Πρακτική εφαρμογή αρχής «Ο ρυπαίνων πληρώνει»- οι συνέπειες στη λειτουργία επιχειρήσεων

Page 1

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΒΕΕ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ – ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ» 27 Απριλίου 2012 Ξενοδοχείο Porto Palace

Η πρακτική εφαρμογή της αρχής «Ο ρυπαίνων πληρώνει» και οι συνέπειές της στη λειτουργία των επιχειρήσεων

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

1


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Οι προσπάθειες για τον περιορισμό της ρύπανσης στο νερό, το έδαφος και την βιοποικιλότητα, αλλά και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής κοστίζουν αποδεδειγμένα πολλά χρήματα στην κοινωνία. Εάν επιπρόσθετα λάβουμε υπόψη ότι στην Κοινότητα υπάρχουν πολυάριθμες τοποθεσίες που έχουν υποστεί ρύπανση και ότι, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται θεαματική επιτάχυνση της απώλειας της βιοποικιλότητας, και εάν προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε το κόστος των μέτρων αποκατάστασης θα αντιληφθούμε ότι το οικονομικό κόστος αυτών, το οποίο επωμίζεται η κοινωνία είναι ανυπολόγιστο. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει το έλλειμμα εφαρμογής της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι μεγάλο και οι ρυθμοί συμμόρφωσης πολύ αργοί με συνέπεια την συνεχιζόμενη περιβαλλοντική κρίση, που έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς εντείνονται οι φυσικές καταστροφές και άλλα καιρικά φαινόμενα, που είναι αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής. Η ανάδειξη της προστασίας του περιβάλλοντος ως μοχλός κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, αφύπνισε συνειδήσεις και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε στην Κοινότητα είχε ως αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί η ανάγκη της έγκαιρης λήψης μέτρων πρόληψης, ως βασική προϋπόθεση για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, άρα και του οικονομικού κόστους. Μετά από διαβουλεύσεις χρόνων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίστηκε να γίνουν συγκεκριμένα βήματα προς την κατεύθυνση της εφαρμογής των αρχών της πρόληψης, της προφύλαξης, αλλά και της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει", που έμεναν για χρόνια στα χαρτιά και στις διακηρύξεις, την ίδια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε υιοθετήσει μια σαφή Στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη θέτοντας φιλόδοξους στόχους για μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στη χάραξη πολιτικής, που να εξυπηρετεί τους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, στόχοι που εξειδικεύτηκαν στο 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον. Είναι σαφές ότι διανύουμε μια εποχή επαναπροσδιορισμού των επιπτώσεων της αδυναμίας ανάσχεσης των σημερινών μη βιώσιμων προτύπων ανάπτυξης και του κόστους που προκαλούν στο περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία, όπου αναδεικνύονται οι επιδιώξεις και οι δυνατότητες που οδηγούν στην επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης. Κοινή βάση αποτελεί η προστασία του περιβάλλοντος, βασικός μοχλός για την επίτευξη των οικονομικών και κοινωνικών στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Με την υιοθέτηση, το 2003 και την μετέπειτα εφαρμογή της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την «Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον» η Ε.Ε έθεσε σε πλήρη εφαρμογή την βασική αρχή του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «ο ρυπαίνων πληρώνει» και αυτή της περιβαλλοντικής ευθύνης, σύμφωνα με τη «Λευκή Βίβλο». Η οδηγία αυτή, που απετέλεσε βασική προτεραιότητα της Ελληνικής Προεδρίας (1ο εξάμηνο του 2003) και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις υιοθετήθηκε, ενσωματώθηκε, με καθυστέρηση στο εθνικό μας δίκαιο με το Προεδρικό Διάταγμα 148/2009. Η Οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη αποτελεί μια σημαντική οριζόντια πολιτική που έχει στόχο την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος. . Διαμορφώνει ένα νέο συνολικό πλαίσιο που εγγυάται με νέους όρους την προστασία του περιβάλλοντος, μέσω της πρόληψης και της αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημιάς, όπου το κόστος δεν θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους αλλά τον "ρυπαίνοντα".

2


Στη βάση αυτή το ΥΠΕΚΑ, με δεδομένα τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα από τη λειτουργία χιλιάδων παράνομων δραστηριότητες, οι οποίες έχουν προκαλέσει σημαντικές περιβαλλοντικές ζημιές με συνέπειες και στη δημόσια υγεία, κύρια σε ζητήματα ρύπανσης εδαφών και υδάτων, έχει ανοίξει διάλογο με την επιστημονική κοινότητα, εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες και την τοπική κοινωνία, ώστε να συζητηθούν τα ζητήματα και κυρίως να εντοπισθούν τα εμπόδια στην πλήρη εφαρμογή της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη. Ειδικότερα, η συζήτηση εστιάζεται στα αναγκαία εργαλεία και μεθόδους για τον εντοπισμό της έκτασης της περιβαλλοντικής ζημιάς, τον προσδιορισμό του απαιτούμενου, κατά περίπτωση, είδους περιβαλλοντικής αποκατάστασης, σε περίπτωση επέλευσης της περιβαλλοντικής ζημίας, η ορθή κοστολόγηση των μέτρων πρόληψης αποκατάστασης, η ταυτοποίηση του ρυπαντή, ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ περισσότερων εμπλεκόμενων φορέων εγκατάστασης, κ.ά.. Μείζον θέμα αποτελεί, εκτός από τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης με τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, ο προσδιορισμός των αναγκαίων μέτρων πρόληψης της περιβαλλοντικής ζημίας, αντικείμενο που απαιτεί ειδική τεχνογνωσία και είναι σκόπιμο να κρίνεται κατά τρόπο ενιαίο, στη βάση κοινής μεθοδολογίας, κανόνων και προδιαγραφών, ώστε να διασφαλίζεται αξιόπιστη και αποτελεσματική αποκατάσταση της ζημιάς. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΗ Η Περιβαλλοντική Ευθύνη αναφέρεται σε βλάβες που προκαλούνται στη βιοποικιλότητα, στο έδαφος και στα νερά (επιφανειακά και υπόγεια) και καθιστά τον ρυπαντή όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά και οικονομικά υπεύθυνο έναντι της λήψης των μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης της ζημιάς και της κάλυψης του κόστους αυτών. Παράλληλα, οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να μεριμνούν, ώστε οι επιχειρήσεις να λαμβάνουν και να χρηματοδοτούν οι ίδιες τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης, διαφορετικά υποχρεούνται να τα λαμβάνουν οι ίδιες και στη συνέχεια να προσπαθούν να ανακτήσουν το κόστος. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας έχει συρρικνωθεί σημαντικά αφού για μια σειρά περιπτώσεων- εξαιρέσεων τα κράτη μπορούν να επιτρέψουν στον φορέα εκμετάλλευσης να μην επωμισθεί το κόστος των δράσεων αποκατάστασης που αναλαμβάνει δυνάμει της παρούσας οδηγίας, εφόσον αποδείξει ότι δεν ενήργησε εκ δόλου ή εξ’ αμελείας. Τέτοιες περιπτώσεις απαλλαγής είναι : 

όσες ζημιές (από εκπομπή ή συμβάν) «επιτρέπονται» από διοικητικές άδειες (παραχωρημένη νόμιμη εξουσιοδότηση) που εφαρμόζουν Κοινοτικά νομοθετικά μέτρα και

όταν ο φορέας εκμετάλλευσης αποδεικνύει (επιστημονικά) ότι δεν είχε πιθανολογηθεί ότι δραστηριότητες θα προκαλούσαν ζημιά σύμφωνα με τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η εκπομπή ή δραστηριότητα..

Ένα ακόμη αδύναμο στοιχείο της οδηγίας, που αξίζει να σημειωθεί, είναι η διαχρονική (μη αναδρομική) εφαρμογή της οδηγίας, η οποία δεν καταλαμβάνει ζημίες που προκλήθηκαν πριν τις 30 Απριλίου 2007, ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ακόμα και αν οι ζημίες εμφανίσθηκαν μετά από αυτήν την ημερομηνία αλλά από δραστηριότητες που ασκήθηκαν και τελείωσαν πριν την ημερομηνία αυτή. Πρόκειται για το γνωστό δικαίωμα «στην ρύπανση χωρίς πληρωμή…» αντίθετο προς την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης και της αστικής ευθύνης.

3


Παρ’ όλ’ αυτά με την εφαρμογή της οδηγίας αναδεικνύονται νέες αρχές και αξίες στο περιβαλλοντικό γίγνεσθαι και η "περιβαλλοντική" αξία αποκτά και οικονομική υπόσταση, καθώς το περιβάλλον αξιολογείται με νέα δεδομένα και κριτήρια. Η αποτίμηση του οικονομικού κόστους της περιβαλλοντικής ζημιάς ισοδυναμεί πλέον με οικονομικά μετρήσιμα μεγέθη και αυτό συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση νέων αντιλήψεων και νοοτροπιών ως προς τις τρέχουσες πρακτικές προστασίας του περιβάλλοντος. Το καθεστώς περιβαλλοντικής ευθύνης και οι αλλαγές που επιφέρει επηρεάζουν θετικά όλο το σύστημα, από τη διαδικασία εκπόνησης των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (Ε.Π.Ο.) και τήρηση των περιβαλλοντικών όρων και της περιβαλλοντικής, εν γένει, νομοθεσίας, έως τη συμπεριφορά της Πολιτείας και των φορέων εκμετάλλευσης, που σταδιακά αντιλαμβάνονται ότι τους συμφέρει και οικονομικά να επενδύουν στην υλοποίηση αντιρρυπαντικών τεχνολογιών, ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος περιβαλλοντικής ζημιάς, παρά να υποχρεούνται να χρηματοδοτούν το κόστος της αποκατάστασης, που συχνά είναι πολύ υψηλό. Επιπρόσθετα, εξαναγκάζει στην ισχυροποίηση των μηχανισμών παρακολούθησης και ελέγχου τήρησης περιβαλλοντικών όρων και ενισχύει την κατανόηση της σημασίας της έγκαιρης λήψης μέτρων πρόληψης, Ως εκ τούτου τα ζητήματα εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αντιμετωπίζονται με πιο αποφασιστικό και αποτελεσματικό τρόπο και σταδιακά αναμένεται να υπάρξει ευρύτερη ευαισθητοποίηση και κατανόηση όχι μόνο της προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και των βασικών αρχών της αειφόρου ανάπτυξης. Με την οδηγία εισάγεται, για πρώτη φορά, ένα προληπτικό και αποκαταστατικό σύστημα αναφορικά ειδικά και μόνο με την περιβαλλοντική ζημιά, που λειτουργεί παράλληλα με τα λοιπά μέτρα καταστολής, ενισχύοντας την πρόληψη των ζημιών στους τρεις φυσικούς πόρους (νερό, έδαφος, προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους), χωρίς ωστόσο να προβλέπει, όπως είχε στην αρχή προταθεί, μια γενικευμένη αντικειμενική (χωρίς υπαιτιότητα) ευθύνη. Η Οδηγία λειτουργεί συμπληρωματικά με την κλασσική, νομική αστική ευθύνη (liability) για αποζημιώσεις που αφορούν σε ζημιά στο περιβάλλον, με αγωγή ενώπιον δικαστηρίων. Η οδηγία εγκαθιδρύει ένα διοικητικό στην ουσία σύστημα ελέγχου που παρέχει την εξουσία στις δημόσιες αρχές να επεμβαίνουν προληπτικά και κατασταλτικά (αλλά όχι ποινικά) σε περίπτωση απειλών ή υποβαθμίσεων των φυσικών πόρων. Η υποκειμενική ευθύνη (για ζημίες σε είδη και ενδιαιτήματα) ή/και η αντικειμενική ευθύνη (για ζημίες σε έδαφος και νερό), που εισάγει για όλη την Κοινότητα παρέχουν την βάση για έναρξη του διοικητικού καταναγκαστικού μέτρου στη βάση της ευθύνης (responsability) για την πρόληψη και επαναφορά στην προτέρα κατάσταση του προσβεβλημένου περιβάλλοντος και όχι για αστική επανορθωτική αποζημίωση. Η πρωτοβουλία λήψης των μέτρων ανήκει στη Διοίκηση, εν προκειμένω στο ΥΠΕΚΑ και στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση, καθώς επίσης και στον φορέα εκμετάλλευσης, στον οποίο αφορά ο επικείμενος κίνδυνος ζημίας ή η περιβαλλοντική ζημιά, που είναι πρωτίστως περιβαλλοντικά και οικονομικά υπεύθυνος πριν το κράτος πάρει τα προληπτικά ή/και αποκαταστατικά μέτρα. Και τούτο γιατί ενώ η οδηγία στοχεύει στο να παρακινεί τους φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν μέτρα και να αναπτύσσουν πρακτικές που να αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων περιβαλλοντικής ζημίας προκειμένου να μειώνεται η έκθεσή τους σε οικονομικές ευθύνες, η διοικητική διαδικασία που προβλέπει (και που συνάδει με το ελληνικό δίκαιοάρθρο 24 του Συντάγματος) θέτει στο κράτος την υποχρέωση για την προληπτική και κατασταλτική προστασία του περιβάλλοντος, καθώς όταν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν συμμορφώνεται με τη υπόδειξη της δημόσιας αρχής, το κράτος υποκαθίσταται σ’ αυτόν και 4


προβαίνει στη λήψη των αναγκαίων προληπτικών και αποκαταστατικών μέτρων τα οποία και χρηματοδοτεί, ενώ, σε κάθε περίπτωση η αρμόδια αρχή ανακτά από τον φορέα εκμετάλλευσης το κόστος. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η οδηγία δεν προβλέπει διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις, καθώς αυτές προβλέπονται ήδη από άλλες σχετικές νομοθεσίες και επιβάλλονται από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, μετά από περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις. Ωστόσο, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της πολύ σημαντικής οδηγίας σχετικά με την περιβαλλοντική προστασία μέσω του ποινικού δικαίου, παρέχεται επιπρόσθετα η δυνατότητα στον διοικητικό ή τον ποινικό δικαστή να παρεμβαίνει για την μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας , στο βαθμό που τα κράτη μέλη έχουν τυποποιήσει ως εγκλήματα στο ποινικό τους δίκαιο περιβαλλοντικές βλάβες (στο έδαφος, στο νερό, στα ζώα, στα φυτά). Η οδηγία αυτή έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο VI αυτού και επιδιώκει να προαγάγει την ενσωμάτωση στις κοινοτικές πολιτικές μιας υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης όπως ορίζεται στο άρθρο 37 του ανωτέρω χάρτη. Τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να θεωρούν ως ποινικά αδικήματα ορισμένες σοβαρές ζημίες που προκαλούνται στο περιβάλλον και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων κατά των αδικημάτων αυτών, στη βάση ελάχιστων αναγκαίων κυρώσεων για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα. Στις σοβαρές περιπτώσεις, πρέπει να εφαρμόζονται ποινικές κυρώσεις, όπως η φυλάκιση, δεδομένου ότι είναι περισσότερο αποτρεπτικές σε σχέση, για παράδειγμα, με τις διοικητικές κυρώσεις. Η οδηγία αυτή πολύ σύντομα ενσωματώνεται στο εθνικό μας δίκαιο και ενισχύει ιδιαίτερα τη δυναμική της περιβαλλοντικής ευθύνης, καθώς αδικήματα όπως, η παράνομη εκπομπή επικίνδυνων ουσιών στον αέρα, στο έδαφος ή στα ύδατα, η παράνομη μεταφορά αποβλήτων ή η παράνομη εμπορία ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση όχι μόνο έχουν ολέθριες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, αλλά και εμποδίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα του περιβάλλοντος, καθίστανται πλέον ποινικά αδικήματα. ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Παρά το γεγονός ότι σκοπό της οδηγίας είναι εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», και κατά συνέπεια οικονομικά υπεύθυνος είναι ο φορέας εκμετάλλευσης η δραστηριότητα του οποίου προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημιά ή τον άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας, ο σκοπός αυτός δεν επιτυγχάνεται σε κάθε περίπτωση εφόσον δεν διασφαλίζονται οι κατάλληλες χρηματοοικονομικές εγγυήσεις. Κατά το σκεπτικό της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ, σκοπός των μέσων χρηματοοικονομικής ασφάλειας δεν είναι να χρησιμοποιούνται ως το μοναδικό μέτρο για την προστασία του περιβάλλοντος από τους ρυπαντές, αλλά αντιθέτως έχουν χαρακτήρα διασφάλισης σε ύστατες περιπτώσεις, τόσο της διαθεσιμότητας οικονομικών πόρων για την πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας, όσο και της οικονομικής βιωσιμότητας του φορέα εκμετάλλευσης και της αποφυγής πιθανών δυσλειτουργιών της βιωσιμότητας της επιχείρησης, σε περίπτωση καταλογισμού ευθύνης από την αρμόδια αρχή. Σε κάθε περίπτωση βεβαίως και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης, οι φορείς εκμετάλλευσης πρέπει να εστιάζουν τόσο στην υιοθέτηση μέτρων και διαδικασιών ελέγχου της

5


δραστηριότητάς τους, όσο και στην εφαρμογή αντιρρυπαντικών τεχνολογιών, ώστε να προλαμβάνεται κατά το δυνατόν η περιβαλλοντική βλάβη. Συνεπώς είναι προφανές ότι η προσφυγή σε μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας για την εν γένει προστασία των φορέων εκμετάλλευσης σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας, δεν πρέπει να αποτελεί το πρώτιστο μέλημα αλλά να διενεργείται στο πλαίσιο της διασποράς του λειτουργικού τους κινδύνου. Η ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης για περιβαλλοντική ζημιά είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του τομέα της μεταφοράς πετρελαιοειδών με πλοίο (σύμφωνα με Διεθνείς Συμβάσεις). Η ανησυχία και η ανασφάλεια για το περιβάλλον και το μέλλον του πλανήτη έχουν δημιουργήσει και μια νέα αγορά για τις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη ευθύνη της κοινωνίας στα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρήσεις καλούνται να επιδεικνύουν όχι μόνο κοινωνική, αλλά και περιβαλλοντική ευαισθησία και ευθύνη. Πρόκειται για την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης των επιχειρήσεων σε σχέση με το περιβάλλον, δηλαδή για ζημιές τις οποίες οι ίδιες οι επιχειρήσεις υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσουν στο περιβάλλον, ανάγκη που ενισχύεται καθώς η αρχή της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης κερδίζει συνεχώς έδαφος στις χώρες της Ευρώπης και ωθεί όλο και περισσότερο τις επιχειρήσεις να ασχολούνται όχι μόνο με την κοινωνική, αλλά και την περιβαλλοντική τους αξιοπιστία, όπως αποδεικνύεται από την ένταξη όλο και περισσότερων βιομηχανιών στο σύστημα οικολογικής διαχείρισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το EMAS. Η προσαρμογή των επιχειρήσεων στο νέο τοπίο γίνεται μέσα από νέες διαδικασίες και οπτική που στη λήψη των πλέον αποδοτικών μέτρων και τη χρήση των «καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών», στη βάση διαλόγου, κοινωνικής συναίνεσης και αποδοχής, με σκοπό την πρόληψη και την προστασία του περιβάλλοντος. Σε αυτό συντελεί ιδιαίτερα η εφαρμογή των πανευρωπαϊκών προτύπων, η επιβολή αυστηρών κυρώσεων στις επιχειρήσεις, που δεν συμμορφώνονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολοκληρωμένη πρόληψη και καταπολέμηση της ρύπανσης, εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημιάς, κ.λ.π.), καθώς και η ενθάρρυνση της χρήσης των «καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών». Με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν όχι μόνο κοινωνικό, αλλά και περιβαλλοντικό «προφίλ», αναπτύσσοντας πρακτικές στη βάση της εταιρικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης, αποκτώντας κοινωνική και περιβαλλοντική αξιοπιστία. Γίνεται απολύτως αντιληπτό ότι έχουμε μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις και διλήμματα που απαιτούν άμεσες, συγκεκριμένες και ρεαλιστικές λύσεις, νέα μεθοδολογικά εργαλεία, τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά κυρίως διαφάνεια, συμμετοχή στις αποφάσεις για σχέδια και προγράμματα για το περιβάλλον και ελεύθερη πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση. Η χώρα μας, έχοντας πλήρη αντίληψη ότι η μετακύλιση της οικονομικής ευθύνης στις επιχειρήσεις είναι το μόνο ικανό εργαλείο για την υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ακόμη και σε περιπτώσεις των μη συμμορφούμενων φορέων εκμετάλλευσης στις βασικές περιβαλλοντικές τους υποχρεώσεις, έχει καταστήσει, με το σχετικό Π.Δ. 149/2009, υποχρεωτική την υπαγωγή των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σε ικανό σύστημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

6


Την υποχρέωση αυτή την ενίσχυσε ακόμη περισσότερο με νομοθετική ρύθμιση (ν. 4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση) κι εντός του πρώτου εξαμήνου του 2012 θα ρυθμιστούν, με την έκδοση των προβλεπόμενων ΚΥΑ τα ζητήματα υπαγωγής των επιχειρήσεων σε σύστημα υποχρεωτικής χρηματοοικονομικής ασφάλειας έναντι της περιβαλλοντικής ζημιάς, προκειμένου να εφαρμοστεί πλήρως η Οδηγία στις ανάγκες της χώρας μας, ώστε σε κάθε περίπτωση να υλοποιούνται τα μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης της ζημιάς από τις ίδιες τις επιχειρήσεις μέσω συστήματος εγγυήσεων ή μέσω ασφάλιστρων. Συνεπώς, με δεδομένο ότι θεωρούμε ότι η υποχρεωτική ασφάλιση μπορεί να προσφέρει πολλά στο επίπεδο της περιβαλλοντικής προστασίας αλλά και της αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών, κρίνεται σκόπιμη η όσο το δυνατόν αναλυτικότερη επεξεργασία των προδιαγραφών των σχετικών υπό εκπόνηση ΚΥΑ, γεγονός που αναμένεται να αλλάξει ριζικά και την σημερινή στάση των ασφαλιστικών εταιριών απέναντι στο θέμα της υποχρεωτικής ασφάλισης. Στο Ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, ειδικά όσον αφορά στο περιβαλλοντικό δίκαιο, η έννοια της υποχρεωτικής ασφάλισης κάθε άλλο παρά άγνωστη είναι, καθώς τέτοια υποχρέωση έχει ήδη θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΚΥΑ 13588/725/2006 (ΦΕΚ 383Β, 28.3.2006) για την διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων. Με δεδομένο δε, ότι η ως άνω ΚΥΑ θέτει ως αντικείμενο ασφάλισης «την επαναφορά του περιβάλλοντος στην προτέρα κατάσταση», γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το καθεστώς που έχει θεσπιστεί είναι ιδιαίτερα ευρύ αλλά και ιδιαίτερα αυστηρό. Οι δε ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, παρέχοντας την ανωτέρω κάλυψη, έχουν ουσιαστικά διαμορφώσει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο κάλυψης περιβαλλοντικών ζημιών. Δυστυχώς, με δεδομένο ότι στο κομμάτι της ουσιαστικής εφαρμογής της νομοθεσίας υπήρξε διστακτικότητα, οι εταιρίες που μέχρι σήμερα έχουν ασφαλιστεί είναι ελάχιστες, παρά το γεγονός ότι η ανωτέρω νομοθεσία ισχύει από το 2006. Το γεγονός αυτό μάλιστα δημιουργεί ερωτηματικά περί της νόμιμης λειτουργίας μεγάλου αριθμού βιομηχανικών μονάδων που παράγουν επικίνδυνα απόβλητα και διαχειρίζονται οι ίδιες το σύνολο ή μέρος αυτών, δεδομένου ότι η σχετική ασφάλιση (ή η προσκόμιση ισόποσης κατ’ ελάχιστο εγγυητικής επιστολής υπέρ του δημοσίου) είναι προαπαιτούμενη για την έκδοση της σχετικής Άδειας διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων. Ωστόσο, το ζήτημα της ασφάλισης της περιβαλλοντικής ευθύνης εξακολουθεί να αποτελεί τεχνικά πολύπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα για την ελληνική ασφαλιστική αγορά. Και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κυρίως εκείνων των ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίες έχουν αφενός την τεχνική δυνατότητα να παρακολουθήσουν το ζήτημα και αφετέρου το μέγεθος να καλύψουν τον κίνδυνο. Ειδικά όσον αφορά στην ασφάλιση περιβαλλοντικής ευθύνης, αυτή θα πρέπει να προχωρά πέρα από την κάλυψη υλικών ζημιών και σωματικών βλαβών, συνεπεία περιβαλλοντικής ζημιάς, και να αναφέρεται στον καθαρισμό και την επαναφορά του ζημιωθέντος περιβάλλοντος στην προηγούμενη μορφή του. Οι καλύψεις αυτές δεν αφορούν βέβαια μόνο τους φορείς εκμετάλλευσης αλλά και κάθε εταιρία που αναλαμβάνει έργα υποδομής και μεγάλων κατασκευών και εκτίθεται στους ίδιους κινδύνους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των εργασιών της αλλά και μετά την αποπεράτωση αυτών. Η ασφάλιση λειτουργεί, όπως είναι φυσικό, και προληπτικά, καθώς είναι παραπάνω από προφανές ότι ο ασφαλιστής έχει το ισχυρότερο κίνητρο να μην επέλθει ο κίνδυνος και άρα θα συστήσει τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα προφύλαξης και πρόληψης, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο ασφαλιστής μπορεί να προσφέρει και κάλυψη εξόδων αποφυγής-περιορισμού της ρύπανσης.

7


Στην ελληνική αγορά, συμβόλαιο με τις εν λόγω εξειδικευμένες καλύψεις, μέχρι στιγμής, διατίθεται από μία μόνο εταιρία, ενώ οι φορείς εκμετάλλευσης που ενδιαφέρονται για την αγορά τέτοιων ασφαλιστηρίων απευθύνονται συχνότερα σε ξένες αγορές. Όλες όμως οι μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά μας, έχουν ήδη ξεκινήσει μελέτες για το σχεδιασμό τέτοιων προϊόντων. Προς το παρόν η ελληνική νομοθεσία δεν καλύπτει πλήρως όλα τα ζητήματα ευθύνης ή τα καλύπτει περιορισμένα, όπως η ασφαλιστική κάλυψη κατά των κινδύνων που απορρέουν από την άσκηση μιας επικίνδυνης δραστηριότητας ή της παροχής άλλων οικονομικών εγγυήσεων, καθώς λείπουν παντελώς οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί, συμπληρωματικών εγγυητικών ταμείων, όρια ή έκταση της κάλυψης σε σχέση με συγκεκριμένες δραστηριότητες, κλπ. υπό την εποπτεία του κράτους που τροφοδοτούμενοι από τακτικές εισφορές των εν δυνάμει ρυπαινόντων και εν γένει αυτών που μπορεί να υποβαθμίσουν το περιβάλλον με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, είναι σε θέση να παρεμβαίνουν με ουσιαστικό τρόπο στην αποκατάσταση των ζημιών, κυρίως κατά τις περιπτώσεις που δεν μπορεί να εντοπισθεί ο δράστης ή σε περιπτώσεις που αυτός είναι αφερέγγυος. Τα ζητήματα αυτά μένει να αντιμετωπισθούν άμεσα. Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σήμερα η «πράσινη» δραστηριότητα, αποτελεί τομέα αιχμής για τις οικονομίες και ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιριών είναι αρκετά σημαντικός καθώς καλούνται να δώσουν λύσεις, να καλύψουν κινδύνους, και να στηρίξουν τις επιχειρηματικές προσπάθειες που σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωπες με βλάβες που ενδεχομένως άθελά τους θα προκαλέσουν στο περιβάλλον. Η πολυδιάστατη αυτή πρόκληση έχει αποδέκτες τους θεσμούς/διοίκηση, τις επιχειρήσεις, την κοινωνία και τέλος τους χρηματοασφαλιστικούς οργανισμούς. Οι χρηματοασφαλιστικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν μέρος του κινδύνου από τη λειτουργία των επιχειρήσεων (risk carriers) και για τη λειτουργία τους αυτή, υπάρχει πια «θεσμική» πρόβλεψη στη νομοθεσία. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ασφάλιση αποτελεί τη «φτηνότερη» συνήθως λύση, σε σχέση με τα τραπεζικά προϊόντα που αφορούν στη διασφάλιση του περιβαλλοντικού ρίσκου. Βεβαία δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι προκλήσεις για την ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι πολλαπλές, καθώς η χώρα μας αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση χώρας με πάνω από 400 διάσπαρτες προστατευόμενες περιοχές και επιπρόσθετα μια περιοχή η οποία λόγω της θέσης της, είναι ευαίσθητη στις κλιματολογικές αλλαγές. Η νομοθεσία σήμερα διακρίνεται από περιπλοκότητα και σύγχυση. Είναι διάσπαρτη με ρυθμίσεις, νόμους, υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα, που έχουν ως αποτέλεσμα περισσότερο να μπερδεύουν τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις αρμόδιες υπηρεσίες, παρά να τους διευκολύνουν να υιοθετήσουν πρακτικές συνυφασμένες με την προστασία του περιβάλλοντος. Η ανάπτυξη Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης καθώς και Συστημάτων Ασφάλειας και Υγείας αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε βιομηχανική ή άλλη δραστηριότητα. Η αναγκαιότητα αυτή προκύπτει τόσο από τις απαιτήσεις της αγοράς για την ανάπτυξη εκ μέρους των βιομηχανιών ενός βελτιωμένου περιβαλλοντικού προφίλ όσο και από τις πιέσεις που ανακύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για το περιβάλλον και την ασφάλεια και υγεία, όπως, η ανάπτυξη Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης, που παρέχει στις επιχειρήσεις σημαντικά περιβαλλοντικά, οικονομικά και ανταγωνιστικά οφέλη. Ο σωστός σχεδιασμός και εφαρμογή τους βοηθούν στην ορθολογική διαχείριση και εξοικονόμηση φυσικών πόρων και πρώτων υλών, μειώνοντας τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων. Παράλληλα συντελούν στην μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην μείωση του 8


όγκου των παραγόμενων αποβλήτων, στον περιορισμό των περιβαλλοντικών κινδύνων και ατυχημάτων. Αντίστοιχα οφέλη προκύπτουν και από την εφαρμογή Συστημάτων για την Ασφάλεια και Υγεία και κυρίως από την έγκαιρη και ολοκληρωμένη Περιβαλλοντική Ανάλυση Κινδύνου, που είναι η συλλογή και η αξιολόγηση στοιχείων που σχετίζονται με περιβαλλοντικές συνθήκες ή επιπτώσεις, και πραγματοποιείται πριν από τη συμφωνία υλοποίησης ενός έργου με σκοπό να προσδιορίσει και να ποσοτικοποιήσει κινδύνους νομικούς, χρηματοοικονομικούς και γοήτρου (reputational risks) που σχετίζονται με το περιβάλλον. Η γενική πρόθεση της ανασκόπησης «Ανάλυση Κινδύνου» είναι η επιβεβαίωση ότι η σχεδιαζόμενη επένδυση δεν έχει οικονομικό, νομικό, περιβαλλοντικό παθητικό πέραν του όποιου παθητικού έχει ξεκάθαρα οριστεί στην επενδυτική πρόταση. Το περιβαλλοντικό στοιχείο της διαδικασίας «Ανάλυση Κινδύνου» αναφέρεται ως «Περιβαλλοντική Ανάλυση Κινδύνου» (ΠΑΚ). Οι επιχειρήσεις έχουν ήδη αντιληφθεί τις προκλήσεις καθώς, εκτός των άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ενδέχεται να υποστούν τις αρνητικές συνέπειες της περιβαλλοντικής ζημιάς, καθώς και οι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στην προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να ζητήσουν από τις αρχές να αναλάβουν δράση σε περίπτωση βλαβών. Μάλιστα τα πρόσωπα ή και οι οργανισμοί που θα καταθέτουν αίτηση ανάληψης δράσης θα έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε δικαστήριο ή σε έναν “ad hoc” οργανισμό για να αξιολογηθεί η νομιμότητα των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων της αρμόδιας αρχής.

9


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.