Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗ Κ3
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗ Κ3 3 Ιανουαρίου 1993 Είναι η δεύτερη μέρα του 1993 και πήρα τη μεγάλη απόφαση να γράψω τη ζωή μου, μά και η αγαπημένη μου κόρη Ελενίτσα (από άλλον πατέρα αλλά συναισθηματικά δική μου) μου έστειλε για Χριστουγεννιάτικο δώρο χαρτί και μολύβι, από μακρινή Αφρική, με την παράκληση Γράψε… κάνε μια αρχή… Κάνω λοιπόν σήμερα την αρχή και πιστεύω ότι δεν θα είναι δύσκολο να αντιγράψω στο χαρτί αυτά που η ζωή έχει χαράξει μέσα μου τόσο ζωηρά, που μετά από εξήντα επτά χρόνια το μελάνι τόσο να μην έχει ξεθωριάσει καθόλου και με τα θαμπά μάτια των αναμνήσεων να διαβάζονται εύκολα. Γεννήθηκα μια Τρίτη του 1925 στην Τράπεζα Αιγιαλίας, ένα πανέμορφο χωριουδάκι που μοιάζει σαν μια καταπράσινη βεράντα πάνω απ ’τον Κορινθιακό, από πατέρα στρατιωτικό. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Κέρκυρα κι όταν υπηρετούσε στην Πάτρα από προξενιά παντρεύτηκε την μητέρα μου η οποία ήταν δεκαεπτά ετών, από πατέρα Πατρινό και μητέρα γαλλίδα. Ήταν ωραιότατη και μετά το προξενιό ήρθε ο μεγάλος έρωτας, ο οποίος έμεινε κοντά τους μέχρι το θάνατο… Οι πρώτες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια είναι από την Ιθάκη, που τα έζησα μέσα σε μια τρισευτυχισμένη οικογένεια που την αποτελούσαν, ένα ερωτευμένο ζευγάρι, που ο έρωτας έμεινε τόσο ικανοποιημένος από την σχέση τους, που τους χάρισε δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Κάθε πρωί θυμάμαι, ερχόταν ο ιπποκόμος του πατέρα μου με τα άλογα για να πάει στο γραφείο. Τον θυμάμαι με τι καμάρι ανέβαινε στο άλογο και με πόση αγάπη και υπερηφάνεια τον κοίταζε η μητέρα μου μέσα στην ωραία του στολή. Η ζωή όμως είναι ένα μεγάλο ημερολόγιο, που κανένας δεν ξέρει πόσα φύλλα έχει και που η κάθε μέρα σου γυρίζει και μια καινούργια σελίδα, που μόνον εκείνη τη στιγμή βλέπεις τι γράφει.
Έτσι και στο γύρισμα μια σελίδας του 1937 διάβασε γεμάτος πίκρα και απογοήτευση ο πατέρας μου τα κονσερβαρισμένα λόγια του Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Η Πατρίς αφού σας ευχαριστήσει δια την ευδόκιμον υπηρεσίαν σας, σας θέτει εις τιμητικής αποστρατείαν με τον βαθμόν του Αντισυνταγματάρχη». Μετά από δύο μέρες, το καράβι της γραμμής ξεφόρτωνε στο λιμάνι της Κέρκυρας τα μπαούλα, το νοικοκυριό του σπιτιού μας, μιας οικογένειας που από χρόνια γύριζε από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις μεταθέσεις και αυτό ήταν και το τελευταίο υπηρεσιακό ταξείδι. Αιτία, η γάγγραινα της Ελλάδας, τα πολικά φρονήματα! Το όνειρο του πατέρα μου ήταν με το εφάπαξ που θα έπαιρνε όταν θα έβγαινε σε σύνταξη να πάρει ένα σπίτι στην Κέρκυρα και η στιγμή είχε φτάσει νωρίτερα απ’ ότι περίμενε. Μείναμε ένα διάστημα στο χωριό του πατέρα μου και όταν τελείωσε το σπίτι μας, στο ωραιότερο μέρος της πόλης, δίπλα από το Mon Repos, εγκατασταθήκαμε, ενώ ο πατέρας μου με τη μητέρα μου έλαμπαν από ευτυχία μέσα στο δικό τους σπίτι, σίγουροι για πάντα χωρίς πλέον το φόβο του ξεσηκωμού!… Είμαστε πραγματικά μια ευτυχισμένη οικογένεια και αυτή η αγάπη και η ευτυχία των γονιών μας, μας είχε δέσει στενά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε όλοι μαζί στην εκκλησία Ιάσωνος και Σωσιπάτρου που ήταν δίπλα μας, εγώ ήμουν και παπαδοπαίδι και το απόγευμα κατεβαίναμε στην σπλανάδα για να ακούσουμε τη φιλαρμονική. Έτσι κυλούσε η ζωή μας σαν ένα όμορφο παραμύθι μέχρι την 28η Οκτωβρίου του 1940. Ημέρα που η Ελλάδα ξανάρχισε να γράφει την ιστορία της, όχι με μελάνι αλλά με το αίμα των παιδιών της. Όλη η ιστορία της Ελλάδας είναι με αίμα γραμμένη σε σελίδες με μαύρο πλαίσιο, γαρνιρισμένες με δάφνες που συμβολίζουν τη ΔΟΞΑ και έτσι απαλύνουν το μακάβριο θέαμα. (Στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη περπατούσε η ΔΟΞΑ ΜΟΝΑΧΗ).
Τα πάντα είχαν πεθάνει και μέσα στ’ αποκαΐδια είχε μείνει μόνη της και όσο προχωρά η ιστορία πάντα μονάχη θα την βρίσκουμε γιατί οι άνθρωποι την βαρέθηκαν και την αντικατέστησαν με το χρήμα. 28η Οκτωβρίου 1940, μια γλυκιά φθινοπωριάτικη μέρα, που ξαφνικά την ησυχία της έκοψε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό, ένας ήχος που έμοιαζε με χιλιάδες απελπισμένες φωνές αρχαίας τραγωδίας. Ήταν ο ήχος της σειρήνας, αυτός ο ήχος στο εξής θα ήταν η μουσική υπόκρουση στο ματωμένο δράμα της ανθρωπότητας, που η προβολή του από σήμερα άρχιζε και στην Ελλάδα, με σεναριογράφο, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον πόλεμο. Πόλεμος στα δεκαπέντε μου χρόνια, μόλις είχα δρασκελίσει το κατώφλι της ζωής, ήταν μια λέξη που δεν μπορούσα τότε να καταλάβω, πόση φρίκη και αίμα έκρυβαν αυτές οι τρεις συλλαβές της. Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και η πρώτη πράξη του δράματος είχε αρχίσει. Την επομένη το πρωί στις δέκα η ώρα φάνηκαν να πλησιάζουν πάνω από την πόλη τρία αεροπλάνα με Ελληνικά σήματα και σε χαμηλό ύψος. Ο κόσμος ξεχύθηκε έξω και άρχισε να ζητωκραυγάζει, όταν ξαφνικά τρεις βόμβες που
άφησαν πάνω από την πόλη έκαναν τον κόσμο να παγώσει και να κρυφτεί στα καταφύγια. Ήταν η πρώτη ύπουλη πράξη των Ιταλών που ήλθαν να μας βομβαρδίσουν με Ελληνικά σήματα. Τις επόμενες μέρες οι βομβαρδισμοί άρχισαν καθημερινά με πολλές επιδρομές και περνούσαμε ώρες σ’ ένα καταφύγιο που ήταν κοντά μας. Οι γονείς μου ήταν αμίλητοι γεμάτοι αγωνία και πήραν την απόφαση να φύγουμε για το χωριό του πατέρα μου. Μετά από δώδεκα ώρες ποδαρόδρομο, φθάσαμε στο χωριό και εγκατασταθήκαμε σ’ ένα ερημωμένο σπίτι του θείου μου, που ήταν ακατάλληλο ακόμα και για ζώα. Οι γονείς παρ’ όλη την κούραση έπιασαν αμέσως να το ξεβρομίσουν και αφού οι γείτονες μας έφεραν μερικές κουβέρτες και άχυρο φτιάχτηκε πάνω στο τρύπιο πάτωμα ένα μεγάλο κρεβάτι για έξη άτομα. Τις επόμενες μέρες κατάφερε ο πατέρας μου μ’ ένα κάρο την νύχτα και έφερε μερικά πράγματα από το σπίτι μου και η ζωή έγινε πιο ανθρώπινη, αλλά το μεγάλο μαρτύριο ήταν οι ψύλλοι. Τα πατώματα ήταν σάπια και είχαν κάνει φωλιές και ήταν πολύ δύσκολο να εξοντωθούν μιας και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν εντομοκτόνα. Τη λύση τη βρήκε η μητέρα μου και βράζοντας σ’ ένα καζάνι νερά άρχισε να περιχύνει το πάτωμα και έτσι γλυτώσαμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Τότε θαύμασα τη δύναμη και το κουράγιο της μητέρας μου που μέσα σε λίγο διάστημα έκανε όλες τις δύσκολες δουλειές του χωριού, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί και γρήγορα κέρδισε τη συμπάθεια όλου του χωριού και όλοι μας συμπαραστάθηκαν. Στο χωριό την φώναζαν αρχόντισσα και κατά την τοπική διάλεκτο «αρχόντσα». Στην γειτονιά βάφτισε τρία παιδιά τα οποία και μεγάλωσαν μέσα στο σπίτι μας, μιας και οι κουμπάρες τα έφερναν στις πέντε η ώρα το πρωί που έφευγαν για τα κτήματα και τα έπαιρναν το βράδυ που γύριζαν. Ο πατέρας μου την έλεγε συχνά το γνωστό «δώσε θάρρος του χωριάτη ν’ ανέβει και στο κρεβάτι…» . Μια μέρα ήρθε στο σπίτι ο μπακάλης του χωριού και μας είπε να πάμε να μείνουμε σ’ ένα σπίτι που είχε στο κέντρο του χωριού και το έστησε για προίκα της κόρης του που ήταν ακόμα εννέα ετών. «Το σπίτι είναι δικό σας χωρίς νοίκι μέχρι να παντρευτεί η κόρη μου» μας είπε. Ήταν μια χειρονομία που άφησε άναυδους τους γονείς μου και η χαρά μας ήταν μεγάλη όταν σε δύο μέρες βρεθήκαμε από το αχούρι σ’ ένα πραγματικό ανάκτορο.
Το Αλβανικό μέτωπο ήταν απέναντί μας και κάθε βράδυ βλέπαμε τις λάμψεις από τα κανόνια, ο δε πατέρας μου είχε φτιάξει ένα τόξο πάνω σ’ ένα κοντάρι που είχε καρφώσει στο χώμα και κάθε βράδυ το σκόπευε στις λάμψεις τον δικών μας κανονιών και έτσι ο επόμενο βράδυ έβλεπε αν είχαμε προχωρήσει. Τα νέα έφθαναν κάθε βράδυ από το μοναδικό ραδιόφωνο του καφενείου και κάθε τόσο οι καμπάνες της εκκλησίας φώναζαν τη νίκη της Κλησούρας του Τεπελένη, το τόξο του πατέρα μου γύριζε συνέχεια προς τ’ αριστερά και ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Δεν κράτησε όμως πολύ. Οι Γερμανοί είχαν πάρει το δρόμο για την Ελλάδα, το τόξο γύρισε απότομα δεξιά και σε δύο βράδια χάθηκαν και οι λάμψεις και το ραδιόφωνο έλεγε για τις αιματηρές μάχες της γραμμής Μεταξά που κράταγε ακόμα τους δολοφόνους του Χίτλερ. Σε λίγες μέρες οι στρατιές του Χίτλερ έσπασαν την αντίσταση των Ελλήνων και μπήκαν στην Ελλάδα, ύψωσαν την Γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, ενώ στην Κέρκυρα έμπαιναν τα Ιταλικά στρατεύματα. Η πρώτη πράξη του δράματος είχε τελειώσει και άρχιζε το δεύτερο μέρος, της κατοχής. Σε όλη την Ελλάδα άρχισαν τα μπλόκα, οι εκτελέσεις και οι μεταφορές ομήρων στα στρατόπεδα των Γερμανών. Φύγαμε τότε απ’ το χωριό και κατεβήκαμε στο σπίτι μας και αφού άνοιξαν τα σχολεία πήγαμε και εμείς και κάναμε δύο ώρες Ελληνικά και τις υπόλοιπες Ιταλικά με Ιταλούς καθηγητές (η μεγάλη μου αδελφή παντρεύτηκε και έφυγε για Πειραιά μαζί με τη μικρή και την μητέρα μου). Το ψωμί ήταν με δελτίο και τα σπάνια τρόφιμα τα εύρισκες μόνον στη μαύρη αγορά με αποτέλεσμα ο κόσμος να πεθαίνει στους δρόμους ενώ από την αβιταμίνωση παρουσιάστηκε μια επιδημία ψωρίασης στα χέρια την οποία καταπολεμούσαμε με λάδι και θειάφι. Μια μέρα εντελώς ξαφνικά έφτασε το μεγάλο νέο, ότι η Ιταλία έφυγε από τον άξονα και οι σημερινοί κατακτητές μας ήταν τώρα σύμμαχοί μας εναντίον των Γερμανών.
Το τι ακολούθησε δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους, αγκάλιαζε τους Ιταλούς και Έλληνες εθελοντές, ανέβαιναν στα Ιταλικά καμιόνια, έπαιρναν όπλα και ενώθηκαν με τις Ιταλικές δυνάμεις, αφού συνέλαβαν τους περίπου 6-7Γερμανούς που ήταν σε βάσεις ασυρμάτων. Η μέρα κύλησε σ’ ένα ξέφρενο πανηγύρι, όταν κατά τις επτά η ώρα το βράδυ ένα Γερμανικό αεροπλάνο πέρασε και έριξε προκηρύξεις στα Ελληνικά και Ιταλικά και μας έλεγαν να παραδοθούμε χωρίς αντίσταση γιατί διαφορετικά θα μας κάψουν από αέρα και από θάλασσα. Η νύχτα πέρασε ήρεμα και την επόμενη το πρωί ένας στόλος από καΐκια γεμάτα Γερμανούς φάνηκε να έρχεται από την Ηγουμενίτσα με κατεύθυνση Λευκίμη και Μπενίτσες. Στις παραλίες αυτές οι Ιταλοί είχαν γερά πυροβολεία και μαζί με τους Έλληνες, αφού άφησαν τους Γερμανούς να πλησιάσουν πλαισιωμένοι και από τέσσερα στούκας, άνοιξαν πυρ και μέσα σε πέντε λεπτά είχαν βουλιάξει τα καΐκια γεμίζοντας τη θάλασσα με γερμανικά πτώματα. Αμέσως τα στούκας βομβάρδισαν τα πυροβολεία χωρίς κανένα αποτέλεσμα γιατί ήταν πολύ γερά οχυρά. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήρεμα και όλοι μίλαγαν για την πανωλεθρία των Γερμανών, όταν κατά τις εννέα και τέταρτο τα ουρλιαχτά των σειρήνων έκανε το αίμα μας να παγώσει γιατί όλοι μέσα μας φοβόμαστε, χωρίς κανείς να το εξωτερικεύει, την εκδίκηση των Γερμανών. Πριν προφθάσουμε να πάμε στο καταφύγιο τα στούκας είχαν σκεπάσει την πόλη ρίχνοντας εμπρηστικές βόμβες, μια από τις οποίες έπεσε έξω από το σπίτι μας. Η εξώπορτα έπεσε προς τα μέσα, το σπίτι γέμισε καπνούς, μέσα στο πανικό και το σκοτάδι, στην προσπάθεια να φύγουμε από την πίσω πόρτα, σκόνταψα στο σώμα του πατέρα μου που είχε πέσει στο διάδρομο από την πίεση των αερίων. Τον βοήθησα να σηκωθεί και τρέξαμε στο καταφύγιο ενώ η πόλη θύμιζε την Ρώμη του Νέρωνα.
Όταν έληξε ο συναγερμός, χωρίς να περάσουμε από το σπίτι, φύγαμε όπως είμαστε για το χωριό, φοβούμενοι άλλη επιδρομή. Για αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη οι φλόγες φώτιζαν τα μπουλούκια των ξεσπιτωμένων που σχημάτιζαν μια μακάβρια φάλαγγα, μια ακόμα από τα εκατομμύρια που μόνο οι Γερμανοί ήξεραν να φτιάχνουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Πήγαμε στο χωριό και το πρωί μάθαμε πως μ’ ένα υδροπλάνο οι Γερμανοί είχαν παραλάβει την πόλη που η μισή είχε καεί από τους Ιταλούς, οι οποίοι παραδόθηκαν άνευ όρων. Γυρίσαμε στο σπίτι, φτιάξαμε την πόρτα και παίρναμε το βάπτισμα τη γερμανικής πλέον κατοχής. Οι εκτελέσεις και τα μπλόκα άρχισαν από την πρώτη μέρα, ξεχώρισαν τους Ιταλούς φασίστες και τους έβαλαν σε βοηθητικές υπηρεσίες , τους δε υπόλοιπους τους φόρτωναν σε καράβια και τους έπνιγαν στην Αδριατική. Μετά από δύο-τρεις μέρες, είχαν γεμίσει όλες οι ακτές του νησιού από τυμπανισμένα πτώματα. Ο τρόμος και η αγωνία είχε παραλύσει κάθε ίχνος ζωής και τους εβραίους τους έστελναν κατά εκατοντάδες στα Γερμανικά στρατόπεδα εξοντώσεως. Την Τρίτη μέρα, πρωί πρωί χτύπησε άγρια η πόρτα και όταν άνοιξα βρέθηκα μπροστά σε δύο Γερμανούς οι οποίοι χωρίς να πους τίποτα μπήκαν και άρχισαν να ερευνούν τα δωμάτια, ενώ εμείς είχαμε παγώσει και πιστεύαμε ότι έφθασε το τέλος μας. Αφού είδαν τα δωμάτια έφυγαν χωρίς σε όλο αυτό το διάστημα να πουν μια λέξη. Σε πέντε λεπτά γύρισε ο ένας ο λοχίας με ένα διερμηνέα και μας είπε ότι το σπίτι επειδή είχε οκτώ δωμάτια, το έπαιρναν για ταχυδρομείο και μπορούσαμε να μείνουμε και εμείς οι τρεις σε ένα μόνο δωμάτιο. Την ίδια μέρα ήρθαν και εγκαταστάθηκαν ο λοχίας και ένας λοχαγός οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με άνθρωπο. Μας έστειλαν σ’ ένα δωμάτιο και μας απαγόρευαν να κυκλοφορούμε ός θα ήσαν αυτοί εκεί στο υπόλοιπο σπίτι και τη κουζίνα. Στα κάτω ντουλάπια της κουζίνας είχαμε λίγο λάδι και κάρβουνα τα οποία άρχισαν να τα χρησιμοποιούν σαν να ήταν σπίτι τους. Τότε ο πατέρας μου έγινε έξω φρενών και έβαλε λουκέτο στα ντουλάπια, τα οποία όταν τα είδε ο λοχίας μας φώναξε στην κουζίνα, έσπασε με κλωτσιές τα ντουλάπια, τράβηξε το πιστόλι και με νοήματα μας είπε ότι αν το ξανακάνουμε θα είμαστε ΚΑΠΟΥΤ!
Η πείνα ήταν τρομερή, τρόφιμα δεν υπήρχαν πλέον ούτε στη μαύρη αγορά. Κάθε μεσημέρι ο λοχίας μου έδινε δύο καραβάνες και ένα σημείωμα και πήγαινα στο Mon Repos που είχαν τα μαγειρεία τους και τους έφερνα το φαγητό. Η μυρωδιά και η θέα του φαγητού μου έφερνε λιποθυμία και πολλές φορές έχωνα το δάκτυλό μου στις καραβάνες και το έγλυφα. Όταν το φαγητό δεν τους άρεσε (όπως το ρύζι με σταφίδες) το πέταγε ο λοχίας στα σκουπίδια και με ένα ξύλο τα ανακάτευε για να μην το πάρουμε. Η ζωή μας είχε γίνει μαρτύριο και ζούσαμε με το ψάρεμα και λαχανίδες που παίρναμε στην ουρά αν βέβαια προλαβαίναμε. Τα σχολεία άνοιξαν και πηγαίναμε με τον αδελφό μου στο λύκειο που ήταν στο Φοίνικα. Μια μέρα μπήκαν στην τάξη ξαφνικά δυο Γερμανοί με αυτόματα και ένας Ιταλός συνεργάτης τους φασίστας που μίλαγε Ελληνικά, γνωστός στην Κέρκυρα με το παρατσούκλι «Χριστός» γιατί με τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε πραγματικά με το Χριστό. Μας είπε λοιπόν ότι την νύχτα πέταξαν προκηρύξεις εναντίον των Γερμανών κάποιοι μαθητές, ξέρουμε τα ονόματά τους, αλλά θα ήθελε να σηκωθούν μόνοι τους και να μας πους ποιος τους έβαλε να το κάνουν και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Φυσικά, κανένας δεν σηκώθηκε και τότε βγάζοντας ένα χαρτί άρχισε να φωνάζει ονόματα. Το τέταρτο όνομα ήταν το δικό μου. Σηκώθηκα και πήγα δίπλα στους άλλους ενώ το αίμα μου είχε παγώσει και ένας κρύος ιδρώτας είχε λούσει ολόκληρο το κορμί μου. Πίστεψα ότι είχε φθάσει το τέλος μου και για πρώτη φορά ένοιωσα ένα τέτοιο συναίσθημα, το συναίσθημα του μελλοθάνατου. Μάζεψαν οκτώ μαθητές, μας έβαλαν σ’ ένα Γερμανικό καμιόνι και μας πήγαν στην Κερκυραϊκή σχολή που ήταν η κομαντατούρ. Μας έβαλαν σ’ ένα προθάλαμο και ένας ένας με την σειρά που μας φώναζαν έμπαινε σ’ ένα γραφείο. Όταν μπήκα βρήκα το Χριστό καθισμένο σ’ ένα πολυτελέστατο γραφείο ο οποίος με υποδέχθηκε μ’ ένα γλυκύτατο χαμόγελο, μου έδειξε μια καρέκλα και μου είπε «κάτσε Παναγιώτη μου». Όταν κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, χαμογελώντας πάντοτε μου είπε «άκουσε Παναγιώτη μου, ξέρω πολύ καλά ότι εσύ δεν έλαβες μέρος αλλά οι Γερμανοί που ξέρουν ότι όλοι εσείς που είσαστε παιδιά στρατιωτικών θέλουν με τη
μαρτυρία σας να βεβαιωθούν ότι δεν εγκρίνετε αυτές τις πράξεις, αλλά γνωρίζετε αυτούς που το έκαναν και αν μας πείτε τα ονόματά τους τα οποία ξέρουμε θα πάτε σπίτι σας και δεν θα σας ενοχλήσει κανείς. Με φωνή που έτρεμε του απάντησα ότι δεν ξέρω τίποτα, ότι για τις προκηρύξεις το άκουσα από τους ίδιους όταν ήλθαν στο σχολείο και ότι δεν μπορώ να υποψιαστώ κανένα συμμαθητή μου. Η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία και πριν προφθάσω να φυλαχτώ δέχθηκα ένα γερό χαστούκι, φώναξε ένα Γερμανό που ήταν απ’ έξω, του είπε κάτι στα Γερμανικά και γυρίζοντας σε μένα μου είπε: «Τώρα σ’ αυτούς θα τα πεις όλα ή θα πεθάνεις». Ο Γερμανός με σπρωξιές με κατέβασε στα υπόγεια και ανοίγοντας μια πόρτα με πέταξε μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που ήσαν και οι συμμαθητές μου. Έκλεγαν παγωμένοι από το φόβο και έτσι και εγώ δεν μπόρεσα πλέον να κρατηθώ. Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν όταν άνοιξε η πόρτα και ένα Έλληνας γνωστός συνεργάτης των Γερμανών μας είπε να πάμε σπίτια μας. Βρέθηκα στο δρόμο, ελεύθερος και ζωντανός και τα είκοσι λεπτά που με χώριζαν από το σπίτι μου τα έκανα πέντε! Όταν μπήκα μέσα έπεσα στην αγκαλιά του πατέρα μου και με λυγμούς του είπα όλη την ιστορία. Προσπάθησε να μου δώσει κουράγιο, ότι δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, γιατί είμαστε μικρά παιδιά και ότι προσπάθησαν μόνο να μας φοβίσουν. Την επόμενη πήγα σχολείο και είχα ένα τουπέ ήρωα, που γλύτωσε από τους Γερμανούς, που άντεξε στα φρικτά βασανιστήρια (που ήταν ένα χαστούκι) και πρόσεξα και τα γεμάτα θαυμασμό βλέμματα των κοριτσιών που ήταν καρφωμένα επάνω μου. Τότε μου μίλησε για πρώτη φορά και η Γεωργία που πάντα τη θαύμαζα και που ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να την πλησιάσω. Ήλθε μόνη της δίπλα μου γεμάτη θαυμασμό και ενδιαφέρον και με ρώτησε: «Σας βασάνισαν πολύ οι Γερμανοί;» και της απάντησα σχεδόν αδιάφορα, ενώ τα πόδια μου τα ένοιωθα ότι δεν πατούσαν στη γη και είχα ξαφνικά ψιλώσει περίπου μισό μέτρο: «Ναι μας βασάνισαν δύο ώρες, αλλά αντέξαμε και αυτό μόνο έχει σημασία.» Έφυγα χωρίς να πω τίποτα περισσότερο μαζί με το φίλο και συμμαθητή μου το Γιώργο που τον είχαν πιάσει κι’ αυτόν και
ξεκινήσαμε για το σπίτι, ενώ τα πόδια μας δεν είχαν καμία επαφή με τη γη. Στο δρόμο, στο σημείο που σήμερα είναι το Corfu Palace ήρθε δίπλα μας ένας άγνωστος κύριος περίπου σαράντα ετών και περπατώντας χωρίς να μας κοιτάξει μας είπε: «Είμαι Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού και πρέπει να σας μιλήσω χωρίς αναβολή για τη ζωή σας, γι’ αυτό το απόγευμα στις πέντε να είστε στα πίσω στασίδια της εκκλησίας τους Αγίου Σπυρίδωνος. Μην σταματάτε προχωρήστε και μη πείτε τίποτα σε κανέναν, ούτε στους γονείς σας». Έφυγε και μείναμε σα χαμένοι και όταν πέρασε η πρώτη εντύπωση κανονίσαμε να πάμε χωρίς να μάθει τίποτα κανείς. Η παιδική μου φαντασία είχε φουντώσει και με χίλιες προφυλάξεις, αφού νόμιζα ότι με παρακολουθούν, ξεκίνησα για την εκκλησία χωριστά από το Γιώργο για να μη δώσουμε στόχο, κα στις πέντε παρά δέκα είμαστε στα τελευταία στασίδια περιμένοντας τον άγνωστο. Στις πέντε ακριβώς μπήκε και ήλθε αμέσως δίπλα μας και χωρίς κανένα πρόλογο μας είπε: «Η αντίσταση στην οποίαν ανήκω μου ανέθεσε να σας φυγαδεύσω στην Ήπειρο που είναι η αντάρτικες δυνάμεις, γιατί τα ονόματά σας είναι στη λίστα των Γερμανών για τις εκτελέσεις που θα κάνουν εντός των ημερών. Πρέπει λοιπόν αύριο το πρωί να πάτε στη Λευκίμη στο ξενοδοχείο ΚΑΒΟΣ και θα πείτε στον ξενοδόχο την συνθηματική λέξη «Αθηναγόρας», αυτός θα σας κρατήσει και θα σας παραλάβει η αποστολή να σας περάσει απέναντι. Προσοχή οι δικοί σας να μη μάθουν τίποτα γιατί ίσως οι Γερμανοί τους αναγκάσουν να παρτυρίσουν και τότε όλοι μας είμαστε χαμένοι.» Μας ευχήθηκε καλή τύχη και έφυγε. Μείναμε σαν χαμένοι, είμαστε σίγουρα μελλοθάνατοι. Πήγαμε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του Γιώργου και κλειστήκαμε στο δωμάτιο του να πάρουμε αποφάσεις. Συμφωνήσαμε λοιπόν να αφήσουμε ένα σημείωμα στα σπίτια μας που να γράφει μόνο «φεύγω γιατί με καταζητούν οι Γερμανοί». Πήγα στο σπίτι μου και όλη τη νύχτα μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Στο κάθε θόρυβο νόμιζα πως οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο για να με πιάσουν και αφού σηκώθηκα κρυφά στις τέσσερεις η ώρα έγραψα το σημείωμα, βγήκα από το σπίτι, ανέβηκα σ’ ένα δέντρο και περίμενα να πάει έξι η ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία να έλθει και ο Γιώργος να φύγουμε.
Στις έξη και πέντε ήλθε ο Γιώργος και ξεκινήσαμε για τη Λευκίμη. Το απόγευμα κατάκοποι μετά από περπάτημα σαράντα εννέα χιλιομέτρων φθάσαμε στο ξενοδοχείο ΚΑΒΟΣ. Στη ρεσεψιόν ήταν ένας τύπος πολύ αποκρουστικός περίπου εξήντα ετών, ο οποίος όταν άκουσε το σύνθημα μας έριξε μια ματιά γεμάτη περιφρόνηση και μουρμούρισε «μπα, τώρα άρχισε και το παιδομάζωμα;». Μας έδωσε ένα κλειδί το Νο.8 και μας είπε, ανεβείτε επάνω και δεν θα κουνηθείτε έως ότου έλθουν να σας πάρουν. Το δωμάτιο ήταν βρώμικο και μύριζε μούχλα και είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στα κεραμίδια από ένα υπόστεγο και τη θάλασσα που ήταν πολύ κοντά. Η κούραση μας ήταν τόσο μεγάλη και η ζέστη τρομερή που πέφτοντας στο κρεβάτι μας πήρε ο ύπνος και ξυπνήσαμε την άλλη μέρα το πρωί με μια τρομερή πείνα. Τότε καταλάβαμε ότι την προηγούμενη μέρα δεν είχαμε βάλει τίποτα στο στόμα μας και κατέβηκα στη ρεσεψιόν να ζητήσω κάτι για φαγητό. Η αποδοχή που μου έκανε ο τύπος ήταν απαίσια, με έβρισε γιατί κατέβηκα και μου είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό. Ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο και πριν πω τίποτα στο Γιώργο ξέσπασα σ’ ένα δυνατό κλάμα που ήταν και το ξέσπασμα των δύο τελευταίων ημερών. Ο Γιώργος τα έχασε κι’ αυτός με τη σειρά του όταν του είπα τα σχετικά με τον κτηνάνθρωπο και καταστρώσαμε ένα σχέδιο να κατέβει κρυφά από το παράθυρο πατώντας στα κεραμίδια του υπόστεγου και να πάει να πουλήσει ένα σακάκι που είχε πάρει μαζί του και να αγοράσει ότι και αν βρει φαγώσιμο. Έτσι κι’ έγινε και σε λίγο ο Γιώργος γύρισε με δύο πεπόνια που του έδωσαν για την αξία του σακακιού και αμέσως φάγαμε το ένα. Μέχρι το βράδυ δεν παρουσιάστηκε κανείς κι έτσι το βράδυ αργά κατέβηκε ο Γιώργος να ρωτήσει πότε θα έλθει η αποστολή αλλά ο τύπος τον έβρισε και του είπε ότι δεν έχει ιδέα κι’ αν θέλαμε να πάμε στο διάολο να φύγουμε για να ησυχάσει. Η αγωνία μας είχε φθάσει στο κατακόρυφο και καθισμένοι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο βλέπαμε την αμμουδιά και
μερικές βάρκες που τις είχαν τραβήξει έξω. Η παιδική μας φαντασία οργίαζε και μια έμμονη ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό μας. Οι Γερμανοί θα είχαν ανακαλύψει την εξαφάνιση μας και θα έψαχναν παντού, γι’ αυτό θα έπρεπε το συντομότερο να βρούμε μια λύση γιατί διαφορετικά είμαστε χαμένοι. Το πρωί είχαμε δει μερικές βάρκες που ψάρευαν χταπόδια περνώντας μπροστά από ένα Γερμανικό φυλάκιο που ήταν αριστερά μας. Τη λύση λοιπόν μου την έδωσε ο Γιώργος. Το πρωί θα φεύγαμε από το υπόστεγο, θα ρίχναμε μια βάρκα στη θάλασσα, ο ένας στα κουπιά και άλλος όρθιος μ’ ένα καλάμι σαν καμάκι παριστάνοντας τους ψαράδες θα πηγαίναμε άκρη άκρη μέχρι τον κάβο και από εκεί που ήταν δύσκολο να μας δει το φυλάκιο, θ’ ανοιγόμαστε προς την Ήπειρο. Η Ήπειρος ήταν απέναντί μας και η στεριά φαινόταν πολύ καθαρά, κι’ έτσι νομίζαμε ότι ήταν και πολύ κοντά. Το σχέδιο ωρίμασε όλη τη νύχτα και πρωί πρωί το βάλαμε σ’ εφαρμογή. Πως βρήκαμε τη δύναμη δύο παιδιά να ρίξουμε τη βάρκα στη θάλασσα, παίρνοντας δύο κουπιά από άλλη βάρκα αυτό μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Από κουπιά και θάλασσα ξέραμε πολλά γιατί ο Γιώργος είχε δική του βάρκα και κάθε μέρα κάναμε τουλάχιστον δύο ώρες κωπηλασία, πηγαίνοντας για ψάρεμα και στο Καρδάκι για νερό που παίρναμε για το σπίτι από πηγή. Όταν βγήκαμε στον κάβο βρήκαμε μια μεγάλη φουσκοθαλασσιά (τραμουντάνα) με κύματα που δεν άφριζαν και που ανεβοκατέβαζαν τη βάρκα έτσι που ευτυχώς ήταν δύσκολο να φανεί από το φυλάκιο. Η κατεύθυνση των κυμάτων ήταν προς την Ήπειρο και έτσι γρήγορα βρεθήκαμε πολύ ανοιχτά τραβώντας τώρα και οι δύο από ένα κουπί ο καθ’ ένας. Σε κάποια στιγμή που η αγωνία μας είχε κοπάσει είδαμε τα πανιόλα (οι σανίδες του πατώματος) να επιπλέουν και τότε καταλάβαμε ότι η βάρκα που ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν έξω είχε ανοίξει από τον ήλιο και έμπαζε νερά! Ευτυχώς, κάτω από την πλώρη ήταν ένα μεγάλο δοχείο από ντομάτα πελαργός και έτσι ο ένας τράβαγε κουπί και ο άλλος έβγαζε τα νερά. Θα είχαμε φθάσει στα μισά όταν δεν υπήρχαν πλέον δυνάμεις για κουπί, αλλά τα κύματα είχαν δυναμώσει και μας έσπρωχναν προς
την Ήπειρο. Βάλαμε το ένα κουπί στην πρύμη για τιμόνι και κάπου-κάπου τραβάγαμε και κουπί. Μισοπεθαμένοι από κούραση, πείνα και δίψα το απόγευμα είχαμε πλησιάσει γύρο στα διακόσια μέτρα από την ακτή όταν ακούσαμε δύο πυροβολισμούς. Πέσαμε μέσα στη βάρκα ενώ το αίμα μας είχε παγώσει. Αμέσως μετά ακούσαμε μια φωνή «Ελάτε στην άκρη!» και σηκώνοντας τα κεφάλια μας είδαμε τέσσερεις άνδρες με όπλα όρθιους πάνω στους βράχους. Όταν ακούσαμε Ελληνικά δοξάσαμε το Θεό που είχαμε γλυτώσει και πιάνοντας με καινούργια δύναμη τα κουπιά πλευρίσαμε στους βράχους που μας περίμεναν με τα όπλα γυρισμένα επάνω μας. Ήταν τέσσερεις αντάρτες με γένια ζωσμένοι με φυσίγγια και άρχισαν να γελάνε όταν είδαν ότι είμαστε μόνο δύο παιδιά και μίλαγαν μεταξύ τους αρβανίτικα. «Από που ερχόσαστε ορέ;» μας είπε πιθανόν ο αρχηγός τους. «Από τη Λευκίμη» του απάντησα εγώ, «γιατί μας κυνηγάμε οι γερμανοί και η αποστολή θα καθυστερήσει». «Και που το ξέρεις εσύ για την αποστολή βρε νιάνιαρο;» είπε πάλι ο αρχηγός , «μπας και σας στείλανε οι Γερμανοί;» Μπήκαν μέσα στη βάρκα και μας οδήγησαν σ’ ένα ωραίο λιμανάκι που όπως έμαθα λεγόταν Πλαταριά. Εκεί σ’ ένα μοναδικό σπιτάκι που ήταν το αρχηγείο τους μας παρουσίασαν σ’ ένα αξιωματικό, αντισυνταγματάρχη του Ελληνικού στρατού πολύ καλό και γλυκομίλητο. Αφού του είπα όλη την ιστορία μας χωρίς να κρύψω τίποτα έμεινε κατάπληκτος με το θάρρος μας, για τη μεγάλη απόπειρα να περάσουμε μέρα, χωρίς να μας πιάσουν τα Γερμανικά περιπολικά. Στο άκουσμα περιπολικά πάγωσα γιατί ήταν κάτι που δεν πέρασε στιγμή απ’ το μυαλό μας, και που αν το είχαμε σκεφθεί ίσως δεν κάναμε την απόπειρα. Οι αποστολές, συνέχισε ο αξιωματικός, έρχονται μόνο νύχτα χωρίς φεγγάρι, γι’ αυτό και καθυστερούν. Μετά μ’ ένα πραγματικό πατρικό ύφος μας είπε «Ακούστε παιδιά μου, ο κύριος αυτός που σας έστειλε έκανε πολύ μεγάλο λάθος, γιατί εδώ είναι πόλεμος σκληρός και αυτά δεν είναι για την ηλικία σας, λοιπόν θα φάτε, θα ξεκουραστείτε και όταν έλθει η αποστολή θα γυρίσετε σπίτια σας και δεν θα σας πειράξει κανείς». Πρώτος μίλησα εγώ «Είναι αδύνατον να γυρίσουμε γιατί οι Γερμανοί μας έπιασαν. Ο
πατέρας μου ήταν αξιωματικός και μας έχουν τη λίστα για εκτέλεση». « Άκουσε παιδί μου, αυτός που σας τα είπε σας είπε ψέματα. Η αποστολή του είναι να στέλνει άνδρες να πολεμήσουν τον εχθρό και στους περισσότερους λέει το ίδιο ψέμα, αλλά με σας έκανε μεγάλο σφάλμα γιατί είσαστε μικρά παιδιά. Εδώ πολεμάνε εκείνοι που ξέρουν από όπλα, έρχονται εδώ και από εδώ φεύγουν για την Παραμυθιά που είναι η Μεραρχία και από εκεί πάνε στα διάφορα μέτωπα.» Άρχισα να τον θερμοπαρακαλώ να μας στείλει στην Παραμυθιά για βοηθητικές δουλειές αλλά να μη μας διώξει για την Κέρκυρα. Βλέποντας την επιμονή μου, είπε «Καλά, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε και αύριο τα λέμε.» Μας έδωσαν να φάμε ψάρι βραστό και καλαμπόκι ψημένο και κοιμηθήκαμε στην αμμουδιά. Θυμάμαι όταν ξάπλωσα στη ζεστή αμμουδιά είδα τον ουρανό με τις χιλιάδες αστέρια τόσο κοντά που όσο τον κοίταζα νόμιζα ότι αυτό το χρυσοκέντητο σεντόνι κατέβαινε σιγά σιγά και μέσα σ’ αυτή τη γαλήνη άκουσα τον ψίθυρο από τα ξεψυχισμένα κυματάκια που χάιδευαν την αμμουδιά. Και τότε για πρώτη φορά από τότε που έφυγα, ένοιωσα ένα πόνο, ένα βαθύ παράπονο,, μια νοσταλγία και κλείνοντας τα μάτια μου είδα μπροστά μου όλα τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς μου με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια τους να με ρωτούν «Γιατί;». Απάντηση δεν μπόρεσα να τους δώσω γιατί η κούραση και ο ύπνος που καρτερούσαν δίπλα μου μου έκλεισαν τα βλέφαρα ενώ δυο χοντρά δάκρυα κυλούσαν στη ζεστή άμμο. Την απάντηση τους τη δίνω σήμερα μετά από πενήντα ολόκληρα χρόνια. Γιατί ένας μικρόψυχος προμηθευτής κρεάτων για τα Γερμανικά κανόνια τρομοκράτησε και έστειλε σε βέβαιο θάνατο δύο άβουλα παιδιά, διαλύοντας δύο οικογένειες για να παρουσιάσει παραγωγή στο έργο που του είχαν αναθέσει. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω ούτε τότε αλλά ούτε και σήμερα το ρόλο που έπαιξαν οι αντάρτικες ομάδες στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Σκοτώνανε σε ενέδρα έναν Γερμανό και αμέσως έκαιγαν το πιο κοντινό χωριό σκοτώνοντας όλους τους κατοίκους. Μετά τον πόλεμο γύρισε η Ελλάδα δόξα, μαυροντυμένες γυναίκες και σταυρούς στα μνημεία των εκτελεσθέντων υπό των Γερμανών!
Σήμερα ακόμα αν πας στα Καλάβρυτα θα δεις τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα των μανάδων τυλιγμένα στις κατάμαυρες μαντίλες, το μεγαλοπρεπές μνημείο με τα ονόματα των εκτελεσθέντων που δεσπόζει πάνω στο λόφο, σαν φάρος που θα φωτίζει τις επόμενες γενιές για τη μεγαλειώδη αντίσταση κατά των Γερμανών. Ένα οργανωμένο σαμποτάζ όπως η ανατίναξη της γέφυρας στο Γοργοπόταμο παραδέχομαι πως ήταν ένα γερό κτύπημα κατά του εχθρού, αλλά ο κλεφτοπόλεμος που έζησα τρία ολόκληρα χρόνια , σκοτώνοντας έναν και δύο Γερμανούς σε ενέδρες ήταν η αιτία του αφανισμού χιλιάδων αθώων Ελλήνων που με το αίμα τους δόξασαν τους πατριώτες καπεταναίους, που πολλοί απ’ αυτούς αργότερα πολέμησαν και εναντίον της ίδιας της Ελλάδας και σήμερα είναι και μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, αρχηγοί κομμάτων ακόμα και υπουργοί, καταθέτοντας στεφάνια στα μνημεία των θυμάτων τους. Παρασύρθηκα όμως απ’ αυτό το παράπονο που εξακολουθώ να έχω μέχρι σήμερα και ξαναγυρίζω στην αμμουδιά της Πλαταριάς που ξύπνησα την άλλη μέρα το πρωί. Ο Αντισυνταγματάρχης δέχθηκε να περιμένουμε την αποστολή και να πάμε μαζί στην Παραμυθιά όπου ο Μέραρχος Καμάρας θα αποφάσιζε για την τύχη μας. Η αποστολή έφτασε μετά από τρεις μέρες μια νύχτα χωρίς φεγγάρι και ήταν πέντε άνδρες που την επομένη φύγαμε για την Παραμυθιά. Στην διαδρομή που ήταν μιας ολόκληρης ημέρας δρόμο τα παπούτσια μας εμένα και του Γιώργου διαλύθηκαν και τα πόδια μας γέμισαν πληγές που πονούσαν τρομερά. Ο Μέραρχος δεν μας δέχθηκε αλλά επειδή ο Αντισυνταγματάρχης του είχε στείλει γράμμα σχετικά με εμάς έστειλε έναν καπετάνιο και μας είπε ότι την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στο λόχο μηχανημάτων που ήταν έξω από το χωριό για βοηθητικές δουλειές. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, παρ’ όλο τον πόνο των ποδιών μας και λέγαμε πως θα μπορέσουμε να φορέσουμε τα παπούτσια που θα μας έδιναν. Την επομένη το πρωί, χωρίς να μας δώσουν να φάμε τίποτα, ένας αντάρτης μας πήγε μισή ώρα έξω από το χωριό που κάτω από κάτι ελιές ήταν καμιά εικοσαριά αντάρτες με ένα λοχαγό που τον έλεγαν Λαδονικόλα. Αυτός ο περίφημος λόχος μηχανημάτων είχε δύο όλμους, ένα πολυβόλο, τα όπλα τους ήταν Ιταλικές αραβίδες. Ο λοχαγός ήταν
πολύ καλός, μας δέχθηκε ωραία και μας είπε ότι όπλα δεν θα μας έδιναν αλλά θα κουβαλάγαμε βλήματα, θα πηγαίναμε φαγητό στα φυλάκια και το βράδυ θα φυλάγαμε σκοπιά να ξυπνάμε τους αντάρτες όταν ακούγαμε κάτι ύποπτο. Στην ερώτησή μας για παπούτσια και ρούχα μας είπε ότι δεν υπάρχουν και μας έδωσε από μια κουρελιασμένη κουβέρτα. Το μεγάλο μας δράμα μόλις τώρα άρχιζε. Τα ρούχα μας ένα παντελόνι κοντό και ένα πουκάμισο είχαν γίνει κουρέλια και το βράδυ το κρύο ήταν τσουχτερό. Την κουβέρτα την ρίχναμε σας μπέρτα και την κουμπώναμε με ένα σύρμα στο λαιμό. Τα κουνούπια ήταν το χειρότερο μαρτύριο μετά τη δύση του ηλίου, το δε φαγητό λίγο ζουμί από φασόλια ή φακές μ’ ένα κομμάτι ψωμί μπομπότα που το έφερναν μέσα σε τσουβάλια τριμμένο και γεμάτο τρίχες απ’ το τσουβάλι. Η ζωή ήταν μαρτύριο. Οι αντάρτες ήσαν ντόπιοι αγριάνθρωποι, μίλαγαν μεταξύ τους αρβανίτικα και δεν μας έδιναν καμία σημασία παρά μόνο εντολές για αγγαρείες. Σε μια βδομάδα είχε μείνει μόνο το δέρμα πάνω στα κόκαλά μας και σαν χαριστική βολή σε μένα ήλθε και η ελονοσία. Κάθε μέρα κατά τις δύο το μεσημέρι μ’ έπιαναν τα ρίγη και έως ότου ανέβει ο πυρετός σπαρταρούσα κάτω από μια ελιά τυλιγμένος με την κουβέρτα και για δύο με τρεις ώρες βρισκόμουν βυθισμένος σ’ ένα παραλήρημα μακριά από εκεί που ήμουν, ώσπου ο πυρετός υποχωρούσε, γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα και σαν ένα ζωντανό πτώμα έβλεπα ότι βρισκόμουν και πάλι κάτω απ’ την ελιά. Τη νύχτα φύλαγα δύο ώρες σκοπιά, πήγαινα φαϊ στα φυλάκια και κανένας δεν έδινε σημασία στο δράμα μου. Κατάλαβα ότι δεν θα αντέξω για πολύ και πρότεινα στον Γιώργο να φύγουμε κρυφά τη νύχτα να πάμε στην Πλαταριά, να κρυφτούμε στα καλαμπόκια και όταν έλθει κανένας ψαράς από την Κέρκυρα (γιατί έρχονταν κρυφά, έριχναν δυναμίτες, άφηναν μερικά ψάρια στους αντάρτες ) να τον παρακαλέσουμε να μας πάρει μαζί του στην Κέρκυρα και να κρυφτούμε στο χωριό του πατέρα μου. Αλλά ο Γιώργος δεν δέχθηκε. Πέρασαν ακόμα μερικές μέρες και ένα βράδυ που ήμουνα σκοπός την νύχτα πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω μόνος.
Το αρχείο του λόχου ήταν σε μια κάσα από σαπούνια, πήρα χαρτί και στο φως του φεγγαριού έγραψα: «Χωρίζουμεν εις τον υφ’ υμάς αντάρτην Παναγιώτη Πουλιάση οκταήμερον αναρρωτικήν άδειαν ίνα μεταβή εις Κέρκυραν και παρακαλώ όπως μεριμνήσητε δια την αποστολήν και επιστροφήν του.» Έβαλα μια υπογραφή και την σφραγίδα του λόχου και έφυγα μέσα στη νύχτα. Το σχέδιο μου ήταν να παρακαλέσω τον ψαρά να με κρύψει, αν όμως με έπιαναν θα έδειχνα την άδεια που ήταν για γέλια. Το μυαλό μου από την απελπισία είχε σταματήσει και πίστεψα ότι μια τέτοια άδεια ήταν δυνατό να γίνει πιστευτή έστω και από τον πιο ηλίθιο! Το ταξίδι μου ήταν μαρτυρικό, η πείνα, η εξάντληση και ο πυρετός που το μεσημέρι μ’ έπιανε μέσα σ’ ένα αμπέλι κάτω από τον καυτό ήλιο μ’ είχαν φέρει στα πρόθυρα του θανάτου. Την ημέρα κρυβόμουν και τη νύχτα προχωρούσα. Το δρόμο τον εύρισκα από ένα τηλεφωνικό καλώδιο που ήταν απλωμένο μέχρι την Πλαταριά και το είχα προσέξει όταν ερχόμαστε. Τη δεύτερη μέρα ξημερώματα έφθασα ένα ζωντανό πτώμα στην Πλαταριά και κρύφτηκα στα καλαμπόκια που ήταν δίπλα στην παραλία. Όλη μέρα έμεινα κρυμμένος και αφού έφαγα ένα ωμό καλαμπόκι κοιμήθηκα μέχρι το βράδυ χωρίς ευτυχώς να με πιάσει ο πυρετός ίσως από την αλλαγή του κλίματος. Η μεγάλη μου ελπίδα ήταν μια βάρκα που έβλεπα να είναι αραγμένη απέναντι μου, αλλά τον ψαρά δεν τον έβλεπα. Έφαγα άλλο ένα καλαμπόκι και ανέβηκα σε μια συκιά και παρακολουθούσα την κίνηση για να μπορέσω να δω τον ψαρά. Στο λιμανάκι δεν κυκλοφορούσε κανείς και οι αντάρτες ήταν έξω από το σπιτάκι, αλλά ένας σκοπός έκανε βόλτες μακριά όμως από τη βάρκα. Άρχισε να σκοτεινιάζει και τότε είδα τον ψαρά να έρχεται από το σπιτάκι προς τη βάρκα του. Έτρεμα ολόκληρος από την αγωνία και
άρχισα να πλησιάζω στην άκρη του χωραφιού και όταν έφτασε κοντά του φώναξα και ήλθε κοντά μου. Ο σκοπός ήταν μακριά και με κλάματα του είπα μέσος άκρες και τον παρακάλεσα να με πάρει μαζί του. Με το θέαμα που έβλεπε, έναν σκελετό τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, προς στιγμήν τα έχασε, αλλά αμέσως μου είπε «Όταν γυρίσει ο σκοπός προς τα πέρα πήδα στη βάρκα και ο Θεός βοηθός». Τα ξέχασα όλα, και κούραση και φόβο και όταν ο σκοπός γύρισε προς το φυλάκιο πετάχτηκα και μπήκα στη βάρκα. Χώθηκα κάτω από την πλώρη και ενώ αυτός σήκωνε την άγκυρα ξαφνικά με σκέπασε με κάτι δίκτυα και μου είπε «μη κουνηθείς γιατί έρχεται προς τα εδώ». Πάγωσα όταν άκουσα τον σκοπό να του λέει «ποιος είναι αυτός που μπήκε μέσα, για έλα στην άκρη. Συνήλθα όταν με τράβηξε έξω και με σπρωξιές με πήγε στον Αντισυνταγματάρχη. Όταν με είδε σε τι κατάσταση βρισκόμουν πραγματικά τα έχασε και με ρώτησε τι μου συνέβη. Την άδεια δεν την έδειξα γιατί το θεώρησα κουτό και του είπα όλη την αλήθεια. Όταν τελείωσα μου λέει « Άκουσε παιδί μου, θέλω να μου πεις όλη την αλήθεια για να μπορέσω να σε βοηθήσω γιατί η θέση σου είναι πολύ σοβαρή. Πρώτα απ’ όλα θα μου πεις που άκουσες την συνθηματική λέξη για το ξενοδοχείο της Λευκίμης και ποιος σ’ έστειλε να δεις τις θέσεις μας και να ξαναγυρίσει στην Κέρκυρα. Δεν θέλω να μου κρύψεις τίποτα κι’ εγώ θα κάνω ότι μπορώ γιατί κανονικά θα έπρεπε να σε εκτελέσω αμέσως.» Το στόμα μου ήταν στεγνό και κάτι ζεστό ένοιωσα να κυλά στο μάγουλό μου και όταν έβαλα το χέρι μου είδα ότι ήταν αίμα που έτρεχε από με πληγή που είχα στο δεξί μου φρύδι. Φαίνεται ο σκοπός με κτύπησε με το όπλο του όταν μ’ έπιασε αλλά ήταν τέτοιος ο φόβος μου που δεν το κατάλαβα. Ήμουν πραγματικά χαμένος και με δάκρυα στα μάτια του είπα ότι δεν έκρυψα τίποτα, αλλά δεν μπόρεσα να τον κάνω να με πιστέψει.» Γι’ αυτό δεν ήθελες να φύγεις όταν σου έλεγα να γυρίσεις σπίτι σου; Και ο άλλος ο φίλος σου τι έγινε; Έχει εντολή να φύγει αργότερα;» Φώναξε έναν αντάρτη, του είπε να με κλείσει στο υπόγειο και να βάλει και σκοπό! Πέρασα μια νύχτα στο σκοτάδι ενώ είχα πάθει τέτοια νάρκωση που δεν είχα τη δύναμη ούτε να σκεφτώ, ούτε να πονέσω, ούτε να στενοχωρηθώ. Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει όταν δύο αντάρτες οπλισμένοι με
τράβηξαν έξω, μου έδεσαν τα χέρια πίσω και αφού μ’ έβαλαν στην μέση ο ένας μπροστά κι ο άλλος πίσω ξεκινήσαμε για τα βουνά. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι λίγο πιο πέρα θα με εκτελούσαν και ήμουν σχεδόν νεκρός από κάθε αντίδραση. Θα είχε περάσει μισή ώρα και ήταν πολύ δύσκολο να περπατάω με τα χέρια δεμένα στα δύσκολα μονοπάτια, γι’ αυτό τον παρακάλεσα να με λύσουν και αφού είχαν τα όπλα θα μπορούσαν να μου ρίξουν αν έφευγα. Η απάντησή τους ήταν «Περπάτα ρε τομάρι και άσε τα λόγια.» Στο δρόμο μίλαγαν αρβανίτικα και έτσι δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Μετά από περίπου δύο ώρες και αφού είδαν ότι συχνά έπεφτα από την εξάντληση, σταμάτησαν και έστριψαν τσιγάρο χωρίς να μου λύσουν τα χέρια. Δεν ξέρω αν ο Χριστός που ανέβηκε το Γολγοθά ένοιωσε αυτό που αισθανόμουν αυτές τις ατέλειωτες ώρες. Το απόγευμα φθάσαμε σ’ ένα χωριό που το έλεγαν Μαζαρικιά και ήταν η έδρα ενός τάγματος. Με παρέδωσαν δεμένο σ’ έναν Ταγματάρχη και του έδωσαν κι’ ένα φάκελο που του έστειλε η Πλαταριά. Ήλθε κοντά μου χωρίς να μιλήσει, μου έλυσε τα χέρια και αφού με κοίταξε σαν φαινόμενο άνοιξε το φάκελο και άρχισε να διαβάζει. Εγώ ακούμπησα στον τοίχο και γλίστρησα στο πάτωμα μη μπορώντας πλέον να κρατηθώ όρθιος. «Πουλιάσης; Τον Πουλιάση τον Γιάννη τον Συνταγματάρχη τι τον έχεις;» Δεν ξέρω γιατί και χωρίς καμία σκέψη του απάντησα αμέσως «Θείος μου». Το όνομα το είχα ακούσει πολλές φορές απ’ τον πατέρα μου που ήταν από το ίδιο χωριό, ήξερα ότι έμενε στη Πάτρα αλλά δεν είχαμε καμία συγγένεια. Το ύφος του άλλαξε αμέσως, με σήκωσε από το πάτωμα κα ιμε έβαλε να καθίσω σε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. «Γιατί παιδί μου έκανες αυτό το πράγμα; ο θείος σου είναι ένας λαμπρός αξιωματικός και αδελφικός μου φίλος.» Του είπα ολόκληρη την ιστορία μου, για τη γύμνια, την πείνα, την αρρώστια και του εξήγησα ότι η απελπισία μ’ έφερε σ’ αυτό το σημείο. Κι’ εγώ, μου είπε, όταν βγήκα στο βουνό δεν είχα ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, αλλά έκανα υπομονή γιατί ο αγώνας για την πατρίδα είναι δύσκολος και θέλει θυσίες. «Είσαι πολύ τυχερός που έπεσες σε μένα, γιατί με τον θείο σου είμαστε σαν αδέλφια
και θα κάνω ότι μπορώ να σε γλυτώσω γιατί οι κατηγορίες που σου γράφουν εδώ είναι πολύ σοβαρές και σηκώνουν ντουφέκι.» «Θα πας τώρα να φας, να ξεκουραστείς και αύριο θα σου δώσω ένα γράμμα και θα πας μόνο σου στην Παραμυθιά στη Μεραρχία και λέω μόνος σου για να δουν ότι δεν έχεις την πρόθεση να φύγεις.» Μου έδωσαν ένα κομμάτι ξερό ψωμί και μια καραβάνα φακές, και ακουμπισμένος στη ρίζα ενός πλατάνου έφαγα και κοιμήθηκα καθιστός. Το πρωί όλο το σώμα μου πονούσε. Με φώναξε ο Ταγματάρχης, μου έδωσε ένα φάκελο κλειστό και μου είπε «πήγαινε στην Μεραρχία, δώσε αυτό και δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς.» Τον ευχαρίστησα πολύ και ξεκίνησα γεμάτος κουράγια μια και η τύχη μου έστειλε αυτόν τον άνθρωπο, που με μια τυχαία συνωνυμία μου έσωσε την ζωή. Ο δρόμος ήταν δύσκολος, τα χέρια μου πονούσαν από το δέσιμο που μου είχαν κάμει εκείνα τα ανθρωπόμορφα τέρατα που είχαν φορέσει τη μάσκα του πατριώτη αγωνιστή και που σαν μοναδικό στόχο είχαν τα προσωπικά μίση, το πλιάτσικο ζωσμένοι τα άρματα του αντάρτη πολεμιστή. Τους έζησα όλους αυτούς τους αγωνιστές τα δύο επόμενα χρόνια, που όταν μπήκαμε στους Φιλιάτες έσφαζαν όλους τους Τσάμιδες , ακόμα και γυναικόπαιδα, ξεκαθαρίζοντας παλιούς λογαριασμούς μια και τώρα κράταγαν όπλα. Το μεσημέρι είχα φθάσει στα μισά περίπου της διαδρομής και από ένα ύψωμα έβλεπα στο βάθος την Παραμυθιά, όταν ένα Γερμανικό αεροπλάνο που πέταγε πολύ χαμηλά ψάχνοντάς τα βουνά με ανάγκασε να κρυφτώ σε κάτι θάμνους. Όταν ξάπλωσα η κούραση ήταν τόση που δεν είχα την δύναμη να σηκωθώ να συνεχίσω. Όπως ήμουν ξαπλωμένος στο χέρι μου ακούμπησε στο φάκελο που τον είχα βάλει στον κόρφο μου και μια ιδέα φούντωσε μέσα μου να μάθω τι ελαφρυντικά γράφει για να ξέρω πως ν’ αντιδράσω σε ερωτήσεις που θα μου έκαναν. Προσπάθησα να δω αν μπορούσα να ανοίξω και να τον ξανακλείσω αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Η περιέργειά μου ή ίσως και η θεία πρόνοια με έκαναν να τον ανοίξω και να τους πως ότι μια περίπολος στο δρόμο μου έκανε έλεγχο και μου τον άνοιξαν. Όταν διάβασα το περιεχόμενο με έλουσε κρύος ιδρώτας «Συνελήφθει εις Πλαταριάν ενώ απεπειράτω να διαφύγη εις Κέρκυραν ενώ είχε δραπετευσεί από το λόχο μηχανημάτων. Γνώμη δική μου και του
Αντισυνταγματάρχου Πλαταριάς είναι ότι με σκοπόν να μάθει τις θέσεις μας, εστάλη από πιθανούς συνεργάτες των Γερμανών. Σας τον αποστέλλω δια την διενέργειαν ανακρίσεων. Εις τον λόχο μηχανημάτων υπηρετεί και ο Γεώργιος Βρανίκας που ήλθαν μαζί και είναι της ιδίας ηλικίας. Παρακαλώ ελέγξατε και την περίπτωση του δευτέρου συνεργάτη του.» Ήμουν χαμένος! Ο αδελφικός φίλος του θείου μου με είχε προδώσει με τον πιο ύπουλο τρόπο και η τιμωρία μου θα ήταν σίγουρα θάνατος, μιας και τις ημέρες εκείνες η ζωή δεν είχε καμία αξία. Να φύγω να πάω να κρυφτώ, μα που; Ο μοναδικός δρόμος που ήξερα ήταν αυτός και ήξερα ότι από τη μια μεριά ήταν Γερμανοί κι από την άλλη αντάρτες. Όπου και να πήγαινα ήμουν χαμένος. Ένα βουβό κλάμα που γρήγορα εξελίχτηκε σε λυγμούς ξέσπασε από τα βάθη της ψυχής μου. Έσκισα το χαρτί της άδικης καταδίκης μου, και μετά από πολύ σκέψη πήρα την απόφαση να γυρίσω στο Λοχαγό μου που ήταν πολύ καλός άνθρωπος να του ομολογήσω τα πάντα και να αφήσω την τύχη μου στα χέρια του. Το αντάρτικο τότε δεν είχε καμία οργάνωση και πολλοί ντόπιοι όταν βαριόντουσαν έφευγαν για τα χωριά τους χωρίς να πουν τίποτε σε κανέναν. Για κάθε ομάδα ήταν υπεύθυνος ο οπλαρχηγός και αυτός αποφάσιζε για τους άνδρες του, τα δε τάγματα, λόχοι και μεραρχίες ήταν μόνον για το όνομα, μια και ούτε οργάνωση είχαν ούτε την απαιτούμενη δύναμη των ανδρών. Λόχος μηχανημάτων 20 άνδρες! Περπατούσα σαν αυτόματο, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και το μόνο που καταλάβαινα ήταν ο πόνος από τα πληγιασμένα πόδια μου (παρ’ όλο που είχαν γίνει σαν σόλες) και την εξάντληση από την πείνα χωρίς να πεινάω. Το βραδάκι έφτασα στο λόχο και πήγα κατ’ ευθείαν στο Λοχαγό ο οποίος τα έχασε γιατί νόμιζε ότι κάπου είχα απομακρυνθεί και με είχαν πιάσει οι Γερμανοί. Του τα είπα όλα ακόμα και για το ύπουλο φέρσιμο του Ταγματάρχη, αλλά αυτός είχε διαφορετική γνώμη και ίσως να ήταν και σωστή. «Όσο γι’ αυτά που έγραφε, ήταν υποχρεωμένος να το κάμει γιατί θα κράτησε στο αρχείο του αντίγραφο μιας και του είχε κάνει αναφορά ο Αντισυνταγματάρχης της Πλαταριάς. Το να μη σε στείλει όμως με συνοδεία ήταν σαν να σου έλεγε φύγε και πήγαινε όπου θέλεις, πράγμα που δεν μπορούσε να στο πει φανερά. » «Τώρα» μου λέει «ότι έγινε, έγινε, εγώ το ήξερα ότι
έφυγες από το φίλο σου που του είχες κάνει πρόταση να έλθει και αυτός και περίμενα ότι δεν θα μπορούσες τελικά να φύγεις και θα ξαναγύριζες, αν δεν έχανες το δρόμο και σ’ έπιαναν οι Γερμανοί. Δεν έχω αναφέρει ακόμα τίποτε σε κανέναν και αν κάποιος απ’ αυτούς εδώ σε ρωτήσει θα πεις ότι ήσουν κάτω στο ρέμα στο νερόμυλο άρρωστος και σε περιποιήθηκαν ο γέρος με τι γριά. (Κάτω στο ρέμα ήταν ένας νερόμυλος όπου οι παραμυθιώτες άλεθαν τα καλαμπόκια). Στο εξής δεν θα κάνεις καμία κουταμάρα και ότι θέλεις θα με ρωτάς.» Τα είχα χαμένα με τον τρόπο του και με μιας ξέχασα τα πάντα, ενώ μια αόρατη δύναμη μου έδινε κουράγιο να συνεχίσω και να πιστέψω πως μέσα σ’ αυτή την λυκοφωλιά που είχα πέσει υπήρχε και ένας άνθρωπος, μια μεγάλη καρδιά που είχε κατορθώσει να φυλάξει μέσα του τόσα αισθήματα ανθρωπιάς και αγάπης μέσα σ’ αυτή τη κόλαση που ζούσε. Λοχαγέ Λαδονικόλα δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Κανένας από τους αγριάνθρωπους δεν με ρώτησε τίποτα αν και πριν φύγω δεν μου είχαν μιλήσει ποτέ. Αυτό το μαρτύριο που το λέγαν ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό του με σκοπιά τη νύχτα και διάφορες άλλες αγγαρείες. Τα ξεπερνούσα όλα νοιώθοντας την παρουσία του σωτήρα μου. Μίλαγα μόνο με τον Γιώργο. Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι μου έδωσαν το φαγητό να το πάω σ’ ένα φυλάκιο που ήταν πιο μπροστά στο ύψωμα και που πήγαινα συχνά. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που με μεγάλη δυσκολία εύρισκα το μονοπάτι, όταν ξαφνικά ένα δυνατό φως με τύφλωσε και αυτόματα έπεσα στο έδαφος. Ατό που αντίκρισα έκανε το αίμα μου να παγώσει. Σε απόσταση περίπου διακόσια μέτρα ήταν ο προβολέας των Γερμανών που κάθε νύχτα έψαχνε τα γύρο βουνά και απόψε άναβε για πρώτη φορά. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι έχασα το μονοπάτι και πήγαινα ίσια επάνω τους και αν ο προβολέας καθυστερούσε δύο λεπτά να ανάψει θα είχα πέσει στα χέρια τους. Δεν ξέρω για πόσο διάστημα σερνόμουν με την κοιλιά γυρίζοντας πίσω από φόβο μήπως ξαφνικά ξανά ανοίξει. Γλύτωνα ακόμα μια φορά από βέβαιο θάνατο.
Το φθινόπωρο έφτασε αλλά σ’ αυτά τα κακοτράχαλα βουνά δεν προφθάνει να κάτσει λίγο να πάρει μια ανάσα γιατί από κοντά το κυνηγάει ο χειμώνας άγριος και βαρύς κι έτσι το μόνο που καταλαβαίνεις είναι το βιαστικό τους πέρασμα. Αμέσως μετά έφθαναν οι εμπροσθοφυλακές τους χειμώνα να προετοιμάσουν το έδαφος με κρύους και δυνατούς αέρηδες οι οποίοι ξεγύμνωναν τα δέντρα και από το τελευταίο τους φυλλαράκι, βιαστικά μαύρα σύννεφα σέρνονταν πάνω στις βουνοκορφές, χωρίς να ρίχνουν βροχή, μόνο για φοβέρα να προετοιμάσουν τη φύση γι’ αυτό που θα έλθει μετά. Γιατί μετά όταν φθάσει το κρύο σώμα του χειμώνα θα τρέξει αμέσως ο αληθινός παγωμένος και δυνατός αέρας, μαζί με τη βροχή. Ο αέρας θα σκουπίσει ενώ η βροχή θα πλύνει τη γη για να στρώσουν τα ειδικά σύννεφα το κατάλευκο χαλί για να περάσει η αυτού μεγαλειότατη ο Χειμώνας. Τα ρούχα μου ήταν μερικά κουρέλια από το παντελόνι και το πουκάμισο καθώς και τα υπολείμματα της κουβέρτας. Ένα βράδυ ξεσηκωθήκαμε όλοι, εμένα και του Γιώργου μας έδωσαν να κουβαλάμε σφαίρες και χειροβομβίδες και περνώντας μέσα από χαράδρες, φθάσαμε πριν ξημερώσει σ’ ένα δρόμο που όπως έμαθα ήταν ο δρόμος Ηγουμενίτσης Ιωαννήνων. Η θέση αυτή λεγόταν ΜΕΝΙΝΑ και απέναντι από το δρόμο ήταν ένα σπίτι με εξωτερική πέτρινη σκάλα που ήταν το φυλάκιο των Γερμανών. Οι αντάρτες έπιασαν θέσεις στην πλαγιά απέναντι από το σπίτι, έστησαν το πολυβόλο και περιμέναμε να ξημερώσει. Εγώ και ο Γιώργος είμαστε δίπλα στο πολυβόλο γιατί κουβαλάγαμε τις σφαίρες τους. Ο σκοπός ο Γερμανός έκανε βόλτες στο δρόμο και κάτω από τη σκάλα φαινόταν φωτιά και καπνός, γιατί εκεί είχαν τα μαγειρεία τους και ετοίμαζαν το πρωινό ρόφημα. Σε λίγο άρχισε σιγά σιγά να ξημερώνει και μια σάλπιγγα σήμανε εγερτήριο.
Αφού πέρασαν περίπου πέντε λεπτά έβγαιναν ένας ένας οι Γερμανοί και με τις καραβάνες στα χέρια σχημάτιζαν σειρά μπροστά στη σκάλα. Θα ήσαν περίπου καμιά εικοσαριά και όταν είδε ο λοχαγός ότι δεν έβγαιναν άλλοι έδωσε το πυρ. Το πολυβόλο θέριζε την ουρά και οι Γερμανοί που δεν κτυπήθηκαν άρχισαν να τρέχουν χωρίς όπλα για να γλυτώσουν. Αυτούς τους καθάρισαν οι ακροβολιστές με τα όπλα που σε πέντε λεπτά δεν υπήρχε ζωντανός παρά μόνο μερικοί τραυματίες που τους αποτελείωσαν όταν πήγαμε κοντά οι αγριάνθρωποι του Λαδονικόλα. Αμέσως άρχισε το γδύσιμο των νεκρών, ρούχα και μπότες, η αρπαγή των τροφίμων και όπλων και μετά από δέκα λεπτά φεύγαμε φορτωμένοι μέσα από τις χαράδρες για να γυρίσουμε στη βάση μας. Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα όταν δύο Γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να ψάχνουν περνώντας ξυστά πάνω από τα υψώματα, πολυβολώντας στα τυφλά τα μέρη που είχαν πυκνή βλάστηση. Κρυμμένοι μέσα στα πουρνάρια περιμέναμε να τελειώσει το ψάξιμο και όταν άρχισαν να ψάχνουν από την άλλη μεριά προς τους Φιλιάτες συνεχίσαμε την άτακτη φυγή μας με το βαρύ φορτίο μας. Ο φόβος ότι θα έφθαναν και πεζά να μας καταδιώξουν έβαλε φτερά στα πόδια μας και ήταν σίγουρο ότι είχαν ειδοποιηθεί γιατί ένας αντάρτης είπε ότι είχε σκοτώσει όταν μπήκαμε στο σπίτι τον τηλεφωνητή την ώρα που μίλαγε. Τα αεροπλάνα πολυβόλησαν δυο φορές πολύ κοντά μας. Το πεζικό άργησε να φτάσει από την Ηγουμενίτσα και έτσι το βραδάκι με την ψυχή στο στόμα φθάσαμε στη βάση μας. Στα γύρω υψώματα ακούγονταν πυροβολισμοί από τις αντάρτικες ομάδες που άνοιγαν μάχες με τους Γερμανούς που είχαν φθάσει και όργωναν τα βουνά. Όταν έπεσε η νύχτα οι Γερμανοί
αποσύρθηκαν γιατί ξέρανε ότι αυτοί που τους κτυπούσαν έφευγαν και δεν ήταν εύκολο να ανοίξουν μέτωπο. Τα παλληκάρια μας γεμάτα περηφάνια για τη μεγάλη νίκη τους δοκίμαζαν τα πλιάτσικα σακάκια, παντελόνια και μπότες και ντύνονταν Γερμανοί. Ο Λοχαγός ήταν πολύ σκεπτικός και κουρασμένος και αφού φώναξε εμένα και τον Γιώργο μας διάλεξε ρούχα και μπότες όσο το δυνατόν να πλησιάζουν στα μέτρα μας και ντυθήκαμε Γερμανάκια. Τις μπότες που ήταν μεγάλες τις βόλεψα με δυό ζευγάρια κάλτσες χοντρές Γερμανικές. Μέσα σε πέντε λεπτά ο σκελετός με την κουβέρτα είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν κατάξανθο Γερμανό. Το κρύο ιδίως τα βράδια είχε αρχίσει και μετά από τόσο καιρό γύμνιας, όταν ντύθηκα ένοιωσα ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου και ξαφνικά είχα ψηλώσει και έγινα άνδρας με δύναμη και θάρρος να πάρω όπλο και να σκοτώσω, όπως για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να το κάνουν το πρωί. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η ευχαρίστηση που έβλεπα στα μάτια των αγριάνθρωπων όταν έδιναν τη χαριστική βολή στους τραυματίες που σπάραζαν καταματωμένοι. Λάθος όμως, ίσως ένας στιγμιαίος ενθουσιασμός γιατί το πρωί κατάλαβα ότι κάτω από την πράσινη στολή εξακολουθούσε να κτυπά η ίδια καρδιά, στον ίδιο ρυθμό με αποθέματα μεγάλα αγάπης που δεν είχε να τα δώσει πουθενά γιατί εδώ η αγάπη είναι κάτι το άγνωστο και η λέξη αυτή δεν ξέρω αν υπάρχει στην Αρβανίτικη γλώσσα. Όταν ξημέρωσε ο Γιώργος μου έδειξε μια μικρή τρύπα από σφαίρα στη πλάτη του σακακιού μου και ένα μεγάλο κόκκινο λεκέ από αίμα, το αίμα που κάποια Γερμανίδα μάνα είχε δώσει στο παιδί της, γεμάτη όνειρα για να έλθει να το χύσει στην Μενίνα για το χατίρι ενός παρανοϊκού που ονομαζόταν Χίτλερ. Αυτή η μάνα που με πόση λαχτάρα θα περίμενε ένα γράμμα του παιδιού της, θα έπαιρνε ένα χαρτί του Τρίτου Ραϊχ με το αγκυλωτό σταυρό που με δύο λόγια θα της έλεγε ότι το παιδί της έπεσε σαν ήρωας σε κάποιο μέρος που το λέν Ελλάδα. Το παιδί της ένα ξεγυμνωμένο κουφάρι που θα σάπιζε σ’ έναν ομαδικό τάφο στις όχθες του Καλαμά. Ο Λοχαγός παρακάλεσε τη γυναίκα κάτω στο νερόμυλο και κάθε μέρα από λίγες έβαλε όλες τις στολές μαύρες και έτσι εξαφανίστηκε και ο λεκές που πραγματικά έκαιγε τη πλάτη μου.
Ο χειμώνας ήρθε βαρύς και μέναμε σ’ ένα παλιό ελαιοτριβείο έξω από το χωριό όταν πήραμε εντολή να φύγουμε γιατί οι Γερμανοί άρχισαν μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο γιατί οι αντάρτες είχαν ανατινάξει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Τότε γνώρισα τον πραγματικό ανταρτοπόλεμο, έναν κλεφτοπόλεμο με τις κακουχίες του, τη πείνα μέσα στα χιόνια, προσπαθώντας να ξεφεύγουμε από του Γερμανούς οι οποίοι με στρατό, αεροπλάνα και κανόνια κτένιζαν τα Ηπειρωτικά βουνά. Το μεγάλο δράμα ήταν την ημέρα γιατί να ήσουν υποχρεωμένος επειδή πλησίαζαν να εγκαταλείψεις την κρυψώνα σου θα έβγαινες στα κατάλευκα χιόνια και τότε γινόσουν στόχος στα αεροπλάνα και το πυροβολικό. Χάσαμε τρις άντρες σε τέτοιες μετακινήσεις και εγώ και ο Γιώργος πήραμε τα όπλα τους, δύο Γερμανικά αυτόματα. Αυτό το μαρτύριο κράτησε ένα μήνα και πολλά χωριά κάηκαν στο πέρασμα των Γερμανών. Ξέχασα να πω ότι για την επίθεσή μας στην Μενίνα την επομένη οι Γερμανοί μάζεψαν εκατόν είκοσι άντρες και παιδιά και τους εκτέλεσαν στον τοίχο του σπιτιού, που αν σήμερα περάσεις θα δεις μια μαρμάρινη πλάκα και ένα σταυρό με τα εκατόν είκοσι ονόματα των εκτελεσθέντων αθώων πολιτών για το μεγάλο ανδραγάθημα των Ελλήνων ανταρτών. Τα παράσημα τα πήραν αργότερα και συντάξεις για την εθνική αντίσταση, αυτοί που σκοτώνοντας πενήντα Γερμανούς γέμισαν την Ελλάδα τάφους αθώων Ελλήνων που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Είδα αργότερα ένα μνημείο στους Φιλιάτες με τριάντα ονόματα: Ζόγας Δημήτριος 15 ετών, Μποχότης Παναγιώτης 13 ετών, κτλ.. και όταν ρώτησα γιατί μου είπαν οι ντόπιοι ότι κάποιος καπετάνιος σκότωσε ένα Γερμανό που περνούσε με μοτοσυκλέτα. Αντίσταση ναι, να βουλιάξεις ένα καράβι, να ανατινάξεις μια γέφυρα στρατηγικής σημασίας, μια βάση ανεφοδιασμού είναι ιερός αγώνας κατά του κατακτητή, αλλά να σκοτώνεις είκοσι να για πάρεις τα ρούχα και έναν μοτοσικλετιστής μ’ ένα τόσο σοβαρό αντίτιμο το βρίσκω φτηνό και άσκοπο. Τι έκανε η ομάδα η δική μου στα τρία χρόνια που τα έζησα; Τίποτα εκτός από την Μενίνα τρία χρόνια τρέχαμε από βουνό σε βουνό και κρυβόμαστε να μη μας πιάσουν οι Γερμανοί και όταν έφυγαν πιεζόμενοι από τα διεθνή μέτωπα κάναμε παρελάσεις και παράσημα σαν ήρωες απελευθερωτές! Τι κωμωδία;
Πέρασε ο βαρύς χειμώνας και ξαναγυρίσαμε στην παλιά μας θέση. Ήταν το πρώτο ανοιξιάτικο βράδυ που ξάπλωσα κάτω απ’ τη γνωστή ελιά που τόσα μαρτυρικά βράδια είχα περάσει με την ελονοσία και τόσα άλλα. Φύσηξε ένα ελαφρό αεράκι πάνω στα κλαριά της και μερικά φύλλα έπεσαν στο πρόσωπό μου. «Μας γνωρίζεις;» με ρώτησαν. «Κάποτε στεφανώναμε κάποιους παλιούς ήρωες προγόνου σου, γίνε και συ ήρωας, θα είναι ωραία.» «Αφήστε με να κοιμηθώ» τα παρακάλεσα, «και προτιμώ να κοιμηθώ άδοξος παρά να πεθάνω δοξασμένος» Ήθελα να κοιμηθώ χωρίς όνειρα αλλά δεν μπορούσα γιατί μια ψυχική κατάσταση κρατούσε τα βλέφαρά μου ανοιχτά. Κάρφωσα τα μάτια μου στο χρυσοκέντητο ουράνιο θόλο και είχα την εντύπωση πως αν πήγαινα στην απέναντι κορφή του βουνού θα μπορούσα με το χέρι να το φτάσω. Μια νεκρική γαλήνη απλωνόταν πάνω στη γη και μόνο τα τριζόνια την τάραζαν, λες και τα υπόλοιπα ζωντανά όντα είχαν κρυφτεί κάτω από τ γη για να γλυτώσουνε από τη φρίκη του πολέμου. Παντού μύριζε άνοιξη, όλα είχαν βλαστίσει και μέσα σ’ αυτή τη πανέμορφη φύση, πίσω από τα λουλούδια και τους καταπράσινους θάμνους, αθέατος κυκλοφορούσε ο θάνατος, λες και προσπαθούσε με το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών να σε ζαλίσει, να κλείσει τα μάτια σου και να σε πάρει μαζί του. Τι ζητούσα εγώ σ’ αυτό το μέρος; Γιατί βρέθηκα εδώ; Γύρο στο λαιμό μου δεν υπάρχουν σημάδια των κρίκων ούτε γύρο από τα χέρια μου και όμως νοιώθω σαν αλυσοδεμένος αιχμάλωτος της μοίρας που με άρπαξε μέσα από την αγκαλιά των γονιών μου για να με ρίξει σ’ αυτά τα αφιλόξενα και αιματοβαμμένα βουνά. Θα ζούσα άραγε για να ζήσω; Το ερώτημα ήταν δύσκολο και έμενε χωρίς απάντηση. Η απόσταση που χωρίζει τη γέννηση από το θάνατο δεν είναι μεγάλη διαδρομή. Η αφετηρία λέγεται γέννηση και το τέρμα, ο τελευταίος σταθμός τάφος. Αυτή τη διαδρομή θα την κάνουν όλοι, άλλοι δύσκολα και μερικοί πιο εύκολα όταν και για συντροφιά στο δρόμο τους συναντήσουν την τύχη. Τάφος… μόνον εκεί υπάρχει σιγουριά και ασφάλεια, μόνον αυτός κρατά κρυμμένα τα μυστικά σου. Η Ελλάδα μήπως δεν είναι ένας απέραντος τάφος; Για να δεις την ιστορία της δεν θα κοιτάξεις ψηλά, αλλά θα σκύψεις το κεφάλι μέσα στους τάφους των αρχαιολογικών χορών. Σήμερα όμως
ούτε εκεί υπάρχει σιγουριά. Εκεί οι πρόγονοί μας έκρυψαν το μεγαλείο της τέχνης τους, φοβούμενοι ίσως τον ερχομό μας, εμπιστεύτηκαν το χώμα που για αιώνες κράτησε καλά φυλαγμένο το μυστικό τους δείχνοντας έτσι ότι αγαπά την Ελλάδα περισσότερο από τους σημερινούς Έλληνες. Τίποτε όμως δεν γλύτωσε από την μανία των νεοελλήνων οι οποίοι ξέθαψαν, άρπαξαν και πούλησαν στους ξένους ότι μπορούσε να μεταφερθεί και τα υπόλοιπα τα άφησαν μέσα στους ανοιχτούς τάφους για να τα εκθέτουν στους τουρίστες έναντι αμοιβής. Από εμάς τι θα βρουν οι επόμενες γενιές για να θαυμάσουν από τα έργα μας; Τα ατομικά όπλα; Την αφηρημένη τέχνη που ο σημερινός καλλιτέχνης παίρνει πέντε σκουριασμένους σωλήνες, τους κολλάει με οξυγόνο σταυρωτά και μετά αυτό το ονομάζει έργο; Τι θα βρουν να διαβάσουν για την ιστορία του σημερινού κόσμου, τη μανία του να καταστρέψει τη φύση και αφού είδε ότι το πέτυχε καταβάλει προσπάθειες να βάλει χέρι και σε άλλους πλανήτες; Ένα κοτσύφι που πέταξε με θόρυβο τιτιβίζοντας με ξανάφερε στην πραγματικότητα. Το στόμα μου είναι πικρό. Το πρώτο φως της αυγής χρωματίζει τα γύρω βουνά. Το σώμα μου βουλιάζει απ’ τη κούραση και την αγρύπνια. Κλείνω το φως έξω από τα μάτια μου και ο ύπνος μου ράβει τα βλέφαρα. Το φως χάνεται σαν να εγκαταλείπει οριστικά τη γη. Το σώμα μου βουλιάζει αλλά η ψυχή μου λικνίζεται ακόμα στον αφρό. Το ξύπνημα από τις αρβανίτικες κουβέντες ήταν σκληρό. Νοιώθω μια κούραση σ΄ όλο μου το σώμα και το νυχτερινό μου ταξίδι φαίνεται ότι άνοιξε κάποιο κλειστό παραθυράκι της ψυχής μου και ξεχύθηκαν έξω όλα τα πρόσωπα των δικών μου, που για καιρό τα είχα εκεί κρυμμένα, σκεπασμένα με σωρούς από αγάπη και δύο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Η ζωή εδώ εξακολουθεί να είναι μια κόλαση. Πίσω από τη ράχη μας κλαίνε οι κατσουφιασμένες μέρες που πέρασαν το αύριο είναι αβέβαιο και το σήμερα σκοτεινό. Το αεροπλάνο που πέρασε ξυστά πάνω από τις ελιές μ’ αφήνει αδιάφορο. Έγινε κι’ αυτό μια συνήθεια χωρίς να σου φέρνει κανέναν φόβο γιατί ο φόβος είναι μόνιμα μέσα σου και έχει γίνει δικός σου. Πέρασε ο καιρός έτσι χωρίς μέτρημα και η μια μέρα ερχόταν μετά την άλλη χωρίς όνομα, χωρίς ημερομηνία, γιατί για μας όνομα είχαν μόνο οι εποχές. Ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος
του, η μεγάλη Γερμανία αιμορραγούσε και ο θάνατος της ήταν ζήτημα ημερών. Λάβαμε εντολή να πάμε στους Φιλιάτες που είχαν φύγει οι Γερμανοί. Όταν μπήκαμε μέσα αυτό που αντίκρισα θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Οι αντάρτες οι δικοί μας ενώθηκαν αμέσως με μερικούς ντόπιους που μας περίμεναν και άρχισε η σφαγή. Έβγαλαν από τα σπίτια γυναίκες, γέρους και παιδιά και τους σκότωναν ομαδικά. Όπως έμαθα μετά αυτοί ήσαν Τσάμιδες τουρκαλβανοί οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και έκανα πολλά κακά στους χριστιανούς. Το μίσος ήταν θανάσιμο και η εκδίκηση από τα ανθρωπόμορφα τέρατα που διψούσαν για αίμα και πλιάτσικο σκληρή. Τα παιδιά των δέκα, δώδεκα και δεκαπέντε ετών δεν πιστεύω να ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Οι δρόμοι γέμισαν πτώματα και τα καλντερίμια στις γειτονιές βάφτηκαν με αίμα. Τα κορίτσια από δεκατεσσάρων χρονών και άνω τα έκλεισαν στο σχολείο και αφού τα βίαζαν επί μέρες στο τέλος τα εκτέλεσαν στην αυτή του σχολείου. ΟΙ αξιωματικοί δεν μπορούσαν να καθησυχάσουν τους αγριάνθρωπους γιατί ήλθαν και άλλες αντάρτικες ομάδες και η κατάσταση είχε ξεφύγει από τα χέρια τους. Ο Λοχαγός μας ήταν ένα ζωντανό πτώμα και μάταια προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Μετά από μια εβδομάδα μαζί με άλλους δέκα με έστειλαν μια ώρα έξω από τους Φιλιάτες στο Βλαχόρι, στα Αλβανικά σύνορα, για να φυλάμε μήπως περάσουν Αλβανοί. Το Γιώργο τον έχασα, δεν ξέρω που τον έστειλαν. Εκεί μ’ έβαλαν προμηθευτή σε ένα πολυβόλο τύπου βίκερτς με πολυβολητή έναν Ανδρέα Φούρκα από την Παραμυθιά πέντε χρόνια μεγαλύτερο από μένα. Πέρασαν δέκα μέρες και τα πάντα ήταν ήσυχα, ενώ μαθαίναμε τα νέα από αυτούς που μας έφερναν φαγητό, ότι οι γερμανοί φεύγουν σιγά σιγά απ’ όλη την Ελλάδα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Ήταν πρωί της ενδέκατης
μέρας όταν ο Ανδρέας πήγε στα άλλα φυλάκια για να μάθει κανένα νέο. Γύρισε σχεδόν αμέσως τρέχοντας και αφού μου πήρε το αυτόματο που ήταν δίπλα μου το γύρισε κατά πάνω μου και που είπε «Το αντάρτικο διαλύθηκε και πάνε όλοι στην Ηγουμενίτσα. Το όπλο θα το πάρω εγώ και τσακίσου φύγε.» Τα έχασα προς στιγμήν αλλά απ’ αυτά τα κτήνη που έζησα τρία χρόνια δίπλα τους όλα τα περίμενα. Άρχισα να υποχωρώ ενώ το όπλο ήταν πάντα γυρισμένο επάνω μου. Όταν απομακρύνθηκα περίπου πενήντα μέτρα μου έριξε και η σφαίρα κτύπησε δίπλα μου σ’ ένα βράχο. Σαν τρελός πήδηξα στη ρεματιά και εξαφανίστηκα. Όταν σταμάτησα ήμουν αρκετά μακριά και ο πανικός με είχε παραλύσει. Στα δεξιά μου έβλεπα τη θάλασσα και κατάλαβα πια κατεύθυνση έπρεπε να πάρω για την Ηγουμενίτσα. Το βράδυ έφτασα σ’ ένα μαντρί που ήταν ένας γέρος τσοπάνης, μου έδωσε ψωμί και τυρί και μου είπε να περάσω τη νύχτα εκεί. «Πρόσεξε, μου λέει, γιατί στο δρόμο έχουν στήσει καρτέρι χωριανοί και αντάρτες δικοί σας και σε σκοτώνουν τια τα ρούχα και τα παπούτσια» .Τότε κατάλαβα την τραγική μου κατάσταση. Είχε κυκλοφορήσει ότι οι αντάρτες έπαιρναν λίρες που τους έριχναν οι Εγγλέζοι αλλά εγώ ποτέ μου δεν πήρα ούτε κατάλαβα κάτι τέτοιο. Άρχισα να φοβάμαι και τον τσοπάνη και πήρα την απόφαση να φύγω. Όλη τη νύχτα περπατούσα στα κατσάβραχα μακριά από δρόμους και μονοπάτια, έχοντας οδηγό τη θάλασσα. Όταν ξημέρωσε κρύφτηκα, κοιμήθηκα και περίμενα να νυχτώσει για να συνεχίσω. Μετά τρεις μέρες πεθαμένος έφθασα στην Ηγουμενίτσα. Εκεί βρήκα χιλιάδες αντάρτες να περιμένουν κι μου είπαν να πάω να γραφτώ σ’ ένα πρόχειρο φρουραρχείο της Εθνοφρουράς που μόλις είχε ιδρυθεί για να μπορέσω να μπω στο πλοίο που θα ερχόταν. Πήγα γράφτηκα και μου είπαν ότι από εκείνη τη στιγμή που επιστρατευμένος στην Εθνοφρουρά και στην Κέρκυρα θα έπαιρνα ρούχα και οπλισμό. Το καράβι, ένα Εγγλέζικο οχηματαγωγό έφθασε και μας πέρασε στην Κέρκυρα. Η εντολή που μας έδωσαν από τα μεγάφωνα του πλοίου ήταν να πάμε στην Κέρκυρα, να ντυθούμε αλλά εγώ έτρεξα στο σπίτι μου. Όταν με αντίκρισε ο πατέρας μου με τον αδελφό μου τα έχασαν. Τότε είδα τον πατέρα μου για πρώτη και για τελευταία φορά στη ζωή του να κλαίει. Έμαθα για τους υπόλοιπους στον Πειραιά ότι ήταν καλά και ότι δεν ήξεραν τίποτα για τη φυγή μου.
Ο πατέρας μου κράτησε τρία χρόνια τον πόνο και την αγωνία για τον εαυτό του, από φόβο να μη πικράνει τη μητέρα μου που λάτρευε σε όλη του τη ζωή. Ο πόνος και η αγωνία είχαν αφήσει τα σημάδια στο πρόσωπό του. Γύρισα αμέσως στο φρούριο και ντύθηκα Εθνοφύλακας με Εγγλέζικη στολή. Ήμουν κατάξανθος και έμοιαζα τώρα με Εγγλέζο, όπως με τη Γερμανική στολή έμοιαζα με Γερμανό. Πήρα δύο μέρες άδεια και γύρισα αμέσως στο σπίτι και δεν χόρταινα να βλέπω τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Πλύθηκα για πρώτη φορά σαν άνθρωπος και μετά από τρία χρόνια ξάπλωσα σε κρεβάτι. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που αισθανόμουν, αλλά εκείνο που θυμάμαι είναι ότι παρ’ όλη τη κούραση δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι, ίσως από φόβο μήπως χάσω αυτό που ζούσα. Έμεινα ένα μήνα και μετά μας απέλυσαν. Στο διάστημα αυτό βγήκε ένας νόμος που έλεγε όσοι υπηρετούν στην Εθνοφυλακή και ήταν στην αντίσταση, εάν ήθελαν ένα χρόνο να τελειώσουν το γυμνάσιο ή το λύκειο μπορούσαν να δώσουν εξετάσεις και να πάρουν το απολυτήριο. Εγώ πριν φύγω ήμουν στην Πέμπτη και έτσι έδωσα τις εξετάσεις και με φανερή αντιγραφή από τα βιβλία το πήρα και με καλό βαθμό! Αποφάσισα μαζί με τον πατέρα μου να φύγω για τον Πειραιά με ένα καράβι Εγγλέζικο που έπαιρνε όλους τους απολυόμενους Εθνοφύλακες θα πέρναγε και από Ιταλία να πάρει τους Ριμινίτες και θα μας πήγαινε στην Πάτρα. Στον Πειραιά θα εύρισκα τις αδελφές μου, την μητέρα μου και θα φρόντιζα να βρω καμιά δουλειά. Μετά τεσσάρων ημερών ταξίδι έφθασα στη Πάτρα και από εκεί με ένα φορτηγό στον Πειραιά που τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ρούχα δεν είχα να φορέσω και παρουσιάστηκα στη μητέρα μου με τα στρατιωτικά. Όταν με είδαν τα’ χασαν γιατί δεν ήξεραν τίποτε από την τρίχρονη περιπέτειά μου. Τους είπα να ιστορία μου και η μητέρα μου όσο με άκουγε έκανε το σταυρό της και τα μάτια της
έτρεχαν. Πόσα δάκρυα και πόσο πόνο είχε όμως γλυτώσει χάρη στη μεγαλοψυχία του πατέρα μου που τα κράτησε όλα για τον εαυτό του τρία ολόκληρα χρόνια; Πέρασε ένας μήνας και όταν η συγκοινωνία αποκαταστάθηκε με την Κέρκυρα η μητέρα μου έφυγε και εγώ έμεινα στην αδελφή μου. Μέσω ενός γείτονα αρχιφύλακα της αστυνομίας έπιασα δουλειά στα λιπάσματα ως υπάλληλος στο χημείο. Πήγαινα στη δουλειά με τα στρατιωτικά έως ότου πάρω πρώτο μισθό να αγοράσω πολιτικά. Ο γαμπρός μου εξακολουθούσε να εργάζεται στην Σοκόνι Βάκιουμ (τη σημερινή MOBIL) και ένα μεσημέρι ξεκίνησα με το ποδήλατο να του πάω φαγητό. Τότε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας επέστρεφαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, παρέδιδαν τον οπλισμό τους στο στρατό και ήσαν ελεύθεροι. Όταν έφθασα στην είσοδο της εταιρείας την οποία φύλαγε στρατός, ένας ανθυπολοχαγός που με είδε με τα χακί με ρώτησε τι ήμουν. Χωρίς να πολυσκεφθώ του είπα ότι ήμουν αντάρτης και δεν έχω άλλα ρούχα γιατί πρόσφατα είχα απολυθεί. Μου είπε να τον ακολουθήσω και αφού μ’ έμπασε στο φυλάκιο άρχισε να με κτυπά σαν λυσσασμένος με κλωτσιές βρίζοντας με Βούλγαρο. «Είμαι στην Εθνοφυλακή!» του φώναξα σε μια στιγμή και αμέσως σταμάτησε. «Τι είπες ρε; Έχεις χαρτιά;» Έβγαλα το απολυτήριο που είχα πάρει στην Κέρκυρα ενώ από τα χείλη μου έτρεχε αίμα. «Βρε παιδί μου, γιατί δεν το είπες από την αρχή κι’ εγώ σε πέρασα για Ελασίτη; Η απόφαση της Βάρκιζας έλεγε να παραδώσουν τον οπλισμό και δεν θα τους πειράξει κανείς, αλλά ο ανθυπολοχαγός όπως και τόσοι άλλοι είχαν δικό τους νόμο και έκαναν ότι μπορούσαν για να διατηρήσουν τα μίση που ποτέ δεν άφησαν τους Έλληνες να ενωθούν. Το επίσημο κράτος τους έσπαγε στο ξύλο, τους άνοιγε φακέλους και δεν μπορούσαν όχι δουλειά να βρουν αλλά ούτε και ταυτότητα να βγάλουν γιατί τότε βγάζαμε όλοι καινούργιες ταυτότητες.
Το Ελληνικό πνεύμα μεγαλούργησε για μια ακόμη φορά. Ξέρω εγώ αξιωματικό της αστυνομίας ο οποίος έσκιζε φακέλους και έβγαζε ταυτότητες έναντι γερής αμοιβής. Όσοι δεν είχαν μετρητά τους έπαιρνε ραδιόφωνα, οικόπεδα και ότι άλλο είχαν και μετά ένα χρόνο έφυγε από την αστυνομία και έκτιζε πολυκατοικίες… Ήταν το πρώτο γερό ξύλο που έφαγα στη ζωή μου. Ζήτησα δανεικά και αγόρασα δικά μου ρούχα. Η δουλειά μου άρεσε και κέρδισα γρήγορα τη συμπάθεια των προϊσταμένων μου, αλλά μια μαυρίλα είχε μείνει μέσα στα βάθη της ψυχής μου και μου ήταν αδύνατο να νοιώθω χαρά. Η καρδιά μου είχε ζυμωθεί στον πόνο και στη δυσκολία και την πρόσεχα και την έβλεπα παντού αυτές τις δύσκολες μεταπολεμικές μέρες, που έβλεπες καθαρά τα μίση να φουντώνουν από τις αδικίες και τα βουνά άρχισαν πάλι να γεμίζουν με αντάρτες έλληνες οι οποίοι τώρα θα πολεμούσαν εναντίων των Ελλήνων. Μια μέρα ήμουν στη στάση των λεωφορείων της Αναστάσεως με την αδελφή μου όταν πέρασε μπροστά μας η νεκροφόρα του δήμου. Μπροστά καθόταν ο οδηγός και μια νοσοκόμα ενώ στο φέρετρο είχε φύγει το σκέπασμα και ο νεκρός τρανταζόταν από τις λακκούβες του δρόμου. Μου έκανε τόση εντύπωση που όταν γύρισα στο σπίτι ένοιωσα την ανάγκη να γράψω και έγραψα έτσι αυτό που είδα: Μια νεκροφόρα με μια κάσα φορτωμένη Τραβά μονάχη της το δρόμο το γνωστό Ο οδηγός και μια αδελφή φρεσκοβαμμένη Πάνε να θάψουν έναν άπορο νεκρό Το κάρο αυτό το νεκρικό της δημαρχίας Είναι φτωχό δεν έχει επάνω του στολίδια Κι’ έχει σκοπό μοναδικό προορισμό του Να μεταφέρει τα ανθρώπινα σκουπίδια Πέρανε έρημος κάποιος φτωχός ζητιάνος Αυτούς που βλέπεις στις γωνίες όπως πας Μεσ’ τα κουρέλια του δεν βρήκανε δεκάρα Γι’ αυτό δεν βρίσκεται κοντά του ούτε Παπάς
Αν ήταν πλούσιος, αν είχε λιμουζίνες Κι’ από στεφάνια μια ολόκληρη σειρά Θα’ ταν Παπάς στην πρώτη κούρσα θρονιασμένος Να μουρμουρίζει κάτι τι λυπητερά Μες στη ζωή έζησε παραπεταμένος Κανείς δεν γύρισε μια λέξη να του πει Κανείς δεν στάθηκε ποτέ σιμά του Γιατί κοντά του όλοι νοιώθανε ντροπή Καμιά στοργή δεν είχε νοιώσει στη ζωή του Καμιά χαρά γιατί γεννήθηκε φτωχός Κανένα μάτι δεν γυρνά στο πέρασμά του Κι’ έτσι τραβάει κι’ ως τον τάφο μοναχός Αυτοί οι στίχοι γράφτηκαν μέσα σε δέκα λεπτά, με υποβολέα τον ψυχικό πόνο, που σε κάνει ποιητή, σου βγάζει μέσα απ’ τη ψυχή σου αυτά που είναι βαθιά θαμμένα και ίσως δεν θα τα ανακαλύψεις ποτέ. Από τότε έγραψα κι’ άλλα, το θάνατο ενός φίλου μου στη Σωτηρία και τα «Χριστούγεννα» τα οποία ξεχώρισα και θα τα γράψω εδώ γιατί δείχνουν σε τι ψυχική κατάσταση ήμουν και πόσο καλά μπορούσα να περιγράψω τον ανθρώπινο πόνο, σ’ αυτόν που η ψυχή μου ζυμώθηκε και μεγάλωσε στα καλύτερα νεανικά μου χρόνια: ΤΟ ΨΥΧΟΜΑΧΗΜΑ Σήμερα… έβηξα πολύ, πάρα πολύ Έφτυσα αίμα κι’ είμαι πτώμα στο κρεβάτι Το ίδιο έγινε και χθες, μα και προχθές Τρεις νύχτες είναι που δεν έχω κλείσει μάτι Σίγουρα χάνομαι. Το τέλος μου έχει φθάσει Πνίγομαι… σβήνω… δεν αντέχω άλλο πια Νοιώθω το σώμα μου σαν να αργοβουλιάζει Σε κάποιοι βάλτου την υγρή λασποτοπιά
Είμαι δύο χρόνια στη νεκρή αυτή πολιτεία στο σανατόριο που η αρρώστια μ’ έχει φέρει Είδα ανθρώπους να ξυλιάζουν στο κρεβάτι Τα βλέφαρά τους να σφαλίζει κάποιο χέρι Θέλω να ζήσω, να χαρώ κι’ εγώ τη φύση Ως το μπαλκόνι προσπαθώ για να συρθώ Θέλω να ζήσω μη μ’ αφήστε να πεθάνω Δεν μπορώ νέος τη ζωή ν’ απαρνηθώ Σέρνομαι… φθάνω μα τα πόδια μου λυγίζουν Πιάνω τα σίδερα σφιχτά του μπαλκονιού Βλέπω τα κτίρια τη γνωστή μου φύση γύρω Κι’ ακούω καθάρια τη λαλιά του αηδονιού Σιγά-σιγά τώρα τα μάτια μου θολώνουν Ακούω κοντά μου ένα φτερούγισμα φριχτό Είναι ο Χάρος που στ’ αυτί μου ψιθυρίζει «Έλα να φύγουμε.. σου ήτανε γραφτό…» ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Χριστούγεννα χαρμόσυνα σημαίνουν οι καμπάνες Χαράς τραγούδι ακούγονται από κάθε γωνιά Ποτάμια δάκρυα χύνουν μαυροντυμένες μάνες Και όσοι μόνοι βρίσκονται μέσα στην παγωνιά Σ’ όλα τα τζάμια αστράφτουν δεντράκια φωτεινά Κι ο κόσμος με τα δέματα γυρνά στο σπιτικό τους Και ένα πλήθος δυστυχείς μένουν στα σκοτεινά Κι’ ακολουθούν στενάζοντας το μαύρο ριζικό τους Ζητιάνοι κουρελιάρηδες πιάσανε μια γωνιά Κι’ απ’ το σκοτάδι απλώνουν το χέρι τους δειλά Και μοιάζουν μες’ τη γιορτή σα μια παραφωνία Κι’ οι ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ αγάλλονται μια κι όλα είν καλά Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε τη μαύρη δυστυχία Τουλάχιστον μες’ τις γιορτές που φαίνεται πολύ
Οι χριστιανοί πιστεύουν σε μια καλή θρησκεία Για την οποία κάποτε μαρτύρησαν πολλοί. Το ΧΡΕΟΣ τους το κάνανε, πήγαν στην εκκλησία Εψώνισαν στα σπίτια τους απ’ όλα τα καλά Ποτέ τους δεν πλησίασαν τη μαύρη δυστυχία Κι’ εύχονται με χαμόγελο σ’ όλους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! Μεσάνυχτα πέρασαν και όλοι γλεντοκοπούν Και οι ζητιάνοι απ’ τις γωνιές γλιστρούν σαν ερπετά Στις τρώγλες να συναντηθούν και μια ευχή να πουν Του χρόνου ας μην είμαστε ΖΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ!… Τότε γνώρισα και την πρώτη εξαδέλφη του γαμπρού μου που έμενε στα κουπόνια και μαζί της γνώρισα και τον πρώτο μεγάλο έρωτα στη ζωή μου. Ήταν ξανθιά, γλυκιά και η φλόγα των δέκα έξη χρόνων της έλαμπε μέσα στα υπέροχα μάτια της. Από τη πρώτη στιγμή γεννήθηκε ανάμεσά μάς ένας έρωτας αγνός, γεμάτος αλήθεια όπως ήταν ο έρωτας της εποχή εκείνη, ένας έρωτας που μ’ έκανε ν’ ανοίξω ελεύθερα τις κατάκλειστες πόρτες της ψυχής μου και ν’ αφήσω την αγάπη που τόσα χρόνια έκρυβα να ξεχυθεί ελεύθερα στο φως της ζωής. Βλεπόμαστε μόνο στο σπίτι της και για αρκετό διάστημα δεν είχαμε βρεθεί ποτέ μόνοι. Δεν είχαμε μιλήσει για την αγάπη μας αλλά τα μάτια μας τα είχαν πει όλα. Μετά μερικούς μήνες μας έδωσαν την άδεια να πάμε σ’ ένα φιλικό πάρτυ μόνοι μας. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Θα μπορούσα επιτέλους αν της κρατήσω το χέρι ελεύθερα και να της μιλήσω για την αγάπη μου που τόσα είχα να της πω. Το πάρτυ ήταν στους Αμπελόκηπους και ξεκινήσαμε με τα πόδια. Όταν βρεθήκαμε μόνοι στο δρόμο είχα τέτοια ταραχή που από τόσα που σχεδίαζα δεν εύρισκα ούτε μια λέξη να της πω. Πρώτη μίλησε εκείνη «Καλά που μας άφησαν γιατί ξέρεις, σου έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη και σ’ αγαπάνε». «Ναι, καλά που μας άφησαν» είπα κι’ εγώ, και δεν εύρισκα τίποτε άλλο! «Θα πρέπει να είναι ωραίο το πάρτυ» συνέχισε, «Ναι πρέπει» απάντησα και πάλι σιωπή. Πρώτη φορά ένοιωθα τόση ταραχή και ενώ το χέρι μου έτρεμε χωρίς να το καταλάβω έπιασα το δικό της και τότε
κατάλαβα ότι και το δικό της έτρεμε κι’ έτσι πιασμένοι χωρίς καμιά κουβέντα φθάσαμε στο πάρτυ. Διαβάζοντας τις γραμμές αυτές κάποιος νέος σήμερα είμαι σίγουρος θα γελάσει, θα του φανεί πολύ αστείο, γιατί είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια εποχή που όλα αυτά μοιάζουν σαν παραμύθια, μια και όλα ισοπεδώθηκαν και η γνωριμία και τα λόγια αγάπης λέγονται μόνο στο κρεβάτι. Λυπάμαι γιατί αυτό που ένοιωσα εγώ με το πιάσιμο του χεριού δεν θα το νοιώσουν ποτέ. Χορέψαμε το πρώτο ταγκό και σαν μαγεμένος την κρατούσα στην αγκαλιά μου μ’ ένα ρίγος πρωτόγνωρο. Καταλάβαμε και οι δυό πως τόση ευτυχία δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα σ’ αυτό το ξένο σπίτι και αφού καθίσαμε λίγο ακόμα πήραμε την απόφαση να φύγουμε, να βρεθούμε μόνοι, μακριά από τον κόσμο στην σιγαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας. Πήγαμε στο άλσος του Συγγρού και καθίσαμε κάτω από ένα πεύκο. Η νύχτα ήταν ψυχρή και όταν την αγκάλιασα την ένοιωσα να τρέμει και βγάζοντας το σακάκι μου τη σκέπασα και την έσφιξα δίπλα μου. Δεν μίλαγε κανείς από τους δύο μας και μια ακράτητη τρυφερότητα ξεχύθηκε από τα βάθη της ψυχής μου, την φίλησα τα μαλλιά, το μέτωπο και χωρίς να το καταλάβω τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της. Ήταν το πρώτο μου αδέξιο αλλά αληθινό φιλί και αλλοίμονο θα ήταν και το τελευταίο. Γυρίσαμε στο σπίτι τρισευτυχισμένοι και όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από φόβο μήπως χάσω αυτή την ευτυχία που ένοιωθα και τη ζεστασιά του κορμιού της που είχε κολλήσει επάνω μου. Δεν βρεθήκαμε ξανά μόνοι και τον Οκτώβριο με κάλεσαν στρατιώτη και την απελπισία της έβλεπα στα μάτια της. Συμφωνήσαμε κρυφά να γράφουμε ο ένας στον άλλον κάθε μέρα και τα γράμματα μου θα τα έπαιρνε μέσω της αδελφής μου της μεγάλης στην οποία ομολόγησα τον έρωτά μου. Παρουσιάστηκα στην Τρίπολη και το πρώτο βράδυ έγραψα το πρώτο μου γράμμα που τις έλεγα όσα δεν βρήκα ποτέ την ευκαιρία να της πω. Πέρασε μια βδομάδα και κάθε βράδυ της έγραφα χωρίς να λάβω καμία απάντηση. Η αγωνία μου και η απογοήτευση που ένοιωθα κάθε φορά που ο ταχυδρόμος δεν φώναζε το όνομά μου με είχαν κάνει πραγματικό ράκος. Κάθε βράδυ πήγαινα στην καντίνα του κέντρου και της έγραφα και εκεί
γνώρισα το μαέστρο της ορχήστρας, ένα παιδί από την Πάτρα, που όταν του είπα ότι πίζω πρακτικά λίγο πιάνο και κιθάρα με πήρε στην ορχήστρα της κακιάς ώρας να παίζω κιθάρα και έτσι γλύτωσα τα σκληρά γυμνάσια. Με το μαέστρο έγινα φίλος και του μίλησα για το μεγάλο μου έρωτα, για το ότι δεν έλαβα κανένα γράμμα της και προσπαθούσε να με παρηγορήσει. Ένα βράδυ στη μεγάλη μου απελπισία έγραψα ένα ποίημα που όταν το διάβασε ο μαέστρος (ονομαζόταν Ντίνος Στόλας) ενθουσιάστηκε και μου είπε «θα του βάλω μουσική και θα γίνει επιτυχία!». Πραγματικά όταν άκουσα τη μουσική του ήταν ένα υπέροχο τραγούδι με τον τίτλο «Γράψε μου» και το παίζαμε κάθε βράδυ στην καντίνα και έλεγε στο μικρόφωνο «στίχοι Πουλιάση, μουσική Στόλα» Μετά δύο χρόνια που εγώ ήμουν στο Γράμμο στο μέτωπο και αυτός είχε απολυθεί γιατί ήταν μεγαλύτερος, το άκουσα από το ραδιοφωνικό σταθμό των Πατρών όταν πιάναμε μουσική στον ασύρματο και έλεγε «στίχοι και μουσική Ντίνου Στόλα…». Δάκρυσα γιατί ένας φίλος τον πόνο το δικό μου τον έκανε επιτυχία δική του. Γράμμα της δεν έλαβα ποτέ και μετά δύο χρόνια έμαθα ότι η αδελφή μου δεν της έδωσε ποτέ κανένα γράμμα μου κι’ έτσι δεν έμαθε ποτέ την διεύθυνση μου για να μου γράψει. Κι’ έτσι ο πρώτος μου έρωτας πνίγηκε μέσα στα δάκρυα, την αμφιβολία από την ίδια μου την αδελφή η οποία όπως μου είπε την εμπόδισε ο άνδρας της γιατί ήταν πρώτη του εξαδέλφη. Στην Τρίπολη κάθισα είκοσι δύο ημέρες και μετά πήγα στη Σχολή Ασυρματιστών. Ήταν η δεύτερη βδομάδα στην Τρίπολη και επειδή δεν πήγαινα σε όλα τα γυμνάσια λόγω ορχήστρας, ένα βράδυ με έβαλαν περίπολο μαζί με άλλους τρεις μέσα στην πύλη από τις δύο μέχρι τις έξη το πρωί. Είχαμε φθάσει στην πλατεία στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου και το κρύο ήταν τόσο πολύ που ψάχναμε κάπου να προφυλαχθούμε από τον παγωμένο αέρα. Απέναντι ακριβώς από την εκκλησία βρήκαμε μία πόρτα που δεν έπιανε καθόλου ο αέρας και εκεί καθίσαμε μέχρι το πρωί. Με παγωμένο το σώμα και τη ψυχή , χωμένος μέσα στο γιακά της χλαίνης μου, άφησα το μυαλό μου να τρυπώσει πίσω απ’ τη κλειστή πόρτα και φαντάστηκα μια οικογένεια με παιδιά μέσα στα ζεστά τους
σκεπάσματα να κοιμάται ήσυχα χωρίς να ξέρει ότι στην πόρτα τους τουρτούριζαν τέσσερα παιδιά που το καθήκον και οι ανθρώπινοι νόμοι τα είχαν αρπάξει από την θαλπωρή του σπιτιού τους. Η μοίρα όμως παίζει πολλά παιχνίδια στη ζωή κι’ αυτή την παγερή νύχτα έπαιξε ακόμα ένα. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι πίσω από αυτή την κλειστή και άγνωστη πόρτα κοιμόταν ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων ετών μαζί με τους γονείς και τα αδέλφια της, το κοριτσάκι που θα γνώριζα μετά από εικοσιπέντε χρόνια, το κοριτσάκι που θα μου έφερνε την αληθινή ευτυχία, τον μεγάλο και παντοτινό μου έρωτα, την σημερινή γυναίκα μου. Εκείνο το βράδυ η μοίρα μ’ έφερε δίπλα της χωρίς να ξέρω την ύπαρξή της, μετά από μερικά χρόνια σχεδόν την ίδια χρονολογία μας πάντρεψε, εμένα στην Αθήνα και εκείνη στην άλλη άκρη του κόσμου στη Μαδαγασκάρη, κάναμε οικογένειες, εγώ είχα έναν αποτυχημένο γάμο, εκείνη έναν ευτυχισμένο που ο θάνατος τους ανδρός της την ξανάφερε στην Ελλάδα και τότε τη γνώρισα και μαζί της γνώρισα τη ζωή, την αγάπη, την οικογένεια που μέχρι τότε την σημασία αυτών των λέξεων δεν την ήξερα. Είναι η μόνη γυναίκα που αγάπησα πραγματικά και που θ’ αγαπώ πάντα και τη μοίρα μου την ευχαριστώ που μετά από εικοσιπέντε χρόνια την ξανάφερε κοντά μου και μου την γνώρισε. Όταν πήγα στα Μέγαρα στη σχολή ασυρματιστών μας είπαν ότι επειδή οι μεγάλες μονάδες Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Πάτρα και Λάρισα είχαν ανάγκη, σε είκοσι μέρες θα δίναμε εξετάσεις και οι τέσσερεις πρώτοι θα είχαν το δικαίωμα να πάνε σε μια απ’ αυτές τις πόλεις. Έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα για να έλθω στην Αθήνα να δω γιατί δεν μου έγραφε και στις εξετάσεις ήρθα δεύτερος.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που θα ξαναγύριζα στην Αθήνα. Ήταν Σάββατο μεσημέρι όταν μας είπαν τα αποτελέσματα και την Κυριακή το πρωί έπρεπε να είμαστε έτοιμοι στις επτά να φύγουμε. Το βράδυ κάναμε ένα τρικούβερτο γλέντι σε μια ταβέρνα και το πρωί μας παρέλαβε ένας ανθυπολοχαγός ο οποίος κάθισε δίπλα στον οδηγό και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση για Αθήνα. Κάναμε διάφορα σχέδια ότι θα μας πήγαιναν στο Γενικό επιτελείο και εκεί θα μας ρωτούσαν που θέλουμε να πάμε. Είχα πάρει και την υπόσχεση από τους άλλους τρεις ότι δεν θα ζητούσαν Αθήνα και έτσι ήμουν σίγουρος. Η χαρά μας ξαφνικά όμως κόπηκε όταν στην Ελευσίνα το καμιόνι έστριψε αριστερά για την Θήβα. Ο αξιωματικός καθόταν μπροστά και κανείς δεν τολμούσε να τον ρωτήσει γιατί η πειθαρχία στο στρατό τότε ήταν μεγάλη. Με κομμένη την ανάσα μπήκαμε στο στρατόπεδο της Θήβας και μας άφησαν έξω από ένα κτήριο και ο αξιωματικός μπήκε μέσα. Μισή ώρα μείναμε εκεί σαν αποβλακωμένοι, γεμάτοι αγωνία για το τι επρόκειτο να γίνει. Σε μια στιγμή βγήκε ο ανθυπολοχαγός με τρεις λοχαγούς και τους είπε «αυτοί είναι οι αριστούχοι». Μας εξέταζαν με τα μάτια τους από πάνω μέχρι κάτω και ένας εξ’ αυτών με ωραία κορμοστασιά και έξυπνα λαμπερά μάτια λέει στους άλλους «διαλέξτε κύριοι όποιους θέλετε, εγώ θα πάρω αυτούς που θα μείνουν». Αυτός ήταν ο λοχαγός Παπαδόπουλος Γεώργιος, ένας αληθινός στρατιώτης που σήμερα σαπίζει στις φυλακές Κορυδαλλού. Έμεινα εγώ με το Θωμά και μας πήρε αυτός. «Είσαστε δικοί μου» μας είπε μ’ ένα χαμόγελο «ελάτε κοντά να σας γνωρίσω τους συναδέλφους σας». Πρώτα περάσαμε από τους στάβλους, μας έδειξε τα μουλάρια και μας είπε ότι θα ζούσαμε μαζί μ’ αυτά και ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γιατί θα επανδρώναμε την πιο καινούργια μοίρα ορειβατικού πυροβολικού (144 Μ.Ο.Π.). Μετά μας πήγε στο θάλαμο. «Είμαι σίγουρος θα τα πάμε καλά» είπε και έφυγε. Αμέσως αρχίσαμε τις ερωτήσεις να μάθουμε που είμαστε και τι επρόκειτο να γίνει. Είμαστε στην 144 ΜΟΠ η οποία ετοιμαζόταν να φύγει για το Γράμμο, το μεγαλύτερο μέτωπο το ανταρτοπόλεμου. Τότε καταλάβαμε το σιχαμερό ψέμα για τους αριστούχους γιατί η 144 είχε ανάγκη να φύγει και δεν μπορούσε να περιμένει τη λήξη της εκπαιδεύσεως. Μια μεγάλη απογοήτευση
με είχε κυριεύσει και έβλεπα πως η τύχη με πρόδωσε ακόμα μια φορά. Μείναμε ακόμα δέκα μέρες κάνοντας ασκήσεις μέρα και νύχτα και φύγαμε για τα Γιαννιτσά. Η φάλαγγα έφτασε αργά τη νύχτα έξω από τα Γιάννενα στη θέση Γηδάς και άρχισαν να ξεφορτώνουν μόνον τα μουλάρια τα οποία θα ξεκινούσαν αμέσως για την Κόνιτσα χωρίς φορτίο. Εάν περνούσαν χωρίς ενόχληση το πρωί θα ξεκινούσαμε κι’ εμείς με τα αυτοκίνητα. Το δρόμο τον φύλαγα οι Σοφούληδες, στρατιώτες μεγάλης ηλικίας που έκαναν υπηρεσίες στα μετ’ όπισθεν. Ο Παπαδόπουλος μου έδωσε εντολή να έχω όλη τη νύχτα ανοιχτό τον ασύρματο και να έχω επαφή με την Μεραρχία. Ήταν το πρώτο μου ξενύχτι πάνω στον ασύρματο. Τα νέα που έπαιρνα ήταν καλά και η φάλαγγα από τα μουλάρια πλησίαζε στην Κόνιτσα χωρίς κανένα εμπόδιο. Το πρωί ξεκινήσαμε και αφού ενωθήκαμε με την ενάτη Μεραρχία που μας περίμενε έξω από το αεροδρόμιο, μια τεράστια φάλαγγα μήκους δύο χιλιομέτρων πήρε το δρόμο για την Κόνιτσα. Ο δικός μου ασύρματος βρισκόταν περίπου στο μέσον και τα σήματα που έπαιρνα από τα φυλάκια ήταν όλα ήρεμα και ο δρόμος ανοιχτός. Ξαφνικά η φάλαγγα σταμάτησε στη θέση Μονή Ασπραγγέλων και από τον ασύρματο που ήταν μπροστά έμαθα ότι πέσαμε σε ενέδρα ενώ ακούγονταν και πυροβολισμοί πίσω από τη στροφή του δρόμου. Αμέσως ένα τζιπ με τον Παπαδόπουλο ήλθε δίπλα μας, ρίξαμε επάνω τον ασύρματο και την μπαταρία και μαζί με το Θωμά που ήταν ο δεύτερος ασυρματιστής ξεκινήσαμε να φθάσουμε μπροστά. Σε τρία λεπτά είχαμε φτάσει σε μια κλειστή στροφή που όταν βγήκαμε δεχθήκαμε τα πρώτα πυρά. Πέσαμε αμέσως στο δεξιό χαντάκι τους δρόμου και αφήσαμε το τζιπ με τον ασύρματο στη μέση ακάλυπτο γιατί είχαμε προσπεράσει και το πρώτο καμιόνι. «Τον ασύρματο!» διέταξε ο Παπαδόπουλος, «αμέσως να τους χτυπήσουμε με τα πυροβόλα!». Οι αντάρτες ήταν ταμπουρωμένοι στη πλαγιά σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων και το τζιπ το είχαν κάνει κόσκινο με τα πολυβόλα τους.
Πώς να πλησιάσουμε το τζιπ; Ο Παπαδόπουλος έγινε έξαλλος κι’ εμείς τρέμαμε. Κοντά μας ήταν ένας αγωγός που πέρναγαν τα νερά στην άλλη μεριά του δρόμου και μας διέταξε να περάσουμε και να πάρουμε τον ασύρματο και την μπαταρία από την αριστερή πλευρά του δρόμου έχοντας για προκάλυμμα το τζιπ, μια και οι αντάρτες ήταν μόνο δεξιά στη πλαγιά ενώ το αριστερό μέρος ήταν κάμπος. Το μέγεθος του αγωγού χώρεσε ίσα-ίσα το σώμα μου και σπρώχνοντας με τις μύτες των παπουτσιών πέρασε απέναντι ενώ δυο φορές νόμισα ότι θα σκάσω από ασφυξία. Ακολούθησε και ο Θωμάς και σαν αυτόματα ριχτήκαμε στο τζιπ, αρπάξαμε τον ασύρματο και τη μπαταρία και γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο στον Παπαδόπουλο. Κάπως έτσι πρέπει να γίνονται οι ήρωες που με θάρρος και αυταπάρνηση, αψηφώντας τη δύναμη του εχθρού έπεσαν ΗΡΩΙΚΩΣ ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ. Εγώ πιστεύω πως στη μάχη ο φόβος είναι τόσο μεγάλος που ενεργείς σαν αυτόματο, σταματά η λογική και καμιά φορά οι αντιδράσεις σου είναι τέτοιες που σε κάνουν ήρωα χωρίς να το καταλάβεις. Ποιος δεν φοβάται το θάνατο; Άνοιξα τον ασύρματο και έδωσα τα πρώτα παραγγέλματα στα πυροβόλα με την άριστη ακρίβεια που είχε ο Παπαδόπουλος, και οι πρώτες οβίδες άρχισαν να πέφτουν επάνω στους αντάρτες, οι οποίοι ετράπησαν εις φυγείν. Μετά από δέκα λεπτά σταμάτησαν όλα. Η τρέμουλο όμως συνέχιζε. Ακούγονταν μόνο το παραγγέλματα των αξιωματικών και τα βογγητά από τους τραυματίες. Λάβαμε εντολή να πάρουμε τον ασύρματο και την μπαταρία στην πλάτη μας γιατί τα μουλάρια ήταν στην Κόνιτσα και να ακολουθήσουμε το πεζικό που θα κατεδίωκε τους αντάρτες. Το βάρος ήταν ασήκωτο και κάθε τόσο πέφταμε σκαρφαλώνοντας στην απόκρημνη πλαγιά. Φθάσαμε στο μοναστήρι και μέσα στο εκκλησάκι βρήκαμε έναν μισοπεθαμένο τραυματία, από το λόχο των Σοφούλιδων που φρουρούσαν την περιοχή ενώ τους άλλους τους πήραν αιχμάλωτους. Αυτός μας είπε ότι τους είχαν πιάσει από χθες οι αντάρτες, άφησαν τα μουλάρια να περάσουν, ενώ είχαν τον ασυρματιστή με το πιστόλι στον κρόταφο να μας λέει ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός.
Οι αντάρτες είχαν εξαφανιστεί και δεν είχε πλέον νόημα η καταδίωξή τους. Έπρεπε να γυρίσουμε στο δρόμο να βρούμε τη φάλαγγα. Οι στρατιώτες του πεζικού είχαν μόνον τα όπλα τους και κατέβηκαν γρήγορα ενώ εμείς με το φορτίο τους ασυρμάτου και της μπαταρίας φθάσαμε στο δρόμο όταν ο ήλιος είχε δύσει. Βρήκαμε μόνο ένα αυτοκίνητο αλλά ο οδηγός τους δεν φαινόταν πουθενά. Είμαστε τρεις άνθρωποι στην ερημιά και τα είχαμε χαμένα όταν ξαφνικά είδαμε τον οδηγό να βγαίνει από κάτι πουρνάρια που ήταν κρυμμένος από φόβο μήπως περάσουν αντάρτες. Ξεκινήσαμε και με τον ασύρματο προσπαθούσα να πιάσω επαφή με τη φάλαγγα για να δω πόσο μακριά ήταν. Τα φώτα ήταν σβηστά και μέσα στο σκοτάδι το αυτοκίνητο πήγαινε με δέκα χιλιόμετρα, ενώ ήταν αδύνατο να πιάσω επαφή. Επί μια ώρα περίπου εξακολουθούσα να καλώ το Νο.26 που ήταν ο ανταποκριτής μου, χωρίς αποτέλεσμα. Σε μια στιγμή στη θέση Καλπάκι το αυτοκίνητο έφτασε τη φάλαγγα η οποία είχε σταματήσει γιατί το πρώτο αυτοκίνητο έπεσε σε νάρκη. Έτρεξα να βρω τον ανταποκριτή μου να δω μήπως είχε κλειστό τον ασύρματο και όταν πλησίαζα τον άκουσα μέσα στο σκοτάδι να με καλεί απεγνωσμένα. Όταν με είδε τα έχασε και με ρώτησε γιατί δεν απαντάω ενώ εγώ του έλεγα ότι τον καλώ πάνω από μια ώρα. Το μυστήριο λύθηκε όταν γύρισα στο αυτοκίνητο και με χίλιες προφυλάξεις με τον αναπτήρα είδα ότι είχε φύγει από τη συχνότητα από τις τούμπες που είχαμε φάει στα κατσάβραχα. Είμαστε επιτέλους μέσα στη φάλαγγα και είμαστε γεροί. Η καρδιά μου άρχισε να κτυπά κανονικά και τα βλέφαρά μου πέσανε πάνω στα μάτια μου και έπαψα να υπάρχω. Ξύπνησα από τη φασαρία στην Κόνιτσα. Το σώμα μου πονούσε ολόκληρο και ένα-ένα ανακάλυπτα τα σημεία που είχα κτυπήσει πέφτοντας. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και η Κόνιτσα είχε γεμίσει στρατό. Ο κάθε αξιωματικός έπαιρνε τους δικούς τους και έφευγε για τις θέσεις που του είχαν ορίσει. Ο Παπαδόπουλος μας είπε και φορτώσαμε τον ασύρματο στο μουλάρι και ανεβήκαμε στον Προφήτη Ηλία πάνω από την Κόνιτσα που θα ήταν και το παρατηρητήριο του πυροβολικού. Τώρα πλέον φεύγαμε οριστικά
από την μονάδα των πυροβόλων που θα έμενε πίσω και θα ακολουθούσαμε το πεζικό στην πρώτη γραμμή. Είμαστε μια ξεχωριστή ομάδα, εγώ, ο Παπαδόπουλος, ο Θωμάς, ο Κώστας ο υποκόμης και ο Νίκος που είχε το μουλάρι. Τρία χρόνια δεν χωρίσαμε ποτέ. Φθάσαμε στην κορυφή πριν ξημερώσει και οι μαύροι όγκοι από τις γύρο βουνοκορφές φάνταζαν κατάμαυροι μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας. Κουβέντες και τσιγάρο είχαν απαγορευθεί αυστηρά και όλα γίνονταν με ψιθύρους και νοήματα. Μπήκαμε στα χαρακώματα και περιμέναμε με αγωνία να ξημερώσει και η τρεμούλα δυνάμωνε χωρίς να είμαι σε θέση να ελέγξω τις κινήσεις μου. Ο ασύρματος θα άνοιγε στις πέντε και τέταρτο που θα άρχιζε και η μεγάλη επίθεση. Η ώρα έφθασε και ανοίγοντας τον ασύρματο άκουσα το κέντρο να μας λέει «Όλοι οι σταθμοί αναφέρατε θέσεις σας κατά σειράν» Όταν έφθασε η σειρά μου είπα τη θέση μας με φωνή που δεν ήξερα αν ήταν δική μου. Το δεύτερο παράγγελμα από το κέντρο ήταν «έναρξις σχεδίου πυρός τώρα!» Αμέσως ο Παπαδόπουλος μου φώναξε τις εντολές για τα πυροβόλα, τις οποίες έδινα με τον ασύρματο και ο βομβαρδισμός άρχισε. Ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Τα πυροβόλα ήταν στον κάμπο της Κόνιτσας και τα βλήματα πέρναγαν από πάνω μου μ’ ένα τρομακτικό ουρλιαχτό και έπεφταν στα υψώματα των ανταρτών κάνοντας το μέρος να μοιάζει σαν ένα ηφαίστειο που μόλις είχε εκραγεί ξερνώντας καπνούς. Εκατόν ογδόντα τέσσερα πυροβόλα ξερνούσαν καυτό σίδερο επί είκοσι λεπτά και αμέσως μετά δέκα αεροπλάνα βομβάρδισαν με ρουκέτες τους ίδιους στόχους. Νόμισα πως ήταν αδύνατος πλέον να υπάρχουν ζωντανοί αντάρτες και μετά από αυτή τη δύναμη της καταστροφής που αντίκρισα η τρεμούλα σταμάτησε και ένας παράξενος ενθουσιασμός μ’ έκανε να νοιώθω δυνατός. Τα αεροπλάνα έφυγαν και από τον ασύρματο άκουσα την επίθεση του πεζικού που ήταν πιο μπροστά. Άρχισε η επίθεση και ακούγαμε τα όπλα και τα πολυβόλα που θέριζαν. Πόσο είχα γελαστεί.
Οι αντάρτες λες και δεν είχαν πάθει τίποτα έκαναν αντεπίθεση και σε λίγο δεχθήκαμε μια εμείς τις πρώτες οβίδες από το πυροβολικό τους και στις θέσεις μας είχαμε τους πρώτους νεκρούς και τραυματίες και η τρεμούλα με ξανάπιασε ενώ ο Παπαδόπουλος μου έδινε καινούργιος στόχους χτυπώντας τώρα τα πυροβόλα τους. Η μάχη κράτησε μέχρι το βράδυ που δεν κατάλαβα πως έφθασε. Μετά τη δύση του ηλίου σταμάτησαν τα πάντα κα μια νεκρική σιγή απλώθηκε παντού. Έπαιρνα το πρώτο δελτίο της ημέρας από το μέτωπο, ένα δελτίο που για τρία χρόνια θα το έπαιρνα κάθε βράδυ. (Νεκροί 43, τραυματίαι 75. Εκρατήθησαν αι θέσεις μας). Αυτή η κατάσταση κράτησε τρία χρόνια και έτσι δεν έχω τι να γράψω γιατί ο πόλεμος είναι ένας με ένα και μοναδικό γνώρισμα, το αίμα και το θάνατο. Στο διάστημα αυτό θα αναφέρω μόνον ένα παράπονο για την απανθρωπιά ορισμένων στρατιωτικών. Ήταν ο δεύτερος χρόνος που βρισκόμουν την πρώτη γραμμή στα Αλβανικά σύνορα στη θέση Φλάμπουρο. Πάνω στη μάχη τραυματίστηκα ελαφρά στο χέρι. Ένα μικρό βλήμα από χειροβομβίδα μπήκε στο ύψος τους αγκώνα και την άλλη μέρα μολύνθηκε με αποτέλεσμα να πρηστεί το χέρι μου με πόνους και έκανα και πυρετό. Ο Παπαδόπουλος μου είπε ότι πρέπει να πάω στην Κόνιτσα στο νοσοκομείο μια και εμείς είχαμε μόνον ένα νοσοκόμο με σουλφαμίδες, ιώδιο και γάζες. Η διαδρομή ήταν μεγάλη, μια μέρα με τα πόδια και άλλο μέσον δεν υπήρχε. Ξεκίνησα λοιπόν με πόνους και πυρετό και μόνος μου έφθασα στις έντεκα τη νύχτα στο νοσοκομείο. Όταν μπήκα μέσα οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι τραυματίες που τα βογγητά τους μου έφερναν λιποθυμία. Κανένας δεν μου έδινε σημασία και περίμενα μέχρι το πρωί έξω απ΄ το χειρουργείο. Το πρωί σε μια στιγμή που βρήκα ευκαιρία μπήκα μέσα και μίλησα σ’
έναν Ταγματάρχη χειρούργο και του έδειξα το χέρι μου. «Που υπηρετεί;» με ρώτησε. «Στα σύνορα» του απάντησα «και ήλθα με τα πόδια». Τότε έγινε έξω φρενών. Με πέταξε έξω από το χειρουργείο, μου έδωσε και μια κλοτσιά και αφού μου βλαστήμησε την Παναγιά μου, μου είπε ότι θα έπρεπε να με στείλει στρατοδικείο που έφυγα από το μέτωπο για μια γρατζουνιά. Βρέθηκα στο διάδρομο σαν χαμένος και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Τόση απονιά να μη ρίξει ούτε μία ματιά στο χέρι μου που μπορούσε να πάθει γάγγραινα και να το χάσω, όπως τόσοι και τόσοι τα έχασαν; Βρήκα ένα νοσοκόμο και τον παρακάλεσα να μου κάνει αντιτετανικό ορό και αφού μου τον έκανε έφυγα. Ήταν τέτοια η απογοήτευσή μου που για μια στιγμή στο δρόμο της επιστροφής σκέφθηκα να πάω στους αντάρτες. Γύρισα στη μονάδα μου και το βλήμα έμεινε για πάντα μέσα στο χέρι μου, για να το πιάνω ακόμα και σήμερα και να θυμάμαι τι έχει να πει στρατιώτης στον πόλεμο. Ήταν Ιούνιος του 1948 και βρισκόμαστε έξω από την Καστοριά μπροστά από το ύψωμα Χελώνα που το χώριζαν στη μέση τα Αλβανικά σύνορα, αλλά τα είχαν ολόκληρο οι αντάρτες. Στην πλευρά μας από το Ελληνικό έδαφος είχαν 14 σειρές ναρκοπέδιο και ήταν αδύνατον να επιτεθούμε. Έφθασαν επί τόπου ανώτατοι αξιωματικοί και μετά από πολλές συσκέψεις έβγαλαν την απόφαση να περάσει κρυφά τη νύχτα μια διλοχία μέσα στο Αλβανικό έδαφος και η επίθεση να γίνει από μέσα. Μαζί με τη διλοχία θα πήγαινε και ο ασύρματος του πυροβολικού, δηλαδή εμείς. Ήταν απόγευμα και ο ήλιος προχωρούσε αργά και βαριεστημένα προς τη δύση του όταν μας πήραν και μας κατέβασαν σε μια χαράδρα. Σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων ήταν τα σύνορα και ένας κάμπος από αθέριστα στάρια, χρυσοκοκκίνιζε μέσα στη δύση. Μας είπαν το σχέδιο και ένας Παπάς αφού έφτιαξε μια πρόχειρη Αγία Τράπεζα και αφού διάβασε χαμηλόφωνα μια παράκληση μας μετάλαβε όλους των αχράντων μυστηρίων. Μια νεκρική σιγή έπεσε στη χαράδρα. Αυτή η ιεροτελεστία αντί να μας δώσει κουράγιο μας έφερε μια ανατριχίλα, μια απογοήτευση και ένοιωσα
αυτό που ίσως νοιώθει ο μελλοθάνατος που πριν από την εκτέλεση δέχεται την επίσκεψη του παπά στο κελί του. Ο Παπαδόπουλος ήλθε κοντά μας και μας έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, με την ψυχραιμία που τον χαρακτήριζε πάντοτε. Στις δύο η ώρα που το φεγγάρι θα είχε χαθεί, θα περνάγαμε από ένα σημείο που δεν είχε φυλάκια και θα κρυβόμαστε μέσα στα στάρια,. Ο ασύρματος θα ήταν κλειστός μέχρι τις πέντε το πρωί που θα άρχιζε η επίθεση. Είμαστε τρεις, ο Παπαδόπουλος, εγώ και ο Θωμάς. Τον Παπαδόπουλο τον είχαν ορίσει τεχνικό αρχηγό της επιχείρησης. Στις πέντε ακριβώς ένα αεροπλάνο με τον Παπάγο θα έδινε το γενικό παράγγελμα και μετά το σχέδιο πυρός που θα έκαναν ογδόντα πυροβόλα, σαράντα πέντε όλμοι και δεκαεπτά αεροπλάνα θα άρχιζε η επίθεση από πίσω τους. Περάσαμε σαν αυτόματα μέσα στο σκοτάδι και μπήκαμε στα χωράφια με το βαρύ φορτίο του ασύρματου. Ο σκοτεινός όγκος του υψώματος που είχε σχήμα χελώνας φάνταζε μπροστά μας γεμάτος μυστήριο. Στις πέντε ακριβώς άνοιξα τον ασύρματο, ένα αεροπλάνο περνούσε από πάνω μας και έδινε το σήμα: «‘Ώρα ωμέγα τώρα». Αμέσως ο Παπαδόπουλος μου έδωσε το παράγγελμα: «Σχέδιον πυρός πυρ!» Αμέσως το ύψωμα τυλίχτηκε στους καπνούς ενώ η ταχύτητα που έπεφταν οι οβίδες ήταν τέτοια που δεν ξεχώριζες κρότους εκρήξεων αλλά ένα συνεχές βόμβο. Όταν τελείωσαν και τα αεροπλάνα άρχισε η επίθεση από το Αλβανικό μέρος που δεν την περίμεναν. Στην αρχή από τον πανικό η αντίστασή τους ήταν μικρή αλλά όσο πέρναγε η ώρα δυνάμωνε. Ήταν αδύνατος να πιστέψεις πως μετά από τέτοια κόλαση υπήρχαν ζωντανοί και πολεμούσαν με τόση μανία. Στις έντεκα και δέκα το ύψωμα έπεσε και οι αντάρτες είχαν φύγει προς τα Ψωριάριακα (όνομα υψωμάτων). Έφθασα στην κορυφή. Αυτό που αντίκρισα ήταν φρικτό. Στα χαρακώματα πατούσες πάνω στα πτώματα για τνα περάσεις. Η διλοχία είχε πολλούς νεκρούς και αξιωματικούς και ο καθένας έκανε ότι ήθελε. Στην αρχή ενθουσιασμός, μετά πανικός όταν καταλάβαμε ότι όσοι μείναμε είμαστε αποκομμένοι γιατί μας χώριζε το ναρκοπέδιο απ’ τους δικούς μας και πίσω μας ήταν Αλβανοί που τους βλέπαμε να
καταφθάνουν στα χωράφια. Νερό δεν υπήρχε πουθενά και ψάχναμε στους νεκρούς μήπως βρούμε κανένα παγούρι. Ο μόνος ασύρματος που έμεινε ήταν ο δικός μου και έδινα συνέχεια σήματα του Παπαδόπουλου, ο οποίος ζητούσε ενισχύσεις γιατί φοβόταν αντεπίθεση. Στις δύο η ώρα άρχισαν να μας κτυπούν με όλμους από τα Ψωριάρικα και ο πανικός κορυφώθηκε. Είχα χωθεί στο χαράκωμα πάνω στους νεκρούς όταν ένας όλμος έσκασε πολύ κοντά μου. Αυτός που ήταν μπροστά μου σκοτώθηκε ενώ αυτός που ήταν πίσω μου και βρισκόμουν ανάμεσά στα πόδια του με κρατούσε σφιχτά από τη μέση. Τον έσπρωξα και προσπάθησα να φύγω και τότε είδα ότι είχε χτυπηθεί στο κεφάλι, ήταν νεκρός και είχε πέσει επάνω μου. Ξέφυγα σέρνοντας και πήγα πιο πέρα. Τότε ένας που ήταν πίσω που μου είπε ότι χάνω αίμα από την πλάτη και όταν έβαλα το χέρι μου και γέμισε αίματα πάγωσα. Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην πλάτη και ένας κρύος ιδρώτας με έλουσε ενώ ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. «Στο κιόσκι» μου φώναξαν» έχει νοσοκόμο πήγαινε γρήγορα». Σύρθηκα με τη ψυχή στο στόμα και έφθασα στο νοσοκόμο ο οποίος μου έσκισε το πουκάμισο, σκούπισε τα αίματα και μου είπε ότι ήταν από άλλον και δεν είχα τίποτα! Αμέσως μου πέρασαν όλα και κατάλαβα ότι τα αίματα ήταν από αυτόν που σκοτώθηκε πίσω μου. Μέχρι το βράδυ μας κτυπούσαν με όλμους χωρίς να μας κάνουν αντεπίθεση γιατί μας προστάτευαν τα αεροπλάνα που κάθε τόσο τους κτυπούσαν με ρουκέτες. Για να έλθουν ενισχύσεις έπρεπε να καθαρίσουν το ναρκοπέδιο και αυτό ήθελε μια μέρα δουλειά για να ανοίξουν πέρασμα οι ναρκοσυλλέκτες. Μόλις νύχτωσε μας έκαναν την αντεπίθεση και όσοι μείναμε οπισθοχωρήσαμε άτακτα προς την Αλβανία στα χωράφια να κρυφτούμε στα στάρια και αν μπορούσαμε να περάσουμε από εκεί που μπήκαμε. Τον ασύρματο τον άφησα και μαζί με τον Θωμά και τον Παπαδόπουλο φθάσαμε στα χωράφια όταν είχε σκοτεινιάσει. Στο χωράφι που μπήκαμε ήταν ένα ξεροπόταμο χωρίς καθόλου νερά και δεξιά και αριστερά στις όχθες του είχε βάτα πυκνά. Σε μια στροφή που το νερό είχε κάνει σπηλιά που τη σκέπαζαν τα βάτα βρήκαμε την πιο καλή κρυψώνα.
Χωθήκαμε εκεί οι τρεις μέσα σε μια λακκούβα που είχε στάσιμα νερά και με κομμένη την ανάσα περιμέναμε ίσως το τέλος μας. Όλη τη νύχτα ακούγαμε τα ουρλιαχτά από αυτούς που είχαν κρυφτεί στα στάρια και τους έβρισκαν οι Αλβανοί και οι αντάρτες και τον κάρφωναν με την ξιφολόγχη για να μη χαλάνε σφαίρες. Το πρωί αφού έκαναν την τελευταία έρευνα έφυγαν αφήνοντας τα χωράφια γεμάτα πτώματα. Είχαμε άραγε γλυτώσει;… Όλη την ημέρα δεν κουνηθήκαμε από τα λασπόνερα και όλα τα μέλη του σώματός μου πονούσαν φρικτά. Ο Παπαδόπουλος μας είπε ότι τη νύχτα θα έβγαινε να δει από πού μπορούσαμε να φύγουμε. Όταν νύχτωσε βγήκαμε από τη λάσπη και ο Παπαδόπουλος σύρθηκε με την κοιλιά περίπου δέκα μέτρα από τη στροφή και κάτι παρατηρούσε που εμείς δεν βλέπαμε. Κάθισε περίπου δύο ώρες στην ίδια θέση και μετά ήλθε και μας είπε ψιθυριστά «Μπροστά μας και δεξιά είναι ένα Αλβανικό φυλάκιο. Ο σκοπός κάνει βόλτες μπροστά μας ενώ οι άλλοι κοιμούνται μέσα. Κάθε δύο ώρες νομίζω πάει να ξυπνήσει τον αντικαταστάτη του δεξιά στο φυλάκιο και για πέντε λεπτά τα πέρασμα μένει ελεύθερο. Απόψε θα δούμε τις ώρες και αύριο τη νύχτα θα κάνουμε την απόπειρα να περάσουμε. Αφού πριν θα έχουμε πλησιάσει πολύ». Πήγα ξανά μπροστά και παρακολουθούσε τις ώρες αλλαγής. Όταν πλησίαζε να ξημερώσει χωθήκαμε στα λασπόνερα και περιμέναμε τη νύχτα χωρίς να αλλάξουμε κουβέντα. Ήταν η μεγαλύτερη ημέρα της ζωής μου. Κάποτε έπεσε η νύχτα και ο Παπαδόπουλος μας είπε ότι θα περνάγαμε στις δύο που θα γινόταν αλλαγή και δεν θα είχε φεγγάρι. Με κομμένη την ανάσα στη μία και μισή συρθήκαμε όσο μπορούσαμε πιο κοντά και βλέπαμε τον σκοπό να κάνει βόλτες. Πολλές φορές σταματούσε και μαζί του σταματούσε και η ανάσα μας νομίζοντας ότι κάτι άκουσε. Στις δύο παρά δέκα πήρε το δρόμο για το φυλάκιο και μόλις μπήκε μέσα, σαν αυτόματα σκυφτοί περάσαμε και βρεθήκαμε σε μια απότομη πλαγιά με κουμαριές. Με χίλιες προφυλάξεις για να μην κουνάνε οι κουμαριές συρθήκαμε προς τη χαράδρα.
Δεν ξέρω αν η καρδιά μου κτυπούσε όλο αυτό το διάστημα και αν ήμουν ζωντανός, το κατάλαβα μόνο όταν ο Παπαδόπουλος μας αγκάλιασε και μέσα σε λυγμούς μας είπε «σωθήκαμε!» Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια μου, άρα ήμουν ζωντανός! Είμαστε σε ελληνικό έδαφος, ο στρατός μας ήταν από πάνω μας και στο βάθος της χαράδρας περιμέναμε να ξημερώσει για να μη μας σκοτώσουν οι δικοί μας. Όταν ξημέρωσε βγήκε ο Παπαδόπουλος από τις κουμαριές για να φωνάξει στους δικούς μας, αλλά πριν προλάβει του έριξαν μια ριπή με πολυβόλο που ευτυχώς δεν μας πέτυχε. Χωθήκαμε πίσω από ένα βράχο και με όλη τη δύναμη φωνάζαμε ότι είμαστε από τη διλοχία. Μας είπαν να βγούμε στο ξέφωτο με τα χέρια ψηλά και έστειλαν μια ομάδα και μας παρέλαβε. Μ’ ένα τζιπ μας πήγαν στην Καστοριά που όταν φθάσαμε εγώ με τον Θωμά πέσαμε κάτω από μια καρυδιά και μας ξύπνησαν το βράδυ στις επτά λέγοντας ότι μας θέλει ο Παπαδόπουλος στη μεγάλη σκηνή. Πήγαμε και αντικρίσαμε ένα πραγματικό ράκος με καινούργια ρούχα γιατί αυτός δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Η λάσπη είχε στεγνώσει πάνω στα κουρέλια μας και μας έστειλε να πάμε να πάρουμε καινούργια ρούχα, όπλα και ασύρματο γιατί θα φεύγαμε το ίδιο βράδυ. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Παπαδόπουλο αγανακτισμένο κατά των ανωτέρων του. Δεν σκέφθηκε κανείς τι περάσαμε, πως γλυτώσαμε και ότι τρεις μέρες δεν είχαμε φαγητό, νερό, ύπνο. Μας έστελναν αμέσως στην πρώτη γραμμή από εκεί που φύγαμε χωρίς φαγητό γιατί το συσσίτιο έγινε όταν εμείς κοιμόμαστε. Πήγαμε στη μονάδα μας και εκεί φάγαμε από μια κονσέρβα. Εκεί μάθαμε ότι μας είχαν δώσει στο Γενικό Επιτελείο για νεκρούς μαζί με όλη τη διλοχία που δεν γλύτωσε κανείς. Το πρωί κάναμε σήμα στο Γενικό επιτελείο μας έκαναν και πρόταση για Πολεμικό Σταυρό αλλά οι δικοί μου είχαν φορέσει τα μαύρα και επί μια ολόκληρη εβδομάδα με είχαν νεκρό μια και οι αρχές του Κράτους το θάνατο τους το είπαν σε δύο μέρες και τη σωτηρία μου έκαναν πέντε μέρες για να την πουν.
Είχε πια νυχτώσει όταν ξεκινήσαμε για τη νέα μας αποστολή ακλουθώντας χωρίς μιλιά τα βήματα της μοίρας μας με τις καρδιές μας γεμάτες πίκρα και παράπονο για τη μεγάλη αδικία και την τόση απονιά. Παντού σκοτάδι και ο θάνατος καραδοκούσε στο κάθε μας βήμα, από ενέδρα, από νάρκες ή από λάθος δρόμο λόγω του σκότους να πέσουμε πάνω στους αντάρτες. Τέσσερα άτομα μέσα στο σκοτάδι και με ένα μουλάρι που τα πέταλά τους κτυπούσαν πάνω στις πέτρες ήταν καθαρή αυτοκτονία γι’ αυτό σε μια στιγμή ο Παπαδόπουλος σταμάτησε και μας είπε: «Έχω ιερά ευθύνη για την αποστολή αλλά και για τη ζωή σας. Εάν εξακολουθήσουμε το βέβαιο είναι ότι δεν θα φθάσουμε ζωντανοί, γι’ αυτό θα κρυφτούμε εδώ και μόλις ξημερώσει θα ξεκινήσουμε.» Έτσι κι έγινε και το πρωί πριν καλά ξημερώσει κι ενώ ετοιμαζόμαστε αν ξεκινήσουμε ξέσπασε μια σφοδρή επίθεση των ανταρτών που είχαν περάσει τη νύχτα πεντακόσια μέτρα μπροστά μας και αν ο Παπαδόπουλος δεν μας είχε σταματήσει τώρα θα είμαστε ή νεκροί ή αιχμάλωτοι. Η μάχη κράτησε περίπου μισή ώρα και οι αντάρτες έφυγαν γιατί ήλθαν τα αεροπλάνα τα οποία δύο φορές πολυβόλησαν και το σημείο το δικό μας χωρίς ευτυχώς να πάθει κανείς τίποτα. Με χίλιες προφυλάξεις και ενώ από την αριστερή πλαγιά που είχαν οπισθοχωρήσει οι αντάρτες μας κτυπούσαν με πολυβόλο, φθάσαμε στο Τάγμα και πάλι στην πρώτη γραμμή. Ο πόλεμος εκεί ήταν σκληρός γιατί οι αντάρτες από τα Αλβανικά σύνορα μας κτυπούσαν όλη την ημέρα με πυροβολικό και τη νύχτα που δεν είχαμε αεροπλάνα μας έκαναν συχνά επιθέσεις.
Ο ύπνος μας ήταν καθιστοί στο χαράκωμα για λίγα λεπτά και φαγητό κονσέρβες μόνο το βράδυ. Πέρασε ένας ακόμη μήνας μαρτυρίου όταν ξαφνικά πήρα ένα σήμα να μετακινηθούμε στη Λάρισα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και το ίδιο βράδυ φθάσαμε στη Λάρισα. Ήταν καταπληκτικό να περπατάω όρθιος χωρίς να σκύβω, να μπορώ να κοιμάμαι ξαπλωμένος και να έχω φαγητό πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Η Λάρισα είχε γεμίσει στρατό, μας έβγαλαν τα διακριτικά της 9ης Μεραρχίας που είχαμε και μας απαγόρευσαν να λέμε σε πια μονάδα είμαστε. Κανένας δεν ήξερε τι επρόκειτο να γίνει ούτε και εγώ που ήμουν στον ασύρματο και έπαιρνα πολλά σήματα. Πέρασε μια βδομάδα ξεκούρασης και από τον Παπαδόπουλο έμαθα ότι εντός των ημερών θα φεύγαμε για το Βίτσι δύο Μεραρχίες που είχαν συγκεντρωθεί στη Λάρισα για την μεγάλη εκκαθαριστική επίθεση και το πιθανόν τέλος τους ανταρτοπόλεμου. Αγωνία, φόβος για το μεγάλο κάστρο των ανταρτών το ξακουστό Βίτσι και ελπίδα για το τέλος του μαρτυρίου. Η μεγάλη μέρα έφθασε. Το βράδυ στις έντεκα η ώρα κτύπησε συναγερμός στον στρατώνα και αμέσως άρχισε το φόρτωμα στα Τζέιμς από μουλάρια και στρατό και σε λίγο μια φάλαγγα μήκους δύο χιλιομέτρων ξεκινούσε από τη Λάρισα με κατεύθυνση τη Μεσοποταμιά απέναντι από το Βίτσι. Πριν ξημερώσει φθάσαμε στο χωριό και άρχισε το ξεφόρτωμα των μουλαριών. Από το Βίτσι μας χώριζε ένας μεγάλος κάμπος και ένας χωματόδρομος οδηγούσε στην Αγία Κυριακή που ήταν ακριβός στους πρόποδες του βουνού και αν έφθανες εκεί το πυροβολικό δεν μπορούσε να σε κτυπήσει. Το σχέδιο ήταν να περάσουμε μέρα τον κάμπο για να δουν οι αντάρτες τη μεγάλη μας δύναμη και στη συνέχεια να προχωρήσουμε στο Γράμμο. Μας έβαλαν λοιπόν ανά δεκαπέντε άνδρες στο κάθε αυτοκίνητο γιατί το πυροβολικό θα μας κτυπούσε και έτσι θα είχαμε λιγότερες απώλειες. Τα τζιπ θα είχαν εκατό μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο, θα έτρεχαν με όση ταχύτητα μπορούσαν και αν κανένα κτυπιόνταν θα έπρεπε ο οδηγός να το ρίξει στο κάμπο για να μη κλείσει ο μοναδικός δρόμος.
Την ίδια στιγμή ξεκινούσαν και τα μουλάρια με τους ημιονηγούς καλπάζοντας σκόρπια μέσα στον κάμπο και έτσι το πυροβολικό θα κτυπούσε σκορπιστά και όχι σε ένα στόχο. Καθισμένος στο βάθος του Τζέιμς με τον ασύρματο δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη διαδρομή. Οι οβίδες έσκαγαν παντού, ο πόνος στα σωθικά μου από το τράνταγμα ήταν αφόρητος, σ’ ένα δρόμο γεμάτο λακκούβες και μου ήταν αδύνατο να δουλέψω στον ασύρματο. Ο ασύρματος είχε φύγει στην απέναντι πλευρά και ενώ άκουγα το κέντρο που με καλούσε δεν μπορούσα να ισορροπήσω και να το πλησιάσω μέσα σ’ αυτό το ξέφρενο τρέξιμο. Όταν φθάσαμε στην Αγία Κυριακή και σταμάτησε ήμουν και εγώ και οι άλλοι στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Ζούσαμε όμως και αυτό ήταν πολύ γιατί πολλοί δεν έφθασαν ποτέ. Το σχέδιο συνεχίστηκε πηγαίνοντας για το Γράμμο αλλά πλέον τα πυροβόλα από το Βίτσι δεν μας έφθαναν. Όταν οι αντάρτες είδαν ότι η επίθεση δεν έγινε στο Βίτσι αλλά όλος αυτός ο στρατός πήγαινε στο Γράμμο, άρχισαν να στέλνουν φάλαγγες μέσω Αλβανίας να ενισχύσουν το Γράμμο αποδυναμώνοντας το Βίτσι. Όταν το βράδυ φθάσαμε στο Γράμμο μας έβαλαν να σκάβουμε χαρακώματα ενώ βλέπαμε μέσα από την Αλβανία να καταφθάνουν οι αντάρτες από το Βίτσι. Όλοι πιστέψαμε ότι το πρωί θα γινόταν η επίθεση στο Γράμμο, όταν ξαφνικά πήραμε εντολή με απόλυτη ησυχία χωρίς τσιγάρα να ανέβουμε στα Τζέιμς τα οποία χωρίς φώτα και με ελάχιστη ταχύτητα μας έφεραν στην Αγία Κυριακή. Αυτό ήταν και η μεγάλη επιτυχία στο σχέδιο του Παπάγου γιατί το πρωί έγινε η επίθεση στο Βίτσι και στις έντεκα η ώρα έπεσε αφού οι δυνάμεις του είχαν μεταφερθεί στο Γράμμο. Όταν η φωτοβολίδα έπεσε ότι το Βίτσι ήταν δικό μας οι ενισχύσεις των ανταρτών που είχαν πάει το βράδυ βλέποντας ότι κτυπιέται το Βίτσι ξαναγύριζαν στο Βίτσι και έτσι βρήκαμε και το Γράμμο αδύναμε και η κατάρρευση άρχισε και σε μια βδομάδα είχε τελειώσει και φθάσαμε στην Κόνιτσα, εκεί που πριν τρία χρόνια ξεκινήσαμε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μπορούσα να περπατώ όρθιος, να κοιμάμαι το βράδυ και να βλέπω τον κόσμο να κυκλοφορεί στις δουλειές του χωρίς φόβο και το χαμόγελο που τόσα χρόνια είχα παγώσει στα χείλη μας ξαναγύριζε γεμάτο ελπίδα για τη ζωή μας. Άραγε ο πόλεμος είχε τελειώσει;
Μου φαινόταν ψέματα μετά από τόσες κακουχίες, την αγωνία, το φόβο για μια ζωή που στα δύσκολα βήματα της το ρυθμό κανόνιζαν οι εκρήξεις των οβίδων, το κροτάλισμα το πολυβόλων, στα ματωμένα μονοπάτια των αφιλόξενων βουνών. Θα γράψει πάλι η ιστορία λαμπρές σελίδες για τους μισούς Έλληνες και μαύρες σελίδες για τους άλλους μισούς, ενώ όλες οι σελίδες είναι γραμμένες με αίμα, με το ίδιο αίμα το Ελληνικό. Ο πόνος των μανάδων για τα παιδιά που χάθηκαν θα είναι το ίδιο αβάσταχτος και τις διαφορές χρωμάτων και ιδεών δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεχωρίσουν τα βουρκωμένα μάτια τους. Την ιστορία τη γράφουν πάντα οι μεγάλοι κυβερνήτες με το αίμα των παιδιών του λαού και όχι το δικό τους. Πέρασαν δύο μέρες και πήρα το σήμα να μετακινηθούμε προς Κοζάνη. Ήταν 2 Δεκεμβρίου όταν φθάσαμε στο χωρίο Οίλα έξω από την Κοζάνη στο δρόμο προς τη Φλώρινα. Ήταν ένα χωριουδάκι Ποντίων με περίπου πενήντα σπίτια σκεπασμένο από το χιόνι, που για μας φάνταζε παράδεισος. Μου είπε ο Παπαδόπουλος να βρούμε ένα σπίτι να εγκαταστήσουμε τον ασύρματο. Βρήκαμε έν στην άκρη του χωριού, το σπίτι της κυρίας Ανέστως που έμενε με την κόρη της Καίτη, 20 ετών, ενώ ο άνδρας της εργαζόταν φύλακας στο γεωργικό σταθμό και ερχόταν μόνο κάθε Σάββατο να πάρει ρούχα. Μας αγκάλιασαν σαν να είμαστε παιδιά τους και τη φιλοξενία των Ποντίων δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Είχαν δύο δωμάτια και μας έδωσαν το ένα, μας έπλυναν τα ρούχα μας, το σιδέρωσαν, δεν μας άφηναν να παίρνουμε το φαϊ του στρατού και μα ρώταγαν τι θέλουμε να μας μαγειρέψουν. Μόνο οι Πόντιοι ήξεραν τον πόνο του ξεσηκωμού, της κακουχίας, είχαν ζήσει και αυτοί το κυνήγημα του χάρου με τη ρομφαία πάνω από τα κεφάλια τους, είχαν και αυτοί γράψει με πολύ αίμα την ιστορία τους, γι’ αυτό και μπήκαν αμέσως μέσα στις ψυχές μας. Η Καίτη ήταν ένα πολύ νόστιμο κορίτσι, είχε τελειώσει την Εμπορική γεμάτη όνειρα, ζούσε στη μοναξιά και την μονότονη ρουτίνα του χωριού. Από την δεύτερη μέρα η μοναξιά, η φλόγα των είκοσι χρόνων της, η μεγάλη ανάγκη η δική για λίγη στοργή
και αγάπη μας οδήγησαν σ’ έναν έρωτα κεραυνοβόλο που κράτησε 22 μέρες αξέχαστης ευτυχίας για να πνιγεί μέσα στα δάκρυα τους χωρισμού για πάντα. Στις 24 Δεκεμβρίου έπαιρνα το σήμα για την άμεση αναχώρηση μας προς Πελοπόννησο. Ο αποχωρισμός ήταν σκληρός. Την ημέρα των Χριστουγέννων που όλοι οι Χριστιανοί γιόρταζαν εμείς η 9η Μεραρχία φορτωμένοι πάνω στα καμιόνια ταξειδεύαμε για την Πάτρα, αφού μας έδωσαν για φαγητό από μια κονσέρβα αλεσμένο ψάρι… Ήταν μια ακόμα έξυπνη απόφαση των μεγάλων μια και την ημέρα αυτή το φαγητό μας θα ήταν κρέας, γλυκό και φρούτο… Κατασκηνώσαμε στα Βραχαίϊκα έξω από την Πάτρα και μείναμε δύο ημέρες. Την Τρίτη ημέρα ενώ χιόνιζε ξεκινήσαμε με τα πόδια για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα γύρο βουνά που υπήρχαν αντάρτικες δυνάμεις. Μεγάλη απογοήτευση γιατί διαπιστώναμε ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει όπως είχαμε πιστέψει φεύγοντας από το Γράμμο. Το βράδυ φθάσαμε κατάκοποι στο χωριό Κρυόβρυση στο όρος Ερύμανθος χωρίς να συναντήσουμε αντάρτες και διανυκτερεύσαμε σε σπίτια. Το πρωί συνεχίσαμε την εξερεύνηση μέσα στα χιόνια και το βράδυ αργά φθάσαμε στα Λαγκάδια και εγκατασταθήκαμε σε σπίτια όπου θα μέναμε μέχρι νεοτέρας διαταγής. Το σπίτι το δικό μας ήταν στη κορυφή του χωριού και με το τζάκι του φάνταζε στα μάτια μας παλάτι. Επειδή τότε λόγω της καταστάσεων υπήρχε απαγορεύσεις της κυκλοφορίας έξω από το χωριά για να μην τροφοδοτούν τους αντάρτες, όρισαν τον Παπαδόπουλος Φρούραρχο. Όποιος ήθελε να περάσει τα όρια του χωριού θα έπρεπε να έχει γραπτή άδεια από εμάς. Το πρωί οι πρώτοι επισκέπτες ήταν ο παπάς, ο πρόεδρος, ο δάσκαλος και ο Γενικός Γραμματέας του χωριού οι οποίοι έδωσαν στον Παπαδόπουλο μια κατάσταση με μερικά ονόματα τα οποία ήταν αριστεροί επικίνδυνοι που τροφοδοτούσαν τους αντάρτες και δεν έπρεπε να πάρουν άδεια αλλά αντίθετα έπρεπε να συλληφθούν. Τότε για μια ακόμα φορά θαύμασα τον Παπαδόπουλο.
Αφού τους δέχθηκε πολύ ψυχρά παρέλαβε την ονομαστική κατάσταση, τους ρώτησε γιατί αφού ήταν τόσο επικίνδυνοι δεν τους είχε πιάσει η χωροφυλακή και τους ξεφορτώθηκε λέγοντας ότι έχουμε πολύ δουλειά. Μόλις έφυγαν φώναξε εμένα και τον Θωμά, μας είπε ότι θα βγάζαμε τις άδεις σε όσους ήθελαν να πάνε έξω από το χωριό και αφού μας έδωσε την ονομαστική κατάσταση των επικίνδυνων αριστερών μας είπε «οι ρουφιάνοι που ήλθαν πριν λίγο με αρχηγό τον παπά μου έδωσαν αυτή την ονομαστική κατάσταση για να ξεκαθαρίσουν προσωπικές διαφορές, ενώ σύμφωνα με τη κατάσταση του Α2 κανένας απ’ αυτούς δεν είναι γραμμένος. Λοιπόν οι πρώτοι που θα παίρνουν άδεια θα είναι αυτοί και εκείνοι που δεν θα πάρουν ποτέ θα είναι ο Πρόεδρος και ο Γεν. Γραμματέας που είναι και οι δύο αριστεροί και ο Πρόεδρος έχει και αδελφό αντάρτη». Καθίσαμε 20 μέρες χωρίς καμία ενόχληση για τι οι αντάρτες ήταν μια συμμορία του Πέρδικα που έκανε κλεφτοπόλεμο με το πεζικό. Την εικοστή πρώτη μέρα πήραμε εντολή να πάμε στη Δημητσάνα και το ίδιο απόγευμα φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε πάλι σε σπίτια. Η ώρα ήταν οκτώ το βράδυ και αφού άνοιξα τον ασύρματο για να ενημερώσω το κέντρο για την νέα θέση μας, άκουσα να με καλεί για επείγων σήμα. Όταν άρχισα αν γράφω όλες οι ελπίδες μου για το τέλος του πολέμου γκρεμίστηκαν γιατί το σήμα έλεγε «δυνάμεις ανταρτών κτυπούν το Καρπενήσι. Μετακινηθείτε τάχιστα προς Τρίπολη. Φάλαγγα αυτοκινήτων αναχώρησε για την παραλαβή σας, αλλά εσείς ξεκινήστε αμέσως με τα πόδια και θα συναντηθείτε καθ’ οδόν. Μετά από μισή ώρα βρισκόμαστε να βαδίζουμε στο δρόμο προς Τρίπολη με χιόνι και τρομερό κρύο. Περασμένα μεσάνυχτα συναντήσαμε έξω από την Βυτίνα τα αυτοκίνητα τα οποία μας πήγαν στο σταθμό Τριπόλεως που ένα φορτηγό τρένο μας περίμενε με ανοιχτές τις πόρτες. Ξεκίνησε αμέσως για Κόρινθο και από εκεί με μικρά αποβατικά σκάφη περάσαμε στο Μεσολόγγι. Από εκεί με αυτοκίνητα μας πήγαν στο χωριό Θέρμο πάνω από το Αγρίνιο. Το χιόνι από εκεί και πέρα έφθανε το ένα μέτρο και τα μουλάρια ήταν αδύνατο να βαδίσουν.
Αμέσως άρχισε η επίθεση ανδρών και ζώων του χωριού για να ανοίξουν πέρασμα μέσα στο χιόνι να φθάσουμε πριν ξημερώσει στο ύψωμα Χαλίκι, περίπου ένα χιλιόμετρο έξω από το Θέρμο. Οι πλαγιές ήταν απότομες και οι χαράδρες φάνταζαν τρομερές μέσα στα χιόνια. Μέτρο μέτρο με πολύ δυσκολία άνοιγαν το πέρασμα πολίτες και στρατιώτες όταν μερικοί από τους χωριάτες άρχισαν να φεύγουν κρυφά μέσα στο σκοτάδι. Τότε ο Παπαδόπουλος έδωσε εντολή όποιος αποπειραθεί να φύγει να πυροβολείται. Το πέρασμα άνοιγε σιγά-σιγά με μεγάλη δυσκολία και εμείς με το μουλάρι του ασυρμάτου ακολουθούσαμε βήμα-βήμα στο μαλακό χιόνι που δεν ήξερες από κάτω τι έκρυβε. Στη στροφή μιας χαράδρας που το χιόνι είχε πατηθεί από τους στρατιώτες μόνο, μια και το πρώτο μουλάρι που θα πέρναγε ήταν το δικό μας, τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι την κοιλιά και στην προσπάθειά του να βγει τινάχτηκε με αποτέλεσμα να πέσει στην χαράδρα, παρασύροντας για μερικά μέτρα και τον ημιονηγό ο οποίος το κρατούσε από το χαλινό. Το είδαμε να κατρακυλά στο βάθος της χαράδρας ώσπου χάθηκε. Πήραμε εντολή να κατέβουμε να μαζέψουμε τον ασύρματο και αμέσως εγώ, ο Θωμάς και ο Μπουχώτης ο ημιονηγός καθιστοί αρχίσαμε να τσουλάμε στο βάθος της χαράδρας πάνω στο παχύ χιόνι. Σε πολλά σημεία πέφταμε σε σκαλοπάτια ενός και δύο μέτρων ύψους, αλλά το πάχος του χιονιού μας προστάτευε. Στα μέσα περίπου της διαδρομής βρίσκαμε κομμάτια απ’ τον ασύρματο και τις μπαταρίες που είχαν κομματιαστεί από τις τούμπες τους μουλαριού. Όταν φθάσαμε στο τέρμα της χαράδρας με έκπληξη είδαμε το μουλάρι όρθιο και ακίνητο να τρέμει ολόκληρο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή όταν είδα τον Μπουώτη να του αγκαλιάζει το κεφάλι, να το φυλά ενώ ξέσπασε σε λυγμούς. Ήταν το δέσιμο που δημιουργεί ο πόλεμος, η αγωνία, ο φόβος και τα βάσανα με όποιο ζωντανό πλάσμα βρίσκεται δίπλα σου, άνθρωπος ή ζώο.
Ο Μπουχώτης πήρε το μουλάρι προσπαθώντας να βρει πέρασμα να το ανεβάσει επάνω, ενώ εγώ με τον Θωμά θα γυρίζαμε απ’ τη χαράδρα γιατί είχαμε αφήσει τα όπλα μας εκεί που έπεσε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να δώσω μια εικόνα της ανάβασης, σκάβοντας τρύπες με την ξιφολόγχη στα παγωμένα σκαλοπάτια και πολλές φορές ξεσπάσαμε σε κλάματα, όταν τα πενήντα μέτρα που είχαμε με τόσο αγώνα ανέβει, ένα γλίστρημα μας ξανάφερνε στο ίδιο σημείο. Όταν άρχισε να ξημερώνει φθάσαμε παιδεμένοι στο μονοπάτι και τα χάσαμε όταν είδαμε ότι δεν μας περίμενε κανένας. Πήραμε τα όπλα μας και σέρνοντας τα παγωμένα πόδια μας ακολουθήσαμε το πέρασμα. Μετά μισή ώρα περίπου φθάσαμε στο Χαλίκι. Ήταν ένα γυμνό ύψωμα και οι στρατιώτες έφτιαχναν χαρακώματα και σκοπιές, ενώ ο ήλιος που μετά από μέρες είχε κάνει την εμφάνισή του ζέσταινε και στέγνωνε τα κοκαλωμένα ρούχα μας. Ασύρματος πλέον δεν υπήρχε και περιμέναμε μια μονάδα πεζικού για να μπορέσουμε να δώσουμε την νέα θέση μας στο κέντρο. Στο απέναντι βουνό υπήρχε δικός μας στρατός και όταν είδαν τις κινήσεις μας χωρίς να δώσουμε κανένα σήμα μας πέρασαν για αντάρτες και έδωσαν σήμα στη Λάρισα που έστειλε αμέσως δύο αεροπλάνα για αναγνώριση. Όταν τα αεροπλάνα έφθασαν και πέρασαν πολύ χαμηλά από πάνω μας κανένας δεν έδωσε σημασία νομίζοντας ότι γνωρίζουν τις θέσεις μας. Στην άκρη του υψώματος εκτός από τα μουλάρια του στρατού ήταν και μερικά μουλάρια των χωρικών που είχαμε επιτάξει και είχαν στα σαμάρια τους χρωματιστές κουβέρτες. Η πρώτη κίνηση που έπρεπε να κάνουν οι δικοί μας όταν έφθασαν ήταν να απλώσουν πάνω στο χιόνι τα πλαίσια αναγνωρίσεως που είναι μακρόστενες λουρίδες πανί σε διάφορα χρώματα οι οποίες απλώνονται παράλληλα, δύο λευκές και μια πράσινη ή δύο κόκκινες και μία κίτρινη, ανάλογα με τον κώδικα της ημέρας και έτσι οι πιλότοι ξέρουν τις θέσεις μας. Οι πιλότοι λοιπόν βλέποντας τα περίεργα χρώματα στα μουλάρια και ότι δεν υπήρχαν σήματα, μετά από λίγα λεπτά επέστρεψαν σε αρκετό ύψος από πάνω μας και αφού έκαναν ένα κύκλο βούτηξαν το ένα μετά το άλλο αφήνοντας από δύο ρουκέτες το κάθε ένα.
Πανικός!… Αμέσως όμως ο υπεύθυνος ανθυπολοχαγός που ήταν αρμόδιος για τα σήματα (που δεν είχε βάλει) έριξε δύο φωτοβολίδες, που ήσαν κι’ αυτές ένα μέσω αναγνώρισης όπως τα πλαίσια και έτσι σταμάτησε την δεύτερη επίθεση των αεροπλάνων που ήταν έτοιμοι να μας πυροβολήσουν όπως μάθαμε αργότερα. Νεκροί οκτώ, τρις πολίτες και πέντε στρατιώτες, και τραυματίες δεκαεπτά! Το μεσημέρι μας έφεραν καινούργιο ασύρματο και μαζί με τη μονάδα πεζικού ξεκινήσαμε με χίλιες δυσκολίες για το Καρπενήσι σκαρφαλώνοντας το όρος Παναιτωλικό. Ολόκληρη τη νύχτα περπατούσαμε κάτω από καταρρακτώδη βροχή που είχε περάσει μέχρι τα εσώρουχά μας. Το πρωί πεθαμένοι πλέον φθάσαμε στο Τρίκορφο έξω από το Καρπενήσι για να πάρω το σήμα ότι οι αντάρτες είχαν φύγει και έτσι δεν υπήρχε λόγος να πάμε στο Καρπενήσι. Την επομένη πήγαμε στα Κύλα, ένα χωριό έξω από τη Κοζάνη, οι κάτοικοί του ήταν όλοι Πόντιοι. Το μοναδικό κτήριο του χωριού που ήταν κατάλληλο να μείνουμε ήταν ο γεωργικός σταθμός. Η υποδοχή που έκαναν οι πόντιοι στο στρατό είναι αυτή που ξέρουν να κάνουν μόνο όσοι γνώρισαν το πόνο και το ξεσπιτωμό. Το μέρος ήταν κατάλληλο για την κεραία του ασυρμάτου και έτσι βρήκαμε στο χωριό ένα σπίτι που είχε στην αυλή κατάλληλο για τη περίπτωση. Όταν όμως ζητήσαμε από τους κατόχους να μας παραχωρήσουν την αποθήκη δεν δεχθήκαν με κανένα τρόπο και μας έδωσαν ένα δωμάτιο μέσα από το σπίτι τους. Ήταν ένα ανδρόγυνο που είχαν μια κόρη 19 ετών, ο πατέρας ερχόταν μόνο κάθε μεσημέρι γιατί ήταν φύλακας στο γεωργικό σταθμό και κοιμόταν εκεί και από την πρώτη μέρα μας έκαναν να νοιώσουμε ότι ήμαστε μέλη της οικογένειας. Την άλλη μέρα είχα μια δυσάρεστη είδηση που με λύπησε πολύ. Ο Παπαδόπουλος, ο Λοχαγός μας, θα έφευγε αφού πήρε το βαθμό του Ταγματάρχη για τη σχολή της Πολέμους στην Αμερική. Λυπήθηκα που θα έχανα τον άνθρωπο που επί 4 χρόνια κοιμόμαστε καθιστοί στα χαρακώματα και στα πολυβολεία ακουμπώντας πλάτη με πλάτη για να ζεσταθούμε.
Ο αποχαιρετισμός έγινε σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς. Αφού μας συγκέντρωσε μας ευχαρίστησε και μας μίλησε για την συνεργασία και την προσφορά μας και μετά έναν έναν μας αποχαιρέτισε με μια θερμή χειραψία. Όταν έφτασε η σειρά μου η χειραψία ήταν λίγο παρατεταμένη, περισσότερο από τους άλλους και παρόλη τη προσπάθεια που καταβάλαμε και οι δύο ένα δάκρυ μας πρόδωσε. Θα θυμάμαι πάντα τον άξιο Λοχαγό και άνθρωπο Γεώργιο Παπαδόπουλο, που το τέλος του ήταν όπως ήταν όλων όσοι τόλμησαν να αγαπήσουν πραγματικά την Ελλάδα. Θα με πείτε χουντικό. Λάθος. Ίσως τα τρία χρόνια στην αντίσταση και τα 4 χρόνια στο στρατό λειτούργησαν σαν εμβόλια που μου χάρισε την ανοσία και δεν μολύνθηκα ποτέ από κανένα κομματικό ιό. Αυτή η απότομη αλλαγή της ζωής μου μ’ έκανε να νομίζω πως ζούσα ένα όνειρο και φοβόμουν μη ξυπνήσω. Είχε περάσει μια βδομάδα. Η ανάγκη που ένοιωθα για λίγη αγάπη με ανάγκασε να τη ζητήσω από την Καίτη η οποία πρόθυμα μου την έδωσε αφού από τις πρώτες μέρες τα μάτια μας είχαν κλείσει την συμφωνία. Γεννήθηκε ένας έρωτας που την δυνάμωσε η νοσταλγία του ενός και η μοναξιά του άλλου. Ήταν όμως γραφτό αυτό να κρατήσει μόνο για 25 μέρες. Η 25η μέρα ήταν παραμονή των Χριστουγέννων. Την ημέρα αυτή οι Πόντιοι έχουν ένα έθιμο, και όπως εμείς την παραμονή του Πάσχα σφάζουμε τα αρνιά αυτοί σφάζουν όλα τα σπίτια από ένα χοιρινό που το μεγαλώνουν όλο το χρόνο με ιδιαίτερη φροντίδα. Μία επιτροπή γυρίζει στο χωριό και ζυγίζει τα χοιρινά. Αυτός που θα έχει τα περισσότερα κιλά θα πάρει και το βραβείο της χρονιάς. Όλη την ημέρα την περνάνε με την προετοιμασία και τον τεμαχισμό του χοιρινού για να το κάνουν κατάλληλο για διάφορα μπαχαρικά και να το τοποθετήσουν σε πιθάρια για το παστώσουν και να το έχουν για όλη τη χρονιά. Το βράδυ σε μεγάλες παρέες συγκεντρώνονται στα σπίτια και με πικάντικους χοιρινούς μεζέδες και ρακί και ποντιακά τραγούδια γιορτάζουν την παραμονή των Χριστουγέννων, αυτό που λέμε εμείς ρεβεγιόν.
Αυτή την ημέρα δυστυχώς το Γενικό Επιτελείο Στρατού διάλεξε για να μας στείλει το πρωί τη διαταγή στις 8 το βράδυ η μοίρα να είναι συγκεντρωμένη στο δρόμο που θα περνούσε η στρατιωτική φάλαγγα της μεραρχίας για να παραλάβει με προορισμό το Σιδηρόκαστρο στα Βουλγαρικά σύνορα. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στο χωριό. Αμαύρωσε την γιορτή των ποντίων. Αυτό που νοιώσαμε εγώ και η Καίτη όσο και έψαξα δεν μπόρεσα να βρω λόγια για να το περιγράψω. Το βράδυ όλο το χωριό κατέβηκε στο δημόσιο δρόμο που είχαμε συγκεντρωθεί, μας αποχαιρέτησαν με ένα θερμό φιλί και μία χειραψία, μας μοίρασαν σύκα, σταφίδες και καρύδια για το ταξίδι και μας αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια. Όσο η φάλαγγα προχωρούσε είχα τα μάτια μου καρφωμένα στα φώτα του χωριού που όσο πήγαινε και μίκραιναν μέχρι που μια στιγμή έσβησαν γιατί τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από τα δάκρυα. Στη στροφή του χωριού έκλεινε και μια παρένθεση της στρατιωτικής μου ζωής που θα τη θυμάμαι πάντοτε με νοσταλγία σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Η φάλαγγα προχωρούσε με ταχύτητα χελώνας και καθισμένη αντικριστά στα καθίσματα από τα καμιόνια δεν μίλαγε κανείς παρά μόνο τσιγάρα αναβόσβηναν με νευρικότητα. Φτάσαμε στις 4 το πρωί στη Λάρισα και πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου μας περίμενε μια απέραντη αμαξοστοιχία με φορτηγά βαγόνια. Τα βαγόνια αυτό δεν είχαν καθίσματα. Ήταν βαγόνια εμπορευμάτων, είχαν 2 πόρτες μια δεξιά και μια αριστερά, μεγάλες συρταρωτές και ένα παραθυράκι ψηλά στο πλάι του βαγονιού.
Όταν οι πόρτες έκλειναν αυτό έμοιαζε με τάφο. Μας έβαλαν από 25 στρατιώτες στο κάθε βαγόνι για να μπορούμε να καθόμαστε στο πάτωμα. Φόρτωσε η αμαξοστοιχία αλλά ήταν ακίνητη. Οι ώρες περνούσαν, το χιόνι έπεφτε. Όταν πέρασε ένα υπάλληλος έξω από το τραίνο τον ρώτησα γιατί δεν φεύγουμε και μου είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να περάσουν όλες οι τακτικές αμαξοστοιχίες για να ελευθερωθεί η γραμμή να πάμε στην Κατερίνη που θα γινόταν η ίδια διαδικασία, θα μέναμε πάλι σε βοηθητική γραμμή να περάσουν και τα υπόλοιπα τραίνα. Ένα συνεργείο άρχισε να μας μοιράζει το συσσίτιο της ημέρας που ήταν μια κονσέρβα και μία γαλέτα. Είχαν περάσει 3 ολόκληρα χρόνια που τα Χριστούγεννα και το Πάσχα τα περάσαμε στα χαρακώματα. Τώρα ο πόλεμος πλέον είχε τελειώσει. Εάν θα ξεκινάγαμε από τα Κύλα μια μέρα αργότερο τι ρόλο θα έπαιζε στο κράτος; Αυτό ήταν το ερώτημά μας και το παράπονό μας. Ίσως η δημόσιοι λειτουργοί οι οποίοι φροντίζουν πάντοτε για την οικονομία του κράτους να πρόσεξαν ότι στις κονσέρβες θα πλησίαζε η ημερομηνία λήξεως και θα πήγαιναν χαμένες. Ξαφνικά ακούστηκε το σφύριγμα του τραίνου. Οι πόρτες έκλεισαν. Ανατρίχιασα. Μου ήρθαν στα μάτια μου σκηνές από ντοκιμαντέρ που είχα δει στα τραίνα που πήγαιναν τους εβραίους στα κρεματόρια. Τη νύχτα φτάσαμε στο στρατόπεδο του Σιδηροκάστρου. Τον ασύρματο και το τηλεφωνικό κέντρο μας έδωσαν ένα δωμάτιο στα γραφεία του στρατοπέδου. Εκεί θα μέναμε οι δύο ασυρματιστές και οι δύο τηλεφωνητές. Η ζωή του στρατοπέδου ήταν ρουτίνα. Το πρωί εγερτήριο με σάλπιγγα και το βράδυ σιωπητήριο. Το απόγευμα όσοι δεν είχαν υπηρεσία θα μπορούσαν να βγαίνουν στη πόλη. Όσο περνούσαν οι μέρες ο φόβος και η αγωνία είχαν φύγει. Αλλά μου έμενε μία νευρικότητα. Κάτι μου έλειπε, η ηρεμία. Την είχα χάσει από τη πρώτη βραδιά στο Προφήτη Ηλία της Κόνιτσας και από τότε δεν μπόρεσα να την ξανά βρω. Είχε περάσει ένας μήνας όταν άρχισα να νοιώθω ότι η ηρεμία με πλησίαζε αλλά δεν είχε το θάρρος να με ακουμπήσει.
Έχει περάσει ενάμιση μήνας, είμαι ξαπλωμένος στο στρώμα μου όταν η σάλπιγγα σημαίνει το βραδινό σιωπητήριο. Τα φώτα στους θαλάμους σβήνουν. Το μοναδικό φως στο δωμάτιο είναι από τη λυχνία λειτουργίας του ασυρμάτου. Το στρατόπεδο ήταν ήσυχο όταν ένοιωσα την ηρεμία να με πλησιάζει και ξαφνικά να με αγκαλιάζει. Κατέβασα τα βλέφαρα και μέσα στο σκοτάδι άρχισε η προβολή της ταινίας στη μεγάλη οθόνη της φαντασίας μου, τη ταινίας που επί τόσα χρόνια γύριζε η κάμερα της καρδιάς μου ακούραστα. Τη μουσική της ταινίας είχαν αναλάβει τα τριζόνια της νύχτας. Η προβολή κράτησε μέχρι το πρωί όταν ξαφνικά ο ήχος της σάλπιγγας τη διέκοψε. Σήκωσα τα βλέφαρα και στο κατώφλι της πόρτας είδα τη ρουτίνα να μπαίνει στο δωμάτιο. Η ηρεμία έφυγε βιαστικά σαν την κρυφή ερωμένη που είχε περάσει μαζί μου την νύχτα. Ήμουν σίγουρος όμως ότι το βράδυ θα ξαναρχόταν για τη συνέχεια και άρχισα να μετράω τις ώρες. Τότε θυμήθηκα ότι στην ιστορία που γράφω έχω παραμερίσει γεγονότα αξιόλογα. Αυτά είναι όλα ίδια μεταξύ τους έχουν πάντα το ίδιο σενάριο, με πρωταγωνιστή το θάνατο και κομπάρσους εμάς τους στρατιώτες, αλλά θα ξεχωρίσω ένα που δείχνει όλη τη τραγική ειρωνεία του αδελφοκτόνου πολέμου. Είχαν περάσει 2 μήνες από το ξεκίνημα απ’τον Προφήτη Ηλία της Κόνιτσας. Εμείς οι δύο ασυρματιστές και ο Λοχαγός Παπαδόπουλος αποτελούσαμε το παρατηρητήριο του ορειβατικού πυροβολικού και έτσι αλλάζαμε μονάδες και πηγαίναμε στις μονάδες που θα έκαναν την επίθεση για να τους υποστηρίξουμε με τα πυροβόλα. Έτσι και σήμερα βρισκόμαστε στο 524 Τάγμα που μόλις είχε καταλάβει το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσοπάνη από αιφνιδιασμό. Οι αντάρτες έφυγαν ξαφνικά και άφησαν απείρακτες όλες τις αμυντικές εγκαταστάσεις που είχαν και ήταν τέλειες. Προορισμός μας ήταν το απέναντι ύψωμα που ονομαζόταν Κλέφτης και μας χώριζε μια βαθειά χαράδρα, ένα μικρό φαράγγι και τα δύο υψώματα ήταν καλυμμένα με πανύψηλα έλατα.
Ο Παπαδόπουλος διάλεξε ένα πολυβολείο μπροστά για να έχει καλή ορατότητα που χώραγε ίσα ίσα τους τρεις και τον ασύρματο. Ήταν γραμμένα σ’ αυτή τη τρύπα να ζήσουμε ένα ολόκληρο μήνα. Βγαίνοντας μόνο τη νύχτα για να ξεμουδιάσουν οι κλειδώσεις μας που πόναγαν φρικτά από την ακινησία. Την ημέρα ήταν αδύνατον να κυκλοφορήσει κανείς στο ύψωμα γιατί από απέναντι η απόσταση ήταν πολύ μικρή και οι τουρτούρες είναι πολυβόλα ρωσικού τύπου, θέριζαν ότι κουνιόταν στο ύψωμα, έτσι μόνο την νύχτα βγαίναμε για τις ανάγκες μας. Την επόμενη μέρα άρχισε ο κλεφτοπόλεμος και με επιθέσεις από τις δυο πλευρές χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Είχε περάσει μια βδομάδα και το αποτέλεσμα παρέμενε το ίδιο, οπότε κάποιος εγκέφαλος από το πεντάγωνο απ’ αυτούς που κατεβάζουν ιδέες μόνο γιατί τα πολλά παράσημα και τ’ αστέρια τους βαραίνουν να περπατήσουν στα βουνά. Είχε την φαϊνή ιδέα ότι θα έπρεπε στο Κλέφτη να επιχειρηθεί και ο ψυχολογικός πόλεμος. Όταν το άκουσε ο Παπαδόπουλος γέλασε ειρωνικά. Το άλλο βράδυ εμφανίστηκε ένα ανθυπολοχαγός με στρατιώτες και κουβαλούσαν ένα πικάπ, μικρόφωνο, ένα μεγάφωνο και 4-5 δίσκους. Αφού ετοιμάστηκαν πήρε ο Ανθυπολοχαγός το μικρόφωνο και άρχιζε να διαβάζει μια ομιλία που του είχαν γράψει. Στην αρχή η ομιλία είχε απειλές, ότι ο στρατός είναι παντοδύναμος, ότι θα σας συντρίψουμε, ότι θα διαλυθείτε, ότι δεν έχετε μέλλον, κ.τ.λ. Και κατέληγε πολύ μαλακά στο τέλος ότι η Ελλάδα είναι η μάνα που ξέρει να συγχωρεί τα παιδιά της, έχει ανοιχτή την αγκαλιά της και είναι έτοιμη να σας δεχθεί και να σας συγχωρέσει. Όταν τελείωσε η ομιλία, έβαλε ένα δίσκο με δημοτικά τραγούδια. Ο ενθουσιασμός απέναντι ήταν φανερός γιατί άρχισαν τα σφυρίγματα. Και μια φωνή ακούστηκε να φωνάζει « τσάμικο!». Τότε ο Παπαδόπουλος που δεν έχανε ποτέ έξοχο χιούμορ του, γελώντας μας είπε «αφού άρχισαν οι παραγγελιές το μαγαζί θα πιάσει». Τελείωσαν οι δίσκοι και το ίδιο πράγμα επαλείφθηκε και το επόμενο βράδυ. Όταν όμως το άλλο βράδυ τελείωσαν οι δίσκοι, ξαφνικά ακούστηκε από απέναντι ομιλία με χωνί.
Ο ομιλητής είχε ωραία απαγγελία και τα λόγια ήταν διαλεγμένα για την περίπτωσή μας. Λόγια που σαν πύρινα βέλη άναβαν φωτιά στις καρδιές και τότε τα δάκρυα έτρεχαν να κάνουν τη δουλειά του πυροσβέστη. Η ομιλία κράτησε 20 λεπτά. Αυτός που την είχε γράψει πρέπει να ήταν μεγάλος ψυχολόγος και η ομιλία του τελείωνε με τις λέξεις « είμαστε αδέλφια». Τις λέξεις αυτές τις άρπαξε ο αντίλαλος, την τράβηξε στο βάθος της χαράδρας και αφού τις άκουσε ακόμα δύο φορές τις κράτησε εκεί στο βάθος. Ντράπηκε να τις αφήσει αν βγουν στον αέρα, του φάνηκαν τόσο ψεύτικες. Η παράσταση είχε τελειώσει, το βαθύ σκοτάδι της νύχτας κατέβηκε σαν αυλαία και σκέπασε το σκηνικό. Το χωνί και το μεγάφωνο αποσύρθηκαν και τη θέση τους πήραν αμέσως τα όπλα. Το δάκτυλο του χεριού που πριν λίγο είχε σκουπίσει ένα δάκρυ υγρό ακόμα πήρε τη θέση στην σκανδάλη του όπλου έτοιμο να τη τραβήξει και πάλι. Το πρωί όλα αυτά είναι ένα ληγμένο όνειρο. Η μέρα άρχιζε όπως πάντα με το βόμβο του αναγνωριστικού μικρού αεροπλάνου που κάθε πρωί πέρναγε την ίδια ώρα να μας υποδείξει με καπνογόνα του στόχους που έπρεπε να χτυπήσουμε με το πυροβολικό. Οι αντάρτες τον φώναζαν «γαλατά» . Και ο κλεφτοπόλεμος άρχιζε, όπως κάθε μέρα. Αυτοί που το προηγούμενο βράδυ μας αποκάλεσαν αδέλφια τώρα μας φώναζαν κωλόπαιδα της Φρειδερίκης. Εμείς που τους είχαμε αποκαλέσει παραπλανημένα παιδιά, τους φωνάζαμε Βούλγαρους. Κατάρα. Νομίζω ότι η κατάρα λειτουργεί στην Ελλάδα με το ψευδώνυμο «πολιτική» . Είχε περάσει ένας μήνας όταν ξαφνικά ένα πρωί, μια ώρα πριν ξημερώσει δεχθήκαμε μια σφοδρή επίθεση από το πυροβολικό των ανταρτών. Λόγω της ώρας οι στρατιώτες του πεζικού ήταν έξω από τα χαρακώματα. Οι οβίδες έσκαγαν πάνω στα έλατα και σκόρπιζαν το θάνατο. Αυτό κράτησε μόνο 5 λεπτά, και αμέσως από το παρατηρητήριο είδαμε να εκδηλώνεται η επίθεση από το βάθος της χαράδρας. Οι αντάρτες ανέβαιναν. Το τάγμα είχε τρομερές απώλειες και η άμυνα του ήταν πολύ εξασθενημένη.
Ο Παπαδόπουλος άρχισε αμέσως με το πυροβολικό να κτυπάει τη χαράδρα αλλά οι βολές ήταν δύσκολες γιατί δεν προσφερόταν το έδαφος. Οπότε αναγκάστηκε να φέρει τη βολή εκεί που την φέρνουν πάντοτε σε έσχατη ανάγκη οι παρατηρητές, έφερε τη βολή στα 50 μέτρα μπροστά από τα χαρακώματα τα δικά μας, και με ομοβροντία τεσσάρων πυροβόλων προσπάθησε να κάνει ένα φραγμό για να μη περάσουν οι αντάρτες. Τότε ξαφνικά και χωρίς παράγγελμα δικό μας τα πυροβόλα σταμάτησαν. Το πεζικό επίσης . Και ακούμε από τον ασύρματο το παράγγελμα «παύση πυρός, επιχείρηση αεροπορίας» και με τρελό σφύριγμα σαν ρουκέτες πέρασαν μπροστά μας έξι αεροπλάνα στη σειρά το ένα πίσω από το άλλο, γαζώνοντας με τα πολυβόλα τους τη χαράδρα. Αυτό εξακολουθούσε σε κύκλους να περνάν και να πυροβολούν. Οι αντάρτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή με πολλές απώλειες. Τότε ο Παπαδόπουλος βγήκε από το πολυβολείο για να μιλήσει με τον Ταγματάρχη. Όταν βγήκε τα έχασε. Στο ύψωμα είχαμε μείνει μόνο εμείς οι τρεις που δεν είχαμε πάρει είδηση ότι το πεζικό είχε υποχωρήσει. Ο Ταγματάρχης ήταν νεκρός. Τότε μας έδωσε διαταγή αμέσως να μαζέψουμε και να φύγουμε. Όταν ετοιμαστήκαμε είδαμε από την πίσω πλαγιά να ανεβαίνει στρατός. Όταν ο Ταγματάρχης είδε ότι στο ύψωμα είχαμε μείνει μόνο εμείς οι τρεις συνεχάρη το Παπαδόπουλο και εμάς και μας είπε ότι θα κάνει πρόταση για μετάλλιο ανδρείας. Τότε μάθαμε ότι ο Ταγματάρχης πριν σκοτωθεί είχε ζητήσει ενίσχυση πεζικού και αεροπορίας. Οι άνδρες του καινούργιου τάγματος είχαν πάρει θέσεις και με τα πολυβόλα χτυπούσαν τους οπισθοχωρούντες αντάρτες. Τότε ο Παπαδόπουλος έριξε την ιδέα στον Ταγματάρχη αν ήταν σκόπιμο να εξακολουθήσει την επίθεση στην κατάσταση που βρίσκονταν οι αντάρτες ήταν εύκολη η κατάληψη του Κλέφτη. Και αυτό έγινε. Ξεκίνησε η επίθεση του καινούργιο τάγματος ενώ εμείς μείναμε στο Τσοπάνη χτυπώντας τις αμυντικές θέσεις της κορυφής του Κλέφτη.
Ο αγώνας ήταν σκληρός και μόνο το απόγευμα στις 4 η ώρα είδαμε την πράσινη φωτοβολίδα να πέφτει από το ύψωμα, ένδειξη ότι είχε καταληφθεί. Τότε ξεκινήσαμε και εμείς για να πάμε. Η αναρρίχηση στο Κλέφτη με το βάρος του ασυρμάτου και της μπαταρίας ήταν ένας Γολγοθάς. Όταν φτάσαμε ο Ταγματάρχης υπαγόρευε το σήμα που θα ενημέρωνε το Πεντάγωνο για την επιτυχία. Μετά από σκληρό αγώνα και με ελάχιστες απώλειες, από τις 4ηςαπογευματινής είμεθα κάτοχοι του υψώματος Κλέφτης. Απώλειαι υμετέρων, νεκροί 15, τραυματίες 22. Απώλειαι του εχθρού ανυπολόγιστοι. Ανατρίχιασα! Έλεγε ότι το ύψωμα το πήρε τσάμπα., σε τιμή ευκαιρίας, μόνο με 15 ζωές 20χρονων παιδιών. Ντροπή! Μεγάλη η νίκη σου ταγματάρχα μου. Η ιστορία θα γράψει «οι Έλληνες πήραν από τους Έλληνες ένα Ελληνικό βουνό». Δεν μοιάζει με λογοπαίγνιο; Αλλά ο εξευτελισμός αυτών που θα μείνουν αιώνιοι φρουροί στα αφιλόξενα αυτά βουνά δεν θα σταματήσει εδώ. Θα τους παραλάβουν οι ιστορικοί και οι δημοσιογράφοι. Θα τους κάνουν βιβλίο, θα τους κάνουν μυθιστόρημα, θα τους δώσουν και ονόματα. Θα τους ονομάσουν πατριώτες και προδότες. Από σεβασμό προς τη μνήμη τους θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι όλοι αυτοί είναι αδέλφια από την ίδια μάνα και έχουν το ίδιο όνομα. Το όνομά τους είναι «θύματα». Θύματα που τα δημιούργησαν οι πολιτικοί και οι κομματάρχες για να τα κάνουν σκαλοπάτια και πατώντας πάνω τους να προσπαθήσουν να αναρριχηθούν στην εξουσία. Οι πολιτικοί σήμερα πέταξαν τις μάσκες, και κρυμμένοι πίσω από την ασπίδα της δημοκρατίας εκμεταλλεύονται τον λαό όπως οι μαστροποί εκμεταλλεύονται τις πόρνες. Το ναό της Βουλής των Ελλήνων τον έχουν μετατρέψει σ’ ένα λαϊκό καφενείο που τους προφέρει σάντουιτς, αναψυκτικά και καφέδες δωρεάν. Στο στρατόπεδο έχουν περάσει 3 μήνες. Η ηρεμία με τη ρουτίνα έχουν γίνει φίλες και έτσι περνάμε τις μέρες και τις νύχτες όλοι μαζί.
Ήταν 22 Μαρτίου 1950 όταν 12.30 το μεσημέρι ακούγαμε μουσική από το σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και το πρόγραμμα διακόπηκε ξαφνικά για έκτακτη ανακοίνωση. Η ανακοίνωση ήταν ότι κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Επιτελείου Στρατού, οι κληρωτοί της κλάσεως 1946 απολύονται. Τρελαθήκαμε! Ξεχυθήκαμε έξω ζητωκραυγάζοντας. Άλλοι έκλαιγαν. Άλλοι αγκαλιζόντουσαν. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Πετάγαμε τα καπέλα μας στον αέρα. Όταν ξαφνικά το μεγάφωνο του στρατοπέδου ανακοίνωσε συγκέντρωση. Το καπέλο μου με οκτώ άλλα είχε σκαλώσει στα κεραμίδια από το φυλάκιο και πήγαμε στη συγκέντρωση χωρίς καπέλα. Περιμέναμε βέβαια τον Διοικητή και νομίζαμε ότι θα μας ευχαριστήσει για τη θητεία μας και θα μας ευχηθεί Καλοί πολίτες. Αντί αυτού ήρθε εξαγριωμένος, και αφού μας έβρισε με τα χειρότερα λόγια για τον ενθουσιασμό που δείξαμε για την απόλυσή μας πρόσεξε ότι εμείς οι εννιά δεν είχαμε καπέλα. Διέταξε να βγούμε αμέσως μπροστά. Όταν βγήκαμε και του εξηγήσαμε τον λόγο διέταξε να δουλέψουμε στην αποθήκη για να μοιράσουμε τα δέματα με τα πολιτικά ρούχα για να τα μοιράσουμε στους απολυόμενους και το πρωί όταν οι άλλοι θα έφευγαν εμείς θα πηγαίναμε να καθαρίσουμε τους στάβλους από τα μουλάρια και μετά θα φεύγαμε. Την άλλη μέρα το πρωί στις 9 τα στρατιωτικά αυτοκίνητα έφυγαν για την Θεσσαλονίκη ενώ εμείς πήγαμε στους στάβλους. Εγώ πήγα σε αυτό που ήταν το αγαπημένο μου μουλάρι, η Μαρίκα, που 4 χρόνια κουβαλούσε τον ασύρματο στα βουνά. Μπήκα μέσα με τη τσουγκράνα και άρχισα να καθαρίζω. Το βλέμμα μου έπεσε στο βλέμμα της Μαρίκας που φάνηκε τόσο λυπημένο που βούρκωσα. Τελείωσα το καθάρισμα. Όλη αυτή η δοκιμασία μου είχε σπάσει τα νεύρα. Πλησίασα, αγκάλιασα το κεφάλι της Μαρίκας και ξέσπασα σε ένα νευρικό κλάμα. Ήταν για να ξεθυμάνω. Οι εννιά βγήκαμε από το στρατόπεδο χωρίς να μας αποχαιρετήσει κανείς. Βγήκαμε όπως βγαίνουν οι κατάδικοι που έχουν εκτελέσει την ποινή τους.
Πήγαμε στο καφενείο των Ποντίων. Όταν άκουσαν την ιστορία μας πήγαμε να ρωτήσαμε αν υπήρχε κάποιο μέσον για να πάμε Θεσσαλονίκη. Τότε αμέσως προσφέρθηκαν και ζήτησαν από έναν ο οποίος είχε ένα αγροτικό φορτηγό να του πληρώσουν τα καύσιμα και να μας πάει Θεσσαλονίκη. Έκαναν έναν έρανο, μάζεψαν τα χρήματα, μας κέρασαν καφέδες, μας αποχαιρέτησαν και ξεκινήσαμε για Θεσσαλονίκη. Άλλη μια φορά φάνηκαν ποιοι είναι. Στη Θεσσαλονίκη πήγα στη λαχαναγορά και ρωτώντας έφτασα στον Αγ. Γιάννη τον Ρέντη, στην αγορά των Αθηνών ξαπλωμένος σε καφάσια από φρούτα. Ήμουν πλέον πολίτης. Άρχισα να εργάζομαι κανονικά στα λιπάσματα όταν μια μέρα ήρθε στο σπίτι ένας αστυφύλακας και μου είπε ότι έπρεπε να παρουσιαστώ στο Διοικητή του 6ουΑστυνομικού Τμήματος. Ανησύχησα γιατί τότε ήταν η περίοδος των κοινωνικών φρονημάτων, και με αγωνία πήγα και παρουσιάστηκα. Όταν μπήκα στο γραφείο του Διοικητή, με κοίταξε, σηκώθηκε και μου λέει «ώστε εσύ είσαι;» και ανοίγοντας το συρτάρι έβγαλε τρία μαύρα πλακέ κουτιά, με πλησίασε, μου έπιασε το χέρι και μου λέει « θερμά συγχαρητήρια, η πατρίδα σου δίνει τρεις πολεμικούς σταυρούς γι’ αυτά που προσέφερες. Εσύ τα έκανες παιδί μου αυτά; Συγχαρητήρια. Οι γονείς σου πρέπει να είναι περήφανοι.» Τα’ χασα. Ευχαρίστησα. Έφυγα. Και άρχισα να προβληματίζομαι. Πότε πήρα τα μετάλλια;, πως τα πήρα; Τότε θυμήθηκα τον Ταγματάρχη στον Τσοπάνη που μας είπε ότι θα μας κάνει πρόταση για μετάλλιο ανδρείας. Αυτό ήταν το πρώτο. Τα άλλα δύο;
Ο πρώτος μου ξάδελφος ήταν Ταξίαρχος και ήταν στο Πεντάγωνο. Τον πήρα τηλέφωνο και τον ρώτησα αν ήταν εύκολο να εξακριβώσουμε από πού και γιατί πήρα αυτά τα μετάλλια. Έμαθα λοιπόν ότι το δεύτερο ήταν πρόταση του Παπαδόπουλου τότε που είχαμε κλειστεί στη Αλβανία που γλυτώσαμε και με είχαν δώσει νεκρό στο σπίτι μου. Και το τρίτο ήταν όταν στην Βούρμπιανη στο εκκλησάκι του Αγ. Χαραλάμπους το οποίο γκρεμίστηκε από τους …….. των ανταρτών βγήκα ζωντανός. Όταν ηρέμησα έριξα μια ματιά στο πρόγραμμα της ζωής που έλεγε: σχολική μόρφωση, επαγγελματική εκπαίδευση, στρατιωτικό, γάμος, δημιουργία οικογένειας. Τα τρία τα είχα κάνει, έπρεπε να εκπληρώσω το τέταρτο. Άρχισα να προβληματίζομαι. Από τα τρία που είχα εκπληρώσει τι συμπέρασμα είχα βγάλει; Τίποτα. Μπέρδεμα και μόνο μπέρδεμα. Θυμάμαι ότι η οικογένεια, η εκκλησία και το σχολείο προσπαθούσαν να μου διδάξουν τις αρετές της ζωής και θυμάμαι στο κατηχητικό τον Παπαμίμη ο οποίος μας εξηγούσε τις 10 εντολές και έδηξε ιδιαίτερη σημασία και μας έκανε ανάλυση στο «ου φονεύσεις». Τότε θυμάμαι ότι μας είχε πει, ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, ότι δεν έχει κανένας το δικαίωμα να αφαιρέσει ζωή ανθρώπου παρά μόνο ο ίδιος ο Θεός. Τότε άκουσα από τον πατέρα μου, διαβάζοντας εφημερίδα, ότι το δικαστήριο είχε καταδικάσει εις θάνατον ένα κακοποιό ο οποίος εκτελέστηκε την άλλη μέρα το πρωί. Ήταν ο πρώτος προβληματισμός μου. Που είδε ο δικαστής τον Θεό και του έδωσε την άδεια να σκοτώσει; Πέρασε αυτό, πήγα 20 ετών, πήγα στρατιώτης όπου μου είπαν ότι θα κάτσεις 2 χρόνια, ότι έχουμε όλα τα μέσα και όλους τους τρόπους για να μάθεις να σκοτώνεις τέλεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη πρώτη βδομάδα στο στρατόπεδο Τριπόλεως όταν ο Επιλοχίας μου έδωσε τη ξιφολόγχη και μου είπε να την καρφώσω σε ομοίωμα ανθρώπου που ήταν ένας αχυρένιος σάκος ντυμένος στρατιωτικά, να το καρφώσω στην κοιλιά και στο στήθος. Ανατρίχιασα. Το έκανα. Τη δεύτερη φορά λιγότερο. Μετά δεν ένοιωθα τίποτα. Είχα αρχίσει να μαθαίνω να σκοτώνω. Τι άλλο έμαθα στο στρατό; Τίποτα.
Όλα αυτά με προβληματίζουν και άρχισα να τα ψάχνω και πουθενά δεν έβρισκα εξήγηση ώσπου κατά τύχη έπεσα στην εντολή «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό με γλύτωσε και από την έρευνα και από το Δαφνί. Προχώρησα και το τέταρτο μέρος τους προγράμματος. Παντρεύτηκα, απόκτησα ένα γιό. Ο γάμος μου διήρκησε 30 χρόνια. Και αφού γνώρισα όλα τα νοσοκομεία των Αθηνών έχασα πρώτα τη γυναίκα μου από την μάστιγα της εποχής και μετά από κάποια χρόνια έχασα και τον γιό μου. Βρέθηκα έρημος σ’ ένα σκοτεινό σταυροδρόμι της ζωής. Εκεί η μοίρα κουράστηκε να με χτυπάει και με παράτησε. Προσπαθούσα να βρω ποιος δρόμος θα με οδηγούσε το συντομότερο στο τέρμα όταν η τύχη που έκανε χρέη κοινωνικού λειτουργού με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε σ’ ένα σπίτι. Όταν μπήκα μέσα το φως ήταν τόσο δυνατό που έκλεισα τα μάτια. Τότε ένοιωσα έξη ζεστά γυναικεία χέρια να με αγκαλιάζουν και να με κρατάνε σφικτά. Στη σφικτή αυτή αγκαλιά με κρατούν με στοργή η αγαπημένη μου γυναίκα και τα δύο διαμάντια οι κόρες της και τα σημερινά παιδιά μου. Έχουν περάσει 40 χρόνια και ακόμα με κρατούν με την ίδια πάντα ζέστη. Τους λέω «είμαι 88 ετών και ο Άγιος Πέτρος θα μ’ έχει κηρύξει λιποτάκτη!» Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Τις λατρεύω και τις ευχαριστώ. Προβληματίζομαι όμως, ποια από τις τρεις αγαπώ περισσότερο. Νομίζω τη Μαρίνα, αλλά δεν το μαρτυράω… Τώρα η ζωή περνάει με μια ωραία παρέα από νεαρά ζευγάρια συνταξιούχων που γνωρίσαμε στα μπάνια. Από ηλικίας 75 μέχρι 88 ετών. Τα καλοκαίρια κολυμπάμε σ’ ένα ωραίο μέρος στο κόλπο της Βουλιαγμένης που συνδυάζει βουνό, πεύκο και θάλασσα και έχει ένα μεγάλο βράχο. Το χειμώνα συναντιόμαστε στα σπίτια ή σε καμία ταβέρνα. Είμαστε πολύ δεμένοι, περνάμε ωραία. Λέμε ανέκδοτα και οι συζητήσεις μας είναι συνήθως ιατρικού περιεχομένου. Γνωρίζουμε και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον ο ένας το ζάχαρο και τη χοληστερίνη του άλλου και κάθε χρόνο πάμε στα ΚΤΕΟ που έχουν σύμβαση με τα ΕΟΠΠΥ για έλεγχο αίματος και ούρων. Κάνουμε δηλαδή που ελληνικά λέμε τσεκ-απ.
Τα ονόματα μας τα φωνάζουμε με το χαϊδευτικό τους, και έχει τόση γλύκα όταν τα προφέρεις μ’ αυτό το ελαφρό γλυκό σφυριγματάκη που δίνουν οι καινούργιες μασέλες. Τα βράδια, επειδή λένε ότι το γέλιο κάνει καλό στην υγεία, παρακολουθούμε με την γυναίκα μου τα δελτία ειδήσεων απ’ όλα τα κανάλια. Είναι τόσο πλούσια σε ανέκδοτα που σου φτιάχνουν το κέφι. Ιδίως όταν έχεις εικόνα από το βήμα της Βουλής, όταν ο ίδιος ο κλόουν απαγγέλει το ανέκδοτο που έχει γράψει με τραγικό τόνο στη φωνή του. Και οι δραματικές κινήσεις των χεριών σου θυμίζουν ιέρειες αρχαίας τραγωδίας. Τα δελτία ειδήσεων έχουν μείνει το μόνο μέσω ψυχαγωγίας του λαού αφού τα θέατρα σκιών και οι θεατρικές επιθεωρήσεις δεν μπορούν να τα συναγωνιστούν. Δεν είμαι συγγραφέας για να μπορέσω να πλουτίσω λογοτεχνικά την ιστορία μου . Έβγαλα όμως μια ασπρόμαυρη φωτογραφία για να πλουτίσω την ιστορία της ζωής μου απ’ αυτές που έβγαζαν παλιά οι φωτογράφοι στα πάρκα όταν έχωναν το κεφάλι τους κάτω από την μαύρη κουκούλα. Ο φακός έγραφε καθαρά μόνο αυτά που έβλεπε, χωρίς χρώματα και καλλιτεχνικές επεμβάσεις. Τη φωτογραφία αυτή, μαζί με το στρατιωτικό βιβλιάριο που μέσα μου γράφουν ότι έλαβα μέρος σε 373 μάχες και πήρα τρεις πολεμικούς σταυρούς, μαζί με το πτυχίο που δείχνει ότι έμαθα να σκοτώνω και ονομάζεται απολυτήριο στρατού, αφού πρώτα ρώτησα φοροτεχνικό και βεβαιώθηκα ότι αυτό δεν έχει χαράτσι, τα αφήνω σαν μοναδική κληρονομιά στις πολυαγαπημένες μου κορούλες Ελένη και Μαρίνα με πολύ αγάπη.
Ξέχασαν όμως στο βιβλιάριο να μου γράψουν την αποχαιρετιστήρια κλοτσιά που έφαγα στο στρατόπεδο του Σιδηροκάστρου από τον καραβανά Συνταγματάρχη γιατί δεν φόραγα καπέλο. Δεν πρόσεξα αν φορούσε παπούτσι ή τσαρούχι. Πάντως ήταν τόσο δυνατή που τραυμάτισε σοβαρά την φιλοπατρία μου που από τότε παραμένει καχεκτική και ανάπηρη. Ο μόνος αποχαιρετισμός που θα θυμάμαι με συγκίνηση από το στρατό είναι από το αγαπημένο μου μουλάρι, την Μαρίκα. Όταν τη φίλησα στο μάγουλο, ήταν υγρό. Ήταν μόνο από τα δάκρυα τα δικά μου; Τα ζώα δεν μιλάνε. Αυτό που θέλουν να σου πουν σου το λένε με τα μάτια, και τα μάτια τους δεν λένε ποτέ ψέματα. Εδώ τελειώνει και η ιστορία του ασυρματιστή Κ3. Η ιστορία, όχι η ζωή, γιατί από τότε που γεννήθηκα κάθε χρόνο στις 16 Ιουνίου, όλοι μου εύχονται να τα εκατοστίσω, οπότε έχω ακόμα περιθώριο 12 χρόνια. Δεν θέλω να τους χαλάσω το χατίρι. Αν σας κούρασα, σας ευχαριστώ που με διαβάσατε. Εννοώ, που διαβάσατε την ιστορία μου, γιατί εμένα θα με διαβάσει ο παπάς μετά από δώδεκα χρόνια, αν και θα προτιμούσα αντί για τη θεατρινίστικη μουρμούρα του ένα ωραίο δίσκο κλασικής μουσικής. Σαν αφιέρωμα στην παρέα του μπάνιου έχω γράψει τον Ύμνο του Βράχου της Βουλιαγμένης, που τον θεωρούμε δικό μας: Στη παρέα μας στο μπάνιο Είμαστε όλοι διαλεγμένοι Μεγαλοσυνταξιούχοι Όλοι καλοβολεμένοι Έχουμε μια ιστορία Μα η ζωντάνια πάντα ζει Είναι όμως και ένας νέος Που τον λέμε Λοκατζή Μα υπάρχει και ένας άλλος Που τον εφωνάζουν Τάκη Τον λατρεύουν οι γυναίκες Γιατί είναι γερό καμάκι
Οι γυναίκες με μπικίνι κάτω από τον αφαλό τους Προσπαθούν να καμουφλάρουν Το πανάκριβο όργανό τους Και ο άντρας την βερμούδα τη φοράει, τι να κάνει Για να κρύψει αυτό που μοιάζει Με σουπιά χωρίς μελάνι Είμαστε αγαπημένοι Έχουμε καλή καρδιά Κολυμπάμε και γελάμε Κάθε μέρα σαν παιδιά Μα μελαγχολώ στη σκέψη Όταν θα σας πάρει ο χρόνος Και στον έρημο το βράχο θα’ χω απομείνει μόνος Γι’ αυτό ραντεβού σας δίνω Έτσι για να μη χαθούμε Στην αυλή του Αγ. Πέτρου Πάλι να συναντηθούμε
Ορισμένες φωτογραφίες που πλαισιώνουν την παραπάνω ιστορία είναι “δανεισμένες” από το διαδίκτυο.