Τα λευκα οπλα

Page 1


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ο Δημήτρης Α. Νικολακόπουλος είναι συν/χος διπλωματούχος Αρχιτέκτων Μηχανικός του Ε. Μ. Πολυτεχνείου και πτυχιούχος εκπαιδευτικός των ανωτέρων επαγγελματικών Σχολών Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. Μερικές από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και διακρίσεις είναι οι εξής: * Βοηθός της έδρας της Οικοδομικής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου το 1966. * Δ/ντής της Σχολής σχεδιαστών των Σχολών Δοξιάδη το 1972. * Μέλος της μελετητικής ομάδας των κτιρίων της Σχολής Ευελπίδων Βάρης και των Κ.Α.Τ.Ε. ανά την Ελλάδα το 1974. (Γραφεία μελετών Δοξιάδη) * Εργοταξιάρχης του πολεμικού αεροδρομίου της νήσου Σκύρου το 1979. (ΕΔΟΚ.- ΕΤΕΡ) * Καθηγητής τεχνικών μαθημάτων στις ανώτερες Σχολές Τ. Ε. Ι. Αθηνών το 1980. * Μέλος της μελετητικής και κατασκευαστικής ομάδας του Αστυνομικού μεγάρου Αθηνών το1981. (ΕΡΓΑΣ) * Μελετητής και εργοταξιάρχης δώδεκα σχολείων βαριάς σιδηράς προκατασκευής στην Φθιώτιδα το 1982. (Δ. ΔΗΜΟΥ Α.Ε.) * Εργολήπτης Οικοδομικών και Υδραυλικών Δημοσίων Έργων Γ' τάξεως το 1983. * Εργοταξιάρχης και επιβλέπων 234 διαμερισμάτων στην Κάντζα Αττικής το 1985. (Ο.Ε.Κ.) * Το 1994 έλαβε εύφημο μνεία εκ μέρους του Υπουργείου Εργασίας για την συμμετοχή του στην χωροταξική κτηριολογική και οικοδομική μελέτη οικισμού στην πόλη της Καλαμάτας η οποία και συγκατελέγη το 1995 μεταξύ των εκατό καλυτέρων σχετικών μελετών στον κόσμο στην εκδήλωση Habitat II στην Κωνσταντινούπολη. (Ο.Ε.Κ.) * Το 2001 μελέτησε οικιστικές μονάδες πολλαπλών χρήσεων οι οποίες κατασκευάστηκαν στο Ολυμπιακό χωριό των Θρακομακεδόνων για την Ολυμπιάδα των Αθηνών του 2004. (Ο.Ε.Κ.) Πέραν των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων και διακρίσεων ασχολείται παράλληλα, σαν πάρεργο, για τέσσερις περίπου δεκαετίες με την μελέτη των ιστορικών κειμένων τα οποία αφορούν στην καταγωγή, καθώς και στους τρόπους κατασκευής των ανά τον κόσμο λεγομένων Λευκών Όπλων (όπλα μη πυροβόλα) εκ των οποίων έχει κατασκευάσει σε φυσικό μέγεθος περίπου εξακόσια: Η δουλειά του έχει παρουσιαστεί κατά καιρούς: * Σε γνωστές τηλεοπτικές εκπομπές των καναλιών. ΑΝΤ1, ΜEGA, και ET1. * Σε έντυπα ιστορικού και διακοσμητικού περιεχομένου. * Σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις, όπως στην Νικόπολη Πρεβέζης, στην Τεχνόπολη Αθηνών (Γκάζι), στην Αίθουσα Ψυχάρη στην Αθήνα καθώς και σε πνευματικά κέντρα της περιφέρειας με την υποστήριξη των οικείων Δήμων. * Το 2009 βραβεύτηκε από το Υπουργείο Άμυνας (Γ.Ε.Ε.Θ.Α.) για την δωρεά 87 λευκών όπλων, κατασκευών του, στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών όπου και εκτίθενται μόνιμα.-


Αφιερωμένο στην μνήμη του Μίλτου Νόϊου

Η Iστορία είναι ένας οδηγός για την πλοήγηση σε επικίνδυνους καιρούς. Η Iστορία είναι αυτό που είμαστε και γιατί είμαστε έτσι όπως είμαστε. David MacCulloch



ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Από τον Μάϊο μήνα του έτους 2009 εκτίθενται στις αίθουσες του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών τα υπό περιγραφή ογδόντα επτά (87) αντίγραφα λευκών όπλων. Το γεγονός της έκθεσης των κατασκευών μου στο εν λόγω Μουσείο αποτελεί για εμένα μια ξεχωριστή διάκριση καθώς και την τελική δικαίωση των μακροχρόνιων προσπαθειών μου για την εξεύρεση των ιστορικών στοιχείων, την μελέτη τους και στην συνέχεια την αποκωδικοποίηση των κατασκευαστικών μεθόδων των ιστορικών αυτών αντικειμένων, καθώς των φυσικών κόπων μου και εξόδων για την ιδιόχειρη κατασκευή τους. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την σύζυγό μου, τους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς και γενικότερα όλους όσους στάθηκαν συμπαραστάτες στις όποιες προσπάθειές μου και συνέβαλλαν για την αναγνώρισή τους με την υπομονή, την παρότρυνση, την στήριξη, την ενθάρρυνση και την ενεργό τους βοήθεια με οιονδήποτε τρόπο. Τέλος ευχαριστώ τον τέως Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών αντιστράτηγο ε.α. κύριο Κωνσταντίνο Τσιμόγιαννη και τα μέλη του Δ. Σ. τα οποία με τίμησαν για την προσφορά μου στο Μουσείο με σχετική αναμνηστική πλακέτα εκ μέρους του ΓΕΕΘΑ. Επίσης ευχαριστώ τα μέλη του προσωπικού του Μουσείου για την βοήθεια, το ενδιαφέρον και την φιλική διάθεση την οποία επέδειξαν και συνεχίζουν να επιδεικνύουν στο πρόσωπό μου ελπίζοντας στην ίδια καλή συνεργασία με την εκάστοτε Διοίκηση του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.-


Φωτογράφιση όπλων και καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών: Γεράσιμος Π. Κληρονόμος Γραφιστική επιμέλεια και σελιδοποίηση: Δημήτρης Παγγές, Γιούλη Μπακοπούλου


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

σελίδα 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6000 - 2500 π.Χ.

»

19

ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΟΠΛΑ 1. Νεολιθικό θηρευτικό ακόντιο 2. Νεολιθική φαρέτρα 3. Νεολιθικό θηρευτικό τόξο 4. Νεολιθικός κεράτινος πέλεκυς 5. Πέτρινος πέλεκυς από την Λήμνο 6. Πέτρινος πέλεκυς από κροκάλα 7. Ξύλινο ρόπαλο - κορύνη

» » » » » » » »

25 25 26 27 28 29 30 31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΟΣ, ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

»

33

ΟΠΛΑ ΤΗΣ 3ης - 1ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ π.Χ. 1. Μινωικός πέλεκυς, «λάβρυς» 2. Μυκηναϊκό ξίφος, «φάσγανο» 3. Μυκηναϊκό ξίφος, «άορ» 4. Μυκηναϊκό Ομηρικό ξίφος 5. Μυκηναϊκή σπαθομάχαιρα 6. Ετρουσκικό εγχειρίδιο 7. Ετρουσκικό ξίφος 8. Ιταλικός χυτός γωνιακός πέλεκυς 9. Ρουμανικός χυτός πέλεκυς 10. Χάλκινο ξίφος από την Ουγγαρία 11. Κελτικό ξίφος 12. Άγνωστο είδος αρχαίου ξίφους

» » » » » » » » » » » » »

41 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 53

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

»

55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

»

61

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΠΛΑ 1. Αργολική ασπίδα, «όπλον» 2. Αθηναϊκό δόρυ 3. Οπλιτικό ξίφος 4. Σπαρτιατικό ξίφος, «ξυήλη» 5. Ελληνοσκυθικό απλό τόξο 6. Ελληνική φαρέτρα 7. Θηβαϊκό δόρυ 8. Κρητική ασπίδα, «πέλτη» 9. Κρητικό - Λιβυκό τόξο 10. Κρητική φαρέτρα 11. Θρακική ασπίδα, «πέλτη» 12. Θρακικό ξίφος, «ρομφαία» 13. Ακόντιο Θράκα πελταστή 14. Φυγοκεντρική σφενδόνη

» » » » » » » » » » » » » » »

67 67 71 72 73 75 77 78 79 80 81 82 83 84 85 9


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

»

91 91 92 93 94

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

»

95

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΟΠΛΑ 1. Μακεδονική ασπίδα 2. Μακεδονική σπαθομάχαιρα, «κοπίς» 3. Μακεδονικό ξίφος των Επιγόνων 4. Μακεδονικό δόρυ, «σάρισα»

» » » » »

105 105 107 108 109

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

» 111

ΡΩΜΑΪΚΑ ΟΠΛΑ 1. Ρωμαϊκό ξίφος λεγεωνάριου, «gladius» 2. Ρωμαϊκό ξίφος αξιωματικού, «gladius» 3. Ρωμαϊκό ακόντιο, «pilum» 4. Ρωμαϊκή ασπίδα, «scutum» 5. Εγχειρίδιο Ρωμαίου λεγεωνάριου, «pugio» 6. Γαλατικό ορειχάλκινο μαχαίρι 7. Γαλατικός σιδερένιος πέλεκυς

» » » » » » » »

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

» 131

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΟΠΛΑ 1. Βυζαντινή ασπίδα Βουκελλάριου 2. Βυζαντινό πολεμικό ρόπαλο, «απελατίκι» 3. Βυζαντινό ακόντιο, «ριπτάριο» 4. Βυζαντινή ασπίδα - θυρεός, «σκουτάρι» 5. Βυζαντινό χειροβόλο βέλος, «μαρτζιοβάρβουλο» 6. Βυζαντινό ξίφος, «παραμήριο» 7. Σκανδιναβικός πέλεκυς Βάραγγου

» » » » » » » »

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

» 155

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΟΠΛΑ 1. Ασπίδα - θυρεός των Ιωαννιτών ιπποτών 2. Γαλλικό πολεμικό ρόπαλο 3. Γαλλική ραβδόσχημη σφύρα 4. Φράγκικη ασπίδα - θυρεός 5. Φράγκικος πολεμικός πέλεκυς 6. Γαλλικό πολεμικό ρόπαλο, «τυπάδα» 7. Ασπίδα - θυρεός της εποχής του Καρόλου ντ' Ανζού 8. Αγγλική σφύρα

» » » » » » » » »

ΠΕΡΣΙΚA ΟΠΛΑ 1. Περσικός σφηνοειδής πέλεκυς, «σάγαρις» 2. Περσικός πέλεκυς υδρόβιου Σάκα 3. Περσικό δόρυ «Αθανάτου» 4. Περσική ασπίδα, «τάκα»

10

σελίδα 87 » » »

119 119 122 124 125 127 128 129

143 143 146 147 147 151 152 153

163 163 165 166 167 168 169 170 172


9. Πορτογαλική ξύλινη σφύρα 10. Μεσαιωνικό σταυροφορικό ξίφος 11. Μεσαιωνικό εγχειρίδιο ιππότη 12. Μεσαιωνικό ιπποτικό ξίφος 13. Νορμανδικό ξίφος 14. Νορμανδική αμυγδαλόσχημη ασπίδα 15. Σκανδιναβικό μαχαίρι, «seax» 16. Δανικός πέλεκυς 17. Ξίφος των Βίκινγκς 18. Ασπίδα των Βίκινγκς 19. Γοτθικός πολεμικός πέλεκυς 20. Γερμανικό πολεμικό σφυρί 21. Γερμανικό τελετουργικό ξίφος 22. Γερμανικό τελετουργικό εγχειρίδιο 23. Ασπίδα - θυρεός Τεύτονα ιππότη

σελίδα 173 » 174 » 175 » 177 » 178 » 179 » 180 » 182 » 183 » 185 » 186 » 187 » 188 » 190 » 191

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

»

193

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΟΠΛΑ 1. Κυπριακό - Ιταλικό ξίφος 2. Ασπίδα - θυρεός της εποχής των ντε Λουζινιάν 3. Τουρκικό εγχειρίδιο, «bichaq» 4. Τουρκομάνικη ασπίδα 5. Ανατολίτικο απλό τόξο 6. Φαρέτρα ανατολικού τύπου

» » » » » » »

201 201 202 203 204 205 207

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΞΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΩΝ 1. Διάφοροι τύποι βελών τόξου 2. Διάφοροι τύποι βελών βαλλίστρας

» » »

209 219 221

ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟ ΕΚΘΕΜΑ Ξίφος της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας

»

223

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

»

225

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΘΕΝΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

»

229

ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΠΛΩΝ ΕΚΤΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ 1. Σύνθεση λαβών βενετσιάνικων ξιφών του 14ου αιώνα 2. Σύνθεση γαλλικού εγχειριδίου τύπου «main gauche» και ισπανικού ξίφους του 15ου-16ου αιώνα 3. Σύνθεση ινδονησιακής ασπίδας και λόγχης 4. Σύνθεση ινδιάνικης ασπίδας, φαρέτρας και πολεμικού μαχαιριού 5. Σύνθεση τουρκικής ασπίδας και σπαθιού τύπου «πάλας» 6. Σύνθεση τατάρικης ασπίδας, φαρέτρας και απλού τόξου 7. Σύνθεση αραβικής καρδιόσχημης ασπίδας, λόγχης και σπαθιού τύπου «πάλας» 8. Αιγυπτιακοί μπρούντζινοι πελέκεις και φαραωνικό ξίφος τύπου «hepes» 9. Λεπτομέρεια λαβής μπαρμπερίνικης πειρατικής σπάθας 10. Λεπτομέρεια ινδιάνικου τόξου και φαρέτρας της φυλής των Σένεκα 11. Λεπτομέρεια θηκών αλγερίνικου ξίφους και μαχαιριού τύπου «flissa» 12. Ινδιάνικο πολεμικό τσεκούρι - «tomahawk» με ενσωματωμένη πίπα

» » » » » » » » » » » » »

231 231 231 232 232 233 233 234 235 235 236 237 238

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

»

239 11


Στο εργαστήρι...

12


ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο πραγματικός σκοπός και το ιδιαίτερο κίνητρο γι' αυτή την μακρόχρονη προσπάθεια, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την ιδιόχειρη κατασκευή παλαιών όπλων εκ μέρους μου, είναι η επιθυμία μου να γνωρίσω σε βάθος τα διάφορα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα τα οποία διαμόρφωσαν τόσο την Ελληνική στρατιωτική και πολιτιστική ιστορία όσο και κάποιων άλλων κρατών τα οποία συνετέλεσαν με οποιονδήποτε τρόπο σ' αυτή την διαμόρφωση. Επιθυμία μου επίσης είναι να γνωρίσω έστω και από μακριά τους γεωγραφικούς χώρους εντός και εκτός Ελλάδας, όπου διαδραματίστηκαν αυτά τα ιστορικά γεγονότα, κάτω από ποιές συνθήκες έγιναν, ποιά ήταν τα πολιτιστικά επίπεδα των λαών οι οποίοι έλαβαν μέρος σε αυτά καθώς και ποιά πρόσωπα υπήρξαν οι πρωταγωνιστές τους. Κίνητρο είναι επίσης και οι πραγματικές συγκινήσεις τις οποίες δίνει μια προσπάθεια κατασκευής ενός πιστού αντιγράφου ιστορικού αντικειμένου, όπως είναι το παλαιό όπλο, μέσα από την δυσκολία της αναγνώρισης των υλικών του και της αποκωδικοποίησης του τρόπου κατασκευής του. Η ίδια η κατασκευή των όπλων άλλωστε δεν είναι παρά η φυσική χειρωνακτική επαφή μαζί τους η οποία δίνει την ανάλογη, πιστεύω, αίσθηση με αυτήν που θα είχαν όσοι κατά καιρούς ασχολούνταν με την σχεδίαση και την υλοποίησή τους. Η ανθρώπινη πολιτιστική ιστορία μελετάται ως γνωστόν μέσα από τις μακραίωνες και ποικίλες εκδηλώσεις του ανθρώπινου γένους και τέτοιες πρωτίστως είναι οι κάθε είδους κατασκευαστικές δραστηριότητες, οι καλές τέχνες, οι επιστήμες και τα γράμματα. Πηγές άντλησης πληροφοριών ακόμη αποτελούν οι θρησκευτικές δοξασίες, οι παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα είδη ένδυσης, η τροφή, τα εργαλεία, τα ποικίλων ρυθμών κτίσματα, τα σκεύη, τα κοσμήματα καθώς επίσης και τα οπλικά συστήματα. Με την κατασκευή των κτισμάτων και την μορφολογία τους καθώς και με την τεράστια πολιτιστική τους προσφορά διά μέσου των αιώνων ασχολήθηκα επί μακρόν μέσα από το επάγγελμά μου ως Αρχιτέκτονας Μηχανικός. Έτσι αποφάσισα να μελετήσω μια άλλη ανθρώπινη πολιτιστική δραστηριότητα και στην συνέχεια να κατασκευάσω κάποια από αυτά τα μη πυροβόλα όπλα, τα λεγόμενα και «λευκά», γιατί μου άρεσαν μορφολογικά σαν φόρμες και γιατί μου το επέτρεπαν τα τεχνικά και υλικά μου μέσα, οι όποιες χειρονακτικές μου ικανότητες, καθώς και ο χώρος τον οποίο είχα στην διάθεσή μου για την κατασκευή τους. Αντικείμενο λοιπόν των μελετών μου και των κατασκευών οι οποίες προέκυψαν από αυτές, δεν είναι οι τεχνικές δυνατότητες ή η αποτελεσματικότητα του αντικειμένου - όπλου ούτε οι φθορές τις οποίες θα μπορούσε αυτό να προξενήσει διότι, κατά μια προσωπική μου αντίληψη, όπλο είναι η ανθρώπινη καταστροφική διάθεση και όχι το ίδιο το αντικείμενο. 13


Έτσι το όπλο για μένα αποτέλεσε την αφορμή για μια ιστορική μελέτη γύρω από την εποχή του γιατί ήταν σημείο αναφοράς και αντιπροσώπευε λίγο πολύ κάποια ιστορική περίοδο κατά την οποία αυτό και οι κατά καιρούς χειριστές του διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στα γεγονότα της επί μέρους εποχής τα αποτελέσματα των οποίων υφίστανται ή καρπώνονται οι επερχόμενες γενιές. Η τεχνική δομή του όπλου, η φόρμα του, τα υλικά του και ο διάκοσμός του, η ιδέα της σύλληψής του και ο τρόπος της χρήσης του, αποδίδουν το κλίμα και το πνεύμα της εποχής του καθώς και το ευρύτερο πολιτιστικό επίπεδο των σχεδιαστών, των κατασκευαστών, αλλά και των χρηστών του. Τελικά η κατασκευή του δεν είναι παρά μια προσπάθεια να πιαστεί αυτή η φευγαλέα αίσθηση της ατμόσφαιρας και του κλίματος της ιστορικής περιόδου, καθώς και της απροσδιόριστης αίσθησης μαγείας την οποία προξενεί ένα αντικείμενο το οποίο έρχεται από παλιά, πολύ παλιά, έστω και σε αντίγραφο και μοιάζει σαν να κουβαλάει μαζί του τη μυρωδιά, το χρώμα και την ατμόσφαιρα της εποχής του. Στα επόμενα κείμενα στα οποία περιγράφονται τα εκτιθέμενα όπλα στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών οι περιγραφές των ίδιων των όπλων είναι πολύ μικρότερες σε έκταση συγκριτικά με την περιγραφή και την αναφορά η οποία γίνεται στην ιστορική περίοδο στην οποία ανήκαν αυτά, στα γεγονότα τα οποία την χαρακτήρισαν και στα πρόσωπα που την σημάδεψαν και σημαδεύτηκαν απ' αυτήν. Οι φωτογραφικές απεικονίσεις των κατασκευών καθώς και οι αναφορές μου σε αυτές αφορούν σε όπλα Ελληνικά και ξένα τα οποία όμως χρησιμοποιήθηκαν στον Ελληνικό ευρύτερο χώρο και οι κάτοχοί τους έδρασαν και πρωταγωνίστησαν με οποιονδήποτε τρόπο σ' αυτόν σε διαφορετικές όμως ιστορικές περιόδους. Τα «λευκά όπλα» τα οποία μέχρι τώρα έχω κατασκευάσει ανέρχονται σε έξι εκατοντάδες περίπου, κατασκευάστηκαν σε χρονικό διάστημα άνω των τεσσάρων δεκαετιών και τα περισσότερα από αυτά είναι χρηστικά, αν και δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ποτέ, τα υπόλοιπα δε έχουν χαρακτήρα περισσότερο διακοσμητικό και ενδεικτικό για το ιστορικό κλίμα της εποχής και τον πολιτισμό τον οποίο εξυπηρέτησαν. Το σπουδαιότερο όμως κατά την γνώμη μου το οποίο έχει επιτευχθεί με την κατασκευή των όπλων της συλλογής μου είναι ακριβώς αυτή η μεγάλη ποικιλία τους. Κατά την διάρκεια των επισκέψεών μου στα ξένα και ελληνικά Μουσεία, για τον εντοπισμό παλαιών όπλων διαφόρων λαών, παρατήρησα ότι σε πολύ λίγα από όσα επισκέφτηκα και ιδιαίτερα στο εξωτερικό, υπήρχαν δείγματα εκθεμάτων όπλων και από άλλα κράτη και αυτά όμως σε περιορισμένο αριθμό. Έτσι προσπάθησα να συγκεντρώσω στον δικό μου μικρό εκθεσιακό χώρο ιδιόχειρες κατασκευές αντιπροσωπευτικών δειγμάτων των παλαιών ατομικών «λευκών όπλων» από όλες τις ηπείρους, ανεξαρτήτως χώρας, λαού ή φυλής, σαν ενδεικτικά χαρακτηριστικά δείγματα των πολιτισμών των λαών απανταχού της γης. Ακόμη και αν κάποια από αυτά δεν έχουν την ακριβή εμφάνιση ή και τα ακριβή υλικά, διότι αντικειμενικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν, δεν παύουν να χαρακτηρίζουν το επί μέρους όπλο και την εποχή του και οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση η λιγότερη έστω προσπάθεια είναι καλύτερη από την παντελή έλλειψή της. 14


Φρονώ λοιπόν ότι αυτή η ποικιλία εκθεμάτων δημιουργεί στον θεατή τους μια σφαιρική αντίληψη για το αντικείμενο - όπλο ανά τον κόσμο και μέσα από αυτό για τον πολιτισμό και γενικότερα για την πορεία της ανθρώπινης πολιτιστικής εξέλιξης. Έγινε προσπάθεια οι περιγραφές των ιστορικών περιόδων να γίνουν με απλό αντικειμενικό τρόπο και αντικειμενική κριτική, κατά το δυνατόν, χωρίς όμως να είναι και τόσο απλοποιημένα ώστε να μην αποδίδουν τελικά το ιστορικό τους νόημα και μήνυμα. Κάποιες επαναλήψεις προέκυψαν αναπόφευκτα δεδομένου ότι αρκετά όπλα ή ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα από αυτά τα οποία περιγράφονται ανήκαν στην ίδια εποχή και το ιστορικό πλαίσιο γύρω από αυτά ήταν το ίδιο. Δεν υποκαθιστώ ούτε συμπληρώνω το έργο των ειδικών μελετητών και των ιστορικών συγγραφέων των οποίων η Ιστορία αποτελεί άλλωστε το κύριο αντικείμενο της επιστήμης και της απασχόλησής τους. Τα σχόλια και οι κριτικές γύρω από τα περιγραφόμενα ιστορικά γεγονότα καθώς και τα ιστορικά πρόσωπα αποτελούν εντελώς προσωπικές μου απόψεις και ευθύνη. Πολύτιμοι βοηθοί σ' αυτήν την προσπάθειά μου υπήρξαν βιβλία περιγραφής παλαιών όπλων και εποχών, αγγειογραφίες, αναθηματικές πλάκες, εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά περιοδικά και βιβλία, κλασικά αναγνώσματα, σημασιολογικά λεξικά Ελληνικά και ξένα, το διαδίκτυο, καθώς και διάφορα αξιόλογα τηλεοπτικά προγράμματα αμιγώς ιστορικού περιεχομένου και άλλα. Οι ζωντανές όμως πηγές από τις οποίες άντλησα τις όποιες γνώσεις μου γύρω από τα ιστορικά όπλα - αντικείμενα ήταν τα ανά τον κόσμο σχετικά Μουσεία και οι επιτόπιες επί τούτου επισκέψεις μου σ' αυτά. Τελικά ανεξάρτητα από την όποια επιτυχία έχουν οι προσπάθειές μου αυτές χαίρομαι γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να δωρίσω μέρος από τις κατασκευές μου στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών με την ελπίδα να προσφέρουν κάποιες απαραίτητες ιστορικές πληροφορίες, ιδιαίτερα στις νέες γενιές, γιατί όπως είναι γνωστό όποιος λαός ξεχνά την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει.Δημήτρης Α. Νικολακόπουλος Λαγονήσι 2010

15




18


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6000 - 2500 π.Χ.

H

Νεολιθική εποχή παρεμβάλλεται μεταξύ της Μεσολιθικής εποχής, η οποία διαδέχτηκε την Παλαιολιθική εποχή και της εποχής των μετάλλων η οποία με την σειρά της γεωλογικά εντάσσεται στην Ολόκαινο εποχή. Η εποχή αυτή αφορά στην ανθρώπινη προϊστορία και είναι η περίοδος κατά την οποία σηματοδοτείται η απαρχή γεγονότων ιδιαίτερης σημασίας για την ανθρωπότητα. H Ευρωπαϊκή Νεολιθική εποχή χωρίζεται γενικά σε τρεις μεγάλες περιόδους οι οποίες είναι, η Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδος, από το έτος 6000 έως το 5000 π.Χ., η Μέση Νεολιθική περίοδος, από το 5000 έως το 4000 π.Χ. και η Νεότερη Νεολιθική περίοδος, από το 4000 έως το 2500 π.Χ. Σαν όριο μεταξύ της Προϊστορίας και της πρώιμης Ιστορίας λαμβάνεται, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, το έτος 3500 π.Χ. όπου υπήρξε και η αυγή του πολιτισμού στην εγγύς Ασία και ιδιαίτερα στην αρχαία Σουμερία. Οι αρχαιότερες όμως κοινωνίες της πρώιμης νεολιθικής εποχής, τουλάχιστον στα ασιατικά παράλια της Μεσογειακής λεκάνης, εμφανίστηκαν ανάμεσα στα έτη 10000 και 6000 π.Χ. στην περιοχή στην οποία απλώνονται σήμερα τα παράλια των χωρών της Συρίας και του Λιβάνου μέχρι και την Μεσοποταμία, περιοχή η οποία είναι γνωστή βιβλιογραφικά σαν Εύφορη Ημισέληνος. Τα διάφορα λοιπόν στοιχεία του Νεολιθικού πολιτισμού προέρχονται κυρίως από την Ανατολή σε δύο καθαρά διαφορετικά ρεύματα. Το ένα ονομάζεται «Δουνάβιο ή ομάλιο» και έρχεται κυρίως από τα Βορειοανατολικά, δηλαδή την σημερινή Ουκρανία και στην συνέχεια το ρεύμα αυτό διασχίζει την κεντρική και την Δυτική σημερινή Ευρώπη. Το δεύτερο πολιτιστικό ρεύμα καλούμενο και «Μεσογειακό» εκτείνεται στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στα εδάφη και τις περιοχές των μετέπειτα κρατών της λεγομένης Μεσογειακής λεκάνης, μεταξύ των οποίων κρατών είναι και η Ελλάδα. Οι μεγάλες βροχοπτώσεις την εποχή αυτή βοήθησαν στο λιώσιμο των πάγων με αποτέλεσμα οι σκληρές κλιματολογικές συνθήκες να γίνουν σταδιακά ομαλότερες, να διαφοροποιηθούν αρκετά προς το καλύτερο και να αρχίσουν να μοιάζουν με τις σύγχρονες συνθήκες κλίματος. Ακολούθησαν και άλλες δυνατές βροχοπτώσεις και η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ανέβηκε με άμεση συνέπεια η γη να ζεσταθεί και να γεμίσει με παντός είδους φυτά μικρά και μεγάλα, σχεδόν όσα γνωρίζουμε και σήμερα. Η Νεολιθική εποχή γενικά χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση της πρώιμης κτηνοτροφίας, στην πρωτόγονη κατ' αρχήν μορφή της και τις μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακών μαζών. Εξημερώθηκαν κάποια ζώα όπως ο σκύλος, ο οποίος βοηθούσε τον άνθρωπο στο κυνήγι, καθώς και το πρόβατο, η κατσίκα, ο χοίρος και το βόδι τα οποία του έδιναν γάλα, μαλλί, κρέας, λίπος και δέρμα καθώς και τα αποξηραμένα περιττώματά τους για την θέρμανσή του. Σταδιακά γίνεται και η απαρχή της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, με το κάψιμο και την εκχέρσωση μεγάλων δασικών εκτάσεων, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση του σημερινού λίγο πολύ χωροταξικού τοπίου και του ανάγλυφου του σημερινού κόσμου. Συγχρόνως ο άνθρωπος πλησίασε το υγρό στοιχείο, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες και δειλά στην αρχή, ταξίδεψε επάνω τους ναυπηγώντας πρωτόγονα ακάτια. Αυτό αποδεικνύεται, τουλάχιστον στον Ελληνικό χώρο, από την εύρεση φυσικών υλικών όπως αλατιού και πετρωμάτων σε πολλές νησιώτικες και ηπειρωτικές περιοχές οι οποίες στερούνταν εντελώς αυτών των υλικών, δεδομένου ότι αυτά βρίσκονταν σχεδόν αποκλειστικά μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως π.χ. ο 19


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

οψιδιανός υαλόλιθος της Μήλου, η Ναξιακή σμύριδα και άλλα. Οι άνθρωποι άρχισαν να πειραματίζονται με τα άγνωστα ως τότε είδη φυτών μαθαίνοντας τους τρόπους καλλιέργειάς τους και τις εποχές της φύτευσης κάθε είδους φυτού καθώς και τους τρόπους της συγκομιδής του. Παρατηρείται ακόμη και το περιστασιακό φαινόμενο της εγκατάλειψης των καλλιεργειών στους αγρούς, μετά την συγκομιδή των καρπών τους, μέχρις ότου μάθουν οι άνθρωποι να εκμεταλλεύονται τον ετήσιο παραγωγικό κύκλο κάθε φυτού. Εμφανίζονται οι νέες τεχνικές της κεραμικής και της ύφανσης, καθώς τα κοκάλινα και κυρίως τα λίθινα εργαλεία, τα όπλα και τα οικιακά σκεύη, τα οποία αφού υφίσταντο λείανση αποκτούσαν ιδιαίτερη αισθητική αξία και τελειότητα. Πιστεύεται από τους ειδικούς αρχαιολόγους ότι η εξέλιξη αυτή έγινε μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου 4000 ετών και πέρασε από πολλά στάδια. Στην εγγύς Ανατολή αυτές οι εξελίξεις χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο να γίνουν ενώ στην κυρίως Ευρώπη έγιναν μεν χρονικά αργότερα, αρχίζοντας περίπου το 7000 π.Χ. αλλά οι πολιτιστικές αυτές αλλαγές εξελίχτηκαν πολύ γρηγορότερα ακολουθώντας συντομότερους ρυθμούς πετυχαίνοντας έτσι καλύτερα αποτελέσματα. Στην σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, στην Βαλκανική χερσόνησο και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρξαν ανάλογα στάδια και οι εξελίξεις ακολούθησαν γρηγορότερους επίσης ρυθμούς χωρίς ιδιαίτερα χρονικά κενά μεταξύ τους. Δημιουργήθηκαν εργαστήρια εκμετάλλευσης του πυρίτη, του σερπεντίτη λίθου και του οψιδιανού, υλικών χρησίμων κυρίως για την κατασκευή όπλων ενώ το στοιχείο της φωτιάς, γνωστό πριν από χιλιετίες, έγινε περισσότερο οικείο και απαραίτητο για το μαγείρεμα των τροφών, την λειτουργία των εργαστηρίων και την θέρμανση των ανθρώπων και των καταλυμάτων τους. Η φωτιά, σαν στοιχείο ζωής αλλά και θανάτου, έγινε καθημερινή ανάγκη, βρέθηκαν τρόποι γρήγορου και ασφαλούς ανάματός της και περιορίστηκε σε ειδικούς χώρους διατήρησης και φύλαξης οι οποίοι αποτέλεσαν και τους πρώτους χώρους οικογενειακών εστιών και ιερών βωμών. Την εποχή εκείνη οι νεκροί θάβονταν στην γη σε λάκκους, συνήθως σε εμβρυακή στάση, μαζί με διάφορα αντικείμενα, εργαλεία, αγγεία, κοσμήματα, τρόφιμα και όπλα. Οι άνθρωποι ζούσαν σε ομάδες οικογενειών και οι άνδρες ασχολούνταν με το κυνήγι, την γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και την κατασκευή εργαλείων, σκευών και όπλων. Οι γυναίκες ασχολούνταν με το μεγάλωμα και την ασφάλεια των παιδιών, την συλλογή καρπών, τις οικιακές εργασίες, την ύφανση και επί προσθέτως βοηθούσαν όπου μπορούσαν και τους άνδρες στις επίπονες αγροτικές ασχολίες. Στους ανθρώπους της νεολιθικής εποχής και ιδιαίτερα στις γυναίκες άρεσαν τα στολίδια και έφτιαχναν χάντρες και κοσμήματα από λίθο, κόκαλο, ψημένο πηλό ή κοχύλια από ποτάμια λίμνες και θάλασσες. Όσοι ζούσαν σε σπηλιές ή βραχώδη καταφύγια τα εγκατέλειπαν σταδιακά και κατέβαιναν στα πεδινά όπου κατασκεύαζαν στρογγυλές και ορθογώνιες καλύβες με φυσικά κυρίως υλικά όπως κλαδιά, λάσπη, συλλεκτές πέτρες και αργότερα από πλίνθους πηλού ψημένες στον ήλιο. Οι κατασκευές αυτές, με την σειρά τους, προφυλάσσονταν από ξύλινα ή πέτρινα υποτυπώδη τείχη τα οποία προφύλασσαν τους ενοίκους τους από τα άγρια ζώα σπανιότερα δε και από τους συνανθρώπους τους. Με τον καιρό οι καλύβες αυτές συγκρότησαν οικισμούς οι οποίοι κατά κανόνα ιδρύονταν κοντά σε καλλιεργήσιμη γη και άφθονο νερό και στην συνέχεια αποτελούσαν μεγάλα χωριά με πληθυσμούς οι οποίοι συνεχώς αυξάνονταν. Το αποτέλεσμα της ίδρυσης των νέων αυτών πολυπληθών οικισμών ήταν η αρχή των αθρόων ανταλλαγών, κυρίως αγροτικών προϊόντων, μεταξύ των κατοίκων των οικισμών. Συγχρόνως άρχισαν να γίνονται μεταναστεύσεις πληθυσμών και μετεγκαταστάσεις κατοίκων από την μία περιοχή στην άλλη δημιουργούμενων έτσι όλο και πολυπληθέστερων οικισμών. Οι πληθυσμιακές αυτές μετακινήσεις όμως και η προσπάθειες ανακάλυψης νέων ευφόρων εδαφών και πηγών νερού δημιούργησαν εντάσεις μεταξύ των ανθρώπων της εποχής οι οποίοι με αρχηγούς τους τολμηρότερους, εξυπνότερους και γενναιότερους μεταξύ αυτών άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε συνασπισμούς οικογενειών και στην συνέχεια φυλών οι οποίες αντιστρατεύονταν και επιβουλεύονταν η μία τα συμφέροντα της άλλης. Έτσι σταδιακά γεννήθηκε και το γνωστό αρχέγονο πρόβλημα των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των γεωργών και των κτηνοτρόφων, το οποίο πρόβλημα 20


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

υφίσταται κατά καιρούς μέχρι και σήμερα κάτω από σύγχρονες μορφές διεκδίκησης, επαληθεύοντας έτσι τον βιβλικό διαχρονικό μύθο της σύγκρουσης μεταξύ του κτηνοτρόφου Άβελ και του γεωργού αδελφού του Κάϊν. Αυτές οι εντάσεις, οι οποίες δεν είχαν πάντα σαν αφορμή διεκδικήσεις συμφερόντων αλλά και ποικίλους άλλους λόγους, συχνά κατέληγαν σε φονικές συρράξεις όπως αποδεικνύουν τα σκελετικά οστά τα οποία βρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα όπλα - εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσαν για τις μεταξύ τους συμπλοκές ήταν τα ίδια με αυτά που χρησιμοποιούσαν για τις καθημερινές τους εργασίες, για την καλλιέργεια της γης, για το κυνήγι των ζώων ή για την προστασία τους από αυτά. Η εξελικτική πορεία των όπλων της πρώιμης Νεολιθικής εποχής αρχίζει από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ της μέσης παλαιολιθικής εποχής για να συνεχιστεί με τον σοφό άνθρωπο ή Homo Sapiens περί το 6000 π.Χ. Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με αρχαιολογικές ανασκαφές και σχετικές έρευνες οι παλαιότερες αιχμές δοράτων και βελών από οψιδιανό λίθο οι οποίες έχουν ευρεθεί μέχρι σήμερα ανήκουν στην μακρινή Παλαιολιθική Σαλουρέα εποχή δηλαδή περί τα 10000 έως 15000 έτη π.Χ., όπως αυτές που βρέθηκαν το 1932 στην περιοχή Κλόβις του Μεξικού. Ο άνθρωπος, με την πάροδο του καιρού, συνειδητοποιεί ότι τα ζώα του περιβάλλοντός του μικρά ή μεγάλα, χερσαία ή υδρόβια, αποτελούν τροφή γι' αυτόν, την οικογένειά του και τους συνανθρώπους του. Έτσι εκτός από τους σπόρους, τα φρούτα και τις ρίζες, ένταξε από νωρίς μέσα στην τροφική του αλυσίδα το κρέας των ζώων των πτηνών και των ψαριών. Τα περισσότερα όμως από αυτά τα ζώα ήταν δυνατότερα, ογκωδέστερα και γρηγορότερα από αυτόν και η αντιπαράθεση μαζί τους με μόνο όπλο την φυσική του δύναμη ήταν δύσκολη και με αποτελέσματα συχνά επικίνδυνα και επώδυνα γι' αυτόν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννιέται ο άνθρωπος κυνηγός ο οποίος σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να παγιδεύσει και να σκοτώσει τα θηράματά του ποικίλλοντας συγχρόνως και την διατροφή του σαν σαρκοφάγο ζώο. Στην αρχή σκότωνε τα μικρά ζώα, τα οποία ήταν του χεριού του, χρησιμοποιώντας παγίδες και δίχτυα καθώς και την φυσική του δύναμη αλλά όταν οι ανάγκες διατροφής ξεπέρασαν τα πλαίσια της οικογένειας και έγιναν ανάγκες ομαδικές τα μικρά ζώα δεν ικανοποιούσαν πλέον σαν ποσότητα την όλο και αυξανόμενη ζήτηση τροφής. Τότε ο άνθρωπος κυνηγός στράφηκε στα μεγάλα ζώα των οποίων όμως το κυνήγι ήταν αρκετά δυσκολότερο και περισσότερο επικίνδυνο ενώ τα φυσικά μέσα τα οποία είχε στην διάθεσή του ήταν λίγα και αναποτελεσματικά. Στην συνέχεια έσκαψε βαθιούς λάκκους στο χώμα τους οποίους κάλυπτε επιμελώς, έτσι ώστε τα ανύποπτα ζώα έπεφταν μέσα με αποτέλεσμα να είναι στο έλεος του ανθρώπου κυνηγού παρά την δύναμη και τον όγκο τους. Το κυνήγι έτσι πλέον πήρε ομαδικό χαρακτήρα και οι άνθρωποι κυνηγοί για να σκοτώσουν και να τεμαχίσουν τα μεγάλα ζώα άρχισαν ομαδικά και με συλλογική προσπάθεια να φτιάχνουν πρωτόγονα, σε σύλληψη και κατασκευή, όπλα από ξύλα και πέτρες καθώς και από τον συνδυασμό των δύο αυτών πρωτογενών υλικών. Φτιάχνοντας αυτά τα εργαλεία - όπλα μπορούσαν να κυνηγήσουν ομαδικά πλέον και στην ελεύθερη ύπαιθρο, πολλές φορές με αιματηρές απώλειες εκ μέρους τους, όπου τα μεγάλα ζώα κυνηγημένα και ως εκ τούτου υποψιασμένα δεν πλησίαζαν τους ανθρώπους. Το νέο αυτό είδος ομαδικού κυνηγίου έδινε στους ανθρώπους της Νεολιθικής εποχής άφθονη τροφή σε πρωτεϊνούχο κρέας και λίπος καθώς και δέρματα τα οποία, εκτός του ότι έφτιαχναν ενδύματα με αυτά, τα τοποθετούσαν μέσα και έξω από τις καλύβες για την προστασία τους από το κρύο. Ακόμη οι άνθρωποι της εποχής εκείνης με τα κόκαλα των ζώων έφτιαχναν πρωτόγονα στολίδια, οικιακά εργαλεία και σκεύη, καθώς και όπλα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι αυτή η συλλογική προσπάθεια και ο κίνδυνος του κυνηγίου έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά μεταξύ τους έτσι ώστε με τον καιρό απέκτησαν συνείδηση συνόλου τα μέλη του οποίου μπορούσαν να εμπιστεύονται το ένα το άλλο στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες τόσο τις κλιματολογικές όσο και της καθημερινής διαβίωσής τους. 21


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εξοικειωμένοι πλέον με το κυνήγι των μικρών και μεγάλων ζώων στράφηκαν στην σύλληψη, τον περιορισμό και την αναπαραγωγή του είδους κάποιων φυτοφάγων ζώων, όπως των αιγοειδών και των άγριων χοίρων, έτσι που τελικά κατόρθωσαν, εκτός από όσα τους προσέφερε η γεωργία, να «καλλιεργούν» την τροφή τους και μέσα από την οικιακή κτηνοτροφία. Τα όπλα τα οποία έφτιαξαν για το κυνήγι ήταν ε κ η β ό λ α, δηλαδή αυτά τα οποία χτυπούσαν τον στόχο από μακριά όπως το τόξο, το ακόντιο και η σφεντόνα και α γ χ έ μ α χ α, δηλαδή αυτά που χτυπούσαν τον στόχο από κοντά, όπως τα διάφορα είδη ροπάλων και πελέκεων, καθώς και κάποιες μορφές πρωτόγονων πέτρινων ή οστέινων μαχαιριών. Τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής ήταν πρωτογενή και ανεπαρκώς επεξεργασμένα όπως, τα κλαδιά από τα οποία έκαναν τόξα, ακόντια και ρόπαλα, ο π υ ρ ί τ η ς και ο ο ψ ι δ ι α ν ό ς λίθος που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή των Κλόβιων λεγομένων αιχμών των βελών και των ακοντίων τους, οι πάσης φύσεως κροκάλες και αργές πέτρες, τα δέρματα και τα κόκαλα, ιδιαίτερα των μεγάλων ζώων. Η διαδικασία κατασκευής των ακοντίων τους ήταν πρωτόγονη, επίπονη και γινόταν κατ' αρχήν με την σκλήρυνση των αιχμών τους με την βοήθεια και μόνο της φωτιάς. Την φωτιά, σαν δώρο από την φύση, την είχε εκμεταλλευτεί πρώτος ο μακρινός συγγενής τους homo erectus, ο όρθιος άνθρωπος, που έζησε 200.000 χρόνια πριν και οι απόγονοί του είχαν μάθει να την διατηρούν άσβηστη ανάβοντας διαφόρων ειδών παρασιτικά μανιτάρια των δένδρων τύπου ίσκας. Η στερέωση των αιχμών στα ακόντια και τα βέλη, τα οποία δεν είναι βέβαιο αν είχαν φτερά για την εξισορρόπηση της πτήσης τους, γινόταν με την πάκτωση της αιχμής στον ξύλινο φορέα με την βοήθεια φυσικών κολλητικών ουσιών από τα κωνοφόρα δένδρα καθώς και με δερμάτινους ιμάντες ή φυτικές ίνες ημιεπεξεργασμένης κάνναβης ή άλλων φυτών. Τα ευρήματα των αιχμών αυτών, τα οποία αφορούν στα διάφορα ακόντια και στα βέλη, αποτελούν τα μόνα πραγματικά αναλλοίωτα δείγματα όπλων της νεολιθικής εποχής καθώς και κάποια απολιθωμένα πλέον ξύλινα λείψανα στελεχών τόξων ακοντίων και βελών τα οποία μας παραπέμπουν συνειρμικά στις μορφές των όπλων αυτών καθώς και κάποιων δευτερευόντων όπλων της προϊστορικής αυτής περιόδου. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από ξένες σχετικές βιβλιογραφίες και για ένα είδος εκηβόλου όπλου παρόμοιου με το γνωστό αργότερα Atlatl, με το οποίο γινόταν ρίψη μεγάλου βέλους από ξύλινο φορέα καταπέλτη, σύμφωνα δε με τους ειδικούς το όπλο αυτό αποτέλεσε την πρώτη μηχανική εφεύρεση του ανθρώπου. Σχετικά με τον μετέπειτα Ελληνικό γεωγραφικό χώρο η Νεολιθική εποχή διήρκεσε περί τα 3000 χρόνια αρχίζοντας από την αρχαιότερη Νεολιθική εποχή περί το 6000 έως το 3000 περίπου π.Χ. Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακάλυψε στην ευρεία περιοχή της πεδιάδας της Πτολεμαΐδας και σε υψόμετρο περί τα 700 μ. μεταξύ του όρους Βερμίου και του όρους Άσκιου, οικισμό της αρχαιότερης Νεολιθικής εποχής ο οποίος φέρεται σαν ο παλαιότερος των Βαλκανίων. Εκτός από αυτόν τον οικισμό βρέθηκαν και άλλοι οικισμοί στην Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας και στην περιοχή Φυλλοτσαΐρι Μαυροπηγής όπου ανακαλύφθηκε οικισμός επίσης από την αρχαιότερη Νεολιθική εποχή σε καλή κατάσταση και με αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα από λίθινα και κοκάλινα εργαλεία, σκεύη και όπλα. Ανακαλύφθηκαν επίσης πολλοί τάφοι και ταφικά αναθηματικά ευρήματα - κτερίσματα τα οποία αποτελούνταν από πέτρινα πελεκητά εργαλεία, όπλα, υφαντικά αντίβαρα, κοκάλινες βελόνες, οστά και λίθινες, πήλινες ή και κοκάλινες χάντρες βαμμένες με γήινα χρώματα όπως η ώχρα, ο κόκκινος πηλός και η κίτρινη άργιλος. Επίσης βρέθηκαν πολλά πήλινα δοχεία και χονδροκαμωμένα ε ι δ ώ λ ι α, κυρίως γυναικείων μορφών καθώς και ζώων, βαμμένα με μπογιά φτιαγμένη από μίγμα καρβουνόσκονης και ζωικού λίπους. Σπουδαίοι ακόμη νεολιθικοί οικισμοί οι οποίοι ανακαλύφτηκαν στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Θεσσαλία σε σχετικά καλή κατάσταση, λαμβανομένων υπ' όψιν των αιώνων οι οποίοι πέρασαν από της ίδρυσής τους, υπήρξαν αυτοί του Διμηνίου, κοντά σχετικά στην θάλασσα και του Σέσκλου ο οποίος βρέθηκε σε λοφώδη περιοχή. Ανακαλύψεις Νεολιθικών οικισμών έγιναν επίσης και στα Κυκλαδονήσια της νησιωτικής Ελλάδας, όπως στην Μήλο στην οποία βρέθηκε οικισμός από την μεσολιθική εποχή στην περιοχή της αρχαίας Φυλακωπής, στην Μύκονο, στην Νάξο, στην Αντίπαρο και στην Θήρα. 22


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Στην περιοχή Στρόφιλος της Άνδρου βρέθηκε καλά διατηρημένος ο μεγαλύτερος Νεολιθικός οικισμός της Ελλάδας αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της βρέθηκαν αξιόλογοι οικισμοί όπως στην Λήμνο, στην Λέσβο, στην Θάσο και στην Κρήτη. ης Ιδιαίτερα στην νήσο Λήμνο βρέθηκε οικισμός της μέσης Νεολιθικής εποχής της 5 χιλιετίας π.Χ. στην περιοχή της Πολιόχνης κοντά στο χωριό Καμίνια με πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ιστορικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Ο οικισμός αυτός ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό το οποίο εξελίχτηκε σε ακμάζουσα πόλη και η οποία για λόγους που μέχρι σήμερα μας είναι άγνωστοι, πιθανότατα φυσικές καταστροφές, έπαψε ξαφνικά να υπάρχει περί το 1300 π.Χ. Εκεί υπήρξε και αναπτύχθηκε ένας αξιόλογος πολιτισμός διάρκειας άνω των 1500 ετών, στις σχετικές δε ανασκαφές βρέθηκαν πλίνθινες καλύβες, αγγεία, υποτυπώδες υδραγωγείο και χώρος για την συνάθροιση κοινού, τύπου αγοράς, καθώς και βήμα! Αυτή η τελευταία σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υποτυπώδης δημοκρατική κοινωνική οργάνωση ήταν γνωστή στην Λήμνο από τα πρώτα ιστορικά χρόνια και μάλιστα πολύ νωρίτερα από ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα και ως εκ τούτου και στην Ευρώπη. Στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στο γνωστό σπήλαιο της Αλεπότρυπας Δυρού της Μάνης το ζεύγος των Ελλήνων αρχαιολόγων Πετρόχειλου ανακάλυψε ολόκληρο Νεολιθικό οικισμό όπου βρέθηκαν μεγάλος αριθμός λίθινων και οστέινων εργαλείων, καθώς αιχμές βελών, ακοντίων και χάλκινα σφυρήλατα εγχειρίδια τα οποία προσδιορίζουν την ηλικία του σπηλαίου στην πρώιμη εποχή του χαλκού. Παράλληλα στην μεγαλόνησο Κύπρο, η οποία ήταν γεωγραφικά κοντά στους ανατολικούς πολιτισμούς και στην Αίγυπτο, η αρχαιολογική σκαπάνη ανακάλυψε, επίσης σε σχετικά καλή κατάσταση, νεολιθικούς οικισμούς στις περιοχές του Κιτίου και της Χοιροκιτίας όπου βρέθηκαν οικισμοί με στρογγυλά σπίτια κτισμένα με πέτρες και πλίνθους, πολλά εργαλεία, όπλα, αγγεία και σκεύη. Χαρακτηριστική δραστηριότητα των ανθρώπων αυτής της εποχής ήταν η καλλιτεχνική απόδοση πέτρινων ή μαρμάρινων αγαλματιδίων και λατρευτικών συμβόλων σε διάφορα μεγέθη, στάσεις, καθώς και ποιότητες, τα οποία αποτέλεσαν τις πρωταρχικές μορφές των μετέπειτα γνωστών ε ι δ ω λ ί ω ν. Η φιγούρα της εγκυμονούσας γυναίκας δέσποζε στα νεολιθικά αγαλματίδια σηματοδοτώντας την απαρχή της λατρείας της γυναικείας φιγούρας η οποία παρέπεμπε συνειρμικά στην ζωοδότρα μάνα ή στην υπόσταση της πρώτης θεότητας που λατρευόταν την μακρινή εκείνη εποχή σαν την μεγάλη θεά της γονιμότητας. Η άποψη ότι τα ειδώλια παρίσταναν αγαλματίδια θεοτήτων είναι αυθαίρετη δεδομένου ότι δεν είναι γνωστό ακόμη αν οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής είχαν κάποιο είδος θρησκείας, κοινής γλώσσας ή αν λάτρευαν κάποιες θεότητες και ποιές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν των Ελληνικών ε ι δ ω λ ί ω ν, αποτελεί και η λεγομένη σ τ ε α τ ο π υ γ ι κ ή Αφροδίτη του Γουίλεντορφ με τις τεράστιες λαγόνες, δείγμα ακριβώς αυτής της διαρκούς γονιμότητας, η οποία σαν Θηλυκή Γήινη Φύση γεννάει ανθρώπους ζώα και φυτά. Στην συνέχεια της ανθρώπινης προϊστορίας ο άνθρωπος αφήνει σταδιακά τα λίθινα, τα οστέινα εργαλεία και τα όπλα με τις Κλόβιες αιχμές και αρχίζει να χρησιμοποιεί τα πρωτογενή μέταλλα όπως τον χαλκό και τα κράματά του, δηλαδή τον μπρούντζο ή ορείχαλκο. Πολύ αργότερα περί το 1000 π.Χ. αρχίζει να κατεργάζεται και να χρησιμοποιεί την νέα του ανακάλυψη, το σίδερο, εγκαινιάζοντας έτσι τις επερχόμενες ιστορικές εποχές οι οποίες είναι γνωστές σαν τις εποχές του Χαλκού του Σιδήρου και των κραμάτων τους.-

23




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΦΑΡΕΤΡΑ Όπως είναι φυσικό δεν έχουν διασωθεί φ α ρ έ τ ρ ε ς, δηλαδή θήκες βελών της νεολιθικής εποχής δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε από τότε και των φθαρτών υλικών από τα οποία κατασκευάζονταν. Υποθέτουμε όμως την ύπαρξη των φαρετρών συνειρμικά εφ' όσον έχουν ανευρεθεί πλήθος πέτρινων και κοκάλινων αιχμών από βέλη και στελέχη απλών τόξων συντηρημένων από την λάσπη πολλών Σκανδιναβικών και Ελβετικών λιμνών μέσα στις οποίες υπήρχαν λιμναίοι οικισμοί. Είναι λογικό ότι οι πρωτόγονες φαρέτρες - θήκες των βελών της νεολιθικής εποχής θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένες από ημικατεργασμένα και υποτυπωδώς συρραμμένα με φυτικές ίνες τομάρια μαρσιποφόρων, οικόσιτων ή μικρών σαρκοφάγων ζώων όπως και αυτό στο εικονιζόμενο αντίγραφο νεολιθικής φαρέτρας. Από τα βέλη, τα οποία θα περιείχαν οι φαρέτρες αυτές, έχουν διασωθεί αρκετές αιχμές από οψιδιανό και πυρίτη λίθο, όχι όμως και τα στελέχη τους τα οποία συμπεραίνεται ότι θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένα από ευθύγραμμα κλαδιά ή καλάμια. Το πιθανότερο είναι τα βέλη της νεολιθικής εποχής να μην είχαν στο πίσω μέρος τους φτερά, για την ευθεία εκτόξευσή τους χωρίς όμως να έχει αποδειχτεί κάτι τέτοιο, διότι αυτό θα απαιτούσε από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης υποτυπώδεις έστω γνώσεις σχετικές με τις σύνθετες έννοιες της αεροδυναμικής και της συμπεριφοράς των αερίων μαζών. Αν τα βέλη αυτά είχαν τελικά φτερά, για την εξισορρόπηση της πτήσης τους, θα πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα μακρόχρονης παρατήρησης και εμπειρικής μάθησης. Τα πρωτόγονα αυτά βέλη, τα απλά τόξα, τα θηρευτικά ακόντια, πιθανώς και κάποια επίσης απλά μαχαίρια από οψιδιανό, πυρίτη λίθο ή και από κόκαλο θα αποτελούσαν τα κύρια όπλα και εφόδια του κυνηγού των περιόδων της νεολιθικής εποχής από το 6000 μέχρι σχεδόν το 2500 π.Χ.-

26


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΘΗΡΕΥΤΙΚΟ ΤΟΞΟ Το τόξο, γνωστό τουλάχιστον από την παλαιολιθική εποχή, υπήρξε το κατ' εξοχήν ε κ η β ό λ ο όπλο το οποίο χρησιμοποίησαν σχεδόν όλοι οι προϊστορικοί και αρχαίοι λαοί κατασκευάζοντάς το από ποικίλα υλικά και δίνοντάς του κατά καιρούς διάφορα σχήματα, ονόματα και μορφές. Η πολεμική χρήση του τόξου στην Ευρωπαϊκή και όχι μόνο ήπειρο διήρκεσε έως τον 16ο αιώνα μ.Χ. ακόμη και όταν χρησιμοποιείτο παράλληλα η βαλλίστρα, η οποία δεν μπόρεσε ποτέ να το αντικαταστήσει σε αποτελεσματικότητα και συχνότητα βολών. Ακόμη και όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα πυροβόλα όπλα συνυπήρχε με αυτά για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα έως της πλήρους αντικατάστασής του από αυτά. Τα πλέον παλαιά ευρήματα σε απλά τόξα, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, ανάγονται στην ύστερη εποχή των παγετώνων ης δηλαδή στις αρχές της 9 χιλιετίας π.Χ. Έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα συντηρημένα από την λάσπη ημιβυθισμένων περιοχών στην Σκανδιναβία και σε πλήρη αρτιότητα απλά τόξα τα οποία οι ειδικοί τα υπέβαλαν σε ραδιοχρονολόγηση και τα κατέταξαν ηλικιακά πριν από το 6000 π.Χ. Επίσης οι αιχμές βελών από οψιδιανό λίθο, πυρίτη λίθο ή και κόκαλο, οι οποίες έχουν βρεθεί σε μεγάλο αριθμό, παραπέμπουν με την λογική και εκ των ευρημάτων στην ύπαρξη των απλών τόξων και των πιθανών φαρετρών τους για την φύλαξη και την μεταφορά αυτών των βελών. Το απλό πρωτόγονο ξύλινο νεολιθικό τόξο, όπως και το εικονιζόμενο αντίγραφό του, ήταν κατασκευασμένο από ευθύινο κλαδί δένδρου όπως της φτελιάς, της κρανιάς, του ήμερου έλατου και του σφένδαμου. Το μήκος του τόξου αυτού ήταν μέτριο από 1.0 έως και 1.5 μ. και διέθετε αρκετή ελαστικότητα και αντοχή σε θλιπτικές και εφελκυστικές δυνάμεις. Η χορδή του πιθανότατα θα ήταν φτιαγμένη από φυτικές ίνες κάνναβης και από πλεγμένες τρίχες ή νεύρα και τένοντες ζώου. Σίγουρα το βεληνεκές των ριπτόμενων βελών από ένα τέτοιο τόξο θα ήταν μικρό, δεδομένης της ατελούς κατασκευής του τόξου και των βελών του, λόγω της έλλειψης των κατάλληλων εργαλείων και υλικών καθώς και των σχετικών γνώσεων βαλλιστικής εκ μέρους των κατασκευαστών και χρηστών του κατά την μακρινή εκείνη εποχή.-

27






ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

δυνατότητα και την εκπαίδευση για την αγορά και χρήση άλλων όπλων και τα ρόπαλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν για να αποτελειώνουν τους πεσμένους στο έδαφος αντιπάλους τους οποίους στην συνέχεια σκύλευαν. Το ρ ό π α λ ο - κ ο ρ ύ ν η στόλιζε και ως εραλδικό σύμβολο πλήθος μεσαιωνικών θυρεών - οικοσήμων σαν στοιχείο δύναμης και επικράτησης υπονοώντας και την ωμή φυσική βία, εφ' όσον θα χρειαζόταν. Τέλος το οικόσημο του Ελληνικού τέως βασιλικού οίκου είχε ένθεν και ένθεν του βασιλικού στέμματος και του εθνοσήμου δύο φιγούρες ροπαλοφόρων εύσωμων ανδρών τους κοινώς λεγομένους Ηρακληδείς οι οποίοι αντικατέστησαν τους δύο ξενόφερτους λέοντες που φέρονταν στο προγενέστερο Ελληνικό βασιλικό οικόσημο.-

32


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΟΣ, ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο

ι τρεις αυτοί πολιτισμοί εμφανίστηκαν στην ευρύτερη Μεσογειακή λεκάνη από το τέλος της Νεολιθικής εποχής το έτος 3000 και διήρκεσαν έως το 1200 π.Χ. Η εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκαν ονομάζεται εποχή του χαλκού και σηματοδοτεί περίπου την έναρξη των ιστορικών χρόνων. Την περίοδο αυτή πρωτοσχηματίζονται οι πόλεις - κράτη, εμφανίζονται οι διάφοροι πολιτισμοί και συμβαίνουν κοσμογονικές αλλαγές, υπό την μορφή φυσικών θεομηνιών, καθώς και σοβαρές πολιτιστικές αλλαγές και εξελίξεις στον τότε γνωστό κόσμο. Στοιχεία αυτών των πολιτισμών είναι οι προσπάθειες εξέλιξης στον τρόπο και τα μέσα απόδοσης του γραπτού λόγου, οι εισαγωγές και οι διατυπώσεις κανόνων στις αρχικές φιλοσοφικές θεωρίες, η δημιουργία των πρώτων οργανωμένων κοινωνιών, οι απαρχές της κωδικοποίησης των τρόπων και των μορφών διοίκησης και η διατύπωση νόμων όπως επίσης και η εμφάνιση των πρώτων οικογενειακών δυναστειών. Από την Εγγύς Ανατολή έως την Ιβηρική και την Σκανδιναβική χερσόνησο διακινούνται αγαθά, ακμάζει το εμπόριο των σκευών των εργαλείων και των όπλων και αρχίζουν να κόβονται τα πρώτα χάλκινα νομίσματα. Γίνονται πλέον γνωστοί οι τρόποι της εξόρυξης, της χύτευσης, της έλασης και της επεξεργασίας των μετάλλων τόσο του χαλκού, ο οποίος ήταν γνωστός από την 4η χιλιετηρίδα π.Χ. και του κασσιτέρου, όσο και των κραμάτων τους, καθώς και των ευγενών μετάλλων όπως του χρυσού και του αργύρου. Στην Κεντρική Ευρώπη παρατηρείται σοβαρή οικονομική και πολιτιστική άνθηση συνεπεία των συστηματικών, ιδιαίτερα των κτηνοτροφικών και γεωργικών ασχολιών, καθώς και από την σωστή εκμετάλλευση, διακίνηση και πώληση εγχωρίων μεταλλευμάτων σε λαούς οι οποίοι δεν διέθεταν μεταλλεύματα σαν πρώτες ύλες. Συγχρόνως ή και νωρίτερα στο Αιγαίο και στην ευρύτερη Μεσογειακή λεκάνη καθώς και στα παράλια της βορειοανατολικής Αφρικής παρουσιάστηκαν άλλοι εφάμιλλοι πολιτισμοί όπως ο Αιγυπτιακός, ο Σουμεριακός και άλλοι πολιτισμοί παλαιότεροι απ' αυτούς της Βορειοανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και της Ιταλικής χερσονήσου. Έτσι οι αρχές της εποχής του χαλκού συνέπεσαν με τις εμφανίσεις των λαμπρών διαχρονικών Πρωτοελλαδικών πολιτισμών όπως ο Κυκλαδικός πολιτισμός στο προϊστορικό Αιγαίο από το 3200 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., ο οποίος χωρίζεται με την σειρά του σε Πρωτοκυκλαδικό, Μεσοκυκλαδικό και Υστεροκυκλαδικό πολιτισμό. Παράλληλα στην μεγαλόνησο Κρήτη αναπτύχτηκε ο περίφημος Μινωικός πολιτισμός αρχομένης της πρώτης περιόδου ή προανακτορικής από το 2600 έως το 2000 π.Χ., αν και οι πρώτες πρώιμες εγκαταστάσεις κατοίκων στην Κρήτη έγιναν σύμφωνα με αρχαιολογικές μαρτυρίες περί το 6000 π.Χ. Ακολουθεί η παλαιοανακτορική περίοδος από το 2000 έως το 1700 π.Χ. και τελικά η νεοανακτορική περίοδος από το 1700 έως το 1450 π.Χ. Τέλος στην Πελοπόννησο, με κέντρο την πόλη των Μυκηνών, αναπτύχθηκε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός από το 1700 έως το 1120 π.Χ. από τους Αχαιούς οι οποίοι αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα ιστορικά Ελληνικά φύλα. Αναλυτικότερα σύμφωνα με αρχαίους ιστορικούς όπως ο Ηρόδοτος, ο Στράβωνας και ο Θουκυδίδης, οι αρχαιότερες εγκαταστάσεις κατοίκων στις Κυκλάδες έγιναν περί το 9000 π.Χ. και αποτέλεσαν την αυγή του ευρύτερου πρώιμου Ελληνικού πολιτισμού χωρίς όμως να έχουν ευρεθεί αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα απ' όπου θα μπορούσαν να εξαχθούν επαρκή αρχαιολογικά συμπεράσματα. Ο κυρίως όμως Κυκλαδικός 33


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

πολιτισμός, ο οποίος άφησε πίσω του πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, διήρκεσε περί τα 2000 χρόνια και η η συγκεκριμένα την 2 και την 3 χιλιετία π.Χ. και αναφέρεται με αυτό τον όρο για πρώτη φορά από τον διάσημο Έλληνα αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα. Έτσι πρωτοαναφέρεται και περιγράφεται η εικόνα του πανάρχαιου νησιώτικου πολιτισμού ο οποίος αναπτύχτηκε βασικά στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα γύρω από το ιερό νησί της Δήλου στο οποίο η Λητώ, κατά την μυθολογία, γέννησε τα παιδιά του Δία τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Τα Κυκλαδονήσια από την αρχαιότητα είχαν μεγάλο ορυκτό πλούτο όπως, η Μήλος τον ηφαιστειακό υαλόλιθο ή οψιδιανό, η Νάξος την σμύριδα, η Σίφνος τον μόλυβδο, η Θήρα τις φυσικές οικοδομικές συγκολλητικές ύλες, η Σέριφος και η Κύθνος τον χαλκό και όλα τα νησιά ανεξαιρέτως και ιδιαίτερα η Πάρος είχαν εξαιρετικές ποιότητες μαρμάρων. Έτσι ήταν επόμενο οι Κυκλαδίτες να ασχοληθούν με το θαλάσσιο και χερσαίο εμπόριο, τις εξαγωγές σε όλα τα κράτη της Μεσογειακής λεκάνης, την εκμετάλλευση των ορυκτών προϊόντων τους, καθώς και με την κατασκευή κεραμικών οικιακών σκευών και διακοσμητικών τεχνουργημάτων. Οι Έλληνες και οι ξένοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στα νησιά των Κυκλάδων πλήθος οικισμών όπου βρέθηκαν καλλιτεχνικοί θησαυροί απείρου κάλους όπως, ρυτά ζωόμορφα τελετουργικά αγγεία προσφοράς σπονδών, δικτά σωληνοειδή κύπελλα, δοχεία - πυξίδες για την φύλαξη αντικειμένων, καθώς και πιθάρια για την μεταφορά και την φύλαξη αγαθών στερεών και υγρών. Επίσης βρέθηκαν και άλλα αντικείμενα οικιακής χρήσης μικρά και μεγάλα από πηλό, μάρμαρο, πέτρα ή κόκαλο καθώς και αξιόλογες τοιχογραφίες όπως π.χ. στην νήσο Θήρα. Τα πλέον όμως αξιόλογα ευρήματα ήταν τα διαφόρων ποιοτήτων, μεγεθών και τεχνοτροπιών περίφημα λατρευτικά κυκλαδικά ειδώλια τα οποία είχαν ιδιάζουσα τεχνική και παρίσταναν φιγούρες όρθιες ή καθιστές. Αυτά ήταν αγαλματίδια που κατασκευάζονταν από πέτρα αλλά κυρίως από μάρμαρο παριανό και λιγότερο από πηλό και παρίσταναν γυναικείες φιγούρες με ευθυτενή μετωπική στάση, ενωμένα πόδια, σταυρωμένα χέρια στο στήθος και με εμφανή τα χαρακτηριστικά του φύλου τους. Τα ειδώλια αυτά ήταν τεχνουργημένα με την καλλιτεχνική αφαιρετική νοοτροπία, αποτελούσαν αντικείμενα λατρείας της γυναικείας γονιμότητας και συμβόλιζαν πιθανόν την λατρευτική μορφή της Μεγάλης Μητέρας σύμφωνα με την θρησκευτική αντίληψη της εποχής. Επίσης κατασκευάζονταν εργαλεία και όπλα από οψιδιανό της Μήλου, καθώς και από χαλκό ο οποίος εισαγόταν κυρίως από την Κύπρο αλλά και από την Κύθνο και την Σέριφο. Λεπτομέρειες για το ποιόν των κατοίκων δεν υπάρχουν ούτε για τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους καθώς και για την θρησκεία τους. Κατά καιρούς έχουν καταγραφεί από τους αρχαιολόγους, μέσω των ευρημάτων, επιθέσεις τόσο των Μινωατών όσο και των Μυκηναίων εναντίον τους χωρίς να έχει καταγραφεί το αντίθετο. Από αυτό το γεγονός αλλά και από το ότι δεν βρέθηκαν όπλα στις ανασκαφές οι οποίες έγιναν συμπεραίνεται ότι επρόκειτο για φιλήσυχους και ειρηνικούς ανθρώπους. Την περίοδο αυτή στην Μεσόγειο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η ναυσιπλοΐα και οι θαλάσσιες εμπορικές μεταφορές, εμφανίστηκαν εύρωστοι αστικοί εμπορικοί πυρήνες και έγιναν μεγάλες πρόοδοι στην τεχνολογία η οποία στηρίχτηκε στην τεχνογνωσία της χύτευσης των μετάλλων και ιδιαίτερα του χαλκού με τον οποίο κατασκεύαζαν όπλα, σκεύη και εργαλεία. Περί το 1600 π.Χ. σειρά καταστρεπτικών σεισμών οι οποίοι προέρχονταν από το ενεργό ηφαίστειο της νήσου Θήρας αποδυνάμωσαν πολλά από τα Κυκλαδονήσια και μαζί τους αποδυναμώθηκε και ο Κυκλαδίτικος πολιτισμός, ενώ σταδιακά τα νησιά καταλαμβάνονται πρώτα από τους Μινωάτες και στην συνέχεια από τους Μυκηναίους. Οι θησαυροί αυτοί οι οποίοι βρέθηκαν στα Κυκλαδονήσια, αλλά και σε άλλα Ελληνικά νησιά, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό μουσείο καθώς και σε άλλα κατά τόπους Ελληνικά μουσεία ενώ πλήθος άλλων κοσμούν, κατά περίεργο τρόπο ως προς την απόκτησή τους, πολλά ξένα μουσεία όπως το μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι και το μουσείο Getty στην πόλη του Los Angeles στην Καλιφόρνια…! Όταν ο Κυκλαδικός πολιτισμός ανθούσε περί το έτος 2600 π.Χ. στην Μεσογειακή λεκάνη ένας άλλος επίσης λαμπρός πολιτισμός γεννήθηκε στην μεγαλόνησο Κρήτη και πήρε το όνομά του από τον μυθικό γιο της Ευρώπης και του Δία τον βασιλιά Μίνωα. Ο λαμπρός αυτός πολιτισμός ανακαλύφθηκε από το 1900 έως το 1936 από τον Άγγλο σερ Άρθουρ Έβανς, με την συνεργασία ευρωπαϊκών αρχαιολογικών σχολών και 34


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ελλήνων αρχαιολόγων χωρίς να σταματήσουν από τότε να γίνονται ακόμη μέχρι και σήμερα σχετικές ανασκαφές. Μεγάλες πόλεις και ανάκτορα δημιουργήθηκαν με νέα τοπική αρχιτεκτονική ρυθμολογική αντίληψη κατά την λεγόμενη παλαιοανακτορική περίοδο, όπως ήταν τα ανάκτορα της Φαιστού, όπου βασίλεψε ο μυθικός Ραδάμανθυς αδελφός του Μίνωα, των Μαλίων, του Ζάκρου και το αριστούργημα του Αθηναίου αρχιτέκτονα Δαίδαλου περί το 2000 π.Χ. τα ανάκτορα της Κνωσού. Τα ανάκτορα αυτά τα οποία δεν διέθεταν οχύρωση, κατά πολλούς δε ονομάζονταν και Λαβύρινθος, είχαν πρωτοποριακή και ιδιαίτερα πολύπλοκη κτηριολογική σύνθεση και ήταν κατασκευασμένα με ειδικές οικοδομικές μεθόδους και εσωτερικές εγκαταστάσεις υγιεινής, εντελώς πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη, των οποίων η κατασκευαστική τελειότητα προκαλεί μέχρι σήμερα τον θαυμασμό. Τα ανάκτορα κατεστράφησαν από σεισμό περί το 1700 π.Χ. αλλά ξαναχτίστηκαν την νεοανακτορική περίοδο, από το 1700 έως το 1450 π.Χ., μεγαλύτερα και λαμπρότερα για να καταστραφούν πάλι περί το 1400 π.Χ. και να ακολουθήσει τελικά η κατάληψη της Κρήτης το 1100 π.Χ. από τους Δωριείς. Πέραν των ανακτόρων ανακαλύφθηκαν θολωτοί τάφοι στην πεδιάδα της Μεσαράς καθώς και ιερά σπήλαια και άντρα λατρείας στην Ίδη, στις Καμάρες, στην Αμνισό και αλλού. Η Μινωική Κρήτη με ισχυρό εμπορικό και πολεμικό στόλο υπήρξε θαλασσοκράτειρα και κυριάρχησε για αιώνες σε όλο τον Μεσογειακό και Λιβυκό θαλάσσιο χώρο απαλλάσσοντας τις θάλασσες από την πειρατεία ενώ συγχρόνως εμπορεύονταν με τους Αιγαιοπελαγίτες και τους λαούς των βορειοαφρικανικών παραλίων λάδι, κρασί, σιτάρι, ξυλεία, υφαντά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι Μινωάτες διατήρησαν επίσης σταθερές και ισχυρές εμπορικές και πολιτιστικές, καθώς και στρατιωτικές σχέσεις μέσω των μισθοφόρων που έστελναν σχεδόν με όλα τα γνωστά κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας και των Βορείων παραλίων της Αφρικής όπως με τους Ασσυρίους, τους Φοίνικες, τους Αιγυπτίους, τους Λίβυους και άλλους. Οι κάτοικοι της αρχαίας Κρήτης ήταν ευφυείς, ευχάριστοι, εργατικοί και προοδευτικοί άνθρωποι, ζούσαν σε κλίμα υγιεινό κάτω από τον λαμπρό ήλιο της Μεσογείου και ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία, το εξαγωγικό εμπόριο, την αλιεία, τις τεχνικές κατασκευές και τις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Αν και δεν ήταν Ελληνικό φύλο, με την στενή έννοια του όρου, διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο αναμιγνυόμενοι στα Ελληνικά πράγματα με αποτέλεσμα να επηρεάσουν και να επηρεαστούν από τους Αιγαιοπελαγίτες και από τους Μυκηναίους καθώς και από τα κοντινότερα κράτη των βορειοαφρικανικών παραλίων και της μακρινότερης Ασιατικής ακτής βορειοανατολικά. Από τα λίγα ευρεθέντα λατρευτικού τύπου στοιχεία συμπεραίνεται ότι οι Μινωάτες είχαν θεοποιήσει την Φύση και ότι ήταν σχετικό με αυτήν την θεότητα, η οποία εκπροσωπείτο από τρία κοσμικά στοιχεία τα οποία ήταν το ουράνιο στοιχείο, το γήινο και το υποχθόνιο. Εκτός του ανδρικού υπήρχε και γυναικείο ιερατείο και η λατρεία των θεοτήτων γινόταν σε απομακρυσμένα σπήλαια και μικρούς ναούς όπως προαναφέρθηκε. Τα δύο φύλα ήταν ισότιμα και ενώ οι άνδρες ντύνονταν ελαφρά φορώντας στην μέση μόνο το ζ ώ μ α, το οποίο ήταν μια φαρδιά λωρίδα υφάσματος, οι γυναίκες ντύνονταν φανταχτερά φορώντας κομψές μακριές ενδυμασίες και φτιάχνοντας περίπλοκες κομμώσεις. Σε κάποιες τοιχογραφίες οι γυναίκες παρουσιάζονται να αφήνουν τα στήθη τους γυμνά πράγμα το οποίο δείχνει, πέραν της έμφυτης γυναικείας φιλαρέσκειας, μια ιδιαίτερη πολιτιστική νοοτροπία για την εποχή εκείνη όπως την άνεση, την ελευθερία έκφρασης και τον πλούτο τον οποίο απολάμβαναν οι άνθρωποι και των δύο φύλων της Μινωικής Κρήτης. Ο μύθος της θυσίας των Αθηναίων νέων και νεανίδων στον Μινώταυρο μας παραπέμπει σε πιθανές ανθρωποθυσίες τις οποίες έκαναν οι Μινωάτες πλην όμως, πέρα από τις τοιχογραφίες οι οποίες παριστούν το αναίμακτο παιχνίδι ακροβατών με ταύρους, στις περίφημες γιορτές των τ α υ ρ ο κ α θ α ψ ί ω ν, όπου εκτελούντο ακροβατικές κυβιστήσεις, δεν υπάρχουν άλλες σχετικές ενδείξεις για την ασφαλή τεκμηρίωση αυτού του γεγονότος. Οι κάτοικοι της αρχαίας Κρήτης υπήρξαν από τους πρώτους λαούς της Μεσογειακής λεκάνης που χρησιμοποίησαν τα ιερογλυφικά ιδεογράμματα, των οποίων δεν έγινε δυνατή ακόμη η ερμηνεία τους, με παλαιότερο δείγμα γραφής τον δίσκο της Φαιστού. 35


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ακολούθησε η ανακάλυψη της μη αποκρυπτογραφημένης ακόμη γραφής Γραμμικής Α', την οποία διαδέχτηκε η ήδη αποκρυπτογραφημένη γραφή Γραμμική Β' από το 1952 της οποίας η ερμηνεία έδειξε μεταξύ των άλλων ότι από το 1450 π.Χ. και μετά τον θρόνο της Κνωσού κατείχαν Αχαιοί - Μυκηναίοι κατακτητές. Οι Μινωάτες ανακάλυψαν και την τέχνη των σφραγιδόλιθων επάνω σε δακτυλίδια και σε μενταγιόν φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμους λίθους με τους οποίους σφραγιδόλιθους υπέγραφαν δίνοντας υποτυπωδώς στο γραπτό λόγο, για πρώτη φορά, αυστηρό προσωπικό χαρακτήρα, επισημότητα και υπευθυνότητα. Οι σκαπάνες του Άγγλου αρχαιολόγου σερ Άρθουρ Έβανς και των Ελλήνων συνεργατών του από το 1900 και μετά ανακάλυψαν μεγάλο αριθμό από θησαυρούς αμύθητης αρχαιολογικής και παγκόσμιας πολιτιστικής αξίας. Ανακαλύφθηκαν, πέραν των κτισμάτων και πλήθος άλλων ευρημάτων όπως, αγγεία ζωγραφισμένα με πολύπλοκα διακοσμητικά θέματα, πιθάρια, κτερίσματα, εργαλεία και καθημερινά χρηστικά σκεύη. Μοναδικές σε ωραιότητα είναι οι ανεπανάληπτες τοιχογραφίες - φρέσκα με διάφορα θέματα ανθρώπων, ιερειών, ζώων, ψαριών και φυτών ζωγραφισμένα με εκπληκτικές καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες και χρωματικές συνθέσεις. Ο πολιτισμός αυτός διήρκεσε περισσότερο από 1200 χρόνια μέχρις ότου το ηφαίστειο της Θήρας και οι επάλληλες εκρήξεις του και ενδεχομένως το πυροκλαστικό κύμα του ηφαιστείου δημιούργησαν παλιρροϊκό κύμα, σεισμό και λοιπές δυσμενείς γεωλογικές συνθήκες οι οποίες μαζί με την ηφαιστειακή τέφρα έπληξαν βίαια όχι μόνο τα παράλια της Κρήτης αλλά και την ενδοχώρα προκαλώντας βιβλικές καταστροφές περί το 1620 π.Χ. Αυτά ήταν τα βασικά αίτια της αποδυνάμωσης και της εξαφάνισης αργότερα μετά το 1450 π.Χ. του Μινωικού πολιτισμού, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή του καθηγητή αρχαιολόγου και ακαδημαϊκού Σπύρου Μαρινάτου, ο οποίος φθίνων πολιτισμός σε μικρό χρονικό διάστημα υπέκυψε στις επιθέσεις των Μυκηναίων, ενός σπουδαίου Ελληνικού φύλου των Αχαιών φορέα του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι νέοι αυτοί εισβολείς ερχόμενοι από τον Βορρά, όταν ήταν στην ακμή τους ο Κυκλαδικός και ο Μινωικός πολιτισμός, εγκαταστάθηκαν στην κεντρική και την νότια Ελλάδα και αποτέλεσαν το πρώτο καθαυτό ιστορικό Ελληνικό φύλο. Οι Αχαιοί εκτός από την πόλη των Μυκηνών, την οποία σύμφωνα με την μυθολογία ίδρυσε ο ήρωας Περσέας γιός του Δία και της Δανάης, ίδρυσαν και άλλες πόλεις όπως την Ιωλκό, τις Θήβες, τον Ορχομενό, την Τίρυνθα, την Πύλο, το Άργος και πολλές άλλες. Εκτός από την ικανότητά τους στις πολεμικές επιχειρήσεις ήταν ικανότατοι έμποροι και ναυτικοί και ανέπτυξαν εμποροοικονομικές σχέσεις με τους Κυπρίους, τους Λίβυους, τους Παλαιστινίους και τους Αιγυπτίους. Κατέλαβαν την Κρήτη μετά την αποδυνάμωσή της από τις φυσικές καταστροφές που υπέστη και στην συνέχεια θέλησαν να κερδίσουν νέο ζωτικό χώρο για μετεγκαταστάσεις πληθυσμών, επέκταση του εμπορίου και των πάσης φύσεως συναλλαγών τους προς τα βορειοανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου. Έτσι εκστράτευσαν περί το 1100 π.Χ., κατά την επικρατέστερη χρονολογία σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική παράδοση ή το έτος 1183 π.Χ. σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και τον Ερατοσθένη, κατά της Τροίας ή Ίλιον η οποία ήταν πόλη ακμάζουσα και εμπορική αντίπαλος των Αχαιών στα βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας. Αρχηγοί της εκστρατείας ήταν οι Αχαιοί αδελφοί και βασιλείς των Μυκηνών και της Σπάρτης Αγαμέμνονας και Μενέλαος αντιστοίχως, οι οποίοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν την Τροία, στην οποία βασίλευε ο Πρίαμος, μετά από δεκάχρονη και αιματηρότατη πολιορκία. Το χρονικό της πολιορκίας αυτής καθώς και τις περιπέτειες του γυρισμού στην πατρίδα, ενός εκ των κυριοτέρων Ελλήνων - Αχαιών ηρώων και πρωταγωνιστών της του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, περιγράφει γλαφυρότατα στα αθάνατα λυρικά του έπη Ιλιάδα και Οδύσσεια ο ποιητής Όμηρος. Οι εμπορικές συναλλαγές των Μυκηναίων, με τα νοτιοανατολικά παράλια της Ασίας και την μεγαλόνησο Κύπρο, είχαν σαν αποτέλεσμα την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας στους Φοίνικες Κυπρίους καθώς και την ίδρυση Κυπριακών - Μυκηναϊκών πόλεων όπως την Εγκωπή, την Σαλαμίνα, την Πάφο και το Κίτιο. Μέσα από τις επαφές τους με τους Χετταίους αλλά και με τους Αιγυπτίους έμαθαν οι Αχαιοί Μυκηναίοι τα μυστικά των μηχανικών εφαρμογών και της οικοδομικής τέχνης με αποτέλεσμα να εφαρμόσουν τις νέες οικοδομικές τεχνικές του ε κ φ ο ρ ι σ μ ο ύ καθώς και άλλες κατασκευάζοντας έτσι λιμενικά έργα, 36


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

υδραγωγεία, ταφικά μνημεία, ακροπόλεις, ανάκτορα και απόρθητα πέτρινα κ υ κ λ ώ π ε ι α τείχη τα οποία σώζονται έως σήμερα, στις Μυκήνες, στην Κορινθία, στην Τίρυνθα και αλλού. Επίσης οι Αχαιοί κατασκεύασαν περίτεχνες περικεφαλαίες από χαυλιόδοντες αγριόχοιρων καθώς και πρωτοποριακές ασπίδες και κωδωνοειδείς πανοπλίες όπως την πανοπλία των Δ ε ν δ ρ ώ ν και άλλες. Τα όπλα αυτά τα κατασκεύαζαν χρησιμοποιώντας κυρίως τον Κυπριακό χαλκό και κατόπιν τα κράματά του καθώς και τα πολύτιμα μέταλλα, όπως τον χρυσό και τον άργυρο για την διακόσμηση των όπλων και των λοιπών καλλιτέχνημάτων τους τα οποία μέταλλα έφερναν επί αιώνες μέσω των εμπορικών οδών από τις Παραδουνάβιες χώρες της βορειοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. Η απαρχή λοιπόν του Μυκηναϊκού πολιτισμού ο οποίος συνυπήρξε με τον Κυκλαδικό για περίπου 1000 χρόνια συμπίπτει με την παρακμή του Μινωικού πολιτισμού ο οποίος επήλθε περίπου το 1620 π.Χ. ή κατά άλλους το 1400 π.Χ. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός εξέλιπε από άγνωστη αιτία, πιθανότατα από επάλληλους ισχυρούς σεισμούς, περί το 1120 ή 1080 π.Χ. ή κατ' άλλους ιστορικούς από την παρακμή και την γενικότερη κοινωνική και οικονομική ύφεση η οποία ακολούθησε και χαρακτήρισε την εποχή την λεγομένη και Γεωμετρική μετά τον φθοροποιό και χρονοβόρο πόλεμο της Τροίας. Οι Έλληνες λοιπόν και κατόπιν οι Κέλτες, οι Σκανδιναβοί, οι Ετρούσκοι, και άλλοι είναι οι λαοί οι οποίοι άνοιξαν, άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, την αυλαία της ανθρώπινης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και του ευρύτερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού πριν από 4000 με 4500 χρόνια από σήμερα. Οι λαοί αυτοί δημιούργησαν πολιτισμούς των οποίων η ανάμιξη, μέσα από διπλωματικές κυρίως σχέσεις, εμπορικούς δρόμους αλλά και πολεμικές επιχειρήσεις, δημιούργησε την νέα τάξη πραγμάτων και επηρέασε τις ευαίσθητες αλλά και απαραίτητες ισορροπίες των νεοσύστατων τότε Ευρωπαϊκών και όχι μόνο κρατών. Τις ανταλλαγές των αγαθών σε μπρούντζινα και χάλκινα σκεύη, εργαλεία, όπλα και πολλά άλλα αντικείμενα, μεταξύ αυτών των λαών, τις ενθάρρυναν οι διακινήσεις των εμπόρων προς και από τους τόπους εξόρυξης των πρώτων υλών μεταξύ των οποίων ήταν η Κύπρος και η Κύθνος όσον αφορά τον χαλκό. Η λεκάνη του Δούναβη και τα Καρπάθια, όπου και άνθισε ο πολιτισμός Α ο υ ν ι έ τ ι τ ς, ήταν οι χώροι από όπου προμηθεύονταν τα πολύτιμα κυρίως μέταλλα όπως τον χρυσό και τον άργυρο. Αργότερα άλλοι πολιτισμοί όπως ο Κελτικός πολιτισμός Χ ά λ λ σ τ α τ καθώς και ο Ιβηρικός πολιτισμός Ε λ Α ρ γ κ ά ρ, ο Ε τ ρ ο υ σ κ ι κ ό ς πολιτισμός και άλλοι εμφανίστηκαν στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο προσθέτοντας τις δικές τους δυνατότητες μα και τις αδυναμίες τους στις ήδη υπάρχουσες. Η οικονομική ευρωστία των ανθρώπων της αρχαϊκής εποχής, κυρίως μέσα από την σωστή εκμετάλλευση της κτηνοτροφίας και της ανταλλαγής των γεωργικών προϊόντων καθώς και των οικοτεχνικών χρηστικών τεχνουργημάτων ή βιοτεχνικών αγαθών, τους οδήγησε σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις μέσω επεκτατικών πολέμων τους οποίους έκαναν συνήθως κατά των λιγότερο δυνατών γειτόνων τους. Έτσι διαδόθηκε περισσότερο η χρήση των πολεμικών αντικειμένων - όπλων όπως της λόγχης, του κοντού χάλκινου ή ορειχάλκινου ξίφους, το οποίο εξελίχθηκε αργότερα σε μακρύ, των μεταλλικών αιχμών των βελών, καθώς και η κατασκευή των ποικίλων τύπων ασπίδων, των κρανών, των πανοπλιών, των αρμάτων κ.λ.π. Πολεμικά όπλα από την εποχή του Αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού δεν έχουν βρεθεί δεδομένων των αιώνων οι οποίοι έχουν περάσει από τότε και του φθαρτού των υλικών κατασκευής τους. Αν παραδεχτούμε δε ότι ήταν μια εποχή ειρήνης και γενικότερα περιόδου αποχής από πολεμικές δραστηριότητες, όπως μαρτυρούν άλλωστε και οι σχετικές αρχαιολογικές ανασκαφές, δικαιολογείται η έλλειψη τέτοιων ευρημάτων. Οι Μυκηναίοι παράλληλα υπήρξαν θαυμάσιοι μεταλλουργοί και κατασκεύασαν με αξιοθαύμαστη τεχνική και τέχνη πλειάδα περίφημων όπλων όπως τα τριών τύπων φ ά σ γ α ν α ή σ φ ά γ α ν α από ορείχαλκο, τις πολεμικές μ ά χ α ι ρ ε ς και το πρωτοποριακό ξίφος ά ο ρ, κατ' αρχήν από χυτό ορείχαλκο και κατόπιν από σφυρήλατο σίδερο. Πολλά από τα όπλα αυτά όπως και ένα σπαρτιατικό ξίφος ξ υ ή λ η βρέθηκαν στην Κρήτη προφανώς σαν κατάλοιπα των όπλων των Αχαιών εισβολέων καθώς επίσης και των Δωριέων εισβολέων αργότερα. Πέραν του πέλεκυ λ ά β ρ υ, ο οποίος δεν έχει ιστορικά αποδειχθεί αν ήταν μόνο τελετουργικό 37


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

εργαλείο ή ταυτόχρονα και πολεμικό όπλο, του κ ρ η τ ι κ ο ύ - λ ι β υ κ ο ύ απλού τόξου και κάποιων μεταλλικών ασπίδων τύπου πέλτης δεν βρέθηκαν τύποι όπλων καθαυτό Κρητικοί οι οποίοι σίγουρα θα πρέπει να υπήρχαν. 1

2

3

4

5

Η άποψη ότι οι Μινωάτες διέθεταν ισχυρό οπλοστάσιο ενισχύεται από το γεγονός ότι η Μινωική Κρήτη υπήρξε, παράλληλα με την εμπορική και μεγάλη ναυτική πολεμική δύναμη η οποία και καθάρισε τόσο το Αιγαίο όσο και το Λιβυκό πέλαγος από τους πειρατές, πράγμα το οποίο δεν θα γινόταν εάν δεν διέθετε το κατάλληλο έμψυχο υλικό καθώς και τον κατάλληλο οπλισμό. Έτσι το Κρητικό τόξο το ονομαζόμενο και λ ι β υ κ ό μπορούμε να το θεωρήσουμε με βεβαιότητα σαν αυτόχθονο ε κ η β ό λ ο όπλο, δεδομένου ότι η χρήση του γινόταν τόσο στην Κρήτη όσο και στα βορειοαφρικανικά παράλια της Λιβύης. Την μορφή του απλού αυτού τόξου την γνωρίζουμε μόνο μέσα από παραστάσεις αγγείων διότι, όπως είναι φυσικό άλλωστε, δεν έχουν διασωθεί τέτοιου είδους τόξα από την μακρινή εκείνη εποχή δεδομένου του φθαρτού των υλικών της κατασκευής τους. Οι Κρήτες υπήρξαν οι πλέον ικανοί τοξότες επί σειρά αιώνων χρησιμοποιώντας το απλό ή βελτιωμένο κ ρ η τ ι κ ό - λ ι β υ κ ό τόξο μη αγνοώντας όμως παράλληλα και την χρήση του σύνθετου σ κ υ θ ι κ ο ύ και γενικότερα του ασιατικού τόξου. Τα κρητικά τόξα, όπως και τα υπόλοιπα όπλα της εποχής τους, κατασκευάζονταν κατ' αρχήν στις απλούστερες μορφές τους και από υλικά που βρίσκονταν εύκολα κοντά στους χώρους διαβίωσης των κατοίκων και ως εκ τούτου είχαν χαμηλό κόστος. Έτσι τα κρητικά τόξα στην απλή τους μορφή κατασκευάζονταν από κλαδιά φοίνικα, καλάμια ρατάν ή άλλα ευθύινα κλαδιά δένδρων, τα οποία ήταν εύκολο να βρεθούν τόσο στην Κρήτη όσο και στα εγγύς βορειοαφρικανικά παράλια. Το βεληνεκές αυτών των τόξων ήταν σχετικά μικρό από 80 έως 150 μέτρα ενώ οι βαριές αιχμές των βελών τους προξενούσαν σοβαρά τραύματα και είχαν διάφορα σχήματα όπως φύλλου, τριγώνου, ψαριού, σουβλερής μύτης και πολλά άλλα σχήματα. Γενικά οι αιχμές των βελών τους, πριν αυτές γίνουν μεταλλικές από χαλκό, χυτό ορείχαλκο ή σφυρήλατο σίδερο, κατασκευάζονταν από πυρίτη λίθο, από οψιδιανό και σπανιότερα από κόκαλο. Τα βέλη οι Κρήτες τοξότες τα τοποθετούσαν σε ειδική κυλινδρική θήκη την φαρέτρα η οποία κατασκευαζόταν από δέρμα με εσωτερική ξύλινη ενίσχυση ή όχι ενώ η ανάρτησή της γινόταν από την μέση του τοξότη ή συνηθέστερα από τον δεξιό ώμο του χιαστί όπως έκαναν και οι τοξότες στον Ελλαδικό χώρο. Η χορδή ή ν ε υ ρ ά του τόξου σύνθετου ή απλού κατασκευαζόταν από τένοντες ζώου κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας ή από στριμμένη κάνναβη. 38


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι Αχαιοί - Μυκηναίοι σαν ιδιαίτερα πολεμικός λαός ήταν φυσικό να διέθεταν ποικιλία όπλων τόσο α γ χ έ μ α χ ω ν όσο και ε κ η β ό λ ω ν καθώς και πλήθος άλλων οπλικών συστημάτων όπως πανοπλίες, άρματα κ.λ.π. Τα Μυκηναϊκά αρχαία όπλα, σε επιθετικό α γ χ έ μ α χ ο κυρίως επίπεδο, ήταν οι διαφόρων τύπων π ε λ έ κ ε ι ς, τα ξίφη τύπου ά ο ρ ο ς, οι τρεις τύποι του μακρού ξίφους φ ά σ γ α ν ο υ και των μ α χ α ι ρ ώ ν, καθώς και τα εγχειρίδια, οι χάλκινες και οι ορειχάλκινες αιχμές των δοράτων ή ε γ χ ώ ν (το έγχος - έγχους), τα οποία κυριάρχησαν μεταξύ των όπλων της εποχής τους. Από την ανταλλαγή δε των εμπειριών επί της οπλικής τεχνογνωσίας της εποχής τους και μέσα από τις εμπορικές οδούς με τα έθνη τα οποία συναλλάσσονταν οι Μυκηναίοι κατόρθωσαν να περάσουν πολλούς από τους τύπους αυτών των όπλων, καθώς και απομιμήσεις τους, στην Ουγγαρία, στα Καρπάθια, στην Ιταλία, στην Σκανδιναβία και αλλού. Στο επίπεδο των αμυντικών όπλων και ιδιαίτερα των ασπίδων, οι Μυκηναίοι είχαν να επιδείξουν τις ιδιαίτερα μεγάλες ορθογώνιες, ελαφρά καμπύλες και εξαιρετικά βαριές ασπίδες τις λεγόμενες π υ ρ γ ω τ έ ς ή σ ά κ ο υ ς (από το ρήμα σάττω = κατασκευάζω), λόγω του μεγάλου ύψους τους ή και π ο δ η ν ε κ ε ί ς, για τον ίδιο λόγο, κατά τον Όμηρο. Σύμφωνα πάντα με τον Όμηρο οι ασπίδες αυτές ήταν κατασκευασμένες από δέρματα βοδιών τεντωμένα επάνω σε ξύλινα πλαίσια ενισχυμένα με πλέγματα από κλαδιά λυγαριάς τα οποία στο εσωτερικό τους και για μεγαλύτερη αντοχή έφεραν επένδυση από φύλλο χαλκού. Με φύλλο χαλκού, πιθανότατα, καλύπτονταν και οι άκρες της περιφερειακής ά ν τ υ γ α ς και οι βαριές αυτές ασπίδες εφέροντο στις πλάτες των οπλιτών με την βοήθεια ενός δερμάτινου τ ε λ α μ ώ ν α ανάρτησης. Είναι γνωστή η περίφημη ασπίδα του Αχαιού ήρωα Αίαντα του Τελαμώνιου, βασιλιά της Σαλαμίνας, η οποία ήταν καλυμμένη με επτά στρώματα δέρματος εκτός του χάλκινου φύλλου το οποίο έφερε εσωτερικά και το οποίο σταμάτησε το δόρυ του Έκτορα στην μεταξύ τους μονομαχία. (Ομήρου Ιλιάς) Η ασπίδα σ ά κ ο ς ήταν καλή για άμυνα αλλά πολύ βαριά, αν χρειαζόταν να κουβαληθεί σε πορεία ή αν έπρεπε ο οπλίτης να τρέξει, δεδομένου ότι πέραν του βάρους της έφερε από μέσα για το κράτημά της μια μόνο λαβή και όχι ό χ α ν ο και α ν τ ι λ α β ή όπως είχαν αργότερα οι ασπίδες της κλασικής εποχής. Η ανάγκη για λιγότερο βαριά και άβολη ασπίδα, η οποία θα ήταν παράλληλα και περισσότερο εύχρηστη, οδήγησε στην κατασκευή της ο κ τ ώ σ χ η μ η ς ασπίδας η οποία ήταν μικρότερη είχε σχήμα οκτώ και ήταν φτιαγμένη με τον ίδιο τρόπο αλλά δεν είχε την πρόσθετη ενίσχυση από φύλλο χαλκού. Την έλλειψη της ενίσχυσης αυτής την αντικαθιστούσε η απόσταση την οποία δημιουργούσαν από το σώμα του οπλίτη τα ενωμένα μεταξύ τους δύο κυκλικά κοίλα τεμάχια της ασπίδας, δεδομένου ότι είχαν εσωτερικά έντονη κυρτότητα, έτσι ώστε το δόρυ ή το βέλος ακόμη και αν περνούσαν την ασπίδα δεν θα άγγιζαν το σώμα του οπλίτη. Η ο κ τ ώ σ χ η μ η αρχαία Μυκηναϊκή ασπίδα εξελίχτηκε κατά την Γεωμετρική εποχή στην λεγομένη ασπίδα του «Διπύλου» η οποία ήταν διακοσμημένη με ποικίλα γεωμετρικά γραμμικά σχήματα και αυτή η ασπίδα, πολύ αργότερα, εξελίχτηκε στην λεγομένη Β ο ι ω τ ι κ ή μεταλλική ασπίδα με το ελλειψοειδές σχήμα και τις έντονες πλευρικές αποτμήσεις. Περισσότερο σύγχρονες με τον πόλεμο της Τροίας ήταν οι μεγάλες στρογγυλές ή ελαφρά ελλειψοειδείς ασπίδες με απότμηση ή όχι οι οποίες έφεραν πλούσια διακόσμηση και κατασκευάζονταν με τον ίδιο τρόπο όπως και οι προηγούμενες αλλά είχαν και την απαραίτητη πλέον προστασία του χάλκινου φύλλου. Μια τέτοια ασπίδα αλλά εξ ολοκλήρου από μέταλλο και με ελαφρά καμπυλότητα ήταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, η περίτεχνη και μοναδικής ωραιότητας ασπίδα του Αχαιού ήρωα Αχιλλέα έργο του θεού Ηφαίστου δείγμα της οποίας, στην απλή βέβαια μορφή της, βρέθηκε στους Δελφούς. Το τόξο υπήρξε την εποχή εκείνη και για τους Μυκηναίους ένα από τα πλέον συνηθισμένα ε κ η β ό λ α όπλα τα οποία χρησιμοποιούσαν πολεμιστές πρώτου μεγέθους όπως οι Αχαιοί, Τεύκρος, Φιλοκτήτης, Μηριόνης, καθώς και οι Οδυσσέας και Ιδομενέας βασιλείς της Ιθάκης και της Κρήτης αντιστοίχως.

39














ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

την άρνηση των οποίων νίκησαν και σκότωσαν τον βασιλιά Πτολεμαίο Κεραυνό, μέχρι να εκδιωχθούν τελικά ο από τον Μακεδόνα ευγενή Σωσθένη κατά τον Παυσανία (Ι',19,7) και τον Ιουστίνο. Επίσης τον 3 αιώνα υπό την αρχηγία του βασιλιά τους Βρέννου, συνώνυμου του προαναφερόμενου Κέλτη ηγεμόνα, οι Κέλτες λεηλάτησαν την Θράκη και την Μακεδονία και προχώρησαν προς τα βασίλεια της υπόλοιπης Ελλάδας λεηλατώντας τα ιερά της και καταστρέφοντας την ύπαιθρο. Τελικά τα συνασπισμένα κατά των εισβολέων ελληνικά βασίλεια - πόλεις αντιστάθηκαν στα στενά των Θερμοπυλών κατανικώντας τους βαρβάρους του Βρέννου ο οποίος όμως έκανε αντιπερισπασμό επιτιθέμενος κατά της Αιτωλίας και των Δελφών τους οποίους έσωσαν από την πλήρη λεηλασία συμπτωματικές φοβερές καιρικές θεομηνίες οι οποίες επηρέασαν τους δεισιδαίμονες βαρβάρους τρέποντάς τους σε φυγή. Χωρίς τον Βρέννο, ο οποίος αυτοκτόνησε μετά την ήττα του στην Φωκίδα και Αιτωλία, οι Κέλτες διεκπεραιώθηκαν στην Μικρά Ασία μέσω Μακεδονίας και Θράκης όπου μαχόμενοι με τους ντόπιους λαούς κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην περιοχή την οποία ονόμασαν Γαλατία, καταλαμβάνοντας και την πόλη της Αντιόχειας, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα αξιόλογο και ενιαίο Γαλατικό κράτος με αποτέλεσμα να εξοντωθούν τελικά από τους συνασπισμένους μικρασιατικούς στρατούς. Τελικά οι Γαλάτες-Κέλτες στην Ευρωπαϊκή Γαλατία υπό την αρχηγεία του ηγεμόνα τους Βερκιγκεντόριξ νικήθηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα το έτος 52 π.Χ. στην μάχη της Αλεσίας, στην σημερινή Γαλλία, μετά από ασφυκτική πολιορκία του στρατοπέδου τους. Έτσι το περήφανο αυτό πολεμικό έθνος των Γαλατών υποδουλώνεται στους Ρωμαίους και η Γαλατία γίνεται στο μέλλον Ρωμαϊκή επαρχία τροφοδοτώντας τον Ρωμαϊκό στρατό με στρατιώτες και αγαθά όπως κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα. Εκ των ιστορικών απογόνων των αρχαίων Γαλατών-Κελτών φέρονται οι σημερινοί κάτοικοι της Γαλλίας οι οποίοι όμως πήραν το όνομά τους από την λέξη franc συνώνυμη της εννοίας καθαρός, γνήσιος και όχι από την Ρωμαϊκή ονομασία Galli, με την οποία είναι γνωστοί στην Ελλάδα σήμερα. Γενικά ο οπλισμός των ΓαλατώνΚελτών πολεμιστών ήταν απλός και αποτελείτο κυρίως από επιθετικά όπλα όπως πελέκεις διαφόρων ειδών, σπαθομάχαιρες, μακριά ξίφη και ακόντια με σιδερένιες ή ορειχάλκινες αιχμές. Οι Γαλάτες-Κέλτες πολεμούσαν ημίγυμνοι ή τελείως γυμνοί, όπως οι μισθοφόροι πολεμιστές Γαισάτοι, χωρίς θωράκιση με επιθετική και άναρχη τακτική χαρακτηριστική στους στρατούς των βαρβάρων, υπό τους ήχους του βούκινου ή κάρνυκας. Τα αμυντικά τους όπλα περιορίζονταν μόνο στις μεγάλες ξύλινες παραλληλόγραμμες ή επιμήκεις εξάγωνες ασπίδες καθώς και κάποιες θυρεοειδούς μορφής ασπίδες με μεταλλικό ομφαλό στο κέντρο ή κατακόρυφο επίμηκες εξόγκωμα ωθησμού. Τα επιθετικά όπλα των Γαλατών ήταν τα μακριά ξίφη από ορείχαλκο ή σίδερο, παρεμφερή με το εικονιζόμενο αντίγραφο. Επίσης οι Γαλάτες χρησιμοποιούσαν ακόντια μικρού μήκους και διαφόρων μορφών και τύπων πελέκεις τους οποίους χειρίζονταν και σαν εκηβόλα όπλα. Τέλος ο ατομικός τους οπλισμός περιελάμβανε και το κλασικό γαλατικό μαχαίρι του οποίου η λαβή και το σφαίρωμα προσομοίαζαν με τις λαβές και τα σφαιρώματα των ξιφών τους.-

52


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΞΙΦΟΥΣ Πρόσφατα η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φώς ευρήματα μοναδικής αρχαιολογικής αξίας από τις ανασκαφές οι οποίες έγιναν στην περιοχή Αρσλάν Τεπέ της Μικράς Ασίας στην σημερινή Τουρκία. Κατά την διάρκεια αρχαιολογικών ου ανασκαφών στα τέλη του 20 αιώνα ανακαλύφθηκαν σε αρχαίο ης κτηριακό χώρο της 4 χιλιετίας π.Χ. αρκετά ξίφη από χαλκό και πολλές αιχμές δοράτων και βελών επίσης από χαλκό σε σχετικά καλή κατάσταση αλλά με άγνωστη ως τώρα προέλευση. Τα αρχαία αυτά ξίφη, των οποίων το εικονιζόμενο ξίφος είναι αντίγραφό τους, τοποθετούνται χρονολογικά τουλάχιστον περί το 5000 π.Χ. και είναι κατά χίλια χρόνια παλαιότερα από τα ως τώρα αρχαιότερα ευρεθέντα ξίφη σε όλο τον κόσμο και σίγουρα παλαιότερα από κάποιες σ π α θ ο μ ά χ α ι ρ ε ς οι οποίες βρέθηκαν στην βιβλική πόλη Ουρ την φερόμενη σαν γενέτειρα του Αβραάμ. Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι όλα αυτά τα ξίφη είχαν την χάλκινη και σχετικά κοντή λεπίδα τους σε συνέχεια με την λαβή τους, πράγμα το οποίο υιοθετήθηκε αργότερα και στο Μυκηναϊκό ξίφος ά ο ρ, καθώς επίσης και σε συνέχεια με το χονδροειδές κοντό σφαίρωμά τους. Η συνέχεια μεταξύ ελάσματος και λαβής των αρχαίων ξιφών αυτών διακοπτόταν από την παρεμβολή μικρών κυρτών προστατευτικών προφυλακτήρων οι οποίοι και ενώνονταν με το σώμα του κυρίως ξίφους μέσω χάλκινων περτσινιών. Τα μη διασωθέντα μέρη των ξιφών τα οποία αφορούν στον τρόπο που επικαλύπτονταν οι λαβές τους, εικάζεται ότι πρέπει να κατασκευάζονταν από ξύλο ή κόκαλο με επικρατέστερη την ξύλινη λαβή δεδομένου ότι από τα ευρεθέντα ξίφη δεν είχε κανένα πλήρη επικάλυψη λαβής. Η σχέση λαβών και ελασμάτων μεταξύ των ξιφών είχαν πάρα πολλές ομοιότητες αλλά επίσης και πολλές διαφορές ώστε οι ειδικοί αρχαιολόγοι δεν τα έχουν κατατάξει σε καμία από τις γνωστές κατηγορίες θεωρώντας τα σαν τα αρχαιότερα είδη ξιφών στον κόσμο έως σήμερα.-

53


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

54


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

Π

ριν αναφερθούμε στην κυρίως κλασική Ελληνική εποχή κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια απαραίτητη αναφορά σε ότι αφορά μια περίοδο 300 χρόνων πριν, δηλαδή την χρονική περίοδο η οποία διαρκεί περίπου από το 1100 έως και το 800 π.Χ. και η οποία ονομάζεται Γεωμετρική εποχή, σκοτεινοί αιώνες ή ακόμη και Ομηρική εποχή και η οποία συμπίπτει με την κάθοδο των Δωριέων στον κυρίως Ελλαδικό χώρο. Για την εποχή αυτή δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα και χαρακτηρίζεται σκοτεινή από ιστορική άποψη δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άμεσες πηγές άντλησης πληροφοριών γι' αυτήν παρά μόνο μέσα από τα χωρία και τις περιγραφές των Ομηρικών επών και την μυθολογία του Ισιόδου. Οι λόγοι αυτής της σχετικής έλλειψης πληροφοριών κατά πολλούς ιστορικούς οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την κατάληψη της Τροίας ή Ίλιον από τους Έλληνες Αχαιούς και μετά τον γυρισμό του αποδεκατισμένου Ελληνικού στρατού στην Ελλάδα υπήρξε μια γενική και πολύχρονη ύφεση σε όλων των ειδών τις δραστηριότητες. Αφορμή αυτής της πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής ύφεσης υπήρξε το γεγονός ότι οι Έλληνες επί αρκετό χρονικό διάστημα επούλωναν τις πληγές τους οι οποίες δημιουργήθηκαν από την δεκαετή διαμάχη τους με τους Τρώες και τους συμμάχους τους. Τα Ελληνικά βασίλεια κατά την απουσία των βασιλέων τους στον πολύχρονο πόλεμο υπέφεραν οικονομικά λόγω έλλειψης εργατικών χεριών καθώς η επίβλεψη των δούλων ήταν πλημμελής με αποτέλεσμα άλλοι από αυτούς να αυτονομηθούν και άλλοι να στραφούν κατά των αφεντάδων τους. Πολλά επίσης οικογενειακά δράματα και χαμοί βασιλέων όπως του Αγαμέμνονα, του Αίαντα, του Ιδομενέα του Αχιλλέα και άλλων πριν ή μετά τον γυρισμό τους επηρέασαν τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής τους έτσι ώστε οι επαναπατρισθέντες πολεμιστές Αχαιοί βρέθηκαν σε ένα διαφοροποιημένο περιβάλλον καινούργιο και ξένο γι' αυτούς. Ο Όμηρος σαν ποιητής δεν αναφέρεται στα κοινωνικά προβλήματα τα οποία έλαβαν χώρα μετά τον γυρισμό των Αχαιών ούτε καν τι έγινε π.χ. μετά τον γυρισμό και την αποκατάσταση του Οδυσσέα στον θρόνο της Ιθάκης ή του Αγαμέμνονα στον θρόνο των Μυκηνών, πράγμα το οποίο έκαναν με εξαιρετική επιτυχία οι τραγωδοί της κλασικής εποχής. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν στον Τρωικό πόλεμο σαν ιστορικό γεγονός όπως άλλωστε ισχυρίζεται και στην Αρχαιολογία του ο Θουκυδίδης. Την εποχή αυτή και μετά το 1150 π.Χ. ξεκίνησαν οι μετακινήσεις διαφόρων φύλων από βορρά προς νότο με εξαίρεση το φύλο των Μακεδόνων το οποίο από τα βορειοδυτικά μετακινήθηκε στον χώρο ο οποίος την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ήταν γνωστός σαν Μακεδονίς ή Ελληνική γη των Μακεδνών, κατά το δωρικότερο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μετακινήσεις οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον 7ο π.Χ. αιώνα. Την ίδια αυτή ιστορική περίοδο τα φύλα των Θεσσαλών, των Βοιωτών, των Ακαρνάνων, των Λοκρών, των Αινιάνων και άλλα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στους σημερινούς γεωγραφικούς Ελληνικούς χώρους και με την πάροδο του καιρού απέκτησαν το όνομά τους. Συγχρόνως κάποιες άλλες Ελληνικές φυλετικές ομάδες δεν άλλαξαν τόπους διαμονής όπως ήταν οι Αθηναίοι και οι Αρκάδες ενώ άλλα πάλι φύλα ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν στην φοινικική Κύπρο, όπου η Μυκηναϊκή επιρροή είχε εδραιώσει την ελληνική γλώσσα μέσα από τις επαφές των Μυκηναίων με τους Κυπρίους σχετικά με το εμπόριο του χαλκού και των άλλων ορυκτών προϊόντων τα οποία διέθετε η 55


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

μεγαλόνησος. Η μετανάστευση όμως συνεχίστηκε, σαν φυσική συνέπεια των εσωτερικών μετακινήσεων, των πολιτικών διωγμών και κοινωνικών ανακατατάξεων, με αποτέλεσμα να αποικιστούν οι δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας από ελληνικά φύλα όπως οι Ίωνες, οι Αιολείς και οι Δωριείς μέσω των Κυκλάδων, της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Οι μετακινήσεις αυτές στο σύνολό τους ιστορικά ονομάζονται πρώτος Ελληνικός αποικισμός και έλαβε χώρα από το 1100 έως το 800 π.Χ. δηλαδή κατά την γεωμετρική περίοδο. Το σημαντικότερο όμως το οποίο χαρακτηρίζει αυτή την εποχή είναι η χρήση του γραπτού λόγου μέσα από την αλφαβητική γραφή η οποία είχε τις ρίζες της στο φοινικικό αλφάβητο, όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και ο ο επαναλαμβάνεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και το οποίο είχε εισαχθεί από τον 11 έως τον 9 αιώνα π.Χ. προσαρμοζόμενο στις επί μέρους ηχητικές ανάγκες των φθόγγων της Ελληνικής προφορικής γλώσσας. Πριν από αυτούς τους παλαιούς και σχετικά σκοτεινούς χρόνους το σύστημα διοίκησης το οποίο επικρατούσε ήταν η βασιλεία, θεσμός ο οποίος δημιουργήθηκε όταν η πλειοψηφία των πολιτών αποδεχόταν, σιωπηρά ή όχι, σαν ηγέτες της τους περισσότερο δυναμικούς και τους ευφυέστερους. Ακόμη το βασιλικό αξίωμα διεκδικούσαν όσοι έντεχνα κατάφερναν να αποδοθεί κάποια θεϊκή ή ηρωική καταγωγή στην γενιά τους, πράγμα το οποίο εντυπωσίαζε τους θεοφοβούμενους και αφελείς υπηκόους της εποχής εκείνης. Οι βασιλείς συγχρόνως ήταν οι αρχηγοί του στρατού και είχαν ακόμη και δικαστική εξουσία για την διευθέτηση των διαφορών και την λήψη αποφάσεων σχετικά με διάφορες ποινικές και αστικές διενέξεις μεταξύ των υπηκόων τους, οποιασδήποτε βαθμίδας και αξιώματος, δικάζοντας με βάση το άγραφο εθιμικό δίκαιο και την υποκειμενική τους κρίση. Πέραν αυτών των καθηκόντων οι βασιλείς «επικοινωνούσαν» και με τις θεότητες, σαν μεσάζοντες και φορείς των ικεσιών των υπηκόων τους, παράλληλα με τους μάντεις και τους αρχιερείς, οι οποίοι εκτελούσαν τα παραδοσιακά ιερατικά καθήκοντά τους χρησμοδοτώντας ανάλογα με τα κατά καιρούς συμφέροντα των βασιλέων τους. Από την έναρξη όμως της αντικατάστασης των απλών άστεων με τις πόλεις - κράτη, τα οποία ου ήταν δημιούργημα της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, η επόμενη εξέλιξη η οποία διήρκεσε το μισό του 7 π.Χ. αιώνα ήταν η κατάργηση της βασιλείας από τους ευγενείς ή «πατρική» βασιλεία κατά τον Θουκυδίδη, όχι τόσο σαν θεσμού όσο σαν εύρος δικαιοδοσιών εκ μέρους των βασιλέων. Οι ευγενείς είχαν πλέον την μόρφωση, την ισχύ και την εμπειρία στην διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων καθώς και τον τρόπο να επιβάλουν την γνώμη τους περιοριζόμενου του βασιλιά στον ρόλο του ίσου μεταξύ ίσων και του εκφραστή απλά της εννοίας της ενότητας του βασιλείου. Η λήψη των αποφάσεων γινόταν από τους περισσότερους ευγενείς, με μυστική ή όχι ψηφοφορία, δια βοής ή και με την ανάταση του χεριού όπως γινόταν από τους γέροντες της Σπαρτιατικής Απέλλας η οποία εν καιρώ αποτέλεσε και την απαρχή της λειτουργίας του γνωστού μέχρι τις ημέρες μας σώματος της Γερουσίας. Άλλο επίσης σοβαρό γεγονός το οποίο εμφανίστηκε την σκοτεινή αυτή περίοδο, πριν την εμφάνιση της Ελληνικής προκλασικής ή αρχαϊκής εποχής, ήταν το πρόβλημα των υπό οποιεσδήποτε συνθήκες καθιστάμενων δούλων οι οποίοι θεωρούνταν κατώτερα όντα εφ' όσον την εποχή εκείνη η βασική διαχωριστική κοινωνική γραμμή ήταν αυτή που χώριζε τους ελεύθερους από τους δούλους. Στην συνέχεια διατυπώθηκαν οι ορισμοί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των πολιτών και της πολιτείας και μπήκαν οι βάσεις οι οποίες αφορούσαν στις σχέσεις τους με τους ξένους επισκέπτες ή με τους προτιθέμενους να εγκατασταθούν σαν αλλοδαποί. Οι γηγενείς πολίτες διαχωρίζονταν από τους αλλοδαπούς σαν ανώτεροι παρά το γεγονός της πατροπαράδοτης ασυλίας και φιλοξενίας την οποία απολάμβαναν οι ξένοι και οι ικέτες εκ μέρους των ελευθέρων πολιτών. Στην αγορά, δηλαδή στον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες των πόλεων κρατών και λαμβάνονταν οι αποφάσεις, τις τάξεις των πολιτών ιεραρχικά αποτελούσαν, εκτός του βασιλέως, οι άρχοντες και οι ευγενείς με καταγωγή από ένδοξους προγόνους και οι οποίοι ήταν κάτοχοι μεγάλης ακίνητης περιουσίας, οι στρατεύσιμοι άνδρες με ικανό αγροτικό κλήρο, οι διάφοροι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες ή δημιουργοί, οι μέτοικοι, οι θήτες οι οποίοι κατείχαν λιγοστή ή καθόλου γη και οι επαίτες. 56


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Γενικότερα σαν ελεύθεροι πολίτες λογίζονταν όσοι εκ των πολιτών ήταν κοινωνικά και οικονομικά ιεραρχημένοι και έτσι οι κοινές αποφάσεις παίρνονταν από περισσότερους του ενός, πράγμα το οποίο οδήγησε σιγά αλλά σταθερά σε ολοένα πλατύτερη και υγιέστερη κοινωνική βάση λήψεως αυτών των αποφάσεων, με τις απαραίτητες διαφωνίες, διαφορετικές απόψεις και τους αναπόφευκτους πολιτικούς συνασπισμούς οι οποίοι μοιραία δημιουργούνταν. Δεδομένου ότι δεν ήταν ακόμη γνωστός σε ευρεία κλίμακα ο θεσμός του χρήματος, σαν μέσου συναλλαγής, η ανταλλακτική αξία των πραγμάτων καθοριζόταν κατ' αρχήν από τα πολύτιμα μέταλλα είτε αυτά ήταν σκεύη ή ήταν πρώτες φυσικές ύλες καθώς και από τα ζώα και ιδιαίτερα τα βόδια τα οποία ήταν χρήσιμα στις γεωργικές εργασίες. Κατά την Γεωμετρική περίοδο δημιουργήθηκαν σχετικά αξιόλογα έργα τέχνης, όπως έργα κεραμικής με ευαίσθητη γκάμα χρωματικών συνδυασμών και συνθέσεις γεωμετρικών σχημάτων. Παράλληλα αναπτύχτηκε η μνημειακή γλυπτική και άρχισε να θεμελιώνεται μια τεχνογνωσία επάνω στην ύλη που οδήγησε με την σειρά της σε μια ευρύτερη τεχνολογική και καλλιτεχνική αναζήτηση η οποία ολοκληρώθηκε ου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την περίοδο που ακολούθησε. Στα τέλη της ιστορικής περιόδου μεταξύ του 8 ου και του 5 π.Χ. αιώνα, η οποία ονομάστηκε αρχαϊκή, σηματοδοτείται η απαρχή της λαμπρής κλασικής περιόδου και δημιουργείται ένα μεταναστευτικό ρεύμα γνωστό σαν μεγάλος δεύτερος Ελληνικός αποικισμός προς όλες τις περιοχές της ευρύτερης Μεσογειακής λεκάνης και ιδιαίτερα στην κάτω Ιταλία και την Σικελία όπου οι Έλληνες ίδρυσαν αποικίες. Οι αιτίες της μεταναστευτικής αυτής κίνησης πρέπει να αναζητηθούν στην ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, στην δημογραφική πληθυσμιακή έκρηξη και την αντίστοιχη μείωση του ατομικού γεωργικού κλήρου, καθώς και στις πολλές πολιτικές διώξεις με αποτέλεσμα την συνηθισμένη, εκείνη την εποχή, εξορία μέσω του εξοστρακισμού των πολιτικών αντιπάλων. Από τις Ηράκλειες στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ έως την μακρινή Σκυθία ήτοι την σημερινή Ουκρανία, την Μικρά Ασία και την Μαύρη θάλασσα και από την Κύπρο έως την Σικελία, την Κορσική, την Ισπανία, την κάτω Ιταλία και την νότια Γαλλία ιδρύθηκαν Ελληνικές πόλεις από Έλληνες αποίκους. Η Μασσαλία στην Γαλλία, η Νεάπολη, η Ηράκλεια, καθώς και οι Συρακούσες, η Ιμέρα, ο Κρότωνας, ο Ακράγας, ο Τάραντας, ο Γέλων και άλλες είναι μερικές από τις πόλεις - αποικίες οι οποίες αποτέλεσαν την λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Στις πόλεις αυτές και ιδιαίτερα της Σικελίας υπάρχουν αξιόλογα μνημεία μέχρι σήμερα και μάλιστα κάποια από αυτά σε πολύ καλή κατάσταση οικοδομημένα, στην πλειονότητά τους, με τον πρωτοδωρικό Ελληνικό αρχιτεκτονικό ρυθμό από υπόλευκο ντόπιο πορώδη λίθο. Στις νέες αυτές αποικίες κατασκευάστηκαν πολλοί ναοί, σύμφωνα με το Ελληνικό πνεύμα και τα αρχιτεκτονικά ρυθμολογικά Ελληνικά πρότυπα, καθώς και λιμάνια, υδραγωγεία, οχυρωματικά έργα, δημόσια κτήρια και μεγάλα οδικά δίκτυα τα οποία ένωναν αυτές τις αποικίες μεταξύ τους. Σπουδαίοι πολιτικοί, επιστήμονες και αθλητές εμφανίστηκαν στις Ελληνικές αποικίες εν καιρώ και ενδεικτικά αναφέρονται ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος, ο μαθηματικός και εφευρέτης Αρχιμήδης καθώς και ο ολυμπιονίκης παλαιστής από τον Κρότωνα ο Μίλων. Αλλά και στην κυρίως Ελλάδα παρατηρήθηκε μια καλλιτεχνική άνθηση κυρίως στην αρχιτεκτονική ρυθμολογία και στην γλυπτική με προεξέχον γνώρισμα τις φιλοτεχνήσεις των περίφημων κ ο ύ ρ ω ν, των γνωστών μετωπικών αγαλμάτων, σε φυσικό αλλά και σε μεγαλύτερο μέγεθος από μάρμαρο ή και πέτρα. ο Η γλυπτική αυτή τεχνοτροπία είχε ξεκινήσει από τον 8 π.Χ. αιώνα και αφορούσε περισσότερο στα επιτύμβια μνημεία και στα ιερά αναθήματα. Οι κούροι ήταν γυμνά αγάλματα νέων και συνδέονταν περισσότερο με τους θεούς Ποσειδώνα και Απόλλωνα ενώ οι κόρες φορούσαν ελαφρύ ιμάτιο και συνδέονταν περισσότερο με τη λατρεία της Ήρας. Τα αγάλματα αυτά με την απρόσωπη και αινιγματική εμφάνιση και έκφραση οδήγησαν στα γνωστά γλυπτά αριστουργήματα της κλασικής εποχής. Έτσι έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα η Ελλάδα κατόρθωσε να γίνει το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας μεγάλης γεωγραφικά περιοχής πολύ μεγαλύτερης από τα δικά της τοπικά στενά γεωγραφικά όρια.

57


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Δεδομένης της μεγάλης απόστασης των αποικιών από την μητροπολιτική Ελλάδα και την επικοινωνιακή δυσκολία εκείνων των εποχών οι πόλεις αυτοδιοικούνταν χωρίς όμως να χάσουν οι κάτοικοί τους την κοινή τους θρησκεία, την γλώσσα και τα έθιμα της πατρίδας τους ούτε και την επαφή τους με αυτήν. Το εμπόριο και οι πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ τους συνεχίστηκαν, έστω και αν οι Φοίνικες εξακολουθούσαν να είναι ένας σοβαρός και υπολογίσιμος εμπορικός αντίπαλος, δημιουργούμενης έτσι μιας άρρηκτης σχέσης και ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης σε όλα τα επίπεδα. Σπουδαίο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο, της εποχής που εμφανίστηκε η πόλη - κράτος, ήταν και η κατάργηση της βασιλείας, η οποία είχε χάσει από καιρό την προηγούμενη δύναμη και την αίγλη της και η αντικατάστασή της με την νέα μορφή πολιτεύματος την τυραννίδα, με την έννοια του όρου της εποχής εκείνης και με κύριο φορέα την αριστοκρατική ολιγαρχία. Η κοινωνική αυτή αλλαγή είχε σαν αποτέλεσμα την αντίδραση των δημοτών πολιτών, υπό την θεσμική ονομασία Δήμος, η οποία οδήγησε σε πολλαπλές αντιπαραθέσεις και εν συνεχεία σε σοβαρές εξεγέρσεις μεταξύ του Δήμου και των τυράννων κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ., οι οποίες εξεγέρσεις δεν ήταν πάντοτε αναίμακτες. Ο τύραννος συνήθως αντιπροσώπευε την σύγκλιση των συμφερόντων της εύπορης τάξης, από την οποία κατά κανόνα προερχόταν, αλλά και τα συμφέροντα της πολυπληθούς τάξης των αγροτών με αποτέλεσμα όμως την συχνή μεροληψία υπέρ της δικής του τάξης και των συμφερόντων της. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν και τύραννοι κατά την διακυβέρνηση των οποίων οι πόλεις τους απήλαυσαν εποχές πλούτου, δύναμης και ακμής τόσο υψηλής ώστε κάποιοι από αυτούς να γίνουν γνωστοί για την ικανότητα και το μεγαλείο τους μέχρι και τις ημέρες μας αδιάφορα αν υπήρξαν τύραννοι της μητροπολιτικής Ελλάδας ή των αποικιών της. Μεταξύ αυτών των σπουδαίων τυράννων ήταν ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο Πολυκράτης της νήσου Σάμου, ο Θρασύβουλος της Μιλήτου και ο Αθηναίος Πεισίστρατος πατέρας των Πεισιστρατιδών Ιππάρχου (527-514) και Ιππία (514-510). Ο Πεισίστρατος (560 - 527 π.Χ.) έθεσε και τις πρώτες βάσεις της ανάπτυξης των Αθηνών για την επερχόμενη κλασική περίοδο διατηρώντας τις πολιτικές αρχές και την νομοθεσία του Σόλωνα, ενός εκ των επτά σοφών, διοικώντας με σωφροσύνη και μετριοπάθεια. Σιγά σιγά όμως η τυραννίδα έχασε τον αρχικό της χαρακτήρα και κατέληξε να γίνει ένα αυταρχικό και πραγματικά τυραννικό καθεστώς με αποτέλεσμα την ένοπλη αντίδραση από δυσαρεστημένα μεμονωμένα άτομα, όπως έγινε στην Αθήνα κατά του Ιππάρχου το 514 με δράστες τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. (Θουκυδίδης Ι.54-56) Αντίδραση κατά των τυράννων εκδήλωσαν και οι Δήμοι, υπό την αιγίδα των οποίων εγκαινιάστηκαν νέες πολιτικές μέθοδοι διακυβέρνησης, με τελικό αποτέλεσμα την ευτυχή ο εξέλιξη κατά τον 5 π.Χ. αιώνα της μετάβασης στο διάδοχο πολίτευμα της Δημοκρατίας. Κατά την Γεωμετρική περίοδο, αλλά και κατά την Αρχαϊκή ή προκλασική περίοδο, η στρατιωτική δύναμη τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδας όσο και των αποικιών της ήταν σε σχετικά υψηλά επίπεδα λαμβανομένου υπ' όψιν του παραδοσιακού εύμαχου των Ελλήνων. Επίσης από τους κύριους παράγοντες της οικονομικής ευμάρειας στην Ελλάδα στα τέλη της εποχής εκείνης ήταν ο υλικός πλούτος και τα αγαθά τα οποία είχαν συσσωρευτεί τόσο από τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ μητρόπολης και αποικιών όσο και με όλους σχεδόν τους λαούς οι οποίοι συνόρευαν με τις αποικίες. Οι ιστορικές πληροφορίες δεν είναι αρκετές σχετικά με τις τακτικές μάχης των οπλιτικών σωμάτων της εποχής εκείνης αλλά πιστεύεται ότι έπαψε να ισχύει η παλαιά αντίληψη των μεμονωμένων ηρωικών μονομαχιών και τέθηκαν οι βάσεις της νέας πολεμικής τακτικής των φαλάγγων η οποία τακτική ολοκληρώθηκε κατά την κλασική εποχή. Τα νέα ξίφη έμοιαζαν με τα ξίφη τύπου ά ο ρ ο ς, ήταν σιδερένια, κοντύτερα, ελαφρότερα, για να τα χειρίζονται και οι φαλαγγίτες και άλλαξε το σχήμα της λαβής τους κάνοντάς την συνέχεια της λάμας τους, η οποία όμως δεν άλλαξε ως προς το σχήμα της. Επιπροσθέτως διατηρήθηκαν και κάποια από τα είδη των φ α σ γ ά ν ω ν καθώς και οι γνωστές ορειχάλκινες ή σιδερένιες σ π α θ ο μ ά χ α ι ρ ε ς ή μ ά χ α ι ρ ε ς κατά τον Ξενοφώντα. Παράλληλα συνυπήρχαν τα βαριά δόρατα ή έ γ χ η με την μεγάλη αιχμή, το απλό και το πρώιμο σύνθετο τόξο, 58


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

οι βελτιωμένου τύπου μεταλλικές οκτώσχημες ασπίδες, οι οποίες αποτέλεσαν τον προάγγελο της γνωστής βοιωτικής ασπίδας με τις έντονες πλευρικές αποτμήσεις, όπως δείχνει η ασπίδα του Κιτίου. Επίσης χρησιμοποιούνταν οι ήδη γνωστές μας μεγάλες ασπίδες τύπου σ ά κ ο υ καθώς και οι στρογγυλές κυρτές ασπίδες οι οποίες ήταν συνήθως διακοσμημένες με πολύπλοκες γραμμικές γεωμετρικές συνθέσεις και καλαίσθητους συνδυασμούς χρωμάτων.-

1

2

59


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

60


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Γ

ενικώς λέγοντας κλασική εποχή μιας χώρας εννοούμε την ιστορική εκείνη περίοδο κατά την οποία συνέβησαν ρηξικέλευθες πολιτιστικές αλλαγές, οριακά γεγονότα και υψηλά επιτεύγματα στον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών, της αρχιτεκτονικής ρυθμολογίας και γενικότερα του πολιτισμού τα οποία σημάδεψαν διαχρονικά αυτή την εποχή και την επί μέρους χώρα στην οποία αναφερόμαστε. Η εκάστοτε ονομαζόμενη κλασική περίοδος εμφορείται από νέες για την εποχή της αξίες, νέες ιδέες, νέους τρόπους ζωής ακόμη και από νέες πολεμικές μεθόδους οι οποίες αντικαθιστούν τις παλαιές όντας τελειότερες συγκριτικά με τις προηγούμενες και οι οποίες αλλαγές διαρκούν μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι καινοτομίες αυτές είναι διαχρονικές και δεν αντικαθίστανται εύκολα από άλλες παρά μόνο από σαφώς υπέρτερές τους οι οποίες θα πάρουν την θέση τους επίσης σαν κλασικές, υπεράνω δηλαδή συγκρίσεων και μεταβολών από τον χρόνο και αυτή η αλληλουχία συνεχίζεται εις το διηνεκές, σφραγίζοντας έτσι τις ιστορικές πορείες και τις μοίρες των λαών. Οι ενδιάμεσες ιστορικές περίοδοι είναι παροδικές, μεταβατικές και τα επιτεύγματά τους δεν είναι τέτοια ώστε να τις σημαδεύουν και να τις χαρακτηρίζουν ιστορικά ως κλασικές. Έτσι η Ελληνική κλασική εποχή άρχισε λίγο πριν το 490 π.Χ. και διήρκεσε έως και το 323 π.Χ. με υπέρτατο σημείο ανόδου τα τέλη του 5ου αιώνα ο οποίος ονομάστηκε, εκ των υστέρων και Χρυσούς αιώνας. Στην περίοδο αυτή, παρά το γεγονός ότι έλαβαν χώρα και οι εκστρατείες των Περσών κατά της Ελλάδας, συνέβηκαν παράλληλα και θαυμαστά πολιτιστικά, καλλιτεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα τα οποία χαρακτήρισαν την Ελλάδα σαν την κοιτίδα του πολιτισμού, του τότε γνωστού κόσμου, τα αποτελέσματα και τις επιδράσεις του οποίου δέχεται, θαυμάζει και αναγνωρίζει μέχρι τις ημέρες μας η σύγχρονη παγκόσμια κοινότητα. Το ιστορικό πλαίσιο και το χρονικό των γεγονότων από τους Περσικούς πολέμους μέχρι την εμφάνιση της Μακεδονικής δύναμης και την άνοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον θρόνο της Μακεδονίας ου έχουν ως εξής. Από τα μέσα του 6 π.Χ. αιώνα πολλές Ελληνικές Ιωνικές πόλεις των αποικιών, στα παράλια της Μ. Ασίας, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους εξ' αιτίας μιας ανερχόμενης υπέρτερης δύναμης, αυτήν της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών και υποτάχθηκαν σ' αυτήν προκαλώντας έτσι το 499 π.Χ. την εξέγερση των υπολοίπων αποικιών τις οποίες υποστήριζαν φανερά από τον κυρίως Ελλαδικό χώρο η Αθήνα και η Ερέτρια. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ο Α', αφού κατέστειλε την επανάσταση και των υπολοίπων αποικιών, στράφηκε κατά των Ελληνικών πόλεων με τον απώτερο σκοπό όμως την επέκτασή του στην υπόλοιπη Ευρώπη με βάση την κατακτημένη, όπως ήλπιζε, Ελλάδα. Έτσι το έτος 490 π.Χ. έστειλε υπό τους στρατηγούς του Δάτη και Αρταφέρνη μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες αφού τιμώρησαν τους Ερετριείς βάδισαν κατά των Αθηνών. Οι Ελληνικές δυνάμεις, πλην των απόντων Λακεδαιμονίων, αν και σε σύγκριση ήταν αριθμητικά υποδεέστερες από αυτές των Περσών και των συμμάχων τους, νίκησαν τους Πέρσες στην περίφημη μάχη του Μαραθώνα υπό την αρχηγεία του Αθηναίου στρατηγού Μιλτιάδη. Δέκα χρόνια αργότερα το 480 π.Χ. οι Πέρσες, επί της βασιλείας του Ξέρξη του Α', διαδόχου του Δαρείου, εκστράτευσαν πάλι κατά της Ελλάδας ερχόμενοι από τα βορειοανατολικά σύνορα της χώρας και υποχρεώνοντας σε συμμαχία διά της βίας τα κράτη - πόλεις τα οποία συναντούσαν, έφτασαν μέχρι τα στενά 61


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

των Θερμοπυλών. Είναι γνωστές στην παγκόσμια ιστορία οι λαμπρές σελίδες θυσίας και δόξας από τους υπερασπιστές των στενών τους τριακόσιους Σπαρτιάτες οπλίτες υπό τον βασιλιά Λεωνίδα και τους επτακόσιους Θεσπιείς υπό τους αρχηγούς τους Δημόφιλο και Μεγιστία. Στην συνέχεια οι Πέρσες μετά την πύρρειο νίκη τους, η οποία πραγματοποιήθηκε με την προδοσία του ανθέλληνα καταδότη Εφιάλτη, προελαύνοντες κυρίευσαν και πυρπόλησαν την αφύλακτη Αθήνα σκοτώνοντας τους υπερασπιστές της οι οποίοι είχαν καταφύγει στην ακρόπολη την οποία κατέστρεψαν και λαφυραγώγησαν. Τελικά οι Πέρσες γνώρισαν την ήττα στην ναυμαχία η οποία έγινε στην θαλάσσια περιοχή της Σαλαμίνας από τους συνασπισμένους Έλληνες υπό την γενναία διοίκηση του Αθηναίου στρατηγού Θεμιστοκλή και του Σπαρτιάτη ναυάρχου Ευρυβιάδη. Η ολοκληρωτική ήττα των Περσών έγινε στην μάχη των Πλαταιών τον επόμενο χρόνο όπου και πάλι πρωταγωνίστησαν οι Σπαρτιάτες υπό τον βασιλιά τους Παυσανία μαζί με τους Αθηναίους και τους συνασπισμένους λοιπούς Έλληνες. Το καταδιωκόμενο περσικό ναυτικό από τον Ελληνικό στόλο καταστράφηκε ολοκληρωτικά στην ναυμαχία της Μυκάλης, στα παράλια της Μ. Ασίας, από τους Έλληνες οι ου οποίοι είχαν αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη και τον Αθηναίο Ξάνθιππο. Έτσι στις αρχές του 5 π.Χ. αιώνα οι Ελληνικές δυνάμεις σταμάτησαν την προέλαση των βαρβάρων Ασιατών, όπως συλλήβδην τους έλεγαν οι Έλληνες, γεγονός το οποίο καθόρισε και τις τύχες της υπόλοιπης Ευρώπης. Στην συνέχεια ο 5ος π.Χ. αιώνας, υπήρξε η μεγάλη και αξεπέραστη εποχή των φιλοσόφων, των τραγωδών, των καλλιτεχνών και της εφαρμογής των πολιτικών δημοκρατικών ιδεών. ο Πέραν των ως άνω επιτευγμάτων τον 5 αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκαν οικήματα και χώροι σύμβολα της Δημοκρατίας όπως η Βουλή, ο Άρειος πάγος, θέατρα, βήματα ρητόρων σαν την Πνύκα και λοιπά πολιτιστικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα τα οποία ήταν πρωτοφανή σε σύλληψη και εκτέλεση για την εποχή εκείνη. Παράλληλα εξελίχτηκαν παλαιοί και δημιουργήθηκαν νέοι κτηριακοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί όπως ο Δωρικός, ο Ιωνικός και ο Κορινθιακός οι οποίοι εφαρμόστηκαν σε πλήθος κτιρίων με προεξέχων απόλυτα το αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνα επάνω στον ιερό βράχο της Ακροπόλης της Αθήνας ο οποίος κτίστηκε σε Δωρικό ρυθμό εξ' ολοκλήρου από Πεντελικό μάρμαρο προς τιμή της θεάς Αθηνάς από το 447 έως το 432 π.Χ. Η πόλη λοιπόν της Αθήνας, με μοναδικό ανταγωνιστή της την Κόρινθο, έγινε η πρώτη Ελληνική πόλη σε πολεμική ναυτική δύναμη και ως εκ τούτου και η πρώτη δύναμη στο διά θαλάσσης εμπόριο το οποίο άνθισε και χάρισε στην πόλη πλούτο, δύναμη και μεγαλείο. Στον κολοφώνα όμως της δόξας, του πλούτου και της δύναμής της έφτασε η Αθήνα όταν την ηγεσία της ανέλαβε ο περίφημος πολιτικός και ρήτορας Περικλής και η πόλη έγινε το κέντρο του διεθνούς πνεύματος του τότε γνωστού κόσμου κάτω από το δημοκρατικό, πρωτοποριακό για την εποχή, διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας του Δήμου. Στην Αθήνα αυτής της περιόδου καθώς και αργότερα έζησαν και μεγαλούργησαν ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης Ιπποκράτης, οι διαχρονικοί φιλόσοφοι Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης οι τραγωδοί Αισχύλος, Ευριπίδης και Σοφοκλής καθώς και ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης για να συμπληρωθεί ο κύκλος της διανόησης και της υψηλής τέχνης με τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη καθώς και τους γλύπτες Πραξιτέλη, Μνησικλή, Φειδία και άλλους. Η δύναμη και η παντοκρατορία όμως αυτή της Αθήνας αποτέλεσε τελικά και το σημείο προστριβής της με αρκετές πόλεις της συμμαχίας της Δήλου με κύριες αφορμές το κοινό της ταμείο με τις πόλεις της συμμαχίας, την διένεξη Κορινθίων και Κερκυραίων καθώς και μεταξύ των Αθηναίων και των Μηλίων, οι οποίοι ήθελαν να αποσπαστούν από την συμμαχία παροτρυνόμενοι από τους ανταγωνιστές των Αθηναίων τους Σπαρτιάτες. Το αποτέλεσμα ήταν η χαλαρότητα των ισχυρών δεσμών οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των πόλεων βασιλείων κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων και οι Ελληνικές πόλεις άρχισαν να υποβλέπονται και να συσπειρώνονται μοιραία γύρω από τις δυνατότερες από αυτές οι οποίες ήταν παραδοσιακά η Αθήνα και η Σπάρτη. Έτσι μετά την νέα αποστασία της Ποτίδαιας από την Αθηναϊκή συμμαχία, την οποία είχαν δημιουργήσει οι Αθηναίοι με την βοήθεια των συμμαχικών τους πόλεων μετά τους Περσικούς πολέμους και

62


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

το Μεγαρικό ψήφισμα του 432 π.Χ., πολλές από αυτές προσπάθησαν να αποσκιρτήσουν από την εν λόγω συμμαχία πλησιάζοντας την επίσης δυνατή πόλη - βασίλειο της Σπάρτης. Την ευκαιρία αυτή άδραξε η ελλοχεύουσα πελοποννησιακή δύναμη, η οποία διατηρούσε εκτός από τα παραδοσιακά πρωτεία των χερσαίων Ελληνικών δυνάμεων και αρκετούς συμμάχους μεταξύ των Ελλήνων, για να αποτρέψει τα σχέδια της Αθήνας για πανελλήνια κυριαρχία. Για τον λόγο αυτό και πολλούς άλλους λόγους όπως οικονομικούς, γοήτρου, κηδεμονίας, εδαφικών επεκτάσεων και της προαιώνιας ασθένειας των Ελλήνων της διχόνοιας άρχισε το έτος 431 π.Χ. ο Πελοποννησιακός πόλεμος ο αιματηρότερος και καταστροφικότερος πόλεμος ο οποίος έληξε με την πύρρειο νίκη της Σπάρτης το 404 π.Χ. και μόνο κατόπιν της επεμβατικής βοήθειας της Περσίας! Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ο οποίος διήρκεσε περίπου τριάντα χρόνια διαιρείται ιστορικά σε τρείς χρονικές περιόδους. Τον Αρχιδάμειο πόλεμο (432 - 421 π.Χ), την ειρήνη του Νικία η οποία περιλάμβανε και την Σικελική εκστρατεία (420 - 413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412 - 404 π.Χ.). Οι επιπτώσεις του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ολέθριες για όλες τις Ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα για την Αθήνα η οποία υπέστη λοιμούς, φτώχεια, θανάτους επιφανών ανδρών, μεταξύ δε αυτών και του πολιτικού ηγέτη της Περικλή. Η Αθήνα υπέστη ακόμη μεγάλες απώλειες στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων και τελικά η πλήρης καταστροφή και η ολοκληρωτική ήττα της άρχισε μετά την ατυχή ναυτική εκστρατεία των Αθηναίων στην Σικελία το 413 π.Χ. όπου οδηγήθηκαν από τους στρατηγούς Νικία και Αλκιβιάδη. Στην συνέχεια επικράτησαν οι νικητές Σπαρτιάτες οι οποίοι σταθεροποίησαν την κυριαρχία τους επί των άλλων Ελλήνων, μέσα από την Πελοποννησιακή συμμαχία, μέχρι της εμφανίσεως μιας νέας στρατιωτικής Ελληνικής δύναμης από την Βοιωτία, αυτήν της πόλης των Θηβών. Οι παραδοσιακά λίγοι αλλά και εξουθενωμένοι από τις δοκιμασίες του Πελοποννησιακού πολέμου Σπαρτιάτες νικήθηκαν επανειλημμένα τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στην Στερεά Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Μαντινεία και τα Λεύκτρα από την οπλιτική φάλαγγα του Ιερού λόχου των Θηβών υπό τους στρατηγούς Πελοπίδα και Επαμεινώνδα για να αποτελέσει η Θήβα, στην συνέχεια, την νέα χερσαία στρατιωτική δύναμη της εποχής. Η νέα αυτή Θηβαϊκή δύναμη έδωσε την θέση της αργότερα σε μια άλλη ανερχόμενη Ελληνική δύναμη από τον Βορρά, την Μακεδονία των βασιλέων Αμύντα, Φιλίππου και τέλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου της Μακεδονικής δυναστείας των Αργεαδών. Η ύφεση της Μακεδονικής δύναμης, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί των ημερών της κυριαρχίας των Ελληνιστικών βασιλείων τόσο στην μητρόπολη όσο στην Ασία και την Αφρική, υποχρέωσε σε υποταγή τα μακεδονικά βασίλεια σε μία άλλη ανερχόμενη στρατιωτική και πολιτική δύναμη από την νοτιοδυτική Ευρώπη την κραταιά Ρώμη. Αξιοσημείωτες ήταν οι κοινωνικές ανακατατάξεις καθώς και οι πολιτικές, ατομικές και συλλογικές κατακτήσεις οι οποίες επετεύχθησαν μέσα σε αυτούς τους αιώνες και οι οποίες μοιραία επηρέασαν και επηρεάστηκαν και από τις νέες πολεμικές τακτικές μάχης που στηρίζονταν όχι πια στον ατομικό ηρωισμό αλλά στην συνεργασία του συνόλου των μαχόμενων. ο Πριν από την χρονολογική αρχή της κλασικής εποχής αλλά και από πολύ νωρίτερα σχεδόν από τον 8 κιόλας αιώνα π.Χ. από την Γεωμετρική δηλαδή εποχή, είχε αρχίσει μια πολιτιστική κίνηση η οποία προσπαθούσε να ξεφύγει και να αποκολληθεί από τα αρχαϊκά πρότυπα ξεκινώντας από μία υπολανθάνουσα και υποβόσκουσα πολιτική τάση σχετικά με την υπεύθυνη και μαζική συμμετοχή των ελεύθερων πολιτών στην διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Ο συλλογικός αυτός τρόπος σκέψης περί της συμμετοχής του πολίτη στα κοινά, με προεξέχοντες τους ευγενείς, μεταπήδησε όπως ήταν αναμενόμενο και στους νέους τρόπους αντίληψης και αντιμετώπισης των στρατιωτικών μεθόδων και των τακτικών μάχης. Έτσι ενδεικτικά σημειώνεται η σταδιακή εγκατάλειψη του παραδοσιακού τρόπου μάχης δηλαδή της μορφής των ηρωικών μονομαχιών, όπως αυτός γίνονταν την πρώιμη αρχαϊκή εποχή του Τρωικού πολέμου και η αντικατάστασή του με ένα άλλο σύστημα διεξαγωγής των μαχών επηρεασμένου ακριβώς από αυτές τις καινοτόμες ιδέες της συλλογικής προσπάθειας. Αυτός ο νέος τρόπος ήταν πολύ πιο προηγμένος τεχνολογικά και η φιλοσοφία του συνοψιζόταν στην συνεργασία των μαχόμενων οι οποίοι πειθαρχούσαν στην εφαρμογή 63


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

συγκεκριμένων σχεδίων και τακτικών μάχης οι οποίες με την σειρά τους είχαν σαν άμεσο αποτέλεσμα την δημιουργία της οπλιτικής φάλαγγας, ενός πρωτοποριακού σχηματισμού μάχης ο οποίος είναι γνωστός μέχρι και τις ημέρες μας. Η φάλαγγα σαν σχηματισμός μάχης ήταν μία επιμήκης παράταξη ανδρών οι οποίοι ονομάζονταν φαλαγγίτες με βάθος παράταξης συνήθως οκτώ ή και περισσοτέρων οπλιτών. Ο αριθμός αυτός γινόταν μεγαλύτερος ή μικρότερος ανάλογα με τις ανάγκες των επί μέρους εχθροπραξιών, την σύνθεση και την φύση της φάλαγγας, την επιχειρούμενη γενική διάταξη μάχης, καθώς και από το αν η φάλαγγα ήταν Σπαρτιατική, Αθηναϊκή, Θηβαϊκή ή Μακεδονική. Η φάλαγγα σχηματιζόταν από στοίχους και γραμμές, δηλαδή ο κάθε οπλίτης είχε στο πλευρό του και μπροστά του ένα συμπολεμιστή του έτσι ώστε αν κάποιος από αυτούς έπεφτε στην μάχη την θέση του την έπαιρνε ο οπλίτης που βρισκόταν ακριβώς πίσω του ή ο πλαϊνός του αντίστοιχα. Αυτή η νέα τακτική της αντικατάστασης του μπροστινού οπλίτη και της συγχρόνου φύλαξης του πλευρού του πλαϊνού οπλίτη έγινε χάριν ενός νέου τύπου ασπίδας της λεγομένης α ρ γ ο λ ι κ ή ς, λόγω της καταγωγής της ή συνηθέστερα ό π λ ο ν. Η ασπίδα αυτή αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο της φάλαγγας και έδενε τους οπλίτες μεταξύ τους τόσο ώστε ο κάθε οπλίτης εμπιστευόταν την ζωή του στον άλλο, δεδομένου ότι με το αριστερό άκρο της ασπίδας του προστάτευε την ακάλυπτη δεξιά πλευρά του συμπολεμιστή του και συγχρόνως ο ίδιος προστατευόταν από τον διπλανό του με τον ίδιο τρόπο.

Το σπουδαίο αυτό αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι οπλίτες της ελληνικής κλασικής εποχής, χρησιμοποιήθηκε και αργότερα κατά τους Μακεδονικούς χρόνους. Παράλληλα με αυτές τις ασπίδες χρησιμοποιούνταν και άλλου τύπου ασπίδες όπως π.χ. από τους Θεσπιείς οι Βοιωτικές ωοειδείς οκτώσχημες ασπίδες, οι οποίες ήταν η μεταλλική μετεξέλιξη της Μυκηναϊκής οκτώσχημης ασπίδας, ενώ οι Θράκες και οι Κρήτες πελταστές χρησιμοποιούσαν τις παραδοσιακές Θρακικές και Κρητικές π έ λ τ ε ς. Αργότερα οι Αθηναίοι πελταστές του νεαρού στρατηγού Ιφικράτη χρησιμοποίησαν τις μικρές στρογγυλές Ιφικράτιες λεγόμενες ασπίδες τύπου π έ λ τ η ς οι οποίες δεν είχαν στεφάνη και ήταν μικρότερες από τις ασπίδες του αργολικού τύπου. Ατυχώς οι πηγές δεν διευκρινίζουν αν οι ασπίδες αυτές 64


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

είχαν ή όχι απότμηση καθώς και αν είχαν δερμάτινη επένδυση επάνω στο μέταλλο, όπως είχαν οι Θρακικές π έ λ τ ε ς επάνω από το πλέγμα των βούρλων και τα κλαδιά τα οποία αποτελούσαν τον σκελετό τους. Στην συνέχεια οι Διάδοχοι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου, όπως ο Σέλευκος, ο Αντίγονος, ο Πτολεμαίος, ο Ευμένης και άλλοι, καθώς και οι Επίγονοί τους, χρησιμοποιούσαν στις μάχες, εκτός από τις κλασικές αργολικές και τις τροποποιημένες ελαφρότερες ασπίδες χωρίς την στεφάνη τις λεγόμενες λευκές ή χρυσές ανάλογα με το χρώμα ή το είδος της στίλβωσής τους.

1

2

3

Στο επίπεδο των επιθετικών όπλων την κλασική εποχή και μετά από αυτήν χρησιμοποιούσαν το γλωσσόσχημο ο π λ ι τ ι κ ό σιδερένιο ξίφος, την ιβηρικής καταγωγής κ ο π ί δ α ή μ ά χ α ι ρ α, το σπαρτιατικό κοντό ξίφος ξ υ ή λ η, την Θρακικής προέλευσης ρ ο μ φ α ί α, την θλαστική πεζοναυτική ε π ι β α τ ι κ ή σπαθομάχαιρα και αργότερα το αιχμηρό δίκοπο Μακεδονικό ξίφος των Επιγόνων. Λόγω όμως της παλαιότητας των ελληνικών ξιφών και γενικότερα του μη ανθεκτικού των μετάλλων κατασκευής των όπλων της αρχαίας προκλασικής, κλασικής και αργότερα της ελληνιστικής εποχής, υπάρχουν πολύ λίγα δείγματα των ειδών τους σκορπισμένα σε όλη την Μεσογειακή λεκάνη και όχι μόνο. Αυτή η μικρή αντιπροσώπευση από ευρήματα των όπλων της προκλασικής και κλασικής εποχής έγινε η αφορμή πολλές φορές να μην είναι σαφείς οι τρόποι και τα υλικά κατασκευής τους έτσι που οι σύγχρονοι μελετητές τους να αναπαράγουν τις μορφές τους μέσα από τις εικαστικές απεικονίσεις τους, με την βοήθεια ζωγραφικών παραστάσεων από αγγεία και αναθηματικές πλάκες ταφικών μνημείων. Έτσι η ακριβής χρονολόγηση της αρχής ή του τέλους χρησιμοποίησης κάποιου από αυτά τα όπλα είναι χρονικά ασαφής και παρακινδυνευμένη καθώς αρκετά ασαφής και μη ακριβής είναι και ο χρόνος της μεταβίβασης από το ένα μέταλλο κατασκευής στο άλλο δεδομένου ότι η μεταλλουργική τέχνη εξελισσόταν ραγδαία στον Ελληνικό ηπειρωτικό και νησιώτικο καθώς και τον ευρωπαϊκό χώρο. Πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ότι κατά τις διάφορες περιόδους της αρχαιότητας τα μέταλλα και τα κράματά τους χρονολογικά επικάλυπταν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν κατά τις μεταβατικές χρονικές περιόδους χάλκινα όπλα με ορειχάλκινα, ορειχάλκινα με σιδερένια και πολύ αργότερα σιδερένια με ατσάλινα όπλα. Κυρίαρχο ρόλο στα επιθετικά ε κ η β ό λ α όπλα των απανταχού Ελλήνων μαχητών έπαιζαν τα κάθε είδους και ποιότητας ακόντια των πελταστών καθώς και τα πάσης φύσεως δόρατα των οπλιτών με την ορειχάλκινη ή σιδερένια αιχμή και τον σαυρωτήρα, με προεξέχουσα μορφή δόρατος αυτήν της Μακεδονικής σ ά ρ ι σ α ς, κυρίως κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των μετά από αυτόν Ελληνιστικών χρόνων. 65








ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΟΠΛΙΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ ο

Το Ελληνικό ο π λ ι τ ι κ ό ξίφος προερχόταν σχεδιαστικά από το ξίφος ά ο ρ, ήταν γνωστό από τον 5 αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο κατά τους Μηδικούς πολέμους αλλά και κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία και την Αφρική τον 4ο αιώνα π.Χ. μαζί με την μ ά χ α ι ρ α ή κ ο π ί δ α. Το ο π λ ι τ ι κ ό ξίφος ήταν από σίδερο, είχε κοντύτερο αλλά φαρδύτερο έλασμα από αυτό του ά ο ρ ο ς και το μήκος του κυμαινόταν από 0.60 μ. έως και 0,80 μ., όπως αυτά που βρέθηκαν στην Δωδώνη και στην Ολυμπία με σύνηθες όμως μέσο μήκος περί τα 0.65 μ. O τύπος αυτού του Ελληνικού ξίφους απεικονίζεται σε πολλές Aττικές αγγειογραφίες και ήταν σχεδιασμένος για θλαστικά κτυπήματα καταφοράς καθώς και νυκτικά. Το έλασμά του έφερε ενισχυτική νεύρωση στις δύο πλευρές του, οι οποίες το καθιστούσαν στιβαρότερο και φονικότερο, ήταν φυλλόσχημο και μειούμενης διατομής προς την λαβή του η οποία αποτελούσε την συνέχεια του ελάσματός του προσδίδοντάς του έτσι πρόσθετη σταθερότητα και αντοχή. Το κυρίως έλασμα χωριζόταν από την λαβή με σιδερένιο φ υ λ α κ τ ή ρ α και η λαβή με την σειρά της καλυπτόταν από δύο τεμάχια ξύλου, κόκαλου ή και μετάλλου τα οποία στερεώνονταν επάνω της με διαμπερή καρφιά περτσίνια και στην συνέχεια τελείωνε σε κοντό σιδερένιο ή ορειχάλκινο κυλινδρικό σ φ α ί ρ ω μ α. Η θήκη του ήταν κατασκευασμένη από λεπτό ξύλο το οποίο επενδυόταν με δέρμα, όπως στο εικονιζόμενο αντίγραφο ή από φύλλο μετάλλου, ήταν δε διακοσμημένη με καλαίσθητα κομψά μοτίβα κατασκευασμένα από ορείχαλκο επικασσιτερωμένα ή όχι. Το σχήμα της δερμάτινης θήκης του, σύμφωνα με σωζόμενες αγγειογραφίες και πλάκες αναθηματικές, ήταν συνήθως παραλληλόγραμμο ή και ελαφρώς μειούμενης διατομής προς την βάση του ξίφους η οποία τελείωνε σε μεταλλική σύνθεση με καλαίσθητα ανθέμια, κυμάτια και λοιπά Ελληνικά μοτίβα μη οξείας και επιθετικής ρυθμολογικής αντίληψης. Τέλος η ανάρτηση του ο π λ ι τ ι κ ο ύ Ελληνικού ξίφους γινόταν με την βοήθεια δερμάτινου αορτήρα τελαμώνα από τον δεξιό ώμο του οπλίτη χιαστί στο αριστερό πλευρό του και ψηλότερα από την μέση του οπλίτη, κάτω από την αριστερή του μασχάλη. Έτσι όταν έμενε ο οπλίτης, κατά την διάρκεια της μάχης, χωρίς δόρυ λόγω απώλειας ή θραύσης του έσφιγγε με τον αριστερό βραχίονα του χεριού, το οποίο κρατούσε την ασπίδα, τον κολεό ή αλλιώς την θήκη του ξίφους και ξιφουλκούσε εύκολα έξω από αυτήν.72


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ, «ΞΥΗΛΗ» Το Σπαρτιατικό - Λακεδαιμονικό κοντό ξίφος γνωστό και με το αρχαίο όνομα ξ υ ή λ η ή ξ ύ ε λ ο ν προερχόταν σχεδιαστικά από το ήδη γνωστό οπλιτικό ξίφος. Το ξίφος αυτό αποτελούσε μαζί με το δόρυ, το οποίο είχε ορειχάλκινη ή σιδερένια αιχμή και ήταν φτιαγμένο από ξύλο κρανιάς, τα κυρίως επιθετικά και ο ο επικίνδυνα δίδυμα όπλα των Σπαρτιατών από τον 6 έως και τον 4 αιώνα π.Χ. Το συνολικό του μήκος δεν ξεπερνούσε τα 45 εκ. ήταν εξ ολοκλήρου από σίδερο και το έλασμά του, το οποίο αποτελούσε συνέχεια της λαβής του, είχε σχήμα φυλλοειδές. Πολλές φορές η κοντή του λάμα είχε τις κόψεις της πριονωτές έτσι ώστε να προκαλεί φοβερά νυκτικά κτυπήματα και για αυτό τον λόγο λεγόταν και δ ρ ά π α ν ο ν. Η βραχύτητα του Σπαρτιατικού ξίφους είχε πολλές φορές προκαλέσει την περιέργεια και τα σχόλια των υπολοίπων Ελλήνων με σκωπτικές και λοιπές παρατηρήσεις σε βάρος του. Οι λιγόλογες όμως και εύστοχες απαντήσεις των Σπαρτιατών, ότι η βραχύτητα του ξίφους ήταν αντιστρόφως ανάλογη της γενναιότητας των οπλιτών της Σπάρτης, αποστόμωναν τους σχολιαστές του. Έχουν διατυπωθεί και οι αδόκιμες απόψεις ότι το ξίφος αυτό μπορούσε να ήταν και από σκληρό ξύλο και γι' αυτό λέγονταν ξ υ ή λ η. Ο καθηγητής της κλασικής αρχαιολογίας Τζ. Άντερσον γράφει σχετικά. «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει αναγνωριστεί ξύλινο Σπαρτιατικό ξίφος και σίγουρα δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ξύλινα ξίφη παρά μόνον μεταλλικά και με μεγάλη μάλιστα επιτυχία». Η εξήγηση τελικά του χαρακτηρισμού ξ υ ή λ η αφορά στην κατασκευή εκπαιδευτικών ξιφών από σκληρό ξύλο, πανομοιότυπων σε σχήμα και μέγεθος με τα μεταλλικά ξίφη, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι νεαροί Σπαρτιάτες κατά το διάστημα της σκληρής τους εκπαίδευσης και της πολεμικής προετοιμασίας τους. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα οποία χρησιμοποιούσαν οι εκπαιδευόμενοι νέοι Σπαρτιάτες στις μεταξύ τους αιματηρές εκπαιδευτικές συγκρούσεις, καθώς και κατά των ειλώτων για πρακτική εξάσκηση! στις λεγόμενες κ ρ υ π τ ί ε ς, 73


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

τα απέθεταν ως αναθήματα, μετά το πέρας της εκπαίδευσής τους στον ναό της πολεμικής θεάς Αρτέμιδας της λεγομένης και Ορθίας. Η λαβή του Λακεδαιμονικού ξίφους καλυπτόταν όπως και του οπλιτικού ξίφους από τεμάχια ξύλου ή κόκαλου τα οποία στερεώνονταν επάνω της με δύο ή τρία διαμπερή καρφιά - πιρτσίνια όπως και στο εικονιζόμενο αντίγραφο. Οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν ξίφη με τόσο κοντό έλασμα διότι επεδίωκαν την μάχη σώμα με σώμα στην οποία, κατά κανόνα, υπερείχαν δεδομένου ότι ήταν άριστοι οπλομάχοι και επιπροσθέτως γνώριζαν άριστα την τέχνη της πάλης του παγκρατίου. Ιδιαίτερα δε όταν έσπαγε ή συνοχή της φάλαγγας και οι συγκρούσεις γίνονταν στο επίπεδο των προσωπικών μονομαχιών ή στο στάδιο της καταδίωξης του αντιπάλου οι Σπαρτιάτες υπερίσχυαν λόγω της πρωτοφανούς σε χρονική διάρκεια και σε σκληρότητα στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Το ξίφος ξ υ ή λ η ήταν φοβερό νυκτικό όπλο αλλά στα επιδέξια χέρια των Σπαρτιατών γινόταν και επικίνδυνο όπλο θλαστικό ή και καταφοράς εφ' όσον το βάρος της φυλλοειδούς λεπίδας του το επέτρεπε. Τα κτυπήματα αυτού του ξίφους δεν ήταν τυχαία και περιγράφονται από ειδικούς σαν «χειρουργικής» ακρίβειας, δεδομένου ότι οι οπλίτες Σπαρτιάτες διδάσκονταν την ανθρώπινη ανατομία και ως εκ τούτου τα πλήγματα του ξίφους τους δοσμένα σε καίρια σημεία του σώματος αχρήστευαν ολοκληρωτικά τον αντίπαλο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά δε ότι ο μέσος Σπαρτιάτης οπλίτης είχε τέτοια δυναμικότητα στην μάχη ώστε μπορούσε να καταβάλλει τουλάχιστον πέντε εκ των αντιπάλων του και αυτό οφειλόταν, πέραν της εκπαίδευσης του οπλίτη και στο μικρό μήκος του ξίφους το οποίο ελεγχόταν καλύτερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Η θήκη του ξίφους ήταν δερμάτινη με απλό μεταλλικό διάκοσμο και στο επάνω της μέρος ήταν κατάλληλα διαμορφωμένη έτσι ώστε μέρος του οριζόντιου φυλακτήρα να καλύπτεται από τα τοιχώματα της θήκης τα οποία απέτρεπαν την ακούσια εξαγωγή του ξίφους από τον κολεό του στην περίπτωση την οποία ο οπλίτης έτρεχε ή όταν ο αντίπαλος προσπαθούσε να τον αφοπλίσει. Αντιπροσωπευτικό δείγμα Λακεδαιμονικού ξίφους και μάλιστα με πριονωτές κόψεις βρέθηκε στην Κρήτη σε καλή κατάσταση σε τάφο Σπαρτιάτη οπλίτη ο οποίος πολέμησε και έπεσε εκεί κατά την περίοδο της κατοχής ου της νήσου από τους Δωριείς. Μια θαυμάσια αγγειακή παράσταση οπλίτη Σπαρτιάτη του 5 π.Χ. αιώνα με ξίφος ξ υ ή λ η και οπλίτη Αθηναίου με ο π λ ι τ ι κ ό ξίφος βρίσκεται στο Μητροπολιτικό μουσείο της Νέας Υόρκης. Το γεγονός ότι το ξίφος αυτό απαιτούσε συνεχή εξάσκηση και ιδιαίτερη ικανότητα στον χειρισμό του τελικά οδήγησε στην μη ευρεία διάδοσή του και η χρήση του μόνο από τους Σπαρτιάτες μοιραία οδήγησε στην σταδιακή κατάργησή του.-

74


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΕΛΛΗΝΟΣΚΥΘΙΚΟ ΑΠΛΟ ΤΟΞΟ Οι αρχαίοι Έλληνες, τουλάχιστον κατά την διάρκεια της λεγομένης κλασικής περιόδου και μετά από αυτήν, δεν χρησιμοποιούσαν το τόξο ως κυρίως όπλο. Στους μυθολογικούς αλλά και στους ιστορικούς χρόνους και ιδιαίτερα κατά την ηρωική εποχή του Τρωικού πολέμου, χρησιμοποιείτο το τόξο, απλό ή σύνθετο, ως κύριο όπλο από πολλούς ήρωες και είναι γνωστοί οι μυθολογικοί και ιστορικοί άθλοι τους καθώς και οι φανταστικές επιδόσεις τους με αυτό το ε κ η β ό λ ο όπλο. Δεν έχει δοθεί ακόμη ιστορικά τεκμηριωμένη απάντηση γιατί πολλοί εκ των αρχαίων Ελλήνων και ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες δεν συμπεριελάμβαναν το τόξο σαν όπλο του βασικού οπλισμού τους αλλά το χρησιμοποιούσαν μόνο για το κυνήγι και τις αθλοπαιδιές. Σαν απάντηση έχει δοθεί κατά καιρούς ότι οι Σπαρτιάτες και οι λοιποί Έλληνες, σύμφωνα με μια υποκειμενική φιλοσοφική άποψη και ερμηνεία της εννοίας της ανδρείας, θεωρούσαν υποτιμητικό και όχι ιδιαίτερα γενναίο και ανδρικό να προσβάλουν τον αντίπαλο από μακριά πράγμα το οποίο δεν τους το επέτρεπε άλλωστε και ο πολεμικός τους κώδικας τιμής. Έτσι λοιπόν όταν εκ των πραγμάτων δημιουργήθηκαν οι αντίστοιχες ανάγκες και μετά τους κλασικούς χρόνους έπρεπε οι Έλληνες να αποκτήσουν σώματα τοξοτών προμήθευαν κατ' αρχήν με το απλό και κατόπιν με το σύνθετο ασιατικό τόξο τα δημιουργούμενα Ελληνικά σώματα τοξοτών ή μίσθωναν ξένους τοξότες, κατά προτίμηση Ασιάτες. Ιδιαίτερα οι Αθηναίοι προσλάμβαναν Ασιάτες τους οποίους αποκαλούσαν γενικώς με την ηχογενή λέξη βαρβάρους, λόγω της δυσνόητης γλώσσας τους και οι οποίοι προέρχονταν από την μακρινή Σκυθία. Κάποιους από αυτούς τους Σκύθες τους χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς ως μισθοφόρους σαν ένα είδος σωμάτων εσωτερικής ασφάλειας και τάξης καθώς και σαν παιδονόμους. Οι Σκύθες κατοικούσαν στην σημερινή Ουκρανία, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και θεωρούνταν μακρινοί συγγενείς των Ελλήνων μέσω του Σκύθη, ενός μυθικού γιου του Ηρακλή, υπήρξαν δε παραδοσιακοί φίλοι των Αθηναίων και από τους πλέον ικανούς τοξότες της εποχής εκείνης. Οι Σκύθες, εκτός από άριστοι τοξότες, ήταν επίσης και δεινοί κατασκευαστές τόξων απλών και συνθέτων των λεγόμενων και π α λ ί ν τ ο ν ω ν και η κατασκευή του εικονιζόμενου αντιγράφου απλού τόξου Ελληνοσκυθικού τύπου ήταν αποτέλεσμα των μορφολογικών και τεχνικών αλληλοεπιδράσεων καθώς και των ανταλλαγών γενικότερων 75


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

γνώσεων σχετικά με την κατασκευή του απλού τόξου. Οι ειδικοί επιστημονικοί ερευνητές διαφωνούν για το πότε χρονολογικά εμφανίστηκε το Σκυθικό σύνθετο τόξο το οποίο στηρίχτηκε επάνω στο απλό προγενέστερό του. Είναι βέβαιο, βάσει στοιχείων, ότι το σύνθετο Σκυθικού τύπου τόξο χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον από την δεύτερη χιλιετία π.Χ. όπως μαρτυράει η απεικόνισή του σε ένα χρυσό δοχείο του 1400 π.Χ. που βρίσκεται στο Λούβρο ενώ οι Σουμέριοι, σύμφωνα επίσης με υπάρχουσες ενδείξεις, το χρησιμοποιούσαν περίπου μια χιλιετία νωρίτερα. Από την δεύτερη λοιπόν χιλιετία π.Χ., κατά την οποία πήρε το βασικό του σχήμα, έως και την αντικατάστασή του από άλλα περισσότερο σύγχρονα τόξα κατά τους μεταγενέστερους αιώνες το σχήμα του δεν άλλαξε βασικά παρά μόνο οι τρόποι κατασκευής του έγιναν περισσότερο σύγχρονοι και εύκολοι δεδομένης της τεχνολογικής εξέλιξης. Το Σκυθικό απλό ή σύνθετο τόξο εξακολούθησε να έχει το γνωστό αψιδωτό σχήμα του το οποίο απαθανάτισαν οι Γάλλοι ζωγράφοι Βαττώ και Μπουσέ τον 18ο αιώνα στα χαρακτικά και ζωγραφικά τους έργα και χαρακτηρίστηκε από τότε, δεδομένης της ρομαντικής διάθεσης της εποχής, σαν το τόξο του θεού Έρωτα. Το κυρίως σώμα του τόξου αποτελείτο από βέργα - πυρήνα ή βέργες κατάλληλης ξυλείας οι οποίες μετά την συγκόλληση μεταξύ τους, με την βοήθεια του ατμού και ειδικών συγκολλητικών ουσιών, έμπαιναν σε ειδικά καλούπια και το ημιτελές ακόμη τόξο έπαιρνε σχεδόν κυκλικό σχήμα. Στην συνέχεια συγκολλούνταν στην εξωτερική πλευρά του, με ειδικές αυτοσχέδιες κόλλες, ελαστικοί ζωικοί τένοντες ενώ στην εσωτερική του πλευρά, την κοιλιά, συγκολλούνταν λωρίδες κεράτινες συνήθως από κέρατο βίσωνα. Στην κόλλα την οποία χρησιμοποιούσαν για την συγκόλληση και η οποία στην συνέχεια στέγνωνε πολύ αργά κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, απέδιδαν και μυστικές μαγικές ιδιότητες σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της εποχής. Το πέρασμα της μονίμου χορδής, στο έτοιμο τελικά για χρήση τόξο, γινόταν δύσκολα και με ειδικό τρόπο πιασίματος του τόξου. Το βάρος του βέλους ήταν περί τα 30 γρ. και το βάρος τραβήγματος της χορδής του ήταν περί τα 65 με 68 κιλά δηλαδή πολύ περισσότερο από το βάρος τραβήγματος του διπλάσιου σχεδόν σε μήκος μεταγενέστερου Αγγλικού μεσαιωνικού μακρού τόξου. Το Σκυθικό τόξο εκτόξευε ελαφρότερα άλλα ικανού μήκους βέλη, με αποτέλεσμα ο Σκύθης τοξότης να κουβαλάει στην γωρυτό του - φαρέτρα έως και τριάντα τέτοια ελαφρά βέλη με αγκιστρωτές ή άλλου σχήματος μεταλλικές αιχμές. Το μέσο ωφέλιμο βεληνεκές του ασιατικού αυτού τόξου ήταν περί τα 275 μέτρα και τα βέλη του διαπερνούσαν εύκολα τις συμβατικές θωρακίσεις των οπλιτών της εποχής σε απόσταση περίπου 100 μέτρων.-

76


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΑΡΕΤΡΑ Όπως ήδη αναφέρθηκε οι περισσότεροι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Σπαρτιάτες της κλασικής εποχής ακόμη και στους φονικότατους αλλά νικηφόρους αγώνες των Ελλήνων κατά των Περσών στα τέλη ου του 5 αιώνα π.Χ., δεν χρησιμοποιούσαν τόξα. Όταν όμως αργότερα οι ανάγκες της στρατιωτικής τακτικής και τέχνης απαίτησαν, ενδεχομένως, την δημιουργία κάποιων απαραίτητων σωμάτων από τοξότες Έλληνες ή ξένους μισθοφόρους, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν παράλληλα με τα απλά ή σύνθετα τόξα και έναν τύπο ανοιχτής φαρέτρας για την ασφαλή μεταφορά των βελών τους. Η φόρμα της φαρέτρας, η γραμμή και ο απέριττος διάκοσμός της ήταν σαφώς Ελληνικά και τα μορφολογικά αυτά στοιχεία φαίνονται σε πολλές σχετικές αγγειογραφίες και νεότερες ζωγραφικές παραστάσεις. Η ανάρτησή της γινόταν μέσω δερμάτινου ιμάντα χιαστί στην πλάτη του τοξότη έτσι που τα βέλη να προβάλουν επάνω από τον δεξιό του ώμο για το ευκολότερο τράβηγμά τους. Το μήκος της ήταν τόσο όσο να φαίνονται τα βέλη τα οποία έφερε περίπου κατά το ένα τρίτο του μήκους τους και τα οποία βέλη είχαν μήκος περί τα 75εκ. Το σχήμα της ήταν σχεδόν ορθογώνιο πρισματικό με φθίνουσα διατομή προς την βάση της φαρέτρας η οποία είχε καμπύλο πρισματικό τελείωμα και περιείχε από είκοσι έως τριάντα ξύλινα βέλη ενώ το τόξο ήταν εκτός της φαρέτρας. Ο σκελετός της αποτελείτο από λεπτό ξύλο επενδυμένο με μαλακό δέρμα ή ήταν εξ ολοκλήρου από σκληρό ενισχυμένο δέρμα το οποίο έπαιρνε την επιθυμητή φόρμα βρεγμένο και καλουπωμένο κατάλληλα. Ο διάκοσμός της αποτελείτο από ανάγλυφα Ελληνικά μοτίβα στην δερμάτινη επένδυσή της καθώς και χαρακτά ή πυρογραφημένα συμπλέγματα μαιάνδρου πάνω σε μεταλλικές ή δερμάτινες διακοσμητικές λωρίδες, όπως και στο εικονιζόμενο αντίγραφό της.-

77




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΡΗΤΙΚΟ - ΛΙΒΥΚΟ ΤΟΞΟ Από τους Έλληνες, με την ευρεία γεωγραφική και ιστορική έννοια του όρου, μόνο οι Κρήτες είχαν ως πρωτεύον ε κ η β ό λ ο όπλο το τόξο και κατά κοινή ομολογία ήταν από τους καλύτερους τοξότες του τότε γνωστού κόσμου. ου Δεν γνωρίζουμε αν οι αρχαίοι Κρήτες του 6 αιώνα π.Χ. συνέχισαν τον τρόπο κατασκευής του πανάρχαιου τόξου των Μινωικών χρόνων και ούτε πως ήταν αυτό. Οπωσδήποτε όμως η διπλή ονομασία σαν κ ρ η τ ι κ ό - λ ι β υ κ ό, η οποία του έχει δοθεί και υιοθετείται από ειδικούς μελετητές όπως ο Reter Connolly, παραπέμπει στην μορφολογική τουλάχιστον επιρροή την οποία δέχτηκε από τους αρχαίους κατοίκους της Λιβύης, χώρας των βορείων Αφρικανικών παραλίων η οποία χωρίζεται από την Κρήτη μέσω του Λιβυκού πελάγους. Από τις πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις, συνεπεία της σχετικά κοντινής απόστασης μεταξύ των χωρών τους, οι δύο αυτοί αρχαίοι λαοί δέχτηκαν αμφίδρομες επιδράσεις στον τρόπο σκέψης, κατασκευής των εργαλείων, των σκευών και των όπλων τα οποία χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή. Έτσι το πιθανότερο είναι να έγιναν και ανταλλαγές απόψεων και τεχνικών γνώσεων καθώς και εμπειριών για τα οπλικά συστήματα της εποχής συμπεριλαμβανομένου και του τόξου του λεγομένου και Λιβυκού. Το τόξο αυτό κατασκευαζόταν από ευθύινα κλαδιά, από κλαδιά φοίνικα, όπως και πολλά Αιγυπτιακά τόξα της εποχής ή και από συμπαγές καλάμι ρατάν, όπως το εικονιζόμενο αντίγραφο. Οι αγκύλες ή κορωνίδες του τόξου ήταν μεταλλικές, συνηθέστερα από μπρούντζο και έγερναν χαρακτηριστικά προς την κοιλιά του τόξου. Το συνολικό μήκος του τόξου, σύμφωνα με αναλογική κλιμακολογική μέτρηση των ανθρώπινων μεγεθών στις αγγειογραφίες οι οποίες αποτελούν και την μοναδική αξιόπιστη πηγή πληροφοριών σχετικά με το τόξο, ήταν από 1.20 έως 1.50 μ. τα δε βέλη του έφεραν βαριές ορειχάλκινες χυτές αιχμές διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Η χορδή του η λεγομένη και ν ε υ ρ ά κατασκευαζόταν με τα ίδια υλικά και τον ίδιο τρόπο όπως και σε όλη την Ελλάδα, δηλαδή από ίνες κάνναβης ή τένοντες και νεύρα ζώου. Την πραγματική μορφή του Κρητικού - Λιβυκού τόξου και το τεκμαρτό μήκος του, όπως έχει προαναφερθεί, τα γνωρίζουμε ατυχώς μόνο μέσα από τις παραστάσεις των αγγείων δεδομένου ότι δεν υπάρχουν διασωθέντα κρητικά τόξα λόγω του φθαρτού των υλικών τους και των πολλών αιώνων οι οποίοι έχουν περάσει από τότε. Ξεκινώντας από τον μυθικό βασιλιά της Κρήτης Μίνωα ο οποίος, σύμφωνα με την μυθολογία, ήταν αλάθητος τοξότης άλλοι αξιόλογοι τοξότες ήταν ο Μυριόνης και ο επίσης βασιλιάς της Κρήτης και εγγονός του Μίνωα Ιδομενέας. Πρέπει να σημειωθεί ότι 80


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

στις δύσκολες ιστορικές στιγμές του Ελληνισμού, εκτός εξαιρέσεων, οι Κρήτες τοξότες στάθηκαν στο πλευρό των υπολοίπων Ελλήνων της ηπειρωτικής χώρας χωρίς να αποτελούν ακριβώς πρωτογενές Ελληνικό φύλο. Έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με ογδόντα πλοία υπό τον βασιλέα τους Ιδομενέα και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία έλαβαν μέρος με 500 δεινούς τοξότες, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Επίσης κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 οι Κρήτες με δύναμη 700 τοξοτών υπερασπίστηκαν μέχρι το τέλος την βασιλεύουσα.-

ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΑΡΕΤΡΑ Το σχήμα τα υλικά και ο διάκοσμος της κρητικής φαρέτρας του 600 π.Χ. είναι γνωστά μόνο από σχετικές αγγειογραφίες και λοιπές διασωθείσες ζωγραφικές παραστάσεις. Λόγω όμως της παλαιότητας της φαρέτρας και του φθαρτού της φύσης των υλικών κατασκευής της είναι λογικό η αναφορά σε αυτήν να είναι έμμεση και προσεκτική. Από εξέχοντες αρχαιολόγους και ιστορικούς ερευνητές Έλληνες και ξένους, όπως ο Peter Connolly, καθώς και εκ των ευρημάτων είναι γνωστό ότι οι αιχμές των Κρητικών βελών είχαν μήκος από 6 έως 10 εκ. και έτσι είναι λογικό συμπερασματικά τα ξύλινα στελέχη τους να είχαν μήκος περίπου 75 με 85 εκ. και επομένως και η αντίστοιχη φαρέτρα πρέπει να είχε μήκος από 60 έως 70 εκ. Το κυρίως σχήμα της ήταν κυλινδρικό μειούμενο προς την βάση και κατασκευαζόταν από σκληρό δέρμα συρραμμένο ή και ολόκληρο που πιθανόν περιέβαλε ξύλινο ή ψάθινο σκελετό. Η ανάρτηση της φαρέτρας η οποία περιείχε ξύλινα ή καλαμένια βέλη με μεγάλες μεταλλικές αιχμές γινόταν από την ζώνη ή τον αριστερό ώμο του τοξότη στο δεξιό πλευρό του ή και χιαστί στην πλάτη, έτσι που τα βέλη να προβάλλουν από τον δεξιό ώμο του. Αναφέρεται ότι σε αρκετά νεότερες εποχές, πιθανόν επί Ρωμαιοκρατίας, οι Κρήτες πουλούσαν τόξα και βέλη στην Αίγυπτο, των οποίων βελών η πρωτοτυπία ήταν ότι διέθεταν αιχμές από υαλόλιθο, με εξαγωγικό κέντρο την πόλη της Λυσσού. Ο κύριος διάκοσμος της φαρέτρας αποτελείτο από χρωματιστές οριζόντιες λωρίδες δέρματος ζωγραφισμένες με ζωηρά γήινα χρώματα δηλαδή λευκό, ώχρα, κεραμιδί, κόκκινο της πορφύρας κ.λ.π., όπως φαίνονται και στο εικονιζόμενο αντίγραφο. Τα διακοσμητικά μοτίβα ήταν αυτά που συνήθιζαν οι Κρητικοί πολεμιστές της εποχής όπως διάφοροι σχηματοποιημένοι θαλάσσιοι κυματισμοί, ρόδακες, σβάστικες, ανθέμια και κυρίως τα μινωικά μοτίβα όπως τα κέρατα του ταύρου και ο λατρευτικός τελετουργικός πέλεκυς λ ά β ρ υ ς. Οι Κρήτες τοξότες ήταν ονομαστοί για την ικανότητά τους στην τοξοβολία δεδομένου ότι το τόξο αποτελούσε το εθνικό τους όπλο στο οποίο και ασκούντο από μικρή ηλικία έτσι ώστε προσλαμβάνονταν σαν μισθοφόροι από πολλούς στρατούς της αρχαιότητας τόσο εντός όσο και εκτός της Ελληνικής επικράτειας.81




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΑΚΟΝΤΙΟ ΘΡΑΚΑ ΠΕΛΤΑΣΤΗ Οι αρχαίοι πελταστές ήταν σώματα αποτελούμενα από ελεύθερους ευκίνητους ακροβολιστές οι οποίοι αποτελούσαν τους γνήσιους πρωτοπόρους του σημερινού ανορθόδοξου πολέμου, δηλαδή τα σώματα των ειδικών δυνάμεων. Αυτή η πρωτοπόρα τακτική μάχης γινόταν περισσότερο αισθητή την εποχή εκείνη κατά την οποία όλες οι μάχες γίνονταν εκ παράταξης και ιδιαίτερα μεταξύ φαλάγγων με κατά μέτωπο επιθέσεις και σφιχτούς σχηματισμούς. Τα σώματα αυτά των πελταστών τα επάνδρωναν κατά το πλείστον ορεσίβιοι Θράκες οι οποίοι ήταν σκληροτράχηλοι πολεμιστές ντυμένοι με χαρακτηριστικές τοπικές πολύχρωμες ενδυμασίες φτιαγμένες από τσόχα και γούνα αλεπούς προσαρμοσμένες στις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες των περιοχών τους. Εκτός από την Θρακική ασπίδα ή π έ λ τ η, την μακριά σπάθη ή ρ ο μ φ α ί α και την κ ο π ί δ α, χρησιμοποιούσαν κατά την διάρκεια της μάχης δύο συνήθως ακόντια από ελαφρό ξύλο χωρίς σ α υ ρ ω τ ή ρ α όπως το εικονιζόμενο αντίγραφο ακοντίου. Τα ακόντια αυτά είχαν μέτριο ύψος περί το 1.50 έως 1.70 μ., ήταν λεπτότερα από τα συνήθη, οι αιχμές τους ήταν μπρούντζινες ή σιδερένιες, είχαν σχήμα φύλλου και το μέγεθός τους ήταν από 15 έως 20 εκ. Συνήθως στην μέση του ξύλινου στελέχους τους τα ακόντια αυτά έφεραν δερμάτινο ελεύθερο ιμάντα σαν κορδόνι. Ο δερμάτινος αυτός λεπτός ιμάντας ήταν περιελιγμένος γύρω από το ακόντιο και με τον κατάλληλο χειρισμό εκ μέρους του ακοντιστή μέσω της παλάμης και των δακτύλων του έδινε μια περιστροφική κίνηση στο όπλο την λεγόμενη σ τ ρ ο φ ο ρ μ ή. Με αυτό τον ειδικό τρόπο εξακοντισμού το ακόντιο αποκτούσε πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και οπωσδήποτε μεγαλύτερη ταχύτητα και ευθυβολία.-

84


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΦΕΝΔΟΝΗ Ένα από τα αρχαιότερα όπλα του οποίου η καταγωγή χάνεται στα βάθη των αιώνων ήταν και η κλασική σ φ ε ν δ ό ν η, η γνωστή μας σφεντόνα και ιδιαίτερα ο τύπος της φυγοκεντρικής σφεντόνας, όπως και το εικονιζόμενο αντίγραφό της. Η σφεντόνα σαν μορφή όπλου πρωτοπαρουσιάζεται στα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης τα αναφερόμενα στην μονομαχία μεταξύ του βοσκού Δαβίδ, του μετέπειτα δεύτερου βασιλιά του Ισραήλ και του θηριώδους Γολιάθ ενός γιγαντόσωμου Φιλισταίου πολεμιστή. Στην συνέχεια πολλοί λαοί της ίδιας εποχής αλλά και των μετέπειτα χρόνων όπως οι Ίνκας, οι Πολυνήσιοι, καθώς και οι Βορειοαμερικανοί Ινδιάνοι χρησιμοποίησαν την σ φ ε ν δ ό ν η όπως και άλλοι λαοί κατά καιρούς oι οποίοι οργάνωναν αξιόμαχα σώματα ψιλών πολεμιστών σφενδονητών αλλά και λιθοβόλων. Οι σφενδονήτες αυτοί ακολουθούσαν τα πεζοπόρα τμήματα μαζί με τους λιθοβόλους και εκσφενδόνιζαν βροχή από πέτρες, ορειχάλκινα ή μολύβδινα βλήματα, τα οποία λέγονταν π ε σ σ ο ί και οι οποίοι έφεραν συνήθως χαραγμένες ή ανάγλυφες διάφορες βρισιές ή σκωπτικές φράσεις. Τα βλήματα της σφεντόνας ή π ε σ σ ο ί, τα οποία ζύγιζαν από 30 έως 50 γρ. ή και περισσότερο, μεταφέρονταν μέσα σε ειδικούς προς τούτο σάκους δερμάτινους τους οποίους έφεραν οι σφενδονήτες χιαστί στους ώμους τους. Σύγχρονος ή μετά από αυτό τον τύπο της σφεντόνας υπήρξε και ένας άλλος τύπος σφεντόνας η λεγόμενη ρ α β δ ο σ φ ε ν δ ό ν η η οποία εκσφενδόνιζε τα βλήματά της με την βοήθεια ειδικής ξύλινης ράβδου σαν καταπέλτης. Το κύριο υλικό κατασκευής της σφεντόνας ήταν κυρίως τα ζωικά έντερα, το δέρμα σε διάφορες συνθέσεις, φόρμες και σχήματα και οι κατάλληλες γι' αυτή την κατασκευή φυτικές ίνες έντεχνα πλεγμένες. Το μέσο βεληνεκές της σ φ ε ν δ ό ν η ς κατά τον ιστορικό Πολύαινο ήταν από 150 έως και 200 μ., δηλαδή είχαν περίπου ίσο βεληνεκές με αυτό των απλών τόξων. Η σφεντόνα σαν όπλο υπήρξε πολύ αποτελεσματικό και η συχνότητα των βολών της εξαρτιόταν από την φυσική δύναμη και την εκπαίδευση του σφενδονήτη ψιλού η οποία έπρεπε να ήταν επίπονη και συνεχής. Οι Ρόδιοι ψιλοί λιθοβόλοι και σφενδονήτες και οι υποτελείς των Μακεδόνων ορεσίβιες φυλές των Αγριάνων, πιθανόν οι σημερινοί Πομάκοι, καθώς και οι Ακαρνάνες αναφέρονται σαν μοναδικοί στην χρήση της σφενδόνης και την ρίψη των λίθων. Στον ευρύτερο παγκόσμιο γεωγραφικό χώρο σαν περίφημοι σφενδονήτες αναφέρονται οι Πολυνήσιοι οι οποίοι έχουν σαν τοπικό παραδοσιακό άθλημα μέχρι σήμερα την σφεντόνα και τις επιδόσεις της όπως την εκσφενδόνιση των βλημάτων σε απόσταση ή επί στόχου. Η χρήση της σ φ ε ν δ ό ν η ς, σύμφωνα με τον συγγραφέα της «Καθόδου των μυρίων» ιστορικού και στρατηγού Ξενοφώντα, έγινε με μεγάλη επιτυχία από τους Έλληνες ψιλούς σφενδονήτες στην Περσία το 400 π.Χ.-

85


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

86


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Σ

ύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η οποία έχει σαν βασική πηγή της την Θεογονία του Ισιόδου , ο λαός των Περσών είχε σαν γενάρχη του τον γιό του ήρωα Περσέα και της Ανδρομέδας τον Πέρση ο οποίος έζησε και ανδραγάθησε στον εγγύς Ασιατικό καθώς και τον Αφρικανικό χώρο και σύμφωνα με τον ιστορικό Απολλόδωρο έγινε ο πρώτος βασιλιάς των Περσών. Ιστορικά και εθνολογικά οι αρχαίοι Πέρσες ήταν λαός νομαδικός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής ο οποίος ήλθε στα ης βορειοανατολικά της Μικράς Ασίας προερχόμενος από τον Καύκασο και την Νότια Ρωσία περί τα τέλη της 2 χιλιετίας διωγμένος από την χώρα του Παρσούα πλησίον της λίμνης Βαν από τους Ασσυρίους το 836 π.Χ. Κατ' αρχήν υποτάχτηκαν από τον Μήδο βασιλιά Κυαξάρο, στους φυλετικά συγγενείς τους Μήδους και μετά την επανάστασή τους, κατά των πρώην δυναστών τους επί βασιλέως Κύρου του Μεγάλου το 550 π.Χ., συγχωνεύτηκαν μαζί με αυτούς και αποτέλεσαν την μεγάλη γνωστή Περσομηδική αυτοκρατορία. Τα σύνορα της Περσίας έφταναν μέχρι τις Ινδίες και το Τουρκεστάν και συμπεριλάμβαναν την Λυδία, την Μεσοποταμία, την Μηδία, την Καρία, την Αρμενία, την Μικρά Ασία, μαζί με τον τότε Ελληνικό Ιωνικό αποικιακό πληθυσμό της πρώτης αποίκησης, καθώς και την Βαβυλωνία και επί του διαδόχου του Κύρου, βασιλέα Καμβύση και την Αίγυπτο. Σαν κοινωνία οι Πέρσες, παρά τις αμφιλεγόμενες απόψεις περί της όποιας βαρβαρότητάς τους, ήταν λαός προοδευτικός με καλούς τρόπους, με ανεκτικότητα και μεγαλοψυχία στους αιχμαλώτους πολέμου, όπως μαρτυρούν τα ιστορικά περιστατικά της μεγαλοθυμίας του βασιλιά Κύρου του Β' προς τον αιχμάλωτο Κροίσο και η ελευθερία χωρίς ανταλλάγματα η οποία δόθηκε στους Εβραίους στην Βαβυλώνα το 539 π.Χ. Παράδειγμα της αντίληψής τους σχετικά με τον πολεμικό κώδικα τιμής, τουλάχιστον των ανωτέρων τάξεων, είναι ότι το 494 π.Χ. όταν ο Μιλτιάδης ήταν τύραννος της Θράκης οι Πέρσες συνέλαβαν τον γιο του Μετίοχο και τον μετέφεραν αιχμάλωτο στην Περσία ο βασιλιάς Δαρείος, από σεβασμό στο πρόσωπο του Μιλτιάδη, συμπεριφέρθηκε στον γιο του με πολιτισμό και ευγένεια μέχρι την απελευθέρωσή του. Επίσης ο γιος του Ξέρξης χάρισε την ζωή στους δύο Σπαρτιάτες οπλίτες όταν αυτοί εστάλησαν από την Σπάρτη στην Περσία για να εκτελεστούν έναντι των Περσών κηρύκων - απεσταλμένων τους οποίους ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας ατυχώς σκότωσε παρά τους βασικούς διαχρονικούς Ελληνικούς θεσμούς τιμής, προσβληθείς προφανώς από τους υποτιμητικούς όρους παράδοσης τους οποίους απαίτησαν οι Πέρσες απεσταλμένοι - κήρυκες. Σίγουρα δεν μπορούμε με τα σημερινά πολιτιστικά δεδομένα να κρίνουμε τις πράξεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης όπως τον ακρωτηριασμό της σωρού του Λεωνίδα εκ μέρους των Περσών ή το γεγονός της ταφής μεν αλλά και της μη ανέγερσης τύμβου εκ μέρους των Ελλήνων στον Μαραθώνα για τους πεσόντες Πέρσες, κατά το πολεμικό εθιμικό της εποχής, σύμφωνα με τον ιστορικό Παυσανία. Παράλληλα όμως ο Σπαρτιάτης στρατηγός Παυσανίας στην μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. απέδωσε τιμές στις σωρούς του νεκρού στρατηγού σατράπη Μαρδόνιου και του αρχηγού του Περσικού ιπποτοξοτικού σώματος Μασίστιου μετά την ριψοκίνδυνη προσωπική του επίθεση στις τάξεις των Αθηναίων. Οι Έλληνες, σε εξάρσεις εθνικιστικών κορόνων, ονόμαζαν τους Πέρσες βαρβάρους, όπως άλλωστε και όλους τους άλλους λαούς μηδέ εξαιρουμένου και του Μακεδονικού λαού, τουλάχιστον κατά τους Φιλιππικούς του Δημοσθένη, για να ονομάσουν ως πολιτιστική, οι ίδιοι αργότερα, την Ελληνική εκστρατεία 87


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

στην Ασία στην οποία ηγούνταν έχοντας το γενικό πρόσταγμα οι Μακεδόνες! Οι Πέρσες σέβονταν και τηρούσαν τον λόγο της τιμής τους και από θρησκευτική δέσμευση, κοινωνικές αρχές ή ηθική αντίληψη απέφευγαν να λένε ψέματα. Ιδιαίτερη ιστορική αναφορά γίνεται στον συγγενή τους λαό των Σακών ο οποίος ήταν παροιμιώδης για την γενναιότητα, την ευθυκρισία, τον ορθό λόγο και την ειλικρίνειά του. Η αρχαία Περσική θρησκεία λεγόταν Μασδαϊσμός και ήταν μία από τις πλέον αξιόλογες μονοθεϊστικές θρησκείες της εποχής εκείνης όπου ο μέγας σοφός διδάσκαλος Ζαρατούστρα τον 6ο αιώνα π.Χ. κήρυττε την δυαδική αντίληψη του κόσμου περί καλού και κακού. Η θρησκεία των Περσών πρέσβευε επίσης την αυστηρή ηθική με προτροπή στον σεβασμό και την τήρηση των κανόνων της εννοίας του καλού το οποίο εκπροσωπούσε ο Θεός Αχούρα Μάζδα. Η αναφορά των ως άνω κρίνεται απαραίτητη για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας έναντι του αρχαίου Περσικού λαού του οποίου η απρόκλητη και καταστροφική, για τα Ελληνικά πράγματα, επίθεσή του στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. δεν αλλάζει το ποιόν και την πολιτιστική προσφορά του αξιόλογου αυτού αρχαίου αντιπάλου έθνους. Άλλωστε η όποια αξία και μεγαλείο των Περσών κάνει ακόμη μεγαλύτερη την νίκη εις βάρος τους από τους Έλληνες δεδομένου ιστορικά ότι το μέγεθος της νίκης είναι πάντοτε ανάλογο με το μέγεθος του ηττημένου αντιπάλου. Έτσι αποτελεί μια ευτυχή συγκυρία το γεγονός ότι ο Ευρωπαϊκός Ελληνικός πολιτισμός την εποχή της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία αναμίχτηκε, έστω και με αυτόν τον τρόπο, με το ασιατικό Περσικό ανατολικό πολιτιστικό πνεύμα και τρόπο ζωής. Αυτή η ανάμιξη έδωσε ένα ανανεωμένο και δυνατότερο φυλετικά αποτέλεσμα το οποίο ίσχυσε για πολλούς αιώνες ακόμη και μετά τα Ελληνιστικά κράτη και τους Ρωμαίους, μέχρις ότου οι ισλαμιστές Άραβες να καθυποτάξουν την αρχαία Περσία δημιουργουμένου έτσι με τον καιρό του σημερινού θεοκρατικού κράτους του Ιράν. Η στρατιωτική επιθετική τακτική των Περσών στηριζόταν κατ' αρχήν στο πολυάνθρωπο του στρατού τους ο οποίος αποτελείτο κυρίως από σώματα πεζών διαφόρων εθνικοτήτων, από όπου και πιθανότατα χαρακτηρίστηκε βάρβαρος όλος ο Περσικός στρατός, καθώς και τις διαφορετικές συνθέσεις δυναμικότητας των οπλιτών του, τις χρήσεις των οπλικών συστημάτων και τακτικών μάχης. Εκτός από τα πεζοπόρα σώματα, τα οποία κάλυπταν σε ποικιλία εθνών και φυλών ολόκληρη την αχανή αυτοκρατορία, ο Περσικός στρατός διέθετε και αξιόλογα σώματα ιππέων και ιπποτοξοτών τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως για τις πλευροκοπήσεις του εχθρού και την τελική καταδίωξή του. Η πάγια τακτική της επίθεσής τους ήταν η αποστολή κατά του εχθρού σώματος οπλιτών μέσης δυναμικότητας και οπλισμού και αν αυτό αποτύγχανε έστελναν άλλο σώμα πολυανθρωπότερο και μεγαλύτερης μαχητικής ικανότητας. Αν και αυτό αποτύγχανε, με την σειρά του, την θέση του έπαιρνε μεγαλύτερο και καλύτερα εξοπλισμένο σώμα οπλιτών μέχρις ότου αναμειχθούν στην τελική φάση της μάχης οι καλύτεροι και αξιολογότεροι πολεμιστές οι ονομαστοί Α θ ά ν α τ ο ι. Βασικό σώμα στους Περσικούς στρατούς υπήρξαν και οι πεζοί τοξότες οι οποίοι είχαν άριστη εκπαίδευση και ήταν τόσο πολυάριθμοι ώστε η πυκνότητα των βολών τους σκίαζε, κατά την παράδοση, τον ήλιο στα πεδία των μαχών. Οι Πέρσες επί Δαρείου του Α' (521 - 486 π.Χ.), της δυναστείας των Αχαιμενιδών, την περίοδο του κλασικού μεγαλείου και της στρατιωτικής και οικονομικής ακμής της Περσικής αυτοκρατορίας, υπέταξαν τους Ίωνες και τους Αχαιούς της Μ. Ασίας, όπως έχει ήδη προαναφερθεί και στην συνέχεια εκστράτευσαν και κατά της κυρίως Ελλάδας μέσω των νήσων του Βορειοανατολικού Αιγαίου και της Χαλκιδικής. Η στρατιωτική ανωτερότητα των Ελλήνων στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. δεν επέτρεψε στον Πέρση βασιλέα την πραγματοποίηση των επεκτατικών βλέψεών του και την δυναμική έξοδό του προς την λοιπή Ευρώπη με άγνωστα αποτελέσματα για την τύχη της. Την επόμενη δεκαετία το 480 π.Χ. ο διάδοχος του Δαρείου ο βασιλιάς Ξέρξης, πριν χαρεί την πολύνεκρη νίκη του στην μάχη των Θερμοπυλών επί των Σπαρτιατών, είχε την ίδια τύχη ηττώμενος στην Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στην Μυκάλη με αποτέλεσμα οι Πέρσες να μην τολμήσουν πάλι σχετικό εγχείρημα εις βάρος της Ελλάδας. Μετά από μακρά περίοδο εσωστρέφειας και ιστορικής αδράνειας ο Αρταξέρξης ο Γ' το 358 π.Χ. ήταν αυτός ο οποίος συνέλαβε πρώτος το μέγεθος της επερχόμενης Ελληνικής απειλής η οποία ονομαζόταν 88


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Μακεδονία και που είχε σαν εκφραστή της τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο τον Β' γιο του Αμύντα. Πράγματι επί της βασιλείας του Δαρείου Γ' του Κωδομανού, διαδόχου του Αρταξέρξη, ένας Έλληνας στρατηλάτης ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας ο επονομαζόμενος και Μέγας γιος του βασιλιά Φιλίππου του Β' της Μακεδονίας εισέβαλε το έτος 334 π.Χ. στην Περσία. Έτσι ο Αλέξανδρος και οι υποτελείς σύμμαχοί του Έλληνες, πλην των Σπαρτιατών, πραγματοποίησαν το όνειρο του δολοφονημένου πατέρα του Φιλίππου και μαζί όλων των κατοίκων των Ελληνικών πόλεων. Σαν αληθοφανής πρόφαση εκ μέρους των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε το γεγονός της απροκάλυπτης επίθεσης των Περσών πριν ενάμιση περίπου αιώνα στην Ελλάδα και την οποία επίθεση δεν ξέχασαν ποτέ. Οι μάχες μεταξύ των ισχυρών αντιπάλων στρατευμάτων, τα οποία εκπροσωπούσαν τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της εποχής τους, είχαν σαν αποτέλεσμα τις επάλληλες ήττες του Μεγάλου βασιλιά Δαρείου ο οποίος τελικά καταδιωκόμενος δολοφονείται από τον σατράπη Βύσσο που στην συνέχεια με την σειρά του διώχθηκε και τιμωρήθηκε με φρικτό θάνατο από τον Αλέξανδρο. Μαζί με τον Δαρείο τον Γ' Κωδομανό έσβησε και η δυναστεία των Αχαιμενιδών ενώ ο Αλέξανδρος συνέχισε την νικηφόρα πορεία του προς τις Ινδίες και το πεπρωμένο του. Στην συνέχεια παρεμβάλλεται η αδύναμη δυναστεία των Αρσακιδών και μια άλλη Περσική δυναστεία αυτή την Σασσανιδών εμπλέκεται πολύ αργότερα στα Ελληνικά ιστορικά δρώμενα αποτελώντας μία εκ των σοβαροτέρων απειλών κατά του Βυζαντίου, αφού πρώτα είχε εμπλακεί σε πολεμικές αντιπαραθέσεις με την ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατάγοντας περιφανείς νίκες το έτος 260 μ.Χ. επί βασιλείας Σαπώριδος του Α'. ος Ο 6 αιώνας μ.Χ. υπήρξε ο αιώνας των διαμαχών του βασιλιά Χοσρόη του Α' με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ο διάδοχός του Χοσρόης ο Β' της δυναστείας των Σασσανιδών λίγο έλειψε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Τελικά οι Πέρσες νικήθηκαν από τους ανερχόμενους Άραβες το 637 μ.Χ. όπου και επέρχεται το ιστορικό τέλος της Περσικής αυτοκρατορίας με την υποδούλωσή της στους Άραβες και τον εξισλαμισμό της. Η Περσία επί Δαρείου του Μεγάλου έδωσε έναν από τους αξιολογότερους πολιτισμούς της εποχής της με ιδιαίτερη πρόοδο στις τέχνες, την μεταλλουργία, τα σκεύη, τα όπλα, τα γράμματα, την ιατρική, την αστρονομία, τα μαθηματικά και την αρχιτεκτονική ρυθμολογία, αν κρίνουμε από τα ερείπια των Σουσών και της Περσέπολης την οποία, ατυχέστατα, πυρπόλησε ο Μέγας Αλέξανδρος. Σχετικά με την ποικιλία της κατασκευής των όπλων, όπως απαιτούσε μια αυτοκρατορία με επεκτατικές βλέψεις, οι Πέρσες είχαν να επιδείξουν αξιόλογες επιδόσεις. Τα διάφορα συμμαχικά κράτη ή τα υποτελή έθνη στους Πέρσες καθώς και οι άπειρες βαρβαρικές φυλές οι οποίες ακολουθούσαν τα στρατεύματά τους, οικιοθελώς ή όχι, έφεραν τον δικό τους ετερόκλητο παραδοσιακό οπλισμό ο οποίος, τις περισσότερες φορές, αποτελούσε ιδιοκατασκευή των ιδίων των πολεμιστών με αποτέλεσμα να μην είναι πάντα επαρκής, αποτελεσματικός στην μάχη και ασφαλής για τον οπλίτη που τον χρησιμοποιούσε. Έτσι τόσο οι ενδυμασίες όσο και τα όπλα αυτών των λαών αποτελούσαν ένα συνονθύλευμα χρωμάτων, τύπων και σχημάτων, αλλά και οι τακτικές μάχης των Περσών ήταν ανάλογες με την φυλετική πανσπερμία από την οποία αποτελείτο και το ίδιο το στράτευμα. Στην κατηγορία των αμυντικών όπλων τύπου πανοπλίας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα πλέον αξιόμαχα σώματα καθώς και οι ευγενείς φορούσαν διαφόρων τύπων φολιδωτούς θώρακες. Οι υπόλοιποι οπλίτες δεν είχαν άλλη προστασία πέρα από τις μεγάλες π ο δ η ν ε κ ε ί ς ασπίδες που λέγονταν σ π ά ρ α από τους Πέρσες και γ έ ρ ρ α - ο ν από τους Έλληνες. Εκτός από αυτές οι Πέρσες πελταστές χρησιμοποιούσαν τις πλεκτές από λιγαριά ασπίδες τύπου περσικής πέλτης που λέγονταν τ ά κ α και οι οποίες κατείχαν την πρώτη θέση στον τυπικό Περσικό εξοπλισμό. Σχετικά με τα επιθετικά όπλα στο επίπεδο των α γ χ έ μ α χ ω ν ή των ε κ η β ό λ ω ν όπλων είχαν επίσης να παρουσιάσουν μεγάλη ποικιλία σε ακόντια και δόρατα, με σιδερένιες ή ορειχάλκινες αιχμές, τα οποία έφεραν αντί για σ α υ ρ ω τ ή ρ α μεταλλικό βαρύ μήλο όπως τα δόρατα του σώματος των Αθανάτων. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα κοντά ακόντια κάποιων μονάδων Αιγυπτίων υποτελών τα οποία αντί για μεταλλική αιχμή έφεραν στερεωμένα στα στελέχη τους κέρατα από δορκάδες, ένα είδος ζαρκαδιών. 89







ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

H

αρχαία Μακεδονία υπήρξε γεωγραφικό ηπειρωτικό διαμέρισμα των Βαλκανίων το οποίο ανήκε εδαφικά, κατά το πλείστον, στον ευρύτερα ονομαζόμενο Ελληνικό χώρο στον οποίο ανακαλύφθηκαν νεολιθικά ευρήματα και Μακεδονικοί τάφοι της εποχής στις τοποθεσίες Άγιος Μάμαντας, Όλυνθος, Σέρβια, Ορμύλια και αλλού. Η κάθοδος των Ελληνικών φύλων των Ιώνων, των Αχαιών και των η Δωριέων η οποία άρχισε την 3 χιλιετία π.Χ. και η οποία διήρκεσε άνω των χιλίων ετών, σηματοδότησε και την συνένωση των ντόπιων με τους Αχαιούς και τα συγγενή προς αυτούς φύλα όπως των Σιδωνίων και των Παιόνων. Μεταξύ των φύλων αυτών ήταν και το Μ α κ ε δ ν ό ν φύλο, ( μακεδνός = μακρός, υψηλός) κατά την δωρική διάλεκτο, το οποίο όπως και άλλα φύλα δεν προχώρησε νότια αλλά παρέμεινε στην περιοχή δημιουργούμενου έτσι του Μακεδονικού έθνους το οποίο σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο, «Οίκεε εν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον….» (Α56, Ε18, Η43, Ι56). Το Μακεδονικό κράτος κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου του Β' έφτανε από την Σκυθία έως και την Πελοπόννησο αλλά επί Ρωμαϊκής καθώς και επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας επεκτάθηκε, μέσω κατακτητικών πολέμων εις βάρος των γειτόνων του, διαμορφουμένων έτσι των ορίων της μεγάλης Μακεδονίας. Σήμερα τα όρια της πάλαι ποτέ Μακεδονικής αυτοκρατορίας, σαν γεωγραφικoύ διαμερίσματος, εμπεριέχουν τμήμα της νυν Αλβανίας, τμήμα της νυν Βουλγαρίας, τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας νυν Σκόπια ή F.I.R.O.M. καθώς και μεγάλο τμήμα του ελληνικού χώρου ο οποίος ξεκινάει από την Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο και τελειώνει βορειοανατολικά εκεί όπου αρχίζει η Θράκη. Όταν όμως οι αυτοκρατορίες της Ρώμης και του Βυζαντίου στις οποίες ανήκε σαν κτίση και η Ελλάδα τελικά συρρικνώθηκαν, λόγω απωλειών των εδαφών τους, όσα από αυτά τα εδάφη βρέθηκαν εκτός του σημερινού Ελληνικού χώρου εξακολούθησαν από τους Βαλκάνιους κατοίκους τους να αποκαλούνται ακόμη Μακεδονία με όσα παρατράγουδα εκ των υστέρων συνεπάγεται αυτό μέχρι και σήμερα. Ποσοτικά όμως σε σχέση με τα υπόλοιπα Μακεδονικά διαμερίσματα δηλαδή σε τετραγωνικά χιλιόμετρα γης ο κυρίως Ελληνικός Μακεδονικός χώρος εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος και υπάρχει από της γέννησής του μέχρι σήμερα στην ελληνική επικράτεια. Επίσης οι κατά καιρούς αρχαίες ιστορικές πρωτεύουσες αυτού του χώρου όπως, οι Αιγές (Βεργίνα), η Έδεσα και η Πέλλα βρίσκονταν πάντα και εξακολουθούν να βρίσκονται στον Ελληνικό Μακεδονικό χώρο. Τα παραπάνω αποδεικνύουν, την διαχρονική Ελληνικότητα του έθνους των Μακεδόνων μεταξύ των πολυπληθών Ελληνικών φύλων της εποχής. Συγχρόνως όμως και άλλες μειονότητες του ευρύτερου Βαλκανικού χώρου δικαιούνται να αποκαλούνται Μακεδόνες υπό συγκεκριμένο όμως γεωγραφικό προσδιορισμό εφ' όσον η σημερινή γεωγραφική θέση των πατρίδων τους ανήκε κάποτε στο ευρύτερης έννοιας Μακεδονικό κράτος χωρίς όμως ποτέ να ξεκίνησε η ίδρυσή του ή να υπήρξε η πρωτεύουσά του ή η διοικητική του έδρα σ' αυτές τις περιοχές. Το Μακεδονικό έθνος, αφού επεβλήθη με τον καιρό στα άλλα γειτονικά Ελληνικά φύλα, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της σημερινής Ημαθίας και ίδρυσε πόλεις, όπως το Κίτιο και την Βέροια δημιουργουμένου έτσι του κράτους της Μακεδονίας με πρωτεύουσα την Έδεσα ή τις Αιγές. Παραδοσιακά αναφέρονται διάφοροι βασιλείς του έθνους των Μ α κ ε δ ν ώ ν ή Μακεδόνων από τον Κάρανο τον 9ο π.Χ. αιώνα έως τον βασιλιά Αμύντα τον Α' από το 540 έως το 498 π.Χ. από τον οποίο και ξεκίνησε η δυναστεία των Αργεαδών. 95


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι σχέσεις των Μακεδόνων με τα άλλα Ελληνικά φύλα ήταν καλές και ακόμη καλύτερες ήταν με τους Αθηναίους παρά το γεγονός ότι το 507 π.Χ. αναγνωρίζουν αναγκαστικά την περσική κυριαρχία. Έτσι στα χρόνια των Περσικών πολέμων, αν και η Μακεδονία ήταν υποταγμένη στον Ξέρξη, ο βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α' της δυναστείας των Αργεαδών βοήθησε έμμεσα και αποτελεσματικά τους λοιπούς Έλληνες στους αγώνες τους εναντίον των επίδοξων κατακτητών της Ελλάδας. Χιλιάδες Έλληνες οπλίτες σώθηκαν στα Τέμπη, κατά την κάθοδο των Περσών το έτος 490 π.Χ., χάριν των πολύτιμων πληροφοριών των Μακεδόνων οι οποίοι, μέσω των κατασκόπων τους, συνέχισαν να βοηθούν τους Έλληνες έως και την μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. κατασκοπεύοντας τις θέσεις και τις κινήσεις του Περσικού στρατού. Οι υπόλοιποι Έλληνες ευγνωμονώντας τους για την βοήθειά τους έστησαν, μεταξύ των άλλων, ανδριάντα του βασιλιά τους Αλέξανδρου του Α' στους Δελφούς και η Μακεδονία μετά τους Περσικούς πολέμους συνέχισε να παίρνει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες όπως και οι άλλες πόλεις βασίλεια της Ελλάδας. Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου η παραδοσιακή φίλη των Αθηναίων Μακεδονία μεταπήδησε στο Λακεδαιμονικό στρατόπεδο αλλά ο βασιλιάς Περδίκκας άλλαξε πάλι στρατόπεδο φοβούμενος τις εσωτερικές ταραχές τις οποίες υποκινούσαν οι πολιτικοί φίλοι των Αθηναίων. Η παραδοσιακή φιλία με την Αθήνα συνεχίστηκε και ο επόμενος βασιλιάς ο Αρχέλαος (413 - 399 π.Χ.) ανασυγκρότησε τον στρατό και το ναυτικό, έκτισε οχυρωματικά έργα στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η οποία ήταν πλέον η Πέλλα αντί των Αιγών, ενώ παράλληλα προσκλήθηκαν και διέμεναν στην Μακεδονία πλήθος ανθρώπων των γραμμάτων των τεχνών και του πνεύματος. Περί το έτος 389 π.Χ. στον θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Αμύντας ο Β' ο οποίος άρχισε να αναμιγνύεται στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας καθώς επίσης και ο απόγονός του βασιλιάς Αλέξανδρος ο Β' (369 - 376 π.Χ.) ο οποίος, με αφορμή την παροχή υποστήριξης στον τύραννο των Φερών εκ μέρους των Λαρισαίων κατέλαβε την Λάρισα αλλά αναχαιτίστηκε γρήγορα από τον Θηβαίο στρατηγό Πελοπίδα ο οποίος πήρε και ως όμηρο τον αδελφό του βασιλιά τον Φίλιππο. Αργότερα ο Μακεδόνας αυτός ως βασιλιάς Φίλιππος ο Β' (357 - 336 π.Χ.) γιος του Αμύντα του Γ’ συνέχισε να αναμιγνύεται με ύποπτο ενδιαφέρον στα πολιτικά δρώμενα της νότιας Ελλάδας. Επί της βασιλείας του Φιλίππου του Β' έγιναν σοβαρές εδαφικές κατακτήσεις και το Μακεδονικό κράτος μεγάλωσε τον ζωτικό του χώρο με την επέκταση των συνόρων του, εις βάρος των Βαλκάνιων γειτόνων του, φτάνοντάς τα από τον ποταμό Νέστο ανατολικά μέχρι την Παιονία νότια και στην συνέχεια από την Σκυθία έως και την Πελοπόννησο, πλην της Σπάρτης. Στην χώρα εισέρευσε πλούτος, αγαθά και δύναμη και η πρωτεύουσα Πέλλα συνέχισε να είναι τόπος συνάθροισης ανθρώπων του πνεύματος και των γραμμάτων όπως ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, σαν διδάσκαλος του διαδόχου Αλεξάνδρου γιου του Φιλίππου του Β' καθώς και οι παιδαγωγοί Λεωνίδας, Λυσίμαχος και άλλοι. Δεδομένου ότι ο επόμενος φιλόδοξος στόχος του Μακεδόνα βασιλιά ήταν η εκστρατεία υπό την ηγεσία του όλων των Ελληνικών πόλεων - κρατών, με σκοπό την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχεμαινιδών, καταλαμβάνει την Θεσσαλία και την Φωκίδα και νικά κατά κράτος στην Χαιρώνεια της Βοιωτίας το 338 π.Χ. τις συνασπισμένες δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων. Στην μάχη αυτή εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο ο γιος και διάδοχος του Φιλίππου του Β' ο δεκαοκταετής Αλέξανδρος ο Γ' ο οποίος ηγείται επιτυχώς του Θεσσαλικού ιππικού. Έτσι επιτυγχάνεται σταδιακά εκ μέρους των Μακεδόνων η υποταγή όλης της νότιας Ελλάδας, εκτός της Σπάρτης, χάρις στις νέες ομαδικές τακτικές σχηματισμού μάχης της νεοεμφανισθείσας Μακεδονικής φάλαγγας και του νέου αποτελεσματικού όπλου της περίφημης σάρισας. Ο Φίλιππος ο Β' δολοφονείται το 336 π.Χ. από τον Παυσανία, ο οποίος ήταν συγγενής της συζύγου του Ολυμπιάδας, για λόγους προσωπικής αντεκδίκησης και το ανεκπλήρωτο όνειρο του Φιλίππου αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού το έκανε πραγματικότητα ο γιος του Αλέξανδρος ο Γ' (336 - 323 π.Χ.) εισβάλοντας το 334 π.Χ. στην Ασία και κατανικώντας μετά από επάλληλες νικηφόρες μάχες την Περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Στην δύσκολη πορεία του μέσα στην αχανή Ασιατική ήπειρο ο Αλέξανδρος, ο επονομαζόμενος και Μέγας, δεν νικήθηκε ποτέ και βγήκε θριαμβευτής από πολύνεκρες μάχες όπως της Ισσού, του Γρανικού, των Γαβγάμηλων, της Τύρου, των Εκταβάνων και άλλες οι οποίες έγιναν από τους 96


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Μακεδόνες και τους συμμάχους τους εναντίον των Περσών μέσα σε λιγότερο από μία πενταετία. Οι μάχες αυτές κερδήθηκαν με τις πρωτοποριακές στρατηγικές και τις τακτικές μάχης που εφάρμοσε ο Μακεδόνας στρατηλάτης νικώντας μέσα σε έντεκα συνολικά χρόνια, από της εισβολής του στην Ασία, σε όλες τις μάχες από την Μ. Ασία έως και τις μακρινές Ινδίες του βασιλιά Πώρου. Το βασίλειο της Μακεδονίας επί των ημερών του Μ. Αλεξάνδρου περιελάμβανε την υπόλοιπη Ελλάδα, την Αίγυπτο, ολόκληρη την Βαλκανική, την Μικρά Ασία, την Περσία, την Σαμαρκάνδη, την Βαβυλώνα, την Βακτριανή και τελείωνε στο Ινδοκούς των Ιμαλαΐων, στον Ινδό ποταμό στις Ινδίες και στην εσχάτη Αλεξάνδρεια η οποία αποτελούσε και το τέλος του τότε γνωστού κόσμου. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. στην Βαβυλώνα, από ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα ασθένεια πιθανότατα ελονοσία ή άλλη αιτία, η απέραντη αυτοκρατορία του μοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του, των λεγομένων και Διαδόχων, ενώ ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών του ιδιαίτερα των βετεράνων γύρισε στην Μακεδονία. Ο Αλέξανδρος πριν φύγει για την εκστρατεία του στην Ασία είχε χρίσει σαν στρατιωτικό και διοικητικό ηγεμόνα ολόκληρης της Ελλάδας τον συγγενή του Αντίπατρο (323 - 319 π.Χ.). Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, σαν βασιλιάς πλέον, ο Αντίπατρος περιορίστηκε στα όρια του Ευρωπαϊκού κατακτημένου χώρου τον οποίο είχε δημιουργήσει ο βασιλιάς Φίλιππος ο Β' και που επεκτείνονταν εκτός της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας και σε όλα τα Βαλκάνια. Έτσι η κατακτημένη απέραντη Ασιατική χώρα και ένα τμήμα της Αφρικανικής γίνονται ένα ανεξάρτητο τμήμα του μεγάλου πρώην ενιαίου Μακεδονικού κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου το οποίο μοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του σε μικρότερα ανεξάρτητα Ελληνιστικά βασίλεια - κράτη από τους στρατηγούς και εταίρους του Πτολεμαίο, Λυσίμαχο, Αντίγονο, Περδίκκα, Ευμένη, Κρατερό, Σέλευκο, Κάσσανδρο και πολλούς άλλους Μακεδόνες καθώς και σε Ασιάτες ηγεμόνες βασιλείς και σατράπες. Σύμφωνα με ιστορικούς συγγραφείς ο Αλέξανδρος ερωτηθείς από τους εταίρους του, λίγο πριν τον θάνατό του, ποιόν έκρινε καταλληλότερο για να δώσει την ηγεσία του απέραντου κράτους λέγεται ότι ψιθύρισε, «τω κρατίστω», δηλαδή στον ισχυρότερο. Αυτή η φράση μπορεί να ερμηνευτεί σαν έμμεση επιθυμία ή διαταγή να αναλάβει την ηγεσία όποιος μπορέσει να καταβάλει τους υπόλοιπους ως ισχυρότερος ή αυτοί να αναδείξουν ελεύθερα μεταξύ τους με δημοκρατικό τρόπο τον ικανότερο παραδεχόμενοι την καταφανή ανωτερότητά του. Έχει γραφεί από ιστορικούς ότι ο Αλέξανδρος ζήτησε να ταφεί η σωρός του στην Αιγυπτιακή όαση Σίβα και παρά τις αντιρρήσεις των υπολοίπων, οι οποίοι ήθελαν να ταφεί στην Μακεδονία, ο Πτολεμαίος υπερίσχυσε και πήρε μαζί του την σωρό του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο, όπου και τον θεοποίησε, αλλά μετά τον θάνατο της Κλεοπάτρας, της τελευταίας Πτολεμαίας βασίλισσας της δυναστείας των Λαγιδών, χάθηκαν διά παντός τα ίχνη του τάφου του. Έτσι μετά τον θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη ο στρατηγός Περδίκκας, στον οποίο ο Αλέξανδρος κατ' άλλη ιστορική εκδοχή είχε αφήσει το σφραγιστήριο δακτυλίδι του, συγκάλεσε συμβούλιο των Διαδόχων στρατηγών και από κοινού μοιράστηκαν την αυτοκρατορία η οποία την εποχή εκείνη απλωνόταν και στις τρεις γνωστές ηπείρους. Ενδεικτικά αναφέρεται ποιές διοικητικές περιοχές της αυτοκρατορίας διανεμήθηκαν μεταξύ των φίλων και εταίρων του Αλεξάνδρου από τις κατακτημένες περιοχές και των τριών ηπείρων. Ο Αντίπατρος, σαν στρατηγός αυτοκράτορας της Μακεδονίας και ο Περδίκκας, σαν Επιμελητής των υπολοίπων στρατηγών Διαδόχων, έλαβαν εκτός της Μακεδονίας, την Ήπειρο, την υπόλοιπη Ελλάδα, την Ιλλυρία δηλαδή την σημερινή Αλβανία, καθώς και τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Ο Λυσίμαχος πήρε την Θράκη και μέρος της Μικράς Ασίας, ο Ευμένης την Καππαδοκία και την Παφλαγονία, ο Αντίγονος την Φρυγία και προσωρινά για λογαριασμό του ναυάρχου Νέαρχου την Λυκία και την Παμφυλία, ο Πτολεμαίος μαζί με τον Κλεομένη την Αίγυπτο και άλλοι εταίροι και σωματοφύλακες διάφορες άλλες σατραπείες, δηλαδή πρώην Περσικές διοικητικές περιοχές. Στον πνευματικά καθυστερημένο γιο του Φιλίππου του Β' Αριδαίο Φίλιππο και στον μικρό ανήλικο γιο του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης Αλέξανδρο τον Δ' παραχωρήθηκε τυπικά η μακρινή Σογδιανή και ο κενός τίτλος και στους δύο των συμβασιλέων του απέραντου κράτους. 97


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι Διάδοχοι, από εκτίμηση ή από επιβεβλημένη από τα πράγματα σκοπιμότητα, δεν ξέχασαν και τους υποτελείς σατράπες και βασιλείς οι οποίοι τάχτηκαν τελικά παρά το πλευρό του Αλεξάνδρου και πολέμησαν μαζί του μέχρι τον θάνατό του όπως τον Ινδό βασιλιά Πώρο, τον Πέρση σατράπη Οξυάρτη, πατέρα της βασιλικής συζύγου Ρωξάνης και άλλους δίνοντάς τους ανατολικές ανεξάρτητες σατραπείες, έτσι ώστε η αυτοκρατορία διαιρέθηκε συνολικά σε περισσότερα από είκοσι κράτη - βασίλεια. Οι υπόλοιποι στρατηγοί και συγγενείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά την μοιρασιά της αυτοκρατορίας μεταξύ τους και επειδή όλοι ήθελαν να ανεξαρτητοποιηθούν από την μητροπολιτική Μακεδονία και τους Επιμελητές στρατηγούς, αποδύθηκαν σε ένα αγώνα συνεχών αδελφοκτόνων μαχών κάνοντας συνασπισμούς σκοπιμότητας κατά ομάδες σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Άλλοι από αυτούς έμειναν προσωρινά σε αναμονή βολιδοσκοπώντας ποιός συνασπισμός δυνάμεων θα προκύψει ισχυρότερος για να προσχωρήσουν σε αυτόν και για να τον εγκαταλείψουν ευθύς αμέσως όταν κάποιος άλλος ισχυρότερος συνδυασμός στρατηγών εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους δεδομένου ότι οι στρατηγοί ήταν πολλοί και οι συνδυασμοί συμμαχίας μεταξύ τους ακόμη περισσότεροι. Η σπουδαιότερη προσπάθεια αναβίωσης του κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Μακεδονικής αυτοκρατορίας έγινε από τον στρατηγό Αντίγονο Κύκλωπα, για προσωπικό του βέβαια όφελος, ο οποίος σαν σατράπης της μεγάλης Φρυγίας πρόσθεσε στις κτήσεις του την Λυκία και την Παμφυλία του ναύαρχου Νέαρχου. Το αποτέλεσμα αυτών των πολεμικών αντιπαραθέσεων του τύπου όλοι εναντίον όλων ήταν η σταδιακή εξασθένηση της πρώην ένδοξης Μακεδονικής αυτοκρατορίας. Μετά τον θάνατο του Αντιγόνου στην μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. εξέλειπε κάθε ελπίδα ανασύστασης της Μακεδονικής αυτοκρατορίας και της διοίκησής της από ένα και μόνο ηγέτη. Από τους επιζήσαντες Διαδόχους έγινε στην συνέχεια ευρεία συγχώνευση των περιοχών της αυτοκρατορίας οι οποίες τελικά χωρίστηκαν σε τρία βασικά κράτη - βασίλεια στα οποία ήταν ήδη βασιλείς ή δελφίνοι τα παιδιά των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι λεγόμενοι Επίγονοι. Τα τρία αυτά βασικά βασίλεια, χωρίς να αναφερθούν οι μικρότερες σατραπείες, ήταν τα εξής: Το κράτος της ευρύτερης Μακεδονίας με βασιλιά τον Κάσσανδρο και κατόπιν των Αντιγονιδών το οποίο υποτάχτηκε στους Ρωμαίους το 167 π.Χ, το κράτος της Συρίας με βασιλιά τον Σέλευκο το οποίο υποτάχτηκε στους Ρωμαίους το 64 π.Χ. και το βασίλειο της Αιγύπτου με βασιλιά τον Πτολεμαίο το οποίο υποτάχτηκε στους Ρωμαίους το 30 π.Χ. Πέραν αυτών των κρατών χαρακτηρίζονται επίσης ισχυρά το κράτος της Περγάμου στην Μυσία όπου ο Φιλέταιρος, στρατηγός του Λυσίμαχου, ίδρυσε ένα αξιόλογο από κάθε άποψη βασίλειο το οποίο ήκμασε περί το 295 π.Χ. και διοικήθηκε από ισχυρούς βασιλείς όπως ο Άτταλος και ο Ευμένης ο Β', όπως επίσης και το κράτος του Σέλευκου βασιλιά της Βαβυλώνας και ιδρυτή της τεράστιας σελευκιδικής αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς εσωτερικές και εξωτερικές πολύνεκρες μάχες των Διαδόχων του Αλεξάνδρου και των Επιγόνων τους, οι ατυχείς πολιτικές επιλογές και οι συμμαχίες σκοπιμότητας, εξασθένισαν σε τέτοιο βαθμό τα άλλοτε παντοδύναμα Ελληνιστικά κράτη ώστε να γίνουν στην συνέχεια εύκολη βορά στην νέα ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη της Ρώμης. Με τελευταίο θύμα την Αιγυπτιακή δυναστεία των Λαγιδών το 31 π.Χ., τα Ελληνιστικά κράτη παύουν να υπάρχουν και η ρωμαϊκή αυτοκρατορία τα προσθέτει στις επαρχίες της όπως είχε γίνει το 168 π.Χ. με την Μακεδονία, παρά την προσπάθεια του τελευταίου βασιλιά της Περσέα στην Πύδνα. Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες το 148 π.Χ. από τον Μακεδόνα κινηματία Ανδρίσκο και αργότερα από κάποιο τυχάρπαστο τυχοδιώκτη Αλέξανδρο, υποτιθέμενο γιο του βασιλιά Περσέα, αποτυγχάνουν παταγωδώς λόγω της προχειρότητας των εξεγέρσεων και της ανωτερότητας του Ρωμαϊκού στρατού. Τελικά το 146 π.Χ. μετά την ήττα του Έλληνα Μεγαλοπολίτη στρατηγού Δίαιου στην Λευκόπετρα της Κορίνθου από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο σηματοδοτείται και η κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Το τέλος σχεδόν όλων των Διαδόχων υπήρξε θλιβερό και ανάξιο των κατορθωμάτων τους δεδομένου ότι αφού κατασπαράχτηκαν στην κυριολεξία μεταξύ τους διεκδικώντας την εξουσία με κάθε είδους τρόπους θεμιτούς και αθέμιτους τελικά οι διάδοχοί τους έχασαν τα πάντα από την νέα εμφανιζομένη Ρωμαϊκή δύναμη. Φρικτό τέλος από μολυσματική ασθένεια επεφύλαξε η μοίρα για τον νέο βασιλιά της Μακεδονίας τον 98


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Κάσσανδρο γιο του Αντιπάτρου το έτος 298 π.Χ. ο οποίος το 311 είχε σκοτώσει την σύζυγο του Αλεξάνδρου Ρωξάνη και τον γιο του Αλέξανδρο τον Δ' εξολοθρεύοντας έτσι την δυναστική οικογένεια των Αργεαδών. Από την βασιλική οικογένεια σώθηκε μόνο η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκη, από την οποία πήρε και το όνομά της η ομώνυμη πόλη, την οποία παντρεύτηκε ο Κάσσανδρος για να νομιμοποιηθεί στον θρόνο της Μακεδονίας το 305 π.Χ. Τελικά ο Κάσσανδρος παραμερίστηκε από τον γιο του Αντιγόνου Κύκλωπα τον Δημήτριο τον Πολιορκητή ο οποίος σαν φορέας της δυναστείας των Αντιγονιδών ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας το 294 π.Χ. Το τέλος της γριάς πλέον βασιλομήτορος Ολυμπιάδας υπήρξε επίσης φρικτό αφού πέθανε λιθοβολημένη το 316 π.Χ., με προτροπή του Κάσσανδρου, από τους συγγενείς Μακεδονικών οικογενειών των οποίων είχε κατά καιρούς διατάξει την εκτέλεση μελών τους ως αντικαθεστωτικών. Τυχερότερος από όλους στάθηκε ο στρατηγός Πτολεμαίος ο οποίος με σωστές διπλωματικές κινήσεις προσεταιρίστηκε εύκολα τον Αιγυπτιακό λαό, αφήνοντάς τον να λατρεύει ελεύθερα την θρησκεία του, όπως είχε κάνει και ο Μ. Αλέξανδρος και να εκτελεί τις τελετές και τα έθιμά του κερδίζοντας έτσι συγχρόνως όχι μόνο την ανοχή αλλά και την εύνοια του Αιγυπτιακού κλήρου. Ο βασιλιάς Πτολεμαίος Α' ο Σωτήρ (337 - 283 π.Χ.) βασίλευσε στην Αίγυπτο και στην Κυρηναϊκή καθώς και σε ασιατικά εδάφη όπως της Συρίας και της Αραβίας καταλαμβάνοντας ακόμη την Ρόδο και την Κύπρο κάνοντας έτσι την Αίγυπτο ένα από τα ισχυρότερα, επιφανέστερα και με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο κράτη. Ίδρυσε την περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας η οποία απέκτησε, εν καιρώ και επί των διαδόχων του, 700.000 τόμους σπάνιων συγγραμμάτων ανυπολογίστου πολιτιστικής αξίας, έκτισε πανεπιστήμια και άλλα πνευματικά ιδρύματα στην ίδια πόλη αναμιγνύοντας εποικοδομητικά το πολιτιστικό δυναμικό των δύο πανάρχαιων λαών καθώς και τις πολυθεϊστικές θρησκείες τους. Παράλληλα ο Πτολεμαίος έκτισε πλήθος στρατιωτικών αμυντικών έργων καθώς και κοινωφελών κτιρίων με εξέχουσα εξ όλων αυτών των κατασκευών τον περίφημο φάρο της Αλεξανδρείας ο οποίος αποτέλεσε και ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Ο βασιλιάς Πτολεμαίος αποσύρθηκε και πέθανε γέροντας το έτος 282 π.Χ., αφού συνέγραψε την στρατιωτική βιογραφία με τίτλο «Οι πράξεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου», αφήνοντας στον γιο του Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο, από τον οποίο και θεοποιήθηκε, ένα δυνατό και ακμάζον κράτος. Η Αίγυπτος στην ιστορική της συνέχεια υποδουλώθηκε πολύ αργότερα από τους Ρωμαίους και μετά τον θάνατο της Κλεοπάτρας Ζ' το 31 π.Χ., η οποία υπήρξε και η τελευταία Αιγύπτια βασίλισσα της δυναστείας των Λαγιδών, έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Στην συνέχεια για να εκλείψει πάσα ελπίδα διαδοχής στον θρόνο των Λαγιδών της Αιγύπτου ο Ρωμαίος στρατηγός Οκταβιανός, ο επονομαζόμενος αργότερα Καίσαρ Αύγουστος το 29 π.Χ., μετά την νίκη του στο Άκτιο επί του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, σκότωσε τον μικρό γιο της Αιγύπτιας βασίλισσας και του Ιουλίου Καίσαρα τον Καισαρίωνα. Μεταξύ των πόλεων της Αιγύπτου, αλλά και αυτών που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, η Αλεξάνδρεια ήκμασε περισσότερο από κάθε άλλη πόλη κατορθώνοντας με τον καιρό να γίνει το πολιτιστικό σημείο αναφοράς μεταξύ του Ελληνικού, του Ρωμαϊκού και του Αιγυπτιακού πολιτισμού συγκεντρώνοντας ότι αξιολογότερο είχε να επιδείξει η εποχή σε πνευματικούς ανθρώπους. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων του πνεύματος ήταν ο Ερατοσθένης ο Αλεξανδρινός, ο Αρίσταρχος ο ο ο Σαμόθραξ τον 2 μ.Χ. αιώνα, ο ποιητής Καλλίμαχος, η περίφημη φιλόσοφος και μαθηματικός Υπατία τον 4 μ.Χ. αιώνα και πολλοί άλλοι. Το αρχαίο κλέος της Μακεδονίας ίσως να μην επανήλθε ποτέ αλλά αυτή η βορινή γωνιά της Ελλάδας υπήρξε μια από τις παλαιότερες, τις αξιολογότερες και πλέον βασανισμένες περιοχές της. Tα αίτια της διάλυσης της μεγάλης Μακεδονικής αυτοκρατορίας πρέπει να αναζητηθούν εκεί όπου βρίσκονται και τα ιστορικά αίτια της πτώσης και των άλλων αυτοκρατοριών προηγούμενων και επόμενων από αυτή. Ένα από αυτά τα αίτια ήταν αναμφίβολα ο πρόωρος θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο οποίος και δεν επέτρεψε την άμεση ομαλή διαδοχή ελλείψει ενηλίκου διαδόχου, η απεραντοσύνη του κράτους, η μεγάλη απόσταση από την μητροπολιτική Μακεδονία καθώς και η απληστία, οι φιλοδοξίες, οι εμπάθειες και η αρχομανία των στρατηγών και Διαδόχων του. 99


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Κατά καιρούς, δεδομένου ότι η κυρίως εκστρατεία διήρκεσε επάνω από δέκα χρόνια, το σύνδρομο της νόστου, όπως ήταν φυσικό, βασάνιζε τους στρατιώτες και προς το τέλος της πολύχρονης εκστρατείας παρατηρήθηκαν σοβαρά κρούσματα ανυπακοής και υπόκωφες εξεγέρσεις με κύριο αίτημα την επιστροφή τουλάχιστον των βετεράνων στην Μακεδονία. Τα πολιτικά συστήματα διοίκησης, όχι μόνο της εποχής εκείνης αλλά και μεταγενεστέρων εποχών, ήταν προσωποπαγή και κάθε ενέργεια εξαρτιόταν από την απόφαση την οποία έπαιρνε ο ηγέτης ο οποίος τις περισσότερες φορές εκτελούσε φιλόδοξα προσωπικά του σχέδια και ιδέες με την τυπική ή και καθόλου συμμετοχή της ηγεσίας του στρατού. Έτσι αποτελούσε ευτύχημα αν ο εκάστοτε νέος βασιλιάς ήταν σώφρων ηγέτης, ατρόμητος πολεμιστής και ικανός διαπραγματευτής, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε διόλου συχνά με τον ισχύοντα θεσμό της κληρονομικής βασιλείας, όπως δεν συμβαίνει άλλωστε και σήμερα. Ο Αλέξανδρος κατά ευτυχή ιστορική συγκυρία ήταν ο ηγέτης ο οποίος συγκέντρωνε όλα αυτά τα προτερήματα φθάνοντας από την πλήρη διάνοια και ιδιοφυία στην σχετική παραφροσύνη, όπως λέγεται χαρακτηριστικά καθ' υπερβολή από ξένους βιογράφους του και αυτό το γεγονός συγχρόνως αποτελούσε και την Αχίλλειο πτέρνα στον τρόπο της διοίκησης της Μακεδονικής αυτοκρατορίας. Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς πολλές απόψεις και γνώμες και έχουν γραφτεί μελέτες λιγότερο ή περισσότερο αντικειμενικές για την προσωπικότητα και τα επικά κατορθώματα του μεγαλύτερου, όπως είναι γνωστό, στρατηλάτη όλων των εποχών στον οποίο αναφέρεται σαν ξεχωριστό άτομο και το Κοράνιο ενώ πολλοί ξένοι συγγραφείς τον ονομάζουν χαρακτηριστικό τύπο Έλληνα. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για ένα ξεχωριστό και προικισμένο άτομο του οποίου τα καταπιεσμένα παιδικά χρόνια, λόγω της ισχυρής προσωπικότητας του πατέρα του και των μη καλών σχέσεων μεταξύ των γονιών του, καθώς η μικρή ηλικία του και ο πρόωρος θάνατός του, έκαναν συμπαθέστερη την ήδη συμπαθητική φυσική του παρουσία καθώς και την ιστορική πορεία του. Πέραν όμως αυτών ο Αλέξανδρος είχε και όλα εκείνα τα εφόδια μέσα από τα οποία οι ισχυροί γίνονται ισχυρότεροι, όπως την βασιλική καταγωγή, την εξαίρετη μόρφωση σε όλα τα επίπεδα, την άρτια στρατιωτική εκπαίδευση, το δυνατό και πλούσιο κρατικό υπόβαθρο σε έμψυχο και άψυχο υλικό, τους αφοσιωμένους φίλους στρατηγούς, την μικρή ηλικία και την αρρενωπή εμφάνιση. Σίγουρα όμως του έλειπε η πείρα της ζωής, ενώ του περίσσευαν οι φιλοδοξίες, η αίσθηση του ανταγωνισμού προς τον πατέρα του, η παθολογική αγάπη και αφοσίωση προς την μητέρα του με τις περίεργες ικανότητες και αντιδράσεις, καθώς και η εσωστρέφειά του η οποία παράλληλα με την εκρηκτικότητά του έδειχναν έντονο κυκλοθυμισμό. Οι πέραν των ανθρώπινων ορίων υπέρμετρες φιλοδοξίες του, έργο της μητέρας του Ολυμπιάδας, η αποδοχή εκ μέρους του της προσφώνησής του ως γιου του Δία στο ιερό του Άμονα Ρα στην Αίγυπτο, καθώς και τα ψυχολογικά του ξεσπάσματα κάτω από την επήρεια του οινοπνεύματος είχαν ολέθρια αποτελέσματα όπως την δυσαρέσκεια των συμπολεμιστών του ιδιαίτερα μετά από τον φόνο του σωτήρα και φίλου του Κλείτου, αδελφού της τροφού του βασιλιά, για ασήμαντη αφορμή από τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Ενώ η αυτοπεποίθηση και η γενναιότητά του ήταν παροιμιώδεις ξαφνικά καταλαμβανόταν από αισθήματα ανασφάλειας και εσωστρέφειας θεωρώντας ότι περιστοιχιζόταν από εχθρούς, όχι πάντα χωρίς λόγο, με αποτέλεσμα την εκτέλεση κάποιων υπόπτων αξιωματικών του μεταξύ των όποιων ήταν ο γηραιός στρατηγός του Φιλίππου του Β' Παρμενίωνας το 330 π.Χ. και ο γιος του Φιλώτας με την κατηγορία της προδοσίας η οποία δεν αποδείχθηκε ποτέ. Εκτός αυτών διέταξε την εκτέλεση του φιλόσοφου Καλλισθένη για την δυσμενή κριτική του και σταύρωσε τον γιατρό Γλαύκο γιατί δεν μπόρεσε να σώσει τον φίλο του Ηφαιστίωνα το 324 π.Χ. από τον θάνατο όταν αυτός αρρώστησε. Επίσης κατηγορείται ακόμη για τον αιφνίδιο θάνατο του λαμπρού στρατηγού Κοίνου ο οποίος του αντιμίλησε παραπονούμενος για την ταλαιπωρία των οπλιτών στο τέλος της εκστρατείας το 326 π.Χ. καθώς και για την βιαιότατη αντίδρασή του κακοποιώντας τον Κάσσανδρο στην Βαβυλώνα. Ο ασιατικός τρόπος ζωής τον επηρέασε σε τέτοιο βαθμό ώστε με το αληθοφανές πρόσχημα της συγχώνευσης του Περσικού με το Μακεδονικό - Ελληνικό έθνος διέταξε τον γάμο δεκάδων στρατιωτών του 100


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

με Ασιάτισσες και τελικά ο ίδιος, πέραν του χαρεμιού το οποίο συντηρούσε, παντρεύτηκε και την κόρη του Δαρείου Στάτειρα προξενώντας την θυμηδία, κατ' αρχήν και στην συνέχεια την αποστροφή και την εχθρότητα των αξιωματικών και οπλιτών του. Πέρα όμως από τα προσωπικά του ελαττώματα, η προσωπική του ακτινοβολία, τα λοιπά του προτερήματα και οι μοναδικές ικανότητές του ήταν τόσο μεγάλες ώστε πολλοί επίδοξοι μελλοντικοί κοσμοκράτορες, όπως ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, ο Μέγας Ναπολέων και άλλοι ηγέτες ήταν θαυμαστές των κατορθωμάτων του, μελετούσαν την ζωή και τις πολεμικές τακτικές του και φιλοδοξούσαν να μοιάσουν σ' αυτόν. Οι γνώμες των αρχαίων ιστορικών μεταγενέστερων ή συγχρόνων του Αλεξάνδρου διίστανται και ενώ ο Αριανός τον αναφέρει σαν ευγενικό με οξύ πνεύμα και πληθωρική προσωπικότητα άλλοι ιστορικοί όπως ο Κούρτιος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης έχουν διαφορετική γνώμη όχι ιδιαίτερα κολακευτική για το πρόσωπό του. Από ιστορικούς επικριτές του Έλληνες και ξένους ο Αλέξανδρος αναφέρεται σαν τον ηγεμόνα ο οποίος ανέβηκε τόσο ψηλά στην κορυφή ώστε τελικά έμεινε μόνος χάνοντας την επαφή με τις ρίζες του χάριν των οποίων παρέμενε στο θρόνο και εξασκούσε την εξουσία του. Το όνειρό του το οποίο έγινε εφιάλτης και όχι μόνο για τον ίδιο, είχε σαν αποτέλεσμα παρά το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του λογικού Αριστοτέλη και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, να γαντζωθεί στον θεσμό της απολυταρχικής διοίκησης, ελέω Θεού, η οποία αποτελούσε και το επίκεντρο της διοικητικής νοοτροπίας των Περσών και των Ασιατών γενικότερα. Αυτό ήταν αντίθετο στις εκφρασθείσες από τον ίδιο απόψεις σχετικά με την απελευθέρωση των Ελληνικών αποικιών και των άλλων μειονοτήτων από τον στυγνό δεσποτισμό των Περσών βασιλέων καθώς και της ολοκληρωτικής διάλυσης της τυραννικής προσωπολατρικής Περσικής αυτοκρατορίας. Αντ' αυτών έγινε ο ίδιος υποχείριο, οπαδός και δέσμιος αυτών των εξουσιαστικών ασιατικών πρακτικών τις οποίες προσπάθησε να επιβάλει και στους υπόλοιπους Έλληνες γενόμενος, κατά τους επικριτές του, ο αυτουργός της εισαγωγής αυτών των απολυταρχικών αντιλήψεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη εν καιρώ. Ο Αλέξανδρος έκτισε περί τις εβδομήντα πόλεις με λαμπρότερη αυτήν της Αλεξάνδρειας και έφερε το Ελληνικό πνεύμα και τον πολιτισμό μέχρι και τις Ινδίες, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, όπου τον συνόδευε πλήθος επιστημόνων και μελετητών οι οποίοι έκαναν πολυσχιδείς φυσικές, φιλοσοφικές και κάθε είδους μελέτες αδιάφορα αν αυτές τελικά δεν ήταν ο σκοπός της εκστρατείας αλλά κατά ευτυχή συγκυρία το αποτέλεσμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός κάποιων βαρβαρικών φυλών τις οποίες αντιμετώπισαν οι Μακεδόνες κατά την εκστρατεία τους στην Ασία, οι κυρίως σοβαροί αντίπαλοί τους δηλαδή οι λαοί των Περσών και των Ινδών ήταν λαοί με αξιόλογο πολιτισμό, υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και με ιδιαίτερες επιδόσεις τόσο στις πολεμικές όσο και στις καλές τέχνες καθώς και στα γράμματα. Οι Πέρσες ήταν άριστοι μαθηματικοί και αστρονόμοι, γνώριζαν την ιατρική και την μηχανική επιστήμη και εφάρμοζαν πρωτοποριακές κοινωνικές, διοικητικές, επικοινωνιακές και οικονομικές μεθόδους στην αχανή αυτοκρατορία τους στην οποία συμπεριλαμβάνονταν οι υποτελείς Έλληνες των Ιωνικών πόλεων, οι Κύπριοι, οι Λύκες, οι Κάρες, οι ιδιαίτερα αξιόλογοι Σάκες και άλλες εθνότητες. Παράλληλα οι Ινδοί είχαν ένα δικό τους αρχαιότατο πολιτισμό, φυλετικά ανήκαν στην Άρια φυλή, είχαν ευγενικούς τρόπους, φημίζονταν για το πλήθος των επιστημόνων τους και για την ιδιαίτερη θρησκευτική κάστα των πνευματιστών και φιλοσόφων τους με τις περίεργες ικανότητες. Οι Ινδοί ήταν επίσης φοβεροί πολεμιστές και διοικούνταν την εποχή εκείνη από έναν χαρισματικό ηγεμόνα τον Πώρο τον οποίο ο Αλέξανδρος τον έκανε, κατόπιν της ήττας του, σύμβουλό του διά βίου αναγνωρίζοντας την σοφία, την εμπειρία και την οξύνοιά του. Οι συνοδεύοντες τον Αλέξανδρο ερευνητές, πνευματικοί άνδρες και καλλιτέχνες είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν με τους ντόπιους Ινδούς σοφούς και επιστήμονες πολύτιμες απόψεις, σκέψεις και εμπειρίες ζωής, να γνωρίσουν και να μελετήσουν την πανίδα και την χλωρίδα της ασιατικής ηπείρου διδάσκοντας και διδασκόμενοι από τους Ινδούς και τους λοιπούς Ασιάτες. Βέβαια δεν χρειάζονταν όλες αυτές οι εκατόμβες των νεκρών, των τραυματιών και των ολοκαυτωμάτων για να ανταλλάξουν μεταξύ τους οι επιστήμονες φιλοσοφικές απόψεις περί της έννοιας και του σκοπού της ζωής, η οποία ταυτόχρονα είχε ευτελιστεί με τον 101


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

χειρότερο δυνατό τρόπο εκ μέρους των αντιπάλων στρατών και η μεταλαμπάδευση στην Ασία του Ελληνικού πνεύματος ήταν το τελευταίο το οποίο ενδιέφερε τις χιλιάδες των νεκρών, τις μάνες, τις χήρες και τα ορφανά τους. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου στέρησε από τους συμπολεμιστές του την παρουσία του, την οποία είχαν σχεδόν θεοποιήσει και εφ' όσον κατ' ουσία τα πάντα εκπορεύονταν από αυτόν ένοιωσαν ακέφαλοι και ακυβέρνητοι, παρά την παρουσία των στρατηγών τους για τους οποίους είχαν υποκειμενικές και αμφιλεγόμενες απόψεις ως προς την ικανότητα και ακεραιότητα του καθενός από αυτούς. Οι δυσμενείς συνθήκες ακυβερνησίας οι οποίες δημιουργήθηκαν μοιραία από αυτό το κενό εξουσίας, μετά τον θάνατό του, καθώς και οι φιλοδοξίες των στρατηγών του δημιούργησαν την ανάγκη της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από περισσότερους του ενός ηγέτες. Αυτοί οι ηγέτες και συμπολεμιστές, οι οποίοι μέχρι πριν λίγο πολεμούσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου, κατέληξαν να μισούνται και να εποφθαλμιούν τις ζωές και τις κτίσεις αλλήλων ενώ οι στρατιώτες τους, όπως σχεδόν συμβαίνει πάντα, ήταν τα πραγματικά αλλά και εκούσια θύματα του αδελφοκτόνου αυτού σπαραγμού ο οποίος συνεχίστηκε από τους απογόνους τους και έληξε πλήρως μόνο με την κατάληψη των εδαφών τους από τους Ρωμαίους. Οι στρατιώτες αυτοί επηρεασμένοι από τα κατορθώματα, τις προσωπικότητες και τις φιλοδοξίες των στρατηγών τους αλλά και από την δική τους απληστία για εύκολα κέρδη και λαφυραγώγηση, καθώς και από τον παραδοσιακό τοπικιστικό ανταγωνισμό της εποχής δέχτηκαν για λογαριασμό των ηγετών τους να γίνουν οι θύτες και μαζί τα θύματα του χωρίς ελέους αυτού πολέμου μεταξύ τους. Σίγουρα δεν είναι εύκολη η κριτική και η διατύπωση αντικειμενικών απόψεων σχετικά με ιστορικά γεγονότα τα οποία συνέβηκαν δεκάδες αιώνες πριν και ούτε είναι επίσης φρόνιμο να κρίνονται οι καταστάσεις και οι συνθήκες του παρελθόντος με σημερινά δεδομένα.

1

2

3

102

4


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Πλην όμως κάποια ιστορικά γεγονότα είναι τόσο κοινά και τόσο συχνά επαναλαμβανόμενα ώστε είναι πλέον διαχρονικά και δεν αφορούν μόνο στις συγκεκριμένες ιστορικές περιπτώσεις και στους λαούς οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αυτές αλλά ανήκουν σε ένα ευρύτερο φάσμα ιστορικής μελέτης. Οι Μακεδόνες τελικά υπερίσχυσαν στον Ελληνικό, τον ευρύτερο Βαλκανικό, τον Ασιατικό και τον Αφρικανικό χώρο, σαν μια από τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές της αρχαιότητας χάριν των εμπνευσμένων ηγετών τους, της άρτιας στρατιωτικής τους εκπαίδευσης και των εξαιρετικών συστημάτων και τεχνικών μάχης, όπως η Μακεδονική φάλαγγα και οι κάθε είδους πολιορκητικές μηχανές τις οποίες χρησιμοποίησαν κατά καιρούς. Στο επίπεδο του ατομικού αμυντικού οπλισμού την πρώτη θέση κατείχαν κατ' αρχήν οι αργολικές ασπίδες οι οποίες έφεραν συνήθως το δ ε κ α ε ξ ά κ τ ι ν ο αστέρι της δυναστείας των Αργεαδών καθώς και την μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου να φορά το χρυσό περιδέραιο των Ασιατών βασιλέων και να καλύπτεται με το υφασμάτινο Περσικό κάλυμμα την τ ι ά ρ α. Από τον 3ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν τις ασπίδες τύπου θ υ ρ ε ο ύ οι οποίες σχηματικά προέρχονταν από τις αντίστοιχες Γερμανικές ή Γαλατικές ασπίδες. Οι ασπίδες αυτές ήταν ξύλινες, επίπεδες, εύκολες στην κατασκευή τους με περιμετρική μεταλλική στεφάνη και είχαν μία λαβή πίσω από εξογκωμένο ομφαλό ο οποίος ήταν επιμήκης και χρησίμευε σαν κριός στο στάδιο του ωθησμού. Τα σχήματα των ασπίδων αυτών ήταν ελλειψοειδή, ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή εξάγωνα και οι διαστάσεις τους ήταν συνήθως 60 εκ. πλάτος επί 1.00 έως 1.20 μ. ύψος. Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου την εποχή των στρατηγών Διαδόχων του καθώς και επί της εποχής των Επιγόνων, σε επίπεδο ατομικού οπλισμού, χρησιμοποιήθηκαν οι ασπίδες τύπου στρογγυλής π έ λ τ η ς χωρίς απότμηση οι οποίες ήταν μικρότερες από τις αργολικές ασπίδες τύπου ό π λ ο ν κατάλληλες όμως για τους σ α ρ ι σ ο φ ό ρ ο υ ς φαλαγγίτες βαμμένες με χρώματα αργύρου και χρυσού. Όσον αφορά στα α γ χ έ μ α χ α και στα ε κ η β ό λ α όπλα οι Μακεδόνες ποτέ δεν αντικατάστησαν τα πάσης φύσεως ακόντια και τα μακριά βαριά δόρατα, τα ξ υ σ τ ά ή τα π α λ τ ά με κανένα άλλο όπλο, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι Έλληνες ιδιαίτερα δε μετά την εμφάνιση επί Φιλίππου του Β' του μακρού δόρατος με τον σαυρωτήρα, δηλαδή της περίφημης σ ά ρ ι σ α ς. Οι ασπίδες καθώς και οι σ ά ρ ι σ ε ς παράγονταν μαζικά από κρατικά προς τούτο εργαστήρια και διανέμονταν δωρεάν στους οπλίτες τόσο επί Αλεξάνδρου του Μεγάλου όσο και επί των Διαδόχων του και των Επιγόνων τους, όπως φαίνεται από σχετικές επιγραφές επάνω σε αυτά τα όπλα. Αυτό αποδεικνύεται από τα καλούπια παραγωγής ασπίδων τα οποία έχουν βρεθεί κατά καιρούς σε σχετικές ανασκαφές αλλά και από το γεγονός ότι στην Αίγυπτο βρέθηκε ένα από αυτά τα καλούπια το οποίο έγραφε με Ελληνικά γράμματα «Βασιλεύς Πτολεμαίος». Επίσης μόλις το έτος 1977 στο Ελληνικό παράρτημα του Μουσείου του πανεπιστημίου του Νιούκαστλ, κατά τον καθαρισμό ορειχάλκινων εξαρτημάτων σ ά ρ ι σ α ς, εμφανίστηκε η ελληνική επιγραφή ΜΑΚ η οποία παραπέμπει στην συντομογραφία της λέξης Μακεδονία ή Μακεδονικό. Τα συνήθη ξίφη των Μακεδόνων ήταν τα ήδη γνωστά ο π λ ι τ ι κ ά ξίφη, η Ιβηρικής καταγωγής κ ο π ί δ α, επί των Διαδόχων και Επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου το ύστερο Μακεδονικό δίκοπο μυτερό ξίφος, το Θρακικό ξίφος ρ ο μ φ α ί α μέσω των υποτελών τους Θρακών, καθώς και η τροποποιημένη μορφή της τσιγκελωτής ο ρ ο μ φ α ί α ς επί βασιλιά Περσέα τον 2 π.Χ αιώνα. Στο επίπεδο των δευτερευόντων και ελαφρών όπλων, οι πελταστές, οι ψιλοί σφενδονίτες και οι λιθοβόλοι χρησιμοποιούσαν τα κοντά ακόντια, τα οποία περιστρέφονταν κατά την ρίψη μέσω της σ τ ρ ο φ ο ρ μ ή ς με την βοήθεια δερμάτινου κορδονιού, την σφεντόνα, το ρόπαλο και τους φυσικούς λίθους.-

103









ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

H

ιστορία της Ρώμης, των Ρωμαίων και γενικότερα η ιστορία της κραταιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ένα από τα παλαιότερα και τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια, τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό χώρο, δεδομένου ότι επηρέασε τα γεγονότα σε τρείς ηπείρους για πάνω από χίλια χρόνια. Η ίδρυση της Ρώμης χάνεται κάπου ανάμεσα στον μύθο και στην Ιστορία. Σύμφωνα με τον μύθο και την παράδοση του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως καθώς και του Βιργιλίου ο Τρώας ήρωας Αινείας, μετά την καταστροφή της Τροίας, εγκαταστάθηκε μαζί με τους συντρόφους του στα παράλια του Λατίου στην Ιταλία και αυτοί οι φυγάδες Τρώες, υπό την ηγεσία του Αινεία ο οποίος στην συνέχεια παντρεύτηκε ντόπια πριγκίπισσα, αποτέλεσαν μαζί με τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής τον πληθυσμιακό πυρήνα για την ίδρυση της πόλης Άλβα Λόγγα. Αργότερα, πάντα σύμφωνα με την μυθολογία, η βασιλική κόρη Ρέα Σύλβια με την συμμετοχή του θεού Άρη γέννησε τον Ρωμήλο και τον Ρώμο ο οποίος όμως σε προσωπική αντιπαράθεση με τον αδελφό του σκοτώθηκε από αυτόν. Μεταμεληθείς ο Ρωμήλος ονόμασε την νέα πρωτεύουσα την οποία ίδρυσε το 753 π.Χ. σύμφωνα πάντα με την μυθολογία, με το όνομα Ρώμη προς τιμήν του αδικοχαμένου αδελφού του. Σύμφωνα όμως με την ισχύουσα ιστορική άποψη η αρχαία Ρώμη δεν ήταν παρά μια από τις πολλές μικρές κοινότητες κατοίκων οι οποίες υπήρχαν στον χώρο της Ιταλικής χερσονήσου κατά την εποχή του σιδήρου. Η συγχώνευση το 600 π.Χ. των κατοίκων στην περιοχή της μετέπειτα Ρώμης από τις κοινότητες των λόφων του Παλατίνου και του Κυρινίου αποτέλεσε και την αρχή της ίδρυσης της πόλης της οποίας το πιθανότερο είναι το όνομά της να προήλθε αργότερα από την ελληνική λέξη ρώμη = δύναμη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Διονυσίου του Αλικαρνασέως, πέραν του μύθου της ίδρυσης της Ρώμης, περί της Ελληνικότητας της πόλης επικαλούμενος και τις μαρτυρίες συγχρόνων του Ρωμαίων ιστορικών και εξεχόντων πολιτών ότι στην Ιταλία πρώτοι έφτασαν, την προϊστορική εποχή, προερχόμενοι από την Θεσσαλία οι Λέλεγες οι οποίοι υπήρξαν ένα από τα αρχαία Ελληνικά φύλα. Πολύ πριν εμφανιστούν δε καν οι Τρώες του Αινεία, διωγμένοι από τους Αχαιούς, ένα άλλο Ελληνικό φύλο οι Πελασγοί από την Αρκαδία είχε μετοικήσει στην Ιταλική χερσόνησο ενισχυόμενης έτσι της άποψης περί της Ελληνικότητας των πρώτων κατοίκων της Ιταλίας. Η γεωγραφική θέση της αρχαίας Ρώμης ήταν κοντά στον ποταμό Τίβερη, περιβαλλόταν προστατευτικά από επτά λόφους και απείχε λίγα χιλιόμετρα από την Τυρρηνική θάλασσα στα νοτιοδυτικά της και συγκεκριμένα από την περιοχή της Όστια στις εκβολές του Τίβερη η οποία έγινε αργότερο και το επίνειό της. Κατ' αρχήν την αδύναμη Ρώμη κυβερνούσαν οι ισχυροί γείτονές τους Σαβίνοι και Ετρούσκοι οι οποίοι και εκδιώχθηκαν περί το έτος 509 π.Χ. από τους Ρωμαίους και οι κάτοικοι της πόλης αυτοδιοικούνταν πλέον από δύο αιρετούς άρχοντες τους λεγόμενους υπάτους οι οποίοι κυβερνούσαν με δημοκρατικό τρόπο σύμφωνα και με τα πρόσφατα ελληνικά αρχαϊκά πολιτικά συστήματα. Οι αυτοδιοικούμενοι πλέον Ρωμαίοι αποδύθηκαν στην συνέχεια σε πολύχρονους αμφίρροπους και αιματηρούς αγώνες υπερασπίζοντας την Ρώμη από τα διάφορα εχθρικά φύλα της Ιταλίας και της υπόλοιπης Ευρώπης όπως τους Ετρούσκους Βιήους από το 483 έως το 474 π.Χ. και τους Γαλάτες το 390 π.Χ. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται, εκτός από τους αγώνες της Ρώμης εναντίον των διαφόρων εχθρών της και από τους εσωτερικούς αγώνες των φτωχών πολιτών των πληβείων κατά των πλουσίων πολιτών των πατρικίων. 111


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι πατρίκιοι φοβούμενοι την ίδρυση νέου κράτους από τους πληβείους, όπως είχε απειληθεί εκ μέρους τους και από το ενδεχόμενο ότι αν πραγματοποιείτο η απειλή τους δεν θα είχαν πλέον αρκετό στρατό στην διάθεσή τους, παραχώρησαν αναγκαστικά στους πληβείους μερικά σημαντικά προνόμια. Έτσι οι πληβείοι, οι οποίοι δεν είχαν ουσιαστικά καμιά αντιπροσώπευση, θέσπισαν τον θεσμό των δύο πληβείων δημάρχων, κατ' αρχήν, τους οποίους αργότερα το 471 π.Χ. πολλαπλασίασαν σε δέκα και οι οποίοι δήμαρχοι εκπροσωπούσαν και υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των πληβείων με την άσκηση της αρνησικυρίας ή veto. Τελικά εγκαθιδρύθηκε αναγκαστικά, εκ μέρους των πατρικίων, ένα περισσότερο προχωρημένο είδος δημοκρατίας όπου η εκλογή των υπάτων γινόταν από τους πατρικίους και των δημάρχων από τους πληβείους ενώ συγχρόνως σχηματίστηκαν το εξεταστικό σώμα της συγκλήτου και το νομοθετικό σώμα των Ρωμαϊκών συνελεύσεων. Οι πληβείοι τελικά κατόρθωσαν να συγκαλέσουν το 278 π.Χ. συνέλευση εξασφαλίζοντας το δικαίωμα ψήφου, εκ μέρους τους, σε νόμους και διατάξεις του κράτους που δέσμευαν όλους τους Ρωμαίους πολίτες πατρικίους και πληβείους οι οποίοι τελικά ήταν, τουλάχιστον θεωρητικά, ίσοι έναντι των νόμων. Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. αρχίζει η επεκτατική πολιτική της δυνατής πλέον Ρώμης η οποία είχε ισχυροποιηθεί στρατιωτικά, είχε αυξηθεί ο πληθυσμός της, είχε αναπτυχθεί το θαλάσσιο και χερσαίο εμπόριό της και έψαχνε για καινούρια εδάφη για να επεκταθεί και σαν έθνος. Έτσι χωρίς πλέον εσωτερικές πολιτικές διαμάχες οι Ρωμαίοι από αμυνόμενοι έγιναν επιτιθέμενοι και ξεκίνησαν την επεκτατική τους δραστηριότητα υποτάσσοντας ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο το 280 π.Χ. μετά από νέους αγώνες κατά των Ετρούσκων, των Λατίνων, των Σαμνιτών και των ελληνικών πόλεων της ου ου δεύτερης αποίκησης που έγινε μεταξύ του 5 και 8 αιώνα π.Χ. Οι επεκτατικές βλέψεις της Ρώμης εκτός Ιταλίας αφορούσαν στους γειτονικούς λαούς και στα κράτη της Μεσογειακής λεκάνης και η αρχή έγινε από την πλησιέστερη και πλέον διαφαινομένη απειλή η οποία ήταν η ναυτική και στρατιωτική δύναμη της Φοινικικής Καρχηδόνας στις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής στην οποία ηγεμόνευε την εποχή εκείνη η ισχυρή οικογένεια των Βάρκα με ηγεμόνα τον πολέμαρχο Αμίλκα Βάρκα. Ακολούθησαν οι Καρχηδονικοί πόλεμοι από το 264 π.Χ. έως το 146 π.Χ. οι οποίοι αποτέλεσαν μια σειρά από αιματηρότατες μάχες με αμφίρροπες, τις περισσότερες φορές, εκβάσεις όπου οι Ρωμαίοι πλήρωσαν ακριβά τις επεκτατικές τους βλέψεις στην Αφρική ιδιαίτερα όταν την ηγεμονία των Καρχηδονίων ανέλαβε ο περίφημος στρατηγός Αννίβας γιος του Αμίλκα Βάρκα. Τελικά ο Ρωμαϊκός στρατός νίκησε το 202 π.Χ. τον Αννίβα στην μάχη της Ζάμα και ο νικητής στρατηγός Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός κατέστρεψε συθέμελα την Καρχηδόνα καθώς οι νικητές μέχρι το έτος 146 π.Χ., όπου έληξαν οριστικά και οι εχθροπραξίες, είχαν εγκατασταθεί στις παράλιες περιοχές της σημερινής Τυνησίας. Μετά από αυτήν την αποφασιστικής σημασίας νίκη κατά των Καρχηδονίων, μετά από πολλά χρόνια αγώνων και θυσιών, οι Ρωμαίοι ανασυντάχτηκαν, επούλωσαν τις πληγές τους και έστρεψαν το βλέμμα τους σε νέες κατακτήσεις ανατολικά, δηλαδή προς τον Ελληνικό χώρο. Η πρώτη εκτός Ελλάδος σύγκρουση με τους Ρωμαίους είχε γίνει όταν ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος το 280 π.Χ. κατήγαγε αμφιλεγόμενες και πολύνεκρες νίκες, εξού και πύρρειες νίκες, στην κάτω Ιταλία υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα των Ελληνικών πόλεων - αποικιών, μετά από σχετική πρόσκληση εκ μέρους τους. Η δεύτερη επέμβαση στα Ελληνικά πράγματα έγινε πολύ αργότερα όταν οι Ρωμαίοι εμφανίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο, δήθεν για να προστατέψουν τους υπολοίπους Έλληνες από την Μακεδονική δύναμη, επεμβαίνοντας στις ελληνικές διενέξεις με την σύμφωνη μάλιστα γνώμη της Μεσσηνίας, της Ήλιδας, της Σπάρτης και κάποιων άλλων Ελληνικών βασιλείων τα οποία φοβήθηκαν και ήθελαν να σταματήσουν έγκαιρα μια ενδεχόμενη συνέχεια του Μακεδονικού επεκτατισμού. Οι Ρωμαίοι ηγέτες εκμεταλλευόμενοι την διαρκή διαμάχη μεταξύ των φαινομενικά συνασπισμένων ελληνικών συμπολιτειών της Αχαϊκής και της Αιτωλικής εναντίον της Μακεδονίας, η οποία ήταν άλλωστε και ο μοναδικός δυνατός αντίπαλος τους στον ελληνικό χώρο, κινήθηκαν σαν δήθεν υποστηρικτές της Αιτωλικής συμπολιτείας κατά των Μακεδόνων του Φιλίππου του Ε'. Ο Φίλιππος όμως φοβούμενος τις συνασπισμένες Ελληνικές και Ρωμαϊκές δυνάμεις έσπευσε να συνάψει ειρήνη με την Αχαϊκή συμπολιτεία και 112


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

η διαμάχη τελείωσε αναίμακτα με συνθήκη ειρήνης εκατέρωθεν και οι δυνάμεις εισβολής των Ρωμαίων αποσύρθηκαν μη έχοντας πια αληθοφανή πρόφαση ή λόγο επέμβασης. Στην δεύτερη πολεμική αναμέτρηση όλα σχεδόν τα ελληνικά βασίλεια - πόλεις τάχτηκαν υπέρ των Ρωμαίων και οι συνασπισμένες δυνάμεις τους νίκησαν τις αντίστοιχες Μακεδονικές του βασιλιά Φιλίππου του Ε' το έτος 197 π.Χ. στην μάχη του Κυνός Κεφαλές στην Θεσσαλία. Στην συνέχεια, μετά την ήττα των Μακεδόνων, έγιναν μεγάλες καταστροφές από τους Ρωμαίους στην Ελλάδα σε εχθρικά και μη βασίλεια - πόλεις και διεπράχθησαν τέτοιας έκτασης ωμότητες ώστε οι Έλληνες άρχισαν να συνασπίζονται, έστω και αργά, πάλι κατά των Ρωμαίων. Η Μακεδονική δύναμη στον Ελλαδικό χώρο είχε καταρρεύσει και μη υπάρχοντος Έλληνα ισχυρού ηγέτη στράφηκαν και ζήτησαν την βοήθεια του Αντιόχου του Γ' της δυναστείας των Σελευκιδών βασιλιά της Συρίας αλλά και Επιγόνου του Αντιόχου του Α' γιού του Σέλευκου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αντίοχος ο Γ' και οι συμμαχικές δυνάμεις της Αιτωλικής και Βοιωτικής συμπολιτείας συγκρούστηκαν με τον Ρωμαϊκό στρατό και ηττήθηκαν από αυτόν στην Μαγνησία το 190 π.Χ., επιτρέποντας έτσι την υποτέλεια και άλλων ελληνικών πληθυσμών στους Ρωμαίους. Οι Μακεδονικές δυνάμεις υπό τον νέο ηγεμόνα τους Περσέα ανασυγκροτήθηκαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα και ο νέος ηγέτης προέβηκε μετά την ενθρόνισή του σε σοβαρές φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις καθώς και προσπάθειες για την εύρεση συμμάχων μεταξύ των Ελλήνων για την δημιουργία νέου αντιρωμαϊκού μετώπου. Ο Περσέας τελικά έμεινε αβοήθητος και μετά από κάποιες επιτυχίες των Μακεδόνων, όχι αποφασιστικής σημασίας, οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το βασίλειο της Μακεδονίας νικώντας το 168 π.Χ. τον Μακεδόνα βασιλιά στην μάχη της Πύδνας κάνοντας έτσι την Μακεδονία Ρωμαϊκή επαρχία. Η κατάκτηση ολόκληρης της υπόλοιπης Ελλάδας δεν άργησε να γίνει και ολοκληρώθηκε όταν καταλήφθηκε, λεηλατήθηκε και καταστράφηκε η παραθαλάσσια Κόρινθος από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμιο, όπου οι Πελοποννησιακές δυνάμεις του νέου αρχηγού της Αχαϊκής συμπολιτείας Δίαιου ηττήθηκαν το 146 π.Χ. Έτσι η Ελλάδα έγινε Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαϊκή επαρχία ή provincia Achaia. Οι σποραδικές αντιστάσεις στον Ρωμαϊκό ζυγό δεν σταμάτησαν με πυρήνα αντιστάσεων τις μεγάλες πόλεις μεταξύ αυτών και η Αθήνα η οποία, πολύ αργότερα, γι' αυτό το λόγο θα υποστεί μεγάλες καταστροφές και λεηλασίες από τις λεγεώνες του στρατηγού Σύλλα το 86 π.Χ. Ο Ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε δραματικά, η φτώχια μπήκε σε κάθε ελληνικό σπίτι, οι γεωργικές εκτάσεις έμειναν ακαλλιέργητες από έλλειψη εργατικών χεριών, η φορολογία εκ μέρους των κατακτητών ήταν βαρύτατη, η βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο έμειναν στάσιμα και η Ελλάδα έγινε το φτωχότερο κράτος της Βαλκανικής χερσονήσου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άρχισε και η εκμετάλλευση, πιθανόν και με την συνέργεια κάποιων Ρωμαίων, των λιμοκτονούντων Ελλήνων από μια άλλη επίσης ελληνική μερίδα πολιτών αυτή των κτηματιών οι οποίοι παρήγαν τα προϊόντα πρώτης ανάγκης όπως δημητριακά, λάδι κ.λ.π. Έχοντας οι Ρωμαίοι πλέον σαν βάση την κατακτημένη Ελλάδα στράφηκαν προς τις κτίσεις των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Μικρά Ασία και πέραν της Συρίας, του ηττημένου ήδη Αντιόχου Γ', καταλαμβάνουν και το βασίλειο της Περγάμου του οποίου ο βασιλιάς Άτταλος ο Γ’ φοβούμενος την σύγκρουση με τους Ρωμαίους το παραδίδει σ' αυτούς το 133 π.Χ. αμαχητί. Η επεκτατική πολιτική της παντοδύναμης Ρώμης συνεχίζεται με την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου το ο 129 π.Χ. για να συνεχιστεί όλο τον 1 αιώνα π.Χ. με τις κατακτήσεις της Γερμανίας των Βαλκανίων και της Δακίας, δηλαδή της σημερινής Ρουμανίας και των Αγγλικών νήσων από τα οποία εκδιώχτηκαν μόνο κατά το 410 μ.Χ. Οι Ρωμαϊκές κατακτήσεις είχαν μεν σαν αποτέλεσμα την αθρόα εισροή πλούτου στην Ρώμη αλλά συγχρόνως και την αύξηση των τιμών των γαιών με επόμενο βήμα την πτώχευση των γαιοκτημόνων οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να αγοράσουν φτηνές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Από το έτος 162 π.Χ. έως το έτος 121 π.Χ. έγινε μια προσπάθεια αναδασμού των καλλιεργησίμων εδαφών, αλλά και άλλων γεωργικών μεταρρυθμίσεων, από τους φιλολαϊκούς πληβείους δημάρχους της Ρώμης τους αδελφούς Τιβέριο και Γάϊο Γράκχο. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν διότι ζημιώνονταν οι περιουσίες των πατρικίων και η όλη προσπάθεια τελικά είχε σαν αποτέλεσμα τον ξαφνικό και βίαιο θάνατο των δύο αδελφών 113


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ος

το 133 και το 121 π.Χ. αντιστοίχως. O 1 π.Χ. αιώνας επίσης σφραγίστηκε από ιδιαιτέρως σοβαρά γεγονότα όπως οι απόπειρες της κατάκτησης πραξικοπηματικά της εξουσίας εκ μέρους του λαϊκού στρατηγού Μάριου και του αριστοκράτη στρατηγού Σύλλα οι οποίες τελειώνουν με τον θάνατο του στρατηγού Μάριου και την αυτοανακήρυξη του Σύλλα σε ισόβιο δικτάτορα έως το θάνατό του το 78 π.Χ. Οι Ρωμαϊκές κατακτήσεις συνεχίζονται με τις καταλήψεις καινούργιων εδαφών στην Συρία και την Ιουδαία το 63 π.Χ. καθώς επίσης πραγματοποιούνται και νέες κατακτήσεις εδαφών στην Αγγλία, σε βάρος των ημιάγριων Πικτών κατοίκων της. Στο ιστορικό Ρωμαϊκό προσκήνιο παρουσιάζονται νέοι, πλούσιοι, δημοφιλείς και μορφωμένοι άνδρες μεταξύ των οποίων σημαντική θέση είχαν οι διανοούμενοι, οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οι στρατηγοί όπως ο Κράσος, ο Πομπήιος και ο Γάϊος Ιούλιος ο επονομαζόμενος αργότερα Καίσαρας. Ο πρώτος εξ αυτών είχε καταστείλει την εξέγερση των δούλων μονομάχων της Καπύης το 71 π.Χ., των οποίων ηγείτο ο Θράκας μονομάχος Σπάρτακος, αλλά με την σειρά του ο Κράσος νικήθηκε από τους Πάρθους στην Μεσοποταμία όπου και βρήκε τραγικό θάνατο. Ο Πομπήιος καθάρισε την Μεσόγειο από τους πειρατές και στην συνέχεια νίκησε τον ανυπότακτο βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, αλλά η διαμάχη για την ηγεσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον Γάϊο Ιούλιο με αποτέλεσμα να νικηθεί στα Φάρσάλα το έτος 48 π.Χ. και να καταφύγει στην Αίγυπτο όπου και δολοφονήθηκε. Ο Γάϊος Ιούλιος το 52 π.Χ. είχε κατορθώσει να νικήσει στην μάχη της Αλεσίας, μετά από ασφυκτική πολιορκία, τους Γαλάτες οι οποίοι υπό τον γενναίο αρχηγό τους και άσπονδο εχθρό της Ρώμης Βερκιγκεντόριξ αποτελούσαν μόνιμη απειλή για τις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Έτσι ο Γάϊος Ιούλιος, Καίσαρας πλέον, ταλαντεύεται μεταξύ της απόλυτης εξουσίας του δικτάτορα, την οποία του προσφέρει κολακευτικά η Ρωμαϊκή Σύγκλητος και αυτήν του δημοκρατικού ηγέτη με συγκεκριμένες όμως αρμοδιότητες, οι οποίες θα ικανοποιούσαν το λαϊκό αίσθημα. Το έτος 44 π.Χ. και ενώ κρινόταν το μέλλον και η τύχη της Ρώμης ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε από ομάδα δημοκρατικών συγκλητικών τους οποίους η ανερχόμενη ανεξέλεγκτη δύναμή του και η εύνοιά του προς την ερωμένη του τελευταία Πτολεμαία - Λαγίδα βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα τους ανησύχησε ή χρησιμοποίησαν σαν πρόφαση αυτές τις ανησυχίες για να απαλλαγούν από αυτόν. Οι δολοφόνοι του Ιουλίου Καίσαρα, μεταξύ των οποίων και ο Γάιος Βρούτος ο οποίος φερόταν και σαν νόθος γιος του Καίσαρα και οι συνωμότες Κάσσιος, Κίνας και Κάσκας νικήθηκαν στην μάχη των Φιλίππων της Μακεδονίας το 42 π.Χ. από τις συνασπισμένες δυνάμεις του ευνοούμενου του Καίσαρα και ανερχομένου στρατηγού Μάρκου Αντωνίου, του νεαρού στρατηγού Οκταβιανού και του ηλικιωμένου Λέπιδου. Στην συνέχεια η αντιπαράθεση για την εξουσία μεταξύ του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντωνίου, δεδομένου ότι ο Λέπιδος στράφηκε προς τα θρησκευτικά καθήκοντα, οδήγησε τον Αντώνιο στην Αίγυπτο στην αυλή της βασίλισσας Κλεοπάτρας, με την οποία είχε δημιουργήσει ερωτική σχέση και με την βοήθεια του Αιγυπτιακού στόλου συγκρούσθηκε με τον ισχυρό στόλο του Οκταβιανού στο ακρωτήριο Άκτιο έξω από την Πρέβεζα το 31 π.Χ. Το αποτέλεσμα ήταν η συντριβή των δυνάμεων του Μάρκου Αντωνίου και του Αιγυπτιακού στόλου, η αυτοκτονία του Ρωμαίου στρατηγού και της βασίλισσας Κλεοπάτρας και η κατάληψη ολόκληρης της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους του παντοδύναμου πλέον Οκταβιανού. Μετά δε από την δολοφονία του γιου της Κλεοπάτρας και του Ιουλίου Καίσαρα τoυ ανήλικου Καισαρίωνα ουδείς πλέον διεκδίκησε την εξουσία από τον Οκταβιανό κατά την μακρόχρονη διακυβέρνηση της απέραντης ος αυτοκρατορίας του. Ο 1 αιώνας μ.Χ., ο οποίος ακολούθησε, δεν ήταν μόνο αιώνας Ρωμαϊκών κατακτήσεων αλλά και μεγάλης ευημερίας, συγκέντρωσης πλούτου, προόδου των γραμμάτων και των τεχνών και κατασκευής πολλών κοινωφελών έργων όπως, υδραγωγείων, δημοσίων κτιρίων και άλλων οικοδομημάτων εδραιωμένου έτσι ενός μικτού αρχιτεκτονικού ρυθμού, αυτόν του ελληνορωμαϊκού, με βάση τα διαχρονικά παλαιά ελληνικά αλλά και τα νέα ρωμαϊκά πρότυπα. Κατασκευάστηκαν επίσης μεγάλοι δρόμοι και λιμάνια με πρωτοποριακές τεχνικές μεθόδους, όπως η Αππία οδός και το λιμάνι της Όστια για να συνδέονται τα πλέον απομακρυσμένα σημεία της αχανούς αυτοκρατορίας, να κινούνται πιο εύκολα τα στρατεύματά της και να ελλιμενίζεται με μεγαλύτερη ασφάλεια ο Ρωμαϊκός στόλος. 114


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ου

Έτσι στις αρχές του 1 αιώνα μ.Χ. γεννιέται η μεγάλη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την οποία έκφραζε το πρόσωπο του Οκταβιανού, του επονομαζομένου πλέον και Καίσαρα Αυγούστου, ο οποίος την διοίκησε επί 40 και πλέον χρόνια μέχρι τον θάνατό του το 14 μ.Χ. Επί της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού συνέβη και το κοσμοϊστορικό γεγονός της γέννησης του Θείου Βρέφους του μετέπειτα Ιησού του Ναζωραίου ιδρυτή της Χριστιανικής θρησκείας. Υπήρξε ιστορικό ευτύχημα το γεγονός ότι παρά το ότι όλες οι εξουσίες εκπορεύονταν από τον Οκταβιανό έγινε σωστή χρήση αυτών των εξουσιών εκ μέρους του, τουλάχιστον για το καλό και για λογαριασμό της Ρώμης και έτσι απεφεύχθη το ακανθώδες πρόβλημα της κατάργησης της ρωμαϊκής δημοκρατίας (Res Publica), σύμφωνα με τον Τάκιτο, δεδομένου του μακρού χρόνου της ηγεμονίας του Καίσαρα Αυγούστου. Επί των ημερών του Οκταβιανού το 9 μ.Χ. έγινε και η ολοκληρωτική συντριβή τριών Ρωμαϊκών λεγεώνων του στρατηγού Ουάρου στον Γερμανικό Βατεμβούργιο Δρυμό εκ μέρους των συνασπισμένων Γερμανικών φυλών υπό την αρχηγία του Ρωμαιογερμανού αξιωματικού Αρμίνιου γεγονός το οποίο υποχρέωσε τους Ρωμαίους να αναθεωρήσουν τα οπλικά τους συστήματα και τις τρέχουσες τακτικές μάχης. Παρ' όλα αυτά οι κατακτήσεις συνεχίστηκαν με την κατάληψη νέων εδαφών στην Βρετανία, όπου κτίστηκαν ισχυρά κάστρα και οχυρά από το 70 έως το 120 μ.Χ., όπως το οχυρό Ντίβα στο Τσέστερ και τα οχυρά Μέϊντεν και Βιντολάντα, καθώς και αργότερα το Αδριάνειο αμυντικό τείχος για να κρατά μακριά τους απειλητικούς γηγενείς κατοίκους του νησιού τους Πίκτες της Σκωτίας και τις άλλες βαρβαρικές αγγλικές φυλές. Από την εποχή λοιπόν του Καίσαρα Αυγούστου, κατά την οποία η Ρώμη έφτασε στο απώτατο σημείο δύναμης και μετά αρχίζει η εποχή μιας σειράς Ρωμαίων αυτοκρατόρων οι οποίοι ήταν άλλοτε εμπνευσμένοι πολιτικοί άνδρες λαοφιλείς και πολεμιστές όπως ο Αντωνίνος, ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος και άλλοτε αλαζόνες, επαρμένοι και ψυχοπαθείς όπως ο Νέρων, ο Καλιγούλας και ο Κόμοδος. Εκτός από αυτές τις κατηγορίες αυτοκρατόρων υπήρξε και μία άλλη κατηγορία η οποία αφορούσε σε αμφιλεγόμενης ικανότητας αυτοκράτορες όπως ήταν ο Τιβέριος, διάδοχος του Οκταβιανού, ο Κλαύδιος ο οποίος διαδέχτηκε τον Καλιγούλα, ο Βαλεριανός, ο Βεσπασιανός, ο Ηλιογάβαλος και άλλοι. Κατά την διακυβέρνησή των αυτοκρατόρων αυτής της κατηγορίας σπαταλήθηκε άσκοπα κρατικός πλούτος και οι πολιτικές μηχανορραφίες, οι δολοφονίες καθώς και η ηθική διαφθορά κυριάρχησαν στην Ρώμη. Έτσι τα κενά εξουσίας ήταν μεγάλα και σε αυτά εισχώρησαν οι Πραιτωριανοί φύλακες των ανακτόρων οδηγούμενοι από διεφθαρμένους αρχηγούς σε σημείο ώστε να φτάσουν να δολοφονούν, να καθαιρούν και να ενθρονίζουν αυτοκράτορες σύμφωνα με την θέληση και τα συμφέροντά τους. Στον χορό αυτό της διαφθοράς αναμείχτηκαν ενεργά και αυτοκρατορικές μητέρες, σύζυγοι και αυλικές παλλακίδες λαμβάνοντας μέρος σε εγκλήματα, μηχανορραφίες και αίσχη ηθικού χαρακτήρα. Εκτός αυτών η παντοδυναμία και η έκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε και μία από τις αιτίες της πτώσης της δεδομένου ότι η διοίκηση της περιφέρειας από την μακρινή Ρώμη ήταν δύσκολη και αυτή η δυσκολία οδήγησε στον θεσμό της τετραρχιακής ο ο διοίκησης. Κατά τον τρέχοντα και τον επόμενο αιώνα δηλαδή τον 1 και τον 2 αιώνα μ.Χ. η Ελλάδα έρχεται σε επαφή με την νέα θρησκεία του Χριστιανισμού, εποχή η οποία συμπίπτει χρονικά με την αρχή της πτώσης της Ρωμαϊκής δύναμης σαν αυτοκρατορίας. Η τετραρχιακή Διοκλητιάνειος διοίκηση των Καισάρων από το 292 μ.Χ. και μετά ήταν δύσκολη στην εφαρμογής της και έτσι προέκυψε το 310 μ.Χ. το σύστημα της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από δύο ισότιμους αυτοκράτορες αντιστοίχως, στις Δυτικές και Ανατολικές περιοχές της χώρας. Για να γίνει όμως αυτό είχε αρχίσει από το 307 μ.Χ. και μετά ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των τεσσάρων αυτοκρατόρων έως ότου οι δύο από αυτούς ο Λικίνιος και ο Κωνσταντίνος νίκησαν τους συναυτοκράτορές τους τον Μαξιμίνο και τον Μαξέντιο το 313 μ.Χ. Στην νέα αυτή διαμόρφωση συνέβαλε και η επιτραπείσα να λατρεύεται Χριστιανική θρησκεία μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνου) το οποίο ήταν το αποτέλεσμα της ανοχής έναντι της νέας θρησκείας από τον αυτοκράτορα Γαλέριο από το έτος 311μ.Χ. Τις εσωτερικές αυτές διαμάχες εκμεταλλεύτηκαν οι γειτονικές φυλές των Φράγκων, των Ούνων, των Γότθων και των Ερούλων οι οποίες με τις επιδρομές τους υπέσκαψαν ακόμη περισσότερο τα ήδη διαβρωμένα 115


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

θεμέλια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι το Ρωμαϊκό κράτος χωρίστηκε σε δύο διοικητικές έδρες από τους δύο εναπομείναντες Καίσαρες τον Λικίνιο στην Ανατολή και τον Κωνσταντίνο στην Δύση, ο οποίος ήταν ήδη Καίσαρας από το 305 μ.Χ., μετά τον θάνατο του επίσης Καίσαρα πατέρα του Κωνστάντιου Χλωρού. Μοιραία οι δύο Καίσαρες συγκρούστηκαν το 324 μ.Χ. και μετά την ήττα του Λικίνιου ο γιος της Ελένης, της αναγορευθείσας αργότερα Αγίας και του Κωνστάντιου Χλωρού, ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας ονομαζόμενος αργότερα και Μέγας. Ο νέος αυτοκράτορας διαλέγει σαν τόπο εγκατάστασής του το Βυζάντιο, την παλαιά αποικία των Μεγαρέων το οποίο και ονόμασε το 330 μ.Χ. Νέα Ρώμη, ενώ σύντομα ονομάζεται η πρωτεύουσα του κράτους Κωνσταντινούπολη προς τιμήν του. Έτσι πολύ αργότερα από το 395 μ.Χ. και μετά η Ελλάδα συνδέει τις τύχες της με το Βυζαντινό κράτος, στο οποίο ήδη υπαγόταν από χρόνια ως ιδιαίτερη διοικητική περιοχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι κάτοικοί της γίνονται εν καιρώ ισόνομοι και ελεύθεροι υπήκοοι του νέου κράτους. Στην ισονομία μεταξύ των νεοφερμένων Ρωμαίων κατοίκων του Βυζαντίου και των γηγενών Ελλήνων βοήθησε το γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν γίνει χριστιανοί και η νέα θρησκεία είχε κατά το δυνατόν απαλύνει τις πρωθύστερες αντιλήψεις σχετικά με την έννοια της υποτέλειας και της δουλείας του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Κάτω από αυτές τις ιστορικές συνθήκες το νεοσύστατο Ρωμαιοβυζαντινό κράτος της Ανατολής αρχίζει την υπερχιλιετή του πορεία προς το πεπρωμένο του ενώ η παλαιά Ρώμη με τους δεκάδες εχθρικούς βαρβαρικούς λαούς γύρω της σέρνεται ιστορικά μέχρι σχεδόν τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα. Σχετικά με τα ιστορικά αίτια και τους λόγους οι οποίοι συνέτρεξαν ώστε η Ρώμη να καθορίζει τις τύχες του τότε γνωστού κόσμου για χίλια περίπου χρόνια, υπό διάφορες μορφές διοίκησης και σε ποικίλους γεωγραφικούς χώρους επισημαίνονται τα εξής. Η κυριότερη πάντοτε δύναμη της Ρώμης πέρα από τους φιλοσόφους, τους καλλιτέχνες, τους ποιητές και τους μηχανικούς της, ήταν οι πανίσχυρες λεγεώνες της τις οποίες αποτελούσαν οι άρτια εκπαιδευμένοι αξιωματικοί της όλων των βαθμίδων, οι στρατιώτες της λεγεωνάριοι, καθώς και οι προηγμένες τακτικές μάχης που εφάρμοζαν οι λεγεώνες. Οι νίκες των ρωμαϊκών στρατευμάτων, στις γνωστές ιστορικές μάχες, ήταν αδιαφιλονίκητης καθαρότητας και σίγουρα αποτελέσματα σωστού σχεδιασμού από επαγγελματίες στρατιωτικούς που κατείχαν τόσο τις γενικές θεωρητικές στρατιωτικές γνώσεις και τις τακτικές πολέμου όσο και τις πραγματικές συνθήκες μάχης καθώς και τις επί μέρους λεπτομέρειες και πληροφορίες οι οποίες χρειάζονταν σε κάθε επιχειρησιακή τους δραστηριότητα. Διέθεταν άρτιο δίκτυο και σύστημα επικοινωνιών των μετόπισθεν και της εμπροσθοφυλακής και έρχονταν σε γρήγορη επικοινωνία με την κεντρική διοίκηση της λεγεώνας μέσω ιππέων ταχυδρόμων, ειδικών ηχητικών και φωτεινών σινιάλων τύπου αρχαίων φ ρ ο υ κ τ ο ρ ι ώ ν, κατόπτρων και άλλων μέσων. Η επιμελητεία του στρατεύματος λειτουργούσε άψογα έτσι ώστε όλοι οι λεγεωνάριοι να έχουν εφόδια πέραν των απαραιτήτων και η οποία προνοούσε έγκαιρα για την σωστή και επαρκή σίτισή τους καθώς και την μισθοδοσία τους. Όλοι οι λεγεωνάριοι, αδιακρίτως προέλευσης, πληρώνονταν ανάλογα με τον βαθμό τον οποίο έφεραν στο στράτευμα καθώς και τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφεραν σε αυτό χωρίς όμως να νοιώθουν μισθοφόροι και ήταν σύνηθες να μοιράζονται τα λάφυρα από τις μάχες μεταξύ τους ισόνομα. Οι βετεράνοι αποστρατεύονταν στην ηλικία η οποία προβλεπόταν από το στράτευμα και αμέσως αποκτούσαν ικανό κλήρο καλλιεργησίμων εδαφών καθώς και άλλα προνόμια τα οποία απέβλεπαν στην οικονομική και κοινωνική τους στήριξη. Οι Ρωμαίοι πέραν των άλλων ήταν και άριστοι μηχανικοί και εφάρμοσαν νέες οικοδομικές μεθόδους χρησιμοποιώντας νέα υλικά όπως, το ισχυρό και ανθεκτικό μέχρι τις ημέρες μας κονίαμα κ ο υ ρ α σ ά ν ι το οποίο περιείχε φυσικά τσιμέντα, καθώς και την π ο τ σ ο λ ά ν α (πορσελάνη), όπως επίσης και την Ελληνική θηραϊκή γη. Οι μηχανικοί του στρατεύματος γνώριζαν την κατασκευή και χρήση των πάσης φύσεως πολιορκητικών μηχανών τις οποίες χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς εναντίον των αντιπάλων τους. Η σταθερότητα των Ρωμαϊκών κατασκευών, η ανθεκτικότητα των υλικών τους, καθώς το μεγαλείο και ο όγκος των ίδιων των κατασκευών παρέπεμπαν στην διαχρονικότητα των κτισμάτων και στην υπόμνηση ή απειλή εκ μέρους της Ρώμης ότι « Ήρθαμε για να μείνουμε». 116


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι κατασκευές των δύο Κολοσσαίων, σχεδόν πανομοιότυπων αρένων με αυτήν της Ρώμης στην Τυνησία και στην Αγγλία, η ανακατασκευή του ιπποδρόμου της Ιερουσαλήμ, η ανέγερση των διοικητικών κέντρων και των οχυρών όπως στο Τσέστερ της Βρετανίας, καθώς και οι κατασκευές των τειχών όπως του Αδριάνειου και άλλων αυτό το μήνυμα ακριβώς ήθελαν να περάσουν. Σε αυτό το μήνυμα και στην ιστορική τους αποστολή πίστευαν οι Ρωμαίοι, όπως όλοι άλλωστε οι επίδοξοι κοσμοκράτορες αδιάφορα από την εθνικότητά τους, την εποχή στην οποία έδρασαν ή το τέλος το οποίο τους επεφύλασσε η μοίρα. Πράγματι η κατοχή τους στα διάφορα υποτελή κράτη ήταν πολύχρονη και ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι τελευταίοι Ρωμαίοι έφυγαν από την Βρετανία το έτος 410 μ.Χ. όταν τα συνασπισμένα ευρωπαϊκά βαρβαρικά φύλα απείλησαν σοβαρά την Ρώμη. Τα κύρια ατομικά όπλα των Ρωμαίων λεγεωνάριων τουλάχιστον κατά τους αιώνες των μεγάλων στρατιωτικών τους επιτυχιών και στο επίπεδο των ατομικών αμυντικών όπλων ήταν η ωοειδούς σχήματος ασπίδα - θ υ ρ ε ό ς και η παραλληλόγραμμη κυρτή ασπίδα s c u t u m, λέξη η οποία προσδιόριζε και την γενική ονομασία των ασπίδων. Τα επιθετικά τους όπλα ήταν τα ακόντιο h a s t a (άστα) και p i l α (υσσοί) ελαφριά και βαριά όπως και τα επίσης βαριά ακόντια γ ρ ό σ φ ο ι. Στο επίπεδο την ξιφών χρησιμοποιούσαν τα μακριά ισπανικής προέλευσης ξίφη g l a d i u s-i, τα γλωσσόσχημων τύπων ξίφη Μάϊντς και Φούλαμ καθώς και τα ξίφη του ευθύγραμμου τύπου Πομπηίας, τα Ιβηρικά ξίφη τύπου κ ο π ί δ α ς, το εγχειρίδιο p u g i o και το μακρύ απλό ή σύνθετο τόξο, ενώ σαν όπλα βοηθητικά χρησιμοποιούσαν την σφεντόνα, τον πέλεκυ και τα καρφιά τριβόλους. Πέρα όμως από οποιονδήποτε οπλισμό και μέσα ο κυριότερος συντελεστής της Ρωμαϊκής παντοδυναμίας ήταν το σθένος και η αντοχή των οπλιτών της σε οποιαδήποτε κακουχία. Αυτά τα προτερήματα ήταν αποτέλεσμα της εμπνευσμένης διοίκησης, της υψηλής πειθαρχίας των λεγεωνάριων, της συνεχούς και σκληρής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα, της ελεγχόμενης ελευθερίας των πολιτών της Ρώμης, της φιλοπατρίας τους καθώς και της προσήλωσης στα οράματα, στους στόχους και στα ιδανικά της εποχής τους. Με στόχο αυτή την πολεμική εγρήγορση, την σκληρότητα καθώς και άλλους λόγους, που αφορούν στις επί μέρους εποχές και τους ηγέτες της Ρώμης, τα θεάματα των Ρωμαίων δεν ήταν και τα πλέον πολιτισμένα λαμβανομένων υπ' όψιν των αιματηρών μονομαχιών, των εκτελέσεων και των λοιπών φρικαλεοτήτων οι οποίες γίνονταν προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού στα αμφιθέατρα. Η πτώση της Ρώμης ήρθε αναπόφευκτα και συνέτρεξαν γι' αυτό οι ίδιοι ακριβώς λόγοι οι οποίοι συντρέχουν για να εκλείψουν όλες οι κοσμοκρατορίες και είναι κατ' αρχήν το ίδιο τους το μέγεθος, η ηθική διαφθορά, ο εκφυλισμός, η φαινομενική ασφάλεια η οποία ακολουθεί την ευμάρεια, οι γείτονες οι οποίοι τριγυρίζουν για να αρπάξουν ότι προλάβουν και οι προσωπικές φιλοδοξίες και διαμάχες των εκάστοτε ηγετών τους. Όλοι αυτοί οι λόγοι και πολλοί άλλοι συντέλεσαν ώστε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να κλείσει τον ιστορικό της κύκλο και να δώσει την θέση της στις ανερχόμενες διάδοχες δυνάμεις της εποχής της οι οποίες ήταν οι Φράγκοι στην Δύση και η Βυζαντινή αυτοκρατορία στην Ανατολή διατηρουμένης όμως και της σκιώδους ο πλέον Λατινικής αυτοκρατορίας μέχρι το μοιραίο τέλος της τον 5 αιώνα μ.Χ.-

117


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

118


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΡΩΜΑΪΚΑ ΟΠΛΑ

ΡΩΜΑΪΚΟ ΞΙΦΟΣ ΛΕΓΕΩΝΑΡΙΟΥ, «GLADIUS» Η ονομασία g l a d i u s, την οποία είχε γενικά το Ρωμαϊκό ξίφος, υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Ρώμης περί τον 8ο αιώνα π.Χ. Το g l a d i u s εξελίχτηκε σταδιακά βάσει των επιχειρησιακών αναγκών και των τεχνικών επιτευγμάτων σχετικά με την χύτευση των μετάλλων χωρίς όμως να αποτελεί από την αρχή της χρησιμοποίησής του το κύριο ατομικό όπλο του Ρωμαίου οπλίτη. Οι τύποι των Ρωμαϊκών ξιφών άλλαζαν κατά καιρούς ως προς το μήκος και το σχήμα τους αλλά όχι και ως προς την λαβή τους η οποία ήταν βασικά από σκληρό ξύλο και σπανιότερα από κόκαλο με ραβδώσεις, για σθεναρό πιάσιμο, μικρή φύλαξη και στρογγυλό ή ωοειδές σφαίρωμα. Η κατασκευή τους γινόταν κατ' αρχήν από εμπλουτισμένο με άνθρακα σίδερο το οποίο εξελίχθηκε με τον χρόνο σε υψηλής ποιότητας ατσάλι με την μέθοδο της βαφής των μετάλλων την οποία τους έδειξαν Ισπανοί χύτες. Από τους πρώτους ιστορικά γνωστούς τύπους Ρωμαϊκών ξιφών είναι το Ισπανικού τύπου ξίφος το οποίο υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους μετά την ήττα τους από τους Καρχηδόνιους στην μάχη των Καννών το 216 π.Χ. και διατηρήθηκε σε ισχύ περίπου για 200 χρόνια ακόμη μένοντας σε χρήση έως περίπου το 25 π.Χ. Το ξίφος αυτό το οποίο ονομάστηκε g l a d i u s H i s p a n u s προερχόταν από την Ιβηρική χερσόνησο και αντικατέστησε το χρησιμοποιούμενο έως τότε οπλιτικό Ελληνικό ξίφος του 4ου π.Χ. αιώνα. Κατά άλλη ασθενέστερη άποψη αποτελούσε μετεξέλιξη του μπρούντζινου κελτικού ξίφους του 850 π.Χ. της πολιτιστικής περιόδου Hallstatt. Χαρακτηριστικό αυτού του διπλής κόψης ξίφους ήταν το μεγάλο μήκος της λάμας του η οποία είχε παραλληλόγραμμο σχήμα με μήκος περί τα 75-85 εκ., πλάτος περί τα 5 εκ. και βάρος πλέον του κιλού σύμφωνα και με τον ιστορικό Πολύβιο. ου Στο τέλος του 1 αιώνα π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ένας άλλος τύπος Ρωμαϊκού ξίφους το οποίο ονομάστηκε τύπου M a i n z δεδομένου ότι βρέθηκε στην ομώνυμη περιοχή της Γερμανίας. Το ξίφος αυτό ήταν αρκετά ελαφρότερο από τον προηγούμενο τύπο, είχε λάμα γλωσσόσχημη μήκους περί τα 55 εκ., φάρδος περί τα 7 εκ., και ήταν και αυτό δίκοπο όπως το προηγούμενο ξίφος Ισπανικού τύπου. Ο επόμενος τύπος ξίφους g l a d i u s ήταν ο λεγόμενος τύπος F u l h a m ο οποίος βρέθηκε στην Αγγλία, στην ομώνυμη περιοχή του Λονδίνου, κατόπιν σχετικών ανασκαφών. Και αυτός ο τύπος ξίφους ήταν κοντύτερος και ελαφρότερος με συνολικό μήκος περί τα 65 εκ. όπως και ο προηγούμενος, είχε δίκοπη λάμα μήκους 55 εκ. η οποία δεν ήταν γλωσσόσχημη αλλά οι κόψεις της έτειναν να παραλληλιστούν μεταξύ τους με μια μικρή καμπύλη στην θέση πάκτωσης της λάμας στην λαβή. Το ξίφος αυτό ου το οποίο παρουσιάστηκε πριν το 45 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους μέχρι τις αρχές του 2 αιώνα μ.Χ. Ο τελευταίος τύπος Ρωμαϊκού ξίφους είναι ο λεγόμενος και τύπος της Πομπηίας ή Pompei ο οποίος αποτελούσε και τον χαρακτηριστικό τύπο g l a d i u s συγκεντρώνοντας όλα τα επί μέρους στοιχεία των προηγούμενων τύπων των Ρωμαϊκών ξιφών. Το μεταγενέστερο αυτό ξίφος τύπου Πομπηίας, αντίγραφο του οποίου εικονίζεται, χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα. Ήδη από το 145 μ.Χ. είχε αρχίσει η αντικατάστασή του από το πεζικό με έναν άλλο τύπο ξίφους μεγαλύτερου

119


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

120


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

μήκους το οποίο συνυπήρχε με το ξίφος τύπου Πομπηίας για αρκετό χρονικό διάστημα. Η κατασκευή του g l a d i u s τύπου Πομπηίας γινόταν από ατσάλι πάχους περί τα 5 χιλ. με πλάτος περί τα 6 εκ., με μήκος λάμας περί τα 50 εκ. και είχε μικτό βάρος περί τα 750 γραμμάρια, δηλαδή ήταν πολύ κοντύτερο αλλά και ελαφρότερο των αντιστοίχων Κελτικών. Το ξίφος είχε δύο κόψεις, το έλασμά του ήταν παραλληλόγραμμο και τελείωνε σε τριγωνική οξεία μύτη σχήματος V κρεμόταν δε μέσα σε δερμάτινη θήκη από δερμάτινο επίσης ιμάντα, χιαστί από τον αριστερό ώμο στο δεξιό πλευρό του λεγεωνάριου. Η θέση του άλλαξε επί αυτοκράτορα Σεβήρου και η ανάρτηση του ξίφους γινόταν πλέον στο αριστερό πλευρό του λεγεωνάριου όπως το φορούσαν άλλωστε και οι αξιωματικοί των λεγεώνων. Η λαβή και αυτού του ξίφους ήταν από τορνευτό σκληρό ξύλο και σπανιότερα από κόκαλο με εγκοπές για το καλύτερο και ασφαλέστερο κράτημά του μέσα δε σ' αυτή την ξύλινη λαβή με κάποιο τρόπο πακτωνόταν σταθερά τμήμα του προεξέχοντος προς τούτο σιδηρού ελάσματος. Ο χειροφυλακτήρας της λαβής του ήταν μικρός και η λαβή τελείωνε σε στρογγυλό ξύλινο ή μεταλλικό σφαίρωμα για να συγκρατείται και να μην γλιστράει από το χέρι το ξίφος συνεπεία ιδρώτα ή αίματος. Η κατασκευαστική φιλοσοφία του Ρωμαϊκού ξίφους ήταν να χρησιμοποιείται περισσότερο σαν όπλο νήξης παρά καταφοράς δεδομένου ότι ο λεγεωνάριος έπρεπε να εκθέσει περισσότερο την δεξιά του πλευρά για να επιτύχει κτύπημα με φορά από επάνω προς τα κάτω ενώ το κτύπημα από πίσω προς τα εμπρός γινόταν χαμηλά σε ευπαθή σημεία του σώματος του αντιπάλου και πίσω από την προστασία της ασπίδας. Τα σχετικά κοντά Ρωμαϊκά ξίφη αντικαταστάθηκαν σταδιακά με μακρύτερα ξίφη γερμανικού τύπου με την ίδια ονομασία g l a d i u s μετά την ολοκληρωτική ήττα που υπέστησαν οι λεγεώνες του στρατηγού Ουάρου στην μάχη του Βατεμβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. όπου τα μακριά ξίφη των γερμανικών φυλών επεκράτησαν εύκολα έναντι των κοντύτερων ξιφών των Ρωμαίων. Το μακρύτερο αυτό ξίφος εισήχθη στις Ρωμαϊκές λεγεώνες ακόμη και λόγω του γεγονότος ότι, μεταξύ των άλλων οπλιτών κατατάσσονταν Κέλτες - Γαλάτες, Βέλγοι και Γερμανοί μισθοφόροι οι οποίοι χειρίζονταν το ξίφος αυτό με ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα και το Ρωμαϊκό ιππικό έπαψε να χρησιμοποιεί το κοντό ξίφος g l a d i u s, το οποίο κρίθηκε ακατάλληλο για ιππομαχίες και οι ιππείς χρησιμοποιούσαν πλέον τα γερμανικού - κελτικού τύπου μακριά ξίφη. Τα νέα αυτά μακρύτερα ξίφη χρησιμοποιούνταν κυρίως σαν θλαστικά όπλα παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με διασωθείσες απεικονίσεις από σκηνές μαχών χρησιμοποιούνταν και για νυκτικά κτυπήματα σύμφωνα και με τον ιστορικό Βεγέτιο. ο ο Τα πλέον αξιόλογα δείγματα ρωμαϊκών ξιφών κατασκευάστηκαν τον 2 και 3 αιώνα μ.Χ. διατηρουμένου πάντα του ονόματος g l a d i u s, σύμφωνα με τον Αμμιανό και όχι s p a t h a, όνομα το οποίο κακώς χρησιμοποιούν και σύγχρονοι μελετητές. Η τεχνική της κατασκευής των ρωμαϊκών ξιφών έφτασε στο απόγειο της τελειότητάς τους όταν τα ξίφη αυτά κατασκευάζονταν από υψηλής ποιότητας μεταλλικά κράματα σιδήρου διαφόρων περιεκτικοτήτων σε άνθρακα. Τα κράματα αυτά αναμιγνύονταν σε ρευστή κατάσταση με τον πυρήνα σιδερένιας δέσμης, σε κοχλιοειδή διάταξη, αναδιπλούμενα και σφυρηλατούμενα διαρκώς έως ότου δώσουν ένα σκληρό και ανθεκτικό αποτέλεσμα. Η διακόσμηση των περίτεχνων λαβών στα πολυτελή ξίφη γινόταν με την ήδη γνωστή μέθοδο της συγκόλλησης διαφόρων μετάλλων μεταξύ τους, πολυτίμων ή όχι δίνοντας μοναδικά αποτελέσματα υψηλής αισθητικής. Εκτός από τις ως άνω περιοχές Mainz, Fulham, και Pompei βρέθηκαν Ρωμαϊκά ξίφη διαφόρων τύπων σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο. Εξαιρετικά δείγματα Ρωμαϊκών ξιφών βρέθηκαν επίσης σε μεγάλο αριθμό στην Ισπανία, στα Δανικά έλη της περιοχής Νάϋνταμ και Βιμόζε ενώ ένα δείγμα περίπου του 260 μ.Χ. το οποίο βρέθηκε στην περιοχή Ιλλερούπ σε καλή κατάσταση είχε αύλακες σε όλο το μήκος της λάμας του και η λαβή του καθώς και ο φυλακτήρας του είχαν διακόσμηση από αργυρούς δακτυλίους.-

121


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΡΩΜΑΪΚΟ ΞΙΦΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ, «GLADIUS» Τα ξίφη των Ρωμαίων ανωτέρων αξιωματικών από της ίδρυσης των Ρωμαϊκών λεγεώνων ήταν πάντοτε διαφορετικής μορφής από τα ξίφη των υπολοίπων οπλιτών διαφέροντας ως προς το σχήμα και την φόρμα της λαβή τους, τον τρόπο διακόσμησης της θήκης τους καθώς και τον τρόπο ανάρτησής τους. Αυτό ίσχυε και για τους πλέον γνωστούς τύπους των ρωμαϊκών ξιφών καθώς και των ξιφών του λεγομένου τύπου s p a t h a του 250 μ.Χ. όπως αυτά που βρέθηκαν στο Νάϋνταμ της Δανίας και τα οποία είχαν έως και ένα μέτρο ύψος. Από την εποχή του αυτοκράτορα Οκταβιανού, η οποία άρχισε από το 31 π.Χ. και συνεχίστηκε και ου στις αρχές του 1 μ.Χ. αιώνα, όλοι οι εκατόνταρχοι και οι χιλίαρχοι προέρχονταν πλέον από τις προνομιούχες κοινωνικές τάξεις των Ιππέων. Επίσης από την τάξη των Συγκλητικών προέρχονταν και όλοι οι διοικητές των λεγεώνων, οι λεγάτοι και οι ύπατοι οι οποίοι διορίζονταν άμεσα από την Σύγκλητο δεδομένου ότι όλες οι Ρωμαϊκές λεγεώνες ελέγχονταν πλέον απ' αυτήν. Έτσι ήταν επόμενο ο προσωπικός τους οπλισμός καθώς και οι ενδυμασίες τους να διέφεραν από αυτές των απλών λεγεωνάριων για να προσδίδεται έτσι κύρος στο αξίωμά τους. Για να ξεχωρίζουν οι αξιωματικοί από τους απλούς οπλίτες, πέραν των άλλων, έφεραν το ξίφος στο αριστερό πλευρό σαν ενδεικτικό του βαθμού τους και όχι στο δεξιό όπως έκαναν οι απλοί λεγεωνάριοι. Σε αρχαιολογικές ανασκαφές οι οποίες έγιναν βρέθηκαν ξίφη με λαβές από ελεφαντοστό ή και από απλό κόκαλο όπως στο εικονιζόμενο αντίγραφο, καθώς και ξίφη με επίχρυσες ή επάργυρες λαβές τα οποία τελείωναν σε μια πλούσια ποικιλία σφαιρωμάτων όπως σχήματος μήλου, κεφαλής γρύπα, αετού ή και άλλων τυποποιημένων συμβολικών μορφών. Κάποια από αυτά τα ξίφη τα οποία είχαν εξεζητημένης ωραιότητας λαβές, για πολεμικά όπλα, ήταν συνήθως ευχαριστήρια δώρα των ιδίων των αυτοκρατόρων προς τους ευνοούμενούς τους αξιωματικούς ιδιαίτερα των λεγεώνων οι οποίοι είχαν διακριθεί στις μάχες ή της φρουράς των Πραιτωριανών φυλάκων των ανακτόρων. Οι θήκες των ξιφών των Ρωμαίων αξιωματικών συμπερασματικά ήταν ξύλινες επενδυμένες με δέρμα ή μεταλλικές με φίνα μεταλλικά δεσίματα όπως παρουσιάζονται σε αποκαταστημένα πρόσθετα θηκών του έτους 9 μ.Χ. από το Κάλκριζε της Ιταλίας. Επίσης οι θήκες - κολεοί των ξεχωριστών αυτών Ρωμαϊκών ξιφών κατασκευάζονταν με περισσότερο εξελιγμένους τεχνικούς τρόπους συγκόλλησης πολυτίμων ή μη μετάλλων και είχαν πολυτελέστερα και ανθεκτικότερα υλικά για την διακόσμηση του σώματος της θήκης τους. Τα διακοσμητικά μοτίβα των θηκών τους, όσο αφορά στο δέρμα, ήταν συνήθως εγχάρακτα, ανάγλυφα, σταμπωτά σε βρεγμένο δέρμα ή πυρογραφημένα, ανάλογα πάντα με το αξίωμα, την αισθητική αντίληψη των κατασκευαστών τους και τις οικονομικές δυνατότητες των κατόχων τους αξιωματικών.-

122


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

123


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΚΟΝΤΙΟ, «PILUM» Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε, όπως είναι ιστορικά γνωστό, η πλέον ισχυρή στρατιωτική δύναμη της εποχής της στην ευρύτερη Μεσογειακή ου λεκάνη λαμβανομένου υπ' όψιν ότι στα τέλη του 1 αιώνα π.Χ. και στις ου αρχές του 1 αιώνα μ.Χ., επί του αυτοκράτορα Οκταβιανού είχε απειλήσει σοβαρά και είχε κατακτήσει, εκτός των άλλων, μεγάλο μέρος της νησιωτικής χώρας της σημερινής Αγγλίας. Η εξάπλωση αυτή είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα μετά τους Καρχηδονικούς πολέμους όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέκτησε σταδιακά την υπόλοιπη Ευρώπη και κατόπιν μέρος της Ασιατικής και Αφρικανικής ηπείρου. Η επικράτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στον τότε γνωστό κόσμο, εις βάρος λαών οι οποίοι ακόμη και στην παρακμή τους ήταν αξιόμαχοι, δείχνει ότι δεν ήταν καθόλου τυχαία και συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες για αυτό. Αναμφίβολα όμως ο κυριότερος παράγοντας της παντοδυναμίας της ήταν το γνωστό και ισχυρό στρατιωτικό της δυναμικό που ήταν ικανό σε αριθμό οπλιτών σκληρά εκπαιδευμένων οι οποίοι είχαν παραδοσιακά αυστηρή πειθαρχία και εφάρμοζαν άρτια τα συστήματα της Ρωμαϊκής στρατιωτικής τακτικής. Παράλληλα οι Ρωμαϊκοί στρατοί χρησιμοποιούσαν με επιδεξιότητα τόσο τα αμυντικά όσο και τα επιθετικά όπλα τα οποία και συνεχώς εξέλισσαν τόσο ώστε να τους χαρίζουν συνεχείς σχεδόν νίκες στον τότε γνωστό κόσμο. Ένα από αυτά τα όπλα υπήρξε και το γνωστό ακόντιο p i l u m ή κατά το ελληνικότερο υ σ σ ό ς που ήταν ένα είδος α γ χ έ μ α χ ο υ αλλά συγχρόνως και ε κ η β ό λ ο υ όπλου το οποίο ευρέως χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι από τα τέλη του 1ου π.Χ αιώνα και μετά. Ο τύπος του ακοντίου αυτού ήταν ο χαρακτηριστικότερος τύπος Ρωμαϊκού ακοντίου και διατηρήθηκε με τις μορφές βαρύ ή ελαφρύ ακόντιο, μαζί με το κλασικό δόρυ h a s t a, για περισσότερο από τέσσερις συνεχείς αιώνες. Το ακόντιο αυτό φέρεται ότι αντικαταστάθηκε με κάποιο βαρύτερο δόρυ ονομαζόμενο s p i c u l a ή άλλα ελαφρότερα ακόντια αλλά σύμφωνα με ειδικούς μελετητές, όπως ο Ross Cowan, η απουσία του από απεικονίσεις και ανάγλυφα της εποχής οφείλεται περισσότερο στην δυσκολία της καλλιτεχνικής αναπαράστασης του p i l u m παρά στην αντικατάσταση και εξαφάνισή του. Η άποψη αυτή στηρίζεται και επαληθεύεται από το γεγονός ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει ότι το 357 μ.Χ. οι λεγεωνάριοι χρησιμοποίησαν κατά του Γερμανικού φύλου των Αλαμαννών ένα ύστερο είδος ακοντίου p i l u m με το όνομα s p i c u l a. Το μήκος του ακοντίου p i l u m συνολικά ήταν από 2.00 έως 2.20 μ. και διέθετε ένα σιδερένιο λεπτό και μακρύ στέλεχος μέσου πάχους 1,5 εκ. και μήκους από 40 έως 70 εκ. το οποίο κατέληγε σε μια αιχμή πυραμιδοειδή ή ελαφρά αγκιστρωτή. Το στέλεχός του ή κοντός ήταν από σκληρό ξύλο και στην θέση της λαβής ήταν περιελιγμένο με δέρμα ή κάνναβη, για καλύτερο πιάσιμο, για να καταλήξει σε απλό κωνοειδή μικρό μεταλλικό σαυρωτήρα. Τα ελαφρά p i l a ζύγιζαν περί τα 2 κιλά, ενώ τα βαριά τα οποία διέθεταν από ένα έως και δύο μεταλλικά σφαιρικά βαρίδια, ζύγιζαν 50% πιο πολύ και το 124


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

βεληνεκές τους ήταν φυσικά μικρότερο αλλά η ρίψη τους ασύγκριτα φονικότερη. Η μέγιστη εμβέλεια του p i l u m ήταν περί τα 30 μ. με δραστικό βεληνεκές από 15 έως 20 μ., εφ' όσον επρόκειτο για ακόντιο βαρέως τύπου δηλαδή αυτού ο οποίος έφερε και βαρίδι. Τα ακόντια p i l a ήταν μια μικρή μηχανική κατασκευή η οποία στηριζόταν σε απλές μηχανικές αρχές και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι τα εξακόντιζαν κατά των αντιπάλων τους από σχετικά μικρή απόσταση έτσι ώστε τα βαριά p i l a, με τις μυτερές μικρές αιχμές, καρφώνονταν σταθερά επάνω στις ασπίδες τους ή τις διαπερνούσαν. Οι αντίπαλοι μαχητές ή θα έπρεπε να συνεχίσουν να αγωνίζονται με ένα η περισσότερα, λυγισμένα από το βάρος τους, ακόντια καρφωμένα στις ασπίδες τους, πράγμα αδύνατο ή θα πετούσαν τις ασπίδες τους και μοιραία θα εκτίθεντο στα ξίφη των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Οι Ρωμαίοι επιδίδονταν και σε μία άλλη πρακτική η οποία στηριζόταν στο ότι η ξύλινη βάση σχήματος κόλουρου πυραμίδας στην οποία πακτωνόταν το μακρύ σιδερένιο στέλεχος είχε, όπως φαίνεται και στο εικονιζόμενο αντίγραφο, δύο πύρους έναν ξύλινο και έναν σιδερένιο. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική της απόρριψης της ασπίδας εκ μέρους του αντιπάλου οι λεγεωνάριοι, κατά μια άλλη ιστορική αναφορά, πατούσαν το καρφωμένο και κρεμασμένο από την ασπίδα ακόντιο με αποτέλεσμα ο ξύλινος πύρος να σπάζει, ενώ το ακόντιο συνέχιζε να κρέμεται λυγισμένο υπό γωνία από τον μεταλλικό πύρο, με επακόλουθο η ασπίδα να κατεβαίνει απότομα εκθέτοντας τον αντίπαλο στο έλεος των λεγεωνάριων. Έχουν βρεθεί αιχμές και στελέχη από p i l a στο Κέρλεον της Ουαλλίας τα οποία έχουν χρονολογηθεί αρχαιολογικά μετά το 260 μ.Χ. καθώς και στο φρούριο Σάαλμπουργκ στην Γερμανία της ιδίας εποχής. Σοβαρότερο όμως είναι το αρχαιολογικό εύρημα στο Κρέφελντ - Γκεπ της Γερμανίας όπου βρέθηκε ένα ολόκληρο ακόντιο τύπου p i l u m του 275 μ.Χ. το οποίο, κατά τους ειδικούς, είχε χρησιμοποιηθεί στην μάχη του φρουρίου Γκέλντουμπα κατά των Φράγκων.-

ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΣΠΙΔΑ, «SCUTUM» Το σπουδαιότερο αμυντικό όπλο των αρχαίων Ρωμαϊκών στρατών καθώς και των λεγεώνων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την εισβολή των Γαλατών το 350 π.Χ., ήταν η ασπίδα με την γενική ονομασία s c u t u m για οποιεσδήποτε μορφές, τύπους, μεγέθη και προελεύσεις συναφών αμυντικών όπλων. Κατά την μακραίωνη πολεμική ιστορία της Ρώμης χρησιμοποιήθηκαν πράγματι αρκετοί τύποι του όπλου αυτού διαφορετικοί σε σχήματα, σε ποιότητες και τρόπους διακόσμησης. Ο πρώτος ιστορικά γνωστός τύπος ασπίδας του 700 π.Χ. αφορούσε κυρίως στις στρογγυλές και μεταλλικές ασπίδες με διάκοσμο από ομόκεντρους κύκλους διακοσμητικά καρφιά κ.λ.π. Στην συνέχεια, στην λεγόμενη δημοκρατική περίοδο, χρησιμοποιήθηκαν άλλοι τύποι ασπίδων όπως η π έ λ τ η ή π ά ρ μ α και ο θ υ ρ ε ό ς ο οποίος ήταν ελαφρώς κυρτή ξύλινη και ελλειψοειδούς μορφής ασπίδα με ξύλινο ή και μεταλλικό ομφαλό με επιμήκη, τριγωνικής διατομής, εξοχή η οποία βοηθούσε κυρίως στο στάδιο του ωθησμού. Δείγμα από την αρχαία αυτή ασπίδα βρέθηκε σε καλή σχετικά κατάσταση στην περιοχή της επαρχίας Φαγιούμ της Αιγύπτου. Κατά την λαμπρότερη Ρωμαϊκή περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού, του ου ου ονομαζόμενου και Αυγούστου στα τέλη του 1 π.Χ. και στις αρχές του 1 μ.Χ. αιώνα, έγινε τροποποίηση αυτού του αμυντικού όπλου για να καταλήξει στον πλέον γνωστό τύπο της ρωμαϊκής ασπίδας με την οποία γίνονταν οι περίφημοι και γνωστοί μέχρι και σήμερα σχηματισμοί μάχης των ρωμαϊκών λεγεώνων. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα αυτών των ασπίδων καθώς και η καμπυλότητα την οποία διέθεταν, κατά την έννοια του πλάτους τους, ήταν το καταλληλότερο για τους ποικίλους σχηματισμούς μάχης τους οποίους έκαναν οι λεγεωνάριοι κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Γνωστότεροι από αυτούς τους σχηματισμούς ήταν η «χελώνα» όπου οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι προχωρούσαν σε σχηματισμό συμπαγούς τετραγώνου, καλυπτόμενοι περιμετρικά με πυκνό σχηματισμό ασπίδων, ενώ συγχρόνως επάνω από τα κεφάλια τους οι συμπολεμιστές τους βαστούσαν επίσης ασπίδες προφυλάσσοντας και προφυλασσόμενοι 125




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΓΑΛΑΤΙΚΟ ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟ ΜΑΧΑΙΡΙ Οι Κέλτες, προέρχονταν από την Κεντρική Ευρώπη και υπήρξαν οι πρώτοι κάτοικοι της Γαλατίας την η 1 χιλιετία π.Χ. παραμένοντας όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα νομάδες, κυνηγοί και κτηνοτρόφοι μέχρι της ανάμιξής τους με τους αυτόχθονες κατοίκους οπότε όντας μόνιμοι κάτοικοι των περιοχών αυτών ασχολήθηκαν σταθερά και με την γεωργία. Οι Γαλάτες ήταν το αποτέλεσμα της ανάμιξης των εισβολέων Κελτών και των άλλων γερμανικών φύλων με τους κατοίκους των περιοχών όπου εγκαταστάθηκαν. Οι Κέλτες-Γαλάτες μαζί με τους συγγενείς τους Βέλγους και άλλους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης ανέπτυξαν σημαντικά την τέχνη της επεξεργασίας των μετάλλων καθώς και λοιπές τέχνες όπως της αγγειοπλαστικής, της μικροκεραμικής, της υφαντουργίας, της κατασκευής εργαλείων, κοσμημάτων, σκευών και ποικιλίες όπλων, όπως το αντίγραφο του εικονιζόμενου ορειχάλκινου μαχαιριού μάχης. Τα λοιπά όπλα των Γαλατών ήταν οι διάφοροι πελέκεις, τα ακόντια με σιδερένια ή ορειχάλκινη αιχμή και το ευθύ δίκοπο ορειχάλκινο και κατόπιν σιδερένιο μακρύ ξίφος. Σαν μοναδικά αμυντικά όπλα χρησιμοποιούσαν επιμήκεις ασπίδες εξαγωνικού ή ωοειδούς σχήματος με ελαφρές ή όχι αποτμήσεις στα πλάγια, τύπου οκτώσχημων ασπίδων - θυρεών, οι οποίες ήταν από αντικολλητές σανίδες ξύλου. Οι ασπίδες αυτές έφεραν μεταλλικό ομφαλό ωθησμού ήταν επενδυμένες με δέρμα και πλούσια διακοσμημένες με φύλλα ορείχαλκου, παραδοσιακά τοπικά μοτίβα συχνά δε και με ημιπολύτιμες πέτρες.-

128


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΓΑΛΑΤΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΠΕΛΕΚΥΣ Η χρήση του τσεκουριού ή πέλεκυ σαν εργαλείου και σαν όπλου είναι γνωστή μέσα από τις μυθολογίες και τους θρύλους όλων των αρχαίων λαών σε όλο τον κόσμο. Η ιστορική του εμφάνιση αρχίζει από τον παλαιολιθικό χειροπέλεκυ o οποίος ήταν μια πέτρα σκληρή, επιμήκης και πάχους ικανού να χωρέσει σε ανθρώπινη παλάμη και η οποία είχε την μια της άκρη πελεκημένη κατάλληλα έτσι ώστε να δημιουργεί κόψη ή αιχμή. Δείγματα χειροπελέκεων σε πολύ καλή κατάσταση βρέθηκαν σε σχετικές ανασκαφές οι οποίες έγιναν τόσο σε ελληνικούς όσο και σε άλλους ευρωπαϊκούς παλαιολιθικούς οικισμούς όπως στην Κάτω Ιταλία καθώς και σε παραδουνάβιες χώρες. Οι αρχικές αυτές μορφές πελέκεων εξελίχτηκαν με τον χρόνο και τα αρχαιολογικά ευρήματα εμπλουτίστηκαν με καινούργιες μορφές πέτρινων ή κεράτινων δειγμάτων πελέκεων, με διαμπερή ή όχι οπή υποδοχής ξύλινου στειλεού οι οποίοι βρέθηκαν και σε οικισμούς της νεότερης νεολιθικής εποχής. Στους αρχαίους Μεσογειακούς πολιτισμούς η χρήση του τσεκουριού, σαν εργαλείου ή και όπλου, ήταν ευρύτατη και λαοί σαν τους Αιγυπτίους, τους Χετταίους και τους Σουμέριους είχαν σαν κύρια και πρωτεύοντα όπλα ποικιλία ορειχάλκινων τσεκουριών. Είναι επίσης γνωστός ο λατρευτικός Κρητικός πέλεκυς λ ά β ρ υ ς ο οποίος σαν σύμβολο πρωτίστως και πιθανότατα και σαν όπλο χαρακτήρισε τον περίφημο Μινωικό πολιτισμό. Κατά την διάρκεια των κλασικών Ελληνικών χρόνων περιορίστηκε η χρήση του τσεκουριού σε χρηστικό εργαλείο σε αντίθεση με τους εισβολείς Περσομήδους του 5ου αιώνα π.Χ. οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον πέλεκυ σαν κύριο επιθετικό όπλο όπως οι Σάκες και άλλοι. Οι Ρωμαίοι επίσης δεν έκαναν χρήση του τσεκουριού σαν κύριου όπλου ενώ οι Γερμανικές φυλές, οι Γαλάτες, καθώς και οι 129


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Γότθοι χρησιμοποιούσαν ορειχάλκινα ή σιδερένια τσεκούρια σαν πρωτεύοντα όπλα, όπως έκαναν άλλωστε όλα τα ευρωπαϊκά βαρβαρικά φύλα. Στην συνέχεια όλοι οι Βυζαντινοί στρατοί κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τον πέλεκυ ή τ ζ ι κ ο ύ ρ ι ο ν, αλλά όχι σαν κύριο όπλο, σε αντίθεση με τους Σκανδιναβούς Βάραγγους οι οποίοι υπηρετούσαν στον στρατό τους σαν μισθοφόροι και ο τεράστιος μονός Σκανδιναβικός πέλεκυς αποτελούσε το κυρίως όπλο τους. Τον μεσαίωνα, κατά την διάρκεια των Σταυροφοριών ο πέλεκυς σαν όπλο είχε την μορφή της φ ρ α γ κ ί σ κ α ς η οποία ξεκίνησε σαν καθημερινό εργαλείο των Φραγκισκανών μοναχών για να γίνει τελικά το πολεμικό τσεκούρι των Φράγκων το οποίο χρησιμοποιούσαν ευρέως οι πεζοί και οι έφιπποι πολεμιστές. Το εικονιζόμενο αντίγραφο ήταν ένας σιδερένιος αμφίστομος πέλεκυς ο οποίος αποτελούσε ένα από τα κυριότερα όπλα των Κελτών - Γαλατών, των Γότθων καθώς και των βαρβαρικών Γερμανικών φυλών της εποχής. Συχνά τα τσεκούρια αυτά εκτοξεύονταν στην μάχη κατά των αντιπάλων τους σαν ε κ η β ό λ α όπλα από εκπαιδευμένους γι' αυτό πολεμιστές ενώ παράλληλα άλλου τύπου ειδικής κατασκευής και βάρους τσεκούρια χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς σαν όργανα εκτέλεσης θανατικών ποινών. Αξιοσημείωτη αλλά όχι αποδεδειγμένη είναι η μορφολογική σχέση την οποία είχε ο Γαλατικός πέλεκυς με τους πολύ προγενέστερους Μινωικούς πελέκεις, γνωστούς και στην υπόλοιπη Ευρώπη στις παλαιότερες εποχές, μέσω της παρουσίας των Μυκηναίων εμπόρων στις παραδουνάβιες χώρες.-

130


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

H

αρχαία πόλη του Βυζαντίου ιδρύθηκε από τον θαλασσοπόρο Βύζαντα, o οποίος καταγόταν από τα Μέγαρα Αττικής, το έτος 658 π.Χ. και αρχικά ήταν μια μικρή, σε αριθμό κατοίκων, αποικία των Μεγαρέων. Η θέση του Βυζαντίου ήταν σε ιδιαίτερα στρατηγικό γεωγραφικό σημείο επί της Ευρωπαϊκής ακτής αλλά και με άμεση πρόσβαση δια μέσου του Βοσπόρου στην Ασιατική ήπειρο. Κατά την αρχαιότητα και μετά την τελική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, κατοικήθηκε από τους Λακεδαιμονίους και στην συνέχεια έλαβε μέρος στην Αθηναϊκή συμμαχία, σαν μια μικρή πόλη της περιφέρειας, με σημαντική όμως ανάπτυξη στο εμπόριο λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Την εποχή της Μακεδονικής κυριαρχίας ο Φίλιππος ο Β΄επιτέθηκε το 341 π.Χ. στο Βυζάντιο με την δικαιολογία ότι είχε σταθεί πιστό μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας και η πόλη κινδύνευσε σοβαρά από τον Μακεδόνα βασιλιά αλλά τελικά παρήλθε τον κίνδυνο αναίμακτα. Το ίδιο όμως δεν συνέβη και το έτος 196 μ.Χ. όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεβήρος κατέλαβε το Βυζάντιο και το κατέστρεψε, για να το ξανακτίσει ο ίδιος ώσπου τελικά κηρύχτηκε ελεύθερη πόλη από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Καρακάλα. Όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το έτος 313 μ.Χ. άρχισε πλέον να διοικείται από δύο αυτοκράτορες, μετά τον αποτυχημένο θεσμό της τετραρχίας και χωρίστηκε τελικά σε Δυτική και Ανατολική αυτοκρατορία, το Βυζάντιο ανήκε στην δεύτερη υπό τον αυτοκράτορα Λικίνιο διοικουμένης της Δύσης από τον συναυτοκράτορά του Κωνσταντίνο. Μετά την ήττα του Λικινίου το έτος 324 μ.Χ. από τον γιο του Καίσαρα Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνο, τον επονομαζόμενο αργότερα και Μέγα, το Βυζάντιο έγινε η έδρα της μονοκρατορίας του νέου αυτοκράτορα. Το όνομα του νέου κράτους το 330 μ.Χ. ήταν Νέα Ρώμη, αργότερα όμως επεκράτησε η παλαιά ονομασία Βυζάντιο και η πρωτεύουσά του ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη προς τιμήν του πρώτου αυτοκράτορά του καθώς και Βασιλεύουσα ή απλά Πόλη. Η χρονολογία 330 μ.Χ., σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, αποτελεί την συμβατική αφετηρία της μέτρησης της ιστορικής ηλικίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία διήρκεσε πέραν των χιλίων ετών έως το καταλυτικό έτος 1453, ενώ άλλοι ιστορικοί θεωρούν σαν αφετηρία άλλες χρονολογίες όπως το έτος 313 ή το 324 μ.X. όπου συνέβησαν διάφορα χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα. Ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Κωνσταντίνος ο Μέγας παρέμεινε ειδωλολάτρης έως λίγο πριν το θάνατό του, παρά το ότι ήταν γιος της χριστιανής Ελένης της αναγορευθείσας αργότερα Αγίας και βαπτίσθηκε Χριστιανός λίγο πριν από το φυσικό του τέλος το οποίο επήλθε το 337 μ.Χ. Από την συμβατική χρονολογία του έτους 330 μ.Χ. λοιπόν αρχίζει και η υπερχιλιετής ιστορική Βυζαντινή περίοδος η οποία χωρίζεται σε τρείς χαρακτηριστικές ιστορικές επί μέρους περιόδους οι οποίες με την σειρά τους χωρίζονται σε υποπεριόδους. Από τις τρεις βασικές περιόδους η πρώτη, η οποία αρχίζει το έτος 330 και τελειώνει το 610 μ.X., είναι η περίοδος όπου θεμελιώνεται και ισχυροποιείται το Ρωμαιοβυζαντινό κράτος στον χώρο της Βορειοανατολικής Μεσογείου σύμφωνα με τα πρόσφατα Ρωμαϊκά πρότυπα. Το Βυζάντιο επεκτείνει τα σύνορά του και αγωνίζεται συγχρόνως κατά του πλήθους των εχθρικών γειτόνων του με εξέχουσα ηγετική μορφή της περιόδου αυτής τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό ο οποίος βασίλευσε από το έτος 527 έως το 565 μ.Χ. Στις αρχές του 4ου αιώνα, περί το 323 μ.Χ., την εποχή των μη κατασταλαγμένων ακόμη χριστιανικών θρησκευτικών δοξασιών, εμφανίζονται οι αιρετικές θρησκευτικές θέσεις με 131


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

σοβαρότερη αυτήν του επισκόπου Αρείου σχετικά με την ανθρώπινη ή όχι φύση του Χριστού, θέσεις τις οποίες υποστήριξαν με σθεναρά επιχειρήματα πολλοί επιφανείς χριστιανοί επίσκοποι όπως ο Νεστόριος ο οποίος όμως παρέκκλινε του δογματικού μονοφυσιτισμού. Με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου συνέρχεται η Α' οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ.Χ. η οποία καταδικάζει τον Αρειανισμό και αφορίζει τον Άρειο και τους οπαδούς του χωρίς όμως να επιτύχει αποφασιστικό χτύπημα κατά της αίρεσης. Σαν μονοφυσιτική θρησκευτική πλέον αίρεση ο Αρειανισμός, με πολιτικές προεκτάσεις, ταλανίζει το θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων της αυτοκρατορίας αποκτώντας πολλούς οπαδούς ιδιαίτερα στην Μικρά Ασία και στα Αφρικανικά παράλια, όπως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά και στα ενδότερα της Αφρικανικής ηπείρου μέχρι και την σημερινή κοπτική - μονοφυσιτική Αιθιοπία. Η θρησκευτική αυτή άποψη αλλά και αίρεση συγχρόνως, τουλάχιστον κατά τα θρησκευτικά κρατούντα της εποχής, δημιούργησε σοβαρές θρησκευτικές έριδες οι οποίες διήρκεσαν περισσότερο από μισό αιώνα. Το 381 μ.Χ. καταδικάζεται τελικά ο μονοφυσιτισμός από την οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης επί αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395). Το έτος 431 μ.Χ. επί Θεοδοσίου του Β' στην Έφεσο καταδικάζονται με την σειρά τους και οι αιρετικές διδασκαλίες του Νεστόριου, ενώ την ίδια εποχή οικοδομείται το Θεοδοσιανό τείχος και η Ελληνική γλώσσα άρχισε να διδάσκεται στην Σχολή του Πανδιδακτηρίου. Η δεύτερη ιστορική περίοδος αρχίζει το έτος 610 μ.Χ., όπου την ηγεμονία της αυτοκρατορίας αναλαμβάνει ένας άλλος ικανότατος αυτοκράτορας ο Ηράκλειος (610-641) και τελειώνει με την κατάληψη του Βυζαντίου από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το 1204. Στην ιστορική αυτή περίοδο του Βυζαντίου ο τότε Ρωμαιοβυζαντινός κόσμος εκχριστιανίζεται πλήρως και πλήθος επισήμων εγγράφων γράφονται στην Ελληνική γλώσσα η οποία, εκτός της Λατινικής, θεωρείτο η γλώσσα των γραμμάτων, του πνεύματος, των τεχνών και των επιστημών, δεδομένου του σχετικά πρόσφατου Ελληνικού κλέους, χωρίς όμως να αποτελεί ακόμη την επίσημη γλώσσα του κράτους. Ακολούθησε μία περίοδος διαρκών αγώνων με τους εξωτερικούς εχθρούς του Βυζαντίου αλλά ο κυριότερος κίνδυνος ο οποίος εμφανίστηκε από τα βάθη της Ανατολής και ο οποίος υπήρξε μοιραίος για το εξασθενισμένο πλέον Βυζαντινό κράτος ήταν οι Μωαμεθανοί Σελτζούκοι Τούρκοι. Έτσι η τρίτη και τελευταία περίοδος αρχίζει το έτος 1204 και τελειώνει το 1453 με την τελική κατάληψη του Βυζαντίου από τους Σελτζούκους Τούρκους, υπό τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' τον Πορθητή, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάληψη και την υποδούλωση ολόκληρης της Ελλάδας. Στην τρίτη αυτή ιστορική περίοδο πρωτεύουσα θέση στην ηγεμονία του Βυζαντίου κατέχει η οικογενειακή δυναστεία των Παλαιολόγων από την οποία ανέβηκαν στον θρόνο του Βυζαντίου εννέα αυτοκράτορες καλύπτοντας την ιστορική περίοδο από το 1261 έως το 1453. Την τελευταία αυτή ιστορική περίοδο η βυζαντινή αυτοκρατορία βιώνει και την διάσπασή της σε τρεις μεγάλες επί μέρους διοικητικές περιοχές και η οποία περίοδος διήρκεσε από το 1204 μέχρι της ανακατάληψης του Βυζαντίου το έτος 1261 από τα Βυζαντινά στρατεύματα τα οποία συνέχιζαν να μάχονται για να καταλάβουν ης πάλι τα εδάφη τα οποία ιδιοποιήθηκαν οι Φράγκοι της 4 Σταυροφορίας. Παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Παλαιολόγων, οι οποίοι ηγήθηκαν του κράτους στα επόμενα χρόνια, η παλαιά αίγλη, η λάμψη, ο πλούτος και η δύναμη του Βυζαντίου δεν θα επανέλθουν ποτέ για να υποκύψει τελικά στους Σελτζούκους Τούρκους, όπως προαναφέρθηκε. Αναλυτικότερα τα ιστορικά γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν μέσα σε αυτά τα χίλια εκατόν είκοσι περίπου χρόνια και οι εξελίξεις των γεγονότων υπό την επήρεια της Χριστιανικής θρησκείας και του νέου για το Βυζάντιο ελληνορωμαϊκού πολιτιστικού προσανατολισμού έχουν ως εξής. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, εκ των διαδόχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το έτος 361 θέλησε να αναβιώσει την παλαιά Ελληνορωμαϊκή πολυθεϊστική θρησκεία συγχρόνως με την ύπαρξη και της μονοθεϊστικής Χριστιανικής θρησκείας χωρίς όμως να βρει υποστηρικτές σ' αυτή του την προσπάθεια. Στον αντίποδα των απόψεων του Ιουλιανού ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α' το έτος 393 μ.Χ. κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες και απαγόρευσε την λατρεία των ειδώλων, ενώ ο διάδοχός του αυτοκράτορας Αρκάδιος κάνει το 395 132


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας την Ελλάδα και στην συνέχεια το 396 καταργεί και τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία τελούνταν έως τότε στον κυρίως Ελληνικό χώρο. Στην δεύτερη ιστορική περίοδο η οποία ακολούθησε γίνονται νέες μεγάλες εδαφικές κατακτήσεις, διατυπώνονται νέες ιδέες, τάσεις και απόψεις επάνω σε φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, ενώ παράλληλα διεξάγονται συνεχείς αγώνες κατά των ποικίλων εχθρών της αυτοκρατορίας όπως των Βησιγότθων, των Ούννων, των Οστρογότθων και των Περσών. Οι Βησιγότθοι το έτος 375 νικούν τα Βυζαντινά στρατεύματα σκοτώνουν τον αυτοκράτορα Ουάλη και προωθούνται το έτος 405, μετά τον θάνατο του διαδόχου του Ουάλη αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α', με αρχηγό τους τον χριστιανό Αλάριχο μέχρι την Πελοπόννησο την οποία και καταστρέφουν. Ο επόμενος αυτοκράτορας ο Αρκάδιος στρέφει τους Βησιγότθους προς το δυτικό λατινικό κράτος, του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ονόριου, όπου το 410 οι βάρβαροι κατέλαβαν και κατέστρεψαν την Ρώμη σύμφωνα με τον Άγιο Αυγουστίνο. Στην συνέχεια οι Ούννοι το 441 επί Θεοδοσίου του Β' φτάνουν μέχρι τις Θερμοπύλες και ο αρχηγός τους, ο διαβόητος Αττίλας, μόνο κατόπιν χρηματικής ικανοποίησής του υπογράφει ειρήνη με το Βυζάντιο στρεφόμενος και αυτός τελικά προς την Δύση για να γνωρίσει στην συνέχεια την ήττα στα Καταλανικά πεδία από τον Ρωμαίο στρατηγό Φλάβιο Αέτιο το έτος 451. Επί των ημερών του αυτοκράτορα Λέοντα του Α' το έτος 460 οι Οστρογότθοι του Θευδέριχου, αφού είχαν καταπατήσει Βυζαντινές γεωργικές περιοχές, με την ανοχή του αυτοκράτορα, τελικά λεηλάτησαν την Βαλκανική και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Το έτος 476 ο αυτοκράτορας Ζήνων κατόρθωσε να στρέψει τους Οστρογότθους δυτικά κατά των εχθρών τους Ερούλων οι οποίοι υπό τον ηγεμόνα τους Οδόακρο είχαν καταλάβει την Ρώμη ιδρυομένου έτσι, μετά την νίκη τους επί των Ερούλων, του ισχυρού κράτους των Οστρογότθων στην Κεντρική Ευρώπη. Ένας παλαιός εχθρός του Ελληνισμού οι Πέρσες ξεχασμένοι από το έτος 387 εμφανίζονται το 502 και επιτίθενται κατά του αδύναμου, την περίοδο εκείνη, Βυζαντίου του οποίου ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α' το έτος 506 αναγκάζεται να υπογράψει ειρήνη με ταπεινωτικούς οικονομικούς όρους. Το 527 ένας νέος και ικανότατος αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός ο Α' ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου και προσπάθησε να αναβιώσει την παλαιά αίγλη της Ρώμης και το Ρωμαϊκό μεγαλείο προσαρμοσμένο όμως και στην πολιτιστική επιρροή την οποία ασκούσε σε όλη την Ευρώπη την εποχή εκείνη ο Ελληνικός πολιτισμός. Ο Ιουστινιανός δημοσίευσε το κωδικοποιημένο πλέον περίφημο Ρωμαϊκό Δίκαιο γνωστό στην Δύση από το έτος 450 π.Χ. και προώθησε σοβαρά την Ελληνική γλώσσα ενώ παράλληλα επιδιδόταν σε δύσκολους και αιματηρούς αγώνες κατά των πολλών εξωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας του όπως των Περσών, των Ούννων, των Γότθων, των Βανδάλων των Αβάρων και των Σλάβων οι οποίοι επιτίθεντο στο Βυζάντιο από το 430 και μετά. Στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού σοβαροί εσωτερικοί κίνδυνοι από εξεγέρσεις ταλάνισαν το αδύναμο ακόμη κράτος με σοβαρότερη από αυτές την περίφημη «Στάση του Νίκα» το 532, με πρωταγωνιστές τους φανατικούς οπαδούς των αρματοδρομιών μεταξύ Βένετων και Πράσινων, η οποία είχε εξελιχθεί σε εξέγερση και καταστάληκε με αιματηρότατο τρόπο στον Ιππόδρομο από τους στρατηγούς Βελισάριο και Ναρσή. Ο κυρίως Ελλαδικός χώρος από το έτος 476, όπου καταργήθηκε ουσιαστικά η Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αποτελούσε την προέχουσα πολιτιστικά περιοχή της νέας Ανατολικής αυτοκρατορίας και οι επάλληλες επιδρομές εναντίον της θορύβησαν και ανησύχησαν την μητροπολιτική διοίκηση τόσο ώστε να αποσταλούν ειδικά στρατιωτικά σώματα ή Θέματα, τα οποία και τον υπεράσπιζαν. Η εποχή αυτή υπήρξε ο Χρυσός Αιώνας του Βυζαντίου όπου κτίστηκαν δημόσια κτίρια, υδραγωγεία, τεράστιες υπόγειες δεξαμενές νερού, μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα, γεννήθηκαν νέοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, άνθισε το εμπόριο, τα γράμματα και οι τέχνες και το επιστέγασμα όλων αυτών ήταν η ανέγερση του διαχρονικού σε λαμπρότητα και ομορφιά αρχιτεκτονήματος, του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας από τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο. Στην Κωνσταντινούπολη επίσης επισκευάστηκε το Μέγα Παλάτι που είχε αναγερθεί από τον πρώτο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το έτος 326 καθώς και ο Ιππόδρομος χωρητικότητας πολλών χιλιάδων θεατών ο οποίος είχε ανεγερθεί από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Σέπτιμο Σεβήρο το 196 μ.Χ. Στην ακμή της η Βυζαντινή 133


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ο

αυτοκρατορία τον 6 αιώνα κατείχε, με σημερινούς γεωγραφικούς όρους, την Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Ιλλυρία, την Θράκη, την Τουρκία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Συρία την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, την Αίγυπτο, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής μέχρι την αρχαία Κρχηδόνα, την Ιταλική χερσόνησο, μέρος της Ιβηρικής και πλήθος άλλων μικρότερων κτήσεων. Την λαμπρή αυτή ιστορική περίοδο απωθήθηκαν οι Άραβες και οι Σασσανίδες Πέρσες υπό τον βασιλέα τους Καβάδη τον Α' οι οποίοι μετά από συνεχείς προκλήσεις προς το Βυζάντιο νικήθηκαν τελικά στην μάχη του Δάρας το 530 από τον περίφημο Βυζαντινό στρατηγό Φλάβιο Βελισάριο. Πέραν αυτών έγινε ριζική αναδιοργάνωση του στρατού της ξηράς και του ναυτικού, σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά πρότυπα και επιχειρήθηκαν κατακτήσεις και στον Δυτικό γεωγραφικό χώρο όπως στην Ιταλία κατά των Γότθων, όπου είχε ισχυροποιηθεί το κράτος των Οστρογότθων, με αποτέλεσμα το 536 ολόκληρη η Ιταλία να τεθεί υπό την κυριαρχία του Βυζαντίου με διοικητική έδρα την πόλη της Ραβέννας. Οι κατακτήσεις εκτός Ευρώπης, από τους στρατηγούς Βελισάριο, Ναρσή και Μούνδο, συνεχίστηκαν με την νίκη των Βυζαντινών κατά των Βανδάλων του Γελίμερου από το 533 έως το 536 και τελικά τα παράλια της βορειοδυτικής Αφρικής έγιναν Βυζαντινές κτίσεις το 548 με νέο διοικητικό κέντρο την αρχαία Καρχηδόνα στην σημερινή Τυνησία. Οι Βυζαντινές κτίσεις επί των Βορειαφρικανικών παραλίων καθώς και επί των Βαλεαρίδων νήσων στο Γιβραλτάρ και την Σικελία διήρκεσαν μέχρι το έτος 636 για να περάσουν στην συνέχεια στους επελαύνοντες προς την Ισπανία Άραβες. Τα επόμενα χρόνια αναβιώνει και πάλι το πρόβλημα της παλαιάς Ρώμης το οποίο ήταν η δυσκολία του ελέγχου της απέραντης αυτοκρατορίας με το πλήθος των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών οι οποίοι συνεχώς επιβουλεύονταν τόσο τις Βυζαντινές κτίσεις όσο και το ίδιο το Βυζάντιο. Το πρόβλημα αυτό καλείται να λύσει το έτος 610 ένας άλλος ικανότατος αυτοκράτορας ο Ηράκλειος ο οποίος το έτος 630, εκτός των στρατιωτικών του επιτυχιών, καθιερώνει την ελληνική γλώσσα παράλληλα με την λατινική σαν επίσημη γλώσσα του κράτους. Οι Σασσανίδες Πέρσες επί Ηρακλείου εισβάλουν πάλι στην αχανή Βυζαντινή αυτοκρατορία όπου κατακτούν και λαφυραγωγούν τα Ιεροσόλυμα, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, αλλά το έτος 614 κατακτούν σαν λάφυρο και τον Τίμιο Σταυρό, το ιερότερο σύμβολο - κειμήλιο της Χριστιανοσύνης. Μετά από κάποιες ανεπιτυχείς επιθέσεις των Αβάρων κατά της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας Ηράκλειος νικά τους Πέρσες και ο Τίμιος Σταυρός επανέρχεται πάλι στα χέρια των Χριστιανών ενώ οι Σασσανίδες Πέρσες υποτάσσονται στην ανερχόμενη δύναμη των Μουσουλμάνων Αράβων το 637 μ.Χ. Η νέα ανερχόμενη δύναμη, οι Άραβες, φανατισμένοι από τα κελεύσματα της νέας θρησκείας του Μωαμεθανισμού, το 649 καταλαμβάνουν με τον ισχυρό στόλο τους την Κύπρο και το έτος 654 την Ρόδο λεηλατώντας τα νησιά και εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους τους. Οι επιθέσεις βαρβαρικών και μη λαών συνεχίζονται και οι Σλάβοι του Αίμου τον ίδιο αιώνα φτάνουν μέχρι την καρδιά της Πελοποννήσου ενώ παράλληλα οι φανατικοί Άραβες δυνατότεροι όσο ποτέ καθώς και οι Βούλγαροι νικούν τα Βυζαντινά στρατεύματα τα έτη 636 και 680 αντιστοίχως. ο Την διείσδυση των Σλάβων μέχρι τον Ταΰγετο τον 7 αιώνα χρησιμοποιεί σαν αφορμή ο Γερμανός ιστορικός Φαλλμεράϋερ για να υποστηρίξει την άποψή του για τον δήθεν εκσλαβισμό των Ελλήνων στο βιβλίο του το οποίο εκδόθηκε το 1835 με τίτλο « Περί της καταγωγής των Νεοελλήνων». Κατάλληλες απαντήσεις κατά καιρούς, οι οποίες ανασκεύασαν πλήρως τις αβάσιμες αυτές απόψεις, μέσα από ιστορικά επιχειρήματα έδωσαν Έλληνες και ξένοι επιφανείς ιστορικοί όπως ο Διονύσιος Ζακυνθηνός, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και οι K. Horf, G. Hertz, A. Thumb και ο G. Weigard στο βιβλίο του «Τοπωνύμια της Πελοποννήσου» το οποίο εκδόθηκε το 1941. Στην συνέχεια οι Άραβες συνεχίζουν την νικηφόρο πορεία τους με στόχο την κατάκτηση της Ισπανίας και της Γαλλίας, μέσω της βορειοαφρικανικής ακτής και του Γιβραλτάρ, για να νικηθούν τελικά στο Πουατιέ το 732 από τον Γάλλο μαγιορδόμο (magior domus = αρχηγός Οίκου) Κάρολο Μαρτέλ. Το έτος 726 επί αυτοκράτορα Λέοντα του Γ' της δυναστείας των Ισαύρων αρχίζει ο πόλεμος μεταξύ των εικονολατρών και των εικονοκλαστών με την ανάμειξη και των τεσσάρων πατριαρχών της Ορθοδοξίας με 134


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

διάφορες κατά καιρούς διακυμάνσεις, αποφάσεις συνόδων και αυτοκρατορικές επεμβάσεις υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης. Τέλος το έτος 787 καταδικάζονται οι εικονοκλάστες και αναστηλώνονται οι εικόνες επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του ΣΤ' για να εδραιωθούν πλέον τελικά το 843 επί αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ'. Επί της αυτοκρατορίας επίσης του Μιχαήλ του Γ' (842 - 867) οι Θεσσαλονικείς ιεραπόστολοι, αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, ξεκίνησαν το 860 περιοδεία μεταφέροντας στις χώρες της βορειοανατολικής Ευρώπης τις αρχές του Χριστιανισμού στα σλαβικά κράτη της εποχής. Παράλληλα δίδαξαν το ελληνικό και λατινικό αλφάβητο δημιουργώντας έτσι την Σλαβονική ή Κυριλλική γραφή και γλώσσα, η οποία αποτέλεσε και την βάση του γραπτού και προφορικού λόγου της γλώσσας η οποία γράφεται και ομιλείται μέχρι σήμερα. Η Κυριλλική γραφή και ο Χριστιανισμός βοήθησαν τους λαούς των παραδουνάβιων χωρών, αλλά και τους λοιπούς λαούς της Βαλκανικής, να υιοθετήσουν τον Ανατολικορωμαϊκό Βυζαντινό πολιτισμό, να μελετηθούν τα Λατινικά και τα Ελληνικά αρχαία κείμενα, τα γράμματα, η φιλοσοφία, η αρχιτεκτονική ρυθμολογία και οι καλές τέχνες σε βάθος. Όλα αυτά έγιναν με την συναίνεση της ηγεσίας της Ανατολικής εκκλησίας καθώς και του Πάπα της Ρώμης και αποτέλεσαν την βάση του εκχριστιανισμού και του περαιτέρω εκπολιτισμού των Σλάβων της Βαλκανικής, δυστυχώς όμως όχι πάντα αναίμακτα και ο οποίος πολιτισμός προστέθηκε και πλούτισε τον ήδη υπάρχοντα δικό τους αξιόλογο σλαβικό πολιτισμό. Οι εσωτερικές θρησκευτικές έριδες και η διαρκής αιμορραγία, σε πλούτο και έμψυχο υλικό, συνεχίζουν να αποδυναμώνουν την Βυζαντινή αυτοκρατορία τόσο ώστε οι Άραβες πειρατές το έτος 904 καταλαμβάνουν και λεηλατούν την Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της. Ήδη από το έτος 811 οι Βούλγαροι υπό την αρχηγία του ηγεμόνα τους τσάρου Κρούμου είχαν επιτεθεί στο Βυζάντιο νικώντας τον αυτοκράτορα Νικηφόρο τον Α', προς τον οποίο ο Βούλγαρος ηγεμόνας επέδειξε ασυνήθιστη βαρβαρότητα μετατρέποντας το κρανίο του Νικηφόρου σε ποτήρι κρασιού, σύμφωνα με ιστορικά κείμενα. Οι Βούλγαροι ανεμπόδιστοι έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και η φθίνουσα αυτή πορεία του Βυζαντίου σταματάει μόνο όταν γίνεται αυτοκράτοράς του ο Βασίλειος ο Β' (976-1025). Επί των ημερών του Βασιλείου, αλλά και των προκατόχων του, ανακτήθηκαν πολλά Βυζαντινά εδάφη όπως οι μεγαλόνησοι Κρήτη και Κύπρος καθώς και η Αντιόχεια στην Μ. Ασία, ενώ οι Άραβες, αν και παραμένουν υπολογίσιμος κίνδυνος, δεν έχουν πλέον την πρώτη τους δύναμη και ορμητικότητα. Από τα κεντρικά Βαλκάνια όμως κάνουν πάλι την εμφάνισή τους οι Βούλγαροι, οι οποίοι με αρχηγό τους τον τσάρο Συμεών το 924 υπογράφουν επανειλημμένα συνθήκες ειρήνης με τον Ρωμανό τον Α' τον Λεκαπηνό (920 - 944), πράγμα που δεν δεσμεύει κανέναν από τους δύο να κάνουν καταστροφικές επιδρομές ο ένας στα εδάφη του άλλου λαφυραγωγώντας τα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), κατακτητής της Συρίας και της Παλαιστίνης, νικάει τους Ρώς (Ρώσους) το έτος 971 και υποτάσσει τους Βουλγάρους, οι οποίοι ήταν υποτελείς των Ρώσων, καταργεί το βουλγαρικό πατριαρχείο και διαιρεί την Βουλγαρία σε αυτοδιοικούμενες επαρχίες υπό τους τοπικούς άρχοντες τους βοεβόδες οι οποίοι όμως με την σειρά τους ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο. Το 997 ανέρχεται στον βουλγαρικό τσαρικό θρόνο ο Σαμουήλ ο οποίος θέλοντας να εκδικηθεί για την υποταγή των Βουλγάρων στους Βυζαντινούς από το 971 επιτίθεται στο Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β'(976-1025) νικά τους Βουλγάρους στον Σπερχειό το 997 και μετά από περίπου είκοσι χρόνια τους νικά εκ νέου στην θέση Κλειδί το έτος 1014 επιδεικνύοντας και αυτός με την σειρά του μεγαλύτερη βαρβαρότητα από αυτήν του Κρούμου τυφλώνοντας τους αιχμαλώτους. Στην συνέχεια, μετά τον θάνατο του τσάρου Σαμουήλ ο Βασίλειος ο Β', ο επικαλούμενος πλέον Βουλγαροκτόνος, κατακτά ολόκληρο το Βουλγαρικό κράτος προσαρτώντας το στα Βυζαντινά εδάφη εκχριστιανίζοντας συγχρόνως και τους Ρώσους με την συνήθη μέθοδο η οποία ήταν σε ισχύ εκείνη την εποχή παντρεύοντας δηλαδή την αδελφή του Άννα με τον Ρώσο ηγεμόνα Βλαδίμηρο. Η περίοδος η οποία ακολουθεί είναι περίοδος ανασύνταξης των στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας καθώς και πραγματοποίησης πολιτιστικών στόχων στις τέχνες και στα γράμματα, όπου 135


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

αναδεικνύονται μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι όπως, ο πατριάρχης Φώτιος, ο εκ δυσμών πολυγραφότατος Μιχαήλ Ψελλός και άλλοι. Από τον 11ο αιώνα η ανερχόμενη δύναμη των Σελτζούκων Τούρκων είχε αρχίσει να απειλεί το Βυζαντινό κράτος με αποτέλεσμα να διεξαχθούν στην συνέχεια σοβαρές μάχες οι οποίες ήταν στην αρχή αμφίρροπες αλλά κατόπιν άρχισε να φαίνεται η στρατιωτική υπεροχή των Τούρκων. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ήταν σουνιτικά ασιατικά φύλα τα οποία προέρχονταν από τους Τουρκομάνους και τους Ογούζους Τούρκους κατοίκους των Αλταΐων ορέων από την λίμνη Βαϊκάλη έως την σημερινή Μογγολία και υπήξαν οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας, του Αζερμπαϊζάν και του Τουρκμενιστάν, όπως αναφέρει ο Ρώσος ιστορικός και βυζαντινολόγος Αλέξανδρος Βασίλιεφ στο βιβλίο του «Η ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας». Τα Τουρκικά αυτά φύλα επεκράτησαν στην κεντρική και μέση Ανατολή από τον 11ο έως τον 14ο αιώνα και στην συνέχεια κατεβαίνοντας νοτιότερα υιοθέτησαν τον περσικό τρόπο ζωής, τον πολιτισμό, την γραφή και την γλώσσα τους. Οι συνεχείς επιθέσεις τους στην Βυζαντινή αυτοκρατορία είχαν σαν αποτέλεσμα να νικήσουν και να αιχμαλωτίσουν τον αυτοκράτορα Ρωμανό τον Δ' Διογένη (1067-1071) στην μάχη του Μάτζικερτ το 1071 και στην συνέχεια το έτος 1176 να νικήσουν πάλι τον Βυζαντινό στρατό του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού του Α'(1143-1180) στην μάχη του Μυριοκέφαλου. Το 1081 οι Νορμανδοί υπό την ηγεσία του Ροβέρτου Γυισκάρδου καταλαμβάνουν την Κέρκυρα και επανερχόμενοι το έτος 1185 λεηλατούν την Θεσσαλονίκη την οποία απελευθέρωσε το ίδιο έτος ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς ενώ το 1191, λίγο πριν η αρχίσει η 3 Σταυροφορία, ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος καταλαμβάνει την Κύπρο νικώντας τον Βυζαντινό ηγεμόνα της Ισαάκιο Κομνηνό. Οι επάλληλες αυτές ήττες των Βυζαντινών στρατών, οι απροκάλυπτες και οι σχετικά εύκολες καταλήψεις εδαφών, σηματοδοτούν την φθίνουσα πορεία του εξελληνισμένου κατά μεγάλο βαθμό πλέον Βυζαντίου και αποτελούν το προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στην συνέχεια σε βάρος του. ης Έτσι η εμφάνιση των Σταυροφόρων της 4 Σταυροφορίας από την Δύση, των Σελτζούκων Τούρκων και των Αράβων από την Ανατολή και οι εσωτερικές έριδες για την εξουσία, κάμπτουν τελικά το αποδυναμωμένο Βυζάντιο το οποίο καταλαμβάνεται από τους Φράγκους το έτος 1204. Η προσχεδιασμένη, εκ μέρους των Φράγκων, κατάληψη έγινε με την συναίνεση των δυτικών βασιλέων και του γηραιού δόγη της Βενετίας Δάνδολο καθώς και με την σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ιννοκεντίου του Γ', ο οποίος όμως προτιμούσε την κατάληψη της Ιερουσαλήμ αντί της Κωνσταντινούπολης. Οι εισβολείς εκμεταλλεύτηκαν την διαμάχη μεταξύ των μελών της δυναστείας των Αγγέλων και την επίκληση για βοήθεια του γιού του εκπτώτου αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου και προφασιζόμενοι ότι θα διευθετήσουν το πρόβλημα της διαδοχής του στον θρόνο του Βυζαντίου επενέβησαν το έτος 1203 στρατιωτικά για την επίλυσή του. Τελικά ένας τρίτος σφετεριστής του θρόνου ο Αλέξιος ο Μούρτζουφλος (κατηφής) αντέδρασε στην εισβολή των Σταυροφόρων πλην όμως ήταν πολύ αργά και η Βασιλεύουσα καταλήφθηκε από τα δυτικά στρατεύματα ενώ ο αυτοκράτορας και η αυλή του τράπηκαν σε φυγή παίρνοντας μαζί τους και το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Από την αρχή αυτής της σκοτεινής ιστορικής περιόδου η οποία αρχίζει το έτος 1204 το Βυζαντινό κράτος κακοδιοικείται από Φράγκους βασιλείς όπως ο νεαρός Βαλδουίνος ο Θ' της Φλάνδρας (1204-1205), υποχείριο του Ενετού δόγη Δάνδολο, με αποτέλεσμα να νικηθεί το 1205 να συλληφθεί από τον Βούλγαρο τσάρο Ιωαννίτση στην Αδριανούπολη και να πεθάνει στην αιχμαλωσία. Ο διάδοχός και αδελφός του Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας (1206-1216) αφού εκδικήθηκε τους Βουλγάρους νικώντας τους το 1208 στην Φιλιππούπολη, προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Λατινικό με τον Βυζαντινό κλήρο, αγνοώντας τον Πάπα, ξεχωρίζοντας έτσι από τους άλλους Λατίνους βασιλείς. Ο θλιβερός κατάλογος των κατακτητών βασιλέων συγγενών του Βαλδουίνου συνεχίζεται με την αδελφή του Γιολάντα της Φλάνδρας (1217-1219), τον γιο της Ροβέρτο του Κουρτεναί (1221-1228) ο οποίος ξεπούλησε στην Δύση όλα τα ιερά λείψανα του Βυζαντίου για τον προσπορισμό χρημάτων και τέλος τον τελευταίο βασιλιά, αδελφό του Ροβέρτου, Πέτρο του Κουρτεναί (1228-1261). 136


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι πολιτιστικοί θησαυροί του Βυζαντίου ληστεύτηκαν και καραβιές από τα κλεμμένα έργα τέχνης και τα λοιπά καλλιτεχνήματα συσσωρεύτηκαν στις αυλές των διαφόρων ευρωπαίων ηγεμόνων, μεταξύ των οποίων και τα κλεμμένα μπρούντζινα άλογα που κοσμούσαν τον Βυζαντινό Ιππόδρομο και τα οποία κατέληξαν να κοσμούν την πλατεία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία όπως έχει προαναφερθεί. Ο ναός της Αγίας Σοφίας γίνεται ή έδρα του Λατίνου επισκόπου Τομάζο Μοροζίνι ενώ εκλάπησαν ιερά λείψανα από λαϊκούς, στρατιωτικούς και ιερωμένους Φράγκους όπως το Ιερό Μανδήλιο, τμήματα της Ακάνθινης Στεφάνου και του Τίμιου Σταυρού, σύμφωνα με τον ιστορικό και αυτόπτη μάρτυρα Νικήτα Χωνιάτη και τον Μητροπολίτη Εφέσου Νικόλαο Μεσαρίτη. Ο πληθυσμός του Βυζαντίου διώκεται μαζί με τους άρχοντές του και έτσι δημιουργούνται το δεσποτάτο της Ηπείρου από τον Μιχαήλ Δούκα τον Α' με έδρα την Άρτα και τα βασίλεια της Νίκαιας στην Μικρά Ασία από τον Θεόδωρο Λάσκαρη καθώς και της Τραπεζούντας από τον Αλέξιο Κομνηνό. Συγχρόνως η υπόλοιπη Ελλάδα καταλαμβάνεται από τους Δυτικούς, κατ' ευφημισμό ευγενείς και κατ' ουσία τυχοδιώκτες και στην συνέχεια κατακερματίζεται από αυτούς σε ένα πλήθος κομιτάτων, δουκάτων και μικροβασιλείων αρχόμενης έτσι της σκοτεινής περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Το έτος 1259 ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγος ο Η' νικά στην μάχη της Πελαγονίας τις συνασπισμένες δυνάμεις των Φράγκων του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και το 1261 ένας Νικαιάτης στρατηγός του αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, καταλαμβάνει και πάλι την πλημμελώς φυλασσομένη Κωνσταντινούπολη και διώχνει από αυτήν τους Φράγκους. Τα επόμενα χρόνια ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ο Η' αποδύεται σε αγώνες για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών και την απομάκρυνση των Δυτικοευρωπαίων διεκδικητών του Βυζαντινού θρόνου. Για να σταματήσει δε τον κυριότερο και πλέον επικίνδυνο μνηστήρα του θρόνου, τον Κάρολο ντ' Ανζού εξάδελφο του τελευταίου Λατίνου βασιλιά, ο Μιχαήλ ο Η' έφθασε μέχρι του σημείου να προτείνει στον Πάπα την υποταγή της Ανατολικής στην Δυτική εκκλησία δεδομένου ότι όλοι οι διεκδικητές του θρόνου, όπως και ο Κάρολος, υποστηρίζονταν απροκάλυπτα από τους βασιλείς τους και από τον ίδιο τον Πάπα. Τα Βυζαντινά στρατεύματα ανασυντάχτηκαν και αντιμετώπισαν τους Φράγκους και τους Ενετούς στηριζόμενα στην βοήθειά των Γενουατών, οι οποίοι ήταν από ετών αντίζηλοι των Ενετών και ανταγωνιστές τους στην θάλασσα και τα έτη 1304 και 1355 ελευθερώνουν την Χίο και την Λέσβο. Έτσι στα τέλη του ΙΔ' αιώνα οι Βυζαντινοί κατάφεραν να ανακαταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών, τα οποία είχαν καταλάβει οι Φράγκοι από το 1204 έως το1261 και να αρχίσει έτσι δειλά ένα είδος αναγέννησης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, παρά τα όσα είχε υποστεί. Μετά την μαύρη περίοδο της Φραγκοκρατίας ακολούθησε μια άλλη μακρά περίοδος καταστολής εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων υπό την μορφή διαφόρων εθνοτήτων, τα οποία εχθρεύονταν την Βασιλεύουσα, καθώς και συνομωσιών μεταξύ των αρχόντων του Βυζαντίου, των δελφίνων του θρόνου και των διαφόρων άλλων φατριών των αυτοκρατορικών αυλών. Οι συνομωσίες αυτές, παλαιά συνήθεια της Ρώμης, συνέχισαν να ταλανίζουν επί αιώνες και το Βυζάντιο στην αυλή του οποίου γινόταν ένας διαρκής πόλεμος ανακατατάξεων και μηχανορραφιών, οι οποίες κατέληγαν σε φρικτά σκοτεινά εγκλήματα, όπως φυλακίσεις, αποκεφαλισμούς, δηλητηριάσεις, τυφλώσεις, βασανιστήρια, εξορίες και βίαιους εγκλεισμούς σε μοναστήρια. Οι αυλικές αυτές δραστηριότητες στις οποίες κατά καιρούς έπαιρναν μέρος και οι μισθοφόροι φύλακες των ανακτόρων οι Σκανδιναβοί Βάραγγοι, δίκην πραιτωριανών, διέφθειραν, ευνούχισαν και αποπροσανατόλισαν τους πολιτιστικούς στόχους και τους όποιους θρησκευτικούς υγιείς θεσμούς και αρχές του Βυζαντίου. Μια μεγάλη σειρά από γνωστές αυτοκρατορικές δυναστείες, πατριάρχες, πρωθυπουργούς, στρατηγούς και διάφορους παρατρεχάμενους αυλικούς, παρέλασαν από την Βυζαντινή ιστορική σκηνή άλλοτε υποστηρικτές των συμφερόντων του Βυζαντίου σαν ικανοί πολέμαρχοι και πραγματικοί χριστιανοί και άλλοτε ραδιούργοι, υπονομευτές του θρόνου και θρασύδειλοι καιροσκόποι με ιδιοτελείς σκοπούς. Οι μισθοφορικοί στρατοί των Βαράγγων, των Πετσενέγων, των Αρμενίων, των Ούζων και λοιπών εθνοτήτων, όχι μόνο εξανέμισαν τα κρατικά ταμεία αλλά και οι αρχηγοί τους αναμειγνύονταν ενεργά και στις 137


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

κρατικές υποθέσεις εφ' όσον το κράτος στερείτο ισχυρού τακτικού Θεματικού στρατού. Την αποδυνάμωση του κράτους από τον τακτικό στρατό, εκτός των συνεχών απωλειών στις μάχες, είχε προκαλέσει και το γεγονός ότι πλήθος νέων Βυζαντινών πολιτών κουρασμένοι από τους διαρκείς πολέμους κατέφευγαν ως δήθεν μοναχοί στα εκατοντάδες μοναστήρια, τα οποία αποτελούσαν ένα είδος μάστιγας την εποχή εκείνη, για να αποφύγουν την στράτευσή τους. Η φτώχεια, η εσωστρέφεια, καθώς και η οικονομική ύφεση βύθισαν το κράτος σε εξαθλίωση τόσο ώστε η ηγεσία του ζήτησε οικονομική βοήθεια από τους Ενετούς οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την πρόσκληση, ίδρυσαν μεγάλα εμπορικά κέντρα για λογαριασμό τους στα εδάφη του Βυζαντίου. Ο συνεχής επεκτατισμός των Τούρκων και η παρουσία τους στον χώρο της Μικράς Ασίας, όπου είχαν ισχυροποιηθεί, συνεχίζεται με τις νίκες τους επί των Σέρβων στον Έβρο το 1371 και στο Κοσσυφοπέδιο το 1389, καθώς και με τις καταλήψεις των κυριοτέρων πόλεων της βαλκανικής όπως της Σόφιας, της Θεσσαλονίκης και της Νίσσας σε λιγότερο από δύο δεκαετίες. Το 1402 ο Τουρκικός επεκτατισμός αναχαιτίστηκε για τουλάχιστον είκοσι χρόνια μετά την συντριπτική ήττα την οποία υπέστη ο σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Α' από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στην μάχη της Άγκυρας. Παρά την ήττα τους οι Μωαμεθανοί συνέχισαν τις εισβολές τους στα Ευρωπαϊκά Βαλκάνια υπό τον σουλτάνο Μουράτ τον Β' και το 1430 πολιορκούν ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη ενώ το 1442 καταλαμβάνουν την Θεσσαλονίκη τελούμενης ουσιαστικά της εκτός βυζαντινών κτήσεων Ελλάδας σχεδόν υπό Τουρκική κατοχή. Ο στρατός των Σελτζούκων Τούρκων είχε από το έτος 1372 καταλάβει την Στερεά Ελλάδα, την Θεσσαλία, την Μακεδονία και την Θράκη δημιουργώντας έναν θανάσιμο εναγκαλισμό γύρο από το Βυζάντιο, το οποίο δεν είχε ακόμη συνέλθει από την μακρόχρονη περιπέτειά του λόγω της άλωσής του από τους Φράγκους. Οι επάλληλες αυτές νίκες των Τούρκων ανησύχησαν και τα άλλα βορειοανατολικά Ευρωπαϊκά κράτη, όπως την Ουγγαρία και την Πολωνία, τα οποία συνεπικουρούμενα και από τις δυνάμεις του Αλβανού ηγέτη Γεωργίου Καστριώτη - Σκεντέρμπεη καθώς και μεμονωμένων ευγενών όπως του Ρουμάνου Βλάντις ΤέπεςΝτρακούλ, διεξήγαγαν νικηφόρες καθώς και αμφίρροπες μάχες κατά των Τούρκων. Ο Ούγγρος ηγεμόνας Ιωάννης Ουνιάδης νίκησε επανειλημμένα τους Τούρκους τόσο το 1441 όσο και το 1442 ενώ τον ίδιο χρόνο έδωσε νέο αποφασιστικό κτύπημα στον σουλτάνο Μουράτ τον Β' μειώνοντας την ισχύ του στα Βαλκάνια και την βορειοανατολική Ευρώπη. Το 1444 οι συνασπισμένες δυνάμεις των Ούγγρων, των Σλάβων και των Πολωνών, υπό τον βασιλιά τους Βλάντισλαβ ηττήθηκαν κατά κράτος στην μάχη της Βάρνας από τους Τούρκους για να νικήσουν τελικά, ανασυντασσόμενες από τον Ουνιάδη το 1455, τον σουλτάνο Μωάμεθ τον Β' ο οποίος πολιορκούσε το Βελιγράδι, εξασφαλίζοντας έτσι εβδομηντάχρονη ειρήνη με τους Τούρκους. Τελικά το συρρικνωμένο, αδύναμο και παντελώς αβοήθητο από την Δύση Βυζάντιο υπό τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο - Δραγάση υποκύπτει, μετά από χίλια και πλέον έτη ζωής, στην νέα ανερχόμενη δύναμη των Σελτζούκων Τούρκων τον Μάιο του 1453 επί Μωάμεθ του Β' του Πορθητή μετά από διαρκή, σκληρή και πολύνεκρη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από ξηρά και θάλασσα. Στην συνέχεια αργότερα το έτος 1460 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το Δεσποτάτο του Μυστρά και το 1461 καταλύεται και το ανεξάρτητο Ελληνοβυζαντινό κράτος των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Κατά την διάρκεια της υπερχιλιετούς ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σίγουρα έγιναν πολλά λάθη, υπερβολές, παραλήψεις, ωμότητες καθώς και άστοχες ενέργειες εκ μέρους των ηγετών της οι οποίες σιγά αλλά σταθερά υπέσκαψαν τα θεμέλια του κράτους. Τα λάθη αυτά του Βυζαντίου δεν ήταν μόνο οι κακές επιλογές οι οποίες έγιναν σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά κυρίως αυτές που έγιναν σε επίπεδο διπλωματικών και θρησκευτικών σχέσεων με την Δύση και τους υποτελείς γείτονές του, καθώς και σε πολιτιστικό επίπεδο όπως θα δούμε παρακάτω. Από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά λάθη τα οποία χαρακτήρισαν την Ιουστινιάνεια περίοδο του πλούτου και της δύναμης και τα οποία δεν είχαν να κάνουν με την ουσία της νέας θρησκείας αλλά με τον περίεργο τρόπο με τον οποίο κάποιοι φανατικοί ζηλωτές αντιλήφθησαν τα κελεύσματά της και οι οποίοι σίγουρα επηρέασαν και τις αυτοκρατορικές αποφάσεις, ήταν τα παρακάτω. 138


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ο

Την λαμπρή περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού τον 6 αιώνα αμαύρωσε το γεγονός του κλεισίματος των αρχαίων φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας το 529 γεγονός το οποίο στέρησε από τους Έλληνες, αλλά και από τον ευρύτερο πνευματικό κόσμο της εποχής τους, τα ανεπανάληπτα αυτά πολιτιστικά ιδρύματα και συγχρόνως χώρους πνευματικής ανάτασης. Σαν να μην έφτανε αυτή η ενέργεια, την ίδια περίοδο αλλά και αργότερα, καταστράφηκαν πλήθος από αρχαίους ναούς διαφόρων αρχιτεκτονικών ρυθμών, σαν φορείς και σύμβολα της παλαιάς θρησκείας και τα υλικά κατεδάφισής τους μετατράπηκαν σε ασβέστη, σκορπίστηκαν ή ανεγέρθηκαν με αυτά Χριστιανικοί ναοί πλησίον των Αρχαιοελληνικών δωδεκαθεϊστικών ναών. Έτσι όμως μαζί με τους γκρεμισμένους ναούς εξαφανίστηκε παράλληλα και ένα μεγάλο μέρος όχι μόνο της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής τέχνης αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία είχε ήδη πληγωθεί από το έτος 393 όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α' είχε καταργήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αυτό έγινε στο όνομα της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού από ανθρώπους οι οποίοι πίστευαν ότι έτσι την υπηρετούσαν καλύτερα ή από αδικαιολόγητο φόβο, εμπάθεια, φανατισμό και ανοησία για πιθανή αντιπαράθεσή της με την παλαιά θρησκεία και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα την δύναμη και την αλήθεια του οποίου πάντα φοβόνταν και υπολόγιζαν σε σχέση με το καινούργιο δόγμα το οποίο στηριζόταν περισσότερο στην πίστη παρά στην λογική. Πρέπει όμως για την ιστορική αλήθεια να αποδοθεί στον Ιουστινιανό τον Α' το γεγονός ότι επί των ημερών του στα αχνάρια του Ελληνορωμαϊκού πνεύματος αναπτύχθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα, ιδρύθηκαν πανεπιστήμια και εκδόθηκαν πολλά κρατικά διατάγματα - χρυσόβουλα στην Ελληνική γλώσσα η οποία δεν ήταν ακόμη η επίσημη γλώσσα του Βυζαντινού κράτους. Γενικά οι σχέσεις του Βυζαντίου με την Δύση από την ίδρυση του νέου κράτους ήταν από αδιάφορα φιλικές, μέσω γάμων σκοπιμοτήτων, έως εχθρικές και ανταγωνιστικές σε εμπορικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο κατακτητικών βλέψεων ενώ ακόμη χειρότερες ήταν οι σχέσεις των δύο ομοθρήσκων εκκλησιών μεταξύ τους από πολύ νωρίς τουλάχιστον από το έτος 300 μ.Χ. για να ενταθούν ακόμη περισσότερο περί το 861μ.Χ. Κατά καιρούς υπογράφηκαν από την Ανατολή και την Δύση διάφορες συνθήκες ειρήνης σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο καθώς και ευάλωτες συμμαχίες εναντίον κοινών εχθρών τις οποίες έσπευδαν να τις αθετήσουν εκατέρωθεν όταν ο κοινός κίνδυνος παρερχόταν. Οι θρησκευτικές διαφορές τις οποίες προέβαλαν προς τα έξω οι δύο εκκλησίες ήταν η αγαμία ή όχι των ιερέων, το άζυμο ή όχι του άρτου της μετάληψης, η εκπόρευση ή όχι του Αγίου πνεύματος και από τον υιό, οι τελετουργικές πρακτικές και λοιπές διαφορές αληθινές, αληθοφανείς ή στερούμενες παντελώς ουσίας τουλάχιστον θρησκευτικής όπως π.χ. αν έπρεπε να έχουν οι ιερείς μαλλιά και γένια ή όχι! Το έτος 1054 οι ηγέτες των δύο χριστιανικών εκκλησιών ο Πάπας Λέων ο Θ' και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α' ο Κηρουλάριος διαφώνησαν, αλληλοαφορίστηκαν και η αμοιβαία αντιζηλία, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η εμπάθεια και η δυσπιστία, οδήγησαν στον πλήρη διαχωρισμό των δύο εκκλησιών, οι οποίες υποτίθεται ότι υπηρετούσαν την ίδια ανώτερη δύναμη της ομόνοιας και της αγάπης, παρά το γεγονός ότι η κάθε μία επιφύλασσε για τον εαυτό της τον σωστό τρόπο λατρείας της. Σίγουρα το παλαιότερο πρόβλημα της λατρείας ή όχι των εικόνων και της εκπόρευσης ή όχι του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό, καθώς και η αναγόρευση το έτος 800 του Καρόλου του Μεγάλου σαν αυτοκράτορα της Δύσης και υπερασπιστή της Αγίας Ρωμαϊκής εκκλησίας, ήταν μάλλον οι προφάσεις και όχι τα πραγματικά αίτια του λεγομένου σχίσματος, το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Τα πραγματικά αίτια πρέπει να αναζητηθούν σε καθαρά υποκειμενικές ανθρώπινες διαφορές και όχι σε δογματικές, όπως στην επιδίωξη της υποταγής της μιας εκκλησίας στην άλλη, στην διαμάχη για την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των καθολικών παπών και των ορθοδόξων αρχιεπισκόπων και άλλα. Επίσης υπήρξαν και λόγοι προσωπικών αντιπαραθέσεων και αντιζηλιών όπως η οικονομική δύναμη, η θρησκευτική επιρροή, η υποκειμενική ερμηνεία των γραφών και των ιερών κειμένων, η αλαζονεία και η κοσμική εξουσία. Όλοι αυτοί οι λόγοι και πολλοί άλλοι, τυπικοί ή ουσιαστικοί, τελικά συνοψίζονται σε τεράστια οικονομικά συμφέροντα τα οποία συνόδευαν πάντα την δύναμη και το μονοπώλιο οποιωνδήποτε 139


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ιδεών, κατά πόσο μάλλον των θρησκευτικών, μέσα από το αίσθημα της πνευματικής και ψυχικής εξάρτησης το οποίο ασκεί η εξουσία του κλήρου στους οπαδούς της αδιάφορα από την δογματική τοποθέτησή τους. Οι ιστορικές τύχες τόσο της Ρώμης και ιδιαίτερα του Βυζαντίου θα ήταν διαφορετικές και θα είχαν αποφευχθεί οι καταλήψεις, της πρώτης το έτος 476 από τους βαρβάρους και του δεύτερου το 1204 και το 1453 από τους Φράγκους και τους Τούρκους αντίστοιχα εάν οι προκαθήμενοι των εκκλησιών έδιναν το παράδειγμα της αγάπης και της ομόνοιας και οι ηγεμόνες τους βοηθούσαν αλλήλους έναντι των εκάστοτε αντιπάλων τους. Τα κατ' ευφημισμό ομόθρησκα κράτη της Δύσης και της Ανατολής έπρεπε να ομονοήσουν έστω και για το απώτερο και μελλοντικό συμφέρον τους το οποίο αφορούσε στον πάντοτε υπάρχοντα και ταχέως επελαύνοντα Ανατολικό κίνδυνο, αλλά τα προσωπικά και οικονομικά συμφέροντα φάνηκαν να τους απασχολούν περισσότερο απ' ότι τα κελεύσματα του ιδρυτή της Χριστιανικής θρησκείας. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η Γαλλία και η Αγγλία είχαν μόλις βγει από τον αιματηρότατο και εξοντωτικό εκατονταετή πόλεμο και ακόμη και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να δώσουν βοήθεια ενώ, ο Μωάμεθ ο Β' είχε εξασφαλίσει τα νώτα του μέσω συνθήκης, βαστώντας μακριά από την ανατολική πολεμική κονίστρα τα βαλκανικά βορειοανατολικά κράτη. Η καθολική Δύση και οι Πάπες της πίστευαν ότι μάλλον είχαν συμφέροντα από την εξαφάνιση αυτού του αγκαθιού της ορθοδοξίας στο πλευρό τους, παραμένοντας έτσι στην Δύση και σε ότι απέμενε από την Ανατολή οι μόνοι και αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της Χριστιανικής θρησκείας. Έτσι έδωσαν αόριστες υποσχέσεις και ασήμαντη υλική καθώς και στρατιωτική βοήθεια μη ανταποκρινόμενοι στις σχετικές απεγνωσμένες αιτήσεις βοηθείας των Βυζαντινών μέσω του αυτοκράτορά τους Ιωάννη Η' Παλαιολόγου το 1422. Παράλληλα η Ανατολική αυτοκρατορία κάθε φορά που κινδύνευε και ζητούσε την βοήθεια της Δύσης έβαζε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το τελευταίο και δυνατότερο διαπραγματευτικό της χαρτί το οποίο αφορούσε στην τελική ένωση των εκκλησιών, δηλαδή ουσιαστικά στην υποταγή της Ανατολικής στην Δυτική εκκλησία αποδεχόμενη από ανάγκη την προσθήκη του περίφημου filioque στο Ανατολικό Σύμβολο της πίστης. Αυτό πρότεινε στον Πάπα και ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος για να γλυτώσει το Βυζάντιο από τους έκπτωτους Φράγκους μνηστήρες του θρόνου και ιδιαίτερα τον Κάρολο Ανζού, μετά την ανακατάληψη της βασιλεύουσας από τους Βυζαντινούς το 1261, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Κάτι σχετικό έκανε και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' Παλαιολόγος υπογράφοντας το 1439 στην Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας την ένωση των δύο εκκλησιών, μπροστά στον επερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο, η οποία τελικά δεν έγινε κατόπιν της αντίδρασης του λαού και του κλήρου. Επίσης στην ίδια λύση κατέφυγε και ο Μιχαήλ Δούκας ο Α' δεσπότης της Ηπείρου όταν το 1204 ασπάστηκε, τυπικά αλλά και υστερόβουλα, τον καθολικισμό αποκηρύσσοντας την ορθοδοξία και υποτασσόμενος στο Δυτικό λατινικό δόγμα, παντρεύοντας τις κόρες του με Λατίνους ευγενείς, για να περισώσει το δεσποτάτο του από τα εχθρικά γειτονικά μορφώματα των Φραγκικών κρατιδίων. Τα αίτια λοιπόν της πτώσης πρέπει να αναζητηθούν στο ευάλωτο της γεωγραφικής θέσης του Βυζαντίου, στους πάμπολλους εξωτερικούς εχθρούς του, στις εσωτερικές του έριδες, στην αρπαγή και την σπατάλη του δημοσίου χρήματος σε πληθώρα μισθοφόρων, σε κακούς διπλωματικούς χειρισμούς διεφθαρμένων ηγετών και ιδιαίτερα στις θρησκευτικές και πολιτικές του προστριβές με τις άλλες Δυτικές ηγεσίες και τους Πάπες και όχι στο αξιόμαχο ή όχι των υπερασπιστών του. Οι τακτικές μάχης τις οποίες εφάρμοσαν τα Βυζαντινά στρατεύματα υπήρξαν εφάμιλλες των παλαιών Ρωμαϊκών και Ελληνικών τακτικών και κατά την υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου αυτές οι τακτικές εξελίχτηκαν ακόμη περισσότερο με την εφαρμογή πρωτοποριακών μεθόδων διεξαγωγής των μαχών, παράλληλα με την εφαρμογή και του ανορθόδοξου πολέμου ιδίως στις ακριτικές περιοχές. Ο Βυζαντινός στρατός, στις περιόδους της ακμής και της ισχύος του, απαρτιζόταν από δύο βασικές κατηγορίες στρατευσίμων ανδρών και η οργάνωσή τους, η οποία περιγράφεται από τον αυτοκράτορα ο Μαυρίκιο (582-602) στο στρατιωτικό εγχειρίδιό του με τίτλο «Στρατηγικόν» δεν άλλαξε μέχρι τον 10 αιώνα, εφ' όσον ο ίδιος τρόπος οργάνωσης του στρατού αναφέρεται και στο στρατιωτικό εγχειρίδιο του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού (888-912) με τον τίτλο «Τακτικά». 140


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Η πρώτη κατηγορία τακτικού στρατού ήταν ο Θεματικός στρατός στον οποίο στρατεύονταν όλοι οι απανταχού άρρενες Βυζαντινοί πολίτες οι οποίοι σαν τακτικοί στρατιώτες αμείβονταν αρκετά καλά, συμμετείχαν στην μοιρασιά των λαφύρων και διοικούνταν από αξιωματικούς οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις του Ταγματικού στρατού των αριστοκρατών και των ευγενών. Ο Θεματικός στρατός είχε αρχίσει να διαβρώνεται από την απληστία και τις συνεχείς εξεγέρσεις των διοικητών του ευγενών οι οποίοι αυθαίρετα απάλλασσαν από την θητεία τους στρατιώτες, έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών, έτσι ώστε οι πλουσιότεροι οπλίτες, οι οποίοι είχαν και τον καλύτερο οπλισμό, αποστρατεύονταν με αποτέλεσμα να παραμένουν στο στράτευμα οι περισσότερο φτωχοί οι οποίοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν όχι μόνο για την απαλλαγή τους αλλά ούτε και να προμηθευτούν τα απαραίτητα όπλα για τον οπλισμό τους. Οι εχθροί του Βυζαντίου ήταν πολλοί και πολεμούσαν με διαφορετικές τακτικές μάχης καθώς και με διαφορετικά όπλα και έτσι δημιουργήθηκε ένας πολυμορφικός Βυζαντινός στρατός για να μπορεί να καλύπτει αυτές τις ανάγκες περιοριζόμενου του πεζικού και αυξανόμενου του ιππικού πολλαπλών επιχειρησιακών επεμβάσεων. Μετά το έτος 1067 ο Θεματικός τακτικός στρατός αποτελείτο από πολυεθνικά μορφώματα, με Βυζαντινό πυρήνα, τα οποία όμως μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους, φορούσαν ετερόκλητες ενδυμασίες και έφεραν διαφορετικούς οπλισμούς προερχόμενοι από τις επαρχιακές εσχατιές της αυτοκρατορίας, αλλά και εκτός αυτής, όπως Φράγκοι, Ούζοι, Σκανδιναβοί, Αρμένιοι, Σλάβοι, Ρώς και πλήθος άλλων. Ακόμη και κάποιοι αυτοκράτορες, μετά τον Βασίλειο τον Β' από το 1025 και μετά, συνέβαλαν στην διάλυση των Θεματικών σωμάτων για τους ίδιους ιδιοτελείς λόγους, όπως π.χ. ο Κωνσταντίνος Θ΄ο Μονομάχος (1042-1055), ο οποίος διέλυσε τα συνοριακά Θέματα της Ιβηρικής χερσονήσου με σκοπό να ιδιοποιηθεί το χρηματικό αντίτιμο το οποίο απαιτούνταν για την απόλυση των στρατιωτών. Έτσι με την πάροδο των ετών ο βυζαντινός στρατός έχασε τον αξιόμαχο χαρακτήρα του, μη έχοντας πλέον επαρκή οπλισμό και ένδυση, χαρακτηριστικό δε της ύφεσης αυτής και σε έμψυχο δυναμικό είναι το γεγονός ότι το έτος 1390 ο Τούρκος σουλτάνος Βαγιαζήτ ζήτησε από τα υποτελή σ' αυτόν τμήματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μόνο 100 στρατεύσιμους οπλίτες ενώ η Σερβία η οποία ήταν επίσης υποτελής στον σουλτάνο θα έστελνε τουλάχιστον 1.000 οπλίτες. Η δεύτερη κατηγορία ήταν ο Βασιλικός ή Ταγματικός στρατός τον οποίο αποτελούσαν τα επίλεκτα Τάγματα της Ανακτορικής Φρουράς στα οποία υπηρετούσαν κατά το πλείστον οι γόνοι των ευγενών Οίκων, δηλαδή οι συγκλητικοί και οι αριστοκράτες, από τους οποίους προέρχονταν και οι αξιωματικοί οι οποίοι διοικούσαν τα τμήματα του Θεματικού στρατού. Ο Ταγματικός στρατός είχε σαν έδρα την Κωνσταντινούπολη και ο απαρτιζόταν στην αρχή από τέσσερα Τάγματα τα οποία έγιναν επτά τον 5 αιώνα, όπως αναφέρει «Η καταγραφή αξιωμάτων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», το καθένα δε από αυτά είχε ιδιαίτερο όνομα με παλαιότερο το Τάγμα των Σχολών. Οι αριθμοί σε στρατιωτικό δυναμικό τόσο των Θεμάτων όσο και των Ταγμάτων όσον αφορά στα ιππικά σώματα, τα οποία ήταν και η ραχοκοκαλιά του στρατεύματος, ποίκιλαν ανάλογα με την ιστορική περίοδο ή τις επί μέρους πολεμικές ανάγκες και ήταν διαφορετικοί σύμφωνα με τους Βυζαντινούς, Πέρσες και Άραβες σύγχρονους ιστορικούς συγγραφείς. Όπως άρμοζε σε μια αυτοκρατορία σαν την Βυζαντινή διέθετε παράλληλα και διάφορα άλλα στρατιωτικά σώματα όπως ακριτικά ή σώματα λιμιτανέων (limes = όριο), σώματα ιπποτοξοτών, τους κατάφρακτους βαρείς ιππείς κ λ ι β α ν ά ρ ι ο υ ς, σώματα πεζών τοξοτών και σώματα π ρ ο κ ο υ ρ σ α τ ώ ρ ω ν ή ελαφρών ιππέων και τέλος το περίφημο Τάγμα των Βουκελλάριων ιππέων. Επίσης υπήρχαν τα σώματα των μισθοφόρων οπλιτών ιππέων και των πεζών τοξοτών καθώς και τα σώματα των θηριωδών στην εμφάνιση αλλά και ικανότατων πολεμιστών των Βαράγγων οι οποίοι ήταν Σκανδιναβοί πολεμιστές Βίκινγκς κυρίως Δανοί και Νορβηγοί, αλλά και Ιρλανδοί, Άγγλοι καθώς και Ρως. Τέλος υπήρχαν και οι περιθωριακοί, οι λεγόμενοι άτακτοι ή χ ω σ ά ρ ι ο ι, οι οποίοι ασχολούνταν με την εύρεση τροφής για τους άνδρες των μακρινών φυλακίων, το πλιάτσικο στις παραμεθόριες περιοχές, την κατασκοπία, τις δολιοφθορές μέσω επιδρομών και την αρπαγή ζώων. 141


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Το Βυζαντινό ναυτικό με την φοβερή πρωτοποριακή χημική ένωση του υ γ ρ ο ύ π υ ρ ό ς, το οποίο εκτοξευόταν με ειδικούς πυροσωλήνες ή με την μορφή βομβών και τα εκπαιδευμένα πληρώματα αποτελούσε ένα από τα πλέον αξιόμαχα της εποχής εκείνης και μόνο με το ναυτικό των ανερχομένων δυνάμεων της Γένοβας και της Βενετίας θα μπορούσε να συγκριθεί. Σε ατομικό αμυντικό επίπεδο τα ποικίλα αυτά σώματα χρησιμοποιούσαν διαφόρων σχημάτων, μορφών και ποιοτήτων ασπίδες ή σ κ ο υ τ ά ρ ι α, όπως τις μικρές επίπεδες στρογγυλές για τους ιππείς ή κ α β α λ λ ά ρ ι ο υ ς, τις ωοειδείς και τριγωνικές ασπίδες, καθώς και τις αμυγδαλόσχημες για τους πεζούς, όπως επίσης και διαφόρων τύπων κράνη, θώρακες και επιχειρίδες. Σε επίπεδο ατομικών επιθετικών όπλων πρώτη θέση είχαν τα διαφόρων φύσεων δόρατα και ακόντια, χωρίς σ α υ ρ ω τ ή ρ α, τα λεγόμενα και μ ε ν α ύ λ ι α, τα κοντάρια και οι λόγχες των ιππέων με τα π α ρ ά σ ι α τα οποία ήταν μικρές τριγωνικές σημαίες ενδεικτικές της μονάδας. Πέραν αυτών χρησιμοποιούσαν τα ρ ι π τ ά ρ ι α και τις β η ρ ύ τ ε ς, σύμφωνα με την Sylloge Tacticorum, και τα Praecepta Militaria του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β' Φωκά (963-969) και συγγραφέα στρατιωτικών θεμάτων. Στην συνέχεια υπήρχαν τα Βυζαντινά σπαθιά ή σ π α θ ί α, μεγαλύτερου μήκους από τα όψιμα Ρωμαϊκά ξίφη και αργότερα στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. τα ήδη περιγραφέντα ξίφη του εκ των υστέρων ονομαζόμενου περίφημου Κ α ρ ο λ ι γ γ ε ί ο υ τύπου με μήκος περί τα 90 εκ. τα οποία ήταν ευθύγραμμα, βαριά και δίκοπα, κατά τα δυτικά πρότυπα. ο Κάποιοι τύποι των ξιφών αυτών, πολύ αργότερα από τον 9 αιώνα μ.Χ. και μετά, απόκτησαν μορφή ελάσματος με ελαφριά καμπύλη ανατολικής επιρροής όπως το ξίφος π α ρ α μ ή ρ ι ο το οποίο ήταν τύπος συνηθισμένης σπάθης μονής κόψης των πελταστικών και όχι μόνο σωμάτων καθώς και την σπάθη ρ ο μ φ α ί α, για την οποία δεν υπάρχουν λεπτομέρειες αλλά οι λίγες αναφορές σε αυτή παραπέμπουν σε παραλλαγή του γνωστού ου θρακικού ξίφους του 4 αιώνα π.Χ. Ο Βυζαντινός στρατός χρησιμοποιούσε επίσης το δυτικού τύπου σταυρωτό μηχανικό τόξο β α λ λ ί σ τ ρ α, τα σύνθετα τόξα ανατολικού τύπου και ύψους περί το 1.20 μ. έως 1.50 μ. καθώς και τα απλά τόξα του δυτικού τύπου τα οποία λέγονταν δ ο ξ ά ρ ι α μήκους περί το 1.80 μ., με δυνατά στελέχη. Τα τόξα αυτά εκτόξευαν τα βέλη ή σ α γ ί τ ε ς με δύο ή τρία φτερά τα οποία έφεραν αιχμές μπρούντζινες και κυρίως σιδερένιες διαφόρων τύπων και μεγεθών. Ο ατομικός οπλισμός συμπληρωνόταν με πλήθος λογχοπελέκεων και πολεμικών πελέκεων ή τ ζ ι κ ο υ ρ ί ω ν, κυρίως εκ μέρους των μισθοφόρων Σκανδιναβών Βαράγγων. Εκτός από τα ήδη αναφερθέντα κυρίως όπλα υπήρχε ακόμη πλήθος βοηθητικών όπλων όπως τα πεταχτά βελοακοντίδια ή μ α ρ τ ζ ι ο β ά ρ β ο υ λ α, τα οποία τα είχαν κληρονομήσει από τους Ρωμαίους ή τους Μακεδόνες, πολεμικές σφύρες και σφυριά με τα ονόματα μ α τ ζ ο ύ κ ι α ή β α ρ δ ο ύ κ ι α ή α π ε λ α τ ί κ ι α καθώς και τα ρόπαλα ή αλλιώς και σ ι δ η ρ ο ρ ά β δ ι α ή μ α γ κ λ ά β ι α. Tα Βυζαντινά σώματα των τοξοτών αποτελούντο, κατά τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες σχεδόν στην πλειονότητά τους από ξένους μισθοφόρους όπως Κρήτες, Σκύθες, Πετσενέγους, Σελτζούκους κ.λπ. Το σώμα των σ φ ε ν δ ο ν ι τ ώ ν αποτελείτο από ψιλούς πεζικάριους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τόσο την κλασική σφεντόνα όσο και το σ φ ε ν δ ο ν ο β ό λ ο ή ρ α β δ ο σ φ ε ν δ ό ν η ένα είδος όπλου το οποίο, σύμφωνα με τις περιγραφές, ήταν μια εξελιγμένη μορφή του αρχαίου Ελληνικού κ έ σ τ ρ ο υ. Η βιβλιογραφία αναφέρεται και σε ένα άλλο είδος εκτοξευόμενου όπλου που λεγόταν σ ω λ η ν ά ρ ι ο και το οποίο αποτελείτο από έναν ημικυλινδρικό ξύλινο σωλήνα στο κοίλο του οποίου τοποθετούνταν κοντά βέλη τα οποία λέγονταν μ έ ν α ι, χωρίς να υπάρχουν άλλες λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας του. Το όπλο αυτό περιγραφικά παραπέμπει στο αρχέγονο όπλο atlatl το οποίο εξαφανίστηκε από το ελαφρύ Βυζαντινό οπλοστάσιο, σύμφωνα με την Sylloge Tecticorum τον 11ο αιώνα και το οποίο είχε τεράστια διατρητική ικανότητα καθώς εκτοξευόταν με μεγάλη ταχύτητα και δύναμη από τον ημικυλινδρικό ξύλινο φορέα του τύπου καταπέλτη.-

142


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΟΠΛΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΣΠΙΔΑ ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Ο Βυζαντινός στρατός είναι γνωστό ότι υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους στρατούς της εποχής του, τουλάχιστον κατά την διάρκεια των χρόνων της ισχύος του, με άρτια εσωτερική οργάνωση κατά τα πρότυπα του Ρωμαϊκού στρατού. Οι πρώτοι Βυζαντινοί στρατοί συνέχισαν το Ρωμαϊκό σύστημα των λεγεώνων, το οποίο ήταν παρεμφερές με το παλαιό Ελληνικό σύστημα των φαλάγγων, υιοθετώντας πρακτικές στρατιωτικής εκπαίδευσης μεταξύ των Ρωμαίων και των πολεμικών πρακτικών των Ελλήνων. Οι Ρωμαιοβυζαντινές τακτικές μάχης επηρεάστηκαν αισθητά από τις πρωθύστερες ελληνικές τακτικές μάχης και ιδιαίτερα από τις τακτικές των Μακεδόνων εκδρόμων, των Θρακικών πελταστικών σωμάτων καθώς και από την μαχητική νοοτροπία τόσο της Σπαρτιατικής όσο και της Μακεδονικής φάλαγγας. Σε αυτές τις δοκιμασμένες από τον χρόνο πρακτικές προστέθηκαν καινοτόμες Βυζαντινές στρατιωτικές μέθοδοι οι οποίες με την πάροδο του χρόνου έκαναν τον στρατό να γίνει ένας εκ των σπουδαιότερων της εποχής του όπως προαναφέρθηκε. Ένας τέτοιος στρατός ήταν επόμενο ότι θα έπρεπε να διοικείται από σύστημα σχεδιασμένο για τις ποικίλες ανάγκες της αυτοκρατορίας την οποία υπηρετούσε και προστάτευε. Οι ανάγκες αυτές ήταν πρωτίστως η ασφάλεια των ιδιαίτερα εκτεταμένων συνόρων της βασιλεύουσας από τους διάφορους εξωτερικούς εχθρούς της, οι οποίοι κατά καιρούς τα απειλούσαν και η πολιτική εσωτερική της σταθερότητα, νομιμότητα και ησυχία έτσι όπως οι εκάστοτε βασιλείς και αυτοκράτορες την αντιλαμβάνονταν. Για την ασφάλεια λοιπόν των συνόρων της αυτοκρατορίας και για τις επιθετικές και αμυντικές της ανάγκες υπήρχε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διάρθρωση στην οργάνωση του στρατού της. Γενικά ο Βυζαντινός στρατός απαρτιζόταν επί αιώνες από δύο βασικές κατηγορίες στρατιωτικών επιχειρησιακών σωμάτων, τον Θεματικό και τον Ταγματικό στρατό. Στον τελευταίο ανήκε και το τάγμα των Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ω ν ιππέων με μία όλως ιδιαίτερη έμμεση σχέση δεδομένου ότι οι άνδρες του δεν προέρχονταν από την τάξη των ευγενών ή των αριστοκρατών. Το τάγμα των Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ω ν ιππέων ιδρύθηκε το 514 επί αυτοκράτορα Ιουστίνου του Β', προκατόχου του Ιουστινιανού του Α' ο οποίος τον διαδέχτηκε το 527 και συνέχισε να υποστηρίζει τον θεσμό του τάγματος των Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ω ν. Από τον 6ο αιώνα και μετά τα μέλη των ευγενών Οίκων και οι Συγκλητικοί κέρδισαν το προνόμιο να συντηρούν στρατιωτικό σώμα σαν προσωπική φρουρά και σωματοφυλακή. Αυτό το σώμα ήταν το μισθοφορικό τάγμα των Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ω ν ιππέων το οποίο προστάτευε την ζωή και την περιουσία των Βυζαντινών Συγκλητικών αρχόντων υψηλού εισοδήματος αλλά και ευγενικής συγχρόνως καταγωγής και αυτοί οι άρχοντες με την σειρά τους συντηρούσαν θεσμικά και οικονομικά το σώμα. Οι Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ο ι υπήρξαν οι ιππείς με τις μεγαλύτερες ικανότητες σε διπλό πολεμικό ρόλο δηλαδή ήταν ευέλικτοι όπως οι ελαφρείς ιπποτοξότες των Ούννων και συγχρόνως ικανοί ιππείς μετωπικής κρούσης εκ παρατάξεως. Η ίδρυση του τάγματός τους το έτος 514 ήταν αποτέλεσμα των προσπαθειών του νεαρότατου τότε αξιωματικού και ενός εκ των σπουδαιότερων αργότερα στρατηγών της παγκόσμιας πολεμικής Ιστορίας του Φλάβιου Βελισάριου. Η ετοιμολογία της λέξης Β ο υ κ ε λ λ ά ρ ι ο ς προέρχεται από την λέξη β ο υ κ ά κ ρ α τ ο ν η οποία σημαίνει θεία μετάληψη και που αναλύεται στις λέξεις β ο ύ κ α, η οποία σημαίνει μπουκιά και στην λέξη ά κ ρ α τ ο ς η οποία σημαίνει ανόθευτος, καθαρός, συνειρμικά δε νοείται το Αίμα και το 143






ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

148


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

To 1427 σε νεαρή ηλικία τοποθετήθηκε από τον πατέρα του Δεσπότης της Βοστίτσας (Αιγίου) και στην συνέχεια Δεσπότης του Μυστρά μαζί με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά, σχήμα το οποίο όμως όπως ήταν φυσικό δεν είχε επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος να φύγει για την Κωνσταντινούπολη και στην συνέχεια για την Ευρώπη. Το 1443 έγινε πάλι Δεσπότης του Μυστρά και μετά τον θάνατο του αδελφού του Ιωάννη Η' (1425-1448) έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και τον θάνατο του αυτοκράτορα ο αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος διατηρούσε υστερόβουλα σκόπιμες φιλικές σχέσεις με τους κατακτητές, έγινε εκούσια όμηρος του Μωάμεθ παραδίδοντάς του τον Μυστρά ενώ ο έτερος αδελφός του Θωμάς πρόλαβε και έφυγε στην Ιταλία παίρνοντας μαζί του και την κάρα του Αγίου Ανδρέα. Αναλυτικότερα η ιστορία των κυριοτέρων βυζαντινών συμβόλων, καθώς και των εραλδικών οικοσήμων της δυναστείας των Παλαιολόγων, έχει σύμφωνα με την βιβλιογραφία ως εξής. Πολλούς αιώνες νωρίτερα, τον 4ο αιώνα π.Χ. το παλαιό Βυζάντιο δηλαδή η αποικία των Μεγαρέων υπήρξε πιστός φίλος και σύμμαχος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Ο Φίλιππος ο Β' της Μακεδονίας σαν εχθρός της Αθήνας και των συμμάχων της πολιόρκησε το 314 π.Χ. το Βυζάντιο το οποίο σώθηκε από μια τυχαία μετεωρολογική συγκυρία όταν απρόσμενα έλαμψε το σωτήριο φως της σελήνης εν μέσω του σκότους με αποτέλεσμα οι πολιορκημένοι να δουν τους επιτιθέμενους Μακεδόνες και να τους τρέψουν σε φυγή. Από τότε οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν σαν εθνικό τους έμβλημα την λευκή ημισέληνο η οποία αποτελούσε και το σύμβολο της θεάς του σκότους και του ερέβους της θεάς Εκάτης. Η λευκή ημισέληνος δεν υπήρξε μόνο το έμβλημα των Μεγαρέων αλλά και των ο Θεσπιαίων, τουλάχιστον από το 5 αιώνα π.Χ. και μετά, οι οποίοι την σχεδίαζαν στις μαύρες, κατά κανόνα, οκτώσχημες βοιωτικές ασπίδες τους και η οποία ημισέληνος αποτελούσε το σύμβολο της θεάς Αφροδίτης της Μελαίνης. Το ίδιο σύμβολο της λευκής ημισελήνου, εκτός των άλλων, σχεδίαζαν και οι Θράκες πελταστές στις ασπίδες τους τις π έ λ τ ε ς, όπως και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι στις ασπίδες τους s c u t a, μεταξύ άλλων ο συμβόλων, όπως π.χ. λευκών αστεριών, από τον 1 αιώνα μ.Χ. και μετά. Η ημισέληνος και τα άστρα ήταν τελικά το κλασικό έμβλημα πολλών περιοχών, του ευρύτερου βυζαντινού χώρου, δεδομένου ότι έχουν βρεθεί Βυζαντινά νομίσματα αλλά και Κιργισιανά νομίσματα τα οποία έφεραν την ημισέληνο μαζί με το αστέρι δηλαδή την κλασική απεικόνιση των συμβόλων αυτών επάνω σε πολλές ισλαμικές σημαίες αργότερα. Πολλά έχουν γραφεί σχετικά με την προέλευση των εμβλημάτων της τουρκικής σημαίας της λεγομένης Ay Yildiz ή άστρο της σελήνης, από το 1844 και μετά και την σχέση της με τα αρχαία βυζαντινά σύμβολα τα οποία όμως είναι απόψεις και όχι αποδεδειγμένα ιστορικά γεγονότα και η κατάθεσή τους μάλλον στείρα σοβινιστική αντιπαράθεση θα προκαλούσε παρά εποικοδομητική ιστορική γνώση. Με την εξάπλωση της χριστιανικής θρησκείας τόσο στον κυρίως Ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην κυρίως βυζαντινή επικράτεια το αρχαίο σύμβολο της ημισελήνου εγκαταλείφθηκε ως ειδωλολατρικό και την θέση του πήρε το σύμβολο του Σταυρού. Το σύμβολο αυτό το σχεδίαζαν επί αιώνες και με διαφορετικούς εικαστικούς συνδυασμούς επάνω στις ασπίδες τους οι χριστιανοί πολεμιστές, αρχομένης βέβαια αυτής της συνήθειας από τους υπερασπιστές της νέας Ρώμης ή Βυζαντίου, όπως καθιερώθηκε να λέγεται αργότερα. Η οικογενειακή δυναστεία των Παλαιολόγων υπήρξε η πρώτη βυζαντινή δυναστεία η οποία χρησιμοποίησε θυρεούς και εραλδικά εμβλήματα, κατά τα Δυτικά ευρωπαϊκά πρότυπα από τον 12ο αιώνα μ.Χ. και μετά και είναι φυσικό αυτό το έμβλημα να ήταν ο Σταυρός. Το γνωστό μας σήμερα Βυζαντινό λάβαρο με το σύμβολο του μαύρου δικεφάλου αετού επάνω σε κίτρινο πεδίο ο οποίος βλέπει σε Ανατολή και Δύση υπήρξε το εθνικό σύμβολο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από το έτος 1259 και μετά, όταν ο Μιχαήλ ο Η' Παλαιολόγος έγινε αυτοκράτορας του νεοκαταληφθέντος Βυζαντίου μετά την απελευθέρωση του τελευταίου από την κατοχή των Σταυροφόρων της 4ης Σταυροφορίας. Πριν από την υιοθέτηση του δικεφάλου αετού το επίσημο εθνικό έμβλημα του Βυζαντίου ήταν ο μονοκέφαλος μαύρος αετός επί χρυσοκίτρινου πεδίου ο οποίος έβλεπε προς την Δύση. Το σύμβολο αυτό το είχε καθιερώσει ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Α' Κομνηνός το 1057 και στην συνέχεια το υιοθέτησε ο Θεόδωρος Λάσκαρης στο

149


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Δεσποτάτο της Νίκαιας το 1204, αποτελούσε δε την συνέχεια του εμβλήματος του Ρωμαϊκού αετού ο οποίος κοσμούσε σαν ανάγλυφο ή σαν επίσημο τα λάβαρα ή Αετούς των Ρωμαϊκών λεγεώνων. Αργότερα από το 1261 και μετά προστέθηκε και το βυζαντινό στέμμα επί των δύο κεφαλών του αετού καθώς και άλλων αντικειμένων στα νυχοπόδαρά του, όπως το ξίφος και η γήινη σφαίρα, ενδεικτικά της θρησκευτικής και κοσμικής του εξουσίας σύμφωνα με τον ισπανικό εραλδικό Άτλαντα Conoscimento de todos los reinos. Ο αετός όπως και το λιοντάρι και λιγότερο η αρκούδα, λόγω της δύναμης και της κυριαρχίας τους στον αέρα και στην γη αντιστοίχως, καθώς και της φυσικής αρρενωπής τους παρουσίας, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στις εραλδικές συνθέσεις των οικοσήμων των απανταχού βασιλέων και ευγενών στον ευρωπαϊκό χώρο και όχι μόνο. Σχετικά με τον αετό ειδικά υπήρξε πλήθος εραλδικών τα οποία τον απεικόνιζαν κατά καιρούς όπως, ο Ρωμαϊκός αετός, ο Βυζαντινός αετός, ο Πρωσικός αετός, ο Ιλλυρικός, ο αετός των αρχαίων Σινωπέων της Τραπεζούντας, ο Ναπολεόντειος, ο Σικελικός και άλλοι. Ο ισχυρισμός ότι όλοι προέρχονταν από τον Ρωμαϊκό αετό ο οποίος απεικονιζόταν τόσο σχηματικά στα λάβαρα των λεγεώνων όσο και σε τρισδιάστατη απόδοση δεν θα ήταν καθόλου παρακινδυνευμένος. Ο Βυζαντινός αυτοκρατορικός αετός υπήρξε και έμβλημα της Ρωσικής δυναστείας των Ρωμανώφ μέχρι το 1917, για να επανεμφανιστεί στις ημέρες μας, αφού είχε συμπεριληφθεί στην προίκα του Ρώσου τσάρου Ιβάν του Γ' (1462-1505), του επονομαζόμενου Τρομερού, όταν αυτός παντρεύτηκε την Παλαιολογίνα πριγκίπισσα Ζωή-Σοφία κόρη του πρώην δεσπότη του Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου. Κατά την διάρκεια την οποία στο Βυζάντιο ηγεμόνευε η δυναστεία των Παλαιολόγων, δηλαδή από το 1261 έως το 1453, ο οικογενειακός θυρεός άλλαξε πολλές εικαστικές μορφές. Μεταξύ αυτών των μορφών η πλέον γνωστή είναι η διαίρεση του επιπέδου στα τέσσερα με δύο διασταυρούμενες γραμμές όπου τα δύο κατά γωνία τεταρτημόρια έφεραν κόκκινο Σταυρό επί λευκού πεδίου και τα άλλα δύο τεταρτημόρια χρυσό Σταυρό επί κόκκινου πεδίου. Εκτός των Σταυρών στα δημιουργούμενα τεταρτημόρια εγγράφονταν τέσσερα κεφαλαία γράμματα Β (βήτα) βυζαντινής γραφής τα λεγόμενα π υ ρ ε κ β ό λ α τα οποία σήμαιναν: Βασιλεύς, Βασιλέων, Βασιλεύων, Βασιλευόντων. Ο επίσημος όμως οικογενειακός θυρεός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου του ΙΑ', δηλαδή το εραλδικό του οικόσημο, ήταν ο χρυσός Σταυρός επί ερυθρού πεδίου ενώ στα τεταρτημόρια τα οποία σχημάτιζε ο Σταυρός εφέροντο γραμμένα τα γνωστά τέσσερα κεφαλαία γράμματα Β. Οι συνδυασμοί των χρυσών Σταυρών επί ερυθρών πεδίων καθώς και ερυθρών επί λευκών πεδίων αποτελούσαν κάποιες από τις μορφές τις οποίες είχε κατά καιρούς το αυτοκρατορικό οικόσημο το οποίο έφερε και το μονόγραμμα ή σ υ μ π ί λ η μ α της οικογένειας των Παλαιολόγων. Οι συνδυασμοί αυτοί παρουσιάζονται και σε νομίσματα του όψιμου μεσαίωνα στα οποία εικονίζεται ο Γουλιέλμος Θ' Παλαιολόγος μαρκήσιος του Μομφερά (1494-1518), ο οποίος υπήρξε γόνος κλάδου της οικογένειας των Παλαιολόγων. Το δικαίωμα να φέρουν τον δικέφαλο βυζαντινό αετό στα οικόσημά τους παραχωρήθηκε και σε άλλες οικογένειες ευγενών, όπως στην περίπτωση του Ανδρέα (1453-1502) γόνου επίσης Παλαιολόγων, ο οποίος το 1465, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, πούλησε τα δικαιώματά του επί του ανύπαρκτου πλέον βυζαντινού θρόνου στον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο τον Η', ενώ στην διαθήκη του το 1494 τα κληροδότησε στον βασιλικό οίκο του Ισπανού μονάρχη Φερδινάνδου της Καστίλλης. Η εικονιζόμενη ασπίδα - θυρεός δυτικού τριγωνικού τύπου ήταν από μέταλλο με εσωτερική ενίσχυση από ξύλο και ήταν επενδυμένη εσωτερικά με βελούδο, δέρμα ή άλλο μαλακό πολυτελές φοδράρισμα. Ο τύπος της ασπίδας αυτής μαζί με τις αμυγδαλόσχημες και τις ωοειδείς ασπίδες-θυρεούς αποτελούσαν τους βασικούς τύπους των Βυζαντινών ασπίδων για εκατοντάδες χρόνια και ονομάζονταν σ κ ο υ τ ά ρ ι α κατά την εξελληνισμένη απόδοση της λατινικής λέξης s c u t u m - s c u t a η οποία σήμαινε γενικώς ασπίδα - ασπίδες. Η κράτηση γενικότερα των ασπίδων γινόταν με τον ήδη γνωστό τρόπο της κατακόρυφης ή οριζόντιας λαβής πίσω από τον μεταλλικό ομφαλό και αργότερα με τον δερμάτινο π ό ρ π α κ α και την αντιλαβή όπως και οι λοιπές Δυτικοευρωπαϊκές ασπίδες. Οι ασπίδες, του εικονιζόμενου τύπου, έφεραν εσωτερικά δερμάτινο ιμάντα, για το κρέμασμά τους στις πλάτες των πολεμιστών κατόχων τους και εξωτερικά έφεραν συνήθως το σύμβολο του Σταυρού σε καλαίσθητες γραφιστικές συνθέσεις και συμπλέγματα.150


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΧΕΙΡΟΒΟΛΟ ΒΕΛΟΣ, «ΜΑΡTΖΙΟΒΑΡΒΟΥΛΟ» Μεταξύ των Βυζαντινών βοηθητικών όπλων το κοντό βέλος το οποίο ονομαζόταν μ α ρ τ ζ ι ο β ά ρ β ο υ λ ο και εκτοξευόταν με το χέρι αποτελούσε μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στο γενικότερο οπλικό σύστημα των Βυζαντινών από τα μισά της πρώτης χιλιετίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μετά. Το ριπτόμενο βέλος κατά του εχθρού λεγόταν και χ ε ι ρ ο β ό λ ο β έ λ ο ς ή β ε λ ο α κ ο ν τ ί δ ι ο προερχόταν δε από το αντίστοιχο Ρωμαϊκό εκηβόλο όπλο m a r t i o b a r b u l u s - p l u m b a t a, αναφερόμενο επίσης και σε αρκετά σχετικά κείμενα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά του Β' (963 - 969) ο οποίος ήταν και συγγραφέας συγγραμμάτων στρατιωτικού περιεχομένου. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι αποτελούσε την τροποποιημένη συνέχεια του μακεδονικού βέλους κ έ σ τ ρ ο υ του 2ου αιώνα π.Χ. το οποίο ριχνόταν κατά του αντιπάλου με σφεντόνα ειδικής κατασκευής η οποία περιγράφηκε από τον ιστορικό Πολύβιο και χρησιμοποιήθηκε από τον στρατό του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα κατά των Ρωμαϊκών λεγεώνων στην μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Το βυζαντινό μ α ρ τ ζ ι ο β ά ρ β ο υ λ ο ήταν ένα όπλο μεταξύ μικρού ακοντίου τύπου ρ ι π τ ά ρ ι ο υ και βέλους το οποίο πλην της σιδερένιας αιχμής του και του φτερωτού τελειώματός του έφερε πίσω από την αιχμή του και μια μεταλλική σφαίρα μικρής διαμέτρου από μολύβι ή ορείχαλκο, όπως δείχνει η παρούσα και συμπερασματική απεικόνιση αντιγράφου του. Δεδομένου ότι δεν έχουν διασωθεί αντίστοιχα όπλα δεν είναι γνωστές και οι πραγματικές τους διαστάσεις και ιδιαίτερα το μήκος του κοντού τους το οποίο πρέπει να ήταν πολύ μικρό εφόσον, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, κάθε πεζός στρατιώτης μπορούσε να φέρει πέντε από αυτά τα β ε λ ο α κ ο ν τ ί δ ι α. Δεν είναι γνωστό εάν μπορούσαν να τρυπήσουν τις πανοπλίες ή όχι, το γεγονός όμως ότι εκτοξεύονταν από σχετικά πολύ μικρή απόσταση κατά του ιππέα ή πεζού αντιπάλου και με ιδιαίτερη ταχύτητα, λόγω ακριβώς της μικρής απόστασης εκτόξευσής τους και του βάρους τους, το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα η αναταραχή και η διάσπαση των γραμμών του εχθρού. Το όπλο αυτό απαιτούσε άρτια και συνεχή εκπαίδευση εκ μέρους του χειριστή του καθώς και ιδιαίτερη φυσική δύναμη, σαν ειδικοί δε στη τέχνη της ρίψης των χ ε ι ρ ο β ό λ ω ν βελών αναφέρονται οι εξαιρετικοί ιππείς ποικίλων αποστολών και δυνατοτήτων του τάγματος των Βουκελλάριων καθώς και άλλοι. Τα βέλη αυτά πρέπει να αποθηκεύονταν σε ειδική προς τούτο δερμάτινη θήκη - φαρέτρα και είναι λογικό να τα χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα οι ιππείς διότι προφανώς αυτοί είχαν το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ταχύτητας και της αφ' υψηλού θεώρησης του αντιπάλου τους.151




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Παρ' όλα αυτά οι μισθοφόροι Β ά ρ α γ γ ο ι στην πλειονότητά τους κατά την διάρκεια της μακρόχρονης στρατιωτικής υπηρεσίας τους στο Βυζάντιο υπήρξαν πάντοτε σπουδαίοι μαχητές επιδεικνύοντας αφοσίωση, αυταπάρνηση και ιδιαίτερη γενναιότητα, υφιστάμενοι πολλές απώλειες υπερασπιζόμενοι τους εργοδότες τους και τα συμφέροντα του Βυζαντίου. Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σελτζούκους Τούρκους το έτος 1453 στάθηκαν άξιοι έναντι του όρκου αφοσίωσης και πίστης τον οποίο είχαν δώσει στον Βυζαντινό αυτοκράτορα πολεμώντας έως το τέλος δίπλα του, έτσι ώστε ο Μωάμεθ ο Β' τους χάρισε την ζωή χάριν της γενναιότητάς τους ή έκρινε ότι ήταν άκαιρο να προκαλέσει την ανερχόμενη Νορμανδική δύναμη. Το όπλο το οποίο τους χαρακτήριζε, μεταξύ των άλλων, ήταν ο μεγάλος μονός και αρκετά βαρύς σιδερένιος πέλεκυς με τον μακρύ δερματόδετο στειλεό, όπως και ο εικονιζόμενος σε αντίγραφο σιδερένιος σκανδιναβικός πέλεκυς. Τον πέλεκυ αυτού του τύπου τον χρησιμοποιούσαν σχεδόν όλοι οι Σκανδιναβοί Β ά ρ α γ γ ο ι, καθώς και όλοι οι ομόφυλοί τους Νορμανδοί γενικότερα καθώς και οι Γερμανοί, οι Ρως, οι Ιρλανδοί και οι Άγγλοι. Τον μακρύ μονό πέλεκυ τον οποίο χειρίζονταν με τα δυο τους χέρια τον έφερναν μαζί τους συνήθως από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, σαν το παραδοσιακό τους όπλο, μαζί με τον ατομικό τους οπλισμό και την ενδυμασία η οποία τους χαρακτήριζε σαν Βίκινγκς. Ο οπλισμός αυτός αποτελείτο από ένα μακρύ ευθύ αμφίστομο ξίφος το οποίο ήταν Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ο υ πιθανότατα τύπου, τουλάχιστον ως προς το έλασμά του, καθώς και κάποιου άλλου τύπου ξίφος το οποίο αποτελούσε την μετεξέλιξη της θρακικής σπάθης ρ ο μ φ α ί α. Το ξίφος οι Βάραγγοι το κρεμούσαν στην πλάτη τους έτσι ώστε η λαβή του να προβάλει από τον δεξιό ώμο των πολεμιστών ή το κρεμούσαν με τελαμώνα από τον δεξιό ώμο στο αριστερό τους πλευρό. Για τις εκ του σύνεγγυς συμπλοκές όταν η χρήση του πέλεκυ αχρηστευόταν, λόγω των μικρών αποστάσεων και του στενού χώρου ή ακόμη και της θραύσης του στειλεού του, χρησιμοποιούσαν εκτός από το ξίφος και την Σκανδιναβική μεγάλη μάχαιρα μονής κόψης s e a x με το εξελληνισμένο όνομα σ α ξ. Σαν αμυντικά όπλα έφεραν στρογγυλές ξύλινες επίπεδες ασπίδες οι οποίες ήταν εξωτερικά ζωγραφισμένες με ποικίλες παραστάσεις ή σχήματα πολλά από τα οποία παρέπεμπαν, μέσω της ρουνικής τεχνοτροπίας τους, στις μακρινές χώρες από τις οποίες προέρχονταν. Τόσο οι Βάραγγοι όσο και οι λοιποί Σκανδιναβικής καταγωγής μισθοφόροι του Βυζαντίου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την σταδιακή υποδούλωση και της υπόλοιπης Ελλάδας διεσπάρησαν σε διάφορες Ευρωπαϊκές αυλές ενσωματούμενοι τελικά στην όλο και ανερχόμενη Νορμανδική δύναμη από την οποία και προέρχονταν φυλετικά. Η ιστορική συνέχεια των Βίκινγκς ήταν οι Νορμανδοί ή άνθρωποι του Βορά οι οποίοι υπήρξαν ο λαός ο οποίος καθόρισε με τις κατακτήσεις του νέα σύνορα μεταξύ των κρατών και νέους Ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς προσδίδοντας αξιόλογη δυναμική στην ιστορική πορεία των κρατών της εποχής εκείνης.-

154


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Π

ριν αναφερθούμε στους Φράγκους συνολικά σαν Ευρωπαϊκό φύλο το οποίο τον μεσαίωνα χάραξε τα σύνορα και διαμόρφωσε την ιστορία των σημερινών Ευρωπαϊκών κρατών, πρέπει να δοθεί κάποιος έστω και αδόκιμος ιστορικός όρος στην έννοια μεσαίωνας. Η έννοια μεσαίωνας επινοήθηκε από τους μεταγενέστερους ιστορικούς για να χαρακτηριστεί μια ιστορική ο ο περίοδος η οποία διήρκεσε από τον 5 έως τον 15 αιώνα και αποτέλεσε περίοδο πνευματικής καθυστέρησης, κοινωνικής αδικίας, οπισθοδρόμησης, βίας, αμάθειας, σκοταδισμού, φοβερών λοιμών, φτώχιας και ανασφάλειας και η οποία περίοδος αφορούσε περισσότερο στην Δυτική και λιγότερο στην Ανατολική Ευρώπη. Η επερχόμενη αναγέννηση με τα πρωτοφανή επιτεύγματά της σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου πνεύματος και γενικότερα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων έκανε να φανεί ακόμη περισσότερο η διαφορά μεταξύ των περιόδων της αναγέννησης και του μεσαίωνα σε βάρος του τελευταίου. Την ιστορική λοιπόν εποχή του πρώιμου μεσαίωνα οι Φράγκοι έκαναν την παρουσία τους σαν εθνικά φύλα ξεκινώντας από μια Ευρωπαϊκή γωνιά για να διαφεντέψουν με τον καιρό ολόκληρη την Ευρώπη και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις και πρακτικές βάσει των οποίων δημιουργήθηκαν και υπάρχουν μέχρι και τις ημέρες μας τα περισσότερα και τα πλέον γνωστά δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η ύπαρξη των Φράγκων, σαν σύνολο Ευρωπαϊκών λαών αλλά και σαν οργανωμένων κρατών επηρέασε βαθύτατα τα Ελληνικά πράγματα τόσο στον Ρωμαιοβυζαντινό κόσμο της εποχής όσο και στον κατεχόμενο από το Βυζάντιο κυρίως Ελληνικό χώρο. Η έκβαση των Ελληνικών πραγμάτων επηρεάστηκε και από άλλα Ευρωπαϊκά φύλα και λαούς, κατά την διάρκεια του μεσαίωνα, όπως τους Γότθους, τους Καταλάνους, τους Σλάβους, τους Βενετσιάνους, τους Κέλτες - Γαλάτες και τους Σκανδιναβούς Βίκινγκς. Οι Φράγκοι Σάλιοι και οι συγγενείς τους Φράγκοι Ριπουάριοι ήταν δυτικογερμανικά βαρβαρικά φύλα αποτελούμενα από κελτικές φυλές προερχόμενα από την Βαλτική και τα οποία φύλα μεταξύ του 2ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. προωθήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές και δυτικές έρημες περιοχές της Ευρώπης. Ήδη από το 288 μ.Χ. οι ηγεμόνες των Φράγκων είχαν αναγνωρίσει την Ρωμαϊκή κυριαρχία και με την άδεια των Ρωμαίων παρέμεναν εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας υπηρετώντας και τροφοδοτώντας τον Ρωμαϊκό στρατό με άνδρες και εργατικά χέρια. Μετά από χρόνια υποτέλειας και συνεχών εχθροπραξιών με τους Ρωμαίους τα φύλα των Φράγκων Σάλιων το έτος 358 μ.Χ. και επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού εγκαταστάθηκαν στα βορειανατολικά διαμερίσματα της χώρας και συγκεκριμένα στην περιοχή της πόλης Τοξανδρία με εντολή των Ρωμαίων να προστατεύουν τα σύνορα από τους υπολοίπους εκτός συνόρων βαρβάρους. Παράλληλα το συγγενές φύλο των Σάλιων Φράγκων, οι Ριπουάριοι Φράγκοι, σιγά σιγά εγκαταστάθηκε βορειότερα στις γερμανικές και βελγικές περιοχές μεταξύ Ρούρ και Μάϊν επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Ρήνου. Περί το έτος 440 οι Φράγκοι Σάλιοι υπό τον αρχηγό τους Κλοντιόν, ενός εκ των σημαντικών Φράγκων αρχηγών, καταλαμβάνουν τις εκμεταλλεύσιμες γεωργικά περιοχές του Εσκώ και εγκαθίστανται στο Καμπραί εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Ρώμης να αντιδράσει δεδομένων των διαρκών ερίδων μεταξύ των Ρωμαίων ηγεμόνων για την διαδοχή στον θρόνο. Το 448 μ.Χ. υπό τον πρώτο ιστορικά αναγνωρισμένο αρχηγό τους Μεροβαίο, γιο του Κλοντιόν και γενάρχη της πρώτης δυναστείας τους των Μ ε ρ ο β ι γ γ ε ί ω ν, οι Φράγκοι απέκτησαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη η οποία ακολούθησε μοιραία την πληθυσμιακή τους έκρηξη. 155


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ακολούθησαν κάποια χρόνια ύφεσης κατά την διάρκεια των οποίων ο διάδοχος του Μεροβαίου Χιλδέριχος ο Α' παρέμεινε υποτακτικός των Ρωμαίων αλλά ο δικός του διάδοχος, ο χαρισματικός Χλοδοβίκος ή Κλόβις ο Α', το έτος 476 μ.Χ. εκμεταλλευόμενος την στρατιωτική αδυναμία της υπό κατάλυση Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνεπεία της ανόδου της Ανατολικής αυτοκρατορίας, επιτέθηκε και κατάκτησε την αδύναμη πλέον Ρώμη εγκαινιαζόμενης έτσι της περιόδου του πρώιμου ευρωπαϊκού μεσαίωνα. Αφού ο Κλόβις απηλλάγη από τους άμεσους εχθρούς του, σκοτώνοντας τον διάδοχο του Ρωμαϊκού θρόνου Συάγριο γιο του στρατηγού Αιγιδίου, εγκατέστησε το Φραγκικό κράτος μέσα στα όρια της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απαλλασσόμενος από την κυριαρχία της Ρώμης συνενώνοντας τα απανταχού Φραγκικά φύλα και καταλαμβάνοντας μεγάλες περιοχές της βόρειας Γαλατίας. Η ολοκληρωτική κατάληψη της Ιταλικής χερσονήσου και της υπόλοιπης Ευρώπης από τους Φράγκους είχε εμποδιστεί το 428 χάριν της επέμβασης του ικανότατου Ρωμαίου στρατηγού και μετέπειτα νικητή του Ούννου Αττίλα, Φλάβιου Αέτιου. Μετά όμως από τον θάνατο του Αέτιου τα Φράγκικα φύλα συγχωνεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Ρωμαϊκή βόρεια Γαλατία, την σημερινή Γαλλία, στην οποία έδωσαν το όνομα France από την λατινική λέξη (franc= καθαρός). Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. οι εξευρωπαϊσμένοι πλέον Φράγκοι Σάλιοι και Ρυπουάριοι αναδεικνύουν αρκετούς ικανούς ανθρώπους του πνεύματος και της δράσης με διοικητικές ικανότητες, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, οι οποίοι καταλαμβάνουν, αξιοκρατικά ή όχι, ιδιαιτέρως υψηλά αξιώματα ακόμη και μεταξύ των πρώην αφεντάδων τους των Ρωμαίων. Οι ξεχωριστοί αυτοί άνθρωποι ασχολήθηκαν με την συγγραφή των νόμων του διοικητικού Δικαίου στα αχνάρια του παμπάλαιου Ρωμαϊκού Δικαίου και αργότερα από το 500 και μετά έως το 550 συνέταξαν το Φραγκικό Δίκαιο το οποίο αφορούσε στην εφαρμογή των Σάλιων νόμων καθώς και των Ριπουάριων νόμων. Σε αυτούς τους νόμους των Σάλιων Φράγκων υπήρχαν κανόνες και διατάξεις δικονομικές οι οποίες αφορούσαν σε αποζημιώσεις, ρήτρες και ποινές χρηματικές καθώς και σε κανόνες και διατάξεις διευθέτησης τυπικών υποθέσεων οικογενειακού δικαίου οι οποίες συντάχτηκαν και εφαρμόστηκαν με βάση το Ρωμαϊκό Δίκαιο που ήταν γνωστό από το 450 π.Χ. Οι Φράγκοι υπήρξαν ιδιαίτερα ικανοί πολεμιστές και μεταξύ τους ανεδείχθησαν αξιόλογοι ηγεμόνες και στρατηγοί καθώς και βασιλείς όπως ο Πιππίνος Β' ο Βραχύς, ο μαγιορδόμος ή άρχοντας βασιλικού οίκου, πρίγκιπας Κάρολος (685 - 741) ο ονομαζόμενος Μαρτέλ (martel = σφυρί) και ο επιφανέστερος όλων ο Κάρολος ο Μεγάλος. Ο Πιπίνος ο Βραχύς ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Μ ε ρ ο β ί γ γ ε ι ω ν ή Κα ρ ο λ ί γ γ ε ι ω ν όπως ονομάστηκε αυτή μετά τον Κάρολο τον Μεγάλο, εγγονό του Καρόλου Μαρτέλ. Ο Κάρολος Μαρτέλ το έτος 732 μ.Χ. νίκησε στο Πουατιέ τους προελαύνοντες Άραβες του Άμπντ αλ Ραχμάν σταματώντας έτσι τον Αραβικό επεκτατισμό πέρα από τα Πυρηναία και περιορίζοντάς τους Άραβες στην Ισπανία την οποία είχαν καταλάβει από το έτος 709 και των οποίων η νίκη θα είχε απρόβλεπτα και σίγουρα δυσμενή αποτελέσματα για την Ευρώπη. Αξιολογότερος όμως όλων των Φράγκων ηγετών χαρακτηρίζεται ο εγγονός του προηγούμενου ο μετέπειτα αυτοκράτορας των απανταχού Φράγκων, Κάρολος A' ο Μεγάλος (742 - 814) ή και Καρλομάγνος, ο οποίος υπήρξε ο ηγεμόνας ο οποίος έδωσε το όνομά του τόσο στην δυναστεία του όσο και στην εποχή του η οποία ονομάστηκε προς τιμήν του Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ο ς. Επί των ημερών του οι Φράγκοι γίνονται το ισχυρότερο έθνος της Ευρώπης έχοντας υπό την κατοχή τους την Γαλατία, την Δυτική Γερμανία, τις Άλπεις, την βόρειο Ιταλία και πολλές άλλες επώνυμες Ευρωπαϊκές περιοχές. Συγχρόνως οι Φράγκοι ασπάστηκαν και τον Χριστιανισμό μη εγκαταλείποντας όμως πλήρως και τον παγανισμό ο οποίος αποτελούσε την πατρογονική τους θρησκεία. Ο προσηλυτισμός αυτός δεν γινόταν πάντα με την θέλησή του λαού αλλά συχνά με την βία την οποία ασκούσαν οι ηγεμόνες εναντίον του πράγμα το οποίο αποτελούσε πάγια και γνωστή πρακτική κατά τον μεσαίωνα. Γενικά η ηγεμονία των Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ω ν Φράγκων ηγεμόνων στην Ευρώπη από το 720 μέχρι το 870 μ.Χ. ήταν ένας συνεχής αγώνας κατά των υποταγμένων, αλλά πάντοτε υπό εξέγερση, βαρβαρικών φύλων και λαών της επικράτειάς τους. Η εποχή της ηγεμονίας του Καρόλου του Μεγάλου όμως αποτέλεσε το λίκνο και τον προάγγελο μιας μεσαιωνικής αναγέννησης στις τέχνες και στα γράμματα δεδομένου ότι πέραν της διάδοσης της Βίβλου 156


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ενθαρρύνθηκαν οι σπουδές και οι μελέτες των αρχαίων φιλοσόφων Ελλήνων και Λατίνων σε βάθος. Παράλληλα εφαρμόστηκε η ήδη γνωστή Ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική και η νοτιοανατολική ρυθμολογία για να εμφανιστεί στην συνέχεια τον 12ο αιώνα ένας ρυθμός κλασικά Δυτικός ο Γοτθικός ο οποίος χαρακτήρισε σαν αρχιτεκτονική ρυθμολογική καινοτομία τον μεσαίωνα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, για τους Φράγκους, αφού υποτάχτηκαν οι Σάξωνες, οι Φρίσιοι και οι Άβαροι, προερχόταν πλέον από τα νοτιοδυτικά διαμερίσματα της Ευρώπης από όπου υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο του Αραβικού επεκτατισμού από την ημικατεχόμενη Ισπανία. Ο Καρλομάγνος εκστράτευσε κατά των Αράβων της Ιβηρικής προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες υφιστάμενος όμως και ο ίδιος επιθέσεις κατά τον γυρισμό του στην Γαλλία από τους Βάσκους των Πυρηναίων χάνοντας έτσι και τον μεγαλύτερο πολέμαρχό του τον ιππότη Ρολάνδο, απώλεια την οποία απαθανάτισαν σε λυρικά έπη οι βάρδοι της εποχής. Ο 9ος αιώνας υπήρξε για τους Φράγκους η ακμή της στρατιωτικής και πολιτιστικής δύναμής τους καθώς την εποχή εκείνη άρχισε να δημιουργείται το ευρωπαϊκό ιπποτικό ιδεώδες και να τίθενται οι κανόνες της ιπποσύνης σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα αλλά και τα προϋπάρχοντα πρότυπα του Βυζαντινού τάγματος των Βουκελλάριων. Ο μεσαίωνας υπήρξε η εποχή των Σταυροφοριών, δηλαδή των στρατιωτικών συντονισμένων προσπαθειών των δυτικών Παπών, των ισχυρών βασιλέων και των στρατών τους για την ανακατάληψη των Αγίων τόπων της Χριστιανοσύνης από το έτος 1096 και μετα και την ελευθέρωσή τους από τους κάθε είδους αλλοθρήσκους με στόχο την πόλη της Ιερουσαλήμ όπου είχε γίνει και η κορύφωση του Θείου δράματος. Οι ως άνω λόγοι καθώς και άλλοι ήταν, τουλάχιστον για τους περισσότερους των διοργανωτών των Σταυροφοριών καθώς και των στιφών των οπαδών τους, η πρόφαση και όχι ο κύριος λόγος των εκστρατειών αυτών οι οποίες ήταν στην πραγματικότητα, ευτυχώς όχι για όλους, ο εύκολος πλουτισμός, η περιπέτεια, η φυγή από διάφορες πολιτικές διώξεις ή ποινικές καταδίκες, η επίδειξη δύναμης και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ιδιοτελείς λόγοι. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν χιλιάδες άνθρωποι χωρίς τελικά να επιτευχθεί ο αρχικός σκοπός, να γεμίσει η Ευρώπη πλάνητες επαίτες και αναπήρους, να αποκτήσουν κάποιοι ευγενείς τιμάρια και λοιπούς τίτλους για την συμμετοχή τους με αποτέλεσμα η ήπειρος να βυθιστεί σε ύφεση οικονομική, πολιτιστική και το χειρότερο σε ύφεση ηθικών αρχών και αξιών. Με αφορμή τα κατορθώματα των Σταυροφόρων και της εμφάνισης των περιπλανόμενων ιπποτών κάνουν την εμφάνισή τους και οι γνωστοί τροβαδούροι οι οποίοι υμνούσαν τα κατορθώματα των πρώτων, έστω και καθ' υπερβολή, προσδίδοντας έτσι μια επίφαση γενναιότητας ρομαντισμού και αγνότητας στους ιππότες πράγμα το οποίο συχνότατα δεν ήταν καθόλου έτσι. Τον μεσαίωνα επίσης εμφανίστηκε η εραλδική τέχνη και άρχισαν να ασχολούνται ειδικοί υπάλληλοι ταξινομητές, οι λεγόμενοι εράλδοι, κωδικοποιώντας τους τίτλους και τα σύμβολα των βασιλικών οίκων, των ευγενών και των ιπποτών, οι οποίοι τίτλοι συνόδευαν αυτούς και τους απογόνους τους εφ' όρου ζωής καταχωρώντας αυτά τα εραλδικά σύμβολα - θυρεούς σε ειδικά προς τούτο βιβλία όπως το Libro d' oro κ.λ.π. Ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. από τον πάπα Λέοντα τον Γ' ανακηρυσσόμενος προστάτης της Χριστιανικής εκκλησίας και ηγεμόνας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρά την αντίδραση και δυσαρέσκεια της αυτοκράτειρας Ειρήνης (797 -802) και του κλήρου του Βυζαντίου. Το αποτέλεσμα αυτής της δυσαρέσκειας ήταν κάποιες αψιμαχίες μεταξύ των δύο δυνάμεων της εποχής σχετικά με την διεκδίκηση των πόλεων της Βενετίας και της Ίστριας το έτος 811 μ.Χ. οι οποίες έληξαν κατόπιν κάποιου γάμου πολιτικής σκοπιμότητας και της αναγνώρισης, χωρίς ουσιαστικό όφελος εκ μέρους του Βυζαντίου, του Καρόλου του Α' σαν ηγεμόνα μόνο της Δύσης και όχι σαν αυτοκράτορά της. Τρεις αιώνες μετά, την περίοδο του μεσαίωνα το έτος 1081, απείλησαν τα Βαλκάνια με τις επιδρομές τους και οι βορειοευρωπαίοι Νορμανδοί Βίκινγκς οι οποίοι, παρά την προστασία του χώρου από τον Βυζαντινό στρατό, εισέβαλαν στα Ελληνικά εδάφη ερημώνοντας τα και σκοτώνοντας τους κατοίκους τους. Οι Νορμανδοί επανήλθαν το 1147 και κατέλαβαν ελληνικά εδάφη όπως την Ήπειρο, την Εύβοια, την Αττική και το έτος 1181 επανερχόμενοι, κατέλαβαν την Κέρκυρα και την Θεσσαλονίκη υπό την αρχηγία του 157


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

τυχοδιώκτη Γυισκάρδου για να συνεχιστούν και αργότερα οι επιθέσεις αυτές από τον συμπατριώτη του Ρογήρο. Γενικότερα οι κάτοικοι της Σκανδιναβικής χερσονήσου σαν Βίκινγκς ή σαν Νορμανδοί ενεπλάκησαν στα Ελληνικά ιστορικά δρώμενα σαν κατακτητές ή σαν μισθοφόροι στην υπηρεσία των Βυζαντινών συμφερόντων επί σειρά αιώνων μέχρι την κατάλυση της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες και οι λοιποί Βαλκάνιοι, καθώς και οι Άραβες, αποκαλούσαν Φράγκους και γενικότερα ονόμαζαν έτσι μαζικά όλους τους δυτικοευρωπαίους Λατίνους οι οποίοι ζούσαν ελεύθεροι δυτικά και βόρεια από τα Βαλκάνια καθώς και νοτιοδυτικά της Ευρώπης μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο, δηλαδή την σημερινή Ισπανία. Παρά την βαρβαρική τους καταγωγή και συμπεριφορά οι Φράγκοι ακόμη και για ιδιοτελείς λόγους κατόρθωσαν με την πάροδο των αιώνων να προσαρμοστούν σχετικά γρήγορα στο Ελληνορωμαϊκό ευρωπαϊκό πνεύμα της εποχής τον τρόπο σκέψης και την ευρωπαϊκή φιλοσοφία με αποτέλεσμα να τα υιοθετήσουν και να διδαχτούν από αυτά. Με τον καιρό έπαψαν να ζουν από τις λεηλασίες και τις επιδρομές και αντικατέστησαν τους πρωτόγονους τρόπους της αγροτικής καλλιέργειας με άλλους περισσότερο σύγχρονους και αποδοτικούς. Σαν κατακτητές στην Ελλάδα οι Φράγκοι της 4ης Σταυροφορίας, από το 1204 έως το 1261, ήταν στυγνοί, καταπιεστικοί και αλαζόνες έναντι του ιθαγενούς τοπικού πληθυσμού. Πρέπει όμως να καταλογιστεί υπέρ τους το γεγονός ότι, έστω και για δική τους εξυπηρέτηση και συμφέρον, ευνόησαν γενικά το εμπόριο και τις τέχνες, έκτισαν κάστρα και πλήθος δημοσίων οικημάτων, κατασκεύασαν δρόμους, λιμάνια και υδραγωγεία και δεν εμπόδισαν τον τοπικό πληθυσμό στην τέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων παρά το ότι ευνόησαν όπως ήταν φυσικό τον Καθολικισμό εις βάρος της Ορθοδοξίας. Έτσι η περίοδος της κυριαρχίας στην Ελλάδα όλων αυτών των δυτικοευρωπαίων από το 1204 και μετά ονομάστηκε Φραγκοκρατία ή και Λατινοκρατία, ειδικότερα δε εάν επρόκειτο μόνο για Βενετσιάνικη περίοδο κατοχής αναφερόταν και σαν Ενετοκρατία η οποία άλλωστε ήταν και η τελευταία περίοδος κατοχής Δυτικών δυνάμεων στον Ελλαδικό χώρο κατά τον μασαίωνα. ου Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, με την ευρύτερη έννοιά της διήρκεσε από τις αρχές του 13 έως τα μέσα του ου 16 αιώνα μ.Χ. και τελείωσε το έτος 1566 όταν τα δυτικοευρωπαϊκά φεουδαλικά κράτη, τα οποία είχαν συσταθεί στην Ελλάδα από τους Φράγκους, καταλύθηκαν μετά από σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις από την ανερχομένη δύναμη των Σελτζούκων Τούρκων. Η προσχεδιασμένη εκ μέρους των Φράγκων της 4ης σταυροφορίας κατάληψη και ο διαμελισμός του Βυζαντίου το έτος 1204 δεν ήταν παρά το επιστέγασμα της αντιπαλότητας μεταξύ Δύσης και Ανατολής και έγινε με τις ευλογίες της ηγεσίας της δυτικής εκκλησίας, ιδιαίτερα μετά το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1054 και την σύμφωνη γνώμη των βασιλέων των δυτικών κρατών καθώς και της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Η απροσχημάτιστη απόφαση για την άλωση και σύληση της Κωνσταντινούπολης ήταν επίσημα κατοχυρωμένη με την πράξη Partitio Imrerii Romanae (Διανομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και δεν αρμόζει η επισημότητα της πράξης αυτής να ήταν απόφαση κάποιων πλιατσικολόγων πολεμάρχων και των στρατιωτών τους αλλά ήταν αποτέλεσμα υψηλών διαβουλεύσεων από βασιλικούς καθώς και παπικούς θρόνους. Ο Ρώσος ιστορικός Αλέξανδρος Βασίλιεφ στο συγγραφικό έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» αναφέρεται στο γεγονός ότι ο διαμελισμός της Βασιλεύουσας είχε ήδη προαποφασιστεί κιόλας από τον Μάρτιο μήνα του έτους 1204 και καταγράφει λεπτομερώς με στοιχεία και ονόματα το τι θα καρπούταν και ποιός από την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Φράγκοι της 4ης Σταυροφορίας είχαν αναμιχθεί στα Βυζαντινά πράγματα από το 1203 και είχαν ήδη εισβάλει στις Βυζαντινές περιοχές από πριν εκμεταλλευόμενοι την επίκληση για βοήθεια του γιου του εκπτώτου διεκδικητή του θρόνου Αλέξιου Ισαακίου υπέρ των όποιων συμφερόντων του στο Βυζαντινό θρόνο έναντι των αντιστοίχων βλέψεων του σφετεριστή του θρόνου Αλεξίου του Γ΄. Το γεγονός ότι ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ' προτιμούσε, για λόγους τουλάχιστον συμβολικούς, περισσότερο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ απ' ό,τι της Κωνσταντινούπολης δεν απαλλάσσει την δυτική εκκλησία από τις ανίερες πράξεις των σφαγών χριστιανών

158


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

από χριστιανούς, του εξανδραποδισμού των κατοίκων, της σύλησης των ορθοδόξων ναών και των αντικειμένων του δημόσιου διακόσμου της πόλης όπως των μπρούντζινων αλόγων του Ιπποδρόμου καθώς και άλλων αντικειμένων τέχνης, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Ο πρώτος Λατίνος βασιλιάς στο Βυζάντιο μετά την άλωσή του το 1204 ήταν ο νεαρός Φράγκος ευγενής Βαλδουίνος ο Θ' της Φλάνδρας, υποχείριο του γέροντα Δόγη της Βενετίας Δάνδολο ο οποίος Δόγης πήρε και τις περισσότερες συνολικά περιοχές από το διαμελισμένο πλέον Βυζαντινό κράτος εφ' όσον είχε διαθέσει όλο τον στόλο της Βενετίας για την επιχείρηση της 4ης Σταυροφορίας. Έτσι η δυτική Βυζαντινή αυτοκρατορία τμήμα της οποίας βρισκόταν επί του ελληνικού εδάφους κατακερματίστηκε σε διάφορα μικρά διοικητικά μορφώματα από πριγκιπάτα, κομητείες, βαρονίες και δουκάτα, τα οποία μοιράστηκαν μεταξύ τους διάφοροι γνωστοί και άγνωστοι νεοφώτιστοι καθώς και παλαιοί τιτλούχοι Φράγκοι και Βενετσιάνοι. Οι άρχοντες και ο κλήρος του Βυζαντίου, μηδέ εξαιρουμένου του περιστασιακού σφετεριστή αυτοκράτορα Αλεξίου του Ε' του Μούρτζουφλου (κατηφή), πρόλαβαν και έφυγαν μαζί με πλήθος πολύτιμων αντικειμένων έτσι ώστε οι Φράγκοι βρίσκοντας εντελώς άδεια τα κρατικά θησαυροφυλάκια άφησαν το μένος τους να ξεσπάσει στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα τα οποία πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Έτσι και η υπόλοιπη Ελλάδα μοιράστηκε με την σειρά της μεταξύ των υποτιθέμενων ευγενών της Δύσης, των οποίων μοναδικός τους σκοπός και επιδίωξη ήταν η ικανοποίηση των προσωπικών τους φιλοδοξιών, οι μεταξύ τους συνεχείς έχθρες και αντιπαλότητες, ο εύκολος πλουτισμός και όχι η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και της Ιερουσαλήμ η οποία αποτελούσε απλά το πρόσχημα των εκστρατειών τους. Στην συνέχεια η Μακεδονία έγινε βασίλειο, όχι αναίμακτα, με έδρα την Θεσσαλονίκη υπό τον Βονιφάτιο του ης Μομφερά, αρχηγό της 4 Σταυροφορίας, ο οποίος με την σειρά του παρεχώρησε! την Θήβα και την Αθήνα στον κόμη Όθωνα Ντελαρός έναντι των στρατιωτικών του υπηρεσιών. Η κατακτημένη εν μέρει Πελοπόννησος από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, το έτος 1205 μετονομάστηκε σε Μορέα και ο νέος της Φράγκος δεσπότης καθώς και οι διάδοχοί του υπέταξαν την Λακωνία, την Κόρινθο, το Άργος και το Ναύπλιο, διατηρουμένης μόνο της Μονεμβασιάς σαν Βυζαντινής κτίσης προσωρινά. Το Φραγκικό βασίλειο του Μορέα υπό το όνομα δεσποτάτο της Αχαΐας και με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα πρωταγωνίστησε στα τεκταινόμενα στην Πελοπόννησο περί το 1210 καταλαμβάνοντας και τα Βυζαντινά κάστρα της Μονεμβασιάς και του Μυστρά με ορμητήριο το νεοκατασκευασμένο κάστρο του Χελμουτσίου στην Κυλλήνη Ηλείας το οποίο υπήρξε και το επίσημο νομισματοκοπείο της εποχής. Η δημοκρατία της Βενετίας παράλληλα υπέταξε τα Ιωάννινα, την Πάργα, την Άρτα, την Ναύπακτο, τα Κύθηρα καθώς και κάποια άλλα νησιά του Αιγαίου όπως την Νάξο και την Λήμνο και έδωσε την ηγεμονία των Ιονίων νήσων στην οικογένεια των Ναπολιτάνων Τόκων. Οι Γενουάτες αντίπαλοι των Βενετσιάνων στην θάλασσα αλλά ομοτράπεζοί τους όμως σε κάθε μοιρασιά κτήσεων κατέλαβαν τις νήσους Χίο, Λέσβο, Ικαρία, Σάμο καθώς και την Θάσο διατηρουμένων υπό την Βυζαντινή διοίκηση ελαχίστων περιοχών μεταξύ των οποίων το δεσποτάτο του Μυστρά υπό τους Παλαιολόγους και η μικρή αυτοκρατορία της Τραπεζούντας υπό την δυναστεία των Κομνηνών. Στην συνέχεια οι Βενετσιάνοι κατέλαβαν και την Κρήτη την οποία κράτησαν υπό την άμεση εποπτεία και διακυβέρνησή τους μέχρι της τελικής κατάκτησής της από τους Τούρκους το 1669. Οι Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από την Ιερουσαλήμ από τους Μουσουλμάνους το 1191, κατ' αρχήν εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο υπό την ηγεμονία του έκπτωτου βασιλέα της Ιερουσαλήμ Γκυ ντε Λουζινιάν και στην συνέχεια κατέλαβαν την Εύβοια, την Μεθώνη, την Κορώνη, την Μονεμβασιά και το Ναύπλιο για να καταλήξουν τελικά στην Ρόδο την οποία και κατέλαβαν το 1308 μετά από τριετή πολιορκία. Τέρμα στην λαίλαπα αυτή των κατακτήσεων των Δυτικών δυνάμεων κατοχής έβαλε το 1259 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος μετά την νίκη του επί των συνασπισμένων δυνάμεων των Φράγκων στην μάχη της Πελαγονίας και την ανακατάληψη του Βυζαντίου το 1261 από τον Νικαιάτη στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο. Τα κέρδη των Ελλήνων μετά την νικηφόρα μάχη της Πελαγονίας επί των Φράγκων και της αιχμαλωσίας του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, γιου του Γοδεφρίδου, ήταν ότι πέραν της αναπτέρωσης του ηθικού του Βυζαντινού στρατού ανακαταλήφθηκαν μεταξύ άλλων τα οχυρά κάστρα του Μυστρά, της 159


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Μονεμβασιάς και της Μάνης. Η διαμάχη των Τούρκων και των Δυτικοευρωπαίων για την κατάκτηση Ελληνικών εδαφών συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες ακόμη σε ξηρά και θάλασσα με αμφίρροπους αιματηρούς αγώνες και η μία σκλαβιά διαδεχόταν την άλλη για τους υπόδουλους Έλληνες οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα τόσο εκ μέρους των Φράγκων ομοθρήσκων τους όσο και εκ μέρους των αλλόθρησκων Τούρκων. Οι Έλληνες μετά την κατάληψη του Βυζαντίου από τους Φράγκους το 1204 αλλά και αργότερα αντέδρασαν και αποδύθηκαν σε άνισους αγώνες κατά των κατακτητών τους υπό τους τοπικούς αρχηγούς τους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μαρτυρικός άρχοντας του Άργους, του Ναυπλίου και της Κορίνθου Λέων Σγουρός, ο ηγεμόνας της Ρόδου Λέων Γαβαλάς, ο ηγεμόνας του δεσποτάτου της Ηπείρου Θεόδωρος ο οποίος ανακατέλαβε την Θεσσαλονίκη από τον Γουλιέλμο του Μομφερά το 1224, καθώς και ο Θεόδωρος Λάσκαρης στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Στην συνέχεια η ανακαταληφθείσα πόλη της Θεσσαλονίκης παρέμεινε ελληνική μέχρι το 1246 ώσπου τελικά ενσωματώθηκε διοικητικά στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και κατόπιν το 1261 στο απελευθερωμένο πλέον Βυζάντιο υπό τον νέο αυτοκράτορα και νικητή της μάχης της Πελαγονίας Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο. Τα βάσανα όμως της πολύπαθης χώρας συνεχίστηκαν όταν το έτος 1311 τυχοδιώκτες Ισπανοί μισθοφόροι από την Καταλανία νίκησαν στην Κωπαΐδα τους Φράγκους ηγεμόνες ντε Λαρός, υπερασπιστές της Αθήνας και ίδρυσαν δική τους ηγεμονία η οποία συνυπήρξε με το Φράγκικο κράτος για περίπου 80 χρόνια. Τελικά οι επιδρομείς Ισπανοί Καταλάνοι νικήθηκαν το 1385 από τον Φλωρεντίνο Δούκα Νέριο Αντζαγιόλι γόνο του παλαιού Ιταλικού Ευρωπαϊκού οίκου των χρηματιστών και τραπεζιτών. Η πλούσια οικογένεια των Ατζαγιόλι στην συνέχεια διατήρησε υπό την κατοχή της το δουκάτο της Αθήνας, με την ουσιαστική υποστήριξη του βασιλιά της Σικελίας Καρόλου Ντ' Ανζού μέχρις ότου αργότερα το έτος 1460 η Αθήνα κατελήφθη από τους Τούρκους. Οι Έλληνες επί Φραγκοκρατίας χρησιμοποιήθηκαν σαν μισθοφόροι, σαν απλοί βοηθητικοί ή διά της βίας σαν εργάτες από τις εκάστοτε κατοχικές δυνάμεις για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, λιμανιών, κάστρων κ.λ.π. Το φρόνημά τους ήταν εκ των πραγμάτων χαμηλό χωρίς όμως να σβήσει ποτέ η ελπίδα της ελευθερίας καθώς και η φλόγα η οποία θα χρειαζόταν για να ανάψουν γενικευμένες εξεγέρσεις ή μεμονωμένες αψιμαχίες οι οποίες κατά καιρούς συνέβαιναν για να πνιγούν τελικά στο αίμα. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατοχής έγιναν δεκάδες απόπειρες κινημάτων πολλές φορές με την υποστήριξη των ξένων δυνάμεων περιστασιακών εχθρών των Τούρκων, οι οποίες εγκατέλειπαν τους Έλληνες στην τύχη τους εφ' όσον τα εύρισκαν στο μεταξύ με τους κατακτητές. Άλλοτε οι εξεγέρσεις γίνονταν από μεμονωμένους τοπικούς πολέμαρχους, από απελπισμένους ραγιάδες ή από τους ανυπότακτους αρματολούς και κλέφτες των βουνών με συνήθη, τις περισσότερες φορές, έκβαση των εξεγέρσεων την σύλληψη, τα βασανιστήρια και τον μαρτυρικό θάνατο των πρωταγωνιστών τους μέχρι την παλιγγενεσία του Ελληνικού Έθνους μέσα από την επανάστασή του τον Μάρτιο του 1821. Σίγουρα είχαν και οι Έλληνες την μερίδα της συμμετοχής τους στα όσα δεινά τους συνέβαιναν δεδομένου ότι κάθε φορά που δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, κάτι το οποίο γινόταν συχνότατα, καλούσαν τους ξένους σαν διαιτητές, βοηθούς και συμμάχους. Έτσι οι ξένοι άδραχναν την ευκαιρία της πρόσκλησης και έσπευδαν να «βοηθήσουν», με αποτέλεσμα να αναμιγνύονται ενεργά στα ελληνικά πράγματα, σύμφωνα πάντα με τα προσωπικά, οικονομικά και εθνικά τους συμφέροντα, ισχυροποιώντας την θέση τους μεταξύ των Ελλήνων πράγμα που απόβαινε τελικά εις βάρος των τελευταίων. Εξ άλλου η μακραίωνη διαμάχη των εκκλησιών στο παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο μετά το σχίσμα, δεν ευνοούσε τις καλές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής εκκλησίας, με τα γνωστά ιστορικά αποτελέσματα εις βάρος και των δύο, τα οποία όμως ήταν τελικά περισσότερο εις βάρος της Ορθόδοξης εκκλησίας η οποία ήταν και η πλέον αδύναμη. Τόσο οι Φράγκοι όσο και οι Νορμανδοί υπήρξαν άριστοι πολεμιστές και μάχονταν, κατά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής τους περισσότερο σαν πεζικό χωρίς πανοπλία και κράνος, εξαιρουμένων αργότερα των ευγενών και των ιπποτών και προτιμούσαν σαν επιθετικά όπλα το ακόντιο, την σπάθη και τον πέλεκυ. Σαν γνώστες της χύτευσης, της έλασης, της σφυρηλάτησης και γενικότερα της επεξεργασίας των μετάλλων και των κραμάτων τους εφεύρισκαν τα όπλα τους τα οποία τα 160


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

κατασκεύαζαν και τα επισκεύαζαν μόνοι τους δημιουργώντας έτσι μια κατηγορία αξιόλογων διαχρονικά τεχνιτών, αυτή των οπλουργών οι οποίοι τα κατασκεύαζαν με ακρίβεια και καλή ποιότητα δίνοντάς τους ρωμαλέα εμφάνιση. Έτσι τα όπλα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες στην Φραγκοκρατία, τόσο σαν μισθοφόροι όσο και σαν βοηθητικοί ήταν ίδια με αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Φράγκοι καθώς και οι Νορμανδοί. Στο επίπεδο των ατομικών αμυντικών όπλων χρησιμοποιούσαν τις μεγάλες κυρτές Νορμανδικού τύπου α μ υ γ δ α λ ό σ χ η μ ε ς ασπίδες, τις στρογγυλές επίπεδες ασπίδες, τις μικρότερες τριγωνικές ασπίδες ιδιαίτερα οι ιππείς, τις ιδιόμορφες μεγάλες ιταλικές ασπίδες των τοξοτών του λεγομένου τύπου Π α β ί α ς και τέλος διάφορες ασπίδες τοπικού χαρακτήρα όπως τις ναρθηκοειδείς Ουγγρικού τύπου και άλλες. Από τα επιθετικά α γ χ έ μ α χ α όπλα ξεχώριζαν τα Φραγκικής προέλευσης βαριά, δίκοπα, ευθύγραμμα ατσάλινα ξίφη, τα λεγόμενα και Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι α, οι διαφόρων τύπων, μεγεθών και ποιοτήτων λόγχες χωρίς σαυρωτήρα, τα διαφόρων τύπων εγχειρίδια, τα Νορμανδικά μεγάλα μαχαίρια τύπου s e a x, οι μακριές λόγχες τύπου σάρισας, οι λογχοπελέκεις ή α λ ε β ά ρ δ ε ς, τα μικρά πρωτότυπα ακόντια goedendag φλαμανδικής προέλευσης και άλλα. Οι Φράγκοι όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι στην Δύση και τον Βορά, βάρβαροι ή όχι χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά τσεκούρια διαφόρων μεγεθών όπως τον φράγκικης επίσης προέλευσης πέλεκυ τύπου φ ρ α γ κ ί σ κ α ς, με προέχοντα εκείνα των Σκανδιναβών τα λεγόμενα και Δανέζικα τσεκούρια , τα πολεμικά ρόπαλα, τα πολεμικά σφυριά και τις παντός είδους σφύρες. Περίοπτη θέση μεταξύ των επιθετικών ε κ η β ό λ ω ν όπλων κατείχε το μακρύ Αγγλικό τόξο Ουαλικού τύπου το οποίο έκρινε αρκετές φορές την έκβαση των μαχών και το αμφιλεγόμενο μηχανικό σταυρωτό τόξο β α λ λ ί σ τ ρ α διαφόρων τύπων σχημάτων και μηχανικών συνθέσεων.-

161


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

162


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΟΠΛΑ

ΑΣΠΙΔΑ - ΘΥΡΕΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ Μεταξύ των πολλών ιπποτικών ταγμάτων τα οποία δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα πρωτεύουσα και κυρίαρχη θέση κατείχε το τάγμα των Ι ω α ν ν ι τ ώ ν ιπποτών δεδομένου ότι μέχρι και σήμερα έχει μέλη σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Δύσης. Η ίδρυση του τάγματος έγινε το έτος 1070 στα Ιεροσόλυμα από τον Βενεδικτίνο μοναχό Gerard de Martines με σκοπό την εξυπηρέτηση των προσκυνητών και την περίθαλψη των ασθενών και των απόρων αποτελώντας ένα απλό θρησκευτικό τάγμα αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και επανδρωμένο από Βενεδικτίνους μοναχούς. Αργότερα το έτος 1113 τους απλούς μοναχούς αντικατέστησαν μοναχοί ιππότες με αυστηρούς μοναστικούς κανόνες και καταστατικό εγκεκριμένο από τον Πάπα Πασχάλη τον Β'. Αυτοί oι ιππότες και συγχρόνως ευλαβείς μοναχοί υπήρξαν γενναίοι πολεμιστές, μεγάθυμοι, πειθαρχημένοι, ζούσαν στην πλειοψηφία τους εγκρατή και έντιμο βίο, υπήρξαν άριστοι χειριστές των όπλων της εποχής τους και το εραλδικό σύμβολο του τάγματος μέχρι το 1259 ήταν ο λευκός σταυρός επάνω σε μαύρο πεδίο. Συνέχισαν να προστατεύουν τους αδυνάτους, να περιθάλπουν τους αρρώστους, να φιλοξενούν όλους τους προσκυνητές, από όπου και η ονομασία τους Hospitalieri και να διανέμουν τρόφιμα και ρουχισμό στους απόρους. Μετά από αλλεπάλληλες ήττες των Σταυροφόρων το 1187 και την απώλεια των κάστρων τους, από τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σαρακηνών του σουλτάνου Σαλαδίν, οι Ιωαννίτες ιππότες εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ και αφού εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Μεθώνη τελικά κατέληξαν στην νήσο Κύπρο υποτελείς του Φράγκου βασιλιά Γκυ ντε Λουζινιάν. Το 1306 υπό τον μέγα Μάγιστρο του τάγματος Fulcus de Villaret εκστράτευσαν κατά της νήσου Ρόδου και μετά από προσπάθειες τριών ετών βοηθούμενοι από τους βασιλείς των δυτικών κρατών και με την συγκατάθεση του Πάπα την κυρίευσαν το 1309. Στην νέα τους έδρα έκτισαν τείχη και κάστρα με λαμπρή, πράγματι, καστρική αρχιτεκτονική, κατασκεύασαν οδικά δίκτυα, λιμάνια, προμαχώνες, νοσοκομεία, ναούς, χώρους κοινής εστίασης, αρδευτικά έργα και απέκρουσαν επιτυχώς επίθεση του Μωάμεθ Β' του πορθητή το 1480. Το εραλδικό σύμβολο του τάγματος είχε αλλάξει από το 1260 και είχε γίνει λευκός οκταγωνικός σταυρός επί ερυθρού πεδίου, όπως στο αντίγραφο της εικονιζόμενης ασπίδας - θυρεού. Συνήθως η ασπίδα των Ιωαννιτών ιπποτών ήταν κατασκευασμένη από φύλλο μετάλλου επενδυμένη εσωτερικά με ξύλο και δέρμα ή ύφασμα. Η κράτησή της γινόταν με τον κλασικό τρόπο του δερμάτινου πόρπακα και της αντιλαβής καθώς και ενός εσωτερικού ιμάντα απ' όπου κρεμόταν στην πλάτη του πολεμιστή κατά την διάρκεια των πορειών. Το έτος 1522 όταν ήταν Μάγιστρος του τάγματος ο Philippus Villiers de L'isl Adam, μετά από εσωτερική προδοσία, οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου υπέκυψαν στην πολιορκία του Τούρκου σουλτάνου Σουλεϊμάν Β' του Μεγαλοπρεπούς και τελικά διώχτηκαν από την Ρόδο χωρίς να θιγούν οι ίδιοι ή τα υπάρχοντά τους. Φεύγοντας από την Ρόδο οι Ιωαννίτες ιππότες κατέληξαν προσωρινά στην Σικελία από όπου στην συνέχεια εγκαταστάθηκαν τελικά στην νήσο Μάλτα την οποία τους παραχώρησε το έτος 1530 ο Γάλλος βασιλιάς Κάρολος ο Ε' χρησιμοποιώντας τους σαν φύλακες των ακτών της νοτιοανατολικής Γαλλίας από την πλευρά της Μεσογείου. 163






ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

συνθηκών τους οποίους έκαναν τόσο μεταξύ τους όσο και με τους εκπτώτους Βυζαντινούς μνηστήρες των νεοσυσταθέντων βασιλικών θώκων της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντας. Ένας απ' αυτούς ήταν και ο γηραιός Γερμανός δούκας της Κορίνθου Ούλριχ ο Γ', του οποίου το εραλδικό οικόσημο παρουσιάζεται ενδεικτικά σε αντίγραφο στην εικονιζόμενη μεταλλική ασπίδα η οποία αποτελεί και ένα χαρακτηριστικό δείγμα τυπικής μεσαιωνικής φεουδαλικής ασπίδας. Το όνομά του δεν θα είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να αναφερθεί παρά μόνο από το γεγονός ότι, πέραν των όποιων σίγουρα προσωπικών του σκοπιμοτήτων επιδιώξεων και αντιπαλοτήτων τις οποίες είχε με τους ομοεθνείς του δυτικούς ηγεμόνες, βοήθησε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο τον Η' να νικήσει τους Φράγκους στην περίφημη μάχη της Πελαγονίας το 1259. Η νίκη αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας και βοήθησε στην τελική και αναίμακτη απελευθέρωση του Βυζαντίου αργότερα το 1261.-

ΦΡΑΓΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΠΕΛΕΚΥΣ Μεταξύ των ποικίλων μορφών, χρήσεων, ποιοτήτων καθώς και αποστολών τις οποίες είχαν τα πάσης φύσεως μεσαιωνικά όπλα και ειδικά στους μισθοφορικούς ή όχι στρατούς της Δύσης, οι πελέκεις ή πελέκια και πιο κοινά τα λεγόμενα τσεκούρια είχαν πρωτεύουσα θέση. Το τσεκούρι από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιήθηκε σαν χρηστικό εργαλείο καθημερινής χρήσης ενώ με τον καιρό εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο χωρίς να χάσει τον αρχικό χρηστικό του χαρακτήρα. Θεωρείται βασικά ότι δεν ανήκει στα ε κ η β ό λ α όπλα με αρκετές όμως εξαιρέσεις κατά καιρούς δεδομένου ότι ριχνόταν και από μακριά από ειδικευμένους δυτικούς πολεμιστές ιδιαίτερα δε από τους βαρβάρους. Τόσο στους Ελληνικούς όσο και στους Ρωμαϊκούς στρατούς δεν χρησιμοποιήθηκε σαν πολεμικό όπλο οι δε Βυζαντινοί στρατοί χρησιμοποίησαν το λεγόμενο τ ζ ι κ ο ύ ρ ι ο ν σαν δευτερεύον όπλο κατά τα δυτικά πρότυπα της εποχής. H χρήση του πέλεκυ γινόταν τόσο από τους κοινούς πολεμιστές όσο και από τους ιππότες, των οποίων τα τσεκούρια ή πελέκια ήταν ισχυρότερα και κοντύτερα, στα χέρια τους δε ήταν αποτελεσματικότατα όπλα δεδομένης της μακρόχρονης επίπονης και ειδικής εξάσκησης την οποία υφίσταντο οι ιππότες. Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν τσεκούρια διαφόρου αποτελεσματικότητας, διαφόρων μορφών και ποιοτήτων σαν το εικονιζόμενο σε πιστό αντίγραφο δυτικού Φράγκικου τύπου πολεμικό τσεκούρι. Η διακόσμησή τους ήταν απλή και αποτελείτο από καρφιά και επενδυμένες με δέρμα λαβές οι οποίες συνήθως είχαν δερμάτινο ιμάντα - βρόχο για την ανάρτηση των τσεκουριών από τις σέλες των αλόγων ή τους καρπούς των χεριών των πολεμιστών και κατόχων τους.-

168


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΓΑΛΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΡΟΠΑΛΟ, «ΤΥΠΑΔΑ» Γενικώς τα πολεμικά ρόπαλα, τα πολεμικά τσεκούρια, τα πολεμικά σφυριά και οι πολεμικές σφύρες ανήκαν, όπως έχει προαναφερθεί, στην κατηγορία των μη ε κ η β ό λ ω ν όπλων δηλαδή των α γ χ έ μ α χ ω ν. Συνήθως η χρήση τους γινόταν από τους ιππότες του μεσαίωνα οι οποίοι ήταν επαγγελματίες πολεμιστές δεδομένου ότι για την εκμάθησή τους χρειαζόταν ιδιαίτερα μακρόχρονη, επίπονη και συνεχής εκπαίδευση. Επί πλέον οι ιππείς είχαν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, ως προς την χρήση τους, δεδομένου ότι ήταν όπλα θλαστικά καταφοράς και όχι νυκτικά και οι ιππείς λόγω της θέσης τους υπερείχαν των πεζών. Το εικονιζόμενο σε αντίγραφο πολεμικό ρόπαλο τύπου τ υ π ά δ α ς, ήταν Γαλλικό και η ιδιορρυθμία του ήταν ότι στην άκρη του ξύλινου στειλεού του είχε σιδερένια ακιδοφόρα απόληξη όπως και οι σφύρες. Ο διάκοσμος της λαβής του ήταν λιτός, δεδομένου ότι επρόκειτο για πολεμικό όπλο και αποτελείτο από καρφιά και δερμάτινους ιμάντες, συνήθως δε έφερε τον γνωστό δερμάτινο βρόχο ο οποίος επέτρεπε στον χρήστη του να το κρεμάει από την σέλα του αλόγου του ή από τον καρπό του. Υπ ή ρ χ α ν δ ι α φ ό ρ ω ν ε ι δ ώ ν πολεμικά ρόπαλα από ορείχαλκο ή από σίδερο και ο στειλεός κράτησής τους, ο οποίος δεν ήταν πάντοτε ξύλινος, συνήθως τελείωνε σε μια ακιδοφόρα ή όχι σφαίρα ή συχνά και σε απομίμηση ανθρώπινης γροθιάς.-

169


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΑΣΠΙΔΑ - ΘΥΡΕΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΤ' ΑΝΖΟΥ Ο ρόλος τον οποίο διαδραμάτισε ο πρίγκιπας Κάρολος ντ' Ανζού, κόμης της Προβηγκίας και αδελφός του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου του Θ' στο ιστορικοπολιτικό ευρωπαϊκό σκηνικό του 13ου αιώνα ήταν σημαντικός και αποφασιστικής σημασίας για τα ελληνικά πράγματα. Ιδιαίτερα σημαντικός και επίφοβος ήταν ο ίδιος ο Κάρολος ντ' Ανζού για τον μεσαιωνικό ελληνισμό της εποχής ο οποίος απειλείτο με μια στυγνή επικυριαρχία εκ μέρους του μετά την άλωση της Κωνσταντινούης πολης το 1204 από τους Φράγκους της 4 Σταυροφορίας. Η ανάμιξη του Καρόλου ντ' Ανζού στα δρώμενα της εποχής γίνεται ακόμη μεγαλύτερη για το ελληνικό στοιχείο της πολύ ταραγμένης εκείνης φεουδαρχικής περιόδου δεδομένου ότι απειλήθηκαν επανειλημμένα με κατάληψη η βυζαντινή αυτοκρατορία της Νίκαιας, καθώς και με επικυριαρχία το ήδη κατακτημένο Βυζάντιο όπως επίσης και οι κατακτημένες από τους Φράγκους περιοχές του κυρίως Ελληνικού χώρου. Ο Κάρολος ντ' Ανζού βασιλιάς της Νεάπολης, κυρίαρχος της Σικελίας δεσπότης των Αλβανών και αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας αποτελούσε για την εποχή του το ιδεώδες της ευγένειας, της ιπποσύνης, του σθένους και της πολεμικής ανδρείας δεδομένης της γενναιότητάς του κατά τις Σταυροφορίες καθώς και της ευχάριστης φυσικής του παρουσίας. Σαν προσωπικότητα ήταν ηγέτης φιλόδοξος, ευφυέστατος, αδίστακτος διπλωμάτης και φιλοχρήματος, πίστευε δε ότι η κατάληψη των Αγίων Τόπων δεν ικανοποιούσε πλέον τις φιλοδοξίες του δεδομένου ότι η νέα του επιδίωξη ήταν η κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Η ηγεμονία αυτή ιδρύθηκε στην Νίκαια της Μικράς Ασίας από τον Θεόδωρο Λάσκαρη και ήταν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μία από τις τρεις Βυζαντινές ηγεμονίες οι οποίες σχηματίστηκαν μετά την άλωση της Πόλης το 1204, ο ηγεμόνας της δε κατά την περίοδο της απελευθέρωσης του Βυζαντίου το 1261 ήταν ο Μιχαήλ ο Η' ο Παλαιολόγος. Στα σχέδια του Καρόλου ήταν και η πολιορκία του ίδιου του Βυζαντίου ενώ ακόμη το κατείχαν οι Σταυροφόροι μετά την νίκη των Βυζαντινών επί των Φράγκων στην μάχη της Πελαγονίας το 1259. Έτσι ο μεγαλύτερος εχθρός του στα μέσα του 13ου αιώνα ήταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η' Παλαιολόγος διεκδικητής του θρόνου ο οποίος όμως έσπευσε να προλάβει τον άμεσο κίνδυνο που προερχόταν από τον Κάρολο υποσχόμενος στον Πάπα την υποταγή της Ορθόδοξης εκκλησίας στην Καθολική. Ο Κάρολος ντ' Ανζού όμως αποδυναμώθηκε μετά από επάλληλες και αμφίρροπες μάχες με τους Γερμανούς και την αιματηρή εξέγερση των Σικελών το 1282 κατά της τυραννικής καταπίεσης των Γάλλων και την σφαγή της γαλλικής φρουράς, γεγονός που απαθανάτισε πολύ αργότερα το 1855 μέσα από την όπερά του «Σικελικός Εσπερινός» ο Τζιουζέπε Βέρντι. Στην συνέχεια η δύναμη και το άστρο του Καρόλου άρχισαν να σβήνουν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Η' ο Παλαιολόγος απαλλάχτηκε από την επονείδιστη απόφαση της υποταγής του στην καθολική εκκλησία. Έτσι η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έπεσε σε καινούργιες περιπέτειες και ένα μεγάλο μέρος του ευρύτερου Ελληνισμού σώθηκε από την επικυριαρχία των Φράγκων σε βάρος του. Στο εικονιζόμενο αντίγραφο της τελετουργικής ασπίδας του οίκου των Ανζού παρίστανται τα ε ρ α λ δ ι κ ά τους οικόσημα ή θυρεοί, δηλαδή η καλαίσθητη έγχρωμη γραφιστική συμβολική απεικόνισή τους επί της ασπίδας, όπως συνηθιζόταν από τον πρώιμο μεσαίωνα μεταξύ των ευγενών οίκων της Ευρώπης. Στην ασπίδα παριστάνεται ο μαύρος αετός της κατακτημένης από τον Κάρολο Σικελίας, σε ασημένιο πεδίο, ο Σταυρός του υπό διεκδίκηση λατινικού Βασιλείου του Βυζαντίου για λογαριασμό του εκπτώτου πρώην ηγεμόνα Βαλδουίνου του Β' και οι κλασικοί χρυσοί κρίνοι - fleur de lis - του Γαλλικού βασιλικού οίκου. Η ασπίδα είχε τριγωνική μορφή ο χαρακτήρας της ήταν περισσότερο τελετουργικός και οι διαστάσεις της ήταν σχετικά μικρές σαν αυτές τις οποίες προτιμούσαν οι έφιπποι πολεμιστές και ιδιαίτερα οι ιππότες. Οι μεσαιωνικές ασπίδες γενικά κατασκευάζονταν από τάβλες σκληρού ξύλου δρυός ή οξιάς ικανού πάχους και σε καμπύλη διάταξη οι οποίες επενδύονταν εξωτερικά συνήθως με μέταλλο ή δέρμα. 170


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

171


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Επάνω στην εξωτερική όψη της ασπίδας ζωγραφίζονταν οι θυρεοί κάθε ευγενούς ιππότη ή βασιλικής δυναστείας, τα λεγόμενα ε ρ α λ δ ι κ ά και τα οποία μεταβιβάζονταν από γενεά σε γενεά προστιθεμένων ή αφαιρουμένων κάποιων ανάλογα με την ιστορική πορεία της κάθε οικογένειας. Εσωτερικά οι ασπίδες ήταν επενδυμένες με χοντρό ύφασμα, δέρμα ή βελούδο και είχαν απλό διάκοσμο συνήθως από καρφιά συγκράτησης της επένδυσης. Ο τρόπος κράτησής τους γινόταν από τον δερμάτινο, γνωστό από τις αρχαίες ασπίδες, πόρπακα στον οποίο περνούσε ο πήχης του χεριού και την αντιλαβή η οποία βρισκόταν όχι απέναντι από τον πόρπακα λόγω του μικρού εύρους της ασπίδας, αλλά σαφώς ψηλότερα από αυτόν. Όλες οι ασπίδες έφεραν εσωτερικά δερμάτινο ιμάντα τον οποίο οι πολεμιστές τον περνούσαν στον λαιμό κάνοντας δυσκολότερη την απόσπαση της ασπίδας από τον αντίπαλο και ο οποίος ιμάντας χρησίμευε ακόμη για την ανάρτηση της ασπίδας στην πλάτη του πολεμιστή εφίππου ή πεζού στην ανάπαυλα και τις πορείες. Εξυπακούεται ότι για λόγους οικονομικούς, εντυπωσιασμού, αλλά και σεβασμού προς την ιεραρχία οι ασπίδες και γενικότερα τα όπλα του μεσαίωνα, όσον αφορά στην εμφάνιση και τα υλικά τους, αποτελούσαν προσωπικές επιλογές και γίνονταν ιδία δαπάνη κάθε ιππότη ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα αλλά και το αξίωμά του.-

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΦΥΡΑ Τα ιπποτικά μεσαιωνικά όπλα ήταν σχεδόν τα ίδια για όλους τους ιππότες του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα με μικρές παραλλαγές οι οποίες οφείλονταν στους επί μέρους τοπικούς ή οικογενειακούς παραδοσιακούς τύπους οπλισμών. Έτσι λοιπόν και τα αγγλικά μεσαιωνικά όπλα ακολούθησαν τον κανόνα της σχετικής έως απόλυτης ομοιότητάς τους με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά όπλα. Η σφύρα ήταν ένα πολύ διαδεδομένο όπλο από τον λεγόμενο δευτερεύοντα οπλισμό και χρησιμοποιείτο τόσο για ιπποτικούς αγώνες επιδείξεων τις

172


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

λεγόμενες «γιόστρες» ή «τουρνουά» όσο και για τους κυρίως πολεμικούς αγώνες. Η επικρατέστερη μορφή της αγγλικής σφύρας ήταν η ακιδοφόρα σφαίρα, όπως το εικονιζόμενο αντίγραφο, με την κλασική αλυσίδα η οποία την ένωνε με τον ξύλινο στειλεό της λαβής του όπλου. Τόσο στην Αγγλία όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη χρησιμοποιείτο και η διπλή σφύρα με δύο σιδερένιες ακιδοφόρες μπάλες και δύο αλυσίδες οι οποίες ενώνονταν σε ένα κοινό στειλεό - λαβή. Άλλος τύπος Βρετανικής σφύρας ήταν ο λεγόμενος και Σκωτικός ο οποίος ήταν σχετικά όμοιος με τον Αγγλικό με την διαφορά ότι η σιδερένια σφαίρα του συνήθως δεν ήταν οπλισμένη με ακίδες και η αλυσίδα της ήταν περισσότερο μακριά απ' ότι η αλυσίδα της Αγγλικής και κατάλληλη για λιγότερα αλλά αποτελεσματικότερα κτυπήματα. Κατά τα λοιπά ο οπλισμός του Άγγλου ιππότη ήταν το ίδιο ποικίλος και βαρύς όπως των λοιπών Φράγκων ιπποτών, όπως αποκαλούσαν όλους τους Δυτικοευρωπαίους οι Έλληνες, με αποτέλεσμα να είναι και αυτός μετά την εκπαίδευσή του μια ανθρώπινη πολεμική μηχανή.-

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΞΥΛΙΝΗ ΣΦΥΡΑ Σε προηγούμενη περιγραφή αναφέρθηκαν τα βασικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν μία εκ των κατηγοριών α γ χ ε μ ά χ ω ν όπλων στην οποία ανήκουν και οι πάσης φύσεως σφύρες. Μεταξύ αυτών των όπλων περιλαμβάνεται και η πορτογαλικού τύπου, λεγόμενη, σφύρα όπως και αυτή η οποία εικονίζεται σε αντίγραφο. Το όπλο αποτελείτο από ευμεγέθη ξύλινη βαριά σφαίρα η οποία επάνω της έφερε ικανό αριθμό σιδερένιων αιχμηρών ακίδων. Γενικότερα η σφύρα ήταν όπλο των ευγενών και ο πολεμιστής ιππότης ο οποίος χειριζόταν όπλο αυτής της κατηγορίας είχε ιδιαίτερη φυσική δύναμη, εκπαίδευση και επιδεξιότητα δεδομένου ότι κατά κανόνα οι πάσης φύσεως σφύρες χρησιμοποιούντο από εφίππους πολεμιστές και σπανιότερα από πεζούς σε μονομαχίες επί του εδάφους. Επίσης οι πορτογαλικές σφύρες όπως και άλλες ευρωπαϊκές σφύρες πολλές φορές είχαν δύο ακιδοφόρες μπάλες αντί της μιας, καθώς και δύο αλυσίδες,

173




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

176


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΙΠΠΟΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ Η καταγωγή του σπαθιού, με την γενικότερη έννοια του όπλου, χάνεται μέσα στην ομίχλη του χρόνου και τα απροσδιόριστα όρια μεταξύ του μύθου και της Ιστορίας. Πέρα από την οποιαδήποτε περίτεχνη ή απλή μορφή του, πέρα από την αποδοχή ή όχι της χρησιμότητάς του ως όπλου, το ξίφος ταυτιζόταν διαχρονικά με υψηλές και ευγενικές έννοιες όπως της ανδρείας, της δικαιοσύνης, του θάρρους και της ιπποσύνης, αποκτώντας έτσι και κάποιες μεταφυσικές ιδιότητες ταυτιζόμενο με αυτές. Ήταν το όπλο το οποίο προστάτευε τους αδύνατους, τους κατατρεγμένους και τους ευσεβείς και τιμωρούσε τους αλαζόνες, τους εκμεταλλευτές και τους ασεβείς. Ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα όπου οι έννοιες αυτές όπως η πίστη, η γενναιότητα και η εγκράτεια είχαν αναχθεί σε υπέρτατα ηθικά προτερήματα και αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της υπόστασης των ιπποτών, το ξίφος εκπροσωπούσε όλα αυτά τα προτερήματα και ήταν το πρώτο όπλο στην εξάρτηση ενός μεσαιωνικού αλλά και αναγεννησιακού ιππότη. Όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω από το ξίφος τελικά σκοπό είχε την αντιδιαστολή του από την σκοτεινή του πλευρά δεδομένου ότι στην ουσία δεν ήταν παρά ένα όπλο θανάτου κρύο και απρόσωπο το οποίο σκότωνε αδιακρίτως, μέσω του χειριστή του, δικαίους και αδίκους. Στο στρατιωτικό πόνημα «Η μάχη του Σομ» αναφέρεται επί λέξει: Δύο δυνάμεις υπάρχουν στον κόσμο, το ξίφος και το πνεύμα και ευτυχώς το ξίφος δεν νίκησε ποτέ το πνεύμα. Το ιπποτικό μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ξίφος καταγόταν από το παρεμφερές Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ο υ τύπου ξίφος το οποίο ήταν από ατσάλι, το έλασμά του ήταν φαρδύ, ευθύ, είχε δύο κόψεις και κατέληγε σε μυτερή αιχμή, όπως και το εικονιζόμενο αντίγραφο. Κρέμονταν στο αριστερό πλευρό του ιππότη με διάφορους τρόπους ανάρτησης και το συνολικό μήκος του κυμαίνονταν από 0.90 εκ. έως και 1.00 μ., μετρούμενο εκτός θήκης. Ο οριζόντιος φυλακτήρας του ο οποίος σχημάτιζε σταυρό με την λαβή του ήταν απλός ευθύς ή κεκλιμένος και περίτεχνα διακοσμημένος, ενώ η κυρίως λαβή του ήταν δερματόδετη ή περιελιγμένη με στριφτό σύρμα και κατέληγε σε σφαίρωμα στρογγυλό, πεπλατυσμένο, εξάγωνο ή άλλου πρισματικού σχήματος. Η διακόσμηση της δερμάτινης θήκης του ήταν ανάλογη με το αξίωμα του ιππότη καθώς και την οικονομική του δυνατότητα. Το ξίφος καθώς και το εγχειρίδιο ήταν τα απαραίτητα επιθετικά όπλα ενός μεσαιωνικού ιππότη ο οποίος μαζί με τα υπόλοιπα όπλα του όπως ήταν το ακόντιο, η λόγχη, το πολεμικό τσεκούρι, η σφύρα, το απελατίκι και η υπόλοιπη αρματωσιά του αποτελούσε την τέλεια πολεμική μηχανή του μεσαίωνα.-

177




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

μεταλλικό ομφαλό και αργότερα αντικαταστάθηκε με τον κλασικό τρόπο του δερμάτινου πόρπακα και της αντιλαβής, σε κάθε όμως περίπτωση έφερε εσωτερικά δερμάτινο ιμάντα για την ανάρτησή της στην πλάτη του κατόχου της. Ο διάκοσμός της αποτελείτο από ζωγραφισμένους φτερωτούς δράκους, τα εραλδικά οικόσημα των διαφόρων πολέμαρχων αρχηγών, το σχήμα του Σταυρού, μετά τον εκχριστιανισμό τους και πολλούς άλλους σχετικούς πολεμικούς συμβολισμούς.-

ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ, «SEAX» Δευτερεύον στην ιεραρχία των όπλων των Βίκινγκς, αλλά όχι και στην χρησιμότητά του, ήταν το μαχαίρι σαξ seax των πολεμιστών της Σκανδιναβικής χερσονήσου το οποίο εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. Κατά την Ρωμαϊκή περίοδο η χρήση του ήταν διαδομένη από την Βαλτική έως τις εκβολές του ποταμού Έλβα ο ενώ από τον 9 αιώνα και μετά η χρήση του γίνεται αραιότερη και μόνο στα Βρετανικά νησιά και στην Σκανδιναβική χερσόνησο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ακόμη. Το όνομά του seax δηλώνει την Αγγλοσαξωνική του καταγωγή και πράγματι οι Βίκινγκς το υιοθέτησαν από τους Σάξωνες με τους οποίους ήταν γείτονες αλλά και συχνά εχθροί τους. Πριν από τον 5ο αιώνα οι διαφορές μεταξύ των μαχαιριών σαξ εστιάζονταν στον τρόπο στήριξης του ελάσματος στην λαβή του ο οποίος γινόταν με πάκτωση της πίσω σουβλερής προέκτασης της λάμας στην συμπαγή ξύλινη λαβή. Αργότερα η λαβή αποτελούσε προέκταση του ελάσματος και καλυπτόταν με καπάκια από κόκαλο, από ξύλο ή ήταν περιελιγμένη με δέρμα, όπως οι λαβές των ξιφών ή από μέταλλο και ημιπολύτιμες πέτρες ανάλογα με την θέση του κατόχου του στην πολεμική ιεραρχία. Το μήκος του είχε μεγάλη ποικιλία και κυμαινόταν από μικρό εγχειρίδιο των 8 εκ., συνήθως γυναικείο, έως σπαθομάχαιρα των 70 εκ. Η χρησιμότητά του ήταν πολλαπλή δεδομένου ότι εκτός από μαχαίρι μάχης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν εργαλείο γδαρσίματος και τεμαχισμού ζώων, σαν χρηστικό εργαλείο πελεκήματος, κοψίματος, αποφλοιώσεως κλαδιών και για ποικίλες άλλες χρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες των Βίκινγκς χρησιμοποιούσαν και αυτές μαχαίρια για πρακτικούς λόγους μικρότερα βέβαια αλλά το ίδιο αποτελεσματικά τα οποία είχαν μονίμως κρεμασμένα από την ζώνη τους κυρίως στο εμπρός μέρος του σώματός τους. Οι Βίκινγκς ή Νορμανδοί, με το εξευρωπαϊσμένο τους όνομα, δεν κρεμούσαν το μαχαίρι από την ζώνη κάθετα αλλά οριζόντια μπροστά στην κοιλιά τους ή πίσω στην μέση τους με το άκρο της λαβής να είναι ψηλότερα και δεξιά δεδομένου ότι η ανάρτησή του γινόταν από δύο άνισους στο ύψος ιμάντες, όπως στο εικονιζόμενο αντίγραφο μαχαιριού σαξ. Η λάμα του μαχαιριού ήταν φαρδιά, μονόκοπη, ευθεία, ατσάλινη, με απότμηση τμήματός της στο επάνω μέρος η οποία έκανε την αιχμή περισσότερο οξεία. Κατά την Μ ε ρ ο β ί γ γ ε ι ο εποχή το μαχαίρι σαξ είχε δύο τύπους σε χρήση τον κοντό έως 25 εκ. και τον μακρύ από 40 εκ. και επάνω. Η θήκη του μαχαιριού σαξ - s e a x ήταν φτιαγμένη από χονδρό δέρμα ή από λεπτό ξύλο επενδυμένο με δέρμα εξωτερικά και εσωτερικά με κάποιο τύπο υφάσματος ή δέρματος λαδωμένου έτσι που το μαχαίρι να προστατεύεται από την σκουριά. Ο διάκοσμός της ήταν αρκετά προσεγμένος αισθητικά και επάνω στο δέρμα ήταν συνήθως πυρογραφημένα ή ζωγραφισμένα καλαίσθητα γεωμετρικά ρουνικά συμπλέγματα και άλλα τοπικά μοτίβα όπως προγονικές μορφές θεοτήτων, σκηνές κυνηγίου, καθώς και μορφές ζώων.-

180


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

181


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΔΑΝΙΚΟΣ ΠΕΛΕΚΥΣ Όπως έχει προαναφερθεί ένα από τα κύρια όπλα των Σκανδιναβών ήταν τα πάσης φύσεως τσεκούρια με τα οποία μάχονταν με ιδιαίτερη ικανότητα και σθένος όπως οι Βάραγγοι καθώς και οι Μπερσέκεροι οι οποίοι ήταν Βίκινγκς πολεμιστές που αψηφούσαν τον θάνατο προβαίνοντας σε παράτολμες ενέργειες μαχόμενοι υπό την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Ο εικονιζόμενος σε αντίγραφο Δανικός πέλεκυς είχε σιδερένιο μονό έλασμα και στιβαρή υποδοχή για τον ξύλινο στειλεό του ο οποίος είχε διπλή λαβή περιελιγμένη συνήθως με δερμάτινους ιμάντες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Βίκινγκς είχαν φτάσει ναυσιπλοώντας μέχρι την Αμερικανική ήπειρο και δεν είναι απίθανο να ήταν οι πρώτοι που την ανακάλυψαν. Σχετικά με αυτήν την ιστορική πιθανότητα, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας στα τέλη του περασμένου αιώνα, αναφέρονται από την σχετική βιβλιογραφία τα εξής. Τον 12ο αιώνα στα sagas των Σκανδιναβών, τα οποία ήταν ένα είδος ημερολογίου ιστορικών πεπραγμένων, αναφέρεται ότι το έτος 1003, ο Λέϊφ γιος του θαλασσοπόρου Βίκινγκ Έρικ του Ερυθρού, έφτασε σε κάποια άγνωστη μακρινή περιοχή την οποία ονόμασε Βινλανδία ή χώρα του κρασιού η οποία πιθανότατα ήταν περιοχή της σημερινής Βοστώνης. Υπάρχουν συγκεχυμένες αναφορές και ανεξακρίβωτες ακόμη πληροφορίες οι οποίες αφορούν σε παλαιές μαρτυρίες σχετικά με την εύρεση στοιχείων στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Μασαχουσέτης τα οποία αφορούσαν σε ένα καμένο και κατεστραμμένο καταυλισμό με απομεινάρια τα οποία θύμιζαν υλικά και συνήθειες Σκανδιναβικής προέλευσης πλην όμως δεν βρέθηκαν ποτέ ανθρώπινοι σκελετοί. Μια αδόκιμη και αδιευκρίνιστη ακόμη άποψη είναι ότι στον καταυλισμό είχαν επιτεθεί Ινδιάνοι, πιθανότατα της φυλής των Αλγκονκίνων ή Ταραντίνων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις άσχημες καιρικές συνθήκες και την έλλειψη τροφής αφού έκαψαν τον οικισμό απήγαγαν και τους κατοίκους του. Στον καταυλισμό βρέθηκαν ελάσματα τσεκουριών τα οποία δεν ανήκαν σε Ινδιάνους αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ανήκαν και σε Βίκινγκς. Ένα σοβαρότατο όμως αποδεικτικό στοιχείο είναι μια μεγάλη πέτρα η οποία βρέθηκε το 1989 στην περιοχή της Μινεσότα με ρουνική σκανδιναβική γραφή όπου αναφέρεται ότι πολλοί Σουηδοί και Νορβηγοί ναυτικοί εξοντώθηκαν από τις ντόπιες ινδιάνικες φυλές περί το 1362. Σοβαρή επίσης ένδειξη περί της παρουσίας των Σκανδιναβών στην Αμερικανική ήπειρο είναι το γεγονός ότι στα μουσεία της Ισλανδίας της Δανίας αλλά και της Φινλανδίας υπήρχαν χάρτες του 14ου αιώνα με υποτυπώδη χαρτογράφηση των Αμερικανικών ακτών προς τον Ατλαντικό τους οποίους χάρτες γνώριζε και χρησιμοποίησε αργότερα ο Κολόμβος.182


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΞΙΦΟΣ ΤΩΝ ΒΙΚΙΝΓΚΣ Η τεχνογνωσία που αφορά στις λεπτομέρειες της κατασκευής των ξιφών των Βίκινγκς, των ξιφών των Μ ε ρ ο β ί γ γ ε ι ω ν Φράγκων από το 450 και μετά, καθώς και των Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ω ν ξιφών, επί Καρόλου του Μεγάλου από το 800 και μετά, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους ειδικούς. Από την πρώιμη ακόμη εποχή των μετάλλων υπάρχουν αξιόλογα δείγματα συγκόλλησης διαφόρων κραμάτων μεταξύ τους για την κατασκευή των ξιφών καθώς και ειδικών θερμικών επεξεργασιών του σιδήρου. Τα δείγματα αυτά εξετάστηκαν λεπτομερώς στην εποχή μας από ειδικούς μεταλλειολόγους και οπλογνώστες με την βοήθεια ειδικών συστημάτων ακτινών Χ και έχουν αποκαλυφθεί τα μυστικά της δομής τους. Ένα τέτοιο σύνηθες ξίφος των πολεμιστών Βίκινγκς ήταν και το εικονιζόμενο αντίγραφο ξίφους του οποίου το έλασμα ήταν κατασκευασμένο από ατσάλι ή σίδερο και το οποίο έλασμα προεκτεινόταν και μέσα στην λαβή του. Το κυρίως έλασμά του ήταν ευθύ, φαρδύ, δίκοπο, τελείωνε σε μυτερή αιχμή και συνήθως διέθετε φαρδιά ή στενή αύλακα καθ' όλο το μήκος του το οποίο έφτανε και το 1μ. μαζί με την λαβή και το σφαίρωμά της. Πολλές φορές επάνω στo έλασμά του ήταν χαραγμένο το όνομα του πολεμιστή κατόχου του, το αρχικό γράμμα Τ το οποίο παρέπεμπε στον θεό του πολέμου Θωρ (Thor ή Thir) καθώς και διάφορες σύντομες πολεμικές παραινέσεις. Οι πολεμιστές Βίκινγκς είχαν ιερό δέσιμο με το ξίφος τους και η πολεμική παράδοση της εποχής τους, καθώς οι εντολές των αρχηγών τους όπως και η απαραίτητη προπαγάνδα του ιερατείου, τους προέτρεπαν να πεθαίνουν με τo σπαθί στο χέρι για να κερδίσουν μια θέση στην Βαλχάλλα τον παράδεισο των Σκανδιναβών παγανιστών. Η λαβή του ήταν δερματόδετη ή περιελιγμένη με σύρμα είχε κοντή σταυροειδούς μορφής φύλαξη και κατέληγε σε μεγάλο πεντάλοβο ή πρισματικό σφαίρωμα. Η ανάρτησή του ξίφους γινόταν από την ζώνη με ειδικό ιμάντα στο αριστερό πλευρό του πολεμιστή ή γινόταν και στην πλάτη του έτσι ώστε η λαβή του να προεξέχει από τον δεξιό του ώμο. Η θήκη του παραδοσιακά ήταν φτιαγμένη από λεπτό ξύλο επενδυμένο με δέρμα ή μόνο από σκληρό δέρμα και έφερε απλό μεταλλικό διάκοσμο καθώς και διάφορα παραδοσιακά ρουνικά σχέδια.-

183




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΓΟΤΘΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΠΕΛΕΚΥΣ Οι Γότθοι σαν Γερμανικό φύλο εμφανίστηκαν περίπου τον 1ο αιώνα π.Χ. προερχόμενοι κυρίως από την Σκανδιναβική χερσόνησο και εγκαταστάθηκαν στις όχθες του ποταμού Βιστούλα στην Πολωνία ενώ κατά ο τον 3 μ.Χ. αιώνα προχώρησαν βορειότερα στις περιοχές μεταξύ Μαύρης θάλασσας και Βαλτικής. Ήταν νομαδικός πολεμικός και βάρβαρος λαός ο οποίος ενεπλάκη επανειλημμένως σε μάχες τόσο με τους Ρωμαίους και με τους Βυζαντινούς όσο και με τις γειτονικές εχθρικές Ευρωπαϊκές φυλές. Επί ρωμαιοκρατίας, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνικός χώρος προστατευόταν επαρκώς σαν Ρωμαϊκή κτίση, λεηλάτησαν την Θράκη και την Μυσία, σκότωσαν τον αυτοκράτορα Δέκιο το 251 μ.Χ. και συνέχισαν την ου καταστρεπτική τους δράση μέχρι τα μέσα του 3 αιώνα στην Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα λεηλατώντας την Έφεσο και την Αθήνα ενώ το έτος 269 μ.Χ. επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την Ρόδο και την Κρήτη. ο Κατά τον 4 αιώνα μ.Χ. νικήθηκαν από ένα άλλο βαρβαρικό ασιατικό έθνος τους Ούννους και έκτοτε χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες εθνότητες τους Βησιγότθους (Γότθους της Δύσης) και τους Οστρογότθους (Γότθους της Ανατολής). Στην συνέχεια οι Οστρογότθοι παρέμειναν αριστερά του Δούναβη σαν υποτελείς των Ούννων ενώ οι Βησιγότθοι πέρασαν το ποτάμι δημιουργώντας έκτοτε μια ξεχωριστή εθνότητα η οποία με τις επιδρομές της ταλάνισε την Ρωμαϊκή όσο και την Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή του αυτοκράτορα Ουάλη ή Βάλη (364-378) όσο και του Θεοδοσίου του Μεγάλου ο οποίος τελικά μπόρεσε να τους περιορίσει. Η ιστορική πορεία αυτού του νέου έθνους υπήρξε πλήρης αγώνων εναντίον των Ρωμαίων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων ενώ παράλληλα τους υπηρετούσαν κατά καιρούς και σαν υποτελείς ή μισθοφόροι. Εξ' αυτών ο Αλάριχος υπήρξε υποτελής αξιωματικός του Βυζαντίου για να μετατραπεί αργότερα σε εχθρός του επαναστατώντας για την άδικη μεταχείριση που του γινόταν σαν Αριανιστή αιρετικού μονοφυσίτη έναντι των ορθοδόξων αξιωματικών του στρατεύματος. Το αποτέλεσμα ήταν μαζί με τους ομοεθνείς του να καταλάβει και να συλήσει την Ρώμη το 410 μ.Χ. ενώ αντίθετα ο Θεοδώριχος ηγεμόνας των 186


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Βησιγότθων το 451 μ.Χ. σαν σύμμαχος των Ρωμαίων βοήθησε τον στρατηγό Αέτιο στην νίκη του κατά του Αττίλα στα Καταλανικά πεδία σώζοντας την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Δύσης. Τελικά εγκαταστάθηκαν στην Ισπανία συγκρουόμενοι με τους Βανδάλους έως ότου ίδρυσαν εκεί το κράτος των Βησιγότθων για να υποταχθούν τελικά στους Άραβες το 711 μ.Χ., οι οποίοι ήρθαν από την βόρια Αφρική, διωγμένοι από τους Βυζαντινούς και η Ισπανία έκτοτε έγινε Αραβική επαρχία. Τα κυρίως όπλα τους ήταν τα ακόντια τα οποία είχαν μικρούς σ α υ ρ ω τ ή ρ ε ς και λόγχες σχήματος φύλλου ή αγκιστριού. Τα ξίφη τους είχαν δύο κόψεις ήταν ευθύγραμμα με φυλακτήρες μικρούς και από την ζώνη τους κρεμόταν από γάντζο πολεμικό εγχειρίδιο γυμνό χωρίς θήκη. Από όλους τους Γότθους και γενικότερα από τους βαρβάρους συνηθιζόταν η χρήση των πολεμικών τσεκουριών, όπως του εικονιζόμενου αντιγράφου Γοτθικού πέλεκυ. Οι τύποι τους ήταν διάφοροι, οι στειλεοί ήταν ξύλινοι και τα σιδερένια ελάσματά τους άλλοτε είχαν οπή υποδοχής του στειλεού και άλλοτε τα ελάσματα μπήγονταν στους στειλεούς και δένονταν με την βοήθεια διαμπερών καρφιών και δερμάτινων ιμάντων όπως και στο εικονιζόμενο αντίγραφο. Ο διάκοσμός τους αποτελείτο κυρίως από πλεγμένες λωρίδες δέρματος και διακοσμητικά καρφιά, όπως άλλωστε συνηθιζόταν από τους βαρβάρους σύμφωνα με την αισθητική αντίληψη της εποχής.-

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΦΥΡΙ Στην κατηγορία των δευτερευόντων α γ χ έ μ α χ ω ν όπλων ανήκε και το εικονιζόμενο αντίγραφο Γερμανικού μεσαιωνικού ορειχάλκινου πολεμικού σφυριού. Τα πολεμικά σφυριά είχαν ιδιαίτερη θέση στο οπλοστάσιο των α γ χ έ μ α χ ω ν όπλων του μεσαιωνικού, αλλά και του αναγεννησιακού ιππότη. Είχαν στέλεχος συνήθως από ενισχυμένο μεταλλικό σωλήνα ο οποίος κατέληγε σε προστατευμένη λαβή δερματόδετη ή περιελιγμένη με στριφτό σύρμα, για να μην γλιστράει από το χέρι, ενώ στην άλλη πλευρά είχε απόληξη κοινού σφυριού ή αιχμή γαμψή για την εξουδετέρωση των πανοπλιών ή ακόμη έφερε έλασμα ισχυρού πέλεκυ. Οι παγανιστικοί θρύλοι των Νορμανδών - Βίκινγκς περιέγραφαν τον θεό του Σκανδιναβικού πανθέου τον Θώρ ο οποίος ήταν ο θεός του πολέμου να απονέμει δικαιοσύνη και να νικά τους εχθρούς του κρατώντας ένα βαρύ πέτρινο σφυρί. Ο γιος του αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνου ο περιώνυμος Κάρολος Μαρτέλος (σφυρί) εμφανίζεται σε γκραβούρες της εποχής να απωθεί τους επελαύνοντες Άραβες στην μάχη του Πουατιέ το 737 κραδαίνοντας ένα παρόμοιο πολεμικό σφυρί.

187


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Επίσης ο βασιλιάς της Σκωτίας Ροβέρτος Μπρούς στην μάχη του Μπάννοκμπερν το 1314 όπου κατανίκησε τους Άγγλους του βασιλιά Εδουάρδου του Β' κρατούσε, κατά σχετική ζωγραφική απεικόνηση, ένα πολεμικό σφυρί ή τσεκούρι το οποίο ήταν όπλο της ίδιας κατηγορίας με το εικονιζόμενο αντίγραφο.-

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΞΙΦΟΣ Έχουμε ήδη αναφερθεί στην μεταφυσική έννοια και την δυναμική η οποία συνόδευε το όπλο ξίφος κατά την μακρά περίοδο του μεσαίωνα αλλά και πριν από αυτόν καθώς και αργότερα κατά την αναγέννηση. Η μεταφυσική συμβολική φόρτιση η οποία είχε δοθεί στο ξίφος ήταν τέτοια ώστε και μόνο το όνομά του ταυτιζόταν με τις ευγενέστερες ανθρώπινες έννοιες. Η ιδιότητα εκείνου ο οποίος έφερε το ξίφος ήταν σίγουρα του πολεμιστή, του ιππότη, του σπουδαίου και σεβαστού ανθρώπου μα πάνω από όλα του ελεύθερου ανθρώπου. Κάτω από αυτή την έννοια είναι αποδεκτό το ότι οι σύγχρονοι διεθνείς στρατοί επιβραβεύουν με την απονομή ξίφους την περαίωση της θεωρητικής στρατιωτικής εκπαίδευσης καθ' ενός από τους νέους αξιωματικούς ανεξαρτήτως όπλου. Αυτές οι κατ' αρχήν ιδιαίτερα ευγενικές έννοιες αλλά και ειλικρινείς προθέσεις κατά καιρούς καταστρατηγήθηκαν, αποπροσανατολίστηκαν ή έγινε σκόπιμη κατάχρησή τους. Τα αίτια είχαν συχνότατα ταπεινά κίνητρα και ιδιοτελείς βλέψεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην χειραγώγηση του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης βούλησης σε υποκειμενικά συμφέροντα και σπανιότερα σε ανιδιοτελείς και πραγματικά αγαθές επιδιώξεις. Το ξίφος ταυτοποιήθηκε με διάφορες θρησκευτικές δοξασίες και μεταφυσικές σκοτεινές ιδιότητες οι οποίες ήταν αντιδεοντολογικές, υπερβολικές και είχαν απώτερο σκοπό τον επηρεασμό και στην συνέχεια την εκμετάλλευση των ανθρώπινων μαζών της εποχής. Οι μάζες αυτές στην πλειονότητά τους αποτελούνταν από αμαθείς ανθρώπους οι οποίοι ήταν αφελείς, δεισιδαίμονες, φανατικοί και ως εκ τούτου εκμεταλλεύσιμοι. Έτσι από τα μυθολογικά χρόνια καθώς και στα χρόνια της ιστορικής αρχαιότητας οι άνθρωποι έδιναν ξεχωριστή αξία στην έννοια ξίφος δίνοντάς του ονόματα, τα οποία το έκαναν περισσότερο οικείο και ζωντανό όπως, Χρυσάορ, Άρπη, Ξίφος της Νέμεσης, της Θέμιδας κ.λ.π. Πολύ αργότερα ο Χριστιανικός κλήρος αναβάθμισε το ξίφος σε πύρινο, όπως την γνωστή πυρφόρο Ρομφαία, η οποία αποδίδει την δίκαιη πάντα τιμωρία εκ μέρους των Αρχαγγέλων. Επίσης κατά τον πρώιμο μεσαίωνα έκανε την εμφάνισή του ο μύθος του Αγγλικού ξίφους Excalibur, του αμφισβητούμενου ως προς την ιστορική του ύπαρξη βασιλιά Αρθούρου, ο οποίος μύθος σκόπιμα διαδόθηκε μεταξύ των αφελών και πρωτόγονων αγγλικών φυλών της εποχής του για να τις βαστήξει ενωμένες και ισχυρές κάτω από το σκήπτρο των αυτοαποκαλούμενων κατά καιρούς ηγεμόνων. Το ίδιο συνέβη και στην Γαλλία λίγο αργότερα όταν ο ιππότης του Καρόλου του Μεγάλου Ρολάνδος κυκλωμένος από τους Βάσκους, στο πέρασμα του Ρονσεβώ των Πυρηναίων, για να μην παραδώσει των ιδιαιτέρων δήθεν ιδιοτήτων σπαθί του με το όνομα Durindana (durus = σκληρό), λίγο πριν τον θάνατό του το κάρφωσε πετώντας το ψηλά στους βράχους. Το ξίφος αυτό κατά περίεργο τρόπο βρίσκεται ακόμη καρφωμένο και δεμένο ψηλά στον βράχο με αλυσίδα, ομοίωμά του ελπίζω, στην τοποθεσία Ροκαμαντούρ αποτελώντας σήμερα αξιόλογο τουριστικό αξιοθέατο.! Επίσης οι Σκανδιναβοί ήταν από τους πολλούς λαούς οι οποίοι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στις μεταφυσικές προεκτάσεις των ξιφών τους και στην πλούσια Σκανδιναβική μυθολογία ο Σάξωνας ή Γέτης Δανός ηγεμόνας και ήρωας του Σκανδιναβικού πανθέου Μπέογουλφ αναφέρεται να απαλλάσσει τους υπηκόους του από τα τέρατα της προμεσαιωνικής σκοτεινής εποχής με την βοήθεια της μαγικής δύναμης την οποία αντλούσε από το παντοδύναμο σπαθί Hrunding. Παράλληλα ο Γερμανός Βαγγνερικός ήρωας Ζίγκφριντ πολεμούσε και εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του, ανθρώπους ή δράκους, με το επίσης ειδικών ιδιοτήτων σπαθί του Balmoung διατηρώντας τον μύθο γύρω 188


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

από τα ξίφη και τις ιδιότητές τους καθώς και τα προτερήματα των ηρώων κατόχων τους οι οποίοι ήταν πάντα ευγενείς, πρίγκιπες ή βασιλιάδες και ποτέ κοινοί θνητοί. Από Ελληνικής πλευράς επώνυμοι πολέμαρχοι κατά τα χρόνια της επαναστατημένης Ελλάδας κατά της Τουρκοκρατίας αποκαλούσαν τα όπλα τους με οικεία ονόματα όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αποκαλούσε την πάλα του Ασήμω ενώ ο Θεόδωρος Γρίβας ονόμαζε το νταλιάνι του, είδος καριοφιλιού, Θοδωρούλα. Το ιπποτικό ιδεώδες υμνήθηκε μέσω ωδών και ποιημάτων σε αυτές και άλλες σχετικές περιπτώσεις από τους βάρδους της εποχής οι οποίοι εξήραν συνήθως τους αγνούς έρωτες των ιπποτών με τις δέσποινες της εποχής, την γενναιότητά τους, την πίστη τους στο βασιλιά τους και προπάντων την πίστη τους στο Χριστιανισμό, στον κλήρο και ότι εκπροσωπούσε αυτός. Οι επικλήσεις για θεϊκή βοήθεια μπροστά στον φόβο του θανάτου γίνονταν όπως είναι γνωστό από όλους τους στρατούς του κόσμου από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Οι ιερείς ερμήνευαν τους οιωνούς με αυθαίρετη και υποκειμενική κρίση δίνοντας σιβυλλικές διφορούμενες απαντήσεις οι οποίες μεταφράζονταν από τους ενδιαφερομένους όπως τους συνέφερε. Έτσι και οι σύγχρονες χριστιανικές διεθνείς στρατιωτικές πρακτικές υιοθετούν Αγίους όπως τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ, τον Άγιο Γεώργιο, την Αγία Βαρβάρα τον Άγιο Νικόλαο και άλλους σαν προστάτες των όπλων τους, δηλαδή κάτι σαν συνεργούς και μάρτυρες στις όποιες και κατά όποιων πολεμικές τους ενέργειες. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι φαίνεται να είχαν διαχρονικά την άποψη, την αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα ή την καμουφλαρισμένη και σκόπιμη ανειλικρίνεια ότι το δίκιο ήταν πάντα με το μέρος τους άρα κατ' επέκταση είχαν και την Θεία συναίνεση, προστασία, βοήθεια και κάλυψη για το όποιο εγχείρημά τους. Σίγουρα η παραδοσιακή αυτή άποψη ευτυχώς είναι αδιάφορη, τουλάχιστον σήμερα, για τον μέσης ευφυΐας πολεμιστή άλλα τηρείται συμβατικά, αναγκαστικά και σκόπιμα από την ηγέτες του, δυστυχώς όμως και από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου χωρίς τελικά να το πιστεύει κανένας. Το εικονιζόμενο, σε αντίγραφο, μακρύ ευθύ τελετουργικό Γερμανικό ξίφος χωρίς θήκη ήταν ατσάλινο, δίκοπο και έφερε κάτω από την ασημένια λαβή του τον Εσταυρωμένο έτσι ώστε να δίδεται η εντύπωση της επίκλησης βοήθειας, προστασίας και συγχρόνως άφεσης αμαρτιών στον χειριστή του. Το ξίφος αυτό συμπεραίνεται ότι δεν προοριζόταν για μάχη αλλά για την τελετή του χρίσματος των ιπποτών ή την χειροτονία των μοναχών ιπποτών ή και άλλων τελετουργικών πράξεων εκ μέρους του μεγάλου Μαγίστρου του Τευτονικού ή άλλου μοναχικού πολεμικού Τάγματος.-

189




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Τευτόνων ιπποτών στην Πελοπόννησο συνεχίστηκε και κατά την Ενετοκρατία όπου οι Ενετοί αντάμειψαν τους Τεύτονες για τις υπηρεσίες τους με γαίες και αμπελώνες στην Μεθώνη και στην Κορώνη. Η βίαιη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών ιπποτών από το Βατικανό και τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο τον Ωραίο, η μετάβαση των περιουσιακών του στοιχείων στους Ιωαννίτες ιππότες και η ανάληψη εκ μέρους τους της διακυβέρνησης της Πελοποννήσου, αφού την αγόρασαν! από την βασίλισσα της Νεάπολης Ιωάννα το 1373, δημιούργησε σοβαρές προστριβές το 1383 μεταξύ των ταγμάτων των Ιωαννιτών και των Τευτόνων οι οποίες διάρκεσαν επί δύο χρόνια. Οι Τεύτονες αποσύρθηκαν από την Πελοπόννησο το 1259 όταν διαδοχικά την κατέλαβαν οι Βυζαντινοί και κατόπιν οι Τούρκοι και εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Πρωσία στο περίφημο κάστρο του Μαρίενμπεργκ το οποίο απέκτησαν το 1309. Οι ιππότες του τάγματος συμπεριφέρονταν βίαια, αλαζονικά και καταπίεζαν τους εκάστοτε υποτελείς τους εφαρμόζοντας φοβερές φορολογικές πιέσεις έτσι ώστε οι προστριβές μαζί τους ήταν συχνές και πολλές φορές κατέληγαν σε βίαια και αιματηρά επεισόδια. Η πρώτη βαριά ήττα που υπέστη το Τευτονικό τάγμα ήταν στην μάχη της λίμνης Πεϊπούς το 1242 από τον Ρώσο πρίγκιπα Αλέξανδρο Νιέφσκι. Ακολούθησε αρκετά αργότερα το 1410 η νέα πανωλεθρία την οποία υπέστησαν από τον ενωμένο Πολωνολιθουανικό στρατό του Λιθουανού ηγέτη Βατάουτας στην μάχη του Τάνεμπεργκ ή Γκρούνβαλντ, και από τότε το άστρο του τάγματος άρχισε να δύει για να καταργηθεί τελικά από τον Μεγάλο Ναπολέοντα το 1809. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Ναπολέοντα το 1821 το τάγμα ανασυστάθηκε και υπάρχει τυπικά μέχρι σήμερα χωρίς όμως να ανακτήσει ποτέ την παλαιά δύναμη και την αίγλη του. Το αντίγραφο της τελετουργικής ασπίδας - θυρεού του έτους 1250, η οποία εικονίζεται, είναι από σκληρό ξύλο επενδυμένο εξωτερικά με μέταλλο εσωτερικά με βελούδο και φέρει τα εραλδικά εμβλήματα του μεγάλου Μαγίστρου του Τάγματος των Τευτόνων ιπποτών. Αυτά τα εραλδικά ήταν, επί λευκού πεδίου ο μαύρος Σταυρός του Τάγματος ο οποίος έφερε επάνω του τον χρυσό Σταυρό του υπό διεκδίκηση Λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, τα κρίνα του Γαλλικού βασιλικού Οίκου και επί χρυσού πεδίου τον μαύρο αετό σύμβολο της Αγίας Γερμανικής αυτοκρατορίας.-

192


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Σ

ύμφωνα με τα ευρήματα από σχετικές αρχαιολογικές ανασκαφές η Κύπρος κατοικείτο από την παλαιολιθική εποχή ενώ κατά την εποχή του χαλκού η μεγαλόνησος ήταν εμπορικός κόμβος χάριν των ορυχείων μεταλλευμάτων χαλκού τα οποία διέθετε. Σαν πρώτοι κάτοικοι της νήσου φέρονται οι Φοίνικες οι οποίοι διατηρούσαν στενές πολιτιστικές και εμπορικές επαφές με τους Ακκάδιους, τους Σουμέριους και τους Αιγυπτίους με αποτέλεσμα το νησί να έχει πλούτο, δύναμη και υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους η Κύπρος λόγω των ορυχείων της σε χαλκό είχε ιδιαίτερες συναλλαγές με τους Έλληνες Μυκηναίους εμπόρους από τους οποίους οι κάτοικοί της έμαθαν εν καιρώ και την Ελληνική γλώσσα. Το 525 π.Χ. η Κύπρος καταλήφθηκε από τους Πέρσες και αναγκάστηκε να ταχθεί στο πλευρό τους κατά των Ελλήνων μέχρι να ελευθερωθεί το 333 π.Χ. μετά την νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην μάχη της Ισσού για να ταχθεί τελικά παρά το πλευρό του Πτολεμαίου, ενός από τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, κατά την διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων. Το έτος 57 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κύπρο η οποία ήταν υπό την κατοχή τους μέχρι το 333 μ.Χ. οπότε και αποτέλεσε επαρχία της νεοσύστατης Ανατολικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον αποκαλούμενο και Μέγα. Οι κακές Ρωμαϊκές διοικήσεις, οι φυσικές καταστροφές, η ανομβρία επί σειρά ετών και ο οικονομικός της μαρασμός ήταν οι κύριες αιτίες λόγω των οποίων η Κύπρος έχασε την παλαιά της αίγλη και έτσι αναγκάστηκαν οι κάτοικοί της να εγκαταλείψουν ομαδικά το νησί. Κατά την Βυζαντινή περίοδο από το 333 έως το 1191 μ.Χ. ηγεμονεύτηκε κατ' αρχήν από τον δούκα Καλόκαιρο συγγενή ή θετό γιο του Μ. Κωνσταντίνου με διοικητική εξάρτηση από την Αντιόχεια και στην συνέχεια από διάφορους Βυζαντινούς άρχοντες εκ των οποίων κάποιοι από αυτούς κατά την πρακτική συνήθεια της εποχής ανεξαρτητοποιήθηκαν. Την αρχή της ανεξαρτητοποίησης την έκανε ο ίδιος ο δούκας Καλόκαιρος δημιουργώντας διαρκείς προστριβές με την μητρόπολη πράγμα το οποίο υπήρξε και η αιτία της καθαίρεσής του από το αξίωμά του καθώς και του θανάτου του στην συνέχεια. Ο μόνιμος επί σειρά ετών εφιάλτης της Κύπρου κατά την εποχή της Βυζαντινοκρατίας, όπου ο πληθυσμός αυξήθηκε το εμπόριο άνθισε και το νησί ευημερούσε, ήταν οι συχνές επιδρομές των Αράβων πειρατών οι οποίοι λυμαίνονταν την εποχή εκείνη την Μεσόγειο θάλασσα. Οι κάτοικοι αναγκαστικά εγκατέλειπαν την Κύπρο αθρόα και εγκαθίσταντο στις ακτές της Μικράς Ασίας υπό την προστασία του Βυζαντινού στόλου αλλά πάντα υπό τον διαρκή φόβο των Αραβικών πειρατικών επιδρομών οι οποίες εξακολουθούσαν να αποτελούν άμεσο κίνδυνο. Ο επαναπατρισμός του μεγαλύτερου αριθμού των εκπατρισθέντων Κυπρίων έγινε το 698 μ.Χ. κατόπιν της νίκης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου επί του ισχυρού στόλου των Αράβων. Παρά την νέα ήττα των Αράβων το 747 μ.Χ. η Κύπρος υπέστη νέα σειρά επιθέσεων εκ μέρους τους έως το 902 μ.Χ. για να απαλλαγεί οριστικά απ' αυτούς επί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά του Β' (963 - 969). Τελικά η διοίκηση της νήσου πέρασε από διάφορες βυζαντινές ηγεμονίες μέχρις ότου το 1185 η εξουσία πέρασε με ανέντιμα μέσα στα χέρια του Βυζαντινού πατρικίου Ισαάκιου Κομνηνού ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής ανεξαρτητοποιήθηκε από την κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου. 193


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Το 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ο οποίος υπήρξε εκ των αρχηγών της ης 3 Σταυροφορίας, ενώ ταξίδευε προς τους Αγίους Τόπους κατέλυσε προσωρινά λόγω θαλασσοταραχής στην Κύπρο μαζί με την μνηστή του Βερεγκάρια με την άδεια του Ισαάκιου. Οι κακοί όμως διπλωματικοί χειρισμοί, οι παλινωδίες του Ισαάκιου και η αλαζονεία του βασιλιά Ριχάρδου έγιναν οι αιτίες σύγκρουσης μεταξύ του Βυζαντινού ηγεμόνα και του Άγγλου μονάρχη στην περιοχή Τριμιθούντα με αποτέλεσμα την ήττα, την αιχμαλωσία και την εξορία του Ισαάκιου. Ο Ριχάρδος διόρισε Άγγλους τοποτηρητές στο νέο φέουδό του οι οποίοι φέρθηκαν με σκληρότητα στους Κυπρίους απαιτώντας νέα δυσβάστακτη φορολογία η οποία έκανε τους κατοίκους του νησιού να ξεσηκωθούν ενάντια στους νέους αφέντες τους. Έτσι η Κύπρος πουλήθηκε! από τον Άγγλο ηγεμόνα στους διωγμένους από την Ιερουσαλήμ Ναΐτες ιππότες οι οποίοι όμως απεδείχθησαν το ίδιο καταπιεστικοί στον αυτόχθονα πληθυσμό όπως και οι Άγγλοι προκάτοχοί τους με αποτέλεσμα μια νέα εξέγερση των Κυπρίων. Οι Ναΐτες ιππότες με την σειρά τους επέστρεψαν την Κύπρο στον βασιλιά Ριχάρδο ο οποίος τελικά έδωσε την διοίκηση της μεγαλονήσου το έτος 1192 στον έκπτωτο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκύ ντε Λουζινιάν έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού, όπως είχε κάνει άλλωστε και με τους Ναΐτες ιππότες. Εκτός των Ναϊτών ιπποτών τα τάγματα των Ιωαννιτών ιπποτών και των Τευτόνων απέκτησαν τιμάρια, γαίες, οικήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο μετά τον διωγμό τους από τους Αγίους Τόπους και την ήττα τους το 1187 από τους Σαρακηνούς του σουλτάνου Σαλαδίν. Στην συνέχεια μια σειρά Φράγκων βασιλέων της οικογενείας των Λουζινιάν εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο της Κύπρου και αξίζει να ασχοληθούμε με αυτή την δυναστεία η οποία από το 1192 μέχρι το 1489 διοίκησε με σκληρότητα, εκτός κάποιων εξαιρέσεων και προετοίμασε την Κύπρο για την τελική και χειρότερη υποταγή της στους Τούρκους το 1570. Ο Γκύ ντε Λουζινιάν, ο οποίος δεν πήρε ποτέ τον τίτλο του βασιλιά, αμέσως μόλις εγκαθίδρυσε το φεουδαλικό σύστημα στην Κύπρο έδωσε προβάδισμα στον καθολικό κλήρο έναντι του ορθόδοξου και έβαλε τα θεμέλια μιας νέας νομοθετικής και διοικητικής μεταρρύθμισης. Το 1194 τον διαδέχτηκε ο αδελφός του δούκας της Πάφου Αμάλριχος ή Εμερύ του οποίου η σκληρότητα και η ωμή βία στον τρόπο διοίκησης ανάγκασε τους Κυπρίους να ξεσηκωθούν πάλι οργανώνοντας ένοπλο αγώνα κατά των κατακτητών φτάνοντας μέχρι της απαγωγής της βασίλισσας και των βασιλοπαίδων με αρχηγό της εξέγερσης τον Κύπριο οπλαρχηγό Κανάκη. Μετά τον θάνατο του Αμάλριχου το 1205 τα ανήλικα παιδιά του τα επιτρόπευσε ο άπληστος και τυραννικός συγγενής τους Γκοτιέ Μομπελλιέ προκαλώντας νέες εξεγέρσεις των κατοίκων της Κύπρου κατά των κατακτητών τους έως της ενηλικίωσης του διαδόχου Ούγου του Α' . Ο νέος ηγεμόνας (1205-1218) αγωνίστηκε περισσότερο να βαστήξει τον υπαρκτό τίτλο του βασιλιά της Κύπρου και τον ανύπαρκτο τυπικό κληρονομικό τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ παρά για την ευημερία, την πρόοδο και την ασφάλεια του νησιού. Κατά την διάρκεια της 6ης Σταυροφορίας το 1228 ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος ο Β' εκστράτευσε στην Κύπρο για να την καταλάβει εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο διάδοχος του θρόνου Ερρίκος ήταν ανήλικος και τον επιτρόπευε ο γενναίος και συνετός συγγενής του ιππότης Ιωάννης Ιμπελέν σαν αντιβασιλέας (1227-1232). Ο Φράγκος ιππότης Ιωάννης Α' Ιμπελέν ήταν επίσης συγγενής (γιος;) του Γάλλου ιππότη Βαλιάνου Β' Ιμπελέν αντιβασιλέα και υπερασπιστή της Ιερουσαλήμ το 1187 μετά την αιχμαλωσία του Γκυ ντε Λουζινιάν από τον σουλτάνο Σαλαντίν στην μάχη του Χατίν. Ο ιππότης αυτός υπήρξε ικανός, μορφωμένος, γενναίος, ενάρετος και ήταν πολύ συμπαθής στους Κυπρίους οι οποίοι θεώρησαν την απροκάλυπτη επίθεση του Φρειδερίκου του Β΄σαν μια νέα αρχή κακών για τον τόπο. Η Κύπρος βέβαια ήταν ήδη υπό ξένη κατοχή αλλά τα τόσα χρόνια συναναστροφής είχαν αμβλύνει τις ακραίες διαφορές μεταξύ του γηγενούς στοιχείου και των Φράγκων διοικητών ιδιαίτερα δε επί της διοίκησης του ιππότη Ιωάννη Ιμπελέν. Έτσι οι κάτοικοι συμπαρατάχτηκαν με τον Φράγκο αντιβασιλέα, ο οποίος έφερε μισθοφορικές ενισχύσεις και από την Μικρασιατική ακτή κατά του Φρειδερίκου και μετά από αμφίρροπες και αιματηρές μάχες ο Φρειδερίκος νικήθηκε και αποχώρησε. 194


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Το 1253 στον θρόνο ανέβηκε ο Ούγος ο Β' και η Κύπρος επί των ημερών του ευημέρησε δεδομένου ότι δεν υπήρξαν εξεγέρσεις εσωτερικές αλλά ούτε και απειλήθηκε επί μακρόν από εξωτερικούς εχθρούς. Επί της βασιλείας του Ούγου του Γ' (1267-1284) δημεύθηκαν οι περιουσίες των Ναϊτών ιπποτών στην Κύπρο και οι ίδιοι διώχτηκαν βάσει σχεδίου το οποίο είχε εκπονήσει ο πάπας της Ρώμης Κλήμης ο Δ' μαζί με τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Ε' τον Ωραίο για να υπεξαιρέσουν τις, υπόπτου προέλευσης, περιουσίες των πλουσίων πράγματι Ναϊτών ιπποτών - τραπεζιτών. Το 1306 ο άρρωστος βασιλιάς Ερρίκος ο Β' έδωσε οικιοθελώς τον θρόνο στον αδελφό του Αμάλριχο ή Εμερύ (1306-1310) οποίος και συνέχισε τον διωγμό των εναπομεινάντων Ναϊτών ιπποτών των οποίων το τάγμα είχε ήδη καταργηθεί προ ολίγων ετών με κοινή απόφαση των Δυτικών ηγεσιών και του Πάπα, όπως προαναφέρθηκε. Μετά την δολοφονία του Αμάλριχου και την αντίδραση του Κυπριακού λαού στις αξιώσεις του Καμερίνου, αδελφού του εκλιπόντος επί του θρόνου, την βασιλεία ανέλαβε πάλι ο νόμιμος βασιλιάς Ερρίκος ο Β'. Στην συνέχεια στον Κυπριακό θρόνο ανέβηκε ο Ούγος ο Δ' (1324-1359) και στην μεγαλόνησο άνθισε το εμπόριο τόσο ώστε οι Κυπριακές πόλεις έγιναν τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου όπως η Πάφος, η Λεμεσός και η Λευκωσία. Η μεγάλη αυτή εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη έφερε στην Κύπρο μεγάλη ευημερία καθώς ξένοι έμποροι όπως Ενετοί, Γάλλοι και Γενοβέζοι επένδυσαν κεφάλαια στο κυπριακό εμπόριο. Ο διάδοχος του Ούγου, Πέτρος ο Α' ανέβηκε στον θρόνο από το έτος 1359 έως το 1369 και υπήρξε εκ των αξιολογότερων ηγεμόνων της Κύπρου επί των ημερών όμως του οποίου συνέβη λοιμός στο νησί με πολλά θύματα μεταξύ των κατοίκων του. Παρά τις μεγάλες απώλειες σε κατοίκους, λόγω του λοιμού, ο Πέτρος κατόρθωσε να φέρει τόσο πολύ κοντά τις δύο εκκλησίες ώστε οι κάτοικοι του νησιού Κύπριοι και Φράγκοι εκκλησιάζονταν μαζί σε όλους τους χριστιανικούς ναούς αδιάφορα από την επί μέρους δογματική θρησκευτική τους τοποθέτηση. Ο Πέτρος ο Α' ατυχώς δολοφονήθηκε κατόπιν συνομωσίας των αυλικών του παρά το γεγονός ότι στα χρόνια της στρατιωτικής ακμής της Κύπρου το 1365 ηγήθηκε σταυροφορίας κατά του Ισλάμ εκστρατεύοντας στην αρχή κατά της Μικράς Ασίας και κατόπιν κατά της Αιγύπτου όπου κατέλαβε την πρωτεύουσά της Αλεξάνδρεια. Ατυχώς ο διάδοχός του Πέτρος ο Β' (1369-1382) εκτός του ότι έχασε όλες της εκτός του νησιού κατακτήσεις με κακές εμπορικές συμφωνίες, άστοχες ενέργειες και αθετήσεις εμπορικών όρων, προκάλεσε το 1373 την επίθεση του Γενοβέζικου στόλου με αποτέλεσμα να γίνει απόβαση στα κυπριακά παράλια να καταληφθεί η Αμμόχωστος και η Λευκωσία και να συλληφθεί αιχμάλωτος και ο ίδιος ο βασιλιάς της Κύπρου. Οι Γενοβέζοι απαίτησαν υψηλή αποζημίωση καθώς και λύτρα για να απελευθερώσουν τον Φράγκο ηγεμόνα και έτσι η Κύπρος περιέπεσε σε αθλιότητα οικονομική και θεσμική εφ' όσον όλοι οι οικονομικοί πρόσοδοί της είχαν υποθηκευτεί για την αποπληρωμή της αποζημίωσης και των λύτρων των Γενουατών πιστωτών της. Οι τελευταίοι αφού ικανοποιήθηκαν από τους όρους παράδοσης του αιχμάλωτου Φράγκου βασιλιά αποχώρησαν από το νησί κρατώντας μόνο την Αμμοχώστο υπό την κυριαρχία τους. Ο διάδοχος του Πέτρου του Β' Ιάκωβος ο Α' (1382-1398) κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες και επέβαλε βαρείς φόρους για να μπορέσει να αναγείρει κάποια κάστρα, να αναδιοργανώσει τον στρατό και να ορθοποδήσει την διαλυμένη κυπριακή οικονομία διατηρώντας παράλληλα αναγκαστικά φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί πλέον στα παράλια της Μ. Ασίας. Η Κύπρος αρχίζει να ξαναβρίσκει την παλαιά ακμή και τον πλούτο της από το 1398 και μετά όταν την ηγεμονία του νησιού αναλαμβάνει έως το 1432 ο Ιωάννης ο Α', αλλά οι Γενοβέζοι της Αμμοχώστου για να απαλλαγούν από τις κατακτητικές βλέψεις του σ' αυτήν τον στρέφουν προς την κατάληψη των παραλίων της Β. Αφρικής τα οποία τα εποφθαλμιούσαν οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι. Οι Μαμελούκοι σε αντίποινα εκστράτευσαν το 1425 κατά της Κύπρου νίκησαν τον στόλο των Φράγκων και λεηλάτησαν τις πόλεις Λάρνακα και Λεμεσό. Το επόμενο έτος οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι επιτέθηκαν πάλι στην Κύπρο και νίκησαν τον βασιλιά Ιωάννη ή Ιανό τον Α' στην μάχη της Χοιροκιτίας συλλαμβάνοντας αιχμάλωτο και τον ίδιο. 195


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Στην συνέχεια λεηλάτησαν την πόλη της Λευκωσίας, ερήμωσαν την ύπαιθρο, κατέστρεψαν πολλά δημόσια κτίρια και ναούς και εξανδραπόδισαν πλήθος κατοίκων πουλώντας τους σαν δούλους στα σκλαβοπάζαρα των παραλίων της βόρειας Αφρικής. Έτσι ο αιχμάλωτος βασιλιάς για να ελευθερωθεί υπέγραψε εξευτελιστικούς όρους για την Κύπρο η οποία γινόταν, πλην των άλλων παραχωρήσεών της και φόρου υποτελής στην Αίγυπτο. Η παρακμή του Φράγκικου κράτους της Κύπρου συνεχίζεται μέχρι το 1474 όπου ο βασιλιάς Ιάκωβος ο Β' πεθαίνει αιφνίδια και την ηγεμονία αναλαμβάνει η Ενετή σύζυγός του Κατερίνα Κορνάρο ως αντιβασίλισσα του ανήλικου υιού της. Η Αικατερίνη όμως και αφού ο ανήλικος διάδοχος πέθανε, ενέδωσε στις εκβιαστικές πιέσεις των συμπατριωτών της Βενετσιάνων και τελικά τους παραδίδει την διακυβέρνηση της Κύπρου το έτος 1489. Με αυτό τον τρόπο η μαρτυρική μεγαλόνησος μετά από 18 επίσημους ηγεμόνες της δυναστείας των Λουζινιάν από το 1197 έως το 1489 περνάει στην ηγεμονία των Δόγηδων της Δημοκρατίας της Βενετίας μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους. Οι Βενετσιάνοι μόλις ανέλαβαν την ηγεσία του νησιού προέβησαν σε κατεδαφίσεις και ανεγέρσεις νέων φρουρίων και οχυρών οι οποίες κρίνονταν απαραίτητες για την άμυνα της Κύπρου κυρίως όμως έναντι των Τούρκων οι οποίοι είχαν ισχυροποιηθεί ιδιαίτερα στον χώρο της Μεσογείου. Παρά την οικονομική δυσπραγία και κάποιες φυσικές καταστροφές τις οποίες υπέστη η χώρα οι Βενετσιάνοι κατάφεραν με την βίαιη επιβολή δυσβάσταχτων φόρων και διαφόρων ειδών πιέσεις να τελειώσουν τα οχυρωματικά έργα του νησιού και να στέλνουν τακτικά στην Βενετία αξιόλογα οικονομικά ποσά από την φορολογία των κατοίκων. Από το 1517 ο Τούρκος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής είχε αξιώσει να εισπράττει, σαν επικυρίαρχος και διάδοχος των σουλτάνων της Αιγύπτου, τον φόρο τον οποίο κατέβαλε η Κύπρος στην Αίγυπτο από το έτος 1426 μετά από την ήττα του βασιλιά της Ιωάννη του Α' στην μάχη της Χοιροκιτίας. Οι Βενετσιάνοι και οι Τούρκοι σαν αντίπαλες και ισοδύναμες δυνάμεις στην θάλασσα υπέγραψαν μεταξύ τους ειρήνη το 1540 αλλά οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την υπεροχή τους στην ξηρά αθέτησαν αυτή την συμφωνία και ο σουλτάνος Σελίμ απαίτησε την παράδοση του νησιού από τους νέους κυρίους του τους Ενετούς. Ο ικανός στρατιωτικός διοικητής του νησιού Μαρκαντώνιο Μπραγκαντίν και το επιτελείο του αρνήθηκαν την παράδοση του νησιού και έτσι ο Τούρκος Καρά Μουσταφά πασάς αποβιβάστηκε χωρίς αντίσταση στην Κύπρο το 1570 και αφού κατέλαβε την Λεμεσό κατέσφαξε τους κατοίκους της και στην συνέχεια πολιόρκησε την Λευκωσία. Η Λευκωσία κατελήφθη μετά από σθεναρή αντίσταση δύο μηνών και οι Τούρκοι, καθώς και οι Τουρκομάνοι υποτελείς τους, έδειξαν όλη την βαρβαρότητά τους στον άμαχο πληθυσμό της πόλης εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της και πουλώντας χιλιάδες από αυτούς σαν δούλους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Σειρά είχε η πόλη της Αμμοχώστου η οποία πολιορκήθηκε στενά επί δέκα και πλέον μήνες και όταν δεν υπήρχαν πλέον τρόφιμα, πολεμοφόδια και αρκετοί ζωντανοί για να υπερασπιστούν την πόλη, πάρθηκε από τους Βενετσιάνους αρχηγούς η απόφαση της παράδοσής τους σύμφωνα με τους προτεινόμενους ευνοϊκούς όρους εκ μέρους των Τούρκων πολιορκητών τους. Οι Τούρκοι όμως αθέτησαν τους όρους της παράδοσης της πόλης χρησιμοποιώντας διάφορες ψευδείς προφάσεις κι έτσι άπαντες οι Βενετσιάνοι στρατιώτες οι οποίοι υπερασπίστηκαν την Αμμόχωστο αποκεφαλίστηκαν μέχρις ενός. Ιδιαίτερα σκληρό θάνατο επεφύλαξε ο Καρά Μουσταφά Πασάς στους αρχηγούς των Βενετσιάνων τους οποίους, εκδικούμενος για τον θάνατο 80.000 χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών του, τους θανάτωσε αφού πρώτα τους υπέβαλε σε φρικτά και διαρκή βασανιστήρια. Μετά την Κύπρο σειρά είχε η Ενετοκρατούμενη επίσης Κρήτη η οποία κατελήφθη εν μέρει από τους Τούρκους το 1642 για να ολοκληρωθεί η κατάληψή της μετά από 25 χρόνια. Έτσι μια νέα περίοδος σκλαβιάς αρχίζει για τους Κυπρίους η οποία διήρκεσε μέχρι το 1878, παρά το γεγονός ότι ο σουλτάνος Σελίμ είχε διατάξει την ευμενή μεταχείριση των Κυπρίων εκτιμώντας τους σαν θύματα των Ενετών και μελλοντικών υποστηρικτών του στην περίπτωση κατά την οποία οι Βενετσιάνοι θα τολμούσαν να διεκδικήσουν πάλι την Κύπρο. 196


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Γι' αυτούς και πολλούς άλλους λόγους επιβεβλημένης από τα πράγματα σκοπιμότητας επισήμως οι Τούρκοι προστάτεψαν τους ορθοδόξους Κυπρίους και δεν πείραξαν τις εκκλησίες τους μη θέλοντας να προκαλέσουν το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού με αποτέλεσμα τις πιθανές εξεγέρσεις εκ μέρους του. Παρ' όλα αυτά ο κυπριακός πληθυσμός από την φτώχεια, τις κακουχίες, τις συνεχείς κατατάξεις στους στρατούς κατοχής του νησιού εκούσια ή όχι, τις μεταναστεύσεις, καθώς και τους λοιμούς άρχισε να μειώνεται δραματικά. Οι συνεχείς ωμότητες των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου και της Μεσογείου γενικότερα, τα οποία ήταν υπό την κατοχή των Βενετσιάνων, δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις δυτικές δυνάμεις οι οποίες αφυπνίστηκαν για να συνασπιστούν στην συνέχεια σε κοινό αγώνα έναντι του ορατού κινδύνου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συμμάχων της. Έτσι οι ναυτικές δυτικές δυνάμεις τέθηκαν κάτω από τις διαταγές του Ισπανού πρίγκιπα Δον Χουάν, αδελφού του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου και του Ενετού ναυάρχου Ανδρέα Ντόρια με αποτέλεσμα να συγκρουστούν το 1571 στην Ναύπακτο με τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο και τους συμμάχους του νικώντας τον κατά κράτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ναυμαχία αυτή έλαβε μέρος ένας εκ των μεγαλυτέρων πνευματικών ανθρώπων της Ισπανίας ο Μιγκέλ Θερβάντες συγγραφέας του λογοτεχνικού έργου «Δον Κιχώτης». Μετά από το ενθαρρυντικό αυτό γεγονός της νίκης των Φράγκων επί των Τούρκων έγιναν πολλές απόπειρες απελευθερωτικών κινημάτων τόσο στην Κύπρο όσο και στον Ελλαδικό χώρο αλλά η πατροπαράδοτη αρρώστια της φυλής, η εσωτερική διχόνοια, δεν τα άφησε να δώσουν καρπούς και πνίγηκαν στο αίμα των υποκινητών τους. Ένα από τα κινήματα τα οποία ξέσπασαν στην Κύπρο ήταν αυτό του 1603 επί σουλτάνου Αχμέτ του Α' που έγινε με την υποστήριξη του Καρόλου του Β' Δούκα της Σαβοΐας το οποίο απέτυχε όμως διότι παρά τις υποσχέσεις των ξένων οι εξεγερμένοι Κύπριοι, ως συνήθως, έμειναν αβοήθητοι. Από την Κύπρο πέρασαν διάφοροι κατακτητές και το νησί αποτέλεσε επί εκατοντάδες έτη το μήλο της έριδος μεταξύ των κατά καιρούς υποψηφίων κατακτητών του. Οι λόγοι για τις συνεχείς επιθέσεις τις οποίες δεχόταν ήταν το γεγονός ότι είχε πλούσιο υπέδαφος σε ορυκτά και πολύτιμα μέταλλα, στα χώματά της ευδοκιμούσαν ποικίλες γεωργικές καλλιέργειες, είχε κτηνοτροφία, θαυμάσιο κλίμα και στρατηγική γεωγραφική θέση η οποία αποτελούσε το τέλειο στρατιωτικό προγεφύρωμα της Δύσης για τις κατακτητικές βλέψεις της στην Ανατολή. Αλλά και τα ανατολικά καθώς και τα βορειοαφρικανικά κράτη υπέβλεπαν την Κύπρο και επιζητούσαν την κατάκτησή της γιατί μέσω αυτής προστατευόταν το μαλακό και ευάλωτο υπογάστριο της Μικράς Ασίας και παράλληλα αποτελούσε σοβαρό γεωγραφικό εμπόδιο για το πέρασμα των δυτικών δυνάμεων στην εγγύς Ανατολή καθώς και τα αφρικανικά παράλια. Η αντίληψη αυτή, δηλαδή της κατάληψης της Κύπρου για στρατιωτική βάση αλλά και για πολλούς άλλους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, συντηρήθηκε μέχρι τις ημέρες μας και οι σύγχρονες Δυτικές διπλωματικές επιδιώξεις και πολεμικές τακτικές την ήθελαν μέχρι πρόσφατα κατακτημένο Βρετανικό δορυφόρο - αποικία ή προτεκτοράτο για να καταλήξει στην συνέχεια να είναι έως σήμερα στρατιωτική βάση των πρώην δυνάμεων κατοχής της και μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Χρειάστηκαν πολλοί νεκροί, ολοκαυτώματα, εξορίες και απαγχονισμοί εκ μέρους των νεοβαρβάρων Βρετανών κατακτητών της οι οποίοι δεν διέφεραν σε τίποτα από τους Φράγκους, τους Ενετούς και τους Τούρκους μέχρι να ιδρυθεί επί τέλους η μη αρτιμελής ακόμη Κυπριακή Δημοκρατία το έτος 1960. Λίγο αργότερα το 1974 η Κύπρος προδόθηκε πάλι και χτυπημένη πισώπλατα έδωσε ακόμη μερικές από τις εναπομείνασες σάρκες της στον βωμό της ανθρώπινης ηλιθιότητας και των ξενοκίνητων συμφερόντων με τις πληγές της να μένουν ανοιχτές και ανεπούλωτες έως σήμερα. Οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης μεταξύ των κατακτητών της και η εξαγωγή συμπερασμάτων απ' αυτήν θα ήταν χωρίς νόημα για το ίδιο το νησί και τους κατοίκους του δεδομένου ότι η σκλαβιά σαν έννοια και ουσία είναι το ίδιο επώδυνη και απεχθής από οποιονδήποτε και αν προέρχεται. Καθαρά όμως για ιστορικούς και πολιτιστικούς λόγους επιβάλλεται να γίνει σχετική αναφορά στα υπέρ και τα κατά τα οποία προέκυψαν για την Κύπρο και τους κατοίκους της κατά τις περιόδους της ηγεμονίας των ισχυρότερων την εποχή εκείνη στρατιωτικών δυνάμεων της Δύσης και της Ανατολής. 197


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Οι Δυτικοευρωπαίοι κατακτητές της Κύπρου από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους είχαν αφοπλίσει τους κατοίκους της οι οποίοι πλέον δεν συμμετείχαν στα ιστορικά τεκταινόμενα της εποχής τους ενώ σε δύσκολες στιγμές επιθέσεων ή πολιορκιών επιστρατεύονταν με την βία ως μισθοφόροι ή ως βοηθητικοί. Γενικά οι Φράγκοι υπήρξαν σκληροί, υπερόπτες, φιλοχρήματοι και καταπιεστικοί για τον Κυπριακό λαό ο οποίος φυτοζωούσε στο περιθώριο της ζωής των κατακτητών του παραμένοντας παθητικός θεατής των όσων συνέβαιναν γύρω του και εις βάρος του. Η νοοτροπία αυτή καθώς και η απροκάλυπτη εύνοια των Φράγκων προς την καθολική εκκλησία, σε βάρος της ορθοδοξίας, οδήγησε τους περισσότερους γηγενείς Κυπρίους να αδιαφορούν και να μην συμμετάσχουν στα κοινά κοιτώντας απλά την καθημερινότητα και τις ανάγκες διαβίωσής τους. Οι Κύπριοι, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο προσεταιρισμού από τους Φράγκους, τους Τούρκους ή τους Βρετανούς κατακτητές έναντι υλικών αμοιβών ή ηθικών πιέσεων παραμένοντας στο σύνολό τους σταθερά πατριώτες Κύπριοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Παράλληλα σαν ικανοί ναυτικοί αγρότες και κτηνοτρόφοι εμπορεύονταν τα προϊόντα τους στις μικρασιατικές και βορειοαφρικανικές ακτές πάντα όμως με την άδεια, την επιτήρηση και την βαριά φορολογία των κερδών τους εκ μέρους των Φράγκων. Παρ' όλα αυτά για την ιστορία πρέπει να αναγνωριστεί στους Φράγκους το γεγονός ότι έστω και για το στενό προσωπικό τους συμφέρον ανέγειραν πλήθος καλαίσθητων κτιρίων, κάστρων και προμαχώνων με άψογη μεσαιωνική αρχιτεκτονική ρυθμολογία, καθώς επίσης ναούς, νοσοκομεία, δημόσια κτίρια και κατασκεύασαν δρόμους, αρδευτικά έργα και έργα υποδομής με τεχνική και υλικά που άντεξαν μέχρι τις ημέρες μας. Οι Τούρκοι ήταν το ίδιο σκληροί με τους Φράγκους σε κάθε ανυπακοή ή απόπειρα αντίστασης και χρησιμοποιούσαν άμεσα κάθε βάρβαρο μέσο για την καταστολή της όπως αποκεφαλισμούς, ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, εγκλεισμούς σε φυλακές και βιασμούς. Παράλληλα για λόγους οι οποίοι έχουν ήδη αναφερθεί υποστήριξαν τουλάχιστον επισήμως το ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο και δεν πείραξαν τους ναούς του ενώ αντίθετα σύλησαν τους καθολικούς ναούς και προπηλάκισαν τον κλήρο τους. Πέρα όμως από αυτά οι Τουρκικές δυνάμεις κατοχής δεν κατασκεύασαν στην Κύπρο, αλλά και σε κανένα άλλο κατακτημένο νησί της Μεσογείου, ούτε ένα κοινωφελές έργο εκτός από κάποιες απαραίτητες επισκευές ή προσθήκες σε υπάρχοντα ήδη βυζαντινά ή φράγκικα φρούρια καθώς και κάποια μπεζεστένια, δηλαδή κλειστές αγορές με στερεότυπη ισλαμική αρχιτεκτονική. Ενδεχομένως δε κατασκεύασαν και κάποια τζαμιά για τον εκκλησιασμό και την προσευχή των στρατιωτών τους, αν και γι' αυτό το λόγο μετέτρεπαν σε τζαμιά τους χριστιανικούς και ιδιαίτερα τους καθολικούς ναούς με την προσθήκη μιναρέ. Χαρακτηριστικά έχει γραφεί η υπερβολή ότι στην περίοδο κατοχής της Κύπρου από τους Τούρκους είχε κατασκευαστεί από αυτούς μόνο ένας δρόμος και αυτός ήταν χωμάτινος. Έτσι η παντελής απουσία έργων πολιτιστικής αξίας και κοινής ωφέλειας εκ μέρους των Τούρκων, προστέθηκε στην σκληρότητα του τρόπου διοίκησής τους και οδήγησε το νησί σε ένα ακόμη βαρύτερο μεσαίωνα μαρασμού, βίαιου σκοταδισμού, αμάθειας, πνευματικής και προσωπικής δουλείας, του οποίου τα αποτελέσματα ταλάνισαν και σημάδεψαν τους Κυπρίους για πολλά χρόνια ακόμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μουσουλμάνοι συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν με μία αμφιλεγόμενη και περίεργη συμπεριφορά τον ηττημένο αλλά κυρίως τον παραδομένο αντίπαλό τους. Κάποιες φορές τιμούσαν ανοιχτά τον αντίπαλο ο οποίος πολέμησε εναντίον τους με γενναιότητα αδιάφορα αν νικήθηκε ή παραδόθηκε, όπως έκανε ο σουλτάνος Σαλαντίν μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1187 στους παραδομένους μαχητές Σταυροφόρους του Βαλιάνου Ιμπελέν ή το 1522 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής για τους Ιωαννίτες ιππότες, όταν παραδόθηκε το τάγμα τους μετά από την πολιορκία της Ρόδου. Άλλες πάλι φορές αθετούσαν τον λόγο τους σχετικά με τους όρους της παράδοσης των αντιπάλων τους, όπως έκανε ο ναύαρχος Καρά Μουσταφά και αφού παραδίδονταν τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια και θάνατο πράγμα που έγινε εις βάρος των Ενετών αιχμαλώτων υπερασπιστών της 198


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Αμμοχώστου το 1571. Τελικά αυτές οι αλλοπρόσαλλες ενέργειες από την πλήρη μεγαλοθυμία έως την πλήρη εκδικητικότητα δεν τιμούν κανέναν πολεμιστή αδιάφορα από εθνικότητα ή θρησκεία. Σίγουρα πρόκειται για τακτικές οι οποίες απορρέουν από καθαρά θρησκευτικά υποκειμενικά κριτήρια και προσωπικές εκτιμήσεις καθώς και τακτικών σκοπιμότητας των εκάστοτε σουλτάνων, στρατηγών ή τοπικών ηγεμόνων και οπωσδήποτε όχι για πάγιες τακτικές των Μουσουλμάνων συλλήβδην. Σχετικά με τα όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής της μεσαιωνικής Κύπρου στο επίπεδο τόσο των πρωτοεμφανιζόμενων βαρέων και ελαφρών πυροβόλων όπλων, των λευκών όπλων, όσο και των πολιορκητικών μηχανών έχουν γραφεί πολλά από τους κατά καιρούς ιστορικούς και υπάρχει γι αυτά πλήθος σχετικών πληροφοριών. Εκ μέρους των Δυτικών δυνάμεων κατοχής στο επίπεδο των λευκών ατομικών όπλων χρησιμοποιήθηκαν τα ήδη περιγραφέντα ευθύγραμμα βαριά παραδοσιακά Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι α ξίφη και εγχειρίδια, οι αμυγδαλόσχημες, οι τριγωνικές και οι στρογγυλές επίπεδες ασπίδες, οι ασπίδες τύπου Παβίας, τα μακριά Αγγλικού τύπου τόξα, οι βαλλίστρες, τα πολεμικά σφυριά και οι πελέκεις, οι σφύρες και τα ρόπαλα καθώς και οι μακριές ιπποτικές λόγχες. Οι Αραβικοί και ο Τουρκικοί ατομικοί οπλισμοί ήταν πιθανόν αρκετά ελαφρότεροι αλλά το ίδιο αποτελεσματικοί με τους δυτικούς οπλισμούς και τα επί μέρους όπλα τους είχαν αντιστοιχία με τα δυτικά όπλα από τα οποία διέφεραν κατά τα σχήματα, την ποιότητα και σίγουρα κατά την φιλοσοφία της κατασκευής και ιδιαίτερα κατά τον τρόπο διακόσμησής τους. Οι ασπίδες των Ανατολικών πολεμιστών ήταν κατά κανόνα μεταλλικές, στρογγυλές, κοίλες και διαμέτρου περί τα 60 εκ. με εσωτερική επένδυση από ξύλο και εξωτερική από δέρμα ή σχοινί διακοσμημένες με τα συνήθη μουσουλμανικά μοτίβα όπως, εδάφια του κορανίου, κρόσσια, καρφιά, μπρούτζινους ομφαλούς κ.λ.π. Τα ξίφη τους ήταν τα γνωστά σπαθιά τύπου π ά λ α ς, βαρέως τύπου κ ι λ ί τ ζ ή ελαφρού τύπου σ α μ σ ί ρ τα οποία ήταν ατσάλινα φτιαγμένα κατά κανόνα στην Αραβοκρατούμενη Ισπανία, στην Δαμασκό ή τα Βαλκάνια. Τα ανατολίτικα σπαθομάχαιρα ή γιαταγάνια είχαν καμπύλες περισσότερο ή λιγότερο έντονες και οι θήκες τους είχαν πλούσιο διάκοσμο ανάλογο των ασπίδων και των υπολοίπων όπλων τους σύμφωνα με τις μουσουλμανικές αισθητικές αντιλήψεις της εποχής. Το οπλοστάσιο των Μουσουλμάνων διέθετε ακόμη λόγχες, μαχαίρια ποικίλης χρήσης και επί προσθέτως οι ανατολίτες μαχητές υπήρξαν άριστοι χειριστές του σύνθετου και απλού Τουρκικού τόξου καθώς και της β α λ λ ί σ τ ρ α ς όπως δε και οι Δυτικοί χειρίζονταν και αυτοί ποικιλία από πολεμικά τσεκούρια, πολεμικά ρόπαλα ή τ ο π ο ύ ζ ι α καθώς και πολεμικά σφυριά.-

199


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

200


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΟΠΛΑ

KYΠΡΙΑΚΟ - ΙΑΛΙΚΟ ΞΙΦΟΣ Το ξίφος αυτό, αντίγραφο του οποίου εικονίζεται, ήταν μέρος του κύριου οπλισμού ιππότη της κυπριακής αυλής του Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιανού του Α' της δυναστείας των Λουζινιάν (1398-1432). Το ξίφος είχε κατασκευαστεί στην Ιταλία και ήταν ευθύ δίκοπο και ατσάλινο, όπως σχεδόν όλα τα μεσαιωνικά ξίφη δυτικής προέλευσης του λεγόμενου Κ α ρ ο λ ί γ γ ε ι ο υ τύπου αποτελούσε δε μέρος των λαφύρων τα οποία κατέλαβαν οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι μετά την ήττα των Φράγκων και την αιχμαλωσία του Κύπριου βασιλιά το 1426 στην μάχη της Χοιροκιτίας. Το ξίφος είχε ελαφρά καμπύλο σταυρόσχημο χειροφυλακτήρα από σίδερο ή μπρούντζο και η κυρίως λαβή του ήταν περιελιγμένη με στριφτό σύρμα. Σαν πρόσθετη φύλαξη διέθετε εκτός από τον χειροφυλακτήρα και μπρούντζινη ημισελινοειδή προσθήκη δακτυλοφυλακτήρα, για το δείχτη του χεριού του χειριστή του, έτσι ώστε το ξίφος να έχει πρόσθετη υποστήριξη και ευχέρεια κινήσεων. Τα ξίφη του τύπου αυτού ήταν βαριά και τα κτυπήματά τους ήταν περισσότερο καταφοράς παρά νύξης αν και στα χέρια επιδέξιων οπλομάχων καθώς και των δυτικών ιπποτών του μεσαίωνα ήταν ικανά και για νυκτικά κτυπήματα. Η αποτελεσματικότητα του ξίφους γινόταν ακόμη μεγαλύτερη συγκρινόμενη με τα μονής κόψης καμπύλα σπαθιά των Σαρακηνών, των Αιγυπτίων και των Τούρκων τα οποία ήταν ελαφρότερα και σχεδιασμένα σχεδόν αποκλειστικά για κτυπήματα καταφοράς.

Το σφαίρωμα, δηλαδή η στέψη της λαβής του, είχε πολυγωνικό ή άλλο πρισματικό σχήμα η δε λαβή του κατά κανόνα ήταν περιελιγμένη με δέρμα ή στριφτό σύρμα, όπως στο εικονιζόμενο ξίφος. Το σφαίρωμα - απόληξη της λαβής χρησίμευε για να μην αποσπάται εύκολα από την παλάμη το ξίφος και συγχρόνως το ευμέγεθες πρισματικό σφαίρωμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για καταφορά θλαστικών κτυπημάτων από κοντά κατά την διάρκεια των θανάσιμων εναγκαλισμών στις εκ του σύνεγγυς μονομαχίες. Το σταύρωμα της λαβής αυτού του τύπου των ξιφών ήταν ελαφρά κυρτό ή ευθύ και τελείωνε απλά χωρίς διακόσμηση ή κατέληγε σε μικρές κεφαλές λεόντων, αετών, φιδιών και λοιπών διακοσμήσεων. Η θήκη του ήταν επενδυμένη με δέρμα και έφερε συνήθως απλό μεταλλικό διάκοσμο όπως και τα υπόλοιπα ξίφη της εποχής του.201






ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Μέχρι την εμφάνιση της βαλλίστρας αλλά και μετά από αυτήν το σύνθετο π α λ ί ν τ ο ν ο τόξο ήταν το καλύτερο το οποίο είχε κατασκευαστεί στην κατηγορία των σύνθετων τόξων και η βολή του Τούρκου ο σουλτάνου Σελίμ του Γ' τον 17 αιώνα, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, διατηρεί μέχρι τις μέρες μας το απίστευτο ρεκόρ του μεγαλύτερου βεληνεκούς ιστορικά καταγεγραμμένου από τους ειδικούς το οποίο ήταν 889 μέτρα!-

206


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΦΑΡΕΤΡΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ Οι φαρέτρες ήταν οι θήκες των βελών του τόξου και χρησίμευαν το ίδιο σε όλους τους τοξότες αδιάφορα από την εποχή ή το λαό ο οποίος τις χρησιμοποιούσε. Οι διαφορές τους εστιάζονταν στον τρόπο κατασκευής τους, τα χρησιμοποιούμενα υλικά, την ποικιλία των σχημάτων και της διακόσμησης, πέραν του ότι ακόμη και η ανάρτησή τους γινόταν με διαφορετικό τρόπο από λαό σε λαό και από εποχή σε εποχή. Η χρήση της φαρέτρας ήταν γνωστή από την αρχαιότητα από τους προκλασικούς ακόμη χρόνους μέχρι και την εποχή της βαλλίστρας όπου φυλάσσονταν τα κοντά της βέλη σε ειδικές δερμάτινες θήκες. Επειδή τα είδη, τα μεγέθη και οι μορφές των ανά την υφήλιο φαρετρών είναι πάμπολλα η αναφορά θα γίνει μόνο σε αυτές της μεσαιωνικής Ευρώπης και της Ασίας. Οι μεσαιωνικές γνωστές Ευρωπαϊκές φαρέτρες ήταν ανοικτού τύπου, κυλινδρικές, δερμάτινες και η ανάρτησή τους γινόταν από την μέση ή από τον ώμο του τοξότη. Τα μήκη των βελών τα οποία έφεραν ήταν από 75 έως 85 εκ. και είχαν δύο και συνηθέστερα τρία φτερά χήνας για την εξισορρόπησης της πτήσης. Οι Ασιατικές φαρέτρες είχαν μεγαλύτερη ποικιλία μορφών και υλικών πολλές δε απ' αυτές ήταν κλειστού τύπου λόγω της ιδιαιτερότητας των Ασιατικών κλιματολογικών συνθηκών. Τα σχήματά τους ήταν πολλά και ποικίλα από σφηνοειδή κυλινδρικά, όπως το εικονιζόμενο αντίγραφο φαρέτρας Τουρκικού τύπου, έως πεπλατυσμένα ειδικού σχήματος όπως οι Ταταρομογγολικού τύπου φαρέτρες σαν και αυτή της οποίας αντίγραφο απεικονίζεται στην επόμενη σελίδα. Συνήθως οι βάρβαροι ιππείς στις ασιατικές στέπες έφεραν ξεχωριστές θήκες για το τόξο και για τα βέλη ή μία θήκη η οποία περιείχε και τα δύο. Η ανάρτηση των ασιατικών φαρετρών γινόταν από τον ώμο ή και από την μέση του τοξότη και η διακόσμησή τους διέφερε σχετικά με τον λαό τον τόπο και την εποχή. Οι Ευρωπαϊκές θήκες βελών είχαν απλό ή και καθόλου διάκοσμο ενώ οι Ασιατικές όπως και οι Μογγολικές καθώς και των Τατάρων έφεραν συνήθως έντονο χρωματιστό διάκοσμο από τοπικά μοτίβα, δερμάτινα κρόσσια, τομάρια ζώων, καθώς χάλκινα και ορειχάλκινα διακοσμητικά στοιχεία, όπως η φαρέτρα της επόμενης σελίδας.207



ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΞΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΩΝ

H

παρακάτω προσπάθεια μελέτης των τόξων και των βελών μέσα από το ιστορικό και τεχνικό πρίσμα δεν υποκαθιστά και δεν συμπληρώνει αντίστοιχες μελέτες οι οποίες έχουν γίνει σε βάθος από Έλληνες και ξένους μελετητές, ειδικούς οπλογνώστες και ιστορικούς συγγραφείς. Για να δοθεί μια ικανοποιητική εικόνα σχετικά με την περιγραφή των τόξων και των βελών σαν ιστορικών, πολεμικών και κυνηγετικών αντικειμένων - όπλων θα χρειαζόταν σίγουρα περισσότερος χώρος και πολύ περισσότερες λεπτομέρειες και γνώσεις από όσες θα επιχειρηθεί να κατατεθούν παρακάτω. Στην έρευνα αυτή θα αναφερθούν τα πλέον αξιόλογα από αυτά τα τόξα, από ιστορική άποψη, δεδομένου ότι η αναφορά σε όλα τα είδη των τόξων και των βελών είναι ιδιαίτερα φιλόδοξη και σίγουρα πρακτικά αδύνατη λαμβανομένης υπ' όψιν της πληθώρας των ειδών τους. Το τόξο ως εκηβόλο όπλο και το αναπόσπαστο βλήμα του το βέλος ή ιός δεν νοούνται να περιγραφούν και να μελετηθούν ξεχωριστά δεδομένου ότι το ένα συμπλήρωνε το άλλο και χωρίς την ύπαρξη του ενός το άλλο ήταν άχρηστο όσο και σήμερα ένα σύγχρονο όπλο χωρίς σφαίρες. Το Ευρωπαϊκό τόξο ως εργαλείο κυνηγίου εμφανίστηκε στην Μεσολιθική περίοδο από το 8000 έως το 3200 π.Χ., σύμφωνα με την ηλικία διασωθέντων σε άρτια κατάσταση στελεχών τόξων καθώς και αξόνων βελών από την προστασία της λάσπης των ποταμών και των λιμνών της Σκανδιναβικής χερσονήσου, των ποταμών της Αγγλίας και κάποιων Ελβετικών λιμνών. Αιχμές βελών, άλλα όχι οι άξονές τους, βρέθηκαν και στον κυρίως Ελλαδικό χώρο μετά από σχετικές αρχαιολογικές ανασκαφές και αφορούν στα βέλη τόσο της νεολιθικής εποχής όσο και της κλασικής καθώς και των ελληνιστικών, ρωμαϊκών, βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων. Τα τόξα τα οποία βρέθηκαν στον βόρειο ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και στον Ελληνικό, υπήρξαν οι πρόγονοι των λοιπών γνωστών τόξων και καταχωρούνται από τους ειδικούς σε κατηγορίες ανάλογα με την ηλικία, το σχήμα και τους τρόπους κατασκευής τους. Στον ευρύτερο ευρωπαϊκό δυτικό χώρο τα τόξα κατασκευάζονταν με βασικό υλικό μόνο τα ξύλα κάποιων κατηγοριών δένδρων και ονομάζονταν απλά τόξα ή α υ τ ο τ ό ξ α - self bows - σύμφωνα με την Αμερικανική έκδοση The Traditional Bowyer's Bible περί των απανταχού τόξων, των βελών τους και των τρόπων της κατασκευής τους. Μερικά μόνο από τα δένδρα αυτά ήταν η μελιά, η φλαμουριά, η φτελιά, η οξιά, το σφένδαμο, η λεύκα καθώς και το ήμερο έλατο, ο κέδρος, η κρανιά και το πεύκο. Αντιστοίχως τα βέλη κατασκευάζονταν από καλάμι, από ευθύγραμμα λεπτά κλαδιά ή από σχίζες ευθύϊνων τεμαχίων ξύλου, υφιστάμενες στην συνέχεια ειδική επεξεργασία. Τα πρωτόγονα τόξα είχαν σχετικά μικρό μήκος και ήταν υποτυπωδώς επεξεργασμένα κλαδιά δένδρων και όχι τεμάχια από τον κύριο κορμό του δένδρου εξ αιτίας της έλλειψης ειδικών εργαλείων για την αποκοπή τους. Οι χορδές των τόξων αυτών ήταν από τένοντες ζώου ή συνηθέστερα από ίνες κάνναβης. Τα πλέον αξιόλογα δείγματα νεολιθικών απλών τόξων από ξύλο ήμερου έλατου ή ίταμου ήταν αυτά που διασώθηκαν και βρέθηκαν σχεδόν σώα από την προστασία της λάσπης κάποιων λιμνών της Ελβετίας στην περιοχή Meare Heath και τα οποία χρονολογούνται από το 4000 έως το 3000 π.Χ. Οι αιχμές των βελών τους, οι οποίες πιθανότατα είχαν καλαμένιο άξονα, ήταν από οψιδιανό ή πυρίτη λίθο και μπήγονταν σε ειδική προς τούτο εγκοπή στον καλαμένιο άξονα ενώ στην συνέχεια δένονταν πάνω σ' αυτόν με την βοήθεια φυτικών ινών κάνναβης ή λωρίδων λεπτού δέρματος. 209


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Τα βέλη αυτά τα οποία πιθανότατα στερούντο και φτερών μπορεί να μην είχαν μεγάλο βεληνεκές πλην όμως προκαλούσαν θανατηφόρα τραύματα έστω και έμμεσα δεδομένου ότι οι πέτρινες αιχμές τους έσπαζαν μέσα στο σώμα των θυμάτων τους προκαλώντας μολύνσεις, όπως μαρτυρούν οι αιχμές οι οποίες βρέθηκαν καρφωμένες σε σκελετικά οστά εκείνης της εποχής. Περί το 2000 π.Χ. οπότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται μεταλλικά εργαλεία η κοπή των κατάλληλων δένδρων ήταν ευκολότερη καθώς και η μηχανική επεξεργασία τεμαχίων ξύλου από τα καταλληλότερα μέρη του δένδρου για την κατασκευή τόξων και βελών. Ιδανικό τόξο για ιπποτοξότες σε ανοικτούς χώρους ήταν το Ασιατικό τόξο το λεγόμενο και σύνθετο ή π α λ ί ν τ ο ν ο γνωστό στην πρώιμη μορφή του από την τρίτη χιλιετία π.Χ. όπου οι Ασιάτες κατασκευαστές του έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στα υλικά κατασκευής του απ' ότι στην μορφή των στελεχών του. Οι τοξότες της Άπω Ανατολής και της βορειοανατολικής Ασίας αφού στα πρώιμα στάδια της ιστορίας τους χρησιμοποίησαν και αυτοί απλά τόξα τελικά κατέληξαν σε ένα είδος κατασκευής τόξων μικρότερων των Δυτικοευρωπαϊκών αλλά ισχυρότερων από αυτά συγκολλώντας στην ράχη των σκελών των τόξων τους ζωικούς τένοντες χρησιμοποιώντας κόλλες από ζωικούς ιστούς και εντόσθια ψαριών. Οι ζωικοί τένοντες με την τετραπλάσια αντοχή τους σε εφελκυσμό, απ' ότι αυτός του ξύλου, επέτρεψαν την κατασκευή μικρότερων σε μήκος τόξων αλλά με το ίδιο βάρος τραβήγματος και το ίδιο μήκος βελών με αρκετά μεγαλύτερο όμως βεληνεκές. Η πρώιμη αυτή μορφή του σύνθετου τόξου με την σειρά της αντικαταστάθηκε στην Ανατολική και Δυτική Ασία από ένα τόξο, του ιδίου μήκους όπως το προηγούμενο, το οποίο είχε και αυτό σαν πυρήνα ξύλινη κατασκευή από καμπύλα στελέχη εύκαμπτων ειδών συμπαγούς καλάμου ή άλλου ξύλου αλλά με την προσθήκη καταλληλότερων κατασκευαστικών υλικών ζωικής προέλευσης. Σε αυτό το νέο βελτιωμένο είδος τόξου, εκτός των ζωικών τενόντων οι οποίοι συγκολλούνταν στην εξωτερική του ραχιαία επιφάνεια, συγκολλούνταν επίσης με την βοήθεια ιδιοσκευασμάτων κόλλας και στην εσωτερική κοίλη επιφάνεια του τόξου επιμήκη τεμάχια από κέρατα βουβάλου κατάλληλα λειασμένα και επεξεργασμένα στην φωτιά. Τελικά η εξελιγμένη αυτή μορφή του νέου σύνθετου Ασιατικού τόξου είχε σαν πυρήνα το ξύλο ή το ευθύϊνο συμπαγές καλάμι ρατάν, ενώ οι συγκολλημένοι ζωικοί τένοντες και τα κεράτινα τμήματα αναλάμβαναν τις εφελκυστικές δυνάμεις εξωτερικά και τις θλιπτικές δυνάμεις εσωτερικά. Το είδος του τόξου αυτού συσσώρευε μεγάλη ενέργεια διότι στην θέση ηρεμίας του πριν δηλαδή τοποθετηθεί η χορδή του τα στελέχη του ήταν στραμμένα αντίθετα από την θέση την οποία θα είχε με τοποθετημένη την χορδή και η οποία συσσωρευμένη ενέργεια προωθούσε με απίστευτη δύναμη το βέλος. Γενικά τα πλεονεκτήματα του Ασιατικού έναντι του απλού Ευρωπαϊκού τόξου, το οποίο ποτέ δεν πέρασε τα αντίστοιχα εξελικτικά στάδια του Ασιατικού, ήταν ότι ενώ είχε μικρότερο μήκος χρησιμοποιούνταν του ιδίου μήκους βέλη, το βάρος του τραβήγματός του ήταν μεγαλύτερο καθώς και η εμβέλειά του, ενώ η χορδή του δεν έβγαινε από τις αγκύλες του τόξου όταν αυτό δεν χρησιμοποιείτο. Από τον πρώιμο Ευρωπαϊκό μεσαίωνα είχε εμφανιστεί κιόλας το περίφημο Αγγλικό μακρύ τόξο l o n g b o w ή Ουαλικό τόξο το οποίο ήταν κατασκευασμένο από ειδικά τεμάχια ήμερου έλατου πανομοιότυπο σε μήκος με τα μακρά τόξα τα οποία είχαν βρεθεί νωρίτερα. Γύρω από το Αγγλικό μακρύ τόξο γράφτηκαν κατά καιρούς μύθοι και ιστορίες όπως αυτή του Αγγλοσάξονα ευγενούς Ρόμπιν του Λόξλεϋ, γνωστού ως Ρομπέν των Δασών, καθώς και σχετικά με τον συμβολισμό της περιπαικτικής επίδειξης των δακτύλων τους σε σχήμα V εκ μέρους των Άγγλων τοξοτών στους συνήθεις αντιπάλους τους Γάλλους οι οποίοι επιδίδονταν στην πρακτική της κοπής των δακτύλων των Άγγλων τοξοτών όταν τους αιχμαλώτιζαν. Το μακρύ λοιπόν Αγγλικό τόξο ήταν ό,τι καλύτερο μπόρεσε να παρουσιάσει η μεσαιωνική τουλάχιστον Ευρώπη στον τομέα των πολεμικών ε κ η β ό λ ω ν όπλων στην κατηγορία των τόξων. Επί της εποχής των Σταυροφοριών τα μακρά Ευρωπαϊκά τόξα ανταγωνίστηκαν επάξια τα σύνθετα κοντά παλίντονα τόξα των Τούρκων, των Αράβων και των Σαρακηνών συμβάλλοντας στην νίκη των Σταυροφόρων στην Άκρα, στην Ιερουσαλήμ στην Κιάφα και αλλού. 210


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Χαρακτηριστικά δείγματα μακρών τόξων από ξύλο ήμερου ελάτου ήταν τα δεκάδες τόξα τα οποία ανασύρθηκαν από το ναυάγιο της ναυαρχίδας του πολεμικού αγγλικού πλοίου «Mary Rose» που βυθίστηκε το 1545 επί της βασιλείας του Ερρίκου του Η'. Το μεσαιωνικό Αγγλικό μακρύ τόξο είχε μέσο μήκος περί το 1.75 - 1.80 μ. ήταν χονδρό στην θέση της λαβής και λέπταινε στα άκρα του τα οποία κατέληγαν σε κοκάλινες αγκύλες εφαρμογής της χορδής του η οποία ήταν φτιαγμένη από στριμμένο νήμα κάνναβης και σπανιότερα από τένοντες ζώου. Η καμπύλη του τόξου αυτού μετρούμενη από την μέση της χορδής του έως το στέλεχος ήταν 12-15 εκ. ενώ το μέσο βάρος τραβήγματος του τόξου ήταν περί τα 45 κιλά. Τα βέλη του τόξου είχαν μέσο μήκος περί τα 73 εκ. και αποκτούσαν ταχύτητα 320 χιλ. την ώρα υπό γωνία ο ρίψης 45 , το δε μέσο ωφέλιμο βεληνεκές του ήταν περί τα 250 μ. Όταν η ρίψη του βέλους γινόταν παράλληλα με το έδαφος η ταχύτητά του ήταν 290 χιλ. την ώρα και το μέσο βεληνεκές του κατέβαινε στα 100 μ. ενώ στα 50 μέτρα ήταν σε θέση να τρυπήσει την πλέον ανθεκτική πανοπλία της εποχής. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα του μακρού τόξου έναντι των άλλων τόξων της εποχής του ήταν η ταχυβολία του εφ' όσον ακόμη και κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή υπερίσχυε σε ταχυβολία του μηχανικού σταυρωτού τόξου, γνωστού ως βαλλίστρα, τοξεύοντας ανά λεπτό δέκα βέλη έναντι δύο ή τριών περίπου της βαλλίστρας. Το έτος 1415 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος ο Ε', διεκδικώντας στην Γαλλία τους τίτλους διαδοχής του στον Γαλλικό θρόνο, άλλαξε τα μέχρι τότε δεδομένα τα οποία ήθελαν τα σώματα των τοξοτών βοηθητικά σε σχέση τουλάχιστον με την δυναμικότητα των ιπποτών της εποχής εκείνης. Ο Άγγλος βασιλιάς στηρίχτηκε επάνω στους τοξότες του και επέτυχε λαμπρή νίκη το έτος 1415 στο Αζινκούρ κατά των Γάλλων ιπποτών οι οποίοι ακολουθούσαν τους παραδοσιακούς κανόνες τακτικής μάχης δηλαδή της μετωπικής επίθεσης με τους κατάφρακτους ιππότες. Παρόμοια μεγάλη νίκη επί των Γάλλων ιπποτών είχαν πετύχει οι Άγγλοι, πάλι με την αποφασιστική συμβολή των τοξοτών τους, υπό τον βασιλιά τους Εδουάρδο τον Γ' κατά την διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου το έτος 1345 στην μάχη του Κρεσύ καθώς και το 1356 στην μάχη του Πουατιέ. Η συνεχής τροφοδότηση των τοξοτών του Ουαλικού τόξου με τα απαραίτητα βέλη γινόταν από βοηθητικούς δευτεροκλασάτους στρατιώτες οι οποίοι μάζευαν τους πληγωμένους, έφερναν νερό και λοιπά εφόδια στους τοξότες. Οι αιχμές των βελών του τύπου b o d k i n είχαν υποστεί θερμική επεξεργασία χαλυβοποίησης, είχαν διάφορα σχήματα και τα στελέχη τους έφεραν τρία φτερά συνήθως από χήνα για την εξισορρόπησή τους κατά την διάρκεια της πτήσης τους και σχεδόν εύκολα, λόγω της διατρητικότητάς τους, διαπερνούσαν τους θώρακες των πανοπλιών της εποχής. Εξυπακούεται ότι το λαμπρό αυτό αγγλικό μεσαιωνικό τόξο λόγω του μεγάλου του μήκους χρησιμοποιείτο από πεζούς και όχι από έφιππους τοξότες. Παράλληλα στην Αμερικανική ήπειρο και ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της οι αυτόχθονες φυλές των Ινδιάνων πέρασαν από τα ίδια στάδια διαδικασίας κατασκευής και χρήσης των τόξων τους. Τα πρωτόγονα ινδιάνικα τόξα των Απάτσι, μιας από τις παλαιότερες πολεμικές φυλές της ηπείρου, κατασκευάζονταν από απλά κλαδιά άγριας μουριάς, δρυός, κρανιάς ή σφένδαμου τα οποία τόξα δεν ξεπερνούσαν τα 3 έως 4 πόδια δηλαδή είχαν ύψος από 1.00 έως 1.20 μ. Τα κλαδιά ξεραίνονταν για μια βδομάδα, μετά λιπαίνονταν για να αποκτήσουν ευλυγισία και ανθεκτικότητα στην υγρασία, στην συνέχεια δένονταν για να αποκτήσουν το κατάλληλο σχήμα και κατόπιν θάβονταν σε ζεστή στάχτη. Εκεί τα τόξα διατηρούσαν το σχήμα τους και μετά από αυτό ήταν έτοιμα για χρήση αφού τα διακοσμούσαν και τους πέρναγαν χορδή από νεύρα ζώου ή από τις αποξηραμένες και πλεγμένες ίνες του φυτού μασκάλ, το οποίο αποτελούσε και το πλέον διαδεδομένο ναρκωτικό της εποχής. Τα βέλη των Ινδιάνων γενικότερα φτιάχνονταν από ξύλο ή καλάμι έφεραν δύο ή τρία φτερά αετού ή γερακιού και οι αιχμές τους ήταν από πέτρα, σερπεντίτη λίθο, οψιδιανό ή κόκαλο. Αργότερα οι Ινδιάνοι χρησιμοποίησαν σιδερένιες αιχμές για τα βέλη τους όταν αυτές άρχισαν να γίνονται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης από τους Eυρωπαίους και Aμερικανούς εμπόρους οι οποίοι τους 211


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

πουλούσαν αιχμές βελών, λάμες μαχαιριών, τσεκούρια καθώς και οινοπνευματώδη ποτά με αντάλλαγμα την αγορά δερμάτων και γουνών ζώων. Η φυλή των Σιού Λακότα, επίσης παλαιά πολεμική φυλή χρησιμοποιούσε τόξα διπλής καμπύλης των οποίων το ύψος κατασκευαζόταν στις σωματικές διαστάσεις του επί μέρους πολεμιστή ενώ κατά τα λοιπά ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία κατασκευής με τα ήδη περιγραφέντα τόξα. Το αρχικό στάδιο της χρήσης του απλού τόξου το διαδέχτηκε, όπως περιγράφηκε, το στάδιο της προσπάθειας για την συγκόλληση τενόντων και κεράτινων τεμαχίων στην κοιλιά και την ράχη του τόξου για να καταλήξουν τελικά κάποιες από τις φυλές των Ινδιάνων όπως των Κομάντσι και πιθανότατα και άλλες στην κατάργηση εντελώς του ξύλινου πυρήνα του. Έτσι τα τόξα αυτά κατασκευάζονταν απ' ευθείας από κέρατα ελαφιού, άγριου πρόβατου ή άγριας κατσίκας και ήταν αρκετά δύσκολα στο τέντωμα της χορδής τους εξ αιτίας του δύσκαμπτου των κεράτων τους παραπέμποντάς μας έτσι σε ένα παρόμοιο αρχαίο τρόπο κατασκευής κυνηγετικού τόξου από κέρατα άγριας κατσίκας του Ομηρικού τόξου δύσκολου στην χρήση του το οποίο ανήκε στον Οδυσσέα τον μυθικό βασιλιά της Ιθάκης. Η συνήθης κατασκευή των κοινών Ινδιάνικων τόξων στην Βόρεια Αμερική, αδιάφορα αν ήταν ή όχι σύνθετα, γινόταν από απλά κλαδιά ή πεπλατυσμένα τεμάχια κατάλληλου ξύλου ατρακτοειδούς μορφής με στένωση στην θέση της λαβής διατηρώντας σταθερή καμπύλη καθ' όλο το μήκος τους. Στο σημείο της πρόσδεσης της χορδής στις αγκύλες το στέλεχος στένευε ιδιαίτερα και έπαιρνε μια κλίση προς την ράχη των στελεχών του αντίθετη δηλαδή προς την θέση της χορδής. Όταν γινόταν η τοποθέτηση της χορδής οι αγκύλες, στο στάδιο του τεντώματος λόγω της αντίθετης κλίσης τους, συσσώρευαν μεγάλη ενέργεια η οποία εξισορροπείτο από την μεγαλύτερη εξασκούμενη δύναμη επί της χορδής με αποτέλεσμα το εκτοξευόμενο βέλος να έχει μεγαλύτερο βεληνεκές. Τα Ινδιάνικα τόξα όπως των φυλών Χούπα, Τσοκ, Αλγκονκίνων, Μόντοκ, Σιού, Σένεκα και άλλων φυλών, πέραν της αποτελεσματικότητάς τους, ζωγραφίζονταν με ωραιότατα παραδοσιακά μοτίβα και από τις δύο πλευρές των στελεχών τους και στην συνέχεια χρωματίζονταν με ζωηρά χρώματα δίνοντας τελικά ένα αξιόλογο και καλαίσθητο εικαστικό αποτέλεσμα. Επίσης τα βέλη των Ινδιάνων χρωματίζονταν με τα χαρακτηριστικά χρώματα κάθε φυλής έτσι ώστε το κάθε βέλος καθόριζε και την ταυτότητα της φυλής στην οποία ανήκε. Στο βορειοανατολικό τμήμα της Νότιας Αμερικής και ιδιαίτερα στην περιοχή της σημερινής Παραγουάης το αρχέγονο φύλο των Ινδιάνων Γκουαρανί, πριν τον αφανισμό του από τους Ισπανούς και Πορτογάλους ιεραποστόλους και δουλεμπόρους, χρησιμοποιούσε ένα ιδιαίτερα ισχυρό απλό τόξο το οποίο εκτόξευε μεγάλα καλαμένια βέλη με μακριές χάλκινες σφυρήλατες αιχμές. Αξιόλογα επίσης ήταν και τα Ινδιάνικα βέλη τα οποία έφεραν δύο ή τρία φτερά και πέραν του χρωματισμού τους διέθεταν μία μεγάλη ενδιαφέρουσα ποικιλία σε μορφές και υλικά ενώ οι αιχμές τους γίνονταν από οψιδιανό, πυρίτη λίθο, κόκαλο, χαλκό και αργότερα από σίδερο. Ιδιαίτερη καινοτομία των βελών τους ήταν ότι οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν διαφορετικές αιχμές για το κυνήγι μικρών θηραμάτων και ιδιαίτερα πουλιών οι οποίες ήταν ξύλινες και με μεγάλη ποικιλία μορφών και μεγεθών για να μην καταστρέφονται τα μικρά θηράματα. Αξιόλογες κατασκευές τόξων έκαναν και οι αρχαίοι Εσκιμώοι κάτοικοι της Αλάσκας και του Βόρειου Καναδά ένθεν και ένθεν του Βιριγγείου πορθμού. Τα τόξα αυτά στηρίζονταν περισσότερο στην συνεργασία του κεράτινου τμήματος, το οποίο κατασκευαζόταν από τα κέρατα του ζώου καριμπού και ζωϊκών τενόντων, παρά στην καλή ποιότητα και συνεργασία του κατάλληλου ξύλου το οποίο ήταν δύσκολο να βρεθεί λόγω της έλλειψης κατάλληλης ξυλείας καθώς και των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Φτιαγμένα από ξύλινο πυρήνα κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες τα τόξα αυτά δεν είχαν έντονες καμπύλες σε θέση δε ηρεμίας ήταν ευθύγραμμα και τα μήκη τους ήταν από 75 εκ. έως 1μ. Άλλα τοπικά τόξα, του λεγόμενου αρκτικού τύπου, είχαν μήκος περίπου 1.50 μ. με ανάλογα μήκη βελών αντιστοίχως. Τόσο οι αρχέγονοι κάτοικοι του Ρωσικού βορά οι Σάαμι όσο και της αντίπερα αμερικανικής Καναδικής όχθης οι Ινουΐτ χρησιμοποιούσαν από αρχαιοτάτων χρόνων περισσότερο το απλό τόξο καθώς και κάποια υποτυπώδη σύνθετα τόξα για το κυνήγι της φώκιας και της αρκούδας παρά για πολεμικούς σκοπούς. 212


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ένα άλλο αξιόλογο είδος Ασιατικού τόξου ήταν το πρώιμο γωνιακό σύνθετο τόξο το οποίο έκανε την εμφάνισή του και αυτό την τρίτη χιλιετία π.Χ. στην Δυτική εγγύς Ασία αλλά και στην Αίγυπτο καθώς και στην Μεσοποταμία και στην Ασσυρία από το 2500 μέχρι το 500 π.Χ. Τέτοιου είδους γωνιακά τόξα μαζί με απλά τόξα καθώς και πολλά βέλη βρέθηκαν σε ανασκαφές στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών το 1922. Το τόξο αυτό είχε την ιδιορρυθμία να φαίνεται σαν να είχε κάμψη σχήματος αμβλείας γωνίας, στην θέση της λαβής του ενώ όταν τεντώνονταν γινόταν ημικύκλιο, είχε μεγάλο τράβηγμα χορδής περί το 1.00 μ. και ως εκ τούτου και μεγάλο βεληνεκές. Αξιόλογα ήταν και τα τόξα από ξύλο ενισχυμένα από κόκαλο κεράτου τα οποία χρησιμοποίησαν τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Χετταίοι το 1279 π.Χ. στην μάχη του Καντές, με την αμφιλεγόμενη έκβαση, όπου πρωταγωνίστησαν τα άρματα με το τριπλό πλήρωμα του ηνιόχου, του τοξότη και του οπλίτη δρομέα. Οι εποχούμενοι επί άρματος τοξότες ήταν συνήθης πολεμική τακτική στους στρατούς της αρχαιότητας τόσο της Ασίας όσο και της Αιγύπτου και λιγότερο των Ευρωπαϊκών στρατών. Στα άρματα επέβαιναν οι καλύτεροι τοξότες καθώς και οι ευγενείς οι οποίοι τόξευαν τους αρχηγούς ή τους καλύτερους πολεμιστές της αντίπαλης παράταξης δίνοντας στην έκβαση της μάχης συχνά απρόβλεπτο τέλος με τον τραυματισμό ή τον θάνατο του αντίπαλου βασιλιά. Νεότερα από τα γωνιακά τόξα ήταν τα λεγόμενα Κρητικά ή Λιβυκά τόξα από τα οποία ατυχώς δεν διασώθηκαν παρόμοια δείγματα ενώ παράλληλα διασώθηκαν πολλές χάλκινες και ορειχάλκινες χυτές αιχμές βελών καθώς και ζωγραφικές παραστάσεις του τόξου σε αγγειογραφίες. Ό,τι γνωρίζουμε από αυτά λοιπόν είναι από παραστάσεις αγγείων και δεν είναι γνωστό αν ήταν απλά ή σύνθετα, πράγμα πιθανότατο, δεδομένης της μέσω θαλάσσης γειτνίασης της Κρήτης με την Λιβύη και ως εκ ο τούτου και με την Αίγυπτο. Περί τον 8 αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε ένας άλλος τύπος τόξου του λεγόμενου Σκυθικού ο οποίος κατ' αρχήν δεν ήταν ενισχυμένος με τένοντες και κεράτινα τεμάχια, πλην όμως είχε μια νέα μορφολογική αντίληψη ως προς τον σχεδιασμό του. Το συνολικό μήκος αυτού του τόξου ήταν από 1.25 μ. έως 1.50 μ. και το τράβηγμά της χορδής του υπολογίζεται περί τα 75 εκ. λαμβανομένου όμως υπ' όψιν ότι οι πηγές από τις οποίες συμπεραίνονται αυτά τα στοιχεία προέρχονται από καλλιτεχνικές παραστάσεις καθώς και από τα ευρήματα πολλών φαρετρών και βελών από ανασκαφές τάφων στην περιοχή Αλτάϊ της Κεντρικής Ασίας. Οι αρχαίοι Σκύθες υπήρξαν λαός πολεμικός, νομαδικός του οποίου οι ορδές διέσχιζαν έφιππες τις απέραντες Ασιατικές εκτάσεις από την Κίνα έως τον Εύξεινο Πόντο, την σημερινή Ουκρανία, τα Βαλκάνια καθώς και την Ελλάδα. Οι Σκύθες φέρονταν σαν μυθολογικοί μακρινοί συγγενείς των Ελλήνων μέσω του Σκύθη γιου του Ηρακλή και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν απ' αυτούς σαν τοξότες μισθοφόροι, κυρίως όμως χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή της εσωτερικής τάξης σαν αστυνομικά όργανα όπως στην Αθήνα κατά την κλασική εποχή. Το Σκυθικό τόξο από μορφολογικής άποψης αποτελείτο από μια κατακόρυφη άκαμπτη λαβή η οποία ένωνε τα στελέχη του τόξου τα οποία είχαν μορφή ανισοσκελούς ανοιχτού S, σε σύγχρονη δε αλλά αδόκιμη απόδοση η μορφή του τόξου αυτού ονομάζεται «τόξο του έρωτα». ο ο Το τόξο αυτό εξελίχθηκε πλήρως κατά τον 7 με 5 αιώνα π.Χ. από τους Κιμμέριους και από τους νεότερους Σκύθες από τους οποίους το υιοθέτησαν και οι Έλληνες οι οποίοι ως γνωστόν δεν έδειχναν ιδιαίτερη έφεση προς το τόξο τουλάχιστον κατά την κλασική εποχή πράγμα το οποίο ήταν αποτέλεσμα μιας καθαρά Ελληνικής φιλοσοφικής αντίληψης περί της ανδρείας, των ηθικών κωδίκων διεξαγωγής του πολέμου και της ανάδειξης των πολεμικών αρετών μέσα από αυτόν. Την εξάπλωση του Σκυθικού τόξου στην Ασία ευνόησε το γεγονός ότι στις απέραντες ασιατικές στέπες τόσο οι μετακινήσεις των στρατών όσο και οι εχθροπραξίες μεταξύ των εκάστοτε αντιμαχομένων γίνονταν πλέον από εφίππους πολεμιστές. Οι μακρινές αποστάσεις της στέπας και η δυνατότητα μακρών βολών από το σύνθετο τόξο είχε σαν αποτέλεσμα οι αντίπαλοι να μην έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους δημιουργούμενης έτσι μιας νέας πολεμικής φιλοσοφίας. Με τον καιρό οι δυνατότητες του σύνθετου τόξου δημιούργησαν νέους τρόπους επιθετικής τακτικής μεταξύ των Ασιατών ιπποτοξοτών όπως στους Ούννους, στους Πάρθους και αργότερα στους Μογγόλους, στους Τούρκους και στους Τατάρους. Οι πολεμιστές αυτοί υιοθέτησαν την τακτική των 213


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

τοξευμάτων με την ταυτόχρονη επίθεση και της ξαφνικής υποκριτικής υποχώρησης, συνεχίζοντας όμως να τοξεύουν προς τον αντίπαλο στρέφοντας τον κορμό τους σε αντίθετη θέση από αυτήν της πορείας του αλόγου τους, για να αντεπιτεθούν πάλι ξαφνικά συνεχίζοντας να τοξεύουν ακατάπαυστα. Έτσι από το ανάποδο αυτό τόξευμα δημιουργήθηκε η γνωστή φράση «Πάρθια βέλη» που υπονοεί γενικά την αναπάντεχη συνεχή και ύπουλη βολή κατά την διάρκεια εσκεμμένης και δόλιας υποχώρησης. Η εξέλιξη του Σκυθικού τόξου ήταν παράλληλη με την εξέλιξη της αμυντικής και επιθετικής ικανότητας των ομόρων της Σκυθίας λαών, όπως των Σαρματών και των Πάρθων και έτσι το Σκυθικό τόξο προς αντιμετώπιση των τεχνικών εξελίξεων των τόξων των αντιπάλων τους ενισχύθηκε με κεράτινα τμήματα και προσθήκες ζωικών τενόντων. Στην τελική του αυτή μορφή χρησιμοποιήθηκε από λαούς της κεντρικής Ασίας όπως τους Ούννους και τους Άβαρους για πολλούς ακόμη αιώνες μετατρέποντας το Σκυθικό τόξο στο υπ' αριθμόν ένα εκηβόλο επιθετικό όπλο του Ασιατικού μεσαίωνα το οποίο υιοθετήθηκε στην συνέχεια από τις Τουρκικές, Τουρκομανικές και Τουρκοϊρανικές φυλές. Την εξέλιξή του ακολούθησαν και οι Μαγυάροι, οι σημερινοί Ούγγροι, λαός προερχόμενος από την Ασία και φυλετικοί συγγενείς των Τούρκων, γενομένου του αρχικού του μήκους από 1.15 έως 1.30 μ. ενώ οι λοιπές βασικές αλλαγές ήταν ότι η άκαμπτη λαβή του απομακρύνθηκε περισσότερο από την χορδή μεγαλώνοντας το βάθος της κοιλιάς του κάνοντας την κλίση των στελεχών του ως προς την λαβή του εντονότερη. Τα βελτιωμένα αυτά τόξα είχαν μεγάλο βάρος τραβήγματος το οποίο έφθανε επάνω από τα 45 κιλά ενώ παρά το γεγονός ότι είχαν κοντό μήκος εκτόξευαν του ιδίου μήκους βέλη με τρίλοβες και μικρές κωνικές αιχμές όπως και το προγενέστερο μακρύτερο τόξο, σε αντίθεση με τα Αγγλικά μακρά τόξα τα οποία ενώ είχαν το ίδιο βάρος τραβήγματος είχαν συγχρόνως και το διπλάσιο σχεδόν μήκος. Παρεμφερές στο σχήμα και την απόδοση με το Τουρκικό τόξο υπήρξε και το Ταταρομογγολικό τόξο το οποίο ήταν νεότερο του Τουρκικού και οι διαφορές τους εστιάζονταν στα περισσότερο κεκλιμένα άκρα του και την μικρότερη απόσταση της χορδής από την λαβή του. Πάντοτε αναφορικά με το ασιατικό τόξο σημαίνουσα θέση κατείχε και το Ιαπωνικό τόξο γ ι ο ύ μ ι το οποίο ενώ είχε περίπου το ύψος του Ευρωπαϊκού μακρού τόξου ή και μεγαλύτερο, είχε διπλή καμπύλη και χρησιμοποιείτο κυρίως από ιπποτοξότες δεδομένου ότι τα στελέχη του ήταν ανισοϋψή με μεγαλύτερο το επάνω στέλεχος έτσι ώστε δεν εμποδιζόταν το τράβηγμα της χορδής εκ μέρους του ιππέα. Όλα τα μέχρι τότε αναφερόμενα τόξα ήταν συμμετρικά με άξονα το κέντρο της λαβής τους ενώ το ασιατικό αυτό τόξο δεν προσομοίαζε με κανέναν άλλο τύπο τόξου ως προς τις αναλογίες του. Αν δηλαδή από το μέσο της λαβής του και κάτω ήταν 60 εκ. από το μέσο της λαβής του και επάνω ήταν 1.00 έως 1.10 μ. με το επάνω στέλεχος να είναι σχεδόν διπλάσιο του κάτω στελέχους. Το κυρίως σώμα του τόξου κατασκευαζόταν από επάλληλες λωρίδες ξύλου ή καλαμιού ρατάν το οποίο με την κατάλληλη τοποθέτηση σε ειδική μήτρα έπαιρνε το τελικό του σχήμα, στην συνέχεια δε συγκολλούνταν στην ράχη του και την κοιλιά του τένοντες ζώου και τεμάχια κέρατου αντιστοίχως. Έτσι όταν το κεράτινο τμήμα, μετά το στάδιο της συγκόλλησής του, επανερχόταν στην αρχική του μορφή συμπαρέσυρε μαζί του και το ξύλινο τμήμα του τόξου και αυτή η συσσωρευμένη δύναμη τελικά αιχμαλωτιζόταν σε αντίθετη ροπή μετά την μόνιμη τοποθέτηση της χορδής. Η αντίσταση λοιπόν η οποία εξασκείτο κατά την διαδικασία τεντώματος της χορδής η οποία λεγόταν βάρος τραβήγματος του τόξου ήταν επάνω από 45 κιλά και έδινε μεγάλη αρχική ταχύτητα στο βέλος το οποίο είχε μήκος περί τα 90 εκ. Τα πανίσχυρα αυτά τόξα σε συνδυασμό με την μοναδική σκοπευτική ικανότητα των Ιαπώνων τοξοτών χάρισαν κατά καιρούς επανειλημμένες νίκες στους Ιάπωνες έναντι των εχθρών τους αλλά τους στοίχισαν και χιλιάδες νεκρούς στις μεταξύ τους αδελφοκτόνες διαμάχες. Τα ίδια υλικά αλλά διαφορετικά σχήματα είχαν τα σύνθετα τόξα των Κορεατών και των Κινέζων που προσομοίαζαν περισσότερο στον τρόπο κατασκευής τους με τα Τατάρικα τόξα παρά με τα Ιαπωνικά. Τα τόξα αυτά ήταν δηλαδή κοντύτερα και εκτόξευαν βέλη τα οποία ήταν συνήθως φτιαγμένα από καλάμι μπαμπού είχαν ατσάλινες ή σιδερένιες αιχμές διαφόρων σχημάτων και η διακόσμησή τους προέβλεπε εγκοπές και χρώματα με το μήκος των βελών τους να πλησιάζει τα 80 εκ. 214


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Επίσης οι αιχμές των βελών τους, ιδιαίτερα των Κινεζικών, είχαν περίπλοκες μορφές και σχήματα τα οποία απέβλεπαν στην όσο γίνεται περισσότερο καταστρεπτική δράση του βέλους επί του θύματος και ήταν κατασκευασμένα από μπρούντζο ή σίδερο. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα τόξα κατά την σινική μεσαιωνική περίοδο ήταν αυτό όπου ο τοξότης έπεφτε ανάσκελα με την πλάτη στο έδαφος, τοποθετούσε τα πόδια του ένθεν και ένθεν της λαβής, ανασήκωνε τα πόδια του και τραβούσε και με τα δυο του χέρια συγχρόνως την χορδή και το βέλος το οποίο είχε ξεχωριστό μήκος και πάχος άξονα καθώς και μήκος αιχμής. Με αυτόν τον τυφλό τρόπο βέβαια εκτόξευσης και χωρίς ο τοξότης να έχει πλήρη οπτική επαφή με τον στόχο του συμπεραίνεται ότι δεν επιτυγχάνονταν ιδιαίτερα αποτελέσματα. Αντίθετα το τόξο αυτό ήταν καταστροφικότατο εφ' όσον εκτόξευε σε μεγάλη απόσταση τα μεγάλα του και πολλές φορές φλεγόμενα βέλη κατά εκατοντάδες σε καμπύλη τροχιά και σε συνεχείς ρίψεις κατά του μεγάλου και εκτεταμένου συνήθως στόχου ο οποίος ήταν εχθρικός οικισμός ή στρατόπεδο. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν και τα τεράστια Ινδικά τόξα που φτιάχνονταν από ινδικά καλάμια μπαμπού τα οποία ενώνονταν στην θέση της λαβής πιθανόν με μεταλλικό κυλινδρικό σύνδεσμο και δέρμα. Τα πανίσχυρα αυτά τόξα είχαν το ύψος ενός ανθρώπου ακουμπούσαν στο έδαφος στηριζόμενα από το πόδι του τοξότη και τα καλαμένια βέλη τους με τις μεγάλες μεταλλικές αιχμές, οι οποίες συχνά ήταν δηλητηριασμένες, είχαν περί το 1.00 μ. μήκος. Με τέτοια τόξα ήταν οπλισμένοι οι τοξότες του βασιλιά Πώρου όταν αντιμετώπισαν τους εισβολείς Μακεδόνες στην μάχη του Υδάσπη ποταμού καθώς και οι πολεμιστές της χώρας των Μαλλών όπου ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε σοβαρά από ένα τέτοιο βέλος. Ενώ στην Ασία και στην Ευρώπη και λιγότερο στην Αμερική η κατασκευή των τόξων και η βαλλιστική των βελών του παίρνουν διαστάσεις επιστημονικής έρευνας με την χρήση μαθηματικών τύπων, αντίθετα στην Αφρικανική ήπειρο η εξέλιξή τους παρέμεινε στις υποτυπώδεις και αναγκαίες κατασκευαστικά αποδόσεις χωρίς ιδιαίτερο ψάξιμο γύρω από τα μυστικά της τοξοβολίας και την εξέλιξή της. Τα τόξα αυτά ακόμη και σήμερα, από τις λίγες φυλές οι οποίες τα χρησιμοποιούν ακόμη, κατασκευάζονται από απλά κλαριά δένδρων, από το ινδικό καλάμι μπαμπού, από το συμπαγές καλάμι ρατάν ή από κλαριά φοινικόδεντρων χωρίς την προσθήκη των ειδικών υλικών τα οποία θα τους έδιναν την αποτελεσματικότητα των συνθέτων ασιατικών τόξων ή έστω των απλών ευρωπαϊκών μακρών τόξων. Οι λόγοι είναι συχνότατα οι επί μέρους τοπικοί κλιματολογικοί και γεωγραφικοί παράγοντες οι οποίοι συνετέλεσαν στην έλλειψη της ανάγκης να χρησιμοποιείται γενικά το τόξο σαν κυρίως όπλο περιοριζόμενου περισσότερο σαν όπλου κυνηγίου παρά σαν πολεμικού όπλου. Επίσης οι συνθήκες της πυκνής βλάστησης δεν επέτρεπαν ικανοποιητική ορατότητα στον τοξότη και ως εκ τούτου το μεγάλο βεληνεκές δεν ήταν αναγκαίο με αποτέλεσμα τα ισχυρά τόξα μεγάλου βεληνεκούς να μην ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα, παρά μόνο σε ανοικτές εκτάσεις, περιοριζόμενων έτσι των κυρίων επιθετικών όπλων στα πάσης φύσεως ακόντια, τους ξύλινους κεφαλοθραύστες, τα σιδερένια πεταχτάρια και τις μασέτες. Ενδιαφέροντα για σχετική μελέτη υπήρξαν κάποια αφρικανικά τόξα τα οποία αντί για βέλη εκτόξευαν πέτρες, τα λεγόμενα πετροβόλα τόξα, στα οποία την πέτρα - βλήμα την τοποθετούσαν σε υποδοχή ανάλογη με αυτήν της σφεντόνας ενώ κατά τα λοιπά λειτουργούσε σαν τόξο. Η ενδιαφέρουσα αυτή παραλλαγή του τόξου δεν μας είναι ιδιαίτερα γνωστή δεδομένης της δυσκολίας του χειρισμού του και ως εκ τούτου και της σπανιότητας της χρησιμοποίησής του. Τελικά το αποτέλεσμα είναι ότι το μέσο αφρικανικό τόξο είχε το ένα τρίτο της εμβέλειας ενός Αγγλικού μακρού τόξου του μεσαίωνα και σίγουρα πολύ μικρότερη εμβέλεια από ένα σύνθετο τόξο ασιατικού τύπου χωρίς μέχρι και σήμερα να έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος. Η εξέλιξη της Αφρικανικής ηπείρου, εκτός των βορειοαφρικανικών παραλίων, για διάφορους οικονομικούς, πολιτικούς, δημογραφικούς και λοιπούς λόγους έμεινε πίσω γενικώς δεδομένης και της εκμετάλλευσής της εκ μέρους της διεθνούς «πολιτισμένης» κοινότητας μέχρι και στις ημέρες μας. Οι πιεστικές προτεραιότητες της καθημερινής επιβίωσης καθώς και η έλλειψη στοιχειωδών μέσων εκπαίδευσης, υγιεινής και πόρων σίτισης χαρακτήρισαν την κυρίως Αφρική σαν τρίτο κόσμο, τουλάχιστον 215


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

μερικά χρόνια πριν, με τις γνωστές αρνητικές επιπτώσεις στον εκσυγχρονισμό και στις πολιτιστικές δραστηριότητες των περισσοτέρων Αφρικανικών κρατών. Έτσι τα παραδοσιακά σκεύη, τα εργαλεία και τα όπλα, ευτυχώς όχι όλα, παρέμειναν σε πρωτόγονες τοτεμικές μορφές και σχήματα χοντροκομμένα και ανεπεξέργαστα σε συσχετισμό τουλάχιστον με τα παλαιά και νεότερα χερσαία και νησιωτικά Ασιατικά καλλιτεχνήματα. Δηλαδή σε απόλυτα τεχνικά μεγέθη απόδοσης τα τόξα των Βουσμάνων της ερήμου Καλαχάρι δεν μπορούν να συγκριθούν εξ αντικειμένου σε τίποτα με ένα Τουρκικό ή Τατάρικο σύνθετο τόξο σε οποιαδήποτε εποχή. Σε αυστηρά τοπικό επίπεδο παρουσιάζονται κάποιες μικρές εξαιρέσεις περισσότερο όμως στον παραδοσιακό διάκοσμο των κλειστών φαρετρών όπως των Μάντιγκ του δυτικού Σουδάν, οι οποίοι έχουν παράδοση στην στικτή διακόσμηση ιδιαίτερα των δερμάτων και οι οποίοι χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα βέλη χωρίς φτερά. Το μέσο ύψος ενός αφρικανικού τόξου φτιαγμένου από κλαρί μπαμπού ή ρατάν καθώς και από τον συνδυασμό περισσοτέρων υλικών είναι περί το 1.50 μ. το δε μέσο μήκος των βελών του είναι περί τα 60 εκ. φτιαγμένα από μεγάλη ποικιλία υλικών και σχημάτων αιχμών εκ των οποίων άλλα φέρουν και άλλα όχι φτερά ασφαλούς πτήσης. Ενδεικτικά τόξα μικρού μήκους αναφέρονται έως σήμερα αυτά των αγελαδοτρόφων, πρώην λεονταροκυνηγών, Μασάϊ της Κένυα τα οποία όμως χρησιμοποιούνται περισσότερο πρακτικά, για την ανώδυνη συλλογή του αίματος της αγελάδας το οποίο αποτελεί την βασική τροφή των Μασάϊ, μέσω της εκτόξευσης μικρών βελών στις φλέβες του λαιμού του ζώου. Τα χρησιμοποιούμενα, πιθανόν και σήμερα για το κυνήγι ή τον πόλεμο, αφρικανικά και όχι μόνο τόξα εκτόξευαν βέλη καλαμένια ή ξύλινα με τοξικό φυτικό δηλητήριο στις αιχμές τους π.χ. κουράρε, ακόνιο, στρυχνίνη, κώνειο ή δηλητήριο φιδιών καθώς και ενός είδους δηλητηριωδών βατράχων έτσι ώστε ακόμη και το επιπόλαια πληγωμένο ζώο ή ο άνθρωπος γινόταν τελικά θύμα του δηλητηρίου. Η πρακτική των δηλητηριασμένων βελών για το κυνήγι, αλλά και για τις εχθροπραξίες μεταξύ των αντιμαχόμενων φυλών, απαντάται ακόμη και σήμερα στην βορειοανατολική και νοτιοανατολική Νότια Αμερική από τους ιθαγενείς Ινδιάνους της Βραζιλίας, της Παραγουάης και της Βενεζουέλας με την μορφή όμως τοξευμάτων δηλητηριωδών ακίδων από φυσοκάλαμα και λιγότερο από τα γνωστά μας παραδοσιακά απλά τόξα. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα των πρωτόγονων ακόμη ιθαγενών του Βραζιλιάνικου Αμαζονίου οι οποίοι τοποθετούσαν στην άκρη των βελών τους δηλητηριασμένα δόντια από πιράνχας τα οποία αποσπώμενα παρέμεναν μέσα στην πληγή συντομεύοντας τον θάνατο του θύματός τους ή χρησιμοποιούσαν βέλη των οποίων η αιχμή ήταν κούφια και γεμιζόταν με φυτικά, ζωικά ή χημικής σύνθεσης δηλητήρια. Η πρακτική των πάσης φύσεως δηλητηρίων ξεκινάει από την αρχαιότητα και η μυθολογία καθώς και η ιστορία αναφέρονται σε τοξότες οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δηλητηριασμένες αιχμές όπως κάποιοι Αχαιοί, οι Σκύθες, οι Ινδοί, οι Τούρκοι, οι Πολυνήσιοι και πολλοί άλλοι. Αυτή η προσπάθεια της ιστορικής αναδρομής και προσέγγισης στο αρχέγονο όπλο του τόξου και των αναπόσπαστων μελών του των βελών καθώς και οποιαδήποτε άλλη μελέτη σχετικά με τα υπόλοιπα όπλα, τα σκεύη, τα εργαλεία, τα κοσμήματα, τα ενδύματα ή και τα ενδιαιτήματα των ανθρώπων σκοπό έχουν να αναδείξουν το πολιτιστικό επίπεδο του επί μέρους εξεταζομένου λαού ή φύλου την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Μέσα από αυτές τις μελέτες προσεγγίζονται οι ιστορικές συνθήκες τα αίτια και τα γεγονότα των οποίων τα αποτελέσματά σηματοδοτούν και χαρακτηρίζουν τον επί μέρους λαό και την εποχή του. Το λειτουργικό και κατασκευαστικό μέρος των αντικειμένων αυτών καθώς και οι πρακτικές δυνατότητές τους, αδιάφορα από την εφαρμογή τους, δεν είναι το κυρίαρχο θέμα ούτε και ο κεντρικός στόχος της μελετητικής αυτής προσπάθειας. Τελικά ο στόχος και το ζητούμενο είναι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η μελέτη των ιστορικών γεγονότων σε ευρύτερο επίπεδο με αφορμή συγχρόνως και δέλεαρ κάποια ξεχωριστής ιστορικής σημασίας γεγονότα τα οποία εξάπτουν την φαντασία καθώς και αντικείμενα - όπλα όπως εν προκειμένω είναι τα τόξα και όσα αξιόλογα συνέβησαν γύρω από αυτά με αυτά και εξ αιτίας αυτών. Η σημασία από ψυχολογική άποψη η οποία δινόταν στο τόξο εκ μέρους των χρηστών του ήταν ιδιαίτερη και η παρουσία του επενεργούσε καταλυτικά στις 216


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

αντίπαλες παρατάξεις δεδομένου ότι ήταν το όπλο το οποίο σκόρπιζε τον σιωπηλό, ύπουλο και βασανιστικό θάνατο από μακριά. Το βέλος ήταν απρόσωπο, σχεδόν αθόρυβο και τόσο ύπουλο ούτως ώστε να δικαιολογείται η υποτιμητική μυθολογική αναφορά στον Τρώα πρίγκιπα Πάρη ο οποίος όντας μέτριος έως δειλός πολεμιστής αλλά συγχρόνως και δεινός τοξότης σκότωσε τοξεύοντας από μακριά τον ήρωα Αχαιό Αχιλλέα. Ο Πάρης με την σειρά του βρήκε και αυτός τον ίδιο θάνατο από το δηλητηριασμένο βέλος του περίφημου τοξότη Αχαιού Φιλοκτήτη ο οποίος κατείχε τα όπλα του Ηρακλή. Ο πολεμιστής τοξότης αντίθετα με τον τοξότη της αθλοπαιδιάς έβλεπε την ανθρώπινη μάζα η οποία αποτελούσε τον στόχο του και όχι το επί μέρους θύμα του και για τον λόγο αυτό τα τοξεύματά του είχαν την ο ο optimum σκοπευτική τροχιά των 43 - 45 και όχι την ευθεία τροχιά παράλληλα με το έδαφος. Συνδυασμό και των δύο τύπων τοξευμάτων της καμπύλης και της ευθείας εκτόξευσης έκαναν οι Ασιάτες τοξότες και ιδιαίτερα οι Ούννοι του Αττίλα κατά των Ρωμαίων λεγεωνάριων με θαυμάσια αποτελέσματα για τους Ούννους σχεδόν σε όλες τους τις μάχες τους με τους Ρωμαίους. Η τακτική αυτή των Ούννων τηρήθηκε επιτυχώς, αδιάφορα με το τελικό αποτέλεσμα και στην περίφημη μάχη των Καταλανικών πεδίων το έτος 451 μ.Χ εναντίον των λεγεώνων του Ρωμαίου στρατηγού Φλάβιου Αέτιου και των Βησιγότθων του Θεοδώριχου όπου, όταν οι λεγεωνάριοι ήταν εντός βεληνεκούς οι Ούννοι τόξευαν υπό γωνία έτσι που οι Ρωμαίοι υποχρεώνονταν να κρατήσουν τις ασπίδες τους ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους. Συγχρόνως όμως μια νέα σειρά τοξοτών τόξευε κατ' ευθείαν επί του στόχου παράλληλα προς το έδαφος εκεί όπου ήταν μοιραία τα ακάλυπτα σώματα των λεγεωνάριων. Το τόξο σαν όπλο προκαλούσε πάντοτε δέος στον αντίπαλο και το θέαμα χιλιάδων βελών να πέφτουν στην κυριολεξία σαν σιδερένια βροχή από τον ουρανό ήταν αρκετό, πέραν του όποιου αποτελέσματος, να προκαλέσει τον πανικό σε οποιονδήποτε αντίπαλο. Είναι δε γνωστή η απάντηση του Σπαρτιάτη ενωμοτάρχη Διεινέκη στις Θερμοπύλες όταν οι Πέρσες απείλησαν ότι θα σκοτεινιάσει ο ουρανός από το πλήθος των ριπτόμενων βελών τους: «Καλύτερα θα πολεμήσουμε υπό σκιάν». Με αυτόν τον τρόπο οι περισσότεροι από τους Έλληνες μαχητές αντιμετώπιζαν τους όποιους αντιπάλους τους από νοοτροπία ή υποκειμενική αντίληψη αξιών και αρχών, οι οποίες ήταν απαύγασμα μακραίωνης στάσης ζωής και κουλτούρας και δέχονταν τον θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς την απόσταση ασφαλείας από αυτόν πράγμα το οποίο παρείχε η βολή με το τόξο. Το τόξο δεν επηρέαζε ψυχολογικά άσχημα τον κάθε αντίπαλο μόνον στην μάχη αλλά τον επηρέαζαν και τα αποτελέσματα της χρήσης του τόξου τα οποία ήταν καταστροφικά. Πέραν των όσων τραυματιών υπέκυπταν άμεσα στα θανάσιμα τραύματά τους ένα μεγάλο πλήθος αντιμαχομένων πέθαινε μετά την μάχη βασανιστικά από τις μολύνσεις τις οποίες προκαλούσαν τα τραύματα από τις αιχμές των βελών. Τα ριπτόμενα βέλη συμπαρέσυραν κατά την είσοδό τους στο σώμα του πολεμιστή τεμάχια από τον ιματισμό του ή έσπαζαν πολλές φορές μέσα στο σώμα του κατά την είσοδό τους ή το τράβηγμα για την έξοδό τους. Για τον σκοπό αυτό τα βέλη είχαν κατά καιρούς διάφορα σχήματα και μήκη αιχμών για να προξενούν όσο γίνεται μεγαλύτερο τραύμα τόσο κατά την είσοδο του βέλους όσο και κατά την προσπάθεια αφαίρεσής του, εφόσον το τραύμα δεν ήταν διαμπερές. Η ιδιαιτερότητα του τόξου, αλλά και σχετικό μειονέκτημά του όπως και της βαλλίστρας ήταν ότι, ενώ το τόξο παρέμενε στα χέρια του τοξότη, τα βέλη χάνονταν κατά χιλιάδες όπως και οι σφαίρες στα σημερινά όπλα εφ' όσον ήταν αναλώσιμα και μιας χρήσης. Τα χιλιάδες βέλη τα οποία ρίπτονταν στις μάχες δεν φτιάχνονταν τότε με μηχανικό τρόπο και χρειάζονταν πολλές ώρες και χέρια καθώς και υλικά για να κατασκευαστούν και είναι γνωστό, χωρίς να είναι και ιστορικά αποδειγμένο, ότι ο Ερρίκος ο Ε' της Αγγλίας είχε διατάξει την αφαίρεση έξι φτερών από όλες τις χήνες του βασιλείου του κατά τακτά χρονικά διαστήματα για τις ανάγκες της κατασκευής των βελών. Πρέπει να σημειωθεί ενδεικτικά ότι μόνο στην μάχη του Αζινκούρ το 1415 εκτοξεύτηκαν περί τα 500.000 βέλη εκ μέρους των Άγγλων από τα οποία μόνο μικρό μέρος τους περισυλλέγη μετά το πέρας της μάχης. 217


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Το μάζεμα των βελών των όπλων και των ασπίδων των νεκρών του νικητή καθώς και του ηττημένου αντίπαλου του γινόταν από τον πρώτο και για λογαριασμό του από ομάδες γυναικοπαίδων οι οποίες ακολουθούσαν τον στρατό για πλιάτσικο, σκύλευση και ενταφιασμό των νεκρών, μικροεμπόριο καθώς και άσκηση πορνείας. Εκτός από όπλο πολεμικό ή κυνηγετικό εργαλείο το τόξο εξελίχτηκε σε σύγχρονες σύνθετες μηχανικές κατασκευές φτιαγμένο με σύγχρονες μεθόδους και υλικά όπως από πρεσαριστές μορφές ξύλων τύπου σκληρού κόντρα πλακέ, από κέβλαρ, από ανθρακονήματα, από ειδικά πλαστικά κ.λ.π. Στις ημέρες μας η τοξοβολία αποτελεί μια ευχάριστη παιδιά η οποία γίνεται από στατικούς τοξότες αθλητές και απαιτεί ηρεμία, προσήλωση και προσοχή αλλά και από ιπποτοξότες οι οποίοι εξασκούν συγχρόνως με την όξυνση των αισθήσεών τους και την αυτοσυγκέντρωση, την ταχύτητα αναγνώρισης στόχου και την ιππική τεχνική δεξιότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αθλητική τοξοβολία αποτελεί Ολυμπιακό άθλημα από την Ολυμπιάδα του Παρισιού το 1900, σταμάτησε το 1920 για να επανέλθει το 1972 στην Ολυμπιάδα του Μονάχου. H Διεθνής Ομοσπονδία της Τοξοβολίας είναι η FITA η οποία ιδρύθηκε στην Πολωνία το 1931 και κάθε δύο χρόνια οργανώνει διεθνείς αγώνες σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο σε εννέα κατηγορίες αθλημάτων σχετικών με την τοξοβολία από πεζούς και από ιππείς. Η Ελλάδα είναι μέλος της FITA από το 1983 ενώ η Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Τοξοβολίας η ΕΦΟΤ ιδρύθηκε το 1999 και έκτοτε αρκετοί νεοέλληνες και των δύο φύλων ασχολούνται με το ευχάριστο αλλά και δύσκολο αυτό άθλημα επιτυγχάνοντας διεθνείς διακρίσεις με αιχμή του δόρατος την ομάδα των Ελλήνων Κενταύρων Kassai. Χιλιάδες άνθρωποι ασχολούνται επίσης με την κυνηγετική τοξοβολία ανά τον κόσμο ενώ παράλληλα πολλά κράτη αντιπροσωπεύονται στις Ολυμπιάδες από τις εθνικές τους τοξευτικές ομάδες με εξαιρετικές επιδόσεις, όπως οι Κορεάτες, οι Ούγγροι, οι Αμερικανοί και άλλοι. Το άθλημα της σύγχρονης τοξοβολίας ανέδειξε μέσα από τις δραστηριότητες και τα αθλητικά επιτεύγματά του τον περίφημο Ούγγρο δάσκαλο Lajos Καssai και την διεθνούς φήμης ομάδα του των Κενταύρων τοξοτών και ιπποτοξοτών, όπως επίσης και τους δασκάλους Kisik Lee, Κορεάτη και τον Αμερικανό Jim Easton. Σήμερα γίνονται κατασκευές τυποποιημένων τόξων σε εργοστασιακό επίπεδο για εμπορική εκμετάλλευση ενώ παράλληλα κάποιοι νοσταλγοί της τοξοβολίας κατασκευάζουν ιδιόχειρα παραδοσιακά αυθεντικά τόξα όπως ο, διεθνώς γνωστός στους κύκλους των τοξοτών, Ιταλός από την Φερράρα Stefano Benini. Οπωσδήποτε το τόξο υπήρξε στο παρελθόν ένα από τα πλέον αξιόλογα ε κ η β ό λ α όπλα αποτελεσματικό στο κυνήγι και στον πόλεμο και σε κάποιες απόμερες και πρωτόγονες γωνιές του κόσμου χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για τους ίδιους σκοπούς. Η ύπαρξή του, ο τρόπος και η συχνότητα χρήσης του, οι εικαστικές μορφές του και η τεχνογνωσία της κατασκευής του, έδειξαν κατά καιρούς το πολιτιστικό και το τεχνολογικό επίπεδο των κατασκευαστών και χρηστών του οι οποίοι έχουν καταταγεί στην αντίστοιχη βαθμίδα πολιτιστικής προσφοράς μεταξύ των λαών της εποχής τους.-

218


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΤΥΠΟΙ ΒΕΛΩΝ ΤΟΞΟΥ Ο τεχνικός συσχετισμός του τόξου και του βέλους υπήρξε πιθανόν η πρώτη σύνθετη ανθρώπινη σκέψη στο επίπεδο των κυνηγετικών και στην συνέχεια των πολεμικών ε κ η β ό λ ω ν όπλων. Μόνο με τον ακριβή και σωστό συσχετισμό των δύο αυτών στοιχείων και την άριστη εκπαίδευση η οποία απαιτείτο εκ μέρους του τοξότη επιτυγχάνονταν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Εκτός λοιπόν από την σημαντικότητα του τόξου και των στοιχείων τα οποία το αποτελούσαν το ίδιο σημαντικό ήταν και το βέλος καθώς και τα δικά του επί μέρους στοιχεία. Αυτά τα στοιχεία αναλυτικότερα ήταν, το είδος της αιχμή του, το μήκος και το βάρος του, το είδος του ξύλου κατασκευής του, το αν είχε ή όχι φτερά το στέλεχος και πόσα, καθώς επίσης και κάποιου άλλου είδους εξ ίσου σημαντικοί παράγοντες. Το βέλος αποτελείτο από το ευθύ ξύλινο ή καλαμένιο στέλεχος το οποίο λεγόταν και άξονας και είχε διάφορα μήκη ανάλογα με τον τύπο του τόξου στο οποίο χρησιμοποιείτο. Κύριο στοιχείο ήταν η αιχμή του η οποία κατά καιρούς ήταν λίθινη, κοκάλινη, χάλκινη, ορειχάλκινη, σιδερένια ή ατσάλινη. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν για την ισορροπημένη του πτήση τα φτερά που είχε στο πίσω μέρος του στελέχους του και τα οποία ήταν από φτερά χήνας, αετού, γερακιού ή κάποιου άλλου πουλιού τα οποία φτερά ήταν δύο, τρία ή και κανένα όπως στα νεολιθικά βέλη καθώς και σε αρκετά αφρικανικά βέλη έως και σήμερα. Υπάρχει απειρία τύπων βελών τα οποία καλύπτουν χιλιάδες χρόνια ιστορίας εφ' όσον το τόξο κάπου στον κόσμο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι τις ημέρες μας. Στην νεολιθική εποχή τα βέλη ήταν από καλάμι ή σχετικά ευθύ κλαδί χωρίς την προσθήκη φτερών, το πιθανότερο και με αιχμές από πυριτόλιθο, οψιδιανό λίθο ή και κόκαλο. Στους προκλασικούς και κλασικούς χρόνους οι αιχμές των βελών κατασκευάζονταν από χαλκό, χυτές από ορείχαλκο και αργότερα από σίδερο σφυρήλατο σε μεγάλη ποικιλία τύπων. Στον κάτωθι πίνακα απεικονίζονται τα αντίγραφα βελών διαφόρων λαών του ευρύτερου Ευρωπαϊκού χώρου όπως επίσης κατά σειρά περιγράφεται και ο χαρακτηρισμός των βελών που αφορά κυρίως στους τύπους των αιχμών τους οι οποίες άλλωστε είναι και οι μόνες που έχουν διασωθεί από τα σώματα των βελών. 1.2. Βέλη της νεολιθικής εποχής με αιχμές πέτρινες ή από οψιδιανό λίθο, χωρίς φτερά εξισορρόπησης της πτήσης τους και με στέλεχος από ημικατεργασμένο κλαδί ή καλάμι. 3.4. Βέλη Ελληνικά της προκλασικής και κλασικής εποχής με αιχμές τρίλοβες ή απλές από χαλκό και ορείχαλκο που είχαν ξύλινο στέλεχος και φτερά πτήσης. 5. Μακεδονικό βέλος της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του με ορειχάλκινη ατρακτοειδή μυτερή αιχμή, ξύλινο στέλεχος και φτερά. 6. Θηβαϊκό βέλος με μακριά χάλκινη ή ορειχάλκινη, αγκιστροειδή αιχμή, ξύλινο στέλεχος και φτερά ισορροπημένης ασφαλούς πτήσης. 7.8. Κρητικά βέλη με μεγάλες χάλκινες ή ορειχάλκινες χυτές ή σφυρήλατες αιχμές από 6 έως 10 εκ., με στελέχη από ξύλο ή καλάμι και φτερά. 9. Παρθικό ορειχάλκινο βέλος των Ασιατών πολεμιστών, γνωστών για τη σκοπευτική τους ικανότητα, με αγκιστρωτή αιχμή, ξύλινο άξονα και φτερά. 10. Βέλος των Σκυθών γνωστών κατασκευαστών και χρηστών συνθέτων παλίντονων τόξων με μικρή χυτή κυλινδρική ορειχάλκινη αιχμή, καλαμένιο ή ξύλινο στέλεχος και φτερά. 11. Περσικό - φρυγικό βέλος με χυτή αγκιστρωτή αιχμή από ορείχαλκο, η οποία προξενούσε βαριά τραύματα, με ξύλινο στέλεχος και φτερά. 12. Ρωμαϊκό βέλος με σιδερένια αγκιστρωτή, ανοιχτή αιχμή η οποία προξενούσε χαίνοντα τραύματα, ξύλινο στέλεχος και φτερά ασφαλούς πτήσης. 13. Βυζαντινό βέλος σαγίτα ή σαΐτα με τριγωνική σιδερένια ή ορειχάλκινη αιχμή, ξύλινο στέλεχος και φτερά ασφαλούς πτήσης. 14. Ευρωπαϊκό μεσαιωνικό Φράγκικο βέλος ειδικό για τη διάτρηση πανοπλιών με σιδερένια ή ατσάλινη αιχμή τύπου bodkin, ξύλινο στέλεχος και φτερά.

219




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

καθόλου φτερά, ήταν περί τα 150μ. και η θανατηφόρα βολή τους ήταν περί τα 75μ. δηλαδή δραστικό βεληνεκές πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο βεληνεκές των βολών των συνήθων τόξων απλών ή συνθέτων. Ο κορμός των βελών της βαλλίστρας είχε ελαφρώς μεγαλύτερη διάμετρο, από ότι ο κορμός ή στέλεχος των βελών του παραδοσιακού τόξου, ήταν κοντύτερος και πολλές φορές ελαφρώς ατρακτοειδής. Οι αιχμές τους συνήθως από μεγάλη απόσταση δεν τρυπούσαν τις σιδερένιες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές ασπίδες, προκαλούσαν όμως εκτεταμένα θανατηφόρα τραύματα όταν εύρισκαν τον στόχο τους. Τα μειονεκτήματα της βαλλίστρας ήταν το βάρος της, το άβολο ογκώδες σχήμα της και το κυριότερο ότι δεν έριχνε με την ίδια χρονική ταχύτητα στον στόχο τα βέλη της, απ' ότι το σύνηθες παραδοσιακό τόξο και η αναλογία των ρίψεων σε σχετικές καταμετρήσεις βολών στην ίδια χρονική μονάδα ήταν δύο ή τρείς ρίψεις έναντι δέκα ρίψεων του κοινού τόξου εις βάρος της βαλλίστρας. Το κύριο προτέρημά της όμως ήταν ότι ο βαλλιστροφόρος οπλίτης δεν χρειαζόταν παρά ελάχιστο χρόνο εκπαίδευσης απ' ότι ο κλασικός τοξότης της εποχής ο οποίος χρειαζόταν συνεχή εκπαίδευση και εξάσκηση επάνω στο τόξο του. Τα βέλη της βαλλίστρας τα μετέφεραν οι βαλλιστροφόροι σε ειδικές προς τούτο δερμάτινες θήκες κρεμασμένες από την μέση τους και είχαν διάφορα μήκη στελεχών και σχήματα αιχμών.-

1.2.3. Ευρωπαϊκά βέλη βαλλίστρας με διάφορες μορφές αιχμών. 4. Ευρωπαϊκό βέλος βαλλίστρας με αιχμή κατάλληλη για τη διάτρηση πανοπλιών και δερμάτινα φτερά. 5. Τουρκικό, Ασιατικό βέλος βαλλίστρας με τρία φτερά και περίτεχνη σιδερένια αιχμή.

1

2

3

4

5

222


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟ ΕΚΘΕΜΑ

ΞΙΦΟΣ ΤΗΣ ΛΑΣΚΑΡΙΝΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ Το εικονιζόμενο αντίγραφο Σουδανικού ξίφους τύπου k a s c a r a ανήκει στην φυλή των Μάντιγκ και δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα ήδη περιγραφέντα όπλα δεδομένου ότι ήταν κατά πολύ νεότερό τους. Το ξίφος όμως αυτό ανήκει, έστω και έμμεσα, στις σελίδες της νεότερης πολεμικής Ιστορίας του Έθνους ιδιαίτερα αυτών της Ελληνικής επανάστασης του 1821 κατά της κραταιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία καταδυνάστευσε τον Ελληνισμό συνολικά για πάνω από χίλια χρόνια. Έτσι ένα ακόμη λευκό όπλο της εποχής εκείνης σαν έκθεμα όπλου όχι ελληνικού και μάλιστα σε αντίγραφο δεν θα σήμαινε τίποτε το ιδιαίτερο. Η ιδιαιτερότητα αυτού του ξίφους είναι ότι ένας παρόμοιος τύπος ξίφους αποτέλεσε το δώρο το οποίο έκανε ο Ρώσος Τσάρος Αλέξανδρος ο Α' στην καπετάνισσα Μπουμπουλίνα, τιμής ένεκεν, όταν το έτος 1823 πήγε στην Ρωσία, η οποία ήταν τότε περιστασιακά εχθρός της Τουρκίας, για να του ζητήσει βοήθεια για τον αγώνα του Ελληνικού έθνους εναντίον της. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα υπήρξε ως γνωστό μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της εθνικής εξέγερσης των Ελλήνων κατά των Τούρκων και συνετέλεσε όσο λίγοι Έλληνες στον απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους δεδομένου ότι διέθεσε απλόχερα γι αυτόν όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της. Πέρα από την περιουσία της η Σπετσιώτισσα καπετάνισσα, σ' αυτόν τον αγώνα, έχασε και τους δύο κατά σειρά συζύγους της Δημήτρη Γιάννουζα και Δημήτρη Μπούμπουλη οι οποίοι μάχονταν πολύ πριν από τον ξεσηκωμό κατά των Αλγερίνων πειρατών της Μεσογείου. Αργότερα χάνει τον ένα της γιο τον Γιάννο Γιάννουζα, στην μάχη του Άργους, δολοφονείται στην Τρίπολη ο σύζυγος της κόρης της Πάνος Κολοκοτρώνης ενώ ο συμπέθερός της Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Τελικά απογοητευμένη από τις συνεχείς διενέξεις μεταξύ των αντιπάλων ελληνικών παρατάξεων, των Καπεταναίων και των Κοτζαμπάσηδων και αφού δημεύεται από τους αντιπάλους της και η υπόλοιπη περιουσία της αποσύρεται στις Σπέτσες όπου δολοφονείται από συμπατριώτη της κατά την διάρκεια προσωπικής αντιπαράθεσης μαζί του. Η φήμη της, η προσφορά της στον αγώνα, η γενναιότητα και η ανιδιοτέλειά της ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι Ρώσοι της απένειμαν, επισήμως μετά τον θάνατό της, τον τίτλο της Ναυάρχου! μοναδικό τίτλο για γυναίκα της εποχής της και όχι μόνο. Το αυθεντικό σουδανικό ξίφος δώρο του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α' φυλάσσεται και εκτίθεται στο αρχοντικό, νυν Μουσείο, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες από τον απόγονό της κ. Φίλιππο Δεμερτζή Μπούμπουλη ο οποίος με ιδιαίτερη φροντίδα διατηρεί το προγονικό αρχοντικό της καπετάνισσας καθώς και τα ανεκτίμητα κειμήλιά του. Το έλασμα του σουδανικού αυτού ξίφους ήταν ατσάλινο με ελαφρά καμπύλη και είχε ιδιαίτερο κολουροκωνοειδές σχήμα λαβής από ορείχαλκο η οποία ήταν περιελιγμένη με στριφτό σύρμα χωρίς να έχει καθόλου χειροφυλακτήρα. Η θήκη του ήταν δερμάτινη και παραδοσιακά διακοσμημένη με πυρογραφημένα διάστικτα αφρικανικά μοτίβα, θυσάνους από δερμάτινα κρόσσια και λοιπά στοιχεία κατά την τοπική σουδανική παράδοση και διακοσμητική αντίληψη των ιθαγενών Μάντιγκ της Ανατολικής Αφρικής.-

223


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

224


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με αφορμή την περιγραφή των λευκών όπλων από την Νεολιθική εποχή μέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα έγινε μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί, απλά και μόνο, το ιστορικό πλαίσιο γύρω από τα λευκά όπλα και τις εποχές όπου αυτά κατασκευάστηκαν και στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν. Πέραν όμως των λευκών όπλων της Νεολιθικής Ευρώπης, η οποία αντιμετωπίζεται συνολικά σαν ήπειρος δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμη η σημερινή έννοια του όρου κράτος, έγινε προσπάθεια να δοθούν και οι απαραίτητες πληροφορίες για τις ιστορικές Ελληνικές περιόδους, με την ευρεία έννοια του Ελληνισμού. η Η μελετητική αυτή προσπάθεια αφορούσε στην περίοδο από την 3 χιλιετία π.Χ. έως περίπου και το 1500 μ.Χ., δηλαδή μέχρι το τέλος του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και την αρχή της Αναγέννησης. Στην συνέχεια έγινε η γενική περιγραφή, έμμεσα ή σαν ειδικό κεφάλαιο, της ιστορικής καταγωγής κάθε Έθνους το οποίο σαν Αυτοκρατορία, Βασίλειο ή απλά Κράτος ενεπλάκη και διαδραμάτισε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταλυτικό ρόλο στα Ελληνικά πράγματα μέσα ή και έξω από τον κυρίως Ελλαδικό χώρο. Περιγράφηκαν επίσης οι τρόποι ανόδου των Εθνών αυτών στο ιστορικό προσκήνιο, η περίοδος της ακμής τους, οι κύριοι πρωταγωνιστές και τα επιτεύγματά τους καθώς και οι συνθήκες και τα αίτια της πτώσης τους. Η προσπάθεια έκφρασης γνώμης και κριτικής επάνω σε ιστορικά θέματα και γεγονότα τα οποία έγιναν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν προϋποθέτει πάνω από όλα την αποστασιοποίηση του κρίνοντος από τις όποιες προσωπικές θέσεις του καθώς και από τα υποκειμενικά ιστορικά πιστεύω του. Μόνο έτσι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες οι απόψεις του για τα ιστορικά πράγματα να μην είναι επηρεασμένες και υπαγορευμένες από υποκειμενικούς παράγοντες όπως είναι η εθνικότητά του, καθώς και οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Εκτός από τις ιδιαιτερότητες οι οποίες αφορούν στην επί μέρους άνοδο ή την πτώση της κάθε υπερδύναμης υπάρχουν κοινές αιτίες και παράγοντες μεταξύ τους οι οποίοι ατυχώς δεν δίδαξαν τίποτα απολύτως στους περισσότερους από τους ηγέτες του άμεσου παρελθόντος καθώς και στους επίδοξους σημερινούς ηγέτες των εκάστοτε υπερδυνάμεων. Γενικότερα η μελέτη της Ιστορίας έχει δείξει ότι όλα τα έθνη από τότε που κατάφεραν να γίνουν δυνατά και συγκροτημένα κράτη εποφθαλμιούσαν και γύρευαν μέσα από διάφορες αληθοφανείς προφάσεις ή μέσα από απροκάλυπτη και ωμή βία να κατακτήσουν τα εδάφη των λιγότερο δυνατών γειτόνων τους για να αποδειχτεί τελικά ότι ήταν ευκολότερη η κατάκτησή τους παρά η διατήρηση των κατακτήσεων αυτών μέσα στον χρόνο. Ακόμη προσπάθησαν οι δυνατοί κατά καιρούς να επιβάλουν στους αδύνατους είτε το ήθελαν είτε όχι την παρουσία τους, τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις καθώς και την μύησή τους στον δικό τους πολιτισμό, τρόπο ζωής και σκέψης τα οποία κατά την υποκειμενική άποψή τους ήταν οπωσδήποτε υψηλότερου επιπέδου από αυτά του εκάστοτε κατακτημένου αντιπάλου τους. Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιήθηκαν σαν προφάσεις για την εφαρμογή μεθόδων βίας διάφοροι λόγοι δήθεν κοινωνικής ανάγκης όπως οι δημογραφικές εκρήξεις, η ανάγκη ζωτικού χώρου, η έξοδος στην θάλασσα, η ανάπτυξη του εμπορίου, η εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών και γεωργικών εδαφών, η απελευθέρωση μειονοτήτων κ.λ.π. Κατά παράξενο δε τρόπο το κάθε επιτιθέμενο έθνος βάφτιζε αυτό το οποίο έκανε αναγκαιότητα, εκπολιτισμό, ιστορικό πεπρωμένο, δίκαια αντεκδίκηση και απελευθερωτικό κοινωνικό αγώνα από τον ζυγό του προηγουμένου και οπωσδήποτε χειρότερου καθεστώτος από το δικό του πάντα βέβαια κατά την γνώμη του. Παράλληλα το κάθε έθνος το οποίο δεχόταν εισβολή την ονόμαζε βαρβαρική επιδρομή, άνανδρη επίθεση, απροκάλυπτη ωμή βία ή γενοκτονία ενώ όταν αυτό έκανε κάτι αντίστοιχο λεγόταν εκπολιτιστική εκστρατεία, σταυροφορία, απελευθερωτικός ιερός αγώνας, προληπτική επίθεση και τελικά 225


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

όλοι οι εμπλεκόμενοι νικούσαν θριαμβευτικά ή ηττώντο δοξασμένα. Χειρότερες όμως όλων υπήρξαν οι εσωτερικές έριδες οι οποίες κατέληγαν κατά κανόνα σε αιματηρούς εμφύλιους πολέμους οι οποίοι ονομάζονταν, ανάλογα από ποια σκοπιά τους έβλεπε κανείς, σαν επαναστάσεις, παλιγγενεσίες, απελευθερωτικοί λαϊκοί αγώνες ή στάσεις, ξεσηκωμοί, συμμοριτοπόλεμοι ή στρατιωτικά χουντικά πραξικοπήματα. Όπως και να λεγόταν το αιματοκύλισμα αυτό η αλήθεια είναι ότι ο αδελφός μαχόταν τον αδελφό για λογαριασμό και όφελος πάντα τρίτων και το οποίο αιματοκύλισμα τελικά κατάληγε κατά κανόνα σε νέα καταπίεση από τον νικητή με αποτέλεσμα την συσπείρωση των ηττημένων οι οποίοι γίνονταν με την σειρά τους οι δυνάστες των προηγούμενων καταπιεστών τους και πάει λέγοντας….. Οι ιστορικά γνωστές μαζικές κατακτητικές επιθέσεις, τουλάχιστον στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο, ξεκίνησαν με την θαλασσινή εκστρατεία των Μυκηναίων Αχαιών εναντίον των Μινωατών κατοίκων της Κρήτης, των οποίων εκμεταλλεύτηκαν την πλήρη αδυναμία, όταν οι τελευταίοι καταστράφηκαν από φυσικά αίτια. Οι απροκάλυπτες εκ μέρους των Ελλήνων Αχαιών επιθέσεις συνεχίστηκαν με στόχο την πόλη της Τροίας ή Ίλιον στην Βορειοδυτική Μικρασιατική ακτή με την ιστορικά αμφισβητούμενη δικαιολογία της αρπαγής μιας γυναίκας η οποία δεν ήταν καθόλου αρπαγή εφ' όσον, σύμφωνα με τα Ομηρικά έπη, έγινε με την σύμφωνη γνώμη της. Οι πραγματικοί όμως λόγοι ήταν η κυριαρχία των Μυκηναίων στον εμπορικό θαλάσσιο Μεσογειακό χώρο, η απρόσκοπτη αποίκησή τους στα Μικρασιατικά παράλια και τέλος το ανεμπόδιστο πέρασμά τους από τα Δαρδανέλια και δια μέσου της Προποντίδας στις αγορές του κυρίως Πόντου. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του ακμάζοντος Τρωικού πολιτισμού, ο θάνατος χιλιάδων στρατιωτών, καθώς και Αχαιών ηγεμόνων της εκστρατείας με επακόλουθο τελικά την εξασθένηση και την ξαφνική ιστορική εξάλειψη των κραταιών Μυκηνών με φυσικό αντίστοιχο αντίκτυπο σε όλη την γνωστή τότε Ελλάδα. Ακόμη άλλες κατακτητικές εκστρατείες όπως αυτή των Περσών κατά της Ελλάδας κρύβονταν πίσω από την πρόφαση της τιμωρίας, για δήθεν εχθρικές πράξεις εκ μέρους των Ελλήνων, ενώ ο πραγματικός σκοπός των Περσών ήταν η απροκάλυπτη επιβολή δουλείας στον Βαλκανικό χώρο και στην συνέχεια το πέρασμά τους στην Ευρώπη με απρόβλεπτες για το μέλλον ιστορικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Και εδώ το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες νεκροί εκατέρωθεν και συγχρόνως οι συνεχείς ταπεινωτικές ήττες μιας παντοδύναμης χώρας της οποίας η λαμπρή ιστορική της πορεία έκτοτε υποβαθμίστηκε ανεπανόρθωτα. Η Ιστορία συνεχίζεται με την ανταπόδοση των ίσων και την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας εκ μέρους των Ελλήνων, μετά από ενάμισι αιώνα, υπό την διοίκηση μιας στρατιωτικής ιδιοφυίας του Αλεξάνδρου του Μεγάλου βασιλιά των Μακεδόνων και με την πρόφαση της επιβολής του δικού τους πολιτισμού, ο οποίος κατά την υποκειμενική τους κρίση ήταν οπωσδήποτε ανώτερος απ' αυτόν των λιγότερο πολιτισμένων και φυλετικά κατώτερων υποτίθεται, αντιπάλων τους. Ατυχώς και εδώ οι Διάδοχοι, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αποδύθηκαν με την σειρά τους σε ένα αδελφοκτόνο αγώνα και το αποτέλεσμα ήταν πάλι η σφαγή χιλιάδων πολεμιστών αλλά και αμάχων ανθρώπων για να συνεχιστεί η ιστορική αυτή εκατόμβη με το επίσης αδελφικό αιματοκύλισμα των Επιγόνων τους μέχρι να παραδοθούν αδύναμοι πλέον στην νέα ανερχόμενη Ρωμαϊκή δύναμη. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι παράλληλα ξεκίνησαν την φοβερή ιστορική τους πορεία με μια πρωτότυπη πράξη βίας, αρπάζοντας τις γυναίκες των γειτόνων τους Σαβίνων και όταν τελικά εδραιώθηκαν και δυνάμωσαν στρατιωτικά στράφηκαν και αυτοί κατά των λιγότερο δυνατών επίσης γειτόνων τους των Ετρούσκων, των Σαμνιτών, των Λατίνων και τέλος κατά των Ελληνικών αποικιών της δεύτερης αποίκισης στην κάτω Ιταλία και τελικά κατά της Βόρειας Αφρικής και της κύριας Ελλάδας. Με την σειρά της η κατακτητική δύναμη και η απληστία της Ρώμης κατέληξε σε μια υδροκέφαλη αυτοκρατορία η οποία στάθηκε αδύνατο να διοικηθεί πλέον και στην κυριολεξία έσπασε σε δύο κομμάτια εκ των οποίων το ένα αποτέλεσε, στην απώτερη ανατολική Ευρωπαϊκή ακτή μια νέα αυτοκρατορία αυτήν του Βυζαντίου. Μετά από χίλια χρόνια συνεχών κατακτήσεων νικητήριων μαχών αντιπαραθέσεων και ηττών, ακόμη και από την ομογάλακτη εκ Δυσμών αδελφή της, αυτή η αυτοκρατορία υπέκυψε αβοήθητη κατόπιν σωρείας λαθών, σε μια άλλη ανερχόμενη δύναμη της εποχής που ήταν οι Οθωμανοί Σελτζούκοι Τούρκοι. 226


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Σε διάφορες ιστορικές περιόδους υπήρξαν και άλλοι στρατηλάτες κατακτητές οι οποίοι κατά καιρούς φιλοδόξησαν να γίνουν κοσμοκράτορες στον τότε γνωστό κόσμο όπως ο Αττίλας, ο Αλάριχος, ο Γιζέριχος, ο Ταμερλάνος, ο Τσεγκίς Χαν και άλλοι. Όλοι όμως είχαν λίγο πολύ την ίδια τύχη διότι μετά τον θάνατό τους η παντοδυναμία τους έπαυε να υπάρχει και η ιστορική λήθη σκέπαζε το όποιο κατακτητικό τους έργο όπως έγινε πρόσφατα τον 19ο και τον 20ο αιώνα από Ευρωπαίους επίδοξους κοσμοκράτορες ενώ οι πληγές που άνοιξαν δεν έχουν κλείσει ακόμη και τα προβλήματα από αυτές ταλανίζουν μέχρι σήμερα και τα υπόλοιπα έθνη θύματά τους. Ατυχώς οι επεμβάσεις αυτές γίνονται ακόμη και σήμερα από τις κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής μας οι οποίες διαφεντεύουν τα υπόλοιπα κράτη χωρίς καμιά εξουσιοδότηση από αυτά παρά μόνο με την πρόφαση της ειρηνικής διαιτησίας και της επίλυσης των διαφορών τους. Έτσι έμμεσα παρασκηνιακά ή και συχνά με την βία νέμονται τις πλουτοπαραγωγικές και τις ενεργειακές πηγές των λιγότερο δυνατών εθνών από αυτές ενώ συγχρόνως παρουσιάζονται σαν προστάτες μεγάλοι αδελφοί τους. Κατά καιρούς δε όταν οι κατακτητικές βλέψεις κάποιου έθνους δορυφόρου ξεπερνά κατά την κρίση των άμεσα θιγομένων ισχυρών αφεντικών τα όρια ή απλά θίγει τα συμφέροντα ή τα κυριαρχικά δικαιώματά τους, τότε οι δήθεν θιγόμενοι ισχυροί θυμούνταν ξαφνικά να το επαναφέρουν προληπτικά στην τάξη. Αυτό γίνεται ακόμη με στρατιωτικές ή διπλωματικές επεμβάσεις αδιάφορα αν ο τόπος της αναμέτρησης γίνεται στα πεδία των μαχών, της Ναυπάκτου, του Ναβαρίνου, του Βατερλό, της Νορμανδίας, της Λιβύης, του Ιράκ, του Αφγανιστάν ή στις αίθουσες των Βρυξελών και της Χάγης. Τα συντριπτικά χτυπήματα τα οποία δίδονται στις μάχες ίσως είναι λιγότερο επώδυνα από τα αβρά δήθεν φιλικά χτυπήματα στις πλάτες αλλήλων τα οποία δίδονται από τους διαπιστευμένους κρατικούς αξιωματούχους στις αίθουσες των διεθνών οικονομικών και όχι μόνο οργανισμών. Σίγουρα αυτές οι ανθρώπινες επεκτατικές τάσεις, μέχρις ενός σημείου, υπαγορεύονται από την ενστικτώδη ανάγκη του ανθρώπου για την διάσωση και διαιώνιση των δικών του φυλετικών γονιδίων και την αποφυγή της βιολογικής του αποτελμάτωσης ή της φυσικής του εξόντωσης. Έτσι καλύπτονται και οι ενστικτώδεις ανάγκες του για την μεταθανάτιο αναγνώρισή του, δηλαδή της υστεροφημίας του, από τις επερχόμενες γενεές για τις οποίες δήθεν αγωνίζεται ετοιμάζοντάς τους ένα καλύτερο μέλλον. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι σκοτεινότεροι και λιγότερο ενστικτώδεις και ανιδιοτελείς ή ρομαντικοί οι οποίοι κατά καιρούς ταλάνισαν την ανθρωπότητα όπως, οι πέραν του μέτρου προσωπικές φιλοδοξίες, η αρχομανία, τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, τα φυλετικά μίση, οι ρατσιστικές γενικότερα διακρίσεις και τα πάσης φύσεως ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι εκάστοτε ιστορικά ονομαζόμενοι δυνατοί φροντίζουν οι αδύνατοι να έχουν πάντα την ανάγκη τους και γι' αυτό εξακολουθούν να τους παρέχουν κατά καιρούς τόσα όσα χρειάζονται για να συντηρούνται σαν αγοραστές αλλά όχι και σαν εμπορικοί ανταγωνιστές τους. Οι ιστορικοί μέσα από όλα αυτά βλέπουν την ατέρμονα διαδικασία της μετάβασης από την μία πολιτιστική εποχή στην άλλη δια μέσου διαφόρων εύθραυστων ειρηνικών περιόδων ή διαρκών πολεμικών αντιπαραθέσεων οι οποίες δεν είναι απαραίτητο πάντα να γίνονται με τα γνωστά συμβατικά μηχανικά ή πυρηνικά όπλα. Οι σύγχρονοι τρόποι πολέμου είναι στυγνότεροι και όχι οπωσδήποτε αιματηροί όπως είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός, η αλόγιστη πρόχειρη και ανεξέλεγκτη διάθεση και χρήση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, η άμετρη εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, η φθορά του γήινου ανθρώπινου ενδιαιτήματος από τα υποπροϊόντα της τεχνολογίας αλλά ατυχώς και από τον ίδιο τον άνθρωπο ατομικά. Ο ανορθόδοξος και φθοροποιός αυτός πόλεμος συνεχίζεται με τον προσανατολισμό και την εξάρτηση ιδιαίτερα των νέων γενεών σε επουσιώδεις ή άχρηστες δραστηριότητες, την υπονόμευση του ήδη αβέβαιου μέλλοντός τους και ένα πλήθος άλλων αργών θανάτων μέσα από τις φθοροποιές ουσίες, τις αφύσικες παρεκκλίσεις των αισθήσεων του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής χειρότερων από όσες ήδη περιγράφηκαν στα ανωτέρω κεφάλαια. Κατά την διάρκεια των ιστορικών χρόνων, με τα γεγονότα των οποίων ασχοληθήκαμε, πρωταγωνιστές σ' αυτά ήταν σχεδόν πάντα αυτοκράτορες, βασιλείς, αυλικοί, πρίγκιπες, στρατηγοί, αρχιεπίσκοποι και πάπες οι οποίοι όντας οι δυνατότεροι και οι νικητές έγραψαν την 227


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ιστορία όπως τους βόλευε κάθε φορά ενώ σπάνια γίνονται αναφορές για την ζωή του άγνωστου μέσου ανθρώπου εργάτη, αγρότη ή στρατιώτη για τον οποίο υποτίθεται ότι κόπτονται και ο οποίος θα έπρεπε να είναι ο πραγματικός συγγραφέας της ανθρώπινης Ιστορίας. Και πέρα από αυτά τα γνωστά τετριμμένα και ανθρώπινα θα συνεχίζεται εις το διηνεκές ένας χωρίς τέλος φυσικός βιολογικός πόλεμος ανταγωνισμού, ανακατατάξεων και επιβίωσης των έμβιων όντων στο χώμα, στο νερό και στον αέρα, όπου οι θηρευτές είναι αυτόματα και θηράματα, χωρίς να τον βλέπουμε παρά μόνο θα αισθανόμαστε από τις δικές μας αλλαγές την δική του ύπαρξη. Από την αρχή του κοσμικού χρόνου είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι αντιμάχονταν μεταξύ τους χωρίς να υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες ή το υπέροχο σε αυτό. Σίγουρα όμως έστω και με αυτόν τον τρόπο συμβαίνουν κοσμογονικές αλλαγές οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα ένα μοναδικό, αναπόφευκτο και καταλυτικό κέρδος για την ανθρωπότητα. Σύμφωνα με τους Έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ηράκλειτο τα πάντα θα ρέουν εσαεί ενώ πατέρας πάντων θα είναι ο πόλεμος όχι αυτός ο καταστροφικός που οι άνθρωποι γνωρίζουν αλλά ένας παραγωγικός φυσικός αγώνας ο οποίος, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται, τελικά είναι φορέας ζωής. Σε αυτόν τον αγώνα της συνεχούς ροής των εναλλαγών και αντιπαραθέσεων είτε το θέλουμε είτε όχι οι άνθρωποι θα είμαστε εις το διηνεκές παθητικοί θεατές και κομπάρσοι και όχι ενεργοί πρωταγωνιστές, όπως νομίζουμε. Τέλος από αυτήν την συνεχή ροή και αντιπαράθεση, η οποία αποτελεί και την πεμπτουσία της γήινης αλλά και της συμπαντικής ύπαρξης και εξέλιξης, αναμένεται η κάθε είδους μορφή προόδου, αλλαγής, αλλά γιατί όχι και κάποιας μακρινής ελπίδας.-

228


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΘΕΝΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

Όπως έχει ήδη αναφερθεί στον πρόλογο του παρόντος βιβλίου έχω κατασκευάσει σε διάστημα περίπου σαράντα ετών περί τα εξακόσια «λευκά όπλα». Αυτά τα αντίγραφα των όπλων αφορούν σε ιστορικές περιόδους από την Νεολιθική εποχή μέχρι και τους σύγχρονους χρόνους και πολλά από αυτά, στην αυθεντική τους βέβαια μορφή, χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μακρινές εποχές και τόπους από ανθρώπους διαφόρων πολιτιστικών περιόδων, ενώ κάποια άλλα χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από ιθαγενείς κατοίκους πρωτόγονων και ανεξερεύνητων περιοχών του πλανήτη. Ατυχώς στην εναπομείνασα συλλογή δεν υπάρχουν όλα τα όπλα διότι περισσότερα από εκατό από αυτά κατά καιρούς έχουν δωριθεί σε συγγενείς και φίλους, κάποια έχουν πουληθεί, ενώ κάποια άλλα έχουν καταστραφεί ή ανασκευαστεί διότι έκρινα σαν κατασκευαστής τους ότι δεν πληρούσαν λίγο έως πολύ τις ακριβείς μορφολογικές λεπτομέρειες οι οποίες απαιτούνται από ένα αντίγραφο - replica ιστορικού αντικειμένου όπως το όπλο. Τα όπλα αυτά βρίσκονται σε ιδιωτικό εκθεσιακό χώρο και έχουν καταταγεί βάσει των ειδών και των μορφών τους, σε πέντε κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία αυτών των κατασκευών ανήκουν τα πολεμικά ρόπαλα και οι κάθε είδους πελέκεις, τα ευρωπαϊκά τσεκούρια, τα αιγυπτιακά τσεκούρια, τα ινδιάνικα τύπου «tomahawk», τα πέτρινα τσεκούρια των νήσων του Ειρηνικού, τα ασιατικά τσεκούρια καθώς και οι παντός είδους σφύρες, οι βούρδουλες και άλλα πολλά αγχέμαχα όπλα. Επίσης στην ίδια κατηγορία την αγχέμαχων αυτών όπλων ανήκουν και τα παντός είδους ρόπαλα, τα κλόμπς και οι κεφαλοθραύστες της βόρειας και της νότιας Αμερικής όπως του τύπου «gunstock axe club» των Μοϊκανών και τα «μακουαχουΐτλ» των Ίνκας αντιστοίχως. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν πολλές Ευρωπαϊκές ασπίδες διαφόρων τύπων, ρυθμών και μορφών όπως οι αρχαιοελληνικές καθώς και οι Αραβικές, οι αφρικανικές των Ζουλού και των Μασάϊ, οι ασιατικές των Τατάρων και των Τούρκων, των Ινδιάνων και των Αιγυπτίων μέχρι οι ασπίδες των ιθαγενών των νήσων της Νέας Γουϊνέας και της Μικρονησίας από κέλυφος χελώνας. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν τα ευρωπαϊκά δόρατα και ακόντια καθώς και τα ακόντια των Αράβων, των Αιγυπτίων, κάποιων Αφρικανικών φυλών, καθώς και το Ιαπωνικό δόρυ «γιάρι». Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα τόξα και τα βέλη τους όπως και οι θήκες αποθήκευσης των βελών οι φαρέτρες. Τα τόξα αυτά είναι φτιαγμένα από διάφορα υλικά και είδη ξύλων, είναι διαφόρων τύπων έχουν διαφορετικές εμβέλειες και ανήκουν σε διαφόρους λαούς. Μεταξύ τους υπάρχουν Ινδιάνικα τόξα από φυλές της βορείου Αμερικής όπως των Σένακα, καθώς και της νότιας Αμερικής όπως των Γκουαρανί της Παραγουάης. Επίσης υπάρχουν τόξα απλού ασιατικού τύπου, φυσοκάλαμα δηλητηριωδών βελών από την νότιο Αμερική, των πυγμαίων της Καλαχάρι καθώς και καταπέλτες βελών τύπου «atlatl» και άλλα. Στο επίπεδο των φαρετρών υπάρχουν θήκες βελών ευρωπαϊκού τύπου, Ινδιάνικες βορείου και νοτίου Αμερικής, ασιατικές και αφρικανικές, κλειστού αλλά και ανοικτού τύπου. Όσον αφορά στα βέλη έχουν κατασκευαστεί δεκάδες βελών τα οποία γεμίζουν, ανάλογα με τον τύπο τους, τις αντίστοιχες φαρέτρες και τα οποία έχουν λίθινες, κοκάλινες ή μεταλλικές αιχμές, τα στελέχη τους είναι από ξύλο ή καλάμι και έχουν από κανένα έως και τρία φτερά. Στην συνέχεια η τέταρτη κατηγορία αποτελείται από σπαθομάχαιρες, ξίφη και σπαθιά δεκάδων τύπων, προελεύσεων και κατασκευαστικών νοοτροπιών. Μεταξύ τους υπάρχουν αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και 229


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

σκωτσέζικα ξίφη, ασιατικά όπως ιαπωνικά, νεπαλέζικα, ινδικά, περσικά, αραβικά και ινδονησιακά καθώς και αφρικανικά από την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, το Σουδάν, την Τυνησία, των φυλών της ερήμου Σαχάρα και άλλα. Στον τύπο των σπαθομαχαιρών έχουν κατασκευαστεί μεταξύ των άλλων ένας τύπος του κοντού ξίφους των Ρωμαίων μονομάχων «sanita», το ξίφος των λιονταροκυνηγών της φυλής των Μασάϊ, ινδονησιακά «παράγκ», ο πολυτελής Περσικός «ακινάκης» και η κινέζικη σπαθομάχαιρα των μπόξερς «dadao». Τέλος στην πέμπτη κατασκευαστική κατηγορία των όπλων ανήκουν τα κάθε νοοτροπίας, μορφής, ποιότητας, φόρμας, χρήσης και προέλευσης μαχαίρια μικρά και μεγάλα, μάχαιρες, εγχειρίδια, μασέτες, σουγιάδες και στιλέτα ανδρικά ή γυναικεία. Κατά καιρούς έχουν κατασκευαστεί πολλά ευρωπαϊκά εγχειρίδια και στιλέτα μάχης, καθώς επίσης τοπικά μαχαίρια όπως Κρητικά από ατσάλι ή από κόκκαλο μύτης ξιφία, καθώς και τελετουργικά μαχαίρια ή στιλέτα παράστασης. Στην συλλογή αυτή των κατασκευών περιλαμβάνονται μεταξύ των άλλων πολλά μεσαιωνικά ευρωπαϊκά μαχαίρια όπως αυτό του «ελέους», στιλέτα τύπου «main gauche», ισπανικός σουγιάς τύπου «navaja», ινδιάνικα πολεμικά μαχαίρια, κυνηγετικά μαχαίρια, σύγχρονα μαχαίρια τύπου επιβίωσης και μαχαίρια των Σκανδιναβών τύπου «πούκο». Ακόμη συμπεριλαμβάνονται πέτρινα μαχαίρια από την προκολομβιανή Καραϊβική, των αρχέγονων ινδιάνων Ινουΐτ, αφρικανικά από την Τυνησία και την Αίγυπτο καθώς και τοτεμικά μαχαίρια από το Κονγκό, την Αγκόλα, την Ζάμπια, την Ινδονησία καθώς και τα Μαλαισιανά μαχαίρια «κρις». Η συλλογή περιέχει ακόμη και ινδικά περίεργα μαχαίρια όπως των Σιχ και των Χιντού σαν το «κιρπάν», το «κατάρ», τα «νύχια της τίγρης», τα «κέρατα του φακίρη» και άλλα. Στις επόμενες σελίδες εκτίθενται μερικές καλλιτεχνικές ενδεικτικές συνθέσεις από κάποια από τα όπλα που περιγράφηκαν παραπάνω, σε πολύ γενικές γραμμές και τα οποία δεν ανήκουν στα όπλα που εκτίθενται στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών μη έχοντας άμεση ιστορική σχέση με αυτά.-

230


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΠΛΩΝ ΕΚΤΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

ου

Σύνθεση λαβών βενετσιάνικων ξιφών του 14 αιώνα.

Σύνθεση γαλλικού εγχειριδίου τύπου «main gauche» και ισπανικού ξίφους «rapier» του 15ου-16ου αιώνα. 231


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Σύνθεση ινδονησιακής ασπίδας και λόγχης.

Σύνθεση ινδιάνικης ασπίδας, φαρέτρας και πολεμικού μαχαιριού. 232


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Σύνθεση τουρκικής ασπίδας και σπαθιού τύπου «πάλας».

Σύνθεση τατάρικης ασπίδας, φαρέτρας και απλού τόξου. 233


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Σύνθεση αραβικής καρδιόσχημης ασπίδας, λόγχης και σπαθιού τύπου «πάλας». 234


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Αιγυπτιακοί μπρούντζινοι πελέκεις και φαραωνικό ξίφος τύπου «hepes».

Λεπτομέρεια λαβής μπαρμπερίνικης πειρατικής σπάθας. 235


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Λεπτομέρεια ινδιάνικου τόξου και φαρέτρας της φυλής των Σένεκα. 236


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Λεπτομέρεια θηκών αλγερίνικου ξίφους και μαχαιριού τύπου «flissa». 237


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Ινδιάνικο πολεμικό τσεκούρι - «tomahawk» με ενσωματωμένη πίπα. 238


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΗ

ΕΛΛΗΝιΚη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Μεγάλη εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη 2. Εγκυκλοπαίδεια Ηλίου 3. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς 4. Παγκόσμια εικονογραφημένη Ιστορία, Somerset Fry - Πατάκης 5. Όπλα και πανοπλίες, Michele Byam - Α. Δεληθανάσης 6. Στρατιωτική Ιστορία της Ελλάδος, Ε. Φωτιάδης - Σ. Τζηρίτας 7. Η πολεμική τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, Peter Connolly - Ι. Σιδέρης 8. Οι αρχαίοι Έλληνες, Nick Secunda - Euro Books 9. Οι μάχες του Ελληνισμού, Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» - Ιστορία 10. Θερμοπύλες, Ι. Κωτούλας - Περισκόπιο 11. Περσικοί πόλεμοι, Δ. Γαρουφαλής - Περισκόπιο 12. Μηδικοί πόλεμοι, Π. Καρύκας - Επικοινωνίες Α.Ε. 13. Πελοποννησιακός πόλεμος, Ι. Κωτούλας - Περισκόπιο 14. Η Ιστορία του πολέμου, John Keegan - Νέα Σύνορα 15. Περί του πολέμου, Carl Von Clausewitz - Βάνιας 16. Οι στρατοί των Οθωμανών Τούρκων, David Nicolle - Αψίδα 17. Οι Σταυροφορίες, David Nicolle - Αψίδα 18. Οι ιππότες της Ρόδου, Η. Κόλλιας - Εκδοτική Αθηνών 19. Ο πολεμιστής, Χ. Κώνστας κ. α. - Αρχέτυπο 20. Πόλεμος και Ιστορία, Περιοδικός τύπος - Επικοινωνίες Α.Ε. 21. Ελληνική μυθολογία, Jean Richepin - Σ. Μαρινάτος-Περγαμηναί 22. Ιστορικές σελίδες, Μ. Μαράντος - Ι. Σιδέρης 23. Ελληνικός συλλεκτικός κύκλος, Σ. Τζηρίτας 24. Ο στρατός του Μ. Αλεξάνδρου, Nich Secunda - Αψίδα 25. Ο στρατός του Μ. Αλεξάνδρου, Ι. Κωτούλας - Περισκόπιο 26. Αλέξανδρος ο κατακτητής, John Wory - Euro books 27. Οι πρώτοι Ρωμαϊκοί στρατοί, Nick Secunda - Euro books 28. Ο Ρωμαϊκός στρατός, Γ. Καρδάρας - Περισκόπιο 29. Καρχηδονικοί πόλεμοι, Ι. Κωτούλας, Α. Δελής - Περισκόπιο 30. Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα, Tim Everson - Αρχέτυπο 31. Ιστορικές μάχες, Ritchard Platt - Αυτόπτης μάρτυρας 32. Ιστορικά θέματα, Περισκόπιο - Περιοδικός τύπος 33. Στρατιωτική Ιστορία, Περισκόπιο - Περιοδικός τύπος 34. Πολεμιστές, Χ. Γιαννόπουλος - Περισκόπιο 239


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

35. Οι εκατό μεγαλύτερες μάχες της Ιστορίας, Enzo Terzi - Εθνική Τράπεζα Ελλάδος 36. Ο Βυζαντινός στρατός, Ian Heath - Euro books 37. Οι τελευταίοι Βυζαντινοί στρατοί, Ian Heath - Euro books 38. Γιατί το Βυζάντιο, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ - Ελλην. γράμματα 39. Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Φ. Δεμερτζής - Μπούμπουλης 40. Panzer, Περιοδικός τύπος - Περισκόπιο 41. Ρωμαίος λεγεωνάριος, Ross Cowan - Περισκόπιο 42. Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του, Johann Gustav Droysen Ελευθεροτυπία, Mετάφραση - σχόλια Ρένος Η. Αποστολίδης 43. Ιστορία του Έθνους, Γ. Δοδόπουλος - Alpha Bank 44. 4η Σταυροφορία, Π.Καρύκας - Επικοινωνίες Α.Ε. 45. Το λυκόφως του Βυζαντίου, Ν. Νικολούδης κ.α. - Περισκόπιο 46. Μακεδόνας οπλίτης, Waldemar Heckel - Περισκόπιο 47. Ναΐτης Ιππότης, Helen Nickolson - Περισκόπιο 48. Τα όπλα της Ελλάδας, Robert Elgood - Polaris 49. Η αρχαία Ελληνική Δημοκρατία, Κορνήλιος Καστοριάδης - Ύψιλον/Βιβλία 50. Σικελία, Τέχνη και Ιστορία, Εκδόσεις Bonechi - Florence 51. Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης, L. Reau

ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. I Cavalieri Medievali, Cristofher Gravett - De Agostini 2. Knight, Cristofher Gravett - De Agostini 3. Swords and Hilt Weapons, Peter Connolly - Barnes end Nobles 4. The Crossbow, Sir Ralph Rayne - Barnes end Nobles 5. The Archeology of Weapons, Eward Oakeshott - Barnes end Nobles 6. Swords Daggers and Cutlasses, Gerard Weland - Quantum Books 7. Les Armes Blanches, Jean Sach - Jean Rierre Dauliac 8. Histoire des Arms, William Reid - Grund 9. A Knight and his Weapons, Eward Oakeshott - Dufour 10. The Vikings, Britta Nurmann - Windrow and Green 11. Arms and Armour, Helena Spiteri - Dorling KindersleyTim Newark 12. Ancient Celts, Tim Newark - Concord Rublication 13. Knives, Pat Farey - Salamander 14. Armas Blancas en Espana, Rafael Ocete Rubio - Emidat Libros 15. Warriors and Warlords, M. Windrow, A. Mac Brid - Owprey Rublishing 16. The Traditional Bowyer's Bible, Διαφόρων συγγραφέων 17. Tron Pamiatek, Muzeum Palace w Wilamowie, Warsawa

240



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.