Ύλη και σημειώσεις ιστορίας 20ου αιώνα

Page 1

1

Ύλη Οικονομικής Ιστορίας 20ου αιώνα Βιβλίο Ι: Ivan Berend, Οικονομική Ιστορία του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα. Τα οικονομικά καθεστώτα από το Laisez – faire στην Παγκοσμιοποίηση. Κεφάλαιο 2: Η παρακμή της Ελεύθερης οικονομίας και η άνοδος του συστήματος της ελεύθερής Αγοράς, σ.77-117 Κεφάλαιο 5: Η μικτή οικονομία και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας στην ενοποιημένη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σ.272-282, 303-317, 321-334, 337-368. Κεφάλαιο 6: Παγκοσμιοποίηση: Επιστροφή στην ελεύθερη οικονομία, 369-384, 389398, 416-431, 443-450. Βιβλίο ΙΙ, Eric Hobsbawm, Η εποχή των Άκρων. Ο σύντομος 20ος αιώνας, 1914-1991 Κεφάλαιο 3, στην Οικονομική Άβυσσο, σ.130-144. Κεφάλαιο 9, Τα χρυσά χρόνια, σ.336-367 Κεφάλαιο 14, Οι Δεκαετίες της Κρίσης, σ.515-534, 539-551.

Σημειώσεις Οικονομικής Ιστορίας 20ου αιώνα Προσοχή: Οι σημειώσεις συμπληρώνουν και δεν υποκαθιστούν την ύλη του μαθήματος που αναφέρεται παραπάνω

Εισαγωγή: Μια κάτοψη του 20ου αιώνα. 1. Η καταστροφή του παρελθόντος, ή μάλλον η καταστροφή των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία μας με την εμπειρία των προηγούμενων γενιών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αλλόκοτα φαινόμενα στα τέλη του αιώνα μας. Οι περισσότεροι νέοι σήμερα μεγαλώνουν σ ένα κλίμα διαρκούς παρόντος, χωρίς καμία οργανική σχέση με το παρελθόν της εποχής που ζουν. Ο κόσμος που θρυμματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ήταν ο κόσμος που διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της Ρωσικής επανάστασης του 1917. Σημάδεψε τους ανθρώπους στο βαθμού, για παράδειγμα, που τους έθισε να σκέφτονται για τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία με το σχήμα δύο αντιθετικών πόλων, του «καπιταλισμού» και του «σοσιαλισμού», δύο αμοιβαία αποκλειόμενες


2 λύσεις, η μια προσδιορίζοντας τις οικονομίες που οργανώθηκαν κατά το πρότυπο της Ε.Σ.Σ.Δ., η άλλη όλες τις υπόλοιπες οικονομίες. Σήμερα θα πρέπει να έχει καταστεί σαφές ότι επρόκειτο για μια αυθαίρετη και σ’ένα βαθμό τεχνητή κατασκευή, την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο αν τη θέσουμε σ’ένα ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο. Κι όμως δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς έστω και αναδρομικά, άλλες αρχές ταξινόμησης που ίσως να ήταν πιο ρεαλιστικές απ’αυτές που έθεταν τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Σουηδία, τη Βραζιλία, την Ο.Δ.Γ. και τη Νότια Κορέα στην ίδια κατηγορία, και τις κρατικές οικονομίες και τα συστήματα της σοβιετικής περιοχής που κατέρρευσαν μετά τη δεκαετία του ‘80 στην ίδια κατηγορία με εκείνες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας που εμφανώς δεν κατέρρευσαν. Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός αιώνα ιδεολογικών πολέμων που πήραν τη θέση των θρησκευτικών πολέμων του παρελθόντος. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη ανεκτικότητας. Θρησκευτικές ή ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σαν κι αυτές από τις οποίες είναι γεμάτος ο αιώνας, ορθώνουν οδοφράγματα στο δρόμο του ιστορικού, που το κυριότερο καθήκον του δεν είναι να κρίνει αλλά να καταλάβει ακόμα κι αυτά που ελάχιστα καταλαβαίνουμε. Κι όμως, αυτό που εμποδίζει την κατανόηση δεν είναι μόνο οι εμπαθείς πεποιθήσεις μας αλλά η ιστορική εμπειρία που τις διαμόρφωσε. Για παράδειγμα, το να κατανοήσουμε τη ναζιστική εποχή στη γερμανική ιστορία και να τη θέσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο δεν σημαίνει ότι συγχωρούμε τη γενοκτονία. Σε τελευταία ανάλυση όσοι ζήσαμε στον 20ο αιώνα δύσκολα θα αποφύγουμε τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων. Το δυσκολότερο και το πιο επίπονο όμως είναι η κατανόηση.

2. Η περίοδος που θα εξετάσουμε, ο Σύντομος 20ος Αιώνας, αρχίζει με το ξέσπασμα του Α παγκοσμίου πολέμου και φτάνει μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η δομή του Σύντομου Εικοστού Αιώνα μοιάζει σαν ένα τρίπτυχο ή σαν ένα ιστορικό σάντουιτς.


3 Την Εποχή της Καταστροφής από το 1914 μέχρι την επομένη του δευτέρου πολέμου ακολούθησαν 25 με 30 χρόνια εκπληκτικής οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικού μετασχηματισμού που πιθανότατα μετέβαλαν την

ανθρώπινη

κοινωνία πολύ πιο βαθιά από ό,τι κάθε άλλη χρονική περίοδος συγκρίσιμης χρονικής διάρκειας. Μπορούμε να δούμε την περίοδο αυτή σαν μια χρυσή εποχή, και έτσι θεωρήθηκε σχεδόν αμέσως με την λήξη της στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Το τελευταίο μέρος του αιώνα ήταν μια περίοδος αποσύνθεσης, αβεβαιότητας και κρίσης – στην πραγματικότητα δε καταστροφής – για ευρύτερες περιοχές του κόσμου όπως για την Αφρική, την πρώην ΕΣΣΔ και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης. Μπορούμε να πούμε ότι ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας διάνυσε μια σύντομη χρυσή εποχή εν μέσο δύο περιόδων κρίσεων οδεύοντας προς ένα άγνωστο και προβληματικό αλλά όχι αναγκαστικά δυσοίωνο μέλλον. Και απαντώντας σε όσους μεταφυσικά μιλούν για το «Τέλος της Ιστορίας» είναι ότι μέλλον θα υπάρξει. Διότι όσο υπάρχει ανθρώπινη φυλή, η ιστορία θα συνεχίζεται. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος σηματοδότησε τη διάλυση του δυτικού πολιτισμού του 19ου αιώνα. Από άποψη οικονομίας, ο πολιτισμός αυτός ήταν καπιταλιστικός, φιλελεύθερος στη νομική και συνταγματική του δομή, αστικός από άποψη εικόνας της χαρακτηριστικής ηγεμονικής του κοινωνικής τάξης. Ήταν επίσης σημαντικός από τη σκοπιά της επιστημονικής προόδου, της γνώσης και της παιδείας. Έτρεφε επίσης βαθιά την πεποίθηση για την κεντρική σημασία που είχε η Ευρώπη, το λίκνο των επαναστάσεων στις επιστήμες, τις τέχνες, την πολιτική και τη βιομηχανία. Μια Ευρώπη που η οικονομία της είχε διεισδύσει στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που οι στρατιώτες της είχαν κατακτήσει και καθυποτάξει· που ο πληθυσμός είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να αποτελεί το ένα τρίτο της ανθρώπινης φυλής και τέλος που τα μεγαλύτερα κράτη της αποτελούσαν το σύστημα της παγκόσμιας πολιτικής. Οι δεκαετίες που πέρασαν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την επομένη του δευτέρου, ήταν για την κοινωνία μια Εποχή Καταστροφής. Η κοινωνία αυτή συγκλονίσθηκε από δύο παγκοσμίους πολέμους που τους διαδέχτηκαν δύο κύματα παγκόσμιας εξέγερσης και επανάστασης, τα οποία έφεραν στην εξουσία ένα σύστημα που ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε την ιστορικά προκαθορισμένη εναλλακτική λύση απέναντι στην αστική και καπιταλιστική εξουσία, πρώτα στο ένα έκτο του πλανήτη και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο


4 στο ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι τεράστιες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες που χτίστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της Εποχής των Αυτοκρατοριών, συγκλονίστηκαν συθέμελα και κονιορτοποιήθηκαν. Επιπλέον μια παγκόσμια οικονομική κρίση, άνευ προηγουμένου βαθιά, γονάτισε ακόμα και τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες και φάνηκε να αναστρέφει τη δημιουργία μιας ενιαίας καθολικής παγκόσμιας οικονομίας η οποία αποτέλεσε μια αξιοθαύμαστη επίτευξη του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αιώνα. Ενώ η οικονομία παραπαίει, οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας ουσιαστικά εξαφανίστηκαν

μεταξύ

ουσιαστικά

εξαφανίστηκαν

στην

διάρκεια

του

μεσοπολέμου με εξαίρεση κάποια μέρη της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας καθώς επικράτησαν ο φασισμός και τα δορυφορικά αυταρχικά κινήματα και καθεστώτα του. Μόνο η πρόσκαιρη και παράξενη συμμαχία φιλελεύθερου καπιταλισμού και κομμουνισμού, έσωσαν τη δημοκρατία, διότι η νίκη εναντίον της Γερμανίας του Χίτλερ επιτεύχθηκε ουσιαστικά από τον Κόκκινο Στρατό. Πρόκειται για μια από τις ειρωνείες του αιώνα, ότι δηλαδή τα πιο διαρκή αποτελέσματα της Οκτωβριανής επανάστασης, επιδίωξη της οποίας ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, συνίσταται στη διάσωση του ανταγωνιστή της τόσο στην περίοδο του πολέμου όσο και στη περίοδο της ειρήνης. Με άλλα λόγια, η Οκτωβριανή επανάσταση προμήθευσε τον ανταγωνιστή της με το κίνητρο για να αυτομεταρυθμιστεί μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Επίσης κάνοντας δημοφιλή τον οικονομικό σχεδιασμό του έδωσε επίσης ορισμένες από τις διαδικασίες για να μεταρρυθμιστεί.. Από την άλλη μεριά η μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘30 ήταν εκείνη που έκανε το οικονομικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης να μοιάζει ως μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση απέναντι στη καπιταλιστική οικονομία. Στον ίδιο βαθμό η πρόκληση του φασισμού ήταν που έκανε την ΕΣΣΔ αναντικατάστατο εργαλείο της ήττας του Χίτλερ και κατά συνέπεια μία από τις δύο υπερδυνάμεις που η αντιπαράθεση τους κυριάρχησε και έσπειρε τρόμο στο δεύτερο μισό του Σύντομου Εικοστού Αιώνα ενώ παράλληλα σταθεροποιούσε από πολλές πλευρές την πολιτική της δομή. Η ΕΣΣΔ δεν θα μπορούσε διαφορετικά να βρεθεί, επικεφαλής

του

«σοσιαλιστικού στρατοπέδου»,

περιλαμβάνοντας το ένα τρίτο της ανθρώπινης φυλής και έχοντας μια οικονομία η


5 οποία για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φάνηκε πως θα μπορούσε ίσως να ξεπεράσει την καπιταλιστική οικονομική μεγέθυνση. Η

περίοδος

1947-1973,

«η

χρυσή

εποχή»

χαρακτηρίζεται

από

τον

εκπληκτικότερης κλίμακας οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό που έχει καταγραφεί στην ιστορία. Αυτή ακριβώς η περίοδος άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιστορία εικοστού αιώνα, διότι οι αλλαγές που επέφερε στην ανθρώπινη ζωή σ’ολοκληρη την υφήλιο ήταν τόσο βαθιές όσο και αμετάστρεπτες. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές συνεχίζονται. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την χρυσή εποχή χαρακτηρίστηκαν από καθολική η παγκόσμια κρίση. Η κρίση επηρέασε τα διάφορα μέρη του κόσμου με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, επηρέασε όμως όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική φυσιογνωμία τους , διότι για πρώτη φορά στην ιστορία «η χρυσή εποχή» δημιούργησε μια ενιαία και όλο και περισσότερο ενσωματωμένη καθολική παγκόσμια οικονομία που λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό διασυνοριακά («διεθνικά») και κατά συνέπεια όλο και περισσότερο διαπερνούσε τα σύνορα της κρατικής ιδεολογίας. Αρχικά, τα δεινά της δεκαετίας του ‘70 θεωρήθηκαν μόνο ως ελπιδοφόρα και προσωρινή ανάπαυλα στο Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός της παγκόσμιας οικονομίας και οι χώρες, ανεξάρτητα από το οικονομικό τους σύστημα και το πολιτικό τους καθεστώς απέβλεπαν στην εξεύρεση προσωρινών λύσεων. Όμως, όλο και περισσότερο γινόταν σαφές ότι επρόκειτο για μια εποχή με μακροχρόνιες δυσκολίες, για τις οποίες οι καπιταλιστικές χώρες επιδίωξαν να εξεύρουν ριζοσπαστικές λύσεις, συχνά ακολουθώντας τους κοσμικούς θεολόγους της ξέφραγης ελεύθερης αγοράς που απέρριπταν την πολιτική εκείνη η οποία τόσο καλά είχε εξυπηρετήσει την παγκόσμια οικονομία στη χρυσή εποχή και η οποία τώρα φαινόταν να αποτυγχάνει. Οι ακραίοι οπαδοί του laissez-faire δεν πέτυχαν περισσότερα σε σχέση με άλλους. Στη δεκαετία του ‘80 και στη δεκαετία του ‘90, ο καπιταλιστικός κόσμος άρχισε και πάλι να παραπαίει υπό το βάρος της μαζικής ανεργίας, και των κυκλικών υφεσιακών κρίσεων. Εμφανίζεται η πιο θεαματική παρά ποτέ αντιπαράθεση ανάμεσα σε άστεγους ζητιάνους και διάγοντες πολυτελή βίο.


6 Οι σοσιαλιστικές χώρες, με τις δικές τους παραπαίουσες και ευάλωτες οικονομίες, οδηγήθηκαν προς εξίσου ή ακόμα και πιο ριζικές ρήξεις με το παρελθόν τους και προς τη διάλυση. Όμως ήταν προφανές ότι η παγκόσμια κρίση δεν ήταν μόνο γενική με την οικονομική έννοια, αλλά εξίσου γενική και στην πολιτική σφαίρα. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησε όχι μόνο μια τεράστια ζώνη πολιτικής αβεβαιότητας, αστάθειας, χάους και εμφυλίου πολέμου, αλλά κατέστρεψε επίσης το διεθνές σύστημα που είχε σταθεροποιήσει τις διεθνείς σχέσεις για σαράντα περίπου χρόνια. Οι βασικές μονάδες της ίδιας της πολιτικής τα εδαφικά κυρίαρχα και ανεξάρτητα «εθνικά κράτη» συμπεριλαμβανομένων και των πιο παλαιών και σταθερών, άρχισαν να αποδιαρθρώνονται κάτω από τη πίεση των δυνάμεων της υπερεθνικής και διεθνικής οικονομίας και από τις ενδοεθνικές δυνάμεις αποσχιστικών περιοχών και εθνοτικών ομάδων. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες απαίτησαν το ξεπερασμένο και μη ρεαλιστικό status μικροσκοπικών κυρίαρχων «εθνώνκρατών».

3. Πως συγκρίνεται ο κόσμος της δεκαετίας του ‘90 με τον κόσμο του 1914. Υπήρχαν 5 ή 6 δισεκατομμύρια ανθρώπων, πληθυσμός τριπλάσιος σε σύγκριση με αυτόν που υπήρχε στις παραμονές του Α παγκοσμίου πολέμου, κι αυτό παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα σκοτώθηκαν περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις, ή αφέθηκαν να πεθάνουν από ανθρώπινες αποφάσεις όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Ένας πρόσφατος υπολογισμός ανεβάζει τον αριθμό των θανάτων σε 187 εκατ. Πάνω από το 1/10 του παγκόσμιου πληθυσμού το 1900. Επίπεδο ζωής

Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ψηλότεροι και βαρύτεροι από τους γονείς τους, τρέφονταν καλύτερα και ζούσαν περισσότερο, πράγμα που δύσκολα γίνεται πιστευτό αν πάρουμε υπόψη μας τις καταστροφές στις δεκαετίες το 80’ και του 90’ στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την πρώην ΕΣΣΔ. Μέχρι τη δεκαετία του ‘80 οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα από τους γονείς τους, ενώ στις προηγμένες οικονομίες ζούσαν καλύτερα απ’όσο θα περίμεναν ποτέ να ζήσουν ή ακόμα να φανταστούν ότι θα ήταν δυνατόν να


7 ζήσουν. Για ορισμένες δεκαετίες στα μέσα του αιώνα, σαν να φάνηκε ότι είχαν εξευρεθεί τρόποι για τη διανομή ενός τουλάχιστον μέρους από αυτόν το τεράστιο πλούτο και με κάποιο βαθμό δικαιοσύνης στους εργαζόμενους των πλουσιότερων χωρών, αλλά προς τα τέλη του αιώνα η ανισότητα πήρε το πάνω χέρι. Η ανισότητα έκανε επίσης την εμφάνιση της στις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες, όπου προηγουμένως βασίλευε μια κάποια ισότητα φτώχειας. Εκπαιδευτικό επίπεδο

Από εκπαιδευτική άποψη η ανθρωπότητα ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με το 1914. Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγγράμματοι, αν και η σημασία αυτού του επιτεύγματος ήταν πολύ λιγότερο σαφής προς τα τέλη του αιώνα σε σύγκριση με το 1914 δεδομένου του τεράστιου και πιθανότατα αυξανόμενου χάσματος μεταξύ του ελάχιστου επιπέδου που επισήμως γίνεται αποδεκτό ως εγγραματωσύνη από τη μια μεριά, επίπεδο όμως που συχνά μεταπίπτει στην κατηγορία της «λειτουργικής αγραμματοσύνης», και της βαθμίδας ανάγνωσης και γραφής που ακόμα συναντάται σε επίπεδα ελίτ. Επανάσταση στις Μεταφορές και τις Επικοινωνίες.

Στον κόσμο κυριαρχούσε η επαναστατική και διαρκώς εξελισσόμενη τεχνολογία, βασιζόμενη στους θριάμβους της φυσικής επιστήμης. Η πιο δραματική ίσως πρακτική συνέπεια ήταν η επανάσταση στις μεταφορές και τις επικοινωνίες που ουσιαστικά εκμηδένιζε χρόνο και απόσταση. Ήταν ένας κόσμος που μπορούσε να μεταδώσει περισσότερες πληροφορίες και ψυχαγωγία σε σύγκριση με αυτές που ήταν διαθέσιμες στους αυτοκράτορες το 1914, κάθε μέρα κάθε ώρα, σε κάθε νοικοκυριό. Με το άγγιγμα λίγων κουμπιών η τεχνολογία επέτρεψε στους ανθρώπους να συνομιλούν διασχίζοντας ωκεανούς και ηπείρους και κατήργησε τα πολιτισμικά πλεονεκτήματα της πόλης έναντι της υπαίθρου. Ο φονικός αιώνας.

Από την άλλη πλευρά ο σύντομος 20ος αιώνας ήταν ο πιο φονικός αιώνας που έχει καταγράψει η ιστορία τόσο από άποψη κλίμακας όσο και από άποψη συχνότητας και διάρκειας πολέμων που ελάχιστα σταμάτησαν

για

κάποια στιγμή στη

δεκαετία του ‘20 αλλά επίσης για τις άνευ προηγουμένου ανθρώπινες καταστροφές που επέφερε από τους πιο μεγάλους λοιμούς της ιστορίας μέχρι τη συστηματική γενοκτονία.


8 Σε αντίθεση με τον μακρύ 19ο αιώνα που φάνηκε να είναι μια περίοδος σχεδόν αδιάκοπης υλικής, πνευματικής και ηθικής προόδου με άλλα λόγια βελτίωσης των συνθηκών της πολιτισμένης ζωής, από το 1914 και μετά υπήρξε μια ολοφάνερη οπισθοδρόμηση από τους κανόνες που τότε θεωρούντο φυσιολογικοί στις ανεπτυγμένες φυσιολογικά στις ανεπτυγμένες χώρες, σ’αυτό που οι προγονοί μας του 19ου αιώνα θα αποκαλούσαν επίπεδα βαρβαρότητας. Ξεχνάμε ότι ο επαναστάτης Φρ. Ενγκελς εξέφρασε τη φρίκη του για την έκρηξη βόμβας στη Βουλή των Κοινοτήτων διότι ως πίστευε ότι ο πόλεμος διεξάγεται εναντίων ενόπλων και όχι εναντίων αμάχων. Ξεχνάμε ότι τα πογκρόμ στην Τσαρική Ρωσία που εξεδίωξαν εκατομμύρια Ρώσων Εβραίων ήταν μικρά σχεδόν αμελητέα σε σύγκριση με τις σημερινές σφαγές. Στην πορεία του 20ου αιώνα, οι πόλεμοι όλο και περισσότερο διεξήχθησαν και διεξάγονται κατά της οικονομίας και της υποδομής των κρατών και κατά του άμαχου πληθυσμού. (Χιροσίμα). Η αναβίωση των βασανιστηρίων ή ακόμη και της δολοφονίας σαν φυσιολογικό μέρος των επιχειρήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας στα σύγχρονα κράτη.

Οι ποιοτικές αλλαγές Ο κόσμος του τέλους του ‘90 είναι ένας κόσμος ποιοτικά διαφορετικός από αυτός των αρχών του 20ου αιώνα τουλάχιστον από τρεις απόψεις: Πρώτον δεν είναι πλέον ευρωκεντρικός. Έφερε την παρακμή και τη πτώση της Ευρώπης που στην αρχή του αιώνα ήταν ακόμα το αναμφισβήτητο κέντρο ισχύος, πλούτου, και πολιτισμού. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» του 1914 όλες ευρωπαϊκές εξαφανίστηκαν ή περιορίστηκαν στο ρόλο περιφερειακής ή επαρχιακής δύναμης με εξαίρεση τη Γερμανία. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία υπερεθνική «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» και

να

ανακαλυφθεί

κάποια

έννοια

Ευρωπαϊκής

ταυτότητας

που

να

ανταποκρίνεται σ’αυτήν, αντικαθιστώντας τις παλιές προσδέσεις στα ιστορικά έθνη και κράτη δείχνει το βάθος αυτής της παρακμής. Από το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία πρότυπο και προωθητική δύναμη της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κουλτούρας που κατέκτησε τον πλανήτη κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα.


9 Η Ευρώπη, ο τραπεζίτης του κόσμου για έναν αιώνα σχεδόν, έχασε βαθμιαία αυτή τη θέση της, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ως σημαντική χώρα δανειστής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε σε μια ριζική μεταβολή: στο πλαίσιο του πολεμικού προγράμματος δανεισμούεκμίσθωσης ( Lend-Lease program) οι ΗΠΑ έστειλαν σχεδόν 44 δις δολάρια σε αγαθά, σε υλικά και σε υπηρεσίες στους συμμάχους τους. Αμέσως μετά τον πόλεμο, ακολούθησε ένα πακέτο πρώτων βοηθειών ύψους 3 δις δολαρίων. Από το 1948, το Σχέδιο Μάρσαλ πρόσθεσε άλλα 13 δις δολάρια. Η Ευρώπη, που συγκλονίστηκε και που αποδυναμώθηκε σοβαρά, είχε απωλέσει τον ηγετικό ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία. Δεύτερον, μεταξύ του 1914 και των αρχών της δεκαετίας του ‘90 ο πλανήτης έγινε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μια ενιαία επιχειρησιακή μονάδα, πράγμα που δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το 1914. Πράγματι στο πεδίο των οικονομικών υποθέσεων, ολόκληρος ο πλανήτης αποτελεί τώρα την πρωταρχική επιχειρησιακή μονάδα, ενώ παλαιότερες μονάδες όπως οι «εθνικές οικονομίες», που προσδιορίζονταν από την πολιτική των εδαφικών κρατών, υφίστανται σήμερα τις περιπλοκές διεθνικών δραστηριοτήτων. Η οικοδόμηση του «παγκόσμιου χωριού» έχει μεταμορφώσει όχι μόνο ορισμένες οικονομικές και τεχνικές δραστηριότητες αλλά και σημαντικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής, κυρίως με την αφάνταστη επιτάχυνση των επικοινωνιών και των μεταφορών. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό γνώρισμα στα τέλη του 20ου αιώνα είναι ίσως η ένταση που υπάρχει ανάμεσα σ’αυτή την επιταχυνόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της ανικανότητας των δημόσιων θεσμών και της συλλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων να συμφιλιωθούν με αυτήν. Ο τρίτος μετασχηματισμός

είναι η αποσύνθεση των παλαιών προτύπων

ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων που έφερε μαζί της η απότομη ρήξη των δεσμών μεταξύ των γενεών με άλλα λόγια η ρήξη του παρελθόντος και του παρόντος. Κι αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής εκδοχής του καπιταλισμού (όχι Ιαπωνία, και ασιατικές χώρες), στις οποίες οι αξίες του απόλυτου α-κοινωνικού ατομικισμού ήταν κυρίαρχες. Μια τέτοια κοινωνία που αποτελείται από μια ασύνδετη συνάθροιση εγωκεντρικών ατόμων τα οποία επιδιώκουν μόνο την δική τους ικανοποίηση


10 (π.χ. κέρδος) υπήρχε πάντα ως υπόθεση στη θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας. Ήδη από την εποχή των επαναστάσεων

πολιτικοί παρατηρητές όλων των

πολιτικών αποχρώσεων προέβλεψαν τις συνέπειες της αποδιάρθρωσης των παλαιών κοινωνικών δεσμών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφεται ο επαναστατικός ρόλος του καπιταλισμού ως εξής: «Η αστική τάξη διέρρηξε τους ετερόκλητους φεουδαρχικούς δεσμούς που πρόσδεναν τον άνθρωπο με τους «φυσικά ανώτερους» του και δεν άφησε κανένα δεσμό μεταξύ ανθρώπου με άνθρωπο παρά το γυμνό ατομικό συμφέρον». Στην πράξη η νέα κοινωνία λειτούργησε όχι με την ολοσχερή καταστροφή όλων όσων κληρονόμησε από την παλαιά κοινωνία, αλλά προσαρμόζοντας επιλεκτικά την κληρονομιά του παρελθόντος προς ίδια χρήση. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την οικοδόμηση μιας βιομηχανικής κοινωνίας βασισμένης στην ιδιωτική επιχείρηση ήταν να συνδυαστεί με κίνητρα που δεν είχαν καμιά σχέση με τη λογική της ελεύθερης αγοράς όπως η αποχή από την άμεση απόλαυση, η ηθική της σκληρής εργασίας, το οικογενειακό καθήκον και οι οικογενειακοί δεσμοί εμπιστοσύνης. Κι όμως ο Μαρξ καθώς και όσοι άλλοι προφήτευσαν την αποσύνθεση των παλαιών αξιών και κοινωνικών σχέσεων είχαν δίκαιο. Αυτό συνέβαινε από τα μέσα του αιώνα και μετά, κάτω από την επίδραση της εκπληκτικής οικονομικής έκρηξης της χρυσής εποχής και στη συνέχεια συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Οι τάσεις αυτές εντοπίζονται και αλλού ενισχυμένες από τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνιών και θρησκειών καθώς επίσης και από την κατάρρευση των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».


11

Ι. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι και οι οικονομικές τους επιπτώσεις. Μέχρι το 1914 είχε περάσει ένας σχεδόν αιώνας σχεδόν χωρίς να ξεσπάσει κάποιος μεγάλος πόλεμος, με άλλα λόγια κάποιος πόλεμος στον οποίο να αναμιχθούν όλες οι μεγάλες δυνάμεις. (Οι κυριότεροι παίκτες στο διεθνές παιχνίδι την εποχή εκείνη ήταν η Βρετανία, η Γαλλία , η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η Πρωσία μετά το 1871 όταν ενώθηκε με τη Γερμανία και η Ιταλία μετά την ενοποίησή της, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία). Υπήρξε μόνο ένας μεγάλος πόλεμος στον οποίο ήρθαν αντιμέτωπες 3 από τις μεγάλες δυνάμεις, ο πόλεμος της Κριμαίας 1854-56. Επιπλέον οι περισσότεροι πόλεμοι ήταν σχετικά σύντομοι. Ο πλέον μακροχρόνιος είχε χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου (ΗΠΑ 1861-1865). Στην περίοδο 1871-1914 δεν υπήρξαν καθόλου πόλεμοι στην Ευρώπη. Όλα αυτά άλλαξαν το 1914. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις και στην πραγματικότητα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη με εξαίρεση την Ισπανία την Ολλανδία τις τρεις σκανδιναβικές χώρες και την Ελβετία. Επιπλέον συμμετείχαν στρατεύματα από υπερπόντιες χώρες, Καναδοί Αυστραλοί Νέο-Ζηλανδοί, Αμερικάνοι (ΗΠΑ), Ινδοί, Αφρικανοί, ακόμη και Κινέζοι. Εάν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς του παρελθόντος σηκωνόταν από τον τάφο του για να παρατηρήσει τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σίγουρα θα διερωτάτο γιατί λογικοί πολιτικοί δεν αποφάσισαν να διευθετήσουν να πράγματα ερχόμενοι σε κάποιο συμβιβασμό πριν καταστρέψουν τον κόσμο του 1914. Οι περισσότεροι μη επαναστατικοί πόλεμοι και μη ιδεολογικοί του παρελθόντος δε διεξήχθησαν μέχρι θανάτου ή ολοκληρωτικής εξάντλησης. Το 1914 δεν ήταν η ιδεολογία που χώριζε τους εμπολέμους, παρά μόνο στο βαθμό που ο πόλεμος έπρεπε να διεξαχθεί και από τις δύο πλευρές με την κινητοποίηση της κοινής γνώμης, δηλαδή ότι υπήρχε κάποια βαθιά πρόκληση απέναντι στις παραδεγμένες εθνικές αξίες, όπως η ρωσική βαρβαρότητα εναντίον της γερμανικής κουλτούρας, η γαλλική και βρετανική δημοκρατία εναντίον του γερμανικού απολυταρχισμού και τα παρόμοια.


12 Τότε γιατί οι ηγετικές δυνάμεις και των δύο πλευρών διεξήγαγαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σαν ένα πόλεμο που μόνο ολοκληρωτικά μπορούσε να χάσει κανείς ή να κερδίσει. Ο λόγος ήταν ότι ο πόλεμος αυτός, σε αντίθεση με προηγούμενους πολέμους που είχαν διεξαχθεί για περιορισμένους και συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους, διεξήχθη για απεριόριστους σκοπούς. Στην Ευρώπη της Αυτοκρατορίας, πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν. Η διεθνής πολιτική αντιπαλότητα ακολούθησε τα ίχνη της οικονομικής ανάπτυξης και του οικονομικού ανταγωνισμού, αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν ακριβώς το γεγονός ότι δεν είχε κανένα όριο. Τα φυσικά όρια της Standard oil ή της Deutshe Bank έφθαναν μέχρι τα όρια της οικουμένης ή μάλλον μέχρι τα όρια τους για επέκταση. Πιο συγκεκριμένα για τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές – τη Γερμανία και τη Βρετανία – μόνο ο ουρανός ήταν το όριο εφόσον η Γερμανία ήθελε να κατακτήσει τη παγκόσμια πολιτική και ναυτική θέση που κατείχε τότε η Βρετανία, θέτοντας αυτόματα τη Βρετανία που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, σε υποδεέστερη θέση. Ήταν μια κατάσταση όπου θα συνέβαινε είτε το ένα είτε το άλλο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η ίδια η Γερμανία Θα μπορούσε να περιμένει μέχρις ότου το αυξανόμενο μέγεθος και η ανωτερότητά της κατακτήσουν τη θέση που οι γερμανικές κυβερνήσεις ένιωθαν ότι άξιζε στη χώρα τους, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Πράγματι η κυρίαρχη θέση της Γερμανία που είχε ηττηθεί δύο φορές, ήταν, χωρίς να διεκδικεί ανεξάρτητη στρατιωτική ισχύ, πολύ πιο ισχυρή στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε σχέση με τις μιλιταριστικές διεκδικήσεις της πριν το 1945. Όμως ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι Γαλλία και Βρετανία αναγκάστηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να αποδεχθούν την υποβάθμισή τους σε δεύτερης κατηγορίας κράτη, όπως η Ο.Δ.Γ. αναγκάστηκε παράλληλα να αποδεχθεί, παρ’όλη την οικονομική της ισχύ, ότι η ανάδειξη της στη μεταπολεμική εποχή σε μοναδική παγκόσμια ανώτατη δύναμη παρέμενε πέρα από τις δυνατότητες της. Στιςς

αρχές

του

αιώνα,

στο

αποκορύφωμα

της

αυτοκρατορικής

και

ιμπεριαλιστικής εποχής, τόσο η διεκδίκηση της Γερμανίας για μια μοναδική παγκόσμια θέση όσο και η αντίσταση της Βρετανίας και της Γαλλίας που


13 αναμφισβήτητα παρέμεναν μεγάλες δυνάμεις, σ’ έναν ευρωκεντρικό κόσμο, ήταν ακόμη ανέπαφες. Έτσι στην πράξη, ο μόνος σκοπός του πολέμου ήταν η ολοκληρωτική νίκη: αυτό που στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έφτασε να αποκαλείται «παράδοση άνευ όρων». Επρόκειτο για ένα παράλογο και αυτοκαταστροφικό σκοπό που πράγματι κατάστρεψε νικητές και ηττημένους. Η Βρετανία μετά το 1918, δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια, επειδή η χώρα είχε καταστρέψει την οικονομία της διεξάγοντας ένα πόλεμο ο οποίος ουσιαστικά υπερέβαινε τις δυνάμεις της. Επιπλέον η ολοκληρωτική νίκη που επικυρώθηκε από μια τιμωρό ειρήνη, εκμηδένισε οποιεσδήποτε μικρές πιθανότητες υπήρχαν για αποκατάσταση ακόμα και κάποιας αμυδρής σταθερής φιλελεύθερης και σταθερής Ευρώπης. Εάν η Γερμανία δεν ενσωματωνόταν εκ νέου στην ευρωπαϊκή οικονομία , εάν δηλαδή δεν αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτό το οικονομικό της εκτόπισμα στη Ευρώπη, σταθερότητα δεν μπορούσε να υπάρξει. Ο επόμενος πόλεμος θα μπορούσε ίσως να είχε αποφευχθεί ή τουλάχιστο να αναβληθεί εάν η προπολεμική οικονομία κατάφερνε να αποκατασταθεί και πάλι σαν ένα παγκόσμιο σύστημα ευημερούσαν ανάπτυξης και επέκτασης. Ωστόσο, μετά από λίγα χρόνια, περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 όταν φάνηκε να έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στον πόλεμο και τη μεταπολεμική εποχή, η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στην πιο δραματική κρίση που είχε να γνωρίσει από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Η κρίση αυτή έφερε στην εξουσία στη Γερμανία και στην Ιαπωνία τις πολιτικές δυνάμεις του μιλιταρισμού και της άκρας δεξιάς που επεδίωξαν σκόπιμα την κατάργηση του status quo με σύγκρουση. Έτσι, ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος δεν ήταν μόνο προβλέψιμος αλλά η πρόβλεψή του έγινε θέμα ρουτίνας.

Πόλεμος και Οικονομία Ο σύγχρονος πόλεμος διεξάγεται με όπλα που απαιτούν τη διαφοροποίηση ολόκληρης

της

παραγωγικής

δομής

της

οικονομίας

και

τα

οποία

χρησιμοποιούνται σε υπέρογκες ποσότητες και ότι επίσης ο πόλεμος προξενεί τεράστιες καταστροφές και τελικά κυριαρχεί και μετασχηματίζει τη ζωή των χωρών που εμπλέκονται σ’αυτόν.


14 Όλα αυτά τα φαινόμενα ανήκουν στους πολέμους του 20ου αιώνα. Βέβαια υπήρχαν και στο παρελθόν πόλεμοι προπομποί των συγχρόνων ολοκληρωτικών πολέμων όπως η περίπτωση της Γαλλίας στην περίοδο της επανάστασης ή ο αμερικάνικος εμφύλιος, 1861-1865, στον οποίο ο αριθμός των νεκρών αντιστοιχεί με το συνολικό αριθμό των νεκρών όλων των μετέπειτα πολέμων

στους

οποίους

ενεπλάκησαν

οι

Ηνωμένες

Πολιτείες

συμπεριλαμβανομένων των δύο παγκοσμίων πολέμων, της Κορέας και του Βιετνάμ. Ωστόσο από το 1914 και μετά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πόλεμοι ήταν μαζικοί. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Βρετανία επιστράτευσε το 12,5 % των ανδρών της η Γερμανία το 14,4% και η Γαλλία το 17%. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ποσοστό ανήλθε στο 20%. Ένα τέτοιο επίπεδο μαζικής επιστράτευσης που διαρκεί για πολλά χρόνια δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο από μια σύγχρονη βιομηχανοποιημένη οικονομία υψηλής παραγωγικότητας και εναλλακτικά από μια οικονομία η οποία βρίσκεται στα χέρια των μη μαχίμων τμημάτων του πληθυσμού. Παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες δεν μπορούν συνήθως να επιστρατεύσουν μια τόσο υψηλή αναλογία του εργατικού τους δυναμικού παρά μόνο εποχιακά διότι υπάρχουν εποχές στο γεωργικό έτος όπου χρειάζονται όλα τα χέρια, (εποχή σοδειάς). Όμως ακόμη και στις βιομηχανικές κοινωνίες μια τέτοια μεγάλη επιστράτευση του ανθρώπινου δυναμικού δημιουργεί τρομερές πιέσεις στον τομέα του εργατικού δυναμικού, πράγμα που εξηγεί το γιατί οι μαζικοί πόλεμοι ενίσχυσαν και την ισχύ της συνδικαλισμένης εργασίας και προκάλεσαν επανάσταση στην απασχόληση των γυναικών έξω από το νοικοκυριό τους προσωρινά στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μόνιμα στο δεύτερο. Επίσης οι πόλεμοι του 20ου αιώνα ήταν μαζικοί με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν και κατέστρεψαν αδιανόητες μέχρι τότε ποσότητες στα πεδία των μαχών· εξ ου και η γερμανική φράση Materialschlacht δηλαδή μάχες υλικών. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με τον προηγούμενο αιώνα αναφέρουμε ότι ο Ναπολέων παρά το εξαιρετικά περιορισμένο βιομηχανικό δυναμικό της Γαλλίας, στάθηκε τυχερός διότι μπόρεσε να κερδίσει τη μάχη της Ιένα το 1806 και να καταστρέψει τις δυνάμεις της Πρωσίας ρίχνοντας περίπου 1500 βολές πυροβολικού.


15 Στην διάρκεια του Α παγκοσμίου πολέμου η Γαλλία έπρεπε να παράγει 200.000 οβίδες την ημέρα. Αποτέλεσμα των αναγκών σε στρατιωτικό υλικό ήταν η επανάσταση που σημειώθηκε στην εκμηχάνιση των εργοστασίων. Βέβαια υπήρχαν και η λιγότερο καταστροφική κατανάλωση. Έτσι στη διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου ο στρατός των ΗΠΑ παρήγγειλε πάνω από 519 εκατομμύρια ζευγάρια κάλτσες και πάνω από 219 εκατ. παντελόνια, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πιστές στη γραφειοκρατική παράδοση παρήγγειλαν 4,4 εκατ. ψαλίδια και 6,2 εκατ. σφραγίδες. Με άλλα λόγια ο μαζικός πόλεμος απαίτησε και μαζική παραγωγή. Αλλά η μαζική παραγωγή απαιτούσε επίσης οργάνωση και management. Από αυτή την άποψη ο ολοκληρωτικός πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο άνθρωπος η οποία έπρεπε συνειδητά να οργανωθεί και να διοικηθεί. Ήδη από τον 17ο αιώνα όταν οι κυβερνήσεις ανέλαβαν τη συντήρηση μονίμων στρατιωτικών δυνάμεων αντικαθιστώντας τους ιδιώτες επιχειρηματίες, στρατός και πόλεμος έγιναν συμπλέγματα οικονομικής δραστηριότητας πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό εξηγεί το γιατί από το τομέα αυτόν προέρχονταν οι ειδικότητες και οι διοικητικές ικανότητες που χρειάστηκαν οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν στη βιομηχανική εποχή όπως οι σιδηρόδρομοι. Επιπλέον, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις κατασκεύαζαν όπλα και πολεμικό υλικό, μολονότι στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε κάποιο είδος συμβιωτικής σχέσης μεταξύ κυβέρνησης και εξειδικευμένων εταιριών παραγωγής εξοπλισμών ιδιαίτερα στους τομείς υψηλής τεχνολογίας-όπως το πυροβολικό και το ναυτικόπράγμα που αποτέλεσε και τον προπομπό των «στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων». Ωστόσο η βασική παραδοχή στο διάστημα μεταξύ της Γαλλικής επανάστασης και του Α παγκοσμίου πολέμου ήταν ότι η οικονομία θα συνέχιζε να λειτουργεί στην περίοδο πολέμου όπως είχε λειτουργήσει στην ειρηνική περίοδο (δηλαδή χωρίς αλλαγή) αν και ορισμένες βιομηχανίες όπως η βιομηχανία ενδυμάτων θα επηρεάζονταν από τον πόλεμο. Ένα από τα κύρια πρόβλημα των κυβερνήσεων ήταν δημοσιονομικό, δηλαδή πως θα χρηματοδοτούσαν τον πόλεμο. Θα έπρεπε να γίνει με σύναψη δανείων και με επιβολή φορολογίας (κυκλοφορία πληθωριστικού χρήματος) Παράδειγμα


16 αναγκαστικού δανεισμού αποτελεί και η διχοτόμηση της δραχμής τον Μάρτιο του 1922.. Κατά συνέπεια διευθύνοντες της πολεμικής οικονομίας θεωρήθηκαν τα Υπουργεία Οικονομικών. Όμως η διεξαγωγή πολέμου σε σύγχρονη κλίμακα σημαίνει όχι μόνο υπολογισμό του κόστους αλλά και ικανότητα διεύθυνσης, διαχείρισης και σχεδιασμού της παραγωγής και τελικά ολόκληρης της οικονομίας. Οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας και τον σχεδιασμό και την κατανομή των πόρων (διαφορετικό από την κατανομή μέσω των συνηθισμένων οικονομικών μηχανισμών). Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβιετικές ιδέες περί σχεδιασμού άντλησαν την αρχική τους έμπνευση και σε κάποιο βαθμό βασίστηκαν σε όσα οι μπολσεβίκοι γνώριζαν για τη γερμανική σχεδιασμένη πολεμική οικονομία της περιόδου 1914-1915. Τα γερμανικά πειράματα του κρατικού ελέγχου της πολεμικής οικονομίας έγιναν ένα είδος προτύπου για όλες τις εμπόλεμες χώρες περιλαμβανομένης και τις Μεγάλης Βρετανίας. Οι κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες είχαν σημαντική προϊστορία από το τέλος του 19ου αιώνα, έπαιξαν διαδοχικά έναν ολοένα πιο σημαντικό ρόλο, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατά τη διάρκεια των πολεμικών προπαρασκευών στο δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας και, τέλος κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολεμική οικονομία ανέδειξε καθαρά μια νέα δυνατότητα της αντιμετώπισης των τεράστιων οικονομικών στόχων με τις χώρες να πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειες τους 1.

Πόλεμος και Τεχνολογία Ένα άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο ο ολοκληρωτικός πόλεμος προώθησε την τεχνολογία και την παραγωγή. Ή για να θέσουμε την ερώτηση διαφορετικά προώθησε ή επιβράδυνε την οικονομική ανάπτυξη. Καταρχάς είναι σαφές ότι προώθησε την τεχνολογία εφόσον η σύγκρουση των εμπολέμων προηγμένων κρατών δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση κρατών αλλά και μια σύγκρουση ανταγωνιζόμενων τεχνολογιών στην προσπάθεια εξοπλισμού των στρατών με αποτελεσματικά όπλα και άλλες ουσιαστικές υπηρεσίες. 1

Διαβάστε από τον Berend το υποκεφάλαιο «Η κρίσιμη καμπή: η πολεμική οικονομία, 1914-18, το

μεταπολεμικό χάος και η αγωνία της ελεύθερης οικονομίας,σ.84-95


17 Έτσι ο πόλεμος αποτέλεσε μηχανισμό για την επιτάχυνση της τεχνικής προόδου επωμιζόμενος το κόστος ανάπτυξης της τεχνολογικής καινοτομίας το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι ουδείς θα αναλάμβανε στη βάση οποιουδήποτε κόστουςωφέλειας εν καιρώ ειρήνης ή το οποίο θα αναλαμβανόταν με βραδύτερους ρυθμούς και περισσότερη διστακτικότητα. Από την άλλη ο πόλεμος προώθησε την αύξηση των οικονομικών μεγεθών; Σαφώς όχι. Οι απώλειες παραγωγικών πόρων ήταν βαριές, εκτός από τη μείωση του εργατικού δυναμικού. Ό,τι απέμεινε στο τέλος δεν ήταν παρά μια τεράστια και μη προσαρμόσιμη βιομηχανία εξοπλισμών. Οι κάτοικοι της Βρετανίας και της Γαλλίας που επέζησαν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πιο υγιείς αν και φτωχότεροι σε σχέση με την περίοδο πριν τον πόλεμο ενώ αυξήθηκε το πραγματικό εισόδημα των εργατών. Οι Γερμανοί ήταν πιο πεινασμένοι, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργατών έπεσαν. Στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο ο φόρος αίματος των στρατιωτών και των πολιτών, που συνδυάστηκε με μια μείωση του ρυθμού γεννήσεων, άφησε την Ευρώπη (χωρίς τη Ρωσία) με ένα πληθυσμιακό έλλειμμα των 22-24 εκατ. Άλλα 7 εκατομμύρια έγιναν μόνιμα ανάπηροι. Η Ρωσία έχασε σχεδόν 16 εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη διάρκεια του πολέμου, της επανάστασης και του εμφυλίου, και υπέστη ένα έλλειμμα γεννήσεων περίπου 10 εκατ. Μεταξύ 1914 και 1921 εξαιτίας της πτώσης του ρυθμού των γεννήσεων και της επιδημίας της «ισπανικής» γρίπης 2 η Ευρώπη έχασε 50-60 εκατομμύρια ανθρώπους. Από την άλλη μεριά και οι δυο πόλεμοι ήταν εξαιρετικά επωφελείς για την οικονομία των ΗΠΑ. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που πέτυχαν και στους δύο πολέμους ήταν εκπληκτικοί. Οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι γεωγραφικά ήταν μακριά από τα θέατρα του πολέμου, όντας ταυτόχρονα και το κυριότερο οπλοστάσιο των συμμάχων τους, καθώς και από το γεγονός ότι η οικονομίας τους είχε την ικανότητα να οργανώνει την επέκταση της παραγωγής πιο αποτελεσματικά σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη. Η πιο διαρκής όμως επίπτωση και των δύο παγκοσμίων πολέμων ήταν ότι έδωσε στην οικονομία των ΗΠΑ μια παγκόσμια πρωτοκαθεδρία καθ’όλη τη διάρκεια 2

Η πανδημία ισπανικής γρίπης του 1918-19 θεωρείται ότι ήταν η χειρότερη στη σύγχρονη ιστορία.

Είχε σκοτώσει περίπου 21 εκατομμύρια ανθρώπους και είχε προσβάλει περίπου το 40% του πλανήτη.


18 του Σύντομου Εικοστού

Αιώνα. Ήδη το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη

βιομηχανική οικονομία, όχι όμως ακόμα η κυρίαρχη. Οι πόλεμοι μετέβαλαν την οικονομική τους κατάσταση ενισχύοντας τους ενώ παράλληλα εξασθένησαν τους αντιπάλους τους.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του Α Παγκοσμίου Πολέμου και οι αλλαγές στις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες. Η βασική οικονομική συνέπεια του Α Παγκοσμίου πολέμου είναι οι αλλαγές που επέφερε στις καπιταλιστικές ισορροπίες, αλλαγές που γίνουν ακόμη πιο ορατές με τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Ήδη από το 1919 δεν μπορούμε να μιλάμε για μια Δ. Ευρώπη που κυριαρχεί οικονομικά και πολιτικά στον υπόλοιπο κόσμο. Το καινούργιο στοιχείο είναι η επιβεβαίωση της υπεροχής της αμερικάνικης οικονομίας. Οι ΗΠΑ αποτέλεσαν τους βασικούς προμηθευτές της Ευρώπης στην διάρκεια του πολέμου. Οι συγκρούσεις δεν άγγιξαν το έδαφός της. Οι παραγωγικές της δυνατότητες κατά την διάρκεια του πολέμου αυξήθηκαν σημαντικά. Κυρίως όμως αναδείχθηκαν στους σημαντικότερους πιστωτές της Ευρώπης και κατά συνέπεια ολόκληρου του κόσμου. Η κυβέρνηση και οι τράπεζες των ΗΠΑ δάνεισαν χρήματα στους πελάτες τους και συμμάχους και τους βοήθησαν έτσι να ανταπεξέλθουν στις δαπάνες του πολέμου. Οι χρηματικές ροές από τις ΗΠΑ

συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο και

βοήθησαν την Ευρώπη να ανοικοδομηθεί μετά τις καταστροφές του πολέμου. Έτσι οι ΗΠΑ από οφειλέτες της Ευρώπης μεταβλήθηκαν σε πιστωτές της. Όπως αναφέρει και ο Γάλλος οικονομολόγος A. Siegfried «Οι τραπεζίτες της Νέας Υόρκης έχουν πλέον συμφέροντα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Παντού ελέγχουν τις επιχειρήσεις κρατούν στο έλεος τους τις κυβερνήσεις τις οποίες με μια τους κίνηση μπορούν να οδηγήσουν στην χρεοκοπία. Απέναντι στην γηραιά ήπειρο ο Αμερικάνος τραπεζίτης βρίσκεται στη θέση του πλούσιου που βοηθάει ένα φτωχό. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι όλα επιτρέπονται στην Αμερική. Η Αμερική αν θέλει μπορεί να βοηθήσει τις κυβερνήσεις με τους όρους που αυτή υπαγορεύει να τις ελέγξει και τέλος να τις κρίνει από μια ανώτερη ηθική σκοπιά... Έτσι γεννιέται ένας ιμπεριαλισμός καινοφανής και διακριτικός (εκλεπτυσμένος)».


19 Στην πραγματικότητα ο αμερικάνικος επεκτατισμός όπως αναπτύχθηκε την περίοδο 1920-1930 και από το 1945 και μετά δεν έχει τίποτα το καινούργιο ούτε το εκλεπτυσμένο εκτός ίσως από το ότι κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου δεν χαρακτηρίζεται από «δυναμικές παρεμβάσεις» για την διαφύλαξη των συμφερόντων του. Ο αμερικανικός επεκτατισμός την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται από την «διπλωματία του δολαρίου». Ωστόσο η οικονομική θέση των ΗΠΑ την περίοδο του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από κάτι το μοναδικό για τα χρονικά της οικονομικής ιστορίας. Η χώρα αυτή συνεχίζει να έχει ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο ενώ στο εξής έχει ένα θετικό ισοζύγιο αδήλων πόρων που προέρχεται από τον επαναπατρισμό των τόκων που αποδίδουν οι τοποθετήσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό καθώς και από την αλματώδη ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας. Κατά συνέπεια το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πλεονασματικό. Όμως οι χρεώστες των ΗΠΑ και ιδιαίτερα η Ευρώπη αδυνατούν να πληρώνουν κανονικά τα οφειλόμενα τοκοχρεολύσια. Η αιτία οφείλεται στην αδυναμία τους να προμηθευτούν δολάρια μέσο του εμπορίου αφ’ ενός στους υψηλούς προστατευτικούς δασμούς που ισχύουν στις ΗΠΑ και αφ ετέρου στο γεγονός ότι σε γενικές γραμμές η Ευρώπη αγοράζει από την Αμερική περισσότερα από ότι της πουλάει. Αυτή είναι η βάση της περίφημης ένδειας δολαρίων (dollar-gap) που εμφανίστηκε στις παγκόσμιες ανταλλαγές από την δεκαετία του 1920. Υπάρχει έλλειψη δολαρίων από τους χρεώστες των ΗΠΑ άρα αδυναμία αποπληρωμής των χρεών. Η μόνη διέξοδος είναι οι ΗΠΑ να εξακολουθήσουν να εξάγουν κεφάλαια και να δανείζουν δολάρια τον Κόσμο για να μπορεί ο Κόσμος να ξεπληρώνει να χρέη του προς τις ΗΠΑ. Αυτή είναι ακριβώς η κατάσταση της δεκαετίας του 1920 αλλά και της περιόδου που ακολούθησε τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. (Σχέδιο Marshall 1948-1952). Εδώ ακριβώς φαίνεται η σημαντική διαφορά μεταξύ της κυρίαρχης θέσης που είχαν οι ΗΠΑ μετά τον πόλεμο του 1914-18 και της κυρίαρχης θέσης που είχε η Αγγλία από τα μισά του 19ου αιώνα. Η Αγγλία μέσω του δόγματος του ελεύθερου εμπορίου είχε ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Άρα επέτρεπε στους χρεώστες της του εξωτερικού (στους οποίους ήταν και ο τραπεζίτης) να προμηθεύονται μέσω του εμπορίου τις


20 απαραίτητες, για την αποπληρωμή των χρεών τους, λίρες στερλίνες. Έτσι η αναμφισβήτητη βρετανική κυριαρχία συνυπήρχε με κάποια διεθνή οικονομική ισορροπία. Στην περίπτωση της αμερικάνικης κυριαρχίας του 20ου αιώνα δεν υπάρχει ισορροπία. Οι ΗΠΑ πουλάνε τα πάντα ακόμη και το χρήμα που χρειάζεται για να τις πληρώσουν. Η οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ στην δεκαετία του 1920 προοιωνίζει και την κυρίαρχη θέση που θα αποκτούσε στο νομισματικό επίπεδο μετά το 1945. Το δολάριο από το 1914 μέχρι την άνοιξη του 1933 παραμένει το μοναδικό νόμισμα που παραμένει συνεχώς μετατρέψιμο σε χρυσό. (Η λίρα στερλίνα δεν θα επιστρέψει στο καθεστώς της μετατρεψιμότητας παρά τον Μάιο του 1925). Κάτω από αυτές τις συνθήκες το δολάριο ανταγωνίζεται την Λίρα ως «παγκόσμιο νόμισμα», «διεθνές νομισματικό διαθέσιμο» στο πλαίσιο του «κανόνα συναλλάγματος χρυσού» που ίσχυσε μεταξύ 1922 και 1931-33. Έτσι το δολάριο όπως και η λίρα αποκτά λειτουργίες τόσο «εσωτερικού» όσο και «εξωτερικού» νομίσματος.


21

ΙΙ. Ο μεσοπόλεμος και η κρίση του 1929. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ερήμωσε κυρίως την Ευρώπη. Η παγκόσμια επανάσταση που ακολούθησε απλώθηκε από το Μεξικό μέχρι την Κίνα και τα κινήματα για την απελευθέρωση από τον αποικιοκρατικό ζυγό από τις χώρες Maghreb έως την Ινδονησία. Ωστόσο υπήρχαν περιοχές στον πλανήτη μας, στις ΗΠΑ ή σε μεγάλες περιοχές της αποικιακής Αφρικής όπου οι πολίτες ήταν μακριά από όλα αυτά. Όμως η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε παγκόσμιο χαρακτήρα και επηρέασε το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ήταν ενσωματωθεί στο καπιταλιστικό σύστημα. Η μεγάλη κρίση των χρόνων του '30 υπήρξε σαν την πανούκλα,. Ελάχιστες ήταν οι χώρες ή οι κοινωνικές ομάδες που γλίτωσαν. Η καταστροφή άλλωστε δεν ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, τον νέο βιομηχανικό γίγαντα της εποχής ένα γίγαντα που οι προοπτικές ανάπτυξής του φαίνονταν απεριόριστες. Η κατάρρευση ήταν κατ'αρχήν μία υπόθεση αριθμών και ειδικών: έτσι το μεγάλο κοινό θεωρούσε αρχικά το χρηματιστηριακό κραχ της Ν.Υ. κάτι αρκετά μακρινό, ακόμα και αν οι αυτοκτονίες των κατεστραμμένων κερδοσκόπων, που ρίχνονταν από τα παράθυρα των κτηρίων του Μανχάταν, γέμιζαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ενόσω πολλαπλασιάζονταν οι πτωχεύσεις οι απολύσεις, ο νομισματικός και χρηματοδοτικός πανικός αλλά και οι κρατικές χρεοκοπίες, το προσκήνιο παρέμενε κατειλημμένο από τους ειδικούς της κυβέρνησης και τις διπλωματικές συναντήσεις. Σιγά – σιγά όμως επιβλήθηκε μία άλλη πραγματικότητα: Οι βραζιλιάνικές ατμομηχανές έκαιγαν τον καφέ που δεν μπορούσαν να πουλήσουν ούτε καν σε εξευτελιστικές τιμές, τα αποθέματα συσσωρεύονταν οι επιχειρήσεις έκλειναν τις πόρτες τους: εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν ξαφνικά χωρίς δουλειά, με άλλα λόγια δίχως πόρους και αξιοπρέπεια δίχως κοινωνική ασφάλιση, ανίκανοι να πληρώσουν το νοίκι τους, δίχως άλλη ελπίδα εκτός από τις δωρεάν διανομές τροφίμων και σκεπασμάτων, εξωθημένοι στο περιθώριο και στη ζητιανιά.


22 Είναι αδύνατο να καταλάβουμε τον κόσμο στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αν δεν κατανοήσουμε την επίδραση της οικονομικής κατάρρευσης. Χωρίς την κατάρρευση αυτή ασφαλώς δεν θα υπήρχε Χίτλερ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα υπήρχε Ρούσβελτ. Είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο ότι το σοβιετικό σύστημα θα εκλαμβανόταν σαν σοβαρός οικονομικός αντίπαλος και εναλλακτική λύση απέναντι στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο αναλυτικά: Οι λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ουδέποτε είναι ομαλές και οι οικονομικές διακυμάνσεις που συχνά είναι πολύ σοβαρές αποτελούν συστατικά μέρη του συστήματος. Από τον 19ο αιώνα κιόλας οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον αποκαλούμενο "κύκλο εμπορίου" δηλαδή της έξαρσης και της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές, κάθε επτά με έντεκα χρόνια. Οι κύκλοι αυτοί που γίνονταν αποδεκτοί όπως οι γεωργοί αποδέχονταν τις διακυμάνσεις των καιρικών συνθηκών , μπορούσαν να οδηγήσουν σε απροσδόκητα κέρδη ή στη χρεοκοπία άτομα ή βιομηχανίες. Το καινούργιο στοιχείο της νέας ύφεσης ήταν ότι για πρώτη και προς το παρόν για μοναδική φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, φάνηκε να κινδυνεύει το ίδιο το σύστημα. Επιχειρηματίες και κυβερνήσεις περίμεναν αρχικά ότι μετά τις πρόσκαιρες διαταράξεις που επέφερε ο παγκόσμιος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομία θα επανερχόταν κατά κάποιο τρόπο στην πριν από το 1914 belle époque. Μετά από μερικούς μήνες οικονομικής ευφορίας που ακολούθησαν την λήξη του πολέμου, ξεσπάει το 1920-1921 μια σύντομη αλλά εξαιρετικά βίαιη οικονομική κρίση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης υπερπαραγωγής. Το γεγονός αυτό υπονόμευσε την ισχύ των εργατικών συνδικάτων, που είχαν ενισχυθεί στην διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερα στα χρόνια που ακολούθησαν τα εργατικά συνδικάτα έχασαν το 50% των μελών τους ενώ η ανεργία αυξανόταν (π.χ.) Βρετανία). Μετά το 1924 υπήρξε μια περίοδος όπου όλα έδειχναν ότι ο κόσμός επέστρεφε στην οικονομική ομαλότητα. Πράγματι εμφανίστηκε μια τάση αύξησης των οικονομικών μεγεθών. Θα ήταν υπερβολικό να μιλά κανείς για boom μεταξύ 1925 και 1929: η ανάπτυξη ωστόσο στις περισσότερες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου ήταν εκπληκτική.


23 (Υπήρξαν βέβαια ορισμένες υποχωρήσεις το 1926 για τη Γερμανία και τη Βρετανία, το 1927 για τις ΗΠΑ). Η αμερικάνικη περίπτωση είναι συμβολική μιας νέας εποχής: Η ετήσια παραγωγή αυτοκίνητων τετραπλασιάζεται στο διάστημα 1919-1929, (Φορντισμός): μεγάλη ήταν άλλωστε και η διάδοση του ραδιοφώνου των δίσκων αλλά και του πετρελαίου και του καουτσούκ. Νέες δυνατότητες ανοίγονταν για την κατανάλωση boom στις κατασκευές. Ωστόσο η οικονομική ευημερία δεν άγγιξε στον ίδιο βαθμό όλα τα βιομηχανικά κράτη. Βέλγιο και Γαλλία γνωρίζουν ισχυρή ανάπτυξη, ενώ η Μεγάλη Βρετανία, μετά τις αποπληθωριστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν στην οικονομία της, ως συνέπεια της επιστροφής στον κανόνα χρυσού, δεν συμμετείχε καθόλου στην πρόσκαιρη ανάπτυξη. Επίσης υποφέρει από υψηλά ποσοστά ανεργίας. Ο υπόλοιπός κόσμος εμφανίζει εξαιρετικά άνισες επιδόσεις έως και στασιμότητα. Όμως μέσα στη γενική ευφορία υπήρχαν κάποια στοιχεία τα οποία προειδοποιούσαν για την επερχόμενη οικονομική θύελλα. Από μια άποψη η παγκόσμια οικονομία δε σημείωνε καμιά επέκταση. Στο μεσοπόλεμο η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σταμάτησε να προχωρεί. Περιορισμός της μετανάστευσης Στα προπολεμικά χρόνια σημειώθηκε το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα στην ιστορία. .

Όμως στις αρχές της

δεκαετίας του '20 οι χώρες που άλλοτε

αποτελούσαν τις δικλείδες δημογραφικής ασφαλείας για τον πλεονάζοντα πληθυσμό της Ευρώπης όπως ήταν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότια Αμερική άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα τους στους μετανάστες. Όμως η τραγική ροή των προσφύγων μετά των πόλεμο και μετά την επανάσταση που μετριέται σε εκατομμύρια θα έπρεπε να οδηγήσει σε αύξηση της μετανάστευσης. Έτσι η ελάττωση των πληθυσμιακών εκροών σε συνδυασμό με το αυξανόμενο προσφυγικό ρεύμα να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό δημογραφικό μείγμα και η Ευρώπη επρόκειτο να υποστεί τις συνέπειες.

Διεθνές Εμπόριο Το διεθνές εμπόριο εμφανίζει στασιμότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 ήταν λίγο ψηλότερα από το επίπεδο όπου βρισκόταν το 1913 για να ξαναπέσει στη


24 διάρκεια της μεγάλης ύφεσης και να βρεθεί πάλι στα επίπεδα των παραμονών του παγκοσμίου πολέμου το 1948. Αυτά όταν στην περίοδο 1890-1913 είχε υπερδιπλασιαστεί, ενώ στο διάστημα 1948-1971 θα πενταπλασιάζοταν. Η στασιμότητα αυτή προκαλεί έκπληξη, αν θυμηθούμε ότι ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε σημαντικό αριθμό νέων κρατών τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Μόλις επαναχαράχθηκαν τα σύνορα στην Ευρώπη, τριάντα οκτώ ανεξάρτητες οικονομικές μονάδες, αντικατέστησαν τις είκοσι έξι προπολεμικές, και τέθηκαν σε κυκλοφορία είκοσι επτά νομίσματα έναντι των δεκατεσσάρων προπολεμικών. Τόσα πιο πολλά χιλιόμετρα κρατικών συνόρων θα μας οδηγούσαν να αναμένουμε μια αυτόματη αύξηση του διακρατικού εμπορίου καθώς οι εμπορικές συναλλαγές που γίνονταν εντός της ίδιας της χώρας (π.χ.) της Αυστρο-ουγγαρίας) δεν καταγράφονταν ως διεθνείς. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ακόμη και η διεθνής κίνηση των κεφαλαίων περιορίστηκε δραματικά. Μεταξύ 1927 και 1933, ο διεθνής δανεισμός μειώθηκε σε ποσοστό πάνω του 90%. Πως εξηγείται η στασιμότητα αυτή; Όλα σχεδόν τα κράτη στράφηκαν στον οικονομικό εθνικισμό. Η αυτάρκεια, βασισμένη στην απαγόρευση των εισαγωγών και της υποκατάστασής τους με τα εγχώρια προϊόντα, έγινε η ιδεώδης κατάσταση. Τα δασμολόγια, οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές, οι άδειες για εξωτερικό εμπόριο και άλλα περιοριστικά μέτρα συνέχιζαν να εφαρμόζονται μετά τον πόλεμο. 3 Οι ΗΠΑ η μεγαλύτερη εθνική οικονομία του κόσμου έφταναν ουσιαστικά στα όρια της αυτάρκεια, εκτός από την προμήθεια λίγων πρώτων υλών. Όμως οι ΗΠΑ ουδέποτε ήταν εξαρτημένες από το παγκόσμιο εμπόριο. Ωστόσο, ακόμη και χώρες με μεγάλες εμπορικές συναλλαγές, όπως η Βρετανία και τα Σκανδιναβικά κράτη έδειξαν την ίδια τάση. Κάθε κράτος τώρα έκανε ό,τι μπορούσε για να προστατεύσει την οικονομία του έναντι των εξωτερικών απειλών.

Νομισματικές ασθένειες και χρυσός κανόνας (δεκαετία 1920). Αναγκαία προϋπόθεση για την αναθέρμανση των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν η επιστροφή στο σταθερό νομισματικό σύστημα του παρελθόντος που βασιζόταν στον κανόνα χρυσού και στην υγιή χρηματοδότηση. Το σύστημα αυτό είχε καταρρεύσει στη διάρκεια του πολέμου. 3

Διαβάστε Berend, σ.102-103


25 Η υποτίμηση των νομισμάτων τον 20ο αιώνα ακολούθησε την κατάργηση, από το 1914, της ελεύθερης μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων. Με την λήξη του Α παγκοσμίου πολέμου (1918) το δολάριο παρέμενε το μόνο νόμισμα που ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό. Η επιστροφή στην κανονικότητα σηματοδοτήθηκε από την σταθεροποίηση των νομισμάτων και την αποκατάσταση του κανόνα χρυσού είτε με τη μορφή του κανόνα αποθέματος χρυσού είτε με τη μορφή του κανόνα συναλλάγματος χρυσού. Την περίοδο 1923-1926 δεκάξι χώρες σταθεροποίησαν το νόμισμά τους και ακολούθησαν άλλες τέσσερις (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα την περίοδο 1927-1928. Η λίρα Αγγλίας επέστρεψε στο καθεστώς της ελεύθερης μετατρεψιμότητας το 1925. Ακολούθησαν η ιταλική λίρα 1927, και το γαλλικό φράγκο 1928 αφού όμως προηγήθηκε μια σημαντική υποτίμηση της αξίας τους. Ωστόσο αυτή η μετατρεψιμότητα παρέμενε αρκετά θεωρητική. Δεν είχαμε να κάνουμε με τον κανόνα κυκλοφορίας χρυσού που ίσχυε πριν από το 1914, αλλά με τον κανόνα αποθέματος χρυσού. Τα τραπεζογραμμάτια ήταν μετατρέψιμα από ένα ορισμένο ποσό και πάνω και μάλιστα σε ράβδους χρυσού. Τα κράτη της υπόλοιπης Ευρώπης που δεν διέθεταν αποθέματα χρυσού εφάρμοσαν τον κανόνα συναλλάγματος χρυσού (Διεθνής διάσκεψη Γένοβας 1922). Τα χαρτονομίσματά τους ήταν μετατρέψιμα σε συνάλλαγμα άλλων χωρών που ακολουθούσαν τον χρυσό κανόνα (λίρα Αγγλίας, δολάριο). Οι χώρες αυτές δανείζονταν το απαιτούμενο συνάλλαγμα από την Αγγλία και τις ΗΠΑ με την υποχρέωση να το τοποθετούν βραχυπρόθεσμα στις χρηματιστηριακές αγορές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης. Το σύστημα αυτό επέτρεπε στο Λονδίνο και την Ν. Υόρκη αφ' ενός να διατηρούν τα αποθέματα τους σε χρυσό και αφετέρου να συσσωρεύουν τον παγκόσμιο χρυσό στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών τους. Με άλλα λόγια ο κανόνας συναλλάγματος χρυσού αποτελούσε ένα μέσο κυριαρχίας των μεγάλων κρατών της δύσης απέναντι στις μικρές χώρες, ένα είδος καλυμμένου ιμπεριαλισμού. Το σύστημα αυτό δεν επρόκειτο να διατηρηθεί για πολύ. Με την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης όλες οι χώρες αρχίζουν να εγκαταλείπουν το καθεστώς της ελεύθερης μετατρεψιμότητας.


26

Πληθωρισμός υποτίμηση νομισμάτων Ωστόσο στην ζώνη της ήττας και της επανάστασης από τη Γερμανία στη Δύση μέχρι τη Σοβιετική Ένωση στην Ανατολή σημειώθηκε θεαματική κατάρρευση του νομισματικού συστήματος που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή που συνέβη σε μέρος του μετά-κομμουνιστικού κόσμου μετά το 1989. Στην ακραία περίπτωση της Γερμανίας το 1923, η νομισματική μονάδα μειώθηκε στο εκατομμυριοστό του εκατομμυρίου της αξίας που είχε το 1913, στην πράξη η αξία του χρήματος εκμηδενίστηκε. Τον Νοέμβριο του 1923 ένα δολάριο αντιστοιχούσε στο αστρονομικό ποσό των 4,2

δισεκατομμυρίων

μάρκων.

Τριάντα

χαρτοποιεία,

150

εκτυπωτικές

επιχειρήσεις και 2.000 εκτυπωτικές μηχανές λειτουργούσαν επί 24ώρου βάσεως για να τυπώνουν χαρτονομίσματα χωρίς καμία ανταλλακτική αξία. Η χώρα στράφηκε στον αντιπραγματισμό: η τιμή για ένα κούρεμα ήταν 4 αβγά και μια κηδεία πρώτης τάξεων κόστιζε 40 αβγά. Όταν ο μεγάλος πληθωρισμός τελείωσε το 1922-23, ουσιαστικά με την απόφαση των

κυβερνήσεων

να

σταματήσουν

να

εκτυπώνουν

χαρτονόμισμα

σε

απεριόριστες ποσότητες και να αλλάξουν το νόμισμα οι μεσαίες και κατώτερες μεσαίες τάξεις στην Γερμανία, που είχαν βασιστεί σε καθορισμένα εισοδήματα και αποταμιεύσεις υπέστησαν κυριολεκτικό αφανισμό. Το γεγονός αυτό προετοίμασε το έδαφος για το φασισμό. (Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις ουδέποτε έχασαν τον έλεγχο του πληθωρισμού παρόλο που το επίπεδό του ήταν εξαιρετικά υψηλό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μηχανισμοί οι οποίοι θα κάνουν τον πληθυσμό να συνηθίσει σε μακρές περιόδους παθολογικού πληθωρισμού ( δηλαδή μηχανισμοί που θα συνδέουν τους μισθούς και τα άλλα εισοδήματα με το επίπεδο των τιμών) ανακαλύφθηκαν ουσιαστικά μετά το 1960. Συνοπτικά, οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις εξαφανίστηκαν εντελώς, δημιουργώντας έτσι ένα σχεδόν κενό κεφαλαίων κίνησης για τις επιχειρήσεις, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι η γερμανική οικονομία στηρίχτηκε σε ξένα δάνεια τα επόμενα χρόνια. Και αυτό την έκανε ευάλωτη όταν ήρθε η Ύφεση.


27

Κρίση στον πρωτογενή τομέα Για τους παραγωγούς πρώτων υλών και τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα των κτηματιών παραγωγών της Βόρειας Αμερικής ( ΗΠΑ, Καναδά,) αλλά και της Νότιας Αμερικής (Αργεντινή) τα πράγματα ήταν δύσκολα επειδή οι τιμές των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, μετά από μια σύντομη ανάκαμψη άρχισαν και πάλι να πέφτουν. Οπωσδήποτε η δεκαετία του 1920 δεν ήταν η χρυσή εποχή για τα αγροκτήματα των ΗΠΑ. Μετά τα χρυσά χρόνια 1914-1920 για τις χώρες που γλίτωσαν από την παγκόσμια σύρραξη η επέκταση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβαδίζει με ουσιώδεις τεχνικές προόδους. Από τη στιγμή όμως που η ζήτηση δεν ακολουθεί την ίδια πορεία οι τιμές πέφτουν και τα αποθέματα σωρεύονται. έφτασε μάλιστα να γίνεται λόγος για πραγματική ύφεση κατά την δεκαετία του '20 με συνέπεια μεγάλες δυσχέρειες πίστωσης για τους υπερχρεωμένους αγρότες. Η αγροτική υπερπαραγωγή ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Κατά συνέπεια, η συνδυασμένη μέση τιμή των βασικών αγροτικών προϊόντων μειώθηκε περίπου κατά 30%. Οι αγρότες απ’ όλο τον κόσμο αντέδρασαν αυξάνοντας παραιτέρω την παραγωγή για να αντισταθμίσουν τη μείωση της τιμής. Η παγκόσμια παραγωγή των βασικών αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε 30-80% κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1920. Έτσι η συνεχής κρίση του αγροτικού τομέα έρχεται σε αντίθεση με την ευημερία που εμφανίζουν ορισμένοι τομείς της βιομηχανίας. Οι οικονομολόγοι χαρακτηρίζουν το φαινόμενο αυτό ως "φαινόμενο της ψαλίδας", (Οι βιομηχανικές τιμές ανεβαίνουν ενώ οι αγροτικές τιμές ανεβαίνουν λιγότερο ή ακόμη και μειώνονται).

Εν κατακλείδι οι αγρότες -πωλητές

γεωργικών προϊόντων και αγοραστές βιομηχανικών- είναι τα θύματα του χάσματος που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δύο τομείς και το οποίο διευρύνεται συνεχώς.

Ανεργία Επιπλέον η ανεργία στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης παρέμεινε σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την προ του 1914 εποχή. Ακόμα και στα

χρόνια της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας της

δεκαετίας του '20 (1924-1929) ανεργία κυμαίνονταν κατά μέσο όρο μεταξύ 10% και 12% στη Βρετανία στη Γερμανία και τη Σουηδία και δεν έπεσε κάτω από το


28 17% με 18% στη Δανία και τη Νορβηγία. Η ανεργία πλήττει ειδικότερα στους παραδοσιακούς κλάδους της βιομηχανίας όπως η σιδηρουργία, τα ανθρακωρυχεία και η βαμβακουργία. Μόνο στις ΗΠΑ, με ανεργία κατά μέσο όρο 4%, η οικονομία βρισκόταν σε πλήρη κίνηση. Η βασικότερη αιτία της ανεργίας, τουλάχιστον στη μικρή διάρκεια, ήταν η τεχνολογική πρόοδος που επέφερε και την ορθολογικοποίηση της οργάνωσης της εργασίας. Η κρίση στον πρωτογενή τομέα και η ανεργία επισημαίνουν τις σοβαρές αδυναμίες που υπήρχαν στην οικονομία.

Η διεθνής ροή κεφαλαίων και ο διεθνής Δανεισμός Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας τροφοδότησαν οι τεράστιες ροές διεθνούς κεφαλαίου (κυρίως υπό τη μορφή διεθνών δανείων)

που σε εκείνα τα χρόνια διαπερνούσαν τα

σύνορα του βιομηχανικού κόσμου ιδιαίτερα δε προς τη Γερμανία. Η χώρα αυτή υποδέχτηκε το μισό όλης της παγκόσμιας εξαγωγής κεφαλαίων το 1928 συνάπτοντας μεγάλα δάνεια τα μισά από τα οποία ήταν βραχυπρόθεσμα. Το γεγονός αυτό έκανε τη γερμανική οικονομία για μια ακόμη φορά ευάλωτη, όπως αποδείχθηκε όταν αποσύρθηκε το αμερικάνικο χρήμα μετά το 1929. Οι πρώην χώρες δανειστές της Ευρώπης έγιναν χώρες χρεώστες των ΗΠΑ. Η Γαλλία μια χώρα πιστωτής πριν από τον πόλεμο, βγήκε από τον πόλεμο με βαθύ χρέος, και αναγκάστηκε να καταβάλει 3,7 δις δολάρια στις ΗΠΑ για να το αποπληρώσει. Το «στέγνωμα» των αμερικάνικων πιστώσεων από τα μέσα του 1928 αποτέλεσε αλλά μια αιτία της πλαστής ευημερίας. Σε ένα μόνο έτος οι βασικές εξαγωγές μειώθηκαν στο μισό. Κατά συνέπεια οι χώρες χρεώστες έπρεπε να πληρώσουν περισσότερα σε τόκους, ετήσιες δόσεις και κεφάλαιο από όσα έλαβαν το 1928. Μέχρι το 1930 οι καθαρές εξαγωγές κεφαλαίου

μειώθηκαν

κατά

85%.

Ουσιαστικά

σταμάτησε

η

διεθνής

χρηματοδότηση. Κατά συνέπεια το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα η παγκόσμια οικονομία λίγα χρόνια αργότερα θα αντιμετώπιζε φοβερές δυσκολίες δεν εξέπληξε κανένα εκτός


29 ίσως από κάποιους που προωθούσαν την εικόνα μιας Αμερικής μικρών γραφικών πόλεων. Η κομμουνιστική διεθνής πράγματι προέβλεψε μια άλλη οικονομική κρίση τη στιγμή που η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, αναμένοντας ότι η κρίση αυτή –έτσι τουλάχιστον πίστευαν ή προσποιούνταν ότι πίστευαν οι εκπρόσωποι της- θα οδηγούσε σε ένα νέο γύρο επαναστάσεων. Πολύ σύντομα όμως οδήγησε στο αντίθετο. Ωστόσο, αυτό που κανείς δεν περίμενε, πιθανότατα ούτε ακόμα και οι επαναστάτες

στις

πιο

αισιόδοξες

στιγμές

τους,

ήταν

η

εκπληκτική

οικουμενικότητα και το βάθος της κρίσης που άρχισε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Ν.Υ. στις 29 Οκτωβρίου 1929. Και αυτό ισοδυναμούσε σχεδόν με την κατάρρευση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία φάνηκε τώρα να είναι παγιδευμένη σε ένα φαύλο κύκλο που κάθε πτωτική κίνηση ορισμένων δεικτών (εκτός της ανεργίας που φυσικά οδηγήθηκε σε νέα αστρονομικά ύψη) παρέσυραν στην πτώση και όλους τους άλλους.

Τα αίτια της Κρίσης. ΗΠΑ Γιατί στη διάρκεια του μεσοπολέμου η καπιταλιστική οικονομία δεν κατάφερε να λειτουργήσει; Η κατάσταση που επικρατούσε στις ΗΠΑ κατέχει κεντρική θέση στην απάντηση. Διότι εάν οι διαταραχές που σημειώθηκαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά θα μπορούσαν εν μέρει να θεωρηθούν εν μέρει υπεύθυνες για τα οικονομικά προβλήματα του δημιουργήθηκαν, οι ΗΠΑ βρέθηκαν μακριά από τον πόλεμο, μολονότι η σύντομη εμπλοκή τους ήταν αποφασιστική για την έκβαση του. Επομένως, η οικονομία των ΗΠΑ όχι μόνο παρέμεινε μακριά από τέτοιες διαταραχές αλλά ωφελήθηκε θεαματικά από τον πρώτο όπως βεβαίως και από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στα 1913 οι ΗΠΑ είχαν ήδη την μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο παράγοντας πάνω από το ένα τρίτο της βιομηχανικής παραγωγής –μέγεθος που ήταν λίγο μικρότερο από την παραγωγή της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας μαζί. Το 1929 παρήγαγαν πάνω από το 42% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής έναντι του 28% και των τριών χωρών μαζί.


30 Συνοπτικά, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικονομία των ΗΠΑ κυριαρχούσε διεθνώς όπως έγινε, για μια ακόμη φορά και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μόνο η Μεγάλη Ύφεση διατάραξε προσωρινά την ανοδική αυτή πορεία. Επιπλέον, ο πόλεμος όχι μόνο ενδυνάμωσε τη θέση τους ως τη μεγαλύτερη χώρα βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και ως τη μεγαλύτερη πιστώτρια χώρα. Οι Αμερικάνοι που είχαν αρχίσει το πόλεμο σαν χρεώστρια χώρα τερμάτισαν στη θέση του κυριότερου διεθνή δανειστή. Εφόσον οι ΗΠΑ συγκέντρωναν τις επιχειρησιακές τους δραστηριότητες στην Ευρώπη και το δυτικό ημισφαίριο η επίδραση τους στην Ευρώπη ήταν αποφασιστική. Συνοπτικά δεν υπάρχει εξήγηση στην παγκόσμια οικονομική κρίση χωρίς τις ΗΠΑ. Από οικονομική άποψη, το ειδικό βάρος των ΗΠΑ στην οικονομική κατάρρευση του μεσοπολέμου μπορεί να εξετασθεί με δύο τρόπους: Ο πρώτος αναφέρεται στην έντονη και αυξανόμενη ανισορροπία στη διεθνή οικονομία, λόγω της ασυμμετρίας στην οικονομική ανάπτυξη μεταξύ ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το παγκόσμιο σύστημα δεν λειτουργούσε διότι σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βρετανία που ήταν το κέντρο πριν από το 1914, οι ΗΠΑ δεν είχαν και μεγάλη ανάγκη τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ΗΠΑ δεν είχαν και πολύ ανάγκη τον υπόλοιπο κόσμο διότι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο χρειάζονταν να εισάγουν λιγότερο κεφάλαιο εργασία και (σχετικά) λιγότερα εμπορεύματα από ποτέ άλλοτε – εκτός από ορισμένες πρώτες ύλες. Οι εξαγωγές τους μολονότι σημαντικές από διεθνή άποψη συνέβαλαν πολύ λιγότερο στο Εθνικό εισόδημα σε σύγκριση με κάθε άλλη βιομηχανική χώρα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη εξαγωγική χώρα στη δεκαετία του '20 και μετά τη Βρετανία ο μεγαλύτερος εισαγωγέας. Γι' αυτό το λόγο ήταν και η πρώτη χώρα που έπεσε θύμα της Ύφεσης. Το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε κατά το ένα τρίτο αλλά οι εξαγωγές των ΗΠΑ μειώθηκαν κατά το ήμισυ. Αναφορικά με τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα απορροφούσε περίπου το 40% όλων των εισαγωγών των δεκαπέντε πιο σημαντικών εμπορικών εθνών, γεγονός


31 που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τα καταστροφικά αποτελέσματα της ύφεσης για τους παραγωγούς εμπορευμάτων όπως σίτου, βάμβακος, ζάχαρής καουτσούκ, μετάξης, χαλκού, λευκοσιδήρου και καφέ. Η δεύτερη προοπτική για την Ύφεση επικεντρώνεται στην αποτυχία της παγκόσμιας οικονομίας να δημιουργήσει αρκετή ζήτηση για μια παγκόσμια επέκταση. Τα θεμέλια της ευημερίας της δεκαετίας του 1920 ήταν ασθενή ακόμη και στις Η.Π.Α., όπου η γεωργία ήταν ουσιαστικά σε φάση ύφεσης και οι χρηματικοί μισθοί παρέμεναν στάσιμοι στα τελευταία χρόνια της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό που συνέβαινε σε περιόδους οικονομικής ανόδου στην ελεύθερη αγορά, ήταν ότι ενώ οι μισθοί αυξάνονταν τα κέρδη αυξάνονταν δυσανάλογα και οι ευημερούντες έπαιρναν μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικής πίτας. Αλλά καθώς η μαζική ζήτηση δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον ταχύτατο βηματισμό της αυξανόμενης παραγωγικότητας του βιομηχανικού συστήματος στις μέρες ακμής, το αποτέλεσμα ήταν υπερπαραγωγή και κερδοσκοπία. Έτσι όταν επήλθε η κατάρρευση, τα πράγματα πήραν πιο δραματικές διαστάσεις στις ΗΠΑ διότι η χωλαίνουσα επέκταση της ζήτησης τονώθηκε με μια τεράστια επέκταση της καταναλωτικής πίστης. Ένας από τους νεωτερισμούς των "τρελών χρόνων" στις ΗΠΑ υπήρξε και η κατανάλωση επί πιστώσει. Το 1927 το 15% των πωλήσεων στον καταναλωτή γίνονται επί πιστώσει, αλλά όμως σε αυτό το ποσοστό περιλαμβάνονται το 85% των επίπλων, το 80% των φωνογράφων, το 75% των πλυντηρίων… Αυτά είναι άλλωστε και τα προϊόντα που πλήττονται ιδιαίτερα από την κατάρρευση: το 1930 η μείωση της ατομικής κατανάλωσης είναι της τάξης του 6% έως 20% όμως για τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά των οποίων ο τρόπος αγοράς διαφέρει η μείωση θα φτάσει το 50% μεταξύ 1929 και 1933. Οι τράπεζες λόγω της τεράστιας κερδοσκοπίας στα ακίνητα που είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της μερικά χρόνια, υπερφορτώθηκαν με επισφαλή και ανεξόφλητα χρέη και ως εκ τούτου αρνήθηκαν τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων ή την επαναχρηματοδότηση αυτών που ήδη είχαν χορηγήσει και ήταν ανεξόφλητα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη χρεοκοπία τους κατά χιλιάδες ενώ το 1933 σχεδόν το μισό των στεγαστικών δανείων δεν μπορούσαν να εξοφληθούν με τις συνήθεις


32 δόσεις και κάθε μέρα 1000 περίπου ιδιοκτησίες έπαιρναν τον δρόμο της κατάσχεσης. Το ίδιο συνέβαινε και με αυτούς που είχαν αγοράσει αυτοκίνητα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ δεν επέτρεπε την ύπαρξη του ευρωπαϊκού συστήματος είδους γιγαντιαίας τράπεζας με πανεθνικό σύστημα υποκαταστημάτων. Επομένως αποτελείτο από σχετικά αδύναμες τοπικές τράπεζες, ή στην καλύτερη περίπτωση από τράπεζες που λειτουργούσαν σε επίπεδο πολιτείας. Αυτό που έκανε την οικονομία ευάλωτη σ'αυτή την εκρηκτική άνοδο της πίστης ήταν ότι οι δανειολήπτες αγόραζαν διαρκή καταναλωτικά αγαθά της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας όπου οι ΗΠΑ πρωτοπορούσαν ακόμη και τότε. Αλλά η αγορά ακινήτων και αυτοκινήτων θα μπορούσε ταχύτατα να αναβληθεί και εν πάση περιπτώσει τα αγαθά αυτά είχαν και έχουν πολύ υψηλή ελαστικότητα. Επομένως τα αποτελέσματα μιας μακροχρόνιας κρίσης ήταν δραματικά. Η παραγωγή αυτοκινήτων μειώθηκε κατά το ήμισυ ενώ η παραγωγή δίσκων Jazz (φυλετικών δίσκων όπως τους αποκαλούσαν) ουσιαστικά σταμάτησε για λίγο διάστημα. Συνοπτικά σε αντίθεση με τους σιδηροδρόμους ή την κατασκευή βελτιωμένων πλοίων ή την παραγωγή χάλυβα και μηχανικών εργαλείων που μειώνουν το κόστος – τα νέα προϊόντα και ο νέος τρόπος ζωής απαιτούσαν υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα εισοδήματος καθώς και υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στο μέλλον. Αλλά ακριβώς αυτή η εμπιστοσύνη ήταν που κατέρρευσε.

Ευρώπη – Οι Γερμανικές επανορθώσεις. Όλα αυτά δεν πρέπει μας οδηγήσουν τις αυστηρά ευρωπαϊκές ρίζες των οικονομικών προβλημάτων τα οποία σε μεγάλο βαθμό είχαν πολιτική προέλευση. Η συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών έγινε ή ειρήνη των νικητών, και παραφράζοντας τον Καρλ φον Κλαούσεβιτς, η ειρήνη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Στη διάσκεψη ειρήνης των Βερσαλλιών 1919 επιβλήθηκαν στη Γερμανία ως "επανορθώσεις" τεράστια ποσά, τα οποία έπρεπε να πληρώσει για το κόστος του πολέμου και τις ζημιές που προκάλεσε στις νικήτριες δυνάμεις. Τα ποσά που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία παρέμειναν απροσδιόριστα, αποτέλεσμα


33 συμβιβασμού μεταξύ της θέσης των ΗΠΑ που υποστήριξαν να καθοριστούν ακριβώς οι πληρωμές της Γερμανίας σύμφωνα με την οικονομική δυνατότητα της χώρας και της θέσης των άλλων Συμμάχων - κυρίως της Γαλλίας – που επέμεναν να καλύψουν ολόκληρο το κόστος του πολέμου. Πραγματικός αντικειμενικός στόχος των Συμμάχων και κυρίως της Γαλλίας ήταν να κρατήσουν τη Γερμανία αδύναμη και να έχουν στα χέρια τους ένα μέσο πίεσης. Το

τελικό

ποσό

θα

καθοριζόταν

από

τη

διασυμμαχική

«Επιτροπή

Αποζημιώσεων». Τον Απρίλιο του 1921, υπό την ισχυρή πίεση της Γαλλίας το ποσό καθορίστηκε σε 132 δις χρυσά μάρκα δηλαδή 33 δις δολάρια, ένα ποσό που ξεπερνούσε τα όρια του φανταστικού. Ειδικότερα οι γαλλικές αξιώσεις ήταν εξωφρενικές. Η Γαλλία απαιτούσε παραδείγματος χάριν, 75 δις φράγκα για την καταστροφή των κτηρίων στη Β.Α. Γαλλία, η οποία αντιπροσώπευε μόνο το 4% του εδάφους της χώρας, ενώ οι επίσημες στατιστικές του 1917 είχαν εκτιμήσει την αξία των κατοικιών ολόκληρης της χώρας μόνο σε 59,5 δις φράγκα. Οι "επανορθώσεις" οδήγησαν σε ατελείωτες διαμάχες και διευθετήσεις εφόσον οι ΗΠΑ προς μεγάλη δυσαρέσκεια των πρώην Συμμάχων της επιθυμούσαν να συνδέσουν το θέμα των γερμανικών χρεών προς τους Συμμάχους με το θέμα των χρεών που δημιούργησαν οι σύμμαχοι προς την Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα ποσά που ζητούσαν οι ΗΠΑ ήταν τόσο παράλογα όσο αυτά που ζητούσαν οι Σύμμαχοι από την Γερμανία και τα οποία ισοδυναμούσαν με μιάμιση φορά το εθνικό εισόδημα της χώρας το 1929. Τα βρετανικά χρέη προς τις ΗΠΑ ανέρχονταν στο μισό του βρετανικού εθνικού εισοδήματος και τα γαλλικά στα δύο τρίτα. Δύο ήταν τα θέματα σε σχέση με τις γερμανικές επανορθώσεις. Πρώτο το θέμα που επισήμανε ο Keynes, ότι χωρίς την αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας ήταν αδύνατη η αποκατάσταση ενός σταθερού φιλελεύθερου πολιτισμού και μιας σταθερής οικονομίας στην Ευρώπη. Όμως η γαλλική πολιτική ήταν αντίθετη και αποσκοπούσε στο να κρατά τη Γερμανία ανίσχυρη για λόγους δικής της ασφάλειας. Δεύτερο, υπήρχε το πρόβλημα του τρόπου πληρωμής των επανορθώσεων. Όσοι ήθελαν τη Γερμανία ανίσχυρη, ζητούσαν μετρητά μάλλον παρά αγαθά από την


34 τρέχουσα παραγωγή της (όπως θα ήταν λογικό) ή τουλάχιστον από το εισόδημα των γερμανικών εξαγωγών, εφόσον κάτι τέτοιο θα ενδυνάμωνε τη γερμανική οικονομία έναντι των ανταγωνιστών της. Στην πραγματικότητα εξανάγκασαν τη Γερμανία να καταφύγει σε επαχθή δανεισμό, με συνέπεια τα τεράστια ποσά των επανορθώσεων να προέρχονται από μαζικά αμερικάνικα δάνεια που συνήψε η Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του '20. Για τους αντιπάλους της Γερμανίας, το γεγονός αυτό φαινόταν να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι η Γερμανία βυθιζόταν στα χρέη. Όμως η διευθέτηση αυτή έκανε και τη Γερμανία αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη εξαιρετικά ευαίσθητες στη μείωση του αμερικάνικου δανεισμού που άρχισε πριν από την κρίση και στην παύση των αμερικάνικων δανείων ως επακόλουθο του κραχ του 1929. Κατά τη διάρκεια της ύφεσης οι πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων σταμάτησε. Αλλά όμως ο τερματισμός των πληρωμών αυτών εκ μέρους της Γερμανίας δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην οικονομία. Αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι η ασθενέστερη θέση που περιέπεσαν οι οφειλέτριες χώρες. Από τη μία ένα υπέρογκο μακροπρόθεσμο χρέος να βαρύνει την οικονομία τους, κι από την άλλη, μια ολοένα εντεινόμενη προσφυγή σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό για την εξισορρόπηση των ισοζυγίων τους. (πληρωμή κυρίως τοκοχρεωλυσίων. Το κάθε έθνος έτσι εξαρτιόταν από την καλή θέληση των αμερικανικών κυρίως τραπεζών. Οι ιδιωτικές όμως αυτές συμβολές ήταν εξαιρετικά ευμετάβλητες και η τυχόν παύση τους μπορούσε να επιφέρει σωρεία πτωχεύσεων. Ήταν προφανές ότι η αγορά ανθρώπων, κεφαλαίων και αγαθών οδηγούνταν προς μια

γενικευμένη

εμπλοκή.

Κάτω

από

αυτές

τις

περιστάσεις

μερικά

χρηματιστηριακά επεισόδια κερδοσκοπικού χαρακτήρα αρκούσαν για να καταρρεύσει το οικοδόμημα της ευημερίας.

Το χρονικό της χρηματιστηριακής κρίσης του 1929. Το κραχ του 1929 ήταν ο βίαιος επίλογος ενός από τα μεγαλύτερα κερδοσκοπικά boom ( μιας από τις μεγαλύτερες κερδοσκοπικές ανόδους) που γνώρισε το


35 χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Από αυτή την άποψη το χρηματιστηριακό κραχ ήταν κυρίως αμερικάνικη υπόθεση.

Η αύξηση των τιμών των μετοχών δεν

σχετιζόταν με την αύξηση των κερδών των εταιριών αλλά ήταν το αποτέλεσμα μιας φρενήρους και γενικευμένης κερδοσκοπίας όχι μόνο από τις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και από μια σημαντική μερίδα του κόσμου οι οποίοι προσδοκούσαν ένα εύκολο κέρδος. Η καθαρά κερδοσκοπική φάση του χρηματιστηρίου της Ν. Υ. άρχισε τον Μάρτιο του 1928. Οι αισιόδοξες δηλώσεις των επιχειρηματιών για το μέλλον της οικονομίας τροφοδοτούσαν την κερδοσκοπία. Στις 12 Ιουνίου σημειώθηκε η πρώτη υποχώρηση του δείκτη κατά 23 μονάδες. Ωστόσο η άνοδος ξαναρχίζει από τον Ιούλιο ανάμεσα σε προεκλογικές υποσχέσεις για ευημερία και συνεχή οικονομική ανάπτυξη. Οι τράπεζες έδιναν βραχυπρόθεσμα δάνεια για αγορά μετοχών με επιτόκιο 12% ενώ τα χρηματιστηριακά γραφεία δάνειζαν τους πελάτες τους για να τοποθετηθούν στο χρηματιστήριο λαμβάνοντας ως εγγύηση τις αγορασμένες μετοχές. Η πρακτική των Call Loans που χρησιμοποιούνταν για την αγορά των μετοχών επέτρεπε την κερδοσκοπία επί χρεογράφων με την καταβολή του 10% της αξίας τους. Ο μηχανισμός ήταν απλός: ο αγοραστής τακτοποιεί το 10% της τιμής της μετοχής ενώ δανείζεται το υπόλοιπο 90% από τον χρηματιστή του. Ο τελευταίος πάλι προμηθεύεται το εν λόγω ποσόν από τράπεζες, δανειζόμενος και ο ίδιος χρήματα μέρα με τη μέρα. (on call). To 1928-1929 έγινε συστηματική χρήση της αγοράς με περιθώρια κέρδους, ενώ ο δανεισμός στους χρηματιστές εξελίχθηκε ταχύτατα. 4.430 δις $ στις 31/12/1927 6.440 δις $ στις 31/12/1928 8.525 δις $ στις 4/10/1929 Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1934 στο 1,5 εκατομμύρια ατόμων που διέθεταν τίτλους στο χρηματιστήριο της Ν.Υ. τα 600.000 τουλάχιστον διενεργούσαν αγορά με περιθώριο κέρδους κατά το 1929. Ωστόσο ο μηχανισμός των call loans για να λειτουργήσει απαιτεί μια και μόνη προϋπόθεση: πρέπει οι αξίες πάντα να ανεβαίνουν. Η κερδοσκοπία τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Αρχικά, μία ευνοϊκή εξέλιξη των συναλλαγών επιτρέπει την προσδοκία αυξημένων μερισμάτων και άρα


36 τονώνει τις μεταβιβάσεις μετοχών οι τιμές των οποίων ανεβαίνουν· στη συνέχεια και στο μέτρο που η εξέλιξη των τιμών επιτρέπει την πραγματοποίηση κερδών μέσω αγορών και μεταπωλήσεων, η αγορά χάνει κάποια στιγμή από τα μάτια της τα τοκομερίδια. Η έκταση της κερδοσκοπίας ασκούσε έντονη πίεση στο διεθνές πιστωτικό σύστημα και ιδιαίτερα στη χρηματαγορά του Λονδίνου, καθώς προσείλκυε στη Νέα Υόρκη ξένα κεφάλαια που χρησιμοποιούνταν άμεσα για την αγορά μετοχών είτε για τη χρηματοδότηση επενδυτικών εταιρειών είτε για call loans. Το 1929 προσπάθεια των νομισματικών αρχών να αναχαιτίσουν τις εξελίξεις με την άνοδο των επιτοκίων απέτυχε, η αγορά συνέχισε την ξέφρενη πορεία της. Όμως η χαρακτηριστική ευφορία που διαπνέει ένα κερδοσκοπικό boom αποκαλύπτει παράλληλα και μια εύθραυστη ψυχολογία στο βαθμό που παραγνωρίζει το πραγματικό αντίκρισμα των μετοχών – εργοστάσια, μηχανές, αποθέματα εμπορευμάτων. Έτσι η συμπεριφορά του κεφαλαίου αλλά και του κοινού βρίσκεται στο έλεος και του ελάχιστου ακόμη ατοπήματος που ενδέχεται να διαπραχθεί στο εποικοδόμημα. Αρκεί ορισμένοι μεγαλομέτοχοι, με οποιοδήποτε πρόσχημα, να αρχίσουν να πωλούν και να αποσύρονται από την αγορά, για να παγώσει η άνοδος. Τότε η μια πτώση φέρνει την άλλη και ο καθένας προσπαθεί να διασώσει το δικό του μερίδιο πουλώντας και φέρνοντας έτσι ακόμα πιο κοντά την κατάρρευση και άρα τη γενική καταστροφή. Το 1929 πρόφαση της κατάρρευσης στη Ν.Υ. στάθηκε η δόλια χρεοκοπία, στις 20 Σεπτεμβρίου, ενός επιχειρηματία του Clarence Hatry, που είχε καταφέρει να επιβληθεί με κομπίνες. Στις αρχές Οκτωβρίου 1929 ο πρόεδρος του Federal Reserve Mitchell δήλωνε ότι η κατάσταση της αμερικάνικης βιομηχανίας είναι ικανοποιητική και ότι η άνοδος του χρηματιστηρίου θα συνεχισθεί. Στις 15 Οκτωβρίου έλεγε ότι η άνοδος των μετοχών στηρίζεται σε μια υγιή βάση δεδομένης της ευημερίας της χώρας. Όμως ήδη από το καλοκαίρι του 1929 είχε ήδη αρχίσει η πτώση των τιμών χονδρικής πώλησης και το σταμάτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Βρετανία, την Γερμανία και τις ΗΠΑ. Όσον αφορά την γεωργική κρίση αυτή είχε εκδηλωθεί, όπως είπαμε, πολύ πριν το 1929 (ειδικότερα στις ΗΠΑ). Στις ΗΠΑ η παραγωγή αυτοκινήτων τον Σεπτέμβριο πέφτει στα 416 χιλ. κομμάτια από 622 χιλ που βρισκόταν τον Μάρτιο καταγράφοντας μια πτώση του 33%.


37 Οι πρώτες πτωτικές τάσεις

στο χρηματιστήριο εμφανίστηκαν από τις αρχές

Οκτωβρίου. Ωστόσο η μεγάλη πτώση άρχισε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου όταν εκδηλώθηκε προσφορά 12.894.650 μετοχών απέναντι σε μηδαμινή προσφορά. Οι τράπεζες επεμβαίνουν για να αναχαιτίσουν την πτώση και αποκαθιστούν προς στιγμήν την ηρεμία. Στο τέλος της συνεδρίας η πτώση των μετοχών κυμαίνεται από 12 έως 25 μονάδες. Την Παρασκευή και το Σάββατο όλη πιστεύουν ότι η κρίση έχει ξεπεραστεί. Την Δευτέρα 28 Οκτωβρίου η πτώση ξεκινά χωρίς κανείς να μπορεί να την αποτρέψει. Η προσφορά φτάνει τους 9.250.000 και ο δείκτης βιομηχανικών μετοχών του N.Y. Times πέφτει κατά 49 μονάδες. Οι τραπεζίτες προσπαθούν να καθησυχάσουν τους επενδυτές χωρίς ωστόσο εκείνοι να προβαίνουν σε αγορές. Η επόμενη ημέρα Τρίτη 29 Οκτωβρίου καταγράφηκε ως η χειρότερη στην μέχρι τότε ιστορία του χρηματιστηρίου της Ν.Υ. Οι προσφερόμενοι τίτλοι ανήλθαν στα 33 εκατομμύρια και η πτώση του γενικού δείκτη ήταν της τάξης του 12%. Από τον Οκτώβριο του μέχρι τον Ιούλιο του 1932 ο δείκτης N.Y. Times έπεσε κατά 77%. Η μεγάλη ύφεση είχε αρχίσει. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η δραματική κρίση σύντομα απλώθηκε στην άλλη σημαντική βιομηχανική χώρα τη Γερμανία.. Η βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ στην περίοδο 1929-1931 μειώθηκε κατά το ένα τρίτο ενώ το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία. Το Εθνικό Εισόδημα των ΗΠΑ από 87,4 δις. $ το 1929 έπεσε στα 39,6 δις. $ το 1933. 5096 τράπεζες αναστέλλουν τις πληρωμές τους από το 1929 μέχρι το 1932. Όμως αυτοί που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση ήταν οι κλάδοι αιχμής. Έτσι στις ΗΠΑ, οι πωλήσεις της Westinhouse, της μεγάλης ηλεκτρικής εταιρίας μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα στην περίοδο 1929-1933. Η κρίση επηρέασε και τον ήδη προβληματικό πρωτογενή τομέα. Οι τιμές των τροφίμων και των πρώτων υλών που δεν μπορούσαν να στηριχτούν με τη δημιουργία αποθεμάτων. Η τιμή του τσαγιού και του σταριού έπεσε κατά 70% ενώ η τιμή του μεταξιού κατά 80%. Το γεγονός αυτό κατέστρεψε την οικονομία των χωρών που το διεθνές εμπόριο τους εξαρτιόταν από λίγα πρωτογενή προϊόντα και έκανε την κρίση παγκόσμια.


38 Η κρίση αυτή είναι μοναδική για την διάρκειά της, την έκταση της και τα αποτελέσματά της. Ποτέ δεν μπόρεσε να σβηστεί από την μνήμη των ανθρώπων και των κυβερνήσεων. Ενέπνευσε συγγραφείς όπως τον J. Stainbeck "στα σταφύλια της οργής". Η πρωταρχική κοινωνική συνέπεια της κρίσης ήταν η ανεργία που έφτασε σε άνευ προηγουμένου επίπεδα και για διάστημα μεγαλύτερο από όσο θα περίμενε κανείς. Στη χειρότερη περίοδο της Ύφεσης (1932-33) το 44% του εργατικού δυναμικού στη Γερμανία, το 29% στην Αυστρία το 27% στις ΗΠΑ το 22-23% στη Βρετανία και στο Βέλγιο βρέθηκε άνεργο. του εργατικού δυναμικού. Παρά την ανάπτυξη που σημειώθηκε μετά το 1933 η ανεργία δεν μειώθηκε κάτω από το 20% στις ΗΠΑ και την Αυστρία και κάτω από το 16% στην Βρετανία και τη Σουηδία. Την ίδια εποχή επιβάλλεται μείωση των ωραρίων με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών. Στην βιομηχανία των ΗΠΑ την περίοδο 1929-1933 τα ωράρια μειώθηκαν κατά 20% ενώ οι αποδοχές κατά 45%. Επρόκειτο περισσότερο για καταμερισμό ανεργίας παρά για καταμερισμό εργασίας. Ουδέποτε υπήρξε στη ζωή των εργαζομένων τέτοια μεγάλη οικονομική καταστροφή. Για την πλειονότητα του πληθυσμού των βιομηχανοποιημένων χωρών, η Μεγάλη Ύφεση σήμαινε πάνω από όλα την τραυματική εμπειρία της μαζικής ανεργίας και ο φόβος της ανασφάλειας. Μπορεί η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού που είχε απασχόληση ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της κρίσης να περνούσε σημαντικά καλύτερα εφόσον οι τιμές ειδικότερα των τροφίμων έπεφταν με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με οτιδήποτε άλλο στα χρόνια της Ύφεσης. Η εικόνα που κυριαρχούσε ήταν τα συσσίτια για τους φτωχούς, η εμφάνιση των παραγκουπόλεων για τους άστεγους, οι πορείες των πεινασμένων που ξεκινούσαν από τις ανενεργές πλέον βιομηχανικές περιοχές όπου οι μεταλλουργίες και τα ναυπηγεία είχαν πάψει να λειτουργούν. Οι νεκροί από πείνα έφτασαν τους 29 στην Ν.Υ. του 1933 ενώ πολλαπλασιάστηκαν λόγω της ασιτίας τα κρούσματα σκορβούτου, ραχίτιδας και δερματικών νόσων. Την κατάσταση επιβάρυνε και η απουσία συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.


39 Ο μόνος τομέας που θριάμβευσε ήταν η βιομηχανία του Χόλυγουντ. Οι τεράστιοι κινηματογράφοι ξεπήδησαν σαν παλάτια ονείρου στις γκρίζες πόλεις όπου τις μάστιζε η μαζική ανεργία. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη γιατί τα εισιτήρια του κινηματογράφου ήταν εκπληκτικά φτηνά και οι άνεργοι είχαν ανάγκη να ονειρευτούν και να ξεχάσουν. Στο μεγάλο παγκόσμιο αποικιακό τομέα, η ύφεση προκάλεσε έντονη αύξηση της αντι-ιμπεριαλιστικής δραστηριότητας, εν μέρει λόγω της κατάρρευσης των τιμών των εμπορευμάτων από τα οποία εξαρτώντο οι αποικιακές οικονομίες, εν μέρει διότι οι ίδιες οι μητροπολιτικές χώρες έσπευσαν να προστατεύσουν τη δική τους γεωργία ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που θα είχε μια τέτοια πολιτική στις οικονομίες των αποικιών τους.

Από οικονομική άποψη αυτά που χτυπήθηκαν περισσότερο ήταν το κέρδος και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου, με άλλα λόγια τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Το 1929, 728 βιομηχανικές και εμπορικές εταιρίες στις ΗΠΑ είχαν πραγματοποιήσει κέρδη 3 εκατ. δολαρίων. Το 1932 το έλλειμμα τους ξεπερνούσε τα 10 εκατ. δολάρια. Όλες λοιπόν οι προσπάθειες (θεραπείες αποσκοπούσαν) συνέκλιναν προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του κέρδους το οποίο σε καμιά προηγούμενη κρίση δεν είχε πληγεί τόσο πολύ.

Αντιμετώπιση της Κρίσης. Τα

μέτρα

που

εφαρμόστηκαν

για

την

θεραπεία

της

κρίσης,

μέτρα

χαρακτηρίζονταν από μια καθολικότητα, ήταν τα ακόλουθα. 1. Άμεση κρατική βοήθεια στους προβληματικούς τομείς υπό την μορφή επιχορηγήσεων. Οι κυβερνήσεις ανέλαβαν ειδικότερα να προστατεύσουν τον αγροτικό τομέα. Εγγυήθηκαν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, αγόρασαν τα


40 πλεονάσματα και τα κατέστρεψαν (όπως θα δούμε πιο κάτω) επιδότησαν τους καλλιεργητές να μη παράγουν. 2. Πολιτική κατασκευής μεγάλων δημοσίων έργων για την μείωση της ανεργίας. Η πολιτική των δημοσίων έργων αποσκοπούσε στην τόνωση της ενεργού ζήτησης (δημιουργία καταναλωτών). Το γεγονός αυτό σημαδεύει την αρχή της κρατικής παρέμβασης στην οικονομική ζωή. 3. Αυστηρή προστατευτική πολιτική που από το 1930 συνοδεύτηκε από την επιστροφή στους ποσοτικούς περιορισμούς των εισαγωγών.(neomercantilisme). Σε ορισμένα κράτη (Ναζιστική Γερμανία, Ιταλία του Μουσολίνι, Ιαπωνία) αναπτύσσονταν πολιτικές που έφταναν μέχρι την οικονομική αυτάρκεια. (Κλειστό οικονομικό κύκλωμα, σε συνδυασμό με μείωση των εισαγωγών και προσπάθεια για αύξηση των εξαγωγών). Τα μέσα για την επίτευξη της πολιτικής αυτής ήταν ο κρατικός έλεγχος της κίνησης των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων. Λόγω της δυσκολιών στις πληρωμές, οι χώρες στράφηκαν στο εμπόριο αντιπραγματισμού, δηλαδή πλήρωναν η μια την άλλη σε είδος. Η Γερμανία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υιοθέτηση αυτών των ρυθμίσεων εισάγοντας τις διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού των συναλλαγών (clearing). Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε ποσοστώσεις εισαγωγών και άδειες εισαγωγών που έγιναν η πιο διαδεδομένη μέθοδος προστασίας των εγχώριων αγορών. Οι ποσοστώσεις στις εισαγωγές ήταν πιο καταστροφικές στο διεθνές εμπόριο από τους δασμούς, δεδομένου ότι μια ποσόστωση περιορίζει άμεσα το όριο των επιτρεπτών εισαγωγών και λειτουργεί έτσι ανεξάρτητα από το μηχανισμό των τιμών. Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε το ελεύθερο εμπόριο το 1931, πράγμα που αποτελούσε το κεντρικό στοιχείο της βρετανικής οικονομικής ταυτότητας από το 1840. 4 4. Καταστροφή των βιομηχανικών και αγροτικών πλεονασμάτων και των απούλητων αποθεμάτων. Αδυναμία να διανεμηθούν τα αποθέματα αυτά στους άνεργους με το επιχείρημα ότι κάθε διανομή θα επιτάχυνε ακόμη περισσότερο την μείωση των τιμών και των κερδών. "Τα παιδιά που είχαν προσβληθεί από 4

Διαβάστε Berend σ.105-107


41 πελλάγρα έπρεπε να πεθάνουν επειδή κάθε πορτοκάλι έπρεπε να αποφέρει κέρδος..." (Steinbeck) 5. Ρύθμιση της παραγωγής και των εξωτερικών ανταλλαγών με την βοήθεια της κρατική παρέμβασης. (Διευθυνόμενη οικονομία). Το κράτος επεξέτεινε ευρύτατα το ρόλο του ως ρυθμιστής, χρηματοδότης και αγοραστής ενός συνεχώς αυξανόμενου μεριδίου της παραγωγής, καθώς επίσης και το ρόλο του ως ιδιοκτήτης μεγάλων τμημάτων της οικονομίας. Στο πλαίσιο της διευθυνόμενης οικονομίας οι παλιές (παραδοσιακές) σχέσεις μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των οικονομικών παραγόντων έγιναν ακόμη πιο στενές. Όταν τα ιδιωτικά συμφέροντα αποδεικνύονταν ανίκανα να συνεχίσουν την εκμετάλλευση ενός σημαντικού τομέα της οικονομία ανελάμβανε το κράτος ως επιχειρηματίας και διαχειριστής. (Εθνικοποιήσεις ή κρατικοποιήσεις, ή συμμετοχικοί έλεγχοι του κράτους στους σιδηροδρόμους, στις τράπεζες ή σε στρατηγικές βιομηχανίες. Έτσι ο καπιταλισμός εμφανίζεται με νέες μορφές διατηρώντας ωστόσο τις βασικές του δομές. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η κρατική παρέμβαση και ο έλεγχος των οικονομιών είχαν αυξηθεί μαζί με τις προετοιμασίες για πόλεμο. Οι δαπάνες των εξοπλισμών σε πραγματικές τιμές αυξήθηκαν αισθητά σε ολόκληρη την Ευρώπη: 470% στη Γερμανία, 250% στη Μ. Βρετανία, 370% στη Σοβιετική Ένωση κ.α. Σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο η μεγάλη ύφεση κατέστρεψε τον οικονομικό φιλελευθερισμό για μισό αιώνα. Οι Ορθοδοξίες της καθαρόαιμης ελεύθερης αγοράς είχαν χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης. Ωστόσο κατά περίεργο τρόπο έφτασαν να κυριαρχούν πάλι σε μια περίοδο ύφεσης στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές του '90. Και στην περίπτωση αυτή με αμφισβητούμενα αποτελέσματα. Όμως τι να ήταν άραγε μια "ελεύθερη οικονομία της αγοράς" όταν στην οικονομία κυριαρχούσαν όλο και περισσότερο τεράστιες επιχειρήσεις που ακύρωναν κάθε νόημα της φράσης "ελεύθερος ανταγωνισμός". Με άλλα λόγια ο παλιομοδίτικος φιλελευθερισμός ήταν νεκρός ή φάνηκε καταδικασμένος.


42 Τώρα για την οικονομικό-πολιτική ηγεμονία ανταγωνίζονταν τώρα τρεις επιλογές. Η μία ήταν ο κομμουνισμός. Στο κάτω-κάτω η ΕΣΣΔ ήταν η μόνη χώρα που φάνηκε να είναι απρόσβλητη από τη Κρίση. Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος, ή τουλάχιστον ο φιλελεύθερος δυτικός καπιταλισμός, παρέμεινε σε στασιμότητα, η ΕΣΣΔ προωθούσε μια ταχύτατη εκβιομηχάνιση με τα νέα της Πενταετή Πλάνα. Από το 1929 έως το 1940 η σοβιετική βιομηχανική παραγωγή τουλάχιστον τριπλασιάστηκε. Και επιπλέον δεν υπήρχε ανεργία. Τα επιτεύγματα αυτά εντυπωσίασαν

τους

ξένους

παρατηρητές

κάθε

ιδεολογικής

απόχρωσης

περισσότερο από τον ορατό πρωτογονισμό και την αναποτελεσματικότητα της σοβιετικής οικονομίας ή τη σκαιά και βάναυση κολεκτιβοποίηση και μαζική καταπίεση του Στάλιν. Η δεύτερη επιλογή εμφανίζεται με τη μορφή ενός καπιταλισμού από τη πίστη του στα άριστα αποτελέσματα της ελεύθερης αγοράς και μεταρρυθμισμένου μετά από ένα είδους διαρκούς διασύνδεσης με τη μετριοπαθή σοσιοδημοκρατία των μη κομμουνιστικών εργατικών κινημάτων. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η επιλογή αυτή αποδείχθηκε η πιο αποτελεσματική. Η τρίτη επιλογή ήταν ο φασισμός που η Ύφεση μετέβαλε σε παγκόσμιο κίνημα, και για την ακρίβεια σε παγκόσμιο κίνδυνο. Ο φασισμός στη γερμανική του έκδοση (Εθνικοσοσιαλισμός) άντλησε τόσο από τη γερμανική πνευματική παράδοση, η οποία (σε αντίθεση με την αυστριακή) ήταν εχθρική απέναντι στις νεοκλασικές θεωρίες του οικονομικού φιλελευθερισμού που είχαν γίνει διεθνώς η ορθοδοξία από τη δεκαετία του 1880 και μετά, όσο και από μια αδίστακτη κυβέρνηση που ήταν αποφασισμένη να εξαλείψει την ανεργία με κάθε τίμημα. Πρέπει να πούμε ότι αντιμετώπισε τη Μεγάλη Ύφεση με ταχύτητα και με μεγαλύτερη επιτυχία από οποιονδήποτε άλλον (η επίδοση του ιταλικού φασισμού ήταν λιγότερο εντυπωσιακή). Παράλληλα με την εφαρμογή των οικονομικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην επανεμφάνιση του κέρδους στο εσωτερικό των χωρών, εμφανίζεται και μια νέα διεθνής πολιτική η οποία θα αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον του κόσμου. Η πολιτική αυτή μεταφράζεται σε ένα ανελέητο ανταγωνισμό για την κατάκτηση


43 των διεθνών αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίων και τον έλεγχο των πηγών των πρώτων υλών. Στο πλαίσιο αυτών των ανταγωνισμών διαγράφονται καθαρά τα σύνορα των δύο συνασπισμών. Από την μια μεριά βρίσκονται τα κράτη που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία. Τα κράτη αυτά παρουσιάζουν έλλειμμα στις εξωτερικές τους συναλλαγές, ενώ καταφεύγουν σε ακραίες μορφές αυταρχικής οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό και εξωτερικής επιθετικότητας. Πολιτικές δηλαδή οι οποίες αποδίδονται με τον γενικό όρο του φασισμού. Από την άλλη τοποθετούνται τα κράτη που διαθέτουν αποθέματα χρυσού, άφθονες πρώτες ύλες, αποικιακές αγορές, όπως είναι η Αγγλία, η Γαλλία, και οι ΗΠΑ. Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάσπαση του καπιταλιστικού κόσμου σε δύο ανατιθέμενους συνασπισμούς τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Ο ηγέτης του Ιταλικού Εθνικιστικού Κόμματος Enrico Corradini «μετέφρασε» τη μαρξιστική έννοια της ταξικής σύγκρουσης σε μια εθνιστική έννοια της διεθνούς ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στα «προλεταριακά» και τα «αστικά» έθνη. Ο Χίτλερ,

επίσης,

συνήθιζε

να

διακρίνει

μεταξύ

πλουτοκρατικών κρατών που βρίσκονταν σε αντιπαράθεση.

προλεταριακών

και


44

ΙΙΙ. Η περίοδος 1950-1973 (Τα χρυσά χρόνια).

Στην περίοδο 1950-1970 το μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας ιδιαίτερα ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός γνώρισε μια μοναδική φάση στην ιστορία της ανάπτυξής του. Ωστόσο χρειάστηκε η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του '80 για να αρχίσουν οι διάφοροι παρατηρητές, καταρχάς οι οικονομολόγοι, να συνειδητοποιούν τα χρυσά χρόνια που ήταν ήδη παρελθόν. Τα περισσότερα ανθρώπινα όντα λειτουργούν σαν ιστορικοί: μόνο αναδρομικά αναγνωρίζουν τη φύση της εμπειρίας τους. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που εξηγούν το γιατί χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός για να αναγνωρισθεί η ιδιαίτερη φύση της εποχής αυτής. Για τις ΗΠΑ, οι οποίες κυριάρχησαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην παγκόσμια οικονομία η εποχή αυτή δεν ήταν καθόλου επαναστατική· συνεχίστηκε κυρίως η επέκταση που είχε αρχίσει στα χρόνια του πολέμου που ήταν πολύ ευνοϊκά για τη χώρα. Οι ΗΠΑ δεν υπέστησαν ζημιές, αύξησαν το ΑΕΠ κατά 2/3 και τελείωσαν τον πόλεμο παράγοντας σχεδόν τα 2/3 της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Επιπλέον, λόγω ακριβώς του μεγέθους και της προόδου που σημείωσε η αμερικάνικη οικονομία, η πραγματική της επίδοση κατά τη διάρκεια των χρυσών χρόνων δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο οι ρυθμοί ανάπτυξης άλλων χωρών που εκκίνησαν από πολύ χαμηλά. Στην περίοδο 1950-1973, η αμερικάνικη οικονομία αναπτύχθηκε με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα. Αντίθετα σε όλες τις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της βραδυπορούσας Βρετανίας, η χρυσή εποχή έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ ανάπτυξης. Για τις ευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία, ύψιστη προτεραιότητα μετά τον πόλεμο ήταν η ανάκαμψη της οικονομίας. Στα πρώτα χρόνια μετά το 1945 μετρούσαν την επιτυχία τους με γνώμονα την επίτευξη στόχων που έθεσαν σε σχέση με το παρελθόν και όχι σε σχέση με το μέλλον.


45 Στα μη κομμουνιστικά κράτη, ανάκαμψη σήμαινε το ξεπέρασμα του φόβου της κοινωνικής επανάστασης και της κομμουνιστικής προώθησης. Έτσι, ενώ στα 1950 οι περισσότερες χώρες, με εξαίρεση τη Γερμανία και την Ιαπωνία, είχαν φτάσει στα προπολεμικά επίπεδα, ο Ψυχρός Πόλεμος, και η ύπαρξη ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων στη Γαλλία και την Ιταλία αποθάρρυναν κάθε ευφορία. Επιπλέον, το μυστικό όπλο μιας κοινωνίας λαϊκής αφθονίας, συγκεκριμένα η πλήρης απασχόληση, δε γενικεύτηκε παρά μόνο στη δεκαετία του '60 όταν η ανεργία στην Ευρώπη ήταν κατά μέσο όρο μόλις 1,5%. Στη δεκαετία του '50, η ανεργία στην Ιταλία βρισκόταν ακόμα στο επίπεδο του 8,5%. Με λίγα λόγια μόνο στη δεκαετία του ΄60 η Ευρώπη άρχισε να παίρνει ως δεδομένη την ευημερία της, όταν εξειδικευμένοι παρατηρητές άρχισαν να βασίζουν τις προβλέψεις τους ότι η οικονομία θα συνέχιζε την ανοδική της πορεία για πάντα. Είναι φανερό ότι η χρυσή εποχή αφορούσε, κυρίως, στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, που σε όλες αυτές τις δεκαετίες αντιπροσώπευαν τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας παραγωγής και πάνω από το 80% των εξαγωγών προϊόντων μεταποίησης. Παρόλα αυτά η οικονομική άνοδος φαινόταν να είναι παγκόσμια και ανεξάρτητη από τα οικονομικά καθεστώτα. Αρχικά φάνηκε ότι υπερτερούσαν τα καινούργια σοσιαλιστικά καθεστώτα: οι ρυθμοί ανάπτυξης της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του '50 ήταν ταχύτεροι από κάθε άλλη δυτική χώρα·

επίσης οι οικονομίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης

αυξάνονταν σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό – με ταχύτερο στις μέχρι τότε καθυστερημένες χώρες , με βραδύτερο στις ήδη εκβιομηχανισμένες χώρες. Κι όμως στη δεκαετία του '60 έγινε σαφές ότι ο καπιταλισμός υπερτερούσε σε δυναμική του σοσιαλισμού. Έτσι η Χρυσή εποχή αποτέλεσε παγκόσμιο φαινόμενο, μολονότι η γενική αφθονία ουδέποτε άγγιξε την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού που ζούσε σε χώρες φτωχές και καθυστερημένες. Ωστόσο δεν υπήρχαν φαινόμενα μαζικής πείνας, εκτός και αν προέκυπτε ως προϊόν πολέμου ή πολιτικής παραφροσύνης, όπως στην Κίνα. Έτσι ο πληθυσμός του Τρίτου Κόσμου αυξήθηκε με θεαματικό ρυθμό. Ειδικότερα, κατά την περίοδο 1950-1980 ο πληθυσμός της Αφρικής, της Ανατολικής

και Νότιας Ασίας


46 υπερδιπλασιάστηκε,

ενώ

στη

Λατινική

Αμερική

αυξήθηκε

με

ακόμη

μεγαλύτερους ρυθμούς. Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων αυξήθηκε ταχύτερα από την αύξηση του πληθυσμού στις δεκαετίες του '50 και του '60. Στη δεκαετία του '70, οι ανισότητες που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων περιοχών του φτωχού κόσμου αχρηστεύουν τα συνολικά στοιχεία. Σε ορισμένες περιοχές, όπως η Άπω Ανατολή και Λατινική Αμερική, η αύξηση της παραγωγής τροφίμων ξεπερνούσε κατά πολύ την αύξηση του πληθυσμού, ενώ στην Αφρική υπολειπόταν 1% και πλέον ετησίως. Στη δεκαετία του '80 η κατά κεφαλή παραγωγή τροφίμων του φτωχού κόσμου δεν αυξήθηκε καθόλου . Ορισμένες μάλιστα περιοχές, όπως η Αφρική, η Κεντρική Αμερική και η Ασιατική Εγγύς Ανατολή έπεσαν κάτω από το επίπεδο της δεκαετίας του '70 και συνέχισαν να πέφτουν. Στις δεκαετίες του '70 και του '80 έχουμε πάλι την κλασσική εικόνα του κόσμου αυτού: την εικόνα της μαζικής

λιμοκτονίας, την εικόνα του πεινασμένου

"εξωτικού" παιδιού που πεθαίνει. Στο μεταξύ, το πρόβλημα του ανεπτυγμένου κόσμου ήταν ότι παρήγε τόσα πολλά πλεονάσματα τροφίμων που δεν ήξερε τι να τα κάνει. Στη δεκαετία του '80 αποφάσισε να παράγει σημαντικά μικρότερες ποσότητες ή διαφορετικά όπως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πουλάει τα "βουνά βουτύρου" και τις "λίμνες γάλακτος" κάτω του κόστους, πλήττοντας έτσι τους παραγωγούς των φτωχών χωρών.

Η ανασυγκρότηση της διεθνούς οικονομίας Η διεθνοποίηση της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 οφειλόταν κυρίως στη κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου και του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είχε ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του κόσμου σε εθνικές οικονομίες ή αυτοκρατορίες. Έτσι η προτεραιότητα δόθηκε στην ανασυγκρότηση της διεθνούς οικονομίας. Η πολιτική πίεση προήλθε από τις ΗΠΑ αν και πολλές πρωτοβουλίες προήλθαν από τη Βρετανία. Τον Ιούλιο του 1944 στο Bretton Woods έγινε μια διεθνής διάσκεψη, με την συμμετοχή 44 κρατών, η οποία είχε ως σκοπό την ανοικοδόμηση του διεθνούς νομισματικού συστήματος που είχε καταρρεύσει μετά το 1929.


47 Οι αρχές του Bretton Woods

Η ανασυγκρότηση του διεθνούς νομισματικού συστήματος βασίστηκε σε τρεις αρχές: Η σταθερότητα των ισοτιμιών των συναλλαγμάτων αποτελούσε τον κεντρικό μηχανισμό για την επιστροφή σε ένα κλίμα νομισματικής σταθερότητας. Κάθε χώρα δεσμευόταν να καθορίσει μια επίσημη ισοτιμία του νομίσματός της σε σχέση με το χρυσό ή με το δολάριο Αμερικής και να περιορίσει τις διακυμάνσεις στο +/-1%. Το δολάριο καθιερώθηκε ως διεθνές νόμισμα ισοδύναμο με το χρυσό γεγονός που αντανακλούσε την οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Το πλεονέκτημα αυτό του δολαρίου βασιζόταν στην μετατρεψιμότητα του αμερικάνικου νομίσματος σε χρυσό. Ιδρύονται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (Παγκόσμια Τράπεζα) με σκοπό την διεθνή συνεργασία στο νομισματικό και χρηματοδοτικό επίπεδο. Οι δύο διεθνείς θεσμοί που ακόμα εξακολουθούν να υπάρχουν, σχεδιάστηκαν για να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν μακροπρόθεσμες διεθνείς επενδύσεις για να διατηρήσουν τη συναλλαγματική σταθερότητα καθώς επίσης και για να αντιμετωπίσουν προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών. Το διεθνές νομισματικό ταμείο είχε ως αποστολή, βασιζόμενο στις συνεισφορές των μελών του, να δανειοδοτεί τα κράτη προκειμένου να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες και βραχυχρόνια προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών με σκοπό την αποφυγή υποτιμήσεων. Ωστόσο στην περίπτωση των μακροχρόνιων οικονομικών προβλημάτων έγινε αποδεκτή η υποτίμηση των εγχώριων νομισμάτων. Η Παγκόσμια Τράπεζα είχε ως κύρια λειτουργία να βοηθήσει την ανασυγκρότηση των χωρών που καταστράφηκαν από τον πόλεμο και αργότερα να χορηγεί μακροπρόθεσμα δάνεια σε φτωχές χώρες προκειμένου να υλοποιούν αναπτυξιακά προγράμματα. Βεβαίως όταν το αρχικό πρότυπο των Ηνωμένων Εθνών κατέρρευσε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι θεσμοί αυτοί υποτάχθηκαν de facto στην αμερικάνικη πολιτική.


48 Η δύσκολη εφαρμογή των αρχών του Bretton Woods. 1945-1959, το dollar-gap

Ωστόσο η εφαρμογή της συμφωνίας του Bretton Woods αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη. Οι ανάγκες της ανοικοδόμησης στην Ευρώπη δημιούργησαν μια βαθιά ανισορροπία στο σύστημα των διεθνών ανταλλαγών. Οι ΗΠΑ κατέγραφαν ένα τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών γεγονός που ροκάνιζε τα αποθέματα των άλλων χωρών και καθιστούσε το δολάριο νόμισμα σε ανεπάρκεια. Για να αποφύγουν τη επιστροφή στην κρίση της δεκαετίας του '20 και να αποτρέψουν μια παράλυση των εξαγωγών τους λόγω έλλειψης μέσων πληρωμής οι ΗΠΑ ακολούθησαν την ακόλουθη πολιτική: Μια μαζική αμερικάνικη βοήθεια διανεμήθηκε στο εξωτερικό. Ακυρώθηκαν τα πολεμικά χρέη και δόθηκαν συμπληρωματικές πιστώσεις στην Μεγάλη Βρετανία, στην Γαλλία, ΟΔΓ και στην Ιαπωνία. Από το 1947 έως το 1952, "European Recovery Program" μεταφέρει δωρεάν, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ ,12 δις δολάρια στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η βοήθεια αυτή, που συμπληρώθηκε από το 1951 και από μια στρατιωτική βοήθεια, επέτρεψε την επιτάχυνση της ανοικοδόμησης

στην Ευρώπη,

διατηρώντας παράλληλα σε υψηλά επίπεδα τις αμερικάνικες πωλήσεις. Επίσης μείωσε τον υπερπληθωρισμό ένδειας και τα διεθνή ελλείμματα. Επίσης το ΔΝΤ ενέκρινε σημαντικές υποτιμήσεις στα νομίσματα των περισσότερων χωρών της Ευρώπης (Μ. Βρετανία, Γαλλία) (Ευρωπαϊκή υποτίμηση του 1949) Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε τις χώρες που έλαβαν τη βοήθεια αυτή να εκσυγχρονιστούν, υπό τον όρο φυσικά ότι θέλησαν να τη χρησιμοποιήσουν γι’αυτό το σκοπό – όπως έκαναν συστηματικά Αυστρία και η Γαλλία.

Η

αμερικάνικη βοήθεια έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο στην επιτάχυνση του μετασχηματισμού της Δυτικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δύο αυτές χώρες θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Το γεγονός όμως ότι ως ηττημένα κράτη δεν είχαν τον έλεγχο της εξωτερικής τους πολιτικής, τους έδωσε ένα πλεονέκτημα, διότι δε μπήκαν στον πειρασμό να διοχετεύσουν, πέρα από ένα ελάχιστο ποσοστό, τους διαθέσιμους πόρους τους στη μαύρη τρύπα των στρατιωτικών δαπανών. Ειδικότερα η ανάπτυξη της Ιαπωνίας οφείλεται στις ΗΠΑ. Η Αμερική ήταν εκείνη που χρηματοδότησε την ιαπωνική βιομηχανία, η οποία στο διάστημα


49 1949-1953 διπλασίασε την παραγωγή της. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την Ιαπωνία ως βιομηχανική βάση για τον πόλεμο της Κορέας και αργότερα, το 1965 για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην περίοδο 1966-1970 η ανάπτυξη της Ιαπωνίας έφτασε στο αποκορύφωμά της – με ρυθμό ανάπτυξης που έφτανε στο 14,6% ετησίως.

Οι λόγοι της ανάπτυξης των χρυσών χρόνων Από μια μακροπρόθεσμη οπτική, η χρυσή εποχή δεν είναι παρά ένα ακόμη ανοδικό κύμα τύπου Kondratief (του οποίου η φύση δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς) όπως η μεγάλη οικονομική άνοδος που σημειώθηκε στη Βικτωριανή περίοδο (1850-1973) και η belle époque της περιόδου 1893-1914. Όπως συνέβη και με προηγούμενες ανοδικές περιόδους βρίσκουμε εδώ να προηγείται και να έπεται μια περίοδος ύφεσης.

Η μίμηση του αμερικάνικου μοντέλου Μετά τον πόλεμο πολλές χώρες προσπάθησαν να μιμηθούν την οικονομία μοντέλο μιας βιομηχανικής κοινωνίας που διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, δηλαδή την οικονομία των ΗΠΑ. Η διαδικασία αυτή επιτάχυνε την οικονομική ανάπτυξη εφόσον είναι πάντοτε εύκολο πιο εύκολο να προσαρμόζεται στην υπάρχουσα τεχνολογία παρά να ανακαλύπτει κάποια καινούργια. Αυτό μπορεί να συμβεί αργότερα όπως δείχνει το παράδειγμα της Ιαπωνίας. Ωστόσο η μεγάλη ανάπτυξη ήταν σαφώς κάτι περισσότερο από μίμηση. Υπήρχε μια σημαντική αναδιάρθρωση και ουσιαστικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού καθώς και θεαματική προώθηση της παγκοσμιοποίησης

και

διεθνοποίησης της οικονομίας.

Η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού και η μικτή οικονομία Είναι γεγονός ότι ο καπιταλισμός μετασχηματίστηκε στη βάση ηθελημένου σχεδίου με σκόπιμες παρεμβάσεις στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Για όσους


50 βρέθηκαν στα κέντρα λήψης των αποφάσεων ήταν προφανές ότι η Μεγάλη Ύφεση οφειλόταν στην αποτυχία της άνευ φραγμών ελεύθερης αγοράς. Κατά συνέπεια, η αγορά θα έπρεπε να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο ενός δημόσιου προγραμματισμού και οικονομικού management. Για κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους δεν έπρεπε να επιτραπεί επιστροφή στη μαζική ανεργία. Με λίγα λόγια πολιτικοί κρατικοί αξιωματούχοι αλλά και πολλοί επιχειρηματίες ήταν πεπεισμένοι ότι επιστροφή στο laissez-faire και στη ελεύθερη αγορά ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Ορισμένοι αντικειμενικοί στόχοι πολιτικής είχαν απόλυτη προτεραιότητα και δικαιολογούσαν την ισχυρότατη κυβερνητική παρουσία, όπως η πλήρης απασχόληση, η αναχαίτιση του κομμουνισμού, ο εκσυγχρονισμός των οικονομιών που είτε υστερούσαν είτε βρίσκονταν σε κάμψη. Το μέλλον βρισκόταν στον κρατικό παρεμβατισμό και την "μικτή οικονομία". Ο κρατικός παρεμβατισμός δεν ήταν κάτι εντελώς καινοφανές, αφού υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του μεσοπολέμου. Εντούτοις ο μεταπολεμικός παρεμβατισμός έγινε πιο σύνθετος: εκτός από τα αντικυκλικά μέτρα, τις επιδοτήσεις, το εξωτερικό εμπόριο τις νομισματικές ρυθμίσεις οδήγησε, στην ενός ισχυρού κρατικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος συχνά συνδυάστηκε με τον σχεδιασμό. Έτσι ο κρατικός παρεμβατισμός προχώρησε πολύ πιο μακριά, και το κράτος έγινε σημαντικός επιχειρηματίας στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η μερική εθνικοποίηση έγινε διαδεδομένη, χωρίς να εξαλείψει την καπιταλιστική οικονομία, προκειμένου να εξασφαλίσει την κρατική ηγεμονία στον καθορισμό του τεχνολογικού και διαρθρωτικού εκσυγχρονισμού. Ούτε η μικτή κατά κανόνα ιδιωτική και εν μέρει, κρατική οικονομία αποτελούσε μια καινοτομία. Ο οικονομικός διεθυντισμός (dirigisme) είχε ήδη λειτουργήσει στο πλαίσιο μιας μικτής οικονομίας στην ειρηνική περίοδο του μεσοπολέμου στην Ιταλία και την Ισπανία. Παρά ταύτα, οι μεταπολεμικές, μικτές οικονομίες,

με

διαφορετικούς

τρόπους

και

σε

διαφορετική

έκταση,

χρησιμοποίησαν επίσης τον κρατικό σχεδιασμό. Αυτή η μέθοδος πάλι ήταν ήδη γνωστή στο σοβιετικό σύστημα του μεσοπολέμου. Όμως, στις μικτές οικονομίες, όπου ακόμη και οι δημόσιες επιχειρήσεις διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και ενήργησαν σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, ο σχεδιασμός ήταν αρκετά διαφορετικός από τον σχεδιασμό σοβιετικού τύπου.


51 Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δημόσιες επιχειρήσεις ακολούθησαν τους στόχους του κρατικού σχεδιασμού και λειτούργησαν στο πλαίσιο μια αδιατάρακτης οικονομίας της αγοράς. Ο σχεδιασμός δεν επέδρασε πάνω τους με βίαιο τρόπο – δεν υπήρξαν αναγκαστικοί δείκτες υλοποίησης των πλάνων - αλλά εξυπηρέτησε την ανταγωνιστικότητα και την υιοθέτηση νέων τομέων της υψηλής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια ο μεταπολεμικός καπιταλισμός ήταν ένα σύστημα που μεταμορφώθηκε σημαντικά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ουσιαστικά ήταν ένα είδος σύζευξης οικονομικού φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας ( η πολιτική New Deal για την Αμερική), με σημαντικά δάνεια από την ΕΣΣΔ, η οποία ήταν πρωτοπόρος στον τομέα του οικονομικού σχεδιασμού. Με άλλα λόγια η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού διαμόρφωσε μια "μικτή οικονομία". Για τα κράτη ήταν τώρα πολύ πιο εύκολο να σχεδιάζουν και να διαχειρίζονται την οικονομία αυξάνοντας τη ζήτηση σε τεράστιο βαθμό. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που σημείωσαν καπιταλιστικές χώρες μετά τον πόλεμο, οφείλεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Χονγκ-Κονγκ) στην επίβλεψη, καθοδήγηση και μερικές φορές σχεδιασμό και management των κυβερνήσεων. (Γαλλία, Ισπανία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα). Ταυτόχρονα, η πολιτική δέσμευση των κυβερνήσεων ως προς την πλήρη απασχόληση και ως προς το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική ασφάλιση, για πρώτη φορά δημιούργησε μια μαζική καταναλωτική αγορά. Τώρα αγαθά που άλλοτε θεωρούνταν πολυτελείας γίνονταν αποδεκτά ως είδη πρώτης ανάγκης. Αγαθά και υπηρεσίες που προηγουμένως περιορίζονταν σε μειονότητες, παράγονταν τώρα για τη μαζική αγορά και θεωρούνταν αναμενόμενο επίπεδο άνεσης για όλους: το ψυγείο, το πλυντήριο ρούχων, το τηλέφωνο. Με λίγα λόγια για το μέσο πολίτη στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ήταν τώρα δυνατό να ζει όπως μόνο οι πολύ πλούσιοι ζούσαν στη εποχή των γονέων τους. Είναι ενδεικτικό ότι στη δεκαετία του '30 ακόμη και στις πλούσιες ΗΠΑ το ένα τρίτο περίπου των δαπανών ενός νοικοκυριού διατίθεντο για την αγορά τροφίμων. Στη δεκαετία του '80 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 13%. Το υπόλοιπο ποσοστό του εισοδήματος αφορούσε άλλες ανάγκες. Η χρυσή εποχή εκδημοκρατικοποίησε την αγορά.


52 Το Κράτος επίσης έπαιξε έναν ενεργό στη θεσμοποίηση της κοινωνικής ειρήνης μέσω της δημιουργίας του κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Ειδικότερα η μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη οικοδόμησε ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας με την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτικής και θεσμών πρόνοιας, και τη δημιουργία ενός σύνθετου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας με επανερμηνεία των δικαιωμάτων του πολίτη. Εκτός από τα πολιτικά δικαιώματα έγινε αντιληπτό ότι στα φυσικά δικαιώματα των πολιτών συγκαταλέγονται η απασχόληση και η κοινωνική ασφάλιση. Η κοινωνική πρόνοια της Δυτικής Ευρώπης εισήγαγε την κοινωνική ασφάλιση της μεσαίας τάξης, αλλά και μεθόδους για την ισότητα στη διανομή εισοδήματος, αντισταθμίζοντας τους χαμηλούς μισθούς με τις δημόσιες κρατικές υπηρεσίες. Το πλούσιο Δυτικό κράτος κοινωνικής πρόνοιας με τον αναδιανεμητικό μηχανισμό του, την κοινωνική του πολιτική, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαιδευτική του πολιτική αντιστάθμισε επιτυχώς τις ακραίες εισοδηματικές διαφορές, προάγοντας τις ίσες ευκαιρίες προσθέτοντας έτσι μια οικονομική παράμετρο στους δημοκρατικούς θεσμούς. Επιπλέον πρόσθεσε μια κοινωνική παράμετρο στην οικονομική μεγέθυνση. Για να πραγματοποιήσουν αυτές τις πολιτικές τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη εισήγαγαν μια ρωμαλέα πολιτική εισοδηματικής ανακατανομής. Η υψηλή φορολογία και συγκέντρωση ενός συνεχώς διευρυμένου μεριδίου του ΑΕΠ στον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις δημόσιες δαπάνες έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συντελεστές της προοδευτικής φορολογίας συχνά ξεπερνούσαν το 50% του προσωπικού εισοδήματος και σε μερικές περιπτώσεις, υπερέβαιναν το 70% στην κατηγορία των υψηλών εισοδημάτων. Με μεγάλα έσοδα από φόρους τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη αύξησαν τις δαπάνες τους αναλόγως. Στις περισσότερες χώρες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου το 10-12% του ΑΕΠ τροφοδοτούσε στις δημόσιες δαπάνες∙ έως το 1935 το ποσοστό αυτό ήταν 20-33%∙ Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το μερίδιο αυξήθηκε εντυπωσιακά για να φτάσει το 46-62% το 1980. Ένα αυξανόμενο μερίδιο των δημοσίων δαπανών κατευθύνθηκε σε κοινωνικές δαπάνες. Ο συνδυασμός πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας δεν ήταν παρά μια πολιτική κατασκευή.


53 Βασίστηκε σε μια αποτελεσματική πολιτική συναίνεσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στις περισσότερες "δυτικές" χώρες. Επίσης βασίστηκε στη ρητή ή σιωπηρή συναίνεση μεταξύ εργοδοτών και εργατικών οργανώσεων, ώστε οι εργατικές διεκδικήσεις να συγκρατούνται εντός ορισμένων ορίων για να μην υπονομεύουν τα κέρδη τα οποία διοχετεύονταν στην πραγματοποίηση τεράστιων επενδύσεων χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπάρξει η θεαματική αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας στη χρυσή εποχή. Επρόκειτο για διευθετήσεις που ήταν αποδεκτές από όλους. Από τη μεριά των εργοδοτών η πραγματοποίηση υψηλών κερδών έδινε τα περιθώρια υψηλών μισθών, ενώ η προβλεψιμότητα καθιστούσε τον προγραμματισμό πιο εύκολο. Από την άλλη μεριά οι εργαζόμενοι έβλεπαν τους μισθούς τους και τις άλλες παροχές να αυξάνονται κανονικά, καθώς επίσης και ένα κράτος πρόνοιας το οποίο και επεκτείνονταν σταθερά και γινόταν όλο και πιο γενναιόδωρο. Είναι ενδεικτικό ότι στις συνθήκες ευφορίας του '60 ορισμένες κυβερνήσεις έφτασαν στο σημείο να εγγυηθούν επιδόματα ανεργίας ίσα με το 80% του πραγματικού μισθού των εργαζομένων. Βεβαίως η ανεργία βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια – στήριξη εισοδημάτων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση, παιδεία κλπ. απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών δημόσιων δαπανών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70 όλα τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη είχαν γίνει "κράτη κοινωνικής πρόνοιας" ενώ έξι κράτη διέθεταν πάνω από το 60% των συνολικών τους δαπανών στην κοινωνική πρόνοια (Αυστραλία, Βέλγιο, Γαλλία, ΟΔΓ, Ιταλία, Ολλανδία). Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα μετά το τέλος της χρυσής εποχής. Δευτερευόντως η χρυσή εποχή οφείλονταν στο φόβο του κομμουνισμού. Το κυριότερο εμπόδιο για μια διεθνή καπιταλιστική οικονομία ελεύθερου εμπορίου ήταν η παραδοσιακή αμερικάνικη πολιτική υψηλών δασμών σε συνδυασμό με την προσπάθειά τους να αυξήσουν στο μέγιστο βαθμό τις εξαγωγές τους, πράγμα που οι σχεδιαστές πολιτικής στην εποχή του πολέμου στην Ουάσινγκτον θεωρούσαν ως "ουσιαστικό στοιχείο για την επίτευξη πλήρους και αποτελεσματικής απασχόλησης στις ΗΠΑ"


54 Ο Ψυχρός πόλεμος

έπεισε τις ΗΠΑ ότι η βοήθεια προς τους μελλοντικούς

ανταγωνιστές τους ώστε να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα, αποτελούσε επείγουσα πολιτική προτεραιότητα. Έτσι ο Ψυχρός Πόλεμος και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό έγινε η κυριότερη ατμομηχανή της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής ανόδου. Ήταν μια σύνθετη αντιπαράθεση, με μια έντονη κούρσα εξοπλισμών και κατάκτησης του διαστήματος και με μια εξίσου ευδιάκριτη κούρσα μεγέθυνσης και ευημερίας. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός επιδίωξε να χτυπήσει το αντίπαλο καθεστώς όχι μόνο με τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ, την υψηλότερη παραγωγικότητα, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και την οικονομική αποδοτικότητα, αλλά και με τις καλύτερες πολιτικές και τα πρότυπα πρόνοιας. Ο δυτικός καπιταλισμός καθιέρωσε έτσι έναν «νέο καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Βεβαίως μακροπρόθεσμα οι τεράστιοι πόροι που τα κράτη διοχέτευσαν στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών ήταν επιβλαβείς. Στην ακραία περίπτωση της ΕΣΣΔ οι επιπτώσεις αυτές ήταν μοιραίες. όμως ακόμα και οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική τους ισχύ, μολονότι από οικονομική άποψη εξασθενούσαν όλο και περισσότερο. Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου οι παγκόσμιες ετήσιες αμυντικές δαπάνες έφθασαν τα 750 δις δολάρια. Οι κυβερνήσεις απασχόλησαν και χρηματοδότησαν στρατιές επιστημόνων και μηχανικών που εργάστηκαν στην ανάπτυξη του ραντάρ, αεριωθουμένων αεροσκαφών, πυραύλων, υπολογιστών, ατομικών βομβών και βομβών υδρογόνου και διαστημικών προγραμμάτων. Για τα αμυντικά-στρατιωτικά προγράμματα λειτούργησαν κυβερνητικά εργαστήρια, καθώς επίσης και οργανισμοί αλλά και ιδιωτικές εταιρίες. Στις δεκαετίες 1960-70 ο μισός περίπου αμερικάνικος προϋπολογισμός δαπανήθηκε για την άμυνα, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών για την έρευνα και ανάπτυξη (R&D) των εξοπλισμών. Αυτό το μερίδιο ήταν ουσιαστικά το ίδιο στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ η Γαλλία δαπάνησε το 1/3 και η Γερμανία δαπάνησε κάτι ανάμεσα στο 10 και το 20 % των προϋπολογισμών της στην έρευνα και την ανάπτυξη της άμυνας.


55

Τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης – ο ρόλος της τεχνολογίας. Αρχικά η εκπληκτική αυτή έκρηξη της οικονομίας φάνηκε να αποτελεί απλώς μια γιγαντιαία εκδοχή ενός φαινόμενου του παρελθόντος. Έμοιαζε δηλαδή σαν μια γενίκευση σε παγκόσμια κλίμακα της κατάστασης που επικρατούσε στις ΗΠΑ πριν από το 1945. Η χώρα αυτή θα αποτελέσει εφεξής το πρότυπο της καπιταλιστικής βιομηχανικής κοινωνίας. Η μεγάλη άνοδος που σημειώθηκε στην οικονομική δραστηριότητα για μεν τις ΗΠΑ δεν ήταν παρά συνέχιση της ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου, για άλλες όμως χώρες ήταν ένας αγώνας δρόμου, όπως είδαμε παραπάνω, για να τις φτάσουν. Το πρότυπο παραγωγής του Henry Ford απλώθηκε σ'όλες τις νέες αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ στις ΗΠΑ η αρχή του φορντισμού εφαρμόστηκε σε νέα είδη παραγωγής: από την κατασκευή κτιρίων μέχρι την παραγωγή πρόχειρου φαγητού (παράδειγμα η τεράστια επιτυχία της αλυσίδας McDonald's μετά τον πόλεμο). Ωστόσο, αυτό που μας προκαλεί εντύπωση είναι η έκταση στην οποία η οικονομική αυτή άνοδος φαινόταν να έχει ως κινητήρια δύναμη την τεχνολογική επανάσταση. Στο βαθμό αυτό πολλαπλασιάστηκαν όχι μόνο βελτιωμένα προϊόντα παλαιού είδους, αλλά και άλλα τα οποία ούτε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πριν από τον πόλεμο (πλαστικά, έγγραφή σε μαγνητική ταινία, αεριωθούμενο, τρανζίστορ κλπ.). Η χρυσή εποχή βασίστηκε στην πιο προηγμένη και συχνά μυστική επιστημονική έρευνα, που τώρα έβρισκε πρακτική εφαρμογή εντός ολίγων ετών. Για πρώτη φορά, βιομηχανία και γεωργία κινήθηκαν αποφασιστικά πέρα από την τεχνολογία του 19ου αιώνα.

Τα τρία χαρακτηριστικά της τεχνολογικής επανάστασης. Πρώτο ότι μετέβαλε τελείως την καθημερινή ζωή στον πλούσιο κόσμο και μικρότερο βαθμό στο φτωχό κόσμο· το ραδιόφωνο μπορούσε τώρα να φτάσει και στο πιο απόμακρο χωριό χάρις στο τρανζίστορ και τη μικροσκοπική μπαταρία, όπου η "πράσινη επανάσταση" μετέβαλε την καλλιέργεια του ρυζιού και των


56 δημητριακών και όπου οι ξυπόλυτοι χωρικοί φορούσαν πλέον πλαστικά σανδάλια. Σε σύγκριση με το 1950, το ποσοστό των φυσικών ή παραδοσιακών υλικών στην κουζίνα στην επίπλωση αλλά και στο ντύσιμο έχει δραματικά μειωθεί. Η τεχνολογική επανάσταση εισήλθε στην καταναλωτική συνείδηση σε τέτοιο βαθμό ώστε το "νέο" προϊόν έγινε το σήμα της κυριότερης απήχησής του στους καταναλωτές, ό,τι κι'αν σήμαινε αυτό, από τα συνθετικά απορρυπαντικά μέχρι τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Όλα αυτά βασίζονταν στην υποθετική παραδοχή ότι το "νέο" ισοδυναμούσε όχι με το καλύτερο αλλά με κάτι το επαναστατικό. (φαινόμενα επίδειξης) Απεριόριστος είναι ο κατάλογος: τρανζίστορ, τηλεόραση, δίσκοι βινυλίου, μαγνητοταινίες, κασέτες, compact discs, βίντεο, υπολογιστές κλπ. Μια από τις πλευρές των καινοτομιών ήταν η συστηματική διαδικασία ώστε τα προϊόντα αυτά να γίνονται όσο το δυνατόν μικρότερα σε μέγεθος. Δεύτερο, όσο πιο πολύπλοκη ήταν η τεχνολογία τόσο πιο πολύπλοκη και δαπανηρή γινόταν η μετάβαση από το στάδιο της εφεύρεσης στο στάδιο της παραγωγής. Η "Έρευνα και Ανάπτυξη" (R&D), απέκτησε καίρια θέση στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης και γι'αυτό το λόγο ενισχύθηκε η ήδη εξαιρετικά πλεονεκτική θέση των "ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς" σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες. (Για παράδειγμα η τεχνολογική καινοτομία δεν ευδοκίμησε στις σοσιαλιστικές χώρες). Επιπλέον, η διαδικασία της καινοτομίας έγινε τόσο συνεχής ώστε το κόστος δημιουργίας νέων προϊόντων αποτελούσε, πλέον ένα όλο και μεγαλύτερο αλλά αναγκαίο ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής. Στην ακραία περίπτωση της βιομηχανίας όπλων τα νέα προϊόντα αχρηστεύονταν πριν καν προλάβουν να χρησιμοποιηθούν (πόλεμοι για δοκιμασθούν νέα όπλα). Οι βιομηχανίες των οποίων τα νέα προϊόντα προστατεύονταν από δικαιώματα ευρεσιτεχνίας

μπορούσαν

να

αποκομίσουν

τεράστια

κέρδη

που

τα

δικαιολογούσαν ως αναγκαία για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Άλλες καινοτόμες εταιρίες που δεν είχαν την ίδια προστασία, έπρεπε να βγάλουν τα κέρδη τους πολύ πιο γρήγορα, διότι από τη στιγμή που άλλα παρόμοια


57 προϊόντα θα κυκλοφορούσαν στην αγορά η τιμή τους έπεφτε κατακόρυφα. (προϊόντα πληροφορικής, επεξεργαστές, ευτελή υλικά, υψηλές τιμές αρχικά). Τρίτο, οι νέες τεχνολογίες ήταν σε συντριπτικό βαθμό τεχνολογίες εντάσεως κεφαλαίου και εξοικονομούσαν τόσο εργασιακό χρόνο όσο και εργατικά χέρια, εκτός από την περίπτωση επιστημόνων και τεχνικών υψηλής ειδίκευσης. Το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της χρυσής εποχής ήταν ότι χρειαζόταν διαρκείς και μεγάλες επενδύσεις ενώ σ'όλο και μεγαλύτερο βαθμό δεν είχε ανάγκη τους ανθρώπους ως παραγωγούς αλλά ως καταναλωτές αγαθών και υπηρεσιών. Όμως ήταν τέτοια η ωστική δύναμη και ταχύτητα της οικονομικής ανόδου, ώστε το πρόβλημα δεν έγινε αντιληπτό για μια ολόκληρη γενιά. Αντίθετα, η οικονομία αναπτυσσόταν τόσο γρήγορα ώστε ακόμα και στις βιομηχανικές χώρες η βιομηχανική εργατική τάξη διατήρησε ή ακόμα και αύξησε το μέγεθός της ως ποσοστό του απασχολούμενου πληθυσμού. Σε όλες τις προηγμένες χώρες εκτός των ΗΠΑ, οι εφεδρικές δεξαμενές εργασίας αποστραγγίστηκαν, ενώ απορροφήθηκε και η νέα προσφορά εργασίας που προερχόταν από την ύπαιθρο και από την μετανάστευση των ξένων.

Μεταπολεμικές διεθνείς διευθετήσεις και διεθνείς οικονομικές σχέσεις Η πλέον χαρακτηριστική καινοτομία του μεταπολεμικού καπιταλισμού ήταν η ολοκλήρωση όλων αυτών των στοιχείων του κρατικού παρεμβατισμού στο πλαίσιο ενός συστήματος φιλελευθεροποίησης των συναλλαγών. Οι κρατικοί έλεγχοι, οι παρεμβάσεις και οι δημόσιοι κρατικοί τομείς της οικονομίας κατά την διάρκεια των ετών του Μεσοπολέμου είχαν προωθήσει την αυτάρκεια και είχαν συνδυαστεί με μέτρα προστατευτισμού. Οι ΗΠΑ υπερασπίστηκαν επίσης το σύστημα της διεθνούς φιλελευθεροποίησης των συναλλαγών. Το 1947, η αμερικάνικη κυβέρνηση κάλεσε στη Γενεύη είκοσι επτά χώρες για διαπραγματεύσεις προκειμένου να μειωθούν οι δασμοί και οι


58 λοιποί εμπορικοί περιορισμοί, όπως οι ποσοστώσεις των εισαγωγών. Όταν τον Οκτώβριο του 1947 υπογράφηκε, από 23 χώρες, η GATT (General Agreement on Tariffs and Trade), η πολυμερής Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου ενσωματώθηκαν στη συμφωνία 123 κύκλοι διαπραγματεύσεων που αφορούσαν 50.000 είδη. Οι δασμοί συγκρατήθηκαν. Σε διάστημα μικρότερο από 15 χρόνια, ο αριθμός των μελών της GATT αυξήθηκε σε 75 χώρες που, όλες μαζί αντιπροσώπευαν το 80% του παγκόσμιου εμπορίου. Συνεπεία της GATT σημειώθηκε πρόοδος στη μείωση και την εξάλειψη των ποσοτικών περιορισμών και εξοβελίστηκε ο οικονομικός εθνικισμός του Μεσοπολέμου. Στην πράξη, η χρυσή εποχή ήταν εποχή ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερων κινήσεων κεφαλαίου. Το γεγονός οφειλόταν πρωταρχικά στη συντριπτική οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ και του δολαρίου, που λειτούργησε άριστα ως σταθεροποιητικός παράγοντας διότι, όπως είπαμε, ήταν συνδεδεμένο με συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού μέχρι το σύστημα χρυσού να καταρρεύσει στις αρχές της δεκαετίας του '70. Στα 1950 οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 60% περίπου του μετοχικού κεφαλαίου και της συνολικής παραγωγής όλων των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Ακόμα και στο αποκορύφωμα της χρυσής εποχής (1970), εξακολουθούσαν να κατέχουν το 50% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου όλων αυτών των χωρών και να παράγουν σχεδόν το μισό της συνολικής παραγωγής. Ωστόσο η παγκόσμια οικονομία στη χρυσή εποχή παρέμεινε διεθνής μάλλον παρά διεθνική. Το εμπόριο μεταξύ των χωρών αυξήθηκε όσο ποτέ άλλοτε. Ακόμα και οι ΗΠΑ, που πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στηρίζονταν στην αυτάρκεια άρχισαν, από τα τέλη της δεκαετίας του '50, να γίνονται όλο και πιο μαζικός εισαγωγέας καταναλωτικών αγαθών, ενώ από το 1970 άρχισαν να εισάγουν και αυτοκίνητα. Όμως αν και είχε αυξηθεί το διεθνές εμπόριο κυρίως μεταξύ των βιομηχανικών οικονομιών, ο κύριος όγκος των οικονομικών δραστηριοτήτων είχε ως επίκεντρο την εσωτερική αγορά. Αντίθετα,

κυρίως,

στη

μεταπολεμική

Δυτική

Ευρώπη

η

πολιτική

φιλελευθεροποίησης των συναλλαγών οδήγησε στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς και, στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης των χωρών με ελεγχόμενες ή μικτές οικονομίες αλλά και στα κράτη κοινωνικής πρόνοιας.


59 Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού πολλαπλασίασε την παραγωγική ικανότητα της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργώντας έναν εξειδικευμένο καταμερισμό εργασίας. Αρχικά ο καταμερισμός αυτός περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο σύνολο των αποκαλούμενων "ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς", δηλαδή στις χώρες που ανήκαν στο αμερικάνικο στρατόπεδο. Το σοσιαλιστικό στρατόπεδο αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση ενώ τα πιο δυναμικά κράτη του Τρίτου Κόσμου επέλεξαν το δρόμο μιας απομονωμένης και σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης

που

βασιζόταν

στην

υποκατάσταση

των

εισαγωγών

μεταποιημένων προϊόντων. Φυσικά οι βασικές χώρες του δυτικού καπιταλισμού εμπορεύονταν με τον υπόλοιπο κόσμο· εμπόριο από το οποίο αντλούσαν οφέλη εφόσον οι όροι του εμπορίου ήταν ευνοϊκοί γι'αυτές – μπορούσαν να αγοράζουν πιο φτηνά πρώτες ύλες και τρόφιμα. (θεωρίες της άνισης ανταλλαγής). Όμως, η πραγματική έκρηξη σημειώθηκε στο εμπόριο βιομηχανικών προϊόντων, κυρίως μεταξύ των βασικών βιομηχανικών κρατών. Η χρυσή εποχή αφορούσε κυρίως τις οικονομίες των βασικών καπιταλιστικών χωρών – ακόμα και από άποψη ποσοτική. Στα 1975 οι 7 μεγάλες καπιταλιστικές χώρες (Καναδά, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γαλλία, Ο.Δ.Γ., Ιταλία και Μ. Βρετανία), είχαν τα 2/3 όλων των επιβατηγών αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στη Γη και σχεδόν την ίδια υψηλή αναλογία τηλεφωνικών συσκευών. Παρ'όλα αυτά η νέα βιομηχανική επανάσταση δεν μπορούσε να περιοριστεί σε καμιά περιοχή. Το μεγάλο μέρος της νέας εκβιομηχάνισης τις δεκαετίες αυτές αφορούσε κυρίως την εξάπλωση και την διάδοση της εκβιομηχάνισης παλαιού τύπου στις νέες χώρες· εκβιομηχάνιση που βασίστηκε σε παλαιές τεχνολογίες: τεχνολογίες εκβιομηχάνισης του 19ου αιώνα βασισμένες στον άνθρακα, το σίδερο και το χάλυβα στην περίπτωση των αγροτικών σοσιαλιστικών χωρών, τεχνολογίες αμερικάνικης εκβιομηχάνισης του 20ου αιώνα βασισμένες στο πετρέλαιο και τη μηχανή εσωτερικής καύσεως στην περίπτωση των ευρωπαϊκών χωρών. Η επίδραση της υψηλής τεχνολογίας, η ανάπτυξη της οποίας προκαλείται από την έρευνα στην μη πολεμική βιομηχανία προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις, κυρίως, μετά το 1973, όταν συντελέστηκαν τα μεγάλα επιτεύγματα στους τομείς της πληροφορικής και της γενετικής μηχανικής. Οι κυριότερες ίσως καινοτομίες που


60 άρχισαν να μεταβάλουν τον κόσμο σχεδόν αμέσως μόλις έληξε ο πόλεμος συντελέστηκαν στον τομέα των χημικών και των φαρμακευτικών. (αντιβιοτικά) Άμεση ήταν η επίδρασή τους στη δημογραφία του Τρίτου Κόσμου. Συμπερασματικά στο οικονομικό επίπεδο η ισορροπία της χρυσής εποχής εξαρτάτο από το συντονισμό μεταξύ αύξησης της παραγωγικότητας και αποδοχών που κρατούσε τα κέρδη υψηλά. Κάποια χαλάρωση ή κάμψη στη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας ή και δυσανάλογη αύξηση των μισθών θα είχε ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση. Με άλλα λόγια οι μισθοί έπρεπε να αυξάνονται αρκετά γρήγορα ώστε να κρατούν την αγορά σε ζωτικότητα,αλλά όχι τόσο γρήγορα ώστε να συμπιέζουν τα κέρδη. Αλλά πως θα μπορούσε κανείς να ελέγξει το ύψος των μισθών σε περίοδο έλλειψης εργατικών χεριών ή γενικότερα να συγκρατήσει τις τιμές σε περίοδο κατά την οποία η ζήτηση ήταν κατ' εξαίρεση υψηλή; Στα τέλη της δεκαετίας του '60 όλα αυτά άρχισαν να δείχνουν σημάδια κόπωσης και φθοράς. Η ηγεμονία των ΗΠΑ – οι οποίες λειτουργούσαν ως σταθεροποιητικός παράγοντας και εγγυητής της παγκόσμιας οικονομίας – εξασθένισε διαλύοντας και τη σχέση χρυσού – δολαρίου πάνω στην οποία βασιζόταν το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Επίσης υπήρχαν ορισμένες ενδείξεις επιβράδυνσης της παραγωγικότητας σε αρκετές χώρες και ασφαλώς ενδείξεις ότι η μεγάλη εργατική δεξαμενή της εσωτερικής μετανάστευσης του τροφοδότησε τη βιομηχανική άνοδο κόντευε να στερέψει. Μια νέα γενιά εργατών συνηθισμένη να έχει ή να βρίσκει εύκολα δουλειά ανακάλυψε ότι οι κανονικές και ευπρόσδεκτες αυξήσεις που μέχρι τότε κατάφερναν να διασφαλίζουν τα συνδικάτα τους κατόπιν διαπραγματεύσεων ήταν στην πραγματικότητα πολύ μικρότερες από αυτές που θα μπορούσαν να αποσπάσουν από την ελεύθερη αγορά. Έτσι υπάρχει μια εντυπωσιακή αλλαγή κλίματος στα τελευταία χρόνια της χρυσής εποχής σε σχέση με τη μετριοπάθεια και την ηρεμία των διαπραγματεύσεων για το επίπεδο των μισθών πριν το 1968. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του '60 μπορούμε να μιλάμε για "έκρηξη μισθών".


61 Η μεταβολή αυτή του εργατικού κλίματος, εφόσον είχε άμεση σχέση με τον τρόπο που λειτουργούσε η οικονομία ήταν πολύ πιο σημαντική από το ξέσπασμα της φοιτητικής δυσαρέσκειας γύρω στο 1968. Μολονότι η φοιτητική εξέγερση έδωσε πολύ πιο δραματικό υλικό στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και πολύ περισσότερη τροφή στους σχολιαστές ήταν ένα φαινόμενο που η πολιτιστική της αξία ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πολιτική της που ήταν στην πραγματικότητα πρόσκαιρη – σε αντίθεση με ανάλογα κινήματα που εμφανίστηκαν στον Τρίτο Κόσμο ή σε άλλες χώρες με δικτατορικό καθεστώς. Κινητοποίησε ένα ιδιαίτερα μικρό τμήμα του πληθυσμού που μέχρι τότε δεν αναγνωριζόταν σαν μια ιδιαίτερη ομάδα στο δημόσιο βίο και που σε μεγάλο βαθμό δεν είχε καμιά σχέση με την οικονομία εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της σπούδαζε. Ήταν η μεσοαστική νεολαία. Έτσι το 1968 αποτέλεσε ένα σημαδιακό μήνυμα παρόλο που η φοιτητική εξέγερση δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στο να επιφέρουν το τέλος της χρυσής εποχής . Στην ουσία αυτοί ήταν, η μισθολογική έκρηξη, η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods το 1971, η τεράστια άνοδος των εμπορευμάτων στα 1972-73, και η αύξηση της τιμής του πετρελαίου από τον OPEC το 1973. Ήδη από τις αρχές του '70 τα σημάδια προειδοποιούσαν για την επερχόμενη κρίση. Η επέκταση της οικονομίας που επιταχύνθηκε με τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, με τις μαζικές αυξήσεις της παγκόσμιας προσφοράς χρήματος και τα τεράστια αμερικάνικα ελλείμματα, απέκτησε τεράστιες διαστάσεις. Κοινώς "υπερθερμάνθηκε". Το 1973 τελείωσε μια ολόκληρη εποχή. Η δεκαετίες που θα ακολουθήσουν ήταν για μια ακόμη φορά περίοδος κρίσης.


62

IV. Οι δεκαετίες της κρίσης

Μια κρίση διαφορετική από τις άλλες: Οι δυσκολίες στη διάγνωση Η ιστορία της εικοσαετίας μετά το 1973 είναι η ιστορία ενός κόσμου που γλίστρησε από την μεγάλη ευημερία της χρυσής εποχής προς την αστάθεια και την κρίση. Ωστόσο μέχρι και την δεκαετία του '80 το ερώτημα που ετίθετο μεταξύ των οικονομολόγων ήταν αν πραγματικά μπορούσαν να μιλάνε για κρίση. Τα ανεπτυγμένα

καπιταλιστικά κράτη μπόρεσαν να διαγνώσουν και να

παραδεχθούν τη παγκόσμια φύση της κρίσης, μόνο αφού κατέρρευσε εντελώς ένα μέρος του κόσμου – η ΕΣΣΔ και η Ανατολική Ευρώπη του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Η δυσκολία της διάγνωσης της παγκόσμιας φύσης της κρίσης έγκειται στο γεγονός ότι οι δεκαετίες μετά το 1973 δε συνιστούσαν δεκαετίες "Μεγάλης Οικονομικής Κάμψης" με την έννοια της δεκαετίας του '30 και σε σχέση με τις δεκαετίες μετά το 1873. Η παγκόσμια οικονομία δεν κατέρρευσε ούτε για λίγο, μολονότι η χρυσή εποχή τερματίστηκε στα 1973-1975 με κάτι που έμοιαζε με μια κλασσική κυκλική ύφεση, η οποία μείωσε τη βιομηχανική παραγωγή στις "ανεπτυγμένες οικονομίες της αγοράς" κατά 10% σε ένα χρόνο και το διεθνές εμπόριο κατά 13%. Στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο βέβαια η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε, μολονότι ο ρυθμός αύξησης ήταν αισθητά χαμηλότερος σε σχέση με το ρυθμό της χρυσής εποχής, εκτός από ορισμένες (ασιατικές κυρίως) Νέο-εκβιομηχανιζόμενες χώρες που άρχιζαν την βιομηχανική τους επανάστασή μόλις στη δεκαετία του '60. Η αύξηση του συλλογικού ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών μέχρι το 1991 ήταν σχεδόν αδιατάρακτη με εξαίρεση σύντομες περιόδους στασιμότητας στα χρόνια της ύφεσης του 1973-75, και 1981-1983. Το διεθνές εμπόριο βιομηχανικών προϊόντων, η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης συνέχισε να αυξάνεται, και στη δεκαετία του '80 επιτάχυνε μάλιστα τον ρυθμό του σε βαθμό που να συγκρίνεται με τη χρυσή εποχή


63 Στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ήταν συνολικά ασύγκριτα πλουσιότερες και παραγωγικότερες σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του '70, ενώ η παγκόσμια οικονομία της οποίας αποτελούσαν ακόμα το κεντρικό στοιχείο, ήταν πολύ πιο δυναμική. Από την άλλη μεριά, η κατάσταση σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη ήταν λιγότερο ρόδινη. Στην Αφρική, τη Δυτική Ασία και τη Λατινική Αμερική το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έπαψε να αυξάνεται. Ο περισσότερος

κόσμος έγινε στην

πραγματικότητα φτωχότερος και κανείς δεν αμφέβαλε ότι στη δεκαετία του '80 στα μέρη αυτά του κόσμου σημειώθηκε σοβαρή οικονομική ύφεση. Αναφορικά δε με την πρώην περιοχή του δυτικού "υπαρκτού σοσιαλισμού", οι οικονομίες που είχαν συνεχίσει να αυξάνονται με μέτριο ρυθμό στη δεκαετία του '80, μετά το 1989 κατέρρευσαν πλήρως. Στην περιοχή αυτή ή σύγκριση της κρίσης μετά το 1989 με τη Μεγάλη Ύφεση του ΄30 ήταν καθ'όλα πρόσφορη. Δε συνέβη το ίδιο στην Ανατολή, όπου εντυπωσιάζει η έντονη αντίθεση ανάμεσα στην αποσύνθεση των οικονομιών της σοβιετικής περιοχής και της θεαματικής ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας στην ίδια περίοδο. Στην Κίνα, καθώς και σε μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ασίας που στη δεκαετία του '70 αναδύθηκε ως η πιο δυναμική οικονομική περιοχή της παγκόσμιας οικονομίας, ο όρος "Οικονομική Ύφεση" δεν είχε κανένα νόημα με εξαίρεση την Ιαπωνία του ΄90. Ωστόσο παρά την υποτιθέμενη άνθιση της παγκόσμιας οικονομίας μετά το 1973 έκαναν την επανεμφάνιση τους τα μεγάλα προβλήματα πάνω στα οποία είχε κυρίως επικεντρωθεί η κριτική του καπιταλισμού πριν τον πόλεμο και τα οποία η χρυσή εποχή εξάλειψε σε μεγάλο βαθμό – φτώχεια, μαζική ανεργία, οικονομική αστάθεια και κοινωνική ανασφάλεια.

Το χρονικό της Κρίσης

Η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης των χρυσών χρόνων δεν διακόπτεται απότομα τον Οκτώβριο του 1973 με την έκρηξη του αραβοϊσραηλινού πολέμου και τον συνεπαγόμενο τετραπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου μέσα σε λίγους μήνες. Η κρίση που οδήγησε τον κόσμο σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση είχε αρχίσει να εκδηλώνεται πολύ πριν από το 1973. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 διακρίνουμε κιόλας τα πρώτα σημάδια των δυσλειτουργιών ως συνέπεια των


64 ορίων που συνάντησε η αύξηση των αποδόσεων στις ανεπτυγμένες χώρες, του κορεσμού των αγορών, και της κρίσης του δολαρίου Ειδικότερα γύρω στο 1968, η τριμερής συνεργασία τελείωσε και η αύξουσα πολιτική αναταραχή – μια μικρή επανάσταση στη Γαλλία το 1968 – κοινωνικές αναταραχές στη Γερμανία, και το «καυτό φθινόπωρο» στην Ιταλία το 1969 – σε μια υπερθερμασμένη οικονομία οδήγησε σε μια έκρηξη των μισθών σε διάφορες χώρες. Ένας πληθωριστικός φαύλος κύκλος έγινε σαφώς ορατός στο διάστημα μεταξύ 1968 και 1970 (βλ. Προηγούμενο κεφάλαιο). Οι μεταπολεμικές νομισματικές ρυθμίσεις καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και 1980. Οι πρώτες αλλαγές πολιτικής άρχισαν από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας στη δεκαετία του ’60 υπό τη μορφή μιας απαλλαγμένης ρυθμίσεων «offshore» αγοράς ευρωδολαρίου στο Λονδίνο. (για τις offshore βλ. παρακάτω).Τον Αύγουστο του1971 ο Πρόεδρος Νίξον, ύστερα από συμβουλές του Μίλτον Φρίντμαν

εγκαταλείπει τον κανόνας του

δολαρίου που είχε υιοθετηθεί στην συνδιάσκεψη του Bretton Woods για να δώσει τη θέση του σε ένα νέο σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπου το ύψος της αξίας του κάθε νομίσματος προκύπτει από το παιχνίδι ζήτησης και προσφοράς με αποτέλεσμα να είναι ανά πάσα στιγμή δυνατές οι ισχυρές διακυμάνσεις του.

Ευρωδολάριο Κάπου στην δεκαετία του '60 η εφεύρεση του "ευρωδολαρίου" μετέτρεψε το παλαιό διεθνές χρηματιστικό κέντρο, το Σίτυ του Λονδίνου σε μεγάλο παγκόσμιο κέντρο offshore. Τα "ευρωδολάρια" ήταν δολάρια κατατεθειμένα σε μη αμερικάνικες τράπεζες που δεν επαναπατρίζονταν, κυρίως για να αποφύγουν τους περιορισμούς της αμερικάνικης τραπεζικής νομοθεσίας, έγιναν διαπραγματεύσιμο χρηματιστικό εργαλείο. Αυτά τα ελεύθερης διακύμανσης δολάρια, που σωρεύονταν σε τεράστιες ποσότητες χάρις στις αυξανόμενες αμερικάνικες επενδύσεις στο εξωτερικό αποτέλεσαν το θεμέλιο για μια ανεξέλεγκτη παγκόσμια αγορά, κυρίως για βραχυπρόθεσμα δάνεια. Η αγορά αυτή έγινε ο κύριος μηχανισμός για την ανακύκληση των τεράστιων κερδών που αποκόμιζαν από τις πωλήσεις πετρελαίου οι χώρες του OPEC, οι


65 οποίες ξαφνικά βρέθηκαν με τόσα χρήματα ώστε ήξεραν πώς να τα ξοδέψουν και που να τα επενδύσουν.

Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που βρέθηκε στο έλεος αυτής της τεράστιας και πολλαπλασιαζόμενης πλημμυρίδας αδέσποτου κεφαλαίου που ξελύνονταν κάνοντας το γύρο του κόσμου από νόμισμα σε νόμισμα επιδιώκοντας γρήγορα κέρδη. Τελικά, όλες οι κυβερνήσεις έπεσαν θύματα, εφόσον έχασαν τον έλεγχο επί των συναλλαγματικών τιμών και επί της παγκόσμιας προσφοράς χρήματος. Στις αρχές του '90 ακόμα και η ανάληψη κοινής παρεμβατικής δράσης από τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες αποδείχθηκε ανίσχυρη. Το ίδιο το δολάριο υποτιμήθηκε δύο φορές (Αύγουστος 1971, Φεβρουάριος 1973) προκαλώντας ισχυρούς κραδασμούς στο διεθνές νομισματικό σύστημα.

Το 1977 δημιουργήθηκε

το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα και κατέστη

δυνατή η δημιουργία μιας τοπικής ζώνης σχετικής νομισματικής σταθερότητας, όπου όμως όπως και στον υπόλοιπο κόσμο ήταν συχνές οι εκτεταμένες και απροσδόκητες μετακινήσεις κεφαλαίων. Παράλληλα η παγκόσμια οικονομική επιτάχυνση μετέτρεψε στα 1972-73 τις λανθάνουσες αυτές δυσχέρειες σε μια συγκυρία κρίσης. Η καλπάζουσα και γενικευμένη ανάπτυξη έκανε τις εκβιομηχανισμένες χώρες να αυξήσουν τις αγορές πρώτων υλών, υψώνοντας απότομα τις τιμές τους, ενώ η μαζική εισαγωγή δημητριακών στη Σοβιετική Ένωση ανέβασαν στα ύψη τις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Για να σταματήσουν την "υπερθέρμανση" της οικονομίας, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν αντιπληθωριστική πολιτική που διευκολύνει τη μεταστροφή του κλίματος. Στις συνθήκες αυτές οι ανατιμήσεις του 1973-1974 δίνουν το έναυσμα για τη κρίση. Είχαν ήδη αρχίσει να καρποφορούν, από το 1970 και μετά, οι προσπάθειες του ΟΠΕΚ να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου, όμως ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος οδήγησε πραγματικά στην απογείωση του δίνοντας στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του αραβικού κόσμου την ευκαιρία να ασκήσουν πίεση στην αγορά περιορίζοντας από συμφώνου την παραγωγή του "μαύρου χρυσού". Έτσι η τιμή του αργού πετρελαίου, που στα τρία προηγούμενα


66 χρόνια είχε αυξηθεί από 2 σε 3 δολάρια το βαρέλι, ανέβηκε στα 12 δολάρια μεταξύ Οκτωβρίου 1973 και Ιανουαρίου 1974 προκαλώντας την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Η τιμή αυτή θα παραμείνει μέχρι το 1978 για να αυξηθεί στα 30 δολάρια το βαρέλι στην διάρκεια της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης, το 197980, που προκάλεσε η Ιρανική Επανάσταση και ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ. Η υπέρογκη ανατίμηση του πετρελαίου επέδρασε με δύο τρόπους στις οικονομίες της Δύσης: ενέτεινε απότομα τις πληθωριστικές πιέσεις και επιβάρυνε δυσανάλογα τους πόρους των οικονομιών τους, που αναγκάζονταν να πληρώνουν αδρά για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Οι επιπτώσεις ήταν σοβαρότερες στη δυτική Ευρώπη παρά στις ΗΠΑ που παρήγαν άφθονο πετρέλαιο από μόνες τους και διέθεταν τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων αλλά και υποκατάστατα ενεργειακών πηγών. Πρώτη συνέπεια της κρίσης ήταν μια κλασικού τύπου ύφεση που έβαλε τέλος στην αλματώδη ανάπτυξη των

χρυσών χρόνων. Το ΑΕΠ των κυριότερων

ευρωπαϊκών χωρών θα πέσει ελαφρά το 1975. Η βιομηχανική παραγωγή ελαττώθηκε σημαντικά ιδιαίτερα στους παραδοσιακούς τομείς (ναυπηγική, υφαντουργία, σιδηρουργία) που είχαν καθυστερήσει να εκσυγχρονιστούν και να αναδιαρθρωθούν και έτσι χτυπήθηκαν από τον ανταγωνισμό της Ιαπωνίας και των νέων βιομηχανικών χωρών της Ασίας. Παράλληλα πλήθυναν οι πτωχεύσεις και πολλές επιχειρήσεις, ακόμη και σε κλάδους που παραμένουν κερδοφόροι, όπως η κατασκευή αυτοκινήτων και αεροπλάνων αναγκάζονται να προβούν σε μαζικές απολύσεις. Η ιδιοτυπία της κρίσης αυτής είναι ότι συνδυάζει με τρόπο πρωτόγνωρο την ανεργία και την επιβράδυνση του ρυθμού της ανάπτυξης (που πέφτει κάτω από το μισό της τιμής της προηγούμενης περιόδου) με τον υψηλό πληθωρισμό (πάνω από 10% στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ. Και εδώ οι αποκλίσεις είναι σημαντικές: 5% στην Δυτική Γερμανία, πάνω από 20% στην Ιταλία). Το φαινόμενο αυτό, που βαφτίστηκε "στασιμοπληθωρισμός" (stagflation), οφείλεται βασικά στην αύξηση του κόστους παραγωγής, συνέπεια των ανατιμήσεων στα καύσιμα και τις πρώτες ύλες, της αδιάκοπης αύξησης των μισθών και των επιβαρύνσεων που συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις η αποζημίωση των ανέργων. Και εδώ οι χώρες της Ευρώπης πλήττονται περισσότερο από τις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία όπου οι κοινωνικές παροχές είχαν μικρότερη βαρύτητα.


67 Προκειμένου να αντιμετωπισθεί μια "υπερθέρμανση" της οικονομίας ή αντίθετα, μια ύφεση που επιδείνωνε την ανεργία, οι κλασικές οικονομικές πολιτικές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναλλάξ τα όπλα του αποπληθωρισμού ή της ανάπτυξης. Το νέο τοπίο της παγκόσμιας οικονομίας υποχρέωνε τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα δύο αντιφατικά συμπτώματα. Προέκυψαν έτσι, με διάφορες ποσοτικές και χρονολογικές παραλλαγές, δύο διαμετρικά αντίθετες πολιτικές. Η πρώτη, κατά βάση φιλελεύθερη και μονεταριστική, εφαρμόστηκε μετά το 1979 στη Μεγάλη Βρετανία από την Μάργκαρετ Θάτσερ, στη Γαλλία από τον Ρεϋμον Μπαρ μεταξύ 1976 και 1981 και στη Δυτική Γερμανία από τον Χέλμουτ Σμιτ και τον Χέλμουτ Κολ σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Η δεύτερη, βασισμένη άμεσα ή έμμεσα στο κεϋνσιανό μοντέλο, εφαρμόστηκε από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πιέρ Μωρουά στη Γαλλία μεταξύ 1981 και 1983. (Για τη διαμάχη νεοφιλελεύθερων και κεϋνσιανών βλ. παρακάτω). Στη συνέχεια όμως οι χώρες του ΟΟΣΑ υιοθέτησαν όλες μια πολιτική δημοσιονομικής και νομισματικής λιτότητας. Στη συνέχεια η σταθεροποίηση της αγοράς πετρελαίου σε συνδυασμό με την κάμψη των τιμών των πρώτων υλών, την πτώση του δολαρίου και την αυξημένη παραγωγικότητα που προσφέρουν οι νέες κατακτήσεις της ηλεκτρονικής και της πληροφορικής επιτρέπον σχεδόν σε όλες τις κυβερνήσεις να περιορίσουν με την πολιτική τους τον πληθωρισμό στα επίπεδα του 3% κατά μέσο όρο.

Τα αίτια της Κρίσης: Η παγκοσμιοποίηση και η κρίση των δομών. Παγκοσμιοποίηση Από τη δεκαετία του '60 και μετά, άρχισε να αναδύεται μια όλο και περισσότερο διεθνική οικονομία, δηλαδή ένα σύστημα οικονομικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με το οποίο τα κρατικά εδάφη και τα κρατικά σύνορα δεν αποτελούν το βασικό πλαίσιο αλλά μάλλον παράγοντες που περιπλέκουν τα πράγματα. Στην ακραία περίπτωση δημιουργείται μια παγκόσμια οικονομία που στην πραγματικότητα δεν έχει συγκεκριμένη οικονομική βάση ή συγκεκριμένα όρια. Αυτή όμως η παγκόσμια οικονομία οποία θέτει όρια στη δράση των εθνικών οικονομιών ακόμη και των πολύ μεγάλων και πανίσχυρων κρατών. Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του '70 μια τέτοια διεθνική οικονομία έγινε αποτελεσματική παγκόσμια δύναμη, ενώ συνέχισε να αυξάνεται με


68 ταχύτατο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν ιδιαίτερα μετά το 1973. Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που οι απαρχές του ανιχνεύονται αιώνες πριν. Από το τέλος των μεσαιωνικών χρόνων το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων και τα δίκτυα συναλλαγών που πραγματοποιούνταν χωρίς χρηματικές πληρωμές άρχισαν να διεθνοποιούν την ευρωπαϊκή οικονομία. Ωστόσο το μεγάλο άλμα της ολοκλήρωσης των εμπορευματικών αγορών και των αγορών παραγωγικών συντελεστών στον πλανήτη πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες, ο σιδηρόδρομος, το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας και ο κανόνας χρυσού συνέβαλαν στην διαδικασία αυτή.

Ορισμένοι ιστορικοί κάνουν λόγο

για την

«πρώτη

παγκοσμιοποίηση από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και, ύστερα από τριάντα χρόνια οπισθοδρόμησης της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, για ένα δεύτερο κύμα παγκοσμιοποίησης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών και ηπείρων –εμπόριο, μετανάστευση, επενδύσεις κεφαλαίου, ίδρυση θυγατρικών, παραγωγή στο εξωτερικό και οικονομικές συναλλαγές- αποτελουν κοινά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης του τέλους του 19ου αιώνα και αυτής του τέλους του 20ου αιώνα. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 20ου αιώνα, μια περαιτέρω δραματική μεταβολή σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις, που συνδυάστηκε με μια ποιοτική μεταβολή στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, μετασχημάτισε την παγκόσμια οικονομία, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια νέα σελίδα στην ιστορία της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος παγκοσμιοποίηση εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο Webster’s Dictionary. Αυτά που κάνουν ξεχωριστή αυτή την φάση της παγκοσμιοποίησης είναι ότι με την εξάπλωσή της αυξήθηκαν εντυπωσιακά οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών, το εμπόριο οι επενδύσεις κεφαλαίο, οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου, η ίδρυση θυγατρικών και ένας νεοπαγής τύπος καταμερισμού της εργασίας. Τρεις πτυχές της διεθνοποίησης αυτής ξεχωρίζουν ιδιαίτερα:


69 1. Οι διεθνικές εταιρίες (γνωστές ως "πολυεθνικές").

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις προέκυψαν ως κυρίαρχοι παίχτες στην παγκόσμια οικονομία Ήταν αρκετά φυσιολογικό οι εταιρείες να έχουν την έδρα τους σε μια χώρα αλλά να λειτουργούν σε αρκετές άλλες για να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους. Με άλλα λόγια η κύρια λειτουργία τέτοιων εταιριών ήταν να ενσωματώνουν αγορές πέρα από τα εθνικά σύνορα, δηλαδή να ανεξαρτητοποιηθούν από το κράτος και τους εδαφικούς τους περιορισμούς. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λειτουργία τέτοιων πολυεθνικών δεν ήταν καινούργιο φαινόμενο. Η καταγωγή των πολυεθνικών εταιριών μας γυρίζει πίσω στην αμερικάνικη ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στο τέλος του 19ου αιώνα, και στην αυτόματη προσαρμογή τους στις προκλήσεις της σύγχρονης μαζική παραγωγής. Οι μεγάλες επιχειρήσεις

προωθούσαν

την

κάθετη

ολοκλήρωση

προκειμένου

να

ελαχιστοποιήσουν το κόστος παραγωγής και την εξάρτησή τους από άλλες επιχειρήσεις. Για μια σίγουρη και ανεμπόδιστη ροή αγαθών, πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις επέλεξαν μια κάθετη ολοκλήρωση «προς τα πίσω» ώστε να ενσωματώσουν τις εξαγωγές και την παραγωγή πρώτων υλών εντός του πλαισίου της ίδιας επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις των νέων κλάδων οδηγήθηκαν σε μια ολοκλήρωση «προς τα εμπρός» με τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, συμπεριλαμβανομένων και των αλυσίδων λιανικής πώλησης, και με τη δημιουργία τμημάτων διοίκησης και άλλων υπηρεσιών. Η σύγχρονη βιομηχανία συνένωσε την μαζική παραγωγή με τη μαζική διανομή εντός μια «ενιαίας επιχείρησης». Η ολοκλήρωση προωθήθηκε συνήθως μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων των υπαρχουσών επιχειρήσεων. Ο Chandler μιλά για μια «επένδυση με 3 αιχμές»: Πρώτον σε παραγωγικές μονάδες προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα του μεγέθους και της επέκτασης ∙ δεύτερον, στο μάρκετινγκ και στο δίκτυο διανομής για να συμβαδίζουν με τη μαζική παραγωγή και, τρίτον στη διοίκηση ώστε να συντονίζονται και να διοικούνται οι διευρυμένες, σύνθετες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το καινούργιο φαινόμενο έγκειται μάλλον στην ίδια την κλίμακα των δραστηριοτήτων αυτών των διεθνικών επιχειρήσεων.


70 Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν περίπου 7.000 πολυεθνικές. Στο τέλος του 20ου αιώνα 44.000 με σχεδόν 300.000 ξένες θυγατρικές, που απασχολούσαν 12 εκατομμύρια άτομα και παρήγαν το ¼

έως το 1/3 του

συνολικού παγκόσμιου προϊόντος. Οι 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές ελέγχουν περίπου το 20% των συνολικών ξένων περιουσιακών στοιχείων, απασχολούν 6 εκατομ άτομα και πωλούν το 1/3 των συνολικών πωλήσεων των πολυεθνικών. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, οι αμερικάνικες διεθνικές εταιρείες είχαν ήδη στα χέρια τους τα ¾ των εισαγών των ΗΠΑ και σχεδόν το μισό των εξαγωγών τους, ενώ διεθνικές εταιρίες έλεγχαν πάνω από το 80% των βρετανικών εξαγωγών. Βεβαίως το μεγαλύτερο μέρος που εμφανίζουν οι στατιστικές (οι οποίες καταρτίζονται σε εθνική βάση) ως εισαγωγές και εξαγωγές αποτελεί στην πραγματικότητα εσωτερικό εμπόριο εντός μια διεθνικούς οντότητας, όπως της General Motors που λειτουργούσε σε 40 χώρες. Βεβαίως το μεγαλύτερο μέρος που εμφανίζουν οι στατιστικές (οι οποίες καταρτίζονται σε εθνική βάση) ως εισαγωγές και εξαγωγές αποτελεί στην πραγματικότητα εσωτερικό εμπόριο εντός μια διεθνικούς οντότητας, όπως της General Motors που λειτουργούσε σε 40 χώρες. Έτσι, ακόμα κι αν οι δεσμοί τέτοιων υπερ-γιγάντων με τις εθνικές κυβερνήσεις τους ήταν πολύ στενοί, προς τα τέλη της χρυσής εποχής είναι αμφίβολο αν μπορούσαμε με σιγουριά να πούμε ότι ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της κυβέρνησης τους ή του έθνους τους, με εξαίρεση τις ιαπωνικές εταιρείες και ορισμένες εταιρείες που ανήκαν ουσιαστικά στον κλάδο της αμυντικής βιομηχανίας. Δεν ήταν πλέον τόσο σαφές όσο άλλοτε πως ότι είναι καλό για την General Motors΄είναι καλό για τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα η επιχειρηματική λογική εξαναγκάζει μια εταιρία πετρελαίου να χαράξει τη στρατηγική και την πολιτική της προς τη χώρα καταγωγής της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζει το θέμα σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία και τη Βενεζουέλα, συγκεκριμένα με κριτήρια το κέρδος και τη ζημία από τη μια μεριά ή τη συγκριτική ισχύ της εταιρείας σε σχέση με τη συγκεκριμένη κυβέρνηση από την άλλη.


71 2. Ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας

Η τάση των επιχειρηματικών συναλλαγών και των ίδιων των επιχειρήσεων για χειραφέτηση από το παραδοσιακό εθνικό κράτος έγινε ακόμη πιο έντονη καθώς η βιομηχανική παραγωγή άρχισε αργά στην αρχή αλλά με αυξανόμενη ταχύτητα στην συνέχεια να μεταφέρεται έξω από τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής που υπήρξαν πρωτοπόρες στην εκβιομηχάνιση και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές βέβαια παρέμειναν η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης που σημειώθηκε στη χρυσή εποχή. Όπως είπαμε στα μέσα της δεκαετίας του '50 οι βιομηχανικές χώρες διέθεταν τα 3/5 των μεταποιητικών εξαγωγών μεταξύ τους, στη δε δεκαετία του '70 τα ¾ . Όμως τότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν ο τρίτος κόσμος άρχισε να εξάγει μεταποιητικά προϊόντα στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες σε σημαντική κλίμακα. Έτσι ένας νέος καταμερισμός εργασίας άρχισε να παίρνει τη θέση του παλιού. Για παράδειγμα η γερμανική εταιρεία Volkswagen μετά τα μέσα της δεκαετίας του '60 εγκατέστησε εργοστάσια στην Αργεντινή, τη Βραζιλία (3), τον Καναδά το Εκουαδόρ, το Μεξικό, τη Νιγηρία, το Περού, τη Νότιο Αφρική και τη Γιουγκοσλαβία. Ορισμένες διαδικασίες έντασης εργασίας εγκαταστάθηκαν σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος. Νέες βιομηχανίες που δημιουργήθηκαν στον Τρίτο Κόσμο προμήθευαν όχι μόνο τις διογκούμενες τοπικές αγορές αλλά επίσης και την παγκόσμια αγορά. Έκαναν δε εξαγωγές όχι μόνο προϊόντων που παράγονταν εξ ολοκλήρου από την εγχώρια βιομηχανία (π.χ. κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα) αλλά έγιναν μέρος της διεθνικής παραγωγικής μεταποιητικής διαδικασίας. Από την άλλη το μεγαλύτερο μέρος της εξαγωγής επενδύσεων σε υψηλή τεχνολογία και υπηρεσίες κατευθύνθηκε σε μεγάλο ποσοστό σε χώρες με υψηλή ανάπτυξη κυρίως σε χώρες της Ευρώπης της Ασίας αλλά και στις ΗΠΑ. Στις αρχές της αρχές της δεκαετίας του 1990 η τέταρτη παγκοσμίως μεγαλύτερη πολυεθνική στις τηλεπικοινωνίες, η Ericsson απασχολούσε περισσότερο από 13.000 άτομα στη Νορβηγία, τη Δανία την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιταλία αλλά είχε μόνο 4.500 εργαζόμενους στη Βραζιλία, το Μεξικό, τη Βενεζουέλα, και στην Αργεντινή.


72 Αυτή ήταν και η αποφασιστική καινοτομία της χρυσής εποχής μολονότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε αργότερα. Και δεν θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς την επανάσταση που συντελέστηκε στις μεταφορές και τις επικοινωνίες. Το διεθνές εμπόριο ενισχύθηκε από τη σημαντική μείωση του κόστους των μεταφορών και των επικοινωνιών. Το κόστος μια 3λεπτης τηλεφωνικής επικοινωνίας Λονδίνου –Νέας Υόρκης μειώθηκε από 5,3 δολάρια το 1950 σε 3,2 δολάρια το 1970 και σε 0,9 δολάρια το 2000. Το κόστος ενός μιλίου αεροπορικών μεταφορών ήταν 0,30$ το 1950, 0,16$ το 1970 και 0.11 το 1990$. Οι επικοινωνίες εισήγαγαν μια νέα εποχή εξαιτίας της επανάστασης των υπολογιστών, εξαιτίας μέσω της εφεύρεσης του Διαδικτύου και του Παγκόσμιου Ιστού (Word Wide Web). Οι εξελίξεις αυτές έκαναν δυνατό και οικονομικά εφικτό το διαχωρισμό της παραγωγής ενός και μοναδικού προϊόντος που, ας πούμε τώρα στο Χιούστον, τη Σιγκαπούρη και την Ταϊλάνδη, το ημιτελές προϊόν μεταφερόταν αεροπορικώς στα κέντρα αυτά της παραγωγής για να πάρει την τελική του μορφή, ενώ ολόκληρη αυτή η διαδικασία ελεγχόταν κεντρικά χάρις στη σύγχρονη τεχνολογία της πληροφορικής. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μετά, οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρονικών άρχισαν να αποκτούν παγκόσμια εμβέλεια. IBM Η γραμμή της παραγωγής δεν περνούσε πλέον μέσα από τα γιγαντιαία υπόστεγα του ίδιου εργοστασίου αλλά διέσχιζε όλο τον πλανήτη. 3. Η εμφάνιση και άνοδος των χρηματοδοτικών "εξωεδαφικών ή υπεράκτιων παραδείσων" offshore finance.

Αυτή η τελευταία πτυχή δείχνει τον τρόπο με τον οποίο με τον οποίο η καπιταλιστική οικονομία κατάφερε να ξεφύγει από εθνικούς ελέγχους. Ο όρος "offshore" εμφανίστηκε στη δεκαετία του '60 για να περιγράψει μια συγκεκριμένη πρακτική των εταιρειών: Οι εταιρείες εγγράφονταν στα μητρώα μικρών ενίοτε μικροσκοπικών κρατών, έχοντας επομένως εκεί τη νόμιμη έδρα τους. Τα κράτη αυτά παρείχαν γενναιόδωρα πλεονεκτήματα από δημοσιονομική άποψη επιτρέποντας στους επιχειρηματίες να αποφεύγουν τους φόρους και άλλους περιορισμούς που τους επιβάλλονταν στις χώρες τους.


73 Ένας κατάλληλα διαμορφωμένος περίπλοκος και καινούργιος συνδυασμός από νομικά "παραθυράκια" στη νομοθεσία περί εταιρειών και στην εργατική νομοθεσία στα λιλιπούτεια αυτά κρατίδια – όπως στο Καραντσάο, τις Παρθένους Νήσους και το Λιχτενστάιν – μπορούσε να κάνει θαύματα στον ισολογισμό των επιχειρήσεων. Η ουσία της πρακτικής αυτής έγκειται στο να μεταβάλει τον τεράστιο αυτό αριθμό από νομικά παραθυράκια σε μια βιώσιμη επιχειρηματική δομή άνευ περιοριστικών ρυθμίσεων. Για προφανείς λόγους, η πρακτική αυτή ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για χρηματοπιστωτικές δοσοληψίες. Μερικές εταιρείες εγκατέστησαν μονάδες στις «υπεράκτιες ελεύθερες ζώνες παραγωγής» ή offshore μονάδες σε χώρες πάρα πολύ φτωχές που προσέφεραν όμως το πλεονέκτημα των φθηνών εργατικών χεριών · κίνηση που αποτέλεσε έναν άλλο καινούργιο ελιγμό των εταιρειών για να αποφεύγουν τον έλεγχο από ένα και μοναδικό κράτος. Όλα αυτά προκάλεσαν μια παράδοξη αλλαγή στην πολιτική δομή της παγκόσμιας οικονομίας. Καθώς ο πλανήτης έγινε πραγματικά μια μονάδα οι εθνικές οικονομίες των μεγάλων κρατών ανακάλυψαν πόσο οι ίδιες είχαν παραμεριστεί από τέτοια offshore κέντρα παραγωγής, που τα περισσότερα απ’αυτά βρίσκονταν σε μικρά ή λιλιπούτεια μίνι-κράτη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στα τέλη του 20ου αιώνα υπήρχαν 78 οικονομίες με πληθυσμό λιγότερο από δυόμισι εκατομμύρια (18 από αυτές με πληθυσμό λιγότερο από 100.000) οι οποίες αποτελούσαν τα δύο τρίτα όλων των πολιτικών μονάδων που επίσημα θεωρούνταν ως οικονομίες. Μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τέτοιες μονάδες δεν εθεωρούντο οικονομικά βιώσιμες στην πραγματικότητα δε, δεν θεωρούντο ούτε καν κρατικές οντότητες. Ήταν και ασφαλώς εξακολουθούν να είναι ανίκανα να υπερασπίσουν την τυπική τους ανεξαρτησία. Ωστόσο στη χρυσή εποχή έγινε φανερό ότι μπορούσαν να ανθίσουν όπως οι μεγάλες εθνικές οικονομίες, μερικές φορές ακόμα καλύτερα, παρέχοντας άμεσα υπηρεσίες απευθείας στην παγκόσμια αγορά. Γι' αυτόν το λόγο έχουμε και την ανάπτυξη πόλεων – κρατών (όπως το ΧονγκΚονγκ και η Σιγκαπούρη) – μορφή πολιτείας που βρίσκουμε να ανθίζει στο Μεσαίωνα (π.χ Βενετία, Γενοβα). Ορισμένες περιοχές στην έρημο του Περσικού Κόλπου μετατράπηκαν σε μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια επενδυτική αγορά


74 (Κουβέιτ, Ντουμπάϊ) και μερικά από τα πολλά offshore καταφύγια για την αποφυγή της κρατικής νομοθεσίας. Η κατάσταση αυτή θα τροφοδοτούσε τα πολλαπλασιαζόμενα εθνοτικά κινήματα του εθνικισμού που εμφανίστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα όπως της Κορσικής ή των Καναρίων Νήσων. Ωστόσο η μόνη ανεξαρτησία που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την απόσχιση τους ήταν ο χωρισμός από το έθνοςκράτος. Από οικονομική άποψη, ο χωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τα έκανε πιο εξαρτημένα από τις διεθνικές εταιρίες. Για τους πολυεθνικούς γίγαντες, ο πιο βολικός κόσμος είναι ένας κόσμος που αποτελείται από κράτη-νάνους ή ένας κόσμος όπου δεν υπάρχουν καθόλου κράτη.

Η κρίση των δομών Αυτό που έκανε τα οικονομικά προβλήματα, στις δεκαετίες της κρίσης ασυνήθιστα σοβαρά και από κοινωνική άποψη, ανατρεπτικά, ήταν οι συγκυριακές διακυμάνσεις που συνέπεσαν με δομικές αναστατώσεις. Η παγκόσμια οικονομία που αντιμετώπισε τα προβλήματα της δεκαετίας του '70 και του '80 δεν ήταν πλέον η ίδια με εκείνη της χρυσής εποχής. Το σύστημα της παραγωγής μεταβλήθηκε με την τεχνολογική επανάσταση αποκτώντας εκπληκτικές παγκόσμιες ή "διεθνικές" διαστάσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να απεικονίσουμε τις συνέπειες αυτές είναι να εξετάσουμε την εργασία και την ανεργία. Γενική τάση της εκβιομηχάνισης υπήρξε η αντικατάσταση των ανθρώπινων δεξιοτήτων με μηχανές, της ανθρώπινης εργασίας με μηχανικά μέσα, έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανεργίας. Ωστόσο η υπόθεση ήταν ότι η τεράστια ανάπτυξη της οικονομίας, την οποία προκαλούσε η σταθερή βιομηχανική επανάσταση,

αυτόματα

θα

δημιουργούσε

αρκετές

θέσεις

εργασίας

αντικαθιστώντας τις παλιές που είχαν χαθεί. Η χρυσή εποχή επιβεβαίωσε την υπόθεση αυτή. Όπως είδαμε η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο αριθμός και η αναλογία των βιομηχανικών εργατών ακόμα και στις ποιο εκβιομηχανισμένες χώρες δε μειώθηκε σοβαρά. Όμως στις δεκαετίες της Κρίσης ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται και σε σχετικό και σε απόλυτο μέγεθος.


75 Στις ΗΠΑ, στο διάστημα 1950-1970, ο αριθμός των ατόμων που εργάζονταν στα τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρετώντας διεθνείς συνδιαλέξεις μειώθηκε κατά 12% ενώ στο διάστημα 1970-1980 μειώθηκε κατά 40% Η αυξανόμενη ανεργία στις δεκαετίες αυτές δεν ήταν κυκλική αλλά δομική. Με άλλα λόγια οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στις άσχημες συγκυρίες δεν θα ξαναδημιουργούνταν ποτέ ακόμη και αν έφτιαχναν τα πράγματα. Κι αυτό δεν οφείλονταν μόνο στο γεγονός ότι ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας μετέφερε βιομηχανίες από τις παλαιές βιομηχανικές χώρες και ηπείρους σε νέες. Βεβαίως ήταν φυσιολογικό οι βιομηχανίες εντάσεως εργασίες να μεταναστεύσουν από χώρες με υψηλό κόστος εργασίας σε χώρες χαμηλού κόστους. Για παράδειγμα συνιστούσε οικονομική πολυτέλεια για ένα Αμερικανό επιχειρηματία η απασχόληση ενός εργάτη στο Ελ Πάσο του Τέξας, τη στιγμή που κάποιος άλλος, έστω και λιγότερο ικανός, ήταν διαθέσιμος στην απέναντι όχθη ποταμού Ριο Γκράντε, στο Juarez του Μεξικού, κοστίζοντας μόλις το ένα δέκατο του μισθού του Αμερικάνου εργάτη. Όμως, ακόμα και οι προ-βιομηχανικές και οι νέες βιομηχανικές χώρες κυβερνώνται από την ίδια σιδηρά

λογική της εκβιομηχάνισης που αργά ή

γρήγορα καθιστά ακόμα και τη φθηνότερη ανθρώπινη εργασία πιο ακριβή από τη μηχανή η οποία είναι σε θέση να κάνει την ίδια δουλειά. Η επίδοση και η παραγωγικότητα των μηχανών μπορεί σταθερά και για πρακτικούς λόγους να βελτιώνεται συνέχεια με την τεχνολογική πρόοδο, το δε κόστος της μπορεί να μειώνεται κατά πολύ. Από την άλλη το κόστος της ανθρώπινης εργασίας δεν μπορεί να μειωθεί για απεριόριστο χρονικό διάστημα κάτω από το όριο του ελάχιστου ανθρώπινου επιπέδου διαβίωσης το οποίο θεωρείται αποδεκτό από την εκάστοτε κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι δεν έχουν "σχεδιαστεί" με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι όλο και πιο αποτελεσματικοί για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Έτσι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο της τεχνολογίας τόσο πιο ακριβή είναι η ανθρώπινη συνιστώσα της παραγωγής σε σύγκριση με τη μηχανική συνιστώσα. Η ιστορική τραγωδία των Δεκαετιών της Κρίσης έγκείται στο γεγονός ότι η παραγωγή προκαλούσε τώρα απώλειες σε θέσεις εργασίας με ρυθμό ταχύτερο από τις νέες θέσεις που δημιουργούσε η οικονομία της αγοράς.


76 Η παγκόσμια οικονομία μπορεί να επεκτεινόταν, αλλά ο αυτόματος μηχανισμός με τον οποίο η επέκταση αυτή δημιουργούσε νέα απασχόληση για άνδρες και γυναίκες που εισέρχονταν στην αγορά εργασίας χωρίς ιδιαίτερα προσόντα ήταν φανερό ότι δεν λειτουργούσε πλέον. Για τις δεκαετίες της κρίσης το βασικό δεν είναι ότι ο καπιταλισμός δε λειτούργησε πλέον τόσο καλά όσο στη χρυσή εποχή αλλά ότι οι δραστηριότητές του είχαν γίνει ανεξέλεγκτες. Κανείς δε γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει τις ιδιοτροπίες της παγκόσμιας οικονομίας, ούτε διέθετε εργαλεία για να τις χειριστεί. Το κυριότερο εργαλείο για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων στη χρυσή εποχή ήταν η κυβερνητική πολιτική, συντονισμένη σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Τώρα όμως αυτό το εργαλείο δε δούλευε. Οι Δεκαετίες της Κρίσης ήταν μια εποχή όπου το κράτος έχασε τις οικονομικές του εξουσίες.

Οι επιπτώσεις της Κρίσεις Ανεργία

Η οικονομική κάμψη και ύφεση σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση της οικονομίας σε μαζική κλίμακα είχαν ως αποτέλεσμα την εκτόπιση ανθρώπινης εργασίας επαναφέροντας πάλι στο προσκήνιο τον εφιάλτη της ανεργίας. Η ανεργία στη Δυτική Ευρώπη αυξήθηκε από 1,5% κατά μέσο όρο που ήταν στην δεκαετία του '60 σε 4,2% στη δεκαετία του '70. Στο αποκορύφωμα της οικονομικής ανόδου στα τέλη της δεκαετίας του '80 η ανεργία έφτασε κατά μέσο όρο στο 9,2% στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το 1993 στο 11%. Από τους ανέργους (1986-1987) οι μισοί ήταν άνεργοι πάνω από έναν χρόνο και το ένα τρίτο πάνω από δύο. Τα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των νέων στη δεκαετία του '80 ήταν ιδιαίτερα υψηλά, από 20% στη Βρετανία (1982-1988) μέχρι πάνω από 40% στην Ισπανία και 46% στη Νορβηγία. Στις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες, οι άνεργοι έβρισκαν καταφύγιο στα συστήματα κοινωνικής, μολονότι όσοι εξακολουθούσαν να έχουν εργασία και κέρδιζαν τη ζωή τους απ’αυτή άρχισαν να αισθάνονται δυσαρέσκεια ακόμη και περιφρόνηση απέναντι σ’εκείνους που περιέπεσαν σε μια κατάσταση διαρκούς εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια.


77

Φτώχεια

Την δεκαετία του '80 πολλές από τις πλουσιότερες και πιο ανεπτυγμένες χώρες άρχισαν για μια ακόμη φορά να συνηθίζουν στην καθημερινή εικόνα των ζητιάνων στους δρόμους και το συγκλονιστικό θέαμα των αστέγων που έβρισκαν καταφύγιο για κοιμηθούν στα κατώφλια των σπιτιών και μέσα σε χαρτοκιβώτια, όταν δεν τους απομάκρυνε η αστυνομία για να απαλείψει την ενοχλητική αυτή θέα. Στη Νέα Υόρκη το 1993, 23.000 άνδρες και γυναίκες κοιμόντουσαν στους δρόμους ή σε δημόσια ιδρύματα ενώ στη Μ. Βρετανία το 1989 400.000 άτομα ήταν επίσημα καταγεγραμμένα ως άστεγα. Έτσι στις πλούσιες χώρες άρχισε να σχηματίζεται μια όλο και περισσότερο ξεχωριστή και απομονωμένη "under-class", που τα προβλήματα της θεωρούνταν de facto άλυτα, αλλά δευτερεύουσας σημασίας εφόσον απασχολούσαν μόνο μια διαρκή μειοψηφία. Η κοινωνία του γκέτο του γηγενούς πληθυσμού των Νέγρων της Νέας Υόρκης έγινε το κλασικό παράδειγμα ενός τέτοιου κοινωνικού υποκόσμου. Ανασφάλεια.

Ένα άλλο αποτέλεσμα της κρίσης ήταν η ανασφάλεια η οποία επεκτεινόταν σε όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του '80 δημιούργησε συνθήκες ανασφάλειας στη ζωή των εργαζομένων στις μεταποιητικές βιομηχανίες. Όταν όμως ήρθε η Ύφεση στις αρχές του ΄90 σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, μεγάλα τμήματα των υπαλληλικών στρωμάτων και των ασκούντων ελεύθερα επαγγέλματα άρχισαν να αισθάνονται ότι ούτε οι δουλειές τους, ούτε το μέλλον τους ήταν ασφαλές: πάνω από τους μισούς σε εύπορες περιοχές της χώρας πίστευαν ότι ίσως έχαναν τη δουλεία τους. Η παγκοσμιοποίηση της ιδεολογίας του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας.

Η παγκοσμιοποίηση αντιπροσωπεύει μια νέα εποχή επειδή, κατά μεγάλο μέρος από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνοδεύτηκε από ένα σύνολο μεταβολών που ονομάστηκαν «συντηρητική επανάσταση». Η παγκοσμιοποίηση βάδισε χέρι-χέρι μαζί με την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και του μεταμοντέρνου πολιτιστικού μηδενισμού. Σε σχέση με το τελευταίο, στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές

επιστήμες

εμφανίστηκε

μια

παράλογη

διανοητική

τάση


78 αντιδιαφωτισμού. Η ισχυρή πίστη στη δυνατότητα κατανόησης της ιστορίας και της ανθρώπινης δράσης προκειμένου να διαμορφωθούν οι ιστορικές τάσεις προς την πρόοδο εξαφανίστηκε. Αυτό ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της διεθνοποιημένης φιλελευθεροποίησης των συναλλαγών και της ροής κεφαλαίων. Από τη μια πλευρά η φύση των διεθνών οικονομικών αλληλεπιδράσεων αναζωπύρωσε την ιδεολογία της ελεύθερης οικονομίας. Ωστόσο, από την άλλη, το νέο περιβάλλον θα μπορούσε να μελετηθεί προκειμένου να συνοδευτεί από τον έλεγχο και τη ρύθμιση. – κάτι που θα έβαζε αυστηρούς περιορισμούς στην οικονομική αρένα. Ωστόσο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το νέο φαινόμενο διεθνοποίησε την ιδεολογική έννοια του «φονταμενταλισμού της αγοράς». Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα μέλη της νεοφιλελεύθερης σχολής, με επικεφαλής τον Αυστριακό Friedrich Hayek και τον Αμερικανό Milton Frienman, πραγματοποίησαν, μετωπική επίθεση κατά των ρυθμίσεων, των κρατικών παρεμβάσεων, της κρατικής ιδιοκτησίας και του κράτους πρόνοιας, παρουσιάζοντας τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις τους ως τις μόνες λύσεις σε ένα εξοντωτικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο μιας ελεύθερης κοινωνίας. Η διαμάχη Κεϋσιανών – νέο-φιλελεύθερων

Στις περισσότερες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, και στο μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του '70, στην εξουσία βρέθηκαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις αυτές ήταν απίθανο να εγκαταλείψουν την πολιτική που είχαν ακολουθήσει στη χρυσή εποχή. Η μόνη εναλλακτική λύση που προσφερόταν τότε ήταν αυτή που προπαγάνδιζε μια μειοψηφία ακραίων θεολόγων του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι θέσεις των υποστηρικτών του ακραίου φιλελευθερισμού ενισχύθηκαν από την προφανή αδυναμία της συμβατικής οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα μετά το 1973. Μετά το 1974, οι νέο-φιλελεύθεροι πέρασαν στην επίθεση, μολονότι δεν κατάφεραν να επηρεάσουν αποφασιστικά και κυρίαρχα την κυβερνητική πολιτική παρά μόνο στη δεκαετία του ΄80, με εξαίρεση τη Χιλή όπου η τρομοκρατική στρατιωτική

δικτατορία

επέτρεψε

σε

Αμερικανούς

συμβούλους

να

δημιουργήσουν μια εντελώς μια εντελώς άφραγη οικονομία ελεύθερης αγοράς μετά την ανατροπή της δημοκρατικής κυβέρνησης του Αλλιέντε το 1973. Παρεμπιπτόντως αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει εσώτερη ή εγγενής σχέση της ελεύθερης αγοράς και της πολιτικής δημοκρατίας.


79 Η μάχη μεταξύ Κεϋνσιανών και νέο-φιλελεύθερων δεν ήταν ούτε μια καθαρά τεχνική αντιπαράθεση μεταξύ επαγγελματιών οικονομολόγων ούτε αναζήτηση τρόπων για την αντιμετώπιση των καινοφανών και πολύπλοκων προβλημάτων. Ήταν ένας πόλεμος αντίπαλων και ασύμβατων ιδεολογιών. Βεβαίως και οι δύο πλευρές πρόβαλαν επιχειρήματα. Όμως τα οικονομικά αυτά επιχειρήματα απλώς εκλογίκευαν μια ιδεολογική στράτευση μια a priori άποψη για την ανθρώπινη κοινωνία. Οι

νέο-φιλελευθεροι

δεν

έτρεφαν

καμία

εμπιστοσύνη

απέναντι

στη

σοσιαλδημοκρατική Σουηδία, χώρα που είχε να επιδείξει θεαματικές οικονομικές επιτυχίες στον εικοστό αιώνα όχι επειδή επρόκειτο και αυτή να αντιμετωπίσει δύσκολα προβλήματα στις Δεκαετίες της Κρίσης αλλά διότι βασιζόταν στο φημισμένο σουηδικό μοντέλο με τις αξίες της ισότητας και της αλληλεγγύης. Αντίστροφα, η κυβέρνηση της Μ. Θάτσερ στη Βρετανία ήταν αντιδημοφιλής στους κόλπους της Αριστεράς, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ετών των οικονομικών της επιτυχιών, διότι βασιζόταν σε ένα αντικοινωνικό εγωισμό. Οι υποστηρικτές της πολιτικής της μικτής οικονομίας δε φάνηκε να σημειώνουν επιτυχία. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι επιλογές τους (πλήρης απασχόληση, κράτος κοινωνικής πρόνοιας πολιτική της συναίνεσης) συμπιέζονταν μεταξύ των αιτημάτων του κεφαλαίου και της εργασίας, όταν τώρα σε αντίθεση με τη χρυσή εποχή, η οικονομική αύξηση δεν επέτρεπε πλέον και στα κέρδη και στα μη επιχειρηματικά

εισοδήματα

να

ακολουθούν

την

πορεία

τους

χωρίς

ασυμβατότητες. Ωστόσο το πρότυπο της Σοσιαλδημοκρατίας υπονομεύτηκε κατά πιο θεμελιακό τρόπο από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που έθεσε τις κυβερνήσεις όλων των κρατών – με εξαίρεση ίσως τις ΗΠΑ λόγω της τεράστιας οικονομίας της – στο έλεος μιας ανεξέλεγκτης "παγκόσμιας αγοράς". Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η Γαλλία μια πλούσια και μεγάλη χώρα ήταν αδύνατο να τονώσει μονομερώς την οικονομία της. Μέσα σε δύο χρόνια από την εκλογή του Μιτεράν η Γαλλία αντιμετώπισε κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών και αναγκάστηκε ως εκ τούτου να υποτιμήσει το νόμισμά της καθώς επίσης και να αντικαταστήσει την κεϋνσιανή πολιτική της – την πολιτική τόνωσης της ζήτησης – με μια πολιτική "λιτότητας με ανθρώπινο πρόσωπο". Από την άλλη μεριά οι νέο-φιλελεύθεροι τα είχαν και αυτοί εξίσου χαμένα, όπως έγινε φανερό στα τέλη της δεκαετίας του '80.


80 Δεν αντιμετώπισαν καμιά ιδιαίτερη δυσκολία στις επιθέσεις τους εναντίον ορισμένων πτυχών του οικονομικού συστήματος που παρουσίαζε δυσκαμψίες, αναποτελεσματικότητα και σπατάλη πτυχές που συχνά συγκαλύπτονταν από την ευημερία, την απασχόληση και τα κρατικά έσοδα της χρυσής εποχής. Υπήρχαν βάσιμοι, κοινά αποδεκτοί, λόγοι για να γίνει κάτι με τις εθνικοποιημένες βιομηχανίες και τη δημόσια διοίκηση στη δεκαετία του '80. Παρόλα αυτά , απλώς και μόνο η πεποίθηση ότι η ιδιωτική επιχείρηση είναι καλή και η κυβέρνηση κακή δεν αποτελούσε εναλλακτική οικονομική πολιτική. Ο κρατικός τομέας της οικονομίας μπορούσε βέβαια να διευθύνεται με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια καθώς επίσης και να λειτουργεί σταθμίζοντας το κριτήριο κόστος-ωφέλεια δεν μπορούσε όμως στην ουσία να λειτουργήσει όπως οι αγορές. Οι περισσότερες

νέο-φιλελεύθερες

κυβερνήσεις

ήταν υποχρεωμένες

να

διευθύνουν τις οικονομίες τους την ίδια στιγμή που ισχυρίζονταν ότι το μόνο που έκαναν ήταν να ενθαρρύνουν τις δυνάμεις της αγοράς. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμιά ενιαία ή συγκεκριμένη νέο-φιλελεύθερη οικονομική πολιτική με εξαίρεση τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη της σοβιετικής σφαίρας μετά το 1989 όπου εκ των προτέρων ήταν βέβαιο ότι θα είχε καταστροφικές συνέπειες.. Το μεγαλύτερο από τα νέα φιλελεύθερα καθεστώτα, οι ΗΠΑ του προέδρου Ρέιγκαν μολονότι επίσημα ήταν προσηλωμένο στο δημοσιονομικό συντηρητισμό, (δηλαδή στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς), στην πραγματικότητα χρησιμοποίησαν δοκιμασμένες Κεϋσνιανές μεθόδους για να αντιμετωπίσουν την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην περίοδο 1979-1982, αυξάνοντας δηλαδή τις δημόσιες δαπάνες με τη δημιουργία γιγαντιαίων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και καταβάλλοντας εξίσου μεγάλη προσπάθεια στον τομέα των εξοπλισμών. Έτσι, κάθε άλλο άφησαν την αξία του δολαρίου εντελώς στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς. Η Ουάσινγκτον, μετά το 1984 επέστρεψε σκόπιμα σε μια πολιτική δολαρίου χρησιμοποιώντας διπλωματικές πιέσεις. Επίσης τα καθεστώτα που ήταν βαθιά προσηλωμένα στην πολιτική του Laissezfaire ήταν, ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Θάτσερ, βαθύτατα εθνικιστικά, τρέφοντας βαθύτατη δυσπιστία προς τον έξω κόσμο. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι δύο αυτές στάσεις είναι αντιφατικές. Εν κάθε περίπτωση, ο θριαμβευτικός τόνος των νέο-φιλελεύθερων δεν επέζησε των οικονομικών οπισθοδρομήσεων που σημειώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας


81 του '90 ούτε της ανακάλυψης ότι η πιο δυναμική και ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομία στον κόσμο μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού ήταν η οικονομία της Κίνας. Έτσι εξέχοντες δάσκαλοι σε δυτικές επιχειρηματικές σχολές καθώς και συγγραφείς εγχειριδίων για μάναντζερς άρχισαν να εντρυφούν στη διδασκαλία του Κομφούκιου για να ανακαλύψουν τα μυστικά της επιχειρηματικής επιτυχίας. Η παγκοσμιοποίηση, τα προβλήματα στη λειτουργία των εθνικών κρατών και οι νέοι εθνικισμοί.

Καθώς η διεθνική οικονομία εδραιώθηκε γερά αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο, υπονόμευσε ένα μεγάλο και καθολικό θεσμό: το εδαφικό έθνος-κράτος, εφόσον το κράτος αυτό δεν ήταν πλέον σε θέση να ελέγχει παρά ένα όλο και πιο μικρό τμήμα των υποθέσεων του. Έτσι οργανώσεις που η εμβέλεια της δράσης τους περιοριζόταν από τα κρατικά σύνορα, όπως εργατικά σωματεία, κοινοβούλια και εθνικά δημόσια συστήματα ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής μετάδοσης, έχασαν σε σχέση με οργανώσεις που δε γνώριζαν εδαφικούς περιορισμούς, όπως οι διεθνικές εταιρίες, η διεθνής αγορά συναλλάγματος, τα παγκόσμιας εμβέλειας και λειτουργίας ΜΜΕ και τις δορυφορικές επικοινωνίες. Ακόμη και η πιο αναντικατάστατη λειτουργία που τα έθνη-κράτη είχαν αναπτύξει κατά τη διάρκεια του αιώνα η αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των πολιτών τους με τις "μεταβιβαστικές πληρωμές" στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της παιδείας και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν μπορούσε πλέον θεωρητικά να έχει αυτονομία. Ωστόσο είναι παράδοξο αλλά εξηγήσιμο το γεγονός ότι η εξασθένιση αυτή του έθνους-κράτους συνοδεύτηκε με μια νέα τάση κατακερματισμού των παλαιών εδαφικών εθνικών-κρατών σε μικρότερα κράτη, τα περισσότερα πάνω στη βάση του αιτήματος κάποιας ομάδας που διεκδικούσε εθνοτικό-γλωσσικό μονοπώλιο. Κατ' αρχάς, η άνοδος αυτονομιστικών και αποσχιστικών κινημάτων μετά το 1970 αποτέλεσε κυρίως δυτικό φαινόμενο και εμφανίστηκε στη Βρετανία, τον Καναδά, το Βέλγιο ακόμα δε και στην Ελβετία καθώς επίσης από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και μετά στα λιγότερο συγκεντρωτικά σοσιαλιστικά κράτη όπως τη Γιουγκοσλαβία.


82 Η κρίση του κομμουνισμού συνετέλεσε στην εξάπλωση του φαινομένου προς Ανατολάς, όπου μετά το 1991 σχηματίστηκαν περισσότερα κατ' όνομα εθνικά κράτη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περίοδο του εικοστού αιώνα. Ωστόσο, ο νέος αυτονομιστικός εθνικισμός των Δεκαετιών της Κρίσης αποτέλεσε στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο από τη δημιουργία του έθνους-κράτους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Αποτέλεσε συνδυασμό τριών φαινομένων: Το πρώτο ήταν η αντίσταση των υφιστάμενων εθνών-κρατών στην υποβάθμισή τους. Το γεγονός αυτό έγινε όλο και πιο σαφές στη δεκαετία του '80 με τις προσπάθειες των μελών ή δυνάμει μελών της Ε.Ε. να διατηρήσουν την αυτονομία τους στη θέσπιση ενιαίων κοινοτικών κανόνων σε θέματα που οι ίδιες θεωρούσαν ζωτικής σημασίας. (Μ. Βρετανία, Νορβηγία). Όμως το σημαντικό ήταν ότι το κυριότερο υποστύλωμα της αυτοάμυνας του έθνους-κράτους, ο προστατευτισμός, ήταν ασύγκριτα πιο αδύναμος στις Δεκαετίες της Κρίσης σε σχέση με την Μεγάλη Ύφεση του '30. Παρ'όλα αυτά δόθηκαν μάχες οπισθοφυλακών, που διεξάγονταν με όλο και περισσότερη δυσκολία, χωρίς να σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δε σημείωσαν επιτυχία. Δόθηκαν μάλιστα με μεγαλύτερο σθένος εκεί όπου δε διακυβεύονταν τόσο τα οικονομικά συμφέροντα όσο η εθνική ταυτότητα. Οι Γάλλοι και σε μικρότερο βαθμό οι Γερμανοί αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν τις επιδοτήσεις προς τους αγρότες τους όχι μόνο διότι αποτελούσαν σημαντική εκλογική δύναμη, αλλά επίσης διότι πίστευαν ότι η καταστροφή της οικογενειακής

αγροτικής

εκμετάλλευσης

όσο

αναποτελεσματική

ή

μη

ανταγωνιστική κι αν ήταν, θα σήμαινε την καταστροφή του τοπίου της παράδοσης που αποτελούσε μέρος του εθνικού χαρακτήρα. Ένα άλλο θέμα ήταν η αντίσταση των Γάλλων με την υποστήριξη και άλλων ευρωπαίων στο αμερικάνικο αίτημα για απελευθέρωση του εμπορίου στον τομέα των κινηματογραφικών ταινιών. Το δεύτερο φαινόμενο εκφράζει τον συλλογικό εγωισμό για πλουτισμό και αντανακλά τις αυξανόμενες ανισότητες μεταξύ ηπείρων, χωρών και περιφερειών. Οι κυβερνήσεις του παλαιού έθνους κράτους, συγκεντρωτικού ή ομοσπονδιακού χαρακτήρα καθώς και υπερεθνικές οντότητες όπως η Ε.Ε. είχαν αποδεχθεί την ευθύνη για την ανάπτυξη όλης της εδαφικής περιοχής της και κατά συνέπεια σε κάποιο βαθμό και τον ισότιμο επιμερισμό βαρών και ωφελειών.


83 Αυτό σήμαινε ότι οι πιο πλούσιες και πιο προηγμένες χώρες έπρεπε να επιδοτούν (διαμέσου κάποιου κεντρικού μηχανισμού κατανομής) τις πιο φτωχές και καθυστερημένες περιοχές ή να τους δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις ώστε να μειώσουν την υστέρηση τους. Επίσης είναι πασίγνωστο ότι οι πλούσιες περιοχές δείχνουν απροθυμία να επιδοτούν τις φτωχότερες. Έτσι μέρος του αυτονομιστικού εθνικισμού στις Δεκαετίες της Κρίσης τροφοδοτήθηκε από το συλλογικό εγωισμό. Η πίεση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προήλθε από τις "ευρωπαϊκές" της συνιστώσες, τη Σλοβακία και τη Κροατία, η δε διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας από την "δυτική", δημοκρατία της Τσεχίας. Η Καταλονία και η χώρα των Βάσκων ήταν οι πιο πλούσιες και ανεπτυγμένες περιοχές της Ισπανίας. Όμως το πιο σαφές παράδειγμα του φαινομένου αυτού μας το δίνει η αιφνίδια εμφάνιση και άνοδος της Λίγκας του Βορά στα τέλη της δεκαετίας του '80, η οποία αποσκοπούσε στην απόσχιση της περιοχής αυτής με κέντρο το Μιλάνο, την "οικονομική πρωτεύουσα" της Ιταλίας από τη Ρώμη, το πολιτικό κέντρο της χώρας. Το τρίτο φαινόμενο αποτέλεσε ανταπόκριση στην εκπληκτική αποσύνθεση των παραδοσιακών κοινωνικών κανόνων, ιστών και αξιών που σημειώθηκε στο δεύτερο μισό του αιώνα. Ήδη από τη δεκαετία του '60 έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες-ταυτότητας – δηλαδή ανθρώπινα ομαδικά σύνολα όπου το άτομο μπορούσε να ανήκει κατηγορηματικά πέραν κάθε αβεβαιότητας και αμφιβολίας. Για προφανείς λόγους οι περισσότερες απ'αυτές τις ομάδες απευθύνονταν στην κοινή "εθνοτική καταγωγή" μολονότι άλλες ομάδες ατόμων επεδίωκαν το συλλογικό διαχωρισμό τους από τις υπόλοιπες χρησιμοποίησαν την ίδια εθνικιστική γλώσσα (όπως στην περίπτωση που οι ακτιβιστές ομοφυλόφιλοι μιλούσαν για το "έθνος των ομοφυλοφίλων". Όπως δείχνει η εμφάνιση αυτού του φαινομένου στα πιο συστηματικά πολυεθνικά κράτη, η πολιτική των ομάδων ταυτότητας δεν είχε καμιά εσώτερη ή εγγενή σχέση με την αρχή της "εθνικής αυτοδιάθεσης" με την επιθυμία δηλαδή εθνικών κρατών που θα περιλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο "λαό", πράγμα που είναι και η ουσία του εθνικισμού. Η εδαφική αυτονομία π.χ. των Νέγρων ή των Ιταλών που ζούσαν στις ΗΠΑ, δεν είχε κανένα νόημα ούτε αποτέλεσε ποτέ μέρος της εθνοτικής τους πολιτικής.


84 Η ουσία της εθνοτικής ή παρόμοιας πολιτικής στα αστικά κέντρα δηλαδή σε κοινωνίες εξίσου ετερογενείς, ήταν ο ανταγωνισμός με άλλες τέτοιες ομάδες για το κομμάτι της πίτας του μη εθνοτικού κράτους, χρησιμοποιώντας ως μοχλό την αφοσίωση των μελών της ομάδας. Κοινό σημείο μεταξύ της εθνοτικής πολιτικής ταυτότητας και του εθνοτικού εθνικισμού που εμφανίστηκε στα τέλη του αιώνα,ήταν ή εμμονή στην πεποίθηση ότι η ταυτότητα μιας ομάδας αποτελείται από κάποια υπαρξιακά υποτιθέμενα αρχέγονα αναλλοίωτα και επομένως διαρκή προσωπικά χαρακτηριστικά, κοινά μόνο για τα μέλη της ομάδας. Η ίδια όμως η ρευστότητα της εθνότητας μέσα στο πλαίσιο μιας αστικοποιημένης κοινωνίας έκανε την επιλογή αυτή του κριτηρίου αυτού, ως του μόνου κριτηρίου της ομάδας αυθαίρετο και τεχνητό. Η προσποίηση ότι υπήρχε κάποια αλήθεια που ανήκε αποκλειστικά στους Μαύρους ή στους Ρώσους ή στο θηλυκό φύλο την οποία δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι άλλοι και επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο επικοινωνίας ή κτήμα άλλων εκτός από τα μέλη της ίδιας της ομάδας , δεν μπορούσε να επιζήσει έξω από θεσμούς που ως μόνη τους λειτουργία είχαν την ενθάρρυνση τέτοιων απόψεων. Ακόμα και ένας κόσμος διαιρεμένος σε θεωρητικά ομοιογενή από εθνοτική άποψη εδάφη, αναπόφευκτα γίνονταν και πάλι ετερογενής με τη μαζική μετακίνηση ανθρώπων που είχαν τον δικό τους διαφορετικό τρόπο ζωής καθώς επίσης και με τα πλοκάμια της παγκόσμιας οικονομίας. Επομένως η πολιτική της ταυτότητας και ο εθνικισμός που εμφανίστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα δεν αποτέλεσαν τόσο προγράμματα για την αντιμετώπιση

των

προβλημάτων,

όσο

μάλλον

συγκινησιακά

συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι σε αυτά τα προβλήματα. Κι όμως καθώς ο αιώνας βάδιζε προς το τέλος του, άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερή

η

απουσία

θεσμών

και

μηχανισμών

ικανών

πραγματικά

να

αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά εφόσον ήταν προφανές ότι το έθνος κράτος δεν μπορούσε πλέον να τα αντιμετωπίσει.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.