Εισαγωγή
Οι κρίσιμες μεταβολές ιδιαίτερα στον τομέα της παραγωγής και η απουσία μέριμνας για τα κατάλοιπα της αποβιομηχάνισης αφήνουν στο πέ ρασμά τους ασυνέχειες και γκρίζες ζώνες στον αστικό ιστό, όπως μαρτυρούν άλλωστε και οι εγκαταλελειμμένες πρώην βιομηχανικές μονάδες οι οποίες παραμένουν στην πλειοψηφία τους αναξιοποίητες μέχρι και σήμερα. Δεν είναι πραγματικά παράλογο τέτοιου είδους φορείς ιστορίας και μνήμης του παρελ θόντος να παραμένουν στην αφάνεια δίχως να προβλέπεται τρόπος ένταξής τους στη δυναμική της πόλης; Η σημασία διατήρησης και διαφύλαξης των καταλοίπων της βιομη χανικής εποχής καθώς και ο τρόπος επανένταξής τους στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον χωρίς να αλλοιωθεί η ιστορική τους αξία αποτελούν το κύριο αντι κείμενο της έρευνας. Η απόδοση μιας νέας χρήσης συμβάλλει, στην πλειοψη φία των περιπτώσεων, στην αναζωογόνηση των ανενεργών αυτών κελυφών. Γιατί όμως επιλέγεται να μελετηθεί η περίπτωση της κατοίκησης σε πρώην βιομηχανικά κτίρια; Είναι εφικτό τα βιομηχανικά κατάλοιπα να διαμορφώσουν τελικά ένα οικείο περιβάλλον για τον άνθρωπο που θα δράσει σε αυτά; Προκειμένου λοιπόν να απαντηθούν τα παραπάνω ζητήματα πραγ ματοποιήθηκε βιβλιογραφική έρευνα για τη σύνταξη της παρούσας ερευνητι κής εργασίας η οποία διακρίνεται σε τρία μέρη. Στην πρώτη ενότητα γίνεται αναφορά στις περιόδους ακμής και παρακμής της Βιομηχανίας στην Ευρώπη αναδεικνύοντας την ιστορική, κοινω νική, πολιτική και οικονομική διάσταση του βιομηχανικού κτιριακού αποθέ ματος, το οποίο επηρέασε σημαντικά τη διάρθρωση του αστικού ιστού και τεκμηριώνεται επομένως η ανάγκη αναβίωσής τους. Μελετώντας την περί πτωση της Ελλάδας, η βιομηχανία άνθησε ετεροχρονισμένα και σε μικρότερό βαθμό συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο εμφανίστηκαν διάφο ροι τύποι βιομηχανικών κελυφών, οι οποίοι κατηγοριοποιούνται με βάση τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και μελετώνται στο τελευταίο κεφάλαιο της πρώτης ενότητας. Τα βιομηχανικά κτίρια, αναγνωρίζονται ως «βιομηχανικά μνημεία» μέσω του διεπιστημονικού κλάδου της Βιομηχανικής
3 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Αρχαιολογίας καθώς μαρτυρούν στοιχεία για τον πολιτισμό και την ιστορία του παρελθόντος. Ο χαρακτηρισμός τους αυτός έχει κρίσιμο ρόλο καθώς θέτει ορισμένες προϋποθέ σεις σχετικά με την επανάχρηση αυτών των κτιρίων με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και την ψυχική ευημερία του ανθρώπου. Η αναφορά στα χαρακτηριστικά, εσωτερικά και εξωτερικά, των πρώην βιομηχανιών καθώς και τα οφέλη τόσο της κοινωνίας όσο και του ίδιου του κτιρίου ενισχύουν την επιχειρηματολογία της δεύτερης ενότητας για τις προσεγγίσεις αναζωογόνη σης των πρώην βιομηχανιών.
Εισαγωγή
Έτσι, σε επόμενο κεφάλαιο του πονήματος υπογραμμίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις αξιοποίησης των βιομηχανικών κτιρίων σύμφωνα με τη Χάρτα της Βενετίας και οι αξιόλογες προσπάθειες από τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς, κερδοσκοπικούς και μη, φορείς σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη συνέχεια προβάλλεται η απόδοση μιας νέας μεν αλλά συμβα τής χρήσης στο βιομηχανικό κέλυφος ως ικανός παράγοντας αναγωγής της βιομηχανικής κληρονομιάς σε «ζωντανό μνημείο» στη σύγχρονη εποχή. Η ενότητα αυτή ολοκληρώνεται με το κεντρικό θέμα της παρούσας ερευνητικής εργασίας που αφορά στη μετάβαση από τη βιομηχανία στην κατοικία. Η διαδικασία μετασχηματισμού περιλαμβάνει μια σειρά απαραίτητων επεμβάσεων προκειμένου να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες για έναν βιώσιμο χώρο κατοίκησης. Η τρίτη και τελευταία ενότητα της εργασίας με αφετηρία μια ιστορική αναδρομή στις πρώτες μορφές κατοίκησης σε βιομηχανικούς χώρους ήδη από το 1950, τα γνωστά σήμερα loft, προχωρά στη μελέτη υλοποιημένων παραδειγμάτων του 21ου αιώνα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Τα παρα δείγματα αυτά αξιολογούνται με βάση τους αρχιτεκτονικούς χειρισμούς της επέμβασης στο υφιστάμενο κέλυφος, την εσωτερική οργάνωση των χώρων αλλά και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου που συνδέει το εκάστοτε βιομηχανικό «μνημείο» με τον ιστό της πόλης. Τέλος, διεξάγονται συμπεράσματα που αφορούν στον τρόπο προ σέγγισης των βιομηχανικών κτιρίων λαμβάνοντας υπόψη και τους ανάλογους περιορισμούς που θέτει τόσο το διατηρητέο κέλυφος όσο και οι σύγχρονες ανάγκες διαβίωσης. Υπογραμμίζεται επιπλέον η ανάγκη για ανάμιξη χρήσεων, συμπληρωματικών της κατοικίας, για την πλήρη ενεργοποίηση του βι ομηχανικού κελύφους και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του. Συνεπώς, τα αστικά κενά ενεργοποιούνται και ενσωματώνονται στον αστικό ιστό συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην ευρύτερη αναβάθμιση της εικόνας και της ποιότητας ζωής της πόλης.
4
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το ιστορικό πλαίσιο και η εξέλιξη της Βιομηχανικής κληρονομιάς
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το ιστορικό πλαίσιο και η εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς
φαινόμενο της Βιομηχανικής Επανάστασης πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη με βάση τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συν θήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα, ενώ καθοριστικό παράγοντα για το είδος της βιομηχανίας αποτέλεσε ο φυσικός πλούτος της εκάστοτε περιοχής. Η καθιέρωση της χρήσης των μηχανών σε συνδυασμό με νέες τε χνολογικές γνώσεις στη βιομηχανία οφείλεται στις απαιτήσεις που επέβαλε η ραγδαία ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα για μαζική και αυτοματοποιημένη παραγωγή σημαίνοντας παράλληλα και το τέλος της χειρωνακτικής εργασίας (Τριανταφυλλίδης, 1977, σσ. 29-31). Αυτό επέφερε αλλαγές και στην οικονομία των Ευρωπαϊκών χωρών, η οποία από αγροτική γίνεται βιομηχανική και αστική, άμεσα εξαρτώμενη από την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας. Ολοένα και μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού απασχο λείται πλέον στην ύπαιθρο καθώς η πλειοψηφία αναζητά εργασία στις πρωτοεμφανιζόμενες βιοτεχνίες. Πρόκειται για διάσπαρτα οργανωμένες μονάδες παραγωγής, οι οποίες λόγω νέων τεχνολογικών εφευρέσεων και απαιτήσεων για νέες πηγές ενέργειας αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερους χώ ρους εργασίας με άμεση πρόσβαση στους απαιτούμενους φυσικούς πόρους. Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της βιομηχανίας
7 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Κεφάλαιο 1 Η άνθιση της βιομηχανίας Η περίοδος της εκβιομηχάνισης Το
αποτέλεσε ιστορικό φαινό μενο τόσο στον Ευρωπαϊκό χώρο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο ονομάστηκε «εκβιομηχάνιση». Οι εξελίξεις αυτές σηματοδότησαν την αύξη ση της παραγωγικότητας η οποία συνεπάγεται και τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και τη συγκέντρωσή του γύρω από της βιομηχανίες, θέτοντας τα θεμέλια για τη σύσταση των πρώτων βιομηχανικών πόλεων (Benevolo, 1967, σσ. 5-7). Η δημογραφική αυτή έκρηξη σε συνδυασμό με την προσκόλληση στο οικονομικό κέρδος δεν άφησε περιθώρια για την εφαρμογή οργανωμένου και μελετημένου σχεδίου πόλης με αξιοσημείωτες συνέπειες στη μορφή και την οργάνωση του υφιστάμενου δομημένου περιβάλλοντος.
Η αναδιοργάνωση της πόλης – αλλαγές στον αστικό ιστό
Η χωροθέτηση των βιομηχανικών μονάδων σε εγγύτητα με δίκτυα θαλάσσιων μεταφορών, σιδηροδρομικών γραμμών και με τα κέντρα των πό λεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την άμεση εισαγωγή και εξαγωγή προ ϊόντων της παραγωγής τους, επέφερε απότομες μεταβολές που διατάραξαν τις ισορροπίες των πόλεων. Πιο συγκεκριμένα, δεν υπήρχαν οι ανάλογες υποδομές στέγασης και υγιεινής (ελλιπή δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης) για την απορρόφηση του νέου πληθυσμού. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, την πε ρίοδο αυτή χαρακτήριζε μια σειρά σπασμωδικών και εμπειρικών ενεργειών οι οποίες αδυνατούσαν να δώσουν συλλογική λύση στις χωρικές προκλήσεις που έθετε η εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας (Kopp, 1976, σ. 22). Oι δε συνθήκες διαβίωσης για την εργατική τάξη ήταν απάνθρωπες, γεγονός που τεκμηριώνει και η εμφάνιση πληθώρας επιδημιών που σήμανε και την αύξη ση της θνησιμότητας του εργατικού δυναμικού εκείνη την εποχή. Η διευθέτηση των παραπάνω ζητημάτων οδήγησε σε ολική αναδι οργάνωση της πόλης με μια σειρά εμβληματικών έργων τα οποία αλλάζουν τη μέχρι τότε εικόνα της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη δημιουργία υδρευτικών και αποχετευτικών υποδομών, ενώ σημειώνεται χωρική διεύρυνση των ορίων της πόλης λόγω της ανάγκης ανέγερσης κατοικιών κυρίως για το εργατικό δυ ναμικό και επέκταση των δικτύων μεταφορών για την καλύτερη εξυπηρέτηση των λειτουργιών της πόλης. Τότε, για πρώτη φορά οξύνεται η αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου καθώς πλέον ο χώρος εργασίας διαχωρίζεται πλήρως από τον χώρο κατοικίας (Πατέστος, 2001). Παρά τη χωρική διαστολή του αστικού ιστού, οξύνεται το πρόβλημα στέγασης των εργατικών μαζών λόγω της ραγδαίας αύξησης της αξίας των οικοπέδων που βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων με αποτέλεσμα να ανα ζητούν καταλύματα στην περιφέρεια. Με άλλα λόγια, στα αστικά κέντρα των πόλεων είναι πλέον δύσκολη η εύρεση μικρών καταλυμάτων που να απευθύ νονται στο εισόδημα της εργατικής τάξης. Από την άλλη πλευρά σε ορισμένες πόλεις, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες ανέγερσης συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών σε άμεση εγγύτητα με τις βιομηχανικές μονάδες παραγωγής για τη διευκόλυνση των μετακινήσεων των εργατών
σης, ενώ η άμεση εγγύτητα με τα εργοστάσια και τα απόβλητά τους επιβαρύ νει και μολύνει σημαντικά την ατμόσφαιρα της περιοχής. Πρόκειται για πολύ χαμηλού κόστους οικιστικές μονάδες, κατασκευασμένες από επιχώρια υλικά.
περίο
σε σειρά, κολλημένες μεταξύ τους, χωρίς την ύπαρξη αυλής, με στενούς διαδρόμους και απουσία εξαερισμού, με αποκορύφωμα τη φιλοξενία κατά μέσο όρο εννιά ατόμων σε κάθε μονάδα (History Learning site, 2015).
8 Η άνθιση της βιομηχανίας
από και προς τα εργοστάσια. Τα συγκροτήματα κατοικιών αυτά υπολείπονταν και πάλι σε υγρούς χώρους και χώρους σίτι-
Χαρακτηριστικός τύπος τέτοιων κατοικιών που εξαπλώνεται αυτή την
δο είναι τα block κατοικιών back-to-back, κατοικίες τοποθετημένες
9 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Εικόνα 1α, β, γ, δ Η ανάπτυξη μιας τυπι κής αλλά φανταστικής πόλης, η οποία δείχνει τη συνεχώς αυξανόμενη επέκταση και τη συνεχή εξάρτηση από το ιστορι κό κέντρο.
Η άνθιση της βιομηχανίας
Τα συγκροτήματα αυτών των κατοικιών προσέφεραν μεν στέγαση στο εργατικό δυναμικό χωρίς όμως να εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες συν θήκες διαβίωσης σε αυτά με αποτέλεσμα ο δείκτης αποδοτικότητας των εργατών να ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία. Επομένως είναι δικαιολογημένοι οι χαρακτηρισμοί τους ως «σπίτια – στρατώνες» ή «μανιφακτούρες – οικο τροφεία», αποδεικνύοντας την υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής των εργαζομένων οι οποίοι απλώς επιβίωναν με απώτερο στόχο την προσφορά τους στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό αποτέλεσε αιτία για τη δημιουργία εργατικών κινημάτων ήδη από το 1820 ενώ μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς αυτές συνθήκες. Συνεπώς στα τέλη του 19ου αιώνα την εργατική κατοικία διαδέχτηκε η κοινωνική κατοικία, ως απάντηση στην ανάγκη δημιουργίας μιας ανθρω ποκεντρικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για μια οργανωμένη κοινωνική παρο χή προερχόμενη από πρωτοβουλία δημοσίων φορέων η οποία εξασφάλιζε πλήρη στέγαση και ευνοϊκές συνθήκες ζωής στους εργάτες επιτρέποντας ταυτόχρονα τη διάπλαση του σώματος και του πνεύματος. Σε αντίθεση με τα «σπίτια – στρατώνες» γίνεται λόγος πλέον για εργατικές κοινότητες κοινωφε λούς χαρακτήρα («φαλανστήρια») οι οποίες παρά τον μαζικό τους χαρακτήρα εξασφάλιζαν πέρα από την παροχή στέγασης και κοινόχρηστους χώρους ψυχαγωγίας, σχολεία, βιβλιοθήκες και χώρους εστίασης. Όλες αυτές οι ριζικές αλλαγές έδωσαν χώρο σε πλήθος διανοουμέ νων, κοινωνιολόγων, αρχιτεκτόνων αλλά και πολιτών να εκφράσουν απόψεις – κριτική στη νέα δομή της βιομηχανικής πόλης, να διατυπώσουν προτάσεις μέσα και από θεωρητικές προσεγγίσεις ιδανικών – ουτοπικών πόλεων για την ίδρυση νέων πρότυπων κοινοτήτων και μοντέλων πολεοδομικής οργάνωσης (Βιτοπούλου, 2019). Στην κριτική που ασκήθηκε στο πλαίσιο αυτό όπως επίσης και στις προτάσεις που ακολούθησαν βασίστηκαν οι οικοδομικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες ήδη από το 1914 χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα λόγω ση μαντικής έλλειψης οικονομικών πόρων εξαιτίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και των ολέθριων επιπτώσεών αυτού στην οικονομία. Το 1924 τα οικιστικά προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών δημοτικών αρχών κηρύσσοντας επι κεφαλής τεχνικά ικανούς και ιδεολογικά προοδευτικούς
10
αρχιτέκτονες θέτουν σε εφαρμογή την επίλυση του ζητήματος στέγασης. Σ’ αυτό το κλίμα προόδου και συνεχών αλλαγών και καινοτομιών η εμφάνιση του Μοντέρνου Kινήματος τη δεκαετία του 1950, εισάγει την έννοια της λειτουργικότητας δίνοντας έμφαση στην ανθρώπινη κλίμακα προσπαθώντας να επιλύσει με τη λογική τα αρχιτεκτονικά προβλήματα της εποχής. Βασική αρχή του σχεδιασμού των κτιριακών μονάδων, υπήρξε το φονξιονα λιστικό μότο «form follows function», αρχή η όποια υποτάσσει τη μορφή του αρχιτεκτονήματος στη λειτουργία που αυτό φιλοξένει με τη χρήση σύγχρονων υλικών (Λάββας, 2008, σσ. 282-284).
Κάτοψη
11 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Εικόνα 2 Κάτοψη τυπικής μονάδας εργατικής κατοικίας. Εικόνα 3
τυπικής μονάδας κοινωνικής κατοικίας.
εξελίξεις που παρατηρούνται στον τομέα της τεχνολογίας ενισχύ ουν τον δευτερογενή τομέα κυρίως μέσω των νέων συστημάτων αυτοματισμού κατά την παραγωγική διαδικασία. Στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της βορειοδυτικής Ευρώπης σημειώνονται αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των μηχανών με την επικράτηση των ηλεκτροκίνητων πλέον μηχανών. Ως απόρροια αυτού, μειώνεται η ζήτηση για εργατικό δυναμικό καθώς οι επιχειρήσεις παράγουν μαζικά προϊόντα σε εμφανώς λιγότερο χρόνο έχοντας μεγαλύτερο οικονομικό όφελος σε σχέση με πριν. Όσες βιομηχανίες δεν κατάφεραν να εκσυγχρονιστούν άμεσα, κυρίως μικρότερης κλίμακας, αδυνατώντας να δια χειριστούν τον ανταγωνισμό κατέφευγαν σε λύσεις όπως η εγκατάλειψη είτε η μετακίνησή τους σε περιοχές με χαμηλότερες απολαβές για το εργατικό δυναμικό. Ακόμη η κρίση της Βιομηχανίας που χρονολογείται ήδη από το 1960 λόγω του κορεσμού της αγοράς, της οικονομικής κρίσης του 1973 και τις πιέσεις από τα εργατικά συνδικάτα συνέβαλε στον περιορισμό της παραγωγής προϊόντων τόσο όσο ως προς την ποσότητα και τόσο ως προς το είδος ανά λογα με τη ζήτηση.
12 Ο απόηχος της βιομηχανικής κληρονομιάς Κεφάλαιο 2 Ο απόηχος της βιομηχανικής κληρονομιάς Η περίοδος της αποβιομηχάνισης Οι
Οι επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης στον αστικό ιστό Η διακοπή της λειτουργίας που συνεπάγεται την εγκατάλειψη των βιομηχανικών μονάδων παραγωγής, ήταν ένα φαινόμενο με το οποίο ήρ θαν αντιμέτωπες όλες οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες γνωστό με τον όρο «αποβιομηχάνιση» αφήνει πίσω του πληθώρα οικοπέδων και κτιριακών εγκαταστάσεων ανεκμετάλλευτα. Το φαινόμενο αυτό αναφέρεται σε πληθώ ρα δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το δευτερογενή τομέα παραγωγής συμπεριλαμβανομένων κόμβων μεταφορών, σιδηροδρομικών σταθμών, λι μενικών εγκαταστάσεων και παλαιών αεροδρομίων. Οι περιοχές που κάποτε
Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
άνθισε η μεγάλη Βιομηχανία πλέον παραμένουν αδρανείς με εμφανή τα σημάδια παρακμής. Η διακοπή της λειτουργίας των βιομηχανικών εγκαταστάσε ων μπορεί να έμοιαζε αρχικά ως λύση για την περιβαλλοντική υποβάθμιση των περιοχών αυτών λόγω των λυμάτων και ρυπογόνων δραστηριοτήτων αλλά ταυτόχρονα οι ίδιες οι ερημωμένες βιομηχανίες δεν έπαυαν να αποτε λούν και εστίες μόλυνσης καθώς και χώρους επικίνδυνους για τους κατοίκους, δίνοντας περιθώρια οικειοποίησης από μειονότητες και ανάπτυξης παραβατι κών δραστηριοτήτων. Δεδομένου ότι οι βιομηχανίες χωροθετούνταν σε στρατηγικές θέσεις εντός ή γύρω από τα πυκνοδομημένα αστικά κέντρα, κατά την περίοδο της εγκατάλειψης αυτών των δραστηριοτήτων κεντρικές περιοχές υποβαθμίστη καν με αποτέλεσμα να στερηθούν όχι μόνο τη χρήση και την ταυτότητα τους αλλά να καταστεί ανενεργό ένα πολύ σημαντικό κτιριακό απόθεμα αλλά και ολόκληρες περιοχές (Σερράος, 2007, σ. 333) Μια εποχή ευημερίας που διαδέχτηκε το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έθεσε τα θεμέλια για την αναζήτηση ενός νέου ιδανικού αστικού μοντέλου, απομα κρυσμένο από τις αρνητικές χωρικές επιπτώσεις που είχαν προκληθεί στα κέντρα των πόλεων. Το μοντέλο αυτό γνωστό με τον όρο προαστιοποίηση, προωθούσε την αστική διάχυση και τον διαχωρισμό των χρήσεων γης δημιουργώντας πολεοδομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Κύριο πολεοδομικό ζήτημα της εποχής, το οποίο οξύνθηκε κατά την περίοδο της αποβιομηχάνισης αποτελούσαν οι αδρανείς χώροι και κατ’ επέ κταση οι ασυνέχειες και τα αστικά κενά που δημιουργούσαν στο πυκνοδομημένο περιβάλλον των πόλεων. Η μεγάλη έκταση των προβλημάτων που επέφερε η ερήμωση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων οδήγησε τον κλάδο της Πολεοδομίας στον προσδιορισμό αυτού του φαινομένου με τον όρο brownfields ή urban voids (Cirelli, Mercatanti, & Porto, 2002). Σύμφωνα με την ISOCARP (International Society of City and Regional Planners) ως brownfields ορίζονται οι περιοχές ή οι δραστηριότητες αποκατάστασης
13
και ανάπτυξης περιοχών, οι οποίες είναι ανενεργές ή εγκαταλελειμμένες από την προηγούμενη βιομηχανική ή εμπορική χρήση τους και εμφανίζουν κατάλοιπα μόλυνσης στο έδαφος, στα επιφανειακά ή υπόγεια νερά και ρέματα (Smith, 2008, σ. 1). Εικόνα 4 Το εγκαταλελειμμένο βι ομηχανικό συγκρότημα των Μύλων Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη σχεδια σμένο από τον Vitaliano Poselli. Φωτογραφία του 2019.
Κεφάλαιο
εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην
Η ιστορία της βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο
Ο βιομηχανικός ή δευτερογενής τομέας παραγωγής εξαπλώθηκε σταδιακά παγκοσμίως με αφετηρία την Αγγλία. Μελετώντας την περίπτωση της Ελλάδας, η βιομηχανία άνθησε ετεροχρονισμένα και σε μικρότερό βαθμό συγκριτικά με τη δυτική και κεντρική Ευρώπη (Μπελαβίλας, 2010). Με αφετηρία τη σύσταση του ελληνικού κράτους το 1830 και φτάνοντας στο σήμερα παρατηρείται πληθώρα αλλαγών τόσο σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αποτελώντας σημεία τομής για την ιστορία του κλάδου της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα και οικονομική αστάθεια, πα ράγοντες που καθιστούσαν αδύνατη την ισοδύναμη εξέλιξη της Ελλάδας με τις άλλες χώρες στα βιομηχανικά δρώμενα (Κιντής, 1982, σ. 25). Οι πρώ τες ενέργειες προς την εκβιομηχάνιση της χώρας προήλθαν από βιοτέχνες της πόλης και της υπαίθρου και από περιφερόμενους τεχνίτες (Αγριαντώνη, 1986, σ. 223), λαμβάνοντας υπόψη και το περιορισμένο παραγωγικό δυναμι κό ως απόρροια των πολεμικών περιπετειών (Κιντής, 1982, σ. 24). Οι κατάλληλες συνθήκες για την άνθηση της βιομηχανικής δραστηριότητας δημιουρ γήθηκαν κατά τη βαυαρική κυριαρχία και τον επαναπατρισμό των ομογενών που σήμανε και τη βαθμιαία αύξηση του πληθυσμού (Κιντής, 1982, σ. 25). Παράλληλα
ελληνικές πρώτες
15 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
3 Η
Ελλάδα
το ενδιαφέρον από το εξωτερικό για επενδύσεις στις
ύλες (μετάξι, κρασί και μάρμαρο) συνέβαλε στην ανάπτυξη και των βιομηχανιών και κατά συνέπεια την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης. Στο πλαίσιο αυτών των ευνοϊκών συνθηκών για τον δευτερογενή τομέα παραγωγής αναπτύχθηκαν οι εμπορικές δραστηριότητες καθώς οι ει σαγωγές και εξαγωγές προϊόντων είχαν μεγάλη ζήτηση (Αγριαντώνη, 1986, σ. 224). Ωστόσο, το 1880 χρονολογείται πενταετής οικονομική ύφεση στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές συνθή κες. Οι επενδυτικές δραστηριότητες των ομογενών που ακολούθησαν, αν και
Η εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα σύντομες σε διάρκεια, κατάφεραν να συμβάλουν στην ίδρυση νέων εργοστα σιακών κελυφών (Αγριαντώνη, 1986, σ. 225). Την εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας ενίσχυσε και το φαινόμενο της αστικοποίησης η οποία προέκυψε από την περιθωριοποίηση του πρωτογενούς τομέα και τη συγκέντρωση των αγροτικών οικογενειών στα αστικά και βιομηχανικά κέντρα της εποχής (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Αθήνα, Πειραιάς και Πάτρα) ύστερα από την πτώση των τιμών και τη σταφιδική κρίση του 1892 (Αγριαντώνη, 1986, σ. 226). Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι επενδύσεις νέων κεφαλαίων συ στηματοποιούνται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέοι κλάδοι στη βιομη χανική παραγωγή. Με εξαίρεση τις μεγάλες επιχειρήσεις της εποχής όπου χρησιμοποιείται μεγαλύτερος αριθμός μηχανών στην παραγωγική διαδικα σία, την πλειοψηφία των βιομηχανιών αποτελούν μικρές μονάδες με μεγάλο ποσοστό χειρωνακτικής εργασίας (Αγριαντώνη, 1986, σ. 227) Ωστόσο, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τον 20ο αιώνα, συμπε ριλαμβανομένου του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, του κινήματος στο Γουδί, τις εχθροπραξίες στον χώρο των Βαλκανίων, της μικρασιατικής καταστροφής, είχαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής καθώς συνέβαλαν στην αύξηση της ελληνικής επικράτειας. Νέα κεφάλαια κατατέθη καν από πρόσφυγες και ξένους επενδυτές δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων και ενισχύοντας τους παλαιότερους. Επομένως, γι’ αυτόν τον λόγο η Ελλάδα γνώρισε μια «εξωγενή» και περιορισμένης κλίμακας εκβιομηχάνιση μέσω των παραπάνω επενδύσεων και όχι σαν μια φυσική εξέλιξη του δευτερογενούς τομέα παραγωγής όπως συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη (Αγριαντώνη, 1986, σ. 2). Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε είχαν ολέθριες συνέπειες στο ελληνικό κράτος ξεκινώντας από την έλλει ψη φυσικών πόρων και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού φτάνοντας μέχρι την οικονομική και πολιτική αστάθεια που συνεπάγεται την αδυναμία λήψης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών καθώς και την επένδυση κεφαλαίων στην βιομηχανία. Τέλος, να σημειωθεί πως
παραπάνω εκτυλίσσονται σε ένα
16
τα
αντιβιομηχανικό κλίμα απαρχαιωμένου και ανελαστικού καθεστώτος το οποίο όπως είναι λογικό λειτουργούσε ως τροχοπέδη για την άνοδο της βιομηχανίας (Κιντής, 1982, σ. 26). Τα μέτρα ανάκαμψης του ελληνικού κράτους αν και σκληρά επέφεραν σημαντικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Μάλιστα οι ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης της μεταπολεμικής περιόδου ήταν υψηλότεροι από εκείνους των έως τότε ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Η γενικότερη ανάκαμψη έδωσε χώρο σε εξαγωγές προϊόντων και ενθάρρυνε ξένους κεφαλαιούχους να προβούν σε επενδύσεις, γεγονότα που σηματο δότησαν την εγκατάλειψη της ενασχόλησης με τη γη (πρωτογενής τομέας παραγωγής) καθιστώντας τη βιομηχανία τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για
«κατοικεῖν»
την οικονομία της χώρας. Όμως, η περίοδος ευημερίας ήταν ιδιαίτερα σύντομη λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή οικονομική κρίση αλλά και την πολιτική κατάσταση που επι κρατούσε τότε στην Ελλάδα (Πεπελάση, 2011). Σημαντικό πλήγμα για την οικονομία αποτέλεσε η απομάκρυνση των ξένων κεφαλαίων καθώς και η κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών λόγω του σκληρού εμπορικού ανταγωνι σμού με τις χώρες της Ανατολής (Πεπελάση, 2011). Με τις δυσμενείς αυτές συνθήκες πραγματοποιήθηκε η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία βρισκόμενη ήδη σε στάδιο αποβιομηχάνισης δεν είχε περιθώρια πε ρεταίρω ανάπτυξης και επέκτασης. Η μετάβαση από τον δευτερογενή τομέα στον τομέα παραγωγής υπηρεσιών (τριτογενής τομέας) ενώ είχε ξεκινήσει ήδη από το 1960 πραγ ματοποιήθηκε και πάλι ετεροχρονισμένα συγκριτικά πάντα με την υπόλοιπη Ευρώπη (Πεπελάση, 2011). Κατά συνέπεια, μετά το 1980 διακόπηκε η λει τουργία εκατοντάδων μονάδων παραγωγής σε όλη την Ελλάδα αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στις νέες αυτές συνθήκες (Μπελαβίλας, 2010).
Βέβαια οι ελληνικές βιομηχανίες από την ακμή μέχρι και την παρακμή τους υστερούν σημαντικά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα παραγωγής καθώς περιορίζονται μονάχα σε μικρές βιομηχανικές μονάδες με μικρό βαθμό ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού ενώ απουσιάζει η βαριά βιομηχανία που διέθεταν οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Η διαδικασία της αποβιομηχάνισης στον ελληνικό χώρο χαρα κτηρίστηκε από την Ε. Κλαμπατσέα στην εισήγησή της στην Επιστημονική Συνάντηση TICCIH, «Το τέλος των Γιγάντων - Βιομηχανική κληρονομιά και μετασχηματισμοί των πόλεων» ως «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θα νάτου» που άφησε έως σήμερα τα αποτυπώματά του (Κλαμπατσέα, 2007, σ. 159) Βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας Ανατρέχοντας
17 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο
στην περίοδο ακμής του κλάδου της βιομηχανίας στην Ελλάδα περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Α’ Παγκόσμιο Πό λεμο αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι είχαν πραγματοποιηθεί σημαντικά έργα υποδομής όπως η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1854), η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου (1882-1893) και η κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου ευνοώντας έτσι το εμπόριο και ανοίγοντας νέους ορίζοντες για τη βιομηχανία. Στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό ο κλά δος της υφαντουργίας με το μετάξι να βρίσκεται στο επίκεντρο των επενδυ τών. Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα πραγματοποιείται πλέον σε συγκεΕικόνα 5 Άποψη σιδηροδρο μικών γραμμών της δυτικής Θεσσαλονίκης. Φωτογραφική αποτύ πωση Οκτώβριος 2021.
το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
ντρωμένες μονάδες παραγωγής και δημιουργήθηκαν τα πρώτα εργοστάσια σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων. Σημαντικό σταθμό στην ελληνική εκβιομηχάνιση αποτέλεσε το εμπόριο κορινθιακής σταφίδας που αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα οικονομικής άνθησης για την Ελλάδα εκείνη την εποχή. Πέρα από τον Πει ραιά, τον Βόλο και την Πάτρα σημαντικός πόλος αστικής ανάπτυξης ήταν και η Ερμούπολη της Σύρου λόγω της συγκέντρωσης τεχνιτών από όλα τα κέ ντρα της ανατολικής Μεσογείου με ειδίκευση στον τομέα της ξυλοναυπηγικής, της βυρσοδεψίας, της κατεργασίας σιδήρου και της βιομηχανίας τροφίμων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα λόγω της προσάρτησης περιοχών στον ελλαδικό χώρο αναπτύσσεται ένας άλλος βιομηχανικός τομέας που σχετίζεται με την παραγωγή, επεξεργασία και αποθήκευση του καπνού. Πλέον πέρα από την περιοχή του Πειραιά, βιομηχανικό χαρακτήρα αποκτούν και οι περιο χές της Μακεδονίας και της Θράκης και συγκεκριμένα οι πόλεις της Νάουσας, της Δράμας, της Καβάλας, των Σερρών και της Ξάνθης λόγω της εμφάνισης των καπνοβιομηχανιών και καπναποθηκών. Επιπλέον, σημαντικές βιομηχα νίες καπνού αναπτύχθηκαν και στη Ρόδο κατά την περίοδο της ιταλικής κατο χής. Ακόμη, οι περιοχές της Βέροιας και της Έδεσσας γνώρισαν βιομηχανική ανάπτυξη λόγω της δυνατότητας παραγωγής ενέργειας για τη λειτουργία των εργοστασίων τους με κύριο παράγοντα το υγρό στοιχείο το οποίο εμφανί ζεται με τη μορφή ποταμών και λιμνών αλλά και καταρρακτών αντίστοιχα. Από τις αναφορές στις βιομηχανίες του βορειοελλαδικού χώρου δε μπορεί να απουσιάζει ο νομός Κοζάνης και ιδιαίτερα η περιοχή της Πτολεμαΐδας όπου και βρίσκονται τα εργοστάσια λιγνίτη λόγω της ανάπτυξης του κλάδου των πετρελαιοειδών. Προχωρώντας στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, η οποία απο τελούσε το σημαντικότερο διοικητικό, οικονομικό, εμπορικό και στρατηγικό κέντρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης μετά την Κωνσταντινούπολη (Κολώνας & Τραγανού-Δεληγιάννη, 1987), τα πρώτα εργοστάσια δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζουν να κατασκευάζονται πολυάριθμες βιομηχανικές μονάδες συγκεντρωμένες στην περιφέρεια και στη δυτική πλευρά της πόλης πάντα σε εγγύτητα με τη θάλασσα. Άλλωστε η Θεσσαλονίκη συνιστούσε μεγάλο εμπορικό λιμάνι των Νοτίων
οποίων οφείλεται η βιομηχανική
της Μεγάλης
πόλης (Νομικός, 2022).
19 Από
Βαλκανίων. Τα σκήπτρα της βιομηχανίας στη συμπρωτεύουσα της χώρας είχαν εβραϊκές οικογένειες στις επενδύσεις των
κληρονομιά της
Χαρακτηριστικά δείγματα
Βιομηχανίας της Θεσσαλονίκης αποτελεί το Κεντρικό Αντλιοστάσιο, το Ζυθοποιείο Φιξ, τον Αλευρόμυλο της οικογένειας Αλλατίνι, το κεραμοποιείο Αλλατίνι, τα Δημοτικά Σφαγεία Θεσσαλονίκης, ο Αλευρόμυλος Χατζηγιαννάκη – Αλτιναλμάζη – «Μύλος», το Βυρσοδεψείο Υιών Νούσια και Σία, το κτιριακό συγκρότημα κλωστοϋφαντουργείου μάλλινων υφασμάτων της «Υφανέτ» και το κλωστήριο μετάξης και υφαντήριο «Ήλιος» (Δούση, 2008, σσ. 294-299) Η πυρκαγιά του 1917 έπληξε μεγάλο ποσοστό των παραπάνω βι
Η εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα
ομηχανικών εγκαταστάσεων αλλοιώνοντας την αρχική τους μορφή, ωστόσο σημειώθηκαν αξιόλογες προσπάθειες αποκατάστασης. Σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων τις έχουν κηρύξει ως διατηρητέα προστατευόμενα μνημεία αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτόν την ιστορική και συμβολική αξία του κτιριακού αποθέματος αυτού. Οι τυπολογίες των βιομηχανικών κτιρίων Παράλληλα με την ιστορία της εξέλιξης της Βιομηχανίας στον ελλα δικό χώρο, σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Ήδη από την περίοδο της βαυαρικής κυριαρχίας εί χαν αυξηθεί οι επενδύσεις στον τομέα της βιομηχανίας, με αποτέλεσμα την ανέγερση νέων ποικιλόμορφων κτιριακών κελυφών για τη στέγαση των νεοσύστατων βιομηχανικών μονάδων (Δεμίρη, 1991, σ. 57). Σε ότι αφορά το σύνολο του αστικού ιστού, οι βιομηχανίες τοποθετούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα σε κομβικές θέσεις εξυπηρετώντας τις εμπορικές συναλλαγές και τις θαλάσσιες μεταφορές πρώτων υλών και προϊόντων από και προς την πόλη. Ενώ ταυτόχρονα το νερό σε αρκετές περιπτώσεις αξιοποιούνταν ως πηγή ενέργειας για τη λειτουργία των μονάδων παραγωγής. Εξίσου σημα ντικό έργο υποδομής αποτελούν τα δίκτυα σιδηροδρόμων και η δημιουργία σταθμών (Αγριαντώνη, Μπελαβίλας, Πολύζος, & Παναγιωτόπουλος, 1998, σ. 30) για τη σύνδεση των βιομηχανικών πόλεων μεταξύ τους με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας ενοποιημένης εσωτερικής αγοράς (Δεμίρη, 1991, σ. 18). Τέλος, σημειώνεται χωρική διαστολή της αστικής έκτασης λόγω των μεταναστευτικών ροών στον ελλαδικό χώρο μετά τη μικρασιατική καταστροφή και της εγκατάστασής τους στις βιομηχανικές ζώνες και της απασχόλησής τους στις βιομηχανίες, συνιστώντας ένα επαρκές εργατικό δυναμικό (Αγριαντώνη, Μπελαβίλας, Πολύζος, & Παναγιωτόπουλος, 1998, σ. 30). Το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε, και χαρακτη ρίζει μέχρι και σήμερα τα βιομηχανικά κελύφη, ποικίλει ανάλογα με την περί οδο της κατασκευής των τελευταίων,
20
αναπαράγοντας και αναδιατυπώνοντας μορφές του παρελθόντος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των μορφολογικών στα δίων που διέπουν τα κτίρια είναι η δημιουργία μιας αυτόνομης αρχιτεκτονικής γλώσσας για τα βιομηχανικά κτίρια (Δεμίρη, 1991, σ. 57) Κατά τη διάρκεια της περιόδου της εκβιομηχάνισης εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα βιομηχανικών τυπολογιών στον ελλαδικό χώρο, με την κατα σκευή τους να χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου αιώνα (Δεμίρη, 1991, σ. 57). Το παραδοσιακό κτίριο αποτελεί τον πρώτο τύπο βιομηχανικού κτιρίου που εμφανίζεται το 1870 στην Ελλάδα, με άμεσες επιρροές από τη βιομηχανική αρχιτεκτονική της Βρετανίας. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμά
βιομηχανικό
σύγχρονο «κατοικεῖν»
του είναι η χρήση παραδοσιακών υλικών και πρακτικών μεθόδων καθώς και η ενσωμάτωση νεοκλασικών μορφολογικών στοιχείων. Ως προς την εσωτερική διάρθρωση οι διαφορετικές λειτουργείες οργανώνονται σε επιμέρους χώρους ανάλογα με τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και όχι με ενιαίο τρόπο δημιουργώντας πολλά εσωτερικά χωρίσματα, ενώ σημειώνεται ότι οι χώροι διοίκησης βρίσκονται σε ξεχωριστό κτίριο ή στον πρώτο όροφο της μονάδας παραγωγής. Διαφορετικοί, μικροί όγκοι οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους δη μιουργούν την τελική σύνθεση. Οι όγκοι επεκτείνονται κυρίως γραμμικά σε ύψος ενός ορόφου και στεγάζονται με δίκλινη ή τετρακλινή στέγη. Παρόλο που υπάρχουν και περιπτώσεις όγκων με διπλό ύψος τα ανοίγματά τους πα ραμένουν μικρά και ορθοκανονικά επιτρέποντας μερική οπτική επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον (Δεμίρη, 1986, σ. 226) Ο δεύτερος τύπος βιομηχανικού κτιρίου φέρει σημαντικές ευρωπαϊ κές επιρροές, ιδίως από τον κλασικισμό, όπως φαίνεται και στις επιβλητικές όψεις του δικαιολογημένα επονομαζόμενου μνημειακού κτιρίου. Ο μνημειακός χαρακτήρας του τελευταίου είναι εμφανής λόγω της αξονικής συμμετρί ας, της τριμερούς διάρθρωσης και του πλούσιου διακόσμου που διέπουν την κύρια όψη του. Οι διαφορετικές λειτουργείες οργανώνονται ιεραρχικά σε τρεις ζώνες και σε πολλαπλά επίπεδα: στο κέντρο της πρώτης ζώνης τοποθετείται η διοίκηση (οι χώροι διοίκησης βρίσκονται για πρώτη φορά ενσωματωμένοι στον όγκο της της μονάδας παραγωγής), στη δεύτερη και κύρια ζώνη πραγματοποιείται η παραγωγική δραστηριότητα ενώ οι βοηθητικές εγκαταστάσεις εδράζονται στην τρίτη ζώνη. Οι ζώνες αυτές οργανώνονται σε έναν μεγάλο, ψηλό, συμπαγή, μονολιθικό και επιβλητικό όγκο με επίπεδη στέγη και πλευ ρικά, ορθοκανονικά, συνεχόμενα ανοίγματα που τοποθετούνται σε ίσες απο στάσεις (ύπαρξη ρυθμού) στις εξωτερικές τοιχοποιίες (Δεμίρη, 1986, σ. 228). Εξαίρεση στον κανόνα μίμησης παρελθοντικών αρχιτεκτονικών μορφών αποτελεί η τρίτη τυπολογία βιομηχανικού κτιρίου, το οδοντωτό κτίριο με τη χαρακτηριστική οδοντωτή οροφή, ενίοτε με φεγγίτες, που στεγάζει την ορθογωνική κάτοψη του σαφούς κτιριακού όγκου. Η παραγωγή πραγματοποιείται γραμμικά σε ενιαίο χώρο ανάλογα με τα στάδια της διαδικασίας ενώ οι χώροι διοίκησης βρίσκονται σε ξεχωριστό κτίριο πάντα στην κύρια όψη του κτιρίου. Στη συνέχεια την όψη χαρακτηρίζουν πλευρικά, ορθοκανονικά, ίδια ανοίγματα που τοποθετούνται
21 Από το
παρελθόν στο
σε ίσες σχετικά μεγάλες αποστάσεις (ύπαρξη ρυθμού) στις εξωτερικές τοιχοποιίες με εμφανή διαφοροποίηση υλικού στα υποστυλώματα και στις υδρορροές (Δεμίρη, 1986, σ. 227). Το στατικό σύστημα και των τριών παραπάνω τύπων βασίζεται σε φέρουσα περιμετρική τοιχοποιία από τούβλο ή πέτρα και εσωτερικά υποστυ λώματα ενώ δεν απουσιάζουν τα πατώματα και τα ζευκτά της στέγης από ξύλο ή χυτοσίδηρο. Αξίζει να αναφερθεί ότι η κατασκευή των κτιρίων αυτών πραγματοποιείται υπό την επίβλεψη παραδοσιακών μηχανικών που έδειχναν ενδιαφέρον για τέτοιου τύπου κατασκευές και όχι από αρχιτέκτονες. Στις αρχές του 20ου αιώνα παρ’ όλο που καθιερώθηκε η χρήση πε
Η εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα τρελαίου και ηλεκτρικής ενέργειας έναντι του ατμού, δεν παρατηρούνται με γάλες αλλαγές στην αρχιτεκτονική των εργοστασίων. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος του Μοντέρνου Κινήματος όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά το οπλισμένο σκυρόδεμα ως νέο δομικό υλικό (Δεμίρη, 1991, σ. 60). Στο γεγο νός αυτό οφείλεται και η σταδιακή διακοπή κατασκευής παραδοσιακού τύπου κτιρίων. Επιπλέον, η ανάγκη για μεγαλύτερους χώρους παραγωγής σε συνδυασμό με την ευέλικτη διάταξη των μηχανών σηματοδοτούν μια περίοδο εμφάνισης νέων τυπολογιών για τη Βιομηχανία αλλά και τροποποίησης των προηγούμενων κατασκευαστικών μεθόδων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μνημειακό κτίριο και την αλλαγή στη χρήση των υλικών του φέροντος ορ γανισμού. Το πολύπλοκο κτίριο, το οποίο χρονολογείται την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από αυστηρό εξωτερικό κέλυφος με εσω τερική πολυπλοκότητα. Η τελευταία έγκειται στο γεγονός ότι οι διαφορετικές λειτουργείες οργανώνονται σε επιμέρους χώρους με αυστηρά όρια και σε πολλαπλά επίπεδα δίχως ιδιαίτερη ιεραρχία των σταδίων της παραγωγικής διαδικασίας. Οι διαφορετικοί όγκοι που συνιστούν το εξωτερικό κέλυφος δε συνδέονται μεταξύ τους, απλώς αντιπαρατίθενται ο ένας δίπλα στον άλλο, ποικίλουν στο μέγεθος αλλά και στην ογκοπλασία. Η στέγη δεν είναι ενιαία για όλους τους κτιριακούς όγκους και ποικίλει και σε σχήμα και σε μορφή. Οι όψεις είναι διάτρητες με ποικιλία από πλευρικά, ορθοκανονικά, μικρά, συνεχόμενα ανοίγματα που τοποθετούνται άτακτα στις εξωτερικές τοιχοποιίες επιτρέποντας διαφορετικές οπτικές φυγές προς το εξωτερικό περιβάλλον. Είναι φανερή πλέον η απουσία διακόσμου, χωρίς εναλλαγές σε υλικά, υφές και χρώματα, όπως επίσης και η έλλειψη αρχιτεκτονικών ποιοτήτων. Ο τύπος αυτών των κτιρίων καταλαμβάνει συνήθως την έκταση ενός ολόκληρου οικοδομικού τετραγώνου, χωρίς να δίνεται σημασία στην ένταξή του στην ευρύ τερη περιοχή. Τέλος, η μορφολογική ουδετερότητα του κελύφους καλύπτει τις εσωτερικές διεργασίες (Δεμίρη, 1986, σ. 229). Σημαντικό παράγοντα για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής αποτέλεσαν οι επενδύσεις ξένων κεφαλαιούχων και στο σχεδιασμό των βιομηχανικών μο νάδων παραγωγής. Οι τελευταίοι έκριναν την εμπλοκή
όψεων
συνεργασία του με τις άλλες ειδικότητες καθ’ όλη τη δια δικασία (Δεμίρη, 1991, σ. 61). Κατά συνέπεια, οι νέες τυπολογίες
επίσης
22
του αρχιτέκτονα στο συνολικό σχεδιασμό και όχι μόνο στην επεξεργασία των
απαραίτητη όπως
και τη
παρουσι άζουν ομοιομορφία και απομακρύνονται από το λεξιλόγιο του παρελθόντος, ενώ παράλληλα ο αρχιτέκτονας οφείλει να λαμβάνει υπόψη του μελλοντικές ανάγκες σχεδιάζοντας ευέλικτες δομές με δυνατότητα μελλοντικής επέκτασης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω του σχεδιασμού ενιαίων, ελεύθερων από υποστυλώματα χώρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω αλλαγών στον σχεδι ασμό αποτελεί το πολυώροφο κτίριο, ένα ογκώδες, μονότονο εξωτερικό κέλυφος με επίπεδη στέγη. Η συμμετοχή του αρχιτέκτονα είναι καίρια στη
παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
σχεδιαστική διαδικασία καθώς ο τελευταίος αναγνωρίζει τις δυνατότητες του σκυροδέματος όπως μαρτυρούν τα επαναλαμβανόμενα καθ’ ύψος ανοίγματα που εκτείνονται από υποστύλωμα σε υποστύλωμα αλλά και η ελεύθερη διάρθρωση της κάτοψης δίχως αυστηρά όρια και σε πολλαπλά επίπεδα. Αξί ζει να σημειωθεί ότι είναι ο πρώτος τύπος κτιρίου που επιτρέπει την πλήρη οπτική επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον λόγω της εκτεταμένης χρήσης γυάλινων επιφανειών στο σύνολο των όψεων. Η μορφή δεν εκφράζει τις εσωτερικές λειτουργίες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δίνεται έμφαση στα σημεία εισόδου και στη θέση της διοίκησης στον πρώτο όροφο της κύριας όψης (Δεμίρη, 1986, σ. 230). Σε αντίθεση με την προηγούμενη τυπολογία, το πλουραλιστικό κτίριο εμφανίζει ξεκάθαρη εξωτερική οργάνωση σε αντιστοιχία με τις εσωτε ρικές λειτουργίες και με πλούσιο λεξιλόγιο στις όψεις. Σε ό,τι αφορά την ογκο πλασία, διάφοροι όγκοι αρθρώνονται χωρίς πολλά εσωτερικά όρια με βάση τη λειτουργία τους και συνιστούν έναν ενιαίο μεγάλο όγκο με δυνατότητα γραμμικής επέκτασης. Στην περίπτωση αυτή τα ανοίγματα είναι συνεχόμενα, μακρόστενα και τοποθετημένα σε μεγάλο ύψος, εξυπηρετώντας κυρίως το φυσικό φωτισμό. Επομένως δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα σχέση μεταξύ κτιρίου και εξωτερικού περιβάλλοντος καθώς η μορφή των ανοιγμάτων δεν επιτρέπει πάντα την οπτική επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον (Δεμίρη, 1986, σ. 231). Μετά το 1970 εμφανίζεται ο τελευταίος τύπος βιομηχανικής μονάδας ο οποίος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στη σημερινή εποχή, το επονομαζό μενο κουτί. Πρόκειται για έναν μακρόστενο ορθοκανονικό όγκο με απουσία εξωτερικών πλευρικών ανοιγμάτων ενώ για τις όψεις του χρησιμοποιούνται προκατασκευασμένα μεταλλικά πανέλα, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η με τάβαση σε νέα δομικά συστήματα, από το σκυρόδεμα στην εφαρμογή μεταλλικών φορέων. Η μορφή δεν εκφράζει τις ποικίλες λειτουργίες οι οποίες διαρθρώνονται σε ζώνες ενώ η παραγωγική διαδικασία πραγματοποιείται γραμμικά και σε ένα επίπεδο. Δεδομένων των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που έπλητταν τον βιομηχανικό τομέα εκείνη την περίοδο, η διάδοση του τελευταίου αυτού τύπου εργοστασίου αποτελούσε μοναδική λύση καθώς
σοβαρούς κινδύνους σε ζητήματα στατικής επάρκειας αλλά δεν παύουν να αποτελούν μνημεία με χαρακτήρα εκθεμάτων in situ και ανέκαθεν αποτελούσαν μια σχε διαστική πρόκληση για τον αρχιτέκτονα (Stratton, 2000, σ. 35).
23 Από το βιομηχανικό
πέρα από το χαμηλό κόστος κατασκευής του συνέβαλε στη διαμόρφωση κα λύτερων συνθηκών θερμικής άνεσης (Δεμίρη, 1986, σ. 232). Είναι γεγονός ότι σε αρκετά συγκροτήματα βιομηχανικών κτιρίων εμφανίζονται και συμπληρωματικές δομές – κατασκευές οι μη κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν κλίβανους, σιλό, πύργους ελέγχου αεροδρομίων, δεξαμενές ή καπναγωγούς (Μπελαβίλας, 2012). Πρόκειται για πολύ μεγάλης κλίμακας έργα τα οποία μπορεί μεν να ενέχουν
24 Η εξέλιξη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα Εικόνα 6 Χρονογραμμή τυπολο γιών κτιρίων και ανά πτυξης της βιομηχανίας στον Ελλαδικό χώρο.
Εικόνα 7
Ζυθοποιείο Κάρολος Φιξ. Φωτογραφική αποτύπωση Οκτώβριος 2021.
βιομηχανικό
στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Η κατάταξη των βιομηχανικών κτιρίων σε κατηγορίες βάσει των τυ πολογικών χαρακτηριστικών τους συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της βασικής δομής και μορφής τους. Ως εκ τούτου, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις δυνατότητες, όπως και τους περιορισμούς, που θέτει ένα κέλυφος ως προς τον απαιτούμενο βαθμό επέμβασης για την επικείμενη χρήση που πρόκειται να παραλάβουν. Η παραπάνω τυπολογική οργάνωση καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό τα περισσότερα βιομηχανικά κελύφη, ωστόσο σημειώνονται και ορισμένες εξαιρέσεις. Οι εκάστοτε ανάγκες επέκτασης της παραγωγικής διαδικασίας οδηγούν πολλές φορές σε συνδυασμό των διαφορετικών τυπολογιών των βιομηχανικών μονάδων που αναφέρθηκαν λόγω της διαφορετικής φάσης κα τασκευής των προσθηκών τους και των λειτουργικών τους απαιτήσεων (Δε μίρη, 1986, σ. 233).
Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ένα κτίριο εμφανίζει χαρακτη ριστικά ποικίλων τυπολογιών (π.χ. διώροφο κουτί, έχοντας όλα τα χαρακτηρι στικά του κουτιού με εξαίρεση τον 2ο όροφο). Με αποτέλεσμα να μη μπορεί να καταταχθεί αποκλειστικά σε μία τυπολογία ή σε συνδυασμό τυπολογιών. Αυτές οι προβληματικές περιπτώσεις προκύπτουν λόγω των αναγκών αύξη σης της παραγωγής (Δεμίρη, 1986, σ. 234).
25 Από το
παρελθόν
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Προσεγγίσεις αναζωογόνησης πρώην βιομηχανικών κελυφώνΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Προσεγγίσεις αναζωογόνησης πρώην βιομηχανικών κελυφών
Η έννοια του βιομηχανικού μνημείου
Στα πλαίσια αντιμετώπισης του ζητήματος των ασυνεχειών και γκρί ζων ζωνών με απώτερο στόχο την αναζωογόνηση της εκάστοτε περιοχής αλλά και ολόκληρης της δυναμικής της πόλης αναπτύσσονται προβληματισμοί σχετικά την αναγνώριση των βιομηχανικών κτιρίων ως μνημεία άξια συ ντήρησης και επανάχρησης. Τα ζητήματα αξίας και προστασίας που αφορούν στα κτίρια παλαιότερων εποχών λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις σε κοινωνικό επίπεδο καθώς μαρτυρούν στοιχεία για την ιστορία και την ταυτότητα της εκάστοτε κοινωνίας. Επομένως, η έννοια της κληρονομιάς είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς η γνώση του παρελθόντος εξυπηρετεί τη βέλτιστη δυνατή διαχείριση προβλημάτων του παρόντος αλλά και του μέλλοντος, συμβάλλοντας στην ομαλή λειτουργία της ανθρώπινης ζωής. Ακόμη, τα τελευταία χρόνια στην έννοια του προστατευόμενου μνη μείου προστίθενται και ευρύτερες κτιριακές ενότητες, με στόχο την ενσωμά τωση τους στον πολεοδομικό ιστό, την αποκατάσταση και την επανάχρησή τους στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Ανατρέχοντας στον όρο της
στον οποίο αναφέρε ται
και Θεωρία της Αποκατά στασης,
Γ. Καραδέδος
29 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Κεφάλαιο 1 Η σημασία της επανάχρησης στα «βιομηχανικά μνημεία»
«αποκατάστασης»
και ο
στο βιβλίο με τίτλο: Ιστορία
πρόκειται για την επέμβαση που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε ένα μνημείο για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της ύπαρξής του και η μεταβίβα σή του στις μελλοντικές γενιές (Καραδέδος, 2009, σ. 21) Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις ανέκαθεν αποτελούσαν φορείς ιστορίας και πολιτισμού καθώς λειτουργούσαν ως τεκμήρια της ιστορικής περιόδου κατά την οποία κατασκευάστηκαν συμπεριλαμβανομένου και των συνθηκών ζωής και εργασίας που επικρατούσαν σύμφωνα με τη Χάρτα του Nizhny Tagil που αναφέρεται στο επόμενο κεφάλαιο της εργασίας. Ωστόσο, η αναγνώρισή τους ως «μνημεία» με τη συμβατική έννοια του
σημασία της
στα «βιομηχανικά μνημεία»
όρου οφείλεται στην άνθηση του διεπιστημονικού κλάδου της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας. Η προαναφερθείσα σαν πρακτική πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία περίπου το 1950 και προσδιορίστηκε από τον Donald Dudley, καθηγητή του πανεπιστημίου του Birmingham. Το TICCIH (Διεθνής Επιτροπή για τη διάτρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς) ορίζει τη Βιομηχανική Αρ χαιολογία ως «τη διεπιστημονική μελέτη όλων των μαρτυριών, υλικών και άυλων, των τεκμηρίων, των τεχνουργημάτων, της στρωματογραφίας και των κατασκευών, των ανθρώπινων οικισμών και των φυσικών και αστικών τοπίων που δημιουργήθηκαν για ή από τη βιομηχανική διεργασία» (TICCIH, 2003). Έτσι υποστηρίζεται η προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς και αναδεικνύεται ως μέσο μετάδοσης πληροφοριών μέσα στον χρόνο με ιστο ρικές και αισθητικές αξίες (Καραδέδος, 2009, σ. 20). Με την υπογραφή της Χάρτας της Μόσχας (TICCIH, 2003) τα κατάλοιπα της βιομηχανίας, δηλαδή κτίρια και μηχανολογικός εξοπλισμός, εργαστήρια, μύλοι και εργοστασιακοί χώροι, ορυχεία και τόποι επεξεργασίας και εμπλουτισμού, αποθήκες και καταστήματα, χώροι παραγωγής, μετάδοσης και χρήσης ενέργειας, μέσα μετα φοράς και όλη η υποδομή τους, καθώς και τόποι κοινωνικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη βιομηχανία αναγνωρίζονται πλέον ως «βιομηχανικά μνημεία». Τα χαρακτηριστικά των βιομηχανικών κελυφών
Όπως αναλύθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο τα βιομηχανικά κελύφη αποτελούν σημαντικά δείγματα πολιτιστικής κληρονομιάς ως φορείς ιστορίας και συλλογικής μνήμης. Ταυτόχρονα σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική και κατασκευαστική τεχνοτροπία τους αποτελέσαν ιδανικά μοντέλα μορφής, λειτουργικότητας, δομικής και συμβολικής αξίας. Επομένως κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη παράθεση των χαρακτηριστικών τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ αρχικά ο στόχος ήταν αποκλειστικά η γρήγορη εξαγωγή προϊόντων μέσα από τα κελύφη, στην πορεία όμως, έγινε κατανοητό ότι σημασία έχει η δημιουργία ενός χώρου σχεδιαστικά άρτιου, που θα ανταποκρίνεται τόσο στις διαδικασίες παραγωγής
30 Η
επανάχρησης
όσο και στη δημιουργία συνθηκών άνεσης των ίδιων των εργαζομένων. Επίσης, όπως σημειώθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, η εμπλοκή του αρχιτέκτονα στο σχεδιασμό βιομηχανικών κτιρίων πραγματοποιήθηκε σταδιακά και καθιερώθηκε κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σε περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων προ κειμένου να αναδειχθεί το κύρος και γόητρο του βιοτέχνη. Πρόκειται για χώρους μεγάλης έκτασης με καθαρά γεωμετρικό σχή μα και ελεύθερη εσωτερική διάρθρωση. Έτσι η «ελεύθερη κάτοψη» του χώ ρου διευκολύνει τις διαφορετικές λειτουργίες κατά την παραγωγική διαδικασία και ορίζεται μόνο από τον κάνναβο του φέροντος οργανισμού. Πρόκειται άρα
το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
για μια αρκετά ευέλικτη δομή, η οποία επιδέχεται αλλαγές σε περίπτωση μελ λοντικών αναγκών της επιχείρησης, διαμορφώνοντας έτσι τον πολυλειτουργι κό χαρακτήρα που κρύβεται πίσω από κάθε βιομηχανικό κτίριο. Τα βιομηχανικά κτίρια αποτελούνται από λιτές, καθαρά γεωμετρικές φόρμες, οι οποίες παρατίθενται είτε σε σειρά είτε καθ’ ύψος ενώ πάντα η αναλογία πλάτους – ύψους διαφοροποιείται φανερώνοντας την προσαρμο στικότητα στις διαφορετικές λειτουργικές ανάγκες της παραγωγής. Το μεγάλο ύψος σε συνδυασμό με τη συμμετρία και τη ρυθμική επα νάληψη των μορφολογικών στοιχείων συμβάλλει στην επιβλητικότητα των όψεων των βιομηχανιών, γεγονός που πολλές φορές τα καθιστά τοπόσημα για την πόλη. Τέλος, τα βιομηχανικά κτίρια χωροθετούνταν άλλοτε σε περιοχές της υπαίθρου με άμεση πρόσβαση σε πρώτες ύλες, σε αστικές περιοχές πλαισι ωμένα από πληθώρα υφιστάμενων χρήσεων και άλλοτε σε προαστιακές περιοχές. Σε κάθε περίπτωση σε εγγύτητα με την εκάστοτε βιομηχανική μονάδα υπήρχε δίκτυο μεταφορών και συγκεκριμένα κύριες αρτηρίες για τη διευκό λυνση των μετακινήσεων. Συχνά οι βιομηχανικές μονάδες διέθεταν μεγάλης έκτασης ελεύθερο εξωτερικό χώρο για τις ανάγκες της φορτοεκφόρτωσης πρώτων υλών και προϊόντων. Τα οφέλη της αναβίωσης των πρώην βιομηχανιών
Τα βιομηχανικά κτίσματα ως μνημεία μιας άλλης εποχής αποτελούν βασικό γνώρισμα της πόλης και φέρουν την ιστορία του τόπου και των κα τοίκων της. Η πόλη θεωρείται ως ο τόπος όπου καταγράφεται η συλλογική μνήμη των λαών. O Aldo Rossi αναφέρει ότι «η συλλογική μνήμη αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία μετασχηματισμού της πόλης, λειτουργώντας φυσικά μέσα από το κοινωνικό σύνολο. Η μνήμη γίνεται το νήμα που διαπερνάει όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης» (Rossi, 1991). Άλλωστε η έλλειψη της ιστορικής αίσθησης ενέχει κινδύνους σε ό,τι αφορά την επέμβαση σε τμήματα του αστικού
31 Από
ιστού, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για αναγνωρισμένα μνημεία, για ζητήματα μελλοντικής ένταξης και αξιοποίησης του κτιριακού αποθέματος (Πατέστος, 2001, σ. 20). Η συμβολή του τομέα της αποκατάστασης – επανάχρησης διασφαλίζει τη συνέχεια του αστικού ιστού μέσω ενός εποικοδομητικού διαλόγου με το παρελθόν Επομένως η μελέτη του παρελθόντος αποτελεί απαραίτητο στάδιο που πρέ πει να προηγείται της σχεδιαστικής διαδικασίας και των στρατηγικών επέμβα σης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ιστορική αξία των μνημείων Η αστική διάχυση προς την ύπαιθρο ανάγκασε μεγάλες εκτάσεις πρασίνου να θυσιαστούν στο βωμό της ανέγερσης οικιστικών συγκροτημά-
«βιομηχανικά μνημεία»
των καθώς και έργων υποδομής για την κατασκευή νέων οδικών δικτύων. Πέρα από το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του φαινομένου αυτού στις πόλεις σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις που επέφερε στα αστικά κέντρα. Ο διαχωρισμός των χρήσεων, δηλαδή η χωροθέτηση των κατοικιών στην περιφέρεια των πόλεων, οδήγησε στην υποβάθμιση των ιστορικών κέντρων αφήνοντας αναξιοποίητο μεγάλο μέρος του διαθέσιμου αστικού χώρου. Στα πλαίσια της αναζήτησης ενός μοντέλου για την επίτευξη μιας κοινωνικά και οικονομικά βι ώσιμης πόλης, έρχεται στο προσκήνιο η έννοια της βιωσιμότητας. Στόχος εί ναι η πλήρης εκμετάλλευση του διαθέσιμου χώρου της πόλης σε έναν συνεχή και συνεκτικό αστικό ιστό με τη
χρήσεων γης.
αποτελεί μια
παρέμβαση που εξυπηρετεί τους στόχους για τη σύσταση μιας βιώσιμης πόλης. Απόρροια των παραπάνω είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων και η αναβάθμιση της εικόνας της πόλης μέσω της διατήρησης και αξιοποίησης των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και του κτιριακού δυναμικού. Γίνεται κατανοητό ότι η αξιοποίηση των brownfields μέσω της ανα κύκλωσης χώρων και υλικών έχει πολεοδομική, οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Οι αρχές του Μοντέρνου Κινήματος και οι ριζικές επεμβάσεις που προέβλεπαν τα νέα σχέδια πόλεων για τον αστικό ιστό σε συνδυασμό και με την τυποποίηση, απέρριπταν το ιστορικό υπόβαθρο. Ο Kramer, καλλιτέχνης και φωγράφος του 1970, κατακρίνει τα παραπάνω σχέ δια που ενθάρρυναν την κατεδάφιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, αναδεικνύοντας την ιστορική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς, απορρίπτο ντας την κατεδάφισή τους στο όνομα της αστικής ανάπλασης (Field & Irving, 1999, σσ. 19-21).
32 Η σημασία της επανάχρησης στα
συνύπαρξη των διαφορετικών
Η ανακύκλωση του χώρου και του κτιριακού αποθέματος
σημαντική
Εικόνα 8 Το εμβληματικό συγκρότημα κατοι κιών Pruitt-Igoe που κατασκευάστηκε στο San Luis της Αμερικής το 1950, αποδείχτηκε αβίωτο και τα 30 κτίρια που το αποτελούσαν κατεδαφίστηκαν με εκρηκτικά το 1972.
νέα χρήση
Όροι και προϋποθέσεις επανάχρησης πρώην βιομηχανιών Λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη της αναβίωσης των πρώην βιομη χανικών κτιρίων τόσο σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, η λειτουργική αναγέννησή τους θα γεφυρώσει τις ασυνέχειες και θα συμβάλει στη συνεκτική εικόνα του αστικού ιστού. Με τον επίσημο χαρακτηρισμό τους ως βιομηχανικά μνημεία, όπως διατυπώθηκε από το TICCIH στη Χάρτα του Nizhny Tagil στη Ρωσία το 2003, γίνεται κατανοητό ότι οι ενέργειες αναβίω σης τους θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Με την υπογραφή της Χάρτας της Βενετίας, κατά τη διάρκεια του δευτέρου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών των Ιστορικών Μνη μείων, που πραγματοποιήθηκε στη Βενετία το 1964, τέθηκε το διαχρονικό θε σμικό πλαίσιο αρχών συντήρησης και αποκατάστασης κάθε είδους μνημείου που έχει αποκτήσει στο πέρας των χρόνων πολιτιστική σημασία (Καραδέδος, 2009, σσ. 141-142). Τα άρθρα που αφορούν στην επέμβαση των μνημείων αναφέρουν πως πρέπει να υπάρχει σεβασμός στις διαφορετικές ιστορικές φάσεις και μετατροπές που έχει υποστεί το κτίριο, ενώ οι επεμβάσεις να είναι διακριτές και αναστρέψιμες χωρίς να αλλοιώνουν την ακεραιότητα και την ιστορική μαρτυρία τόσο του κτιρίου όσο και του περιβάλλοντος του. Επιπλέ ον, η απόδοση της νέας χρήσης οφείλει να πραγματοποιείται με κοινωφελή μέριμνα προς την κοινωνία αλλά και με σεβασμό
33 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Κεφάλαιο 2 Επιλέγοντας τη
στη διάρθρωση των όψεων. Οποιαδήποτε επέμβαση οφείλει να τεκμηριώνεται και να συμβαδίζει με τις ιστορικές και αισθητικές αξίες του μνημείου, ενώ σε ότι αφορά προσθήκες και αφαιρέσεις τμημάτων αυτές πρέπει να ενσωματώνονται αρμονικά και να είναι αναγνωρίσιμες έτσι ώστε να αποφευχθεί η υποβάθμισή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα χρόνο αργότερα το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Το ποθεσιών (ICOMOS) αναγνώρισε τη Χάρτα της Βενετίας ως το θεμελιώδες πλαίσιο αρχών (Καραδέδος, 2009, σ. 142). Πέρα από την υπογραφή της Χάρτας της Βενετίας και του Nizhny Tagil συντάχθηκαν και αντίστοιχα κείμενα για την έννοια των ιστορικών μνημείων και τη διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, όπως είναι η
τη νέα χρήση
Σύμβαση της Γρανάδας το 1985, η οποία περιλαμβάνει την προστασία μνη μείων, πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών συνόλων, καθώς και οι Αρχές του Δουβλίνου για την ανάδειξη της αξίας των βιομηχανικών δομών έτσι ώστε να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση για τη στήριξη της συνέχειας της έρευνας. Πέρα από τη σύνταξη κειμένων για την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός διεθνών οργανισμών οι οποί οι δραστηριοποιούνται στη χώρα που εδρεύουν και έχουν ιδρυθεί αποσκοπώντας στην προστασία και μελέτη αυτών των μνημείων. Στους οργανισμούς αυτούς ανήκει αρχικά η CILAC (Comitee d’ information et de liaison pour l archaeologie, l étude et la mise en valeur du patrimoine industriel), μια μη κερδοσκοπική ένωση η οποία προήλθε από τη σύγκλιση διάφορων χώρων και ρευμάτων από τομείς της πανεπιστημιακής έρευνας και της μουσειολογί ας της Γαλλίας. Ακολουθεί η διεθνής επιτροπή για τη διατήρηση της βιομη χανικής κληρονομιάς TICCIH στην Μεγάλη Βρετανία με σκοπό τη διατήρηση, την έρευνα, την τεκμηρίωση και την ερμηνεία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η ευρωπαϊκή ομοσπονδία ενώσεων βιομηχανικής και τεχνικής κληρονομιάς EFAITH, αποτελεί ένα ευρωπαϊκό δίκτυο μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στις Βρυξέλλες με στόχο την έρευνα και τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Το μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο Νέου Βιομηχανικού Πολιτισμού ΙΝΙΚ, η Διεθνής Επιτροπή για την Ιστορία της Τεχνολογίας στο Παρίσι, η Ιταλική Ένωση για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία AIPAI, η Εταιρία Βιομηχανικής Αρχαιολογίας SIA, η Ένωση για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία ΑΙΑ, η Ένω ση Βιομηχανικής Κληρονομιάς της Ιρλανδίας IHAI, η Φλαμανδική Ένωση για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία, καθώς και κοινωφελή ιδρύματα, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και ΜΚΟ σκοπεύουν στη διάσωση της πολιτι στικής κληρονομιάς. Συγκεκριμένα για το ζήτημα της προσθήκης σε ιστορικά κτίρια ο διεθνής οργανισμός της UNESCO, στο άρθρο 21 του καταστατικού της Βιέννης το 2003, δηλώνει ότι «Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η σύγχρονη αρχιτεκτονική και η διατήρηση του ιστορικού αστικού τοπίου θα πρέπει να αποφεύγουν κάθε μορφή ψευδό-ιστορικού σχεδιασμού, καθώς αυτό αποτελεί ταυτόχρονα άρνηση του ιστορικού και του σύγχρονου. Μια ιστορική άποψη δεν πρέπει να υποκατα στήσει τις επόμενες, καθώς η ιστορία πρέπει να παραμείνει ευανάγνωστη, ενώ η συνέχεια του πολιτισμού μέσω ποιοτικών παρεμβάσεων είναι ο απώτερος στόχος.» (Vienna Memorandum, 2005). Στην περίπτωση της Ελλάδας το ενδιαφέρον για τα βιομηχανικά μνημεία ξεκινάει το 1980 με την ίδρυση του Πολιτιστικού
34 Επιλέγοντας
Τεχνολογικού ιδρύμα τος της ΕΤΒΑ ενώ ακολούθησαν ποικίλα αφιερώματα σε περιοδικά όπως η «Αρχαιολογία» και τα «Τεχνικά Χρονικά». Από το 1990 καθιερώθηκε η διοργάνωση συνεδρίων, επιστημονικών συναντήσεων και εκθέσεων με θέμα τη Βιομηχανική Αρχαιολογία τα οποία έλαβαν χώρα στα πρώτα βιομηχανικά κέ ντρα της Ελλάδας. Στην προσπάθεια αυτή σημαντική είναι και η συνεισφορά του ελληνικού τμήματος του TICCIH ήδη από το 1992 (TICCIH, 2022). Στον
ρόλο της καταγραφής και διάσωσης των μνημείων συμβάλλει ενεργά από το 2015 η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία ΒΙ.Δ.Α. μέσω δελτίων απογραφής τα οποία διατίθενται ηλεκτρονικά στον ιστότοπό της. Την ευθύνη για την προστασία και διαχείριση της κληρονομιάς της Ελλάδας έχει το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠ.ΠΟ.), το Υπουργείο Περιβάλ λοντος καθώς και οι κατά τόπους Εφορείες Νεότερων Μνημείων. Άλλοι φο ρείς που δραστηριοποιούνται είναι το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Π.Ι.Ο.Π.), η Δ.Ε.Η., τα Τ.Ε.Ε., το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και άλλοι επιστη μονικοί μη κερδοσκοπικοί φορείς, όπως το Ελληνικό Ινστιτούτο των Μύλων. Τη μελέτη για τον σχεδιασμό αναλαμβάνει μια διεπιστημονική ομάδα μηχα νικών και μελετητών η οποία συντάσσει το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και το Ρυθμιστικό σχέδιο της ανάπλασης ενώ κρίσιμη είναι η λήψη πρωτοβουλιών από τους παρακάτω φορείς: του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ Βαθ μού (Ο.Τ.Α.), του Συμβουλίου Περιοχής, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ. ΧΩ.Δ.Ε.), της Δημόσιας Επιχείρησης Πολεοδομίας Οικισμού και Στέγασης (Δ.Ε.Π.Ο.Σ.) καθώς και οικοδομικών συνεταιρισμών.
Παρά την εμπλοκή όλων των παραπάνω φορέων στη διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς, οι τελευταίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μετα ξύ τους συνεργασία λόγω της γραφειοκρατίας, της υπό-χρηματοδότησης και της πιο πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Συμπερασματικά, δεν εφαρμόζεται μια ενιαία συγκροτημένη πολιτική, γεγονός που οφείλεται αρχικά στην ετε ροχρονισμένη σύσταση αποτελεσματικού θεσμικού και διοικητικού πλαισίου στην Ελλάδα, αλλά και στη χρόνια απαξίωση και μη αναγνώριση των μνημεί ων των νεότερων χρόνων ως άξια προς διατήρηση. Η μελέτη του ιστορικού υποβάθρου και του θεσμικού πλαισίου προστασίας είναι τα απαραίτητα στάδια έναρξης της διαδικασίας αναβίωσης μιας τέτοιας κατηγορίας μνημείων. Μέσω της αξιολόγησης των ιστορικών δεδομέ νων και της αποτίμησης της υφιστάμενης κατάστασης τόσο του διατηρητέου μνημείου όσο και των αναγκών της ευρύτερης περιοχής προκύπτει ένα συ μπέρασμα για τον μοναδικό τρόπο, και όχι την αναπαραγωγή διασωστικών ενεργειών μη προσαρμοσμένων στις ανάγκες της κάθε περιοχής (Μπελαβίλας, 2010, σ. 3), που μπορεί το νεκρό κέλυφος να επανενταχθεί επιτυχώς στον αστικό ιστό και να διασφαλιστεί η ενεργοποίηση, η συνέχεια και η δια χρονικότητά του. Μέχρι σήμερα, την
35 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
πιο διαδεδομένη πρόταση επανάχρησης αποτελεί η μουσειακή χρήση, η οποία μπορεί μεν να εξασφαλίζει την απόλυτη προστασία των μνημείων αλλά η αποκλειστική μετατροπή ιδιαίτερα των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων σε μουσεία αφήνει περιθώρια δημιουρ γίας «νεκρών» χώρων στον αστικό ιστό, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα υποβάθμισής του (Δούση, 2008, σ. 294). Λύση στο ζήτημα αυτό δίνεται μέσω της επιλογής μιας κατάλληλης νέας χρήσης στο πλαίσιο της συμβατής επανάχρησης (adaptive reuse),
τη νέα χρήση
έτσι ώστε η αναδιαμόρφωση που θα πραγματοποιηθεί να είναι όσο το δυνατό πιο αυθεντική, αναστρέψιμη ανάλογα με μελλοντικές ανάγκες και εκφράζο ντας τη συλλογική μνήμη. Αναπόσπαστο τμήμα της βιομηχανικής κληρονομιάς αποτελεί και ο αντίστοιχος μηχανολογικός εξοπλισμός που συμβάλλει στη διάσωση του πλούτου αξιών και της βιομηχανικής ιστορίας. Αποτελεί πηγή πληροφοριών για την εξέλιξη της τεχνολογίας, των μεθόδων παραγωγής και της ανθρώπινης εργασίας. Κρίνεται επομένως απαραίτητο το στάδιο της αξιολόγησής του ως προς την παλαιότητα, μοναδικότητα και πολυπλο κότητα, της συντήρησής του καθώς και της αλληλεπίδρασής του με τη νέα προτεινόμενη χρήση (Χατζηγώγας, 2022). Το ζήτημα του σύνθετου ιδιοκτησιακού καθεστώτος που αφορά τα βιομηχανικά μνημεία δυσχεραίνει τη διαδικασία επανάχρησής τους. Στις περιπτώσεις ιδιωτικών ιδιοκτησιών, οι βιομηχανικές μονάδες πολλές φορές αντι μετωπίζονται αποσπασματικά και μετασχηματίζονται σε υποδοχείς κυρίως σύγχρονων επικερδών συμφερόντων, αγνοώντας την ιστορία και τη σημασία του παρελθόντος τους (Κλαμπατσέα, 2007). Σε περιπτώσεις δημόσιας ιδιοκτησίας η απουσία οργανωμένου σχεδίου διαχείρισης της κληρονομιάς και η έλλειψη οικονομικών πόρων αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στη διαδικασία αναβίωσης. Προκειμένου να αποφευχθούν τα παραπάνω σενάρια και να δοθεί μια βιώσιμη λύση είναι απαραίτητη η πολιτική και οικονομική στήριξη από δημόσιους φορείς προς τους ιδιοκτήτες, συνεισφέροντας οικονομικά μέσω αναπτυξιακών προγραμμάτων στο πολυδιάστατο αυτό εγχείρημα. Πέρα από τον ρόλο των δημόσιων φορέων, οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία κρίνεται απαραίτητη στην ενσωμάτωση των ανενεργών βιομηχανικών συγκροτημά των στην κοινωνική και οικονομική ζωή πρώην βιομηχανικών περιοχών και στη συμφιλίωση όλων των κοινωνικών ομάδων με την ιδέα της επανάχρησής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μετατροπή της γαλλικής εται ρείας μεταλλείων Λαυρίου σε πολιτιστικό τεχνολογικό πάρκο με πρωτοβουλία του καθηγητή του ΕΜΠ, Κώστα Παναγόπουλου, του τότε δημάρχου του Λαυ ρίου, μιας ομάδας μηχανικών και λόγιων της πόλης ύστερα από τη διακοπή της λειτουργίας του βιομηχανικού κτιρίου. Επιπρόσθετα, η εξοικείωση
36 Επιλέγοντας
των κατοίκων με την ιδέα της αναβίωσης των πρώην βιομηχανιών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ομαλή επανέ νταξή τους στο χώρο της πόλης. Μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων αλλά και του συμμετοχικού σχεδιασμού, οι ίδιοι οι πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα να ενημερωθούν, να ευαισθητοποιηθούν αλλά και να εκφράσουν τις απόψεις τους για την ερήμωση και στη συνέχεια για οποιαδήποτε προσπάθεια ενσωμάτωσης των εγκαταλελειμμένων βιομηχανιών στον αστικό ιστό και στην καθημερινότητά τους. Παράδειγμα μιας τέτοιας ενέργειας εξοικείωσης απο τελεί η δημιουργία μιας ψηφιακής εφαρμογής η οποία αποσκοπεί στην ανάδειξη της Βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης της Νάουσας, αποτελώντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικό και τουριστικό εργαλείο στα πλαίσια ενός ψηφιακά
παγκοσμιοποιημένου κόσμου (Αδαμίδης, Αμοιρίδου, Κουκουρούζης, & Ρίζος, 2022).
Τέλος, στη διαδικασία αναζωογόνησης των πρώην βιομηχανικών κελυφών πέραν από τη συμβολή των αρμόδιων φορέων, σημαντική είναι η συμβολή του αρχιτέκτονα, ο οποίος οφείλει να σεβαστεί τα ιδιαίτερα χαρακτη ριστικά αυτού του τύπου κτιρίων. Οι ευέλικτες αυτές δομές δίνουν χώρο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική να αναπτύξει με ελευθερία πολλά λειτουργικά σενάρια σεβόμενη πάντα την αρχική ταυτότητα και το παλίμψηστο του κελύφους. Κριτήρια μετασχηματισμού βιομηχανιών σε κατοικίες
Οποιοδήποτε σενάριο που αποσκοπεί στη λειτουργική αναβάθμιση του κτιρίου αλλά και της περιοχής που το περιβάλλει περιλαμβάνει μια σει ρά απαραίτητων επεμβάσεων, για την επίτευξη της συμβατής επανάχρησης, ανάλογων κάθε φορά με την προτεινόμενη χρήση. Η συγκεκριμένη ερευνη τική εργασία θα μελετήσει την περίπτωση της αναβίωσης των πρώην βιομη χανικών μονάδων μέσω της επανάχρησής τους ως συγκροτήματα κατοικιών. Ανέκαθεν η χρήση της κατοικίας αποτελούσε τον πιο καίριο συντελεστή σύν θεσης ενός ζωντανού αστικού οργανισμού (Χαβατζά, 2022). Ανατρέχοντας στις αρχές του 19ου αιώνα η έννοια της κατοικίας ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εργασία, όπως αποδείχθηκε με την ανάγκη ανέγερσης εργατικών και στη συνέχεια κοινωνικών κατοικιών, σε άμεση γειτνία ση με τις μονάδες παραγωγής, για τη στέγαση του εργατικού δυναμικού. Ένα από τα κύρια θέματα που χρήζει αντιμετώπισης στις περισσό τερες σύγχρονες πόλεις είναι η ύπαρξη αστικών κενών (brownfields). Γίνεται λόγος είτε για εγκαταλελειμμένα οικόπεδα είτε για κτιριακές δομές, απομεινά ρια της περιόδου της αποβιομηχάνισης, τα οποία υπονομεύουν τις συνθήκες ζωής στις μεγαλουπόλεις με αντίκτυπο τόσο στην αισθητική εικόνα της πόλης όσο και στην ασφάλεια των ίδιων των πολιτών της. Η αξιοποίηση επομένως του κτιριακού αποθέματος που άνθισε την περίοδο της Μεγάλης Βιομηχανίας θα συμβάλει δραστικά στην αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων
είναι απαραίτητη για την πλήρη γεφύρωση των αστικών κενών της πόλης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της απόδοσης
37 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
που αφορούν στις σύγχρονες πόλεις. Τα βιομηχανικά κτίρια περιβάλλονταν από μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις για τις ανάγκες της παραγωγής, η εκ νέου ένταξη των οποίων στη ζωή, την καθημερινότητα και την οικονομία των αστικών κέντρων
σε αυτές συμπληρωματικών ως προς την κατοικία χρήσεων με στόχο τη σταδιακή εξοικείωση των χρη στών με τον αναβιωμένο χώρο. Είναι γεγονός ότι οποιαδήποτε πρόταση επα νάχρησης πρέπει να συνοδεύεται και από τα ανάλογα πολεοδομικά μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην πρώην βιομηχανική έκταση καθώς και τη σύνδεσή της με διάφορα σημεία ενδιαφέροντος της πόλης. Η ενίσχυ-
τη νέα χρήση
ση των δικτύων μεταφορών, η δημιουργία δρόμων ήπιας κυκλοφορίας και η πρόβλεψη για δίκτυο ποδηλατοδρόμων αποτελούν μέτρα επανένταξης στη νέα πραγματικότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα σύγχρονο αστικό πρόβλημα αφορά στις περιορισμένες και άλλοτε υποβαθμισμένες υποδομές στέγασης του ολοένα και αυξανόμενου πληθυσμού λόγω και προσφυγικών ροών, οδηγώντας στην ανέγερση νέων κτιριακών δομών ενώ υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης ανενεργού κτιριακού αποθέματος ακόμη και εντός των αστικών κέντρων. Τα εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά συγκροτήματα, όπως σημειώθηκε και από την τυπολογική ανάλυση χαρακτηρίζονται από ελεύθερη εσωτερική οργάνωση επιτρέποντας την ευελιξία κατά τη σχεδιαστική διαδικα σία, συνεπώς και τη διατύπωση πολλαπλών σεναρίων κατοίκησης ανάλογα με τις διαφορετικές και μεταβαλλόμενες ανάγκες των μελλοντικών χρηστών. Η επιτυχημένη μετάβαση από την προηγούμενη βιομηχανική χρήση στη χρήση κατοικίας έγκειται στην εξασφάλιση των ποιοτικών χαρακτηριστι κών που απαιτούν οι ανάγκες των μελλοντικών ενοικιαστών (Heath, 2000). Οι διαφορετικές τυπολογίες των βιομηχανικών κτιρίων απαιτούν διαφορετικούς χειρισμούς (Stratton, 2005) για την επίτευξη του παραπάνω εγχειρήματος, ενώ πολλές φορές ορισμένοι τύποι κρίνονται ακατάλληλοι και απορρίπτονται. Η μελέτη σκοπιμότητας (feasibility study) σε συνδυασμό με τους οικονομι κούς παράγοντες είναι απαραίτητα στάδια που προηγούνται οποιασδήπο τε διαδικασίας σχεδιασμού (Petković-Grozdanovića, Stoiljković, Keković, & Murgul, 2016). Ακόμη πολύ σημαντική κρίνεται η διεργασία εξυγίανσης για την απορρύπανση του μολυσμένου υπεδάφους σε περιπτώσεις οχλούσας βιομηχανίας. Δηλαδή η διασφάλιση συνθηκών άνεσης για την ομαλή διαβίωση των χρηστών πάντα σύμφωνα με τους κανονισμούς της ισχύουσας νομοθε σίας (ΝΟΚ).
Οι συνθήκες που καθιστούν έναν χώρο βιώσιμο σχετίζονται με τα επίπεδα φυσικού φωτισμού και επαρκούς αερισμού, θερμικής άνεσης, εξα σφάλιση απαιτούμενης ιδιωτικότητας καθώς και ελεύθερων ανοιχτών χώρων. Παράλληλα οι ισχύουσες διατάξεις πυροπροστασίας επιβάλουν κατακόρυφη και οριζόντια επικοινωνία μεταξύ των επιπέδων και σε συγκεκριμένες απο στάσεις. Εξίσου αναγκαίες είναι οι στατικές ενισχύσεις του φέροντα οργανι σμού
38 Επιλέγοντας
έτσι ώστε το κτίριο να αποκτήσει στατική επάρκεια σύμφωνα με τους σύγχρονους κανονισμούς. Χάρη στα ευνοϊκά δομικά συστήματα (μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των υποστυλωμάτων) των βιομηχανικών εγκαταστάσεων είναι δυνατό να επιτευχθεί σημαντική ελευθερία κατά την αξιοποίηση του συνόλου του κτιρίου καθώς και χωρική ευελιξία στον ίδιο χώρο διαβίωσης. Άλλωστε οι σύγχρο νες συνθήκες ζωής και ανάγκες των χρηστών επιζητούν την ευελιξία και την ομαλή συνύπαρξη των διαφορετικών λειτουργιών σε μια ελεύθερης διάταξης κάτοψη έναντι των κατακερματισμένων και αυστηρά ορισμένων χώρων της συμβατικής κατοικίας.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Περιπτώσεις Εφαρμογής
ΤΡΙΤΟ
Περιπτώσεις εφαρμογής
ΜΕΡΟΣ
τη
κίνημα του loft living
Τα πρώτα παραδείγματα αναβίωσης πρώην βιομηχανικών κτιρί ων μέσω της επανάχρησής τους ως κατοικίες χρονολογούνται ήδη από το 1950 – 1960 στην περιοχή του SoHo της Νέας Υόρκης. Ένα κίνημα καλ λιτεχνών αναζητώντας έναν χώρο που να συνδυάζει την εργασία με την κατοικία προχώρησαν αρχικά στην παράνομη κατοίκηση σε κενά βιομηχα νικά κτίρια. Οι τελευταίοι στράφηκαν στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις παλιών βιομηχανιών καθώς η διαμονή ή η δημιουργία στούντιο εκεί ήταν σχετικά πιο προσιτή οικονομικά σε σχέση με τα ενοίκια των συμβατικών διαμερισμάτων, λαμβάνοντας υπόψη και την κεντρική τοποθεσία τους στον αστικό ιστό (Eisenberg Molnar, 2001). Άλλωστε η δυναμική ατμόσφαιρα των πρώην βιομηχανικών χώρων ταίριαζε απόλυτα με τη δημιουργική ενέργεια των ριζοσπαστών καλλιτεχνών της σύγχρονης τέχνης (Δούση & Νομικός, 2007, σ. 370). Το γεγονός αυτό αν και παράνομο αρχικά έλαβε και ακτιβιστική διάσταση συμβάλλοντας στη διάσωση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανιών από την κατεδάφιση και τις απόπειρες ριζικής ανάπλασης των περιοχών που βρίσκονταν.
πρώτες
να ξεκίνησε
κατοίκηση
πρώην βιομηχανικές
42 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τη δεκαετία του ‘50 Κεφάλαιο 1 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια
δεκαετία του ‘50 Το
Οι
περιπτώσεις κατοίκησης και η εξάπλωσή τους Μπορεί στην αρχή η
στις
εγκαταστάσεις
ως ανατρεπτικό κίνημα αλλά στη συνέχεια νομιμοποιήθηκε μετά το 1964 στην Αμερική από τις αρμόδιες αρχές ενώ από το 1990 και έπειτα γίνεται αποδεκτή και στην Ευρώπη (Field & Irving, 1999). Η σταδιακή αίγλη που αποκτούσαν οι μέχρι τότε υποβαθμισμένες μονάδες παραγωγής οφειλόταν και στην προβολή της νέας αυτής τάσης κατοίκησης μέσω της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Προβάλλοντας έναν εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης από αυτόν στα συμβατικά διαμερίσματα, η κατοίκηση σε Εικόνα 9 Ο Andy Warhol στο στούντιό του (The Factory) στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης το 1965.
βιομηχανικό
στο σύγχρονο «κατοικεῖν» loft είχε απήχηση σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού λόγω και των ασφυκτικών συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο (Field & Irving, 1999). Σταδιακά ο μινιμαλιστικός χαρακτήρας και οι αδρές υφές των loft γοήτευσαν την «αστική ελίτ» των πόλεων, διαδίδοντας περεταίρω την βιομηχανική αισθητική. Η νοσταλγία για τις μηχανές και το βιομηχανικό παρελθόν οδήγησε στην εκτίμηση του «παλιού» και «μικρού» έναντι του «νέου» και «μεγάλου». Παράλληλα ο ευέλικτος χαρακτήρας σε συνδυασμό με το άπλετο φυσικό φως και το μεγάλο ύψος των κτιρίων αυτών προσέλκυε ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές του Loft-Living Έτσι διαμορφώθηκε το αρχέτυπο ιδανικό του Loft Living: «Μέγιστος χώρος με το ελάχιστο κόστος» Η ιδέα μιας ελεύθερης κάτοψης που επιτρέπει τη λειτουργική ευελιξία και πλήρη εποπτεία του χώρου, η απελευθέρωση από το διάκοσμο, η εκτίμηση της «ωμής» αισθητικής των υλικοτήτων, το μεγάλο ύψος και οι εκτεταμένες γυάλινες επιφάνειες προσομοιάζουν τις αρχές που εξέφραζαν οι υποστηρικτές και αρχιτέκτονες της εποχής του Μοντέρνου Κινήματος που κυριαρχούσε τη δεκαετία του 1950 – 1960. Σε δεύτερο επίπεδο η μινιμαλιστική προσέγγιση που υπογραμμίζει το εσωτερικό των loft ακολουθεί την αρχή του «Less is more» του Mies Van der Rohe. Η αφαιρετική διάθεση του τελευταίου συμβαδίζει και με τις απόψεις αρχικά του Le Corbusier σχετικά με την ταύτιση της κατοικίας με μια «μηχανή ζωής» και στη συνέχεια του Adolf Loos που θεωρούσε τη διακόσμηση ως έγκλημα (Ποταμιάνος, 2014). Ο δυναμικός χώρος του loft λειτουργεί ως λύτρωση από την «καταπίεση» που δημιουργούν οι σαφώς ορισμένοι και υπερφορτωμένοι κλειστοί χώροι (Bachelard, 2014). Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και οι πιο ιδιωτικοί χώροι, όπως αυτοί ορίζονται με βάση το μέχρι τότε συμβατικό μοντέλο κατοίκησης, τοποθετούνται πλέον ελεύθερα με κυρίαρχη θέση στον χώρο. Για παράδειγμα, ο σχεδιασμός μιας ανοιχτής εξέδρας στην οποία εδράζεται άλλοτε μια ελεύθερη μπανιέρα είτε ένα στρώμα υποδηλώνοντας ένα δίχως όρια υπνοδωμάτιο αποτελεί μια συνειδητή επιλογή του αρχιτέκτονα. Έτσι εντείνεται η χαοτική γοητεία των ήδη φορτισμένων λόγω του παρελθόντος πρώην βιομηχανικών χώρων ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των χώρων ως «κινητά έπιπλα» σε έναν ελεύθερα επεκτάσιμο όγκο ενισχύουν και την
43 Από το
παρελθόν
κοινωνική επαφή μεταξύ των χρηστών (Field & Irving, Lofts, 1999). Οι παραπάνω χειρισμοί δεν απαντώνται μόνο σε πρώην βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά έχουν απήχηση και στη σύγχρονη εποχή. Η βιομηχανική αισθητική και η «παράδοξη» χωροθέτηση των ιδιωτικών χώρων εφαρμόζεται και στο εσωτερικό συμβατικών διαμερισμάτων που δεν εντάσσονται σε κάποιο βιομηχανικό κέλυφος. Αυτό φανερώνει το μέγεθος της επιρροής της αισθητικής των loft όχι μόνο στο σύγχρονο σχεδιασμό αλλά και σε επίπεδο διακόσμησης Επομένως, η κατοίκηση σε loft έχει αναχθεί σε έναν πολυσυζητημένο και ελκυστικό τρόπο διαβίωσης απαλλαγμένο από κάθε στοιχείο ακτιβισμού ή πολιτικοποίησης
Εικόνα 11α, β
Το ρετιρέ στη Θεσσαλο νίκη (2017) σχεδιασμέ νο από τον αρχιτέκτονα Τσολάκη Αλέξανδρο αποτελεί μια κατοικία σχεδιασμένη ως μια γραμμική αλληλουχία των βασικών δραστη ριοτήτων (μαγειρική, χαλάρωση, ύπνος) οι οποίες συνυπάρχουν αρμονικά σε έναν ενιαίο χώρο, ενώ μια κινούμενη πλατφόρμα τοποθετημένη ελεύθερα φιλοξενεί τον χώρο ύπνου.
Η προσαρμοσμένη κάτοψη του διαμερίσμα τος και το διάγραμμα για την ιδεατή χωροθέ τηση και επικάλυψη των δραστηριοτήτων.
44 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τη δεκαετία του ‘50 Εικόνα 10 H Julia Roberts υποδυόμενη τη φωτογράφο Anna στην ταινία “Closer” του Patrick Marber (2004) ζει και εργάζεται στο προσωπικό της Loft στο Λονδίνο. Εικόνα 12 Το Perry Loft (1996) του αρχιτεκτονικού γραφείου 24/seven architecture & design στο Clerkenwell, του Λονδίνου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα «ωμής» αισθητικής της υλικό τητας των loft και αλλά και «ανοιχτής» κάτοψης επιτρέποντας έτσι τη συνολική εποπτεία του χώρου.
εμφάνιση των loft στην Ευρώπη
Στον ευρωπαϊκό χώρο απαντώνται υλοποιημένα παραδείγματα επανάχρησης πρώην βιομηχανικών κτιρίων και συγκροτημάτων με κύρια χρή ση την κατοικία. Αντιπροσωπευτικά δείγματα συμβατής επανάχρησης, που μελετώνται στα πλαίσια της παρούσας ερευνητικής εργασίας, αποτελούν η παλιά σιταποθήκη στο Gliwice της Πολωνίας καθώς και οι τέσσερις αποθήκες γκαζιού του πρώην βιομηχανικού συγκροτήματος παραγωγής φωταερίου στη Βιέννη.
Adaptation of Former Granary (Spichlerz - Medusa Group) Η παλιά σιταποθήκη στο Gliwice ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της Άνω Σιλεσίας της νότιας Πολωνίας όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός προστατευόμενων βιομηχανικών μνημείων που η αναβίωσή τους προβλέπε ται στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδίου ανάπλασης. Αξιόλογες είναι και οι προ σπάθειες εξοικείωσης των κατοίκων με τη βιομηχανική κληρονομιά της πόλης1 μέσω πολιτιστικών δράσεων. Το εν λόγω βιομηχανικό κτίριο ανήκε στο συγκρότημα των πρώην στρατιωτικών εγκαταστάσεων αρχικά του πρωσικού, ενώ
46 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα Κεφάλαιο 2 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα Η
μετά το 1940 του σοβιετικού και πολωνικού στρατού στο Gliwice. Οι πρώτες εγκαταστάσεις του χρονολογούνται το 1892 ενώ από το 1902 ακολούθησε μια σειρά προσθηκών για τις ανάγκες του στρατού η οποία ολοκληρώθηκε μέχρι το 1914. Χωροθε τημένο στο κέντρο του συγκροτήματος, αρχικά λειτουργούσε ως αποθήκη σί του ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιούνταν συμπληρωματικά από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο ως αποθήκη φαρμάκων για τους τραυματί ες του πολέμου (Archdaily, 2009). Ωστόσο, από την αλλαγή της χρήσης του το 1940 μέχρι και την οριστική εγκατάλειψή του μετά το 1990 δε σημειώθη 1 H βιομηχανική κληρονομιά της Σιλεσίας συνδέεται με τα ορυχεία, τη μεταλλουργία, τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις και τη βιομηχανία τροφίμων. Εικόνα 13 Άποψη της νέας υλοποι ημένης πρόσοψης της πρώην σιταποθήκης στο Gliwice της Πολωνίας σύμφωνα με την πρόταση των Medusa Group Studio.
βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
καν σημαντικές τροποποιήσεις στο αρχικό κέλυφος, ενώ σήμερα έχει κηρυ χθεί μνημείο προστατευόμενο από τη Διεύθυνση Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Floornature, 2012). Μέχρι και το 2009 το εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό συγκρότημα αποτελούσε ένα μεγάλο κενό στο κέντρο του αστικού ιστού του Gliwice υπο βαθμίζοντας σημαντικά την πρώην βιομηχανική περιοχή. Στα πλαίσια ανα βίωσης της περιοχής αυτής με τη συμβολή των δημοτικών αρχών και της επενδυτικής εταιρείας Vector Inwestycje Sp. z o. o., η οποία δραστηριοποιεί ται στον τομέα της αναβίωσης πρώην ιστορικών ιδιοκτησιών μέσω της επα νάχρησής τους ως συγκροτήματα κατοικιών και κοινής ωφέλειας, η πρώην σιταποθήκη μετατρέπεται σε συγκρότημα τριάντα κατοικιών τύπου loft στους τέσσερις ορόφους με χρήσεις εμπορίου και γραφείων στο ισόγειο (Wektor Ιnwestycje, χ.χ.). Ταυτόχρονα, ο περιβάλλων εξωτερικός χώρος του κτιρίου αποδίδεται στους κατοίκους φιλοξενώντας κοινόχρηστες λειτουργίες αναψυ χής (Floornature, 2012).
Πρόκειται για συμπαγές κτίριο του 19ου αιώνα με πέντε ορόφους ορθογωνικής κάτοψης και επίπεδη στέγη. Οι δύο κύριες όψεις του χαρακτη ρίζονται από τριμερή καθ’ ύψος οργάνωση (βάση, κορμός και στέψη) από λυτη συμμετρία ως προς τον κεντρικό άξονα και ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων (Mucha, 2014). Η επανάχρηση της παλιάς σιταποθήκης πραγματοποιήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο Medusa Group και υλοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 2009 (Medusa Group, 2009). Πρόκειται για ένα βραβευμένο έργο (Supe runit Award 2010) αναβίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Πολωνίας λόγω και του χαμηλού ενεργειακού αποτυπώματος της συνολικής επέμβασης (Floornature, 2012). Σε ό,τι αφορά στην αποκατάσταση του υφιστάμενου κε λύφους, οι αρχιτέκτονες προχώρησαν σε ήπιες επεμβάσεις σεβόμενοι την αρχική μορφή του διατηρητέου βιομηχανικού μνημείου σε συνεργασία και με τις Δημοτικές και Περιφερειακές Αρχές Αποκατάστασης Μνημείων. Πιο συγκεκριμένα, το εμφανές τούβλο των όψεων έχοντας υποστεί τη φθορά
47 Από το
του χρόνου, καθαρίστηκε και συντηρήθηκε ενώ τα ξύλινα κουφώμα τα αντικαταστάθηκαν από καινούρια θερμομονωτικά κουφώματα αλουμινίου τα οποία ωστόσο προσομοιάζουν τον χαρακτήρα των παλαιών. Επιπλέον, Εικόνα 14 Διάγραμμα τυπολογι κών χαρακτηριστικών της διατηρητέας όψης της πρώην σιταπο θήκης.
κατοίκηση
πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα σε σημεία αποκαταστάθηκε το προεξέχον γείσο που διατρέχει περιμετρικά το κτίριο με χρήση τούβλων διαφορετικών αποχρώσεων έτσι ώστε να εναρμονί ζεται με τις υφιστάμενες διατηρητέες όψεις (archello, 2009). Σε ό,τι αφορά στη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών κατοίκησης για τους χρήστες, αξίζει να σημειωθεί πως οι εξωτερικές τοιχοποιίες λόγω του πάχους τους (1 μέτρο) καλύπτουν τις θερμομονωτικές ανάγκες του κτιρίου με αποτέλεσμα να μην κρίνεται απαραίτητη η προσθήκη θερμομονωτικών υλικών στην υφιστάμενη δομή (Malkowski, 2011). Στη συνέχεια, ο μεγάλος αριθμός ανοιγμάτων επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέλθει επαρκώς στο εσωτερικό του εκάστοτε διαμερίσματος εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τον φυσικό αερισμό. Στο κτίριο διατηρήθηκε το υπάρχον δομικό σύστημα «δοκού επί στύ λου» με ξύλινα υποστυλώματα και δοκάρια τα οποία υπακούν σε ορθοκανονικό κάνναβο (Mucha, 2014). Δεδομένου της παλαιότητας της κατασκευ ής, ο ξύλινος φέρων οργανισμός συντηρήθηκε με τρίψιμο και εμποτισμό με βερνίκι. Σε περιπτώσεις όπου τα δομικά στοιχεία παρουσίαζαν σημαντικές φθορές προβλέφθηκε η άμεση αντικατάστασή τους. Στα σημεία τομής των δοκαριών ήταν τοποθετημένα υποστυλώματα με δύο επίσης ξύλινες πλευρι κές αντιστηρίξεις λειτουργώντας αντισεισμικά. Τα εμφανή δοκάρια στηρίζουν τις ξύλινες οροφές οι οποίες και διατηρήθηκαν με προσθήκη θερμομόνωσης λεπτών στρώσεων προκειμένου να μην αλλοιωθεί το αρχικό ύψος των ορό φων (Malkowski, 2011).
Τα υφιστάμενα κλιμακοστάσια του κτιρίου διατηρήθηκαν ενώ τα αναβατόρια εμπορευμάτων – φορτίων αντικαταστάθηκαν από σύγχρονους ανελκυστήρες που εξυπηρετούν την κατακόρυφη επικοινωνία όλων των επιπέδων. Ωστόσο, τα δύο αυτά κλιμακοστάσια κρίθηκαν ανεπαρκή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις πυροπροστασίας με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η προσθήκη δύο επιπλέον πυρήνων πυροπροστασίας (Archdaily, 2009). Η προσθήκη αυτή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη συνολικά επέμβαση και ταυτόχρο να σχεδιαστική πρόκληση για τους αρχιτέκτονες καθώς οι δύο αυτοί πυρήνες – πύργοι οφείλουν σύμφωνα με τη Χάρτα της Βενετίας να διαφοροποιούνται από την αρχική δομή αλλά παράλληλα
48 Η
σε
να ενσωματώνονται αρμονικά στη συνολική εικόνα του κτιρίου χωρίς να αλλοιώνουν την ιστορική ταυτότητα και ακεραιότητά του. Βασικό δομικό στοιχείο των νέων πυρήνων πυροπροστασίας είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα ενώ εξωτερικά επενδύονται με μεταλλικά φύλλα Corten (Archdaily, 2009). Πρόκειται για μια ειδική ποικιλία χάλυβα που οξειδώνεται ομοιόμορφα έχοντας αρχικά ένα καφέ – κόκκινο χρώμα σκουριάς η οποία με τον καιρό γίνεται πυκνότερη αποκτώντας σκουρόχρωμη απόχρωση (Madeja, 2009). Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται ο χάλυβας από περαιτέρω διάβρωση ενώ είναι εμφανή και τα σημάδια του χρόνου στην επιφάνειά του. Στο μεγαλύτερο τμήμα της πρόσοψης του κάθε πυρήνα τοποθετούνται πολυκαρβονικά φύλλα (διπλοί υαλοπίνακες channel glass με υψηλό δείκτη
Εικόνα 15α, β
Τα παλιά ξύλινα
κουφώματα (βλ. αριστερά Εικόνα 15α) αντικαταστάθηκαν από καινούρια θερμομο
νωτικά κουφώματα
αλουμινίου (βλ. δεξιά Εικόνα 15β) τα οποία ωστόσο προσομοιά
ζουν τον χαρακτήρα των παλαιών.
Εικόνα 16α, β Η αποκατάσταση του στατικού συστήματος από τις φθορές του χρό νου, η συντήρηση της εσωτερικής οπτοπλινθο δομής, η αντικατάσταση του ξύλινου δαπέδου (βλ. επάνω Εικόνα 16α) από χυτό δάπεδο που συνέβαλε στην αύξηση του εσωτερικού καθαρού ύψους κατά 50εκ. και η προσθήκη θερμαντικών σωμάτων για την εξασφάλιση θερμικής άνεσης (Malkowski, 2011).
Εικόνα 17
Άποψη εισόδου στο κτίριο από τον προστιθέμενο πύργο πυροπροστασίας.
49 Από το βιομηχανικό παρελθόν
στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
51 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν» Εικόνα 18 Τα σχέδια της πρότα σης επανάχρησης της σιταποθήκης.
κατοίκηση
πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
πυροπροστασίας) εξυπηρετώντας το φυσικό φωτισμό του κλιμακοστασίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεπτομέρεια σύνδεσης της προστιθέμε νης δομής με τη διατηρητέα όψη του κτιρίου η οποία επιτυγχάνεται με μια γυάλινη λωρίδα που διαχωρίζει αισθητά το «νέο» από το «παλιό» (Floornat ure, 2012). Αρχική πρόθεση των αρχιτεκτόνων ήταν η δημιουργία διαμερισμά των – loft των 600 τετραγωνικών μέτρων όμως το σχέδιο αυτό δεν είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους του Gliwice. Έτσι διαμορφώθηκαν μικρότερα διαμερίσματα της τάξης των 80 – 300 τετραγωνικών μέτρων (archello, 2009). Ο χωρισμός των διαμερισμάτων πραγματοποιήθηκε με τοιχοποιίες κατασκευ ασμένες από σύγχρονα υλικά με λεία υφή, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο αυτόν την αντίθεση με την αδρή υφή των υφιστάμενων εξωτερικών τοιχοποι ιών (Malkowski, 2011). Σε επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης, οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί επιδιώκουν την ελεύθερη διάταξη της κάτοψης με μόνη εξαίρεση τους υγρούς χώρους οι οποίοι οργανώνονται σε ελεύθερους στον χώρο πυρήνες που αποτελούν τους μοναδικούς σαφώς ορισμένους χώρους κάθε δια μερίσματος. Τέλος, στην ανατολική πλευρά του κτιρίου έχει διατηρηθεί ο περι στρεφόμενος ξύλινος αγωγός που διατρέχει το σύνολο των ορόφων και χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν για την καθ’ ύψος μεταφορά του σίτου εντός του κτιρίου. Πρόκειται για τμήμα του παλιού εξοπλισμού της σιταποθήκης που σήμερα έχει καθαρά διακοσμητικό ρόλο καθώς πλέον αναγνωρίζεται ως ένα σύγχρονο «περίοπτο γλυπτό» ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης της αρχικής βιομηχανικής λειτουργίας (Madeja, 2009).
52 Η
σε
Εικόνα 19 Ο ξύλινος παλιός βιο μηχανικός εξοπλισμός ως σύγχρονο «περίοπτο γλυπτό». Εικόνα 20 Άποψη σύνδεσης μέσω γυάλινης λωρίδας του «παλιού» με το «νέο».
Gasometer City
Πρόκειται για ένα σύνολο τεσσάρων γιγαντιαίων2 αποθηκών γκαζιού που εντάσσονται σε ένα συγκρότημα παραγωγής φωταερίου στην περιοχή Simmering της Βιέννης σε μικρή απόσταση από τις σιδηροδρομικές γραμμές για την άμεση εισαγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών όπως το κάρβουνο (Σερ ράος, 2007). Η έκταση αυτή είχε αγοραστεί από τον Δήμο της Βιέννης από το 1894 με στόχο την ανέγερση του βιομηχανικού αυτού συγκροτήματος. Τα Gasometers κατασκευάστηκαν το 1896 από τον μηχανικό Schim ming και το έργο ολοκληρώθηκε το 1899. Η λειτουργία τους διακόπηκε για πρώτη φορά στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω των σοβαρών φθο ρών που υπέστησαν μέχρι και το 1946 όπου πραγματοποιήθηκαν οι απα ραίτητες ενέργειες για την επιδιόρθωσή τους. Μάλιστα, το 1981 κηρύχθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού ως άξια προς διατήρηση δείγματα πολιτιστικής και βιομηχανικής κληρονομιάς. Ωστόσο, η διάδοση της χρήσης του φυσικού αερίου έναντι του φωταερίου οδήγησε στην οριστική διακοπή της λειτουργίας του συνόλου του συγκροτήματος, με τα Gasometers να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι μέχρι το 1986 όπου και εγκαταλείφθηκαν πλήρως σε συνδυασμό και με την απομάκρυνση του μηχανολογικού εξοπλισμού τους (Fabricius, 2010). Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι διατηρητέες βιομηχανικές αποθήκες χρησιμοποιούνταν ως σκηνικά ταινιών είτε ως χώροι συναυλιών λόγω της καλής ακουστικής τους (Sterling, 2013). Από το 1991, όπου οι εγκαταστά σεις πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ταμείου Οικονομικής Στήριξης της Βιέννης, ξεκίνησαν προσπάθειες επανένταξης του εγκαταλελειμμένου συγκροτήματος στον αστικό ιστό (Aalund, 2000). Συντάχθηκε συνολικό στρατηγικό σχέδιο ανάπλασης με στόχο την αναγωγή της περιοχής από πρώην βιομηχανικό σε επιχειρησιακό κέντρο. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την ένταξη χρήσεων εμπο ρίου, υπηρεσιών και κατοικίας όπως επίσης και τις ανάλογες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, επέκταση της γραμμής του μετρό και τη διάνοιξη αυτοκινητοδρό μου για την εξασφάλιση πρόσβασης στο ανερχόμενο πολυλειτουργικό αυτό κέντρο (Enichlmair, Kranabether, & Stein, 2005). Το
56 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
πρώην βιομηχανικό συγκρότημα παρέμεινε ανενεργό μέχρι το 1995 όπου οι αρμόδιοι φορείς διαχείρισής του προκήρυξαν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την επανάχρησή του. Η πρόθεση ενσωμάτωσης της χρήσης της κατοικίας (πέρα από τις προβλεπόμενες κοινόχρηστες λειτουργίες) σε πρώην δεξαμενές φωταερίου (μη κτιριακές εγκαταστάσεις σύμφωνα με την προαναφερθείσα τυπολογική κατηγοριοποίηση) αποτέλεσε μεγάλη σχεδια στική πρόκληση και κατά συνέπεια ανατέθηκε σε αναγνωρισμένα ανά τον κό σμο αρχιτεκτονικά γραφεία. Πιο συγκεκριμένα, τα Gasometers A, B, C και D 2Αρχικά ήταν πέντε αλλά η μία κατεδαφίστηκε στην πορεία. Όταν κτίστηκαν αποτελούσαν τις μεγαλύτερες αποθήκες γκαζιού στην Ευρώπη. Πρόκειται για κυλινδρικές δομές ύψους περίπου 70μ., εξωτερικής διαμέτρου 65μ. με εξωτερική τοιχοποιία κατασκευασμένη από οπτόπλινθους και πάχους 5μ. στη βάση ενώ σταδιακά μειώνεται φτάνοντας στα 1,65μ. στην κορυφή (Βασιλειάδης, 2014). Εικόνα 21 Gasometer City:Το υλο ποιημένο παράδειγμα επανάχρησης τεσσάρων δεξαμενών φωταερίου ως συγκροτήματα κατοι κιών στο Simmering της Βιέννης.
Εικόνα 22
του βιομηχα νικού συγκροτήματος φωταερίου κατά τον 20ο αιώνα.
Εικόνα 23
O Jeroen Aart Krabbé ως Georgi Koskov με σκηνικό τα Gasometers στα γυρίσματα της ταινίας James Bond: The living Daylights (1987).
αποκαταστάθηκαν σύμφωνα με τα σχέδια των Jean Nouvel, Coop Himmeb(l) au, Manfred Wehdorn και Wilhelm Holzbauer αντίστοιχα (Βασιλειάδης, 2014). Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του διαγωνισμού η κάθε ομάδα αρ χιτεκτόνων όφειλε να διατηρήσει αναλλοίωτο το εξωτερικό κέλυφος ενώ σε επίπεδο κτιριολογικού προγράμματος
κάθε δεξαμενή έπρεπε να παραλάβει χρήσεις εμπορίου
αναψυχής στο επίπεδο του
γραφεία
κατοικίας. Παράλληλα, ζητήθηκε η δυνατότητα εσωτερικής σύνδεσης της εμπορικής ζώνης και των τεσσάρων δεξαμενών
57 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
η
και
ισογείου,
και υπη ρεσίες στο ενδιάμεσο επίπεδο ενώ στους υπόλοιπους ορόφους να κυριαρχεί η χρήση
η οποία και τελικά πραγ ματοποιήθηκε μέσω γυάλινων υπερυψωμένων γεφυρών. Και στις τέσσερις προτάσεις διατηρήθηκε ο μεταλλικός σκελετός της θολωτής οροφής η ξύλινη επένδυση της οποίας αντικαταστάθηκε από γυαλί. Τέλος, κοινός στόχος πα ρέμενε η ομαλή επανένταξη των Gasometers στον αστικό ιστό και φυσικά η διαφύλαξη της υπόστασης του βιομηχανικού μνημείου (Aalund, 2000).
Άποψη
58 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα Εικόνα 24 Τα σχέδια πρότασης των τεσσάρων ομάδων αρχιτεκτόνων για την Gasometer City.
Εικόνα
H
σύγχρονο «κατοικεῖν»
Η πρώτη δεξαμενή βασίστηκε στην ιδέα του Γάλλου αρχιτέκτονα Jean Nouvel την οποία χαρακτηρίζει η εκτεταμένη χρήση γυάλινων και ανακλαστικών επιφανειών. Οι αρχιτέκτονες προχώρησαν στην ανέγερση 9 πύρ γων εσωτερικά του υφιστάμενου κελύφους οι οποίοι διατάσσονται ακτινωτά με κενό 4 μέτρων μεταξύ τους. Ενώ στο κατώτερο τμήμα διατηρείται ο φέρων οργανισμός από σκυρόδεμα, το στατικό σύστημα των προστιθέμενων δομών είναι μεταλλική κατασκευή. Σε ό,τι αφορά τον φυσικό φωτισμό της πρότασης, σημαντικός είναι ο ρόλος των υφιστάμενων ανοιγμάτων σε συνδυασμό και με τη γυάλινη θολωτή οροφή που τοποθετείται στην κορυφή του κτιρίου, ενώ η επένδυση των πύργων κατοικιών με φύλλα ανοξείδωτου χάλυβα αντανακλά το εισερχόμενο φως προς το εσωτερικό του περίκλειστου αυτού κτίσματος. Η διάχυση αυτή του φωτός γίνεται αντιληπτή και στο εμπορικό κέντρο του κτιρίου μέσω της κρυστάλλινης προστιθέμενης οροφής η οποία διαχωρίζει τις δημόσιες λειτουργίες από την κατοικία (Nouvel, 2001). Η δεύτερη δεξαμενή, έργο των Wolf D. Prix και Helmut Swiczinsky, ιδρυτικά μέλη της Coop Himmelb(l)au, χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ενός νέου γυάλινου κτιριακού όγκου 22 ορόφων εξωτερικά της βόρειας όψης της δεξαμενής ο οποίος στεγάζει φοιτητικές εστίες. Το ζητούμενο κτιριολογικό πρόγραμμα οργανώνεται σε έναν νέο κυλινδρικό όγκο 10 ορόφων εσωτερικά του οποίου διαμορφώνεται εσωτερικό κωνικό αίθριο. Το τελευταίο επιτρέπει την οπτική επικοινωνία των κατοικιών και των γραφείων με το εμπορικό κέ ντρο που επεκτείνεται από το Gasometer A, ενώ στο κατώτερο τμήμα της πρότασης χωροθετείται ένας πολιτιστικός χώρος με αμφιθεατρική αίθουσα 3.000 θέσεων (Σερράος, 2007, σ. 341). Αξίζει να αναφερθεί ότι στον 7ο όρο φο του κυρίως κτιρίου προβλέπεται ένας πιο ιδιωτικός χώρος εκτόνωσης –κοινωνικής συναναστροφής των κατοίκων των Gasometers, το επονομαζόμε
πύργων κατοικιών
Gasometer A με φύλλα
ανοξείδωτου χάλυβα
αντανακλά
εισερχό
μενο από τη γυάλινη
οροφή φως.
59 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο
25
επένδυση των
του
το
κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
νο «Sky Lobby». Ο φυσικός φωτισμός επιτυγχάνεται μέσω των υφιστάμενων
ανοιγμάτων του κτιρίου καθώς ο νέος κύλινδρος τοποθετείται σε απόσταση από τις διατηρητέες εξωτερικές τοιχοποιίες καθώς και διαμέσου της γυάλινης
οροφής (Himmelb(l)au, 2001).
Στην τρίτη δεξαμενή, ο Manfred Wehdorn ενσωματώνει το απαιτού μενο κτιριολογικό πρόγραμμα σε 6 πύργους οι οποίοι δε διαχωρίζονται ως αυτόνομες μονάδες όπως στην περίπτωση του Gasometer A αλλά σε σημεία συνδέονται μεταξύ τους μέσω εξωστών – δακτυλίων με θέα προς το κεντρικό αίθριο. Η ακτινωτή διάρθρωση των κατοικιών εξασφάλιζε τη μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση του συνολικού διαθέσιμου χώρου. Την πρόταση χαρακτηρίζει επίσης η ένταξη πρασίνου σε όλο το ύψος του κτιρίου καθώς και στο κεντρικό αίθριο αναβαθμίζοντας έτσι την ποιότητα ζωής των κατοίκων συνιστώντας μια οικολογική προσέγγιση. Επομένως, η επιλογή της γυάλινης θολωτής στέγης δεν εξασφαλίζει μονάχα τον φυσικό φωτισμό του κτιρίου αλλά και τις κατάλλη λες συνθήκες ανάπτυξης της προτεινόμενης φύτευσης (Wehdorn Architekten, 2001). Στην τελευταία δεξαμενή ο Wilhelm Holzbauer, σε αντίθεση με τους σχεδιαστικούς χειρισμούς των προηγούμενων αρχιτεκτόνων, επιλέγει μια κε ντρική ακτινωτή ανάπτυξη 3 πτερύγων οι οποίες συνδέονται σε έναν κεντρικό πύργο που χρησιμοποιείται για την κατακόρυφη κυκλοφορία μεταξύ των επι πέδων. Ο χειρισμός αυτός επιτρέπει τη δημιουργία κενών χώρων – εσωτερι κών αιθρίων (προσβάσιμων από το επίπεδο του ισογείου) που λειτουργούν ως αυλές και χώροι πρασίνου ανάμεσα στις κατοικίες. Η συγκεκριμένη προ σέγγιση επιτρέπει σε μεγαλύτερο βαθμό την οπτική επαφή των κατοικιών με τις διατηρητέες εσωτερικές όψεις του υφιστάμενου κελύφους και κατ’ επέκτα
60 Η
Εικόνα 26 Η νέα πτέρυγα του Gasometer B φέρει το όνομα «The Shield» («Η Ασπίδα»), καθώς ο σχεδιασμός της επιδί ωκε να αποτελέσει την «οσμωτική μεμβράνη» μεταξύ του πρώην βιομηχανικού συγκρο τήματος με τον αστικό ιστό της Βιέννης.
ση με τον αστικό ιστό της Βιέννης συνιστώντας μια ιδιαίτερα εξωστρεφή για τα δεδομένα λύση (Moss, 2001).
Η αναβίωση των Gasometers αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα
αστικής ανάπλασης που διακρίνεται για την επανάχρηση και διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς της Βιέννης. Συνολικά, οι τέσσερις αυτές επιβλη τικές δομές μπορούν να λειτουργήσουν ως μια μικρογραφία αυτόνομης πό λης καλύπτοντας το σύνολο των αναγκών των κατοίκων τους. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα εξωστρεφές συγκρότημα καθώς πέρα από την κεντρική του θέση στον αστικό ιστό φιλοξενεί και πληθώρα δημόσιων λειτουργιών προ
σελκύοντας χιλιάδες χρήστες καθημερινά στις υποδομές του. Είναι γεγονός ότι η διαφορετική αυτή προοπτική διαβίωσης
61 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους της Βιέννης και ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιακών ομάδων, όπως μαρτυρά η άμεση πληρότητα του συνόλου των κατοικιών της Gasometer City (Aalund, 2000). Εικόνα 28 Άποψη εσωτερικής αυλής μεταξύ δύο πτερύγων κατοικιών του Gasometer D. Εικόνα 27 Άποψη του εσωτερικού αιθρίου του Gasometer C.
κατοίκηση
βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
Η εμφάνιση των loft στην Ελλάδα Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια εμφανίστηκε ετεροχρονι σμένα στην Ελλάδα σε σχέση με τις Η.Π.Α. και την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις αρχές του 21ου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα κατοικιών τύπου loft στην περιοχή Γκάζι της Αθήνας. Αντιπροσωπευτικά δείγματα ανάλογων loft στην Ελλάδα αποτελούν τα Thission lofts και My loft – The Hub Events επί της οδού Πειραιώς και τα 10AM Lofts επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως. Η παραπάνω οδός ήδη από το παρελθόν εξυπηρετούσε
οριοθετούν το Γκάζι της Αθήνας ήδη από το παρελθόν, μια βιομηχανική περιοχή με σημαντικές ιστορικές φάσεις. Η περιοχή οφείλει την ονομασία της στην εγκατάσταση του συγκροτήματος παραγωγής φωταερίου (γκάζι) της Γαλλικής Εταιρείας Αεριόφωτος επί της οδού Πειραιώς απέναντι από τον Κεραμεικό το 1857 καθώς και στη συνακόλουθη ανέγερση εργατικών κατοικιών γύρω από αυτό (Ρωπα ΐτου-Τσαπαρέλη, 2004).
Ωστόσο, το 1984 διακόπηκε οριστικά η λειτουργία του εργοστασίου όχι μόνο για λόγους ρύπανσης αλλά και πολεοδομίας, λόγω της καίριας θέ σης του στο κέντρο της Αθήνας σε άμεση εγγύτητα με την Ακρόπολη (Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, χ.χ.). Ως επακόλουθο, κατά τη δεκαετία του ’80 μεγά λο μέρος του πληθυσμού απομακρύνθηκε από την εν λόγω περιοχή δίνοντας χώρο στην έλευση μουσουλμάνων μεταναστών από τη Θράκη, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση των κατοίκων της περιοχής και επιπλέον χωρικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις. Το 1986 το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το πρώην εργοστάσιο ως διατηρητέο βιομηχανικό μνημείο και έκτοτε ξεκίνη-
Εικόνα 29
Άποψη του εργοστασίου
φωταερίου
τον 19ο
62 Η
σε πρώην
την οδι κή σύνδεση της πόλης της Αθήνας τόσο με την Ελευσίνα όσο και με τα λι μάνια του Πειραιά και του Φαλήρου δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας νέας βιομηχανικής ζώνης στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Η Ιερά Οδός, η οδός Πειραιώς, η οδός Πέτρου Ράλλη και η οδός Κωνσταντινουπόλεως
παραγωγής
στο Γκάζι
αιώνα.
Εικόνα 30
Το Γκάζι της Αθήνας σε σχέση με τον Κεραμεικό και το Θησείο.
βιομηχανικό
σύγχρονο «κατοικεῖν»
σαν ενέργειες αναβίωσής του και εξευγενισμού της ευρύτερης περιοχής. Η συνολική αναβάθμιση της περιοχής του εργοστασίου ξεκίνησε στις αρχές του 1990 με την εμπλοκή συγκεκριμένων κοινωνικο – επαγγελματικών ομάδων (αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών) οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κενό ευρύχωρο και φθηνό κτιριακό απόθεμα της περιοχής. Επομένως, την πρώτη φάση εξευγενισμού της πρώην βιομηχανικής αυτής περιοχής χαρακτηρίζει η δημιουργία χώρων πολιτισμού, (όπως το χοροθέατρο «ροές»), χώρων ψυχαγωγίας, διασκέδασης και όχλησης. Στη συνέχεια, οι εγκαταστάσεις του πα λιού εργοστασίου φωταερίου υπό τη δικαιοδοσία της Δημοτικής Επιχείρησης Προστασίας και Ανάδειξης Βιομηχανικού – Αρχαιολογικού Πάρκου Αθηνών Γκάζι από το 1999 διατηρούν την ιδιότητα του πολιτιστικού κέντρου με την ονομασία «Τεχνόπολις» που φιλοξενεί καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδη λώσεις. Κομβικό σημείο για την αστική αναζωογόνηση στο Γκάζι αποτέλεσε η ολοκλήρωση της κατασκευής του σταθμού μετρό «Κεραμεικός» το 2007, η οποία συνέβαλε στην αλλοίωση του «εναλλακτικού» μέχρι τότε χαρακτήρα της περιοχής με αποτέλεσμα οι νέες χρήσεις να απευθύνονται σε όλη τη μάζα του πληθυσμού και όχι σε συγκεκριμένες μόνο ομάδες (Στεφανάτου, 2010).
Την περίοδο αυτή εμφανίζεται η τάση απόδοσης χρήσεων κατοικίας και επαγγελματικών χώρων σε πρώην βιομηχανικά κτίρια πέρα από τις πολιτιστικές χρήσεις, ενώ μεταβολές έχουν παρατηρηθεί και στην κοινωνική σύν θεση του πληθυσμού. Από μία αρχικά επικίνδυνη και υποβαθμισμένη περιοχή οχλούσας βιομηχανίας, το Γκάζι έχει αναδειχθεί σε πνευματικό και καλλιτεχνι κό κέντρο όπου συνειδητά άτομα υψηλών κοινωνικών στρωμάτων επιλέγουν να ζήσουν. Ένα σύγχρονο παράδειγμα του ελληνικού loft-living αντάξιο των loft της Αμερικής αποτελούν τα «10AM Lofts, Venue & Penthouse» στην οδό Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα το οποίο και μελετάται παρακάτω.
63 Από το
παρελθόν στο
10 AM Lofts
Τα 10AM Lofts στεγάζονται σε ένα κτίριο έξι ορόφων, το οποίο σχε διάστηκε από τον πολιτικό μηχανικό Γεράσιμο Ρωμαίο το 1972 (Ιωαννίδου, 2022). Τόσο η εκτεταμένη χρήση γυάλινων επιφανειών από υποστύλωμα σε υποστύλωμα, η ύπαρξη δώματος, ο φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυ ρόδεμα και η πλήρωση με οπτοπλινθοδομή όσο και η διαφοροποίηση του τμήματος της εισόδου από το σύνολο της πρόσοψης κατατάσσουν το κτίριο στην τυπολογία του πολυώροφου κτιρίου. Το εν λόγω κτίριο αρχικά λειτουργούσε ως αποθήκη χάρτου και υφασμάτων, ενώ η φορτοεκφόρτωση βαρέων αντικειμένων πραγματοποιού νταν στον χώρο του ισογείου από τη δευτερεύουσα είσοδο της οδού Κελεού. Ωστόσο, μετά την περίοδο αποβιομηχάνισης στέγαζε γραφειακούς χώρους, ενώ αργότερα φιλοξένησε κέντρα διασκέδασης, το LA Theater (πρώην θέα τρο «ΡΑΓΕΣ») και διάφορα εργαστήρια καλλιτεχνών (Ιωαννίδου, 2022). Μά λιστα, μέχρι και σήμερα στον τρίτο και τέταρτο όροφο του κτιρίου στεγάζονται αντίστοιχα το στούντιο του ζωγράφου Νίκου Κυπραίου και το στούντιο των Μάρω Αβράμπου και Δημήτρη Ξενάκη, καλλιτεχνών και light designers (Κωστούρος, 2022).
Το πρώην βιομηχανικό κέλυφος του πολυώροφου αυτού κτιρίου πλάι στις σιδηροδρομικές γραμμές του Κεραμεικού γοήτευσε την Εύα Παπαδάκη, αρχιτέκτονα και ιδιοκτήτρια της δημιουργικής ομάδας 10AM, κατά τον περί πατό της στο αναβαθμισμένο πλέον Γκάζι της Αθήνας. Στα πλαίσια αναζή τησης ενός χώρου στέγασης των γραφείων της εταιρείας 10ΑΜ, θεώρησε ότι το κτίριο αυτό ήταν η ιδανική επιλογή όντας ένα εξαιρετικά πρόσφορο αρχιτεκτονικά κτίσμα το οποίο θα μπορούσε παράλληλα να αποτελέσει και τον προσωπικό της μη συμβατικό τόπο κατοικίας (Κωστούρος, 2022). Έτσι, η αναβίωση του κτιρίου ξεκίνησε το 2016 με την ανάθεση του έργου από την ομάδα των 10ΑΜ στο αρχιτεκτονικό γραφείο Gavalas Ioan nidou Architecture για τη μετατροπή του δευτέρου ορόφου σε χώρο κατοικί ας τύπου loft με ενσωματωμένο στούντιο φωτογραφίας. Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε μέχρι και το 2018 για τη μετατροπή του πρώτου ορόφου του κτιρίου σε κατοικία τύπου loft με άμεση πρόσβαση σε έναν χώρο πολλαπλών χρήσεων.
τελευταίες
το 2020,
και το ισόγειο με δυνατότητα επιμέρους διαχωρισμού, ενώ τέλος στο ρετιρέ του πέμπτου και έκτου ορόφου του κτιρίου διαμορφώθηκε η προσωπική της πολυτελής κατοικία με θέα την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό και την Αθηναϊκή
66 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
Οι
τροποποιήσεις σημειώθηκαν
χρονιά που ολοκληρώθηκε το έργο, με τη συμβολή του αρχιτεκτονικού γραφείου Studio Andrew Trotter από το εξωτερικό, Gavalas Ioannidou Architecture και τέλος της ίδιας της Εύας Παπαδάκη. Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε ένας ενιαίος χώρος εκθέσεων και εκδηλώσεων στο υπόγειο
Ριβιέρα. Με εξαίρεση τους δυο τελευταίους ορόφους, τα Loft 1,2,3 και 4 διατίθενται προς ενοικίαση σε εξωτε ρικούς φορείς που επιθυμούν να φιλοξενήσουν εκδηλώσεις και φωτογραφή Εικόνα 31 Η όψη του κτιρίου 10am Lofts επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως.
Εικόνα 32, 33
H σύνθεση αλουμινέ νιων κουφωμάτων, μιας μεγάλης μεταλλικής πόρτας τύπου pivot και μια ζώνη υαλότουβλων στο πάνω μέρος επί της οδού Κωνσταντινου
πόλεως (βλ. αριστερά Εικόνα 32) και ο ψηλός τοίχος από υαλότουβλα στην όψη επί της οδού Κελεού (βλ. δεξιά Εικόνα 33).
σεις (Open House, 2022).
Η αρχιτεκτονική ομάδα κατά τη διαδικασία αναβίωσης προχώρησε σε ήπιες επεμβάσεις επιδιώκοντας τη διατήρηση του βιομηχανικού χαρακτήρα
του κτιρίου. Ξεκινώντας από το εξωτερικό κέλυφος, στο επίπεδο του ισογείου επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως η παλιά τζαμαρία αντικαταστάθηκε από μια σύνθεση αλουμινένιων κουφωμάτων, μιας μεγάλης μεταλλικής πόρτας τύπου pivot και μια ζώνη υαλότουβλων στο πάνω μέρος, ενώ επί της όψης της Κελεού έχει αντικατασταθεί από έναν ψηλό τοίχο υαλότουβλων. Και στις δύο περιπτώσεις, δημιουργείται ένα ημιδιαφανές όριο στο επίπεδο του πεζού το οποίο διασφαλίζει την ιδιωτικότητα του χρήστη, ενώ παράλληλα επιτρέπει την είσοδο φυσικού φωτός. Προχωρώντας στους ορόφους, τα εξωτερικά κου φώματα έχουν αντικατασταθεί από νέα κουφώματα αλουμινίου για λόγους ηχομόνωσης, ενώ αρχικά είχε επιλεχθεί η τοποθέτηση μεταλλικών πλαισίων. Στον πρώτο όροφο είναι διακριτή η δημιουργία μιας ιδιωτικής βε ράντας για τους χρήστες του Loft 2, ορατής από το επίπεδο της οδού Κελε ού (Ιωαννίδου, 2022). Φτάνοντας στο διώροφο ρετιρέ, η όψη διαφοροποι είται μέσω της κάλυψης των εξωτερικών τοιχοποιιών με λευκό επίχρισμα, ενώ ορατή η προσθήκη πέργκολας και η αντικατάσταση των κιγκλιδωμάτων στους δύο εξώστες. Στη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών κατοίκησης για τους χρήστες, καίριος είναι ο ρόλος του κεντρικού προϋπάρχοντος αιθρίου το
Εικόνα 34
Άποψη του κτιρίου 10am Lofts επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως.
67 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Εικόνα 35
Άποψη εσωτερικού του Loft 1 όπου φαίνεται η φατνωματική οροφή από σκυρόδεμα.
οποίο σε συνδυασμό με το διαμπερές οικόπεδο και την ήδη από την προ ηγούμενη χρήση τοποθετημένων μεγάλων υαλοστασίων δημιουργούν πολύ φωτεινούς και επαρκώς αεριζόμενους χώρους. Για την θερμική άνεση των χρηστών πραγματοποιήθηκε εγκατάσταση κλιματισμού που λειτουργεί με αντλία θερμότητας (Open House, 2022). Στο κτίριο διατηρήθηκε ο υφιστάμενος φέρων οργανισμός από σκυ ρόδεμα με δοκιδωτές πλάκες οι οποίες δημιουργούν φατνώματα στις οροφές, που αποκαλύφθηκε έπειτα από την αφαίρεση του επιχρίσματος στο σύνο λο του κτιρίου. Ενίσχυση δοκαριών πραγματοποιήθηκε μονάχα στον πρώτο όροφο του ρετιρέ καθώς έχοντας υποστεί φθορές λόγω παλαιότητας κρίθη καν στατικά ανεπαρκή (Open House, 2022). Σε ό,τι αφορά την κατακόρυφη κυκλοφορία εντός του κτιρίου, διατη ρείται το υφιστάμενο κλιμακοστάσιο και ο ανελκυστήρας που εξυπηρετούν την κατακόρυφη σύνδεση όλων των επιπέδων. Επιπλέον, στο κέντρο του αιθρίου, βρισκόταν μια μνημειακή σκάλα από σκυρόδεμα η οποία και αντικα ταστάθηκε από μια νέα εξίσου επιβλητική σκάλα κατασκευασμένη από φύλλα ομοιόμορφα οξειδωμένου χάλυβα (Corten) η οποία ενώνει το ισόγειο με τους υπόγειους χώρους. Λειτουργεί ως περίοπτο γλυπτό με καμπύλα στοιχεία ελεύθερο στο χώρο αναδεικνύοντας το αίθριο ενώ σε αντίθεση με την προηγούμενη κατασκευή, τα διάτρητα σκαλοπάτια της επιτρέπουν στο φως να προχωρήσει στους υπόγειους χώρους (Γαβαλάς & Ιωαννίδου, 2022).
69 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
Πρόθεση των αρχιτεκτόνων ήταν η διατήρηση των ευρύχωρων ενι αίων χώρων καθώς αποτελούν κυρίαρχο χαρακτηριστικό βιομηχανικών κτιρί ων. Αυτό επιτυγχάνεται στο σύνολο των ορόφων με ιδιαίτερη μέριμνα στους δύο πρώτους ορόφους όπου ενώ συνυπάρχουν δύο διαφορετικές χρήσεις έχει προβλεφθεί η δυνατότητα ενοποίησης αλλά και διαχωρισμού τους ανά λογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Η επικοινωνία των δύο τμημάτων του κτιρίου που χωρίζονται από το κεντρικό αίθριο επιτυγχάνεται μέσω ενός εσωτερικού διαδρόμου τοποθετημένου στη βόρεια πλευρά του αιθρίου. Προκειμένου να διατηρηθεί η διαμπερότητα σε όλο το μήκος του ορόφου, απουσιάζουν αυστηρά εσωτερικά όρια ενώ όπου είναι απαραίτητα χρησιμοποιούνται μεταλ λικά πλαίσια με γυαλί. Αντίστοιχη λογική ανοιχτής κάτοψης ακολουθεί και η εσωτερική διαμόρφωση του ρετιρέ του πέμπτου και έκτου ορόφου (Ιωαννί δου, 2016). Η ελεύθερη διάρθρωση των εσωτερικών χώρων ήταν εφικτή καθώς ο βιομηχανικός εξοπλισμός είχε ήδη απομακρυνθεί για τη φιλοξενία των μετέπειτα χρήσεων. Ωστόσο, τα βιομηχανικά ίχνη είναι ορατά στο επίπεδο του ισογείου όπου η πλάκα εμφανίζει οπές οι οποίες έχουν πλέον διατηρηθεί και καλυφθεί με γυαλί σηματοδοτώντας τα πρώην σημεία φορτοεκφόρτωσης βαρέων αντικειμένων. Επιπλέον έχει διατηρηθεί το πατάρι του ισογείου καθώς και το σημείο πρόσβασής του, ενώ η κυκλική πρώην μεταλλική σκάλα αφαι ρέθηκε και αντικαταστάθηκε από μια αντίστοιχη κυκλική σκάλα μικρής διαμέτρου κατασκευασμένη από σκυρόδεμα εξυπηρετώντας έτσι την αρμονία των
70
Εικόνα 36 Η σκάλα από οξειδωμέ νο χάλυβα ως περίοπτο γλυπτό στο κέντρο του αιθρίου.
υλικοτήτων του ισογείου (Open House, 2022).
Προχωρώντας στη διαχείριση των υλικών, τα βιομηχανικά δάπεδα του υπογείου, ισογείου και των δύο πρώτων ορόφων διατηρούνται όπως επί σης και το μωσαϊκό του παταριού και της κατοικίας του πρώτου ορόφου. Στο ρετιρέ επιλέχθηκε η τοποθέτηση περσικής μαύρης πέτρας αδρής υφής για τη διατήρηση της σκοτεινής βιομηχανικής αισθητικής. Σ’ αυτό συμβάλλει και η αφαίρεση των επιχρισμάτων από το σύνολο των τοιχοποιιών και η αποκάλυψη της ομορφιάς των ακατέργαστων υλικών. Ταυτόχρονα παραμένει εμ φανής η φατνωματική οροφή σε όλα τα επίπεδα η οποία επίσης αναδεικνύει τον μπρουταλιστικό χαρακτήρα της βιομηχανίας. Ωστόσο, στους βοηθητικούς χώρους και τους διαδρόμους των δύο πρώτων επιπέδων εμφανίζονται επι χρισμένες ψευδοροφές οι οποίες καλύπτουν τη φατνωματική οροφή, υπο γραμμίζουν τη λειτουργική εναλλαγή των χώρων ενώ παράλληλα καλύπτουν τον μηχανισμό του κλιματισμού. Προχωρώντας στο ρετιρέ, σημειώνεται δια φορετικός χειρισμός ως προς τα υλικά καθώς εσωτερικά επιχρίονται οι τοιχοποιίες και προστίθενται ψευδοροφές σε όλο το εμβαδό του διαμερίσματος. Επιλέγεται ο ίδιος χρωματικός τόνος, με θερμότερη απόχρωση αυτή τη φορά, για τους τοίχους και την οροφή, γεγονός που συντελεί στην ενοποίηση του χώρου αναδεικνύοντας τη λιτότητα και τη μινιμαλιστική προσέγγιση των αρχι τεκτόνων στη διαμόρφωσή του (Open House, 2022).
71 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Εικόνα 37, 38 Οι οπές που πλέον έχουν κλείσει με γυαλί στην πλάκα για το κατέβασμα βαρέων αντικειμένων και (βλ. αριστερά Εικόνα 37) και η νέα κυκλική σκάλα από σκυρόδεμα που οδηγεί στο πατάρι (βλ. δεξιά Εικόνα 38).
Οι θεωρήσεις του Le Corbusier για την απομάκρυνση από τις διακο σμητικές υπερβολές του 19ου αιώνα και την επίδειξη πλούτου αποτέλεσαν κεντρική αναφορά στη διαδικασία σχεδιασμού. Η αρχιτεκτονική ομάδα επιδίωκε την ανάδειξη της ουσίας του κτιρίου, την καθαρότητα, την τάξη και το συναίσθημα, στοιχεία που συνιστούν τις αρχές του μοντερνισμού. Σ’ αυτές ακριβώς βασίστηκε και η επιλογή του κινητού εξοπλισμού που πραγματοποιήθηκε με μοναδικό άξονα τη λειτουργικότητα, ενώ ταυτόχρονα αποπνέει ένα είδος πολυτέλειας καθότι μεγάλο μέρος των επίπλων αποτελούν αντίκες ή προϊόντα σχεδιασμού από καταξιωμένους σχεδιαστές ή αρχιτέκτονες (Κωστούρος, 2022). Κλείνοντας, η αναβίωση του πρώην βιομηχανικού κτιρίου
72 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
όπου στε γάζονται πλέον τα 10AM Lofts δεν περιορίζεται μόνο στις απτές αλλά αγγί ζει και τις μη απτές ποιότητες του χώρου. Άλλωστε, η ανθρώπινη ψυχολο γία συνδέεται άμεσα με την ατμόσφαιρα που αποπνέει ο χώρος κατοικίας. Πρωταρχικό μέλημα των αρχιτεκτόνων αποτέλεσε και ο σχεδιασμός αυτής της ατμόσφαιρας. Το αίσθημα απέραντης ανοιχτωσιάς που κυριαρχεί στους ορόφους και ειδικά στο διαμέρισμα της ιδιοκτήτριας που συνδυάζεται με τις θερμές αποχρώσεις των υλικών και τα προσωπικά αντικείμενα που φέρουν μνήμες από το παρελθόν καθιστούν αυτομάτως τον χώρο φιλόξενο και οικείο. Αντιθέτως, ο χώρος του υπογείου αποπνέει μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα η Εικόνα 39α, β Τα σχέδια του πέμπτου και έκτου ορόφου της πρώην βιομηχανίας (penthouse).
Εικόνα 40, 41
Η αντίθεση ανάμεσα
στην αίσθηση γαλήνης
και ευημερίας που
αποπνέουν οι θερμές
αποχρώσεις σε συνδυ
ασμό με την ελεύθερα
τοποθετημένη μπανιέρα
από μαύρο σκυρόδεμα
με καθηλωτική θέα
της Ακρόπολης (βλ.
αριστερά Εικόνα 40)
και ο μυσταγωγικός
χαρακτήρας του χώρου του υπογείου που
διαμορφώνεται από το θερμό φυσικό φως που εισέρχεται από μικρά ανοίγματα της οροφής, ενώ ορατός είναι και ο ηλεκτρομηχανολο γικός εξοπλισμός (βλ. αριστερά Εικόνα 41) (Κωστούρος, 2021).
Εικόνα 42, 43
Το «σύγχρονο ερείπιο» της Πράξιλλας, ποιή τριας του 5ου αιώνα, είναι νοερά στραμμένο προς τον Παρθενώνα ο οποίος μοιάζει σαν ζωγραφισμένος πάνω στις πελώριες τζαμαρίες του ρετιρέ. Το αρχαιο ελληνικό ιδεώδες του κάλλους συνυπάρχει αρμονικά με τη μοντέρνα αισθητική του χώρου (βλ. αριστερά Εικόνα 42). Στον χώρο του υπνοδωματίου τοποθετείται το ένα από τα δύο ιδιαίτερα σπάνια παγκάκια του Pierre Jeannerett (βλ. δεξιά Εικόνα 43).
73 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
υφαντές καρέκλες Dordogne της Charlotte Perriand που δε βγήκαν ποτέ σε μαζική παραγωγή πλαισιώνουν την τραπεζαρία του ρετιρέ, ενώ κομμάτια σε γήινους τόνους της χειροποίητης συλλογής κεραμικών του κεραμίστα Γιώργου Τριχά κοσμούν τόσο την κουζίνα όσο και τους υπόλοιπους χώρους διημέρευσης (Κωστού ρος, 2022).
οποία αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική χάρη στις ακτίνες φωτός που διαχέονται κατανυκτικά στις αδρές υφές των στοιχείων του (Κωστούρος, 2021). Συνεπώς ο χώρος κατοικίας αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα του χρήστη και λειτουργεί ως το προσωπικό του καταφύγιο την πλήρη εποπτεία του οποίου έχει μονάχα εκείνος.
«Κίνητρό μου ήταν μέσα από έναν διαφορετικό χώρο να προκύψει και ένας διαφορετικός
ζωής, μια διαφορετική ματιά στα πράγματα, η οποία θα ξεκινά από τη
74 Η κατοίκηση σε πρώην βιομηχανικά κτίρια τον 21ο αιώνα
τρόπος
δημιουργία και θα καταλήγει στον άνθρωπο και στη ζεστασιά. Αυτό είναι που κάνει όλους όσους μπαί νουν εδώ μέσα να μου λένε, σχεδόν πάντα, την ίδια φράση: “Θέλω να ζήσω εδώ!”» -Εύα Παπαδάκη Εικόνα 44 Τέσσερις συλλεκτικές
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσσα βιβλία
Bachelard, G. (2014). Η ποητική του χώρου. (Ε. Βέλτσιου, & Ι. Χατζηνικολή, Μεταφρ.) Αθήνα: Χατζηνικολή.
Benevolo, L. (1967). The origins of modern town planning. Cambridge: M.I.T. Press. Eisenberg Molnar, F. (2001). Lofts, new designs for Urban living. Rockport Publishers Inc.
Field, M., & Irving, M. (1999). Lofts. London: Laurence King Publishing.
Heath, T. (2000). Achieving Sustainable Urban Form through Adaptive Re-use of Buildings for Residential Use, Achieving Sustainable urban form. London.
Stratton, M. (2000). Industrial Buildings – Conservation and Regeneration. Λονδίνο: E & FN Spon.
Stratton, M. (2005). Understanding the potential: location, configuration and conversion options. London.
Zukin, S. (1989). Loft Living: Culture and Capital in Urban Change. Rutgers University Press.
Ελληνόγλωσσα βιβλία
Kopp, A. (1976). Πόλη και επανάσταση – Η σοβιετική αρχιτεκτονική στα πρώτα. (Π. Λαζαρίδης, Μεταφρ.). Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Rossi, A. (1991). Η αρχιτεκτονική της πόλης. (Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπακώστας, Σ. Τσιτιρίδου, Επιμ., & Β. Πετρίδου, Μεταφρ.) Θεσσαλνίκη: Σύγχρονα Θέματα. Αγριαντώνη, Χ. (1986). Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος. Αγριαντώνη, Χ., Μπελαβίλας, Ν., Πολύζος, Γ., & Παναγιωτόπουλος, Β. (1998). Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα. Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ και Οδυσσέας. Βιτοπούλου, Α. (2019). Βιομηχανική πόλη, ουτοπικός σοσιαλισμός και μεγάλες πολεοδομικές επεμβάσεις τον 19ο αιώνα. Θεσσαλονίκη. Δεμίρη, Κ. (1991). Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία: Ιστορική και τυπολογική
79 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
διερέυνηση. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Καραδέδος, Γ. (2009). Ιστορία και Θεωρία της Αποκατάστασης. Θεσσαλονίκη: Μέθεξις. Κιντής, Α. (1982). Ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας. Αθήνα: Gutenberg. Κολώνας, Β., & Τραγανού-Δεληγιάννη, Ό. (1987). Αρχές Βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη 1870-1912. Θεσσαλονίκη: Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως. Λάββας, Γ. (2008). Επίτομη Ισοτρία της Αρχιτεκτονικής. Θεσσαλον: University Studio Press. Μπελαβίλας, Ν. (2012). Καταγραφή και Διάσωση: τα πρώτα βήματα στις τεχνικές της διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομίας ή ας διαβάσουμε τις μορφές. Πατέστος, Κ. (2001). Το κιβώτιο του Μοντέρνου. Κείμενα για την αρχιτεκτονική. Αθήνα: Εκ δόσεις Καστανιώτη.
Πεπελάση, Ι.-Σ. (2011). Κράτος και Αγορά: Η ελληνική περιπέτεια. Θεσσαλονίκη: EconomiaBlog. Ποταμιάνος, Ι. (2014). Ιστορία αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα. Αττική, Ραφήνα: ΑΝΤΙΥΛΗ. Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, Ζ. (2004). Ρούφ-Βοτανικός, Γκαζοχώρι. Αθήνα: Φιλιππότης. Τριανταφυλλίδης, Ι. (1977). Μαθήματα ειδικής κτιριολογίας. Θεσσαλονίκη: Πολυτεχνική Σχο λή του Α.Π.Θ.
Δημοσιευμένα άρθρα
Aalund, D. (2000, Οκτώβριος). The Wall Street Journal Ανάκτηση 11 Ιουνίου 2022, από Industrial-Age Landmarks Converted Into Apartments, Shops and Offices: https:// www.wsj.com/articles/SB971455361734777760
Γαβαλάς, Α., & Ιωαννίδου, Ε. (2022, Απρίλιος). 10AM Lofts, Πολυχώρος στο Γκάζι, Αθήνα. ΔΟΜΕΣ, σσ. 182-193. Δεμίρη, Κ. (1991, Δεκέμβριος). Η εξέλιξη των βιομηχανικών κτιρίων στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα. Αρχιτεκτονικά Θέματα Ν.25, σσ. 57-67.
Ιωαννίδου, Ε. (2016). Μετατροπή βιομηχανικού ορόφου σε διαμέρισμα και φωτογραφικό εργαστήριο. ΔΟΜΕΣ.
Κωστούρος, Β. (2021, Νοέμβριος). Ο χώρος ως προσωπική υπόθεση. Open House Magazine, σσ. 94-99. Κωστούρος, Β. (2022, Μάρτιος). Ζωτικός Χώρος. VOGUE, σσ. 167-170. Πρακτικά συνεδρίων
Cirelli, C., Mercatanti, L., & Porto, C. (2002). Past and present “Urban Voids” as resources for the future. The case study of Catania . Dortmund: European Regional Science Association.
Petković-Grozdanovića, N., Stoiljković, B., Keković, A., & Murgul, V. (2016). The possibilities for conversion and adaptive reuse of industrial facilities into residential dwellings. Underground Urbanisation as a Prerequisite for Sustainable Development. Smith, G. (2008). Contributions of Brownfield Development to Urban Internal Expansion and Urban Renewal in Practice. China: 44th ISOCARP Congress. Ανάκτηση Μαϊου 22, 2022, από https://www.isocarp.net/Data/case_studies/1202.pdf
Αδαμίδης, Γ., Αμοιρίδου, Β., Κουκουρούζης, Ν., & Ρίζος, Γ. (2022). Εικονικό
80 Βιβλιογραφία
ταξίδι στα βιομηχανικά ίχνη της Νάουσας. Μια ψηφιακή πλατφόρμα ξενάγησης. Τα κάστρα της βιομηχανίας. Θεσσαλονίκη: IANOS. Δούση , Μ., & Νομικός, Μ. (2007). Μεθοδολογική προσέγγιση για την αποκατάσταση των ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Η περίπτωση των Μύλων Αλλατίνι στη Θεσσαλονίκη. Το τέλος των γιγάντων, Βιομηχανική κληρονομιά και μετασχηματισμοί των πόλεων., (σ. 370). Βόλος . Δούση, Μ. (2008). «Διαχείριση Βιομηχανικής Κληρονομιάς» - Η εμπειρία της Θεσσαλονίκης. Η Βιομηχανική Κληνρονομιά της Δωδεκανήσου (σ. 294). Ρόδος: ΤΕΕ Δωδεκανήσου. Κλαμπατσέα, Ε. (2007). Βιομηχανική κληρονομιά: «Πλεονάζοντες χώροι» και υπολειπόμενη πολιτική. Το τέλος των Γιγάντων - Βιομηχανική κληρονομιά και μετασχηματισμοί των πόλεων. Βόλος: 5η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση TICCIH. Μπελαβίλας, Ν. (2010). Βιομηχανική Αρχαιολογία. Η Διεθνής και Ελληνική Εμπειρία. Ημερί
βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
δα Ιστορική Μνήμη της Χαλκίδας (σ. 3). Χαλκίδα: ΤΕΕ Εύβοιας. Νομικός, Μ. (2022). Η διεπιστημονική τεκμηρίωση του ιστορικού ζυθοποιείου ΦΙΞ στην Θεσσαλονίκη . Τα Κάστρα της Βιομηχανίας. Θεσσαλονίκη : IANOS. Σερράος, Κ. (2007). Ο αστικός σχεδιασμός μετά την αποβιομηχάνιση στην κεντρική Ευρώ πη. Η περίπτωση του Gasometer στη Βιέννη. Το τέλος των Γιγάντων - Βιομηχανική κληρονομιά και μετασχηματισμοί των πόλεων (σ. 333). Βολος: 5η Πανελλήνια Επι στημονική Συνάντηση TICCIH.
Χαβατζά, Έ. (2022). Η συλλογική κατοικία ως νέα χρήση σε βιομηχανικά κτίρια και το παράδειγμα του Πέλλα - Όλυμπος στη Νάουσα. Τα Κάστρα της Βιομηχανίας. Θεσσαλονίκη: IANOS.
Χατζηγώγας, Α. (2022). Η διαβίωση και η ανάδειξη των βιομηχανικών και τεχνικών μνημείων στην ελληνική πραγματικότητα. Τα Κάστρα της Βιομηχανίας Θεσσαλονίκη: IANOS.
Διατριβές
Δεμίρη, Κ. (1986). A Typological Investigation of Mill Buildings in Greece. Edinburgh: Department of Architecture University of Edinburgh. Στεφανάτου, Ρ. (2010). Φαινόμενα gentrification: Διερεύνηση του Αστικού Εξευγενισμού στο Γκαζοχώρι και Σύγκριση με τη Διεθνή Εμπειρία Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, (ΕΜΠ), Διεπιστημονικό - Διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, «Περιβάλλον και Ανάπτυξη».
Ερευνητικές εργασίες Αλεξάνδρου, Ε. (2011). Βιομηχανική κληρονομιά: Ζητήματα προστασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης στον ευρωπαϊκό χώρο. (Επίβλεψη: Α. Βιτοπούλου) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δοκολιανίδου, Κ. (2020). Όταν το genius loci οφείλει να παραγάγει loca culturae: βιομηχανική κληρομιά και μεταλιγνιτική εποχή στο Νομό Κοζάνης. (Επίβλεψη: Α. Βιτοπούλου) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ιορδανίδου, Ε., Συνάπαλου , Α., & Τσόχα, Ε. (2013). Αναβίωση εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων. (Επίβλεψη: Μ. Νομικός, & Μ. Δούση) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κόκκινος,
Π.-Α. Χατζηπροκοπίου) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
81 Από το
Κ. (2017). Ο εξευγενισμός σαν πολιτική ανάπτυξης αστικών κέντρων: Η περίπτωση του Μεταξουργείου. (Επίβλεψη:
Θεσσαλονίκης. Μεντεσίδου, Α., & Σάκκος, Δ. (2015). Το Νέο Πρότυπο; Αναζητώντας την οικειότητα σε κατοικίες τριών μοντέρνων αρχιτεκτόνων. (Επίβλεψη: Μ. Δούση) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Νικολαΐδου, Ά. (2015). Από την βιομηχανία...στην αστική α-μηχανία. Ενεργοποίηση πρώην βιομηχανικών περιοχών. (Επίβλεψη: Ε. Αθανασίου) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Νικολόπουλος, Α. (2018). Αποβιομηχάνιση. Αστικά Κενά και Σενάρια Διαχείρισης. (Επίβλεψη: Π. Κουφόπουλος) Πάτρα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών. Παπαδοπούλου, Σ. (2013). Loft Living. (Επίβλεψη: Μ. Νομικός) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Παπαδούλης, Β. (2017). Αποκατάσταση και Επανάχρηση Ιστορικών Αλευρόμυλων. (Επίβλεψη: Μ. Δούση) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ραχιώτης, Ο. (2015). Ο κύκλος της Υποβάθμισης - Αναβάθμισης στα κέντρα των πόλεων ως σύνθετη κοινωνικο-χωρική διαδικασία: Διεθνής, Ελληνική εμπειρία και μια μελέτη περίπτωσης στο Γκάζι. . (Επίβλεψη: Ι. Φραγκόπουλος) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σιρμανίτσα, Έ. (2019). Σύγχρονες Προσεγγίσεις στα Βιομηχανικά Κελύφη. (Επίβλεψη: Κ. Ιωαννίδης) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τζαμτζής, Ν. (2017). Η Αποβιομηχάνιση της Ελλάδας & η Μετεγκατάσταση Ελληνικών Επιχειρήσεων στη Βουλγαρία. (Επίβλεψη: Α. Καλογερέσης) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τσαπραλή, Ε. (2017). ΑΝΑ | ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ. Η περίπτωση της βιομη χανικής κληρονομιάς. (Επίβλεψη: Κ. Ιωαννίδης) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χαβατζά, Έ. (2015). Όταν η αλλαγή διασφαλίζει την συνέχεια...Μετατροπή βιομηχανικών κτιρίων σε κατοικίες. (Επίβλεψη: Μ. Δούση) Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μη χανικών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δικτυογραφία
Architekten, W. (2001, Αύγουστος). Wehdorn Architekten. Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από Gasometer: https://www.wehdorn.at/projects/gasometer/
Enichlmair, C., Kranabether, M., & Stein, D. (2005). Economic Transformation and Urban Planning in Vienna: Emergence of the Service Sector and its’ Implications for Urban Regeneration. Φεβρουάριος. Βιέννη: ICT. Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από http:// www.academia.edu/4628428/Economic_Transformation_and_Urban_PlanniPl_ in_Vienna_Emergence_of_the_Service_Sector_and_its_Implications_for_Urban_ Regeneration
Fabricius, K. (2010, Ιούνιος 25). Recyle Nation Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από Vienna’s Repurposed Gas Tank City: https://recyclenation.com/2010/06/viennas-repurposedgas-tank-city/
Floornature. (2012, Μάιος 14 ). Floornature Architecture and Surfaces Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από Industrial archaeology for new living spaces: https://www.floornature. com/blog/industrial-archaeology-for-new-living-spaces-7856/
Group, M. (2009, Σεπτέμβριος 27 ). Archdaily Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από Adaptation of Former Granary / medusagroup: https://www.archdaily.com/36172/adaptation-offormer-granary-medusagroup?ad_medium=gallery
Himmelb(l)au, C. (2001). Himmelb(l)au, Coop,Wolf D. Prix & Partner Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από Apartment Building Gasometer B: https://coop-himmelblau.at/projects/ apartment-building-gasometer-b/
History Learning site. (2015, Μάρτιος). Ανάκτηση: 1 Ιουνίου
82 Βιβλιογραφία
2022 από Life in Industrial town: https://www.historylearningsite.co.uk/britain-1700-to-1900/industrial-revolution/lifein-industrial-towns/?fbclid=IwAR3PYPUV14uBKWHk4Ssd1WBPXr4vjyQzJEIpnfKo aampZxuBSSEMRm-DTfw Madeja, J. (2009, Αύγουστος 9). Bryla.pl. Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από The lofts in the old granary are ready: https://www.bryla.pl/bryla/1,85301,7013903,Lofty_w_starym_ spichlerzu_juz_gotowe.html
Malkowski, T. (2011, Ιούνιος 22). archirama.pl Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από https://archirama.muratorplus.pl/architektura/lofty-w-dawnym-spichlerzu-wgliwicach,67_379.html
Moss, A. E. (2001). Gasometer D-1 Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από ericowenmoss.com: http://ericowenmoss.com/project-detail/gasometer-d-1/
Mucha, A. (2014, Νοέμβριος 17). zabytek.pl Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από Regional Branch of the National Heritage Board of Poland in Katowice (Granary): https:// zabytek.pl/en/obiekty/gliwice-spichlerz
Nouvel, A. J. (2001). jeannouvel.com Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από Gasometer A, Vienna, Austria: http://www.jeannouvel.com/en/projects/gazometre/
Open House. (2022, Απρίλιος). Open House Athens Ανάκτηση: 13 Ιουνίου 2022, από Open House Athens-10AM Loft: https://www.openhouseathens.gr/portfolio-item/10amlofts/
o., V. I. (χ χ.). Wektor Ιnwestycje Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από About Company : http:// www.wektor-inwestycje.pl/o-firmie.html
Sterling, R. (2013, Οκτώβριος 30). James Bond Locations Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από Blogger.com: https://jamesbondlocations.blogspot.com/2013/10/koscov-escapesgasometer-vienna.html
Studio, M. G. (2009). Medusa Group Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από https://www. medusagroup.pl/en/projects/housing/adaptation-of-former-granary-for-lofts/?fbclid=I wAR3jg8O7VGdqyRBfRiNxkbT219ZTO471yrwVlZoKt77ykpzc6fNSOIhbJq4
TICCIH. (2003). Η Χαρτα του Nizhny Tagil. Ανάκτηση: 22 Μαΐου 2022 Ρωσία: TICCIH. TICCIH. (2022, Ιουνίου). Ανάκτηση: 21 Μαΐου 2022 από TICCIH ιστορικό: http://ticcih.gr Vienna Memorandum. (2005). Παρίσι. Ανάκτηση: 23 Μαΐου 2022, από https://whc.unesco. org/archive/2005/whc05-15ga-inf7e.pdf Αθηναίων, Τ. Δ. (χ.χ.). Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Ανάκτηση: 12 Ιουνίου 2022 από Η ιστορία μας: https://www.athens-technopolis.gr/index.php/el/texnopoli/i-istoria-mas Βασιλειάδης, Κ. (2014, Ιανουάριος). Vienna Gasometers. Ανάκτηση: 11 Ιουνίου 2022, από vassiliades-architects.blogspot.com: http://vassiliades-architects.blogspot. com/2014/01/vienna-gasometers.html
χ.ο. (2009, Σεπτέμβριος). archello. Ανάκτηση: 7 Ιουνίου 2022, από Adaptation of former granary for lofts in Gliwice, Poland: https://archello.com/project/adaptation-offormer-granary-for-lofts-in-gliwice-poland
Προσωπική επικοινωνία
Open House, A. (2022, Απρίλιος). 10ΑΜ Loft στο Γκάζι της Αθήνας. Αθήνα, Γκάζι. [email].
Ιωαννίδου, Ε. (2022, Απρίλιος). 10ΑΜ Loft. [email].
83 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Πηγές Εικόνων
Εικόνα 1α, β, γ, δ Από προσωπικό αρχείο Χ. Καρανικόλα & Β. Λιάτση
Εικόνα 2 Πηγή: https://wandelmeent.nl/geschiedenis-2/ Εικόνα 3 Πηγή: Benevolo, Leonardo. The origins of modern town planning. Cambridge:M. I. T. Press, 1967 Εικόνα 4 Πηγή:https://earth.google.com/web/search/ Εικόνα 5 Πηγή: https://www.facebook.com/OpenHouseThessaloniki Εικόνα 6 Από προσωπικό αρχείο Χ. Καρανικόλα & Β. Λιάτση Εικόνα 7 Πηγή: https://www.facebook.com/OpenHouseThessaloniki Εικόνα 8 Πηγή: https://www.experimenta.es/tiempos-modernos-tiempos-dificiles/ lacolumna-de-eugenio-vega-a-house-is-not-a-home-la-demolicion-de-pruittigoe/ Εικόνα 9 Πηγή: https://elatelierdelaarquitectura.wordpress.com/2016/03/24/habitar/ Εικόνα 10 Πηγή: https://filmandfurniture.com/film/closer/ Εικόνα 11α, β Πηγή:https://www.ktirio.gr/el/ Εικόνα 12 Πηγή: Field, M., & Irving, M. (1999). Lofts. London: Laurence King Publishing Εικόνα 13 Πηγή: https://www.archdaily.com/36172/adaptation-of-former-granary-me dusagroup Εικόνα 14 Πηγή: https://www.archdaily.com/36172/adaptation-of-former-granary-me dusagroup Εικόνα 15α Πηγή: https://katowice.wyborcza.pl/katowice/51,35063,13933607.html?i=3 Εικόνα 15β Πηγή: https://zabytek.pl/en/obiekty/gliwice-spichlerz Εικόνα 16α Πηγή: https://katowice.wyborcza.pl/katowice/51,35063,13933607.html?i=3 Εικόνα 16β Πηγή: https://archello.com/project/adaptation-of-former-granary-for-lofts-ingliwice-poland Εικόνα 17 Πηγή: https://archirama.muratorplus.pl/architektura/lofty-w-dawnym-spichlerzuw-gliwicach,67_379.html
Εικόνα 18 Πηγή: https://www.archdaily.com/36172/adaptation-of-former-granarymedusagroup
Εικόνα 19 Πηγή: https://archello.com/project/adaptation-of-former-granary-for-lofts-ingliwice-poland
Εικόνα 20 Πηγή: https://www.archdaily.com/36172/adaptation-of-former-granarymedusagroup
Εικόνα 21 Πηγή: https://art.branipick.com/gasometers-of-vienna-in-viennaaustria854x1280/
Εικόνα 22 Πηγή: https://www.gruenes-gas.at/aktuelles/mehr-wasserstoff-ins-gasnetz/ Εικόνα 23 Πηγή: https://jamesbondlocations.blogspot.com/2013/10/koscov-escapesgasometer-vienna.html
84 Πηγές Εικόνων
Εικόνα 24 Πηγή: https://www.wehdorn.at/projects/gasometer/ Εικόνα 25 Πηγή: http://www.jeannouvel.com/en/projects/gazometre/ Εικόνα 26 Πηγή: https://proyectodigital.com/portfolio/fotografia-arquitectura-wienesgasometer Εικόνα 27 Πηγή: https://www.tab.de/artikel/tab_Revitalisierung_eines_Wiener_ Klassikers_2583953.html
Εικόνα 28 Πηγή: https://22sobaki.livejournal.com/55878.html
Εικόνα 29 Πηγή: https://www.news247.gr/afieromata/i-athina-toy-19oy-aiona-oi-geitonieston-ergaton-kai-i-istoria-toy-aythairetoy-gkazochorioy.6295092.html
Εικόνα 30 Πηγή:https://earth.google.com/web/search/ Εικόνα 31 Πηγή: https://www.cosentino.com/it-it/professional-blog/10am-lofts/ Εικόνα 32 Πηγή: https://www.openhouseathens.gr/event/3d-virtual-tour/ Εικόνα 33 Πηγή: https://www.yellowtrace.com.au/10am-lofts-athens-multi-facetedcreative-destination-brutalist-interior/
Εικόνα 34 Πηγή: https://www.cosentino.com/it-it/professional-blog/10am-lofts/ Εικόνα 35 Πηγή: https://10amlofts.com/home/lofts/loft-1/ Εικόνα 36 Πηγή: https://www.yellowtrace.com.au/10am-lofts-athens-multi-facetedcreative-destination-brutalist-interior/ Εικόνα 37 Από προσωπικό αρχείο Χ. Καρανικόλα & Β. Λιάτση Εικόνα 38 Πηγή: https://openhouse-magazine.com/design-10amlofts/ Εικόνα 39α, β Πηγή: https://10amlofts.com/home/penthouse/ Εικόνα 40 Πηγή: https://openhouse-magazine.com/design-10amlofts/ Εικόνα 41 Πηγή: https://www.yellowtrace.com.au/10am-lofts-athens-multi-facetedcreative-destination-brutalist-interior/ Εικόνα 42 Πηγή: https://hommes.studio/journal/luxe-brutalist-house-in-athens/ Εικόνα 43 Πηγή: https://www.cosentino.com/it-it/professional-blog/10am-lofts/ Εικόνα 44 Πηγή: https://www.estliving.com/10am-penthouse-venue-studio-andrew-trotter/
85 Από το βιομηχανικό παρελθόν στο σύγχρονο «κατοικεῖν»
Ευρετήριο
αδρανείς χώροι 13 αναβάθμιση 5, 3, 4, 32, 37, 63, 76, 77
αναβιωμένος χώρος 37 αναβίωση 1, 61, 66, 72, 75 αποβιομηχάνιση 5, 12, 81 αποκατάσταση 9, 29, 47, 49, 80 αρχιτεκτονική 1, 21, 22, 30, 34, 37, 67, 72, 75, 76, 79
αρχιτεκτονικοί χειρισμοί 52 αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο 20 αστικά κενά 4, 13 αστική διάχυση 13, 31 ασυνέχειες 3, 13, 33 ατμόσφαιρα 8, 42, 72
βιομηχανία 3, 4, 7, 15, 16, 17, 30, 46, 81
βιομηχανικά κελύφη 20, 25, 30 βιομηχανικά κέντρα 6, 17 βιομηχανικά μνημεία 7, 1, 3, 29, 30, 33, 34, 36
βιομηχανικές μονάδες 3, 8, 17, 19, 31, 36 βιομηχανική αισθητική 1, 43 Βιομηχανική Αρχαιολογία 30, 34, 80 βιομηχανική αρχιτεκτονική 21 βιομηχανική κληρονομιά 19, 46 βιομηχανικό παρελθόν 3, 5, 1, 43 βιομηχανικός εξοπλισμός 9, 52, 70 βιομηχανικό συγκρότημα 8, 13, 56 βιωμένος χώρος 75
διαβίωση 38, 81 δυναμικός χώρος 43 εκβιομηχάνιση 7, 15, 16, 19 ελεύθερη κάτοψη 30 ενεργοποίηση 4, 35, 76, 77 ενιαίος χώρος 66 εξευγενισμός 81 εξοικείωση 36, 37 εξωστρεφές συγκρότημα 61 επανάχρηση 5, 1, 3, 47, 61, 76, 77 επανένταξη 36, 57 εργατική κατοικία 10
εσωτερική διαμόρφωση 70 ευέλικτες δομές 22
ιστορική αξία 1, 31, 32 κατοικεῖν 3, 5, 1, 75 κατοίκηση 7, 1, 42, 43, 46, 62 κοινωνική κατοικία 10 κριτήρια μετασχηματισμού βιομηχανιών 7, 37 κτιριακό απόθεμα 13, 63 λειτουργική αναβάθμιση 37, 77 λειτουργική εναλλαγή 71 μινιμαλιστικός χαρακτήρας 43 μονάδες παραγωγής 7, 8, 19, 37, 42 Μοντέρνο Κίνημα 10, 32, 43 μπρουταλιστικό χαρακτήρα 71
οικείο περιβάλλον 3 οικειότητα 76, 81 ομαλή επανένταξη 36, 57 οπτική επικοινωνία 21, 23, 59 όρια 22, 23, 43, 70
πολεοδομικός σχεδιασμός 34 προσαρμοστικότητα 31
συγκρότημα κατοικιών 8, 32 συμβατή επανάχρηση 5, 1 συμβατικό μοντέλο κατοίκησης 43 τυπολογίες 6, 20, 22, 38
υποβαθμισμένη περιοχή 63 υφιστάμενο κέλυφος 4 φθορά 47
χαοτική γοητεία 43 Χάρτα της Βενετίας 4, 48, 75 Χάρτα του Nizhny Tagil 29, 33 χρήση κατοικίας 38, 57 χωρική ευελιξία 38 χώρος 8, 43, 47, 59, 66, 72, 74, 76, 80
86 Ευρετήριο