Αφιερωμένο στη γιαγιά μου και σε όλους όσοι στάθηκαν δίπλα της στους δύσκολους και τελευταίους μήνες της ζωής της. Όλες οι αναμνήσεις είναι πολύτιμες. Ας προσπαθήσουμε να κρατηθούν στη μνήμη μας οι όμορφες εικόνες της. Η γιαγιά δεν είναι πλέον εκεί που ήταν όμως βρίσκεται παντού. Χριστίνα Παπαδοπούλου
1
2
Σημείωμα από την συγγραφέα Σε αυτό το αληθινό βιογραφικό διήγημα, η αφηγηματική σειρά των γεγονότων και των ιστοριών, δεν καταγράφεται με απόλυτη και αυστηρή χρονική ακολουθία. Η εγγόνα καθώς μεγαλώνει έρχεται πολύ κοντά στην γιαγιά της και αποτυπώνει τα λόγια της και τους διαλόγους μαζί της. Δίνει ερμηνείες με την λογική ενός παιδιού, ενώ αργότερα τα ίδια λόγια της γιαγιάς αποκτούν βαθύτερο νόημα. Κι αντίθετα. Ενώ τα έχει πια εξηγήσει με την νοημοσύνη ενός ενήλικα, περιπλανιέται και ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια σε μια πραγματικότητα που χάθηκε, εκεί όπου οι διηγήσεις της γιαγιάς γίνονται τρισδιάστατες και αποκτούν χρώματα και αρώματα, όπως στα παραμύθια. Με το δικό της τρόπο η γιαγιά διαιωνίζει τους αλλοτινούς υπαρκτούς Ελληνικούς τόπους. Η περιφρούρηση των λόγων της με την σχεδόν καθημερινή επανάληψη, γίνεται βίωμα και η μετέπειτα επαλήθευση αυτών, μετατρέπεται σε συγκίνηση, για την εγγόνα. Σ’ευχαριστώ, γιαγιά.
3
«Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΕΓΓΟΝΑΣ» της Χριστίνας Παπαδοπούλου Α΄ΕΚΔΟΣΗ 10/10/10 B΄ΕΚΔΟΣΗ 10/10/15 4
Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΕΓΓΟΝΑΣ Όταν ξεφυλλίζουμε οικογενειακά άλμπουμ με φωτογραφίες, συνειδητοποιούμε εμείς οι κοινοί θνητοί, πόσο πολύ έχουμε μεγαλώσει, ανάλογα με τον αριθμό των σταυρών σε αυτές τις μαυρόασπρες ή έγχρωμες, ιλουστρασιόν ή ματ, χάρτινες χρονοκάψουλες.
Από αριστερά: η θεία Αρκαδία, η θεία Στάσα, η κυρία Μαρίκα, η Βικτωρίτσα, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η θεία Χαρίκλεια, η Φωτεινή, ο Αλέξανδρος, ο παππούς Βασίλης, η θεία Ζέτα, η θεία Μαρία, η γιαγιά Ευμορφία
Βλέπουμε μια φωτογραφία με το σόι, με πρόσωπα τόσο οικεία αλλά τόσο μακρινά πλέον και μετράμε σταυρούς: να, αυτή μας άφησε χρόνους, αυτός ουου πριν πόσα χρόνια, α και αυτή έφυγε πέρσι, κι ο θείος, Θεός σχωρέστον, να και ο συγχωρεμένος ο παππούς. Δυστυχώς αυτή τη χρονιά, η γιαγιά πέρασε τον ορίζοντα και έτσι προστέθηκε ένας σταυρός. 5
Αυτό που έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη μου είναι η μητέρα της μητέρας μου, να με παίρνει στην αγκαλιά της, να με φιλάει τρυφερά και να μου λέει: «του παιδιού μου το παιδί, είναι δυό φορές παιδί μου».
Η γιαγιά Αλεξάνδρα
Ήταν η γιαγιά μου και όσο είχα την δυνατότητα να μιλάω με την γιαγιά, μπορούσα να νιώθω εγγόνι. Τώρα πια, μπορώ μόνο, να μιλάω για την γιαγιά. Για τα χρόνια πριν γεννηθώ βέβαια, δεν μπορώ να έχω προσωπική άποψη, μπορώ όμως να μεταφέρω σε αυτό το μικρό αφιέρωμα όλα όσα μου είχε πει εκείνη για τον εαυτό της, όλα όσα την συγκινούσαν και την ευχαριστούσαν πολύ, λίγο ή καθόλου. 6
Είναι γεγονός πάντως πως όταν επιχειρούμε να κάνουμε μια διαδρομή μέσα στο χρόνο, είναι αδύνατον εκ των προτέρων να απαριθμήσουμε με ακρίβεια πόσες λεπτομέρειες θα θυμηθούμε. Η προσπάθεια αυτή, μου μοιάζει σαν μια κατάδυση. Ξεκινάω από την επιφάνεια και δεν ξέρω σε πόσο βάθος θα κατέβω. Απλά θα προσπαθήσω να θυμηθώ και να καταγράψω όσα το δυνατόν περισσότερα. Άλλωστε, έναν άνθρωπο μπορούμε να πούμε ότι τον γνωρίσαμε καλά, όταν ξέρουμε για αυτόν όσες πιο πολλές λεπτομέρειες γίνεται.
Το πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεως της γιαγιάς Αλεξάνδρας
Ήταν γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Ιανουαρίου του 1915. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είχε εκδώσει το πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεώς της. 7
Ήταν η πρώτη από τα 7 παιδιά της οικογένειας του Στέφανου Γαλανού και της Κορνηλίας Ασίκογλου. Το βαπτιστικό της ήταν Λοξάνδρα. Γιόρταζε της Ορθοδοξίας. Εξαιτίας των ελληνικών διατυπώσεων πολιτογράφησης απέκτησε το όνομα Αλεξάνδρα.
Η θεία Χαρίκλεια, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η Γλυκερία (κουνιάδα της) και η θεία Αρκαδία. Σημείωση: Τῇ 25η Αὐγούστου1933 ἡμέρα Παρασκευή, στο Αλτίν Κουμ (χρυσή άμμος)
Ύστερα από μισό αιώνα και πλέον από τον αναγκαστικό ξεριζωμό, θυμόταν λεπτομέρειες από την γενέτειρά της, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Συμβαίνει σε εκείνους που αφήνουν ένα τόπο και φεύγουν. Κρατούν έτσι την εικόνα στο μυαλό τους με πεντακάθαρες και σαφείς σημειώσεις ενώ αντίθετα εκείνοι που μένουν συνέχεια στο ίδιο μέρος μπορεί να ξεχάσουν τα πάντα από τις πολλές μουτζούρες. Από την σκόνη της καθημερινότητας. 8
Ας ξεκινήσω λοιπόν "ευθύς αμέσως" όπως έλεγε. Τι της άρεζε, τι την συγκινούσε, σε τι είχε αδυναμία, τα χούγια της. Κλείνω τα μάτια μου όμως αφήνω την ψυχή μου ορθάνοιχτη, για να προβάλω σαν ταινία μερικές εικόνες της γιαγιάς μου, τα λεγόμενά της και το γλυκό χαμόγελό της.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα ταΐζει κοτοπουλάκια
Ήταν ήρεμη, ήσυχη και πάντα ευπροσήγορη. Είχε απόλυτα ελεύθερο πνεύμα. Της άρεσε συχνά να περπατάει ξυπόλυτη, να τη φυσάει ο αέρας, να κολυμπάει. Δεν κρυολογούσε, ούτε τουρτούρισε ποτέ. Όταν έπεφτε να κοιμηθεί, ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο, μου έλεγε: «τα πόδια μου να κρυώσουν; αυτά είναι φούρνος». Το κρύο ποτέ δεν την ενόχλησε τελικά. «Απεναντίας», έλεγε. Στο σπίτι, τα παράθυρα μονίμως ανοιχτά. «Να αερίσω λίγο το σπίτι, μπρε παιδί μου» την άκουγα να λέει. 9
Στο καμαράκι, ένα μικρό καθιστικό του σπιτιού στη Νέα Σμύρνη ειδικά το καλοκαίρι δεν γινόταν αισθητή η θερμοκρασία όση ζέστη κι αν έκανε έξω. Είχε ένα αδιάκοπο κουραντέρι επειδή το σπίτι ήταν διαμπερές. Εκεί ήταν το μιντέρι, το αγαπημένο της πόστο. «Αχ, ωραίο το αεράκι» αναστέναζε. Της θύμιζε το χωριό. Η αγάπη της γιαγιάς για το χωριό της ήταν μεγάλη, οι διηγήσεις της γεμάτες πάθος. Το χωριό, το έχω γνωρίσει μέσα από την ψυχή της. Για εκείνη ήταν ένα μέρος από την ζωή της, ένα κεφάλαιο από τα όνειρά της, για μένα ένα κομμάτι που θέλω να αγκαλιάσω. Δεν το έχω επισκεφτεί, πάντα όμως ήθελα να γράψω κάτι γι’αυτό. Ίσως γιατί, όταν στο δημοτικό ο δάσκαλος, μάς έβαλε έκθεση με θέμα: "Εκδρομή στο χωριό μου", η στεναχώρια μου ήταν απερίγραπτη. «Αφού δεν έχω χωριό "μου", πως να περιγράψω χωρίς να έχω δει, ένα χωριό "μου";» ρώτησα τη γιαγιά. «Θέλεις να μάθεις πως λεγόταν το χωριό που μεγάλωσα εγώ; Τσεγκέλκιοϊ» είπε γλυκά. Αυθόρμητα ρώτησα: «Τσεγκέλκιοϊ; Τι όνομα και αυτό! Τι πάει να πει, γιαγιά;». «Çengel στα τούρκικα πάει να πει άγκιστρο. Το’παν Αγκυροχώρι, το’παν Αγγελοχώρι, μα το’παν και Αγγουροχώρι, λες να’ταν από τα φημιστά μικρά αγγουράκια που έβγαζε το χωριό και γίνονταν ανάρπαστα στις αγορές της Πόλης;» και γελούσε με το ύφος απορίας που πιθανόν είχα στο πρόσωπο. «Άκου λοιπόν, θα σου πω την ιστορία του. Εκεί που η Ασία τελειώνει και εκεί που αρχίζει να διαγράφεται η Ευρώπη, στις ανατολικές παραλίες του Βοσπόρου, 10
υπάρχει ένα γραφικό χωριό, όμορφο, πνιγμένο στο πράσινο από τα πολλά δέντρα και την πλούσια βλάστηση, με καθάριο ειρηνικό ουρανό, με εκκλησίες και αγιάσματα. Υπάρχει ακόμη και σήμερα η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Χρυσοκεράμου), μεγάλη η χάρη του. Έχει χτιστεί από τα πολύ παλιά τα χρόνια (η εικόνα του Τροπαιοφόρου χρονολογείται από το 1580).
Χάρτης του Βοσπόρου του M. Barbié du Bocage, 1784 (σημειώνεται ως Protos Discos)
Μετά τον κόλπο της Στένης, είναι το Τσεγκέλκιοϊ (Πρώτος Δίσκος). Αν διασχίσεις το χωριό απ’την μιά μεριά φθάνεις στον οικισμό του Σταυρού (Μπεϊλέρμπέϊ). Απ’την άλλη άκρη, είναι το Κούλελι με την Στρατιωτική σχολή. Πίσω η οροσειρά Δάματρυς. Στα υψώματα του χωριού, το Μπουλγουρλού-νταγ (όρος Ελαιών) και το Τσακάλ-νταγ (όρος Τσακαλιών). Το χωριό διασχίζει το μικρό ποτάμι "του εργένη" όπως το έλεγαν οι παλιοί, το Μπεκιάρ-ντερέ ή το μοναχικό ποταμάκι, θα του ταίριαζε πιο πολύ. 11
Είχε μονίμως αεράκι φρέσκο, υγιεινό, οι δε πηγές έβγαζαν πόσιμο και εύγευστο νερό. Το χωριό φημιζόταν για τις πηγές γι’αυτό στο τόπο χτίστηκαν ναοί, μοναστήρια και αγιάσματα. Ότι είναι για την Ελλάδα τα εξωκλήσια είναι τα αγιάσματα στη Πόλη. Είχε μια κατάφυτη κοιλάδα, μαγεία σκέτη. Οι πηγές με γάργαρα νερά, αμέτρητες και τα γύρω βουνά αρωματισμένα. Τα λοφάκια, καλύπτονταν με ίσκιο από πλατάνια, σφενδάμια, αγριοκαστανιές, φτέρες και με ευχάριστες ευωδιές από λευκάκανθους, μέντες, φλισκούνι, ρίγανη, ίριδες, κυκλάμινα, μέλισσες, σαλκίμια και ρείκια. Το κατοικούσαν Έλληνες και Τούρκοι. Ένα χωριό με ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων και την εποχή του Βυζαντίου».
Δεν ήταν μόνο οι τιτλούχοι Χριστιανοί που μόνιμα διέμεναν στο Τσεγκέλκιοϊ, ήταν και οι Σουλτάνοι της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλες οι ακτές ήταν άλλωστε ιδιοκτησίες των Σουλτάνων. Την εποχή του Σελίμ Γ΄, όταν ανακλήθηκε η απαγορευτική διαταγή σε ξένους υπηκόους να κατοικούν στα Βιθυνικά παράλια, προστέθηκαν και οι Ευρωπαίοι. Εύποροι, ευγενείς και πρέσβεις συναθροίζονταν στα όμορφα παράλια του Βοσπόρου. Το Τσεγκέλκιοϊ αποκτά αίγλη και φήμη και γίνεται κέντρο παραθερισμού. Απ’την εποχή του Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄ (1696), ο Αχμέτ Γ΄, ο Αμπτουλμετζίτ, ο Μαχμούτ Β΄, ο Μουράτ Δ΄ μέχρι κι ο τελευταίος σουλτάνος ο Βαχντεττίν (1922) έχουν στο μικρό χωριό τα θερινά τους ανάκτορα. 12
Πολλές από τις αφηγήσεις της γιαγιάς για το σαράϊ του Σουλτάνου ή για το παλάτι του Πασά, δεν διέφεραν καθόλου από παραμύθι: «Χανούμισσες με ρούχα από βαρύτιμα υφάσματα του Λαχόρ, με ακριβά στολίδια από χρυσάφι, χόρευαν στους ήχους ντεφιών και ταμπουριών. Αναθυμιάσεις του λουλά από ναργκιλέδες και μυρωδιές από ακριβά αρώματα, φούντωναν κάθε φαντασία πίσω από τις κλειστές θύρες. Όσοι είχαν πρόσβαση στα παλάτια μιλούσαν για κρυφές πόρτες, μυστικά περάσματα, υπόγειες κρύπτες αλλά και για τεράστιες αίθουσες υποδοχής, πισίνες με μαρμάρινες κολόνες, σεντεφένια δωμάτια και κήπους με αγάλματα και σπάνια είδη δέντρων».
Θέα του Τσεγκέλκιοϊ, από το Μεσάχωρο (Ορτάκιοϊ), γκραβούρα του 1850
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η φυσική ομορφιά του τόπου, χάριζε ηρεμία και δημιουργούσε κατάνυξη. Όλες οι αναφορές γι’αυτό το παραπόλι (χωριό) όχι μόνο από ιστορικούς και μελετητές αλλά και από πρεσβευτές, ευγενείς και επισκέπτες, ξεχειλίζουν από θαυμασμό και ποιητική διάθεση. 13
«Ο πορθμός του Βοσπόρου έδινε την εντύπωση ποταμού που κυλάει και ελίσσεται προς την Προποντίδα» έλεγε σαν να ζωγράφιζε. Μπορούσα να ταξιδεύω νοερά με τις περιγραφές της. Ήταν αβίαστος ο λόγος της. Μιλούσε για την ανάσα της φύσης, τα κάρπιμα δέντρα που σκαρφάλωνε, τα φρούτα που έκοβε, τα πουλιά που άκουγε. Ξεχώριζε ακόμα και τους ήχους, από μπεκάτσες, κοτσύφια, καλλιμάνια, αγριόπαπιες, ψαρόνια, νερόκοτες, πετροπέρδικες και σιταρήθρες. Παντού τριγύρω περιβόλια, λαχανόκηποι και ανθοκήπια. Ξακουστοί οι κήποι στο παλάτι του Μπεϊλέρ-μπέϊ. Πολύτιμοι σπόροι είχαν έρθει από τα βάθη της Ανατολής.
Το Τσεγκέλκιοϊ, σε πρόσφατη φωτογραφία
Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μετά από μια φθινοπωρινή βροχούλα την έκανε να μιλά ώρες για το χωριό. Της το θύμιζε. Έλεγε πως «το χώμα εκεί ήταν αλλιώτικο, πρόσφορο, το έδαφος γόνιμο. Έβλεπες πράσινο, πράσινο παντού», επέμενε. 14
Κερασιές, φραουλιές, δαμασκηνιές, κυδωνιές, χουρμαδιές και συκιές ευδοκιμούσαν στο πλούσιο σε λίπασμα έδαφος. Υπήρχαν 9 είδη ροδιάς που ανάλογα τη γεύση είχαν και ονομασία: ανθοροδιά, γλυκοροδιά, ροδοσίροπο, κοντοροδιά κ.α. «Άμα ρωτούσες για εκλεκτό κρασί, όλοι γνώριζαν τους φημιστούς αμπελώνες του Τσεγκέλκιοϊ. Ήξεραν μάλιστα τ’αμπέλι με τ’όνομα του ιδιοκτήτη, ήταν της Ξένης, του Καράμπαμπα, του Γαβρίλη, της Κατίγκος και πόσα άλλα. Τα καπηλειά τότε, ήταν πάνω από 20. Στου Βουτσά, σύχναζαν οι καλοφαγάδες. Ως το πρωί, η διασκέδαση με συνοδεία μαντολινάτας». Οι κατάλληλες πεδινές και ελαφρώς επικλινείς εκτάσεις με αμμοαργιλώδη κόκκινα χώματα, τα λεγόμενα αμπελοχώματα, συνδέονται με την ιστορία του Τσεγκέλκιοϊ από τον 11ο αιώνα. Οι μοναχοί της Μονής του Αγγέλου, έφτιαχναν κρασί που το τιμούσε μέχρι και ο Μιχαήλ Ψελλός. Δυστυχώς, το 1935 η φυλλοξήρα κατέστρεψε τους αμπελώνες. Τα μόνα που άντεξαν και απέμειναν να καλλιεργούνται ήταν τα αγγουράκια ή αλλιώς "δροσερά" όπως τα λέγαν οι πολίτες. Τα "ρούσικα", είναι μια ποικιλία μικρών αγγουριών που έμειναν γνωστά και με το όνομα "Τσεγκέλκιοϊ μπαντεμί". Η τοποθεσία του χωριού είναι μεσημβρινή, ο προσανατολισμός του είναι νοτιο-νοτιοανατολικός. Το κλίμα είναι ήπιο Βοσπορινό. Οι πολλές βροχές καθιστούν εύυδρο τον Βόσπορο και ευυδρότερο το Τσεγκέλκιοϊ. Χειμώνες υποφερτοί έως παγεροί, αλλά τα καλοκαίρια ένα μόνιμο αεράκι δροσίζει 15
και ξεκουράζει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της Πόλης. Σε διάφορες περιόδους αυτό το ασιατικό προάστιο του Βοσπόρου έχει αυξημένο πληθυσμό και είναι πολυκατοικημένο. Εκτός απ’το καλό κλίμα, στην άνθηση του χωριού συνέβαλε η τακτική συγκοινωνία που είχε με την Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη βάρκα που κάνει το συγκοινωνιακό δρομολόγιο στο Τσεγκέλκιοϊ αναφέρεται το 1826. Τα πρώτα μηχανοκίνητα καράβια με τα υψηλά φουγάρα και τα πολυθόρυβα τσέρκια (τροχοί) ανήκουν στους Σουλτάνους και εξυπηρετούν την αυλή και τα χαρέμια. Τα τσαρκλίδικα πλεούμενα είναι στρωμένα με χαλιά, με πολυτελή σαλόνια και με κρυστάλλινους πολυέλαιους. Λόγω της ζήτησης του κόσμου, η πρώτη ατμοπλοϊκή επιχείρηση αποκτά γρήγορα κέρδη και παραγγέλνει κι άλλα "αραμπά-βαπόρ". Κάτοικοι, εργαζόμενοι και επισκέπτες, εξυπηρετούνται στην αρχή με μικρά πλοία και μετά με μεγαλύτερα που μεταφέρουν ως και 1000 επιβάτες.
16
Η σκάλα (iskele)
Η γιαγιά συνέχιζε: «όποιος ερχόταν και όποιος έφευγε, εις την σκάλα θα πατούσε. Μην κοιτάς τώρα που φτιάχτηκαν γέφυρες και πάνε και έρχονται με κούρσα. Από τη σκάλα (αποβάθρα) παίρναμε το Süreyya να πάμε στα μπεζεστένια (κλειστές αγορές) και στα χαμάμια της Πόλης. Να’βλεπες το χωριό! Το τοπίο, τι ομορφιά! Γραφικοί "καγικχανάδες" (θολωτές εσοχές σπιτιών που προστάτευαν βάρκες), και αρχοντικά "γιαλιά" καθρεπτίζονταν κοκέτικα στα καθαρά νερά. Όλα σχεδόν τα γιαλιά ήταν Ελληνικά. Του Πάντσου, του Ισάκου, του Καλαντζή, του Κάλφα, πιο εκεί του Ανδρέα Καλπακτσή. Το σημείο που οι βάρκες παλιά, φόρτωναν για να πάνε τα προϊόντα του χωριού στα παζάρια, λεγόταν χαμαλόσκαλα. Εκεί ήταν το γιαλί του ΧατζήΙορδάνη Παυλίδη, πλούσιου και ξακουστού ξυλέμπορα. Οι γιοί του, Δωρόθεος και Παύλος Παυλίδης εγκατέλειψαν τούτο τ’αρχοντικό. 17
Οι δύο φωτογραφίες απέχουν μεταξύ τους χρονικά πάνω από μισό αιώνα. Το σημείο που στάθηκαν οι δημιουργοί τους είναι το ίδιο: η σκάλα (iskele) δηλ. η βαπορόσκαλα. Στη κάτω φωτογραφία ξεχωρίζει πλήρως ανακαινισμένο το "γιαλί" του Χατζή-Ιορδάνη Παυλίδη, όμως το κτίσμα πλέον είναι τουρκικής ιδιοκτησίας.
Ποιόν να σε πρωτοπώ. Τον αλευρέμπορα Θωμά Καλούδη, τον λαδέμπορα Νικόλα Παπαδόπουλο, τους Εθνοπουλέους με την σοκολατοποιία, τους ευεργέτες Λιάρους και Χατζοπουλέους, το καζίνο στου Χατζόγλου που είχε και μπιλιάρδο όπου μαζεύονταν οι αριστοκράτες και οι προύχοντες, τον εκδότη Αναστασιάδη με το "Βούρδουλα" (περιοδικό της Πόλης). Ένα σε λέω και εσύ, θα καταλάβεις. 18
Τεράστιες περιουσίες κι όλες ελληνικές. Αχ! οι καιροί άλλαξαν κι ένα ένα τα αρχοντικά ήρθαν στα χέρια οθωμανών προκρίτων. Κάποιος άγραφος νόμος από το 18ο αιώνα καθιέρωσε τα ελληνικά να βάφονται γκρίζα ενώ τα άλλα άσπρα ή πράσινα. Γκρίζο ήταν το γιαλί των αδελφών Σουτζουκτσή, το διπλανό ανήκε στην κυρία Λίζα. Ήταν και το αρχοντικό της Αμίας Βασιλικής, όπου με ½ γρόσι, τα κορίτσια στο καιρό μου, για να μην εκθέσουν τα κάλλη τους δημόσια, περιορίζονταν στο κήπο του αρχοντικού και κολυμπούσαν εκεί τα καλοκαίρια. Μετά ήταν ο ακάλυπτος χώρος που τον λέγανε νυμφοπάζαρο, γιατί εκεί μαζεύονταν οι παρέες με τα κορίτσια και έριχναν τις φευγαλέες τους ματιές στον παραπέρα χώρο που σύχναζαν τα αγόρια και ονομαζόταν γαμπροπάζαρο, πώς αλλιώς; Δίπλα στο κτήμα αυτό, βρισκόταν το θερινό σινεμά του χωριού και πριν γίνει αυτό υπήρχε με το όνομα "Γιλντίζ-παρκ" ένα θερινό κέντρο όπου έπαιζαν ελληνική μουσική. Λίγο πιο πέρα, τα καρβουνάδικα συνόρευαν με το εργοστάσιο παραγωγής ούζου "raki fabrikasi" όπως το αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Ανέδυε έντονα την οσμή του γλυκάνισου και δημιουργούσε μεθυστική ατμόσφαιρα. Ιδιοκτήτης ήταν ο Κοντίδης, γνωστή φίρμα ρακιού τότε. Κι αυτό πήγε στα ξένα χέρια. Αχ, το χωριό είχε μέρη για περίπατο, σκιερά υψώματα με θαυμάσια θέα. Από τον πράσινο εξώστη του, με μια ματιά έβλεπες απέναντι την Ξυροκρίνη (Κουρουτσεσμές) και τον Άϊ Δημήτρη, το Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) με τον 19
βυζαντινό Ναό των Ταξιαρχών και τον Προφήτη Ηλία και με λίγη φαντασία διακρίνονταν τα ελληνικά χωριά, όλα ως τον Βαθυρύακα (Μπουγιούκ-ντερέ)». Σαν παλέτα πολύχρωμη ήταν τα λόγια της, για τις γραφικές γειτονιές: «οι Τουρκάλες με τα γιασμάκια τους, μαλώνανε ποια θα πρωτοκαλέσει την Ελληνίδα γειτόνισσα. Ήταν τιμή τους να πιει καφέ ή τσάι και να βρεθεί στο σπίτι τους, μια Ελληνίδα. Στο Μπεκιάρ-ντερέ ήταν η έπαυλη της Τζενανού. Όλοι την πίστευαν για Ελληνίδα, φορούσε πάντα μαλαματένια στολίδια και ρούχα ακριβά και κάθε Παρασκευή έκανε το "ναμάζι" (προσευχή) της. Έκανε αγαθοεργίες, συμπαθούσε τους Ρωμιούς και αφού πέθανε μάθαμε πως ήταν Τουρκάλα, το όνομά της ήταν Nadire. Η κεντρική συνοικία ήταν πολυάριθμη και πολυσύχναστη, γιατί όλοι κατέβαιναν στο παζάρι, δηλαδή στη κεντρική αγορά του χωριού. Ο Νάνος ο Αγγελίδης είχε στο κέντρο του χωριού το περίφημο καπηλειό για τους κρασοπατέρες. Εκεί σύχναζε ο γραφικός του χωριού, ο Βαλιάνος ο αθυρόστομος και κωμικός, εμάς τα παιδιά, μας έδιωχναν μακριά να μην ακούμε. Μέσα στο περίβολο του ναού του Αγίου Γεωργίου, ήταν το σχολείο όπου είχαν διαμορφώσει και ένα χώρο για να μένει ο μουχτάρης (κοινοτάρχης) ο Χριστίδης. Πιο κει, ήταν ο Θανάσης και η Ειρήνη Παπαγιάννη με τα τρία παιδιά τους, τον Αντώνη, την Άννα και την Ιφιγένεια, Φιφίκα την φωνάζαμε. Ήταν και ο Παντελής ο μπαρμπέρης, ήταν τα αδέλφια 20
Καλφόπουλου, ο Αλέκος, η Κατίνα η μοδίστρα, η Πιπίκα και η Αθηνά. Κάπου εκεί είχε το ιατρείο της, η Ελένη Καρκάσογλου, η παιδίατρος. Ήταν ο Σταύρος Βουτυράς με τις αδελφές του, Φωτίκα και Ντόμνα. Ήταν ο αγιογράφος Νίκος Παλαιόπουλος, ο Ιερέας Αντώνης Καραγιαννίδης με την κόρη του την Έφη, ήταν το πατρικό των Χριστίδιδων με τους τρεις γιούς, τον Κώστα, τον Χρήστο τον φαρμακοποιό και τον Βύρωνα. Ο Στράτος και η Θεανώ Αλεξανδρίδη είχαν ζαχαροπλαστείο στο Σίρκετζι (ξυδάδικα). Μετά ήταν το σπίτι του Φίλιππα και της Μαρίκας της Καμπουρίτσας. Ήταν εκεί το μαγαζί του Ηλία Τσαλίκη του Σόμπατζη (υδραυλικός). Μετά ήταν το σπίτι του Σπύρου Κόλλια του αυγουλά». Τα εσνάφια (επιτηδευματίες) παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία. Γουναράδες, πετράδες, καρβωναραίοι, κηπουροί. Λόγω των απέραντων εκτάσεων και της υφής του εδάφους, τα κηπευτικά και ανθοκομικά προϊόντα του χωριού γίνονταν περιζήτητα και με τα καραβάκια μεταφέρονταν γρήγορα και σε μεγάλες ποσότητες στις αγορές. Οι λουλουδάδες καμάρωναν για τα περίφημα κλαγιόρ, τα μεγάλα χρυσάνθεμα και τα τριαντάφυλλα, όλων των χρωμάτων. Αραμπατζήδες, χαμάληδες, τελάληδες, γυρολόγοι, πεταλωτήδες, γανωματήδες, καϊκτσήδες, πρόσθεταν τους δικούς τους, ξεχωριστούς ήχους, στο πλάνο της καθημερινής ζωής. Ο πραματευτής στις γειτονιές με φορτωμένο το γαϊδουράκι, διαλαλούσε την πραμάτεια του, παινεύοντας την άλφα-άλφα 21
ποιότητα των προϊόντων του, μπάμιες και φρέσκα αυγά: «μπάμια ντα μπάμια, τα ζε γιουμουρτά». Τα πιτσιρίκια ολόγυρά του, ζητούσαν να τραγουδήσει ξανά το ίδιο στιχάκι αλλά να πιάσει τον τόνο λίγο πιο γλυκά και πιο υψίφωνα «άζαζικ τάτατλι». Αυτό επαναλαμβανόταν ώσπου πια η φωνή του πραματευτή ακουγόταν σαν σοπράνο ή μήπως πρέπει να πω σαν καστράτο. Τότε αντιλαμβανόταν ότι τα πιτσιρίκια τον πείραζαν. Έπειτα τα κυνηγούσε να τα πιάσει, δήθεν να τα τιμωρήσει. Εκείνα κρύβονταν και φτου και απ’την αρχή το ίδιο παιχνίδι την επόμενη μέρα πάλι. Ξανά και ξανά. Παιχνίδι της εποχής της γιαγιάς μου. Έλεγε: «από παιδιά, τι περιμένεις; μας φαινόταν αστείο και σκάναμε στα γέλια». Μου έμαθε κι άλλα τούρκικα, γιατί ήξερε, μιλούσε αρκετά καλά και καταλάβαινε. Όπως: «τέντζερε γιουβαρλαντί καπαγί βουρντού», δηλαδή κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Άλλη τούρκικη παροιμία λέει κάπως έτσι στη γλώσσα τους: «ντουγρού γιολντά σασιρμά». Δηλαδή στον ίσιο δρόμο μην σαστίζεις. Ντουγρού σημαίνει όλο ευθεία. «Αυτός είναι ναμικιόρης», «η γάτα σου είναι πολύ σουρτούκο», «άστον αυτόν τον ζεβζέκη», «α, τον τζαναμπέτη», «μην την συνερίζεσαι την κακαμίγκα», «άντε σαλόζ μπερεκέτ», «μπα, πανάθεμά τον, τον αφορτζή (τζαμπατζή)» ήταν μερικές εκφράσεις της. Έλεγε επίσης, πως τα Ρωμνάκια (τα μικρά Χριστιανόπουλα) είχαν δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Αν ήθελαν να δείξουν άρνηση, 22
έγερναν το κεφάλι προς τα πίσω και ταυτόχρονα πλατάγιζαν την γλώσσα τους ανάμεσα στα μπροστινά δόντια παράγοντας προς τα μέσα τον ήχο "ντς". Όταν ήθελαν να δείξουν πείσμα χτυπούσαν με το ένα χέρι σαν γροθιά το άλλο χέρι στην παλάμη. Κι αν ήθελαν να δείξουν ικανοποίηση είτε για θετικό λόγο π.χ. για ένα ωραίο κομμάτι γλυκό, είτε για αρνητικό λόγο π.χ. για κάποιο μη φιλικό τους πρόσωπο που προφανώς βίωνε κάποιο πάθημα αντί να πουν "καλά να πάθει", ένωναν τα ακροδάκτυλα του ενός χεριού και το κατέβαζαν στο ύψος της κοιλιάς ενώ ταυτόχρονα σούφρωναν ελαφρά τα χείλη τους. Τα παιδιά έκαναν με προθυμία όλα τα θελήματα για τους μεγάλους, αλλά έκαναν και τις ζουζουνιές τους. Η μονοτονία τους, έσπαγε με την δυνατή φωνή του μουεζίνη. Το κάλεσμά του για προσευχή από τον μιναρέ, γινόταν πέντε φορές την ημέρα. Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι μουεζίνιδες ήταν οι πιο καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι. Ήταν μια συνεχής επίδειξη της δεξιότητας της καλλιφωνίας τους αλλά και ένας αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου κάθε καλού μουσουλμάνου που έπρεπε, όπου κι αν βρισκόταν ότι κι αν έκανε να το σταματήσει για να προσευχηθεί. Διαφορετικά, δηλαδή αν δεν είχε δουλειά έπρεπε να επισκεφτεί το πλησιέστερο τζαμί για να προσευχηθεί εκεί, γιατί η μουσουλμανική θρησκεία αυτό το θεωρεί καλύτερο απ' το να προσεύχεται κανείς μόνος του. Το 23
μεσημέρι κάθε Παρασκευής, για την ιερότερη προσευχή, το τζαμί γέμιζε με πιστούς. Ο χώρος μέσα γυμνός δίχως εικόνες, αγάλματα, κεριά. Το δάπεδο καλυμμένο με τάπητες. Ο ιμάμης πάνω στο μινμπάρ (άμβωνας) έτοιμος για το κήρυγμα. Σύμφωνα με την τελετουργία οι πιστοί πριν την είσοδό τους στο τζαμί οφείλουν να βγάλουν τα υποδήματά τους και να πλύνουν τα πόδια τους, τα χέρια και το πρόσωπό τους, σε ειδικό χώρο έξω από το τζαμί. Μόλις τα Ρωμνάκια άκουγαν το χαρακτηριστικό "αλλαχ ου ακμπαρ", που σημαίνει "ο Θεός είναι μεγάλος" από τον μουεζίνη, συγκεντρώνονταν και παραμόνευαν. Σκανδαλιά πλανιόταν στον αέρα. Από την στιγμή που η προσευχή άρχιζε και όλοι ήταν αφοσιωμένοι με την πνευματική τους επικοινωνία με τον Αλλάχ, η επιχείρηση αστραπή έμπαινε σε εφαρμογή. Ανακάτευαν όσο πιο γρήγορα και όσο πιο πολλά ζευγάρια παπούτσια μπορούσαν. Όταν το μπλέξιμο παρουσίαζε ικανοποιητικό αποτέλεσμα, τα πιτσιρίκια σκόρπιζαν πίσω στις κρυψώνες τους. Μισοκρυμμένα πίσω από γωνιές, κολώνες, δέντρα κλπ, περίμεναν εναγωνίως για το θέαμα που ακολουθούσε. Με το τέλος της προσευχής, όλοι προσπαθούσαν να βρουν το ταίρι του ζευγαριού τους. Κάποιοι βιαστικοί έφευγαν με δυό δεξιά σανδάλια, κάποιοι έξυπνοι έφευγαν με καινούρια παπούτσια και κάποιοι κάτοχοι άτυχων ζευγαριών απλά βλαστημούσαν. «Αυτή ήταν όλη κι όλη η αθώα φάρσα μας. Δεν κλέβαμε, δεν προκαλούσαμε 24
ζημιές, ίσα ίσα βοηθούσαμε όπου μπορούσαμε». Θυμόταν τους γείτονες και φίλους Λαφαζάνιδες, τα αδέλφια Νίκο, Αλέκο, Ελένη και Θεοδοσία και τον Σουλούβαρδη με τα "γκιουγκιούμια" (μεγάλα δοχεία) γεμάτα ρυζόγαλο που το μοίραζε στα παιδιά, γιατί παιδιά δικά του δεν είχε. Θυμόταν τους κήπους του Χλιάμπου με τα εξαιρετικής ποιότητας και ξακουστά λαχανικά του και το ποτάμι που σαν φυσικό σύνορο χώριζε τους κήπους του, με αυτούς της Κατίνας και της Ανδρονίκης. Θυμόταν ονόματα όπως η Θηρεσία, η Σοφρωνία, η Φεβρωνία, η Ρωμαλέα, η Φιλομήλα, ο Βελισσάριος, ο Αριστόφρων. Καθένας με μία ιστορία, με μία χαρά, μ’ένα καημό, με μία συμφορά, μ’ένα παιδί χαμένο, μ’ένα σπίτι καμένο. Φαγητό, μαγείρευαν πάνω στη φουφού. Νερό, έφερναν με την στάμνα από την πηγή. Ξύλα, έπρεπε να έχουν μαζεμένα για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Λυχνάρι ή κερί, ήταν όλος κι όλος ο φωτισμός. Το γαϊδουράκι, το μοναδικό μέσο μεταφοράς. Στο χωριό, η ζωή δεν είχε ανέσεις. Όμως υπήρχε αλληλεγγύη και συντροφικότητα. «Στον πλακόστρωτο δρόμο του χωριού, εκεί στο κέντρο, στην πλατεία, καμάρωνε η "βρύση του Βεζύρη". Την λέγανε έτσι, γιατί την κατασκεύασε και μερίμνησε ο Βεζύρης (Γιουσούφ Ζιγιά Πασά) του Σουλτάνου (Μαχμούτ Α΄ 1750). Με ειδικούς αγωγούς έφερε το νερό από τις βουνοπλαγιές του Μπουλγουρλού. Καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ήταν να έχουμε νερό κοντά στα σπίτια μας;» με ρώταγε, να δει αν την προσέχω. 25
«Τα πιο πολλά κτίσματα ήταν ξύλινα. Η φωτιά πάντα απειλούσε. Σ’ανάγκη βοηθούσαν όλοι οι χωριανοί, κρίθηκε όμως αναγκαίο και υπήρχε άτακτη ομάδα πυροσβεστών (από το 1880).
Οι "τουλουμπατζήδες" με μάνικες κι αντλίες τρέχαν να προλάβουν το κακό. Σαν πόσα κτίσματα κάηκαν και γίναν στάχτη. Το "καρακόλι" (αστυνομικό τμήμα) ένα από αυτά. Ήταν χτισμένο από την εποχή του Αμπντουλμετζίτ (1823) από τότε είχαν εγκατασταθεί αστυφύλακες και νυκτοφύλακες στο χωριό. Ως και το σαράϊ του Σουλτάνου κάηκε, κουκουναριές, πεύκα, πάνε όλα». Οι ξύλινες παράγκες, ή "σπίτια φτιαγμένα με σάλιο", όπως χαρακτηριστικά εκείνη τα έλεγε, δίπλα στα παλάτια και στα αρχοντικά, φανέρωναν την κοινωνική αντίθεση. Οι ναοί και τα αγιάσματα από την μια, τα τζαμιά αλλά και οι δερβίσικοι τεκέδες από την άλλη, συνέθεταν την εικόνα της θρησκευτικής αντίθεσης που επικρατούσε τότε. Ωστόσο, ελεύθεροι να γιορτάζουν τις θρησκευτικές εορτές και να ξεφαντώνουν στα πανηγύρια τους οι Έλληνες πήγαιναν στα Καταλόνια (Αγίασμα). 26
Η περιοχή ήταν "βακίφι" (αφιέρωμα). Ο τόπος ανήκε ως κτήμα στην ελληνική κοινότητα, χωρίς όμως δυνατότητα διαμόρφωσης και άδεια οικοδομής. Του Άϊ Γιαννιού, άναβαν εκεί μεγάλες φωτιές για το παμπάλαιο έθιμο, του Κλήδονα. Γέλια, χοροί, γλέντι και διασκέδαση με ντούζικο, κρασί και μεζεδάκια ολονυκτίς. Κοντά στα Καταλόνια, δέσποζε μέσα σε κτήμα ο Ναΐσκος του Αγιάσματος του Αγίου Παντελεήμονα. Στο καζίνο του Αγιάσματος διασκέδαζαν παρέες κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια, τα αιωνόβια πλατάνια. «Είναι κι ένας πλάτανος, να είχε στόμα να μιλήσει για όλα όσα έχουν δει οι 800 χρονών ρίζες του. Δέντρα σαν και αυτό θέλουν πολύ νερό. "Όπου νερό και φίλυδρο πλατάνι, όπου πηγή κι αγίασμα", όπως λέει και η λαϊκή ρήση. Το νερό ήταν ο μεγάλος πλούτος του χωριού. Όπου βρεθείς κι όπου σταθείς κι ένα αγίασμα. Στου Άϊ Παντελεήμονα, έρχονταν από παντού πλήθος οι πιστοί, οι ταμένοι και οι ασθενείς. Έτσι βγήκε το σλόγκαν "κουτσοί στραβοί στον Άϊ Παντελεήμονα". Ήταν το αγίασμα της Αναλήψεως, των Αγίων Θεοδώρων ανάμεσα σε Τσεγκέλκιοϊ και σε Βανίκιοϊ, του Αγίου Αντωνίου πίσω απ’το σαράϊ που είχε κρύπτη, κατέβαιναν δύο σκαλοπάτια. Αχ, και πόσα ακόμα, τα ρήμαξαν όλα. Τίποτα δεν άφησαν όρθιο» σταματούσε απότομα. «Γιατί το χωριό είχε πολλά ονόματα; Γιατί το είπαν και Αρπάγης χωρίον;» ρωτούσα. «Γιατί απ’τα πολύ παλιά τα χρόνια θέλαν πολλοί να κυριεύσουν τα μέρη μας» συμπλήρωνε πάντα ένας αναστεναγμός. 27
Παρέα Τσεγκελκιωτών, η γιαγιά Αλεξάνδρα δίπλα στο πατέρα της, Στέφανο (δεξιά), μπροστά η θεία Χαρίκλεια, αριστερά η θεία Αρκαδία και πίσω η Κορνηλία Γαλανού. Σημείωση της καρτολίνας: 17.6.1931 Ενθύμιον Αναλήψεως επάνω στο Ναμάζ Χιάχι.
Οι προφορικές λεπτομέρειες, έχτιζαν στο μυαλό μου κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι, κάθε πόρτα. Παρόλα αυτά, πάντα έλειπε μια εικόνα. Φωτογραφία δεν υπήρχε καμιά που να απεικονίζει όλα όσα άκουγα από την γιαγιά. Ξαφνιάστηκα όταν μου έδειξε μία, αλλά με όλο παράπονο και νοσταλγία στα μάτια της, μου είπε: «δεν είναι αυτό το χωριό μου, όμως μοιάζει, μου το θυμίζει, γι’αυτό την κρατώ».
28
Με αφορμή τούτο το αφιέρωμα για την γιαγιά, ψάχνοντας με λαχτάρα μια εικόνα του τόπου αλλά και το θέμα της ονομασίας του, η έκπληξη ήταν τεράστια όταν διαπίστωσα πως το μονοπάτι του, στη ροή των αιώνων, περπάτησαν πολλοί ιστορικοί, περιηγητές, μελετητές, έλληνες και ξένοι. Ένα απόσπασμα αναφέρει χαρακτηριστικά «το χωρίον διαχρονικώς, ποικίλας εγνώρισεν ονομασίας, όπως: Πρώτος Δίσκος, Τα Μετανοίας, Τα Σοφιανά, Συγκέλου χώρα, Αγκυροχώριον, Χρυσοκέραμος». Οι τοπωνυμικές αλλαγές, συνέτειναν στη διαιώνιση του Τσεγκέλκιοϊ που είναι ένα απ’τα 40 χωριά του Βοσπόρου. Όσο για την ονομασία του, όπως και άλλων χωριών (Θεραπειά-Tarabya, Στένη-Istinye, Σκούταρι-Uskudar) είναι καθαρά ελληνική. Ο Βοός Πόρος, αυτό το πέρασμα στρατηγικής σημασίας, που το επέλασαν πολλοί λαοί (Πέρσες, Άραβες, Σταυροφόροι κ.α.), το γεωλογικό φαινόμενο με τους απρόσμενους ελιγμούς, τα δυνατά ρεύματα και τις ατέλειωτες ιστορίες για ναυάγια, αυτός ο υδάτινος άξονας μήκους 28.540 μ., από τα βάθη των αιώνων, έχει ιστορία ελληνική. Το 497 π.Χ. ο Στράβων, ο αρχαίος ιστορικός μας, επιβεβαιώνει το ελληνικό δαιμόνιο και αναφέρει πως στο Βόσπορο οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία και επιβάλλουν φόρο σε διερχόμενα πλοία. «Εκέκτηντο πλοία» και εισέπρατταν τη "δεκάτη". Ο φόρος δηλαδή αντιστοιχούσε στην αξία του ενός δεκάτου του φορτίου του διερχόμενου πλοίου. Το 416 π.Χ. ο Διόδωρος αναφέρει πως τα μικρά πολίσματα (χωριά) 29
Βόσπορος, το πιο στενό σημείο, το Ρούμελι-Χισάρ, γνωστό και ως Ρεύμα του Διαβόλου
του Βοσπόρου είναι πολύ καλά οργανωμένα. Το 411 π.Χ. ο Αλκιβιάδης με στόλο και στρατό αποκατέστησε πλήρως το κράτος των Αθηνών επί του Ελλησπόντου, της Προποντίδος και του Βοσπόρου και το 323 π.Χ. επί Λυσιμάχου οι Ελληνικές πόλεις της Θράκης, του Εύξεινου Πόντου και του Βοσπόρου ευημερούσαν, γιατί διακρίνονταν από την ιδιοφυΐα των κατοίκων τους που απεκόμιζαν μέσω του επικερδούς εμπορίου άνετη κι άκοπη διαβίωση. Η ιστορία του Βοσπόρου συνεχίζει να γεμίζει τόμους. Πέρσες, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι, Μακεδόνες, Γαλάτες και Ρωμαίοι κυριάρχησαν ο ένας μετά τον άλλον. Στόχος πάντα ήταν ο Βόσπορος, τα τελωνειακά και τα ναυτιλιακά δικαιώματα που πλήρωναν τα διερχόμενα πλοία.
Το 2ο αιώνα μ.Χ. το χωριό βαπτίζεται πρώτη φορά και αποκτά το όνομα "Πρώτος Δίσκος" από τον ιστορικό Διονύσιο Βυζάντιο στο μνημειώδες έργο ο "Ανάπλους του Βοσπόρου". Τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα οικοδομούν τη Μονή Μετανοίας (επάνω σε ερείπια αρχαίου ελληνικού ναού). Το χωριό λέγεται τώρα "Τα Μετανοίας". 30
Η επόμενη αυτοκράτειρα Σοφία, επιθυμώντας να αποκτήσει περισσότερη δόξα και δημοτικότητα από την θεία της, χτίζει παλάτι στο χωριό και το μετονομάζει σε "Σοφιανά" με αυτοκρατορική διαταγή του Ιουστίνου. Στους επόμενους δύο αιώνες (865-1043) έξι φορές, οι Ρώσοι απέτυχαν μεν να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη, όμως κατέστρεψαν τα παράλια χωριά του Βοσπόρου που ήταν απροστάτευτα και δίχως αμυντική ικανότητα. Εν καιρώ μαχών Οθωμανών και Βυζαντινών αναφέρεται πως το 970 μ.Χ. το χωριό λεηλατήθηκε. Η νέα ονομασία είναι "Τσεγκέλ", δηλαδή άγκιστρο. Άραγε τουρκική ή παραφθορά ελληνικής λέξης; Ένα θλιβερό και διαπιστωμένο γεγονός από μελετητές και αρχαιολόγους είναι πως ενώ στην περιοχή υπήρχαν μνημεία αρχαία και είχαν χτιστεί ένα σωρό μοναστήρια, βυζαντινοί ναοί και παλάτια, πλέον δεν έχει απομείνει τίποτα. Ο ναός της μονής του Σταυρού (μετά τον 17ο αιώνα εμφανίζεται η ονομασία Μπεϊλέρ Μπεϊ), οι ναοί των Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο ναός της Παναγίας ή Θεοτόκου, η Μονή Μετανοούντων άφησαν μόνο την σκιά τους να πλανιέται στις περιγραφές των 31
ιστορικών και στις πολύτιμες πηγές των βυζαντινών κειμένων. Σύμφωνα με αυτές ο Αρχάγγελος ήταν προστάτης του Στενού και είχαν κτιστεί τέσσερις αντικριστοί ναοί, δύο στην Ευρωπαϊκή ακτή στο Ρούμελι-Καβάκ και στο Μέγα Ρεύμα και δύο στο Ανατόλ-Καβάκ και στο Τσεγκέλκιοϊ. Απ’το 612 μ.Χ. η Μονή "του Αγγέλου", σφραγίζει την ύπαρξή της στο χωριό, δίνοντάς του, ταυτότητα και όνομα: "Τα εις Αγγέλου". Αρχαία υδραγωγεία, τάφοι, κίονες, επιτύμβιες πλάκες που βρέθηκαν σε ανασκαφές αλλά και πλήθος αναφορών και περιγραφών από ιστορικούς συνηγορούν πως ο μεγαλοπρεπής ναός του Αρχαγγέλου, (κτίσμα του Ιουστινιανού 527-565 μ.Χ.) ήταν εκεί. Οι πιστοί βλέποντας τον επιβλητικό ναό θα λέγανε: «να, Τα ειΣ Αγγέλου». Έτσι, έμεινε στο χωριό το όνομα με την σκιά του Αγγέλου. Γιατί μόνο σκιές και καθόλου ίχνη; Υπάρχει εξήγηση. Οι χρυσοί ναοί και τα παλάτια των βυζαντινών χρόνων έδιναν στόχο σε λεηλασίες και σε ληστρικές επιθέσεις Περσών, Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων, Ρώσων, Αράβων, Λατίνων και πόσων άλλων λαών. Πηγαία νερά, κτίσματα από λευκά μάρμαρα, πελεκημένες πέτρες και κίονες, αποτελούσαν τα καλύτερα δομικά υλικά για τα ανάκτορα και τα τζαμιά των Οθωμανών. Η ευκολία της πρόσβασης σε αυτά και η ανύπαρκτη φύλαξη των ιστορικών μνημείων, ολοκλήρωναν με συνοπτικές διαδικασίες την απαλλοτρίωση της παγκόσμιας κληρονομιάς και της ιστορικής μνήμης. 32
Το 1204 όταν η Πόλη καταλήφθηκε από Λατίνους, οι κληρικοί και οι μοναχοί εγκατέλειψαν τις μονές και κατέφυγαν στον Πόντο, στον Ελλήσποντο και σε άλλα μέρη όπως της Βιθυνίας. Αμέσως μετά την Άλωση το 1453, τουρκοποιούνται όλα. Επίσημα ο τόπος λέγεται Τσεγκέλκιοϊ, πλέον. Τσεγκέλ από Τα εις Αγγέλου και κατάληξη -κιοϊ που συνηθίζεται για τα χωριά. Η ονομασία "Χρυσοκέραμος" (17ο αι. μΧ) προήλθε από τα χρυσοπράσινα κεραμίδια του Αγ. Γεωργίου, ναός παμπάλαιος με βυζαντινά σύμβολα, ελληνιστικά ανάγλυφα και ρωμαϊκές επιγραφές. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής εντυπωσιάστηκε απ’τα χρυσά κεραμίδια του ναού και το αποκάλεσε "Τσεγκιάρ Καριγεσί" δηλαδή χρυσοπράσινο χωριό. Η μετάφραση της τουρκικής δηλαδή Αγκιστροχώρι δεν επικράτησε ως επίσημη ονομασία. Παρόλο που με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν πολλοί, η καρδιά του χωριού ήταν ακόμα ελληνική. Όσοι έμειναν έζησαν τα Σεπτεμβριανά (7-9-1955), τα εφιαλτικά γεγονότα που ανάγκασαν σε διωγμό τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Βανδαλισμοί, καταστροφές σε καταστήματα, σπίτια, εκκλησίες, και σχολεία, από οργανωμένες συμμορίες φόβισαν και τραυμάτισαν κάθε ρωμέικη ψυχή. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική και στο Τσεγκέλκιοϊ. Όταν τα νέα έφτασαν στην Αθήνα, η γιαγιά καταρρακώθηκε. Κατάλαβε πως το χωριό δεν ήταν πια το ίδιο. Στη μνήμη της σφράγισε εικόνες της κάθε συνοικίας όσο πιο καλά μπορούσε. Αυτές έμειναν η παρηγοριά της. Οι οδηγίες της ήταν σαφείς: 33
Σε σχέδιο οι συνοικίες του Τσεγκέλκιοϊ: Βρόχθοι, Κουλάς, Κέντρο, Αγίασμα, Μπακιρτζίδικα, Γενί Μαχαλάς, Χαβουζμπασί, Μπεκιάρ-ντερέ και Σταυρός
«Ο δρόμος απ’το τζαμί Kerime Hatun και προς τ’αριστερά φέρει τ’όνομα Μπακιρτζί-μπασί σοκάκ, οδός Αρχιχαλκουργού, δηλαδή. Η συνοικία ονομάστηκε "Μπακιρτζίδικα" γιατί ήταν η γειτονιά των μπακιρτζίδων. Έμεναν οι εύποροι και προνομιούχοι τεχνίτες των πασάδων.
Το Κεριμέ-Χατούν τζαμί, αρχή της ανηφόρας Bakircibaşi sokak για τα Μπακιρτζίδικα 34
Δεξιά όπως αρχίζει ο δρόμος στέκει το αρχοντικό του Κώτσου και της Άννας Χρηστίδη με τον μεγάλο του κήπο. Απέναντι στην έπαυλη αυτή ήταν το αρχοντικό της Πωλίνας Ζουμπούλη. Λίγο παρά πέρα βρισκόταν το παλιό αρχοντικό του Μπέλλου. Όσο ο δρόμος φθάνει στο δαφνοδάσος τα σπίτια αραιώνουν. Εδώ κάνει την παρουσία της, η δάφνη που αποτελούσε απέραντο δάσος». Ήταν ξακουστοί οι "δαφνώνες" του Τσεγκέλκιοϊ που ευωδίαζαν, έτερπαν για ρομαντικούς περιπάτους αλλά και χρησίμευαν στις νοικοκυρές. Η γιαγιά από εκεί έκοβε δαφνόφυλλα για να νοστιμίσει το φαγητό της. «Μέσα στις δάφνες βρισκόταν η έπαυλη του εμπόρου σπόρων Αργυριάδη. Εκεί κατοικούσε και η οικογένεια του Παρσέκ Κάκτους και της Εριφύλης με τα τέσσερα παιδιά τους την Μαρίκα, τον Δημητρό, τον Αλέκο και την Αθανασία». Η Εριφύλη, έγινε η νονά που βάπτισε την Φωτεινή, την πρώτη κόρη της γιαγιάς Αλεξάνδρας. «Γείτονες προς το τέλος του δρόμου στο μοναχικό αρχοντικό, ήταν η οικογένεια Κωνσταντίνου και Ζωίτσας Ντολαπτσή (Όζκοτς) με τους γιούς τους Σωκράτη και Γιάννη. Το τελευταίο σπίτι ήταν το ξύλινο οίκημα του Πιαλόγλου. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ξύλινα, κάπου εκεί ήταν και το σπίτι της Άννας Μαζαράκη, αχ, η δύστυχη, στάχτη έγινε το σπίτι της, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες όλων. Απέναντι ήταν το πατρικό του Τέρπανδρου Μαρίνου του δικηγόρου και τέλος ήταν το σπίτι του Χρήστου και της Ευφημίας Μιχαηλίδη. 35
Από εκεί και πέρα, ο δρόμος οδηγεί προς τα οθωμανικά κοιμητήρια. Η δεξιά πλευρά του δρόμου είχε σπίτια με κήπους και μεγάλους ελεύθερους χώρους. Υπάρχει το οίκημα του τραπεζίτη Χαραλαμπίδη, που μέσα στο κήπο υπήρχε ένα ιδιόκτητο εκκλησάκι με το όνομα Άγιος Χαράλαμπος, σωζόταν μέχρι το 1920. Το διπλανό ξύλινο σπίτι ανήκε στη Θεανώ Μπάσου. Μετά το σπίτι της Μπάσου ήταν το αρχοντικό της οικογένειας Κρυωνά με τις δύο κόρες, την Μαρίκα και την Χρυσή με τον σύζυγό της και δάσκαλό μας Γιώργο Παπαδόπουλο». Αυτό το σπίτι έμελε να γίνει το σπιτικό της. Ο Δημητρός Ασίκογλου με καταγωγή από τον Τσεκμετζέ της Πόλης, ο παππούς της γιαγιάς μου και προ-προπαππούς μου, ήταν μάστορας, χτίστης, καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος αγαπητός σε όλους. Όταν η οικογένεια του Κρυωνά, θα έφευγε από το χωριό, επιθυμούσε το σπίτι να παραμείνει σε χέρια ελληνικά. Γνώριζαν τον Δημητρό, γιατί έκανε επισκευές και κάθε είδους μερεμέτια στο σπίτι, μ’άλλα λόγια, ήταν έμπιστός τους. Έτσι, ο Δημητρός το αγόρασε για λογαριασμό του γαμπρού του, Στέφανου. Ο λόγος ήταν ότι ο Στέφανος Γαλανός παντρεμένος με την κόρη του Δημητρού, την Κορνηλία είχαν ήδη επτά παιδιά, αλλά σπίτι δικό τους δεν είχαν. Τα μισά παιδιά έμεναν με την γιαγιά Ζαχαρή και τον παππού Δημητρό στη συνοικία Γενί Μαχαλά με το μεγάλο πλατάνι στο μεϊντάνι (πλατεία), στο Μασλάκ σοκάκ, δεξιά στο δρόμο ακριβώς μετά 36
την στέρνα και το πηγάδι, ενώ τα μεγαλύτερα έμεναν με τον παππού Γιάννη Γαλανό που έπαιζε αρμόνικα και την γιαγιά Μαριωρή και δούλευαν μαζί με τον πατέρα τους, στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου, στο Αρναούτκιοϊ (Μέγα Ρεύμα). Χάρη λοιπόν, στο παππού Δημητρό, η οικογένεια Γαλανού με τα 7 παιδιά, βρίσκεται ενωμένη μέσα στο σπίτι των ονείρων της με τα 18 δωμάτια! Αρχοντικό, πετρόχτιστο, τριώροφο από τότε, με κόκκινα κεραμίδια και μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα, ατένιζε δεσποτικά το Βόσπορο, μέσα σε τρία στρέμματα γεμάτα από πασχαλιές, χρώματα και αρώματα. Υπήρχαν τρία είδη: οι μωβ πασχαλιές, οι άσπρες και οι μοσχοκαρφιές. Το άνθος τους ήταν περιζήτητο, ο Φλεριανός ταξίδευε από την Αθήνα κάθε χρόνο, να αγοράσει όλο τον ανθό από τα δέντρα τους!
Να’ταν τα αερικά της φύσης, που προίκιζαν με ομορφάδα τα κορίτσια, να’ταν τ’αρώματα ή τα χρώματα; Ειδικά στο Γενί Μαχαλά, όπως και σε όλο το χωριό, τα κορίτσια ήταν περιζήτητα για την ομορφιά τους. Έρχονταν οι υποψήφιοι γαμπροί από παντού, διάλεγαν κοπέλα κι έφευγαν παντρεμένοι. Οι ντόπιοι με μια μικρή παραλλαγή τραγουδούσαν το γνωστό στιχάκι:
στο Γαλατά θα πιώ κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω και μέσα απ’το Τσεγκέλκιοϊ, κοπέλα θ’αγαπήσω 37
Η περιέργεια για το πως ήταν το σπίτι της γιαγιάς παραμένει. Διαπίστωσα όμως, μετά από όλα όσα άκουσα και διάβασα, πως μεταλλάχθηκε σε αγάπη. Ένιωσα πως το είδα με τα μάτια της ψυχής. Περιπλανήθηκε η καρδιά μου στα σοκάκια του. Η περιγραφή για το χωριό "μου" ήταν πια πλήρης.
Το χωριό, 1930
Αυτό ήταν το Τσεγκέλκιοϊ. Εκεί το σπίτι της, εκεί και η τριανταφυλλιά που είχε φυτέψει κοριτσάκι στην πόρτα της αυλής της. Για το υπόλοιπο της ζωής της, τάχθηκε από την μοίρα της να συντηρήσει την γλυκιά ανάμνηση της πατρίδας της. Τάχθηκε να ιστορίσει τα πλούτη της γης της. Την έξοδο από τον Παράδεισο. Ο λόγος της έπεσε σαν σπόρος σε αυτό το χαρτί για να μην χαθεί και όπως γιαγιά συνήθιζε να λέει «ότι γράφει, δεν ξεγράφει». Κάποτε στο σπίτι της Νέας Σμύρνης ήρθαν χελιδόνια και έφτιαξαν μια φωλίτσα. Έφυγαν, αλλά γύρισαν ξανά για κάποιο λόγο, για τελευταία φορά. Μετά από μισό αιώνα και πλέον, η γιαγιά πήρε την απόφαση και επισκέφτηκε το χωριό της, σαν χελιδόνι. Για στερνή φορά. Όταν έφτασε, βρήκε το σπίτι "αλλαξομισιδιασμένο". 38
Η αυλή ήταν ίδια, το χώμα ίδιο, η τριανταφυλλιά ίδια κι ανθισμένη. Η μοιραία διαφορά ήταν, πως μια άγνωστη Τουρκάλα ήταν η νοικοκυρά του. Έπιασε τα κλάματα, ταράχτηκε, συγχύστηκε. Τότε σκέφτηκα, τι το ήθελε τόσο μεγάλο ταξίδι στην ηλικία της; Είχε αντοχές όμως η γιαγιά και ακόμα πιο μεγάλες και το απέδειξε. Ταξίδεψε και πάλι και μάλιστα πολύ αργότερα για την Αμερική και σκέφτηκα, χαρά στο κουράγιο της, αφού μπορεί και ταξιδεύει σημαίνει πως νιώθει καλά. Επισκεπτόταν τα δισέγγονά της σε αυτό το ταξίδι.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα στην Αμερική, με την δισέγγονή της, Όλγα
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ακριβώς όπως και η μητέρα της γιαγιάς Αλεξάνδρας, η προγιαγιά μου είχε και εκείνη προλάβει να κρατήσει στην αγκαλιά της και να παίξει με τα δισέγγονά της. 39
Όταν ήμουν γύρω στα 4, άρχισα να καταλαβαίνω την έννοια της προγιαγιάς και του δισέγγονου. Θυμάμαι ακόμα τις τότε παιδικές παρατηρήσεις μου. Όλες οι γιαγιάδες ήταν απλά μεγάλες στην ηλικία, έτρεμαν ελαφρά όταν μιλούσαν, συνήθως ήταν λίγο σκυφτές καθώς και λίγο άκεφες. Χωρίς προσπάθεια φέρνω στην μνήμη μου την προγιαγιά μου, την Κορνηλία. Την μεγάλη γιαγιά μου. Κι ενώ δεν γνώριζα πολλές λεπτομέρειες για την ζωή της, φαινόταν στο πρόσωπό της πως ήταν πολύ πονεμένη. Ήταν κόρη παπά, του Παπαγιώργη, είχε δύο αδέλφια τον Αναστάση και την Άννα που χάθηκε μικρή, λαμπάδιασε 19 χρονών. Άρπαξαν τα μαλλιά, μετά τα ρούχα. Δεν την πρόλαβαν. Τραγικό ατύχημα. Όποτε η γιαγιά Αλεξάνδρα μιλούσε για την μητέρα της, ξεκινούσε ως εξής: «καημένη μάνα». Τράβηξε τα πάνδεινα από την πεθερά της την Μαριωρή Γαλανού η οποία ήταν πεθερά με όλη την σημασία της λέξης. Ταλαιπωρήθηκε με επτά γέννες, έχασε τα δύο πολύ μικρά. Τυραννίστηκε από τον σύζυγό της. Όμως η ψυχή της παρέμεινε αγνή. Η Κλειώ, μια νεαρή όμορφη κοπέλα στο χωριό είχε πλανέψει τον Στέφανο, που έτοιμος ήταν, να παρατήσει γυναίκα και τρία κορίτσια και να φύγει μαζί της. Η γέννηση του πρώτου γιού άλλαξε το κλίμα, υπέρ της οικογένειας και η λογική επικράτησε στο μυαλό του. Η Κλειώ έφυγε μόνη. Πέρασε καιρός. Μια μέρα χτύπησε την πόρτα τους ένας άγνωστος άνδρας. Εξήγησε στην Κορνηλία 40
ότι είχε αρραβωνιαστεί την Κλειώ και λόγω του ότι είχε ακούσει κάποιες φήμες ήθελε να ξεκαθαρίσει τα πάντα για την μέλλουσα γυναίκα του. Η Κορνηλία υπερασπίστηκε την Κλειώ και αρνήθηκε τα πάντα!
Η προγιαγιά Κορνηλία, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η κόρη Φωτεινή, η δισεγγονή Χριστίνα Η φωτογραφία με 4 γενιές μαζί να αγκαλιάζουν το 1800 με το 2000
Η γιαγιά Αλεξάνδρα με έπαιρνε μαζί της και πηγαίναμε σχεδόν καθημερινά στην μεγάλη γιαγιά που έμενε τότε κοντά στο Φάληρο. Την πρόσεχε, την φρόντιζε, της μαγείρευε. Την αγαπούσε. 41
Στο σπίτι της γιαγιάς Κορνής, όπως την έλεγε, υπήρχε στο κήπο αγιόκλημα, πολύ αγιόκλημα. Ευωδίαζε παντού και ήταν παραπάνω από μεθυστικό. Όλα τα λουλούδια τα λάτρευε η γιαγιά Αλεξάνδρα, ακόμα και αυτά του αγρού, που δεν έχουν άρωμα, όπως οι ανεμώνες.
Στον Αγιόκαμπο, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η θεία Όλγα και ανεμώνες
Θαύμαζε τα χρώματα και τις αποχρώσεις. «Κοίτα αυτό το ροζ. Αχ αχ, να χαρώ εγώ, και αυτό το μοβ, τι ωραίο που είναι. Το κόκκινο, σαν ψεύτικο μοιάζει! Και αυτό το λιλά, τι σε λέει μπρε; Αμ, και αυτό το σικλαμέν, χάρμα οφθαλμών». Έκοβε κάμποσα, τα έφτιαχνε μπουκετάκι και όταν γύριζε σπίτι, πρώτο της μέλημα ήταν να τα βάλει σε βαζάκι με νερό. Αν δεν έβρισκε βαζάκι, σε ποτηράκι, δεν πείραζε. 42
Πόσες και πόσες φορές η γιαγιά, μας έφτιαξε το μαγιάτικο στεφάνι! Ήταν θεσμός. Μάζευε αρκετά λουλούδια, τα έπλεκε, τα στόλιζε και κρεμούσε το πιο ωραίο στεφάνι στη βεράντα την Πρωτομαγιά. Οι μυρωδιές από άνθη που την συγκινούσαν ιδιαίτερα ήταν: το αγιόκλημα, το γιασεμάκι, η γαζία, η πασχαλιά και η λεβάντα. Ναι, βέβαια, ήταν και μια ακόμη. Όλοι οι Νεοσμυρνιώτες θα συμφωνήσουν πως η "παλιά" Νέα Σμύρνη με τις μονοκατοικίες και τις αυλές είχε χαρακτηριστικό άρωμα στους δρόμους και στις γειτονιές της, από το σούρουπο και μετά. Γιατί μετά το σούρουπο, άνοιγε αυτό το λουλούδι. Το νυχτολούλουδο. Αυτό το ταπεινό ανθάκι με το βαθύ βελούδινο βυσσινί χρώμα στόλιζε και αρωμάτιζε την αυλή μας στη Σωκίων 5, χωρίς να ζητά την παραμικρή περιποίηση.
Η Χριστίνα μαζεύοντας νυχτολούλουδα στη Σωκίων 5
43
Μια πασχαλιά φυτέψαμε μαζί στην Αγία Γαλήνη. Είχε χαρεί πολύ. Αγαπούσε στην πασχαλιά, το χρώμα της, το σχήμα του λουλουδιού της και το άρωμα της. Ζωντάνευε τις αναμνήσεις της. Η δε λεβάντα, δεν έλειπε από κανένα συρτάρι στην ντουλάπα της. Όποτε περπατούσαμε για βολτίτσα προς την Αγία Παρασκευή κοντά στο πάρκο με τις κούνιες, ο δρόμος είχε γαζίες. Έκοβε πάντα ένα λουλουδάκι και το έκρυβε στην τσέπη της. Όταν πηγαίναμε στην Αγκύρας στης συμπεθέρας της, την Ευμορφία, θαύμαζε τις ορτανσίες της στον κήπο της. Της ζητούσε να της πει τα μυστικά της. «Φτου να μην τις ματιάξω! Πως τις διατηρείς έτσι μεγάλες τις ορτανσίες σου, συμπεθέρα; Τι χώμα τις βάζεις;»
Η γιαγιά Αλεξάνδρα με την θεία Όλγα και ορτανσίες 44
Για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τα λουλούδια είχαν τάξεις. Το γαρίφαλο, ο βασιλικός, ο δυόσμος, ο καντιφές, τα τζιράνια (γεράνια), το γκιούλγκιαϊ (αρμπαρόριζα), ανήκαν σε κατηγορία διακόσμησης των οικονομικά ασθενέστερων σπιτιών. Ο μενεξές, η καμέλια, η μανόλια, τα τριαντάφυλλα στόλιζαν πρεβάζια και περιβόλια πλουσιόσπιτων. Για εκείνη, όμως κάθε λουλούδι είχε προσωπικότητα, είχε ψυχή. Δεν τα ξεχώριζε σε αριστοκρατικά και ταπεινά. Μιλούσε σε κάθε γλάστρα της, στην μπομπόνα, στο κοράλλι, στη γαρδένια της. Ήξερε ιστορίες ένα σωρό. Όπως αυτή που η παράδοση θέλει αυτός που κρατά ένα λουλούδι να μην ξεχνιέται από τα αγαπημένα του πρόσωπα: «... κι ενώ ο ιππότης χάνεται στα νερά του ποταμού, ρίχνει το λουλούδι που κρατούσε στην αγαπημένη του, λέγοντάς της "Μη με λησμόνει"». Γι’αυτό σου λέω γιαγιά μου, «δεν θα σε λησμόνει, δεν θα σε λησμόνει ποτέ». Νοσταλγώ τον περίπατό μας στην γειτονιά που εκτός από αρώματα, είχε και γεύσεις. Τι γεύσεις έχει η νοσταλγία; Από τα ψώνια της δεν έλειπαν ποτέ φέτα βαρελίσια και μορταντέλα απ’τον Κυρ-Χαράλαμπο. Ο μπακάλης της γειτονιάς μας, ήταν μια φιγούρα αγαπητή σε όλους, με κόκκινα μάγουλα, παχουλός και πάντα πρόσχαρος, μας τρατάριζε κράκερς. Πηγαίναμε στο φούρνο, στον τσαγκάρη τον Κυρ-Πολύβιο, στον Κυρ-Χρόνη τον ψιλικατζή και στον Κατσόγιαννο τον γαλατά, για γιαούρτι σε πήλινο κεσέ, γάλα και αυγά ημέρας. Εκείνο το γιαούρτι είχε πέτσα, η γιαγιά την έπαιρνε 45
και της έβαζε από πάνω λίγη ζάχαρη. Μου το έδινε για γλύκισμα και πραγματικά αυτό ήταν. Το γαλακτοπωλείο είχε και φρέσκια σαντιγί από γάλα. Όχι φυτική, όχι light. Με τα λιπαρά της, με τα όλα της. Αν είναι να κάνεις την αμαρτία, τουλάχιστον να το ευχαριστηθείς. Η γεύση της; αποθεωτική! Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι, ήταν το παγωτό. Από την γιαγιά έμαθα πως το πρώτο ξυλάκι παγωτό στην Ελλάδα κυκλοφόρησε στην αγορά το 1936 από τους αδελφούς Σουραπά, που μόλις είχαν επιστρέψει από την Αμερική με την απαραίτητη τεχνογνωσία. Τα έξι αδέλφια από την Τρίπολη, με την άδεια ευρεσιτεχνίας στο χέρι, δημιούργησαν την Εθνική Βιομηχανία Γάλακτος στον Βοτανικό. Το παγωτό έκανε θραύση στην αγορά και είχε γεύση βανίλια. Οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες πρόσθεσαν αργότερα και επικάλυψη σοκολάτας προσφέροντας στους Έλληνες ένα αλησμόνητο γλύκισμα. Είτε από τον παγωτατζή με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στους δρόμους της γειτονιάς για πύραυλο και χωνάκι, είτε από το υπαίθριο ψυγείο του περιπτέρου για νεγκρίτο, καραμπόλα και αρλεκίνο, το χαμόγελο της ικανοποίησης ήταν το ίδιο. Και τα φρούτα, τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι τα ριγέ καρπούζια με τα κατάμαυρα μεγάλα σπόρια και τους γιαρμάδες, που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν ως το πιγούνι. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια κρουστά, με σάρκα που έβαφε τα χείλη βυσσινιά. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί 46
φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση. Στα χρόνια της αθωότητας και της δικής μου παιδικής ηλικίας, η μικρή λιχουδιά, τον χειμώνα ήταν η σοκολάτα. Βέβαια, υπήρχαν ακόμα οι καραμέλες γάλακτος τυλιγμένες σε χρυσό χαρτί, το κοκοράκι, οι κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, οι καραμέλες αστακός, το πεστίλι πέτσα βερίκοκο, το αυθεντικό παστέλι και το κάτασπρο μαντολάτο. Όμως η μικρή σοκολάτα Μέλο, είχε ξεχωριστή αξία γιατί η εσώκλειστη προσφορά της ήταν συλλεκτική. Συντροφιά με την γιαγιά, άνοιγα προσεχτικά το περιτύλιγμα και ξεκολλούσα από πίσω το μαγικό χαρτάκι. Αν ήταν διπλό και τρίδιπλο έλεγα "ανταλλαγή" το έβαζα στην άκρη κατσουφιασμένη, αν ήταν καινούριο, έλεγα "σπάνιο" και το πρόσθετα στη συλλογή περιχαρής, εκείνη γελούσε και ως χορηγός της συλλογής μου, ενίσχυε το χαρτζιλίκι μου για την επόμενη σοκολατίτσα. «Όμως με μέτρο για να μην σε πονεί η κοιλιά σου», έλεγε. Πάντως, νερό πίναμε και από το λάστιχο. Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά, με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα ήταν με μωσαϊκό ή ξύλινα και μετά από το παρκέ γλιστρούσαν σαν τσουλήθρα. Σύμφωνα με τις στατιστικές τα παιδιά που γεννηθήκαμε τις δεκαετίες του ’60 και ’70, πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει. Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά, ερυθρά. Δεν με πείραζε όταν έπεφτα άρρωστη στο 47
κρεβάτι. Άκουγα το παραμυθάκι της γιαγιάς, έπινα την ασπιρίνη διαλυμένη σε ζάχαρη που έφερνε η μαμά, είχα και το γατί να παίζει με τα κρόσσια της κουβέρτας. Αυτό που με νευρίαζε μόνο, ήταν η αναμονή με το γυάλινο θερμόμετρο είτε κάτω από την γλώσσα είτε στη μασχάλη για να δείξει σωστά τη θέρμη. Από πέντε λεπτά και βάλε. Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου. Ζεσταινόμασταν με την σóμπα. Όταν έβγαινα με το ποδήλατο δεν φορούσα κράνος, κανένα παιδί άλλωστε δεν φορούσε κράνος. Στην πίσω ρόδα έβαζα και εγώ το χαρτονάκι από πακέτο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι, έτσι για να κάνει θόρυβο και να θυμίζει μηχανάκι. Ύστερα είχα και τα πατίνια με τα τέσσερα ροδάκια, πάνω κάτω την αυλή, ξανά και ξανά, αμέτρητες φορές. Τα παιδιά της γειτονιάς πέρναγαν ώρες έξω από το σπίτι φτιάχνοντας αυτοσχέδια πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια. Κατέβαιναν σαν τερατάκια, τις κατηφόρες τις γειτονιάς. Κάθε βόλτα κατέληγε σε συντριβή γιατί έτσι "σπούδαζαν" την τέχνη του φρένου. Ακόμα και με καρούμπαλα στο μέτωπο ή στο κρανίο, ανέβαιναν την ανηφόρα και φτου κι απ’την αρχή. Κάθε πληγή ήταν παράσημο. Κάθε παιδί με μελανιά γινόταν αποδεκτό από τη συμμορία. Πέφταμε από δέντρα, στραμπουλάγαμε πόδια, κοβόμασταν, ματώναμε γόνατα και αγκώνες, μια μικρή κατσάδα από τον γονιό, κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα ή σουλφαμιδόσκονη στην πληγή κι όξω απ’ 48
την πόρτα. Στα αγόρια λέγανε «ώσπου να πας φαντάρος, θα έχεις γίνει καλά», στα κορίτσια λέγανε «ώσπου να παντρευτείς, θα έχεις γίνει καλά». Είχαμε φίλους. Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας ή έρχονταν εκείνοι. Η γιαγιά πάντα είχε ένα γλυκό του κουταλιού να κεράσει όπως βύσσινο, πορτοκαλάκι, νεραντζάκι, κυδώνι καθώς και σπιτική λεμονάδα, βυσσινάδα και σουμάδα. Βγαίναμε στο δρόμο και βρίσκαμε κι άλλους συμμαθητές, γείτονες. Παίζαμε αμπάριζα, κρυφτό και κυνηγητό. Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζάκια και χαρτάκια. Τα κορίτσια συνήθως παίζαμε ένα λεπτό κρεμμύδι, ένα φράγκο η βιολέτα, βασιλιά βασιλιά με τα 12 σπαθιά, σχοινάκι, κουτσό. Τα αγόρια παίζανε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια ήταν τα κοντάρια από τις σκούπες, ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες ήταν καπάκια από τις μεγάλες κατσαρόλες. Τσακωνόμασταν, παίζαμε μπουνιές, μαυρίζαμε, μελανιάζαμε και μετά πάλι φιλιώναμε. Φεύγαμε από το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα, αρκεί να γυρίζαμε πίσω πριν ανάψουν οι λάμπες, αλλά όλο και ακουγόταν κάποια μάνα να βάζει τις φωνές απ’ το μπαλκόνι της: «Θανάσηηη να τσακιστείς τώρα, έλα πάνω να διαβάσεις». Δεν είχαμε υπολογιστές, ίντερνετ, βιντεοπαιχνίδια και κινητά. Τηλέφωνο είχαμε με εξαψήφιο νούμερο. Η γιαγιά θυμόταν όλα τα νούμερα των συγγενών απ’έξω και τους τηλεφωνούσε να ευχηθεί 49
ανελλιπώς και εξάπαντος στις ονομαστικές τους εορτές και επίσημες αργίες. Αν η σύνδεση δεν ήταν καθαρή και είχε παράσιτα ή ακούγονταν ομιλίες στο βάθος, όλοι έλεγαν «για πάρε το μηδέν». Οι συσκευές τηλεφώνου με καντράν έκαναν σαν καβουρντιστήρι όταν σχημάτιζες το μηδέν. Οι θάλαμοι του ΟΤΕ, λειτουργούσαν μεν με κερματοδέκτη αλλά οι χαραγμένες μάρκες με το αυλάκι στο κέντρο είχαν καταργηθεί. Ο τηλεφωνικός θάλαμος που είχαμε απέναντι από το σπίτι, μπροστά στο παρκάκι με τα πεύκα, δεν είχε καλή μοίρα. Σαν το γιοφύρι της Άρτας, ένα πράγμα. Ολημερίς τον φτιάχνανε, το βράδυ τον καταστρέφανε. Τον σπάγανε για τα νομίσματα κάθε τρεις και λίγο. Τον ρημάζανε είτε βρίσκανε κέρματα, είτε δεν βρίσκανε. Τζάμια σπασμένα, συνθήματα κομματικά με μπογιές και κομμένο καλώδιο. Αυτή ήταν η τύχη του. Τον ξήλωσαν αργότερα και ησυχάσαμε όλοι. Κι ο θάλαμος, κι εμείς που τον βλέπαμε κάθε μέρα, κι αυτοί που τον έσπαγαν κάθε τόσο. Τηλέφωνο είχε και στο περίπτερο της γειτονιάς. Τάλιρο το τηλεφώνημα. Στο δρόμο, παρατηρούσα τα πρόσωπα όλων όσων ανταμώναμε. Όλοι ήταν έτοιμοι να χαιρετήσουν και όχι να αποφύγουν το βλέμμα. Είχαν διάθεση να επικοινωνήσουν και να ρωτήσουν με ενδιαφέρον, όχι απλά για τους τύπους. Άνθρωποι απλοί με σκοτούρες και βάσανα, που δεν αλλοιώθηκαν και παρέμειναν καλοσυνάτοι. Πρόσωπα με ρυτίδες χαμογελαστές που φανέρωναν τις ρυτίδες της 50
ψυχής τους. Παρατηρούσα και την κίνηση στους δρόμους, η οποία ήταν ελάχιστη. Ένα δυό, που και που γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί, γυρόφερναν ή άραζαν στην πιάτσα που ήταν στη πλατεία. Κυκλοφορούσε ακόμα ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του, με το εργαλείο θρίλερ, τον μεγάλο γάντζο, για τις κολόνες του πάγου. Κάποιοι γείτονες είχαν ακόμα ψυγεία με πάγο. Η γιαγιά είχε ηλεκτρικό, η μάρκα ήταν ΙΖΟΛΑ. Κάθε εβδομάδα περνούσε από την γειτονιά και ο ΚυρΣάββας ο αυγουλάς, με το μηχανάκι του. Μας άφηνε τα αυγά στην ζαρντινιέρα της. Αραιά και που, καρεκλάδες, γανωματήδες, παπλωματάδες, ακονιστές και παλιατζήδες ακούγονταν από μακριά οι φωνές τους. Ο τσαγκάρης, είχε πάντα πολλή δουλειά. Στη καμαρούλα δυο επί δυο, ήταν το βασίλειό του, με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι, το κόλλαγε και το κάρφωνε, με τις χαρακτηριστικές μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι, ενώ διάχυτη ήταν η μυρωδιά της βενζινόκολλας. Με έπαιρνε μαζί της και στο κομμωτήριο της γειτονιάς, που ήταν απέναντι από το σχολείο. Στο πριγκιπάτο της λακ, του ασετόν και του μανόν, του μιζανπλί και του ντεκαπάζ, οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω από τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμμένα πλιξ, τυλιγμένα σε ρόλεϊ κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ. Τα αυτιά σκεπασμένα με πλαστικά καπάκια. Όσες ήταν από παχουλές έως βαρέων βαρών, ίδρωναν, φυσούσαν και ξεφυσούσαν. Τα περιοδικά 51
εκτελούσαν χρέη ανεμιστήρα. Η γιαγιά όπως πάντα προνοητική είχε στη τσάντα της, την κοκάλινη σπανιόλικη βεντάλια της. Στο πάρκο έπαιζε σαν μικρό παιδί και εκείνη μαζί μου, στην κούνια, στην τραμπάλα, στη ρόδα. Κάθε χρόνο στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, δίναμε το παρόν μας όπως και πάνω από εκατό λιανοπωλητές. Στους πάγκους μαγνητίζονταν όλα τα βλέμματα. Κόσμος απ’όλη τη Νέα Σμύρνη μαζευόταν, οι πιο πολλοί ήταν γνωστοί μεταξύ τους. Μια μικρή ευκαιρία για συναντήσεις κι ασπασμούς για τους μεγάλους όμως μεγάλη ευκαιρία για δώρα για τους μικρούς. Μια καραμούζα, μια σβούρα, ένα γιογιό. Χατίρι δεν χαλούσε η γιαγιά. Το γιογιό ήταν ή ένα χειροποίητο μπαλάκι γεμάτο πριονίδι, κρεμασμένο από ένα λάστιχο ή ένα ξύλινο που τυλιγόταν το σχοινάκι επάνω του. Έπρεπε ν’ανεβοκατεβαίνουν με σωστή ένταση και παλμό. Τρώγαμε "patlamiş misirin" όπως το έλεγαν στην Πόλη, ποπ-κορν δηλαδή ή παγωτό από τους γλασατζήδες. Κανένα παιδί όμως, μέσα σ’αυτά και εγώ, δεν μπορούσε ν’αντισταθεί μπροστά στο "μαλλί της γριάς", τη γλυκασιά με τις άσπρες και ροζέ αχνές τούφες από ψημένη ζάχαρη, που οι Έλληνες της Μικράς Ασίας μάς το’φεραν εδώ. Όταν γυρίζαμε σπίτι παίζαμε με τα καινούρια γκαζάκια (μπίλιες), με κουμπιά, πεντόβολα με βότσαλα και γιάντες. Αν ήταν κουρασμένη, γελούσαμε με τον Κοπρίτη, τον Μπιρικόκο, το Κολλητήρι και την Αγλαΐα. Σύσσωμη η οικογένεια Καραγκιόζη στην τηλεόραση και εμείς μαζί τους 52
λέγαμε το: «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε. Αβάντι μαέστρο ένα καλαματιανό». Με πήγαινε βόλτα και στην Γοργόνα, γιατί αυτή ήταν που θα ρωτούσε, ζει ο Μέγας Αλέξανδρος; Και εγώ θ’απαντούσα, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Της έλεγα: «στη γογόνα (γοργόνα δηλαδή), γιαγιά να πάμε». Ήταν μια μικρή πλατεία με ένα σιντριβάνι και ένα αγαλματάκι στο κέντρο της, μια γοργόνα. Κοντά στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Όταν φτάναμε στο γεφυράκι, δηλαδή στο ρέμα, στο ύψος της Ταβέρνας του Κατσιού, σταματούσαμε να ακούσουμε τα βατραχάκια και γελούσαμε με τα αστεία κραξίματά τους. Και όταν εντοπίζαμε αγιόκλημα σε κάποια αυλή εκείνη μου έλεγε:
Το αγιόκλημα, το χεράκι της χανούμισσας όπως το λένε στην Πόλη
«ξέρεις πως το λένε αλλιώς το αγιόκλημα στην Πόλη; Το χέρι της χανούμισσας. Να, δες το ανθάκι καλύτερα, δεν μοιάζει με λευκό χεράκι;». 53
Η Πόλη, το άκουσμα και μόνον αυτής της λέξης συγκινούσε τη γιαγιά, μα προσπαθούσε να μην το δείξει. Όταν άρχιζε την διήγηση, την κοίταζα στα μάτια. Βούρκωναν αμέσως για τον Βόσπορο, το ωραίο Πέραν, την Αγιά Σοφιά. Χίλιες και μια, οι λέξεις για την Πόλη.
Κωνσταντινούπολη, Γέφυρα του Γαλατά (Kara Keuï), γύρω στα 1900
Μία γέφυρα είχε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το σημείο. Μία γέφυρα με αντιφατική προσωπικότητα. Γιατί ενώ οι γέφυρες φτιάχνονται για να συνδέουν δύο κομμάτια στεριάς, η γέφυρα της ιστορίας, ταυτόχρονα τα διαχώριζε αφού αποτελούσε το σύνορο δύο διαφορετικών κόσμων. Από την μία η Δύση με την κοσμοπολίτικη ευρωπαϊκή πλευρά, από την άλλη η Ανατολή με την ασιατική όψη, την οθωμανική, τους σουλτάνους και τους φερετζέδες. 54
Αταίριαστοι άνθρωποι που κατοικούσαν μαζί. Αταίριαστοι στην περιβολή, στο βάδισμα, στο ύφος, στην γλώσσα. Η Πόλη ήταν ένα μίγμα, ένα μπέρδεμα, ένα ανακάτωμα. Η γιαγιά είχε το νου της και στον επιούσιο. Μου έλεγε: «περίμενε, να στήσω το φαΐ στη φωτιά, να δώσω και μια ανακατωσιά, γιατί νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, κι έρχομαι». Όταν επέστρεφε, έπαιρνε βαθιά ανάσα και ξεκινούσε, όπως όταν μου έλεγε παραμύθια.
1922 Κωνσταντινούπολη, αρτοποιός μπροστά στη βιτρίνα του με ποικιλίες ψωμιών հացի բաժին (αρμένικα), ( מאפיהεβραϊκά), ( زﺎﺒﺧοθωμανικά), american bakery (αγγλικά), ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ, пекарня (ρωσικά)
Το 1928 η οθωμανική γλώσσα αποχαιρέτησε την παλιά γραφή. Υιοθέτησε το νέο λατινικό αλφάβητο. Η γιαγιά θεωρούσε την αλλαγή κοσμοϊστορική αλλά και την θυσία του λαού μεγίστη. Γεγονός όμως ήταν πως η λατινική γραφή βοήθησε στο να μειωθεί το ποσοστό του αναλφαβητισμού που υπήρχε έως τότε. 55
Η παλιά ξύλινη γέφυρα του Γαλατά 1900, υπό κατασκευή η νέα 1910 και με τραμ 1920 56
Από την γέφυρα με θέα προς τον πύργο του Γαλατά και προς το Yeni camii
57
«Που ήξεραν οι Τούρκοι από ψαροσύνη; Λαός της στέπας, σκληροτράχηλοι και επιθετικοί νομάδες, που αποδείχτηκαν ευπροσάρμοστοι στις καινούριες συνθήκες ζωής, στους κατακτημένους παράλιους τόπους και κατόρθωσαν να γίνουν ψαράδες, χάρη στους Έλληνες. Ραγιάδες οι Έλληνες μα πρώτοι καραβοκύρηδες και πανάρχαιοι κυρίαρχοι της Μεσογείου. Ψάξε και θα δεις» επέμενε, «όλη η ονοματολογία των αλιευμάτων είναι σχεδόν εξ’ολοκλήρου δάνεια από την ελληνική γλώσσα. Τα μαλάκια, για παράδειγμα: χταπόδι–αχταπότ (ahtapot), καλαμάρι–καλαμάρ (kalamar), σουπιά– σουπιά (supya). Και τα ψάρια: μπαρμπούνι– μπαρμπούνια (barbunya), σκορπιός–ισκορπίτ (iskorpit), κέφαλος–κεφάλ (kefal), λαβράκι–λεβρέκ (levrek), παλαμίδα–παλαμούτ (palamut), γοφάρι– λουφέρ (lufer), σολωμός–σομόν (somon), φανάρι– φενέρ (fener), μαρίδα–ιζμαρίτ (izmarit), σαυρίδι– ισταβρίτ (istavrit), σαρδέλα–σαρντάλια (sardalya), σπάρος–ισπαρί (ispari), μουρμούρα–μουρμούρ (murmur), σκουμπρί–ουσκουμρού (uskumru), φασί–πισί (pişi), τσιπούρα–τσιπούρα (çipura) ή τσούπρα (çupra), κολιός–κολιόζ (kolyoz). Τέλος, τα μαλακόστρακα, αστακός–αστακόζ (astakoz), καραβίδα–κερεβίτ (kerevit), γαρίδα–καριντές (karides), καβούρι–παβούρια (pavurya), τσαγανός– τσαγανόζ (çağanoz), στρείδι–ιστρίντιε (istridye), μύδι–μίντιε (midye). Για τον αχινό είχαν επινοήσει ένα ποιητικό όνομα: κάστανο της θάλασσας– ντενίζ κεστανεσί (deniz kestanesi)». 58
Το αυγοτάραχο όμως, παραδεχόταν πως το πήραμε από την γλώσσα τους και το είπαμε χαβιάρι (khavyar). Αλλά αν κάποιος θελήσει να το ψάξει, όπως κι έκανα, θα βρει πως τα αρχαία περσικά δανείστηκαν την ρίζα της λέξης από μια ιρανική διάλεκτο στην οποία khayeh σημαίνει αυγό. «Από τα μέσα προς τα τέλη Οκτωβρίου, εμφανίζονταν αναρίθμητα κοπάδια τόνοι. Ο τόνος, ψάρι μεγαλόσωμο, χορταστικό και ακριβό, ήταν έδεσμα πολύτιμο. Ήταν οι μέρες της θύελλας, που έδιναν τη μοναδική ευκαιρία στους καϊκτσήδες, στους ψαράδες και στους ιχθυέμπορους να επωφεληθούν. Το καλκάνι (kalkan) ήταν το πλέον περιζήτητο ψάρι της Πόλης και σημαίνει ασπίδα. Πήρε την ονομασία αυτή λόγω του σχήματός του. Η φήμη του καλκανιού ήταν απίστευτη. Ταξίδευαν επί τούτου, για να γευματίσουν ή να δειπνήσουν στα βοσπορινά παράλια και να γευτούν σε τηγανισμένα κομμάτια την κρουστή, μα κάπως λιπώδη σάρκα του. Δύο ήταν τα πιο ονομαστά και πιο χαρακτηριστικά ψάρια της Πόλης, το λουφάρι, το ελληνικό γοφάρι ή γουφάρι που ψαρεύεται σε κάθε εσοχή του Βοσπόρου και το καλκάνι (turbot) που ψαρεύεται με παραγάδι στην είσοδο της Μαύρης θάλασσας. Το καλκάνι να το αγοράσεις απ’τον Μαρμαρά, κάτω στο Κούμκαπι, στην παραλία, στη μεγάλη την ψαραγορά, Μάη μήνα και να είναι αρσενικό. Άκου με, έχει και τα μυστικά της η πολίτικη αγορά. Είναι απόσταγμα πολύχρονης ιστορικής εμπειρίας, αυτά που σε λέω τώρα. 59
Έχεις φάει λαβράκι ψημένο σε κεραμίδι; Παλαμίδα; Η παλαμίδα, η λατρεμένη ψαρούκλα στην Πόλη έχει την πρωτοκαθεδρία, είναι η βασίλισσα στην ιεραρχία των βοσπορινών και μαρμαρινών αλιευμάτων και η πιο βαρβάτη ποικιλία της, το ευμεγέθες τορούκι (torik) είναι εκείνη που προσφέρεται για συντήρηση ώστε να πάρει την επιθυμητή γεύση του παγκοσμίως περιζήτητου γλυκύτατου και τερψιλαρύγγιου παστού, της πολίτικης λακέρδας. Οι βυζαντινοί δεν υστερούσαν σε ευρηματικότητα στην επεξεργασία επιλεγμένων ειδών της αλιευτικής αλυσίδας για την παραγωγή αλίπαστων. Το βυζαντινό "θυννόκομμα", δηλαδή παστό τορούκι, που λέγαμε, είναι ένα αλίευμα που προσφέρεται άφθονο για κυνήγι με τις τράτες στους μεγάλους βοριάδες και τα κρύα, καθώς πλημμυρίζει κοπαδιαστά το καταχείμωνο τις πολίτικες θάλασσες, αυτό είναι η πρώτη γνωστή στην ιστορία λακέρδα. Ένα πιάτο περιζήτητο στην ιεραρχία των πολίτικων ουζομεζέδων». Η περιγραφή με πιάτα από παλαμίδες, σκουμπριά, κέφαλους, σαφρίδια, σαρδέλες, αθερίνα και προπαντός με γαύρο τον άριστο, συνέχιζε ζωηρά. Δεν χόρταινα να ακούω, σχεδόν μπορούσα να τα γευτώ ενώ η γιαγιά δεν σταματούσε το "σερβίρισμα". Όπως, δεν σταματούσε και το διάβασμα. Είχε διαβάσει κάπου πως η ελληνική γλώσσα, έχει δανείσει 41.615 λέξεις στην αγγλική που διαθέτει 490.000 λέξεις (βιβλίο Γκίνες). «Η ελληνική γλώσσα, η γλώσσα μας» έλεγε, «αυτή παραμένει ο μεγαλύτερος θησαυρός μας». 60
Η γιαγιά, μου είχε εξηγήσει γιατί οι Τούρκοι την Κωνσταντινούπολη την λένε Ιστανμπούλ. Μα είναι ολοφάνερη η παραφθορά των ελληνικών λέξεων "εις την Πόλη". Λέγανε οι Έλληνες μεταξύ τους: «-Που πας; -Εις την πόλη» και εννοούσαν την Κωνσταντινούπολη. Γιατί μία ήταν η Πόλη, δεύτερη δεν υπήρχε. Οι Τούρκοι άκουγαν "ειςτηνπόλη" και η βαριά προφορά τους το μετάλλαξε σε Ιστανμπούλ.
Δρόμος που οδηγεί από την Αγιά Σοφιά στον Βόσπορο, 1918
Αγορά της Κωνσταντινούπολης, πωλητές φράουλας, 1925
«Έβλεπες έντονα τη διάκριση των τάξεων, αριστοκράτες και αστοί να αγοράζουν χαβιάρι απ’την μιά, αγώνας για επιβίωση απ’την άλλη. Πλανόδιοι πωλητές πουλούσαν ότι βάζει ο νους σου. Κουβαλούσαν στην πλάτη όλο το μαγαζί τους και από την παραγωγή στη κατανάλωση, üretimden tüketime kadar» έλεγε και έκλεινε τα μάτια της, να ξαναδεί φως μέσα από τις σκιές, να ξανανιώσει μυρωδιές και γεύσεις. Με όλες της, τις αισθήσεις, επέστρεφε εκεί και άκουγε, άγγιζε, σχεδόν πατούσε. 61
λεμονατατζής - limonataci
ντονερτζής - dönerci
κουλουράς - simitci
νερουλάς - suci
μουχαλεμπιτζής - muhallebici
καλαμποκάς - misirci 62
Η Πόλη ήταν ένα δοχείο διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και πολιτισμών. Αποτελούσε ουσιαστικά το κέντρο για την πολιτιστική και κοινωνική ζωή στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ τυπικά παύει από το 1923, γιατί πρωτεύουσα του κράτους είναι πλέον η Άγκυρα. «Περπατούσες και άκουγες, από εδώ ελληνικά, τούρκικα, εβραϊκά ή ladino (διάλεκτος) και αρμένικα, από εκεί ρώσικα, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά και φυσικά, τουλάχιστον μερικές λέξεις γαλλικά θα τις ήξεραν όλοι. Το παζάρεμα ήταν το "χόμπι" της εποχής. Κανένα αγαθό δεν είχε τιμή φιξ. Οι έμποροι ξεκινούσαν με μιάμιση φορά επάνω από την τιμή που ήθελαν να πετύχουν».
Περιέγραφε την Πόλη με επαίνους όσο ήταν στα χέρια των Ελλήνων. Πόσο ισχυρό εμπορικό κέντρο αποτελούσε. Πόσο δραστήριος ήταν ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος. Πόσο εξελιγμένες ήταν οι τράπεζες αφού υπήρχαν ήδη μπλοκ με τσεκ επιταγών ενώ στην Αθήνα ήταν ακόμη σχεδόν άγνωστα.
Ακολουθούσα πρόθυμα τα βήματά της μέσα στο χρόνο σε κάθε σοκάκι σε κάθε μικρό ή μεγάλο δρόμο καθώς με ξεναγούσε. Σε δρόμους όπου περπάτησε, σεργιάνισε, ονειροπόλησε, φλερτάρισε και σίγουρα αστειεύτηκε με τις φίλες της. Όπως η Μεγάλη του Πέραν οδός, με τα μαγαζιά, με τις επιγραφές, με τα τραμ, με τα night club, με τα θέατρα και με τα σινεμά. Στα τέλη του ’20 οι αίθουσες ήταν περίπου 35 και το φιλοθεάμον κοινό άγγιζε τα 3 εκατομμύρια. 63
1930 Κωνσταντινούπολη, η Μεγάλη του Πέραν οδός, Le Grand Rue de Pera 64
Η γιαγιά που είχα μπροστά μου μεταμορφωνόταν σε ένα νεαρό κορίτσι όταν μου περιέγραφε την ζωή καθώς μεγάλωνε και κατέγραφε τις εικόνες γύρω της. Στο δικό της μυαλό, η εικόνα της belle époque παρέμενε το νησάκι ενός μικρού παραδείσου.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα 1928 (με χτένισμα της εποχής, à la garçonne)
Στο δικό μου, η φράση belle époque δρούσε σαν διεγερτικό, έφερνε στο νου εικόνες μιας όμορφης εποχής. Οδηγούσε τη φαντασία σε καλειδοσκόπιο με απόλυτο "χολιγουντιανό" στυλ. Έβλεπα αφίσες πολύχρωμες σε δρόμους και πλατείες, να 65
αποτυπώνουν την ζωή της νύχτας. Το Παρίσι, την πρωτεύουσα της κομψότητας, να εκπέμπει ζωή, να λανσάρει μόδα, ελπίδα, λάμψη και να κυριεύει όλη την Ευρώπη. Από το Μουλέν Ρουζ και τα καλλιτεχνικά στέκια της Μονμάρτρης, τα τραγούδια να ηχούν σε κάθε concert-cafés. Αυτή είναι η μαγική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί και στην ευρωπαϊκή πλευρά της Τουρκίας στα εφηβικά χρόνια της γιαγιάς. Στους "καλούς κύκλους" ομιλούν την γαλλικήν, εξού και γλώσσα των σαλονιών. Οι κοσμικοί συναντιόνται στα εντυπωσιακά φουαγέ των θεάτρων και ανταλλάσσουν προσκλήσεις για ιδιωτικά soirées. Διασκέδαση, γαστρονομία και καμπαρέ έχουν την τιμητική τους. Κύριοι très élégants και chic κυρίες στα κέντρα διασκεδάσεως χορεύουν βαλς και ταγκό. Σαν μέθη η μόδα του τσάρλεστον, φέρνει στις νέες ενδυματολογικές επιλογές τα πάνω κάτω και στα πόδια λακτίσματα, τσαχπινιές και τρελές φιγούρες. Επιπλέον έρχονται να προστεθούν σε αυτή την κατάσταση ευφορίας, ο κινηματογράφος, η φωτογραφία, το τηλέφωνο και τόσες άλλες εφευρέσεις όπως και αμέτρητα αντικείμενα πολυτέλειας, extravagant και excentrique μόδες, κοσμήματα, αξεσουάρ και πολύτιμα αντικείμενα για τη διακόσμηση των σπιτιών. Είπα γαλλικά και θυμήθηκα. Ζητούσε να της μιλάω γαλλικά, της άρεζε η ακουστική της γλώσσας αυτής. Θυμόταν όμως και την αγαπημένη της
66
Γλυκερία και γελούσε. Συμφωνούσαν μυστικά οι δυό τους, να μιλούν τάχα μου τάχα μου "μουσαντέ" γαλλικά, να νομίζει ο κόσμος πως ομιλούν την γαλλικήν απταίστως, «εγώ θα κάνω πως σε ρωτώ κάτι και εσύ θα μ’απαντάς mais oui, bien sûr».
Η θεία Γλυκερία (κουνιάδα της) με την γιαγιά Αλεξάνδρα
Μέσα από τις περιγραφές της γιαγιάς, ένιωθα και εγώ την επιθυμία να μην την αφήσω να φύγει, να την γαντζώσω αυτή την belle εποχή ανεμελιάς με τα φαντεζί ρούχα, τα αστεία αυτοκίνητα με "μουστάκια", τα κέντρα διασκεδάσεως, τα κορίτσια του κανκάν. Μέχρι εδώ très bien. Παρακάτω, όμως υπήρχε η άλλη πλευρά της γέφυρας, με περιγραφή διαφορετική και με μελανά χρώματα. Οι Τούρκοι, σύμφωνα με την γιαγιά ήταν οι μπουνταλάδες, τα χαϊβάνια. Τώρα, όταν την ρωτούσα: «καλέ γιαγιά, πως κατάφεραν τα "χαϊβάνια" να διώξουν τα "σαΐνια"», η γιαγιά δεν το απαντούσε ποτέ αυτό. Μόνο κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι της. 67
Και ενώ η λαμπερή "μπελ επόκ" διατηρούσε την αίγλη της, μαύρα σύννεφα συνωμοτούσαν στον κοινωνικοοικονομικοπολιτικό χάρτη. Εν συντομία και επιγραμματικά κάποια γεγονότα λίγο πριν και λίγο μετά από το τραγικό ’22 ήταν τα εξής: ο Τιτανικός έχει βυθιστεί το 1912 και την ίδια χρονιά ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος αρχίζει. Τελειώνει το 1913 αλλά επειδή γεννά το μακεδονικό ζήτημα για Ελλάδα και Σερβία τον ίδιο χρόνο (ξαν)αρχίζει ο δεύτερος Βαλκανικός, ενώ το 1914 ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος και τελειώνει όταν οι τελευταίοι Ρομανόφ εκτελούνται από τους μπολσεβίκους το 1918. Το 1919 ξεκινά η μικρασιατική εκστρατεία, το "Αβέρωφ" χαιρετά όλο τον Βόσπορο και στο Τσεγκέλκιοϊ αντιλαλούν οι συριγμοί του. Το 1920 υπογράφεται η μεγάλη ελληνική κατάκτηση, η συνθήκη των Σεβρών. Εποχή κατακτήσεων και για τις σουφραζέτες που δικαιώνονται σε πολλές χώρες. Το 1923 στην Γερμανία, ο Αδόλφος Χίτλερ φυλακίζεται με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο ρους της ιστορίας όμως δυστυχώς δεν θα ανατραπεί. Ένα χρόνο μετά αποφυλακίζεται λόγω ... καλής διαγωγής. Στις Η.Π.Α. διαβόητοι γκάνγκστερς, δρουν στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης και θησαυρίζουν από το λαθρεμπόριο των οινοπνευματωδών ποτών. Η βιομηχανία θεάματος παράγει ασταμάτητα καινούρια αστέρια που λανσάρουν τα νέα στιλ. Βαμπ, φλάππερς, τσάρλεστον, τζαζ... 68
Pola Negri
Dolores del Rio
Theda Bara
Lillian Gish
Doris Dawson
Clara Bow
Louise Brooks
Corinne Griffith
Marlene Dietrich
Josephine Baker
Barbara Lamarr
Marion Davies
Η γιαγιά σαν όλα τα κορίτσια της ηλικίας της μαγεύεται από την μεγάλη οθόνη. Είχε και συλλογή με φωτογραφίες. Ροδόλφο Βαλεντίνο, Ντάγκλας Φέρμπανκς, Αλ Τζόνσον, όλους τους ξέρει η γιαγιά. Ποια ήταν τα όνειρά της; Δεν είπε ποτέ, ήταν σαν αίνιγμα. Μόνο ανίχνευα πίκρα στο πρόσωπό της. Γιατί ενώ το λουλούδι ήταν έτοιμο και άνθιζε, το χώμα δεν ήταν κατάλληλο. 69
Ο ελληνικός στρατός "φορτώθηκε" με τόσες προσδοκίες, να αναστηλώσει το εθνικό μας φρόνημα και να επαληθεύσει το στίχο από το "Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης", το δημοτικό τραγούδι-θρήνο της Κρήτης του 1453:
Χάρτης του 1899 από το βιβλίο Stanfords Compendium of Geography and Travel, με καφέ το βασίλειο της Ελλάδος, ενώ με πράσινο τα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας 70
"Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά῾ναι". «Αφού γιαγιά, ο ποιητής, το λέει καθαρά πως ήταν "θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει" γιατί πήγαμε κόντρα στο Θεό, οι αθεόφοβοι;». Και άλλα τέτοια παρόμοια την ρωτούσα και πάντα άκουγα: «Τούτο εκ των υστέρων κρίνεται λάθος. Αλλά βέβαια το γιατί έγινε το λάθος; Α! αυτό ... είναι μια άλλη ιστορία».
Τα ερωτήματα έμειναν βασανιστικά. Ποιος έφταιξε; Ο μεγαλοϊδεατισμός του Βενιζέλου; Ο άκαμπτος Βασιλιάς; Οι σκοτεινές προθέσεις των ξένων δυνάμεων; Μήπως το φούντωμα του λαϊκού πόθου; Η πολιτική και κοινωνική μυωπία; Ο εθνικός διχασμός; Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός; Η αψήφιση του κεμαλικού εθνικισμού; Το μίσος από τον θρησκευτικό φανατισμό; Τα γέρικα άλογα του ιππικού μας, είπαν κάποιοι!
Ποιος να εξηγήσει ή να αναλύσει ότι δεν απογοήτευσε ο ελληνικός στρατός, αλλά η προσμονή αιώνων που ορθώθηκε γύρω από την χωρίς οξυδέρκεια και ενδελέχεια πολιτική και στρατηγική με μια αναλογία που καμία σχέση δεν είχε με την ισχνή οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας; Όλοι αυτοί που για λόγους πολιτικούς, προσωπικής προβολής και ματαιοδοξίας για να αφήσουν το όνομά τους στις σελίδες της ιστορίας, εκμεταλλεύτηκαν τις μνήμες ενός πονεμένου μεν, αλλά ασύνετου λαού δε, όλοι αυτοί που 71
παραπλανήθηκαν και οι ίδιοι από τάχα συμμάχους, θα παραδέχονταν πως έφταιξαν; Κανένας δεν ανέλαβε τις ευθύνες και όλοι ήταν μαθημένοι να ρίχνουν το φταίξιμο στους άλλους.
Χάρτης της Μεγάλης Ελλάδος, 1920
Η αποσιώπηση των τραγικών γεγονότων και η εξαφάνιση της προσφυγικής ιστορικής μνήμης με τις ανάλογες πολιτικές αποφάσεις για κλείσιμο του μικρασιατικού ζητήματος που πάρθηκαν με την σύμπραξη όλων των πολιτικών, κατόρθωσαν η κάθαρση του προσφυγικού δράματος να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Στη Συνθήκη των Σεβρών (10 Aυγ. 1920) είχαν τεθεί οι βάσεις για την Ελλάδα των δύο ηπείρων (Ευρώπη – Ασία) και των πέντε θαλασσών (Αιγαίο – Ιόνιο – Μεσόγειος – Εύξεινος πόντος – Προποντίδα), όμως η τράπουλα ανακατεύτηκε ξανά, τα όνειρα εγκαταλείφθηκαν 72
και πολλά μαντίλια λιχνίστηκαν στον αέρα. Μερικά χρόνια μετά την εθνική ήττα, η γιαγιά αποχαιρετά την νιότη της, την Πόλη, το χωριό και το σπίτι της και επιβιβάζεται στο βαπόρι για τον "Περαία".
Το χωριό της γιαγιάς
«Χάσαμε το μπούσουλα, παιδί μου», αναλογιζόταν με πίκρα. «Αχ, μάτια μου, μας έδιωξαν από τον τόπο μας γιατί ήμασταν οι ξένοι, ήρθαμε στην πατρίδα και μας έκαναν να νιώθουμε πάλι ξένοι» έλεγε με πόνο. «Ξένοι εμείς; που είχαμε έθιμα βαθιά ριζωμένα και παραδόσεις γνήσιες ελληνικές;» ρωτούσε με καημό. Σαν παιδί, αυτά που είχα να πω ήταν «γιαγιά, αυτό το παραμύθι δεν είχε happy end». Και εκείνη αποκρινόταν: «σημασία έχει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Τι θέλαμε ξυπόλυτοι στ’αγκάθια;». Αυτός ήταν ο επίλογός της. 73
Εξαθλίωση, κακουχίες, ασθένειες, ψυχολογική αναταραχή, άθλιες συνθήκες και προσωπικές απώλειες, δεν κατάφεραν να στερήσουν από τους Μικρασιάτες με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και τις πολιτισμικές αξίες, ένα πράγμα. Το χαμόγελο.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα, ο θείος Γιώργος, η Φωτεινή, η γιαγιά Ελένη, η Όλγα, ο παππούς Βασίλης, η θεία Γλυκερία (αδελφή του παππού) και η Ερασμία
Ήμουν πολύ μικρή για να αντιληφθώ το κόστος αυτής της ιστορίας όταν την πρωτάκουσα από το στόμα της. Τα οδωνύμια όμως, εκεί που ζούσα, έπαιζα και μεγάλωνα, στη γειτονιά της Νέας Σμύρνης με έβαζαν σε βαθύ προβληματισμό. Η Αγίας Σοφίας, η Βοσπόρου, η Αμισού, η Αγκύρας, η Δαρδανελίων, η Ελλησπόντου, η Αρτάκης, η Φαναρίου, η Ικονίου, η Εφέσου, ναι, το θυμάμαι πολύ καλά ότι αναρωτιόμουν και η "αναρώτηση" αυτή, έμοιαζε με ένα γνωστό και πολύ αργότερα πετυχημένο σλόγκαν: "Τυχαίο; Δεν νομίζω"! 74
Κατέληγα στο σοβαρό συμπέρασμα πως δεν ανήκαν στην ίδια κατηγορία όλες οι αφηγήσεις της γιαγιάς. Τα άλλα παραμύθια, τα κλασικά όπως η χιονάτη, ο κοντορεβιθούλης, ο παπουτσωμένος γάτος, η κοκκινοσκουφίτσα, η σταχτοπούτα, τα τρία γουρουνάκια, ευτυχώς είχαν ωραίο τέλος και η γιαγιά τα ήξερε όλα. Περίμενα πως και τι, να μου πει παραμύθι. Για να με πειράξει πότε πότε, μου έλεγε: «παραμύθι, μύθαρος, η κοιλιά μου πίθαρος, κάτσε κάτω να στο πω, (καθόμουν στο μιντέρι, βέβαιη ότι αρχίζει το παραμύθι) σήκω απάνω, τελείωσε». Αλλά δεν με άφηνε με το παράπονο. Μου έλεγε και τα κανονικά παραμύθια, με κάστρα, με ιππότες, με φλουριά Κωνσταντινάτα, με πεντάμορφες, με μαγικά χαλιά, με δράκους, με φωτιές. Υπερπαραγωγές όλα. Η εισαγωγή ήταν πάντα έτσι: «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’αρχινίσει. Μια φορά και ένα καιρό...» και η περιπέτεια άρχιζε και ολοκλήρωνε όταν «ζούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Μου "παίδευε" το μυαλό με γλωσσοδέτες όπως: «άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’τον ήλιο ξεξασπρότερη», «ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή» και με αινίγματα «ψηλός ψηλός καλόγερος, και κόκαλα δεν έχει. Τι είναι; να το πάρει το ποτάμι;». Απαντούσα «όχι, γιαγιά το ξέρω, είναι ο καπνός». Γελούσε και συνέχιζε: «Χίλιοι μύριοι καλογέροι σε ένα ράσο τυλιγμένοι. Τι είναι; να το πάρει το ποτάμι;». «Όχι, γιαγιά κι αυτό το ξέρω, το ρόδι είναι». Μετά, ερχόταν 75
ένα δύσκολο: «Ο παπάς και η παπαδιά, ο Γιάννης και η Μαρία είχαν 6 αυγά και φάγαν από τρία. Πως γίνετε;». Τόμπολα! Αυτό ας το πάρει το ποτάμι. Έλεγε αστείες ιστορίες όπως το «σαράντα καθιστός, κι αν σηκωθώ επάνω;». Διηγιόταν τα παθήματα του Ναστραντίν Χότζα, τους μύθους του Αισώπου, γνώριζε παροιμίες ένα σωρό. Πάντα είχε να πει μια σοφή κουβέντα όπως «όσα φέρνει μια ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος», «και αύριο μέρα είναι», «ότι κατεβαίνει ανεβαίνει», «δεν ξέρεις τι ξημερώνει», «εμείς γελούμε δώδεκα κι εμάς τριάντα έξι». Αν της έλεγα πως είδα όνειρα στο ύπνο μου, ξόρκιζε κάθε κακό: «στα όρη στ’άγρια βουνά, σε καλό και σ’αγαθό», αλλά δεν τα "ορμήνευε" ποτέ. Αν ήθελε να προκαλέσει γέλιο και να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα επειδή την ένιωθε κάπως "βαριά" έλεγε δυνατά: «Λαφολσούν». Αν ήθελε να τελειώσει κάτι, για να το επισπεύσει, δήλωνε: «Εις αύριον τα σπουδαία. Τέλος του προγράμματος, καληνύχτα σας».
Η γιαγιά με την εγγόνα
76
Και πόσα ακόμα έλεγε που σίγουρα ξεχνάω. Αλλά αυτό που δεν ξεχνάω είναι η καλή της διάθεση, η υπομονή της, η οξυδέρκειά της, η συναισθηματική νοημοσύνη της. Μπορούσε να "διαβάσει" τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, αν μ’έβλεπε προβληματισμένη, έλεγε: «τα μισά της χιλιάδας, είναι πεντακόσια» ή και το άλλο: «πέσαν έξω τα καράβια σου;». Αν "ου μη γένοιτο" δεν κατάφερνε να μου αλλάξει ή να καλυτερεύσει την διάθεση, τότε επιστράτευε το θυμίαμα. Ναι, και κάθε πρωτομηνιά, επίσης θύμιαζε. Έχω και ένα συνειρμό, όπως η διαφήμιση με τα ζυμαρικά και τον καλόγερο να φωνάζει: «Ακάκιε, μην ξεχάσεις τα μακαρόνια ...» έτσι μου παράγγελνε μην ξεχάσω να της πάρω "μεντζουβί". Το μεντζουβί είναι ρητίνη δένδρου, από τη γαλλική λέξη benjoin. Το λεξικό αναφέρει επίσης όπως ο Στύραξ, κοινώς θυμίαμα, αλλά ευωδέστερον του Στουρακίου, πιθανώς ινδικής προελεύσεως. Όταν πήγα σχολείο, έλαμπαν τα μάτια της, με τη σάκα, τα καινούρια βιβλία. Καθώς έφευγα θα με χαιρετούσε κάθε πρωί απαραιτήτως, μα κάθε πρωί. Άνοιγε το παράθυρο από το καμαράκι, κοιτούσε και μου’λεγε «στο καλό». Της έλεγα τι έμαθα στο σχολείο και χαιρόταν. Μια ή δυο τάξεις, είχαμε μάθημα και τα Σάββατα. Τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα, Πέμπτη πρωί, και η πρώτη ώρα Έκθεση. Η μέρα ξεκινούσε με επανάληψη στους κανόνες του Τζάρτζανου «μακρὸν πρὸ βραχέος περισπᾶται» και ποιες λέξεις 77
παίρνουν δασεία. Ο δάσκαλος έγραφε στον πίνακα το θέμα και έπρεπε τώρα να βρεθεί η έμπνευση για πρόλογο. Λες και δεν έφτανε το βασανιστικό "πως να αρχίσω" ερώτημα, ήταν και η διπλανή, που σκουντούσε και ψιθύριζε: «πες καμιά ιδέα, πως να αρχίσω». Και σε περίπτωση που δεν βοηθούσα, θα μούτρωνε και δεν θα μου μίλαγε όλη μέρα. Μια φορά την εβδομάδα είχαμε εκκλησιασμό. Μέσα στη καρδιά του χειμώνα όταν άρχιζαν οι Αλκυονίδες μέρες, διαλέγαμε την πιο ηλιόλουστη και οι φωνές μας απαιτο-εκλιπαρούσαν «εκδρομήεκδρομή-εκδρομή». Τα πρωτάκια χεράκι-χεράκι κι όλοι μαζί στο δρόμο τραγουδούσαμε «ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αααταξίδευτο, οεοεοε». Γύριζα σπίτι, πριν προλάβω να πω λέξη, η γιαγιά ρωτούσε «πως τα πέρασες στην εκδρομή»; Πως το ήξερε, με ξάφνιασε στην αρχή. Έλεγε «έχω μάτια και στην πλάτη», ή «μου το είπε ένα πουλάκι» και κάτι παρόμοια. Δεν με έπειθε. Καταλάβαινα. Από την πολλή χαρά οι τσιρίδες μας ακούγονταν σε ακτίνα χιλιομέτρου. Φτιάχναμε δικά μας ανέκδοτα. Τα βιβλία είχαν το σήμα της μικρής κουκουβάγιας με τα αρχικά του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. Της έλεγα: «τι λέει εδώ; ΟΕΔΒ, δηλαδή; Όταν Έχω Διάβασμα Βαριέμαι». Φτιάχναμε και παρατσούκλια για τους δασκάλους. Ο φόβος και τρόμος του σχολείου ήταν ο Κατσούλης, ο "δήμιος". Σήκωνε από το τσουλούφι τα αγόρια, τα κλοτσούσε, τα σφαλιάριζε, τραβούσε από τα αυτιά τα κορίτσια, χτυπούσε με την βέργα. 78
Έτσουζε η παλάμη. Ένας να μην ήξερε μάθημα, τρώγαμε όλοι ξύλο. Μια φορά, τράβηξε το αυτί ενός κοριτσιού, με τέτοια λύσσα, που το έσκισε. Του έμεινε στο χέρι του, το τρυπητό χρυσό σκουλαρικάκι της, μαζί με τα αίματα. Για να είμαι ειλικρινής, υπήρχαν κάτι "καλόπαιδα" στην τάξη, αγρίμια, δεν τα έκανε ζάφτι κανείς. Όμως ήταν σκληρός, άδικος, μισογύνης και μεροληπτούσε απροκάλυπτα μέσα στη τάξη. Παιδιά γνωστών του, είχαν διαφορετική αντιμετώπιση. Είναι τρομακτικό θέαμα για ένα μικρό παιδί να δέχεται αναίτια επίθεση. Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο, δέκα χρόνια μετά. Τον χαιρέτησα με σεβασμό. Με θυμόταν. Ρώτησε «πέρασες;» είπα «ναι, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο». Δεν αντέδρασε, δεν είπε τίποτα. Απομακρύνθηκε ψυχρά σαν να μην με είχε δει. Περισσότερο πιστεύω πως τσαντίστηκε γιατί μια "προστατευόμενή" του δεν πέρασε πουθενά. Με εξαίρεση την τάξη του, το υπόλοιπο δημοτικό ήταν ευχάριστο. Ευτυχώς είχαμε και καλούς και υπομονετικούς δασκάλους. Την Νικολουζάκη, τον Παπαχριστοδούλου, την Βακό. Με τις γιορτές μας, με τα ποιήματά μας, με τις γυμναστικές επιδείξεις μας και με τις παρελάσεις μας. Και η γιαγιά παρούσα. Μέχρι στη τελετή απονομής του πτυχίου με τίμησε με την παρουσία της. Η αλήθεια είναι πως όλες οι γιαγιάδες έχουν ανάλογη αδυναμία στα εγγόνια. Αυτό που δεν γνώριζα ήταν πως ακόμα ένας λόγος την έκανε να συγκινείται κάθε φορά που της έλεγα "τα νέα" μου από το σχολείο. 79
Η γιαγιά Αλεξάνδρα, ο προ-παππούς Στέφανος και ο θείος Νίκος
Ήταν μεγάλος ο καημός της, που δεν την άφησε ο πατέρας της, να συνεχίσει το σχολείο. Εκείνης της έμελε νύχτα μέρα να δουλεύει στο βελόνι. Έμειναν για πάντα, το αγκάθι στη ψυχή της και η μομφή στον πατέρα ότι σταμάτησε την μόρφωσή της. Έκλαιγε, καθώς έβλεπε τους συνομήλικούς της με σάκα και τετράδια να πηγαίνουν στο σχολείο. Σαν μου έλεγε την ιστορία αυτή, μου ερχόταν να κλάψω κι εγώ αλλά με παρηγορούσε το γεγονός πως παρ’όλες τις δυσκολίες, η γιαγιά διάβαζε και έγραφε. Και αριθμητική έμαθε, και θρησκευτικά, και ιστορία, και καλλιγραφία και λίγα γαλλικά. Τα παιδιά μεταξύ τους είχαν αλληλεγγύη. 80
Κάθονταν όλα μαζί κάτω από το πλατάνι και τα μεγαλύτερα δίδασκαν τα μικρότερα. Μα την αλήθεια, πρέπει να ήταν όμορφη αυτή η εικόνα.
Τα πλατάνια, στο μεϊντάνι του Γενί Μαχαλά
Αγαπούσε το διάβασμα και μέχρι τα βαθιά της γεράματα, τα μυθιστορήματα ήταν αχώριστοι φίλοι της. Την παρατηρούσα. Αφοσιωνόταν στο κείμενο που είχε μπροστά της. Διάβαζε σιωπηλά. Αν κουνούσε τα χείλη της και τα φρύδια της, τότε το βιβλίο ήταν συναρπαστικό.
Η Αστική Σχολή στο Τσεγκέλκιοϊ 81
Ο Στέφανος, ήταν σκληρός ως πατέρας. Σε αυτό συμφωνούσαν όλα τα παιδιά του. Ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Καλός ήταν ως ράφτης, ξακουστός ως παντελονάς, ομοίως και ως γλεντζές, ενώ σε παρέες προσφιλής για την γενναιοδωρία του. Είχε αδυναμία στις όμορφες και του είχαν αδυναμία και εκείνες. Τον γνώριζαν Τούρκοι και Ρωμιοί και όλοι ένιωθαν, κάτι μεταξύ σεβασμού και φόβου. Δεν τολμούσε μαζί του να τα βάλει κανείς. Τσορμπατζής, με την έννοια του αφέντη. Φυσιογνωμία ο προπαππούς. Όταν ακόμα ήταν στρατιώτης στην Πόλη, τόλμησε το αδιανόητο για την εποχή. Ως φανατικός βενιζελικός, δημόσια τοποθετήθηκε ενάντια στον βασιλιά Γεώργιο. Καταδικάστηκε στο στρατοδικείο και από την Τουρκία, μεταφέρθηκε τσουβαλάτος στην Ελλάδα για να εκτίσει την ποινή του, η οποία ήταν 40 χρόνια φυλακή! Το κελί του, λέγανε πως ήταν το ίδιο, με του Κολοκοτρώνη. Εκεί, στο σκοτεινό μπουντρούμι, στο πέτρινο Παλαμήδι, ο Στέφανος, είχε μια στάλα τύχη μέσα στην ατυχία του. Η έρημη Κορνηλία με τα τρία μικρά παιδιά, ρωτούσε παντού για να μάθει νέα του: «έχει πεθάνει;» της απαντούσαν «όχι», «ζει;» της απαντούσαν πάλι «όχι». Από το ελληνικό προξενείο μαθαίνει πως είναι "αγνοούμενος". Με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος, μετά από επτά χρόνια απόλυτης στέρησης, βρίσκεται ξανά ελεύθερος, κοντά στην οικογένειά του, οπότε και τον γνωρίζει για πρώτη φορά η τρίτη κατά σειρά κόρη του, η Χαρίκλεια. 82
Ποιος μπορεί να πει, πόσοι λόγοι ενώθηκαν για να "ραφτεί" ο χαρακτήρας του; 17 πάντως, ήταν τα αδέλφια του. Η γιαγιά απαριθμούσε θείους και θείες «ο Λυκούργος, η Κρήτη, ο Ευστάθιος, η Ελένη, η Μηνοδώρα...» οι υπόλοιποι κόπηκαν λόγω μνήμης, γιατί η μνήμη κόβει-ράβει με δικά της μέτρα. Δίπλα στο πατέρα της, η γιαγιά έμαθε την τέχνη, γι’αυτό στο ράψιμο ήταν αϊτός. Η ραπτομηχανή της λειτουργούσε με πεντάλ στο πόδι. Την άνοιγε, την λάδωνε, επιθεωρούσε τα βελόνια της και ξεκίναγε. Ακουγόταν από το καμαράκι μέχρι επάνω στο σπίτι μας. Μπάλωνε, έραβε, μεταποιούσε ολονών τα ρούχα ακούραστη και πρόθυμη πάντα. Ο παππούς Βασίλης έφερνε σπίτι δείγματα από «λογιών λογιών» υφάσματα. Τα διάλεγε, τα ταίριαζε και έφτιαχνε μαξιλαράκια, καλύμματα, πετσετάκια και ότι της έκανε κέφι. Έτσι λοιπόν το τραγουδάκι που κυκλοφορούσε τότε, νόμιζα πως ήταν γραμμένο αποκλειστικά για την δική μου γιαγιά: «Η γιαγιά μας η καλή, έχει ραπτομηχανή, κιόλο ράβει και μπαλώνει του παππού το παντελόνι» Λάτρευε τα παλ χρώματα. Το γκρι αρζάν, το σιέλ, το βεραμάν! Είχε πάθος με τα απαλά υφάσματα, όπως τη μουσελίνα. Έλεγε μουσελίνα και κόλλαγε το στόμα της. «Θέλω να ράψεις από μουσελίνα ένα φόρεμα» μου έλεγε συχνά, «καλά, καλά θα ράψω», έλεγα χωρίς να το πιστεύω. Τα μεταξωτά υφάσματα, ήταν επίσης αγαπημένα. Ένα ύφασμα μεταξωτό της είχα αγοράσει σ’ένα ταξίδι στα Αραβικά Εμιράτα. Έραψε εκείνη τελικά το φόρεμα που της άρεσε πολύ. 83
Η επιδεξιότητά της στο καρίκωμα και στο γαζί είχε ρίζες στην καλαισθησία της. Έκοβε "φιγουρίνια" από περιοδικά όταν ήθελε να ξεσηκώσει καμιά ιδέα. Τα καπέλα της άρεζαν πολύ, πως αλλιώς αφού, ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του καιρού της.
επάνω: Η γιαγιά Αλεξάνδρα και η Φωτεινή, προετοιμασία για τον γάμο, 1960 κάτω: Η γιαγιά Αλεξάνδρα με την Φωτεινή, 1990
84
Είχε πολλά μαντίλια και φουλάρια, όλα μα όλα της πήγαιναν, γιατί είχε όμορφο χρώμα ματιών. Σαν μωσαϊκό ήταν τα μάτια της. Όταν την έβγαζα φωτογραφία μου παράγγελνε: «να με βγάλεις ωραία τα μάτια, ναι;». «Ναι, γιαγιά μου, ναι».
85
Ήταν χρυσοχέρα, κεντούσε όμορφα. Κεντούσε τα σεμεδάκια της, κεντούσε τις ποδιές της, τα τραπεζομάντιλά της. Είχε πλέξει όλους τους γιακάδες για τις μπλε ποδιές μου για το σχολείο. Είχε χαρακτηριστικό πλέξιμο. Δεν ήταν ούτε με βελόνες πλεξίματος ούτε καν με βελονάκι, αλλά με βελόνι, τόσο ψιλούτσικο πλέξιμο σαν κέντημα, σαν δαντέλα, ήθελες μεγεθυντικό φακό να δεις την βελονιά. Μπιμπίλα, το έλεγε. Μια φορά ένα γιακαδάκι φτιαγμένο με μπιμπίλα, το είχα χάσει, κάπου μου έπεσε μέσα στο σχολείο. Κλάμα εγώ για το γιακαδάκι μου. Καθώς φαίνεται το βρήκε μια συμμαθήτρια. Την άλλη μέρα το φόρεσε πάνω από την μπλε ποδιά της. Στην γραμμή, πριν μπούμε στην τάξη, κάναμε προσευχή. Τον βλέπω επάνω της. Ξεχώριζε ο γιακάς μου από χιλιόμετρο μακριά. «Αυτός είναι δικός μου γιακάς» της λέω κάπως άγρια, μάλλον δεν χωρούσε αμφισβήτηση το ύφος μου, δεν θα ήμουνα παραπάνω από 7 χρονών. Μου επέστρεψε τον γιακά, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όταν ασχολιόταν με το ράψιμο δεν παρέλειπε να με μορφώνει παράλληλα για τις στόφες, τα ατλάζια, τις κουκουλήθρες, τα μπρουσανιά (μεταξωτά της Προύσας), τα μπρισίμια (κλωστές από μετάξι), τα τιρτίρια (χρυσοκλωστές), τις αραχνοΰφαντες νταντέλες και τα λινά. Το μόνο που ζητούσε ήταν να περνάω κλωστή στο βελόνι της. Ο δε "μάρτης" στο χέρι, το βραχιολάκι με τις τρίχρωμες στριφτές κλωστές, ήταν απαραίτητος. 86
87
Έχω την εικόνα της και την χροιά της φωνής της μέσα στην μνήμη μου σαν να ήταν μόλις χτες, όταν ανέβαινε και άνοιγε την πόρτα της κουζίνας και μας φώναζε: «κόσμοοος;». Όταν ετοιμαζόταν να κατέβει γιατί πια είχε βραδιάσει, μας έλεγε πάντα: «άντε παιδιά, ώρα να σας καλονυχτίσω, καλό ξημέρωμα και όνειρα γλυκά». Όταν χτυπούσε κάποιος το κουδούνι της πόρτας του σπιτιού της, ακόμα κι αν ήταν στην αυλή, στο καμαράκι, στο πλυσταριό, στο πατάρι, στην κουζίνα, από όπου κι αν ήταν, ότι κι αν έκανε, απαντούσε: «αμέεεσως» και η φωνή της ήταν διαπεραστική και χαρακτηριστική. Σε κλάσματα δευτερολέπτου εμφανιζόταν στην πόρτα και την άνοιγε πάντα με ένα διάπλατο χαμόγελο. Επίσης διαπεραστικό και χαρακτηριστικό ήταν ένα σύστημα επικοινωνίας για μεγάλες αποστάσεις. Ήταν ένα σύνθημα να το πω, ένα σινιάλο να το πω, όπως και να το πω, ήταν το σήμα κατατεθέν της γιαγιάς. Τι να μας πουν τα κινητά! Η γιαγιά είχε σύστημα εντοπισμού και συνεννόησης καλύτερο και από δορυφορικό. Όταν ακουγόταν αυτό το σύνθημα με ελάχιστη χρονοκαθυστέρηση ακολουθούσε και το παρασύνθημα. Δηλαδή ήταν η ανταπόκριση και σήμαινε πως το μήνυμα ελήφθη. Το σινιάλο αυτό χρησίμευε ως ενημερωτικό από την μαμά μου στο πρώτο όροφο πως "ο καφές είναι έτοιμος, έλα", και η απάντηση από το ισόγειο σήμαινε "σέρβιρε και έρχομαι". 88
Άλλοτε μπορεί να ήταν ερωτηματικό, και εννοούσε "είναι κανείς εδώ; είναι κάποιος στο σπίτι;". Και η απάντηση σήμαινε "ναι, εδώ είμαι". Όλα αυτά εν συντομία μετατρέπονταν στον εξής απλό, απλούστατο κώδικα επικοινωνίας. Ερώτηση: «ουου»; Απάντηση: «ουου»! Ο τούρκικος καφές δηλαδή ο ελληνικός καφές σύμφωνα με τους Νεοέλληνες, δεν έχει ίσως τόση σημασία η εθνικότητα και ποιος θα πάρει την "πατρότητα", σημασία έχει πως ήταν απαραίτητος καθημερινά με την συνοδεία τυριού και παξιμαδιού γύρω στις 11.30 π.μ. με 12.30 μ.μ. Αν τύχαινε και αργούσε να τελειώσει ο καφές με την κουβέντα, κοιτούσε το ρολόι της και έκανε τα αστεία της. Φώναζε με ύφος "θεατράλε": «Κορίτσιααα», δήθεν στις υπηρέτριες να μαζέψουν το τραπέζι και να ετοιμάσουν μεσημεριανό φαγητό γιατί η ώρα περνά. Ο ελληνικός καφές ήταν για μένα η απόλυτη γευστική εμπειρία. Έμαθα μαζί της να εκτιμώ τον φρεσκοκομμένο καφέ. Κατεβαίναμε χεράκι χεράκι την οδό Μυκάλης, εκεί στο καφεκοπτείο, όχι απλά μύριζε ο καβουρντισμένος καφές αλλά ένιωθα πως μάγευε αυτό το άρωμα. «Τι ξελογιάστικο που είναι το άτιμο», συνήθιζε να λέει. Από εκεί συνεχίζαμε στην οδό Σηλυβρίας, στης θείας Λουλούς, όπου μας περίμενε για το καθιερωμένο καφεδάκι μαζί με μια λιχουδιά, μπισκοτάκι, κουλουράκι ή γλυκό υποβρύχιο. 89
Το σακουλάκι του καφέ όταν το άνοιγε, έκανε σαν να ήθελε να κάνει μια βουτιά μέσα στο χαρμάνι. Την θυμάμαι να λέει με απόλυτη ικανοποίηση μετά από μια βαθιά εισπνοή: «αχ, τι άρωμα, ανοίγουν τα πνευμόνια». Τα ίδια κάνω και εγώ σήμερα. Παρόλο που η γιαγιά ήξερε την τέχνη του ψησίματος και έψηνε στο γκαζάκι καφεδάκι που θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό, η δική της άποψη ήταν ακλόνητη: «Μόνο στη χόβολη μπορεί να γίνει εξαιρετικός ο ελληνικός». Όταν λοιπόν πήγαινε ή στις αδελφές της ή στης κουνιάδας της ή στις γειτόνισσες για επίσκεψη, με έπαιρνε μαζί της και όπου δυό και εγώ τρεις, όταν ακόμα δεν πήγαινα σχολείο και ήμουν πιτσιρίκι. Ο κύριος Βάλβης και η κυρία Φρίτιεν, η Βικτωρίτσα, η Αναστασία, η Αρκαδία, χαίρονταν κάθε φορά που μας έβλεπαν. Όσο ο καφές ετοιμαζόταν, ήταν η ώρα της παράστασης. Το κοινό ζητούσε να πω το ποίημα και μετά θα ερχόταν η ανταμοιβή μου. Απήγγελνα το ποίημα που μου είχε μάθει η μητέρα μου. Για να ξεκινήσω, έπαιρνα μεγάλη ανάσα και περήφανα για τίτλο έλεγα: «της μαμάς μου». Το είχε γράψει η ίδια όταν πήγαινε Δευτέρα Δημοτικού. Ο δάσκαλος επέμενε να του ομολογήσει από που το αντέγραψε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι το εμπνεύστηκε και για τιμωρία, της διέγραψε την κόλλα. Η μικρή Φωτεινή έμεινε με το παράπονο. Έτσι, το γλυκό ποίημα πέρασε προφορικά σε μένα σαν σκυτάλη. Σε πρώτη επίσημη δημοσίευση, ακολουθεί το ποίημα "της μαμάς μου": 90
Η Φωτεινή
Εχτές πρωί σα ξύπνησα κατέβηκα στο κήπο και είδα ένα θέαμα που μ’έκανε να σαστίσω. Είδα διαμάντια ένα σωρό επάνω σ’ένα δέντρο και σα περίεργο παιδί πήγα να τα μαζέψω. Μα, έμεινα κατάπληκτη μπροστά σ’αυτό το θαύμα τα διαμαντάκια έλιωσαν και έμεινα εν τω άμα. 91
Ήταν σταλαγματιές νερό της πρωινής της αύρας κι ο ήλιος με τα χρώματα τις έκανε διαμάντια. Δεν την παθαίνω πια, όμως εγώ αυτή την άσχημη δουλειά για ακόμα μια φορά. Γιατί τώρα μεγάλωσα κι απέκτησα μυαλά και δεν περνώ για δάμαντες τα σκέτα τα νερά. Η παράστασή μου τελείωνε με υπόκλιση, ακολουθούσαν τα χειροκροτήματα και τέλος, μετά τα γέλια και τα σχόλια για τις ρεβεράντζες μου, σερβιριζόταν ο καφές. Άχνιζε, καυτός ακόμα, μοσχομύριζε. Η γιαγιά, μου έδινε λίγο καφέ να πιω από το δικό της. Έβαζε λίγο στο πιατάκι να κρυώνει για να μην καώ με την γουλιά. Ήταν η πιο ακριβή απολαβή που είχε παράλληλα και μια γλυκιά γεύση παρανομίας. Επειδή σύμφωνα με την μαμά μου: «ο καφές ήταν μοναχά για μεγάλους και όχι για μικρά παιδιά», η ευχαρίστηση για μένα ήταν διπλή και γιατί ο καφές σαν γεύση ήταν υπέροχος και γιατί παρότι απαγορευμένος, εγώ απολάμβανα την μύηση από το φλιτζανάκι της γιαγιάς μου. Το καφεδάκι έπρεπε να είναι μερακλίδικο, σε μικρό φλιτζανάκι και κυρίως πικρούτσικο γιατί η γιαγιά δεν συμπαθούσε τα γλυκά καθόλου. Όπως δεν είχε
92
και καμία σχέση με τους ντελβέδες για να της πουν την μοίρα της, δεν τα πίστευε καθόλου αυτά. Είχε όμως καθημερινή περιποίηση ομορφιάς με τον ντελβέ. Ο καφές που έμενε στο πάτο του φλιτζανιού, κατέληγε στο μέτωπο ή στα χέρια για beauté. Καθώς και πάσης φύσεως λαχανικό ή φρούτο όταν το καθάριζε, χρησιμοποιούσε τις φλούδες του για μάσκες προσώπου. Το πιο αγαπημένο φλούδι από όλα ήταν από αγγουράκι. Και μόλις που άγγιζε στο μέτωπό της η λεπτή πράσινη φλουδίτσα από αγγούρι, δηλαδή πριν καλά καλά την απλώσει, αναφωνούσε πλήρως ικανοποιημένη: «αχ! δροσίτσα».
Μια κρέμα προσώπου και μια κρέμα χεριών ήταν σε σταθερή βάση οι παραγγελίες της στα ψώνια. Όταν υπήρχε αφορμή για έξοδο ή επίσκεψη, φρόντιζε την εμφάνισή της, ήταν κοκέτα. Και ένιωθα πάντα την λαχτάρα της να ακούσει ένα κοπλιμάν όταν ήταν πλέον έτοιμη για την κοινωνική της υποχρέωση. Στεκόταν εμπρός μου, με κοιτούσε και περίμενε την επιβεβαίωση. Της έλεγα πάντα: «κούκλα είσαι γιαγιά» και χαμογελούσε με ικανοποίηση.
Της άρεζε πολύ όταν της έφτιαχνα το μανικιούρ της. Μου έδειχνε τι θα φορούσε για να δω αν τα χρώματα ταιριάζουν. Έλεγε απαλά: «δεν θα σε απασχολήσω πολύ, αν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, δεν πειράζει». Πάντοτε με απαλή φωνή ζητούσε κάτι, όταν ήθελε μια χάρη ή ένα θέλημα. 93
Η Φωτεινή, η θεία Χαρίκλεια και η γιαγιά Αλεξάνδρα
Σαν να την ακούω τώρα να μου ζητά να την βάψω, δηλαδή να την μακιγιάρω: «Ξέρεις εσύ, λιγάκι. Μην με κοροϊδέψουν κι όλας. Διακριτικά. Δεν πρέπει να κάνουμε υπερβολές. Το μακιγιάζ να μοιάζει φυσικό, να είναι "νατουρέλ", έτσι δεν το λένε γαλλικά; Και λίγη πούντρα βάλε με. Βάλε με και λίγο κοκκινάδι, μπρε». Κοίταζε στο καθρεπτάκι της, αν ήταν πλήρως ικανοποιημένη, έλεγε: «Ταμάμ».
Όταν ήταν ώρα να ξεκινήσουμε έλεγε: «εμπρός μαρς» ή «vur patlasin» και γελούσα με την ανυπομονησία της. Στο αυτοκίνητο σαν έμπαινε, καθόταν στην ίδια θέση και δεν άλλαζε ρούπι την στάση του κορμιού της από την επιθυμία της να φτάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και για να μην προξενήσει την παραμικρή καθυστέρηση. 94
Ετοιμαζόταν και μία ώρα, ίσως και δυο ώρες πριν τα ραντεβού της. Η βιασύνη της ήταν γνωστή σε όλους. Και φυσικά μετά περίμενε και η αναμονή την έλιωνε. «Άντε μπρε Βασίλη, κάνε λίγο γρήγορα» ήταν στη χειρότερη αυτό που θα έλεγε στον παππού που αργούσε πάντα να ετοιμαστεί.
Ο παππούς Βασίλης και η γιαγιά Αλεξάνδρα
Πάντως το σκουλαρίκι το τρυπητό κάθε φορά το έβαζε σε καινούρια τρύπα. Στο ένα αυτί η τρύπα έκλεινε γιατί δεν φορούσε σκουλαρίκια συνεχώς, οπότε στην προσπάθειά της να ετοιμαστεί όσο το δυνατό γρηγορότερα ή «μάνι μάνι», όπως έλεγε και 95
η ίδια, τρυπούσε το αυτί της με το σκουλαρίκι κάθε φορά σε άλλο σημείο. «Μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος» συνήθιζε να λέει.
Την θυμάμαι ακόμα όταν είχε μακριά μαλλιά. Τα έπλεκε σε δύο κοτσιδούλες μακριές και λεπτές και μετά τις στερέωνε σαν στεφανάκι στο κεφάλι της. Όταν πήγαινε για ύπνο, τα ξέπλεκε. Όταν είχε διάθεση, τα έφτιαχνε έναν ωραίο αριστοκρατικό κότσο. Αναγκάστηκε να τα κόψει κοντά αργότερα, γιατί την κούραζαν.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα και η Χριστίνα
Είχε πράο χαρακτήρα, ήταν γλυκομίλητη, δεν θύμωνε, δεν εκνευριζόταν, δεν είχε εκρήξεις. Το μόνο που θα την άκουγε κάποιος να μουρμουρίσει, σε εξαιρετικά εξοργιστικές καταστάσεις, ήταν: «ντινινή σιχτιμινή, ναι» ή «άμε στο διάτανο, ναι». 96
Το χαρτάκι, αποτελούσε μια μεγάλη αδυναμία. Οι καβγάδες με τον παππού ήταν παροιμιώδεις. Το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Η γιαγιά θα έβρισκε την ευκαιρία να γλιστρήσει μέχρι την Κα Φρίτιεν και τον Κο Αχιλλέα για ένα κουμκανάκι. Έπαιζε και Θανάση αλλά το κουμκάν, ήταν το φόρτε της. Για πότε έκανε τις τρίτες, για πότε κατέβαζε και για πότε έβγαινε, δεν την προλάβαινε κανείς.
Στην Αγία Γαλήνη, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η κυρία Κατερίνα και η θεία Χαρίκλεια
Τουλάχιστον εγώ όποτε έπαιζα μαζί της, στο τέλος θύμωνα γιατί έχανα πάντα. «Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη» ήταν η παρηγοριά της για την χασούρα και την τσαντίλα μου. Στην εξοχή όποτε βρισκόταν, δύο ήταν τα απαραίτητα αξεσουάρ. Σακούλα και μαχαίρι. Της έλεγα για αστείο, εμπνευσμένο από την Στέλλα του Κακογιάννη: «γιαγιά κρατάω μαχαίρι», απαντούσε: «και εγώ σακούλα, πάμε για χόρτα». Με μάθαινε: «Αυτή είναι γλιστρίδα, αυτό είναι σταμναγκάθι, να και ένα ραδικάκι». Σε χρόνο ρεκόρ, μάζευε βουνό από χόρτα. Βλίτα, βρούβες, ζοχούς, καυκαλήθρες. 97
Η γιαγιά επί το έργον
Τα καθάριζε ώσπου να πεις κύμινο και μοίραζε πάντα στους δικούς της. Έπινε ραδικόζουμο όπως επίσης και δίκταμο (άγρια ρίγανη), φλισκούνι, φασκόμηλο και τσάι του βουνού. Αν έβρισκε θυμάρι, ήταν ικανή να ξεριζώσει όλο τον θάμνο. Μάζευε επίσης χαμομήλι όταν ακόμα στη Νέα Σμύρνη υπήρχαν αλάνες, οικόπεδα και εκτάσεις με αγρούς. Το έπλενε, το ξέραινε στον ήλιο και το έκρυβε. Θεωρούσε το χαμομήλι, ως το άλφα και το ωμέγα θεραπευτικό ρόφημα. Αν τύχαινε κάποιος από μας να κρυολογήσει ή έστω να βήξει λιγάκι, θα ρωτούσε: «να σε φτιάξω, ένα χαμομηλάκι;». Ξεμάτιαζε, έκανε εντριβές, έβαζε και βεντούζες. Γνώριζε ποια μανιτάρια ήταν ακίνδυνα και ποια επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Προσπάθησα μα, δεν κατάφερα να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά των καλών μανιταριών. Μην πάρω και κανέναν στο λαιμό μου. Εν κατακλείδι η χρυσή συμβουλή της για καλή υγεία ήταν: «ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα». 98
Διάλεγε κληματόφυλλα και τα διατηρούσε στις γυάλες της. Έφτιαχνε τους πιο πετυχημένους γιαλαντζί ντολμάδες. Ήταν γεγονός, όποιος έτρωγε από αυτούς τους ντολμάδες δεν τους ξέχναγε ποτέ. Τα κληματόφυλλα ήταν επιστήμη να τα ξεχωρίσει για την ποιότητά τους. Αν τα κληματόφυλλα δεν ήταν καλά, αυτό θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στα ντολμαδάκια. Αυτό δεν το ήθελε με τίποτα.
Η γιαγιά έχει εντοπίσει κληματόφυλλα ΑΑΑ ποιότητας
Προσωπικά βογκούσα όταν έτρωγα και δεν μπορούσα να σταματήσω σε ένα ή δύο ντολμάδες. Ούτε σε τρεις, μην πω και τέσσερις δεν θα παρεξηγηθώ. Η παραγγελιά μου στην γιαγιά ήταν η κάτω στρώση του τέντζερη και να αφήσει το φαγητό να αρπάξει λίγο. 99
Αποτέλεσμα ήταν, οι ντολμάδες που βρίσκονταν στο "καζάν ντιμπι", στον πάτο της κατσαρόλας, γίνονταν "ρετσέλι", δηλαδή γλύκισμα. Το μυστικό της ήταν απλό, «κρεμμύδι», έλεγε, «όσο πιο πολύ κρεμμύδι βάλεις, τόσο πιο νόστιμοι γίνονται». Το έλεγε σε όλους και δεν ήταν μυστικό πια αυτό. Όμως κανείς μα κανείς έστω και γνώστης του μυστικού δεν μπορούσε να πλησιάσει σε γεύση και σε νοστιμιά τα ντολμαδάκια της γιαγιάς. Μια φορά της είπα: «την επόμενη φορά που θα φτιάξεις γιαλαντζί, θα με φωνάξεις να τους κάνουμε μαζί». Πράγματι, έτσι και έγινε και τότε κατάλαβα το αληθινό μυστικό της. Η γιαγιά έφτιαχνε την γέμιση του γιαλαντζί ντολμά, χωρίς μέτρα. Έλεγε: «για το ρύζι, νερό όσο πάρει, λάδι όσο ζητήσει, ανάλογα με τα κρεμμύδια, εξαρτάται πόσο ζουμί θα ρίξουν». Το ζούσε. Αποτέλεσμα ήταν πως η γέμιση γινόταν με το μάτι, με την εμπειρία της και όχι με την μεζούρα. Το κόψιμο του κρεμμυδιού, αυτό κι αν ήταν τέχνη. Όλο στο χέρι και το έκοβε σε ομοιόμορφα μικρά κυβάκια, σαν να το έκοβε μηχάνημα. Ύστερα ήταν και το τύλιγμα του φύλλου. Με περίσσια προσοχή, ήταν «ντυλιγμένα» ούτε πολύ σφιχτά, ούτε πολύ χαλαρά. Ήταν σπουδή, όχι αστεία. Έπειτα από αρκετή ώρα προετοιμασίας ο τέντζερης γέμιζε από ωραίες καλοσχηματισμένες 4 με 5 στρώσεις από γυαλιστερά ντολμαδάκια και ίσια στο μάτι της κουζίνας για ψήσιμο. Τότε έφτανε η στιγμή που η μυρωδιά του λαδιού και του κρεμμυδιού, τρέλαινε 100
και έσπαγε μύτες. Περιττό να πω, πως τα γιαλαντζί της γίνονταν ανάρπαστα και τελείωναν στο άψε ... χάψε! Για τους Τούρκους, γιαλαντζί, σημαίνει απομίμηση. Επειδή οι ντολμάδες γίνονται με κιμά, ο ντολμάς "μαϊμού" έχει ρύζι για γέμιση. Για όλους εμάς στο σόι, τα γιαλαντζί ήταν άκρως αληθινά και σήμαιναν ένα πράγμα. Γιαγιά Αλεξάνδρα.
Σουξέ μεγάλο είχαν και οι πατάτες τηγανητές που έφτιαχνε. Τουλάχιστον αυτές δεν ήθελαν και τόσο κόπο να γίνουν αλλά τρώγονταν επίσης γρήγορα και με βογγητά εξίσου ίδια με των ντολμάδων. Τις έβαζε στο τηγάνι μαζί με το λάδι. Όχι να κάψει πρώτα το λάδι, αλλά μαζί. Οι πατάτες ήταν χονδροκομμένες, με το τηγάνισμα ρουφούσαν αρκετό λάδι και γίνονταν σαν μπουρέκια. Όταν δάγκωνες την πατάτα ήταν τραγανή απ’έξω και μέσα σαν πουρές. Μου έφτιαχνε πατάτες και μου έλεγε: «είναι το σκεύος, το σκεύος παιδάκι μου τις κάνει έτσι». Ίσως δεν ξέρω, αλλά μόνο η γιαγιά έκανε τέτοιες πατάτες τηγανητές.
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω άλλη μια σπεσιαλιτέ της, τους κοχλιούς. Μάζευε σαλιγκάρια μετά από βροχή, τα τάιζε αλευράκι, τα καθάριζε και τα έψηνε. Η σάλτσα με το κρομμύδι και την ντομάτα σκέτη πρόκληση να την φας και να βουτήξεις και λίγο ψωμάκι μέσα. Όσο για το ρούφηγμα του σαλιαγκού έπρεπε να ξεχάσεις τις συμβουλές της μαμάς για το πως πρέπει να τρώνε τα καλά παιδιά και το savoir vivre πήγαινε βόλτα. 101
Η προσφορά της στον Οβελία ήταν πολύτιμη. Το αποτέλεσμα αφενός μεν την δικαίωνε αφετέρου δε, μας χόρταινε. Αχ! και το στιφάδο της κι ο πελτές ...
Η γιαγιά Αλεξάνδρα στην Αγία Γαλήνη
... αλλά αφού άνοιξα το θέμα μαγειρική ας το τελειώσω με επιδόρπιο. Κάθε χρόνο ζύμωνε βασιλόπιτα. Κάθε φορά χοροπηδούσα από χαρά. Συνέβη από τον πολύ ενθουσιασμό μου να πέσω μέσα στην λεκάνη με το ζυμάρι της, ευτυχώς μία φορά. Το έπλαθε με δύναμη και επιδεξιότητα. Έφτιαχνε το γευστικότερο ζυμάρι και το δοκίμαζα επί τόπου, ωμό, την ώρα που το έπλαθε. «Έλα» μου έλεγε, «τι λέει ο δοκιμαστής;». Χαρά εγώ, πια, και καμάρι που η γιαγιά εμπιστευόταν το γούστο μου. Η συνταγή ήταν πολίτικη με αρώματα από κοπανισμένη μαστίχα στο γουδί της, μαχλέπι, βρασμένο γλυκάνισο, μαύρο και άσπρο σησάμι, σωστή δόση ζάχαρης, μια πρέζα αλατάκι και τέλος πάντων όλα όσα θέλεις σε μια σπιτική παραδοσιακή πολίτικη βασιλόπιτα. 102
Τα έθιμα, τα κρατούσε η γιαγιά. Την τηρούσε την παράδοση. Έτσι έμαθε από γονείς και παππούδες. Η Αϊβασιλιάτικη πίτα έπρεπε με βυζαντινά σχέδια να είναι στολισμένη. Τα δώρα οι Ρωμιοί της Πόλης, τ’αντάλλασσαν την Πρωτοχρονιά. Έσπαγαν και το ρόδι στην εξώπορτα ως σύμβολο αφθονίας. Είχαμε μια ροδιά πίσω στη αυλή του σπιτιού στη Νέα Σμύρνη, χαιρόταν όταν καθάριζε ρόδια, μα πιο πολύ εγώ. Απόκριες και ένα φρου φρου, μια σερπαντίνα ή μια μάσκα θα την είχε οπωσδήποτε στο συρτάρι της για ''παν ενδεχόμενο''. Θυμάμαι τον πρώτο μου ''ουτσουρμά'' (αετό) τον πετάξαμε μαζί. Έμπαινε η Σαρακοστή έψελνε του Χριστού τα Πάθη και τον Ακάθιστο Ύμνο με δέος και πίστη για την θαυματουργή Μεγαλόχαρη. Πρωταπριλιά, με συμβούλευε να προσέξω μην με γελάσουν. «Βάγιω-Βάγιω τω Βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή τρώμε στη σούβλα το αρνί». Μεγάλη Παρασκευή θα πήγαινε στον επιτάφιο, πολλές φορές από νωρίς για να δει το στόλισμα με τα μανιτιά (βιόλες). Θαύμαζε πάντα το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Αγίας Φωτεινής που το έφεραν από τη Σκάλα της Πούντας το 1945 στο Καθεδρικό Ναό της Νέας Σμύρνης. Για τα πασχαλινά αυγά, έκανε την ''ντεκορασιόν'' της ως εξής: έκοβε μικρά λουλουδάκια όπως λεβάντες, καμπανίτσες, στάχυα και αμάραντα. Έβαζε το ανθάκι πάνω στο αυγό, το τύλιγε με κάλτσα νάιλον και την έδενε σφιχτά. Τόσο εφαρμοστά ώστε μετά το βράσιμο του αυγού μέσα στη μπογιά, το ανθάκι άφηνε το περίγραμμά 103
του, πάνω στην χρωματισμένη επιφάνεια του αυγού, σαν χαλκομανία. Και της Αναλήψεως το πρώτο θαλασσινό μπάνιο, ανυπερθέτως!
Υποστήριζε πάντα το παλαιό ημερολόγιο. Είχε το δικαιολογητικό ότι έζησε το γεγονός με το ''πακέτο'' 13 σε 1. Στις 16.2.1924 εισήχθη στην Εκκλησία της Ελλάδος το Νέον Ημερολόγιον, το Γρηγοριανό. Και η 16η Φεβρουαρίου 1924 έγινε 1η Μαρτίου 1924. Μέχρι τότε ίσχυε το Ιουλιανό. Η διαφορά τους είναι καθαρά αστρονομική. Το Ιουλιανό χάνει μία ημέρα ανά 128 χρόνια, το Γρηγοριανό μία ημέρα ανά 3.320 έτη. «Για βάλε με νου σου, πως θα σου φαινόταν εσένα να ξύπναγες την επόμενη μέρα και να είχαν φύγει 13 ημέρες από την ζωή σου;» έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Παρόλο λοιπόν που το Γρηγοριανό δεν το χώνεψε ήταν ικανή και ευκολοπροσάρμοστη σε όλες τις άλλες αλλαγές. Αναλογίζομαι, είδε το 1953 την οκά να αντικαθίσταται από το κιλό, τον πήχη το 1958 να δίνει την θέση του στο μέτρο, λίγο αργότερα το γαλόνι να φεύγει και να έρχεται το λίτρο και το Μάρτιο του 2002 αποχαιρέτησε την δραχμή και συναλλάχθηκε με ευρώ. Ανησυχούσε η γιαγιούλα μου μην την ξεγελάσουν στα ψώνια της γιατί ήθελε να τα κάνει μόνη της, να είναι αυτόνομη, να μην φέρνει βάρος. Κάναμε φροντιστήριο. Της έγραφα σε ένα πίνακα τις ισοτιμίες. Έλεγε: «θα τα μάθω, που θα πάει; Στο χέρι του είναι; όχι. Θα τα μάθω και θα πω και ένα τραγούδι». Και τα κατάφερε! 104
Όταν ήταν στην κουζίνα και γενικά όταν έκανε δουλειές στο σπίτι, τραγουδούσε. Αν δεν θυμόταν τα λόγια, συμπλήρωνε με τιαλαριλαρί, τιαλαριλαρί και συνέχιζε. Είχε γλυκιά φωνή, σωστή φωνή. Ως εγγόνι της, έχω κρατήσει βαθιά μέσα στην μνήμη μου τα νταχντιρντίσματα και τα νανουρίσματά της. Ένα μακρόσυρτο τραγούδι, διάχυτο με γλυκάδα αλλά και πόνο, μια έκφραση για ευδαιμονία, μια υπόσχεση για χαρά και προστασία: «Ύπνε γλυκέ κι ανάλαφρε έλα και πάρε μου το, μικρό στο δίνω μα εσύ, μεγάλο φέρε μου το».
Η γιαγιά Αλεξάνδρα, η Χριστίνα και ο παππούς Βασίλης
Όταν ήταν να με κοιμίσει ξεκίναγε κάπως έτσι: «Νάνι το παιδί να κάνει». Έκλεινα τα μάτια μου και την άκουγα με αυτιά 14. Όταν σταματούσε, της έλεγα «πάλι γιαγιά» και εκείνη γελούσε. Μετά ξεκινούσε ένα παιχνίδι που ως διά μαγείας με ηρεμούσε. Ακουμπούσε γλυκά τα δάκτυλά της στο πιγούνι μου και ψιθύριζε «πιγουνάς», χάιδευε το 105
στόμα μου και έλεγε «στομαφάς», έκλεινε στιγμιαία και τα δυό ρουθούνια μου και άκουγα το «δυό τρυπούδια», περίμενα το άγγιγμά της στα μάτια μου για το «δυό φεγγούδια», αμέσως μετά ακολουθούσαν τα φρύδια λέγοντάς μου «δυό γαϊτάνια κολλητά» και το παιχνίδι τελείωνε με δυό απαλά χτυπήματα στο δεξί και αριστερό μάγουλο «και στη Πόλη σιμιτζής (κουλουρτζής) και στον Γαλατά σουτσής (νερουλάς)». Με αυτό το παιχνίδι πάντως χαλάρωνα και αποκοιμιόμουν.
Τραγούδια όπως «το γελεκάκι που φορείς, εγώ στο’χω ραμμένο», «έχε γειά Παναγιά, τα μιλήσαμε», «τι σε μέλλει εσένανε από που είμαι εγώ, απ’το Καραντάσι φως μου ή απ’το Κορδελιό», «στο’πα και στο ξαναλέω μην μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα», «καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα, πόσα τάλιρα γυρεύεις να μας πας και να μας φέρεις», «από τα πολλά που μου’χεις καμωμένα, δεν σε θέλω πια» χαιρόμουν να την ακούω. Κελαηδούσε. Της είχα βρει ένα CD με μικρασιατικά τραγούδια και είχε συγκινηθεί πολύ. «Αχ, τι με θύμισες μπρε παιδάκι μου» έλεγε και ξανάλεγε βουρκωμένη. Και ρεμπέτικα και λαϊκά ήταν μέσα στα αγαπημένα της.
Εξιστορούσε με πάθος όσα έγιναν γνωστά για τις κυρίες του ρεμπέτικου που θαυμάστηκαν και δοξάστηκαν, έγιναν είδωλα και λατρεύτηκαν από τους πιστούς τους. Τα σκάνδαλα της εποχής, τα δώρα 106
αμύθητης αξίας για μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα φιλάκι, ίσως και για ... κάτι παραπάνω. Πρώτη η περιβόητη Ζωζώ Νταλμάς, χορεύτρια και πρωταγωνίστρια της ελληνικής αργότερα και της τουρκικής οπερέτας, υπήρξε ερωμένη πρίγκιπα της Αιγύπτου. Λεγόταν πως όταν έβγαινε στη σκηνή πλημμύριζαν την αίθουσα λουλούδια και περιστέρια. Η θρυλική ερωμένη που μπανιαριζόταν σε απόσταγμα από ροδοπέταλα, κοιμόταν σε κρεβάτια από σμάλτο και ελεφαντόδοντο, σε μεταξωτά σεντόνια και πουπουλένια μαξιλάρια σε αγκαλιές βασιλιάδων της Ανατολής, πριγκίπων και πασάδων με αποκορύφωμα εκείνη του δημιουργού του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Ο Κεμάλ λέγανε, την ερωτεύτηκε επειδή αρνήθηκε αρχικά όλα τα δώρα του. Αρχικά. Αργότερα στη πτέρυγα του ανακτόρου Ντολμαμπαχτσέ, εγκαταστάθηκε με προσωπικό, λακέδες, μαγείρους, καμαριέρες, με Ρολς-ρόις και προσωπική φρουρά. «Μα δεν φαντάζεσαι τι σούσουρο, τι σκάνδαλο ήταν αυτό για την εποχή εκείνη» μου έλεγε και εγώ σκεφτόμουν, τι τότε και τι τώρα. Ίδιο σούσουρο ίσως και μεγαλύτερο θα γινόταν. Έγινε σάλος, όταν ο Κεμάλ, μπροστά σε καλεσμένους του, υπουργούς και πασάδες, πάνω στο τσακίρ κέφι, ήπιε σαμπάνια από το γοβάκι της και την ανέβασε σε ένα απλόχωρο τραπέζι για να λικνιστεί στο χορό της Σαλώμης και ύστερα ... στη κρεβατοκάμαρα, της ζητούσε να του τραγουδήσει «το γελεκάκι που φορείς». Το πρόσωπό της αποτυπώθηκε στο 107
πακέτο τσιγάρων Santé. Η γιαγιά δεν έχανε την ευκαιρία αφού αντιπαθούσε αυτή την συνήθεια να περνάει και τα αντικαπνιστικά της μηνύματα. «Έρωτες, σκάνδαλα, περιπέτειες, παλκοσένικο, πριγκιπικά παλάτια, επιτυχίες αλλά στο τέλος τα πάντα ματαιότης. Σπάταλη και απερίσκεπτη, πέθανε πάμπτωχη και περιφρονημένη απ’όλους αφού η χωρίς φραγμούς ζωή της είχε πολλούς επικριτές» κατέληγε το δίδαγμά της. Όμως η γιαγιά ήξερε και την συγκινητική ιστορία της Ρόζας Εσκενάζυ. Άλλη μια μεγάλη ρεμπέτισσα που κάθε της εμφάνιση έκοβε τις ανάσες και προκαλούσε σύγχυση και πανικό στον αντρικό πληθυσμό. Η γιαγιά έλεγε πως η Ρόζα τραγουδούσε εξίσου καλά ελληνικά, αρμένικα και τούρκικα τραγούδια. Η φωνή της πότε παραπονιάρικη και πότε ερωτιάρικη. Παιχνιδιάρικα τσιφτετέλια, λάγνους ανατολίτικους
Η Ρόζα Εσκενάζυ
Η Ζωζώ Νταλμάς 108
ρυθμούς, στιβαρά ζεϊμπέκικα, αργόσυρτα χασάπικα, όλα τα τραγουδούσε. Είχε ερωτευτεί τον Γιάννη Ζαρντινίδη, έναν πλούσιο άνδρα που προερχόταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της Καππαδοκίας. Η οικογένεια όμως του Ζαρντινίδη δεν ενέκρινε τη σχέση αυτή, θεωρώντας τη Ρόζα αμφιβόλου ηθικής. Έτσι οι δύο νέοι κλέφτηκαν, αλλά ο Ζαρντινίδης πέθανε από άγνωστη αιτία, αφήνοντας έτσι τη Ρόζα με ένα παιδί στην αγκαλιά, τον Παράσχο. Συνειδητοποιώντας η Ρόζα ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την καριέρα της και να μεγαλώνει ταυτόχρονα ένα παιδί, το παρέδωσε σε οικοτροφείο. Η "σκληρή" οικογένεια Ζαρντινίδη λύγισε και στήριξε το παιδί και ο Παράσχος έγινε αργότερα ανώτερος αξιωματικός της αεροπορίας. Επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα. «The end, είδες;» με ρώταγε, «απ’την ίδια την ζωή βγαίνουν τα πιο απίθανα σενάρια». Βλέπαμε τηλεόραση όλοι μαζί στο σπίτι, κάποια στιγμή ξεκινά ένα πρόγραμμα με αγαπημένα τραγούδια της γιαγιάς. Νταλάρας, Αλεξίου, Γλυκερία. Η γιαγιά ετοιμάστηκε με χαρά μεγάλη και ανυπομονησία να το παρακολουθήσει. Στρωθήκαμε και οι υπόλοιποι, η μητέρα μου και εγώ. Ο πατέρας μου με το τηλεκοντρόλ προσπαθούσε φιλότιμα γρήγορα να βελτιώσει κάτι στην εικόνα της τηλεόρασης και υπήρχε η σχετική ένδειξη μπροστά στην οθόνη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει κανείς τα πρόσωπα. 109
Και ενώ ακουγόταν η φωνή, η εικόνα κρυβόταν λόγω της ένδειξης. Λέει λοιπόν η γιαγιά: «άντε μπρε παιδάκι μου, να δούμε λίγο τον Νταλάρα, βγάλε από μπροστά του αυτόν τον μπερντέ».
Ο «μπερντές», το «νταβάνι», η «τζάντα», το «περτσεδάκι», ο «μπαξές», το «παρκέ», η «κόπιτσα», λέξεις τελείως σκόρπιες μα απόλυτα κουμπωμένες επάνω στη γιαγιά.
Ήταν αυτό που λέμε έξω καρδιά, η γιαγιά Αλεξάνδρα. Πετούσε την σκούφια της για μια βεγγερίτσα, ένα κρασάκι, ένα τραγουδάκι.
Ο παππούς Αντώνης, ο παππούς Βασίλης, η γιαγιά Αλεξάνδρα, η θεία Όλγα, η Φωτεινή και ο Αλέξανδρος στην ταράτσα της Σωκίων 5
Ένα γλέντι μπορούσε να στηθεί, από το τίποτα. Σήκωνε ψηλά το ποτήρι της. Απευθυνόταν σε όλους. Νάτη, χαμογελαστή, την ακούω, μας λέει: «Καλή διάθεση να έχομε. Παιδιά, στην υγειά σας». 110
«Άντε μπρε Αλέκο, πάρε την κιθαρίτσα σου. Όλγα, έλα να μας πεις εκείνο το τραγουδάκι που μ’αρέσει. Ξέρεις εσύ ποιό. Έλα να σε χαρώ».
«Και εσύ Φωφώ, στο πιάνο. Παίξε μας κάτι, μπρε».
111
Της άρεσαν πολύ και τα ταγκό. Χόρευε καλά τα βασικά βήματα, ήταν πάντα μέσα στο ρυθμό. Ήμουν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και με μάθαινε ως εξής: «να, πάτα πάνω στα πόδια μου, δώσε μου τα χέρια σου, να έτσι και τιάρα λα λα, παμ, παμ». Σαν μαριονέτα εγώ ακολουθούσα τα βήματα της γιαγιάς και χόρευα μαζί της, πατώντας την βέβαια συνεχώς, βαλσάκια και ταγκό στο χολ του σπιτιού μας. Εκτός από χορό, μου είχε μάθει και αυτό το τραγουδάκι:
εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά ερημική, το σήμαντρό της δε κτυπά δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά ένα καντήλι φλογερό και ένα πέτρινο σταυρό, έχει στολίδι μοναχό, το εκκλησάκι το φτωχό και ο διαβάτης που περνά στέκεται και το προσκυνά και με ευλάβεια πολύ, τον άσπρο του σταυρό φιλεί.
Το πρώτο τραγούδι που έμαθα στη ζωή μου και μου το έμαθε η γιαγιά. Αχ, γιαγιάκα μου.
112
Μου είχε μάθει και το άλλο:
εγώ είμαι εγώ ευζωνάκι γοργό, που ζω στον κόσμο τιμημένο ποιος κουραμπιές ποιος ντιστεγκές μπορεί να’ρθεί μπροστά σε μένα εν δυο εν δυο τσαρούχι φουστανέλα φουνταφές καμάρι λεβεντιά περηφάνεια σωστός διπλωμένος κατιφές
Ίσως το πιο αγαπημένο μου απ’όλα, ήταν το «στου γιαλού τα βοτσαλάκια, κάθονται δυό καβουράκια». Ειδικά στο ρεφρέν εκεί που "όλο κλαίνε τα καβουράκια", έβαζα όλο μου το φόρτε και η ερμηνεία μου, την έκανε να κλαίει απ’τα γέλια.
Με έκανε και εκείνη όμως και γελούσα με παλιά τραγούδια και νούμερα από επιθεωρήσεις, "του καιρού της". Ειδικά με ένα επιθεωρησιακό νούμερο του Πέτρου Κυριακού, ηχογραφημένο το 1929 ο κωμικός, μιλώντας για κατοίκους της χώρας μας, αναφέρει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, στερεότυπο για τον καθένα απ’ αυτούς, πράγμα αρκετά ενδιαφέρον, επαναλαμβάνοντας σαν ψάλτης και σαν να λέει τροπάριο εκκλησιαστικό, την επωδό: "Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον", εξ ου και ο τίτλος αυτής της επιθεώρησης.
Πρέπει να είχε πολύ επιτυχία στον καιρό του, χώρια που άρεζε και στον παππού που έψελνε αρκετά, καθώς ήταν λάτρης της βυζαντινής μουσικής. 113
Να και οι στίχοι:
- Ρε κυρ-Γιώργη, όλο πίνεις και δεν μας λες τίποτα. - Μα τι διάολο θες να σου πω; - Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη. - Άντ’εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα. Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον. Αθηναίος γκάγκαρος. Περαιώτης μαουνιέρης. Αιγενίτης κανατάς. Ναυπλιώτης ντιστεγκές. Τριπολιτσιώτης μπεκρής. Μανιάτης κουμπουράς. Λειβαδίτης μπαμπακάς. Δημητσανίτης μπαρουτάς. Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε» (δηλαδή μπορεί να καταφέρνει και τα αδύνατα). Μεσολογγίτης ψαράς. Αγρινιώτης καπνουλάς. Χιώτης μαστιχάς. Κρητικός επαναστάτης. Λιδωρικιώτης γαλατάς. Μυτιληναίος λαθρέμπορας. Πυργιώτης ζόρικος. Πατρινός «τι χαμπάρια μάστορα» (δηλαδή του μιλάς κι αυτός πέρα βρέχει). Υδραίος ψαρόμυαλος. Βατικιώτης κρεμμυδάς (Νεάπολη Λακωνίας). Σαντοριναίος ελαφρόπετρα. Τζιώτης στενόκαρδος. 114
Μεγαλουπολίτης λουστρατζής. Σμυρναίος κορτάκιας. Θεσσαλονικιώτης κατεργάρος. Βολιώτης «γεια σου κυρ-Αντρέα». Κεφαλλονίτης βλάστημος. Κερκυραίος κλαπαδόρας. Καρπενησιώτης καλτσοβιομήχανος. Όπου Χιώτης Παντελής και Καρυστιανός Αλής (έμεναν μουσουλμάνοι εκεί). Ηπειρώτης φούρναρης. Συμιακός σφουγγαράς. Ελληνοαμερικάνος μπίζνεσμαν. Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης (Κυνουρία Αρκαδίας). Συριανός λουκουμιτζής. Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει». Αϊβαλιώτης ζωέμπορας. Σιφναίος τσουκαλάς. Αξιώτης πηγαδάς. Ανδριώτης λεμονάς. Καρπαθιώτης χτίστης. Επτανήσιος κανταδόρος Κυπραίος κουτοπόνηρος. Σπαρτιάτης παλικαράς. και Νεορκέζος «κούμπωστο σακάκι σου».
Εντάξει, δεν θυμόταν και όλα τα λόγια, αλλά το πάλευε. Θυμόταν όμως αρκετά καλά κάποια επιθεωρησιακά τραγούδια. Ήταν το grand σουξέ της εποχής «η θειά μου η Αμερσούδα» με τα τρία εσώρουχά της, το «πατάω ένα κουμπί και 115
βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νυξ ψωμί», το «μάμα, θέλω ένα αντρούλη, λίγο νοστιμούλη, με πολλά λεφτά», το «στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα», το «βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, και τη σκούφια την ψηλή του, βρε το φουκαρά, αχ! Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, με τους τσολιάδες πήγα ο δόλιος να τα βάλω». Φυσικά όπως οι πιο πολλοί της γενιάς της άκουγαν Σοφία Βέμπο και η συγκίνηση από τις πικρές θύμισες αλλά και τις ένδοξες στιγμές ξεχείλιζε στα μάτια. Θυμάμαι, με την αγαπημένη θεία Κατίνα, τις πήγα βόλτα στην Αγία Γαλήνη και στο αυτοκίνητο, σε όλη τη διαδρομή το τι τραγουδήσαμε δεν περιγράφεται ... μέχρι το Μανώλη τον τραμπαρίφα είχε το ρεπερτόριο. Γελάσαμε και τραγουδήσαμε με την ψυχή μας. Η γιαγιά παρ’όλες τις πίκρες ή τις στεναχώριες της μπορούσε να διατηρεί ανάλαφρη την παρουσία της. Δεν ήταν τοξική, σύμφωνα με τον όρο που έχει επικρατήσει τελευταία. Ήθελε να γελάει, να λέει ή να κάνει αστεία. Είχε χιούμορ, μπορούσε να αυτοσαρκάζεται αλλά που και που μας πείραζε καλοπροαίρετα, έκανε και την κοινωνική της κριτική. Αν τύχαινε κάποιος να είναι παρεξηγιάρης, ρωτούσε: «τι; μας μύθωσες; (δηλαδή θύμωσες) έλα, κόψε» και έδενε με τον γνωστό τρόπο τα δάκτυλά της για να "κόψει" εκείνος που είχε θιχτεί. Παραπάνω από πέντε λεπτά, δεν βαστούσε κανείς να "μυθώσει" μαζί της. 116
Ήταν διασκεδαστική και την θέλαμε όλοι στην παρέα μας. Μικροί και μεγάλοι, ξένοι και κοντινοί.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα με την θεία Κατίνα (συννυφάδα της) στον Πόρο
Έτσι ήταν η γιαγιά. Όταν γελούσε, έβγαινε το γέλιο μέσα από την ψυχή της. Και να προσπαθούσες να μην γελάσεις με το αστείο, γελούσες με το γέλιο της. Ξεκαρδιζόταν και σε παρέσερνε σε αυτή την ευχάριστη εκτόνωση. «Δεν φταίμε εμείς που μεγαλώνουμε, φταίει η ζωή που είναι μικρή» την είχα ακούσει μια φορά να μονολογεί. 117
Η γιαγιά Αλεξάνδρα με τον θείο Γιώργο στην Σωκίων 5
Πολλές φορές δάκρυζε από τα γέλια και ύστερα έλεγε σε αυτόν που την έκανε να γελάσει: «α, που να σε πάρει η ευχή». Μόλις συνερχόταν έλεγε και τον επίλογο: «αχ, σε καλό να μας βγει». 118
Μ/Υ "ΤΙΤΙ"
Από τις μεγαλύτερες οικογενειακές αγάπες μας, ήταν το "κότερο-πάμε-μια-βόλτα", από την γνωστή ατάκα της ελληνικής ταινίας. Ελλιμενιζόταν στο Φαληρικό Δέλτα και πρωταγωνίστησε σε όλα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Μερικές σκηνές από το έργο: ξυπολυσιά πάνω στο τικ, βουτιές από την πλώρη και νανούρισμα υπό τον ήχο του παφλασμού. Ανεμελιά, απόλαυση και αλμύρα. Γεύση και μυρωδιά αλμύρας παντού, στα ρούχα, στις πετσέτες, στο σώμα. Παντού. Γνωστοί, φίλοι και συγγενείς ταξίδεψαν με αυτό το σκάφος και συμφωνούσαν όλοι πως ήταν αγαπησιάρικο. Το μικρομέγαλο μέγεθος του, το ξύλινο σκαρί του, η καμαρωτή πλεύση του. Όταν ο πατέρας μου έδινε το πράσινο φως για την αναχώρηση, υπήρχε αναβρασμός στις δυο κουζίνες. Η μαμά έφτιαχνε πολπέτες δηλαδή κολοκυθοκεφτέδες και η γιαγιά 119
ετοίμαζε ένα τόνο κεφτεδάκια με κιμά, μάλιστα τα έλεγε "κιοφτέδες". Τα ταπεράκια υπεργέμιζαν, τα σακβουαγιάζ φούσκωναν και πρόσω ολοταχώς. Η γιαγιά απολάμβανε το ταξίδι, δεν την έπιανε ναυτία, ήταν αυτό που λέμε, θαλασσόλυκος. Η μητέρα μου, γινόταν λιώμα παρά τις δραμαμίνες. Ο παππούς ψάρευε μύδια. Με τον πατέρα μου, βρίσκαμε καβούρια και τα κάναμε βραστά ή ψητά. Ήταν μια εποχή που νόμιζα και ήθελα να κρατούσε για πάντα. Ας μέναμε εκεί, για πάντα, κάτω από τον θεό ήλιο, ολόγυρα με ελληνική θάλασσα, πάνω στο αγαπησιάρικο σκάφος, όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα μαζί. Αχ, ο χρόνος είναι τόσο αδυσώπητος και τίποτα δεν τον νικά.
Το "ΤΙΤΙ" και η Τίτι (υποκοριστικό της Χριστίνας) 120
Στην δεκαετία 1975 με 1985 βλέπαμε όλοι μαζί στο σπίτι, τις πιο πετυχημένες σειρές στην ιστορία της τηλεόρασης. Ήταν η εποχή του σίριαλ "ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και όταν το γιουσουφάκι εμφανιζόταν στην οθόνη έλεγε: «αχ! το γιουσουφάκι». Επίσης, παρακολουθούσαμε την "Μαντάμ Σουσού" με την αξέχαστη Άννα Παϊτατζή, βλέπαμε ακόμα την "Γειτονιά μας" με την Ντελακοβία, το "Λούνα Παρκ" με τον ανεπανάληπτο Διονύση Παπαγιανόπουλο, που τον έκανε γούστο η γιαγιά πάρα πολύ. Ήταν και ο "Μεθοριακός σταθμός" με τον Βάσο Ανδριανό, ο "Γιούγκερμαν" με τον Πέτρο Φυσσούν, το "Εν Τούτο Νίκα" με την Γκέλυ Μαυροπούλου, ο "Άγνωστος Πόλεμος" με τον Άγγελο Αντωνόπουλο ως συνταγματάρχη Βαρτάνη, αθάνατος ο Φώσκολος! Δεν θα παραλείψω βέβαια και το σίριαλ με την συνονόματή της, την "Λωξάνδρα" με την Μπέτυ Βαλάση. Η περιγραφή του ματς γινόταν από Διακογιάννη (ενδεχομένως), Φουντουκίδη, Κατσαρό. Η μελίρρυτη και αρχαιολάτρης Αλίκη Νικολαΐδου παρουσίαζε την εκπομπή "Μορφές και Θέματα", στους τίτλους είχε τους Δελφούς, την "Σύγχρονη Εύα" παρουσίαζε η Έλλη Ευαγγελίδου με σήμα το "Concerto pour une voix". Ήταν ακόμα το "Αλάτι και Πιπέρι" του Φρέντυ Γερμανού. Το "μας συγχωρείτε για την διακοπή" ήταν η καρτέλα που έπεφτε χωρίς προειδοποίηση παντού και πάντα, ήταν ο μόνιμος εφιάλτης κάθε πιστού τηλεθεατή στα πρώτα κυρίως χρόνια της 121
τηλεόρασης. Στην ίδια κατηγορία ανήκε το περίφημο μεσημβρινό διάλειμμα που για αρκετό καιρό ήταν υποχρεωτικό. Το πρόγραμμα τελείωνε με τον εθνικό ύμνο και με το ηχητικό σήμα της φλογέρας "τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια έβοσκα", όλοι ήμασταν στα κρεβάτια μας έτοιμοι να τα μετρήσουμε. Είχαμε το "Θέατρο της Δευτέρας" όπως επίσης και σκηνές από το "Θέατρο της Δευτέρας". Είχαμε πωρωθεί με τους "Πανθέους". Ήταν η χρυσή εποχή του τηλεοπτικού Ξενόπουλου με τις σειρές: "Αφροδίτη" (1977), "Η Αναδυομένη" (1978), "Τυχεροί και άτυχοι", "Μυστικοί αρραβώνες" (1979) κ.α. Ξένες σειρές που άφησαν εποχή ήταν: "Ο άνθρωπος που στοίχισε πολλά", "Η βιονική γυναίκα", "Η ιπτάμενη καλόγρια", "Η Λάση", "Λούσυ Μπολ Σόου", "Η Τζίνη και το τζίνι", "Η μάγισσα", "Σταρ Τρεκ", "Space 1999", "Το μικρό σπίτι στο λιβάδι", "Η οικογένεια Ουόλτονς", "Κότζακ", "Χαβάϊ 5-0", "Επικίνδυνες Αποστολές", "Πέϊτον Πλέϊς", "Ο αόρατος άνθρωπος", "Ο Άγιος", "Η αστυνομικίνα", "Ο φυγάς", "Η μάχη" κ.α. Εθνικός παρουσιαστής ο Άλκης Στέας. Το σήμα της Eurovision μας έκανε όλους και ανατριχιάζαμε από δέος για τον διαγωνισμό τραγουδιού, συντονισμένες όλες οι χώρες της Ευρώπης για τα douze points. Η κεραία της τηλεόρασης αποτελεί ξεχωριστό σίριαλ από μόνη της. Το γεγονός ήταν, ότι οι ταράτσες είχαν πάρει όψη τρανσφόρμερς ή μεταμοντέρνου καμβά με σκαντζόχοιρους επιστημονικής φαντασίας. 122
Η κεραία στη συσκευή της τηλεόρασης ήταν ο μόνιμος προβληματισμός του παππού. Προς τα που και πως να την στρίψει για να πιάσει σήμα καλύτερα. Στο Κυριακάτικο τραπέζι, τρώγαμε όλοι μαζί στο σπίτι μας. Κάθε Κυριακή οι δύο συμπεθέρες, οι δύο γιαγιάδες μου, θυμόντουσαν τα παλιά, έλεγαν τα δικά τους, συζητούσαν για προγράμματα της τηλεόρασης και ένα από τα αγαπημένα τους θέματα ήταν τα ντοκιμαντέρ. Ότι είχε σχέση με την φύση, τις μάγευε. Περιέγραφε η μια στην άλλη όλες τις λεπτομέρειες που είχαν δει για το φυτικό ή ζωικό βασίλειο. «Είδες συμπεθέρα μου, πόσα είδη σπίνου υπάρχουν, αχ τι χρώματα ήταν εκείνα!». «Ναι, ναι, πράγματι, εκείνο το μικρό το βεραμάν! ή το άλλο το ακαζού! αμ και εκείνος ο κοκκινολαίμης!». Μικρή λεπτομέρεια, η μικρή οθόνη ήταν ακόμα μαυρόασπρη! Το χρώμα, από τις 9 Ιανουαρίου 1979, εισέβαλε στην ελληνική t.v. χάρη στο γαλλικό σύστημα Secam καθ’ότι όμως αρκετά δυσχερές στην ανασύνθεση, κάποια προγράμματα ήταν στο Pal και το κουμπάκι στη τηλεόραση μια ανέβαινε, μια κατέβαινε. Βράδυ 24 Φεβρουαρίου του 1981. Η τηλεόραση έπαιζε το "Φως του Αυγερινού". Διάβαζα ξαπλωμένη Ιστορία γιατί την επομένη μύριζε διαγώνισμα. Το γατί στα πόδια μου, ανήσυχο. Όλο ήθελε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι, όλο έσκυβα και το έπαιρνα αγκαλιά για να το ηρεμήσω. Με το σεισμό, βρέθηκα εγώ κάτω από το κρεβάτι και το γατί άφαντο. Πεταχτήκαμε όλοι έξω στο 123
δρόμο, άλαλοι, μουδιασμένοι, κατακεραυνωμένοι. Κοιτάγαμε το σπίτι σαν να ήταν η πρώτη φορά. Πετρόχτιστο. Άντεξε. Αντέξαμε και εμείς μαζί του. Είχαμε μόνο ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ και δεν υπήρχαν τηλεκοντρόλ και ενημερώσεις για την ροή του προγράμματος, έτσι έβγαινε η παρουσιάστρια και έλεγε τις εκπομπές που ακολουθούσαν. Ένα βράδυ έβλεπαν τηλεόραση η γιαγιά και ο παππούς στο καμαράκι. Βγαίνει η Νάκη Αγάθου και λέει: «Ακολουθεί το δελτίο ειδήσεων και αμέσως μετά, αγαπητοί μας τηλεθεατές, μπορείτε να παρακολουθήσετε την νέα σειρά επεισοδίων της ελληνικής τηλεόρασης βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Ξενόπουλου, "Τερέζα Βάρμα Δακόστα". Πρωταγωνιστούν η Ελένη Ερήμου και ο Κώστας Αρζόγλου». Στο μιντέρι, κάτω στο καμαράκι η γιαγιά και ο παππούς, περιμένουν τι θα δουν. Λέει ο παππούς: «πως το είπε αυτό το νέο σίριαλ, μπρε Αλεξάνδρα;» Λέει η γιαγιά: «και εγώ δεν το άκουσα πολύ καλά, μα νομίζω πως το είπε: Τελείωσαν τα Φάρμακα Κώστα». Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει γελάσει όταν το λέω αυτό το περιστατικό. «Ο κουφός όπως θέλει τα ταιριάζει παιδάκι μου», έλεγε η καημένη, και γελούσε και εκείνη. «Τα γεράματα τα άτιμα, πως τον αλλάζουν τον άνθρωπο», έλεγε συχνά. «Οντάντιρ» στα τούρκικα και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Όποιος δεν κατάλαβε, δεν πειράζει, θα καταλάβει αργά ή γρήγορα, είναι ζήτημα χρόνου. 124
Θα γίνω ακόμα λιγάκι πιο ρετρό, θα περιγράψω εν συντομία την εικόνα που παρουσίαζε το περίπτερο της γειτονιάς. Οι εφημερίδες ανέμιζαν πιασμένες με μανταλάκια και τα περιοδικά ποικίλης ύλης ή πολυθεματικά, τα περισσότερα είχαν εξώφυλλο την Αλίκη. Η πρόθεσή μου δεν είναι η πλήρης ιστορική καταγραφή του ελληνικού έντυπου τύπου, αυτό είναι απλά ένα νοσταλγικό σημείωμα, άλλοθι βασικά, για να θυμηθώ μερικά από αυτά, που συντρόφευσαν τις τρεις γενιές στο σπίτι μας. Εφημερίδα για τον παππού, την διάβαζε όμως και η γιαγιά. "Ρομάντσο" για την γιαγιά, το ξεφύλλιζε όμως και ο παππούς. Η στάνταρ ύλη περιείχε σινερομάντσα με "εικονίτσες εικονίτσες κι από κάτω λογάκια λογάκια", είχε παραμύθι "για τους μικρούς μας φίλους", είχε γελοιογραφίες "από την ζωή των βαρελοφρόνων" διά χειρός Αρχέλαου, Χριστοδούλου, Βλάχου κ.α., είχε και καλόπιστη κοινωνική κριτική, κουτσομπολιά δηλαδή επί το λαϊκότερο. Ως εβδομαδιαίο οικογενειακό περιοδικό είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατ’οίκον ενημέρωση και ψυχαγωγία με την μεγαλύτερη κυκλοφορία και μεγαλύτερη ανά τεύχος αναγνωσιμότητα. Άλλωστε "ξετσιπωσιές και ντροπής πράματα", δεν είχαν θέση στο σπίτι της γιαγιάς. Κυκλοφόρησε την δεκαετία του ’30 με 3 δραχμές, μετά το 1964 έκανε 3,50 δραχμές, μέχρι το 1972 έκανε 5 δραχμές γιατί τυπώνεται "διπλάσιο" και 7 δραχμές το 1974. Το πρόλαβα στο περίπτερο το 1978 με 15 δραχμές, μετά 35 δραχμές 125
126
127
λίγο αργότερα το 1982 με 40 δραχμές, με 50 δραχμές το 1983, 60 δραχμές το 1984 και 80 δραχμές μέχρι το οριστικό του τέλος. Παρόμοια οικονομικά άλματα έκαναν με την σειρά τους όλα τα περιοδικά όπως το περιοδικό "Φαντασία" που ξεκίνησε με 2 δραχμές, επίσης το περιοδικό "Εικόνες" που κόστιζε ένα τάλιρο. Το 1970 η "ΡαδιοΤηλεόρασις" κόστιζε 3 δραχμές ενώ το 1990 έκανε 80 δραχμές. Επί πρωθυπουργίας Αντρέα το 1991 το περιοδικό "Και" κάνει την διαφορά και ξεφεύγει "διολισθαίνοντας" με τιμή 350 δραχμές. Γκράτσια Κοσκώτας! Τα μελάνια σταμάτησαν λίγο πιο νωρίς για κάποια, λίγο αργότερα για κάποια άλλα, όπως: το Μπουκέτο, ο Θεατής, η Σφαίρα, η Οικογένεια, η Εβδομάς, το Σαββατοκύριακο κ.α. Μεταπολεμικά κυριάρχησαν τα εξής: ο Ταχυδρόμος, το Πάνθεον, η Γυναίκα, ο Θησαυρός, η Φαντασία, το Φαντάζιο, ο Ήλιος, το Ντομινό, ο Ζέφυρος, η Βεντέτα, το Πρώτο. Για την μικρή μαρίδα ήταν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, η Περιπέτεια, η Μάχη, ο Ταρζάν, ο Κάπταιν Αμέρικα, ο Σπάϊντερμαν, ο Μίστερ Νο, ο ΤενΤεν, ο Λούκυ Λουκ, το Ζαγκόρ, το Αγόρι, η Κατερίνα, η Μανίνα, ο Ποπάϋ, ο Σεραφίνο, ο Τιραμόλα, ο Μίκυ Μάους (μικρός και μεγάλος), ο Μπλέκ (μικρός και μεγάλος), ο Μικρός Αρχηγός, ο Μικρός ΚάουΜπόϋ, ο Μικρός Ιππότης, ο Μικρός Ήρως και αφήνω για το τέλος το περιοδικό "Μικρό Σερίφη" για να κλείσω με την ατάκα του: "Τα καλύτερα έρχονται"! 128
Το παρατσούκλι της γιαγιάς ήταν "σπίθας". Όλες τις δουλειές της, τις έκανε σβέλτα. Μάνι-μάνι. Στο πιτς φιτίλι. Το περπάτημά της, δεν μπορούσε να παραβγεί ούτε έφηβος μαζί της. Οι σκάλες από το καμαράκι στην κουζίνα και τούμπαλιν από την κουζίνα προς το καμαράκι, λες και ήταν κυλιόμενες. Τις ανέβαινε και τις κατέβαινε μέσα στην ημέρα και εκατό φορές. Χώρια που θα κρατούσε κάποιο δίσκο με πιατέλες, πιάτα, ποτήρια και τα σχετικά. Κι όλο κάτι ξεχνούσε. Αν της έλεγες «στάσου, άστο, δεν πειράζει», η απάντηση ήταν στάνταρ «άσε μου». Νάσου πάλι επάνω κάτω τα σκαλιά. Σπίθας, της ταίριαζε γάντι. Βέβαια, κάποια στιγμή όταν ένιωθε λίγη κούραση, ήθελε να κουρνιάσει. Μία ήταν η λύση. Το "μιντεράκι" της. Η "κοχίτσα" της. Εκεί κουλουριαζόταν σαν γατούλα.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα με την χαρακτηριστική της θέση για ανάπαυση 129
Καθώς περπατούσε παρόλο που τα βήματά της ήταν γοργά και σβέλτα, παράλληλα κοιτούσε πάντα χαμηλά, με αποτέλεσμα να κάνει σάρωση στο έδαφος και σε ότι ήταν πεσμένο ή παραπεταμένο. Δηλαδή είχε εκπαιδευτεί από μόνη της να σκανάρει και να εντοπίζει και το πιο μικρό αντικείμενο. Έβρισκε σταυρουδάκια, αλυσιδάκια, κέρματα. Εντόπιζε εύκολα κάτι που είχε χαθεί. Ήταν η σίγουρη λύση ανεύρεσης απολεσθέντων αντικειμένων. Όταν χάναμε κάτι, παραδείγματος χάριν ένα μαχαίρι, ένα ψαλίδι ή κάποιο εργαλείο για το κήπο, δεν υπήρχε περίπτωση, μα σε χόρτα μέσα, μα σε κλαδιά, μα σε χώματα, θα το έβρισκε. Ο πατέρας μου συχνά της έλεγε: «Μάμη, χάσαμε στο κήπο κάπου εδώ ένα κλειδί. Μήπως να κοιτάξεις, μπας και το βρεις». Και το έβρισκε. Αλλιώς δεν ησύχαζε κιόλας.
«Δεν μπορώ να κάθομαι μπρε παιδάκι μου, θέλω να κάνω κάτι», έλεγε. «Δώσε με να καθαρίσω τα κουκουνάρια» και τα "έσπανε" με μια πέτρα πάνω σε μια άλλη πέτρα, με υπομονή και επιμονή. Που την έχανες που την έβρισκες, στον κήπο, στην Αγία Γαλήνη, όλο και κάτι θα σκάλιζε. Το χώμα σε ένα δεντράκι για να "ανασάνει", το λίπασμα σε ένα λουλουδάκι για να "αναστηθεί". Είχε φυτέψει μια φραουλιά και είχε ριζοπιάσει. Παρόλο που είναι ευαίσθητο φυτό, η γιαγιά ήξερε ακριβώς τι θέλει για να "προδέψει". «Ελαφριά κλίση στο χώμα, σκιερό μέρος και πότισμα τακτικό», με συμβούλευε. 130
Το ζάχαρο την είχε πολύ καταβάλει. Ένα βράδυ στην Αγία Γαλήνη, ο πατέρας μου την άρπαξε αγκαλιά, την πήγε στο Λαύριο λιπόθυμη, ευτυχώς ο γιατρός την πρόλαβε στο "και πέντε". Είχε πάει να κοιμηθεί και μέσα στον ύπνο της έπεσε πολύ το ζάχαρό της. Την έσωσε στην κυριολεξία τότε. Η λαχτάρα όμως που πήραμε, δεν περιγράφεται.
Η γιαγιά Αλεξάνδρα η μάμη, ο παππούς Βασίλης ο φάδερ, ο Αλέξανδρος και η Gogo
Επίσης, μεγάλες λαχτάρες είχαμε όλοι, όταν την έπιανε πνίξιμο. Ο λαιμός της έκλεινε, γούρλωνε τα μάτια της, κοκκίνιζε ολόκληρη, φαινόταν ότι έσκαγε η γυναίκα και ώσπου να έρθει η ευλογημένη στιγμή να πάρει μια κανονική ανάσα, είχαμε πάθει συγκοπή όλοι οι υπόλοιποι γύρω της. Αργότερα έμαθε και το μάθαμε και εμείς πως το πρόβλημα αυτό ήταν αλλεργικό. 131
Όταν ένα καλοκαίρι μετά το θάνατο του παππού, μου ζήτησε να πάμε μαζί στην Κάρυστο, το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση. Είχαν πάει πολλές φορές με τον παππού εκεί, στον Αετό και στα Βασιλικά για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Ήθελε κάποια πράγματα του παππού, ρούχα κυρίως αντί να τα πετάξει, να τα χαρίσει σε ανθρώπους που γνώριζε εκεί και τα οικονομικά τους δεν ήταν και τόσο καλά. «Να πιάσουν τόπο» έλεγε και ξανάλεγε. Ήθελε και να ξαναδεί τους γνωστούς της. Ήθελε και να ξαναπάει στην Κάρυστο. Τότε είχα αγοράσει την μοτοσικλέτα μου. Και «τόντις» όπως έλεγε και εκείνη (δημοτική του Ψυχάρη, από το αρχαιοπρεπές "τωόντι" που σημαίνει πράγματι). Από Ραφήνα επιβιβαστήκαμε στο πλοίο, η μηχανή, η γιαγιά και εγώ και φτάσαμε στην Κάρυστο, όπου ξεσηκώσαμε όλη την περιοχή. Μας είχαν μάθει όλοι, στο λιμάνι, στο ξενοδοχείο, στο εστιατόριο, στην αγορά, στην παραλία, στο σινεμά. Ήμασταν και οι δύο αιγόκεροι στο ζώδιο αλλά σαν χαρακτήρες θα έλεγα μάλλον διαφορετικοί και παρόλη την διαφορά ηλικίας, το χάσμα των γενεών δεν το ένιωθα. Ήταν σαν να μην υπήρχε. Έναν περαστικό παρακάλεσα, μια φωτογραφία να μας βγάλει. Ήταν ηλικιωμένος κατά πάσα πιθανότητα παππούς. Αφού μας κοίταξε καλά καλά και μας περιεργάστηκε, μειδίασε και μας έκανε την χάρη. Πάνω στη μηχανή, η εγγόνα και η γιαγιά. Η σούπερ γιαγιά. Το χαιρόταν. Δεν φοβόταν μήπως πέσουμε, μου είχε εμπιστοσύνη από ότι καταλάβαινα. 132
Η σούπερ γιαγιά και η Χριστίνα
Η γιαγιά μπορούσε γενικά να εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Έδειχνε πάντα καλή πρόθεση και θετική διάθεση σ’όλους. Ίσως με αυτό τον τρόπο χαλάρωνε τις άμυνες των άλλων και τους έφερνε κοντά της. Ίσως κι ακόμη πιο σημαντικό, να μετρούσε στην ψυχοσύνθεσή της το γεγονός πως η εποχή που μεγάλωσε ήταν πιο αγνή. Δεν έβλαψε κανένα. 133
Κάρυστος, καλοκαίρι 1987
134
Ρωτούσε για κάθε έναν άνθρωπο που γνώριζε με αληθινό ενδιαφέρον: «Τι κάνει ο κύριος Χρήστος; Η κυρία Νίκη; Τι νέα; τα παιδιά τους; Ο Μάκης μπρε, πως είναι; Ο πατέρας του; Η Φωτούλα τι γίνεται; Η μάνα της, καλά; Η φίλη σου η Άντζυ, πως τα πάει με την δίαιτά της; αδυνάτισε καθόλου; Η γάτα σου τι κάνει, μπρε;». Έτσι ρωτούσε και όσους αντάμωνε στο δρόμο, στα ψώνια, στο φούρνο και αν της απαντούσαν «καλά», έλεγε «μπράβο, πάντα καλά εύχομαι».
Η αγαπημένη της φίλη και γειτόνισσα, η Βικτωρίτσα και η γιαγιά Αλεξάνδρα στην Αγία Γαλήνη
Όλοι όσοι την γνώριζαν, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και το σημαντικό ακόμα και τυχαίοι που έστω για μια φορά να την είχαν συναντήσει, δεν θα παρέλειπαν και πάντα θα ρωτούσαν και αυτοί με την σειρά τους: «τι κάνει η συμπαθέστατη κυρία Αλεξάνδρα;». Ίσως, δεν ξεχνούσαν τα μάτια της. Πάντα χαμογελαστά, κρυστάλλινα και διάφανα. 135
Ήταν φιλελεύθερη, πολιτικοποιημένη, με άποψη για όλα και για όλους τους πολιτικούς και πάνω από όλα αγαπούσε την Ελλάδα. Είχε επιβιώσει ύστερα από τον διωγμό του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και είχε βιώσει τον ιταλικό πόλεμο, την γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο, την απελευθέρωση, την βασιλεία, την δικτατορία και την δημοκρατία. Ψήφιζε πάντα στις εκλογές και έδινε το παρόν της ακόμα και σε συγκεντρώσεις του κόμματος που υποστήριζε. Πίστευε στο σύνολο. «Πολλά στόματα καταραμένα, πολλά χέρια ευλογημένα», ήταν το σλόγκαν της. «Αν δεν μείνουμε ενωμένοι, πως θα προκόψουμε;» ήταν ο μόνιμος προβληματισμός της. Όπως επίσης: «Πάει χάλασε ο κόσμος» έλεγε όταν κάποια παραδοξολογία την αποσυντόνιζε. Ένα ακόμα, όταν κάτι τι ξάφνιαζε έλεγε: «καλέ, Πα!». 136
Όσο για τα κοινά της Ελλάδος, είχε σχηματίσει την άποψή της, που εκτός από σοφή παρέμενε και διαχρονική. Πόσο λίγο αλλάζουν στην Ελλάδα, ορισμένα πράγματα και καταστάσεις, όπως για παράδειγμα οι πολιτικοί. Αυτό το έργο, η γιαγιά το είχε δει αρκετές φορές στη ζωή της. Είχε αποστηθίσει το ακόλουθο ποίημα και το έλεγε σε κάθε σκάνδαλο ή ολίσθημα πολιτικών μας.
Ήταν ένα από τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή, που έγραφε ο ίδιος κάθε βδομάδα στη τετρασέλιδη εφημερίδα του "Ο Ρωμιός" που επί 35 συναπτά έτη, άφησε εποχή γιατί ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της "Ο Ρωμιός, η εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής" μέχρι τις μικρές αγγελίες! Μετά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», είχε μείνει το σλόγκαν του Σουρή: «Θάρρος, καημένε Περικλή». Άραγε πόσα θα’χε να μας σούρει ο Σουρής σήμερα; 137
Της έπαιρνα πάντα το ημερολόγιο του τοίχου. Ήθελε αυτά με τα ποιήματα, όχι τα άλλα με τις συνταγές από πίσω τυπωμένες. Κάθε πρωί, ένα καινούριο στιχάκι ήθελε να μου το πει. Να το μοιραστεί. Σιγά σιγά, το ημερολόγιο "κολλούσε" σε μια μέρα μετά ξανά συνέχιζε κανονικά για ένα διάστημα. Όμως κάποια στιγμή οριστικά, το ημερολόγιο έμεινε σταθερό σε μια μέρα. Το στιχάκι δεν διαβάστηκε, δεν μοιράστηκε. Διαβάσαμε όμως πολλά μαζί, έτσι γιαγιά μου;
Την πήγαινα βόλτα με το αυτοκίνητο στον Φλοίσβο να δει "θαλασσίτσα". Νοσταλγούσε το όρμο του Αλίμου με τα γραφικά ταβερνάκια και το ολόφρεσκο ψάρι. Εκεί, που το κύμα έστρωνε μια ψιλή χρυσή άμμο και σχημάτιζε τις αμμουδιές. Εκεί, τα λουτρά, οι λουτροκόμοι και τα μπενμιξ στις παραλίες Πικροδάφνη, Καλαμάκι, Έδεμ, Ούλεν, Ξηροτάγαρος ... Eκεί, ο τραμβαγέρης και το "ντράγκα ντρουμ" από το καμπανάκι του τραμ.
Καρτ ποστάλ εποχής με το τραμ το ... πρώτο! Παλαιό Φάληρο, 1936 138
Η έπαυλη Δ. Μητρόπουλου
Η έπαυλη Γκρώμαν
Αναπολούσε τις βίλες, τις επαύλεις και τα αρχοντικά που έχτιζαν τον καιρό εκείνο, Αθηναίοι και Πειραιώτες με περισσή οικονομική άνεση. Οι πιο τρανοί στην παραλία ήταν ο Λογοθετόπουλος, ο Παπαστράτος, ο Τσόχας και πιο πέρα ο Τσούχλος, ο Κράλλης, ο Δρακόπουλος και άλλοι. Θυμόταν πως ήταν κάποτε οι γύρω περιοχές. Σε απόσταση αναπνοής η Αμφιθέα που σημειωτέον τότε ονομαζόταν Βουρλοπόταμος. Η δίχως εμπόδια διαδρομή, ήταν ένας περίπατος μέσα από χωράφια, καλάμια και δέντρα. Υπήρχαν και κτήματα με φιστικιές. Αν αργούσαν τα κορίτσια της, ανέμιζε ένα άσπρο σεντόνι από το σπίτι στη Νέα Σμύρνη που φαινόταν σαν μαντιλάκι ως το Φάληρο. Από την Σωκίων έως την Παναγίτσα. Ναι, και όμως φαινόταν! Ήταν επίσης και το σύνθημα πως ήρθε η ώρα να επιστρέψουν τα κορίτσια πίσω στο σπίτι, πριν σουρουπώσει. Στους τεράστιους ευκάλυπτους της οδού Αχιλλέως, στην τελευταία ανηφόρα του γυρισμού, μια μικρή στάση για ανάσα, ήταν απαραίτητη κάτω από την επιβλητική σκιά τους. 139
Και εδώ ανοίγει ειδικό κεφάλαιο για την γενέτειρα πόλη μου. Της το οφείλω. Οι γονείς, οι παππούδες, όλοι οι συγγενείς και φίλοι Νεοσμυρνιώτες έλεγαν τις ίδιες ιστορίες. Έχω ακούσει τόσα πολλά από τις γενιές που παρέδωσαν την σκυτάλη σε εμάς τους νεότερους και τα έχω ακούσει τόσες φορές που κοντεύω να μπερδευτώ. Πότε πότε νομίζω πως τα έχω ζήσει και εγώ, αν και αγέννητη ακόμη. Χαρακτηριστικά, η γιαγιά για την Νέα Σμύρνη του 1934 έλεγε: «παντού τούμποι, λάκκοι, χωράφια και χωματόδρομοι, μέχρι και αλεπούδες κατέβαιναν. Για να πας μέχρι την πλατεία, χάραζες μια ευθεία με το μάτι και προχωρούσες».
Η οδ. Ελ. Βενιζέλου στη συμβολή των οδ. 2ας Μαΐου και Ελ. Βενιζέλου το 1940. Ο πρώτος κάθετος δρόμος που διακρίνεται είναι η Ομήρου. Το ίδιο σημείο, πριν το τραμ.
Για την ιστορία, το αρχικό όνομα της περιοχής της Νέας Σμύρνης ήταν Ανάλατος και κάτι που δεν γνωρίζουν ακόμα και οι πιο παλιοί κάτοικοί της είναι ότι εκεί έγινε στις 24 Απριλίου του 1827, η γνωστή "Μάχη Αναλάτου", μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, για την ανακατάληψη της Ακρόπολης. 140
Το όνομα Ανάλατος προήλθε από ένα πηγάδι με γλυκό νερό, το οποίο βρισκόταν κοντά στο ναό των Αγίων Θεοδώρων εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο του Πανιωνίου. Επίσης, στον Ανάλατο έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄, στις 14 Φεβρουαρίου 1898. Σε ανάμνηση της διάσωσής του, η Βασίλισσα Όλγα έχτισε το ναό του Αγίου Σώστη. Για αυτό ο ναός ενώ είναι στο Δήμο Αθηναίων, διοικητικά υπάγεται στην ιερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης.
Η περιοχή πετρώδης, γεμάτη ρέματα άρχισε να κατοικείται στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ μέχρι τότε δεν είχε κατοικηθεί συστηματικά. Μισή ανήκε σε Πλακιώτες και μισή σε Μπραχαμιώτες κτηματίες. Στα νότιά της έχει το Φάληρο, το αρχαιότερο επίνειο της Αθήνας. Τη διέσχιζε η Φαληρική οδός η οποία ένωνε την Αθήνα με το λιμάνι, μέσω των Ισωνίων Πυλών. Ο πανταχού παρών Παυσανίας την εποχή που επισκέφτηκε την Αθήνα (145-148 π.Χ.) αναφέρει στα "Αττικά", τους αρχαίους δήμους. Βορειοανατολικώς, η Αλωπεκή (γενέθλιος τόπος του Σωκράτη, σημερινή περιοχή Δάφνης-Φάρου). Προς δυσμάς, η Ξυνετή (Μοσχάτο-Καλλιθέα) και το Φαληρικό τείχος. Το όνομα Νέα Σμύρνη, προέκυψε όταν, μετά την Μικρασιατική καταστροφή (1922-1923) η τότε κυβέρνηση αποφάσισε πως ήταν αναγκαίο να κατασκευαστεί ένας συνοικισμός για την εγκατάσταση των προσφύγων της Σμύρνης. 141
Η θέση της περιοχής ήταν ευνοϊκή γιατί συνδέονταν οδικά με την Αθήνα και τον Πειραιά και η αξία της γης δεν ήταν μεγάλη. Λίγες μέρες μετά την Συνθήκη της Λωζάνης, ο Ν. Πλαστήρας υπογράφει τότε το Νομοθετικό Διάταγμα "Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γηπέδου παρά τη Λεωφόρο Συγγρού", ενώ τον επόμενο χρόνο δημοσιεύτηκε το "Νέο Σχέδιο Αθηνών", το οποίο περιελάμβανε τον "Αστικό συνοικισμό των εκ Σμύρνης προσφύγων". Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1926, οι άδειες που εκδόθηκαν εκείνη τη χρονιά ήταν μόλις 13. Η σύμβαση με τη γαλλική Εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann, που υπογράφηκε μετά το 1930 για ανέγερση προσφυγικών κατοικιών στη Νέα Σμύρνη καταγγέλθηκε το 1932 από τον Λ. Ιασωνίδη, υπουργό Πρόνοιας λόγω καθυστέρησης των έργων και η εταιρεία κηρύσσεται έκπτωτη. Τελικά η ανέγερση των κατοικιών ανατέθηκε σε ιδιώτες. Στην εξέλιξη ενεργό ρόλο διαδραμάτισαν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Έτσι, ενώ κατά την πρώτη απογραφή του 1928 ο πληθυσμός της περιοχής ήταν μόλις 210 άτομα, λίγο αργότερα το 1934 ο συνοικισμός της Νέας Σμύρνης ανακηρύχθηκε κοινότητα, καθώς αριθμούσε 6.500 κατοίκους. Δήμος έγινε μετά τον πόλεμο, το 1944. Όσο για σήμερα είναι μετά την Αθήνα και την Καλλιθέα, ο τρίτος πολυπληθέστερος δήμος της χώρας.
142
Ο οικισμός την πρώτη δεκαετία δεν διέθετε δίκτυο ύδρευσης και η υδροδότηση γινόταν με νερουλάδες και πηγάδια, ενώ η ηλεκτροδότηση ξεκίνησε από το 1929. Με πρωτοβουλίες και έξοδα των ίδιων των κατοίκων της Νέας Σμύρνης το 1930 λύθηκε το ζήτημα της συγκοινωνιακής σύνδεσης του οικισμού με την Αθήνα. Από τις πρώτες ενέργειες των προσφύγων ήταν η θεμελίωση του ιερού ναού της Αγ. Φωτεινής, το 1924, καθώς η εκκλησία αποτελούσε καθοριστικό θεσμό στη ζωή της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Μικράς Ασίας.
Ο ναός της Αγίας Φωτεινής κατά την οικοδόμηση και η σημερινή άποψη
Το 1929-30 χαράχθηκαν οι δρόμοι του συνοικισμού ενώ η Κεντρική Λέσχη Ν. Σμύρνης δημιουργήθηκε από ανθρώπους με εμπειρία συμμετοχής στα κοινά το 1932. Πολύ σύντομα ιδρύονται διάφορα σωματεία, αρκετά από τα οποία ασχολούνται με ζητήματα ανοικοδόμησης και μεταβίβασης των οικοπέδων. Σημαντική θέση ανάμεσά τους κατέχει η Ένωση Αστών Προσφύγων Νέας Σμύρνης, ονομασία δηλωτική 143
της κοινωνικής προέλευσης και σύνθεσης των κατοίκων, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων του οικισμού.
Η Εστία Νέας Σμύρνης
Το επιβλητικότερο κτίριο στην περιοχή παραμένει η Εστία Νέας Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1930 από Μικρασιάτες πρόσφυγες με αποστολή τη συλλογή και μελέτη στοιχείων του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του ’60 εγκαταστάθηκε στο σημερινό της κτίριο που ολοκληρώθηκε με χορηγία του Αριστοτέλη Ωνάση. Στους χώρους του σήμερα διατηρείται μουσείο, αξιόλογη βιβλιοθήκη (50.000 βιβλίων), όπως επίσης και αίθουσες μαθημάτων και εκδηλώσεων. Αξέχαστα παραμένουν τα αποκριάτικα "μπαλ μασκέ" που διοργάνωνε ο δήμος, η φωταγωγημένη Εστία έλαμπε. Η αίθουσα εκδηλώσεων ήταν τεράστια και αριστοκρατική. Όλη η Νέα Σμύρνη 144
ήταν καλεσμένη στο γλέντι. Ζωντανή ορχήστρα έπαιζε μουσική για όλα τα γούστα. Σίγουρα υπήρχε και καλό φαγητό αλλά εμείς τα πιτσιρίκια ασχολιόμασταν περισσότερο με τα μπαλόνια, τις σερπαντίνες και το χαρτοπόλεμο. Τόσο κομφετί που δεν μπορούσε να μείνει ένα ποτήρι καθαρό. Τόσες κορδέλες που τα πόδια πότε πότε δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Μεταξύ μας κάναμε διαγωνισμό καλύτερης στολής. «-Εσύ τι έχεις ντυθεί; -Έχω ντυθεί βασίλισσα της νύχτας, εσύ; Καουμπόης, εσύ τι είσαι; -Είμαι κυρία του παλιού καιρού».
Απόκριες, η Χριστίνα με τη θεία Μαίρη στη πλατεία Νέας Σμύρνης 145
Στην πόλη επίσης χτίστηκαν προνοιακά ιδρύματα, για να καλύψουν τις επείγουσες ανάγκες που αντιμετώπιζαν τα ορφανά των προσφύγων όπως το Ιωσηφόγλειο, το Άσυλο Αγίου Ανδρέα, η Εθνική Στέγη. Από τον αστικό χαρακτήρα των προσφύγων απορρέει και η μεγάλη σημασία που έδωσαν οι πρόσφυγες στη δημιουργία δημόσιων σχολείων αλλά και ιδιωτικών για τους ευπορότερους, φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, παραρτήματος του Ωδείου Αθηνών, όπως επίσης και αθλητικών συλλόγων. Παντού είναι φανερή η σύνδεση που επιχειρείται με το παρελθόν και τη ζωή στις χαμένες πατρίδες. 12 χρόνια μετά τον ξεριζωμό του 1922, το εξατάξιο γυμνάσιο με την επωνυμία Ευαγγελική Σχολή στεγάστηκε στη νέα πατρίδα και επαναλειτούργησε σε κτίριο στην Κεντρική Πλατεία. Έτσι μεταλαμπαδεύεται στη Νέα Σμύρνη ο πλούτος της γνώσης, του πολιτισμού και του πνεύματος της Μικρασίας.
Εγκαίνια της Ευαγγελικής Σχολής στην κεντρική πλατεία, παρουσία Ελ. Βενιζέλου, στις 7 Απριλίου 1935.
Το μετέπειτα διώροφο κτίριο κατεδαφίστηκε το 1975.
Το Α΄ Δημοτικό σχολείο ήταν στην οδό Ομήρου και το 2ο Δημοτικό σχολείο ήταν αρχικά στη γωνία 146
των οδών Μαδύτου και Σελευκίας, ενώ μετά χτίστηκε το κτίριο στην Βοσπόρου και Αγίας Σοφίας. Ιδρύεται επίσης η Ιωνική Σχολή, το Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον και το ιδιωτικό δημοτικό όπου οι μαθητές των πιο εύπορων οικογενειών διδάσκονται γαλλικά και μουσική. Στον αθλητισμό το κυριότερο παράδειγμα αποτελεί ο Πανιώνιος, συνέχεια του ομώνυμου σωματείου της Σμύρνης με έτος ιδρύσεως το 1890. Το 1922, μετανάστευσε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη το 1940 οπότε και εγκαινιάστηκε το γήπεδο. Πρώτος σύλλογος που συστάθηκε ήταν ο Α.Ο.Ν.Σ. ο σημερινός ΜΙΛΩΝ, μετά ο Ο.Α.Ν.Σ. (τένις).
Δεκαετία 1930. Εγκαταστάσεις του Αθλητικού Ομίλου Νέας Σμύρνης. Το 1958 μετονομάστηκε σε ΑΟΝΣ «Ο Μίλων»
Για αυτό η Νέα Σμύρνη κατάφερνε να παραμένει ο τόπος μόνιμης κατοικίας προσωπικοτήτων της τέχνης, των γραμμάτων, της πολιτικής, αλλά και του αθλητισμού, διατηρώντας ένα διαφορετικό 147
προφίλ έναντι των γειτονικών δήμων, ενώ οι χώροι πρασίνου που γλίτωναν ως εκ θαύματος πρόσφεραν σημαντική ανάσα στον επιβαρυμένο οικιστικό ιστό της πόλης. Κατάφερνε επίσης και να προσελκύει το αγοραστικό κοινό και να αποκτά όλο και περισσότερους κάτοικους και νέους επενδυτές. Ο νέος συντελεστής δόμησης έφερε πυρετό στη πόλη. Πανωσήκωμα, αντιπαροχή, μα και φόβος μήπως χαρακτηριστούν διατηρητέα τα ακίνητά τους, έκανε πολλούς ιδιοκτήτες να πουν το μοιραίο "ναι", στον εργολάβο ή στον μεσίτη και στη θέση τους ορθώθηκαν ψηλές πολυκατοικίες. Όλο και πιο συχνά το πιο προσφιλές θέμα για συζήτηση των μεγάλων, ειδικά την ώρα του καφέ, ήταν ποιο παλιό κτίριο κατεδαφίστηκε και πόση αντιπαροχή πήρε ο ιδιοκτήτης. Αφού παίζανε το κλασικό τεστάκι μνήμης, σχετικά με το ποιος ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης, ο γιος του με ποιον ήταν μαζί φαντάρος, ποιο ήταν το παρατσούκλι του, τι νούμερο παπούτσι φόραγε, αν η τρύπα ήταν στη δεξιά κάλτσα ή στην αριστερή, με ποια είχε παντρευτεί, τι κουσούρια είχε η μάνα της και άλλα συμπαθητικά συναφή, μετά λέγανε με ύφος κηδείας και βαριά φωνή «πάει κι αυτό». Τα καταστήματα γύρω από την πλατεία άλλαζαν χρόνο με τον χρόνο. Κάποια έκλειναν, νέα άνοιγαν στην θέση τους, κάποια ανακαινίζονταν ή επεκτείνονταν. 148
Καινούρια εμπορικά κέντρα, μεγαλύτερα σούπερ μάρκετ, ψηλότερες πολυκατοικίες. Κάποια αντιστέκονταν σθεναρά.
1936 Παλαιολόγου και Ι. Μαγκριώτη «Εδώδιμα Αποικιακά» Μπακάλικο!
Η περιοχή που μεγάλωσα, μεγάλωσε και αυτή μαζί μου. Για τους Νεοσμυρνιώτες που είναι γέννημα θρέμμα, άντε και για τους υπόλοιπους που απλά μετακόμισαν στην περιοχή αλλά έχουν κλείσει μια 25ετία το λιγότερο, υπάρχουν ορισμένες λέξεις κλειδιά και αποτελούν "σταθερές" αξίες. Ο χρόνος τις κλείδωσε μέσα στη μνήμη. Το πνεύμα δημιουργίας, συνεργασίας και προόδου των προσφύγων τις έδεσε στην κληρονομιά μας. Ας δούμε μερικά από αυτά: 149
Πλατεία
Η κεντρική πλατεία, φωτογραφημένη από την οδ. Ειρήνης κατά τη δεκαετία 1950,
κατά την διάρκεια της ανάπλασης 1969,
150
κατά τη δεκαετία του 1970
και η πλατεία στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2004
151
Η περιμετρική της φύτευση με πεύκα έγινε από μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής, όταν ακόμα το κτίριο της βρίσκονταν στο κάτω μέρος της Πλατείας και την χρησιμοποιούσε ως αυλή. Για ένα διάστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ονομαστεί Πλατεία Τσόρτσιλ.
Εφημερίδα Βήμα, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1969
Το 1968-1970, επί δημαρχίας Αθ. Παπαθανασίου, ο χώρος της πλατείας Ν. Σμύρνης αναπλάστηκε και δημιουργήθηκε μια από τις ομορφότερες ελληνικές πλατείες. Απέκτησε έξι λίμνες που επικοινωνούν με μικρούς καταρράκτες και σιντριβάνια, μικρά γεφύρια, τουριστικό περίπτερο, παιδικές γωνιές, αγάλματα κλπ. Η μελέτη και η επίβλεψη της διαμόρφωσης έγιναν από το αρχιτεκτονικό γραφείο Γ. Λεονάρδου και Λ. Καλαβύτη. Το έργο υπήρξε πρωτοποριακό για την εποχή του. Το μεγάλο σύστημα συνεχόμενων λιμνών, λειτουργούσε ως καθρέπτες πάνω στο μπετόν. 152
Στους μικρούς καταρράκτες, στα σιντριβάνια των πολλών επιπέδων και στις μικρές λιμνούλες κολυμπούσαν ολόλευκοι καμαρωτοί κύκνοι και πάπιες. Γέφυρες, είσοδοι και χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως ο οβελίσκος και η πυραμίδα, έκαναν το σουλάτσο πιο ενδιαφέρον. Βόλτα στην πλατεία (των πλατειών), σήμαινε πως όλες οι μανάδες θα ήταν παρούσες και εμείς τα πιτσιρίκια τσακωνόμασταν ποιος θα δώσει πρώτος κουλούρι στο κύκνο για να τον φέρει πιο κοντά. Η κεντρική Πλατεία της πόλης ήταν, είναι και θα είναι ο Πυρήνας, γύρω οι εμπορικότεροι δρόμοι. Από το 2003 ξεκίνησε μια νέα ανάπλαση της πλατείας. Πεζοδρομήθηκαν οι τρεις πλευρές της (25ης Μαρτίου, Ειρήνης, 2ας Μαΐου). Στις 12 Αυγούστου 2004 έγιναν τα εγκαίνια με την υποδοχή της Ολυμπιακής Φλόγας. Το ίδιο έτος τοποθετήθηκε άγαλμα του Ελ. Βενιζέλου μπροστά από τη στάση του τραμ. 153
Το 2005 ξεκίνησαν τα έργα ενοποίησης με την παρακείμενη πλατεία Καρύλλου, με τελικό στόχο την δημιουργία ενιαίου χώρου μέχρι το Άλσος και του πολυπόθητου υπόγειου πάρκιν.
Πριν πεζοδρομηθεί η πλατεία και το τραμ κόψει την πόλη στα δύο, όταν πήγαινα λύκειο, κυκλοφορούσα με το benelli, ένα μοτοποδήλατο, ούτε δίπλωμα χρειαζόταν για τα κυβικά του, ούτε κράνος φορούσα, ούτε καν έσβηνα το μοτέρ. Μπορούσα να σταματάω μπροστά από τα μαγαζιά, να κοιτάζω τις βιτρίνες και να συνεχίζω την βόλτα. 154
Η οδός Ομήρου φιλοξένησε επί δεκαετίες την Λαϊκή αγορά κάθε Τετάρτη, καθώς και την καθιερωμένη σχολική παρέλαση την ημέρα της εθνικής μας επετείου. Παρουσίαζε επίσης και το εξής παράδοξο. Τα καταστήματα στην δεξιά πλευρά πλήρωναν υψηλότερο ενοίκιο από τα αντίστοιχα καταστήματα της αριστερής πλευράς του δρόμου. Ο λόγος ήταν απλός, μα και απολύτως
Η δεξιά πλευρά της οδ. Ομήρου
φυσικός. Καθώς έδυε ο ήλιος φώτιζε την δεξιά πλευρά περισσότερες ώρες, ενώ η αριστερή ήταν σκιερή αφού σκοτείνιαζε νωρίτερα. Άρα, οι εξ αριστεράς έκαιγαν περισσότερο ρεύμα. Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων εκ δεξιάς, δεν άφησαν να πάει χαμένο τέτοιο πλεονέκτημα και έτσι παρέμεινε η προνομιούχα πλευρά για πολλά χρόνια. Το σχόλιο δεν έχει καμιά πρόθεση να παραπέμψει σε πολιτικό υπονοούμενο. 155
Κυριακή 2 Μαΐου του 1971. Η πλατεία και οι γύρω γειτονιές μετατράπηκαν σε πίστα αγώνων. Κλειστές στροφές και σύντομες ευθείες ήταν ιδανικές για οδηγούς και αυτοκίνητα, που ανταγωνίζονταν για πρώτη φορά μέσα στη πόλη της Νέας Σμύρνης. Το ράλλυ είχε βρει το δρόμο του. Ο ήλιος ήταν λαμπρός
Νικητής ο Μοσχούς, δεξιά το κτίριο του ΟΤΕ
και καλοκαιρινός. Δίκαια είπαν, πως η ατμόσφαιρα θύμιζε έντονα Μονακό. Το πρώτο και μοναδικό σιρκουί ήταν ένας εξωπρωταθληματικός αγώνας ράλλυ που ενθουσίασε το κοινό που κρεμόταν από μπαλκόνια, ταράτσες και δέντρα. Το ζωντανό οπτικοακουστικό θέαμα, έκανε πολλά τζάμια να τρέμουν και άφησε ιστορία χωρίς κανένα ατύχημα. Ανάποδα τιμόνια, γκάζια, ντριφτ μεταξύ πολλών από τους: Κόκοτα, Τσαβό, Κορφιάτη, Φωτιάδη, Μεϊμαρίδη, Μαύρο, Αντωνιάδη, Μοσχούς. 156
Πλατεία Χρυσοστόμου
Εκκίνηση
Νέα Σμύρνη 1971
Ελευθερίου Βενιζέλου
2ας Μαΐου
25ης Μαρτίου
Αγίας Φωτεινής
Τερματισμός 157
Παλούκι
Ο οβελίσκος, έργο του Β. Καπάνταη.
Το ραντεβού με τους φίλους, συμμαθητές και γνωστούς ήταν συμφωνημένο στο Παλούκι για να πάμε μετά όπου θα αποφάσιζε η παρέα. Γιατί το «παμ’πλατεία;» ξεκινούσε από το παλούκι και μετά βλέποντας και κάνοντας. Η αναμνηστική στήλη (οβελίσκος) ύψους 15 μέτρων έχει ανάγλυφες παραστάσεις που συνδέουν τη νέα πόλη με τη μικρασιατική Σμύρνη. Πυραμίδα Πόσα παντελόνια έχουν σκιστεί σε αυτή την πυραμίδα πια και πόσα γονατάκια ματώσανε... Πάντως πριν, όχι και πάρα πολλά χρόνια, που είχα βρεθεί με φίλους στην Πλατεία, τους έπιασε μια τρέλα να θυμηθούν τα νιάτα τους και να κάνουν διαγωνισμό ποιος θα τη σκαρφαλώσει πρώτος. Παλιμπαιδισμός, θα πει κάποιος, αλλά γελάσαμε. 158
Γαλαξίας Τουριστικό περίπτερο-καφετέρια, με ειδικότητα στο φραπέ και στην γρανίτα, φράουλα ή λεμόνι. Έσφυζε από κίνηση χειμώνα καλοκαίρι. Ξαφνικά μπήκε λουκέτο. Παρέμενε για χρόνια κλειστό και ρημαγμένο, σαν φάντασμα από μπετόν. Το γιατί, δεν το έμαθα. Τι συμφέροντα παίζονταν, μόνο οι εκάστοτε δήμαρχοι τα ξέρουν αυτά. Τουλάχιστον τώρα, λειτουργεί ως Δημ. Πολυχώρος Πολιτισμού. Αλάνα Η αλάνα ενσωματώθηκε με την πλατεία και έγινε το υπόγειο parking. Ποιος είχε προλάβει το Γύρο του Θανάτου στην αλάνα; Ποιος είχε βγάλει φωτογραφία με τον τύπο με τη μηχανή με το τριπόδι, που σκεπαζόταν με την κουβέρτα και έλεγε το κλασικό "κοίτα το πουλάκι". Ο παππούς ήταν φωτογράφος. Ο Μπάρμπα-Αντώνης είχε ειδικότητα στη καλλιτεχνική φωτογραφία, με το "retouche" της, με το "fond perdu" της, με το "transparent" της. Καλή σου ώρα, παππού. Άλσος Το «Άλσος των αμαζόνων», είναι αδιαμφισβήτητο στολίδι της πόλης, έχει έκταση 50 στρεμμάτων. Δενδροφυτεύτηκε το 1926 και παραδόθηκε το 1928. Ο χώρος πνεύμονας καλύπτεται από δέντρα, δασικά όπως χαλέπιος πεύκη, κουκουναριά, πεύκη τύπου Θάσου, κυπάρισσος, δέντρα καλλωπιστικά και κωνοφόρα, καθώς και υπόροφο θαμνών όπως βιβούρνο, αβούτιλο, μυόπωρο, πυράκανθο κ.α. 159
Αποτελεί χώρο άσκησης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Στο Άλσος κάθε Σεπτέμβριο διοργανώνονται οι Ιωνικές Γιορτές. Στα χρόνια του γυμνασίου και λυκείου εκεί, πηγαίναμε εκδρομή. Για κάποια παιδιά ήταν χώρος για εκτόνωση, για παιχνίδι, για άλλα παιδιά μέρος για φλερτ και για μερικά, ευκαιρία για ένα τσιγάρο στα κρυφά. Παπάς Ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (Καλαφάτης) βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τον τουρκικό όχλο το βράδυ της 27ης Αυγούστου 1922, ημέρα κατάληψης της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα. Επίσημα η πλατεία αποκαλείται Χρυσοστόμου Σμύρνης (έργο του Θ. Απάρτη). Είναι γνωστό και ως Πάρκο Μνημείων γιατί από το 1965 τοποθετήθηκαν μνημεία που θυμίζουν στιγμές περηφάνιας, δόξας και αισιοδοξίας αλλά και στιγμές πόνου, καταστροφής και θλίψης, όπως το Μνημείο των Προσκόπων Αϊδινίου, το Ηρώο Αρμενίων, τη Σμύρνα την κόρη της Νέας Σμύρνης (έργο του Β. Καπάνταη) κ.α.
160
Πανιώνιος
Οι φίλαθλοι έχουν διαβάσει τα πάντα-όλα γιατί τα πάντα-όλα έχουν γραφτεί για την ιστορία του Πανιωνίου. Ποδοσφαιρόφιλη δεν είμαι, αλλά αν δω κόκκινο-μπλε σήμα, χαιρετίζω. Και η γιαγιά δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα το συγκεκριμένο άθλημα. Συμφωνούσε πως το ποδόσφαιρο ήταν καθαρά ανδρική εφεύρεση για να φεύγουν οι άνδρες από το σπίτι και να αφήνουν τις γυναίκες τους και να έχουν να επιδείξουν και κάποιο σοβαρό λόγο, όπως είναι το ματς. Η ομάδα του Πανιωνίου, είναι το αιώνιο παιδί, σαν τον Πήτερ Παν. Το λέει τ’όνομα: Παν-αιώνιος. Το έχουμε υιοθετήσει και ζούμε μαζί του στη Χώρα Neverland. Κλαίμε μαζί του, προβληματιζόμαστε με τις μεταπτώσεις του, νιώθουμε περηφάνια με τις επιτυχίες του, αλλά και ενδιαφερόμαστε για το πως τα πάει στο σχολείο, τι βαθμούς πήρε, ποιος το μάλωσε και τέλος, τρέμουμε μην "πέσει" και χτυπήσει. Που είσαι ρε Σαραβάκο; 161
Το ρολόι
Το ρολόι υπήρχε στην είσοδο της Νέας Σμύρνης πριν την υπόγεια διάβαση, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η Στροφή Νέας Σμύρνης Όταν μια μέρα πέρασε στα χέρια μου το συμβόλαιο του πατρογονικού μου σπιτιού, δεν πίστευα στα μάτια μου με την "ακριβεστάτη" περιγραφή της τοποθεσίας του: το ως άνω ακίνητον βρίσκεται "πλησίον στροφής παρά της Λεωφόρου Συγγρού". Δεδομένου πως το σπίτι, χτισμένο εν έτει 1934, βρίσκεται στην Άνω Νέα Σμύρνη είναι σαν να λέμε, καμία μα, καμία σχέση με την λεωφόρο Συγγρού. Το πρόβλημα του συμβολαιογράφου δεν ήταν απλώς να δώσει το στίγμα που βρίσκεται το σπίτι γιατί οι δρόμοι ήταν από ανύπαρκτοι έως 162
κακής βατότητας χωματόδρομοι και δίπλα άλλα σπίτια δεν υπήρχαν. Το πρόβλημά του ήταν που είναι η Νέα Σμύρνη, οεο; Σημείο αναφοράς άλλο δεν υπήρχε, κάπως έτσι η λεωφόρος Συγγρού, απέκτησε την Στροφή και όσοι στρίβανε, αντίκριζαν τον περίφημο "Παπά". Τη δεκαετία του ’80, η Συγγρού έγινε ταχείας κυκλοφορίας, και κατασκευάστηκαν οι τέσσερις υπόγειες διαβάσεις Νέας Σμύρνης - Καλλιθέας (Αιγαίου με Χαροκόπου, Εφέσου με Αγίων Πάντων, Δαβάκη με Παλαιολόγου - αυτή ήταν η "στροφή"- και Σπάρτης με Μεγ. Αλεξάνδρου. Τα τελευταία χρόνια, στα όρια της Νέας Σμύρνης προστέθηκε και η Αμφιθέας-Λάμπρου Κατσώνη). Μάρτυρας της ιστορίας, το καφενείο "Στροφή" που όχι μόνο υπάρχει αλλά διατηρεί και το παλιό αυτό όνομα, μια-δυο-πολυκατοικίες πριν από τη Λ. Συγγρού. Λώλος Ίσως το πιο παλιό διατηρούμενο μαγαζί αφού το γράφει και στην ταμπέλα 1937, εποχή που η Νέα Σμύρνη ήταν ακόμη κοινότητα. Ράδιο Σμύρνη Το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Ωδείο Νέας Σμύρνης Ξεκίνησε σαν παράρτημα του Εθνικού Ωδείου, σε ένα νεοκλασικό όπου μετά χτίστηκε το Δημαρχείο. Μετά πήγε κάτω από το Ταχυδρομείo. Γαλλικό Ινστιτούτο Αγγλικά Όμηρος 163
Γαλακτοπωλείο Λακαφώση Γαλακτοπωλείο Σιότροπου Ο Γ. Σιότροπος μετέπειτα Δήμαρχος, ήταν γαλατάς και πουλούσε γάλα από σπίτι σε σπίτι. Πρατήριο προϊόντων ΕΒΓΑ, 1936
Η ΕΒΓΑ της γειτονιάς, του Ν.Δ. Καφφετζάκη
Κόχλερ Μια τυρόπιτα! να τρέχουν τα σάλια. Η μεγαλύτερη σκασίλα, ήταν όταν σου έλεγε: «μόλις τώρα τις έβαλα να ψηθούν, έλα πάλι σε λίγο». Φτου! Νίκος Επίσης από τα πιο διάσημα τυροπιτάδικα, ίσως επειδή ήταν ο κλασικός τόπος συνάντησης πριν από κάθε παιχνίδι του Πανιωνίου. 164
Προπό-Λαχεία "Το Μέλλον" Ήταν το κατάστημα του Γιάννη Διφωνή στη Βασ. Κωνσταντίνου, στον ένα από τους δύο δρόμους της πλατείας Καρύλλου. Τότε τα όνειρα κάθε παίχτη τα διεκδικούσε το δεκατριάρι, το εθνικό και το λαϊκό. Άλλα πράγματα που χάθηκαν: Βουλγουρίδης Ιστορικό βιβλιοπωλείο που έσβησε από το χάρτη από τη δεκαετία ’80. Τα πρώτα λεωφορεία τερμάτιζαν στη στροφή και αργότερα στην πλατεία μπροστά στο βιβλιοπωλείο του. Το Μικράκι Ήταν το μικρό κατάστημα του Βουλγουρίδη, κοντά στο κινηματογράφο Σπόρτινγκ.
Το Μικράκι το πρώτο κατάστημα ψιλικών, Ν.Σμύρνη 1936 165
Κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, Γ. Γυρτάτος, Ελ. Βενιζέλου και 2ας Μαΐου, 1936
Τα γραφεία της εφημερίδας "Νέα Σμύρνη" 166
Τα βενζινάδικα Είχαμε δύο. Μια ΒP στην Αγροτική τράπεζα και μια Μοbil στο τέλος της 25ης Μαρτίου. Music Inn Μεγάλο δισκάδικο εποχής ’80 στη Βρυούλων. Το βασίλειο του βινυλίου. Απόδειξη δεν έδινε, έδινε όμως κουπόνια, για κάθε 10 δίσκους, ο ένας δώρο. Όταν έκλεισε, είχα 8 κουπόνια. Μικρό το κακό. Το Πάουερ Λεωφορείο κίτρινου χρώματος. Το 10 Το τρόλεϊ, επίσης κίτρινου χρώματος με το νούμερο 10 έκανε τέρμα στην Πλ. Κολοκοτρώνη. Άλλα πράγματα που προστέθηκαν: Το Τραμ Goody’s Internet cafe Κινέζικα εστιατόρια Κινέζικα καταστήματα ένδυσης, με αυτά τα κινέζικα φαναράκια απέξω, για να τα ξεχωρίζουμε. Yoga, pilates, spa Parking Άλλα που παρέμειναν με το απαραίτητο λίφτινγκ: Τα λεωφορεία 134, 135, 136 και 137, περνούσαν μπροστά από το σπίτι, η στάση ήταν στο 2ο Δημοτικό Σχολείο, στην πορεία το δρομολόγιο ήταν διαφορετικό και τέλος κατέληγαν όλα στο ίδιο τέρμα και αυτό ήταν στην οδό Σίνα στην Αθήνα. Μούγκριζαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε 167
ταχύτητα. Δεν ξεχνιέται ο εισπράκτορας στο ειδικό κάθισμά του δίπλα στην πίσω πόρτα, να κόβει εισιτήριο "1,50 δραχμαί", να ελέγχει τους επιβάτες κατά την διάρκεια της διαδρομής, να λέει τις στάσεις και να φωνάζει αυστηρά στο πρωτόγονο μικρόφωνό του: «προχωρείτε στο διάδρομο οι όρθιοι», όταν στην στάση περίμεναν κάμποσοι. Κρατούσε την κερματοθήκη. Έβαζε τις δραχμές κι έβγαζε τα πενηνταράκια με γρηγοράδα. Πάντα ήθελα να είχα κι εγώ μία. Οι καθήμενοι ήταν γιαγιάδες και παππούδες, γιατί έτσι μας έμαθαν, να τους παραχωρούμε την θέση μας. Οι πιο πολλοί κρατούσαν ή διάβαζαν εφημερίδα. Κάποιος γνωστός ή συγγενής θα βρισκόταν και η διαδρομή περνούσε ευχάριστα με λίγη φλυαρία. Όμως οι παλιότεροι θυμούνται το λεωφορείο με τον αριθμό «7» από το τότε Κοινό Ταμείο Εισπράξεων (ΚΤΕ) Νέας Σμύρνης. Ήταν παλιό στρατιωτικό φορτηγό Citroen που άφησαν πίσω τους οι Σύμμαχοι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Αυτά τα λεωφορεία αποκαλούνταν "χασανιώτικα" επειδή τα είχαν εγκαταλείψει στο παλιό κτήμα του Χασάν ή Χασάνι, το σημερινό Ελληνικό όπου υπάρχει το ομώνυμο αμαξοστάσιο της ΕΘΕΛ και το παλιό αεροδρόμιο. Αργότερα η γραμμή «Καλλιθέα - Νέα Σμύρνη» ονομάστηκε «Σφαγεία - Νεκροταφείο Καλλιθέας» και συνέδεε τα παλιά σφαγεία στον Ταύρο με την Άνω Νέα Σμύρνη, στο σημείο που βρίσκονται τα κοιμητήρια των δήμων Καλλιθέας, Νέας Σμύρνης και Παλαιού Φαλήρου. 168
Φωτογραφία που βρέθηκε στο αρχείο της εφημερίδας «ΑΘΗΝΑΪΚΗ» δείχνει στιγμιότυπο από τα εγκαίνια της λεωφορειακής γραμμής «Καλλιθέα – Ν. Σμύρνη» στις 20 Ιουνίου 1948.
Μια στάση γνωστή με το όνομά της, ήταν η Στάση "Περιμένη". Μήπως επειδή όλοι περίμεναν; Μηδέν παρεξήγηση, δήμαρχε. Ένα αστείο έκανα.
Ο Νίκος Ρίζος και ο Νίκος Σταυρίδης για τις ανάγκες του γυρίσματος περιμένουν το λεωφορείο, πίσω διακρίνεται η Αγία Φωτεινή. 169
Η γειτονιά που αγαπήσαμε είχε πολλούς κινηματογράφους. Χειμερινούς και θερινούς. Μας πόνεσε όταν χάσαμε τους περισσότερους. Το 1936 λειτούργησε το πρώτο θερινό σινεμά Γκλόρια (Αστόρια), ήταν απέναντι από την Εστία. Αυτό, δεν το πρόλαβα. Πρόλαβα όμως την Έλση, όταν κατεδαφίστηκε την θέση της πήρε μια θεόρατη για την εποχή πολυκατοικία, ήταν το πρώτο εμπορικό κέντρο σε πειραματικό στάδιο.
Κιν/φος Ἔλση, 1961-1988. Θέσεις 640 με πλατεία, εξώστη και θερινό στην ταράτσα.
Ήταν και παραμένει ο Άτταλος. Τα σκανδαλιάρικα παιδιά του σχολείου είχαν γεμίσει την οροφή του με σαΐτες κολλημένες με τσίχλα. Επίσης, είναι ακόμα ανοιχτό το Σπόρτινγκ. Το Φιλίπ, η Αρίκα και η Αναστάλια, ήταν τα θερινά σινεμαδάκια. Η Αρίκα, κοντά στην πλατεία Άνοιξης, έμοιαζε βγαλμένη από επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του ’60, αλλά και η Αναστάλια το ίδιο. Φυσικά γαρμπίλι κάτω και τα καθίσματα σιδερένια με 170
λεπτές πλαστικές λουρίδες. Πιανόταν τα πόδια, η πλάτη, η μέση, μούδιαζαν τα πίσω μαγουλάκια. Αλλά ποιος τα λογάριαζε αυτά, μπρος στη μαγεία της προβολής στη μεγάλη οθόνη; Με γιασεμιά και αγιόκλημα παντού ολόγυρα, να μεθάς από το άρωμα. Με μπουκαμβίλια στη μάντρα και πορτοκαλάδα Ήβη μπλε στο διάλειμμα. Αν το έργο είχε σασπένς, το "τσικ-τσικ πτου, τσικ-τσικ πτου", του πασατέμπου ακουγόταν ρυθμικά. Την εποχή του ’60 ο ελληνικός κινηματογράφος ανθεί, το κοινό γεμίζει τις αίθουσες και οι ταινίες κάνουν ρεκόρ εισιτηρίων. Τον αποκαλούν εμπορικό, γιατί όχι και πετυχημένο. Ο ποιοτικός κινηματογράφος δεν θα κάνει ποτέ τέτοια νούμερα, αλλά η κουλτούρα να είναι καλά, για να μπορεί να κοιμάται ο θεατής ελεύθερα χωρίς να ανησυχεί μήπως χάσει κάτι από την πλοκή του "έργου". Ευτυχώς υπήρξαν τα ιερά τέρατα σκηνοθεσίας και σεναρίου όπως ο Τζαβέλλας, ο Σακελλάριος, ο Γιαννακόπουλος κ.α. Ευτυχώς υπήρξαν ηθοποιοί όπως ο Δημήτρης Χορν, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Βασίλης Λογοθετίδης και πολλοί άλλοι και το φιλμ του Φίνου διαφύλαξε τις ανεπανάληπτες ερμηνείες τους για τις επόμενες γενιές. Ταινίες όπως η «Κάλπικη Λίρα», «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Σάντα Τσικίτα» που παίζονται και σήμερα στην τηλεόραση, μάς κάνουν να γελάμε για 136η φορά. Όταν οι μεγάλοι κανόνιζαν σχέδια για απογευματινο-βραδυνή έξοδο, που σήμαινε ότι θα έπαιρναν και τα παιδιά μαζί, οι μισοί πρότειναν 171
"Λευτέρη" για τους εξής λόγους: Αλάδωτη πίτα και στεγνό σουβλάκι (χωρίς τζατζίκι δηλαδή) και οι υπόλοιποι μισοί διαφωνούσαν και γκρίνιαζαν για τους εξής λόγους: αλάδωτη η πίτα του, στεγνό το σουβλάκι του. Ίσως για αυτούς τους λόγους το σουβλατζίδικο επέζησε τόσα χρόνια. Δεν με ένοιαζε καθόλου, και στου "Γιώργου" στην πλατεία και στου "Μάκη" στην Ομήρου μια χαρά ήταν. "Κοτόπουλα του Μάκη" στην Αρτάκης: Παράδοση! Λίγο πιο πάνω από το κέντρο, αλλά γνωστός παντού. Η σουβλομυρωδιά δεν ξεκόλλαγε απ’τα ρουθούνια. "Γιώργος": Το ζαχαροπλαστείο στην Πλατεία, με το παγωτό καϊμάκι που έγινε θρύλος. Το κατασκεύαζε ο ίδιος με γάλα που του έφερναν έξω από τη Λαμία (από Κομποτάδες αν δεν κάνω λάθος) και όχι με σκόνες και γάλατα του εμπορίου. Το δε σιρόπι βύσσινο που έβαζε ήταν και αυτό σπιτικό αφού και αυτό ο ίδιος το έφτιαχνε. Η ποιότητα των υλικών το έκανε διάσημο ως το καλύτερο επιδόρπιο. Το σημερινό μαγαζί εδώ και χρόνια απλά κρατάει την επωνυμία. "Άδωνις": Επειδή το τραγούδι που έγινε σουξέ, λέει να πάμε στου Άδωνη για καφέ, δεν πάει να πει πως στου Άδωνη πήγαινες μόνο για καφέ. Ήταν το καλύτερο καφέ-ζαχαροπλαστείο. Κοκ και κορνέ με σαντιγί και πάστες νουγκατίνες, σοκολατίνες και σεράνο, ήταν οι stars των γλυκών. Τα φρικιά και τα τεκνά εμφανίστηκαν μετά το ’85. Είναι αλήθεια όμως πως σύχναζαν επώνυμοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί, ποδοσφαιριστές κτλ. 172
Γνωστοί και επώνυμοι κάτοικοι της Νέας Σμύρνης τώρα ή για κάποιο διάστημα ήταν: ο "Σερ Μπιθί" ο Γ. Μπιθικώτσης ντε, ο Μίκης Θεοδωράκης ο οποίος έπαιζε και βιολί, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Καλαμίτσης, η Πωλίνα, ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Δημήτρης Καταλειφός. Στους γνωστούς συμπολίτες προσθέτω τους Αφους Κατσιμίχα, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, την Τζόυς Ευείδη, τη Νόρα Κατσέλη και σίγουρα πολλούς ακόμα που δεν μου έρχονται, αλλά αν τους αναφέρει κάποιος θα πω α, ναι μωρέ, αφού τον/την πετύχαινα στην Πλατεία ή στη Λαϊκή τις Τετάρτες. Τελευταίος και μη εξαιρετέος, ο Αλέξης Παπαδόπουλος, δύτης ερευνητής κινηματογραφιστής βυθού και πατέρας μου. Οι υποβρύχιες έρευνές του, οι ιστορικές ανακαλύψεις του, τα ντοκιμαντέρ του για την ανάδειξη του υγρού πλούτου που μας περιβάλλει, η μελέτη του για την ρύπανση και σωτηρία των ελληνικών θαλασσών, οι 8.500 ώρες κατάδυσης στο ενεργητικό του, τον κατατάσσουν δικαίως στους γνωστούς ανά το Πανελλήνιο και όχι μόνο αφού συνεργάστηκε με την αγγλική, ολλανδική, σουηδική, αυστριακή, ελβετική, αραβική και την κυπριακή τηλεόραση. Τον αποκάλεσαν ο "Κουστώ της Ελλάδος". Ήταν ο πρώτος που φώναξε για το θαλάσσιο οικοσύστημα, για την εύθραυστη ζωική αλυσίδα του βυθού, για την ρύπανση του Σαρωνικού. Ήταν ο πρώτος που έδωσε εικόνα και ήχο από το βυθό με κατευθείαν σύνδεση στην ΕΡΤ. Είναι ο Αλέξης των θαλασσών μας. Τιμήθηκε από 173
τον Δήμαρχο Γ. Σιότροπο για το ανιδιοτελές έργο του και την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο. Όταν πήγαμε με την τρίτη τάξη του Λυκείου την καθιερωμένη πενθήμερη εκδρομή στην Κέρκυρα, διαπιστώσαμε πως το νησί που επιλέξαμε, ήταν προσφιλές σημείο προορισμού πολλών σχολείων από όλη την Ελλάδα. Μόλις τα πούλμαν διασταυρώνονταν, ρωτούσαμε «από είσαστε παιδιά»; Λέγανε από Κρήτη, άλλοι λέγανε από Θήβα, άλλοι λέγανε από Καβάλα, από Πάτρα. Εμείς δεν απαντούσαμε από Αθήνα. Οι συμμαθητές μου και εγώ μαζί τους, φωνάζαμε «από Νέα Σμύρνηηη». Και για να το κλείσω το θέμα, ο έντονος τοπικισμός των Νεοσμυρνιωτών, ίσως να φαίνεται ακατανόητος στους απέξω. Για τους "ντόπιους" όμως, έχει πολύ γερές βάσεις. Η Νέα Σμύρνη είναι ένα μικρό, μεγάλο χωριό με συγκεκριμένη ταυτότητα, με σημαντικό πλεονέκτημα ότι δεν είναι απρόσωπη, έχει φυσιογνωμία και όλα τα χαρακτηριστικά της συνδέονται άμεσα με τους πρόσφυγες. Χαρακτηρίζουν μια πόλη άκρως συναισθηματικά φορτισμένη. Κόντρα στη σχετική καταστροφή των τελευταίων χρόνων, με την ανέγερση μεγαθηρίων και τη συνεπακόλουθη αύξηση αυτοκινήτων και μποτιλιαρίσματος, ο έρωτας των Νεοσμυρνιωτών για την πόλη παραμένει σφοδρός. Κάπου διάβασα: "Επάγγελμα Νεοσμυρνιώτης". Απαραίτητα προσόντα: ενδιαφέρον για τα κοινά και τον δήμο, προσωπική τοποθέτηση σε θέματα 174
όπως ο Πανιώνιος, το Άλσος. Τα προβλήματα της καθημερινότητας στην Πλατεία μοιάζουν να είναι αν η νέα καφετέρια κάνει καλό καφέ και αν οι καρέκλες της δίπλα καφετέριας μπήκαν σωστά εκεί που μπήκαν. Αν ζεις στη Νέα Σμύρνη θα πρέπει, να πηγαίνεις στα καινούρια μπαράκια αλλά και στα παλιά, να ξέρεις ποια μπιστρό έχουν καλή σάλα, τζάκι ή κουνιστές πολυθρόνες, να γνωρίζεις τα ουζερί στα Μυτιληναίικα και όλα τα πολίτικα στη πλατεία Ανοίξεως και τις σπεσιαλιτέ, να δοκιμάζεις απ’όλα τα σουβλατζίδικα, να συγκρίνεις για να μην σε πιάσουν αδιάβαστο και μείνεις στην ίδια τάξη. Όμως η αλήθεια πονάει και πρέπει την πραγματικότητα να την βλέπουμε κατάματα. Μέχρι και πριν τρεις δεκαετίες, η Νέα Σμύρνη ήταν ανθούπολη. Στα 70’s μετράγαμε τα αυτοκίνητα της ημέρας και οι διαγωνισμοί κήπων γίνονταν κάθε Μάιο. Σήμερα αυτή η εικόνα έχει εκλείψει. Στα 80’s χαλαρά φραπέ στον Γαλαξία, στα 90’s ελέγχαμε την απώλεια του ελέγχου. Δυστυχώς στα 00’s το κοντέρ μηδένισε και την χάσαμε την μπάλα. Βγήκα Σάββατο πρωί, για περίπατο μέχρι την πλατεία και φυσικά για ψώνια. Δεν πρόλαβα να αλλάξω δεύτερο δρόμο. Ο τσαντάκιας με ένα παπί χωρίς πινακίδες, ξερακιανός, μαυριδερός, δίχως να φορά κράνος, άρπαξε την τσάντα μέσα από τα χέρια μου. Μάλιστα ενώ απομακρυνόταν, γύρισε το κεφάλι και μου χαμογέλασε, ο αχρείος. Άντε φτιάξε κλειδιά, νέα ταυτότητα, ακύρωσε τις κάρτες, κλάψε για το ολοκαίνουριο κινητό, για τα ενθύμια 175
και φυσικά για το πορτοφόλι. Πολύ μου στοίχισε. Μα να μου συμβεί στη γειτονιά μου, που στο σπίτι δεν κλειδώναμε κάποτε τις πόρτες. Στη Νέα Σμύρνη, που όλοι ήταν γνωστοί κάποιου γνωστού, και φίλοι κάποιου φίλου... Στο αστυνομικό τμήμα που πήγα για να δώσω κατάθεση, ο αστυνομικός μου είπε: «εδώ δεν έχουμε στυλό και θα έχουμε περιπολικό;». Ξέρω, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία είμαι. Αυτό είναι το κακό. Και την γιαγιά την χτύπησε τσαντάκιας και μάλιστα δύο φορές. Την περίμενε να βγει από την Τράπεζα με την σύνταξή της. Την πρώτη φορά, αντιστάθηκε, έπεσε κάτω, τρέχαμε στο νοσοκομείο για τα κατάγματα. Την δεύτερη φορά, τουλάχιστον η μόνη ζημιά ήταν η απώλεια της τσάντας. Μια άλλη φορά, την πλησίασε και την πλάνεψε απατεώνας, λέγοντάς της ένα σωρό ψέματα. Την έπεισε, τον έβαλε στο σπίτι, πήγε να του φέρει μάλιστα κι ένα "ποτηράκι νερό". Πέταξαν οι οικονομίες της. «Αχ, μπρε παιδάκι μου» έλεγε, «είχε τόσο ευγενικό παρουσιαστικό, σαν ηθοποιός έμοιαζε, ίδιος ο Κακκαβάς». Έπεσε σε κατάθλιψη. Της έλεγα, «καλέ γιαγιά, εσύ να είσαι καλά. Μην στεναχωριέσαι». Άλλαζα κουβέντα και την έβαζα να μου λέει ιστορίες για το σπίτι στη Σωκίων, πως χτίστηκε, πως ξεχώριζε στην περιοχή, πως το έλεγαν το "ψηλό σπίτι". Για την εποχή του, το τριώροφο ήταν πύργος. Πιάτο μπροστά μας, ο Πειραιάς, το Φάληρο και όταν δεν είχε συννεφιά φαινόταν η Αίγινα. Ακουγόταν το τρένο όταν ξεκινούσε από το 176
Σταθμό Λαρίσης. Φαινόταν το ρολόι του Πειραιά, με τα κιάλια βέβαια. Βλέπαμε την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ολόκληρη, όχι μόνο το καμπαναριό και όσο για το ματς στο γήπεδο δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθούμε ότι το "γκοοολ" μπήκε από τις φωνές των φιλάθλων. Πανιωνάρααα!
Θέα καλοκαιρινής νυκτός από την βεράντα του πρώτου ορόφου στη Σωκίων, στο βάθος ολοφώτιστος ο Πειραιάς
«Ένα σπίτι, να χτιστεί δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν είναι εύκολο τώρα, σκέψου τότε» μου έλεγε. «Ήμασταν τυχεροί, πολύ τυχεροί» τόνιζε. Στο ανηφορικό οικονομικό ξεκίνημα της οικογένειας, με νωπό το προσφυγικό τραύμα, ο παππούς μου βρήκε συμπαραστάτες και ευεργέτες, στα πρόσωπα των θείων του. Ο Λεωνίδας και ο Τζον Ισακίδης αγόρασαν το οικόπεδο και έχτισαν το σπίτι. 177
Ο θείος Λεωνίδας έμεινε ανύπαντρος και δίχως παιδιά. Όσοι ήξεραν την μικρούλα Φωτεινή έλεγαν πως ήταν όμορφο και χαριτωμένο πιτσιρίκι με μπουκλίτσες σαν της Σίρλευ Τεμπλ, είπαν για χάρη του παιδιού. Όσοι ήξεραν τη γιαγιά έλεγαν πως ήταν ευγενική και καλή σύζυγος, είπαν για χάρη της. Πάντως το σπίτι χτίστηκε χάρη στο θείο Τζόνυ και στο θείο Λεωνίδα.
Η Φωτεινή με τον θείο και την θεία της
Η γιαγιά τους ανέφερε πολύ συχνά. Μου έδειχνε και φωτογραφίες. Η φωνή της, έπαιρνε άλλο χρώμα. Σεβασμός, θαυμασμός, ευγνωμοσύνη, όλα δεμένα ακούγονταν στον τρόπο που πρόφερε και μόνο τα ονόματά τους. Και τα αδέλφια του παππού Βασίλη, ο Χαράλαμπος και η Γλυκερία, απέκτησαν τα σπίτια τους, χάρη σε αυτούς τους δύο θείους! Θείοι όμως, ε; ή Θεοί, καλύτερα τους ταιριάζει. Να συντρέξουν, να στηρίξουν, να χτίσουν. Κατά πως φάνηκε, μπήκαν γερά θεμέλια σε αυτό το σπίτι που 178
ακόμα στέκει αγέρωχο. Πόσες ιστορίες άκουσα, πως το επιτάξαν οι Γερμανοί για παρατηρητήριο, αργότερα οι Άγγλοι και πως λεηλατήθηκε κατά την διάρκεια του εμφυλίου. Πως το πέτυχε μια οβίδα κατά την διάρκεια του πολέμου πάνω από το παράθυρο του ισογείου και πως επισκευάστηκε. Είχα προλάβει και το πυροβολείο κατάλοιπο από την κατοχή, πριν χτιστεί το διπλανό οικόπεδο.
Η Σωκίων 5 ήταν το ψηλότερο σπίτι όλης της Νέας Σμύρνης, δίπλα το πυροβολείο 179
Στη διάρκεια της Κατοχής οι κάτοικοι του δήμου δοκιμάστηκαν από τις σκληρές κακουχίες και την καταπίεση, βίωσαν τα δεινά του πολέμου της πείνας και του πιο παγερού χειμώνα. Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σμύρνη τέλη Απριλίου του 1941. Χώροι στρατωνισμού το Άλσος, το προαύλιο της Αγ. Φωτεινής, ο Πανιώνιος, ενώ το Ιωσηφόγλειο και η Κλινική Λιβανού μετατράπηκαν από τους Ιταλούς σε στρατιωτικά νοσοκομεία. Στη Στροφή, υπήρχε posto di blocco (έλεγχος) των Ιταλών καθώς και η Γερμανική Γκεστάπο. Αντιαεροπορικά με προβολείς ήταν στημένα στη Δεξαμενή και στο Νεκροταφείο. Η Σωκίων 5 επιτάχθηκε, μαζί με άλλα σπίτια και δημόσια κτίρια. Όταν η γιαγιά μιλούσε για την κατοχή, το πρώτο που θυμόταν ήταν τον σκοτεινό ουρανό, σαν να μην έβγαινε ποτέ ο ήλιος. Σκοτείνιαζε και η ίδια. «Οι Γερμανοί έκαναν το σπίτι μας, παρατηρητήριο. Κάθε βράδυ, απαγόρευση της κυκλοφορίας και συσκότιση. Μπλε χαρτιά πάνω στα τζάμια κι από πάνω τραβούσαμε και τις κουρτίνες. Όταν χτυπούσαν οι σειρήνες, τρέχαμε όλοι στα καταφύγια. Κάποιοι γείτονες έβαζαν και μια κατσαρόλα πάνω στο κεφάλι τους για να γλιτώσουν από τα βλήματα»! Θυμόταν πώς μαζεύονταν όλοι γύρω από το ραδιόφωνο ν’ακούσουν το σταθμό του Λονδίνου με τα νέα του πολέμου. Ξεκινούσε η μετάδοση με το σήμα του BBC. «Δεν ξεχνιέται ο χειμώνας του’41, παιδί μου. Λιμός + Παγωνιά = Θάνατος». 180
Όλοι τρώγανε ότι βρίσκανε, λαχανίδες, φύλλα από κουνουπίδια, μπρόκολα, αγριομολόχες. Φτιάχνανε χαρουπόμελο και καλαμποκάλευρο. Συσσίτιο, ξερά φασόλια, πράσο, μπιζέλια, φάβα, κουκιά. Για να δυναμώσουν τα παιδιά, υποχρεωτικά μια φέτα μανταρίνι και μια κουταλιά σούπας μουρουνέλαιο. «Ροδαλό χρώμα σε πρόσωπο δεν υπήρχε, μονάχα βαθουλωμένα μάγουλα και σκαμμένα μάτια». Η γιαγιά τότε αρρώστησε βαριά. Έφτασε 42 κιλά. Φάνηκε όπως πάντα δυνατή, έτσι με την ανάρρωσή της, άλλη μια περιπέτεια είχε λάβει τέλος. «Τα νέα άρχισαν να ψιθυρίζονται. Από στόμα σε στόμα. Ο πόλεμος τελείωσε. Ο Χίτλερ ηττήθηκε. Οι Γερμανοί φεύγουν. Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας». Η αποχώρηση των Γερμανών καθώς και η υποστολή του αγκυλωτού σταυρού από την Ακρόπολη, οι πανηγυρισμοί και το κλίμα ευφορίας και αισιοδοξίας καταγράφονται στην κάμερα του Φιλοποίμενος Φίνου που απαθανάτισε επίσης τις θηριωδίες των κατακτητών και κατέγραψε τις δολιοφθορές των ούννων σε πολλά σημεία σε όλη την αποδεκατισμένη από την πείνα και οικονομικά εξαθλιωμένη Αττική. «Από τις 12 Οκτωβρίου του ’44 που ξεκουμπίστηκαν οι κακούργοι, που κακό χρόνο να’χουνε, πανηγυρίζαμε, νομίσαμε πως τέλειωσαν τα δεινά μας. Δεν προλάβαμε καλά-καλά να πούμε δόξα σι Κύριε και λέγαμε βόηθα Παναγιά. Τι κακό μας βρήκε; Δεν αντέχαμε άλλο. Πόσοι πόλεμοι πια, πόση πείνα, πόση δυστυχία; Αχ, για όλα φταίνε οι πολιτικοί, γλυκιά η εξουσία βλέπεις». 181
Πόσο δίκιο είχες γιαγιά. Αυτή κι η αιτία της διαμάχης. Όλος ο εμφύλιος καβγάς και το αιματοκύλισμα για την κατάληψη της εξουσίας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Την γη της φιλοσοφίας. Όμως παραδόξως εδώ, θα δανειστώ λόγια σοφών κι απ’το εξωτερικό: Αγάπη για ελευθερία είναι αγάπη για τους άλλους. Αγάπη για εξουσία είναι αγάπη για τον εαυτό μας. William Hazlitt , 1778-1830, Άγγλος δοκιμιογράφος & κριτικός
Την εξουσία μπορείς να την εμπιστευτείς μόνο στον άνθρωπο που τη βαριέται και την αποφεύγει. Γαλλική παροιμία
Κάθε εξουσία είναι εντελώς ταπεινωτική. Εξευτελίζει τόσο εκείνον που την ασκεί όσο κι εκείνον που την υφίσταται. Oscar Wilde, 1854-1900, Ιρλανδός συγγραφέας
Έχω όση εξουσία έχει και ο Πάπας, απλώς δεν έχω τόσους πολλούς ανθρώπους να το πιστεύουν αυτό. George Carlin, 1936-2008, Αμερικανός κωμικός
Λένε ότι η εξουσία διαφθείρει, αλλά πιο σωστό είναι ότι η εξουσία προσελκύει τους διεφθαρμένους. Οι υγιείς συνήθως έλκονται από άλλα πράγματα παρά από την εξουσία. David Brin, 1950 -, Αμερικανός συγγραφέας επιστ. Φαντασίας
Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τις αντιξοότητες, αλλά αν θες να δοκιμάσεις το χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώσ’ του εξουσία. Αβραάμ Λίνκολν, 1809-1865, Αμερικανός πρόεδρος
Χωρίς την εξουσία, οι ιδεολογίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Με την εξουσία, σπάνια επιβιώνουν. Φιντέλ Κάστρο, 1925-, Κουβανός ηγέτης
Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δεν γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του. Μενέλαος Λουντέμης, 1912-1977, Έλληνας συγγραφέας
182
Στις μάχες που κράτησαν τρεις εβδομάδες σημειώθηκαν ακρότητες απ’ όλες τις πλευρές. Οι Βρετανοί φυλάκισαν ύποπτους από τους οποίους κάποιοι εκτοπίστηκαν στην Μέση Ανατολή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλοί απ’ αυτούς δεν είχαν καμιά σχέση με το ΕΑΜ. Ο ΕΛΑΣ έπιασε ομήρους και εκτέλεσε πολίτες που κατηγόρησε πολλές φορές λαθεμένα για συνεργάτες των Γερμανών. Τι πραγματικά όμως ήθελε η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, τότε που η πείνα θέριζε, το κρύο ήταν ανήλεο και κάθε ελληνική οικογένεια θρηνούσε αγαπημένα της πρόσωπα; Η φωνή του άμαχου πληθυσμού γιατί δεν ακουγόταν; Όμως ότι δεν ακούγεται δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει. Παρατηρώ όλα αυτά τα χρόνια την επιλεκτική παράθεση και την προβολή πηγών της μιας πλευράς που αποδεικνύει πως αυτή η πλευρά έχει προφανώς κάποιο στόχο-επιθυμία-κέρδος: να μπερδεύει τα πολιτικά-κομματικά οφέλη με την ιστορία. Όσοι έζησαν τα γεγονότα μιλούν για διαστρέβλωση της αλήθειας για πολιτικά κίνητρα. Η πλήρης αποσιώπηση των συμμαχικών πηγών, η αγιοποίηση όλων των πράξεων και αυτή η υπερβολική εξύμνηση, προκαλεί απορίες και βάζει υποψίες για την αντικειμενικότητα των ερευνών. Για την συνολική εικόνα του Εμφύλιου στην Ελλάδα, σήμερα στην εποχή της τεχνολογίας, με την δύναμη του διαδικτύου που δεν μπορεί να φιμωθεί ευτυχώς, εκείνος που θέλει πραγματικά να είναι αντικειμενικός μπορεί απλά να το ψάξει. Και 183
όσο ψάχνει, μαθαίνει. Από το 1949 έως το 1974 ακουγόταν μόνον η αντικομμουνιστική πλευρά των γεγονότων του 1941-1949. Από το 1974 μέχρι σήμερα ακούγεται κατά κόρον και καθ' υπερβολήν η άποψη και η ερμηνεία της αριστερόστροφης πλατφόρμας. Είναι καιρός να καλμάρει το ανεμούριο της ελληνικής ιστοριογραφίας. Ο εμφύλιος διχασμός έθεσε υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατία. Η ψηφοδόχος είχε δείξει τι ήθελε η πλειοψηφία. Το πραγματικό τοπίο ήταν η χώρα να έχει ερημωθεί, ο λαός να λιμοκτονεί, τα χρήματα να μην έχουν πλέον καμία αξία και ο μήνας να είναι Δεκέμβριος και πιο παγωμένος από ποτέ. Το πολιτικό τοπίο ήταν χωρισμένο σε αντίπαλα ένοπλα στρατόπεδα.
Πληθωριστικό τραπεζογραμμάτιο 100 δισ. δραχμών 3-11-1944, επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου (φέρει την υπογραφή του νεοδιορισθέντα διοικητή Ξ. Ζολώτα)
Ο πληθωριστικός καλπασμός εξανέμισε την αγοραστική αξία του εθνικού νομίσματος. Η μαζική και ανεξέλεγκτη έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος σε συνδυασμό με την ασφυκτική 184
στενότητα τροφοδοσίας αγαθών στην αγορά των πόλεων κατέστησε την επιβίωση για μεγάλα τμήματα του αστικού –κυρίως– μισθωτού πληθυσμού αμφίβολη υπόθεση τα ζοφερά εκείνα χρόνια. Σε μια διχασμένη χώρα το περιβάλλον ήταν η πλήρης πολιτική αναξιοπιστία. Μετά τη γερμανική αποχώρηση το παραγωγικό κεφάλαιο είχε δραματικά εκφυλιστεί, ο προπολεμικός τεχνολογικός εξοπλισμός είχε πρακτικά αφανιστεί, οι δημόσιες υποδομές (δίκτυα επικοινωνίας, μεταφορών, έργα κ.λπ.) είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας και ακόμη χειρότερα το ανθρώπινο δυναμικό είχε πολιτικο-κοινωνικά πολωθεί. Η νομισματική αποκατάσταση ήταν ύψιστη προτεραιότητα, αμέσως μετά τον επισιτισμό. Πρακτικά τα είδη πρώτης ανάγκης ανέβηκαν 50.000 φορές, ενώ οι μισθοί μόνο 2.000 φορές. Το κόστος ζωής, με βάση το έτος 1940, διπλασιάστηκε το πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Τον Οκτώβριο του 1943 ήταν 335 φορές μεγαλύτερο του προπολεμικού, 828 τον Δεκέμβριο του 1943 και τον τελευταίο μήνα της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944, είχε φτάσει σε απροσμέτρητα, ιλιγγιώδη επίπεδα. «Μα το φαντάζεσαι πως είναι να ξυπνάς την μια μέρα η εφημερίδα να κοστίζει 10 εκατ., την αμέσως επομένη να κάνει 15 εκατ. και στο τέλος της εβδομάδας η τιμή της ίδιας εφημερίδας να είναι 25 εκατομμύρια; Και άντε εφημερίδα δεν αγοράζεις, το ψωμί και το γάλα, τα κόβεις κι αυτά;». 185
Από το 1943 η Βρετανική πλευρά είχε προσανατολιστεί στην αποστολή στρατευμάτων μετά την Απελευθέρωση ώστε να μην πληγούν τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα, μια χώρα στρατηγικής σημασίας για την παγκόσμια κυριαρχία της. Σε σημείωμα στον Ήντεν ο Τσόρτσιλ έγραψε στις 6 Αυγούστου 1944: "... Είτε θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, αν χρειαστεί και με τη βία όπως έχουμε συμφωνήσει, είτε θα πάψουμε να έχουμε τις οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελλάδα". Διορισμένος από τους Βρετανούς, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γ. Παπανδρέου, σε επιστολές προς τον Τσόρτσιλ ζήταγε στις 21 Αυγούστου του 1944: "Για τον σκοπό αυτό ήταν απαραίτητο να δημιουργήσει έναν Εθνικό Στρατό και Αστυνομία και για να επιτύχει αυτόν τον στόχο θα ήταν απαραίτητη η βρετανική ένοπλη βοήθεια". Ο Τσόρτσιλ με τον Στάλιν είχαν κάνει την Συμφωνία των Ποσοστών, όπως έγινε γνωστή, η οποία έδινε στην Βρετανία 90% επιρροή στην Ελλάδα σε αντάλλαγμα 90% επιρροής της ΕΣΣΔ στη Ρουμανία. Η συμφωνία της Μόσχας έκρινε την τύχη της Ελλάδας. Ο Τρούμαν θα το ανακαλύψει αργότερα. Η Φρειδερίκη ήθελε να σώσει αλλά και να επιστρέψει γρήγορα στο θρόνο της. Μετά το τελεσίγραφο της κυβέρνησης για τον αφοπλισμό των ανταρτών και την άρνηση και αδιαλλαξία των τελευταίων, η εμφύλια σύγκρουση ξέσπασε. Όποιος είχε τα περισσότερα πυρομαχικά ή τους πιο δυνατούς συμμάχους θα κέρδιζε. 186
Η αποβίβαση των Άγγλων στο Φάληρο
«Την είδαμε την απόβαση στο Φάληρο. Φαινόταν από το σπίτι όλη η επιχείρηση. Να σε πω πως νιώσαμε. Όταν οι δικοί σου σε απειλούν με το πιστόλι στο κρόταφο να τους δώσεις χρήματα, κονσέρβες ή τσιγάρα, όταν σε λένε θα ξανάρθουμε και φρόντισε να τα έχεις την επόμενη φορά, τους Εγγλέζους θα φοβηθείς;». Όσο η μάχη της Αθήνας συνεχιζόταν, οι Γερμανοί κρατούσαν ακόμη μόνο την Μήλο και την Κρήτη. Ο Τσόρτσιλ έφτασε στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα του ’44 υπογραμμίζοντας την σημασία που έδινε στην Ελλάδα. Τα αντίπαλα στρατόπεδα συναντηθήκαν στο Μεγάλη Βρετανία με την συμμετοχή και του σοβιετικού εκπροσώπου. Ενώ ο βρετανικός τύπος κατακεραύνωνε τον Τσόρτσιλ, ο σοβιετικός σιωπούσε. Και ενώ οι διαφωνίες συνεχίζονταν στο Λονδίνο, η Νέα Σμύρνη δοκιμάζεται πολύ σκληρά. Οι Νεοσμυρνιώτες παραμένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Οι Εθνοφύλακες ταμπουρωμένοι στο Ιωσηφόγλειο, οι αστυνομικοί στο ΚΒ΄. Πέφτουν σφαίρες και όλμοι. Οι ένοπλοι αντάρτες απωθούνται από τους Άγγλους. Το σπίτι της Σωκίων (για άλλη μια φορά) επιτάσσεται ως 187
παρατηρητήριο από τα αγγλικά στρατεύματα. Οι αγγλικές δυνάμεις ξεκινούν την ανακατάληψη της πόλης τετράγωνο με τετράγωνο. Σφοδρότατες οδομαχίες, διεξάγονται κυρίως στην Άνω Νέα Σμύρνη, από τα Κοιμητήρια έως την Πλατεία Σκαντζουράκη, αλλά και στο κέντρο από την οδό Ομήρου μέχρι το Ιωσηφόγλειο. Η διήγησή της όταν
Πλ. Σκαντζουράκη, Άνω Ν. Σμύρνη. Στο βάθος το γωνιακό βενζινάδικο που υπάρχει.
αναφερόταν σε περιστατικά που έγιναν μέσα στο σπίτι γινόταν ακόμα πιο παραστατική. «Ο Άγγλος αξιωματικός, φέρθηκε καλά και ευγενικά στην οικογένειά μας. Μιλούσαν με τη Φωτεινή στ’αγγλικά. Σκοτώθηκε από μία σφαίρα, τον βρήκε να εδώ, ακριβώς ανάμεσα στα μάτια. Και να’σου σκάει μια οβίδα πάνω στο σπίτι, γκρέμισε τούτο τον τοίχο, πάνω από το παράθυρο. Αυτόν τον κρότο δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Νόμισα πως ήρθαν τα τελευταία μας. Ένας κόμπος κάθισε στο λαιμό μου και δεν έφευγε ούτε μετά από πολύ καιρό».
188
Η γιαγιά Αλεξάνδρα στο κατώφλι του σπιτιού της, η οδός Σωκίων χωματόδρομος.
Έλεγε την ιστορία για το πως στάθηκε η ίδια μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού της, πως το υπερασπίστηκε, πως αντιμετώπισε με γενναιότητα, πρόσωπο με πρόσωπο και σε απόσταση αναπνοής, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη απειλή ρισκάροντας τη ζωή της όταν όπλο στράφηκε εναντίον της και την σημάδεψε: «Είστε Έλληνες, εσείς; Αν είστε άνδρες να πάτε να πολεμήσετε στα βουνά, όχι να χτυπάτε στα σπίτια, γυναίκες και παιδιά» τους είπε. Η Φωτεινή βλέποντας την εικόνα αυτή μέσα από το σπίτι, σκεφτόταν ότι αυτό ήταν, πάει, την χάνω την μάνα μου. «Ήξερα τι έκανα» επέμενε η γιαγιά. «Έπαιξες τη ζωή σου κορώνα γράμματα» της έλεγα. «Δεν ήταν απερισκεψία. Η καλύτερη άμυνα, είναι η επίθεση» ήταν η πάγια θέση της. «Μα αφού κινδύνευες, θα το ξανάκανες, γιαγιά;» τη ρώταγα. «Το δίχως άλλο» απαντούσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
189
1945, το ΚΒ΄Αστυνομικό Τμήμα Κυδωνιών και Τριγλείας.
1961, το παλιό Δημαρχείο, γωνία 25ης Μαρτίου και Παλαιολόγου.
Οι ένοπλοι αντάρτες εμφανίστηκαν πάλι και πολιόρκησαν το ΚΒ΄ Αστυνομικό Τμήμα. Οι αστυνομικοί κατάφεραν να αποχωρήσουν από το κτίριο, με την κάλυψη αγγλικών οχημάτων. Τα εγγλέζικα τανκς με τα πυροβόλα διέλυσαν τα οδοφράγματα που είχαν στηθεί μπροστά στο Δημαρχείο. Στις 23 Δεκεμβρίου οι αντάρτες υποχώρησαν προς το Κατσιπόδι (Δάφνη). Την 1η Ιανουαρίου 1945 στη πλατεία συγκεντρώθηκαν 3.000 συμπολίτες και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους στους συμμάχους για την πολυπόθητη ειρήνη. Κρατώντας αγγλικές σημαίες, είχαν μια ευχή, να μην δουν ξανά παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα. Για τα Δεκεμβριανά ο Ιωσήφ Στάλιν είχε πει στον Δημητρώφ στις 10 Ιανουαρίου 1945: «Εγώ συμβούλευσα την Ελλάδα να μην αρχίσουν αυτόν τον αγώνα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να 190
βγουν από την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Καταπιάστηκαν με δουλειά για την οποία δεν τους επαρκούσαν οι δυνάμεις. Φαίνεται, υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατέβει ως το Αιγαίο. Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε. Εμείς δεν μπορούμε να στείλουμε και στην Ελλάδα δικά μας στρατεύματα. Οι Έλληνες έκαναν βλακεία». «Αχ, μάτια μου, και να ήξερες πως γλίτωσε από του χάρου τα δόντια ο παππούς σου. Νά’ναι καλά ένας φίλος που του σφύριξε ότι έρχονται να τον πάρουν. Είχαν γεμίσει τα χωράφια με θύματα της Ο.Π.Λ.Α. Οι μαζικές εκτελέσεις ήταν καθημερινό καθεστώς. Τρομοκρατούσαν, απειλούσαν και δολοφονούσαν εν ψυχρώ. Και μετά από όλα αυτά τα πάθη των παθών, το αιματοκύλισμα και τον άνευ κέρδους εμφύλιο πόλεμο, γιατί δεν βάζουμε μυαλό, γιατί δεν μένουμε ενωμένοι, γιατί σήμερα δεν κάνουμε μια σύγκριση. Ήταν δηλαδή η ζωή στη Ρουμανία καλύτερη από ότι στην Ελλάδα; Αμάν, κόρη μου, πονάει η ψυχή μου όταν τα θυμάμαι αυτά τα γεγονότα. Όταν αποχώρησαν οι Εγγλέζοι από το σπίτι μας, ληστοσυμμορίτες μπήκαν και το λεηλάτησαν. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Ρούχα, έπιπλα, μπακίρια ως και τους σωλήνες ύδρευσης ξήλωσαν. Τα φτιάξαμε όλα από την αρχή. Το αντέξαμε κι αυτό. Σημασία είχε πως μείναμε ζωντανοί. Ποτέ ξανά πόλεμος, παιδί μου. Σ’εύχομαι να μην ζήσεις ποτέ αυτά που ζήσαμε εμείς». 191
Όμως η συμφωνία της Καζέρτας είχε γίνει και όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα υπάγονταν στις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. «Μα, γιατί κάνουν τις συμφωνίες, για να τις τηρούν ή για να τις παραβούν» απορούσε, «να ξέρεις ότι για χρόνια μετά, τα παιδιά στα χωράφια της Νέας Σμύρνης, έβρισκαν σφαίρες, χειροβομβίδες και πυρομαχικά και έπαιζαν με αυτά. Κλέφτες και αστυνόμους. Καλούς και κακούς». Η Ελλάδα πριν από κάθε πόλεμο ήταν μια χώρα φτωχή με εξάρτηση από τις μεγάλες δυνάμεις. Η Ελλάδα μετά από κάθε πόλεμο γινόταν μια χώρα φτωχότερη με μεγαλύτερη εξάρτηση από τις μεγάλες δυνάμεις. Ο φανατισμός, το πείσμα και η αδιαλλαξία οδήγησαν σε αδιέξοδα. Η έννοια της αντίστασης μπορεί να ασκεί γοητεία σε κάποιους. Όμως ας κρατήσουμε στο DNA μας το γονίδιο ομοψυχίας, το γονίδιο συλλογικότητας, κοινής προσπάθειας, το γονίδιο από τους Έλληνες πρόσφυγες. Θα μας βοηθήσει. Μου έλεγε κι άλλες ιστορίες, για το πρώτο σπίτι στο Φάληρο, για τα αδέλφια της. Τη Μαριώ που χάθηκε μωρό. Την Χαρίκλεια, την Αρκαδία, τον Θανάση, τον Νίκο και τον Θοδωρή. Αγαπούσε τα αδέλφια της. 192
Ο Θοδωράκης, ο Θανάσης, η Χαρίκλεια, η Αλεξάνδρα, η Αρκαδία, ο Νίκος και στο κέντρο η Κορνηλία Γαλανού
Κι άλλες πολλές ιστορίες είχε να διηγηθεί σίγουρα. Είχε ατυχίες στη ζωή της, ποιος δεν έχει άλλωστε, αλλά είχε και συναρπαστικές σκηνές στο ενενηντακονταπενταετές έργο της. Έζησα και χάρηκα με την γιαγιά μου σε αυτό το σπίτι και σαν μωρό και σαν παιδί και σαν έφηβη και σαν ενήλικη και σαν μεσήλικη. Από το 2001 έως και το 2008 έμενα μαζί της. Βλέπαμε τηλεόραση, μαζί τρώγαμε, μαζί ξυπνούσαμε. Την ένεση με την ινσουλίνη της, την ετοίμαζα το πρωί μία ώρα πριν το πρωινό της και πάλι το βράδυ μια ώρα πριν το φαγητό. Το νερό της το έπινε "mélangé", ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζεστό. Της άρεζαν πολύ τα μπουρεκάκια μου. 193
Όταν βίωσα την απώλειά της, πίστευα πως ο αναμενόμενος πόνος που ένιωθα ήταν γιατί έχασα ένα πρόσωπο που αγάπησα. Όμως η αγάπη της γιαγιάς ήταν πιο μεγάλη. Για αυτό και ο πόνος μου έγινε ανυπολόγιστος όταν συνειδητοποίησα πως έφυγε από κοντά μου ένα πρόσωπο που με αγάπησε. Μέχρι την ανεπιθύμητη και αναπόφευκτη στιγμή του αποχωρισμού, η αγάπη είχε εμφανίσει μια άλλη όψη. Ήταν μια ιδιόμορφη εγωιστική αγάπη που με έκανε να πιστεύω σε μια συναισθηματική πλάνη. Ότι η γιαγιά, μου ανήκε. Η πλάνη ήταν μεγαλύτερη γιατί απλά δεν μπορούσε να μου ανήκει για πάντα. Μου λείπει η γιαγιά. Αν παρουσιαζόταν η καλή νεράϊδα να πραγματοποιήσει μια ευχή, θα ζητούσα να γινόμουν ξανά η εγγόνα της. Να άκουγα πάλι από την αρχή όλες τις ιστορίες της. Να βρισκόμουν ξανά μαζί της στο καμαράκι, καθισμένη στο αγαπημένο της μιντέρι, στην κοχίτσα με τις βελούδινες μαξιλάρες, με λιχνεύματα από την κουζίνα της, με αρώματα από κανέλα και μαστίχα, με χειροποίητα κουλουράκια και με μοσχοβολιστό ελληνικό καφεδάκι στο μικρό λεπτό φλιτζανάκι της, εκείνο που είχε το ροζέ τριανταφυλλάκι στο πλάι. Η φωνή της είχε την γλύκα και την τρυφερότητα που χαιρόμουν να ακούω, η ματιά της είχε την λάμψη της έφηβης κοπέλας, όσο για το άγγιγμά της, αυτό είχε ψυχοαγχολυτικά αποτελέσματα. Ήταν μια γιαγιά που πρόσφερε ανιδιοτελώς, που δεν κράτησε για τον εαυτό της 194
τίποτα, μια γιαγιά που νανούρισε, χάιδεψε, παρηγόρησε, μια γιαγιά που νοιάστηκε, χάρισε, έπαιξε, μια γιαγιά που συντρόφευσε, τραγούδησε, δίδαξε, μια γιαγιά που χαμογελούσε, καλημέριζε, προσκαλούσε, μια γιαγιά που προστάτευε, αγκάλιαζε, γλυκοφιλούσε. Μια γιαγιά που δεν παραπονιόταν, δεν μαρτυρούσε μυστικά, δεν μάλωνε. Μια γιαγιά όπως στα παραμύθια. Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Η μητέρα της μητέρας μου, που ήταν δυο φορές μητέρα μου. Είχε στο υπνοδωμάτιό της μια εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος. Ήταν μια παλαιά ξύλινη εικόνα σκαλιστή, στολισμένη με ασήμι στα φωτοστέφανα, με την όπως συνήθως θλιμμένη έκφραση της Θεοτόκου. Στην εικόνα μπροστά η γιαγιά είχε τοποθετήσει ένα καντηλάκι. Την είχα δει να προσεύχεται μπροστά σε αυτό. Όταν πραγματικά εκείνη ένιωθε ότι το είχε ανάγκη. Όχι κάθε μέρα. Όμως το καντηλάκι της το πρόσεχε και το φρόντιζε κάθε μέρα. «Ότι αφήνεις, σ’αφήνει», συνήθιζε να λέει. Την εικόνα την παραχώρησε η μητέρα μου στην αδελφή της. Την ήθελα και εγώ, αλλά η μητέρα μου έτσι ήταν πάντα, δοτική, ανώτερη. Το μόνο που έχω από την γιαγιά είναι οι αναμνήσεις. Αυτές δεν μπορεί να μου τις πάρει κανείς. Αποτύπωσα σε αυτό το βιβλίο, κεφάλαια από τα προσωπικά αρχεία της μνήμης και της ψυχής μου, για να τα κρατήσω, να τα διατηρήσω. Άλλωστε το σοφό ρητό λέει στα λατινικά "verba volant, scripta manent". Τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν. 195
Όταν πήγαινε για να κοιμηθεί ήθελε την πόρτα του δωματίου της πάντα ανοιχτή. Να μην νιώθει μόνη στον ύπνο της. Της έλεγα κάθε βράδυ να μην ανησυχεί και την άφηνα πάντα ανοιχτή. Έσβησε στις 10/9/10.
Η γιαγιά, πριν ένα μήνα, στο νοσοκομείο Σωτηρία
Γιαγιά, αν με ακούς, δεν είσαι μόνη, η πόρτα της ψυχής μας για σένα μένει πάντα ανοιχτή.
196
197
Ιακωβίδης Γεώργιος (1853-1932) Τα πρώτα βήματα, 1892 Λάδι σε μουσαμά, 140x110 εκ.
198