Τα παραμύθια της γιαγιάς Πιπίτσας
Καλλιόπη Σταύρου
Το βιβλίο αφιερώνεται
........................................................................ ........................................................................ ........................................................................
Περιεχόμενα Ο γέρος κι η γριά που τσιμπούσανε κουκιά........................ 1 Οι τρεις καλοί φίλοι................................. 26 Η Νεραϊδογέννητη..................................... 44 Στο κτήμα της γιαγιάς.......................... 61 Οι δύο τυχεροί καρυδούληδες........ 81 Ο Μαυρούλης και η Ασπρούλα......104
Ο γέρος κι η γριά που τσιμπούσανε κουκιά
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας γέρος και μια γριά, που τσιμπούσανε κουκιά . . .
Ξαφνικά, ένα κουκί, το πιο μεγάλο και το πιο ωραίο, πετάχτηκε μέσα του γέρου το βρακί . . .
Σηκώθηκε γρήγορα-γρήγορα ο γέρος επάνω, και τσούπ, το κουκί έπεσε μέσα στο πηγάδι . . .
2
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Ο γέρος στεναχωρέθηκε πάρα πολύ που δεν μπόρεσε να το πιάσει. Όμως τώρα πια, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Κάθησε στο καρεκλάκι του και συνέχισε το τσίμπημα . . .
Η γριά του, που τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον βλέπει στεναχωρημένο, του έδωσε θάρρος, λέγοντάς του ότι δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος για ένα παλιοκουκί . . .
3
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Οι μέρες περνούσαν όμορφα και ήσυχα για τον γέρο και τη γριά. Το πρωί έπιναν το καφεδάκι τους κάτω από την κληματαριά, έκαναν το φαγάκι τους, πήγαιναν με την κατσικούλα τους στο χωράφι. Μάζευαν ξύλα από την εξοχή και τα κουβαλούσαν με το γαϊδουράκι τους, τον Μάρκο, για να ζεσταίνονται . . .
4
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Μια ηλιόλουστη μέρα που τα πουλάκια χαρούμενα πετούσαν και τιτίβιζαν στην κληματαριά, ο γέρος κι η γριά τσιμπούσαν πάλι κουκιά στην αυλή τους . . . Εκεί που κάθονταν λοιπόν, είδαν ένα όμορφο ολοπράσινο βλαστάρι να βγάζει τα πρώτα του φυλλαράκια μέσα από το πηγάδι . . . Ήταν τόσο όμορφο και τρυφερό, που σηκώθηκαν για να το δουν και να το περιεργαστούν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είδους βλαστάρι ήταν αυτό . . .
5
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Συμφώνησαν λοιπόν να περιμένουν μέχρι να μεγαλώσει, να ανθίσει, και να δουν τι καρπό θα κάνει . . .
Αυτό το φυτό σίγουρα ήταν μαγικό. Κάθε μέρα, έβγαζε κι από ένα όμορφο τρυφερό βλαστάρι. Κι όλο μεγάλωνε, μεγάλωνε, ώσπου έφτασε μια μέρα μέχρι τον ουρανό . . .
6
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Όλοι στο χωριό το θαύμαζαν. Κι ο γέρος κι η γριά το καμάρωναν και ήταν υπερήφανοι που η καλή νεράιδα διάλεξε το δικό τους πηγάδι για να φυτέψει το μαγικό της δέντρο . . .
Έτσι πίστεψαν όλοι ότι το δέντρο αυτό ήταν μαγικό . . .
7
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Ένα ολόδροσο ανοιξιάτικο πρωϊνό, μόλις άνοιξε η γριά το παραθύρι της, για να μπει καθαρός αέρας, έμεινε με το στόμα ανοιχτό . . . Όλο το δέντρο ήταν ολάνθιστο, με χιλιάδες άσπρα, μικρά, μυρωδάτα λουλουδάκια . . . Μελισσούλες το είχαν κατακλύσει και ρουφούσαν το δροσερό τους νέκταρ . . . Οι δροσοσταλίδες κρέμονταν πάνω τους σαν μικρά λαμπερά διαμαντάκια . . .
8
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Μόλις συνήλθε η γριά από την πρώτη έκπληξη, άρχισε να φωνάζει. Τρέξε γέρο μου να δεις και να θαυμάσεις. Το μαγικό μας δέντρο άνθισε. Θα μας κάνει καρπό. Ο γέρος, μόλις το αντίκρισε, έκανε το σταυρό του και έμεινε άφωνος. Είχε γεράσει, και τέτοιο θέαμα δεν είχε ματαδεί. Ήταν το δέντρο πραγματικά μαγικό . . .
9
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Από στόμα σε στόμα, το νέο είχε μαθευτεί σε όλο το χωριό. Κι όλοι οι χωριανοί είχαν μαζευτεί γύρω από το σπιτάκι και θαύμαζαν το ολάνθιστο δέντρο . . .
Τώρα, άρχισαν να διερωτώνται, τι δέντρο είναι; Τι καρπό θα κάνει; Θα τρώγεται;
Πολλά τα ερωτηματικά. Άρχισαν να έρχονται και από τα γύρω χωριά, και να κάθονται με τις ώρες να το κοιτούν και να το θαυμάζουν . . .
10
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Οι μέρες περνούσαν, και τα λουλουδάκια άρχισαν σιγά-σιγά να μαραίνονται και να πέφτουν . . . Ένα πρωινό, ο γέρος πρώτος αντίκρισε το μαγικό δέντρο γεμάτο μικρά, τρυφερά κουκιά . . . Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Φώναξε τη γριά του, την αγκάλιασε, κι άρχισε να χορεύει μαζί της . . . Η ευτυχία τους ήταν μεγάλη . . .
11
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Καθημερινά, κάθονταν στην αυλή τους και καμάρωναν τα κουκιά τους που μεγάλωναν . . .
Θυμήθηκαν το μεγάλο κουκί που έπεσε στο πηγάδι, και τη στεναχώρια τους που το έχασαν εκείνη τη μέρα.
Τώρα όμως ήταν χαρούμενοι και άρχισαν να κάνουν όνειρα, τι θα κάνουν τα τόσα κουκιά . . .
12
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Τα πρώτα θα τα μαγειρέψουμε. Μετά, θα δώσουμε στη γειτόνισσα. Μετά, θα δώσουμε στους χωριανούς. Μετά, θα τα πουλάμε, για να πάρουμε καφέ, ζάχαρη, ρύζι, αλεύρι κι ό,τι άλλο μας χρειαστεί . . .
Τι μεγάλη χαρά που είχανε και οι δύο . . .
13
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Κάθε μέρα, ο γέρος έπαιρνε το καλαθάκι του και ανέβαινε πάνω στην κουκιά. Το γέμιζε ολοπράσινα τρυφερά κουκιά και έτσι είχαν εξασφαλίσει το καθημερινό τους φαγητό . . .
Τη μια μέρα τα έφτιαχναν με κρεμμυδάκια, την άλλη νερόβραστα με λεμονάκι.
Όμως, τώρα άρχισαν και να πουλούν κουκιά κι έτσι μπορούσαν με τα χρήματα που έπαιρναν να αγοράζουν ό,τι ήθελαν . . . 14
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Ποτέ στη ζωή τους δεν θυμούνται να είναι τόσο ξένοιαστοι και χαρούμενοι όσο τώρα . . .
15
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τη μέρα που έκοψε ο γέρος τα πρώτα του κουκιά, και τα χαμηλά κλαδιά του δέντρου είχαν αδειάσει . . .
Τώρα ο γέρος ήταν υποχρεωμένος να ανεβαίνει στα ψηλά κλαδιά, για να γεμίζει το καλαθάκι του . . .
Μια μέρα, λοιπόν, που ήταν ανεβασμένος σε ένα πολύ ψηλό κλαδί, άκουσε φωνές. Κατάλαβε ότι δύο μάλωναν, και μάλιστα πολύ έντονα . . . 16
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, κάτω, μα τίποτε. Κάποια στιγμή, κατάλαβε ότι οι φωνές έρχονταν από ψηλά . . . Γυρίζει το κεφάλι του, και τι να δει; Τον ήλιο και το φεγγάρι που μάλωναν . . . Ε! . . . εσείς εκεί πάνω! . . . Τι κάνετε; Δεν ντρέπεστε να μαλώνετε; Εσείς που εξουσιάζετε τον ουρανό και τη γη, την ημέρα και τη νύχτα; Γιατί μαλώνετε; Πέστε μου κι εμένα. Είμαι γέρος πια και η γνώμη μου μετράει . . .
17
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
- Μαλώνουμε για μια κότα. Είπε ο ήλιος ο χρυσοήλιος περήφανα. - Για μια κότα; Ρώτησε απορημένος ο γέρος. - Ναι, για μια κότα. Είπε το χλωμό φεγγαράκι.
- Και δε μου δίνετε εμένα την κότα, να τρώω και κανένα αυγουλάκι με τη γριά μου;
- Αυτή η κότα, γέρο μου, δεν κάνει αυγά, μα χρυσά φλουριά.
18
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
- Τόσο το καλύτερο. Μια ζωή είμαστε φτωχούληδες με τη γριά μου. Θα μαζέψουμε τα φλουριά και θα φτιάξουμε το σπίτι μας. Θα πάρουμε ρούχα για τον χειμώνα, ξύλα για το τζάκι για να μην κρυώνουμε, τρόφιμα για να μην πεινάμε . . . Ο ήλιος ο λαμπερός και το χλωμό φεγγάρι προβληματίστηκαν. Λυπήθηκαν τον γέρο. Σκέφτηκαν αληθινά τι θα έκαναν εκεί ψηλά την κότα και τα φλουριά και αποφάσισαν να τη δώσουν στον γέρο . . .
19
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
- Έννοια σου γέρο, μην στεναχωριέσαι. Αποφασίσαμε να σου δώσουμε την κοτούλα μας. Άκου λοιπόν. Θα τη βάλεις σε ένα ωραίο κασελάκι. Κάθε πρωί θα την ταΐζεις, θα της στρώνεις ένα καθαρό πανάκι και θα της λες: Κότα μου, κοτούλα μου, τώρα που είσαι χορτασμένη, κάνε μου ένα χρυσό φλουρί. Αυτή θα σου κακαριέται και θα σου κάνει ένα ολόχρυσο φλουρί. Πρόσεξε όμως. Δεν θα το πεις σε κανέναν . . .
20
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Έβαλε ο γέρος την κοτούλα στο καλαθάκι του και άρχισε σιγά-σιγά να κατεβαίνει την κουκιά . . .
Οι ευχαριστίες του για το καλό που του έκαναν έβγαιναν από τα βάθη της καρδιάς του, τόσο στον ήλιο και το φεγγάρι όσο και στον Θεό, για την καλή τύχη που του έστειλε στα γεράματά του . . .
21
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Μόλις κατέβηκε από την κουκιά, φώναξε τη γριά του και της έδειξε την κότα.
- Τη βλέπεις γριά αυτή την κότα; Από ’δω και ’μπρος θα μας χαρίζει καθημερινά ένα χρυσό φλουρί.
Η γριά στην αρχή νόμισε ότι ο γέρος της τρελάθηκε. Την άλλη μέρα το πρωί όταν είδε όμως το πρώτο χρυσό φλουρί, τρελάθηκε και αυτή από τη χαρά της . . .
22
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Κάθε μέρα έκαναν όπως έπρεπε και η κοτούλα τους, πιστή κι ευχαριστημένη, έκανε το χρυσό φλουρί της . . . Κάθε εβδομάδα, λοιπόν, ο γέρος κι η γριά έπαιρναν τα φλουριά τους, κάθονταν στο γαϊδουράκι τους και πήγαιναν για ψώνια στην πόλη. Πρώτα αγόρασαν τρόφιμα, γιατί είχαν βαρεθεί πια να τρώνε καθημερινά κουκιά. Έπειτα πήραν ρούχα και πέταξαν τα κουρέλια. Μετά σκέφτηκαν ότι έπρεπε να φτιάξουν το σπιτάκι τους, που κόντευε να γκρεμιστεί . . . 23
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΠΙΠΙΤΣΑΣ
Ήταν πολύ ευτυχισμένοι μέχρι που όλα αυτά τα πρόσεξε η κακιά τους γειτόνισσα . . .
Παραφύλαξε λοιπόν και, μια μέρα που ο γέρος κι η γριά έλειπαν στην πόλη, μπήκε στο σπίτι τους και τους έκλεψε την κότα . . .
Η κακιά γειτόνισσα δεν ήξερε τι να κάνει ούτε ήξερε να πει αυτά που έπρεπε στην κοτούλα. Κι έτσι αυτή, αντί φλουρί, της έκανε κουτσουλιές . . .
24
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΙ Η ΓΡΙΑ ΠΟΥ ΤΣΙΜΠΟΥΣΑΝΕ ΚΟΥΚΙΑ
Έψαχναν, ο γέρος κι η γριά, να βρουν την κοτούλα τους, μα τίποτα. Ένα πρωί την άκουσαν να κακαριέται στο σπίτι της κακιάς γειτόνισσας . . . Πήραν και πάλι πίσω την κοτούλα του και δεν την άφησαν ποτέ πια μοναχή της. Από τότε, έζησαν ευτυχισμένοι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους. Χαρούμενα, καλά, κι εμείς καλύτερα! . . . Με αγάπη Η γιαγιά 25