού των ξενόφωνων πληθυσμών που ενσωματώθηκαν στη χώρα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το περιεχόμενο των νόμων αυτών μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: (α) πρακτικότερος προσανατολισμός του σχολείου, (β) καθολική υποχρεωτική εξάχρονη εκπαίδευση, (γ) θέσπιση εξάχρονου σχολείου Μέσης βαθμίδας με διακλάδωση των σπουδών μετά τη δευτέρα τάξη, (δ) επικράτηση του θεσμού της προσχολικής αγωγής, ε) μέριμνα για τη μόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, (στ) ίδρυση Πρακτικού Λυκείου και Κατώτερων Επαγγελματικών Σχολείων, (ζ) φροντίδα για την εκπαίδευση των κοριτσιών, των ατόμων που είχαν υπερβεί τη σχολική ηλικία (Νυκτερινά σχολεία) και των ειδικών παιδιών. Το 1930 τους νόμους αυτούς έρχονται να συμπληρώσουν και οι νόμοι του Γ. Παπανδρέου, ως υπουργού πλέον της Παιδείας, για τα σχολικά κτίρια (στην τετραετία αυτή, μάλιστα, ανεγέρθηκαν με δάνειο από το εξωτερικό περισσότερα σχολεία από όσα είχαν ανεγερθεί στο ελληνικό κράτος από τη σύστασή του ως τότε), τα διδακτικά εγχειρίδια και τα προγράμματα του Γυμνασίου. Τέλος, με νόμο –ο οποίος όμως θεωρήθηκε ότι υπονόμευε την αυτονομία των Ανώτατων Ιδρυμάτων– το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τίθενται υπό την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας, μέσω Κυβερνητικού Επιτρόπου. Στη θέση αυτή διορίστηκε ο επιφανής Έλληνας μαθηματικός και φίλος του Βενιζέλου Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, στον οποίο ο Κρητικός πολιτικός είχε αναθέσει, το 1919, την οργάνωση του Ιωνικού Πανεπιστημίου της Σμύρνης και αργότερα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Έτσι συμπληρώθηκε ουσιαστικά η πρώτη ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος (6 + 6 έτη), που αντικατέστησε την

85

Ο διεθνούς φήμης μαθηματικός, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή.


παλιά εκπαιδευτική δομή (4 + 3 + 4), η οποία χρονολογούνταν από την εποχή της Βαυαροκρατίας, περιλάμβανε πλέον: διετές Νηπιαγωγείο, εξαετές Δημοτικό σχολείο υποχρεωτικής φοίτησης και εξαετές Γυμνάσιο ή Πρακτικό Λύκειο (μετά από σχετικές εισαγωγικές εξετάσεις). Θεσπίστηκαν, επίσης, πενταετές Διδασκαλείο, τετραετές Ανώτερο Παρθεναγωγείο (για τα κορίτσια), καθώς και μια σειρά Επαγγελματικών Σχολείων (Γεωργικών, Βιοτεχνικών, Οικοκυρικών), με διάρκεια σπουδών δύο ως τριών χρόνων, όπως και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (μετά από εξετάσεις). Η μεταρρύθμιση του 1929, συνδεδεμένη κατά βάθος με τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του 1913 και του 1917, θεωρήθηκε προοδευτική, γι’ αυτό και προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η τελευταία, μάλιστα, σε υπόμνημά της κάλεσε την Κυβέρνηση «…όπως μη επιδείξει σπουδήν προς επιψήφισιν και άμεσον γενικήν εφαρμογήν των υπ’ αυτής προτεινομένων εκπαιδευτικών μέτρων». Η μεταρρύθμιση όμως δέχθηκε και τη σκληρή κριτική του Δ. Γληνού, ο οποίος, από άλλη βεβαίως σκοπιά, δεν δίστασε να μιλήσει για «εμπαιγμό του λαού» και για ανεφάρμοστες στην πράξη εξαγγελίες όσον αφορά την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση. Η αλήθεια είναι ότι ο Γληνός είχε χάσει την πίστη του στην ιδέα ότι η αστική τάξη ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση που χρειαζόταν ο τόπος και θεωρούσε ότι οι κοινωνικοί και οικονομικοί όροι ήταν πλέον τέτοιοι, που δεν της επέτρεπαν να είναι πραγματικά ριζοσπαστική.

Η ελληνική αστική τάξη Η ελληνική αστική τάξη είναι αντιδραστική. Δεν γνώρισε και δεν έζησε καμιά από τις αρετές που αποτελέσανε την αξία, τον υπαρκτικό λόγο των αστικών τάξεων της Δύσης […] είναι προορισμένη, να στολίζεται με φράκο και κολλαριστό πουκάμισο […]. Αν η τάξη αυτή που κυβερνάει το δύσμοιρο λαό και τον εξαπατά εκατό χρόνια τώρα, είχε κόκκο μυαλού, θα είχεν αγκαλιάσει την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Γιατί η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση […] ήταν το θεμελίωμα της ελληνικής παιδείας […] ήταν αληθινή εκπαιδευτική αναγέννηση […]. Πηγή: Δ. Γληνός, «Η ελληνική αρρώστεια», Αναγέννηση, Α΄, 3, 1926, σελ. 121

Αντίθετα, ο Δελμούζος, που μετείχε σε αυτήν ως μέλος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, παραδεχόταν ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτύγχανε κάθε φορά λόγω της πολιτικοποίησής της (και των συνεπαγόμενων αντιδράσεων, εξαιτίας αυτού, από τους αντιπάλους της). Η διαφοροποίηση μεταξύ του Γληνού και του Δελμούζου, ως προς τη μεταρρύθμιση του ’29, ουσιαστικά επιβεβαίωσε τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που είχε αρχίσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Οι πολιτικές εξελίξεις και, κυρίως, η απομάκρυνση των Φιλελευθέρων από την εξουσία, το 1932, δεν επέτρεψαν την εδραίωση και επέκταση της μεταρρύθμισης…

86


Ο ΕλΕΥθΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕλΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟλΙΤΕΙΑΚΟΙ θΕΣΜΟΙ

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης το 1898. Όρθιοι (από αριστερά) οι Αν. Χατζηδάκης, Γ. Μυλωνογιάννης και Εμμ. Ζαχαράκης. Καθιστοί, οι Ελ. Βενιζέλος, Ι. Σφακιανάκης και Ν. Γιαμαλάκης.

87

Mιχάλης Τσαπόγας Δρ Νομικής Πανεπιστημίου Μονάχου


Η διακυβέρνηση της Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνδέεται με την άνοδο της αστικής τάξης, καθώς στις περιόδους αυτές διαμορφώνονται θεσμοί και υποδομές που ευνοούν την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα του Βενιζέλου η ανάπτυξη αυτή είναι παράλληλη προς την ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει σαφείς ιδεολογικές κατευθύνσεις του Βενιζέλου και του πολιτικού χώρου τον οποίο εκείνος εκπροσωπούσε. Τα κύρια χαρακτηριστικά των θεσμών που εισήγαγε ο Βενιζέλος αντιστοιχούν ακριβώς στα πανευρωπαϊκά πρότυπα της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η τάξη αυτή αξιώνει ασφάλεια δικαίου, ούτως ώστε να μπορεί να παράγει και να συναλλάσσεται κατά τρόπο προβλέψιμο. Αξιώνει επίσης κρατικές εγγυήσεις για την ελεύθερη άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, δηλαδή αφενός αμεροληψία της διοίκησης, αφετέρου αποτελεσματική δικαστική προστασία. Αξιώνει προστασία όχι μόνο απέναντι στη διοίκηση, αλλ’ ακόμη και απέναντι στον ίδιο το νομοθέτη. Αξιώνει, τέλος, θετική και άμεση κρατική συμβολή στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού, προκειμένου εκείνος να καταστεί ικανός να κατανοεί τα προβλήματα του δημόσιου βίου και να συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Για καθένα απ’ αυτά τα ειδικότερα αιτήματα, ο Βενιζέλος δεν περιορίστηκε στην εκπόνηση και προώθηση νόμων, αλλά διατύπωσε ο ίδιος, με κάθε δυνατή ευκαιρία, τη θεωρητική τους υποστήριξη και αιτιολόγηση. Ερχόμενος, άλλωστε, από τα Χανιά στην Αθήνα του 1910, βρήκε ένα κράτος στο οποίο συγκεντρώνονταν όλα τα μειονεκτήματα της θεσμικής υπανάπτυξης.

Φωτογραφικό πορτρέτο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1910.

88

Συζήτηση για τις γενικές αρχές του προτεινόμενου σχεδίου Συντάγματος στην πρώτη Συντακτική Συνέλευση της Κρητικής Πολιτείας (Συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 1899) Ελ. Βενιζέλος: Προσεπάθησεν η Επιτροπή, όπως ωφεληθή από τα πορίσματα της πείρας και από τα διδάγματα του ιδίου ημών παρελθόντος, προσαρμόση το πολίτευμα προς τον εθνικόν χαρακτήρα και την πολιτικήν ωριμότητα του λαού, λαμβάνουσα συγχρόνως υπ’ όψιν και τας υποδείξεις της αληθούς κοινής γνώμης. Είπον της αληθούς κοινής γνώμης διότι δεν αγνοείτε, βεβαίως, ότι όπου λείπει δημοσιογραφία αξία του ονόματός της, η εξακρίβωσις του κοινού φρονήματος είναι λίαν δύσκολος, συνήθως δε οι φωνασκοί των τριόδων είναι οι αξιούντες ότι εκπροσωπούσι την κοινήν γνώμην. Νομίζω άλλως τε ότι όπου η ωριμότης η πολιτική του λαού υστερεί, το έργον του πολιτικού ανδρός και του νομοθέτου είναι να καθοδηγή την κοινήν γνώμην, και μόνον να αφίσταται από της αντιθέσεως απέναντι ισχυρών λαϊκών ρευμάτων, τα οποία είναι επικίνδυνον πάντοτε να αντιμετωπίζη κανείς. […] Ενομίσαμεν, λοιπόν, ότι κύριον ημών καθήκον ήτο να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν όσον ένεστιν εντελεστέραν την διάκρισιν των εξουσιών. […] Η δικαστική εξουσία,


όσον αφορά την απονομήν του δικαίου, πρέπει να είναι εντελώς ανεξάρτητος από πάσης επιδράσεως άνωθεν ή κάτωθεν. Μόνον εν τη ανεξαρτησία και εν τω προς τους νόμους σεβασμώ των δικαστικών λειτουργών, κείται η ασφάλεια της τιμής και της περιουσίας των ανθρώπων. Όταν ο δικαστής παραγνωρίζη τον προορισμόν του, όταν χρησιμοποιή την θέσιν του προς κορεσμόν συμφερόντων και παθών, η πολιτεία εκείνη κινδυνεύει, η δε ιστορία διδάσκει ότι η εξαχρείωσις της δικαιοσύνης είναι έν των κυριωτέρων στοιχείων της εξαχρειώσεως των λαών. Πηγή: Στενογραφημένα πρακτικά της Συντακτικής Συνελεύσεως των Κρητών, Χανιά 1902, σσ. 21-23

Ομιλία Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πλατεία Συντάγματος, 5 Σεπτεμβρίου 1910 Γνωρίζετε ποία υπήρξαν τα αίτια, τα οποία προεκάλεσαν την εξέγερσιν του Αυγούστου. […] Αστική δικαιοσύνη, εφαρμόζουσα, προς ρύθμισιν των σχέσεων του συγχρόνου βίου, νομοθεσίαν χρονολογουμένην από 1520 αιώνων, επί τη βάσει δε δικαστικού συστήματος υποθάλποντος πάσαν πλεκτάνην προς καταβαράθρωσιν του ουσιαστικού Δικαίου και καθιστώντος δυνατήν την επ’ αόριστον παρέλκυσιν των δικών. […] Δημοσία εκπαίδευσις, ήτις θα έλεγέ τις ότι κύριον έχει προορισμόν να εκτρέφη, δι’ ανεπαρκούς άλλωστε μορφώσεως, τροφίμους του προϋπολογισμού ανικάνους διά κάθε άλλο πλουτοπαραγωγικόν επάγγελμα. […] Διοίκησις φατριάζουσα, διακονούσα την τυραννίαν και μετά την απελευθέρωσιν του λαού υπό του ξενικού ζυγού, με μόνην την διαφοράν ότι αύτη ασκείται ήδη εκ περιτροπής ότε μεν επί του ημίσεος, ότε δε επί του ετέρου ημίσεος αυτού. […] Νόμος αποβάς ιστός αράχνης, δυνάμενος μεν να συλλαμβάνη τους ασθενεστέρους, αλλά κατασχιζόμενος θρασέως από πάντα ισχυρόν.

Επιτόπιο σχεδίασμα από την ομιλία του Βενιζέλου στο Σύνταγμα, τον Σεπτέμβριο του 1910.

Πηγή: Εφημερίς της Βουλής των Ελλήνων, Παράρτημα: Η κοινοβουλευτική ιστορία του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. Α΄, Αθήναι 1936, σσ. 8-9

Από την ιδεολογία στην πολιτική πραγματικότητα Κατά την πολυκύμαντη πολιτική του σταδιοδρομία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος χρειάστηκε συχνά να προσαρμόσει τις σταθερές συνταγματικές του απόψεις στην πολιτική πραγματικότητα. Η προσαρμογή αυτή εξηγεί ορισμένες εναλλαγές και μεταστροφές, που υπαγορεύθηκαν από την ιεράρχηση ανάμεσα σε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, καθώς και από τις εκάστοτε εκτιμήσεις ως προς το επιθυμητό και το εφικτό. Έτσι μπορεί να γίνει λόγος για τρεις ξεχωριστές φάσεις θεσμικής πολιτικής: • στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1899-1907) ο Βενιζέλος αποσκοπούσε στην οργάνωση του δημόσιου βίου της Κρήτης, με στόχο τη σύγκλισή του προς τα αντίστοιχα δεδομένα της Ελλάδας, προκειμένου να διευκολυνθεί η ένωση· • στην περίοδο του Βασιλείου της Ελλάδος (1910-1920) αποσκοπούσε στην ενίσχυση και ανάπτυξη των δομών της κοινωνίας, με στόχο την εθνική επέκταση· τέλος, δε,

89


• στην περίοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας (1928-1932) αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των τραυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής, στην αφομοίωση του νέου πληθυσμού και στην εξασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας απέναντι σε διαφαινόμενες αναταράξεις.

Συνταγματική πολιτική και ατομικά δικαιώματα Στην Κρητική Πολιτεία, τα Συντάγματα του 1899 και του 1907 αποτυπώνουν αυτόν ακριβώς τον πραγματισμό: το πρώτο ήταν ηθελημένα συντηρητικό, με στόχο να διευκολύνει τις διπλωματικές εξελίξεις προς την κατεύθυνση της ένωσης. Το δεύτερο, έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα από τα προβλήματα λειτουργίας του πρώτου, εμφανίζεται περισσότερο δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Πολλές ρυθμίσεις του, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δικαστική ανεξαρτησία, αποτέλεσαν πρότυπο για αντίστοιχους θεσμούς που εφαρμόστηκαν αργότερα στην Ελλάδα. Το κείμενο που ενσωματώνει πληρέστερα τις συνταγματικές απόψεις του Βενιζέλου είναι το ελληνικό Σύνταγμα του 1911. Στο πεδίο της πολιτειακής οργάνωσης, προτιμήθηκε ένας συμβιβασμός ως προς τη συνταγματική θέση του βασιλιά, προκειμένου να προωθηθούν οι λοιπές μεταρρυθμίσεις χωρίς πολιτικές αναταράξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Βενιζέλος έτρεφε καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση στο βασιλικό θεσμό.

Η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας επί Γεωργίου Α΄, σε λιθογραφία του Σ. Χριστίδη.

90


Μια συζήτηση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1915, αμέσως μετά την παραίτησή του Εμπνευσμένος, έβλεπε πραγματοποιήσιμη μια Μεγάλη Ελλάδα. Κι εννοούσε το όνειρό του να το κάνει πραγματικότητα. Και αν τον εμπόδιζε ο Βασιλεύς, θα παραμέριζε το Βασιλέα, θα τον έδιωχνε, όπως έδιωξε το Γεώργιο από την Κρήτη. Έγινε και λόγος περί δημοκρατίας. Επαναλαμβάνοντας εκείνα που άκουα όλους γύρω μου να λέγουν, είπα και γω: «Δεν είμεθα ακόμα ώριμοι για δημοκρατία». Γύρισε απότομα ο Βενιζέλος και μου είπε: «Είστε βεβαία πως είμεθα ώριμοι για βασιλεία;» Αφήγηση ημερολογίου της Πηνελόπης Δέλτα Πηγή: Π. Ζάννας (επιμ.), Αρχείο Π. Σ. Δέλτα, τ. Α΄: Ελευθέριος Βενιζέλος, Ερμής, Αθήνα 2002, σελ. 13

Έτσι, το κύριο βάρος δόθηκε στην αναβάθμιση του κύρους της Βουλής και στην εκκαθάριση του πολιτικού συστήματος από εστίες ευνοιοκρατίας. Ειδικότερα, ορίστηκαν νέα εκλογικά ασυμβίβαστα, δηλαδή ιδιότητες που δεν επιτρέπεται να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός υποψήφιου βουλευτή (λ.χ. στρατιωτικοί), ενώ η Βουλή απαλλάχθηκε από την αρμοδιότητα ελέγχου του κύρους των εκλογών, η οποία περιήλθε σε ειδικό δικαστήριο. Το κατώτατο όριο ηλικίας για την εκλογή βουλευτή κατέβηκε στα 25 έτη, ρύθμιση στην οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος προσέδωσε εξαιρετική σημασία.

Αγόρευση Βενιζέλου στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή (συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 1911) Όσον αφορά το τριακοστόν έτος, είμαι διαρρήδην ενάντιος εις την ηλικίαν αυτήν ως απαραίτητον διά το εκλόγιμον. Συνιστώ εντεύθεν το εικοστόν πέμπτον, όχι πέραν τούτου. Νομίζω δε ότι είναι και το όριον το προσήκον της ηλικίας και όπως παρ’ ημίν είναι πρωιαιτέρα η ελληνική ωριμότης, αυτή εις την οποίαν ημπορούμεν να φθάσωμεν, θα προσθέσω και έν άλλο, ότι δεν είναι μόνον η νεότης πρωιαιτέρα, αλλά και το γήρας· ενώ δε χρησιμώτατον είναι να έχωμεν εν τω περιβόλω τούτω τα φώτα της πείρας, καλόν είναι να έχωμεν και τας ευγενείς ορμάς της νεότητος. Καλόν είναι διά νέους Λαούς, έχοντας ανάγκην τόσον ριζικών μεταβολών, να έχωσι την ένθεον ορμήν, την οποίαν έχει η νεότης. Πηγή: Εφημερίς της Βουλής των Ελλήνων, Παράρτημα: Η κοινοβουλευτική ιστορία του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. Α΄, Αθήναι 1936, σελ. 78

Επίσης απλουστεύθηκε η νομοθετική διαδικασία, προκειμένου να καταπολεμηθούν φαινόμενα παρακώλυσης του νομοθετικού έργου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι κατέκτησαν την πολυπόθητη μονιμότητα, ενώ καθιερώθηκε ο θεσμός των υπηρεσιακών συμβουλίων για την κρίση κάθε εξέλιξης ή μεταβολής της υπηρεσιακής τους κατάστασης. Στο πεδίο των δικαιωμάτων, η προσωπική ασφάλεια και το άσυλο της κατοικίας ενισχύθηκαν με λεπτομερέστερες ρυθμίσεις ως προς τους χρονικούς περιορισμούς της κράτησης και τις κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβιάσεων. Επίσης

91


αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα η δωρεάν εκπαίδευση. Ωστόσο, μεγαλύτερη πραγματική και συμβολική σημασία, σε σχέση με το γενικότερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο των κυβερνήσεων Βενιζέλου, είχε η κατοχύρωση της φορολογικής ισότητας, καθώς και οι νέες ρυθμίσεις για την απαλλοτρίωση περιουσιών και την ίδρυση σωματείων: με σκοπό τη διευκόλυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η απαλλοτρίωση καθίσταται δυνατή για οποιοδήποτε λόγο δημοσίου συμφέροντος, ταυτόχρονα όμως εξασφαλίζονται δικαστικές εγγυήσεις για την πλήρη αποζημίωση των παλαιών ιδιοκτητών. Η ίδρυση σωματείου απαλλάσσεται πλέον από την προϋπόθεση διοικητικής άδειας, ενώ η διάλυσή του είναι δυνατή μόνο με δικαστική απόφαση. Κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης Βενιζέλου (1928-1932), το νομικό καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων επισκιάζεται από την κρίση του κοινοβουλευτισμού. Ακολουθώντας εξελίξεις αντίστοιχες με ολόκληρης της Ευρώπης, η Ελλάδα αποκτά περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο (1931) σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου, καθώς και κατασταλτικές διατάξεις για την άμυνα του αστικού καθεστώτος απέναντι σε αμφισβητήσεις ή πολιτικές αναταραχές.

Άρθρον 5. Εξαιρουμένου του αυτοφώρου εγκλήματος, ουδείς συλλαμβάνεται ουδέ φυλακίζεται άνευ ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος, το οποίον πρέπει να κοινοποιηθή κατά την στιγμήν της συλλήψεως ή προφυλακίσεως. Ο επ’ αυτοφώρω ή δι’ εντάλματος συλλήψεως κρατηθείς προσάγεται εις τον αρμόδιον ανακριτήν άνευ τινός αναβολής, το βραδύτερον δε εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, αν δε η σύλληψις εγένετο εκτός της έδρας του ανακριτού, εντός του απολύτως αναγκαίου προς μεταγωγήν χρόνου. Ο ανακριτής οφείλει, εντός τριών το πολύ ημερών από της προσαγωγής, είτε ν’ απολύση τον συλληφθέντα είτε να εκδώση κατ’ αυτού ένταλμα φυλακίσεως. Παρελθούσης απράκτου εκατέρας των προθεσμιών τούτων, πας δεσμοφύλαξ ή άλλος επιτετραμμένος την κράτησιν του συλληφθέντος, είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός, οφείλει ν’ απολύση αυτόν παραχρήμα. Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται επί παρανόμω κατακρατήσει, υποχρεούνται δε εις τε την ανόρθωσιν πάσης ζημίας προσγενομένης εις τον παθόντα και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού διά χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστού, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών δέκα δι’ εκάστην ημέραν. Άρθρον 11. Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσι το δικαίωμα τούτο εις προηγουμένην της Κυβερνήσεως άδειαν. Συνεταιρισμός τις δεν δύναται να διαλυθή ένεκα παραβάσεως των διατάξεων των νόμων, ειμή διά δικαστικής αποφάσεως. Άρθρον 17. Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή διά δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως. Η αποζημίωσις ορίζεται πάντοτε διά της δικαστικής οδού. […] Προ της καταβολής της οριστικής ή προσωρινώς ορισθείσης αποζημιώσεως διατηρούνται ακέραια πάντα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτου, μη επιτρεπομένης της καταλήψεως. Σύνταγμα της Ελλάδος, 1911

92


Άρθρον 1. Όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος, ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον έξ μηνών […]. «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», Νόμος 4.229/1929

Το Δικαστικό Μέγαρο Χανίων από καρτ-ποστάλ των αρχών του 20ού αιώνα.

Δικαιοσύνη, διοίκηση και αστική ανάπτυξη Η μέριμνα του Βενιζέλου για την οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης κατείχε κεντρική θέση στις θεσμικές του προτεραιότητες ήδη από την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Ο ίδιος, άλλωστε, σε κάθε ευκαιρία τόνιζε ότι η ανεξάρτητη και αποτελεσματική δικαστική λειτουργία, ως εγγύηση για την ισονομία των πολιτών, αποτελεί το θεμέλιο του σύγχρονου κράτους δικαίου. Ως υπουργός Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας από το 1899, έθεσε σε ισχύ σειρά σχετικών νόμων, με τους οποίους αναδιοργανώθηκαν τα δικαστήρια. Το 1907, πρωτοπορώντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφοδίασε τα δικαστήρια της Κρητικής Πολιτείας με την αρμοδιότητα να ελέγχουν ακόμη και τους νόμους, ως προς το αν είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα.

Άρθρον 96. Τα δικαστήρια οφείλουν να μη εφαρμόζουν νόμον αντισυνταγματικόν. Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας, 1907

93


Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετέφερε στο Σύνταγμα του 1911 τις ρυθμίσεις του κρητικού Συντάγματος για την ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση της δικαστικής λειτουργίας. Κορύφωση της νομοθετικής πολιτικής του Βενιζέλου σε θέματα δικαιοσύνης αποτέλεσε η ίδρυση, το 1929, του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο από τότε ελέγχει τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων. Το σχεδιαζόμενο από την κυβέρνηση Βενιζέλου Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Προοπτική απεικόνιση του Αλ. Νικολούδη, με φόντο την Ακρόπολη, 1930.

Παρέμβαση Βενιζέλου στην επιτροπή για το σχέδιο Αστικού Κώδικα (συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1930) Αι περιστάσεις κατά τας οποίας δύναται να ασκηθή η αγωγή αυτή η ακυρωτική, έχουν μεγίστην σημασίαν όχι μόνον διά την υπεράσπισιν των συμφερόντων των πολιτών, αλλ’ ιδίως διά την δημιουργίαν συνειδήσεως πολιτικής […] Ηξεύρετε πόσον συχνά είναι τα παράπονα ότι κατά την διεξαγωγήν των διαγωνισμών παρεβιάσθησαν είτε τύποι καθωρισμένοι υπό του νόμου, είτε κατ’ ουσίαν το δίκαιον ενός ωρισμένου υποψηφίου. Του λοιπού ο διαγωνιζόμενος θα γνωρίζη ότι πέραν της Επιτροπής και πέραν του Υπουργού υπάρχει έν δικαστήριον το οποίον θα του αποδίδη το δίκαιον. Πηγή: Κώδιξ Θέμιδος, 1928, σελ. 388 Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξερχόμενος από αεροπλάνο, 1931. Οι κυβερνήσεις Βενιζέλου έθεσαν τα θεμέλια της Πολιτικής Αεροπορίας στην Ελλάδα.

Στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης, ο Βενιζέλος παρέλαβε δομές και θεσμούς που δεν είχαν εξελιχθεί καθόλου από τη δεκαετία του 1830. Χρειάσθηκε, έτσι, ήδη από την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του, να θεσπίσει νέους οργανισμούς των υπουργείων και να ρυθμίσει κρίσιμους κλάδους της διοίκησης (νομαρχίες, οικονομικές εφορείες, τελωνεία, στατιστική υπηρεσία, πολεμικό ναυτικό, φυλακές), ενώ χάραξε εκ νέου το χάρτη των δήμων και κοινοτήτων της χώρας με κριτήριο την εγγύτητα προς τους πολίτες. Με κύριο στόχο την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, ίδρυσε το υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (1911), ρύθμισε τους όρους του επιχειρηματικού ανταγωνισμού, οργάνωσε τα επιμελητήρια και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και εγκαθίδρυσε ορθολογικό

94


φορολογικό σύστημα. Επιδιώκοντας την προσαρμογή της διοίκησης προκειμένου ν’ αφομοιώσει και να εκμεταλλευθεί την τεχνολογική πρόοδο, ίδρυσε το υπουργείο Συγκοινωνίας (1914), έθεσε σε ισχύ το πλαίσιο λειτουργίας των τηλεπικοινωνιών και οργάνωσε σε νέες βάσεις την πολεοδομία και τις χρήσεις γης.

Εργασιακές σχέσεις και ιδιωτικό δίκαιο Οι κυβερνήσεις Βενιζέλου δημιούργησαν, ουσιαστικά εκ του μηδενός, την ελληνική εργατική νομοθεσία, θέτοντας σε ισχύ ένα προστατευτικό πλαίσιο προσαρμοσμένο στις εξελίξεις της παραγωγής. Κατά την πρώτη περίοδο (1911-1915) ψηφίστηκαν νόμοι για την υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας, για τις

Χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδικής εργασίας αποτελούν οι νεαροί λούστροι, που εικονίζονται στη φωτογραφία επιδεικνύοντας τις άδειες εργασίaς τους.

υποχρεωτικές αργίες και τα ωράρια λειτουργίας επιχειρήσεων, για τους ειδικούς όρους απασχόλησης γυναικών και ανηλίκων, για τις αποζημιώσεις σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων και για την εκδίκαση εργατικών διαφορών, ενώ ιδρύθηκαν οι Επιθεωρήσεις Εργασίας, προκειμένου το κράτος να εποπτεύσει την εφαρμογή του εργατικού δικαίου. Επίσης, το αναχρονιστικό σύστημα των συντεχνιών, στις οποίες συμμετείχαν από κοινού εργοδότες και εργαζόμενοι, αντικαταστάθηκε με τη δημιουργία ξεχωριστών εργατικών σωματείων, προκειμένου να υποστηρίζονται αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των εργαζομένων. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1928-1932) τέθηκαν οι βάσεις της κοινωνικής ασφάλισης. Εξίσου αποφασιστικές ήταν οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Βενιζέλου στο πεδίο του αστικού δικαίου, δηλαδή της νομοθεσίας που διέπει τις περιουσιακές και οικογενειακές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Όπως ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε επισημάνει ήδη από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στην Ελλάδα, η διατήρηση αναχρονιστικών ρυθμίσεων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελούσε εμπόδιο για την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Έτσι, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ψηφίστηκαν νόμοι που αντικατέστησαν ή εκσυγχρόνισαν παρωχημένους θεσμούς (διαζύγιο, διαθήκες, τόκος), καθώς και νόμοι που εισήγαγαν νέους θεσμούς, προσαρμο-

95


Γελοιογραφία του Ηλ. Κουμετάκη, που σατιρίζει την εφαρμογή νέων ωραρίων λειτουργίας των επιχειρήσεων.

σμένους στις εξελίξεις της τεχνολογίας (ευθύνη για ζημίες από αυτοκίνητα, ιδιοκτησία κατ’ ορόφους) ή της κοινωνικής ηθικής (κληρονομικό δικαίωμα συζύγου, ιδιοκτησία επί πνευματικών έργων). Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες για τη σύνταξη νέου Αστικού Κώδικα, προκειμένου ν’ αντικατασταθεί στο σύνολό του το πλέγμα των βυζαντινών κανόνων. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής αυτής έλαβε, μάλιστα, ενεργό μέρος ο ίδιος ο πρωθυπουργός, συχνά υποστηρίζοντας θέσεις πολύ πιο προοδευτικές από εκείνες των παρισταμένων καθηγητών και δικαστών: έτσι, λόγου χάριν, ο Βενιζέλος ήδη από το 1930 πρότεινε να θεσπιστεί η παράλληλη δυνατότητα τέλεσης πολιτικού γάμου, κάτι που τελικά υλοποιήθηκε μόλις 52 χρόνια αργότερα.

Παρέμβαση Βενιζέλου στην επιτροπή για το σχέδιο Αστικού Κώδικα (συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1930) Μία θεμελιώδης αρχή της Ελληνικής Πολιτείας είναι η ισότης όλων των πολιτών. Αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις δεν έχουν να παίξουν κανένα ρόλον διά να καταστήσουν διαφοράν τινά μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος, βεβαίως, είναι πολιτικόν συνάλλαγμα και δι’ εμέ δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, ότι πρέπει του λοιπού ο πολιτικός γάμος να είναι συστατικόν στοιχείον του κύρους του γάμου δι’ όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνας πολίτας. Αλλά δεν υπάρχει, δι’ εμέ επίσης, καμμία αμφιβολία, ότι οφείλομεν να θεωρήσωμεν και τον θρησκευτικόν γάμον ως αναγκαίον στοιχείον του κύρους του γάμου δι’ εκείνους, οι οποίοι, ερχόμενοι εις γάμου κοινωνίαν, ομολογούν ότι ανήκουν εις θρήσκευμα, κατά το οποίον ο γάμος είναι μυστήριον. Πηγή: Υπουργείον Δικαιοσύνης, Σχέδιον Αστικού Κώδικος, Ι. Οικογενειακόν Δίκαιον, Αθήναι 1933, σσ. 427-428

96


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ h μεγάλη βενιζελική μεταρρύθμιση, 1910-1932

Παρθενική άφιξη στη Νέα Υόρκη του πρώτου ελληνικού ατμόπλοιου της Ελληνικής Υπερωκεανίου Εταιρείας.

97

Αλέξης Φραγκιάδης Οικονομικός ιστορικός


Λογότυπος της Τράπεζας της Ελλάδος, φιλοτεχνημένος από τον Μιχαήλ Αξελό. . Το Κεντρικό κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, όπως διατηρείται μέχρι σήμερα.

Οι αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία των Ελλήνων κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα υπήρξαν δραματικές. Η Ελλάδα υπερδιπλασίασε την έκταση και τον πληθυσμό της· οι Έλληνες διώχθηκαν από τη Μικρά Ασία και απώλεσαν την ευρύτερη επιρροή τους στην Ανατολική Μεσόγειο και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας· η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η ιδέα να μετατραπεί η Ελλάδα σε μεγάλη δύναμη, ναυάγησε οριστικά. Μετά το 1932, η ελληνική οικονομία, υπό την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, από ανοικτή και φιλελεύθερη, έγινε εσωστρεφής και δασμοβίωτη. Η βενιζελική μεταρρύθμιση ανέλαβε να προσαρμόσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία στις νέες συνθήκες. Ο κρατικός μηχανισμός αναπτύχθηκε και ανέλαβε για πρώτη φορά ενεργό ρόλο στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Η αγροτική μεταρρύθμιση δημιούργησε μια χώρα μικροϊδιοκτητών. Με την ίδρυση της Αγροτικής Τραπέζης και της Τραπέζης της Ελλάδος, τέθηκαν οι βάσεις για τον έλεγχο της οικονομίας από το κράτος.

Η γένεση του μεταρρυθμιστικού αιτήματος: σύντομη αναδρομή στην περίοδο 1893-1909 Το κίνημα του 1909 στο Γουδή και η ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική σκηνή έχουν τις ρίζες τους, από οικονομική και κοινωνική άποψη, στην περίοδο που άρχισε το 1893 με την περίφημη φράση του Χ. Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!». Τα αίτια της πτώχευσης ήταν αφενός τα μεγάλα δάνεια για να χρηματοδοτηθεί η προετοιμασία για πολεμικές συγκρούσεις –καθώς το Ανατολικό Ζήτημα βρισκόταν σε έξαρση– και αφετέρου η αιφνίδια κατάρρευση, το ίδιο έτος, των εξαγωγών

98


Συνεταιρισμός πώλησης σταφίδας στο Αίγιο.

κορινθιακής σταφίδας, που αποτελούσε το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας. Μετά και από την ήττα του 1897, που υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει προς την Οθωμανική αυτοκρατορία μια εξαιρετικά σημαντική αποζημίωση, τα δημόσια οικονομικά βρέθηκαν στο ναδίρ. Το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε τότε να αποδεχθεί την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Στη συνέχεια ακολούθησε μια ταχεία ανάκαμψη, με κυριότερους παράγοντες: • Τη σταθεροποίηση των τιμών της κορινθιακής σταφίδας, χάρη στην επιτυχημένη παρέμβαση του κράτους, η οποία αποτέλεσε τον προάγγελο της παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής του Μεσοπολέμου. • Τη μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, που, αν και δημιούργησε φόβους για ερήμωση της υπαίθρου, απορρόφησε το υπερβάλλον εργατικό δυναμικό και τροφοδότησε την ελληνική οικονομία με άφθονα εμβάσματα. • Τη βιομηχανική ανάπτυξη, λόγω της προστασίας που προσέφερε στην εγχώρια παραγωγή η υποτιμημένη δραχμή. • Την ανάκαμψη της ελληνικής ναυτιλίας, με το οριστικό πέρασμα από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. • Την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών υπό την πίεση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Οι εξελίξεις αυτές δεν συνιστούσαν βεβαίως ποιοτικό μετασχηματισμό και δεν εξασφάλιζαν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας. Έβγαλαν όμως τη χώρα από την κρίση και αύξησαν το διαθέσιμο πλούτο της. Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα έχει δίκαια χαρακτηριστεί ως η Belle Époque του ελληνικού κεφαλαίου. Από την άλλη πλευρά, η κατανομή του πλούτου έγινε περισσότερο άνιση. Οι νέες οικονομικές συνθήκες ευνοούσαν τα μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα, που

99

Παιδί-μετανάστης στην Αμερική με αγροτική ενδυμασία, στις αρχές του 20ού αιώνα.


Έλληνες μετανάστες στο κατάστρωμα του πλοίου που τους μεταφέρει στην Αμερική.

συνδύαζαν χρηματοπιστωτικές, εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες. Αντιθέτως, τα περιθώρια επικερδούς αξιοποίησης κεφαλαίων μικρού μεγέθους περιορίστηκαν. Στην περίοδο αυτή, ο πληθυσμός των επαρχιακών πόλεων, έδρα των μικρών και μεσαίων εμπόρων, παρέμεινε σχεδόν στάσιμος, ενώ η Αθήνα, έδρα των Τραπεζών και του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, γνώρισε σημαντική πληθυσμιακή αύξηση. Αθηναίοι αστοί στο Φάληρο γύρω στο 1920.

Επίσης, υπό την πίεση του συσσωρευμένου χρέους και του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, αυξήθηκαν σημαντικά τα φορολογικά βάρη και κυρίως οι έμμεσοι φόροι, που επιβάρυναν περισσότερο τα λαϊκά στρώματα των πόλεων. Κι αυτό, γιατί οι εργάτες και οι μικροαστοί δεν μπορούσαν να προσφύγουν στην αυτοκατανάλωση, όπως έκαναν οι αγρότες. Την ίδια εποχή, στη Θεσσαλία βρισκόταν σε έξαρση το «αγροτικό ζήτημα». Οι κολίγοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν το δικαίωμα που διέθεταν κατά την οθωμανική εποχή, να κατέχουν τη γη που καλλιεργούσαν, χωρίς οι ιδιοκτήτες να μπορούν να τους αποβάλουν· οι μεγαλοϊδιοκτήτες, αντίθετα, ήθελαν να αντιμετωπίζουν τους κολίγους ως απλούς ενοικιαστές και να τους αποβάλλουν όποτε επιθυμούσαν. Κατά την περίοδο αυτή, το ελληνικό κράτος έκλινε σαφώς προς την πλευρά των μεγαλοϊδιοκτητών. Αποκορύφωμα του «αγροτικού ζητήματος» ήταν η εξέγερση στο Κιλελέρ, το 1910. Η άνιση κατανομή του εισοδήματος, η προκλητική ευμάρεια των τραπεζιτών και των χρηματιστών, τα φορολογικά βάρη, η μαζική μετανάστευση και το «αγροτικό ζήτημα» είχαν ως αποτέλεσμα να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη ένα αίσθημα ευρείας κοινωνικής δυσπραγίας και μια ζοφερή εικόνα για τα δημόσια πράγματα, παρά τη σαφή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Η εικόνα αυτή αποτέλεσε το σκηνικό για την κατεξοχήν μικροαστική «επανάσταση» του 1909, που ήρθε να ταράξει τη γαλήνη της ελληνικής Belle Époque.

100


Ο Γ. Βεντήρης καταγράφει τις απόψεις για το κίνημα του 1909 στο Γουδή, τις οποίες συνέλεξε συνομιλώντας με πολιτικούς της εποχής Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρονεί ότι πράγματι εξέπεσεν η ολιγαρχία, ανήλθον δε εις την κυβέρνησιν νέα κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία […]. Ο Αλ. Παπαναστασίου πιστεύει ότι, κατά το 1909, η κίνησις των σωματείων, τα λαϊκά συλλαλητήρια και η εμφάνισις του Βενιζέλου σημαίνουν ανατροπήν της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και αντικατάστασιν αυτής παρά των λαϊκών τάξεων […]. Ο Γεώργιος Καφαντάρης είναι της γνώμης ότι επεκράτει γενική δυσφορία εναντίον της ανικανότητος των πολιτικών αρχηγών, της ανεπαρκείας του κοινοβουλίου και των εθνικών ατυχιών. Μια μορφή αυτής ήτο το στρατιωτικόν πραξικόπημα του Γουδί. Δεν θεωρεί καιρίαν την κοινωνικήν σημασίαν της επαναστάσεως.

Μνημείο στο Κιλελέρ, που υπενθυμίζει μέχρι σήμερα την εξέγερση του 1910, καθιστώντας την σύμβολο αγροτικών διεκδικήσεων.

Πηγή: Γ. Β. Δερτιλής, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, 1880-1909, Εξάντας, Αθήνα 1977, σσ. 176-177

1910-1922: Τα πρώτα βήματα της μεταρρύθμισης και η πολεμική οικονομία Την επαύριο της αποτυχημένης εξέγερσης του Ίλιντεν (1903), ο Ίων Δραγούμης αναφέρει: Σε πολλά τσιφλίκια οι Βούλγαροι εμοίρασαν στους χωριάτες τα χωράφια των μπέηδων και τους έπεισαν πως, όταν σηκωθούν και πάρουν τα τουφέκια και σκοτώσουν τους μπέηδες, τα χωράφια θα είναι δικά τους· έδωσαν μάλιστα σε κάθε χωριάτη ξεχωριστό και ωρισμένο μέρος των χωραφιών. Και αυτοί οι βλάκες το πίστεψαν και θα σηκωθούν, κ’ έπειτα θα τους σφάξουν ή θα τους φυλακώσουν οι Τούρκοι… Πηγή: Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Αθήνα 2005, σελ. 22

Το 1908, η επανάσταση των Νεότουρκων σηματοδότησε τη γένεση του τουρκικού εθνικισμού και το τέλος της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κοινωνικά αιτήματα του κινήματος στο Γουδή, το 1909, συμπλέκονταν στενά με την προετοιμασία της χώρας για την τελική φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Αν η Ελλάδα ήθελε να αποκτήσει νέα εδάφη, έπρεπε να επιλύσει το «αγροτικό ζήτημα», ώστε να εμπνεύσει τους μελλοντικούς στρατιώτες και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μελλοντικών υπηκόων, που στην πλειονότητά τους ήταν αγρότες. Πράγματι, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου απαγόρευσε τις εξώσεις κολίγων, ενώ το νέο Σύνταγμα του 1911 έδωσε στο κράτος τη δυνατότητα να απαλλοτριώσει μεγάλα κτήματα για να τα μοιράσει στους ακτήμονες. Αυτά βεβαίως δεν ήταν παρά τα πρώτα βήματα για την επίλυση του «αγροτικού ζητήματος». Το μέτρο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ξένο προς τη φιλελεύθερη παράδοση του ελληνικού κράτους, που θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία ιερή και απαραβίαστη, ήταν επόμενο να συναντήσει αντιδράσεις από τους συντηρητικούς κύκλους, αλλά και δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις, ακόμη και στο εσωτερικό της

101


βενιζελικής παράταξης. Η «αγροτική μεταρρύθμιση» θεσμοθετήθηκε το 1917 από την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, στο αποκορύφωμα του εθνικού διχασμού. Εντούτοις, η εφαρμογή της καθυστέρησε. Η αντιβενιζελική παράταξη, μετά τη νίκη της στις εκλογές του 1920, προσπάθησε να περιορίσει το εύρος της μεταρρύθμισης και να επιβάλει τη διατήρηση της μεγάλης γαιοκτησίας. Την πρόλαβε όμως η Μικρασιατική Καταστροφή.

Από προεκλογική ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στον Βόλο, στις 12 Οκτωβρίου 1920 […] Όσον αφορά το ζήτημα το αγροτικόν, θα προσθέσω μόνον ότι η λύσις αυτού δεν συνδέεται μόνον προς την ανάγκην να ανταποκριθώμεν προς τας απαιτήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν συνδέεται μόνον προς την ανάγκην να αυξήσωμεν την παραγωγήν […] αλλ’ αποσκοπεί και εις ένα υψηλότερον σκοπόν, διότι εν Μακεδονία, όπου πλην των ελληνικών πληθυσμών των εχόντων στερεάν ελληνικήν συνείδησιν, εν Μακεδονία, λέγω, δεν θα κατωρθούμεν να κατακτήσωμεν ψυχικώς τους πληθυσμούς αυτούς εάν δεν τοις δώσωμεν την γην την οποίαν καλλιεργούν και δεν τους κάμωμεν ιδιοκτήτας, πράγμα το οποίον από δεκαετηρίδων ήδη η βουλγαρική προπαγάνδα εν Μακεδονία έχει θέσει εις το πρόγραμμά της, ένεκα του οποίου επί μακρόν χρόνον μας είχε υπερφαλαγγίσει […]. Ε. Βενιζέλος, Τα Κείμενα, τ. Γ΄, Λέσχη Φιλελευθέρων – Μνήμη Ε. Βενιζέλου, Αθήνα 1982, σελ. 102

Αγρότες από τη Μεγαλόπολη.

Η «αγροτική μεταρρύθμιση» ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους, που στόχευε, αφενός, να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και, αφετέρου, να διασφαλίσει το αστικό καθεστώς, προλαμβάνοντας την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Μεταξύ 1911 και 1914 ιδρύθηκε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και ψηφίστηκαν νόμοι για τη δημιουργία συνεταιρισμών, για την προστασία της μισθωτής εργασίας, για τη βιομηχανία, για τη φορολογία εισοδήματος και για την καταπολέμηση της τοκογλυφίας. Επίσης, ο Βενιζέλος προσπάθησε να ενισχύσει τον έλεγχο του κράτους πάνω στην Εθνική

102


Τράπεζα, που ήταν το μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα, αλλά και η μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση της χώρας. Όπως όμως η αγροτική μεταρρύθμιση, έτσι και αρκετές από τις υπόλοιπες αλλαγές, που εισήγαγαν οι πρώτες βενιζελικές κυβερνήσεις, στην περίοδο έως το 1920, έκαναν μονάχα τα πρώτα τους βήματα.

Απόσπασμα λόγου που εκφώνησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Βουλή, στις 27 Ιανουαρίου 1920 […] Εάν αφήνωμεν έδαφος εκμεταλλεύσεως των ανατρεπτικών στοιχείων όχι μόνον εις την τάξιν την βιομηχανικήν των εργατών αλλά και εις την πολυάριθμον τάξιν των καλλιεργητών της γης, δύνασθε να εννοήσητε, κύριοι, ποία ηδύνατο να είναι τα αποτελέσματα εις μέλλον όχι μεμακρυσμένον. Ταύτα από εσωτερικής απόψεως. Από εξωτερικής δε ποία; […] Έχομεν καθήκον, όχι μόνον τους ομογενείς καλλιεργητάς της γης να αποκαταστήσωμεν εις ιδιοκτήτας, αλλά να αποκαταστήσωμεν εις ιδιοκτήτας και τους πολυαρίθμους αλλογενείς […]. Πηγή: Ν. Καμπέρης, «Αναπαραστάσεις των αγροτών στον πολιτικό και κοινωνικό λόγο του Μεσοπολέμου», στο Δ. Παναγιωτόπουλος, Δ. Π. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Η ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο. Πρακτικά συνεδρίου, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ. 371

Από την άλλη πλευρά, οι πολεμικές αναταραχές, ιδίως η έκρηξη του Ευρωπαϊκού πολέμου το 1914, που δημιούργησε εξαιρετικά προβλήματα στη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου, επέβαλαν σειρά έκτακτων παρεμβάσεων στις αγορές αγαθών και συναλλάγματος και οδήγησαν στην ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Επίσης, οι κοινωνικές διεκδικήσεις άρχισαν σταδιακά να αντιμετωπίζονται σκληρότερα. Τα έκτακτα μέτρα έγιναν ακόμη πιο έντονα μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1917. Η ελληνική οικονομία, πάντως, επέδειξε αξιοθαύμαστες αντοχές. Οι προοπτικές της χώρας ενέπνεαν εμπιστοσύνη, χάρη στις μεγάλες επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων του 19121913 και τη μετέπειτα συμμετοχή στον όμιλο των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η δραχμή ήταν το μόνο ευρωπαϊκό νόμισμα που δεν κλονίστηκε από τον πόλεμο. Η εμπορική ναυτιλία συσσώρευσε μεγάλα κέρδη λόγω των υψηλών πολεμικών ναύλων. Ομογενείς από τη Ρωσία και διάφορες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου το περιβάλλον είχε γίνει πλέον εξαιρετικά εχθρικό, μετοίκησαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους σημαντικές περιουσίες. Τέλος, οι σύμμαχοι της Αντάντ υποσχέθηκαν σημαντικές πιστώσεις, αν και μεγάλο μέρος από αυτές η Ελλάδα δεν το εισέπραξε ποτέ.

103

Χαρακτηριστική διαφημιστική αφίσα πειραιώτικου εργοστασίου κεραμοποιίας, αρχές του 20ού αιώνα.


Το κλίμα της εποχής, μέσα τις σελίδες ενός βιβλίου […] μη περιορισθέντος εις την Παλαιάν και Νέαν Ελάδα, αλλά επεκταθέντος εις την ελληνικήν πλέον Μ. Ασίαν και δη μέχρι του εσχάτου της σημείου, όπου νυν η ελληνική κατοχή, εις την Θράκην ολόκληρον μέχρι της Αδριανουπόλεως, εις την Κύπρον και τας Νήσους απάσας. […] Η Ελλάς [αναπτύσσεται] ιδία τελευταίως, κατά κλίμακα ασυνήθως προοδευτικήν διά την ιστορίαν των Εθνών […]. ((Πρόλογος (Πρόλογος)) […] Κατά το 1911 ιδρύθη το Υπουργείον της Εθνικής Οικονομίας και έκτοτε την φροντίδα διά την ανάπτυξιν της γεωργίας ανέλαβεν αυτό το Κράτος. Προ δύο ετών ιδρύθη το Υπουργείον της Γεωργίας, των Δασών και των Δημοσίων Κτημάτων και ήδη δύναταί τις ν’ αναμείνη εις το μέλλον να φθάση και η γεωργία της Ελλάδος αν όχι το σημείον της αναπτύξεως της ελληνικής ναυτιλίας, αλλά τουλάχιστον το σημείον της αναπτύξεως της βιομηχανίας. Η διάδοσις των γεωργικών γνώσεων παρά τοις γεωργοίς γίνεται συστηματικώτερον και η χρησιμοποίησις επιστημονικών μέσων εις την καλλιέργειαν ολονέν γενικεύεται. (σελ. 3) […] Σήμερον η ελληνική βιομηχανία, πραγματοποιήσασα σημαντικά κέρδη κατά τα έτη του παγκοσμίου πολέμου, πρόκειται να λάβη νέαν προς τα πρόσω ώθησιν […] Η αντικατάστασις των παλαιών εγκαταστάσεων και μηχανών και μηχανημάτων διά των νέων τελειοτάτων, χάρις εις τα υπάρχοντα κεφάλαια είναι δυνατή και εύκολος, επίσης και η μόρφωσις καταλλήλου εξειδικευμένου εργατικού προσωπικού […]. Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας προοιωνίζεται ευρύ και λαμπρόν. (σελ. 8) […] Διά της αναπτύξεως των μέσων της συγκοινωνίας, διά της διαδόσεως εμπορικών γνώσεων και διά της νομοθετήσεως διαφόρων νομοθετικών μέτρων, σκοπούντων την ανάπτυξιν του πνεύματος του συνεταιρισμού και της συνεργασίας και συμπράξεως μεταξύ των εμπορευομένων, η εμπορική κίνησις και ζωή της Ελλάδος αυξάνει και προοδεύει ολονέν […]. (σελ. 23) Πηγή: Γ. Ν. Μιχαήλ, Ελληνικός Οδηγός 1920, «GEO» Κυριέρης – Γιαννόπουλος και Σία, Αθήνα

Αύγουστος 1922: η Σμύρνη παραδίδεται στις φλόγες.

104


Οι αισιόδοξες διατυπώσεις του Ελληνικού Οδηγού 1920 αντανακλούσαν το κλίμα της εποχής. Ίσως όμως και να προσπαθούσαν να εξορκίσουν τις ανησυχίες που είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Ήδη το καλοκαίρι του 1919, μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, διατυπώνονταν αμφιβολίες για τις δυνατότητες μιας μακρόχρονης στρατιωτικής εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Τα δημόσια οικονομικά ακολούθησαν έκτοτε φθίνουσα πορεία και τον Μάρτιο του 1922 είχαν ήδη καταρρεύσει, προαναγγέλλοντας την κατάρρευση του μετώπου, λίγους μήνες αργότερα.

1923-1932: Η ριζοσπαστική εφαρμογή της μεταρρύθμισης, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής Έκτακτες και διαρκείς δαπάνες Αι έκτακτοι δαπάναι ανήλθον κατά την διάρκειαν των εχθροπραξιών εις 12.552.239.404 δραχμάς. Αλλ’ ανεξαρτήτως τούτων, των άπαξ διά παντός δαπανηθέντων ποσών, ο πόλεμος εκληροδότησεν εις ημάς και αύξησιν διαρκών δαπανών οφειλομένων ου μόνον εις τους πρόσφυγας και εις τα άλλα θύματα του πολέμου αλλά και εις την ύψωσιν των τιμών, την αναπτυχθείσαν τάσιν προς εξάρτησιν των πάντων από του κράτους, την αύξησιν του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των μισθών αυτών, εις την μεγάλην εξόγκωσιν της υπηρεσίας του δημοσίου χρέους και εις πολλούς άλλους λόγους, κυρίως δε την ύψωσιν του συναλλάγματος, εξ ης άλλως προήλθον πολλαί των ανωτέρω απαριθμηθεισών αυξήσεων. Πηγή: Ανδρέας Μ. Ανδρεάδης, Έργα, τ. ΙΙ, Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1939, σσ. 625-626

Απολογισμός της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος για το 1928, από το Διοικητή της, Ι. Δροσόπουλο Πρέπει πάντες να εννοήσωμεν καλώς τούτο: ότι εκ της άνευ προηγουμένου πολεμικής περιπετείας εξήλθομεν και ατομικώς και συνολικώς πτωχότεροι οικονομικώς. Πηγή: Κ. Κωστής, Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 1914-1940, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2003, σελ. 361

Ο πόλεμος, η ήττα και οι δαπάνες για την ανασυγκρότηση δεν προκάλεσαν μόνο άμεσες οικονομικές δυσκολίες· η Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και η Σοβιετική Επανάσταση, είχαν ευρύτερες και πολύ πιο μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Οι Έλληνες έμποροι, τραπεζίτες και χρηματιστές έχασαν οριστικά τη θέση που κατείχαν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Νότιας Ρωσίας με στις βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης. Έπαψαν έτσι να στέλνουν στην Ελλάδα κεφάλαια, εμβάσματα και δωρεές, που έως τότε τροφοδοτούσαν πολλαπλά την εγχώρια οικονομία. Μετά το 1922, οι μόνες δραστηριότητες που θύμιζαν την παλαιά κλίμακα

105


Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταλείπουν τη Σμύρνη. Φωτογραφία του Ερυθρού Σταυρού.

της διεθνούς επιχειρηματικής παρουσίας των Ελλήνων ήταν οι ναυτιλιακές. Από την άλλη πλευρά, μεταξύ 1912 και 1923 η εδαφική έκταση της χώρας διπλασιάστηκε. Οι νέες επαρχίες στο βορρά ήταν δυνητικά εύφορες, καθώς περιλάμβαναν εκτεταμένες πεδιάδες και αρδεύονταν από δεκάδες ποταμούς. Οι οικονομικές δομές τους υστερούσαν όμως σημαντικά σε σχέση με τη λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα». Εκτεταμένα έλη κάλυπταν τις πεδινές περιοχές, η ελονοσία ενδημούσε, η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν χαμηλή. Κυρίαρχη μορφή γαιοκτησίας ήταν τα τσιφλίκια, που συνδυάζονταν με την ημινομαδική κτηνοτροφία.

Αίτηση πρόσφυγα από την Καππαδοκία για την εκκαθάριση της εγκαταλειφθείσης περιουσίας του, σύμφωνα με την ελληνοτουρκική σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών.


Ορφανά προσφυγόπουλα της Μικράς Ασίας στην Κέρκυρα.

Επιπλέον, στις νέες βόρειες επαρχίες κατοικούσε αρχικά ένα μωσαϊκό από διαφορετικές φυλετικές και θρησκευτικές ομάδες: Ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Έλληνες, Σλάβοι, Βλάχοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Αρμένηδες, Πομάκοι, Σαρακατσάνοι. Η συμβολή των ανταλλαγέντων πληθυσμών το 1923 ήταν καθοριστική για την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία. Εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι, Τούρκοι και Βούλγαροι, αποχώρησαν και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν ακόμη περισσότεροι Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Δεν γνωρίζουμε αν η Ελλάδα θα είχε καταφέρει να διατηρήσει τις νέες βόρειες επαρχίες της αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η συγκλονιστική και ιδιαίτερα επώδυνη, από ανθρωπιστική άποψη, ανταλλαγή. Την ίδια ακριβώς εποχή, οι ΗΠΑ έλαβαν δρακόντεια μέτρα για τον περιορισμό της μετανάστευσης. Έκλεισε έτσι μια ασφαλιστική δικλίδα, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 και έπειτα είχε αποτελέσει σημαντική διέξοδο για τους ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί οξύ πρόβλημα υποαπασχόλησης στην ύπαιθρο και ανεργίας στις πόλεις. Έτσι, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής το ελληνικό κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με προβλήματα πολύ πιο περίπλοκα και σοβαρά από εκείνα που είχε αντιμετωπίσει έως τότε. Μια νέα κοινωνία έπρεπε να δημιουργηθεί, σχεδόν εκ του μηδενός· η ζωή και το μέλλον εκατομμυρίων ανθρώπων –γηγενών, προσφύγων και ανταλλαξίμων– έπρεπε να τακτοποιηθούν και να εξασφαλιστούν. Υπό τις έκτακτες αυτές συνθήκες, οι οικονομικές κυρίως μεταρρυθμίσεις που είχαν σχεδιάσει οι βενιζελικές κυβερνήσεις της περιόδου 1909-1920 όχι μόνο τέθηκαν

107

Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ιδρύουν οργανώσεις για την άμβλυνση των προβλημάτων τους με συλλογική δράση. Εδώ, αποδείξεις πληρωμών σε διάφορα μικρασιατικά σωματεία της Θεσσαλονίκης.


σε πλήρη εφαρμογή, αλλά και διευρύνθηκαν σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η αγροτική μεταρρύθμιση άρχισε να υλοποιείται με γοργούς ρυθμούς από το 1923, με κύριο στόχο να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες και οι ανταλλάξιμοι που είχαν συρρεύσει από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η γη που διένειμε τότε το κράτος ανήκε προηγουμένως κυρίως σε μουσουλμάνους (Τούρκους και Βουλγάρους) που είχαν αποχωρήσει, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, καθώς και σε Έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες. Με τον τρόπο αυτό, η μικρή αγροτική ιδιοκτησία επιβλήθηκε ως κυρίαρχο πρότυπο γαιοκτησίας.

O Παντελής Πουλιόπουλος, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ (1924-1926), αναφέρει: […] Τα συνθήματα «η γη στους χωρικούς» – «απαλλοτρίωση των τσιφλικιών χωρίς αποζημίωση» ήτανε πραγματικά ίσαμε το 1923-24 τα κεντρικά επαναστατικά συνθήματα του Κόμματος στα χωριά. Σ’ αυτά τα συνθήματα κυρίως βασίζαμε στην περίοδο εκείνη τη συμμαχία του προλεταριάτου με τους εργαζόμενους στον κάμπο και την προπαγάνδα των αρχών μας στα χωριά. Από τότε τα συνθήματα αυτά περάσανε σαν καθολικά συνθήματα σε δεύτερη μοίρα, κρατήσανε μόνο μια πολύ περιορισμένη τοπική σημασία. Ο λόγος είναι η αστική αγροτική μεταρρύθμιση που έγινε στο αναμεταξύ […]. Πηγή: Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;, Αθήνα 1972, σελ. 46

Παραγωγή καπνού: λιάσιμο σε πλέγματα.

108


Καπνεργάτριες συσκευάζουν τσιγάρα.

Η διανομή της γης συνοδεύτηκε από μια σειρά μέτρων, που αγκάλιαζαν όλες τις λειτουργίες της αγροτικής παραγωγής: ίδρυση οργανισμών για τη στήριξη της εμπορίας και των τιμών των αγροτικών προϊόντων, προώθηση της γεωπονικής έρευνας, διάδοση βελτιωμένων ποικιλιών φυτών και ζώων, γεωργική εκπαίδευση, αποξηραντικά και αρδευτικά έργα. Το σπουδαιότερο μέτρο ήταν χωρίς άλλο η ίδρυση της δημόσιας Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, το 1929. Η Αγροτική Τράπεζα υποκατέστησε σταδιακά τις ιδιωτικές τράπεζες στο ρόλο του χρηματοδότη της αγροτικής παραγωγής, απέκτησε τον έλεγχο των αγροτικών συνεταιρισμών και έγινε ο κύριος μηχανισμός εφαρμογής της γεωργικής πολιτικής. Οι αλλαγές στον αγροτικό τομέα στόχευαν στην αύξηση της παραγωγής σίτου, που έως τότε εισήγετο κατά μεγάλο ποσοστό από το εξωτερικό. Η σιτάρκεια θα εξοικονομούσε πολύτιμο συνάλλαγμα. Ταυτόχρονα, έβρισκαν απασχόληση οι υποαπασχολούμενοι αγροτικοί πληθυσμοί και αξιοποιούνταν εύφορες εκτάσεις που έως τότε ήταν ακαλλιέργητες. Στα ίδια χρόνια αυξήθηκε επίσης η καπνοκαλλιέργεια, παρέχοντας ανέλπιστη βοήθεια στους αγρότες κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, γηγενείς και πρόσφυγες, καθώς και πολύτιμο συνάλλαγμα στη χώρα. Ο καπνός ξεπέρασε σε σημασία τη σταφίδα και μεταξύ 1922 και 1940 αποτελούσε σχεδόν το 50% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, μολονότι μετά το 1927 η τοποθέτησή του στις διεθνείς αγορές παρουσίαζε προβλήματα. Η οικονομία του καπνού ήταν κρίσιμη για την κοινωνική ειρήνη σε πόλεις όπως η Ξάνθη, η Δράμα, η Καβάλα και η Θεσσαλονίκη, όπου είχε αναπτυχθεί το καπνεργατικό κίνημα, το πλέον μαζικό και ριζοσπαστικό τμήμα του εργατικού κινήματος στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η αγροτική πολιτική ενσωμάτωσε έντονα μεταρ-

109


Παράγκες στην προσφυγική γειτονιά της Παλιάς Κοκκινιάς, 1929.

ρυθμιστικά στοιχεία, προς όφελος των αγροτών. Αντιθέτως, στις πόλεις, η αποκατάσταση των προσφύγων, που είχαν συγκεντρωθεί στους συνοικισμούς, δεν σημείωσε ιδιαίτερη πρόοδο. Οι συνθήκες ζωής εκεί άγγιζαν τα όρια της εξαθλίωσης και οδηγούσαν σε μαχητικές κοινωνικές συγκρούσεις. Παρότι την ίδια εποχή προωθήθηκε σημαντικά η νομοθεσία για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ο τρόπος αντιμετώπισης της κοινωνικής αναταραχής στις πόλεις ήταν κυρίως η καταστολή. Οι εργατικές απεργίες άφηναν συχνά πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που συνόδευε την ανάπτυξη της βιομηχανίας έκανε συχνά επιφυλακτικούς τους Έλληνες πολιτικούς απέναντι σε αυτή την προοπτική. Μετά το 1922, όμως, η έλλειψη συναλλάγματος έκανε επιτακτική την ανάγκη υποκατάστασης των βιομηχανικών εισαγωγών με εγχώρια προϊόντα. Επίσης, η βιομηχανική ανάπτυξη ήταν η μόνη ελπίδα να απορροφηθούν οι άνεργοι, πρόσφυγες και γηγενείς, που συνωστίζονταν στα αστικά κέντρα. Έτσι, το 1923, ψηφίστηκε το πρώτο πραγματικά προστατευτικό για τη βιομηχανία ελληνικό δασμολόγιο, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1926. Αλλά η κυριότερη ώθηση στην εγχώρια βιομηχανική παραγωγή προήλθε από την προστασία που πρόσφερε η υποτιμημένη δραχμή. Τα χρόνια εκείνα η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε γρήγορη αύξηση, χωρίς όμως ιδιαίτερη ποιοτική βελτίωση. Σε κάθε περίπτωση, λόγω της υστέρησης των νέων επαρχιών, η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν λιγότερο βιομηχανική και περισσότερο αγροτική απ’ ό,τι έως το 1912. Τα ποσοστά βιομηχανικής απασχόλησης που είχαν καταγραφεί το 1907 δεν επρόκειτο να ξεπεραστούν πριν από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μια άλλη πολύ σημαντική μεταρρύθμιση της περιόδου αυτής ήταν η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος. Η ανόρθωση της χώρας και η αποκατάσταση των προσφύγων στηρίχθηκε σε εκτεταμένο εξωτερικό δανεισμό υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία έθεσε ως προϋπόθεση να ανατεθεί η έκδοση του χαρτονομίσματος (που έως τότε εξέδιδε η ιδιωτική Εθνική Τράπεζα) σε εξειδικευ-

110


μένη κεντρική Τράπεζα. Έτσι, το 1928, ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, δημόσιος οργανισμός ο οποίος ανέλαβε την επίβλεψη της εύρυθμης λειτουργίας του νομισματοπιστωτικού συστήματος. Η εξαιρετική σημασία αυτής της μεταρρύθμισης επρόκειτο να φανερωθεί πολύ σύντομα, υπό τις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Η πτώχευση του 1932, το τέλος της βενιζελικής περιόδου και οι καρποί της βενιζελικής μεταρρύθμισης Η παγκόσμια κρίση των ετών 1929-1932 δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας. Η προηγούμενη περίοδος είχε επισωρεύσει τεράστια χρέη. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε απεγνωσμένα να αποφύγει την υποτίμηση της δραχμής και τη χρεοκοπία, αναζητώντας νέα δάνεια από το εξωτερικό. Δεν το κατάφερε, και έτσι την Πρωτομαγιά του 1932 το ελληνικό κράτος κήρυξε πτώχευση. Λίγες μέρες αργότερα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου παραιτήθηκε. Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη της μεγάλης βενιζελικής μεταρρύθμισης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932 άφησε βαθιά σημάδια στην ελληνική οικονομία, καθώς την ώθησε να στηριχθεί για πολλές δεκαετίες αποκλειστικά στην κρατική προστασία και στα φθηνά μεροκάματα, ενώ ταυτόχρονα απουσίαζε η τεχνολογική πρόοδος και η οργανωτική καινοτομία. Όμως, μετά την πτώχευση του 1932, η Ελλάδα ανέκαμψε ταχύτερα από ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες. Και σε αυτό τη βοήθησαν κυρίως οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις που είχαν προηγηθεί, οι οποίες τώρα πλέον απέδιδαν καρπούς. Οι στρεμματικές αποδόσεις των δημητριακών, που έως το 1932 χειροτέρευαν συνεχώς, από το 1933 και μετά παρουσίασαν σημαντική ανάκαμψη και ανέκτησαν το χαμένο έδαφος. Η επέκταση της καλλιέργειας έδωσε πολύ μεγαλύτερες σοδειές και περιόρισε σημαντικά την ανάγκη εισαγωγών. Η Αγροτική Τράπεζα –που είχε μόλις ιδρυθεί– κατάφερε, παρά την κρίση, να εξασφαλίσει την ομαλή ροή των πιστώσεων που είχε ανάγκη η γεωργία. Στο μέτωπο της νομισματικής ισορροπίας, οι παρεμβάσεις της επίσης νεαρής Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία έως το 1932 πολλοί θεωρούσαν άχρηστη και θνησιγενή, θα επιτύχουν να σταθεροποιήσουν τη δραχμή και τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της χώρας. Οι κυβερνήσεις μετά το 1932, παρότι ανήκαν στην αντίπαλη πολιτική παράταξη, βάδισαν πάνω στα ίδια χνάρια. Όπως μπορούμε να κρίνουμε σήμερα, αν το ελληνικό κράτος κατάφερε να επιβιώσει στις ακραίες συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίσης και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη μεγάλη βενιζελική μεταρρύθμιση. Ας αναλογιστούμε μόνο ότι πάρα πολλοί από τους Έλληνες που πολέμησαν ηρωικά στην Αλβανία, υπερασπίστηκαν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί από το κράτος λίγα χρόνια νωρίτερα.

111

Οι δύο όψεις του τραπεζογραμματίου των 500 δραχμών της Τράπεζας της Ελλάδος, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1933.


Ο Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, 1920.

112


ΒΕΝΙΖΕλΙΣΜoΣ ΚΑΙ ΠΡoΣΦΥΓΕΣ

Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου συνδέεται στενά με το βενιζελισμό. Ο αλυτρωτισμός των Μικρασιατών Ελλήνων σχετίστηκε με τη βενιζελική μεγαλοϊδεατική πολιτική, ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή χρεώθηκε στους αντιβενιζελικούς. Η ικανοποίηση των πρώτων στοιχειωδών αναγκών των προσφύγων, η αποκατάστασή τους και η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία υπήρξε μια τεράστια προσπάθεια, στην οποία πρωτοστάτησε ο βενιζελικός πολιτικός κόσμος. Η σχέση προσφύγων και Βενιζέλου κλονίστηκε σε διάφορες περιστάσεις, κυρίως με την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930, αλλά οι πρόσφυγες παρέμειναν σε μεγάλο ποσοστό στο βενιζελικό στρατόπεδο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μεσοπολέμου.

Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή προκειμένου να περιέλθει στην Ελλάδα ένα τουλάχιστον τμήμα της Μικράς Ασίας με ισχυρή δημογραφικά και ακμαία οικονομικά ελληνική παρουσία, ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Στα τέλη Απριλίου του 1919, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης των Παρισίων, αποφασίστηκε η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Σμύρνη, που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο. Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, ανατέθηκε στην Ελλάδα η προσωρινή διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης. Οι κάτοικοί της θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα, ύστερα από πέντε χρόνια, αν επιθυμούσαν την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα.

113

Νίκος Ανδριώτης Ιστορικός


Η ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Ειρήνης. Παρίσι, Ιούνιος 1919.

Αναμνηστική κάρτα για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.

Ο Βενιζέλος είχε δώσει αυστηρές εντολές τόσο στον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη όσο και στις στρατιωτικές αρχές για ισότιμη αντιμετώπιση των σύνοικων πληθυσμών της περιοχής. Όταν μάλιστα προέκυψαν επεισόδια, λίγο μετά την απόβαση των Ελλήνων στρατιωτών, οι ένοχοι τιμωρήθηκαν αυστηρά. Παρά τις δυσκολίες, οι προσπάθειες της ελληνικής διοίκησης Σμύρνης για την περίθαλψη των προσφύγων που είχαν καταφύγει στην πόλη από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, τη δημόσια υγιεινή, την εκπαίδευση και την οικονομία απέδωσαν καρπούς. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαξαν στάση και υποστήριξαν τον Κεμάλ, που είχε εδραιώσει την εξουσία του. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έλλειψη ευελιξίας των ελληνικών αρχών στα νέα αυτά δεδομένα, οδήγησαν σταδιακά, από το καλοκαίρι του 1921, στην Καταστροφή, που ήρθε ένα χρόνο αργότερα. Ο Βενιζέλος, εγκαταλείποντας

Έλληνες στρατιώτες στη Μικρά Ασία.

114


Φωτογραφικό υλικό του Ερυθρού Σταυρού από την καταστροφή της Σμύρνης.

το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, που είχε ακολουθήσει πιστά κατά την προηγούμενη δεκαετία, υποστήριξε επανειλημμένα το 1921 την ανάγκη για σύμπτυξη του μετώπου στην περιοχή της Σμύρνης και για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Μέσα σε λίγες ημέρες, τον Αύγουστο του 1922, το μέτωπο κατέρρευσε και οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, για να ακολουθήσει πυρπόληση της πόλης και σφαγή πολλών κατοίκων της. Χιλιάδες πρόσφυγες ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό επιβιβαζόμενοι σε πλοία. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου έφθασαν στην ελληνική πλευρά των συνόρων όσοι Έλληνες είχαν απομείνει στην Ανατολική Θράκη, ενώ οι τελευταίοι (περίπου 190.000) πρόσφυγες από την κεντρική και την ανατολική Μικρά Ασία και τον Πόντο μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με τη φροντίδα της Μεικτής Επιτροπής Ανταλλαγής, το 1923 και το 1924.

Η σύμβαση ανταλλαγής της λωζάνης Υπολογίζεται ότι ως το τέλος του 1922 είχαν φθάσει στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες. Η πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί μετά την αναγκαστική έξοδο χιλιάδων Ελλήνων από τις εστίες τους και την άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί την επιστροφή τους συνιστούσε ανθρωπιστική τραγωδία. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, ο Βενιζέλος δεν είχε περιθώρια χρόνου. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας, με την εξαίρεση των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, όπως και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Η συμφωνία αυτή διέφερε σημαντικά από αντίστοιχες προηγούμενες, καθώς για πρώτη φορά καθιέρωνε τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα. Όταν έγινε γνωστή η υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάνης και οι όροι της, οι πρόσφυγες που βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα αντέδρασαν με υπομνήματα, ψηφίσματα διαμαρτυρίας και συλλαλητήρια. Ωστόσο, η υπογραφή της σύμβασης διευκόλυνε τα σχέδια των ηγετών των δύο χωρών, Ελευθέριου Βενιζέλου και Μουσταφά Κεμάλ, για την αναγνώριση και διασφάλιση των συνόρων τους, την

115

Έλληνες πρόσφυγες με πόνο και απόγνωση εγκαταλείπουν τη Μικρά Ασία.


Η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, στη Λωζάνη, 1923.

επίτευξη εθνικής ομοιογένειας και την απρόσκοπτη ενασχόληση με την εσωτερική ανάπτυξη της καθεμιάς από τις δύο χώρες, ενώ συγχρόνως έβρισκε σύμφωνη και την Κοινωνία των Εθνών.

Η άποψη των προσφύγων για το ρόλο του Βενιζέλου μετά το 1922 Οι πλούσιοι όλοι φύγανε. […] Οι υπόλοιποι, που δεν είχαν πολλά λεφτά, έμειναν δυο τρεις μήνες. Ο Βενιζέλος έστειλε βαπόρια να τους πάρει. – Εάν σφάξετε έναν από τους δικούς μας, είπε ο Βενιζέλος, τότε και οι Τούρκοι όλοι θα σφαγούν της Ελλάδος! Ακόμα υπήρχαν Τούρκοι στην Κρήτη και στη Μυτιλήνη. Πολλοί Τούρκοι. Αν δεν ήταν ο Βενιζέλος, οι Τούρκοι όλους θα τους σκότωναν. Κακούργοι είναι. Μαρτυρία Ευρυδίκης Κυριακοπούλου, από τη Μερσίνα Πηγή: Η Έξοδος, τ. Β΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1982, σελ. 522

Η υπογραφή της σύμβασης ανταλλαγής της Λωζάνης το 1923 Μου φαίνεται ακόμη και τώρα πολύ δύσκολο να βρω δικαιολογία γιατί ο Βενιζέλος δέχτηκε –αυτός που έκανε όλους τους Έλληνες σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή να πιστέψουν την πραγματοποίηση του όνειρου της Μεγάλης Ελλάδας– να γίνουμε εμείς, οι πρόσφυγες, αντικείμενο ανταλλαγής και συναλλαγής. Δέχτηκε να συρρικνωθεί ο Ελληνισμός. Δέχτηκε να χαθεί τόσος πλούτος, στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Κι ήμαστε εμείς, οι Μικρασιάτες, που πρώτοι πιστέψαμε στο θαύμα κι έπειτα αποδώσαμε την Καταστροφή στους βασιλικούς και όχι στην εθνική ελληνική πολιτική, καθώς θα έπρεπε. Κι ήμαστε εμείς που στηρίξαμε τον Βενιζέλο. Τα «βενιζελόμουτρα». Υπάρχει πιο οξύμωρο σχήμα στην πολιτική ζωή των τελευταίων εξήντα ετών αυτού του τόπου; Μαρτυρία Β. Κουκουναρά, από το Αϊβαλί Πηγή: Άννα Παναγιωταρέα, Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 137

116


Αριστερά: Άφιξη προσφύγων στην Ελλάδα.

Επιστολή Ελ. Βενιζέλου από τη Λωζάνη (26 Ιανουαρίου 1923) προς τον Αριστείδη Κυριακίδη, διευθυντή του πολιτικού του γραφείου την περίοδο 1918-1920 Τι έχομεν να ωφεληθώμεν αρνούμενοι την υπογραφήν αυτήν; Πώς να διευκολύνωμεν την εγκατάστασιν 1.250.000 προσφύγων, εάν αι 350.000 Μουσουλμάνων δεν απέλθουν εξ Ελλάδος; Πώς να εξασφαλίσωμεν εις τας μυριάδας των προσφύγων την αποζημίωσιν των εγκαταλειφθεισών περιουσιών των, ήτις θα διευκολύνη αυτούς εις ανάληψιν νέου βιοποριστικού επαγγέλματος; Πώς να προλάβωμεν την έξωσιν και των εν Κωνσταντινουπόλει Ελλήνων; […] Θέλετε να αρνηθώμεν την υπογραφήν και όλα τα εντεύθεν πλεονεκτήματα, διότι ελπίζετε ότι ούτω θα επανέλθετε ευκολώτερον εις Τουρκίαν; Αλλά τοιαύτη επάνοδος δεν θα επιτευχθή διά της παρεμβάσεως τρίτων, αλλά μόνον δι’ ενδεχομένης μεταβολής των σκέψεων της τουρκικής κυβερνήσεως, ήτις δύναται ίσως να αχθή εις τούτο, εξ οικονομικών λόγων. Αλλ’ η υπογραφή της συμφωνίας δεν εμποδίζει τούτο. Εφ’ όσον είς των σημερινών προσφύγων επιτύχη καθ’ ένα ή κατ’ άλλον τρόπον ν’ αποσπάση άδειαν της τουρκικής κυβερνήσεως προς εγκατάστασίν του εν Τουρκία δύναται να επανέλθη εκεί. Επειδή όμως τούτο δεν είναι πιθανόν να γίνη, προ της παρελεύσεως ετών τινών, εν τω μεταξύ τουλάχιστον οι πρόσφυγες δεν θα λιμοκτονούν και θα δυνηθούν αποζημιούμενοι να επιδοθούν εις κερδοφόρον τινά εργασίαν εν Ελλάδι. Ταύτα ενόμισα αναγκαία εις απάντησιν του τηλεγραφήματός σας. Γνωρίζω ότι ο προσφυγικός κόσμος θα με αναθεματίση δι’ αυτό που κάμνω. Αλλ’ έχω την συνείδησιν ήσυχον ότι εργάζομαι προς το συμφέρον αυτού.

Επάνω: Από τις πρώτες προσπάθειες προσωρινής στέγασης των προσφύγων. Εδώ, στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Πηγή: Στέφανος Ι. Στεφάνου, Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η ζωντανή ιστορία της δραματικής περιόδου του έθνους 1909-1936, τ. Γ΄, Αθήνα 1983, σελ. 286

117


Η αποκατάσταση των προσφύγων Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες των προσφύγων αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το κράτος, καθώς και από ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση, ανίσχυρη να αντιμετωπίσει μόνη το τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, ζήτησε τη συνδρομή της Κ.τ.Ε., με υπόδειξη της οποίας ιδρύθηκε τo 1923 η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.). Η Ε.Α.Π. ανέλαβε, με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους, το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Η πρόνοια για αποκατάσταση δεν αφορούσε μόνο τους πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα μετά το 1922, αλλά και όσους είχαν έρθει κατά τα προηγούμενα έτη, από τους Βαλκανικούς πολέμους και εξής. Υπήρξε σχεδιασμός να αποκτήσουν οι πρόσφυγες απασχόληση ίδια ή συναφή με αυτήν που είχαν στην πατρίδα τους και να εγκατασταθούν μαζί όσοι προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή, έστω, την ευρύτερη περιοχή του.

Επάνω: Προσφυγικός συνοικισμός στην Αθήνα. Δεξιά: Τύπος αγροτικού σπιτιού δύο οικογενειών, κατασκευασμένου από την Ε.Α.Π.

Η αποκατάσταση διακρίθηκε σε αγροτική –που συνίστατο σε παροχή γεωργικού κλήρου και στέγης, ενίοτε και γεωργικών εφοδίων– και σε αστική, που αφορούσε μόνο τη στέγαση και δεν περιλάμβανε πρόνοια για εύρεση εργασίας, εκτός από τη χορήγηση μικρού αριθμού δανείων για την άσκηση επαγγελμάτων στα οποία διέθεταν εμπειρία. Η Ε.Α.Π. έδωσε προτεραιότητα στην αγροτική αποκατάσταση, που μπορούσε να επιτευχθεί γρηγορότερα και οικονομικότερα. Η ταχεία αποκατάσταση απέβλεπε στη δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, γεγονός που εξυπηρετούσε όχι μόνο άμεσες ανάγκες αλλά και τη διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας και την αποφυγή αναταραχών στην ελληνική κοινωνία, όπως επιθυμούσε και ο Βενιζέλος. Πολλές οικογένειες προσφύγων, που δεν κατάφεραν να υπαχθούν στην κρατική μέριμνα, στεγάστηκαν για πολλά χρόνια υποτυπωδώς. Η Ε.Α.Π. λειτούργησε ως το τέλος του 1930, επιτελώντας τεράστιο έργο, αν ληφθούν μάλιστα υπόψη οι αντικειμενικές δυσχέρειες.

118


Οι συνέπειες του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930 Η σύμβαση ανταλλαγής της Λωζάνης προέβλεπε την αποζημίωση των ανταλλάξιμων προσφύγων από το κράτος υποδοχής για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους με βάση την εκτίμηση της αξίας τους από τη Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία, παρά τους ποικίλους φορείς που συστάθηκαν για το σκοπό αυτό στην Ελλάδα, ήταν τεράστιο, προχωρούσε αργά και η διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά. Για να αντιμετωπιστεί η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, η Εθνική Τράπεζα άρχισε από το 1925 να δίνει προκαταβολή της αποζημίωσης, αντί των δανείων που χορηγούσε μέχρι τότε στους πρόσφυγες.

Ο Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού στην Άγκυρα, μετά την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο στην εκτίμηση των εγκαταλειφθεισών περιουσιών και έχοντας προκρίνει ως στόχο της εξωτερικής πολιτικής του την ελληνοτουρκική προσέγγιση, υπέγραψε τον Ιούνιο του 1930 στην Άγκυρα Σύμφωνο Φιλίας, που περιλάμβανε και συμψηφισμό των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών. Με τη συμφωνία αυτή ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ανταλλαγής των πληθυσμών και οι εγκαταλειφθείσες περιουσίες περιέρχονταν νόμιμα στην απόλυτη κυριότητα των δύο κυβερνήσεων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά των προσφύγων και ρήγμα στη σχέση του Βενιζέλου με τους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες αντέδρασαν κυρίως στο συμψηφισμό των περιουσιών των ανταλλαξίμων, που τους στερούσε κάθε προοπτική ανάκτησης της παλιάς οικονομικής και κοινωνικής κατάστασής τους στη νέα πατρίδα.

119


Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου το 1930 Κατηγορώ την κυβέρνησιν ενώπιον του Ελληνικού Λαού ότι διά της επιμονής της και προς κύρωσιν της συμφωνίας ταύτης διαιρεί διά μίαν ακόμη φοράν τον Ελληνικόν Λαόν εις τρία διάμαχα στρατόπεδα. Κατηγορώ επίσης την Κυβέρνησιν ότι ζημιοί τον εθνικόν πλούτον προς όφελος των Τούρκων, ίσην ζημίαν προς ολόκληρον το δημόσιον χρέος της Ελλάδος […]. Επίσης μου είναι απολύτως βέβαιον ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει άρει την εμπιστοσύνην του από την Κυβέρνησιν. Παρέμβαση του βουλευτή Μ. Τσιγδέμογλου, στη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1930 Πηγή: Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, τ. Β΄, περίοδος Β΄, σύνοδος Β΄, Πειραιάς 1931, σελ. 1.281

Δήλωση δεκαπέντε προσφύγων βουλευτών στη Βουλή για την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου (Συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1930) Παρά τους φυσικούς ημών δισταγμούς, προερχομένους εκ ψυχολογικών ιδία λόγων, ψηφίζομεν την συμφωνίαν μετά της Τουρκικής Δημοκρατίας, αποβλέποντες προς αυτήν ως προς πολιτικήν πράξιν, προάγουσαν την ειρήνην εις τα Βαλκάνια και εξασφαλίζουσαν την εν ειρήνη ανάπτυξιν της Ελλάδος, πιστεύοντες εξ άλλου βαθέως ότι η κυβέρνησις, αποδεχθείσα την γνωμάτευσιν των ουδετέρων μελών της Μικτής Επιτροπής, δεν θεωρεί ποσώς τερματισθείσας τας πολλαπλάς υποχρεώσεις του Κράτους προς τον προσφυγικόν κόσμον, όστις υπήρξεν το τραγικόν θύμα της Εθνικής ιδέας εκ λόγων ηθικών υπερτάτων και εκ λόγων Εθνικής ιδέας επιβεβλημένης. Πηγή: Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, τ. Β΄, περίοδος Β΄, σύνοδος Β΄, Πειραιάς 1931, σελ. 1.289

Αγόρευση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή, στις 25 Ιουνίου 1930 Είμαι βέβαιος ότι υπογράψας την σύμβασιν της Αγκύρας και ζητών να τερματίσω το λεγόμενον ζήτημα της ολοκληρωτικής αποζημιώσεως, προσφέρω μίαν μεγάλην υπηρεσίαν και εις τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και όχι ολιγώτερον εις τα αληθή συμφέροντα του προσφυγικού κόσμου, ο οποίος άλλως τε, διά της προχθεσινής στάσεώς του, ότε επεζητήθη η συγκέντρωσις διαφόρων συλλαλητηρίων, και διά της γνώμης των εγκύρως αντιπροσωπευόντων αυτόν εις την αίθουσαν ταύτην, ο προσφυγικός κόσμος, λέγω, απέδειξε πόσον είναι δικαία η εκτίμησις, την οποίαν όλοι τρέφομεν προς αυτόν, ως αποτελούντα έν των πλέον επιλέκτων τμημάτων της εθνικής οικογενείας. Ιδιαιτέρως με συγκινεί η στάσις των βουλευτών εκείνων, οι οποίοι θεωρούνται ως προερχόμενοι ειδικώτερον εκ του προσφυγικού κόσμου και οι οποίοι δεν εδίστασαν εν τη μεγάλη των πλειονοψηφία να σκεφθούν ως Έλληνες, γνωρίζοντες ότι εις τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος θα εύρουν την υποστήριξίν των και την θεραπείαν των και τα ιδιαίτερα συμφέροντα του προσφυγικού κόσμου. Η στάσις των αυτή και με συγκινεί και με ενθαρρύνει διά το μέλλον της χώρας ταύτης, και διά τούτο, κύριοι, ζητώ από την Εθνικήν Αντιπροσωπείαν την κύρωσιν των συμφωνιών μεταξύ της Αγκύρας [και

120


ημών], δι’ ων τερματίζονται όλαι αι οικονομικαί διαφοραί, αι οποίαι επήγασαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, είτε εκ της συμβάσεως της ανταλλαγής, είτε εκ της συμβάσεως της Λωζάννης. Πηγή: Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, τ. Β΄, περίοδος Β΄, σύνοδος Β΄, Πειραιάς 1931, σελ. 1.326

Σε πολιτικό επίπεδο, από το στρατόπεδο των βενιζελικών, οι προοδευτικοί του Γεώργιου Καφαντάρη αντέδρασαν περισσότερο, καταγγέλλοντας τις συμφωνίες και οργανώνοντας συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Ορισμένοι πρόσφυγες βουλευτές στράφηκαν κατά του Βενιζέλου, όπως ο Τσιγδέμογλου, που κατηγόρησε τον Βενιζέλο για αντεθνική στάση και απείλησε ότι οι πρόσφυγες θα φθάσουν μέχρι την Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να βρουν το δίκιο τους. Οι περισσότεροι όμως από τους βενιζελικούς βουλευτές, αλλά και οι πρόσφυγες ψηφοφόροι, παρότι απογοητεύτηκαν από την πολιτική αυτή του Βενιζέλου, δεν εγκατέλειψαν την παράταξη.

Σχέσεις γηγενών και προσφύγων Η ομαδική άφιξη των προσφύγων κλόνισε, έστω και βραχυπρόθεσμα, τις κοινωνικές ισορροπίες και αμφισβήτησε την κυριαρχία των γηγενών σε πολλούς κλάδους. Υπήρχαν διαφορές ως προς την κοινωνική προέλευση, την πολιτισμική παράδοση, διαφορές διαλέκτου, ακόμη και γλώσσας (περίπου 100.000 πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι), τόσο μεταξύ των ίδιων των προσφύγων όσο και μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Κυρίως όμως υπήρχε διαφορά ως προς την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι περισσότεροι πρόσφυγες, καθώς στερούνταν βασικών αγαθών (τροφή, ένδυση, στέγη, ιατρική περίθαλψη) και ήταν ψυχικά τραυματισμένοι (απώλεια γενέθλιου τόπου, προσφιλών προσώπων, περιουσιακών στοιχείων). Οι πρόσφυγες εξέφραζαν παράπονα για την αντιμετώπισή τους από το κράτος ή από τους ντόπιους συμπολίτες τους, ενώ οι γηγενείς συχνά αισθάνονταν τους πρόσφυγες ως απειλή για τα δικαιώματά τους, την κοινωνική γαλήνη ή τη δημόσια υγεία. Η διάσταση μεταξύ γηγενών και προσφύγων διαχέεται σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.

Αντιβενιζελικοί και πρόσφυγες Το βαπόρι ήταν ελληνικό, νομίζω το λέγαν «Αρχιπέλαγος». Ο καπετάνιος και οι ναύτες ήταν ντόπιοι, βασιλικοί. Έβριζαν […] το Χριστό σου, την Παναγία σου. Έβριζαν κι εμάς και μας έλεγαν τουρκόσπορους, πρόσφυγες. Αν ερχόταν από το χέρι τους, θα μας πετούσαν στη θάλασσα να μας πνίξουν. Κατάβρεχαν κάθε τόσο το πάτωμα του βαποριού και τα στρώματα που ήμαστε ξαπλωμένοι, για να αρρωστήσουμε, να πεθάνουμε. Στο βαπόρι πέθαναν μερικοί. Τους τύλιξαν στα στρώματά τους, τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. Μαρτυρία Καλλιστένης Μυστακίδου, από το Σιβριχισάρ της Καππαδοκίας Πηγή: Η Έξοδος, τ. 2, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1982, σελ. 22

121


Η αντιπαράθεση των γηγενών με τους πρόσφυγες στον οικονομικό τομέα εκδηλώθηκε κυρίως στην ιδιοποίηση της γης, καθώς με την αποκατάσταση των προσφύγων διαψεύστηκαν οι προσδοκίες των γηγενών για απόκτη απόκτηση των πρώην μουσουλμανικών ή μοναστηριακών γαιών. Οι προστριβές μεταξύ γηγενών και προσφύγων για διεκδικούμενα εδάφη ήταν συχνές και οδήγησαν ακόμη και σε αιματηρές συγκρούσεις. Η προπαγάνδα των αντιβενιζελικών έφθανε στο σημείο να υποστηρίζει την απομάκρυνση των προσφύγων από τους παραχωρηθέντες κλήρους και την ανακατα ανακατανομή τους στους αυτόχθονες.

Απόρροια της επίδρασης της μουσική των προσφύγων είναι τα νέα σχήματα που εμφανίζονται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπως η εικονιζόμενη «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».

Ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Η μαζική άφιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων και ανταλλαξίμων στην Ελλάδα δημιούργησε στερεότυπα, τα οποία δεν αμβλύνθηκαν παρά μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Με πρόσχημα τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητές τους, αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα των προσφύγων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Σεφέρης: «Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο Έθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια μεγάλη λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι», οι οποίοι θεωρήθηκαν, επίσης, υπεύθυνοι για ηθική διάβρωση με τα τραγούδια τους (αμανέδες, ρεμπέτικα) και την «ελευθεριότητα» των γυναικών τους. Ο όρος «πρόσφυγας» διατήρησε για πολλά χρόνια υποτιμητική σημασία.

Οι συνέπειες της άφιξης των προσφύγων στην πολιτική Η πολιτική ήταν το πεδίο στο οποίο συστηματικότερα και μαζικότερα εκδηλώθηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Ήδη από τη δεκαετία του 1910-1920 ο αλύτρωτος Ελληνισμός θεωρούσε τη βενιζελική παράταξη ως τον καλύτερο υπερασπιστή των συμφερόντων του. Κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού των Μικρασιατών Ελλήνων και της άφιξής τους στην Ελλάδα (1914-1919), η σύνδεση αυτή πήρε πιο άμεσο χαρακτήρα. Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν γραφειοκρατικά εμπόδια και δεν έτυχαν καμιάς κρατικής μέριμνας από τις κωνσταντινικές κυβερνήσεις ως το 1917. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 1916, πολλοί πρόσφυγες υπέστησαν διώξεις ως βενιζελικοί και «κατάσκοποι των Αγγλογάλλων». Αντίθετα, ο Βενιζέλος, ήδη από την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, πήρε μέτρα για την ανακούφιση και αποκατάστασή τους: ίδρυσε την Ανωτάτη Διεύθυνση Περιθάλψεως (αργότερα υπουργείο Περιθάλψεως) και θεσμοθέτησε την αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία προέβλεπε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις. Απαλλοτριώνονταν όχι μόνο οι μουσουλμανικές (τουρκικές και βουλγαρικές) ιδιοκτησίες που είχαν εγκαταλειφθεί στην Ελλάδα, αλλά και ιδιοκτησίες Ελλήνων μεγαλογαιοκτημόνων, καθώς και εκκλησιαστικές ή μοναστηριακές γαίες. Η μεταρρύθμιση αυτή τέθηκε σε εφαρμογή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όταν έφθασαν στην Ελλάδα, το 1922, οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν την επιφυλακτικότητα και την έχθρα των περισσότερων γηγενών και προσελκύστηκαν στο βενιζελικό στρατόπεδο από τον Ν. Πλαστήρα, ο οποίος έχαιρε καθολικής εκτίμησης ανάμεσά τους. Η προσήλωση στα πρόσωπα του Πλαστήρα και του Βενιζέλου προσέλαβε τη μορφή λατρείας ανάμεσα στους πρόσφυγες.

122


Χαρακτηριστική προσφυγική γειτονιά: Καισαριανή, 1950.

Η ανταπόκριση των βενιζελικών και βενιζελογενών κυβερνήσεων στα αιτήματα των προσφύγων σε όλη τη δεκαετία του 1920 υπήρξε, τις περισσότερες φορές, ικανοποιητική. Οι πρόσφυγες, με βάση το άρθρο 7 της Σύμβασης της Λωζάνης, απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και από το 1923 πραγματοποιήθηκε η εγγραφή τους στα μητρώα αρρένων, στα δημοτολόγια και στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων ή των κοινοτήτων όπου εγκαταστάθηκαν, γεγονός που αύξησε σημαντικά το εκλογικό σώμα. Ο προσφυγικός κόσμος εντάχθηκε μαζικά στο κόμμα του Βενιζέλου όχι μόνο ως ψηφοφόροι, αλλά και ως στελέχη, πολιτευτές, βουλευτές και υπουργοί. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι σχέσεις των προσφύγων με τη βενιζελική παράταξη ήταν πάντα αρμονικές. Οι πρόσφυγες δεν σχημάτισαν κάποια άξια λόγου χωριστή πολιτική παράταξη (αν και τα πρώτα χρόνια υπήρχε η Ανεξάρτητη Προσφυγική Ομάδα στη Βουλή), εντούτοις συνήθως επιδίωκαν την εκπροσώπησή τους στο Κοινοβούλιο από δικούς τους αντιπροσώπους. Η αντιβενιζελική παράταξη θεώρησε την εγκατάσταση 276.000 προσφύγων στην Αττική και ως προσπάθεια των βενιζελικών να ελέγξουν πολιτικά την πρωτεύουσα. Στην εκλογική γεωγραφία της Ελλάδας σε όλο το Μεσοπόλεμο υπήρχαν δύο διακριτές περιφέρειες: η Παλαιά Ελλάδα, που ψήφιζε κατά πλειοψηφία την αντιβενιζελική παράταξη, και οι Νέες Χώρες, που ψήφιζαν τη βενιζελική. Η εγκατάσταση, όμως, μεγάλου αριθμού προσφύγων στην πρωτεύουσα τη διαφοροποιούσε από την υπόλοιπη Παλαιά Ελλάδα και έδινε την πλειοψηφία, ως και το 1932, στους βενιζελικούς. Ενδεικτικά, στις εκλογές του 1926, οπότε για πρώτη φορά μετά το 1922 συμμετείχαν όλα τα κόμματα, οι βενιζελικοί υπερίσχυσαν των αντιπάλων τους στην περιοχή της πρωτεύουσας· τότε, στους τέσσερις προσφυγικούς συνοικισμούς που είχαν ήδη σχηματιστεί (Βύρωνας, Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Νέα Κοκκινιά), έλαβαν πάνω από το 90% των ψήφων, ενώ στις επόμενες εκλογές, το 1928, έλαβαν το 98% των ψήφων. Στις εκλογές του 1932 και του 1933 τα ποσοστά υπέρ

123

Προσφυγική παράγκα στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης.


Έργα ύδρευσης από τους πρόσφυγες στον Λαγκαδά της Μυτιλήνης.

της βενιζελικής παράταξης στους ίδιους προσφυγικούς συνοικισμούς μειώθηκαν προς όφελος των αντιβενιζελικών και του ΚΚΕ, για να αυξηθούν πάλι το 1936. Η ταύτιση των προσφύγων με τη βενιζελική παράταξη, τουλάχιστον ως το 1932, τους καθιστούσε αντιπάλους με τους γηγενείς αντιβενιζελικούς, όσον αφορά στην πολιτική επικράτηση. Οι αντιβενιζελικοί και ο Τύπος τους αναμόχλευαν τις φοβίες των γηγενών και καλλιεργούσαν το μίσος κατά των προσφύγων. Η αντιπαράθεση κορυφωνόταν, όπως είναι ευνόητο, σε περιόδους πολιτικών εντάσεων (φιλοβασιλικό κίνημα 1923, εκλογές 1926 και 1928, κινήματα 1933 και 1935). Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν από την αντιβενιζελική παράταξη, στην καλύτερη περίπτωση, ως μειονότητα. Ο Εθνικός Διχασμός της προηγούμενης δεκαετίας πήρε νέα μορφή, ως διάσταση ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρόσφυγες. Η βενιζελική παράταξη συγκέντρωνε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση του Μεσοπολέμου τη συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων, είτε συμμετείχε προσωπικά ο Βενιζέλος είτε όχι. Από τις επιμέρους συνιστώσες της παράταξης, το Κόμμα Φιλελευθέρων είναι αυτό που ψηφίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μεσοπολέμου.

Οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού κόμματος Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; […] Αλλά είνε Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είνε και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων –πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ– τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος, οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού κόμματος – του κόμματος του Δημητρίου Γούναρη, διότι το κόμμα του Δημητρίου Γούναρη, παρουσιασθέν δις και τρις προ των συνοικισμών, προεπηλακίσθη και περιεφρονήθη. Οι πρόσφυγες θέσιν έχουν εις τους βενιζελικούς συνδυασμούς, εις τους οποίους ψηφίζονται και τους οποίους ψηφίζουν, πράττοντες άριστα. Πηγή: «Το Λαϊκόν και οι πρόσφυγες», Εφ. Καθημερινή, 19 Ιουλίου 1928

124


Τη δεκαετία του 1920 οι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν με καχυποψία την αριστερά. Στη συνέχεια, λόγω της δυσαρέσκειας των προσφύγων απέναντι στον Βενιζέλο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αύξησε κάπως την επιρροή του ανάμεσα στον προσφυγικό κόσμο. Μια άλλη όψη της αντίθεσης γηγενών και προσφύγων, που συνδέεται με την πολιτική αντιπαράθεση, υπήρξε και η συμπεριφορά ορισμένων κρατικών υπαλλήλων έναντι των προσφύγων. Αυτό παρατηρήθηκε στη Μακεδονία, όπου, κατά τη δεκαετή παραμονή της βενιζελικής παράταξης στην εξουσία, συχνά μετατίθεντο «δυσμενώς» παλαιοελλαδίτες αντιβενιζελικοί κρατικοί λειτουργοί.

Η Ελλάδα μετά την άφιξη των προσφύγων Μετά το 1922, αυξήθηκε ο πληθυσμός της Ελλάδας, καθώς και ο βαθμός αστικοποίησης, ενώ στην έλευση των προσφύγων αποδίδεται και η ομοιογένεια στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της χώρας. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη του ενός τρίτου του αστικού και των τριών τετάρτων του αγροτικού προσφυγικού πληθυσμού άλλαξε την εθνολογική σύνθεση και κατοχύρωσε την ελληνικότητα των περιοχών αυτών, οι οποίες διεκδικούνταν για πολλά χρόνια από γειτονικά έθνη. Στον οικονομικό τομέα, η εγκατάσταση των προσφύγων συνδέθηκε με θετικές αλλαγές στη γεωργία (αύξηση και αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, τεχνικά έργα, εισαγωγή ή επέκταση νέων καλλιεργειών) και στη βιομηχανία (νέοι επιχειρηματίες, αύξηση φθηνού εργατικού δυναμικού). Παράλληλα, επέδρασε αποφασιστικά στην ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι πρόσφυγες ανέπτυξαν νέους τρόπους έκφρασης στην καθημερινή ζωή και η παρουσία τους έγινε αισθητή στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων σε αγροτικές περιοχές, παρατηρείται αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής.

125


Κωνσταντίνος Παρθένης, Παναγία, 1940-1942.

126


Η ΠΟλΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟλΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕλΕΥθΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕλΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε έντονη τη σφραγίδα του στους θεσμούς που καθορίζουν το πεδίο των εικαστικών τεχνών και της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Με νομοθετικές πρωτοβουλίες και με τη στήριξη σε συγκεκριμένους ζωγράφους και αρχιτέκτονες, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αναδιάταξη των συσχετισμών και την προώθηση του εκσυγχρονιστικού του οράματος.

Εικαστικές τέχνες Η βενιζελική περίοδος υπήρξε καθοριστική για την πορεία και την ανάπτυξη των εικαστικών τεχνών στην Ελλάδα. Είναι η εποχή που οι Έλληνες καλλιτέχνες στρέφουν την προσοχή τους από το Μόναχο –που, λόγω των Βαυαρών, αποτελούσε τη βασική εκπαιδευτική διέξοδο στην Ευρώπη για τους περισσότερους Έλληνες καλλιτέχνες του 19ου αιώνα– στο Παρίσι και στις σημαντικές μεταβολές που είχαν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν σε ολόκληρο το σύστημα της τέχνης. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι, αλλά και αυτοί που ακολούθησαν, όπως ο Σεζάν, ο Βαν Γκογκ και ο Γκωγκέν, έδειξαν ότι η ζωγραφική είχε πάψει να είναι ένα «παράθυρο στον τοίχο». Οι καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς αποτύπωναν ένα θέμα, για τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της ίδιας τους της τέχνης. Το κίνημα αυτό του μοντερνισμού αγκάλιασε πολλές, διαφορετικές μεταξύ τους, καλλιτεχνικές αντιλήψεις, που όλες εκκινούσαν από το αίτημα του καλλιτέχνη να ορίζει αυτός τις επιλογές του με βάση την υποκειμενική του θέση για τον κόσμο. Το θέμα αρχίζει να παίζει δευτερεύουσα σημασία, και ο καλλιτέχνης αναγορεύεται σε κυρίαρχη μορφή ενός πεδίου που αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε στα

127

Παναγιώτης Μπίκας Δρ Ιστορίας της Τέχνης


1890 ο Γάλλος ζωγράφος Maurice Denis, «ένας πίνακας, προτού γίνει πολεμικό άλογο, γυμνή γυναίκα ή οποιαδήποτε σκηνή, είναι ουσιαστικά μια επίπεδη επιφάνεια καλυμμένη με χρώματα σε μια ορισμένη διάταξη». Επρόκειτο για ένα διεθνές κίνημα, καθώς οφειλόταν, ουσιαστικά, στις σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στην Ευρώπη την περίοδο αυτή (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα), δηλαδή την εκβιομηχάνιση, την εντατική αστικοποίηση, την εμφάνιση της καπιταλιστικής οικονομίας και την ανάπτυξη δομών, όπως η αγορά έργων τέχνης. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν φυσικά και τεχνολογικές εφευρέσεις – θα ξεχωρίζαμε την εφεύρεση της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης οι καλλιτέχνες θα συνεχίσουν να εξερευνούν τις δυνατότητες του μέσου τους, ρίχνοντας το βάρος στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο. Δίνοντας μια γενική εικόνα της εποχής, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες χρονιές-σταθμούς: • Το 1905 γίνεται στο Παρίσι η πρώτη έκθεση των φωβιστών, ενώ στη Δρέσδη σχηματίζεται η πρώτη εξπρεσιονιστική ομάδα, «Η Γέφυρα» (Die Brücke). Βασικό χαρακτηριστικό των δύο αυτών κινημάτων είναι ο κυρίαρχος ρόλος που δίνουν στο χρώμα, το οποίο παίζει εκφραστικό και όχι περιγραφικό ρόλο.

Τα Κορίτσια της Αβινιόν, έργο του Πάμπλο Πικάσο.

128


• Το 1906-1907 ο Πάμπλο Πικάσο ζωγραφίζει τον πίνακα Τα Κορίτσια της Αβινιόν και ξεκινά το μακροχρόνιο ταξίδι του στον κυβισμό, στον οποίο κυρίαρχο ζήτημα ήταν η ανάλυση της δομής ενός αντικειμένου, έτσι όπως αποτυπώνεται ζωγραφικά. • Τρία χρόνια αργότερα, το 1910, ο Βασίλι Καντίνσκυ θα ζωγραφίσει την Πρώτη Αφηρημένη Ακουαρέλα. Το κίνημα της αφαίρεσης, που θα κυριαρχήσει μεταπολεμικά, υπήρξε το τελικό στάδιο της αδιαφορίας των καλλιτεχνών για το θέμα. • Ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός, τις επόμενες δύο δεκαετίες, θα σηματοδοτήσουν την πρόθεση των καλλιτεχνών να ασκήσουν παρεμβατικό ρόλο στα κοινωνικά δρώμενα. Στην τέχνη δεν υπάρχουν στεγανά, ούτε και παρθενογένεση. Οι Έλληνες καλλιτέχνες που, όπως είπαμε, στις αρχές του 20ού αιώνα πηγαίνουν για σπουδές στο Παρίσι, έρχονται σε επαφή με τα καινούρια νεωτεριστικά ρεύματα. Όμως η μαθητεία τους στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αλλά και οι κοινωνικές προσλαμβάνουσές τους είναι τα στοιχεία που κυρίως ορίζουν τις καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις. Έτσι, θα στραφούν κυρίως στα μετα-ιμπρεσιονιστικά ρεύματα και αυτά θα αναπαράγουν, ακόμη και στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, χωρίς ποτέ να έρθουν σε επαφή με κινήματα που είχαν και πολιτικούς στόχους, όπως ο σουρεαλισμός, ο ντανταϊσμός και ο φουτουρισμός. Ίσως το πιο νεωτεριστικό στοιχείο που εμφανίζουν οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι η στροφή τους προς την παράδοση και την ελληνικότητα, που κυριαρχεί την εποχή αυτή και κορυφώνεται με τη λεγόμενη Γενιά του ’30 και την «ανακάλυψη» της βυζαντινής τέχνης αλλά και των λαϊκών καλλιτεχνών, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν του Θεόφιλου. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι ανάλογα κινήματα κυριαρχούν εκείνη την εποχή στην Ιταλία, στις ΗΠΑ και αλλού, ή ότι ο Θεόφιλος ανακαλύφθηκε μέσω Γαλλίας –καθώς ο Γιώργος Γουναρόπουλος πρώτος είχε δείξει φωτογραφίες έργων του Θεόφιλου στον Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης)– η οποία είχε ήδη ενδιαφερθεί για τη λαϊκή τέχνη, με πιο γνωστό παράδειγμα τον Rousseau. Ο Βενιζέλος ενδιαφέρθηκε να ενισχύσει τις εικαστικές τέχνες με θεσμικές παρεμβάσεις, μέσω των οποίων προσπάθησε να καθορίσει τις εξελίξεις. Έτσι, το 1918, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προχώρησε στην αποπομπή του Γεώργιου Ιακωβίδη από τη θέση του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και την αντικατάστασή του από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Πολύ σημαντικότερη όμως ήταν η εμπλοκή του Βενιζέλου στο ζήτημα της εκπαίδευσης των Ελλήνων ζωγράφων, χαρακτών και γλυπτών. Το 1923, μια πρώτη προσπάθεια εμπλοκής σε ζητήματα εκλογής καθηγητών στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας θα αποτύχει: ενώ ο Βενιζέλος υποστηρίζει τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τελικά εκλέγεται ο Νικόλαος Λύτρας. Όμως, μετά τον πρόωρο θάνατο του Λύτρα, μόλις έξι χρόνια αργότερα, ο Παρθένης διορίζεται καθηγητής της Σχολής με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 11η Δεκεμβρίου 1929. Με ανάλογο διάταγμα διορίζεται ο γλύπτης Κωνσταντίνος Δημητριάδης ως διευθυντής της αυτόνομης πλέον Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

129

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870;-1934).

Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967).


Επιστολή του Ζαχαρία Παπαντωνίου στον Κωνσταντίνο Δημητριάδη, που τον πληροφορεί για το διορισμό του στη Σχολή Καλών Τεχνών Αγαπητέ Κώστα Διά της επιμονής μου και μετά πολλούς αγώνες κατόρθωσα να ψηφισθή ο νόμος τον οποίον εισηγήθην, ο προβλέπων περί της αναθέσεως έδρας της Σχολής των Καλών Τεχνών εις εσέ και στον Παρθένην. Ό,τι σου είχα πει, το είπα και στον Βενιζέλον και στον υπουργόν: ότι δηλαδή μόνον με ζωντανά μέσα θα αναδιοργανωθή η Σχολή και το καλύτερο θα είναι ο διορισμός των δυο σας, ο οποίος πρέπει να θεωρηθή ως αληθινή μεταρρύθμισις του ιδρύματος. Η Κυβέρνησις συνεφώνησε και ο νόμος εψηφίσθη. Ο νόμος προορίζει ως Διευθυντή εσένα, και συγχρόνως σου έχει Εργαστήριον να διδάσκης. Λάβε λοιπόν υπ’ όψιν αυτά, και γνώριζε ότι πρέπει να είσαι εδώ τέλος Σεπτεμβρίου. Όσο και να μην επεζήτησες αυτό που έγινε, υπεσχέθης εν τούτοις ότι, αφού είναι ανάγκη, θα υποκύψης. Το κράτος σε ετίμησε ψηφίσαν προσωπικόν νόμον για σε καθώς και για τον Παρθένην, συ δε προωρίσθης από τον νομοθέτη ως Διευθυντής. Η Σχολή θα αναδιοργανωθή υπό σε, κι αυτό είναι από τα αγαθά της σημερινής Κυβερνήσεως. Εν κοντολογοίς θα αφήσης κάθε άλλη δουλειά και θα έρθης. (Γκάφα οποιασδήποτε αναβολής εννοείς ότι δεν επιτρέπεται πλέον απέναντι ενός πρωθυπουργού και ενός κράτους. Ώστε τα κωσταίικα θα λείψουν.) Σου προσθέτω ότι θα μπορείς να λείπης από εδώ πέντε μήνες το χρόνο, επειδή και περί αυτού επρόβλεψεν ο νόμος. Σου γράφω όλα αυτά εκ μέρους του Υπουργείου. Σε φιλώ. Ζαχ. Λ. Παπαντωνίου

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940).

Πηγή: Ε. Χ. Κάσδαγλης, Γιάννης Κεφαλληνός: ο χαράκτης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1991, σελ. 221

Στο νόμο που αναβάθμιζε τη Σχολή Καλών Τεχνών σε Ανωτάτη, οριζόταν ότι οι καθηγητές έπρεπε να έχουν διακρίσεις σε ξένες εκθέσεις και διαμονή για τουλάχιστον μία δεκαετία σε διεθνή καλλιτεχνικά κέντρα. Η πρόβλεψη αυτή οριοθετούσε με ακρίβεια τον εξωστρεφή χαρακτήρα που η βενιζελική κυβέρνηση ήθελε να προσδώσει στην ελληνική τέχνη, καθώς και τη σύνδεσή της με τις σύγχρονες τάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, η αντίδραση του Κωνσταντίνου Δημητριάδη στο ενδεχόμενο εκλογής του Γεώργιου Μπουζιάνη, του βασικότερου εκπροσώπου μιας μοντερνιστικής γραφής στη ζωγραφική, αποδεικνύει ότι η Σχολή δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί παρά μόνο κινήματα που αξιοποιούσαν τα διδάγματα του ιμπρεσιονισμού. Γεώργιος Μπουζιάνης (1885-1959): Αυτοπροσωπογραφία.

Στο ίδιο κλίμα, εξάλλου, εντάσσεται και το αγκάλιασμα, ακόμη και από τον ίδιο τον Βενιζέλο, της Ομάδας «Τέχνη», της πρώτης προσπάθειας στην Ελλάδα να δημιουργηθεί μια καλλιτεχνική ομάδα που θα προωθούσε το έργο των νεωτεριστών καλλιτεχνών. Μέλη της ήταν, ανάμεσα σε άλλους, οι ζωγράφοι Νικόλαος Λύτρας,

130


Κωνσταντίνος Παρθένης, Κωνσταντίνος Μαλέας και Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, οι γλύπτες Μιχάλης Τόμπρος και Γρηγόριος Ζευγώλης, αλλά και ο ακαδημαϊκός ζωγράφος –και εμβληματική μορφή της Σχολής του Μονάχου– Γεώργιος Ιακωβίδης. Δεν υπήρχε κάποιο κοινό χαρακτηριστικό στη ζωγραφική τους, ούτε, όπως άλλες ομάδες στην υπόλοιπη Ευρώπη, επιχείρησαν με ένα μανιφέστο να διατυπώσουν τις πολιτικές ή κοινωνικές τους θέσεις. Σηματοδοτούσαν όμως μέσα από τη δουλειά τους την πρόθεση εκσυγχρονισμού της ελληνικής ζωγραφικής. Γι’ αυτό το λόγο ο ίδιος ο Βενιζέλος θα αποφασίσει να στηρίξει τις προσπάθειές τους. Στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης της Ομάδας «Τέχνη» στην Αθήνα, το 1917, θα παραβρεθούν οι Βενιζέλος και Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με εντολή του Βενιζέλου, η Λέσχη Φιλελευθέρων θα αγοράσει έργα από όλους τους εκθέτες. Το 1919 ο Βενιζέλος θα εγκαινιάσει την έκθεση της Ομάδας στην γκαλερί «La Boétie» στο Παρίσι, στο πλαίσιο ενίσχυσης της πολιτιστικής εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος γράφει για το ιστορικό της ίδρυσης της Ομάδας «Τέχνη» Την έκθεση την εγκαινίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος· φυσικά τον συνόδευε ο Κογεβίνας. Αλλά δυστυχώς ο καλός κυβερνήτης από ζωγραφική δεν καταλάβαινε τίποτα. Το μόνο έργο που τον ενδιέφερε ήταν το πορτραίτο μου από τον Λύτρα, και αυτό φυσικά επειδή μου έμοιαζε καταπληκτικά. Εις μάτην ο Κογεβίνας του εξηγούσε το έργο του Παρθένη […] πάντως όπως έμαθα αργότερα η έκθεσή μας τον ευχαρίστησε γιατί έβαλε την Λέσχη Φιλελευθέρων και αγόρασε έργα από τον καθένα μας […]. Ο Παρθένης, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, απέκτησε σ’ αυτήν την έκθεση πραγματικούς θαυμαστάς. Ένας από αυτούς ήταν ο θαυμάσιος πολιτικός και πολιτισμένος άνθρωπος, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Από την πρώτη στιγμή ο εκλεκτός αυτός άνθρωπος ένιωσε το έργο του καλλιτέχνη κι επειδή τα Υπουργεία δεν διέθεταν τότε εύκολα χρήματα, αγόρασε πρώτος ένα θαυμάσιο σχέδιο του Παρθένη, τον Χάρο. Με δική του πρωτοβουλία διωρίσθηκε αργότερα ο Παρθένης –χωρίς διαγωνισμό– καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, γιατί βέβαια αν επρόκειτο να διαγωνισθή δεν θα έπαιρνε ούτε μία ψήφο από τους κ.κ. Καθηγητάς. Αλλά εκείνος που πραγματικά ανέδειξε το έργο του Παρθένη ήταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου […]. Ο λυρικός και ρωμαντικός Παπαντωνίου βρήκε τον εαυτό του μέσα στο αιθέριο έργο του ζωγράφου […]. Πηγή: περ. Ζυγός, τχ. 90 (Μάιος 1963), σσ. 19-20

Μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα έργων προκύπτουν οι διαφορετικές προσπάθειες και επιλογές των σημαντικότερων Ελλήνων καλλιτεχνών της περιόδου που εξετάζουμε. Πιο αναλυτικά θα αναφερθούμε σε χαρακτηριστικά έργα των Κωνσταντίνου Μαλέα, Κωνσταντίνου Παρθένη, Νικολάου Λύτρα, Φώτη Κόντογλου, Γιώργου Μπουζιάνη και Μιχάλη Τόμπρου.

131


Κωνσταντίνου Μαλέα, Λύρα

Τις πρώτες νεωτεριστικές τομές οι Έλληνες καλλιτέχνες προσπάθησαν να τις επιχειρήσουν μέσα από την τοπιογραφία. Η Λύρα του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928) είναι ένα καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες καλλιτέχνες που βρέθηκαν στο Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα αφομοίωσαν στοιχεία των νέων ρευμάτων στην τέχνη. Ο Μαλέας, που υπήρξε κυρίως τοπιογράφος, έζησε στο Παρίσι από το 1901 ως το 1908. Το έργο που εξετάζουμε ζωγραφίστηκε το 1921 στο Θέρμο της Αιτωλίας και είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ζωγράφου. Στο πρώτο επίπεδο εικονίζεται μια σειρά επάλληλων κορμών δέντρων που παραπέμπουν στο σχήμα της λύρας, ενώ στο βάθος αποτυπώνεται ο κάμπος και ένας ορεινός όγκος. Η επιλογή του θέματος και της οπτικής δεν είναι βέβαια τυχαία και έχει σαφείς συμβολισμούς – για παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο ο κορμός, στο κέντρο, αποτυπώνεται με μια μορφή που παραπέμπει σε προσκυνητή. Τα διακοσμητικά στοιχεία, όπως οι ψηλόλιγνες μορφές των κορμών, αλλά και η χαρακτηριστική επιπεδότητα –παρόλο που η τοποθέτηση των αντικειμένων σε μια σειρά δίνει την αίσθηση του βάθους, ο καλλιτέχνης δεν επιδιώκει σε κανένα σημείο τη δημιουργία της εντύπωσης της τρίτης διάστασης– είναι βασικά χαρακτηριστικά της μοντερνιστικής ζωγραφικής, ιδιαίτερα των μετα-ιμπρεσιονιστικών κινημάτων, κυρίως βέβαια του φωβισμού, που γνώρισε ο Μαλέας στο Παρίσι. Στο ίδιο κλίμα θα μπορούσαμε να εντάξουμε τη μη κυριολεκτική χρήση του χρώματος, που περισσότερο έχει στόχο να δημιουργήσει συναισθήματα παρά να αποτυπώσει πειστικά το θέμα: για παράδειγμα το μπλε βουνό, οι ξεκάθαρες χρωματικές ζώνες μπλε και καφέ χρώματος και η κοφτή, ευδιάκριτη πινελιά. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο το τοπίο αποκτά ένα συμβολικό φορτίο και συνδέεται με την ελληνική μυθολογία.

132


Ίσως ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα στην Ελλάδα υπήρξε ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει την ελληνικότητα με τα μοντερνιστικά διδάγματα, δείχνοντας ένα μοναδικό δρόμο για να υπερβεί κανείς το δίπολο μοντερνισμός και παράδοση. Με το έργο του θα δημιουργήσει έντονες φιλίες και ακόμη πιο δυνατές αντιδράσεις, διαγράφοντας μια ξεχωριστή, προσωπική τροχιά. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, πηγαίνει στη Βιέννη το 1895, όπου σπουδάζει ζωγραφική και μουσική, με δάσκαλο στη ζωγραφική τον K. W. Diefenbach. Το 1903 επιστρέφει στην Ελλάδα. Επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη, τον Πόρο και την Αλεξάνδρεια, ενώ τη διετία 1909-1911 ζει στο Παρίσι. Το 1917 θα πάρει, όπως έχουμε δει, μέρος στην πρώτη έκθεση της Ομάδας «Τέχνη». Η αναδρομική έκθεση του έργου του στο Ζάππειο, το 1920, θα δημιουργήσει αίσθηση και θα του απονεμηθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών. Την εποχή αυτή γνωρίζεται με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που θα τον στηρίξουν διορίζοντάς τον Καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Με το έργο του ο Παρθένης θα εκφράσει τα στρώματα της ελληνικής άρχουσας τάξης, που με αγωνία προσπαθούσαν να βρουν τους συνδετικούς εκείνους κρίκους και τους καλλιτέχνες οι οποίοι θα έκαναν πράξη το όραμα για μια σύγχρονη Ελλάδα που θα διεκδικούσε το δικό της ρόλο ανάμεσα στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης, χωρίς ωστόσο να χάνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Ο Παρθένης στο έργο του θα τρυγήσει από διάφορους καρπούς του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Πιο έντονη, ωστόσο, θα είναι η επίδραση του συμβολισμού –που γνώρισε από κοντά στη Βιέννη–, των διδαγμάτων του Σεζάν, αλλά και –κυρίως μετά τη δεκαετία του 1930– του κυβισμού. Στα τελευταία έργα θα ακολουθήσει μια πιο αφαιρετική πινελιά, όπου τα περιγράμματα σβήνουν και κυριαρχεί το διακοσμητικό στοιχείο. Στις 25 Μαρτίου 1925, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου κατέθεσε ψήφισμα στην Δ´ Συντακτική Εθνική Συνέλευση για την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Την ίδια εποχή ο Παρθένης θα δωρίσει στο φίλο του το έργο Ευαγγελισμός (θέμα που απασχόλησε επανειλημμένα το ζωγράφο), με χειρόγραφη αφιέρωση. Σ’ αυτό, στοιχεία που παραπέμπουν στο βιεννέζικο συμβολισμό είναι η μυστικιστική ατμόσφαιρα, η έντονη διακοσμητικότητα και η επιπεδότητα των μορφών, που είναι σχηματισμένες σαν αραβουργήματα, παραπέμποντας σε αντίστοιχες μορφές του Gustav Klimt, οι οποίες φαίνονται σαν να πλέουν σε μια χρωματική αχλύ. Από την άλλη, η απουσία θρησκευτικών στοιχείων και η σύνδεση του Αρχαγγέλου με τον μυθικό Ορφέα, μέσα από τη χρήση της λύρας, αποτελούν όρους της εικαστικής γλώσσας του Παρθένη, που συχνά θα χρησιμοποιήσει συμβολικές μορφές για να διηγηθεί μια ιστορία. Η στενή σχέση λογοτεχνίας, ιδεών και ζωγραφικής υπήρξε εξάλλου μια από τις βασικές ορίζουσες του συμβολισμού και βασικό στοιχείο όλης της ζωγραφικής πορείας του Παρθένη, άσχετα από τις μορφολογικές του επιλογές.

133

Κωνσταντίνου Παρθένη, Ευαγγελισμός


Νικόλαου λύτρα, Αυτοπροσωπογραφία

Από μια διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση, αυτήν της Γερμανίας, φαίνεται να επηρεάζεται ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927). Η Αυτοπροσωπογραφία αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα ενός ζωγράφου, που ο πρώιμος θάνατός του στέρησε την ελληνική ζωγραφική από ένα ανανεωτικό πνεύμα. Γιος του Νικηφόρου Λύτρα, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, μαθήτευσε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Γεώργιο Ιακωβίδη και Νικηφόρο Λύτρα. Το 1906-1911, ακολουθώντας τα βήματα της προηγούμενης γενιάς, βρέθηκε για σπουδές στο Μόναχο. Όμως και στη Γερμανία η κατάσταση είχε αλλάξει, με τη γερμανική τέχνη να αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Μέσα σε αυτό το κλίμα πιθανόν ο Λύτρας ζωγράφισε την αυτοπροσωπογραφία του, ένα θέμα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο στην ελληνική ζωγραφική, που αποτελούσε ωστόσο χαρακτηριστικό δείγμα του βαθμού αυτοπεποίθησης στον οποίο είχαν φτάσει οι ζωγράφοι. Ο καλλιτέχνης δεν διστάζει μάλιστα να βάλει σε πρώτο πλάνο την παλέτα του, που σχηματίζεται από μια σκούρα καφέ επιφάνεια, πάνω στην οποία χαράζει το όνομά του. Στο έργο κυριαρχεί η αφαιρετική χρήση του χρώματος, που αποδίδεται με πλατιές πινελιές, ο περιορισμός της χρωματικής παλέτας –κυρίως γκρίζο, ώχρα και καφέ– και η χρήση της παχιάς πάστας, που αποδίδει την υλικότητα του έργου και τη χειρονομιακή γραφή του καλλιτέχνη. Η επίδειξη του τρόπου παραγωγής του έργου τέχνης και η διάψευση των όποιων απαιτήσεων εξαπάτησης είχε ο θεατής αποτελούσαν βασικές ορίζουσες του μοντερνισμού στην τέχνη.

134


Χαρακτηριστική μορφή της Γενιάς του ’30 και των αναζητήσεών της αναφορικά με την ελληνικότητα αποτελεί ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965) με το πεζογραφικό του έργο, τη στάση ζωής του και βεβαίως το ζωγραφικό του έργο, που θα μας απασχολήσει εδώ.

Ο Αλατότοπος κοντά στη θάλασσα της Μάκρης, ζωγραφισμένος το 1938, σύγχρονος δηλαδή με το μεγάλο τοιχογραφικό σύνολο που ανέλαβε την ίδια εποχή για το Δημαρχείο της Αθήνας, αποτελεί δείγμα ενός μοντερνισμού που στρέφει τη ματιά του προς το παρελθόν. Χωρίς καμιά αίσθηση προοπτικής, καταργώντας τις φωτοσκιάσεις, ζωγραφίζοντας με απλά γεωμετρικά σχήματα και περιορισμένη χρωματική κλίμακα, αποδίδει σε ένα μικρών διαστάσεων πίνακα ένα ερημικό, άγονο τοπίο, παραπέμποντας άμεσα στη βυζαντινή εικονογραφία. Επρόκειτο φυσικά για τη συνειδητή επιλογή ενός ζωγράφου που είχε σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και είχε ταξιδέψει σε ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.

135

Φώτη Κόντογλου, Αλατότοπος κοντά στη θάλασσα της Μάκρης


Γιώργου Μπουζιάνη, Ο Ζωγράφος Χάουμπερ Εμβληματική περίπτωση των ορίων που τοποθετούσαν στην αποδοχή χαρακτηριστικών του μοντερνισμού πολλοί, ακόμη και νεωτεριστές, καλλιτέχνες αποτελεί η ζωγραφική του Γιώργου Μπουζιάνη (1885-1959). Τα είκοσι δύο χρόνια (1906-1928) που είχε διαμείνει στο Μόναχο τον έφεραν κοντά στην εξπρεσιονιστική ζωγραφική των Γερμανών ομοτέχνων του και ιδίως στην παντελή αδιαφορία ενός τμήματος της μοντερνιστικής ζωγραφικής για τις συμβολικές ή ιδεολογικές συνιστώσες του έργου τέχνης. Η επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1935, και η άρνηση των υπόλοιπων καθηγητών της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα να συζητήσουν την περίπτωση διορισμού του στη Σχολή, οι επαγγελματικές δυσκολίες και το γεγονός ότι ουσιαστικά έμεινε χωρίς μαθητές δείχνουν ότι υπήρχαν συγκεκριμένα όρια ανοχής στις νεωτεριστικές καινοτομίες. Η παραμόρφωση της ανθρώπινης μορφής –με χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο Ο Ζωγράφος Χάουμπερ, ζωγραφισμένο το 19271928– η αίσθηση του ατελείωτου, η πυρετική χρήση του χρώματος και της γραμμής είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία του ακραιφνούς μοντερνισμού του Γιώργου Μπουζιάνη.


Νεοελληνική γλυπτική Ανάλογη υπήρξε η κατάσταση και στη νεοελληνική γλυπτική, όπου οι μοντερνιστικές τάσεις πέρασαν κυρίως σε γλυπτά των οποίων αγοραστές ήταν ιδιώτες και όχι το κράτος ή δημόσιοι θεσμοί. Η δημόσια γλυπτική, εξάλλου, επειδή καλείται να εκφράσει τα κυρίαρχα κάθε φορά ιδεολογήματα, ακολουθώντας προσεκτικά τις επιταγές της κοινής γνώμης, είναι επί το πλείστον συντηρητική. Σκοπός της είναι να επιβεβαιώνει ό,τι γνωρίζει το κοινό αναφορικά με την τέχνη και όχι να το ανατρέπει, να ακολουθεί την παράδοση και να μην την αμφισβητεί. Στην Ελλάδα, όπου ο καθένας μπορούσε να επισκεφθεί ένα μουσείο ή έναν αρχαιολογικό χώρο και να γνωρίσει την αρχαία ελληνική γλυπτική και αρχιτεκτονική, η δημόσια γλυπτική κάθε φορά έχει να συγκριθεί με αυτή την παράδοση, που, για τους περισσότερους Έλληνες, ήταν το υψηλότερο σημείο που είχε κατακτήσει ο ελληνικός πολιτισμός. Οποιαδήποτε παρεκτροπή από τον κανόνα προκαλεί, ακόμη και σήμερα, την οργή των κριτικών και των αρθρογράφων των εφημερίδων, συχνά με προσωπικούς υπαινιγμούς. Από αυτή την άποψη, είναι πολύ δύσκολο για έναν καλλιτέχνη να προτείνει ένα μοντερνιστικό λεξιλόγιο για μια δημόσια παραγγελία. Αντίθετα, όσον αφορά τις ιδιωτικές παραγγελίες, ο γλύπτης αισθάνεται ελεύθερος να δημιουργήσει με βάση τις προσωπικές του επιλογές. Παράδειγμα αυτής της διπλής στάσης αποτελεί το έργο του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1979). Το 1925 ο Τόμπρος φεύγει για το Παρίσι, όπου έρχεται σε επαφή με το γλυπτικό έργο του Πάμπλο Πικάσο, που την εποχή αυτή επεκτείνει τις αναζητήσεις του κυβισμού. Στο έργο Μάσκα, που φιλοτεχνήθηκε το 1927 ενώ ο καλλιτέχνης ήταν στο Παρίσι, είναι φανερές οι μετακυβιστικές επιλογές του, με τα επίπεδα να συναρμόζονται μεταξύ τους και τα χαρακτηριστικά του προσώπου να διαγράφονται με τη βοήθεια γεωμετρικών μοτίβων. Ένα χρόνο αργότερα ο Τόμπρος επιστρέφει στην Αθήνα. Στις δημόσιες παραγγελίες που αναλαμβάνει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο (1933), ο Τόμπρος παραδίδει έργα που κινούνται στο γνωστό ακαδημαϊκό ύφος, χωρίς καμιά προσπάθεια νεωτερισμού ή αμφισβήτησης. Μια τέτοια εξάλλου πολιτική θα τον οδηγήσει, το 1938, και στη θέση του Καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974).

Επάνω: Μάσκα, έργο του Μ. Τόμπρου. Δεξιά: Ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια, έργο του Μ. Τόμπρου.


Πολεοδομία-Αρχιτεκτονική Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία αποτέλεσαν για τις βενιζελικές κυβερνήσεις ένα από τα μέσα με τα οποία υλοποιήθηκε το όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού. Υπηρετώντας αυτό το στόχο, υπηρέτησαν ταυτόχρονα και δύο άλλους συγκυριακούς στόχους: την αναμόρφωση ενός μεγάλου αριθμού πόλεων που είχαν υποστεί τις συνέπειες των Βαλκανικών πολέμων, και την ανάγκη για στέγαση και δημιουργία δομών ενσωμάτωσης ενός πρωτόγνωρου κύματος προσφύγων μετά το 1922. Οι ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν, οι επιλογές και οι αδυναμίες καθόρισαν τη μετέπειτα εικόνα των ελληνικών πόλεων. Όπως συνέβη και σε άλλους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ο Βενιζέλος κλήθηκε να εκσυγχρονίσει ένα οικιστικό σύστημα που είχε πλέον ξεπεραστεί. Το 1914 αναδιαρθρώνονται οι Τεχνικές Υπηρεσίες και υπάγονται στο νεοϊδρυθέν τότε υπουργείο Συγκοινωνιών, με πρώτο υπουργό τον Δημήτριο Διαμαντίδη. Την ίδια χρονιά, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο υπάγεται στο υπουργείο Συγκοινωνιών και τρία χρόνια αργότερα, το 1917, αναθεωρείται η διάρκεια φοίτησης και ορίζονται εισαγωγικές εξετάσεις. Οι κινήσεις αυτές αναδεικνύουν τη σημασία που η κεντρική εξουσία προσδίδει στην ανάπτυξη των τεχνικών υποδομών, καθώς και τον αναβαθμισμένο ρόλο που καλούνται να παίξουν οι νέοι αρχιτέκτονες που μόλις αποφοιτούν από το Πολυτεχνείο, αλλά και σημαντικοί ξένοι και Έλληνες αρχιτέκτονες που καλούνται από το εξωτερικό. Οι σημαντικές πόλεις –κυρίως της Μακεδονίας– που εντάχθηκαν στον εθνικό κορμό με τους Βαλκανικούς πολέμους υπήρξαν το βασικό πεδίο για τα ριζοσπαστικά σχέδια των βενιζελικών, με κεντρική μορφή και ψυχή του εγχειρήματος τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, στο πεδίο του πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι «βαλκανικές» πόλεις, που ήταν χωρισμένες σε συγκεκριμένες αυτόνομες περιοχές, συχνά κατά εθνότητα, με στενούς δρόμους και απουσία κέντρου, έπρεπε να αναμορφωθούν σε ευρωπαϊκού τύπου πόλεις, με σαφή οργάνωση, με συγκεκριμένο –συχνά μνημειακό– κέντρο και με περιοχές διαχωρισμένες ανάλογα με τη λειτουργικότητά τους στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο (π.χ. αγορά, προάστια). Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας παρέμβασης αποτελεί ο επανασχεδιασμός των Σερρών. Όμως η πόλη που κυριολεκτικά μεταμορφώνεται είναι η Θεσσαλονίκη, για τον επανασχεδιασμό της οποίας, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, δημιουργήθηκε Διεθνής Επιτροπή, με επικεφαλής το Γάλλο αρχιτέκτοναπολεοδόμο E. Hébrard. Οι δυσκολίες που συνάντησαν οι προσπάθειες αυτές και οι αντιδράσεις των τοπικών μικροσυμφερόντων και μικροϊδιοκτητών έδειχναν και τα όρια αυτών των προσπαθειών. Ωστόσο τα δυναμικά αυτά σχέδια εγκαταλείφθηκαν στη δεκαετία του 1920, όταν έπρεπε με επιτακτικό τρόπο να βρεθεί λύση στο ζωτικό ζήτημα της στέγασης των προσφύγων και των ανταλλαξίμων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι νέοι προσφυγικοί συνοικισμοί που χτίστηκαν την περίοδο 1923-1928 έγιναν χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό, με πολεοδόμους που περισσότερο ενδιαφέρονταν για την ισομερή κατάτμηση των γαιών, παρά για την ανάδειξη κάποιων τοπικών ιδιαιτεροτήτων των περιοχών στις οποίες αυτοί χτίζονταν.

138


Η δεύτερη μεγάλη παρέμβαση των βενιζελικών κυβερνήσεων στην αρχιτεκτονική έγινε με το πρόγραμμα ανέγερσης περισσότερων από 3.000 σχολείων σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια: ένας τεράστιος αριθμός που, όπως ήταν φυσικό, περιόριζε τις δυνατότητες προσωπικών παρεμβάσεων των αρχιτεκτόνων. Το υλοποίησε ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου, με διευθυντή της ομάδας σχεδιασμού των νέων σχολικών κτιρίων τον Νίκο Μητσάκη. Στο πρόγραμμα αυτό θα εργαστούν όλοι οι σημαντικοί αρχιτέκτονες της εποχής, πολλοί από τους οποίους μόλις είχαν αποφοιτήσει από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Για οικονομικούς και λειτουργικούς λόγους επιλέχθηκε μια συγκεκριμένη τυπολογία: κτίρια διώροφα, λειτουργικά, με ξεκάθαρη διάταξη όγκων, μεγάλα οριζόντια παράθυρα και χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος. Ήταν κτίρια που στην πλειονότητά τους ακολουθούσαν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία και με προτεραιότητα στη λειτουργικότητα, τη χρήση νέων υλικών και την αποφυγή στοιχείων που να δηλώνουν τοπικό χαρακτήρα.

Δημοτικό Σχολείο στην Ακρόπολη, του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Δημοτικό Σχολείο στην Ακρόπολη του Πάτροκλου Καραντινού (1903-1976), με τη λιτή και απέριττη γεωμετρική μορφή, τους μεγάλους ορθογώνιους υαλοπίνακες και την άρνηση χρήσης στοιχείων που να παραπέμπουν σε οποιαδήποτε συσχέτιση με το γύρω δομημένο περιβάλλον. Μια προφανώς γενναία επιλογή για μια κοινωνία που συνήθιζε –και συνηθίζει– να προτιμά έναν ιδιότυπο νεοκλασικισμό, και μάλιστα σε ένα κτίριο ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η βίαιη εισβολή του μοντερνιστικού κινήματος στην ελληνική δημόσια αρχιτεκτονική, και πολύ σποραδικά και στην ιδιωτική κατοικία, κυρίως μέσα από τις πολυκατοικίες που τότε κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση, θα μείνει χωρίς ουσιαστική συνέχεια. Φυσικά, δεν ακολούθησαν όλοι οι αρχιτέκτονες την ίδια οδό. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της ζωγραφικής, οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 χαρακτηρίζονται από την έντονη συζήτηση για τον ορισμό της ελληνικότητας και το ρόλο που αυτή παίζει στην καλλιτεχνική παραγωγή, είτε ως φόρμα είτε ως

139


περιεχόμενο. Η συζήτηση αυτή θα πάρει ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, μέσα από τα κείμενα που γράφουν και τα κτίρια που χτίζουν σημαντικοί αρχιτέκτονες, όπως ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Δημήτρης Πικιώνης. Ο Αριστοτέλης Ζάχος (Καστοριά 1872-Αθήνα 1939) επέστρεψε το 1906 στην Ελλάδα, μετά από μη συστηματικές, λόγω επαγγελματικών ενασχολήσεων, σπουδές αρχιτεκτονικής στη Γερμανία. Μετά την επιστροφή του, ο Ζάχος θα ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ελλάδα μελετώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Το 1911 δημοσιεύει στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης το άρθρο-μανιφέστο «Λαϊκή Αρχιτεκτονική». Στο άρθρο αυτό ο Ζάχος αναβαθμίζει τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή λαϊκή αρχιτεκτονική, θεωρώντας ότι είναι νόμιμο και χρήσιμο πεδίο δανείων για τον σύγχρονο αρχιτέκτονα, καθώς αποτελεί μια σημαντική εναλλακτική απέναντι σε έναν κλασικισμό που έρχεται από τη Δύση. Ανάλογες, όπως είδαμε, ήταν και οι επιλογές σημαντικών ζωγράφων, διανοητών και ποιητών της εποχής του Μεσοπολέμου, στον κύκλο των οποίων ξεχωριστή θέση κατείχε ο Ζάχος. Εφαρμογή των ιδεών του αποτελεί το σπίτι της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη στην Πλάκα, που χτίστηκε το 1924-1927. Το σπίτι ήταν μια τριώροφη διπλοκατοικία που συνδύαζε στοιχεία της βυζαντινής και της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, καθώς από τη μια είχαμε χρήση οπλισμένου σκυροδέματος και, από την άλλη, την παρουσία τοξωτών ανοιγμάτων και μακεδονίτικων αρχιτεκτονικών στοιχείων. Οικία Αγγελικής Χατζημιχάλη, του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου.

Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1912 μετά από σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι. Ενταγμένος στην κίνηση των διανοουμένων της εποχής για επιστροφή στις ρίζες, θα στρέψει τη ματιά του στην παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική, αξιοποιώντας όχι μόνο τη βυζαντινή ή μεταβυζαντινή, όπως είχε κάνει ο Ζάχος, αλλά ακόμη και την ελληνιστική ιδιωτική αρχιτεκτονική. Και πάλι πρέπει να τονίσουμε ότι οι κινήσεις αυτές προέρχονταν από ανθρώπους που είχαν γνώση των εξελίξεων στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, όπως φαίνεται και από το Πειραματικό Σχολείο που έχτισε ο Πικιώνης στη Θεσσαλονίκη, το 193337. Στο κτίριο αυτό έχουμε και πάλι ένα συνδυασμό στοιχείων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, καθαρούς γεωμετρικούς όγκους και μοντέρνα παράθυρα, με χαρακτηριστικά στοιχεία της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής.

Πειραματικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη, του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη.

140


Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης θυμάται και διηγείται τη ζωή του […] Το δεύτερο [σπίτι] εχτίστηκε το 1925. Τούτο το εμπνεύστηκα από μιαν αναπαράσταση αρχαίου σπιτιού της Πριήνης από τον Ορλάνδο. Όταν την είδα είπα μέσα μου: Τούτο είναι ελληνικό και δεν έχει στοιχεία που ν’ ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρόνου και τόπου. Ο τετραγωνισμός των παραθύρων, τα επιμήκη ανοίγματα, μέσον υποστυλωμάτων και υπερθύρων, η κατάργηση του γείσου, ήταν επιτεύξεις που προσήγγιζαν στις λύσεις του σύγχρονου κινήματος· τις έβρισκες άλλωστε και στη λαϊκή μας παράδοση. Όταν το κίνημα τούτο το γνώρισα, είδα πως ένα βήμα με χώριζε από κείνο. Αν οι οξυδερκέστεροι από μας το παραδεχτήκαμε τότε, ήταν για τους λόγους τούτους: Πως υποσχόταν την πλήρωση της οργανικής αλήθειας, πως ήταν αυστηρό και απλό και το κυβερνούσε μια γεωμετρία ενός καθολικού σχήματος, ικανού να συμβολίσει την εποχή μας. Το Σχολείο του Λυκαβηττού χτίστηκε περί το 1933. Όταν τελείωσε, δεν μ’ ικανοποιούσε. Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος· είναι από τις σκέψεις τούτες που βγήκαν: το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης (1935), η πολυκατοικία Χέυδεν (κάτοψη Μητσάκη, 1938), το σπίτι της γλύπτριας Φρ. Ευθυμιάδη (1949). Αισθάνομαι όμως πως τα λεγόμενα εδώ δεν θα μπορέσουν να κλείσουνε, αν δεν έκανα μνεία, εδώ στο τέλος, για κάτι άλλο: Η άσκηση της πρακτικής του Σεζάν με ήγαγε μακρυά από τα ιδεώδη της Δύσης. Η Ανατολή και το Βυζάντιο μου αποκάλυψαν πως η δημιουργία μιας ανηγμένης απ’ την φύση και απ’ την ύλη της μίμησης συμβολικής γλώσσας, είναι ο δρόμος ο μόνος έγκυρος κι άξιος του πνεύματος, για να εκφράσει τις ιδέες και τα συναισθήματά μας απ’ τη Ζωή. Κάποιος είπε σωστά πως απ’ την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης θα εξαρτηθεί η πορεία του Ελληνισμού. Θα προσθέσω: κι από την αρμόδια σύνθεση των αντιθετικών ρευμάτων σε μια νέα μορφή. Θα μπορούσα ν’ αναλύσω πώς παρουσιάζεται το πρόβλημα τούτο στην Αρχιτεκτονική. Μα θ’ αρκούσε εδώ να πω πως είμαι ανατολίτης […]. Πηγή: περ. Ζυγός, τχ. 27-28 (1958), σσ. 4-7

141


Οι Ποιηταί, πίνακας του Γ. Ροϊλού, με εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (Γενιά του 1880).

142


Η λΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ θΕΑΤΡΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1910-1936

Η λογοτεχνία της εξεταζόμενης περιόδου αποτυπώνει την ιστορική πραγματικότητα, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, όπως και τις ιδεολογικές ζυμώσεις. Η πρώτη δεκαετία χαρακτηρίζεται από ανανέωση εκφραστικών τρόπων και θεματικής, η δεύτερη αποδίδει την ατμόσφαιρα της ήττας και την κρίση που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, ενώ η τρίτη εισάγει στη λογοτεχνία το μοντερνισμό και επιχειρεί να απαντήσει σε κρίσιμα ιδεολογικά ζητήματα. Σταθερά χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας η επικοινωνία με την Ευρώπη, η πολυφωνία, αλλά και οι αντιθετικές στάσεις δημιουργών και κειμένων απέναντι σε βασικές και κρίσιμες επιλογές της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, όπως ύπαιθρος / πόλη, ελληνικότητα / ευρωπαϊκότητα ή κοσμοπολιτισμός, αστική / σοσιαλιστική τέχνη. Την ίδια εποχή αναβαθμίζεται η θεατρική ζωή και θεμελιώνεται η νεοελληνική δραματουργία, ενώ αναβιώνει το αρχαίο δράμα.

Το ιστορικό πλαίσιο

Τόνια Καφετζάκη,

Η περίοδος 1910-1936 σχεδόν ταυτίζεται για την Ελλάδα με την προσωπικότητα και τη δράση του Ελευθέριου Βενιζέλου, που ασκεί έντονη επίδραση στη διαμόρφωση της κοινωνικής και ιδεολογικής ατμόσφαιρας της εποχής. Η περίοδος ξεκινά με το κίνημα στο Γουδή, που εξέφρασε την ισχυροποίηση και την ανάδειξη της αστικής τάξης στην εξουσία, τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια των πρώτων

Δώρα Μέντη,

143

Δ.Φ. Ιστορίας, Εκπαιδευτικός

Δ.Φ. Φιλολογίας, Εκπαιδευτικός


βενιζελικών κυβερνήσεων, την ευφορική ατμόσφαιρα των νικηφόρων Βαλκανικών πολέμων, την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους και τη συνακόλουθη αύξηση του πληθυσμού. Ακολουθεί μια σειρά από εθνικές περιπέτειες: ο Εθνικός Διχασμός, η μικρασιατική εκστρατεία και η τραγική κατάληξή της, που σήμανε την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας. Η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου διαφοροποιείται κατά πολύ από το παρελθόν, καθώς χαρακτηρίζεται από το προσφυγικό πρόβλημα, την οικονομική κρίση και την έντονη κοινωνική διαφοροποίηση. Η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, η πολιτική αστάθεια, αλλά και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας και χάραξης της μελλοντικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας χαρακτηρίζουν τη μεσοπολεμική περίοδο.

Ο Βενιζέλος «μιλά» για τη Μεγάλη Ιδέα Ο σκοπός μας δεν είναι μονάχα ν’ αναμορφώσουμε την Πολιτεία. Ο τελικός σκοπός μας είναι να κάμουμε κείνην την Ελλάδα που οι πατεράδες μας ονειρευτήκαν μέσα στη νύχτα της σκλαβιάς. Η μνήμη του Έλληνα πρέπει ν’ αλαφρώσει από την ντροπή του Ενενηνταεφτά και να γεμίσει μ’ ένα καινούργιο Εικοσιένα! Η αναμόρφωση της Πολιτείας είναι το πρώτο πούχομε να κάμουμε. Ο συναγερμός του λαού είναι το δεύτερο. Άμα ο λαός πιστέψει στον εαυτό του κι οδηγηθεί από άξιο κυβερνήτη, τότε θα δει να ζωντανεύουν τα πιο απότολμα όνειρά του. Κι αυτό, όχι από τη σπλαχνωσύνη των Κραταιών της Γης, παρά από τη δική του δύναμη […]. Το σκλαβωμένο γένος, από τη Μαύρη Θάλασσα ως το Χαλέπι, έχει γυρισμένα τα μάτια του στο λεύτερο βασίλειο και περιμένει απ’ αυτό τη λευτεριά του…

Κωστής Παλαμάς (1859-1943). Συλλογή Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Π. Πρεβελάκης, Ο Κρητικός.«Η Πολιτεία», Εστία, Αθήνα 1979, σελ. 292

Η φλογέρα του βασιλιά, εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.

Η λογοτεχνία της περιόδου συνδιαλέγεται με τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και τους ιδεολογικούς προβληματισμούς, ενώ συγχρόνως αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο απέναντί τους. Η πατριωτική έξαρση της δεκαετίας του 1910 δίνει τη θέση της στην απογοήτευση και την ιδεολογική σύγχυση της δεκαετίας του 1920, για να ακολουθήσει, κατά τη δεκαετία του 1930, η άρθρωση νέων προτάσεων. Χαρακτηριστικός για το Μεσοπόλεμο ο διάλογος μεταξύ των διανοουμένων, τόσο στο εσωτερικό του φιλελεύθερου βενιζελικού χώρου όσο και μεταξύ αυτού του χώρου και του χώρου της αριστεράς, ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο για συγκεκριμένες κοινωνικές, γλωσσικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και για τους όρους της στρατευμένης σοσιαλιστικής τέχνης. Ο διάλογος των δημιουργών, που θα λήξει οριστικά το 1936 με τη μεταξική δικτατορία, γνώρισε την πιο δημιουργική του φάση στη βενιζελική τετραετία 1928-1932. Κύρια ομάδα ανάμεσα στους διανοούμενους του Μεσοπολέμου υπήρξαν οι φιλελεύθεροι αστοί διανοούμενοι, γνωστοί ως «γενιά του ’30», οι οποίοι, συντασσόμενοι με τα βενιζελικά οράματα του εκσυγχρονισμού και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, επιζητού-

144


Ποιητές της γενιάς του ’30.

σαν τη νέα ελληνική ταυτότητα, η οποία θα ξεπερνούσε την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού και τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο της απέναντι στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, το ελληνικό και το ευρωπαϊκό.

Η ποίηση Η εθνική ανάταση, αποτέλεσμα των ευνοϊκών πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων, έδωσε νέα ώθηση στην πνευματική δημιουργία και άνοιξε νέους ορίζοντες στους πολίτες του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν είχε συμπληρώσει ακόμη έναν αιώνα ύπαρξης. Ο προσδιορισμός της «ελληνικότητας» και η αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας εκφράστηκε αντιπροσωπευτικά από την πολυσχιδή προσωπικότητα και το έργο του Κωστή Παλαμά (1859-1943), ο οποίος υπήρξε αναμφισβήτητα ο πιο καταξιωμένος Έλληνας λογοτέχνης από τις αρχές ως και τα μέσα του 20ού αιώνα. Η ποίηση του Παλαμά λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις εξελικτικές φάσεις του Ελληνισμού, συναρτώντας την αρχαιότητα και το Βυζάντιο με τη σύγχρονη αναγεννητική πνοή, την οποία εξέφραζαν οι εθνικοί αγώνες με σκοπό την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και τη διεκδίκηση του ηγετικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Από τη μια μεριά ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας και από την άλλη η αμεσότητα της ποιητικής φωνής του, η οποία συγχώνευε ποικίλα αισθητικά και ιδεολογικά ρεύματα, τον καθιστούν πρωτοπόρο τόσο σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, όπως απέδειξε με την προσήλωσή του στη δημοτική γλώσσα, όσο και στο εσωτερικό της λογοτεχνικής συντεχνίας, με κριτική οξύνοια και θαυμαστή πολυμορφία στη χρήση του στίχου. Στον αντίποδα του αναγνωρισμένου εθνικού ποιητή που εκπροσωπούσε ο Παλαμάς αναπτύχθηκε ο ιδιαίτερος διαχρονικός χαρακτήρας της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη (1863-1933). Η καβαφική ποίηση συνδέθηκε άρρηκτα με την Αλεξάνδρεια,

145

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933).


Εκλογική νίκη του Βενιζέλου στις εκλογές του 1912 Ο Φασουλής εμφρόνως μελετά τα προ της εκλογής και τα μετά Νίκης λαμπράς ημέρα!... Χαίρε και πάλι χαίρε, μεγάλε λαοσώστα. Το παν για σε θυσία, σε λένε και Μεσσία, σε λένε και Κομπόστα. Λαός αγκύρας αίρων με των Φιλελευθέρων ελύσσαξε το κόμμα. […] Του καπετάν Λευτέρη μεσουρανεί τ’ αστέρι, τον θέλουν κι’ η κυρίαις. Γι’ αυτόν φωτιαίς και λαύραις, και καλικαούδαις μαύραις κλαίνε παληαίς φατρίαις. Ρωμηός, φ. 1.199, 17.3.1912, στο Γεώργιος Σουρής, Τα άπαντα, τ. Β΄, εκδ. Δαρεμά, Αθήνα χ.χ., σελ. 785

Το κίνημα της Εθνικής Αμύνης Των δειλιασμένων ψυχών κράχτη σε είδα! Σήμαντρο δόξας, σκουριασμένο απ’ τον καιρό, Χτύπησες με το χέρι την ασπίδα, Κι’ άναψες τη σβυσμένη φλόγα στο Ιερό.

Ο Γεώργιος Σουρής και φύλλο της σατιρικής εφημερίδας Ρωμηός.

Τινάχτηκε απ’ το κάλεσμά σου το φτερό Της Νίκης· –Γυμνή πρόβαλε η λεπίδα Σπαθιών– Κι’ ακούστηκε από νέων ηρώων χορό Των Περσομάχων ο ύμνος «ω Πατρίδα!» Μακρυά από μια στεριά αποκοιμισμένη, Προς κάποια ανατολή, που σε προσμένει, Τα κύματα άφοβα πατώντας ξεκινάς… Την ώρα εκείνη απ’ την κορφή του Κάστρου Κάτι έφεξε το δρόμο σου. Ήτον άστρου Φως – ή το δόρυ ξάστραψε της Αθηνάς; Γεώργιος Δροσίνης, «Των δειλιασμένων ψυχών κράχτη σε είδα!», Πύρινη Ρομφαία. Αλκυονίδες 1912-1921, Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήνα χ.χ., σσ. 55-56

146


Δρόμος της Αλεξάνδρειας.

μια από τις αρχαιότερες κοιτίδες του Ελληνισμού της διασποράς, τροφοδοτούμενη σχεδόν αποκλειστικά από την παρακμιακή διάσταση της μακραίωνης ελληνικής και τοπικής ιστορίας. Μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αναδείχθηκαν, επίσης, τρεις σημαντικοί συνοδοιπόροι του Παλαμά: ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928). Οι δύο πρώτοι είχαν κοινό σημείο εκκίνησης τις μυθολογικές καταβολές, τις παρνασσικές και τις συμβολιστικές επιδράσεις και αποδέχονταν σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογία του ποιητήπροφήτη – του οδηγητή ο Βάρναλης και του μύστη ο Σικελιανός. Η ποίηση του Καρυωτάκη εξέφρασε περισσότερο την παρακμιακή ατμόσφαιρα, το αδιέξοδο και την κρίση της εποχής του. Σε παρόμοιο κλίμα κινούνταν και άλλοι ποιητές της λυρικής και συμβολιστικής ποίησης: Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943), Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), Κώστας Ουράνης (1890-1953), Τέλλος Άγρας (1899-1944), Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Ως τα 1930, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης και ο Σικελιανός είχαν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου τους, ενώ ο Καρυωτάκης επισφράγισε με την αυτοκτονία του την αλληλουχία της ποίησης και της ζωής του. Σημαντικά ποιητικά έργα της περιόδου είναι: Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910) και οι Βωμοί (1915) του Κ. Παλαμά, η σύνθεση Πρόλογος στη Ζωή: Η Συνείδηση της Γης

Το Ανάθεμα του Βενιζέλου Θυμάμαι τ’ απομεσήμερο που είδα, από ένα παράθυρο της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα του όχλου με δεσποτάδες και παπάδες που κουβαλούσαν πέτρες για το ανάθεμα του Βενιζέλου∙ την αηδία που μ’ έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φριχτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορυφή του. Γ. Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ. ’41, Ίκαρος, Αθήνα 1972, σελ. 11

147


Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης (1883-1974), Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), Άγγελος Σικελιανός (18841951), Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), Γεώργιος Θεοτοκάς (1905-1966).

μου, Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915) και το Μήτηρ Θεού (1917) του Α. Σικελιανού, Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919) του Κ. Καρυωτάκη, Το Φως που καίει (1922) του Κ. Βάρναλη, Ο Πιερρότος (1922) του Ρώμου Φιλύρα (1888-1942), Ελεγεία και Σάτιρες (1927) του Κ. Καρυωτάκη, Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927) του Κ. Βάρναλη και Οδύσσεια (1924-1938) του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Γενικά, την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου, 1920-1929, η ποίηση βρισκόταν σε δημιουργική φάση ανανέωσης αλλά και αμφισβήτησης της παράδοσης, αποδίδοντας το σύγχρονο κοινωνικό περιεχόμενο και τον ιδιαίτερο ιστορικό χαρακτήρα της εποχής, ενώ τη δεύτερη, 1930-1939, χαρακτηριζόταν από νεωτερικό πνεύμα γύρω από τα κεντρικά ζητούμενα του ελληνοκεντρισμού και του μοντερνισμού. Στο μεταίχμιο των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών, το 1929, ο Γιώργος Θεοτοκάς, με το δοκίμιό του Ελεύθερο Πνεύμα, αποτύπωνε την άρνηση του ηττοπαθούς ψυχισμού εκ μέρους της νέας γενιάς, προαναγγέλλοντας το ξεκίνημα μιας νέας εποχής. Ακολούθησαν τα πρώτα δείγματα της νεωτερικής ποίησης, που συνδέθηκαν ειδικότερα με τη λογοτεχνική διαμόρφωση και το έργο της «γενιάς του ’30». Την ίδια χρονική περίοδο, ανάμεσα στις πρώτες απόπειρες ανανέωσης του ποιητικού λόγου ξεχώρισαν δύο νέοι ποιητές, με εμφανείς επιδράσεις από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα: ο Νίκος Καλαμάρης (1907-1988), με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος, και ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941).

Η ποιητική συλλογή του Κ. Καρυωτάκη Ελεγεία και Σάτιρες.

Το 1931, έτος κυκλοφορίας της πρώτης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971), με τον ενδεικτικό τίτλο Στροφή, μπορεί να θεωρηθεί απαρχή της μοντέρνας ποίησης, την οποία εισάγει κυρίως το Μυθιστόρημα (1935), ποιητική συλλογή-ορόσημο, καθώς σε αυτήν επιχειρήθηκε η σύζευξη του ελλη ελληνικού μύθου και της ιστορίας με τα νεωτερικά εκφραστικά μέσα. Η ποίηση του Σεφέρη επιζητούσε την επαφή με την ελληνική παράδοση μέσα από τις προδιαγραφές του ποιητικού μοντερνισμού, δεν ανταποκρινόταν όμως στο κυρίαρχο αίτημα για ρήξη με το παρελθόν, το οποίο έφερναν στις απο αποσκευές τους, ερχόμενοι από το Παρίσι, οι υπερρεαλιστές ποιητές Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) και εν μέρει ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996). Το 1935 στάθηκε για πολλούς λόγους η χρονιά μέσα στην οποία εκδηλώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην ελ-

148


ληνική πνευματική ζωή, καθώς τότε εκδόθηκε η Υψικάμινος του Εμπειρίκου και άρχισε την κυκλοφορία του το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, που αποτέλεσε καρπό μιας συντονισμένης προσπάθειας για ανανέωση του ποιητικού λόγου, στην κατεύθυνση όχι μόνο των σύγχρονων ευρωπαϊκών αναζητήσεων αλλά και της ελληνικότητας, με έμφαση στην ανακάλυψη του λαϊκού πολιτισμού, μέσα από τη

1917: Η επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα Η Αθήνα είναι ανάστατη. Γιορτάσι για τους βενιζελικούς, πένθος για τους κωνσταντινικούς. Στην Πνύκα απάνω, στου Φιλοπάππου, στο Αστεροσκοπείο, αντίκρυ στην Ακρόπολη είναι στρατοπεδευμένοι Γάλλοι. Στο Ζάππειο Γάλλοι. Στου Ρουφ Γάλλοι. Όμως στο Ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεττανίας» γίνεται σωστό προσκύνημα. Κόσμος αμέτρητος, ουρές, πάει, έρχεται, μπαίνει, βγαίνει, ένα συλλαλητήριο δίχως φασαρίες, δίχως φωνές. Ο Βενιζέλος είναι μέσα στο ξενοδοχείο και δέχεται τον κόσμο. Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Δεκατρία Χρόνια. Από το 1900 στο 1922, Εστία, Αθήνα 1977, σελ. 148

1920: Η επιστροφή του Κωνσταντίνου «Έρ…χε…ται!... Έρ…χε…ται!... Έρ…χε….ται!...» Ο Κωνσταντίνος! Ο λυτρωτής! Ο μάρτυρας! Ο βασιλιάς μας! Ο Κωνσταντίνος! Ο Κώτσος! Έρχεται! Στην Ελλάδα! Στον τόπο Του! Στο σπίτι Του! Στην αγκαλιά του λαού Του! […] Άδειασαν οι συνοικίες και οι γειτονιές. Έπηξαν από το πλήθος οι κεντρικοί δρόμοι, οι μεγάλες πλατείες, η οδός Σταδίου, το Σύνταγμα, παντού όπου μπορεί να περάσει… […] Πλησιάζει η στιγμή, πλησιάζει το αμάξι, αργά, με κόπο, το ανακτορικό αμάξι που φέρνει το βασιλιά, το βασιλιά μας, τον Ντίνο μας! Πλησιάζουν οι φωνές, τα «ζήτω!» «να μας ζήσης!», «γεια σου, κουμπάρε!» […] Κλαίει ο κόσμος, στριμώγνεται απελπιστικά, ξελαρυγγιάζεται… […] Ένας μεθυσμένος, με μια μεγάλη μποτίλια ούζο στο χέρι, στριγγλιάζει άγρια: ― Κατάρα στο Βενιζέλο!... Ανάθεμα στο γυαλάκια!... Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Δεκατρία Χρόνια. Από το 1900 στο 1922, Εστία, Αθήνα 1977, σσ. 214-215

149

Από αριστερά: Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), Οδυσσέας Ελύτης (19111996), Γιάννης Ρίτσος (1909-1990), Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991).


γραφή του Μακρυγιάννη και τις ζωγραφιές του Θεόφιλου.

Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου.

Υπήρχαν, ωστόσο, ποιητές που εξέδωσαν τις πρώτες τους ποιητικές συλλογές στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, δίχως να εμφορούνται από μεταρρυθμιστική διάθεση ως προς την παραδοσιακή στιχουργική, επιδιώκοντας κυρίως την ανάδειξη του κοινωνικού ρόλου της ποίησης. Με αφετηρία τις κοινές παλαμικές και καρυωτακικές επιδράσεις, οι αριστεροί ποιητές Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) και Νικηφόρος Βρετ Βρεττάκος (1912-1991) αναζήτησαν ένα νέο κοινωνικό προσανατολισμό, υιοθετώντας την ιδεολογία της στρατευμένης ποίησης. Η ποίηση του Βρεττάκου προέβαλλε κυρίως το ανθρωπιστικό πνεύμα της νέας εποχής. Περισσότερο διεκδικητική και στρατευμένη εμφανί εμφανίστηκε η ποίηση του Ρίτσου, ο οποίος εισήγαγε τα νέα κοινωνικά αιτήματα στον παραδοσιακό στίχο τόσο στην πρώτη του συλλογή, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τρακτέρ (1934), όσο κυρίως στην τρίτη, Επιτάφιος (1936), ποιητική σύνθεση με αγωνιστικό περιεχόμενο, την οποία εμπνεύ εμπνεύστηκε από το θάνατο ενός νεαρού εργάτη σε διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη.

1928: Η επιστροφή του Βενιζέλου στην πολιτική Μια μεγάλη πολιτική νευρικότητα κατείχε τότε την Αθήνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε δηλώσει τόσες φορές και σ’ όλους τους τόνους ότι τραβήχτηκε οριστικά από την πολιτική και που ζούσε, μετά τη μεγάλη εκλογική του ήττα της 1ης Νοεμβρίου 1920, σχεδόν συνεχώς στο εξωτερικό, ξαφνικά παρατούσε τη μετάφραση του Θουκυδίδη, γυρνούσε απρόσκλητος και απροσδόκητος στην Ελλάδα, ξαναοργάνωνε μονομιάς το παλιό του κόμμα και αναλάβαινε την αρχηγία του. Έλεγε και ξανάλεγε πως δεν είχε την πρόθεση να ρίξει την Κυβέρνηση, μα ο καθένας ένιωθε πως ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να ζει στην Ελλάδα χωρίς να επιθυμεί ολόψυχα την εξουσία, κάθε εξουσία. Ήδη, παντού γινόταν λόγος για τον Πρόεδρο. Μόλις ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα έγινε πάλι, μονομιάς, ο Πρόεδρος. Η λέξη, έτσι χωρίς να συνοδεύεται από κανένα όνομα, δήλωνε αυτόν και όλοι το ήξεραν. Αρχηγός, σωτήρας, σύμβολο της μισής Ελλάδας, Σατανάς για την άλλη μισή, είταν οπωσδήποτε για όλους ο Πρόεδρος των ελληνικών ζητημάτων, ο άξονας που γύρω του ξανάρχιζε να στροβιλίζεται το έθνος. Κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είχε στο νου του, μα η παρουσία του έφτανε για να αναστατώσει τα πάντα, σα να ανάδινε η παρουσία αυτή κάποιο μυστηριώδες ρεύμα, που τράνταζε μονομιάς όλες τις δυνάμεις του εθνικού οργανισμού, τις δυνάμεις της πίστης και του ηρωισμού, της περιπέτειας και της αρπαγής, της δημιουργίας και της διάλυσης, της μοχθηρίας και του φθόνου. Όλες οι ζωικές ορμές που κοιμόντανε αχρησιμοποίητες, ξυπνούσανε πάλι και κοχλάζανε δυνατά στα ρόδινα ακρογιάλια της Ανατολικής Μεσογείου: Βενιζέλος!... Βενιζέλος!.... Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, τ. Β΄, Εστία, Αθήνα 1984, σσ. 100-101

150


Θεσσαλονίκη, Μάης του ’36. Ο φωτογραφικός φακός αποτυπώνει μια μάνα να μοιρολογεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από το νεκρό γιο της. Ο Ρίτσος εμπνέεται από το τραγικό γεγονός και γράφει τον Επιτάφιο.

Οι αρνητικές πλευρές της τετραετίας 1928-1932 Λοιπόν με το ιδιώνυμο τούτο, όπως λέμε εμείς οι Μυτιληνιοί: πήρε ο στραβός κατήφορο· και η φτωχιά εργατιά, που ξεσηκωνόταν για ένα κομμάτι ψωμί, πλήρωσε τα σπασμένα. Τα πλήρωσε αργότερα όλη η χώρα. Ο Βενιζέλος που το έφτιαξε και οι δικαστές που το εφάρμοσαν, με αστυνομική συνείδηση, είναι μια από τις αιτίες της αγριότητας που πήραν κατόπι οι κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα. […] Το μεγαλείο ενός ανθρώπου δεν εξαρτιέται μόνο από το δικό του το ανάστημα αλλά και από το χαμηλό επίπεδο των αντιπάλων του. Η γενιά μου που αντρώθηκε ηθικά και πνευματικά μέσα στη βενιζελική λάμψη, με πικρή έκπληξη έβλεπε τώρα πως υπήρχαν στο είδωλό της κάποιες αδύνατες πλευρές – να δίνει εξετάσεις στους μικρούς αντιπάλους του. Κάποιο στοιχείο αδιανόητο υπήρχε, που τον εμπόδιζε πάντα να εκτιμήσει σωστά την κουλτούρα σα δύναμη εθνική. Και δεν είναι βέβαια μόνο το ιδιώνυμο στο παθητικό του. Είναι χαραχτηριστική η αδιαφορία του στο «γλωσσικό» ζήτημα, και σε όλη την πνευματική ζωή του τόπου, όλα τα χρόνια που τον κυβέρνησε. Δίπλα του ζούσε ένας Παλαμάς, που εξύμνησε το έργο του, και δεν έκανε απέναντί του μια χειρονομία με εθνική σημασία. Λιγάκι πιο ύστερα από το 1930, δέκα χρόνια περίπου κατόπι από τη λεγόμενη μικρασιατική καταστροφή, φάνηκε έκδηλη η υλική και ηθική εξαθλίωση της χώρας, όταν οι Εγγλέζοι, αποφασισμένοι να ρίξουν τη δημοκρατία, αρνήθηκαν να δώσουν στην Ελλάδα ένα ελάχιστο δάνειο, κι ο Βενιζέλος, αποξενωμένος από τα ζωντανά στοιχεία του έθνους, δεν είχε τη δύναμη να τη στηρίξει. Κι έγινε τούτο το τραγικό. Οι μικροί αντίπαλοί του, που δεν μπόρεσαν στιγμή να τον πτοήσουν όταν στεκόταν αντίκρυ τους αντιμέτωπος, του τη φέραν μπαμπέσικα, όταν λύγισε και τους έτεινε χέρι συμφιλιωτικό. Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Κέδρος, Αθήνα 1983, σσ. 194-195

151


Η πεζογραφία Η πεζογραφία της περιόδου 1910-1922 χαρακτηρίζεται από ανανέωση τόσο των εκφραστικών μέσων όσο και της θεματικής, ενώ παράλληλα διακρίνεται ιδεολογική πρόθεση των συγγραφέων. Έντονη υπήρξε η επικοινωνία με την Ευρώπη, η γνώση και η αξιοποίηση των πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων και τεχνοτροπιών της, χωρίς να λείπει η μέριμνα για την ανάδειξη της «ελληνικότητας». Επιχειρώντας μια ενδεικτική αναφορά σε δημιουργούς και έργα της πρώτης εκείνης περιόδου, ξεκινούμε με συγγραφείς οι οποίοι προέβαλαν το εθνικό ιδεώδες και την πίστη στις δυνατότητες αναγέννησης του ελληνισμού, εμπνεόμενοι κυρίως από το Μακεδονικό Αγώνα. Σημαντικότεροι ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) με τα έργα Μαρτύρων και ηρώων αίμα (1907), Όσοι ζωντανοί (1911) και η Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), μαχητική δημοτικίστρια και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, με τα δημοφιλή πατριωτικά μυθιστορήματα Παραμύθι χωρίς όνομα (1910), Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911), Τα Μυστικά του Βάλτου (1937). Σε διαφορετική κατεύθυνση κινήθηκαν οι θεμελιωτές του αστικού μυθιστορήματος: ο πολυγραφότατος Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), που αποδίδει στο πλούσιο συγγραφικό έργο του, όπως Πλούσιοι και φτωχοί (1919), Φοιτηταί και Αρσακειάδες (1920) κ.ά., τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή, και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911), με το μυθιστόρημά του Η Κερένια κούκλα (1911). Ταυτόχρονα, μείζονες συγγραφείς της περιόδου, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), εκκινώντας από τη σοσιαλιστική τους τοποθέτηση, ανανέωσαν τη νατουραλιστική ηθογραφία μεταπλάθοντάς την σε

Από αριστερά: Ίων Δραγούμης (1878-1920), Πηνελόπη Δέλτα (18741941), Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911).

κοινωνική πεζογραφία. Ο πρώτος, με τα έργα του Ο πύργος του Ακροποτάμου (1915) και Φθινόπωρο (1917) έδωσε έμφαση στη ρεαλιστική αναπαράσταση του αγροτικού ή του αστικού χώρου και στην ψυχογραφία των προσώπων∙ ο δεύτερος, με τα έργα Η τιμή και το χρήμα (1914), Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922), απεικόνισε τόσο την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στον ανθρώπινο ψυχισμό όσο και τη συντριβή του ατόμου μπροστά στα αδιέξοδα της μετασχηματιζόμενης αστικής κοινωνίας.

152


Στη λογοτεχνική παραγωγή της δεκαετίας του 1920, κυριάρχησε το ηθογραφικό αστικό διήγημα, με σκηνικό τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας ή του Πειραιά και περιθωριοποιημένους ήρωες που πάλευαν ανέλπιδα με τη φτώχεια, την εξαθλίωση, την πορνεία, την αλητεία, τη φυλακή. Τα έργα αυτά υπηρετούσαν κυρίως τη συνειδητή πρόθεση των συγγραφέων τους να αποδοθεί ή να καταγγελθεί η κοινωνική εξαθλίωση, ως παράγωγο των αρνητικών κοινωνικών εξελίξεων. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της πρώτης τάσης είναι τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά (1871-1958), όπως «Ο Λαγκάς» (1915) και «Ζωή αρρωστεμένη» (1921), όπου κυριαρχούν εικόνες εξαθλιωμένων προλετάριων, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Πιο έντονη είναι η καταγγελτική διάθεση στην τριλογία Χαμένα κορμιά (1922), Σα θα γίνουμε άνθρωποι (1925) και Τουμπεκί (1927) του Πέτρου Πικρού (1894-1956), όπου απεικονίζεται κυρίως ο υπόκοσμος, ενώ το έργο του Κώστα Παρορίτη (1878-1931) ανταποκρίνεται στα πρότυπα της «προλεταριακής» τέχνης, αποτυπώνοντας τον θετικό ήρωα, τον συνειδητοποιημένο εργάτη-αγωνιστή, σε έργα όπως Ο κόκκινος τράγος (1924) και Οι δυο δρόμοι (1927). Σε ανάλογη κατεύθυνση και η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), συμμετέχοντας στις αναζητήσεις της αριστερής διανόησης της εποχής, εστιάζει το ενδιαφέρον της στη ζωή και την τύχη των γυναικών, με έργα όπως Γυναίκες (1933) και Άντρες (1935). Την επόμενη δεκαετία, του 1930, το μυθιστόρημα αναδείχθηκε σε κυρίαρχο είδος, γιατί, σύμφωνα με την κοινή εκτίμηση, προσφερόταν περισσότερο σε σχέση με το διήγημα για τη συνθετική απόδοση της σύγχρονης κοινωνικής ζωής και υπηρετούσε αμεσότερα το αίτημα της ανανέωσης. Με γενικά χαρακτηριστικά τη

Από αριστερά: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920), Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), Δημοσθένης Βουτυράς (1871-1958), Κώστας Παρορίτης (1878-1931).

ρεαλιστική γραφή αλλά και τους νεωτερικούς πειραματισμούς, το μυθιστόρημα εξέφραζε τους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς της εποχής αλλά και μια νέα κοσμοπολίτικη συγγραφική συνείδηση. Οι πεζογράφοι του Μεσοπολέμου διακρίνονται ως προς τη θεματική και τα εκφραστικά τους μέσα σε διάφορες κατηγορίες: α) στους συγγραφείς που κατέγραψαν τις τραυματικές εμπειρίες του πολέμου, της αιχμαλωσίας και της προσφυγιάς, αλλά και τις παιδικές αναμνήσεις και τα βιώματα από τις χαμένες πατρίδες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εκπατρισμένοι Μι-

153


Από αριστερά: Στράτης Μυριβήλης (1890-1969), Στρατής Δούκας (18951983), Φώτης Κόντογλου (1895-1965), Ηλίας Βενέζης (1904-1973).

κρασιάτες, γνωστοί και ως «Αιολική Σχολή». Πρόκειται για τους Στράτη Μυριβήλη (1890-1969), Στρατή Δούκα (1895-1983), Φώτη Κόντογλου (1895-1965) και Ηλία Βενέζη (1904-1973) β) στους συγγραφείς του «αστικού ρεαλισμού», ανάμεσα στους οποίους συνυπήρχαν δημιουργοί ποικίλων ιδεολογικών, καλλιτεχνικών και κοινωνικών τάσεων, με κοινό γνώρισμά τους το αστικό σκηνικό, κυρίως της πρωτεύουσας, και το σχολιασμό της νεοελληνικής πραγματικότητας, των κοινωνικών μεταβολών, τη διαχείριση ιδεολογικών ζητημάτων. Πρόκειται κυρίως για τους Κοσμά Πολίτη (1884-1974), Θράσο Καστανάκη (1901-1967), Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο (1901-1982), Θανάση Πετσάλη-Διομήδη (1904-1995), Γιώργο Θεοτοκά (1906-1966), Άγγελο Τερζάκη (1907-1979), Μ. Καραγάτση (1908-1960), Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986), Τάσο Αθανασιάδη (1913-2006), Έλλη Αλεξίου (1894-1988), Τατιάνα Σταύρου (1899-1990), Λιλίκα Νάκου (1904-1989) και γ) στους μοντερνιστές συγγραφείς, οι οποίοι, συσπειρωμένοι κυρίως στο λογοτεχνικό κύκλο του περιοδικού της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες, απομακρύνθηκαν από το ρεαλισμό και χρησιμοποιούσαν την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου και της συνειρμικής γραφής. Πρόκειται για τους Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο (1896-1981), Γιώργο Δέλιο (1897-1980), Στέλιο Ξεφλούδα (1901-1984) και Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1992). Στη μοντερνιστική γραφή συναριθμούνται επίσης οι Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984), Γιάννης Μπεράτης (1904-1968) και Μέλπω Αξιώτη (1905-1973). Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της λογοτεχνικής παραγωγής των παραπάνω συγγραφέων αναφέρουμε ενδεικτικά τα μυθιστορήματα: Pedro Cazas (1919) του Φ. Κόντογλου, Το νούμερο 31.328 (1924) του Ηλ. Βενέζη, Η ζωή εν τάφω (1924) του Στρ. Μυριβήλη, Στο χορό της Ευρώπης (1929) του Θρ. Καστανάκη, Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1929), Λεμονόδασος (1930) του Κ. Πολίτη, Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού (1930) του Στ. Ξεφλούδα, Η παρακμή των Σκληρών (1933) του Άγγ. Τερζάκη, Αργώ (1933-1936) του Γ. Θεοτοκά, Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη (1933) του Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) του Μ. Καραγάτση, Γ΄ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον (1934) της Έλλης Αλεξίου, Οι Παραστρατημένοι (1935) της Λιλίκας Νάκου, Μαριάμπας (1935) του Γ. Σκαρίμπα.

154


Ο θάνατος του Βενιζέλου Έσβυσε ο Μέγας. Μεγάλο ανάφτε, καθώς Εκείνος, μνήμα, να είν’ άστρο, φως του η Αθήνα, δρόμος του η Κρήτη. Του Ομήρου ο στίχος φωνή τού πρέπει, δε φτάνει ο θρήνος, το πάτημά του πυρό, το ανέβα του Ψηλορείτη. Των ιερών χρόνων, αρχαίων και νέων, την λαμπράδα, γραφτό του η μοίρα να ζωντανέψει και ν’ αναστήση, οι όργητες άγριες, τα πάθη μπόρες, νύχτες τα μίση· τρεμοσαλεύεις ο αποσπερίτης, λάμπεις η Ελλάδα. Ποίημα του Κωστή Παλαμά για την κηδεία του Βενιζέλου Πηγή: εφημερίδες 1936

Το θέατρο Από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με την ίδρυση της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (1901-1905) και του Βασιλικού Θεάτρου (1901-1906), άρχισε η αναβάθμιση της θεατρικής τέχνης στην Ελλάδα στη βάση των ευρωπαϊκών προτύπων. Ιδιαίτερα η Νέα Σκηνή καινοτόμησε τόσο στο ρεπερτόριο (σύγχρονα ευρωπαϊκά και ελληνικά έργα, χρήση δημοτικής γλώσσας) όσο και στην ηθοποιία και τη σκηνογραφία. Η διάδοχη κατάσταση συναρτήθηκε κυρίως με την ίδρυση θιάσων από τις δύο σημαντικότερες πρωταγωνίστριες, τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη Αδριανού.

Οι συγγραφείς του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες (1932-39).

Από τους θεατρικούς συγγραφείς αναφέρουμε τους Γρηγόριο Ξενόπουλο (18671951), Παύλο Νιρβάνα (1866-1937), Σπύρο Μελά (1883-1966), Παντελή Χορν (1881-1941), Τίμο Μωραϊτίνη (1876-1952) και Θεόδωρο Συναδινό (1880-1959), οι οποίοι έγραφαν κυρίως οικογενειακά και κοινωνικά δράματα. Η δεύτερη δεκαετία του αιώνα συνδέθηκε με τη μεγάλη άνθηση της επιθεώρησης (γνωστότερη τα Παναθήναια των Μπ. Άννινου και Γ. Τσοκόπουλου και, από το 1913, Π. Δημητρακόπουλου), αλλά και της οπερέτας, με βασικούς εκπροσώπους τους Θεόφραστο Σακελλαρίδη και Νίκο Χατζηαποστόλου. Άλλο θεατρικό είδος, που απευθυνόταν κυρίως σε λαϊκότερο κοινό και ανέβαινε στα συνοικιακά θέατρα, ήταν τα πατριωτικά δράματα. Δημοφιλή θεάματα αποτελούσαν πάντα ο Καραγκιόζης και η παντομίμα. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η θεατρική ζωή γνώρισε γενικότερη αναβάθμιση και επηρεάστηκε από την ανταγωνιστική τέχνη του κινηματογράφου. Από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής, αναφέρουμε τον Δημήτρη Μπόγρη (1890-1964) και τον Αλέκο Λιδωρίκη (1907-1988), ενώ θεατρικά έργα έγραψαν και λογοτέχνες, όπως οι Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικελιανός, Άγγελος Τερζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη και άλλοι. Ως προς τη θεματική, τα περισσότερα έργα είναι αστικά δράματα, με σταθερά μοτίβα τη θέση των γυναικών και το ρόλο του χρήματος, ενώ είναι χαρακτηριστική η επιμελημένη δομή τους. Η επιθεώρηση σταδιακά υποχωρούσε, αυξάνονταν οι κωμωδίες με ηθογραφικό χαρακτήρα, ενώ δεν έλειπαν και τα ιστορικά δράματα. Παράλληλα, παλιοί και νέοι επαγγελματικοί θίασοι (όπως

155

Ο καλλιτεχνικός θίασος των αρχών του 20ού αιώνα Νέα Σκηνή συνέβαλε στην ανάπτυξη του νεοελληνικού θεάτρου.


Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954), Κυβέλη Αδριανού (1888-1978), Παύλος Νιρβάνας (1866-1937).

των Αλίκης Θεοδωρίδη – Κώστα Μουσούρη [1934] και της Κατερίνας Ανδρεάδη [1936]) ανέβαζαν βουλεβάρτα και εισήγαν σύγχρονη δραματολογία. Νέα θεατρικά σχήματα συντέλεσαν στην ποιοτική αναβάθμιση, όπως η Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου (1919-1922), το Θέατρο Ωδείου (1918-1924), ο Θίασος των Νέων (από τους Κώστα Μουσούρη και Ανδρέα Παντόπουλο, 1924-1931), η Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (1924), το Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά (1925), το Λαϊκό Θεάτρο του Βασίλη Ρώτα (1930-1933), η Λαϊκή Σκηνή (1934-1936) των Κάρολου Κουν και Γιάννη Τσαρούχη. Το μεγάλο γεγονός πάντως της περιόδου ήταν η ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (1930), που ανταποκρινόταν στην ανάγκη για ένα υψηλής ποιότητας θέατρο με κρατική υποστήριξη. Στο Εθνικό ανέβηκαν κλασικά ευρωπαϊκά έργα, αλλά και σύγχρονο ευρωπαϊκό και νεοελληνικό δραματολόγιο, ενώ παράλληλα μεγάλη ήταν η συμβολή του στην αναβίωση του αρχαίου δράματος, το οποίο είχαν προβάλει και οι Δελφικές Γιορτές (1927, 1930) του ζεύγους Σικελιανού.

Αφίσα για την επιθεώρηση της εποχής, Νέα Παναθήναια.

Ανάγνωση έργου από το θίασο της παράστασης Νέα Παναθήναια.

156


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη λογοτεχνία και στο θέατρο της περιόδου Ολοκληρώνουμε τη σύντομη αυτή παρουσίαση της λογοτεχνίας και του θεάτρου της περιόδου με κάποια στοιχεία για την αποτύπωση του ίδιου του προσώπου του Ελευθέριου Βενιζέλου και της δράσης του στα λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα. Ο Βενιζέλος σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποτελεί πρόσωπο της μυθοπλασίας· εμφανίζεται αυτοπροσώπως, ως ιστορικό πρόσωπο, με το όνομα και την ιδιότητά του. Κάνει, θα λέγαμε, ένα είδος περάσματος από τα έργα ή κάποτε συνομιλεί με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα. Τα παραδείγματα πολλά: τα έμμετρα σατιρικά σχόλια της επικαιρότητας των Φασουλή και Περικλέτου στον Ρωμηό του Γεωργίου Σουρή, οι υμνητικοί τόνοι του Κωστή Παλαμά ή

Δελτίο Παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου (3η περίοδος).

Δελφικές γιορτές, 1930.

Ο Βενιζέλος και η εποχή του ― Φαντάζουμαι, έλεγε ένας ηλικιωμένος κοινοβουλευτικός σε κάποιο διάδρομο της Βουλής, φαντάζουμαι, κύριοί μου, πως οι αυριανοί ιστορικοί θα περιλάβουν την εποχή μας, τις δυο ή τρεις δεκαετίες που γεμίζουνε με τη δράση μας, σ’ ένα κεφάλαιο με τον τίτλο: «Η βενιζελική περίοδος». Κατά πάσα πιθανότητα η γενεά μας θα περάσει στην ιστορία με τη γενική ονομασία της βενιζελικής γενεάς κ’ οι μυθιστοριογράφοι του μέλλοντος θα ζωγραφίζουν βενιζελικούς τύπους (ανάλογους με τους βικτωριανούς τύπους που ζωγραφίζουν οι συγγραφείς κ’ οι γελοιογράφοι της Αγγλίας), εννοώντας με αυτήν την έκφραση, όχι αναγκαστικά οπαδούς του Βενιζέλου, αλλά γενικά ανθρώπους που έζησαν και έδρασαν στην Ελλάδα την εποχή του Βενιζέλου. Μια μέρα, που δεν είναι ίσως μακρινή, η λέξη βενιζελισμός δε θα σημαίνει μονάχα μια πολιτική παράταξη, αλλά ένα σύνολο από τρόπους της σκέψης, μέθοδες δράσης, ψυχικές καταστάσεις, έθιμα, μόδες, μιας περασμένης εποχής. Γιατί ο βενιζελισμός ξεπερνά πλατιά τα όρια της πολιτικής και πλημμυρά ολόκληρη την ελληνική ζωή των ημερών μας. Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, τ. Β΄, Εστία, Αθήνα 1984, σσ. 102-103

157


του Γεώργιου Δροσίνη, οι αυτοβιογραφικές αναφορές της Πηνελόπης Δέλτα, τα αστικά μυθιστορήματα, όπως αυτά των Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Γ. Θεοτοκά και άλλων, που αναδεικνύουν τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία και δια διαχειρίζονται ιδεολογικά ζητήματα. Επίσης σημαντική είναι η παρουσία του στους δύο τόμους (Η ( Πρώτη Λευτεριά και Η Πολιτεία) της τριλογίας του Π. Πρεβελάκη Ο Κρητικός (1948-1950).

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας Ο Κρητικός του Παντελή Πρεβελάκη.

Στο θέατρο, ο Βενιζέλος είναι σταθερά παρών στα επιθεωρησιακά έργα που σχολιάζουν την επικαιρότητα ή παρουσιάζουν τα γεγονότα στο βαλ βαλκανικό μέτωπο και τις μεγάλες νίκες. Ομοιώματα του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου εμφανίζονται συχνά σε αποθέωση στο τέλος του έργου. Και στα πατριωτικά δράματα πολλές είναι οι έμμεσες ή αλληγορικές αναφο αναφορές στους ίδιους πρωταγωνιστές. Την εποχή του Διχασμού έντονη είναι η λογοκρισία, καθώς οι αντιδράσεις των θεατών ήταν θερμές και συχνά προκαλούνταν ταραχές. Από το 1917 έχουμε έργα με πρωταγωνιστικό πρόσωπο τον Βενιζέλο, όπως το Χρυσό Γεφύρι του Αλ. Γαλανού, Οι Λεβέντες της Αμύνης ή Ο Γυιος του Ψηλορείτη του Δ. Πίππη, ενώ από το 1920 εμφανίζεται ως κεντρικό πρόσωπο ο Κωνσταντίνος, όπως στο Μαζύ με τον Βασιλιά μας (1920) του Μ. Λιδορίκη και στο Ο Εθνομάρτυς Βασιλεύς (1921).

Το πένθος για τον Βενιζέλο ή ο Βενιζέλος σύμβολο Κι όμως ένα ή δυο μήνες πρωτύτερα, το Μάρτη του 1936, πέθανε στο Παρίσι ο Βενιζέλος, κι ο θάνατός του συγκλόνισε άλλη μια φορά τον ίδιο τούτο λαό, που βρήκε ευκαιρία να εκδηλωθεί με πολυσήμαντο θρήνο. Γέμισε ο τόπος και τα παράθυρα εικόνες τυλιγμένες με πένθιμα κρέπια. Πλήθη φτωχές γυναικούλες ξεκινούσαν από τις πιο απόμακρες λαϊκές συνοικίες και τριγυρίζαν το κλειστό σπίτι της οδού Λουκιανού, με εικονίσματα, θυμιατά και λιβάνι, με πρώιμα λουλουδικά της αυλής και κάτι ισχνά κακορρίζικα κεράκια που τα άναβαν και τα κολλούσαν στα κάγκελα του σπιτιού του. Άλλες γονάτιζαν, άλλες σταυροκοπιόταν, άλλες τον κλαίγαν και κούναγαν ζερβά δεξιά το κεφάλι, μες σ’ ένα γενικό θρήνος που ενώθηκαν τα μοιρολόγια της Μάνης και της Ανατολής. Είταν και γέροι, κάτι ντερέκια ως εκεί πάνω – τούτοι ακουμπούσαν στον αντικρινό τοίχο, με χέρια δεμένα πίσω και κοίταζαν ώρες, με το βλέμμα κενό, το σπίτι του ανθρώπου που έδωσε κάποτε νόημα στη ζωή τους. Ξέσπασε η λαϊκή μούσα και γέμισε ο κόσμος θλιμμένα τραγούδια – και το τραγούδι, το οποιοδήποτε, έχει μέσα του απειλή. […] Ο Βενιζέλος ξεσήκωσε για στερνή φορά, νεκρός, τη ρωμαίικη ψυχή, κι είταν μόνο και μόνο γιατί μπόρεσε μια φορά, ζωντανός, να ξεσηκωθεί και να χτυπήσει κατακέφαλα το κατεστημένο. […] Κι αν όλα κανείς τα αγνοήσει, ο Βενιζέλος, θέλοντας και μη, απομυθοποίησε στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του λαού μας, την κρατική εξουσία κι έδωσε πολιτική οντότητα στον πολίτη. Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Κέδρος, Αθήνα 1983, σσ. 236-237

158


159


γλωσσάρι

Αγάς: Τίτλος χαμηλόβαθμων Οθωμανών αξιωματούχων και προυχόντων. Αγροτικό ζήτημα: Το πρόβλημα της διανομής των γαιών που κατείχαν μεγαλοϊδιοκτήτες ή το κράτος στους ακτήμονες (κολίγους) και τους μικροκαλλιεργητές. Τη συγκεκριμένη περίοδο το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα κτήματα των μεγαλοτσιφλικάδων στην περιοχή της Θεσσαλίας, που είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος το 1881. Ακαδημαϊκοί ζωγράφοι: Με αυτό τον όρο χαρακτηρίζουμε τους καλλιτέχνες που ακολουθούσαν πιστά τα διδάγματα των Σχολών Καλών Τεχνών, χωρίς καμιά προσπάθεια καινοτομίας. Δεν είχαν ούτε ενιαία τεχνοτροπία ούτε ενιαία θεματολογία, παρόλο που έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην τεχνική αρτιότητα των έργων τους και σε συμβατικά θέματα. Οι ακαδημαϊκοί ζωγράφοι ήταν συντηρητικοί στις καλλιτεχνικές τους επιλογές, δημιουργώντας έργα που ήταν καλοδεχούμενα από το αγοραστικό κοινό. Αναθεωρητική Βουλή: Η Βουλή που έχει ως αποστολή την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος, με βάση τους κανόνες που προβλέπει το ίδιο για την τροποποίησή του. Η Βουλή του 1910 χαρακτηρίστηκε «διπλή αναθεωρητική», καθώς, όπως προέβλεπε το τότε ισχύον Σύνταγμα του 1864, είχε διπλάσιο αριθμό μελών από αυτόν της τακτικής Βουλής.

160

Ατομικά δικαιώματα: Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ή του πολίτη, ως ατόμου ή ως μέλους ομάδας, τα οποία εγγυώνται την αυθυπαρξία και την ατομικότητά του. Στη σημερινή εξέλιξή τους, τα ατομικά δικαιώματα κατοχυρώνονται στα κρατικά Συντάγματα και σε διεθνείς συμβάσεις, όχι ως απλές κατευθυντήριες διακηρύξεις, αλλά ως αξιώσεις που μπορούν να διεκδικηθούν αποτελεσματικά με συγκεκριμένα νόμιμα μέσα. Διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: αρνητικά ή αμυντικά ή κατ’ εξοχήν ατομικά, που συνίστανται στην προστασία από κρατικές παρεμβάσεις (προσωπική ελευθερία, άσυλο της κατοικίας, ελευθερία της έκφρασης, συνάθροιση, απόρρητο αλληλογραφίας, ιδιοκτησία, θρησκευτική ελευθερία κ.ο.κ.), κοινωνικά, που συνίστανται σε αξίωση παροχής κρατικών υπηρεσιών (παιδεία, πρόνοια) και πολιτικά, που συνίστανται στη δυνατότητα συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας (ψήφος, συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα). Αυτοκατανάλωση: Κατανάλωση προϊόντων, συνήθως γεωργικών, που παράγει ο ίδιος ο καταναλωτής, για δική του χρήση. Βαλής: Οθωμανός διοικητής, πασάς. Βουλεβάρτο: Θεατρικό είδος με ερωτική συνήθως υπόθεση, που απεικονίζει τα ήθη της αστικής τάξης.

Αρχή της αυτοδιάθεσης: Το δικαίωμα κάθε λαού να αποφασίζει ελεύθερα για τον τρόπο διακυβέρνησής του και το πολιτικό του μέλλον.

Δασμοβίωτη/-ος (επιχείρηση, κλάδος επιχειρήσεων, οικονομία): Αυτός που επιβιώνει χάρη στην επιβολή τελωνειακών δασμών, οι οποίοι επιβαρύνουν τα εισαγόμενα ανταγωνιστικά προϊόντα.

Αστική τάξη: Η κοινωνική τάξη, της οποίας η ισχύς στηρίζεται στην κυριαρχία επί των πλουτοπαραγωγικών μέσων (εμπόριο, βιομηχανία, τέχνες). Ιστορικά, η ευρωπαϊκή αστική τάξη διεκδίκησε επιτυχώς την εξουσία από τους παλαιούς προνομιούχους (ευγενείς, γαιοκτήμονες) και δημιούργησε τα κράτη στη σύγχρονη μορφή τους.

Δημοτικισμός (εκπαιδευτικός): Το κίνημα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Γιάννης Ψυχάρης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για τη διάχυση του κινήματος στο χώρο της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα με το έργο του Το Ταξίδι μου (1888), ενώ η δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Φοιτητικής Συντροφιάς υπήρξε καταλυτική στο χώρο της εκπαίδευσης.


Δικαστική ανεξαρτησία: Η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας απέναντι στη νομοθετική και την εκτελεστική. Κατά την ειδικότερη αρχή της λειτουργικής ανεξαρτησίας, ο δικαστής στο σχηματισμό της άποψής του δεν δεσμεύεται από καμιά άλλη επιρροή, πέραν του Συντάγματος και των νόμων. Κατά την αρχή της προσωπικής ανεξαρτησίας, η υπηρεσιακή εξέλιξη καθενός δικαστή αποφασίζεται από όργανα της ίδιας της δικαιοσύνης. Εκπαιδευτική πολιτική: Αφορά δέσμη δράσεων/μέτρων που εφαρμόζεται στο εκπαιδευτικό σύστημα και επικυρώνεται νομοθετικά. Για το σχεδιασμό και την υλοποίησή της απαιτείται σύνθετη, πολυεπίπεδη και σφαιρική θεώρηση όχι μόνο των υφιστάμενων εκπαιδευτικών αναγκών, αλλά και των κοινωνικοπολιτικών τάσεων και των ιδεολογικών προσανατολισμών που επικρατούν κάθε φορά. Ελληνικότητα, ελληνοκεντρισμός: Η συνειδητή στροφή των Ελλήνων λογοτεχνών στην ιστορία και την ελληνική λαϊκή παράδοση, με σκοπό την ανάδειξη των εθνικών αξιών. Η πνευματική αυτή κίνηση ήρθε συχνά σε αντιπαράθεση με τις μοντέρνες ιδέες και τα ξένα αισθητικά πρότυπα που εισάγονταν εκείνη την περίοδο κυρίως από την Ευρώπη (ευρωπαϊκότητα). Έμμεσοι φόροι: Φόροι επί των συναλλαγών και της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών, σε αντιδιαστολή με τους άμεσους φόρους, που είναι φόροι επί της περιουσίας και επί του εισοδήματος. Επιθεώρηση: Θεατρικό είδος με κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους, που αντλεί από την επικαιρότητα και διανθίζει με τραγούδια τα

νούμερα και τους διαλόγους των ηθοποιών. Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.): Νομικό πρόσωπο διεθνούς δικαίου, που ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1923 με έδρα την Αθήνα. Βασική αποστολή της ήταν η εξασφάλιση παραγωγικής απασχόλησης και οριστικής στέγασης των προσφύγων. Λειτούργησε ως το 1930. Ερβαρτιανοί παιδαγωγοί: Οι παιδαγωγοί που εφάρμοζαν τις παιδαγωγικές αρχές του Ερβάρτου (Herbart). Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η διδασκαλία έπρεπε να διέλθει οπωσδήποτε από τρεις βαθμίδες ή στάδια, ανεξάρτητα από το διδακτικό της περιεχόμενο. Στο τριμερές αυτό σχήμα οι οπαδοί του Ερβάρτου πρόσθεσαν δύο ακόμα στάδια.

γλωσσάρι

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας: To δικαίωμα να θέτει ο καθένας τις διαφορές του, είτε με άλλους ιδιώτες είτε με το δημόσιο, υπό την κρίση αμερόληπτου δικαστή, του οποίου η απόφαση θα εκτελείται με την αποτελεσματική συνδρομή της πολιτείας.

Έργα υποδομής: Αναπτυξιακά έργα (π.χ. αποξήρανση ελών, έργα άρδευσης, οδοποιίας κτλ.) που διευκολύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας (π.χ. της γεωργίας, του εμπορίου κτλ.). Ευαγγελικά/Ορεστειακά: Ως Ευαγγελικά έχουν καταγραφεί τα αιματηρά επεισόδια που συνέβησαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1901 με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ακρόπολι της μετάφρασης των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα. Ως Ορεστειακά έγιναν γνωστά τα αιματηρά επεισόδια που ξέσπασαν στις αρχές Νοεμβρίου του 1903 στην Αθήνα, από υποκινούμενους φοιτητές. Αφορμή είχε σταθεί η μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική γλώσσα. Ηθογραφία: Λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα και αντλεί τα θέματά του από την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Ιμπρεσιονισμός: Κίνημα του 19ου αιώνα που άνοιξε καινοτόμους δρόμους για τη ζωγραφική. Ο όρος προέρχεται από το όνομα ενός πίνακα του Κλοντ Μονέ, που υπήρξε από τις ηγετικές μορφές του κινήματος αυτού, το οποίο

161


γλωσσάρι

άνθησε κυρίως στη Γαλλία. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι βγήκαν στο ύπαιθρο προσπαθώντας να αποτυπώσουν τα παιχνιδίσματα του φωτός και την εντύπωση της στιγμής. Παράλληλα υπήρξαν οι πρώτοι ζωγράφοι της ζωής των αστών και του νέου τρόπου ζωής που έφερνε η εκβιομηχάνιση. Σημαντικότεροι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι είναι οι Κλοντ Μονέ, Εντουάρ Μανέ και Καμίγ Πισαρό. Καπιταλιστικός μετασχηματισμός: Η εξέλιξη/μεταβολή του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, από τις προκαπιταλιστικές αστικές δραστηριότητες (εμπόριο, βιοτεχνία κτλ.), στην καπιταλιστική αναπαραγωγή (όπου η οικονομία αρχίζει να αποκτά βιομηχανική βάση και να αναπτύσσεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας). Μετά το 1920, παρά τις κρίσεις της διεθνούς οικονομίας και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα νέο κύμα οικονομικής και βιομηχανικής ανόδου εμφανίζεται στο ελληνικό κράτος. Κοινοβουλευτισμός: Πολιτικό σύστημα, βάσει του οποίου η κυβέρνηση εξαρτάται πάντοτε από την εμπιστοσύνη ενός σώματος εκλεγμένου από το λαό και υπέχει ευθύνη απέναντι σ’ αυτό. Μήτρα του συστήματος αυτού λογίζεται ιστορικά η Αγγλία, ενώ στην Ελλάδα κατοχυρώνεται μόλις το 1875. «Κρίση του κοινοβουλευτισμού» αποκαλείται η ταυτόχρονη κατάρρευση των περισσότερων κοινοβουλευτικών καθεστώτων της Ευρώπης ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ): Ο πρώτος παγκόσμιος διεθνής οργανισμός, πρόδρομος του σημερινού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Ιδρύθηκε το 1920 και στόχευε στη διατήρηση της ειρήνης και της ευταξίας στη διεθνή κοινότητα. Βασιζόταν σε μια ιδέα του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Κοσμοπολιτισμός: Τρόπος σκέψης, εκφραζόμενος και στη λογοτεχνία, που δεν περιορίζεται σε θέματα εθνικού χαρακτήρα, αλλά διαπνέεται από ένα γενικότερο πνεύμα ανα-

162

ζήτησης, ενδιαφέρεται δηλαδή να γνωρίσει άλλους τόπους και πολιτισμούς, εκφράζοντας το μοντέρνο τρόπο ζωής. Κράτος δικαίου: Η αρχή του αυτοπεριορισμού της κρατικής εξουσίας, δηλαδή η δέσμευση της άσκησής της με βάση προκαθορισμένους κανόνες. Θεμελιώδεις ειδικότερες εκδηλώσεις του κράτους δικαίου αποτελούν η γενικότητα, η τυπικότητα, η βεβαιότητα, η ισότητα και η ασφάλεια του δικαίου, αρχές που επιτρέπουν στους πολίτες να προβαίνουν σε οικονομικές ή άλλες επιλογές με δυνατότητα ασφαλούς πρόβλεψης των νομικών συνεπειών και χωρίς να αιφνιδιάζονται από ρυθμίσεις μεροληπτικής σκοπιμότητας ή αναδρομικής ισχύος. λαϊκό Κόμμα: Ο μεγαλύτερος πολιτικός σχηματισμός της αντιβενιζελικής παράταξης. λογιοτατισμός: Υπερβολικά σχολαστική χρήση της καθαρεύουσας στο γραπτό κυρίως λόγο. Χαρακτηρίζει τον πνευματικό και γλωσσικό συντηρητισμό. Χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά και ειρωνικά από δημοτικιστές για τους οπαδούς της καθαρεύουσας. Μανιφέστο: Κείμενο με επιθετικό συνήθως τόνο, που καταγράφει τους στόχους και τις θέσεις ενός πολιτικού κόμματος ή κινήματος. Το μανιφέστο χρησιμοποιήθηκε από μοντερνιστικές ομάδες που ήθελαν και με το λόγο να διακηρύξουν τις θέσεις τους. Μεγάλες Δυνάμεις: Τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία). Μεταϊμπρεσιονιστικά ρεύματα: Όρος που χρησιμοποιείται για τα ρεύματα εκείνα και τους ζωγράφους του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού που επηρεάστηκαν από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού, δίνοντας ωστόσο το δικό τους ιδιαίτερο χρωματισμό. Μεταρρύθμιση (εκπαιδευτική): Τροποποίηση ή μεταβολή μέρους ή του συνόλου των στόχων


Μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής: Ιδρύθηκε με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης της Λωζάνης και άρχισε τη λειτουργία της τον Οκτώβριο του 1923 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Αποτελείτο από έντεκα μέλη (τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία μέλη που ορίστηκαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, τα οποία προέρχονταν από χώρες ουδέτερες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο). Αρμοδιότητές της ήταν ο καθορισμός του τρόπου μετακίνησης των πληθυσμών και η εκκαθάριση και εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας τους. Μπέης: Τίτλος υψηλόβαθμου Οθωμανού αξιωματούχου. Νατουραλισμός: Καλλιτεχνικό ρεύμα που στοχεύει στη φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας, υπερβαίνοντας τη ρεαλιστική απεικόνιση, καθώς υπερτονίζει τις άσχημες ή περιθωριακές πλευρές της ζωής. Νεωτερική ποίηση, μοντερνισμός: Λογοτεχνικό κίνημα που αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες, πειραματίστηκε ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο και επιχείρησε να καταργήσει τους καθιερωμένους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης και της πεζογραφίας, εισάγοντας νέες αφηγηματικές τεχνικές. Οικουμενική (κυβέρνηση): Κυβέρνηση που συγκροτείται με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή. Παραδοσιακή ποίηση: Ο ποιητικός λόγος που ακολουθεί την καθιερωμένη στιχουργική

μορφή, δηλαδή χρησιμοποιεί μέτρο, ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Πατριωτικά δράματα: Θεατρικά έργα με εθνοκεντρικό περιεχόμενο, τα οποία αντλούν το θέμα τους από το ιστορικό παρελθόν ή και από το παρόν. Απευθύνονται στο ευρύ κοινό, προβάλλοντας με απλοϊκό τρόπο τα εθνικά θέματα. Πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα: Σύστημα στο οποίο το κόμμα που πλειοψηφεί σε κάθε εκλογική περιφέρεια λαμβάνει όλες τις βουλευτικές έδρες αυτής της περιφέρειας. Στα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα είναι δυνατό ένα κόμμα να εξασφαλίσει πολύ περισσότερους βουλευτές από όσους του αναλογούν βάσει του ποσοστού ψήφων που έλαβε σε εθνικό επίπεδο.

γλωσσάρι

ενός εκπαιδευτικού συστήματος, με σκοπό τη βελτίωσή του. Στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα καθοριστικό στοιχείο της μεταρρύθμισης αποτέλεσε το ζήτημα της γλώσσας. Έτσι, στο πλαίσιό της αναπτύχθηκε και το κίνημα του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού. Ως «αντιμεταρρύθμιση» μπορεί να εκληφθεί το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί, να εμποδιστεί ή να ανατραπεί μια μεταρρύθμιση.

Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ: Ελληνοβουλγαρική συμφωνία (Σεπτέμβριος 1924) που αναγνώριζε τους σλαβόφωνους της Ελλάδας ως πολίτες βουλγαρικής καταγωγής. Η συμφωνία προκάλεσε την αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας, που ζήτησε να αναγνωριστούν οι σλαβόφωνοι ως Σέρβοι και, για να εντείνει την πίεσή της, κατήγγειλε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913, αφήνοντας την Ελλάδα χωρίς συμμαχική σχέση στην ευρύτερη περιοχή. Το πρωτόκολλο ακυρώθηκε το 1925, μετά από προσφυγή της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών· τις ελληνικές θέσεις υποστήριξε ο Βενιζέλος. Ρεαλισμός: Καλλιτεχνικό ρεύμα που αποσκοπεί στην πιστή απόδοση της πραγματικότητας. Σοσιαλιστική, προλεταριακή τέχνη: Η σοσιαλιστική τέχνη διαφοροποιείται από τις αντιλήψεις της αστικής τέχνης και στοχεύει στην έκφραση προοδευτικών πολιτικών θέσεων. Βασικά της ζητούμενα είναι η ευρύτερη ιδεολογική απήχηση στο λαό και η κινητοποίησή του ενάντια στην κοινωνική αδικία. Αποτελεί μια από τις πιο γνωστές μορφές στρατευμένης τέχνης.

163


γλωσσάρι

Συμβολισμός: Κίνημα λογοτεχνικό και εικαστικό του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών 20ού, με εκπροσώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε ως αντίδραση στην κυριαρχία του ρεαλισμού και σηματοδοτούσε την τάση φυγής των καλλιτεχνών στον κόσμο του θρησκευτικού μυστικισμού, του ονείρου, του ιδεαλισμού και των συμβόλων. Συντακτική Βουλή: Βουλή που αποστολή της έχει να διαμορφώσει και να ψηφίσει νέο Σύνταγμα και να εγκαταστήσει νέο πολίτευμα. Σχολή του Μονάχου: Κατά το 19ο αιώνα, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων καλλιτεχνών που μετέβη για σπουδές στο εξωτερικό φοίτησε στην Ακαδημία του Μονάχου. Για το λόγο αυτό, ο όρος «Σχολή του Μονάχου» ομαδοποιεί τους καλλιτέχνες που σπούδασαν εκεί και οι οποίοι εμφανίζουν κάποια κοινά βασικά γνωρίσματα: ενδιαφέρον για τα ηθογραφικά θέματα, κυριαρχία του νατουραλισμού και χρήση καθαρών χρωμάτων. Σημαντικότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Γεώργιος Ιακωβίδης και ο Νικόλαος Γύζης. Τζόζεφ Τσάμπερλεν (Joseph Chamberlain, 1836-1914): Φιλελεύθερος Βρετανός πολιτικός. Τιμαριωτικό σύστημα: Οθωμανικό σύστημα, κατά το οποίο ο τιμαριώτης πρόσφερε (στρατιωτικές, κυρίως) υπηρεσίες στο Σουλτάνο, έναντι εισοδημάτων προερχόμενων από κάποιες εκτάσεις γης. Τουρκοκρητικός: Μουσουλμάνος της Κρήτης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Υπερρεαλισμός: Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1924, επηρεασμένο από τις αρχές της ψυχανάλυσης. Στοχεύει στην υπέρβαση της ρεαλιστικής πραγματικότητας, προβάλλοντας τη φαντασία και το όνειρο. Υποτίμηση του νομίσματος και προστασία της εγχώριας παραγωγής: Όταν η αξία του εθνικού νομίσματος υποτιμάται, το ξένο συ-

164

νάλλαγμα και τα εισαγόμενα προϊόντα γίνονται ακριβότερα· κατά συνέπεια, τα εγχώρια προϊόντα γίνονται σχετικά φθηνότερα και οι καταναλωτές τα προτιμούν περισσότερο. Υψηλή Πύλη: Η οθωμανική κυβέρνηση Φιλελευθερισμός: Ο φιλελευθερισμός συνδέεται άμεσα με τον ανθρωπισμό και τις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου, αποτελούσε δε την πολιτική φιλοσοφία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ο φιλελευθερισμός δεχόταν την πλήρη νομική κυριαρχία του Κοινοβουλίου, το οποίο έπρεπε να βασίζεται σε μια διαφωτισμένη κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού η εκπαίδευση χρηματοδοτούνταν από το κράτος και ήταν υποχρεωτική. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, από την άλλη, υποστήριζε την όσο το δυνατόν μικρότερη παρέμβαση του κράτους, με τις χαμηλότερες κοινωνικές δαπάνες. Φωτοσκίαση/κιαροσκούρο: Η αντίθεση μεταξύ φωτός και σκιάς που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος για να αποδώσει την αίσθηση του όγκου. Χειρονομιακή γραφή: Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ο καλλιτέχνης επιτρέπει στο θεατή να διακρίνει την κίνηση της πινελιάς. Χρεοκοπία/πτώχευση: Αδυναμία εκπλήρωσης των ανειλημμένων οικονομικών υποχρεώσεων λόγω έλλειψης πόρων. Belle Époque (Μπελ Επόκ): Κατά λέξη, ωραία εποχή (γαλλικά). Νοσταλγική ονομασία που δόθηκε εκ των υστέρων στην περίοδο μεταξύ του γαλλογερμανικού πολέμου του 1870 και του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914). Η περίοδος αυτή ήταν ειρηνική και προς το τέλος της χαρακτηρίστηκε από σχετική ευμάρεια, ιδίως για τις ανώτερες τάξεις. status quo: Η υπάρχουσα κατάσταση, το υπάρχον καθεστώς.


Αλιβιζάτος, Νίκος (1983): Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974: όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, Αθήνα. Αλιβιζάτος, Νίκος (2003): Η ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 1928: ένα ιστορικό παράδοξο; Στο Χατζηιωσήφ, Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Αλιβιζάτος, Νίκος (2004): Η αναθεώρηση του 1911, στο Αμπατζή, Ευρ. (επιμ.), 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975 – Τα Ελληνικά Συντάγματα από το Ρήγα έως σήμερα, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα. Αλιβιζάτος, Νίκος (2005): Ο Βενιζέλος και ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της χώρας, στο Βερέμης, Θ., Νικολακόπουλος, Ηλ. (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Αλιγιζάκη, Στέλλα Κ. (1982): Η Επαναστατική Προκήρυξη της 22 Σεπτεμβρίου 1908 – Συμβολή στην Κρητική ιστορία της περιόδου της Αυτονομίας, Αθήνα. Αναστασιάδου, Ιφιγένεια(1982): Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, Φιλιππότης, Αθήνα. Αργυρίου, Αλέξ. (2001): Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), τ. 2, Καστανιώτης, Αθήνα. Βεντήρης, Γεώργιος (1970): Η Ελλάς του 1910-1920, Ίκαρος, Αθήνα. Βερέμης, Θ., Γουλιμή, Γ. (1989, επιμ.): Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του, Γνώση, Αθήνα. Βερέμης, Θ., Δημητρακόπουλος, Οδ. (1980, επιμ.): Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Φιλιππότης, Αθήνα. Βερέμης, Θ., Νικολακόπουλος, Η. (2005, επιμ.): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Βερέμης, Θάνος (1989): Η εποχή (1900-1936), στο Βερέμης, Θ., Γουλιμή, Γ. (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος: Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του, Γνώση, Αθήνα. Βερέμης, Θάνος, Κολιόπουλος, Γιάννης (2006): Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια.: Από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα. Βίττι, Μ. (1987): Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Ερμής, Αθήνα. Βουτουρής, Π. (2003): Λογοτεχνικές αναζητήσεις, στο Χατζηιωσήφ, Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι., τ. Α΄: Οι Απαρχές 1900-1922, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Γεώργιος, πρίγκιπας της Ελλάδος (1959): Αναμνήσεις εκ Κρήτης 1898-1906, Αθήναι. Γεώργιος, πρίγκιπας της Ελλάδος, Ύπατος Αρμοστής Κρήτης (1955): Υπομνήματα προς τας κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήναι. Γιακουμακάτος, Αντρέας (2004): Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, 20ός αιώνας, Νεφέλη, Αθήνα. Δάλλας, Γ. (1997): Εισαγωγή, στο Δάλλας, Γ. (εισαγ.-επιμ.), Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Θ΄: 1900-1914, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα. Δαφνής, Γρηγόριος (1955): Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων, 1923-1940, τ. 2, Ίκαρος, Αθήνα. Δελβερούδη, Ελ.-Ά. (1992): Η καλλιέργεια του πατριωτικού αισθήματος στη θεατρική παραγωγή των αρχών του 20ού αι., στο Μαυρογορδάτος, Γ., Χατζηιωσήφ, Χρ. (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, 2η έκδ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο. Δελβερούδη, Ελ.-Ά. (2003): Θέατρο, στο Χατζηιωσήφ, Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι., τ. Α΄: Οι απαρχές 1900-1922 και τ. Β΄: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Δερτιλής, Γ. Β. (2006): Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830- 1920, τ. Β΄, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα. Δετοράκης, Θεοχάρης (2001): Τα Ελευθέρια της Κρήτης: Οι μεγάλοι σταθμοί του Κρητικού Ζητήματος, στο Δετοράκης Θ., Καλοκαιρινός Αλ. (επιμ.), Η τελευταία φάση του Κρητικού ζητήματος, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο. Δημαράς, Αλ. (1980): Προθέσεις των πρώτων κυβερνήσεων Βενιζέλου (1910-1913) στα εκπαιδευτικά, στο Βερέμης, Θ., Δημητρακόπουλος, Οδ. (επιμ.), Μελετήματα γύρω από το Βενιζέλο και την εποχή του, Φιλιππότης, Αθήνα. Δημαράς, Αλ. (1986): Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), τ. Β΄: 1895-1967, Ερμής, Αθήνα. Δημαράς, Αλ. (1992): Χαρακτηριστικά αστικού φιλελευθερισμού στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κυβερνήσεων Βενιζέλου, στο Μαυρογορδάτος, Γ. Θ., Χατζηϊωσήφ, Χρ. (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.

βιβλιογραφία

Ελληνική

165


βιβλιογραφία 166

Δημαράς, Κ. Θ. (1987): Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα. Διαμαντόπουλος, Θανάσης (1988): Το πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα του Βενιζελισμού της ανόρθωσης, στο Συμπόσιο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο: Πρακτικά (Αθήνα, 3-5 Δεκεμβρίου 1986), Ε.Λ.Ι.Α. – Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (2007): Η εκπαιδευτική πολιτική στα χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου: Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 22-24 Ιανουαρίου 2004), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» (2008): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι συνταγματικές αναθεωρήσεις: από το χθες στο σήμερα: Πρακτικά Ημερίδας (Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 2006), Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή. Ελευθεράκης, Θ. (2006): Εθνικό σχολείο; Ιδεολογικές, κοινωνικοπολιτικές και φιλοσοφικές συγκρούσεις στο μεσοπόλεμο, Gutenberg, Αθήνα. Ελευθέριος Βενιζέλος και πολιτιστική πολιτική: Συμπόσιο (Αθήνα, 21-22 Νοεμβρίου 2008). Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Μουσείο Μπενάκη (υπό έκδοση). Ηλιάκης, Ιωάννης Γ. (1932): Ο Βενιζέλος ως δημοσιογράφος, εκδ. Δημητράκου, Αθήναι. Ιστορία Ελληνικού Έθνους (1977 και 1980, συλλογικό έργο), τ. ΙΔ΄ («Εκπαίδευση», σσ. 409-413) και ΙΕ΄ («Εκπαίδευση», σσ. 489494), Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι. Καγιαλής, Τ. (2003): Λογοτεχνία και πνευματική ζωή, στο Χατζηιωσήφ, Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι., τ. Β΄: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Καγιαλής, Τ. (2007): Η επιθυμία για το Μοντέρνο, 2η έκδ., Βιβλιόραμα, Αθήνα. Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Κάλλια (1988): Ελληνικός αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις: Η περίπτωση της Κρήτης, 1868-1877, Εστία, Αθήνα. Καράβας, Σπ. (1992): «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του Μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 9. Καραδήμου-Γερόλυμπου, Αλέκα, Παπαμίχος, Νίκος (1988): Ρύθμιση του Χώρου: Πολιτικές πρωτοβουλίες και θεσμικές ρυθμίσεις, στο Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ., Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο. Καραμανλής, Κώστας Αλ. (1986): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1928-1932, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα. Καραπάνου, Άννα (2006, επιμ.): Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα. Κλαμαρής, Ν., Παπαδάκης, Ν. (2003, επιμ.): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως νομικός: η συμβολή του στην αναμόρφωση του ελληνικού δικαίου: Πρακτικά Συνεδρίου (Χανιά, 7-9 Ιουλίου 2001), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ – Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή. Κοντονή, Ά. (1997): Το νεοελληνικό σχολείο και ο πολιτικός ρόλος των παιδαγωγικών συστημάτων, Κριτική, Αθήνα. Κούνδουρος, Μανούσος (1921): Ημερολόγιον: Ιστορικαί και διπλωματικαί αποκαλύψεις, εν Αθήναις. Κούρια, Αφροδίτη, Πόρτολος, Δημήτρης (2008): Νίκος Λύτρας: Χτίζοντας με το Φως και το Χρώμα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα. Κωστής, Κ. (1987): Αγροτική οικονομία και Γεωργική Τράπεζα: Όψεις της ελληνικής οικονομίας στο Μεσοπόλεμο (1919-1928), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα. Κωστής, Κ. (2003): Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1914-1940, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα. Κωτίδης, Αντώνης (1933): Μοντερνισμός και Παράδοση στην Ελληνική Τέχνη του Μεσοπολέμου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Λέφας, Χ. (1942): Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, ΟΕΣΒ, εν Αθήναις. Μακράκη, Λιλή (1992 και 2001): Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910. Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα. Μανωλικάκης, Ιωάννης Γ. (1971, παρουσίασις-σχόλια): Ελευθερίου Βενιζέλου Η Κρητική Επανάστασις του 1889: Ένα άγνωστο ιδιόγραφο κείμενο του εθνάρχου, Αθήναι 1971.


βιβλιογραφία

Ματθιόπουλος, Ευγένιος (2008): Κ. Παρθένης, Η ζωή και το έργο του Κωστή Παρθένη, Αδάμ, Αθήνα. Μαυρογορδάτος, Γ., Χατζηιωσήφ Χρ. (1988, επιμ.): Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο. Μουλλάς, Π. (1993): Εισαγωγή, Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία: από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα. Μπουζάκης, Σ. (1999): Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1999), Gutenberg, Αθήνα. Μπουρνάζος, Στρ. (1999): Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος, στο Xατζηϊωσήφ, Χρ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι απαρχές 1900-1922, τ. Α2, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Μυκονιάτης, Ηλίας (1996): Ελληνική Τέχνη, Νεοελληνική Γλυπτική, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα. Νούτσος, Χ. (1979): Προγράμματα Μέσης Εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος (1931-1973), Θεμέλιο, Αθήνα. Ντουνιά, Χρ. (1996): Λογοτεχνία και πολιτική: Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Καστανιώτης, Αθήνα. Παναγιωτόπουλος, Β. (2003, επιμ.): Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6-7, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Παναγιωτόπουλος, Δ., Σωτηρόπουλος, Δ. (2007, επιμ.): Η ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 3-5 Νοεμβρίου 2004), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Παπακοσμάς, Βίκτωρ (1980): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το ζήτημα του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος, στο Βερέμης, Θ., Δημητρακόπουλος, Οδ. (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Φιλιππότης, Αθήνα. Παπαμανουσάκης, Στρατής (2004): «Το νομοθετικό έργο της Κρητικής Πολιτείας», Κρητική Εστία, τχ. 10. Παπανικολάου, Μιλτιάδης (1999): Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα, Ζωγραφική και Γλυπτική του 20ού αιώνα, Αδάμ, Αθήνα. Πετρίδης, Παύλος (2000, επιμ.): Το έργο της κυβερνήσεως Βενιζέλου κατά την τετραετία 1928-1932: τι υπεσχέθη προεκλογικώς και τι επραγματοποίησε, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Πετσάλης-Διομήδης, Νικόλαος (1988): Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, 1916-1917: καθεστωτικά, διπλωματικά και οικονομικά προβλήματα του Εθνικού Διχασμού, Φιλιππότης, Αθήνα. Πολίτης, Λ. (1980): Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα. Πολυκανδριώτη, Ουρ. (2003): Η Λογοτεχνία. Τα χρόνια του Μεσοπολέμου και η γενιά του ’30, στο Παναγιωτόπουλος, Β. (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Πολυχρονιάδης, Κωνσταντίνος (1943): Αι γνώμαι του Ελευθερίου Βενιζέλου περί μεταρρυθμίσεως του πολιτεύματος, Παπαζήσης, Αθήναι. Πρεβελάκης, Ελ., Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη, Βασ. (1967-1970, επιμ.): «Η Κρητική Επανάστασις του 1866-1869. Εκθέσεις των εν Κρήτη προξένων της Ελλάδος», Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τ. 6ος, τχ. 1-2, εν Αθήναις. Πρεβελάκης, Ελευθέριος (1963): «Το καθεστώς της Χαλέπας και το φιρμάνι του 1889», Κρητικά Χρονικά, 17: 163-182. Σαββίδης, Μ. (2003): Η Ελληνική Λογοτεχνία. Ανάμεσα σε δύο διάσημες γενιές, στο Παναγιωτόπουλος, Β. (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 6: Η Εθνική Ολοκλήρωση (1909-1922), εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Σαρίπολος, Ν. (1902): Το Κρητικόν Συνταγματικόν Δίκαιον εν συγκρίσει προς το ημέτερον και τα των ξένων κρατών, εν Αθήναις. Σβολόπουλος, Κ. (1974): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομον Κρήτην, 1901-1906, Ίκαρος, Αθήνα. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (1977): Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά την Συνθήκην της Λωζάννης: Η κρίσιμος καμπή, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1928, Ινστιτούτο Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Θεσσαλονίκη. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (1992): Η ελληνική εξωτερική πολιτική, τ. Α΄: 1900-1945, Εστία, Αθήνα. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (1999): Ελευθέριος Βενιζέλος: 12 μελετήματα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (2005): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομον Κρήτην, 2η έκδ., Ίκαρος – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Αθήνα. Σβορώνος, Ν. (1985): Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα.

167


βιβλιογραφία 168

Σπάθης, Δ. (2003): Το ελληνικό θέατρο. Το θέατρο ανάμεσα σε δύο πολέμους, στο Παναγιωτόπουλος, Β. (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Σπάθης, Δ. (2003): Το Θέατρο 1901-1922, στο Παναγιωτόπουλος, Β. (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6: Η Εθνική Ολοκλήρωση (1909-1922), εφημ. Τα Νέα / Ιστορική Βιβλιοθήκη – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999): Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Ολκός, Αθήνα. Στεφάνου, Στέφανος (επιμ., 1981): Ελευθερίου Βενιζέλου – Τα κείμενα, Λέσχη Φιλελευθέρων – Μνήμη Ελευθερίου Βενιζέλου, Αθήνα. Τζεδόπουλος, Γ. (2003, επιμ.): Πέρα από την Καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα. Τζιόβας, Δ. (1989): Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Οδυσσέας, Αθήνα. Τζόκας, Σπύρος (2002): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το εγχείρημα του αστικού εκσυγχρονισμού 1928-1932, Θεμέλιο, Αθήνα. Τσαπόγας, Μιχάλης (2009): «Το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης μετά τη λήξη της επανάστασης του Θερίσου», στο Θέρισσον 1905: Πρακτικά συνεδρίου (Χανιά, 3-5 Μαρτίου 2005), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων – Δήμος Θερίσου, Χανιά. Τσιριντάνης, Ν. Α. (1950-1951, 1959): Η πολιτική και διπλωματική ιστορία της εν Κρήτη εθνικής επαναστάσεως 1866-1868, τ. 3, Αθήνα. Τσίρος, Νικόλαος (1997): Το νομοθετικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την περίοδο 1911-1920 στα πλαίσια της μεταρρυθμιστικής του πολιτικής και στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της εποχής, Αντ. N. Σάκκουλας, Αθήνα. Τσουκαλάς, Κ. (1982): Εξάρτηση και αναπαραγωγή: Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (18301922), Θεμέλιο, Αθήνα. Τωμαδάκης, Νικόλαος (1964): Ο Βενιζέλος έφηβος: Γενεαλογικά – αλληλογραφία – κείμενα, Αθήναι. Φούμης, Κ. (1906): Έκθεσις υποβληθείσα εις την διεθνή επιτροπείαν, εν Χανίοις. Φουρναράκης, Κ. Γ. (1929): Διοίκησις και δικαιοσύνη επί Τουρκοκρατίας εν Κρήτη, εν Χανίοις. Φραγκιάδης, Α. (2007): Ελληνική Οικονομία, 19ος-20ός αιώνας: Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, Νεφέλη, Αθήνα. Φραγκουδάκη, Α. (1977): Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι: Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο μεσοπόλεμο, Κέδρος, Αθήνα. Χαραλαμπίδης, Άλκης (1990): Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα, Ζωγραφική – Πλαστική –Αρχιτεκτονική, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Χαραλάμπους, Δ. (1987): Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος: η ίδρυση, η δράση του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη. Χαστάογλου, Βίλμα (1988): Η ανάδυση της νεοελληνικής πόλης; Η σύλληψη της μοντέρνας πόλης και ο εκσυγχρονισμός του αστικού χώρου, στο Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ., Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο. Χατζηιωσήφ, Χ. (1999-2002, επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Α1, Α2: Οι απαρχές, 1900-1922 και Β1, Β2: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα. Χατζηπανταζής, Θ., Μαράκα, Λ. (1979, επιμ.): Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση, τ. 1-3, Ερμής, Αθήνα. Χουρδάκης, Α. Γ. (2002): Η παιδεία στην Κρητική Πολιτεία (1898-1913), Gutenberg, Αθήνα. Ψαλιδόπουλος, Μ. (1989): Η κρίση του 1929 και οι έλληνες οικονομολόγοι: συμβολή στην ιστορία της οικονομικής σκέψης την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα.


Agriantoni, Ch. (2006): Venizelos and Economic Policy, στο Kitromilides, P. (επιμ.), Eleftherios Venizelos: The trials of statesmanship, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο. Beaton, R. (1994): Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα. Dakin, Douglas (1972): The Unification of Greece 1770-1923, Λονδίνο. Dakin, Douglas (1984): Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, 2η έκδ., Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα. Dakin, Douglas (1989): Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα. Davison, R. H. (1973): Reform in the Ottoman Empire, 1856-1876, 2nd ed., Gordian Press, Νέα Υόρκη. Hering, G. (2006): Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, 2η έκδ., τ. 2, Αθήνα. Kitromilides, Paschalis M. (2006, επιμ.): Eleftherios Venizelos: the trials of statesmanship, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο. Kolodny, E. Y. (1968): «La Crète: mutations et évolution d’une population insulaire grecque», Revue de Géographie de Lyon, 43: 227-290. Mavrogordatos, G. (1983): Stillborn Republic: Social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, Μπέρκλεϋ. Mazower, M. (2002): Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα. Sabine, G. H. (1961): Ιστορία των πολιτικών θεωριών, Ατλαντίς, Αθήνα. Smith, Michael Llewellyn (2002): Το όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα. Svolopoulos, Constantin (1973): «Le problème de la sécurité dans le sud-est européen de l’entre-deux-guerres: à la recherche des origines du Pacte Balkanique de 1934», Balkan Studies, 14: 247-292. Tassopoulos, Ioannis (2006): The experiment of inclusive constitutionalism 1909-1932, στο Kitromilides, Paschalis (επιμ.), Eleftherios Venizelos: the trials of statesmanship, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο. Vitti, M. (1978): Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα.

βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση και μεταφρασμένη

169



Γιαννακόπουλος, Γιώργος Α.: Προσφυγική Ελλάδα: Φωτογραφίες από το αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη – Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1992. Δασκαλόπουλος, Δημ. – Στασινοπούλου, Μ.: Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002. Δημόπουλος, Αιμίλιος (επιμ.): Η Κρήτη στις αρχές του αιώνα μας: Φωτογραφικό πανόραμα από τα αρχείο του Περικλή Διαμαντόπουλου, Υπουργείο Πολιτισμού – Φιλολογικός σύλλογος Χανίων «Ο Χρυσόστομος», Αθήνα 1988. Δούρβαρης, Απόστολος: Σωτήριος Χρηστίδης (1858-1940), Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1993. Ε. Κ. Βενιζέλος: Η Κρητική Επανάστασις του 1889 (επιμ. Ιωάννης Γ. Μανωλικάκης), Αθήνα 1971. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, τ. ΙΔ΄, ΙΕ΄. Ιστορία του νέου Ελληνισμού: 1770-2000, Ελληνικά Γράμματα – Τα Νέα, Αθήνα 2003, τ. 6, 7. Κωτσάκη, Αμαλία: Αλέξανδρος Νικολούδης 1874-1944: Αρχιτεκτονικά οράματα, πολιτικές χειρονομίες, Ποταμός, Αθήνα 2007. Μανωλικάκης, Γιάννης: Ελευθέριος Βενιζέλος, Η άγνωστη ζωή του, Αθήνα 1985. Μιχαλακέας, Τάσος (επιμ.): Βίβλος Ελευθερίου Βενιζέλου: Η ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας, Ιστορικαί εκδόσεις, [Αθήνα] 1964, τ. Α΄. Νοταράς, Γεράσιμος (επιμ.): Το ελληνικό χαρτονόμισμα: μια διαδρομή 1822-2002, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2005. Πόρτολος, Δημήτρης κ.ά.: Ο σκιτσογράφος Ηλίας Κουμετάκης, Άγρα – Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1998. Τζιούτζια, Ελένη Γρ.: Το Τενεκεδένιο σχολείο της Θεσσαλονίκης: Το Σχολείο των προσφύγων, Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 2002. Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα , Βιβλιόραμα, Αθήνα [2007], τ. Α1, A2, B1, B2.

Φωτογραφίες ελήφθησαν και από τους κάτωθι ιστοτόπους: http://2.bp.blogspot.com/_8c7c3mr8ITw/SXiEDortiYI/AAAAAAAAAvg/mb5SQt5KQrM/s1600-h/doukas2.JPG http://3lyk-giann.pel.sch.gr/ekdilwseis/filologiko/logotexnes_poiites/kontoglou.jpg http://asset.tovima.gr/assetservice/data/tovima/D2005/D0501/1abc9a.jpg http://bp1.blogger.com/_RMVezBUByRM/R72-3AD2a7I/AAAAAAAAEv4/yQGYM0w DCrk/s1600-h/NIKOS+EGGONOPOULOS-AUTOBIOGR. BLOG.jpg http://kapodistriako.uoa.gr/stories/024_th_01/palamas.jpg www.perizitito.gr/images/A/10080.jpg http://bighugelabs.com

πηγές φωτογραφικού υλικού

Εκτός από το φωτογραφικό αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», φωτογραφίες της παρούσας έκδοσης έχουν αντληθεί και από τα κάτωθι βιβλία:

Τέλος, οι συγγραφείς Λεωνίδας Καλλιβρετάκης και Παναγιώτης Μπίκας προσέφεραν φωτογραφίες από τα προσωπικά τους αρχεία.

171


εκδόσεις

ΕθΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕλΕΤΩΝ «ΕλΕΥθΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕλΟΣ» 1. Μανουσάκης, Γιώργης, Μπλαζουδάκη-Σταυρουλάκη, Αθηνά: Επαναστατικές κινητοποιήσεις, 1821-1905 – Στο Ακρωτήρι του Βενιζέλου, 2η έκδ., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2009. 2. Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος: Η πολιτική διαδρομή. Το πρόσωπο. Η εποχή, Μουσείο Μπενάκη – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Αθήνα 2009. 3. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος Δ.: Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία: Κριτική επαναψηλάφηση, Ίκαρος – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Αθήνα 2009. 4. Θέρισσον 1905: 100 χρόνια. Πρακτικά Συνεδρίου (Χανιά, 3-5 Μαρτίου 2005), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων – Δήμος Θερίσου, Χανιά 2009. 5. Γ. Κανδαράκης, Δ. Καρτσάκης, Κ. Μανωλάκης: Ελευθέριος Βενιζέλος. Στα βήματά του ... (εκπαιδευτικός φάκελος), 2η έκδ., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – ΥΠ.Ε.Π.Θ., Αθήνα – Χανιά 2008. 6. Δημόσια Υγεία και κοινωνική πολιτική: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του. Πρακτικά Συνεδρίου, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008. 7. Περάκης, Μάνος: Το τέλος της οθωμανικής Κρήτης: Οι όροι κατάρρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008. 8. Βενιζελισμός και πρόσφυγες στην Κρήτη. Πρακτικά Ημερίδας (Ηράκλειο, 5 Νοεμβρίου 2005), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Δήμος Ηρακλείου, Ηράκλειο – Χανιά 2008. 9. Καζαμίας, Γ., Παπαπολυβίου, Π. (επιμ.): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος. Πρακτικά Συνεδρίου, Πανεπιστήμιο Κύπρου – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008. 10. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι συνταγματικές αναθεωρήσεις: Από το χθες στο σήμερα. Πρακτικά Ημερίδας (Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 2006), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2008. 11. Παπαδάκης, Νικόλαος Εμμ.: Ελευθέριος Βενιζέλος και Μακεδονία, 1914-1918: Η σημασία της μάχης του Σκρα (Μια επισκόπηση), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2008. 12. Νανάκης, Ανδρέας: Η εκκλησία και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008. 13. Αποστολάκης, Σταμάτης Απ.: 70 χρόνια επιμνημόσυνοι λόγοι για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Δήμος Χανίων – Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2007. 14. Παναγιωτόπουλος, Δ., Σωτηρόπουλος, Δ. Π. (επιμ.): Η ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο. Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 3-5 Νοεμβρίου 2004), Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007. 15. 90 χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα. Πρακτικά Συμποσίου (Ρέθυμνο, 5-7 Δεκεμβρίου 2003), Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Ρέθυμνο 2007.

172


17. Papadakis, Nikolaos Emm.: Eleftherios K. Venizelos: A biography, National Research Foundation “Eleftherios K. Venizelos”, Chania 2006. 18. Μητσοτάκη, Ζωή: Το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Χαλέπα Χανίων: Η στέγη της ζωής του, 2η έκδ., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2006. 19. Μητσοτάκη, Ζωή: Γενεαλογικό δένδρο Οικογένειας Βενιζέλου (εκ πατρός και εκ μητρός), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2005-2008. 20. Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος Δ.: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομον Κρήτην 1901-1906, 2η έκδ., Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2005.

εκδόσεις

16. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”: Η εκπαιδευτική πολιτική στα χρόνια του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 22-24 Ιανουαρίου 2004), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007.

21. The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War: Proceedings of International Conference, Institute of Balkan Studies – National Research Foundation “Eleftherios K. Venizelos”, Thessaloniki 2005. 22. Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη. Πολεοδομικές πολιτικές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις. Πρακτικά Συνεδρίου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Ε.Μ.Π. Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών – ΤΕΕ, Αθήνα 2005. 23. Βαρουχάκης, Αντώνιος: Ανδριάντες και προτομές του Ελευθερίου Βενιζέλου στον ελλαδικό χώρο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2005. 24. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ελένη (επιμ.): Ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου στον αθηναϊκό Τύπο, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2004. 25. Μητσοτάκη, Ζωή: Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης. Στην αυγή της κρητικής ελευθερίας (1868-1898), Ίδρυμα “Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης” – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2004. 26. Μαχαιρίδης, Χρήστος: Το Άγαλμα της Ελευθερίας της Κρήτης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Έρεισμα, Χανιά 2003. 27. Νικολακάκης, Δημήτρης (ιστορική έρευνα-επιμ.): Η Κρητική Επανάσταση του 1897 από τις σελίδες του αθηναϊκού και ξένου Τύπου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2003. 28. Αλιγιζάκη, Στέλλα: Θέρισο 1905, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2003. 29. Ελευθέριος Βενιζέλος: Ιστορικό Λεύκωμα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Χανιά 2003. 30. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως νομικός και η συμβολή του στην αναμόρφωση του ελληνικού δικαίου. Πρακτικά Συνεδρίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003. 31. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ελένη, Χαρωνίτης, Γεώργιος (επιμ.): Το θωρηκτό “Γεώργιος Αβέρωφ” κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2002. 32. Album de Caricatures appartenant à Démètre Antoniadis, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 2002.

173


υπό έκδοση

ΕθΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕλΕΤΩΝ «ΕλΕΥθΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕλΟΣ» • National Research Foundation “Eleftherios K. Venizelos” – Department of Economics of the Athens University of Economics and Business: Economic leadership in small countries: Lessons from the 20th century experience: Proceedings of International Conference. • Βλαβογυλάκης, Μιχάλης π.: Ο ρόλος της Εκκλησίας στις Κρητικές επαναστάσεις. • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος“ – Μουσείο Μπενάκη: Ελευθέριος Βενιζέλος και πολιτιστική πολιτική. Πρακτικά Συνεδρίου (Αθήνα, 21-22 Νοεμβρίου 2008). • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος“: Ελευθέριος Βενιζέλος: Ιστορικό Λεύκωμα (επανέκδοση). • Θεοδούλου, Χρίστος Α.: Η Ελλάδα και η Αντάντ (1 Αυγούστου 1914-25 Σεπτεμβρίου 1916). • Κλάψης, Αντώνης: Το ελληνοτουρκικό οικονομικό σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Συνθήκης της Λωζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών. • Μπουζάκης, Σ., Χουρδάκης, Αντ.: Η εκπαιδευτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου: Από την Κρητική Πολιτεία στην ελεύθερη Ελλάδα. • Πολυχρονίδης, Ιωάννης: Η δημόσια υγεία και η υγειονομική πολιτική στην Κρητική Πολιτεία (1898-1913): Δημόσια Υγεία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. • Συλλογικό: Ελευθέριος Βενιζέλος: Ιδεολογικές αφετηρίες και επιδράσεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος“.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.