ΔΕΝ ΕΊΜΑΣΤΕ ΕΞΩΓΉΙΝΟΙ, ΔΕΝ ΕΊΜΑΣΤΕ ΖΏΑ ΠΡΟΣ ΕΞΑΦΆΝΙΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΈΣΑΜΕ ΜΙΑ ΝΎΧΤΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌ: ΕΊΜΑΣΤΕ ΌΛΕΣ ΚΑΙ ΌΛΟΙ ΕΜΕΊΣ ΠΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΎΠΤΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΈΣ ΜΑΣ ΑΝΆΓΚΕΣ, ΕΊΜΑΣΤΕ ΑΝΑΓΚΑΣΜΈΝΕΣ/ΟΙ ΝΑ ΕΡΓΑΖΌΜΑΣΤΕ. Είμαστε χιλιάδες και είμαστε παντού: τέσσερις ώρες τη μέρα σηκώνουμε τηλέφωνα και παίρνουμε παραγγελίες, οκτώ ώρες κουβαλάμε δίσκους ή τους ετοιμάζουμε, δώδεκα ώρες καβαλάμε μηχανάκια αλλά μας βγαίνουν και τα πόδια, φρικαρισμένες πωλήτριες σε κάποιο κατάστημα που οι δουλειές του μοιάζουν να πηγαίνουν ακόμα καλά (ή ακόμη καλύτερα) και τσιτωμένα πολυμηχανήματα του επισιτιστικού κλάδου που δεν πληρώνονται όσο θα ήθελαν. Είμαστε, επίσης, νέες και νέοι, εκνευρισμένοι ακόμα που «γίναμε ξαφνικά εργάτες» εκεί που ο άνεμος έμοιαζε να δείχνει ξεκάθαρα το αντίθετο, νέες και νέοι που τριγυρνάμε από συνέντευξη σε συνέντευξη και από βιογραφικό σε βιογραφικό μπας και μας λάχει καμιά «θέση εργασίας», νεαροί και νεαρές που, καθώς δεν ξεπερνάμε τα 25 έτη, μάθαμε πριν από λίγα χρόνια πως πρέπει να πληρωνόμαστε λιγότερο από τους υπόλοιπους (λες και οι υπόλοιποι έχουν διπλάσια μυαλά, χέρια, πόδια και στομάχια από μας). Και που πριν λίγες μέρες, τσεκάραμε στην εφημερίδα ή στο ίντερνετ μια είδηση σχετικά με κάποιον «υποκατώτατο μισθό» των 527 ευρώ, τη διαβάσαμε διαγώνια, κάθετα, ή δεν κάναμε ούτε ένα κλικ και η ζωή μας συνεχίστηκε κανονικά -στους παραπάνω γραφόμενους ρυθμούς.
ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΜΗΝ ΦΤΑΊΕΙ ΠΟΥ ΕΊΜΑΣΤΕ ΝΕΑΡΟΊ ΚΑΙ ΝΕΑΡΈΣ, ΣΊΓΟΥΡΑ ΌΜΩΣ ΦΤΑΊΕΙ ΠΟΥ ΕΦΤΆ ΧΡΌΝΙΑ ΤΏΡΑ ΤΟ ΒΟΥΛΏΝΟΥΜΕ! Ο ΒΑΣΙΚΌΣ ΜΙΣΘΌΣ ΠΟΥ ΒΑΦΤΊΣΤΗΚΕ «ΥΠΟΚΑΤΏΤΑΤΟΣ», Η ΕΡΓΑΤΙΚΉ ΤΆΞΗ ΠΟΥ ΒΑΦΤΊΣΤΗΚΕ «ΛΑΌΣ», ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΆΓΚΕΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΛΎΠΤΟΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΜΊΑ ΚΥΒΈΡΝΗΣΗ
Α. Ο «υποκατώτατος μισθός» των 527 που δεν καταλαβαίνουμε γιατί τον λένε έτσι ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΊΔΗΣΗ, σε ένα μεταφρασμένο non-paper που μπορεί εύκολα να αλιεύσει κανείς/καμία διαδικτυακά, στο επίμαχο κεφάλαιο αναφορικά με τον κατώτατο μισθό διαβάζουμε: «5 . Θα πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος κατώτατος μισθός που θα λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς. Υπάρχει διαφωνία στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ως προς την αρμοδιότητα καθορισμού του ύψους και των αυξήσεων του κατώτατου μισθού. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με καθολική εφαρμογή. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. 6 . Υπάρχει διαφωνία στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ως προς τη λειτουργία του κατώτατου μισθού των νέων. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού των νέων από
ένα μειωμένο κατώτατο μισθό βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη. Το ως άνω σύστημα μειωμένου κατώτατου μισθού θα πρέπει να αξιολογηθεί μετά την πάροδο των δύο ετών. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τη διατήρηση του κατώτατου μισθού των νέων με τα ισχύοντα ηλικιακά όρια.»1 Που λέτε, πρέπει, μάλλον, να φανταστούμε το πρόσφατο story του «υποκατώτατου μισθού» με την εικόνα ενός καπετάνιου που, την ώρα της καταιγίδας, πασχίζει να στρίψει το τιμόνι προς τα αριστερά, ενώ όλοι γνωρίζουν πως υπάρχει ένας αλγόριθμος που το κάνει να στρίβει πάντοτε προς τα δεξιά. Το πλοίο είναι το ελληνικό κράτος, η καταιγίδα είναι μια ακόμη «δύσκολη διαπραγμάτευση» και ο τιμονιέρης είναι ο εκάστοτε υπουργός εργασίας και η μάχη που δίνει για τα εργασιακά. Η εικόνα αφήνει, φυσικά, να εννοηθεί πως ο «υποκατώτατος μισθός», δηλαδή ένα απ’ τα επίδικα αυτής της διαπραγμάτευσης, είναι κάτι που ο ίδιος (και το κράτος του) δεν το θέλει˙ οι εταίροι του είναι αυτοί που το θέλουν. Είναι τα πράγματα όντως έτσι; Όχι, καθόλου! Ο «υποκατώτατος μισθός» είναι πρόταση του ελληνικού κράτους, είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα του, τον κατάρτισε η δική του επιτροπή εμπειρογνωμόνων2 και στοχεύει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των δικών του αφεντικών! Σαν να λέμε, μια διαπραγμάτευση αποτέλεσε για ακόμη μια φορά το πρόσχημα μέσα στο οποίο ξεπλύθηκε το σταθερό ενδιαφέρον των αφεντικών μας γύρω απ’ την
ονομαστική τιμή της εργασίας μας. Η επιτροπή αυτή μοιάζει να κατέληξε σ’ ένα ποσό κάπου κοντά στα 527 ευρώ το μήνα (μεικτά), δηλαδή 59 ευρώ κάτω απ’ τον μέχρι τώρα ισχύοντα βασικό μισθό -η μεγαλύτερη επιτυχία της, όμως, δεν ήταν αυτή. Ήταν το ότι κατόρθωσε να απεμπλέξει την υλικότητα του «υποκατώτατου μισθού» από την αντίστοιχη του «βασικού μισθού» μέσα στη δίνη της δημιουργικής ασάφειας των ημερών μας. Και πώς το πέτυχε αυτό; Το πέτυχε με μια τρομερή συσκότιση, φτιάχνοντας ένα νήμα που συνέδεε τον «υποκατώτατο μισθό» των 527 ευρώ με τον «μισθό μαθητείας» (τον μισθό εκείνο που αφορούσε/ αφορά τους εργαζόμενους/ες ηλικίας κάτω των 25 ετών) των 510 ευρώ, παρουσιάζοντας τον ούτε λίγο ούτε πολύ σαν αύξηση! Δεν πρόκειται, όμως, για αύξηση αλλά για μείωση -και μάλιστα κάθετη: ο «υποκατώτατος μισθός» αφορά άμεσα το σύνολο της εργατικής τάξης πέραν της ηλικιακής διακριτικής μεταχείρισης, ο «υποκατώτατος μισθός» αφορά τον μισθό του/της ανειδίκευτου/ης εργάτη/ τριας για μια τριετία απασχόλησης σε μια μεμονωμένη επιχείρηση3 και, τελικά, ο «υποκατώτατος μισθός» είναι ο νέος βασικός μισθός που τον βαφτίσανε με διαφορετικό όνομα. Για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα το τι μανία έχει πιάσει τα αφεντικά μας σχετικά με τον βασικό μισθό, πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω στο χρόνο˙ και αφού πούμε μια ιστορία, πρέπει να βγάλουμε και κάποια συμπεράσματα από αυτή.
Β. Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα ΈΧΟΥΜΕ, ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΎ, ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙ ΚΆΤΙ: ενώ ο μισθός (ο βασικός μισθός) είναι κάτι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά όλους εμάς που λέγαμε και στην αρχή, κουβαλούσαμε και κουβαλάμε κάποιες πολύ λάθως αντιλήψεις σχετικά με αυτόν. Αν επιχειρούσαμε μία κάποια σχηματοποίηση, θα γράφαμε πως: i) Πιστεύουμε πως ο βασικός μισθός είναι χρήμα, είναι φράγκα (έστω και λίγα) που βάζουμε στις τσέπες μας. ii) Πιστεύουμε πως είναι εισόδημα, ένα επιπλέον εισόδημα που έρχεται να προστεθεί σε ένα υπάρχον. iii) Ακόμη και αν δεν πιστεύαμε τα παραπάνω, νομίζουμε πως είναι κάτι που μας αφορά βραχυπρόθεσμα, μέχρι, δηλαδή, να καταρτιστούμε και να λογιζόμαστε πιο ακριβοί/ες. iv) Αγνοούμε, επίσης, επιδεικτικά την ύπαρξη μιας οποιασδήποτε σχέσης του βασικού μισθού με τους υπόλοιπους μισθούς, αυτούς που πληρώνονται πιο ακριβά. v) Λόγω των παραπάνω, δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα του τι σχέση έχει, τελικά, ο νομικά κατοχυρωμένος βασικός μισθός, με το μισθό που παίρνουμε στην λεγόμενη «πιάτσα». Οι απαντήσεις στα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι εξαντλητικές και, μάλλον, για την ώρα δεν θα μας χρησιμεύσει μια τέτοια εξαντλητικότητα. Μπορούμε, όμως, να κρατήσουμε δυο τρία πράγματα -και τα υπόλοιπα να τα δούμε στη συνέχεια: ο μισθός (και ο βασικός μισθός) δεν είναι ούτε λεφτά ούτε εισόδημα, αλλά είναι η σχέση που έχουμε τόσο με τα μεμονωμένα αφεντικά μας όσο και με την τάξη τους ως σύνολο˙ και αυτή η σχέση είναι πρώτα από όλα μια σχέση ανταγωνιστική, μια σχέση πολεμική. Τα αφεντικά μας δείχνουν να αναγνωρίζουν την παραπάνω αλήθεια και το αποδεικνύουν εμπράκτως ρίχνοντας την τιμή της εργασίας μας, αναγκάζοντάς μας σε απλήρωτες υπερωρίες, χαρίζοντας μας κάθε είδους εκβιασμούς και άλλα τέτοια όμορφα. Υπήρχαν, όμως, και εκείνες οι στιγμές μέσα στην (όχι και τόσο μακρινή) ιστορία του ελληνικού κράτους που η εργατική τάξη συνέβαινε ως τάξη πολιτικά οργανωμένη και ταξικά εχθρική απέναντι στα αφεντικά της. Συνειδητοποιούσε, λοιπόν, με κάθε δυνατό τρόπο την εχθρική αυτή σχέση και ανάγκαζε αυτά τα τελευταία να λάβουν μέτρα πυρόσβεσης. Β.1. Μια (ξεχασμένη) προϊστορία ΜΈΤΡΑ ΠΥΡΌΣΒΕΣΗΣ; Τα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του 1973 και του 1977 υπήρξαν για τα αφεντικά μας μια πολύ επικίνδυνη ιστορική συγκυρία. Και αυτό λίγο έχει να κάνει με την τις αλυσιδωτές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης του προηγούμενου χρόνου˙ πολύ περισσότερο (έχει να κάνει) με τη μαζική εμφάνιση της αυτονομίας της εργατικής τάξης στο δημόσιο χώρο και λόγο. Από το εργοστάσιο της National Can4 στην Ελευσίνα, στην Πάτρα, την Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική, βιομηχανικοί εργάτες και οικοδόμοι μιλούσαν για την ίδια τους την τάξη σε πρώτο πληθυντικό, μιλούσαν για τους μισθούς τους απαιτώντας αυξήσεις, για τις συνθήκες μέσα στις οποίες δούλευαν, για τις εκδικητικές απολύσεις των καιρών τους. Μιλούσαν, το πιο σημαντικό, πλάι στα ταξικά τους αδέρφια, τους μετανάστες εργάτες (κυρίως απ’ το Πακιστάν), φώναζαν το σύνθημα: «Έλληνες- Πακιστανοί Όλοι Μαζί»5 , το εφάρμοζαν στους δρόμους και τα εργοστάσια. Όπως κάθε καπιταλιστικό κράτος που θέλει να λέγεται τέτοιο, το ελληνικό κράτος είχε μπροστά του δυο δρόμους:
μπορούσε να απαντήσει «κατασταλτικά», μπορούσε, δηλαδή, να επιβάλει την αστυνομική διαχείριση όλων των παραπάνω˙ μπορούσε, όμως, και να αγκαλιάσει κάποιους από αυτούς, να τους παραχωρήσει ένα μέρος των διεκδικήσεων τους, αναγκάζοντας τους σε οπισθοχώρηση και τελικά σε πολιτική εξαφάνιση. Όπως κάθε καπιταλιστικό κράτος που σέβεται τον εαυτό του, το ελληνικό κράτος απάντησε και με τους δύο τρόπους! Και αν για τους μετανάστες εργάτες και τις μετανάστριες εργάτριες το σχέδιο της μαζικής πολιτικής τους απαγόρευσης (και, άρα, της κάθετης υποτίμησης και, άρα, της στρατιωτικής και μαφιόζικης διαχείρισης της εργασίας τους) έπρεπε να περιμένει μια δεκαετία ακόμη για να μπει σε πλήρη εφαρμογή, η μοίρα των ντόπιων προλετάριων έμοιαζε ακόμη τότε ολότελα διαφορετική. Β.2. Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (1981-1990) ΕΊΝΑΙ, ΛΟΙΠΌΝ, ΤΈΤΟΙΑ Η ΣΥΓΚΥΡΊΑ που τον Οκτώβρη του 1981, η πραγματική πρώτη-φορά-αριστερά θα αναλάβει το έργο της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στον κρατικό μηχανισμό. Το ΠΑΣΟΚ ήταν, βεβαίως, το μαζικό κόμμα των μικρομεσαίων6 και η αναπαραγωγή τους σαν τάξη υπήρξε, οπωσδήποτε, ένα απ’ τα πλέον υλικά διακυβεύματα της παραπάνω διαχείρισης, όμως μια τέτοια αναπαραγωγή δεν θα μπορούσε να συμβεί με μια τσαντισμένη και απείθαρχη εργατική τάξη. Τι ήταν, όμως, η Α.Τ.Α; Ήταν, ουσιαστικά, ένας όχι και τόσο εξελιγμένος αλγόριθμος που καθόριζε το ύψος του μισθού βάσει του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους. Και έτσι, αλγοριθμικά, τον ανατιμούσε! Ήταν μια εξέλιξη που ανταποκρινόταν στις νέες κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους σχετικά με την διαχείριση της εργασίας˙ ήταν, παράλληλα, η πρώτη ταφόπλακα για την αυτόνομη έκφραση της εργατικής τάξης στα μέρη μας: το 35% των αυξήσεων στους μισθούς (μία απ’ τις κεντρικές εργατικές διεκδικήσεις της προηγούμενης περιόδου) θα αφομοιωνόταν απ’ τα αφεντικά μας σε μια ευνοϊκή για αυτά συνθήκη. Αν συνυπολογίσουμε και την αναδιοργάνωση των τομέων εκείνων που διάρθωναν τον έμμεσο μισθό (των υποσυστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, όπως αυτό του ΕΣΥ) μπορούμε να ‘χουμε μια ακόμη καλύτερη εικόνα της ελληνικής στρατηγικής τότε στα ‘80ς˙ και, ίσως, μπορούμε να υποδεχτούμε τις επόμενες δύο δεκαετίες σαν αυτό που πράγματι ήταν: ελληνική πρόνοια και ελληνική αστυνομία, πλάι πλάι. Ιντερλούδιο 1: Οι μικρομεσαίοι στην εξουσία και η εκμετάλλευση της εργασίας που τους αντιστοιχεί «ΘΑ ΣΤΑΘΟΎΜΕ ΣΤΟ ΣΥΜΒΌΛΑΙΟ ΤΙΜΉΣ ΜΕ ΤΟ ΛΑΌ και θα προχωρήσουμε βήμα βήμα στο όραμα του σοσιαλισμού με εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση... Θα είμαστε κυβέρνηση όλου του λαού που θέλει να οικοδομήσει στα λάθη του παρελθόντος και στην συμφιλίωση» 7 Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σημαίνει παράλληλα τόσο την αναδιανομή της πολιτικής προσόδου –των μεριδίων στη νομή του κράτους και τα προνόμια που τους αντιστοιχούν- όσο και την και τυπικά εμπεδωμένη άνοδο των μικρομεσαίων αφεντικών στην εξουσία. Η ύπαρξη, ο χαρακτήρας, τα μυαλά και τα σώματα των εργατών/τριων του ελληνικού κράτους, κάτι θα έχουν πάρει και από την παραπάνω αυτή αλήθεια. Υπάρχει, για παράδειγμα:
i) Μια ιστορική διάσταση: το ελληνικό κράτος εφαρμόζει στο εσωτερικό του ρυθμίσεις κοινωνικής πρόνοιας, περίπου 30 χρόνια μετά απ’ το διεθνές ιστορικό ανάλογο. Τις εφαρμόζει, δηλαδή, όχι σε μια περίοδο γενικής ανοικοδόμησης και καπιταλιστικής (μετά)κερδοφορίας ,αλλά σε μια περίοδο που η κρίση στοιχειώνει και πάλι τα καπιταλιστικά κράτη -και που αυτά τα τελευταία αναζητούν διάφορες διεξόδους. Το ελληνικό κράτος βιώνει και αυτό μια τέτοια, η οποία βαφτίστηκε, γενικά, «πληθωριστική» 8. Αυτό σημαίνει πως ο πολυπόθητος ταξικός συμβιβασμός θα δυσκολευτεί πολύ, την περίοδο εκείνη, να λάβει εγγυήσεις μακροβιότητας. ii) Μια ιδεολογική/ηθική διάσταση: οι μικρομεσαίοι βρίσκονται με την εργατική τάξη σε μια σχέση χωροχρονικής εγγύτητας: μπορεί ακόμη να είναι φίλοι, μπορεί ακόμη να κατάγονται και απ’ το ίδιο σόι. Η επιστήμη της ψυχολογίας έχει εφεύρει έναν όρο που λέγεται «μίμηση προτύπου» και αυτός ο όρος μάλλον μας κάνει για την ώρα: οι εργάτες/ τριες στα μέρη μας μπορεί να ήθελαν (και να θέλουν) να ανταγωνιστούν τα μικρά και μεσαία αφεντικά τους, μπορεί (κυρίως) να ήθελαν (και να θέλουν) να τους μοιάσουν, μπορεί και τα δύο, και αυτό πρέπει στο εξής να το λέμε «μικροαστισμό», σε μανιοκαταθλιπτική συσκευασία. iii) Μια ξεκάθαρα υλική διάσταση: Όλοι αυτοί οι μικρομεσαίοι μπορεί μεν να επιβιώνουν ακόμη, αλλά επειδή είναι πολλοί και κοντά, βρίσκονταν σε έναν διαρκή, εσωτερικό και ανοιχτό πόλεμο μεταξύ τους. Το είδος, όμως, αυτού το πολέμου τους ένωνε όλους: ήταν πάντα ένας πόλεμος εναντίον της εργασίας, πόλεμο ς χαμηλότερου μισθολογικού κόστους, δηλαδή. Αυτοί οι οποίοι θα την πολεμούσαν σκληρότερα θα αναδεικνύονταν οι νικητές των επόμενων χρόνων. Β.3. Η ταξική μας ήττα (1990- 2009) ΤΟ 1990, Η ΔΕΞΙΆ ΚΥΒΈΡΝΗΣΗ ΜΗΤΣΟΤΆΚΗ διακόπτει την Α.Τ.Α, συναντώντας λίγες (έως μηδαμινές) αντιδράσεις. Μέσα σ’ εκείνη την περίφημη διετία, η διάλυση των σοσιαλιστικών δημοκρατιών θα διοχετεύσει το ελληνικό κράτος με ένα εμπόρευμα απαξιωμένο, φτηνό, παράνομο και πολιτικά απαγορευμένο, τους μετανάστες εργάτες και τις μετανάστριες εργάτριες. Συμβαίνει και κάτι άλλο: από τα μέσα εκείνης της δεκαετίας και έπειτα, ένας ανεπτυγμένος εσωτερικά τραπεζικός τομέας θα αρχίσει καθόλου δειλά να κοιτάει προς το εξωτερικό, γεμίζοντας υποκαταστήματα σε όλα τα Βαλκάνια -και όχι μόνο σ’ αυτά. Σκόρπιες πληροφορίες στη σειρά ή κάτι συμβαίνει; Πρόνοια και αστυνομία, αστυνομία και πρόνοια -αυτό συμβαίνει! Πρόνοια, γιατί: η διακοπή της (αυτόματης) ανόδου του μισθού ήταν πλέον πραγματικότητα, αλλά αυτό καθόλου δεν εμπόδισε τη ντόπια εργατική τάξη στις επενδύσεις στο Ατομικό μέλλον της -τα καταναλωτικά, τα στεγαστικά και τα κάθε είδους δάνεια, δηλαδή! Η ιδέα έμοιαζε τότε καλή: η υποθήκευση μελλοντικής εργασίας (οι δόσεις που αποπληρώνονται) θα βάραιναν την τωρινή, η κρατικά «εγγυημένη κατανάλωση» θα συνέβαινε χωρίς τις ανάλογες αυξήσεις στους μισθούς και μία άλλη πτυχή του ελληνικού κρατικού σχεδίου θα γινόταν ιδεολογία μιας ακίνδυνης και πολιτικά αόρατης εργατικής τάξης. Ο ελληνικός μικροαστισμός σαν μαζική κατάφαση στη νέα ηθική της κατανάλωσης θα ανανεωθεί εκείνη τη δεκαετία μέσα απ’ την επιχείρηση «αποενοχοποίησης του πλούτου», με κύριο φορέα της τις σελίδες του περιοδικού «Κλικ»9 , ιδιοκτησίας του γνωστού σκουπιδιού με το όνομα Π.
Κωστόπουλος. Αστυνομία, γιατί: η κρατική στρατηγική απαγόρευσης των μεταναστών/τριών εργατών/τριών ήταν επί της ουσίας η διαχείρισή τους απ’ το στρατοαστυνομικό σύμπλεγμα, το κρατικό μονοπώλιο της βίας εγγυόταν τη μείζονα εκμετάλλευση στην ελάσσονα κοινωνική αναπαραγωγή τους. Τελικά, πρόνοια και αστυνομία, αστυνομία και πρόνοια: η γενική κοινωνική συμφωνία πάνω στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας θα χτιζόταν πάνω στη de facto αποσύνδεση του τυπικά προσδιορισμένου (βασικού) μισθού απ’ την πολιτική του κεντρικότητα ή, αλλιώς, κανείς δεν είχε πλέον τον καημό να ασχοληθεί με έναν τέτοιο στο βαθμό που το ρεπερτόριο περιλάμβανε δάνεια και σφαίρες, πογκρόμ και κατανάλωση. Ιντερλούδιο 2: Ο γκανκστερισμός σαν κοινωνική σχέση ΑΣ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΏΣΟΥΜΕ: υποστηρίζουμε πως εμείς και τα αφεντικά μας, τα αφεντικά μας και εμείς, βρισκόμαστε σε μια σχέση συμβολικής, ιδεολογικής και συναισθηματικής (δυστυχώς!) εγγύτητας. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ο/η καθένας/μία από μας έχει στο σόι, στην παρέα του ή κάπου κοντά του και από έναν μικρομεσαίο. Συμβαίνει επειδή εμείς τους φτιάξαμε, αλλιώς, ο δικός μας ανταγωνισμός όπως εκφράστηκε κάποτε καθόρισε το επόμενο μοντέλο της εκμετάλλευσής μας και, άρα, ισχύει και το αντίστροφο: το επόμενο μοντέλο εκμετάλλευσης καθόρισε και τη νέα σύνθεση μας. Στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε το τι σκατά μας συμβαίνει σήμερα, πρέπει να απαντήσουμε σε δύο ακόμη ερωτήματα: πρώτον, το τι σχέση έχει ο βασικός μισθός (ή ο μισθός μαθητείας ή ο «υποκατώτατος μισθός») με τους ιεραρχικά ανώτερους μισθούς˙ και, δεύτερον, τι σχέση έχουν όλες αυτές οι τυπικές μισθολογικές διακυμάνσεις με τον μισθό που παίρνουμε όντως και πραγματικά όταν δουλεύουμε. Ας φανταστούμε μια πυραμίδα δύο επιπέδων: το πρώτο επίπεδο θα το ονομάσουμε «πραγματικό» και το δεύτερο «τυπικό». Το πρώτο επίπεδο περιλαμβάνει τους μισθούς που βγάζουμε πράγματι όταν δουλεύουμε, τους χρόνους που όντως δουλεύουμε, τα ένσημα που ουσιαστικά (δεν) μας κολλάνε. Το δεύτερο επίπεδο διχοτομείται και αυτό: στην κάτω άκρη του είναι ο θεσμικά προσδιορισμένος βασικός μισθός και ανεβαίνοντας προς τα πάνω συναντούμε όλη αυτή την κλίμακα των μισθολογικών διακυμάνσεων που λέγαμε και πριν. Λοιπόν, στην πραγματικότητα, αυτό που συντηρεί και μετασχηματίζει ολόκληρη την πυραμίδα είναι το πιο κάτω μέρος της, είναι, δηλαδή, ο ταξικός ανταγωνισμός όπως εκδηλώνεται στην καθημερινότητα των κοινωνικών σχέσεων. Το τυπικό σύνταγμα μελετά και καταλαβαίνει αυτόν τον ανταγωνισμό και τον προσδιορίζει πάντα εκ των υστέρων. Από την άλλη, το τελικό διακύβευμα μιας τέτοιας μελέτης/κατανόησης είναι ο βασικός μισθός, είναι ο μισθός του ανειδίκευτου, της μαθητευόμενης, ο πάτος της μισθολογικής αλυσίδας. Με άλλα λόγια, είναι τελικά αυτή η νομοθέτηση του βασικού μισθού που όσο παράγεται απ’ το πραγματικό σύνταγμα των ταξικών συσχετισμών άλλο τόσο παράγει τη μισθολογική σκάλα στην ολότητά της: όταν χαμηλώνει το τελευταίο σκαλί χαμηλώνει και αυτή˙ και ανάποδα. Και αντίστροφα: μέσα στις ντόπιες στρατηγικές εκμετάλλευσης της εργασίας, τα αφεντικά μας συμπεριφέρονται σαν να είναι gangsters της νύχτας. Έχουν, δηλαδή, χεσμένο τον βασικό μισθό (ποιο;) όσο και
το εργατικό δίκαιο (το ποιο;) στο σύνολό του! Είναι, όμως, η ίδια η νομοθεσία, η ίδια η τιμή του βασικού μισθού, που τους επιτρέπει κάτι τέτοιο. Αν ο διακαής πόθος των αφεντικών μας είναι η άνευ όρων εκμετάλλευση/υποτίμηση της εργασίας, η μόνη, τελικά, λειτουργία του «νόμιμου» είναι η οργάνωση «του παράνομου». Σκεφτείτε το: τι άλλο κάνει το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ πέραν του να μας σπρώχνει στη μαύρη οικονομία, μπας και μαζέψουμε ένα βασικό εισόδημα; Τι άλλο κάνει ο βασικός μισθός των 527 σε μεικτά, πέραν του να μας κάνει να παρακαλάμε για να μη μας κολλάνε ένσημα μπας και ανέβει έστω και λίγο; Τι άλλο έκαναν στο παρελθόν περιπτώσεις όπως αυτή της εφεδρείας των δημοσίων υπαλλήλων, πέραν του να μας κάνει να απευθυνθούμε στη νόμιμη μαφία, για λίγα ψίχουλα ακόμα; Γ. Και οι επιπτώσεις της που άργησαν (2009- ) ΡΊΞΤΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΆ ΣΤΟΥΣ ΔΎΟ ΠΊΝΑΚΕΣ ΑΠΌ ΠΆΝΩ: ο πρώτος παρουσιάζει την «έκρηξη ανέργων» όπως αυτή άρχισε να διαμορφώνεται απ’ το 2009 και έπειτα. Ο δεύτερος αναπαριστά έναν κόσμο λίγο πιο τυπικό: πρόκειται για την πορεία του βασικού μισθού, με σημείο τομής (και κάθετης πτώσης) το 2012! Θυμηθείτε, τώρα, αυτό που γράφαμε πριν λίγο: τυπικό και πραγματικό σύνταγμα των ταξικών συσχετισμών. Μπορεί η νέα φάση του πολέμου των αφεντικών μεταξύ τους (και πάντοτε ενάντια μας) να ξεκινά 3 χρόνια πριν αγγίξει και με τυπικούς όρους το μισθό μας, αλλά ένα τέτοιο «άγγιγμα» είχε συντελεστεί ήδη από πολύ πριν. Η νέα εργατική νομοθεσία που έφερε μαζί του το έτος 2012 δεν υπήρξε σαν κάποια παρέκκλιση μιας -κατά τ’ άλλα- διαφορετικής πορείας, υπήρξε, απλά, σαν μια νέα διαιτησία μιας κατάστασης άγριας εκμετάλλευσης. Είναι, πάντα, αυτή η νομοθεσία που έρχεται εκ των υστέρων. Τι συνέβη, τελικά, εκείνο το μακρινό Φλεβάρη του 2012 10 ; Η τότε κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Λ. Παπαδήμου και μαζί του ολόκληρο το σινάφι των πολιτικών βιτρινών αυτού του τόπου θεσμοθέτησαν την πτώση της τιμής του βασικού μισθού κατά 22% (στους άνω των 25) και κατά 32% (στους «μαθητευόμενους»). 586 και 510 ευρώ: τέτοια υπήρξε η κοστολόγηση των βασικών αναγκών των εργατών/τριών απ’ το ελληνικό κράτος. Και όχι μόνο αυτό, ο θεσμικός μετασχηματισμός που επετεύχθη ήταν και αυτός αρκετά κρίσιμος: αν μέχρι το 2012 οι διαπραγματεύσεις γύρω απ’ τον άμεσο και τον έμμεσο μισθό εκδηλώνονταν γύρω απ’ τους «κοινωνικούς εταίρους» (τους εκπροσώπους της εργατικής τάξης και τους εκπροσώπους των αφεντικών, τη ΓΣΕΕ και τον ΣΕΒ ας πούμε), πλέον η κοινοβουλευτική σύνθεση θα μπορούσε να είναι αρμόδια για τέτοιου είδους κρίσιμες αποφάσεις. Το 2012 και το 2016: η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που «αποφασίζει», ο βασικός μισθός που πέφτει όλοκαι-πιο-χαμηλά, η ελληνική αριστερά και η εργατική αριστοκρατία που αγοράζουν κρατική πρόσοδο και πουλάνε αποπροσανατολισμό. Η τωρινή μας κατάσταση έχει από πίσω της μια βαριά ιστορία: μια ιστορία ταξικού ανταγωνισμού, μια ιστορία ενσωμάτωσης και μια ιστορία επιθετικών κρατικών στρατηγικών. Γιατί να πέφτουμε απ’ τα σύννεφα; Ο «υποκατώτατος μισθός» είναι το τελευταίο κομμάτι του παραπάνω παζλ. Το παραπάνω παζλ είναι, τελικά, το παζλ της υποτίμησης των κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης με γενικούς όρους, της πτώσης της τιμής του βασικού μισθού, δηλαδή. Μας απομένει μια ακόμη ιστορία:
η ιστορία της πορείας απ’ τη θεσμοθέτηση του πρώτου «υποκατώτατου μισθού», του μισθού μαθητείας για τους/τις κάτω των 25 στο νέο αυτό «υποκατώτατο μισθό» που πλέον χωρά περισσότερους και περισσότερες. Μας, λείπει, τελικά μια γνώμη για το τι είναι τελικά αυτός ο «υποκατώτατος μισθός», γιατί υπάρχει και τι πρόκειται να μας κάνει. Σαν νέους/ες εργάτες/τριες με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω απ’ το πανεπιστήμιο και, τελικά, σαν αυτό που είμαστε: μια πολυεθνική εργατική τάξη. Δ. Το πρόβλημα της νεολαίας και ο «υποκατώτατος μισθός» που (ούτε καν) θα το λύσει ΤΙ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ ΈΧΟΥΜΕ ΌΛΟΙ/ΕΣ ΕΜΕΊΣ; Είμαστε με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω απ’ το πανεπιστήμιο -το γράψαμε και πριν. Πρόκειται για μια εξέλιξη κάπως διαφορετική απ’ το πώς είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα την τριτοβάθμια εκπαίδευση: ο μύθος (και όχι μόνο αυτός) έλεγε, άλλωστε, πως το πανεπιστήμιο είναι τέτοιο ακριβώς επειδή δεν είναι εργοστάσιο! Άλλο πράγμα οι φοιτητές, άλλο πράγμα οι εργάτες και το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν αυτοί οι δύο άλλοι θα ήταν να συναντηθούν σε κάποιο φοιτητικό-εργατικό κίνημα. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός και η φοιτητική ενότητα, τα «πτυχία- με- αξία» και η μελλοντική «δουλειά- με- δικαιώματα» ήταν -ανάμεσα σε άλλα- τα παιδιά της αριστερής ηγεμονίας στο πανεπιστήμιο, όπως αυτή άρχισε να διαμορφώνεται μετά το 1981. Υπήρχαν, όμως, και κάποιες υλικότατες παράμετροι που ευνοούσαν τη διασπορά του ιδεολογικού μύθου. Στη μία πλευρά, όπως εξηγούσαμε και πριν, ένα κομμάτι της εργατικής τάξης (το ντόπιο) γινόταν κράτος, στο βαθμό που το κράτος άρχισε να του χαϊδεύει τα αυτιά. Στην άλλη πλευρά, η σχέση των φοιτητών/τριών με την εργασία ήταν πάντοτε περιστασιακή/συγκυριακή: στο βαθμό που η ελληνική οικογένεια (και οι ελληνικές τράπεζες) μπορούσε να καλύπτει το βάρος της καθημερινότητας των υλικών αναγκών τους, αυτοί στρέφονταν στην εργασία αντιμετωπίζοντας τη ως μια καταναλωτική αντιπαροχή: «θα δουλέψω 3 μήνες και θα πάρω μια μηχανή» ή «θα δουλέψω 6 μήνες και θα πάρω ένα αυτοκίνητο»˙ ή κάποιον άλλο ευσεβή πόθο. Κάπως έτσι, μπορούμε τώρα να έχουμε μια γνώμη γι’ αυτό που λέμε εμείς πρόβλημα της νεολαίας ή, καλύτερα, πρόβλημα της φοιτητικής νεολαίας: είναι μια γενιά που έχει εκπαιδευτεί σε μια σχέση με την εργασία πάντοτε εξωτερική και ξαφνικά της προκύπτει μια σχέση με την εργασία εσωτερικότατη! Πατάει και στις δύο βάρκες: είναι τόσο μη εργαζόμενη (φοιτητική) όσο και εργαζόμενη (εργατική). Κουβαλά χιλιάδες προσδοκίες που διαψεύδονται στην καθημερινή της ζωή, δεν της βγαίνουν τα ωράρια για να ταΐσει και τις πρώτες και τη δεύτερη, και, τελικά, γίνεται σχιζοφρενής μέσα στη διπλή της αυτή ταυτότητα. Δεν υπάρχει, μάλλον, καλύτερο τεκμήριο για όσα γράφουμε παραπάνω, απ΄την θεσμοθέτηση του πρώτου «υποκατώτου μισθού» για τους/τις κάτω των 25 ετών, το Φλεβάρη του 2012! Τα αφεντικά μας αναγνώρισαν μια επιπλέον όψη της «εκπαιδευτικής κρίσης», μια πιο εσωτερική αποδιαρθρωτική όψη, νομοθετώντας νέους κανόνες διαιτησίας στην «αγορά εργασίας». Οι κάτω των 25 δεν είναι, φυσικά, μόνο φοιτητές/τριες –είναι, όμως, και τέτοιοι/ες. Σε αυτούς (σε εμάς) στόχευσαν και αυτοί (εμείς) κουβαλούσαμε για επτά χρόνια την ευθύνη να αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτά. Μοιραίο; Ο «υποκατώτατος μισθός» έγινε ο νέος βασικός μισθός, ακριβώς επειδή εμείς ολιγωρήσαμε, ακριβώς γιατί δεν καταφέραμε να μιλήσουμε για τους
εαυτούς μας σε πρώτο πληθυντικό -και σαν νέα εργατική τάξη. Το παρελθόν αυτής της ολιγωρίας είναι τα 30 χρόνια της ταξικής ήττας που κουβαλάμε στις πλάτες μας, είναι όλα όσα προσπαθούμε να εξηγήσουμε και παραπάνω. Για να καταλάβουμε, τελικά, τι είναι ο «υποκατώτος μισθός» (είτε αυτός του 2012, είτε αυτός που μας ετοιμάζουν σήμερα) πρέπει να δούμε πρώτα απ’ όλα τι μας έκανε/τι μας κάνει και ποιά είναι τελικά τα πολλαπλά οφέλη της διαχείρισης ενός κομματιού της εργατικής τάξης ως «μαθητευόμενο» -και της τυπικής μισθολογικής αποτύπωσης μιας τέτοιας διαχείρισης. Λοιπόν, ο «υποκατώτος μισθός»: i) Συμβάλει στη γενική κυκλοφορία μιας εργασίας/ δωράκι, μιας εργασίας φτηνότερης, πιο ευέλικτης, φοβισμένης και πειθήνιας: οι τομείς εκείνοι της καπιταλιστικής συσσώρευσης που τοποθετούνται κατάλληλα πλάι στους κατάλληλους μηχανισμούς μπορούν να απολαύσουν τα οφέλη κατανάλωσης μιας τέτοιας εργασίας. Για παράδειγμα, σκεφτείτε όλον εκείνο το γαλαξία (μικρό)επιχειρήσεων (αρχιτεκτονικά και δικηγορικά γραφεία, φωτοτυπάδικα και τυπογραφεία, τουριστικά γραφεία και ξενοδοχεία κτλ) που στο βαθμό που κατορθώνουν να απορροφήσουν χρηματικές ροές, είτε μέσω της συμμετοχής στις πρακτικές εργασίες των ΑΕΙ/ΤΕΙ είτε μέσω των «προγραμμάτων κατάρτισης» του ΟΑΕΔ, στον ίδιο βαθμό μπορούν να έχουν κυκλικά επαναλαμβανόμενη τζάμπα εργασία! ii) Κατασκευάζει ένα κομμάτι της (ντόπιας) εργατικής τάξης σαν να έχει εμπεδώσει για τα καλά την ιδέα πως θα το διαχειρίζονται με διακριτικούς όρους. Οι νέες/οι (το 2012) και οι νεοπροσληφθέντες/είσες (το 2016) ανακαλύπτουν μέσα στο φάσμα της υλικής τους υποτίμησης ένα σωρό από προβλήματα και εντάσεις στην καθημερινές κοινωνικές τους σχέσεις: ανακαλύπτουν, αλλιώς, πτυχές της ψυχοσυναισθηματικής και διανοητικής τους υποτίμησης. Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών πλευρών υποτίμησης είναι κυκλική και η ελληνική οικογένεια είναι, πάντοτε, το τελευταίο καταφύγιο για την κοινωνική μας αναπαραγωγή. iii) Το πέρασμα απ’ το 2012 στο 2016 δεν έγινε καθόλου απότομα• αντίθετα, μέσα σε εκείνα τα χρόνια οι άμεσα ενδιαφερόμενοι/ες δεν καταφέραμε να σηκώσουμε το μικρό μας δακτυλάκι κόντρα σε μια συνθήκη που στόχευε εμάς τους ίδιους/ες. Ο πρώτος «υποκατώτος μισθός» λειτούργησε σαν ένα πείραμα εν εξελίξει, τόσο για τους όρους κάλυψης των κοινωνικών μας αναγκών (της στροφής στην οικογένεια, κυρίως) όσο και για τις πολώσεις και τους μοριακούς ανταγωνισμούς που θα μπορούσαν να επιφέρουν αυτοί οι όροι (τα ερωτήματα του είδους: μέχρι πότε θα με συντηρεί η οικογένεια;). Η εισαγωγή του δεύτερου «υποκατώτατου μισθού» είναι παιδί αυτού ακριβώς του πειράματος. Τέτοιο παιδί μπορεί στο μέλλον να είναι και ένας τρίτος.. iv)Τελικά, ο «υποκατώτος μισθός» είναι ένας γενικός εκβιασμός που στρέφεται ενάντια όχι μόνο στους/στις κάτω των 25 ετών, όχι μόνο στους νεοπροσληφθέντες/ είσεις, αλλά σε ολόκληρη την εργατική τάξη. Δεν είναι δα και τόσο παράξενο: παρά την κάθετη υποτίμηση της εργασίας των «μαθητευόμενων» τα προηγούμενα χρόνια, τα ποσοστά ανεργίας που τους αφορούσαν/αφορούν δεν μειώθηκαν καθόλου στην διάρκεια των τελευταίων χρόνων ή, καλύτερα, αναλογικά μειώθηκαν λιγότερο απ’ ότι για τους «μη μαθητευόμενους», δηλαδή τους άνω των 25 ετών! Η ατάκα «θα σε απολύσω και θα πάρω κάποιον μικρότερο/ φτηνότερο» μπορεί να μην επιβεβαιωνόταν πάντοτε στην πράξη˙ πάντοτε, όμως, λειτουργούσε σαν μια πραγματική απειλή ενάντια στους εργάτες και τις εργάτριες. Η πραγματική υποτίμησή μας σε όλες της τις πλευρές χτιζόταν βήμα στο βήμα, μέρα στη μέρα, μέσα στην καθημερινότητα
αυτών και άλλων απειλών. Ε. Και τι μας νοιάζουν, τελικά, όλα αυτά; (φοιτητές δεν είμαστε;) ΕΜΆΣ ΣΤΟΧΕΎΟΥΝ, ΛΟΙΠΌΝ! Μας στοχεύουν σαν αυτό που είμαστε: όχι φοιτητές/τριες, αλλά εργάτες/τριες με το ένα πόδι μέσα αλλά το άλλο έξω απ’ το πανεπιστήμιο. Στοχεύουν την εργασία μας, στοχεύουν την κοινωνικότητα της εργασίας μας. Όταν σερβίρουμε, όταν μεταφέρουμε τα εμπορεύματά τους, όταν φτιάχνουμε καφέδες και όταν πουλάμε ρούχα, τότε ναι, το ξέρουν καλά: χωρίς εμάς ο κόσμος τους θα έπεφτε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Τελικά, αυτός είναι ο λόγος που μας υποτιμούν, που υποτιμούν την κοινωνική μας εργασία: είναι το μέτρο εκείνο που μας εμποδίζει από την συνειδητοποίηση του παραπάνω γεγονότος. Πριν «κάτσουμε στα αυγά μας» ή πριν «κάνουμε καμιά λαϊκή επανάσταση», αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να το καταλάβουμε καλά! Δεν μας χρειάζονται διακηρύξεις και προγράμματα, δεν μας χρειάζονται σχέδια μεγάλα ούτε νύχτες μαγικές, όχι ακόμη τουλάχιστον! Απέχουμε πολύ ακόμα απ’ την άμεση και καθολική διεκδίκηση της υλικής ανατίμησής μας. Είναι επιτακτικό, όμως, να κάνουμε κάποια πρώτα βήματα! Ακούγεται απλό; Δεν είναι καθόλου απλό! Πρέπει, πρώτα, να καταλάβουμε και να αρχίσουμε να μιλάμε και για τα παρακάτω: Ο μισθός μας δεν είναι φράγκα, δεν χωράει στις τσέπες μας! Είναι ο τρόπος να καλύπτουμε τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες κοινωνικές μας ανάγκες. Και είναι αυτές οι ανάγκες, που θέλουμε, που πρέπει, συνεχώς να τις ανατιμούμε! Ο μισθός μας δεν είναι εισόδημα! Μια τέτοια σύλληψη του μισθού από εμάς τους ίδιους/ες είναι ακριβώς αυτό που θέλουν να πετύχουν τα αφεντικά μας! Τότε δεν θα ευθύνονται για τίποτα. Τότε θα (συνεχίσουμε να) ονειρευόμαστε το μέλλον μας με τα μάτια των ταξικών μας εχθρών! Ο βασικός μισθός δεν μας αφορά βραχυπρόθεσμα! Τα αφεντικά μας μας βαφτίζουν ανειδίκευτους/ες όποτε αυτά γουστάρουν! Στην πραγματικότητα, είμαστε αρκετά έξυπνοι/ες και κάθε λεπτό που περνά στο κάτεργο ξέρουμε και λίγο καλύτερα το τι, τελικά, θέλουν από μας! Ο βασικός μισθός δεν είναι ανεξάρτητος απ’ τους υπόλοιπους μισθούς! Θυμηθείτε τη σκάλα που γράφαμε και παραπάνω: όσο το τελευταίο σκαλί ανεβαίνει, ανεβαίνει και το πρώτο, και αντίστροφα! Ο μισθός μας έχει πράγματι μια σχέση με το πώς τον νομοθετούν τα αφεντικά μας! Αυτή, όμως, η σχέση είναι πάντοτε μιας σχέση ακολουθίας: πρώτα μας πληρώνουν λιγότερο και μετά έρχονται και το νομοθετούν! Είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν πρέπει να μας καίγεται καρφί για την αριστερά και την κυβέρνηση της, δεν θα έπρεπε να πιστέψουμε ποτέ στα 751 ευρώ που μας έταζαν, θα έπρεπε και θα πρέπει να καταλάβουμε ποιός κάνει κουμάντο σ’ αυτό εδώ το κράτος! Το ξαναλέμε: το να ξεκινήσουμε να μιλάμε για τα παραπάνω ούτε θα μπλοκάρει τον «υποκατώτατο μισθό», ούτε –δυστυχώς- και καμιά άλλη πτυχή της άγριας υποτίμησης μας. Είναι, όμως, που θα μας κάνει να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη που μας ταιριάζει, την εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις, την κοινότητα των σχέσεων που αρμόζει σε αυτούς και αυτές που μέρα με τη μέρα και νύχτα με τη νύχτα παράγουν το σύνολο του κοινωνικού πλούτου. Ε, αυτό είναι σίγουρα το πρώτο βήμα!
1. Πρόκειται για την ανεπίσημη μετάφραση του αγγλικού πρωτοτύπου που στάλθηκε απ’ την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων μέσα στον Σεπτέμβρη που μας πέρασε. 2. Οι προτάσεις της Επιτροπής Σοφών για τα εργασιακά, Καθημερινή, 30/9/2016 3. «Όσοι αμείβονται με τα 586,08 ευρώ δικαιούνται επίδομα 10% για κάθε κλεισμένη τριετία. Δηλαδή τα 586,08 θα πάρουν την πρώτη τριετία (10%) όταν συμπληρωθούν 3 έτη από την πρόσληψη. Στα 6 συμπληρωμένα έτη θα πάρουν άλλο ένα 5% και στα 9 έτη ακόμη 5%. Υπάλληλος με 10 χρόνια προϋπηρεσίας που προσλαμβάνεται σε άλλον εργοδότη δικαιούται 586,08 με προσαύξηση 30% για τις τρείς τριετίες που έχει συμπληρώσει, άρα 761,90 ευρώ.»: αλιεύτηκε από τον ιστότοπο: dikaiologitika.gr. Ο βασικός μισθός είναι τέτοιος ακριβώς επειδή -στην τυπική του μορφή- αυξάνεται κάθε τριετία και παύει να είναι βασικός! Όπως ακριβώς και ο «υποκατώτατος».. 4. «Ουσιαστικά, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can, στην Ελευσίνα, όταν οι 500 εργαζόμενοι κάλεσαν σε Γενική Συνέλευση, για να συζητήσουν ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τα εξουθενωτικά ωράρια. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Η εργοδοσία απέλυσε έναν πρωτοπόρο εργάτη, με αποτέλεσμα να προβούν οι εργάτες σε δυναμική απεργία, η οποία έληξε όταν ο εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Η κινητοποίηση στη National Can ήταν πρωτοπόρα για μια σειρά λόγους. Ήταν η πρώτη απεργία μεγάλης εμβέλειας μετά την πτώση της χούντας, αλλά και η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης με κοινή συμμετοχή Ελλήνων και μεταναστών εργατών, καθώς στο εργοστάσιο δούλευαν 100 μετανάστες από το Πακιστάν.»: αλιεύτηκε από το κείμενο: Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός (1975-1977) και οι εργατικοί αγώνες στη Μεταπολίτευση, του Δημήτρη Κατσορίδα. 5. Πάνω στη σχέση του ΠΑΣΟΚ με τους μικρομεσαίους- και πάνω στις ιστορικές προοπτικές διαμόρφωσης της, διαβάστε: Γ. Καραμπελιάς, Μικρομεσαία Δημοκρατία, Κομμούνα, Αθήνα 1982 6. Τι έκανες το ’81 μπαμπά;/Οι πρώτες 100 μέρες του ΠΑΣΟΚ, της δημοσιογραφικής ομάδας ΙΟΣ, Ελευθεροτυπία, 14/3/2004. 7. Πληθωρισμός και κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου: η ελληνική περίπτωση, Παντελής Παρασκευαϊδης, περιοδικό Θέσεις, τ. 34, Ιανουάριος- Μάρτιος 1991. 8. Κόκκινες σελίδες, Ποιά εργατική τάξη; Πάει αυτή!... Δώστε (περισσότερη) βάση στο κεφάλαιο: Το νόημα του στυλ: ανανεωμένος μικροαστισμός. 9. Η σκληρή, σκληρότατη επικύρωση μιας ήττας μακρόχρονης, περιοδικό Sarajevo, τ. 60 (Μάρτιος 2012)
H προκήρυξη αυτή εκδόθηκε στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2017 και κυκλοφόρησε σε 4.000 αντίτυπα με την πολιτική ευθύνη των διαρρηκτ(ρι)ών της φοιτητικής κουλτούρας. Περισσότερα για εμάς στο diarriktes.wordpress.com