Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο το 1959. Σπούδασε χημικός μηχανικός και αγγλική φιλολογία. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και άλλα βιβλία. Δουλεύει μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε Λουξεμβούργο και Ελλάδα. Ενδιαφέρεται για τη φρασεολογία, την ετυμολογία και τη λεξικογραφία, καθώς και για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεργάζεται με την εφημερίδα Αυγή και με διάφορα περιοδικά. Δημοσιεύει τα κείμενά του, γλωσσικά και άλλα, στο sarantakos.wordpress.com.
*** δημοσιευμένα βιβλία του Νίκου Σαραντάκου Για μια πορεία (διηγήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1984, β΄ έκδ. 1987) Μετά την αποψίλωση (διηγήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1988) Μότσαρτ – Αλληλογραφία (μετάφραση, σχόλια, βιογραφία, Ερατώ, 1991) Αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων (Δίαυλος, 1997) Γλώσσα μετ’ εμποδίων (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2007) Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2009) Famous Bridge Records (με τον David Bird, 2002) Bridge Hands to Make you Laugh and Cry (με τον David Bird, 2004)
ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΒΟΛΙ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ: Το φονικό μοιραίο βόλι * επιμέλεια: ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ εκδόσεις διάπυροΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (Γκαρπολά 1, 54631, Θεσσαλονίκη τηλ. 6937.16.07.05 και 6937.10.88.81) www.diapyron.com, e-mail: diapyron@gmail.com Α΄ έντυπη έκδοση Μάρτιος 2011 368 σελ. (12 Χ 20,5 εκ.) ISBN: 978-960-98748-5-4
© για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2011, εκδόσεις διάπυροΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ και ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Σχεδίαση εξωφύλλου και μορφοποίηση έκδοσης: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ψηφιοποίηση κειμένου: ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Εκτύπωση: ΜΑΚΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (210-64.57.212) Τυπώθηκε στην Αθήνα σε 700 αντίτυπα τον Μάρτιο του 2011 για λογαριασμό των εκδόσεων διάπυροΝ. Στην έκδοση χρησιμοποιήθηκε πιστοποιημένο οικολογικό χαρτί Garda Pat 13. Ο χαρτοπολτός του συγκεκριμένου χαρτιού προέρχεται από δάση οικολογικής διαχείρισης και παράγεται με βάση κανονισμούς προστασίας του περιβάλλοντος.
θεόδωρος λασκαρίδης (1896-1921)
το φονικό μοιραίο βόλι άπαντα τα δημοσιευμένα γραπτά ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
νίκος σαραντάκος
εκδόσεις διάπυροΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Γιατί ο Λασκαρίδης;.............................................................. 11 Εισαγωγή Θεόδωρος Λασκαρίδης – Συνοπτική βιογραφία.............................. Το έργο του Λασκαρίδη......................................................... Η λογοτεχνία στον Ριζοσπάστη............................................. Το τέχνασμα του Σλαβέικοφ.................................................. Η γλώσσα του Λασκαρίδη......................................................
17 20 23 26 30
*** Μέρος Α΄ – Μέσ’ απ’ τις φλόγες: Πολεμικά διηγήματα Το μακεδονικό μέτωπο και ο Θ. Λασκαρίδης......................... Πολεμικά διηγήματα: Πόλεμος................................................................. Φίλος...................................................................... Λιποτάκτης............................................................. Ήρως!!................................................................... Μαρτύρια............................................................... Κανόνια.................................................................. Ανυπότακτος........................................................... Αιχμάλωτος............................................................ Προδότης................................................................ Μέσα στα πτώματα................................................. Πανικός.................................................................. Ψωριάρης...............................................................
***
35
43 47 51 55 59 63 69 73 81 87 91 97
Μέρος Β΄ – Ώς το μεγάλο φως και άλλα διηγήματα Ο Θ. Λασκαρίδης και ο Ριζοσπάστης..................................... 105 Τα άρθρα του Θ. Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη..................... 125 Οι αιχμάλωτοί μας ομιλούν στον Ριζοσπάστη........ 129 Το ΣΕΚΕ και ο Λασκαρίδης............................................... 133 Μερικά ερωτήματα.............................................. 137 Ως το μεγάλο φως: το χαμένο μυθιστόρημα του Θ. Λασκαρίδη
Αποσπάσματα από το Ώς το μεγάλο φως: Όρκος.............................................................. Σκλάβος.......................................................... Πάλη............................................................... Θύελλα............................................................ Σονάτα............................................................ Εκδίκηση.........................................................
147 153 157 163 167 179
Άλλα ταξικά διηγήματα: Ήττα................................................................. Φιλότιμο........................................................... Θρίαμβος........................................................... Απεργία............................................................
187 199 203 211
*** Μέρος Γ΄ – Κοινωνικά: Ο Θ. Λασκαρίδης και τα Χρονικά..................................... Γυναίκα............................................................ Μοιραίο............................................................ Στάχτη............................................................. Δόξες................................................................ Καταστροφή...................................................... Φινάλε.............................................................. Σφραγισμένος.................................................... Ανάγλυφο......................................................... Τραγωδία......................................................... Τάμα................................................................ Εγκατάλειψη.....................................................
217 229 235 243 247 251 255 259 263 265 271 275
*** Μέρος Δ΄ – Φιλολογικά Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης και η Καλλιτεχνική Συντροφιά.... Η φωνή των νέων............................................... Στους νέους........................................................ Οι νεοέλληνες ποιηταί – Πρόχειροι χαρακτηρισμοί Η πνευματική κίνηση στα ειδησάκια του Ριζοσπάστη
283 293 297 301 309
*** Μέρος Ε΄ – Το μοιραίο βόλι Η αυτοκτονία του Θ. Λασκαρίδη....................................... 327 Θ. Λασκαρίδης (νεκρολογία στον Ριζοσπάστη)..... 335 Θύμα της εποχής (χρονογράφημα στον Ριζοσπάστη) 337 Θ. Λασκαρίδης (νεκρολογία στα Χρονικά)........... 340 Το δράμα (χρονογράφημα στα Χρονικά)............. 342 Θύμα «φιλολογίας» (χρονογράφημα στον Ελεύθ. Τύπο)................................................................ 345 Θ. Λασκαρίδης (νεκρολογία στη Μούσα).............. 348 Μαρτυρίες για τον Λασκαρίδη..........................................
351
*** Επίμετρο Λαπαθιώτης, Λασκαρίδης και Ριζοσπάστης................ Αι κακοήθειαι της Εστίας, άρθρο του Ριζοσπάστη....... Το πρώτο βόλι – η απόπειρα αυτοκτονίας του Λασκαρίδη το 1919....................................................
357 362 365
ΠΡΟΛΟΓΟΣ του ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ
Γιατί ο Λασκαρίδης;
Ο
Θεόδωρος Λασκαρίδης, Έλληνας της Βουλγαρίας, επιστρατευμένος στο μακεδονικό μέτωπο, αυτόμολος, δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη το 1920, αυτοκτόνησε τον Δεκέμβριο του 1921 με μια σφαίρα στον κρόταφο, στα 26 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων που ετοίμαζε να εκδώσει. Σήμερα, σχεδόν 90 χρόνια μετά, στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας περιλαμβάνονται όλα τα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά πεζογραφήματα του Λασκαρίδη, είτε πρόκειται για αποσπάσματα από το μυθιστόρημά του είτε για διηγήματα. Την ύπαρξη του Λασκαρίδη την πληροφορήθηκα από μια μελέτη του Μ.Μ.Παπαϊωάννου για τον Κ. Βάρναλη1. Εκεί, σε μια επισκόπηση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας στη χώρα μας, ο Παπαϊωάννου κάνει λόγο για τον νεαρό αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη που έγραφε όμορφα μικρά αντιπολεμικά διηγήματα με το ψευδώνυμο Σλαβέικοφ και που αυτοκτόνησε πάνω στα 26 του χρόνια. Ήταν αρκετή αυτή η σύντομη αναφορά για να μου κεντρίσει την περιέργεια. Στην εποχή μας, χάρη στο Διαδίκτυο είναι εύκολη η πρόσβαση σε παλιότερα κείμενα, έτσι δεν άργησα να βρω στα φύλλα του Ριζοσπάστη του 1920 μερικά από τα διηγήματα του Λασκαρίδη. Τα Μ.Μ.Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης – Μελέτες (Σύγχρονη Εποχή 1984), σελ. 42. 1
[ 11 ]
12
Θεόδωρος Λασκαρίδης
διηγήματα άξιζαν και, βλέποντας την υπόσχεση που είχαν δώσει πάνω στον τάφο του Λασκαρίδη οι σύντροφοί του από τον Ριζοσπάστη να τα εκδώσουν σε βιβλίο, υπόσχεση που δεν μπόρεσαν να τηρήσουν, άρχισα να παρουσιάζω το έργο του στον ιστότοπό μου. Τότε γνώρισα τον Γιάννη τον Ευαγγέλου, που μόλις είχε ιδρύσει έναν εκδοτικό οίκο «ενάντια στην κουλτούρα της εκδίκησης». Συζητώντας για παραγνωρισμένους Έλληνες συγγραφείς, του έκανα λόγο για τον Λασκαρίδη. Ο Γιάννης διάβασε μερικά διηγήματα, ενθουσιάστηκε και μαζί αποφασίσαμε να βγει αυτό εδώ το βιβλίο. Ο τίτλος Το φονικό μοιραίο βόλι είναι δικό του εύρημα.
Γ
ιατί ο Λασκαρίδης; Επειδή ο Λασκαρίδης έγραψε τα πρώτα ελληνικά διηγήματα για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και συνάμα σχεδόν τα πρώτα ελληνικά αντιπολεμικά διηγήματα (προηγείται ο Μυριβήλης με κάποιες από τις Κόκκινες ιστορίες του). Επειδή ο Λασκαρίδης ήταν ο πρώτος γνωστός αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη την εποχή της προσέγγισής του με το ΣΕΚΕ, το μετέπειτα ΚΚΕ. Επειδή η ιστορία της ζωής του είναι συναρπαστική και μας δίνει την αφορμή να πούμε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα για την εποχή του. Επειδή δεν πρέπει να μείνει ανεκπλήρωτη η υπόσχεση, που δόθηκε πριν από 90 χρόνια, να εκδοθούν τα διηγήματά του. Και τέλος επειδή, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, τα διηγήματα του Λασκαρίδη, ιδίως τα αντιπολεμικά, στέκονται ακόμα με αξιώσεις. Πρέπει να πω ότι ο Γιάννης Ευαγγέλου έκανε πολύ περισσότερα απ’ όσα κάνουν οι εκδότες, ακόμα και χαμαλοδουλειά· αλλά, το κυριότερο, βοήθησε πολύ ουσιαστικά στην έρευνα σχετικά με τον Λασκαρίδη· έρευνα
Το φονικό μοιραίο βόλι
13
που, δυστυχώς, δεν έφερε πάντοτε αποτελέσματα. Για παράδειγμα, δεν καταφέραμε να βρούμε ίχνη της οικογένειας του Θεόδωρου Λασκαρίδη στη Βουλγαρία. Αν και αποκτήσαμε επαφή με την απόγονο της οικογένειας στην οποία ανήκει η γκαλερί Λασκαρίντι (παλιό αρχοντικό του ιχθυέμπορου Λασκαρίδη) στη Σωζόπολη, ο δικός τους κλάδος δεν είχε παρακλάδια στην Αγχίαλο (τη γενέτειρα του Λασκαρίδη), ούτε κανέναν Θεόδωρο. Ούτε στη Νέα Αγχίαλο υπάρχει κάποιος Λασκαρίδης από την Αγχίαλο, αλλά μόνο από τη Μεσημβρία (Νεσέμπαρ)1. Ίσως μια επιτόπου επίσκεψη να απέδιδε περισσότερα, αλλά δεν μπορέσαμε να την κάνουμε. Ούτε μπόρεσα να βρω κάποιο ίχνος από τη δεκαετή παρουσία του έφηβου Λασκαρίδη στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από την επίσκεψη στα αρχεία του Πρώτου Νεκροταφείου απλώς μάθαμε ότι ο Λασκαρίδης έχει δηλωθεί χωρίς ονόματα γονέων. Βρέθηκαν όμως τα κείμενα του Λασκαρίδη, τα 33 πεζά (27 διηγήματα και 6 αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Ώς το μεγάλο φως), τα μη λογοτεχνικά κείμενα στον Ριζοσπάστη και στα Χρονικά, οι μαρτυρίες για τη ζωή και τη δράση του. Από ένα σημείο και μετά, η συλλογή των στοιχείων έμοιαζε με δουλειά ντετέκτιβ. Κάθε στοιχείο που συμπλήρωνε ένα κομμάτι του παζλ χρειαζόταν πολυήμερη πολλές φορές έρευνα2, αλλά Ευχαριστώ τον Μιλτιάδη Λασκαρίδη, γιατρό από την Ευξεινούπολη Μαγνησίας, για τις πληροφορίες. 2 Έγινε έρευνα σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, σχολαστική ανάγνωση του Ριζοσπάστη για τα χρόνια 1920-21 και των Χρονικών για το δεύτερο εξάμηνο του 1921· έρευνα στα αρχεία του ΕΛΙΑ (φάκελοι Ν. Γιαννιού καθώς και πολλών λογίων που συμμετείχαν στην Καλλιτεχνική Συντροφιά)· έρευνα σε όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά που κυκλοφορούσαν τότε (συμβουλεύτηκα και το «Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940)» του 1
14
Θεόδωρος Λασκαρίδης
η τελική εικόνα πιστεύω ότι είναι όχι βέβαια πλήρης, αλλά ικανοποιητικά ακριβής. Ωστόσο, έχουν περάσει ενενήντα χρόνια από τότε. Όσο κι αν το φιλολογικό ενδιαφέρον για την προπολεμική λογοτεχνία έχει αυξηθεί, ο σημερινός αναγνώστης αγνοεί πρόσωπα και πράγματα. Έκρινα αναγκαίο να προσθέσω δικά μου εισαγωγικά κείμενα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μακεδονικό Μέτωπο, για την ιστορία του Ριζοσπάστη και του ΣΕΚΕ στα πρώτα χρόνια τους, για την Καλλιτεχνική Συντροφιά. Ίσως γράφω περισσότερα από τα αυστηρώς απαραίτητα –ας μου συγχωρηθεί. Αν και το βιβλίο αυτό δεν είναι επιστημονική εργασία, ζήτησα τη βοήθεια πολλών πανεπιστημιακών ή ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με την ελληνική λογοτεχνία της εποχής ή με την ιστορία του αριστερού κινήματος. Μεταξύ άλλων, από τον Αλέξανδρο Δάγκα, τον Χ. Καράογλου, τον Ανδρέα Λυμπεράτο, τον φίλο Στρατή Μπουρνάζο, τη Χριστίνα Ντουνιά, τον Γ. Παπακώστα, τον φίλο Γιώργο Πετρόπουλο, τον φίλο Μαρίνο Σαρηγιάννη, που τους ευχαριστώ όλους για την προθυμία τους και τη βοήθειά τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, απλώς είχαν να μου προσφέρουν αρνητική επιβεβαίωση, ότι δεν υπάρχει καμιά μνεία για τον Λασκαρίδη στις πηγές που είχαν υπόψη τους. Πέρα από τον Γιάννη Ευαγγέλου, ευχαριστίες οφείλω επίσης στους συναδέλφους και φίλους Θέμη Κατσούλη και Νίκο Λυκιαρδόπουλο που κοίταξαν το δακτυλόγραφο και έκαναν χρήσιμες υποδείξεις. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ύστερα από ένα χρόνο εντατικής ενασχόλησης με το θέμα, με δυσκολία ξεπερνάω Χ. Καράογλου), καθώς και στους καταλόγους της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Το φονικό μοιραίο βόλι
15
τον πειρασμό να αναβάλω –όπως έγινε αρκετές φορές ως τώρα– την οριστική περάτωση του κειμένου, μήπως και βρεθούν κάποιες λεπτομέρειες που λείπουν. Όμως, μακάρι να βρεθούν αργότερα, κι ας τις βρουν άλλοι. Λουξεμβούργο, Νοέμβριος 2010 Νίκος Σαραντάκος
16
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Μια σημείωση για τον τίτλο Ο Θ. Λασκαρίδης είχε σκοπό να εκδώσει δύο βιβλία, πρώτα τα πολεμικά του διηγήματα, με τίτλο «Μέσ’ απ’ τις φλόγες», και στη συνέχεια το μυθιστόρημά του «Ώς το μεγάλο φως», από το οποίο μόνο αποσπάσματα έχουν διασωθεί. Μια και σε αυτό εδώ το βιβλίο περιλαμβάνεται όλο του το έργο, έκρινα καλύτερο να δοθεί ένας άλλος τίτλος, και κράτησα τους λασκαριδικούς τίτλους για τις επιμέρους ενότητες. Τον τίτλο τον βρήκε ο Γιάννης Ευαγγέλου και είναι φράση του ίδιου του Λασκαρίδη.
Μια σημείωση για τις ημερομηνίες Όλες οι ημερομηνίες δίνονται με το ισχύον τότε ημερολόγιο, δηλαδή με το παλιό ημερολόγιο , με εξαίρεση την εξιστόρηση των γεγονότων στο Μακεδονικό μέτωπο (σελ. 35-41), όπου ακολουθείται το νέο ημερολόγιο.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θεόδωρος Λασκαρίδης – συνοπτική βιογραφία
Ο
Θεόδωρος Λασκαρίδης γεννήθηκε το 1896 (ή ίσως το 1895) στη Βουλγαρία, πιθανότατα στην Αγχίαλο, παραθαλάσσια πόλη με ακμαία ελληνική κοινότητα (σήμερα Πομόριε). Το 1906, με την καταστροφή της Αγχιάλου, η οικογένειά του τον στέλνει στην Πόλη να σπουδάσει. Τον Ιανουάριο του 1916, ενώ είναι φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές αρχές τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν στη Βουλγαρία, όπου επιστρατεύεται στον βουλγαρικό στρατό και λίγο αργότερα στέλνεται να πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο, στον τομέα του Καϊμακτσαλάν. Συμμετέχει στις πολύνεκρες μάχες που ακολουθούν τη σερβική επίθεση του ΣεπτεμβρίουΝοεμβρίου 1916 και κάποια στιγμή αυτομολεί στους Σέρβους. Παραμένει φυλακισμένος στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης και ύστερα στέλνεται, μαζί με άλλους Έλληνες αυτόμολους του βουλγαρικού στρατού, στο στρατόπεδο της Μπάνιτσας (σήμερα Βεύη). Τον Νοέμβριο μάλλον του 1917 δραπετεύει από το στρατόπεδο και κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου λίγο αργότερα πιάνει δουλειά στον Ριζοσπάστη και αρχίζει να συμμετέχει δραστήρια στη φιλολογική και πνευματική ζωή. Τα λιγοστά και αβέβαια στοιχεία που γράψαμε πιο πάνω για τη ζωή του Θ. Λασκαρίδη έως το 1918 στη[ 17 ]
18
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ένα άρθρο του Ριζοσπάστη (13.7.1920) το οποίο απαντούσε σε κακοήθεις υπαινιγμούς της Εστίας και που το παραθέτουμε στο Επίμετρο. Το έτος γεννήσεως συνάγεται από αυτό που γράφτηκε στις περισσότερες εφημερίδες και περιοδικά την εποχή του θανάτου του (20.12.1921), ότι δεν είχε ακόμα κλείσει τα 26 του χρόνια. Στις ίδιες πηγές γράφτηκε ότι η οικογένειά του ήταν εύπορη, πράγμα που επίσης τεκμαίρεται από τη γλωσσομάθειά του και την εξοικείωσή του με την κλασική μουσική, τη διεθνή λογοτεχνία και το θέατρο. Στη νεκρολογία του στα Χρονικά υπονοείται ότι ήρθε σε ρήξη με την οικογένειά του, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Το μόνο (σχεδόν) βέβαιο είναι ότι την κηδεία του στις 21 Δεκεμβρίου 1921 παρακολούθησαν μόνο συνάδελφοι και ομότεχνοι δημοσιογράφοι και λογοτέχνες και κανένας συγγενής. Στα κατάστιχα του Α’ Νεκροταφείου, που ψάξαμε, δεν αναφέρονται ονόματα γονέων όπως συνήθως συμβαίνει. Η πρώτη καταγραμμένη εμφάνιση του Θ. Λασκαρίδη στην αθηναϊκή ζωή είναι το πρώτο του ενυπόγραφο άρθρο που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 30.5.1918. Ίσως όχι τυχαία, πρόκειται για ρεπορτάζ για τους Βούλγαρους αιχμαλώτους που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, μετά τη μάχη του Σκρα τον Μάιο του 1918 (δημοσιεύεται στη σελ. 129). Για τη δραστηριότητα του Θεόδωρου Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη, αλλά και για τον χαρακτήρα που είχε τότε η εφημερίδα αυτή, παραπέμπω τον αναγνώστη στη σελ. 105, στο κείμενο «Ο Θ. Λασκαρίδης και ο Ριζοσπάστης». Οι ταλαιπωρίες του πολέμου στοίχισαν στον Λασκαρίδη βαριά νευρασθένεια. Σύμφωνα με μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, περιστασιακά τον κυρίευε μια άσκημη αρρώστια και η αυτοκτονία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα· μάλιστα κουβαλούσε πάντοτε μαζί του επιστολή προς τις
Το φονικό μοιραίο βόλι
19
αρχές για να μην ενοχοποιηθεί άλλος για τον θάνατό του. Στις 22 Μαΐου 1919, το βράδυ, μέσα στα γραφεία του Ριζοσπάστη, αυτοπυροβολείται με περίστροφο στον κρόταφο1. Θα επιζήσει, αλλά θα του μείνει μια βαθιά ουλή στο κεφάλι. Γίνεται αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη και συμμετέχει ενεργά στις προσπάθειες συσπείρωσης των νέων λογοτεχνών μέσα από την Καλλιτεχνική Συντροφιά. Τον Νοέμβριο του 1920 αρχίζει να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη διηγήματά του, τα οποία στην αρχή αποδίδει στον Βούλγαρο συγγραφέα Π. Σλαβέικοφ, ενώ ο ίδιος δήθεν είναι απλός μεταφραστής τους, τέχνασμα το οποίο αποκαλύπτει τον Γενάρη του 1921. Για ένα μικρό διάστημα, το 1921, αναλαμβάνει αρχισυντάκτης και στην εφημ. Πρωτεύουσα. Τον Ιούνιο του 1921 αντικαθίσταται στη θέση του αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη, αλλά παραμένει συντάκτης. Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην εφημ. Χρονικά. Αναγγέλλει την έκδοση των διηγημάτων του. Το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1921, αυτοπυροβολείται μέσα στο γραφείο του στα Χρονικά. Την επόμενη μέρα πεθαίνει και την μεθεπόμενη κηδεύεται στο 1ο Νεκροταφείο. Τα διηγήματά του δεν εκδόθηκαν ποτέ –μέχρι σήμερα. Πέρα από αυτήν εδώ τη συνοπτική βιογραφία, περισσότερα για τη ζωή και δράση του Λασκαρίδη θα βρει ο αναγνώστης σε επόμενες ενότητες του βιβλίου αυτού που προτάσσονται πριν από τα διηγήματα και τα άλλα κείμενά του.
***
Για αυτή την απόπειρα αυτοκτονίας, βλ. την ενότητα «Το πρώτο βόλι» στο Επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου. 1
20
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Το έργο του Λασκαρίδη
Π
εθαίνοντας ο Λασκαρίδης άφησε πίσω του 33 δημοσιευμένα πεζογραφήματα· θα ήταν σωστότερο να πούμε 27 διηγήματα και 6 αποσπάσματα ενός μυθιστορήματος, μια και ξέρουμε ότι είχε έτοιμο το μυθιστόρημα «Ώς το μεγάλο φως», που όμως πρέπει να θεωρείται χαμένο, και απ’ αυτό είχε δημοσιεύσει κάποια κομμάτια. Φυσικά, δεν μπορώ να αποκλείσω εντελώς το ενδεχόμενο να υπάρχουν δημοσιευμένα λογοτεχνικά κείμενα του Λασκαρίδη αλλού, αλλά το θεωρώ ελάχιστα πιθανό. Τα περισσότερα από τα 33 αυτά πεζά δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Τρία από αυτά δημοσιεύτηκαν και στον Ριζοσπάστη και σε άλλα έντυπα (δύο στον Νουμά και ένα στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις). Ένα διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημ. Χρονικά και άλλο ένα πεζό στο περιοδικό Μούσα. Στο βιβλίο προτίμησα να χωρίσω τα διηγήματα σε τρεις ενότητες: Πολεμικά, Ταξικά και Κοινωνικά. Στη δεύτερη ενότητα εντάσσω και τα αποσπάσματα του μυθιστορήματος «Ώς το μεγάλο φως». Ο χωρισμός αυτός είναι αυθαίρετος και σε κάποιες περιπτώσεις ένα διήγημα θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε διαφορετική ενότητα. Μέσα σε κάθε ενότητα, τα διηγήματα παρατίθενται με τη σειρά της πρώτης τους δημοσίευσης, με εξαίρεση τα αποσπάσματα του μυθιστορήματος, τα οποία προσπάθησα να τα βάλω με τη σειρά που πιστεύω ότι είχαν στο (χαμένο πια) μυθιστόρημα. Για να έχει όμως ο αναγνώστης και μιαν άλλη εικόνα, τα πεζά του Λασκαρίδη με βάση τη σειρά πρώτης δημοσίευσής τους είναι τα εξής (Ρ. ο Ριζοσπάστης):
Το φονικό μοιραίο βόλι
01. Γυναίκα 02. Εκδίκηση 03. Πόλεμος 04. Πάλη 05. Φίλος 06. Ήττα 07. Λιποτάκτης 08. Μοιραίο 09. Στάχτη 10. Ήρως!! 11. Δόξες 12. Όρκος 13. Φιλότιμο 14. Καταστροφή 15. Μαρτύρια 16. Θρίαμβος 17. Φινάλε 18. Σφραγισμένος 19. Ανάγλυφο 20. Θύελλα 21. Τραγωδία 22. Τάμα 23. Κανόνια 24. Ανυπότακτος 25. Αιχμάλωτος 26. Σονάτα 27. Προδότης 28. Απεργία 29. Μέσα στα πτώματα 30. Πανικός 31. Ψωριάρης
21
(Ρ. 15.11.1920) (Ρ. 18.11.1920) (Ρ. 19.11.1920) (Ρ. 20.11.1920) (Ρ. 21.11.1920) (Ρ. 22-23.11.1920 και Ελληνική Επιθεώρησις, τεύχος Δεκεμβρίου 1921) (Ρ. 24.11.1920) (Ρ. 25.11.1920) (Ρ. 26.11.1920) (Ρ. 27.11.1920) (Ρ. 28.11.1920) (Ρ. 29.11.1920) (Ρ. 30.11.1920) (Ρ. 1.12.1920) (Ρ. 2.12.1920) (Ρ. 3.12.1920) (Ρ. 5.12.1920) (Ρ. 6.12.1920) (Ρ. 7.12.1920) (Ρ. 8.12.1920) (Ρ. 9.12.1920) (Ρ. 10.12.1920) (Νουμάς 5.12.1920 και Ρ. 11.12.1920) (Ρ. 12.12.1920) (Ρ. 13.12.1920) (Ρ. 17-19.12.1920) (Νουμάς 3.1.1921 και Ρ. 3.1.1921) (Ρ. 9.2.1921) (Ρ. 16.5.1921) (Ρ. 4.7.1921) (Ρ. 25.7.1921)
22
Θεόδωρος Λασκαρίδης
32. Εγκατάλειψη 33. Σκλάβος
(Χρονικά, 25.7.1921) (Μούσα, τεύχος Οκτωβρίου 1921)
Οι συλλέκτες αξιοπερίεργων θα παρατήρησαν ίσως ότι, εκτός από έναν, όλοι οι τίτλοι των διηγημάτων είναι μονολεκτικοί! Εκτός από τα λογοτεχνικά του κείμενα, ο Λασκαρίδης άφησε πίσω του δημοσιευμένα 12 άρθρα στον Ριζοσπάστη και άλλα 13 στα Χρονικά: μερικά πολιτικά, κάποια φιλολογικά και αρκετά κριτικά σημειώματα. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα αναδημοσιεύω εδώ, όχι όμως όλα. Πρέπει να προσθέσω ότι στον Ριζοσπάστη στις 20.12.1920, σε ένα άρθρο ανυπόγραφο αλλά γραμμένο προφανώς από τον Θ. Λασκαρίδη, μνημονεύεται πλάι σε άλλες καλλιτεχνικές ειδήσεις η ίδρυση της θεατρικής εταιρείας «Διόνυσος», το διοικητικό συμβούλιο της οποίας απαρτίστηκε από τις δεσποινίδες Α. Σασλόγλου, Βρανά και Ξηροταγάρη και τους κυρίους Διατσέντη, Φλεριανό, Κροντηρά και Λασκαρίδη. Ως σκοπός της εταιρείας δηλώνεται η ανύψωση της θεατρικής τέχνης μέσω εκλεκτών παραστάσεων. Δεν μπόρεσα να βρω αν αυτός ο Λασκαρίδης είναι ο Θεόδωρος, ούτε αν η εταιρεία έκανε πράγματι παραστάσεις. Επίσης, σε άρθρο του Κλ. Παράσχου1 του 1924, ανάμεσα στους νέους που «έγραψαν και γράφουν» θεατρικά έργα αναφέρεται και κάποιος Λασκαρίδης (χωρίς να δηλώνεται μικρό όνομα). Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης είχε εξοικείωση με το θέατρο και έγραψε αρκετές θεατρικές κριτικές στα Χρονικά, αλλά δικό του θεατρικό έργο δεν ξέρω να έχει σωθεί.
«Η ψυχαρική και οι μεταψυχαρικές γενεές», Νέα Γράμματα, Μάρτιος 1924. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
23
Η λογοτεχνία στον Ριζοσπάστη
Ο
Λασκαρίδης δημοσίεψε σχεδόν όλα του τα διηγήματα στον Ριζοσπάστη, την εφημερίδα στην οποία ήταν τότε αρχισυντάκτης. Σήμερα οι περισσότερες εφημερίδες σπάνια μόνο δημοσιεύουν λογοτεχνικά κείμενα, αλλά παλιότερα –και μέχρι τη μεταπολίτευση περίπου– δεν ήταν έτσι. Όπως και οι περισσότερες άλλες εφημερίδες της εποχής του, ο Ριζοσπάστης δημοσίευε τακτικά λογοτεχνική ύλη, διήγημα ή μυθιστόρημα σε συνέχειες. (Πάντως, από τις καθημερινές εφημερίδες ο Ριζοσπάστης πρέπει να είναι η μοναδική που δημοσιεύει ακόμη και σήμερα διήγημα κάθε Κυριακή). Όπως αναγγέλλεται στο φύλλο της Κυριακής 11 Νοεμβρίου 1918, «αντί άλλης φιλολογικής ύλης» ο Ριζοσπάστης αποφάσισε να δημοσιεύει τακτικά «μικρά διηγήματα Ρώσων επαναστατικών (sic) συγγραφέων» για να δώσει στο λαό την ευκαιρία να γνωρίσει τη ζωή των επαναστατών κατά τη μακρά διάρκεια της τρομοκρατίας και τους αγώνες που χρειάστηκε να δοθούν από τη νεολαία και τους Ρώσους διανοούμενους μέχρις ότου ο ρωσικός λαός σπάσει τα δεσμά του. Έτσι, θα καταλάβει ο λαός ότι «αι πολιτικαί μεταβολαί δεν είναι πυροτεχνήματα που τα κατασκευάζουν αι κυβερνήσεις, αλλά αποτελέσματα βαθυτέρων αιτίων που βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή ζωή των τυραννισμένων λαών». Το πρώτο διήγημα της σειράς είναι «Η Μασσαλιώτις» του Λεωνίδα Αντρέγεφ. Έτσι, στον Ριζοσπάστη άρχισαν να δημοσιεύονται αυτοτελή διηγήματα και αργότερα μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το διήγημα του Ριζοσπάστη είχε συνήθως προσανατολισμό στρατευμένο, αγωνιστικό με ιδιαίτερα τονισμένη την αντιμιλιταριστική-αντιπολεμική διάσταση. Η
24
Θεόδωρος Λασκαρίδης
λογοκρισία, που τόσο αυστηρή φάνηκε απέναντι στα πολιτικά άρθρα και σχόλια του Ριζοσπάστη, φαίνεται να μην ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα διηγήματα. Υπάρχει ωστόσο ένα επεισόδιο όπου η λογοκρισία εκδηλώθηκε με καθυστέρηση: όταν τον Ιούνιο του 1921 το ΣΕΚΕ αποφάσισε να εκδώσει δύο αντιπολεμικά διηγήματα που είχαν ήδη δημοσιευτεί παλαιότερα στον Ριζοσπάστη1 και είχαν εγκριθεί από την τότε λογοκρισία, η αστυνομία συνέλαβε πολλά στελέχη του κόμματος για υπονόμευση της πολεμικής προσπάθειας και τα κράτησε επί μήνες προφυλακισμένα. Η λογοτεχνική ύλη δημοσιευόταν στον Ριζοσπάστη σχεδόν πάντα τις Κυριακές και περιστασιακά τις καθημερινές. Όταν δημοσιευόταν μυθιστόρημα σε συνέχειες, η δημοσίευση ήταν καθημερινή. Μετά τα μέσα του 1921, που άρχισε να δημοσιεύεται καθημερινά χρονογράφημα, αραίωσε πολύ η δημοσίευση λογοτεχνικών έργων. Αν εξαιρέσουμε τα έργα του Λασκαρίδη, που δημοσιεύτηκαν στην πλειοψηφία τους τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1920, ελάχιστα πεζά Ελλήνων συγγραφέων δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης. Για να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα, από τα τέλη του 1919 έως τα τέλη του 1921 δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη τα εξής λογοτεχνικά έργα: Λεων. Αντρέγεφ, Τα γέλια (22 και 23.12.1920) Δημοσθένης Βουτυράς, Οι διηγήσεις του ατσίγγανου (25.12.1920) Δημοσθένης Βουτυράς, Οι αποσκευές των νεκρών (3.1.1921) Μαξίμ Γκόρκι, Ιστορίες από την Ιταλία (διάφορα διηγήματα, Μάρτιος και Απρίλιος 1920, αλλά και αργότερα) Μαξίμ Γκόρκι, Μια δίκη (28.11.1921 και 5.12.1921) Τα διηγήματα αυτά ήταν «Ο λιποτάκτης» του Σβολόφσκι, που είχε δημοσιευτεί τον Μάρτιο του 1919, και η «Μάνα» του Λ. Φρανκ, που είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1920. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
25
Μαξίμ Γκόρκι, Το τραγούδι του Φουρτουνομάντη (14.6.1920) Μαξίμ Γκόρκι, Χαμένοι άνθρωποι (σε συνέχειες, Ιούνιος – Νοέμβριος 1920) Κάρολος Έβαλτ, Ανοιχτή επιστολή προς τον αλήτη Πέτερ Φερδινάνζεν (18.4.1921) Βλ. Κορολένκο, Ο γερο-καμπανοκρούστης (18.4.1921) Θ. Λασκαρίδης, διηγήματα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1920 και στη συνέχεια σποραδικά) Ανδρ. Λάτσκο, Η αναχώρηση (σε λίγες συνέχειες, 2530.7.1921) Ανδρ. Λάτσκο, Το βάπτισμα του πυρός (σε συνέχειες, 31.719.8.1921) Ανδρ. Λάτσκο, Ο νικητής (σε λίγες συνέχειες, 26.829.8.1921) Ανδρ. Λάτσκο, Χριστούγεννα (25.12.1921) Ιουλιέττα Λερμινά-Φλαντρ, Η παρηγοριά (19.9.1921) Ανρί Μπαρμπίς, Η φωτιά (σε πολλές συνέχειες, ΜάιοςΙούλιος 1921) Γ. Πετρίδης, Η Μαρία (21.6.1920) Αλέξ. Πούσκιν, Ο ταχυδρομικός επιστάτης (Μάιος-Ιούνιος 1920) Εμμανουήλ Ροΐδης, Πάπισσα Ιωάννα (σε πολλές συνέχειες, από Νοέμβριο 1919 έως Μάρτιο 1920) Μωρίς Ροστάν, Η ημέρα της επιστρατεύσεως (18.6.1920) Ίταλο Τοσκάνι, Η τρέλα (12.12.1921) Ιβάν Τσέρμσκι, Οι Γάλλοι στη Μακεδονία (σε συνέχειες, δεύτερο μισό Ιαν. 1921) Λέοναρντ Φρανκ, Η μάνα (σε συνέχειες, Μάρτιος ─ Απρίλιος 1920) Ανατόλ Φρανς, Οι ακριβοδίκαιοι κριτάδες (19.12.1921) Τζέιμς Χαρτ, Ο πόλεμος όπως είναι (3-4.10.1921)
Να προσέξουμε ότι μετά την άνοιξη του 1921 κυριαρχούν τα αντιπολεμικά έργα, με την περίφημη «Φωτιά» του Ανρί
26
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Μπαρμπίς και τα διηγήματα του Ανδρέα Λάτσκο1, που είχαν κάνει μεγάλη αίσθηση τότε (είχαν εκδοθεί και στα ελληνικά, και έγραψε κριτική γι’ αυτά ο Θ. Λασκαρίδης στα Χρονικά).
*** Το τέχνασμα του Σλαβέικοφ
Τ
α διηγήματα του τόμου αυτού άρχισαν να δημοσιεύονται από τις 15 Νοεμβρίου 1920 στον Ριζοσπάστη με τον υπέρτιτλο «Βουλγάρικη ζωή». Κάτω από τον τίτλο, το όνομα του συγγραφέα: του Π. Σλαβέικοφ. Και στο τέλος του διηγήματος: Θ. Λασκαρίδης. Οι αναγνώστες λοιπόν του Ριζοσπάστη, τουλάχιστον όσοι δεν ήξεραν προσωπικά τον Λασκαρίδη, νόμιζαν ότι διάβαζαν κάποια βουλγάρικα αντιπολεμικά ή κοινωνικά διηγήματα, μεταφρασμένα από τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας, τον Θ. Λασκαρίδη, ο οποίος, ως Έλληνας της Βουλγαρίας, γεννημένος στην Αγχίαλο, λογικό ήταν να ξέρει καλά τα βουλγάρικα. Είκοσι μέρες μετά, κι ενώ είχαν ήδη δημοσιευτεί πάνω από 15 διηγήματα του Σλαβέικοφ (δημοσιεύονταν σχεδόν καθημερινά), δημοσιεύτηκε στον Νουμά το διήγημα «Κανόνια» κι εκεί, με τον επιπρόσθετο χώρο που αφήνει το εβδομαδιαίο περιοδικό, ο Λασκαρίδης έδωσε ένα σύντομο βιογραφικό του Σλαβέικοφ: Μερικά ονόματα της σύγχρονης βουλγαρικής τέχνης θα μπορούσαν να Ο Ανδρέας Λάτσκο (1878-1943) γεννήθηκε στη Βουδαπέστη και έγραψε κυρίως στα γερμανικά. Το βασικό έργο του είναι η συλλογή αντιπολεμικών διηγημάτων Οι άνθρωποι εν πολέμω, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες –και στα ελληνικά από τον Μάρκο Αυγέρη– και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
27
σταθούν πλάι στους μεγαλύτερους ίσως συγγραφείς της ευρωπαϊκής φιλολογίας. Ένα απ’ αυτά είναι και του αγαπητού μου φίλου, και του καλύτερου ίσως από τους πιο νέους ζωγράφους της βουλγαρικής ζωής, Π. Σλαβέικοφ. Νεότατος, γιος εκατομμυριούχου μεγαλοχτηματία, που τον περισσότερο καιρό του τον περνά στο Μόναχο, περιζήτητος στα αριστοκρατικά σαλόνια και στις λέσχες, όταν βρίσκεται στη Σόφια, λιγόλογος και γλυκομίλητος, θερμός υπερασπιστής της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, είναι για τους Βούλγαρους ό,τι ο Γκόρκι για τη Ρωσία. Από όσα δημοσίεψε ώς τώρα, η σειρά των διηγημάτων του “Ως το μεγάλο φως” και των “Πολεμικών” του είναι αρκετά και αληθινά αριστουργήματα. Των “Πολεμικών” του έγιναν, σε διάστημα τριών μηνών, δέκα εκδόσεις. Από τη σειρά αυτή είναι και το παρακάτω διήγημα, καθώς και όλα όσα δημοσιεύω στο “Ριζοσπάστη”, θέλοντας να δώσω μια μικρή ιδέα της βουλγαρικής ζωής και τέχνης στον ελληνικό λαό. Στον Ριζοσπάστη παρόμοιο βιογραφικό δεν δημοσιεύτηκε, αλλά καθώς τα δυο έντυπα είχαν πολλούς κοινούς αναγνώστες και η Αθήνα ήταν μικρό μέρος τότε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι από τους αναγνώστες που ενδιαφέρονταν για τη λογοτεχνία θα το πληροφορήθηκαν. Με τη διαφορά ότι ο Π. Σλαβέικοφ δεν υπήρξε ποτέ, ή μάλλον δεν υπήρξε ποτέ ο συγκεκριμένος Π. Σλαβέικοφ. Διότι Βούλγαροι συγγραφείς με το επώνυμο Σλαβέικοφ και με όνομα που ν’ αρχίζει από Π υπήρξαν και μάλιστα όχι ένας αλλά δύο, πατέρας και γιος: ο Πέτκο (1827-1895), που θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της βουλγάρικης λογοτεχνίας, και ο γιος του ο Πέντσο (1866-1912). Ο Λασκαρίδης, γεννημένος στη Βουλγαρία από εύπορη οικογένεια, ασφαλώς γνώριζε το έργο τους και προφανώς διάλεξε τον δικό του Σλαβέικοφ, τον ανύπαρχτο, έτσι που να ταιριάζει να είναι εγγονός του πρώτου
28
Θεόδωρος Λασκαρίδης
υπαρκτού Σλαβέικοφ, του Πέτκο, και γιος του Πέντσο, μια και τον παρουσιάζει συνομήλικό του, δηλ. γεννημένο περί το 1895. Ίσως γι’ αυτό και να έβαλε το αρχικό Π. σαν όνομα, χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Όπως θα καταλάβατε από τα προηγούμενα, ο πραγματικός συγγραφέας ήταν ο ίδιος ο Λασκαρίδης, που όπως είπαμε ήταν την εποχή εκείνη αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Γιατί ο Λασκαρίδης «γέννησε» τον Σλαβέικοφ; Ίσως το βρήκε ταιριαστό, επειδή τα πολεμικά διηγήματά του αναφέρονταν σε επεισόδια του μακεδονικού μετώπου και στις συγκρούσεις μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων (ο Λασκαρίδης ήταν Βούλγαρος πολίτης και είχε επιστρατευτεί στον Μεγάλο Πόλεμο, αλλά είχε αυτομολήσει στους Σέρβους). Ίσως πάλι να αισθανόταν απλώς την ανασφάλεια των συγγραφέων. Ίσως να ήθελε να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις της λογοκρισίας –μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο και τα αντιπολεμικά διηγήματα είχαν κάποιο ρίσκο. Πάντως δεν ήταν πολύ προσεχτικός στο καμουφλάζ του, αφού σε ένα-δυο σημεία βάζει τους ήρωές του να απαγγέλλουν γνωστά ελληνικά ποιήματα. Άλλωστε, ο ψεύτικος Σλαβέικοφ δεν έζησε πολύ: σε επόμενο τεύχος του Νουμά, στις αρχές του 1921, ο Λασκαρίδης δημοσίεψε ένα άλλο διήγημά του (το «Προδότης») και εκεί ο Ταγκόπουλος, σε συνεννόηση με τον Λασκαρίδη, αποκάλυψε το τέχνασμα. Στον Ριζοσπάστη το τέχνασμα δεν αποκαλύφθηκε επίσημα, αλλά από τις αρχές του 1921, στα 5 συνολικά διηγήματα του Λασκαρίδη που θα δημοσιευτούν, παύει να δηλώνεται σαν συγγραφέας ο Σλαβέικοφ, φεύγει και ο υπέρτιτλος «Βουλγάρικη ζωή» και υπογράφει κανονικά ο Θ. Λασκαρίδης. Αποκαλύπτοντας το τέχνασμα στον Νουμά, ο Δ. Ταγκόπουλος το παρομοίασε με την περίπτωση του
Το φονικό μοιραίο βόλι
29
Όσιαν. Περί το 1765, ο Σκωτσέζος ποιητής Μακφέρσον παρουσίασε σε μετάφραση τις μπαλάντες του Όσιαν, ενός Κέλτη βάρδου του 3ου αιώνα μ.Χ. Το έργο έκανε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη: το αγάπησαν πολλοί πολύ, ανάμεσά τους ο Ναπολέων και ο Γκέτε. Μόνο που ο «Κέλτης Όμηρος» δεν υπήρξε –ο Μακφέρσον φαίνεται πως είχε συλλέξει υλικό από παλιές κέλτικες μπαλάντες, τις είχε ενώσει και είχε γράψει και μπόλικα ο ίδιος. (Δεν είναι τόσο απλό, βέβαια: έχουν γραφτεί βιβλία επί βιβλίων για το ζήτημα της αυθεντικότητας του Όσιαν). Βέβαια, στον Όσιαν δεν έχουμε απλώς ένα «φιλολογικό τέχνασμα»· μπαίνει στη μέση και η ιδέα της σκοτσέζικης εθνικής ταυτότητας. Η περίπτωση διαφέρει -αν μη τι άλλο, ο Μακφέρσον ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι ο Όσιαν ήταν ανύπαρκτος. Το τέχνασμα του Λασκαρίδη με τον Σλαβέικοφ είναι το πρώτο, απ’ όσο γνωρίζω, στον ελληνικό χώρο αλλά όχι το μοναδικό. Το 1948, ο νεαρός ποιητής Τάσος Παππάς παρουσίασε την ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια του Παθανάρες», ποιήματα ενός Μεξικάνου ποιητή που δήθεν τα είχε ο ίδιος μεταφράσει από τα ισπανικά. Τα ποιήματα έκαναν αίσθηση στη φιλολογική κοινότητα με τη δύναμη και τον εξωτισμό τους και άρεσαν πολύ. Λίγο αργότερα όμως μαθεύτηκε ότι επρόκειτο για φιλολογική «απάτη», ότι Παθανάρες δεν υπήρξε ποτέ και ότι τα ποιήματα τα είχε γράψει ο ίδιος ο Παππάς. Λέγεται ότι οι κριτικοί ενοχλήθηκαν και από τότε ο ποιητής έμεινε παραγνωρισμένος. Κάτι ανάλογο είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Μπορίς Βιάν στη Γαλλία, όπου κάποια αστυνομικά του μυθιστορήματα (π.χ. το «Θα φτύσω στους τάφους σας») τα παρουσίασε σαν μετάφραση δική του από τα αμερικάνικα, τάχα ότι ανήκαν στον ανύπαρκτο Βέρνον Σάλιβαν. Το ίδιο έκανε και το 1999 ο Καναδός Ντέιβιντ Σολγουέι (David Solway) που παρουσίασε, δήθεν μεταφρασμένα,
30
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τα ποιήματα του ανύπαρκτου αιγαιοπελαγίτη ψαρά-ποιητή Αντρέα Καράβη, σε μια φιλολογική φάρσα που έκανε αίσθηση. Ανύπαρκτον ποιητή δημιούργησε και ο αείμνηστος Μαν. Αναγνωστάκης, τον Μανούσο Φάσση, αλλά κράτησε το ρόλο του παιδικού του φίλου, όχι του μεταφραστή του. Όπως είπα, κατά πάσα πιθανότητα ο Λασκαρίδης είναι πρωτοπόρος στην Ελλάδα στο ρόλο του δήθεν μεταφραστή ανύπαρκτου συγγραφέα. Δυστυχώς, λίγο πριν κλείσει χρόνος από τη μέρα που «σκότωσε» τον Σλαβέικοφ, έμελλε να σκοτωθεί κι ο ίδιος, και πάλι από δικό του χέρι...
*** Η γλώσσα του Λασκαρίδη
Ο
Λασκαρίδης γράφει το 1918-1921, σε μια περίοδο όπου η καθαρεύουσα κυριαρχεί στον τύπο. Ο Ριζοσπάστης γράφεται σε απλή καθαρεύουσα, που όμως είναι κάπως διαφορετική από τη μεταπολεμική, δηλαδή είναι πιο κοντά στην αρχαΐζουσα, με κάμποσες δοτικές ας πούμε. Στα κείμενα του Λασκαρίδη διακρίνουμε διάφορα επίπεδα γλώσσας. Στα άρθρα του στα Χρονικά και στα παλιότερα του Ριζοσπάστη χρησιμοποιεί καθαρεύουσα. Στα μεταγενέστερα άρθρα του η γλώσσα του είναι μικτή, στα δε πρώτα διηγήματά του χρησιμοποιεί δημοτική με αρκετούς καθαρευουσιανισμούς. Στα τελευταία διηγήματά του (όσα δημοσιεύτηκαν το 1921) η γλώσσα του είναι πολύ πιο καθαρή δημοτική, με ελάχιστους καθαρευουσιανισμούς. Τα διηγήματα που δημοσίευσε στον Νουμά και στα περιοδικά Μούσα και Ελληνική Επιθεώρησις είναι επίσης σε καθαρή δημοτική.
Το φονικό μοιραίο βόλι
31
Στα διηγήματα, ο σημερινός αναγνώστης θα παραξενευτεί και από κάποιες λέξεις του Λασκαρίδη που δεν χρησιμοποιούνται πια –αυτές εξηγούνται σε υποσημειώσεις. Κατά τα άλλα, θα προσέξουμε ότι ο Λασκαρίδης: χρησιμοποιεί τον «αθηναϊκό» παρατατικό, ακόμα και σε ρήματα όπου αυτό ξενίζει (προσπάθαγε, πόθαγε)· στο πρώτο ενικό πρόσωπο των μεσοπαθητικών χρησιμοποιεί καταλήξεις σε –ουμαι (φέρουμαι, σέρνουμαι)· χρησιμοποιεί καθαρευουσιάνικο τύπο στο τρίτο πρόσωπο του παρατατικού των μεσοπαθητικών (υψώνετο αντί υψωνόταν) και στο πρώτο πληθυντικό του ενεστώτα (στεκόμεθα, είμεθα). Επίσης, χρησιμοποιεί αιτιατική στο έμμεσο αντικείμενο (να με δώσει, να την αφήκει), το τηράω αντί του κοιτάζω, θηλυκά επίθετα σε –ικιά (τραγικιά αντί τραγική), το σύμπλεγμα –χτ– ακόμα και σε λόγιες λέξεις (νέχταρ, οίχτος· αυτό όμως είναι γενικότερο γνώρισμα της εποχής), τον τύπο ριχμένος αντί ριγμένος και βουγγάω αντί βογγάω. Της εποχής γνώρισμα είναι και ότι την πολυθρόνα τη λέει πολτρόνα.1 Να σημειώσω ότι ο «αθηναϊκός» παρατατικός δεν είναι αποκλειστικότητα των νότιων ιδιωμάτων. Επίσης, υπάρχουν στη γλώσσα του Λασκαρίδη κάποια τούρκικα δάνεια (λαλέδες, τσάμια, τσαλιά, σαλκίμια) που δεν συνηθίζονται στα νότια. Μην ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αγχίαλο και μορφώθηκε στην Πόλη. Το κατάφορτο στυλ του συγγραφέα σε ορισμένα διηγήματα, ιδίως σε περιγραφές της φύσης, που θυμίζει την ποίηση του Μελαχρινού, δεν έχει γεράσει καλά. Η λιτή αφήγηση των πολεμικών του διηγημάτων έχει πάρει πολύ λιγότερες ρυτίδες. Αποφάσισα να μη διατηρήσω την ορθογραφία του πρωτοτύπου αλλά να τη μεταφέρω στα σημερινά. Το πρόΠρόκειται για δάνειο από το ιταλ. poltrona που παρετυμολογήθηκε στη συνέχεια από το πολύ + θρόνος. 1
32
Θεόδωρος Λασκαρίδης
βλημα παρουσιάζεται στα τριτόκλιτα θηλυκά, όπου η μεν θέσι έγινε θέση, αλλά η αιτιατική (την θέσιν) αφέθηκε χωρίς αλλαγή. Μπορούμε να ζήσουμε μ’ αυτή την αντίφαση.
μέρος α΄ Μέσ’ απ’ τις φλόγες: Πολεμικά διηγήματα
Το μακεδονικό μέτωπο και ο Θ. Λασκαρίδης
Ι
σως δεν είναι άσκοπο να εκθέσουμε συνοπτικά την κατάσταση στο Μακεδονικό Μέτωπο, μια και τα πολεμικά διηγήματα του Λασκαρίδη περιγράφουν, σχεδόν όλα, γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε από το Σεράγεβο, το καλοκαίρι του 1914, αλλά στην αρχή οι άλλες βαλκανικές χώρες, πλην της Σερβίας, έμειναν ουδέτερες. Η Βουλγαρία, που πίστευε ότι είχε αδικηθεί από τη διανομή εδαφών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, εθεωρείτο ότι είχε τον πιο αξιόμαχο στρατό και ήταν η πιο περιζήτητη ουδέτερη δύναμη. Κεντρικές Δυνάμεις και Αντάντ επιδόθηκαν σε πλειοδοσία υποσχέσεων για να τη δελεάσουν να βγει στον πόλεμο με το μέρος τους1. Το καλοκαίρι του 1915, χάρη σε νίκες των Κεντρικών Δυνάμεων στο ρωσικό μέτωπο και στην αποτυχία της Αντάντ στην Καλλίπολη, είχε πρόσκαιρα φανεί ότι η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία, Οθωμανική αυτοκρατορία). Τελικά, ύστερα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα, τον Σεπτέμβριο του 1915 η Βουλγαρία βγήκε στον πόλεμο με τη μεριά των Κεντρικών. Έτσι, η κατάσταση γινόταν απελπιστική για τους Σέρβους, οι οποίοι έως τότε είχαν κατορθώσει, αν και με εξαιρετικά μεγάλες απώλειες, να συγκρατούν τους Αυστριακούς. Χαρακτηριστικό του κυνισμού είναι ότι η Αντάντ υποσχόταν στη Βουλγαρία εδάφη της ουδέτερης Ελλάδας, αλλά ακόμα και της Σερβίας, που ήταν σύμμαχός της και είχε υποστεί δυσβάστακτες απώλειες. 1
[ 35 ]
36
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο έφερε και την Ελλάδα σε πολύ δύσκολη θέση, επειδή συνδεόταν με συνθήκη με τη Σερβία. Ο Βενιζέλος, που ήταν πρωθυπουργός και επιθυμούσε διακαώς την έξοδο στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 4-5 Οκτωβρίου 1915 από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν υπέρ της ουδετερότητας. Τις τελευταίες όμως ώρες της κυβέρνησης Βενιζέλου, στρατεύματα της Αντάντ, είτε με εντολή Βενιζέλου είτε χωρίς αυτήν (οι γνώμες διίστανται), έκαναν απόβαση στη Θεσσαλονίκη σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν τους Σέρβους. Η νέα ελληνική κυβέρνηση αρνείται να βοηθήσει τη Σερβία, με το πρόσχημα ή επιχείρημα ότι ο πόλεμος δεν είναι βαλκανικός αλλά πανευρωπαϊκός, όμως κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και ανέχεται την αγγλογαλλική παρουσία στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, οι δυνάμεις της Αντάντ είναι απαράσκευες και μικρές κι έτσι ελάχιστη βοήθεια στους Σέρβους θα καταφέρουν να προσφέρουν. Έχοντας να πολεμήσουν σε δυο μέτωπα, οι Σέρβοι μοιραία καταρρέουν. Οι Γερμανοί κυριεύουν το Βελιγράδι στις 8 Οκτωβρίου και στα τέλη του 1915 όλη η Σερβία έχει κυριευτεί. Ο κύριος όγκος του στρατού τους επιλέγει να περάσει μέσα από την Αλβανία υπό εφιαλτικές συνθήκες, και όσοι δεν άφησαν τα κόκαλά τους μέσα στο χιόνι από τις αρρώστιες και τις επιθέσεις ατάκτων φτάνουν τελικά στις ακτές της Αδριατικής και με γαλλικά πλοία περνάνε κυρίως στην Κέρκυρα, η οποία για ένα διάστημα μετατρέπεται σε πρωτεύουσα της κατακτημένης Σερβίας, και εκεί μεταφέρεται και η Βουλή (Σκουπτσίνα). Πολλοί Σέρβοι, ήδη άρρωστοι και ταλαιπωρημένοι, πεθαίνουν στο νησάκι Βίδο. Τελικά όμως τα σερβικά στρατεύματα ανασυγκροτούνται, αναλαμβάνουν δυνάμεις και ξαναπερνούν στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν τον πόλεμο. Το 1916 στη Βόρεια Ελλάδα η κυριαρχία του ελληνικού κράτους είναι τυπική· οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Ρούπελ (στις 24 Μαΐου) και αργότερα την Καβάλα, που την παραδίδουν στους Βούλγαρους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της
Το φονικό μοιραίο βόλι
37
φρουράς της πόλης, χιλιάδες στρατιώτες, το μεταφέρουν στη Γερμανία, στο Γκαίρλιτς, υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς «φιλόξενης αιχμαλωσίας» -εκεί θα μείνουν ως το τέλος του πολέμου. Στη Δυτική Μακεδονία οι Κεντρικοί είχαν αποφύγει να περάσουν τα ελληνικά σύνορα, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς την ουδέτερη Ελλάδα, αλλά τελικά εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στις 17 Αυγούστου 1916, προλαβαίνοντας τις δυνάμεις της Αντάντ που κι αυτές ετοίμαζαν επίθεση. Με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, οι βουλγαρογερμανικές δυνάμεις σημειώνουν αρκετές επιτυχίες, καταλαμβάνουν τη Φλώρινα και το Αμύνταιο, αλλά οι Σέρβοι τους σταματούν λίγο κάτω από το Όστροβο (Άρνισσα σήμερα), όπου δίνονται μεγάλες μάχες από τις 20 έως τις 26 Αυγούστου. Ίσως αυτή να είναι η αποφασιστική καμπή· αν έσπαγε το μέτωπο στο Όστροβο, οι Βούλγαροι θα προέλαυναν στον κάμπο.Στις 29 Αυγούστου ξεσπάει στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, με αίτημα την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ· ίσως να μην είχε επικρατήσει χωρίς τη στήριξη του Γάλλου αρχιστράτηγου Σεράιγ. Όμως το κίνημα επικρατεί και, όταν έρχεται και ο Βενιζέλος και σχηματίζει κυβέρνηση (από τον Οκτώβριο), την οποία αναγνώρισε η Αντάντ, στην Ελλάδα υπάρχουν πλέον δύο κράτη. Εντωμεταξύ, τον Σεπτέμβριο οι δυνάμεις της Αντάντ περνούν στην αντεπίθεση από τις 12 του μηνός, ανακαταλαμβάνουν το Αμύνταιο και τη Φλώρινα (στις 17.9, γαλλορωσικές δυνάμεις) και περνάνε και στην κατακτημένη Σερβία. Από τις 12 έως τις 30 Σεπτεμβρίου οι Σέρβοι δίνουν εξαιρετικά φονικές μάχες με τους Βούλγαρους στο Καϊμακτσαλάν ακριβώς πάνω στην ελληνοσερβική μεθόριο. Κυριεύουν την κορυφή του Προφήτη Ηλία, όμως δεν καταφέρνουν να πάρουν το στρατηγικής σημασίας υψίπεδο Ντόμπρο Πόλιε (Καλή Κοιλάδα) που μένει στους Βούλγαρους μέχρι σχεδόν το τέλος του πολέμου. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους, η πρόοδος είναι αργή τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Οι δυνάμεις της Αντάντ στις 19 Νοεμβρίου μπαίνουν στο Μοναστήρι. Στο μεταξύ, στις 23 και 24 Νοεμβρίου
38
Θεόδωρος Λασκαρίδης
1916 η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση κηρύσσει τον πόλεμο στη Βουλγαρία και τη Γερμανία, αλλά η ελληνική συμμετοχή σε σημαντικές μάχες δεν θα έρθει παρά το 1918. Λόγω του χειμώνα, οι εχθροπραξίες σταματούν. Μετά τη μεγάλη επίθεση στο Καϊμακτσαλάν και την πτώση του Μοναστηριού τον Νοέμβριο του 1916, η κατάσταση σταθεροποιείται και οι γραμμές του μετώπου δεν αλλάζουν επί 22 μήνες έως την τελική συμμαχική επίθεση τον Σεπτέμβριο του 1918. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν στρατιωτικές επιχειρήσεις στο διάστημα αυτό· ωστόσο, και οι δυο αντιμαχόμενοι έδειχναν να φοβούνται να ρισκάρουν πρώτοι επίθεση μεγάλης κλίμακας. Αυτή η αδράνεια έκανε τον Κλεμανσό, πρωθυπουργό τότε της Γαλλίας, να αποκαλέσει υποτιμητικά τη γαλλική στρατιά της Ανατολής «κηπουρούς της Θεσσαλονίκης» (jardiniers de Salonique). Στο μακεδονικό μέτωπο πολέμησαν και έχασαν τη ζωή τους άνθρωποι από πάρα πολλές εθνότητες: Σέρβοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι κι Ιταλοί από τη μεριά της Αντάντ, Βούλγαροι και Γερμανοί από τις Κεντρικές δυνάμεις· υπήρχαν και Αμερικανοί και Καναδοί εθελοντές γιατροί και νοσοκόμοι, ενώ φυσικά οι Έλληνες συμμετείχαν κατά χιλιάδες ως εργάτες στα εκτενέστατα έργα οδοποιίας που ήταν απαραίτητα για τη μεταφορά των στρατευμάτων στο μέτωπο. Διαβάζουμε σε βιβλίο αναμνήσεων: Περάσαμε τα σύνορα, αλλά χωρίς να το αντιληφθούμε επειδή ήταν πόλεμος και εδώ είναι η Zone des Armées, όπου μετράνε μόνο οι διαταγές της Διασυμμαχικής Διοίκησης. Ωστόσο, οι Σέρβοι έδιναν μεγάλη σημασία στο ότι είχαν απελευθερώσει μια πρώτη λουρίδα της πατρίδας τους, και παρόλο που ο άμαχος πληθυσμός ήταν ακόμα ελάχιστος –η περιοχή βρισκόταν πολύ κοντά στο μέτωπο– η σερβική κυβέρνηση είχε εγκαταστήσει νομάρχες, αντινομάρχες και δημάρχους, ακόμα και μια στρατιωτική-γεωργική επιτροπή επιφορτισμένη με την εισαγωγή επιστημονικών βελτιώσεων στην τοπική γεωργία. Το πρώτο σέρβικο χωριό είναι το Μπατς, όπου έμενε συχνά ο Διάδοχος, έχοντας το επιτελείο του στο σχο-
Το φονικό μοιραίο βόλι
39
λείο του χωριού. (…) Εδώ επίσης, αλλά από την ελληνική πλευρά των συνόρων, βρισκόταν το σκωτσέζικο γυναικείο νοσοκομείο, όπου συνέβη το διάσημο επεισόδιο με τον Ρώσο στρατιώτη, που τον τραυμάτισε ένα ιταλικό φορτηγό αυτοκίνητο και τον μετέφερε ένα γαλλικό ασθενοφόρο σε ένα σκωτσέζικο νοσοκομείο που βρισκόταν σε ελληνικό έδαφος και συνήθως φρόντιζε Σέρβους τραυματίες· εκεί τον θεράπευσε ένας Καναδός γιατρός και η μόνη γλώσσα στην οποία μπόρεσαν να συνεννοηθούν ήταν τα γερμανικά1. Αυτή είναι σε συντομία η ιστορία του μακεδονικού μετώπου. Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης, που επιστρατεύτηκε στις αρχές του 1916, συμμετείχε στις πολύνεκρες μάχες του Καϊμακτσαλάν τον Σεπτέμβριο του 1916, οπότε και αυτομόλησε στους Σέρβους και, σύμφωνα με τις πηγές που έχουμε, κλείστηκε καταρχάς στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης και έπειτα στη Βεύη (Μπάνιτσα)2, απ’ όπου απέδρασε στα τέλη του 1917 ή στις αρχές του 1918. Τα διηγήματα που ακολουθούν περιγράφουν, τα περισσότερα, τις μάχες αυτές. Η μάχη στο Καϊμακτσαλάν ήταν από τις πιο πολύνεκρες του Μακεδονικού Μετώπου. Το Καϊμακτσαλάν (τουρκική λέξη που σημαίνει περίπου λιωμένο βούτυρο), ή Βόρας στα ελληνικά, είχε στρατηγική σημασία γιατί το εκεί οχυρωμένο βουλγάρικο πυροβολικό έλεγχε το Μοναστήρι και την πεδιάδα των Μογλενών έως τη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει εύκολα τις θέσεις αυτές τον Οκτώβριο του 1915 και τις είχαν οχυρώσει με χαρακώματα και βάσεις πυροβολικού, οπότε η αμυντική τους θέση ήταν ισχυρότατη. Να σημειωθεί ότι ήταν οι μάχες του πολέμου που έγιναν στο μεγαλύτερο υψόμετρο: οι βουλγαρικές δυνάμεις 1
Luigi Villari, The Macedonian Campaign, σελ. 103.
Στο διήγημα «Προδότης» ο Σέρβος αξιωματικός δίνει διαταγή να μεταχθεί ο Λασκαρίδης «στο Όστροβο», ενώ το διήγημα «Αιχμάλωτος» εκτυλίσσεται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Όστροβο (Άρνισσα). Δεν ξέρω αν ο Λασκαρίδης πράγματι κρατήθηκε και εκεί, ούτε μπόρεσα από τις πηγές να επιβεβαιώσω την ύπαρξη στρατοπέδου στο Όστροβο. 2
40
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ήταν οχυρωμένες στις δίδυμες κορυφές Προφήτης Ηλίας και Στάμκοβ Γκρομπ σε υψόμετρο 2.524 και 2.229 μ. Επειδή το έδαφος ήταν γυμνό και τα βουλγαρικά πυροβόλα είχαν τέλεια στόχευση, η προέλαση των Σέρβων έγινε με βαριές απώλειες. Η σερβική μεραρχία Ντρίνα κατέλαβε τον Προφήτη Ηλία (πάνω στη σημερινή μεθόριο με την ΠΓΔΜ) στις 19 Σεπτεμβρίου, αλλά στις 26 Σεπτεμβρίου οι Βούλγαροι αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν την κορυφή. Από τις 26 έως τις 30 Σεπτεμβρίου η κορυφή άλλαξε χέρια πολλές φορές και τελικά οι Βούλγαροι υποχώρησαν λίγα χιλιόμετρα βορειότερα όπου οργάνωσαν νέες γραμμές άμυνας. Από μια άποψη, ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι Σέρβοι (5000 νεκροί) ήταν μάταιος, αφού δεν διασπάστηκαν οριστικά οι βουλγαρικές θέσεις, ωστόσο η επίθεση στο Καϊμακτσαλάν διευκόλυνε τις μάχες που έδωσαν οι Γάλλοι στον ποταμό Τσέρνα και τελικά την κατάληψη του Μοναστηρίου τον Νοέμβριο και την απελευθέρωση ενός μικρού κομματιού της Σερβίας. Σε σχέση με τα πολεμικά διηγήματα του Λασκαρίδη, που θα διαβάσετε στις επόμενες σελίδες, γεννιέται το ερώτημα αν αποτελούν αμιγώς αυτοβιογραφικό υλικό –ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω. Για παράδειγμα, είναι αδύνατον να διασταυρωθεί αν ο Λασκαρίδης πράγματι πρόδωσε στους Σέρβους τις θέσεις των Βουλγάρων, όπως κάνει ο ήρωάς του. Οπωσδήποτε, είναι βέβαιο ότι ο Λασκαρίδης επιστρατεύτηκε με τη βία στον βουλγαρικό στρατό. Να θυμίσουμε ότι αυτό έγινε ενώ ήταν φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς η Τουρκία ήταν σύμμαχος με τη Βουλγαρία, οι αρχές ήταν εύλογο να στείλουν όλους τους Βούλγαρους στρατεύσιμους πίσω για να καταταχτούν. Θα τολμήσω να διατυπώσω και μια εικασία, ότι η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας του Λασκαρίδη, στην Κωνσταντινούπολη, όταν ρίχτηκε από ένα παράθυρο τρίτου ορόφου αλλά μπλέχτηκε σε κάτι σκοινιά κι έτσι δεν σκοτώθηκε, δεν αποκλείεται να έγινε σε μια προσπάθεια να αποφύγει την επιστράτευση. Ως προς το πότε απέδρασε ο Λασκαρίδης από το
Το φονικό μοιραίο βόλι
41
στρατόπεδο της Μπάνιτσας, θα στηριχτούμε στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 13.7.1920, πιθανότατα από τον ίδιο. Εκεί δηλώνεται ότι ο Λασκαρίδης: απεστάλη εις το μέτωπον, όπου, κατά την μάχην του ΚαϊμάκΤσαλάν ελιποτάκτησε προς τους Σέρβους, οι οποίοι, αφού τον εκράτησαν εις το περιχαρακωμένον στρατόπεδον της Θεσσαλονίκης μαζί με εκατοντάδας άλλων Ελλήνων λιποτακτών του Βουλγαρικού στρατού, τους απέστειλαν κατόπιν, Βενιζέλου διοικούντος την Ελλάδα, σύμμαχον της Σερβίας, να σπάνουν πέτρες εις την Μπάνιτσα, οπόθεν δραπετεύσας, τη βοηθεία των εκεί Ελλήνων, και νομαρχεύοντος Φλωρίνης του κ. Καλεύρα, ήλθεν εις Αθήνας και εργάζεται έκτοτε εις τον «Ριζοσπάστην». Ο Αχιλλέας Καλεύρας ήταν νομάρχης Φλώρινας επί ενιαίου ελληνικού κράτους, έως τον Νοέμβριο του 1915. Τον Οκτώβριο του 1916 προσχώρησε στο κίνημα της εθνικής άμυνας και ανέλαβε και πάλι νομάρχης Φλώρινας, στο κράτος της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, έγινε νομάρχης Λάρισας. Τον Οκτώβριο του 1917, επί ενιαίου πια ελληνικού κράτους, διατάχθηκε να μεταβεί από τη Λάρισα στη Φλώρινα και να διευθύνει προσωρινά την εκεί νομαρχία μέχρι να αναλάβει ο νέος νομάρχης κ. Σταματίου (Μακεδονία 14.10.17). Στις 30.11.1917 ο Καλεύρας παραδίδει στον Σταματίου και επιστρέφει στη Λάρισα (εφημ. Μακεδονία). Άρα, αν θεωρήσουμε ότι με το ρήμα «νομαρχεύω» ο Λασκαρίδης ακριβολογεί, πρέπει να εννοεί την τελευταία αυτή περίοδο (που ταιριάζει και με το «Βενιζέλου διοικούντος την Ελλάδα) κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο Λασκαρίδης απέδρασε από τη Μπάνιτσα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1917.
Πόλεμος
Ο
Τσέρνα Ρέκα1 θολός, απαίσιος, κυλά εμπρός απ’ το Σκότσεβιρ2, παρασύροντας στο γοργό του κύλισμα επιδέσμους ματωμένους, πηλήκια, μανδύες, τουφέκια, σημαίες, κορμιά σκοτωμένων στρατιωτών... Οι σκηνές του νοσοκομείου της τρίτης βαλκανικής μεραρχίας τυλιγμένες επάνω στα κάρα είναι έτοιμες για την οπισθοχώρηση. Εδώ κι εκεί μονάχα είναι αφημένα στη βία επάνω της φευγάλας μπουκάλια φαρμάκων, δέματα βαμβάκι, μανδύες και αρβύλες. Η γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού είναι έτοιμη για να τιναχθεί στον αέρα. Οι Γερμανοί στρατιώται του μηχανικού κανονίζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες κι ύστερα αποσύρονται, αφήνοντας ένα στρατιώτη για να βάλει τη φωτιά... Οι κάτοικοι του χωριού –Βουλγαροσέρβοι Ο Τσέρνα Ρέκα (κατά λέξη σημαίνει «μαύρο ποτάμι» και με το ίδιο όνομα υπάρχουν πολλοί άλλοι ποταμοί) ή απλώς Τσέρνα (Černa) είναι παραπόταμος του Αξιού στο έδαφος της ΠΓΔΜ, κοντά στα ελληνικά σύνορα. Στα ελληνικά Μαυροπόταμος (ο αρχαίος Εριγών). 2 Συνήθως μεταγράφεται Σκότσιβιρ (Skočivir). Σήμερα έχει λιγότερους από 1.000 κατοίκους και βρίσκεται στην ΠΓΔΜ, περίπου 5 χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα. 1
[ 43 ]
44
Θεόδωρος Λασκαρίδης
κατά το πλείστον– επωφελούμενοι του πανικού των βουλγαρικών στρατευμάτων, εισορμούν στις αποθήκες της επιμελητείας και αρπάζουν ό,τι μπορούν. Βαρέλια σπασμένα, αφήνουν το ρακί να σχηματίζει λίμνες στους δρόμους του χωριού κοντά σ’ άλλες λίμνες που κάμνουν οι σαλαμούρες του τυριού και το ξύδι... Τα χωριατόπουλα κρατούν πιπεριές, λάχανα και κομμάτια τυριού που άρπαξαν απ’ τις αποθήκες. Κι ενώ τα κάρα με τις τελευταίες αποσκευές της τρίτης Μεραρχίας φεύγουν γοργά στον κάμπο προς τον Περλεπέ1, βομβαρδιζόμενα διαρκώς από γαλλικά και σερβικά αεροπλάνα, που τα κυνηγούν, οι χωρικοί μαλώνουν στο μοίρασμα των όσων βρήκαν και μαχαιρώνονται για μια κατσίκα που ξεχάστηκε μέσα σε κάποιο υπόγειο... Δυο βαριά τραυματισμένοι Βούλγαροι στρατιώται που αφέθηκαν εκεί έρημοι –γιατί ο γιατρός αρνήθηκε να τους παραλάβει στον Περλεπέ, λέγοντας ότι έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουν– κοίταζαν με αγωνία προς την κορυφή του Καϊμάκ Τσαλάν, όπου υψούντο τεράστιες φλόγες απ’ τις ομοβροντίες του γαλλοσερβικού πυροβολικού, που εξηφάνισαν τελείως σε δέκα μέρες δυο ολόκληρες μεραρχίες, τις καλύτερες του βουλγαρικού στρατού. Η διμοιρία μου είχε λάβει διαταγή να ενωθεί παρά το ερημωμένο απ’ την πρώτη οπισθοχώρηση των Σέρβων χωριό Πετελίνο2 στο δρόμο που πάει στην κορυφή του Καϊμάκ Τσαλάν, με τα απομεινάρια του 11ου συντάγματος. Σήμερα Πρίλεπ (Prilep), πόλη με περίπου 50.000 κατοίκους, 40 χιλιόμετρα βόρεια από το Μοναστήρι (Μπίτολα). 2 Συνήθως μεταγράφεται Πεταλίνο (Petalino). 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
45
Με τον νεαρόν ανθυπολοχαγό Τοπάλοφ επί κεφαλής, περνάμε τελευταίοι τη γέφυρα, που σε λίγα λεπτά αργότερα μεταβάλλεται εις ερείπια, ενώ ο Γερμανός στρατιώτης ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα του και φεύγει... Ακολουθούμε τον έρημο και ματωμένο δρόμο προς το Πετελίνο σκυφτοί και τρομαγμένοι. Όλους μάς πιέζει το συναίσθημα του αγνώστου και του θανάτου. Όσο ανεβαίνουμε το ύψωμα, τόσο και τα κανόνια βροντούν σιμότερα, τόσο και τα σραπνέλ3 ηχούν αγριότερα... Νυχτώνει και μεις όλο προχωρούμε προς το θάνατο... την βέβαια καταστροφή. Κάπου στεκόμεθα για να ξεκουραστούμε, αλλά μόλις μισοκλείνουμε τα μάτια, έτσι κουρασμένοι που είμεθα, τιναζόμεθα ορθοί από κάτι άγριες κραυγές: –Στο τηλέφωνο! 3ος λόχος δεξιά! Στο τηλέφωνο! Ο Τοπάλοφ πατά το ηλεκτρικό του φανάρι και φωτίζεται στη μέση του δρόμου ο αντισυνταγματάρχης Κρίστεφ, δεμένος πρόχειρα στο κεφάλι, με τα παράσημά του στο στήθος, χωρίς πηλήκιο, τρελός, φωνάζοντας: –Τα παράσημά μου! –Δώστε μου το τηλέφωνο! –Τρίτος λόχος δεξιά! Οι νοσοκόμοι με πολύ κόπον τον κρατούν. Κι η πένθιμη συνοδεία περνά απ’ εμπρός μας, ενώ ο αξιωματικός μας χαιρετά στρατιωτικώς και μείς παρουσιάζουμε όπλα... Συνήθως «σράπνελ» στα ελληνικά. Βολιδοφόρο βλήμα που έκανε θραύση στον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο αλλά λίγο αργότερα ξεπεράστηκε. 3
46
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Οι φωνές του τρελού αντισυνταγματάρχη ακούονται, ενώ ημείς ξανακινάμε προς τον δρόμον του ολέθρου, μέσα στην άγρια νύχτα, που φωτίζεται μόνο από τα σραπνέλ και τις οβίδες που σπάζουν σκορπίζοντας τον θάνατο. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Πέμπτη 19.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Φίλος
την πλαγιά ενός λόφου βορειοδυτικώς του Σ Καϊμάκ Τσαλάν οι άνδρες του τάγματός μου –όσοι εσώθησαν από ένα φρικτό εικοσαήμερο μακελειό– σε κάτι πρόχειρα σκαμμένα χαρακώματα, προσπαθούν να κρυφθούν για να γλιτώσουν απ’ τα σερβικά μυδραλιοβόλα, που ακατάπαυστα θερίζουν τον τόπο. Ο λόφος είναι πυκνά φυτεμένος από τσάμια1, τόσο πυκνά, που σχεδόν δεν βλέπεις τον ουρανό. Ο εκτελών χρέη ταγματάρχου λοχαγός Γκογκίσκι, Ρουμάνος την καταγωγή, σε μια βαθύτερη τρύπα μέσα, προσπαθεί να ζεστάνει τα χέρια του επάνω από λίγα κάρβουνα που άναψαν οι στρατιώτες και που σβήνουν απ’ το χιονόνερο που πέφτει... Είμαι στριμωγμένος πίσω από μια μεγάλη πέτρα, κλείοντας με τις παλάμες τ’ αυτιά μου για να μη σπάσουν απ’ τη βοή των οβίδων που πέφτουν μέσα σ’ ένα δασάκι, που οι Σέρβοι βάλλουν συνεχώς, νομίζοντας που κρυβόμαστε εκεί. Τα δόντια τρίζουν απ’ το κρύο, τα ρούχα μου είναι μουσκεμένα απ’ το χιονόνερο, οι αρβύλες μου δεν σηκώνονται απ’ την πηχτή λάσπη, το όπλο μου δεν ξέρω κι εγώ πού είναι ριχμένο... 1
Πεύκα (τουρκικό δάνειο). [ 47 ]
48
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Η πείνα με λιώνει... Τρεις μέρες έχω να βάλω μπουκιά στο στόμα μου... Θυμάμαι το σπίτι μου, την ήρεμη οικογενειακή ζωή, τις σπουδές μου, τους κόπους μου, που είναι προορισμένα όλα να χαθούν σε μια άγρια κορυφή ενός μακεδονικού βουνού, γιατί έτσι διέταξε κάποιος κύριος συνταγματάρχης που εκπροσωπεί την «πατρίδα» και τον «νόμο»... Οι χειροβομβίδες ηχούν άγρια γύρω μου. Αισθάνομαι τρέλα να με καταλαμβάνει από τη φρίκη... Θέλω να γίνω ένα με το βράχο και στριμώχνουμαι πλιότερο στη ρίζα του... –Ε, στρατιώτη! κάποιος με φωνάζει. Γυρίζω και βλέπω τον ανθυπολοχαγό της διμοιρίας μου, τον μόνο απ’ όλους τους αποφοίτους της στρατιωτικής σχολής που εσώθηκε... –Κρύβεσαι; μ’ ερωτά. Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά ο απαίσιος ήχος μιας οβίδος που σκάει λίγο παρακάτω με καρφώνει στον τόπο μου. –Έλα πάνω στον ταγματάρχη! λέγει, και χάνεται μέσα στα δένδρα. Συρόμενος σαν φίδι ανεβαίνω το ύψωμα. Φθάνω στην κρύπτη που μένει ο ταγματάρχης. Σηκώνομαι ορθός για να χαιρετίσω και να λάβω οδηγίες, αλλά κάποιο άθλιο βόλι μού αρπάζει το πηλήκιο. Πέφτω χάμω και δέχομαι δεύτερο βόλι· την διαταγή του λοχαγού Γκογκίσκι. «Η τηλεφωνική σύνδεσή μας με τα οπισθοχωρούντα στρατεύματα κατεστράφη τελείως από το εχθρικό πυροβολικό, και όμως εμείς πρέπει να ευρισκόμεθα εις διαρκή επαφήν με αυτά. Σε κρίνω τον
Το φονικό μοιραίο βόλι
49
καταλληλότερο για σύνδεσμο. Πήγαινε αμέσως και κατόρθωσε με κάθε θυσία ν’ αναγγείλεις εις τον ταγματάρχη του 3ου τάγματος που υποχωρεί προς τα δεξιά μας, ότι οι Σέρβοι θα μας επιτεθούν, ως φαίνεται, κατά τα μεσάνυχτα και ότι είναι αδύνατο να αντισταθούμε· θα υποχωρήσουμε». Εις όλο αυτό το διάστημα εκοίταζα την καμένη κόκκινη φόδρα του μανδύα του... Καταλαβαίνω ότι πρέπει να φύγω και χαιρετώ. .............................................................................. Σέρνουμαι μέσα σε αγριόκλαδα.... Ξεσχίζουμαι απ’ τις μυτερές πέτρες κι απ’ τα συρματοπλέγματα και προχωρώ προς τα δεξιά, κινδυνεύοντας να πέσω στις σερβικές γραμμές... Οι στιγμές μού φαίνονται ώρες ατέλειωτες. Και σέρνουμαι, χωρίς να ξέρω πού, ενώ οι οβίδες σπέρνουν παντού φωτιά... Κάτι τσακάλια ουρλιάζουν στο μοίρασμα ενός σκοτωμένου στρατιώτη, φρικιαστικά... Το χιονόνερο διαδέχεται ένα χιόνι πυκνό-πυκνό, ενώ η παγωνιά χειροτερεύει... Ξάφνου σκοντάφτω σε κάποιο κορμί. Σκύβω και αναγνωρίζω κάποιο στρατιώτη και φίλο μου, που μόλις προ ολίγων μηνών είχε τελειώσει τις σπουδές του στο Βερολίνο, βαριά πληγωμένο. Με τα παγωμένα δάχτυλά μου ξεκουμπώνω το μανδύα του κι ακούω την καρδιά του... Χτυπά. Ξεχνώ μπρος στον ετοιμοθάνατο φίλο μου τη διαταγή του ταγματάρχη... Τα ξεχνώ όλα κι όλους... Μ’ όσες δυνάμεις μού μένουν, παίρνω στην αγκαλιά μου το ετοιμοθάνατο κορμί του φίλου μου
50
Θεόδωρος Λασκαρίδης
και προσπαθώ ν’ ακολουθήσω το δρόμο που πήραν τ’ άλλα στρατεύματα που υποχώρησαν. Αψηφώ τα πάντα... Ο εχθρικός προβολεύς φωτίζει τον άσπρο από το χιόνι δρόμο, ενώ τα σερβικά κανόνια ξερνούν χιλιάδες οβίδες στην κορυφή του λόφου, που είχεν αρχίσει η επίθεσις... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 21.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Λιποτάκτης
Ο
στρατός υποχωρεί σ’ όλο το μέτωπο. Οι τηλεφωνικές γραμμές κατεστράφησαν. Τα νοσοκομεία, τα άλογα, οι αποθήκες μεταφέρονται όλα με μια αφάνταστη παραζάλη προς τα οπίσω, προς το Ντόμπρο Πόλιε1. Έφυγε η σημαία του 11ου συντάγματος –που ανήκω– έφυγε κι εκείνη τυλιγμένη μέσα σε μια μουσαμαδένια θήκη. Την συνοδεύουν πέντε στρατιώτες μ’ έναν ανθυπασπιστή, που πετούν απ’ τη χαρά τους, γιατί με το να ορισθούν φρουρά ενός παλιοκούρελου, γλιτώνουν από βέβαιο θάνατο. Τα πρόχειρα δυο μικρά νοσοκομεία του συντάγματος, που έφυγαν, δεν επήραν μαζί τους και τους βαριά πληγωμένους. Ένας έχει συρθεί σχεδόν πάνω απ’ το χαράκωμα που βρίσκουμαι και μου ζητάει νερό. Είναι κάποιος γνωστός μου χωρικός. Κομμάτια οβίδες τού έχουν μισοβγάλει τα έντερα, που τα κρατεί με τα δυο του χέρια... Είναι το μόνο στήριγμα, ο δυστυχής, μιας οικογένειας με έξι παιδιά. Θέλει νερό. Κλαίει και μ’ ερωτά με μια φωνή που δεν έχει πια τίποτε το ανθρώπινο. «Πότε θα ξαναγυρίσουν οι Στο υψίπεδο Ντόμπρο Πόλιε του Καϊμακτσαλάν (κατά λέξη θα πει «καλή πεδιάδα»), πάνω στη μεθόριο που σήμερα χωρίζει την Ελλάδα και την πΓΔΜ, έγιναν πολύνεκρες μάχες κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα στον ελληνικό εμφύλιο. 1
[ 51 ]
52
Θεόδωρος Λασκαρίδης
νοσοκόμοι να με πάρουν;» Τον είχαν ξεγελάσει, εγκαταλείποντάς τον, πως θα ξαναγυρίσουν να τον πάρουν. Κι όσο η ώρα περνά κι όσο πλακώνει το μούχρωμα, τόσο η αγωνία του ετοιμοθάνατου μεγάλωνε, και τον ακούω να κλαίει, να βογγά, να μουγγρίζει, σαν ζώο που το σφάζουν. Ο μόνος γιατρός που έμεινε ακόμη στην πρώτη γραμμή, ακούει τα βογγητά και σκυφτά έρχεται σιμά μου για να τον ιδεί. Κουνάει απελπιστικά το κεφάλι, βγάζει το ρεβόλβερ του και, χωρίς ο χωρικός να το νιώσει, το βάζει στα μηνίγγια του και τραβάει τη σκανδάλη. Παγωμένος απ’ τη φρίκη, παρακολουθώ τη σκηνή. Ο γιατρός αποτελείωσε το έργο της εχθρικής οβίδος... Κάποιοι άλλοι τραυματισμένοι βογγούν άγρια λίγο παρακάτω. Ο γιατρός βγάζει το κεφάλι του απ’ τα χαρακώματα για να ιδεί αν μπορεί να τους σκοτώσει κι αυτούς, αλλά μια σερβική σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι και πέφτει μέσα στο χαράκωμα, επάνω μου, χωρίς να βγάλει μιλιά. Το τελευταίο κανόνι που μας υπερασπίζει, ένα μικρό ορεινό, σπάει από μια οβίδα που το κάνει κομμάτια. Είμαστε πια ανυπεράσπιστοι, χωρίς χειροβομβίδες, χωρίς κανόνια, χωρίς τουφέκια. Ο ανθυπασπιστής μάς δίνει κουράγιο, ενώ κι ο ίδιος τρέμει. «Θάρρος, παιδιά, αυτή τη νύχτα μονάχα κι αύριο φθάνει ο Μάκενζεν1 με δέκα μεραρχίες». Έτσι μας λέει. Οι δυστυχείς χωρικοί πιστεύουν στα λόγια του και σιγά σιγά ξεπαστρεύονται ένας-ένας απ’ τα σερβικά μυδραλιοβόλα, τις γρενάδες2 και τις οβίδες... 1
Εννοεί τον Γερμανό στρατάρχη φον Μάκενζεν (August von
Mackensen). 2
Χειροβομβίδες.
Το φονικό μοιραίο βόλι
53
Είμαι χωμένος μέσα στη λάκκα, μη δυνάμενος πια ούτε να σκεφθώ. Ο φόβος μ’ έχει παγώσει. Η σκέψις μου έχει σταματήσει... Περιμένω από στιγμή σε στιγμή το μοιραίο βόλι, που μόνο αυτό θα μπορούσε να με ξεκουράσει... Θέλω μόνο να μην πονέσω... Να πεθάνω χωρίς να καταλάβω... Ο σερβικός προβολεύς σε λίγο φωτίζει το βουνό· φωτίζουν για να ιδούν πού είμαι και να με σκοτώσουν, φαντάζομαι... και κλείνω τα μάτια μου, προσμένοντας να σφυρίξει πλάι μου η οβίδα... Μάταια όμως... Έξαφνα παύει κάθε βοή. «Θα ετοιμάζονται –σκέφτομαι– για επίθεση με τις λόγχες». Ανατριχιάζω νιώθοντας μια λόγχη να με σουβλίζει... Αλλά και πάλι τίποτε... Νέκρα βασιλεύει στ’ αντικρινά μας χαρακώματα. Παίρνω θάρρος κι όλο το μίσος που νιώθω εναντίον της περίφημης αυτής «πατρίδας» και του «νόμου», που μ’ έφερε αντίκρυ στους Σέρβους και τους Γάλλους για να σφάξω και να με σφάξουν, του νόμου που μ’ έκανε κτήνος, ξεσπά σε μια βρισιά που βγαίνει ασυναίσθητα απ’ το στόμα μου... Ο ανθυπασπιστής μ’ ακούει να βρίζω την «πατρίδα» και μου κάνει παρατήρηση. Μη βρίσκοντας απ’ τη λύσσα λέξη να του απαντήσω, τον μουντζώνω με τα δυο μου χέρια, ενώ απ’ το στόμα μου βγαίνουν αφροί... Είμαι τρελός πια... Δεν αισθάνομαι τι κάνω. Τσαλαπατώ το πηλήκιό μου... βρίζω τον Τσάρο3... Οι άλλοι στρατιώτες φωνάζουν κι αυτοί... Ο ανθυπασπιστής ορμά επάνω μου φωνάζοντας: «Επαναστάτησε... τρελάθηκε... δέστε τον...» 3
Εννοεί τον Τσάρο της Βουλγαρίας Φερδινάνδο τον 1ο.
54
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Οι στρατιώτες τον ακολουθούν σαν κτήνη. Βλέπω πως χάνουμαι, βλέπω πως θα με σκοτώσουν, κι ασυναίσθητα πηδώ έξω απ’ το χαράκωμα ολόρθος, αντίκρυ στα σερβικά χαρακώματα, που είναι δέκα βήματα κοντά. Δυο-τρεις σφαίρες σφυρίζουν γύρω μου, που τις ρίχνουν οι Βούλγαροι... Ο σερβικός προβολεύς φωτίζει εκείνη τη στιγμή όλο το βουνό. Οι παλικαράδες που ήθελαν να με δολοφονήσουν μέσα στο χαράκωμα κρύβονται τώρα. Οι Σέρβοι ορθοί αντίκρυ με καλούν. Στέκομαι ανάμεσα στις δυο εχθρικές γραμμές, με ξεσχισμένα τα ρούχα, χωρίς πηλήκιο, χωρίς όπλο, μ’ αφρούς στο στόμα και κραυγάζω: «Κάτω οι πόλεμοι. Κάτω οι πατρίδες!» Ύστερ’ από λίγη ώρα, σ’ ένα σερβικό νοσοκομείο, ένας γλυκομίλητος γιατρός μού βάζει κομπρέσες στο κεφάλι. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τρίτη 24.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Ήρως !!
εύγουμε αύριο στο μέτωπο. Ο συνταγματάρ-
Φχης χθες μας μίλησε για το «ιερόν καθήκον»
που έχουμε να υπερασπισθούμε την πατρίδα μας και να φανούμε αντάξιοι των «μεγάλων» προγόνων μας! Ο συνταγματάρχης μάς είπεν ότι η ιστορία θα γράψει με χρυσά γράμματα τ’ όνομά μας. Το έθνος θα μας ευγνωμονεί. Θα γίνουμε ήρωες! Μας μίλησε δυο ώρες ο κύριος συνταγματάρχης με τη χονδρή κοιλιά, την πρησμένη από το αλκοόλ μύτη και τα χαύνα από τις καταχρήσεις μάτια, φέρνοντας το χέρι του μια στο σπαθί του και μια στο παράσημό του, κοκκινίζοντας και φουσκώνοντας σαν ινδιάνος1… Οι απλοϊκοί χωρικοί, που αποτελούσαν το πλείστον της δυνάμεως που θα ’φευγε το πρωί εζητωκραύγασαν – γιατί έτσι τους διέταξε ο λοχίας – τον λόγο του συνταγματάρχη, ο οποίος έφυγε χτυπώντας επιδεικτικά τα σπιρούνια του. Πού θα πηγαίναμε; Κανείς δεν ήξευρε. Ο έφεδρος υπολοχαγός Ατανάσοφ, πρώην υπάλληλος του θείου μου, τον οποίον ερωτώ, μου απαντά με ύφος εκατό στρατηγών. «Όπου μας καλεί η δόξα!…» Οι πολεμικές ασυνάρτητες κραυγές των στρα1
Διάνος. [ 55 ]
56
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τιωτών, τους οποίους φανατίζουν επιδέξια οι λοχίαι και οι δεκανείς, μου προκαλούν αηδία. Ζητώ να μου επιτρέψουν να κοιμηθώ για τελευταία φορά στο σπίτι μου και φεύγω απ’ τον στρατώνα ξεχνώντας να φορέσω το ξίφος μου… Στον δρόμο με συναντά κάποια περίπολος. Μου κάνει παρατηρήσεις ο αξιωματικός και μου παίρνει τ’ όνομα για να μ’ αναφέρει στο σύνταγμα. Του λέγω βιαστικά ότι το πρωί φεύγω για το μέτωπο, και το πρόσωπό του παίρνει μια άλλη έκφραση. «Είσαι ήρως!» μου λέγει και μ’ αφήνει. Απορώ από πότε και γιατί κατόρθωσα να γίνω και τρέχοντας φθάνω σπίτι μου... ............................................................................. Όλοι θρηνούν. Η μάνα μου θέλει να μου βάλει φυλαχτό και τάζει λαμπάδες σ’ όλους τους αγίους που έχει και δεν έχει γραμμένους το ημερολόγιο, τ’ αδέρφια μου με φιλούν και όλοι με ρωτούν πού πάω. Δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Για το δρόμο μου ’χουν ετοιμάσει μια βαλίτσα ταξιδιώτικη γεμάτη από γλυκά και μερικούς αγαπημένους μου τόμους ποιημάτων, σαν να επρόκειτο να πάγω σε ταξίδι αναψυχής. Ως τα χαράγματα δεν μ’ αφήνουν να κλείσω μάτι. Βλέπω την ώρα και σηκώνουμαι γελώντας ειρωνικά. Με συνοδεύει ως το γύρισμα του δρόμου πλήθος γνωστών και αγνώστων, φίλων κι εχθρών. Τα χέρια μου έχουν σπάσει απ’ τις χειραψίες και το στόμα μου έχει στεγνώσει απ’ τα φιλήματα. Τέλος, είμαι ελεύθερος και τρέχω στον στρατώνα…
Το φονικό μοιραίο βόλι
57
Με βάζουν στη γραμμή και σε λίγο ξεκινάμε για το σταθμό… Την ώρα που μπαίναμε σε κάτι φορτηγά βαγόνια, που έγραφαν απέξω «Για 15 ίππους», μια άλλη αμαξοστοιχία έφθανε μεταφέρουσα τραυματίας… Κι ενώ το τρένο το δικό μας ξεκινούσε με τους άμοιρους συστρατιώτας μου που εζητωκραύγαζαν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, οι τραυματίαι μάς έβλεπαν κινώντας λυπημένα το κεφάλι, ενώ τα μάτια τους τρέχαν δάκρυα… Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Παρασκευή 27.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Μαρτύρια
Η
Ανθή έσκυψε στο κατώφλι, πήρε το σάλι της – που αφήκε πριν από λίγο–, γύρισε ξανά στο κατώγι, που ξεχώριζαν κάτι σκιές, κοίταξε στερνά με κάποιο σπαραγμό και σφάλιξε την πόρτα πίσω της. Έστρεψε το καντούνι, και τράβηξε προς το δημόσιο δρόμο, που απλώνετο όσο έφτανε το μάτι της, μέσα στην κάψα του ήλιου, μακρύς, ατέλειωτος. Κάτι δέντρα που εστέκοντο απ’ τις δυο μεριές της στράτας, ίδιοι φύλακες μιας ευτυχίας φευγάτης, στα μάτια της παίρναν τη μορφή ανθρώπων, που σαλεύαν σ’ ένα πυρρίχιο μανιακό χορό... «Το παιδί μου» ψιθύρισε. Τα μαύρα δέντρα ορχιούντο1 γύρω της σ’ ένα σύμπλεγμα τρελό. Άλλες μορφές ζωντάνευαν στα μάτια της, στο κύλισμα του χρόνου. Ένα πλήθος ανθρώπων με τα ίδια ρούχα κι ο άντρας της μαζί, που έφευγαν για τον πόλεμο... Μια απέραντη φρίκη σέρνοντας γύρω της ένα σκέλεθρο η πείνα, κι ύστερα το ξενοδούλι σε πλούσια σπίτια για το ψωμί, με το παιδί της αφημένο κάπου σε μια που βύζαινε μωρά ξένα παιδιά, παίρνοντας κάτι το μήνα. «Το παιδί μου» βόγγηξε. Τα δέντρα τρελά σύννεφα καβαλάρηδων την έζω1
Παρατατικός του ορχιούμαι, άλλος τύπος του ορχούμαι (χορεύω). [ 59 ]
60
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ναν, ενώ η δύστυχη μάνα άρχιζε να ζαλίζεται απ’ την κάψα του ήλιου στη μέση του δρόμου που απλώνετο ατέλειωτος λευκός απ’ τη σκόνη. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο προσπαθώντας να σκεφθεί, βόγγηξε μια δυνατά, κι αποσωριάστηκε χάμου. …………………………………………………… Σαν μισάνοιξε τα μάτια της, βρισκότανε σε μια απέραντη άσπρη σάλα γεμάτη κρεβάτια αρρώστων. «Νερό» ψέλλισε. Οι φωνές κάποιας φιλονικίας στην πόρτα της σάλας έπνιξαν τα λόγια της. Αισθάνθηκε μια δυνατότερη ζάλη. Μια καλόγρια την πλησίασε ύστερ’ από πολύ. Έσκυψε και την είδε, κούνησε το κεφάλι και τράβηξε στ’ άλλο κρεβάτι, αφού κάτι σημείωσε σ’ έναν πίνακα που βρισκότανε πάνω στον τοίχο. Τη νύχτα που ’ταν σκοτεινή και άγρια, δυο άντρες πήγαν στο κρεβάτι που ήταν η Ανθή και την πήραν σε κάποιο ξυλένιο φορείο... Μια ψυχή πλιότερο πέταξε σε κάποια ανάπαυση που ονειρεύετο στην πονόδαρτη ζωή της. …………………………………………………… Μια άλλη σκοτεινή κι άγρια νύχτα ολίγο αργότερα, που ένας τρελός αέρας συθέμελα κινούσε τη γη, απ’ το κατώγι που πριν από λίγες μέρες βγήκε η Ανθή, μια γριά στρίγγλα κρατώντας κάποιο δέμα ξεπρόβαλε.
Το φονικό μοιραίο βόλι
61
Προχώρησε στον μεγάλο δρόμο και μπροστά σε μια πέτρα αφήκε το παιδί που της εμπιστεύθηκε η Ανθή, που ξενοδούλευε για να το ζήσει, γιατί ο άνδρας της ήτανε στον πόλεμο... Η νύχτα με το σκοτάδι της έκρυψε τη στρίγγλα που έφευγε τρομαγμένη, ενώ απ’ το δέμα ακουγότανε το αδύναμο κλάψιμο του παιδιού που κυλιότανε στο χώμα. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τετάρτη 2.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Κανόνια
Τ
ο χιόνι πέφτει πυκνό τρεις μέρες, ακατάπαυστα. Οι δρόμοι έχουν κλείσει. Κι όμως, η αυστριακή πυροβολαρχία πρέπει να φτάσει στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν, που κιντυνεύει από στιγμή σε στιγμή να πέσει στα χέρια των Σέρβων. Κάτι τραυματίες που περνούν μάς λένε πως μόλις βαστιέται ακόμα ο μεγάλος βράχος, το «Μπορίσοβ Μπρεγκ». Όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί έχουνε σκοτωθεί. Ο συνταγματάρχης του 11ου συντάγματος, Σίσκοφ, μαζί με τον υπασπιστή του -κάποιο ταγματάρχη- και τους τρεις γραφιάδες του, σκοτώθηκε μέσα στο αμπρί του από μια γρενάδα. Οι άντρες, όσοι μείνανε, άλλοι παραδόθηκαν στους Σέρβους, άλλοι το ’σκασαν για την παλιά Βουλγαρία, και οι πιο κουτοί -κι αυτοί ήντουσαν όλοι οι δύστυχοι χωριάτες- μείνανε και σφαζόντουσαν, για να μην πέσει η «ιερή» σημαία του συντάγματος στα «βέβηλα» εχθρικά χέρια... Ο διοικητής της πυροβολαρχίας, ένας Πολωνός λοχαγός, με φωνάζει και του δίνω τα νέα που μαθαίνω από τους τραυματίες. Μου απαντάει πως δε θα περιμένει εκεί και πως είναι ανάγκη να φύγουμε έστω κι αν χαλάει ο κόσμος από το χιόνι. Κάνει μερικούς γύρους νευρικά μέσα στη σκηνή του, κοιτάζει σ’ έναν καθρέφτη που έχει στημένο πάνου στο τραπέζι του [ 63 ]
64
Θεόδωρος Λασκαρίδης
-σα να ήτανε μπουντουάρ κυρίας- και δίνει διαταγές να ξεκινήσουμε. Με κρατά κοντά του, αφού άλλωστε είμαι κι ο διερμηνέας, και από τώρα αρχίζουν οι υπηρεσίες μου. Καβαλικεύουμε κάτι νέ’ άλογα και τραβάμε μπρος. Η πυροβολαρχία ακολουθάει κατόπι μας. Μέσα στα χιονισμένα βουνά, που οι κορφές τους δε φαίνουνται από την ομίχλη και το χιόνι, η παρέλαση των καβαλάρηδων αξιωματικών και υπαξιωματικών με τα πηλήκιά τους που φέρουνε μετάλλινες εικόνες του Φραγκίσκου Ιωσήφ, του Πάπα και των αγίων, και με τα κόκκινα, κίτρινα και πράσινα κορδόνια πό’χουνε πάνω, ήτανε σαν κάτι φαντασμαγορικό. Οι αξιωματικοί φορούσαν όλοι μπότες λουστρινένιες, άσπρα γάντια, κι ήντουσαν φρεσκοξυρισμένοι, σαν να πήγαιναν σε μπάλο... Τ’ άλογά μας σκοντάφτουνε κάθε δυο βήματα. Πεζεύουμε για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Τα καρούλια των κανονιών γεμίζουν με λάσπες και είναι αδύνατο να κουνηθούν. Ευτυχώς το χιόνι σταματά για λίγο, κι έτσι προχωρούμε σιγά σιγά. Ο Πολωνός αξιωματικός ξεχνά πως είμαι απλός στρατιώτης, διερμηνέας του, κι αρχινάει να μου ξιστορεί διάφορα επεισόδια για τις γυναίκες της Βουδαπέστης και της Πράγας. Άθελα η κουβέντα μας γυρνά στην τέχνη και στην ποίηση, κι ενώ τα σερβικά κανόνια μουγγρίζουν άγρια κι απειλητικά γύρω μας, ο βαρόνος -όπως μου λέει πως είναι- απαγγέλνει κάτι στίχους του Λενάου1... Νικολάους Λενάου (1802-1850), ποιητής της Αυστροουγγαρίας. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
65
Ξαφνικά σταματάμε. Τα κανόνια δεν προχωρούνε πια. Ο δρόμος είναι στενός και δεν τα χωρεί. Οι στρατιώτες λύνουν τα μουλάρια, τινάζοντας με τα φτυάρια το χιόνι, σπρώχνουν με τα ξυλιασμένα χέρια τους τα κανόνια, που απάνω τους έχουνε πιάσει κρούσταλλα. Περνούν έτσι με το σιγανό ανέβασμα πιότερες από τρεις ώρες. Η χιονιά ξαναρχίζει. Το κρύο είναι φριχτό. Χτυπάμε τα πόδια μας για να ζεσταθούμε. Προσπαθώ να μιλήσω, αλλά δεν μπορώ. Έχω παγώσει ολάκερος. Ο λοχαγός μού δίνει λίγο κονιάκ, ξανάρχουμαι στα συγκαλά μου, και ξαναρχίζουμε την πορεία... *** Βρισκόμαστε κοντά στην Παπαντία, μια κορφή που απέχει δυο ώρες από το Καϊμάκ Τσαλάν. Κάποιος Βούλγαρος διαγγελέας2 κατεβαίνει προς συνάντησή μας καβάλα. Μας πλησιάζει και μας λέει πως πρέπει να μείνουμε κει για να σταματήσουμε την προέλαση των Σέρβων, γιατί αν παρθεί η Παπαντία, όσοι βρισκόντουσαν στο Καϊμάκ Τσαλάν θα πέφτανε αιχμάλωτοι στα χέρια των Σέρβων. Ο λοχαγός δίνει αμέσως διαταγές στους αξιωματικούς. Τα μουλάρια ξεζεύουνται και οι στρατιώτες προσπαθούν να βάλουν τα κανόνια σε παράταξη... Έχει νυχτώσει πια. Το χιόνι εξακολουθεί να πέφτει πυκνό. Έξαφνα μια οβίδα σκάνει ανάμεσα στην πυροβολαρχία και σκοτώνει δυο άλογα και πέντε στρατιώτες, παιδιά αμούστακα, νεοσύλλεχτους. Σε Αξιωματικός ή υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη διαβίβαση διαταγών των αξιωματικών. 2
66
Θεόδωρος Λασκαρίδης
λίγο, δεύτερη οβίδα πέφτει από την άλλη άκρη. Μέσα στα χιόνια ξεχωρίζουμε κάτι στρατιώτες να τρέχουν προς το μέρος μας. Είναι Βούλγαροι. Μας λένε πως η κορφή της Παπαντιάς έπεσε, και να φύγουμε, α δε θέλουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι. Ο Πολωνός αξιωματικός διατάζει να ξαναζέψουν τα μουλάρια και να υποχωρήσουμε. Αδύνατο όμως. Οι τροχοί δεν υπακούνε. Στην κορφή του βουνού μισοφαίνουνται τα δίκωχα πηλήκια των Σέρβων... Είναι αργά πια... Τα κανόνια πρέπει να τα εγκαταλείψουμε για να σωθούμε... Ο διοικητής διατάζει τους άνδρες ν’ αφήσουν τα κανόνια και να προσπαθήσουν να σωθούν. Αυτοί αρνούνται να υπακούσουν. Κουρασμένοι, παγωμένοι, οι νεαροί στρατιώτες προτιμούν να πιαστούν αιχμάλωτοι, να σφαγούν ακόμα, παρά να ξαναγυρίσουν στον ίδιο δρόμο. Κι ενώ εμείς τρυπάμε τα πλευρά των αλόγων για να φεύγουν γρηγορότερα, και κάτι σερβικές ρουκέτες απ’ το Καϊμάκ Τσαλάν χαιρέτιζαν την άλωσή του, οι Σέρβοι και οι Αυστριακοί στρατιώτες, οι ως τη στιγμή εκείνη τοποθετημένοι ο ένας αντίκρυ στον άλλον, με το φονικό όπλο στο χέρι, σε μια θανάσιμη πάλη, έδιναν τα χέρια, αγκαλιαζόντανε και φιλιόντουσαν, πάνω στα κανόνια που σα θλιμμένα, γιατί δε χρησίμευαν σε τίποτα πια, χανόντανε μέσα στην παγωνιά και στο χιόνι, που έπεφτε τώρα πιο πυκνό και με μεγαλύτερη ορμή. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Παρασκευή 11.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Το φονικό μοιραίο βόλι
67
Το διήγημα είχε δημοσιευτεί, σχεδόν πανομοιότυπο, λίγες μέρες νωρίτερα στον Νουμά, στο φ. 713 (5.12.1920). Από γλωσσική άποψη, αυτό το διήγημα διαφέρει αισθητά από τα άλλα του Λασκαρίδη που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη, καθώς είναι γραμμένο σε ακραιφνή δημοτική, με τύπους ακόμα και διαλεκτικούς ή «μαλλιαρούς» (ήντουσαν αντί για ήσαν, α αντί για αν) και χωρίς τους καθαρευουσιανισμούς των άλλων διηγημάτων που δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη. Κατά τη δημοσίευση στον Νουμά (που γίνεται με τον υπέρτιτλο «Βουλγάρικη ζωή») προτάσσεται το εξής εισαγωγικό σημείωμα του Λασκαρίδη, στο οποίο πλέκεται ο μύθος του ανύπαρκτου Σλαβέικοφ: Η σύγχρονη βουλγαρική λογοτεχνία είναι ολότελα άγνωστη στην Ελλάδα. Κι όμως υπάρχουν σ’ αυτήν αληθινά διαμάντια, που θα τιμούσαν το μεταφραστή που θα τα ’δινε στο ελληνικό κοινό. Μερικά ονόματα της σύγχρονης βουλγαρικής τέχνης θα μπορούσαν να σταθούν πλάι στους μεγαλύτερους ίσως συγγραφείς της ευρωπαϊκής φιλολογίας. Ένα απ’ αυτά είναι και του αγαπητού μου φίλου, και του καλύτερου ίσως από τους πιο νέους ζωγράφους της βουλγαρικής ζωής, Π. Σλαβέικοφ. Νεότατος, γιος εκατομμυριούχου μεγαλοχτηματία, που τον περισσότερο καιρό του τον περνά στο Μόναχο, περιζήτητος στα αριστοκρατικά σαλόνια και στις λέσχες, όταν βρίσκεται στη Σόφια, λιγόλογος και γλυκομίλητος, θερμός υπερασπιστής της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, είναι για τους Βούλγαρους ό,τι ο Γκόρκι για τη Ρωσία. Από όσα δημοσίεψε ώς τώρα, η σειρά των διηγημάτων του “Ως το μεγάλο φως” και των “Πολεμικών” του είναι αρκετά και αληθινά αριστουργήματα. Των “Πολεμικών” του έγιναν, σε διάστημα τριών μηνών, δέκα εκδόσεις. Από τη σειρά αυτή είναι και το παρακάτω διήγημα, καθώς και όλα όσα δημοσιεύω στο “Ριζοσπάστη”, θέλοντας να δώσω μια μικρή ιδέα της βουλγαρικής ζωής και τέχνης στον ελληνικό λαό. Θ.Λ.
Ανυπότακτος
Ο
Πέτρος ακούμπησε στο δέντρο και κοίταξε πέρα το δρόμο που χανότανε στο δάσος σκονισμένος. Δυο κυπαρίσσια μισοδρομίς ύψωναν το θλιμμένο ανάστημά των. Απ’ αντίπερα ακουγότανε το παραπονιάρικο μουγκρητό κάποιας αγελάδας που θα βοσκούσε. Έβγαλε το μαντίλι του με μια βίαιη κίνηση και σφούγγιξε το καταϊδρωμένο του μέτωπο. Γύρισε πίσω. Κοίταξε προσεχτικά αναμετρώντας το μονοπάτι που σβηνότανε πίσωθέ του. Έφερε στερνά το δεξί του χέρι μπρος στα μάτια του, είδε προσεχτικά γύρω ακόμα μια φορά, κι ύστερα έκατσε σταυροπόδι. Απ’ το ζακέτο του έβγαλε γοργά ένα φελί1 ψωμί και μια σουγιά, κι άρχισε να τρώγει. Ένα βράδυ γλυκό απλωνότανε. Ούτε φύλλο δεν κουνιότανε στα δέντρα. Τίποτα. Ανέπνευσε. Μια γαλήνη πλατιά βασίλευε τριγύρω του και σαν χάδι βελουδένιο αγκάλιαζε τη γη. Ανανοήθηκε κάτι ο Πέτρος. Η ψυχή του κόσμους καινούργιους έπλαθε. Πέρα στο τελείωμα του ορίζοντος θ’ άρχιζε κάποια άλλη ζωή... Έφευγε απ’ τον τόπο που γεννήθηκε γιατί δεν ήθελε να πάει στρατιώτης. Δεν ήθελε να βάψει τα χέρια του με το αίμα των αδελφών του της γειτονικής χώρας. 1
Φελί = κομμάτι, φέτα. [ 69 ]
70
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Σηκώθηκε. Μέσα στο σκοτάδι που ξεχυνότανε στην πλάση, ο Πέτρος βάδισε προς τον δρόμο που χανότανε ερημικός. *** Στην κορυφή κάποιου λόφου. Η νύχτα κρύβει το χωριό που άφηκε πριν από ώρες. Ο Πέτρος προσμένει τη μάνα του, παλιά αντρογυναίκα, να την αφήκει το στερνό γεια. Καθισμένος σε μια πέτρα γλυμμένη απ’ τις βροχές σε σχήμα έδρας, προσμένει άφωνος, σκυφτός. Τώρα είναι σαν φοβισμένος για την ώρα που πόθαγε, κι όπου τώρα θα ’θελε να μην ερχότανε. Κάποια δειλία μέσα του, κοιμισμένη ως τώρα, άρχισε ν’ ανοίγει δειλά τα μάτια, μπρος στο άγνωστο μέλλον. …………………………………………............... «Έχε γεια, σαν άντρας και στη ζωή και στο θάνατο! Μη δειλιάσεις πουθενά! Μακριά απ’ τη χώρα που θα σ’ έσερνε στο μακελειό! Κι ο πατέρας σου, αν ζούσε, τον ίδιο δρόμο θα σου ’δειχνε...» Η γιγαντόσωμη γυναίκα στέκεται σαν ηρώισσα. «Φεύγα. Το μεσονύχτιο, πρέπει να ’σαι βγαλμένος απ’ τη μεγάλη ρούγα. Και με το πρώτο ορνίθι να ’σαι στα ξένα χώματα. Τράβα! Στο καλό!» Μέσα στη σκέψη του Πέτρου γοργοδιάβαινε το χωριό του, π’ αγνάντεψε για πρώτη φορά τον ήλιο, που ’νιωσε για πρώτη φορά την αγάπη. Την αγαπούσε τη γη που γεννήθηκε. Μα κάποιος «νόμος» που
Το φονικό μοιραίο βόλι
71
ήθελε να τον ντύσει χακί, που ήθελε να του δώκει πιστόλι και σπαθί για να σφάξει τους όμοιούς του της γειτονικιάς χώρας, κάποιος σκληρός και άδικος «νόμος» τον έκαμνε σήμερα να πνίξει την αγάπη του και να φύγει. Ο κάμπος, το σπιτάκι της μάνας του, οι αγελάδες τους, τα γίδια τους, οι μάντρες του, όλα, όλα, μια μεγάλη εικόνα χωρίς τέλος ξεδιπλωνότανε μέσα στο σκοτάδι, ζωντανά, ζωντανά, μ’ όλη την αγάπη και τη χαρά της νιότης του. «Έχε γεια!» άκουσε τη φωνή της μάνας του να ξαναλέει. Κρυφά κάτι δάκρυα αυλακώσανε τα μάτια του. «Έχε γεια» στερνά σε λίγο αντιλάλησε ο κάμπος. Κι η μάνα που τον είδε σε λιγάκι να χάνεται, να σβήνει μες στο πυκνό σκοτάδι, ένιωσε μέσα της για πρώτη φορά κάτι να σφίγγεται, να σφίγγεται. «Πέτροοο...» με σπαραγμό ξεφώνισε. Η ηχώ χιλιόστομη αντιλάλησε τα λόγια της... Για πρώτη φορά η περήφανη αντρογυναίκα έγειρε συντριμμένη στη γλυμμένη πέτρα που σαν μάρτυρας στεκότανε πέρα... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 12.12.1920). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Αιχμάλωτος
Τ
ο στρατόπεδο των αιχμαλώτων ήταν σιμά στη λίμνη του Όστροβου1, ανάμεσα σε δυο βουνά. Κάτι ξεσχισμένες σκηνές που γέμιζαν απ’ το χιόνι κι απ’ τη βροχή, και που ήτανε αδύνατο να μένει μέσα κανείς όταν είχε ήλιο, ζωσμένες από διπλές σειρές συρματοπλέγματα, που τα φυλάγανε κάτι γέροι Σέρβοι στρατιώτες με ξιφολόγχες, έτοιμοι να μας τρυπήσουν αν τα πλησιάζαμε λιγάκι. Η σκηνή του συνταγματάρχη –είχαν τόσους πολλούς αξιωματικούς οι Σέρβοι, που διορίζανε ακόμη και για τη φύλαξη των αιχμαλώτων– ήτανε στη μέση του στρατοπέδου, μεγάλη, αγγλική, καινούργια. Ο συνταγματάρχης, που ήταν κυρίαρχός μας και μεις δούλοι του, με είχε βάλει στις κούχνιες (έτσι Λίμνη του Όστροβου είναι η Βεγορίτιδα. Το Όστροβο είναι η σημερινή Άρνισσα, στο νομό Πέλλας, πρωτεύουσα του δήμου Βεγορίτιδας χτισμένη πλάι στη λίμνη και στους πρόποδες του Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Το 1916, η περιοχή αν και ανήκε στο ελληνικό κράτος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των συμμάχων. Είχαν γίνει φονικές μάχες γύρω από τη λίμνη, αλλά αργότερα, όταν το μέτωπο μετακινήθηκε βορειότερα, η περιοχή έγινε κατάλληλη για επικουρικές υπηρεσίες όπως νοσοκομεία κτλ. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν όντως υπήρχε στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Όστροβο. 1
[ 73 ]
74
Θεόδωρος Λασκαρίδης
λένε οι Σέρβοι τα μαγειριά των) για να βάζω ξύλα κάτου απ’ τα καζάνια που έβραζαν σούπα απ’ το πρωί ώς το βράδυ, ένα νερό με λίγο πάχος αυστραλιανό για τους αιχμαλώτους, και να παστρεύω τα φασούλια και τις φακές. Είχα ανοίξει μια τρύπα στη γη, κοντά στη σκηνή του συνταγματάρχη, την σκέπασα όπως μπόρεσα καλύτερα με κάτι αντίσκηνα και καθόμουν ολημερίς μέσα, αξούριστος, βρώμικος, ξεσχισμένος, νηστικός. Οπωσδήποτε ήμουν ευχαριστημένος γιατί δεν έσπαγα μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους – Βουλγάρους, Αυστριακούς και Γερμανούς– νυχτοήμερα πέτρες και δεν έτρωγα ξύλο απ’ τους λοχίες κι επιλοχίες που, ενώ στα δικά μας χαρακώματα έτρεμαν, εδώ ήθελαν να δείξουν τη δύναμη των γαλονιών των. Περνούσα τις μέρες μου, μέσα στα χιόνια, τις λάσπες, τις βροχές και τις κάψες της Μακεδονίας, σαν χτήνος, μην ξέροντας τι γίνεται πέρ’ απ’ τα υψώματα και τη λίμνη που έβλεπα γύρω μου. Δεν ήξερα τίποτε για τον πόλεμο, για την ειρήνη, για τους δικούς μου... Ήμουν σωστό χτήνος... *** Ένα βράδυ που έβρεχε άγρια, έφθασαν στο στρατόπεδό μας ξαφνικά κάπου πενήντα νέοι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Είχαν πιαστεί πριν από λίγες μέρες, όπως με είπαν, στο ύψωμα 10501 ανατολικά του Το ύψωμα 1050 έγινε διάσημο γιατί άλλαξε χέρια πολλές φορές στον πόλεμο και έγινε θέατρο εξαιρετικά πολύνεκρων συγκρούσεων. Το ειρωνικό είναι ότι το όνομά του είναι λάθος: 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
75
Μοναστηρίου. Ήσαν όλοι παιδιά αμούστακα, δεκαεπτά και δεκαοκτώ χρονώ. Άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι κάπνιζαν κάτι τεράστιες πίπες, ατάραχοι μπροστά στο μοιραίο. Ο συνταγματάρχης μας, με τα στριμμένα μαύρα μουστάκια και με τη σπαθάρα στη μέση, έχοντας στο στήθος και κάτι παράσημα, βγήκε απ’ τη σκηνή του και διέταξε να μπουν στη γραμμή οι νέοι αιχμάλωτοι για να τους... επιθεωρήσει. Οι δυστυχισμένοι αυτοί νέοι που μόλις εστέκοντο στα πόδια, που έτρεμαν απ’ το κρύο κι έσταζαν απ’ τη βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα, μπήκαν στη γραμμή, κι ο συνταγματάρχης επιθεώρησε τα δυστυχισμένα αυτά παιδιά, που έτρεμαν, σέρνοντας τη σπαθάρα του και χτυπώντας τα σπιρούνια του με αέρα δέκα στρατηγών. Στην τρύπα που έμενα με πρόσταξαν να πάρω έναν απ’ τους δυστυχισμένους αυτούς Γερμανούς, γιατί δεν είχαν πού να τους βάλουν. Με φόβο ο Βίλελμ Ράζχουεν, ο άμοιρος στρατιώτης, έτσι λεγότανε, ένα παιδί μόλις δεκαεφτά χρονώ, ήρθε κοντά μου. Μ’ έβλεπε παράξενα. Θα του ’καμα ίσως την εντύπωση αγριανθρώπου. Του μίλησα, του έδωσα κουράγιο και τον έβαλα στη σκηνή μου. Ο μικρός, ευχαριστώντας σε κάθε τι που του ’λεγα και που του ’δινα, σαν να συνήλθε λιγάκι. Σιγά σιγά η κουβέντα μας ήρθε για την Γερμανία, χωρίς να προσέξω πως τα χείλια του μισοτρέμανε και τα μάτια του γεμίζαν δάκρυα όταν του ’λεγα πόσο θαυμάζω το γερμανικό πνεύμα. στην πραγματικότητα είναι αρκετά ψηλότερο, αλλά επικράτησε η αρχική λανθασμένη ονομασία.
76
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ξάφνου, ο μικρός ξέσπασε. Έκλαιγε απαρηγόρητα. Μέσα στα αναφιλητά του μ’ έλεγε: «Ήμουν τόσο καλά στο σπίτι μου... Εγώ δεν έχω τίποτε με κανένα, γιατί μ’ έστειλαν να σκοτώνω... Εγώ δεν είχα κανέναν εχθρό... Οι Σέρβοι δεν έκαμαν τίποτε κακό ούτε σε μένα ούτε στ’ αδελφάκια μου...» Κι ο μικρός κι αθώος στρατιώτης έκλαιγε με αναφιλητά πλάι μου, μέσα στην τρύπα που είμαστε χωμένοι, ενώ η βροχή εξακολουθούσε πιο άγρια και τα δόντια μου χτυπούσαν απ’ το κρύο. *** Πνιγμένος απ’ τον καπνό, έσπανα με τα χέρια μου τα ξύλα και τα ’χωνα κάτου απ’ τα καζάνια που έβραζε το συσσίτιό μας, λίγο ρύζι μέσα σε οκάδες νερό... Ο Βίλελμ ήλθε κοντά μου και με είπε γελώντας: «Ο συνταγματάρχης μάς ξαναεπιθεώρησε πριν από λίγο και με ξεχώρισε απ’ τους άλλους για υπηρέτη του!» Το καημένο το παιδί, μόνο που δεν πηδούσε απ’ τη χαρά του. «Θα μεγαλώσουμε κάπως τη σκηνή σου, κι έτσι θα μείνουμε μαζί. Κοντά σου δεν φοβάμαι. Συ αγαπάς τη Γερμανία. Είμαστε φίλοι, δεν είν’ έτσι;» Η ζωή μου περνούσε από τότε κάπως καλύτερα. Είχα έναν άνθρωπο για να μιλώ, να λέγω τα όνειρά μου, να μου δείχνει αγάπη. Ο Βίλελμ είχε μανδύα που με τον έδωσε, έπειτα ο συνταγματάρχης του ’δωσε μερικά πράγματα, κι έτσι κι εγώ ξουρίστηκα, πλύθηκα, ντύθηκα. Ο συνταγματάρχης του ’δινε κάποτε κάποτε και καμιά κονσέρβα, που την τρώγαμε
Το φονικό μοιραίο βόλι
77
μαζί, λίγη λίγη, για να μην τελειώσει. Ο συνταγματάρχης του ’δινε ακόμα και λεπτά... Ο Βίλελμ ήταν χαρούμενος, και σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται. Τα μάτια του έλαμπαν, το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, κι αίφνης ένα πρωί που φόρεσε κάτι ρούχα που του ’δωσε ο συνταγματάρχης, έγινε ολότελα αγνώριστος. Τώρα ήταν ένας ομορφότατος νέος, ο πιο όμορφος απ’ όλους τους αιχμαλώτους τους, δούλος του αυθέντη μας συνταγματάρχη. Ένα βράδυ ο Βίλελμ ήρθε κάπως αργότερα στη σκηνή. Ήτανε λυπημένος. Δεν μιλούσε. Κοίταζε χάμω με τα μάτια βουρκωμένα από δάκρυα. Χωρίς να φάγει, πλάγιασε να κοιμηθεί. Όλη τη νύχτα τον ένιωθα που γυρνούσε στο κομμάτι του τσουβαλιού που είχαμε στρωμένο στα χώματα, κι άκουγα αναφιλητά του. Δυο τρεις φορές του μίλησα, αλλά δεν απαντούσε. Πέρασαν αρκετές μέρες, κι ο Βίλελμ εξακολουθούσε να σκουπίζει κρυφά κι από μένα τα δάκρυά του. Κάθε φορά που τον φώναζε ο συνταγματάρχης, τον άκουγα να καταριέται την ώρα που γεννήθηκε... Ένα βράδυ με είπε να δραπετεύσουμε μαζί απ’ το στρατόπεδο. Του απάντησα πως, αν μας πιάσουν, θα μας σκοτώσουν. Τον είδα να σκύβει το κεφάλι και να ψιθυρίζει: «Καλύτερα να μας σκοτώσουν...» Το άλλο βράδυ, ο συνταγματάρχης διέταξε να βράσουν το κρασί που έπινε και να ρίξουν μέσα κανέλα. Τον άκουσα να λέγει στο μάγειρα, κάποιο Σέρβο ξεκουτιασμένο, πως θέλει να μεθύσει απόψε, γιατί είναι Χριστούγεννα. Και ο Βίλελμ με είπε πως ο συνταγματάρχης τον διέταξε να μείνει, για να φάγει τ’
78
Θεόδωρος Λασκαρίδης
απομεινάρια του φαγιού του, και να πιει ένα ποτήρι κρασί, για να γιορτάσει κι αυτός τα Χριστούγεννα. …………………………………………............... Το κρύο εκείνη τη νύχτα ήταν φριχτό. Χιόνιζε πυκνά και φυσούσε ένας άγριος αέρας. Ήμουν μονάχος στη σκηνή μου στριμωγμένος σε μια άκρη, τρέμοντας ολόκληρος. Εμπρός απ’ τα μάτια μου περνούσαν όλες οι αγαπημένες μορφές των δικών μου, που θα μ’ έκλαιγαν για σκοτωμένο, που δεν θα νιώθαν τη χαρά της γιορτής, των δικών μου που μας χώρισε κάποιος «νόμος» που σπρώχνει τους ανθρώπους στη σφαγή, ένας «νόμος» που σε παίρνει απ’ την ευτυχία σου, απ’ το σπίτι σου, σε ντύνει χακί και σε στέλνει να σφάζεσαι χωρίς να ξέρεις γιατί... Ένα «καθήκον» που σε αφήνει, αν δεν σκοτωθείς στη μάχη, κουλό, στραβό, άλαλο, βλάκα, τρελό... Κι ενώ ένιωθα τον εαυτό μου να επαναστατεί, και ενώ έτρεμα απ’ το άγριο κρύο, άκουγα τη βραχνή απ’ τις καταχρήσεις φωνή του συνταγματάρχη που τραγουδούσε: «Τάμο, νταλέκο νταλέκο κράι μορά...»1 Μέσα στο λήθαργο που με είχε κυριεμένο, ένιωθα πως ο Βίλελμ δεν είχε έλθει ακόμα... … Στη σκηνή του συνταγματάρχη είχε παύσει το τραγούδι. Ξάφνου μου φάνηκε πως άκουσα μια κραυγή του Βίλελμ. Το «Τάμο νταλέκο», γραμμένο το 1915 την εποχή που τα απομεινάρια του σέρβικου στρατού βρίσκονταν στην Κέρκυρα, επρόκειτο να γίνει το εμβληματικό πολεμικό δημοτικό σέρβικο τραγούδι. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
79
Άνοιξα τα μάτια και τέντωσα τ’ αυτιά ν’ ακούσω. Η κραυγή ακούστηκε τώρα πιο δυνατή... Πετάχτηκα απ’ τη σκηνή μου παίρνοντας ανέλπιστο θάρρος και, μη νιώθοντας πια ούτε κρύο ούτε το χιόνι που έπεφτε και τον αέρα που φυσομανούσε με λύσσα, προχώρησα προς τη σκηνή του συνταγματάρχη. ...Από μια χαραμίδα της πανένιας πόρτας έσκυψα κι είδα. Μια άγρια πάλη γινότανε μέσα. Ο Βίλελμ προσπαθούσε να γλιτώσει απ’ τα χέρια του συνταγματάρχη, που μεθυσμένος προσπαθούσε να τον φιλήσει και να τον σύρει πάνω στο στρατιωτικό κρεβάτι του. Ο νέος στρατιώτης απελπισμένα έβαζε τις στερνές του δυνάμεις. Τα χέρια του έσφιγγαν το λαιμό του συνταγματάρχη, που το στόμα του έβγαζε αφρούς. Δυο κινήσεις δυνατές ακόμα κι ο «ήρως» συνταγματάρχης έπεσε στο χώμα κάτου, νικημένος απ’ τον νέο στρατιώτη, που γύρισε, τον έφτυσε κι όρμησε έξω απ’ τη σκηνή. Ήμουν πετρωμένος απ’ τη φρίκη για ό,τι έβλεπα και δεν είχα τη δύναμη να βγάλω λέξη απ’ το στόμα μου, όταν πέρασε σαν αστραπή απ’ εμπρός μου ο Βίλελμ, φωνάζοντας σαν τρελός «Ο άτιμος! Ο άτιμος!». Τον είδα μέσα στα χιόνια να χάνεται προς τις γραμμές που ήσαν τα συρματοπλέγματα και που φυλάγανε οι Σέρβοι σκοποί με τα τουφέκια γεμάτα... Έκαμα λίγα βήματα, ασυναίσθητα προς τη σκηνή μου, όταν άκουσα τρεις τουφεκιές... *** Το πρωί μάς κάλεσαν όλους στη γραμμή, κι ο συ-
80
Θεόδωρος Λασκαρίδης
νταγματάρχης με ξεσχισμένα τα μούτρα, φορώντας πάντοτε τα παράσημα και τη σπαθάρα του, και με οκάδες κοσμετίκ1 στα μουστάκια, μας είπε πως ο στρατιώτης του γερμανικού στρατού, του τάγματος των Κυνηγών, Βίλελμ Ράζχουεν, σκοτώθηκε απ’ τους φρουρούς του στρατοπέδου, γιατί θέλησε να δραπετεύσει. «Την ίδια τύχη θα ’χετε όσοι θελήστε να μη με υπακούσετε», τέλειωσε απειλητικά ο συνταγματάρχης και τράβηξε προς τη σκηνή του, χτυπώντας επιδειχτικά τα σπιρούνια του. Στο βάθος, κοντά στα συρματοπλέγματα, φαινότανε το πτώμα του Βίλελμ, μισοσκεπασμένο απ’ τα χιόνια και τους πάγους... Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 13.12.1920, σελ. 2). Υπέρτιτλος: «Μέσ’ απ’ τις φλόγες» (πρώτη φορά που χρησιμοποιείται αντί για το ως τότε συνηθισμένο «Βουλγάρικη ζωή»). Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
1
Καλλυντικό.
Προδότης
Ο
στρατηγός μ’ ακούει και κοιτάζει με προσοχή μια εμένα και μια το χάρτη, που ’ναι ξετυλιγμένος εμπρός του. Είναι κόκκινος ο στρατηγός, σαν τη φόδρα του μεγάλου μαντύα που φορεί, με σειρές μετάλλινων παιχνιδιών στο στήθος κρεμασμένες, και με κάτι μουστάκια άγρια και κόκκινα, σάμπως βαμμένα με κινά1. Έχει κάτι αιμοβόρο στη μορφή του, κάτι τραχύ και πρόστυχο. Έτσι σκυμμένος όπως είναι πάνω στο χάρτη, μου φαίνεται σαν όρνιο που ζητά να ’βρει κι άλλα κουφάρια για να χορτάσει, ρουφώντας το αίμα τους. Τα χέρια του, σκελετωμένα, απλώνουνται πάνω στα ονόματα των τόπων, που ’ναι χαραγμένα με κόκκινα γράμματα στο χάρτη της εκστρατείας, σάμπως θέλει ναν τα ξεσκίσει και ναν τ’ αρπάξει. Το βαθουλωμένο του πρόσωπο, που είναι και βλογιασμένο, δείχνει μια φριχτή σκληρότητα. Όσο μιλώ, τόσο και το ενδιαφέρο τού γαλονά που στέκεται αντίκρυ μου μεγαλώνει… Για μια στιγμή, δε βαστάει, κι αφήνει ένα μισάκουστο ξεφωνητό… Κάνει δυο βήματα κι έρχεται κοντά μου. Μ’ αδράχνει από τον ώμο και με κουνάει. 1
Είδος κόκκινης φυτικής βαφής. [ 81 ]
82
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Λες αλήθεια; Πρόσεξε…» μου λέει με βραχνή φωνή. Τονέ βλέπω πελώριο μπροστά μου, σωστό θηρίο, που μπορεί από στιγμή σε στιγμή να με σκοτώσει, να διατάξει να με σφάξουν, αφού είμαι αιχμάλωτος στα χέρια του. Οι τενεκεδένιοι αητοί, που στολισμένοι με κόκκινες κορδέλες, είναι κρεμασμένοι στο στήθος του, μου φαίνεται πως έχουν τα ράμφη τους ανοιχτά, σα να ζητάνε να με ξεσκίσουν. Βάζω όση δύναμη έχω μέσα μου και του φωνάζω: «Ναι, αλήθεια…» Ο στρατηγός σάμπως γαληνεύει. Τραβιέται πάλι μπρος στο χάρτη, και με ρωτάει ακόμα μια φορά χίλια δυο πράματα για τη θέση και το ηθικό του βουλγαρικού στρατού. Του δίνω αληθινές απάντησες για όλα… Νιώθω φριχτούς πόνους στα χέρια μου, που ’ναι δεμένα πίσω με σκοινί χοντρό. Τα πόδια μου τρέμουν. Στ’ αυτιά μου αντηχούνε ακόμα οι κραυγές των Γάλλων Αλπινιστών, που στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν, ανάμεσα σε χιλιάδες σκοτωμένους στήσανε τα μυδραλιοβόλα να με σκοτώσουν, όταν περνούσα απ’ εμπρός τους, ανάμεσα σε δύο Σέρβους στρατιώτες που μ’ οδηγούσανε στο στρατηγό, και που τώρα βρίσκομαι μπροστά του λιποτάκτης και αιχμάλωτος… Μπρος από τα μάτια μου περνάει όλη η άγρια ζωή των χαρακωμάτων, με τους στρατιώτες που ζητούσαν να λαβωθούν, να σπάσουν το πόδι ή να κόψουν το χέρι τους, για να μπορέσουν να σταλούν πίσω, σε
Το φονικό μοιραίο βόλι
83
κανένα νοσοκομείο. Η πείνα, η δυστυχία, τα βάσανα όλων των ανθρώπων που σύρθηκαν στο απαίσιο μακελειό, χωρίς να θέλουν, για να πεθάνουν «υπέρ πίστεως και πατρίδος», μαζί με το μίσος που ένιωθαν οι αγαθοί εκείνοι χωρικοί και εργάτες για τον πόλεμο, γυρνάνε στη σκέψη μου. Βλέπω τους δύστυχους αυτούς ανθρώπους να κυλιούνται μέσα στη λάσπη και στα χιόνια, να μαρτυρούνε και να πεθαίνουν, γιατί δεν έχουν το θάρρος ν’ αντιταχτούνε στο «Νόμο», που τους άρπαξε απ’ το τρισευτυχισμένο χωριό τους, τους έντυσε στο χακί και τους έστειλε, μ’ ένα φονικό όπλο στα χέρια -σα δολοφόνους- για να σφάξουν και να σφαχτούν. Όλη η τρισάθλια ζωή της χιονισμένης παγερής νύχτας, που τα χέρια και τα πόδια μας ξεπαγιάζανε, και που ήταν αδύνατο ν’ ανάψουμε φωτιά, γιατί θα μας βρίσκανε αμέσως οι εχτρικές γρενάδες, όλες οι μέρες, που κάτω από το φλογισμένο ήλιο λιώναμε από την κάψα, μην έχοντας πού να κρυφτούμε, μην έχοντας πού να σταθούμε, όλες οι αγωνίες των αγνών όμοιών μου, σχηματίζουν μια γιγάντια εικόνα μπρος στα μάτια μου, με χτυπητά χρώματα, που σκεπάζει το στρατηγό… …Πρέπει, όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, να τους σώσω εγώ… Νιώθω πως είναι χρέος μου ναν τους παραδώσω στους Σέρβους… …Σταματώ λίγο μπρος στην ιδέα αυτή… Έχω το δικαίωμα ναν τους παραδώσω στους Σέρβους;… Ξάφνου ο στρατηγός τελειώνει τις ερωτήσεις του: «Βγάλτε τον έξω. Να σταλεί στο Όστροβο, μαζί με τους άλλους», λέει.
84
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ένας στρατιώτης που έχει τρία άστρα στους ώμους του, χωρίς χρυσές γραμμές, με σπρώχνει έξω. Τη στιγμή που φτάνω στο μπάσιμο της σκηνής, στέκομαι. «Θέλω να μιλήσω μονάχος στο στρατηγό», λέω ασυναίσθητα. Μ’ αφήνουν μονάχο με το χρυσοστολισμένο αγριάνθρωπο αντίκρυ μου. Πλησιάζω στο τραπέζι, και με μια φωνή βαριά, όχι ανθρώπινη, αλλά σαν υπνοβάτης, του λέω το μέρος απ’ όπου μπορούν οι Σέρβοι να κυκλώσουν ολάκερη τη μεραρχία τού…… και να πιάσουν αιχμάλωτους όλους τους συντρόφους μου… Ο στρατηγός με κοιτάζει ξαφνιασμένος και με υποψία, και μου λέει: «Δεν είναι δυνατό να λες αλήθεια. Θα είσαι κατάσκοπος. Δεν μπορείς να θέλεις την καταστροφή της πατρίδας σου!…» Ξαναλέω ό,τι είχα πει, πιο καθαρά τώρα. Ο στρατηγός με κοιτάζει στα μάτια, κόκκινος πιότερο, και φωνάζει: «Ξέρεις τι κάνεις; Στρατιώτη, προδίνεις την πατρίδα σου; Δεν έχεις πατρίδα;…» Ο στρατηγός πιστεύει στα λόγια μου κι αρπάζει το τηλέφωνο για να δώσει διαταγή για την κύκλωση του βουλγαρικού στρατού, όπως του είπα. Σε λίγο, ενώ βγαίνω από τη σκηνή κι αντηχούνε ακόμα στ’ αυτιά μου τα λόγια του στρατηγού: «Στρατιώτη, δεν έχεις πατρίδα;», τα χείλια μου ασυναίσθητα ψιθυρίζουν: «Όχι», ενώ στα μάτια μου μπρος, που τα νιώθω υγρά, ξετυλίγεται, ακόμα μια
Το φονικό μοιραίο βόλι
85
φορά, όλη η ζωή που πέρασα μέσα στα χαρακώματα, πλάι στους σκοτωμένους, που βρομούσανε κάτου από τον ήλιο, και στους ζωντανούς που καρτερούσανε το φονικό μοιραίο βόλι. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 3.1.1921, σελ. 2). Υπέρτιτλος: «Μέσ’ απ’ τις φλόγες». Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Το ίδιο διήγημα δημοσιεύτηκε σχεδόν απαράλλαχτο μία μέρα νωρίτερα στον Νουμά, στο τεύχος 717 (2.1.1921). Όπως και με το προηγούμενο διήγημα του Θ.Λ. που δημοσιεύτηκε στον Νουμά, τα «Κανόνια», έτσι κι αυτό είναι γραμμένο σε καθαρή δημοτική, χωρίς τους λιγοστούς καθαρευουσιανισμούς που υπάρχουν στα άλλα διηγήματα του Λασκαρίδη. Είναι το πρώτο διήγημα στο οποίο δεν αναφέρεται ως συγγραφέας ο Π. Σλαβέικοφ. Κι αν στον Ριζοσπάστη απλώς παραλείπεται να δηλωθεί το όνομα του Σλαβέικοφ, στον Νουμά υπάρχει προλογικό σημείωμα του Ταγκόπουλου το οποίο επισήμως «σκοτώνει» τον Σλαβέικοφ και αποκαλύπτει το μυστικό (που υποθέτω ότι θα το ήξεραν ανεπίσημα όλοι οι παροικούντες τη δημοσιογραφική Ιερουσαλήμ), δηλαδή ότι δεν υπάρχει Σλαβέικοφ και ότι τα διηγήματα είναι γραμμένα από τον Λασκαρίδη. Το σημείωμα του Ταγκόπουλου: Σημ. του Νουμά: Και το διήγημα τούτο, και τ’ άλλο, «Κανόνια», που δημοσιεύτηκε στη σελ. 366 του περασμένου τόμου, σα μετάφραση τάχα από τα βουλγάρικα, του Βούλγαρου συγγραφέα Σλαβέικοφ, που σειρά διηγήματά του πολεμικά δημοσιευτήκανε στο «Ριζοσπάστη», είναι διηγήματα πρωτότυπα, γραμμένα όλα από τον αρχισυντάχτη του «Ριζοσπάστη» κ. Θ. Λασκαρίδη. Βούλγαρος συγγραφέας Σλαβέικοφ δεν υπάρχει. Τονέ δημιούργησε ο Λασκαρίδης, απαράλλαχτα όπως λένε πως δημιούρ-
86
Θεόδωρος Λασκαρίδης
γησε ο Άγγλος ποιητής Μάκφερσον τον Όσσιαν, για να δει τι εντύπωση θα κάνει η εργασία του, ως ξένη εργασία. Το παιγνίδι του αυτό το φιλολογικό, μια και τόσο πέτυχε, το σταματάει, και, σκοτώνοντας… τον ανύπαρχτο Σλαβέικοφ, δημοσιεύει δω κι εμπρός τα διηγήματά του με τ’ αληθινό του όνομα. Και πράγματι, στο εξής όσα διηγήματα του Λασκαρίδη δημοσιευτούν στον Ριζοσπάστη υπογράφονται από τον Θ. Λασκαρίδη ως συγγραφέα, και όχι ως απλό μεταφραστή του «Σλαβέικοφ».
Μέσα στα πτώματα
Κ
άτι είπε ο αξιωματικός που με εξέταζε στους στρατιώτες που με φυλάγουν. Τα γόνατά μου λυγίζουνε. Δεν νιώθω πια την πείνα και τη δίψα που είχα πριν με πιάσουν αιχμάλωτο. Κάπου στο βάθος της κοιλάδας βλέπω σαν μύγες τούς Βούλγαρους να χάνονται. Κάπου κάπου καμιά οβίδα σφυρίζει. Το σκάσιμό της τινάζει χώματα και πέτρες σε μεγάλο ύψος. Το Πετελίνο με τα δυο τρία σπίτια του στέκεται έρμο στην πλαγιά του λόφου. Το καμπαναριό του είναι γκρεμισμένο. Οι στρατιώτες που με φυλάγουν μιλάνε κι ύστερα γελούν. Σε λίγο έρχεται ένας άλλος με κάτι σκοινιά. Με πιάνουν τα χέρια και τα δένουν πίσω γερά. Με σφίγγουν τόσο που βγάζω μια στριγγιά. «Σκασμός,» με φωνάζει ο ένας, που ’χει και κάποιο άστρο στην επωμίδα. Νιώθω τις δυνάμεις μου να χάνονται. Η αγριάδα των τριών αυτών ανθρώπων μού γεννάει έναν ανίκητο φόβο. Βλέπω τον ένα να παίζει με την ξιφολόγχη του και θαρρώ πως θα μου την μπήξει στο στήθος. Είμαι στα χέρια τους και δεμένος. Θέλω να μιλήσω, μα η φωνή δεν βγαίνει από το λαρύγγι μου. Σαλεύω τα χείλια. Ο στρατιώτης που ’χει το άστρο στον ώμο με σκαλίζει τις τσέπες. Βρίσκει μια μικρή φωτογραφία της μάνας μου. Τη δείχνει στους άλλους κι όλοι μαζί γελούνε... Ύστερα την σχίζει και την πετάει. Κοιτάζει το ρολόι του χεριού μου. Με το σουγιά του, [ 87 ]
88
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ένα μεγάλο σουγιά, σωστό μαχαίρι, κόβει το πετσί που το κρατάει, ματώνοντας λίγο το χέρι μου, και το παίρνει. Οι άλλοι δύο γελούνε χτηνώδικα. Είμαι στα χέρια τους. Προσπαθώ να μιλήσω, να τους ζητήσω έλεος, να μη με σκοτώσουν, μα η φωνή μου δεν βγαίνει. Τα χείλια μου είναι ξερά. Ο στρατιώτης με τ’ άστρο κάτι λέει στους άλλους. Αυτοί παίρνουν τα τουφέκια τους και με σπρώχνουν εμπρός. Ο άλλος μνήσκει, προσπαθώντας να βάλει το ρολόι μου στο χέρι του... *** Προχωρούμε ανάμεσα σε πέτρες και δέντρα πεσμένα απ’ τις οβίδες που θέρισαν την πλαγιά του λόφου. Το χώμα είναι σαν σκισμένο. Χαντάκια αλλού βαθιά κι αλλού ρηχά. Ανάμεσα στους δυο στρατιώτες σέρνουμαι εγώ. Περπατάμε ώρες ολόκληρες. Για πού δεν μπορώ, δεν είμαι σε θέση να καταλάβω. Βγαίνοντας τέλος στην κορφή του λόγου βλέπω αντίκρυ μου το Καϊμάκ Τσαλάν. Στον μεγάλο του βράχο πάνω είναι μπηγμένη μια σέρβικη σημαία. Ο ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς τα βουνά του Μοναστηριού, όταν βγαίνουμε τέλος στον μεγάλο αμαξωτό δρόμο που πάει ώς την ψηλότερη κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν. Περπατάμε κι οι τρεις αμίλητα. Το κρύο όσο βραδιάζει γίνεται αγριότερο. Νιώθω ρίγη. Γυρνώ το κεφάλι πίσω και βλέπω στη μέση του κάμπου μια μεγάλη φωτιά. «Είναι το Μπροντ που καίγεται» ακούω το στρατιώτη να λέει. Προχωράμε ξανά αμίλητοι. Στο γύρισμα του δρόμου κάθονται καμιά διακοσαριά στρατιώτες Σέρβοι που πάνε για ενίσχυση του στρατού που πολεμά. Μόλις μας βλέπουν, σηκώνονται ορθοί κι αρχίζουν να με βρί-
Το φονικό μοιραίο βόλι
89
ζουν. Ένας από πίσω μού δίνει μια κλοτσιά στη μέση. Πέφτω απ’ τον πόνο. Βλέπω γύρω μου τους φρενιασμένους εκείνους ανθρώπους που ζητούν να με σφάξουν και κλείνω τα μάτια καρτερώντας το βόλι. Οι στρατιώτες που με οδηγούν δείχνουν κάποια διαταγή που έχουν για μένα, κι έτσι γλιτώνω. Μας αφήνουν και περνούμε. Είμαι τόσο φοβισμένος που αρχινάω και τρέχω. Στ’ αυτιά τους φτάνουν οι κατάρες τους κι οι φωνές «Σκότωμα, σκότωμα...». Είμαι τρομερά εξαντλημένος. Ο ένας στρατιώτης με λυπάται και μου δίνει το παγούρι του να βρέξω λίγο τα χείλια μου. Ο άλλος θυμώνει, μα δεν λέει τίποτα. Προχωρούμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα. Ξάφνου σκοντάφτω σ’ ένα άλογο που είναι ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου με σχισμένη κοιλιά. Τα έντερά του είναι χυμένα έξω. Βρομάει. Καταλαβαίνω πως φτάσαμε στο μέρος που είχε γίνει η φονικότερη μάχη πριν από μία μέρα. Ο ήλιος έσβησε πια. Η νύχτα έρχεται. Προχωράμε βιαστικότερα τώρα. Έχουμε φτάσει πια στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν. Ούτε χώματα ούτε πέτρες φαίνονται πουθενά. Παντού είναι άνθρωποι πεσμένοι χάμου σε στάσεις άγριες. Ένας μ’ ανοιχτό στόμα δείχνει δυο σειρές άσπρα δόντια. Κάπου απ’ ένα χαράκωμα μέσα φαίνονται μοναχά ποδάρια τιναγμένα έξω. Μια βουλγαρική σημαία είναι πεσμένη στη μέση του δρόμου. Άλογα ζεμένα σε κάρα είναι πεσμένα, σκοτωμένα, και τα κάρα αναποδογυρισμένα. Οι νεκροί είναι χιλιάδες. Κάπου κάπου ακούγονται άγρια βογγητά. Δεν ξεχωρίζουν οι εχθροί κι οι φίλοι. Όλοι είναι ενωμένοι στο θάνατο. Όλοι βρομάνε. Κάτι κοράκια φαίνονται κρατώντας στα ράμφη τους μακριά έντερα ανθρώπινα. Δυο τρεις αετοί κά-
90
Θεόδωρος Λασκαρίδης
μνουν κύκλους μεγάλους πάνου απ’ τους σκοτωμένους κι ορμητικά κατεβαίνοντας αρπάζουν κομμάτια κρέας και φεύγουν. Κοντά ακούονται ουρλιάσματα τσακαλιών. Οι ανθρώπινες σάρκες άθαφτες είναι αφημένες στη διάθεση των άγριων ζώων. Ανάμεσα απ’ τα ουρλιάσματα των τσακαλιών ακούγεται ένα παραπονεμένο μουγκρητό. «Μάνα μου, μάνα μου...» Η νύχτα απλώθηκε πλέρια. Δεν ξεχωρίζουμε το δρόμο και πατάμε πάνω απ’ τα πτώματα. Νιώθω πως πατώ κάποιον στην κοιλιά. Είναι μισοζώντανος κι αφήνει μουγκρητό. Οι τρίχες του κεφαλιού μου είναι ορθές. Τρέμω ολόκληρος στη φρίκη. Η βρόμα με πνίγει... Τα τσακάλια ουρλιάζουν αγριότερα. Απ’ τον μεγάλο βράχο που ’ναι στην κορυφή του Καϊμάκ Τσαλάν ένας μεγάλος προβολεύς φωτίζει ολόκληρο το πεδίο της μάχης. Ένας σκοτωμένος που από πλάι του περνώ, κόκκινος όλος απ’ τα αίματα που παγώσανε στα μούτρα του, μου φαίνεται σάμπως να γελάει. Κλειω τα μάτια για να μη βλέπω τίποτε πια... Θέλω να φράξω τη μύτη μου, για να γλιτώσω απ’ τη φριχτή βρόμα, μα τα χέρια μου είναι δεμένα πίσω σφιχτά. Ο προβολεύς σβήνει... Στο σκοτάδι μέσα πατώντας πάνου στα πτώματα, ζαλισμένος απ’ τη βρόμα και τρέμοντας απ’ τη φρίκη, σέρνομαι ανάμεσα σε δυο εχθρούς προς άγνωστους ανθρώπους που μπορούν να με σφάξουν... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 16.5.1921, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Μέσ’ απ’ τις φλόγες. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Για τους παρατηρητές των αξιοπερίεργων: είναι το μοναδικό διήγημα του Θ.Λ. που δεν έχει μονολεκτικό τίτλο.
Πανικός
Μ
έσα στη λακκάδα του βράχου χωμένοι κοιτάμε πέρα τις κορφές του Καϊμάκ Τσαλάν που χάνονται μέσα σε γλώσσες φλόγινες μακριές που πέφτουν και υψώνονται χωρίς τελειωμό, αποτελειώνοντας όσους λαβωμένοι βαριά δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τους συντρόφους τους στην άταχτη υποχώρηση. Το αγιάζι της νύχτας έχει μουσκεμένα τα ρούχα μας. Ακούω χτυπήματα δοντιών χωρίς να ξέρω αν εγώ είμαι που τρέμω γιά ο σύντροφός μου. Τα εχθρικά κανόνια ξερνώντας τις οβίδες βροντάνε φριχτά.... Οι βροντές τους χιλιάζονται στα βαθουλώματα των ακρόβουνων. Μια ομοβροντία σαλεύει το βράχο που ’μαστε κρυμμένοι. Κάτι πετραδάκια και χώματα σάμπως βροχή πέφτουν στα μαλλιά μου. Μερικά μπαίνουν μέσ’ απ’ το περιλαίμιό μου. Νιώθω να γλιστρούν στην πλάτη μου κρύα-κρύα... Οι λάμψεις που οι ρουκέτες -πράσινες και κίτρινες- χύνουν, μαζί με το φως του προβολέα που κάμνει έναν κύκλο πάνω απ’ την ψηλότερη κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν –σαν ήλιος που βγαίνει- δίνουν μια τρομαχτική όψη στα γαλήνια βουνά και τις χαράδρες. Ξάφνου ένα σφύριγμα κρύο ανατριχιαστικό μιας οβίδας φτάνει σιμότερα στην ακοή μας. Σε λίγο στήλες νερού υψώνονται μέσα [ 91 ]
92
Θεόδωρος Λασκαρίδης
στο σκοτάδι, ενώ το σπάσιμο μιας οβίδας μέσα στον Τσέρνα Ρέκα ακούγεται φέρνοντάς μας ρίγη τρόμου. Ο σύντροφός μου είναι ζαρωμένος κρύβοντας το κεφάλι του κάτου απ’ τη μασχάλη μου. Μ’ έχει αγκαλιασμένο. Ακούω να μου ψιθυρίζει τρεμουλιαστά «Φοβά-μαι...» *** Σε λίγο απλώνεται σιωπή σαν τη σιγή που βασιλεύει σε κάμαρη που είναι αποθεμένο φέρετρο με νεκρό. Το κιβούρι είναι ολόκληρη η κοιλάδα με πεθαμένους εμάς που ζωντανοί ακόμα σερνόμαστε. Στ’ αυτιά μου φτάνει ανάμεσα ο κρότος μυδραλιοβόλου, ρυθμικός, μηχανικός –τακ τακ τακ τακ τακ τακ τακ... Ίδιο ξεμέτρημα κομπολογιού σε κοκαλιάρικα δάχτυλα ξεχασμένου κι απ’ τον Χάροντα γέρου. Κι ώρες κυλάν ίδιες μακρόσυρτες λαχανόχρωμες σαύρες, ενώ μια θανατερή αγωνία πλακώνει το στήθος μου. Σιγανά σιγανά ένα αεράκι πρωινό φυσά φέρνοντάς μου ρίγητα κρύου. Τα ματόφυλλά μου θέλουν να κλείσουν. Με κόπο έχω ανοιχτά τα μάτια μου. Ξεχωρίζω τώρα πιότερο με τ’ αυγινό φως που απλώνεται αμφίβολα τα σχήματα των βουνών. Ένα ασπρουλιάρικο χρώμα, κάτι σαν τούλι ασπρονυφιάτικο που μαζί με τα στεφάνια μαύρισε απ’ τις μύγες που όλη μέρα το λερώνουν, προσμένοντας χρόνια τώρα το νεκροστόλισμα της κεράς του, σκεπάζει τα γύρω... Σιγανά το χρώμα αυτό ξεβάφει. Κάποτε φωτεινή γραμμή, ζώνει τις κορφές των βουνών, γραμμή που απλώνεται κι ανεβαίνει. Ο ήλιος, ένας ήλιος αυ-
Το φονικό μοιραίο βόλι
93
γουστιάτικος, αφήνεται να μαντεύεται πίσω απ’ τα μαύρα βουνά. Απ’ τη λακκάδα του βράχου βγάζω το κεφάλι μου τηρώντας έξω, στους τρεις δρόμους που ενώνονται μπρος στο γεφύρι του Τσέρνα Ρέκα, που κυλάει γοργός. Ένας άνθρωπος, ένας στρατιώτης, μου φαίνεται πως αργοσαλεύει στο δρόμο που έχει παχιά χαλιά σκόνης. Ακουμπάω μαλακά το κεφάλι του φίλου μου χάμω. Απ’ τα ρουθούνια του που ανοιγοκλειούν και τ’ ανοιχτό του στόμα βγαίνει μια ανάσα σπασμωδικά λαχανιασμένη. Έχει μαζεμένα τα πόδια και τα χέρια βαλμένα ανάμεσα στα σκέλια του και κοιμάται. Με τις λίγες ορθές αραιοσπαρμένες τρίχες τού άνιφτου και κίτρινου μούτρου του μοιάζει σαν σκοτωμένος που καρτερά τις μύγες να τον γλείψουν και τα –ίδια λαστιχένια– άσπρα σκουλήκια να ρουφήξουν το σαπισμένο αίμα του... Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα μέσα στα ποδήματα που το χοντρό πετσί τους με πονάει. Έχω να τα βγάλω δέκα και πιότερο μέρες. Φτάνω στον στρατιώτη που σέρνεται προς το Σκότσεβιρ. Τον σταματώ και τον ρωτώ για νέα. Μου κάνει ένα νόημα παράξενο και τα μάτια του θολώνουν από δάκρυα. Τον ξαναρωτώ πιο δυνατά. Φέρνει το χέρι του στο στόμα και στ’ αυτιά και μου κάνει νοήματα. Καταλαβαίνω. Έχει χάσει την ακοή και τη λαλιά απ’ τη βοή της μάχης... Ο στρατιώτης γυρνά, με κοιτάζει ακόμα μια φορά, σφογγίζει με το μανίκι τα μάτια του και κουνάει λυπημένα αποκαρδιωμένα το κεφάλι του και τραβάει πέρα μέσα στη σκόνη και στην
94
Θεόδωρος Λασκαρίδης
κάψα που αρχίζει, χωρίς παγούρι για να δροσιστεί, χωρίς ψωμί, ζωντανός σαβανωμένος... Στέκομαι πετρωμένος στη μέση του δρόμου. Ο ήλιος που ανέβηκε πάνω απ’ τα μεγάλα βουνά φώτισε πέρα ως πέρα την κοιλάδα. Παρακολουθώ με το βλέμμα έτσι αθέλητα τον άνθρωπο που φεύγει. Σ’ ένα γύρισμα του δρόμου χάνεται. Κοιτάω γύρω μου. Νιώθω τη νέκρα, τον όλεθρο. Οι μεγάλοι βράχοι που ορθώνονται τρίγυρα παίρνουν στα μάτια μου σαρκοβόρες μορφές. Η σκέψη μου ζαλίζεται. Πιάνω το κεφάλι μου. Χτυπιέμαι, δαγκώνω το δάχτυλό μου για να συνέλθω, να γίνω άφοβος. Τίποτε. Ο τρόμος με κυριεύει ολόκληρο. Τρέχω στην κουφάλα, κοντά στο φίλο μου. Είναι έτσι που τον άφηκα, το στόμα του ολάνοιχτο· δείχνει τα δόντια του, κιτρινισμένα, κούφια, μαύρα. Κάτι μυρμήγκια ανεβασμένα πάνω στ’ αυτιά του προχωρούν γοργά στη μύτη του. Στριμώχνουμαι κοντά του. Η κούραση σε λίγο με νικάει. Ακουμπάω άθελα στο γόνατο του φίλου μου, μην έχοντας τις δυνάμεις να εμποδίσω το σφάλισμα των ματιών μου και τη νάρκη που με σφίγγει... ………………………………………...............… Μια βοή –σαν αυτή που κάμνουν κύματα φουσκοθαλασσιάς που διπλώνουν στη μέση του πελάγους χωρίς να προφθάνουν να ξαπλωθούν στα πρασινόμαυρα και καφεδιά φύκια της ακρογιαλιάς– μια βοή υπόκωφη, θαμπερή, που μεγαλώνει γρήγορα, που πλησιάζει, πιότερο, κοντύτερα, ύστερα κάποιο ποδοβολητό αλόγου, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο... Ακόμα χτυπή-
Το φονικό μοιραίο βόλι
95
ματα φκυαριών πάνω σε φυσιγγιοθήκες και κρούσιμο παγουριών σε υποκόπανους και κάνες τουφεκιών... Και φωνές που μεγαλώνουν, ψίθυροι, μουγκρητά πιότερο –ίδια σφαχταριών που πάνε στη σφαγή. Κι άλλοι ψίθυροι που γίνονται γοργά χαράς φωνές που όλο απλώνουν, γίνονται δυνατότερες. Και χτυπήματα σπιρουνιών πάνου στα χαλίκια, και συρσίματα σπαθιών σε πέτρες. Και κλάματα. Και βόγγοι. Κι η βοή μεγαλώνει, η βοή σιμώνει, η βοή απλώνεται και τρανεύει, και σε λίγο ξεχωρίζω μέσα στον ύπνο μου συλλαβές από κουβέντες ανθρώπων που τρέχουν, που κινδυνεύουν, που φεύγουν να σωθούν. «Στη γραμμή του Μπροντ». «Στο Ντόμπρο Πόλιε1;» «Πιο πέρα ακόμα». «Στη Σόφια... Στα σπίτια μας». «Μας ρήμαξαν». «Πίσω, πίσω, πίσω...» Πετιέμαι ορθός. Δεν ξεχωρίζω τους άντρες που μπρος μου περνούν. Άλογα, στρατιώτες, αξιωματικοί, χωρίς πηλήκια, χωρίς ξάρτι, αλλά με καμένο το μανδύα, αξούριστοι, τρέχουν σαν τρελοί προς πέρα, στο δρόμο για το Μπροντ. Χρώματα δεν ξεχωρίζουν, πρόσωπα δεν φαίνονται. Ένα μαύρο κύμα κυλάει τρελό, αγριεμένο, ζητώντας σωτηρία προς τα οπίσω. Στέκουμαι Το στρατηγικής σημασίας υψίπεδο του Ντόμπρο Πόλιε, πάνω στα τότε ελληνοσερβικά σύνορα (σήμερα σύνορα με την ΠΓΔΜ) ελεγχόταν από τους Βουλγάρους και τελικά έμεινε στα χέρια των Βουλγάρων μέχρι το τέλος του πολέμου το 1918· η πτώση του σήμανε τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. 1
96
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ακίνητος. Ένα άλογο που γονατίζει βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα του σταματάει το βλέμμα μου. Σε λίγο πέφτει. Δεν το ξεχωρίζω πια. Το κύμα των ανθρώπων που τρελοί φεύγουν κυλάει γοργά, άγρια, αγριότερο απ’ το ρεύμα του Τσέρνα Ρέκα που φουσκωμένος σκεπάζει και τα σάπια ξύλα του γεφυριού που ’ναι στη μέση του ετοιμόγερτο. Ο σύντροφός μου σαστισμένος κοιτάει κι αυτός κοντά μου. Με σφίγγει σφιχτά το χέρι και τρέμει. Τρέμω κι εγώ. Το μαύρο ανθρώπινο κύμα σβήνει σιγανά. Η βοή απομακρύνεται, απλώνει, ξεθωριάζει. Μια σφυριγματιά άγρια και στριγγιά ακούεται σιμά μας. Εχθρικιά οβίδα τινάζει το μικρογέφυρο χίλια κομμάτια. Σφιγγόμαστε τρομαγμένοι. Ύστερα σαν τρελοί τρέχουμε να φτάσουμε τους άλλους που διάβηκαν. Πίσω μας ένα φίδι ορθό δείχνει τη βαθιά πράσινη κοιλιά του, σφυρίζοντας και χύνοντας φαρμάκι. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 4.7.1921, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Μέσ’ απ’ τις φλόγες. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Ψωριάρης
Ε
νας κοντός μικρός άνθρωπος, σωστό παιδί, καθότανε στο βάθος του βαγονιού που ήμαστε στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες καμιά τριανταριά στρατιώτες, μονάχος στηρίζοντας με τα χέρια το κεφάλι του, με τα μάτια ξεχασμένα, μ’ ένα πηλήκιο φαρδύ που κατέβαινε ώς το μέτωπο. Μπροστά του ήταν ανοιχτός ένας γυλιός με κάτι παλιόρουχα γεμάτα θρύψαλα ξεροκόμματων που ’χε μέσα. Το δυνατό τράνταγμα του τρένου τον τάραζε κάποτε. Τότε τηρούσε έξω απ’ την ανοιχτή πόρτα περίεργα απορώντας. Στις κουβέντες των στρατιωτών δεν έπαιρνε μέρος. Σα μουγγός –ίδια σφίγγα– ήταν αφημένος σε κάποια όνειρα, ποιος ξέρει ποια... Στο σταθμό της Φιλιππούπολης, το τρένο στάθηκε πιότερο από δυο ώρες. Το βαγόνι είχε αδειάσει. Μείναμε μονάχα οι δυο μας. Τον πλησίασα και τον ρώτησα φιλικά γιατί δεν κατεβαίνει ν’ αγοράσει τίποτε, αφού ώς το Κριβολάκ είχαμε ακόμη τέσσερις μέρες δρόμο. «Ποιο Κριβολάκ;» απάντησε σιγανά και με δυσκολία, δείχνοντας πως δεν ξέρει τη γλώσσα.
[ 97 ]
98
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Να το Κριβολάκ1, στη Μακεδονία. Στα σύνορα». «Και τι θέλω εγώ στο Κριβολάκ;» ξαναρώτησε περίεργα. «Ό,τι κι εγώ! Τίποτε! Μας στέλνουν. Αυτά» – και του ’δειξα το αλάδωτο τουφέκι του που ’χε στημένο στη γωνιά και το μαχαίρι– «μας τα ’δωσαν για να σφάξουμε». «Να σφάξουμε... Ποιους;» «Αυτούς που λένε σήμερα οχτρούς –χτεσινούς κι αυριανούς φίλους– στον πόλεμο...» «Στον πόλεμο...» Κι ο φτωχός στρατιώτης τινάχτηκε πάνω. «Με πάνε στον πόλεμο; Γιατί; Ποιον έκαμα κακό; Τι θέλουν από μένα; Μάνα μου...» Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα σπυριασμένα μάγουλά του... Τίναξε το πηλήκιό του χάμω κι άρχισε να το πατά σκούζοντας. Τότε είδα τι κρυβότανε κάπου απ’ το μεγάλο εκείνο πηλήκιο. Ένα κεφάλι ολόκληρο πληγή. Μια πληγή αλλού ανοιγμένη να στάζει αίμα και κίτρινη ύλη, κι αλλού με κιτρινοπράσινα κακάδια. Τον σίμωσα πιότερο και είδα το μούτρο του. Ήταν όλο ξεφλουδισμένο. Κι ο λαιμός του και τα χέρια του... Όλος. Ένας άνθρωπος γεμάτος αρρώστια. Ένας άνθρωπος πληγή που έσταζε... «Έχεις ψώρα;» του είπα. ���������������������������������������������������������� Η περιοχή του Κριβολάκ βρίσκεται στη σημερινή νοτιοανατολική ΠΔΓΜ (τότε Σερβία) και τότε είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους. Κατά σύμπτωση, εκεί υπάρχει σήμερα νατοϊκή βάση.
Το φονικό μοιραίο βόλι
99
«Ναι». Έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά και πάταε το πηλήκιό του. Του έδωσα τσιγάρο και τον ησύχασα όσο μπορούσα. Ο Ψωριάρης ξανάκατσε στη γωνιά του. Το τρένο σε λίγο γέμισε απ’ τους στρατιώτες που άρχισαν να τον πειράζουν με φλούδες πορτοκαλιών και λεμονόκουπες. Αυτός δεν απαντούσε τίποτε. Με τα σαγόνια του ακουμπισμένα στα χέρια τήραε πότε χάμω και πότε μένα, ψιθυρίζοντας κάποτε κάποτε: «Στον πόλεμο;;;... Γιατί;... Ποιον πείραξα;;» ……………………………………………........... Στον άλλο σταθμό τού ’γόρασα απίδια, σύκα και γενήκαμε φίλοι. Ήταν ο μόνος στρατιώτης που μπορούσε να με καταλάβει. «Γιατί πάω να πολεμήσω; Γιατί μου έδωκαν τουφέκι; Ποιον έφταιξα;» Ήταν ερωτήματα που και σε μένα πρόβαλλαν βρίσκοντας κάποια απάντηση που αν την έλεγα στους άλλους στρατιώτες θα με σφάζαν. Σ’ αυτόν την έλεγα. Πονούσε τόσο πολύ, ήταν τόσο καλός! Ένα μεσημέρι βρεθήκαμε σ’ έναν ερημικό σταθμό από κάποια βλάβη του τρένου. Ήμουν ξαπλωμένος πλάι στους τροχούς, κοιτάζοντας μια μικρή σαύρα με κόκκινες ρίγες που λιαζότανε. Ο ψωριάρης με σίμωσε. Κει κάτου απ’ τον ίσκιο του βαγονιού που μας οδηγούσε στη σφαγή με είπε: «Μια φορά που μ’ ένα μικρό σουγιά τρύπησα άθελα το χέρι κάποιου φίλου μου, με πήγαν στον αστυνόμο. Αυτός μ’ έβαλε φυλακή αφού μ’ έδειρε άγρια. Μια άλλη φορά που δάρτηκα με κάποιον γιατί μ’ έβρι-
100
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σε, με πήγαν φυλακή. Άλλοτες πλήρωσα δέκα φράγκα γιατί είχα κλέψει ένα πεπόνι από κάποιο αμπέλι, γιατί δεν είχα να αγοράσω. Τώρα, γιατί μ’ αυτά τα ρούχα που μ’ έντυσαν μπορώ να κλέβω, με δίνουν όπλο, με στέλνουν να σκοτώσω ανθρώπους; Δεν έχει εκεί που πάμε αστυνόμους, για να με βάλουν φυλακή;» Δεν του απάντησα τίποτε. ..………………………………….................…… Ύστερα από λίγες μέρες φτάσαμε πια στο Σκότσεβιρ, κέντρο εφοδιασμού του στρατού που πέρναγε για την πρώτη γραμμή. Ο Τσέρνα Ρέκα περνούσε μαύρος εμπρός απ’ το χωριό γεμάτος ψάρια χοντρά. Η επιμελητεία ήταν κάτι αποθήκες σε υπόγεια γεμάτες πιπεριές, τυριά και λάχανα, μερικές σκηνές που φκιάναν σέλλες για τ’ άλογα, ένα μικρό Λαζαρέτ1 που απ’ έξω ήταν τιναγμένα βαμβάκια ματωμένα απ’ τις αλλαγές των πληγωμένων, κι ένας ανθυπασπιστής γεμάτος παράσημα, μ’ ένα μαστίγιο στο χέρι –κοκκινότριχος, άγριος. Μείναμε μια νύχτα κάπου εκεί κοντά. Μας είχαν δώσει άχυρο για να στρώσουμε χάμω –κι έτσι να κοιμηθούμε μαλακά. Κάτι αριές κανονιές ακουγόντανε στο βάθος τ’ ουρανού, πίσω απ’ τα μεγάλα βουνά. Ο μικρός σύντροφός μου ήταν κοντά στο ποτάμι. Πήγε να πλύνει τα ποδοπάνια του. Όταν ξύπνησα την αυγή, λίγο πριν σαλπίσει εγερτήριο, είδα τον κακομοίρη ψωριάρη να κάθεται στο ποτάμι μπρος, κοιτώντας τα νερά. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Είχε πάρει το νερό τα ποδοπάνια του και φύλαγε όλη τη νύχτα να τα ξανάβρει. Πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο στα βουλγάρικα. Στα ελληνικά, λαζαρέτο είναι το λοιμοκαθαρτήριο. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
101
Σε λίγο μας έδωσαν πέντε πιπεριές κι ένα μαύρο ψωμί, και ξεκινήσαμε για την πρώτη γραμμή. Τον δρόμο που θα περνούσαμε τον χτυπούσε το εχθρικό πυροβολικό. Ήμαστε αναγκασμένοι να πηγαίνουμε προσεχτικά και όχι απ’ τον αμαξιτό δρόμο. Η μια μέρα που χρειαζότανε για να φτάσουμε στην κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν πέρασε, και μείς βρισκόμαστε ούτε στο μισό δρόμο. Ύστερα από δυόμιση μερών περπάτημα φτάσαμε στη δεύτερη κορφή του Καϊμάκ Τσαλάν, την Πιπέρκα. Το ψωμί κι οι πιπεριές είχαν τελειώσει την πρώτη ακόμα μέρα. Τη δεύτερη πεινούσαμε. Την τρίτη πεθαίναμε της πείνας και της δίψας. Στην κορφή της Πιπέρκας –ένα βουνό σε σχήμα πιπεριάς– ήταν ανοιγμένες κάτι τρύπες που χρησίμευαν σε άλλο στρατό που είχε τραβηχτεί εκεί πριν από λίγες μέρες γι’ ανάπαυση. Η πείνα μάς είχε θολώσει τα μάτια. Ο ανθυπασπιστής που μας οδηγούσε διέταξε να μην αναφθεί φωτιά, γιατί θα ’βλεπε το εχθρικό πυροβολικό και θα βαρούσε. Είχα στριμωχτεί σε μια γωνιά μιας τρύπας, τρέμοντας όχι τόσο απ’ το κρύο που ήταν φριχτό, όσο απ’ την πείνα. Ο ψωριάρης με σκούντηξε. «Βρήκα», με είπε. «Τι;» Μου διηγήθηκε πως σε μια χαράδρα μέσα βρήκε κάτι έντερα που μυρίζουν λίγο, μα που σαν τα ’ψηνε θα τρωγότανε. «Ψήσ’ τα τότε». Είχα ξεχάσει τη διαταγή για να μη αναφτεί φωτιά. Ο μικρός έτρεξε πηδώντας και
102
Θεόδωρος Λασκαρίδης
μάζεψε κλαριά τσαμιών1, τα ’βαλε σε μια άκρη πέρα απ’ τις τρύπες και πάνω τους άπλωσε κάτι έντερα που η βρώμα τους σκόρπισε γύρω, αφού τα ’ξυσε μ’ ένα σουγιά χωρίς να τα πλύνει. Καθισμένος παραπάνω έβλεπα το δυστυχισμένο στρατιώτη, προσμένοντας το ψήσιμο των σαπισμένων εντέρων, για να φάγω κι εγώ. Τον είδα που άναψε σπίρτο και το ’βαλε κάτου απ’ τα τσάμια. Κάποιος άσπρος καπνός και μια φλόγα υψώθηκαν. Ο ψωριάρης έβαλε το μούτρο του κοντά για να ζεστάνει τις πληγές του... Σε λίγο μια βοή, σαν αυτή που κάνει έλικας αεροπλάνου, ακούστηκε να σιμώνει, να σιμώνει... Κάτι μαύρο με φτερά –έτσι μου φάνηκε– έπεσε μπρος κι έσπασε. Η βοή του μεγάλωσε άπειρες φορές κι αντήχησε γύρω στα άδεια βουνά και στα λαγκάδια. Το σπάσιμό του τίναξε χώματα και πέτρες γύρω σαν βόλια. Αμέσως δυο ακόμη οβίδες στο ίδιο μέρος –μπρος και παραπάνω– αποτέλειωσαν ό,τι άρχισε η πρώτη. Ύστερα σιγή. Λίγο πέρα από τη θέση που βρισκόμουν, εκεί που έψηνε τα έντερα ο ψωριάρης, ήταν τώρα μονάχα μια μεγάλη λακκάδα... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 25.7.1921, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Μέσ’ απ’ τις φλόγες. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Το τελευταίο από τα διηγήματα του Θ. Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη.
1
Πεύκα
μέρος β΄ Ώς το μεγάλο φως και άλλα διηγήματα
Ο Θ. Λασκαρίδης και ο Ριζοσπάστης
Η
ζωή του Θ. Λασκαρίδη από τότε που κατέβηκε στην Αθήνα στις αρχές του 1918 (όπως φαίνεται πιθανό) έως τη μέρα που έδωσε τέρμα στη ζωή του, στις 19 Δεκεμβρίου 1921, είναι συνυφασμένη με τον Ριζοσπάστη. Πράγματι, ο Λασκαρίδης πιάνει δουλειά ως συντάκτης στον Ριζοσπάστη την άνοιξη του 1918 (στις 30 Μαΐου1 δημοσιεύεται το πρώτο του ενυπόγραφο άρθρο), γίνεται συντάκτης ύλης, στη συνέχεια αρχισυντάκτης, θέση την οποία εγκαταλείπει στις 14 Ιουνίου 1921. Παραμένει όμως συντάκτης του Ριζοσπάστη έως τη μέρα του θανάτου του. Σ’ αυτά τα τριάμισι και παραπάνω χρόνια, και ο άνθρωπος και η εφημερίδα άλλαξαν πολύ. Θα παρακολουθήσουμε αυτή τη διαδρομή. Αναφερόμενος στον Λασκαρίδη (στη διδακτορική του διατριβή για το περιοδικό «Μούσα» που αργότερα κυκλοφόρησε και σε βιβλίο), ο Χ. Καράογλου τον χαρακτηρίζει «αρχισυντάκτη του προκομουνιστικού Ριζοσπάστη»2. Ο χαρακτηρισμός είναι ακριβής, αλλά δεν εκφράζει –και δεν μπορεί να εκφράσει– όλη την πραγματικότητα. Τυπικά, ο Ριζοσπάστης επί αρχισυνταξίας Λασκαρίδη δεν ήταν (ακόμη ή εντελώς) κομμουνιστικός αφού δεν ήταν ακόμη επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ, αλλά ιδιοκτησία του Πετσόπουλου, πολύ όμως απείχε από την εφημερίδα του Πετσόπουλου και του Γιαννιού στην οποία έπιασε δουλειά ο Λασκαρίδης το 1918, τον «σοσιαλιστικό Ριζοσπάστη»3. Όλες οι ημερομηνίες είναι με το παλιό ημερολόγιο, δηλ. όπως αναγράφονται στα φύλλα της εφημερίδας. 2 Χ. Λ. Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), σελ. 189. 3 Τον όρο χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Ν. Γιαννιός, π.χ. στα χαρ1
[ 105 ]
106
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Δεν είναι ίσως χωρίς ενδιαφέρον να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Ριζοσπάστη1. Ο Ριζοσπάστης πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1908 από τον Γεώργιο Φιλάρετο (1848-1929), αντιμοναρχικό πολιτευτή και λόγιο. Σταμάτησε να εκδίδεται τον Μάρτιο του 1911. Με το κίνημα του Βενιζέλου, άρχισε να εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη ο Ριζοσπάστης από τον Γιάννη Πετσόπουλο, με τον υπότιτλο «Πολιτική εφημερίς», κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Το πρώτο φύλλο βγήκε στις 12 Ιουνίου του 1916. Ο Ριζοσπάστης της Θεσσαλονίκης ήταν έντυπο βενιζελικό, ανταντόφιλο, αντιμοναρχικό και με μπόλικο αστικό πατριωτισμό. Μετά την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου (τον Ιούλιο του 1917) και την επάνοδο Βενιζέλου στην πρωτεύουσα του ενωμένου πλέον κράτους, ο Πετσόπουλος θέλησε να επανεκδώσει τον Ριζοσπάστη στην Αθήνα και ζήτησε από τον Φιλάρετο, ιδιοκτήτη του τίτλου, να συμπράξει. Ο Φιλάρετος παραχώρησε τον τίτλο αλλά δεν θέλησε να συμμετάσχει στην έκδοση· σε αντάλλαγμα της συναίνεσής του, έθεσε ως όρο η γλώσσα της εφημερίδας να είναι η καθαρεύουσα. Ο Πετσόπουλος σχολίασε στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας: «Ερωτώμεν τον σεβαστόν φίλον και πατέρα της εν Ελλάδι δημοκρατικής κινήσεως: Δεν είναι επίσης δημοκρατικόν, άμα αγωνίζεται κανείς δια τον λαόν να ζητεί και την επικράτησιν της δημοτικής γλώσσης;» Ο Ριζοσπάστης λοιπόν επανεκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 1917 ως πρωινή ημερήσια εφημερίδα που αυτοπροσδιοριζόταν ως «Εφημερίς δημοκρατικών αρχών». Διευθυντής και ιδιοκτήτης της ήταν ο Γ. Πετσόπουλος και αρχισυντάκτης της ο δεξιός σοσιαλιστής Ν. Γιαννιός. Την πρώτη περίοδο (1917- 1918) από τις σελίδες της προβαλλόταν ένα κράμα φιλελεύθερων δημοκρατικών, προοδευτικώνμεταρρυθμιστικών και σοσιαλιστικών ιδεών. Χαρακτηριστικό τιά του που υπάρχουν στο ΕΛΙΑ. 1 Αντλώ στοιχεία από άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου στον Ριζοσπάστη στις 10.2.2008.
Το φονικό μοιραίο βόλι
107
είναι ότι ο Ριζοσπάστης της περιόδου εκείνης στέκεται ολόψυχα με το μέρος της πολεμικής προσπάθειας της Αντάντ. Λογουχάρη, στο κύριο άρθρο της 16.3.1918 διαβάζουμε: «Η βάρβαρος ράτσα των Τευτόνων έπεσεν επάνω στις μεγάλες Συμμαχικές καρδιές μ’ όλην της την άγριαν ορμήν». Την ίδια περίοδο, επικρίνει την απεργία των εργατών ηλεκτρισμού, λέγοντας ότι «συμβιβασμός και συνεννόησις Κράτους και εργατών ηδύνατο και δύναται να επέλθει» (15.3.1918) ή γράφει ότι οι μειονοτικοί στρατιώτες (Ισραηλίτες και Τούρκοι) δεν είναι συνετό να υπηρετούν στο μέτωπο και καλεί την κυβέρνηση να αφήσει τας «ψευτοφραγκικάς λεπτότητας» διότι «δεν πρέπει επιδεικνύοντες ψευτοπολιτισμόν να παίζομεν με την άμυνα της Πατρίδος μας» (9.3.1918). Παράλληλα, δεν τσιγκουνεύεται τα υβριστικά επίθετα για τον έκπτωτο βασιλιά Κωνσταντίνο. Όμως, οι καιροί ήταν ανήσυχοι και οι συνειδήσεις προχωρούσαν γρήγορα. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1918 ο Γιαννιός εγκατέλειψε την αρχισυνταξία, ενώ ο Πετσόπουλος άρχισε να στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τα αριστερά. Υπό την επίδραση της ίδρυσης του ΣΕΚΕ, τον Νοέμβριο του 1918, ο Ριζοσπάστης αρχίζει μια αριστερή στροφή, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγες μέρες αλλά διάρκεσε αρκετά. Οι σταθμοί αυτής της πορείας είναι: τον Μάιο του 1919 ο Πετσόπουλος γίνεται μέλος του ΣΕΚΕ· στις 15 Σεπτεμβρίου 1919, ο υπότιτλος αλλάζει από «Εφημερίς δημοκρατικών αρχών» σε «Εφημερίς σοσιαλιστική»· τον Απρίλιο του 1920 το 2ο συνέδριο του ΣΕΚΕ αποφασίζει να θέσει τον Ριζοσπάστη υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Επιτροπής· αυτό επισημοποιείται στις 2 Ιουνίου 1920 όταν στην προμετωπίδα της εφημερίδας προστίθεται η ένδειξη «Υπό τον πολιτικόν έλεγχον της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος». Τελικά, τον Ιούλιο του 1921 ο Πετσόπουλος θα παραδώσει οριστικά την ιδιοκτησία της εφημερίδας στο Κόμμα, κι έτσι από την 1η Αυγούστου 1921 ο Ριζοσπάστης εκδίδεται ως «Επίσημον
108
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Όργανον του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος και της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος». Η επόμενη αλλαγή είναι το 1924 όταν το ΣΕΚΕ μετονομάζεται σε ΚΚΕ.
*** Πότε πήγε ο Λασκαρίδης στον Ριζοσπάστη; Επειδή τα βιογραφικά στοιχεία του Λασκαρίδη είναι ελάχιστα, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα ούτε πότε απέδρασε από την Μπάνιτσα (μάλλον Οκτώβριο με Νοέμβριο του 1917) ούτε πότε κατέβηκε στην Αθήνα ούτε πότε έπιασε δουλειά στον Ριζοσπάστη. Το βέβαιο είναι πως το πρώτο ενυπόγραφο άρθρο του είναι από τις 30 Μαΐου 1918 και ότι στη νεκρολογία του αναφέρεται πως έμεινε τριάμισι χρόνια στην εφημερίδα, άρα πρέπει να πήγε γύρω στον Μάιο του 1918 στην εφημερίδα. Ίσως έχει σχέση με τον Λασκαρίδη η εξής επιστολή αναγνώστη που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 9.3.1918 με τίτλο «Σημειώσεις για τον κ. Πολίτη» (τον υπουργό Εξωτερικών):
Αγαπητέ Ριζοσπάστη, Κάποτε είχες γράψει για την τύχη των Ελλήνων που ελιποτάκτησαν κατά διαφόρους εποχάς εκ του βουλγαρικού στρατού και που βρίσκονται σήμερα αιχμάλωτοι στα χέρια των συμμάχων μας Σέρβων. Όπως μανθάνω η θέσις των δυστυχών αυτών συμπατριωτών μας εξακολουθεί να παραμένει η αυτή. Η κυβέρνησις στα τόσα «πάνε κι έλα» στη Θεσσαλονίκη, απησχολημένη με τα επίσημα γεύματα, δεν βρήκε, φαίνεται, καιρό να ζητήσει από το συμμαχικό σερβικό επιτελείο την απελευθέρωσίν των. Τη στιγμή που αγωνιζόμεθα για
Το φονικό μοιραίο βόλι
109
την απελευθέρωση των υποδούλων, πώς επιτρέπουμε την ύπαρξι μέσα στο Κράτος μας, σκλάβων αδελφών; Χρειάζεται, μου φαίνεται, λιγότερος ζαμανφουτισμός, προκειμένου για ανθρώπους που ελιποτάκτησαν προς την πατρίδα Ελλάδα. Με πολλήν εκτίμησιν, Λ. 7.ΙΙΙ.1918 Η περίπτωση του Θ. Λασκαρίδη είναι ακριβώς αυτή που περιγράφεται από τον επιστολογράφο Λ. Το στυλ της γραφής, με την ελαφριά ειρωνεία και τον γαλλισμό, θυμίζει κείμενα δικά του. Φαίνεται παρατραβηγμένο, αλλά δεν αποκλείεται ο Λ. να είναι ο Λασκαρίδης, που με την αφορμή αυτής της επιστολής του γνωρίστηκε με το επιτελείο του Ριζοσπάστη και που δυόμισι μήνες αργότερα, στις 30 Μαΐου, υπογράφει το πρώτο του άρθρο στον Ριζοσπάστη, βουλγαρικού ενδιαφέροντος.
*** Ποιος ήταν ο αρχισυντάκτης μετά τον Γιαννιό; Επίσης δεν ξέρουμε πότε ανέλαβε ο Λασκαρίδης αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Το βέβαιο είναι ότι έως τις 23.9.1918 αρχισυντάκτης είναι ο Ν. Γιαννιός, που παραιτήθηκε λόγω διαφωνιών με την πολιτική γραμμή της εφημερίδας. Μετά την παραίτηση του Γιαννιού η εφημερίδα κυκλοφορεί χωρίς να αναφέρει όνομα αρχισυντάκτη και μόνο στις 26.4.1920, δεκαεννιά μήνες αργότερα, δηλώνεται ότι αρχισυντάκτης είναι ο Λασκαρίδης, ο οποίος παύει να έχει αυτή τη θέση στις 14.6.1921 και τον διαδέχεται ο Λ. Παυλίδης. Δεν αποκλείεται ο Λασκαρίδης να ήταν αρχισυντάκτης από νωρίτερα, αλλά δεν έχουμε κανένα στοιχείο.
110
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε με ελάχιστες ενδείξεις να φωτίσουμε λίγο περισσότερο τον γρίφο. Στη νεκρολογία του Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη αναφέρεται ότι έγινε αρχισυντάκτης «τάχιστα» μετά τον ερχομό του στην εφημερίδα. Στη δική του νεκρολογία, ο Σπύρος Μελάς γράφει ότι « … ευρέθη μ’ ένα πήδημα εις το τέρμα ενός σταδίου. Πριν γίνει συντάκτης, έγινε αρχισυντάκτης. Πριν μάθει ακόμη να διορθώνει τα δικά του χειρόγραφα, είχεν αρχίσει να διορθώνει των άλλων». Αυτές οι ενδείξεις θα μας οδηγούσαν να υποθέσουμε ότι ο Λασκαρίδης μπορεί να έγινε αρχισυντάκτης στον Ριζοσπάστη αμέσως μετά την παραίτηση του Γιαννιού τον Σεπτέμβριο του 1918· άλλωστε, από την επιστολή ενός απολυμένου συντάκτη του Ριζοσπάστη που βρίσκεται στα χαρτιά του Γιαννιού στο ΕΛΙΑ συνάγεται ότι ο Λασκαρίδης ήταν, τον Ιούνιο κιόλας του 1918, σημαντικό στέλεχος της εφημερίδας1. Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο: όταν στις 22 Μαΐου 1919 ο Θ. Λασκαρίδης αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, και μάλιστα μέσα στα γραφεία του Ριζοσπάστη, στη σχετική είδηση του Ριζοσπάστη αναφέρεται ως «επί της ύλης συντάκτης», όχι αρχισυντάκτης. Όμως, στην Κοινωνία, την εφημερίδα του Ν. Γιαννιού, η ίδια είδηση αναφέρει αρχισυντάκτη τον Λασκαρίδη. Ίσως ο Γιαννιός να πέφτει έξω, ίσως πάλι ο Ριζοσπάστης να λειτουργούσε όλο το 1919 χωρίς κατονομασμένο αρχισυντάκτη. Πάντως, από τις 28 Ιουνίου 1919 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1919 εμφανίζεται ως «Υπεύθυνος συντάκτης» του Ριζοσπάστη ο Άγγ. Τρωιάνος. Επομένως, δεν έχουμε πειστικές ενδείξεις ότι ο Λασκαρίδης έγινε αρχισυντάκτης αμέσως μετά την αποχώρηση Γιαννιού Σ’ αυτή την επιστολή προς τον Ν. Γιαννιό, ο Ν. Περέας, που είχε προσληφθεί προσωρινά αλλά δεν μονιμοποιήθηκε, παραπονιέται ότι ο Λασκαρίδης τού κράτησε «μια οκά μούτρα» για κάποιο θέμα, γεγονός που τον κατατάραξε· παρεμπιπτόντως, από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι στον Ριζοσπάστη είχε τότε προσληφθεί ο Σπύρος Μουσούρης –που, κατά πάσα πιθανότητα, είναι ο γνωστός ποιητής Φώτος Γιοφύλλης! 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
111
το 1918 και θεωρώ πιθανότερο να ανέλαβε επίσημα το πόστο αυτό τον Απρίλιο του 1920. Να σημειωθεί ότι ακριβώς τον Απρίλιο του 1920 έγινε το 2ο συνέδριο του ΣΕΚΕ που αποφάσισε να τεθεί ο Ριζοσπάστης υπό τον πολιτικό έλεγχο του κόμματος, αν και συνεχιζόταν η έκδοση του «Εργατικού Αγώνος», του επίσημου οργάνου του ΣΕΚΕ. Ίσως η ανακοίνωση της αρχισυνταξίας Λασκαρίδη να μην είναι άσχετη με τη θέληση για στενότερη συνεργασία ΣΕΚΕ και Ριζοσπάστη. Όπως και ο Πετσόπουλος, έτσι και ο Λασκαρίδης είναι μέλη του κόμματος από το 1919.
*** Ο Ριζοσπάστης του Λασκαρίδη Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έχουμε, ο Θ. Λασκαρίδης ανέλαβε αρχισυντάκτης στον Ριζοσπάστη στις 26 Απριλίου 1920 ή λίγο νωρίτερα και διατήρησε τη θέση αυτή έως τις 13 Ιουνίου 1921. Να σημειωθεί πάντως ότι η αναγραφή του ονόματός του στη δεύτερη σελίδα του καθημερινού φύλλου (ή την τρίτη του κυριακάτικου) δεν ήταν καθημερινή, αλλά ποτέ σε αυτό το διάστημα δεν αναφέρθηκε άλλο όνομα. Κατά καιρούς, ο Ριζοσπάστης κυκλοφορούσε χωρίς να αναφέρει κανένα όνομα αρχισυντάκτη –όπως γίνεται από τις 4 Ιανουαρίου έως τις 7 Μαΐου 1921– αλλά από αυτό μάλλον δεν μπορεί να βγει κανένα συμπέρασμα. Ο Ριζοσπάστης το 1920 ήταν πολύ διαφορετική εφημερίδα απ’ ό,τι ήταν το 1918 ή το 1922. Ας γνωρίσουμε λίγο περισσότερο αυτή την εφημερίδα. Είναι λοιπόν εφημερίδα μεγάλου σχήματος (το διπλό από τις σημερινές), πρωινή, που κυκλοφορεί καθημερινά, δηλαδή βγάζει 7 φύλλα την εβδομάδα2. Δεν είΚαι οι αργίες άλλωστε ήταν ελάχιστες. Δεν εκδιδόταν φύλλο τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα, καθώς και στις 16 Αυγούστου. 2
112
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ναι ακόμα επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ, αλλά απλώς «Εφημερίς σοσιαλιστική» με διευθυντή τον Γιάννη Πετσόπουλο (από τον Ιούνιο θα τεθεί υπό τον πολιτικό έλεγχο του κόμματος).
Η πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη της 26.4.1920, του φύλλου στο οποίο ανακοινώνεται επίσημα ο Λασκαρίδης ως αρχισυντάκτης. Κάτω δεξιά, η είδηση ότι οι εισφορές πρέπει να απευθύνονται στον Θ. Λασκαρίδη. Κάτω στη μέση, γελοιογραφία με τον Στρατιωτικό νόμο και τη Λογοκρισία.
Το φονικό μοιραίο βόλι
113
Ο Ριζοσπάστης βγαίνει δισέλιδος τις καθημερινές και τετρασέλιδος τις Κυριακές (αργότερα έβγαινε 4σέλιδος και μία ακόμα μέρα της εβδομάδας). Πάντως, οι εφημερίδες της εποχής εκείνης γενικώς δεν ήταν πολυσέλιδες. Οι 4 σελίδες ήταν το συνηθισμένο. Η τιμή του είναι 10 λεπτά αρχικά, αλλά από τις 16 Απριλίου θα διπλασιαστεί στα 20 λεπτά και 3 μήνες αργότερα θα μειωθεί στα 15. Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής πουλιούνταν 10 λεπτά. Σύμφωνα με την εισήγηση της ΚΕ στο Β’ συνέδριο του ΣΕΚΕ, ο Ριζοσπάστης πουλούσε 10.000 φύλλα το 1920, ενώ το επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ, ο εβδομαδιαίος Εργατικός Αγών, πουλούσε 500 φύλλα. Το ΣΕΚΕ είχε 1.000 μέλη και 500 μέλη η νεολαία1. Στο αριστερό της πρώτης σελίδας ο Ριζοσπάστης έχει το κύριο άρθρο του, με ημίμαυρα εντονότερα στοιχεία, και ακολουθούν πολιτικά σχόλια υπό τον τίτλο «Από την άποψίν μας». Την υπόλοιπη πρώτη σελίδα καταλαμβάνουν μικρές ειδήσεις συνδικαλιστικές («Εργατικά») και κομματικές («Σοσιαλεργατικά»), ενδεχομένως κάποιο άρθρο για την πολιτική επικαιρότητα, καθώς και (όχι πάντα) το διήγημα ή η συνέχεια από το μυθιστόρημα. Χρονογράφημα καθημερινό δεν έχει ο Ριζοσπάστης επί αρχισυνταξίας Λασκαρίδη (μετά την αποχώρησή του, αρχίζει να δημοσιεύεται χρονογράφημα από τον Κ. Παρορίτη κυρίως). Καταγραφή των λογοτεχνικών κειμένων που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη το 1920-1921 είδαμε στην Εισαγωγή (σελ. 23). Στη δεύτερη σελίδα κυριαρχούν οι εξωτερικές ειδήσεις, κάποιες από αυτές της «τελευταίας ώρας» ή «επί του πιεστηρίου»· επίσης υπάρχουν διάφορα ειδησάκια (με τον τίτλο «Αθηνών Πειραιώς») και σύντομες καταγγελίες (με τον τίτλο «Μας ρωτούν και ρωτούμε»), σύντομη αναφορά στα θέατρα και τους κινηματογράφους, σποραδικά κάποια καλλιτεχνικά νέα και το υπόλοιπο συμπληρώνεται με διαφημίσεις και μικρές αγγελίες. Το φύλλο της Κυριακής, με 1
Γ. Κορδάτος, Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, τ. 13, σ. 536.
114
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τις δύο επιπλέον σελίδες του αφήνει περιθώριο για θεωρητικά άρθρα, γελοιογραφία, περισσότερη λογοτεχνία, ανταποκρίσεις από τη δράση αδελφών κομμάτων κτλ. Εννοείται ότι αυτά ισχύουν σε γενικώς ομαλές συνθήκες· σε έκτακτες περιστάσεις, π.χ. όταν γίνεται προσυνεδριακός διάλογος, αυτή η διάταξη ανατρέπεται. Κάτι που θα ξενίσει τους σημερινούς αναγνώστες είναι η συνήθεια του Ριζοσπάστη να δημοσιεύει τακτικά ονομαστικές προσκλήσεις προς μέλη του Κόμματος1, του τύπου: Καλείται ο σ. Σταυρίδης να περάσει από το Τμήμα (Πειραιώς) επειγόντως, κάτι που θα ήταν πολύ πρακτικό σε μια Αθήνα με ελάχιστα τηλέφωνα. Πολύ συχνά, κυρίως η ύλη της πρώτης σελίδας έχει λευκά μπαλώματα: είναι άρθρα ή σχόλια κομμένα από τη λογοκρισία, η οποία ήταν αμείλικτη κατά του Ριζοσπάστη. Από κάποια άρθρα κόβονται μόνο μερικές αράδες, άλλα κόβονται ολόκληρα. Μερικές φορές κόβεται η λεζάντα της γελοιογραφίας, άλλοτε πάλι αφήνεται η λεζάντα αλλά διαγράφεται το σκίτσο! Άλλοτε, τυπώνεται λογοκριμένη η απάντηση του Πετσόπουλου ή άλλων αρθρογράφων σε όσα έγραψαν κατά του Ριζοσπάστη (χωρίς να λογοκριθούν) αντίπαλες εφημερίδες. Ο σκιτσογράφος του Ριζοσπάστη (αγνοώ ποιος ήταν) είχε προσωποποιήσει τη Λογοκρισία, μια γριά στρίγγλα με ψαλίδι, την οποία παρουσίαζε συχνά-πυκνά αλαμπρατσέτα με τον Στρατιωτικό νόμο, έναν κουτσαβάκη. Πολλές φορές, αντί για την ένδειξη ότι αφαιρέθηκαν τόσες αράδες από τη λογοκρισία, υπήρχε σε μικρογραφία το σκίτσο της ψαλιδοφόρας στρίγγλας, η οποία μάλιστα είχε ονοματιστεί μαντάμ Αναστασία, όνομα που πρώτοι έδωσαν οι Γάλλοι δημοσιογράφοι στη δική τους λογοκρισία. Ο Ριζοσπάστης σαν εφημερίδα ξεχείλιζε από επαναστατική αισιοδοξία και η δεύτερη σελίδα ήταν γεμάτη από θριαμβευτικές ειδήσεις για νίκες των μπολσεβίκων Και όχι μόνο μέλη: τον Οκτώβριο του 1921 λ.χ. διαβάζουμε πρόσκληση προς τον ποιητή Ν. Λαπαθιώτη να περάσει από τα γραφεία του Γ. Κορδάτου «δι’ επείγουσαν τινά υπόθεσιν». 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
115
(«Ακατάσχετος προέλασις εις όλα τα μέτωπα») και εκλογικές επιτυχίες των σοσιαλιστικών κομμάτων. Φυσικά, πολλές από αυτές τις επιτυχίες δεν ήταν παρά προσωρινές ή και σκέτοι ευσεβείς πόθοι. Κάποιες φορές, ο σχολιασμός των ειδησαρίων γίνεται στον τίτλο. Π.χ. στις 1.4.1920, στο ειδησάριο στο οποίο ανακοινώνεται η (για μια ακόμα φορά) παράταση του βίου της βουλής έως τέλη Ιουνίου, υπάρχει ο τίτλος «Να μας ζήσεις αθάνατη!», ενώ σε τηλεγράφημα ξένου πρακτορείου «μη επιβεβαιωθέν ουδαμόθεν» υπάρχει ο τίτλος «Καλέ άντες». Όπως θα συμπέρανε ο αναγνώστης από τις φράσεις που παραθέτω, η γλώσσα του Ριζοσπάστη είναι η καθαρεύουσα. Θα έλεγα, η απλή καθαρεύουσα της εποχής, πιο ήπια από άλλων εφημερίδων, αλλά πιο στρυφνή από την απλή καθαρεύουσα της δεκαετίας του 1960. Επειδή όμως ο Ριζοσπάστης διαβάζεται από εργάτες, αφήνεται περιθώριο για τη λαϊκή γλώσσα, ιδίως στους τίτλους και στο (όταν υπάρχει) χρονογράφημα. Ταυτόχρονα, ο Ριζοσπάστης εξαπέλυε δριμύτατες επιθέσεις (αν και γραμμένες σε καθαρεύουσα!) στους γλωσσαμύντορες της εποχής που ήθελαν να ανατρέψουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τη διδασκαλία της δημοτικής στα σχολεία. Το οξύμωρο είναι ότι την ίδια εποχή οι περισσότερες βενιζελικές εφημερίδες δεν αναμιγνύονταν στη διαμάχη, ενώ ορισμένες είχαν περάσει ανοιχτά με το στρατόπεδο των καθαρευουσιάνων.
*** Φυλακίσεις, επιθέσεις και οικονομική δυσπραγία Ένας άλλος παράγοντας που έκανε καίρια τη θέση του αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη, ήταν ότι ο διευθυντής του, ο Γιάννης Πετσόπουλος, μπαινόβγαινε κυριολεκτικά στις φυλακές. Χαρακτηριστικά, στη νεκρολογία που έγραψαν οι σύντροφοί του στον Ριζοσπάστη, τον αποκαλούν «ψυχή του
116
Θεόδωρος Λασκαρίδης
φύλλου και στήριγμά του». Κατά τις πολύμηνες φυλακίσεις του Πετσόπουλου, ο Λασκαρίδης είχε μόνος του την ευθύνη για το φύλλο· επίσης, επειδή ήταν Βούλγαρος υπήκοος, δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρατευθεί. Κατά σύμπτωση, τρεις μέρες πριν αναλάβει (επίσημα) αρχισυντάκτης ο Λασκαρίδης, ο Ελ. Βενιζέλος ανακοινώνει στη Βουλή τη χορήγηση αμνηστίας και την κατάργηση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας με εξαίρεση την κριτική της πολεμικής προσπάθειας της κυβέρνησης, η οποία εξακολουθεί να τιμωρείται. Και διαβάζει από το βήμα της Βουλής ένα απόσπασμα του Ριζοσπάστη: «Δηλούται καθαρά εις τον λαόν, ότι η κυβέρνησις των Φιλελευθέρων έχει σκοπόν να μη αποκαταστήσει ποτέ την ειρήνην εις τον τόπον, αλλά να εξακολουθήσει τας τυχοδιωκτικάς πολεμικάς επιχειρήσεις, τας οποίας τής επέβαλον οι ισχυροί της προστάται, των συμφερόντων των οποίων κατέστησεν την Ελλάδα όργανον τυφλόν εν τοις Βαλκανίοις και εν τη Ανατολή εν γένει». Και δηλώνει ότι τέτοια γλώσσα του τύπου δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή εφ’ όσον διατηρείται σε επιστράτευση ο στρατός, και ότι θα ζητήσει τη δίωξη του συντάκτη του κειμένου. Και πράγματι, ασκήθηκε δίωξη κατά του διευθυντή του Ριζοσπάστη, του Πετσόπουλου. Ένα άλλο επείγον πρόβλημα ήταν τα οικονομικά του Ριζοσπάστη. Καθώς η τιμή του χαρτιού σημείωσε απότομη αύξηση, τα χρέη της εφημερίδας άρχισαν να συσσωρεύονται με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η επιβίωσή της. Στις 25 Απριλίου 1920 ο Ριζοσπάστης απευθύνεται στους αναγνώστες του (με τίτλο «Στιγμή κινδύνου»), ανακοινώνει χρέη 120 χιλιάδων δραχμών και ανακοινώνει διπλασιασμό της τιμής του στα 20 λεπτά, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση προς τους αναγνώστες να τον ενισχύσουν οικονομικά, πέρα από την απλή αγορά του φύλλου. Έτσι, το φύλλο της 26.4.1920, όπου αναφέρεται για πρώτη φορά ως αρχισυντάκτης ο Θ. Λασκαρίδης, είναι σημαδιακό, αφού είναι το πρώτο φύλλο με τη νέα τιμή. Στην δεξιά στήλη της πρώτης σελίδας υπάρχει κατάλογος όσων
Το φονικό μοιραίο βόλι
117
έδωσαν εισφορά προς ενίσχυση του Ριζοσπάστη, όπου ξεχωρίζει επιστολή του Δ. Ταγκόπουλου, διευθυντή του Νουμά (στέλνει δέκα δραχμές, σημειώνοντας «αν δεν ήμουνα κι εγώ φτωχός βιοπαλαιστής, με την ίδια ευχαρίστηση που δίνω το δεκάρικο θα ’δινα και το χιλιάρικο»). Κάτω από τον κατάλογο, υπάρχει με έντονα στοιχεία η έκκληση: Παρακαλούνται οι αποστέλλοντες τας εισφοράς των εις τον Ριζοσπάστην να τας απευθύνουν εις τον κ. Θ. Λασκαρίδην, αρχισυντάκτην του Ριζοσπάστη. Όσοι σύντροφοι δύνανται να συντρέξουν τον Ριζοσπάστην εγγράφοντες συνδρομητάς, ας μη παραμελήσουν να το κάνουν. Το όνομα του Λασκαρίδη ως «αρχισυντάκτη υπεύθυνου» εμφανίζεται και στην τρίτη σελίδα, ενώ υπάρχει επίσης ενυπόγραφο άρθρο του στη 2η σελίδα με τίτλο «Η εφαρμογή του μπολσεβικισμού». Τις επόμενες μέρες εξακολουθεί η οικονομική εξόρμηση, πάντα με αναφορά στον Λασκαρίδη, και στις 28 Απριλίου στον κατάλογο των εισφερόντων εντοπίζουμε το όνομα του ποιητή Ναπ. Λαπαθιώτη, ο οποίος εισφέρει το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 60 δραχμών (το αντίτιμο 300 φύλλων της εφημερίδας). Την ίδια μέρα, ο Πετσόπουλος καταδικάζεται σε 1 χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 δρχ. για το απόσπασμα που είδαμε πιο πάνω (και που διάβασε στη Βουλή ο Βενιζέλος) και οδηγείται στις φυλακές Αβέρωφ. Πρόκειται για την έκτη φυλάκισή του από το 1918! Στις 20.5.1920 ο Βενιζέλος αναχωρεί και πάλι για το εξωτερικό και επανέρχεται ο στρατιωτικός νόμος και η λογοκρισία. Από τις αρχές Ιουνίου 1920 κάτω από το όνομα του αρχισυντάκτη Θ. Λασκαρίδη προστίθεται η αναφορά: «Αντιπρόσωπος της Κ.Ε. του Σοσιαλ. Εργ. Κόμματος Γιάν. Κορδάτος». Τον Ιούνιο του 1920 υπάρχει όξυνση στον συνδικαλιστικό χώρο, καθώς η αριστερά ζητάει την αναβολή του Β’ Πανελλαδικού Συνεδρίου της ΓΣΕΕ. Στις 11 Ιουνίου, ο Ριζοσπάστης καταγγέλλει στη δεύτερη (και τελευταία) σελίδα του την «χθεσινήν άναδρον επίθεσιν εναντίον του αρχισυντάκτου του Ριζοσπάστη». Βγαίνοντας από τα γραφεία του
118
Θεόδωρος Λασκαρίδης
κόμματος, ο Θ. Λασκαρίδης, διαβάζουμε, δέχτηκε επίθεση από τον Αχ. Χατζημιχάλη, τέως Εκτελεστικό Επίτροπο της ΓΣΕΕ, ο οποίος τον «εξύβρισε, του κατέφερε αιφνίδια χτυπήματα και εξηφανίσθη». Αιτία ήταν η κριτική του Ριζοσπάστη στην «προδοτική» στάση του Χατζημιχάλη. Στις 13 Ιουλίου 1920 διαβάζουμε ότι η αστυνομία έκανε έφοδο στα γραφεία του Ριζοσπάστη, προκειμένου να εξακριβώσει αν τα χειρόγραφα των «Απόψεων» του Ριζοσπάστη της 10ης του μήνα ήταν γραμμένα από τον Διευθυντή ή από τον αρχισυντάκτη και να ασκήσει αναλόγως τη μήνυση (βλ. στο Επίμετρο, σελ. 355). Το καθοριστικό όμως γεγονός είναι τα Ιουλιανά, όπως ονομάστηκαν τα γεγονότα της 31ης Ιουλίου 1920. Μόλις μαθεύτηκε στην Αθήνα η απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου στο Παρίσι, αγανακτισμένοι πολίτες και παρακρατικοί έκαναν επιδρομές στα σπίτια επιφανών αντιβενιζελικών και στα γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων. Τότε δολοφονήθηκε και ο Ίων Δραγούμης. Ο Ριζοσπάστης δέχτηκε κι αυτός την επίθεση του όχλου· μάλιστα, σύμφωνα με καταγγελίες της εφημερίδας, στην επίθεση πρωτοστάτησε ο νομάρχης Αττικής. Καταστράφηκαν ολοσχερώς και λεηλατήθηκαν τα γραφεία του (στην οδό Πειραιώς 24), κλάπηκαν έργα τέχνης, μπήκε φωτιά στα αρχεία της εφημερίδας. Ο Λασκαρίδης είναι μέσα στα γραφεία κι όπως φεύγει από την πίσω πόρτα κάποιος τον πυροβολεί: «Κατά του αρχισυντάκτου του Ριζοσπάστη Θ. Λασκαρίδη, αποχωρήσαντος εκ του όπισθεν των γραφείων κήπου, ερρίφθησαν δύο σφαίραι ανεπιτυχώς»1. Ο αδελφός του Πετσόπουλου πηγαίνει να διαμαρτυρηθεί στο αστυνομικό τμήμα και... κρατείται, ενώ φυλακίστηκαν για λίγες μέρες και ο γραμματέας του ΣΕΚΕ Ν. Δημητράτος και πολλά στελέχη του κόμματος. Δίκαια ο Ριζοσπάστης παραλλήλισε τα Ιουλιανά, όπως καθιερώθηκε να λέγονται, με τα Νοεμβριανά, το πογκρόμ εναντίον των βενιζελικών στις 18-19 Νοεμβρίου 1916. Τόσο εκτεταμένες ήταν οι ζημιές στην εφημερίδα, που 1
Ριζοσπάστης, 9.8.1920
Το φονικό μοιραίο βόλι
119
αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή της για εννιά μέρες – μόλις στις 9 Αυγούστου έγινε δυνατή η επανέκδοση. Το πιο αστείο: οι καταγγελίες για τα έκτροπα… λογοκρίνονται. Ο βενιζελικός Ελεύθερος Τύπος δημοσιεύει προβοκατόρικες ειδήσεις για επικείμενη μπολσεβίκικη επανάσταση στην Ελλάδα σε συνεργασία με τους κωνσταντινικούς, με αρχηγό τον διευθυντή του Ριζοσπάστη, τον Πετσόπουλο, και οι απαντήσεις της εφημερίδας λογοκρίνονται! Τα Ιουλιανά και η μετέπειτα συμπεριφορά του βενιζελικού κράτους, καθώς και η προκήρυξη των εκλογών, θα οξύνουν την κριτική του Ριζοσπάστη προς την κυβέρνηση. Μετά τις εκλογές και την ήττα του Βενιζέλου, ο Κορδάτος θα ασκήσει κριτική (στον προσυνεδριακό διάλογο την άνοιξη του 1921) στον Ριζοσπάστη, ότι δεν κράτησε τις ισορροπίες μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών, κάτι το οποίο θα αντικρούσει ο Πετσόπουλος. Ο οποίος Πετσόπουλος την περίοδο εκείνη ήταν στη φυλακή· ενόψει των εκλογών, του δόθηκε χάρη. Η αποφυλάκισή του άργησε όμως μερικές μέρες, διότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να υπογράψει το διάταγμα της χάριτος επειδή τον δάγκωσε μια μαϊμού στο πόδι. Στις 12 Οκτωβρίου2, ο νεαρός βασιλιάς θα πεθάνει, ένα αναπάντεχο συμβάν που θεωρείται ότι άλλαξε τη ροή των γεγονότων. Κάποιες συντηρητικές εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι η μαϊμού ονομαζόταν Μαρξ3, αλλά τη λέγαν Μαξ (και την άλλη, διότι ήταν ζευγάρι, Μόριτς). Παρά τις δελεαστικές προτάσεις βενιζελικών και βασιλικών για συνεργασία, το ΣΕΚΕ αποφασίζει αυτόνομη κάθοδο στις εκλογές. Αν και έχει επιβάλει ημιδικτατορικό καθεστώς, ο Βενιζέλος ηττάται καθαρά στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, ιδίως στην παλιά Ελλάδα. Εξαιτίας του εκλογικού συστήματος, που είναι ουσιαστικά πλειοψηφικό με σφαιρίδια, η νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης είναι ακόμα πιο ευρεία σε έδρες. Το ΣΕΚΕ παίρνει αρκετές ψήφους (45.000 2 3
Πάντα με το παλιό ημερολόγιο, άρα 25 Οκτωβρίου με το νέο. Ριζοσπάστης, 25.9.1920.
120
Θεόδωρος Λασκαρίδης
με συντηρητικές εκτιμήσεις1) αλλά λόγω του συστήματος δεν βγάζει βουλευτές. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1920 ο Ριζοσπάστης αφιερώνει τακτικά ειδήσεις για την πολιτιστική ζωή, κυρίως για τις κυοφορούμενες διαδικασίες ίδρυσης της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς (για την οποία βλ. αναλυτικά στο Μέρος Δ’) και για την υπεράσπιση της δημοτικής από την καθαρευουσιάνικη παλινόρθωση. Επίσης, από τις 15 Νοεμβρίου ξεκινάει η δημοσίευση των διηγημάτων του Λασκαρίδη, που παρουσιάζονται με τον γενικό τίτλο «Βουλγάρικη ζωή», δήθεν ότι ανήκουν στον Βούλγαρο συγγραφέα Π. Σλαβέικοφ και ότι ο Λασκαρίδης είναι απλός μεταφραστής. Η δημοσίευση θα κρατήσει περίπου ένα μήνα (αργότερα θα δημοσιευτούν σποραδικά μερικά ακόμα διηγήματα) και, παρά το αντιπολεμικό περιεχόμενο ορισμένων διηγημάτων, δεν θα υπάρξει ενόχληση από τη λογοκρισία. Τον πρώτο καιρό μετά την άνοδό της στην εξουσία, η αντιβενιζελική κυβέρνηση ίσως ήταν διστακτική. Η υπεράσπιση της δημοτικής (έστω και σε καθαρεύουσα) συνεχίζεται από τον Ριζοσπάστη και τους πρώτους μήνες του 1921. Στις 8 Μαρτίου δικάζεται ο Ν. Δημητράτος, Γραμματέας του ΣΕΚΕ, μαζί με συνδικαλιστές για επεισόδια που είχαν γίνει σε εργατικό συλλαλητήριο της 28.1.1921. Ο Λασκαρίδης είναι από τους μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά η δίκη θα αναβληθεί επ’ αόριστον και δεν θα γίνει ποτέ. Κατά τα άλλα, τον Μάρτιο στις στήλες της εφημερίδας κυριαρχεί Λόγω του εκλογικού συστήματος, που ήταν εκλογές με σφαιρίδιο και με μία κάλπη για κάθε υποψήφιο, είναι αδύνατο να υπολογιστούν οι ψήφοι που αντιστοιχούν στο κάθε κόμμα, αφού κάποιος μπορούσε να ψηφίσει υποψηφίους όλων των κομμάτων. Για το ΣΕΚΕ, ο γραμματέας του Ν. Δημητράτος ανέφερε ότι πήρε 100.000 ψήφους (Ριζοσπάστης, 6.11.1920), αλλά σε άρθρο του Ηλία Νικολακόπουλου («Οι εκλογές 1910-1920») στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 6 δίνεται ο αριθμός των 45.000 ψήφων που φαίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
121
ο προσυνεδριακός διάλογος με θέμα το αν θα δεχτεί ή όχι το ΣΕΚΕ τους 21 όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τελικά, το συνέδριο θα αναβληθεί εξαιτίας της επιστράτευσης που θα αποδεκατίσει το κόμμα (που άλλωστε αποτελείται κατεξοχήν από νέους), αλλά προηγουμένως, στις 25 Μαρτίου, θα δημοσιευτεί η τοποθέτηση του Θ. Λασκαρίδη. Με τίτλο «Μερικά ερωτήματα», ο Λασκαρίδης θέτει 21 μάλλον ρητορικά ερωτήματα (τόσα σε αριθμό όσα και οι όροι της Διεθνούς!) που έχουν σκοπό να καταδείξουν ότι το ΣΕΚΕ είναι ανέτοιμο για την ένταξή του. Όλο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε στη σελ. 137, πάντως το περιεχόμενό του κατατάσσει τον Λασκαρίδη στη «δεξιά» τάση. Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι ότι οι εισαγωγικές αναφορές στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των μελών του κόμματος θα αναγκάσουν τον Γ. Κορδάτο να εκφράσει, στο φύλλο της επόμενης μέρας, «λύπην και μομφήν προς τον σ. Λασκαρίδην» για τους χαρακτηρισμούς του. Ο Λασκαρίδης απαντάει αμέσως από κάτω ότι έργο των κεντρικών επιτροπών δεν είναι να διδάσκουν καλή συμπεριφορά! (Πλήρες κείμενο σελ. 141). Δεν είναι το μόνο περιστατικό που δείχνει ότι οι συγκρούσεις του προσυνεδριακού διαλόγου είχαν προκαλέσει ένταση στις σχέσεις κόμματος και Ριζοσπάστη. Κι επειδή οι διαφωνίες δεν γεφυρώθηκαν, στις 11 Απριλίου 1921 η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να άρει τον έλεγχό της και να δηλώσει ότι στο εξής η ευθύνη της πολιτικής του Ριζοσπάστη βαραίνει αποκλειστικά τον Πετσόπουλο. Πράγματι, από την ημέρα εκείνη απομακρύνεται από την προμετωπίδα της εφημερίδας η αναφορά «Υπό τον πολιτικόν έλεγχον της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος» και επανέρχεται το παλιότερο «Εφημερίς σοσιαλιστική». Όμως, με τη νέα σύλληψη του Πετσόπουλου (13 Απριλίου) και την αναβολή του Συνεδρίου (9 Μαΐου) η ένταση θα χαλαρώσει. Στις αρχές Ιουνίου 1921 το εκδοτικό τμήμα του ΣΕΚΕ δημοσιεύει σε βιβλίο δύο αντιπολεμικά διηγήματα
122
Θεόδωρος Λασκαρίδης
που είχαν περάσει από τη λογοκρισία και είχαν δημοσιευτεί στον Ριζοσπάστη το 1919. Το ένα απ’ αυτά, ο Λιποτάκτης, θα προκαλέσει τη μήνη των αρχών, που θα συλλάβουν πολλά στελέχη του Κόμματος, ακόμα και μέλη της ΚΕ, για υπονόμευση της επιστράτευσης. Θα μείνουν στις φυλακές για μήνες. Όμως, το κυριακάτικο φύλλο του Ριζοσπάστη στις 13 Ιουνίου 1921 είναι το τελευταίο που θα αναφέρει αρχισυντάκτη τον Λασκαρίδη. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύεται, μάλλον κατά σύμπτωση, επιστολή του Ν. Λαπαθιώτη προς τον Ριζοσπάστη με θερμή εισαγωγή γραμμένη προφανώς από τον Λασκαρίδη. Όμως, την ίδια μέρα, στην εφημερίδα Χρονικά, όπου έχει πιάσει δουλειά ο Λασκαρίδης εδώ και μερικές μέρες, δημοσιεύεται μια κριτική του, ενυπόγραφη, για το βιβλίο του Γκόρκι «Ο περαστικός», που είναι σχεδόν ίδια με παρόμοια κριτική που είχε δημοσιευτεί στον Ριζοσπάστη ένα μήνα νωρίτερα (στις 9 Μαΐου, με υπογραφή Θ.Λ.). Στο επόμενο φύλλο, 14.6.21, δεν αναφέρεται όνομα αρχισυντάκτη, ενώ από τις 15 Ιουνίου 1921 ανακοινώνεται νέος αρχισυντάκτης, ο κύπριος ποιητής Λεωνίδας Παυλίδης1. Στις 25 Ιουλίου προαναγγέλλεται ότι ο Ριζοσπάστης θα γίνει επίσημο όργανο του κόμματος, και ταυτόχρονα ότι θα αρχίσει να δημοσιεύει καθημερινά «κομμουνιστικό χρονογράφημα»2. Την ίδια μέρα δημοσιεύεται το αντιπολεμικό διήγημα του Λασκαρίδη «Ο ψωριάρης», το τελευταίο της σειράς. Στις 29 και στις 31 Ιουλίου δημοσιεύεται μικρή αγγελία ότι Προσεχώς εκδίδονται τα «Μέσ’ απ’ τις φλόγες». Η αναγγελία πάνω αριστερά στην 1η σελίδα: Από σήμερον αρχισυντάκτης ανέλαβε ο σ. Λεωνίδας Παυλίδης. Εις αυτόν παρακαλούνται οι σύντροφοι της πρωτευούσης και των επαρχιών να στέλλουν τα χειρόγραφα και τας επιστολάς τους δια την σύνταξιν του φύλλου. 2 Το χρονογράφημα το υπογράφει συνήθως ο Σύντροφος (Κ. Παρορίτης). Σποραδικά εμφανίζεται και ο Κοσμοπολίτης (αγνοώ ποιος είναι). Την προηγούμενη φορά που ο Ριζοσπάστης είχε τακτικό χρονογράφημα ήταν το 1919 από τον Σιμπλιτσίσσιμους (επίσης αγνοείται η ταυτότητά του). 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
123
Σειρά διηγημάτων πολεμικών του σ. Θ. Λασκαρίδη. Η έκδοση αυτή δεν έγινε ποτέ. Τελικά, ο Ριζοσπάστης θα γίνει κανονικά επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ (Κ) και της ΓΣΕΕ από την 1η Αυγούστου 1921. Αναλαμβάνει συντακτική επιτροπή από τους Πετσόπουλο, Π. Δημητράτο και Π. Χαλκό (που είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο επιστρατευμένος Γ. Κορδάτος). Γιατί ο Λασκαρίδης σταμάτησε να είναι αρχισυντάκτης; Στη νεκρολογία του που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη αναφέρεται ότι λόγω της κλονισμένης υγείας του δεν άντεχε τη νυχτερινή εργασία της πρωινής εφημερίδας και αναγκάστηκε να αναζητήσει εργασία σε απογευματινά φύλλα, πρώτα για λίγο στην Πρωτεύουσα και μετά στα Χρονικά, όπου, επειδή μίσθωνε την εργασία του σε εφημερίδες ξένες προς την ιδεολογία του, δεν ήθελε να δημοσιεύεται το όνομά του ως αρχισυντάκτη. Ο Λασκαρίδης πρέπει να πήγε στα Χρονικά, που μόλις είχαν αρχίσει να εκδίδονται, στις αρχές Ιουνίου του 1921. Μπορεί η αποχώρησή του να ήταν συμφωνημένη και να έμεινε για λίγο ακόμα ως αρχισυντάκτης για να ενημερώσει τον διάδοχό του. Όμως η σύμπτωση των ημερομηνιών υποβάλλει κι ένα άλλο σενάριο: ότι η κίνηση του Λ. να δημοσιεύσει στα Χρονικά ενυπόγραφο άρθρο (και μάλιστα αντιγραμμένο από τον Ριζοσπάστη) ήταν αθέτηση συμφωνίας και είχε αποτέλεσμα την αντικατάστασή του. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν έχω κανένα ισχυρό στοιχείο που να στηρίζει αυτό το σενάριο, μόνο σκόρπιες αόριστες ενδείξεις όπως τις συγκρούσεις που ανέφερα παραπάνω ή την αντιπάθεια που διέγνωσα (και μπορεί κάλλιστα να πέφτω έξω) ότι έτρεφε ο Παρορίτης για τον Λασκαρίδη. Έτσι ή αλλιώς, τους τελευταίους μήνες το μόνο σίγουρο ίχνος του Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη είναι μια σύντομη ανυπόγραφη κριτική για το θεατρικό έργο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, που δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα και στα Χρονικά με την υπογραφή του. Μάλλον είναι δική του και
124
Θεόδωρος Λασκαρίδης
μια επαινετική αναφορά στα χρονογραφήματα του Σπύρου Μελά («Μια εξαίρεσις», 17.11.1921). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Λασκαρίδης είχε πέσει σε δυσμένεια ή κάτι ανάλογο. Και τον καιρό της αρχισυνταξίας του, τα ενυπόγραφα ή αναγνωρίσιμα άρθρα του στον Ριζοσπάστη, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, ήταν ελάχιστα. Η αυτοκτονία του Λασκαρίδη ανακοινώθηκε στον Ριζοσπάστη στο φύλλο της 20.12.1921 σε μονόστηλο με τίτλο «Η χτεσινή αυτοκτονία», δικαιολογημένο λόγω της προχωρημένης ώρας, αλλά σε απαράδεκτο, σχεδόν ιταμό ύφος: Χθες εις τα γραφεία της εφημερίδος «Χρονικά» απεπειράθη διά τρίτην φοράν να αυτοκτονήσει ο αρχισυντάκτης αυτών κ. Θ. Λασκαρίδης, βληθείς διά περιστρόφου. Η κατάστασις του αυτόχειρος είναι κρισιμωτάτη. Τα αίτια τα ωθήσαντα εις την απόπειραν της αυτοκτονίας οφείλονται εις την νευρασθένειαν εξ ης έπασχεν προ πολλού. Ούτε καν ότι ήταν συντάκτης του Ριζοσπάστη και μέλος του κόμματος δεν αναφέρει! Η νεκρολογία της επόμενης μέρας, 21 Δεκεμβρίου (εδώ, σελ. 335) αποκαθιστά την τάξη. Είναι γραμμένη με ειλικρινό πόνο και με συντροφικότητα. Αντίθετα, το χρονογράφημα του Παρορίτη στις 22 Δεκεμβρίου είναι λιγάκι πιο ψυχρό (εδώ, σελ. 337), ενοχλημένο θα έλεγε κανείς για την άβολη αυτή αυτοκτονία που σαν να προσβάλλει έμμεσα και το κόμμα. Εκτός λάθους, πρόκειται για την τελευταία αναφορά του Ριζοσπάστη στον αυτόχειρα αρχισυντάκτη του, τον Θεόδωρο Λασκαρίδη.
Τα άρθρα του Θ. Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη
Π
αραθέτουμε πιο κάτω τα άρθρα του Ριζοσπάστη που βεβαιωμένα έχουν γραφτεί από τον Θεόδωρο Λασκαρίδη, είτε επειδή είναι ενυπόγραφα είτε (σε δύο περιπτώσεις) επειδή αναγνωρίζεται ολοφάνερα το στυλ του. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Ριζοσπάστης ήταν εξαιρετικά φειδωλός ως προς την αναγραφή ονομάτων των αρθρογράφων του· έτσι, ελάχιστα είναι τα ενυπόγραφα άρθρα –άρα, ελάχιστα και τα ενυπόγραφα του Λασκαρίδη. Εξάλλου, ως συντάκτης ύλης αρχικά και ως αρχισυντάκτης στη συνέχεια θα πρέπει να έχει γράψει πολλά από τα ανώνυμα σχόλια, ιδίως αν σκεφτούμε ότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα ο διευθυντής του Ριζοσπάστη, ο Γ. Πετσόπουλος, ήταν στη φυλακή! Τα άρθρα του Θ. Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα διηγήματά του, είναι τα εξής (όταν δεν δηλώνεται διαφορετικά, το άρθρο υπογράφεται «Θ. Λασκαρίδης»): 1. «Οι αιχμάλωτοί μας. Ομιλούν στον Ριζοσπάστη», 30.5.1918, σελ. 1. Ρεπορτάζ για τους Βουλγάρους αιχμαλώτους της μάχης του Σκρα (δημοσιεύεται στη σελ. 129) 2. «Η τραγωδία της Αν. Μακεδονίας», 27.10.1918, σελ. 1. Συνέντευξη με τον βουλευτή Λουκά Νάκο. 3. «Η κατάστασις εν Ευρώπη», 30.05.1919, σελ. 1. Συνέντευξη με τον βουλευτή Λουκά Νάκο. 4. «Η εφαρμογή του μπολσεβικισμού», 26.4.1920, σελ. 2. Κριτικό σημείωμα. [ 125 ]
126
Θεόδωρος Λασκαρίδης
5. «Η γιγαντομαχία του γαλλικού προλεταριάτου», 10.5.1920, σελ. 2, Άρθρο για τη γαλλική πολιτική κρίση. 6. «Γιατί πιστεύουμε», 18.10.1920, σελ. 2. Άρθρο για τη ρωσική επανάσταση. 7. Φιλολογικές ειδήσεις στη στήλη «Αθηνών Πειραιώς», 20.12.1920, σελ. 2 (ανυπόγραφο αλλά σίγουρα του Λασκαρίδη) 8. «Στους νέους», 25.12.1920, σελ. 3. Έκκληση πολιτική. (Δημοσιεύεται στη σελ. 297) 9. «Οι νεοέλληνες ποιηταί. Πρόχειροι χαρακτηρισμοί», 21.2.1921, σελ. 2. Σύντομη παρουσίαση ποιητών. (Δημοσιεύεται στη σελ. 301) 10. «Μερικά ερωτήματα» (Συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο του κόμματος), 25.3.1921, σελ. 1 (Δημοσιεύεται στη σελ. 137) 11. Πρόχειρα σημειώματα – Μ. Γκόρκυ «Περαστικός». 9.5.1921, σελ. 2. Βιβλιοκριτική (υπογράφεται Θ.Λ) 12. Ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, 6.10.1921, σελ. 2 (θεατρική κριτική: ανυπόγραφο αλλά σίγουρα του Λασκαρίδη)
Υπάρχουν ακόμη δύο άρθρα που υπογράφονται Θ.Λ. αλλά δεν είναι βέβαιο πως προέρχονται από τον Λασκαρίδη. Το ένα, του Μαρτίου 1919, είναι μια συνέντευξη για το προσφυγικό ζήτημα στη Μικρασία. Το άλλο, με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1918, είναι μια επιστολή αναγνώστη, με τα αρχικά Θ.Λ., που ζητάει να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα για τους Έλληνες της Βουλγαρίας. Δεδομένου ότι τον Οκτώβριο του 1918 ο Λασκαρίδης είναι σίγουρα συντάκτης του Ριζοσπάστη, ίσως και αρχισυντάκτης, εκ πρώτης όψεως αποκλείεται να είναι αυτός ο επιστολογράφος. Ωστόσο, είναι συνηθισμένο τέχνασμα στις εφημερίδες να δημοσιεύουν επιστολές ανύπαρκτων αναγνωστών, για να πάρουν αφορμή να πουν μερικά πράγματα που θέλουν. Και πράγματι, η επιστολή του Θ.Λ. δίνει την ευκαιρία στον Ριζοσπάστη να γράψει τη θέση του για το πρόβλημα των δικαιωμάτων των
Το φονικό μοιραίο βόλι
127
Ελλήνων της Βουλγαρίας. Ωστόσο, είναι σκέτη εικασία ότι αυτός ο Θ.Λ. είναι ο Λασκαρίδης. Οι δυο συνεντεύξεις του Λασκαρίδη με τον Λουκά Νάκο δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Ο Λουκάς Νάκος ήταν βενιζελικός βουλευτής της αριστερής πτέρυγας, δικηγόρος από τη Λιβαδειά, μετέπειτα ιδρυτής της Ένωσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και πατέρας της αριστερής λογοτέχνισσας Λιλίκας Νάκου. Στη μία, ο Νάκος εκθέτει τα δεινά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Μακεδονίας τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής (1916-1917). Στη δεύτερη, ο Νάκος, έχοντας μόλις επιστρέψει από το Παρίσι, εκθέτει τις απόψεις του για τη μεταπολεμική Ευρώπη, εκτιμά ότι στη Ρωσία η κατάσταση είναι μεταβατική και προβλέπει ότι θα επέλθει «κομπρομί» (συμβιβασμός) των σοσιαλιστικών ιδεών με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ρωσικού λαού. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι η συνέντευξη δίνεται μία μέρα μετά την επιστροφή του Νάκου από την Ευρώπη και επτά μέρες μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του Λασκαρίδη.
Οι αιχμάλωτοί μας ομιλούν στον Ριζοσπάστη Πώς τους πήραμε το Σκρα. Η Βουλγαρία νεκροταφείον. Η φιλοδοξία του Τσαρίσκου. Φρικιαστική πραγματικά η εντύπωση από μια επίσκεψη στους αιχμαλώτους Βουλγάρους στα παραπήγματα του Ρουφ. Βλέπει κανείς όλη τη μιζέρια του Βουλγαρικού στρατού και διακρίνει στα μάτια όλων τους την ευχαρίστηση που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι πιότεροι κουρελιασμένοι φέροντες παλιά βουλγαρικά πηλήκια με φαρδιές γερμανικές μπότες, προκαλούν αληθώς τον οίκτον. Ξαπλωμένοι, οι περισσότεροι έξω, λιάζονται ευτυχισμένοι, γιατί γλυτώνοντας απ’ το φόβο του θανάτου, βρίσκονται κάτου απ’ ένα τέτοιο ουρανό. Ένας […]1 μού λέγει: «Τώρα θα βγάλω όλα τα κρυώματα που άρπαξα στη Μακεδονία. Τι ήλιος!» Και γυρνάει τις πλάτες του, για να ζεσταθεί κι απ’ την άλλη μεριά. Κάτι γεροντάκια παίζουν χαρτιά, που τα ’χαν κρυμμένα στις ζώνες τους μέσα, διηγούνται ιστορίες του χωριού των και κάπου-κάπου τους ξεφεύγει και κανένας σκοπός· «Μίλα ροντίνα»2... 1 Λείπει μια αράδα, προφανώς λέει ότι κατάγεται από περιοχή της Βόρειας Βουλγαρίας. 2 Mила Родино, κατά λέξη «αγαπημένη πατρίδα». Το πατρι[ 129 ]
130
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Μέσ’ απ’ όλους, παιδιά 17 χρονών και γέροι πενηντάρηδες, δεν υπάρχουν παρά 2-3 φυσιογνωμίες που κάπως κινούν το ενδιαφέρον. Ένας Γιάντσο Χατζηγκεόργκιεφ μού διηγείται, με πολλές χειρονομίες, τη μάχη. Θέλει να με παραστήσει πώς την ώρα της επιθέσεως των στρατευμάτων μας στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής των, ευρίσκοντο μόνον δύο τάγματα, το 1ον και το 3ον του 49ου Συντάγματος της 5ης Μεραρχίας και ένα άλλο πίσω για εφεδρεία, μολονότι οι αξιωματικοί τούς είχαν ειδοποιήσει ότι η επίθεσίς μας θα άρχιζε η ώρα 1 ακριβώς. Κάτι που αληθινά μας εξέπληξε –λέγει– ήταν η ορμή των στρατευμάτων σας, για τα οποία οι αξιωματικοί μας διηγούνται μύρια όσα. Έπειτα δεν ήρθατε από κει που σας φυλάγαμε. Πώς να σας πω – τη στιγμή που σας αντελήφθημεν – μας είχατε πια κυκλώσει. Έπειτα, το πυροβολικό σας και τα αεροπλάνα σας μάς είχαν ζαλίσει τόσο, ώστε δεν μας ήτο δυνατόν να βγούμε έξω απ’ το αμπρί μας. Και πέρσι ήμην στο ίδιο μέρος, όταν έγινε γαλλική επίθεσις προς κατάληψιν του οχυρού, αλλά δεν έμοιαζε διόλου μ’ αυτήν τη δική σας! Ένας άλλος, Συμεών Ράτσεφ, μικρέμπορος, παρεμβαίνει στην ομιλία. Θέλει να με πείσει ότι οι Βούλγαροι δεν ηθέλησαν πέρσι να μας επιτεθούν, αν και είχαν τα οχυρά του Μαγιαντάρ και του Παγιάκ. Σκεπτόμεθα και σήμερα ακόμη ότι δεν θα έπρεπε να είμαστε εχθροί. Σας βεβαιώνω ότι εκεί στη Β. Βουλγαρία δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας. Άλλοι είναι αυτοί που σας μισούν. Τον ρωτώ για τα οχυρώματα του Σκρα και μ’ ωτικό αυτό τραγούδι είναι (από το 1964) ο βουλγάρικος εθνικός ύμνος.
Το φονικό μοιραίο βόλι
131
απαντάει: «Τα κάναμε όσο μπορούσαμε τελειότερα για να μείνουμε εκεί άφοβα. Δεν σκεπτόμεθα ποτέ να επιτεθώμεν. Το άκουσα πολλές φορές αυτό απ’ τους αξιωματικούς μας, που εβεβαίωναν ότι πρέπει να ’μαστε τελείως ήσυχοι. Δεν υποπτευόμεθα διόλου ότι ήτο δυνατόν να γίνει ό,τι έγινε.» Τον ρωτώ αν είναι αλήθεια ότι οι στρατιώτες βαρεμένοι απ’ τον πόλεμο εστασίασαν κάποτε. Δεν θέλει ν’ απαντήσει απευθείας εις την ερώτησίν μου και μου λέγει χαμογελώντας. «Δίνουν άδειες κάθε 5-6 μήνες, 25 ημερών, κι έτσι κανείς όταν πάγει σπίτι του...» Κι εγώ συμπληρώνω: «παίρνει κουράγιο για άλλους 5 μήνες...» Σκύβει το κεφάλι και τραβιέται, νομίζοντας πως ίσως είπε πολλά. Πλησιάζω ένα λοχία. Με κοιτάζει σαν αγρίμι και ζητάει τσιγάρο. Καπνίζει ευχαριστημένος κι έτσι αποκρίνεται κάπως πιο ανεπιφύλακτα στις ερωτήσεις μου. «Είναι ευχαριστημένοι εν Βουλγαρία από την μετατροπήν του Βασιλείου εις Αυτοκρατορίαν; Πώς σκέπτονται οι Βούλγαροι δημοκράται και σοσιαλισταί;» – «Ευχαριστημένοι; Αστειεύεσθε; Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αισθανόμεθα την τυραννία του Φερδινάνδου (εδώ μ’ αναφέρει και την καμπάνια της «Ραμποτνίτσεσκι Βέστνικ» και του «Νάροντ»1, των δύο παντοδύναμων σοσιαλιστικών οργάνων). Αφού καταντάει να βγαίνουν τα φύλλα αυτά πάντα σχεδόν λευκά... Να η δημοσία γνώμη. Να τα χάλια της λαϊκής θελήσεως. Οι εφημερίδες, αντίστοιχα, των «στενών» και των «φαρδιών» σοσιαλιστών. 1
132
Θεόδωρος Λασκαρίδης
–Τι μας έδωσε ώς τώρα ο Φερδινάνδος; Ανησυχίες εσωτερικές, πολέμους τον ένα κατόπιν του άλλου, φτώχεια και το μόνον που κατόρθωσε είναι να μεταβάλει τη Βουλγαρία σε νεκροταφείο. Πολύ καλά θα τελείωνε όλη αυτή η τυραννία της αυλής, αν αποτύγχανε ό,τι παρεσκευάζετο τον περασμένο χειμώνα. Θυμάστε που ο Φερδινάνδος ξαφνικά είχε φύγει στην Αυστρία; Α, είναι αρκετά πονηρός, αλλ’ αυτό δεν θα μας εμποδίσει, μετά το τέλος του πολέμου, να τον ξαναστείλουμε κείθε που ’ρθε. Δεν μας χρειάζονται Βασιλείς. Θα μπορέσουμε αύριο, ίσως, να κυβερνηθούμε μόνοι μας. Έτσι σκέπτεται όλος ο στρατός κι αυτό θα δυνηθεί να το πραγματοποιήσει ορισμένως. Πολύ συντείνει σ’ αυτήν όλη την κατάσταση και η πειθαρχία που προσπαθούν να μας επιβάλουν. Δεν μας αφήνουν να κινηθούμε διόλου. Μυρίζονται, βλέπετε, πολύ καλά το τι σκεπτόμεθα.» Του υποβάλλω και μια τελευταία ερώτηση για την εντύπωση που τους έκαμεν η Ρωσική επανάστασις. «Θαυμάσια –μου απαντά– μολονότι οι αξιωματικοί μας παριστάνουν τα εν Ρωσία ως τρομακτικά. Κάτι τέτοιο, ίσως, θα χρειασθεί και σε μας». Με παρακαλεί να μην αναφέρω τ’ όνομά του και με χαιρετάει, λέγοντας ότι «επί τέλους θα μπορέσει πια να ξεκουρασθεί από τόσων ετών πολέμους». Το ρεπορτάζ αυτό δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη την Τετάρτη 30 Μαΐου 1918 με την υπογραφή Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται σίγουρα για την πρώτη ενυπόγραφη συνεργασία του Λασκαρίδη με τον Ριζοσπάστη και κατά πάσα πιθανότητα για την πρώτη συνεργασία του γενικώς –εκτός αν είναι δικό του το γράμμα που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1918 με υπογραφή Λ.
Το ΣΕΚΕ και ο Λασκαρίδης Ο Λασκαρίδης έγινε μέλος του ΣΕΚΕ μέσα στο 1919, όπως πληροφορούμαστε από τη νεκρολογία του στον Ριζοσπάστη. Το ΣΕΚΕ της εποχής εκείνης, δηλαδή το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, ήταν ένα κόμμα που άλλαζε μέρα με τη μέρα, όπως γοργά άλλαζαν οι συνειδήσεις σε εκείνους τους ταραγμένους καιρούς. Ήταν επίσης κι ένα εξαιρετικά νεανικό κόμμα, καθώς τα περισσότερα στελέχη του δεν είχαν φτάσει τα 30 ή μόλις τα είχαν περάσει οι μεγαλύτεροι, σαν τον Αβραάμ Μπεναρόγια (1887). Μάλιστα, καθώς δεν είχε ακόμα σχηματιστεί το ενιαίο κέντρο των κομμουνιστικών κομμάτων (και σε πολλές χώρες δεν είχαν ακόμα δημιουργηθεί κομμουνιστικά κόμματα), ήταν ένα κόμμα που πήγαινε ψάχνοντας, που διαμόρφωνε ψηλαφητά τις επεξεργασίες του. Μπορούμε να πούμε ότι το 1920 ήταν η «γαλλική» περίοδος του ΣΕΚΕ, καθώς από τη Γαλλία έρχονταν οι πιο βασικές επιρροές. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Ριζοσπάστη της εποχής τα περισσότερα μεταφρασμένα θεωρητικά άρθρα είναι γαλλικά. Αλλά για το ΣΕΚΕ της εποχής εκείνης έχουν γραφτεί πολλά από άλλους ειδικότερους. Εδώ θα εστιαστούμε στον Λασκαρίδη. Από το ελάχιστο διάσπαρτο υλικό που υπάρχει, υποθέτουμε (αν και με μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας) ότι ο Λασκαρίδης είχε ήδη έρθει σε επαφή με σοσιαλιστικές ιδέες ως φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη. Δεν φαίνεται να είχε μεγάλη θεωρητική κατάρτιση, αλλά λόγω της καλής παιδείας του και της γλωσσομάθειάς του παρακολουθούσε με άνεση τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα. Στο άρθρο του «Η εφαρμογή του μπολσεβικισμού», δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη στις 26.4.1920, την ίδια μέρα που ανακοινώνεται ότι αναλαμβάνει την αρχισυνταξία, ο Λασκαρίδης τονίζει τη μεγάλη ανάγκη της διαπαιδαγώγησης, ώστε να αποφευχθεί ο σκόπελος στον οποίο προσέ[ 133 ]
134
Θεόδωρος Λασκαρίδης
κρουσε και το σοβιετικό καθεστώς· διότι, λέει, οι ηγέτες των μπολσεβίκων, άπειροι στη διεύθυνση ενός απαίδευτου λαού που βρίσκεται σε κοινωνική επανάσταση, διέπραξαν το λάθος να αποδίδουν κύρια σημασία στις θεωρητικές αρχές του σοσιαλισμού, με αποτέλεσμα η εθνικοποίηση βιομηχανιών και τραπεζών να γίνει κάπως άτακτα και να βυθίσει τη νεαρή δημοκρατία στο χάος, από το οποίο μόνο το μέγα πνεύμα του Λένιν και η απαράμιλλη δραστηριότητα του Τρότσκι μπόρεσαν να την ανασύρουν. Το άρθρο του «Η γιγαντομαχία του γαλλικού προλεταριάτου», γραμμένο στις 10.5.1920, δείχνει μεγάλη εξοικείωση με τη γαλλική πολιτική ζωή και με το διεθνές εργατικό κίνημα, όσο και ακατάσχετη αισιοδοξία για επικείμενη παγκόσμια επανάσταση, κάτι που ήταν άλλωστε χαρακτηριστικό ολόκληρου του Ριζοσπάστη την εποχή εκείνη. Γραμμένο αρκετούς μήνες αργότερα (18.10.1920), το άρθρο «Γιατί πιστεύουμε», με υπότιτλο «Διά τους φίλους και τους εχθρούς μας», θέλει να αντικρούσει τα επιχειρήματα των εχθρών της επανάστασης, οι οποίοι διέδιδαν ότι επίκειται το τέλος του σοβιετικού καθεστώτος. Αποδεικνύει ότι το μπολσεβίκικο καθεστώς έχει ριζώσει γερά και ότι μόνο μια γιγαντιαία κινητοποίηση τακτικού στρατού από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες μαζί θα μπορούσε να το ανατρέψει –αλλά τότε, οι προλετάριοι της Δύσης θα αρνούνταν να πάρουν μέρος σε τέτοιον επαίσχυντο πόλεμο. Το τέταρτο και τελευταίο «κομματικό» άρθρο του Λασκαρίδη είναι η συμμετοχή του στον προσυνεδριακό διάλογο την άνοιξη του 1921 σχετικά με τους 21 όρους της Διεθνούς. Ο Λασκαρίδης τονίζει και πάλι την ανάγκη της μόρφωσης και οικτίρει το χαμηλό επίπεδο των συντρόφων του, κάτι που του χάρισε τη μομφή της ΚΕ, που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα στον Ριζοσπάστη με υπογραφή του Γ. Κορδάτου. Το δημοσιεύω αμέσως πιο κάτω. Αριστοκράτης, μορφωμένος, πολύγλωσσος, ξενομερίτης, ο Λασκαρίδης δεν ήταν το τυπικό μέλος του ΣΕΚΕ. Αν θεωρήσουμε το διήγημά του «Θρίαμβος» αντιπροσωπευ-
Το φονικό μοιραίο βόλι
135
τικό, θα πρέπει να έβλεπε τον εαυτό του σαν τον διανοούμενο που βάζει φωτιά στις εργατικές μάζες. Πολύτιμος για τον Ριζοσπάστη, δεν πρέπει να κατέλαβε ποτέ υπεύθυνες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό. Δεν έχω βρει γραφτά του Λασκαρίδη (ούτε ανώνυμα που να μπορούν να αποδοθούν σ’ αυτόν) στον Εργατικό Αγώνα, που ήταν το επίσημο όργανο του ΣΕΚΕ.
Μερικά ερωτήματα
Μ
ολονότι λόγω της επιστρατεύσεως που παίρνει όλα τα δρώντα στοιχεία της σοσιαλεργατικής κινήσεως του τόπου μας, όλους τους γραμματείς των τμημάτων του Κόμματος και όλα σχεδόν τα μέλη της Κ. Επιτροπής, θα έπρεπε το Συνέδριον να αναβληθεί δι’ ευθετότερον χρόνον, εν τούτοις επειδή πιθανόν η υπερεπαναστατικότης μερικών συντρόφων να υπερισχύσει της λογικής, αναγκάζουμαι κι εγώ να πω την γνώμην μου για την αποδοχήν των 21 όρων της Μόσχας. Χωρίς να κάμω δικολαβικάς εισηγήσεις και να πουλήσω ρητορισμούς και πολυμάθειαν διά της παραπομπής των απαιδεύτων ως επί το πλείστον συντρόφων εις διαφόρους σοφάς βέδας, ούτε να δημοκοπήσω πουλώντας υπερεπαναστατικότητα και τριτοδιεθνισμόν πυρ σαν1 ή να φανώ απαισιόδοξος διά το παρόν και το μέλλον, θα υποβάλω μερικάς ερωτήσεις εις τα μέλη του Κόμματος διά μερικάς απορίας μου που άμεσον έχουν σχέσιν με την παραδοχήν των 21 όρων, απορίας που έχω ως εκ της εκ του σύνεγγυς παρακολουθήσεως της εργατοσοσιαλιστικής εν τω τόπω μας κινήσεως από τετραετίας περίπου. Έτσι στο κείμενο. Γαλλισμός (pure sang) που σημαίνει «καθαρόαιμος, πούρος». 1
[ 137 ]
138
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Αι απορίαι μου είναι αι εξής: 1ον) Η Επανάστασις δύναται να βασίζεται επί της ψυχολογίας των μαζών –ψυχολογίας που αλλάζει συχνά– ή επί της ανάγκης; 2ον) Οι Έλληνες εργάται έχουν επαναστατικήν συνείδησιν ή επαναστατικήν διάθεσιν; 3ον) Η υπάρχουσα διάθεσις είναι επαναστατική ή διάθεσις αναμπουμπούλας; 4ον) Το συνειδητόν προλεταριάτον είναι τόσον ώστε ν’ αποτελέσει πυρήνα μιας δράσεως κομμουνιστικής; 5ον) Οι ανήκοντες εις το Κόμμα εργάται αποτελούν την πλειοψηφίαν των οργανώσεών των ή τουλάχιστον κατορθώνουν να κάμνουν σεβαστήν την γνώμην των; 6ον) Η επανάστασις εν Ελλάδι θα είναι εργατική ή αγροτική αφού το πλειοψηφούν προλεταριακόν στοιχείον είναι οι αγρόται; 7ον) Ποίαν δράσιν μεταξύ των αγροτών έκαμε μέχρι τούδε το Κόμμα και αν απεπειράθη να ενώσει τους αγρότας εις μίαν Ομοσπονδίαν υπαγομένην υπό την Γενικήν Συνομοσπονδίαν των Εργατών; 8ον) Ποίαν εντύπωσιν έκαμεν εις τους αγρότας το αρνητικόν εκλογικόν πρόγραμμα του Κόμματος; 9ον) Το Κόμμα απέκτησεν την συμπάθειαν των διανοουμένων, συμπάθειαν απαραίτητον διά την δημιουργίαν στελεχών και μόρφωσιν των αμορφώτων προλεταρίων; 10ον) Κατόρθωσε ν’ ανυψώσει τους εργάτας εις κάποιο ανώτερο διανοητικό επίπεδο; 11ον) Όλαι αι μέχρι τούδε γενόμεναι απεργίαι είναι
Το φονικό μοιραίο βόλι
139
εκδήλωσις αγανακτήσεως κατά του αστικού συστήματος ή απλώς σκοπόν είχον μόνον την βελτίωσιν της οικονομικής του εργάτου θέσεως, και πώς κατέληξαν; 12ον) Οι εργάται αντελήφθησαν ότι με οιαδήποτε οικονομική βελτίωσι της θέσεώς των πάντοτε θα είναι δούλοι του κεφαλαίου εφ’ όσον το αστικό καθεστώς κυβερνά τον τόπον; 13ον) Η γενομένη προπαιδευτική εργασία μεταξύ των μελών του Κόμματος είναι αρκετή εγγύησις περί της μορφώσεως αυτών και του ρόλου τον οποίον θα πρόκειται να παίξουν ως μέλη ενός Κομμουνιστικού Κόμματος; 14ον) Η Ελλάς σήμερα είναι έδαφος κατάλληλον διά μίαν επαναστατικήν δράσιν εφ’ όσον θα πρέπει να γίνει και μία μορφωτική δράσις παραλλήλως και εάν η μία δράσι δεν θα παρεμποδίζει την άλλην; 15ον) Δράσι ασυνείδητος εργατών αμορφώτων μπορεί να γίνει μέσον μορφώσεως επαναστατικής συνειδήσεως; 16ον) Ποία εγγύησις ότι η ώθησις εις επαναστατικήν δράσιν αμορφώτων ανθρώπων δεν θα καταλήξει εις εγκεφαλικήν αναρχίαν; 17ον) Υπάρχουν εις το Κόμμα μας στοιχεία δυνάμενα να παράσχουν εγγύησιν εις την Διεθνή περί της ακριβείας εκτελέσεως των όρων, και προπαντός υπάρχουν τα πρόσωπα εκείνα που ουδεμίαν έχοντα μεταρρυθμιστικήν και κιτρίνην πολλάκις κατά το παρελθόν δράσιν θα αναλάβουν τας ευθύνας της προπαρασκευής επαναστάσεως; 18ον) Δύναται να εμπιστευθεί η επαναστατική δράσι
140
Θεόδωρος Λασκαρίδης
εις ανθρώπους νεωστί ελθόντας εις το Κόμμα εξ άλλων αστικών κομμάτων και μόνον υπό την πνοήν του ενθουσιασμού της Ρωσικής επαναστάσεως; 19ον) Τα οικονομικά μέσα του Κόμματος δύνανται ν’ ανταποκριθούν προς τας δημιουργηθησομένας ανάγκας, εν περιπτώσει μιας εντεταμένης επαναστατικής δράσεως ήτις προϋποθέτει καταδιώξεις, φυλακίσεις και απελάσεις; 20όν) Η Γενική Συνομοσπονδία δύναται να εγγυηθεί μίαν κομμουνιστικήν δράσιν; 21ον) Εάν δεν δύναται αυτή, πού στηριζόμεθα; Εκ των απαντήσεων εις τας ως άνω ερωτήσεις δύναται να αποτελεσθεί στάδιον σοβαράς συζητήσεως αποφευγομένων των περιττών θεωρολογιών, τας οποίας έως τότε έκαμαν τα μέλη. Τότε θα επανέλθω ίνα εκθέσω την γνώμην μου περί της υπό ποίους όρους παραμονής μας εις την Τρίτην Διεθνή. Θ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (25.3.1921, σελ. 1) με τον υπέρτιτλο «Αι συζητήσεις δια το συνέδριον του Κόμματός μας». Την επόμενη μέρα δημοσιεύτηκε το ακόλουθο άρθρο: ΜΙΑ ΣΥΣΤΑΣΙΣ Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος εκφράζει λύπην και μομφήν προς τον σ. Λασκαρίδην, ο οποίος εις τον πρόλογον του χθεσινού του άρθρου εξετράπη εις προσωπικήν επίθεσιν και ειρωνείαν εναντίον συντρόφων συζητούντων περί του Συνεδρίου διά των στηλών του «Ριζοσπάστη». Ανακαλούσα τον παρεκτραπέντα σύντροφον εις την τάξιν, η Κεντρική Επιτροπή υπενθυμίζει
Το φονικό μοιραίο βόλι
141
εις τα μέλη του Κόμματος ότι δεν πρέπει να λησμονούν ότι πρόκειται περί συζητήσεως μεταξύ συντρόφων, οι οποίοι έχουν την υποχρέωσιν να υποστηρίζουν ή να αντικρούουν τας γνώμας των άλλων με σοβαρότητα και καλήν πίστιν. Τα άρθρα των συντρόφων που δεν συμμορφώνονται με την ανωτέρω υπόδειξιν της Κεντρικής Επιτροπής δεν θα δημοσιεύονται. Διά την Κ.Ε.
Ο Γραμματεύς Ι. Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ
Και αμέσως από κάτω, υπήρχε η εξής απάντηση: Σ. Ρ. – Την ανωτέρω (Μίαν Σύστασιν) δημοσιεύομεν κατ’ απαίτησιν της Κεντρικής Επιτροπής, παρατηρούντες εις αυτήν συγχρόνως ότι αι Κεντρικαί Επιτροπαί των Πολιτικών Κομμάτων έχουν ορισθεί ίνα κατευθύνουσι την πολιτικήν των κομμάτων και όχι να δίδουν μαθήματα καλής συμπεριφοράς. Οι αναγνώσται είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν και να εκτιμήσουν τα διάφορα γραφόμενα των συζητούντων συντρόφων της στήλης «Διά το Συνέδριον του Κόμματος», ήτις αποτελεί ελεύθερον βήμα των συντρόφων, χωρίς να δύναται η Κεντρική Επιτροπή να επικρίνει τους τυχόν έχοντας με αυτήν αντίθετον γνώμην. Οι γινώσκοντες πλην της ελληνικής γλώσσης και άλλας ευρωπαϊκάς γλώσσας και παρακολουθήσαντες τον τρόπον της συζητήσεως επί των 21 όρων του Γερμανικού, Γαλλικού και Ιταλικού Κόμματος ανέγνωσαν αναμφιβόλως πολύ τραχύτερα και απρεπή πολλάκις άρθρα συζητητών συντρόφων, [αλλ’ ουδεμία εκ των Κεντρικών Επιτροπών των]1 κομμάτων τούτων ενόμισεν ότι δύναται να χρησιμοποιήσει το ζήτημα ύφους προς μείωσιν της αξίας των εκφερομένων γνωμών. Χωρίς να κηρύσσεται κανείς υπέρ απρεπούς συζητήσεως θα έπρεπε να συστήσει εις την Κεντρικήν Επιτροπήν να αναγνώσει το άρθρον του σ. Σπάρτακου (Δράμας) και το δεύτερον μέρος του άρθρου του σ. Οικονόμου.
1
Λείπει μια αράδα της οποίας το περιεχόμενο μαντεύω.
Ώς το μεγάλο φως: το χαμένο μυθιστόρημα του Θ. Λασκαρίδη
Ε
κτός από τα αντιπολεμικά του διηγήματα, που τα ετοίμαζε προς έκδοση με τίτλο «Μέσ’ απ’ τις φλόγες», ο Θεόδωρος Λασκαρίδης φαίνεται πως είχε έτοιμο και ένα μυθιστόρημα, στο οποίο είχε δώσει τίτλο «Ώς το μεγάλο φως». Την ύπαρξη του μυθιστορήματος την πληροφορούμαστε από πολλές πηγές. Στη νεκρολογία του στο περιοδικό Μούσα (εδώ στη σελ. 348) ο Νάσος Χρηστίδης αναφέρει ότι είχε δει, τελειωμένο, στο γραφείο του Λασκαρίδη στα Χρονικά, το κοινωνικό ρομάντζο «Ώς το μεγάλο φως» και μάλιστα ο Λ. του είχε διαβάσει και τον πρόλογο, που τον είχε γράψει ο γνωστός τότε λογοτέχνης Κωστής Βελμύρας. Άλλωστε, ένα μήνα πριν από την αυτοκτονία του ο Λασκαρίδης είχε δώσει για δημοσίευση στη Μούσα ένα απόσπασμα που δημοσιεύτηκε με τον υπέρτιτλο «Από το ρομάντζο ‘Ως το μεγάλο φως’». Ακόμη, στις 18.1.1921 στην εφημερίδα Πρωτεύουσα είχε δημοσιευτεί η είδηση ότι προσεχώς θα εκδοθούν τα διηγήματα «Μέσ’ απ’ τις φλόγες» του Λασκαρίδη και ότι ετοιμάζεται από τον ίδιο η συλλογή διηγημάτων «Ώς το μεγάλο φως». Νωρίτερα ακόμα, όταν τον Δεκέμβριο του 1920 ο Λασκαρίδης δημοσιεύει στον Νουμά τη φανταστική βιογραφία του Π. Σλαβέικοφ, που υποτίθεται πως ήταν ο συγγραφέας των διηγημάτων που δημοσιεύονταν στον Ριζοσπάστη, αναφέρει τη συλλογή διηγημάτων «Ώς το μεγάλο φως» σαν ένα από τα έργα του ανύπαρκτου Σλαβέικοφ. Και λίγο αργότερα τον ίδιο μήνα, δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη, σε τρεις συνέχειες, το εκτενές αφήγημα Σονάτα με υπέρτιτλο «Ώς το μεγάλο φως». [ 143 ]
144
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Επομένως ο Λασκαρίδης σχεδίαζε ένα αφήγημα με τον τίτλο «Ώς το μεγάλο φως», που ίσως αρχικά να το συνέλαβε ως συλλογή διηγημάτων και στην πορεία να το μετεξέλιξε σε μυθιστόρημα, το οποίο το ολοκλήρωσε αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρηστίδη, ήταν έτοιμο προς έκδοση. Ωστόσο, ενώ ο Λασκαρίδης είχε κατ’ επανάληψη αναγγείλει, τόσο από τον Ριζοσπάστη (δύο φορές τον Ιούλιο του 1921) όσο και από τα Χρονικά (πολλές φορές τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1921) την έκδοση των αντιπολεμικών του διηγημάτων, το «Ώς το μεγάλο φως» δεν το ανάγγειλε ποτέ. Προφανώς, ήθελε να τυπωθούν πρώτα τα αντιπολεμικά διηγήματα, είτε επειδή έκρινε ότι θα έχουν μεγαλύτερη απήχηση και θα διευκόλυναν τη μεταγενέστερη έκδοση του μυθιστορήματος, είτε επειδή το έκρινε πολιτικά πιο επείγον. Το μυθιστόρημα δεν εκδόθηκε και, καθώς δεν ξέρουμε τι απέγιναν τα χαρτιά που είχε στο γραφείο του ο Λασκαρίδης, πρέπει να θεωρείται σήμερα οριστικά χαμένο. Από τα 33 πεζά που άφησε δημοσιευμένα ο Λασκαρίδης πεθαίνοντας (αν υποθέσουμε πως δεν λανθάνουν κάποια ακόμη σε άλλα έντυπα), υπάρχουν πέντε που εντάσσονται σαφώς στο χαμένο μυθιστόρημα, είτε επειδή έχουν τους ίδιους ήρωες, είτε επειδή το δηλώνει ο Λασκαρίδης στον υπέρτιτλο. Υπάρχει κι ένα έκτο, η Εκδίκηση, που αποφάσισα να το εντάξω εκεί επειδή από την υπόθεση προκύπτει εμμέσως αλλά σαφώς ότι εκεί ανήκει και μάλιστα ότι είναι παρμένο από το τέλος του μυθιστορήματος. Πρόκειται για τα εξής έξι κομμάτια (με τη σειρά που δημοσιεύτηκαν): Εκδίκηση, Πάλη, Όρκος, Θύελλα, Σονάτα (σε τρεις συνέχειες) και Σκλάβος. Το δεύτερο από αυτά φέρνει στο προσκήνιο και τους ήρωες, τον νεαρό Στέφη, ιδιοκτήτη των λατομείων, και τον περίπου συνομήλικό του μηχανικό Μίλτο, που είναι διευθυντής στα λατομεία. Ο Στέφης αποφασίζει αντεργατικά μέτρα (μείωση μεροκάματου και αύξηση ωρών εργασίας) που ο Μίλτος αρνείται να εφαρμόσει και παραιτείται. Στα επόμενα κομμάτια γνωρίζουμε και τη Λέλα, την οποία και οι δυο πολιορκούν. Η Εκδίκηση, αν και δημο-
Το φονικό μοιραίο βόλι
145
σιεύτηκε πρώτο, σαφώς κλείνει το δράμα: ένας απελπισμένος εργάτης βάζει φωτιά στο σπίτι των αφεντικών του λατομείου. Εδώ δημοσιεύω τα έξι κομμάτια όχι με τη σειρά δημοσίευσής τους, αλλά με τη σειρά που εικάζω πως θα είχαν στο μυθιστόρημα, εικασία που μπορεί να μην είναι απόλυτα σωστή.
Όρκος
Α
νθισμένα όλα. Η γη οργιάζει από βλάστηση. Όλος ο κάμπος λουλουδιασμένος. Όλα τα δέντρα γεμάτα μπουμπούκια. Τα πουλιά ξεμουδιασμένα απ’ τη νάρκη που τα είχε πιασμένα το χειμώνα ετοιμάζουν ξανά τα φτερά τους. Στο κιόσκι του κήπου της, που τον σκεπάζουν τα πρώτα φύλλα του περιπλοκαδιού, αναγερμένη, βλέπει τον κήπο που ανθομανούν οι πασχαλιές. Είναι χαρούμενη. Ένα γέλιο χαράζει τα χείλη της. Ο πρώτος παλμός που ένιωσε τής έφερε λύπη, πίκρα. Ο δεύτερος χαρά. Είναι τώρα ευτυχισμένη. Μπορεί και το λέει στον εαυτό της: «Είμαι πια ευτυχισμένη…». Δεν φοβάται απ’ την ηχώ που θα επαναλάβει τα λόγια. Το μαντικό πουλί της νύχτας από μήνες δεν κάθεται πια στη στέγη της επάνω. Το όρνιο που από του Πλούτωνα το νοικοκυριό φτερούγισε πριν από μύρια χρόνια, και που ήτανε σύντροφός της ως τώρα, πια αλάργεψε σε δάση απάτητα και σε πύργους αραχνιασμένους…. Απλώνεται πια μέσα στην ψυχή της η χαρά. Σάμπως υφάδι μαγικό, γύρω το πάρκο ολάνθιστο, σκορπάει τη χαρά της ζωής. Κλείνει τα μάτια. Θυμάται ένα χωριατόπαιδο που αντάμωσε χτες στο δάσος. Είχε τόσο γλυκά μά[ 147 ]
148
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τια… Εστέκετο και την έβλεπε, σάμπως ξαφνισμένο απ’ τη μεστή ύπαρξή της. Είχε τόσο γλυκά μάτια… Βλέπει στην άκρη της στράτας τον Μίλτο. Θέλει να σαλέψει, να σιάξει το πρωινό της ρούχο, που αφήνει να φαίνεται το στήθος της, προσπαθεί να ξεμουδιάσει, να βγει απ’ τη χαύνωση που την κατέχει, μα όχι. Τα μάτια του χωρικού γυρνάνε μπρος της. Αντίκρυ στο Μίλτο που έρχεται, βλέπει τα ίδια μάτια. Ακούει το χαιρετισμό του. Τον αισθάνεται να στέκει πλάι της, μα σαν δειλιασμένος. Της φαίνεται η δειλία του όλως παιδιάστικη, κι αρχίζει να γελά –χα-χα. Γελά με την καρδιά της. Φαίνονται τα δόντια της, ίδια μαργαριτάρια. Εκείνος σκύβει, τη χαιρετά, ακόμα μια φορά, και κάνει να φύγει. Η Λέλα παύει το γέλιο. Απλώνει τα χέρια και του λέει δυνατά «Καλημέρα». Αυτός σφίγγει το χέρι της και της λέει πως δεν θα ήρχετο ποτέ στο πάρκο, αν ήξερε πως θα προκαλούσε το γέλιο της· η αδιακρισία του… Μα νόμισε πως ίσως δεν θα ήταν εκεί. Πολλές πρωινές είχε έρθει στο κιόσκι, μα δεν ήταν κανείς. Σήμερα έτσι απρόοπτα… Και πάντα έλεγε μέσα του: σήμερα θα πάγω, μα αύριο όχι. Αδιακρισία. Μα πώς να κάτσει κανείς στο δωμάτιο τέτοια αυγή. Τόσο είναι όμορφα εδώ έξω!... Τώρα με τέτοιο φεγγάρι τη νύχτα δεν κοιμάται διόλου. Χτες βράδυ κάθισε στο παράθυρο και μετρούσε τ’ άστρα. Αντίκρυ η κόμη της Βερενίκης τού θύμισε κάποια ιστορία ενός Σύρου πρίγκιπα. Πολύ παράξενη ιστορία. Ζητάει συγνώμη πάλι γιατί ξεχάστηκε σε τόση φλυαρία.
Το φονικό μοιραίο βόλι
149
Η Λέλα του λέει πως δεν έκαμε καμιά ανόσια πράξη. Μπορεί να έρχεται ό,τι ώρα θέλει στο πάρκο. Δεν είναι ξένος, δεν είν’ έτσι; «Αλήθεια, κύριε Μίλτο, θυμάστε το βράδυ του πικ-νικ; Τι υπέροχο βράδυ! Μια σελήνη, ίδια δέσποινα σε παρουσίαση ιπποτών. Και το βουνό κρυμμένο μέσα σε κολοσσιαία δέντρα. Κι ο νερόμυλος που στο βάθος του λιβαδιού ακούγετο μονότονος. Θυμάστε το Στέφη που προσπαθούσε να μου πλέξει στεφάνι; Στάθηκε αδύνατο ως το τέλος. Ήτανε τόσο αδέξιος!» Ο Μίλτος άκουε σαν σ’ όνειρο. Εκείνη έπαυσε. Ύστερ’ από λίγο τον ρώτησε για κάτι του Χάμσουν που διάβαζε… Σιγαλιά. Ακούστηκε σε λίγο μονάχα ο κρότος που έκαμνε κάποιο κάρο που περνούσε απ’ την άκρα του δρόμου. Ήτανε κοντά του, πλάι του. Με το στήθος γυμνό. Το ρούχο της σχιστό κάτω άφηνε να φαίνονται τα πόδια της, που ήσαν σε κάτι αραχνένιες μεταξωτές κάλτσες σφιγμένα, λευκά, αγαλματένια. Τα μαλλιά της πρόχειρα σηκωμένα σε χτένισμα αρχαϊκό, και το πρόσωπό της απουδράριστο, όλη με την ευωδιά της σάρκας λουσμένη. Είχε μια ανατολίτικη ομορφιά κείνη την ώρα, που σπάνια θα μάντευε κανένας. Γυρνάει και τον κοιτάει τώρα σα να ξύπνησε. «Λέτε τόσο καλές ιστορίες», του λέγει, «ο πρίγκιπας θα ’τανε κανένας απ’ τους ευγενικούς άρχοντες που ζουν μόνο στους θρύλους της Ανατολής». Τον κοιτάει ακόμα στα μάτια σαν να θέλει να μπει μέσα στο κάτι που ξύπνησε ο ανατολίτικος θρύλος στην ψυχή του.
150
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Ανατολή», ψιθυρίζει. Κι η λέξη ευωδιάζει μοίρα. Όλο λαγνεία, όλο χαρά, μέρος που η σκέψη παύει να λειτουργεί. «Κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει…»1 Και τα τραγούδια της άλλος κόσμος. Κι ο πρίγκιπας αυτός θα ’ταν χλομός, μαυροκίτρινος πλιότερο. Με μάτια υγρά, υψηλός. Με χρυσαφιούς πέπλους και με χρυσά και κόκκινα κρόσια. Ίσως κρατούσε και κομπολόι. «Άνθρωπος των χιλιών και μιας νυκτών». Χωρίς άλλο αυτόν θα τον αγαπούσε. Θα τον αγαπούσε βαθιά και σκληρά. Φαντάζεται μια αγάπη ανατολίτικη. Ένα χαρέμι γεμάτο από κιρκασιανές ομορφιές, σκλάβες. Γύρω σ’ αυτές, σκληρούς και χοντροχείληδες τούς Αραπάδες. Μια ζωή που περνάει μέσα σε λουτρούς, και πίσω από καφάσια, που μοιάζουν ίδια φυλακή. Μια ζωή που σβήνει μέσα σε μύρα, σε μετάξια και σ’ αίμα. «Θα τον αγαπούσε τον πρίγκιπα», ξαναλέει. Ο Μίλτος ξαφνίζεται και την κοιτάζει εκστατικά… Ένα πουλί ήρθε κει κοντά και φώναξε. Σιωπή… Σηκώνεται ξάφνου. Τυλίγεται στη ρόμπα της και βγαίνει έξω. Προχωρεί αμίλητα. Πάει και κόβει λουλούδια. Τα κάνει στεφάνι και προχωρεί τραγουδώντας. Στα μάτια του Μίλτου φαντάζει ίδια η Άνοιξη. Στο μονοπάτι φαίνεται ο Δήμας. Τον βλέπει που πάει κοντά της και της τείνει το χέρι. Αυτή σκύ«Κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει / ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι / η λαγγεμένη Ανατολή». Στίχος του Παλαμά από το γνωστό ποίημα «Ανατολή» των Καημών της λιμνοθάλασσας (1912). 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
151
βει, του ψιθυρίζει κάτι και γυρνάει πίσω. Ο Δήμας απομακρύνεται. Γοργογυρνάει πίσω. Κόκκινη όλη. Μπαίνει στο κιόσκι και πέφτει στην ψάθινη πολτρόνα. Βλέπει μπρος της. Στα χέρια της κρατάει ένα χαρτί. Το σκίζει και διαβάζει. Αφήνει το χαρτί να πέσει απ’ το χέρι της. Ο Μίλτος σηκώνεται. «Η ώρα πέρασε», λέει. Πρέπει να πάει στο Λατομείο. Η εργασία άρχισε προ πολλού. Η Λέλα σιωπά. Τη βλέπει στα μάτια μέσα. Σκύβει, παίρνει το χαρτί και του τείνει – «Διαβάστε». Το όνομα του Στέφη πέφτει στα μάτια του. Της λέγει πως δεν έχει κανένα δικαίωμα να μπαίνει στα μυστικά της. Πιθανόν να της κάνει κακό. Αρνιέται να διαβάσει το γράμμα. Η Λέλα σηκώνεται. Του δείχνει πέρα το Λατομείο. «Είναι φριχτό», του λέγει. Το κάψιμο όλου του σάπιου σήμερα μονάχα απ’ τους νέους θα γίνει. Τον θέλει μεγάλο άνθρωπο, με λεύτερη σκέψη. Νομίζει πως πάλι είναι δειλός, Φιλισταίος, και ντρέπεται. Μεγάλος πρέπει να ’ναι κανείς και στην αγάπη και στο μίσος. Πρωτάθρωπος με κλειστά τα μάτια της ψυχής μπροστά στα ανθρώπινα κτήνη. Την ζωή του δύστυχου πληθυσμού που απ’ τα χέρια του Στέφη κρέμεται, πρέπει ο Μίλτος να τη λευτερώσει. Τότε θα του χαρίσει την ψυχή της, γλυκά του λέει. Ο Μίλτος μεθά, κι ορκίζεται πίστη στην Ιδέα. «Στο καλό», του λέει. Ο Μίλτος φεύγει σιγανά. Η σφυρίχτρα του ερ-
152
Θεόδωρος Λασκαρίδης
γοστασίου παρακάτω αφήνει μια στριγγλιά, ενώ από την καπνοδόχη βγαίνουν κομμάτια πηχτού καπνού. Απαίσιο μαύρο νέφος σκεπάζει το λατομείο, σαν σύμβολο της ζωής των εργατών. Στο πάρκο τα έντομα βουίζουν. Μια χρυσή ζίνα1 κάθεται σ’ ένα ρόδο πάνω. Τα μελίσσια στήνουν πολέμους για τους χυμούς. Η Λέλα τον βλέπει να χάνεται αγάλια. Τα μαρτύρια των δουλευτάδων μέσα στο φύλλο του χαρτιού που κρατεί είναι χαραγμένα με κόκκινη μελάνη. Τον βλέπει να χάνεται. Χαμογελάει και ψιθυρίζει. Στο κιόσκι που δεν χινοπώριασε ... στο πράσινό του το κατώφλι καρτερώ. Από το κοντύτερο δέντρο φλύαρα ακουγότανε οι σπουργίτες. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 29.11.1920, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Το δίστιχο του τέλους είναι από ποίημα του Απόστολου Μελαχρινού.
1
Έντομο, είδος σκαθαριού.
Σκλάβος
Τ
’ Άη Γιάννη η νύχτα. Φεγγάρι μέρα. Ο Μίλτος περπατάει στο δάσος. Υγρασία βγαίνει απ’ όλα τα δέντρα. Παντού μούχλα είναι χυμένη. Το φως της άνοιξης δεν μπήκε ακόμα στα κρυφά των δρυών. Αναπνέει δυνατά. Μια ανησυχία τον βαραίνει. Νιώθει κάτι πυρρό, ζεματιστό μέσα στο κρανίο του. Σιμά του τα έντομα βουίζουν. Το δάσος ηχεί παράξενα. Το θρόισμα των φύλλων ορφικούς σκοπούς σάμπως ξυπνάει. Μια ανώτερη γαλήνη που έχει κάτι απ’ τη νέκρα τού υπερπέραν απλώνεται γύρω. Ούτε πουλί αντιλαλεί, ούτε ζώο μουκανίζει... Παίρνει το μονοπάτι που βγάζει στο λόφο. Απ’ την κορφή του βλέπει σε λίγο τις φλόγες τ’ Άη Γιάννη που σε στήλες αρμονικές ανεβαίνουν στο διάφανο ουρανό. Απ’ την άλλη πλαγιά φτάνει το ούρλιασμα κάποιου σκύλου. Ακούει μια φωνή πίσωθέ του. «Όμορφη νύχτα...» Ο Στέφης με το καπέλο στο χέρι και χωρίς κολάρο. «Όμορφη νύχτα...», ξαναλέει. Ο Μίλτος παραμερίζει λίγο για ν’ ανεβεί κι ο Στέφης στο βράχο. Ακούγονται τώρα οι φωνές και τα γέλια των γιορταστών. Μιλάει πρώτα πάλι ο Στέφης. Θαυμάζει το [ 153 ]
154
Θεόδωρος Λασκαρίδης
φεγγάρι. Κάποτε τέτοιες βραδιές τις πέρασε στης Ελβετίας τα βουνά. Το φως που εδώ σβήνει μέσα στα δέντρα εκεί αντιλάμπιζε πάνου στο λευκό ρούχο των βουνών. Ήταν μαγεία, λέει, και χτυπάει το καπέλο του στο βράχο. Μα εδώ στο δάσος μέσα αισθάνεται κάτι ξωτικό να τον τριγυρνάει. Εδώ γίνεται κανείς πανθεϊστής πέρα ως πέρα. Ζουν όλα γύρω σου... Θυμάται τον τόνο του δάσου και της νεκρής αρμονίας του, που του ’δωκε εδώ και χρόνια κάποια εικόνα του Μπαίκλιν1. Έτσι και τώρα νιώθει κάτι παρόμοιο... Οι φωτιές μεγαλώνουν. Ακούγονται τα γέλια των γιορταστών. Τα τραγούδια των κοριτσιών αντηχάνε σα βρύσες. Απ’ τις φλόγες φωτίζεται ο πόντος ακύμαντος. Απ’ τις υψηλές κορυφές των δρυών φτάνουν τα τερετίσματα των πουλιών που σαλεύουν τρομαγμένα. «Πάει μου ο ύπνος», λέει ο Στέφης. «Δεν κοιμάμαι καθόλου. Αυτές οι λευκές νύχτες με κρατάνε σκλάβο...» Κι ο Μίλτος κάθεται. «Χτες βράδυ», ξαναλέει ο Στέφης, «γυρνούσα όλη τη νύχτα στο δάσος. Στα σκοτεινά μέσα νιώθεις πιότερο το εγώ σου. Έγειρα λίγο σιμά στο πλατάνι της πηγής. Μια ονειριασμένη κρυάδα έβγαινε απ’ όλη τη γη. Το νερό κυλούσε πλάι μου. Έβαλα το χέρι στο νερό και σάμπως λάφρωσα. Κοιμήθηκα; Δεν ξέρω. Κάτι ένιωσα να μου αγγίζει τις πλάτες. Σηκώθηκα. Η Λέλα! Λευκή όλη. Νοτισμένη απ’ την πάχνη. Κρατούσε ένα κλαδί στα χέρια και γελούσε. ‘Τι αστείο, τι αστείο’, έλεγε... ‘Φαντασθείτε, σας νόμισα για θεό του δάσου. Κοντά στον πλάτανο έτσι 1
Arnold Böcklin (1827-1901), Ελβετός συμβολιστής ζωγράφος.
Το φονικό μοιραίο βόλι
155
μου φανήκατε σαν Σάτυρος κοιμισμένος. Χι-χι-χι’. Γελούσε. Το χάραγμα ακόμη αργούσε. Το φεγγάρι ανάμεσ’ απ’ τα δέντρα έστελνε λίγο χλομό φως κάτου. Ήτανε ωραία. Εκείνο που καιρό τώρα ένιωθα κρυμμένο μέσα μου ζωντάνεψε ξάφνου. Μου ’ρθε να πέσω μπρος της και να της δώσω τη ζωή μου. Είχε κάτι ξωτικό απάνου της. Όλα νέκρα γύρω και μοναχά Εκείνη η Μια γεμάτη ζωή. ‘Κοιμηθείτε’, με λέει. ‘Πάρτε με για Νύφη του δάσου, όπως εγώ σας πήρα για Σάτυρο. Καλύτερα έτσι. Ξεχνούμε τη ζωή που ζούμε.’ Κίνησε γοργή. ‘Πάω ν’ ανταμώσω τον Ήλιο’ μου φώναξε». Σιωπή. Οι φωτιές σιγανά χλομιάζουν, σβήνουν. Τώρα ένα χέρι κρυφό σιγανά αργοθροεί τα φύλλα. Ο Στέφης ρωτάει «Νιώσατε, κ. Μίλτο, αγάπη; Είναι κάτι που δεν τολμά να φανερώσει κανείς στον εαυτό του. Ένα αίστημα που αρχίζει με θαυμασμό, προχωράει σε λατρεία και σβήνει σε μίσος. Βρίσκομαι στο πρώτο σημείο του πάθους και νιώθω πως μοιραία φέρνουμαι στη λατρεία...» Ο Μίλτος σηκώθηκε. Το κρυφό που μάντευε πάντα στα μάτια του Στέφη, να που ήταν αλήθεια. Την αγαπούσε. Αυτός, ο Στέφης, ένας οπισθοδρομικός πλουτοκράτης. Εκείνη που έκρυβε μέσα της όλη την ορμή των επαναστατικών Ιδεών, τη φανατικιά σοσιαλίστρια. Μια ζήλεια τον τρυπάει ξάφνου. Αρχίζει μέσα του η μεγάλη τρικυμία. Πρέπει να κρατήσει το λόγο που της έδωκε για να του χαρίσει τη ζωή της, όπως του ’πε...
156
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Το φεγγάρι μπαίνει μέσα σε κάτι μουντά νέφη και κρύβεται. Μια νέκρα αρχίζει ν’ απλώνεται πάλι. Οι φωτιές σβήνουνε πια. Κι ο Στέφης σηκώνεται. Πάλι απόψε θα γυρίσει στην πηγή. «Το ίδιο χρυσόνειρο», λέει, «μπορεί να μου ’ρθει και πάλι». Τραβάει μέσα στα δέντρα. Ο Μίλτος ξαναμένει μόνος. Το γοργό διάβα τού Στέφη, του ιδιοχτήτη του εργοστασίου –που αυτός μονάχα διεύθυνε–, του ’φερε την τρικυμία της ψυχής που μάταια πια θα ζήταγε να σβήσει. Αφήνει το ύψωμα και ξαναχύνεται στο δάσος. Σκοτάδι πυκνό απλώνεται γύρω. Αφουγκράζεται την καρδιά του, που χτυπάει τρελά. «Τ’ είμαι;» ρωτάει τον εαυτό του. «Σκλάβος του Στέφη. Κάτι πλιότερο. Δεμένος με τις αλυσίδες του χρήματος μαζί του. Μπορώ να του γκρεμίσω το παν ή όχι;» Η ερώτηση αυτή απλώνεται επίμονα στη σκέψη του, μάταια ζητώντας απόκριση. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μούσα, στο τεύχος Οκτωβρίου 1921. Υπέρτιτλος: Απ’ το ρομάντζο «Ως το μεγάλο φως». Υπογραφή Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται για το τελευταίο πεζό του Λασκαρίδη με βάση την ημερομηνία δημοσίευσης. Παρατηρούμε ότι η γλώσσα είναι καθαρή δημοτική, χωρίς τις καθαρευουσιάνικες προσμίξεις που έχουν τα κομμάτια του μυθιστορήματος που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη. Ακόμα, ότι αναγγέλλεται κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα (ρομάντζο) «Ως το μεγάλο φως».
Πάλη
Α
κούμπησε στο τραπέζι· εμπρός του ο αετός, που κρατούσε ένα χρυσό ρολόγι, σαν να γινότανε διπλός, σαν να μεγάλωνε… Αισθάνθηκε στενοχώρια φρικτή. Μια πλάκα εκάθητο επάνω στο στήθος του. Επάνω στο γραφείο αντίκρυ του ήτανε και μια φωτογραφία ριγμένη. Σκέφτηκε να ιδεί τι παρίστανε, αλλά στάθηκε. «Κάλλιο να μη δω», είπε. Ένα ρομάντζο ήταν πάνω στο τραπέζι ανοιχτό. Τ’ όνομα του Ντ’ Αννούντσιο τού χτύπησε στα μάτια. Ήταν χαραγμένο με κόκκινα γράμματα. Θυμήθηκε έτσι βιαστικά όλες τις άλλες χαρές που του ’δωκε ο μάγος τεχνίτης. «Μεγάλος…» ψιθύρισε. Η πόρτα έτριξε, ο μπερτές κινήθηκε και φάνηκε ο Στέφης. Ο Μίλτος αργοσηκώθηκε. Αντήλλαξαν ένα ψυχρό χαιρετισμό. Ο Στέφης έβγαλε ένα τσιγάρο και νευρικά ζήτησε σπίρτο πάνω στο γραφείο του. «Με ζητήσατε…», είπε ξερά ο Μίλτος. «Ναι, ναι, σταθείτε λιγάκι», κι ο Στέφης έσκυψε στο γραφείο του επάνω, σκαλίζοντας κάτι χαρτιά. Κι ο Μίλτος άναψε τσιγάρο. «Καθίστε», είπε ο Στέφης. Ο Μίλτος εστάθηκε σαν να μην άκουσε. Γύρισε δεξιά. Μια εικόνα του Ρέμπραντ τού χτύπησε στα μάτια. Στο βάθος είναι [ 157 ]
158
Θεόδωρος Λασκαρίδης
καλλιτέχνης, σκέφθηκε. Ξανάστρεψε πάλι στο γραφείο. Ο Στέφης, σκυφτός, κάτι προσπαθούσε να διορθώσει, με τη μελάνη στα χαρτιά του. «Λοιπόν;» είπε ο Μίλτος. Ο Στέφης ανάγειρε. «Πήρατε την έκθεση που σας έστειλα χτες το βράδυ», είπε. «Το συμπέρασμά μου το είδατε. Μου είναι αδύνατο να μην ολιγοστεύσω το ημερομίσθιο, αδύνατο. Η εργασία που κάνουν οι εργάτες μου είναι τόσο λίγη και τα έξοδα της επιχειρήσεως αντιστρόφως τόσο μεγάλα, ώστε οφείλω τις εργάσιμες ώρες να τις αυξήσω. Οι εργάτες μου είναι κτήνη, που όσο επιεικώς τούς φέρουμαι τόσο με ζημιώνουν. Πρέπει να μάθουν, πως η ζωή τους κρέμεται από τη δουλειά που τους δίνω». Έσιαξε το μονόκλ του και κοίταξε το Μίλτο. Εκείνος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, έβλεπε έξω απ’ το τζάμι… «Κτήνη», ξαναείπε. «Την παραμικρότερη συμπάθεια που τους δείχνει κανείς, την εκλαμβάνουν για αδυναμία, για φανέρωμα ανάγκης. Κοιτάξτε έξω», κι έδειξε το παράθυρο, «τα τρία τέταρτα προφασίζονται αρρώστια για να μη πάνε εκεί που πρέπει να τους στείλουμε. Μέθυσοι, χωρίς καμιά ηθική αρχή, δίχως καμιά πνευματική βάση. Μηδενικά, φορτώματα της κοινωνίας». Ο Μίλτος γύρισε και τον είδε περιφρονητικά. «Μάλιστα», εξηκολούθησεν ο Στέφης. «Ο μακαρίτης ο πατέρας μου στάθηκε γι’ αυτούς αληθινός γονιός. Ακόμη και βοήθεια έδιδε στις χήρες όσων εσκοτώνοντο στα λατομεία. Κι όμως ξέρετε καλά με
Το φονικό μοιραίο βόλι
159
τι ανακούφιση οι εργάται δέχτηκαν τον θάνατό του… Είναι κτήνη…» Ο Μίλτος αισθάνθηκε κάτι να του σφίγγει τον λαιμό. Έβηξε ξερά. «Αι μεταρρυθμίσεις που θα φέρω στην επιχείρηση είναι εκείνες που διαβάσατε στην έκθεσή μου. Είναι αδύνατον και κατά κεραίαν να τροποποιήσω τους όρους μου. Ξέρω πως πάντα σταθήκατε υπερασπιστής των χαμένων αυτών, αλλ’ υποθέτω τώρα να με δικαιώσετε πληρέστατα». Γύρισε και είδε το Μίλτο με κάποιο αδιόρατο μειδίαμα. Σιγή εβασίλευε. Μονάχα ακουγόταν το ρολόγι που σήμαινε τα λεπτά που διάβαιναν γοργά. Ο Μίλτος κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Τα μάτια του, σαν απλανή, έβλεπαν έξω το βουνό, που επάνω του οι εργάτες σαν μύγες εκινούντο. Ξαναείδε τον Στέφη κι ένιωσε μέσα του φριχτή αγανάκτηση. Τ’ αυτιά του έκαιγαν. «Η εργασία», ξαναείπε, «θ’ αρχίζει μια ώρα ενωρίτερα και θα παύει μια ώρα αργότερα. Δυο ώρες δουλειά την ημέρα πλιότερο γι’ αυτούς, τώρα με το μεγάλωμα της ημέρας, δεν είναι τίποτε. Κι έπειτα οι όροι της ζωής των δεν είναι τέτοιοι που να τους επιβάλλουν πολλά έξοδα. Από το ημερομίσθιο που τους δίνουμε χρειάζεται χάριν οικονομίας να κοπούν μερικά εκατοστά. Αυτά όλα είναι ανάγκη απόλυτη». Ο Μίλτος ένιωσε την αγανάκτησή του να θεριεύει. Κύμα ιδρώτα τον πλημμύρισε. Εμπρός του το Κεφάλαιο οργίαζεν εις βάρος των δύστυχων που ’δωσαν σ’ αυτόν τον Ένα τα μέσα να τους βρίζει. Κάτι σαν ξερός βήχας τον εμπόδιζε να μιλήσει. Άκουσε τον Στέφη να
160
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τελειώνει την ομιλία του, εκθέτοντας, ακόμη μια φορά, τις άλλες απαίσιες δήθεν οικονομίες, που έπρεπε να γίνουν στην διαχείριση, πάντα εις βάρος των εργατών. Πάλι σιγή βασίλεψε. Ο Στέφης επλησίασε στο τραπέζι που ακούμπαγε ο Μίλτος και προσέθηκε, χαμογελώντας. «Από Δευτέρα οι νέοι κανονισμοί θα εφαρμοσθούν αυστηρώς». Βαριά με μια φωνή που δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο ο Μίλτος απήντησεν: «Αδύνατο· οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι ανθρώπινες. Προσέξτε, κύριε Στέφη, μη παίζετε με ανθρώπους που η τύχη έριξε στα χέρια σας. Τα στρώματα αυτά που σεις αποκαλείτε ‘χυδαία και κτήνη’ αρχίζουν να νιώθουν την μεγάλη αδικία που τα συντρίβει. Με τον ιδρώτα τους, με τη ζωή τους, εδημιούργησαν τα κεφάλαιά σας, και μοναχά αυτοί είναι ικανοί να σας γκρεμίσουν. Η διχόνοια που τους χωρίζει σήμερα, αποτέλεσμα της αμαθείας των, μια μέρα –κι αυτή η ώρα κοντεύει– θα λείψει, και ενωμένοι θα διεκδικήσουν τα δικαιώματά των στη ζωή. Γι’ αυτούς τώρα αρχίζει η Αυγή». Ένιωσε μια μεγάλη ορμή και πιο δυνατά φώναξε: «Προσπαθείτε να θησαυρίσετε εις βάρος των δυστυχών αυτών! Μα ιδέτε γύρω σας· τα θεμέλια του άδικου κοινωνικού καθεστώτος που εδημιούργησε η βία σας θα λείψουν· το μεγάλο φως μεγαλόπρεπα θ’ απλωθεί μια μέρα». Βιαστικά ο Στέφης τον διέκοψε: «Δεν συζητούμε για μελλοντικά κοινωνικά ζη-
Το φονικό μοιραίο βόλι
161
τήματα. Απλούστατα, σας ανέπτυξα τους όρους που θέλω ως διευθυντής των επιχειρήσεών μου να εφαρμόσετε». «Ποτέ…» «Λυπούμαι πολύ· εργασθήκατε καλά κοντά μας, αλλ’ αφού λόγοι αρχών σάς εμποδίζουν να μείνετε κοντά μας» -και τόνισε τη λέξη- «από τώρα είσθε ελεύθερος». Με κάποιο μειδίαμα εκάθησε στο γραφείο. Έβγαλε κάτι έγγραφα και μια τούφα χαρτονομίσματα και τα ’δωσε του Μίλτου. «Υπόγραψε, παρακαλώ». Ο Μίλτος έσκυψε και υπέγραψε χωρίς να νιώθει καλά τι κάνει. Είδε τον Στέφη να κοιτάζει το ρολόγι του χεριού του. Μεσημέρι. Η σφυρίχτρα του εργοστασίου ακούστηκε. Ο Μίλτος προχωρεί στην πόρτα. «Αντίο», είπε βραχνά, κι ο μπερτές έπεσε πίσω του. Αισθάνθηκε κατάβαθα μια άπειρη λύπη για τους δυστυχισμένους εργάτες που άφηνε μόνους στην τύχη τους. Το βουνό υψώνετο κολοσσιαίο σαν γίγας. Νόμισε πως κάθηται επάνω στο στήθος του. Κοίταξε όλη την έκταση όπου έζησε χρόνια και μια πίκρα χύθηκε στο στόμα του. Τράβηξε κοντά στη σέρα. Μέσα κάτι χρυσάνθεμα ανθούσαν χλομά και χρυσαφιά. Έκοψε αρκετά, χωρίς να ξέρει καλά τι κάμνει και τα ’κανε μάτσο. Βγήκε αργοκίνητος απ’ το θερμοκήπιο και πήρε τον ίσιο δρόμο. Μέσα του απλωνόταν μια υπέρτατη γαλήνη.
162
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Παρασκευή 20.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Αν η απόφαση του ιδιοκτήτη να αυξήσει τις ώρες εργασίας και να μειώσει το μεροκάματο φαίνεται χοντροκομμένο τέχνασμα του συγγραφέα, να σημειωθεί ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1916, είχε σημειωθεί στην Ελλάδα η μεγάλη και αιματηρή απεργία στα ορυχεία της Σερίφου, όπου επικρατούσε φεουδαρχικό καθεστώς όχι πολύ διαφορετικό.
Θύελλα
Α
κουμβούσε στο παράθυρο. Μακριά μόλις εφαίνετο το βαπόρι που εχάνετο μέσα σε γραμμές κυμάτων, π’ ακολούθαε το ’να τ’ άλλο σ’ ένα γοργό χορό. Τώρα πια μέσα της άρχιζε η μεγάλη τρικυμία, σαν θάλασσα που ορχιούνται τρελοί οι Τρίτωνες από πάθος και λαγνεία. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Έστρεψε. Στο μισοσκόταδο που έπεφτε μόλις ξεχώρισε τη σιλουέτα του Στέφη. Άκουσε το χαιρετισμό του σιγανά σιγανά να σβήνει μέσα σ’ ένα ξαφνικό ρεύμα αέρος που πλημμύρισε το θάλαμο. Ένα βάζο χρυσάνθεμα, τα στερνά που της έφερε, κύλησε χάμω στο ταπέτο. Τα λουλούδια φυλλορρόησαν και σκόρπισαν. «Καθίστε», ψιθύρισε. Ο Στέφης μουρμούρισε κάτι και πλησίασε το παράθυρο. Εκείνη έσκυψε και μάζεψε τα λουλούδια. «Τινάξτε τα» της είπε... Γύρισε και τον κοίταξε μισόγερτη. «Ποια;» ρώτησε. «Τα χρυσάνθεμα». Εκείνη έσκυψε πιότερο ξανά και τα σύναξε αμίλητη όλα. Ο Στέφης έκλεισε το παράθυρο. [ 163 ]
164
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Να τώρα έχουμε γαλήνη» ψιθύρισε. Η Λέλα έκαμε κάποιο κίνημα. Πλησίασε εκείνος στη σεζ και κάθισε τέλος. «Είστε πια καλά... Πέρασε η μεγάλη μπόρα για σας. Είστε στο στάδιο της ψυχικής αναρρώσεως. Μα κρίμα στον Παύλο. Έφυγε απ’ το εργοστάσιο γιατί δεν δέχτηκε να εφαρμόσει τον κανονισμό. Τον θεώρησε, με είπε, αντεργατικό. Δικαιώματα ατόμων και άλλα, ψευτιές όλα...» Τα είπε χωρίς να στρέψει να τη δει. Έβλεπε το ταπέτο που ίδιο πορφυρένιο φάνταζε μέσα στο μούχρωμα που πλάκωνε. «Είμαστε γεννημένοι έτσι», με μικρή διακοπή ξαναείπε ο Στέφης. «Η ζωή είναι θάλασσα. Κύματα αλλού βουνά, κι αλλού γαλήνη. Έτσι κι οι τάξεις μας. Αλλού πλούτος κι αλλού δυστυχία. Ίδια θάλασσα». Και το χέρι του αθέλητα στράφηκε στο παράθυρο. Πέρα το βαπόρι πια δεν φαινόταν. Η νοτιά δυνάμωνε. Το δένδρο που υψώνετο μπρος στο παράθυρο έριχνε τα φύλλα του τρελά δώθε κείθε. Σιωπή βασίλεψε για λίγο. Μια ρεφρέν κάποιας νοκτούρν του Λιστ ερχόταν στο στόμα του άθελα. «Παίξτε Λιστ», παρακάλεσε. Κάποιο άχαρο χαμόγελο χάραξε τα χείλη της. Έπεσε στο πιάνο... Τα κόκαλά του ανάδιναν κάτι κραυγές βοερές σαν θρήνο. Όλο το κρυφό της πάθος κλόνιζε τα ελεφάντινα πλήχτρα που σπάραζαν μπρος της. Τον ένιωσε ξάφνου πλάι της. Το κομμάτι τέλειωνε τρελά, με κάτι τρικυμιώδη ακόρντ. Στάθηκε. Τα μάτια της έλαμπαν υγρά. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γοργά.
Το φονικό μοιραίο βόλι
165
Εκείνος έσκυψε πάνω της. «Μπορείτε να είστε ευτυχισμένη χαρίζοντας και σ’ άλλον την χαρά;» Η Λέλα αναταράχτηκε. Βρέθηκε ορθή στη μέση της κάμαρας. Με μια τραγική κίνηση τού έδειξε τη θύρα. Ο Στέφης σαν χτυπημένος τραβήχτηκε αργά. Γύρισε και την κοίταξε βαθιά για στερνή φορά. Υποκλίθηκε. «Η ζωή ίδια τρικυμία» ψιθύρισε και χάθηκε στο σκοτάδι που γέμισε τη σάλα. Σε λίγο ακούστηκε ο κρότος της εξώπορτας και το γάβγισμα του σκύλου που ήταν δεμένος στον κήπο. Της Λέλας το χέρι σπασμωδικά έπεσε χάμω. Κλονίστηκε και σωριάστηκε στη σεζ λογκ. Ένα πνιγμένο κλάμα, ένας τραγικός λυγμός τάραξε τη γαλήνη του θαλάμου. Μια δυνατή βροχή χτυπούσε τα γυαλιά των παραθύρων... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τρίτη 8.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Προφανώς πρόκειται για απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ως το μεγάλο φως». Η δράση εδώ τοποθετείται χρονικά μετά την «Πάλη». Ο Παύλος που αναφέρεται είναι σαφώς ο Μίλτος της «Πάλης». Πρόκειται είτε για αβλεψία του Λασκαρίδη είτε για πειραματισμό πριν κατασταλάξει στο οριστικό όνομα του ήρωά του.
Σονάτα Α΄
Ξ
εχάστηκε στο σαλόνι ακούγοντας τη σιγανή ομιλία της. «Είναι ωραίο μέρος», την άκουσε να λέει. «Ένας ουρανός μενεξεδένιος έτσι που δεν υπάρχει πουθενά, κι ύστερα το λιμάνι, το ωραίο λιμανάκι… Κι εκεί ξεχασμένη στη σιγαλιά μέσα στη θαμπάδα σαπίζει μια βάρκα. Μέρες λυπητερές και χαράς ώρες περάσαν μαζί της χρόνια τώρα. Στου δειλινού την ανασεμιά τρίζει άγρια-άγρια… Ένα σκουλήκι βγαίνει από κάποια τρύπα και γλύφει τα έρμα σανίδια που χρόνια τώρα ρίζωσαν στη γη. Και πέρα ένα μάζεμα δέντρων που πλέκει ύμνους στη ζωή σε όλες τις παραλλαγές του πράσινου σε κάποια συμφωνία υπερκόσμιου ονείρου… ένα γέρικο κυπαρίσσι, ορθό στη μέση σαν καταφρονητής της παγκόσμιας δύναμης, που χύνει από μύριες τρυπίτσες ρετσίνα που η ευωδία της μπαίνει βαθιά στις αισθήσεις, με κάποια ηδονικιά ανατριχίλα ανεχτίμητου μύρου που σε μια λήκυθο αρχαία είχε ξεχαστεί χρόνια. Η όποια διαταγή μιας τυφλής ειμαρμένης χωρίς παρακλάδια το ρίζωσε ψηλά και υψηλό σαν για να βλέπει ως πέρα τους συντρόφους του που γύρω στα
168
Θεόδωρος Λασκαρίδης
μνημούρια ορθώνουνται αλύγιστοι νεκροφύλακες. Κι αγνάντια μια θάλασσα, που είδε πόθους πεθαμένους σε γιορτάσια του Θεού που χρόνια τώρα τη διαφεντεύει σαν οι νεράιδες ίδιες φυσαλίδες στήναν χορό πάνου στις κορφές των κυμάτων –μια θάλασσα που αγκάλιασε όλες τις πίκρες των συντριμμένων της Μοίρας, που ανάνεμη καθρέφτισε τα γαλήνια πετάγματα των πουλιών, κι αγκάλιασε ίδια θέαινα-μάννα τον βασιλιά της μέρας που ματωμένος θ’ ανάγειρε μέσα σε τουλένιους ρόδινους πέπλους. Ακόμα ένας γλάρος σαν πεσούμενο αστέρι με την ορμή που του δίνει η τύχη να σκίζει ένα ουρανό που θα τον διαβαίνει σε λίγο ρήγισσα η Σελήνη, μέσα σε χλομά νέφη, ίδιο συμμάζεμα από νεκρές ανεμώνες…» Την άκουε ακόμα σαν ξάφνου μια σκοτιδιά έπεσε στην κάμαρα που τους έκαμε να στραφούν στο παραθύρι. Τα πουλιά τρομαγμένα με κάτι κραυγές σαν από ραγισμένη καμπάνα βγαλμένες, χαμηλώναν το πέταγμά τους πάνω απ’ τη θάλασσα που άρχιζε να μουνταίνει, να μαυρίζει με δυο-τρία ξαφνικά κυματάκια στη μέση του πελάγου, και που άρχιζαν να την σκίζουν κάτι ψάρια που ετιναζόντουσαν έξω απ’ τα νερά, φρικιασμένα για την τρικυμία που θα ’ρχότανε. Σύννεφα μολυβένια σε ξωτικά σχήματα αργά σκεπάζανε τον ουρανό, που τ’ ακολουθούσανε κάτι άλλα πιο μουντά, πιο σκούρα. Μια καταχνιά σαν πέπλος κάποιας νύφης παλιάς που ακόμα θα ζει στις παραδόσεις και στα παραμύθια μας βαφτισμένη κι αυτή σε χριστιανή απλώθηκε αγνάντια στα κυπαρίσσια και τους όχτους και τ’ αργοσκέπασε σάμπως μεταξωτό υφάδι.
Το φονικό μοιραίο βόλι
169
Λίγες σταλαγματιές αριές γοργοχτυπήσαν τα γυαλιά του παράθυρου κι απέ σαν από μάγια η καταχνιά γοργόσβησε, τα κυπαρίσσια αντιφεγγίστηκαν στα νερά ξανά, θριαμβικά σχίσαν τον αέρα οι γλάροι, και τα σύννεφα διαβολεμένα άρχισαν ένα τρέξιμο προς το νότο φέροντας αλλού τη μάνητά τους. Η τρικυμία που γοργοπέρασε δεν άφηκε κανένα άλλο σημάδι απ’ τις λίγες χλομές σταλαγματιές που εστέκοντο αγνάντια στο φως του ήλιου που ξεπρόβαλε σε λίγο στο γυαλί του παράθυρου, σαν διαμάντια που ξεχάστηκαν εκεί από κάποια καλόβουλη βασιλοπούλα. Εκείνη σηκώθηκε αργοκίνητη και τα σφούγγισε μ’ ένα μικρό ταντελένιο μαντηλάκι. «Και μια σταλαγματιά φθάνει να λερώσει το όμορφο…» ψιθύρισε. Και μέσα στο φως που ’ριχνε ο ήλιος γέρνοντας, φάνταξε σαν Ταναγραία ανέγγιχτη παρθένα. Μια δειλία τον κατέλαβε. Ένιωσε όλο το υπέρτερο εκείνης που έπλεκε τη ζωή με τ’ όνειρο αδιάφορη για τις μικρές συνήθειες της κοινωνίας. Ας μάνιζε γύρω ο κόσμος με τις στενές αντιλήψεις του, μεγαλόπρεπη –ίδια παλιά Αμαζόνα– η χλομή γυναίκα προσπάθαγε να δημιουργήσει τη ζωή της, σφιχτά ενωμένη με την τέχνη. Ένα σεβασμό μονάχα επέτρεπε στον εαυτό του να αιστανθεί για τη γυναίκα που κάποτε του υπέδειξε πώς μπορούσε αν ήθελε να την ακολουθήσει στο μακρινό της ταξίδι που θα πήγαινε να νικήσει την τύχη που σκλάβα της γεννήθηκε, σπάζοντας τις μικροαλυσίδες της κοινωνίας. Αλλ’ εκείνος έμενε πάντα ο δειλός άνθρωπος που το παν γι’ αυτόν
170
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ήταν το σήμερα μ’ ένα χρηματικό ποσό ορισμένο, βέβαιο. B΄ Γεννήθηκε δειλός· κάθε ανώτερο τ’ αγαπούσε. Μα μονάχα τόσο. Του ήταν αδύνατο να σπάσει τους χαλκάδες που τον κρατούσαν κοντά στο σπίτι του, με μια μάνα και τρεις αδερφές. Κάθε φορά που αντιλάμπιζε μπροστά του η ωριοσύνη της, ατέλειωτη δειλία τον κατελάμβανε. «Πώς μ’ ενοχλεί ο χειμώνας...» είπε. «Εμένα όχι», του απήντησε η Λίνα. «Καθετί παίρνει μια καινούργια ομορφιά, ντύνεται κάτι νέο -ένας ωραίος λευκός πέπλος σκεπάζει το καθετί, όλα φαντάζουν πανέμορφα. Μα έτσι μ’ αρέσει κάτι να διαβάζω. Διαβάζετε τόσο καλά. Να ένα βιβλίο κοντά σας. Διαβάστε κάτι. Σας ακούω». Σηκώθηκε και πήρε το βιβλίο. Μια πλατιά κορδέλα, ξεφτισμένη απ’ τις δυο μεριές, είχε σημαδεμένα κάτι φύλλα... «...Το δειλινό μη γέρνεις τα μάτια σου χάμω. Φυλάξου απ’ την κακιά ώρα. Τ’ αχνοκερένια σου βλέφαρα μη καθρεφτίσουν τις λύπες που έζησες χρόνια. Την ομορφιά του ήλιου που σβήνει ρήγας ματωμένος μην τη χαλάσεις... Φυλάξου... Σαν ανάγλυφο κιτρινισμένο που βρέθηκε μέσα σε άλσος ιερό κάποιας θεάς που τώρα έχει πεθάνει, στυλώνεις τ’ αλαβαστρένιο σου κορμί... Ωραία... Η κόμη σου ριχμένη τρίγυρά σου, λες κι είναι πέπλοι μυθικοί, που σου χαρίσανε οι ξωθιές στις βουνοπλαγιές που κάποτε βρίσκεις τον
Το φονικό μοιραίο βόλι
171
αντίλαλο του πόνου σου. Και γύρα σου σιγαλιά πεθαμένη... Μέσα στην ερημιά του δειλινού, μη δακρύσεις. Μη. Γύρε σιμά μου. Πες μου το παραμύθι της όμορφης που πέθανε απ’ αγάπη. Το ξέρεις... Άφησε απ’ τα χείλια σου, που Αμφορέας λιβανιού λες κι είναι, να ρεύσει σαν μελένιος ποταμός η λαλιά σου. Με φέρνει ρίγη ηδονικά το τραγούδι σου. Καλή μου, τραγούδησε λιγάκι... Και το τραγούδι σου ας υψωθεί ίδιο λιβάνι μπροστά σε κάποιο είδωλο, στην ίδια Ομορφιά. Ας ανέβει σε κόσμους συννεφένιους, που κρύβουν βουνά από ρουμπίνια -πηγές φωτός και αρμονίας. Ποταμούς που θα κυλούν σε όχτους σαπφειρένιους, ανάμεσα αντιφεγγίζοντας κάποιο οπάλινο ουρανό... ... Κι αν αντικρίσει το τραγούδι σου την ίδια Ομορφιά που σε θρονί από σαρδόνυχους γερμένη θα ’ναι, και που με βεντάλιες πορφυρένιες θα την ανεμίζουνε ξωτικές, ας μην δειλιάσει. Σκλάβα του Πόνου η Ομορφιά θα γείρει το κεφάλι, κι όλες οι ροδοδάφνες των ποταμιών θα σπάσουν μονομιάς, κι ένα δάκρυ θ’ αργοκυλήσει στα βελούδα του προσώπου της, κι όλοι οι κρίνοι θα πεθάνουν την ίδια ώρα έναν ωραίο τραγικό θάνατο. Μα στάσου... Μου φέρνει πόνο το τραγούδι σου. Έλα και γύρε σιμά μου. Έλα να κλάψουμε μαζί. Το δειλινό πια έσβησε. Έλα μέσα στο σκοτάδι να κλάψουμε την πανώμορφη των παραμυθιών και των τραγουδιών σου τη ρήγισσα, και τη δική μας της χαρά, που χάθηκε με τον ήλιο που μαύρισε πια...» ……………………………………………........... «Δεν μπορείτε πια να διαβάζετε. Το σκοτάδι πύκνωσε γύρω...», την άκουσε να λέει σιγαλινά.
172
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ένας γάτος νιαουρίζοντας πλησίασε στο κάθισμά του. Ήταν ένας μαύρος γάτος, που ’ρθε και θρονιάστηκε στο σπίτι απρόσκλητος, κι έμεινε εκεί για πάντα. Το σκοτάδι όλο κι απλωνότανε βασιλικά στον θάλαμο. «Διηγείστε τόσο καλά...» του ’πε. «Πέστε μου κάτι... Πέστε μου κάτι...» Έμεινε για λίγο ακίνητος. Γ΄ Αφήκε το βιβλίο. Κοκκίνιασε, χλόμιασε κι απέ αρχίνισε σαν φοβισμένος για την τόλμη του βιαστικά... «Μια ιστορία είναι σαν θέτε και παραμύθι. Μου την ανιστόρησε κάποιο περασμένο δειλινό μια ευγενικιά Κυρία που ήξερε καλά τη ζωή. Αλήθεια έζησε πολύ αυτή η Κυρία. Πιστέψτε με. Κι ο λόγος της ίδιο πιοτό μελίχρυσο και τις πίκρες τις ομόρφηνε. Η Κυρία που ήξερε τόσο καλά τη Ζωή, τώρα δεν ζει πια. Τη βρήκαν πεθαμένη μέσα σ’ έναν προγονικό της πύργο –που ’ταν στη μέση δυο βουνών– κοντά σ’ ένα δάσος ελάτων. Σε μια σάλα που τα βελούδα έπνιγαν τον ήχο και όπου στους τοίχους μισοφαινότανε σε μεγάλες βαριές κορνίζες οι μορφές των προγόνων της, βρέθηκε νεκρή η Κυρία που ήξερε τόσο καλά τη Ζωή. Ήταν –μ’ ανιστόρησε– σε μια πολιτεία ο Ένας ο ασύγκριτος τεχνίτης. Κι η Κοινωνία κοπάδι αγριμιών ολημερίς κουφάρια σώριαζε μπρος του άλλων ψυχών που στο ευγενικό τους πάλεμα γκρεμιστήκαν.
Το φονικό μοιραίο βόλι
173
Κι ο μοναδικός απ’ τα βέλη της ανίδεης Κοινωνίας πληγωμένος τραβούσε το δρόμο του, που στο τέλος του θα είδε σαν όραμα κάποιο μαρτύριο, χλομός με απαίσιους μαύρους κύκλους γύρω στα μάτια του, αποτυπώματα δαχτύλων αοράτων που έτειναν να του τα σφαλίξουν για πάντα, τραβούσε το μονοπάτι της Τέχνης... ... Έρχεται μια χειμωνιάτικη νύχτα... Έξω κρύο. Κι ο ασύγκριτος κλεισμένος σε μια τρώγλη νιώθει τον δημιουργικό παλμό μέσα του δυνατά και τρέμοντας απ’ την αρρώστια που εδώ και χρόνια πια τον έτρωγε, σέρνεται στον πηλό που βρίσκεται σε μια μεριά της ρημαγμένης φωλιάς του. Βάζει άπειρες δυνάμεις, που δεν έχει και που του τις δανείζει η φλόγωση κι αρχίζει και πλάθει τον πηλό. Του δίνει κάποιο σχήμα που αργά φανερώνεται, και δίνει ζωή σ’ ένα νιο να ’ναι κάτου απ’ ένα βράχο που προσπαθεί να τον σηκώσει, ενώ εκείνος τον συντρίβει. Η πιο μεγάλη οδύνη καθρεφτίζεται και στη μορφή του καλλιτέχνη και του νιου που ζωντανεύει. Ο υπέροχος συντριμμένος πιότερο τώρα κοιτάει το δημιούργημά του και πιότερο πονεμένος αγκαλιάζει το έργο του, που μόνο αυτό νιώθει το σπαραγμό του, κι ένας θρήνος τραντάζει τον αέρα. Το κερί που τρεμοφέγγει σβήνει, κι ύστερα... σκοτάδι κι ερημιά. -Είναι μια λυπητερή ιστορία, μα τόσο αληθινή! Μου την ανιστόρησε κάποιο θλιμμένο δειλινό σιγανά σιγανά η Κυρία, που ήξερε τόσο καλά τη Ζωή...
174
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Γύρισε και την κοίταξε. Ορθή στο παραθύρι κοντά κρατούσε τα κρόσια της κουρτίνας και τηρούσε έξω μακριά σε κάποιον άλλον ουρανό που ίσως δεν θα υπήρχαν τόσα πολλά μαύρα σύννεφα σαν αυτά που ήσαν μαζεμένα αντίκρυ της. Αιστάνθηκε κανένα δισταγμό για το μέλλον της; ανανοήθηκε εκείνος. Σηκώθηκε ορθός. «Σας ευχαριστώ...» του ’πε ψυχρά. «Μα η Κυρία που σας διηγήθηκε αυτή την ιστορία δεν θα ήταν διαφορετική απ’ τις μοιρολάτρισσες κυρίες που ζούνε σκλάβες της Κοινωνίας, φοβισμένες για κάθε ιδανικό ωραίο...» Υποκλίθηκε ο Αντρέας. Ένιωσε κατάβαθα το χτύπημα. Κι αθέλητα υποκλίθηκε και δεύτερη φορά, σαν συντριμμένος μπροστά στην αντρεία της. «Καληνύχτα», δειλά είπε. Τα σύννεφα αντίκρυ στο παράθυρο εσχίστηκαν από μια μακρινή αστραπή. *** Ο Αντρέας πλανιότανε στον κάμπο. Η γιορτή που αδέλφωνε τον κόσμο του ’στελνε ατέλειωτη πλήξη. Οι δρόμοι γεμάτοι από γιορταστές, παντού χαρά και τραγούδι. Αθέλητα έφθασε κοντά στα ερείπια κάποιου παλιού κάστρου. Στάθηκε ξαφνιασμένος. Γερμένη σε μια κολόνα μπρος μια γυναίκα έκλαιγε. «Η Λένα», γοργοψιθύρισε. Γοργοτραβήχτηκε. Βρέθηκε ξανά τρέχοντας στο δημόσιο δρόμο. Στάθηκε σε λίγο αποσταμένος κι έγειρε σε μια πέτρα που στη μέση του δρόμου βρισκότανε. Αντίκρυ του μια αγριο-
Το φονικό μοιραίο βόλι
175
καστανιά έριχνε τα φύλλα της γύρω σαν απελπισμένη. Τα γερμένα φύλλα του ’στελναν μακρές ατελείωτες μαχαιριές. Ίδια η Λένα που μέσα στα ερείπια ήταν γερμένη. Μακρυάθε έφτανε το τραγούδι των γιορταστών. Ένας αέρας άρχισε να σαλεύει τα γερμένα φύλλα του δέντρου, που σαν άπειρα χέρια του έστελναν ένα θλιμμένο «χαίρε» σιγανά σιγανά... *** Του βαποριού ακούστηκε η άπονη σφυρίχτρα. Μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα ο καπνός που άφηνε η καπνοδόχη έκαμε στον αέρα ένα σύμπλεγμα από καβαλάρηδες που τρέχαν με μια τρελή ορμή χωρίς τελειωμό. Όσοι δεν θα ’φευγαν κατέβαιναν βιαστικά. Κάτω απ’ το φως τριών γλόμπων η Λένα λευκότατη, ίδια Καρυάτιδα, μ’ έναν αφάνταχτο σπαραγμό που μόλις κρατιότανε κάτου απ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, τηρούσε μ’ ολάνοιχτα τα μάτια τη χώρα που άφηνε για πάντα. Κανείς για κείνη δεν πρόσμενε. Ξάφνου είδε τον Αντρέα να προβάλλει κάτου απ’ τα δέντρα σκυφτός, σαν οι πίκρες να τον λυγίζανε. Έφτασε κάτου απ’ το μεγάλο φως του λιμανιού. Στάθηκε. Το βαπόρι αργοτραβιότανε. Την είδε κάτου απ’ το φως να κινάει κάποιο μαντίλι μικρό, ίδιο πρωτοπέταχτο περιστέρι... Έβγαλε ξαφνισμένος το καπέλο του κι έκλινε το κεφάλι χάμω. Η ατέλειωτη δυστυχία τον σύντριβε. Περάσανε ώρες. Μια φωτεινή γραμμή στο βάθος του πελάγου του ’δειχνε τη χαρά που ’χε πετάξει για πά-
176
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ντα. Κινήθηκε για να φύγει. Αθέλητα τα βήματά του τον έφεραν στους βράχους παρακάτου. Το πλεούμενο όλο κι έσβηνε, σαν ωραίο όνειρο μακρινό και θλιμμένο. Μια γραμμή φωτός του φεγγαριού έφευγε δειλιασμένη στη θάλασσα που απλωνότανε πεθαμένη, κι έπαιζε με τα πόντια άνθη που στη ρίζα του βράχου μεγαλώνανε, ίδια βελούδινα χαλιά πράσινα που ξετυλίγοντο σ’ ατέλειωτο μήκος μέσα σε μεσαιωνικούς Πύργους στοιχειωμένους. Οι στερνές νότες μια σερενάτας –που ερχόταν μέσα από κάποια βάρκα που ’χε σχήμα γόντολας και γλιστρούσε κάμνοντας αφρούς χρυσαφένιους γύρω της, σαν σε βενετσιάνικα κανάλια– λιγώνανε, γοργοσβήνοντο ξανά, κι απέ σβούσαν ίδια χλομά νέφη στα βάθη του ορίζοντος. Μέσα στη σπηλιά κάτωθέ του άλλοι καινούργιοι κι άγνωστοι κόσμοι ζούσαν μια μυστηριακή ζωή. … Στίφη ολόκληρα νυχτερίδων με τεντωμένες τις μαύρες μεμβράνες ξεχασμένες σε κάποιο χρυσόνειρο που τη ζωή τους μπορούσε να ομορφύνει, κι ακόμα κάποιες κουκουβάγιες που τ’ άφωτά τους μάτια θα λησμονήθηκαν σε μαντικά κοιτάγματα χρόνια πια. Γύρω η πλάσις πολύφωνη ορχήστρα άπειρους ύμνους έστελνε στη ζωή –τη μεγάλη ζωή– που ενώ φαινότανε κοιμισμένη αγρυπνούσε πλάθοντας τις ευτυχίες και τις θλίψες. Στεκότανε τα βράχια πάνω. Η γραμμή του φωτός έσβηνε στο σγουρό κύμα που άρχισε να ξυπνά τη θάλασσα που άπνοη κοιτότανε πριν λίγο. Η χαρά είχε σβήσει και για κείνον. Ο χειμώνας θα ’ρχότα-
Το φονικό μοιραίο βόλι
177
νε τώρα διπλά φριχτός, διπλά κρύος. Μπορούσε να ομορφύνει τη ζωή του. Έπρεπε να ’ναι όχι ήρως αλλ ’άνθρωπος που θ’ απαρνιότανε τα «καθήκοντά» του απέναντι μιας μάνας και δυο αδελφών απροστάτευτων και θ’ ακολουθούσε εκείνην και τας τάσεις του. Και πέταξε η χαρά του για πάντα… *** Στη βεράντα κόσμοι ρόδων φθινοπωρινών χύναν μεθύσια χερουβικά. Μια πλατιά κούραση βάραινε τη ζωή του. Θα κοιμότανε έτσι ανονείρευτα σε κάποιο κυπαρίσσι από κάτω. Χωρίς τρικυμίες. Στη γαλήνη που η σκοτωμένη ψυχή του αναζήταε. Ένας χινοπωριάτικος αέρας που φέρνει μαζί και τα πρώτα ρίγη φύσηξε. Οι μπερτέδες γράψανε τρελό ρυθμό κι έπεσαν άγονα στην ίδια τους θέση. Κάτι φύλλα ωχρά πέσανε πάνω στο χαλί που φάνταζε ίδιο αιμάτινο, μέσα στη χλομάδα που βασίλευε. Πέρα στο βάθος, στο δάσος οι ξυλοκόποι κόφτανε τα δέντρα φοβισμένοι για τον χειμώνα που ερχότανε. … Σαν σφυριές πέφτανε στην ψυχή του οι ώρες που περνούσαν μονότονες, κουρασμένες. … Θα κοιμότανε τον ανονείρευτο ύπνο γρήγορα, το ’νιωθε. Μέσα του η φλόγα της ζωής χανότανε πια… Και το σκοτάδι έσβηνε το χτικιασμένο δείλι ενώ από πέρα αντηχούσαν παθητικές δοξαριές, μιας Σονάτας σε κάποιο βιολί, που συντρόφευε την ψυχή του στο βουβό πεθαμό της.
178
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στον Ριζοσπάστη (από Πέμπτη 17.12 έως Σάββατο 19.12.1920). Υπέρτιτλος: «Ως το μεγάλο φως». Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται για το εκτενέστερο πεζό του Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη. Με αυτό, που είναι και το τελευταίο που δημοσιεύεται μέσα στο 1920, κλείνει η πρώτη περίοδος πυκνών, σχεδόν καθημερινών, δημοσιεύσεων που είχε αρχίσει στις 15 Νοεμβρίου. Επίσης, πρόκειται και για το τελευταίο κείμενο που αποδίδεται στον Π. Σλαβέικοφ –στο εξής, τα διηγήματα θα τα υπογράφει ο Λασκαρίδης ως συγγραφέας. Να προσέξουμε ότι για πρώτη φορά ο υπέρτιτλος είναι «Ώς το μεγάλο φως», ενώ ως τώρα συνήθως ήταν «Βουλγάρικη ζωή». Αν και δεν έχει πολλά κοινά στοιχεία με το μυθιστόρημα «Ώς το μεγάλο φως», το εντάσσουμε εδώ αφού ο Λασκαρίδης έδωσε αυτό τον υπέρτιτλο.
Εκδίκηση
Ο
Πέτρος αφήκε να του πέσει το φτυάρι. Έστρεψε θλιβερά και θλιμμένα το κεφάλι προς το βουνό. Υψώνετο εμπρός του, μεγάλο, κολοσσιαίο, μονόπετρο. Κι αυτός μάταια έσκαφτε, προσπαθώντας να του ανοίξει πληγή στα πλάγια. Μια βροχή, κάποιο περαστικό σύννεφο μονάχο αρκούσε να γεμίσει την τρύπα που εκείνος προσπαθούσε χρόνια τώρα ν’ ανοίξει. Πάνω του μια αγριοτριανταφυλλιά άνθιζε κόσμους ροδοπετάλων. Έν’ αεράκι φυσώντας του ’φερνε στο χιονισμένο κεφάλι του σκόρπια φύλλα. Με την παλάμη του τα τίναξε· ύστερα έβαλε το χέρι στη μέση και θλιμμένα κοίταξε ξανά γύρω. Κάτω στον κάμπο ένα άλογο έσκυφτε χάμω, βόσκοντας. Φαινόταν τόσο μικρό, που του Πέτρου του ’ρθε γέλιο στο στόμα. Σωστή μύγα! ψιθύρισε. Το άλογο άρχισε ξάφνου να τρέχει σαν τρελό και χάθηκε πίσω από τούφες τσαλιών1. Πάρα πέρα ένα δέντρο υψώνετο με τα φύλλα του όλα ριχμένα προς τα κάτω. Του χτύπησε στα μάτια η ασχήμια της παράξενής του φύσης. Τώρα ο ουρανός γέμισε από σύννεφα. Βούρκωσε η καρδιά του. Τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα. Κάτι μέσα του ένιωθε να σπάζει και να ξυπνάει κάτω απ’ τα χαλάσματα του ρημαδιού, που μέσα του ήταν μια μεγάλη 1
Τσαλιά είναι τα ξερά χαμόκλαδα (τουρκικό δάνειο). [ 179 ]
180
Θεόδωρος Λασκαρίδης
απόφαση. Είδε πέρα τα νέφη που μαύρισαν ολότελα τον ουρανό. Ακόμη είδε σαν μέσα σ’ όνειρο κάτι κοράκια που πετάξανε ξαφνιασμένα. Ένιωσε πλιότερο τότε τη μόνωσή του κι η φρένα του σαν να ζαλίστηκε. Κάτω απ’ τα χαλάσματα του ρημαδιού, που μέσα του θρόνιαζε, ένιωσε μια μεγάλη απόφαση να ξυπνάει και μαζί μια απέραντη δύναμη να ζήσει... Δεν έζησε ώς τότε. Σκλάβος, δούλος, υποταχτικός, χωρίς ψυχή, χωρίς θέληση, μηδέν. Έσκυψε, πήρε από χάμω μια φούχτα χώμα και το θρουβάλιασε1 στα δάχτυλά του. Το ίδιο μπορούσε να κάνει και νέος. Μα τώρα πια... Αναλογίστηκε μια ζωή που πέρασε άγονη, στείρα, νεκρή. Μέρες που πέρασαν, χρόνια που διάβηκαν γεμάτα από δυστυχία. Κι ο ιδρώτας του, πουλημένος για λίγο ψωμί στον πλούσιο. Η μεγάλη ανθρώπινη αδικία, που χρόνια τώρα τον κυβέρναγε, αισθάνθηκε να γίνεται θηλιά και να τον πνίγει. Εκραύγασε χωρίς να θέλει. Μια στριγγιά τού ξέφυγε, κι αντιλάλησε πένθιμα γύρω στα βαθουλώματα των βουνών. Κόκκινος όλος, ξανάσκυψε κάτω και πήρε άλλη μια φούχτα γης. «Γι’ αυτήν», ψιθύρισε, «γι’ αυτήν χρόνια τώρα δουλεύω». Τίναξε τα χώματα κάτω και τα πάτησε με λύσσα. «Άτιμοι!» μούγγρισε... Η βροχή άρχισε να πέφτει… Οι εργάτες του λατομείου εμαζεύοντο όλοι στα βρωμερά παραπήγματα που ήσαν στημένα κάπου εκεί κοντά. Ο Πέτρος έγειρε, πήρε το φτυάρι του και τράβηξε τον κατήφορο. Κάτι κακό εβουλήθη. *** 1
Θρυμμάτισε.
Το φονικό μοιραίο βόλι
181
Μέσα σε μια χαμοκέλα. Στη γη μια λουρίδα ψάθας σάπια. Κι επάνω ένα κομμάτι ζωής αφανισμένης. Βήχει άπαυστα. Κάθε προσπάθειά του να σηκωθεί ναυαγεί μπρος σε κάποιο αόρατο χέρι που τον κρατάει σφιχτά χάμω. Ο ανείπωτος καημός που τον τρώει καιρό τώρα μεγάλωνε μέσα του πλιότερο και υψώνετο μπρος του σαν μια φρικτή εικόνα καμωμένη από χέρι παράξενου κι αταίριαχτου τεχνίτη. Τα μάτια του πυρωμένα, κοιτάνε εμπρός και προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα που βασάνισε άπειρες φορές τη σκέψη του. Μάταια προσπαθεί να συγκεντρώσει το νου του σε μια ορισμένη γραμμή. Η αναπνοή του στενεύει. Κύμα ξερού βήχα τον πνίγει. Ανασαλεύει. Απλώνει σιγανά το χέρι και πιάνει μια στάμνα που έχει λίγες σταλαγματιές νερού. Προσπαθεί να δροσιστεί. Η φλόγα που τον καίει σάμπως δροσίζεται λιγάκι. Μισοκάθεται σιγανά. Αδράχνει το θυρόφυλλο και τέλος ανασηκώνεται. Βάζει το χέρι στα μάτια του από πάνω και κοιτάζει πέρα. Μακριά στο τελείωμα του δρόμου φαίνεται η πένθιμη σειρά των εργατών που κατάκοποι, γερμένοι γυρνούν απ’ τη δουλειά. Πιο πέρα ένα σπιτάκι ζωσμένο μ’ ένα λουλουδιασμένο κήπο. Απ’ την καπνοδόχη του βγαίνουν τούφες μαύρου καπνού, που κάμνουν τρελά σχήματα στον αέρα. Ο Πέτρος τραβιέται μέσα στην καλύβα του. Κάθεται ξανά αμίλητα σε κάποια πέτρα. Ακουμπάει στον αγκώνα και βλέπει χάμω τη σάπια ψάθα. Αργοδιαβαίνουν απ’ τα μάτια του οι μέρες που πέρασε. Γεννήθηκε μέσα στα ίδια βουνά που έζησε σ’ όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του έσκαφτε σ’ ένα άλλο βουνό, που τώρα τ’ άφησαν, λι-
182
Θεόδωρος Λασκαρίδης
γάκι πιο πέρα. Εκεί γεννήθηκε. Όλη του η ζωή εθάφτηκε μέσα στα χώματα που τίναζε η αξίνα του σκάφτοντας. Με τα ίδια του τα χέρια άνοιξε τάφο για κείνον. Τώρα θα μπορούσε να ησυχάσει. Το ψωμί του το πλήρωσε ακριβά στον κόσμο. Ήταν πια ανώφελος. Αργοσηκώθηκε. Πήγε πάλι κοντά στην πόρτα και κοίταξε έξω. Το όμορφο σπιτάκι του ’πεσε ξανά στα μάτια. Η καπνοδόχη του δεν έβγαζε πια διόλου καπνό. Εκεί, εκεί καθόταν ο Βασίλης. Εκεί ζούσε ο γιος του ανθρώπου που του ’θαψε τα χρόνια. Είλωτας γεννημένος. Ένιωσε μια φλόγα να του καίει το ζερβό αυτί. Κάτι κακό θα γίνει, αναλογίστηκε. Ήταν, θυμάται, μια μέρα του Ιουλίου. Φωτιά, κάψα. Έσκαφτε ο γονιός του σε μια κορφή ψηλά πάνω από μια χαράδρα. Σαν βράδιασε, δεν γύρισε πίσω. Κι ύστερα ο λογισμός του στάθηκε λίγο κι αθέλητα ψιθύρισε: «… δεν γύρισε ποτέ πια». ... Σκοτίστηκε ο νους του. Τα μάτια του θόλωσαν. Σήκωσε τη γροθιά του προς το μικρό όμορφο σπιτάκι που χαρούμενο υψώνετο στη μέση του δρόμου. «Κι η μάνα μου...» ψιθύρισε. Θυμήθηκε γοργά τη μάνα του να πεθαίνει πάνω στη σάπια ψάθα που σκέπαζε και δεν σκέπαζε το υγρό χώμα της χαμοκέλας. Έτσι κι εκείνος στην ίδια ψάθα θα πέθαινε, θα ψοφούσε κάλλιο. Ο γερο-Βασίλης τού φάνηκε εμπρός του, έτσι ορθός με τη μεγάλη κοιλιά και το μεγάλο ψάθινο καπέλο, απαίσιος. Κρατούσε πάντα κι ένα καμτσίκι «για δροσιστικό των τεμπέληδων», όπως έλεγε. Πόσες φορές δεν ένιωσε τον φριχτό πόνο του μαστιγώματος. Πόσες φορές! ... Κι ο γιος του ο ίδιος και χειρότερος. Αυτός
Το φονικό μοιραίο βόλι
183
λιγόστεψε και το βδομαδιάτικο και μεγάλωσε και τις ώρες της δουλειάς. «Σκυλί!» εμούγκρισε ο Πέτρος και ξανασήκωσε τη γροθιά του. Είδε ξανά το όμορφο σπιτάκι και το κακό που εβουλήθη ξανάρθε στο νου του πιο τρομαχτικό, πιο επίμονο... *** Νύχτα, κρύο, ερημιά. Γύρω στο λατομείο, ησυχία. Το σπίτι στη μέση του δρόμου βουβό, σκοτεινό. Ξάφνου μέσα στη σιγή ακούγεται μια πνιγμένη κραυγή: «Φωτιά!». Μια βοή ακούγεται στη σιγαλιά. Τα τζάμια του ερημικού σπιτιού φεγγοβολούν. Το σπίτι ζώνεται με φλόγες. Οι εργάτες τέλος φθάνουν. Με βοή ορμούν στο σπίτι. Μα είναι πια αργά. Άπειρες φλόγες γλείφουν το σπίτι, που σε λίγο γκρεμιέται, θάβοντας κάθε ζωή που υπήρχε μέσα. Απ’ την καλύβα του ο Πέτρος με διάπλατα μάτια βλέπει. Αισθάνεται τώρα την ικανοποίηση που γύρευε χρόνια τώρα. Μπρος στα μάτια του οι φλόγες που σώριασαν το σπίτι ήταν οι φανταστικές νυφίτσες που ’καψαν τη λυκοφωλιά του κεφαλαίου. Τώρα πια η γη θα ’ναι φίλη του και όχι εχθρή του. Δεν θα πουλεί τη ζωή του στις πέτρες. Βλέπει τη φλόγα να μεγαλώνει πλιότερο και στα μάτια του φαίνεται ξανά η ζωή του. Νιώθει μια απέραντη χαρά για τη μόνη πράξη της ζωής του. Να μια φορά που κι εκείνος ένιωσε πως ζούσε! Να που ευτύχησε, ας είναι κι αργά, μονάχος να πατήσει τον ένα που κράταγε και μαστίγιο σαν τον γονιό του. Ο Πέτρος ακουμπάει το θυρόφυλλο και με ολάνοιχτα τα μάτια αχόρταγα βλέπει. Αισθάνεται τη δύναμη της φλόγας να του δροσίζει την καρδιά και τη σκέψη.
184
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Αισθάνεται άπειρη δύναμη και κραυγάζει «Νίκη!...» *** Οι φλόγες έπεσαν πια. Τα χαλάσματα αναδίνουν καπνούς μονάχα. Στη χαμοκέλα είναι σωριασμένο το κορμί του Πέτρου. Ένα άφθαστο χαμόγελο του ανοίγει τα χείλη. Τα χέρια του κρατούν κομμάτια γης που σφίγγει στο στήθος του. Μια πλατιά ειρήνη βασιλεύει στη μορφή του. Κοπάδια πουλιών έξω στα δένδρα κελαηδούν, ενώ ανατέλλει ένας ήλιος κόκκινος σαν ματωμένος. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τετάρτη 18.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Από ορισμένες αναφορές στην υπόθεση (λατομείο, αύξηση ωρών εργασίας και μείωση ημερομισθίου) μπορούμε με βεβαιότητα να θεωρήσουμε πως αποτελεί τμήμα του μυθιστορήματος «Ως το μεγάλο φως» παρόλο που δεν δηλώνεται ρητά.
Άλλα ταξικά διηγήματα
Ήττα Πέρασε μια πλατιά πνοή πνοή χαλάστρα κι έσβησε όλα τα τραγούδια κι όλα τ’ άστρα Κ. Παλαμάς
Α
κουμπισμένος στον τοίχο ο Σίρμας έβλεπε ακόμα το τραίνο, που χανότανε βαθιά στο γαλήνιο κάμπο, αφήνοντας μαύρες γραμμές στον πλατύ ουρανό. Οι ιδέες μέσα του, τρικυμιασμένες, σάλευαν. Το ένιωθε πως μ’ όλο τον άπειρο τον φόβο τα βουνά, που μόλις φαινότανε, τον τραβούσαν πέρα μακριά σαν να του φώναζαν πως έπρεπε να τρέξει εκεί πλάι στο κρεβάτι του πατέρα του που πεθαίνει… Όλη η ζωή του κοντά στους γονείς του περνούσε γοργόδρομη μέσα απ’ την πυρωμένη του σκέψη. Τα δίκαια των φτωχών, που σαν να βούιζαν γύρωθέ του, κι ακόμα ο πλούτος του σπιτιού του – η μητέρα του που τον πρόσμενε πάντα – η αδελφή του, με τα είκοσί της χρόνια, λουλούδι ολοεύωδο στην ξηρασιά του αρχοντικού που ζούσε – κι ακόμα η απότομη σύγκρουση με τον πατέρα του για το δίκιο… Όλ’ αυτά περνοδιάβαιναν και μαζεύοντο σε μια μικρή εικονίτσα «ο πατέρας του στο κρεβάτι να πεθαίνει προσμένοντάς τον». [ 187 ]
188
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Έπρεπε να φύγει μ’ όλη τη σιχασιά του για τον τόπο που δεν ήταν για κείνον. Μα και πάλι εδίστασε, και πάλι δεν έφυγε. – «Ίσως γίνει καλύτερα» σκέφτηκε. Κι έμεινε ακουμπισμένος στον τοίχο κοιτώντας το τραίνο που θα περνούσε κι απ’ την ωραία του πατρίδα να χάνεται μέσα στον ολόσπαρτο κάμπο. Η μέρα έσβηνε γαλήνια. Κάποια μουντά νέφη έκρυβαν τον ήλιο που πήγαινε να βασιλέψει. «Σαν την ψυχή μου» αργοψιθύρισε ο Σίρμας κοιτάζοντάς τα. Τράβηξε πέρα. Μια σειρά από πεύκα έριχναν τον ίσκιο τους βαρύ. Στάθηκε συλλογισμένος… Κάποιες σκηνές από την πρωτινή του ζωή ξανάρχουνται στη σκέψη του. Ήτανε – θυμάται – μια άγρια νύχτα του Δεκέμβρη· τα χιόνια είχαν σκεπασμένο κάθε τι με τη θανατερή τους ομορφιά. Τα κύματα της θάλασσας μανιασμένα σπάζαν στους γκρεμούς επάνω και τίναζαν αφρούς σε ύψος άφθαστο ενώ πιο πέρα απλωνότανε σαν φίδια τρελά κι αγκαλιάζαν την πλατιά αμμουδιά… Μέσα σε κείνη τη θύελλα κάτι κλάψες σπαρακτικές φτάσαν στ΄ αυτιά του –ως το δωμάτιό του– σαν γύρω σε σβησμένα μάτια. Σιγά, σβήνοντας το φως, σίμωσε στην πόρτα και με φόβο ανοίγοντάς την έφθασε στο γραφείο του πατέρα του απ’ έξω που η πόρτα του ήτανε μισάνοιχτη. Κάποια αναφιλητά ακούγοντο μέσα, ενώ οι θρήνοι είχανε παύσει. «Έτσι λοιπόν», άκουσε μια γυναικεία φωνή
Το φονικό μοιραίο βόλι
189
να λέει τρεμάμενα… «Να πεθάνουμε όλοι, όλοι… Μα είναι το δίκιο δικό μας. Κι ακόμα δεν θέλω όλα ό,τι σου ’χα δοσμένα. Μονάχα κάτι… Λυπήσου… Πεθαίνουν όλα. Είναι μωρά, είναι παιδιά μου, είναι δύστυχα… Μη μας ανοίγεις την πόρτα… Μη μας διώχνεις… Έλεος». «Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Ο Θεός ας σε βοηθήσει», άκουσε τη φωνή του πατέρα του ν’ απαντά… «Ναι, ναι…», τότε άγρια η γυναικεία φωνή ακούστηκε να λέει. «Το θεϊκό μάτι, αυτό ας σε κρίνει. Ας ρίξει την κατάρα του σαν κεραυνό σε σένα, μα μοναχά σε σένα, γιατί τα παιδιά σου τα πονώ…» «Έξω!» άκουσε τη φωνή του πατέρα του, - και σαν ίσκιος ξεμαλλιασμένη γοργή τρομαγμένη πέρασε απ’ τα θαμπωμένα μάτια του η αδερφή του πατέρα του η Κάτια. Γοργοκίνητος έφτασε κι εκείνος στην εξώπορτα. Ανάμεσα στα πυκνόχιονα που έπεφταν και στον αέρα που μάτωνε τα σπλάχνα, την είδε γοργά γοργά να χάνεται μέσα στη σκοτεινιασμένη νύχτα… σαν πουλί της συμφοράς, σαν στοιχειό της μπόρας. Και στάθηκε ακόμα ώρες στην εξώπορτα με τα μάτια κλειστά απ’ τη φρίκη για τη δυστυχία, ενώ μέσα του, σαν απ’ το κρύο που τον κύκλωνε, έσβηνε μεγαλόπρεπη κι η στερνή σπίθα της αγάπης του για τον άνθρωπο που του ’δωκε ζωή… Κάποιοι άλλοι ορίζοντες ανοίχτηκαν στη σκέψη του απ’ το φρικτό εκείνο βράδυ. Και ζητώντας την αιτία της ψυχικής του αλλαγής βρήκε μέσα του αγάπη απέραντη για τους
190
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σκλάβους της ζωής που ’βλεπε πάντα να σέρνονται μπροστά στα πόδια του πατέρα του. Κι αναθυμάται με ρίγος τα λόγια που ’πε στερνά του γονιού του φεύγοντας. «Φεύγω μακριά. Η αδικία που πυργώθηκε γύρω εδώ μέσα είναι τρομαχτική… Στις ευτυχίες του σπιτιού μας βλέπω το ψωμί της χήρας και τον ιδρώτα του εργάτη… Ολόκληρη άβυσσο μας χωρίζει…» Κι όμως ύστερα από τόσο καιρό έλαβε το σπαραχτικό γράμμα της μητέρας του που τον καλούσε. Γιατί ο άνθρωπος που τόσο άσχημα πίκρανε, τον πρόσμενε για να του δώσει τις στερνές ευχές του προτού να κλείσει τα μάτια του»… «Πρέπει να φύγω» ψιθύρισε βγαίνοντας απ’ τον ίσκιο των πεύκων. Το σούρουπο γεμάτο από ευωδιές των ανοιξιάτικων λουλουδιών, έσβηνε αγάλια… Μέσα του ξανάνιωσε την αφοβιά που ’χε πάντα… Μα είναι καιρός να λάμψει ο ήλιος, μισοφώναξε. Κάποιο χαμόγελο χάραξε στα χείλη του. Και τράβηξε γοργά κάτω απ’ τα δέντρα πάλι, που ενώνανε τους κλώνους τους στον έρημο δρόμο. ΙΙ «Ύστερ’ από τόσον καιρό» – ψιθύρισε ο Σίρμας, κλείνοντας την πόρτα της κάμαρας που πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο πατρικό του σπίτι… Μ’ αργά βήματα έφτασε μπροστά στ’ ανοιχτό παράθυρο· το φεγγάρι, χλομιασμένο, αργοδιάβαινε στο σκοτεινό ουρανό… Τ’ αγιόκλημα που ’φθανε ως πάνω έχυνε άπειρες ευωδιές γύρω…
Το φονικό μοιραίο βόλι
191
Μια πλατιά λύπη τον βάραινε… Κουρασμένος έπεσε σε μια πολυθρόνα. Αντιλαλούσαν ακόμα στ’ αυτιά του οι καμπάνες, οι ψαλμωδίες, οι θρήνοι, όλα, όλα… «Και πέθανε παραπονεμένος» – σκέφθηκε – «που δεν με είδε…» Μέσα στο σκοτάδι ολομόναχος ένιωσε τα μάτια του να υγραίνουν. Τι είχε, κι ο ίδιος δεν ήξερε. Τον άνθρωπο που πέθανε δεν τον αγαπούσε. Κι όμως οι ψαλμωδίες κι οι καμπάνες που αόριστα φτάναν στ’ αυτιά του, του γεμίζαν δάκρυα τα μάτια… «Αδύνατες στιγμές, περαστικές» ψιθύρισε στη σιγαλιά, δικαιολογώντας τα δάκρυά του. Ξαφνιασμένος ένιωσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Μπροστά του στεκόνταν η αδερφή του η Στέλλα, κρινόθωρη, ωραία. Μόλις ακουστά του ψιθύρισε: «Το ήξερα πως θα ’σαι εδώ και ήρθα. Ξέρω πως η συντροφιά μου δεν θα κάνει κακό… Μα συ ’σαι πιότερο σκοτωμένος απ’ όλους μας.» Αμίλητα της έδειξε μια καρέκλα πλάι του. Λυγμοί τραντάζανε το στήθος της και πονεμένη έγειρε στο κάθισμα. «Στέλλα είμαι νικημένος», βαριά βαριά είπε. «Απ’ τη στιγμή που βρέθηκα αντίκρυ στον πεθαμένο πατέρα κι είδα τη μάνα μας να θρηνεί εμπρός του και τ’ αδέρφια μας να στέκουνται μαραμένα στη σειρά με σταυρωμένα τα χέρια, κάτι ανείπωτο ένιωσα μέσα μου· την απέραντη αγάπη μου για τους αδικημένους της ζωής την αισθάνομαι να σβήνει αγάλια... Είμαι νικημένος…» Τον κοίταξε τρομαγμένη απ’ τα λόγια του.
192
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Στάθηκε για λίγο σιωπώντας. Ύστερα ορμητικά του φώναξε: «Έλα μαζί μου… πάμε…» Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας από μακριά έφταναν ξεψυχισμένα τραγούδια χαράς. ………………………........................................... Χλομιασμένο το φεγγάρι, μεσούρανα, έριχνε λουρίδες από άσπρο φως τριγύρω… Στο βράχο, που ήταν το κάστρο το παλιό, δυο ίσκιοι εστέκοντο ακίνητοι. «Εδώ χάμου βρέθηκε πνιγμένη η θεια μας η Κάτια και δω κάθε φορά που ήμουν πονεμένη ερχόμουν κι αγνάντευα τα κύματα που μπορούσαν, μονάχα αυτά, να μου δώσουν τη λευτεριά που ζήταγα. Μα τα υπέφερα όλα χρόνια προσμένοντάς σε. Θυμάσαι τι μου ’πες κάποτε; ‘Πάνω απ’ όλα στη ζωή το καθήκον μας’. – Γι’ αυτό έζησα.» Το μουρμούρισμα της θάλασσας έπνιξε τ’ άλλα λόγια… Τ’ αυγινό φως βρήκε στ’ ακρογιάλι λίγα λουλούδια που κάποια χέρια ρίξαν στο κύμα για μια ψυχή…
ΙΙΙ Τα βόδια αργοκίνητα χανότανε πίσω απ’ τις θημωνιές. Στη ζέστα που πύρωνε το κάθε κορμί, ιδρωμένοι, σκυφτοί, σκοτωμένοι απ’ την κούραση της δουλειάς κινότανε οι θεριστές. Κάπου κάπου μισοακούγονταν κάποιος σκοπός τραγουδιού που σβηνότανε μέσα στη ζέστη.
Το φονικό μοιραίο βόλι
193
Από μακριά φανήκαν οι δυο τους μέσα σε κύματα σταχιών να προχωρούνε. Στα μάτια της Στέλλας, που ’βλεπαν πέρα απ’ το σήμερα, καθρεφτιζότανε μια απόφαση σιδερένια. Ένας πελαργός έκαμε γοργός κάποιο κύκλο στον αέρα, κι έκατσε στην κορφή της γέρικης βελανιδιάς στην άκρη του χωραφιού. Σιγοφτάσαν τους εργάτες που θωρώντας τους σταθήκαν ξαφνιασμένοι. Τα μάτια του Σίρμα έφταναν ως εκεί που τέλειωνε ο ορίζοντας, κι όλη η πλατιά εκείνη γη ήταν δική του. …………………………………………………… Τρελές ζητωκραυγές έσχισαν σε λίγο τον άτρεμο αέρα. Τ’ αδέρφια φεύγουν. Κι ο αντίλαλος, όσο απομακρύνονταν ξανάφερνε στ’ αυτιά τους τα «ζήτω» των εργατών που ’σαν όλοι πριν από λίγο μαζεμένοι γύρω τους… Οι θημωνιές τούς έκρυψαν. Κάτι φωνάγματα βατράχων από εκεί κοντά γελαστά γελαστά ακουστήκαν. Στάθηκαν. Τον κοίταζε η Στέλλα κατάματα. Δειλιασμένος αυτός κατέβασε το βλέμμα του χάμω. «Νομίζεις Σίρμα πως δεν ήτανε αυτή η αρχή που έπρεπε να γίνει;» ρώτησε η Στέλλα. Αυτός δεν απάντησε. «Δεν τους είπα την αλήθεια», ξανάειπε αυτή, «την αλήθεια που χρειαζότανε να πω; Τα χώματα αυτά που οι γονείς τους κι οι ίδιοι κάμαν καρποφόρα δουλεύοντας νυχτοήμερο ήταν ανάγκη να γίνουν δικά τους.» «Ναι, ναι», βιαστικά απάντησε εκείνος. Αμίλητοι φτάσαν στο δημόσιο δρόμο. Ο Σίρμας στάθηκε.
194
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Μη προχωρείς Στέλλα· κάτι ξέχασα να πω στους εργάτες. Θα γυρίσω πίσω». Χωρίστηκαν. Κάθε βήμα που απομακρύνονταν ο Σίρμας αισθανότανε κάποια άβυσσο ν’ ανοίγεται ανάμεσα αυτού και της Στέλλας. Της είπε ψέματα για πρώτη φορά στη ζωή του, αφήνοντάς την στο μισόδρομο. Ήθελε να φύγει από κοντά της. Στάθηκε λίγο σκεπτικός. Μέσα του τού ήταν αδύνατο να πνίξει την αγάπη του για την ιδιοχτησία, για τα χώματα, που χρόνια τώρα έτσι κι αλλιώς ήσαν κτήματα δικά τους. Κι όμως αυτός είχε δείξει στην αδερφή του, τη Στέλλα, το δίκιο του εργάτη και τις μεγάλες αλήθειες που έβγαλε απ’ την πείρα της ζωής του. Αλλ’ αυτός τώρα τ’ απαρνιόταν όλα. Στις ωραίες του ιδέες πρόβαλε σήμερα η πραγματικότητα που του αποδείκνυε ότι οι ιδέες του αυτές δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν, κι ότι στη ζωή γκρεμίζεται κανείς άγρια σαν θελήσει ν’ αρνηθεί την πραγματικότητα και να ζήσει στα σύννεφα. Η μητέρα του, όταν της είπε για το μοίρασμα των χωραφιών στους εργάτες, του έδειξε τα μικρά του αδέρφια και τον ρώτησε αν είχε δικαίωμα να διαθέσει όπως αυτός ήθελε το ψωμί τους. Κι όμως κοντά στη Στέλλα δεν είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί. Και σήμερα τον παρέσυρε ως τον αγρό… Όχι, όχι! Έπρεπε να τρέξει στους εργάτες να τους πει πως όλα όσα τους είπε η αδερφή του ήταν ψέματα. Τίποτε δεν μπορούσε να γίνει δικό τους. Κι αν εναντιώνονταν, θα τους έδιωχνε όλους. …………………………………........................... Μέσα στο χωράφι οι θεριστές κάτω απ’ τη βαλανι-
Το φονικό μοιραίο βόλι
195
διά τραγουδούσαν αξένιαστοι. Ως εκεί που έφθανε το βλέμμα τους τα στάχια ήσαν δικά τους. «Τώρα το ’νιωσαν πως όλα αυτά είναι δικά μας, τώρα. Κι όχι μόνο αυτά μα όλος ο κάμπος. Η γη ποιανού είναι; Όλων. Θάνατο σ’ αυτούς που λεν πως είναι διαφεντευτές της γης που βγάζει για όλους μας ψωμί», έλεγε κάποιος κοκκινομάλλης. «Ζήτω», φωνάζαν οι θεριστές. Ξαφνιασμένος ο πελαργός πέταξε σε μια θημωνιά. Το σούρουπο λιπόθυμο έσβηνε. Ένα λεπτό αεράκι θροούσε τα φύλλα του δέντρου. Τα στάχια γέρναν όλα, όλα… ....……………………………………………....... Ο Σίρμας έφτασε στο χωράφι και τους σίμωσε. «Τι είναι;» ρώτησαν όλοι χωρίς να σαλέψουν. «Δώστε και του λόγου του ένα τσιγάρο», γελώντας είπε ο κοκκινομάλλης. Ο Σίρμας φώναξε: «Σηκωθείτε! Το κτήμα είναι δικό μου, κι όποιος θελήσει μερτικό είναι από τώρα διωγμένος. Η αδελφή μου σας είπε ψέματα». Ο λόγος έμεινε μισός στα χείλη του. Ο κοκκινομάλλης μ’ ένα στιλέτο στο χέρι όρμησε πάνω του. «Ζήτω!...» κραύγασαν οι άλλοι. ………….............................................................. Το φεγγάρι γελαστό, αλλά μ’ ένα σατανικό γέλιο αργοπρόβαλλε στον σταχτή ουρανό. Μια λουρίδα χλομή από το φως του έπεσε επάνω στα ματωμένα στάχια που κείτονταν το κορμί του Σίρμα. Ο πελαργός μεγαλόπρεπα ξανάκατσε στη βαλανιδιά που θροούσε τώρα πιότερο από τον αέρα που γοργοφύσαγε πια.
196
Θεόδωρος Λασκαρίδης
IV Τα λουλούδια πεθάναν στ’ ανθογυάλια. Κάτι σκυλιά στο δρόμο υλακτούσαν άγρια, άγρια. Απ’ τα μάτια της Στέλλας κυλούσαν ακόμη δάκρυα. Στεκόταν μπροστά στο τραπέζι. Κάποια γιγάντια πάλη γινόταν μέσα της. Στα χέρια της κρατούσε μια φωτογραφία παλιά του σκοτωμένου αδελφού της. «Πέθανες…», μέσα στο κλάμα της ακούστηκε να λέει, «σε σκότωσα εγώ καλέ μου. Ζητούσα ως το τέλος την Αλήθεια, μη γνωρίζοντας πως τ’ αγνάντεμά της παίρνει το Φως… Αδελφέ μου…» Αφήκε τη φωτογραφία και χάραξε γοργά σ’ ένα χαρτί. «Μητέρα μου, Την ώρα που θα διαβάζεις τις γραμμές αυτές, εγώ φεύγω μακριά σου. Πηγαίνω εκεί που θα μπορέσω δουλεύοντας να κερδίζω το ψωμί μου τίμια, σύμφωνα με το θέλημα της ψυχής μου. Ό,τι έχουμε, ανήκει στ’ αδέλφια μου, που σαν νιώσουν τα σάπια ερείπια που πάνω τους στηρίζεται τ’ αρχοντικό μας, θα κάμουν ό,τι κάμνω κι εγώ και δεν θα δειλιάσουν σαν τον Σίρμα. Στέλλα» Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν την πόλη, που ήταν υγρή, μουσκεμένη. Τα δέντρα έσταζαν... Ανάμεσα στους εργάτες που τρέχουν στις δουλειές τους, με ψηλά το κεφάλι προχωρεί προς το σταθμό
Το φονικό μοιραίο βόλι
197
του τρένου η Στέλλα. Με το μέτωπο καθάριο και με μια σιδερένια απόφαση καθρεφτισμένη στη μορφή της, η Στέλλα τραβάει για την καινούργια ζωή. Ο ήλιος σε λίγο μάγος αργοπροβάλλει… Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη σε δυο συνέχειες. Την Κυριακή 22.11.1920 (σελ. 2), έως τη φράση «Δειλιασμένος αυτός κατέβασε το βλέμμα του χάμω» και τη Δευτέρα 23.11.1920 (σελ. 1) το υπόλοιπο. Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Όμως, το διήγημα αυτό ξαναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις στο τεύχος Δεκεμβρίου 1921, το οποίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Λασκαρίδη (20.12.1921). Στη νέα δημοσίευση έχει προστεθεί ως μότο το τετράστιχο του Παλαμά (που είναι από την «Ασάλευτη ζωή») ενώ παραλείπεται το μέρος IV του διηγήματος, δηλ. το κείμενο τελειώνει με τη φράση «από τον αέρα που γοργοφύσαγε πια». Στη δεύτερη αυτή δημοσίευση, αρκετοί καθαρευουσιάνικοι τύποι της πρώτης έχουν μετατραπεί σε δημοτικούς (π.χ. εχάνετο > χανότανε), ενώ έχει επίσης αλλάξει η ορθογραφία του ονόματος του ήρωα (Σύρμας > Σίρμας). Δεδομένου ότι η Ελληνική Επιθεώρησις δεν ήταν περιοδικό του αμιγούς ή του μαχόμενου δημοτικισμού, θεωρώ ότι οι μετατροπές αυτές απηχούν τη βούληση του ίδιου του Λασκαρίδη, και γι’ αυτό τις κράτησα. Επί της ουσίας, ελάχιστες λέξεις έχουν αλλάξει. Δυστυχώς, η δεύτερη δημοσίευση βαρύνεται από φρικτά και πάμπολλα τυπογραφικά λάθη που διαστρέφουν το νόημα σε πάρα πολλά σημεία. Έτσι, εδώ παρουσιάζω έναν συγκερασμό των δύο εκδόσεων. Μετά τη δεύτερη δημοσίευση, υπάρχει το εξής κείμενο του Γ. Καψ. [= Καψαμπέλη]: Με λύπη μας μάθαμε στις 20 του Δεκέμβρη 1921 το θάνατο του Θόδωρου Λασκαρίδη. Ο Λασκαρίδης ήταν νεότατος, 26 σχεδόν χρονών, από τη Βουλγαρία, δημοσιογράφος εκλεκτός και διηγηματογράφος γνωστός στους φιλολογικούς μας κύκλους.
198
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Τελευταία είχε έτοιμο να τυπώσει ένα βιβλίο από πολεμικά του διηγήματα. Μα η άξαφνη αυτοκτονία του έβαλε τέλος σε μια ζωή που η εργασία και η πολυμάθειά του τη γιόμιζαν από ελπίδες. Το διήγημα που δημοσιεύουμε παραπάνω, μας παραδόθηκε ένα μήνα πριν από το θάνατό του.
Φιλότιμο
Ο
ένας πλάι στον άλλο στριμωγμένοι κοιτάζανε τα κοράκια που φεύγαν κάνοντας μεγάλους κύκλους στον ουρανό, που ’ταν μαύρος σκοτεινιασμένος. Τα στόματά των άφηναν να βγαίνει απ’ όλους η δυνατή τους ανάσα κουρασμένη. Μπροστά τους ακόμα βρίσκονταν τα θρύψαλα του ψωμιού και τα κόκκαλα απ’ τις σαρδέλες που φάγαν. Μάταια στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο γυρεύαν αδιάκοπα τον ύπνο που δεν τους ήρχετο, με τα μάτια ανοιχτά, και το κεφάλι άδειο από κάθε λογισμό κι όνειρο. «Ανάθεμα!», βόγγηξε ο πρώτος, που ακουμπούσε στο χαμόδενδρο. Κανείς δεν αποκρίθηκε. «Ανάθεμα!», βήχοντας ξαναείπε. Ο άλλος που ’ταν πλάι του σάλεψε. «Τι παθαίνεις, Σλάβκο; Θες τσιγάρο;» και του ’δωκε ξεθωριασμένη και μισοσπασμένη ταμπακέρα. «Να», ξαναείπε. Οι άλλοι αργοσάλεψαν βουγγιώντας. Με μουγκρητό πήρε την ταμπακέρα και την ξανάδωσε αμίλητα. Κι ύστερα μισόκατσε. «Ε, τι έχεις;» Ο Σλάβκος κοίταξε τώρα, καπνίζοντας πια τον ουρανό, που είχε αδειάσει απ’ τα κοράκια και απ’ το ύψωμα που ευρίσκετο τον κάμπο που αργοσάλευαν τα δένδρα του απ’ τη νοτιά που φύσαε ακατάπαυστα· [ 199 ]
200
Θεόδωρος Λασκαρίδης
και ακόμα στο τελείωμα του ορίζοντος τα φανάρια του βαποριού της γραμμής που ’φευγε. Κι ο Πένκος, τώρα πια κάπνιζε μισοτραγουδώντας. Το μαντήλι σου τινάζεις…1 «Παλιά περασμένα πράγματα από μας», μουγγά τον διέκοψε ο Σλάβκος. «Νιάτα μωρέ και νιάτα, περνούν γοργά οι μέρες σαν διαβατάρικα πουλιά…» Κι άλλος πλαγιασμένος αργοσηκώθηκε. Ήταν πριν φύλακας στο δικαστήριο, σοφός στην παρέα αφού μονάχα αυτός μπορούσε και εκαταλάβαινε την εφημερίδα. Ξερόβηξε. «Απόψε ύπνο δεν έχει. Κι όσο συλλογιέμαι πως ύστερα από λίγες ώρες θα γκρεμοτσακιζόμαστε στα βουνά κυνηγώντας άπιαστους κατσάκηδες2…» «Λαθρεμπόριο σου λένε, μα και το πιο σωστό…» «Και πού είναι τα καλύτερα;» αποκρίθηκε ένας άλλος ξαπλωμένος. «Ε, ε, πέρα εκεί που τελειώνει ο ήλιος, στην άκρη του κόσμου», και με το χέρι του έδειξε τριγύρω. «Όταν έχει κανείς λεπτά, παντού καλοζεί», ξαναείπε πάλι ο ξαπλωμένος. «Έχεις ένα σπίτι, τη γυναικούλα σου, τα παιδιά σου, τα χωραφάκια σου λίγο πολύ, και να η ζωή…» Μια κουκουβάγια μέσ’ απ’ τα χαλάσματα του κάστρου που ήτο εκεί κοντά φώναξε ενώ το φεγγάρι στρογγυλό στρογγυλό και ματωμένο αργοπρόβαλε απ’ αντικρύ. «Κακό σημάδι», είπε ο Σλάβκος και σταυροκοΥπάρχει δημοτικό της Θράκης με το δίστιχο «Το μαντήλι σου τινάζεις / και θαρρώ πως με φωνάζεις». 2 Λαθρέμπορους 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
201
πήθηκε. «Φώναγμα κουκουβάγιας και βγάλσιμο φεγγαριού, αίμα θα χυθεί», και ξανάκανε το σταυρό του. Ο πρώην φύλακας του δικαστηρίου βραχνογέλασε. «Βρε Σλάβκο, πούθε τα ’μαθες αυτά τα μάγια;» «Αν θες με πιστεύεις», αποκρίθηκε. Ο άλλος πάλι ξαναείπε. «Από πού τα ’μαθες αυτά;» «Μ’ από κάπου, βρε χριστιανέ», αγέλαστα απήντησε. Σιωπή για λίγο πλάκωσε. Ο Σλάβκος οργίστηκε, έβαλε στις πλάτες το σουρτούκο του χωρίς να το περάσει στα μανίκια κι έσκυψε να πάρει από χάμω τη βέργα που κράταγε. «Μπα, αλήθεια, η γυναίκα σου θα σου τα ’μαθε αυτά», ξαναποκρίθηκε ο φύλακας. «Πριν την κλέψει ο Χρίστοφ, δεν έβλεπε τα φλιτζάνια κι έριχνε και χαρτιά;… Μα τώρα ξέρεις τι κάνει; Άσ ’τα». Και ξερόβηξε. «Μα να τη δεις φτιασιδωμένη έτσι που ’ναι, κάνε ένα ταξίδι ως τη Σηλύμνο3 και βάζω στοίχημα πως δεν θα τη γνωρίσεις…» Ο Σλάβκος έτσι σκυμμένος που ’ταν γοργοσηκώθηκε και μαζί μια φωτιά έλαμψε στον ήσυχο αέρα. Ο φύλακας πέφτοντας άρχισε να κυλάει το γκρεμό, κι ο Σλάβκος γοργός να χάνεται στον ανήφορο. Κι άλλοι ορθοί τώρα πια, ξαφνισμένοι, χωρίς να νιώθουν ακόμα τι έγινε πλάι τους, τηρούσαν το φεγγάρι που ματωμένο κι ολογέλαστο αργοανέβαινε στον ουρανό, κι ακόμα τρομαγμένοι απ’ το 3
Ίσως εννοεί την πόλη Σλίβεν.
202
Θεόδωρος Λασκαρίδης
κλάψιμο της κουκουβάγιας μέσ’ απ’ τα χαλάσματα του κάστρου. Μόνο τα δέντρα ακόμη αργοψιθυρίζαν το αιώνιο το τραγούδι της χαράς που βρίσκεται πέρ’ απ’ τη ζωή. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Δευτέρα 30.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται για το μοναδικό μη πολεμικό διήγημα της σειράς που έχει ήρωες με βουλγάρικα ονόματα.
Θρίαμβος Ι
Σ
το γραφείο μου σκυφτός προσπαθώ να βρω τη συνέχεια των λογισμών μου. Σπασμωδικά ανακατεύω τα μαλλιά μου, ζητώντας τον τρόπο που θα μπορέσω καλύτερα ν’ απλώσω στο χαρτί το άγραφο που ’ναι εμπρός μου, τις σκέψεις που μέσα στο κρανίο μου ορχιούνται1, να χύσω σε μαύρα γράμματα τη βαθιά μου αγανάκτηση, για ό,τι γύρω και μπρος στα μάτια όλου του κόσμου του αδιάφορου ξετυλίγεται. Η μεγάλη τρικυμία που μέσα μου φωλιάζει πρέπει να δονήσει αύριο τις μάζες των εργατών που θα ζητήσουν στην εφημερίδα μου να βρουν τη δύναμη για την έφοδο. Πρέπει να γράψω ένα άρθρο που πυρωμένο μολύβι να μπήγεται στα σπλάχνα της βάρβαρης κοινωνίας και να την συγκλονίζει ολόκληρη. Πρέπει το άρθρο μου να ’ναι μαστίγωμα αληθινό της κεφαλαιοκρατίας, των αστών. Να είναι ένα άρθρο φλόγα που ν’ ανάψει τους εργάτες ακόμη μια φορά και να τους δώσει την τελευταία ώθηση για το γκρέμισμα των τοίχων της σκλαβιάς που τους ζώνουν, το γκρέμισμα που πρέπει να γίνει αύριο... Κλείνω τα μάτια και μηχανικά ανάβω τσιγάρο. Ο καπνός ίσως με δώσει την έμπνευση που ζητώ. 1
Χορεύουν [ 203 ]
204
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Μένω για λίγο αφηρημένος, κοιτάζοντας τον ηλεκτρικό γλόμπο με το πράσινο αμπαζούρ που είναι στημένος πάνω στο γραφείο μου. Σηκώνουμαι κι αρχίζω να τριγυρνώ στο δωμάτιο. Ο κρότος των βημάτων μου πνίγεται μέσα στα βαριά ταπέτα. Ο λαιμός μου καίει. Αισθάνομαι ένα βάρος στο κεφάλι. Χτυπάω το κουδούνι. Ένας υπάλληλος ανοίγει την πόρτα και στέκεται φυλάγοντας πρόσταγμα. «Πες του σ. Λώρη να ’ρθει» λέγω και ξαπλώνουμαι σε μια σεζ λογκ πράσινη, σαν το αμπαζούρ της λάμπας και σαν όλα τα έπιπλα του γραφείου. Ο Λώρης μπαίνει στο δωμάτιο. Με ρωτά σιγανά: «Με φωνάξατε;» «Ναι», λέω και στέκουμαι κοιτάζοντας τον καπνό που κάμνοντας κύματα στον αέρα μενεξεδιά και γαλάζια χάνεται... Σηκώνομαι και τον πλησιάζω. «Υπάρχει τίποτε νεότερο;» ρωτώ. «Απ’ τα εργοστάσια, το Εργατικό Κέντρο, τους σταθμούς, τα μεταλλεία;»... «Όλα όπως τα κανονίσατε» απαντά ο Λώρης. «Απ’ τον στρατό τίποτε νέα;» Ο Λώρης δεν μ’ απαντά, αλλά βγάζει και μου δίνει ένα φάκελο. Ανοίγω βιαστικά και διαβάζω. Η φρουρά είναι μαζί μας. Το πρόσωπό μου νιώθω να φέγγει από χαρά. «Θα με περιμένετε» λέγω του Λώρη. «Στην κατάληψη του οπλοστασίου που πρέπει να γίνει πρώτη θα ’μαστε επικεφαλής των εργατών. Η παρουσία μας θα δώσει θάρρος και σε όσους ακόμα διστάζουν. Οι άλλοι σύντροφοι έχουν ορισμένο μέρος που θα βρίσκουνται. Σ’ εμάς έλαχε ο κλήρος για το οπλοστάσιο.»
Το φονικό μοιραίο βόλι
205
Μισογελάω νευρικά και προσθέτω: «Αν αποτύχει το κίνημα μάς φυλάγει καρμανιόλα, τ’ ακούς, καρμανιόλα. Είναι ανάγκη να επιτύχει. Το άρθρο που θα γράψω τώρα για την αυριανή ‘Θύελλα’ θα ’ναι το σάλπισμα της εφόδου.» Λέγω του Λώρη να διατάξει το τιράζ να ’ναι όσες χιλιάδες μπορέσουν περισσότερες. Ας τυπωθούν όσα φύλλα πρέπει κι ας σπάσει το πιεστήριο. Δίδω κάτι άλλες ακόμα οδηγίες και κάθουμαι στο γραφείο. Γράφω τον τίτλο «Χτυπάτε» με μεγάλα γράμματα, κι αρχίζει η πένα μου να μαυρίζει γοργά το χαρτί με τέτοια βία που κάπου κάπου το σκίζει. Ανάβω τσιγάρα και τα τινάζω νευρικά με δυο μονάχα ρουφηξιές. Οι πένες μου σπάζουν κι αλλάζω κονδυλοφόρους βιαστικά, ενώ τα χειρόγραφα πληθαίνουν και κάμουν ένα ολόκληρο σωρό εμπρός μου. Το χέρι μου τρέχει δαιμονιωδώς, ολόκληρος είμαι κόκκινος, τα μάτια μου βγάζουν σπίθες, τα μαλλιά μου είναι σαν τρελού. Σπασμωδικά λύνω τη γραβάτα μου. Αναπνέω γρηγορότερα. Σκύβω με ορμή πάνω στο χαρτί που σκίζεται και όλη η φλόγα μου ξεχύνεται σε μαύρα γράμματα, πυκνά και δυσκολοδιάβαστα. Κάμνω μια τελευταία προσπάθεια, σέρνω μερικές ακόμα γραμμές, βάζω τελεία, υπογράφω, και τινάζω την πένα. Δεν έχω καιρό να ξαναδιαβάσω ό,τι έγραψα. Χτυπώ κι ο Λώρης ανοίγει την πόρτα. Του δίνω το άρθρο. «Στείλ’ το αμέσως κάτω στο τυπογραφείο. Αν δεν επιτύχει αύριο το κίνημα, το άρθρο αυτό που σπρώχνει τους εργάτες στην επανάσταση, που τους λέγει ‘Χτυπάτε’, καταλύσατε την εξουσία, αρκεί για
206
Θεόδωρος Λασκαρίδης
να με τουφεκίσει το κράτος. Η επανάσταση όμως θα επιτύχει. Πρέπει να θριαμβεύσει», λέγω και σηκώνομαι απ’ την θέση μου. Ο Λώρης φεύγει. Βηματίζω νευρικά. Σε λίγο βοή αυτοκινήτου ακούεται. Αρπάζω το καπέλο μου κι ορμώ στο γραφείο του αρχισυντάκτη. Ο Λώρης δίδει τις τελευταίες οδηγίες τηλεφωνικώς στο τυπογραφείο. «Ήρθε να μας πάρει το οτομομπίλ1», γοργά του λέγω. Ο Λώρης μ’ ακολουθεί. Το αυτοκίνητο που μας πήρε χάνεται σαν αστραπή στη βαθιά νύχτα. ΙΙ Όταν οι χιλιάδες των φύλλων της «Θύελλας» κυκλοφορούσαν, οι σπίθες που έμελλαν να σαρώσουν το αστικό οικοδόμημα είχαν ανάψει. Οι φλόγες λίγο ακόμα και θα πρόβαλλαν. Η αστυνομία έτρεχε να κατάσχει τα φύλλα. Όγκοι ολόκληροι εργατών άρχισαν να προβάλλουν απ’ τις εργατικές συνοικίες και τα εργοστάσια. Κόκκινες σημαίες προηγούντο των εργατών που προχωρούσαν προς τα στρατιωτικά κέντρα. Στον εργατικό όγκο άρχισαν να προστίθενται και στρατιώτες. Κι ο όγκος όλο και προχωρούσε, κι όλο μεγάλωνε. Ξάφνου αντήχησε ένας πυροβολισμός. Ένας αξιωματικός έφιππος προχωρούσε καλπάζοντας προς τον στρατό των εργατών. Αντηχούν πυροβολισμοί κι αρχίζει η σύρραξη κι ο πανικός... Οι εργάτες με τις κόκκινες σημαίες όλο και πληθαίνουν, γεμίζουν τους δρόμους. Σ’ αυτούς κοντά έρχονται και μικροϊδιοχτήτες, οι μικρέμποροι, οι γυναίκες, οι μαθηταί... Κι ο όγκος όλο 1
Αυτοκίνητο
Το φονικό μοιραίο βόλι
207
και μεγαλώνει, και το κύμα όλο και απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κύμα μπαίνει στα δημόσια γραφεία, στήνεται παντού το κόκκινο λάβαρο. Η πάλη με […] τους αρχίζει2. Τρεις μέρες κρατά ο ανήλεος αγών. Τρεις μέρες πέφτουν απ’ τις δυο μεριές κορμιά. Οι σάπιες ρίζες κόβονται όλες. Το κύμα παρέσυρε όλο το βούρκο και ’κεί που θρόνιαζε πριν το ψέμα κι η βία, η πελώρια κόκκινη σημαία διαλαλεί το θρίαμβο του προλεταριάτου! ΙΙΙ Με το ’να χέρι κομμένο –το ’χασα στις μέρες του πολέμου όταν μαζί με τους γενναίους συντρόφους έγινα κύριος της οπλαποθήκης– ξαπλωμένος σ’ ένα ντιβάνι συλλογίζουμαι όλες τις άγριες μέρες που διάβηκαν. Τώρα πια πέρασε η μεγάλη μπόρα. Ήρθε η γαλήνη. Τα νέφη που σκέπαζαν χρόνια τον αληθινό ήλιο ξεσχίστηκαν για πάντα απ’ την βίαιη ορμή του ανέμου της ζωής. Γύρω το φθινόπωρο… Θεία μύρα ξεχύνονται από κάθε μεριά, από κάθε πλαγιά, με μια νωχέλεια αριστοκρατικιά. Ούτε οι κάψες του θέρους, ούτε οι λευκές τρεμούλες του χειμώνα... Θεία αφροντισιά ζώνει τη φύση. Κάποια κοπάδια πουλιών σχίζουν τον αέρα, φοβισμένα για τον ερχόμενο χειμώνα. Οι καστανιές ρίχνουν τα φύλλα τους, τα βάτσινα3 χλομιάσαν πια τέλεια. Και μόλις τώρα ανθεί η μεγάλη ανάπαυση στην ψυχή μου. Κάποιες άλλες ημέρες ήσαν της τρικυμίας. Της μεγάλης θύελλας. 2 3
Μια αράδα κειμένου λείπει. Βατόμουρα
208
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Πέρασαν. Δεν αφήκαν πια παρά τα σημάδια τους. Ως εκεί που φθάνει το βλέμμα τώρα η γη είναι λεύτερη -η μεγάλη μητέρα μας- ενώ στο τελείωμα του ορίζονται καθαρογράφεται η σιλουέτα ενός βοδιού που ένα παιδί το οδηγεί πειθαρχικό, ήσυχο... Τώρα τα εργοστάσια ανήκουν στους εργάτες. Το παν είναι δικό τους. Ο αέρας είναι καθαρός. Το αλεύρι καρτερεί στο ντουλάπι την ώρα του. Οι εσοδείες του χειμώνα, καλοθεμένες προσμένουν το ξέσπασμα του βοριά. Οι πετεινοί στον κήπο φωνάζουν. Οι μεγάλες χαρές δεν έρχουνται στη βίαιη ζήτησή τους. Κάποια άλλη ώρα προσμένουν να φανερωθούν. Πέρασαν οι δύσκολες μέρες. Ποτίστηκαν και μ’ αίμα... Οι μεγάλες χαρές είναι τώρα. Σαν το σούρουπο αγκαλιάζει γύρω τα χώματα που ολημερίς σκαλίστηκαν απ’ το ζώο, οδηγημένο απ’ το πονετικό χέρι του εργάτη, σαν το σπίτι αχολογάει απ’ το χαρούμενο τραγούδι της γυναίκας που καθάρια φυλάγει τον δουλευτή να γυρίσει, σαν τα παιδιά με τα βυσσινιά χείλη τους υμνούν τη χαρά της ζωής, που ανεπίστροφα κυλάει ωραία, και σαν χαρούμενο αντηχάει το γέλιο του ανδρός που γυρνάει στη φωλιά του. Αυτή είναι η ώρα της χαράς... Η νύχτα έρχεται. Κάποια συρσίματα ακούγονται πέρα. Είναι τα θροΐσματα των φύλλων. Σκοτάδι πέφτει. Σαν μεταξωτό μαγνάδι απλώνεται η νύχτα. Ροδίζουν αντίπερα τα δέντρα. Μια χλομή ρόδινη γραμμή σχίζει τον κάμπο, μεγαλώνει, απλώνεται κι αργοφαίνεται σιγανά μια φέτα φεγγαριού ίδιο ρόδι ολόγεμο αίμα... Αργοανεβαίνει στον ουρανό. Ξαπλώνουμαι ανάσκελα και βλέπω. Αναλογίζουμαι
Το φονικό μοιραίο βόλι
209
όλο το χτες. Το σήμερα είναι γαλήνιο. Το αύριο θα ’ρθει υπερτέλειο. Είμαι ευτυχισμένος. Για να τ’ ακούσω, φωνάζω «Είμαι ευτυχισμένος!». Καληνυχτίζω το φεγγάρι και κλείω τα μάτια. Έξω ακούεται σιγανά το ψιθύρισμα δύο αγαπημένων. Ο ήχος ενός φιλιού ξεχωρίζει, κι ύστερα σιγαλιά. «Να ’στε όλοι εσείς που αγαπάτε ευτυχισμένοι» αργοψιθυρίζω... «Εγώ έχω κάμει στη ζωή το καθήκον μου. Ξερίζωσα τις σάπιες ρίζες». Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Πέμπτη 3.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Απεργία
Ο
Παύλος μιλούσε χωρίς να παίρνει αναπνοή, κόκκινος όλος, με τις φλέβες του λαιμού του ογκωμένες, με τα μαλλιά του ανακατωμένα. Στήριζε τις δυο του γροθιές σφιγμένες σ’ ένα τραπέζι σκεπασμένο με πράσινο μουσαμά που ’χε ζωγραφισμένα πάνω του κάτι μικρά μαθητούδια με μεγάλες τσάντες. Ένα μπεκ γκαζιού έριχνε μισόθαμπο φως στους εργάτες που άλλοι καθισμένοι κι άλλοι ορθοί και στριμωγμένοι ο ένας πλάι στον άλλο γεμίζανε τη σάλα, ακούγοντας τον Παύλο που τα λόγια του τούς συνέπαιρναν και τους μαγεύανε. Τα μάτια τους γεμάτα ηλεχτρισμό σκορπίζανε λάμψες παράδοξες και τα αξούριστα μούτρα τους έδειχναν τρελή αποφασιστικότητα και ορμή. Όσο προχωρούσε ο λόγος του Παύλου, τόσο κι η νευρικότητα των εργατών μεγάλωνε, τόσο και τα μάτια τους λάμπανε πιο ορμητικά, τόσο κι οι φάτσες τους αγριεύανε, κι οι γροθιές τους σφιχτότερες γινόντανε. Τα λόγια του Παύλου σαν πυρωμένο μολύβι χυνότανε μέσα τους. Κάθε του λέξη κι ένα σούβλισμα δυνατό κι άγριο. Κι οι εργάτες με τα στόματα ανοιχτά ρουφούσαν το κήρυγμά του, απορώντας κι αυτοί πώς τα ίδια πράματα περάσαν πολλές φορές απ’ τη σκέψη τους, ενώ αυτοί δεν ήσαν σπουδασμένοι, δεν δι[ 211 ]
212
Θεόδωρος Λασκαρίδης
άβασαν βιβλία, δεν πήγαν σε σκολειά. Όμως όλ’ αυτά τα ’χαν σκεφθεί κι αυτοί, μα πάντα ένα ερωτηματικό μεγάλο πρόβαλλε και τους έκανε να παρατάν τις σκέψεις τους αυτές μισές. Και το ερωτηματικό ήταν: «Κι αν γίνετε σεις οι εργάτες το παν, κι αν πάρετε σεις όλο το βιος της κοινωνίας, κι αν φέρετε την ισότητα καταργώντας την εχθρική σας τάξη, θα μπορέσετε να κυβερνήστε, γιά σα λύκοι θα σφαχτείτε στο μοίρασμα και θα σκοτώνετε ο ένας τον άλλο, τη στιγμή που θα ’στε πέρα για πέρα άρχοντες του σύμπαντος, κι οι σημερινοί εχθροί σας θα ’χουν λουφάξει;» Την απάντηση στην ερώτηση αυτή τούς την έδινε τώρα ο Παύλος. Τους εξηγούσε πλατιά και πειστικά πως αύριο, σαν γίνουνε αυτοί διαφεντευτές της ζωής τους, σαν γκρεμιστούνε τα κάστρα της παράδοσης, σαν τα σύνορα που χωρίζουν τους εργάτες όλης της γης ξεριζωθούν απ’ τις ίδιες τους τις αξίνες, πως θ’ απλωθεί η γαλήνη πέρα και πέρα, πως η έχθρα και το μίσος θα σβήσουν για πάντα και πως στην πολιτεία αυτή τ’ όνειρου θα βασιλεύει απ’ άκρη σ’ άκρη η αγάπη κι η αδελφοσύνη... Κι όταν τους είπε πως για να υπερασπίσουνε τα δίκια τους, πως για να ετοιμάσουν το θρέμμα της ευτυχίας των άλλων που θα ’ρθουν κατόπι τους, πρέπει ν’ απεργήσουν, η λάβα που μέσα τους έβραζε τινάχτηκε μονομιάς σε κάτι άγρια «Ζήτω η απεργία» που σκεπάσαν τα στερνά λόγια του Παύλου. ***
Το φονικό μοιραίο βόλι
213
Η απεργία βαστούσε μια βδομάδα τώρα. Το φως κι η κίνηση παίρνοντας κάθε ζωή χαθήκαν απ’ την πολιτεία που βυθίστηκε σε μια αγωνιώδικια νέκρα. Οι αστοί τρομαγμένοι δεν ξεμυτίσανε απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους. Οι εργάτες πλημμυρούσαν τους δρόμους, διαλαλώντας το δίκιο τους, φωνάζοντας για το ψωμί. Κάπου συγκρουστήκανε με τους αστυνόμους που φυλάγαν για την «τήρηση της τάξης». Κάποιοι σύντροφοι φυλακιστήκανε και ένας δυο τσιγαράδες λαβωθήκαν. Μια νύχτα έγινε σε μια αποθήκη όπλων έκρηξη. Όσο διάβαιναν οι μέρες, όσο το κράτος λάβαινε μέτρα ενάντια στους απεργούς, τόσο και το μίσος τους γιγάντωνε, τόσο και με δυσκολία οι αρχηγοί τούς συγκρατούσανε. Το κοιμισμένο θηρίο –η εργατιά– σιγά σιγά μα οριστικά λάβαινε μια μεγάλη απόφαση, ενώ η αγριάδα του θανάτου απλωνότανε στη νεκρή πολιτεία. Η μέρα που η εργατιά δεν συγκρατιότανε πια μοιραία έφτασε. Χιλιάδες εργάτες με τα κοφτερά εργαλεία τους στα χέρια και με μια μεγάλη κόκκινη σημαία στη μέση, χυθήκαν στους δρόμους να επιβάλουν πια αυτοί το δίκιο τους, που η πολιτεία αρνιότανε. Να πεθάνουν όλοι, ή όλοι να ζήσουν σαν άνθρωποι πια. Ο όγκος των εργατών τραβούσε τον μεγάλο δρόμο, σέρνοντας στο διάβα του όλα τα όργανα του κράτους που τα ’στειλαν με τουφέκια εναντίον στους απεργούς, και που αυτοί τα παρατούσαν και πήγαιναν πλάι στους δυστυχισμένους αδελφούς του, ξεσχίζοντας τα σιρίτια που ήσαν ραμμένα πάνω στα ρούχα τους. Ο Παύλος ήταν με τους πρώτους μαζί κοντά στη σημαία. Όλος συναρπαγμένος από τη μεγάλη
214
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ιδέα που λειτουργός της ήταν τη στιγμή εκείνη όπως σ’ όλη του τη ζωή. Μπρος σε κάποιο μεγάλο κτίριο μαρμαρένιο, μεγάλη δύναμη στρατού πιστού στο κράτος καρτερούσε τους εργάτες. Ένας γαλονάς σαν φάνηκε το κύμα των απεργών, τους έκανε σινιάλο να σταθούν. Το κύμα των εργατών προχώρησε απειλητικό, άγριο. Ο γαλονάς έδωσε πάλι προσταγή «πυρ». Οι στρατιώτες του πατήσανε τις σκανδάλες. Οι εργάτες ορμήσανε με τα εργαλεία τους. ............................................................................. Ο Παύλος κρατώντας την κόκκινη σημαία, ανεβασμένος πάνω στην πόρτα του μαρμάρινου χτιρίου, προσπαθεί να τη στήσει. Μπρος του εξακολουθεί ο αδελφοσκοτωμός... Με κόπο τη στήνει. Προσπαθεί γοργά τώρα να την ξεδιπλώσει, για ν’ ανεμίζει δείχνοντας τη νίκη των εργατών που έχουν πάρει τα όπλα... Ένα βόλι τον βρίσκει. Γκρεμιέται ανάμεσα στους ανθρώπους που σφάζονται σαν τρελοί. Ησυχία απλώνεται. Οι στρατιώτες ρίχνουν τα όπλα και δίνουν πάνω στο κουφάρι του Παύλου τα χέρια τους στους εργάτες. Η κόκκινη σημαία ξεδιπλωμένη γοργοκινάει, σάμπως χαιρετάει.. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τρίτη 9.2.1921, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Μέσ’ απ’ τις φλόγες. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.Σε σύγκριση με τα άλλα διηγήματα του Λασκαρίδη που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη το 1920, τούτο εδώ διαφέρει αισθητά στη γλώσσα, καθώς είναι απαλλαγμένο από καθαρευουσιανισμούς.
μέρος γ΄ Κοινωνικά
Ο Θ. Λασκαρίδης και τα Χρονικά
Τ
α Χρονικά ήταν καθημερινή απογευματινή εφημερίδα. Ακριβέστερο ίσως είναι να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της εποχής, «εσπερινή εφημερίδα», διότι κυκλοφορούσε πραγματικά το βραδάκι και όχι από τις 10 το πρωί όπως οι σημερινές απογευματινές. Διευθυντές της ήταν ο Στάθης Καραβίας και ο Κώστας Κοτζιάς (1892-1951), πρωτοπαλίκαρο του Ιωάννη Μεταξά, δήμαρχος Αθηναίων το 1934 και το 1951 και υπουργός Πρωτευούσης επί 4ης Αυγούστου. Η εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται στις 16 Μαΐου 1921. Τα γραφεία της βρίσκονταν στη γωνία των οδών Ερμού και Βουλής. Τα Χρονικά έβγαιναν σε μεγάλο σχήμα, όπως όλες οι εφημερίδες της εποχής. Κυκλοφορούσαν κάθε μέρα (δηλαδή 7 ημέρες την εβδομάδα), σε τετρασέλιδο. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε το κύριο άρθρο αριστερά, τυπωμένο με μαύρα στοιχεία, μαζί με την πρωτοσέλιδη είδηση της ημέρας, ενώ τα χρονογραφήματα και οι λοιπές μόνιμες στήλες έπιαναν το υπόλοιπο της πρώτης σελίδας. Ωστόσο, πολλές φορές οι πολεμικές ειδήσεις έπιαναν μεγαλύτερο χώρο στην πρώτη σελίδα, ιδίως όταν συνοδεύονταν από φωτογραφίες (π.χ. του βασιλιά Κωνσταντίνου) ή από σχεδιαγράμματα του μετώπου. Στη δεύτερη σελίδα δημοσιεύονταν οι καλλιτεχνικές ειδήσεις και η κοσμική κίνηση, η τρίτη σελίδα είχε αρκετές διαφημίσεις, χρηστικές πληροφορίες (δρομολόγια πλοίων κτλ.) και το απαραίτητο μυθιστόρημα, που δημοσιευόταν σε συνέχειες, ενώ η τέταρτη σελίδα ήταν αφιερωμένη στις εξωτερικές ειδήσεις και στην τρέχουσα ειδησεογραφία. Μόνιμες στήλες είχαν αρκετές τα Χρονικά, ανά[ 217 ]
218
Θεόδωρος Λασκαρίδης
μεσα στις οποίες: «Απογευματιναί ομιλίαι» (υπέγραφε ο Χρονικός), «Λοιπόν που λέτε» (υπέγραφαν οι Μπίλμπο και Μπραν), «Χωρίς συνέχειαν» (Ψ.). Αργότερα προστέθηκαν στους αρθρογράφους ο Γκρέκο (Γ. Τσιμπιδάρος), ο Χούλιγκαν και ο Σ. Πασαγιάννης. Η εφημερίδα ήταν συμπολιτευόμενη, δηλαδή βασιλική. Δεδομένου ότι το 1921 ήταν χρονιά χωρίς μεγάλες εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις (καθώς οι βενιζελικοί βρίσκονταν περιθωριοποιημένοι από την αυτοεξορία του Βενιζέλου και πολλών ηγετικών στελεχών τους και από την ανάγκη να επιδείξουν εθνική ομοψυχία, ενώ οι κομμουνιστές δεν είχαν μεγάλες δυνάμεις), δεν υπήρχε περιθώριο ή ανάγκη για ακρότητες, ωστόσο τα κύρια άρθρα της εφημερίδας πολλές φορές ήταν βίαια ή χλευαστικά εναντίον του Βενιζέλου και της παράταξής του. Αν ο βασικός αντίπαλος ήταν οι βενιζελικοί, η εφημερίδα δεν χάριζε κάστανα στους κομμουνιστές. Πολλά παραπολιτικά σχόλια έκαναν σκληρή κριτική στο ΣΕΚΕ, ενώ άλλου είδους κριτική ασκούσαν τα χρονογραφήματα, όπως εκείνο για τον καλοζωισμένο κομμουνιστή με το μονόκλ, φίλο του χρονογράφου υποτίθεται, που αποσπά από τον χρονογράφο το τελευταίο του εικοσπεντάρι στον έρανο υπέρ των λιμοκτονούντων της Ρωσίας και ύστερα πηγαίνει για ζεστή τυρόπιτα στο πολυτελές ζαχαροπλαστείο. Από την πλευρά του ο Ριζοσπάστης, ως αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, είχε πολλές φορές επικρίνει τα Χρονικά, που υποστήριζαν αναφανδόν την κυβέρνηση. Μάλιστα, σε σχόλιο του Ριζοσπάστη (της στήλης «Από την άποψίν μας») στις 29.5.1921, λίγες μέρες μετά την έκδοση των Χρονικών, με τίτλο «Πάλιν ψέμα», τα Χρονικά χαρακτηρίζονται «φύλλο εκδοθέν ίνα αναγάγει την ψευδολογίαν εις σύστημα και υποστηρίξει ούτω την κυβέρνησιν». Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το σχόλιο αυτό γράφεται με τον Θ. Λασκαρίδη αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη και μέλλοντα αρχισυντάκτη των Χρονικών. Δεν μπορούμε μάλιστα να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν ο Λασκαρίδης και αρχισυντάκτης των Χρονικών ήδη από τότε!
Το φονικό μοιραίο βόλι
219
Πράγματι, στα Χρονικά ο Λασκαρίδης προσελήφθη ως αρχισυντάκτης, θέση που είχε μαζί με τον Στρατή Κτεναβέα. Η εφημερίδα, πέρα από την αναγραφή των διευθυντών της, δεν δημοσίευε τους άλλους συντελεστές της έτσι κι αλλιώς, οπότε η έναρξη συνεργασίας του Λασκαρίδη με την εφημερίδα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με τη νεκρολογία του Λασκαρίδη στα Χρονικά, αυτό έγινε λίγο μετά την έναρξη λειτουργίας της εφημερίδας στις 16 Μαΐου. Πάντως, το πρώτο ενυπόγραφο άρθρο του Λασκαρίδη στα Χρονικά εμφανίζεται στις 13 Ιουνίου. Πρόκειται για μια κριτική της συλλογής διηγημάτων «Περαστικός» του Μαξίμ Γκόρκι, που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βασιλείου. Σχεδόν όλες οι ενυπόγραφες συνεργασίες του Λασκαρίδη στα Χρονικά αφορούν κριτική θεάτρου ή βιβλίου ή θέματα πολιτιστικά, με δύο εξαιρέσεις που θα τις δούμε πιο κάτω. Στις ενυπόγραφες περιλαμβάνουμε και όσες υπογράφονται με τα αρχικά Θ.Λ. Αναλυτικά, οι συνεργασίες του Θ. Λασκαρίδη στα Χρονικά, με χρονολογική σειρά, είναι οι εξής: 1. Πρόχειρα σημειώματα. Μ. Γκόρκυ: «Περαστικός» (Κριτική βιβλίου) Κυριακή 13.6.1921, σελ. 1 2. Σύντομες ιστορίες. «Εγκατάλειψη» (Διήγημα) Κυριακή 4.7.1921, σελ. 1 3. Ελληνικόν θέατρον. «Οπιομάν» Ζακ Στιξ. (Κριτική θεάτρου) Παρασκευή 9.7.1921, σελ. 1 4. Πρόχειρα σημειώματα. «Ο δρόμος της ‘Μούσης’» (Παρουσίαση περιοδικού) Σάββατο 10.7.1921, σελ. 1 5. Πρόχειρα σημειώματα. «Οι Ράσσοφς» Σούντερμαν. (Κριτική θεάτρου) Κυριακή 11.7.1921, σελ. 1 6. Πρόχειρα σημειώματα. «Τιτάν» Νικοντέμι (Κριτική θεάτρου) Τετάρτη 14.7.1921, σελ. 1 7. Πρόχειρα σημειώματα. «Οι άνθρωποι εν πολέμω» Ανδρέα Λάτσκο (Κριτική βιβλίου) Παρασκευή 16.7.1921, σελ. 1
220
Θεόδωρος Λασκαρίδης
8. Σκίτσα από τον ναύσταθμο (Ρεπορτάζ) Τρίτη 7.9.1921, σελ. 3 (υπογραφή Θ.Λ.) 9. Πρόχειρα σημειώματα. «Έντα Γκάμπλερ» (Κριτική θεάτρου) Παρασκευή 1.10.1921, σελ. 1 10. Πρόχειρα σημειώματα. «Ο πατέρας» (Κριτική θεάτρου) Τετάρτη 6.10.1921, σελ. 1 (υπογραφή Θ.Λ.) 11. Καλλιτεχνική κίνησις. Η διάλεξις του κ. Βώκου (Καλλιτεχνικό ρεπορτάζ) Παρασκευή 29.10.1921, σελ. 1 (υπογραφή Θ.Λ.) 12. «Το διαβολόπαιδο» (σύντομη κριτική οπερέτας) Τρίτη 7.12.1921 (υπογραφή Θ.Λ.) 13. «Σκέρτσο» (σύντομη κριτική της ποιητικής συλλογής του Βαρλέντη) Δευτέρα 13.12.1921 (υπογραφή Θ.Λ.) Βλέπουμε ότι τα δημοσιεύματα δεν είναι ισομερώς κατανεμημένα. Σχεδόν τα μισά δημοσιεύτηκαν σε έναν μήνα μέσα, τον Ιούλιο, και μάλιστα στο πρώτο μισό του, ύστερα μεσολαβεί ένα μεγάλο κενό πενήντα ημερών, και μετά πιο αραιές δημοσιεύσεις και πιο μικρές σε έκταση. Ωστόσο, στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου 1921 δημοσιεύεται στα Χρονικά, άλλοτε στη δεύτερη και άλλοτε στην τρίτη σελίδα, η εξής μικρή αγγελία: Προσεχώς εκδίδονται τα «Μέσ’ απ’ τις φλόγες». Σειρά διηγημάτων πολεμικών του κ. Θ. Λασκαρίδη. Η αγγελία δημοσιεύεται γύρω στις 10 φορές τον Ιούλιο-Αύγουστο. Το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων του Λασκαρίδη στα Χρονικά είναι, όπως είπαμε, εστιασμένο στην κριτική των τεχνών και του λόγου. Εξαίρεση αποτελούν το διήγημα «Εγκατάλειψη» που μπορείτε να το διαβάσετε στην ενότητα των διηγημάτων (σελ. 275), και το ρεπορτάζ «Σκίτσα από τον ναύσταθμο», ίσως το μόνο που δεν ταιριάζει με την εικόνα του αντιπολεμικού και αντιστρατιωτικού Λασκαρίδη που τόσο έντονα σκιαγραφείται στα διηγήματά του. Πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό κομμάτι, που έχει στόχο να δείξει πόσο καλά περνάνε τα ναυτάκια μας. Όλα είναι ειδυλλια-
Το φονικό μοιραίο βόλι
221
κά: το ατμόπλοιο που μεταφέρει τους δημοσιογράφους στη Σαλαμίνα είναι «καθαρότατο και γρήγορο», η θάλασσα ακύμαντη, οι αξιωματικοί ευγενέστατοι, οι ναύτες ευχαριστημένοι που έχουν «διοικητή μάλαμα», που τρώνε κρέας τέσσερις φορές την εβδομάδα και που οι αξιωματικοί τούς έχουν «σαν παιδιά τους». Πολύ θα ήθελα να πεισθώ ότι το άρθρο, αφού υπογράφεται μόνο με τα αρχικά Θ.Λ., δεν είναι του Λασκαρίδη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δικό του είναι. Για να πάρει ο αναγνώστης μιαν ιδέα από τα δημοσιεύματα του Λασκαρίδη στα Χρονικά, σταχυολογώ ορισμένα αποσπάσματα:
Από την κριτική για τον «Περαστικό» του Γκόρκι:
Ο συγγραφεύς δεν ηθικολογεί, ούτε κηρύττει νέα δόγματα. Στο στόμα του ήρωός του δεν φαίνεται ποτέ η λέξις επανάστασις. Και όμως πόσο επαναστατικόν είναι το έργον! Πόσο η κοινωνική ανισότης απεικονίζεται εντέχνως, πόσο ξέρει ο συγγραφεύς να καθιστά τους ήρωάς του –τα θύματα αυτά του αστικού κράτους– συμπαθείς, εν αντιθέσει προς τους πλουσίους, των οποίων ιδιαιτέρως χρωματίζει τας ασχημίας και τας κακάς έξεις, υποδεικνύων –χωρίς να το λέγει αυτός ποτέ– ότι είναι φορτώματα της κοινωνίας και αίτιοι της δυστυχίας των προσφιλών του μουζίκων, των φίλων του αλητών. (…) Ο κ. Βασιλείου είναι άξιος συγχαρητηρίων για την έκδοση αυτή. (…) Ας ελπίσομεν ότι τα κέρδη εκδόσεων ως της «Χαλιμάς» δεν θα παρασύρουν τον κ. Βασιλείου κι έτσι θα απολαύσουμε και νέα αληθινά έργα ελληνικά και ξένα. *** Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο άρθρο είχε δημοσιευτεί ένα μήνα νωρίτερα στον Ριζοσπάστη (στις 9 Μαΐου 1921).
222
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Είναι σχεδόν ολόιδιο (οι σημερινοί νέοι θα μίλαγαν για κόπιπέιστ!) με μόνη διαφορά ότι στα Χρονικά 3-4 διατυπώσεις έχουν αλλάξει προς το πιο ανώδυνο, π.χ. αντί «του αδίκου κοινωνικού συστήματος» έχει γίνει «του αδίκου εκείνου πολιτεύματος» ή αντί «εναντίον του συστήματος» έγινε «εναντίον του Τσαρισμού». Επίσης, μια παράγραφος της κριτικής στον Ριζοσπάστη που παροτρύνει τους εργάτες να διαβάσουν το βιβλίο για να γνωρίσουν τους ανθρώπους που ύψωσαν την ερυθρά σημαία εύλογα παραλείπεται από την κριτική στα Χρονικά, όπως φυσικά και ο χαρακτηρισμός «σύντροφός μας» για τον μεταφραστή Ν. Καστρινό.
*** Από την παρουσίαση του περιοδικού «Μούσα»:
Στη σημερινή στείρευση πάσης διανοητικής κινήσεως στον τόπο μας, που η ανάγνωσις των βιβλίων γίνεται μόνο από σνομπισμό και που έπαυσεν προ πολλού το αγνόν ενδιαφέρον για την τέχνην και την φιλολογίαν, η ύπαρξις εις τας Αθήνας ενός περιοδικού ως η «Μούσα» είναι φαινόμενον προκαλούν το ενδιαφέρον και αξίζον την υποστήριξιν παντός διανοουμένου. Παρόμοια διεκτραγωδεί την κατάσταση στην κριτική του θεατρικού έργου «Οι Ράσσοφς» του Σούντερμαν:
Η παράστασις ενός νέου έργου του Σούντερμαν … αποτελεί βέβαια φιλολογικόν γεγονός άξιον σημειώσεως, την στιγμήν ιδίως που η επίδειξις κατίσχνων γυμνοτήτων τείνει να εξαλείψει και αυτήν την φάρσαν ακόμη… Από την κριτική στον «Τιτάνα» του Νικοντέμι:
Προχτές το βράδυ ησθάνθημεν τεραστίαν απογοήτευσιν και θλίψιν. Εις το θέατρον των Διονυσίων ενώπι-
Το φονικό μοιραίο βόλι
223
ον ογδόντα μόνον θεατών (τους εμετρήσαμεν) και εκ τούτων φυσικά οι ημίσεις τζαμπατζήδες δημοσιογράφοι, επαίχθη έν από τα καλύτερα τελευταία έργα (…) Το κοινόν επροτίμησε τα νερόβραστα και χυλοποιημένα νούμερα των «Παναθηναίων» και τους αστέρας των υπογείων λησταρχείων των διαφόρων «Έντεν», από μίαν πνευματικήν και καλλιτεχνικήν απόλαυσιν εκ των σπανιοτέρων. Φαινόμενον οικτρόν ενδεικτικόν της διανοητικής παραλυσίας και αποχαυνώσεως που επικρατεί εις την «πόλιν των φώτων». *** Στην κριτική του για το «Άνθρωποι εν πολέμω» του Ανδρέα Λάτσκο, μια συλλογή αντιπολεμικών διηγημάτων (σε μετάφραση Μάρκου Αυγέρη) που είχε κάνει μεγάλη αίσθηση τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και από την οποία αναδημοσίευσε τις επόμενες μέρες αρκετά διηγήματα ο Ριζοσπάστης, ο Λασκαρίδης τονίζει ότι και Έλληνες λογοτέχνες, όπως ο Καρβούνης, ο Σπύρος Μελάς ή ο Κόκκινος, έγραψαν μεν για τον πόλεμο αλλά έδωσαν μόνο τις ωραίες, τις συγκινητικές στιγμές της στρατιωτικής ζωής. Το βιβλίο του Λάτσκο, λέει ο Λασκαρίδης, γράφει για τις άλλες στιγμές.
«Το γεγονός δε ότι είς αξιωματικός κατόρθωσε να ίδει και περιγράψει τόσο αμερολήπτως φρικιαστικάς σκηνάς που συνήθως πίπτουν μόνον εις την αντίληψιν των απλών φαντάρων, τιθέμενος εις την πρωτοπορίαν του τοιούτου λογοτεχνικού είδους μαζί με τον Φραγκ, τον Μπαρμπίς και τινάς άλλους ακόμη, ζητώντας να σπάσει τον ψευδοαισθηματισμόν που καλύπτει τας ασχημοτέρας πράξεις, είναι μέγας τίτλος δι’ αυτόν, παγκοσμίου, δυνάμεθα αδιστάκτως να είπομεν, σημασίας».
224
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Και καταλήγει με ένα γνωστό μοτίβο: πρέπει να διαβαστεί το έργο, που το χαρακτηρίζει πλημμύρα φωτός σκορπιζομένου εις τα ανήλια σκότη της πνευματικής μας καταπτώσεως, για να ενθαρρυνθεί ο εκδότης να εκδώσει και άλλα έργα αξίας. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και άλλες κριτικές του, όπου το εκάστοτε κρινόμενο έργο παρουσιάζεται περίπου σαν όαση μέσα στη γενική κατάπτωση που επικρατεί στην πνευματική ή καλλιτεχνική ζωή, ακόμα και όταν έχει ελαττώματα. Έτσι, παρουσιάζοντας την ποιητική συλλογή Σκέρτσο του Βαρλέντη, ο Λασκαρίδης, αφού χαρακτηρίζει τον ποιητή «καλό στιχοπλόκο» χωρίς «αξίωσιν ανωτέρας δημιουργίας», καταλήγει έτσι που να μην αφήνει κανέναν ικανοποιημένο: είμεθα υποχρεωμένοι να συστήσωμεν το βιβλίον του κ. Βαρλέντη διότι ωρισμένως μέσα εις την ανίαν των πολυσυνθέτων ατέχνων και με μεγάλας αξιώσεις ποιημάτων της σωρείας των εκκολαπτομένων ξυρισμένων νεανίσκων, οι επιτυχείς στίχοι ενός παλαιού, αλλά πάντοτε νεάζοντος ριμαδόρου, είναι ως ελαφρά δροσιά εν μέσω Λιβυκού καύσωνος. Αυτά γράφονται μια εβδομάδα πριν αυτοκτονήσει ο Λασκαρίδης, και είναι το τελευταίο ενυπόγραφο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στα Χρονικά. Φυσικά, η δουλειά του αρχισυντάκτη είναι σε μεγάλο βαθμό αφανής. Από τον όχι εξονυχιστικό έλεγχο που έκανα, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ανυπόγραφα άρθρα στα Χρονικά που να φωνάζουν από μακριά ότι είναι του Λασκαρίδη. Οπότε, περιοριζόμαστε στα 13 παραπάνω άρθρα. Τα άρθρα του Λασκαρίδη στα Χρονικά αφήνουν ωστόσο να διαφανεί μια ελαφρά συμπάθεια προς την αριστερά ή έστω προς τους αριστερούς. Κάπου επισημαίνει ότι μια θεατρική μετάφραση είναι του Πετσόπουλου, του τέως διευθυντή του Ριζοσπάστη, αλλού επαινεί τον «νεοϊδεάτη» Παρορίτη, ενώ στην κριτική για τον Λάτσκο ο Λασκαρίδης δηλώνει ότι συμμερίζεται απόλυτα κάποιες απόψεις του Μπαρμπίς τις οποίες παραθέτει, και συμφωνεί με την ιδεολογία που ενέπνευσε στον Λάτσκο το έργο του. Το γεγονός είναι ότι, στην περίοδο της αρχισυντα-
Το φονικό μοιραίο βόλι
225
ξίας του Λασκαρίδη, τα Χρονικά, χωρίς να παρεκκλίνουν από την υποστήριξη της κυβέρνησης, δεν διακρίνονταν για τη δριμύτητα των χαρακτηρισμών τους προς την αντιπολίτευση. Μάλιστα, όταν το καλοκαίρι του 1921 στελέχη του ΣΕΚΕ έμειναν μήνες στη φυλακή επειδή το εκδοτικό του κόμματος είχε κυκλοφορήσει σε μπροσούρα δυο αντιπολεμικά διηγήματα, και σύσσωμος ο βασιλικός και βενιζελικός τύπος συναγωνιζόταν σε πλειοδοσία χαρακτηρισμών για τους «απάτριδες» σοσιαλιστές, τα Χρονικά και η Αθηναϊκή ήταν οι μόνες εφημερίδες («επαινετή εξαίρεσιν» το χαρακτήρισε ο Ριζοσπάστης) που επέκριναν τη λογοκρισία. Αυτό δεν αποκλείεται να οφείλεται στην παρέμβαση του Λασκαρίδη. Περισσότερα δεν μπορούσε.
***
Από τον Ριζοσπάστη στα Χρονικά (και η περίπτωση της Πρωτεύουσας) Η σύμπτωση στις ημερομηνίες (13 Ιουνίου αναφέρεται τελευταία φορά ως αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, και την ίδια μέρα, 13 Ιουνίου, δημοσιεύεται και η πρώτη ενυπόγραφη συνεργασία του στα Χρονικά, που μάλιστα είναι διασκευή ενός κριτικού σημειώματος που είχε δημοσιέψει παλιότερα στον Ριζοσπάστη) μπορεί να μας οδηγήσει να σκεφτούμε ότι ο Λασκαρίδης παύτηκε από αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη επειδή δημοσίευσε ενυπόγραφη συνεργασία στα Χρονικά ή ίσως επειδή δημοσίευσε την ίδια σχεδόν συνεργασία με προηγούμενο άρθρο του στον Ριζοσπάστη. Οι συνειρμοί αυτοί είναι αναπόφευκτοι αλλά εντελώς αδύνατο να επιβεβαιωθούν. Στη νεκρολογία του Λασκαρίδη στον Ριζοσπάστη διαβάζουμε ότι ο Λασκαρίδης, με κλονισμένη την υγεία από την προηγούμενη απόπειρα αυτοκτονίας (του Μαΐου 1919), δεν άντεχε τη νυχτερινή δουλειά που απαιτούσε η αρχισυντα-
226
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ξία μιας πρωινής εφημερίδας, και γι’ αυτό αναζήτησε εργασία αλλού, αρχικά στην Πρωτεύουσα και μετά στα Χρονικά και ότι, αναγκασμένος να μισθώνει την εργασία του σε εφημερίδες ξένες προς την ιδεολογία του, δεν δέχτηκε ποτέ να εμφανιστεί το όνομά του ως αρχισυντάκτη αστικής εφημερίδας. Αυτό είναι ακριβές, ωστόσο ούτε η Πρωτεύουσα ούτε τα Χρονικά δημοσίευαν τα ονόματα των άλλων αρχισυντακτών τους. Μια και δεν έχουμε άλλα στοιχεία περί του αντιθέτου, δεχόμαστε την εκδοχή αυτή. Να αναφερθούμε πολύ σύντομα και στην εφημερίδα Πρωτεύουσα, η οποία ήταν επίσης της αντιβενιζελικής παράταξης και άρχισε να εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1921. Είχε διευθυντή και κύριο αρθρογράφο τον Άριστο Καμπάνη, γερό λογοτέχνη και φιλόλογο, που όμως είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει του κακού τη σκάλα που έμελλε τελικά να τον οδηγήσει στο να γίνει ο επίσημος διανοούμενος της 4ης Αυγούστου και των κατοχικών κουίσλινγκ. Η Πρωτεύουσα ήταν πιο ακραία στις τοποθετήσεις της από τα Χρονικά. Αγνοώ πότε ακριβώς και πόσο εργάστηκε εκεί ο Λασκαρίδης και, παρόλο που διέτρεξα τα φύλλα του 1921, δεν βρήκα κανένα άρθρο που θα μπορούσα να το αποδώσω στην πένα του. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1921 δημοσιεύτηκαν στην Πρωτεύουσα δυο ειδησάρια που ανάγγελλαν την έκδοση βιβλίων του Λασκαρίδη, στις 10.1 το «Μέσ’ απ’ τις φλόγες» και στις 18.1 και το «Ώς το μεγάλο φως». Αυτή η ισχνή ένδειξη, σε συνδυασμό με κάποιες ανώδυνες ειδήσεις για δραστηριότητες του ΣΕΚΕ που δημοσίευσε η εφημερίδα την ίδια εποχή, με κάνουν να πιστεύω ότι ίσως ο Λασκαρίδης συμμετείχε στην Πρωτεύουσα στα πρώτα-πρώτα της βήματα, τον Ιανουάριο του 1921. Άλλωστε, ο Λασκαρίδης φαίνεται πως ήταν φίλος με τον Καμπάνη ή τουλάχιστον τον εκτιμούσε ως λόγιο (και είχε αναφερθεί σε αυτόν επαινετικά σε κριτικό του σημείωμα στον Ριζοσπάστη). Άλλωστε, δεν ήταν ασυνήθιστη η συνεργασία αριστερών σε δεξιές εφημερίδες. Στην ίδια Πρωτεύουσα δημοσίευε τακτικά φιλολογικές εργασίες και ο Μάρκος Αυγέρης, ενώ
Το φονικό μοιραίο βόλι
227
ο βενιζελικός Γ. Φτέρης έγραφε και στα Χρονικά και στην Πρωτεύουσα. Το 1921 οι συμπολιτευόμενες, βασιλικές εφημερίδες ήταν πολύ περισσότερες από τις άλλες (άλλωστε, τόσο η Πρωτεύουσα όσο και τα Χρονικά φαίνεται ότι εκδόθηκαν για να εκμεταλλευτούν το ευνοϊκό πολιτικό κλίμα), οπότε θα ήταν αδύνατο να στελεχωθούν ολοκληρωτικά από βασιλόφρονες. Πιο πάνω είδαμε μια περίπτωση όπου ο Λασκαρίδης μετέφερε στα Χρονικά άρθρο του που είχε πρωτοδημοσιεύσει στον Ριζοσπάστη. Μια παρόμοια περίπτωση είχαμε στις 6 Οκτωβρίου 1921 όταν κριτική του Λασκαρίδη για το θεατρικό έργο «Ο πατέρας» δημοσιεύτηκε ενυπόγραφη στα Χρονικά και συντομευμένη, ανυπόγραφη όμως, στον Ριζοσπάστη. Ο Λασκαρίδης αυτοκτόνησε μέσα στο γραφείο του στα Χρονικά. Οι ειδήσεις του θανάτου του ή της κηδείας του στις εφημερίδες της εποχής τον αναφέρουν ως «αρχισυντάκτη των Χρονικών», όμως στις μετέπειτα λιγοστές αναφορές στο πρόσωπό του χαρακτηρίζεται «αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη» και έτσι είναι δίκαιο να μείνει στην ιστορία.
Γυναίκα
Μ
έσα στο μισοσκόταδο μιας κάμαρης υγρής. Στους τοίχους τρέχουν λουρίδες νερού. Δυο μπερντέδες κόκκινοι, που ξεχωρίζουν απάνω τους σαν χάρτινοι κάτι μεγάλοι κίτρινοι λαλέδες1. Δυο τζάμια κολλημένα με φιγουρίνια και καφέ χαρτί της αγοράς. Ένα κρεβάτι που το σκεπάζει γύρωθε σαν κουνουπιέρα τούλι ξεφτισμένο δεμένο με κόκκινο τσίτι σε θέση κορδέλας. Στο τούλι που μαύρισε τέλεια, ξεχωρίζουν κάτι μεγάλοι ταοί2 που απλώνουν τα φτερά τους σαν ξαφνισμένοι. Και γύρω σ’ αυτά κι απάνω απ’ αυτά μούχλα και μούχλα... Κι εκείνη, ένα κορμί κιτρινισμένο, ξεκληρισμένο. Δυο μάτια ξεχωρίζουν μέσα σ’ ένα πρόσωπο που δεν έχει τίποτε τ’ ανθρώπινο, παρά μόνο ένα ψεύτικο χαμόγελο που ανθεί σπασμωδικά στα χείλη της. Όλη μια τραγική στάση της ζωής, ένα σκίτσο του μεγάλου ανθρωπίνου αφανισμού. Είναι γερμένη στο κρεβάτι. Τα μάτια της αφήνονται πέρα. Σαν γραμμές που δεν ενώνονται, γραμμές που ξεχάστηκαν έτσι σκόρπιες· μέσα στο κρανίο της γοργοδιαβαίνουν τα περασμένα... Μια ζωγραφιά βγαλμένη από ένα κουτί, που 1 2
Τουλίπες Παγώνια [ 229 ]
230
Θεόδωρος Λασκαρίδης
παριστάνει μια γυναίκα να δένει τον κορσέ της μπροστά σ’ ένα μεγάλο καθρέφτη, είναι σφιγμένη με μια μεγάλη καρφίτσα αγνάντια στον τοίχο. Βλέπει την γυναίκα και νοιώθει όλη τη δροσιά που είχε άλλοτε κι εκείνη. Μα τώρα... Η γυναίκα που σφίγγει τον στηθόδεσμό της όλο και μεγαλώνει μπροστά της· γίνεται γιγάντια, γεμίζει όλο τον τοίχο, απλώνεται πέρα απ’ το σήμερον και το χτες και δένει όλη της τη ζωή. Τώρα κλείνει τα μάτια. Δυο δρόμοι μεγάλοι φαίνονται μπροστά της. Μπορεί να εκλέξει... μπορεί.... Μα πότε; Τώρα, τώρα πια είναι αργά, αργά.. Σαν πένθιμη νότα που αντηχεί στη σιγή μιας σάλας αφημένης από καιρό, ακούεται η τραγική επωδός... αργά... Στάθηκε ο μεγάλος συντριφτής της ζωής της. Έξω ένα κοράκι άφηκε ένα μαντικό κρα... Ακούστηκε ο κρότος του πετάγματός του. Μέσα της ένοιωσε όλο το πένθιμο της ώρας. Κρα έκανε και η καρδιά της σάμπως να ραγίστηκε... Η γυναίκα με το γέλιο ξαναφάνηκε πάλι εμπρός της. Έδενε τον κορσέ της πάντα και γελούσε, μα νευρικά, τόσο νευρικά, που στ’ αυτιά της λες κι έφτανε το κρυσταλλένιο χι-χι-χι... Τώρα την έβλεπε να γιγαντώνεται, ν’ αψηλώνει, να παχαίνει, να γίνεται σωστός κολοσσός, κι άλλο να σφίγγει τα κορδόνια της. Ένοιωσε μια λουρίδα –ίδιο σιρίτι κορσέ– να της σφίγγει το κρανίο σφιχτά, σφιχτά... Ανατινάχτηκε απ’ την κλίνη. Τι είχε, και η ίδια δεν ένοιωθε... θα ’ταν καλύτερα να βγει... Τα πόδια της, γυμνά, ίδια κερένια, κι όλη γυ-
Το φονικό μοιραίο βόλι
231
μνή μόνο με μια μικρή κοντή πουκαμίσα. Πήγε μπροστά σ’ ένα κομμάτι σπασμένο καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Μ’ αγωνία έβλεπε μία μία όλες τις ρυτίδες του προσώπου της. Πήρε ένα γυαλί που είχε μέσα ένα κόκκινο υγρό. Βούτηξε ένα πανί και άρχισε ύστερα γοργά γοργά να βάφεται σαν φοβισμένη. Γιατί; Δεν ήξερε κι εκείνη. Γέλασε, γιατί της φάνηκε πως το γέλιο απάλυνε τον πόνο της. Της έκανε καλό το γέλιο και θέλησε να γελάσει σαν την κυρία με τον κορσέ, πολύ πολύ, μα μια υστερικιά κραυγή τής ξέφυγε απ’ το στόμα. Έριξε απάνω της σε λίγο κι ένα πανωφόρι, φόρεσε μια σάρπα και πήγε στην πόρτα. Μα δεν βγήκε έξω. Ξανάπεσε στο κρεβάτι, τεντώθηκε ηδονικά κι έκλεισε τα μάτια. Κάποια λατέρνα στο δρόμο έφερνε τους ξεθωριασμένους σκοπούς μιας σερενάτας. Η λατέρνα σε λίγο έπαυσε. Ύστερα ακούστηκε το τραγούδι κάποιου μόρτη: ...Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες... Έκλεισε σφιχτότερα τα μάτια της. Έξω σιωπή. Νέκρα. Η ιστορία της Εσθήρ γυρνούσε στο παγωμένο μυαλό της. Σαν την Εσθήρ κι αυτή σε θρόνο θ’ ανέβαινε. Μα κάποια άλλη δύναμη την γκρέμισε στη ζωή, κάποιο μοιραίο σκληρό... Η αναπνοή της στένεψε. Ένας κόμπος την έπνιγε στο λαιμό. Έβηξε σπασμωδικά. Αργοσηκώθηκε για να βήξει πιο λεύτερα... Πήγε αργοκίνητα στο τραπέζι για ψωμί. Ψίχουλα μοναχά βρήκε. Μια καράφα ήταν εκεί πλάι άδεια... Μονάχα πλάι βρισκόταν μια λεκάνη κόκκινη με άσπρες μεγάλες βούλες, κι ένα σαπούνι μυρωδάτο.
232
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Τα είδε όλα αυτά νοσταλγικά. Τυλίχτηκε με βίαιες κινήσεις μ’ ένα σάλι και βγήκε έξω. *** Η στράτα έρμη. Ένα ψυχρό αεράκι κίναε τα κλωνιά μιας αγριοπιπεριάς. Έφτασε στη γωνιά του δρόμου τρεκλίζοντας. Αντίκρυ περνούσε σιγανά κάποιος διαβάτης. Την διάκρινε μέσα στο σκοτάδι και τράβηξε ίσα σε κείνη. Αυτή τραβήχτηκε λιγάκι παρακάτω, κάπως φοβισμένη. Ο διαβάτης την έφτασε. Έσκυψε και της είπε κάτι στ’ αυτί. Το φως ενός φαναριού την φώτισε την ώρα που ’σκυβε πάνω της. Παιδί αμούστακο, ένα πρόσωπο που είχε απάνω του όλην την ομορφάδα της αγνής ζωής. Μόνο μέσα στα μάτια του έλαμπε μια φλόγα, του ανθρώπου που τώρα μόλις έμπαινε στον άλλο δρόμο. Αδέξια θέλησε να της δώσει το χέρι του. Εκείνη, μισοκρυμμένη στο σάλι της, τον άρπαξε από το μπράτσο. Αμίλητα προχώρησαν κι οι δυο, ο ένας δειλιασμένος κι η άλλη περίλυπη βαθιά. Κι οι σκιές τους μεγαλώναν στον έρμο δρόμο. *** Στο φως του λυχναριού μέσα στο δωμάτιό της έσκυψε και την είδε. Αισθάνθηκε μια νέκρα μέσα του. Δείλιασε τόσο, που γύρισε προς την πόρτα να δει μήπως την φυλάγαν Εριννύες. Εκείνη έπεσε στο κρεβάτι. Η φωνή της αντήχησε σαν ραγισμένης καμπάνας ήχος· -«Εγώ πολύ σ’ αγαπώ, πιτσούνι μου».
Το φονικό μοιραίο βόλι
233
Αυτός έσκυψε κι έσβησε το φως. Η πόρτα ακούστηκε ν’ ανοίγει. -«Εγώ πολύ σ’ αγαπώ». Κι άπλωσε τα χέρια της γύρω, μα ερημιά… Πήδησε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στην πόρτα. Ήταν ολάνοιχτη. Ακούμπησε στο θυρόφυλλο και κραύγασε: «Έλα!» Η βραχνή φωνή της πένθιμη αντιλάλησε γύρω. Σωριάστηκε χάμω. Η ιστορία της Εσθήρ πια δεν γυρνούσε στη φαντασία της. Ούτε και η κυρία με το γέλιο… Ένοιωσε κάτι σαν κρύο, σαν πείνα, σαν ζήλια για τα νιάτα και ξαπλώθηκε χάμω. Ένας καγχασμός την σπάραξε… Έξω αντήχησε το πένθιμο κλάψιμο μιας κουκουβάγιας. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 15.11.1920, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται για το πρώτο διήγημα του Λασκαρίδη που είδε το φως της δημοσιότητας.
Μοιραίο
Ι
Μ
ια χλωμή γραμμή φωτός περνώντας την κουρτίνα, τον χάιδευε δειλά. Από πέρα έβγαινε ξεψυχισμένος κάποιος σκοπός. «Το τραγούδι που κλαίει τη χαρά», ψιθύρισε ο Παύλος. Μπροστά του στ’ ανθογυάλι γέρναν τα κρίνα πεθαμένα σαν απ’ την ίδια τους ευωδιά -κι όμως ακόμη χτες είχαν τόση δροσεράδα, τόση ζωή, σαν την αγάπη που του ’χε χτες πλημμυρισμένη την καρδιά, μα σήμερα κι αυτή ήταν σβησμένη. Ένα λεπτό αεράκι φύσηξε· το τραγούδι έσβησε ολότελα. Αντίκρυ, μέσα στα δέντρα του δάσους, του φάνηκε ένας ίσκιος να σαλεύει. Γοργοκίνητος έφθασε κάτω. Πίσω απ’ τα βαρύσκιωτα δέντρα, στον μπάγκο1 που ερχότανε τόσες φορές, βρήκε ένα ρόδο μαραμένο, πεθαμένο. Γαλήνια το πήρε στα χέρια του. Άλλοτες είχε τόση μυρωδιά, μα τώρα κι αυτή ήτανε χαμένη. Ασυναίσθητα ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη του… «Για ένα παλιολούλουδο», είπε. Το τίναξε μακριά. Σήκωσε τους ώμους και τράβηξε πίσω απ’ τα έλατα που στέκαν στη γραμμή. 1
Παγκάκι θα λέγαμε σήμερα. [ 235 ]
236
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Μέσα στις γαλήνιες ώρες που σβούσαν, είδε την Μάρθα να ξεπροβάλλει απ’ ένα στρατί… «Και συ δω;» είπε. Στέκοντο αντικρυστά· «Δεν προχωρούμε, Παύλο;» «Αλήθεια, ξεχάστηκα βλέποντας την κορφή του γέρικου κυπαρισσιού αγνάντια στο βάθος τ’ ουρανού. Αδιάφορο για τις χαρές και τις τρικυμίες της ζωής στέκει χρόνια τώρα γαλήνια, μεγαλόπρεπα». «Σ’ αρέσει; Δεν το πίστευα…» γελούσε εκείνη. Προχώρησαν. Κάτι λαλήματα πουλιών σχίσαν σιγαλά τον άτρεμο αέρα. «Θα ξαναφύγω, Μάρθα», σιγά ψιθύρισε. Την είδε να πιάνει το δέντρο που βρισκόταν πλάι της, λιγογέρνοντας πίσω. Ένας λόγος ξεψύχησε στα χείλη της. «Ναι», σοβαρά ξαναείπε. «Δεν υπάρχει τίποτε πια να με κρατάει εδώ. Είμαι γεννημένος για τις θύελλες κι όχι για τη γαλήνη». Αργοπρόφερτα την άκουσε να ψιθυρίζει: «Για πάντα;» «Άγνωστο». Προχώρησαν ακόμα κι άλλο αμίλητα. Σταμάτησαν στο δημόσιο δρόμο. «Καλό ταξίδι», του ’πε δυνατά. Ευχαρίστησε και γύρισε ξανά στο δάσος. Ανάμεσα στα δέντρα την είδε σε λίγο να γέρνει στη βρύση που βρισκόταν στη μέση του δρόμου πονεμένη και να κλαίει. Σήκωσε τους ώμους του πάλι και χάθηκε μέσα στα δέντρα, μουρμουρίζοντας το στίχο αγαπημένου του ποιητή:
Το φονικό μοιραίο βόλι
237
«Στο φεγγαράκι ωιμέ το νέο σαν πιάσει ο έρωτας δεν ζει. Θυμάσαι; Βράδυ ήταν ωραίο και το κοιτάζαμε μαζί».1 Πέρα, ένας σκύλος, σαν μηνυτής συμφοράς, βραχνά αλυχτούσε.
ΙΙ Τα δέντρα ξεφυλλισμένα ρίχναν αδύνατο ίσκιο στα χλομά χορτάρια. Μια κατσίκα γοργά πηδούσε στους γκρεμούς πάνω. Το ποτάμι που περνούσε πέρα, γοργοκυλούσε τον τροχό του νερόμυλου που έφτανε ο κρότος του βογγώντας. Κρατούσαν απ’ ένα μάτσο σπαρτά στα χέρια και προχωρούσαν. «Τι μυρωδιά», γελαστά έλεγε εκείνη. «Ξέρεις, νοιώθω μια ανέκφραστη λάφρωση· μου ’ρχεται έτσι ν’ αγκαλιάσω όλα τούτα μαζωμένα και να κλείσω τα μάτια, ρουφώντας την αταίριαχτη2 ευωδιά. Θα κάμω μ’ αυτά ένα καινούργιο στεφάνι για τ’ αγαλματάκι της ‘Χαράς’ που μου χάρισες. Κάθε μέρα τ’ αλλάζω στεφάνι. Και κάθε φορά σαν το κοιτάζω, βρίσκω π’ ακόμα δεν μ’ αφήκε η χαρά του, δεν μ’ ηύρε η λύπη... Αλήθεια, Παύλο, μέσα στην ευτυχία βρίσκεται κάποτε και το φαρμάκι· σαν το σκορπιό μες στα λουλούδια. Μα στάσου να πάρω λίγα καλάμια απ’ το ποτάμι». Τον αφήκε τρέχοντας. Από το «Τραγουδάκι» του Μ. Μαλακάση. Ωστόσο, ο δεύτερος στίχος κανονικά είναι: κι αν πιάσει… 2 Που δεν έχει ταίρι, απαράμιλλη. 1
238
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Τα ρούχα της απ’ τον αέρα κάμναν τρελούς ρυθμούς. Ο Παύλος έμεινε ξαφνιασμένος. Τα χείλη του από κάποιο ανέκφραστο τρόμο μισανοίξαν. Ο ήλιος, που με φλογάτες ακτίνες έριχνε γύρω του λάμψεις άπειρες, φώτισε κι εκείνη ανάμεσα στα καλάμια του όχτου. Τρομαγμένος γοργοψιθύρισε: «Η Μάρθα ίδια…» Έφυγε μακριά, πέρασε θάλασσες, βουνά, θέλοντας να ’ναι άντρας στις πράξεις και στις σκέψεις· μακριά απ’ το βραχνό αναφιλητό και τα λυπημένα μάτια της, όπως σημείωσε κάποτε. Μα να που η Μοίρα τού ξανάστειλε την ίδια Μάρθα σε άλλο κορμί. Άκουσε τώρα το τραγούδι της να κάνει γοργές κυματωσιές και να σβήνει γαλήνιο. Για πρώτη φορά αγνάντεψε την καρδιά του… Ήταν μοιραίο… Γεννήθηκε για ν’ αγαπάει τη Μάρθα. Όσο μακριά κι αν έφυγε, όσο κι αν ήθελε να δείξει ανδρισμό, κάτι σαν άρνηση του αισθήματος, εξακολουθούσε να μένει ο ποιητής της αγάπης. Σ’ έναν πύργο ρόδων τον είχε κλειστό εκείνη. Όσο κι αν έφευγε, κι άλλη όποια καινούργια αγάπη και να ’πιανε, πάντα εκείνη θα του ’δινε τη φλόγα της ζωής. Ξανάρθε κοντά του. «Πάμε…» Ο δρόμος ανάμεσα από πυκνά δέντρα τούς έδειχνε πέρα, μακριά, μια λουρίδα θάλασσας. «Η χαρά σου είναι σβησμένη», της είπε. Δάκρυα φανήκαν στα μάτια της. «Χωρίς να θέλω, κάποτε –έτσι σαν ανάμεσα στα λουλούδια ο σκορπιός– θυμάμαι περασμένα μελλούμενα. Αν φύγεις κάποτε…»
Το φονικό μοιραίο βόλι
239
«Μα συ και πριν με γνωρίσεις ζούσες έτσι…» Έφερε τα χέρια της στο στόμα του· «Μα όπως κι αν ζούσα, απ’ τη στιγμή που σ’ αγαπώ, δεν το θυμάμαι πια. Μα ξέρε το. Το ποτάμι που με καθρέφτισε σήμερα, θα με δει, σαν δεν είσαι πια κοντά μου, με το στεφάνι που βάζω στη ‘Χαρά’ για στερνή φορά». «Ιουλία… καλή μου», είπε και έσφιξε τα χέρια της. Ήσαν κρύα παγωμένα... Ένιωσε μέσα του μια λύπη απέραντη, για τις ψυχές που του ήταν γραφτό να ματώνει στο δρόμο της ζωής. Οι εργάτες γυρνούσαν απ’ την άλλη στράτα στο χωριό. Ακούγοντο τα τραγούδια τους χαρούμενα. Τικ-τακ κάνει η καρδιά μου Σαν σε βλέπω να διαβαίνεις... Ο αέρας μεγάλωνε τις φωνές που απαλά-απαλά ξανασβούσαν.
ΙΙΙ Έλιωνε η κερένια της ομορφιά σιγά-σιγά. Διάφανη, αγγελικιά, κάτι αιθέριο, που σάμπως αθέλητα βρέθηκε στη γη, λες κι ετοίμαζε τις φτερούγες της για να πετάξει μακριά, μακριά, κείθε που ’ρθε... Ο Παύλος έμενε κοντά της πάντα. Μια αλυσίδα σαν να τον ένωνε με το δύστυχο κορμί που του ’δωκε όση αγάπη είχε... Η εικόνα της Μάρθας γιγαντώνετο μέσα του πλιότερο. Μα ένας απέραντος οίχτος τον κράταγε δεμένο
240
Θεόδωρος Λασκαρίδης
πλάι στην άρρωστη με τα χρυσά μαλλιά και τα ωραία παραπονιάρικα μάτια. Στην ταράτσα τυλιγμένη με διπλά σκεπάσματα ήτανε τα απογιόματα ξαπλωμένη σε μια σεζ λογκ. Εκείνος, πλάι της καθισμένος, της διάβαζε βιβλία κι όταν το ηλιόγερμα έσβηνε, της ψιθύριζε γαλήνια στίχους αγαπημένους. Τα λουλούδια την εκύκλωναν με το μεθύσι των. Ρούφαγε ευτυχισμένα –η ωραία ετοιμοθάνατη την ευωδιά τους– με τις στροφές που τα χείλη του αργολέγαν. …………………………………………………… Η καντήλα σιγανά έκαιγε κι έδινε ένα γλυκό φως στο δωμάτιο. Η Ιουλία κείτετο στο κρεβάτι. Οι ματιές της πέφταν αντίκρυ στ’ αγαλματάκι της «Χαράς» που ’ταν πάνω σ’ ένα ξυλένιο τριποδάκι. Ο γιατρός απελπισμένος διέταξε ησυχία… Κανείς δεν ήταν μέσα στην κάμαρα. Τηρώντας1 τη «Χαρά», έβλεπε να περνά γοργόδρομη η ζωή της μπροστά απ’ τα πυρακτωμένα μάτια της. Η ζωή της τρικυμισμένη, με νυχτιές και μέρες ατέλειωτης τραγικότητος, τα σκαλοπάτια της κοινωνίας που κατέβαινε κι έπειτα η μεγάλη της αγάπη για κείνον, που ήρθε να γιομίσει όλο το άδειο και το απελπισμένο της ψυχής της. Τα χείλη της ένα χαμόγελο τα μισάνοιξε. «Σε λίγο που θα ’ρχόταν, τι ωραίο που θα ’ταν αν την έβρισκε με το στεφάνι στο κεφάλι που ’καμε ο ίδιος κι έβαλε στο αγαλματάκι της», σκέφθηκε. 1
Κοιτάζοντας
Το φονικό μοιραίο βόλι
241
Τρεμάμενη αργοσηκώθηκε. Σαν φάντασμα σίμωσε στο μικρό τρίποδο, το ξέβγαλε και γυρνώντας γοργοσωριάσθηκε στο στρώμα με τα λουλούδια στα ξεπλεγμένα της μαλλιά, νεκρή, ακίνητη για πάντα. Η πόρτα που ήταν μισόκλειστη από κάποιο σπρώξιμο, άνοιξε και ξανάκλεισε αθόρυβα. Ένας ίσκιος πήδηξε στο μικρό τρίποδο, το αγαλματάκι ταλαντεύθηκε, και τα θρύψαλά του γεμίσαν το πάτωμα. Ο γάτος, νιαουρίζοντας, ξαναβρήκε την πόρτα φοβισμένος και χάθηκε. Το καντήλι έριξε μια δυνατή λάμψη κι έπειτα σφυρίζοντας έσβησε... IV Στο σκονισμένο δρόμο δεν φαινόταν ψυχή. Ερημιά τριγύρω. Το δειλινό έσβηνε με τον ήλιο, που σαν φοβισμένος εκρύβετο στ’ αντικρινό βουνό. Τα σύννεφα εκεί τρίγυρα σαν από θεϊκές μαχαιριές ξεσχισμένα, στάζαν αίμα... Πάνω απ’ τ’ άλογο που γοργότρεχε ο Παύλος ξανάβλεπε τους τόπους που ’χε αρνηθεί πριν από τόσον καιρό... Έναν τάφο νεόσκαφτο άφησε πίσω του, γυρνώντας στην παλιά του αγάπη, στο ερημικό σπιτάκι που καθόταν πριν η Μάρθα. Η αλαργινή χώρα, που κοιμήθηκε για πάντα η Ιουλία, δεν τον κρατούσε πια σκλάβο της. Γεννήθηκε κάτω απ’ το Μοιραίο. Όσο κι αν ήθελε να πιστέψει το εναντίο, γοργότρεχε στο σπιτάκι που πρώτα αγνάντεψε τη χαρά στα μάτια της.
242
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ο κήπος έρημος χωρίς λουλούδια. Το σιντριβάνι στεγνό. Τα δέντρα ξεφυλλισμένα διαλαλούσαν τη νέκρα που βασίλευε γύρα... Τ’ άλογο δεμένο σ’ ένα δέντρο σαν φοβισμένο, χλιμιντρούσε. Δειλιασμένος ο Παύλος με δυσκολία μπόρεσε ν’ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού. Προχώρησε στην κάμαρή της... Η σκόνη τον έπνιγε... Στο μισοσκόταδο είδε τα ξηραμένα λουλούδια των βάζων και το πιάνο που ’χε κάτι νότες ανοιγμένες πάνω του. Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα σαν χτυπημένος... Για πρώτη φορά ένιωσε την απέραντή του μοναξιά στη ζωή... Το σκοτάδι άγριο τον ανάμενε... Από πέρα έφτανε παραπονιάρικο το ούρλιασμα κάποιου σκύλου... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τετάρτη 25.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Το τραγούδι «Τικ τακ κάνει η καρδιά μου», που ένα δίστιχό του ακούγεται να το τραγουδούν κάποιοι εργάτες, έχει μεν δισκογραφηθεί από τον Μάρκο Βαμβακάρη στη δεκαετία του 1960, είναι όμως παλιό αστικό τραγούδι της Πόλης με πρώτη ηχογράφηση το 1910.
Στάχτη
Τ
ον θυμάται έτσι όπως τον γνώρισε τότε. Ξανθό, λιγνό, με μια χωρίστρα στη μέση του κεφαλιού του, που χτυπούσε αμέσως στα μάτια, με κόκκινη πάντα γραβάτα που ’χε κάτι μικρές-μικρές άσπρες βούλες, και με το πανταλόνι του πάντα ασιδέρωτο. Και πέρασαν χρόνια μακριά, σαν φίδια μακρόσυρτα που τα χάρηκε εκείνη πλατιά-πλατιά. Την ζωή της πρωτεύουσας, που πήγε σαν παντρεύτηκε, την πέρασε ονειρεμένα, μαγικά. Και τις χαρές που τις έδινε η ομορφιά και το χρήμα, που άσκεφτα σκορπούσαν κι οι δυο τους, χωρίς παιδιά, χωρίς έγνοιες. Και τώρα, ύστερα από πολυθόρυβο ταξίδι εξήντα χρόνων, στριμωγμένη σε μια πολυθρόνα πλάι στην σόμπα, που μισοσβήνει, κι ενώ χιονίζει –δειλινό χειμωνιάτικης μέρας– σαν να ξεφυλλίζει κάποιο βιβλίο που έχει πολυαγάπητες εικόνες. Τον βλέπει έτσι όπως τον είχε αφήσει τότες. Ολόιδιο. Κι οι ώρες, που γοργά περνούν, και το μισοσκόταδο που πέφτει, τον γιγαντώνουν μπροστά της, με κάποιο χαμόγελο που ’χε αιώνια στα χείλη πόνου εκδήλωση μισοκρυμμένη. Να, καθάρια τώρα τον βλέπει μπροστά σ’ εκείνη και στη μητέρα της, να της λέει την ιστορία της ζωής του. Γιος, που για κληρονομιά πήρε μονάχα απ’ τους γονείς του δυο-τρεις δίκες και άλλα τόσα χρέη, και [ 243 ]
244
Θεόδωρος Λασκαρίδης
όπου για εκείνα δούλευε χρόνια δάσκαλος για να τα πληρώσει. Κι είχε την ελπίδα να τα πληρώσει και να περισσέψει ακόμα τόσο χρήμα που να σπουδάσει γιατρός. Το πίστεψε κι ο ίδιος και το διηγότανε ήσυχα-ήσυχα χαμογελώντας. Μια μέρα τον αντάμωσε στο δάσος μέσα. Ήταν άνοιξη. Πέρα φαινότανε η θάλασσα γαλήνια, ύστερ’ από τρικυμία δύο ημερών, με δύο γολέτες, που εφαίνοντο στο μάκρος και με κάτι ψαρόβαρκες που έφευγαν. Αντίκρυ το βουνό μισοσκέπαστο από ελιόδενδρα που μόλις άφηναν να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους και το ολόασπρο μοναστηράκι τ’ Άη Λια με το καινουργιοχτισμένο του καμπαναριό, που πάντα ήταν γεμάτο από γλάρους. Ακούγεται από μακριά το γέλιο ενός δραγάτη, και ξεχωρίζουν και κάτι λέξεις της κουβέντας που είχε με κάποιον περαστικό. Τον είδε εκείνον να ξεπροβάλλει ξάφνου μέσα από ένα φιδένιο μονοπάτι, που στο πείσμα των διαβατών ήταν πάντα γεμάτο από μαργαρίτες και παπαρούνες. Δεν θυμάται τι είπαν στη λιγόλογη συνομιλία τους, μα της φάνηκε πως τα λόγια του είχαν μια άπειρη ομορφιά και περίεργο, αν κι είχε βγαλμένο το ψαθάκι του, και το κρατούσε στο χέρι, δεν της έκανε διόλου εντύπωση η χωρίστρα του κι ο κόκκινός του λαιμοδέτης. Της φάνηκε σαν να είχε κάποια βαθιά λύπη. Της υποσχέθηκε να της στείλει κάποιο βιβλίο που του αρέσει πολύ. Της έστειλε το βιβλίο. Μια όμορφη εξομολόγηση της αγάπης του Ουόρτσβορθ1. Σαν να βλέπει ακόμα κάτω από κάποιο στίχο μια κόκκινη γραμμή δειλάδειλά χαραγμένη… Σήμερα συνήθως γράφουμε Γουόρντσγουορθ (Wordsworth) τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή (1770-1850). 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
245
Ω, μπορούσε την αληθινή ευτυχία, που δεν χάρηκε με τον άνθρωπο που έζησε μαζί του τόσα χρόνια, χωρίς παιδιά, χωρίς έγνοιες, να την βρει στην απλή ζωή μ’ εκείνον. Πρώτη φορά τώρα της έρχεται στο νου αυτή η ιδέα… Δεν τολμά όμως ούτε η ίδια να την πει λεύτερα στον εαυτό της, μ’ όλα τα εξήντα της χρόνια. Κι έστειλε το βιβλίο, αφού το διάβασε, κι από τότε δεν ξαναμίλησαν, σαν να ’σαν ξένοι. Έπειτα δεν έμαθε τι απέγινε. Πλήρωσε τα χρέη; Σπούδασε γιατρός; Έβλεπε μόνο τη δική της ζωή που ’τρεχε γοργά μαζί με τον άνδρα της χωρίς ευτυχία. Ο ήλιος έσβησε πριν από πολύ –το σκοτάδι πλημμύρισε το δωμάτιο που ’χε κρυώσει πια. Το χιόνι στρώθηκε πέρα-πέρα. Μόνο στην καρδιά της μέσα, ενώ κι η ίδια τρέμει, ανάβει η μεγάλη φλόγα, που μάταια χρόνια τώρα είχε κρυμμένη κάτω απ’ τη στάχτη. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Πέμπτη 26.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Δόξες
Η
φυκόστρωτη αμμουδιά, που ήταν πάντα γεμάτη από κομμάτια πιάτα, κεραμίδες και σπασμένους τενεκέδες, δεν φαινότανε πια διόλου. Ούτε ο κάμπος, που τον περνούσε ανάμεσα από καλαμιές κι αγριοσυκιές ο ποταμός. Μήτε το παρεκκλήσι της Αγια-Παρασκευής με τη γλυκιά πηγή που ’χε πλάι του, που, όπως λέγαν οι αλαφροΐσκιωτες, τη νύχτα στήναν χορό τ’ αγερικά κι οι νεράιδες. Ούτε το παλιό ναυπηγείο, που έφκιαχναν κάποτε τις ψαρόβαρκες, με τα έξι κυπαρίσσια του· κι ακόμα όσο έφευγε το βαπόρι, έσβηνε κι η μαγική εικόνα του μοναστηριού, του προφήτη Ηλία, που πρόβαλλε ανάμεσα από τα γέρικα ελιόδενδρα. Ο βαθύς και γαλήνιος κόλπος χανότανε πια πέρα ολότελα και μαζί μ’ αυτόν και κάποιο μαντήλι που έγραφε τρελούς κύκλους στον αέρα μ’ απελπισιά. Μια άλλη ζωή θ’ άρχιζε για το Χρήστο. Δεν έχει. Το απεφάσισε. Πάει για τα μεγάλα. Είναι καμωμένος για τον μεγάλο αγώνα και για τη νίκη. Θα υποφέρει, θ’ αναδειχθεί. Αφήνει πια το χωριό που πρωτοείδε το φως, και δεν θα γυρίσει πριν εκτελέσει τον όρκο του. Μα με όλο το συγκρατημένο του σπαραγμό, κι ενώ για να μη δειλιάσει στέκεται μπροστά [ 247 ]
248
Θεόδωρος Λασκαρίδης
στην πρώρη του βαποριού και βλέπει τους καινούργιους ορίζοντες που ανοίγονται στα μάτια του, κρυφά κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό του μισογυρνάει το κεφάλι και βλέπει όλα να σβήνουν, κι ο κάμπος, και το μοναστήρι, και το λευκό μαντήλι τ’ αγαπημένο. Μια ζωή ως τώρα αραχνιασμένη, που ετρέφετο μόνο με της ελπίδας τα φιλιά, του ’δωκε ξάφνου τη δύναμη χιλίων μαζί ανθρώπων, να ζητήσει τις δόξες που κάποτε ονειρεύονταν. Κι έφυγε. Ο αγώνας στην ξενιτιά θα ’ναι σκληρός, τραχύς, υπεράνθρωπος. Και φαντάζεται το πλήθος, ένα σωρό μαύρους ανθρώπους, που τρέχουν πίσω απ’ ένα ψωμί που κυλάει, κι άλλοτε το πιάνουν κι άλλοτε όχι. Μ’ αυτός δεν θα πέσει χάμω σαν μερικούς. Και τη ζωή του ακόμα θα δώσει, μα θα τ’ αδράξει τίμια, παλικαρίσια. Φτάνει η νύχτα. Το χωριό έσβησε πριν από ώρες πολλές. Κάποια αστέρια τρεμοσβήνουν πέρα… Κι ένα φεγγάρι γελαστό, μ’ ένα γέλιο ειρωνικό –έτσι του φαίνεται– προβάλλει. Ο αέρας που αρχίζει να φυσάει, του φέρνει στ’ αυτιά, εις το κατάστρωμα που στέκεται, τραγούδια και γέλια. Μέσα στην τρίτη θέση κόσμος γνωστών κι αγνώστων, αδελφωμένων απ’ το ρακί, τραγουδούν. Αισθάνεται ο Χρήστος τη μοναξιά του και γέρνει σε κάποια κάσα μισοσυντριμμένος. Μα ξάφνου στέκεται και δεν κλαίει. Όχι! Ας λείπουν τα κλάματα. Πηγαίνει να νικήσει στη ζωή κι όχι στους θρήνους.
***
Μια σειρά ατέλειωτων μαρτυρίων ξένο κι έρημο τον κρατάει στη μακρινή χώρα που ’χε ονειρευθεί. Δεν τον
Το φονικό μοιραίο βόλι
249
βαστάει η πεποίθηση για την τελική νίκη. Πάει πια. Τα χρόνια πέρασαν. Στον καθρέφτη, με τα εξήντα μαζί χρόνια, που γοργά κυλήσαν, είδε τα ολόασπρά του μαλλιά και το γέρικό του κορμί πριν από πολύ. Κι αγωνίζεται ακόμη, όχι όμως πια για τον μεγάλο θρίαμβο που ’χε ορκισθεί. Για λίγα μόνο χρηματάκια, που να του εξασφαλίζουν μια ζωή λιγόχρονη πια, μα γαλήνια πια στο χωριό του. Το σκέπτεται εδώ και καιρό. Να πατήσει τον όρκο. Ν’ αφήσει τη μεγάλη ιδέα. Τ’ όνειρο που μόνος έπλεξε μ’ άνθια να το ξεπλέξει, γιατί εκείνα έχουν σαπίσει, έχουν μαραθεί. Μα του λείπει το θάρρος. Όλα κι όλα, μα να τον ιδούν οι πατριώτες του που αντί των μεγάλων ιδανικών των αγνώστων προτίμησε το μικρό εισόδημα και την ήσυχη επαρχιακή ζωή… Να τον δει ακόμα εκείνη, γριά πια χωρίς άλλο, που το μαντήλι της κίναε στον αέρα τρελά με σπαραγμό… Τέλειωσε, το πήρε πια απόφαση. Θα πεθάνει στα ξένα, έρημος, μονάχος. Δεν θα γίνει κορόιδο. Κι ακόμα ποιος ξέρει. Οι δόξες οι μεγάλες έρχονται στα γεράματα… *** Η ίδια δύναμη που περιφρονούσε και προσπαθούσε να κρύψει μέσα του βαθιά, τον έκανε να ξαναβλέπει με το μούχρωμα, απ’ ένα παλιό βαπόρι που μόλις σάλευε, τα ίδια βουνά, τον ίδιο τόπο, που ’χε χρόνια τώρα αρνηθεί. Τα μάτια του, αχόρταγα, κοιτούν παντού. Αγναντεύει πέρα στο ναυπηγείο. Τα κυπαρίσσια λεί-
250
Θεόδωρος Λασκαρίδης
πουν. Τ’ ακρογιάλι τώρα φωτίζεται με ηλεκτρικές λάμπες. Βλέπει και προσπαθεί κάτω απ’ την τέλεια μεταμορφωμένη πόλη π’ έχει αντίκρυ του να ξαναδεί το μικρό χωριό που αφήκε κάποιο βράδυ. Στο βαπόρι που αράζει, νέοι άγνωστοι άνθρωποι ανεβαίνουν. Μια καινούργια γενιά, που γι’ αυτόν είναι ξένη. Και νοιώθει τότε πιότερο τον εαυτό του άγνωστο, μακρυσμένο και ξένο απ’ τον κόσμο που τρέχει και κινείται γύρω του. Αυτός ο νικημένος της ζωής, που γυρνούσε σα σε καταφύγιο στο χωριό του, βλέπει μπροστά του καινούργια πόλη, άγνωστους ανθρώπους, ξένη ζωή… ………………………………………………........ Απ’ το ίδιο βαπόρι που σε λίγες ώρες –βαθιά νύχτα– φεύγει ξανά, βλέπει μ’ ανοιχτά τετράπλατα τα μάτια, το χωριό του φωτολουσμένο, που αφήνει για πάντα πίσω, γεμάτο από χαρά και νιότη, ενώ αυτός χάνεται στο αδιάλυτο σκοτάδι τού αγνώστου και του θανάτου. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 28.11.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Καταστροφή
Τ
ον κοίταζε ακόμα. Τα χέρια του υψωμένα σαν να προσπάθαγαν να διώξουν τη συμφορά που θεοσταλμένη τούς σώριαζε συντρίμμια. Μέσα του ο θυμός, ίδια τρικυμία κοσμοχαλάστρα, ύστερ’ από πλατιά γαλήνη, πια βασίλευε. «Άτιμη», βούγγηξε. Εστέκετο μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα αναμαλλιάρα με μισοξέσχιστο το ρούχο που φόραγε, τρομαγμένη, μ’ ένα απέραντο μίσος στη μορφή χυμένο. «Ψεύτη», του απήντησε. Σκοτίστηκε η σκέψη του. Χρόνια παλεύοντας στη ζωή, νικητής ή νικημένος δεν απαρνήθηκε την αλήθεια, και τώρα η ίδια η γυναίκα που αυτός ο ίδιος την έπιασε να τον ατιμάζει, του τίναξε κατάμουτρα τη βρισιά. Γοργά την σίμωσε. «Έξω, έξω» ξεφώνησε. Εκείνη έριξε μια στριγγιά. «Μη με σκοτώσεις, μη!» «Σκασμός», της απήντησε φρενιασμένος. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και την έσυρε έξω στο δρόμο. «Φτου», την έκανε κι έκλεισε την πόρτα βαριά. Έμεινε μονάχος εις το ερημικό δωμάτιο. Του ήλιου [ 251 ]
252
Θεόδωρος Λασκαρίδης
το φως γοργόσβηνε, και ο αέρας άρχισε να κουνάει τη συκιά που τα φύλλα της φτάναν στο παράθυρο. Έπεσε συντριμμένος σε μια καρέκλα. «Πάει πια. Να ’χε πεθάνει κάλλιο», σκέφθηκε. Ανάπαιγμα αυτός του κοριτσιού που ’χε αγαπήσει τρελά πριν από χρόνια. –Πότε. Στάχτη η αγάπη του κι εκείνη μακριά. Ένα στεφάνι δεν στάθηκε τιμία να βαστάξει. Ας είναι τώρα έτσι που ’γινε. Η άτιμη!... ψιθύρισε. Ένιωσε δυο χέρια να του σφίγγουνε το λαρύγγι. Η καρδιά του έσπαε στο στήθος. Πίσω στης συμφοράς τα λημέρια δεν θα γυρίσει πια. Μονάχος στη ζωή... Ας είναι κι έτσι. Αναθυμήθη γοργά τα νιάτα του. Ασυναίσθητα σίμωσε στον καθρέπτη. Μια πεθαμένη μορφή αντιφεγγίζεται. Σαν χτυπημένος τραβήχτηκε. «Πέρασαν τα νιάτα», αναλογίστηκε… «Κι η αγάπη», ψιθύρισε. Σαν βρέθηκε μέσα στο δρόμο ένιωσε το μεγάλο της μίσος για εκείνον. Αναστηλώθηκε η γυναίκα, νιώθοντας μέσα της το θάρρος για το γκρέμισμα της ζωής. Γύρισε προς την πόρτα που ’κλεισε πίσω της και με τα δυο της χέρια μούτζωσε –με την καρδιά της– το σπίτι που ’ζησε χρόνια ευτυχισμένη. Τράβηξε γοργά στο δρόμο. Θα μπορούσε να ζήσει. Έτσι κι αλλιώς... Μέσα της χίλιες σκέψεις επάλευαν. Το σκοτάδι της νύχτας τρομακτικό σιγόπεφτε. Στο δρόμο αρχίζανε σαν σκιές να χάνονται οι διαβάτες. Ακόμα προχωρούσε. Δεν ένιωθε τη νύχτα που την κύκλωνε. Σκόνταψε σ’ ένα μπάγκο του δρόμου. Έκατσε. Η ζωή της περνούσε απ’ τη σκέψη της. Τον αγάπησε άλλοτε και θα τον αγαπούσε αν δεν την ξεγελούσε ο γραμματικός των που ’φυγε...
Το φονικό μοιραίο βόλι
253
Και δέχτηκε εκείνη μοναχά την μπόρα της καταστροφής. Να γυρίσει πίσω, ποτέ. Θα ζήσει έτσι κι αλλιώς... «Γιατί έτσι μονάχη;», άκουσε ξάφνου μια αντρίκια φωνή πίσω της. Τρομαγμένη γύρισε. Ένας πλουσιοντυμένος κύριος στεκόταν κοντά της. «Μα τι φοβάσαι;» γελώντας της είπε. «Μια όμορφη σαν και σένα πρέπει να ζει πριγκιπέσα». Ένιωσε το χέρι του να την αδράχνει. Αφήκε να τη σύρει μαζί του. Πίσω της άφηνε για πάντα τα συντρίμματα της συμφοράς κι εκείνον. Η ζωή της σε βελουδένια τριαντάφυλλα θα κύλαε... *** Μέσα στο γύρισμα του χρόνου δεν χανότανε η εικόνα της. Γιγάντευε πλιότερο μέσα του. Τότε ένιωθε με φρίκη πως εξακολουθούσε να την αγαπά. Αναθυμότανε τα πρώτα χαρούμενα χρόνια τους. Κι έφτασε να τη στολίζει με καλοσύνες που αυτή δεν είχε. Κι εκείνη μεθυσμένη απ’ τη ζωή σαν παγοδρόμος κυλούσε τον κατηφορικό γλιστερό δρόμο της, που με τις Βαλπούργιες νύχτες δεν άργησε να της φέρει το σαράκι στα στήθια. Τα χρόνια φεύγαν. Με την ενθύμησή της ζούσε μοναχικά. Ποτέ δεν ρώτησε για κείνη. Έμοιαζε πως η λήθη έπλεξε το μαγνάδι ανάμεσά τους. Κι όμως ο έρωτάς του γι’ αυτήν γιγαντώνετο μέσα του πλιότερο αυτοκράτορας... ***
254
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Ένα βράδυ με κάτι φίλους του μέθυσε. Εκείνοι δεν αργήσαν να τον σύρουν σε κάποιο μπορντέλο. Μέσα στη σάλα που ευώδαε από μυρωδικά ζαλισμένος εκείνος έγειρε σε μια γωνιά του καναπέ κι αποκοιμήθηκε. Κάποιος δυνατός βήχας τον ξύπνησε. Έστρεψε πλάι του. Μια γυναίκα ίδια η δικιά του αναγερμένη έβηχε και ξέρναε σ’ ένα μαντήλι αίματα. Αναταράχτηκε, έγειρε πάνω της και την έκραξε με τ’ όνομά της, όνομα αγαπημένο. Εκείνη, ανοίγοντας τα μάτια της που οργίαζαν απ’ τον ύπνο, απολογήθηκε. «Δεν μου λένε πια έτσι, μικρούλη μου...» Κεραυνοχτυπήθηκε. Το χέρι του φέρνοντας μπροστά στα μάτια του τρελός αποτραβήχτηκε... Στο σκοτάδι του δρόμου που σε λίγο χανότανε, ο αέρας που φυσομάναε γιγάντωνε το βήχα της, που σαν πένθιμη καμπάνα σπασμένη σήμανε φρικώδικα το θάνατο και του στερνού ονείρου του... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τρίτη 1.12.1920, σελ. 1).Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Φινάλε
Α
κρογιάλι. Μακριά μια γραμμή βουνών κλείνει τον ορίζοντα. Δυο τρία σαλκίμια1 ανθισμένα στο λόφο πέρα θρηνούσαν. Ο αέρας δυναμωμένος έκαμε τα κύματα να δυναμώνουν και να σπάνουν φαρδιά σ’ όλη την αχτή. Μια βάρκα με ριχμένη άγκυρα σάλευε σάμπως θα βούλιαζε. Φάνηκε στην αχτή. Ο μακρύς της πέπλος τυλιγότανε γύρω της απ’ τον αέρα και την έκαμνε ίδια πεπλοφόρο Ταναγραία. Στο στήθος της λίγα ρόδα μαρασμένα μπηγμένα. Όλη σαν ξεσηκωμένη από το ταμπλό κανενός Χόντλερ2, όλη σαν ζωντάνεμα ενός όνειρου πλιότερο. Αργοκινάει στην άμμο. Τα πόδια της αφήνουνε σημάδια που σβήνουν σε λίγο για πάντα. Γυρνάει και βλέπει τα πατήματα που έκαμε στην αχτή και νιώθει μέσα της κάτι σαν ευχαρίστηση, γιατί μπορεί και χαράζει σημάδια στην άμμο, έστω κι ευκολόσβηστα. Αφήνουνταν τα μάτια της στο πέλαγος. Τα χείλη της ψιθυρίζουν μουσικούς στίχους λατρεμένου της ποιητή. 1 2
Γλυσίνες
Ferdinand Hodler (1853-1918), Ελβετός συμβολιστής ζωγράφος [ 255 ]
256
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Πήρες το δρόμο κι έφυγες προς την αβέβαιη στράτα...» Ένιωθε κατάβαθα την ασύλληπτη αρμονία των ρυθμών. Μπρος της απλώνετο ο πόνος και γύρω της ερημιά... Αισθάνθηκε όλη την αγριάδα της ώρας... Μονάχη πια... Εκείνος σε άλλες χώρες. Ίσως τέλεια ευτυχισμένος... «Πήρες τα μάτια κι έφυγες προς την αβέβαιη στράτα...» γοργοψιθύρισε. Όλο το χτες γυρνούσε βιαστικά μέσ’ από τη σκέψη της. Χτες που βαφτίστηκε με αίμα. Από τώρα στη μεγάλη ειρήνη που πια θα την κύκλωνε, ίσως έβρισκε τον αντίλαλο της χαράς που δεν έζησε. -Μονάχη. –Εναρμονισμένη με την υπέροχη φύση που την τριγύριζε. Τι πιότερο. Στα μέρη που μαζί του διάβηκε αφήνοντας σάμπως αχνές δροσοσταλίδες τις πνοές τους, τώρα θ’ αναγυρνούσε για να ξανάβρει κείνο που χάθη για πάντα. Σαν Ιν Μεμόριαμ η τραγική επωδός γοργοαντήχησε στην ψυχή της. Για πάντα. Ο ήλιος πια σβήστηκε απ’ ώρα. Οι γλάροι περνώντας αφήναν κραυγές που αντηχούσαν άγρια. Μέσα της απλώνετο γαλήνη τάφου. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 5.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Οι στίχοι τους οποίους απαγγέλλει η ηρωίδα είναι από το ποίημα του Απόστολου Μελαχρινού, Στο θρο
Το φονικό μοιραίο βόλι
257
του απόσπερνου όνειρου, που το παραθέτω όλο γιατί το θεωρώ ενδεικτικό για το γλωσσικό κλίμα της εποχής όπου έγραφε ο Λασκαρίδης, που αγαπούσε τον Μελαχρινό.
Στο θρο του απόσπερνου όνειρου μια ελεγεία εθρύλει... Κάποιοι ασυνήθιστοι ρυθμοί ετάραξαν το δείλι... Ορχιούνταν λάγνα οι Σάτυροι σ’ αρχαία χλόη πλούσια, ενώ αύλει ο Παν ο ρεμβαστής σε κρήνην αρεθούσια. Ρόδα τρυγώντας δυσμικά Νύμφες αναμαλλιάρες, θρηνούσαν τον Υάκινθο με νηραντές κιθάρες. Ερίγει ο άλσινος ρυθμός σε θρον αρχαίας χλόης. Στα ναρκισσιακά νερά βασίλευεν ο Γόης. Τη λιτανεία των ανθών, έρμη ψυχή, παράτα. Πήρες τα μάτια κ’ έφυγες προς την αβέβαιη στράτα, και στων θλιμμένων την Κερά ανάβεις το καντήλι. Στο θρο του απόσπερνου όνειρου μια ελεγεία εθρύλει...
Σφραγισμένος
Γ
εννήθηκε φέρνοντας την ξεχωριστή σφραγίδα που βάζει η Μοίρα στα κορμιά που τραβούν το δρόμο της ζωής πετώντας από πόνο σε λύπη κι από σπαραγμό σε θάνατο. Τα παιδιακίσια του τα χρόνια δεν τα θυμάται τώρα πια, παρά σταχτιά θαμπά, σαν εικόνες μισόσβηστες στην άμμο πλάι στο κύμα... Δυο-τρεις μορφές μονάχα σαν ίσκιοι ξεπετιούνται μέσ’ απ’ τη μνήμη του. Η Αγγέλω, η Παυλίνα κι η γιαγιά του. Η Αγγέλω που του ’κρυβε κάθε γλυκόλογο, κάθε χάδι παρηγοριάς. Πώς τη μισοθυμάται στα δειλινά του θέρους, πλάι στη θάλασσα να φυλάγει τις φιλενάδες της να ξεντυθούν στην κουφάλα του βράχου για να κολυμβήσουν. Κόκκινη, πυρωμένη, με τα μεγάλα της γαλανά μάτια και τα χρυσόξανθά της μαλλιά, κόκκινη, φλογισμένη σαν το κόκκινο φουστάνι που φόραγε και που το είχε απ’ τη μια άκρη σηκωμένο στη μέση. Κι ύστερα όταν οι συντρόφισσές της με τις πουκαμίσες μία μία βγαίναν απ’ το κούφωμα του αγριόβραχου, έτοιμες για τη θάλασσα, πώς την τριγύριζαν χοροπηδώντας κι έχοντας τα χέρια απλωμένα στους ώμους, ώσπου να την πείσουνε να πέσει κι εκείνη στο γιαλό, που τα νερά του ήταν τόσο δροσερά, τόσο γα[ 259 ]
260
Θεόδωρος Λασκαρίδης
λήνια. Κι ύστερα από χίλιω λογιώ παιχνίδια κι αφού άρχιζε το τρεμούλιασμα, πώς μία μία ντροπαλές βγαίναν απ’ τα νερά προσπαθώντας να ξεκολλήσουν τις μουσκεμένες πουκαμίσες απ’ το κορμί τους... Πώς ωχρά, ωχρά, τα μισοθυμάται όλα αυτά, κι ακόμα με τι καρδιοχτύπι σκαρφαλωμένος στην κορφή του βράχου ανάμεσα στα αγριόχορτα, τις έβλεπε, με τι φόβο, μην τον ιδούν κι αρχίσουν τις πετριές που δύσκολα θα ξέφευγε. Μα τι έγινε τώρα; Πέθανε γιά παντρεύτηκε με κανένα δουλευτή στο χωριό; Δεν ξέρει. Κι ακόμα δεν γνωρίζει τι απόγινε η Παυλίνα, που του κατασταύρωνε για το μάτι και με δυσκολία του έβαζε να φάγει τις τρεις βούκες το ψωμί που ’χε βουτηγμένες στο λάδι. Και λίγο πιο καθάρια θυμάται, γιατί το συνόδευε ο πρώτος καημός, το ξόδι της γιαγιάς του. Ω στις ατέλευτες νύχτες του χειμώνα που στο τζάκι πλάι καθισμένη γαλήνια, ειρηνικά, μ’ όλες τις τρικυμίες που απήντησε στο μακρύ ταξίδι της ζωής της, που του διηγιότανε με τη μελιστάλαχτη φωνή της τα παραμύθια της Αντρειωμένης και του Δράκοντα που τέλειωναν όλα με την ίδια πάντα φράση «Ήμουν κι εγώ εκεί και μ’ έδωκαν μια κούπα φακή». Κι ύστερα ένα βράδυ –το μοιραίο για όλους– την είδε ξαφνικά να γέρνει στον καναπέ, κι ύστερα να ’ρχεται ο γιατρός, και την άλλη μέρα να τον πηγαίνουν μέσα που είχαν τη γιαγιά του μ’ ένα εικόνισμα στα χέρια και λίγο βασιλικό για να τη φιλήσει. Κι έπειτα οι καμπάνες που λες και θρηνούσαν, κι οι παπάδες κι οι ψαλμωδίες... Τι του απόμειναν απ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του; Λίγες χλομές ακτίνες σαν ρόδα του φθι-
Το φονικό μοιραίο βόλι
261
νοπώρου. Αργότερα, τα τρικυμιασμένα χρόνια της νιότης. Λίγα με πολλούς σπαραγμούς και με χαρές που αν υπήρχαν κάποτε κατέληγαν σε μια πλατιά απογοήτευση. Και με τρόμο θυμάται πιο καθάρια μια χαραυγή που γύρισε στο δωμάτιό του. Τον συνόδευε ακόμη το μεθυστικό γέλιο μιας Μαίρης που του χάρισε όπως του ’πε μαζί με το κορμί της και την ψυχή της για πάντα. Τον συνόδευε ακόμα η άψα του κρασιού που ασυλλόγιστα έχυσε μέσα του. Μα σαν κάθισε στον καναπέ γιατί ανάγειρε στη γωνιά κι έκλαψε πικρά; Κάποια χαμένη χίμαιρα θρηνούσε, για το ωραίο όνειρο της ζωής του; Κι ήρθαν σε λίγο γοργοκυλώντας άλλα χρόνια. Ήταν πια στεφανωμένος. Η γυναίκα του του ’ταζε ζωή ήσυχη, χωρίς πια δάκρυα. Μα εκεί πιο φοβερή η συμφορά τον καρτερεί: Η συμφορά που σαν σταλμένη από θεϊκό εκδικητικό χέρι τού παίρνει μια μέρα το φως του. Τριγύρω του πια βασιλεύει σκοτάδι -η ατέλειωτη νύχτα των τυφλών. Το μαρτύριό του να μη βλέπει, για να μην μπορεί πια να εργασθεί, το κάμνει πιο γαλήνιο η αγάπη της. Ως τη στιγμή εκείνη που του φάνηκε αντρίκια ομιλία σιγανή έξω απ’ την πόρτα. Η υποψία η πιο σκληρή αρχίζει να τον τυραννά φριχτά. Και ξημερώνει μια μέρα που εκείνη του λέει βραχνάγρια: «Ψωμί δεν έχει πια. Τέλειωσε και το στερνό λεπτό μας. Χρειάζεται να δουλέψω.» Κι ήσαν πάλι αγωνιώδικες οι μέρες που κρατούσαν εκείνη σε κάποιο εργοστάσιο τσιγαρόχαρτου που δούλευε. Ήρθε μια φορά μάλιστα κι ο γιος του εργοστασιάρχη, να τον δει από λύπη, όπως είπε. Αυτό το θυμάται ολοζώντανα, άγρια, σκληρά. Και πια το στερνό βράδυ του το μεσονύχτιο ανήμπορος
262
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ξυπνώντας άπλωσε τα χέρια του να δει αν κοιμάται η γυναίκα του, και τα χέρια του αντί εκείνη πιάσανε το κρύο στρώμα. Μην μπορώντας τότε να πιστέψει τη συμφορά, σηκώθηκε να ’βρει την πόρτα, ν’ ανοίξει, ας είναι και το παράθυρο, να ξεφωνήσει, ζητώντας την, διαλαλώντας τον πόνο του. Μα ήλθε τότε το πέσιμο το φριχτό, που τον άφησε λιγόθυμο σε μια γωνιά της κάμαρας. Κι ακόμα και τώρα σαν σ’ όνειρο θυμάται πως σαν βρέθηκε πάλι στο κρεβάτι ξαπλωμένος μ’ εκείνη πλάι του να κοιμάται, ευωδιάζοντας όλη από λεβάντες, πως άπλωσε τα χέρια σαν θηλιά στο λαιμό της, ενώ της έδινε ένα φίλημα στα χείλη για να ρουφήξει τη στερνή της πνοή. Γεννήθηκε φέρνοντας την ξεχωριστή σφραγίδα που βάζει η μοίρα στα κορμιά που τραβούν το δρόμο της ζωής, πετώντας από πόνο σε λύπη κι από σπαραγμό σε θάνατο. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 6.12.1920, σελ. 2). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Ανάγλυφο
Ρ
οδόχρυσα νέφη απαλογέρνουν στες κορφές των βουνών που αφήνονται σ’ ένα ράθυμο ξεκούρασμα. Ρόδινους πέπλους ντύνεται κι η θάλασσα. Κάποιο μάγο τραγούδι, όλο κι αντηχάει πέρα απ’ τ’ ακρογιάλια... Στις σιγαλινές πνοές που φέρνουν των ροδοπετάλων τα μύρα, η κόμη της αναδίνεται ίδιο μάζεμα σταχιών. Αδύνατο ίσκιο ρίχνει η κορμοστασιά της στα νούφαρα που γύρα οργιάζουν. Κάποιες τραγίσιες φωνές αντηχούν στο βαθούλωμα του κάμπου... Σε μια κρήνη που όλο και ιστοράει σε νεραϊδένιο σκοπό μια τραγικιά ιστορία, κάποιος Σάτυρος, πίσω απ’ τα πυκνόκλαδα σιγανοαυλεί... Νύφες που αλησμονήθηκαν σε οργιακούς χορούς δένουν τις κόμες τους, ριχμένες στα πράσινα βελούδα που σπάταλα καλύπτουν τις οχτιές του αυλακιού που ξεχασμένο ξετυλίγεται σαν σ’ όνειρο... Σαν ιέρειες που απλώνουν τα χέρια σε μυστικές δεήσεις και μαντικά κοιτάγματα στις τραγικές οχτιές του Νείλου –στον ίσκιο της Σφίγγας– οι καλαμιές υψώνουνται θλιμμένες κι ανασαλεύουν τα πλατιά τους φύλλα, σαν να μοιρολογάν τ’ οκνό διάβα της απ’ την αντίπερη πλαγιά. [ 263 ]
264
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Και κείνη. Ανάγλυφο που ζωντάνεψε απ’ τον τάφο κάποιας Ηγησώς. Αναθροούν τα πέπλα της, σαν φυλλορρόημα πεύκων, στη γαληνή τρικυμία του χινόπωρου. Πέταλα ίων σκορπούνται στο ανάγερμά της στην πηγή. Κι η πνοή της ίδιο μάζεμα χρυσάνθεμων. Οι εαρινές πνοές που γύρω της αργοδιαβαίνουν τής φέρνουν από άλση λεμονιών κύματα μύρων... Στη στράτα που σβήνει πέρα αργογράφεται η σιλουέτα του βοδιού που σαν ξεχασμένο αργοσέρνει κάποιο άροτρο... Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Δευτέρα 7.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Τραγωδία
Ο
ήλιος είχε δύσει όταν ο υπηρέτης, μπαίνοντας στο σαλονάκι, της ανήγγειλε τον κ. Πέτρο. Η Φανή, γυρμένη σε μια πολτρόνα ούτε καν έστρεψε στο ανάγγελμα του βραδινού επισκέπτη. Τα μάτια της αόριστα τηρούσαν κάτι αριά μαύρα σύννεφα που αγνάντια στο παράθυρό της ήταν, όταν ο Πέτρος αθόρυβα μπήκε στην όμορφη κάμαρα. Χαιρέτισε και χωρίς να πάρει απάντηση προχώρησε ίσια σε μια καρέκλα που βρισκότανε πλάι της. Σαν διακόπτοντας ιδανικό ύπνο η Φανή έστρεψε και τον είδε κατάματα. Τ’ όμορφό της πρόσωπο, που το στεφάνωναν κάτι κορακίσια μαλλιά, μια άκρυφτη θλίψη το ’λουσε. «Πέτρο...» ψιθύρισε. «Τ’ είναι πάλι; Ήλθες να μου πεις τα ίδια λόγια που με πλανεύουν το νού... Το ξέρω, είναι θυσία που σου αρνιέμαι να φύγουμε μαζί, μα θα ’ναι πιο φρικτή αγνωμοσύνη αν εγκαταλείψω τον άνθρωπο που ’θρεψε στα στερνά τους γονιούς μου και σπούδασε τον αδερφό μου...» «Πήρε σένα γι’ αντάλλαγμα, για πληρωμή», διάκοψε εκείνος. Δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της. Και με λυγμούς που δεν μπορούσε να κρατήσει εξακολούθησε: «Μπορεί να μη μ’ αγαπούσε ο Κώστας, μα ποτέ δεν έπρεπε να τον ξεχάσω. Όχι. Και φαντάσου, [ 265 ]
266
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ενώ πριν που ήμουνα στην Αθήνα γυρνούσε τα μεσάνυχτα και μ’ έβριζε γιατί τις πιότερες φορές ήταν μεθυσμένος, τώρα με κοιτάζει με μια άφραστη τρυφερότητα, μου λέει λόγια αγάπης... Μαρτύριο έγινε η ζήση μου. Φοβούμαι απ’ το καθετί απ’ τη στιγμή που αφέθηκα στο πρώτο φιλί σου. Τώρα, σαν ο Κώστας με κοιτάει παράδοξα, σαν με φιλεί, νομίζει με δαγκώνει φίδι, και το κορμί μου ένα ρίγος το περνάει. Χτες μ’ έλεγε πως θέλει να χτίσουμε ένα σπίτι στην εξοχή και, σαν βαριόμαστε, να φεύγουμε και να μένουμε εκεί όσο θέλω εγώ. Έμεινα άφωνη. Ένα κύμα λυγμών ανέβηκε στο στήθος μου και κάτι μου ’σκισε την καρδιά, ενώ εκείνος άπαυστα με τηρούσε στα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψει τ’ ό,τι κατάβαθα σκεπτόμουνα. Μα το κεφάλι μου ήταν κούφιο σαν να στέρεψε κάθε μου σκέψη και κάθε λογισμός. Χαμογέλασα. Αντίκρυ μου ήταν ο καθρέφτης και, σαν σήκωσα το κεφάλι μου μ’ ένα βιασμένο μειδίαμα στα χείλη, αποφεύγοντας τα βλέμματά του, τα μάτια μου στυλώθηκαν στη μορφή που καθρεφτίζονταν αντίκρυ. Μια ασθενικιά κραυγή τρόμου έφυγε απ’ τα χείλη μου. Ήμουν εγώ στη στάση εκείνη; Εκείνη η απαίσια μορφή, η τρομαγμένη; Εκείνος χαμηλόβλεψε αινιγματώδικα, μ’ έσφιξε τα χέρια απότομα, τόσο που απ’ τον πόνο κραύγασα· και σαν να ξύπνησε από ύπνο, μ’ άφηκε και σαν τρελός όρμησε έξω...» Έγειρε το κεφάλι και τα δάκρυα πια ελεύθερα κυλούσαν στο κρινένιο της πρόσωπο. Σιγή για λίγο βασίλεψε. Ο Πέτρος, χτυπώντας το τασάκι του τσιγάρου που ήταν κοντά του, τηρούσε έξω στο παράθυρο. Η Φανή, σκουπίζοντας τα μάτια της, σιγαλά τον
Το φονικό μοιραίο βόλι
267
ρώτησε: «Δεν μου είπες γιατί ήρθες τέτοια ώρα...» Εκείνος, σαν να συνήρθε, σήκωσε το κεφάλι του. «Πριν από λίγες ώρες πήρα ένα μπιλιέτο του Κώστα, που μ’ έλεγε πως είναι ανάγκη να με δει για μια...» Δεν πρόφθασε να τελειώσει το λόγο του, όταν άνοιξε η πόρτα. Αργοκίνητος μπήκε μέσα ο Κώστας. Χωρίς να κάνει πως προσέχει στους δύο, έτσι στα σκοτεινά προχώρησε ίσια στο ολάνοιχτο παράθυρο. Το φεγγάρι κατακόκκινο σαν αίμα αργοανέβαινε στον ουρανό. Σε λίγο γύρισε, κι αργά, μόλις ακουστά, είπε: «Είσαι και συ, Πέτρο; Είστε κι οι δυο σας; Σεις οι δυο μου αγάπες στον κόσμο, τόσο όμορφες κι οι δυο, ενώ εγώ μισοπεθαμένος...» «Τι λέτε;» διέκοψε ο Πέτρος. «Ναι, γέρος. Μη βλέπεις τα μαλλιά μου που ’ναι μαύρα ακόμα. Τώρα στερνά μια τσεκουριά απ’ τη μοίρα με γέρασε για πάντα. Και τώρα, σαν άνθρωπος που πιότερο ανήκει στο θάνατο και διόλου στη ζωή, θέλω να σας μιλήσω, σαν τις δυο μοναδικές μου αγάπες στον κόσμο. –Τα δυο μου θύματα». Ο Πέτρος, ειρωνικά χαμογελώντας, τον διέκοψε: «Θύμα σας εγώ...» Μα ο Κώστας, χωρίς να δείξει πως ένοιωσε την ειρωνεία, εξακολούθησε: «Έτσι σ’ αυτό τ’ όμορφο βράδυ θα σας διηγηθώ μια ιστορία μου, ένα παραμύθι αληθινό... Εδώ και χρόνια μια φορά αγάπησα. Δεν ταιριάζει η λέξη μ’ ό,τι θέλω να πω. Ήταν μια πλούσια κοπέλα, που μας χώριζαν μίση οικογενειακά, που μες το θάνατο του πατέρα της αργότερα έσβησαν. Κι εκείνη η κόρη, πριν παντρευτεί παρά τη θέλησή της μ’ άλλον, παραδόθηκε σ’ εμένα... Το χρήμα σκέπασε την άνομη αγάπη. Ύστερ’ από λίγο γεννήθηκε ένα
268
Θεόδωρος Λασκαρίδης
αγόρι. Το δικό μου το παιδί. Το σπλάχνο μου. Μα η γυναίκα που μ’ αγαπούσε τόσο αληθινά, απ’ τον ανείπωτο καημό της, σε λίγο πέθανε φθισική». «Και τι έγινε το παιδί;» κατακίτρινος και ξαφνιασμένος ρώτησε ο Πέτρος. Αργά, λυπημένα, σαν να μην άκουσε την ερώτηση, εξακολούθησε: «Και το παιδί σαν πέθανε η μάνα του, το ’κλεισαν σ’ ένα σχολειό. Εγώ το μόνο βάλσαμο που ’βρισκα στη λύπη ήταν το πιοτό. Έπινα για να ξεχάσω την αγάπη μου». Το σκοτάδι πια ήταν βαθύ μες στο δωμάτιο. Μόνο το φως του φεγγαριού έπαιζε με τα δέντρα, έξω απ’ το ανοιχτό παραθύρι. Μέσα στην ταραχή τους κι οι δύο τους τον άκουσαν ν’ αναστενάζει. «Μια μέρα είδα ένα κορίτσι όμορφο, δεν ξέρω τι ένιωσα μέσα μου. Όχι όμως αγάπη. Ό,τι αισθάνεται κανείς για την απόκτηση ενός όμορφου πράγματος. Έμαθα ποιανού ήταν. Την ζήτησα σε γάμο από πριν, παίζοντας το ρόλο ευεργέτη. Τους έσωσα απ’ την καταστροφή και την πείνα. Και το νέχταρ που ’κλεψα ήσουν συ, Φανή». Έστρεψε σ’ εκείνη κι εξακολούθησε: «Ήσαν συ που με ζήταγες αγάπη και σου ’δινα περιφρόνηση, απιστία... Ξάφνου, μια μέρα, το παιδί μου που βρισκότανε στο σχολείο παρουσιάστηκε στο κατώφλι του σπιτιού μας. Ερχότανε να πιάσει σχέση με τους παλιούς γνωρίμους της μάνας του. Σαν τον είδα νέο, μεγάλο, ωραίο, τυφλώθηκα και σαν τον άκουσα να λέει πως θεωρεί τιμή του να τον λογαριάζουμε για φίλο, μια ζάλη μ’ έπιασε. Τον έπιασα απ’ το χέρι και τον τράβηξα μπρος σε σένα, Φανή, σαν να του ’δειχνα τον δρόμο που έμελλε να τραβήξει. Ό,τι
Το φονικό μοιραίο βόλι
269
έγινε πια ήταν γραφτό. Το άνομο παιδί μου αγάπησε τη γυναίκα μου». Ασυναίσθητα ο Πέτρος τινάχτηκε: «Ποιον εννοείτε;» γοργά φώναξε. «Εσένα», απήντησε εκείνος. Σαν κεραυνοχτυπημένος, ο Πέτρος σωριάστηκε στην καρέκλα. Η Φανή σαν φάντασμα τραβήχτηκε στο παράθυρο. Ο Κώστας βγαίνοντας ακούστηκε να λέει: «Είναι κάμποσος καιρός που η αλήθεια ξεπρόβαλλε μπρος μου και μ’ είπε: Είσαι περιττός πια, αγαπιούνται. Η νεότης πρέπει να ρίχνει τα γέρικα κορμιά, ζητώντας την ευτυχία, να δρασκελίζει τα μνήματα. Η αγάπη ρίχνοντας το άχρηστο πρέπει να βγαίνει νικήτρια...» Τα στερνά αυτά λόγια αντηχούσαν στ’ αυτιά τους, όταν στο πλαϊνό δωμάτιο αντήχησε τουφεκισμός. Ο Πέτρος όρμησε στη Φανή και προσπάθαγε να τη σύρει έξω. «Όχι, όχι, Πέτρο. Ένας τάφος μάς χωρίζει πια», κραύγασε εκείνη τρέχοντας στο πλαϊνό δωμάτιο, που οι δούλοι ήσαν μαζεμένοι γύρω στο πτώμα του κυρίου των. Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα ο Πέτρος έσκυψε να δει. Εκείνη γυρμένη πάνω στο πτώμα αναμαλλιάρα θρηνούσε... Και ξαφνικά σαν γύρισε και τον είδε σαν φάντασμα μες στο σκοτάδι να προβάλλει, σήκωσε το χέρι της και ξεφώνησε: «Πέτρο, κλάψε τον πατέρα σου». Αυτός έγειρε συντριμμένος στο πτώμα του Κώστα, κι οι θρήνοι των δύο ενόχων ενώθηκαν πάνω στο ίδιο κορμί. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Τετάρτη 9.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Τάμα
Τ
ο καλοκαίρι ξεραινότανε ολότελα το ρέμα που τις οχτιές του τις είχαν σκεπασμένες πρασινόμαυροι κισσοί και λαλέδες κίτρινοι. Μέσα απ’ την κοιλάδα, που ήταν κλεισμένη απ’ τα δυο μέρη από ελιόσπαρτους λόφους, φιδένιο σγουρό το χειμώνα, κι ακόμα και την άνοιξη κυλούσε τ’ ωραίο ρέμα παρασέρνοντας στο διάβα του κι όσα χαμομήλια τύχαινε να πέσουν στην άκρη του νερού. Ο δρόμος έβγαζε στις Καμάρες, δυο τείχη παλιά σκεπασμένα ολότελα από κισσό, απ’ όπου έβλεπε κανείς και τον κόλπο, πότε γαλήνιο με τις ψαρόβαρκες ανάλαφρα πουλιά μ’ άσπρα πανιά, και πότε –ω τον φόβο των καλών γυναικών που οι άνδρες τους ήσαν ψαράδες– αγριεμένο απ’ τη νοτιά που σήκωνε ολάγρια κύματα γιγάντια που έβρεχαν και τις τραβηγμένες στ’ ακρογιάλι βάρκες. Η θεια Θεότιμη το ’χε ταμένο ν’ ανάβει κάθε Σάββατο –ας ήταν και κατακλυσμός– το κανδήλι του παρεκκλησιού της μικρής Άγιας Παρασκευής που βρισκότανε πίσω απ’ τον Άη Λια, ανάμεσα σε δυο βουνάκια, πιο πέρα απ’ τις Καμάρες. Το ’χε τάμα για τον Αποστόλη της, που ’λειπε χρόνια τώρα μακριά στον καινούργιο κόσμο και που της έστελνε γράμμα και λεφτά μια φορά το χρόνο για [ 271 ]
272
Θεόδωρος Λασκαρίδης
το Πάσχα. Κι η θεια Θεότιμη, μ’ όλα τα εξηνταπέντε της χρόνια, τυλιγμένη με το σάλι, που της έφερε νεόνυμφη ο μακαρίτης ο άνδρας της, με το γλυκοχάραγμα έπαιρνε το δρόμο για το εκκλησάκι που θα την έβγαζε το ρέμα, περνώντας απ’ τις Καμάρες, όπου σαν έφτανε κατασταυρώνετο γιατί, όπως λέγαν, ήταν εκεί άλλοτε ένα παλάτι, που μέσα κάποιος άρχοντας είχε κλεισμένη μια πανώμορφη, και σαν πέθανε εκείνη, έβαλε φωτιά στο κάστρο και κάηκε κι εκείνος μαζί, κι έγινε νεράιδος, βρυκόλακας, αγερικό, που άλλοτε φαινότανε σαν γάτος πάνω στα χαλάσματα, σαν κουτάβι, σαν κουκουβάγια, και σαν τσακάλι ακόμα που θρηνούσε φριχτά. Κι ακόμα απ’ τις χρονιάρες καρυδιές που μόνες ήξεραν τα μυστικά του τόπου, κι απ’ της Παναγιάς την ευωδιά, που μοσκοβόλαε λιβάνι, κι όπου μια φορά τον χρόνο οι γριούλες ήρχοντο ν’ αναπνεύσουν λιγάκι την θεία ευωδιά κι έφτανε στο ερημοκκλήσι της μεγαλομάρτυρος, ερείπιο παλιάς ευσεβείας και πίστεως των θείων. Η κερά Θεότιμη σαν καλή και πρόθυμη εκκλησάρισα, μ’ ένα πανί ολοκάθαρο, και χωριστά πλυμένο, και που τα νερά του τα’ χυναν μονάχα στη στάχτη –πουθενά αλλού, Θεός φυλάξοι– έχυνε το νερό απ’ τις καντήλες, τις έπλυνε στη μεγάλη γούρνα που βρισκότανε εκεί παραπάνω, τις πάστρευε με το πανί, έβαζε το λάδι, τις άναβε, και τότε χαρά, αληθινή απέραντη, πλημμυρούσε τα στήθη της δυστυχισμένης μάνας, που άρχιζε τις ατέλειωτες μετάνοιες για τον γιο της τον ξενιτεμένο, και την κόρη της που ’μενε σπίτι της –μητέρα επτά παιδιών– μα πιότερο για τον γιο της τον ξενιτεμένο, το κανακάρικο, τον ομορφονιό που τον πρόσμενε
Το φονικό μοιραίο βόλι
273
πάντα η γριούλα. Ύστερα έκλεισε αγάλια-αγάλια την πόρτα της εκκλησίτσας, σαν για να μην ταράξει τον γαλήνιο ύπνο των ξεθωριασμένων αγίων, και πεταχτά πεταχτά γυρνούσε στο σπιτάκι της, μ’ από άλλο δρόμο τώρα, για να μαζέψει και λίγα κλωνάρια ξερά, λίγα προσανάμματα όπως τα ’λεγε, ευτυχισμένη, πεταχτή, βέβαιη για την μέρα που θα ξημέρωνε και που θα ’ρθει ο γιος της, ο πλούσιος, ο μορφονιός, ο κανακάρης. Εκείνο το Σάββατο την εμπόδιζε η κόρη της η Φιλάρετη και τ’ αγγόνια της: «Μη μάνα, μη, τέτοιος χιονιάς, τέτοια φουρτούνα, τέτοιος αέρας, κι ο Θεός σχωρνάει. Μη μάνα, μη, σου λέω». «Το τάμα μου, μπρε κόρη μου να χαλάσω, και τώρα που μου ’γραψε πως θα ’ρθει; Τώρα που θ’ αρμενίζει σε μεγάλα βαπόρια τις μεγάλες θάλασσες, που ’ναι από την Αμέρικα ως δω. Τώρα, ρε κόρη μου, τώρα». Η Φιλάρετη δεν τα ’χασε. «Και τι μάνα, σάμπως οι άγιοι δεν ξέρουνε, μάνα, πως έχει φουρτούνα, χιονιά, και πως θα ’κλεισαν τα μονοπάτια απ’ τις Καμάρες για το βουνό από τα χιόνια, σάματις δεν ξέρουν οι άγιοι…» «Το ξέρουν», αποκρίθηκε η Θεότιμη κι άρχισε αλήθεια να βλέπει μπροστά της το βουνό χιονισμένο, κι εκείνη πάνω στα χιόνια να κυλιέται. «Το ξέρουνε, κόρη μου, το ξέρουνε». «Ε, τότε και συ μάνα, αύριο την ταχινή, που θα ’ναι πιο μαλακός ο καιρός πας και κάμνεις το τάμα σου. Δεν χάθηκε ο κόσμος». «Ναι, ναι», ξεφώνισαν και τα μικρά εγγόνια που την ήθελαν να κάτσει σπίτι να κάνει στο τηγάνι ή κάσα ή λαλάγκια, ή και κρασάτα ακόμα. Τάχατες
274
Θεόδωρος Λασκαρίδης
δεν είχαν για όλα αυτά λάδι μέσα στο κατώγι τους, λιγοστό και καθάριο, τάχατες δεν είχαν στο φτωχικό τους και φούρνο μικρό που να χωράει το τηγάνι με τα κρασάτα… Κι η γριά έκατσε χωρίς να ξεντυθεί, φυλάγοντας ν’ ανοίξει ο καιρός λιγουλάκι μονάχα για να φύγει. – Εκείνη δεν χαλνάει το τάμα της. Κι έβλεπε με μισόκλειστα μάτια το γιο της, τον κανακάρικο, τον πλούσιο, τον λεβεντονιό, να γυρνάει στο πατρικό το χώμα να παντρευτεί, να κάνει δικό του σπιτικό, δικιά του φαμίλια, κι εκείνη ευτυχισμένη να εξακολουθάει ν’ ανάβει το καντήλι της Άγιας Παρασκευής. Μεγάλη κακοκαιριά είχε πιάσει αλήθεια. Φουρτούνα άγρια έδερνε τη θάλασσα, που μόλις ύστερα από πέντε μέρες έπαυσε, αφού βούλιαξαν άπειρα καΐκια, καράβια, και βαπόρια ακόμα. Τότε η θεια Θεότιμη μπόρεσε να ξανακάμει το τάμα της, να ξανανάψει το καντήλι της Άγιας που της φαινότανε όμως πια πως την κοίταζε θυμωμένα, θυμωμένα… Από τότε δεν ξαναπήρε είδηση καμιά για τον γιο της, για το κανακάρικό της, μα άναβε μ’ όλη την ευλάβειά της τις καντήλες –χειμώνα, κρύο, καλοκαίρι, ζέστη– ό,τι καιρός και να ήτανε, χρόνια ακόμα, για να βοηθάει η χάρη της το γιο της στο ταξίδι που ’καμε, για να ’ρθει πλούσιος άρχοντας πια απ’ τον νέο κόσμο, την Αμέρικα, που ήταν μακριά, μακριά, πίσω απ’ τις ατέλειωτες θάλασσες, στον παλιό κόσμο, στο χωριό του. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Πέμπτη 10.12.1920, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Βουλγάρικη ζωή. Κάτω από τον τίτλο: Του Π. Σλαβέικοφ. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης.
Εγκατάλειψη
Ο
ι στερνές ακτίνες του ματωμένου ήλιου που έσβηνε διαπερνώντας τις βαριές κουρτίνες που σκεπάζαν τα παράθυρα, πέφταν στο χαλί πάνω και παίζοντας με τα λουλούδια που το στόλιζαν, δημιουργούσαν άλλους κόσμους φανταστικούς κι άγνωστους. Κι όταν κανένα ρέμα αέρος πιο δυνατό έσπρωχνε την κουρτίνα προς τα εμπρός, οι ακτίνες, βρίσκοντας καιρό, προχωρούσαν ακόμα προς το μάκρος και φώτιζαν –σα σε παραμύθι– μια γυναίκα να ’ναι πεσμένη σχεδόν στο πιάνο πάνω, που τα κόκαλά του αφήναν στα πατήματά της κάτι κραυγές βοερές σαν θρήνους. Κι όταν πάλι τα δάχτυλά της, απαλά-απαλά διατρέχαν τα κόκαλα, εκείνη, σαν μαγεμένη, σήκωνε το κορμί της, γιγαντώνονταν για λίγο, κι ύστερα ξανάπεφτε πάνω στους βαρείς ήχους σαν πληγωμένο πουλί. Οι αρμονικοί ήχοι που σκεπάζαν το δωμάτιο το πλούσια στολισμένο, σα να νανούριζαν τα πάντα, σα ν’ αποκοιμίζαν και τα λουλούδια ακόμα, που έκλειναν απ’ τις ανθοδόχες κάτω, σα να ’νοιωθαν τη μουσική, το θρήνο εκείνο του Λόεγκριν. Και σα μαγεμένα ξεχύναν τα μύρα τους, μύρα λεπτά, αρμονικά, θεία. Άξαφνα το πιάνο ανάδωκε μια δυνατή ομοφωνία. Η τελευταία νότα χτυπήθηκε, η καλλιτέχνις [ 275 ]
276
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σηκώθηκε και το δυνατό παιδιακίσιο γέλιο της αντήχησε μέσα στο δωμάτιο, ενώ πλησίαζε τον νέο που ήταν σαν ριχμένος σε μια πολτρόνα, και με ηδονή ανέκφραστη ρουφούσε τα φαιά αρμονικά σύννεφα που δημιουργούσε το πούρο που κάπνιζε. «Σ’ άρεσε;» του ’πε. «Είναι ένα κομμάτι απ’ τα πιο όμορφα του μεγάλου μουσουργού. Είναι μια ψυχή που αγαπάει μα που δεν ανταγαπιέται, και σε στιγμή υπέρτατης οδύνης ζητάει γονατισμένη την αγάπη, τον έρωτα που ποθεί. Είναι όμορφο κομμάτι. Σωστός θρήνος. Η μουσική του μαγεύει, συναρπάζει, εκμηδενίζει, γονατίζει την ψυχή μπρος στο αίσθημα, στην αγάπη». Το γέλιο σβήστηκε απ’ τα χείλη της και πρόσθεσε: «Σαν παίζω αυτό, νοιώθω την αγάπη που παριστάνει ο μουσικός, να γιγαντώνεται μέσα μου, νοιώθω πως είμαι έρμαιο μιας ψυχικής οδύνης, νοιώθω τότε πιότερο πόσο σ’ αγαπώ…» Και τα χεράκια της τα λεπτά χυθήκαν γύρω στο λαιμό του και τα χείλη τους ενωθήκανε κι αφέθηκαν σ’ ένα φίλημα θείο, υπερούσιο. *** Είχαν γνωρισθεί για πρώτη φορά εκείνο το καλοκαίρι μέσα στη φύση τη γελαστή και χαρούμενη που ξαναζούσε ύστερ’ απ’ το μακρύ κοίμισμα του χειμώνα. Είχαν πάει κι οι δυο στα λουτρά κι εκεί ένοιωσαν κι οι δυο τους τον ίδιο πόθο που γεννάει ο έρωτας: να ζήσουν μαζί. Εκείνη ήταν μαζί με τον άντρα της το Μίμη –άνθρωπο των σαλονιών, της απώλειας, πλού-
Το φονικό μοιραίο βόλι
277
σιο μοναχογιό. Είχε παντρευτεί κατ’ ανάγκη με κείνο τον άνθρωπο, γιατί έτσι το θέλησαν οι γονείς της. Ήσαν άνθρωποι που χάσαν τα χρήματά τους στις σπατάλες και το μόνο που τους έμενε στη φτώχεια ήταν η κόρη τους με την τέλεια μόρφωση και με την τέχνη της στο πιάνο. Και σ’ ένα κοντσέρτο που έδωκε η φτωχιά εκείνη τεχνίτρα, την είδε ο Μίμης, του άρεσε, και με την ευκολία που ’χε για την απόχτηση κάθε κοπέλας, θέλησε με τα γνωστά του μέσα να την ρίξει στα δίχτυα του. Μα εκείνη, τίμια, τον έδιωξε, όπως είχε διώξει τόσους άλλους. Κι αυτός πεισματώθηκε και κατόρθωσε, θυσιάζοντας τη λεύτερη ζωή του με το χρήμα να πείσει τους γονείς της να την παντρευτεί. Τους πρώτους μήνες ζούσαν καλά, μα ύστερα σαν την βαρέθηκε, άρχισε ν’ αδιαφορεί ολότελα γι’ αυτήν. Και μέσα στο σπίτι δεν είχε πια παρά τη θέση αγάλματος, κούκλα που μίλαγε και διηύθυνε χωρίς κύριο. Όλως διόλου αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο, μονάχα χάριν των τύπων πήγαν στα λουτρά. Κι εκεί γνωρίστηκαν με το ζωγράφο τον Κώτσο, δυνατό και νέο καλλιτέχνη. Κι η καρδιά της, σαν τον είδε, χτύπησε δυνατά και της ξέφυγε ένα ασυνήθιστο επιφώνημα απ’ το στόμα, που χάθηκε μέσα στις ομιλίες. Νόμισε πως διέκρινε μέσα στη μορφή του και στην ομιλία του, που άγγιζε όλες τις ιδέες, τον άνθρωπο που ποθούσε και ζήταγε μέσα στη μοναξιά, στην ερημιά της. Κι εκείνος, μέσα στην αιθέρια ομορφιά της βρήκε το σύντροφο που θα τον καταστούσε ευτυχισμένο. Ως φίλος ήταν πάντα δεκτός κοντά της, κι ο
278
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ίδιος ο Μίμης τον παρακάλεσε να κάνει το πορτρέτο της γυναίκας του. Και τώρα εκείνη, κλεισμένη αρκετές ώρες μαζί του, στο εργαστήρι του που πρόχειρα το είχαν τοποθετήσει, του διηγόνταν τη ζωή της, ζωή χαμένη, αδικοσκορπισμένη για επίδειξη πλάι σε άντρα που δεν ένοιωθε. Και παραιτώντας τη στάση της, καθότανε στο πιάνο και μέθαγε με τις λεπτές αρμονίες που ξεχύναν τα κόκαλά του. Κι αργότερα εκείνος, σα ξυπνώντας από μεθύσι ηδονικό, την παρακαλούσε να φύγουν –κι εκείνη, χωρίς να του το αρνιέται, δεν απαντούσε. Και γέρνοντας το κεφάλι της, χυνότανε σε κλάματα. Και τα δάκρυά της, πυρωμένα, μαραίναν τα λουλούδια που ’χε μπηγμένα στο στήθος της, σύμβολο πια της αγάπης της, του έρωτα και του πόνου. Τα χείλη της μισανοίγαν σα για να δεχτούν το φίλημα που θα τους δινόνταν κι ύστερα τα μάτια της ανοίγανε κι άρχιζαν να σκορπίζουν τη λαύρα που ’ρχονταν ίσια απ’ την καρδιά. Το πορτρέτο της κόντευε να τελειώσει κι έτσι θα δίνοταν τέλος στις σχέσεις των, γιατί ο Κώστας δεν θα ’μενε πια σπίτι –πλάι της. Κι αποφασίσαν το πρωί που θα ’βλεπε ο Μίμης την εικόνα της γυναίκας του τελειωμένη να ταξιδεύσουν. Το βράδυ που θα φεύγαν, εκείνη από νωρίς μπήκε στο δωμάτιό της. Τα παράθυρα ορθάνοιχτα, αφήκαν το φως του φεγγαριού να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και να φωτίζει τα λουλούδια, που πεθαμένα μέσα στις ανθοδόχες αφήναν γεια στις ώρες τις γλυκιές που είδανε.
Το φονικό μοιραίο βόλι
279
Εκείνη σαν σφίγγα –μα ζωντανή– με κινήσεις αργές και μεγαλόπρεπες, μονότονες, πήρε το πορτρέτο της και το στύλωσε πάνω στο γραφείο της. Ύστερα, σαν κουρασμένη, πονεμένη, έπεσε πάνω σε μια πολτρόνα και κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια της. Για λίγο μέσα της η τιμή με τον έρωτα παλέψανε και σα νίκησε ο δεύτερος, εκείνη ρίχνοντας στη λήθη το παρελθόν της, σηκώθηκε με καινούργια δύναμη, πλησίασε το γραφείο της, πήρε τα λίγα γράμματα που ’χε, τα ’σχισε και τα τίναξε απ’ το παραθύρι. Ο αέρας, ψυχρός, τα δέχτηκε και τα σκόρπισε στον απέραντο ορίζοντα. Ξάφνου ακούστηκε το κράξιμο ενός κόρακα, που διέγραφε κύκλους φανταστικούς μπρος στο παραθύρι. Εκείνη αναταράχτηκε και σα φοβισμένη κατέβασε τις κουρτίνες, κάθισε μπρος στο γραφείο της κι έγραψε ένα γράμμα –τη δικαιολογία της στον άντρα της το Μίμη που θα εγκατέλειπε. Σε λίγο ακούστηκε ένα σφύριγμα –το σύνθημά τους. Εκείνη σηκώθηκε γρήγορα απ’ τη θέση της, έβαλε το γράμμα μπρος, πλάι στο πορτρέτο της και ρίχνοντας μια σάρπα στο κεφάλι της, έσβησε τη λάμπα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα σα για να πάρει την εικόνα του έτσι στα σκοτεινά, ξανάκλεισε την πόρτα κι έφυγε… Λιγάκι ακόμα η σελήνη, ρίχνοντας το φως της, φώτιζε το δωμάτιο εκείνο το έρημο πια. Μα σιγά-σιγά κάμνοντας το νυχτερινό της ταξίδι, απομακρύνθηκε από κει αντίκρυ και το δωμάτιο βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ τρισκόταδο, της λύπης και της ερημιάς.
280
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Δημοσιεύτηκε στην απογευματινή εφημερίδα Χρονικά (Κυριακή 4.7.1921, σελ. 1). Υπέρτιτλος: Σύντομες ιστορίες. Υπογραφή: Θ. Λασκαρίδης. Πρόκειται για το μοναδικό διήγημα του Θ.Λ. στα Χρονικά. Κατά σύμπτωση, την ίδια μέρα στον Ριζοσπάστη δημοσιεύτηκε το εντελώς διαφορετικού κλίματος, αντιπολεμικό διήγημα του Λασκαρίδη «Πανικός».
μέρος δ΄ Φιλολογικά
Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης και η Καλλιτεχνική Συντροφιά1
Ο
Θεόδωρος Λασκαρίδης, με τη διπλή ιδιότητα του δημοσιογράφου και του λογοτέχνη, πρέπει να συμμετείχε δραστήρια στην αθηναϊκή πνευματική ζωή. Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα μικρό μυστήριο· μέχρι τα τέλη του 1920 δεν βρίσκουμε την παραμικρή αναφορά στο πρόσωπό του· στους φιλολογικούς κύκλους εμφανίζεται ξαφνικά, στα τέλη του 1920, σαν να έπεσε από τον ουρανό, ενώ ξέρουμε ότι βρισκόταν στην Αθήνα τουλάχιστον δυόμισι χρόνια νωρίτερα, από την άνοιξη του 1918, και δημοσιογραφούσε στον Ριζοσπάστη. Επιπλέον, είχε ήδη ανακοινωθεί ως αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 1920, και είχε δημοσιογραφική και πολιτική δραστηριότητα που έχει αφήσει ίχνη (π.χ. την επίθεση που δέχτηκε τον Ιούνιο του 1920 από βενιζελικούς συνδικαλιστές, την ανάκρισή του από την ασφάλεια τον Ιούλιο ή τις εναντίον του σφαίρες στα Ιουλιανά λίγο αργότερα). Αν όμως ο Λασκαρίδης δεν είχε καμιάν επαφή με τους φιλολογικούς κύκλους έως τα τέλη του 1920, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πώς γίνεται τόσο εύκολα αποδεκτός από τους ομοτέχνους του στην Καλλιτεχνική Συντροφιά, όταν αυτή ιδρύεται τον Δεκέμβριο του 1920, σε σημείο μάλιστα να εκλεγεί στην επταμελή «Διοικητική Επιτροπή» της. Οπότε υποθέτουμε ότι επαφές θα υπήρχαν από νωρίτερα, αλλά δεν Υλικό για την ενότητα αυτή έχω αντλήσει από τα Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας του Γιάννη Παπακώστα, αλλά έκανα και δική μου διασταύρωση των στοιχείων. 1
[ 283 ]
284
Θεόδωρος Λασκαρίδης
έτυχε να καταγραφούν, τουλάχιστον τόσο ώστε να μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε 90 χρόνια αργότερα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κινήσεις νέων λογοτεχνών είχαν αρχίσει στην Αθήνα από το 1914, όταν εμφανίστηκε η «Κίνηση των Νέων», από τους Ν. Λαπαθιώτη, Φ. Γιοφύλλη, Λ. Κουκούλα, Κλ. Παράσχο. Εκείνη η κίνηση είχε μείνει χωρίς συνέχεια, και για υποκειμενικούς λόγους αλλά και για αντικειμενικούς (εθνικός διχασμός και μετά πόλεμος). Το 1918, δηλαδή όταν φτάνει ο Λασκαρίδης στην Αθήνα, οι συνθήκες ήταν πολύ πιο ευνοϊκές· το ιδιαίτερο κλίμα που είχε δημιουργηθεί με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, την Οκτωβριανή Επανάσταση, την υπό εξέλιξη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την καθιέρωση της δημοτικής, ευνοούσε τις ζυμώσεις και τις συζητήσεις. Καθοριστικό ρόλο στη συσπείρωση των νέων λογοτεχνών έπαιξε το φιλολογικό καφενείο Μαύρος Γάτος, που άρχισε να λειτουργεί την άνοιξη του 1917. Ο Μαύρος Γάτος, που ονομάστηκε έτσι σε μίμηση του ονομαστού παριζιάνικου εντευκτηρίου Chat Noir, ήταν ένα ημιυπόγειο καφενείο στη γωνία Ακαδημίας 40 και Ασκληπιού. Ιδιοκτήτης ήταν ο Κων. Σπαταλάς, ενώ ψυχή του καφενείου ήταν ο αδελφός του, ο ποιητής Γεράσιμος Σπαταλάς. Ο Γ. Σπαταλάς τον Ιούνιο του 1919 έβγαλε και ομώνυμο περιοδικό, αλλά από νωρίτερα είχαν αρχίσει να εκδίδονται νεανικά και δημοτικιστικά λογοτεχνικά περιοδικά όπως ο Πυρσός ή ο Βωμός, ενώ ξανάρχισε να εκδίδεται ο Νουμάς τον Δεκέμβριο του 1918, ύστερα από διακοπή είκοσι μηνών. Στον Μαύρο Γάτο σύχναζαν όχι μόνο λογοτέχνες και δημοτικιστές αλλά και σοσιαλιστές (πολλοί θαμώνες είχαν και τις τρεις ιδιότητες)· μάλιστα το βάπτισμα της δημοσιότητας το πήρε το καφενείο λίγο μετά την έναρξη της λειτουργίας του, τον Μάιο του 1917, όταν η αστυνομία μπήκε και έκανε αρκετές συλλήψεις θαμώνων αναζητώντας τους υπεύθυνους για μια προκήρυξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Με την εκδίωξη του Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1917) και την
Το φονικό μοιραίο βόλι
285
επανένωση της διχοτομημένης Ελλάδας ξανάρχισαν στον Μαύρο Γάτο τα καθιερωμένα φιλολογικά Σαββατόβραδα που γίνονταν παλιότερα στον Νουμά και το καφενείο καθιερώθηκε σαν το κατεξοχήν στέκι των νέων και πρωτοπόρων λογίων, που ήταν όλοι σχεδόν δημοτικιστές. Χαρακτηριστικά, όταν τον Φεβρουάριο του 1919 ο σεβαστός καθηγητής της Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης σε συνέντευξή του εξέφρασε επιφυλάξεις για τις δυνατότητες της δημοτικής να χρησιμοποιηθεί σε όλους τους τομείς, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ένα παθιασμένο «μανιφέστο διαμαρτυρίας» που υπογραφόταν από πενήντα λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Από αυτούς, οι περισσότεροι ήταν θαμώνες του Μαύρου Γάτου και έμελλε να γίνουν αργότερα μέλη της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς. Ο Λασκαρίδης δεν υπογράφει το μανιφέστο του 1919, κάτι μάλλον εύλογο, αφού μόλις πριν από ένα χρόνο είχε έρθει στην Αθήνα. Στο βιβλίο του ο Γ. Παπακώστας (σ. 249-250) παραθέτει κατάλογο θαμώνων του Μαύρου Γάτου, από τον οποίο απουσιάζει το όνομα του Λασκαρίδη. Όμως, από τη νεκρολογία του Νάσου Χρηστίδη (εδώ, σελ. 348) ξέρουμε ότι ο Λασκαρίδης σύχναζε εκεί, τουλάχιστον από τα τέλη του 1920, όπως επίσης ξέρουμε ότι συμμετείχε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στις συνεδριάσεις που οδήγησαν στην ίδρυση της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς. Πριν όμως ιδρυθεί η Καλλιτεχνική Συντροφιά, συνέβη κι ένα άλλο γεγονός που ίσως να επιτάχυνε την ίδρυσή της. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, που σήμανε την ανατροπή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, συσπείρωσε όλους τους δημοτικιστές και νεοϊδεάτες λογίους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το μόνο μέτρο της κυβέρνησης Βενιζέλου που υπερασπίστηκε με φανατισμό ο Ριζοσπάστης, πολύ περισσότερο απ’ όσο οι βενιζελικές εφημερίδες, οι περισσότερες από τις οποίες κρατούσαν στάση αρνητική, ήταν η καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση (έστω κι αν το έκανε με άρθρα γραμμένα σε απλή καθαρεύουσα!) Εικάζω λοιπόν ότι οι εκλογές του 1920 και η ανατροπή της μεταρρύθμισης ίσως να
286
Θεόδωρος Λασκαρίδης
έδρασαν ως καταλύτης για να αποκρυσταλλωθούν πιο γρήγορα οι ζυμώσεις που είχαν ήδη ξεκινήσει. Ούτως ή άλλως, η πρώτη εμφάνιση του Θ. Λασκαρίδη ως λογίου έγινε τον Νοέμβριο του 1920 και είναι ακριβώς ένα κείμενο διαμαρτυρίας για την ανατροπή της μεταρρύθμισης. Με τίτλο «Η φωνή των νέων» δημοσιεύεται στις 12.11.1920 στις εφημ. Πατρίς και Ριζοσπάστης και αναδημοσιεύεται στις 14.11.1920 από τον Νουμά. Στον Ριζοσπάστη η διαμαρτυρία υπογράφεται από εννιά νέους λογίους (Λίνος Καρζής, Κλέων Παράσχος, Γιάννης Κοκκινάκης, Τέλλος Άγρας, Σπ. Μόσχος, Ν. Νικολαΐδης, Φάνης Μιχαλόπουλος, Άγγελος Δόξας, Θ. Λασκαρίδης), αλλά στην Πατρίδα υπογράφουν 24 λόγιοι, χωρίς το όνομα του Λασκαρίδη. Κάποιοι απ’ αυτούς χάραξαν λαμπρή πορεία στα ελληνικά γράμματα. (Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται σε επόμενες σελίδες). Όπως είπαμε, ο Λασκαρίδης δεν είχε υπογράψει το μανιφέστο διαμαρτυρίας του Φεβρουαρίου 1919, ίσως επειδή τότε δεν είχε ακόμη συνδεθεί με τους λογοτεχνικούς κύκλους. Από εδώ όμως και πέρα, συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις που οδηγούν τελικά, σαράντα μέρες αργότερα, στην επίσημη ίδρυση της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς, η οποία είχε στόχο να επιβάλει την τέχνη στην κοινωνία «ως ανάγκη, ως επάγγελμα». Ο σύλλογος δηλαδή αυτός δεν είχε απλώς πνευματικό χαρακτήρα αλλά κατά κάποιο τρόπο και επαγγελματικό ή συνδικαλιστικό. Η Καλλιτεχνική Συντροφιά λοιπόν συγκροτήθηκε σε δύο συνεδριάσεις στις 21 και στις 27 Δεκεμβρίου 19201, που φυσικά έγιναν στον Μαύρο Γάτο. Στη συνεδρίαση της 21ης Στα «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» (σ. 265) δίνεται ως μοναδική ημερομηνία η 21.12.1920 με βάση δημοσίευμα του περιοδικού Μποέμ του Ιανουαρίου 1921, το οποίο δεν αναφέρει τα μέλη της πενταμελούς επιτροπής καταστατικού. Εγώ βασίστηκα στον Ριζοσπάστη που έχει δυο ανακοινώσεις (φύλλα της 22.12.1920 και 28.12.1920, στη στήλη «Αθηνών Πειραιώς», προφανώς διά χειρός Λασκαρίδη). Να σημειωθεί ότι η δεύτερη δημοσίευση του Ριζοσπάστη είναι εντελώς ίδια με τη μεταγενέστερη του Μποέμ, μόνο που είναι στην καθαρεύουσα. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
287
Δεκεμβρίου εκλέχτηκε πενταμελής επιτροπή αρμόδια για τη σύνταξη του καταστατικού της Συντροφιάς: Κ. Βελμύρας, Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Λασκαρίδης, Γ. Σταυρόπουλος και Κ. Φαλτάιτς. Στην επόμενη συνεδρίαση, στις 27 του μήνα, εκλέχτηκε επταμελής «διοικητική επιτροπή» που την αποτελούσαν οι Λ. Κουκούλας, Κ. Βελμύρας, Μ. Παπαδημητρίου, Κ. Παράσχος, Θ. Λασκαρίδης, Τ. Άγρας και Κ. Φαλτάιτς. Τρεις από αυτούς (Κουκούλας, Παράσχος και Άγρας) ορίστηκαν υπεύθυνοι για την εγγραφή νέων μελών. Παρατηρούμε ότι από την επταμελή διοικητική επιτροπή μόνο δύο δεν έχουν υπογράψει το μανιφέστο του Νοεμβρίου (Κουκούλας και Παπαδημητρίου). Ο Κ. Φαλτάιτς είναι ο μεγαλύτερος από τους εφτά αλλά κι αυτός δεν έχει κλείσει τα 30 (γεννημένος το 1891). Δηλαδή, και στην Καλλιτεχνική Συντροφιά τα ηνία τα είχαν οι νέοι. Η Καλλιτεχνική Συντροφιά δεν είχε περιοδικό δικό της, αλλά ως άτυπο όργανό της χρησίμεψε το ήδη υπάρχον περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» της Ευγενίας Ζωγράφου (το οποίο εκδιδόταν από το 1907 και συνέχισε έως το 1941), μια και ο Άγγελος Δόξας, μέλος της Συντροφιάς, ήταν τότε διευθυντής σύνταξης του περιοδικού. Ο Λασκαρίδης είναι από τους στυλοβάτες της κίνησης. Μια μέρα πριν από την ίδρυση της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς, στον Ριζοσπάστη και στη στήλη «Αθηνών-Πειραιώς» δημοσιεύεται (ανυπόγραφα, αλλά ολοφάνερα από το χέρι του Λασκαρίδη) το εξής ρεπορτάζ:
ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ. Από τινος παρατηρείται ζωηροτάτη κίνησις των νέων μας ποιητών, πεζογράφων και καλλιτεχνών αποβλέπουσα εις την ένωσιν όλων των καλλιτεχνικών στοιχείων προς κοινήν επί ορισμένου προγράμματος δράσιν εφ’ όλων των εκδηλώσεων της Τέχνης. Η προσπάθεια αύτη οφειλομένη προ παντός εις τους κ. κ. Βελμύραν, Κουκούλαν,
288
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Παπαδημητρίου και άλλους τινάς γνωστοτάτους καλλιτέχνας, συνεκέντρωσε μέχρι στιγμής όλους τους αληθινά διανοουμένους νέους. Η Ένωσις των διανοουμένων επονομασθείσα ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ θέλει διοργανώσει διαλέξεις, θεατρικάς παραστάσεις, φιλολογικούς διαγωνισμούς με βραβεία κατά το σύστημα της Ακαδημίας Γκονκούρ, εορτάς και ό,τι άλλο θα ηδύνατο να συντελέσει εις το ξεσκλάβωμα της ελληνικής διανοήσεως. Η «Συντροφιά» απεφάσισε ήδη τον εορτασμόν της πεντηκονταετηρίδος του μεγάλου Παπαδιαμάντη1. Προς τούτο, εξελέγη επιτροπή ήτις θέλει ορίσει τον τόπον και τον χρόνον του εορτασμού καθώς και το σχετικό πρόγραμμα. Πληροφορούμεθα ότι εις τον εορτασμόν θα ομιλήσει ο κ. Κ. Παράσχος διά το έργον του αλησμονήτου συγγραφέως, ο κ. Φαλτάιτς θα διηγηθεί μερικά ανέκδοτα του Παπαδιαμάντη, ο κ. Μ. Παπαδημητρίου θα εκτελέσει το σκίτσο του Παπαδιαμάντη, θα απαγγελθεί η «Προσευχή για την ψυχή του Παπαδιαμάντη» του κ. Πορφύρα και εν τέλει θα απαγγελθούν μερικά ανέκδοτα και εντελώς άγνωστα ποιήματα του μεγάλου Χριστιανοειδωλολάτρου Σκιαθίτη». Βλέπουμε ότι ο Λασκαρίδης προαναγγέλλει τη δημιουργία του φορέα και μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρχικά είχε επιλεγεί η ονομασία «Συντροφιά» και ότι το «Καλλιτεχνική» προστέθηκε στην πορεία. Η ιδρυτική συνεδρίαση της Συντροφιάς έγινε την επόμενη μέρα, πράγμα που ανακοινώνεται στον Ριζοσπάστη της 22 Δεκεμβρίου 1920 (ακόμα με την ονομασία «Συντροφιά») ενώ στην επόμενη συνεδρίαση στις 27 Δεκεμβρίου οριστικοποιήθηκε ο τίτλος. Αβλεψία. Το σωστό είναι «δεκαετηρίδος», από τον θάνατό του το 1911. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
289
Για τον Λασκαρίδη, ο Δεκέμβριος του 1920 είναι μήνας πυρετικής δραστηριότητας. Δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη σχεδόν καθημερινά τα διηγήματά του, συμμετέχει στις ζυμώσεις για τη δημιουργία της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς και, ανήμερα Χριστούγεννα, γράφει στον Ριζοσπάστη ενυπόγραφο άρθρο-έκκληση «Στους Νέους»: Μη δεχθείτε, η
χώρα που κάποτε ήταν η γεννήτρια της Τέχνης, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας, να είναι σήμερα μπροστά σας το κέντρο της αντιδράσεως, η κοιτίδα του σχολαστικού και ματωμένου Βυζαντινισμού, όργανο των αρπαχτικών ορέξεων ξένων χρηματιστών. Σηκωθείτε! Υψώστε τη φωνή σας. Γκρεμίστε ό,τι σάπιο βρείτε γύρω σας, αψηφήστε τις προλήψεις και τα «καθιερωμένα», και πάνω στα ερείπια υψώστε το κρουσταλλένιο κάστρο της Αγνής και Ηθικής Τέχνης. (Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύεται στη σελ. 297). Και λίγες μέρες αργότερα, στις 3.1.1921, δημοσιεύει στον Νουμά το διήγημα «Προδότης» στο οποίο αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει Σλαβέικοφ και ότι τα διηγήματα τα έχει γράψει ο ίδιος. Η εκδήλωση για τον Παπαδιαμάντη, που έκλειναν δέκα χρόνια από τον θάνατό του, έγινε στις 30.1.1921 και το πρόγραμμά της ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτό που είχε προαναγγελθεί από τον Λασκαρίδη στο άρθρο που είδαμε παραπάνω. Οι εισηγήσεις αυτές άλλωστε δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις, στο τ. Ιανουαρίου 1921. Η Καλλιτεχνική Συντροφιά είχε προγραμματίσει και άλλες διαλέξεις, ενώ παράλληλα έβαλε μπροστά το μεγάλο της εγχείρημα, την έκδοση ανθολογίας των νέων ποιητών (19001920), από συντακτική επιτροπή με γραμματέα τον Τέλλο Άγρα. Είχε επίσης προαναγγελθεί ανθολογία πεζογραφίας. Εικάζω, αν και δεν μπορώ να το αποδείξω, ότι στη συντακτική επιτροπή της ποιητικής ανθολογίας συμμετείχε και ο Λασκαρίδης. Αυτό το στηρίζω στο εξής γεγονός: ο
290
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Τέλλος Άγρας, εξ ονόματος της συντακτικής επιτροπής, είχε στείλει γράμμα σε όλους τους ποιητές που σκόπευε να ανθολογήσει, ζητώντας να στείλουν ποιήματά τους έως τις 15 Φεβρουαρίου 1921. Στις 22.2.1921 ο Λασκαρίδης δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη ενυπόγραφο άρθρο με τίτλο «Οι νεοέλληνες ποιηταί. 1900-1920. Πρόχειροι χαρακτηρισμοί», στο οποίο αξιολογεί τηλεγραφικά 51 ποιητές. Μπορεί να είναι σύμπτωση, μπορεί όμως η σύντομη αυτή παρουσίαση (που άλλη όμοιά της δεν δημοσιεύτηκε ξανά στον Ριζοσπάστη) να είναι απόρροια της δουλειάς για την ανθολογία. Ολόκληρο το ενδιαφέρον αυτό άρθρο του Λασκαρίδη δημοσιεύεται στη σελ. 301. Όσο ελπιδοφόρα άρχισε η κίνηση της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς, τόσο απότομα και άδοξα τελείωσε. Με την επιστράτευση του Μαρτίου 1921, η πλειονότητα των λογίων που ήταν μέλη της ντύθηκαν στο χακί, ενώ την ίδια περίοδο –και για τον ίδιο λόγο– άλλαξε διεύθυνση και χαρακτήρα ο Μαύρος Γάτος (το ομώνυμο περιοδικό είχε κλείσει στα μέσα του 1920). Βέβαια, δεν ήταν μόνο η επιστράτευση υπεύθυνη αλλά και το γενικότερο αντιμεταρρυθμιστικό κλίμα που είχε επικρατήσει στη χώρα. Έτσι, από τις προγραμματισμένες διαλέξεις, η μόνη που πρόφτασε να πραγματοποιηθεί ήταν του Τέλλου Άγρα για τον Καβάφη, στις 30 Μαρτίου 1921. Η ποιητική ανθολογία κυκλοφόρησε βέβαια, το 1922, από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη, αλλά στο όνομα του Τέλλου Άγρα αποκλειστικά, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του Φώτου Γιοφύλλη, ο οποίος ήθελε να αναφερθεί στο εξώφυλλο το όνομα της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς είτε μόνο του είτε πλάι στο όνομα του Άγρα. Όμως η Καλλιτεχνική Συντροφιά είχε πια πεθάνει. Και η άλλη προγραμματισμένη ανθολογία, των πεζογράφων, που κυκλοφόρησε το 1923, εκδόθηκε κι αυτή ως ατομικό εγχείρημα (του Αδ. Παπαδήμα) και όχι ως συλλογική προσπάθεια. Όσο για τον Λασκαρίδη, τον είχε βρει το φονικό μοιραίο βόλι δυο μέρες πριν από την πρώτη επέτειο της ίδρυσης της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς…. Ο Λασκαρίδης δημοσίευσε μόνο σε τρία λογοτεχνι-
Το φονικό μοιραίο βόλι
291
κά περιοδικά, στον Νουμά, στη Μούσα και στην Ελληνική Επιθεώρηση. Κι αν ο Νουμάς την εποχή εκείνη ήταν σαφώς τοποθετημένος στα αριστερά, τα άλλα δύο περιοδικά δεν είχαν σαφή πολιτική θέση. Έπαιξε ρόλο, ασφαλώς, η προσωπική του σχέση με τους υπεύθυνους των περιοδικών (τον Νάσο Χρηστίδη της Μούσας και τον Άγγελο Δόξα της Ελλ. Επιθεώρησης). Στις επόμενες σελίδες αυτής της ενότητας δημοσιεύουμε: 1) την έκκληση «Η φωνή των νέων» για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, 2) το άρθρο «Στους νέους» του Λασκαρίδη (25.12.1920), 3) το κριτικό σημείωμα «Οι νεοέλληνες ποιηταί. Πρόχειροι χαρακτηρισμοί» (21.2.1921) και 4) ένα απάνθισμα από ανώνυμα φιλολογικά σχόλια του Ριζοσπάστη τα οποία είναι πιθανότατα ή σίγουρα γραμμένα από τον Λασκαρίδη.
Η φωνή των νέων
Ε
ίναι, φαίνεται, πεπρωμένο να ξανάρθει στην επιφάνεια μια παλιά μας υπόθεση, λησμονημένη πια, γιατί είχε σχεδόν λυθεί, και που την είχαμε παρατήσει για άλλα σπουδαιότερα πράγματα· το περίφημο γλωσσικό ζήτημα. Οι περισωσμένοι ακόμη αντιπρόσωποι της «καθαρευούσης», επωφελούμενοι από την εσωτερική μεταβολή, ξετρύπωσαν από τα καταφύγια τους, κατακλύζουν το υπουργείο και ζη τούν να επιβάλλουν τυραννικά τις αντιλήψεις τους. Τυραννικά, βέβαια. Γιατί η άρνησις της πραγματικότητος λέγεται τυραννία. Και πραγματικότης είναι σήμερα ο Δημοτικισμός. Όλοι αυτοί οι κύριοι δεν ανήκουν πια στην πραγματικότητα, δεν ανήκουν στο παρόν ή στο μέλλον του τόπου· ανήκουν στο παρελθόν, κινούνται «ιστορικά»· δεν επικοινωνούν πια με τον παλμό μας, δεν μας ξέρουν, δεν μας νοιώθουν· είναι οι πολύ παλιοί καθηγητές μας, οι οπισθοδρομικοί, οι προϊστορικοί, οι ασύγχρονοι· δεν ξέρουν τίποτε δικό μας, τίποτε νεοελληνικό· δεν ξέρουν την πρόζα μας, δεν ξέρουν την ποίησή μας· από τον Κάλβο, μας λένε, θα μάθετε μόνο μερικές ανορθογραφίες! Είναι οι καταδικασμένοι απόγονοι μιας κούφιας αριστοκρατίας, μιας «λεξοδουλείας», οι εμβρόντητοι μπροστά στο [ 293 ]
294
Θεόδωρος Λασκαρίδης
στόμφο και στη σαπουνόφουσκα, τέλος οι βλαβεροί ονειροπόλοι ενός πνευματικού μας θανάτου. Η αγάπη τους προς την παλιά γλώσσα δεν είναι αποτέλεσμα ενθουσιασμού, αλλά πνευματικής φτώχειας, μισονεϊσμού και φανατισμού. Γιατί πώς είναι δυνατό μια γλώσσα να μην εξελιχθεί, να μην αλλάξει, να μην επηρεασθεί από την εξέλιξη, πού είναι ένας νόμος γενικός; Και ποιο είναι το τεχνητό ιδίωμα; Αυτό που τ’ ακούμε, που ξυπνούμε, σκεπτόμαστε, αγαπούμε, μισούμε, κοιμόμαστε και πεθαίνουμε μαζί του, ή αυτό το δικό τους, η μούμια, η μπαλσαμωμένη καθαρεύουσα, που μήτε γράφεται, μήτε μιλιέται, μήτε χρειάζεται ; Και ποιοι ζητούν να φέρουν στη ζωή με τεχνητά μέσα το περασμένο, το ξεπεσμένο αυτό γλωσσικό ιδίωμα; Μην τους ακούτε, μην τους πιστεύετε· είναι οι παλιοί, οι περασμένοι· μ’ εμάς, με τους Νέους, είναι το μέλλον. Κάθε τόπος προσέχει κι ατενίζει τους νέους. Και θα είναι πολύ πικρό και πολύ ολέθριο να επιβληθεί και να επικρατήσει ο αναχρονιστικός τους ακαδη μαϊσμός. Θα είναι ο πνευματικός θάνατος, ολωσδιόλου. Θα είναι το τεχνικό, το αφύσικο, το αδύνατο, που θα ξαναπέσει, θα ξαναγκρεμιστεί· δεν μπορεί να σταθεί. Και τότε θα φτιάσομε γλώσσα αβίαστη στην εξέλιξή της, λυτρωμένη από υπερβολές κι ακρότητες. Και θα φτιάσομε Τέχνη, και θα φτιάσομε φιλολογία νέα, σημερινή, σύγχρονη -αντί να λατρεύομε αιωνίως τα παλιά πρότυπα, όχι για να τα μιμηθούμε, αλλά για να μας σκλαβώσουν! Η γλώσσα θα τραβήξει το δρόμο της· με τους περιορισμούς και με τις χειροπέδες, δεν θα κάμουν
Το φονικό μοιραίο βόλι
295
τίποτε άλλο, παρά να την αργοπορήσουν. Αλλά να την αλλάξουν, να τη μετεμψυχώσουν, είναι αδύνατο. Γιατί η εξέλιξη είναι νόμος, φυσικός νόμος. Λίνος Καρζής, Κλέων Παράσχος, Γιάννης Κοκκινάκης, Τέλλος Άγρας, Σπ. Μόσχος, Ν. Νικολαΐδης, Φάνης Μιχαλόπουλος, Άγγελος Δόξας, Θ. Λασκαρίδης κ.λπ. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης στις 12 Νοεμβρίου 1920 και στο τεύχος 710 του περιοδικού Ο Νουμάς (14.11.1920), δηλαδή λίγες μέρες μετά την άνοδο των αντιβενιζελικών στην εξουσία ύστερα από τη νίκη τους στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Έχει αναδημοσιευτεί και στα Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας του Γιάννη Παπακώστα (σελ. 272-3). Εκσυγχρόνισα την ορθογραφία στα σημερινά. Υπάρχουν ελάχιστες μικροδιαφορές μεταξύ Ριζοσπάστη και Νουμά (σε τελικά νι), προτίμησα το κείμενο του Ριζοσπάστη. Από τους εννιά υπογράφοντες, δεν έχω κατορθώσει να βρω τη χρονολογία γέννησης του Σπ. Μόσχου. Οι υπόλοιποι είναι γεννημένοι μεταξύ 1894 (οι μεγαλύτεροι, Καρζής και Παράσχος) και 1899 (ο μικρότερος, Κοκκινάκης), δηλ. είναι μεταξύ 21 και 26 χρονών και πιθανότατα και ο Μόσχος στην ίδια ηλικία ήταν. Η ίδια διαμαρτυρία, με κάπως περισσότερες αλλά πάντοτε δευτερεύουσες διαφορές, δημοσιεύτηκε στις 12.11.1920 και στην εφημερίδα Πατρίς. Οι διαφορές δεν είναι σοβαρές· για παράδειγμα, μετά τη φράση «Και πραγματικότης είναι σήμερα ο Δημοτικισμός» προστίθεται: «ο ισορροπημένος και αληθινός Δημοτικισμός». Επίσης, η τελευταία πρόταση της προτελευταίας παραγράφου είναι: «Και τότε θα φτιάσομε Τέχνη, και τότε θα φτιάσομε φιλολογία νέα, σύγχρονη, σημερινή· γιατί πουθενά δεν μελετούν τους προγόνους για να σκλαβωθούν, παρά για να μιμηθούν, να δημιουργήσουν». Μεγαλύτερες διαφορές υπάρχουν στους υπογράφοντες·
296
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ενώ στον Ριζοσπάστη και στον Νουμά παρατίθενται μόνο 9 ονόματα, στην Πατρίδα έχουμε 24 ονόματα, τα εξής: Λίνος Καρζής, Κλ. Παράσχος, Τέλλος Άγρας, Φ. Μιχαλόπουλος, Ν.Χ. Μπουφίδης, Ν. Νικολαΐδης, Άγγ. Δόξας, Κ. Φαλτάιτς, Κ. Αθάνατος, Γ.Θ.Σταυρόπουλος, Α. Παπαδήμας, Α. Βαρβιτσιώτης, Φώτος Γιοφύλλης, Γ. Κυριακίδης, Κωστής Βελμύρας, Ιούλιος Νάρκισσος, Τάκης Παπατσώνης, Τάκης Μπαρλάς, Γ. Μαιναλιώτης, Γ. Πράτσικας, Α. Δρίβας, Μ. Δαμιράλης, Κ. Φωτάκης, Α. Λεβέντης κ.λπ. Από τους 9 υπογράφοντες του Ριζοσπάστη οι τρεις (Λασκαρίδης, Κοκκινάκης, Μόσχος) δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Πατρίδος. Συνολικά επομένως γνωρίζουμε 27 υπογράφοντες, από τους οποίους οι περισσότεροι έγιναν μέλη της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς. Μια μικρολεπτομέρεια: με επιστολή του στην Πατρίδα στις 17 Νοεμβρίου 1920, ο Τ. Παπατσώνης γνωστοποίησε ότι δεν υπέγραψε το κείμενο.
Στους νέους
Τ
ελειώνει σε λίγες μέρες και το 1920. Στείρος χρόνος, σαν όλους τους άλλους που διάβηκαν, χωρίς καμιά αληθινή πνευματική κίνηση, χωρίς το φανέρωμα καμιάς ισχυράς πνοής. Το αστικό Κράτος απασχολημένο με τις κατακτήσεις, καμιά προσοχή δεν έδωκε στην πνευματική και καλλιτεχνική ανύψωση της χώρας, καμιά προσπάθεια δεν έκαμε ευγενικιά για να λείψει ο ραγιαδισμός απ’ τα Ελληνικά γράμματα, απ’ την Ελληνική Τέχνη και Ζωή. Ενώ αυτό ισχυρίζεται ότι ξεσκλαβώνει λαούς και φέρει τον πολιτισμό στους «άγριους» Μικρασιάτες και Θράκες, η πιο αισχρή σκλαβιά πλακώνει την «ελεύθερη» χώρα, που οι λογοτέχναι της, οι ποιηταί της, οι ζωγράφοι της, οι γλύπται της, οι μουσικοί της, είλωτες του αστικού Κράτους, νομίζουν πως δεν έχουν άλλο προορισμό, παρά να υμνούν τους ισχυρούς της ημέρας και να γίνονται πουλημένοι λακέδες των πατεράδων της φυλής και των αετιδέων. Αν ο εκπεσμός αυτός της Ελληνικής διανοήσεως ήτο γενικός, βέβαια θα έπρεπε κάθε νοσταλγός μιας πνευματικής ανοίξεως να θεωρήσει τον εαυτόν του ως μη ευρισκόμενον εν αρμονία με το περιβάλλον του και να εγκαταλείψει τον άχαρο αγώνα της αφυπνίσεως. [ 297 ]
298
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Αλλ’ ευτυχώς η διάθεση για την απολύτρωση, για την ανύψωση, υπάρχει, αν και ακαθόριστη και σκόρπια ανάμεσα στους νέους τεχνίτες μας. Γι’ αυτούς είναι και τα λίγα αυτά λόγια, γι’ αυτούς που έχουν καθήκον να γίνουν οι κήρυκες των νέων ιδεών και οι δημιουργοί μιας αληθινά καλλιτεχνικής κινήσεως στον τόπο μας. Η τρικυμία που τώρα χρόνια δεν άφησε τίποτα στη θέση του, η μπόρα που σώριασε σε συντρίμμια τους ναούς της Τέχνης και της Ομορφιάς, δεν ξύπνησε σε κανενός σας την ψυχή, την ιδέα της αντιδράσεως σε νέους βανδαλισμούς; Το άγριο αιματοκύλισμα που σύρθηκε όλη η πνευματική νεολαία, που μπροστά στον Μαμωνά των ξένων κεφαλαιούχων θυσιάστηκε όλη η γενιά του μέλλοντος, που αφήκανε τη στερνή τους πνοή και κλείσανε τραγικά τα στοχαστικά τους μάτια τόσοι ωραίοι έφηβοι γεμάτοι όνειρα και μέλλον, και ξεθωριάσανε όλα τα βυσσινιά χείλη της νιότης, δεν προκάλεσε το μίσος σας για το μακελειό που αύριο θα συρθείτε και σεις όπως εσύρθηκαν οι άλλοι, οι «μάρτυρες»; Μέσα στο είναι σας, δεν ξύπνησε το όνειρο της μελλοντικής πολιτείας, που όσοι δεν ζητήσατε να την δείτε στην Σοβιετική Ρωσία, την ξεύρετε όμως απ’ τη μελέτη του Πλάτωνος; Δεν αισθανθήκατε τη μεγάλη υποχρέωση που έχετε απέναντι των παιδιών σας, απέναντι της ράτσας σας, να συντελέσετε στο γκρέμισμα των Σινικών τειχών της προλήψεως, που γύρω σας είναι στημένα για να σας εμποδίζουν ν’ αναπνέετε τον αμόλυντο αέρα, για να σας κρατούν σκλάβους των ολίγων που τα έχουν για ταμπούρια των;
Το φονικό μοιραίο βόλι
299
Ο φριχτός πόλεμος που σκόρπισε στους δρόμους χιλιάδες ορφανά, που ρήμαξε τα χωράφια και την παραγωγή, που έκαμε σακάτηδες χιλιάδες ομοίων σας, που αύριο με τα μετάλλια της «ανδρείας» στα στήθη θα σέρνουν την τρισάθλια ύπαρξή τους στους δρόμους, ζητώντας ελεημοσύνη, ανίκανοι να δουλέψουν, ανίκανοι να ζήσουν, βάρη της γης, ενώ εκείνοι για των οποίων τα εμπορικά ανήθικα συμφέροντα θυσιάστηκαν θα κυλίονται σαν χοίροι μέσα στα χρυσαφικά, στην πολυτέλεια και στις αγκάλες των βαμμένων ερωμένων των, κοροϊδεύοντας αυτά τα «κτήνη» που λέγοντάς τα ότι σκοτώνονται για την «πατρίδα» τα έστελναν να σφαγούν για την καλοπέραση τη δική τους, οι χιλιάδες των γυναικών που ατιμάστηκαν απ’ όσους έμειναν πίσω «φρουροί της τάξεως», ενώ οι άνδρες των πάγωναν μέσα στα χαρακώματα, όλ’ αυτά δεν κεντούν τη φιλοτιμία σας, δεν σας σπρώχνουν προς μια δημιουργία ειλικρινέστερη που θα ανύψωνε τις μάζες σε κάποιο ευγενικότερο ηθικό επίπεδο, που θα έκαμε μισητή τη σφαγή, που θα σκότωνε τις περίφημες «εθνικές παραδόσεις» και θα γκρεμνούσε τη «μεγάλη Ιδέα»; Τα άγρια σωβινιστικά όνειρα και τα μίση εναντίον των γειτονικών λαών, από σας πρέπει να ταφούν. Σεις οι ιεροφάνται της Τέχνης πρέπει να γίνετε οι απόστολοι των νέων ιδανικών της ανθρωπότητος. Η Ελλάδα, για ν’ ανέβει στο σημείο που βρίσκονται οι πολιτισμένες χώρες, πρέπει να παύσει να μας παρουσιάζει πια τους τύπους των χλωμών και αναιμικών ως δεσποινίδων νέων, που σαν άλλοι Δον Κιχώται περνούν τα ωραιότερά των χρόνια υμνώντας τα μαύρα μάτια μιας ανύπαρκτης ερωμένης.
300
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Πρέπει να παύσει η πατριδοκαπηλία και η τέχνη σαν άμωμη ιέρεια με τον πυρσό στα χέρια να φωτίσει νέους δρόμους, αγνούς και λευκούς, σαν την ψυχή σας, όπου πρέπει να ωθήσετε τον Λαό, που δεν σκέπτεται, αλλά μονάχα αισθάνεται. Αυτός πρέπει να είναι ο προορισμός σας. Μη δεχθείτε, η χώρα που κάποτε ήταν η γεννήτρια της Τέχνης, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας, να είναι σήμερα μπροστά σας το κέντρο της αντιδράσεως, η κοιτίδα του σχολαστικού και ματωμένου Βυζαντινισμού, όργανο των αρπαχτικών ορέξεων ξένων χρηματιστών. Σηκωθείτε! Υψώστε τη φωνή σας. Γκρεμίστε ό,τι σάπιο βρείτε γύρω σας, αψηφήστε τις προλήψεις και τα «καθιερωμένα», και πάνω στα ερείπια υψώστε το κρουσταλλένιο κάστρο της Αγνής και Ηθικής Τέχνης. Στη δύσκολη αυτή αναδημιουργία, όλες οι τίμιες ψυχές θα ’ναι μαζί σας! Όλοι οι άνθρωποι που έχουν αηδιάσει από την εκπόρνευση κάθε εκδηλώσεως της Τέχνης θα ’ναι στο πλευρό Σας! Υψώστε την κόκκινη φλόγα του πυρσού και φωτίστε. Σεις οι νέοι, τον Λαό, που προσκυνάει ανίδεος πάντα τα ίδια είδωλα, μ’ άλλα ονόματα κάθε φορά, και γίνετε οι συντελεσταί της δημιουργίας μιας νέας Ζωής, μιας νέας ηθικοτέρας Κοινωνίας. Αυτός πρέπει να είναι ο προορισμός της Τέχνης Σας, Νέοι. Δημοσιεύτηκε στο χριστουγεννιάτικο φύλλο του Ριζοσπάστη το 1920 (25.12.1920, σελ. 3) με ημίμαυρα στοιχεία και παχύ τίτλο.
Οι νεοέλληνες ποιηταί (1900-1920) πρόχειροι χαρακτηρισμοί
ΟΙ ΝΕΟΙ Α. ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ: Πλούσιο λυρικό στοιχείο, πλατύτητα νοημάτων, πλούσια ρίμα και πλούσιο λεξιλόγιο, ζωντανότητα, μουσική. Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Του δυναμικού λυρισμού, μεγαλόπνευστος τεχνίτης του στίχου, σφιχτοδεμένα νοήματα. ΑΡ. ΚΑΜΠΑΝΗΣ: Απαλός, ρομαντικός, μα πάντα επιβλητικός. ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ: Ειδυλλιακός στα «Τραγούδια τ’ Απρίλη» παίρνει μιαν εσωτερικότητα στα πιο καινούργια του. Εμπνέεται και από τον σοσιαλισμό. Δουλεύει καλά τον στίχο θέλοντας να πλάσει νέους ρυθμούς. Κ. ΑΥΓΕΡΗΣ: Πρωτοπαλίκαρο του Σικελιανού. Κράμα νεοχριστιανού και συμβολιστού. Μ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ: Πέθανε νέος. Απλός, γλυκύς. Ουαϊλδιστής. [ 301 ]
302
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ΗΛ. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ: Μετρημένος. Απαλός, αρμονικός, δίχως πλατύ λυρικό πέταγμα μα πάντα υποβλητικός. ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ: Εντυπωμένη από τον Μέτερλινγκ. Γλυκιά, γυναίκεια, λεπτός ο στίχος της κι η αισθητική της. Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Μαθητής του Σικελιανού. Αρμονικότατος. ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ: Ντεκαντάν μ’ όλη τη σημασία της λέξεως. Π. ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ: Μαθήτρια του Σικελιανού. Μερικά σονέτα της άρτια. Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ: Ωραιοπαθής εστέτ, εντυπωμένος απ’ τον συγγραφέα τού Ντόριαν Γκρέι. Ο στίχος του μουσικός, καλοδουλεμένος, έχει κάνει κι απόπειρες νεοτερισμού. Ν. ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ: Αρμονικότατος. Επηρεασμένος απ’ την ιταλική ποίηση και τους Άγγλους. Στην «Βενετία» δίνει το μέτρον του λυρισμού του. Λ. ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ: Αληθινός και ισορροπημένος, νεοκλασικιστής. Μπασμένος βαθιά στο νόημα της Τέχνης. Η τελευταία του παραγωγή αριστουργηματική.
Το φονικό μοιραίο βόλι
303
ΛΕΑΝΤΡΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: Επηρεασμένος απ’ την αγγλική και την γαλλική ποίηση. Βερλενίζει. Απαλά λυρικός. Ο στίχος του ευγενικός, γαντοφορεμένος. ΧΑΝΤΖΑΡΑΣ: Νεοειδυλλιακός. Απαλάδα και τέχνη των ποιμενικών της Γαλλίας. ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ: Αριστοκρατίζων; Ρομαντικός; Φουτουριστής; Με οικόσημο κι αεροπλάνο! «Αρχοντικός». Παράξενος αποστάτης της εφτανησιώτικης σχολής. Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ: Σπληνόπληκτος σε σημείο που μας παραξενεύει ο εδώ και κει ριγμένος νεοτερισμός του. Δεν προσέχει το στίχο, παραφωνεί και κάνει χασμωδίες, μα μας εξιλεώνει ο πολιτισμός του. ΠΑΠΑΤΖΩΝΗΣ ΝΟΜΠΙΛΙΣΙΜΟΥΣ: Παράξενο ανακάτωμα γλωσσών και γνώσεων. Μεσαιωνίζει. Πολλές φορές ακατάληπτος. ΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ: Λυρικότατος. Μαθητής του Μελαχρινού. ΟΜ. ΜΠΕΚΕΣ: Αδρά νοήματα και τεχνική εξέλιξη. ΓΕΡ. ΣΠΑΤΑΛΑΣ: Της εφτανησιώτικης σχολής. Στίχος καμπανιστός μα πάντα σωστός. Πασχίζει να γίνει απλός σαν το Σολωμό και σύνθετος σαν τον Καρντούτσι και δεν καταφέρνει μήτε το ένα μήτε το άλλο. Έχει στιγμές αληθινής ποιήσεως.
304
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ΚΛ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ Συμβολιστής χωρίς πλατύτητα συμβόλων. Περισσότερο κριτικός. ΤΑΚΗΣ ΜΠΑΡΛΑΣ: Κάνει εταλάζ1 του δυναμικού λυρισμού του μεταχειριζόμενος σύμβολα δύσκολα. Υποβλητικός. Πολλές φορές μεγαλόπρεπος. Ι. ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ: Απαλός. Λουλουδόπληκτος. Θεοφοβούμενος.
Ρομαντικός.
Γ. ΦΤΕΡΗΣ: Εντυπωτικός αν και δεν προσέχει πολύ τον στίχο.
ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ: Γλυκύς. Πολλές φορές ανισορρόπητος από νοήματα. Τώρα τελευταία σοσιαλιστής. Στίχος σφιχτός και δουλεμένος. Ρίμα φτωχή. ΝΙΚΟΚΑΒΟΥΡΑΣ: Ανήσυχος στη φράση. Πολλές φορές στριφνός μα πάντα εμπνευσμένος, με στίχο καλομετρημένο γλυκύ, ρίμα γιομάτη της εφτανησιώτικης σχολής. Έγραψε στίχους σοσιαλιστικούς. ΓΙΟΧΑΝ ΡΩΜΑΝΟΣ: Εντυπωτικός. Νεοτεριστής. Απαλός ο στίχος κι άτεχνος. Νοήματα πλαδαρά συνδεδεμένα. ΓΙΑΝ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Μετρημένος, γλυκύς. Πολλές φορές δυνατός στη φράση. Πεσιμιστής. Ζωγραφικός. 1
Γαλλισμός. Εκθέτει, παρουσιάζει τον δυναμικό λυρισμό του.
Το φονικό μοιραίο βόλι
305
ΓΙΑΝ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ποιητικότατος. Νεοκλασικός με παλλομένη διονυσιακή διάθεση. Ο στίχος του καλοδουλεμένος και τα νοήματά του πυκνά. ΜΕΛΙΚΕΡΤΗΣ: Μετρημένος. Διαλεχτή αισθητική. Νοήματα σφιχτοδεμένα. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ: Προζαίν2 της ντεκαντέντζικης σχολής. Ένα τραγούδι του υπέροχο. ΚΛ. ΜΑΛΑΜΟΥ: Παρ’ όλο που ’ναι γυναίκα καταπιάνεται με τον δυναμικό λυρισμό. Ο στίχος της αχρωμάτιστος ντύνει νοήματα που δεν δίνονται καλά. Κ. ΒΕΛΜΥΡΑΣ: Η πλουσιοτέρα λυρική φλέβα. Ταντελένιος. Κάτοχος τέλεια των ρυθμών. Έχει διάθεσιν επαναστατικήν. Γ. ΔΟΥΡΑΣ: Χριστιανικός ποιητής. Παράξενη έκφανση μυστικισμού με τάση θεοσοφίας. Στίχος γεμάτος νοήματα, δεμένος, μ’ όλο το άχαρο της τάσης του είναι καλός ποιητής. Τ. ΑΓΡΑΣ: Επίδρασις των Γάλλων ρομαντικών. Γιομάτη λυρική διάθεση. Γ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: Ειδυλλιακός, λεπτός, γλυκύτατος φυσιολάτρης. Ζωγραφικός. Περίεργη λέξη. Προφανής γαλλισμός, αλλά στα γαλλικά δεν υπάρχει λέξη progène παρά μόνο σπανιότατα στην αργκό σαν σύντμηση του progéniture (γέννημα, απόγονος). Οπότε, εννοεί ότι ο Ταγκόπουλος είναι γέννημα, φυντάνι της παρακμιακής σχολής. 2
306
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Α. ΡΩΤΑΣ: Πραγματιστής. Νεότερα ιδανικά. Στίχος και νοήματα καλοδουλεμένα. Σ. ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ: Υποβολιστής. Λαγαρός, απλός. Ο στίχος του πολλές φορές μουσικότατος, η ρίμα καμπανιστή. Α. ΚΟΥΚΟΡΙΚΟΣ: Ελεγειακός με μιαν αόριστη υποβλητικότητα. Νοήματα δεμένα. Στίχος άτεχνος. ΛΑΥΡΑΣ: Γέννημα και θρέμμα του «Νουμά». Σφιχτός ο στίχος με πολύ απλωμένο νόημα, πολλές φορές πλαδαρό. ΣΠ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Λαγαρός. Νοήματα μετρημένα. Στίχος δουλεμένος. Γλυκύτατος.
ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΙ ΑΡΙΣΤΟΣ ΔΙΑΤΣΕΝΤΗΣ: Παλαμιστής. Ο λυρισμός του πλατύτατος, δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί σε τάση μα τα νοήματά του δυνατά καλοδεμένα και με δυνατά χρώματα. Ν. ΛΑΪΔΗΣ: Μουσικός στίχος ανυπότακτος. Απαλός λυρισμός καλοδεμένος. Γ. ΡΟΗΣ: Συγκινητικότατος. Ο λυρισμός του σαν ρυάκι πεντακάθαρο. Στίχος σφιχτός δεμένος. Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Προσεκτικός, με κάποια τάση
Το φονικό μοιραίο βόλι
307
προς την απλότητα αρκετά εκδηλωμένη. Γλυκύς. Στίχος σωστός. Μ. ΓΙΑΝΝΑΤΟΣ: Γέννημα και θρέμμα της «Μούσης». Νοήματα όχι πολύ σφιγμένα ούτε πρωτότυπα. Πλαδαρός. Ι. ΔΡΙΒΑΣ: Θαυμαστής και μαθητής του Καβάφη. Προζαίν –τα νοήματά του σφιχτά μα κακοδοσμένα. Π. ΒΑΣΙΛΑΣ: Αρκετή ποιητική διάθεση, μα με κάποιο ρομαντισμό ανυπόφορο στην εποχή μας. Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Γράφει καλούς στίχους εμπνευσμένους απ’ τον σοσιαλισμό. Θ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, την Κυριακή 21.2.1921, στη σελ. 2. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να δώσω στοιχεία για όσους από τους 51 ποιητές είναι άγνωστοι σήμερα (δηλαδή τους περισσότερους). Ίσως πρέπει να πω ότι η Π[ετρούλα] Ψηλορείτη είναι η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Ν[ίκος] Λαΐδης είναι ο Πωλ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης το πραγματικό του όνομα). Πάντως, εντύπωση προκαλεί η τόλμη των χαρακτηρισμών του Λασκαρίδη.
Η πνευματική κίνηση στα ειδησάκια του Ριζοσπάστη
Οι σημερινές εφημερίδες έχουν μία ή περισσότερες σελίδες αφιερωμένες στην τέχνη και στην πνευματική κίνηση· ο συνήθως δισέλιδος Ριζοσπάστης του 1920 δεν είχε τέτοια πολυτέλεια. Οι ειδήσεις για την τρέχουσα πνευματική κίνηση στριμώχνονταν σε τυχαίες θέσεις της δεύτερης συνήθως σελίδας. Από το 1920 άρχισαν να εμφανίζονται, στη ρουμπρίκα «Αθηνών Πειραιώς», η οποία φιλοξενούσε κάθε λογής μικροειδήσεις της καθημερινότητας, και κάποιες φιλολογικές ειδήσεις, ενώ το ίδιο γινόταν και στην (μη τακτική) στήλη της αναγγελίας των νέων εκδόσεων περιοδικών, όπου ο ανώνυμος συντάκτης του Ριζοσπάστη υποδείκνυε τα κατά τη γνώμη του αξιολογότερα κείμενα του νέου τεύχους, π.χ. στις 13.1.1920: «Εις το κυκλοφορήσαν τελευταίον φύλλον του περιοδικού Νουμάς δημοσιεύονται ενδιαφέροντα πράγματα από τας τελευταίας στιγμάς του Γ. Σκληρού που πρέπει να διαβαστούν απ’ όλους». Πολλά από αυτά τα ειδησάκια είναι βέβαιο ή πολύ πιθανό ότι έχουν γραφτεί από τον Λασκαρίδη. Εδώ παρουσιάζω μια μικρή ανθολογία.
«Ο φίλος μας Λ. Παυλίδης, τον οποίον γνωρίζει ο σοσιαλιστικός κόσμος από μίαν σειράν άρθρων του στον «Νουμά» για τον Λένιν, και όστις διευθύνει την «Λογοτεχνίαν», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα καταβάλει κάθε προσπάθειαν όπως διά του περιοδικού του [ 309 ]
310
Θεόδωρος Λασκαρίδης
συντελέσει εις την δημιουργίαν σοσιαλιστικής φιλολογίας εις την Ελλάδα».1 «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ». Αύριον θα κυκλοφορήσει το πρώτον τεύχος της καθαράς φιλολογικής επιθεωρήσεως «Λογοτεχνία» του φίλου Λ. Παυλίδου. Από τα εκλεκτά περιεχόμενα του πρώτου φύλλου πειθόμεθα απολύτως ότι η ευγενικιά φιλοδοξία του φίλου μας εις το να συντελέσει στην δημιουργία σοσιαλιστικής φιλολογίας στην Ελλάδα θα εκπληρωθεί. Γύρω στην προσπάθεια της «Λογοτεχνίας» δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα συγκεντρωθούν όλοι οι διανοούμενοι σοσιαλισταί μας, και όσοι συμπαθούν τον αγώνα μας»2. «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ. Εις το τελευταίον τεύχος της «Λογοτεχνίας», κάποιο ποίημα του κ. Πορφύρα δημοσιευθέν πρώτον επροκάλεσεν την μήνιν του κ. Κ. Χατζοπούλου, ο οποίος επέμεινεν όπως αποσυρθούν εκ της κυκλοφορίας τα εκδοθέντα τεύχη και ανατυπωθούν άλλα, εις ά να δημοσιεύεται πρώτη μία μετάφρασίς του, διά τον λόγον ότι αυτός είναι ο «πρώτος» ποιητής. Ο εκδότης προ της φιλολογικής οργής του τέως διευθυντού της λογοκρισίας υπέκυψε, παραπέμψας τον κ. Πορφύραν εις το μέσον του τεύχους».3 «Από τα δημοσιευόμενα έργα ξεχωρίζουμε τα σονέτα του Κερκυραίου ποιητού Σπύρου Νικοκάβουρα, μεταΡ. 20.2.1920, με αφορμή την έκδοση του (βραχύβιου) περιοδικού Λογοτεχνία από τον Λ. Παυλίδη, που έμελλε να διαδεχθεί τον Λασκαρίδη στη θέση του αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη. 2 Ρ. 22.2.1920. 3 Ρ. 2.4.1920. Το σοσιαλιστικό παρελθόν του Χατζόπουλου δεν τον γλυτώνει από τη μπηχτή. Δείτε και το επόμενο απόσπασμα. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
311
ξύ των οποίων το «Λένιν» … Ο Νικοκάβουρας με τα σονέτα του αυτά δείχνει πως είναι ο ψάλτης του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. … Σχετικώς με όσα εγράψαμε χθες για κάποιο επεισόδιο, πως έγινε στο τελευταίο τεύχος της «Λογοτεχνίας», πληροφορούμεθα ασφαλώς, πως είναι ανυπόστατον»4. «Ο εκ Παρισίων ενσκήψας κ. Σ. Σκίπης, εξασφαλίσας το αριστείον και τον διορισμόν του ως νομάρχου Ζακύνθου, ανταμειβόμενος ούτω διά τας διαλέξεις και την προπαγάνδαν που έκαμεν επί τόσα έτη στην Γαλλία υπέρ του Βενιζέλου, πρόκειται να προβεί επί τη εθνική παλιγγενεσία εις πολυτελή έκδοσιν απάντων των ποιητικών του έργων. Λόγω δε του μεγάλου όγκου αυτών, πληροφορούμεθα ότι θα εκδοθεί σχετικόν διάταγμα επιτάξεως όλων των τυπογραφείων, ίνα κατορθωθεί μέχρι της 1ης του νέου έτους η έκδοσις αυτών. Η έκδοσις αύτη προεκάλεσεν ευλόγως πανικόν μεταξύ των δημοσιογραφικών κύκλων, καθότι αι εφημερίδες, χάριν της μεγάλης αυτής εκδόσεως, θα είναι ηναγκασμέναι να σταματήσουν την έκδοσίν των μέχρι του 1921».5 «Σημειώνομεν ένα αρθράκι για τους Βουλγάρους διδασκάλους, που πρέπει να διαβασθεί και από τους δικούς μας, που ο σβέρκος τους έγινε πετσί από τον μιστριωτικό και τον κομματικό ζυγό».6 Ρ. 3.4.1920, με αφορμή το 2ο και τελευταίο τεύχος της Λογοτεχνίας και με επανόρθωση της είδησης της προηγούμενης μέρας. Ωστόσο, η επανόρθωση δεν είναι ακριβής: υπάρχουν τυπωμένα αντίτυπα με πρώτο το έργο του Χατζόπουλου! 5 Ρ. 4.4.1920. 6 Ρ. 3.5.1920, με αφορμή το νέο τεύχος του Νουμά. 4
312
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«Αι εκδόσεις του κ. Ζηκάκη αποτελούν αληθινά μια όαση μέσα στην μπακαλοποίηση που υπέστη τώρα τελευταία η ελληνική σκέψις από τους διαφόρους αισχροκερδείς εκδότας»1. «Εκυκλοφόρησεν επίσης ο πρώτος τόμος των δραματικών έργων του κ. Δ. Π. Ταγκόπουλου με τα δράματα «Ζωντανοί και νεκροί», «Οι αλυσίδες» και «Στην οξώπορτα». Το βιβλίον αυτόν δεν αμφιβάλλομεν ότι θα γίνει ανάρπαστον και θα διαβασθεί απλήστως από την εργατικήν νεολαίαν και από όλους εν γένει τους ενδιαφερομένους διά τα κοινωνικά ζητήματα»2. «Εις τον Εμψυχωτήν η δις Μ. Κοτοπούλη είναι η πραγματική ενσάρκωσις των ωραιοτέρων ιδανικών, ο κ. Μ. Μυράτ, ο εκλεκτός καλλιτέχνης μας, επαναστάτης δημοσιογράφος, που αγωνίζεται εναντίον του σάπιου κοινωνικού περιβάλλοντος, ο κ. Παλαιολόγος ο απαίσιος τύπος του κερδοσκόπου και εκβιαστού διευθυντού μιας κεφαλαιοκρατικής εφημερίδος, η κ. Χρυσούλα Μυράτ η αισθαντική γυναίκα που υποφέρει αλλά που δεν μπορεί να σπάσει τις αλυσίδες των προλήψεων και ο κ. Αργυρόπουλος ο μεγάλος επιχειρηματίας δημοσιογράφος»3. «Ο Εμψυχωτής θα διδάξει πώς οι λαοί θα βαδίσουν Ρ. 28.5.1920, με αφορμή την έκδοση του έργου του Παλαμά «Τα μάτια της ψυχής μου». 2 Ρ. 14.6.1920. 3 Ρ. ������������������������������������������������������ 5.7.1920, από σύντομη παρουσίαση του έργου «Εμψυχωτής» του Ανρί Μπατάιγ. Ο Ριζοσπάστης δεν διέθετε μόνιμη στήλη θεατρικής κριτικής. Το κείμενο είναι σχεδόν σίγουρα γραμμένο από τον Λασκαρίδη. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
313
εμπρός και πώς θα ανεγείρουν επί του σαθρού κοινωνικού οικοδομήματος τον Ναόν του Μέλλοντος»4. «Η χαρά παντός αγαπώντος την τέχνην είναι μεγάλη όχι μόνον διά την σοβαρότητα των εκδόσεων που σκέπτεται, ως βλέπομεν, να κάνει ο κ. Ζηκάκης, αλλά και την εναγωνίως αναμενομένην εμφάνισιν των ποιημάτων του Κερκυραίου λογίου. Ο κ. Σ. Νικοκάβουρας εν τη μετριοφροσύνη του μέχρι τινός δεν ετύγχανε πολύ γνωστός, ολίγα όμως ποιήματά του δημοσιευθέντα εσχάτως εις τα περιοδικά «Γράμματα», «Νουμάς», «Λογοτεχνία» και άλλα ήρκεσαν ίνα τον θαυμάσει πας λάτρης του ωραίου»5. «Ελάβαμε το νέον τεύχος του «Λόγου», του γνωστού φιλολογικού περιοδικού της Κων/πόλεως, που μαζί με τον «Διόνυσο» αγωνίζεται θαρραλέα μέσα στη μούχλα των φαναριώτικων προλήψεων και της αμορφωσιάς, για την επικράτηση του δημοκρατισμού και των προοδευτικών ιδεών. Από τα περιεχόμενα … ένα διήγημα που δείχνει μια καταπληκτική εξέλιξη του φίλου μας Α. Γιαλούση»6. «ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ. Εξεδόθησαν υπό του κ. Χ. Γανιάρη οι ανέκδοτοι και ευρεθέντες τυχαίως ‘Στοχασμοί’ του αξέχαστου σατιρικού μας Αντρέα Λασκαράτου, τους ����������������������������������������������������� Ρ. 6.7.1920, από άλλη σύντομη παρουσίαση του «Εμψυχωτή» (L’animateur). Σχεδόν σίγουρα από τον Λασκαρίδη. 5 Ρ. 4.9.1920, απόσπασμα από αναγγελία της έκδοσης ποιητι�������������������������������������������������������� κής συλλογής. 6 Ρ. 6.12.1920, μάλλον γραμμένο από τον Λασκαρίδη, που είχε ζήσει στην Πόλη. 4
314
Θεόδωρος Λασκαρίδης
οποίους ο ίδιος χαρακτηρίζει ‘Το καλύτερό μου έργο’. … Οι ‘Στοχασμοί’ συμπληρώνουν τέλεια το έργο του ποιητού και μας δίνουν μίαν άλλην εικόνα του, τελείως διάφορον, καθαρώς επαναστατικήν1. «ΝΟΥΜΑΣ. Κυκλοφορεί σήμερον ο «Νουμάς» … με ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του λογογράφου κ. Παρορίτη, για το γλωσσοεκπαιδευτικόν μας ζήτημα, που πρέπει ιδιαιτέρως να το προσέξουν οι σοσιαλισταί»2. «ΛΥΤΡΩΜΟΣ. Ο φίλος διευθυντής του «Νουμά» συνέγραψεν νέο θεατρικό έργο με τον τίτλο ‘Λυτρωμός’ και με υπόθεση καθαρώς αντιμιλιταριστική και επαναστατική. Ο εκλεκτός συνεργάτης μας σ. Π. Χαλκός που άκουσε μέρος του έργου, μας ομίλησε με ενθουσιασμό τόσο για τη δύναμη του χαρακτήρος του ήρωός του –σακατεμένου από τον πόλεμο στρατιώτη-επαναστάτη Δήμα– όσο για το τέλειο γράψιμο του κ. Ταγκόπουλου»3. «ΓΗΤΑΥΡΟΣ. Ο ποιητής κ. Ρήγας Γκόλφης τυπώνει σε βιβλίο το επαναστατικό δράμα του «Γήταυρος» για το οποίο όλοι όσοι το άκουσαν ομιλούν με πολύ ενθουσιασμό. Περιμένοντας να το διαβάσουμε για να πούμε τη γνώμη μας, εκφράζουμε την χαράν μας για την εξέλιξη των λογίων μας που κατεβαίνουν στο λαό 1
Ρ. 20.12.1920, από τη στήλη «Αθηνών-Πειραιώς» η οποία σε εκείνο το φύλλο ήταν εκτάκτως όλη αφιερωμένη σε φιλολογικά θέματα και σίγουρα γραμμένη από τον Λασκαρίδη. 2 Στο ίδιο. Για τον Παρορίτη, βλ. και παρακάτω. 3 Στο ίδιο. Ο Π. Χαλκός είναι ο Γ. Κορδάτος.
Το φονικό μοιραίο βόλι
315
για ν’ αγωνισθούν με την πένα στο πλευρό του βέβαιοι ότι θα κατορθώσουν να τον ανυψώσουν σε καλύτερο διανοητικό επίπεδο. Το παράδειγμα του κ. Ρήγα Γκόλφη πρέπει να εύρει μιμητάς»4. «ΑΝΤΙΜΙΛΙΤΑΡΙΣΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Με πολλή χαρά μάθαμε πως ο γνωστότατος κριτικός και διηγηματογράφος κ. Κώστας Παρορίτης γράφει μια σειρά διηγημάτων αντιμιλιταριστικών, που πιθανόν μερικά εξ αυτών να δημοσιεύσει και ο Ριζοσπάστης. Είναι καιρός οι διανοούμενοί μας, μιμούμενοι τον κ. Παρορίτην, να παύσουν να υμνούν τους «τρούλους της Αγίας Σοφίας» και τας «πολεμικάς δάφνας» και «τρόπαια». Οι σακάτηδες, τα θύματα του πολέμου που αύριο με το μετάλλιο της ανδρείας στα στήθη θα ζητιανεύουν για να ζήσουν, γιατί θα ’ναι ανίκανοι να δουλέψουν, πρέπει να ξυπνήσουν και όλους τους εκ του ζεστού δωματίου των νοσταλγούς των «ηρωικών» μαχών και των «πολεμικών» θουρίων»5. 4
Στο ίδιο. Ο Γήταυρος είχε αρχικά δημοσιευτεί σε συνέχειες στον Νουμά το 1908. 5 Στο ίδιο. Παρόμοιες εκφράσεις για τους «σακάτηδες» χρησιμοποίησε πέντε μέρες αργότερα ο Λασκαρίδης στο ενυπόγραφο άρθρο του «Στους νέους» (εδώ, σελ. 297). Και στο σύντομο αυτό σημείωμα και σε άλλο ενυπόγραφο (στην εφημ. Χρονικά), ο Λασκαρίδης δεν λυπάται επαίνους για τον Παρορίτη. Αντίθετα, ο Παρορίτης δεν δείχνει να τρέφει τα ίδια αισθήματα. Στη νεκρολογία του περιορίζεται να αναφέρει ότι τα διηγήματα του Λ. «δεν ήταν από τα συνηθισμένα», ενώ σε άρθρο του για την πολεμική λογοτεχνία στην Ελλάδα (που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γράμματα) ελάχιστα πράγματα άξια λόγου βρίσκει να αναφέρει και κάνει λόγο για «κάποια διηγηματάκια σκορπισμένα δω και κει».
316
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«ΠΟΙΗΣΗ. Ο φίλος ποιητής κ. Κώστας Βελμύρας, γνωστός για την αριστοτεχνική μετάφραση του Σαμέν, τελειώνει κατ’ αυτάς μεγάλο του ποίημα, αντιστρατιωτικό»1. «ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ. Έχομε υπ’ όψει μας τρία διηγήματα του νεαρού λογογράφου κ. Ν. Χρηστίδη που μας δίδουν πολλές ελπίδες για τη μελλοντική αρτιότερη εξέλιξή του. Έχουν πολλή παρατήρηση, κάποιο συγκρατημένο λυρισμό και φράση αρκετά κομψή. Το ‘Ένας άνθρωπος’ καλύτερο από τ’ άλλα δείχνει περισσότερο την ψυχική διάθεσή του και το είδος που μπορεί να καλλιεργήσει ο κ. Ν. Χρηστίδης με ελπίδες πολλής επιτυχίας»2. «ΤΑ ΓΥΜΝΑ. Με τον τίτλο αυτόν εξεδόθη νέα ποιητική συλλογή του κ. Ά. Δόξα. Η γυμνότης του τίτλου δικαιολογεί την γυμνότητα του περιεχομένου. Ο κ. Δόξας μαθητής του Καβάφη προσπαθεί να προσαρμόσει την λυρική του διάθεση με την καθημερινότητα της ζωής, πράγμα που προϋποθέτει για να επιτύχει πολύ δυνατό ταλέντο»3. «ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ. Χτες βράδυ εις κύκλο λογίων ο ποιητής κ. Λ. Κουκούλας εδιάβασε ένα αριστουργηματάκι του με τον τίτλο ‘Είχα ένα σύντροφο’. Οι 1
Στο ίδιο. Ο Βελμύρας είχε γράψει τον πρόλογο στο χαμένο μυθιστόρημα του Λασκαρίδη «Ως το μεγάλο φως». 2 Ρ. 25.12.1920. Σίγουρα του Λασκαρίδη. Ο Νάσος Χρηστίδης συνδεόταν φιλικά με τον Λασκαρίδη και έγραψε νεκρολογία του στο περιοδικό Μούσα (βλ. σελ. 348). 3 Ρ. 27.12.1920. Σπάνιο δείγμα αρνητικής κριτικής, σχεδόν σίγουρα από τον Λασκαρίδη.
Το φονικό μοιραίο βόλι
317
παρευρεθέντες ανεπιφυλάκτως εξέφρασαν τον θαυμασμόν των δια την δύναμιν και το αίσθημα του ποιητού»4. «ΜΟΥΣΑ. Έχουμε υπ’ όψιν τα 6 μέχρι σήμερον εκδοθέντα τεύχη του περιοδικού «Μούσα», για τα οποία δεν μπορούμε παρά να εκφράσομε αληθινά συγχαρητήρια στους εκδότας του, τόσο για το εκλεκτό περιεχόμενό των, όσο και για την αρτία εμφάνισή των. Η «Μούσα» συγκεντρώνει γύρω της όλους τους αληθινά διανοουμένους νέους, των οποίων η καλλιτεχνικοτέρα παραγωγή καθρεπτίζεται στις σελίδες της. Από το τελευταίο τεύχος ξεχωρίζουμε ένα ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα, το «Ξεχαρβάλωμα» του Δ. Βουτυρά, τις εκλεκτές μεταφράσεις απ’ το γερμανικό του ποιητού Λ. Κουκούλα, και μία επιστολή του Δανού συγγραφέως Έβαλ προς ένα αλήτη. Το μόνο σημείο που θα θέλαμε οι εκδότες της «Μούσης» να φανούν κάπως αυστηρότεροι είναι να περιορίσουν την ξενοπληξία του συνεργάτου των κ. Κ. Παράσχου, του οποίου τα «Εσσέ» και τα «Μαρτζινάλια» θα έπρεπε να έχουν αλλού θέση»5. «ΜΟΥΣΑ. Εξεδόθη το 7ο φύλλο της «Μούσης», του μοναδικού φιλολογικού περιοδικού που συγκεντρώνει την δημιουργική προσπάθεια όλων των νέων πεζο4
Ρ. 28.12.1920. Προφανώς αυτό έγινε κατά τη συνεδρίαση των μελών της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς, όπου Κουκούλας και Λασκαρίδης εκλέχτηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο. 5 Ρ. 3.1.1921. Πρώτη αναφορά στο περιοδικό «Μούσα» συνεργάτης του οποίου έμελλε να γίνει ο Λασκαρίδης. Παρότι ο Κ. Παράσχος ήταν μαζί με τον Λασκαρίδη στην Καλλιτεχνική Συντροφιά, δεν αποφεύγει την κριτική.
318
Θεόδωρος Λασκαρίδης
γράφων και ποιητών μας. Απ’ τα περιεχόμενα του τεύχους ξεχωρίζουμε την μεγαλόπνοη «Ωδή σε μια νεκρή» του Λ. Κουκούλα, ποιητού που το έργο του έχει πάρει προ πολλού μια ξεχωριστή θέση στα νεοελληνικά γράμματα, την αριστοτεχνική μετάφραση ενός νταντελένιου σονέτου του Σαμέν απ’ τον Βελμύρα, ποιητή με πλούσια λυρική φλέβα, τον «Άντρα της πεθαμένης», μια ζωντανή εικόνα της ζωής, γραμμένη με τρόπο που δείχνει πως ο Χρηστίδης μπήκε στο νόημα της Τέχνης του συγγραφέως τού «Έξω απ’ τον Παράδεισο» του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ο καλύτερος μαθητής και μερικές εκλεκτές μεταφράσεις απ’ τα γερμανικά και τα γαλλικά. Μια έμμετρη προσπάθεια του καβαφόπληκτου κ. Δρίβα κάτι θέλει να πει αλλά δυστυχώς δεν το λέει. Η «Μούσα» πρέπει να υποστηριχθεί απ’ όλους τους νέους που έχουν αηδιάσει απ’ την εκπόρνευση των γραμμάτων και ονειρεύονται να συντελέσουν στο ξανάνθισμα μιας άδολης Τέχνης στην Ελλάδα»1. «ΝΥΧΤΕΣ. Σε κομψό τόμο ο ποιητής κ. Άργης Κόρακας εξέδωσε τα δημοσιευθέντα κατά καιρούς ποιήματά του. Η ποίηση του κ. Κόρακα μη ενθυμίζουσα κανένα σύγχρονον Έλληνα ποιητήν έχει μίαν εξαιρετικήν αβρότητα»2. «ΓΑΡΣΙΝ. «Το κόκκινο λουλούδι». Μεταξύ των άλλων διηγημάτων του τόμου αυτού του μεγάλου 1
Ρ. 1.2.1921. Δεν έχω εντοπίσει τον συγγραφέα τού «Έξω απ’ τον παράδεισο». 2 Ρ. 10.3.1921, στη στήλη «Χωρίς τίτλο», μαζί με αναγγελίες έκδοσης περιοδικών.
Το φονικό μοιραίο βόλι
319
Ρώσου συγγραφέως ξεχωρίζουμε το «Τέσσερες μέρες», φρικιαστικήν περιγραφήν των αθλιοτήτων του πολέμου, του οποίου την ανάγνωσιν συνιστώμεν εις τους εργάτας»3. «Ο ΑΓΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ. Ελάβομεν και ευχαρίστως δημοσιεύομεν την κατωτέρω επιστολήν του λογίου και ποιητού κ. Ν. Λαπαθιώτη. Όταν μέσα εις την κρίσιν που διέρχεται το κίνημά μας εις την Ελλάδα, λόγω της αγρίας τρομοκρατίας των κυβερνώντων και ο κάθε κομμουνιστής απειλείται από την φυλακήν και την εξορίαν, άνθρωποι της σκέψεως αισθάνονται την όρεξιν και το σθένος να συναντήσουν τας τύχας των με την ιδικήν μας· όταν μέσα εις τον πατριωτικόν υστερισμόν που παρασύρει και μέσα εις τον κομματικόν βούρκον που λερώνει, άνθρωποι της σκέψεως ημπορούν να εξαρθούν επάνω από το πάθος, επάνω από τον βούρκον, για να ιδούν την αλήθεια και να την διακηρύξουν, οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι εις τον αγώνα μας. Όσοι άνθρωποι του πνεύματος από τα ίδια εμφορούνται αισθήματα και ιδανικά ας τους μιμηθούν. Ο αγών μας έχει ανάγκην από την ενίσχυσίν των4. Ρ. �������������������������������������������������������� 23.5.1921, στην (όχι μόνιμη) στήλη «Εκδόσεις». Ο Βσέβολοντ Γκαρσίν (1855-1888) έχει μακάβριες ομοιότητες με τον Λασκαρίδη. Τραυματίστηκε στον ρωσοτουρκικό πόλεμο στη Βουλγαρία, έγραψε διηγήματα για τις πολεμικές του εμπειρίες, έπαθε νευρασθένεια από τον πόλεμο και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πέμπτο όροφο. 4 Ρ 13.6.1921. Προτάσσεται σε επιστολή που έστειλε στον Ριζοσπάστη ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, συνοδοιπόρος του ΣΕΚΕ εκείνη την εποχή και γνωστός του Θ. Λασκαρίδη. Στην επιστολή, ο Λαπαθιώτης δηλώνει ότι αισθάνεται τη «σιδηρά ανάγκη» 3
320
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟΝ. Για να μη πάρουν την δόξαν της λύσεως των εθνικών ζητημάτων μόνον οι πολιτικοί, ήρθε και ο νέος επιθεωρησογράφος με την νέαν επιθεώρησίν του που παίζεται τελευταία στο «Θέατρο του Λαού». Ένας ντολμάς που έχει απ’ όλα μέσα, ασυνάρτητα, χωρίς συνοχή, και στο τέλος λύνονται τα ζητήματα με χειροκροτήματα και το «Γιο του αητού». Αλλά εκεί που αξίζει συγχαρητήρια ο γράψας είναι στα λόγια που θέτει στο στόμα του Κεμάλ. Τι πολιτισμένοι άνθρωποι τέλος πάντων! Να μη βασκαθούμε!»1. «ΕΚΔΟΣΕΙΣ. Κατ’ αυτάς κυκλοφορούν τα «Γράμματα» της Αλεξανδρείας με πλουσίαν και ενδιαφέρουσα ύλην και με συνεργάτας τους Αρ. Σίδεριν, Π. Χαλκόν, Κ. Παρορίτην, Μ. Περίδην κτλ. Το περιοδικό αυτό διαρκώς εξελίσσεται προς τας κομμουνιστικάς απόψεις και αναμφιβόλως αποτελεί μια φωτεινή αναλαμπή στην σημερινή στασιμότητα και νέκρα της διανοουμένης Ελλάδος. Το συνιστώμεν εις τους συντρόφους μας»2. «Ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ είναι έργο κοινωνικό. Όπως όλα τα έργα του μεγάλου τραγωδού της νεοτέρας εποχής, είναι και ο «Πατέρας» μια εικόνα διαβεβαιώσει τον Ριζοσπάστη ότι ανήκει «στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν». 1 Ρ. 24.6.1921, σύντομη θεατρική κριτική κάτω από τη στήλη «Θεάματα». Μπορεί και να μην είναι του Λασκαρίδη. 2 Ρ. 8.8.1921. Πρόκειται για το τεύχος στο οποίο ο Παρορίτης θεωρεί αμελητέα την ελληνική αντιπολεμική πεζογραφία μιλώντας για «κάτι διηγηματάκια εδώ κι εκεί».
Το φονικό μοιραίο βόλι
321
να δυνατή και ανατριχιαστική εις παραστατικότητα της μιζέριας που δέρνει την σημερινή φτωχή οικογένεια, την οικογένεια του βιοπαλαιστού, επιστήμονος, υπαλλήλου, καλλιτέχνου, μέσα στο αστικό κοινωνικόν μας περιβάλλον. (…) Ο μισογυνισμός του μεγάλου Σκανδιναβού συγγραφέως, το μίσος του δηλαδή κατά της σημερινής γυναίκας, χωρίς ιδανικόν, χωρίς πίστη καμία, του ελαφρόμυαλου και φαντασμένου πλάσματος, που αντί για σύντροφος γίνεται το παράσιτο μέσα στη ζωή του ανδρός, που απομυζά κάθε ικμάδα του και συντρίβει κάθε ιδανικό του, προβάλλει το χαρακτηριστικό συναίσθημα και μέσα στο έργο αυτό. Το έργο μεταφράσθηκε στα 1908 από τον σύντροφο … και παίχθηκε για πρώτη φορά στο θέατρο της Κυβέλης στα 1918»3. «Στο έργον αυτό που είναι μια απλή ιστορία ζωγραφίζονται με δυνατές γραμμές οι σάπιες βάσεις της σημερινής αστικής κοινωνίας και προ παντός του θεσμού του αστικού γάμου. Το βιβλίον διαβάζεται με ευχαρίστηση αν και η μετάφρασίς του φαίνεται πολύ βιαστική και πρόχειρος»4. Ρ. ��������������������������������������������������������� 6.10.1921. Απόσπασμα από σύντομη κριτική θεάτρου. Αξιοπερίεργο είναι ότι η ίδια κριτική, κάπως εκτενέστερη και με κάποιες λέξεις αλλαγμένες, δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα ενυπόγραφη και στα Χρονικά, όπου ο Λασκαρίδης ήταν αρχισυντάκτης. Τη μετάφραση του έργου του Στρίντμπεργκ την έχει κάνει ο Πετσόπουλος, που το όνομά του αναφέρεται στην κριτική των Χρονικών αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο έχει παραλειφθεί εδώ και στη θέση του έχουν τυπωθεί αποσιωπητικά! 4 Ρ 9.10.1921. Απόσπασμα αναγγελίας της έκδοσης του «Ο αιώνιος σύζυγος» του Ντοστογιέφσκι. 3
322
Θεόδωρος Λασκαρίδης
«ΝΟΥΜΑΣ. Ο «Νουμάς» αρχίζει μίαν νέαν περίοδον καθαρώς φιλολογικήν. Εις το πρώτον τεύχος του που εξεδόθη δημοσιεύεται και ένα κομμάτι από το σοσιαλιστικό ρομάντζο του Κώστα Παρορίτη ‘Ο κόκκινος τράγος’»1. «ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΙΣ. Μεταξύ των λογίων που κάνουν την καθημερινή φιλολογία των εφημερίδων εις την στήλην των χρονογραφημάτων μοναδικήν και ανταξίαν του συγγραφέως εξαίρεσιν αποτελεί η στάσις του κ. Σπ. Μελά εις την συνεργασίαν του εις τον «Ελεύθερον Τύπον» και τα «Χρονικά». Ένα μάλιστα χρονογράφημά του εις τον «Ελεύθερον Τύπον» δίδει μίαν γενναίαν ψυχρολουσίαν εις τα ιδεώδη της αστικής κοινωνίας, εν ονόματι των οποίων καταπιέζει τους εργάτας. Λυπούμεθα διότι δεν μπορούμε να τα μεταφέρουμε ολόκληρα εις τον «Ριζοσπάστη». Αλλ’ ακόμη περισσότερο λυπούμεθα διότι γράφονται εκεί που τα διαβάζομεν. Ο κ. Μελάς υπήρξε πάντοτε ο άνθρωπος της πρωτοτυπίας. Ένα βήμα ακόμη, και ασφαλώς θα κάμει την μεγαλυτέραν και υψηλοτέραν πρωτοτυπίαν ως λόγιος και ως άνθρωπος»2. «ΕΚΔΟΣΕΙΣ. Το εκδοτικόν κατάστημα του κ. Γ. Βασιλείου εξέδωκεν και εκυκλοφόρησεν τον «Κόκκινον κρίνον», ένα από τα ονομαστότερα και Ρ 23.10.1921. Ρ 17.11.1921, στα πρωτοσέλιδα σχόλια («Από την άποψίν μας»). Μάλλον είναι του Λασκαρίδη. Πάντως, ο Ριζοσπάστης είχε άλλοτε επικρίνει τον Μελά· ο οποίος, ξεκινώντας από σοσιαλιστής κατέληξε στις επόμενες δεκαετίες στο άκρο δεξιό του φάσματος. 1 2
Το φονικό μοιραίο βόλι
323
καλύτερα έργα του Ανατόλ Φρανς κατά μετάφρασιν αριστοτεχνικήν του Λ. Παυλίδη»3. Παρουσιάσαμε μια επιλογή από τα ειδησάρια του Ριζοσπάστη που παρακολουθούν την πνευματική κίνηση των χρόνων 192021 και τα οποία άλλα με απόλυτη σιγουριά και άλλα με μεγάλη πιθανότητα έχουν γραφτεί από τον Θεόδωρο Λασκαρίδη. Θα προσέξει κανείς ότι πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά το γόνιμο δίμηνο Δεκεμβρίου 1920 – Ιανουαρίου 1921. Δεν παραθέσαμε τις ξερές αναγγελίες εκδόσεων, μόνο εκείνες που είχαν και κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον. Μερικά από τα θέματα που επανέρχονται είναι η καταγγελία της εγχώριας πνευματικής στασιμότητας και της εκπόρνευσης της τέχνης, η προβολή των προσπαθειών των νέων λογοτεχνών, καθώς και των φιλικών περιοδικών. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης παίρνει μια ιδέα για την πνευματική κίνηση της εποχής εκείνης.
Ρ 19.12.1921. Πιθανόν του Λασκαρίδη. Δημοσιεύτηκε το πρωί της μέρας που αυτοκτόνησε. 3
μέρος ε΄ Το μοιραίο βόλι
Στην ενότητα αυτή περιγράφεται η αυτοκτονία του Θ. Λασκαρίδη και παρατίθενται οι νεκρολογίες που δημοσιεύτηκαν στα έντυπα της εποχής, καθώς και κάποιες μεταγενέστερες μαρτυρίες για τον Λασκαρίδη.
Η αυτοκτονία του Θ. Λασκαρίδη
Στις 19 Δεκεμβρίου 1921, το βράδυ, ο αρχισυντάκτης των Χρονικών και συντάκτης του Ριζοσπάστη Θεόδωρος Λασκαρίδης, 26 χρονών, αυτοπυροβολήθηκε με περίστροφο στον κρόταφο. Πέθανε την επόμενη μέρα, στο Δημοτικό Νοσοκομείο1. Τα περιστατικά της αυτοκτονίας του δεν είναι από τα συνηθισμένα. Αντί να τα διηγηθώ εγώ, παραθέτω αυτούσιο το ρεπορτάζ της Καθημερινής (21.12.1921).
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΟΥ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ Ήτο νευρασθενικός – Η τρίτη απόπειρα – Μία φιάλη κονιάκ κενούται – Δραματικαί σκηναί εις δημοσιογραφικόν γραφείον – Το όπλον εις τον κρόταφον. Ο ΜΟΙΡΑΙΟΣ ΦΙΛΟΣ Εις το Πολιτικόν Νοσοκομείον αφήκε την τελευταίαν του πνοήν χθες περί την μεσημβρίαν ο κατά την προχθεσινήν νύκτα αποπειραθείς αυτοκτονίαν Θεόδ. Λασκαρίδης εκ των αρχισυντακτών των «Χρονικών». Λεγόταν επίσης και Πολιτικό Νοσοκομείο (όπως στο ρεπορτάζ της Καθημερινής αμέσως πιο κάτω). Σήμερα έχει μετατραπεί στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων και στο Θεατρικό Μουσείο, στην οδό Ακαδημίας. 1
[ 327 ]
328
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Η είδησις κατελύπησε και κατετάραξε τον δημοσιογραφικόν κόσμον, αλλ’ ουδένα εξέπληξε. Ο Λασκαρίδης και εις τας ευθυμοτέρας του στιγμάς, την αυτοκτονίαν εσκέπτετο· – Ωχ! αδερφέ, έλεγε, πότε να πετάξω τα μυαλά μου στον αέρα, να ησυχάσω!... Και εν τούτοις ήτο νεότατος, συμπαθεστάτης φυσιογνωμίας μόλις 26 ετών, πολυμαθέστατος, γλωσσομαθής, εργατικότατος, με όλα τα εφόδια δηλαδή επικρατήσεως εις την ζωήν. Δεν είχε κανένα ατυχή έρωτα, ούτε καμία αποτυχία τον είχε αποθαρρύνει. Ήτο όμως νευρασθενικός και επομένως τα είχε όλα. Εις το μέτωπόν του, υπήρχε μία βαθεία ουλή. Την είχε χαράξει μία άλλη σφαίρα την οποίαν προ καιρού είχε φυτέψει εις το κεφάλι του. Άλλοτε, εις την Κωνσταντινούπολιν, είχε ριφθεί από το τρίτον πάτωμα μιας οικίας και δεν επολτοποιήθη εις το λιθόστρωτον διότι έτυχε κατά την πτώσιν του να μπλεχθεί εις κάτι σχοινιά.
*** Προχθές περί την 8ην νυκτερινήν ώραν, μετέβη εις τα γραφεία των «Χρονικών». Αν και δεν ήτο ώρα εργασίας, η μετάβασίς του δεν παρεξένευσε κανένα διότι σχεδόν κάθε βράδυ μετέβαινεν εις το γραφείον του. Εζήτησε από τον κλητήρα του γραφείου ένα ποτήρι νερό το οποίον ούτος το έστειλε με το 12ετές κοριτσάκι του. Μετ’ ολίγον ο Λασκαρίδης έχυνε το νερό και εγέμιζε το ποτήρι με κονιάκ, από μίαν φιάλην την οποίαν είχε φέρει μαζί του. Είχε αδειάσει τα δύο τρίτα της φιάλης, όταν εισήλθε εις το γραφείον του ο κλητήρ. Τον εύρε έξαλλον.
Το φονικό μοιραίο βόλι
329
– Μπαρμπα-Γιώργη, του λέγει, πιε και συ κονιάκ! – Δεν θέλω κ. Λασκαρίδη, διότι μόλις έφαγα και θα με πειράξει, απήντησεν εκείνος. – Πιε σου λέω, γιατί αλλιώς.. Και συγχρόνως, στηρίζει εις τον κρόταφον το περίστροφον το οποίον είχε κρύψει κάτω από μίαν εφημερίδα εις το γραφείον. – Θα πιω αφού το θέλετε… Ο Λασκαρίδης κατεβίβασε το περίστροφον, χωρίς όμως και να το αφήσει από τας χείρας του. Ο κλητήρ έπιε το προσφερθέν κονιάκ και παρετήρει με τρόμον τον ατυχή συνάδελφον. – Από αύριον δεν θα με ξαναβλέπεις πια στο γραφείον, μπαρμπα-Γιώργη, του λέγει με κάποιαν συγκίνησιν. – Γιατί, κ. Λασκαρίδη; – Δεν θα υπάρχω… – Μη λέτε τέτοια λόγια, διέκοψεν ο κλητήρ του γραφείου. Είσθε τόσο νέος κι έχετε τόσο καλή θέση. Τι άλλο θέλετε; Τι σας λείπει; Ο Λασκαρίδης έβαλε και ήπιε και άλλο κονιάκ. – Μπαρμπα-Γιώργη, κάτι σου χρωστάω από καφέδες… Πάρε ένα εικοσιπεντάρικο, λέγει εις τον κλητήρα. Αλλά ως να ήλλαξε αμέσως ιδέαν τού λέγει· – Όχι. Καλύτερα να σου δώσω μία σημείωσι να πάρεις περισσότερα από το ταμείο… Και εναποθέσας το περίστροφον εις το γραφείον, ήρχισε να γράφει την σημείωσιν προς τον ταμίαν της εφημερίδος.
*** Ο γηραιός κλητήρ, όστις εγνώριζε την τάσιν προς αυτοκτονίαν τού Λασκαρίδη, εις στιγμήν που αυτός είχε προ-
330
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σηλωθεί εις την διατύπωσιν του σημειώματος, με μίαν ταχείαν κίνησιν ήρπασε το περίστροφον από το γραφείον. Ο Λασκαρίδης ηγέρθη έξαλλος. – Δος μου το πιστόλι, λέγει προς τον κλητήρα έτοιμος να ορμήσει εναντίον του. – Όχι. Το πιστόλι δεν θα σας το δώσω. – Δος μου το γιατί θα πέσω από το παράθυρο… Ο κλητήρ, διπλάσιος εις όγκον του ατυχούς δημοσιογράφου, είχε απόφασιν να μην υποχωρήσει με κανένα τρόπον. Έδωκε εις την θυγατέρα του το περίστροφον και αυτός παρέμεινε πλησίον του, να τον επιτηρεί καθόσον ευρίσκετο εις τοιαύτην έξαλλον κατάστασιν ώστε δεν θα εδυσκολεύετο να πραγματοποιήσει την απειλήν του, πηδών από το παράθυρον. Την στιγμήν εκείνην ανήρχετο την κλίμακα του γραφείου ο νεαρός φοιτητής και φίλος του Λασκαρίδη κ. Βεργόπουλος. – Πες του να μου δώσει το πιστόλι! εκραύγασε προς τον φίλον του μόλις τον αντίκρισε. Ο κλητήρ ανεκοίνωσεν ιδιαιτέρως εις τον κ. Βεργόπουλον τα προ ολίγου διατρέξαντα. – Τι είν’ αυτά που θέλεις να κάνεις; του λέγει επιτιμητικώς εκείνος. – Τίποτα δεν θέλω να κάνω. Θέλω το πιστόλι μου. – Με βεβαιείς ότι δεν σκέπτεσαι κανένα κακό; – Έχεις το λόγο της τιμής μου… – Δος του το πιστόλι! λέγει ο κ. Βεργόπουλος προς τον κλητήρα. – Εγώ δεν το δίδω στον ίδιο, απήντησεν ο κλητήρ. Πάρτο και δος του το συ! Και ο κλητήρ ενεχείρησε το περίστροφον εις τον κ. Βεργόπουλον όστις το παρέδωκε εις τον Λασκαρίδην. Δεν παρήλθον ούτε δευτερόλεπτα. Ο Λασκαρίδης, όρθιος, όπως ήτο εις το γραφείον του, έστρεψε το πρόσω-
Το φονικό μοιραίο βόλι
331
πον προς τον τοίχον, στήριξε το περίστροφον εις τον κρόταφον και ακαριαίως πυροβόλησε. Εκείνο το οποίον επεζήτει διαρκώς ο ατυχής συνάδελφος, το επραγματοποίησε τέλος… (Καθημερινή 21.12.1921)
Ο ρεπόρτερ
Ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος. Τα λακωνικά ρεπορτάζ των εφημερίδων της επόμενης μέρας χαρακτηρίζουν όλα την κατάσταση του αυτόχειρα «κρισιμωτάτην». Περισσότερες λεπτομέρειες δίνει μία μόνο εφημερίδα (Εφημερίς, 20.12.21) που γράφει ότι επρόκειτο να εξαχθεί η σφαίρα η «ενσφηνωθείσα εις τον εγκέφαλον άνωθεν του οφθαλμού». Την επόμενη ημέρα έγινε η κηδεία. Όμως, ο Λασκαρίδης άφησε και γραφτά πίσω του. Οι επιστολές που βρέθηκαν στο γραφείο του (προς τους συγγενείς, τους φίλους του και προς τη διεύθυνση των Χρονικών) μαζί με τη διαθήκη του δεν δημοσιεύτηκαν και πρέπει να θεωρούνται χαμένες, αλλά έχουμε το αποχαιρετιστήριο σημείωμα που κουβαλούσε πάντοτε πάνω του και ένα πεζοτράγουδο προς την άγνωστη αγαπημένη του (αναδημοσιεύω από την εφημ. Πατρίς, 20.12.1921).
Στους φίλους μου, τους γνωρίμους και τας Αρχάς του Ελληνικού Κράτους. Αηδιασμένος από την καθημερινότητα της ζωής και μη βρίσκοντας τίποτα θέλγοντάς με, να μου χαρίζει την δύναμη να αντιπαλαίω στας εναντιότητας, που συνεχώς προβάλλουν σε κάθε απόπειρά μου απολυ-
332
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τρωτική, μόνο στην τελεία μάθηση –στο σπάσιμο των γήινων δεσμών– νομίζω πως θα βρω την αρμονία της γαλήνης. Απ’ το δοκίμασμα των ωραιοτήτων της ζωής, την εκπλήρωση των προσκαίρων πόθων, το αντίκρυσμα των ηδονών όλων, που μπορεί να ζητήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη, που και άλλοτε δοκίμασε να πεθάνει, δεν μου έμεινε παρά μόνο μια γεύση στα χείλη πικρή. Με την βεβαιότητα πως η ζωή είναι για τους ισχυρούς, τους άρτιους και τους ωραίους, τερματίζω την ζωή μιας ύπαρξης εφθαρμένης, δίδοντας τόπο σ’ αυτούς που νοιώθω πίσω μου να ’ρχονται με τον ανώτερο δημιουργικό πόθο στη σκέψη και ζητώντας παρντόν από όσους η πράξη μου αυτή –η μόνη πράξη της ζωής μου– θα ταράξει για λίγες στιγμές.
Θ. Λασκαρίδης
*** Το αποχαιρετιστήριο στην άγνωστη έχει ως εξής:
«… Δέρνει η βροχή τα τζάμια του παραθυριού μου Όλα τα ξέρω με μπουχτίζει η γνώσι…» Γ. Καμπύσης Κι αύριο σαν θα ’ρθεις τη θέση μου θα δεις κενή. Τ’ ωραίο το κεφαλάκι σου που πρόσμενε βελούδινα χαϊδέματα δαχτύλων θα μείνει πάντα με τον πόθο ατελείωτο της πρόσκαιρης χαράς, όπου δεν ζούμε… Το χείλο σου που πόθησε το φίλημα της πιο αγνής και ατελείωτης λατρείας ως σαν από πείσμα μόνο πά-
Το φονικό μοιραίο βόλι
333
ντα κλείστηκε, χωρίς να μου πει το μέγα μυστικό… μάταια θα καρτεράει χλομιάζοντας να νοιώσει τον υπέργειο σπασμό. Τα μάτια σου λουσμένα με υπέροχη μιαν λάμψη ιερής αθανασίας. Του κάκου θα ζητάν να ξαναζήσουνε την τραγική μορφή του πεθαμένου που πλάι σου εδιάβηκε ένα σούσουρο σκορπώντας την ομίχλη της ανίας… Και τ’ αύριο σαν έρθει ολομόναχος θα νοιώσει την πικρή τη συμφορά… Τότε θα κλάψεις γιατί έκαμες οι σπίνοι να σου φύγουν απ’ τα χέρια και οι αρχαίες οι πλάκες να γκρεμίσανε ενώ μέσα τους ανθούσε η ομορφιά…
Θ. Λασκαρίδης
*** Κανονικά, μια αυτοκτονία με τόσο περιπετειώδη τρόπο θα απασχολούσε περισσότερο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Όμως, η χριστουγεννιάτικη περίοδος δεν ήταν ευνοϊκή αλλά και, το σημαντικότερο, την αμέσως επόμενη μέρα, στις 22 Δεκεμβρίου, ένα τρομερό δυστύχημα, η έκρηξη στο αντιτορπιλλικό Λέων στο λιμάνι του Πειραιά, με 18 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, εύλογα μονοπώλησε το ενδιαφέρον. Εκτενείς νεκρολογίες για τον Λασκαρίδη έγραψαν οι δυο εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν (Χρονικά και Ριζοσπάστης), ενώ του αφιέρωσαν χρονογραφήματα οι Γ. Φτέρης, Κ. Παρορίτης και Σπ. Μελάς αντίστοιχα στα Χρονικά, στον Ριζοσπάστη και στον Ελεύθερο Τύπο. Όλες δημοσιεύονται στις επόμενες σελίδες. Κατά τα άλλα, ειδικά επειδή δεν είχε συγγενείς στην Αθήνα, ξεχάστηκε γρήγορα.
Θ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ Απέθανε χθες, τερματίσας την ζωήν του με μίαν σφαίραν περιστρόφου, ο τέως αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» και προσφιλής μας συνεργάτης και σύντροφος Θ. Λασκαρίδης. Ο «Ριζοσπάστης» αναγγέλλων με βαθυτάτην θλίψιν το σκληρόν γεγονός εις τους αναγνώστας, τους φίλους και τους συναγωνιστάς του, καλεί όλους όσοι εγνώρισαν τον αγαπητόν του νεκρόν και τιμούν την μνήμην του, να παρακολουθήσουν την κηδείαν του, σήμερον 3 μ.μ. εις τον ναόν του Α΄ Νεκροταφείου. Το Τμήμα Αθηνών του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, του οποίου ο αποθανών ήτο μέλος, καλεί τα μέλη του να παρακολουθήσουν την κηδείαν του αλησμόνητου συντρόφου μας. Την Κεντρικήν Επιτροπήν του Κόμματος θα αντιπροσωπεύσει εις την κηδείαν ο Γραμματεύς αυτής σ. Ι. Κορδάτος.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ Ήτο μόλις 26 ετών. Κατήγετο από την Βουλγαρίαν, όπου διαμένει η εύπορος οικογένειά του. Εσπούδαζεν εις την Κων/πολιν, όποθεν τον ανήρπασεν ο πόλεμος και τον έφερε βούλγαρον στρατιώτην εις το μακεδονικόν μέτωπον. Μέσα εις τον πανικόν της μάχης του Καϊμάκ-Τσαλάν κατόρθωσε να λιποτακτήσει προς τους Σέρβους, από τα βασανιστήρια των οποίων απηλλάγη δραπετεύσας από το στρατόπεδον αιχμαλώτων της Μπανίτσης. Ήλθε εις τον «Ριζοσπάστην» κατά το 1918, όπου τάχιστα κατέλαβε την θέσιν του αρχισυντάκτου, την οποίαν και διετήρησε μέχρι του τελευταίου Ιουνίου. Τα τριάμισι έτη της ζωής του εις τον «Ριζοσπάστην» υπήρξαν έτη ακαταπονήτου [ 335 ]
336
Θεόδωρος Λασκαρίδης
και ευσυνειδήτου εργασίας και τυφλής αφοσιώσεως εις την εξυπηρέτησιν της ιδεολογίας, που ήτο και η ιδική του. Εις τας σκληράς περιπετείας του «Ριζοσπάστη», λόγω των διαρκών καταδιώξεων, υπήρξε η ψυχή του φύλλου και το στήριγμά του. Προ δύο ετών έγινε μέλος του Τμήματος Αθηνών του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Η πολεμική περιπέτεια είχε συνταράξει το νευρικόν του σύστημα. Στιγμαί μαύρης μελαγχολίας και απαισιοδοξίας εσκίαζον από καιρού εις καιρόν την γαλήνιον και ισορροπημένην ζωήν του. Τον Μάιον του 1919 απεπειράθη και πάλιν να αυτοκτονήσει, χωρίς καμίαν προηγουμένην αφορμήν. Με χαρακτηριστικήν ψυχραιμίαν εφύτευσε και τότε μίαν σφαίραν περιστρόφου εις τον κρόταφόν του. Εσώθη την φοράν εκείνην ως εκ θαύματος. Αλλά η υγεία του εκλονίσθη έκτοτε σοβαρώς. Μη αντέχων πλέον εις την νυκτερινήν εργασίαν της πρωινής εφημερίδος, ηναγκάσθη να ζητήσει εργασίαν αλλού. Ειργάσθη επ’ ολίγον εις την «Πρωτεύουσα» ως αρχισυντάκτης και κατόπιν προσελήφθη ως αρχισυντάκτης εις τα απογευματινά «Χρονικά» όπου εξετιμάτο και ηγαπάτο από όλους και όπου ειργάζετο ήρεμα και κανονικά μέχρι του προχθεσινού τραγικού τέλους. Αναγκασμένος να μισθώνει την εργασίαν του εις εφημερίδας ξένας προς την ιδεολογία του, έμεινε πάντοτε πιστός εις αυτήν, εκτελών τακτικά τας απέναντι του Κόμματος υποχρεώσεις του και μη δεχθείς ποτέ να εμφανίσει επισήμως το όνομά του ως αρχισυντάκτου αστικής εφημερίδας. Ο αποθανών αφήνει μίαν πολύ ενδιαφέρουσαν φιλολογικήν εργασίαν. Εμπνευσμένος από τας πολεμικάς εντυπώσεις του, έγραψε πέρυσι διά τον «Ριζοσπάστην» μίαν σειράν διηγημάτων αντιμιλιταριστικών, των οποίων η δημοσίευσις επροκάλεσε την γενικήν προσοχήν και
Το φονικό μοιραίο βόλι
337
η φιλολογική αξία των οποίων ανεγνωρίσθη από όλους τους φιλολογικούς μας κύκλους. Την έκδοσίν των δε εις βιβλίον, την οποίαν δεν επρόφθασε να πραγματοποιήσει ο ίδιος, θέλουν επιμεληθεί και πραγματοποιήσει συντόμως οι εν τω «Ριζοσπάστη» φίλοι του. Ευγενικός, τίμιος, γενναίος, ευσυνείδητος, ηγαπάτο και εξετιμάτο από όλους όσοι τον εγνώρισαν και αφήνει τας αρίστας, παντού όπου ειργάσθη, εντυπώσεις. Εκείνοι που τον εγνώρισαν, προσφιλή και ανεκτίμητον συνεργάτην και πιστόν συναγωνιστήν, πενθούν τον σκληρόν και πρόωρον θάνατόν του. Γ. Μ. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη την Τρίτη 21.12.1921. Δεν μπόρεσα να βρω ποιος είναι ο Γ.Μ. που υπογράφει. Η έκδοση των διηγημάτων που αναγγέλλεται δεν πραγματοποιήθηκε.
*** Θύμα της εποχής Όταν η ψυχρή λογική μας αναλαμβάνει να κρίνει μια αυτοκτονία, σίγουρα καταντάει αστεία. Έπρεπε να αυτοκτονήσει ο Λασκαρίδης ή δεν έπρεπε; Τι σημασία έχει η παράξενη αυτή ερώτηση που με τόση αφέλεια υποβάλλουμε στον εαυτό μας εμείς οι ζώντες, οι περιλειπόμενοι; Μια αυτοκτονία δεν είναι μια κοινή πράξη, ώστε να μπορεί να μετρηθεί με τη στενή πήχη της τρεχούμενης λογικής. Τη στιγμή που ο Λασκαρίδης ακουμπούσε την κάννη του μπιστολιού του στον κρόταφό του, κάτι ήξερε περισσότερο από μας, κάτι ένιωθε που εμείς είμαστε ανίκανοι να το εκτιμήσουμε. Τι σημασία έχει στην τραγική αυτή περίσταση το λογικό πρέπει; Για να αυτοκτονήσει ο Λασκαρίδης, σημείο
338
Θεόδωρος Λασκαρίδης
πως ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Αν για μας η πράξη του φαίνεται αδικαιολόγητη ή ανόητη, για κείνον αποτελούσε μιαν ανάγκη ακατανίκητη. Πώς να συζητήσουμε μια τέτοια πράξη; Εγώ που κρατώ τη στιγμή αυτή την άθλια αυτή πένα, και ο Λασκαρίδης που κρατούσε το μπιστόλι κολλημένο στον κρόταφό του, είμαστε δύο κόσμοι ολότελα διαφορετικοί. Τα μάτια μας βλέπουνε αλλιώτικα, το μυαλό μας κινείται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Για μας, είναι η ζωή που πρέπει οπωσδήποτε να κρατηθούμε σα στρείδια κολλημένα πάνω σ’ αυτήν, για το Λασκαρίδη ήτανε ο θάνατος, η απολύτρωση. Ελάτε τώρα να συζητήσουμε, να ευφυολογήσουμε, να κριτικάρουμε για να περαστούμε για μεγάλοι φιλόσοφοι. Μα ο Λασκαρίδης είχε νιάτα, θέση, γνωριμίες, σχέσεις, οικονομική ανεξαρτησία. Κι έπειτα; Τόσο λοιπόν μικρή εκτίμηση τρέφουμε για τον υψηλότερο προορισμό του ανθρώπου, ώστε να πιστεύουμε πως άμα ο άνθρωπος εξασφαλίσει ένα μισθό και μια πρόσκληση σ’ ένα τσάι, δεν έχει πια τίποτε ανώτερο να επιθύμησει; Είχε ο Λασκαρίδης ανώτερες φιλολογικές φιλοδοξίες. Η φιλοδοξία του ήτανε να αναγνωρισθεί για μεγάλος διηγηματογράφος, και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα. Ομολογώ πως μερικά διηγήματα που διάβασα στο «Ριζοσπάστη» με την υπογραφή ενός Βούλγαρου συγγραφέα Σλαβέικοφ δεν ήτανε από τα συνηθισμένα. Υπήρξε, υπάρχει Σλαβέικοφ; Ή ο Λασκαρίδης κρύφτηκε επίτηδες από ένα ξένο όνομα για να παρακολουθήσει πιο άνετα τη φιλολογική κριτική; Αδιάφορο. Είχε φιλοδοξίες, και μάλιστα υψηλές. Έγκλημα; Και το ότι αποφάσισε να πετάξει τα μυαλά του στον αέρα τη στιγμή που πίστεψε πως δεν μπορεί να τις πραγματοποιήσει, είναι αυτό λόγος για να τον ειρωνευθούμε; Αυτός έκανε εκείνο που νόμισε πως είχε υποχρέωση να κάνει. Δε ζήτησε βέβαια με αυτό να ορίσει κανόνα βίου για να είμαστε υποχρεωμένοι να τον μιμηθούμε. Έκανε, έστω, το κέφι του. Εμείς κανένα δικαίω-
Το φονικό μοιραίο βόλι
339
μα δεν έχουμε να ειρωνευθούμε. Καμιά ειρωνεία, κανείς χαρακτηρισμός. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να ρυθμίζει τη ζωή και το θάνατό του όπως αυτός βούλεται. Ούτε μπορεί κανείς να μας κανονίσει με ξερούς κανόνες λογικής τον τρόπο και την ώρα που εμείς θα νομίσουμε πως μας επιβάλλει να αποχωρήσουμε από τη ζωή. Όπως δεν μπορείς να μου κανονίσεις την ώρα που πρέπει να κοιμηθώ, έτσι δεν δικαιούσαι να μου υποδείξεις ούτε το χρόνο ούτε το δρόμο που θα με οδηγήσει προς την άλλη ζωή. Το πρόβλημα του θανάτου δεν επιδέχεται μία και μόνη λύση. Ο καθένας εφαρμόζει τη λύση που προτιμά. Και ο Λασκαρίδης εφάρμοσε τη δική του λύση. Τι σημασία έχουν οι μέθοδοι που όλες οδηγούνε εις το αυτό εξαγόμενο; Κείνο που μου κάνει εμένα εντύπωση είναι άλλο. Είναι η αηδία του Λασκαρίδη. Η αηδία που μας βεβαιώνει στο στερνό του γράμμα, η αηδία η ακατάσχετη που αισθάνεται για τη ζωή. Ποια τάχα να εννοούσε; Τη ζωή απόλυτα δε φαντάζομαι, αλλά τη σημερινή αστική ζωή. Είναι το ίδιο αίσθημα που δοκιμάζουμε όλοι εμείς, αδιάφορο αν δεν έχουμε το κουράγιο, ή εάν δεν το νομίζουμε σκόπιμο να οργώσουμε τον ταλαίπωρο εγκέφαλό μας με σφαίρες Μπράουνιγκ. Το βέβαιο είναι αυτό. Η σημερινή αστική ζωή εμπνέει αληθινή αηδία. Όπου και να στρέψει κανείς, το ίδιο συναίσθημα, μιας αποπνιχτικής αηδίας, νιώθει να του γιομίζει την ψυχή. Κι εδώ είναι η διαφορά. Ο ένας καταπίνει την αηδία του, ο άλλος αποφασίζει να παλέψει για να κάνει τη ζωή του ωραιότερη, ο άλλος, που είναι ο Λασκαρίδης, φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του και φεύγει με το πικρό φαρμάκι της απογοήτευσης στα χείλη. Εκεί κατάντησε ο αστικός πολιτισμός. Έκανε τη ζωή μας άσχημη και άρρωστη. Χάσαμε την ισορροπία και τη γαλήνη της ψυχής μας. Ο αγώνας της ζωής, η δίψα της επικράτησης, μας έκανε όλους νευρασθενικούς. Ένα κακό πνεύμα που δεν το γνώρισε άλλοτε ο κόσμος πλανάται από πάνω μας και φοβερί-
340
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ζει αδιάκοπα το φτωχό μας μυαλό. Πρέπει να ξαναβρούμε τη γαλήνη της ψυχής μας, την ισορροπία μας, τα νεύρα μας. Μα για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα η ζωή να μπει αναγκαστικά σ’ έναν αλλιώτικο δρόμο. Τότε, άμα γίνει αυτό, ο καθένας μας θα ξέρει το δρόμο που έχει να βαδίσει και η δίψα των ανικανοποίητων ιδανικών δεν θα του καίει τα σωθικά. Η αποκατάσταση των νεύρων μας θα ξαναφέρει την ισορροπία του λογικού μας. Τότε δε θα ’χουμε να θρηνούμε τέτοια τραγικά θύματα σαν τον Λασκαρίδη. Και αν διανοούμεθα σήμερα να ζητήσουμε λόγο από κάποιον για το πρόωρο τέλος αυτού του άξιου νέου, αυτός είναι η εποχή μας. Ο Λασκαρίδης είναι το θύμα της άρρωστης εποχής μας. Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη την Πέμπτη 23.12.1921, στην 1η σελίδα. Ο «Σύντροφος» είναι κατά πάσα πιθανότητα ο συγγραφέας Κώστας Παρορίτης.
*** Θ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ
Είς από τους καλυτέρους φίλους μας, ο αρχισυντάκτης των «Χρονικών» Θ. Λασκαρίδης, απεβίωσε σήμερον την μεσημβρίαν. Ψυχή ανήσυχος, βασανισμένη, κατατρυχομένη από πόθους μεγάλους, δεν ημπορούσε να εύρει ούτε στιγμήν ηρεμίας. Όλην του την ζωήν εχαρακτήριζεν η ροπή προς τον θάνατον, εις τον οποίον ήλπιζεν να εύρει την ησυχίαν. Ιδεολόγος, εγκατέλειψε μεγάλην περιουσίαν, διά να αγωνισθεί υπέρ των ιδεών του. Αγαθότατος, γλυκύς, φίλος αφοσιωμένος, ήτο εις όλους αγαπητός. Τα
Το φονικό μοιραίο βόλι
341
«Χρονικά», εις τα οποία αφιερώθη, και διά τα οποία ευρήκε λόγους γεμάτους από αγάπη και όταν είχεν αποφασίσει να τελειώσει με την ζωήν, πενθούν διά τον θάνατον πεφιλημένου συνεργάτου. Νέος, 26 ετών, ο Θ. Λασκαρίδης κατήγετο εκ Βουλγαρίας. Εσπούδασεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Η οικογένειά του είναι πλουσιοτάτη, αλλ’ αυτός δεν ηθέλησε να ζήσει με την ευμάρειαν του πλουσιόπαιδος. Ποτισμένος με νεωτεριστικάς ιδέας εγκατέλειψεν την Βουλγαρίαν, δια να έλθει εις την Ελλάδα και να αγωνισθεί υπέρ των ιδεών τούτων. Εις το γραφείον του Λασκαρίδου ευρέθησαν διάφοροι επιστολαί του, προς συγγενείς, προς φίλους του και προς την διεύθυνσιν των «Χρονικών». Διά των επιστολών αυτών ζητεί συγγνώμην διά την θλίψιν την οποίαν θα προκαλέσει εις τους αγαπώντας αυτόν ο θάνατός του. Επίσης αφήκε διαθήκην, η οποία παρεδόθη εις τας αρχάς. Σοσιαλιστής, ειργάσθη κατ’ αρχάς εις τον «Ριζοσπάστην». Έλαβε μέρος εις τας εργατικάς οργανώσεις και εις τον αγώνα των κατά του Βενιζελισμού, υπέστη δε επί της τυραννίας διωγμούς και εγένετο κατ’ αυτού δολοφονική απόπειρα. Αρθρογραφών συχνά, ήτο σφοδρότατος επικριτής των μεθόδων της τυραννίας, ήτις πολλάκις εζήτησε να τον εκδικηθεί. Ολίγον μετά την έκδοσιν των «Χρονικών», έλαβε μέρος εις την σύνταξιν του φύλλου μας, ως είς των αρχισυντακτών. Ό,τι έγραψε ήτο ζωντανόν, γεμάτον από αγάπην προς τας νέας ιδέας. Είχεν ήδη εγκαταλείψει τας θεωρητικάς ακρότητας και ενδιεφέρετο διά την πραγματικήν ελευθερίαν του ατόμου. Η δημοσιογραφία, η στρατευμένη δημοσιογραφία, τον απησχόλει προ παντός άλλου. Αλλ’ ο Λασκαρίδης ησχολείτο και με την φιλολογίαν, έγραφε δε εις περιοδικά κριτικάς και διηγήματα. Κριτικάς εδημοσίευσε και εις το φύλλον μας.
342
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Νευρικός, συνεχώς ανήσυχος, κατετρύχετο υπό της ιδέας της αυτοκτονίας, επανειλημμένως δ’ επεχείρησε να τερματίσει την ζωήν του. Τελευταίως όμως η ιδέα της αυτοκτονίας τον είχε κυριεύσει. Ως ο ίδιος έλεγεν, έφερε πάντοτε μαζί του μίαν επιστολήν προς τας αρχάς, βεβαιούσαν ότι αυτοκτονεί, διά να μη ενοχοποιηθεί κανείς διά τον θάνατόν του. Δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα των Χρονικών στις 20.12.1921. Να επισημάνω ότι η νεκρολογία αυτή παραλείπει εντελώς τις πολεμικές περιπέτειες του Λασκαρίδη.
*** Καθημερινές εντυπώσεις Το δράμα Εις τα γραφεία των «Χρονικών» εγνωρίσαμε το περασμένο καλοκαίρι ένα νέον, από εκείνους που δεν συναντώνται τακτικά εις τα δημοσιογραφικά γραφεία. Εν τω μέσω των άλλων ημών, οι οποίοι ηρχόμεθα από τόσο μακρυά, σύροντες ο καθένας ως άλυσιν παλαιού καταδίκου των γαλλικών κατέργων, τα δέκα και δεκαπέντε χρόνια της ταλαιπωρημένης δημοσιογραφικής ζωής του, ο νέος αυτός ύψωνεν το ευθύ φυτόν της νεότητός του ως δια να το καμαρώσωμεν. Η κούρασις, το τρομερόν τούτο σύννεφον του δημοσιογραφικού προσώπου, δεν είχεν ακόμη περάσει από τον ολοκάθαρον καθρέφτην του. Έτσι, καθώς εθύμιζε με την φιλαρέσκως κομψήν τάγια του σκίτσο τού Ερουάρ, νεαρόν Παριζιάνον ραντιέρην από εκείνους που πίνουν την ζωήν με μεγάλες κούπες μέσα εις τα φώτα και τα θορυβώδη καμπαρέ των μεγαλοπόλεων, μας έκαμνε την εντύπωσιν επισκέπτου κατά τύχην ευρεθέντος τόσον πρωί εις την κυψέλην της εφημερίδος. Ήτο εν τούτοις ο αρχισυντάκτης της. Και ωνομάζετο Λασκαρίδης.
Το φονικό μοιραίο βόλι
343
Από της ημέρας εκείνης ομολογούμεν ότι είχαμε τον πρώτον υπαινιγμόν διά το χθεσινόν δράμα. Δεν το επιστεύσαμε ποτέ και όμως εις την ατμόσφαιραν του νέου τούτου, έτσι φυτικόν και ακούραστον όπως τον συναντούσαμε κάθε πρωί επάνω εις το γραφείον του, υπήρχε μια ανησυχία. Πού ευρέθη; Ποία μοίρα τον έκλωθε εις το μυστηριώδες αδράχτι της τόσο επίμονα και σιωπηλά; Δεν εστάθη δυνατόν να το εννοήσωμεν. Υποπτευόμεθα ηθοποιίαν ευχαριστημένης νεότητος, την φιλάρεσκον τάσιν ενός πλάσματος ζητούντος ανά πάσαν στιγμήν την ανανέωσιν της συμπαθείας των άλλων, και απειλούντος διά τούτο ότι θα φύγει από την ζωήν. Αλλά εκτός της ανεπαισθήτου ανησυχίας την οποίαν άφηνε μέσα εις τον κύκλον των γνωστών του κάθε φορά που επανήρχετο εις το προσφιλές θέμα, την τραγικήν του απόφασιν, και εις την οποίαν εσυνήθισαν όλοι σιγά-σιγά, τίποτε άλλο δεν έμενε διά να προδώσει ότι κάτω από τα ανυπόμονα φτερά των εικοσιέξη αυτών ακούραστων χρόνων, θερμαίνεται με τόσον υπομονήν η σκέψις του θανάτου. Όταν το βράδυ η συζήτησις ετελείωνεν, ο Λασκαρίδης ωμίλει στη συντροφιά του για πράγματα άλλα, για τα έργα που ετοιμάζει, για τη μουσική και για τη ζωή. Ήτο ως να διέψευδεν όλας τας ανακοινώσεις της δυσαρεσκείας του. Από την ηδονήν του μηδενός, διά την οποίαν του άρεσε να μιλάει, επερνούσε κομψός και βιαστικός εις τα μεγάλα εστιατόρια, οπόθεν πάλιν επεβιβάζετο ως τολμηρός ταξιδιώτης μέσα εις το θορυβώδες πλοίον των μεταμεσονυκτίων ωρών, διά να ξαναγυρίσει την επομένην χορτάτος εις το γραφείον του. Ήτο επόμενον, κατόπιν όλων αυτών, αι υποψίαι μας να εξανεμίζονται καθεμέρα. Εις τα μάτια μας, ο νέος εκείνος των αντιθέσεων, ο οποίος ωνειρεύετο βουλεβάρτα μεγάλων πόλεων, ανάδειξιν εις την φιλολογίαν, περιπετείας μέσα εις την θάλασσαν της ζωής, έπαιρνε την σημασίαν, την τόσον ακίνδυνον, του ονειροπόλου. Έχων φιλοδοξίας
344
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ανωτέρας των πραγματικών του δυνάμεων, ένα ταλέντον το οποίον ακόμη δεν είχεν εκκολαφθεί διά να του χαράξει τον δρόμον του, μίαν ιδιοσυγκρασίαν θερμήν και ορμητικήν, έφθανε να μεταβάλει την ζωήν του εις μυθιστόρημα φιλολογικόν και να δώσει εις τον εαυτόν του τον παρεξηγημένον ρόλον ενός ήρωος της φαντασίας. Το μοιραίον, ή μάλλον η συνέχεια της παρεξηγήσεως αυτής επί της οποίας ύφανε την σύντομον ζωήν του, επήλθε προχθές την νύκτα. Ο Λασκαρίδης, πιστός εις το θλιβερόν ρομάντσο το οποίον είδεν εις την θέσιν της μεγάλης ζωής, ετράβηξε μια σφαίρα εις τον κρόταφον του κυριοτέρου ήρωος και εσκότωσε τον εαυτόν του. Εκεί ψηλά, εις το γαλάζιο φως του αγνώστου που διασχίζει με τα ματωμένα φτερά του, εκεί επάνω που ταξιδεύει τώρα μαζί με τη λυπημένη ενθύμηση εκείνων που τον εγνώρισαν, ας μη μάθει ποτέ ότι αδίκησε τόσο τον εαυτόν του φεύγοντας από τον κόσμον τόσο ενωρίς. ΓΚΡΕΚΟ Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χρονικά στις 21 Δεκεμβρίου 1921, στην πρώτη σελίδα. Ο Γκρέκο, που είχε τη στήλη «Καθημερινές εντυπώσεις», είναι ο μανιάτης Γιώργος Τσιμπιδάρος, που επρόκειτο να έχει λαμπρή λογοτεχνική και δημοσιογραφική σταδιοδρομία και να γίνει γνωστός με το ψευδώνυμο Γιώργος Φτέρης. Παρά το κάπως πατρικό ύφος του χρονογραφήματος, ο Γκρέκο δεν ήταν και τόσο μεγαλύτερος από τον Λασκαρίδη: τέσσερα, το πολύ πέντε χρόνια, αφού είχε γεννηθεί το 1891.
***
Το φονικό μοιραίο βόλι
345
Το σημειωματάριον του Φορτούνιο Θύμα «φιλολογίας» Συνάδελφος, προικισμένος μ’ ένα σωρό προσόντα, νιάτα, υγεία, σπιρτάδα, καλοσύνη, ενεργητικότητα, κι ένα συμπαθητικότατον εξωτερικόν, παρ’ ολίγον αψόγου δανδή, επυροβόλησεν κατά του κροτάφου του και απεσύρθη αιμόφυρτος χθες από την ζωήν. Ο καημένος ο Λασκαρίδης! Μα γιατί λοιπόν; Πολύ φοβούμαι, ότι διά λόγους καθαράς φιλολογίας. Διαβάστε την επιστολήν του. Τι λόγια, λόγια, λόγια!... Εάν πίσω απ’ αυτά δεν ήτο το τραγικόν, το μέγα γεγονός του θανάτου, δεν θα σταματούσαμε ούτε λεπτό μπροστά σε τέτοιες κουταμάρες. Και, αντί να δακρύζουμε αυτή τη στιγμή, θα σηκώναμε ίσως το καμτσίκι. Ομιλεί περί αηδίας από την καθημερινότητα της ζωής ένας νέος, εις τον οποίον, μολαταύτα, η βιοπάλη δεν είχε δείξει ποτέ τους φοβερούς της τραπεζίτας. Ούτε καν τους κοπτήρας. Δι’ αυτόν τα πράγματα εκύλισαν επάνω εις τροχούς από καουτσούκ, ντυμένους, μάλιστα, με μετάξι. Ενώ άλλοι, προσεκτικοί, εργατικοί και ικανοί επίσης, εκέρδιζαν τας επωμίδας εις το πεδίον της μάχης, της καθημερινής προσπαθείας, αυτός ευρέθη μ’ ένα πήδημα εις το τέρμα ενός σταδίου. Πριν γίνει συντάκτης, έγινε αρχισυντάκτης. Πριν μάθει ακόμη να διορθώνει τα δικά του χειρόγραφα, είχεν αρχίσει να διορθώνει των άλλων. Εκέρδιζεν αρκετά, είχεν ώρας πολλάς ιδικάς του, είχε σχέσεις, είχε φιλίας, είχε συμπαθείας. Και δεν αμελούσε διόλου να παίρνει γενναίον το μερίδιόν του από τας τέρψεις, όσας ημπορεί να δώσει, τέλος πάντων, η ζωή εδώ κάτω. Τι άλλο να ήθελε τάχα; Επαναλαμβάνω: Φοβούμαι, ότι πρόκειται περί φιλολογίας. Αυτός ο κλάδος είχεν ανέκαθεν εν Ελλάδι θλιβερότατα και ακατανόητα θύματα. Ποίος ποτέ κατόρθω-
346
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σε να καταλάβει γιατί ακριβώς ηυτοκτόνησεν ο Περικλής Γιαννόπουλος; Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι, αυτός ο θάνατος ομοίαζεν μάλλον με βιβλίον, παρά με πράξιν. Ετοποθέτησεν, υπό το εκπυρσοκροτούν πιστόλιον, ένα τετράστιχον του Πορφύρα, το οποίον ευρέθη επάνω του, όπως βάζουν περίπου υπό την επικεφαλίδα μιας εκδόσεως ένα μότο. Ήτο ένας θάνατος με μότο. Ο Λασκαρίδης έβαλε και αυτός το δικό του. Δυο στίχους του Καμπίση: «Δέρνει η βροχή τα τζάμια του παραθυριού μου Όλα τα ξέρω, με μπουχτίζει η γνώση…» Εντελώς παιδιάστικα λόγια, για να μη τα ειπώ θεατρικά: Ένας νέος ο οποίος μόλις επρόφθασε ν’ αρχίσει να ζει, φαντάζεται ότι έζησεν όλα τα πράγματα, ότι αηδίασεν όλα τα πράγματα, ότι εγνώρισεν όλα τα πράγματα, ότι το ενδιαφέρον της ζωής, ως ενεργείας, ως πράξεως, ως ηδονής, ως πείρας, ως σκέψεως, έχει εξαντληθεί και ότι άλλο δεν μένει από το τραγικόν πήδημα προς την αιωνίαν νύκτα. Τι κακή φιλολογία! Και με τι φρικτάς συνεπείας!... Διότι τα μεν λόγια είναι βεβαίως λόγια ηθοποιών, τα έργα όμως είναι ανθρώπων της πραγματικής ζωής. Ενώ, εις την αυλήν του πολιτικού νοσοκομείου, χθες το πρωί, εκλαίγαμε τον καημένον τον νέον, ένας από την συντροφιάν ερώτησεν αίφνης: -- Εξηγήστε μου, παρακαλώ, πώς αυτός ο άνθρωπος, που ’χε τη δύναμη να βάλει τέσσερες φορές τη ζωή του κάτω –διότι τέσσερες φορές είχεν αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει έως τώρα– δεν είχε μολαταύτα τη δύναμη να ζήσει; Όλοι τον εκοίταξαν επί πολύ άφωνοι. Ήτο μία ερώτησις του ορθού λόγου, ο οποίος εζήτει να εύρει την άκρην. Ως να είχε καμίαν σχέσιν η κοινή και υγιής λογι-
Το φονικό μοιραίο βόλι
347
κή μ’ ένα κόσμον κινούμενον εις τα νέφη της νοσηρότητος και της αρλούμπας! Ο πτωχός νέος! Είχε την δύναμιν να σκοτωθεί τέσσερες φορές, αλλά δεν είχε την δύναμιν να ζήσει διότι εφρόνει –όπως γράφει στην επιστολήν του– ότι προς τούτο απαιτείται ο «ανώτερος δημιουργικός πόθος», ο οποίος του έλειπεν!... Εσκοτώθη διά να κάμει τόπον σ’ αυτούς «που ένοιωθε να ’ρχονται πίσω του» γεμάτοι από αυτόν τον πόθον!... Υπάρχει και ο ελάχιστος κόκκος λογικής εις αυτά όλα; Τι μέρος λόγου είναι αυτός ο ανώτερος δημιουργικός πόθος, τον οποίον όταν δεν έχει κανείς πρέπει ν’ αυτοκτονεί; Είναι το τάλαντον. Πρέπει λοιπόν μετά την ακρόασιν μιας παθητικής σονάτας ή μιας υπερόχου τραγωδίας ή μετά την επίσκεψιν ενός μουσείου ζωγραφικής ή γλυπτικής, οι ακροαταί και θεαταί να πέφτουν αθρόως εις την θάλασσαν και να πνίγονται, διότι δεν αισθάνονται μέσα των να πάλλεται ο ανώτερος δημιουργικός πόθος, ο οποίος εγέννησεν αυτά τα έργα; Θα ήτο μία παράλογος, μία τερατώδης διαμαρτυρία εναντίον της Δημιουργίας και του κυριοτέρου χαρίσματός της, της ποικιλίας. Αλίμονον από τον κόσμον, αν τον κατοικούσαν αποκλειστικώς ποιηταί ή μουσικοί και ζωγράφοι. Αλλά το καημένο το παιδί, του οποίου την κεφαλήν είχαν κάμει ταμπούρλο διάφοροι λέξεις, ούτε εις αυτήν την ακατανόητον πλάνην ότι άπαντες οι θνητοί έχουν την υποχρέωσιν να είναι σπουδαίοι ποιηταί και συγγραφείς, μένει πιστός μέχρι τέλους. Εις άλλον στίχον της επιστολής του λέγει άλλα. Λέγει ότι πεθαίνει διότι πιστεύει ότι ο θάνατος είναι η τελεία γνώσις και η αρμονία της γαλήνης. Άλλαι λέξεις!... Διότι εκείνος που πιστεύει αυτά τα πράγματα, πιστεύει ότι και υφίσταται ζωή μετά θάνατον. Και ο πιστεύων εις αυτήν πέραν του τάφου ζωήν έχει μέγα στήριγμα διά την παρούσαν. Ώστε τι μένει; Φευ!... Η φιλολογία και μόνη. Και την στιγμήν αυτήν που σκορπίζομεν λίγα πέταλα ρόδου εις τον τάφον του δυστυχισμένου νέου, πρέπει μαζί μ’
348
Θεόδωρος Λασκαρίδης
αυτόν να θρηνήσομεν, νομίζω, και δια την οικτράν κατάστασιν εις την οποίαν προάγουν νεαρούς εγκεφάλους τα περίφημα σύγχρονα ελληνικά γράμματα. ΦΟΡΤΟΥΝΙΟ Δημοσιεύτηκε στον Ελεύθερο Τύπο στις 21 Δεκεμβρίου 1921. Ο Λασκαρίδης είχε φιλικές σχέσεις με τον Σπύρο Μελά (Φορτούνιο). Την πληροφορία που δίνεται εδώ για τρεις αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, την συναντάμε και αλλού στις νεκρολογίες του, ωστόσο δύο απόπειρες γνωρίζουμε, μία στην Κωνσταντινούπολη (άγνωστο πότε ακριβώς) και μία βεβαιωμένη τον Μάιο του 1919.
*** Θ. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ Τον πρωτογνώρισα μια βραδιά του περσινού χειμώνα σε μια συγκέντρωση του «Μαύρου Γάτου». Από την πρώτη στιγμή μου ’κανε μιαν αλλόκοτην εντύπωση ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» τότε. Μιλούσε κάπως βιαστικά, κουνώντας ολοένα το κεφάλι του. Όταν έβγαλε το καπέλο του, είδα μιαν ουλή στο μέτωπό του –το σημάδι μιας πρώτης σφαίρας που άγγιξε κάποτε το κεφάλι του– όπως έμαθα ύστερα. Ακόμα λέγανε πως είχε πέσει κι από ένα παράθυρο κάποτε στην Κωνσταντινούπολη. Κατάγονταν απ’ τη Βουλγαρία, ήτανε 26 χρονών, λέγανε πως άφησε μεγάλη περιουσία κι έφυγε, ακολουθώντας το δρόμο των ιδεών του. Έτυχε να τον πλησιάσω αρκετά· κι όμως καλάκαλά, δε μπόρεσα να καταλάβω την ψυχοσύνθεση αυτού του παράξενου ανθρώπου, που δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, παρά μόνο αυτό: Θεόδωρος Λασκαρίδης. Έτσι μπορώ
Το φονικό μοιραίο βόλι
349
να τον χαραχτηρίσω: βαριεστισμένο απ’ τη ζωή, παραδοξολόγο, φαντασμένο, κομμουνιστή, φαινομενικόν εραστή της υψηλής Τέχνης. Κάποτε μού έλεγε: «Ή να γράψει κανείς κάτι μεγάλο –ή να μη γράψει καθόλου». Κι άλλοτε: «Θέλω να γράψω κάτι, που να μην το ’χει γράψει κανείς Ρωμιός» - «Θα φύγω… θα πάω στο Παρίσι να γράψω γαλλικά!» Μια άσκημη αρρώστια που τον κυρίευε πότε-πότε, μ’ έκανε να τον χαραχτηρίσω ανισόρροπο. Απ’ αυτή την άποψη ο θάνατος ήταν μια ευεργεσία γι’ αυτόν. Ένα βράδυ του περσινού χειμώνα μέσα σ’ ένα καφενείο, απάνω σε μια συζήτηση μ’ ένα φανατικό βασιλικό, τον είδαμε να κυλιέται στα πόδια μας, χτυπημένος απ’ την άσκημην αρρώστια που τον κυρίευε κάποτε, με παραμορφωμένο το πρόσωπο… Άλλη φορά επέμενε για κάτι, που άλλοτε είχε υποστηρίξει το αντίθετο. Τον άκουγα χωρίς ποτέ να του αντιμιλάω. Είχα πεισθεί πια, πως «ο άνθρωπος έπασχε». Ένα βράδυ στα γραφεία των «Χρονικών», που ήταν αρχισυντάχτης –αφού προηγουμένως πέρασε για λίγον καιρό κι απ’ την «Πρωτεύουσα»– μου έδειξε τα χειρόγραφά του. Τα είχε τοποθετήσει σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του μαζί μ’ ένα κουτί μεταξωτές κάλτσες και με μερικά άλλα μικροπράματα. Μου ’δειξε ένα ρομάντζο του, τελειωμένο, όπως έλεγε, που ’χε τον τίτλο «Ως το μεγάλο φως» –ένα κοινωνικό ρομάντζο. Δε μου διάβασε, παρά τον πρόλογο, που του ’χε γράψει ο Κωστής Βελμύρας. Ύστερα τα διηγήματα του τόμου του «Μέσα απ’ τις φλόγες», αντιμιλιταριστικά διηγήματα, που ανήγγειλε για κάμποσον καιρό την έκδοσή τους –ύστερα σώπασε πάλι. Μερικά απ’ αυτά έχουν δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη» και στο «Νουμά». Στη «Μούσα» δε δημοσίεψε παρά ένα κομμάτι απ’ το παραπάνω ρομάντζο του με τον τίτλο «Σκλάβος» (κοίτα 3ο φύλλο Μούσας σελ. 39).
350
Θεόδωρος Λασκαρίδης
Για το έργο του, φυσικά, δε μπορώ να μιλήσω. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο έξω από τα παραπάνω. Αν κάποτε γίνει γνωστό το έργο του, θα μιλήσουν άλλοι πιο κατάλληλοι από μένα γι’ αυτό. Για μένα φτάνει το ότι είχε κάτι μέσα του· και γι’ αυτό το κάτι τού οφείλω το σεβασμό μου. Θα τον θυμάμαι πάντα σαν ένα «τύπο». Η ζωή του, αν πραγματικά είναι έτσι που την διηγούνται, είναι ολόκληρο μυθιστόρημα. Το μόνο βέβαιο είναι πως το γράμμα που βρέθηκε στην τσέπη του «προς τους φίλους, τους γνωστούς του και τας Αρχάς του Ελληνικού Κράτους», το ’σερνε από πέρσι μαζί του. Το ’χε στην τσέπη του, καθώς έλεγε, γιατί αν κάποτε αυτοκτονούσε –αυτό πάντα το συλλογιζότανε– θα ’τανε μιαν απόδειξη για την αστυνομία, έτσι που κανείς να μην ενοχοποιηθεί για το θάνατό του.
ΝΑΣΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μούσα, στο τεύχος Φεβρουαρίου 1922. Στο προηγούμενο τεύχος, του Ιανουαρίου, είχε ανακοινωθεί ο θάνατος του «αγαπητού φίλου» Θ. Λασκαρίδη με την επισήμανση: «Για τον ευγενικό συνεργάτη της, σα χρέος που έχει, θ’ αφιερώσει περισσότερο χώρο στο ερχόμενο φύλλο της». Όπως αναφέρει και ο Χρηστίδης, ο Λασκαρίδης είχε δημοσιεύσει στη Μούσα ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ώς το μεγάλο φως», με τίτλο «Σκλάβος», που μπορείτε να το διαβάσετε στις επόμενες σελίδες. Ο Νάσος Χρηστίδης (1901-1979) ήταν ο ένας από τους τρεις ιδρυτές-διευθυντές του περιοδικού Μούσα. Να σημειώσουμε ότι στον Ριζοσπάστη είχαν δημοσιευτεί επαινετικά σχόλια για τον Χρηστίδη (π.χ. στις 25.12.1920 και στις 1.2.1921), ανυπόγραφα αλλά προφανώς γραμμένα από τον Λασκαρίδη.
Μαρτυρίες για τον Λασκαρίδη
Για τον θάνατο του Λασκαρίδη, πέρα από τις νεκρολογίες που παραθέσαμε πιο πάνω, έγραψε ένα σύντομο σημείωμα και ο Γ. Καψαμπέλης στην Ελληνική Επιθεώρηση (τ. Δεκεμβρίου 1921), που το έχουμε ήδη δημοσιεύσει στη σελ. 197. Εντύπωση προκαλεί ότι δεν έγραψε ο Ταγκόπουλος στον Νουμά –πιθανώς είχαν ψυχρανθεί επειδή ο Λασκαρίδης συνεργάστηκε με το περιοδικό Μούσα, που ακριβώς εκείνη την περίοδο είχε εμπλακεί σε εντονότατη αντιπαράθεση με τον Νουμά. Στα επόμενα χρόνια, οι μαρτυρίες είναι ελάχιστες. Ο Πέτρος Γλέζος, στις αναμνήσεις του για τον Λαπαθιώτη1, σημειώνει τα εξής:
Θυμούμαι - είναι περασμένα από τότε σαράντα και πλέον χρόνια - την πρώτη φορά που έτυχε να γνωρίσω από κοντά τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Φεύγαμε από το τυπογραφείο της εφημερίδας στην οποίαν εργαζόμαστε ο αρχισυντάκτης της Λασκαρίδης -ένας λησμονημένος πια δημοσιογράφος και διηγηματογράφος, που λίγο αργότερα ανεξήγητα έδωσε τέλος μόνος του στη ζωή του- κι εγώ και, κουρασμένοι, είπαμε να μπούμε σ’ ένα από τα ελάχιστα διανυκτερεύοντα καφενεία της πλατείας της Ομονοίας να πιούμε ένα ζεστό. Όπως μπήκαμε, ανάμεσα στους λιγοστούς θαμώνες, στους συνηθισμένους τύπους των παρωριτών της εποχής εκείνης, κατά την οποία το άσκοπο ξε Πέτρος Γλέζος, «Μια ανάμνηση», Νέα Εστία τεύχος 881 (15.3.1964) σ. 407. 1
[ 351 ]
352
Θεόδωρος Λασκαρίδης
νύχτι δεν ήταν καλή ένδειξη, ξεχώρισα, καθισμένον μόνον εμπρός σ’ ένα τραπέζι έναν χλωμόν με ολόλευκο φωτεινό τρυφερό πρόσωπο, με άψογα χτενισμένα λεία μαλλιά, σχετικά νέον ακόμα κύριον. Η όλη του εμφάνιση, το ύφος του, ακόμη και το ντύσιμο του φανέρωναν ότι δεν ήταν του κύκλου των άλλων θαμώνων του καφενείου, ότι ήταν κάποιος καλλιεργημένος, κάποιος πνευματικός, αλλά μαζί και παραστρατημένος άνθρωπος. Δεν πρόφτασα να τον δείξω με απορία στον Λασκαρίδη, όταν εκείνος ελαφρά σκουντώντας με μου είπε : -- Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης!.. Αισθάνθηκα συγκίνηση και χαρά, όταν, σχεδόν συγχρόνως, ο Λαπαθιώτης, που γνωρίζονταν με τον Λασκαρίδη μάς κάλεσε στο τραπέζι του. Τότε τον πρόσεξα περισσότερο. Και από τότε μού έμεινε η εντύπωση, πως ο τρυφερός εκείνος ποιητής, που με νεανικό ενθουσιασμό διαβάζαμε με θαυμασμό τα αβρά ποιήματά του, ήταν στο βάθος ένας κουρασμένος, ένας μελαγχολικός και ποιος ξέρει από ποιους λόγους ξεστρατισμένος και μαλθακός ευγενής, που κάποτε θα τέλειωνε η ζωή του τραγικά. Η μαρτυρία αυτή είναι η εκτενέστερη που έχουμε και την παρέθεσα εκτενώς διότι τεκμηριώνει κάτι που μπορούμε διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές στον Ριζοσπάστη και σε άλλα έντυπα να υποθέσουμε, δηλαδή ότι Λασκαρίδης και Λαπαθιώτης γνωρίζονταν και είχαν φιλικές σχέσεις. Τα επόμενα χρόνια, μαρτυρίες για τον Λασκαρίδη υπάρχουν: • Στο πολύ χρήσιμο βιβλίο του Α. Παπαδήμα Η πορεία μιας γενιάς (1944), ο Θ. Λασκαρίδης αναφέρεται ανάμεσα στους λογίους που πλαισίωσαν την Καλλιτεχνική Συντροφιά (σελ. 86). • Στο βιβλίο του Φώτου Γιοφύλλη Ποίηση μισού αιώνα (1906-1956) παρατίθεται η σύντομη γνώμη του Λασκαρίδη για τον Γιοφύλλη (βλ. εδώ σελ. 303).
Το φονικό μοιραίο βόλι
•
•
353
Στο βιβλίο του Μ.Μ.Παπαϊωάννου Κώστας Βάρναλης – Μελέτες (1984) και ειδικότερα στη μελέτη «Το Φως που καίει και η εποχή του» (πρωτοδημοσιευμένη στο περιοδ. Νέα Εποχή το 1973), σε μια επισκόπηση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας αναφέρεται (σελ. 42): «Ο Θ. Λασκαρίδης, ο νεαρός αρχισυντάχτης του «Ριζοσπάστη», που αυτοκτόνησε πάνω στα εικοσιέξι του χρόνια, με τα μικρά ωραία αντιπολεμικά του διηγήματα, τα δημοσιευμένα με το ψευδώνυμο Σλαβέικοφ». Η αναφορά αυτή με έβαλε στα αίματα να ερευνήσω τη ζωή του Λασκαρίδη. Στο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας (πρώτη έκδοση 1988) υπάρχουν τρεις αναφορές στον Λασκαρίδη σε σχέση πάντοτε με την Καλλιτεχνική Συντροφιά.
Στο βιβλίο του Χ. Καράογλου Το περιοδικό «Μούσα» (19201923) (1991), υπάρχουν αρκετές αναφορές στον Λασκαρίδη ως συνεργάτη του περιοδικού και επισημαίνεται ότι ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ελπίζω να συνέβαλα στο να γίνουν περισσότερα.
Επίμετρο 1. Λαπαθιώτης, Λασκαρίδης και Ριζοσπάστης 2. Αι κακοήθειαι της Εστίας, δημοσίευμα του Ριζοσπάστη 3. Το πρώτο βόλι – η απόπειρα αυτοκτονίας του Λασκαρίδη το 1919
Λαπαθιώτης, Λασκαρίδης και Ριζοσπάστης1
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, αρχικά ένθερμος βενιζελικός (συμμετείχε, όπως και ο πατέρας του συνταγματάρχης Λεων. Λαπαθιώτης, στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας), βαθμιαία προσέγγισε το κομμουνιστικό κίνημα. Πολλοί αναφέρουν ως πρώτη εκδήλωση αυτής της προσέγγισης την ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύει ο Λαπαθιώτης στον Ριζοσπάστη τον Αύγουστο του 1927, και με την οποία ζητεί από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον διαγράψει από το ορθόδοξο ποίμνιο. Στη συνέχεια, το 1929, ο Λαπαθιώτης ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση (μέσα από τις στήλες του λαϊκού Μπουκέτου) με τον φίλο του Χ. Παπαντωνίου, με αφορμή μια περιφρονητική φράση του τελευταίου για τον κομμουνισμό και για τα έργα του κομμουνιστή συγγραφέα Κ. Παρορίτη. Το 1932 ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στο αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό τραγούδι «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Τέλος, το 1943, σύμφωνα με πληροφορίες που πρώτος ο Τάσος Βουρνάς κατέθεσε προδικτατορικά στην Αυγή, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα του πατέρα του. Στα χαρτιά του, βρέθηκαν μουσικές συνθέσεις όπως αντιπολεμικό θούριο, το τραγούδι του εργάτη, το Στοιχεία από το κείμενο αυτό περιλαμβάνονται σε άρθρο μου στην εφημ. Αυγή (18.10.2009) και στο περιοδικό Μικροφιλολογικά (τ. 27, άνοιξη 2010). 1
[ 357 ]
358
Θεόδωρος Λασκαρίδης
τραγούδι της κόκκινης παντιέρας, ακόμα και η Διεθνής με δικούς του στίχους1. Σε πολλές βιογραφίες του Λαπαθιώτη αναφέρεται ως πρώτη χρονολογικά ένδειξη προσέγγισης με την Αριστερά το ότι δημοσίευσε το ποίημά του «Κραυγή» στον Ριζοσπάστη (της Θεσσαλονίκης) το 1916. Το γεγονός αληθεύει, παρουσιάζεται όμως παραπλανητικά. Το 1916 ο Λαπαθιώτης ήταν βενιζελικός και ανταντόφιλος (ακριβέστερα: γαλλόφιλος), ενώ ο Ριζοσπάστης της Θεσσαλονίκης (όπως είδαμε ήδη, σελ. 106) ήταν απλώς μια αριστερή βενιζελική εφημερίδα. Άλλωστε, το ίδιο το ποίημα δεν έχει καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό. Ξεκινάει «Γαλλία, Γαλλία -- χαρά της Οικουμένης» και είναι μια έκκληση προς τη Γαλλία «να ρθει να μας λυτρώσει» γιατί «μας έπνιξαν οι Πρώσσοι». Επομένως, η δημοσίευση του 1916 δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση του Λαπαθιώτη στις ιδέες του σοσιαλισμού. Ο Λαπαθιώτης στα τέλη Μαΐου 1919 είχε στείλει γράμμα προς την εφημερίδα Κοινωνία, δηλώνοντας ότι προσχωρεί στον σκοπό του σοσιαλισμού και παύει να δίνει συνεργασία σε έντυπα με «αστική προέλευση». Ο Γιαννιός πρόβαλε πολύ την «προσχώρηση» του Λαπαθιώτη, πράγμα που προκάλεσε αντιδράσεις (βλ. επιστολή του Ιωσήφ Ραφτόπουλου στον Νουμά, τ. 634, 1.6.1919, σελ. 376). Ωστόσο, γρήγορα ο Λαπαθιώτης στράφηκε αριστερότερα και πλησίασε το κομμουνιστικό κίνημα. Θα αναφερθώ σε τρεις από αυτές τις επαφές που δεν είναι και τόσο γνωστές. Καταρχάς, υπάρχει μια προηγούμενη επιστολή του Λαπαθιώτη στον Ριζοσπάστη, από το 1921, όπου ο ποιητής δηλώνει απερίφραστα ότι ανήκει στις τάξεις των στρατιωτών που παλεύουν για τον Σκοπό. Η επιστολή δημοσιεύτηκε την Κυριακή 13 Ιουνίου 1921, στη σελ. 2. Προτάσσεται εισαγωγή, που έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της:
Την πληροφορία τη δίνει η Σοφία Σπανούδη σε άρθρο της στο περιοδικό Καλλιτεχνική Ελλάδα, το 1945. 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
359
Ο αγών μας και οι διανοούμενοι Ελάβομεν και ευχαρίστως δημοσιεύομεν την κατωτέρω επιστολήν του λογίου και ποιητού κ. Ν. Λαπαθιώτη. Όταν μέσα εις την κρίσιν που διέρχεται το κίνημά μας εις την Ελλάδα, λόγω της αγρίας τρομοκρατίας των κυβερνώντων και ο κάθε κομμουνιστής απειλείται από την φυλακήν και την εξορίαν, άνθρωποι της σκέψεως αισθάνονται την όρεξιν και το σθένος να συναντήσουν τας τύχας των με την ιδικήν μας· όταν μέσα εις τον πατριωτικόν υστερισμόν που παρασύρει και μέσα εις τον κομματικόν βούρκον που λερώνει, άνθρωποι της σκέψεως ημπορούν να εξαρθούν επάνω από το πάθος, επάνω από τον βούρκον, για να ιδούν την αλήθεια και να την διακηρύξουν, οι άνθρωποι αυτοί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι εις τον αγώνα μας. Όσοι άνθρωποι του πνεύματος από τα ίδια εμφορούνται αισθήματα και ιδανικά ας τους μιμηθούν. Ο αγών μας έχει ανάγκην από την ενίσχυσίν των.
Καλέ μου “Ριζοσπάστη”, Σε παρακολουθώ ολοένα, και με πιστήν συμπάθειαν απ’ τον καιρό που παρουσιάσθης κι εγκαινίασες την φλογεράν πολεμικήν σου εναντίον της κοινωνικής αθλιότητος και της βλακείας που μας περικυκλώνει. Σε θεωρούσα πάντα σαν έναν τίμιον φίλον κι ένα εντευκτήριον μαζί κοινόν όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν πνευματικά και θέλουν την διάνοιάν των υπεράνω των καθημερινοτήτων, λυπημένος που δε μπόρεσα ως τα τώρα ν’ αναμιχθώ ενεργότερα στην δράσιν σου. Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο
360
Θεόδωρος Λασκαρίδης
που προχθές ήταν μια ευγενική διάθεσις και χθες μια ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μια ανάγκη σιδηρά· όπως κι αν κάμωμε, προς οποιοδήποτε δρόμο και αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν. Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν· ο Σκοπός επείγει. Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν. Με την ελπίδα πως θα ’ρθεί μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ επίσης στον Αγώνα. Σε χαιρετώ με το μέτωπο ψηλά ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Η εισαγωγή είναι ανυπόγραφη, όμως στοιχηματίζω πως είναι γραμμένη από τον Θεόδωρο Λασκαρίδη. Την επιστολή την αναφέρει ο Π. Νούτσος στο έργο του «Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα»1, χωρίς να δημοσιεύει το κείμενό της. Ωστόσο, υπάρχει και μια παλιότερη ένδειξη τουλάχιστον συμπάθειας του Λαπαθιώτη προς τον Ριζοσπάστη. Ένα χρόνο νωρίτερα, στο φύλλο της 28.4.1920, ανάμεσα σε όσους εισέφεραν στην εξόρμηση για οικονομική ενίσχυση του Ριζοσπάστη (σελ. 1) βρίσκουμε και τον Ν. Λαπαθιώτη να έχει εισφέρει το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 60 δραχμών (περίπου 500 σημερινά ευρώ, με έναν πρόχειρο υπολοΠαναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Τόμ. Β2, σελ. 87 (υποσημείωση) 1
Το φονικό μοιραίο βόλι
361
γισμό μου). Ίσως δεν είναι τυχαίο που η γενναιοδωρία του Λαπαθιώτη εκδηλώνεται αμέσως μετά την επίσημη ανακοίνωση του Λασκαρίδη ως αρχισυντάκτη. Επομένως, θα συμφωνήσουμε με τον Π. Νούτσο που κάνει λόγο για «συνοδοιπορία» του Λαπαθιώτη με το ΣΕΚΕ. Έγινε άραγε ο ποιητής μέλος του κόμματος; Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο στοιχείο και μάλλον θα πρέπει να το αποκλείσουμε. Ωστόσο, η τρίτη μας αναφορά δείχνει ότι κάποιες επαφές έγιναν. Στις 2 Οκτωβρίου 1921 δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη (σελ. 2) η εξής αγγελία: Παρακαλείται ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης να περάσει από τα γραφεία του γραμματέως Κορδάτου ώραν 6-7 μ.μ. (εντός γραφείων «Ριζοσπάστη») δι’ επείγουσαν τινά υπόθεσιν. Ο Ριζοσπάστης συνήθιζε να δημοσιεύει στα φύλλα του τέτοιες προσκλήσεις που φαντάζομαι πως θα ήταν αναγκαίες σε μια Αθήνα με ελάχιστα τηλέφωνα, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ποιητής ήταν τακτικός αναγνώστης, ίσως και συνδρομητής, της εφημερίδας. Ωστόσο, η πρόσκληση δεν αναφέρεται σε «σ. Λαπαθιώτη», όπως θα έλεγε για ένα μέλος του κόμματος. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για το αντικείμενο της «επειγούσης υποθέσεως». Η δική μου εικασία είναι ότι ο Κορδάτος πιθανόν να ζήτησε τη βοήθεια του Λαπαθιώτη για τη συγκέντρωση υπογραφών που ετοίμαζε την εποχή εκείνη το ΣΕΚΕ, ίσως και την υπογραφή του. Πράγματι, στις 24 Οκτωβρίου 1921 δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη η «Έκκλησις Ελλήνων διανοουμένων υπέρ των πασχόντων πληθυσμών της Ρωσίας». Την υπέγραφαν μόνο 24 διανοούμενοι αλλά όλοι τους πρώτα ονόματα και όχι μόνο οι γνωστοί προσκείμενοι στο ΣΕΚΕ (π.χ. υπέγραφαν Παλαμάς, Βάρναλης, Γρυπάρης, Ξενόπουλος, Νιρβάνας, Παπαντωνίου, Σπ. Μελάς, Σικελιανός). Ο Λαπαθιώτης όμως δεν υπογράφει την έκκληση, οπότε είτε για κάποιο λόγο αρνήθηκε την υπογραφή του είτε του είχε ζητηθεί απλώς να μεσολαβήσει για την υπογραφή άλλου. Πριν όμως παρασυρθώ σε εντελώς αστήρικτες εικασίες, σταματώ εδώ
362
Θεόδωρος Λασκαρίδης
την καταγραφή των τριών στιγμιοτύπων προσέγγισης του Λαπαθιώτη στο ΣΕΚΕ. Πάντως, η επόμενη επιστολή του Λαπαθιώτη στον Ριζοσπάστη (21.1.1923, σελ. 1), μετά την αυτοκτονία του Λασκαρίδη, είναι απάντηση σε ειρωνική κριτική που του άσκησε ο Κ. Παρορίτης.
***
Αι κακοήθειαι της Εστίας Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη τη Δευτέρα 13 Ιουλίου 1920.
ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ Χθες την μεσημβρίαν ακριβώς εις τα γραφεία του «Ριζοσπάστη» ενηργήθη έρευνα υπό του επιτελάρχου της Αναπληρωματικής διοικήσεως κ. Μπενιψάλτη, συνοδευομένου υπό αξιωματικού του δικαστικού τμήματος της Αναπληρωματικής διοικήσεως και υπό του αστυνόμου του 6ου τμήματος. Σκοπός της Ερεύνης ήτο να εξακριβωθεί. εάν τα χειρόγραφα των Απόψεων του «Ριζοσπάστη» της 10ης Ιουλίου ήσαν του διευθυντού ή του αρχισυντάκτου του. Απεδείχθη ότι δεν ήσαν παρά αποκόμματα της «Καθημερινής», περιέχοντα διάφορα μέρη άρθρου του Αγγλικού περιοδικού «Νέα Ευρώπη», δημοσιευθέντος την προηγουμένην ολόκληρον εις την εφημερίδα ταύτην, τα οποία ο «Ριζοσπάστης» αναδημοσίευσεν απλώς και χωρίς κανέν σχόλιον, διότι την προηγουμένην η λογοκρισία είχε σβήσει το άρθρον του εις το οποίον εσχολιάζετο το άρθρον του αγγλικού περιοδικού. Η έρευνα διεξήχθη με εξαιρετικήν λεπτότητα και ευγένειαν.
Το φονικό μοιραίο βόλι
363
ΤΙ ΠΡΟΗΓΗΘΗ Της ερεύνης ταύτης προηγήθη το εσπέρας του Σαββάτου ανάκρισις του αρχισυντάκτου του «Ριζοσπάστη» σ. Θ. Λασκαρίδη, ο οποίος εδήλωσε ότι το δημοσίευμα προήρχετο από τον διευθυντήν του «Ριζοσπάστη».
ΑΙ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΙ ΤΗΣ ‘ΕΣΤΙΑΣ’ Ως προς τας κακοηθείας που εδημοσίευσε χθες σχετικώς η «Εστία», έχομεν να δηλώσωμεν, ότι ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη», εξ Αγχιάλου της Βουλγαρίας, όπου διαμένει η οικογένειά του, σπουδάζων από του 1906 εν Κωνσταντινουπόλει, συνελήφθη τον Ιανουάριον του 1916 υπό των Τούρκων και απεστάλη εις Βουλγαρίαν όπως υπηρετήσει. Εκεί καταταγείς απεστάλη εις το μέτωπον, όπου, κατά την μάχην του Καϊμάκ-Τσαλάν ελιποτάκτησε προς τους Σέρβους, οι οποίοι, αφού τον εκράτησαν εις το περιχαρακωμένον στρατόπεδον της Θεσσαλονίκης μαζί με εκατοντάδας άλλων Ελλήνων λιποτακτών του Βουλγαρικού στρατού, τους απέστειλαν κατόπιν, Βενιζέλου διοικούντος την Ελλάδα, σύμμαχον της Σερβίας, να σπάνουν πέτρες εις την Μπάνιτσα, οπόθεν δραπετεύσας, τη βοηθεία των εκεί Ελλήνων, και νομαρχεύοντος Φλωρίνης του κ. Καλεύρα, ήλθεν εις Αθήνας και εργάζεται έκτοτε εις τον «Ριζοσπάστην». Επειδή δεν υπέχει καμίαν εκ του νόμου υποχρέωσιν ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη», ο οποίος άλλως τε ουδέποτε διετύπωσεν αξιώσεις μεγαλοπατριώτου, δεν υπηρετεί εις τον ελληνικόν στρατόν. Άλλως θα είχεν αποσπασθεί εις τον «Ριζοσπάστην», όπως συμβαίνει με τους εκ Λουτρακίου θαυμάζοντας τας νίκας του ελληνικού στρατού νεαρούς πατριώτας της «Εστίας», των οποίων
364
Θεόδωρος Λασκαρίδης
ο είς, αν δεν απατώμεθα, παρά τον ζέοντα πατριωτισμόν του, ούτε ως κληρωτός δεν προσήλθε. Ταύτα διά την κακοηθεστάτην «Εστίαν». Εν τω μεταξύ δεν δυνάμεθα δυστυχώς να συγχαρούμεν τον κ. Καλομενόπουλον διά τον αξιωματικόν, εις τον οποίον ανέθεσε τας ανακρίσεις και ο οποίος έσπευσεν, επί τη βάσει των δεδομένων της υπηρεσίας του, να πουλήσει δημοσία πατριωτισμόν, εφ’ όσον μάλιστα εκ τόσον μακράς αποστάσεως παρακολουθεί την δράσιν του σώματος εις το οποίον ανήκει.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 13.7.1920. Τι είχε προηγηθεί; Το εβδομαδιαίο αγγλικό περιοδικό Νέα Ευρώπη (The New Europe) είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο οποίο παραλλήλιζε τον ρόλο της Ελλάδας στη Μικρά Ασία με το ρόλο της Πολωνίας, η οποία τότε βρισκόταν σε πόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων εξυπηρετώντας τα αγγλογαλλικά συμφέροντα. Στις 8 Ιουλίου 1920 η Καθημερινή δημοσίευσε μεταφρασμένο ολόκληρο το άρθρο, χωρίς ενόχληση από τη λογοκρισία. Ο Ριζοσπάστης στις 9.7 δημοσίευσε κύριο άρθρο του Πετσόπουλου, στο οποίο σχολίαζε το αγγλικό άρθρο και η λογοκρισία έσβησε ολόκληρο το άρθρο. Έτσι, την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης αναδημοσίευσε ασχολίαστα αποσπάσματα του άρθρου όπως τα είχε δημοσιεύσει η Καθημερινή. Τότε, επενέβη η αρμόδια στρατιωτική αρχή και ανέκρινε τον Λασκαρίδη, για να δει αν αυτός ή ο Πετσόπουλος είχε γράψει το άρθρο. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες διέρρευσαν στην Εστία, η οποία έγραψε στο φύλλο της 12ης Ιουλίου το παρακάτω σχόλιο με τον κακεντρεχή τίτλο «Ήτο φυσικόν!»:
… Ο αρχισυντάκτης της ως άνω εφημερίδος [του Ριζοσπάστη] ερωτηθείς υπό του ανακριτού διατί δεν υπηρετεί εις τον στρατόν, αφού η κλάσις του ευρίσκεται ήδη υπό τα όπλα, απήντησεν ότι είναι Βούλγαρος υπήκοος, πολεμήσας μάλιστα εις τον βουλγαρικόν στρατόν εναντίον των Σέρβων κατά το 1917, οπότε και επληγώθη.
Το φονικό μοιραίο βόλι
365
Χρωστάμε χάρη στον ζήλο του άγνωστου αξιωματικού, που αφήνοντας να διαρρεύσουν οι πληροφορίες προκάλεσε την πληρωμένη απάντηση του Ριζοσπάστη, γιατί έτσι μάθαμε αυτά τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία για τον Λασκαρίδη. Το ότι τραυματίστηκε στον πόλεμο, δεν διασταυρώνεται από αλλού.
***
Το πρώτο βόλι Ο Θ. Λασκαρίδης είχε μια βαθιά ουλή στο μέτωπο, ενθύμιο από την απόπειρα αυτοκτονίας που είχε κάνει τον Μάιο του 1919, μέσα στα γραφεία του Ριζοσπάστη, όταν, όπως έγραψαν αργότερα στη νεκρολογία του οι σύντροφοί του, «με χαρακτηριστική ψυχραιμία» φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του, αλλά σώθηκε «ως εκ θαύματος». Καθώς την εποχή εκείνη ο Λασκαρίδης δεν είχε προλάβει να γίνει πολύ γνωστός στους κύκλους των δημοσιογράφων της Αθήνας, ούτε είχε αναπτύξει κάποια φιλολογική – λογοτεχνική δραστηριότητα, η είδηση για την απόπειρα αυτοκτονίας δημοσιεύτηκε μόνο σε δύο έντυπα, τον Ριζοσπάστη, φυσικά, και την Κοινωνία, την καθημερινή απογευματινή εφημερίδα που εξέδιδε ο Ν. Γιαννιός, ο πρώτος αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, που είχε αποχωρήσει λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1918. (Ο Γιαννιός το 1919 απέφευγε ακόμα τις πολλές κριτικές κατά του Ριζοσπάστη, που τον θεωρούσε «πνευματικό παιδί και εξωκείλαν αποπαίδι» του). Μάλιστα, η είδηση δημοσιεύεται πρώτα στην Κοινωνία, στις 23 Μαΐου 1919:
Πληροφορούμεθα ότι ηυτοκτόνησε σήμερον το πρωί ο δημοσιογράφος Θ. Λασκαρίδης, αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστου». Ο αυτοκτονήσας κατήγετο εκ Φιλιππουπόλεως, είχεν υπηρετήσει εις τον Βουλγαρικόν στρατόν, από τον οποίον είχε κατορθώσει να φύγει, προ-
366
Θεόδωρος Λασκαρίδης
σελθών εις το τότε ελληνικόν μέτωπον της Μακεδονίας. Τα αίτια της αυτοκτονίας αγνοούνται. Μέχρι της στιγμής καθ’ ήν γράφομεν, ο ατυχής νέος δεν εξέπνευσεν. Έχει περιπέσει εις αφασίαν, του βλήματος εισχωρήσαντος εις τον εγκέφαλον. Δυστυχώς ολίγαι ελπίδες διασώσεώς του υπάρχουν.
* Εξίσου απαισιόδοξη είναι και η είδηση που δημοσιεύτηκε στις 24.5.1919 στον Ριζοσπάστη· σχεδόν προεξοφλεί τον θάνατό του:
«ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ – Πάσχων εκ νευρασθενείας ηυτοκτόνησε προχθές την 7ην εσπερινήν βληθείς διά περιστρόφου εν τοις γραφείοις μας ο επί της ύλης του Ριζοσπάστη συντάκτης κ. Θεόδωρος Λασκαρίδης. Η κατάστασίς του είναι σοβαροτάτη».
* Το ίδιο απόγευμα, κάποιες αχνές ελπίδες διαφαίνονται. Γράφει η Κοινωνία:
«Εξακολουθεί να είναι σοβαροτάτη η κατάστασις του αποπειραθέντος ν’ αυτοκτονήσει δημοσιογράφου κ. Θ. Λασκαρίδου. Χθες καθ’ όλην την ημέραν διετέλει εν αφασία, αρθρώσας μόλις μερικάς μονοσυλλάβους λέξεις. Η σφαίρα διατρήσασα το μέτωπον εξήλθεν. Ο κίνδυνος της εγκεφαλικής αιμορραγίας απειλεί πάντοτε την ζωήν του ατυχούς νέου. Ωστόσο, πέντε μέρες μετά τη δημοσίευση αυτή, ο Λασκαρίδης όχι μόνο έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο αλλά και παίρνει συνέντευξη από τον βουλευτή Λουκά Νάκο (βλ. και σελ. 127)! Τη δεύτερη φορά, δυστυχώς, δεν ήταν τόσο τυχερός… Τα ειδησάκια της Κοινωνίας δημιουργούν δυο προβλήματα στη βιογραφία του Λασκαρίδη· αφενός, αναφέρουν
Το φονικό μοιραίο βόλι
367
ότι ο Λασκαρίδης ήταν ήδη αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, ενώ το πιθανότερο είναι να ήταν απλώς συντάκτης ύλης (βλ. και όσα γράφουμε στη σελ. 110) και αφετέρου αναφέρουν καταγωγή από τη Φιλιππούπολη και όχι από την Αγχίαλο όπως θεωρώ πιθανότερο, βασιζόμενος στο κείμενο του Ριζοσπάστη (13.7.1920) που είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Και σε άλλα δημοσιεύματα του Τύπου αναφέρεται ότι ο Λασκαρίδης ήταν από τον Πύργο της Βουλγαρίας ή τη Φιλιππούπολη, προφανώς διότι εκεί ήταν οι μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες. Υπέρ της Αγχιάλου ως γενέτειρας του Λασκαρίδη συνηγορεί όχι μόνο η μετοικεσία στην Πόλη το 1906 (καταστροφή της Αγχιάλου), αλλά και το γεγονός ότι στα διηγήματά του επικρατεί το παραθαλάσσιο σκηνικό.