Διεθνησ πολιτικη οικονομια

Page 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

ΑΘΗΝΑ 2012


2

Οι σημειώσεις αυτές έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τους να καλύψουν τις ανάγκες της μελέτης του μαθήματος της Εισαγωγής στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία των φοιτητών του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κύριος όγκος των σημειώσεων βασίζεται στο εγχειρίδιο των Balaam, D and M. Veseth (2001) Introduction to International Political Economy. Upper Saddle River, New Jersey. Για την ενότητα των βασικών θεωριών της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας αξιοποιήθηκε και το εγχειρίδιο του R. Gilpin (1987) Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών σχέσεων, Gutenberg, 2000. Στην παρουσίαση της θεωρίας του Παγκόσμιου Οικονομικού Συστήματος και στο θέμα της διεθνούς χρηματοδότησης και υπερχρέωσης, αξιοποιήθηκε το βιβλίο Βορράς - Νότος και Διεθνής Οικονομική Τάξη, επιμέλεια Τ. Γιαννίτση (1986), από τις εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα. Η ιδέα των δομών δύναμης βασίζεται στην εργασία της S. Strange (1988) States and Markets: An Introduction to International Political Economy, Basil Blackwell.

Γ. Αργείτης


3

Διεθνής Πολιτική Οικονομία

Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1. Τι είναι η Διεθνής Πολιτική Οικονομία: Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις

Κεφάλαιο 2. Μερκαντιλισμός και Οικονομικός Εθνικισμός

Κεφάλαιο 3. Η Φιλελεύθερη Προσέγγιση της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Κεφάλαιο 4. Marx, Λένιν και οι Διαρθρωτικές Προσεγγίσεις της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας.

Κεφάλαιο 5. Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Κεφάλαιο 6. Η Πολιτική Οικονομία της Διεθνούς Χρηματοδότησης: Ο Ρόλος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας


4

Κεφάλαιο 1 Τι είναι η Διεθνής Πολιτική Οικονομία Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις

1. Μεθοδολογία και Βασικές Έννοιες της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Τι είναι η Διεθνής Πολιτική Οικονομία

Με απλό τρόπο μπορούμε να ορίσουμε τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία (εφεξής ΔΠΟΙ) σαν τη μελέτη εκείνων των διεθνών προβλημάτων και θεμάτων τα οποία δεν μπορούν να κατανοηθούν ικανοποιητικά με αναφορές μόνο στην οικονομία, την κοινωνιολογία και την πολιτική. Η ΔΠΟΙ είναι η μελέτη των διεθνών υποθέσεων με άξονα τη σύνθετη αλληλεπίδραση των στοιχείων που συνθέτουν την ίδια την πραγματικότητα που ζούμε. Η αλληλεπίδραση γεγονότων και συμβάντων καθιστά ανεπαρκή την ανάλυση των διεθνών φαινομένων και υποθέσεων μέσα από το πρίσμα ενός μόνο επιστημονικού αντικειμένου, π.χ. Οικονομική, Κοινωνιολογία, Πολιτική Επιστήμη, ή την ανάλυση μέσα από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης, π.χ. άτομο, κράτος, ή το διεθνές σύστημα. Η ΔΠΟΙ αίρει τους παραπάνω περιορισμούς που ξεχωρίζουν και απομονώνουν την παραδοσιακή μέθοδο ανάλυσης, αναζητώντας ταυτόχρονα μια ουσιαστική και συνθετική κατανόηση θεμάτων και γεγονότων.

Η μέθοδος της ΔΠΟΙ έχει ως κεντρικό της άξονα την παραδοχή ότι ο κόσμος μας είναι ένας πολύ σύνθετος τόπος, που χαρακτηρίζεται σε όλα τα επίπεδά του από


5

στοιχεία αλληλεξάρτησης (interdependence). Είμαστε εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλο με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι γεμάτη από στοιχεία έντασης και τριβής, από πεδία όπου έρχονται σε επαφή διαφορετικά και πολλές φορές συγκρουόμενα συμφέροντα, απόψεις, και συστήματα αξιών.

Σκοπός των κοινωνικών επιστημών είναι να βελτιώσουν την κατανόηση μας για τον κόσμο που ζούμε, αναλύοντας τις αιτίες και τις συνέπειες των εντάσεων και τριβών και να υποδείξουν τρόπους επίλυσης τους. Η ΔΠΟΙ προσπαθεί να συμβάλει στο στόχο αυτό επικεντρώνοντας σε συγκεκριμένες εντάσεις που παραδοσιακά έχουν απασχολήσει τις κοινωνικές επιστήμες. Η ΔΠΟΙ είναι κατά μία έννοια το μέλλον των κοινωνικών επιστημών, αφού στο σημερινό σύνθετο και πολύπλοκο κόσμο, τα κοινωνικά προβλήματα έχουν ξεκάθαρα διεθνή διάσταση και μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσω μιας μεθόδου που θα ολοκληρώνει διαφορετικές προσεγγίσεις και εργαλεία ανάλυσης.

Η ΔΠΟΙ δεν αντικαθιστά τις επιμέρους επιστημονικές εξειδικεύσεις. Αντίθετα τις ολοκληρώνει σε ένα

ανοικτό

πεδίο

έρευνας

της

πολύπλοκης

σημερινής

πραγματικότητας.

Τι είναι λοιπόν η ΔΠΟΙ;

Ένας τρόπος να κατανοήσουμε τη ΔΠΟΙ είναι να αναλύσουμε τα συνθετικά του ονόματος της. Διεθνής, σημαίνει ότι ασχολείται με θέματα πέρα των εθνικών συνόρων και με σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων χωρών.. Σήμερα όλο και περισσότερο μιλάμε για παγκόσμια (global) πολιτική οικονομία, γιατί όλο και


6

περισσότερο τα προβλήματα της ΔΠΟΙ επηρεάζουν το σύνολο του κόσμου και όχι μόνο επιμέρους χώρες, ενώ παράλληλα έχουν μια παγκόσμια διάσταση και συνεπώς απαιτούν μια παγκόσμια προσέγγιση και κατανόηση. Η ανάλυση μας θα επικεντρωθεί λοιπόν σε αυτή την παγκόσμια διάσταση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.

Πολιτική αφού περιλαμβάνει στην ανάλυση της τη χρήση της κρατικής δύναμης, όσον αφορά αποφάσεις σχετικά με το ποιος παίρνει τι, πότε και πως σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η πολιτική είναι μια διαδικασία συλλογικής επιλογής, η οποία προσδιορίζεται

από

ανταγωνιστικά

διαφορετικών

κοινωνικών

ομάδων,

και

συχνά ατόμων,

συγκρουόμενα

συμφέροντα

εθελοντικών

οργανισμών,

επιχειρηματιών, και πολιτικών κομμάτων. Η πολιτική διαδικασία είναι σύνθετη, περιλαμβάνει, χώρες, κράτη, διμερείς και πολυμερείς σχέσεις ανάμεσα σε χώρες και κράτη, διεθνείς οργανισμούς, περιφερειακές συμμαχίες και παγκόσμιες συμφωνίες.

Τέλος, Οικονομία που σημαίνει ότι ασχολείται με ζητήματα κατανομής των πόρων και διανομής του εισοδήματος μεταξύ ατόμων, κοινωνικών ομάδων και χωρών μέσω του συστήματος της αγοράς, στο βαθμό που αναλύουμε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η οικονομική ανάλυση επικεντρώνεται περισσότερο σε θέματα παραγωγής και διανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Η πολιτική ανάλυση σε θέματα κρατικής δύναμης και εθνικού συμφέροντος. Η πολιτική-οικονομική ανάλυση συνδυάζει τις δύο αναλυτικές προσεγγίσεις με σκοπό τη βαθύτερη ερμηνεία του χαρακτήρα και της λειτουργίας της κοινωνίας. Η προσθήκη του Διεθνούς δίνει περισσότερο ενδιαφέρον στην όλη αναλυτική προσέγγιση της ΔΠΟΙ, αφού τα ζητήματα αυτά εξετάζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, η κουλτούρα και οι


7

θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες, τα συναισθήματα και τα πιστεύω των ατόμων και των κοινωνιών και η μεταβολή τους μέσα σε μια ιστορική διαδικασία εξέλιξης προσδιορίζουν τη δυναμική του πλαισίου μέσα στο οποίο η ΔΠΟΙ επιχειρεί την ανάλυση της.

Θεμελιακά στοιχεία της ΔΠΟΙ

Ο ορισμός της ΔΠΟΙ δίνει ίση σημασία στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική διάσταση των διεθνών φαινομένων, ενώ κάνει σαφές ότι η ΔΠΟΙ δεν είναι η μελέτη μόνο των θεσμών και των οργανισμών, αλλά και των αξιών που εκείνα αντανακλούν. Κράτη και αγορές συνδέονται μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα παραγωγής, ανταλλαγής και διανομής που διαμορφώνουν τις αντίστοιχες δομές ανάλυσης της ΔΠΟΙ.

Ο παραπάνω ορισμός φαίνεται να επικεντρώνεται στενά σε οικονομικές σχέσεις (παραγωγή, ανταλλαγή, διανομή), αλλά στην πραγματικότητα οι κατηγορίες αυτές έχουν ευρύτερη σημασία. Αποτελούν δομές δύναμης και επηρεάζουν αξίες, παραδόσεις, την κουλτούρα, την κατάσταση και τη θέση μιας χώρας,. Οι δομές αυτές αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο πλαίσιο ανάλυσης διεθνών προβλημάτων. Η ΔΠΟΙ κοιτάζει συνεπώς τους τρόπους που τα άτομα, ομάδες, κράτη και αγορές συνδέονται μεταξύ τους στα πλαίσια των οποίων αυτές οι συνδέσεις πραγματοποιούνται. Οι συνδέσεις αυτές αντανακλούν την κουλτούρα, την ιστορία, κοινωνικές αξίες και πεποιθήσεις. Συνεπώς, αυτές αλλάζουν και θα συνεχίσουν να αλλάζουν.


8

Οι μεταβολές στην κουλτούρα προκαλούν αλλαγές στις αξίες και κοσμοαντιλήψεις, με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η αμερικανική κυβέρνηση έστελνε στη δεκαετία του 1980 στη Μόσχα συγκροτήματα jazz για να δημιουργήσει δυτικά πρότυπα αξιών και να αλλάξει την αντίληψη των Ρώσων για τις ΗΠΑ, παρουσιάζοντας το πρότυπο της ελεύθερης, πολυφυλετικής κοινωνίας.

Ένα μεγάλο μέρος των αναλύσεων της ΔΠΟΙ επικεντρώνεται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δύο πολύ σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς, το κράτος και την αγορά, και στη φύση της αλληλεπίδρασης τους μέσα στο διεθνές σύστημα, το οποίο και επιβάλλει τους κανόνες του παιχνιδιού.

Το κράτος είναι ένα πεδίο συλλογικής δράσης και απόφασης. Με τον όρο κράτος συνήθως εννοούμε τους πολιτικούς θεσμούς του σύγχρονου εθνικού κράτους, μια γεωγραφική περιοχή με σχετικά συμπαγή και αυτόνομη διοίκηση πάνω στην περιοχή. Η αγορά αντίθετα είναι ένα πεδίο ατομικών δραστηριοτήτων και αποφάσεων. Με τον όρο αγορά εννοούμε τους οικονομικούς θεσμούς του σύγχρονου καπιταλισμού. Η αγορά είναι λοιπόν μια σφαίρα ανθρώπινης δραστηριότητας που κυριαρχείται από ατομικά συμφέροντα σύμφωνα με τους όρους που επιβάλλει ο ανταγωνισμός. Αν και η αγορά συνήθως ταυτίζεται με μια γεωγραφική τοποθεσία, περισσότερο αναφέρεται ως φορέας ισχύος. Η αγορά ρυθμίζει τις κινήσεις εκείνων που συμμετέχουν στο οικονομικό παιχνίδι και προσδιορίζει τη συμπεριφορά τους.

Η παράλληλη ύπαρξη του κράτους (πολιτική) και της αγοράς (οικονομία) δημιουργεί εντάσεις και τριβές οι οποίες και προσδιορίζουν την Πολιτική Οικονομία. Το κράτος και η αγορά δεν είναι πάντα σε σύγκρουση. Συνήθως όμως οι ενέργειες και


9

δραστηριότητες τους συμπίπτουν σε τέτοιο βαθμό που οι εντάσεις που δημιουργούνται γίνονται εμφανείς. Οι εντάσεις αυτές συνήθως οφείλονται στη διαφορετικότητα των συμφερόντων και των αξιών που κάθε φορά βρίσκονται σε σύγκρουση. Η σχέση αγοράς και κράτους είναι δυναμική, που σημαίνει ότι διαχρονικά μεταβάλλεται, και είναι ιστορικά προσδιορισμένη. Τα κράτη επηρεάζουν τις αγορές, οι αγορές τα κράτη και σταθερά αλλάζουν οι κανόνες των συμφερόντων και των αξιών που οι πολιτικοί-οικονομολόγοι μελετούν.

‘Πλούτος και δύναμη’. Πεδίο Έντασης Μεταξύ Κράτους και Αγοράς

Ποια είναι η φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ κρατών και αγορών; Γιατί η παράλληλη ύπαρξή τους δημιουργεί εντάσεις; Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους; Τα κράτη και οι αγορές λειτουργούν βάσει διαφορετικών αξιών, με διαφορετικό τρόπο και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς.

Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία (η οποία ταυτίζεται με αυτό που είναι γνωστό ως νεοκλασική παράδοση και τις σύγχρονες εκδοχές της, το μονεταρισμό και τα νέα κλασικά μακροοικονομικά), υποστηρίζει ότι οι αγορές κατανέμουν σπάνιους πόρους. Με ένα αποκεντρωμένο και ατομοκεντρικό τρόπο αποφασίζεται πως οι σπάνιοι πόροι κατανέμονται μεταξύ εναλλακτικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και πως διανέμεται το αποτέλεσμα της παραγωγής μεταξύ ατόμων, ή καλύτερα των συντελεστών παραγωγής, στο εσωτερικό των χωρών, αλλά και, σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ των χωρών. Υπάρχουν ωστόσο τρόποι πέραν της αγοράς που μπορεί να γίνει η κατανομή και διανομή με διαφορετικό τρόπο. Στις κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, για παράδειγμα, ήταν το κράτος που


10

έπαιρνε τις αποφάσεις για την παραγωγή και τη διανομή του πλούτου, ή στις μεικτές οικονομίες, όπου η αγορά παίρνει το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων της παραγωγής και διανομής, αλλά όχι όλες. Συνεπώς, είναι ο συγκεκριμένος τρόπος οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας εκείνος που καθορίζει τις αποφάσεις για την παραγωγή και τη διανομή του πλούτου.

Οι πολιτικοί επιστήμονες συχνά ισχυρίζονται ότι το κράτος κατανέμει και διανέμει ισχύ. Ισχύς είναι η ικανότητα να επηρεάζεις ή ακόμη και να προσδιορίζεις κάποια απόφαση. Οι βουλευτικές εκλογές σχετίζονται με αυτήν την κατανομή της ισχύος και τη διανομή των ωφελειών ή του κόστους από την κατανομή αυτή. Οι βουλευτικές εκλογές είναι ένας τρόπος που το κράτος αποφασίζει ποιος έχει την ισχύ και πως να τη χρησιμοποιεί.

Αφού η άσκηση της ισχύος επιδρά στον τρόπο κατανομής και διανομής των πόρων, η πολιτική (ισχύ) και τα οικονομικά (πλούτος) αμοιβαία διαπλέκονται. Τα κράτη και οι αγορές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους γιατί η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο τι συμβαίνει στον παραγόμενο πλούτο (στην αγορά) και στο τι συμβαίνει στην ισχύ (στο κράτος) μεταβάλλεται διαχρονικά και σταθερά. Εκείνοι που ελέγχουν τους πόρους κατέχουν ισχύ, συνεπώς η αγορά αναπόφευκτα επηρεάζει τις δραστηριότητες του κράτους. Αντίστοιχα εκείνοι που διαθέτουν ισχύ μπορούν να επηρεάσουν την κατανομή των πόρων. Συνεπώς ένας αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στο κράτος και την αγορά είναι κατά αυτήν την έννοια αυθαίρετος και ψεύτικος και εξυπηρετεί συγκεκριμένες ιδεολογικές προτιμήσεις και συμφέροντα.


11

Εάν τα κράτη και οι αγορές έχουν τους ίδιους στόχους ή καθοδηγούνται από τα ίδια συμφέροντα και αξίες, τότε είναι πολύ πιθανό ότι μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρξει αντιπαράθεση και σύγκρουση. Αυτό όμως είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Συνήθως τα άτομα που δραστηριοποιούνται στις αγορές λειτουργούν βάσει των δικών τους συμφερόντων και αξιών που συνήθως έρχονται σε αντίθεση με τους περισσότερο κοινωνικούς στόχους και τις αξίες των εθνικών κρατών.

Η αξία, βάσει της οποίας λειτουργούν οι αγορές, είναι η αποτελεσματικότητα, η ικανότητα δηλαδή να χρησιμοποιείς και να διανέμεις τους διαθέσιμους πόρους χωρίς σπατάλη. Σε θεωρητικό επίπεδο ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω της ιδιωτικά οργανωμένης δομής της αγοράς και της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος. Αντίθετα, οι στόχοι που το κράτος συνήθως επιδιώκει με την άσκηση της ισχύος είναι η δικαιοσύνη ή η ισότητα. Οι σχέσεις μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων μπορεί να μην είναι δίκαιες, εάν η ισχύ που τα άτομα ή οι κοινωνικές ομάδες διαθέτουν και ασκούν (μέσω του κράτους ή των αγορών) είναι άνισα κατανεμημένη.

Μια αξία όμως που και τα κράτη και οι αγορές αποδέχονται και υπερασπίζονται είναι η ασφάλεια. Η ασφάλεια από τον οποιοδήποτε φόβο ή απειλή είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη που επιζητείται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ζήτημα της ασφάλειας δεν δημιουργεί και αντιθέσεις μεταξύ κρατών και αγορών Παράδειγμα, οι αγρότες ζητάνε περισσότερη προστασία από το διεθνή ανταγωνισμό, επιθυμούν επιδοτήσεις και ενισχύσεις από τις κυβερνήσεις, οι οποίες όμως αδυνατούν να τις δώσουν καθότι είναι δεσμευμένες από διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες ανταγωνισμού. Τα εθνικά κράτη στην προσπάθεια τους να μην έρθουν σε


12

σύγκρουση μεταξύ τους περιορίζουν τη βοήθεια σε ευπαθείς ομάδες, αυξάνοντας παράλληλα την ανασφάλειά τους.

Οι αγορές και τα κράτη έχουν λοιπόν διαφορετικές αξίες (αποτελεσματικότηταδικαιοσύνη), χρησιμοποιούν διαφορετικά μέσα (αποκεντρωμένο ιδιωτικό μηχανισμόσυλλογική δράση και δύναμη) και έχουν διαφορετικούς στόχους. Είναι λοιπόν φυσιολογικό και αναμενόμενο να υπάρχουν εντάσεις μεταξύ τους.

Η δυναμική διαδικασία αλλαγής στη σχέση κράτους και αγοράς καθιστά τη ΔΠΟΙ ένα μεταβαλλόμενο αντικείμενο.

Οι διαστάσεις της ΔΠΟΙ

Η ΔΠΟΙ είναι ένα δίκτυο από διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών και αγορών. Οι διαπραγματεύσεις αυτές επηρεάζουν την παραγωγή, την ανταλλαγή και τη διανομή της δύναμης και του πλούτου. Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές, όπως συμφωνίες, συνθήκες, κλπ. Το βασικό τους στοιχείο είναι ωστόσο η πολυδιάσταση τους.

Ένας τρόπος λοιπόν να προσεγγίσουμε τη ΔΠΟΙ είναι να σκεφτούμε πάνω στις διάφορες διαστάσεις της. Η προσέγγιση αυτή μας βοηθά, προσφέροντας μας ένα λεξιλόγιο να περιγράφουμε τα διεθνή ζητήματα και ένα σύνολο εργαλείων για να κατανοήσουμε τις διεθνείς εξελίξεις.

Οι πιο σημαντικές διαστάσεις της ΔΠΟΙ είναι:


13

1. τρία επίπεδα ανάλυσης: ατομικό, κρατικό και διεθνές σύστημα.

2. Δύο κατηγορίες ισχύος: ισχύς σχέσεων και διαρθρωτική ισχύς. Η ισχύς σχέσεων σχετίζεται με την ισχύ που ο κάθε παίκτης έχει και ασκεί αναγκάζοντας τον άλλο παίκτη σε αλλαγή. Ασκείται κυρίως σε ατομικό και κρατικό επίπεδο. Η διαρθρωτική ισχύς είναι η δύναμη να διαμορφώσεις τις δομές της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας, μέσα στις οποίες κράτη, πολιτικοί θεσμοί, επιχειρήσεις, άτομα πρέπει να λειτουργήσουν. Η διαρθρωτική ισχύς είναι η ικανότητα να διαμορφώσεις τους όρους του διεθνούς συστήματος και είναι λιγότερο άμεση από τη δύναμη σχέσεων. Είναι όμως και αρκετά σημαντική. Οι ΗΠΑ και η Κίνα για παράδειγμα έχουν μεγάλη δύναμη σχέσεων που απορρέει από τη στρατιωτική τους ισχύ (hard power) και τη μεγάλη τους αγορά (soft power). Οι ΗΠΑ ωστόσο διαθέτουν το πλεονέκτημα της διαρθρωτικής ισχύος που απορρέει μέσα από τη δυνατότητα τους να ελέγχουν αποφάσεις διεθνών οργανισμών (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου). Η διαρθρωτική ισχύς λειτουργεί συμπληρωματικά ή υποκατάστατα της λειτουργικής ισχύος.

3. Τέσσερις διεθνείς δομές ισχύος: της παραγωγής, της χρηματοοικονομικής, της ασφάλειας και της γνώσης: Η δομή παραγωγής ορίζεται ως το σύνολο εκείνο των συμφωνιών που καθορίζουν τι παράγεται, από ποιον για ποιον, με τι μεθόδους, και με τι όρους. Η παραγωγή δημιουργεί πλούτο, και ο πλούτος σχεδόν πάντα συνδέεται με ισχύ. Τα ζητήματα της παραγωγής είναι στη καρδιά της ΔΠΟΙ. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη διαδικασία της


14

παγκόσμιας παραγωγής είναι ραγδαίες, με την επέκταση της παρουσίας των πολυεθνικών εταιρειών, της σημασίας των ξένων άμεσων επενδύσεων, της μετακίνησης κεφαλαίου μεταξύ χωρών και γεωγραφικών περιοχών.

Η χρηματοικονομική δομή είναι πιθανά το πιο αφηρημένο σύνολο οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών και οικονομιών. Σχετίζεται με τις διεθνείς ροές χρήματος και κεφαλαίου. Η δομή αυτή ισχύος καθορίζει ποιος έχει πρόσβαση στη διεθνή χρηματοδότηση, με ποιον τρόπο και με ποιους όρους χρηματοδοτείται. Γύρω από τη διεθνή χρηματοδότηση διαμορφώνεται ένα σύνολο σχέσεων, πράξεις και υποχρεώσεις αποπληρωμής χρεών, αγορές χρεογράφων, έλεγχο επενδύσεων και αποφάσεων. Τα ζητήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά για τη ΔΠΟΙ.

Η δομή της ασφάλειας από φυσικές δυνάμεις ή από απειλές και δραστηριότητες άλλων ικανοποιεί βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Όταν μια χώρα ή μια κοινωνική ομάδα προσφέρει ασφάλεια σε μίαν άλλη, διαμορφώνεται μια δομή ασφάλειας. Για παράδειγμα το ΝΑΤΟ αποτελεί μια τέτοια δομή ασφάλειας. Οι υπόλοιπες δομές ισχύος, σχετίζονται διαρθρωτικά με τη δομή της ασφάλειας.

Η δομή γνώσης Η γνώση είναι ισχύς αλλά και πλούτος για εκείνους που τη χρησιμοποιούν. Ποιος κατέχει τη γνώση και με τι τρόπο τη χρησιμοποιεί, είναι ένα από τα σημαντικά θέματα της ΔΠΟΙ. Χώρες με περιορισμένη πρόσβαση στη γνώση με τη μορφή της βιομηχανικής τεχνολογίας, των επιστημονικών ανακαλύψεων και καινοτομιών, της ιατρικής και των τηλεπικοινωνιών, είναι σε δυσχερέστερη θέση από τις χώρες που παράγουν τέτοιου είδους γνώση. Επίσης, οι τρεις άλλες δομές ισχύος σχετίζονται άμεσα με τη πρόσβαση στη γνώση.


15

4. Τρεις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις, που αποτελούν τρεις διαφορετικούς τρόπους κατανόησης των διεθνών εξελίξεων και της ΔΠΟΙ, και οι οποίες βασίζονται σε τρία διαφορετικά συστήματα αξιών διαμορφώνοντας παράλληλα μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους, είναι τα ακόλουθα. 1.Ο μερκαντιλισμός, ο οποίος κατανοεί και προσεγγίζει τη ΔΠΟΙ κυρίως με όρους εθνικού συμφέροντος. Ο μερκαντιλισμός είναι συνδεδεμένος άμεσα με τη πολιτική φιλοσοφία του ρεαλισμού. 2.Ο φιλελευθερισμός που κατανοεί και προσεγγίζει τη ΔΠΟΙ με όρους ατομικών συμφερόντων. Ο φιλελευθερισμός συνδέεται στενά με το σύστημα της αγοράς. 3.Η μαρξιστική και η διαρθρωτική προσέγγιση οι οποίες κατανοούν και προσεγγίζουν τη ΔΠΟΙ με όρους ταξικών συμφερόντων.

2. Το Περιεχόμενο του Μαθήματος

Η σημασία και σπουδαιότητα των ιδεών, των ερωτημάτων, των θεμάτων και των προβλημάτων που απασχολούν τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Επίσης θεωρείται

πλέον αρκετά έως πολύ

δύσκολο να διαβάσει και να κατανοήσει κάποιος μια καθημερινή εφημερίδα, μια επιχειρηματική επενδυτική πρωτοβουλία, μια απόφαση οικονομικής πολιτικής, εάν δεν γνωρίζει και δεν κατανοεί τις θεωρίες, τους θεσμούς και τις σχέσεις που διαμορφώνονται στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία. Η καθημερινότητα μας είναι πλέον τόσο βαθιά επηρεασμένη από παγκόσμια γεγονότα και διεθνείς εξελίξεις, που είναι πράγματι δύσκολο να έχουμε μια σαφή εικόνα του τι συμβαίνει στην οικονομία, στην πολιτική, στην κοινωνία, στην ασφάλεια, στον πολιτισμό, του τι συμβαίνει


16

γενικότερα στον κόσμο εάν δεν κατανοούμε έστω και λίγο τη Διεθνή Πολιτική Οικονομία.

Τι θα μάθουμε και τι δεν θα μάθουμε από τη ΔΠΟΙ στη διάρκεια των παραδόσεων

Σκοπός του μαθήματος είναι να παρουσιάσει μερικά από τα βασικά εργαλεία μελέτης της ΔΠΟΙ. Η ανάλυση θα αρχίσει με απλές ιδέες και σκέψεις, για να περάσει στη συνέχεια σε λεπτομέρειες που θα κάνουν και τη ΔΠΟΙ περισσότερο πραγματική.

Στη πορεία αυτή θα εξετάσουμε τις τρεις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις της ΔΠΟΙ που προαναφέραμε, οι οποίες έχουν μεγάλη ιστορική σημασία και οι οποίες εξακολουθούν να επηρεάζουν σημαντικά τις εθνικές και διεθνείς εξελίξεις ακόμη και σήμερα. Δεν θα ασχοληθούμε με τις προσεγγίσεις της ορθολογικής επιλογής, του φεμινισμού, του περιβάλλοντος και του μεταμοντερνισμού, οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες επηρεάζουν και προκαλούν το τρόπο κατανόησης σημαντικών ερωτημάτων και γεγονότων της ΔΠΟΙ. Η γνώση των τριών βασικών θεωριών προσφέρει ωστόσο όλη την απαραίτητη υποδομή κατανόησης των προσεγγίσεων αυτών, η δυνατότητα μελέτης των οποίων μπορεί να προσφερθεί σε ένα μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μέσα από τις βασικές δομές δύναμης που συνδέουν έθνη, κυβερνήσεις και πολίτες σε ένα παγκόσμιο δίκτυο. Η κατανόηση τους θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε καλύτερα τις σχέσεις αλληλεπίδρασης που διαμορφώνονται γύρω μας και επηρεάζουν επενδυτικές αποφάσεις, στόχους, μέσα πολιτικής και την καθημερινότητα μας.


17

Ειδικότερα θα ασχοληθούμε με το διεθνές σύστημα παραγωγής και εμπορίου, τις διεθνείς νομισματικές σχέσεις και το πρόβλημα του διεθνούς χρέους, καθώς επίσης και με το σύστημα διεθνούς ασφάλειας. Θα σταθούμε στις πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προσφέροντας μια πληρέστερη εικόνα της πολιτικής οικονομίας της παγκόσμιας διακυβέρνησης και της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών.

Δυστυχώς, η χρονική αντιστοιχία της ύλης δεν μας επιτρέπει να περάσουμε στα περισσότερο εφαρμοσμένα ζητήματα της ΔΠΟΙ, που συγκεντρώνουν καθημερινά τα φώτα της έρευνας και της δημοσιότητας. Δεν θα ασχοληθούμε με τη γνώση και τη τεχνολογία ως δομή ισχύος και πλούτου, με την πολιτική και οικονομική διάσταση της ολοκλήρωσης στην ΕΕ, τη συζήτηση γύρω από τη NAFTA, τη ΔΠΟΙ της Ιαπωνίας, τα προβλήματα των υπό-μετάβαση χωρών της Α. Ευρώπης και της Ρωσίας. Επίσης, δεν θα εξετάσουμε θέματα που απασχολούν τις αναπτυσσόμενες χώρες, τη σχέση Βορρά-Νότου, τα προβλήματα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και των νέων-εκβιομηχανισμένων χωρών, την ΔΠΟΙ του ΟΠΕΚ και του πετρελαίου.

Θα κλείσουμε ωστόσο τις παραδόσεις με μία αναφορά στις βασικές εστίες έντασης της ΔΠΟΙ σήμερα και τα πιθανά σενάρια για το μέλλον, όπως αυτά καταγράφονται στη σχετική βιβλιογραφία. Οι γνώσεις που θα αποκτηθούν από τον κύκλο των μαθημάτων που θα πραγματοποιηθούν, πιστεύουμε ότι αποτελούν την απαραίτητη υποδομή για του φοιτητές, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν καλύτερα τα θέματα της ΔΠΟ, αλλά και να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο.


18

Κεφάλαιο 2 Μερκαντιλισμός και Οικονομικός Εθνικισμός

1. Εισαγωγή


19

Αξιολογώντας τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία των τριών βασικών ιδεολογιών, του μερκαντιλισμού ή οικονομικού εθνικισμού, του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού, θα επιδιώξουμε να φωτίσουμε τη μελέτη του πεδίου της ΔΠΟΙ. Οι τρεις ιδεολογίες διαφέρουν σε ένα μεγάλο φάσμα ζητημάτων και ερωτημάτων, όπως: ποια είναι η σημασία της αγοράς για την οικονομική μεγέθυνση και τη διανομή του πλούτου μεταξύ ομάδων και κοινωνιών; ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των αγορών στην οργάνωση της εθνικής αλλά και της διεθνούς κοινωνίας; ποια είναι η επίπτωση του συστήματος της αγοράς στα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης; Τα ερωτήματα αυτά, ανάμεσα σε άλλα, κατέχουν κεντρική θέση στις συζητήσεις για τη ΔΠΟΙ.

Οι τρεις ιδεολογίες είναι θεμελιακά διαφορετικές όσον αφορά τις αντιλήψεις τους για τις σχέσεις μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, και δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως κάθε διαμάχη στο πεδίο της ΔΠΟΙ ανάγεται στις διαφορετικές αντιλήψεις για τις σχέσεις αυτές. Η ιδεολογική αυτή σύγκρουση δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ο μαρξισμός και ο οικονομικός εθνικισμός εξακολουθούν να κυριαρχούν στις σύγχρονες συζητήσεις στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα. Οι ιδεολογίες αυτές καθορίζουν τις συγκρουόμενες αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι, όσον αφορά τις συνέπειες του συστήματος της αγοράς στην εθνική και την παγκόσμια κοινωνία. Πολλά από τα ζητήματα που προκάλεσαν έντονες διαμάχες τον 18ο και 19ο αιώνα, αρχίζουν ξανά να συζητούνται έντονα.

Είναι σημαντικό να κατανοηθεί η φύση και το περιεχόμενο αυτών των τριών αντιτιθέμενων ιδεολογιών της Πολιτικής Οικονομίας. Ο Gilpin χρησιμοποιεί τον όρο «ιδεολογία» αντί του όρου «θεωρία» επειδή όπως ισχυρίζεται και οι τρεις περιέχουν


20

ένα ολοκληρωμένο σύστημα πεποιθήσεων σχετικά με τη φύση των ανθρώπινων όντων και την κοινωνία, και έτσι συγγενεύουν με αυτό που ο Thomas Kuhn έχει αποκαλέσει «Θεωρητικό μοντέλο»(paradigm). Οι ιδεολογίες αποτελούν πνευματικές δεσμεύσεις που πολύ δύσκολα μπορούν να ξεριζωθούν από την ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιδεολογίες

προσφέρουν

επιστημονικές περιγραφές σχετικά με το πως λειτουργεί στην πραγματικότητα ο κόσμος, ενώ ταυτόχρονα είναι κανονιστικές θέσεις σχετικά με το πως θα έπρεπε να λειτουργεί.

Οι τρεις θεωρίες που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια έχουν ασκήσει σημαντικότατη επιρροή τόσο στην ακαδημαϊκή έρευνα όσο και στις πολιτικές υποθέσεις.

Πολύ συνοπτικά και απλουστευμένα θα μπορούσαμε να δώσουμε τα ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε μίας από τις τρεις προσεγγίσεις. Ο μερκαντιλισμός ή οικονομικός εθνικισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε από την πρακτική των πολιτικών στα πρώτα στάδια της νεότερης εποχής, δέχεται και υποστηρίζει το προβάδισμα της πολιτικής έναντι της οικονομικής. Στην ουσία πρόκειται για ένα δόγμα οικοδόμησης κράτους το οποίο υποστηρίζει ότι η αγορά θα πρέπει να υποτάσσεται στην προαγωγή των συμφερόντων του κράτους. Υποστηρίζει ότι τα πολιτικά υποκείμενα μπορούν ή τουλάχιστον πρέπει να καθορίζουν τις οικονομικές σχέσεις. Ο φιλελευθερισμός που αναδύθηκε από το Διαφωτισμό στα κείμενα του Adam Smith και άλλων, ήταν μια αντίδραση στην εμποροκρατία, και έχει ενσωματωθεί στην ορθόδοξη Οικονομική. Δέχεται ότι η Πολιτική και η Οικονομική υπάρχουν, τουλάχιστον ιδεατά, σε δύο ξεχωριστές σφαίρες. Υποστηρίζει ότι οι αγορές –- θα πρέπει να είναι απαλλαγμένες από κρατικές και πολιτικές παρεμβάσεις προς όφελος της αποδοτικότητας, της


21

ανάπτυξης και της ελεύθερης επιλογής του καταναλωτή. Ο μαρξισμός που αναπτύχθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, ως αντίδραση στο φιλελευθερισμό και την κλασική Οικονομική, ισχυρίζεται ότι η Οικονομία επηρεάζει καθοριστικά την Πολιτική. Η πολιτική σύγκρουση προκύπτει από την πάλη των τάξεων για τη διανομή του πλούτου. Άρα η πολιτική σύγκρουση θα πάψει όταν καταργηθούν η αγορά και η ταξική κοινωνία.

Ειδικότερα, ο Μερκαντιλισμός είναι η παλαιότερη και από ιστορική σκοπιά ίσως η πιο σημαντική θεωρητική προσέγγιση της ΔΠΟΙ. Το κεντρικό θέμα πάνω στο οποίο επικεντρώνεται η προσέγγιση αυτή είναι το πρόβλημα της ασφάλειας. Ο ρόλος του κράτους και της αγοράς εξετάζονται στο πλαίσιο της εξασφάλισης και υποστήριξης, σε όλες τις μορφές, της ασφάλειας μιας χώρας. Θα εξετάσουμε τρεις βασικές διαστάσεις του μερκαντιλισμού. Α). Το μερκαντιλισμό ως μια περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Β) Το μερκαντιλισμό ως πολιτική φιλοσοφία, Γ) Το μερκαντιλισμό ως ένα σύνολο κρατικών πολιτικών και δραστηριοτήτων.

Ο μερκαντιλισμός ως θεωρητική προσέγγιση και ως σύστημα ιδεών και μέσων πολιτικής διαχρονικά έχει υποστεί αλλαγές, ή θα το λέγαμε καλύτερα, εξελίξεις. Αυτό είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο αφού το ίδιο το οικονομικό σύστημα, η δομή των εθνικών οικονομιών, αλλά, ακόμη πιο σημαντικό, τα προβλήματα ασφάλειας των χωρών και οι πολιτικές για την αντιμετώπιση και επίλυσή τους έχουν επίσης μεταβληθεί. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν την ανάλυσή μας από το σύστημα ιδεών του κλασικού μερκαντιλισμού, και στη συνέχεια θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην εξέλιξη του κλασικού μερκαντιλισμού σε οικονομικό εθνικισμό, καθώς και σε


22

νεομερκαντιλιστικές ιδέες και πολιτικές που υποστηρίζονται και εφαρμόζονται σήμερα.

Εκείνο που πρέπει ωστόσο να συγκρατήσουμε από την ανάλυση που ακολουθεί είναι το πως και το γιατί διαφέρουν μεταξύ τους οι διάφορες μορφές μερκαντιλισμού, αλλά και τι είναι εκείνο που της ενοποιεί ως μία ενιαία προσέγγιση.

Ο μερκαντιλισμός είναι η θεωρητική προσέγγιση που ενδιαφέρεται πρωτίστως για μία από τις περισσότερο σημαντικές πτυχές του εθνικού κράτους. Τη δημιουργία πλούτου και δύναμης με σκοπό τη διατήρηση και την προστασία της εθνικής ασφάλειας και ανεξαρτησίας. Οποτεδήποτε συναντάμε ιδέες και ενδιαφέρον σχετικά με εξωτερικές απειλές στην εθνική ασφάλεια, στρατιωτική, οικονομική, ή πολιτιστική, ουσιαστικά έχουμε δείγματα μερκαντιλιστικής σκέψης και αντίληψης.

Συχνά, στην οικονομική κυρίως βιβλιογραφία, ο μερκαντιλισμός ορίζεται κατά κάποιο τρόπο στενά, με όρους κρατικών πολιτικών και προσπαθειών να προάγουν τις εξαγωγές και να περιορίσουν τις εισαγωγές με στόχο τη δημιουργία εμπορικών πλεονασμάτων, πλούτου και δύναμης. Με μια πιο ευρύτερη ερμηνεία, ο μερκαντιλισμός είναι η θεωρητική προσέγγιση που βάζει την ασφάλεια στο κέντρο των εθνικών συμφερόντων. Η ασφάλεια μιας χώρας απειλείται με διάφορους τρόπους: από ξένους στρατούς, από ξένες επιχειρήσεις και τα προϊόντα τους, από την επίδραση που ασκούν στους διεθνείς νόμους ανταγωνιστικά κράτη, από κανόνες και θεσμούς, ακόμη και από ταινίες άλλων χωρών, περιοδικά, που αδυνατίζουν και υπονομεύουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική συνοχή μιας χώρας.


23

2. Ο Μερκαντιλισμός ως Ιστορία, Φιλοσοφία και Κρατική Πολιτική

Ο όρος μερκαντιλισμός χρησιμοποιείται με τρεις διαφορετικούς τρόπους στη ΔΠΟΙ. Μερικές φορές αναφέρεται σε μια περίοδο της ιστορίας. Άλλες φορές αναφέρεται ως μια θεωρητική προσέγγιση ή ως φιλοσοφία πολιτικής οικονομίας. Πιο συχνά ο όρος χρησιμοποιείται αναφορικά με ένα σύνολο κρατικών πολιτικών και ενεργειών που στοχεύουν στην διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας και ανεξαρτησίας, κυρίως της εθνικής οικονομίας.

Η μερκαντιλιστική περίοδος της ιστορίας συνδέεται με την άνοδο του σύγχρονου εθνικού κράτους σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στη διάρκεια του 15ου και μέχρι το 18ο αιώνα. Εξαίρεση για παράδειγμα αποτελούν η Γερμανία και η Ιταλία, που τα εθνικά κράτη τους συγκροτούνται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν μια περίοδος της ιστορίας όπου κυριάρχησε η ιδέα της οικοδόμησης του εθνικού κράτους με στόχο την ασφάλεια και την παρέμβαση στην οικονομία. Το έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων που στη βάση της παράδοσής τους, της κοινής γλώσσας, της ιστορίας τους, καθώς και άλλων κοινών στοιχείων, ορίζουν τους εαυτούς τους ως μέλη της ίδιας πολιτικής κοινότητας. Το κράτος είναι μια νόμιμη οντότητα, θεωρητικά ελεύθερη από εξωτερικές επιδράσεις και παρεμβάσεις, που διαθέτει το μονοπώλιο των φυσικών πόρων και ασκεί πολιτική εξουσία στους πολίτες μιας καλά προσδιορισμένης γεωγραφικής περιοχής.

Τα νεοσύστατα εθνικά κράτη είχαν πολλές ανάγκες που ικανοποιούνταν με τη χρήση πολεμικών ή ειρηνικών μέσων. Η ιστορία της Ευρώπης είναι γεμάτη από παραδείγματα πολέμου και ειρήνης. Στο ιστορικό αυτό περιβάλλον, η ασφάλεια ήταν


24

ο πρώτιστος στόχος για το κράτος, αφού η ευημερία, η δικαιοσύνη και η εσωτερική ειρήνη ήταν δίχως νόημα στην περίπτωση ξένης κατοχής. Η ασφάλεια ήταν ωστόσο δαπανηρή, γιατί ο εξοπλισμός και η διατήρηση στρατού, ναυτικού, κλπ., απαιτούσαν τη δέσμευση σημαντικών πόρων. Το κλειδί για την ασφάλεια και την εθνική ισχύ ήταν ο πλούτος. Και το κλειδί του πλούτου ήταν η ικανότητα να διατηρήσεις τον πλούτο ασφαλή. Ο ιστορικές αυτές συνθήκες ήταν που γέννησαν την πολιτική φιλοσοφία του μερκαντιλισμού.

Στη φιλοσοφία του μερκαντιλισμού, ο πλούτος και η ισχύς βρίσκονται μεταξύ τους σε μια στενή σχέση αλληλεπίδρασης. Συνθέτουν ένα ισχυρό κύκλο όπου η ισχύς δημιουργεί πλούτο και ο πλούτος αυξάνει την ισχύ, που με τη σειρά της δημιουργεί τις συνθήκες για την περαιτέρω αύξηση του πλούτου και την επίτευξη της ευημερίας και της ασφάλειας του έθνους. Μπορούν να αποτελέσουν ωστόσο και ένα φαύλο κύκλο, όπου η ανεπαρκής ισχύς οδηγεί σε μείωση του πλούτου έναντι των άλλων χωρών. Όσο φτωχότερο είναι ένα έθνος, τόσο αδύναμο και ευάλωτο είναι. Αυτός ο φαύλος κύκλος αδυναμίας και φτώχειας εάν δεν αντιμετωπιστεί θα οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα τη χώρα και το έθνος. Η εθνική στρατηγική λοιπόν, σύμφωνα με την αντίληψη των μερκαντιλιστών, καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον πλούτο, την ισχύ και την ασφάλεια από τη μία πλευρά, τη φτώχεια, το φόβο και την υποδούλωση από την άλλη.

Τα πρώτα Ευρωπαϊκά κράτη εφάρμοσαν μερκαντιλιστικές πολιτικές επιδιώκοντας να δημιουργήσουν πλούτο μέσω του εμπορίου, προωθώντας τις εξαγωγές έναντι των εισαγωγών. Η εθνική αυτή στρατηγική θα μπορούσε πολύ απλά να εκφραστεί μέσω της ακόλουθης και απλής ιδέας ενός Γερμανού μερκαντιλιστή, του Becher, ο οποίος


25

υποστήριζε ότι είναι καλύτερο να εξάγουμε τα δικά μας προϊόντα στους άλλους, από το να εισάγουμε τα προϊόντα των άλλων χωρών. Η πρώτη επιλογή έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε αναπόφευκτες ζημιές. Τα εμπορικά πλεονάσματα θεωρήθηκαν στο πλαίσιο αυτό η βάση και η πηγή του πλούτου και της δύναμης μιας χώρας, ενώ η εμπορική και οικονομική εξάρτηση αδυνατούσε το κράτος πολιτικά και οικονομικά και υπονόμευε την ασφάλεια και ανεξαρτησία του.

Οι κρατικές πολιτικές που υποστήριζαν και συμβούλευαν οι κλασικοί μερκαντιλιστές περιλάμβαναν

επιδοτήσεις

εξαγωγών,

δασμούς

στις

εισαγωγές

προϊόντων,

χρηματοδότηση έργων υποδομής, όπως δρόμοι, κατασκευή πλοίων, φορολογικές ελαφρύνσεις και εξαιρέσεις και κυρίως συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων, χρυσού και αργύρου, με εκμετάλλευση κυρίως των αποικιών. Οι πολιτικές αυτές που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της εμπορικής ικανότητας της χώρας και στη δημιουργία εμπορικών πλεονασμάτων, μέσω της προώθησης των εξαγωγών, αποτελούν κύριο γνώρισμα του κλασικού μερκαντιλισμού, ενώ διαφέρουν από τις μετέπειτα πρακτικές και πολιτικές της μερκαντιλιστικής παράδοσης.

Η ανάπτυξη του εμπορίου την εποχή εκείνη αύξησε τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Τα νεοσύστατα κράτη συχνά χρησιμοποιούσαν ένα σύνολο προστατευτικών πολιτικών και νομισματικών μέσων σε συνδυασμό με άλλα οικονομικά εργαλεία για να αυξήσουν τον πλούτο και τη στρατιωτική δύναμη τους. Επίσης, οι πολιτικές αυτές συχνά ερμηνεύονταν ως πολιτικές που στόχευαν στην αποδυνάμωση των άλλων κρατών.


26

Σύμφωνα με τη μερκαντιλιστική θεώρηση, σε ένα οικονομικά ανταγωνιστικό και πολιτικά εχθρικό περιβάλλον, το όφελος που έχει ένα κράτος που εφαρμόζει παρεμβατικές πολιτικές εξισώνεται με τη ζημία των άλλων κρατών, συνεπώς, έχουμε ένα μηδενικό συνολικά αποτέλεσμα σε παγκόσμια κλίμακα. Η προσέγγιση αυτή αντιλαμβάνεται την εθνική ισχύ με όρους απόλυτου οφέλους ή κόστους.

Η αποικιοκρατία, σε συνδυασμό με την κρατική στρατιωτική δύναμη, έγινε ένα σημαντικό εργαλείο στις προσπάθειες των μερκαντιλιστών να ελέγξουν το εμπόριο. Οι αποικίες λειτουργούσαν ως αποκλειστικές αγορές των προϊόντων της μητροπολιτικής χώρας, ως πηγές πρώτων υλών και ειδικά εισροής πολύτιμων μετάλλων και προμηθευτές φθηνής εργατικής δύναμης.

Ο κλασικός μερκαντιλισμός συνεπώς αναφέρεται σε μια περίοδο της ιστορίας όπου τα νεοεμφανιζόμενα εθνικά κράτη αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της ασφάλειας. Η πολιτική φιλοσοφία του μερκαντιλισμού προσέφερε στις κυβερνήσεις των κρατών αυτών τρόπους να δημιουργήσουν ένα δυναμικό κύκλο δύναμης και πλούτου που θα τους επέτρεπε να διασφαλίσουν την ασφάλεια και την ευημερία τους. Οι μερκαντιλιστικές

πολιτικές

περιλάμβαναν

περιορισμούς

εισαγωγών,

μέτρα

ενθάρρυνσης των εξαγωγών, όπως επιδοτήσεις και τη διαμόρφωση αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών. Η ιστορία βέβαια απέδειξε ότι οι μερκαντιλιστικές πολιτικές δεν πέτυχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα τους, αλλά λειτούργησαν ως τροχοπέδη στη δημιουργία πλούτου, δύναμης και εθνικής ασφάλειας.

3. Μερκαντιλισμός και Ρεαλισμός. Συμπληρωματικές Προσεγγίσεις


27

Αρκετά συχνά οι ιδέες των μερκαντιλιστών και των ρεαλιστών εμφανίζονται ως ταυτόσημες, γιατί η φιλοσοφία του ρεαλισμού όπως και αυτή του μερκαντιλισμού βλέπει θετικά και υποστηρίζει τρόπους που η πολιτική, η δύναμη και το κράτος μπορούν να επηρεάζουν την οικονομία και τις αγορές. Ο ρεαλισμός (με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του) αποτελεί την κυρίαρχη άποψη πολλών ηγετών κρατών και υπουργείων εξωτερικών μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Οι δύο προσεγγίσεις έχουν πολλές κοινές υποθέσεις, αλλά και διαφορές. Για τους ρεαλιστές το εθνικό κράτος είναι ο βασικός παίκτης στο διεθνές σύστημα γιατί διαθέτει μεγάλη πολιτική εξουσία. Μία από τις βασικές υποθέσεις της ρεαλιστικής προσέγγισης είναι ότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση δυνητικής αναρχίας, λόγω των ανταγωνιστικών εθνικών συμφερόντων που πιέζουν τα εθνικά κράτη να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον έλεγχο των περιορισμένων σε μέγεθος πόρων. Η ισχύς είναι ο κύριος και αποκλειστικός κριτής των συγκρούσεων και απορρέει από τη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων, τη γεωγραφική περιοχή, το στρατιωτικό εξοπλισμό και άλλα εθνικά προσόντα. Για τους ρεαλιστές, οι ικανότητες του εθνικού κράτους και η παγκόσμια διανομή ισχύος καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ανταγωνιστικά κράτη διευθετούν τις μεταξύ τους διαφορές.

Για τους ρεαλιστές, ο ανταγωνισμός των κρατών καταλήγει σε ένα αθροιστικά μηδενικό αποτέλεσμα, αφού τα σχετικά κέρδη ενός κράτος αξιολογούνται ως η απόλυτη ζημία ενός άλλου. Για τους ρεαλιστές, όπως και για τους μερκαντιλιστές, τα μέτρα που λαμβάνονται για την ενίσχυση της ασφάλειας ενός κράτους, αναπόφευκτα μειώνουν την ασφάλεια των άλλων χωρών, λόγω του σχετικά σταθερού μεγέθους της δύναμης παγκοσμίως.


28

Μια διαφορά ανάμεσα στους μερκαντιλιστές και στους ρεαλιστές είναι η έμφαση που δίνουν οι δεύτεροι στη στρατιωτική ισχύ. Η τελευταία κατανοείται από τους ρεαλιστές ως το βασικό αποτρεπτικό εργαλείο σε ενδεχόμενες επεκτατικές βλέψεις άλλων χωρών. Οι μερκαντιλιστές δίνουν έμφαση στην οικονομική πλευρά των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Μια δυναμική οικονομία κρίνεται σημαντική για τη χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων που εγγυώνται την εθνική ασφάλεια.

Η επιδίωξη της δύναμης και του πλούτου κρίνεται και από τις δύο προσεγγίσεις ως ο τελικός στόχος κάθε εθνικής πολιτικής. Η άποψη αυτή έχει γίνει άξονας σκέψης για τους οικονομικούς εθνικιστές και τους νεομερκαντιλιστες διαμορφωτές πολιτικής, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο ότι, για μια χώρα που έχει ως αποκλειστικό στόχο την ασφάλεια της, η οικονομία παραμένει ένα από τα εργαλεία που το κράτος χρησιμοποιεί για να πετύχει εσωτερικούς και εξωτερικούς πολιτικούς στόχους.

4. Οικονομικός Εθνικισμός: Η Πρώτη Φάση Εξέλιξης του Μερκαντιλισμού

Ο μερκαντιλισμός εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης αυτής είναι η ανάπτυξη του οικονομικού εθνικισμού ως μια μορφή μερκαντιλισμού στο τέλος του 18ου και στη διάρκεια του 19ου αιώνα.


29

Ενώ ο κλασικός μερκαντιλισμός επικεντρωνόταν στη δημιουργία πλούτου και δύναμης μέσω του άνισου εξωτερικού εμπορίου, ο οικονομικός εθνικισμός επικεντρώνεται στην εσωτερική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Σε σημαντικό βαθμό, ο οικονομικός εθνικισμός ήταν μια μορφή αντίδρασης στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Καθώς η Μεγάλη Βρετανία γινόταν η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα την εποχή εκείνη, άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ, αύξαναν το ενδιαφέρον τους για την ανεξαρτησία τους και υιοθετούσαν εθνικές πολιτικές για να προστατευθούν από την επιθετικά φιλελεύθερη πολιτική της Μ.Βρετανίας.

Τα βασικά σημεία της προσέγγισης του οικονομικού εθνικισμού είναι τα ακόλουθα. Οι βελτιώσεις στην τεχνολογία παραγωγής και στις μεταφορές σταδιακά δημιουργούν τις δομές για την ανάπτυξη εθνικής οικονομίας (εθνική οικονομική ολοκλήρωση σε αντίθεση με τις τοπικές η περιφερειακές οικονομικές οργανώσεις). Τα πολιτικά σύνορα των κρατών ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα σύνορα των αγορών. Η διαχωριστική γραμμή πλούτου και δύναμης δεν είναι ευδιάκριτη, αφού το καθένα προϋπόθετε και δημιουργούσε το άλλο. Για να είναι μια χώρα πολιτικά ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι οικονομικά ανεξάρτητη δύναμη.

Ποιο ήταν όμως το παράδοξο της εποχής εκείνης; Στο βαθμό που οι αγορές αφέθηκαν στους δικούς τους μηχανισμούς, δημιουργήθηκαν δεσμοί μεταξύ των εθνικών και των διεθνών αγορών, δεσμοί που για τους κλασικούς μερκαντιλιστές ήταν μηχανισμοί εξάρτησης. Πως θα μπορούσε μια χώρα να είναι ανεξάρτητη όταν στηρίζει για παράδειγμα τη βιομηχανική της παραγωγή σε εισαγωγές από άλλες χώρες, ή την αγροτική της παραγωγή σε εξαγωγές προς τρίτους;


30

Εάν, όπως πίστευαν οι μερκαντιλιστές, οι απορρυθμισμένες αγορές οδηγούν σε οικονομική εξάρτηση, τότε ήταν ευθύνη του κράτους να δημιουργήσει και να ενισχύσει τους εσωτερικούς δεσμούς των αγορών ώστε να αναπτύξει την εθνική οικονομία σαν μια ισχυρή και ανεξάρτητη μηχανή πλούτου και δύναμης. Η ιδέα ότι τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας πρέπει να είναι υπεράνω των οικονομικών συμφερόντων των ατόμων και να εξυπηρετούνται μέσω ισχυρής κρατικής δραστηριότητας έχει ταυτιστεί με τον οικονομικό εθνικισμό.

Οι πιο γνωστοί υποστηρικτές των ιδεών του οικονομικού εθνικισμού ήταν ο Αμερικανός Alexander Hamilton (1755-1804) και ο Γερμανός Friedrich List (17891846). Στην Αμερική ο Hamilton υποστήριζε ότι μια ισχυρή βιομηχανική βάση για την εθνική οικονομία απαιτεί ένα ενεργό κράτος και εμπορική προστασία των Αμερικανικών νέων και συνεπώς αδύναμων βιομηχανικών κλάδων (infant industries). Ο Hamilton είδε την οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ να απειλείται από τις μερκαντιλιστικές πολιτικές των άλλων χωρών και διαπίστωσε την ανάγκη για ισχυρή κρατική δράση, ώστε να ανακοπούν οι επιθετικές οικονομικές πρωτοβουλίες των ξένων. Ευνοούσε πολιτικές επιδοτήσεων που θα καθιστούσαν τα αμερικανικά προϊόντα περισσότερο ανταγωνιστικά, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ενώ ήταν διστακτικός σε πολιτικές δασμών για τον περιορισμό των εισαγωγών.

Το 19ο αιώνα ο Γερμανός πολιτικός-οικονομολόγος List ήταν ακόμη περισσότερο ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του οικονομικού εθνικισμού. Διωγμένος αρχικά από τη Γερμανία για τις ριζοσπαστικές ιδέες του για το ελεύθερο εμπόριο, ο List πήγε στις ΗΠΑ όπου και χρονικά συνέπεσε με τα αποτελέσματα των πολιτικών του Hamilton. Ο List είδε μία χώρα που είχε πετύχει μόνη της την ανεξαρτησία και την


31

ασφάλειά της. Η δύναμη του να παράγεις ήταν περισσότερο σημαντική από τον πλούτο. Ο List άρχισε να επιχειρηματολογεί υπέρ της σημασίας της βιομηχανίας στην οικονομική ανάπτυξη, στον πλούτο και τη δύναμη, ενώ υποτιμούσε το ρόλο του αγροτικού τομέα.

Η βιομηχανία, κατά την άποψη του List, ανέπτυσσε περισσότερο τις ανθρώπινες ικανότητες και προσέφερε ευκαιρίες έναντι του αγροτικού τομέα. Η εκβιομηχάνιση είχε θετικές εξωτερικές επιδράσεις σε όλη την οικονομία και οδηγούσε σε οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας αποτελεί τη βάση της οικονομικής αυτάρκειας και της πολιτικής αυτονομίας.

Οι ιδέες των Hamilton και List ήταν σε μια κατεύθυνση πατριωτικού οικονομικού εθνικισμού στο βαθμό που υποστήριζαν κρατικές πολιτικές που εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα μέσω της ισχυροποίησης της εκβιομηχάνισης της χώρας. Ο ιδέες τους συνένωναν το εθνικό συμφέρον με τον θετικό ρόλο του κράτους στην οικονομία και τη βραχυχρόνια θυσία έναντι του μακροχρόνιου οφέλους. Πολλοί έβλεπαν το τρίγωνο αυτό σαν τη κατάλληλη φόρμουλα για της οικοδόμηση της χώρας.

Η πλευρά αυτή των ιδεών της Πολιτικής Οικονομίας του μερκαντιλισμού είναι ακόμη και σήμερα σε σημαντικό βαθμό παρούσα. Πολλοί διαμορφωτές πολιτικής, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, προσεγγίζουν την ανάπτυξη των οικονομιών τους υπό το πρίσμα της σύγκλισης με της αναπτυγμένες βιομηχανικά οικονομίες (η θεωρία του catching up). Για να το πετύχουν αυτό, συχνά καταλήγουν σε προτάσεις πολιτικής, όπου το κράτος καλείται να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και ειδικά της


32

νηπιακές βιομηχανίες έναντι των ώριμων βιομηχανιών και των προστατευτικών πολιτικών των αναπτυγμένων χωρών.

Αν και οι στόχοι της προσέγγισης του οικονομικού εθνικισμού για οικοδόμηση μιας εγχώριας οικονομικής δύναμης με στόχο την ασφάλεια και την ανεξαρτησία είναι συγκεκριμένοι, οι μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον και στις υποδομές, π.χ. βελτιώσεις στην τεχνολογία, στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές, μεταβάλλουν τις επιπτώσεις των ασκούμενων πολιτικών σημαντικά. Στο τέλος του 19ου αιώνα, η ικανότητα μιας χώρας να παράγει βιομηχανικά προϊόντα συχνά υπερέβαινε τα όρια των εγχώριων αγορών και την απορροφητική τους ικανότητα. Τότε η επικέντρωση των υποστηρικτών του οικονομικού εθνικισμού στράφηκε από την ανάπτυξη εγχώριας παραγωγικής δύναμης σε ανεύρεση αγορών για την εγχώρια παραγωγή. Το κλειδί για την επίτευξη ασφάλειας άλλαξε, από την ισχυρή εγχώρια οικονομία σε επεκτεινόμενη

εξωτερικά

οικονομική

αυτοκρατορία

ικανή

να

προσφέρει

περιορισμένους πόρους στους εγχώριους παραγωγούς και να ανοίγει αγορές για την εγχώρια παραγωγή. Σε επίπεδο πολιτικής, οι ιδέες του οικονομικού εθνικισμού βοήθησαν την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού.

Καθώς πολλές χώρες υιοθέτησαν αντίστοιχες πολιτικές, δηλαδή πρώτα να αναπτύξουν την εγχώρια βιομηχανία τους και στη συνέχεια να επεκταθούν στις ξένες αγορές, τα εθνικά συμφέροντα ήρθαν σε σύγκρουση. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι, ως ένα βαθμό, ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχουν τις ρίζες των αιτιών τους στον έντονο διεθνή ανταγωνισμό που προκαλούσε ο οικονομικός εθνικισμός.


33

5. Η Άνοδος του Νέου-Μερκαντιλισμού

Στην παρούσα φάση ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση έχει φτάσει ίσως στο υψηλότερο επίπεδό της μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Υπάρχουν ωστόσο υποστηρικτές της άποψης ότι η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση ήταν μεγαλύτερη πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και ειδικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην παρούσα εξέλιξη συνέβαλε και η κατάρρευση των καθεστώτων της Α. Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Διεθνείς οργανισμοί, όπως η GATT, (Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο), η ΠΟΕ (Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου), και η οικονομική συνεργασία των χωρών της Ασίας-Ειρηνικού, συστηματικά προωθούν το ελεύθερο εμπόριο και το άνοιγμα των αγορών. Η λογική πίσω από τις πολιτικές των οργανισμών αυτών είναι ότι το ελεύθερο εμπόριο και οι ανοικτές, οι απελευθερωμένες από περιορισμούς, αγορές θα αποτρέψουν συγκρούσεις μερκαντιλιστικού τύπου που γνώρισε η ανθρωπότητα στο πρόσφατο παρελθόν με οδυνηρές συνέπειες.

Το ελεύθερο εμπόριο και οι ανοικτές αγορές δημιουργούν ωστόσο ένα δίλημμα για τα εθνικά κράτη. Η εκτίμηση του Gilpin στο θέμα αυτό είναι ενδεικτική: «Οι ισχυρές δυνάμεις της αγοράς με τη μορφή του εμπορίου, του χρήματος και των ξένων επενδύσεων τείνουν να παρακάμψουν τα εθνικά σύνορα, να αποφύγουν κάθε είδους πολιτικό έλεγχο και να ολοκληρώνουν τις κοινωνίες. Η βούληση των κυβερνήσεων είναι να περιορίζουν, να συνδέουν και να κάνουν τις οικονομικές δραστηριότητες τέτοιες που να ικανοποιούν τα συμφέροντα των εθνικών


34

κρατών και ισχυρών ομάδων μέσα σε αυτά. Η λογική της αγοράς είναι να συγκεντρώνει τις οικονομικές δραστηριότητες εκεί όπου είναι περισσότερο παραγωγικές και κερδοφόρες. Η λογική του κράτους είναι να ελέγχει τη διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης και κεφαλαιακής συσσώρευσης».

Η δέσμευση των διεθνών αυτών οργανισμών στο ειρηνικό διεθνές εμπόριο δεν σημαίνει ότι τα εθνικά κράτη έπαψαν να ενδιαφέρονται για την οικονομική ασφάλεια και ανεξαρτησία τους. Τα εθνικά κράτη σήμερα επεξεργάζονται τις πολιτικές προστασίας τους μέσα σε ένα διεθνές πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον που αυξανόμενα αποθαρρύνει την ανάληψη κλασικών μερκαντιλιστικών πολιτικών, ειδικά την επιβολή δασμών και ποσοστώσεων. Αποκαλούμε νεομερκαντιλισμό το σύνολο εκείνων των πολιτικών που πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζονται, και οι οποίες είναι ουσιαστικά μερκαντιλιστικές στη φιλοσοφία τους και υιοθετήθηκαν από μεμονωμένα κράτη μέσα σε ένα αυξανόμενα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

Σε αντίθεση με τη χρήση υπερπροστατευτικών περιορισμών στις ροές εμπορίου, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νεομερκαντιλιστικές πολιτικές σχεδιάστηκαν με τρόπο που να μην εμφανίζονται υπερβολικά προστατευτικές. Πολλές από αυτές δημιουργούσαν οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα για τις εθνικές βιομηχανίες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ άλλες προσπαθούσαν να περιορίσουν τα πλεονεκτήματα που τα άλλα κράτη προσέφεραν στις δικές τους βιομηχανίες.

Παράδειγμα Νέο-Μερκαντιλιστικής Πολιτικής


35

Η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 προκάλεσε τα εθνικά αντανακλαστικά πολλών αναπτυγμένων χωρών, που στρατηγικά επέλεξαν τη μείωση της εξάρτησης τους σε πετρέλαιο. Άρχισαν λοιπόν να χρηματοδοτούν έρευνες και την εξόρυξη πετρελαίου από άλλες περιοχές, π.χ. στην Αλάσκα οι ΗΠΑ, ώστε να περιορίσουν το μονοπώλιο των χωρών-μελών του ΟΠΕΚ. Επίσης, προχώρησαν στη λήψη πολιτικών με έμφαση στα κίνητρα για αυτούς που θα περιόριζαν τη χρήση πετρελαίου, στη χρηματοδότηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες έστρεψαν την έρευνά τους στο σχεδιασμό και στην παραγωγή αυτοκινήτων με λιγότερες ανάγκες σε πετρέλαιο, κλπ.

Το ίδιο συνέβηκε και με άλλες σπάνιες πρώτες ύλες, π.χ. ουράνιο για την χρήση πυρηνικών αντιδραστήρων και ατομικών όπλων. Η προσέγγιση των ρεαλιστών και των νέο-μερκαντιλιστών στη ΔΠΟΙ είναι ότι, μέχρι ενός βαθμού, η εξάρτηση από ξένους προμηθευτές στρατηγικών πόρων

(strategic resources) αποτελεί ένα μη

αποδεκτό ρίσκο ασφάλειας.

Οι ρεαλιστές και οι νέο-μερκαντιλιστές επίσης πιστεύουν ότι η διεθνής αλληλεξάρτηση δεν είναι πάντοτε συμμετρική μεταξύ κρατών. Οι προμηθευτές πετρελαίου και άλλων σπάνιων πρώτων υλών και εμπορευμάτων αξιολογούν την ικανότητα τους αυτή και την σχέση εξάρτησης των άλλων απέναντί τους ως θετικό στοιχείο για την δύναμη και την ασφάλεια τους. Η ικανότητα των χωρών αυτών να ελέγχουν το συνδυασμό τιμής και προσφοράς της πρώτης ύλης καθιστά τις πολιτικές τους εθνική απειλή ασφάλειας για τρίτες χώρες, εξαρτημένες από την σπανίζουσα πρώτη ύλη. Βέβαια μόνο σε ένα ιδανικό κόσμο απόλυτης αυτάρκειας θα μπορούσε μια χώρα να νιώθει απόλυτα ασφαλής.


36

Πολλές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα στις διεθνείς υποχρεώσεις τους να προάγουν και να προστατέψουν το ελεύθερο εμπόριο, και στην επιθυμία τους να προστατέψουν την εθνικής τους ανεξαρτησία και οικονομική ασφάλεια. Ως αποτέλεσμα, μια ποικιλία από νέο-μερκαντλιστικές τεχνικές προστασίας έχουν κάνει την εμφάνιση τους μετά το 1970. Πολλές από αυτές τις πολιτικές δεν είναι αποδεκτές από τις διεθνείς συμφωνίες για το εμπόριο.

Μερικές χώρες χρησιμοποιούν εξαγωγικές επιδοτήσεις για να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους και να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους. Οι ΗΠΑ συχνά επιδοτεί τις αγροτικές εξαγωγές τους με τον ισχυρισμό ότι αντισταθμίζει τις επιδοτήσεις της ΕΕ και την προσπάθεια της τελευταίας να αυξήσει τα αγροτικά της μερίδια στο διεθνές εμπόριο. Άλλες πολιτικές αποσκοπούν στη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων. Και ενώ η GATT μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιτυχημένα περιόρισε την επιβολή δασμών, πολλές χώρες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν

ποσοστώσεις

επί

των

εισαγωγών

τους.

Οι

ποσοστώσεις

προσδιορίζουν τη ποσότητα των ξένων προϊόντων που θα καταναλωθούν στην εσωτερική αγορά. Οι ΗΠΑ λ.χ. χρησιμοποιούν ποσοστώσεις στη ζάχαρη.

Ένας άλλος τρόπος περιορισμού των εισαγωγών είναι η συμφωνία του οικειοθελούς περιορισμού των εξαγωγών προς μια χώρα. Είναι ένα είδους συμφωνίας κυρίων όπου ο εξαγωγέας μια χώρας οικειοθελώς περιορίζει την ποσότητα των εξαγωγών προς τον εισαγωγέα της χώρας. Τέλος, υπάρχουν πιο έμμεσες πολιτικές προστατευτισμού που συνδέονται με σύνθετους κυβερνητικούς ελέγχους και κανονισμούς, κανόνες υγιεινής


37

και ασφάλειας, απαιτήσεις για την ετικέτα του προϊόντος κλπ., που περιορίζουν τις εισαγωγές μια χώρας.

Άλλα μέσα πολιτικής για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας είναι η ευκολότερη πρόσβαση στο δανεισμό, τα προγράμματα υποδομών, η προώθηση επενδύσεων, η άμεση κρατική ιδιοκτησία συγκεκριμένων κλάδων, η βοήθεια στο μάρκετινγκ εγχώριων προϊόντων στη διεθνή αγορά κλπ.

6. Παγκοσμιοποίηση και Αμυντικός Μερκαντιλισμός

Είναι κοινότυπο σήμερα να λέμε ότι ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τα τελευταία χρόνια η ΔΠΟΙ έχει γίνει περισσότερο μια παγκόσμια ΠΟΙ. Κάποια από τα σύγχρονα ρεύματα του μερκαντιλισμού αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση ως απειλή απέναντι στην εθνική ασφάλεια, δυνητικά ως απειλή απέναντι στην κυριαρχία του εθνικού κράτους.

Ο αγορές τείνουν να ενωθούν μεταξύ τους, επιδιώκοντας αποτελεσματικότητα διαμέσου μια διεθνούς κατανομής της εργασίας. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί επίσης αλληλεξάρτηση, η οποία συχνά ερμηνεύεται ως απειλή για τα κράτη. Αυτό είναι ένα δίλημμα. Αυτό που είναι οικονομικά αποτελεσματικό μπορεί μερικές φορές να απειλεί την ικανότητα του εθνικού κράτους να προστατέψει και να υπερασπίσει την οικονομική ασφάλεια.

Πως μπορούν τα κράτη να διευκολύνουν την αποτελεσματικότητα που φέρνει η παγκοσμιοποίηση και επίσης να περιορίσουν κάποιες από τις αρνητικές συνέπειες


38

της; Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό ίσως είναι ο αμυντικός μερκαντιλισμός ο οποίος επιδιώκει να προστατέψει το εθνικό συμφέρον έναντι της παγκόσμιας επέκτασης των αγορών. Η διαφορά ανάμεσα στον αμυντικό μερκαντιλισμό και στις άλλες μορφές μερκαντιλισμού είναι περισσότερο η πρόθεση και το κίνητρο. Στην πράξη είναι δύσκολο να δεις τη διαφορά μεταξύ του αμυντικού μερκαντιλισμού που επιδιώκει να προστατέψει την εγχώρια βιομηχανία από την παγκοσμιοποίηση και την προώθηση επιθετικών πολιτικών που επιδιώκουν να βοηθήσουν την εγχώρια βιομηχανία να διευρύνουν τα μερίδια της αγοράς έναντι των ανταγωνιστών. Και οι αμυντικές και οι επιθετικές πολιτικές στην πράξη βοηθούν τις εγχώριες επιχειρήσεις έναντι των ξένων ανταγωνιστών τους.

7. Βασικά Συμπεράσματα

Ο μερκαντιλισμός είναι μία από τις παλαιότερες και πιθανά η πιο σημαντική προσέγγιση στη ΔΠΟΙ. Η κεντρική ιδέα του μερκαντιλισμού σε όλες τις εξελικτικές του μορφές είναι ότι οι οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να υπηρετούν τον σκοπό της οικοδόμησης του κράτους και της προαγωγής των κρατικών συμφερόντων. Όλοι οι μερκαντιλιστές όπως και οι ρεαλιστές αποδέχονται το προβάδισμα του κράτους, της εθνικής ασφάλειας και της στρατιωτικής ισχύος στην οργάνωση και λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Κάποτε, η ασφάλεια ταυτιζόταν με τη στρατιωτική ασφάλεια και δύναμη. Στη σημερινή εποχή, η εθνική ασφάλεια είναι περισσότερη σύνθετη και πολύπλοκη και για να είναι μια χώρα πράγματι ασφαλής και ανεξάρτητη, χρειάζεται να είναι ασφαλής από στρατιωτικές, οικονομικές, τρομοκρατικές, περιβαλλοντικές ακόμη και πολιτιστικές απειλές. Η προσπάθεια μιας


39

χώρας να αποκτήσει κάποιο από αυτά τα είδη ασφάλειας μπορεί να γίνει αιτία για να χάσει κάποιο άλλο είδος ασφάλειας.

Μέσα σε αυτή τη γενικότερη στάση μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές θέσεις. Μερικοί θεωρούν την υπεράσπιση των εθνικών οικονομικών συμφερόντων ως ελάχιστη ουσιαστική προϋπόθεση για την ασφάλεια και την επιβίωση του κράτους. Αυτή η αμυντική θέση μπορεί να ονομαστεί «καλοπροαίρετος μερκαντιλισμός». Ο Gilpin ισχυρίζεται ότι στην κατηγορία αυτή μπορούμε να τοποθετήσουμε τον List, ο οποίος πίστευε ότι ο αληθινός κοσμοπολιτισμός είναι δυνατός μόνο όταν θα έχουν αναπτυχθεί όλα τα κράτη.

Μια άλλη ομάδα μερκαντιλιστών βλέπει τη διεθνή οικονομία ως στίβο ιμπεριαλιστικής επέκτασης και εθνικής μεγέθυνσης. Η επιθετική αυτή μορφή μπορεί να αποκληθεί «κακοπροαίρετος μερκαντιλισμός» Η οικονομική πολιτική των Ναζί στη δεκαετία του 1930 ανήκει στον τύπο αυτό.

Ο μερκαντιλισμός τόσο στην πρώτη περίοδο της νεότερης ιστορίας όσο και σήμερα, πηγάζει από την τάση των αγορών να συγκεντρώνουν πλούτο και να επιβάλλουν σχέσεις εξάρτησης ή ισχύος μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων οικονομιών. Στην πιο «καλοπροαίρετη»

αμυντική

μορφή

του,

ο

μερκαντιλισμός

προσπαθεί

να

προστατεύσει τη χώρα από δυσμενείς εξωτερικές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις. Ο αμυντικός μερκαντιλισμός εμφανίζεται συχνά στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες ή σε εκείνες τις αναπτυγμένες οικονομίες που αρχίζουν και φθίνουν. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών επιδιώκουν τον προστατευτισμό και τις συναφείς πολιτικές για να προστατεύσουν τις δημιουργούμενες ή φθίνουσες βιομηχανίες τους


40

και να εξασφαλίσουν τα εθνικά συμφέροντα τους. Στην πιο «κακοπροαίρετη» μορφή του, ο μερκαντιλισμός είναι προϊόν του οικονομικού πολέμου. Ο τύπος αυτός επικρατεί κυρίως στις επεκτατικές δυνάμεις.

Ο μερκαντιλισμός αν και μπορεί να θεωρηθεί ως μια γενική δέσμευση στην οικοδόμηση του κράτους, οι συγκεκριμένοι και επιθυμητοί στόχοι του διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο και από τόπο σε τόπο. Ωστόσο όπως ισχυρίζεται ο Jacob Viner υπάρχουν μερικές κοινές πεποιθήσεις κυρίως όσον αφορά τη σχέση πλούτου και ισχύος. Έτσι λοιπόν ο μερκαντιλισμός ανεξαρτήτου χώρας, χρονικής περιόδου και κοινωνικής θέσης του συγκεκριμένου μερκαντιλιστή θα υποστήριζε ότι: α) ο πλούτος είναι ένα απολύτως ουσιώδες μέσο ισχύος για ασφάλεια ή επιθετικότητα, β) η ισχύς είναι ουσιώδες ή πολύτιμο μέσο για την απόκτηση ή διατήρηση πλούτου, γ) ο πλούτος και η ισχύς είναι θεμιτοί απώτεροι στόχοι της εθνικής πολιτικής, δ) υπάρχει μακροχρόνια αρμονία μεταξύ των σκοπών αυτών, αν και κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι αναγκαίο για κάποιο χρόνο να γίνουν οικονομικές θυσίες προς όφελος της στρατιωτικής ασφάλειας, άρα και της μακροχρόνιας ευημερίας.

Οι υποστηρικτές του οικονομικού εθνικισμού τονίζουν το ρόλο των οικονομικών παραγόντων στις διεθνείς σχέσεις και θεωρούν τον αγώνα μεταξύ των κρατών για οικονομικούς πόρους ως τυπικό και εγγενές στοιχείο της φύσης του ίδιου του διεθνούς οικονομικού συστήματος.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση της θεωρητικής προσέγγισης του μερκαντιλισμού θα λέγαμε ότι, αν ζούσε ο List σήμερα, πολύ πιθανά θα μας έλεγε ότι στο βαθμό που τα εθνικά κράτη έχουν την πολιτική εξουσία, η οικονομία και οι αγορές δεν μπορούν


41

να μην επηρεάζονται από τις πολιτικές των κρατών. Τα κράτη χρησιμοποιούν την οικονομία ως ένα μέσο αύξησης του πλούτου και της δύναμης. Ο List επίσης θα έλεγε ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι ένας μύθος, όσο υπάρχουν τα κράτη. Αυτά θα δίνουν προτεραιότητα στη δική τους εθνική ασφάλεια και ανεξαρτησία, συμπεριλαμβανομένων και της οικονομικής ασφάλειας και ανεξαρτησίας. Είναι όλοι μερκαντιλιστές, ακόμη και χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ που συμβουλεύουν το ελεύθερο εμπόριο. Αυτές οι χώρες επιθυμούν το ελεύθερο εμπόριο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Η άνοδος του νεομερκαντιλισμού είναι απόδειξη ότι τα κράτη επιθυμούν το ελεύθερο εμπόριο όταν έχουν όφελος από αυτό, και τον προστατευτισμό όταν δεν έχουν.

Οι ευθύνες και οι στόχοι απόκτησης του πλούτου και της δύναμης έχουν αυξηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσμα της διεθνούς αλληλεξάρτησης και παγκοσμιοποίησης. Καθώς τα κράτη και οι βιομηχανίες γίνονται περισσότερο εξαρτημένα από εξωτερικούς πόρους και αγορές, αισθάνονται περισσότερο ευάλωτα στις εξελίξεις στη ΔΠΟΙ. Προστατευτικό εμπόριο, χρηματοδότηση και νομισματικές πολιτικές έχουν πολλαπλασιαστεί καθώς τα κράτη επιχειρούν να βελτιώσουν τη μακροοικονομική και τη μικροοικονομική διαχείριση των οικονομιών τους. Ο μερκαντιλισμός είναι ένα στοιχείο της ζωής, για αυτό η προσέγγιση αυτή είναι πολύ ισχυρή.

Κεφάλαιο 3 ‘Laissez-Faire, Laissez-Passer’: Η Φιλελεύθερη προσέγγιση

1. Εισαγωγή


42

Στο κεφάλαιο αυτό αρχικά θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα βασικά στοιχεία της φιλελεύθερης προσέγγισης στη ΔΠΟΙ. Στη συνέχεια θα συνδέσουμε την άνοδο του φιλελευθερισμού σήμερα με τις ιστορικές ρίζες της φιλοσοφίας της θεώρησης αυτής. Θα δούμε την εξέλιξη των φιλελεύθερων ιδεών από τη Γαλλία του 18ου αιώνα, στην Αγγλία του 19ου αιώνα και στη σημερινή εποχή του 21ου αιώνα. Θα εξετάσουμε μερικές από τις βασικές ιδέες μεγάλων πολιτικών-οικονομολόγων όπως του Α Smith, D Ricardo, J.M. Keynes, F.A. Hayek και M. Friedman. Οι ιδέες των επιστημόνων αυτών έχουν επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη των φιλελεύθερων ιδεών, την οικονομική και πολιτική διαχείριση των κοινωνιών, συνεπώς την ίδια τη ζωή μας.

Ο όρος φιλελεύθερος ή φιλελευθερισμός αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο σε διαφορετικό

πλαίσιο.

Για

παράδειγμα

στις

ΗΠΑ

ο

όρος

φιλελεύθερος

χρησιμοποιείται για κάποιον που πιστεύει σε ένα ισχυρό και ενεργό ρόλο του κράτους στην κοινωνία, ένα κράτος που να βοηθά τα κοινωνικά στρώματα που έχουν οικονομικές ανάγκες. Είναι ειρωνικό ότι πέραν των ΗΠΑ ο όρος φιλελευθερισμός σημαίνει ακριβώς τις αντίθετες ιδέες και πρακτικές.

Οι φιλελεύθεροι, με την κλασική σημασία του όρου, φοβούνται και αποστρέφονται το παρεμβατικό ρόλο του κράτους στην οικονομία και επιδιώκουν να ελευθερώσουν το άτομο από την κρατική πίεση. Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν στην ελευθερία, στα ατομικά δικαιώματα, στις ελεύθερες αγορές. Οι φιλελεύθεροι έχουν πολλά κοινά σημεία με εκείνη την πολιτική ομάδα που συχνά αποκαλούνται συντηρητικοί.


43

Οι ιδέες του φιλελευθερισμού αναπτύχθηκαν ως αντίδραση σε πρακτικές της πραγματικότητας. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε το ιστορικό μονοπάτι της εξέλιξης τους

2. Οι Ρίζες της Φιλελεύθερης Προσέγγισης

Ο φιλελευθερισμός είναι μια απλή φιλοσοφία. Η κεντρική ιδέα είναι η ελευθερία μέσα ωστόσο στο πλαίσιο του νόμου. Η φιλελεύθερη προσέγγιση βλέπει τα άτομα και τα κράτη με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο από τη θεωρία του μερκαντιλισμού και αναμφίβολα φέρνει στην ανάλυση στοιχεία που λείπουν από την μερκαντιλιστική θεώρηση, αλλά και δεν περιλαμβάνει στοιχεία σημαντικά που βρίσκουμε σε αυτήν.

Η φιλελεύθερη προσέγγιση επικεντρώνεται και δίνει έμφαση στην πλευρά της ανθρώπινης φύσης που είναι ειρηνική, συνεργάσιμη (cooperative) και δημιουργικά ανταγωνιστική, ενώ οδηγείται από την αιτία και όχι το συναίσθημα (ορθολογισμός). Στο βαθμό που τα άτομα και τα κράτη συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό, τότε η φιλοσοφία του φιλελευθερισμού είναι ρεαλιστική. Αν και οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για το ατομικό τους συμφέρον, δεν το θεωρούν αυτό μειονέκτημα, γιατί ισχυρίζονται ότι πολλές πλευρές της ζωής λειτουργούν με τρόπο που όλοι μπορούν να κερδίσουν μέσω ειρηνικών ενεργειών και της συνεργασίας. Η φιλοσοφία της φιλελεύθερης προσέγγισης βρίσκεται συνεπώς στον αντίποδα της μερκαντιλιστικής φιλοσοφίας, που έβλεπε την πλευρά των ανθρώπων που είναι περισσότερο επιθετική, ανταγωνιστική και καχύποπτη.


44

Είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή η θέση ότι οι άνθρωποι είναι συνεργάσιμοι και δημιουργικοί και όχι ανταγωνιστικοί και καταστροφικοί. Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η κοινωνία είναι ένα θετικό αθροιστικά παιχνίδι, όπου ο καθένας κερδίζει τελικά περισσότερα από αυτά με τα οποία αρχικά έλαβε μέρος. Έτσι λοιπόν στο Σμιθιανό παράδειγμα ανταλλαγής όπου ο ένας προτιμάει ελάφια και ο άλλος κάστορες, η ανταλλαγή πραγματοποιείται και με τους δύο ωφελημένους. Οι μερκαντιλιστές από την άλλη πλευρά αντιλαμβάνονται τη ζωή ως ένα αθροιστικά μηδενικού αποτελέσματος παιχνίδι που ο ένας τελικά κερδίζει σε βάρος του άλλου.

Και ενώ η συνεργάσιμη πλευρά της ανθρώπινης φύσης τονίζεται από τη φιλελεύθερη προσέγγιση, το ίδιο δεν γίνεται με το κράτος για το οποίο τονίζεται η αρνητική του πλευρά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η φιλελεύθερη προσέγγιση είναι τελείως αντικρατική. Ενδιαφέρεται για τη μεταρρύθμιση του κράτους προς την κατεύθυνση του περιορισμού της κεντρικής διοίκησης και της δύναμής του.

Οι φιλελεύθεροι βλέπουν την ένταση στη σχέση μεταξύ κρατών και αγορών ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στον εξαναγκασμό και την ελευθερία, μεταξύ της εξουσίας και των ατομικών δικαιωμάτων, μεταξύ αυταρχισμού και ορθολογικής λογικής. Αντιδρώντας στον αυταρχισμό της εκκλησίας και της πολιτικής εξουσίας, κληρονομιά της φεουδαρχικής εποχής, οι πρώτοι φιλελεύθεροι είδαν ένα είδος σωτηρίας στην ατομική ελευθερία, στην οικιοθελή συνεργασία και στην ορθολογική σκέψη. Η αγορά ήταν κατά την άποψη τους ο θεσμός εκείνος που μπορούσε να εκφράσει τις αξίες και τη φιλοσοφία της ζωής που πρέσβευαν.


45

Η φιλελεύθερη προσέγγιση έτσι αναπόφευκτα και κατηγορηματικά επιλέγει την πλευρά της αγοράς έναντι του κράτους, μια κρίσιμη επιλογή που διακρίνει την πολιτική

οικονομία

του

φιλελευθερισμού.

Μια

ελεύθερη

ή

περισσότερο

απελευθερωμένη από κρατικές παρεμβάσεις αγορά και μια δημοκρατική κυβέρνηση αποτελούν τα βασικά συστατικά στοιχεία της φιλελεύθερης ιδεολογίας.

3. Η Πολιτική-Οικονομία του Φιλελευθερισμού

Η φιλελεύθερη προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας θα μπορούσε ίσως να συνοψιστεί στη φράση laissez-faire laissez passer. Ελεύθερα άτομα είναι ό,τι καλύτερο για άριστες κοινωνικές επιλογές. Ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιορίζεται στον ελάχιστο αριθμό ενεργειών, που τα άτομα δεν μπορούν μόνοι τους να κάνουν, όπως στην οικοδόμηση ενός συστήματος δικαίου, στην οργάνωση της στρατιωτικής άμυνας, στην έκδοση χρήματος.

Η φιλελεύθερη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση έχει αναπτυχθεί επαρκώς στο έργο του Α. Smith. Αυτός πίστευε στη συνεργάσιμη και δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και έδωσε σε αυτήν το φημισμένο όνομα «αόρατο χέρι».

Κατά τον Smith οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν ούτε γνωρίζουν το δημόσιο συμφέρον. Απλά με το να προτιμούν τα ντόπια έναντι των ξένων προϊόντων, επιδιώκουν τη δική τους ασφάλεια. Με το να επιδιώκουν το δικό τους συμφέρον συχνά προωθούν το κοινωνικό συμφέρον καλύτερα από όταν θα το επιδίωκαν σκοπίμως. Η εμπειρία του δεν τον έπειθε ότι αυτοί που προσπαθούν να επηρεάσουν το εμπόριο μέσω κρατικών πολιτικών τελικά το πετυχαίνουν.


46

Είναι εύλογο λοιπόν ότι στα μάτια του Smith οι άνθρωποι εργάζονται σε συνθήκες αρμονίας, ακόμη και όταν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους π.χ. στην αγορά αγαθών. Συνεπώς στη φιλελεύθερη φιλοσοφία του Smith δεν υπάρχει ανάγκη κρατικής παρέμβασης στις αγορές. Αντίθετα ο Smith ήταν καχύποπτος για τις προθέσεις εκείνων που χειρίζονται τη κρατική δύναμη στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος.

Πρέπει να τονίσουμε το εξής. Οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του Smith θα λέγαμε ότι περιγράφουν καλύτερα αυτό που θα ήταν για αυτόν ιδανική οργάνωση της κοινωνίας της καλοσύνης και της αγάπης. Η επίτευξη μιας ιδεατής κοινωνίας προϋποθέτει τη πραγμάτωση του αόρατου χεριού. Δεν μας δίνει ωστόσο στοιχεία ανάλυσης της πραγματικής κοινωνίας, με εξαίρεση ίσως την αποτυχία, κατά τη γνώμη του, των μερκαντιλιστικών, παρεμβατικών πολιτικών. Ο φιλελευθερισμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ιδεολογία για το πέρασμα στην κοινωνία των καλών ανθρώπων.

Ο Smith σύμφωνα με κάποιες κριτικές είναι μη ρεαλιστικός με την πολύ αισιόδοξη άποψη του για την ανθρώπινη φύση, αλλά δεν ήταν και ρομαντικός. Γνώριζε ότι κάθε άτομο ή κοινωνική ομάδα που αποκτά δύναμη έχει δυνητικά τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση των αγορών. Ήταν ο Smith που έγραψε ότι άτομα του ίδιου επαγγέλματος συναντούν ο ένας τον άλλον, οι συζητήσεις των οποίων πάντα καταλήγουν σε μια συνομωσία απέναντι στο δημόσιο, π.χ. με μια αύξηση των τιμών.


47

Το βιβλίο του Smith »Ο Πλούτος των Εθνών» εμφανίζεται να στρέφει το ενδιαφέρον περισσότερο στην οικονομία και τον πλούτο. Ίσως, βαθύτερα όμως να είναι μια προσέγγιση στην πολιτική, τη δύναμη και την ελευθερία.

Τα οικονομικά γραπτά του Α. Smith είναι μέρος μιας ευρύτερης πνευματικής κίνησης με έντονο το πολιτικό στοιχείο. Η φιλελεύθερη προσέγγιση στην πολιτική αναπτύχθηκε κυρίως μέσα από τα γραπτά του Άγγλου John Locke και του Αμερικανού Thomas Jefferson και εστιάζεται πρωτίστως στα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.

Το ερώτημα είναι πώς οι φιλελεύθεροι κατανοούν τις διαφωνίες που υπάρχουν μέσα στη κοινωνία και με τι τρόπο θεωρούν ότι μπορούν να επιλυθούν. Εάν η οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στην αγορά σε μερικά μονοπώλια και η πολιτική δύναμη του κράτους σε τύραννους και δικτάτορες, τότε οι συγκρούσεις επιλύονται σε βάρος κάποιων και με ελλείμματα ελευθερίας. Η συγκέντρωση της δύναμης παράγει δηλαδή ανισότητα και αδικία. Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι με διαχυμένη τη δύναμη στην αγορά και στο κράτος και με εξασφαλισμένα δικαιώματα και ελευθερίες, οι συγκρούσεις μπορούν να επιλυθούν με ειρηνικές διαδικασίες. Οι φιλελεύθεροι είναι αισιόδοξοι για την ανθρώπινη φύση όσο η δύναμη διαχέεται στην αγορά και την κοινωνία, έτσι ώστε η διαφθορά να περιορίζεται.

4. Φιλελευθερισμός και Οικονομική Ορθοδοξία


48

Οι φιλελεύθερες θεωρίες της Οικονομικής πηγάζουν από ένα κοινό σύνολο αξιών. Ο όρος φιλελεύθερος αναφέρεται ως πίστη στον ατομικισμό, την ελεύθερη αγορά, την ατομική ιδιοκτησία. Η φιλελεύθερη οικονομική θεωρία είναι προσηλωμένη στην ελευθερία των αγορών και την ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού, αν και η έκταση που δίνεται στο ένα ή το άλλο μπορεί να διαφέρει.

Πιο

συγκεκριμένα,

η

φιλελεύθερη

αντίληψη

στην

Πολιτική

Οικονομία

ενσωματώνεται στον κλάδο της οικονομικής όπως αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ και τη Δ. Ευρώπη. Οι φιλελεύθεροι στοχαστές συμμερίζονται ένα συνεκτικό σύνολο παραδοχών και πεποιθήσεων γύρω από τη φύση των ανθρωπίνων όντων, της κοινωνίας και των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ο φιλελευθερισμός παίρνει πολλές μορφές –κλασικός, νεοκλασικός, μονεταριστικός, αυστριακός, θεωρία ορθολογικών προσδοκιών, ακόμη και η θεωρία του Keynes θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στη φιλελεύθερη παράδοση. Οι παραλλαγές αυτές κυμαίνονται από εκείνες που δίνουν το προβάδισμα στην ισότητα και τείνουν προς την κοινωνική δημοκρατία και το κρατικό παρεμβατισμό για την επίτευξη αυτού του σκοπού, μέχρι εκείνες που δίνουν έμφαση στην ελευθερία και το μη παρεμβατισμό σε βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όλες οι μορφές του οικονομικού φιλελευθερισμού πιστεύουν ωστόσο ότι η αγορά και ο μηχανισμός των τιμών είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την οργάνωση των εγχώριων και διεθνών οικονομικών σχέσεων. Ο φιλελευθερισμός μπορεί έτσι να οριστεί ως ένα δόγμα και σύνολο αρχών για την οργάνωση και διεύθυνση μιας οικονομίας της αγοράς, ώστε να πετύχει τη μέγιστη αποδοτικότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την ατομική ευημερία.


49

Πιο συγκεκριμένα τα βασικά προσδιοριστικά χαρακτηριστικά του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι τα εξής:

Υποθέτει ότι ο θεσμός της αγοράς εμφανίζεται αυτόματα για να ικανοποιήσει ανθρώπινες ανάγκες και ότι, από τι στιγμή που θα συγκροτηθεί, η λειτουργία της είναι σύμφωνη με την εσωτερική λογική της.

Τα ανθρώπινα όντα είναι από τη φύση τους οικονομικά όντα, και επομένως οι αγορές εξελίσσονται φυσιολογικά χωρίς κεντρική διάθεση. Η λογική βάση του συστήματος της αγοράς είναι ότι αυξάνει την οικονομική αποδοτικότητα, μεγιστοποιεί την οικονομική ανάπτυξη και προάγει την οικονομική ευημερία. Αν και οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα αυξάνει επίσης την ισχύ και την ασφάλεια ενός

κράτους,

υποστηρίζουν

ότι

πρωταρχικός

σκοπός

της

οικονομικής

δραστηριότητας είναι το όφελος των ατομικών καταναλωτών. Η γραμμή υπεράσπισης της ελευθερίας του εμπορίου και των ανοικτών αγορών είναι ότι αυξάνουν την ποικιλία των αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα στους καταναλωτές.

Η ορθολογικά συμπεριφορά του ατομικού καταναλωτή, της ατομικής επιχείρησης και του νοικοκυριού αποτελούν τη βάση της οικονομίας. Υπάρχει τέλεια πληροφόρηση. Η οικονομική επιστήμη είναι η εμπειρική επιστήμη της μεγιστοποιητικής συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά θεωρείται ότι προσδιορίζεται από ένα σύνολο νόμων που είναι απρόσωποι και πολιτικά ουδέτεροι. Επομένως η Οικονομική και η Πολιτική πρέπει να διαχωριστούν σε δύο ξεχωριστές σφαίρες.


50

Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και η ελευθερία της αγοράς δημιουργούν μια πανίσχυρη τάση προς την ισορροπία και την εγγενή σταθερότητα, τουλάχιστον στη μακροχρόνια περίοδο. Η έννοια αυτής της ισορροπίας που λειτουργεί αυτόματα και αυτο-διορθώνεται και η οποία επιτυγχάνεται με τη δημιουργία ενός ισοζυγίου δυνάμεων σε ένα ορθολογικό κόσμο είναι κρίσιμη για την πίστη του οικονομολόγου στη λειτουργία των αγορών και στους νόμους που πιστεύει ότι τη διέπουν.

Μία κρίσιμη υπόθεση και παραδοχή είναι ότι στο υπόβαθρο του ανταγωνισμού παραγωγών και καταναλωτών στην αγορά βρίσκεται μια βασική μακροχρόνια αρμονία συμφερόντων – μια αρμονία που υπερβαίνει κάθε προσωρινή σύγκρουση συμφερόντων. Η προσπάθεια του ατόμου στην αγορά να προάγει το δικό του συμφέρον αυξάνει την κοινωνική ευημερία επειδή οδηγεί στη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας, με αποτέλεσμα η οικονομική πρόοδος που συντελείτε να ωφελεί πραγματικά όλους. Ο καθένας κερδίζει σύμφωνα με την οριακή του παραγωγικότητα.

Η φιλελεύθερη αντίληψη για τη λειτουργία της αγοράς και για τους νόμους της αγοράς έχει μια κανονιστική βάση, με την έννοια ότι περιγράφει πως πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία και πως πρέπει να συμπεριφέροντε οι άνθρωποι αν θέλουν να μεγιστοποιήσουν την αύξηση του πλούτου. Τόσο οι άνθρωποι όσο και οι κοινωνίες μπορούν να παραβιάζουν τους νόμους αυτούς, αλλά η επιλογή τους αυτή έχει αρνητική επίπτωση στην παραγωγική αποδοτικότητα. Σήμερα η κανονιστική αυτή δέσμευση στη αγορά έχει εξαπλωθεί από την κοιτίδα της στο δυτικό πολιτισμό για να αγκαλιάσει μεγάλο μέρος του πλανήτη, μέσω των φιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις ως αποτέλεσμα δικών τους επιλογών ή ως αποτέλεσμα πιέσεων από ισχυρές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς.


51

5. Η Φιλελεύθερη άποψη για τις Διεθνείς Σχέσεις

Η φιλελεύθερη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση αποτελεί τη βάση ανάλυσης και των διεθνών υποθέσεων. Οι φιλελεύθεροι τείνουν να επικεντρώνονται στο πεδίο όπου τα εθνικά κράτη δείχνουν το συνεργάσιμο, ειρηνικό και δημιουργικό χαρακτήρα τους διαμέσου ενός αρμονικού ανταγωνισμού. Το διεθνές εμπόριο κατανοείται ότι επιφέρει αμοιβαία πλεονεκτήματα, ενώ δεν προκαλεί κανενός είδους βίαιο ανταγωνισμό για την απόκτηση πλούτου και δύναμης. Ό,τι ισχύει για τα άτομα, ισχύει και για τα κράτη στη φιλελεύθερη προσέγγιση.

Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί γενικά είναι αντίθετοι με τους περισσότερους κρατικούς περιορισμούς στο ελεύθερο, διεθνές εμπόριο. Οι δασμοί πού οι μερκαντιλιστές έβλεπαν ως εργαλείο συγκέντρωσης δύναμης και πλούτου ήταν καταδικαστέοι από τον Smith. Ο David Ricardo (1772-1823) ακολούθησε τον Smith και ουσιαστικά υιοθέτησε τη φιλελεύθερη αντίληψη για τις διεθνείς υποθέσεις. Ο φιλελευθερισμός του Ricardo εκφράστηκε κυρίως με τη διαφωνία του ενάντια στο νόμο των σιτηρών (βλέπε παρακάτω) που περιόριζε το εμπόριο αγροτικών προϊόντων ανάμεσα στην Αγγλία και στις άλλες χώρες.

Η βασική ιδέα στην προσέγγιση του Ricardo ήταν ότι κάτω από ένα σύστημα τελείως ελεύθερου εμπορίου, κάθε χώρα θα εξειδικεύσει το διαθέσιμο κεφάλαιο και την εργασία της στις δραστηριότητες εκείνες που είναι περισσότερο κερδοφόρες για αυτήν. Η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος και πλεονεκτήματος στην αγορά επιθυμητά συνδέεται με το γενικό καλό. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και με την


52

αποτελεσματικότερη χρήση των διαθέσιμων φυσικών πόρων, κάθε χώρα επίσης διανέμει τη διαθέσιμη εργασία της αποτελεσματικά. Με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής διαχέεται το γενικό καλό και συνδέει, με ένα δίκτυο κοινού συμφέροντος και αλληλεπίδρασης, την παγκόσμια κοινωνία των εθνών του πολιτισμένου κόσμου.

Αν αναλύσουμε προσεκτικά τις ιδέες του Ricardo θα δούμε ότι έφεραν κάποια νέα στοιχεία στη φιλελεύθερη προσέγγιση. Το ελεύθερο εμπόριο βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των εθνικών οικονομιών, και η αποτελεσματικότητα είναι μια από τις βασικές αξίες της θεώρησης αυτής μαζί με την ελευθερία. Η ατομική επιτυχία συνδέεται με το γενικό καλό, δεν υπάρχουν συγκρούσεις και αντιθέσεις μεταξύ ανθρώπων και κρατών. Το ελεύθερο, διεθνές εμπόριο ωφελεί τη βιομηχανική ανάπτυξη, ενθαρρύνει την καινοτομία και προκαλεί ένα γενικό όφελος με την αύξηση της παραγωγής.

Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι το εμπόριο και οι οικονομικές συναλλαγές είναι πηγή ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των εθνών, γιατί τα αμοιβαία οφέλη του εμπορίου και η διευρυμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ των εθνικών οικονομιών τείνουν να ενισχύουν τις σχέσεις συνεργασίας. Αν αξιολογήσουμε την ιδέα ότι ο φιλελευθερισμός δένει τις χώρες του κόσμου μεταξύ τους με ένα κοινό δίκτυο συμφερόντων και επικοινωνίας μέσα στο αναλυτικό πλαίσιο που αναπτύξαμε στην εισαγωγή θα λέγαμε ότι, οι ατομικές δραστηριότητες στη σφαίρα της παραγωγής, της χρηματοδότησης και της γνώσης δημιουργούν τόσο ισχυρούς δεσμούς αμοιβαίων πλεονεκτημάτων μεταξύ των χωρών όπου το ζήτημα της ασφάλειας είναι περίπου αδιάφορο στη φιλελεύθερη προσέγγιση, ή καλύτερα αφήνεται και αυτό στο «αόρατο χέρι» της παγκόσμιας


53

αγοράς. Οι χώρες γίνονται μέρη μιας παγκόσμιας κοινωνίας, ενωμένες όχι διαφοροποιημένες από τα εθνικά τους συμφέροντα. Αυτή η άποψη χαρακτηρίζει τη φιλελεύθερη προσέγγιση τόσο στο πεδίο της πολιτικής όσο και της οικονομίας. Πως θα μπορούσε η άποψη αυτή να εκφραστεί σε όρους παγκόσμιας διακυβέρνησης; Οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ) και τα Ηνωμένα Έθνη στα βαθμό που παρέχουν οικονομική ελευθερία στις παγκόσμιες αγορές και ένα δημοκρατικό, διεθνές, σύστημα διακυβέρνησης, προσφέρουν ένα περιβάλλον διεθνούς ειρήνης και ευημερίας. Η τελευταία θέση αποτελεί σήμερα τη φιλελεύθερη αντίληψη της παγκοσμιοποίησης.

6. Ο Βρετανικός Νόμος των Σιτηρών

Το Βρετανικό Κοινοβούλιο αποφάσισε να ενεργοποιήσει το Νόμο περί Σιτηρών το 1815. Ο Νόμος περί σιτηρών ήταν ένα σύστημα δασμών και περιορισμών όπου στόχευαν στον περιορισμό των εισαγωγών προϊόντων διατροφής στη Μεγάλη Βρετανία. Η αντιπαράθεση γύρω από το νόμο αυτό, που κράτησε μέχρι την κατάργηση του το 1846, είναι ένα κλασικό παράδειγμα ΔΠΟΙ όσον αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και στο μερκαντιλισμό, ανάμεσα στο κράτος και την αγορά.

Γιατί η Βρετανία επιδίωκε τον περιορισμό των εισαγωγών από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες; Το επίσημο επιχείρημα ήταν ότι η Βρετανία ήθελε να είναι αυτάρκης στη διατροφή της, και ο νόμος των Σιτηρών ήταν ένας τρόπος που βεβαίωνε ότι δεν θα γίνει εξαρτημένη από αβέβαιη, ξένη, προσφορά σιτηρών. Το επιχείρημα αυτό


54

αντανακλούσε σε κάποιο βαθμό την κατάσταση της εποχής αυτής, αφού η πολεμική διαμάχη με τον Ναπολέοντα δημιουργούσε κλίμα ανασφάλειας στους Βρετανούς.

Υπήρχαν ωστόσο και άλλες αιτίες για την επιβολή του νόμου αυτού. Το κοινοβούλιο την εποχή εκείνη εκλεγόταν με ένα συγκεκριμένο, αντιδημοκρατικό τρόπο. Το δικαίωμα ψήφου δεν ήταν καθολικό, και τα μέλη του κοινοβουλίου εκλέγονταν βάση των εκτάσεων γης που κατείχαν και όχι βάσει της κατανομής του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, το κοινοβούλιο αντιπροσώπευε τα μεγάλα αγροτικά συμφέροντα και τους ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι ήταν σημαντική πηγή δύναμης και πλούτου το 17ο και 18ο αιώνα. Οι διευρυνόμενες βιομηχανικές πόλεις και τα ανερχόμενα βιομηχανικά συμφέροντα δεν αντιπροσωπεύονταν στο κοινοβούλιο, στο βαθμό που θα αντιστοιχούσε στην κοινωνική και οικονομική τους παρουσία.

Συνεπώς, ο νόμος των σιτηρών ήταν προς όφελος των μελών του κοινοβουλίου και των συμμάχων τους. Ήταν ωστόσο καταστροφικός για τα βιομηχανικά συμφέροντα. Πρώτον, γιατί πιέζοντας τις τιμές των σιτηρών προς τα πάνω, ο νόμος των σιτηρών έμμεσα πίεζε για αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων στη βιομηχανία, που αύξαναν το κόστος παραγωγής και μείωναν τα βιομηχανικά κέρδη. Δεύτερον, μειώνοντας τις βρετανικές εισαγωγές περιόριζε επίσης τις βρετανικές βιομηχανικές εξαγωγές προς τις χώρες που επιβάλλονταν οι περιορισμοί. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπολόγιζαν στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς τη Βρετανία για να χρηματοδοτήσουν τις εισαγωγές βιομηχανικών ειδών από τη Βρετανία.

Οι βιομήχανοι ήταν λοιπόν λογικό και αναμενόμενο να υιοθετήσουν τη φιλελεύθερη προσέγγιση της ΔΠΟΙ (αφού αυτή ήταν που εξυπηρετούσε το συμφέρον τους). Ήταν


55

κατά του νόμου των σιτηρών, αλλά δεν είχαν την πολιτική δύναμη να τον καταργήσουν. Το 1832 κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν το σύστημα της εκλογής μελών στο κοινοβούλιο, εξέλιξη που μείωσε τη παρουσία και δύναμη των γαιοκτημόνων και αύξησε τη δύναμη της ανερχόμενης βιομηχανικής τάξης. Η μεταρρύθμιση τελικά κατέληξε στην κατάργηση του νόμου των σιτηρών το 1846, εξέλιξη με σημαντικές συνέπειες σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η κατάργηση του νόμου των σιτηρών ήταν μια νίκη του φιλελευθερισμού απέναντι στον κλασικό μερκαντιλισμό, αλλά και μια νίκη των μαζών στην φεουδαρχική ολιγαρχία. Η κατάργηση του νόμου ανέκαμψε τη Βρετανική Οικονομία. Φτηνά προϊόντα διατροφής και η αύξηση των εξαγωγών προκάλεσαν την επιτάχυνση της μεγέθυνσης της οικονομίας.

Ο νόμος των σιτηρών απεικονίζει τη δυναμική αλληλεπίδραση κράτους και αγοράς. Αλλαγές στη δομή της παραγωγής και του πλούτου οδήγησαν σε αλλαγές στη διανομή της κρατικής δύναμης. Η εξέλιξη έγινε σε βάθος χρόνου. Το ιστορικό αυτό παράδειγμα μας προσφέρει πολύτιμη πληροφόρηση για να κατανοήσουμε πλευρές της σχέσης κράτους και αγορών σήμερα, της ιδεολογικής σύγκρουσης του φιλελευθερισμού με τον μερκαντιλισμό και τις ριζοσπαστικές θεωρίες που θα εξετάσουμε παρακάτω.

7. Jοhn Stuart Mill και η Εξέλιξη της Φιλελευθερισμού


56

Η εξέλιξη της φιλελεύθερης αντίληψης συνεχίστηκε καθώς η δυναμική σχέση κράτους και αγοράς μεταβλήθηκε. Σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των φιλελεύθερων ιδεών είχε ο J.S. Mill. Ο Mill κληρονόμησε τις φιλελεύθερες ιδέες από τον πατέρα του, τον James Mill. Ο υιός Mill κατανοούσε το φιλελευθερισμό ως μια μεταρρυθμιστική, αλλά ταυτόχρονα καταστροφική δύναμη που αδυνατούσε τη κεντρική εξουσία και το κράτος, ενώ ανέπτυσσε την ατομική ελευθερία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ο Mill ήθελε ωστόσο να αναπτύξει μια φιλοσοφία της κοινωνικής προόδου, δηλαδή κάτι παραπάνω από μια θεωρία της συσσώρευσης πλούτου. Στην προσπάθεια του αυτή, κατάληξε στην πρόταση ότι το κράτος θα πρέπει να προχωρεί σε περιορισμένη και επιλεκτική δράση, έτσι ώστε να συμπληρώνει την αγορά, να διορθώνει τις αποτυχίες της αγοράς και τις αδυναμίες της και να συμβάλλει στην κοινωνική πρόοδο.

Ο Mill πίστευε ότι το Κράτος πρέπει να ασκεί πολιτική ‘laissez-faire’ στις περισσότερες περιπτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά όχι σε όλες. Συμβούλεψε ανάληψη κρατικής δραστηριότητας στην εκπαίδευση, στη βοήθεια προς τους φτωχούς και γενικά οπουδήποτε η ατομική δραστηριότητα είναι ανεπαρκής να προάγει την κοινωνική ευημερία. Ο Mill υποστήριξε τη μείωση του κράτους στο βαθμό που είναι απαραίτητη για λογική, οικονομική αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα δεν ήταν υπέρ μιας πολιτικής δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά υπέρ μιας πολιτικής χορήγησης υποτροφιών σε φτωχούς γονείς για να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Ήθελε το μεγαλύτερο μέρος της υπηρεσιών της εκπαίδευσης να προσφέρεται από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά με παράλληλη ύπαρξη και μερικών ‘πρότυπων΄ δημόσιων σχολείων.


57

Ο Mill έβλεπε τις ανισότητες της αγοράς και επιθυμούσε την κρατική παρέμβαση. Τα ερωτήματα που δεν κατάφερε ωστόσο να δώσει αξιόπιστες απαντήσεις, ήταν ερωτήματα σχετικά με το που, πότε και πόσο κρατική παρέμβαση. Πότε το ορατό χέρι του κράτους αιτιολογείται ως αντικαταστάτης του αόρατου χεριού της αγοράς; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν ακόμη και σήμερα την τρέχουσα συζήτηση στο πλαίσιο της Πολιτικής Οικονομίας.

Πολλοί φιλελεύθεροι σήμερα πιστεύουν ότι το κράτος έχει κάποιο ρόλο να παίξει στη διανομή του εισοδήματος, αν και υπάρχει διαφωνία για το μέγεθος της παρέμβασης. Άλλοι βλέπουν θετικά τη κρατική παρέμβαση σε τομείς όπως η προστασία του περιβάλλοντος, τη προσφορά υπηρεσιών παιδείας, τη δημιουργία υποδομών, την έρευνα κλπ. Ο βαθμός της παρέμβασης εξακολουθεί ωστόσο να δημιουργεί διχογνωμίες ακόμη και ανάμεσα στους οπαδούς του φιλελευθερισμού.

8. Ο Πόλεμος, η Ύφεση και ο Keynes

Ο Keynes δεν συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της ΔΠΟΙ. Η Κεϊνσιανή θεωρία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υποσύνολο της φιλελεύθερης παράδοσης. Βέβαια πολλοί φιλελεύθεροι δεν θα συμπεριλάμβαναν τον Keynes στην παράδοση τους. Η πολιτική οικονομία του Keynes συνδέει το κράτος και την αγορά κατά ένα τρόπο όπου η ανάλυση είναι στο πνεύμα του αόρατου χεριού του Smith, αλλά με ρόλο για δημιουργική και σταθεροποιητική παρέμβαση από το κράτος.

Η Πολιτική Οικονομία του Keynes διαμορφώθηκε από την επίδραση τριών βασικών εξελίξεων. Του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, την άνοδο του Μαρξισμού-Λενινισμού στη


58

Σοβιετική Ένωση και την παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930. Από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ο Keynes έμαθε τις αρνητικές συνέπειες από ένα απεριόριστο σε εφαρμογή μερκαντιλισμό. Ο πόλεμος και οι αποσταθεροποιητικές του συνέπειες ήταν κατά την άποψή του συνέπειες του εθνικισμού και της απληστίας. Τα κράτη μπορούν να πάνε πολύ μακριά στο όνομα του εθνικού συμφέροντος.

Οι εμπειρίες από τη κοινωνική, οικονομική και πολιτική οργάνωση της Σοβιετικής Ένωσης τον αποθάρρυναν να υιοθετήσει στοιχεία του μαρξισμού. Θεωρούσε το λενινισμό θρησκεία και όχι μια θεωρία της πολιτικής οικονομίας. Το Σοβιετικό καθεστώς ήταν καταπιεστικό, και απαγορευτικό για τα ατομικά δικαιώματα.

Η απόρριψη του μερκαντιλισμού και του Μαρξισμού από τον Keynes θα τον εμφάνιζε φυσιολογικά ως οπαδό του φιλελευθερισμού. Αλλά ο Keynes ήταν επίσης κριτικός απέναντι στον φιλελευθερισμό και την μυθοποίηση της αγοράς. Η στάση του αυτή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αντίδραση στη γενική κρίση της δεκαετίας του 1930, που για αυτόν ήταν απόδειξη ότι το αόρατο χέρι μερικές φορές κάνει λάθη καταστροφικά.

Για τον Keynes τα άτομα και οι αγορές λαμβάνουν λάθος αποφάσεις όταν καλούνται να λειτουργήσουν υπό καθεστώς αβεβαιότητας και δεν υπάρχει τρόπος να μοιράσεις το ρίσκο ή να συνδυάσεις χαοτικές ενέργειες. Για τον Keynes ήταν πιθανό τα άτομα να συμπεριφέρονται ορθολογικά με στόχο το ατομικό τους όφελος, το ατομικό τους οικονομικό συμφέρον, αλλά σε συλλογικό επίπεδο να επικρατεί ανορθολογισμός και καταστροφή, δηλ. πλήρης αποτυχία του αόρατου χεριού.


59

Η διαχείριση της άγνοιας, του ρίσκου και της αβεβαιότητας δεν μπορεί να γίνει εύκολα σε ατομικό επίπεδο. Είναι αναγκαία η παρέμβαση του κράτους, η διαχείριση τους σε κοινωνικό επίπεδο. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το παράδοξο της φειδούς. Υποθέτουμε ότι κάποιος ανησυχεί για την πιθανότητα να μείνει άνεργος. Μια ορθολογική, ατομική διαχείριση της αβεβαιότητας που νιώθει ένα άτομο για το μέλλον της απασχόλησης του, θα ήταν να μειώσει τις δαπάνες του και να αυξήσει τις αποταμιεύσεις του. Αυτό είναι σωστό για το κάθε άτομο χωριστά, αλλά ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα για την οικονομία αν όλοι έκαναν το ίδιο; Θα μειωνόταν η συνολική δαπάνη, η παραγωγή, η απασχόληση και το εισόδημα. Η ύφεση και η ανεργία που όλοι φοβόντουσαν θα πραγματοποιούταν, με βασική αιτία την ορθολογική κατά τα άλλα αντίδραση του καθενός στην αβεβαιότητα και στην ανασφάλεια. Και βέβαια, όπως ο καθένας χωριστά δεν προκάλεσε την ύφεση έτσι και δεν μπορεί να προκαλέσει την οικονομική άνθιση. Μόνο συλλογική δράση –μέσω του κράτουςμπορεί να κάνει τη διαφορά. Ο Keynes ισχυρίστηκε ότι το κράτος θα πρέπει να δαπανήσει και να επενδύσει όταν τα άτομα δεν το κάνουν για να αντισταθμίσει το συλλογικό τους ανορθολογισμό.

Με άλλα λόγια ο Keynes πίστευε ότι το Κράτος θα μπορούσε και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του για να βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς, αλλά όχι διαμέσω επιθετικών, εθνικιστικών, μερκαντιλιστικών πολιτικών, ούτε μέσω του κομμουνισμού. Ο Keynes ήταν ως ένα βαθμό φιλελεύθερος, πίστευε στην αγορά, αλλά έβλεπε το ρόλο του κράτους θετικά, ειδικά όπου οι ορθολογικές επιλογές των ατόμων προκαλούσαν ανορθολογικά συλλογικά αποτελέσματα.


60

Η προσέγγιση του Keynes στη ΔΠΟΙ εστιάζει στα αδύνατα και στα δυνατά σημεία της αγοράς και του κράτους. Συμβούλεψε υπέρ της ελευθερίας των αγορών σε πολλά επίπεδα, κυρίως στο διεθνές εμπόριο, αλλά και υπέρ της κρατικής παρέμβασης η οποία και θα μπορούσε να διαχειριστεί τα προβλήματα της ανεργίας και του πληθωρισμού. Αμφισβήτησε επίσης τον ορθολογισμό των ατόμων, εκτιμώντας ότι η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 ήταν μια επίπτωση του «ζωώδους ενστίκτου» (animal spirit). Η προσέγγιση του Keynes στη ΔΠΟΙ ήταν λοιπόν κάπως ιδιαίτερη. Ήταν φιλελεύθερη στο διεθνές επίπεδο, στο διεθνές εμπόριο, και κρατικά παρεμβατική σε εθνικό επίπεδο αφού μόνο μέσω του κράτους θα μπορούσαν να ξεπεραστούν τα προβλήματα του ρίσκου, της αβεβαιότητας και της άγνοιας. Οι ιδέες του Keynes διαμόρφωσαν πολλούς από τους σημερινούς θεσμούς, από το σύστημα του διεθνούς εμπορίου μέχρι τα προγράμματα για την ασφάλιση της ανεργίας, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.

Αυτό έγινε μέσω του τελικού σχεδιασμού του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods, στις διαπραγματεύσεις του οποίου ο Keynes έλαβε μέρος. Το Bretton Woods ήταν ένα διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα συμφωνιών και θεσμών. Μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου οι αρχηγοί των κρατών της δυτικής συμμαχίας συναντήθηκαν αναζητώντας τις παγκόσμιες δομές που θα άλλαζαν τη ροή της ιστορίας από το επικίνδυνο τρίγωνο πόλεμος-ύφεση-πόλεμος.

Το σύστημα του Bretton Woods έχει ονομαστεί και ως Κεϊνσιανός συμβιβασμός, ή σύστημα περιορισμένου φιλελευθερισμού. Το σύστημα αυτό δημιούργησε ένα καθεστώς ελεύθερου διεθνούς εμπορίου, μέσα στο οποίο τα εθνικά κράτη μπορούσαν να ασκήσουν πολιτικές διαχείρισης του πληθωρισμού, της ανεργίας και της


61

οικονομικής μεγέθυνσης. Για να καταστεί αυτό εφικτό, ο Keynes θεωρούσε απαραίτητο την επιβολή περιορισμών στην κίνηση του κεφαλαίου, ώστε να αυξηθεί η μακροοικονομική ανεξαρτησία των κρατών και να είναι αποτελεσματική η άσκηση μακροοικονομικών πολιτικών. Ήταν δηλαδή το διεθνές νομισματικό σύστημα Bretton Woods κάτι σαν συμβιβασμός ανάμεσα στη κράτος και την αγορά.

Το Διεθνές σύστημα του Bretton Woods αποτέλεσε μια θεμελιακή αλλαγή στο φιλελευθερισμό. Οι ιδέες του Keynes και η δομή του Bretton Woods μετέβαλαν το φιλελεύθερο πλαίσιο ανάλυσης της ΔΠΟΙ, το οποίο δεν αντιμετώπιζε το κράτος σε αντίθεση με την αγορά. Οι φιλελεύθεροι αναζητούσαν το σωστό βαθμό και την έκταση του κρατικού παρεμβατισμού μέσα σε ένα σύστημα ανοικτών αγορών εμπορίου. Η διαφορά μεταξύ μερκαντιλισμού και παρεμβατισμού αν και ορατή γενικά, έγινε δυσδιάκριτη στην πρακτική των πολιτικών πολλών χωρών.

9. Συντηρητισμός: η Αναζωπύρωση του Κλασικού Φιλελευθερισμού

Ο Κεϊνσιανός συμβιβασμός κράτους και αγοράς κυριάρχησε στη ΔΠΟΙ μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και του 1970. Σε μερικές βέβαια χώρες κυριάρχησε περισσότερο η αγορά, ενώ σε άλλες δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην κρατική παρέμβαση (Σουηδία). Γενικά, στις βιομηχανικές χώρες το κράτος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην σταθεροποίηση της οικονομίας της αγοράς, μέσα στα πλαίσια της φιλελεύθερης δομής του διεθνούς οικονομικού συστήματος του Bretton Woods.

Την περίοδο αυτή ο όρος φιλελεύθερος ταυτίστηκε περισσότερο με την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, σε αντίθεση με την απόλυτη πίστη στην αγορά που ήταν


62

το στοιχείο του κλασικού φιλελευθερισμού, ο οποίος ταυτίστηκε με τον όρο συντηρητισμός. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι σύγχρονες συντηρητικές αντιλήψεις και ιδέες αντανακλούν αυτές του κλασικού φιλελευθερισμού του Α. Smith.

Ο αυξανόμενος ρόλος του κράτους στις σοσιαλιστικές χώρες αλλά και στις ‘φιλελεύθερες’

βιομηχανικές

χώρες

αποτέλεσε

παράγοντα

διέγερσης

και

αναζωπύρωσης των κλασικών φιλελεύθερων ιδεών. Δύο προσωπικότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα αυτό. Ο Αυστριακός F.A. Hayek (1899-1992) και ο Αμερικανός M. Friedman (1912-) οικονομολόγοι και κάτοχοι του Νόμπελ στα οικονομικά. Αυτοί ανανέωσαν το κάλεσμα του Smith για laissez – faire σε ένα κόσμο όπου οι στόχοι της κρατικής παρέμβασης ήταν διαφορετικοί, αλλά πολλές από τις μεθόδους (φορολογία, ρύθμιση, κλπ.) παρέμεναν ίδιες.

Το πιο σημαντικό έργο του Hayek είναι το The Road to Serfdom (1944) όπου υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός και η αυξανόμενη κρατική παρέμβαση αποτελούν βασικές απειλές στην ατομική ελευθερία. Η αναζήτηση μιας μικρής οικονομικής ασφάλειας μέσω της κρατικής παρέμβασης οδηγεί σταδιακά σε μεγαλύτερη ζήτηση και σωρευτικά στη γιγάντωση του κράτους και στο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας. Ο Hayek κατέληγε στην πρόταση ότι ο μόνος δρόμος για να έχουμε ασφάλεια και ελευθερία είναι να περιορίσουμε το ρόλο του κράτους και να αντλήσουμε ασφάλεια από τις ευκαιρίες που η αγορά προσφέρει στα άτομα.

Ο Friedman συνέχισε στο δρόμο του Hayek στο βιβλίο του Capitalism and Freedom (1962), όπου και αντέδρασε στις πολιτικές του προέδρου Κένεντι υπέρ της κρατικής


63

παρέμβασης. Ο Friedman ήταν κατά της διόγκωσης του κράτους,. Η απειλή για την ελευθερία είναι η συγκέντρωση δύναμης σε πολιτικά χέρια.

Ο Friedman επιστρέφει πίσω στον Α.Smith και τον κλασικό φιλελευθερισμό. Ένα κράτος που αφαιρεί την ελευθερία από τους πολίτες μέσω Κεϊνσιανών πρακτικών δεν είναι καλύτερο από αυτό που αφαιρεί την ελευθερία με μερκαντιλιστικές πολιτικές ασφάλειας. Η δύναμη συγκεντρώνεται στα κράτη, και η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία είναι η συγκέντρωση δύναμης. Ένας καπιταλισμός ανταγωνιστικών αγορών διαχέει τη δύναμη και προστατεύει την ελευθερία. Στο βιβλίο του Καπιταλισμός και Ελευθερία ο Friedman υπογραμμίζει την κλασική φιλελεύθερη άποψη ότι η αγορά προασπίζεται και προστατεύει την ελευθερία.

Καθώς ο Κεϊνσιανός συμβιβασμός κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, οι κλασικές φιλελεύθερες ιδέες των Hayek και Friedman αύξησαν τη δύναμή τους και κυριάρχησαν. Οι δυνάμεις αυτές έφτασαν στο απόγειο της κυριαρχίας τους στη δεκαετία του 1990 καθώς ο κλασικός φιλελευθερισμός έγινε η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία.

10. Ρήγκαν, Θάτσερ και οι Νεοσυντηρητικοί

Στη δεκαετία του 1980 η κλασική φιλελεύθερη προσέγγιση της ΔΠΟΙ αύξησε σημαντικά την επιρροή της μέσω ενός κινήματος που συχνά ονομάζεται νεοσυντηρητισμός ή νεοφιλελευθερισμός. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες στην εφαρμογή


64

των ιδεών αυτών ήταν η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναντλ Ρήγκαν. Και οι δύο άσκησαν και πρότειναν πολιτικές ελεύθερης αγοράς στις χώρες τους και διεθνώς, και περιορισμό της κρατικής παρέμβασης σε όλους τους τομείς, με εξαίρεση την ασφάλεια, όπου μια ισχυρή αντικομουνιστική θέση κυριαρχούσε. Οι θέσεις και πολιτικές αυτές σχετιζόταν περισσότερο με τις ιδέες των Smith, Hayek και Friedman, παρά με εκείνες του Keynes.

Οι νεοσυντηρητικές πολιτικές των Ρήγκαν και Θάτσερ ήταν σχεδιασμένες με άμεσο στόχο τη μείωση του κρατικού ελέγχου σε ιδιωτικές δραστηριότητες. Στις ΗΠΑ οι πολιτικές αυτές εκφράστηκαν με μειώσεις φόρων (από 70% στο 30%) κυρίως στα υψηλά εισοδήματα και απορρύθμιση των αγορών. Η απορρύθμιση στη Βρετανία πήρε τη μορφή μιας δραματικής μείωσης της κρατικής ιδιοκτησίας (ιδιωτικοποιήσεις) σε κρατικές επιχειρήσεις και περιουσία. Βασικός στόχος η μείωση του μεγέθους του κράτους και της επίδρασης του στις ιδιωτικές αποφάσεις.

Η ιδεολογική επιτυχία των κλασικών αυτών φιλελεύθερων ιδεών στη Βρετανία και στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Α. Ευρώπη οδήγησε σε μια δραματική ανανέωση των φιλελεύθερων πολιτικών σε όλο τον κόσμο. Η απορρύθμιση των αγορών και οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν οι πιο διαδεδομένες πολιτικές στη δεκαετία του 1990, στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία, την Αφρική. Η νεοσυντηρητική προσέγγιση της ΔΠΟΙ παραμένει και σήμερα πολύ ισχυρή σε πολιτικούς και διαμορφωτές πολιτικής. Συμβουλεύει για μείωση του μεγέθους και του ρόλου του κράτους, με απορρύθμιση των αγορών, με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, με μείωση φορολογίας σε επιχειρήσεις και


65

άτομα. Σε ένα σημαντικό βαθμό, η συντηρητική επανάσταση του κλασικού φιλελευθερισμού συνεχίζεται σήμερα, αν και τα προβλήματα του ισοζυγίου δύναμης μεταξύ κράτους και αγοράς εξακολουθούν να διχάζουν.

11. Η Φιλελεύθερη άποψη για την ηγεμονία

Η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας αποτελεί μια από τις κατευθύνσεις ανάπτυξης της φιλελεύθερης παράδοσης, διαφορετική από την Κεϊνσιανή προσέγγιση, αλλά συγγενής με το Κεϊνσιανό πνεύμα ανάλυσης της ΔΠΟΙ. Συνδέεται επίσης στενά αλλά όχι πλήρως με τον πολιτικό ρεαλισμό. Η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας ερμηνεύει τη λειτουργία της σύγχρονης διεθνούς οικονομίας με άξονα αναφοράς τις διαδοχικές φιλελεύθερες κυρίαρχες δυνάμεις.

Σύμφωνα με τη θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας, μια ανοικτή και φιλελεύθερη οικονομία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ηγεμονικής ή κυρίαρχης δύναμης. Η θεωρία υποστηρίζει ότι οι ηγεμονικές δομές εξουσίας που κυριαρχούνται από μία μόνο χώρα, συντελούν περισσότερο στην ανάπτυξη ισχυρών διεθνών καθεστώτων που οι κανόνες τους είναι σχετικά ακριβείς και αρκετά σεβαστοί. Η ηγεμονική δύναμη είναι ικανή και πρόθυμη να εγκαθιδρύσει και να διατηρήσει τους κανόνες και τις αρχές μιας φιλελεύθερης οικονομικής τάξης, ενώ με τη μείωση της η φιλελεύθερη οικονομική τάξη εξασθενεί σημαντικά.

Η λέξη κλειδί στη θεωρία αυτή είναι ο φιλελευθερισμός, που συνδέεται με την ύπαρξη μιας διεθνούς οικονομίας η οποία βασίζεται στους κανόνες της ελεύθερης


66

αγοράς, όπως είναι η ελευθερία εισόδου και η απουσία προνομιακής μεταχείρισης. Η θεωρία δεν υποστηρίζει ότι μια διεθνής οικονομία θα ήταν αδύνατο να υπάρξει και να λειτουργήσει χωρίς την παρουσία μιας ηγεμονικής δύναμης. Η θεωρία περισσότερο υποστηρίζει την ιδέα ότι ο φιλελεύθερος τύπος της διεθνούς οικονομικής τάξης δεν μπορεί να φτάσει στην πλήρη ανάπτυξη του παρά μόνο όταν υπάρχει μια τέτοια ηγεμονική δύναμη.

Επίσης, η ύπαρξη και μόνο μιας ηγεμονικής δύναμης δεν είναι αρκετή να εξασφαλίσει την ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης διεθνούς οικονομίας. Πρέπει η ηγεμονική δύναμη να είναι αφοσιωμένη στις αξίες του φιλελευθερισμού. Ηγεμονία χωρίς φιλελεύθερη αφοσίωση στην οικονομία της αγοράς θα οδηγήσει μάλλον σε ιμπεριαλιστικά συστήματα διεθνών σχέσεων.

Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας αξιολογεί το ρόλο της αγοράς και του κράτος στην παγκόσμια οικονομία και παρατηρεί ότι οι διεθνείς αγορές

λειτουργούν καλύτερα

όταν

συγκεκριμένα

διεθνή

δημόσια

αγαθά

προσφέρονται σε επαρκείς ποσότητες. Τα δημόσια αυτά αγαθά περιλαμβάνουν το ελεύθερο εμπόριο, την ασφάλεια, την ειρήνη ή ένα ισοζύγιο δύναμης και ένα αποτελεσματικό σύστημα διεθνών πληρωμών.

Το καθένα από αυτά τα δημόσια αγαθά έχει κάποιο κόστος προσφοράς, και το καθένα συνδέεται με αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν free-rider problem. Άτομα και χώρες που δεν συνεισφέρουν στο κόστος της παραγωγής και προσφοράς τους, ωφελούνται από την κατανάλωση τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η παγκόσμια οικονομία θα εμφανίζει προβλήματα άνισου επιμερισμού του κόστους και του


67

οφέλους. Σε συγκεκριμένες περιόδους, μια χώρα κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Η χώρα αυτή βρίσκει να είναι προς όφελος της να προμηθεύει την παγκόσμια οικονομία με τα αγαθά αυτά, συνυπολογίζοντας τους ελεύθερους καβαλάρηδες. Ο ηγεμόνας ωφελείται πολύ από την μεγέθυνση και την επιτυχία της παγκόσμιας οικονομίας που επιθυμεί να αναλάβει το κόστος εφοδιασμού της παγκόσμιας οικονομίας με δημόσια αγαθά.

Η φιλελεύθερη προσέγγιση της ηγεμονικής σταθερότητας ισχυρίζεται ότι όταν μια ηγεμονική χώρα εμφανίζεται, η παγκόσμια οικονομία έχει δυναμική και τάση μεγέθυνσης και ευημερίας, καθώς τα οφέλη από το ελεύθερο εμπόριο, την ασφάλεια, την ειρήνη, τη διεθνή χρηματοδότηση κ.α. διεγείρει θετικά τις αγορές παγκοσμίως. Όταν ο ηγεμόνας αποτυγχάνει, αποδυναμώνεται, τα δημόσια αυτά αγαθά εξαφανίζονται και η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε στασιμότητα και πτώση. Στην ιστορία της ΔΠΟΙ έχουμε τρεις περιπτώσεις ηγεμονικής σταθερότητας. Η περίπτωση της Ολλανδίας το 17ο αιώνα, της Βρετανίας το 19ο και των ΗΠΑ στην, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, περίοδο.

Η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας έχει προκαλέσει σημαντική συζήτηση και πολλά ερωτήματα. Τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει ηγεμόνας; Είναι οι ΗΠΑ ακόμη ηγεμονική δύναμη; Είναι οι ΗΠΑ μια ηγεμονική δύναμη σε πτώση (όπως η Βρετανία στις αρχές του 20ου αιώνα) και ποιες οι συνέπειες; Είναι πιθανή μια ηγεμονική συμμαχία δυνάμεων, π.χ. της ΕΕ, ή των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας;

Η συζήτηση επεκτείνεται και στα κίνητρα του ηγεμόνα. Είναι ή όχι εγωιστής, προσφέρει σταθερότητα για τα δικά του ή όχι συμφέροντα, κλπ.


68

Οι φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι ο ηγεμόνας είναι το κλειδί για ένα θετικού αθροίσματος παιχνίδι. Ο ηγεμόνας προσφέρει τα δημόσια αγαθά τα οποία αυξάνουν την αποτελεσματική λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Ο φιλάνθρωπος ηγεμόνας χρηματοδοτεί το κόστος της λειτουργίας του συστήματος, ωφελείται όμως και περισσότερο. Η ευημερία του εξαρτάται από την ευημερία των άλλων. Οι φιλελεύθεροι κατανοούν σήμερα το ρόλο των ΗΠΑ μεταπολεμικά στη ΔΠΟΙ, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods και το σύστημα ασφάλειας του ΝΑΤΟ σαν παράδειγμα πεφωτισμένου ηγεμόνα στην πράξη. Το πρόβλημα με την ηγεμονία στη φιλελεύθερη προσέγγιση αρχίζει να εμφανίζεται όταν το κόστος της ηγεμονίας αυξάνεται εξασθενώντας τον πλούτο και τη δύναμη του ηγεμόνα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ασφάλεια και η ευημερία της ΔΠΟΙ απειλείται.

Η ιδέα του φιλάνθρωπου ηγεμόνα αμφισβητείται από δύο κατευθύνσεις. Οι ρεαλιστές βλέπουν την ηγεμονία σαν μέρος μιας μερκαντιλιστικής στρατηγικής διεθνούς κυριαρχίας. Οι υποστηρικτές του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος βλέπουν την ηγεμονία σαν μέρος της κυκλικής κίνησης της ιστορίας. Οι απόψεις αυτές της ηγεμονίας προσφέρουν σημαντικές αναλυτικές όψεις της ΔΠΟΙ.

Τα εθνικά κράτη οδηγούνται από τα συμφέροντα τους, σύμφωνα με τους ρεαλιστές. Η ρεαλιστική προσέγγιση κάνει συνεπώς λόγο για ιδιοτελή ηγεμόνα. Καθώς είναι το πλουσιότερο και το ισχυρότερο κράτος, ο ηγεμόνας είναι ικανός να καθορίζει τους κανόνες του παγκόσμιου παιχνιδιού των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, που ευνοούν τα συμφέροντα του έναντι των ανταγωνιστών του. Ο ηγεμόνας χρησιμοποιεί


69

συνεπώς την κυριαρχία του για να αποκτήσει πλούτο και δύναμη στο διεθνές σύστημα, κάτι που είναι η λογική επέκταση της μερκαντιλιστικής άποψης της ΔΠΟΙ. Οι πειρασμοί του εγωιστή ηγεμόνα για την απόκτηση περισσότερου πλούτου και δύναμης είναι πολλοί, σύμφωνα με τους ρεαλιστές, και η πιθανότητα η ηγεμονική χώρα να μετατραπεί σε ιμπεριαλιστική χώρα υπονομεύοντας τη ηγεμονία της είναι μεγάλη.

Οι πολιτικοί ρεαλιστές βλέπουν τις ΗΠΑ σαν κλασσικό παράδειγμα εγωιστή ηγεμόνα. Οι ΗΠΑ καθόρισαν τους όρους του παιχνιδιού μεταπολεμικά, με τρόπο που να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους. Μέσω της GATT και της ΠΟΕ, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ένα καθεστώς ελεύθερου εμπορίου. Αυτό μπορεί να ωφέλησε άλλες χώρες, αλλά πρωτίστως ωφέλησε τις ΗΠΑ αφού μεταπολεμικά είναι η βιομηχανικά ισχυρότερη χώρα και συνεπώς απόκτησε τη μερίδα του λέοντος από το ελεύθερο εμπόριο. Το ίδιο ισχύει και στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Το σύστημα του Bretton Woods έβαλε το δολάριο στο κέντρο της διεθνούς χρηματοδότησης. Αυτό δημιουργούσε υποχρεώσεις στις ΗΠΑ, αλλά προσέφερε σημαντικά οφέλη. Το μεγαλύτερο είναι ότι οι ΗΠΑ μπορούν να τρέχουν μεγάλα εξωτερικά χρέη και να πληρώνουν με απλή έκδοση χρήματος, όταν άλλα κράτη πρέπει να πληρώσουν με πραγματικούς πόρους (π.χ. Μεξικό, Αργεντινή).

Στο πεδίο της ασφάλειας επίσης ισχύει η κυριαρχία των συμφερόντων των ΗΠΑ, με τη σημερινή ισορροπία δυνάμεων στο ΝΑΤΟ. Το δίλημμα σήμερα είναι αν η κυριαρχία των ΗΠΑ βρίσκεται σε καθοδική πορεία και κινούμαστε σε μια μετάηγεμονική κατάσταση με ανερχόμενες δυνάμεις, ή ισχύει η θεωρία της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ, οπότε εισερχόμαστε σε μια νέα κατάσταση της ΔΠΟΙ.


70

Η θεωρία του σύγχρονου διεθνούς συστήματος βλέπει τη ΔΠΟΙ σαν ένα χώρο αλληλεπίδρασης του βιομηχανικού κέντρου με την αγροτική περιφέρεια. Μία πολυκεντρική περίοδος είναι εκείνη όπου υπάρχει περισσότερη ισότητα στη διανομή της δύναμης και συγκριτικό πλεονέκτημα μεταξύ των χωρών του κέντρού. Αυτό συμβαίνει σπάνια, γιατί το σύνηθες είναι να επικρατεί μια κατάσταση ανισότητας στην κατανομή της δύναμης.

Στην πιο απλή εκδοχή της προσέγγισης αυτής ο ηγεμονικός κύκλος λειτουργεί κάπως έτσι: Μια πλούσια και ισχυρή χώρα αποκτά τον έλεγχο στο βιομηχανικό κέντρο συνήθως ως αποτέλεσμα ενός παγκοσμίου πολέμου. Τελικά ο ηγεμόνας αποδυναμώνεται προκαλώντας μια περίοδο με πολλά σημαντικά κράτη του κέντρου να

σχηματίζουν

μια

ισορροπία

δυνάμεων.

Η

ισορροπία

κάποια

στιγμή

αποσταθεροποιείται, ακολουθεί πόλεμος και ένας νέος ηγεμόνας εμφανίζεται. Ο ηγεμόνας δεν είναι στη προσέγγιση αυτή ούτε φιλάνθρωπος ούτε εγωιστής, είναι απλά ένα μέρος από τη φύση των διεθνών καπιταλιστικών σχέσεων. Η μεταπολεμική ηγεμονία των ΗΠΑ ερμηνεύεται μέσα στο πλαίσιο αυτό από τη θεωρία του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.

Οι τρεις προσεγγίσεις της ηγεμονικής σταθερότητας θα μπορούσαν να ειδωθούν συμπληρωματικά.


71

Κεφάλαιο 4 Marx, Λένιν και η Διαρθρωτική Προσέγγιση

1. Εισαγωγή


72

Ο Marx αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας. Μετά το τέλος των συστημάτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, πολλοί υποστηρίζουν ότι η θεωρία του Marx είναι μια νεκρή θεωρία. Το σίγουρο είναι ότι οι ιδέες του Marx εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές σήμερα και να επηρεάζουν τη σκέψη και το προβληματισμό πολλών ανθρώπων. Θεωρίες που ενσωματώνουν τις ιδέες της ταξικής πάλης, της εκμετάλλευσης, του ιμπεριαλισμού και της τεχνολογικής αλλαγής αποτελούν σημαντικά εργαλεία της ΔΠΟΙ.

Θα προσπαθήσουμε στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού να εξετάσουμε κάποιες από τις θεωρίες, ιδέες και συλλήψεις που πηγάζουν από τη σκέψη του Marx και του Λένιν και διαμορφώνουν το σύγχρονο ρεύμα των διαρθρωτικών προσεγγίσεων στη ΔΠΟΙ.

Οι θεωρητικοί της διαρθρωτικής προσέγγισης θέτουν ερωτήματα που συνήθως οι άλλες προσεγγίσεις παραβλέπουν. Σημαντικά προβλήματα της ΔΠΟΙ δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την χρησιμοποίηση ιδεών του Marx και των σύγχρονων διαρθρωτικών προσεγγίσεων. Η ιδέα της διάρθρωσης συνεπάγεται ότι οι δομές καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Η εποχή που ο Marx ανέπτυξε την θεωρία του, ο καπιταλισμός εξελισσόταν κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Μολονότι ο Marx

έβλεπε τον καπιταλισμό ως παγκόσμια

οικονομία (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), δεν ανέπτυξε ένα συστηματικό σύνολο ιδεών για τις διεθνείς σχέσεις. Ήταν φυσιολογικό να επικεντρωθεί στην ανάλυση της ταξικής πάλης και των επιπτώσεων της στην εκμετάλλευση και στην κρίση στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Το καθήκον της ανάπτυξης μιας θεωρίας για τον


73

παγκόσμιο καπιταλισμό έπεσε στις πλάτες των επόμενων γενεών. Ο Λένιν, ανάμεσα σε άλλους θεωρητικούς του Μαρξισμού, ανέπτυξε τη θεωρία του ιμπεριαλισμού.

Στην ανάπτυξη και εξέλιξη της παράδοσης αυτής, οι διαρθρωτικές προσεγγίσεις επικεντρώνονται σε ένα σύνολο θεμάτων που σχετίζονται με τον ιμπεριαλισμό, ή διαφορετικά με τη σχέση των αναπτυσσόμενων με τις αναπτυγμένες χώρες. Δύο βασικές θεωρητικές συλλήψεις κυριαρχούν στις μελέτες αυτές. Η εξάρτηση των αναπτυσσόμενων χωρών, του λεγόμενου τρίτου και τέταρτου κόσμου από τις βιομηχανικά προηγμένες χώρες του πρώτου κόσμου, και η θεωρία του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος που επικεντρώνεται στην κατανομή της εργασίας σε διεθνές επίπεδο.

Οι οπαδοί των διαρθρωτικών προσεγγίσεων βλέπουν την παγκόσμια πολιτική οικονομία με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο συγκριτικά με τους μερκαντιλιστές και ειδικά με τους φιλελεύθερους. Το σημαντικό σε αυτούς είναι οι εθνικές και διεθνείς οικονομικές δομές, που αποτελούν την κύρια δύναμη πίσω από τη ΔΠΟΙ. Η οικονομία καθορίζει την πολιτική. Και ενώ οι μερκαντιλιστές και οι φιλελεύθεροι επικεντρώνονται στα άτομα και στα κράτη ως βασικά στοιχεία της ανάλυσης τους, οι διαρθρωτιστές επικεντρώνονται στις τάξεις και στη παγκόσμια πολιτική οικονομία, η οποία και συχνά αναφέρεται ως σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα.

Οι διαρθρωτικές προσεγγίσεις στέκονται κριτικά απέναντι στις παγκόσμιες εξελίξεις. Είναι η άποψη των αδυνάτων τάξεων και χωρών. Επικεντρώνονται στη δυναμική της ΔΠΟΙ κατανοώντας τον καπιταλισμό και τους άλλους τρόπους παραγωγής να εξελίσσονται βάσει ταξικών συγκρούσεων, της κρίσης και υπόκεινται σε συνεχή


74

μεταβολή. Πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλές από τις διαρθρωτικές προσεγγίσεις δεν συμφωνούν απόλυτα και ολοκληρωτικά με πολλές από τις ιδέες και τις πολιτικές προεκτάσεις της θεωρίας των Μαρξ και Λένιν. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητα επηρεασμένες από τις κεντρικές ιδέες και τα επιχειρήματα τους.

2. Marx Η θεωρία του Marx για την ιστορία, η ιδέα της ταξικής πάλης και η κριτική του καπιταλισμού πρέπει να κατανοηθούν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής κουλτούρας, και του πολιτικού και οικονομικού κλίματος του 19ου αιώνα. - Άσχημες συνθήκες εργασίας - Εκμετάλλευση

Ο Marx ανέπτυξε μια οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ηθική θεωρία και μια θεωρία της πράξης, της επαναστατικής αλλαγής. Ο Ιστορικός Υλισμός, διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στη διαλεκτική σχέση των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων και στην κοινωνική εξέλιξη.

Επικεντρώθηκε στις δύο βασικές τάξεις, την, αστική τάξη και το προλεταριάτο. Μεταξύ των δύο αυτών τάξεων υπάρχει μια μόνιμη ανταγωνιστική πάλη που πηγάζει από τη σύγκρουση των οικονομικών συμφερόντων τους. Ο ρόλος του εφεδρικού στρατού εργασίας είναι σημαντικός στη διαμόρφωση των όρων της ταξικής πάλης.


75

2.1. Ο Marx και η Κρίση του Καπιταλισμού

Για τον Marx ο καπιταλισμός ήταν κάτι παραπάνω από μια δυσάρεστη στάση της ιστορίας. Ήταν ένα απαραίτητο στάδιο ανάπτυξης πλούτου και βελτίωσης των υλικών όρων της ανθρώπινης ζωής. Πίστευε ότι η δυναμική φύση της καπιταλιστικής αγοράς βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Marx, ο καπιταλισμός έχει ένα ιστορικό ρόλο, να μετασχηματίσει τον κόσμο. Πρώτα αποσάθρωσε τη φεουδαρχία και δεύτερον δημιουργεί τις κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.

Για το Marx ο καπιταλισμός εμπεριέχει τις δυνάμεις της καταστροφής του. Η κρίση του συστήματος είναι αναπόφευκτη. Ο Marx αναγνώρισε τρεις αντικειμενικούς νόμους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που καταστούν αναπόφευκτη την μετεξέλιξη του σ’ ένα διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, που για αυτόν ήταν ο σοσιαλισμός.

Ο πρώτος νόμος είναι ο νόμος της ασυμμετρίας ή της υποκατανάλωσης λόγω της άναρχης λειτουργίας του συστήματος που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία. Ο νόμος αυτός συνεπάγεται την άρνηση του νόμου του Say, ο οποίος υποστηρίζει ότι η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση, και έτσι πάντοτε, εκτός από κάποιες σύντομες περιόδους, η προσφορά και η ζήτηση βρίσκονται σε ισορροπία. Ο νόμος του Say υποστηρίζει ότι η διαδικασία εξισορρόπησης της προσφοράς και της ζήτησης καθιστά αδύνατη την υπερπαραγωγή στον καπιταλισμό ή στην οικονομία της αγοράς. Ο Marx όπως και ο Keynes αρνήθηκε ότι υπάρχει αυτή η τάση προς την ισορροπία και υποστήριξε ότι η καπιταλιστική οικονομία έχει την τάση να υπερπαράγει


76

ορισμένα είδη αγαθών. Όπως υποστήριξε ο Marx, υπάρχει μια εγγενής αντίθεση στον καπιταλισμό ανάμεσα στην ικανότητα του να παράγει αγαθά και την ικανότητα των καταναλωτών (μισθωτών εργατών) να αγοράζουν τα αγαθά αυτά. Η σταθερά εμφανιζόμενη δυσαναλογία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση που οφείλεται στην αναρχία της αγοράς προκαλεί περιοδικές υφέσεις και οικονομικές διακυμάνσεις. Ο Marx προέβλεψε ότι αυτές οι περιοδικά επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις θα γίνονταν ολοένα και σοβαρότερες και κάποια στιγμή θα ωθούσαν το προλεταριάτο να εξεγερθεί κατά του συστήματος.

Ο δεύτερος νόμος που δίνει ώθηση στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, κατά τον Marx, είναι ο νόμος της συγκέντρωσης (ή συσσώρευσης) του κεφαλαίου που δηλώνει ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα παράγει ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της δύναμης. Η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού είναι το κυνήγι του κέρδους και η επακόλουθη ανάγκη για τον ατομικό καπιταλιστή να συσσωρεύει και να επενδύει. Ο ανταγωνισμός αναγκάζει τους καπιταλιστές να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα τους και να επενδύουν κεφάλαια γιατί διαφορετικά κινδυνεύουν να εκτοπιστούν από την αγορά. Το αποτέλεσμα είναι να εξελίσσεται ο καπιταλισμός προς την αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης στα χέρια λίγων και αποτελεσματικών καπιταλιστών, και την αυξανόμενη εξαθλίωση των πολλών.

Ο τρίτος νόμος του καπιταλισμού είναι ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους. Καθώς το κεφάλαιο συσσωρεύεται και γίνεται περισσότερο άφθονο, η απόδοση του μειώνεται και έτσι μειώνεται το κίνητρο για επένδυση. Παρά την


77

επίδραση αντίρροπων δυνάμεων (φτηνή εργασία και πρώτες ύλες, εξαγωγές, κλπ.) ο Marx πίστευε ότι η τάση αυτή των κερδών να μειώνονται είναι αναπόφευκτη. Οι καπιταλιστές χάνουν συνεπώς το κίνητρο τους να επενδύουν και να δημιουργούν απασχόληση. Η συμπεριφορά αυτή θα οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση το προλεταριάτο, που κάποια στιγμή θα εξεγερθεί απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα.

Οι τρεις αυτοί νόμοι βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης και αποτελούν τον πυρήνα της κριτικής του Marx στο καπιταλιστικό σύστημα σύμφωνα με την οποία, μολονότι ο ατομικός καπιταλιστής είναι ορθολογικός στις αποφάσεις του, όπως υποθέτουν και οι φιλελεύθεροι, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα είναι παράλογο. Η ανταγωνιστική αγορά καθιστά αναγκαίο για τον ατομικό καπιταλιστή να αποταμιεύει, να επενδύει και να συσσωρεύει. Αν η επιδίωξη του κέρδους είναι το καύσιμο του καπιταλισμού, τότε η επένδυση είναι ο κινητήρας του και η συσσώρευση το αποτέλεσμα. Στο σύνολο του όμως αυτό το συσσωρευμένο κεφάλαιο από τους ατομικούς καπιταλιστές οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής αγαθών, σε πλεονάζον κεφάλαιο και σε εξανέμιση των επενδυτικών κινήτρων. Η μακροχρόνια ύφεση αποτελεί εστία πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας για το καπιταλιστικό σύστημα αφού εξωθεί τους προλετάριους σε επαναστατικές εκδηλώσεις. Οι εγγενείς αυτές αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι για τον Marx ο σπόρος της καταστροφής του.

Η θεωρία του Marx αποτέλεσε τη βάση της ανάπτυξης της θεωρίας της διάρθρωσης. Η οικονομική διάρθρωση του καπιταλισμού ήταν κατά τον Marx σημαντική ως δύναμη επίδρασης στην κοινωνία. Ο Marx επικεντρώθηκε στη δομή της παραγωγής, αφού εκεί δημιουργούνται οι τάξεις, αναπτύσσεται η ταξική πάλη, γεννιέται η κρίση


78

και η επανάσταση που θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Για το Marx ο ρόλος της δομής είναι σημαντικός, πολύ περισσότερο από τις ιδέες, τη φύση ή τη στρατιωτική δύναμη. Ο Marx είδε τους ανθρώπους να παγιδεύονται στη δομή της παραγωγής που διαμορφώνει τη καθημερινότητα τους, τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα. Η δομή της παραγωγής μπορεί να αλλάξει μόνο με συλλογική δράση. Ο Marx λοιπόν βλέπει τη ΔΠΟΙ με όρους ταξικής εκμετάλλευσης που συνεπάγονται οι δυνάμεις της αγοράς. Που είναι ο ρόλος του κράτους στον Marx; Ενώ για του μερκαντιλιστές το κράτος είναι ένας μηχανισμός δύναμης και για τους φιλελεύθερους ένας μηχανισμός επικίνδυνος, για το Marx το κράτος είναι ένας μηχανισμός εξαρτημένος. Το κράτος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης των καπιταλιστών.

Αν και η ανάλυση του Marx για τη λειτουργία και συμπεριφορά της καπιταλιστικής οικονομίας δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, η πρόβλεψη του για την μακροχρόνια ύφεση, την επαναστατική δράση του προλεταριάτου και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του συστήματος δεν επαληθεύτηκε, τουλάχιστον την χρονική περίοδο που ο Marx είχε προβλέψει, δηλαδή στα μέσα του 19ου αιώνα. Μαθητές του Marx όπως η Rosa Luxemburg και ο Rudolf Hilferding άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη συνεχιζόμενη ζωτικότητα του καπιταλισμού και την άρνηση του να εξαφανιστεί. Η δυναμική του εθνικισμού, οι οικονομικές επιτυχίες του καπιταλισμού και η εμφάνιση του ιμπεριαλισμού, οδήγησαν σε μια μεταμόρφωση της μαρξιστικής σκέψης, που έφτασε στο αποκορύφωμα της με τη δημοσίευση του βιβλίου του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό. Γράφοντας στις συνθήκες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και επηρεασμένος από κείμενα άλλων Μαρξιστών, ο Λένιν ουσιαστικά μετέτρεψε το μαρξισμό από μια θεωρία της εγχώριας οικονομίας σε μια θεωρία των διεθνών


79

πολιτικών σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και των επιθετικών βλέψεων τους για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

3. Λένιν και Ιμπεριαλισμός

Ο Λένιν (1870-1924) είναι ευρύτερα γνωστός για το καθοδηγητικό του ρόλο στην Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Λένιν ήταν ο επαναστάτης θεωρητικός, ο οποίος αν και επηρεασμένος σε σημαντικό βαθμό από τον Marx, άλλαξε τη σχέση πολιτικού και οικονομικού στη Μαρξιστική παράδοση. Ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι μπορεί η πολιτική να προηγηθεί της οικονομίας, και επιχειρηματολογούσε ότι η Ρωσία μπορεί να υπερβεί το καπιταλιστικό στάδιο ανάπτυξης και ότι ήταν έτοιμη για τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Θα περιοριστούμε στην ανάλυση του για τον ιμπεριαλισμό και δεν υπάρχει χώρος και πρόθεση επέκτασης στις επαναστατικές ιδέες του Λένιν. Επίσης πριν περάσουμε στα βασικά σημεία της ανάλυση του θα ήταν χρήσιμη μια συνοπτική περιγραφή των νέων ιστορικών συνθηκών, αλλά και των νέων εξελίξεων στη δομή του καπιταλιστικού συστήματος που βίωνε ο Λένιν.

Όπως προαναφέραμε ο Marx είχε γράψει για έναν καπιταλισμό που περιοριζόταν ουσιαστικά στη Δυτική Ευρώπη, δηλαδή για ένα κλειστό οικονομικό σύστημα που οι δυνάμεις της ανάπτυξης του θα μπορούσαν κάποια στιγμή να εξανεμιστούν, προσκρούοντας σε περιορισμούς που δημιουργούσε το ίδιο το σύστημα. Μεταξύ 1870 και 1914, ο καπιταλισμός μετατρεπόταν σε ένα ολοένα και ευρύτερο,


80

δραστήριο, τεχνολογικό και ανοικτό οικονομικό σύστημα. Την εποχή του Marx το κυριότερο πλέγμα σχέσεων της αργά αναπτυσσόμενης παγκόσμιας οικονομίας ήταν το εμπόριο. Μετά το 1870, όμως, οι μαζικές εξαγωγές κεφαλαίου από τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια από άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, μεταμόρφωσαν σημαντικά την παγκόσμια οικονομία. Οι ξένες επενδύσεις και η διεθνής χρηματοδότηση μετέβαλαν ριζικά τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών. Επίσης, ο καπιταλισμός του Marx συγκροτούνταν κυρίως από μικρές, ανταγωνιστικές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Την εποχή του Λένιν όμως στις καπιταλιστικές οικονομίες δέσποζαν τα μεγάλα βιομηχανικά καρτέλ, που με τη σειρά τους ελέγχονταν από τους μεγάλους τραπεζικούς οίκους.

Δεδομένων των νέων ιστορικών και καπιταλιστικών συνθηκών ο Λένιν πήρε την ιδέα της ταξικής πάλης από τον Marx, βασισμένη στο μοντέλο παραγωγής, και τη χρησιμοποίησε για να εξηγήσει τις διεθνείς επιπτώσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης,

όπως

αυτές

μεταφέρονται

μέσω

των

δομών

παραγωγής

και

χρηματοδότησης από τις πλούσιες χώρες στις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου. Ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι οι διεθνείς αυτές εξελίξεις σηματοδοτούν το πέρασμα του καπιταλισμού στο ανώτερο στάδιο ανάπτυξης του, που είναι ο ιμπεριαλισμός.

Ο Marx όπως είδαμε κατανοούσε την εξέλιξη του καπιταλισμού μέσω της δράσης των τριών νόμων που τελικά θα οδηγούσαν στην κρίση που θα όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις και θα προκαλούσε την επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Ο Λένιν, βιώνοντας μια άλλη ιστορική εποχή, παρατήρησε ότι οι καπιταλιστικές χώρες είχαν αποφύγει τη μακροχρόνια κρίση και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τους, μέσω της


81

επέκτασης

της

δεξαμενής

των

εργαζομένων

που

εκμεταλλευόντουσαν.

Ο

Καπιταλισμός είχε αποφύγει τις επιπτώσεις των τριών νόμων, μέσω του ιμπεριαλισμού. Οι αποικίες έλυναν το πρόβλημα της υποκατανάλωσης, του εφοδιασμού με φτηνές πρώτες ύλες, ενώ έδιναν διέξοδο στο πλεονασματικό κεφάλαιο.

Ο Λένιν πρόσθεσε στην Μαρξιστική θεωρία ένα τέταρτο νόμο, το νόμο του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Καθώς οι καπιταλιστικές οικονομίες ωριμάζουν, το κεφάλαιο συσσωρεύεται και το ποσοστό του κέρδους μειώνεται, οι καπιταλιστικές οικονομίες δημιουργούν αποικίες και εξαρτημένες χώρες για να λειτουργήσουν ως αγορές για τα παραγόμενα προϊόντα τους, ως περιοχές εξαγωγής κεφαλαίου και ως προμηθευτές φτηνών πρώτων υλών και ειδών διατροφής. Ο μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών ανταγωνισμός οδηγεί στο μοίρασμα των αποικιών σύμφωνα με τη σχετική δύναμη των χωρών-μητροπόλεων.

Ο ιμπεριαλισμός εκτιμάται από τον Λένιν ότι αποτελεί μα νέα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, είναι κατά την άποψη του το μεταβατικό στάδιο από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.

Σύμφωνα με τον Λένιν, εκείνο που οδηγεί στον ιμπεριαλισμό είναι τα όρια του οικονομικού ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο και η δημιουργία μονοπωλίων. Βασισμένος στο νόμο της συγκέντρωσης του Marx, ο Λένιν υποστήριξε ότι η οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων καρτέλ που ελέγχουν το μεγαλύτερο όγκο της παραγωγής, της πίστης και της οικονομικής δραστηριότητας. Το μονοπώλιο είναι το αντίθετο από τον ελεύθερο και πλήρη ανταγωνισμό. Μόνο


82

που στην θεωρητική παράδοση των Marx και Λένιν, ο ελεύθερος ανταγωνισμός καταλήγει μέσω του νόμου της συγκέντρωσης σε μονοπώλιο. Είναι λοιπόν ανορθολογικό να υποστηρίζει κάποιος τον ελεύθερο ανταγωνισμό, γιατί α) σε φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού έχει παρέλθει και β) και αν ισχύσει σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο θα μετεξελιχθεί σε ιμπεριαλισμό.

Το σημείο κλειδί στην ανάλυση του Λένιν είναι λοιπόν το μονοπώλιο. Αυτό συγκεντρώνει τόσο κεφάλαιο που δεν είναι δυνατό να βρει επαρκής επενδυτικές ευκαιρίες στο εσωτερικό μιας βιομηχανικά αναπτυγμένης χώρας. Συνεπώς αναζητά ευκαιρίες μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου στις περιοχές του πλανήτη που προσδοκά ικανοποιητικά κέρδη.

Ο ιμπεριαλισμός κατά τον Λένιν ανέβαλε την αναπόφευκτη κρίση του καπιταλισμού και τη μεταμόρφωση του σε σοσιαλισμό. Προκάλεσε επίσης μια σειρά νέων προβλημάτων στον κόσμο. Για τον Λένιν, ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος προκλήθηκε από την ταυτόχρονη διεθνή επέκταση πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Ως χώρες του καπιταλιστικού κέντρου ανταγωνίστηκαν να επεκτείνουν τη σφαίρα εκμετάλλευσης τους, τα συμφέροντά τους συγκρούστηκαν με κατάληξη τον παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Λένιν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1917 και συνέβαλε στην ήττα των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων στη Ρωσία που επιθυμούσαν τη χώρα μέσα στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα. Κάτω από την ηγεσία του Λένιν, η Ρωσία τελικά αποσχίστηκε από την καπιταλιστική Ευρώπη και τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις και προσπάθησε να οικοδομήσει ένα σοσιαλιστικό σύστημα χωρίς


83

ταξικές συγκρούσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Η ιστορία του 20ου αιώνα και ειδικά οι δύο τελευταίες δεκαετίες σημάδεψαν το τέλος της προσπάθειας αυτής.

3.1. Λένιν και Διεθνής Καπιταλισμός

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν υπήρξε σημαντική ως προς την επίδραση της στην ανάπτυξη της κριτικής-ριζοσπαστικής θεώρησης της ΔΠΟΙ. Θα ήταν λοιπόν ωφέλιμο να εξετάσουμε περισσότερα από τα στοιχεία της.

Για τον Λένιν, οι καπιταλιστές επιδιώκουν μόνο την απόκτηση κερδών και δεν ενδιαφέρονται για τη ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Συνεπώς οι καπιταλιστικές κοινωνίες θα μείνουν ανομοιογενώς αναπτυγμένες, με κάποιες κοινωνικές τάξεις πλούσιες και ευημερούντες και κάποιες άλλες στη φτώχεια. Το ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού απλά μεταφέρει το δυϊσμό αυτό του πλούτου και της δύναμης σε διεθνές επίπεδο, αφού οι καπιταλιστές επιδιώκοντας τα κέρδη εξάγουν σε αυτό που ο Λένιν ονόμασε καθυστερημένο κομμάτι του κόσμου. Οι φτωχές, περιφερειακές χώρες ολοκληρώνονται στην παγκόσμια οικονομία σαν το νέο προλεταριάτο του κόσμου.

Οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών λοιπόν αφού μοίρασαν την εσωτερική αγορά της χώρας τους και εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες κέρδους που αυτή προσέφερε, μοίρασαν στη συνέχεια τη παγκόσμια αγορά και εκμεταλλεύονται τις κερδοφόρες ευκαιρίες που προσφέρει ο πλανήτης. Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια παγκόσμια αγορά.


84

Η ανομοιογενής ανάπτυξη της κοινωνίας σε εθνικό επίπεδο συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο στη φάση του ιμπεριαλισμού.

Ο Λένιν είδε τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό να επεκτείνεται μέσω δύο δομών της ΔΠΟΙ. Της παραγωγής και της χρηματοδότησης. Και οι δύο αυτές δομές ήταν τόσο συγκροτημένες στο καπιταλισμό

που συνέβαλαν στη δημιουργία συνθηκών

εξάρτησης και διευκόλυναν την εκμετάλλευση. Ο ανταγωνισμός των φτωχών χωρών τις καθιστούσε εύκολους στόχους για τα μονοπώλια στη παραγωγική σφαίρα των χωρών του κέντρου. Το ίδιο ίσχυε και στη σφαίρα της χρηματοδότησης, όπου η αφθονία χρηματικού κεφαλαίου ελεγχόμενου από τις μονοπωλιακές τράπεζες χρησιμοποιούνταν για την εκμετάλλευση των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών.

Η συνεισφορά του ιμπεριαλισμού στην επιβίωση του καπιταλισμού ήταν ότι οι πλούσιες καπιταλιστικές χώρες μπόρεσαν και μπορούν να καθυστερούν την τελική κρίση τους κρατώντας τις φτωχές χώρες υπανάπτυκτες και υπερχρεωμένες και εξαρτημένες από τα βιομηχανικά προϊόντα των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών και το χρηματικό τους κεφάλαια. Η θεωρία του Λένιν άσκησε μεγάλη επίδραση κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, ενώ οι ιδέες του διαμόρφωσαν πολιτικές και συμπεριφορές απέναντι στο διεθνές εμπόριο και τη διεθνή χρηματοδότηση.

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν όπως και οι ιδέες του Marx συμπεριλαμβάνονται στις διαρθρωτικές προσεγγίσεις, γιατί εκτιμούν ότι οι καπιταλιστικές δομές της παραγωγής και της χρηματοδότησης λειτουργούν σε όφελος των κατόχων του κεφαλαίου. Στη θεωρία, η σχέση μεταξύ χωρών με πλεόνασμα κεφαλαίου και χωρών με έλλειψη κεφαλαίου θα έπρεπε να ήταν σχέση


85

αλληλεξάρτησης. Αφού η κάθε μία χώρα εξαρτάται από την άλλη για να πετύχει υψηλή μεγέθυνση, στην πράξη το αποτέλεσμα είναι η εξάρτηση, η εκμετάλλευση και η ανισομερής ανάπτυξη. Η ιδέα αυτή του Λένιν αποτελεί τη μεγάλη συνεισφορά του στη μαρξιστική σκέψη αφού αποτελεί τη βάση ενός τέταρτου νόμου, του νόμου της άνισης ανάπτυξης. Ο νόμος αυτός ήταν το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούσε ο Λένιν στην πολεμική του ενάντια στις ιδέες περί ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών των ιμπεριαλιστικών χωρών και των επεκτατικών τους τάσεων. Οι ίδιες δυνάμεις που κάνουν τους καπιταλιστές να εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο, κάνουν και τις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου να κυριαρχούν και να εκμεταλλεύονται τις λιγότερο αναπτυγμένες και τις φτωχές χώρες. Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης αποτελεί μια μόνιμη εστία πηγών κέρδους για τις αναπτυγμένες χώρες, συνεπώς δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, θα ήταν ξένο προς τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των αναπτυγμένων χωρών αποτελούν επίσης μια μόνιμη εστία συγκρούσεων και αστάθειας για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Ολοκληρώνοντας την αναφορά στη θεωρία του Λένιν θα λέγαμε το εξής: η διεθνοποίηση της μαρξιστικής θεωρίας από τον Λένιν αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη. Στην κριτική του καπιταλισμού από τον Marx, τα αίτια της πτώσης του είναι οικονομικά. Ο καπιταλισμός θα αποτύγχανε για οικονομικούς λόγους, καθώς το προλεταριάτο θα επαναστατούσε εξαιτίας της εξαθλίωσης του. Επιπλέον ο Marx έβλεπε τη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής στις κοινωνικές τάξεις. Ο Λένιν ανέπτυξε μια πολιτική κριτική του καπιταλισμού, όπου πρωταγωνιστές είναι τα ανταγωνιζόμενα, εμποροκρατικά, εθνικά κράτη που ωθούνται από την οικονομική αναγκαιότητα. Ο διεθνής καπιταλισμός ήταν για τον Λένιν ένα πολιτικά ασταθές


86

σύστημα και ένα σύστημα πολέμου. Η εγγενής αντίφαση του καπιταλισμού βρισκόταν στην πάλη των εθνών.

Η θεωρία του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό έγινε η ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία της ΔΠΟΙ, αν και υπήρχαν και μαρξιστές που την αμφισβητούσαν. Η ιστορική εξέλιξη έκανε αργότερα αναγκαία την αναθεώρηση στοιχείων και υποθέσεων της θεώρησης του Λένιν. Ωστόσο, η θεωρία του Ιμπεριαλισμού του Λένιν αποτελεί ως ένα βαθμό τη βάση για την ανάπτυξη των νεότερων ριζοσπαστικών θεωριών της εξάρτησης και του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος. Τέλος, δεν θα είναι ρεαλιστική η όποια ανάλυση των σχέσεων Βορρά-Νότου χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν.

4. Χαρακτηριστικά της Διαρθρωτικής Προσέγγισης

Η κεντρική ιδέα της διαρθρωτικής προσέγγισης είναι ότι η οικονομική δομή επιδρά σημαντικά πάνω στη διανομή του πλούτου και της δύναμης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι θεσμοί του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι εκ φύσεως υπέρ των κυρίαρχων δυνάμεων, ενώ δημιουργούν ένα δίκτυο εξάρτησης που εκφράζει ως ένα βαθμό τη σχέση μεταξύ μητρικών και αποικιακών χωρών του 19ου αιώνα.

Ο Marx επικεντρώθηκε κυρίως στο σύστημα της παραγωγής, ενώ ο Λένιν συμπεριέλαβε στην ανάλυση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και τη σφαίρα της χρηματοδότησης. Άλλοι υποστηρικτές της διαρθρωτικής προσέγγισης επέκτειναν την ανάλυση στις δομές της ασφάλειας και της γνώσης.


87

Η δομή της ασφάλειας συνδέει τις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Καθώς οι πλούσιες είναι και πιο ισχυρές, οι φτωχές χώρες αναζητούν την εξασφάλιση της ασφάλειάς τους προσφέροντας όμως ευκαιρίες εκμετάλλευσης τους από τις πλούσιες χώρες. Αυτό συνέβαινε με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας παλαιότερα και το ΝΑΤΟ σήμερα. Ένα πλέγμα σχέσεων αναπτύσσεται με άξονα πιέσεις που ασκούν οι ισχυρές χώρες στις ανίσχυρες με το επιχείρημα της ασφάλισης τους.

Στο πλαίσια της διαρθρωτικής προσέγγισης το ίδιο συμβαίνει και με τη δομή της γνώσης. Οι αναπτυγμένες χώρες κατέχουν την προηγμένη τεχνολογία και το KnowHow, που τα χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες γίνονται αποδέκτες ξεπερασμένης τεχνολογίας που περιορίζει την παραγωγικότητα τους και τη μεγέθυνση τους. Οι επιχειρήσεις των χωρών του κέντρου λειτουργούν ως μονοπώλια στις αγορές νέων ειδών προϊόντων. Η σχέση αυτή της τεχνολογικής εξάρτησης αναπαράγεται στο βαθμό που οι αναπτυγμένες χώρες δεν διαχέουν το τεχνολογικό πλεονέκτημα τους αλλά αντίθετα το προστατεύουν.

Η διαρθρωτική προσέγγιση συνεπώς βλέπει συστηματική εκμετάλλευση και ιμπεριαλισμό και στις τέσσερις δομές της ΔΠΟΙ. Η θέση κάθε χώρας στη παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από τη πρόσβασή της στο παραγωγικό κεφάλαιο, στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, από τους πόρους ασφάλειας που διαθέτει και από την τεχνολογία που είναι ικανή να αναπτύξει και να εφαρμόσει. Δεδομένης της φύσης των δομών αυτών, η κάθε μία χώρα δεν μπορεί να μεταβάλλει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.


88

4.1. Η Θεωρία του Σύγχρονου Παγκόσμιου Συστήματος (ΣΠΣ)

Η διαρθρωτική προσέγγιση έχει πολλές εκδοχές. Όλες ωστόσο συμφωνούν ότι η δομή της παγκόσμιας οικονομίας αποτελεί καθοριστικό, προσδιοριστικό παράγοντα της ΔΠΟΙ. Πέρα από το σημείο αυτό υπάρχουν διαφορές.

Μία από τις πιο σημαντικές εκδοχές της διαρθρωτικής προσέγγισης επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο το παγκόσμιο σύστημα έχει αναπτυχθεί από τα μέσα του 15ου αιώνα. Αυτή είναι η θεωρία του σύγχρονου παγκοσμίου συστήματος, που αρχικά αναπτύχθηκε από τον Wallerstein. Καπιταλιστικό στη φύση του το παγκόσμιο σύστημα σε μεγάλο βαθμό καθορίζει πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις στο εσωτερικό των χωρών αλλά και μεταξύ τους σε διεθνές επίπεδο.

Για τον Wallerstein η παγκόσμια οικονομία προσφέρει το σύνολο των μέσων για την οργάνωση του διεθνούς συστήματος. Το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα εμφανίζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Ένα και μοναδικό καταμερισμό της εργασίας, συνεπώς οι χώρες είναι μεταξύ τους αμοιβαία εξαρτημένες από την μεταξύ τους συναλλαγή. Το κέρδος ως προσδιοριστικό στοιχείο της παραγωγής και ανταλλαγής και τη διαίρεση του κόσμου σε τρεις λειτουργικές, κοινωνικοοικονομικές περιοχές που προσδιορίζουν και το ρόλο της κάθε χώρας που συμμετέχει σε αυτές στην διεθνή οικονομία.

Σύμφωνα με τη θεωρία του ΣΠΣ τα βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κράτη του καπιταλιστικού κέντρου το 16ο αιώνα πέρασαν από την αγροτική εξειδίκευση σε βιομηχανίες υψηλής εξειδίκευσης και μεθόδους παραγωγής μέσω της διείσδυσης και


89

της απορρόφησης άλλων περιοχών στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Μέσω αυτής της διαδικασίας η Αν. Ευρώπη έγινε η αγροτική περιφέρεια που εξήγαγε αγροτικά προϊόντα στο κέντρο. Η Μεσογειακή Ευρώπη εξειδικεύτηκε σε βιομηχανίες χαμηλής εξειδίκευσης και αποτέλεσε την ημιπεριφέρεια ή την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.

Θα ήταν εύκολο να ορίσουμε τις χώρες που θα άνηκαν στο κέντρο την περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια (ΗΠΑ, Κίνα και Κορέα), αλλά η θεωρία του ΣΠΣ δεν βασίζεται στα εθνικά κράτη. Το κέντρο αντιπροσωπεύει μια γεωγραφική περιοχή από εθνικά κράτη που στο σύνολο τους παίζουν μερικό ρόλο στο ΣΠΣ. Η δύναμη των καπιταλιστικών συμφερόντων υπάρχει σαν στοιχείο ανάλυσης σε διαφορετικούς βαθμούς σε κάθε χώρα. Κάθε χώρα έχει στο εσωτερικό της στοιχεία κέντρου, περιφέρειας και ημιπεριφέρειας. Το κοινό στοιχείο με τη θεωρία του Marx είναι ότι η θεωρία του ΣΠΣ προσεγγίζει τη ΔΠΟΙ με όρους ταξικών σχέσεων

Σύμφωνα με το Wallerstein, οι χώρες του κέντρου κυριαρχούν στις χώρες της περιφέρειας μέσω ενός συστήματος άνισης ανταλλαγής με σκοπό κυρίως την άντληση πρώτων υλών και όχι, όπως ο Λένιν ισχυρίστηκε, ως αγορά απορρόφησης της πλεονάζουσας παραγωγής. Το κέντρο βρίσκεται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με την περιφέρεια και ημιπεριφέρεια μέσω της δομής του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, την εκμεταλλεύεται και την μετασχηματίζει. Η ημιπεριφέρεια έχει περισσότερο πολιτικό και όχι οικονομικό ρόλο, αφού βρίσκεται στη μέση και αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά είναι η ίδια εκμεταλλευτής.


90

Ο Wallerstein επιδιώκει να συνδυάσει τον μερκαντιλισμό και τον πολιτικό ρεαλισμό με τις απόψεις του Marx σχετικά με τη σχέση πολιτικής και οικονομίας. Αποδέχεται, όπως και οι μερκαντιλιστές την ιδέα ότι ο κόσμος είναι πολιτικά διευθετημένος με μια άναρχη δόμηση, και ότι δεν υπάρχει ένα μόνο κράτος που έχει την εξουσία να κυβερνά τις διακρατικές σχέσεις. Επίσης, και σύμφωνα με τους Marx-Λένιν, υποστηρίζει ότι η δύναμη της πολιτικής και οι κοινωνικές διαφορές εξαρτώνται από την καπιταλιστική δομή της παγκόσμιας οικονομίας.

Σύμφωνα με το Wallerstein, οι καπιταλιστές στις χώρες του κέντρου χρησιμοποιούν την κρατική δύναμη ως ένα εργαλείο να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, αν και οι κρατικές μηχανές έχουν την σχετική αυτοδυναμία τους. Αλλά η πολιτική προσδιορίζεται από την οικονομία. Ισχυρίζεται ότι τα ισχυρά κράτη του κέντρου κυριαρχούν στα αδύνατα της περιφέρειας γιατί η θέση των εθνικών κρατών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα επηρεάζει την ικανότητα του να καθορίζει το διεθνή ρόλο του.

Η θεωρία του Wallerstein έχει κερδίσει πολλούς οπαδούς τα τελευταία 20 χρόνια. Μας προσφέρει μια κατανοητή προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Η Ημιπεριφέρεια επίσης φαίνεται να εκφράζει καλύτερα το σύνολο των Νέων Εκβιομηχανιζομένων Χωρών. Επίσης, η προσέγγιση του ΣΠΣ βλέπει την εκμετάλλευση ως ένα έμφυτο στοιχείο της καπιταλιστικής δομής μέσα και μεταξύ κέντρου, περιφέρειας και ημιπεριφέρειας.

Η κριτική της προσέγγισης Wallerstein επικεντρώνονται στο ντετερμινιστικό της χαρακτήρα, τόσο στο πρωταρχικό ρόλο της οικονομίας όσο και στους περιορισμούς


91

που δημιουργεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Τα εθνικά κράτη δεν είναι ελεύθερα να επιλέξουν πολιτικές και συμπεριφορές. Αντίθετα εμφανίζονται να παίζουν προκαθορισμένους οικονομικούς ρόλους.

4.2. Η Θεωρία της Εξάρτησης

Μία άλλη σύγχρονη εκδοχή της διαρθρωτικής προσέγγισης είναι η θεωρία της εξάρτησης. Διαφορετικές απόψεις μπορούν επίσης να χωρέσουν στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής. Η βασική ιδέα είναι ότι η δομή της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας ουσιαστικά δημιουργεί συνθήκες σκλαβιάς στις χώρες του Νότου, κάνοντάς αυτές εξαρτημένες από τις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου του Βορρά.

Με τον όρο εξάρτηση συνήθως γίνεται αναφορά σε μια κατάσταση όπου η οικονομία συγκεκριμένων χωρών εξαρτάται από την ανάπτυξη και την επέκταση κάποιας άλλης οικονομίας στην οποία οι πρώτες είναι εξαρτημένες. Η σχέση της αλληλεξάρτησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών, και μεταξύ αυτών και του διεθνούς εμπορίου, υπονοεί μια μορφή εξάρτησης όταν μερικές χώρες (οι κυρίαρχες) μπορούν να επεκταθούν με δική τους αυτάρκεια, ενώ κάποιες άλλες (οι εξαρτημένες) μπορούν να επεκταθούν μόνο μέσω της επέκτασης των κυρίαρχων χωρών, που μπορεί να έχει θετικά ή και αρνητικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη τους.

Ο Dos Santos βλέπει τρεις περιόδους εξάρτησης στη σύγχρονη ιστορία. Η αποικιακή εξάρτηση (στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα), η χρηματοοικονομική και βιομηχανική εξάρτηση (στη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα) και τη σημερινή δομή εξάρτησης η οποία συνδέεται με τις πολυεθνικές εταιρίες.


92

Ένας από τους θεωρητικούς της εξάρτησης, ο Frank, επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην εξάρτηση της Λατινικής Αμερικής. Ο Frank διαφωνούσε με την ιδέα του Marx ότι οι κοινωνίες αναπτύσσονται διαμέσου διαφορετικών σταδίων και μοντέλων παραγωγής. Υποστήριξε ωστόσο τη ιδέα ότι ο ιμπεριαλισμός συνδέει αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου μέσω ενός μηχανισμού εκμετάλλευσης των χωρών της περιφέρειας από τις χώρες του κέντρου.

Ο Frank ανέπτυξε τη θεωρία της υπανάπτυξης. Υποστήριξε ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν ήταν ποτέ υπανάπτυκτες με την έννοια της καθυστέρησης ή των παραδοσιακών κοινωνιών.

Το

αναπτυσσόμενο

κομμάτι του

κόσμου

είναι

υπανάπτυκτο, ως αποτέλεσμα των αποικιοκρατικών σχέσεων που επέβαλαν στο παρελθόν οι χώρες του Βορρά. Μαζί με εκμετάλλευση ο ιμπεριαλισμός προκαλεί και υπανάπτυξη.

Πως μπορούν λοιπόν οι αναπτυσσόμενες χώρες να αναπτυχθούν αν συνεχίζεται η εκμετάλλευσή τους από τις αναπτυγμένες χώρες; Οι θεωρητικοί της εξάρτησης προτείνουν μια σειρά από προτάσεις. Να αποσυρθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες από την παγκόσμια πολιτική οικονομία. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 πολλά σοσιαλιστικά κινήματα στις χώρες του τρίτου Κόσμου υποστήριζαν επαναστατικές ιδέες για την αλλαγή των κοινωνιών τους και του παγκόσμιου καπιταλιστικού κινήματος.

Ο Prebisch ένας Αργεντινός οικονομολόγος καταλήγει σε προτάσεις ανακατανομής του εισοδήματος και της δύναμης ανάμεσα στις Βόρειες, ανεπτυγμένες χώρες και στις


93

αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου. Επίσης, πολλοί θεωρητικοί της εξάρτησης προτείνουν τη μεταρρύθμιση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Καλούν για μια νέα τάξη πραγμάτων.

Πολλοί θα ρωτούσαν αν πρέπει να μελετούμε Marx και τη διαρθρωτική προσέγγιση στη μετακομμουνιστική εποχή που ζούμε. Η απάντηση είναι ναι, γιατί περιλαμβάνουν πολλά στοιχεία κατανόησης της λειτουργίας του κόσμου, ακόμη και του αποτυχημένου Σοβιετικού μοντέλου. Αυτή η προσέγγιση στη ΔΠΟΙ έχει μια ισχυρή ιδεολογική και πολιτική επίδραση.

Κεφάλαιο 5 Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

1. Εισαγωγή


94

Η χρηματοοικονομική δομή περιλαμβάνει το σύνολο εκείνο των νομισματικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων βάσει των οποίων κράτη και αγορές συνδέονται μεταξύ τους και αλληλεπιδρούν. Πρέπει να τονίσουμε ότι, η δομή των χρηματονομισματικών σχέσεων επηρεάζει και τις άλλες μορφές σχέσεων και αλληλεπιδράσεων, εμπορικές, τεχνολογικές, κλπ.

Η χρηματοοικονομική δομή αποτελεί το περισσότερο αινιγματικό και αφηρημένο σύστημα σχέσεων της ΔΠΟΙ. Το διεθνές νομισματικό σύστημα, το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της χρηματοοικονομικής δομής της ΔΠΟΙ, θα μπορούσε να οριστεί ως ένα σύνολο κανόνων και πρακτικών που καθορίζουν το τρόπο διεθνών πληρωμών και αποπληρωμής χρεών μεταξύ κρατών και μεταξύ κρατών και αγορών. Πάντα βέβαια υπάρχει το ερώτημα cui bono; -ποιος κερδίζει δηλαδή από την υπάρχουσα χρηματοοικονομική δομή, από τον τρόπο που οι διεθνείς νομισματικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις είναι οργανωμένες.

Η ανάλυση μας θα ξεκινήσει από το διεθνές νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού, και στη συνέχεια θα σταθούμε περισσότερο στα βασικά στοιχεία του μεταπολεμικού

νομισματικού

συστήματος

του

Bretton

Woods.

Τέλος

θα

επικεντρωθούμε στα προβλήματα που κυριαρχούν στις διεθνείς νομισματικές σχέσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και στην πολιτική οικονομία του διεθνούς χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Δεν θα σταθούμε σε θέματα συναλλάγματος, συναλλαγματικών ισοτιμιών, κλπ. τη γνώση για τα οποία τη θεωρούμε δεδομένη από τα μαθήματα της μακροοικονομικής.


95

2. Βασικά Χαρακτηριστικά του Διεθνούς Νομισματικού Συστήματος

Το διεθνές νομισματικό σύστημα είναι ένα σύνολο σχέσεων που καθορίζουν πως γίνονται οι διεθνείς πληρωμές και πως διευθετούνται τα θέματα του διεθνούς χρέους. Καθώς οι διεθνείς πληρωμές εμπεριέχουν συναλλαγές σε ξένα νομίσματα, δηλαδή μετατροπή εθνικών νομισμάτων σε ξένα νομίσματα για να πληρωθούν οι εισαγωγές και τα τοκοχρεολύσια, θα ήταν λογικό να σκεφτούμε το διεθνές νομισματικό σύστημα σαν ένα σύστημα που οργανώνει συναλλαγματικές συναλλαγές.

Το διεθνές νομισματικό σύστημα συνεπώς οργανώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις των διεθνών πληρωμών και καθορίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των διαφόρων εθνικών νομισμάτων. Ένα νομισματικό σύστημα που λειτουργεί καλά, αποτελεί τον κρίσιμο δεσμό της διεθνούς οικονομίας. Διευκολύνει τις διεθνείς ροές εμπορίου και τις ξένες επενδύσεις, συνεπώς συμβάλλει στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου και της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Η δημιουργία ενός υγιούς νομισματικού συστήματος είναι προϋπόθεση μιας ευημερούσας παγκόσμιας οικονομίας, ενώ αντίθετα η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος μπορεί να αποτελέσει αιτία οικονομικής ύφεσης και κρίσης.

Ιστορικά έχουν επικρατήσει τρεις τύποι συστημάτων:

Α. Το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (fixed or pegged exchange rates), όπου οι μεταβολές στις ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων συμβαίνουν συνήθως ως αποτέλεσμα κρατικών παρεμβάσεων.


96

Β. Το σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών (flexible or floating exchange rates), όπου οι μεταβολές στις ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων συμβαίνουν συνήθως ως αποτέλεσμα των αλλαγών στην προσφορά και ζήτηση ενός νομίσματος στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.

Γ. Το σύστημα των διαχειριζόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών (managed or coordinated exchange rates), όπου και οι δυνάμεις της αγοράς και οι κρατικές πολιτικές αποτελούν τους κύριους παράγοντες των συναλλαγματικών μεταβολών.

Στη διάρκεια του 20ού αιώνα έχουμε γνωρίσει και τα τρία είδη συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ένα αποτελεσματικό και σταθερό διεθνές νομισματικό σύστημα πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη τριών βασικών, αλλά συχνά συγκρουόμενων μεταξύ τους, στόχων: της σταθερότητας, της ευκαμψίας και της αξιοπιστίας.

Πιο συγκεκριμένα, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ένα σταθερό διεθνές συναλλαγματικό σύστημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις, αφού ενισχύει τις μακροχρόνιες συμφωνίες. Η αστάθεια αποθαρρύνει άτομα, επιχειρήσεις και χώρες να δημιουργούν στενές οικονομικές σχέσεις και ενθαρρύνει την επιδίωξη στενών ατομικών ή εθνικών συμφερόντων. Βέβαια, η «σωστή» ή αντικειμενική ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων τείνει να μεταβάλλεται διαχρονικά, ως αποτέλεσμα της δράσης διαφόρων παραγόντων.

Συνεπώς, το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών θα πρέπει να είναι και αρκετά εύκαμπτο

ώστε

να

διαμορφώνει

τις

συναλλαγματικές

αξίες

με

χρονική

αποτελεσματικότητα, δηλαδή να μην επιτρέπεται σε κάποιο νόμισμα να είναι για


97

μακρά περίοδο υπερτιμημένο, ή υποτιμημένο έναντι των άλλων νομισμάτων. Ένα νόμισμα που συστηματικά ή διαχρονικά δεν έχει τη σωστή αξία δημιουργεί προβλήματα σταθερότητας στις διεθνείς νομισματικές σχέσεις με πολιτικές επιπτώσεις. Οι ΗΠΑ την περίοδο 1981-1985 είχαν υπερτιμημένο το δολάριο τους. Απειλούσαν λοιπόν με εμπορικές κυρώσεις τις άλλες χώρες σε μια προσπάθεια να διαπραγματευτούν με πολιτικό τρόπο μια οικονομική ανισορροπία.

Η ευκαμψία είναι επίσης απαραίτητη για να απορροφούνται απρόβλεπτες μεταβολές στη

ΔΠΟΙ.

Μεταβολές

στις

άλλες

δομές

της

ΔΠΟΙ

μεταβάλλουν

τις

χρηματοοικονομικές ροές μεταξύ των χωρών, και καθιστούν απαραίτητη την προσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Στη δεκαετία του 1970, η κρίση του πετρελαίου έστρεψε δισ. δολάρια προς τις χώρες του ΟΠΕΚ όπως και στη δεκαετία του 1990, η ολοκλήρωση της Κίνας και της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα δημιούργησαν προβλήματα προσαρμογής ώστε να μην δημιουργηθούν ανισορροπίες στο διεθνές νομισματικό σύστημα και στο σύστημα πληρωμών.

Τέλος, το διεθνές σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών πρέπει να είναι αξιόπιστο, με όρους εμπιστοσύνης στις πρακτικές των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών και του σεβασμού εκ μέρους τους των διεθνών κανόνων και συμβάσεων. Η έλλειψη αξιοπιστίας αποτελεί κίνητρο για του κερδοσκόπους να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες πλουτισμού τους προκαλώντας αναστατώσεις στις εθνικές οικονομίες. Η έλλειψη αξιοπιστίας θεωρείται μία από τις βασικές αιτίες των συναλλαγματικών κρίσεων που γνωρίσαμε στη δεκαετία του 1990.


98

Με πιο συμβατική ανάλυση θεωρεί ότι ένα καλό διεθνές νομισματικό σύστημα είναι εκείνο που μεγιστοποιεί τις ροές διεθνούς εμπορίου και επενδύσεων και οδηγεί σε μία περισσότερο ισότιμη διανομή των κερδών από το εμπόριο μεταξύ των χωρών. Ένα νομισματικό σύστημα μπορεί να αξιολογηθεί με όρους προσαρμογής, ρευστότητας και αξιοπιστίας. Η προσαρμογή αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο πληρωμών διορθώνονται. Καλό νομισματικό σύστημα είναι εκείνο που μειώνει το κόστος και το χρόνο που απαιτείται για την προσαρμογή. Η ρευστότητα αναφέρεται στο μέγεθος της διεθνών πλεονασμάτων και προσφοράς χρεογράφων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διαχείριση προσωρινών ανισορροπιών στα ισοζύγια πληρωμών. Καλό νομισματικό σύστημα είναι αυτό που προμηθεύει με επαρκής ποσότητα πλεονασμάτων τις χώρες που αντιμετωπίζουν ανισορροπίες στο ισοζύγιο πληρωμών τους, χωρίς να χρειάζεται να αποπληθωρίζουν τις οικονομίες τους ή να δημιουργούν πληθωριστικές πιέσεις στη παγκόσμια οικονομία. Η αξιοπιστία αναφέρεται στη γνώση ότι ο μηχανισμός προσαρμογής λειτουργεί αποτελεσματικά και ότι η χρήση των αποθεματικών δεν θα μεταβάλλει το διεθνές σύστημα τιμών,

Πόσο καλά το διεθνές νομισματικό σύστημα έχει πετύχει αυτούς τους στόχους, σε ποια χρονική περίοδο, και τι συμβαίνει σήμερα θα είναι τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν παρακάτω.

3. Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα του Κανόνα Χρυσού

Το διεθνές νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού λειτούργησε από, περίπου, το 1880 μέχρι το ξέσπασμα του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Ο διεθνής κανόνας του χρυσού


99

ήταν η κλασική επίλυση του διλήμματος ανάμεσα στην εθνική οικονομική αυτονομία και τη διεθνή οικονομική σταθερότητα. Στη θεωρία, το νομισματικό αυτό σύστημα ήταν η ενσωμάτωση του laissez-faire, της φιλελεύθερης ιδέας μιας απρόσωπης, πλήρως αυτοματοποιημένης και πολιτικά συμμετρικής διεθνούς νομισματικής τάξης, που εξαρτάται από την εγχώρια ευκαμψία των τιμών και τους φυσικούς περιορισμούς στην παραγωγή χρυσού ώστε να εξασφαλιστεί το άριστο επίπεδο τόσο στη διαδικασία προσαρμογής όσο και στην προσφορά αποθεματικού χρήματος. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο πληρωμών διορθώνονται, τουλάχιστον στη θεωρία, από την προσαρμογή του μηχανισμού τιμών και ροής πολύτιμων μετάλλων του David Hume.

Δύο βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος εγγυώνται την ομαλή και αυτόματη λειτουργία του μηχανισμού τιμών-πολύτιμων μετάλλων: α) η Κεντρική Τράπεζα της χώρας που αποδέχεται τον κανόνα χρυσού αγοράζει και πουλά χρυσό σε σταθερή τιμή και β) οι ιδιώτες μπορούν ελεύθερα να εξάγουν ή να εισάγουν χρυσό. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συγκροτούν ένα μηχανισμό σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών για την προσαρμογή του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς οι ανισορροπίες του εμπορίου και των πληρωμών διορθώνονται και η ισορροπία αποκαθίσταται από τη ροή χρυσού. Με το πέρασμα του χρόνου οι επιπτώσεις στις σχετικές τιμές και στα εμπορικά ισοζύγια θεραπεύουν κάθε ανισορροπία πληρωμών.

Στην πράξη, το διεθνές νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού δεν ήταν μια αυτόματη, απρόσωπη και πολιτικά συμμετρική νομισματική τάξη. Αντίθετα ήταν ένα θεσμός αρκετά ασύμμετρος, όσον αφορά τα οφέλη που έδινε στις εθνικές οικονομίες. Αυτό βέβαια δεν μειώνει τη συμβολή του στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου και


100

στη διεθνή οικονομική σταθερότητα κατά τη διάρκεια της ισχύς του. Η ουσιαστική κατανόηση του απαιτεί την αναφορά τριών στοιχείων που προσδιόριζαν τη λειτουργία του, στοιχείων που αντανακλούν την κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν εκείνη την εποχή από τη σημερινή, καθιστώντας έτσι μη ρεαλιστικές τις φωνές φιλελεύθερων οικονομολόγων σήμερα που επιθυμούν επιστροφή των διεθνών νομισματικών σχέσεων στη δομή του κανόνα χρυσού.

Πρώτον, ο κλασικός κανόνας χρυσού δεν λειτουργούσε αυτόματα. Η δυνατότητα παρέμβασης των Κεντρικών Τραπεζών στην αγορά και πώληση χρυσού για να κρατήσουν σταθερές τις συναλλαγματικές ισοτιμίες περιόριζε την ελευθερία των δυνάμεων της αγοράς. Οι Κεντρικές Τράπεζες μπορούσαν να ασκήσουν νομισματικές πολιτικές ώστε να αποφευχθούν μεταβολές στις τιμές, δηλαδή ουσιαστικά οι χώρες να αποφεύγουν την αυστηρή εφαρμογή του κανόνα χρυσού.

Δεύτερον, το διεθνές νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού οργανώθηκε και διοικήθηκε από το Σίτι του Λονδίνου, αποτέλεσμα της ηγεμονικής θέσης του στις διεθνείς αγορές αγαθών, χρήματος και κεφαλαίου και της ηγεμονικής θέσης της Μεγάλης Βρετανίας στις διεθνείς σχέσεις. Αποτέλεσμα ήταν το Σίτι να επιβάλει τους κανόνες του συστήματος στις οικονομίες όλους του κόσμου, ενώ η νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Αγγλίας καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς ροές χρυσού και την παγκόσμια νομισματική σταθερότητα, καθώς η Στερλίνα έπαιζε κεντρικό ρόλο στις διεθνείς εμπορικές και νομισματικές σχέσεις.


101

Τρίτον, οι επιπτώσεις του συστήματος ήταν ασύμμετρες στις εθνικές οικονομίες. Οι ισχυρές οικονομίες μπορούσαν να εξισορροπήσουν τα εμπορικά ισοζύγια τους σχετικά εύκολα με παρεμβάσεις στις ροές χρυσού, αυτό όμως δεν συνέβαινε με τις φτωχότερες και οικονομικά αδύναμες χώρες οι οποίες ήταν εξαρτημένες από το Σίτι και τα άλλα ανερχόμενα χρηματοπιστωτικά κέντρα, της Φρανκφούρτης, του Παρισιού και της Νέας Υόρκης.

Οι πολιτικές που εφάρμοζε η Βρετανία την εποχή εκείνη ήταν σχετικά απλές. Σε μία χώρα που κυριαρχούσε η φιλελεύθερη ιδεολογία, και βάσει των οικονομικών της συμφερόντων, ο κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η νομισματική σταθερότητα. Ήταν μια εποχή που οι απαιτήσεις της κοινωνίας από την κυβέρνηση ήταν ελάχιστες, ενώ οι άρχουσες ελίτ προτιμούσαν το ακριβό χρήμα και τον αντιπληθωρισμό από το φτηνό χρήμα και τον πληθωρισμό. Το τίμημα της προσαρμογής το πλήρωναν τα φτωχότερα κράτη και οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις με τη μορφή της υψηλότερης ανεργίας και της μείωσης της ευημερίας.

Ο κανόνας του χρυσού αντανακλούσε έναν κόσμο όπου οι κοινωνικοί σκοποί ήταν ελαχιστοποιημένοι. Την εποχή αυτή του μη κρατικού παρεμβατισμού και πριν την άνοδο του κοινωνικού κράτους, προτεραιότητα είχε πάντα η νομισματική σταθερότητα. Η νομισματική σταθερότητα ήταν το προϊόν της βρετανικής ηγεμονίας, της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού και της κυριαρχίας της συντηρητικής μεσαίας τάξης (Gilpin, 1987). Όταν οι συνθήκες αυτές μεταβλήθηκαν με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, ο κανόνας χρυσού δεν μπορούσε πια να επικρατεί.


102

Εκείνο όμως που σημάδεψε το οριστικό τέλος του νομισματικού συστήματος του κανόνα χρυσού ήταν η αδυναμία της Βρετανίας να διατηρήσει την οικονομική κυριαρχία της. Η εμφάνιση, προς το τέλος του 19ου αιώνα, νέων βιομηχανικών δυνάμεων και η σχετική κάμψη της Βρετανικής ηγεμονίας άρχισαν να υπονομεύουν τη βάση της παγκόσμιας οικονομικής ηγετικής θέσης της Βρετανίας. Οι αυξανόμενες κοινωνικές δυσαρέσκειες και οι εξεγέρσεις κατά των φιλελεύθερων πολιτικών άρχισαν να κλονίζουν το σύστημα του κανόνα χρυσού.

4. Η Περίοδος του Μεσοπολέμου

Μια σημαντική συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η εθνικοποίηση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, οι εμπόλεμοι, έσπευσαν αμέσως να προφυλάξουν τα αποθέματα τους σε χρυσό και αποδεσμεύτηκαν από το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών για να διευκολύνουν την κινητοποίηση των οικονομιών τους για τον πόλεμο.

Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει ο κανόνας χρυσού και να αντικατασταθεί προσωρινά από μια ρύθμιση κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Με το τέλος της Βρετανικής οικονομικής ηγεμονίας και τη διάλυση της οικονομικής αλληλεξάρτησης, ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών επέστρεψε ξανά στην ευθύνη των εθνικών νομισματικών αρχών. Η εγχώρια οικονομική αυτονομία θριάμβευσε σε βάρος της παγκόσμιας νομισματικής τάξης εξαιτίας των έκτατων αναγκών που δημιούργησε ο πόλεμος. Κάθε κυβέρνηση έπρεπε να κινητοποιήσει ολόκληρο το ρευστό πλούτο της οικονομίας της. Με τη φορολογία, και κυρίως με το


103

δανεισμό, το κράτος αποκτούσε τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της κοινωνίας.

Η κατάρρευση της διεθνούς πειθαρχίας στον κανόνα χρυσού και ο αυξανόμενος κρατικός έλεγχος πάνω στην οικονομία αποτέλεσαν τη βάση ενός ιδεολογικού μετασχηματισμού που συνέβη την περίοδο εκείνη. Αμέσως μετά τον πόλεμο έγινε προσπάθεια ανοικοδόμησης του συστήματος του κανόνα χρυσού και επιστροφής της δημοσιονομικής

διαχείρισης

στον

ορθόδοξο

κανόνα

του

ισοσκελισμένου

προϋπολογισμού. Ο αποπληθωρισμός που ακολούθησε αποτέλεσε σημαντική αιτία της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην κατάρρευση της φιλελεύθερης οικονομικής ως κυρίαρχο πρότυπο πολιτικής και στην αντικατάσταση του από μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία της αγοράς και για το ρόλο του κράτους, που κυριάρχησε ως Κεϊνσιανισμός. Η νέα αντίληψη επικέντρωνε την προσοχή στις αδυναμίες της αγοράς, όπως η ανεργία, ή ύφεση και οι ασταθείς οικονομικοί κύκλοι. Οι συνέπειες του πολέμου και της ύφεσης είχαν επίσης ανοίξει το δρόμο για την οικοδόμηση του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Η κατάλληλη μακροοικονομική διαχείριση (δημοσιονομική, νομισματική πολιτική) θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στην προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας, στην αύξηση της απασχόλησης και στη σταθεροποίηση της οικονομίας.

Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι η μετάβαση σε μια μη πειθαρχημένη νομισματική ισχύ του κράτους είναι μια πρόκληση για πολιτική αστάθεια, επειδή καταργούσε όλες τις οικονομικές άμυνες εναντίων του πληθωρισμού. Οι οικονομολόγοι αυτοί δεν έκρυβαν το φόβο τους ότι το κράτος θα χρησιμοποιούσε τη φορολογική και δανειοληπτική του δύναμη για να μεταβάλει τη διανομή του


104

εισοδήματος. Επίσης, σε ένα κόσμο χωρίς τους περιορισμούς του κανόνα χρυσού, οι κυβερνήσεις θα αύξαναν τις κρατικές δαπάνες για να πετύχουν πολιτικά οφέλη, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις. Μερικές δεκαετίες αργότερα, το ζήτημα αυτό επανεμφανίστηκε στις μεταπολεμικές διαμάχες αναφορικά με το κοινωνικό κράτος και την Κεϊνσιανή οικονομική.

Οι κοινωνικοί σκοποί και τα εθνικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν μεταβληθεί και οι οικονομικές πολιτικές απέκλιναν ολοένα και περισσότερο ως αποτέλεσμα των εθνικών και διεθνών εξελίξεων. Οι στόχοι της κοινωνικής ευημερίας και οι εθνικοί ανταγωνισμοί αποκτούσαν μεγαλύτερη αξία από τους διεθνείς κανόνες. Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μία περίοδο πρωτοφανούς οικονομικού πολέμου, με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και συναλλαγματικές διακυμάνσεις, καθώς κάθε οικονομία προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματα του ισοζυγίου πληρωμών και της απασχόλησης σε βάρος των άλλων χωρών. Τα γεγονότα του μεσοπολέμου σήμαναν το τέλος της ταυτόχρονης επίτευξης εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας μέσω της λειτουργίας του μηχανισμού των τιμών και της ροής πολύτιμων μετάλλων που υποχωρούσε συνεχώς έναντι του αυξανόμενου ρόλου των Κεντρικών Τραπεζών που προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις του μηχανισμού αυτού, ενώ οι τιμές και οι μισθοί δεν αφήνονταν να μειωθούν αυτόματα στις περιπτώσεις εφαρμογής αυστηρής νομισματικής πολιτικής. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών και σε συνδυασμό με την ανικανότητα της Βρετανίας να συνεχίσει τον ηγεμονικό τους ρόλο αλλά και εξαιτίας της έλλειψης κάποιας νέας ηγεμονικής δύναμης η φιλελεύθερη παγκόσμια οικονομία κατέρρευσε. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένα νέο σοκ για την ανθρωπότητα που αναζητούσε μια νέα περίοδο σταθερότητας. Στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αυτές συνθήκες της αναρχίας και του σκληρού


105

ανταγωνισμού, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες της ηγεσίας στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ουσιαστικά αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εξέλιξη αυτή σε παγκόσμιο επίπεδο συνέπεσε με την εποχή του κρατικού παρεμβατισμού και τη διαχείριση της οικονομίας. .

5. Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα του Bretton Woods

Το 1944 συναντήθηκαν στο Bretton Woods οι αρχηγοί κρατών όλων των συμμαχικών χωρών για να συζητήσουν και να προβληματιστούν για τις επερχόμενες οικονομικές εξελίξεις, αλλά και για την οργάνωση ενός διεθνούς συστήματος που θα περιόριζε τις εθνικές αντιπαραθέσεις και τους εμπορικούς πολέμους. Βασική τους επιδίωξη ήταν να δημιουργήσουν μια μεταπολεμική οικονομική τάξη που θα ήταν σταθερή και εύκαμπτη, θα προωθούσε την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη, και που θα απέφευγε τις εθνικιστικές πιέσεις που οδήγησαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους.

Το τελικό αποτέλεσμα της συνάντησης και του συνεδρίου ήταν η δημιουργία ενός συγκεκριμένου τύπου διεθνούς νομισματικού συστήματος και ένα σύνολο θεσμών που θα διευκόλυνε τη λειτουργία του. Η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η GATT, ήταν οι βασικοί θεσμοί του συστήματος, οι οποίοι σε συνδυασμό με το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, θα χαρακτήριζαν τις παγκόσμιες νομισματικές υποθέσεις τη χρονική περίοδο μεταξύ 1946 και 1973.

Το ΔΝΤ είναι ο κεντρικός τραπεζίτης των κεντρικών τραπεζών. Το ΔΝΤ είναι ένας διεθνής οργανισμός που επιχειρεί να δημιουργήσει σταθερές και αντανακλαστικές


106

διεθνείς χρηματοδοτικές σχέσεις μεταξύ των χωρών, όπως οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό χρηματοοικονομικό κλίμα σε εθνικό επίπεδο. Το ΔΝΤ έχει παίξει σημαντικό ρόλο στο διεθνές νομισματικό σύστημα μετά το Bretton Woods.

Μία από τις λειτουργίες του ΔΝΤ που έχει προκαλέσει μεγάλη αντιπαράθεση απόψεων είναι η λειτουργία του ως δανειστής τελευταίας ανάγκης (lender of last resort). Δηλαδή, το ΔΝΤ προσφέρει χρηματοδότηση –με τη μορφή του δανεισμούστις χρεωμένες χώρες, έτσι ώστε οι τελευταίες να αποφύγουν καταστάσεις χρεοκοπίας που θα τους δημιουργούσαν οι δανειακές τους υποχρεώσεις. Μια περίπτωση χρεοκοπίας θα δημιουργούσε συνθήκες πανικού και χάους στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Η βοήθεια του ΔΝΤ προσφέρεται βέβαια κάτω από συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Οι χώρες που καταλήγουν για βοήθεια στο ΔΝΤ πρέπει να είναι πρόθυμες να υιοθετήσουν τις αυστηρές πολιτικές του ΔΝΤ, αύξηση φόρων, μείωση κρατικών δαπανών, μείωση επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων, κα. Οι πολιτικές αυτές μειώνουν το βιοτικό επίπεδο στη χώρα, τουλάχιστον, βραχυχρόνια, και συνήθως πετυχαίνουν το στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Η ΠΤ είναι ένας άλλος βασικός θεσμός του Bretton Woods. Το επίσημο όνομα της ΠΤ είναι Διεθνής Τράπεζα για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη, που είναι και πιο περιγραφικό του ρόλου της. Αμέσως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η ΠΤ επιδίωξε την ανοικοδόμηση των ευρωπαϊκών χωρών που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες πολεμικές καταστροφές. Από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα, έχει επικεντρωθεί στα προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών, διαθέτοντας δάνεια με όρους καλύτερους από εκείνους της αγοράς.


107

Όπως και στην περίπτωση του ΔΝΤ, τα κίνητρα και οι πολιτικές της ΠΤ είναι υπόαμφισβήτηση. Η ΠΤ δίνει δάνεια για αναπτυξιακούς λόγους. Μπορεί λοιπόν να δώσει δάνεια για να βελτιωθούν οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες ή το σύστημα άρδευσης, αλλά δεν μπορεί να κάνει δάνεια για τη βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης, ή της μείωσης της οικονομικής ανισότητας, ενέργειες που δεν έχουν χρηματοοικονομική απόδοση. Τα τελευταία χρόνια η ΠΤ έχει επίσης κατηγορηθεί για χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με αρνητικές για το περιβάλλον συνέπειες, αν και πρόσφατα έχει υπάρξει βελτίωση στην περιβαλλοντική αντίληψη της ΠΤ.

Το σύστημα του Bretton Woods ήταν μια προσπάθεια οικοδόμησης ενός συνόλου δομών βασισμένων σε πλουραλιστικούς διεθνείς θεσμούς, όχι απλά η ενίσχυση της δύναμης της ηγεμονικής χώρας. Οι ΗΠΑ αν και ήθελαν να παίζουν ηγετικό ρόλο στο νέο νομισματικό σύστημα, δεν ήθελαν να αναλάβουν τις ηγεμονικές υποχρεώσεις του, όπως έκανε η Μ. Βρετανία τον 19ο αιώνα.

Το νομισματικό σύστημα του Bretton Woods ήταν ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, οικοδομημένο πάνω στο κανόνα χρυσού-δολαρίου. Η κάθε μια χώρα διαμόρφωσε για το νόμισμά της μια σταθερή ισοτιμία ως προς το χρυσό. Οι ΗΠΑ διαμόρφωσαν την ισοτιμία των $35 την ουγκιά. Αυτό ουσιαστικά συνέδεσε το δολάριο με τα άλλα νομίσματα με μια σταθερή σχέση, ενώ το δολάριο έγινε διεθνές νόμισμα, με την έννοια ότι έγινε το κυρίαρχο σε διεθνές επίπεδο μέσω συναλλαγών. Συνεπώς οι ΗΠΑ, αν και χωρίς να το επιθυμούν, απέκτησαν μέσω του δολαρίου μια ηγεμονική θέση και ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, ρυθμίζοντας, με


108

τις πολιτικές της, τη διεθνή, χρηματοοικονομική σταθερότητα και την αναγκαία ευκαμψία.

Το

διεθνές

νομισματικό

σύστημα

του

Bretton

Woods

λειτούργησε

με

αποτελεσματικότητα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όσο οι ΗΠΑ ήταν η κυρίαρχη οικονομική δύναμη. Οι ΗΠΑ προσέφεραν δολάρια στο παγκόσμιο σύστημα, η αυξημένη ρευστότητα οδήγησε σε αύξηση τους ρυθμούς μεγέθυνσης στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, δημιουργώντας νέες αγορές για τα αμερικανικά προϊόντα. Η περίοδος της μεγάλης επιτυχίας του συστήματος του Bretton Woods χρονικά ταυτίζεται με τις καλύτερες επιδόσεις παγκόσμιου καπιταλισμού, που ιστορικά έμεινε γνωστή ως η ‘χρυσή εποχή του καπιταλισμού’.

Στο τέλος της περιόδου αυτής, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το ρόλο της ηγεμονικής δύναμης. Καθώς η Ευρώπη και η Ιαπωνία αναπτύχθηκαν και απέκτησαν εσωτερική δυναμική, δεν είχαν ανάγκη πλέον την εισροή των δολαρίων. Οι ΗΠΑ δεν μπορούσε ωστόσο να ανακόψει τις ροές αυτές δολαρίων, που σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν ένα τρόπο αντιμετώπισης της εσωτερικής της οικονομικής κατάστασης και των προβλημάτων της (χρηματοδότηση εισαγωγών και επενδύσεων). Κατά πολλούς

οι

ΗΠΑ

από

φιλάνθρωπος

ηγεμόνας

έγινε

εγωιστής

ηγεμόνας

χρησιμοποιώντας τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα ως ένα μέσο να διατηρήσει τη δύναμη και το πλούτο της, καθώς το κόστος της ηγεμονίας την είχε αποδυναμώσει.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν μια σύνθετη πολιτική κατάσταση. Η αντιμετώπιση της φτώχειας στο εσωτερικό της χώρας, ο πόλεμος του Βιετνάμ και το αυξημένο κόστος διαχείρισης της παγκόσμιας ηγεμονίας οδήγησαν


109

την αμερικανική κυβέρνηση να επιλέξει ανάμεσα στα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και στις διεθνείς της ευθύνες. Η κρίσιμη απόφαση έγινε το 1971 όταν ο πρόεδρος Nixon επίσημα αποδέσμευσε το δολάριο από το χρυσό. Η απόφαση αυτή λειτούργησε ως σοκ στο διεθνές νομισματικό σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973-1974, ένα σύστημα ελεύθερων συναλλαγματικών ισοτιμιών είχε διαμορφωθεί, δημιουργώντας νέα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία.

6. Η Εμπειρία από το Bretton Woods

Τι μαθήματα παίρνουμε από το διεθνές νομισματικό σύστημα του Bretton Woods; Η ερώτηση αυτή έχει δημιουργήσει αντιπαράθεση απόψεων στη ΔΠΟΙ. Για τους ακραίους φιλελεύθερους το Bretton Woods μας δείχνει τη ματαιότητα να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες μέσω κρατικών ενεργειών και παρεμβάσεων, αντί των δυνάμεων της αγοράς. Ένα σύστημα που στηρίζεται στο κράτος είναι από την αρχή καταδικασμένο, αφού οι κυβερνήσεις δεν γνωρίζουν τόσα πολλά όσο η αγορά.

Άλλοι προσεγγίζουν το Bretton Woods ως ένα παράδειγμα του σημαντικού ρόλου που μπορεί να παίξει στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ένας φιλάνθρωπος ηγεμόνας. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα λειτουργούσε καλά όσο διάστημα οι ΗΠΑ με αποτελεσματικότητα έπαιζαν το ρόλο τους ως ηγεμονική χρηματοοικονομική δύναμη. Μετά την κατάρρευση του Bretton Woods, η παγκόσμια μεγέθυνση έχει μειωθεί σημαντικά και έγινε πολύ άνιση. Οι υπερασπιστές της άποψης αυτής επίσης ισχυρίζονται ότι αυτό που χρειάζεται η παγκόσμια οικονομία σήμερα είναι μια νέα


110

συμφωνία παρόμοια με εκείνη του Bretton Woods και μια ανανέωση της ηγεμονικής δομής για να διαχειριστεί τις διεθνείς νομισματικές σχέσεις. Στις παραπάνω εκτιμήσεις προστίθεται και το συμπέρασμα ότι οι ηγεμόνες τελικά πάντα χρησιμοποιούν την ηγεμονική τους θέση προς όφελός τους ή για να διατηρήσουν τον πλούτο και τη δύναμη τους.

Άλλοι είδαν στο σύστημα του Bretton Woods τα αποτελέσματα μιας εγωιστικής συμπεριφοράς και εθνικιστικής δράσης των ΗΠΑ. Κατά την άποψη αυτή οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα που πραγματικά ωφελήθηκε από το Bretton Woods σε βάρος των άλλων χωρών. Το Bretton Woods είναι ένα παράδειγμα κατάχρησης της δύναμης στη ΔΠΟΙ.

Ένα μέρος της βιβλιογραφίας υποστηρίζει ότι το κλειδί στην όλη επιτυχία του Bretton Woods ήταν η συμφωνία για τον περιορισμό στην κίνηση των κεφαλαίων που περιλάμβανε. Η επιλογή αυτή ήταν πρόταση και επιμονή του Keynes οποίος έκρινε ότι με τον τρόπο αυτό θα απομονώνονταν οι διεθνείς νομισματικές εξελίξεις από την εθνική μακροοικονομική πολιτική. Ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων έδινε στις εθνικές κυβερνήσεις την ικανότητα να προσαρμόζουν τα επιτόκια και γενικότερα τη μακροοικονομική πολιτική τους στις ανάγκες και στους στόχους της εθνικής οικονομικής πολιτικής χωρίς να διαταράσσονται οι διεθνείς συμβάσεις και να αποσταθεροποιούνται οι εθνικές πολιτικές. Η διάκριση των εθνικών πολιτικών από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις αποτελούσε τη καρδιά του Κεϊνσιανού συμβιβασμού ανάμεσα σε εθνικές ανάγκες και διεθνείς υποχρεώσεις.


111

Βάσει της προσέγγισης αυτής, η κατάρρευση του Bretton Woods συνέβη όταν το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο βρήκε τρόπους να ξεφεύγει από εθνικούς ελέγχους. Με το καυτό χρήμα πλήρως ελεύθερο σε παγκόσμια κλίμακα, οι μεταβολές στις εθνικές πολιτικές προκαλούν διεθνείς επιπτώσεις.

7. Το Πέρασμα στο Σύστημα των Κυμαινόμενων Ισοτιμιών

Οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται από τις δυνάμεις της αγοράς με την ελάχιστη κρατική παρέμβαση. Η μετάβαση στο σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών έγινε σε μια εποχή μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σε ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγών οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταβάλλονται καθώς αλλάζουν οι προσδοκίες για την αξία ενός νομίσματος και καθώς αλλάζουν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες μιας χώρας.

Η κυμαινόμενη ισοτιμία υποτίθεται ότι σκοπεύει στην επίλυση της έντασης μεταξύ εσωτερικών αναγκών και διεθνών υποχρεώσεων επιτρέποντας στην αγορά να διαμορφώνει τις διεθνείς εξελίξεις, και στα κράτη τις εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες τους. Επιπλέον, οι κυμαινόμενες ισοτιμίες υποτίθεται ότι αντικαθιστούνε την κρατική δραστηριότητα και παρέμβαση του ηγεμόνα με το ορθολογικό και αποτελεσματικό σύστημα της αγοράς. Βέβαια στην πράξη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις την αγορά από το κράτος, αφού η όποια κρατική ενέργεια έχει επιπτώσεις πάνω στη ισοτιμία του νομίσματος. Επιπρόσθετα, το πέρασμα στις κυμαινόμενες ισοτιμίες δεν επέφερε τη σταθερότητα,


112

την ευκαμψία και την κρατική αξιοπιστία που οι αρχιτέκτονες του συστήματος των κυμαινόμενων ισοτιμιών προσδοκούσαν.

Οι αιτίες της αποτυχίας του συστήματος κυμαινόμενων ισοτιμιών είναι πολλές. Εστιάζονται ωστόσο στους πολλούς προσδιοριστικούς παράγοντες της ισοτιμίας, οι οποίοι συνδέονται με το διεθνές εμπόριο και την κίνηση κεφαλαίων μέχρι τη κερδοσκοπία στις αγορές συναλλάγματος.

Στην πραγματικότητα το σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών έχει αποδειχθεί τόσο εύκαμπτο,

που

τελικά

λειτουργεί

αποσταθεροποιητικά.

Η

περίοδος

των

κυμαινόμενων ισοτιμιών έχει ταυτιστεί με το πρόβλημα που ο Benjamin Cohen έχει ονομάσει φοβερή τριάδα. Η ιδέα της φοβερής τριάδας είναι ότι εκείνοι που συμμετέχουν στο διεθνές νομισματικό σύστημα επιθυμούν, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, τρία βασικά πράγματα: 1. την ικανότητα τους να αντιδρούν σε εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις (νομισματική αυτονομία). 2. διεθνή κινητικότητα του κεφαλαίου (απαραίτητη για την αποτελεσματικότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού κεφαλαίου). 3. σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία (επιθυμητή για την ευρυθμία του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων).

Το πρόβλημα είναι ότι οι τρεις αυτοί στόχοι είναι μεταξύ τους συγκρουόμενοι. Δεν μπορείς να τους έχεις και τους τρεις, αλλά αν θυσιάσεις τον ένα, τότε θα μπορούσες να έχεις τους άλλους δύο.


113

Στο σύστημα του Bretton Woods για παράδειγμα, η χρήση των περιορισμών και ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων περιόριζε τη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων. Αυτό επέτρεπε στα κράτη να ανταποκρίνονται σε εγχώριες πολιτικές πιέσεις και στόχους πολιτικής χωρίς να μεταβάλλεται η συναλλαγματική ισοτιμία. Το καυτό χρήμα δεν μπορούσε να εισρεύσει ή να φύγει από τη χώρα ως αποτέλεσμα αλλαγών στις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές, και έτσι δεν προκαλούσε συναλλαγματική αστάθεια και αβεβαιότητα.

Κάτω από ένα σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγών, οι έλεγχοι στην κίνηση των κεφαλαίων είναι δύσκολο να υλοποιηθούν. Υπάρχουν σήμερα πολλοί τρόποι να χρησιμοποιήσεις τις νέες τεχνολογίες για να μεταφέρεις κεφάλαια από τη μία χώρα στην άλλη. Τα κράτη πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στη σταθερότητα της ισοτιμίας του νομίσματος τους και στην ικανότητα να ελέγχουν την οικονομική και πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει την εσωτερική αυτονομία τους και έχουν θυσιάσει την σταθερότητα του νομίσματος τους. Αυτό είναι λογικό για οικονομίες που είναι σχετικά κλειστές.

Από την άλλη μεριά, χώρες όπως η Αργεντινή ή το Χονγκ Κονγκ, οι οποίες είναι περισσότερο εξαρτημένες από τη διεθνή οικονομία, έχουν επιλέξει τη σταθερότητα του νομίσματος τους έναντι της ανεξαρτησίας της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Και οι δύο αυτές χώρες έχουν συνδέσει τα νομίσματα τους με το δολάριο. Αυτά τα κάνει περισσότερο σταθερά, αλλά με το κόστος της απώλειας του ελέγχου άλλων στόχων οικονομικής πολιτικής.


114

Το ζητούμενο θα ήταν ένα σύστημα διαχείρισης της συναλλαγματικής ισοτιμίάς που θα επέτρεπε εσωτερικές αλλαγές πολιτικής χωρίς να προκαλούν συναλλαγματική αστάθεια. Αυτό θα ήταν εφικτό μόνο εάν υπήρχε συντονισμός πολιτικών μεταξύ των κρατών. Τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες τους θα έπρεπε να συνεργάζονται μεταξύ

τους

ώστε

να

αποφεύγονται

εσωτερικές

ανισορροπίες

που

θα

αποσταθεροποιούσαν τη διεθνή οικονομία. Η ιδέα εδώ είναι ότι αν δύο χώρες έχουν την ίδια κατεύθυνση και περίπου τον ίδιο ρυθμό, τότε η ισοτιμία των νομισμάτων τους θα πρέπει να παραμείνει περίπου σταθερή. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να δουλέψει για όσο διάστημα οι δύο χώρες δεν επιχειρούσαν κάποια αλλαγή στις πολιτικές τους.

Συνεπώς, το πρόβλημα με τη διαχείριση των ισοτιμιών είναι ότι ο συντονισμός πολιτικής απαιτεί το κράτος, σε κάποιο βαθμό να είναι πρόθυμο να θυσιάσει αυτό που μπορεί να αποτελεί εθνικό συμφέρον με στόχο τη διατήρηση μιας σταθερής, διεθνούς, χρηματοοικονομικής δομής. Βέβαια, η κλασική τριβή και αντίθεση μεταξύ μιας χώρας και ενός συνόλου χωρών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το ατομικό συμφέρον και το εθνικό συμφέρον είναι σημαντικές δυνάμεις, συνεπώς ο συντονισμός των πολιτικών μακροχρόνια δεν μπορεί να διασφαλιστεί.

Οι χώρες που επιδιώκουν να πετύχουν εσωτερικούς στόχους και ταυτόχρονα να διατηρήσουν της συναλλαγματική σταθερότητα τους συχνά εμφανίζουν προβλήματα αξιοπιστίας που τα αξιοποιούν οι κερδοσκόποι. Κεφάλαιο 6 Χρέος και η Πολιτική Οικονομία της Διεθνούς Χρηματοδότησης


115

1. Εισαγωγή Το χρέος είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της διεθνούς χρηματοοικονομικής δομής και απαιτεί ειδική προσοχή. Το χρέος δημιουργεί ένα σύνολο σχέσεων, μεταξύ πιστωτών και χρεωστών, δανειστών και δανειζόμενων που επηρεάζουν πολλές πλευρές της ΔΠΟΙ. Οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Η χρηματοοικονομική δομή δημιουργεί ένα σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών, των επιχειρήσεων, των ατόμων που εμπλέκονται στο σύστημα των σχέσεων αυτών. Θα μπορούσαμε

επίσης

να

ισχυριστούμε

ότι

η

δομή

που

διαμορφώνει

το

χρηματοοικονομικό κεφάλαιο επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό το ρόλο και τη θέση μιας χώρας στο σύστημα του διεθνούς εμπορίου, της ασφάλειας και της τεχνολογίας.

Η ύπαρξη χρέους δημιουργεί τυπικές και άτυπες υποχρεώσεις μεταξύ δανειστών και δανειζόμενων στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής δομής. Ο διεθνής χαρακτήρας του χρέους πηγαίνει πίσω στον 14ο αιώνα, στις εμπορικές τράπεζες της Φλωρεντίας, ενώ ουσιαστικά αναπτύσσεται μετά το 1817 στο Λονδίνο.

Σήμερα, το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα βρίσκεται σε μια διαδικασία σημαντικών αλλαγών. Η παγκοσμιοποίηση του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έχει δημιουργήσει μια παγκόσμια χρηματοοικονομική δομή, όπου τα εθνικά κράτη δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο όσο οι παγκόσμιες αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Η παγκοσμιοποίηση αυξάνει τις εντάσεις που δημιουργούνται στις σχέσεις μεταξύ των κρατών και διαχέει τις εντάσεις αυτές στις άλλες δομές.


116

Πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι οι σχέσεις που αναπτύσσονται γύρω από το χρέος είναι σύνθετες και αγγίζουν πλευρές της συσσώρευσης, της χρηματοδότησης νέων επενδύσεων, της αποπληρωμής τόκων και χρέους, της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, των διεθνών τραπεζών. Η σημασία των σχέσεων αυτών για το παγκόσμιο σύστημα μπορεί να περιγραφεί μέσω της εξής αναφοράς του Keynes που ταυτόχρονα δημιουργεί και ένα πλαίσιο ανάλυσης του κλασικού ερωτήματος, ποιος κερδίζει από την σημερινή παγκόσμια χρηματοοικονομική δομή. Ο Keynes είπε λοιπόν ότι αν κάποιος χρωστάει 100 λίρες σε μια τράπεζα και δεν μπορεί να τις πληρώσει, τότε αυτός είναι σε πρόβλημα. Αν χρωστάει όμως 100.000 λίρες και δεν μπορεί να τις πληρώσει, τότε είναι η τράπεζα σε πρόβλημα. Οι επιπτώσεις του χρέους και της διεθνούς χρηματοδότησης σχετίζονται τόσο με τις ποσότητες των δανείων που συνάπτονται, όσο και με τα χαρακτηριστικά των συνδέσεων που δημιουργούνται.

Στην ανάλυση που ακολουθεί δεν θα σταθούμε στην ανάλυση του ισοζυγίου πληρωμών και των συνθετικών του μερών. Θα προχωρήσουμε στη σχέση ισοζυγίου πληρωμών, διεθνών πληρωμών και χρέους.

2. Το ισοζύγιο των διεθνών πληρωμών

Κάτω από κανονικές συνθήκες, το πλεόνασμα ενός λογαριασμού πρέπει να αντισταθμίζετε από το έλλειμμα ενός άλλου. Αυτή είναι η βάση του ισοζυγίου, στο ισοζύγιο πληρωμών. Μια χώρα που έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, θα πρέπει ή να δανειστεί κεφάλαια από το εξωτερικό, ή να πουλήσει χρεόγραφα της σε ξένους, έτσι ώστε να πληρώσει τους διεθνείς λογαριασμούς της και να πετύχει ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών της. Με άλλα


117

λόγια, αν μια χώρα έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της θα πρέπει να έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο της κίνησης κεφαλαίων. Το αντίθετο συμβαίνει αν μια χώρα έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.

Το ισοζύγιο πληρωμών πρέπει να είναι ισοσκελισμένο για τεχνικούς λόγους, κάθε λογαριασμός έχει μια διπλή εγγραφή, και για πρακτικούς λόγους ότι δηλαδή κάθε συναλλαγή προϋποθέτει συνάλλαγμα, και για να είναι η αγορά συναλλάγματος σε ισορροπία θα πρέπει η προσφορά να είναι ίση με τη ζήτηση. Αν το δούμε διαφορετικά, κάθε δολάριο που φεύγει μέσω εισαγωγών από τις ΗΠΑ δημιουργεί έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γυρνάει είτε μέσω των εξαγωγών, οπότε εξισορροπεί το ισοζύγιο αυτό, είτε μέσω συναλλαγής στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων.

2.1. Η ανατομία μιας κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών Τι περιορίζει την ικανότητα μιας χώρας να έχει ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών της; Ουσιαστικά μία χώρα μπορεί να έχει ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της για όσο διάστημα μπορεί να έχει τους απαραίτητους πόρους μέσω των πλεονασμάτων στο ισοζύγιο της κίνησης κεφαλαίων, δηλαδή για όσο διάστημα μπορεί να δανείζεται από το εξωτερικό ή να βρίσκει ξένους αγοραστές για τα χρεόγραφα της. Όταν τα χρεόγραφα εξαντληθούν, ή περισσότερο ρεαλιστικά, όταν οι ξένοι δανειστές είναι απρόθυμοι να προσφέρουν νέα πίστωση, μια προβλέψιμη, αλλά και οδυνηρή, αλυσίδα γεγονότων και επιπτώσεων ενεργοποιούνται.

Οι αρχικές επιδράσεις μιας κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών μπορεί να είναι πολύ δραματικές. Η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού μπορεί να δημιουργήσει μια κρίση στο


118

τραπεζικό σύστημα μιας χώρας, αυξάνοντας τα επιτόκια και προκαλώντας εξαγωγή κεφαλαίου από τη χώρα που δοκιμάζεται σε μια άλλη χώρα με νομισματική και τραπεζική σταθερότητα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί δημιουργούν μια εξαιρετική έλλειψη πόρων στη χρεωμένη χώρα. Τα χρηματοοικονομικά αυτά προβλήματα γίνονται περισσότερα σύνθετα ως αποτέλεσμα αντιδράσεων στον τομέα του διεθνούς εμπορίου της χώρας. Η σιδηρά λογική του ισοζυγίου πληρωμών δηλώνει ότι η χώρα που δεν μπορεί να δανειστεί (ισοζύγιο κεφαλαίων) δεν μπορεί να εισάγει (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών). Το διεθνές εμπόριο αποσταθεροποιείται ή και διακόπτεται, και οι απαραίτητες εισαγωγές είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Οι εισαγωγές μπορεί να αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά, οπότε υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στη συσσώρευση και τη μεγέθυνση, ή καταναλωτικά αγαθά οπότε υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση και την ευημερία.

Κάθε κρίση ισοζυγίου πληρωμών προκαλεί κακό, όχι μόνο για τη χώρα που τη βιώνει, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες, αφού επηρεάζονται οι εμπορικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις της ΔΠΟΙ. Είναι πιθανό ότι μια τέτοια κρίση, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες και τις πολιτικές που η χώρα θα επιχειρήσει να την αντιμετωπίσει, μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτές κρίσεις σε άλλες χώρες, η περίπτωση της μεγάλης κρίσης του 1930. Αυτό εξαρτάται από το πόσο εύθραυστο είναι το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, δηλαδή από τον αριθμό χωρών και το μέγεθος της υπερχρέωσης τους.

Αν και από τα προαναφερόμενα, η κρίση του ισοζυγίου πληρωμών φαίνεται να είναι ένα οικονομικό πρόβλημα, αυτό γρήγορα μετασχηματίζεται σε πολιτικό πρόβλημα, αφού είναι το κράτος και η κυβέρνηση εκείνα που θα πρέπει να διαχειριστούν το


119

πρόβλημα και να ασκήσουν, συνήθως σκληρές, πολιτικές, οι οποίες ίσως να είναι απαραίτητες για να φέρουν το διεθνές σύστημα πληρωμών πίσω στην ισορροπία. Τα διεθνή οικονομικά συνεπώς επηρεάζουν την εσωτερική πολιτική, και το αντίθετο.

Για να αποφεύγονται αυτού του είδους οι κρίσεις, οι αρχιτέκτονες του Bretton Woods οργάνωσαν τη διεθνή χρηματοδότηση με βάση την αρχή του εσχάτου δανεισμού, ένας όρος που αναφέρεται σε ένα ηγεμονικό κράτος ή διεθνή θεσμό που θα συνέχιζε το δανεισμό της ενδιαφερόμενης χώρας, σκοπεύοντας να ενισχύσει και να διατηρήσει τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος. Στη σημερινή δομή του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος το ΔΝΤ παίζει το ρόλο του δανειστή εσχάτης ανάγκης για συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλημάτων στους εξωτερικούς τομείς των οικονομιών.

Το ΔΝΤ ουσιαστικά αναλαμβάνει δράση όταν κρίση του χρέους διαφαίνεται ή, όπως στην περίπτωση του Μεξικού το 1982 είναι αναπόφευκτη. Το ΔΝΤ προσφέρει την πίστωση και τη ρευστότητα που χρειάζεται η χρεωμένη χώρα για την εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου της, ώστε να πετύχει την οικονομική της μεγέθυνση. Τα δάνεια του ΔΝΤ προσφέρονται ωστόσο με αυστηρούς όρους. Οι προϋποθέσεις αυτές που θέτει το ΔΝΤ έχουν αποτελέσει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Μια τυπική περίπτωση δανειοδότησης από το ΔΝΤ συνήθως συνοδεύεται από αντιλαϊκά μέτρα πολιτικής, τα οποία υποτίθεται, και σύμφωνα πάντα με τη γνωμάτευση της ορθόδοξης ανάλυσης, ότι θα αποκαταστήσουν την ισορροπία στην οικονομία.

Πιο συγκεκριμένα:


120

1. υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Η συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος μειώνεται σχετικά με τα άλλα βασικά νομίσματα. Η επιλογή αυτή κάνει τις εισαγωγές πιο ακριβές και μειώνει το κόστος των εξαγωγών, συνεπώς μειώνει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. (Δεν εκτιμάται η αρνητική επίπτωση της υποτίμησης στην αύξηση του εξωτερικού χρέους και στον πληθωρισμό).

2. Σταθερότητα τιμών. Προτείνονται περιοριστικές πολιτικές σε μια προσπάθεια περιορισμού του πληθωρισμού. Καθώς ο υψηλός πληθωρισμός αποθαρρύνει ξένους δανειστές και επενδυτές, ένας μικρότερος πληθωρισμός βελτιώνει το επενδυτικό κλίμα.

3. Δημοσιονομική αυστηρότητα και πειθαρχία. Η κυβέρνηση καλείται να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες και επιδοτήσεις, να αυξήσει του φόρους και να ιδιωτικοποιήσει δημόσιες επιχειρήσεις. Οι πολιτικές αυτές στοχεύουν στη μείωση του κρατικού δανεισμού, που αρκετές φορές αποτελεί μια σημαντική αιτία των προβλημάτων στο ισοζύγιο πληρωμών.

4. Απελευθέρωση εμπορίου με κατάργηση δασμών. Οι πολιτικές αυτές ενθαρρύνουν τις εισαγωγές, κυρίως πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών, και των εξαγωγών.

5. Δίκτυο κοινωνικής προστασίας. Επειδή οι πολιτικές αυτές προκαλούν μείωση στο επίπεδο διαβίωσης του λαού και ειδικά των φτωχών στρωμάτων, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα δίκτυο κοινωνικών προγραμμάτων για το περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων των πολιτικών αυτών.


121

Η λογική των πολιτικών του ΔΝΤ είναι να μειώσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βραχυχρόνια, μέσω της αύξησης των εξαγωγών και της μείωσης των εισαγωγών και ταυτόχρονα να βοηθήσει τη χρηματοδότηση του ισοζυγίου κεφαλαίων περιορίζοντας νέες ανάγκες δανείων. Μακροχρόνια, οι πολιτικές αυτές υποθετικά θα συμβάλλουν στην ενθάρρυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και στην αύξηση του εισοδήματος, ώστε η χώρα να είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της και την εξάρτησή της από τον εξωτερικό δανεισμό.

Όπως προαναφέραμε οι αυστηρές πολιτικές σταθεροποίησης της οικονομίας προκαλούν μεγάλες πολιτικές πίεσης στις χρεωμένες χώρες, οι κυβερνήσεις των οποίων έχουν να αντιμετωπίσουν έκτος από το πρόβλημα της διαχείρισης του χρέους και την έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούν οι πολιτικές αυτές. Οι κοινωνικές εντάσεις συνήθως παίρνουν εκρηκτικές εκφράσεις (Λατινική Αμερική) με αποσταθεροποιητικές πολιτικές επιπτώσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι το πρόβλημα της κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών αποσταθεροποιεί, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά μια χώρα. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι η εφαρμογή των μέτρων αυτών συνεπάγεται τη θυσία εθνικής αυτονομίας για την διατήρηση της διεθνούς χρηματοοικονομικής σταθερότητας, η οποία είναι ωστόσο προσωρινή αν οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στην ουσία του. Ο φαύλος κύκλος του χρέους κλείνει με τη σύνδεση όλως αυτών των μερών μεταξύ τους. Δηλαδή, η κρίση χρέους μιας χώρας αποσταθεροποιεί το διεθνές νομισματικό σύστημα. Το ΔΝΤ για να προστατέψει το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών χρηματοδοτεί την πάσχουσα χώρα με νέα δάνεια, υπό τον όρο εφαρμογής των πολιτικών που συμβουλεύει το ΔΝΤ. Οι πολιτικές αυτές προκαλούν κοινωνική


122

δυσαρέσκεια και πολιτική αστάθεια στις χώρες που τις εφαρμόζουν, καταστάσεις που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο σχεδιασμός τους είναι σωστός,, κάτι που είναι ωστόσο αμφισβητήσιμο. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να εφαρμόσουν τα αυστηρά πακέτα πολιτικής του ΔΝΤ. Η συσσώρευση χρέους οδηγεί σε νέα κρίση χρέους που διαταράσσει εκ νέου τη διεθνής χρηματοοικονομική σταθερότητα. Η συσσώρευση των προβλημάτων αυτών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αυξήσει σημαντικά την αστάθεια της παγκόσμια οικονομίας.

Οι πολιτικές του ΔΝΤ έχουν υποστεί σημαντική κριτική για το γεγονός ότι δίνουν μεγάλη σημασία στη σταθερότητα και στην ισορροπία και όχι στη κοινωνική δικαιοσύνη και στις ανάγκες των φτωχών και αδύναμων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων. Τα προγράμματα λιτότητας όπως συνήθως λέγονται περιορίζουν πρωτίστως την ευημερία των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και λιγότερο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Βέβαια στην εκτίμηση του κόστους και του οφέλους των πολιτικών του ΔΝΤ θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη δυνατότητα των χωρών αυτών να ασκήσουν εναλλακτικές πολιτικές.

Πρόσφατα το ΔΝΤ έχει υποστεί κριτική και για άλλους λόγους. Παραδοσιακά, το ΔΝΤ πρότεινε τις πολιτικές του σε περιπτώσεις κρίσης χρέους. Τα τελευταία χρόνια πολλές χώρες αντιμετωπίζουν καταστάσεις εξωτερικής αποσταθεροποίησης όχι λόγω της υπερχρέωσης τους, αλλά λόγω συναλλαγματικών κρίσεων που οφείλονται σε κερδοσκοπικές επιθέσεις και μετακινήσεις κεφαλαίων. Το ΔΝΤ αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις αυτές με τις ίδιες πολιτικές, η αποτελεσματικότητα των οποίων ωστόσο αμφισβητείται έντονα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ταϊλάνδης. Ξένοι


123

επενδυτές είχαν συσσωρεύσει πολλά κεφάλαια στη Ταϊλάνδη κυρίως σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου, με αποτέλεσμα να σπάσει η φούσκα των τιμών. Οι ξένοι επενδυτές έφυγαν με αποτέλεσμα τη μεγάλη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Η Ταϊλάνδη είχε μεγάλο εξωτερικό χρέος το οποίο αδυνατούσε να αποπληρώσει. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν ωστόσο οι πολιτικές του ΔΝΤ αν ήταν κατάλληλες να αντιμετωπίσουν την κρίση του συναλλάγματος.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η λύση δεν βρίσκεται στις πολιτικές του ΔΝΤ, αλλά στον έλεγχο της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων σε συνδυασμό με πολιτικές που θα βελτίωναν τη διαφάνεια των συναλλαγών, έτσι ώστε οι κρίσεις να προβλέπονται και να αποφεύγονται αντί να αντιμετωπίζονται εκ των υστέρων. Τέλος, ένα σημαντικό ερώτημα αφορά την επαναξιολόγηση του ρόλου του ΔΝΤ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.

3. Η Παγκόσμια Χρηματοοικονομική Δομή

Μία από τις πιο αξιοσημείωτες αλλαγές στη ΔΠΟΙ τις τελευταίες δεκαετίες είναι η διαμόρφωση

μιας

παγκόσμιας

χρηματοοικονομικής

δομής.

Δηλαδή,

το

χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι όλο και λιγότερο μια δομή που συνδέει χώρες, συνήθως μέσω του δανεισμού από κυβερνήσεις, και όλο και περισσότερο μια παγκόσμια αγορά που κυριαρχείται από ιδιωτικές ροές κεφαλαίων, όπου τα εθνικά σύνορα και οι διάφορες ρυθμίσεις είναι χωρίς σημασία.

Η εξέλιξη από το διεθνές στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι σημαντική, και μια σειρά από σοβαρές επιπτώσεις σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο


124

συνδέονται με αυτήν. Το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο το εκφράζουμε ως ένα σύστημα αγορών που ή κάθε μία αγορά έχει ως κέντρο ένα εθνικό κράτος και ρυθμίζεται από αυτό το κράτος. Οι διεθνείς συναλλαγές γίνονται μεταξύ αυτών των κέντρων.

Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα σύστημα σχέσεων χωρίς κέντρο σε καμία χώρα. Οι παγκόσμιες αγορές χρήματος και κεφαλαίου που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, είναι η μορφή και η ουσία της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής δομής. Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι σε κίνηση 24 ώρες την ημέρα. Οι εθνικές κυβερνήσεις μπορούν να επηρεάσουν τις ροές του χρηματικού κεφαλαίου, αλλά δεν μπορούν να το ελέγξουν.

Τι προκάλεσε τη δημιουργία της παγκόσμιας χρηματικής δομής; Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται τρεις τουλάχιστον παράγοντες: α) διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές, β) αλλαγή στη φιλοσοφία της ΔΠΟΙ και γ) τεχνολογικές αλλαγές. Αυτές οι τρεις δυνάμεις άλλαξαν τα χαρακτηριστικά των διεθνών χρηματικών σχέσεων.

Πιο συγκεκριμένα, διάφορες αλλαγές στη δομή της διεθνούς οικονομίας δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του παγκόσμιου χρηματικού κεφαλαίου. Η άνοδος του επιπέδου διαβίωσης της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1970 και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας της όπως και χωρών της Ευρώπης, βελτίωσαν τη διεθνή θέση τους στην παγκόσμια οικονομία. Δημιουργήθηκαν νέα χρηματοοικονομικά κέντρα, μειώνοντας το ρόλο της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου. Την ίδια περίοδο, η εμφάνιση των λεγόμενων νεο-ανερχόμενων βιομηχανικών χωρών


125

δημιούργησε επιπρόσθετο χώρο για δράση στο διεθνές χρηματικό κεφάλαιο. Σημαντικό γεγονός ήταν και οι εξελίξεις στις χώρες του ΟΠΕΚ μετά την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και τη συσσώρευση των πετροδολαρίων. Ανταποκρινόμενες στις ανάγκες ανακύκλωσης των πετροδολαρίων και στις προαναφερόμενες αλλαγές στους ρόλους μετά την εμφάνιση νέων χωρών και οικονομικών δυνάμεων στο παγκόσμιο σκηνικό, οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου ανέπτυξαν τα βασικά εργαλεία του παγκόσμιου χρηματικού κεφαλαίου (ευρωαγορές).

Οι εξελίξεις δεν θα ήταν ωστόσο οι ίδιες αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν μεταβάλλει τις αντιλήψεις τους και τις πολιτικές τους σχετικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο των αγορών. Όπως έχουμε αναφέρει, το μεταπολεμικό σύστημα διεθνούς χρηματοδότησης επέτρεπε στα εθνικά κράτη να ρυθμίζουν τις δραστηριότητες του χρηματικού κεφαλαίου μέσα στο γεωγραφικά σύνορά τους. Σε μερικές χώρες οι ρυθμίσεις είχαν μερκαντιλιστικό χαρακτήρα, ή στηρίζονταν στον ισχυρισμό ότι το διεθνές χρηματικό κεφάλαιο θα δημιουργούσε συνθήκες εξάρτησης για τις εθνικές οικονομίες. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η προσέγγιση και οι ασκούμενες πολιτικές στα ζητήματα του διεθνούς χρηματικού κεφαλαίου ήταν επηρεασμένες από την εμπειρία της μεγάλης ύφεσης του 1930. Οι πολιτικές αυτές αντανακλούσαν την Κεϊνσιανή άποψη ότι, κρατικές παρεμβάσεις ήταν αναγκαίες για την προστασία των αγορών χρήματος και κεφαλαίου από αποσταθεροποιητικές ενέργειες και δράσεις του διεθνούς χρηματικού κεφαλαίου. Την περίοδο της μεγάλης ύφεσης, ο πανικός στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου μεταδόθηκε από τη μία χώρα στην άλλη με δραματικές επιπτώσεις στις πραγματικές οικονομίες. Η ρύθμιση των αγορών αυτών ήταν βασική προϋπόθεση για την ανεξαρτησία της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο και για την αποφυγή παγκόσμιων χρηματοοικονομικών κρίσεων.


126

Η ιδέα της ρύθμισης υπονομεύθηκε από τις παγκόσμιες διαρθρωτικές αλλαγές που προαναφέρθηκαν, αλλά επίσης και από μια σημαντική μεταβολή στη πολιτική φιλοσοφία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στη δεκαετία του 1980. Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, υπήρξε μια εγκατάλειψη των ιδεών και αρχών του Κεινσιανισμού, και μια στροφή προς το κλασικό, φιλελεύθερο ‘laissez faire’ του Adam Smith. Η Margaret Thatcher και ο Ronald Reagan πρωταγωνίστησαν στην απορρύθμιση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών στην οικονομική πολιτική ήταν η ενίσχυση της αγοράς ως καθοριστική δύναμη στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές υποθέσεις.

Το τελευταίο βήμα στη δημιουργία του παγκόσμιου χρηματικού συστήματος ήταν οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές. Η επανάσταση στις τηλεπικοινωνίες και η δυνατότητα σύνδεσης ατόμων και μηχανημάτων σε ένα παγκόσμιο δίκτυο έχει αυξήσει σημαντικά τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα της χρηματικής δομής. Η τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και του διαδικτύου ώθησε περαιτέρω το τέλος της γεωγραφίας του χρηματικού κεφαλαίου.

Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν τη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας δομής δύναμης. Άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ΔΠΟΙ είναι τόσο παγκόσμια σήμερα όσο ήταν και έναν αιώνα πριν. Η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιείται περισσότερο ως απειλή για την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών. Η απειλή ότι οι ξένοι επενδυτές θα αποσύρουν τα κεφάλαια τους λειτουργεί περιοριστικά για πολιτικές αλλαγές που θα εφάρμοζαν διαφορετικές οικονομικές


127

πολιτικές. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε με σκεπτικισμό τους ισχυρισμούς που γίνονται με αφορμή τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χρηματική δομή δεν βρίσκεται σε διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση του χρηματικού κεφαλαίου έχει αλλάξει τη φύση της διεθνούς χρηματοδότησης, η τελευταία έχει γίνει λιγότερο κρατική και περισσότερο εξαρτημένη από την αγορά.

Οι ιδιωτικές ροές κεφαλαίων έχουν τέσσερις μορφές. Άμεσες επενδύσεις, επενδύσεις χαρτοφυλακίου, τραπεζικός δανεισμός και μη τραπεζικός δανεισμός. Από αυτές, οι άμεσες επενδύσεις αποτελούν τα μεγαλύτερο ποσοστό και το πιο σταθερό. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ο τραπεζικός δανεισμός έχουν ασταθή συμπεριφορά, και αποτελούν συχνά αιτία διεθνούς χρηματιστικής κρίσης, εξαιτίας της άμεσης δυνατότητας εξόδου και εισόδου που έχουν σήμερα στις εθνικές οικονομίες.

Η συμπεριφορά λοιπόν των διεθνών ροών κεφαλαίου εκδηλώνει τα εξής χαρακτηριστικά. Υπάρχει μεγαλύτερη ροή κεφαλαίων συγκριτικά με το παρελθόν, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι ιδιωτικά. Τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι σχετικά ασταθή, ειδικά οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ο τραπεζικός δανεισμός. Η αστάθεια αυτή εισάγει ένα επιπλέον ρίσκο στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, και σε εκείνους που βασίζονται πάνω σε αυτό.

Τέλος,

πρέπει

να

σημειώσουμε

την

σημαντική

επίδραση

που

έχει

η

παγκοσμιοποιημένη χρηματοοικονομική δομή πάνω στις άλλες βασικές δομές της ΔΠΟΙ. Η διεθνοποίηση του χρηματικού κεφαλαίου συμβάλει στην αναδόμηση της παγκόσμιας παραγωγής, μέσω της χρηματοδότησης πολυεθνικών επιχειρήσεων και κρατών να επενδύσουν σε τομείς και περιοχές που πριν δεν μπορούσαν λόγω της


128

έλλειψης κεφαλαίων. Οι εξελίξεις αυτές έχουν επιπτώσεις στη διάχυση της γνώσης και της τεχνολογίας, αλλά δημιουργούν και τις προϋποθέσεις αλλαγών στη διεθνή ιεράρχηση της παραγωγής και της δύναμης. Συνεπώς δημιουργείται ένα νέο διεθνές περιβάλλον και σκηνικό με επιπτώσεις στα θέματα της ασφάλειας. Χώρες που πριν ήταν απομονωμένες, Κίνα, Βιετνάμ, τώρα συμμετέχουν στο σύστημα της ΔΠΟΙ. Το παράδοξο της νέας εποχής είναι ότι παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις αυτές είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας της αγοράς και της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού, η ανάγκη για κρατική παρέμβαση και προστασία σε πολλούς τομείς και ζητήματα έχει επίσης αυξηθεί.

4. Η Κρίση Χρέους στις Αναπτυσσόμενες Χώρες

Για τις περισσότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες, η κρίση του χρέους άρχισε το 1982, όταν το Μεξικό ανακοίνωσε ότι δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει το τραπεζικό της χρέους, και κράτησε περίπου μέχρι το 1994 όταν η Βραζιλία με επιτυχία εξυπηρέτησε τις δανειοδοτικές της υποχρεώσεις.

Η ιστορία της κρίσης του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών είναι ένα μεγάλο ζήτημα στη ΔΠΟΙ, αφού αφορά άμεσα τη δομή και το ρόλο του διεθνούς χρηματικού κεφαλαίου αλλά και της σταθερότητας της παγκόσμιας οικονομίας.

Η κρίση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών είναι μια από τις κύριες συνέπειες των πρώτης φάσης της παγκοσμιοποίησης του χρηματικού κεφαλαίου. Η διεθνοποίηση

της

ροής

χρηματικού

κεφαλαίου

στη

δεκαετία

του

1970

ισχυροποιήθηκε με τις δομικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, την απορρύθμιση


129

των αγορών και την τεχνολογική αλλαγή. Ως αποτέλεσμα τα χρηματιστικά κέντρα του Βορρά απαίτησαν υψηλότερες αποδόσεις για τα κεφάλαια τους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν συσσωρεύσει χρέη κυρίως από κρατικό δανεισμό. Θεώρησαν ως ευκαιρία τη λήψη νέων δανείων ειδικά σε μία περίοδο αρνητικών επιτοκίων. Θεωρητικά, τα δάνεια αυτά θα έπρεπε να είχαν φέρει το αποτέλεσμα που προβλέπει η φιλελεύθερη προσέγγιση. Δηλαδή, καλύτερη κατανομή των πόρων παγκοσμίως, υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στις αναπτυσσόμενες χώρες και υψηλότερες αποδόσεις για τους δανειστές και τους δανειζόμενους. Στην πράξη, η άναρχη συμπεριφορά και λειτουργία της αγοράς δημιούργησε μια παγίδα και για τα δύο μέρη.

Καθώς πολλές χώρες επιχείρησαν να επεκτείνουν τις εξαγωγές τους, σε μία προσπάθεια δημιουργίας εισοδήματος για την αποπληρωμή των χρεών, σημειώθηκε μια σημαντική μείωση στις τιμές των αγαθών που χειροτέρευσε την οικονομική τους κατάσταση, συγκριτικά με εκείνη που βρίσκονταν πριν το δανεισμό. Το πρόβλημα χειροτέρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η οικονομική κρίση μείωσε τους ρυθμούς μεγέθυνσης στις χώρες του Βορρά, συρρικνώνοντας με τον τρόπο αυτό τις αγορές για τις εξαγωγές των αναπτυσσόμενων χωρών.

Οι ιδιωτικές τράπεζες συνέχισαν να δανείζουν τις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να συνεχίσουν την αναπτυξιακή τους προσπάθεια, αλλά και για να αποπληρώσουν τα παλαιά τους χρέη. Η ραγδαία συσσώρευση χρέους επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση των ενδιαφερόμενων χωρών, αλλά επίσης αύξησε το ρίσκο της φερεγγυότητας για τα τραπεζικά ιδρύματα που είχαν εμπλακεί στο δανεισμό πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Οι χρεωμένες χώρες όφειλαν πολλά περισσότερα από


130

εκείνα που μπορούσαν να αποπληρώσουν, ενώ συνέχιζαν να δανείζονται για να ικανοποιήσουν βραχυχρόνιες υποχρεώσεις τους. Οι τράπεζες είχαν δανείσει τόσα πολλά που ήταν σε πανικό μόνο με τη πιθανότητα οι χώρες που είχαν πάρει τα δάνεια να μην μπορούν να αποπληρώσουν. Για το λόγο αυτό συνέχιζαν να δανείζουν ενισχύοντας το φαύλο κύκλο του χρέους και αυξάνοντας δραματικά την πιθανότητα αποσταθεροποίησης του διεθνούς νομισματικού συστήματος.

Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές από τις πλέον χρεωμένες χώρες, βάσει των στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 1995.

Χώρα

Ινδία

Συν. Χρέος

Χρέος ως

δισ. δολ

% ΑΕΠ.

Χρέος ως % Εξαγωγών

97,3 $

28,2

27,9

Μοζαμβίκη

5,7 $

443,6

35,3

Κίνα

118 $

17,2

9.9

Ρωσία

120,4 $

37,6

6,6

Μεξικό

165,7 $

69,9

24,2

Βραζιλία

159,1 $

24,0

37,9

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα

Οι συνέπειες της υπερχρέωσης ήταν και εξακολουθεί να είναι βασικό θέμα προβληματισμό για τις ιδιωτικές τράπεζες, αλλά και για τις κυβερνήσεις των χωρών που είχαν δανείσει τρίτες χώρες. Η αδυναμία αποπληρωμής των χρεών ήταν περίπου σίγουρο ότι θα προκαλούσε τραπεζική κρίση στην Ιαπωνία, στην Ευρώπη και τις


131

ΗΠΑ. Ο φόβος των χωρών του Βορρά επεκτεινόταν και στις συνέπειες που θα είχε μια τέτοια εξέλιξη στη ΔΠΟΙ, και συγκεκριμένα στις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις των μέτρων πολιτικής που θα έπρεπε να εφαρμόσουν οι υπερχρεωμένες χώρες. Οι πολιτικές αυτές θα έπρεπε να ήταν πολιτικές σκληρής λιτότητας για τους λαούς των αναπτυσσόμενων χωρών, στην κατεύθυνση των προτάσεων των διεθνών οργανισμών, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. Ο περιορισμός των εισαγωγών από τις αναπτυσσόμενες χώρες θα συρρικνώσει ωστόσο τις αγορές για τις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά, δημιουργώντας συνθήκες ύφεσης για την παγκόσμια οικονομία. Οι πολιτικοί κίνδυνοι δημιουργούν επίσης ανησυχία, αφού οι σκληρές πολιτικές οδηγούν σε κοινωνικές εξεγέρσεις και συγκρούσεις (πρόσφατο παράδειγμα η Αργεντινή).

Οι προτάσεις που συχνά, συνήθως μετά από κρίση χρέους, γίνονται επικεντρώνονται στην απαλλαγή των αναπτυσσόμενων χωρών από ένα μέρος τους χρέους τους και στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Μια τέτοια λύση θα επέτρεπε στις αναπτυσσόμενες χώρες να εξασφαλίσουν πόρους για τη μεγέθυνση των οικονομιών τους, με θετικά οφέλη στην ικανότητα τους να αποπληρώσουν το υπόλοιπο των χρεών τους και στη σταθερότητα του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Οι προτάσεις αυτές, ωστόσο δεν βρίσκουν ευρύτερης αποδοχής, και όταν μερικώς εφαρμόζονται, τα ποσά από τα οποία απαλλάσσονται οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι αρκετά να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα για την παγκόσμια οικονομία. Επίσης, οι ιδιωτικές τράπεζες είναι εγκλωβισμένες στο δίλημμα του φυλακισμένου, αφού καμία δεν θέλει να κάνει το πρώτο βήμα μήπως και βρεθεί σε δυσχερέστερη χρηματοοικονομική κατάσταση από τις άλλες, που δεν θα ακολουθήσουν στη διαγραφή των χρεών, αλλά θα ωφεληθούν από την οικονομική βελτίωση των αναπτυσσόμενων χωρών.


132

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Γκρέϊντερ, Ο (1999) Ο Μανιακός Καπιταλισμός, Καστανιώτης Dos Santos, Th. (1970) ‘The Structure of Dependence’ AER, 60, pp. 231-236. Friedman, M (1982) Capitalism and Freedom, University of Chicago Press Galbraith, J.K (1987) The New World of Adam Smith and John Maynard Keynes, in Galbraith, J.K (1987) Economics in Perspective, Bostson:Houghton-Mifflin


133

Gilpin R. (1987) Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων, Gutenberg Hayek, F (1944) The Road to Serfdom, University of Chicago Press. Kent, M and P. Minford (1987) ‘Mrs Thatcher’s Economic Policies, 1979-1987’ Economic Policy, October, pp. 57-102. Keynes, .J.M (1963) Essays in Persuasion, New York, W.W.Norton Kindleberger, Ch. (1970) Money and Power: The Economics of International Politics and the Politics of International Economics (New York:Basic Books). Kuttner, R (1991) The End of Laissez-Faire, Knopf. Lenin, V.I (1939) Imperialism: The Highest Stage of Capitalism, New York International Publishers. Strange, S (1988) States and Markets: An Introduction to International Political Economy, Basil Blackwell. Thurow, L (1991) Head to Head: The Coming Battle Among Japan, Europe and America. Wallerstein, E. (1974) ‘The Rise and Future Demise of the World Capitalist System: Concepts for Comparative Analysis’ Comparative Studies in Society and History, 16, pp. 387-415.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.