Μετακευνσυανα οικονομικα

Page 1

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ •

Μακροοικονομικές Θεωρίες: ένα σύνολο υποθέσεων για τη δομή και λειτουργία τω καπιταλιστικών οικονομιών. Οι υποθέσεις διαμορφώνουν α) το θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσης, β) τις προτάσεις πολιτικής.

.

Ποια είναι όμως η καλύτερη μακροοικονομική θεωρία; Πως μπορούμε να αξιολογήσουμε εναλλακτικές θεωρίες και τις προτάσεις πολιτικής τους; Εξετάζουμε τις θεμελιακές υποθέσεις τους. Δύο κριτήρια αξιολόγησης υποθέσεων

1). Η λογική δομή του μοντέλου, η συνέπεια ανάμεσα στις υποθέσεις και τις προτάσεις πολιτικής (π.χ. ποσοτική θεωρία του χρήματος – μονεταρισμός). 2). Ο ρεαλισμός των υποθέσεων και συνεπώς ο ρεαλισμός των προτάσεων πολιτικής. Εξετάζουμε σε ποιο βαθμό οι υποθέσεις εκφράζουν την κοινή λογική και την εμπειρία..


. Η αξιολόγηση των υποθέσεων προϋποθέτει γνώση:

1) μεθοδολογίας 2) πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας

1. Μεθοδολογία: Τι είναι η μεθοδολογία; Είναι ο τρόπος βάσει του οποίου διαμορφώνεται μία θεωρία, ένας τρόπος παραγωγή γνώσης. Η μεθοδολογία είναι ένα μοντέλο σκέψης. Η Μεθοδολογία δεν ενδιαφέρεται για τεχνικά ζητήματα, όπως τον παραγκωνισμό των επενδύσεων, τον πολλαπλασιαστή, κ.α., αλλά για θεμελιακά ζητήματα που διαμορφώνουν ένα θεωρητικό πλαίσιο, που καθορίζουν τον τρόπο με το οποίο κατανοούμε την πραγματικότητα και συνεπώς διαμορφώνουμε προτάσεις πολιτικής. • Ισορροπία: η υπόθεση της προσαρμογής των τιμών και εκκαθάρισης των αγορών • Χρήμα • Αβεβαιότητα, προσδοκίες, ρίσκο, χρόνος • Ορθολογικότητα, αριστοποίηση, προτιμήσεις.


2. Πολιτική φιλοσοφία - ιδεολογία - Πίστη στις αξίες του κλασικού φιλελευθερισμού Laissez Faire; Πίστη στην ικανότητα της οικονομίας της αγοράς να αυτορυθμίζεται και πίστη στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμού των τιμών να κατανέμει πόρους; - Πίστη στην αποτυχία των αγορών και στην ανάγκη κρατικής παρέμβασης;


Η Εξέλιξη της Μακροοικονομικής Θεωρίας Classical School: Walras, Marshall, Pigou

Monetarism Friedman Meltzer Laidler

New Classical Lucas, Barro, Sargent,Prescott, Wallace

Real Business Cycles Kydlard, Prescott, Ploser

Keynes's Theory: Keynes

NeoclassicalKeynesian Synthesis Hicks, Samuelson, Solow, Tobin, Clower New Keynesian Akerlof, Stiglitz, Romer, Mankiw

Post Keynesian Economics Kalecki, Robinson, Kaldor, Passineti Sraffa, Davidson Kregel Minsky Harcourt, Sawyer


Μακροοικονομικά, Ιδεολογία και Πολιτική Left All Marxists

Galbraith Bowels D.Gordon

Left of Center

Post Keynesians Robinson

Kalecki,Kaldor Sraffa,Kregel Harcourt, Sawyer

Center

Right of Center

Right

Keynes

Harrod Minsky

Neoclassical Synthesis NewKeynesian Economics

Davidson

Shackle

Solow, Samuelson Tobin Hicks Stiglitz Mankiw Romer Blanchard

Monetarism Classical-New Classical Economics Real Business Cycle

Friedman Lucas Barro Sargent Kydlard


Το Κλασικό Υπόδειγμα •

Κλασική Μακροοικονομική: Είναι το μοντέλο σκέψης που κυριαρχούσε πριν τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας του Keynes (κύριοι εκπρόσωποι Walras, Marshall, Pigou).

Το κλασικό μοντέλο είναι η μακροοικονομική έκφραση του Walrasian υποδείγματος γενικής ισορροπίας, με βασικά συστατικά στοιχεία του τη μεθοδολογία της ισορροπίας, την αριστοποίηση της χρησιμότητας και του κέρδους, τις τέλεια ανταγωνιστικές αγορές.

Έμφαση δίνεται ιδιαίτερα στην ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων, στην ικανότητα τους να αριστοποιούν τις επιλογές τους, στην ευκαμψία της αγοράς, στην ουδετερότητα του χρήματος.

Οι βασικές αρχές της μικροοικονομικής κυριαρχούν στην μακροοικονομική ανάλυση, η οποία ουσιαστικά περιγράφει την ισορροπία της αγοράς. Οικονομικές διακυμάνσεις, κρίσεις, αθέλητη ανεργία δεν μπορούν να συμβούν σε ένα Laissez Faire περιβάλλον αγοράς, εκτός και εαν ένα εξωγενή σοκ και κυβερνητικές παρεμβάσεις διαταράσσουν τον μηχανισμό της αγοράς.

Πολιτική μη ουδετερότητα.


• Βασικά Χαρακτηριστικά • Μια ελεύθερη οικονομία τέλεια ανταγωνιστικών αγορών είναι πάντα σε κατάσταση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. • Η οικονομία μπορεί να αποκλίνει από το επίπεδο παραγωγής πλήρους απασχόλησης μόνο προσωρινά. • Ο μηχανισμός της αγοράς (δηλ. ο μηχανισμός των τιμών) έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει σχετικά γρήγορα και αποτελεσματικά ώστε να επαναφέρει την οικονομία σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης. • Η κρατική παρέμβαση, με τη μορφή ενεργών σταθεροποιητικών πολιτικών, δεν είναι ούτε επιθυμητή ούτε απαραίτητη. Αντίθετα οι πολιτικές αυτές δημιουργούν αστάθεια και αναποτελεσματικότητα. • Ο νόμος του Say ισχύει, συνεπώς έμφαση πρέπει να δοθεί στην προσφορά και όχι στη ζήτηση.


Αλλά γιατί οι κλασικοί οικονομολόγοι υποστήριζαν αυτή την πολύ αισιόδοξη συμπεριφορά των καπιταλιστικών οικονομιών; • Θεμελιακές Υποθέσεις • Τα άτομα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) είναι ορθολογικά και στοχεύουν στην αριστοποίηση των κερδών και της χρησιμότητας τους. • Οι αγορές είναι τέλεια ανταγωνιστικές, συνεπώς τα άτομα αποφασίζουν πόσο θα αγοράσουν και θα πουλήσουν θεωρώντας δεδομένες τις τιμές, οι οποίες είναι απόλυτα εύκαμπτες. • Τα άτομα έχουν τέλεια πληροφόρηση και γνώση των συνθηκών της αγοράς και των τιμών πριν τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ανταλλαγής. • Η ανταλλαγή λαμβάνει χώρα μόνο όταν οι τιμές ισορροπίας έχουν διαμορφωθεί σε όλες τις αγορές, αποτέλεσμα της λειτουργίας του Walrasian auctioneer.


Τα άτομα έχουν σταθερές προτιμήσεις και ορθολογικές προσδοκίες.

Ο ρόλος του χρήματος είναι ουδέτερος στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας.

Όλες οι αγορές, συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς εργασίας, είναι πάντα σε ισορροπία κι η Walrasian Γενική Ισορροπία πλήρους απασχόλησης είναι η φυσιολογική κατάσταση μίας καπιταλιστικής οικονομίας.

‘μικροοικονομικές’ αρχές οικονομική ανάλυση.

κυριαρχούν

στη

μακρο-


Ένα παράδειγμα Κλασικού Μακροοικονομικού Μοντέλου •

Το μοντέλο αποτελείται από τρεις πυλώνες

1) Την κλασική θεωρία προσδιορισμού της απασχόλησης και του εισοδήματος. 2) Το Νόμο του Say για τις αγορές. 3) Την ποσοτική Θεωρία του χρήματος.


1) Προσδιορισμός της Απασχόλησης και του Εισοδήματος

Τι προσδιορίζει το πραγματικό εισόδημα? Το στοιχείο κλειδί του κλασικού υποδείγματος είναι η βραχυχρόνια συνάρτηση παραγωγής. Η διάκριση ανάμεσα στη βραχυχρόνια και τη μακροχρόνια περίοδο εκφράζει μία λογική αφαίρεση και δεν μπορεί να οριστεί σε όρους πραγματικού χρόνου. Πρέπει να αποδεχτούμε την διάκριση αυτή ως μία επιπρόσθετη υπόθεση.

Η Βραχυχρόνια συνάρτηση παραγωγής δίνεται από την ακόλουθη εξίσωση:

(GDP) = Y=AF(K, L) ‘Οπου

(1)

Y= πραγματικό προϊόν στην κάθε περίοδο K=η ποσότητα του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται L=η ποσότητα της εργασίας σε κάθε περίοδο A=δείκτης συνολικής παραγωγικότητας F=η συνάρτηση που συσχετίζει το πραγματικό προϊόν με τους συντελεστές παραγωγής K και L.

Η εξίσωση (1) μας λέει ότι το συνολικό προϊόν εξαρτάται από την ποσότητα της εργασίας που απασχολείται δεδομένου, στη βραχυχρόνια περίοδο, του κεφαλαιακού αποθέματος, της τεχνολογίας και της οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής. Η σχέση αυτή διαγραμματικά εκφράζεται ως εξής: Διάγραμμα (α).



Η Βραχυχρόνια συνάρτηση παραγωγής έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Πρώτον, για δεδομένα A και K υπάρχει μία θετική σχέση μεταξύ απασχόλησης (L) και παραγωγής-εισοδήματος (Y).

Δεύτερον, υπάρχουν φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας της μεταβλητής εργασία. Αυτό το βλέπουμε από την κλίση της συνάρτησης παραγωγής (ΔY/ΔL), η οποία φθίνει καθώς αυξάνεται η απασχόληση. Μία αύξηση της απασχόλησης οδηγεί σε μείωση της οριακής παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό το βλέπουμε στο μέρος (β) του Διαγράμματος 1, όπου ΔL δείχνει την MPL να είναι θετική και φθίνουσα (MPL μειώνεται καθώς η απασχόληση αυξάνεται από L0 σε L1; MPLa>MPLb).

Τρίτον, η συνάρτηση παραγωγής θα μετατοπιστεί προς τα πάνω όταν το κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας αυξηθεί και/η όταν υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας, μεταβολή του Α (τεχνολογική μεταβολή). Την μεταβολή αυτή την βλέπουμε στο μέρος (α) του Διαγράμματος 1 με την μετατόπιση της συνάρτησης παραγωγής από Y σε Y* ως αποτέλεσμα μίας αύξησης του A σε A*. Στο μέρος (β) παρατηρούμε ότι η μετατόπιση αυτή προκαλεί μεταβολή της καμπύλης MPL προς τα πάνω, από DL σε DL* .


Η Ζήτηση Εργασίας

Μία τέλεια ανταγωνιστική επιχείρηση απασχολεί την ποσότητα της εργασίας που μεγιστοποιεί το κέρδος της.

Η ζήτηση για εργασία είναι σε αντίστροφη σχέση με τον πραγματικό μισθό=MPL: όσο χαμηλότερος είναι ο πραγματικός μισθός τόσο περισσότερη εργασία θα απασχολείται.

. Συναθροίζοντας την συμπεριφορά των ατομικών επιχειρήσεων καταλήγουμε στην κλασική υπόθεση ότι η συν-αθροιστική ζήτηση εργασίας είναι σε αντίστροφη σχέση με τον πραγματικό μισθό. • Όπου

ΔL=ΔL(W/P)

(2)

W = ο μέσος ονομαστικός μισθός P = το γενικό επίπεδο των τιμών


Η προσφορά Εργασίας •

Τα νοικοκυριά μεγιστοποιούν τη χρησιμότητα τους. Η προσφορά εργασίας για ένα δεδομένο μέγεθος πληθυσμού εξαρτάται από τις προτιμήσεις των νοικοκυριών για κατανάλωση και σχόλη, και τα δύο προσφέρουν θετική χρησιμότητα. Το κλασικό υπόδειγμα υποθέτει ότι η προσφορά εργασίας είναι θετική συνάρτηση του πραγματικού μισθού.

ΔL=ΔL(W/P)

Η ισορροπία στην αγορά εργασίας διασφαλίζεται από τις υποθέσεις των τέλια ανταγωνιστικών αγορών, της ευκαμψίας των τιμών και της πλήρους πληροφόρησης και γνώσης.

(3)


Η Λειτουργία της Αγοράς Εργασίας είναι θεμελιακή στην κλασική ανάλυση της Γενικής Ισορροπίας •

Ο Ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση. Στον πραγματικό μισθό ισορροπίας δεν υπάρχει άτομο που θέλει να εργαστεί και δεν έχει θέση εργασίας. Συνεπώς στην κλασική ανάλυση δεν υπάρχει πιθανότητα αθέλητης ανεργίας.

Η κλασική θέση για πλήρη απασχόληση είναι συμβατή με την ύπαρξη ηθελημένης ανεργίας και ανεργίας τριβής.

Η ύπαρξη ανεργίας οφείλεται σε θεσμικούς περιορισμούς που διαστρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και τον πραγματικό μισθό ισορροπίας. Στην περίπτωση που ο πραγματικός μισθός είναι πάνω από τον μισθό ισορροπίας εξαιτίας της μονοπωλιακής δύναμης των εργατικών συνδικάτων ή της επιβολής κατώτατων μισθών, τότε είναι λογικό κάποιος που θέλει να εργαστεί σε αυτόν τον διαστρεβλωμένο πραγματικό μισθό να μην μπορεί να το κάνει.

Για τους κλασικούς οικονομολόγους η λύση σε αυτήν την κλασική μορφή ανεργίας είναι: Ευκαμψία της αγοράς εργασίας ώστε να αποκατασταθεί ο πραγματικός μισθός ισορροπίας με περικοπή του ονομαστικού μισθού. Αυτές οι πολιτικές απασχόλησης έχουν κυριαρχήσει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Είναι λογικές βάσει του κλασικού υποδείγματος; Είναι ρεαλιστικές;


Ο Νόμος του SAY •

Η κλασική θέση για ισορροπία πλήρους απασχόλησης άμεσα υποθέτει την ισχύ του νόμου του Say, ότι δηλαδή δεν υπάρχει πιθανότητα ανεπαρκούς ζήτησης ως εμπόδιο στην επίτευξη πλήρους απασχόλησης.

Ο Νόμος του Say διατυπώθηκε στην περίπτωση μίας οικονομίας αντιπραγματισμού.

Σε μία οικονομία με χρήμα η ισχύς του νόμου του Say εξαρτάται από την υπόθεση ότι το χρήμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο συναλλαγών, το οποίο καθιστά τις συναλλαγές εφικτές. Το χρήμα είναι ουδέτερο (κλασική διχοτόμηση).

Η αιτιολόγηση αυτού του πιστεύω εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την κλασική θεώρηση της συμπεριφοράς θεμελιακών μακρο-μεταβλητών, όπως της επένδυσης και της αποταμίευσης.

Υποθέτοντας δύο τομείς, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στην ισορροπία η συναθροιστική δαπάνη (E) είναι ίση με τη συν-αθροιστική παραγωγή (Y). E = C(r) + I(r) = Y

(4)

Η συνολική δαπάνη αποτελείται από την επενδυτική δαπάνη και την καταναλωτική δαπάνη.


Στο κλασικό μοντέλο και οι δύο αυτές μορφές δαπάνης είναι συνάρτηση του επιτοκίου (r).

Τα νοικοκυριά δεν ξοδεύουν όλο το εισόδημα τους, αποταμιεύουν ένα μέρος του. Y – C(r) = S(r)

(5)

Συνδυάζοντας τις εξισώσεις (4) και (5) έχουμε την εξίσωση (6): S(r) = I(r)

(6)

Η αποταμίευση είναι επίσης συνάρτηση του επιτοκίου. Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο τόσο περισσότερο τα νοικοκυριά θα αυξάνουν την αποταμίευση τους, υποκαθιστώντας τρέχουσα με μελλοντική κατανάλωση. Το επιτόκιο είναι η αμοιβή της αποταμίευσης. Η αποταμίευση ισούται με την προσφορά δανείων στην αγορά κεφαλαίου.

Αφού η αποταμίευση των νοικοκυριών αντιδρά θετικά σε μία αύξηση του επιτοκίου (ΔS/Δr > 0), η κατανάλωση τους θα είναι αρνητική συνάρτηση του επιτοκίου (ΔC/Δr < 0).

Οι επενδύσεις επίσης είναι αρνητικά συνδεδεμένες με το επιτόκιο (ΔΙ/Δr <0) κι εκφράζουν τη ζήτηση για δάνεια στις αγορές κεφαλαίου. Το επιτόκιο είναι λοιπόν ο προσδιοριστικός παράγοντας της ισορροπίας στην αγορά κεφαλαίου. (Δεν υπάρχουν πιστωτική περιορισμοί).


Η ανάλυση της αγοράς εργασίας και κεφαλαίου μας δίνει μία ερμηνεία του πραγματικού τομέα της οικονομίας. Το προσδιορίζει όμως τις τιμές;

Η Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος •

(Hume, Ricardo, Mill, Marshall, Fisher, Pigou, Hayek, Friedman). Εδώ θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά τη βασική ιδέα της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος ώστε να συμπληρώσουμε το κλασικό μοντέλο.

Η ποσοτική θεωρία του χρήματος εκφράζεται με την ακόλουθη εξίσωση: MV = PY (7)

Όπου V (velocity of circulation of money) και Y σταθερά, συνεπώς το P εξαρτάται από το M, δηλαδή ΔM ίσο με το ΔP.

Το χρήμα είναι ουδέτερο, επηρεάζει μόνο τις τιμές, συνεπώς ο πληθωρισμός είναι ένα νομισματικό φαινόμενο.


Το Κλασικό Μοντέλο


Οικονομική Πολιτική • Το κλασικό μοντέλο αποτελεί τη θεωρητική βάση για ορισμένες από τις τρέχουσες πολιτικές στην αγορά εργασίας και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Οι βασικές προτάσεις πολιτικής του κλασικού υποδείγματος είναι: • Laissez Faire για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των αγορών. • Ευκαμψία της αγοράς εργασίας. • Αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων. • Μείωση των επιδομάτων ανεργίας. • Μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων για να περιοριστεί το φαινόμενο του παραγκωνισμού των ιδιωτικών επενδύσεων. • Μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος με στόχο την αύξηση της αποταμίευσης (regressive tax system). • Αναδιανομή του εισοδήματος με στόχο την αύξηση της αποταμίευσης (inequality).


• Η θεωρία του Keynes •

Δέχεται την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των τιμών → ως μέσο κατανομής σπανίων πόρων.

Απορρίπτει το αόρατο χέρι → καθώς διακυμάνσεις στην παραγωγή και την απασχόληση βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.

Έμφαση στην αποτυχία του Laissez Faire ως αρχή πολιτικής και πίστη στην παρεμβατική αναγκαιότητα του κράτους.

Πολιτικά μη ουδέτερη

Οι διαπιστώσεις του Keynes για την αποτυχία της αγοράς και της ύπαρξης αθέλητης ανεργίας εγείρει μακροοικονομικά ζητήματα που δεν μπορούν να αναλυθούν από τη Walrasian θεωρία της γενικής ισορροπίας των ανταγωνιστικών αγορών.

Η μακροοικονομική θεωρία του Keynes versus η Walrasian μικροοικονομική θεωρία: Μεθοδολογία – Πολιτική φιλοσοφία και ιδεολογία


John Maynard Keynes

• Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος δημοσιεύτηκε το 1936 και έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει την εξέλιξη της οικονομικής επιστήμης, κυρίως της μακροοικονομικής θεωρίας και της εφαρμοσμένης πολιτικής. • Ποια είναι τα βασικά στοιχεία της Γενικής Θεωρίας που την καθιστούν ένα μοναδικό έργο στην οικονομική βιβλιογραφία και ποια είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία θεωρούνται επαναστατικά από τους οικονομολόγους που έχουν επηρεαστεί από το βιβλίο αυτό και τα οποία ποτέ δεν έγιναν αποδεκτά από το ορθόδοξο σώμα της οικονομικής θεωρίας; • Πριν δούμε όμως τα στοιχεία αυτά θα ήταν χρήσιμο να αναλύσουμε το πλαίσιο της Πολιτικής Οικονομίας της Γενικής Θεωρίας (κεφαλαίο 24, ‘Τελικά Σχόλια για την Κοινωνική Φιλοσοφία προς την Οποία Κατατείνει η Γενική Θεωρία’). • Πριν κάνουμε ωστόσο αυτό ας δούμε πρώτα κάποια βιογραφικά στοιχεία του Keynes.


• Η Προσωπικότητα του J.M. Keynes • Ο Keynes γεννήθηκε το 1883, και απεβίωσε το 1946. • Σπούδασε και αργότερα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και ειδικότερα στο King’s College. Κατέλαβε επίσης σημαντικές θέσεις στο δημόσιο σύστημα της Βρετανίας, και ήταν από τους θεμελιωτές του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods. • Ο κοινωνικός κύκλος του συμπεριλάμβανε τους πιο διάσημους φιλόσοφους της εποχής, όπως τους G.E. Moore, Bertrand Russell και Ludwig Wittgenstein. • Δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο θαυμασμό για τα οικονομικά. Ο Alfred Marshall προσπαθούσε να τον πείσει να ασχοληθεί με το αντικείμενο αυτό. Προσωπικός φίλος του Arthur Pigou, έπαιρναν μαζί το πρωινό τους τουλάχιστον μία φορά κάθε εβδομάδα, όπως και της Joan Robinson.


• Συνδύασε το ακαδημαϊκό ταλέντο του με την ικανότητα του να βγάζει χρήματα μέσω της κερδοσκοπικής δράσης του στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων και στην αγορά συναλλάγματος. • ‘Ήταν το αγαπημένο παιδί της ομάδας Bloomsbury που είχαν συστήσει οι πιο φημισμένοι διανοούμενοι της Βρετανίας. Επέλεξε ωστόσο ως σύντροφο της ζωής του την μπαλαρίνα Lydia Lopokova των διάσημων μπαλέτων του Serge Diaghilev. • Ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας της Αγγλίας, εκδότης του Economic Journal και ταυτόχρονα συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης.


• Η Πολιτική Φιλοσοφία του Keynes • Η πολιτική φιλοσοφία του Keynes έχει ως κεντρικό θέμα τη δυνατότητα του καπιταλισμού να προσφέρει ταυτόχρονα οικονομική αποτελεσματικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ατομική ελευθερία. Η τριάδα αυτή είναι η πολιτική οικονομία της Γενικής Θεωρίας. • Η επαναστατική συνεισφορά του Keynes είναι ότι προτείνει μία ξεχωριστή, μοναδική διαδρομή για την επίτευξη της τριάδας, με αμετάβλητα τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος. • Ειδικότερα, ο Keynes συσχέτισε την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη με το επίπεδο της επένδυσης που διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση των διαθέσιμων πόρων.


• Επίσης, θεωρούσε ότι η ατομική ελευθερία εξαρτάται από παρεμβάσεις στη διανομή του εισοδήματος που αυξάνουν την κοινωνική δικαιοσύνη και τον όγκο των επενδύσεων και βελτιώνουν την οικονομική αποτελεσματικότητα. • Συνεπώς για τον Keynes, πετυχημένο μοντέλο καπιταλισμού είναι μόνο εκείνο που μπορεί να διασφαλίσει τη διανομή του εισοδήματος και τις επενδύσεις που θα διαμορφώσουν την ενεργό ζήτηση στο επίπεδο επίτευξης πλήρους απασχόλησης των διαθέσιμων πόρων.


• Είναι λοιπόν εύλογο ο Keynes να διατυπώνει στο Κεφ. 24 τη θέση ότι, δύο είναι τα πιο σημαντικά σφάλματα της οικονομικής κοινωνίας στην οποία ζούμε: α) η αποτυχία της να εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση. β) η αυθαίρετη και άνιση διανομή του πλούτου και των εισοδημάτων. Συνεπώς ο Keynes θέτει ως βασικό στόχο του να αναπτύξει μία θεωρία που να έχει ως βάση της την αντιμετώπιση των δύο αυτών σφαλμάτων του καπιταλιστικού συστήματος, και τον μετασχηματισμό του σε ένα πιο ανθρώπινο μοντέλου καπιταλισμού με πλήρη απασχόληση και δικαιότερη διανομή του εισοδήματος.


• Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Keynes, στη Γενική Θεωρία, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη διανομή του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η ανάλυση του επικεντρώθηκε στη διανομή του εισοδήματος ανάμεσα στους εισοδηματίες (rentiers) και στους εργαζόμενους και επιχειρηματίες (σύγκριση με Marx). ///// • Οι δύο τελευταίες κοινωνικές ομάδες συγκροτούσαν αυτό που ο Keynes αποκαλούσε ‘ενεργές κοινωνικές ομάδες’, η παρουσία των οποίων προσδιορίζει την αποτελεσματική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. • Το ενδιαφέρον του Keynes για τους εισοδηματίες ήταν αποτέλεσμα της εξέλιξης των νομισματικών ιδεών του, και ειδικότερα της άποψης του για τον τόκο.


• Όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, ο Keynes αναπτύσσει μία διαφορετική θεωρία (από την κλασική) για τον τόκο και τα χρήμα, η οποία γίνεται η βάση της πολιτικής του θέσης για: α) τον αποσταθεροποιητικό ρόλο του εισοδήματος των εισοδηματιών στις καπιταλιστικές οικονομίες. β) για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο του νομισματικού και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως εμπόδιο για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης των διαθέσιμων πόρων. Η διαπίστωση αυτή είναι ένα από τα επαναστατικά και ταυτόχρονα επίκαιρα στοιχεία της Γενικής Θεωρίας.


• Η ουσία της διαπίστωσης αυτής είναι ότι το έλλειμμα ενεργούς ζήτησης στις καπιταλιστικές οικονομίες οφείλεται αφενός στην φθίνουσα ροπή προς κατανάλωση και αφετέρου στην ύπαρξη του τόκου και του χρήματος. • Ως συνέπεια, στις σύγχρονες οικονομίες με τις αναπτυγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, η πλήρης απασχόληση δεν είναι πιθανή αν δεν υπάρξουν κατάλληλες παρεμβάσεις και εφαρμοστούν κατάλληλες πολιτικές.


• Σύμφωνα με τον Keynes, η συσσώρευση κεφαλαίου δεν είναι αποτέλεσμα της αποχής της επιχειρηματικής τάξης από την κατανάλωση, δηλαδή από την ροπή της προς αποταμίευση. Αντίθετα, η αύξηση της αποταμίευσης είναι πιθανό εμπόδιο στην οικονομική πρόοδο, λόγω της μείωσης της ενεργούς ζήτησης που προκαλεί. Η θέση αυτή του Keynes τον διαχωρίζει από την κλασική, νεοκλασική και την ορθόδοξη Μαρξιστική παράδοση. • Η επαναστατική συνεισφορά του Keynes είναι ότι δεν θεωρεί το επιτόκιο ως αμοιβή της αποταμίευσης. • Παρατηρώντας την ανάπτυξη και εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος, ο Keynes θεώρησε το επιτόκιο ως ένα νομισματικό μέγεθος, η τιμή του οποίου προσδιορίζεται από την ικανότητα των τραπεζών να δημιουργούν χρήμα και από την προτίμηση ρευστότητας των ατόμων, η οποία αντανακλά την κατάσταση αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την οικονομική συγκυρία.


• Στην ανάλυση του Keynes, δεν είναι οι αποταμιευτές, αλλά οι τραπεζίτες εκείνοι που επηρεάζουν την επένδυση. Επίσης, ο βαθμός αντανάκλασης της αβεβαιότητας στην προτίμηση ρευστότητας προσδιορίζεται από τις συνήθειες των ατόμων και τη ροπή τους προ την κερδοσκοπία. • Η προαναφερόμενη θέση του Keynes αποτελεί πολύ καλή βάση κριτικής των σταθεροποιητικών μακροοικονομικών πολιτικών και των πολιτικών λιτότητας.


• Επιπρόσθετα, ο Keynes επιχειρηματολογεί ότι, η επένδυση, ως μηχανισμός αύξησης της απασχόλησης και του εισοδήματος, προσδιορίζει την αποταμίευση. • Η ιδέα αυτή οδηγεί στην ανατροπή όλης της κλασικής-νεοκλασικής μακροοικονομικής θεωρίας και προκαλεί βαθιά ρήξη με τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, καθώς από-ενοχοποιεί την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. • Η τελευταία δεν εμφανίζεται πλέον ως μηχανισμός απορρόφησης ιδιωτικής αποταμίευσης που προκαλεί παραγκωνισμό των ιδιωτικών επενδύσεων, όπως ισχυρίζεται η νεοκλασική θεωρία.


• Αντίθετα, η κρατική παρέμβαση δημιουργεί, μέσω της αύξησης της ζήτησης, εισόδημα και αποταμίευση και διευκολύνει τη χρηματοδότηση της ιδιωτικής επένδυσης. • Η ενσωμάτωση στοιχείων ψυχολογίας και θεσμικής συμπεριφοράς στην ανάλυση του Keynes τον οδήγησε στην ανάπτυξη μιας θεώρησης βάσει της οποίας η αυτό-ρυθμιστική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι εφικτή.


Ποια είναι τα βασικά στοιχεία της Γενικής Θεωρίας;

• Ο Keynes διατυπώνει την αρχή της ενεργού ζήτησης στο κεφάλαιο 3 της Γενικής Θεωρίας. • η απασχόληση εξαρτάται από τη συνολική ζήτηση και η ανεργία από την ανεπάρκεια της συνολικής ζήτησης. • η συνολική ζήτηση είναι ίση με το άθροισμα της συνολικής δαπάνης (κατανάλωση + επένδυση). • η Αρχή της Ενεργούς Ζήτησης: σε κάθε επίπεδο απασχόλησης παράγεται ένα δεδομένο επίπεδο πραγματικού εισοδήματος. Μια αύξηση της απασχόλησης προκαλεί αύξηση στο εισόδημα. • .


• Μια βασική αρχή των κοινωνιών που ζούμε είναι ότι, καθώς το πραγματικό εισόδημα αυξάνεται, η συνολική κατανάλωση αυξάνεται αλλά λιγότερο από την αύξηση του εισοδήματος. • Συνεπώς, για να υπάρξει επαρκής ζήτηση, ώστε να στηρίξει την αύξηση της απασχόλησης θα πρέπει ν’ αυξηθούν οι πραγματικές επενδύσεις ισόποσα με τη διαφορά εισοδήματος-κατανάλωσης


• η επένδυση είναι η κρίσιμη μάκρο-μεταβλητή που προσδιορίζει την σταθερότητα ή την αστάθεια του συστήματος και τον όγκο της απασχόλησης/ανεργίας. • Η γενική Θεωρία μέσω της αρχής της ενεργούς ζήτησης θέτει άμεσα το ζήτημα των παραγόντων που προσδιορίζουν την κατανάλωση και την επένδυση. • Ορισμός της Συνολικής Ζήτησης και Συνολικής Προσφοράς στο αναλυτικό πλαίσιο της Γενικής Θεωρίας.


• Συνολική Ζήτηση: αναφέρεται στο σύνολο του οικονομικού συστήματος. Η Τιμή της Συνολικής Ζήτησης για το παραγόμενο προϊόν ενός δεδομένου όγκου απασχόλησης είναι το σύνολο των χρηματικών εσόδων (κέρδους), το οποίο προσδοκά ο επιχειρηματίας από την πώληση της παραγόμενης παραγωγής δεδομένου όγκου απασχόλησης. Η Συνολική ζήτηση αυξάνεται καθώς αυξάνεται η απασχόληση και μειώνεται αντίστοιχα


• Συνολική Προσφορά: αναφέρεται στο σύνολο του οικονομικού συστήματος. Η τιμή της συνολικής προσφοράς είναι το ελάχιστο ποσό χρηματικών εσόδων (κέρδους) που θα παρακινήσει τον επιχειρηματία να προσφέρει ένα συγκεκριμένο όγκο απασχόλησης. Όσο αυξάνονται τα έσοδα/κέρδη αυξάνεται και η απασχόληση. • Η ισορροπία μεταξύ συνολικής ζήτησης και προσφοράς δεν συνεπάγεται πλήρη απασχόληση. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει η επένδυση να είναι ίση με τη διαφορά του παραγόμενου εισοδήματος και της κατανάλωσης, ώστε το προσδοκώμενο κέρδος να είναι ίσο με το ελάχιστο κέρδος που θα παρακινήσει τον επιχειρηματία να προσφέρει ένα όγκο απασχόλησης αντίστοιχο της πλήρους απασχόλησης.


• Αν το σύστημα βρίσκεται κάτω από την πλήρη απασχόληση, τότε ακόμη και αν υπάρχει ισορροπία δεν θα είναι ισορροπία πλήρους απασχόλησης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει το πραγματοποιούμενο κέρδος να είναι πάνω από το προσδοκώμενο, συνεπώς απαιτείται περαιτέρω αύξηση της ζήτησης (κρατικός τομέας).


• Παρατηρούμε ότι στην προσέγγιση του Keynes, η ανάλυση της προσφοράς και της ζήτησης γίνεται σε όρους προσδοκιών ανάμεσα στην καθαρή πρόσοδο που οι επιχειρηματίες θεωρούν συμφέρουσα για δεδομένη ποσότητα απασχόλησης και σε εκείνη την καθαρή πρόσοδο που θα εισπράξει. • Δηλαδή, η όλη λογική της ανάλυσης αφορά το αν η πραγματοποιούμενη δαπάνη από ένα δεδομένο όγκο απασχόλησης και παραγωγής αντιστοιχεί σε αυτήν που οι επιχειρηματίες προσδοκούν για να διατηρήσουν το δεδομένο όγκο απασχόλησης και παραγωγής. Αν αυτό δεν συμβαίνει, μια διαδικασία προσαρμογής θα μπει σε κίνηση.


• Ας υποθέσουμε ότι Ζ είναι η τιμή της συνολικής προσφοράς της παραγωγής από την απασχόληση Ν ανδρών, και ότι η σχέση μεταξύ Ζ και Ν είναι Ζ=φ(Ν), την οποία ο Keynes την αποκαλεί συνάρτηση συνολικής προσφοράς. Ομοίως, ας υποθέσουμε ότι D είναι η καθαρή πρόσοδος που προσδοκά να εισπράξει ο επιχειρηματίας από την απασχόληση Ν ατόμων, τη σχέση μεταξύ D και Ν που απεικονίζεται ως D=f(N) ο Keynes την αποκαλεί συνάρτηση συνολικής ζήτησης.


• Τώρα, αν για δεδομένη αξία του Ν το αναμενόμενο καθαρό κέρδος είναι μεγαλύτερο από την τιμή της συνολικής προσφοράς, δηλαδή αν D είναι μεγαλύτερο του Ζ, ο επιχειρηματίας θα έχει κίνητρο να αυξήσει την απασχόληση πέρα του Ν, και αν είναι αναγκαίο μπορεί να αυξήσει το κόστος, λόγω του ανταγωνισμού για τους συντελεστές παραγωγής, ως την τιμή του Ν για την οποία το Ζ εξισώνεται με το D. • Έτσι ο όγκος της απασχόλησης δίδεται από το σημείο της τομής μεταξύ της συνάρτησης συνολικής ζήτησης και της συνάρτησης συνολικής προσφοράς. Στο σημείο αυτό θα μεγιστοποιηθεί η προσδοκία κερδών του επιχειρηματία. • Η τιμή του D στο σημείο της συνάρτησης συνολικής ζήτησης που τέμνεται από τη συνάρτηση συνολικής προσφοράς αποκαλείται ενεργός ζήτηση. Αυτή είναι η ουσία της Γενικής Θεωρίας, και η ανάλυση του Keynes επικεντρώνεται στους παράγοντες που προσδιορίζουν τις δύο αυτές συναρτήσεις.


• Η κλασική θεωρία η οποί εκφραζόταν κατηγορηματικά στην πρόταση «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση» και η οποία εξακολουθεί να διέπει ολόκληρη την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, στηρίζεται σε μία ειδική υπόθεση ως προς τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών συναρτήσεων. • Η υπόθεση ότι η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση σημαίνει ότι f(N) και φ(Ν) είναι ίσες για κάθε τιμή του Ν, δηλαδή, για κάθε επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης, και πως όταν υπάρχει μια αύξηση του Ζ (=φ(Ν)) που να αντιστοιχεί σε μία αύξηση του Ν, τότε το D (=f(N)) αυξάνεται υποχρεωτικά με το ίδιο ποσό όπως το Ζ. • Η κλασική θεωρία υποθέτει λοιπόν ότι η τιμή της συνολικής ζήτησης προσαρμόζεται στην τιμή της συνολικής προσφοράς. Έτσι όποια και αν είναι η τιμή του Ν, τα κέρδη D παίρνουν μια τιμή ίση με την τιμή της συνολικής προσφοράς Ζ η οποία αντιστοιχεί στο Ν.


• Έτσι ο νόμος του Say σύμφωνα με τον οποίο η τιμή της συνολικής ζήτησης του προϊόντος ως συνόλου είναι ισοδύναμη προς την τιμή της συνολικής προσφοράς ισοδυναμεί με μια πρόταση ότι δεν υπάρχει εμπόδιο στο δρόμο προς την πλήρη απασχόληση. • Αν ωστόσο αυτός δεν είναι ο αληθινός νόμος που συσχετίζει τις συναρτήσεις της συνολικής ζήτησης και της συνολικής προσφοράς, μένει, ισχυρίζεται ο Keynes, να γραφεί ένα ζωτικό κεφάλαιο οικονομικής θεωρίας, χωρίς το οποίο οι συζητήσεις σχετικά με τον όγκο της συνολικής απασχόλησης είναι μάταιες.


• •

• •

Πολύ συνοπτικά η ουσία της Γενικής Θεωρίας είναι η ακόλουθη. Σε δεδομένη κατάσταση τεχνικής, πόρων και κόστους, το εισόδημα (ονομαστικό και πραγματικό) εξαρτάται από τον όγκο της απασχόλησης Ν. Όταν αυξάνει η απασχόληση, αυξάνεται το συνολικό πραγματικό εισόδημα. Η ψυχολογία της κοινωνίας είναι τέτοια ώστε, όταν αυξάνει το συνολικό πραγματικό εισόδημα, να αυξάνεται και η συνολική κατανάλωση, αλλά όχι τόσο όσο το εισόδημα. Η κατανάλωση εξαρτάται λοιπόν από τα

ψυχολογικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας, που ο Keynes ονομάζει ροπή προς κατανάλωση.


• Δηλαδή η κατανάλωση θα εξαρτάται από το επίπεδο του συνολικού εισοδήματος και επομένως από το επίπεδο απασχόλησης Ν, εκτός αν παρουσιαστεί κάποια μεταβολή στη ροπή προς κατανάλωση.

• Οπότε, για να διατηρείται μια οποιαδήποτε ποσότητα απασχόλησης πρέπει να υφίσταται ένας όγκος τρέχουσας επένδυσης επαρκής για να απορροφήσει το πλεόνασμα της συνολικής παραγωγής πάνω από εκείνο που επιλέγει η κοινωνία να καταναλώσει, όταν η απασχόληση βρίσκεται σε δεδομένο επίπεδο.


• Αν δεν συμβαίνει αυτό, οι εισπράξεις των επιχειρηματιών θα είναι λιγότερες από εκείνες που απαιτούνται για να παρακινηθούν και να προσφέρουν τη δεδομένη ποσότητα απασχόλησης. • Έπεται λοιπόν ότι όταν είναι δεδομένο αυτό που ο Keynes ονομάζει ροπή της κοινωνίας προς την κατανάλωση, το επίπεδο ισορροπίας της απασχόλησης, δηλαδή το επίπεδο στο οποίο οι εργοδότες ως σύνολο δεν έχουν κίνητρο να επεκτείνουν ή να περιορίσουν την απασχόληση, θα εξαρτάται από την ποσότητα της τρέχουσας επένδυσης.


• Η ποσότητα της τρέχουσας απασχόλησης εξαρτάται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό από την παρότρυνση για επένδυση. Η παρότρυνση για επένδυση εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου (κερδοφορία του κεφαλαίου) και του συμπλέγματος των επιτοκίων των δανείων ποικίλων λήξεων και κινδύνων. • Συμπερασματικά, η ποσότητα εργασίας Ν που αποφασίζουν να απασχολήσουν οι επιχειρηματίες, εξαρτάται από τον ίδιο τον όγκο της απασχόλησης που προσδιορίζει την προσδοκώμενη και πραγματοποιούμενη κερδοφορία, καθώς επίσης από το άθροισμα της δαπάνης της κοινωνίας σε κατανάλωση, και της δαπάνης σε νέα επένδυση. Το άθροισμα αυτό είναι η ενεργός ζήτηση.


• Το κύριο πρόβλημα λοιπόν του καπιταλισμού βρίσκεται στο ψυχολογικό νόμο. Από αυτό συνάγεται ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος της απασχόλησης τόσο μεγαλύτερο θα είναι το χάσμα ανάμεσα στη τιμή της συνολικής προσφοράς της αντίστοιχης παραγωγής και στο άθροισμα που οι επιχειρηματίες μπορούν να προσδοκούν να πάρουν πίσω με τη δαπάνη των καταναλωτών. • Έτσι, αν δεν μεταβληθεί η ροπή προς κατανάλωση, η απασχόληση δεν μπορεί να αυξηθεί, εκτός εάν αυξηθεί ταυτόχρονα η επένδυση ώστε να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αν η επένδυση δεν αυξηθεί επαρκώς για να καλύψει το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, το οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να βρεθεί σε ευσταθή ισορροπία με απασχόληση στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης.


• Με δεδομένα τη ροπή προς κατανάλωση και το ρυθμό της νέας επένδυσης, θα υφίσταται μόνο ένα επίπεδο απασχόλησης όπου θα επιτυγχάνεται ισορροπία, αφού κάθε άλλο επίπεδο θα οδηγεί σε ανισορροπία μεταξύ της τιμής της συνολικής προσφοράς της παραγωγής και της τιμής της συνολικής ζήτησης. • Το επίπεδο αυτό δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από την πλήρη απασχόληση, δηλαδή ο πραγματικός μισθός δεν μπορεί να είναι μικρότερος από την οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας. • Ο Keynes υποστηρίζει ωστόσο ότι δεν υπάρχει λόγος να προσδοκούμε ότι το επίπεδο απασχόλησης που το σύστημα από μόνο του μας δίνει να είναι ίσο με την πλήρη απασχόληση.


• Η ενεργός ζήτηση που συνδέεται με την πλήρη απασχόληση είναι ειδική περίπτωση η οποία υπάρχει μόνο όταν η ροπή προς κατανάλωση και η παρότρυνση για επένδυση βρίσκονται σε μια ειδική σχέση μεταξύ τους. • Η ειδική αυτή σχέση μπορεί να υπάρξει μόνο όταν, τυχαία ή σχεδιασμένα, η τρέχουσα επένδυση παρέχει μια ποσότητα ζήτησης ακριβώς ίση με το πλεόνασμα της τιμής της συνολικής προσφοράς της παραγωγής πλήρους απασχόλησης πάνω από το μέγεθος εκείνο που η κοινωνία θα επιλέξει να δαπανήσει σε κατανάλωση όταν απασχολείται πλήρως.


• Η παραπάνω ανάλυση οδηγεί τον Keynes στην ακόλουθη επαναστατική πρόταση: • Ο όγκος της απασχόλησης δεν προσδιορίζεται από την οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας, μετρούμενης σε όρους πραγματικών μισθών, (όπως στην νεοκλασική μακροοικονομική). • Εξαίρεση αποτελεί μόνο η περίπτωση που η προσφορά της διαθέσιμης εργασίας σε δεδομένο πραγματικό μισθό ορίζει ένα μέγιστο επίπεδο απασχόλησης.


• Η ροπή προς κατανάλωση και ο ρυθμός της νέας επένδυσης προσδιορίζουν μεταξύ τους τον όγκο της απασχόλησης, και ο όγκος της απασχόλησης σχετίζεται μοναδικά με δεδομένο επίπεδο πραγματικών μισθών και όχι αντίστροφα. • Αν η ροπή προς κατανάλωση και ο ρυθμός της νέας επένδυσης καταλήγουν σε ανεπαρκή ενεργό ζήτηση, το πραγματικό επίπεδο απασχόλησης θα υπολείπεται της δυνητικής διαθέσιμης προσφοράς εργασίας στον υφιστάμενο πραγματικό μισθό.


• Ποιο είναι λοιπόν το κύριο συμπέρασμα του Keynes για τη λειτουργία και τη συμπεριφορά των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών; • Μια φτωχή κοινωνία θα έχει την τάση να καταναλώνει ένα κατά πολύ μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής της, ώστε μια πολύ μέτρια επένδυση να είναι επαρκής για να δημιουργηθεί πλήρης απασχόληση. • Αντίθετα, μια πλουσιότερη-αναπτυγμένη κοινωνία θα πρέπει να έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες επένδυσης για να μπορεί να προσφέρει πλήρη απασχόληση στα φτωχότερα μέλη της. • Αν σε μια δυνητικά πλούσια κοινωνία η παρότρυνση για επένδυση είναι αδύναμη, τότε, παρά το δυνητικό της πλούτο, η δράση της αρχής της ενεργού ζήτησης θα την υποχρεώσει να μειώσει το πραγματικό προϊόν της.


• Ο Keynes σημειώνει επίσης το εξής. Σε μία πλούσια κοινωνία όχι μόνο είναι πιο αδύναμη η οριακή ροπή προς κατανάλωση, αλλά λόγου του ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι ήδη μεγαλύτερη, οι ευκαιρίες για περαιτέρω επένδυση είναι λιγότερο ελκυστικές, εκτός αν το επιτόκιο πέσει με επαρκώς ταχύ ρυθμό. • Αυτό οδηγεί τον Keynes να θεωρεί σημαντικό το ρόλο του επιτοκίου και να θέτει την ανάπτυξη μίας θεωρίας για το χρήμα και το επιτόκιο ως κρίσιμη για το ρεαλισμό της ίδιας της Γενικής Θεωρίας. • Επομένως, ο ρόλος των προσδοκιών, η ροπή για κατανάλωση, η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου και το επιτόκιο είναι τα βασικά θέματα που ο Keynes πρέπει να αναπτύξει για να υποστηρίξει τον επαναστατικό χαρακτήρα της Γενικής Θεωρίας.


Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ανάλυση του Keynes στην Γενική Θεωρία, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε αρχικά αφομοιώσει τον τρόπο με τον οποίο εκείνος κατανοούσε και χρησιμοποιούσε στην ανάλυση του τις προσδοκίες. Στο θέμα αυτό στρέφουμε τώρα την προσοχή μας. • Ο Keynes ξεκινά την ανάλυση του, με ορισμένες παρατηρήσεις που τον διαφοροποιούν από την νεοκλασική μακροοικονομική και μικροοικονομική θεωρία. • Ειδικότερα, επισημάνει ότι, ολόκληρη η παραγωγή αποσκοπεί στην ικανοποίηση του καταναλωτή. Συνήθως όμως παρέρχεται χρόνος –και μερικές φορές πολύς χρόνος- από τη στιγμή που ο παραγωγός αναλαμβάνει το κόστος παραγωγής έως την αγορά της παραγωγής από τον τελικό καταναλωτή. • Στο μεταξύ ο επιχειρηματίας πρέπει να διαμορφώσει όσο το δυνατόν καλύτερες προσδοκίες ως προς το τι θα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές, όταν αυτός θα είναι έτοιμος να τους προσφέρει άμεσα ή έμμεσα, τα προϊόντα του, μετά την παρέλευση πιθανώς μίας μακράς περιόδου. Οι επιχειρηματίες δεν έχουν άλλη δυνατότητα παρά να καθοδηγούνται από τις προσδοκίες τους, όταν πρόκειται να εμπλακούν σε παραγωγικές διαδικασίες που απαιτούν χρόνο.


• • •

• • • • •

Οι προσδοκίες από τις οποίες εξαρτώνται οι επιχειρηματικές αποφάσεις, εμπίπτουν σε δύο ομάδες. Ο πρώτος τύπος αφορά την τιμή, την οποία ο παραγωγός μπορεί να προσδοκά να εισπράξει για το τελικό προϊόν του την περίοδο κατά την οποία αρχίζει τη διαδικασία παραγωγής του. Ο δεύτερος τύπος αφορά σε εκείνο που ο επιχειρηματίας μπορεί να ελπίζει να κερδίσει υπό μορφή μελλοντικών αποδόσεων (κέρδος), αν αγοράσει τελικό προϊόν ως προσθήκη στον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό του, δηλ. αν προχωρήσει σε νέα επένδυση. Ο Keynes ονομάζει τον πρώτο τύπο βραχυπρόθεσμη προσδοκία και το δεύτερο μακροπρόθεσμη προσδοκία. Έτσι η συμπεριφορά κάθε χωριστής επιχείρησης για την απόφαση της ημερήσιας παραγωγής της θα προσδιοριστεί από τις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες τηςπροσδοκίες ως προς το κόστος της παραγωγής για τις διάφορες πιθανές κλίμακες, και προσδοκίες ως προς τις προσόδους από τις πωλήσεις της παραγωγής αυτής. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις μακροπρόθεσμες (ή μεσοπρόθεσμες) προσδοκίες. Από τις ποικίλες αυτές προσδοκίες θα εξαρτηθεί ο όγκος της απασχόλησης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις.


• Πρέπει να σημειωθεί το εξής: • Μια μεταβολή στις προσδοκίες θα εκδηλώσει τα πλήρη αποτελέσματα της για την απασχόληση στη διάρκεια μιας περιόδου. • Μεταβολές στις βραχυπρόθεσμες προσδοκίες μπορεί να προκαλέσουν, αν είναι για το χειρότερο, άμεση εγκατάλειψη δραστηριοτήτων, οι οποίες υπό το πρίσμα των νέων προσδοκιών ήταν λάθος που άρχισαν. Αν αντίθετα ήταν προς το καλύτερο, χρειάζεται λίγος χρόνος προετοιμασίας προτού η απασχόληση φτάσει στο σημείο που θα ήταν αν οι προσδοκίες είχαν αναθεωρηθεί νωρίτερα. • Το γενικό συμπέρασμα της ανάλυσης του Keynes είναι ότι μεταβολές στις προσδοκίες μπορεί να συμβαίνουν διαχρονικά δημιουργώντας μια συνεχή διαδικασία προσαρμογής των αποφάσεων, της απασχόλησης και της παραγωγής. • Η προσέγγιση αυτή του Keynes μας δίνει μια εικόνα ενός συστήματος που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη, προσαρμογή και αλλαγή, και όχι ενός συστήματος που μπορεί να ισορροπεί, έστω και συγκριτικά μεταξύ δύο σημείων. • Ακόμη και την υπόθεση που κάνει ο Keynes ότι μπορεί να είναι σταθερές οι προσδοκίες, τη συνοδεύει με κάποιο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα χρησιμοποιεί τη φράση «επί αρκετό χρόνο». Η κατάσταση αυτή προσδοκιών δεν μπορεί να διατηρηθεί μόνιμη. Η ανάλυση των προσδοκιών και του ρόλου τους στο προσδιορισμό της οικονομικής συμπεριφοράς αποτελεί, ίσως, το πιο δυναμικό κομμάτι της ανάλυσης του Keynes.


• Βάσει της ανάλυσης του ρόλου των προσδοκιών, ο Keynes καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίπεδο της απασχόλησης σε κάθε χρονική φάση εξαρτάται, υπό μία έννοια, όχι απλώς από την υφιστάμενη κατάσταση των προσδοκιών, αλλά και από τις προσδοκίες που επικρατούσαν σε προγενέστερη περίοδο. • Παρά ταύτα οι παρελθούσες προσδοκίες που δεν έχουν εκδηλωθεί πλήρως, είναι ενσωματωμένες στο σημερινό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, τον οποίο λαμβάνει υπόψη του ο επιχειρηματίας όταν λαμβάνει τις σημερινές αποφάσεις του και οι οποίες επηρεάζουν τις αποφάσεις του αυτές στο βαθμό που είναι ενσωματωμένες. • Η ανάλυση του Keynes για τις προσδοκίες έχει πλήρως αγνοηθεί από την ορθόδοξη μακροοικονομική, η οποία όταν τις χρησιμοποιεί της περιορίζει στις προσδοκίες ως προς τις τιμές των αγαθών, δηλ. τις ενσωματώνει μέσα σε ένα Walrasian σύστημα ανάλυσης.


Η ΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: ΟΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Όπως υποστηρίζει ο Keynes ο τελικός σκοπός της ανάλυσης του είναι να ανακαλύψει τι προσδιορίζει τον όγκο της απασχόλησης. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, το επιχείρημα του είναι ότι ο όγκος της απασχόλησης προσδιορίζεται από το σημείο τομής της συνάρτησης συνολικής προσφοράς με τη συνάρτηση συνολικής ζήτησης. Το τρίτο και τέταρτο βιβλίο της Γενικής Θεωρίας ο Keynes το αφιερώνει στη συνάρτηση συνολικής ζήτησης. • Η συνάρτηση συνολικής ζήτησης συσχετίζει κάθε δεδομένο επίπεδο απασχόλησης προς τις προσόδους που αναμένεται να πραγματοποιήσει αυτό το επίπεδο απασχόλησης. Οι πρόσοδοι συγκροτούνται από το άθροισμα δύο ποσοτήτων –το ποσό που θα δαπανηθεί σε κατανάλωση, όταν η απασχόληση είναι στο δεδομένο επίπεδο, και το ποσό που θα αφιερωθεί σε επενδύσεις. Στο τρίτο βιβλίο ο Keynes επικεντρώνεται στους παράγοντες που επηρεάζουν την κατανάλωση. • Η ανάλυση της κατανάλωσης γίνεται σε όρους μονάδων μισθού, ενώ το εισόδημα προσδιορίζεται αποκλειστικά από την απασχόληση. • Συνεπώς, στην ανάλυση του Keynes, η οποία μεταβολή στην απασχόληση μεταβάλει την κατανάλωση, μέσω της μεταβολής του εισοδήματος, συνεπώς τις προσδοκίες και τελικά την απασχόληση. •


• •

• •

Το ποσό που δαπανά η κοινωνία στην κατανάλωση προσδιορίζεται από υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες. Οι υποκειμενικοί παράγοντες συμπεριλαμβάνουν εκείνα τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και εκείνες τις κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς που, αν και δεν είναι αναλλοίωτα, είναι απίθανο να υποστούν μεταβολή βραχυχρόνια, εκτός από ανώμαλες ή επαναστατικές συνθήκες. Oι βασικοί αντικειμενικοί παράγοντες είναι: Μία μεταβολή στη μονάδα μισθού. Σε δεδομένη κατάσταση τεχνικής, και προτιμήσεων και κοινωνικών συνθηκών, που προσδιορίζουν τη διανομή του εισοδήματος, η κατανάλωση είναι μια συνάρτηση του πραγματικού εισοδήματος, το οποίο εξαρτάται από τις μονάδες εργασίας που εξουσιάζει ένα άτομο μετρούμενες σε μονάδες μισθού. Απροσδόκητες μεταβολές στις αξίες του κεφαλαίου, π.χ. μεταβολές στην ονομαστική αξία του πλούτου. Μεταβολές στη φορολογική πολιτική. Ο Keynes αναφέρεται και στον τρόπο που η φορολογία μπορεί να επηρεάσει θετικά την ροπή προς κατανάλωση αν στοχεύει στην μείωση την εισοδηματικών ανισοτήτων.


Μεταβολές στην προεξόφληση του μέλλοντος, δηλαδή στο σχέση μεταξύ σημερινών και μελλοντικών αγαθών. Εδώ ο Keynes δεν αναφέρεται στο επιτόκιο, αλλά στην μελλοντική αξία του χρήματος, στο βαθμό που μπορεί να είναι προβλέψιμη. Προσεγγιστικά ωστόσο θεωρεί ότι μπορεί να αξιολογηθεί βάσει του επιτοκίου, η επίπτωση του οποίου στη δαπάνη αμφισβητείται έντονα, κατά τον Keynes. O Keynes αναφέρεται ωστόσο στη σχέση επιτοκίου, τιμών χρεογράφων και κατανάλωσης. Μεταβολές στις προσδοκίες για τη σχέση μεταξύ του σημερινού και του μελλοντικού επιπέδου του εισοδήματος. Ο Keynes αν και αναφέρει τον παράγοντα αυτό, τονίζει την αβεβαιότητα ως προς την επίδραση του, αφού μάλλον ισχύει στην περίπτωση ενός ατόμου αλλά εξουδετερώνεται για την κοινωνία ως σύνολο. Το γενικό συμπέρασμα του Keynes είναι ότι σε δεδομένη κατάσταση, η ροπή προς κατανάλωση μπορεί να θεωρείται ιδιαίτερα σταθερή συνάρτηση. Ο Keynes τονίζει ότι η κυριότερη μεταβλητή που προσδιορίζει την κατανάλωση είναι το εισόδημα μετρούμενο σε όρους της μονάδας μισθού, συνεπώς σε τελευταία ανάλυση η ροπή προς κατανάλωση εξαρτάται από τον όγκο της απασχόλησης.


• Η κατανόηση της συνάρτησης κατανάλωσης σύμφωνα με τον Keynes στηρίζεται πάνω σε αυτό που ονομάζει γνώση της ανθρώπινης φύσης και αφορά το γεγονός ότι, οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι, κατά κανόνα και κατά μέσο όρο, να αυξάνουν την κατανάλωση τους καθώς αυξάνεται το εισόδημα τους, αλλά όχι τόσο όσο η αύξηση του εισοδήματος τους. • Έτσι μια αύξηση του εισοδήματος θα συνοδεύεται συχνά από αυξημένη αποταμίευση και μια πτώση του εισοδήματος από μείωση της αποταμίευσης, σε μεγαλύτερη κλίμακα αρχικά. Συνεπώς, το υψηλότερο απόλυτο επίπεδο του εισοδήματος θα τείνει, κατά κανόνα, να διευρύνει το χάσμα μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης. • Η σταθερότητα του οικονομικού συστήματος εξαρτάται ουσιαστικά από την εφαρμογή αυτού του κανόνα στην πράξη. Αυτό σημαίνει πως αν η απασχόληση και επομένως το συνολικό εισόδημα αυξάνεται, δεν θα χρειαστεί ολόκληρη η πρόσθετη απασχόληση για να ικανοποιηθεί η ανάγκη της πρόσθετης κατανάλωσης. Η επένδυση πρέπει να αυξηθεί για να καλύψει το χάσμα.


Η ΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: ΟΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ • Δεδομένων των αντικειμενικών παραγόντων καθώς και του επιπέδου του εισοδήματος σε όρους μονάδων μισθού, υπάρχουν κάποιοι υποκειμενικοί και κοινωνικοί παράγοντες της ροπής προς κατανάλωση. • Υπάρχουν οκτώ κίνητρα υποκειμενικού χαρακτήρα που μας αποτρέπουν να δαπανήσουμε το εισόδημα μας: • Ο σχηματισμός αποθέματος έναντι απρόβλεπτών καταστάσεων. • Η εξασφάλιση ενός αποθέματος εισοδήματος προς ικανοποίηση μελλοντικών αναγκών, π.χ. γεράματα, συντήρηση εξαρτημένων μελών, κλπ. • Η απόλαυση τόκου και η αξιολόγηση εναλλακτικών δυνατοτήτων, δηλαδή μεγαλύτερη πραγματική κατανάλωση στο μέλλον. • Η απόλαυση βαθμιαίας αυξανόμενης δαπάνης, αφού ικανοποιούμαστε να προσβλέπουμε σε βαθμιαία βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου. • Η απόλαυση του αισθήματος ανεξαρτησίας και της δύναμης να πραγματοποιήσουμε επιθυμίες μας.


• • • • •

Η εξασφάλιση τρόπων για πραγματοποίηση κερδοσκοπικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων Η κληροδότηση περιουσίας στους κληρονόμους. Η ικανοποίηση καθαρής φιλαργυρίας Το οκτώ αυτά κίνητρα μπορούν να ονομαστούν κίνητρα: πρόνοιας, πρόβλεψης, υπολογισμού, βελτίωσης, ανεξαρτησίας, επιχειρηματικότητας, υπερηφάνειας και φιλαργυρίας. Ο Keynes αναφέρεται επίσης και στη διακράτηση εισοδήματος από την κεντρική και τοπική κυβέρνηση στις αναπτυγμένες κοινωνίες για δαπάνες κυρίως υποδομών και πρόνοιας που ενισχύουν τη μη κατανάλωση μέρους του εισοδήματος. Η ισχύς όλων αυτών των κινήτρων θα κυμαίνεται σημαντικά ανάλογα με τους θεσμούς και την οργάνωση της οικονομικής κοινότητας που κάθε φορά εξετάζουμε, ανάλογα με συνήθειες που έχουν διαμορφωθεί κατά φυλή, μόρφωση, έθιμα, θρησκεία, τρέχουσα ηθική, ανάλογα με τις τωρινές ελπίδες και την παρελθούσα εμπειρία, ανάλογα με την κλίμακα και την τεχνική του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και ανάλογα με την επικρατούσα διανομή του πλούτου και των καθιερωμένων βιοτικών επιπέδων. Ωστόσο ο Keynes τονίζει ότι το βιβλίο του δεν θα ασχοληθεί με τα αποτελέσματα των μακρόπνοων κοινωνικών μεταβολών ή με τις αργές επιδράσεις της μακροχρόνιας προόδου. Θεωρεί ως δεδομένο το υπόβαθρο των υποκειμενικών κινήτρων. Θεωρεί ως δεδομένη ακόμη και τη διανομή του εισοδήματος η οποία προσδιορίζεται από την κοινωνική δομή.


Προσδιορισμός της Επένδυσης: Η Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου Όταν κάποιος αγοράζει μια επένδυση ή κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, αγοράζει το δικαίωμα των μελλοντικών αποδόσεων που προσδοκά να αποκτήσει από την πώληση της παραγωγής του, μετά την αφαίρεση των τρεχουσών δαπανών για την απόκτηση της παραγωγής αυτής, στη διάρκεια της ζωής του κεφαλαίου. Την σειρά αυτήν των προσόδων ο Keynes την αποκαλεί προσδοκώμενη απόδοση της επένδυσης. • Έναντι της προσδοκώμενης απόδοσης της επένδυσης έχουμε την τιμή προσφοράς του κεφαλαιουχικού στοιχείου, εννοώντας με αυτό, όχι την τιμή αγοράς στην οποία ένα τέτοιο κεφαλαιουχικό αγαθό μπορεί να αγοραστεί πραγματικά στην αγορά, αλλά την τιμή που θα ήταν ακριβώς αρκετή για να παρακινήσει το μεταποιητή να παραγάγει μια πρόσθετη μονάδα ενός τέτοιου κεφαλαιουχικού στοιχείου, δηλαδή αυτό που μερικές φορές ονομάζεται κόστος αντικατάστασης. • Η σχέση ανάμεσα στην προσδοκώμενη απόδοση του κεφαλαίου και στην τιμή προσφοράς του ή στο κόστος αντικατάστασης του, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στην προσδοκώμενη απόδοση μιας επιπλέον μονάδας αυτού του τύπου κεφαλαίου και στο κόστος παραγωγής της μονάδας, μας δίνει την Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου του τύπου αυτού. •


• Ακριβέστερα ο Keynes ορίζει ότι η Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου είναι ίση προς εκείνο το προεξοφλητικό επιτόκιο που θα εξίσωνε την παρούσα αξία των ετήσιων προσόδων, τις οποίες θα αποφέρουν οι προσδοκώμενες αποδόσεις του κεφαλαιουχικού στοιχείου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, με την τιμή προσφοράς του. • Αυτό μας δίδει τις οριακές αποδοτικότητες των ιδιαίτερων τύπων κεφαλαίου. Η υψηλότερη από αυτές τις οριακές αποδοτικότητες μπορεί να θεωρηθεί ως η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου γενικά. Παρατηρούμε ότι η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου ορίζεται σε όρους της προσδοκώμενης απόδοσης και της τρέχουσας τιμή προσφοράς του κεφαλαίου. • Κάθε μεταβολή στη ζήτηση για επενδύσεις μεταβάλει την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, αφού μεταβάλει είτε την προσδοκώμενη απόδοση είτε την τιμή προσφοράς του.


• Ο ρυθμός των επενδύσεων θα φτάσει μέχρι του σημείου όπου η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, γενικά, θα είναι ίση με το επιτόκιο αγοράς. Προκύπτει λοιπόν ότι η ώθηση προς επένδυση εξαρτάται εν μέρει από τον πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και εν μέρει από το επιτόκιο. • Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ότι ούτε η γνώση της μελλοντικής απόδοσης ενός περιουσιακού στοιχείου ούτε η γνώση της οριακής αποδοτικότητας του μας καθιστά ικανούς να εξάγουμε το επιτόκιο ή την παρούσα αξία του. Πρέπει να επιβεβαιώσουμε το επιτόκιο από κάποια άλλη πηγή και μόνο τότε μπορούμε να αποτιμήσουμε το περιουσιακό στοιχείο κεφαλαιοποιώντας την προσδοκώμενη απόδοση.


• Πολύ σημαντικές συνέπειες: • Πρώτον, χρειαζόμαστε μία θεωρία επιτοκίου. • Δεύτερον, ο Keynes μας δίνει μία νομισματική ερμηνεία της επένδυσης, της συσσώρευσης και της συμπεριφοράς του καπιταλιστικού συστήματος. • Τρίτον, νομισματικοί παράγοντες δεν μπορεί να είναι ουδέτεροι, είτε στη βραχυχρόνια είτε στη μακροχρόνια περίοδο.


Εκείνο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου εξαρτάται από την προσδοκώμενη απόδοση του κεφαλαίου και όχι απλώς από την τρέχουσα απόδοση του. Αυτό μπορεί να αποσαφηνιστεί καλύτερα επισημαίνοντας την επίδραση που ασκεί στην οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου μια προσδοκία μεταβολών όσον αφορά το προβλεπόμενο κόστος παραγωγής, είτε οι μεταβολές αυτές αναμένονται να προέλθουν από μεταβολές στο κόστος εργασίας, δηλαδή στη μονάδα του μισθού, είτε από εφευρέσεις και νέα τεχνική. • Επίσης από μια μεταβολή στη προσδοκίες για μεταβολή της αξίας του χρήματος που επηρεάζει τον όγκο της τρέχουσας παραγωγής. Η προσδοκία μείωσης της αξίας του χρήματος (αύξηση τιμών) υποκινεί επενδύσεις και επομένως την απασχόληση, γιατί αυξάνει τον πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δηλαδή τον πίνακα ζήτησης επενδύσεων, ενώ η προσδοκία αύξησης της αξίας του χρήματος δρα συμπιεστικά, επειδή μειώνει τον πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου. • Είναι λοιπόν σημαντικό να κατανοήσουμε την εξάρτηση της οριακής αποδοτικότητας δεδομένου κεφαλαιουχικού αποθέματος από τις μεταβολές στις προσδοκίες, επειδή αυτή ακριβώς η εξάρτηση είναι που κάνει την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου να υπόκειται σε κάπως βίαιες διακυμάνσεις, οι οποίες αποτελούν την εξήγηση του οικονομικού κύκλου.


Δύο τύποι κινδύνων επηρεάζουν τον όγκο των επενδύσεων. Ο πρώτος είναι ο κίνδυνος του επιχειρηματία και προκύπτει από αμφιβολίες που τον διακατέχουν ως προς την πιθανότητα αποκόμισης της προσδοκώμενης απόδοσης στην οποία προσβλέπει. Αν κάποιος διακινδυνεύει τα δικά του χρήματα, αυτός είναι ο μοναδικός κίνδυνος τον οποίο φέρει. • Όπου όμως υπάρχει σύστημα δανεισμού, εννοώντας με αυτό τη χορήγηση δανείων με εμπράγματη ή προσωπική ασφάλεια, έχουμε ένα δεύτερο τύπο κινδύνου, τον οποίον μπορούμε να τον αποκαλέσουμε κίνδυνο δανειστή. Αυτός δύναται να οφείλεται είτε σε ηθικούς παράγοντες, δηλαδή σε εκούσια άρνηση πληρωμής, ή σε άλλους τρόπους διαφυγής, πιθανώς νόμιμους, από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, ή σε πιθανή ανεπάρκεια του περιθωρίου ασφάλειας, δηλαδή ακούσια αδυναμία πληρωμής λόγω διάψευσης των προσδοκιών. • Μία τρίτη πηγή κινδύνου θα μπορούσε να προστεθεί, δηλαδή μια πιθανή δυσμενής μεταβολή της αξίας του νομίσματος που καθιστά, αναλογικά, το χρηματικό δάνειο λιγότερο ασφαλές από ένα πραγματικό στοιχείο, αν και αυτό συνολικά ή μερικά θα έπρεπε να αντανακλάται ήδη και επομένως να απορροφάτε στην τιμή των διαρκών αγαθών. • •


Τώρα το πρώτο είδος κινδύνου συνιστά, με μία έννοια, πραγματικό κοινωνικό κόστος, μολονότι, αν λάβουμε τους μέσους όρους ή αν έχουμε αυξημένη ακρίβεια προβλέψεων, έχει την τάση να μειώνεται. • Το δεύτερο συνιστά καθαρή αύξηση του κόστους της επένδυσης ή οποία δεν θα υπήρχε αν δανειστής και δανειζόμενος ήταν το αυτό πρόσωπο. Επιπλέον συνεπάγεται εν μέρει διπλασιασμό του ποσοστού του επιχειρηματικού κινδύνου, που προστίθεται διπλά στο καθαρό επιτόκιο για να δώσει μια ελάχιστη προσδοκώμενη απόδοση που θα ωθήσει την επένδυση. • Πράγματι, αν το επιχειρηματικό εγχείρημα είναι τολμηρό, ο δανειζόμενος θα απαιτήσει ευρύτερο περιθώριο μεταξύ της προσδοκίας του για την απόδοση και του επιτοκίου στο οποίο πιστεύει ότι αξίζει να δανειστεί, ενώ ο ίδιος ακριβώς λόγος θα οδηγήσει το δανειστή να απαιτήσει ευρύτερο περιθώριο ανάμεσα σε αυτό που χρεώνει και το καθαρό επιτόκιο, προκειμένου να έχει κίνητρο να δανείσει (εκτός από την περίπτωση όπου ο δανειζόμενος είναι τόσο ισχυρός και υγιής ώστε είναι σε θέση να προσθέσει ένα εξαιρετικό περιθώριο ασφάλειας. Η ελπίδα ενός πολύ ευνοϊκού αποτελέσματος που να εξισορροπεί τον κίνδυνο στο μυαλό του δανειζόμενου, δεν παρηγορεί το δανειστή. • Ο Keynes τονίζει ότι στη διάρκεια της οικονομικής άνθισης, η συνήθης εκτίμηση του μεγέθους και των δύο αυτών κινδύνων, δηλαδή του κινδύνου για το δανειζόμενο και του κινδύνου για το δανειστή τείνει να είναι ασυνήθιστα χαμηλή. •


Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό ο Keynes τονίζει ότι η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου είναι θεμελιώδους σημασίας, επειδή, κυρίως, μέσω του παράγοντα αυτού (πολύ περισσότερο από ότι μέσω του επιτοκίου) η προσδοκία του μέλλοντος επηρεάζει το παρόν. • Το σφάλμα να θεωρούμε την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου πρωταρχικά σε όρους τρέχουσας απόδοσης του κεφαλαίου, πράγμα που θα ήταν σωστό μόνο στη στατική κατάσταση, όπου το μέλλον δεν μεταβάλλεται για να επηρεάσει το παρόν, είχε αποτέλεσμα να υπάρχει ρήγμα στο δεσμό του σήμερα με το αύριο. • Το γεγονός ότι οι υποθέσεις της στατικής οικονομίας αποτελούν συχνά τη βάση της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας συντελεί στην απόσπαση της από την πραγματικότητα. Η εισαγωγή της έννοιας της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου θα συμβάλει, κατά τον Keynes, στην επαναφορά της οικονομικής θεωρίας στην πραγματικότητα. • Το μέλλον της οικονομίας συνδέεται με το παρόν λόγω της ύπαρξης των διαρκών κεφαλαιουχικών αγαθών. Είναι λοιπόν σύμφωνο και εναρμονισμένο με τη γενική κατεύθυνση της θεώρησης μας ότι η προσδοκία για το μέλλον επηρεάζει το παρόν μέσω τις τιμής στην οποία ζητούνται τα διαρκή κεφαλαιουχικά αγαθά.


Οι Μακροπρόθεσμες Προσδοκίες

• Στο κεφάλαιο αυτό ο Keynes επικεντρώνεται στην ανάλυση των παραγόντων εκείνων που προσδιορίζουν την προσδοκώμενη απόδοση ενός περιουσιακού στοιχείου. • Οι θεωρήσεις πάνω στις οποίες βασίζονται οι προσδοκίες για μελλοντικές αποδόσεις είναι εν μέρει γεγονότα υφιστάμενα, τα οποία με σχετική βεβαιότητα μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι γνωστά και εν μέρει γεγονότα μελλοντικά τα οποία μπορούν να προβλεφθούν με περισσότερη ή λιγότερη εμπιστοσύνη. • Μεταξύ των πρώτων μπορούν να αναφερθούν το υφιστάμενο απόθεμα ποικίλων τύπων κεφαλαιουχικών αγαθών και των κεφαλαιουχικών αγαθών γενικά, καθώς και η δύναμη της ζήτησης για αγαθά εκ μέρους των υφιστάμενων καταναλωτών που για την αποδοτική παραγωγή τους απαιτούν μια σχετική ευρύτερη βοήθεια από κεφάλαιο. • Μεταξύ των τελευταίων είναι μελλοντικές μεταβολές στον τύπο και στην ποσότητα του αποθέματος των κεφαλαιουχικών αγαθών και στις προτιμήσεις του καταναλωτή, η δύναμη της ενεργού ζήτησης καθώς και οι μεταβολές στη μονάδα μισθού σε ονομαστικούς όρους.


Μπορούμε να συνοψίσουμε την κατάσταση των ψυχολογικών προσδοκιών που καλύπτει την τελευταία περίπτωση ως κατάσταση μακροπρόθεσμων προσδοκιών. – σε διάκριση από τη βραχυχρόνια προσδοκία, βάσει της οποίας ένας παραγωγός εκτιμά τι θα αποκομίσει από ένα τελικό προϊόν, εφόσον αποφασίσει να αρχίσει την παραγωγή του σήμερα με τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. • Η κατάσταση των μακροπρόθεσμων προσδοκιών στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις μας, δεν εξαρτάται μόνο από την πιθανότερη πρόβλεψη που μπορούμε να κάνουμε, αλλά και από την εμπιστοσύνη με την οποία κάνουμε τη σχετική πρόβλεψη, από το μέγεθος δηλαδή της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη ή καλύτερη μας πρόβλεψη. Αν προσδοκούμε μεγάλες μεταβολές, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ως προς την ακριβή μορφή που θα έχουν, τότε η εμπιστοσύνη θα είναι μικρή. • Η σύνδεση της κατάστασης εμπιστοσύνης με τα οικονομικά προβλήματα γίνεται μέσω του πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Δεν υπάρχουν δύο χωριστοί παράγοντες που επηρεάζουν το ρυθμό των επενδύσεων, δηλαδή ο πίνακας της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και η κατάσταση εμπιστοσύνης. • Η κατάσταση εμπιστοσύνης είναι συναφής επειδή είναι ένας από τους μείζονες παράγοντες που προσδιορίζουν το πρώτο, που είναι το ίδιο πράγμα με τον πίνακα ζήτησης επενδύσεων. •


• Ωστόσο δεν έχουμε πολλά να πούμε για την κατάσταση εμπιστοσύνης a priori. Οι παρατηρήσεις μας πρέπει να εξαρτώνται κυρίως από την πραγματική παρατήρηση των αγορών και την ψυχολογία των οικονομικών υποκειμένων. • Ο Keynes κάνει την ακόλουθη υπόθεση που θα διατρέχει όλη την περαιτέρω ανάλυση όσον αφορά την κατάσταση εμπιστοσύνης. • Οι μεταβολές στις αξίες των επενδύσεων θα οφείλονται αποκλειστικά στις προσδοκίες για τις μελλοντικές αποδόσεις τους και καθόλου σε μεταβολές του επιτοκίου με το οποίο κεφαλαιοποιούνται οι προσδοκώμενες αποδόσεις. • Ωστόσο, η επίδραση των μεταβολών στο επιτόκιο εύκολα προσαυξάνει την επίδραση των μεταβολών στην κατάσταση εμπιστοσύνης.


Η ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ Ο Keynes ξεκινά την ανάλυση του με μια κριτική στην ορθόδοξη θεωρία του επιτοκίου, δηλαδή στο ότι το επιτόκιο είναι ο παράγοντας που εξισορροπεί τη ζήτηση για αποταμίευση με τη μορφή νέων επενδύσεων σε δεδομένο επιτόκιο (που προσδιορίζεται από την κλίμακα της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου) με την προσφορά της αποταμίευσης, που προκύπτει σε αυτό το επιτόκιο από τη ψυχολογική ροπή της κοινωνίας προς αποταμίευση. Ο Keynes ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατο να εξάγουμε το επιτόκιο από τους δύο αυτούς παράγοντες. • Ο Keynes κάνει την εξής διάκριση στις ψυχολογικές χρονικές προτιμήσεις ενός ατόμου • α) τη ροπή προς κατανάλωση η οποία δρα κάτω από τα διάφορα κίνητρα που έχουμε εξετάσει. Η συγκεκριμένη προτίμηση προσδιορίζει για κάθε άτομο πόσο εισόδημα θα καταναλώσει και πόσο θα αποταμιεύσει, με κάποια μορφή για μελλοντική κατανάλωση. • β) η δεύτερη διάκριση είναι εκείνη που διαφοροποιεί την ανάλυση του από την κλασική ανάλυση του θέματος, και είναι η προτίμηση ρευστότητας, που μας δείχνει τη συγκεκριμένη μορφή που ένα άτομο επιθυμεί να κρατήσει τις αποταμιεύσεις του, δηλαδή σε ρευστή μορφή, σε χρήμα, ή σε κάποια άλλη μορφή.


• Το επιτόκιο δεν μπορεί να είναι απόδοση για την αποταμίευση ή για την αναμονή καθαυτή. Αν κάποιος αποθησαυρίζει τις αποταμιεύσεις του σε ρευστό δεν κερδίζει επιτόκιο, αν και αποταμιεύει το ίδιο ποσό όπως πρώτα. Αντίθετα, το επιτόκιο είναι η αμοιβή για την παραίτηση μας από τη ρευστότητα για ορισμένη περίοδο. Το επιτόκιο δεν είναι τίποτα άλλο ισχυρίζεται ο Keynes από την αντίστροφη αναλογία μεταξύ ενός ποσού χρημάτων και εκείνου που μπορεί να αποκτήσει κάποιος αν παραιτηθεί του ελέγχου πάνω στο ποσό αυτό, παίρνοντας ως αντάλλαγμα ομολογία για ορισμένη χρονική περίοδο. • Έτσι το επιτόκιο αφού είναι η αμοιβή για τη στέρηση της ρευστότητας, αποτελεί μέτρο της απροθυμίας εκείνων που κατέχουν χρήμα να στερηθούν τον έλεγχο της ρευστότητας τους. Το επιτόκιο δεν είναι λοιπόν η τιμή που φέρει σε ισορροπία τη ζήτηση για πόρους προς επένδυση με την ετοιμότητα αποχής από παρούσα κατανάλωση. Είναι η τιμή που εξισορροπεί την επιθυμία διακράτησης πλούτου με τη μορφή του ρευστού με τη διαθέσιμη ποσότητα ρευστού.


• Συνεπώς η ποσότητα χρήματος είναι ο άλλος παράγοντας που σε συνδυασμό με την προτίμηση ρευστότητας, καθορίζει το πραγματικό επιτόκιο σε δεδομένες περιστάσεις. Η προτίμηση ρευστότητας είναι μια δυνατότητα, μια λειτουργική τάση η οποία καθορίζει τη ποσότητα χρήματος που θα κρατά το κοινό όταν είναι δεδομένο το επιτόκιο. Έτσι αν r είναι το επιτόκιο, M η ποσότητα χρήματος και L η συνάρτηση της προτίμησης ρευστότητας, έχουμε M=L(r). Στο σημείο αυτό και με τον τρόπο αυτό εισέρχεται η ποσότητα του χρήματος στο οικονομικό σύστημα.


• Γιατί όμως υπάρχει η προτίμηση ρευστότητας; • Ο Keynes ξεκινά από την διάκριση μεταξύ της χρήσης του χρήματος για συναλλαγές της τρέχουσας δραστηριότητας και της χρήσης του ως αποθέματος πλούτου. • Συνεπώς /η χρηματοδότηση των τρεχουσών συναλλαγών είναι ένας πρώτος προσδιοριστικός παράγοντας της προτίμησης ρευστότητας. Ένας δεύτερος είναι η προτίμηση ρευστότητας για κερδοσκοπικούς λόγους και ένας τρίτος είναι το κίνητρο της πρόνοιας. • Η προτίμηση ρευστότητας για κερδοσκοπικούς λόγους σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την αβεβαιότητα που συνοδεύει την εκτίμηση μας για το μελλοντικό επιτόκιο. • Η ύπαρξη ή όχι μιας οργανωμένης αγοράς ομολόγων δημιουργεί το εξής δίλημμα. Με την απουσία μιας οργανωμένης αγοράς η προτίμηση ρευστότητας λόγω του κινήτρου της πρόνοιας θα αυξανόταν σημαντικά, ενώ η ύπαρξη μιας οργανωμένης αγοράς θα έδινε την ευκαιρία ευρέων διακυμάνσεων εξαιτίας του κερδοσκοπικού κινήτρου.


• Το επιτόκιο επηρεάζεται και από τις μεταβολές στην προσφερόμενη ποσότητα του χρήματος (Κεντρική Τράπεζα, τραπεζικό σύστημα). Οι επιπτώσεις από μία αλλαγή στην ποσότητα του χρήματος δεν είναι ωστόσο προβλέψιμες, αντίθετα η αβεβαιότητα που συνοδεύει μια αλλαγή πολιτικής μπορεί μέσω της προτίμησης ρευστότητας να μην έχει κάποια επίδραση. Για παράδειγμα οι άνθρωποι διακρατούν όλη την νέα ποσότητα για να ικανοποιήσουν το κίνητρο της πρόνοιας.


Θέματα Οικονομικής Πολιτικής στη Γενική Θεωρία • Ο Keynes, στη Γενική Θεωρία περιγράφει την αρχιτεκτονική μίας πολιτικής που έχει ως κεντρικό στόχο την πλήρη απασχόληση και ως μέσα τον έλεγχο της κερδοσκοπίας, την αύξηση της δημόσιας επένδυσης και δημοσιονομικές, κυρίως φορολογικές, παρεμβάσεις που κάνουν πιο δίκαιη τη διανομή του εισοδήματος. • Εκτιμά ότι μέσω της άμεσης φορολογίας, φόροι εισοδήματος και φόροι περιουσίας, έχουν περιοριστεί οι μεγάλες ανισότητες του πλούτου και του εισοδήματος. Πολλοί, υποστηρίζει, θα ήθελαν να δουν τη διαδικασία αυτή να εντείνεται, αλλά εμποδίζονται από δύο θεωρήσεις, που εξακολουθούν ως τις μέρες μας να έχουν τρομακτική ισχύ.


• Το φόβο της αύξησης της φοροδιαφυγής • και τη μείωση των κινήτρων για ανάληψη κινδύνων, εξαιτίας της πεποίθησης ότι η μεγέθυνση του κεφαλαίου εξαρτάται από την ισχύ των κινήτρων για ατομική αποταμίευση και ότι για μεγάλο τμήμα της μεγέθυνσης αυτής εξαρτιόμαστε από τις αποταμιεύσεις των πλουσίων και τα πλεονάσματα τους. • Η όλη επιχειρηματολογία του Keynes στη Γενική Θεωρία δεν επηρεάζει το πρώτο από τα ζητήματα αυτά, αλλά τροποποιεί σημαντικά το δεύτερο. • Βάσει της ανάλυσης τους Keynes, μέχρι να επικρατήσει πλήρης απασχόλησης, η αύξηση του κεφαλαίου δεν εξαρτάται καθόλου από μια χαμηλή ροπή προς κατανάλωση αλλά, αντίθετα, αναχαιτίζεται από αυτήν.


• Επιπλέον, σε συνθήκες ύφεσης, η αποταμίευση από ιδρύματα και από χρηματοπιστωτικά κεφάλαια είναι υπερεπαρκής και επομένως μέτρα αναδιανομής των εισοδημάτων κατά τρόπο που να αυξάνει την ροπή προς κατανάλωση μπορεί να αποδειχτούν ευνοϊκά για τη μεγέθυνση του κεφαλαίου. • Το επιχείρημα του Keynes συνεπώς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, σε συνθήκες ύφεσης και μη πλήρους απασχόλησης, η αύξηση του πλούτου όχι μόνο δεν εξαρτάται από την εγκράτεια των πλουσίων, όπως πιστεύεται από τους ορθόδοξους οικονομολόγους και πολιτικούς, αλλά αντίθετα, πιθανώς, να εμποδίζεται από αυτήν. Επομένως, μια από τις βασικές κοινωνικές δικαιολογήσεις της μεγάλης ανισότητας του πλούτου εξαλείφεται. • Ο Keynes πιστεύει ότι υπάρχει κοινωνική και ψυχολογική δικαιολογία για σημαντικές ανισότητες εισοδημάτων και πλούτου, αλλά όχι μεγάλες ανισότητες, συνεπώς η παραπάνω θεώρησή του καταλήγει στην πρόταση ότι θα πρέπει να κινηθούμε προσεχτικά.


• •

• •

Ένα δεύτερο πιο θεμελιώδες συμπέρασμα από τη συλλογιστική του Keynes, το οποίο έχει επίπτωση στο μέλλον των ανισοτήτων του πλούτου, είναι η θεωρία του για το επιτόκιο. Η δικαιολογία για ένα υψηλό επιτόκιο μέχρι τώρα έχει εντοπιστεί στην ανάγκη παροχής κινήτρων προς αποταμίευση. Η ανάλυση του Keynes έδειξε ωστόσο ότι, η έκταση της αποτελεσματικής αποταμίευσης καθορίζεται από την κλίμακα της επένδυσης, και ότι η κλίμακα της επένδυσης προάγεται από ένα χαμηλό επιτόκιο. Έτσι, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μειώσουμε το επιτόκιο έως το σημείο εκείνο, σε σχέση με τον πίνακα της οριακής αποδοτικότητας κεφαλαίου, στο οποίο έχουμε πλήρη απασχόληση. Συνεπώς ο Keynes βλέπει το κράτος ως παράγοντα που θα πρέπει να ασκήσει καθοδηγητική επιρροή στη ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση, εν μέρει μέσω της φορολογίας, εν μέρει καθορίζοντας το επιτόκιο και εν μέρει ίσως με άλλους τρόπους. Επιπλέον θεωρεί απίθανο ότι η επιρροή της τραπεζικής πολιτικής στο επιτόκιο θα είναι επαρκής για να προσδιορίσει ένα άριστο επίπεδο επένδυσης. Στη συνέχει ο Keynes υποστηρίζει ότι η θεωρία του υποδηλώνει τη σημασία της καθιέρωσης ορισμένων κεντρικών ελέγχων σε δραστηριότητες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.


Πλήρης Απασχόληση Πριν τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας, και σε σημαντικό βαθμό σήμερα, το επίπεδο της απασχόλησης κατανοείτο ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας και της προσαρμογής του πραγματικού μισθού στο μισθό ισορροπίας. Στο πλαίσιο αυτό η εκούσια ανεργία είναι το φυσικό επακόλουθο της επιθυμίας του ατόμου για σχόλη, ενώ η ύπαρξη ακούσιας ανεργίας είναι αποτέλεσμα τριβών και παραγόντων που περιορίζουν την ελεύθερη αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας. Ως τέτοιοι παράγοντες συνήθως αναφέρονται η ύπαρξη εργατικών συνδικάτων, νομοθετικές ρυθμίσεις για επιβολή κατώτατου μισθού, κ.ά. • Ο Keynes, χωρίς να απορρίπτει την ύπαρξη εκούσιας ανεργίας, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περίπτωση της ακούσιας ανεργίας. Είναι σημαντικό και πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία περίπτωση ο Keynes δεν ισχυρίστηκε ότι η ακούσια ανεργία είναι συνέπεια της αποτυχίας προσαρμογής των μισθών. O Keynes απεγκλώβισε την σκέψη του από την αγορά εργασίας και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του πάνω στην εμπειρική παρατήρηση, ότι οι επιχειρήσεις ζητούν εργασία για να παράγουν προϊόν με σκοπό την πώλησή του προς αποκόμιση κέρδους. • •


• • • •

Η αδυναμία των εργαζόμενων να βρουν εργασία όταν την επιζητούν, οφείλεται συνεπώς στην έλλειψη θετικών προσδοκιών ζήτησης για το προϊόν που παράγουν οι επιχειρήσεις, και όχι εξαιτίας της αναποτελεσματικής λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Η ιδέα αυτή είναι γνωστή ως Αρχή της Ενεργούς Ζήτησης. Ποιο είναι το συμπέρασμα πολιτικής που οδηγεί η παραπάνω ερμηνεία της ακούσιας ανεργίας; Σε μικροοικονομικό επίπεδο μία μείωση των μισθών θα μείωνε το κόστος εργασίας και θα αποτελούσε κίνητρο για αύξηση της απασχόλησης. Σε μακροοικονομικό επίπεδο όμως η περικοπή μισθών θα αύξανε το έλλειμμα της ενεργούς ζήτησης και θα ήταν αντικίνητρο για τις επιχειρήσεις να μισθώσουν περισσότερη εργασία. Ωστόσο ο Keynes δεν προτείνει αυξήσεις μισθών ως μέτρο πολιτικής για την αύξηση της ζήτησης. Είναι ιδιαίτερα προσεκτικός καθώς γνωρίζει ότι αν η αύξηση των μισθών και του κόστους είναι μεγαλύτερη της αύξησης της ζήτησης, τότε η συμπίεση του κέρδους είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει ως τροχοπέδη της επέκτασης της παραγωγής και της απασχόλησης.


Ο Keynes ισχυρίστηκε ότι για να υπάρξει αύξηση της απασχόλησης πρέπει να προηγηθεί αύξηση της επένδυσης. Το ενδεχόμενο αυτό τον έκανε να προτιμά τη χρηματοδότηση της επένδυσης και της ζήτησης με επέκταση της τραπεζικής πίστης. Ο προβληματισμός του Keynes αμέσως οδηγήθηκε σε δύο νέα ζητήματα πολιτικής: την κοινωνικοποίηση της επένδυσης και την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας.

Η Κοινωνικοποίηση της Επένδυσης

Ο Keynes θεωρούσε ότι σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης η αύξηση της ιδιωτικής επένδυσης είναι πιθανά ανέφικτος στόχος, λόγω κακής ψυχολογίας και αρνητικών προσδοκιών για τη ζήτηση και το κέρδος. • Συνεπώς, η απασχόληση του πλεονάζοντος κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κρατική παρέμβαση. Η αντιμετώπιση της ανεργίας και ο στόχος της πλήρους απασχόλησης ήταν τόσο θεμελιακοί στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία του Keynes, που δεν δίστασε να υποστηρίξει ακόμη και την επιλογή της κυβέρνησης να θάψει παλαιά μπουκάλια με χαρτονομίσματα, τα οποία θα σκάψουν να βρουν άνεργοι όταν χρειαστεί στο μέλλον για τη στήριξη της ζήτησης και της απασχόλησης, αν δεν είναι εφικτή άλλη μορφή αύξησης των κυβερνητικών δαπανών. •


• • •

• •

Στη φιλοσοφία του Keynes είναι οι επενδύσεις και όχι οι δημόσιες δαπάνες το μέγεθος εκείνο που αποτελεί πηγή σταθερότητας και μεγέθυνσης σε κανονικές οικονομικές συνθήκες. Ωστόσο, διέβλεπε περιορισμούς και εμπόδια στην πραγματοποίηση ενός επαρκούς όγκου ιδιωτικών επενδύσεων, ώστε να διατηρηθεί πλήρης απασχόληση μακροχρόνια. Και έχει ιδιαίτερη σημασία για την τρέχουσα περίοδο μία από τις βασικές διαπιστώσεις του Keynes στην Γενική Θεωρία, ότι ακόμη και η πιο ενεργητική κι αποτελεσματική νομισματική πολιτική είναι ανίκανη να αντισταθμίσει την κερδοσκοπική ψυχολογία των αγορών χρήματος και κεφαλαίου και να διαμορφώσει ένα σταθερό και αρκετά χαμηλό επιτόκιο, ικανό να ενθαρρύνει το απαιτούμενο επίπεδο ιδιωτικής επένδυσης για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον Keynes στο συμπέρασμα ότι η απαιτούμενη επένδυση για τη μακροοικονομική σταθερότητα, σε όρους πλήρους απασχόλησης, δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί σε χέρια ιδιωτών. Είναι αναγκαία η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και η δημιουργία μηχανισμών συνεργασίας του δημόσιου με την ιδιωτική πρωτοβουλία ώστε να αντισταθμιστεί η ανεπάρκεια της νομισματικής πολιτικής και να ενθαρρυνθούν οι απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις, ώστε να διαμορφωθεί η ενεργός ζήτηση στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης.


• Ο Περιορισμός της Κερδοσκοπίας • Ο Keynes στο κεφάλαιο 12 της Γενικής Θεωρίας κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην κερδοσκοπική και την επιχειρηματική επένδυση. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριζόμασταν ότι η διάκριση αυτή προσδιορίζει το πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Keynes και το μοντέλο καπιταλισμού που επιλέγει ως βάση μίας φιλελεύθερης κοινωνίας. • Χρησιμοποίησε τον όρο κερδοσκοπία για να περιγράψει τη δραστηριότητα της πρόβλεψης της ψυχολογίας της αγοράς στην επιδίωξη βραχυχρόνιου, δηλαδή κερδοσκοπικού, κέρδους στις αγορές κεφαλαίου και συναλλάγματος. • Αντίθετα, η επιχειρηματική επένδυση έχει μακροχρόνιο ορίζοντα και αποσκοπεί στην παραγωγή αγαθών με σκοπό το κέρδος που θα αποφέρει η πώλησή τους. Το χαρακτηριστικό των επιχειρηματικών επενδύσεων είναι η αβεβαιότητα που περιβάλλει τις προσδοκίες για την απόδοση τους, καθώς, σύμφωνα με τον Keynes, είναι αδύνατο να υπάρξει αξιόπιστη στατιστική πρόβλεψη για το μέλλον. • Η ανάλυση του Keynes, η οποία είναι εξαιρετικά επίκαιρη στις μέρες μας, επικεντρώνεται στην κατάσταση όπου η κερδοσκοπική δραστηριότητα κυριαρχεί ως επενδυτική πρακτική έναντι της επιχειρηματικής δραστηριότητας.


• •

• •

• •

Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η Wall Street υποτίθεται ότι πρέπει να κατευθύνει την επένδυση στις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες. Ωστόσο, καθώς η κερδοσκοπία στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου αυξάνεται, η κατανομή των πόρων σε επιχειρηματικές επενδύσεις κάθε άλλο παρά με ορθολογικό τρόπο πραγματοποιείται. Το αποτέλεσμα είναι η μείωση της παραγωγικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπρόσθετα, η κερδοσκοπία στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, όπως και οι δραστηριότητες στο καζίνο, δεν δημιουργούν απασχόληση και εισόδημα. Η κερδοσκοπία ανακατανέμει την ιδιοκτησία πάνω στον ήδη παραγόμενο πλούτο. Συνεπώς, όταν η κερδοσκοπία γίνεται κυρίαρχη επενδυτική πρακτική, η απασχόληση, η παραγωγή αγαθών και το εισόδημα μειώνεται, χειροτερεύοντας το επίπεδο διαβίωσης της χώρας. Ο Keynes, ως πρακτικός άνθρωπος και με τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον για το μέλλον των δημοκρατικών κοινωνιών, δεν θα μπορούσε να μην προτείνει μέτρα πολιτικής για την χειραγώγηση της κερδοσκοπίας. Εισηγείται λοιπόν (Γενική Θεωρία σελ. 188) την επιβολή σημαντικού φόρου μεταβίβασης σε όλες τις κερδοσκοπικές συναλλαγές, με στόχο τον περιορισμό της κερδοσκοπίας και της κυριαρχίας της επί της επιχειρηματικότητας, και για τη μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των εισοδηματιών, όπως αποκαλεί ο Keynes κυρίως τους χρηματιστές και γενικότερα όσους δημιουργούν χρήμα μέσω του χρήματος.


• •

Εδώ βρίσκεται η ουσιαστική διαφορά του Keynes με τη φιλελεύθερη οικονομική σκέψη. Ο πραγματισμός του Keynes τον έκανε να επιδιώκει τον θεσμικό περιορισμό της ελευθερίας των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη λειτουργία τους και να συμβάλουν με περισσότερη χρηματοδότηση στην αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος. Αντίθετα, η πίστη στην αρχή του laisez-faire και η δογματική προσήλωση στην ελευθερία των αγορών χρήματος και κεφαλαίου δημιουργεί συχνές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και κερδοσκοπική δραστηριότητα σε βάρος της επιχειρηματικότητας, της απασχόλησης και του εισοδήματος, υπονομεύοντας την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος Η Ευθανασία των Εισοδηματιών

• • •

Η ελαχιστοποίηση του τόκου και, ακόμη περισσότερο, η ‘ευθανασία’ των εισοδηματιών είναι στο επίκεντρο της πολιτικής πρότασης του Keynes. Η μείωση ή η εξάλειψη του εισοδήματος των εισοδηματιών συνεπάγεται αμέσως την αύξηση της ροπής προς κατανάλωση και επένδυση, συνεπώς την αύξηση της ενεργούς ζήτησης και της απασχόλησης. Ο Keynes ήταν ένθερμος υπερασπιστής της ‘ευθανασίας’ των εισοδηματιών, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, εξαιτίας της ροπής των εισοδηματιών προς την κερδοσκοπία που αποσταθεροποιεί τις καπιταλιστικές οικονομίες.


• Για τον Keynes η ανορθολογική συμπεριφορά των εισοδηματιών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου ανακατανέμει τη ρευστότητα σε βάρος των παραγωγικών επενδύσεων και δημιουργεί αβεβαιότητα και χαμηλές ή αρνητικές προσδοκίες απόδοσης της επένδυσης σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό που δημιουργεί απασχόληση. • Ο Keynes θεωρούσε λοιπόν αναγκαία την προστασία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος από την ψυχολογία και την συμπεριφορά των εισοδηματιών, καθώς το μόνο τους ενδιαφέρον είναι να έχουν ρευστότητα και να κερδοσκοπούν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. • Δεύτερον, η αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου των εισοδηματιών θα προκαλέσει πίεση στη διανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, μειώνοντας την ροπή προς κατανάλωση. Συνεπώς, η αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου των εισοδηματιών είναι πιθανό να οδηγήσει σε μία σωρευτική συρρίκνωση την κατανάλωση και την επένδυση, συνεπώς την ενεργό ζήτηση και την απασχόληση.


• Ολοκληρώνοντας, ο Keynes στη Γενική Θεωρία απορρίπτει ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλου καπιταλισμού, τον καπιταλισμό της κερδοσκοπίας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου και των εισοδηματιών. Υπερασπίζεται και πολιτικά προτείνει ένα μοντέλο καπιταλισμού όπου η επιχειρηματικότητα, οι εργαζόμενοι και το κράτος θα δημιουργούν την αναγκαία ζήτηση που θα διασφαλίζει την πλήρη απασχόληση των διαθέσιμων πόρων, ισχυροποιώντας τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος και τις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού.


Μετά-Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική: Βασικά Χαρακτηριστικά Απόρριψη του Νόμου του Say και της αυτό-ρυθμιστικής ικανότητας των καπιταλιστικών οικονομιών. Συνεπώς απόρριψη του οικονομικού φιλελευθερισμού ως αποτελεσματική αρχή οικονομικής πολιτικής σε οικονομίες που χρησιμοποιούν χρήμα και λειτουργούν σε καθεστώς αβεβαιότητας. Τα σημαντικότερα προβλήματα των καπιταλιστικών οικονομιών είναι η αδυναμία τους να προσφέρουν πλήρη απασχόληση και δίκαιη διανομή του εισοδήματος. Ο Keynes στη Γενική Θεωρία δείχνει ότι μία ανταγωνιστική οικονομία με ευκαμψία τιμών και μισθών θα διακρίνεται από υψηλή ανεργία. Η ύπαρξη ανεργίας δεν οφείλεται σε ατέλειες της προσφοράς, π.χ. ύπαρξη μονοπωλίων και άκαμπτων μισθών. Συνεπώς πολιτικές σχεδιασμένες να αυξήσουν την ευκαμψία σε μισθούς-τιμές και την ελευθερία των αγορών, κυρίως των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας.


- Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι να επηρεάσει και να συμπληρώσει αν χρειάζεται τις ιδιωτικές αποφάσεις δαπάνης, ώστε να μην υπάρχει έλλειμμα ζήτησης. - Η ανεργία και η υπο-χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας είναι ‘δημόσιο σκάνδαλο σπατάλης πόρων’.


Βασικές Υποθέσεις •

• • •

Όλα τα άτομα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) δεν λειτουργούν ορθολογικά και δεν μεγιστοποιούν τα κέρδη και τη χρησιμότητα τους. Η βασική αιτία για αυτό είναι ότι ζουν σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από θεμελιακή αβεβαιότητα. Οι αγορές δεν είναι τέλεια ανταγωνιστικές. Τα άτομα δεν έχουν τέλεια πληροφόρηση και γνώση των συνθηκών της αγοράς όταν συναλλάσσονται, λόγω της ύπαρξης αβεβαιότητας αλλά και του κόστους της πληροφόρησης. Ανταλλαγή πραγματοποιείται παρά το γεγονός ότι οι αγορές δεν είναι σε ισορροπία. Ο Walrasian auctioneer δεν υπάρχει. Η θεώρηση της Γενικής Ισορροπίας δεν είναι κατάλληλη για την ανάλυση πραγματικού ιστορικού χρόνους. Τα άτομα δεν έχουν σταθερές προτιμήσεις και δεν διαμορφώνουν ορθολογικές προσδοκίες.


- Η εξέλιξη των πραγματικών οικονομιών δεν μπορεί να αναλυθεί από τη σχηματική διάκριση ανάμεσα στη μακροχρόνια περίοδομεγέθυνση και τη βραχυχρόνια περίοδο-διακυμάνσεις. Αυτή η διάκριση είναι προϊόν της φαντασίας των ορθόδοξων οικονομολόγων. - Η οικονομική αστάθεια ενδογενές χαρακτηριστικό του συστήματος. - Το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, αλλά αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο των οικονομικών αποφάσεων. - Ο όρος ισορροπία αποκτά διαφορετικό νόημα ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Ο Davidson αναφέρει ότι στα Μ-Κ οικονομικά η αγορά θεωρείται ότι είναι σε ισορροπία όταν, δεδομένων κάποιων συνθηκών, οι τιμές διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο όπου τόσο οι αγοραστές όσο και οι πωλητές δεν ενδιαφέρονται να μεταβάλλουν τις αρχικές προσφορές τους. Αυτό μπορεί να είναι σημείο ισορροπίας μη πλήρους απασχόλησης.


- Τα ορθόδοξα οικονομικά, και ειδικότερα η θεωρία της γενικής ισορροπίας, κάνουν χρήση ενός στενού ορισμού της ισορροπίας και ισχυρίζονται ότι η αγορά είναι σε ισορροπία όταν σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών η συνολική προσφορά είναι ίση με τη συνολική ζήτηση σε πλήρη απασχόληση. • Δεδομένου ότι ο ρεαλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της Μ-Κ μεθοδολογίας, ο ιστορικός χρόνος και οι θεσμοί αποτελούν κύρια συστατικά της ανάλυσης της Μ-Κ Θεωρίας.


• Με ατελείς αγορές και ανεργία, η νεοκλασική εμμονή στη διανομή των σπανίων πόρων δεν έχει ιδιαίτερο νόημα και αναλυτικό ενδιαφέρον για τη ΜΚ θεωρία, που απασχολείται με το ζήτημα της ενεργούς ζητήσεως και της αύξησης της απασχόλησης. • Τα θέματα αυτά φέρνουν τη διανομή του εισοδήματος, τις ταξικές σχέσεις και την τεχνολογία στο επίκεντρο του Μ-Κ προβληματισμού, εφόσον δημιουργούν συναλλακτικούς περιορισμούς και έλλειμμα ζήτησης στη σφαίρα της κυκλοφορίας και ταυτόχρονα τη διαφοροποιούν από την παράδοση της νεοκλασικής σύνθεσης.


Η Μικροοικονομική θεμελίωση των Μ-Κ Οικονομικών

Στην Μ-Κ οικονομική, οι προτιμήσεις των καταναλωτών προσδιορίζονται από μία ιεράρχηση των ατομικών αναγκών και όχι από τη μεγιστοποίηση υποκειμενικών-ατομικών χρησιμοτήτων. • Η θέση αυτή στηρίζεται στην ιδέα ότι διαφορετικά αγαθά ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες και συνεπώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν μόνο βάσει των αναγκών που ικανοποιούν. • Αποτελέσματα υποκατάστασης (substitution effects) μπορούν να συμβούν μόνο μεταξύ ομάδων αγαθών, συνεπώς δεν παίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη Μ-Κ ανάλυση.


• Εκείνο που ωστόσο έλκει το ενδιαφέρον της Μ-Κ θεωρίας είναι τα αποτελέσματα εισοδήματος (income effects), που σε συνδυασμό με τη διανομή του εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων διαφοροποιούν τη συμπεριφορά βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως της κατανάλωσης και της επένδυσης. • Έτσι, η ανακατανομή του εισοδήματος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές ροπές για κατανάλωση και αποταμίευση αναμένεται ότι θα μεταβάλλει το επίπεδο της συν-αθροιστικής ζήτησης.


• Στη σφαίρα της παραγωγής, η Μ-Κ θεωρία υποθέτει την ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που συνεπάγονται κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισχύ στην αγορά των αγαθών και υπηρεσιών. • Η ισχύς αυτή μετουσιώνεται σε ικανότητα διαμόρφωσης των τιμών που, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση κυρίως της τιμής της εργασίας, προκαλεί διανεμητικές αλλαγές σε όφελος των κερδών των επιχειρήσεων. Η άποψη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη νεοκλασική, φιλελεύθερη, πλουραλιστική αντίληψη της ισχύς στο οικονομικό σύστημα. • Το κέρδος θεωρείται πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, η νεοκλασική ταυτότητα, αποταμίευση = επένδυση, δεν υιοθετείται, αφού η μετατρεψιμότητα των κερδών και της αποταμίευσης σε επένδυση, συνεπώς και μεγέθυνση, προσδιορίζεται από τις επιχειρηματικές προσδοκίες.


• Οι τελευταίες διακρίνονται σε μακροχρόνιες προσδοκίες για την κατάσταση στην αγορά αγαθών-υπηρεσιών και σε βραχυχρόνιες προσδοκίες για τις τιμές χρηματοοικονομικών προϊόντων. Οι τιμές αυτές προσδιορίζονται από κοινωνικές σχέσεις και τη δύναμη που έχουν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί να επηρεάσουν τη διαμόρφωση τους. • Η θεσμική δομή και η βιομηχανική οργάνωση των κοινωνιών δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται και εξελίσσεται στο χρόνο και επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη των χωρών και την ιστορική τους εξέλιξη. Θεσμικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διανομή του εισοδήματος, στη διάρθρωση και το επίπεδο της παραγωγής, στη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων και της συνολικής ζήτησης.


• Όσον αφορά την συμπεριφορά των ατόμων, τα Μ-Κ οικονομικά δεν υποθέτουν ορθολογικά άτομα με τέλεια γνώση και πλήρη πληροφόρηση που μεγιστοποιούν χρησιμότητα και κέρδος. • Τα άτομα βρίσκονται σε μία διαδικασία συνεχούς αναζήτησης πληροφόρησης, ωστόσο οι ικανότητες τους θέτουν όρια στην απόκτηση και επεξεργασία τους. • Τα άτομα επηρεάζονται από τη γενικότερη συμπεριφορά της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν, καθώς επίσης από κανόνες, διαδικασίες και αξίες που επιβάλλουν τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες με τη σχετικά μεγαλύτερη ισχύ. • Αυτή η περιορισμένη ορθολογικότητα των ατόμων θα πρέπει επίσης να αποδοθεί και να συσχετιστεί με ένα άλλα πολύ σημαντικό, διακριτό στοιχείο της Μ-Κ μεθοδολογίας, την ύπαρξη αβεβαιότητας. • Η αβεβαιότητα είναι κεντρικό στοιχείο της Μ-Κ ανάλυσης, λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει στον πραγματικό κόσμο.


• Για τα Μ-Κ οικονομικά η αβεβαιότητα προκαλείται από την αδυναμία μας να γνωρίζουμε το μέλλον. Η σημασία της αβεβαιότητας και της έλλειψης γνώσης για το μέλλον στη Μ-Κ θεωρία εκφράζεται με την απτή διαπίστωση ότι οι σημερινές τιμές των αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορούν να δώσουν στους αγοραστές και πωλητές πληροφορίες για τις συνέπειες των συλλογικών τους ενεργειών στις μελλοντικές τιμές. • Η αβεβαιότητα διαταράσσει συνεπώς την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των τιμών στη διαχρονική κατανομή των διαθέσιμων σε μία κοινωνία πόρων, αφαιρώντας αξιοπιστία από τον θεσμό της αγοράς.


• Βάσει της Μ-Κ αντίληψης για την αβεβαιότητα, είναι αδύνατο να έχουμε πλήρη πληροφόρηση για πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. • Αυτό συνεπάγεται ότι σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και οι εκπλήξεις είναι αναπόφευκτες, οι προσδοκίες έχουν σημαντική επίδραση πάνω στην συμπεριφορά της οικονομίας. • Οι οικονομικές αποφάσεις επηρεάζονται συνεχώς από τις προσδοκίες εκείνων που παίρνουν τις αποφάσεις, προσδοκίες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνονται βάσει των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων παλαιοτέρων, σωστών και λανθασμένων εκτιμήσεων. • Συνεπώς, οι οικονομικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται βάσει μίας κοινής εμπειρίας. Διαφορετικά άτομα και ομάδες ατόμων προσεγγίζουν τις ίδιες οικονομικές καταστάσεις με διαφορετικές κρίσεις, συνεπώς οι προσδοκίες τους είναι πολύ πιθανό να διαφέρουν. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι δίνουν έμφαση σε αυτήν την ετερογενή διαδικασία διαμόρφωσης των προσδοκιών, καθώς και στη σημασία του γεγονότος ότι μελλοντικά γεγονότα δεν μπορούν να προβλεφθούν πλήρως.


• Αντίθετα, η νεοκλασική παράδοση, αρνείται, έμμεσα, το ανθρώπινο λάθος. Για παράδειγμα, η παραδοχή της πιθανότητας του λάθους είναι παραδοχή ότι το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας δεν ισχύει, καθώς οι τιμές, σε μία τέτοια περίπτωση, αποτυγχάνουν στην εκκαθάριση των αγορών. Στο νεοκλασικό σύστημα ο ανταγωνισμός διασφαλίζει ότι κανένας δεν θα σπαταλήσει πόρους, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι κατανέμονται πάντα με ‘άριστο΄ τρόπο.


• Οι Μ-Κ οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται λοιπόν το οικονομικό σύστημα ως μία διαδικασία που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέσα σε ιστορικό χρόνο, όπου οι ετερογενείς προσδοκίες των ατόμων για ένα αβέβαιο και μη προβλέψιμο μέλλον θα έχουν αναπόφευκτες συνέπειες στα οικονομικά αποτελέσματα. • Από τα προαναφερόμενα γίνεται αντιληπτή η έμφαση που δίνουν τα Μ-Κ οικονομικά στην ύπαρξη συνθηκών ανισορροπίας καθώς και της δυναμικής της μεταβολής των οικονομιών μέσα στο χρόνο. • Η δυναμική ανάλυση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου αλλά ασταθούς συστήματος αποτελεί κεντρικό πυλώνα αναλυτικής συγκέντρωσης των Μ-Κ οικονομολόγων στην προσπάθεια τους να ενισχύσουν το ρεαλισμό της ανάλυσης τους.


• Αφηρημένες κατασκευές γενικών υποδειγμάτων ισορροπίας με μαθηματική και λογική αξιοπιστία, αλλά με μεγάλα ελλείμματα ρεαλισμού και ιστορικής αξιοπιστίας, δεν συνάδουν με το Μ-Κ παράδειγμα. • Το ενδιαφέρον και η προσοχή δεν θα πρέπει να εστιάζεται στο φανταστικό ερώτημα του κατά πόσο οι οικονομικές διαδικασίες είναι κατά Pareto άριστες, αλλά στο πραγματικό ερώτημα της ερμηνείας της ενδογενώς μη σταθερής συμπεριφοράς των οικονομιών της αγοράς.


Η Πολιτική Φιλοσοφία των Μ-Κ Οικονομικών • Η Μ-Κ θεωρία, απορρίπτοντας τις νεοκλασικές υποθέσεις και παραδοχές δίνει ρόλο στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. • Είναι αλήθεια ότι αν το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, όπως ισχυρίζεται η Μ-Κ παράδοση, τότε δεν υπάρχει ισχυρός λόγος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση και το κράτος γενικότερα θα είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη αξιολόγηση μελλοντικών οικονομικών γεγονότων από ό,τι τα άτομα και ο ιδιωτικός τομέας. • Εκείνο όμως που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μακροχρόνιων κοινωνικών αναγκών και προβλημάτων και της κατάστασης της οικονομίας.


• Ο ιδιωτικός τομέας συνήθως πράττει βάσει της ευκαιρίας που του παρουσιάζεται για εύκολο και γρήγορο κέρδος. Συνεπώς, υπάρχει τουλάχιστον ρόλος για το κράτος στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση μακροχρόνιων επενδυτικών προγραμμάτων από τα οποία προκύπτει κοινωνικό όφελος. • Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος μπορεί να παρέμβει σε μικροοικονομικό επίπεδο στο σχεδιασμό προϊόντων και στις αποφάσεις για τις παραγόμενες ποσότητες τους.


• Η θέση της Μ-Κ οικονομικής στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής διαμορφώνεται βάσει της ιστορικής παρατήρησης και εμπειρίας ότι το οικονομικό σύστημα των ελεύθερων αγορών δημιουργεί επαναλαμβανόμενες και συχνά παρατεταμένες διακυμάνσεις στην παραγωγή και στην απασχόληση, καθώς επίσης και ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος. • Οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπορούν από μόνες τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ανεργίας και τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα, οι δυνάμεις της αγοράς αντιμετωπίζονται ως αιτία των οικονομικών ανισοτήτων και της αστάθειας των οικονομιών. • Ωστόσο, οι δυνάμεις της αγοράς έχουν τη δυναμική να δημιουργούν νέα προϊόντα, νέες τεχνολογίες που βελτιώνουν τις συνθήκες και τη ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει λοιπόν να διαμορφώσουν εκείνο το οικονομικό περιβάλλον όπου θα περιορίζει τις αδυναμίες του συστήματος, χωρίς να αποθαρρύνει και να παρεμποδίσει τις θετικές ενέργειες του.


• Για τη Μ-Κ οικονομική θεωρία, η αποτυχία της αγοράς να πετύχει την αποτελεσματικότητα που υπόσχεται στην κατανομή των πόρων οφείλεται στην ασταθή συμπεριφορά της επένδυσης, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στον ευμετάβλητο χαρακτήρα των προσδοκιών και στην ψυχολογία των επενδυτών. • Η θέση αυτή που έχει αναπτυχθεί από τον Keynes στη Γενική Θεωρία προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό τον προβληματισμό της Μ-Κ σχολής οικονομικής σκέψης. Δεδομένης της αστάθειας της επένδυσης, οι αγορές δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν το κενό που δημιουργείται μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης και να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα στην πλήρη απασχόληση των συντελεστών παραγωγής.


• Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να αναλαμβάνουν συνεχώς δραστηριότητες που θα ενθαρρύνουν την ικανή και δημιουργική επιχειρηματικότητα και κουλτούρα. • Οποτεδήποτε ο ιδιωτικός τομέας διακρίνεται από απαισιοδοξία και έλλειψη ενδιαφέροντος για ανάληψη νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων και αύξησης της απασχόλησης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει μέσω της κατάλληλης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να ενθαρρύνουν την αύξηση της ζήτησης. Η τελευταία όταν είναι καλά σχεδιασμένη μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τον ιδιωτικό τομέα να διευρύνει την παραγωγή του, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους πόρους και αυξάνοντας την κοινωνική ευημερία.


• Πρέπει να σημειωθεί ότι ο στόχος της πλήρους απασχόλησης με την κατάλληλη διαχείριση της ζήτησης δεν συγκεντρώνει το αποκλειστικό ενδιαφέρον της Μ-Κ παράδοσης. • Κεντρικό επίσης ρόλο έχουν και οι πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων, καθώς και οι πολιτικές επιτάχυνσης του ρυθμού μεταβολής του παραγόμενου εισοδήματος. • Εκείνο που επίσης διαφοροποιεί τη Μ-Κ θεωρία από τις άλλες εκδοχές του Κευνσιανισμού είναι ότι η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να ενισχύεται με τη δημιουργία κατάλληλου θεσμικού περιβάλλοντος, ώστε να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των πολιτικών άμβλυνσης των αρρυθμιών της αγοράς. • Πληθωρισμός: Νομισματικό η Διανεμητικό Φαινόμενο;


Μ-Κ Θεωρία

Ορθολογικές Προσδοκίες

Δεν Ισχύει

Πλήρης Πληροφόρηση

Δεν Ισχύει

Τέλεια Γνώση

Δεν Ισχύει

Βεβαιότητα

Δεν Ισχύει

Ουδετερότητα Χρήματος

Δεν Ισχύει

Εκκαθάριση Αγορών

Δεν Ισχύει

Πλήρης Απασχόληση

Δεν Ισχύει

Laissez-Faire

Δεν Ισχύει


Τι ακολούθησε; Η Πρώτη Αντίδραση •

Σύνθεση ιδεών του κλασικού υποδείγματος και του Keynes. Η ορθόδοξη παράδοση βασίστηκε στην ερμηνεία της Γενικής Θεωρίας των Hicks (1937), the IS-LM model, και της τροποποίησης που έκανα οι Modigliani (1944), Patinkin (1956) and Tobin (1958). Ο Samuelson’s στην τρίτη έκδοση του εγχειριδίου του με τίτλο Οικονομικά (1955) την χαρακτήρισε ως ‘νεοκλασική σύνθεση’, όρος που έχει μονιμοποιηθεί στη βιβλιογραφία.

Η ‘νεοκλασική σύνθεση‘ διατηρεί σε μικροοικονομικό επίπεδο το Walrasian υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας, την ορθολογική μεγιστοποιητική συμπεριφορά των ατόμων στο περιβάλλον των τέλεια ανταγωνιστικών αγορών, ενώ σε μακροοικονομικό επίπεδο εισάγει την παρέμβαση του κράτους, με τη μορφή των ενεργών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών ώστε να υποστηριχτεί η συν-αθροιστική ζήτηση στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. • Από το 1960 και ακόμη και σήμερα το μοντέλο IS -LM κυριαρχεί, ως Κευνσιανή θεωρία, στη διδασκαλία των μακροοικονομικών, στον τρόπο σκέψης των οικονομολόγων και στην άσκηση πολιτικής, με την προσθήκη της καμπύλης Phillips.


• Το βασικό ερώτημα είναι μπορεί το μοντέλο της μικροοικονομικής ισορροπίας να ολοκληρωθεί με το μοντέλο της μακροοικονομικής ανισορροπίας; • Εάν όχι, τότε σε ποιο βαθμό αυτό οφείλεται στην αποτυχία του Walrasian υποδείγματος γενικής ισορροπίας και στα μικροοικονομικά θεμέλια και υποθέσεις της νεοκλασικής σύνθεσης, η στη μακροοικονομική θεωρία της αποτυχίας των αγορών του Keynes, ή και στα δύο;


Η Νεοκλασική Σύνθεση Βασικά Χαρακτηριστικά • Οι καπιταλιστικές οικονομίες μπορεί να είναι σε κατάσταση ανισορροπίας εξαιτίας εξωγενών διαταραχών (shocks). •

Οι οικονομίες δεν μπορούν να αυτορυθμιστούν αυτόματα εξαιτίας ακαμψιών στο μηχανισμό των τιμών.

Η συν-αθροιστική προσφορά και η απασχόληση προσδιορίζονται από ην συν-αθροιστική ζήτηση στη βραχυχρόνια περίοδο (ο νόμος του Say δεν ισχύει).

Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες μπορούν με τη χρήση δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να επηρεάσουν το επίπεδο της συνολικής ζήτησης και να διασφαλίσουν την επιστροφή τη οικονομίας σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

Η δημοσιονομική πολιτική είναι περισσότερο αποτελεσματική συγκριτικά με την νομισματική πολιτική.


Θεμελιακές Υποθέσεις . Τα άτομα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) είναι ορθολογικά, έχουν τέλεια πληροφόρηση και γνώση.. •

Οι αγορές είναι τελείως ανταγωνιστικές. Η ύπαρξη αθέλητης ανεργίας σε μακροοικονομικό επίπεδο δείχνει ωστόσο ότι σε μικροοικονομικό επίπεδο τα άτομα δεν μεγιστοποιούν τα κέρδη και τη χρησιμότητά τους, Η υπόθεση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη Walrasian μικροοικονομική βάση της νεοκλασικής σύνθεσης. Η νεοκλασική σύνθεση δεν έχει λογική συνέπια. Πως γίνεται οι μικροοικονομικές αυτές υποθέσεις να συνδυαστούν με μακροοικονομική ανισορροπία Κευνσιανού τύπου; Με τι τρόπο γίνεται υπέρβαση από το λογικό αυτό κενό; Με τη διάκριση μεταξύ βραχυχρόνιας και μακροχρόνιας ανάλυσης και με την υπόθεση περί της ύπαρξης ατελειών στο μηχανισμό των τιμών στη βραχυχρόνια περίοδο. Η ανταλλαγή γίνεται σε τιμές που δεν εξισορροπούν τις αγορές. Ως συνέπεια, το χρήμα θεωρείται ουδέτερο στη μακροχρόνια περίοδο (το νεοκλασικό μέρος της σύνθεσης), και μη ουδέτερο στη βραχυχρόνια περίοδο (το Κεϋνσιανό μέρος της σύνθεσης). Οι υποθέσεις αυτές βρίσκουν έκφραση με την ανάπτυξη του υποδείγματος IS-LM, το οποίο και ταυτίζεται πλέον σε όλη τη μεταπολεμική οικονομική βιβλιογραφία με τις ιδέες του Keynes στη Γενική Θεωρία.


Το Μοντέλο IS-LM για μία Κλειστή Οικονομία •

Το ορθόδοξο Κεϋνσιανό μοντέλο αρχικά αναπτύχθηκε από τον Hick’s (1937) με το άρθρο του ‘Mr Keynes and the “Classics”: A Suggested Interpretation’. Το μοντέλο που ανέπτυξε ο Hicks έγινε γνωστό στη συνέχεια από τις εργασίες των Hansen (1949; 1953) και Samuelson (1956). Τα τελευταία πενήντα χρόνια το Hicksian IS-LM μοντέλο αποτέλεσε τα κυρίαρχο μοντέλο μακροοικονομικής ανάλυσης και πολιτικής.

Το μοντέλο IS-LM έχει τα παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά..

Οι τιμές είναι σταθερές και η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση μη πλήρους απασχόλησης.

Το επίπεδο της παραγωγής και της απασχόλησης προσδιορίζεται από την συνολική ζήτηση. Περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς δεν αναγνωρίζονται.

Η δαπάνη κατανάλωσης είναι θετική συνάρτηση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Οι δημόσιες δαπάνες προσδιορίζονται εξωγενώς από το οικονομικό σύστημα ως αποτέλεσμα κυβερνητικών αποφάσεων.

Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αρνητική συνάρτηση του επιτοκίου.

Το επιτόκιο προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση των αγορών προϊόντων και χρήματος.


Το Μοντέλο IS-LM για μία Κλειστή Οικονομία •

Το ορθόδοξο Κεϋνσιανό μοντέλο αρχικά αναπτύχθηκε από τον Hick’s (1937) με το άρθρο του ‘Mr Keynes and the “Classics”: A Suggested Interpretation’. Το μοντέλο που ανέπτυξε ο Hicks έγινε γνωστό στη συνέχεια από τις εργασίες των Hansen (1949; 1953) και Samuelson (1956). Τα τελευταία πενήντα χρόνια το Hicksian IS-LM μοντέλο αποτέλεσε τα κυρίαρχο μοντέλο μακροοικονομικής ανάλυσης και πολιτικής.

Το μοντέλο IS-LM έχει τα παρακάτω βασικά χαρακτηριστικά..

Οι τιμές είναι σταθερές και η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση μη πλήρους απασχόλησης.

Το επίπεδο της παραγωγής και της απασχόλησης προσδιορίζεται από την συνολική ζήτηση. Περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς δεν αναγνωρίζονται.

Η δαπάνη κατανάλωσης είναι θετική συνάρτηση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Οι δημόσιες δαπάνες προσδιορίζονται εξωγενώς από το οικονομικό σύστημα ως αποτέλεσμα κυβερνητικών αποφάσεων.

Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αρνητική συνάρτηση του επιτόκιου.

Το επιτόκιο προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση των αγορών προϊόντων και χρήματος.


Η κλίση της καμπύλης IS εξαρτάται από την ελαστικότητα της επένδυσης και την τιμή του πολλαπλασιαστή. Η κλίση είναι πιο κατακόρυφη (επίπεδη) όσο μικρότερη (μεγαλύτερη) είναι η αντίδραση της επένδυσης σε μία μεταβολή του επιτοκίου και μικρότερη (μεγαλύτερη) είναι η τιμή του πολλαπλασιαστή.

Μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μετακινεί την καμπύλη IS προς τα δεξιά, και vice versa.

Η προσφορά χρήματος θεωρείται ότι είναι εξωγενώς προσδιορισμένη από τις νομισματικές αρχές, ενώ η ζήτηση χρήματος προσδιορίζεται από τα κίνητρα των συναλλαγών, της ασφάλισης για το μέλλον και της κερδοσκοπίας.

Η κλίση της καμπύλης LM εξαρτάται από την ελαστικότητα της ζήτησης χρήματος ως προς το εισόδημα και το επιτόκιο. Η κλίση της LM είναι πιο κατακόρυφη (επίπεδη) όσο μεγαλύτερη (μικρότερη) είναι η εισοδηματική ελαστικότητα και μικρότερη (μεγαλύτερη) η ελαστικότητα ως προς το επιτόκιο της ζήτησης χρήματος.

Μία επεκτατική νομισματική πολιτική μετακινεί την καμπύλη LM προς τα κάτω και δεξιά, και vice versa.

Η νομισματική, αλλά κυρίως η δημοσιονομική πολιτική έχουν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της οικονομίας δεδομένων των κλίσεων των καμπύλων IS και LM.


Ισορροπία Ανεργίας στο μοντέλο της Νεοκλασικής Σύνθεσης: Η Γενική Περίπτωση

• Βάσει του μοντέλου IS-LM η ύπαρξη ανεργίας ισορροπίας μπορεί να αποδοθεί στην ύπαρξη ‘ακαμψιών’ στις τιμές, ειδικότερα στον ονομαστικό μισθό και στο επιτόκιο. Θα εξετάσουμε πρώτα την περίπτωση της προς τα κάτω ακαμψίας του χρηματικού μισθού.



Στα τεταρτημόρια: (α) έχουμε το μοντέλο IS-LM, (β) την καμπύλη των 45ο , (γ) τη βραχυχρόνια καμπύλη προσφοράς, (δ) την αγορά εργασίας. • Υποθέτουμε ότι η οικονομία είναι αρχικά στο σημείο Εο, σημείο τομής της καμπύλης LMo και IS. Ενώ οι αγορές χρήματος και προϊόντων είναι σε ισορροπία, το εισόδημα Υο είναι κάτω από το εισόδημα της πλήρους απασχόλησης, Υf. • Από το τεταρτημόριο (δ) παρατηρούμε ότι με ονομαστικό μισθό W προσδιορισμένο εξωγενώς και επίπεδο τιμών που αντιστοιχεί στη βραχυχρόνια ισορροπία στην αγορά χρήματος, ο πραγματικός μισθός (W/P)ο δεν εκκαθαρίζει την αγορά εργασίας. • Με άλλα λόγια δεν είναι σίγουρο ότι η προσδιορισμένη από τη ζήτηση απασχόληση θα είναι ίση με την πλήρη απασχόληση. Η πλεονάζουσα προσφορά εργασίας δεν έχει επίπτωση στον ονομαστικό μισθό, συνεπώς είναι πιθανό η οικονομία να συνεχίσει να είναι κάτω από την πλήρη απασχόληση. • Τι θα συμβεί αν οι τιμές είναι εύκαμπτες; •


• •

Η οικονομία θα αυτορυθμιστεί στην πλήρη απασχόληση, αλλά μέσω ενός διαφορετικού μηχανισμού από εκείνο του κλασικού υποδείγματος, μέσω του αποτελέσματος του Keynes. Στον πραγματικό μισθό (W/P)o, η πλεονάζουσα προσφορά εργασίας θα πιέσει τον ονομαστικό μισθό προς τα κάτω. Αυτό θα προκαλέσει μείωση του κόστους εργασίας και συνεπώς του επιπέδου των τιμών. Η μείωση του Ρ θα αυξήσει τα πραγματικά χρηματικά διαθέσιμα, δηλ. η καμπύλη LM θα μετακινηθεί προς τα δεξιά. Η πλεονάζουσα ρευστότητα θα μειώσει το επιτόκιο προκαλώντας αύξηση των επενδύσεων, της συνολικής ζήτησης για προϊόντα, της παραγωγής και της απασχόλησης, Η έμμεση επίδραση της μείωσης των μισθών και των τιμών στις επενδύσεις και τη ζήτηση μέσω του επιτοκίου ονομάζεται αποτέλεσμα Keynes. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι είναι η αύξηση της συνολικής ζήτησης μέσω του αποτελέσματος του Keynes που διασφαλίζει την επιστροφή της οικονομίας στην πλήρη απασχόληση.


• Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο υπάρχουν ωστόσο δύο περιπτώσεις που, ανεξάρτητα της ευκαμψίας των μισθών και των τιμών, μπορούν να προκαλέσουν την αποτυχία του οικονομικού συστήματος να αυτορυθμιστεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

1) Η παγίδα ρευστότητας, σύμφωνα με την οποία σε πολύ χαμηλό επίπεδο επιτοκίου η ζήτηση χρήματος μπορεί να είναι τέλεια ελαστική ως προς το επιτόκιο.

• 2) Η περίπτωση όπου οι επενδυτικές δαπάνες είναι τέλεια ανελαστικές ως προς το επιτόκιο.


Η παγίδα ρευστότητας


Η παγίδα ρευστότητας Η Οικονομία είναι αρχικά στο σημείο Εο, το σημείο τομής της ISo και της LMo. Αν και οι αγορές χρήματος και προϊόντος είναι σε ισορροπία, το επίπεδο εισοδήματος Υο είναι κάτω από το εισόδημα πλήρους απασχόλησης Υf. Στην αγορά εργασίας παρατηρούμε ότι η απασχόληση Lo είναι κάτω από το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης Lf με τον πραγματικό μισθό (W/P)o να είναι πάνω από τον πραγματικό μισθό ισορροπίας (W/P)1. • Η πλεονάζουσα προσφορά εργασίας οδηγεί σε μείωση του ονομαστικού μισθού και των τιμών. Αν και η πραγματική προσφορά χρήματος αυξάνεται, μετακινώντας την LM προς τα δεξιά στην LM1, η αύξηση των πραγματικών χρηματικών διαθεσίμων διακρατείται από τα άτομα. Η μετακίνηση γίνεται κατά μήκος του οριζόντιου κομματιού της LM. • Με άλλα λόγια, όταν η οικονομία είναι σε παγίδα ρευστότητας, όπου η ζήτηση για χρήμα είναι τελείως ελαστική ως προς το επιτόκιο r*, η πλεονάζουσα προσφορά χρηματικών διαθεσίμων δεν θα περάσει στην αγορά ομολόγων και συνεπώς δεν θα προκαλέσει μείωση του επιτοκίου στο r1, το οποίο απαιτείται για να διεγερθεί η συνολική ζήτηση αυξάνοντας τις επενδύσεις στο επίπεδο του εισοδήματος πλήρους απασχόλησης. •


• Χωρίς αύξηση της ζήτησης οι τιμές θα μειωθούν κατά το ίδιο ποσοστό με τους ονομαστικούς μισθούς, συνεπώς πραγματικός μισθός θα μείνει σταθερός στο (W/P)o, δηλ. πάνω από τον πραγματικό μισθό που εκκαθαρίζει την αγορά εργασίας. • Η συνολική ζήτηση είναι ανεπαρκής να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης, συνεπώς η οικονομία παραμένει σε κατάσταση αθέλητης ανεργίας. • Στην παγίδα ρευστότητας η νομισματική πολιτική είναι συνεπώς αναποτελεσματική να οδηγήσει την οικονομία σε πλήρη απασχόληση. Μόνο η δημοσιονομική πολιτική είναι αποτελεσματική για να τονώσει τη ζήτηση, το εισόδημα και την απασχόληση.



Η Παγίδα Επενδύσεων •

Η Οικονομία είναι αρχικά στο σημείο Εο, το σημείο τομής της ISo και της LMo. Αν και οι αγορές χρήματος και προϊόντος είναι σε ισορροπία, το επίπεδο εισοδήματος Υο είναι κάτω από το εισόδημα πλήρους απασχόλησης Υf. Στην αγορά εργασίας παρατηρούμε ότι η απασχόληση Lo είναι κάτω από το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης Lf με τον πραγματικό μισθό (W/P)o να είναι πάνω από τον πραγματικό μισθό ισορροπίας (W/P)1. Η πλεονάζουσα προσφορά εργασίας οδηγεί σε μείωση του ονομαστικού μισθού και των τιμών. Αν και η πραγματική προσφορά χρήματος αυξάνεται, μετακινώντας την LM προς τα δεξιά στην LM1, μέσω του αποτελέσματος του Keynes, προκαλώντας μείωση του επιτοκίου, η μείωση αυτή δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει την οικονομία σε πλήρη απασχόληση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επενδύσεις είναι ανελαστικές ως προς το επιτόκιο συνεπώς δεν αυξάνεται η ζήτηση. Για να συμβεί αυτό το επιτόκιο θα πρέπει να μειωθεί στο αρνητικό r1. Θεωρητικά λοιπόν η οικονομία μπορεί να βρεθεί και να ισορροπήσει στο Ε1. Συνεπώς το αποτέλεσμα του Keynes και η νομισματική πολιτική δεν μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στην πλήρη απασχόληση. Αυτό θα μπορούσε μόνο να συμβεί με την άσκηση κατάλληλης δημοσιονομικής πολιτικής.


• Συμπερασματικά, ο συνδυασμός του υποδείγματος IS-LM και της κλασικής υπόθεσης της ευκαμψίας των μισθών και των τιμών συνεπάγεται ότι ο Keynes απέτυχε να μας δώσει μία Γενική Θεωρία της ισορροπίας ανεργίας. • Η πιθανότητα η οικονομία να βρεθεί σε ισορροπία ανεργίας είναι αποτέλεσμα των δύο περιπτώσεων, της παγίδας ρευστότητας και της παγίδας επενδύσεων. • Η ανάλυση βασίζεται στην εργασία του Modigliani, και όχι του Keynes, και υποστηρίζει ότι η οικονομία είναι πιθανό να βρεθεί σε μία κατάσταση ισορροπίας ανεργίας λόγω ακαμψιών στο σύστημα, και ειδικότερα εξαιτίας της ακαμψίας των μισθών και των παγίδων ρευστότητας και επενδύσεων. • Όπως θα δούμε όλα τα δυναμικά και επαναστατικά στοιχεία της Γενικής Θεωρίας έχουν χαθεί, εγκλωβίζοντας την οικονομική ανάλυση στο Walrasian υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας.


Προτάσεις Πολιτικής •

Η Νεοκλασική Σύνθεση στηρίζεται στον εξής άξονα: συνολική ζήτηση – αγορά προϊόντων – αγορά εργασίας. Το μοντέλο αυτό σκέψης αποτελεί τη βάση για τις παρακάτω προτάσεις οικονομικής πολιτικής:

Η πολιτική του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν αριστοποιεί την κατανομή των πόρων και δεν οδηγεί το οικονομικό σύστημα σε ισορροπία πλήρους απασχόλησης στη βραχυχρόνια περίοδο, κατάλληλες μόνο στη μακροχρόνια περίοδο. Συνεπώς η κρατική παρέμβαση απαραίτητη στη βραχυχρόνια περίοδο.

Πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης (macroeconomic management) απαραίτητες για την αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος. Η δημοσιονομική πολιτική περισσότερο αποτελεσματική της νομισματικής πολιτικής κυρίως όταν η οικονομία είναι σε παγίδα ρευστότητας και επενδύσεων.

Χρησιμοποίηση ελλειμματικών προϋπολογισμών και του δημόσιου χρέους για την αύξηση της ζήτησης.

Μείωση της δύναμης των εργατικών συνδικάτων και των επιδομάτων ανεργίας για να περιοριστούν οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας.


Η εμφάνιση του πληθωρισμού στη δεκαετία του 1960 αμφισβήτησε τις επεκτατικές πολιτικές του υποδείγματος IS-LM (το οποίο υποθέτει σταθερότητα τιμών).

Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 αμφισβήτησε την καμπύλη Phillips. Οι δύο αυτές εξελίξεις διαμόρφωσαν την εμπειρική βάση για την αμφισβήτηση της νεοκλασικής σύνθεσης ως μοντέλο θεωρητικής ανάλυσης και διαμόρφωσης πολιτικής. ¨Όμως, η νεοκλασική σύνθεση είχε ταυτιστεί με τα οικονομικά του Keynes. Η απόρριψη της νεοκλασικής σύνθεσης ουσιαστικά ταυτίστηκε με την απόρριψη του Γενικής Θεωρίας. Ιδεολογία: Στη δεκαετία του 1970 είχαμε την αναγέννηση των ιδεών και αξιών του οικονομικού φιλελευθερισμού και της πίστης στην αυτό-ρυθμιστική ικανότητα των οικονομιών της αγοράς. Ήταν η σειρά του ορατού χεριού του κράτους τώρα να αμφισβητηθεί ως αποτυχημένο, με τη μορφή των ενεργητικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών.


Τι ακολούθησε;

Αυξημένη επιρροή των ιδεών οικονομολόγων που είχαν αμφισβητήσει τη θεωρία και πολιτική του Keynes, δηλ. της νεοκλασικής σύνθεσης (Friedman, Hayek, Buchanan, Lucas, Sargent, Romer), ενώ υποστήριζαν με τον ένα ή άλλο τρόπο την κλασική θεωρία, δηλ. τη Walrasian μικροοικονομική θεμελίωση της γενικής ισορροπίας και πρότειναν laissez faire πολιτικές.


• Στις δεκαετίες του 1970, 1980, 1990 και 2000, η Γενική Θεωρία του Keynes εξαφανίστηκε από τα μεταπτυχιακά και προπτυχιακά προγράμματα σπουδών και τις προτεινόμενες βιβλιογραφικές λίστες. Ενώ ο Lucas ευθέως πρότεινε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαβάσουν οι φοιτητές Keynes, εκφράζοντας πιθανά την προσωπική του εμπειρία. • Το κύριο ερώτημα είναι: Είναι η θεωρία του Keynes και οι πολιτικές του λάθος, ή η νεοκλασική σύνθεση ως ερμηνεία του Keynes; Πρέπει να απορρίψουμε τον Keynes ή τη νεοκλασική σύνθεση; • Εάν θα πρέπει να απορρίψουμε τη νεοκλασική σύνθεση ως μη ρεαλιστική θεωρία ανάλυσης των πραγματικών οικονομιών μέσα στις οποίες ζούμε, τότε πρέπει να πάμε πίσω που; Στη κλασική θεωρία ή στον Keynes (ή στον Marx) και να αναζητήσουμε μία διαφορετική, από τη νεοκλασική σύνθεση, ερμηνεία του, για παράδειγμα την ερμηνεία της Post Keynesian θεωρίας;


Τι τελικά συνέβη; •

Greenwald and Stiglitz (1993) παρατήρησαν ότι υπάρχουν δύο δρόμοι για την ολοκλήρωση της μικροοικονομικής με τη μακροοικονομική, η του κλασικού υποδείγματος με τη νεοκλασική σύνθεση. Είτε η μακροοικονομική θεωρία να προσαρμοστεί στην ορθόδοξη νεοκλασική μικροοικονομική θεωρία (new classical macroeconomics, real business cycles theories), ή η μικροοικονομική θεωρία να προσαρμοστεί στην μακροοικονομική της νεοκλασικής σύνθεσης (new Keynesian macroeconomics). Οι εξελίξεις αυτές έχουν προσδιορίσει την ανάπτυξη των μακροοικονομικών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης.

Η Γενική Θεωρία του Keynes και η Post Keynesian ερμηνεία του Keynes εξακολουθούν να είναι έξω από το κυρίαρχο σώμα των οικονομικών στη διδασκαλία, στην θεωρητική ανάλυση και στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Αποτελούν μέρος της ετερόδοξης παράδοσης και έρευνας.


Μετά-Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική

Γιώργος Αργείτης* 1. Εισαγωγή

Το 1935 ο J.M. Keynes έγραψε ένα γράμμα 1 στον G.B. Shaw όπου συνοπτικά του γνωστοποιούσε την πρόθεση του να συγγράψει ένα βιβλίο που θα έφερνε επανάσταση στον τρόπο που οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί θα προσέγγιζαν τα οικονομικά προβλήματα. Ένα χρόνο αργότερα, ο Keynes έδωσε στο βιβλίο αυτό τον τίτλο Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος. Υπήρξε πράγματι επανάσταση στην οικονομική θεωρία και στην εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική μετά τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας; Ποια ήταν τα βασικά στοιχεία αυτής της επανάστασης; Πόσο σημαντικά είναι τα όποια νέα στοιχεία έφερε το βιβλίο αυτό στην ανάλυση και κατανόηση των προβλημάτων των σημερινών οικονομιών;

Οι οικονομολόγοι που συστηματικά προσπαθούν να απαντήσουν τα ερωτήματα αυτά και να αναπτύξουν περαιτέρω τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί και την ανάλυση που κάνει ο Keynes στη Γενική Θεωρία, όσον αφορά την παραγωγή, τη διανομή και τη λειτουργία μίας οικονομίας της αγοράς, συγκροτούν τη σχολή της Μετά-Κευνσιανής (στο εξής Μ-Κ) οικονομικής. Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι για τη συγκρότηση της Μ-Κ σχολής έχει πολύ μεγάλη σημασία η ιδιαίτερη προσέγγιση που γίνεται στις ιδέες που ανέπτυξε ο Keynes. Ο τελευταίος θεωρείται από τους Μ-Κ οικονομολόγους περισσότερο ως θεωρητικός των νομισματικών

* Οικονομικό Τμήμα, Πανεπιστήμιο Αθήνας, e-mail gargeitis@econ.uoa.gr 1 Keynes, J.M (1971)

1


σχέσεων που αναπτύσσονται σε μία καπιταλιστικού τύπου οικονομία. Οι όροι χρήμα, χρηματική οικονομία και συνάλλαγμα εμφανίζονται στους τίτλους σχεδόν όλων των έργων του. Ο Keynes πίστευε στη σημασία των επιδράσεων του χρήματος στη λειτουργία των οικονομιών της αγοράς, και συστηματικά πρότεινε νομισματικές και τραπεζικές μεταρρυθμίσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ο Davidson (1981) παρατηρεί ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Keynes ήταν η ανάπτυξη ενός νομισματικού πλαισίου ανάλυσης των οικονομιών του 20ου αιώνα, που περιλάμβανε τις αγορές, χρηματικά συμβόλαια, χρηματικούς μισθούς, προσδοκίες, απασχόληση και παραγωγή.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να σημειώσουμε το εξής: Οι ιδέες που σήμερα ταξινομούνται ως μετά-Κεϋνσιανές έχουν πίσω τους μία μεγάλη παράδοση. Μπορεί τα Μ-Κ οικονομικά να υιοθετούν την πολιτική φιλοσοφία, τη μεθοδολογία και την οπτική του Keynes, αλλά υπάρχουν προεκτάσεις και στοιχεία στην Μ-Κ ανάλυση που συνδέονται με τον Marx, τον Kalecki αλλά και τον Veblen. Τα Μ-Κ οικονομικά ωστόσο ως ξεχωριστή σχολή οικονομικής σκέψης αποτελούν προϊόν μιας σχετικά πρόσφατης εξέλιξης.

Ο Arestis (1990) θεωρεί ότι αυτό το στοιχείο του νέου αποτελεί μία από τις αιτίες που η συγκεκριμένη σχολή δεν έχει καταφέρει ακόμη να ‘πείσει’ την ακαδημαϊκή κοινότητα και εκείνους που ασκούν οικονομική πολιτική για την αναλυτική της δυνατότητα και την πρακτική της σημασία. Το γεγονός αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στο ότι μία βασική αδυναμία των Μ-Κ οικονομικών, που συνήθως αποτελεί τη βάση της κριτικής που ασκείται εναντίων τους, είναι η ποικιλία των προσεγγίσεων που συνθέτουν την Μ-Κ θεώρηση, οι οποίες διαφέρουν ως προς τη μέθοδο και τα

2


στοιχεία τους, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανίζονται και αντιθέσεις μεταξύ τους.

Αυτό έχει προκαλέσει κάποια έλλειψη συνοχής στη σχολή των Μ-Κ οικονομικών, σε βαθμό που οι Hamouda και Harcourt (1988) να την περιγράψουν σαν ‘horses for courses’. Στη θετική πλευρά των Μ-Κ οικονομικών πρέπει να σημειώσουμε τη συνοχή τους αναφορικά με την κριτική που ασκούν στη νεοκλασική παράδοση και την προσπάθεια τους να προσφέρουν στην οικονομική επιστήμη μία νέα θεώρηση για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, σε ιστορικό και όχι αφηρημένο χρόνο. Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί και τον άξονα συσπείρωσης των Μ-Κ οικονομολόγων, δηλαδή ότι τα οικονομικά μοντέλα θα πρέπει να αναλύουν πραγματικές και όχι υποθετικές οικονομίες, απομονωμένες από τα προβλήματα των κοινωνιών.

Από τα προαναφερόμενα γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη και παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών των Μ-Κ οικονομικών, απαιτεί αφαίρεση από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους προσεγγίσεων που συνθέτουν τη σχολή αυτή σκέψης. Είναι σχεδόν αδύνατο να αναπτυχθούν, λόγω της περιορισμένης έκτασης και του εισαγωγικού χαρακτήρα του παρόντος κειμένου, όλα τα θέματα που απασχόλησαν την περίπου εβδομήντα χρόνων έρευνα που έχει διαμορφώσει αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Μ-Κ Οικονομική Θεωρία και Πολιτική. Για το λόγο αυτό, θα επικεντρωθούμε στους βασικούς άξονες του παραδείγματος που το καθιστούν διακριτό από τις υπόλοιπες, σύγχρονες σχολές οικονομικής σκέψης και θα σημειώσουμε, όπου κρίνεται πολύ απαραίτητο, τις διαφορές τους από το νεοκλασικό υπόδειγμα και τη νεοκλασική σύνθεση.

3


Ειδικότερα, στην ενότητα 2, η ανάλυση μας θα επικεντρωθεί στη μεθοδολογία και σε βασικά μακροοικονομικά και νομισματικά χαρακτηριστικά των Μ-Κ οικονομικών. Στην ενότητα 3 θα εξετάσουμε τη μικροοικονομική θεμελίωση της Μ-Κ μακροοικονομικής και νομισματικής ανάλυσης. Στην ενότητα 4 θα επικεντρωθούμε σε τρία από τα κύρια πεδία Μ-Κ έρευνας, τη διαμόρφωση των τιμών, τη διανομή του εισοδήματος, τη μάκρο-δυναμική του οικονομικού συστήματος και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Στην ενότητα 5 θα επικεντρωθούμε στην πολιτική φιλοσοφία του Μ-Κ παραδείγματος και θα αναδείξουμε προτάσεις πολιτικής που προκύπτουν βάσει της φιλοσοφίας και της μεθοδολογίας του συγκεκριμένου παραδείγματος.. Είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να σημειωθεί ότι στα Μ-Κ οικονομικά, οι προτάσεις πολιτικής δεν μπορούν να γενικευθούν και να θεωρηθούν ως εφαρμόσιμες σε όλες τις καταστάσεις και σε διαφορετικά θεσμικά καθεστώτα. Οι Μ-Κ πολιτικές διαμορφώνονται βάσει συγκεκριμένων κοινωνικών, θεσμικών και οικονομικών καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική εμπειρία και τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών στο πλαίσιο των οποίων καλούνται να εφαρμοστούν. Με αυτή την έννοια, τα Μ-Κ οικονομικά διακρίνονται ως η σχολή σκέψης που δίνει μεγάλη έμφαση στο ρεαλισμό της ανάλυσης.

4


2. Μεθοδολογία και Βασικά Στοιχεία των Μ-Κ Οικονομικών Μία από τις θεμελιακές υποθέσεις της νεοκλασικής οικονομικής είναι ότι το οικονομικό σύστημα των ελεύθερων και ανταγωνιστικών αγορών δημιουργεί αυτόματα τις προϋποθέσεις για ισορροπία πλήρους απασχόλησης των συντελεστών παραγωγής. Η υπόθεση αυτή είναι γνωστή και ως ο Νόμος του Say. Ο James Mill διατυπώνοντας με διαφορετικό τρόπο το Νόμο του Say, ισχυρίστηκε ότι η πλήρης απασχόληση είναι δυνατή στις οικονομίες της αγοράς, αφού η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση και το σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία.

Η υπόθεση αυτή, η οποία έχει μετασχηματιστεί σε αξίωμα και παραδοχή, έμμεσα αρνείται την περίπτωση εκδήλωσης κάποιας μορφής ύφεσης και ανεργίας στο σύστημα, εκτός και αν αφορά βραχυχρόνιες εξωγενείς διαταραχές που οι αυτορρυθμιζόμενες αγορές σύντομα θα απορροφήσουν, επιστρέφοντας στην αρχική τους ισορροπία. Η υπόθεση-παραδοχή της αυτoρρύθμισης των ελεύθερων αγορών συνεπάγεται μία επίσης θεμελιακή υπόθεση-παραδοχή για τη συνοχή του νεοκλασικού υποδείγματος. Ότι το εισόδημα που παράγεται και διανέμεται χρηματοδοτεί, στο σύνολο του, την κατανάλωση και την επένδυση. Η πιθανότητα απώλειας ζήτησης λόγω κάποιας διαρροής εισοδήματος δεν μπορεί να υπάρξει.

Η Μ-Κ παράδοση ωστόσο, θεωρεί πως η κατάσταση αυτή είναι πιθανή σε μία οικονομία αντιπραγματισμού, ή σε μία νομισματική οικονομία που το χρήμα επιτελεί μόνο τις λειτουργίες της αποτίμησης των αξιών και του απλού μέσου κυκλοφορίας. Δηλαδή μίας νομισματικής οικονομίας που συμπεριφέρεται όπως και μία οικονομία άμεσης ανταλλαγής εμπορευμάτων. Μία τέτοια είδους ανάλυση του οικονομικού συστήματος δεν μπορεί παρά να αξιολογεί το ρόλο του χρήματος ως ουδέτερο ως

5


προς τη λειτουργία των άριστα συμπεριφερόμενων και αυτορρυθμιζόμενων ανταγωνιστικών αγορών. Επιπρόσθετα, η ιδέα της ισορροπίας αποτελεί κεντρικό στοιχείο της περιγραφής της συμπεριφοράς των αγορών μίας, υποθετικής και φανταστικής οικονομίας που μπορεί να υπάρξει μόνο εκτός ιστορικού χρόνου. Το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας αποτελεί κλασικό παράδειγμα αφαίρεσης από την ιστορία, τους θεσμούς, τις δομές, τις νομισματικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των κοινωνιών.

Ο Keynes (1936) υποστήριξε ότι αν υιοθετήσουμε τις πολιτικές προεκτάσεις της νεοκλασικής ανάλυσης μίας ‘φανταστικής’ οικονομίας, όπως τη νομισματική ουδετερότητα και το Laissez-Faire ως βάση της οικονομικής πολιτικής στις πραγματικές οικονομίες, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η αιτία είναι ότι η νεοκλασική οικονομική θεωρία, παρά τη σύνθετη μαθηματική διατύπωση της, στερείται ρεαλισμού. Η περιγραφή μιας φανταστικής οικονομίας ανάγεται σε κριτήριο ανάλυσης των αληθινών οικονομιών, οι οποίες κρίνονται ως προς τη συμπεριφορά τους βάσει των υποθέσεων που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά της ‘υποθετικής-φανταστικής’ οικονομίας.

Αν οι υποθέσεις είναι εσφαλμένες, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών που προτείνονται και που απορρέουν από τη λειτουργία ‘φανταστικών’ οικονομιών. Το ίδιο ισχύει και για τις νεότερες εκδοχές της νεοκλασικής θεωρίας, το μονεταρισμό, τα νέα-κλασικά μακροοικονομικά, τους πραγματικούς επιχειρηματικούς κύκλους, κλπ., όπου διατηρούν τις μη ρεαλιστικές υποθέσεις και το πυρήνα της νεοκλασικής θεώρησης. Οι επιπρόσθετες υποθέσεις της ορθολογικής συμπεριφοράς, της πλήρους πληροφόρησης και της τέλειας γνώσης

6


αφαιρούν ακόμη περισσότερο ρεαλισμό από την σύγχρονη, ορθόδοξη οικονομική ανάλυση. Στην ίδια παράδοση, μοντέλα που υποθέτουν ατέλειες των αγορών, αποδίδουν τις ατέλειες αυτές σε κρατικές και νομισματικές παρεμβάσεις που προκαλούν αποκλίσεις από την άριστη, κατά τη νεοκλασική περιγραφή, συμπεριφορά των αγορών. Ενδογενείς, ως προς τις αγορές, δυνάμεις που συστηματικά παρεμποδίζουν την εκκαθάριση τους, δεν προβλέπονται από την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση.

Οι Μ-Κ οικονομολόγοι, στηριζόμενοι στον Keynes, αλλά αντλώντας ιδέες και από τον Kalecki και την παράδοση του Marx, εκτιμούν ότι το νεοκλασικό παράδειγμα μαζί με τις νεότερες εκδοχές του είναι ανεπαρκές να προσφέρει μία ρεαλιστική ερμηνεία του τρόπου λειτουργίας των οικονομιών της αγοράς, καθώς και προτάσεις πολιτικής για τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους, που να είναι και κοινωνικά αποδεκτές. Θεμελιακό χαρακτηριστικό των Μ-Κ οικονομικών και άξονας συσπείρωσης όλων των επιμέρους προσεγγίσεων, είναι η εκτίμηση ότι οι οικονομίες της ελεύθερης αγοράς είναι ασταθείς και δημιουργούν δυνάμεις που ενδογενώς διαταράσσουν τη σταθερότητα του οικονομικού συστήματος, προκαλώντας διακυμάνσεις στην οικονομική δραστηριότητα. 2 Απορρίπτοντας τις θεμελιακές υποθέσεις

των

νεοκλασικών

οικονομικών,

ειδικότερα

την

υπόθεση

της

ουδετερότητας του χρήματος, τα Μ-Κ οικονομικά αρνούνται την ισχύ του Νόμου του Say και συνεπώς τη δυνατότητα των αγορών να αυτορυθμισθούν και να ισορροπήσουν σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης.

2

Βλέπε ενδεικτικά Davidson (1991; 1994).

7


Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε το εξής. Ο Davidson (1981) αναφέρει ότι ο όρος ισορροπία αποκτά διαφορετικό νόημα ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Μέσα σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο, η αγορά θεωρείται ότι είναι σε ισορροπία όταν, δεδομένων κάποιων συνθηκών, οι τιμές διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο όπου τόσο οι αγοραστές όσο και οι πωλητές δεν ενδιαφέρονται να μεταβάλλουν τις αρχικές προσφορές τους.

Τα ορθόδοξα οικονομικά, και ειδικότερα η θεωρία της γενικής ισορροπίας, κάνουν χρήση ενός στενού ορισμού της ισορροπίας και ισχυρίζονται ότι η αγορά είναι σε ισορροπία όταν σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών η συνολική προσφορά είναι ίση με τη συνολική ζήτηση. Βεβαίως είναι αληθές όταν μία αγορά είναι εκκαθαρισμένη είναι σε ισορροπία και μάλιστα ισορροπία πλήρους απασχόλησης. Ωστόσο, είναι επίσης δυνατό μία αγορά να είναι σε ισορροπία με την έννοια ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις που να προκαλέσουν αλλαγή στη προσφορά και ζήτηση σε δεδομένο επίπεδο τιμών, αλλά η αγορά να μην είναι σε εκκαθάριση. Όταν ο Keynes και οι Μ-Κ οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο ισορροπία, τον χρησιμοποιούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Αυτό συνεπάγεται για εκείνους ότι είναι εφικτό να υπάρχει ισορροπία μη-πλήρους απασχόλησης.

Για τον Keynes και τους Μ-Κ οικονομολόγους, η απόρριψη του στενού ορισμού της ισορροπίας αλλά και της νομισματικής ουδετερότητας, τους οδηγεί στην έννοια της ενεργούς ζήτησης και στο ρόλο που αυτή διαδραματίζει ως προσδιοριστικός παράγοντας της οικονομικής δραστηριότητας και της ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Εδώ βρίσκεται η ουσιαστικότερη διαφορά της Μ-Κ οικονομικής από την ορθόδοξη οικονομική αλλά και των νεότερων εκδοχών της. Τα Μ-Κ οικονομικά

8


υιοθετούν την άποψη του Keynes ότι το χρήμα επιτελεί σημαντικές λειτουργίες στο οικονομικό σύστημα, επειδή θεωρείται ότι επηρεάζει βραχυχρόνια και μακροχρόνια συλλογικές αποφάσεις και συμπεριφορές.

Η όποια οικονομική ανάλυση, ανεξαρτήτως του χρονικού ορίζοντα της, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες αυτές από την ύπαρξη του χρήματος. Αυτό όμως προϋποθέτει μία νομισματική ανάλυση της παραγωγής, της διανομής και της ανταλλαγής, η οποία δεν μπορεί να γίνει βάσει μίας υποθετικής και φανταστικής οικονομίας άμεσης ανταλλαγής, σαν αυτή που προϋποθέτει η νεοκλασική ανάλυση. Στο πλαίσιο μίας νομισματικής ανάλυσης, φαινόμενα όπως η ανεργία, οι διακυμάνσεις στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και η συμπεριφορά μακροοικονομικών και μικροοικονομικών κατηγοριών και συμπεριφορών, δεν συνδέονται αποκλειστικά με εξωγενείς διαταραχές, αλλά διερευνάται η συσχέτιση τους με τη νομισματική δομή του οικονομικού συστήματος.

Στη Μ-Κ παράδοση κυριαρχεί η αντίληψη ότι η οικονομική θεωρία θα πρέπει να εκφράζει την οικονομική πραγματικότητα με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Οι Eishner και Kregel (1975) παρατηρούν ότι τα Μ-Κ οικονομικά, σε αντίθεση με το ορθόδοξα οικονομικά, έχουν ως κύρια επιδίωξη τους να αναπτύξουν ιδέες και εργαλεία ώστε να ερμηνεύσουν τον πραγματικό κόσμο όπως τον βιώνουμε και όχι φανταστικά μοντέλα ξεκομμένα από τα πραγματικά προβλήματα των σύγχρονων οικονομιών. Η Dow (1990; 1996) υποστηρίζει ότι τα Μ-Κ οικονομικά είναι μία θεώρηση που μεταβάλλεται βάσει των θεσμικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών στοιχείων που διακρίνουν τις κοινωνίες.

9


Μία σημαντική συνέπεια της μεθοδολογίας του Μ-Κ παραδείγματος είναι ότι δίνει μεγαλύτερη σημασία και έμφαση στην ανάλυση και στην ικανότητα της θεωρίας να ερμηνεύει τα οικονομικά δεδομένα, βάσει πάντα του ρεαλισμού, παρά στην ακρίβεια της πρόβλεψης (Lawson, 1989; Arestis, 1990). Αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα Μ-Κ οικονομικά παραβλέπουν και υποτιμούν την οικονομετρική ανάλυση, αλλά εκτιμούν ότι θα πρέπει να γίνεται βάσει του συγκεκριμένου πλαισίου της εκάστοτε οικονομίας για να θεωρηθεί αξιόπιστη (Dow, 2002). Επίσης, οι οικονομετρικές εκτιμήσεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο τους την ενίσχυση της αναλυτικής ικανότητας της θεωρίας, και όχι την άριστη πρόβλεψη μελλοντικών τιμών-στόχων οικονομικών μεταβλητών (Dow, 2002).

Δεδομένου ότι ο ρεαλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της Μ-Κ μεθοδολογίας 3, είναι αναπόφευκτο ότι ο ιστορικός χρόνος και οι θεσμοί να αποτελούν τα κύρια συστατικά της ανάλυσης της. Επίσης σημαντικό μεθοδολογικό χαρακτηριστικό είναι η οργανική και όχι ατομικιστική αναλυτική προσέγγιση που ακολουθούν για την ανάλυση των σύγχρονων οικονομιών (Dow, 2002). Η οικονομία προσεγγίζεται ως μία δυναμική και εξελίξιμη διαδικασία που μεταβάλλεται μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η Μ-Κ θεωρία συνεπώς είναι αναγκασμένη από την ίδια της τη μεθοδολογία να αναπτύσσει μία περισσότερο σύνθετη προσέγγιση στην ανθρώπινη φύση και στην ατομική συμπεριφορά.

Τα στοιχεία αυτά διευκολύνουν την εισαγωγή στην Μ-Κ ανάλυση του σημαντικού ρόλου των θεσμών αλλά και των ατελών αγορών, με σημαντικές προεκτάσεις στη διερεύνηση της διανομής του εισοδήματος και της συσσώρευσης κεφαλαίου (Arestis, Για τη σημασία του ρεαλισμού στη Μ-Κ μεθοδολογία και ανάλυση βλέπε (Davidson, 1993; Lawson, 1994; ; Arestis, 1996; Dow, 1996; 2001; 2002) 3

10


1996). Με ατελείς αγορές και ανεργία, η νεοκλασική εμμονή στη διανομή των σπανίων πόρων δεν έχει ιδιαίτερο νόημα και αναλυτικό ενδιαφέρον για τη Μ-Κ θεωρία, που απασχολείται με το ζήτημα της ενεργούς ζητήσεως και της αύξησης της απασχόλησης. Τα θέματα αυτά φέρνουν τη διανομή του εισοδήματος, τις ταξικές σχέσεις και την τεχνολογία στο επίκεντρο του Μ-Κ προβληματισμού, εφόσον δημιουργούν συναλλακτικούς περιορισμούς και έλλειμμα ζήτησης στη σφαίρα της κυκλοφορίας και ταυτόχρονα τη διαφοροποιούν από την παράδοση της νεοκλασικής σύνθεσης (Arestis, 1992; Davidson, 1994).

Η τελευταία περιορίζεται στη προσπάθεια ενσωμάτωσης των πολιτικών που απορρέουν από την ανάλυση του Keynes στο νεοκλασικό παράδειγμα, επιτρέποντας, σε μία αφηρημένη εκτίμηση του χρόνου, διαταραχές στο εισόδημα και στην απασχόληση βραχυχρόνια. Οι συνταγές κυβερνητικής παρέμβασης γίνονται αποδεκτές στον ίδιο χρονικό ορίζοντα ώστε να αποκατασταθεί η ευρυθμία στο μηχανισμό της αγοράς στη μακροχρόνια περίοδο. Όπως παρατηρεί ο Davidson (1991), για τους Μ-Κ οικονομολόγους, η χροιά του Keynes που υπάρχει στη νεοκλασική σύνθεση είναι λογικά ασυμβίβαστη με την αναλυτική προσέγγιση που αναπτύσσει ο Keynes στη Γενική Θεωρία.

Ο Davidson παρατηρεί επίσης ότι η σύνθεση που επιχειρήθηκε από τους Hicks, Samuelson, Tobin, ήταν μία προσπάθεια να ολοκληρωθούν οι προτάσεις πολιτικής του Keynes για τις οικονομίες του 20ου αιώνα με τη νεοκλασική θεωρία του 19ου αιώνα. Η τελευταία ενσωματώνει το Νόμο του Say και το αξίωμα της νομισματικής ουδετερότητας, καταστάσεις εντελώς ξένες προς το πνεύμα της Γενικής Θεωρίας. Η χρήση μαθηματικών συμβόλων ήταν απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί η υπέρβαση

11


από τις λογικές ασυνέπειες της νεοκλασικής σύνθεσης και την κατάληξη του συστήματος στη νεοκλασική σύλληψη της ισορροπίας μακροχρόνια. 4

Σε αντίθεση, τα Μ-Κ οικονομικά υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα του χρονικού ορίζοντα, οι οικονομίες της αγοράς δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς εκείνους που θα τις διορθώσουν τελικά σε κάποιο σημείο ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα την μεθοδολογία και τη φιλοσοφία των Μ-Κ οικονομικών πρέπει πρώτα να στρέψουμε την προσοχή μας στη μικροοικονομική διάσταση της.

Ο Davidson (1981) σημειώνει ότι η λογική της νεοκλασικής σύνθεσης είναι προ-Κεϋνσιανή. Στο βαθμό που τα προ-Κεϋνσιανά, ορθόδοξα οικονομικά ήταν ανεπαρκή να ερμηνεύσουν την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, η ανεπάρκεια τους είναι ακόμη μεγαλύτερη να αναλύσουν τα σημερινά και περισσότερα σύνθετα προβλήματα των οικονομιών. 4

12


3. Η Μικροοικονομική θεμελίωση των Μ-Κ Οικονομικών Η Μ-Κ οικονομική θεωρία δεν απορρίπτει μόνο την ορθόδοξη μακροοικονομική, αλλά και τη νεοκλασική μικροοικονομική ανάλυση της συμπεριφοράς της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στη δεκαετία του 1970, η αντεπανάσταση της νεοκλασικής οικονομικής απέναντι, ουσιαστικά, στον ‘Κεϋνσιανισμό’ της νεοκλασικής σύνθεσης, ξεκίνησε με αφετηρία τη μικροοικονομική θεωρία –μια θεωρία της συμπεριφοράς ατομικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Στην Μ-Κ οικονομική, οι προτιμήσεις των καταναλωτών προσδιορίζονται από μία ιεράρχηση των ατομικών αναγκών (Robinson, 1956) και όχι από τη μεγιστοποίηση υποκειμενικών-ατομικών χρησιμοτήτων. Η θέση αυτή στηρίζεται στην ιδέα ότι διαφορετικά αγαθά ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες και συνεπώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν μόνο βάσει των αναγκών που ικανοποιούν (Eichner, 1987). Αποτελέσματα υποκατάστασης (substitution effects) μπορούν να συμβούν μόνο μεταξύ ομάδων αγαθών, συνεπώς δεν παίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη Μ-Κ ανάλυση. Εκείνο που ωστόσο έλκει το ενδιαφέρον της Μ-Κ θεωρίας είναι τα αποτελέσματα εισοδήματος (income effects), που σε συνδυασμό με τη διανομή του εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων διαφοροποιούν τη συμπεριφορά βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως της κατανάλωσης και της επένδυσης. Έτσι, η ανακατανομή του εισοδήματος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές ροπές για κατανάλωση και αποταμίευση αναμένεται ότι θα μεταβάλλει το επίπεδο της συναθροιστικής ζήτησης.

Στη σφαίρα της παραγωγής, η Μ-Κ θεωρία υποθέτει την ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που συνεπάγονται κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισχύ στην αγορά

13


των αγαθών και υπηρεσιών (Kalecki, 1971). Η ισχύς αυτή μετουσιώνεται σε ικανότητα διαμόρφωσης των τιμών που, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση κυρίως της τιμής της εργασίας, προκαλεί διανεμητικές αλλαγές σε όφελος των κερδών των επιχειρήσεων. Η άποψη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη νεοκλασική, φιλελεύθερη, πλουραλιστική αντίληψη της ισχύς στο οικονομικό σύστημα.

Το κέρδος θεωρείται πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, η νεοκλασική ταυτότητα, αποταμίευση = επένδυση, δεν υιοθετείται, αφού η μετατρεψιμότητα των κερδών και της αποταμίευσης σε επένδυση, συνεπώς και μεγέθυνση, προσδιορίζεται από τις επιχειρηματικές προσδοκίες (Davidson, 1994; 2002). Οι τελευταίες διακρίνονται σε μακροχρόνιες προσδοκίες για την κατάσταση στην αγορά αγαθών-υπηρεσιών και σε βραχυχρόνιες προσδοκίες για τις τιμές χρηματοοικονομικών προϊόντων. Οι τιμές αυτές προσδιορίζονται από κοινωνικές σχέσεις και τη δύναμη που έχουν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί να επηρεάσουν τη διαμόρφωση τους.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι βάσει της Μ-Κ μεθοδολογίας, η θεσμική δομή και η βιομηχανική οργάνωση των κοινωνιών δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται και εξελίσσεται στο χρόνο και επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη των χωρών και την ιστορική τους εξέλιξη. Οι Θεσμικοί παράγοντες, λοιπόν, παίζουν σημαντικό ρόλο συνεπώς στη διανομή του εισοδήματος, στη διάρθρωση και το επίπεδο της παραγωγής, στη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων και της συνολικής ζήτησης.

14


Όσον αφορά την συμπεριφορά των ατόμων, τα Μ-Κ οικονομικά δεν υποθέτουν ορθολογικά άτομα με τέλεια γνώση και πλήρη πληροφόρηση που μεγιστοποιούν χρησιμότητα και κέρδος. Τα άτομα βρίσκονται σε μία διαδικασία συνεχούς αναζήτησης πληροφόρησης, ωστόσο οι ικανότητες τους θέτουν όρια στην απόκτηση και επεξεργασία τους (Davidson, 1991; 1994; Arestis, 1996). Τα άτομα επηρεάζονται από τη γενικότερη συμπεριφορά της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν, καθώς επίσης από κανόνες, διαδικασίες και αξίες που επιβάλλουν τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες με τη σχετικά μεγαλύτερη ισχύ. Αυτή η περιορισμένη ορθολογικότητα των ατόμων θα πρέπει επίσης να αποδοθεί και να συσχετιστεί με ένα άλλο πολύ σημαντικό, διακριτό στοιχείο της Μ-Κ μεθοδολογίας, την ύπαρξη αβεβαιότητας (Eatwell, 1983; Davidson, 2002).

Η αβεβαιότητα είναι κεντρικό στοιχείο της Μ-Κ ανάλυσης, λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει στον πραγματικό κόσμο. Για τα Μ-Κ οικονομικά η αβεβαιότητα προκαλείται από την αδυναμία μας να γνωρίζουμε το μέλλον. Η σημασία της αβεβαιότητας και της έλλειψης γνώσης για το μέλλον στη Μ-Κ θεωρία εκφράζεται με την απτή διαπίστωση ότι οι σημερινές τιμές των αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορούν να δώσουν στους αγοραστές και πωλητές πληροφορίες για τις συνέπειες των συλλογικών τους ενεργειών στις μελλοντικές τιμές. Η αβεβαιότητα διαταράσσει συνεπώς την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των τιμών στη διαχρονική κατανομή των διαθέσιμων σε μία κοινωνία πόρων, αφαιρώντας αξιοπιστία από τον θεσμό της αγοράς (Davidson, 2002).

Η αβεβαιότητα συνδέεται με την ιδέα του αμετάκλητου χρόνου που έχει εξίσου μεγάλη σημασία στη Μ-Κ ανάλυση. Για να γίνει κατανοητή η έννοια του

15


αμετάκλητου χρόνου ο Arestis (1990) αναφέρει το ακόλουθο παράδειγμα. Η οικονομική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα σε πραγματικό – ιστορικό χρόνο. Οι συμμετέχοντες στο οικονομικό σύστημα έρχονται μεταξύ τους σε σχέσεις προσδιορισμένες από χρηματικά συμβόλαια χωρίς να γνωρίζουν την τελική έκβαση της οικονομικής τους δραστηριότητας. Ο Keynes (1936) έβλεπε τα χρηματικά συμβόλαια ως τον κρίκο που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το παρόν με το μέλλον.

Η ιστορική αυτή διάσταση του χρόνου διαφέρει από τη λογική διάσταση του χρόνου με σημαντικές αναλυτικές συνέπειες. Ο ιστορικός χρόνος καθιστά το παρελθόν ως αμετάκλητα δεδομένο και το μέλλον ως εντελώς αβέβαιο ως προς τις συνέπειες του. Σε αυτή την ιστορικά προσδιορισμένη διάσταση της, η αβεβαιότητα καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του χρήματος στην προσέγγιση και ανάλυση του οικονομικού συστήματος. Η διάκριση μεταξύ του πραγματικού και του νομισματικού τομέα της οικονομίας χάνει κάθε σημασία στη Μ-Κ ανάλυση που αντιλαμβάνεται το οικονομικό σύστημα μέσω της ολοκλήρωσης των δύο τομέων σε μία αβέβαιη πραγματικότητα. 5

Βάσει της Μ-Κ αντίληψης για την αβεβαιότητα, είναι αδύνατο να έχουμε πλήρη πληροφόρηση για πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. 6 Αυτό συνεπάγεται ότι σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και οι εκπλήξεις είναι αναπόφευκτες, οι προσδοκίες έχουν σημαντική επίδραση πάνω στην συμπεριφορά της οικονομίας. Οι οικονομικές αποφάσεις επηρεάζονται συνεχώς από τις προσδοκίες εκείνων που 5

Αντίθετα, η διάκριση αυτή έχει υπερβολική σημασία στις νεοκλασικού τύπου αναλύσεις, διότι παραγνωρίζουν το ρόλο του χρήματος, καθιστούν την αβεβαιότητα μετρήσιμο μέγεθος και αφαιρούν το οικονομικό σύστημα από τον ιστορικό του χρόνο. 6 Βλέπε Keynes (1937), Davidson (1981; 1991; 2002)

16


παίρνουν τις αποφάσεις, προσδοκίες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνονται βάσει των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων παλαιοτέρων, σωστών και λανθασμένων εκτιμήσεων. Συνεπώς, οι οικονομικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται βάσει μίας κοινής εμπειρίας. Διαφορετικά άτομα και ομάδες ατόμων προσεγγίζουν τις ίδιες οικονομικές καταστάσεις με διαφορετικές κρίσεις, συνεπώς οι προσδοκίες τους είναι πολύ πιθανό να διαφέρουν. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι δίνουν έμφαση σε αυτήν την ετερογενή διαδικασία διαμόρφωσης των προσδοκιών, καθώς και στη σημασία του γεγονότος ότι μελλοντικά γεγονότα δεν μπορούν να προβλεφθούν πλήρως.

Αντίθετα, η νεοκλασική παράδοση, αρνείται, έμμεσα, το ανθρώπινο λάθος. Για παράδειγμα, η παραδοχή της πιθανότητας του λάθους είναι παραδοχή ότι το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας δεν ισχύει, καθώς οι τιμές, σε μία τέτοια περίπτωση, αποτυγχάνουν στην εκκαθάριση των αγορών. Στο νεοκλασικό σύστημα ο ανταγωνισμός διασφαλίζει ότι κανένας δεν θα σπαταλήσει πόρους, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι κατανέμονται πάντα με ‘άριστο΄ τρόπο. Οι οικονομολόγοι της νεοκλασικής παράδοσης ισχυρίζονται ότι η αβεβαιότητα μας για το μέλλον μπορεί να εξαλειφθεί.

Έχοντας γνώση της κατανομής των πιθανοτήτων για το οικονομικό σύστημα, υποστηρίζουν τη στατιστική δυνατότητα της πρόβλεψης του, χωρίς ωστόσο να καταλήγουν σε μία απόλυτα ντετερμινιστική ερμηνεία του. Αντικαθιστώντας μία κατάσταση βεβαιότητας με μία κατάσταση γνώσης της κατανομής της πιθανότητας, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αναπτύσσουν θεωρίες και μοντέλα προσαρμοζόμενων και ορθολογικών προσδοκιών με τα οποία καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα με την προ-Κεϋνσιανή νεοκλασική ανάλυση, η οποία γινόταν σε ένα περιβάλλον με

17


έλλειψη χρόνου και με βεβαιότητα. Τα ‘νέα’ μοντέλα αν και περιλαμβάνουν τη διάσταση του χρόνου και παράλληλα αποδέχονται τις συνθήκες αβεβαιότητας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παράλληλα αφαιρούν την όποια σημασία της (αβεβαιότητας) υποθέτοντας τέλεια πρόβλεψη για το μέλλον. 7

Οι Μ-Κ οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται λοιπόν το οικονομικό σύστημα ως μία διαδικασία που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέσα σε ιστορικό χρόνο, όπου οι ετερογενείς προσδοκίες των ατόμων για ένα αβέβαιο και μη προβλέψιμο μέλλον θα έχουν

αναπόφευκτες

συνέπειες

στα

οικονομικά

αποτελέσματα.

Από

τα

προαναφερόμενα γίνεται αντιληπτή η έμφαση που δίνουν τα Μ-Κ οικονομικά στην ύπαρξη συνθηκών ανισορροπίας καθώς και της δυναμικής της μεταβολής των οικονομιών μέσα στο χρόνο. Η δυναμική ανάλυση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου αλλά ασταθούς συστήματος αποτελεί κεντρικό πυλώνα αναλυτικής συγκέντρωσης των Μ-Κ οικονομολόγων στην προσπάθεια τους να ενισχύσουν το ρεαλισμό της ανάλυσης τους.

Αφηρημένες κατασκευές γενικών υποδειγμάτων ισορροπίας με μαθηματική και λογική αξιοπιστία, αλλά με μεγάλα ελλείμματα ρεαλισμού και ιστορικής αξιοπιστίας, δεν συνάδουν με το Μ-Κ παράδειγμα. Το ενδιαφέρον και η προσοχή δεν θα πρέπει να εστιάζεται στο φανταστικό ερώτημα του κατά πόσο οι οικονομικές διαδικασίες είναι κατά Pareto άριστες, αλλά στο πραγματικό ερώτημα της ερμηνείας της ενδογενώς μη σταθερής συμπεριφοράς των οικονομιών της αγοράς.

Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούν αφενός να διατηρήσουν ζωντανή την παραδοχή περί άριστης λειτουργίας των αγορών, αφετέρου να ισχυρισθούν την αναποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και της κρατικής παρέμβασης. Βλέπε Davidson (1981) για περισσότερη ανάλυση στο ζήτημα αυτό. 7

18


Στο πλαίσιο αυτό της συνεχώς μεταβαλλόμενης οικονομίας, οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσδοκιών, της ανθρώπινης δράσης και της συμπεριφοράς της οικονομίας. Οι οικονομικές αποφάσεις που απορρέουν από τις προσδοκίες που διαμορφώνονται για ένα αβέβαιο μέλλον προσδιορίζουν την πορεία της οικονομίας.

Ο Davidson (1991) παρατηρεί ότι η Μ-Κ θεωρία επιτρέπει στα άτομα να έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν και να ελέγξουν το ίδιο τους το οικονομικό μέλλον. Και αυτό γιατί δεν καλούνται να δεχτούν τα μελλοντικά γεγονότα ως τα αναπόφευκτα αποτελέσματα ‘φυσικών’ νόμων. Για τη Μ-Κ θεωρία, η πίστη στον υπολογισμό του μέλλοντος και στη δυνατότητα της θεωρίας της πιθανότητας να προβλέψει με απόλυτη ακρίβεια μελλοντικά γεγονότα υποτιμά το ρόλο και τη σημασία του ανθρώπινου λάθους και της άγνοιας για το μέλλον. Ο Davidson παρατηρεί ότι για τους Μ-Κ οικονομολόγους, η νεοκλασική παράδοση έχει οδηγήσει την οικονομική έρευνα

στη λανθασμένη αναζήτηση αμετάβλητων ποσοτικών σχέσεων που

‘επιτρέπουν’ ακριβείς προβλέψεις για μελλοντικά οικονομικά γεγονότα.

Στη Μ-Κ ανάλυση η γνώση μας για τα οικονομικά γεγονότα που συμβαίνουν διαχρονικά είναι ασύμμετρη. Η γνώση μας για το παρελθόν δεν συνεπάγεται ότι διαθέτουμε αξιόπιστη γνώση για το μέλλον. Το μέλλον θα δημιουργηθεί από τις ανθρώπινες δράσεις και δεν προσδιορίζεται από αμετάβλητους νόμους. Συνεπώς, το μέλλον δεν μπορεί να υπολογιστεί από κανένα μαθηματικό μοντέλο. 8 Επιπρόσθετα,

Αυτό διαφοροποιεί τα Μ-Κ οικονομικά από τα νεοκλασικά οικονομικά και τη νεοκλασική σύνθεση. Οι δύο τελευταίες σχολές σκέψης ισχυρίζονται ότι στη μακροχρόνια περίοδο, η οικονομική συμπεριφορά ακολουθεί αμετάβλητους κανόνες που μερικές φορές αποκαλούνται οικονομικοί νόμοι, όπως για παράδειγμα ο Νόμος του Σαι. Στο βαθμό που η οικονομική επιστήμη προσεγγίζεται ως ‘σκληρή’ επιστήμη, όπως για παράδειγμα η φυσική, και το οικονομικό σύστημα ακολουθεί 8

19


οι οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα απαιτούν την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων, οι συνέπειες των οποίων θα είναι γνωστές στο μέλλον. Οι ασκούντες πολιτική καλούνται λοιπόν να αναλάβουν δραστηριότητες προτού είναι σε θέση να υπολογίσουν το κόστος και το όφελος των αποφάσεων τους. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι πιστεύουν λοιπόν ότι η οικονομική θεωρία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την αβεβαιότητα του πραγματικού κόσμου.

Συμπερασματικά θα σημειώναμε τα εξής. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι όλες οι θεωρίες αποτελούν αφαιρέσεις και απλοποιήσεις της πραγματικότητας. Αλλά πιστεύουν ότι ο σκοπός της θεωρίας είναι να κάνει τον πραγματικό κόσμο καλύτερο και όχι να τον αντικαταστήσει με ένα φανταστικό, ιδανικό οικονομικό μοντέλο. Στο πλαίσιο αυτό, η Μ-Κ θεωρία και τα μοντέλα που αναπτύσσονται βάσει αυτής είναι σχεδιασμένα για να ερμηνεύουν τα προβλήματα που οι οικονομίες αντιμετωπίζουν στον ιστορικό χρόνο, πραγματικά δηλαδή προβλήματα.

Υπάρχουν ωστόσο συγκεκριμένα αμιγώς φανταστικά προβλήματα για τα οποία η ΜΚ θεωρία μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την επίλυση τους, όσο είναι η νεοκλασική θεωρία και το μοντέλο της γενικής ισορροπίας. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι δεν μπορούν για παράδειγμα να προσδιορίσουν εκ των προτέρων και διαχρονικά την άριστη κατανομή των πόρων σε περιβάλλον αβεβαιότητας και με απροσδιόριστο το μέλλον. Το ερώτημα που προκύπτει όμως είναι εάν και κατά πόσο τα μοντέλα και θεωρητικά υποδείγματα που μπορούν να το κάνουν αυτό είναι κατάλληλα να προσφέρουν προτάσεις πολιτικής για να επιλύσουν τα πραγματικά προβλήματα των οικονομιών, όπως της ανεργίας, του πληθωρισμού, της οικονομικής μεγέθυνσης. αμετάβλητους νόμους, το μέλλον μπορεί να είναι απόλυτο προβλέψιμο με την ανάπτυξη του κατάλληλου μαθηματικού μοντέλου και της διαμόρφωσης ορθολογικών προσδοκιών.

20


4. Βασικά Θέματα Έρευνας της Μετά-Κεϋνσιανής Θεωρίας

Η εμβάθυνση στην Μ-Κ προβληματική προϋποθέτει γνώση των βασικών θεμάτων που την προσδιορίζουν. Θα επικεντρωθούμε στη Μ-Κ θεωρία των τιμών, της διανομής του εισοδήματος και της μάκρο-δυναμικής.

1. Η Μετά-Κεϋνσιανή θεωρία των τιμών.

Η νεοκλασική θεωρία των τιμών είναι σχετικά απλή. Για τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις η διαμόρφωση των τιμών δεν προϋποθέτει κάποια διαδικασία αποφάσεων. Οι τιμές διαμορφώνονται από τις αγορές. Οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις απλά αποφασίζουν πόσο θα παράγουν εξισώνοντας τη τιμή με το οριακό κόστος. Στην περίπτωση του μονοπωλίου, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις καλούνται να εφαρμόσουν δύο απλούς κανόνες. Να εξισώσουν το οριακό έσοδο με το οριακό κόστος στη ζήτηση που μπορούν να ικανοποιήσουν. Και στις δύο περιπτώσεις οι τιμές εκκαθαρίζουν τις αγορές. Οτιδήποτε παράγεται και προσφέρεται στην αγορά απορροφάται. Επιπρόσθετα, οι τιμές αντανακλούν τη σπανιότητα των αγαθών. Εάν η ζήτηση αυξηθεί, οι τιμές θα αυξηθούν. Αυτό συνεπάγεται από την υπόθεση ότι υπάρχουν φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας. Η υψηλότερη παραγωγή αυξάνει το οριακό κόστος και συνεπώς τις τιμές.

Η Μ-Κ θεωρία των τιμών είναι αρκετά πιο πολύπλοκη. 9 Εκτιμά ότι ακόμη και στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις επιθυμούν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, δεν έχουν τέλεια γνώση για τη συμπεριφορά της ζήτησης. Επίσης, η απόκτηση γνώσης

9

Βλέπε Kenyon (1979), Arestis (1992) και Lavoie (2001).

21


για τη συμπεριφορά των καταναλωτών έχει κόστος. Στη Μ-Κ θεωρία οι αγορές σήμερα χαρακτηρίζονται από ολιγοπώλια και μονοπωλιακό ανταγωνισμό. Γύρω από τα ολιγοπώλια υπάρχουν αρκετές μικρές επιχειρήσεις οι οποίες προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους, ενώ προσαρμόζουν το κόστος και τα περιθώρια κέρδους τους στις τιμές που διαμορφώνουν τα ολιγοπώλια. Συνεπώς σύμφωνα με τη Μ-Κ θεωρία, οι υποθέσεις περί τέλειου ανταγωνισμού και μονοπωλιακού ή ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού στο πλαίσιο μίας στατικής οικονομικής δομής με συνθήκες βεβαιότητας, δεν μπορούν παρά να οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα για τη λειτουργία των αγορών στον πραγματικό κόσμο.

Το οικονομικό περιβάλλον διακρίνεται από αυξημένη αλληλεξάρτηση ενώ οι επιχειρήσεις μεταβάλλουν τη στρατηγική τους συνεχώς. Συνεπώς, στη βραχυχρόνια περίοδο η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Επίσης, η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι η κατάλληλη επιλογή για τις επιχειρήσεις που απειλείται η επιβίωση τους στην αγορά, αλλά και για εκείνες που θα ήθελαν να αυξήσουν τη δύναμή τους στην αγορά. Οι managers αναπτύσσουν σύνθετες στρατηγικές και χρησιμοποιούν συγκεκριμένους κανόνες καθώς καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε διάφορες επιλογές για να πετύχουν το καλύτερο για τις επιχειρήσεις αποτέλεσμα μέσα στο οικονομικό περιβάλλον το οποίο μεταβάλλεται στο χρόνο.

Ένας από τους κανόνες αυτούς σχετικά με την πολιτική τιμών είναι ότι οι επιχειρήσεις διαμορφώνουν τις τιμές τους βάσει της εκτίμησης του κόστους και όχι ως αντίδραση στις μεταβολές της ζήτησης. Για τους Μ-Κ οικονομολόγους αυτό είναι που συμβαίνει στις περισσότερες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Οι επιχειρήσεις

22


συνήθως λειτουργούν σε καθεστώς μη πλήρης αξιοποίησης της παραγωγικής τους ικανότητας. Μία αύξηση της ζήτησης ικανοποιείται με αύξηση της παραγωγής ώστε να εξασφαλιστούν μερίδια αγοράς. Ο Lavoie (2001) παρατηρεί ότι ένα χαρακτηριστικό των αγορών αυτών είναι ότι το οριακό και μέσο μεταβλητό κόστος θεωρούνται σταθερά, ενώ το συνολικό κόστος μειώνεται. Η αύξηση της ζήτησης δεν προκαλεί συνεπώς αύξηση στο μοναδιαίο κόστος και συνεπώς δεν είναι αιτία αύξησης της τιμής. Αντίθετα, μεγάλες αυξήσεις στη ζήτηση ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις γα μείωση των τιμών.

Βάσει των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών η Μ-Κ θεωρία των τιμών διαφοροποιείται από την νεοκλασική θεωρία ως προς τα ακόλουθα.

Πρώτον, οι τιμές καλύπτουν το κόστος παραγωγής και δεν αποτελούν μηχανισμό κατανομής σπανίων πόρων.

Δεύτερον, οι επιχειρήσεις καθορίζουν τις τιμές βάσει του τι θεωρούν κανονικό κόστος και στη συνέχεια προσθέτουν το ποσοστό κέρδους (mark up) που επιθυμούν και μπορούν να επιβάλλουν. Το ποσοστό του mark-up εξαρτάται από τις ανάγκες χρηματοδότησης επενδύσεων των επιχειρήσεων (Eichner, 1976) και της δύναμης τους στην αγορά (Kalecki, 1971).

Τρίτον, οι τιμές διαμορφώνονται βάσει της όλης αναπαραγωγικής λειτουργίας και εξέλιξης της επιχείρησης και όχι στιγμιαία ως μέσο μεγιστοποίησης του κέρδους.

23


Τέταρτον, οι τιμές δεν εκκαθαρίζουν τις αγορές. Η εκτίμηση του κόστους γίνεται ex ante, πριν οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν ποιο είναι πράγματι το κόστος αλλά και η ζήτηση για την παραγωγή τους.

Πέμπτον, η Μ-Κ θεωρία των τιμών έχει άμεση αντανάκλαση στη διανομή του εισοδήματος και πρέπει να κατανοηθεί μέσω των συνεπειών της σε αυτή. Στο πλαίσιο αυτό η Μ-Κ θεωρία των τιμών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θεωρία της διανομής του εισοδήματος και της ταξικής πάλης, καθώς βασικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Η Μετά-Κεϋνσιανή θεωρία της Διανομής του Εισοδήματος

Η Μ-Κ θεωρία της διανομής του εισοδήματος έχει ως αφετηρία της την ανάλυση του Keynes ότι δεδομένης της ψυχολογίας των ανθρώπων, το επίπεδο της παραγωγής και της απασχόλησης εξαρτάται από το μέγεθος της επένδυσης (Keynes, 1936; 1937). Ο Keynes στη Γενική Θεωρία δεν ασχολήθηκε άμεσα με το ζήτημα της διανομής. Έκανε ωστόσο ορισμένες παρατηρήσεις και σκέψεις σχετικά με τις επιπτώσεις της διανομής του εισοδήματος πάνω στην απασχόληση και ειδικότερα πάνω στον όγκο και τη διάρθρωση της ζήτησης.

Ειδικότερα, ο Keynes έχοντας υποθέσει φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας θεώρησε ότι με δεδομένη τη παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας, η αύξηση της παραγωγής συνεπάγεται αύξηση τιμών και συνεπώς μείωση του πραγματικού μισθού. Η ανάλυση

24


αυτή έμμεσα διαπιστώνει ότι υπάρχει μία αντίστροφη σχέση μεταξύ της ενεργούς ζήτησης, της παραγωγής και της απασχόλησης με το μερίδιο των μισθών στο συνολικό εισόδημα. Αλλά αυτή η έμμεση διαπίστωση ποτέ δεν αναπτύχθηκε από τον Keynes. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι επιθυμούν ακριβώς να επεκτείνουν την ανάλυση του Keynes αναφορικά με τον ρόλο της επένδυσης στη διανομή του εισοδήματος μεταξύ κερδών και μισθών. Στην προσπάθεια αυτή σημαντική είναι η συμβολή του Kalecki. Πριν εξετάσουμε διεξοδικότερα τη Μ-Κ θεωρία της διανομής, θα ήταν χρήσιμο να σημειώσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της.

Στη Μ-Κ θεωρία της διανομής το εισόδημα διανέμεται μεταξύ μισθού και κέρδους. Οι ροπές προς αποταμίευση των μισθωτών και των επιχειρηματιών διαφέρουν. Η μακροχρόνια συμπεριφορά του οικονομικού συστήματος εξαρτάται από τα μερίδια των μισθών-κερδών, τις διαφορετικές ροπές προς κατανάλωση, το ποσοστό της επένδυσης στο εισόδημα και τον πολλαπλασιαστή. Προσδιοριστικό στοιχείο της επένδυσης είναι η προσδοκώμενη κερδοφορία.

Ωστόσο, η πραγματοποιούμενη επένδυση προσδιορίζει το κέρδος και τη κερδοφορία. Το κέρδος με τη σειρά του αποτελεί την κύρια πηγή χρηματοδότησης των επενδύσεων.

Η

προσδοκώμενη

κερδοφορία

επηρεάζεται

από

την

οριακή

αποδοτικότητα της επένδυσης και τη προσδοκώμενο ρυθμό μεταβολής της ζήτησης. Οι δύο τελευταίοι παράγοντες επηρεάζονται από την πολιτική τιμών της επιχείρησης. Οι προσδοκίες αποτελούν σημαντικότατο παράγοντα διαμόρφωσης των επενδυτικών αποφάσεων. Συνεπώς, η θέση του Keynes (1936) για το ρόλο που διαδραματίζει το ένστικτο των επιχειρηματιών (animal spirit) στη διαδικασία συσσώρευσης πρωταγωνιστεί στη Μ-Κ θεωρία της επένδυσης. Η αστάθεια στη διαμόρφωση των

25


προσδοκιών σε περιβάλλον αβεβαιότητας διαχέεται, μέσω των επενδυτικών αποφάσεων, μέσα στο οικονομικό σύστημα, προκαλώντας αστάθεια και διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα.

Ειδικότερα, ο Kalecki (1971) μας έδωσε μία εξίσωση προσδιορισμού των καπιταλιστικών κερδών που αποτελεί τη βάση της Μ-Κ θεωρίας της διανομής. Στο αριστερό μέρος της εξίσωσης έχουμε το εθνικό εισόδημα και στο δεξιό μέρος το εθνικό προϊόν.

Κέρδος (εισόδημα καπιταλιστών)

= Επένδυση + Κατανάλωση Καπιταλιστών

+ Μισθοί (εισόδημα εργαζομένων)

+ Κατανάλωση Εργατών

=Εθνικό εισόδημα

= Εθνικό Προϊόν

Ακολουθώντας τον Kalecki το εθνικό εισόδημα μπορεί να διαιρεθεί σε κέρδη, που αποτελούν τη πηγή εισοδήματος των καπιταλιστών, και σε μισθούς, που αποτελούν την πηγή εισοδήματος των εργαζομένων. Το εθνικό προϊόν μπορεί να διαιρεθεί ανάμεσα στην επένδυση, την κατανάλωση των καπιταλιστών και την κατανάλωση των εργαζομένων. Η επένδυση περιλαμβάνει αγορές σταθερού κεφαλαίου (μηχανές, κτίρια, κλπ.) καθώς και τις μεταβολές στα αποθέματα.

Ο Kalecki κάνει την απλή υπόθεση ότι οι εργαζόμενοι ξοδεύουν όλο το εισόδημα τους στην κατανάλωση, συνεπώς οι μισθοί θα πρέπει να είναι ίσοι σε αξία με την κατανάλωση τους σε αγαθά και υπηρεσίες. Η υπόθεση αυτή συνεπάγεται ότι το εισόδημα των καπιταλιστών, το κέρδος, πρέπει να είναι ίσο με το άθροισμα της αξίας της

επένδυσης

και

της

κατανάλωσης

των

καπιταλιστών.

Το

σημαντικό

26


συμπεράσματα που εξάγεται από την ανάλυση του Kalecki είναι το εξής. Τα κέρδη των καπιταλιστών προσδιορίζονται από τις επενδυτικές και καταναλωτικές αποφάσεις των ίδιων των καπιταλιστών. Εάν οι καπιταλιστές θέλουν να αυξήσουν το εισοδηματικό τους μερίδιο, θα πρέπει να αυξήσουν είτε τις επενδύσεις τους, είτε την κατανάλωση τους, ώστε να αυξηθεί, μέσω και του πολλαπλασιαστή, το συνολικό εισόδημα και προϊόν.

Η προαναφερόμενη εξίσωση κέρδους του Kalecki βρίσκεται στον πυρήνα του Μ-Κ προβληματισμού για τη διανομή του εισοδήματος η οποία δίνει έμφαση στα ακόλουθα:

1. Τον έλεγχο της επένδυσης, συνεπώς και της οικονομικής μεγέθυνσης, από εκείνους που έχουν το κέρδος ως πηγή του εισοδήματος τους (επιχειρηματίες ή μεγάλες εταιρίες) και τον έλεγχο των τιμών από τους παραγωγούς (ολιγοπώλια).

2. Την εξάρτηση του ρυθμού μεταβολής της παραγωγής ανά απασχολούμενο από το ρυθμό μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων και της τεχνολογικής προόδου.

3. Την αλληλεξάρτηση μεταξύ του ρυθμού μεταβολής της παραγωγής και της διανομής του εισοδήματος ανάμεσα σε κέρδη και μισθούς.

Για την ανάπτυξη των παραπάνω σημείων, η Μ-Κ θεωρία χρησιμοποιεί τις ίδιες μακροοικονομικές κατηγόρίες με τον Keynes στη Γενική Θεωρία. Η ανάλυση απλοποιείται με την ενσωμάτωση δύο κρίσιμων υποθέσεων σχετικά με τη ροπή για

27


κατανάλωση εκείνων που έχουν εισόδημα από κέρδη και μισθούς, Οι υποθέσεις αυτές στηρίζονται στην ανάλυση του Kalecki.

1. Το εισόδημα από μισθούς δαπανάται στην κατανάλωση. Η υπόθεση αυτή οδηγεί σε μία συνάρτηση κατανάλωσης σύμφωνα με την οποία η καταναλωτική δαπάνη, δεδομένου του χρηματικού μισθού, είναι συνάρτηση της απασχόλησης.

2. Τα κέρδη χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων.

Η Μ-Κ θεωρία της διανομής υπογραμμίζει το ρόλο της επένδυσης, της απασχόλησης, της μεγέθυνσης και των τιμών στη διανομή του εισοδήματος. Σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεωρία, ισχυρίζεται ότι τα εισοδηματικά μερίδια των μισθών και των κερδών μπορούν να ερμηνευτούν ανεξάρτητα από ατομικές συμπεριφορές και μεταβολές στην παραγωγικότητα.

Η Μ-Κ ανάλυση αφαιρεί από τη νεοκλασική θεωρία τη δυνατότητα να αιτιολογήσει ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος βάσει διαφορών παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τη λογική της Μ-Κ θεωρίας, οι εισοδηματικές διαφορές δεν είναι ούτε φυσιολογικές αλλά και ούτε οικονομικά δεδομένες, αλλά αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτικών αποφάσεων και συνηθειών, καθώς επίσης και αποτέλεσμα της δύναμης που έχουν κάποιες κοινωνικές ομάδες έναντι κάποιων άλλων.

Επιπρόσθετα, με την έμφαση που δίνεται στη σχέση μεγέθυνσης, διανομής και τιμών, η Μ-Κ θεωρία αναδεικνύει αφενός τη σημασία της διανομής του εισοδήματος στην

28


μακροχρόνια συμπεριφορά του οικονομικού συστήματος και αφετέρου τη δυνατότητα άσκησης ενεργητικών πολιτικών υποστήριξης της συσσώρευσης και της απασχόλησης.

Η Μετά-Κεϋνσιανή Θεωρία της Συσσώρευσης

Η Μ-Κ θεωρία της συσσώρευσης και της μάκρο-δυναμικής προσεγγίζει το καπιταλιστικό σύστημα ως ένα σύστημα που βρίσκεται σε μία συνεχή αλλά ακανόνιστη και ανισόρροπη (disequilibrium) διαδικασία μεταβολής (Cornwall, 1979). Αντίθετα, η νεοκλασική θεωρία προσεγγίζει την οικονομική μεγέθυνση ως μία σταθερή και ισόρροπη (equilibrium) διαδικασία.

Ανάμεσα στα βασικά ερωτήματα που επιθυμούν να απαντήσουν οι Μ-Κ οικονομολόγοι είναι γιατί οι ρυθμοί δυναμικής μίας οικονομίας διαφέρουν μεταξύ χωρών και μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων στις ίδιες χώρες. Επιπρόσθετα και δεδομένου του ακανόνιστου χαρακτήρα της διαδικασίας μεγέθυνσης, ένα σημαντικό ερώτημα αφορά τις αιτίες των βραχυχρόνιων κυκλικών διακυμάνσεων που χαρακτηρίζουν τις οικονομίες της αγοράς. Τα παραπάνω ερωτήματα καθιστούν αναγκαία γα τη Μ-Κ θεωρία τη μακροχρόνια και βραχυχρόνια ανάλυση της συμπεριφοράς μιας καπιταλιστικής οικονομίας. 10

Στην προσπάθεια τους οι Μ-Κ οικονομολόγοι να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, έχουν αναπτύξει ένα σύνολο υποθέσεων και παραδοχών που σημαντικά διαφέρουν από τις αντίστοιχες υποθέσεις και παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Οι Βλέπε την ανάλυση των Cornwall (1979) και Arestis (1992) που εστιάζουν στην αντιπαράθεση των επιχειρημάτων της Μ-Κ και της νεοκλασικής μάκρο-δυναμικής ανάλυσης. 10

29


υποθέσεις και παραδοχές της Μ-Κ παράδοσης απορρέουν από την προσέγγιση της δυναμικής της μεγέθυνσης ως μία διαδικασία ποιοτικών αλλαγών, όπου η διάρθρωση της

παραγωγής,

οι

μέθοδοι

παραγωγής

και

η

τεχνολογία

συστηματικά

μεταβάλλονται. 11 Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υιοθετούν την ιδέα ότι καθώς αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μία χώρα, η διάρθρωση της ζήτησης μεταβάλλεται, καθώς μετακινείται προς νέα προϊόντα, ως αποτέλεσμα αλλαγών στις προτιμήσεις των καταναλωτών με συνέπειες στην κατανομή των πόρων. Η ιδέα της διαρθρωτικής μεταβολής στην προσφορά και τη ζήτηση κάνει αναγκαία την ιστορική προσέγγιση στη συσσώρευση κεφαλαίου. Διαφορετικά το ερώτημα αναφορικά με τη διαφορά στους ρυθμούς μεγέθυνσης μεταξύ χωρών και περιόδων δεν μπορεί να απαντηθεί. Η ερμηνευτική ισχύ της Μ-Κ θεωρίας βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι τοποθετεί τις υποθέσεις της στο ιστορικό πλαίσιο που περιβάλλει την οικονομία κάθε χώρας.

Ο Cornwall (1979) μας δίνει μία συνοπτική εικόνα των ποιοτικών και διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της Μ-Κ μάκρο-δυναμικής ανάλυσης. Η ιδέα της ανισόρροπης μεγέθυνσης, με κάποιους κλάδους της οικονομίας σε ύφεση και κάποιους άλλους σε άνθιση έχει σημαντικές συνέπειες. Η εμφάνιση νέων κλάδων, νέων επιχειρήσεων και νέων προϊόντων σηματοδοτούν την εισαγωγή νέων τεχνολογιών στο οικονομικό σύστημα, επιπρόσθετα της αλλαγής στις καταναλωτικές προτιμήσεις. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι επίσης υποθέτουν μεταβαλλόμενες κλίμακες παραγωγής και άνιση διάχυση της τεχνολογίας ανάμεσα σε κλάδους της οικονομίας και επιχειρήσεις. Ένα χαρακτηριστικό ακόμη και των πιο αναπτυγμένων οικονομιών είναι η συνύπαρξη κλάδων και εταιρειών με προηγμένη τεχνολογία με κλάδους και επιχειρήσεις που κάνουν χρήση παλαιάς τεχνολογίας. Προέκταση αυτής της διαφοροποιούμενης Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Μ-Κ υπόθεση περί μεταβαλλόμενης τεχνολογίας χρονολογικά προηγείται των νεοκλασικών υποδειγμάτων τεχνολογικής μεγέθυνσης (Romer, 1986; Lucas, 1988) 11

30


συσσώρευσης μεταξύ κάδων της οικονομίας είναι ότι τα ποσοστά κέρδους και οι μισθοί θα διαφοροποιούνται ανάλογα.

Το γεγονός ότι η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης εμπεριέχει συνεχή μεταβολή των καταναλωτικών προτιμήσεων και της τεχνολογίας καταδεικνύει τις διαφορές της Μ-Κ ανάλυσης από την νεοκλασική θεωρία της μεγέθυνσης για το σημαντικό ρόλο της επένδυσης στο οικονομικό σύστημα. Σύμφωνα με τη νεοκλασική προσέγγιση, μία αύξηση στο μερίδιο της παραγωγής που κατανέμεται στην επένδυση δεν μπορεί να αυξήσει διαχρονικά το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, σύμφωνα με τη Μ-Κ προσέγγιση, η νέα επένδυση έχει επιπτώσεις τόσο στην πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών δεν μπορεί να γίνει χωρίς νέα επένδυση.

Ειδικότερα, η διαδικασία της μεγέθυνσης εκτιμάται από την αύξηση του εισοδήματος. Αυτό συνεπάγεται μεταβολή στη διάρθρωση της ζήτησης ως αποτέλεσμα της αλλαγής στις καταναλωτικές προτιμήσεις και της νέας ιεράρχησης των αναγκών. Η νέα επένδυση κρίνεται ως αναγκαία για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών που θα προσαρμόσουν τη διάρθρωση της παραγωγής και προσφοράς στη νέα διάθρωση της ζήτησης. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο της παραγωγής που κατανέμεται στην επένδυση, τόσο υψηλότερος θα είναι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης.

Είναι ωστόσο φυσιολογικό η δυναμική αυτή αλλαγή στο σύστημα παραγωγής και στη διάρθρωση της ζήτησης να μην γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε διάφορες χώρες, αλλά και στις ίδιες χώρες σε διαφορετικές περιόδους, ερμηνεύοντας έτσι τη διαφορετική

31


συμπεριφορά της συσσώρευσης και της μεγέθυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Μ-Κ θεωρία προσεγγίζει τις κυκλικές διακυμάνσεις ως ενδογενή χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών οικονομιών.

Ο Satterfield (2001) επικεντρώνει την ανάλυση του και δίνει έμφαση σε ορισμένα άλλα κοινά χαρακτηριστικά των Μ-Κ μάκρο-δυναμικών υποδειγμάτων. Ο Satterfield παρατηρεί ότι η βάση της Μ-Κ δυναμικής ανάλυσης είναι η πρωτοποριακή εργασία των Harrod (1939) και Domar (1946). Ο Harrod είχε υπογραμμίσει το διπλό ρόλο της επένδυσης, δηλαδή ως τμήμα της ενεργούς ζήτησης και ως συστατικό του κεφαλαιακού αποθέματος. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της επένδυσης για τη ζήτηση και την προσφορά, ο Harrod έθεσε το ερώτημα του κατά πόσο η πραγματοποιούμενη νέα επένδυση και η πολλαπλασιαστική αύξηση του εισοδήματος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την πλήρη αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού.

Στην ανάλυση του Harrod δεν υπάρχει δικλείδα ασφάλειας ώστε να εξισώνονται οι ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού και του επιθυμητού ρυθμού μεγέθυνσης. Επιπρόσθετα, η όποια έλλειψη ζήτησης, η οποία μειώνει τη δυνατότητα αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, δημιουργεί προσαρμογές που αυξάνουν την απόκλιση ανάμεσα στη συνολική ζήτηση και προσφορά. Στη Μ-Κ ανάλυση όπου η επενδύσεις διακρίνονται από αστάθεια και αβεβαιότητα, η έλλειψη ζήτησης 12 είναι εκείνη που προσδιορίζει τη μάκρο-δυναμική συμπεριφορά του οικονομικού συστήματος. Λόγω της ασταθούς συμπεριφοράς της επένδυσης, η οικονομική μεγέθυνση θα υπόκειται πάντα σε διακυμάνσεις, ενώ η αυτόματη επίτευξη

12

Βλέπε Shapiro (1977), Arestis (1992) και Setterfield (2001).

32


ισορροπίας του συστήματος σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης δεν είναι εφικτή. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η Μ-Κ μάκρο-δυναμική ανάλυση επικεντρώνεται στη συσσώρευση και στη δυνατότητα χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας και όχι στη διαχρονική κατανομή σπανίων πόρων.

33


5. Η Πολιτική Φιλοσοφία των Μ-Κ Οικονομικών και Βασικοί Πυλώνες Πολιτικής

Εάν οι νεοκλασικές υποθέσεις των αμετάκλητων οικονομικών νόμων, της ουδετερότητας του χρήματος και της διαχρονικά αμετάβλητης κατανομής της πιθανότητας γίνουν αποδεκτές, τότε η λογική επιβάλλει αποδοχή της θέσης ότι οι οικονομικές αποφάσεις θα πρέπει να αφεθούν στους συμμετέχοντες στην ελεύθερη αγορά. Εάν επίσης υποθέσουμε ότι έχουμε στη διάθεση μας όλη τη πληροφόρηση για το μέλλον, τότε πράγματι δεν υπάρχει λόγος να έχει το κράτος και η κυβέρνηση καλύτερη γνώση από τα άτομα για το πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν οι πόροι και να δαπανηθεί το εισόδημα.

Η Μ-Κ θεωρία, απορρίπτοντας τις νεοκλασικές υποθέσεις και παραδοχές δίνει ρόλο στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Είναι αλήθεια ότι αν το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, όπως ισχυρίζεται η Μ-Κ παράδοση, τότε δεν υπάρχει ισχυρός λόγος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση και το κράτος γενικότερα θα είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη αξιολόγηση μελλοντικών οικονομικών γεγονότων από ό,τι τα άτομα και ο ιδιωτικός τομέας. Εκείνο όμως που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μακροχρόνιων κοινωνικών αναγκών και προβλημάτων και της κατάστασης της οικονομίας. Ο ιδιωτικός τομέας συνήθως πράττει βάσει της ευκαιρίας που του παρουσιάζεται για εύκολο και γρήγορο κέρδος. Συνεπώς, όπως παρατηρεί ο Davidson (1991), υπάρχει τουλάχιστον ρόλος για το κράτος στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση μακροχρόνιων επενδυτικών προγραμμάτων από τα οποία προκύπτει κοινωνικό όφελος. Αυτό δεν σημαίνει ότι το

34


κράτος μπορεί να παρέμβει σε μικροοικονομικό επίπεδο στο σχεδιασμό προϊόντων και στις αποφάσεις για τις παραγόμενες ποσότητες τους.

Η θέση της Μ-Κ οικονομικής στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής 13 διαμορφώνεται βάσει της ιστορικής παρατήρησης και εμπειρίας ότι το οικονομικό σύστημα των ελεύθερων αγορών δημιουργεί επαναλαμβανόμενες και συχνά παρατεταμένες διακυμάνσεις στην παραγωγή και στην απασχόληση, καθώς επίσης και ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος.

Οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπορούν από μόνες τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ανεργίας και τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα, οι δυνάμεις της αγοράς αντιμετωπίζονται ως αιτία των οικονομικών ανισοτήτων και της αστάθειας των οικονομιών. Ωστόσο, οι δυνάμεις της αγοράς έχουν τη δυναμική να δημιουργούν νέα προϊόντα, νέες τεχνολογίες που βελτιώνουν τις συνθήκες και τη ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει λοιπόν να διαμορφώσουν εκείνο το οικονομικό περιβάλλον όπου θα περιορίζει τις αδυναμίες του συστήματος, χωρίς να αποθαρρύνει και να παρεμποδίσει τις θετικές ενέργειες του.

Για τη Μ-Κ οικονομική θεωρία, η αποτυχία της αγοράς να πετύχει την αποτελεσματικότητα που υπόσχεται στην κατανομή των πόρων οφείλεται στην ασταθή συμπεριφορά της επένδυσης, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στον ευμετάβλητο χαρακτήρα των προσδοκιών και στην ψυχολογία των επενδυτών. Η θέση αυτή που έχει αναπτυχθεί από τον Keynes στη Γενική Θεωρία προσδιορίζει σε

13

Βλέπε τις αναλύσεις των Davidson (1991, 2002), Arestis (1992) και Pressman (2001).

35


σημαντικό βαθμό τον προβληματισμό της Μ-Κ σχολής οικονομικής σκέψης (Davidson, 2002).

Δεδομένης της αστάθειας της επένδυσης, οι αγορές δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν το κενό που δημιουργείται μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης και να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα στην πλήρη απασχόληση των συντελεστών παραγωγής. Η μείωση της διαφοράς είναι δυνατή μόνο μέσω της κρατικής παρέμβασης. Στη Μ-Κ παράδοση υπάρχει λοιπόν δυνητικός ρόλος για την κυβέρνηση να εφαρμόζει κυρίως, αλλά όχι μόνο, πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης με στόχο την επίτευξη

της

πλήρους

απασχόλησης

των

συντελεστών

παραγωγής

χωρίς

πληθωριστικές πιέσεις.

Για να επιτευχθεί ο διπλός αυτός στόχος, οι Μ-Κ οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να αναλαμβάνουν συνεχώς δραστηριότητες που θα ενθαρρύνουν την ικανή και δημιουργική επιχειρηματικότητα και κουλτούρα. Οποτεδήποτε ο ιδιωτικός τομέας διακρίνεται από απαισιοδοξία και έλλειψη ενδιαφέροντος για ανάληψη νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων και αύξησης της απασχόλησης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει μέσω της κατάλληλης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να ενθαρρύνουν την αύξηση της ζήτησης. Η τελευταία όταν είναι καλά σχεδιασμένη μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τον ιδιωτικό τομέα να διευρύνει την παραγωγή του, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους πόρους και αυξάνοντας την κοινωνική ευημερία.

Ο Davidson (1991) παρατηρεί ότι για τη Μ-Κ θεωρία, είναι υποχρέωση της κυβέρνησης σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία να δρα με τρόπο ώστε να διασφαλίζει την

36


πώληση της παραγόμενης ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό απαιτεί από την κυβέρνηση να ασκεί πολιτικές τέτοιες ώστε:

α) η τρέχουσα συνολική ζήτηση να είναι επαρκής και να ενθαρρύνει τον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει νέα παραγωγή και νέες θέσεις εργασίας για όλους αυτούς που επιθυμούν να εργαστούν.

β) να διασφαλίσει ότι η συνολική ζήτηση στο μέλλον θα είναι επαρκής για να απορροφήσει την προσφορά δημιουργώντας ευκαιρίες κέρδους στους ιδιώτες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο στόχος της πλήρους απασχόλησης με την κατάλληλη διαχείριση της ζήτησης δεν συγκεντρώνει το αποκλειστικό ενδιαφέρον της Μ-Κ παράδοσης. Κεντρικό επίσης ρόλο έχουν και οι πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων, καθώς και οι πολιτικές επιτάχυνσης του ρυθμού μεταβολής του παραγόμενου εισοδήματος. Εκείνο που επίσης διαφοροποιεί τη Μ-Κ θεωρία από τις άλλες εκδοχές του Κεϋνσιανισμού είναι ότι η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να ενισχύεται με τη δημιουργία κατάλληλου θεσμικού περιβάλλοντος, ώστε να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των πολιτικών άμβλυνσης των αρρυθμιών της αγοράς (Arestis, 1990; 1996).

Πριν περάσουμε σε πιο εξειδικευμένες θέσεις πολιτικής πρέπει να σημειώσουμε το εξής. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι αποδέχονται πιθανές δυσκολίες στην εφαρμογή πολιτικών παρέμβασης και ρύθμισης των αγορών. Οι δυσκολίες εντοπίζονται στην αντίδραση οικονομικών συμφερόντων, που στο όνομα της υπεράσπισης της

37


ελευθερίας των αγορών, θα αντιδράσουν σε πολιτικές στοχεύσεις, όπως η πλήρης απασχόληση, η δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, κλπ.

Το ορθόδοξα οικονομικά εξοπλίζουν τα οικονομικά αυτά συμφέροντα με ιδέες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα των παρεμβατικών πολιτικών. Οι τελευταίες συνήθως κατηγορούνται ότι είναι πληθωριστικές, ότι μειώνουν την κερδοφορία του ιδιωτικού τομέα, ότι παραγκωνίζουν ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις σε όφελος των αντιπαραγωγικών κρατικών δαπανών, ότι προκαλούν ελλείμματα και ανισορροπίες σε βασικά ισοζύγια της οικονομίας, π.χ. στο δημοσιονομικό και στο ισοζύγιο πληρωμών. Επίσης, οι κρατικές επενδύσεις θεωρούνται επιζήμιες για την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και ανταγωνιστικές του αποτελεσματικότερου ιδιωτικού τομέα.

Ο Kalecki (1971) στο καταπληκτικό άρθρο του για τη πολιτική διάσταση της πλήρους απασχόλησης αναφέρεται στις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της μείωσης της ανεργίας. Η πλήρης απασχόληση αυξάνει την πολιτική ισχύ της εργασίας, η οποία διεκδικώντας κοινωνικές αλλαγές θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια της οικονομίας της αγοράς και τα βιομηχανικά και τραπεζικά συμφέροντα που ωφελούνται από το υπάρχον οικονομικό σύστημα. Αυτό συνεπάγεται για τον Kalecki ότι τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα δεν μπορούν παρά να οργανωθούν ενάντια στο στόχο της πλήρους απασχόλησης και υπέρ πολιτικών απελευθέρωσης της αγοράς και περιορισμού της κρατικής παρέμβασης. Οι πολιτικές αυτές δημιουργούν την απαραίτητη, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, δεξαμενή ανέργων.

38


Οι δυσκολίες αυτές δεν πρέπει ωστόσο να γίνουν ισχυρό εμπόδιο στην κρατική παρέμβαση και στην άσκηση ενεργητικών δημοσιονομικών, νομισματικών και εισοδηματικών πολιτικών. Και οι όποιες συνέπειες τους θα μπορούσαν να περιοριστούν μέσω ενός επανασχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής και της θεσμικής ανασυγκρότησης των κοινωνιών.

Είναι γεγονός ότι μία αύξηση στις κυβερνητικές δαπάνες ή μία μείωση στους φόρους θα προκαλούσε μία αύξηση του κρατικού δανεισμού, συνεπώς θα αύξανε το κρατικό έλλειμμα και χρέος. Εάν τέτοιου είδους κρατικά ελλείμματα πραγματοποιούνται σε περιόδους ύφεσης, είναι πολύ πιθανό ότι θα δημιουργήσουν τις προσδοκίες κέρδους που ο ιδιωτικός τομέας έχει ανάγκη για να αυξήσει την παραγωγή και απασχόληση. Για τους Μ-Κ οικονομολόγους, το απόλυτο μέγεθος του κρατικού ελλείμματος που είναι απαραίτητο για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης είναι δευτερεύουσας σημασίας.

Το δημόσιο έλλειμμα και χρέος θα πρέπει κάθε φορά να προσαρμόζονται στις ανάγκες της οικονομίας να διαχειριστεί το πρόβλημα της ανεργίας. Οι Davidson (1991) και Pressman (2001) παρατηρούν ότι, στη Μ-Κ θεωρία δεν είναι λογικό οι κυβερνήσεις να ασκούν πολιτικές ισοσκελισμένου προϋπολογισμού όταν οι άνθρωποι δυστυχούν από την έλλειψη ευκαιριών να αποκτήσουν εισόδημα. Αντίθετα, σε μία πολιτισμένη κοινωνία είναι απόλυτα λογικό για την κυβέρνηση να ασκεί ελλειμματική δημοσιονομική πολιτική ώστε να δίνει ευκαιρίες σε όλους τους ανθρώπους που επιθυμούν να έχουν την εργασία και το εισόδημα τους. 14 Στη νεοκλασική παράδοση αντίθετα και ως συνέπεια των υποθέσεων και παραδοχών της, η πολιτική των κρατικών ελλειμμάτων και του χρέους είναι προβληματική. Στην ιστορικά απροσδιόριστη μακροχρόνια περίοδο, αν όχι και πιο σύντομα, το κρατικό έλλειμμα προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις. Αφού, σύμφωνα με το Νόμο του Say, το εισόδημα που αντιστοιχεί στην συνολική προσφορά 14

39


Αντίθετα, για τους νεοκλασικούς οικονομολόγους η αύξηση του δημόσιου χρέους είναι κρίσιμο πρόβλημα για τη σταθερότητα των οικονομιών της αγοράς. Υιοθετούν την υπόθεση ότι, μακροχρόνια, αν όχι νωρίτερα, η άσκηση ελλειμματικών πολιτικών θα προκαλέσει πληθωρισμό λόγω της αύξησης της ζήτησης. Ο Νόμος του Say ‘θεμελιώνει’ την άποψή τους ότι η προσφορά δημιουργεί αυτόματα τη δική της ζήτηση, συνεπώς η όποια περαιτέρω αύξηση της ζήτησης θα πιέσει προς τα πάνω τις τιμές.

Η νεοκλασική σύνθεση καθότι αποδέχεται την πιθανότητα οι οικονομίες να εμφανίσουν ανεργία βραχυχρόνια προτείνουν δημοσιονομική παρέμβαση. Ωστόσο, η αντίληψη τους ότι η ανεργία αυτή είναι προσωρινή και ότι μακροχρόνια θα αντιμετωπιστεί από την ίδια την αγορά, τους οδηγεί στη σχιζοφρενική κατάσταση να αποδέχονται ελλειμματικές πολιτικές βραχυχρόνια και μόνο σε περιόδους ύφεσης, αλλά όχι μακροχρόνια που η αγορά διατηρεί την αυτό-ρυθμιστική της δυνατότητα και το χρήμα δεν ασκεί κάποια ενεργητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα (Davidson, 1991). Στη διάρκεια του οικονομικού κύκλου οι οικονομολόγοι της νεοκλασικής σύνθεσης υπερασπίζονται τη γνώμη ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να ασκούν πολιτικές ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η βάση της διαφοροποιούμενης προσέγγισης της Μ-Κ θεωρίας στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής είναι η δική της παραδοχή ότι το χρήμα δεν είναι ουδέτερο ούτε βραχυχρόνια ούτε μακροχρόνια. Επίσης, για τους Μδημιουργεί ισόποση ζήτηση, κάθε κρατικό έλλειμμα αυξάνει τη ζήτηση πάνω από τη ζήτηση της πλήρους απασχολήσεως που διασφαλίζει η ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Για να υπάρχει λογική συνέπεια στη νεοκλασική παράδοση, το κρατικό έλλειμμα και η κρατική παρέμβαση δεν μπορεί παρά να θεωρούνται απορριπτέα και μη αποτελεσματικά.

40


Κ οικονομολόγους μία αύξηση στην ποσότητα του χρήματος δεν συνεπάγεται αυτόματα πληθωριστική πίεση στο οικονομικό σύστημα. Στη λογική της παράδοσης αυτής, μία αύξηση στην ποσότητα του χρήματος επιτρέπει στους επιχειρηματίες να χρησιμοποιήσουν περισσότερους διαθέσιμους χρηματικούς πόρους και να αυξήσουν τις επενδύσεις τους, συνεπώς και τη ζήτηση.

Μία προϋπόθεση είναι οι επιχειρηματίες να αυξήσουν της ζήτηση τους για τραπεζικό δανεισμό. Στην Μ-Κ παράδοση, η προσφορά του χρήματος έχει ενδογενή προέλευση και συσχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης δανείων από τη πλευρά του ιδιωτικού τομέα (Arestis, 1992). Αν ο ιδιωτικός τομέας αποτύχει να αυξήσει τις επενδύσεις και τη ζήτηση αρνούμενος την αύξηση του δανεισμού του από το τραπεζικό σύστημα, οι Μ-Κ οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει την έκδοση μη ουδέτερου χρήματος και της ζήτησης για να διασφαλίσει την πλήρη απασχόληση (Davidson, 1991; Arestis, 1992). Η προσδοκώμενη αύξηση της παραγωγής και προσφοράς καθιστά μη πληθωριστική την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και της ποσότητας του χρήματος. Ωστόσο, οι Μ-Κ θέσεις καθορίζονται και από τη θεσμική συγκρότηση των οικονομιών, το βαθμό ανάπτυξης του παραγωγικού τους συστήματος και το βαθμό ολοκλήρωσης τους στην παγκόσμια οικονομία. Συνεπώς, στη φιλοσοφία της Μ-Κ πολιτικής απορρίπτεται κάθε ιδέα για μηχανιστική μεταφορά και εφαρμογή προτάσεων πολιτικής μεταξύ διαφορετικών οικονομιών.

Η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και η συνεπαγόμενη αύξηση της δύναμης των εργατικών συνδικάτων και η πιθανή εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων είναι για τη Μ-Κ θεωρία μία πρόκληση. Η θέση που διατυπώνεται από πολλούς Μ-Κ οικονομολόγους και που θα εξετάσουμε στη συνέχεια είναι ότι οι πληθωριστικές

41


πιέσεις μπορούν να αποφευχθούν με την ενεργοποίηση της εισοδηματικής πολιτικής και τη διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού περιβάλλοντος.

Ο Galbraith (1978) ισχυρίστηκε ότι στη σημερινή δομή του βιομηχανικού καπιταλισμού, η αγορά ως θεσμός έχει μεταβληθεί σημαντικά και διακρίνεται από την αντιπαράθεση δύναμης μεταξύ εργατικών και επιχειρηματικών ενώσεων, καρτέλ και βιομηχανικών μονοπωλίων. Οι οικονομολόγοι αναλύοντας το θεσμό της αγοράς έχουν τρεις επιλογές. Η πρώτη επιλογή, σύμφωνα με τον Galbraith, είναι εκείνη της άρνησης ότι κάτι έχει αλλάξει στο θεσμό της αγοράς. Η επιλογή αυτή προσπαθεί να διασώσει από θέση αρχής την ερμηνευτική ισχύ των μοντέλων της αγοράς, αλλά και τη συνέχιση της διδασκαλίας τους. Το κόστος της διάσωσης ενός θεσμού με τη δομή του παρελθόντος είναι η σημαντική μείωση του ρεαλισμού της ανάλυσης. Η νεοκλασική θεωρία είναι η βάση της επιλογής αυτής.

Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη της αποδοχής ότι ο θεσμός της αγοράς έχει υποστεί αλλαγές που έχουν αποδυναμώσει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της, αλλά πιστεύεται ότι είναι εφικτή η αναδιαμόρφωση της. Η ‘εκκαθάριση’ της αγοράς από κάθε είδους ακαμψίες που παρεμποδίζουν την ελεύθερη και ανταγωνιστική φύση της είναι το μέσο για την επαναφορά της στο επίκεντρο του οικονομικού συστήματος. Οι εργατικές ενώσεις, οι μονοπωλιακές ρυθμίσεις, οι κατώτατοι μισθοί αποτελούν ακαμψίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η νεοκλασική σύνθεση είναι η βάση της επιλογής αυτής. Αναγνωρίζεται ο ρόλος της δύναμης στη λειτουργία της αγοράς στη βραχυχρόνια περίοδο και επιθυμείται η αποκατάσταση των αυτόματων μηχανισμών προσαρμογής στην ισορροπία στη μακροχρόνια περίοδο.

42


Για τον Galbraith υπάρχει και μία τρίτη επιλογή περισσότερο ρεαλιστική, η θεωρητική βάση της οποίας είναι η Μ-Κ οικονομική. Η επιλογή αυτή αποδέχεται την ιστορικά προσδιοριζόμενη μεταβολή των ανταγωνιστικών αγορών, αμφισβητεί κάθε ιδέα περί άριστης συμπεριφοράς της αγοράς και προσβλέπει στην αξιολόγηση των νέων συνθηκών, ώστε οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις και θεσμικές μεταβολές να είναι αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελών της κοινωνίας.

Η αποδοχή ή η απόρριψη των αλλαγών στο θεσμό της αγοράς, αποτέλεσμα της συγκέντρωσης δύναμης και των νέων συνθηκών στον ανταγωνισμό συμφερόντων είναι θεμελιακή στην ανάλυση, κατανόηση και αντιμετώπιση του φαινομένου του πληθωρισμού. Είναι πράγματι πιθανό ότι μία οικονομία της αγοράς όταν εφαρμόσει πολιτικές πλήρους απασχόλησης και μείωση της ανεργίας να γνωρίσει και αύξηση των τιμών. Εκείνο που ωστόσο θέλει κάποια ιδιαίτερη προσοχή είναι το κατά πόσο η πληθωριστική πίεση συνδέεται με τις πολιτικές ελλειμμάτων και κατά πόσο μία μείωση του πληθωρισμού αναπόφευκτα συνεπάγεται αύξηση της ανεργίας, όπως μας περιγράφει η καμπύλη Phillips. Η αντίστροφη αυτή σχέση πληθωρισμού και ανεργίας επαληθεύει την άποψη του Marx, ότι ο εφεδρικός στρατός εργασίας είναι απαραίτητος για την σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος.

Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υιοθετούν την γνώμη του Keynes ότι δηλαδή κανένας δεν έχει το δικαίωμα σε μία δημοκρατική και πολιτισμένη κοινωνία να προσπαθήσει να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και τη μείωση του πληθωρισμού εάν αυτό συνεπάγεται μία μόνιμη κατάσταση ανεργίας. Οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να ασκήσουν πολιτικές πλήρους απασχόλησης. Είναι ωστόσο εφικτό για τις

43


οικονομίες της αγοράς να πετύχουν πλήρη απασχόληση χωρίς πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει ανάλυση της σχέσης μεταξύ χρήματος (και γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, της χρηματοδότησης της συναθροιστικής ζήτησης, της διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής και των τιμών. Ο Keynes και οι Μ-Κ οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι το τραπεζικό σύστημα μπορεί να προσφέρει χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις όχι μόνο για τις επενδυτικές τους δραστηριότητες αλλά και για την ανάγκη τους να καλύψουν τους αυξανόμενους χρηματικούς μισθούς και τις μεταβολές σε άλλα στοιχεία του κόστους παραγωγής, λ.χ. πρώτες ύλες. Με τι τρόπο μπορεί λοιπόν μία οικονομία να πετύχει πλήρη απασχόληση και να αποφύγει αυξήσεις μισθών και τιμών; Η απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται στην νεοκλασική συνταγή της ελεύθερης αγοράς και των περιοριστικών πολιτικών. Διότι η ίδια η ελεύθερη αγορά είναι που δημιουργεί τα προβλήματα αυτά, ενώ η προκαλούμενη από τις περιοριστικές πολιτικές ύφεση τα οξύνει. Για τη Μ-Κ θεωρία η απάντηση βρίσκεται στη σωστή άσκηση εισοδηματικής πολιτικής (Arestis, 1990; 1992; 1996; Davidson, 1991; 1994).

Για τους Μ-Κ οικονομολόγους, ο πληθωρισμός είναι συνέπεια της διανεμητικής σύγκρουσης ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Όταν κάποια άτομα ή μία κοινωνική ομάδα στο σύνολο της επιχειρήσει να αυξήσει το μερίδιο της στο ΑΕΠ αυτό αναπόφευκτα θα προκαλέσει αύξηση στις τιμές, ώστε να μειωθεί το εισοδηματικό μερίδιο άλλων κοινωνικών ομάδων. Η διανεμητική σύγκρουση είναι συνεπώς παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, αφού ό,τι κερδίζει η μία ομάδα το χάνει κάποια άλλη. Ωστόσο, αν το φαινόμενο του πληθωρισμού αντιμετωπιστεί με τεχνική

44


ύφεση, αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών, η μείωση του ΑΕΠ θα ζημιώσει όλες τις κοινωνικές ομάδες. Συνεπώς, με τη σωστή αξιοποίηση της εισοδηματικής πολιτικής είναι δυνατή η αποφυγή της διανεμητικής σύγκρουσης και των πληθωριστικών συνεπειών αυτής. Αυτό ωστόσο προϋποθέτει την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών διαπραγμάτευσης των μισθών, τιμών, επιτοκίων, κλπ. Η νεοκλασική συνταγή για δημιουργία τεχνητής ύφεσης, ανεργίας και η αποδυνάμωση των εργατικών ενώσεων ως μέσων αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής φιλοσοφίας των Μ-Κ οικονομικών.

Εκτός της περίπτωσης εμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων, είναι πιθανή μία κατάσταση ανισορροπίας στο ισοζύγιο πληρωμών, ως αποτέλεσμα των επεκτατικών πολιτικών ζήτησης. Ο πληθωρισμός και η ανισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών ανοίγουν στα Μ-Κ οικονομικά το δρόμο της ενεργοποίησης πολιτικών προσφοράς, που θα ανασυγκροτήσουν το παραγωγικό σύστημα της οικονομίας και θα αυξήσουν την προσφορά, αμβλύνοντας τις πιέσεις της ζήτησης στις εγχώριες τιμές και στις εισαγωγές. Η χρήση νέας τεχνολογίας, η χρηματοδότηση R&D, η εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, η εφαρμογή καινοτομιών, αλλά περισσότερο η ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών από τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα θα δημιουργήσουν μία δυναμική μεγέθυνσης και απασχόλησης. Αυτό σε συνδυασμό με αναδιανεμητικές πολιτικές και με πιο δίκαιη διανομή του εισοδήματος ενισχύουν τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών στις σύγχρονες κοινωνίες.

Η ισορροπία μεταξύ των πολιτικών ζήτησης και προσφοράς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Μ-Κ αντίληψης για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής. Η περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας θα απαιτούσε κάποια μορφή ελέγχου

45


της επένδυσης. Είναι χαρακτηριστική η πρόταση του Keynes (1936) για ‘κοινωνικοποίηση’ της επένδυσης. Στην ανάλυση του Keynes η ‘κοινωνικοποίηση’ σταθεροποιεί την επένδυση, ώστε ικανοποιητικά να καλυφθεί η διαφορά εισοδήματος-κατανάλωσης και να παραμείνει η οικονομία κοντά στη πλήρη απασχόληση.

Ο έλεγχος και ο καλύτερος προγραμματισμός της επένδυσης θα μπορούσε να αμβλύνει τις πιθανές παρενέργειες από την άσκηση επεκτατικών δημοσιονομικών, νομισματικών και εισοδηματικών πολιτικών στον τιμάριθμο και στο ισοζύγιο πληρωμών, ώστε η οικονομία να πετύχει και να διατηρήσει την πλήρη απασχόληση των συντελεστών παραγωγής της. Αλλά η επιτυχία του ελέγχου της επένδυσης εξαρτάται και από τη συνεργασία των εργατικών συνδικάτων στη διαμόρφωση των μισθολογικών διεκδικήσεων των εργαζομένων. Ο εκδημοκρατισμός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων κρίνεται με τη σειρά του απαραίτητος για να δημιουργηθεί το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα που θα επιτρέψει τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων και τις θετικές επιπτώσεις στη δυναμική της συσσώρευσης και της μεγέθυνσης.

Γίνεται φανερό ότι η καθοριστική παράμετρος για την επιτυχία του Μ-Κ μενού πολιτικής είναι η συνεργασία μεταξύ κοινωνικών ομάδων (εργοδότες-εργαζόμενοι) και φορέων (ιδιωτικός-δημόσιος). Περιορισμοί ωστόσο εξακολουθούν να υπάρχουν συνδεόμενοι αυτοί τη φορά με τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας, τη διάρθρωση των διεθνών σχέσεων, με την παγκόσμια ιεραρχία δύναμης και το διεθνή καταμερισμό της εργασίας.

46


6. Συμπεράσματα Στο παρόν κείμενο επιχειρήσαμε μία πολύ συνοπτική παρουσίαση της μεθοδολογίας, της πολιτικής φιλοσοφίας και των βασικών χαρακτηριστικών της Μ-Κ οικονομικής σχολής σκέψης. Τα Μ-Κ οικονομικά αποτελούν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο κατανόησης της οικονομικών φαινομένων διαφορετικό από το ορθόδοξο νεοκλασικό και τις παράγωγες εκδοχές του, το μονεταρισμό, τα νέα-κλασικά μακροοικονομικά, τους πραγματικούς οικονομικούς κύκλους και τα υποδείγματα της ενδογενούς μεγέθυνσης. Η προτεινόμενη βιβλιογραφία και τα θεματικά πεδία που ανοίξαμε, ελπίζουμε ότι άμεσα ή έμμεσα θα αποτελέσουν ένα χώρο υποδοχής του αναγνώστη στα Μ-Κ οικονομικά.

47


Βιβλιογραφία Arestis, P. (1990) ‘Post-Keynesianism: A New Approach to Economics’, Review of Social Economy, Vol. XLVIII (3): 222-246. Arestis, P. (1992) The Post – Keynesian Approach to Economics, Aldershot: Edward Elgar. Arestis, P. (1996) ‘Post – Keynesian Economics: Towards Coherence’, Cambridge Journal of Economics, 20: 111-135. Cornwall, A. (1979) ‘Macrodynamics’, in Eichner, A (ed.) A Guide to PostKeynesian Economics, London: Macmillan Press. Davidson, P (1981) ‘Post-Keynesian Economics: Solving the Crisis in Economic Theory’, in Bell, D. and Kristol. I (eds.) The Crisis in Economic Theory, New York: Basic Books. Davidson, P. (1991) Controversies in Post Keynesian Economics, Aldershot: Edward Elgar. Davidson, P. (1993) ‘Austrians and Post Keynesians on Economic Reality: Rejoinder to Critics’, Critical Review, 7(2-3): 423-444. Davidson, P. (1994) Post Keynesian Macroeconomic Theory, Aldershot: Edward Elgar. Davidson, P. (2002) Financial Markets, Money and the Real World, Cheltenham: Edward Elgar Domar, E. (1946) ‘Capital Expansion, Rate of Growth and Employment’, Econometrica, 14: 137-47. Dow, S. (1990) ‘Post Keynesianism as Political Economy: A Methodological Discussion’, Review of Political Economy, 2: 345-58. Dow, S (1991) ‘Post Keynesian Methodology’, in Holt, R and Pressman, S (eds)

48


A New Guide of Post- Keynesian Economics, London: Routledge. Dow, S. (1996) The Methodology of Macroeconomic Thought, Cheltenham: Edward Elgar. Dow, S. (2002) Economic Methodology : An Inquiry, New York: Oxford University Press. Eatwell, J. (1983) ‘Theories of Value, Output and Employment’, in Eatwell, J and Milgate M. (eds.) Keynes’s Economics and the Theory of Value and Distribution. London: Duckworth. Eichner, A. S. (1976) The Megacorp and Oligopoly: Micro Foundations of Macro Dynamics, Cambridge: Cambridge University Press. Eichner, A.S. and Kregel, J.A. (1975) ‘An Essay on Post-Keynesian Theory: A New Paradigm in Economics’, Journal of Economic Literature, 13(4): 1293-1314. Galbraith, J.K. (1978) ‘On Post-Keynesian Economics’, Journal of Post Keynesian Economics, Vol. 1: 8-11 Hamouda, O.F. and Harcourt, G.C (1988) ‘Post-Keynesiansim: From Criticism to Coherence’, in Pheby, J. (ed.) New Directions in Post-Keynesian Economics. London: Macmillan. Harrod, R.F. (1939) ‘An Essay in Dynamic Theory’, Economic Journal, 49: 14-33. Kalecki, M (1971) Selected Essays on the Dynamics of the Capitalist Economy, 1933 -1970, Cambridge: Cambridge University Press. Kenyon, P (1979) ‘Pricing’ in Eichner, A (ed.) A Guide to Post-Keynesian Economics, London: Macmillan Press. Keynes, J.M. (1971) The Collected Writings, Vol. XIII, Macmillan, London. Keynes, J.M. (1936) The General Theory of Employment, Interest and Money, Cambridge: Macmillan and Cambridge University Press.

49


Keynes, J.M. (1937) ‘The General Theory of Employment’, Quarterly Journal of Economics, 209-223. Kregel, J.A (1979) ‘Income Distribution’, in Eichner, A (ed.) A Guide to Post Keynesian Economics, London: Macmillan Press. Lavoie, M (2001) ‘Pricing’, in Holt, R and Pressman, S (eds) A New Guide of PostKeynesian Economics, London: Routledge. Lawson, T. (1989) ‘Realism and Instrumentalism in the Development of Econometrics’, Oxford Economic Papers, January. Lawson, T. (1994) ‘The Nature of Post Keynesianism and its Links to Other Traditions: A Realist Perspective’, Journal of Post Keynesian Economics, 16(4):503-538. Lucas, R (1988) ‘On the Mechanics of Economic Development’, Journal of Monetary Economics, 22: 3-42. Pressman, S. (2001) ‘The Role of the State and the State Budget’, in Holt, R and Pressman, S (eds) A New Guide of Post-Keynesian Economics, London: Routledge. Robinson, J. (1956) The Accumulation of Capital. London: Macmillan. Romer, P. (1986) ‘Increasing Returns and Long Run Growth’, Journal of Political Economy, 94: 1002-37. Setterfield, M (2001) ‘Macridynamics’, in Holt, R and Pressman, S (eds) A New Guide of Post-Keynesian Economics, London: Routledge. Shapino, N. (1977) “The Revolutionary Character of Post-Keynesian Economics’, Journal of Economic Issues, XI(3): 541-560.

50


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.