Η Μαρία Φυντανή γεννήθηκε το 1982. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάζεται ως δικηγόρος. Έχει μεταφράσει τις προκηρύξεις του Λευκού Ρόδου (της γερμανικής αντιστασιακής οργάνωσης ενάντια στον ναζισμό), οι οποίες θα κυκλοφορήσουν τον Σεπτέμβριο του 2011 από τις εκδόσεις διάπυροΝ. Το Λυκόφως είναι το πρώτο της βιβλίο.
ΛΥΚΟΦΩΣ
ΜΑΡΙΑ ΦΥΝΤΑΝΗ: Λυκόφως εκδόσεις διάπυροΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (Γκαρπολά 1, 54631, Θεσσαλονίκη τηλ. 6937.16.07.05 και 6937.10.88.81) www.diapyron.com, e-mail: diapyron@gmail.com Α΄ έντυπη έκδοση Απρίλιος 2011 88 σελ. (12 Χ 20,5 εκ.) ISBN: 978-960-98748-6-1
© για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2011, εκδόσεις διάπυροΝ – ΜΑΡΙΑ ΦΥΝΤΑΝΗ και ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Την έκδοση ετοίμασε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ. Τυπώθηκε στην Αθήνα σε 500 αντίτυπα τον Απρίλιο του 2011 για λογαριασμό των εκδόσεων διάπυροΝ. Στην έκδοση χρησιμοποιήθηκε πιστοποιημένο οικολογικό χαρτί Garda Pat 13. Ο χαρτοπολτός του συγκεκριμένου χαρτιού προέρχεται από δάση οικολογικής διαχείρισης και παράγεται με βάση κανονισμούς προστασίας του περιβάλλοντος. Η ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου διατίθεται δωρεάν (ελεύθερη από πνευματικά δικαιώματα) στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση mariafintani. wordpress.com
μαρία φυντανή
*
λυκόφως
εκδόσεις διάπυροΝ
είμαστε μια σάρκα για το λυκόφως τα μελένια λεμόνια, 19, 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α΄ Πράξη Ι ΙI ΙII ΙV V
[Τι σκέφτεσαι όταν ο ουρανός...]................................17 [... παίρνει το αγαπημένο σου χρώμα]..................................23 [Η αμηχανία ξεκινά πάντα από τα χέρια].............................33 [Περίμενε].......................................................................... 39 [Κάποιοι άνθρωποι έχουν τη γεύση του αίματος]....................41
*** Β΄ Πράξη VI [Από τη στιγμή που έχεις τραβήξει το όπλο].........................47 VII ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΠΤΩΜΑΤΟΣ [Η τρέλα σου γίνηκε η δική μου αλήθεια].........................51 VIII Η ΕΚΜΑΙΕΥΣΗ [Στ’ αλήθεια, Σωκράτη].......................59 ΙX ΑΠΙΣΤΙΑ [Γιατί ήρθες;]................................................69 X ΕΚΜΑΓΕΙΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ [Ήρθα].............................79
Προλογικό σημείωμα
Το παρόν θεατρικό έργο, χωρισμένο σε δύο πράξεις και δέκα σκηνές, αφορά την ιστορία του Λευκού Ρόδου, μιας αντιστασιακής οργάνωσης που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 έως τον Φεβρουάριο του 1943. Τα μέλη της, μεταξύ των οποίων και η Σόφι Σολ, ο Χανς Σολ, ο Άλεξ Σμόρελ, ο Βίλι Γκραφ, ο Κρίστοφ Προμπστ και ο Κουρτ Ούμπερ, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα έξι προκηρύξεις που βάλλονταν κατά του ναζιστικού καθεστώτος. Μετά τη σύλληψή τους από την Γκεστάπο, οι εμβληματικές αυτές φυσιογνωμίες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Παρόλο που τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται στο παρόν κείμενο παραπέμπουν σε πραγματικά περιστατικά, εντούτοις τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αναπλάθονται φανταστικά.
Τα πρόσωπα: Ναζιστής Ι Ναζιστής ΙΙ Ναζιστής ΙΙΙ Σόφι Σολ, Γερμανίδα, φοιτήτρια, 22 ετών Χανς Σολ, αδελφός της Σόφι Σολ, Γερμανός, φοιτητής, 25 ετών Άλεξ Σμόρελ, Γερμανός, φοιτητής, 26 ετών Κρίστοφ Προμπστ, Γερμανός, φοιτητής, 24 ετών Βίλι Γκραφ, Γερμανός, φοιτητής, 25 ετών Κουρτ Ούμπερ, Γερμανός, καθηγητής Φιλοσοφίας, 50 ετών Σύζυγος του Ναζιστή ΙΙ Ιερέας Ερωτική σύντροφος του Χανς Σολ Σωκράτης
Α΄ ΠΡΑΞΗ
Ι (Ναζιστής Ι, Ναζιστής ΙΙ, Ναζιστής ΙΙΙ) *** ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Τι σκέφτεσαι όταν ο ουρανός παίρνει το αγαπημένο σου χρώμα; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Είναι τόσο δυνατός ο ουρανός. Σηκώνει όλη τη γη. Έτοιμος να σηκώσει όλη τη γη. Είμαστε ο ουρανός. Το πιστεύεις; Νιώθω πως είμαστε ήδη ο ουρανός. Νιώθω ότι είμαι ο ουρανός. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Τι; Τι λες; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Ο ουρανός είναι η νύχτα και η ημέρα, το κρύο και η ζέστη, ο καιρός και οι εποχές. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Τι εννοείς; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Ένας σοφός Κινέζος το είπε. Πως δεν υπάρχουν πάνω από πέντε βασικά χρώματα. Με συνδυασμούς, όμως, μπορούμε να πάρουμε αποχρώσεις περισσότερες απ’ όσες μπορεί κανείς να δει. Δεν [ 17 ]
18
Μαρία Φυντανή
υπάρχουν πάνω από πέντε κύριες γεύσεις. Όμως, οι συνδυασμοί τους δίνουν ποικιλίες περισσότερες απ’ όσες είναι δυνατό να γευτεί κανείς. Και οι νότες. Δεν είναι περισσότερες από πέντε, όμως οι μελωδίες είναι πιο πολλές απ’ αυτές που μπορούμε ν’ ακούσουμε. Έτσι και στη μάχη. Οι μέθοδοι της επίθεσης είναι δύο: η άμεση και η έμμεση. Αλλά οι συνδυασμοί τους φτιάχνουν μια ατέλειωτη σειρά από ελιγμούς. Όταν μπαίνουν οι δυο τους μπροστά η μία από την άλλη. Με εναλλαγή. Είναι σαν την κίνηση σε κύκλο. Ποτέ δεν φτάνεις σ’ ένα τέλος. Χωρίς τέλος. Κανείς μας δεν μπορεί να αιφνιδιάσει αυτή την εναλλαγή. Αν διάβαζες λιγάκι αυτόν τον Σουν Τσου, θα καταλάβαινες πως όλα είναι μόνο θάνατος. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Λες να πεθάνουμε; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Μην είσαι ανόητος. Όπως είπε ο αρχαίος που σου λέω, αν ξέρεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τη νίκη σου. ΝΑΖΙΣΤΗΣ I: Στ’ αλήθεια, αυτό σκέφτεσαι όταν κοιτάς τον ουρανό; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Ναι, όταν βλέπω πως όλα τα χρώματα ξεπηδούν από το ίδιο χρώμα. Εκείνο το χρώμα. Τόσο διαφορετικό από τα άλλα χρώματα. Σαν να μην τα έχει ανάγκη. Όλα τους είναι φτιαγμένα να το υπηρετούν. Να γίνονται από αυτό. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Καμιά φορά προτιμώ τη θάλασσα.
Λυκόφως
19
Μοιάζει με ανάποδο ουρανό. Αυτά τα κύματα. Σα να σκέφτεται. Μοιάζει με ουρανό που μπορεί να μιλήσει. Πιο όμορφη απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Δεν υπάρχει θάλασσα. Άσε τη θάλασσα. Άσε πια τις γυναίκες. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Δες τα πουλιά. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Πετούν. Αυτό είναι ένδειξη ότι υπάρχει ενέδρα. Όταν πετούν ανήσυχα, η επίθεση είναι κοντά. (Έρχεται ο Ναζιστής ΙΙΙ.) ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Τα παιδιά πιάσανε έναν στο βουνό. Του κάψανε τα πόδια. Νομίζω με κάρβουνα. Και μετά του ζήτησαν να χορέψει. (Γελά) Σαν το γύφτο με την αρκούδα. Καιρό έχω να δω έναν από δαύτους. Λες να του περάσουν και κανέναν χαλκά; (Γελά) Δεν είναι πολύ αστείο; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Όχι, δεν είναι αστείο. Σίγουρα θα ’χει κι άλλους στο πέρασμα. Δεν αφήνουν καλύτερα το πανηγύρι και να τον κάψουν ολόκληρο μέχρι να τους πει; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Δείτε αυτά. (Κρατάει διάφορες προκηρύξεις.) ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Τι είναι πάλι αυτά;
20
Μαρία Φυντανή
ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: «Τίποτα δεν είναι πιο αναξιοπρεπές για έναν πολιτισμένο λαό από το να επιτρέπει να κυβερνάται ανεμπόδιστα από ένα ανεύθυνο και σκοτεινό κίνημα μιας δουλοπρεπούς ομάδας τυράννων. Κάθε έντιμος Γερμανός σήμερα ντρέπεται για την κυβέρνησή του. Ποιος από εμάς φαντάζεται το μέγεθος της ντροπής που θα πέσει επάνω μας και επάνω στα παιδιά μας, όταν κάποτε θα πέσει το πέπλο από τα μάτια μας και θα βγουν στο φως της ημέρας τα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα που υπερβαίνουν κάθε μέτρο; Αν ο γερμανικός λαός έχει ήδη διαφθαρεί και καταστραφεί ως το κόκαλο, ώστε να εγκαταλείπει ανενδοίαστα και με επιπόλαια εμπιστοσύνη, σε μια ύποπτη νομιμοποίηση της ιστορίας, το ανώτερο αγαθό του ανθρώπου, εκείνο που τον διαχωρίζει από κάθε άλλο δημιούργημα, δηλαδή την ελεύθερη βούληση, ώστε να εγκαταλείπει την ελευθερία του ανθρώπου, ανεβαίνοντας στον τροχό της ιστορίας και υποβαθμίζοντας τη λογική του απόφαση, αν οι Γερμανοί από ξεχωριστά άτομα μετατράπηκαν σε μια ανόητη και δειλή μάζα, τότε, ναι, αξίζουν την κατάρρευση...» Και ακούστε τώρα αυτό: «Σ’ αυτό το έντυπο δεν θέλουμε να αναφερθούμε στο ζήτημα των Εβραίων, ούτε να συντάξουμε μια απολογία· όχι, θέλουμε μόνο, ως παράδειγμα, να αναφερθούμε συνοπτικά στο γεγονός ότι, από την άλωση της Πολωνίας, τρεις εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι δολοφονήθηκαν κτηνωδώς σ’ αυτήν τη χώρα. Εδώ βλέπουμε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα σε βάρος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ένα έγκλημα με το οποίο κανένα παρόμοιο στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί...» Συνεχίζω: «...Ο καθένας
Λυκόφως
21
θέλει να μιλήσει ελεύθερα γι’ αυτήν τη συνενοχή, ο καθένας το κάνει και κοιμάται ξανά με ήσυχη, άριστη τη συνείδησή του. Αλλά δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα, ο καθένας είναι έ ν ο χ ο ς, έ ν ο χ ο ς, έ ν ο χ ο ς! ...» ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: (Οργισμένος) Σταμάτα πια. Ποιος τα γράφει αυτά; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Το Λευκό Ρόδο. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Ποιο Λευκό Ρόδο; Τι ανοησίες είναι αυτές; Πού βρέθηκαν αυτά; ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Μια αντιστασιακή οργάνωση. Μιλούν για παθητική αντίσταση. Ποιος ξέρει πόσοι και ποιοι αδίστακτοι κρύβονται πίσω από αυτά τα χαρτιά. Μοιράστηκαν παντού. Πρόκειται σίγουρα για κάποιο οργανωμένο κίνημα... ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Σίγουρα πρόκειται για κάτι οργανωμένο. Ακούς εκεί παθητική αντίσταση. Είμαι βέβαιος πως θα κρύβουν και όπλα. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Και το καλύτερο... στο τέλος γράφει «να τυπωθεί το παρόν και να διανεμηθεί». ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Αυτοί πρέπει να πιαστούν. ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Οι αλεπούδες τα τρώνε τα ποντίκια. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Τι; ΝΑΖΙΣΤΗΣ Ι: Είπα πως οι αλεπούδες τα τρώνε τα ποντίκια.
ΙΙ (Άλεξ Σμόρελ, Χανς Σολ, Σόφι Σολ, Κουρτ Ούμπερ, Κρίστοφ Προμπστ, Βίλι Γκραφ) *** ΑΛΕΞ: Τι σκέφτεσαι όταν ο ουρανός παίρνει το αγαπημένο σου χρώμα; ΧΑΝΣ: Πως δε μεγαλώνουμε ούτε με την ανατολή ούτε με τη δύση. Αλλά αλλιώς. ΑΛΕΞ: Ναι, όλοι εδώ κινδυνεύουμε να μεγαλώσουμε πριν τη σειρά μας. Το νιώθεις κι εσύ αυτό; ΧΑΝΣ: Μα εγώ δε μεγαλώνω. Μόνο πεθαίνω. Όλο πεθαίνω. Καμία μου στιγμή δεν προορίσθηκε να γεράσει. Κάθε ώρα σκοτώνω μια εκδοχή του εαυτού μου. Ολοένα και πιο νεκρός. ΑΛΕΞ: Με τρομάζεις. ΧΑΝΣ: Δε θα ’πρεπε. ΑΛΕΞ: Ναι, εσύ είσαι ο πιο λογικός εδώ μέσα. [ 23 ]
24
Μαρία Φυντανή
ΧΑΝΣ: Το ξέρω. Για τη Σόφι ανησυχώ. Την έχει κυριεύσει όλος αυτός ο ενθουσιασμός και δεν καταλαβαίνει πως είναι κορίτσι. ΑΛΕΞ: Το κορίτσι σου. ΧΑΝΣ: Τώρα πια όχι. Αρραβωνιάστηκε. ΑΛΕΞ: Τότε μην ανησυχείς. ΧΑΝΣ: Δεν μπορώ να μην ανησυχώ για την αδερφή μου, όταν λέει πως δεν θέλει να κάνει παιδιά αν δε νικήσουμε. Και τι θα γίνει αν δεν κερδίσουμε; Θα είναι μόνη της για πάντα. Κανένας άντρας δε θέλει γυναίκα χωρίς παιδιά. ΑΛΕΞ: Πάντα θα υπάρχει μια γυναίκα που θα είναι διαφορετική. Ή μάλλον πάντα θα υπάρχει μια γυναίκα που θα φαντάζεται πως μπορεί να είναι διαφορετική. Ας ήταν έτσι και η δική μου κοπέλα. Μόνο ο γάμος την ενδιαφέρει. ΧΑΝΣ: Την αγαπάς; ΑΛΕΞ: Όσο πρέπει. ΧΑΝΣ: Πρέπει; ΑΛΕΞ: Μου είπε πως η σχέση της μαζί μου είναι ένα στοίχημα που το χάνει κάθε μέρα, αλλά είναι σίγουρη πως θα το κερδίσει στο τέλος.
Λυκόφως
25
ΧΑΝΣ: Είδες; Πάντα θα υπάρχει μια γυναίκα που φαντάζεται πως μπορεί να κάνει τη διαφορά. Εσύ, τι απάντησες; ΑΛΕΞ: Πως δεν είναι όλα τόσο απλά. Μαχαιρώνει το σ’ αγαπώ... Είναι έτοιμο να ακρωτηριάσει όσους τολμούν να το ξεστομίσουν. Αλλά οι γυναίκες, αν βάλουν κάτι στο μυαλό τους... Εγώ το μόνο που αγαπώ, το μόνο που πιστεύω, είναι αυτό που καταλαβαίνω. Και το καταλαβαίνω όταν πια το σκοτώσω. Αυτό δε γίνεται πάντα; Όμως, τώρα δεν ξέρω... Προς το παρόν, το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι αν θα καταφέρουμε κάτι με τις προκηρύξεις. Αυτός ο πόλεμος χωρίς όπλα... Κι αυτός ο εαυτός μας. Ξέρουμε πια τι είναι χαραγμένο στο χέρι μας. ΧΑΝΣ: Σε τρομάζει; ΑΛΕΞ: Με τρομάζει ο πόλεμος, όχι ο πόλεμος χωρίς όπλα. Αλλά περισσότερο απ’ όλα με τρομοκρατεί η ειρήνη που θα φέρει. ΧΑΝΣ: Όχι, αν σε τρομάζει ο εαυτός σου σε ρώτησα. Τέλος πάντων, τίποτα δε θα είναι μετά το ίδιο. Αλλά εγώ είμαι σίγουρος. Ξέρω πως δεν πρόκειται να το μετανιώσω ποτέ. ΑΛΕΞ: Πού βλέπεις μ’ αυτά τα κιάλια; ΧΑΝΣ: Παντού. ΑΛΕΞ: Παντού;
26
Μαρία Φυντανή
ΧΑΝΣ: Ναι, όπου υπάρχει κατεύθυνση, δηλαδή παντού. Αν θέλουμε να πάρει η ζωή μας μια κατεύθυνση, πρέπει να κοιτάμε μόνο σ’ αυτήν. Αλλά οι αλήθειες, καμιά φορά, είναι πολλές. Πιστεύεις πως πρέπει να σ’ ενοχλεί μια αλήθεια όταν ταυτόχρονα σ’ ερεθίζει; ΑΛΕΞ: Ήρθαν οι άλλοι. ΚΡΙΣΤΟΦ: Ποιο φαινόμενο βλέπεις εσύ με τα κιάλια; ΧΑΝΣ: Παρατηρώ τη διαδρομή. ΚΡΙΣΤΟΦ: Ποια διαδρομή; ΧΑΝΣ: Αυτού του κράτους. ΒΙΛΙ: (Δείχνει τις προκηρύξεις.) Αυτές πρέπει να μοιραστούν αύριο στο Πανεπιστήμιο. Ποιος θα πάει; ΣΟΦΙ: Εγώ θα πάω. ΧΑΝΣ: Σόφι, θα σε πιάσουν σα μάγισσα στην Ιερά Εξέταση. Γνωρίζεις τι θα πει Ιερά Εξέταση; Γνωρίζεις τι θα πει ανάκριση από την Γκεστάπο; ΣΟΦΙ: (Γελά) Ας με πιάσουν. Θα τους καταραστώ. Άλλωστε, κάποιοι είπαν πως οι μάγισσες ρίχνουν μόνο τις κατάρες που ξέρουν ότι θα πιάσουν. Τις ορκισμένες κατάρες. Εκείνες που είχαν ορκιστεί μόνες τους να εκπληρωθούν.
Λυκόφως
27
ΧΑΝΣ: Όχι, κοίταξε να τα αφήσεις αυτά. Να ζήσεις, να κάνεις οικογένεια. ΣΟΦΙ: (Γελά) Αφού είμαι μάγισσα, δε θα με πιάσουν. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί δε θέλω να γίνω μάνα. Να γιατί. Οι μάγισσες δε γεννάνε ποτέ. Μόνο κυοφορούνε τον εμετό. ΟΥΜΠΕΡ: Σόφι, τι λες; ΣΟΦΙ: Ότι όλα αυτά που γίνονται αυτή τη στιγμή στη Γερμανία μού προκαλούνε τον εμετό. Αηδία. Αηδίες κάνουν. Πονηροί σαν αλεπούδες. Σκοτώνουν μωρά, σκοτώνουν παιδιά, σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν... ΟΥΜΠΕΡ: Βίλι, διάβασε λίγο αυτή την προκήρυξη. ΒΙΛΙ: «Έ κ κ λ η σ η σ ε ό λ ο υ ς τ ο υ ς Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς ! Ο πόλεμος οδεύει προς το βέβαιο τέλος του. Όπως το 1918, η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να στρέψει όλη την προσοχή στον αυξημένο κίνδυνο των υποβρυχίων, τη στιγμή που οι στρατιές υποχωρούν διαρκώς στην Ανατολή, στη Δύση αναμένεται η εισβολή. Ο εξοπλισμός της Αμερικής δεν έχει φθάσει ακόμη στο απόγειό του, όμως έχει ήδη ξεπεράσει σήμερα ό,τι έχει υπάρξει ως τώρα στην ιστορία. Με μαθηματική ακρίβεια ο Χίτλερ οδηγεί το γερμανικό έθνος στον γκρεμό. Ο Χ ί τ λ ε ρ δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α κ ε ρ δ ί σ ε ι τ ο ν π ό λ ε μ ο, μπορεί μόνο να τον παρατείνει! Η
28
Μαρία Φυντανή
ενοχή αυτού και των βοηθών του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, δίχως τέλος. Η δίκαιη τιμωρία πλησιάζει ολοένα και περισσότερο!...» ΑΛΕΞ: Σσσσσ, κάτι ακούγεται. (Φιμώνουν με τα χέρια τους τα στόματα τα δικά τους και των άλλων, όλοι, εκτός από τη Σόφι.) ΟΥΜΠΕΡ: Σόφι, αν διστάζεις να πας... ΣΟΦΙ: Όχι. Σκέφτηκα. Δίστασα. Αποφάσισα. Μίλησα. Έφυγα. Θα πάω. Τελεία. (Παύση) Κρίστοφ: Καθηγητά, πιστεύετε πως μ’ αυτές τις προκηρύξεις μπορούμε να θριαμβεύσουμε; Ούμπερ: Τώρα, που γίναν θεοί οι δαίμονες, ο θρίαμβος δε μας ενδιαφέρει, ο θρίαμβος δε μας ανήκει, ούτε καν σαν υπόσχεση. Κι άλλωστε, όπως είπε ο Σωκράτης, η αιωνιότητα όλη δεν φαίνεται παρά σαν μια νύχτα. Κρίστοφ: Τότε... σε ποια συνθήκη ζούμε; Ούμπερ: Στην κρυφή χαρά του πολέμου. Στη φρικαλέα χαρά. Στο χορό της φωτιάς. Με τη φορεσιά του θεάτρου, σαν Οιδίποδες με βγαλμένα μάτια όλοι μας, δεν έχουμε μάτια να δούμε, μέσα σ’ έναν κύκλο, μέσα
Λυκόφως
29
στον ίλιγγο του χρόνου, ακολουθούμε τα όπλα μας, αυτά μας περπατούν, μας τραβούν απ’ το χέρι, μεθυσμένοι, χορεύουμε με τη μάσκα μας, γλείφουμε το αίμα μας λες κι είναι κρασί που αφήνει τη μάσκα να κολλάει πάνω στα πρόσωπά μας. Όποιοι μπορούν κι αντέχουν να τη βγάλουν, να μιλήσουν με τους γύρω, πρώτοι, πρώτοι αυτοί πεθαίνουν. Σόφι: Και γιατί να πεθαίνουν οι άνθρωποι; Γιατί να πεθάνουν κάποια παιδιά; Γιατί πρέπει να πεθάνουν αυτά τα παιδιά; Ούμπερ: Γιατί οι άνθρωποι είναι σκληροί και τίποτα πια δεν τους αγγίζει. Γιατί δεν μπορούν να κλάψουν. Εδώ και χρόνια. Γι’ αυτό πεθαίνουν τα παιδιά. Για να μπορούν να κλάψουν οι μανάδες και οι πατεράδες κι όλοι αυτοί που έγιναν σκληροί εδώ και χρόνια. Γιατί είχαν φτάσει να μετρούν. Γιατί μετρούσαν συνέχεια. Μόνο τα παιδιά μπορούν να δώσουν δυνατότητες, μην το ξεχνάτε αυτό ποτέ. Βίλι: Λένε πως υπάρχουν Ναζί που μιλούν μ’ αινίγματα, μα εσείς είστε ολόκληρος ένας γρίφος. Ούμπερ: Εγώ δεν αινίσσομαι τίποτα. Αν υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν μ’ αινίγματα, τότε μάλλον επειδή και οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους αμφιλεγόμενους. Σόφι: Ναι, εγώ δεν βρίσκω κανένα γρίφο στα λόγια σας. Μόνο αλήθεια βρίσκω, κι ας είναι αυτή η αλήθεια αντίθετη απ’ την πραγματικότητα. Θα ’πρεπε να μπορούν όλοι να σας ακούσουν. Θα ’πρεπε να έχετε
30
Μαρία Φυντανή
αυτή τη δυνατότητα. Να μιλήσετε σε όλους αυτούς που καίνε και σαπίζουν τον κόσμο. Να σας αναγνωριστεί επιτέλους αυτό το δικαίωμα. Ούμπερ: Σόφι, στη ζωή μου δε μ’ ενδιέφερε ν’ ασκήσω κανένα μου δικαίωμα. Δεν υπάρχει δικαίωμα που έχουμε να διεκδικήσουμε. Δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα. Μόνο δικαίωμα η ζωή. Μα πάνω απ’ αυτό θέλω να ’μαι, πάνω απ’ τη ζωή. Να μη με νοιάζει να ζω. Να ’ναι τόση η ελευθερία μου, που να πεθάνω και ας κλάψουν οι άλλοι. Να πεθάνω για να κλάψουν οι άλλοι. Κρίστοφ: Λέτε να πεθάνουμε όλοι; Ούμπερ: Ναι. Μπορεί να έχουμε έξι θανάτους. Βίλι: Μα ο θάνατος δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος. Σόφι: Ίσως κιόλας να σωθούμε απ’ αυτήν την παράλογη φυλακή και, αν περάσει καιρός, να τα ξεχάσουμε όλα. Ούμπερ: Ο χρόνος δε γιατρεύει, μονάχα αλλοιώνει τη μνήμη. Περιφρουρεί την ανάκληση. Επαναφέρει, αλλά δεν επουλώνει. Αγκαλιάζει, αλλά δεν επιτρέπει την εξάλειψη. Υπηρετεί την ικεσία, ματώνει τη συγχώρεση, χαμογελά στην άρνηση. Οργίζεται με όσους τον περιφρονούν. Μη φοβάστε παιδιά μου. Μην ανησυχείτε. Κι εγώ καταλαβαίνω περισσότερα από αυτά που εκμυστηρεύομαι...
Λυκόφως
31
Κρίστοφ: Θα καταδικαστούμε... Ούμπερ: Θα καταδικαστούμε επειδή δεν είπαμε πράγματα που άλλοι θ’ άκουγαν πολύ ευχαρίστως. Όπως ο Σωκράτης. Ναι, ο Σωκράτης ήξερε πως δεν έπρεπε να πράξει τίποτα ανάρμοστο για ελεύθερο άνθρωπο. Ποτέ του δε μετάνιωσε για τον τρόπο που απολογήθηκε. Γνώριζε πως ούτε σε δίκη ούτε σε πόλεμο πρέπει να μηχανευόμαστε πώς με κάθε μέσο θα αποφύγουμε το θάνατο. Κρίστοφ: Αν ήμασταν στρατιώτες, θα μας μιλούσατε για ελιγμούς και για ενέδρες. Ούμπερ: Επειδή είστε άνθρωποι, σας μιλώ για τη ζωή και το θάνατο. Και, όπως ο Σωκράτης, σας μιλώ όπως τύχει, με ό,τι λέξη μού έρθει στο μυαλό. Γιατί πιστεύω πως ό,τι λέω είναι δίκαιο. Βίλι: Φαίνεστε κουρασμένος... Ούμπερ: Νομίζω ότι πρέπει όλοι να ξεκουραστούμε. Κυρίως εσύ, Σόφι. Αύριο σε περιμένει μια δύσκολη μέρα. Κρίστοφ: Νομίζω ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι δυσκολότερο από τη σημερινή νύχτα. Ας φύγουμε. Να αφήσουμε τον καθηγητή να ξεκουραστεί. (Τα παιδιά φεύγουν, ο Ούμπερ μένει μόνος του. Βάζει λίγο κρασί στο ποτήρι του και το κοιτάει.)
32
Μαρία Φυντανή
Ούμπερ: Ζωή και θάνατος. Σώμα και ψυχή. Όταν η ψυχή μπορεί να φοβηθεί, το σώμα φαντάζει ανώτερο όλων. Ένα σώμα ανώτερο, με όλα του τα νερά. Και η αλήθεια αντίθετη απ’ την πραγματικότητα; Τι θέλεις να πεις, Σόφι; Πόσο όμορφα παράξενες αυτές οι γυναίκες. Ίσως κιόλας διορατικές. Ελπίζω όχι... Και τόσο όμορφο, που είναι το κρασί όταν είναι ακόμη μες στο ποτήρι. Όταν δε θες να το πιεις. Όταν δεν μπορείς να το πιεις. Μια ολόκληρη οικειότητα, σχεδόν ακέραια, που μοιράζεσαι μόνο με τον εαυτό σου. Αυτή η οικειότητα, ανέγγιχτη, όταν συλλαμβάνεις μια ιδέα. Και μοιάζετε να ’στε και οι δυο συνένοχοι.
ΙΙΙ (Σόφι Σολ, Χανς Σολ, Άλεξ Σμόρελ) *** (Είναι οι δυο τους, η Σόφι κρατά τις προκηρύξεις, τα χαρτιά τής πέφτουν, σκύβει να τα μαζέψει, ο Χανς σκύβει κι αυτός. Τρέμουν και οι δύο.) ΧΑΝΣ: Η αμηχανία ξεκινά πάντα από τα χέρια. Ο ανώδυνος πόνος ξεκινά πάντα από τα χέρια. ΣΟΦΙ: Ο πόνος δεν είναι ποτέ ανώδυνος. ΧΑΝΣ: Ούτε η αμηχανία τόσο γλυκιά. ΣΟΦΙ: Εμείς οι δυο... ΧΑΝΣ: ... δε μοιάζουμε γι’ αδέρφια. ΣΟΦΙ: Πιο πολύ για συνένοχοι. ΧΑΝΣ: Ήμουν πάντα ο πιο άσχημος. ΣΟΦΙ: Ήσουν πάντα ο πιο λογικός. [ 33 ]
34
Μαρία Φυντανή
ΧΑΝΣ: Ήμουν ο πιο ανόητος. Ο πιο άσχημος. Καμιά φορά νιώθω πως χάνω το σχήμα μου. Ξέρεις, η αλλοίωση είναι τόσο εύκολη. ΣΟΦΙ: (Γελά) Ναι, όταν γελάς στον καθρέφτη. Κι όταν κοιτάς τον ουρανό. ΧΑΝΣ: Μ’ έχεις δει ποτέ; ΣΟΦΙ: (Γελά) Ναι. ΧΑΝΣ: Νιώθω λες και με είδες γυμνό. ΣΟΦΙ: Γιατί σε πειράζει; Εγώ είμαι πιο παιδί από σένα. Νιώθω πως είμαι πάντα το παιδί σου. Νιώθω πως είμαι πάντα κάποιου το παιδί. ΧΑΝΣ: Είμαστε αδέρφια. ΣΟΦΙ: Μας αρέσει να κάνουμε πράγματα που δεν συγχωρούνται ποτέ. ΧΑΝΣ: Κι όμως. Εσύ δε χρειάζεται να πας αύριο. Δε θα πας αύριο. Δε χρειάζεται να πεθάνεις. ΣΟΦΙ: Με ποια μάσκα μπορεί κανείς να παζαρέψει την ψυχή του; ΧΑΝΣ: Μην το κάνεις, Σόφι. Άσε με να πάω μόνος μου. ΣΟΦΙ: Είναι ο θρήνος αποκλειστικά γυναικείο δικαίωμα;
Λυκόφως
35
ΧΑΝΣ: Όχι, αλλά τη φωτιά σου κοίτα να τη νιώσει αυτός που θα παντρευτείς. Δε χρειάζεται να τη σβήσει ο θάνατος. ΣΟΦΙ: Κάθε μέρα ο θάνατος μού χαϊδεύει τα μαλλιά. ΧΑΝΣ: Γυναίκα είσαι, όχι ακροβάτισσα. Το ξέρω πως η ζωή μάς προκαλεί να την ερωτευτούμε, αλλά δε χρειάζεται να σβήσουμε όλοι. ΣΟΦΙ: Παιδί είμαι, πάντα ήμουνα κάποιου το παιδί. Εσύ μου ’μαθες να είμαι πάντα κάποιου το παιδί. Ποτέ δε θα κάνω παιδιά... εκτός αν τους κερδίσουμε... (Γελά) ... το ξέρεις πως εσύ φταις που ήθελα να ’μαι πάντα κάποιου το παιδί; Είδα χτες ένα όνειρο. Ακροβατούσαμε. Και πιάναμε τα χέρια μας από τα πόδια μας. Ύστερα ήρθαν κάτι πράσινα τέρατα με κίτρινα μάτια και μας μαγκώσανε. Ήταν λες κι είχαμε ουρά και μας την κόψανε μ’ ένα σίδερο. Τσιρίζαμε. Μα είχε τόση ηδονή αυτός ο πόνος. ΧΑΝΣ: Μην τρομάζεις. (Τρομάζει ο ίδιος.) Μην τρομάζεις. Τα όνειρα είναι τόσο ανίκανα να υποκύψουν στις αδυναμίες μας. Μόνη σου το φαντάστηκες αυτό το σαμποτάζ. ΣΟΦΙ: Τα όνειρα είναι πιο δυνατά από μας. Μα σου λέω, είχε ηδονή αυτός ο πόνος. ΧΑΝΣ: Τότε ο πόνος γίνεται ανώδυνος. ΣΟΦΙ: Είχες δίκιο τελικά. (Κοιτάει τον ουρανό.)
36
Μαρία Φυντανή
Τούτη η νύχτα θα στρέξει σα θάνατος. Τούτη η νύχτα θα σπείρει σα θάνατος. Η νύχτα θα κοιμηθεί γρήγορα, σα θάνατος. Τούτη η νύχτα θα μας κοιμίσει όλους, σα νύχτα. Γιατί έτσι το ’θελε. Να στρέξει σα θάνατος, να στρέξει σαν ώρα. Κι όσοι δεν ξέρουμε σε πόση ώρα θα πεθάνουμε κι είμαστε αστείοι, λες κι ήταν ποτέ επιλογή μας, λες κι είναι ο θάνατος μια επιλογή. Λες και ξέρουμε αν η ευτυχία μάς χαρίστηκε ή μας καλόπιασε για να γελάσει μετά μαζί μας. ΧΑΝΣ: Σ’ τη χαρίζω. (Της δίνει τη μεταλλική του ταυτότητα.) ΣΟΦΙ: Τι είναι αυτό; ΧΑΝΣ: Ταυτότητα αναγνώρισης πτώματος. Είναι οι εννιά μου αριθμοί. Αν πάθω κάτι, καλύτερα να τους έχεις εσύ. Μην πας εσύ αύριο. ΣΟΦΙ: Όχι, δεν τη θέλω, είναι γρουσουζιά. ΧΑΝΣ: Δε θα πας εσύ αύριο. Σκέψου τους γονείς μας. Σκέψου και τους άλλους μια φορά. ΣΟΦΙ: Δε γίνεται. Είμαι φτιαγμένη ν’ αγαπώ και ν’ αγνοώ όσους με αγαπούνε. ΧΑΝΣ: Τότε θα πάμε μαζί. ΣΟΦΙ: Γιατί να κινδυνεύσουν δύο; ΧΑΝΣ: Γιατί εγώ δεν αγνοώ όσους μ’ αγαπούμε.
Λυκόφως
37
Βλέπεις, δε μοιάζουμε γι’ αδέρφια. Κάποιος από μας θα πέθανε στη γέννα. (Έρχεται ο Άλεξ.) ΑΛΕΞ: Πώς είναι έτσι ο θόλος; Γέμισε χρώματα. Σαν μια ουράνια σφαγή. Λες; Λες για μας;
ΙV (Σόφι Σολ, Χανς Σολ, Ναζιστές) *** (Η Σόφι Σολ και ο Χανς Σολ βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο. Η Σόφι έχει τις προκηρύξεις στην τσάντα, τις βγάζει και τις πετά στον αέρα. Φεύγουν.) ΣΟΦΙ: Περίμενε... Ξεχάσαμε κάποιες στην τσάντα. (Επιστρέφουν, η Σόφι ανοίγει την τσάντα, ακούγονται βήματα, κρύβονται, ο ένας φιμώνει με το χέρι το στόμα του άλλου, ακούγεται ένα δυνατό αλτ, οι Ναζιστές έρχονται και τους πιάνουν.)
[ 39 ]
V (Ναζιστής ΙΙ, Ναζιστής ΙΙΙ) *** ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: (Ακουμπά με το χέρι του το πρόσωπό του.) Καμιά φορά, όταν πιάνω το πρόσωπό μου, νομίζω ότι βλέπω αίματα. Αυτή η γεύση του αίματος... σα σκουριά... ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Κάποιοι άνθρωποι έχουν τη γεύση του αίματος... ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Κι αυτό το κρύο. Δε θα ’πρεπε να έχει τόσο κρύο αυτήν την εποχή. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Τι σ’ έχει πιάσει; Πάντα έχει κρύο τον Φλεβάρη. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Ο ουρανός... οι εποχές... Ο ουρανός είναι η νύχτα και η ημέρα, το κρύο και η ζέστη, ο καιρός και οι εποχές. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Τι έπαθες ξαφνικά; [ 41 ]
42
Μαρία Φυντανή
(Ο Ναζιστής ΙΙ κοιτάει τον Ναζιστή ΙΙΙ σιωπηλός. Ακούγεται θόρυβος.) ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙΙ: Τη φέρνει. (Ο Ναζιστής Ι κρατάει τη Σόφι Σολ και τη ρίχνει στο πάτωμα. Ο Ναζιστής ΙΙ έχει απέναντί του τη Σόφι.) ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: Μια φάκα στο δάσος... Οι αλεπούδες... οι αλεπούδες τα τρώνε τα ποντίκια... Μορφωμένα παιδιά... Του Πανεπιστημίου... Και πήγατε και στο Πανεπιστήμιο να πετάξετε τις προκηρύξεις... Γερμανοί... Παιδιά Γερμανών... Ρουφιάνοι... Μπάσταρδα σκυλιά... Περιφρόνηση. Αυτή μονάχα σας αξίζει. «Η σωτηρία του λαού υπερέχει του νόμου.» Αυτά γράφετε; Αυτά σας μαθαίνει το Πανεπιστήμιο; Ακόμα και οι γονείς σας θα νιώθουν για σας περιφρόνηση. Σωτηρία... Ποιοι είστε εσείς που υπόσχεστε τη σωτηρία; Τι ξέρετε εσείς για τη σωτηρία; Τα παραμύθια ανήκουν μονάχα στους μεγάλους, όχι σε παιδιά σας εσάς... Νομίζατε με τα χαρτιά θ’ ανάψετε τις φλόγες; Και τα όπλα πού είναι; Πού είναι, ρε, τα όπλα; Θα σε λυπηθώ, νομίζεις; Πόλεμος με λέξεις; Μίσος. Αυτή είναι η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει. Η Γερμανία θα νιώθει για όλους σας απέραντο μίσος. Χωρίς άλλες κουβέντες. Και όμορφα λόγια. (Σκουπίζει με το χέρι το πρόσωπό του και το κοιτάει.)
Λυκόφως
43
Ποιοι είστε; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Πόσοι είστε; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Ποιος τα μοίρασε όλα αυτά; Πού βρήκατε τα λεφτά; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Πού είναι τα όπλα; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Λέγε (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Το ξέρεις ότι, αν δε μιλήσεις, θα σου κόψουν το κεφάλι; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Με ποια άλλη οργάνωση συνεργάζεστε; (Ακούγεται το κείμενο των προκηρύξεων.) Ο αδερφός τα έκανε όλα, ε; Τελείωσε πια ο αδερφός σου. Ξέχνα τον. ΣΟΦΙ: Όχι, μόνη μου τα έκανα όλα. Ο αδερφός μου δεν ήξερε τίποτα. ΝΑΖΙΣΤΗΣ ΙΙ: (Γελά) Ας είναι. Έτσι κι αλλιώς, θα σας αποκεφαλίσουν όλους. Αφού δεν μπορείτε ν’ αναλάβετε μόνοι σας τη ζωή σας, ας την αναλάβει ο θάνατος.
B΄ ΠΡΑΞΗ Πριν βγει το κάθε πρόσωπο, ακούγεται ένας πυροβολισμός ή ο ήχος της γκιλοτίνας ή ο ήχος της φάκας.
VI (Ναζιστής ΙΙ, μια γυναίκα είναι πεσμένη στα πόδια του σε στάση υποταγής, βρίσκονται στη συζυγική οικία.) ***
Α
πό τη στιγμή που έχεις τραβήξει το όπλο, έχεις τραβήξει και τη σκανδάλη. Να το θυμάσαι αυτό. Από τη στιγμή που έχεις τραβήξει τη σκανδάλη, έχεις κιόλας στοχεύσει. Κι από τη στιγμή που έχεις στοχεύσει, έχεις ήδη πυροβολήσει σε καίριο σημείο. Φρόντισε να ’ναι μόνιμη η ζημιά. Μια κι έξω. Δε μ’ αρέσει να τους τυραννάω. Τελειωμένα πράγματα. Γρήγορες δουλειές. Ασφάλεια. Να τι είναι ασφάλεια, γλυκιά μου. Αυτό εδώ. Μάνα είναι. Μια σαγήνη από μέταλλο. Μοναδικό πιστόλι. Υψηλής ακριβείας. Ξέρεις, προορίστηκε για το χέρι μου, να ’ναι γενναιόδωρο μαζί του. Ξέρει κι αγκαλιάζει χωρίς ερωτήσεις. Για να πλαγιάζεις μαζί του. Η πιο πιστή. Η πιο σκύλα ερωμένη. Έτσι, που πολλές φορές κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι θέλει. Την αφήνω να αποφασίζει. Στα γρήγορα βέβαια. Σβέλτες κινήσεις. Κατάλαβες; Και μη νομίζεις ότι τα δόντια μου έτρεμαν ποτέ. Ούτε στιγμή δεν σάλεψαν. [ 47 ]
48
Μαρία Φυντανή
Και τα χέρια μου σφιχτά. Τα πόδια καρφωμένα. Να, ίσως να τα άνοιγα λίγο για καλύτερη ισορροπία. Και το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, άμα σε ενοχλεί ο κρότος. Όμως το βλέμμα... αυτό στην ευθεία, να τους κοιτάω. Έτσι κοιτάει, έτσι πρέπει να κοιτάει ο θάνατος. Στα μάτια. Δεν είναι παιχνίδι του πόκερ για να μπλοφάρει. Και σου είπα, γρήγορες τελειωμένες δουλειές. Γιατί όταν επιστρέφουν, ξανά και ξανά, τότε δεν μπορώ να τους πυροβολήσω ούτε για δεύτερη ούτε για τρίτη φορά. Βλέπεις, η αναμονή του κρότου, η μυρωδιά της αναμονής, μπορεί να σκίσει την ψυχή στα δύο. Πόσο λίγα πράγματα μπορούν πια να σκίσουν την ψυχή στα δύο. Δεν είναι μαγικό; Όχι, όχι, δεν μπορώ να διαβάζω πάνω τους την αναμονή. Γιατί αυτή είναι που θέλει να με κάνει να μετανιώνω. Είναι αστείο να μετανιώνω. Είναι άδικο. Είναι σαν γλώσσα φιδιού, είναι σαν μάτια φιδιού έτοιμα να κατασπαράξουν. Να, κοίτα με. Κοίτα με, σου λέω. Η γλώσσα μου βγαίνει σαν φίδι. Λαίμαργο. Λαίμαργη. Μια λαίμαργη γλώσσα. Διψάει και πίνει σαν λαίμαργη γλώσσα. Και δεν το καταπίνω το κακό, παρά το κρατάω στο λαρύγγι μου. Να με κάψει. Να στεγνώσει. Σαν αγάπη, να, σαν αγάπη τελειωμένη, έτσι τελειωμένα να ’ναι τα πράγματα. Που τα κρατάς από οίκτο και δεν τ’ αφήνεις να πέσουν. Που δεν τα αφήνεις να κυλήσουν μέσα σου. Κι έτσι να καίγεσαι. Αργά. Κανείς να μη σ’ αγγίζει. Όχι, μην μ’ αγγίζετε. Μην μ’ αγγίζετε, σας είπα. Κανείς σας δεν επιτρέπεται να μ’ αγγίξει απόψε. Θέλω τη γλώσσα μου πίσω. Να τη χαϊδέψω. Να τη φιλήσω... Ο οίκτος. Εσείς, εσείς γιατί δεν μου χαρίζετε τον οίκτο; Έτσι μπορεί κι εγώ να σας χαρί-
Λυκόφως
49
σω τη ζωούλα αυτή τη δεύτερη φορά. Χαθείτε από μπροστά μου. Δεν υπάρχετε πια για το Θεό. Αφού το δέρμα σας σάπισε. Με το πρώτο τράβηγμα. Να. Και πριν από αυτό. Μην το αγγίζετε. Κι εσένα έπρεπε να σε είχα σκοτώσει από την αρχή. Κι αυτή, αυτή η σιχαμένη γάτα που με κοιτάει. Θέλω να της βγάλω τα μάτια. Μια σοφία χωρίς μάτια, χωρίς να κοιτάει, μια τυφλή σοφία δεν μπορεί να πληγώσει, μόνο ν’ αγκαλιάσει μπορεί. Η γλώσσα μου θέλει να πέσει στο πάτωμα. Σιχάθηκε να γλείφει όμορφα λόγια. Ξυράφια τα σάλια. Ξυράφια. Κουράστηκα. Πέφτω. Έπεσα. (Πέφτει, σηκώνεται η γυναίκα.) Σκοτάδι. Σκέπασε με. Ένα σκοτάδι στον ουρανό. Τόση ευεργεσία κρυμμένη σ’ ένα σκοτάδι. Όχι άλλος ήλιος. Ή…’Ίσως ένας δεύτερος ήλιος. Στ’ αλήθεια, δεν μπορεί να βγει ένας δεύτερος ήλιος ν’ αντικαταστήσει τον πρώτο; Έγινε αγνώμονας ο ήλιος και δεν θέλει να μας δει. Κι όποιος δεν θέλει να μας δει, δεν μπορεί να μας καταλάβει... Δεν ξέρω πια... Είπαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο. Όχι να τον καταλάβουμε. Άμα τον καταλαβαίνεις τον άτιμο, δεν θέλεις πια τον κατακτήσεις, τόσο φριχτός που είναι. Να φύγεις θέλεις, να σε σκοτώσουν. Όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν έπρεπε να τ’ αργήσω τόσο. Αυτές οι δουλειές είναι για να τελειώνουν αμέσως. Τώρα που είναι σαν να μυρίζω τον κρότο, τώρα θέλω να τραβήξω τις λέξεις, ένα περπάτημα, αυτό μόνο ν’ ακούσω. Αλλά όχι,
50
Μαρία Φυντανή
μόνο μπορεί μονάχα να με βρει. Και θα ’θελα, ξέρεις, να ’ταν τάχα η αναμονή μου επιλογή. Δεδομένη. Ακαριαία. Τώρα που τ’ άργησα, δεν το μπορώ. Με κρεμάει η ίδια μου η μάνα. Γλιστράνε τα δάχτυλα. Σκύλα μάνα, πού πας να δείξεις; Πότε ο θάνατος έγινε τόσο παράξενος; Πότε άρχισε να μπλοφάρει; Πότε το μυρίστηκε πως η ζωή μου έγινε κιόλας σκατά; Τώρα που το όπλο δεν χωράει στο στόμα μου, τώρα ποιος; Έτσι είναι ο θάνατος, φαίνεται. Το απολαμβάνει. Μας αφήνει να παίξουμε μαζί του, σαν πατέρας με γιο. Και γελάει μετά. Ποιος αφήνει ποιον να κερδίζει, δεν ξέρω. Στ’ αλήθεια, ποτέ δεν είχα την περιέργεια πώς είναι να ξέρεις ότι θα σε πεθάνουν. Ποτέ δεν τους ρώτησα. Η περιέργεια είναι για τις γυναίκες. Τώρα ξέρω... Παιδάκι είναι. Παιδάκι είναι ο θάνατος που έρχεται και σου βγάζει το μαντίλι που φορούσες. Για να δεις και να πονέσει το μυαλό σου. Κι έτσι, να μην του φέρεις αντίσταση. Σκασμένη ανάσα είναι, φίδι τυφλό, έτοιμο να κουλουριαστεί στα πόδια σου. Και τα χέρια σου δεν μπορούν να πιάσουν πια το λυμένο μαντίλι. Έπηξε ο αέρας και δεν μπορώ να τον μυρίσω. Μαύρο πράμα. Δε φεύγω πια. Εσύ θα ’ρθεις να με βρεις. Εγώ δε θέλω τίποτα. Μόνο να ’ρθει ένα παιδάκι. Έτσι, μες στην άγνοιά του, να ’ρθει να με σκοτώσει. Και τότε θα νιώσω δικαιωμένος. Δεν θέλω αγάπη από οίκτο. Θέλω πράγματα τελειωμένα. Γρήγορες δουλειές. Θέλω μια χαζή αγάπη που θα ’ρθει να με σκοτώσει. Πού είναι αυτό το παιδάκι, επιτέλους;
VII ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΠΤΩΜΑΤΟΣ (Χανς Σολ) *** (Μιλάει ο ίδιος.) − − − − − − − − − − − − −
Η τρέλα σου γίνηκε η δική μου αλήθεια. Η τρέλα μου γίνηκε η δική σου αλήθεια. Και τι είν’ η τρέλα. Και τι είν’ η τρέλα. Και ποια η αλήθεια. Αυτή που αντέξαμε να διαλέξουμε. Λες κι ήταν δικιά μας από την αρχή, λες κι είναι απόκτημα. Εγώ είμαι η τρέλα. Εσύ δεν είσαι παρά μόνο η αλήθεια. Εσύ είσαι η τρέλα. Εγώ είμαι εσύ. Η νεκρή μου εικόνα που δεν πρόφτασε ακόμα να πεθάνει. Ναι, στ’ αλήθεια μόνο εμένα πεθύμησα να δω. Τη δική μου μνήμη. Τη δική μου επιθυμία να ζήσω για πάντα. [ 51 ]
52
− − −
Μαρία Φυντανή
Το ξέρεις δα πως είμαι ο πιο λογικός μέσα σ’ αυτό το συνάφι. Τόσο λογικός, όσο ένα φάντασμα. Μα ένα φάντασμα είναι πάντα η δική σου επιθυμία να ζήσεις για πάντα. (Μιλάει ο ίδιος/άλλος.)
Α: Εμένα βλέπεις γιατί εμένα θέλησες να δεις. Πεθαίνεις έτσι... Δεν ξέρεις πότε θα το πάρουν απόφαση... Ο ήχος της φάκας σαν πιαστεί το... Ο ήχος της φάκας... Σε μια ώρα, σε δύο... άκου τη μουσική... προμηνύει το κακό σου... άκου τη... Ο συνθέτης εμπνέεται από την κραυγή σου. Σφυρηλατεί μια ψυχή. Θαρρείς, σφυρηλατεί το χρόνο. Ποιος πούλησε την ψυχή του στο διάολο για λίγο χρόνο; Ποιος διάολος αγόρασε λίγη ψυχή; Η ψυχή και ο χρόνος, ένα μόνο. Το ίδιο ένα. Με καναδυό ψυχές μετριέται ο χρόνος. Χ: Ακροβασία... Κλείσε τη μουσική που είν’ αυτή που, μόλις δάγκασε τη σκέψη, άρχισε κιόλας να λιμπίζεται την ψυχή μου. Α: Η μνήμη είναι η γνώση... Η μνήμη αξίζει, φτάνει ίσαμε την απώλειά της... είναι αυταπάτη. Χ: Τώρα πια δεν υπάρχει το πια - κανένα πια για μας - δεν ξέρουμε ποιο είναι το πια - το τώρα πια πότε θα με τελειώσουνε- δεν ξέρω πότε επιτέλους θα με τελειώσουνε - δεν υπάρχει χρόνος να με τελειώ-
Λυκόφως
53
σουνε - δεν υπάρχει χρόνος να τον τελειώσουνε - δεν υπάρχει χρόνος, μήτε άνθρωπος δεν υπάρχει, και δεν υπάρχουν πια κι οι λέξεις που τόσο δυνατά πολέμησα για δαύτες. Τόσο δεν υπάρχουν, που με κυριεύουν να με κεράσουν αλήθειες γυμνές, σαν ίσκιοι παλεύουν στο κεφάλι να με κερδίσουν αυτές, σαν τρόπαιο να μ’ εξυμνήσουν. Κι είμαι στο πάτωμα ξαπλωμένος, σκαλίζω τα γυμνά σου πόδια τόσο ανέπαφα πια, ας υπήρχε το πια, δεν υπάρχει το πια. Μια που δεν ξέρω πότε θα με πεθάνουν. Αυτοί. Πια τα φαντάσματα πια. Εσένα μόνο βλέπω. Μετά από τόσο καιρό. Το μετάνιωσες; Πες ναι. Δώσ’ μου μιαν ανατροπή. Πεθαίνω. Πεθαίνω έτσι κι αλλιώς. Πότε πεθαίνω. Μιαν απόφαση μόνο. Σας εκλιπαρώ να μου πείτε τι ώρα θα πεθάνω. Αλλιώς θα πεθάνω μόνος μου. Ερήμην σας. Έτσι στρέχουν οι αποφάσεις. Ερήμην και κατά λάθος. Αλλιώς δεν θα ’ταν αποφάσεις, μα υποταγή στ’ αλλουνού τους πόθους. Α: Τρελαινόμουν... Δεν ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω. Τους παρακαλούσα να μου πουν. Ποια μέρα θα πεθάνω ή όχι. Καταδικασμένος να περιμένω. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα γιατί, όταν σου πουν να περιμένεις, μέσα σου είσαι αναγκασμένος να εύχεσαι. Γύρεψα τον πόνο να με κόψει. Γύρεψα τον πόνο να μ’ αγκαλιάσει. Κανείς. Κανείς πόνος. Κανένας να μ’ αγκαλιάσει. Δεν ήρθε κανείς. Χλωμά κομμάτια κι όψη σου ακόμα. Κι αφού το θέλεις, να σου πω, η μετάνοια αξίζει όσο καλπάζει ακόμα. Ακόμα. Κόμμα. Δε γεννήθηκε η τελεία. Εμείς την επινοήσαμε. Ό,τι επινοούμε, καταλήγουμε να το υπηρετούμε. Έτσι καταλήγουμε.
54
Μαρία Φυντανή
(Παύση) Α: Σε είδα στον ύπνο μου. Είδα πως έπεφτες από έναν τοίχο. Χ: Άσε με να σου πω... Κυλούσα μέσα στ’ όνειρο... Και λίγο πριν πέσω, ξύπνησα. Α: Όχι. Πέθανες. Χ: Τι; Α: Έπεσες κάτω και χτύπησες τελειωτικά. Λένε πως, όποιος δει τέτοιο όνειρο, στον εαυτό του δεν ξαναξυπνάει. Δεν ξύπνησες, ούτε και σηκώθηκες ξανά ποτέ. Χ: Το βλέπεις αυτό; (Δείχνει τη μεταλλική ταυτότητα.) Μέταλλο. Η ψυχή της ύλης. Ύλη με νου. Και ψυχή. Ανάκατα. Όλα μαζί. Εννιά νούμερα. Ανάκατα. Όλα μαζί. 569843438. Α: Πάντα είμαστε ένας αριθμός. Πάντα είμαστε μια επιλογή. Χ: 569843438. Κι αν κάποιος μπερδέψει κι αναθεματίσει τα εννιά μου νούμερα, δεν θα με βρουν ποτέ. Α: Κανένα πτώμα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Χ: Εννιά μέρες, εννιά ώρες. Οι εννιά μέρες είναι εννιά λεπτά, εννιά ώρες, ίδιες όλες, όλα είναι το ίδιο, από
Λυκόφως
55
τη στιγμή που φεύγουν, όλες το ίδιο. Τα πέντε χρόνια είναι ένας μήνας. Α: Όχι, μη μετανιώνεις γι’ αυτή σου τη διέγερση. Έτσι το ’θελαν τα πέντε αυτά χρόνια. Το ξέραν, το ξέρεις καλά πως δεν είναι ελευθερία ή θάνατος. Η ελευθερία είναι ο ίδιος ο θάνατος. Εγώ είσαι εσύ. Εσύ είσαι. Εγώ είσαι. Άκου. Μουσική. Μνήμη. Μνήμα. Μουσική. Ό,τι σου λέω, το πιστεύεις, ε; Χ: Πεθαίνω. Δεν πεθαίνω. Τίποτα δεν πεθαίνει. Όλα μένουν τα ίδια. Αυτό είναι το κακό. Λιώνω. Πειραγμένος. Λιώνωωω. Στο μυαλό μου τριγυρίζουνε οι πιο περίεργες λέξεις. Κι έγινες εσύ ο ίδιος ο πιο παράδοξος εραστής μου. Πειραγμένος, διεγερτικός ασθενής. Έτσι να ’ταν άραγε πάντα; Α: Κι η λογική; Χ: Η λογική... δεν υπήρξε ποτέ η λογική... Α: Θυμάσαι το παιχνίδι με τα κιάλια; Χ: Τρελό παιχνίδι. Α: Θυμάσαι το αίμα; Πόσο αίμα... Χ: Μες στο αίμα είναι που γεννιέται ο πιο τρανός έρωτας. Α: Θυμάσαι το παιχνίδι με τον έρωτα; Ανάγκη...
56
Μαρία Φυντανή
Χ: Ακροβασία... Ακροβατικά... Α: Όχι, κρατήσου, βάστα κι άλλο. Χ: Με-τα-σχη-μα-τι-σμός. Α-να-σχη-μα-τι-σμός. Α-πο-σχη-μα-τι-σμός. Σχή-μα. Ά-σχη-μος. Ανάγκη. Σαλεύουν οι ίσκιοι στο κεφάλι. Παλεύουν οι ίσκιοι στο κεφάλι. Πτώμα που μοιάζει με πράμα. Η εικόνα. Α: Η εικόνα μου σπάει, διαλύεται. Πόσο άσχημος. Χ: Τόσο ίδιος, τόσο ξένος, τόσο ίδιος ξένος, ξένος που έγινε πάλι ο ίδιος, και αυτή η διαβολεμένη μουσική που δεν υπάρχει, ας την κλείσει κάποιος επιτέλους. Κλείστε τη μουσική. Α: Όχι, κράτα κι άλλο. Θυμήσου. Τι ήταν αυτή η γυναίκα, με μέταλλο στην ψυχή; Χ: 569843438. Α: Μόνο εννιά αριθμοί ήταν αυτή η γυναίκα; Χ: Ναι. Μόνο. 569843438. Μόνο. Α: Έντονο το στοιχείο της επανάληψης. Έντονο το στοιχείο της επανάληψης. Χ: Έντονο το στοιχείο της επανάληψης. Και το σώμα να κουνιέται. Αποκτά ρυθμό μόνο του. Σε μια μουσική που δεν υπάρχει. Σε μιαν αρρώστια που δεν υπάρ-
Λυκόφως
57
χει. Σε ποιον ήχο υπακούει; Υπακούει; Τ’ αντισώματά μου υπακούνε σε μια αρρώστια που δεν υπάρχει, σε μια αρρώστια που δεν υπακούει. Μια αρρώστια που δεν υπάρχει... που δεν αντιστέκεται. Πόσο επικίνδυνη είναι; Α: Απόψε θα πεθάνουμε κι οι δυο μας, το νιώθω. Χ: Πώς σε καλοπιάνει η τρέλα; Είναι παραμυθατζού. Α: Παίρνω πρόσωπα αγγέλου και διαβόλου στον καθρέφτη. Μάσκα αμοράτα. (Γελά) Χ: Το καλό στο σκοτάδι... Α: ... είναι ότι δε φαίνεται πού κοιτάζεις. Χ: Μη με γελάς. Το καλό στο σκοτάδι... Α: ... είναι ότι δε βλέπεις πού κοιτάζεις.
VIII Η ΕΚΜΑΙΕΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΠΟΥ ΚΛΑΙΕΙ ΟΣΟ Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΠΟΥ ΓΕΛΑ
(Ούμπερ, Σωκράτης) *** Ο: Στ’ αλήθεια, Σωκράτη... Είσαι ο μόνος άνθρωπος που ήθελα να συναντήσω σήμερα... Άλλωστε, η γυναίκα μου έφυγε κιόλας για να με κλάψει, οι μαθητές μου κλαίνε για τον εαυτό τους κι οι φίλοι μου έγιναν όλοι τους άφαντοι. Λογικό... Σ: Κι αποφάσισες να τα πιεις με τον εχθρό σου... Άσε, λοιπόν, την αλήθεια στην ησυχία της, Ούμπερ. Ή μήπως θέλεις να την ξυπνήσουμε; Είναι πιο όμορφη όταν κοιμάται... Ο: Γιατί; Νομίζεις ότι τη φοβάμαι; Τίποτα δε φοβάμαι πια. Ειδικά τώρα που έφτασα στο τέλος. Μην περιμένεις να με δεις να κλαίγομαι. Ξέρω πως αυτό περιμένεις... Μπας και νιώσεις κι εσύ ο φτωχός λιγάκι δικαιωμένος... Λιγότερο μόνος... Δε φέρνει η επιλογή τη μοναξιά. Η μοναξιά φέρνει την επιλογή. Μόνος σου ήσουνα από την αρχή σ’ αυτό το παιχνίδι. Μην περιμένεις λοιπόν να με δεις να κλαίγομαι... [ 59 ]
60
Μαρία Φυντανή
Σ: Έχω πάψει πια να περιμένω το οτιδήποτε. Και πολύ φοβάμαι ότι υιοθετήσαμε κιόλας το κυνήγι της πιο σοφής απάντησης. Φαντάσου... Κι ακόμα δεν έχει χαράξει... Ο: Όχι, φίλε μου, όχι. Εγώ, τουλάχιστον, έχω πάψει να κυνηγώ το οτιδήποτε. Απλώς... ο νόμος πρόσταξε ν’ απαντήσω. Σ: ... Ο νόμος... Ξέρει να νέμεται. Δηλαδή να μοιράζεται. Εγώ όμως τίποτα δεν ξέρω. Τίποτα δεν γνωρίζω. Έχω φτάσει πια σε τέτοιο σημείο αμάθειας, που να ξέρω μόνον αυτά που φαντάζομαι. Κι αυτά που φαντάζομαι είναι αυτά που φοβάμαι. Και κλαίω μιαν ολόκληρη ζωή. Να σου πω κάτι; Κουράστηκα να παριστάνω ότι δεν ξέρω. Γιατί πολύ απλά δεν ξέρω. Δεν χρειάζεται να το παριστάνω. Ο: Κι όμως, εγώ σε άκουσα. Σε πίστεψα κι εσένα κι όλα όσα γράφει η παλάμη του χεριού σου. Και το δικό μου, που δε θα υπάρχει σε λίγο... Εσύ... Όλα μού τα πήρες. Τίποτα δε μου άφησες. Και τώρα θέλεις να παραδεχτώ. Θέλεις να κλάψω. Θέλεις να με δεις να κλαίω. Θέλεις να τους βλέπεις όλους να κλαίνε. Να καταπίνετε παρέα τα τελευταία σας δάκρυα. Είσαι ίσως ο χειρότερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Μου άρεσε η συνθήκη μου, ξέρεις. Μια οικογένεια, πέντε φίλοι, φήμη, κι ο κόπος μου δικαιωμένος έμοιαζε τόσο, μα τόσο γοητευτικός... Και γιατί; Για ένα ψέμα που δεν ξέρεις ούτε κι εσύ αν είναι ψέμα ή όχι. Μάγος, ταχυδακτυλουργός είσαι, μα η αλήθεια δεν είναι ένας λαγός σε
Λυκόφως
61
καπέλο. Θέλει κάτι παραπάνω από αυτό. Δεν μπορεί να μας σκοτώνει όλους ένας λαγός σ’ ένα καπέλο. Σ: Αφού δε μετανιώνεις για τον τρόπο που απολογήθηκες, λες... για τα γυαλιά που πάτησες... αφού προτίμησες να πεθάνεις για έναν κρυμμένο λαγό, παρά να αφήσεις τα όπλα... Αφού δε φοβάσαι... Υπόμεινε, λοιπόν, την ποινή σου κι άσε με εμένα να υπομένω το ποτό μου στη σιωπή... Άλλωστε, το κακό τρέχει γρηγορότερα από το θάνατο. Εσύ, λοιπόν, φεύγεις έχοντας καταδικαστεί από αυτούς σε θάνατο, αλλά εκείνοι από την αλήθεια, σε μοχθηρία και κακία. Φυσικά, εσύ θα υπομείνεις την ποινή σου, το ίδιο κι εκείνοι. Ο: Το ξέρω, το νιώθω... Μόνο τώρα, αγκαλιά με το θάνατο κι ένα ποτήρι κρασί, μπορούμε να μοιράσουμε χρησμούς. Νόμοι είναι κι αυτοί που ξέρουν πώς να νέμονται. Σ: Φυσικά. Όμως μην ξεχνάς ότι γεννηθήκαμε για να ’μαστε άνθρωποι, κι άρα ανθρώπινοι. Ο φόβος είναι ανθρώπινος... Ο: Ναι, αυτοί που θα με σκοτώσουν ξέχασαν να φοβηθούν και νομίζουν ότι θα απαλλαγούν. Όμως να το ξέρεις. Κάποτε θα δώσουν λόγο για τη ζωή τους. Κάποτε θα πάψουν κι αυτοί να νιώθουν το χέρι τους. Σ: Μόνο που για να δώσουν αυτοί λόγο για τη ζωή τους, εσύ θα πρέπει να δώσεις τη ζωή σου χωρίς λόγο. Δε σε καταθλίβει αυτό;
62
Μαρία Φυντανή
Ο: Το αντίθετο. Με χαροποιεί. Η υπέρβαση με χαροποιεί. Δεν θέλω οι μαθητές μου να με θυμούνται δειλό. Θέλω να διαλέγω εγώ το ρόλο μου σ’ αυτή τη ζωή. Το πρόσωπό μας πρέπει να είναι δική μας επιλογή... Γιατί γελάς; Σ: Θυμήθηκα τη γυναίκα σου, πώς σπάραξε... Πώς έτρεξε για να μη σε εκτελέσουν. Πες μου, λοιπόν, το πρόσωπό της ήταν δική της επιλογή; Ο: Γυναίκες... Σ: Είναι μια ωραία δυνατότητα. Είναι μαγικό το πώς μας κατευθύνουν, χωρίς να δείχνουν καν το δρόμο. Η ελευθερία είναι ένα στοίχημα. Με μια ωραία γυναίκα... Ο: Η δύναμη της πνιγμένης της ομορφιάς. Θα μου λείψει. Πριν λίγες ώρες... Τα δάχτυλά της... Πάντοτε σε μισούσα. Για σένα γίναμε οι πουτάνες της ιστορίας. Οι γελοίες πουτάνες της. Κι οι ιδέες μας μοιάζουν με τους κλέφτες όσο αυτή τους ξεγελά. Για να τους ξαναφέρει στο ίδιο σημείο και να τους συλλάβει επ’ αυτοφώρω. Κι εγώ είμαι η δική σου πουτάνα. Μια πουτάνα που υπηρετεί τη μεγαλόπνοη ιδεούλα σου, για να οδηγηθεί αργά-αργά στο θάνατο. Σε λίγο ξημερώνει. Έχω φτάσει πια να σε μισώ. Σ: Ανόητε καθηγητή, για να υπηρετήσεις τη μεγαλόπνοη ιδεούλα μου, όπως τη λες, πρέπει να ’χεις περάσει κιόλας από το θάνατο. Όσο κι αν το θες, δε γίνεσαι
Λυκόφως
63
η πουτάνα κανενός αν δε σ’ έχουν πρώτα σκοτώσει. Κι αν δεν με μισείς, σίγουρα φοβάσαι πολύ... Ο: Πιστεύεις ότι είμαι τόσο λίγος; Σ: Σημασία αυτή τη στιγμή δεν έχει τι πιστεύω εγώ, αλλά πώς νιώθεις εσύ, που δεν θα υπάρχεις αύριο. Τα χέρια σου δεν θα υπάρχουν μετά από λίγο. Θα σαπίσουν. Τα μάτια σου θα σκωροφαγωθούν. Τα κόκαλά σου απλώς θα συνεχίσουν να ζουν, χωρίς κανένα κίνητρο. Ό,τι έζησες, θα ξεχαστεί. Κάποια θα κλάψει, μα τα δάκρυα αυτά σύντομα θα αντικατασταθούν από άλλα δάκρυα, για κάποιον άλλο... Ο: Πες ό,τι θες. Δε φοβάμαι. Απλώς στεναχωριέμαι που θα τα χάσω όλα αυτά. Σ: Μην μου πεις ότι τώρα που θα πεθάνεις εκτίμησες την αξία τους... Ο: Όχι, πάντα τα εκτιμούσα, γιατί ήξερα ότι κάποτε θα τα έχανα. Σ: Δηλαδή, ζούσες προοικονομώντας την απώλεια; Ο: Ναι. Ζούσα μες στη θλίψη. Γι’ αυτό τώρα δε φοβάμαι καθόλου. Στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι είμαι τόσο λίγος, ώστε να φοβάμαι; Σ: Όχι, Ούμπερ. Ο φόβος. Εκεί είναι όλη η ιστορία. Όχι το παιχνίδι με τις λέξεις. Τα παιχνίδια πάντα
64
Μαρία Φυντανή
κάποια στιγμή πεθαίνουν. Ειδικά όταν παίζεις μόνος σου από την αρχή. Ο φόβος. Ο φόβος φοβάται. Φοβάται την αντίδρασή σου. Ο φόβος δε λογαριάζει παρά μόνο την αντίδρασή σου. Διασκέδασέ τον, λοιπόν. Ο: Ναι, μπράβο, όχι το παιχνίδι με τις λέξεις. Άλλωστε, αυτά τα κακώς κείμενα μάς κάψανε. (Ο Σωκράτης γελάει.) Σ: Ο φόβος είναι η ψυχή σου που φιδιάζει. Φίδιασμα. Το μεγαλείο του ανθρώπινου. Καθηγητά, το φίδι είναι το πιο ανθρώπινο ζώο. Γι’ αυτό το φοβόμαστε. Το τρέμουλο, η δίψα για τρέμουλο, ιδρώτας, υγρό νερό γι’ ανακούφιση. Κλάψε, Ούμπερ. Κλάψε φτωχέ μου Ούμπερ. Κι εγώ έκλαψα στα κρυφά. Κάθε μέρα της ζωής μου έκλαιγα στα φανερά. Κι όταν έκλαψα στα κρυφά, μια φορά, πάλι, ακόμη και τότε, δεν με κατάλαβαν. Κι έμοιαζε το κλάμα μου με χωρατό. Κλάψε, λοιπόν, κρυφά. Δε σε βλέπει κανείς. Ή μήπως έγινες κιόλας θεός; Ο: Είναι αμαρτία ο φόβος. Χαρακώνει την αγάπη μου για το πέταγμα. Ν’ αντέξω, ν’ αντέξω... Σ: Να αντέξεις τι; Αμαρτία είναι το ψέμα σου. Ο: Εξαιτίας σου... Τίποτα δε μου άφησες. Δε σου ζήτησα να μου εκμαιεύσεις την αλήθεια. Την ήθελα καλά κρυμμένη μέσα μου. Η τελευταία μου αμαρ-
Λυκόφως
65
τία... εγώ είμαι, ώρα τώρα, το ψέμα... Βλέπεις αυτό το χέρι; Σε λίγη ώρα δεν θα υπάρχει για να το σφίγγω και να παίρνω κουράγιο. Τα έχασα όλα και τώρα μου το παίρνεις κι αυτό... Σε λίγο... θα μουδιάσει... Μουδιάζει ο φόβος. Ένας φόβος σχεδόν αστείος. Ήθελα να είναι ένας γρήγορος φόβος, αλλά είναι ένας φόβος που γίνεται ολοένα και πιο γρήγορος. Δεν ξέρω πια τι είναι... Σ: Νιώθεις τα μάτια σου να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Ο: Νιώθω τις παλάμες μου όσο τις γδέρνω με τα νύχια. Βγάλε μου τα νύχια. Κόψε μου τα χέρια. Και τα πόδια. Μην τολμήσεις και τ’ αφήσεις ανέπαφα. Κάψε μου το πρόσωπο. Σαλεύει ήδη η καμένη μου εικόνα. Αποστροφή, ε; Αποφορά. Δώσ’ τη μου. Μη γελάς άλλο. Μόνο ρήμαξέ μου τα μάτια. Κι έτσι, την ίδια στιγμή... τη γυναίκα μου... να σε βλέπω να την αγγίζεις κι αυτή. Τα χέρια σου να γλιστράνε στα πόδια της. Άλλωστε, μόνο η κραυγή μου αρκεί για να σε τρομάξει. Εσύ μου αρκείς για να χορεύω στη μουσική. Μια κίνηση στα πόδια. Νεκρός ήμουνα πριν. Ο φόβος μόνο. Αυτός θέλω να μου ανάψει το τελευταίο μου τσιγάρο. Αυτός που με ξυπνάει σαν όνειρο. Σ: Που το θυμάσαι το πρωί, μα η λύσσα του μυαλού το ζητά σαν το κρασί... Ο: ... Για να ξεχάσω... πόσο θνητός είμαι... πόσο δεν έχει σημασία...
66
Μαρία Φυντανή
Σ: Και η γουλιά που ξεχάστηκε στο λαρύγγι. Ο: Το γδαρμένο μου λαρύγγι. Σ: Το κορμί σου διεγείρεται. Τα μάτια σου γελούν. Ο: Τα μάτια μου υποφέρουν. Σ: Πώς μπορείς και λες λοιπόν ότι ο φόβος χαρακώνει το πέταγμα; Ο φόβος είναι το ίδιο το πέταγμα. Ποιος τολμάει να φοβηθεί; Ποιος τολμάει να χορέψει με το θάνατο; Ποιος τολμάει να κρύψει το πρόσωπό του στα χέρια του; Ο: Είναι καύλα ο φόβος. Σ: Αρκεί να μη γίνει απελπισία. Αυτή τα σβήνει όλα. Βροχή σε καθρέφτη... Ο: Κι εσύ; Τι είναι αυτό που φοβάσαι τώρα πια; Σ: Αυτό που φοβόμουνα πάντα. Τον εαυτό μου, ότι θα καταλήξει σε λάθος επιλογές. Μη με ρωτήσεις γιατί. Μάλλον έτσι. Για να έχω την πολυτέλεια να ξεχνάω έστω και για λίγο πόσο θνητός είμαι. Να πιστέψω ότι έχει σημασία. Ότι έχει νόημα να θέλω να συνεχίσω τις βόλτες στη φαντασία. Μα δε φοβάμαι το θάνατο. Φοβάμαι την επιστροφή του. Ποτέ δεν είναι ακαριαίος. Ποτέ δεν είναι στιγμή. Είναι κατ’ εξακολούθηση. Κατ’ επανάληψη... όλοι παίρνουμε την ίδια στροφή. Να ξεγελάσουμε το δρομάκι. Τούτο είναι το
Λυκόφως
67
θέμα. Ο φόβος θα τα πίνει στην υγειά μας απόψε. Ας μην τον ενοχλήσουμε άλλο. (Κοιτάει ψηλά.) Γιατί να στάξει τόσο αίμα στον ουρανό; Δεν ξέρω αν σε καλύτερη μοίρα βρισκόμαστε εμείς, που είμαστε μπροστά απ’ το νεκρό μας πτώμα, ή αυτοί, που απόψε θα πιουν το δηλητήριό τους και θα πάνε για ύπνο... Αλήθεια... τελικά, εσύ, τι είναι αυτό που φοβάσαι; Ο: Εσένα. Γιατί καταλήγουμε ότι ο φόβος δεν είναι ποτέ αόρατος. Κι εσύ είσαι… (Ο Σωκράτης εξαφανίζεται και στη θέση του εμφανίζεται ο καθρέφτης, που ως τώρα ήταν καλυμμένος με μαύρο πανί. Ο Ούμπερ πίνει μόνος του.) Ο: Άθλιε, πώς μπορείς και μ’ αφήνεις μόνο; Μες στη μοναξιά είναι που ζωντανεύει κι η πιο τρελή απελπισία. Μια χάρη ήθελα μόνο. Να μην πεθάνω μόνος μου. Κουλουριαζόμουν μια ζωή για να μην πεθάνω μόνος μου. Αυτή η χάρη, η τελευταία μου επιθυμία. Και τώρα φεύγεις. Καλύτερα. Τα λείψανα δε μιλούν, μόνο φωνάζουν. Ζωή δώσ’ μου μόνο αν σου στρέχει. Τα δάχτυλά της. Πολυτέλεια κι η σκέψη της. Προλαβαίνω να τη ζητήσω; Το τελευταίο μου γεύμα. Ας είναι το χέρι μου. Να πάψει πια να μουδιάζει. Από ποιον να προλάβω να ζητήσω τη συγγνώμη; Να πίναμε τώρα μαζί. Όλοι μαζί και να χορεύαμε στη μουσική μιας κραυγής. Ένας φίλος που ζει χωρίς τ’ ομοίωμά του. Ένα φιλί με τα μάτια του. Γυμνός. Η σκέψη αλητεύει. Κι εγώ γράφω. Χωρίς μελάνες. Δαγκώνω χωρίς δόντια. Αγαπώ με δέκτη το κενό. Γέννα, αγά-
68
Μαρία Φυντανή
πη μου. Το φως που σβήνεις καίει στο μάγουλό μου. Δώσ’ μου το φως. Καίω πάνω σου. Καίει πάνω μου το φως σου. Κατάλαβες; Θα σ’τα μάθω όλα εγώ. Αγκαλιά στο βιβλίο. Το μυαλό να χορεύει ελεύθερο... στη μουσική της κραυγής. Κι εκεί που θα πάω, να με παίρνουν κανένα τηλέφωνο. Να πεθάνω ξανά. Μες στην ίδια τη δοκιμασία. Ναι, θέλω να ζήσω κι άλλες τέτοιες πυκνότητες στη ζωή μου. Κι άλλο πόνο. Κι άλλο κόσμο. Κι άλλα πιωμένα λόγια. Μόνο όχι το παιχνίδι με τις λέξεις. Όχι άλλες λέξεις. Σαν ποντικοί που τρέχουν. Να γίνουν όλα ζωγραφιές. Και τότε ποιος θα στρέψει το κεφάλι; Ποιος δε θα νιώσει τα λεγόμενα; Ποια ενοχή θα σε ταΐσει με δικαιολογία; Κι άλλο μαχαίρι στο κόκαλο. Κι όλα μαχαίρι στο κόκαλο. Κι όλα νερό. Και το νερό θα σβήσει το φως. Και τα έμβρυα θα γεννούν τις μάνες. Κι άλλες. Κι άλλες πυκνότητες στη ζωή μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; (Χαμογελάει.) Ο: Αλλά τώρα πια είναι ώρα για φύγουμε, εγώ για να πεθάνω κι οι υπόλοιποι για να ζήσουν. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό...
IX ΑΠΙΣΤΙΑ Ι: Ιερέας Α: Άλεξ Σμόρελ Γ: Γυναίκα *** Α: Γιατί ήρθες; Μήπως για να μετρήσεις την πίστη μου; Ι: Η απιστία θα μετρήσει την πίστη σου. Η ενέργεια της απουσίας της θα μετρήσει την πίστη σου. Η πίστη είναι το άλλοθι της απιστίας. Αυτό που ψάχνεις να σκοτώσεις όσο αυτό το άλλο πεθαίνει. Το μαχαίρωμά της. Το στραβοπάτημα. Αυτή είναι η μουσική της. Μόνο όταν τη μαχαιρώνεις πιστεύεις. Μόνον όταν προκάλεσες, όταν σου αποκάλυψε την απουσία της. Το στραβοπάτημά της. Αυτό είν’ η πίστη ολόκληρη, ο θάνατός της. Όχι κάτι άλλο. Α: Πιστεύω μόνο στην ψυχή μου που τρέμει. Στις τρομοκρατημένες κόγχες των ανθρώπων. Στο τρέμουλο [ 69 ]
70
Μαρία Φυντανή
των ποδιών που δεν υπάρχουν για να περπατήσουν. Σ’ ό,τι αφήνει ένα σπασμένο δόντι. Στο ανθρώπινο. Στην ασυναισθησία. Σ’ εμένα άμα δεν συνειδητοποιώ αυτό που κάνω. Είναι ωραίο να κάνεις πράματα και να μην τα συνειδητοποιείς. Ωραίο. Έτσι θέλω να με σκοτώσετε. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω. Βοήθησέ με να πεθάνω έτσι. Άσε να πεθάνω έτσι. Δε θέλω να σου ανοίξω την ψυχή μου. Ούτε να μετρήσω τα λεπτά που μου μένουν. Αν είχες ένα όπλο τώρα... Ι: Εσύ φοβάσαι ακόμα... Όλα θα γίνουν σε δύο... Σε δυο μεριές και σε δυο πρόσωπα. Στο άλλο πρόσωπο. Μόνο σ’ εκείνο να πιστεύουμε. Σ’ εκείνο τ’ άλλο πρόσωπο. Στο ένα χέρι που σταυρώνει το άλλο για να παραστήσουν τον πεθαμένο. Ζωές και θάνατοι. Όλα δύο. Στα μάτια εκείνου που η πίστη του τον πρόδωσε. Ένα πρόσωπο ζωντανό και μετά νεκρό. Εκείνη η τυφλή διαχωριστική γραμμή. Το ίδιο πρόσωπο. Πρώτα κουνιέται και μετά ερημώνει. Στο πρόσωπο που έζησε την ακαριαία στιγμή. Τον ακαριαίο θάνατο. Στο διαχωριστικό πρόσωπο. Εκείνο το άπιστο. Εκείνο να πιστεύεις. Στο λαιμό που ξέπεσε στο πλάι. Στο γόνατο που λύγισε. Κι άμα δεν μπορείς να του μιλήσεις, θα πρέπει να το πιστέψεις. Να πιστεύεις μόνο σ’ ό,τι δεν μπορείς να δεις. Σε μια κοιλιά που φουσκώνει και πρήζεται. Κι όχι σ’ ό,τι έχει μέσα. Αυτό μπορεί και να μην είναι δικό σου. Α: Δεν έχω ποτέ το τέλος. Μόνο την αρχή έχω στα χέρια μου. Κρατάω μιαν αρχή. Τώρα ξεκίνησε μια αρχή. Και η κατάρα πέφτει. Το ξέρω πως πέφτει.
Λυκόφως
71
Πέφτει μαζί μας. Πέφτει πάνω μας. Πες μου... η πίστη είναι πιστή σε μας; Ι: Ποτέ δεν θα μάθουμε. Και ξέρουμε πως είναι ό,τι πιο αυτονόητο. Αυτονόητη ενέργεια. Η πίστη, Άλεξ, η πίστη είναι το αίμα που σφυρίζει στη σύριγγα. Τα λεφτά της αγάπης. Το κοκκίνισμα της βελόνης. Έτσι την ξεπληρώνουμε. Όταν φτύνουμε κλάμα. Κλάμα που ‘ναι σάλια. Πετάγονται παντού. Παντού. Δεν είναι προσδοκώ, δεν είναι περιμένω, είναι ξέρω, γνωρίζω, ξέρω τι με περιμένει. Α: Κι η αγάπη; Ι: Τι άλλο παρά το φανάρι του δρόμου που ξέμεινε αναμμένο το πρωί. Το κάμωμα της νύχτας που δεν ξεχάστηκε. Το δηλητήριο που έσταξε πάνω στον έρωτα. Α: Σε δυο ώρες... Αύριο... Ι: Δεν υπάρχει αύριο. Μόνο αυτή η άμμος στα χέρια μου. Αυτό είναι το αύριο. Η κραυγή είναι η πίστη, παιδί μου. Η κραυγή είναι μουσική και η μουσική είναι αγάπη. Δεν τελειώνει ποτέ. Η μουσική είναι μέσα μας. Η μουσική δεν τελειώνει ποτέ. Απλώς, κάποτε, κάπου, κάποιος θα είναι αυτός που θα χαμηλώσει την ένταση. Α: Τα χέρια της είναι μονίμως παγωμένα.
72
Μαρία Φυντανή
Ι: Η απιστία είναι άδειο πράμα. Πολύ άδειο. Α: Τα χέρια της είναι μονίμως παγωμένα. Ι: Άδειο πράμα. Γι’ αυτό να συγχωρούμε τους άπιστους. Μαγαρισμένα σκυλιά... Δεν είμαι σκυλί. Όχι άλλα μαγαρίσματα. Όχι άλλο κάτουρο να βρέχει το δρόμο. Πριν τα σκέλια. Μετά τα σκέλια. Α: Σε πρόδωσε; Ποια σε πρόδωσε; Ποια πίστη σε πρόδωσε; Ι: Κατάρα. Η κατάρα μου πέφτει. Πέφτει πάνω μου. Ας είναι. Πες μου... εσύ... Α: Ένα αθόρυβο πλάσμα. Ερχόταν κι έφευγε, αθόρυβα. Αλλά αγάπαγε. Το ξέρω, το ένιωθα τότε. Τώρα έχει εξαφανιστεί. Ποτέ δεν της το ’δωσα, ξέρεις. Την ασφάλεια. Κι αυτό την τρέλαινε. Αλλά ερχότανε. Είχα άλλες σκοτούρες. Το κεφάλι μου γέμιζε σαν όπλο τότε. Σφαίρες. Πολλές σφαίρες. Άδειασε τώρα. Σκέψεις, δυνατές σκέψεις, ούρλιαζαν όλες μαζί. Φώναζαν δυνατά, μόνο αυτές άκουγα. Και χύθηκαν τώρα κι έμεινε μόνο αυτή. Αθόρυβη. Τα μάτια της είναι δικά μου. Ποιος θα τολμήσει να τ’ αγγίξει; Δικά μου τα μάτια της. Μίλα. Η πίστη είναι πιστή σε μας; Χύθηκε το μυαλό μου όλο, και τώρα κι η ψυχή μου... χύνει κι αυτή. Όχι αγάπη. Δώσ’ μου κάτι πιο μονογαμικό, πάτερ. Δώσ’ μου τον έρωτα. Γυναίκα μου... μην κυνηγάς άλλο το σκοτάδι στα μάτια μου. Τώρα που ημέρεψε...
Λυκόφως
73
Ι: Τι βλέπεις; (Ο Άλεξ κοιτάει τη γυναίκα που εμφανίστηκε, αυτή τον αποφεύγει.) Γ: Τι βλέπεις; Α: Αυτό που κρύβεις. Τι κρύβεις; Γ: Αυτό που βλέπεις. Δεν είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Α: Νόμιζα ότι εσύ τουλάχιστον ήσουν κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Γ: Δεν είμαστε όλοι γεννημένοι για να πυροβολούμε. Κάποιοι πρέπει να φυλάξουμε το κεφάλι. Κάποιοι πρέπει να περιμένουμε. Α: Εσύ... που δεν είσαι ούτε η αναμονή μου... κι όμως περιμένεις... περιμένεις από τους άλλους, αλλά εσύ δεν περιμένεις κανέναν... ή μήπως περιμένουν εσένα; Είναι ήδη κάποιος που περιμένει να πεθάνω μιαν ώρα αρχύτερα; Γ: Κανείς δεν θέλει να πεθάνεις. Α: Όταν το τέλος είναι αυτό που θέλεις, δεν έχει σημασία τι θέλεις μέχρι να έρθει. Μπορείς να πυροβολήσεις το τέλος; Μα όχι, δεν μπορείς να πυροβολήσεις κάτι που δεν μπορείς να το περιμένεις. Ας είναι.
74
Μαρία Φυντανή
Γέμισε κοντά μου λιγάκι το χρόνο σου. Εμένα δε μου μένει πολύς. Γ: Σταμάτα πια, σταμάτα. Τι ψάχνεις να βρεις; Κουράστηκα πια να στέκομαι πλάι στην αναμονή σου. Πλαγιάζαμε μαζί και σε χάιδευα ώσπου να κοιμηθείς, μα εσύ δε γύρισες ποτέ σου να με κοιτάξεις. Δε γύρισες. Εσύ να πετάς, κι εγώ να μην μπορώ... ν’ ανοίξω τα μάτια. Έπεσες απότομα όμως. Εσύ έπεσες απότομα, μα τα δικά μου τα μάτια... πάντα κλειστά. Έτσι δε μου ’λεγες; Α: Διόλου απότομα δεν έπεσα. Και, πίστεψέ με, το ύψος δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Γ: Για σένα τίποτα δεν είναι και τόσο μεγάλο. Τι είν’ οι άλλοι, Άλεξ; Το αγνάντεμά σου; Δεν είναι οι άλλοι το αγνάντεμά σου. Α: Δεν είσαι στ’ αλήθεια γυναίκα που κλαίει πολύ, ε; Γ: Το κρύο, Άλεξ. Το κρύο. Το κρύο παγώνει. Όλα τα παγώνει το κρύο. Τα πάντα παγώνει. Παγώνει τα κλάματα. Πάγωσε εσένα. Πάλεψα να σταθώ γυναίκα. Καίει κόκαλα το κρύο. Α: Σε δυο ώρες θα μου κόψουν το κεφάλι, κι εσύ μου μιλάς για το κρύο; Γ: Το κρύο, Άλεξ. Εσύ ήσουν στη φωτιά. Δεν το ’νιωσες ποτέ. Στη φωτιά. Καιγόσουν, Άλεξ. Μα το κρύο καίει
Λυκόφως
75
χειρότερα. Σε μικραίνει, σε τυλίγει. Μια σπιθαμή, μια κουλουριά σε κάνει. Νόμιζα θα μου κόψουν τα χέρια. Νόμιζα θα μου κόψουν τα μαλλιά. Φαλακρή. Πάλεψα, πάλεψα πολύ να σταθώ γυναίκα. Γυμνή. Τελείως γυμνή. Απαξιωτικά γυμνή. Μια προσβολή. Μια λέξη. Έψαχνα τη μια λέξη που θα σταματούσε το κρύο. Τη μια λέξη. Επινόησα το διάλογο. Τη μια λέξη. Τη μόνη λέξη. Την πιο γενναία λέξη. Μια ικανή να καταργήσει. Να σε καταργήσει. Να πάψεις μοναχά να καίγεσαι. Τη λέξη που θα τα έσβηνε όλα. Δεν υπήρχε. Καμία λέξη. Μονάχα κρύο. Εσύ φωτιά κι εγώ κρύο. Ακόμα στη φωτιά είσαι. Φωτιά που όλα μπορεί και τα παγώνει είσαι. Παγώνεις τον ουρανό. Παγώνεις χέρια, χείλια, λόγια, την ανάσα σου. Αυτή. Μόνο αυτή. Κι αυτή ακόμα. Γυμνή. Πάλεψα πολύ για να με βλέπεις έτσι τώρα, όπως με βλέπεις. Α: Ποιος τόλμησε να σ’ αγγίξει; Εσύ είσαι ο θάνατος. Εσύ είσαι το τέλος. Θέλω να σε σκοτώσω. Εσύ είσαι ο θάνατος. Εσύ είσαι το τέλος του θανάτου. Μόνο αν φτάσω στο τέλος του θανάτου, στο δικό σου τέλος, θα μπορέσω να τον σκοτώσω αυτόν τον παλιοπούστη. Να πυροβολήσω το τέλος. Γ: Φτάνει πια. Α: Εγώ ξέρω πιο καλά από σένα τι φτάνει. Γ: Εσύ, Άλεξ, τίποτα δεν ξέρεις. Κάθε φορά που θα μ’ αγγίζει, κάθε φορά που θ’ απλώνει, εσένα θα βλέπω μπροστά μου. Κάθε φορά που θα με κοιτάει γελοίος, αφόρητα γελοίος, εσένα θα ’χω.
76
Μαρία Φυντανή
(Τη φιλάει.) Γ: Τι θέλεις; Πες μου τι θέλεις. Α: Χυμένα μυαλά... Γ: Αύριο... Α: Ποτέ δεν υπήρξε αύριο. Μόνο χυμένα μυαλά... Τώρα θα φύγεις... Γ: Ποτέ. Δεν θα φύγω. Δε θα φύγω ποτέ. Μη μ’ αφήσεις να φύγω ποτέ. Δε θα φύγω αν δε μ’ αφήσεις να φύγω ποτέ. Όλα εδώ. Όλα να ’ναι αυτονόητα. Αυτονόητα. Όλα θα ’ναι αυτονόητα. Να γίνει μια κατάρα, να πιάσει. Να ’ναι όλα αυτονόητα. Αυτονόητο το ποτέ. Ποτέ χωρίς καμία ερώτηση. Ένα ποτέ χωρίς καμία ερώτηση. Δε θέλω να φύγω ξανά ποτέ. (Τη φιλά και τη δαγκώνει στους ώμους, τη χτυπάει δυνατά, έρχεται από πίσω της, ενώ τη γαμάει, η γυναίκα ουρλιάζει.) Α: Και τώρα πια δε φοβάμαι μήπως σε πονέσω... Δυο ώρες δεν μπορούσες να περιμένεις μέχρι να πας ν’ ανοίξεις αλλού τα πόδια σου; Εσύ... Εσύ είσαι η πίστη. Εσύ που λείπεις. Λείπεις. Λείπεις. Λείπεις. Αυτή είν’ η πίστη όλη. Εσύ που λείπεις. Να ματώνεις. Έτσι θέλω. Να σ’ έχω από κάτω και να σφαδάζεις. Έτσι. Να μην αντέχεις να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Δε θα ξανακοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Ποτέ πια.
Λυκόφως
77
(Τη γαμάει και τη στραγγαλίζει, κι ύστερα τη φιλά ξανά και ξανά.) Α: Γυναίκα μου... Αγάπη μου... Ξέρεις... Ο θύτης κάποτε γυρνάει, το θύμα ποτέ. Αν το θύμα γίνει θύτης, τότε ο δολοφόνος το ’χει ήδη καταλάβει και είναι πια πολύ αργά. Ι: Τι βλέπεις; Τι;
X ΕΚΜΑΓΕΙΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ (Σόφι Σολ) ***
Η
ρθα. Μόνο για λίγο. Ήρθα, μα δεν επέστρεψα. Βλέπεις, ο πεθαμένος δεν γυρνά ποτέ στον τόπο του εγκλήματος. Κι αν κάποιος σε παραμυθιάζει ότι το θύμα τριγυρνά κάπου εκεί γύρω, γιατί τάχα παιδεύεται η ψυχή του ή γιατί θέλει να αντικρίσει κατάματα τον εχθρό του, παίξ’ του το κρυφτούλι. Πες του σιγανά και με τα λόγια σου να χαϊδεύουν το λαιμό του ότι, όσο το έγκλημα συνεχίζεται, δεν έχει τίποτα να φοβάται. Κι αν κάποιος σού χαμογελάσει από φόβο και σου ψελλίσει, με τα λόγια του να λαχανιάζουν στο βγάλσιμο, ότι δήθεν το θύμα δεν συγχωρεί αν δεν εκδικηθεί, χαμογέλασέ του κι εσύ, με την πολυτέλεια του αθώου. Άλλωστε, παραμένεις ένας πολυτελής αθώος. Ή ένας αθώος πολυτελείας. Πολυτελής ή υποτελής, αθώος ή ένοχος, τι σημασία έχουν οι λέξεις; Πίστεψέ με, όσο δεν πολεμάς μ’ αυτές, αλλά ενάντια σ’ αυτές, δεν χρειάζεται να ανησυχείς μήπως κι εκείνες σου τη φέρουν από πίσω. Όμως σε βλέπω. Ώρα τώρα. Φοβάσαι. Γιατί; [ 79 ]
80
Μαρία Φυντανή
Γιατί ήρθα. Αυθάδης σαν φως. Ξέρει πάντα το φως να καταληστεύει και το πιο πηχτό σκοτάδι. Να το ρεζιλεύει. Να το ξεγυμνώνει. Να το ξεγελά. Πρόλαβα να το δω. Μια στιγμή ολόκληρη. Μια σταματημένη κλεψύδρα αυτή η στιγμή. Αλήθεια, μόνο αυτό ήθελα, να προλάβω. Παρέλειψα να δώσω φιλοδώρημα στο δήμιό μου, κι αυτός παρέλειψε να κάνει γρήγορα τη δουλειά κι έμπηξε αργά το σίδερο στο κρέας. Γνήσια στ’ αλήθεια παράλειψη. Άραγε ποιος απ’ τους δυο μας βασανίστηκε περισσότερο; Εύχομαι εγώ. Να τελειώσει εκεί η ιστορία. Να ξεδιψάσει εκεί το φως κι η φύση, η τέλεια φύση, αυτή που δε θα της μοιάσουμε ποτέ, όσο και να τρανέψουμε, όσο και να συρρικνωθούμε. Όσα μάτια γαλανά και να βάλουμε ή να βγάλουμε, ακόμη κι αυτά, με το φως μέσα. Ας το σβήσει κάποιος αυτό το φως επιτέλους. Αυτό δεν είναι που θέλεις; Να τελειώσει εκεί η ιστορία. Σ’ το είπα και πριν. Άλλωστε, δεν θέλησα να γίνω ερωμένη της. Βλέπεις, γλίτωσα, δεν έγινα ακόμα μια παρθένα πουτάνα της. Κι ας ήμουν κάποτε όμορφη. Κι ας ήξερα να σπέρνω και να θερίζω λαγνείες. Κι ας έβλεπα εκείνες που κατάφερναν να βγάζουν παιδιά γερά με μάτια γαλανά, από εκείνα που λέγαμε. Μάτια που έβγαλαν άλλα μάτια. Σε μια ηδονή μύησης και σε μια μύηση ηδονής. Σε μια ηδονή εξουσίας και σε μια εξουσία ηδονής. Σε μια απρόσφορη απόπειρα. Μ’ ένα μαχαίρι που γελά εις βάρος αυτού που το κρατάει. Μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Μ’ έναν ιδρώτα που μοιάζει με απόγνωση. Κουβέντες της ώρας. Κι όμως, δεν ήρθα για να σ’ το
Λυκόφως
81
παίξω ήρωας. Κι ας ξέρω ότι τώρα που ήρθα θα με ρωτήσεις πώς βρέθηκα εδώ πού βρέθηκα. Το μετά. Το πριν. Το συμπέρασμα. Λοιπόν, αδιαφορώ. Αδιαφορώ πλήρως. Σημασία έχουν τα μέσα, είναι τόσο άτιμα που μπορούν και αγιάζουν το σκοπό, αφού το συμπέρασμα θα μοιάζει πάντα μ’ ένα ούτως ή άλλως. Θα είναι πάντα μια απόφαση ότι η ζωή συνεχίζεται. Έτσι δεν είναι; Πιστεύω ότι μετά από αυτόν τον επίλογο θα κατάλαβες ποια είμαι. Είμαι η Σόφι Σολ. Ναι, μην το γελάς καθόλου, είμαι η νεκρή που γύρισε από τον τάφο της. Είμαι οι νεκροί. Είμαι η παρθένα τους επανάσταση. Παρθένα, μα διόλου αναίμακτη. Γιατί όσο εσύ μυρίζεις ενοχή, εγώ μυρίζω αίματα στο σεντόνι μου. Κι αρρωσταίνω. Από έρωτα κι από θάνατο. Γλυκάθηκα το χαμό μου και παραδόθηκα στη δίνη του. Γλυκός εραστής ο θάνατος. Μυρίζει το ανέγγιχτο κορμί να το λεκιάσει, το ως τότε ανέφικτο, όπως το σκυλί που μυρίζει το φοβισμένο θύμα του να το κατασπαράξει. Κι εξαιτίας του αγάπησα με αυθάδεια. Του δόθηκα χωρίς κανένα αλισβερίσι. Έπαψα να φλερτάρω με άλλους εραστές. Έπαψα να φλερτάρω ακόμα και με τη ματαιοδοξία μου. Ας μην το πιστεύεις, αλλά είμαι σε καλύτερη μοίρα από σένα. Που έπαψες να φλερτάρεις γενικώς. Εδώ και καιρό. Που έφτασες να βλέπεις ψευδαισθήσεις. Και μια αληθινή νεκρή στην ψεύτικη ζωούλα σου. Κάτι πήγες να πεις. Τι; Θυμώνεις. Μου λες ότι ήμασταν πέρα για πέρα ανοργάνωτοι. Και αστοιχείωτοι. Και ανόητοι. Καλά το
82
Μαρία Φυντανή
έθεσες. Επίτηδες το κάναμε. Κάναμε όλα τα επίτηδες που μπορεί να αντέξει ένας έρωτας μαγικός. Ομολογώ πως ήταν μαγικές κάποιες στιγμές. Το ’νιωθα όταν πετούσα τις προκηρύξεις στον αέρα, το ’κανα έτσι, για το κέφι μου, πετούσαν κι αυτές μαζί μας, στ’ αλήθεια μεγάλη ηδονή, ζεστό νερό στο κρύο σώμα, τσιγάρο στα κλεφτά, μια γλυκιά διαστροφή του μυαλού. Μην τρομάζεις. Δεν προσπαθώ να σε παρασύρω πάλι με τις λέξεις. Ξέρω πως είσαι σε θέση να τις αποφύγεις. Θα σου πω όμως μόνο αυτό. Ο πόλεμος δεν κρατά μαχαίρι. Είναι άοπλος. Είναι παράδοση. Γιατί έτσι προκαλεί. Γιατί έτσι δείχνει. Γιατί έτσι απλώνει το σπέρμα του. Γιατί, είτε το θέλεις είτε όχι, μόνον έτσι σου κλέβει την υπόληψη. Εμπρός, λοιπόν, μπήξε τα δόντια σου στη σάρκα μου. Νιώθω ήδη το κεφάλι μου να κόβεται, οι χτύποι του παίζουν μουσική σ’ έξι όγδοα, η ένταση ανεβαίνει, τα μάτια ανοίγουν, τα μαλλιά χαϊδεύουν τη λαιμητόμο, οι κόρες διαστέλλονται. Κόκκινες κόρες ματιών και πατεράδων, ένα αίμα που πνίγηκε κι έγινε σάλιο. Ικανό για να σε βοηθά να μιλάς για κεφάλια που κόβονται και για αίματα που πνίγονται. Πονάω. Εσύ; Φυλάγεσαι. Φοβάσαι ακόμα και τον ουρανό. Κοιτάζεις πίσω σου. Να το ξέρεις όμως, όσο εσύ θα ψάχνεις την πλάτη σου, τόσο ένας άλλος θα σου καρφώνει το μαχαίρι από μπροστά. Και δεν είμαι εγώ αυτός. Όμως, μη φοβάσαι. Συνέχισε να ποντάρεις στο κόκκινο ή στο μαύρο. Κι εγώ σ’ το υπόσχομαι πως θα ’μαι φρόνιμη και πως θα συνεχίσω να παίζω τα ρέστα μου σε τυχαίους αριθμούς. Πως θα πετάω μόνο
Λυκόφως
83
χαρτιά στον αέρα και τίποτα άλλο. Χάρτινα πουλιά, μια τρύπα στο νερό, λευκά ρόδα. Όλα ανοησίες. Αυτά δε λες από μέσα σου; Είμαι σίγουρη πως τα λες, αλλιώς δεν θα ’σουν τώρα εδώ. Ας είναι. Απλώς συνέχισε. Δεν με πειράζει. Είπαμε, αυτά τα πράγματα είναι χωρίς αλισβερίσι. Μα εσύ ακόμα φυλάγεσαι. Νομίζεις πως ήρθα να σου κλέψω την ψυχή. Ξέρω, φταίει το παιδικό μου χαμόγελο. Μην τρομάζεις. Δεν είμαι απ’ τους νεκρούς που όταν χαμογελούν παίρνουν πάντα κάποιον μαζί τους. Δεν θέλω το παρόν να τυπωθεί σε εκατοντάδες αντίγραφα, ούτε και να σταλεί πουθενά. Κι όμως. Δεν αποβλέπω σε κάτι. Ήρθα μόνο για σένα. Να σε δω ν’ αναπνέεις. Να βεβαιωθώ ότι κάποιος αναπνέει ακόμα. Κρίμα που η ανάσα σου δεν ακούγεται. Τουλάχιστον κινήσου. Κούνα τα μέλη σου, προτού αρχίσω να πιστεύω ότι σου έχουν ράψει τίποτα κλωστές και σε τραβάνε. Γίνε λιγάκι αισθητός, όχι ευαίσθητος, όχι, όχι, μικρέ μου θλιβερέ, μην τρομάζεις πάλι, μονάχα αισθητός σού ζητώ να γίνεις, έστω λιγότερο αθόρυβος. Σύννεφο είσαι, που ξέρει ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρέξει. Καμία πυκνότητα. Καμία έγνοια. Καμία νύξη. Καμία ανταπόκριση. Καμία ανάγκη για ανταπόκριση. Μονάχα μια τελεία που μπαίνει στα γρήγορα. Γρήγορα, μια τελεία, γρήγορα. Κι όσο σε βλέπω, τόσο θέλω να ξαναγυρίσω στον τάφο μου. Κλείσε λοιπόν αυτό το διαολεμένο καπάκι. Να μην αναπνέω. Ούτε εγώ. Κανείς. Σε παρακα-
84
Μαρία Φυντανή
λώ. Στ’ ορκίζομαι, δε θα τα ξαναπούμε ποτέ. Δε σε ξέρω, δε με ξέρεις. Αυτή είναι η τελευταία μου ελπίδα. Μπορεί κι επιθυμία. Να μη γνωριζόμαστε. Καλύτερα έτσι. Γι’ αυτό μη με κακίζεις. Άλλωστε, στο ’χα υποσχεθεί πως θα έρθω μόνο για λίγο. (Παύση) Όχι. Δε θα ’ναι τόσο εύκολο. Μια πρόβα θανάτου. Δε θα ’ναι τόσο εύκολο. Φοριέται η μοίρα σα σκουφί; Το νυφικό, το κρεβάτι μου αδειανό. Μου ’βγαλα τα μάτια. Τα δόντια μου όλα. Μ’ ακρωτηρίασα. Ξέρω πως κανείς δε θέλει πια να μ’ αγκαλιάσει. Δεν μπορώ άλλο ν’ αντέχω να μην μπορώ. Τίποτα να μην αφήνω όρθιο. Κατάρα στις ευλογίες σας. Στις ευχές σας. Δίχως κατάρα, καμία ευχή. Καμία ευλογία. Δίχως εκείνα τα πράσινα τέρατα. Κανένας έρωτας. Μόνο, μόνο το ύπουλο κρύο. Καμία κατάρα. Στις ευχές. Μόνο ύπουλο που είναι το κρύο. Μοναχά ένας κορμός. Δέντρου θα ’ταν, που ’σπρωχνε την πέτρα. Σπρώξε, σπρώξε να γεννήσεις. Σπρώχνει την πέτρα. Σπρώξε, σπρώξε. Κι εγώ μάνα; Ποτέ; Μάνα θέλω να ’μαι. Παιδί μου ποτέ. Παιδί όλος μου ο πόλεμος. Παιδί εσύ δε θα βγεις ποτέ. Νεκρή ήταν η μήτρα μου απ’ την αρχή. Γιατί; Γιατί δε σπρώχνεις εσύ τουλάχιστον; Άξια είσαι μόνο εσύ. Εγώ, να... ένας κορμός που σπρώχνει την πέτρα. Δεν πέφτει, δε βουλιάζει αυτή η πέτρα. Κυλά ύπουλα. Καρφώνεται. Ένα μα-
Λυκόφως
85
χαίρι στα όπλα σας. Δε φτάνει. Λίγο χώμα στους τάφους σας. Τόσο λίγο. Ένα μικρό χαρτί στις φλόγες σας που καίγονται. Τώρα τίποτα. Κι εγώ που πήγα και παντρεύτηκα το θάνατο και χόρεψα μαζί του μια ολόκληρη ζωή. Φορώντας ένα εκμαγείο έρωτα. Και λίγη αγάπη. Και να που η αγάπη πήγε και κρύφτηκε σ’ ένα κασόνι, για να μην τη ματιάσουνε τα κίτρινα μάτια και τα πράσινα τέρατα. Αφήστε με επιτέλους να πεθάνω για μια φορά γυμνή. Αφήστε με. Να φτάσω εκεί. (Δείχνει ψηλά.) Ν’ αδειάζει. Το χρώμα. Ν’ αγκαλιάζει. Το νερό κυλάει το φόβο, νιώθει τον ερχομό σου. Ποιος κοιμάται σε τούτη τη θάλασσα; Τρώει το τέλος, δεν έχει τέλος, ουρλιάζει ο φόβος, σπαράζει, σπαράζουν τα χρώματα όλα. Λυκόφως. Άδειο. Σπαραγμένο. Αγάπησέ με, θάνατε. Πάρε με μαζί σου. Χωρίς παιδί. Χωρίς μήτρα. Χωρίς ν’ αξίζω. Παιδί είμαι εγώ. Σιωπή. Σιωπάς. Το ξέρω. Έκανα λάθος. Γίνεται το λάθος να είναι μόνο το σωστό; Τόσο λίγο το λάθος μου. Ανίκανο να μου δείξει. Όμως προφταίνω. Απόψε μπορώ. Κάνει κρύο, μα εγώ θα γεννήσω.
Είμαστε ο ουρανός. Το πιστεύεις;