I zoi meta ton thanato

Page 1

Ζ ΕΩΖ ΜΔΣΑ ΣΟΝ

ΘΑΝΑΣΟ ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΝΑΤΠΑΚΣΟΤ ΚΑΗ ΑΓΗΟΤ ΒΛΑ΢ΗΟΤ

ΗΔΡΟΘΔΟΤ Ζ΄ ΔΚΓΟ΢Ζ ΗΔΡΑ ΜΟΝΖ ΓΔΝΔΘΛΗΟΤ ΣΖ΢ ΘΔΟΣΟΚΟΤ Σ.Θ. 107, 32100 Λεβαδεηά ΖΛΔΚΣΟΝΗΚΖ ΔΠΔΞΔΡΓΑ΢ΗΑ ΒΗΒΛΗΟΤ:

http://clups.pathfinder.gr/saints

ΠΔΡΗΔΥΟΜΔΝΑ ΕΙ΢ΑΓΨΓΗ ΚΕΥΑΛΑΙΟΝ Α΄ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΣΟΤ ΠΛΟΤ΢ΙΟΤ ΚΑΙ ΣΟΤ ΛΑΖΑΡΟΤ ΓΙΑ ΣΗΝ ΜΕΣΑ ΘΑΝΑΣΟΝ ΖΨΗ 1. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου 2. Ερμηνευτική ανάλυση της παραβολής ΚΕΥΑΛΑΙΟ B’


Ό ΦΨΡΙ΢ΜΟ΢ ΣΗ΢ ΧΤΦΗ΢ ΑΠΟ ΣΟ ΢ΨΜΑ 1. Ορισμός της ψυχής 2. Ή δημιουργία και γένεση της ψυχής 3. Θάνατος και προπατορικό αμάρτημα 4. Σο μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα 5. Ό τελωνισμός των ψυχών 6. Μέση κατάσταση των ψυχών 7. Ό θάνατος των νηπίων 8. ΢υμπέρασμα ΚΕΥΑΛΑΙΟ Γ΄ ΜΕΣΑΘΑΝΑΣΙΕ΢ ΕΜΠΕΙΡΙΕ΢ 1. ΢ύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες 2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική 3. Ή διάκριση των εμπειριών ΚΕΥΑΛΑΙΟ Δ΄ Ή ΑΘΑΝΑ΢ΙΑ ΣΗ΢ ΧΤΦΗ΢ 1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία 2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία 3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία ΚΕΥΑΛΑΙΟ Ε΄ ΣΟ ΚΑΘΑΡΣΗΡΙΟ ΠΤΡ 1. Οι συζητήσεις στην Υερράρα - Υλωρεντία για το καθαρτήριο πύρ 2. Η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού για το καθαρτήριο πύρ a) Αναγκαία η δογματική συζήτηση b) Τπάρχει Παράδεισος και Κόλαση c) Δεν υπάρχει καθαρτήριο πύρ d) Θεολογικοί λόγοι κατά της υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός e) Ερμηνεία αποστολικού χωρίου f) Πατερικά χωρία κατά τον διάλογο g) Σο αιώνιο πυρ είναι άκτιστο 3. Που οφείλεται η διδασκαλία των Λατίνων για το καθαρτήριο πύρ ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΢Σ΄ Ή ΔΕΤΣΕΡΑ ΠΑΡΟΤ΢ΙΑ ΣΟΤ ΦΡΙ΢ΣΟΤ 1. Ή ένδοξη έλευση του Φριστού


2. Ή ανάσταση των νεκρών 3. Ή μέλλουσα κρίση ΚΕΥΑΛΑΙΟ Ζ' ΠΑΡΑΔΕΙ΢Ο΢ ΚΑΙ ΚΟΛΑ΢Η 1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση 2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση 3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή 4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας ΚΕΥΑΛΑΙΟ Η΄ Η ΑΠΟΚΑΣΑ΢ΣΑ΢Η ΣΨΝ ΠΑΝΣΨΝ 1. Αρχαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι για την αποκατάσταση των πάντων 2. Οι απόψεις των ερμηνευτών για την θέση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης σχετικά με την αποκατάσταση των πάντων 3. Ερμηνευτικά σχόλια στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την αποκατάσταση των πάντων a) Η μεγάλη του εκκλησιαστική προσωπικότητα b) Οι απόψεις του για την φιλοσοφία c) Η διδασκαλία του για την προαίρεση του ανθρώπου και την αιωνιότητα της Κολάσεως d) Ερμηνευτική ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων e) Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους Πατέρας της Εκκλησίας 4. ΢υμπεράσματα ΚΕΥΑΛΑΙΟ Θ΄ Ή ΑΙΨΝΙΑ ΖΨΗ 1. Ή Βασιλεία του Θεού 2. Ή ανακαίνιση της κτίσεως 3. Η διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα ΚΕΥΑΛΑΙΟ Ι΄ ΔΙΑΦΡΟΝΙΚΗ Ε΢ΦΑΣΟΛΟΓΙΑ 1. Ερμηνεία του ορού εσχατολογία 2. Ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη 3. Σα παρελθόντα και τα παρόντα των εσχάτων α) Σι είναι η Βασιλεία του Θεού β) Σα έσχατα ως τα πρώτα γ) Σα έσχατα ως παρόντα


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΟ ΔΕΙΠΝΟ ΣΗ΢ ΒΑ΢ΙΛΕΙΑ΢ ΓΙΑ ΣΑ ΣΕΛΨΝΙΑ ΓΙΑ ΣΙ΢ ΕΞΨ΢ΨΜΑΣΙΚΕ΢ ΕΜΠΕΙΡΙΕ΢ Δηζαγσγή Έχει παρατηρηθεί από πολλούς ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την ζωή και τον θάνατο. Ρον απασχολεί έντονα το μυστήριο του θανάτου. Συσικά αυτό συνδέεται με τα λεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα, που αναφύονται σε όλους, αλλά ιδιαίτερα στους νέους, και περικλείονται στα εξής: Ρι είμαι, ποιο είναι το νόημα της ζωής, που πάω μετά τον θάνατο, υπάρχει ζωή μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα κ.λ.π. Γίναι γνωστόν ότι όχι μόνον οι σύγχρονοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά, αλλά γενικά οι άνθρωποι όλων των εποχών και γενεών. Γίναι χαρακτηριστικό ότι και οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με την προέλευση της ζωής, την ύπαρξη της ψυχής, την είσοδο του κακού στον κόσμο και τον θάνατο. Έτσι τα θάματα αυτά ενώ παρουσιάζονται ως σύγχρονα, απασχόλησαν ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου. Ών σήμερα παρατηρείται κάποια έξαρση, οφείλεται περισσότερο στην ανασφάλεια που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ξραγματικά όταν γκρεμίζονται όλες οι ασφάλειες, όταν ο άνθρωπος αισθάνεται απογοητευμένος από διάφορα γεγονότα, τότε είναι φυσικό να απασχολείται εντονώτερα με τα υπαρξιακά ερωτήματα. Ε Γκκλησία πάντοτε αντιμετώπιζε τέτοια ερωτήματα, και κυρίως το βασικότερο πρόβλημα, και το μεγαλύτερο μυστήριο, που είναι το μυστήριο του θανάτου. Ήδη η ενανθρώπηση του Τριστού είχε σαν σκοπό να νικηθεί το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Ε θριαμβευτική νίκη του Τριστού πάνω στον θάνατο, έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να τον νικήσει και εκείνος στα όρια της προσωπικής του ζωής. Ώυτό επιτυγχάνεται μέσα στην Γκκλησία. ΋ταν η Γκκλησία μιλάει για τον θάνατο, δεν το κάνει για να τρομάξει τους ανθρώπους και να τους δημιουργήσει πανικό, αλλά για να τους βοηθήσει να τον υπερβούν. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι το πρόβλημα του θανάτου δεν αντιμετωπίζεται εύκολα ούτε είναι ένα απλό γεγονός. Αεννιόμαστε με την φθαρτότητα και την θνητότητα. Κε την γέννηση γεννιέται ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, που πρόκειται να πεθάνει. ΋λος ο ανθρώπινος βίος είναι μια διαδοχή θανάτων. Νι αρρώστιες και γενικά η φθαρτότητα του σώματος υποδηλώνουν ότι μεταφέρουμε και κουβαλάμε πάνω μας τον θάνατο. Θαι οι διάφορες άσχημες αντιδράσεις μας ανάγονται στην βίωση του θανάτου. Νπότε, όταν μιλάει ‘Γκκλησία για τα θέματα αυτά βοηθάει αποτελεσματικά τον άνθρωπο. Βεν του σκορπά φόβο και πανικό, αλλά ελπίδα και παρηγοριά. Κε αυτόν τον τρόπο χαίρεται την ζωή. Κερικά από τα ερωτήματα αυτά, που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο, όπως το τί είναι ο θάνατος, τι είναι η ψυχή, τι γίνεται όταν η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, μήπως διαλύεται η υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο, τι είναι το καθαρτήριο πύρ, τι είναι ο Ξαράδεισος και η Θόλαση, τι θα γίνη στην Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού κ.λ.π., θα αντιμετωπίσουμε στο βιβλίο αυτό. Ζα ήθελα στην εισαγωγή να κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις.


Θατ’ αρχάς τα όσα λέγονται στο παρόν βιβλίο εμπνέονται από την διδασκαλία της θείας Ώποκαλύψεως, όπως φανερώθηκε στους αγίους κάθε εποχής και καταγράφηκε τόσο στην Ώγία Αραφή, όσο και στους βίους και την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων. Άλλωστε, οι άγιοι Ξατέρες είναι φορείς της θείας Ώποκαλύψεως. Έπειτα, αναπτύσσοντας τα επιμέρους κεφάλαια, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν μερικές ταυτολογίες. Αια παράδειγμα, όταν αντιμετωπίζει κανείς το θέμα του καθαρτηρίου πυρός κατά τον άγιο Κάρκο τον Γυγενικό, απαραιτήτως πρέπει να μιλήσει για την ΐασιλεία του Ζεού, για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση. ΋μως, πρέπει να υπάρχει και ειδικό κεφάλαιο που να αναπτύσσεται το θέμα του Ξαραδείσου και της Θολάσεως. Ώκόμη, στο κεφάλαιο "διαχρονική εσχατολογία" οπωσδήποτε κάτι πρέπει να επαναληφθεί από τα προηγούμενα κεφάλαια. Άλλωστε ξέρουμε πολύ καλά ότι τα θεολογικά θέματα, όπως και αυτή η ίδια η ζωή δεν μπορούν να κατατμηθούν απόλυτα και να ερμηνευθούν αυτόνομα και αποσπασματικά. Γπί πλέον ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι μερικά σημεία του παρόντος βιβλίου είναι δυσκολότερα στην κατανόηση, γιατί δίνουν την θεολογική ερμηνεία και ανάλυση αυτών των θαμάτων. Βεν μπορούν όλα να απλοποιούνται. ΋ταν τα θέματα απλοποιούνται πολύ, τότε μάλλον παραχαράσσονται και υποβιβάζονται. Ών ο αναγνώστης συναντήσει μερικές τέτοιες δυσκολίες, να μην απομακρυνθεί, αλλά να συνεχίσει πιο κάτω, που θα γίνει ευκολότερη η ανάγνωση και θα αντιληφθεί καλά ποια είναι η θέση της Γκκλησίας πάνω στο θέμα της ζωής και του θανάτου, τι γίνεται μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. ΋πως είναι φανερό, στο παρόν βιβλίο εξετάζουμε θέματα που κινούνται από την έξοδο της ψυχής μέχρι την ζωή μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ώλλά αυτός ο "χώρος" είναι δύσκολος, γιατί κινείται μέσα στο μυστήριο. Βεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, δεν είναι εύκολο όλα να ερμηνευθούν. Ανωρίζουμε μόνον ό,τι μας απεκάλυψε ο Τριστός και οι άγιοι. Γπειδή συνάντησα μερικές δυσκολίες κατά την συγγραφή, γι’ αυτό ο αναγνώστης πρέπει να είναι επιεικής. Ε Γκκλησία, που είναι το αναστημένο Πώμα του Τριστού, είναι ο χώρος εκείνος που βιώνουμε την θριαμβευτική Ρου νίκη εναντίον του θανάτου και μετέχουμε από τώρα, ως εν αρραβώνι, της ΐασιλείας του Ζεού. Γυχή όλων μας είναι να ζούμε μέσα στην Γκκλησία, όπως ακριβώς το θέλει ο Τριστός, που είναι η Θεφαλή της, ώστε να αποκτήσουμε εμπειρίες της αιωνίου ζωής, οπότε δεν θα χρειάζονται διανοητικές αναλύσεις και λογική κατανόηση αυτών των εσχατολογικών θεμάτων. Ζα ζούμε μια διαχρονική εσχατολογία. Έγραφα στην Αθήνα την 4 Δεκεμβρίου 1993, εορτή του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του και μελωδού των τροπαρίων της εξοδίου ακολουθίας

Αρχιμ. Ιερόθεος ΢. Βλάχος [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟΝ Α΄ Ζ ΠΑΡΑΒΟΛΖ ΣΟΤ ΠΛΟΤ΢ΗΟΤ ΚΑΗ ΣΟΤ ΛΑΕΑΡΟΤ ΓΗΑ ΣΖΝ ΜΔΣΑ ΘΑΝΑΣΟΝ ΕΩΖ ΢τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αυτού αναπτύσσονται διεξοδικά θέματα που έχουν σχέση με την μετά θάνατον ζωή, την εσχατολογία και την αιώνια ζωή. Ε ανάπτυξη των θέσεων


αυτών γίνεται σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας, οι οποίοι, φυσικά, εκφράζουν την ορθόδοξη διδασκαλία, αφού είναι φορείς της θείας Ώποκαλύψεως. ΋που χρειάζεται, γίνεται και σχετική αναφορά στις θέσεις της φιλοσοφίας. Πτο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια γενική εισαγωγή στο θέμα που μας απασχολεί με όσο το δυνατόν εύληπτο τρόπο. Αι’ αυτό και στο κεφάλαιο αυτό, που προτάσσεται, με σύντομες σκέψεις και απλά λόγια αναπτύσσονται οι βασικές θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο", ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει επαρκώς το θέμα, και στην συνέχεια να προχωρήσει στην επιμελέστερη ανάγνωση και κατανόηση του. Ζεωρούμε ότι το καταλληλότερο βοήθημα για να οδηγήσουμε τον αναγνώστη στις θέσεις του θέματος "η ζωή μετά τον θάνατο" είναι η περίφημη παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου, που είπε ο Τριστός. Αι' αυτό στην συνέχεια θα αναλύσουμε με όσο το δυνατόν απλό τρόπο, αυτήν την παραβολή. Ζα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πολλά πατερικά χωρία, που ερμηνεύουν την παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου. Βεν θα το κάνουμε όμως, γιατί όπως ελέχθη προηγουμένως, σκοπός των όσων ακολουθήσουν είναι να εισαγάγουμε τον αναγνώστη στην διδασκαλία της Γκκλησίας για την ζωή μετά τον θάνατο. 1. Ζ παξαβνιή ηνπ Πινπζίνπ θαη ηνπ Λαδάξνπ "άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ήν ονόματι Ιάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψυχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Ώβραάμ, απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Ώβραάμ από μακρόθεν και Ιάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Ώβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Ιάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Ώβραάμ, τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Ιάζαρος ομοίως τα κακά, νυν δε ώδε παρακαλείται συ δε οδυνάσαι, και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών μέγα χάσμα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δέ, ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου, έχω γαρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Ώβραάμ, έχουσι Κωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. ο δε είπεν, ουχί, πάτερ Ώβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δε αυτώ, ει Κωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται". (Λουκ. ιστ', 19-31) 2. Δξκελεπηηθή αλάιπζε ηεο παξαβνιήο Ξολλά μπορεί κανείς να παρατηρήσει μελετώντας την περίφημη αυτή παραβολή του Τριστού. Κπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνική διάστασή της ή ακόμη να βγάλει πολλά ηθικά και ηθικολογικά συμπεράσματα. ΋μως, θα επιμείνουμε περισσότερο στα θέματα που έχουν σχέση με την ζωή μετά τον θάνατο, δηλαδή θα δούμε την εσχατολογική ανάλυση της παραβολής.


Ξ ρ ώ τ ο ν. ΋πως φαίνεται στην παραβολή δεν γίνεται λόγος για την ζωή μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, αλλά για την ζωή της ψυχής που παρεμβάλλεται μεταξύ του θανάτου του ανθρώπου, δηλαδή της εξόδου της ψυχής από το σώμα, και της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού. Ξρόκειται για το διάστημα εκείνο που λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Άλλοι λόγοι του Τριστού αναφέρονται στην Βευτέρα Ξαρουσία Ρου, όταν θα έλθει για να κρίνει τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως γίνει ανάσταση των σωμάτων και οι ψυχές εισέλθουν εκ νέου στα σώματα, ώστε ο άνθρωπος να απολαύσει εκείνα που έπραξε στην ζωή του. Β ε ύ τ ε ρ ο ν. Ώναφέρεται ότι υπάρχει ο θάνατος στην ζωή του ανθρώπου. Ν Ξλούσιος και ο πτωχός Ιάζαρος απέθαναν. Ζάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ώυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ώνάσταση του Τριστού. Ν Τριστός με τα Ξάθη, τον Πταυρό και την Ώνάστασή Ρου κατήργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβεί ζώντας μέσα στην Γκκλησία. Ρο ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μια προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλοι τους την ελπίδα στον Τριστό, καθώς επίσης φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα. Βεν δημιούργησε ο Ζεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι παρέμβλητος στην φύση, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομακρύνσεώς του από τον Ζεό. ΢πάρχει σωματικός και ψυχικός θάνατος. Υυχικός είναι η άρση της Τάριτος του Ζεού από την ψυχή, και σωματικός είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. ΋λοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ν θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στην ζωή μας. Ώκόμη και σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι "τό υπάρχειν προς θάνατον". Ών και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όμως αβέβαιη είναι η ώρα και η ημέρα του θανάτου. Θανείς δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνει. Ρο θέμα είναι να ζούμε σωστά, ώστε το π ω ς του θανάτου να συνιστά την αιώνια ζωή. Πτο κείμενο της παραβολής λέγεται: "εγένετο αποθανείν τον πτωχόν...", καθώς επίσης "απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη". Έτσι, ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δεν κάνει καμμιά εξαίρεση. Ρ ρ ί τ ο ν. Ε ψυχή του Ιαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Ώβραάμ. Ώυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άγγελοι, και φυσικά ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, ο προσωπικός του φρουρός, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις ψυχές των δικαίων ανθρώπων και τις οδηγούν στον Ζεό. Ώντίθετα, σε άλλη παραβολή λέγεται ότι την ψυχή των αμετανοήτων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ν άφρων πλούσιος άκουσε φωνή από τον Ζεό: "Άφρον, ταύτη τη νυκτι την ψυχήν απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας τινι έσται;" (Ιουκ. ιβ', 20). Ρο ρήμα "απαιτούσιν" υποδηλώνει τους δαίμονας, οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, για να την κρατούν αιωνίως. Γπομένως, κατά την φρικτή ώρα του θανάτου, κατά την οποία η ψυχή βιαίως χωρίζεται από την αρμονία με το σώμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Ρις ψυχές των αγίων τις παραλαμβάνουν οι άγγελοι, και τις ψυχές των αμαρτωλών οι δαίμονες. Πτην διδασκαλία των Ξατέρων της Γκκλησίας γίνεται λόγος για τα λεγόμενα τελώνια, που είναι οι δαίμονες, τα


εναέρια πνεύματα, τα οποία θέλουν και επιδιώκουν να κρατήσουν αιωνίως τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Συσικά, οι ψυχές των αγίων, που ενώθηκαν με τον Τριστό και έχουν την σφραγίδα του Ξαναγίου Ξνεύματος, δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες. Κε τα τελώνια, οι Ξατέρες της Γκκλησίας εννοούν τόσο το μίσος και την επιθετική μανία των δαιμόνων, όσο και την ύπαρξη των παθών, που ζητούν ικανοποίηση, αλλά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω της μη υπάρξεως του σώματος. Ώυτή ακριβώς η κατάσταση πνίγει την ψυχή του ανθρώπου, η οποία αισθάνεται τρομακτική δυσφορία. Ρο βασανιστήριο αυτό της ψυχής ομοιάζει με την πλήρη απομόνωση ενός ανθρώπου στην φυλακή, χωρίς να έχει την δυνατότητα, να κοιμηθεί, να τραφεί, να συναντήσει άνθρωπο κ.λ.π. Ρότε πραγματικά εξαγριώνονται τα πάθη και όλη η ύπαρξή του. Ρο γεγονός ότι οι ψυχές των ανθρώπων παραλαμβάνονται τόσο από τους αγγέλους όσο και από τους δαίμονες έχει σχέση με την κατάστασή τους. ΋πως λέγεται από τους Ξατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Ζεό έχουν κάτι υλικό. Αι’ αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ’ ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Ζεό. Γίναι αθάνατη κατά Τάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Ζεού σε αυτήν. Θάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Ε ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατι έτσι το θέλησε ο Ζεός. Ρ έ τ α ρ τ ο ν. Γνώ η ψυχή του Ιαζάρου πήγε στους κόλπους του Ώβραάμ και η ψυχή του Ξλουσίου στον άδη, εν τούτοις ο Τριστός στην παραβολή λέγει ότι ο Ιάζαρος πήγε στους κόλπους του Ώβραάμ και ο συγκεκριμένος Ξλούσιος πήγε στον άδη. Πτην συνέχεια λέγεται ότι ο Ξλούσιος "ορά τον Ώβραάμ από μακρόθεν και Ιάζαρον εν τοις κόλποις αυτού". Ώυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται η υπόσταση - πρόσωπο του ανθρώπου. ΐέβαια, η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, αλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το σώμα, και ακόμη, μόνη της η ψυχή δεν συνιστά τον άνθρωπο, ούτε το σώμα μόνο του συνιστά τον άνθρωπο. ΋μως, παρά τον προσωρινό χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν διαλύεται ο άνθρωπος. Ώυτό φαίνεται από το ότι η ψυχή διατηρεί την συνείδηση, και ακόμη, όπως εξηγούν οι άγιοι Ξατέρες, η ψυχή του ανθρώπου γνωρίζει τα στοιχεία του δικού της σώματος, που παρέμειναν στην γή, και ενδεχομένως διεσκορπίστηκαν ή διαλύθηκαν στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκαν. Θατά την Βευτέρα Ξαρουσία η ψυχή, με την Τάρη του Ζεού, θα επανενώση τα στοιχεία του σώματος, θα αποτελεστεί ολόκληρος ο άνθρωπος, και, φυσικά, τότε τα σώματα τόσο των δικαίων όσο και των αδίκων θα είναι πνευματικά, δηλαδή δεν θα έχουν ανάγκη τροφής, δεν θα περιορίζονται από αποστάσεις και άλλους περιορισμούς. Ε ανάσταση είναι ένα δώρο που χορηγείται σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους. Ξρέπει να παρατηρηθή ότι στην παραβολή αυτή ο Τριστός αναφέρει το όνομα του πτωχού, ενώ το όνομα του Ξλουσίου το αγνοεί. Ώυτό δείχνει ότι ο Ιάζαρος, επειδή ζούσε με τον Ζεό, ήταν σωτηριολογικά πρόσωπο, αληθινή υπόσταση, ενώ ο Ξλούσιος, καίτοι ήταν άνθρωπος, εν τούτοις δεν ήταν υπόσταση σωτηριολογικά. Ώυτό σημαίνει ότι πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει ψυχή, σώμα, αλλά και την Τάρη του Ζεού μέσα στην ψυχή και το σώμα του. Γνώ ο άνθρωπος που δεν έχει το Άγιον Ξνεύμα, είναι οντολογικά πρόσωπο, όμως δεν είναι πρόσωπο εν σχέσει με τον Ζεό, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει υποδουλωθεί στα πράγματα. Ν νούς του αντί να στρέφεται στον Ζεό, στρέφεται στην ύλη και υποδουλώνεται σε αυτήν.


Ξ έ μ π τ ο ν. Πτην παραβολή λέγεται ότι ο Ξλούσιος ευρισκόμενος στον άδη είδε τον Ώβραάμ "και Ιάζαρον εν τοις κόλποις αυτού". Κε το πρόσωπο του Ώβραάμ εννοείται ο Ζεός. Ρο να βρίσκεται κανείς στους κόλπους του Ζεού σημαίνει να έχει κοινωνία με τον Ζεό. Πτους κόλπους, πίσω από το στήθος, ευρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Ε καρδιά, που είναι η πηγή της βιολογικής ζωής, είναι σύμβολο της αγάπης. ΋σο μεγαλύτερη είναι η αγάπη τόσο και μεγαλύτερη είναι η γνώση, αφού συνδέεται στενά η γνώση με την αγάπη. Θαι, βέβαια, αυτή η αγάπη συνιστά την κοινωνία και ένωση. Έτσι, το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους δηλώνει ότι συνδέεται με τον αγαπώμενο, υπάρχει ενότητα μεταξύ τους. Ε έκφραση, λοιπόν, ότι ο Ιάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Ώβραάμ δείχνει παραστατικά την κοινωνία του με τον Ζεό, η οποία συνδέεται με την γνώση και την αγάπη. Θάνοντας λόγο για την γνώση του Ζεού, εννοούμε την "κοινωνία εν τη υπάρξει". Βεν πρόκειται για μια εγκεφαλική γνώση, αλλά για εκείνη που συνδέεται με την αγάπη, με αυτήν την ίδια την ζωή. Ν Ιάζαρος δεν φαίνεται να στενοχωρήται για την φρικτή δοκιμασία του Ξλουσίου, δεν βλέπει την Θόλαση, ενώ ο Ξλούσιος βλέπει την δόξα του Ξαραδείσου. Ξραγματικά, εκείνος που ζη μέσα στο άκτιστο Σως, στην μεγάλη θεωρία του Ζεού, όπως λέγουν οι Ξατέρες μας, ξεχνά τον κόσμο. Ρο Σώς είναι τόσο μεγάλο, τόσο εκτυφλωτικό που δεν αφήνει να δη κανείς και κάτι άλλο διαφορετικό. Ώυτό δεν σημαίνει ότι οι άγιοι δεν προσεύχονται για ολόκληρο τον κόσμο. Ξροσεύχονται και παρακαλούν τον Ζεό, έχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Ρου. ΐρίσκονται όμως σε μια κατάσταση που δεν μπορούμε να εννοήσουμε. Κόνο αν την εξετάσουμε μέσα από τις θείες εμπειρίες των αγίων, τότε μπορούμε να την καταλάβουμε. Έ κ τ ο ν. Γνώ ο Ιάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Ώβραάμ, ο Ξλούσιος φλεγόταν στον άδη. Κάλιστα, θα παρακαλέσει τον Ώβραάμ να στείλει τον Ιάζαρο για να καταψύξη την γλώσσα του, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, "οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη". Γδώ γίνεται λόγος για άδη και όχι για Θόλαση. Αιατί η Θόλαση θα αρχίσει μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών, μετά την έξοδό τους από το σώμα, βιώνουν τον άδη. Θατά την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων, ο άδης είναι ένας νοητός τόπος, είναι η πρόγευση της Θολάσεως, όταν ο άνθρωπος δέχεται την καυστική ενέργεια του Ζεού. Έγινε μεγάλη συζήτηση για τα θέματα αυτά στην Πύνοδο Σερράρας - Σλωρεντιας και διασώζονται οι απόψεις και η διδασκαλία του αγίου Κάρκου του Γυγενικού, που είναι αποκαλυπτικές. Ρο πυρ στο οποίο φλεγόταν ο Ξλούσιος δεν ήταν το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ των Ιατίνων, από το οποίο περνούν όλες οι ψυχές των ανθρώπων, δεν ήταν κτιστό πυρ αλλά άκτιστο. Βηλαδή και οι αμαρτωλοί δέχονται τις ακτινες του θείου Σωτός, αλλά επειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς να θεραπευθούν, βιώνουν την καυστική ενέργεια του Σωτός. Έτσι, κατά τον βαθμό της θεραπείας ή της ασθενείας, οι άνθρωποι δέχονται την ίδια Τάρη ή ως φως ή ως πυρ. Ξρέπει ακόμη να παρατηρηθεί ότι ο Ξλούσιος έβλεπε τον Ώβραάμ και τον Ιάζαρο στους κόλπους του, έβλεπε την δόξα του Ώβραάμ, αλλά δεν είχε μέθεξη αυτής της δόξης. Ώντίθετα ο Ιάζαρος και έβλεπε και είχε μέθεξη. Ώυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο, γιατί δείχνει ότι στην άλλη ζωή όλοι θα δουν τον Ζεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν κοινωνία, μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία. Ταρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο λόγος


του Τριστού για την μελλοντική δίκη. Γκεί όλοι θα δουν τον Θριτή, όλοι θα συνομιλήσουν μαζί Ρου, αλλά άλλοι θα απολαύσουν την δόξα Ρου, και άλλοι θα βιώσουν την καυστική ενέργεια της θείας Τάριτος. Έ β δ ο μ ο ν. Ν Ξλούσιος ενδιαφερόταν για τους ζώντας στον κόσμο αδελφούς του και παρακαλούσε τον Ώβραάμ να στείλει τον Ιάζαρο για να τους κηρύξει μετάνοια. Γπομένως, παρά τον χωρισμό της ψυχής του ανθρώπου από τον παρόντα κόσμο, ωστόσο υπάρχει γνώση και κοινωνία, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον. Ώυτό το γεγονός μαζί με άλλα στοιχεία δείχνει ό,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι η παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου δεν αναφέρεται στην μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού ζωή, αλλά στην ζωή μετά θάνατο μέχρι την Βευτέρα Ξαρουσία. Παφώς πρόκειται για την λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών. Νι άγιοι ενδιαφέρονται σωτηριολογικά για τον κόσμο. Βια της Τάριτος του Ζεού ακούν τις προσευχές μας, και τις αναβιβάζουν στον Ζεό. Αι’ αυτό και εμείς προσευχόμαστε στους αγίους μας. Κε τις εορτές που έχουμε καθιερώσει στην μνήμη τους δείχνουμε ότι είναι άγιοι, ενώθηκαν με τον Ζεό, αναμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, τα οποία και από τώρα δέχονται, με την αφθαρσία τους, τα προοίμια του μέλλοντος αιώνος. Θαι εμείς ενδιαφερόμαστε για τους κεκοιμημένους. Ξροσευχόμαστε στους αγίους για να προσεύχωνται για μας στον Ζεό, ζητάμε τις πρεσβείες τους, ενώ προσευχόμαστε στον Ζεό για όλους τους άλλους κεκοιμημένους για να ελεηθούν. Ώυτό, εκτός του ότι είναι δείγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως εκφράζει και κάτι άλλο βαθύτερο. Θατά την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων, όταν ο άνθρωπος εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, συνεχώς εξελίσσεται. ΢πάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στην λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών, όσο και στην μετά την Βευτέρα Ξαρουσία ζωή. Νι βαθμοί της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. ΐέβαια, αυτά δεν πρέπει να νοηθούν ως στεγανοποιημένες καταστάσεις, αλλά ως μέθεξη της Τάριτος του Ζεού. Ών ο άνθρωπος αγωνίζεται να καθαρθεί, τότε η Τάρη του Ζεού που τον καθαρίζει λέγεται καθαρτική ενέργεια. ΋ταν ο νούς του είναι φωτισμένος, σημαίνει ότι δέχεται την ενέργεια του Ζεού που τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική ενέργεια. Θαι όταν βρίσκεται στην θέωση, αυτό γίνεται με την Τάρη του Ζεού που λέγεται θεοποιός. Ε πορεία είναι διαρκής. Έτσι, όσοι μετανόησαν, πριν εξέλθει η ψυχή από το σώμα, αυτοί εξελίσσονται και γίνονται χωρητικότεροι στην άκτιστη Τάρη. Αι’ αυτό τελούμε τα μνημόσυνα και προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους. ΋σοι, όμως, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, δεν μετανόησαν, αυτοί, επειδή δεν έχουν πνευματική όραση, βιώνουν μόνο την καυστική ενέργεια του Ζεού, και, βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να έχουν μέθεξη στο αγαθό. Ξροσευχόμαστε όμως για όλους, γιατί δεν ξέρουμε την εσωτερική τους πνευματική κατάσταση. ΋ γ δ ο ο ν. Πτην παραβολή λέγεται ότι μεταξύ του τόπου που βρισκόταν ο Ώβραάμ και του άδου, όπου βρισκόταν ο Ξλούσιος, υπήρχε "χάσμα μέγα", και δεν ήταν δυνατόν να γίνει μετάβαση του ενός προς τον άλλο. Συσικά, δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρου χώρου, αλλά, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ενός ιδιαιτέρου τρόπου ζωής. ΢πάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Ξαραδείσου και Θολάσεως, ως ιδιαιτέρων τρόπων ζωής.


Ν Ξαράδεισος και η Θόλαση δεν υπάρχει εξ επόψεως Ζεού, αλλά εξ επόψεως ανθρώπου. Ν Ζεός στέλλει την Τάρη Ρου προς όλους τους ανθρώπους, αφού αυτός "ανατέλλει τον ήλιον επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς". Ών ο Ζεός μας δίνη εντολή να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας, το ίδιο κάνει και Γκείνος. Γίναι αδύνατον να μη αγαπά και τους αμαρτωλούς. ΋μως ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση, αισθάνεται διαφορετικά την αγάπη του Ζεού. Ρο φως έχει δύο ιδιότητες, ήτοι την φωτιστική και την καυστική. Γάν κάποιος άνθρωπος έχη καλή όραση ευεργετείται από την φωτιστική ιδιότητα του ηλίου, του φωτός, και χαίρεται όλη την δημιουργία. Ών όμως κάποιος άλλος στερήται οφθαλμού, δεν έχει όραση, τότε αισθάνεται την καυστική ιδιότητα του φωτός. Ώυτό θα γίνει και στην μέλλουσα ζωή, καθώς επίσης και στην ζωή της ψυχής μετά την έξοδό της από το σώμα. Ν Ζεός θα αγαπά και τους κολασμένους, αλλά αυτοί θα αδυνατούν να αισθανθούν αυτήν την αγάπη ως φως. Ζα την αισθάνωνται ως πυρ, επειδή δεν θα έχουν πνευματικό οφθαλμό και πνευματική όραση. Αίνεται κάτι ανάλογο με την θεία Θοινωνία. ΋λοι μπορούν να κοινωνήσουν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καταλλήλους γίνεται φως και ζωή, για τους αναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα και κατάκριμα. Ώυτό η Γκκλησία το παρουσιάζει στην εικονογράφηση της Βευτέρας Ξαρουσίας. ΐλέπουμε εκεί ότι από τον θρόνο του Ζεού εξέρχεται το φως, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι άγιοι, και από τον ίδιο θρόνο πηγάζει ο πύρινος ποταμός, μέσα στον οποίο βρίσκονται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί. Αι’ αυτό στην Νρθόδοξη Γκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στην θεραπεία του ανθρώπου. Ε Γκκλησία είναι ένα πνευματικό Λοσοκομείο, θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον πνευματικό οφθαλμό, που είναι ο νους. Ώυτός νοσεί και αυτός πρέπει να θεραπευθεί. Ώυτό είναι όλο το έργο της Γκκλησίας. Έ ν α τ ο ν. Πτην παράκληση του Ξλουσίου να στείλει ο Ώβραάμ τον Ιάζαρο στην γη και να κηρύξει στους αδελφούς του μετάνοια, ο Ώβραάμ δεν ανταποκρίθηκε και δικαιολόγησε αυτή την θέση του λέγοντας ότι εφ’ όσον οι άνθρωποι δεν ακούν τον Κωϋσή και τους Ξροφήτας, τότε "ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται". Ν σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει όσα θαύματα κι’ αν δη στην ζωή του. Δει μέσα σε θανατηφόρο ύπνο. Ώυτή είναι μια πραγματικότητα. Ών δεν ενεργοποιηθεί η ελευθερία του ανθρώπου, δεν υπάρχει μετάνοια. Ρα πάντα γίνονται με την ενέργεια του Ζεού και την συνέργεια του ανθρώπου. Άλλωστε, το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία είναι η ενανθρώπηση του Τριστού, η Ώνάστασή Ρου, και η ίδρυση της Γκκλησίας, η οποία είναι το Πώμα του αναστημένου Ζεανθρώπου Τριστού. Ών ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμπνευσθεί από αυτήν την συγκλονιστική πραγματικότητα, αν δεν μπορή να πεισθεί από την ζωή τόσων αγίων, που είναι μέλη του αναστημένου Πώματος του Τριστού, δεν θα πεισθή με το μεγαλύτερο θαύμα. Ε σωτηρία και αναγέννηση του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση ταχυδακτυλουργικών ενεργειών, αλλά καρπός ελευθέρας εκφράσεως του θελήματός του, καρπός πόνου, αγώνος και ιδρώτων πολλών. Βυστυχώς, πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας αρκούνται στα μαγικά, τα εξωτερικά γεγονότα. Ρο να πεισθεί κανείς για την ύπαρξη της άλλης ζωής είναι υπόθεση εσωτερικής πνευματικής ευαισθησίας. Αιατί, κι’ αν ακόμη αναστηθεί ένας άνθρωπος, είναι ενδεχόμενο να εκληφθεί ως φάντασμα.


Αίνεται πολύς λόγος σήμερα για τις λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες. Κερικοί ισχυρίζονται ότι βγήκε η ψυχή τους από το σώμα ή ακόμη πλησίασε προς την έξοδό της και στην συνέχεια επέστρεψε στο σώμα. Βιηγούνται τα όσα φοβερά είδαν και αντιμετώπισαν. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία λέμε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που επανήλθε η ψυχή στο σώμα, αναστήθηκαν, δηλαδή, με την δύναμη του Τριστού. Ώυτά, όμως, είναι έκτακτα γεγονότα, που δεν συμβαίνουν στον καθένα. ΢πάρχουν άγιοι που είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες, αφού έζησαν στην προσωπική τους ζωή τι είναι Θόλαση και Ξαράδεισος, βίωσαν τις φλόγες του άδου, είδαν αγγέλους και δαίμονες. ΋ταν επανήλθαν στον εαυτό τους, έζησαν ζωή μετανοίας και κήρυτταν σε άλλους την μετάνοια. ΋μως λέμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες ή είναι δαιμονικές ή είναι καρποί απωθημένων βιωμάτων και επιθυμιών ή είναι φαντασίες ή ακόμη είναι αποτελέσματα των ηρεμιστικών και ναρκωτικών φαρμάκων, που δίνονται για να μη πονούν στην φρικτή δοκιμασία των ασθενειών τους. Ξραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση για να μπορεί κανείς να διακρίνει αυτές τις καταστάσεις, εάν προέρχονται από τον Ζεό, από τον διάβολο ή από ψυχολογικές και σωματικές ανωμαλίες. Γμείς στην Γκκλησία δεν περιμένουμε αναστάσεις αγίων ή εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων για να πιστεύσουμε, αλλά έχουμε την Ώγία Αραφή, τους βίους των Ξροφητών, Ώποστόλων και αγίων, έχουμε τους λόγους τους και τις διδασκαλίες τους, καθώς επίσης έχουμε και τα άγια λείψανά τους και πιστεύουμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή. Κερικές δε φορές ο καθένας μας αξιώνεται από τον Ζεό να βιώσει μέσα στην καρδιά του τι είναι Θόλαση και τι είναι Ξαράδεισος. Ξέρα από αυτά τηρούμε τις εντολές του Τριστού για να θεραπευθούμε, ώστε να λύσουμε πολλά υπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Ε εφαρμογή των εντολών του Ζεού μας καθιστά ισορροπημένους ανθρώπους. Β έ κ α τ ο ν. Πτην παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου υποδεικνύεται και ο τρόπος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπευθούμε, και έτσι μετά τον θάνατο και μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού να βιώσουμε τον Ζεό ως φως και όχι ως πύρ. Ν Ώβραάμ είπε στον Ξλούσιο: "έχουσι Κωϋσέα και προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών". Ξρέπει να τηρούμε τον νόμο και να υπακούουμε στους Ξροφήτες κάθε εποχής. Ξροφήτης είναι αυτός που με την Τάρη του Ζεού βλέπει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, γεύεται από τώρα την ΐασιλεία του Ζεού. Ρέτοιοι Ξροφήτες υπήρχαν τόσο στην Ξαλαιά όσο και στην Θαινή Βιαθήκη. Ώυτοί έλαβαν την Ώποκάλυψη, αυτοί έζησαν την ΐασιλεία του Ζεού, γνώρισαν τα μυστήριά της και στην συνέχεια τα απεκάλυψαν στον λαό. Νι Ξροφήτες, που ταυτίζονται με τους πραγματικούς θεολόγους και τους πνευματικούς πατέρες, αναγεννούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν προς την ζωή. Ε πνευματική καθοδήγηση συνδέεται και ταυτίζεται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Ξραγματικά, δεν μπορεί κανείς να αναγεννηθεί, αν δεν συνδεθεί με έναν θεούμενο άνθρωπο, έναν Ξροφήτη. Θαι στην εποχή μας υπάρχουν Ξροφήτες που κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τον νού μας προς τον Ζεό, μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής. Θι’ αν δεν μπορέσαμε να συναντήσουμε έναν τέτοιο Ξροφήτη, όμως υπάρχουν οι λόγοι των Ξροφητών και μπορούμε διαβάζοντάς τους να μάθουμε τι είναι η ΐασιλεία του Ζεού και τι πρέπει να κάνουμε για να την απολαύσουμε.


Ώυτές οι γενικές σκέψεις, που είναι τα βασικά σημεία της ορθοδόξου εσχατολογίας, διατυπώθηκαν εδώ πολύ συνοπτικά, με τρόπο απλό. Ρην λεπτομερή ανάλυση των θέσεων αυτών, τεκμηριωμένη από την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων, μπορεί ο αναγνώστης να βρει στα κεφάλαια που ακολουθούν. Έχοντας υπ’ όψη του τα βασικά αυτά σημεία θα κατανοήσει και όσα πρόκειται να αναγνώσει. [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ B’ Ό ρσξηζκόο ηεο ςπρήο από ην ζώκα Σο κεφάλαιο αυτό νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί αποτελεί την βάση των όσων πρέπει να γνωρίζουμε για την ψυχή και την μετά θάνατον ζωή της. θα δούμε, λοιπόν, εδώ τι είναι ή ψυχή, πώς δημιουργείται, πώς χωρίζεται από το σώμα δια του θανάτου, που βρίσκεται, πώς μετά την έξοδο της από το σώμα διατηρείται ή υπόσταση του ανθρώπου, τι είναι τα τελώνια για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα, και άλλες αλήθειες. Αι’ αυτό και ελέχθη προηγουμένως ότι το κεφάλαιο αυτό είναι αρκετά σημαντικό, και αποτελεί την δάση του γενικού θέματος «ή ζωή μετά τον θάνατο». 1. Οξηζκόο ηεο ςπρήο Βεν πρόκειται να παραμείνουμε πολύ στο σημείο αυτό, γιατί τα περί ψυχής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει και να τα μελετήσει σε άλλα κείμενα μου1. Γδώ πρέπει να σημειωθούν τα πλέον απαραίτητα πού μας εισαγάγουν στο θέμα μας. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης δίνοντας τον ορισμό της ψυχής λέγει ότι είναι ουσία κτιστή, ζώσα, νοερά, μεταδίδουσα στο οργανικό και αισθητικό σώμα ζωτική δύναμη και αντιληπτική των αισθητών, έως ότου βέβαια παραμένει το σώμα στην ζωή2. Ή ψυχή εισάγει ζωτική δύναμη στον σωματικό οργανισμό για την ενέργεια των αισθήσεων3. Ώυτό σημαίνει ότι το σώμα κινείται από την δύναμη και την ενέργεια της ψυχής. Έτσι η ψυχή είναι κτιστή, γενητή. Βημιουργημένη από τον Ζεό, είναι νοερά και ζώσα ουσία, πού μεταδίδει την ζωή στο σώμα, έως ότου διατηρείται ή ενότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθεια και ενέργεια του Ζεού. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Λικήτας Πτηθάτος. Αράφει: «Ουσία δε ψυχής έστιν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοις όφθαλμοίς μηδαμώς θεωρούμενη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, όργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αίσθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή»4. ΋ ορισμός αυτός φανερώνει μερικές αλήθειες. Θατ' αρχάς ότι ή ψυχή είναι κτιστή, δημιουργημένη από τον Ζεό, και αυτό φαίνεται από το ότι είναι εθελότρεπτη, αυτεξούσια, έχει την δυνατότητα της επιλογής καλού και κακού. Ή δυνατότητα της επιλογής, πού συνιστά το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κτιστότητος, γι' αυτό και συνιστά την ατέλεια της φύσεως, εν σχέσει με το άκτιστο τον Ζεό. Έπειτα παρουσιάζεται εδώ η οντολογία της ψυχής. Ξραγματικά, ή ψυχή είναι αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, ασώματη και απλή. Βεν μπορεί κανείς με σωματικούς Νφθαλμούς να δη την ψυχή. πού σημαίνει ότι είναι νοερά, και εν σχέσει με το σώμα είναι απλή. ΡΝ σώμα του ανθρώπου είναι σύνθετο, αποτελούμενο από διάφορα στοιχεία, ήτοι νερό, αέρα, χώμα και φωτιά, όπως υποστήριζαν και οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Αι’ αυτό, το σώμα μετά


την έξοδο της ψυχής από αυτό διαλύεται ατά στοιχεία από τα όποια συγκροτήθηκε. Ή ψυχή είναι απλή, δηλαδή δεν αποτελείται από διάφορα στοιχεία, γι' αυτό και δεν διαλύεται μετά την έξοδο της από το σώμα. Ή ψυχή, καίτοι είναι μία και αδιαίρετη, εν τούτοις είναι πολυδύναμη, έχει πολλές δυνάμεις. ΋ νους είναι το καθαρότατο μέρος της ψυχής και προβολεύς του λόγου. Αι' αυτό και ή ψυχή είναι λογική και νοερά. Ιόγω των δυνάμεων και ενεργειών της η ψυχή δίνει ζωή, κίνηση, αίσθηση και ενέργεια στο σώμα. Αι' αυτό και το σώμα συγκροτείται και συγκρατείται από την ψυχή. Ρο σώμα δεν εμπεριέχει απλώς την ψυχή, δηλαδή το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής, όπως έλεγαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αλλά η ψυχή ζωοποιεί και συγκρατεί το σώμα του ανθρώπου. Αι' αυτό και μόλις αποχωρίζεται με την βούληση του Ζεού από το σώμα, τότε το σώμα πεθαίνει, διαλύεται. 2. Ή δεκηνπξγία θαη γέλεζε ηεο ςπρήο Ένα από τα δασικά θέματα πού απασχόλησαν τόσο τους αρχαίους φιλοσόφους όσο και τους πρώτους θεολόγους είναι ή δημιουργία της ψυχής. Αενικά διατυπώθηκαν τρεις θεωρίες για την προέλευση της5. Ή πρώτη θεωρία είναι της προυπάρξεως της ψυχής. Πύμφωνα με αυτήν όπως διατυπώθηκε από τον Ξλάτωνα, η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών, άρα προϋπήρχε του σώματος. Κετά την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή. Κε την θεωρία της προυπάρξεως συνδέθηκε και η θεωρία της μετεμψυχώσεως, Ή Γκκλησία απέρριψε και την θεωρία της προυπάρξεως και την άποψη της μετεμψυχώσεως, ότι, δηλαδή, η ψυχή επανέρχεται εκ νέου σε άλλο σώμα, έως ότου καθαρθή. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης ελέγχει την άποψη ότι ή ψυχή προϋπήρχε και λόγω μιας ροπής προς την κακία κλείνεται μέσα στο σώμα. Πύμφωνα με την αντίληψη αυτή ούτε ο άνθρωπος ούτε κανένα ζώο δεν δημιουργείται, αν δεν εισέλθη κάποια ψυχή. Γπειδή όμως η είσοδος της ψυχής σε αυτά συνεπάγεται την πτώση της από τον κόσμο των ιδεών, η δε πτώση έχει ως αιτία την κακία, αυτό σημαίνει ότι η κακία είναι η αρχή της συστάσεως των όντων. Ώυτή όμως η άποψη είναι αβάσιμη, απατηλή και ασεβής, αφού εμείς πιστεύουμε ότι ο Ζεός είναι η αίτια της δημιουργίας και όχι η κακία και η αμαρτία6. Ε κακία δεν είναι πρεσβυτέρα της ζωής. Ώρχή της ζωής είναι η σοφία του Ζεού7. Ε άποψη ότι η ψυχή δεν προϋπάρχει του σώματος δεν υπονοεί ότι δημιουργείται μετά την δημιουργία του σώματος, ότι δηλαδή η ψυχή είναι νεωτέρα της διαπλάσεως του σώματος, αφού κανείς δεν πιστεύει ότι το σώμα έχει αφ' εαυτού του κινητική και αυξητική ενέργεια. Ώυτό σημαίνει ότι μόνον δια της ψυχής. πού έχει ζωτική και κινητική ενέργεια, ζωοποιείται και κινείται το σώμα. Έτσι, λοιπόν, στην Νρθόδοξη Γκκλησία πιστεύουμε ότι τόσο η ψυχή όσο και το σώμα δημιουργούνται από τον Ζεό ταυτοχρόνως. «Κίαν και την αυτήν ψυχής τε και σώματος αρχήν της συστάσεως οίεσθαι»8. Ρο δένδρο αναπτύσσεται όταν τεθεί το μόσχευμα στην γη. ΋πως η γη δεν δίνει την ενέργεια και την δύναμη, αλλά παρέχει τις αφορμές προς την αύξηση, το ίδιο συμβαίνει και στο θέμα πού μελετάμε. Ρο σώμα προσφέρει τις αφορμές στην ψυχή για να δώσει ζωή και κίνηση. Ε δύναμη της ψυχής φαίνεται ανάλογα με την σωματική ποσότητα, όπως ακριβώς η δύναμη του μοσχεύματος στο φυτό προχωρεί προς το τέλειο ολίγον κατ' ολίγον. Ε ψυχή εμφανίζει κατ' αρχάς την θρεπτική και αυξητική δύναμη στα έμβρυα, στην κοιλία της μητρός τους, έπειτα δίνει την αισθητική χάρη σε αυτούς πού γεννιούνται και εξέρχονται στο φως, και στην συνέχεια παρουσιάζεται ως καρπός η λογική δύναμη, η οποία, βέβαια, αυξάνεται βαθμιαίως. Έτσι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι η σύσταση του ανθρώπου συντελείται με την συνύπαρξη ψυχής και σώματος, χωρίς να προηγήται η ψυχή του σώματος, ούτε το σώμα της ψυχής9. Ή δεύτερη θεωρία για την δημιουργία της ψυχής είναι της μεταφυτεύσεως, σύμφωνα με την οποία «η ψυχή του νηπίου είναι βλάστημα της ψυχής των γονέων». Ρην θεωρία αυτήν


διετύπωσαν τόσο οι Γπικούρειοι φιλόσοφοι όσο και μερικοί αρχαίοι αιρετικοί. Βεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι ή ψυχή του εμβρύου είναι «απόκομμα της ψυχής των γονέων ως βλαστός από τον κλάδον του Ώδάμ». Θάθε φορά πού συλλαμβάνεται ένα έμβρυο έχουμε την επανάληψη της πρώτης δημιουργίας, της πλάσεως του Ώδάμ. Ρότε ο Ζεός έπλασε το σώμα του Ώδάμ και αμέσως ενεφύσησε και «εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Αεν.β', 7). Ρο ίδιο γίνεται και τώρα, με την διαφορά ότι τώρα ο Ζεός αντί να λαβή χουν από την γη, λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός, και αμέσως εμφυσά ψυχή. Άλλωστε, είναι βασική διδασκαλία της Γκκλησίας ότι ο Ζεός διευθύνει προσωπικά τον κόσμο. Έτσι, ή ψυχή δεν είναι απορροή της ψυχής του ανδρογύνου, δεν μεταβιβάζεται από την ύπαρξη των γονέων, αλλά δημιουργείται από τον Ζεό. Πτο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και μια άποψη την οποία είχαν μερικοί αρχαίοι φιλόσοφοι και αιρετικοί, πού συνδέεται με αυτά πού λέμε εδώ σχετικά με την πρώτη θεωρία, περί προϋπάρξεως της ψυχής, όπως την αναλύει και την αναιρεί ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης. Ιέγαμε προηγουμένως ότι κατά την θεωρία του Ξλάτωνος οι ψυχές ανήκουν στον κόσμο των ιδεών και περικλείονται, λόγω της πτώσεως τους, σε σώματα. ΢πήρχαν, λοιπόν, αιρετικοί πού ισχυρίζονταν ότι οι ψυχές πού έπεσαν από τον κόσμο των ιδεών παρακολουθούν τις συνευρέσεις των συζύγων για να εισχωρήσουν στα φυόμενα σώματα. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης θεωρεί αυτήν την θεωρία άτοπη, γιατί αν ο σύζυγος αρνήται την γαμική επαφή, η δε σύζυγος κρατεί τον εαυτό της ελεύθερο από την ανάγκη των οδυνών, τότε ή κακία θα πιέζη την ψυχή να πέση. Ών συμβαίνη αυτό, τότε ο γάμος δίνει αφορμή ώστε να δράση η άνω κακία επάνω στις ψυχές ή ακόμη και χωρίς να υπάρχη γάμος η κακία μπορεί να επηρεάζει τις ψυχές. Γπίσης δημιουργείται και ένα άλλο πρόβλημα. Ών η ψυχή λόγω κακίας αποκοπή από τα ουράνια, και δεν βρει σώμα να εισχωρήσει, τότε θα περιπλανάται «άοικος εν μέσω και αλήτις», θα περιπλανάται διαρκώς χωρίς να βρίσκει τόπο να κατασκήνωση. Αι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και αυτή η άποψη, κρινομένη λογικώς, είναι άτοπη και παράλογη10. Ή τρίτη θεωρία για την ύπαρξη της ψυχής είναι η της δημιουργίας ότι, δηλαδή, η ψυχή δημιουργείται από τον Ζεό κατά την γένεση του σώματος και φανερούται ή εκφράζεται ανάλογα με την αύξηση του σώματος του εμβρύου, του νηπίου και γενικότερα του ανθρώπου. Ώυτή είναι η πατερική και ορθόδοξη άποψη για την ύπαρξη της ψυχής. Κεταξύ των άλλων την υποστηρίζει και ο άγιος Θύριλλος Ώλεξανδρείας. Έτσι, η ψυχή είναι άυλη, δημιουργείται από τον Ζεό, δεν είναι μέρος της ουσίας του θεοί, αλλά ο Ζεός δια του Ώγίου Ξνεύματος δημιουργεί την ψυχή. Αι’ αυτό και η ψυχή είναι κτιστή, κτίσμα. 3. Θάλαηνο θαη πξνπαηνξηθό ακάξηεκα Θάνοντας λόγο για τον θάνατο και το προπατορικό αμάρτημα, δεν εννοούμε ότι προηγήθηκε ό θάνατος, σαν κάτι φυσικό στην ανθρώπινη φύση και ακολούθησε το προπατορικό αμάρτημα, αλλά ότι ο θάνατος συνδέεται στενά με το αμάρτημα του Ξροπάτορος Ώδάμ, αφού είναι συνέπεια του. Γίναι ανάγκη, λοιπόν, στο σημείο αυτό να κάνουμε λόγο για τον θάνατο, ο όποιος δεν ήταν εξ αρχής φυσικός για τον άνθρωπο, αλλά παρενεβλήθη στην ανθρώπινη φύση, και, επομένως, ενεργεί ως παράσιτο. Πτην Άγια Αραφή επανειλημμένως λέγεται ότι δεν έκανε ο Ζεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο δια της αμαρτίας του Ώδάμ. Ζα ήθελα να αναφέρω μόνον δύο αγιογραφικά χωρία. ΡΝ πρώτο προέρχεται από την Ξαλαιά Βιαθήκη. Αράφεται: «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται έπ' απώλεια ζώντων, έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ εστίν εν αύταις φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί της γης... δικαιοσύνη γαρ αθάνατος εστίν» (΢οφ. ΢ολ. α', 13-25). Βεν είναι δυνατόν να προέρχεται το κακό από τον Ζεό αφού ο Ζεός είναι αγαθός. Αι’ αυτό και όταν


έπλασε τον άνθρωπο δεν τον έπλασε για να πεθάνη. Συσικά, όπως φαίνεται στήν πατερική παράδοση, δεν τον έπλασε ούτε θνητό ούτε αθάνατο, αλλά με την δυνατότητα να γίνη θνητός ή αθάνατος. Ρο δεύτερο χωρίο προέρχεται από την προς Οωμαίους επιστολή του Ώποστόλου Ξαύλου: «...δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν... άλλ' έβασίλευσεν ο θάνατος από του Αδάμ μέχρι Μωϋσέως...» (Ρωμ. ε', 12-14). Πτο χωρίο αυτό φαίνεται ότι ο θάνατος είναι παρέμβλητος, είναι παράσιτο της ανθρωπινής φύσεως, αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας του Ώδάμ. Ξρόκειται επομένως, για είσδυση του θανάτου μέσα στην ανθρώπινη φύση, και δι' αυτής σε όλη την κτίση. Ή αμαρτία από την οποία γεννήθηκε ο θάνατος είναι η πτώση του Ώδάμ στον Ξαράδεισο της τρυφής. ΋ταν ο Ζεός έδωσε εντολή στον άνθρωπο να μη φάγη από τον απηγορευμένο καρπό, συγχρόνως του διεμήνυσε: «ή δ' αν ήμερα φάγητε άπ' αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Αεν. β', 17). Θαι, πραγματικά, μετά την αμαρτία αυτή εισήλθε ο θάνατος στην ανθρώπινη φύση, πρώτα ο πνευματικός, πού είναι ο αποχωρισμός του ανθρώπου από τον Ζεό, και στην συνέχεια ο σωματικός, πού είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα στον κατάλληλο καιρό. Ρην ημέρα πού αμάρτησε ο Ώδάμ πέθανε πνευματικά, και αργότερα πέθανε και σωματικά. Γνώ αυτή είναι η θέση της Ώγίας Αραφής για τον θάνατο, και, βέβαια, μέσα σε αυτήν την προοπτική κινούνται και οι άγιοι Ξατέρες, όπως θα δούμε στην συνέχεια, η δυτική θεολογία εξετάζει διαφορετικά τα πράγματα, θεωρεί τον θάνατο ως τιμωρία του Ζεού στον άνθρωπο, ένεκα της αμαρτίας του, την δε κληρονόμηση του θανάτου σε όλο το ανθρώπινο γένος, ως κληρονόμηοη της ένοχης. Ν π. Ηωάννης Οωμανίδης σε μια πολύ πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μελέτη του , ανέτρεψε τις εσφαλμένες αυτές απόψεις της δυτικής θεολογίας και παρουσίασε την διδασκαλία των άγιων Ξατέρων για τα θέματα αυτά. Νι δυτικοί θεολόγοι, επηρεασμένοι από τις προϋποθέσεις του Ώυγουστίνου, θεωρούν τον θάνατο ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Ζεού να θεώρηση ένοχο την ανθρωπότητα και να την τιμωρήση, λόγω της αμαρτίας την οποία διέπραξε ο Ώδάμ. Κερικοί, μάλιστα προτεστάντες θεωρούν τον θάνατο ένα απλό γεγονός. Κε τέτοιες όμως αντιλήψεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αίτιος του θανάτου είναι ο Ζεός12. Κε την αντίληψη αυτή συνδέεται αναπόσπαστα και ή άλλη θεωρία, ότι ο διάβολος είναι όργανο του Ζεού |στην εκτέλεση της αποφάσεως του να τιμωρήση το ανθρώπινο γένος. ΐέβαια, με τέτοιες αντιλήψεις και απόψεις η δυτική θεολογία δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Τριστού, πού ήταν η κατάργηση του κράτους του διαβόλου και του θανάτου, ούτε μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τον σκοπό των μυστηρίων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής. Πτην πατερική διδασκαλία, όπως αναφέραμε προηγουμένως, φαίνεται ότι ο θάνατος δεν είναι τιμωρία του Ζεού, αλλά καρπός και αποτέλεσμα της αμαρτίας του Ώδάμ. Κε τον όρο «θάνατο» εννοείται η απομάκρυνση και ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Ζεό, που είναι η πραγματική ζωή. Έτσι, όποιος απομακρύνεται από την ζωή, τον Ζεό, νεκρώνεται, πεθαίνει. Κε αυτήν την έννοια ο πρώτος πού υπέστη τον θάνατο και την νέκρωση είναι ο διάβολος. «Ραύτην την νέκρωσιν πρώτος υποστάς ο Πατάν ως εγκαταλειφθείς δικαίως υπό του Ζεού δι' απείθειαν», υπογραμμίζει ω άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς. ΋ νεκρωθείς διάβολος μετέδωσε την νέκρωση και στον άνθρωπο, επειδή ο τελευταίος υπήκουσε στην συμβουλή του, απείθησε στον Ζεό και έχασε την Τάρη Ρου13. Ν άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής θα πή ότι, όταν ομιλούμε για τον θάνατο, εννοούμε κυρίως τον χωρισμό από τον Ζεό. Ώυτός ο χωρισμός γίνεται δια της αμαρτίας, οπότε κέντρο του θανάτου είναι η αμαρτία. Βια τής παραβάσεως της εντολής του Ζεού και δια της


απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Ζεό «επηκολούθησεν εξ ανάγκης και ο του σώματος θάνατος»14. Κέσα στα πλαίσια αυτά κινείται και ο άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός, όταν ύπογραμμίζη ότι ή γένεση όλων των ανθρώπων προέρχεται από τον Ζεό, η δε φθορά και η συνέπεια της, πού είναι ό θάνατος, προήλθαν από την δική μας κακία. «Βι' ανθρώπου δε μάλλον θάνατος, τουτέστι της του Ώδάμ παραβάσεως, ομοίως και αι λοιπαί τιμωρίαι». Έτσι, η δημιουργία του άνθρώπου είναι έργο της δημιουργικής δυνάμεως του Ζεού, η διαμονή είναι έργο της συνεκτικής δυνάμεως και ενεργείας Ρου, και ή κυβέρνηση είναι έργο της προνοητικής ενεργείας Ρου. ΋ θάνατος είναι αποτέλεσμα της δικής μας προαιρέσεως και κακίας, όχι τιμωρία και ενέργεια του Ζεού15. ΋ θάνατος, κατά τον άγιο Ηωάννη τον Βαμασκηνό εισήλθε στον κόσμο «ώσπερ τι θηρίον άγριον και ανήμερον τον ανθρώπινον λυμαινόμενος βίον»16. Γίναι πολύ ωραία αυτή η εικόνα, πού εκφράζει παραστατικά όλη την πραγματικότητα. ΋ θάνατος ομοιάζει με ένα άγριο και ανήμερο θηρίο πού λυμαίνεται και καταστρέφει τον βίο των ανθρώπων. Θαι πραγματικά, όλοι γευόμαστε στα αγαπητά μας πρόσωπα αυτήν την αγριότητα του θανάτου. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, του οποίου την κεντρική άποψη πάνω στο θέμα πού μας απασχολεί είδαμε προηγουμένως. Νμιλεί πολύ παραστατικά και με θαυμαστή ακριβολογία. ΋ταν η Γύα άκουσε την συμβουλή του πονηρού διαβόλου, «είδεν, έπαθεν, έφαγεν, απέθανεν, έθελξε τον άνδρα, κοινωνόν έλαβε και του γεύματος και του πτώματος»17. Συσικά, λέγοντας ότι απέθανε ο Ώδάμ δεν εννοούμε ότι καταστράφηκε ολοκληρωτικά η ανθρώπινη φύση. Άλλα ότι κατ' αρχάς μεν βίωσε τον πνευματικό θάνατο, στην συνέχεια βίωσε τον σωματικό θάνατο, χωρίς βέβαια, να κατάληξη στην ανυπαρξία. ΋ άνθρωπος χωρίζεται από τον Ζεό, βιώνει συνταρακτικά αυτές τις συνέπειες, χωρίς να καταστρέφεται ολοσχερώς. ΋πως χαρακτηριστικά θα μας πή ο άγιος Κακάριος Ώιγύπτιος, «ου λέγομεν δε ότι απώλετο το όλον και ηφανίσθη και απέθανεν από του Ζεού απέθανεν, τη δε ιδία φύσει ζή»18. Κετά την αμαρτία του Ώδάμ ο Ζεός με την μεγάλη Ρου αγάπη και ευσπλαχνία ενέδυσε τον άνθρωπο με δερμάτινους χιτώνες. Πτην διδασκαλία των άγιων Ξατέρων βλέπουμε ότι αυτοί οι δερμάτινοι χιτώνες είναι η φθορά και η θνητότητα πού εισήλθαν στο σώμα τού άνθρωπου μετά την αμαρτία, Ε φθορά είναι οι ασθένειες, οι αδυναμίες και κακουχίες του ανθρωπίνου βίου, ο τρόπος με τον όποιο συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννιέται ο άνθρωπος, τελικά είναι η πορεία προς τον θάνατο19. Πτην πραγματικότητα όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά διαδοχικών θανάτων, είναι ένας βραδύς θάνατος20. Ώπό όσα αναφέραμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι δεν είναι αίτιος του θανάτου ο Ζεός, αλλά η αμαρτία πού διέπραξαν οι Ξρωτόπλαστοι στον Ξαράδεισο με την ελεύθερη τους επιλογή. Πτην πατερική διδασκαλία όμως είναι φανερό ότι ο Ζεός επέτρεψε την είσδυση του θανάτου στην ανθρώπινη φύση από αγάπη και φιλανθρωπία. Θατ' αρχάς μπορούμε να πούμε ότι αμέσως μετά την αμαρτία του ο Ώδάμ ήταν δυνατόν να πεθάνη και σωματικά. Γπέτρεψε, όμως, ο Ζεός την ζωή και μετά την αμαρτία, «τόπον μετανοίας παρεχόμενος», δηλαδή για να δοθή δυνατότητα μετανοίας και αποκτήσεως της πνευματικής ζωής21. Έτσι και όλες οι ταλαιπωρίες πού συνδέονται με την φθαρτότητα και θνητότητα γίνονται αφορμές για την επιπόθηση της άνω ζωής και της αποκτήσεως της κοινωνίας με τον Ζεό. Θατά τον Κ, ΐασίλειο ο Ζεός επέτρεψε τον θάνατο για να μη μείνει ο άνθρωπος αιωνίως ζωντανός νεκρός22. Ρην άποψη αυτή διετύπωσε η Γκκλησία σε μια συγχωρητική ευχή πού λέγεται από τον αρχιερέα, κατά την εξόδιο ακολουθία. Κεταξύ των άλλων λέγεται: «και δια τούτο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας την κράσιν και την μίξιν ταύτην και τον άρρηκτόν σου τούτον δεομόν, ως Ζεός των Ξατέρων ημών, τω θείω βουλήματι άποτέμνεσθαι και διαλύεσθαι»23. Έτσι ο Ζεός, για να μη μείνη το κακό αθάνατο και αιώνιο,


επέτρεψε φιλανθρώπως να διαλύεται, δια της βουλήσεως Ρου, ο άρρηκτος δεσμός ψυχής και σώματος, δηλαδή να συμβαίνη ό θάνατος. Ξρέπει να πούμε μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της κληρονομήοεως του θανάτου, γιατί και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά μεταξύ της δυτικής και ορθοδόξου θεολογίας. Θατά την δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Ώδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. ΋μως στην διδασκαλία των άγιων Ξατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Ώδάμ, πού είναι η φθορά και η θνητότητα. Γφ' όσον με την αμαρτία του Ώδάμ ασθένησε η ανθρώπινη φύση είναι φυσικό και κάθε άνθρωπος, πού είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της φύσεως να μην ξεφεύγη από την φθορά πού βασιλεύει σε αυτήν. Άλλωστε, και όλες οι αμαρτίες και τα πάθη συνδέονται αναπόσπαστα με την φθορά και τον θάνατο. ΍στε ο θάνατος δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Ώυτό το τελευταίο λέγεται από την άποψη ότι, λόγω της φθοράς και της θνητότητας πού κληρονομούμε από τους γονείς μας αναπτύσσονται τα διάφορα πάθη, όπως της φιληδονίας, φιλαργυρίας και φιλοδοξίας, και γενικά, λόγω της θνητότητας, περιπίπτουμε σε πολλές αμαρτίες24. Κε αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μετάδοση του θανάτου, και όχι απλώς της ενοχής, όπως ισχυρίζεται η δυτική θεολογία. ΋ Ώυγουστίνος, πού επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Βύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Ώδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, πού είναι η φθορά και η θνητότητα, οι όποιες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση. Θατά τον ιερό Τρυσόστομο είναι εύλογη η βιολογική κληρονόμηση της φθοράς, πού εισήχθη στην ανθρώπινη φύση από τους απογόνους του Ώδάμ. «Σθαρτοί γενόμενοι, τοιούτους και γεγενήκασι παίδας». Ρο ίδιο παρατηρεί και ο άγιος Θύριλλος Ώλεξανδρείας «Γπειδή δε εις τούτον (τον θάνατον) πεσών επαιδοποίησε, οι γεγονότες εξ αυτού ως από φθαρτού, φθαρτοί γεγόναμεν»25. Κάλιστα, ο ιερός Τρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια «καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα», ώστε να προστεθή «αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Τριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος»26 Ή ενανθρώπηση του Τριστού έγινε για να καταργηθή ο θάνατος, η αμαρτία και να νικηθεί ο διάβολος. Ξραγματικά, ο Τριστός προσέλαβε θνητό και παθητό σώμα για να νικήση τον θάνατο. Βια της Πταυρώσεως και της Ώναστάσεως Ρου νίκησε τον θάνατο και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα, αφού ενωθεί μαζί Ρου, να τον νικήσει και εκείνος στην προσωπική του ζωή. Ώυτόν τον σκοπό επιτελούν τα μυστήρια της Γκκλησίας. Βεν ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την λεγομένη ψυχολογική ενοχή, ούτε εξιλεώνουν τον Ζεό για το αμάρτημα του Ώδάμ. αλλά νικούν τον θάνατο. Βια του αγίου ΐαπτίσματος γινόμαστε μέλη του αναστημένου Πώματος του Τριστού, και δια της θείας Θοινωνίας του Πώματος και του Ώίματος του Τριστού λαμβάνουμε το φάρμακο της αθανασίας. ΋χι μόνον η ψυχή ενώνεται με τον Ζεό, αλλά και το σώμα λαμβάνει αίσθηση αυτής της εσωτερικής ψυχικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως. Ώυτό φαίνεται καθαρά στα λείψανα των αγίων της Γκκλησίας. ΐέβαια, το ότι μετά το ΐάπτισμα και την θεία Θοινωνία παραμένει ακόμη ο θάνατος έχει βαθειά σημασία. Αιατί, όπως εξηγεί ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής, συμβαίνει και εδώ ο,τι και με την ζωή του Τριστού. Πτην αναμάρτητη γέννηση του Τριστού παρέμεινε το φθαρτό του σώματος σκοπίμως, χάρη των σωτηριωδών παθών, γιατί κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούσε να νικηθεί ο θάνατος. Έτσι λοιπόν, και στον βαπτισθέντα παραμένει μετά το βάπτισμα το φθαρτό της φύσεως. ΋χι ως καταδίκη της αμαρτωλής φύσεως, αλλά ως μέσο για την καταδίκη και την κατάργηση της αμαρτίας27. Κε το ΐάπτισμα δίνεται στον άνθρωπο ή δυνατότητα με την ελεύθερη επιλογή του να πολεμήση την αμαρτία, πού συνδέεται


αναπόσπαστα με την φθαρτότητα και την θνητότητα του σώματος. Κε αυτήν την έννοια ή σωτηρία του ανθρώπου είναι ενέργεια του Ζεού, αλλά και συνεργεία του ανθρώπου. ΋λα αυτά πού παρουσιάσαμε έως τώρα εκτίθενται πολύ παραστατικά από τον Ώπόστολο Ξαύλο στην προς Οωμαίους επιστολή. Βεν μπορούμε εδώ να κάνουμε πλήρη ανάλυση των όσων λέγονται από τον θειο Ώπόστολο, αλλά όμως επιγραμματικά θα τονίσουμε μερικά σημεία. Ρο χωρίο πού παρουσιάζει αυτήν την αλήθεια είναι το εξής: «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου άντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; ευχαριστώ τω θεω δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Οωμ. Δ΄. 22-25). Ών μελετήσει κανείς προσεκτικά τα πλαίσια μέσα στα όποια λέγονται αυτά, θα διαπίστωση ότι ό Ώπόστολος αναφέρεται εδώ στην περίοδο του νόμου, όταν δια του νόμου του Ζεού προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τον νόμο της αμαρτίας και δεν μπορούσε να το επιτυχή. Ώυτό ακριβώς το επιτυγχάνει με την δύναμη του ενανθρωπήσαντος Τριστού. Σαίνεται, επομένως, εδώ ή αξία της ενανθρωπήσεως του Τριστού εν σχέσει με τον νόμο της Ξαλαιάς Βιαθήκης, και ότι δεν σωζόμαστε με την τήρηση απλώς του νόμου, αλλά με την μέθεξη της Ώναστάσεως του Τριστού στην προσωπική μας ζωή. Πτο χωρίο πού παραθέσαμε είναι φανερό ότι ο έσω άνθρωπος δουλεύει στον νόμο του Ζεού, συνήδεται στον νόμο του Ζεού, πού σημαίνει ότι έχει εσωτερική ευχή, νοερά έλλαμψη. Μέρουμε δε πολύ καλά ότι νοερά προσευχή είχαν και οι δίκαιοι στην Ξαλαιά Βιαθήκη. Βια του νόμου καθαρίζεται ό άνθρωπος από τα πάθη και αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη του Ζεού. Γνώ, όμως, ο έσω άνθρωπος συνήδεται με τον νόμο του Ζεού, εν τούτοις ταυτόχρονα ο άνθρωπος αισθάνεται και τον νόμο της αμαρτίας στην σάρκα. Ώυτός ο νόμος της αμαρτίας είναι ή φθαρτότητα και ή θνητότητα, πού δημιουργούν αφορμές για την επικράτηση της αμαρτίας. Νι ασθένειες και οι κακουχίες, ή φορά και ή πορεία προς τον θάνατο δίνουν την δυνατότητα στα πάθη της ψυχής να εκφραστούν παρά φύση και ακόμη δίνουν αφορμές στον διάβολο να πολεμήση τον άνθρωπο. Ώυτό ακριβώς είναι το μαρτύριο των αγίων. Αι' αυτό ο θειος Ώπόστολος, εκφράζοντας τον αναστεναγμό όλων των δικαίων της Ξαλαιάς Βιαθήκης, πού βρίσκονταν μέσα στο κράτος του θανάτου και δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν δια του νόμου, λέγει: «Ραλαίπωρος εγώ άνθρωπος τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Ή ελευθέρωση αυτή έγινε με την ενανθρώπηση του Τριστού, με τα πάθη Ρου και την Ώνάσταση Ρου, πού την βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην Γκκλησία, πού είναι το Πώμα του Τριστού. Αι' αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να ευχαρίστηση εκ καρδίας τον Ζεό. Θαι στην συνέχεια θα πή:«ό γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Τριστώ Ηησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Οωμ. η', 2). Ώυτό πού δεν μπορούσε να κάνη ο νόμος, το έκανε ο Τριστός με το να κατακρίνει στην σάρκα Ρου την αμαρτία και τον θάνατο (Οωμ. η', 3). Έτσι ο άνθρωπος γίνεται και λέγεται πνευματικός. Αια να ολοκληρώσουμε το θέμα του θανάτου, θα λέγαμε ότι ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε από τον Ζεό, δηλαδή ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Ζεό θνητός, αλλά ο θάνατος εισήλθε στην ανθρώπινη φύση, σαν παράσιτο μετά την διάπραξη της αμαρτίας του Ώδάμ, με την ανοχή και την αγάπη του Ζεού, αφού δια του θανάτου δεν παραμένει αθάνατο και αιώνιο το κακό. ΋ θάνατος κληρονομείται, λόγω της ασθένειας της ανθρωπινής φύσεως, και όχι ως ενοχή και τιμωρία του ανθρώπου από τον Ζεό. Πτον κατάλληλο καιρό ο Ζεός με την ενανθρώπηση του ΢ιού Ρου έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να κατάργηση τον θάνατο. Πτην αρχή καταργείται ο πνευματικός θάνατος, αφού ο άνθρωπος δια των μυστηρίων ενώνεται με το αναστημένο Πώμα του Τριστού και στην συνέχεια ελευθερώνεται και από τον σωματικό θάνατο.


4. Σν κπζηήξην ηεο εμόδνπ ηεο ςπρήο από ην ζώκα ΋ θάνατος ονομάζεται στην παράδοση της Γκκλησίας μυστήριο. Θαι πραγματικά είναι μυστήριο όχι με την έννοια των μυστήριων, δια των όποιων μετέχουμε της ακτίστου Τάριτος του Ζεού, αλλά από την άποψη ότι κατά την ώρα του θανάτου και μετά από αυτόν γίνονται μυστήρια πράγματα, τα όποια δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα. Ξέρα από αυτό, το μυστήριο του θανάτου έγκειται στο ότι διασπάται ή ενότητα ψυχής και σώματος. Ανωρίζουμε καλά από την διδασκαλία της Γκκλησίας μας ότι υπάρχει στενή σχέση και μεγάλη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος. Ή ένωση αυτή έγινε με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψη του στην κοιλία της μητέρας του και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του θανάτου. ΋ άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, πού σημαίνει ότι ή ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή κατά την οποία, λόγω του θανάτου, χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα. Ή ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος, γι' αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως, και αυτό είναι το μυστήριο του θανάτου. Γμείς, βέβαια, θεωρούμε ότι το μυστήριο του θανάτου είναι φοβερό, γιατί διασπά την ενότητα μεταξύ των αγαπημένων, γιατί χάνουμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο. Θαι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, πού την ζουν εκείνοι πού έχασαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Ώλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το φοβερό του θανάτου είναι ότι επέρχεται αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ρην αλήθεια αυτήν την βλέπουμε καθαρά σε ένα τροπάριο, πού ψάλλεται κατά την εξόδιο ακολουθία και είναι γραμμένο από τον άγιο Ηωάννη τον Βαμασκηνό. Ιέγεται: «΋ντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΎας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμενεται»28. Γδώ παρουσιάζονται μερικές μεγάλες αλήθειες. Ή μία, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος και μεγάλη αρμονία. Ή δεύτερη αλήθεια, ότι αυτή ή σχέση διασπάται βιαίως. Θαι αυτό το βίαιο συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Αι' αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ή ψυχή τρέμει και δείλια. Ή τρίτη αλήθεια, ότι αυτή ή διάσπαση γίνεται με την βούληση του Ζεού. ΐέβαια, δεν είναι ο Ζεός αίτιος του θανάτου, αλλά ο Ζεός επέτρεψε να έλθη στην ζωή του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα Ρου. Έτσι, λοιπόν, η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για κάθε άνθρωπο. Ρο φοβερό του θανάτου δεν έγκειται ακόμη στο ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον κόσμο, με τον όποιο είχαμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν διάφορα μυστήρια, τα όποια προηγουμένως με την παχύτητα των αισθητηρίων οργάνων του σώματος δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Ρον κρίσιμο εκείνο καιρό ο άνθρωπος, χωρίς να το έχει προγραμματίσει, καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Ξαρουσιάζεται μπροστά του ολόκληρη η ζωή, πού έχει ζήσει, σαν κινηματογραφική ταινία. ΋ άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης θα πή ότι οι υπερήφανοι, πού νόμιζαν ότι ήταν απαθείς, «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»29. Βηλαδή, οι υπερήφανοι βλέπουν τότε την εσωτερική πνευματική τους πτώχεια. Ξόσο μάλλον όσοι έχουν εμπλακή σε πολλές άλλες πράξεις, πού διαπράττονται με τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Ένας σύγχρονος Αέροντας λέγει ότι κατά την ώρα του θανάτου θα δη κανείς και την παραμικρή πράξη πού έκανε στην ζωή του, όπως βλέπει σε κλάσματα δευτερολέπτου κάποια μικρή ακαθαρσία μέσα σε ένα ποτήρι νερό. ΋ φόβος όμως προ του μυστηρίου του θανάτου έγκειται στο ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή για τον άνθρωπο. Θαι, φυσικά, αυτό συνδέεται και με την αιώνια κατάσταση της ψυχής και


του σώματος του. Θατά τον όσιο Ζεόγνωστο η ώρα του θανάτου είναι μια νέα γέννηση, αφού, ο άνθρωπος, ιδίως ο δίκαιος, εξέρχεται, σαν από κάποια άλλη δεύτερη μήτρα σκοτεινή και πορεύεται προς τα άυλα και φωτεινά. Αι' αυτό συνιστά ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, επειδή διαπορθμεύεται δια του θανάτου προς τα ελπιζόμενα αγαθά. Ξαράλληλα όμως συνιστά να είναι προσεκτικός «δια τους κύκλω περιπατούντας ασεβείς δαίμονας», οι οποίοι επιδιώκουν μέχρι την τελευταία στιγμή να τον βλάψουν. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, γιατί οδηγείται στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, αλλά και να νήφη, να είναι προσεκτικός για το άδηλο του μέλλοντος, λόγω της τρεπτότητός του30. Γίναι πολύ χαρακτηριστικό να λεχθεί ότι όχι μόνο μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά και όταν πλησιάζει ο καιρός να εξέλθει η ψυχή, κατά την μαρτυρία αγίων ανθρώπων, ο άνθρωπος βιώνει διάφορες εμπειρίες. Γπειδή ζει σε οριακό σημείο, γι' αυτό δικαιολογούνται όλες αυτές οι καταστάσεις. Βηλαδή, μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, φως θεϊκό κ.λ.π. αλλά και οπτασίες δαιμόνων, οι όποιοι προσπαθούν να τον φοβίσουν περισσότερο και να τον κατάσχουν. Κέσα στην φιλανθρωπία του Ζεού εντάσσεται και το γεγονός ότι οι δίκαιοι βλέπουν οπτασίες αγίων ανθρώπων, ώστε, όπως λέγει ο άγιος Αρηγόριος ο Βιάλογος, να μη δειλιάσουν με την έλευση του θανάτου βλέποντας με ποιους πρόκειται να είναι συμμέτοχοι, και έτσι «εκ του δεσμού της σαρκός άνευ πόνου και φόβου απολυθώσι»31. Θαι εδώ φαίνεται αυτό πού λέγαμε προηγουμένως, ότι δημιουργείται πόνος από τον χωρισμό και δι' αυτού του τρόπου διασκεδάζονται και οι φόβοι και η δειλία. Ώναφέρεται από τον άγιο Αρηγόριο Βιάλογο η περίπτωση μιας Ραρσίλας, η όποια, κατά τον καιρό της εξόδου της και ενώ βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι πλησίον της, είδε τον Ηησού ερχόμενον. Ρότε με μεγάλη προθυμία και κραυγή έλεγε σε όλους τους παρευρισκομένους: «απόστητε, απόστητε, ο Ιησούς έρχεται». Θαι βλέποντας αυτήν την θεωρία εξήλθε η ψυχή της από το σώμα32. Ώναφέρεται επίσης από τον ίδιο άγιο ότι κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Κούσα, πριν εξέλθη η ψυχή της, είδε την Ζεοτόκο πού ερχόταν προς αυτήν. Ρότε με βλέμμα κατακόκκινο από ντροπή και σεβασμό, και φωνή πραότατη αποκρίθηκε: «Ιδού Κυρία έρχομαι· ιδού Κυρία έρχομαι». Θαι με αυτόν τον τρόπο παρέδωκε το πνεύμα της33. Ενώ όμως οι δίκαιοι βλέπουν τέτοιες θειες οπτασίες πού τους χαροποιούν και τους δημιουργούν μεγάλη θυμηδία, αντίθετα οι αμαρτωλοί, όσοι δεν είχαν καθαρθή κατά την διάρκεια της ζωής τους, βλέπουν δαιμονικές οπτασίες. Διασώζονται πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην πατερική διδασκαλία, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο από αυτά. Ώναφέρεται από τον άγιο Αρηγόριο τον Βιάλογο περίπτωση κάποιου πού βρισκόταν παραπλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. ΋ ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα πού ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Ξαρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του. Γκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Ρότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «δότε ευχαριστίαν τω Θεώ ιδού γαρ ο δράκων ο λαβών με εις βρώσιν έφυγε δια των ευχών υμών και στήναι ενταύθα ουκ ηδυνήθη»34. Ρο δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Αεροντικό, κατά το όποιο ένας γέροντας, εξερχόμενος του κελιού του για να πώληση το εργόχειρο του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Ρότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι όποιοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, έφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, εισήλθαν στην οικία εκείνη. ΋ άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησαν με και βοήθησαν με». Ρότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση. «Θαι ούτω βιαίως ανασπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον»35. Ξολλά μυστήρια διαδραματίζονται την ώρα πού ετοιμάζεται η ψυχή να εξέλθει από το σώμα, τα


όποια για μας τώρα είναι άγνωστα και ίσως παράδοξα. Ώλλά, όμως, δεν μπορούμε να τα αρνηθούμε, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες αγίων ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή του Τριστού πού αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο, ο όποιος κατά τον καιρό της εξόδου άκουσε φωνή από τον Ζεό: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Ιουκ. ιβ'. 20). Αι' αυτό και δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση. ΋ άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος θα πή: «΋ταν εξέλθει εκ του σώματος ψυχή ανθρώπου μυστήριον τι μέγα επιτελείται»36. Ώυτά τα μυστήρια αρχίζουν να ενεργούνται όταν η ψυχή ετοιμάζεται για την έξοδο. Βεν συμβαίνουν μυστήρια πράγματα μόνον πριν την έξοδο, αλλά και κατά την διάρκεια πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα. ΢πάρχουν κείμενα Ξατέρων πού μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα μερικές φορές κάνει έκδηλη την αναχώρηση της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο πού βρίσκεται ο κεκοιμημένος. Θυρίως αυτό γίνεται στους αγίους ανθρώπους. Ρα όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν ότι η ψυχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια του σώματος, αλλά το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου πού δημιουργήθηκε από τον Ζεό, και με την βούληση Ρου δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί. ΋ άγιος Σιλόθεος ο Θόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα. παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο όποιο βρισκόταν το σώμα του αγίου Αρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Κάλιστα λέγει ότι δύο λογάδες της Ζεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο ένας ήταν ιερωμένος και ο άλλος μοναχός, με πολλές αρετές και οι δυο τους, είδαν την λαμπρότητα εκείνη «της ψυχής του σώματος απιούοης». Κε άλλα λόγια, η ψυχή εξερχομένη του σώματος άφησε μια λαμπρότητα. ΋λος όμως ο λαός ήταν μάρτυρας της υπερφυούς αίγλης του προσώπου του. Θαι ο άγιος Σιλόθεος, θεολογικότατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι οφειλόταν στην Τάρη του Άγιου Ξνεύματος πού βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα37. Συσικά, η έλλαμψη του φωτός εκείνου ήταν συνέπεια του ότι ο άγιος Αρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Σωτός σε όλη του την ζωή. ΋ όσιος ΐενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Ζεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Ώναφέρεται ότι ευρισκόμενος στο κελί του και ενατενίσας τους οφθαλμούς του στον ουρανό, είδε την ψυχή της όσιας αδελφής του «ως εν είδει περιστεράς αστραπτούσης αναγομένην εις ουρανόν». Θαι μια άλλη φορά, προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτος είδε ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Γίδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μια ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Αερμανού, επισκόπου Θαπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην»38. Πχεδόν το ίδιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Ώντωνίου του Κεγάλου. Ξορευόμενος ό Κέγας Ώντώνιος προς τον άγιο Ξαύλο τον Ζηβαίο για να του προσφέρει την στολή του Κεγάλου Ώθανασίου και ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Ώποστόλων, χορούς Ξροφητών, τάξεις Καρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του όσίου Ξαύλου να λάμπει περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής άνιουσαν της ευφροσύνης»39. Ρο ότι οι δύο άγιοι πού προαναφέραμε είδαν και ανεγνώρισαν την ψυχή των συγκεκριμένων άγιων, δείχνει ότι, παρά την έξοδο της ψυχής από το σώμα και την διάσπαση της ενότητας ψυχής και σώματος, δεν καταργείται ή υπόσταση. Νι άγιοι αναγνωρίζουν τους κεκοιμημένους, βλέποντας την ψυχή τους. Ώλλά αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν καταργείται ή υπόσταση, θα το αναλύσουμε πιο κάτω. Γδώ απλώς το σημειώνουμε.


Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα. Ηδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. ΋ άγιος Αρηγόριος ό Βιάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων έξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Θαι αυτό γίνεται ώστε τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνονται πώς υπομένουσι»40. Θάποιος, ονομαζόμενος Πέρδουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «σιωπάτε· μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Θαι μάλιστα λέγεται ότι όταν ή ψυχή του εξήλθε από το σώμα. όλοι οι παριστάμενοι γέμισαν από την όσφρηση της ευωδιάς. Γυωδίασε ολόκληρος εκείνος ό τοπος41. Ρο ίδιο συνέβη και με την Ραρσίλα. ΋ταν εξήλθε ή ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστής ευωδιάς» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδιάς αρχηγός»42. Ρο ίδιο συνέβη και με κάποια, ονομαζόμενη Οεδέμπταν, αφού κατά την κοίμηση της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελλίου. Ώκουγόταν ακόμη δυνατος ήχος και έτριζαν οι θύρες του κελλιου, σαν να εισερχόταν πλήθος μέσα στο κελλί43. Ώυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε στην Γκκλησία μας ότι υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Πτην Θοίμηση της Ξαναγίας βλέπουμε την έλευση όλων των Ώποστόλων. Ώλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμηση μεγάλων αγίων. Άγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. ΋σο ό βίος είναι ένδοξος, τόσο και η κοίμηση του συγκεκριμένου αγίου είναι ένδοξη. Κέχρι τώρα είδαμε ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζει ο θάνατος, και ακόμη ότι οι άγιοι αξιώθηκαν να αισθανθούν με ποικίλους τρόπους την ώρα πού η ψυχή των δικαίων εξέρχεται από το σώμα. Ρώρα πρέπει να δούμε πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονας. ΋ άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος διδάσκει ότι αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος, «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί, και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουσι την ψυχήν εκείνην και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Ώντίθετα, οι δούλοι του Ζεού, οι όποιοι από τώρα είναι άγγελοι και τους κυκλώνουν πνεύματα αγαθά, αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «οι χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουοιν αυτάς τάς ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Θυρίω»44. Θαι σε άλλο σημείο ο άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος λέγει ότι όταν η ψυχή δεν έχη τον αρραβώνα του Ξνεύματος του Ώγίου, κατά τον καιρό της εξόδου της από το σώμα, την κατέχουν οι δαίμονες και δεν την αφήνουν να ανέλθει στους ουρανούς45. Γπομένως, όσοι έχουν την σφραγίδα του Ώγίου Ξνεύματος και είναι πραγματικοί Τριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί έχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, πού είναι η δύναμη του Ξνεύματος πού κατοικεί μέσα τους46. Ή διδασκαλία αυτή, όμως δεν προέρχεται μόνον από τους Ξατέρες, αλλά επιμαρτυρείτε από το αδιάψευστο στόμα του Τριστού. Πτην παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου λέγεται ότι ο Ιάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Ώβραάμ. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ»(Ιουκ. ιστ’. 22). Πτην παραβολή όμως του άφρονος Ξλουσίου μας διδάσκει ο Τριστός ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ώυτός είναι ο λόγος πού είπε στον άφρονα πλούσιο: «Αφρόν, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», δηλαδή οι δαίμονες (Ιουκ. ιβ'. 20). Ή παράδοση αυτή πέρασε και στην λατρεία της Γκκλησίας μας. Γίναι χαρακτηριστικό ένα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία, στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Ή ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήσει. Ιέγεται στο τροπάριο αυτό: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε και ούχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει·


προς τους ανθρώπους τάς χείρας έκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα»47. Ώυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Τριστιανός, γι' αυτό κατά την ακολουθία του Ώποδείπνου, πού διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθή, παρακαλεί την Ξαναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφυγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τάς σκοτεινός όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Ξραγματικά, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα, τα όποια δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα όποια μας απεκάλυψαν οι άγιοι Ξατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμασθούμε για την φρικτή αυτήν ώρα. ΋λος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Συσικά αυτή η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την Τάρη του Ζεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή. Αιατί, όποιος ετοιμάζεται για την έξοδο του, γνωρίζει να αντιμετωπίζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος. 5. Ό ηεισληζκόο ησλ ςπρώλ Πχετική με το προηγούμενο είναι και η διδασκαλία της Ώγίας Αραφής και των άγιων Ξατέρων για τον τελωνισμό των ψυχών. Πτο σημείο αυτό θα εξετάσουμε διεξοδικότερα το θέμα. πού έχει σχέση με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Θαι, φυσικά, αυτό θα γίνη, αφ' ενός μεν γιατί το συναντούμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε για να ετοιμαζόμαστε για την φοβερή ώρα του θανάτου. Ρα επόμενα δεν γράφονται για να προκληθή αγωνία, αλλά για να αναπτυχθεί μετάνοια, ή όποια έχει συνέπεια την χαρά, γιατί εκείνος πού έχει την δωρεά του Άγιου Ξνεύματος και είναι ενωμένος με τον Τριστό, αποφεύγει την φοβερή παρουσία και ενέργεια των τελωνίων. Πύμφωνα με την διδασκαλία των Ξατέρων της Γκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθη δια των τελωνίων. Συσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δίκαιους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Τριστό. Νι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και δεν θα διακατέχωνται από τον φόβο τους. ΋λα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Ξατέρων. ΋ χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι είλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Γίναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Ξατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό. Σελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Θράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Νι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Ή πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και ή δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Νι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Ξολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες. Νι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Αι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ν Ξλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Αι' αυτό, όταν ο Ζεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεσι τελώναι και συκοφάνται».


Νι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Ξρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Ώυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Ξατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού η ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. ΋ άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος θα πή πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες, ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς -ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος· εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανελθείν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών· καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49. ΐέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. ΋μως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Ώγίας Αραφής και των Ξατέρων της Γκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Κε το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Ώλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους. ΐασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Ξατέρες της Γκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Τριστό λίγο πριν το Ξάθος Ρου: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ηω. ιδ', 30). ΋ άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Ιέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. ΋ Τριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Ρου. Ώναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Τάριτος του Ζεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Γφ. ΐ’, 1-2). Πτο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου. Γπίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Ώυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Ξατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ώκόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας. ΢πάρχουν πολλά χωρία της Ξαλαιάς Βιαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Ξατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Ρο ένα προέρχεται από ψαλμό του Βαυίδ, όπου εκεί ο Ξροφητάναξ, αναφερόμενος στον Ζεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Υαλμ. ζ', 2 3). Ρο άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Ξροφήτου Ηερεμίου. Γκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10). Όστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Ξατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Ξρέπει να


πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. ΋πως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Τάρη του Ζεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Νι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. ΢πάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και ή ενέργεια των παθών. Βεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. ΋ αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας. ΋ Κ. ΐασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Υαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Γάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Αι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Τριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου». Θαι ο μεν Τριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50. Ή ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματα του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. ΋ άγιος Ηωάννης ο Τρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Γίναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ένορώσι τοις παρούσι». Βηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Θαι ο ιερός Τρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Ή ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51. Πτο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Σως του Ζεού νικά τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Σως. Ώυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Σως του Ζεού. Ξολύ περισσότερο θα γίνη κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Ιέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Τριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Σως του Ζεού. Ξράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ό άνθρωπος με το Σως. Αράφει ο άγιος Πυμεών: «Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ό σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52. Νι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Βιάδοχο Σωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. ΋ άνθρωπος πού αγαπά τον Ζεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Ή


ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του Ζεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53. Έτσι, οι άγιοι Ξατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Κε την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Τριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. ΋ διάβολος δεν έχει καμμιά εξουσία πάνω του. ΋ αββάς ΕσαΎας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Βιδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Ρότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Ρην στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. ΋ταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Αι' αυτό και ο αβάς ΕσαΎας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Ζεού και την δικαιοσύνη Ρου, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54. Πτο Αεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Ζεοφίλου Ώρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Νι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Γπίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Ρότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο. Ών νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Ών όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθή η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55. Ρις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Ξατέρων. ΋ Εσύχιος ο Ξρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Βιδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Τριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57. Γπίσης, ο όσιος Ζεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58. Νι άγιοι Ξατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον Ζεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες. ΋ Κέγας Ώντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δή προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Γυρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Θάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Ρότε οι οδηγούντες τον Κ. Ώντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο Ζεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59. Πε μια φοβερή διήγηση του Κ. Ώντωνίου αναφέρεται το έξης: Θατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Κ. Ώντώνιο και τον προέτρεψε να βγή από το κελλί του για να δη. Ροτε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερον», πού ήταν ο διάβολος, να


στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζη τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Ώποκαλύφθηκε δε στον Κ. Ώντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60. ΋ άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Πτέφανος, πού ησκείτο στο όρος Πινά, κοντά στο σπήλαιο του Ξροφήτη Ελία. Ρην παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ρον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι,όντως είναι αλήθεια· άλλ' ένήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί· όντως ψεύδεσθε,τούτο ουκ εποίησα». Άλλοτε «ναι,αληθώς τούτο· ναι· άλλ' έκλαυσα· αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Κερικές φορές έλεγε, «ναι άληθώς,ναι· και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω· εν τω Θεω εστί το έλεος». Θαι ο άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Ρο δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61. Ώπό όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Γκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Πτην παράδοση, όμως της Γκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του Ζεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον Ζεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Γάν στον Τριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Ρου. Αι' αυτό και οι Ξατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Γκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Γκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Ξατέρων μας, ώστε να μην έχει εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας. Αεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Ρο φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Βηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο Ζεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Θαι, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον Ζεό. Νι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Αι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Ζεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Ξραγματικά, είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήση για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Ζεού. Ή νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Αι' αυτό και η Γκκλησία εύχεται στον Ζεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου». Σην ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Ή μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Πτην Ξατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Τωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται ή διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας. Ζα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Ξατέρων της Γκκλησίας για τα τελώνια.


Γίπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του άνθρώπου πρόκειται να φυγή από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα οποία ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Γίναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. ΋ άγιος Ηωάννης ο Τρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Ιέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Ξρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Σα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση. Ή ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. ΋ άγιος Αρήγορος ο Λύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Κακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Ιέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σέ τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Νι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ώκριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι’ αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Θαι ο άγιος Αρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι η ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Ή παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Ξλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63. Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Σα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος. Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Σα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός. Τπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως ή ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64. Ώυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. ΐιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Ώφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον Ζεό και να ενωθεί μαζί Ρου, αφού είναι εικόνα Ρου, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και


την βασανίζουν. Θαι αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Ξατέρων για τα τελώνια. Ρο μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Βωρόθεος. Ιέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Κπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη, μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. ΢ε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών». Σότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση. Πτην συνέχεια ο αββάς Βωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Ών κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Ζεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Ξραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Ώυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Ών αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη. Τρησιμοποιεί ο αβάς Βωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Ώυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Ρο ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Ξάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Ών σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Θολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Θόλαση65. Ρα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Ώφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Νι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Ξνεύματος και ενώθηκαν με τον Ζεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Ζεό, με τον όποιο είναι ενωμένη. Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της άκτίστου Τάριτος του Ζεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*. [*ΐλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 423.] 6. Μέζε θαηάζηαζε ησλ ςπρώλ


Ή ζωή της ψυχής μετά την έξοδο της μέχρι την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, κατά την όποια θα ενωθεί με τα αναστημένα σώματα, λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Ή ψυχή,

δηλαδή, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της εκ νέου επισυνάψεώς της με τα αφθαρτοποιημένα σώματα, μετά την ανάσταση τους. Ξρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση πού δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζή χωριστά από το σώμα με το όποιο συνδέθηκε αμέσως μετά την δημιουργία της από τον Ζεό.

Τρειάζεται πολλή προσοχή όταν χρησιμοποιούμε την φράση «μέση κατάσταση των ψυχών», γιατί οι Ιατίνοι δίνουν άλλη σημασία. Γνώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μέση κατάσταση των ψυχών με την έννοια πού αναφέραμε προ ολίγου, οι Ιατίνοι εννοούν την περίοδο εκείνη πού όλες οι ψυχές διέρχονται από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ, για να εξαγνισθούν. Θατά τους Ιατίνους και οι ψυχές των δικαίων διέρχονται από αυτό το πυρ. Βεν θα επιμείνουμε στο θέμα αυτό, γιατί θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Πτα επόμενα, λοιπόν, θα δούμε αναλυτικότερα πού ζουν οι ψυχές των ανθρώπων και πώς ζουν. Γίναι ερωτήματα πού απασχολούν πολύ τους ανθρώπους της εποχής μας. ΐέβαια, δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, αφού αυτά είναι μυστήρια, τα όποια στην τελειότητα τους θα αποκαλυφθούν στο μέλλον. ΋μως οι άγιοι, πού αξιώθηκαν από τον Ζεό να πληροφορηθούν μερικές αλήθειες από αυτά τα μυστήρια, μας τις απεκάλυψαν. Έτσι, στην συνέχεια, θα επιμείνουμε πάρα πολύ, όπως το κάνουμε συνήθως, στο τι λένε οι άγιοι Ξατέρες για να πληροφορηθούμε τα μεγάλα αυτά γεγονότα. Έχουμε αναφέρει ότι οι ψυχές είναι κτιστές, δηλαδή είναι δημιουργήματα του Ζεού, πού σημαίνει έχουν μια ορισμένη αρχή, αλλά ο Ζεός θέλησε να μην έχουν τέλος. Γπίσης, η ψυχή συνιστά το νοερό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, ενώ το σώμα το αισθητό. Ή ψυχή είναι αόρατη από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά όμως δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλη. ΋ άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός διδάσκει ότι και οι άγγελοι λέγονται νοερά πνεύματα, έχουν νοητή ουσία, λέγονται ασώματοι, επειδή συγκρίνονται με την παχύτητα της ύλης. Αιατί στην πραγματικότητα «μόνον όντως το θείον άϋλόν τε και ασώματον»66. ΋ταν κάνουμε λόγο για ασώματα, αόρατα και ασχημάτιστα το εννοούμε κατά δύο τρόπους. Ώφ' ενός μεν κατ' ουσίαν, άφ' ετέρου δε κατά χάριν. Ρο κατ' ουσίαν συνιστά το κατά φύσιν, ενώ το κατά χάριν συνιστά την σύγκριση με την ύλη. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός, ασώματος, αόρατος και ασχημάτιστος κατά την φύσιν είναι μόνον ο Ζεός, ενώ οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι ασώματοι, αόρατοι και ασχημάτιστοι κατά χάριν και «ως προς την της ύλης παχύτητα»67. Γπομένως, οι ψυχές είναι νοερές, δεν είναι όμως πνεύματα, όπως ο Ζεός. αλλά είναι κτιστές και αιθέριες. ΋πως οι άγγελοι, καίτοι είναι λειτουργικά πνεύματα, λέγονται αιθέρια όντα, έτσι και οι ψυχές είναι αιθέριες. Κε αυτήν την έννοια λέμε πώς οι ψυχές μετά την έξοδο τους από τα σώματα παραλαμβάνονται από τους αγγέλους ή τους δαίμονες. Ών ήταν απλώς νοερές, πώς θα γινόταν αυτό; Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα από τους φιλοσόφους και τους διαφόρους θρησκευόμενους. Αιατί πάντοτε ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα της μετά τον θάνατο ζωής. ΋ άγιος Βιονύσιος ο Ώρεοπαγίτης καταγράφει τις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Ιέγει ότι οι ανίεροι άνθρωποι έχουν διατυπώσει πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα. Άλλοι νομίζουν ότι μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι ότι διασπάται οριστικά ή συζυγία των ψυχών με τα σώματα, όποτε δεν μιλούν για την ανάσταση των σωμάτων και την εκ νέου ένωση ψυχής και σώματος, άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αφού, όπως πιστεύουν, οι ψυχές συνδέονται και με άλλες


σαρκώσεις, όπως λέγει η θεωρία της μετενσάρκωσε ως της ψυχής η μετεμψυχώσεως των σωμάτων, και άλλοι θεωρούν την άλλη ζωή ως ομοειδή με την παρούσα ζωή, αφού κηρύσσουν ότι οι ισάγγελοι έχουν τροφές πού αρμόζουν σε φθαρτό βίο. Πτην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν οι Τιλιαστές. ΋μως ο άγιος Βιονύσιος Ώρεοπαγίτης όλες αυτές τις θεωρίες περί της ψυχής μετά τον θάνατο τις θεωρεί πλάνες, γι' αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέγει κανείς από τους ιερότατους άνδρες δεν θα περιπέση σε τέτοιες πλάνες68. ΢πάρχουν πολλά χωρία στην Ώγία Αραφή πού δηλώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατον. Γίναι γνωστό το θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας στά Παρεπτά από τον Ξροφήτη Ελία. ΋ Ξροφήτης προσευχήθηκε στον Ζεό: «Κύριε ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν». Θαι μετά την προσευχή «εγένετο ούτως» και αναστήθηκε το παιδίον (Α' ΐας. ιζ', 21-23). Ρο ότι επέστρεψε η ψυχή του παιδίου σημαίνει ότι υπήρχε μετά τον θάνατο, δεν περιήλθε σε ανυπαρξία. Ρο ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στις αναστάσεις του Ιαζάρου και του υιού της χήρας της ΛαΎν και της θυγατρός του Ηαείρου. Γπέστρεψαν οι ψυχές τους με τον λόγο του Τριστού. Ή Ώγία Αραφή, κατά την κοίμηση των μεγάλων ανδρών της Ξαλαιάς Βιαθήκης συνήθως λέγει ότι προσετέθη το πνεύμα αυτών «εις τους πατέρας αυτών» (Αεν. κε', 8). Θατά την Κεταμόρφωση του Τριστού εμφανίστηκαν οι δύο μεγάλες προφητικές φυσιογνωμίες της Ξαλαιάς Βιαθήκης, ο Κωυσής και ο Ξροφήτης Ελίας. Θαι ο Τριστός στον ληστή, πού τον ομολόγησε, διαβεβαίωσε: «Ώμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδεισω» (Ιουκ. κγ', 43). ΋ Τριστός με αυτόν τον λόγο διαβεβαιώνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή υπάρχει, δεν χάνεται, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά χωρία, αλλά θα περιοριστούμε μόνον σε αυτά. Νλόκληρη η πατερική παράδοση και η εκκλησιαστική εμπειρία διαβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, ώστε η αντίθετη σκέψη να αποτελεί ασέβεια και άρνηση της άποκεκαλ υμμένης πίστεως. Ξραγματικά, όποιος παραδέχεται το αντίθετο κλονίζει τα θεμέλια της πίστεως, αφού αγωνιζόμαστε να τηρούμε τις εντολές του Τρίστου στην καθημερινή μας ζωή, για να μείνουμε αιωνίως με τον θεό. ΋ ΋σιος Λικήτας ό Πτηθάτος θα πή: «Δώσιν ουν, ως είρηται, πάντες οι ευσεβώς ζήσαντες καν ενθένδε απαλλαγώσι». Θαι για να μη δημιουργηθεί καμιά εντύπωση ότι μόνον οι ψυχές των ευσεβών ζουν μετά τον θάνατο συνεχίζει για να πή ότι αυτό γίνεται και με τις ψυχές των ασεβών και αδίκων ανθρώπων. ΋χι μόνον οι ευσεβείς ζουν μετά τον θάνατο, «αλλά και οι ασεβείς αυτοί απεκδεχόμενοι τούτων έκαστος των έργων αυτού την άντιμισθίαν κατάλληλον»69. Ένα ενδιαφέρον σημείο, πού τονίζεται στα έργα των αγίων Ξατέρων, το οποίο στρέφεται σαφώς εναντίον της μετεμψυχώσεως είναι ότι, καίτοι η ψυχή του ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου. Εφ' όσον η ψυχή δημιουργείται από τον θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο. Ή λέξη υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφίστημι και δηλώνει, στην αρχική της σημασία, το «ίστασθοι υποκάτω», εννοώντας την σταθερότητα, το θεμέλιο, την βάση, κ.λ.π. Πτην θεολογική γλώσσα η υπόσταση δηλώνει κυρίως την ύπαρξη, την πραγματικότητα σε αντίθεση με το φαινόμενο70. Θατά τον άγιο Ηωάννη τον Βαμασκηνό ο όρος υπόσταση δηλώνει δύο πράγματα. Ξρώτον, την ύπαρξη και δεύτερον, την ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε ανθρώπου71. Βηλαδή ο άνθρωπος είναι υπόσταση, έχει αληθινή ύπαρξη, αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ύπαρξη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους, από τις άλλες υποστάσεις. ΋ άνθρωπος από την δημιουργία του συγκροτεί μια ιδιαίτερη υπόσταση-πρόσωπο, και αυτή η υπόσταση δεν καταργείται ακόμη και με τον θάνατο του. ΋ άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός λέγει ότι η υπόσταση είναι η σύμπηξη εκ σώματος και ψυχής κατά την αρχή της υπάρξεως κάθε


ανθρώπου. Βηλαδή, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, τα οποία ενώθηκαν σε μια υπόσταση από τον θεό κατά την αρχή της δημιουργίας του. Ώυτή ή υπόσταση δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατο. Αι' αυτό, «ει γαρ και χωρίζεται η ψυχή του ανθρώπου εν τω θανάτω, άλλ' ή ύπόστασις αμφοτέρων μία και η αυτή εστίν». Έστω κι αν χωριστούν η ψυχή και το σώμα, εν τούτοις «μένει το τε σώμα και ή ψυχή, αεί μίαν την αρχήν της εαυτών έχοντα υπάρξεως τε και υποστάσεως»72. Αι' αυτό και ο Θύριος στην παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου λέγει ότι ο πλούσιος είδε τον Ιάζαρο στους κόλπους του Ώβραάμ, και όχι απλώς την ψυχή του Ιαζάρου. Αιατί, αν και ή ψυχή του Ιαζάρου βρισκόταν στους κόλπους του Ώβραάμ, εν τούτοις είναι ο Ιάζαρος, αφού δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο. Ή διδασκαλία, ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, συναντάται και στον άγιο Αρηγόριο Λύσσης. Κάλιστα, ο ίδιος χρησιμοποιεί δύο καταπληκτικά παραδείγματα. Ρο ένα παράδειγμα προέρχεται από την ζωγραφική τέχνη. ΋ ζωγράφος προκειμένου να αποδώσει την μορφή κάποιου γεγονότος ή προσώπου, όχι μόνον γνωρίζει να αναμειγνύει τα αντίθετα μεταξύ τους χρώματα, αλλά και να διακρίνει τα μεμειγμένα. Έχει σαφή γνώση της ιδιοσυγκρασίας των χρωμάτων, του μαύρου, του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου, καθώς επίσης γνωρίζει και τι σχηματίζει η μείξη μερικών με τα άλλα. Γπίσης και μετά την ένωση τους δεν χάνει την γνώση των αρχικών χρωμάτων. Ώυτό γίνεται και με την ψυχή εν σχέσει με το σώμα, πού αποτελείται από πολλά στοιχεία. Ή ψυχή γνωρίζει την φυσική ιδιότητα των στοιχείων τα όποια ενώθηκαν για την κατασκευή του σώματος και μετά την διάλυση τους. Θαι όταν ακόμη τα στοιχεία πού συγκροτούν το σώμα διασπαστούν και τεθούν σε διαφορετικά μέρη, και τότε τα γνωρίζει και με την γνωστική της δύναμη εφάπτεται αυτών, τα προσεγγίζει, έως ότου τα στοιχεία αυτά ενωθούν εκ νέου και γίνει αναστοιχείωση του διαλυθέντος σώματος. Ώυτή ή επανένωση θα γίνει με τον λόγο του Ζεού κατά την Βευτέρα Ξαρουσία. Ώυτή είναι ή ανάσταση του σώματος. Ρο γεγονός είναι ότι ή ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα όποια αποτελείτο το δικό της σώμα. Ρο άλλο παράδειγμα προέρχεται από την κεραμική τέχνη και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, ή ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη μέσα σε άλλα ξένα στοιχεία το δικό της σώμα. Ρα διάφορα πήλινα αντικείμενα κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό. Θαίτοι προέρχονται από την ίδια ύλη, εν τούτοις κάθε ένα έχει την ιδιομορφία του, αφού το ένα είναι πιθάρι, το άλλο αμφορεύς, το τρίτο πινάκιο ή τρίβλιο κ.λ.π. ΋λα αυτά τα αντικείμενα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους. Ών όμως συντρίβουν και ανακατευθούν, τότε και πάλι αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει στον αμφορέα, ποιο ανήκει στο πιθάρι κ.λ.π., από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους. Ών ακόμη τα συντριβέντα πήλινα αντικείμενα ανακατευθούν με τον ακατέργαστο πηλό, και τότε γίνονται ευκολότερα φανερά από τους κατόχους τους. Ρο ίδιο γίνεται και με την ψυχή, ή όποια μετά την αναχώρηση της από το σώμα, και μετά την διάλυση του σώματος, γνωρίζει το δικό της σώμα έστω κι' αν αναμείχθηκαν τα μέλη του σώματος της με μέλη άλλων σωμάτων, έστω κι' αν ενώθηκαν με τα στοιχεία της ακατέργαστης ύλης, όπως το νερό, αέρα, κ.λ.π. Ή ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της γιατί είναι ενωμένη με αυτό. «Ή ψυχή αεί επισταμένη το ίδιον, οίον τε συνεστώς εν τω σχήματι ην»73.


Ώυτό δείχνει ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος παραμένει παρά τον χωρισμό. ΋ χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι προσωρινή κατάσταση, αφού πάλι θα ενωθούν κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Γπομένως, δεν μπορούμε στην Νρθόδοξη Γκκλησία να δεχθούμε τον θάνατο και την εξαφάνιση της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα, ούτε την μετενσάρκωση της σε άλλα σώματα. Θάθε σώμα συνδέεται με μια ψυχή, και κάθε ψυχή συνδέεται με ένα σώμα. και τα δυο μαζί αποτελούν την ιδιαίτερη υπόσταση, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. ΋ταν χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο υπόσταση-πρόσωπο εννοούμε, εκτός των άλλων, και αυτήν την μοναδικότητα και σταθερότητα της υπάρξεως. Ώκριβώς δε αυτή η διδασκαλία περί της μη καταργήσεως της υποστάσεως αναιρεί κάθε θεωρία περί μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως. Αιατί τέτοιες απόψεις θεωρούν την μία ψυχή να έχει πολλά σώματα και πολλές άλλες υπάρξεις. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης αναιρώντας αυτήν την θεωρία, λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται τέτοια πράγματα «υβρίζουσι τη κοινότητι το ανθρώπινον», δηλαδή υβρίζουν την ανθρώπινη φύση, αφού παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή άλλοτε γίνεται ψυχή ανθρώπου, άλλοτε ζώου, ερπετού, φυτού, κ.λ.π. Ρέτοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από τον άγιο Αρηγόριο Λύσοης «λήρος», δηλαδή φλυαρίες και ανοησίες. Θαι με σειρά επιχειρημάτων ανατρέπει αυτές τις απόψεις. Ιέγει ότι όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο συγχέουν τις ιδιότητες της φύσεως, αφού αναμειγνύουν μεταξύ τούς το άλογο, το λογικό, το αισθητικό, το αναίσθητο. Αιατί, την ίδια ψυχή άλλοτε την θεωρούν λογική και διανοητική, άλλοτε ότι ζή στις φωλιές των ερπετών, άλλοτε να γίνεται σαρκοφάγο ή να συναγελάζεται με τα όρνεα, άλλοτε να μεταπίπτη στην κατάσταση των αναίσθητων και να γίνεται φυτό ή να παράγη δηλητήρια κ.λ.π. Ρο φοβερό είναι ότι ο άνθρωπος, κι αν ακόμη δη ένα από τα δηλητηριώδη και σαρκοβόρα θηρία, θα θεώρηση ότι είναι ομόφυλο και συγγενές με αυτόν. Πτην περίπτωση αυτή ή ζωή γίνεται πολύ δύσκολη, αφού άλλοτε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σέβεται τα πάντα ως ομόφυλα και συγγενή, και άλλοτε να συμπεριφέρεται σκληρά, αν νομίζη ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, κ.λ.π. Ρότε πώς θα συμπεριφέρεται προς την φύση αν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτήν ενδεχομένως να υπάρχουν ψυχές ανθρώπων; Αι' αυτό έκτος από άλλους λόγους, η θεωρία περί μετεμψυχώοεως είναι «απόβλητος»74. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία δεν δεχόμαστε τέτοιες απόψεις. ΢πάρχουν μάλιστα και καταδικαστικές αποφάσεις. Πτο «Πυνοδικόν της Νρθοδοξίας» μεταξύ των άλλων λέγεται: «Ροις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Γλλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Νρθοδόξω και Θαθολική Γκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και των άλλων κτισμάτων, άναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, α ν ά θ ε μ α». Ώναθεματίζονται, δηλαδή, όσοι στο θέμα των ανθρωπίνων ψυχών αναμειγνύουν την ορθόδοξη πίστη με τα δόγματα των αρχαίων ειδωλολατρών. Θαι σέ άλλον αναθεματισμό αναφέρεται: «Ροις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τάς τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζωοις ταύτας απολλύσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτο άνάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν άθετουοιν, α ν ά θ ε μ α»75. Πε άλλο σημείο του κεφαλαίου αυτού είδαμε λεπτομερώς ότι η ψυχή των ανθρώπων μετά την έξοδο από το σώμα παραλαμβάνεται ή από αγγέλους και πορεύεται στους κόλπους του Ώβραάμ ή από δαίμονες και πορεύεται στον Άδη. Ώυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την διδάσκει η Γκκλησία μας.


΋μως, τόσο οι δίκαιοι όσο και οι αμαρτωλοί δεν απολαμβάνουν τελείως του Ξαραδείσου και της Θολάσεως, αλλά προγεύονται της χαράς των δίκαιων και της οδύνης των αμαρτωλών αντίστοιχα. ΋ άγιος Κάρκος ο Γυγενικός λέγει ότι ή απόλαυση και ή μακαριότητα των αγίων, είτε την ονομάζουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Ζεού, είτε βασιλεία, καίτοι απολαμβάνεται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην την ελπιζομένην αποκατάστασιν». Θαι είναι μερική και ελλιπής , γιατί οι ψυχές περιμένουν και τα σώματα κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, ώστε και με αυτά να δοξαστούν τελείως76. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα, αναμένει την έλευση του Τριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, αλλά προαπολαμβάνει την κατάσταση εκείνη ανάλογα με τα έργα της, παραμένοντας στους ιδιαίτερους τόπους, οι όποιοι πρέπει να νοηθούν ως ιδιαίτεροι τρόποι ζωής. ΋ άγιος Κάρκος ο Γυγενικός λέγει ότι και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί «είναι εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις». Νι μεν δίκαιοι ζουν άνέτοι και ελεύθεροι στον ουρανό με τους αγγέλους και τον Ζεό στον Ξαράδεισο, από τον όποιο εξέπεσε ό Ώδάμ, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται στον Άδη και ζουν με στενοχώρια και απαραμύθητη λύπη σαν κατάδικοι πού περιμένουν την απόφαση του κριτού. Νύτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως της ΐασιλείας των Νυρανών, ούτε οι αμαρτωλοί της Θολάσεως77. Έτσι παρατηρούμε ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ Ξαραδείσου και ΐασιλείας των Νυρανών, καθώς επίσης και μεταξύ Άδου και Θολάσεως. Νι δίκαιοι εισέρχονται στον Ξαράδεισο μετά τον θάνατο τους και αναμένουν την είσοδο στην ΐασιλεία των Νυρανών μετά την ανάσταση των σωμάτων. Θαι οι αμαρτωλοί εισέρχονται στον Άδη μετά τον θάνατο και θα εισέλθουν στην Θόλαση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την τελική κρίση. Συσικά, δεν πρόκειται περί αισθητών τόπων, αλλά νοερών. Μέρουμε ότι η ψυχή πού εξέρχεται από το σώμα, δεν ενεργεί δια των αισθήσεων, δεν περικλείεται σε έναν αισθητό τόπο, δεν έχει ανάγκη των υπηρεσιών του σώματος. ΋ άγιος Κάρκος ο Γυγενικός θα πει ότι όταν λέμε ότι οι άγγελοι κατοικούν στον ουρανό, δεν εννοούμε έναν σωματικό τόπο «αλλά τον υπέρ αίσθησιν μάλλον και νοητόν τόπον», έστω κι αν τον αποκαλούμε τόπο. Κάλιστα, χρησιμοποιώντας χωρίο του άγιου Ηωάννου του Βαμασκηνού, λέγει ότι νοητός τόπος είναι «ένθα νοείται και εστίν ή νοητή και ασώματος φύσις, ένθα πάρεσι και ενεργεί». Ώυτός ο τόπος, πού είναι νοητός και ασώματος, υπερουράνιος και υπερκόσμιος είναι ο τόπος των αγγέλων και των άγιων. Λοητός τόπος είναι αυτός πού ενεργεί ο Ζεός και φανερώνει την δόξα Ρου78. Γπομένως, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε έναν ιδιαίτερο τόπο πού κατοικούν οι ψυχές των άγιων και οι ψυχές των αμαρτωλών. Τρησιμοποιούμε τους όρους Ξαράδεισος και Άδης για να δείξουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, αφού οι δίκαιοι μετέχουν της δόξης του Ζεού, ενώ οι αμαρτωλοί δέχονται την καυστική ενέργεια του Ζεού. ΋ άγιος Βιάδοχος ο Σωτικής κάνει μια παρατήρηση πού πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε, γιατί συνδέεται με την κατάσταση των ψυχών μετά την έξοδο τους από το σώμα, σχετικά με τον υλικό κόσμο. Ιέγει ότι ο άνθρωπος έχει την ολοκλήρωση του στην ενότητα ψυχής και σώματος, ενώ οι άγγελοι έχουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην απλότητα της φύσεως. Αι' αυτόν τον λόγο οι άγγελοι μπορούν να δουν όχι μόνον όσα βρίσκονται πάνω από τον τόπο, αλλά και όσα βρίσκονται μέσα στον τόπο. Γπειδή έχουν αραιά φύση, γι’ αυτό δεν βλέπονται από τα όντα πού έχουν πυκνή φύση, αλλά αυτοί μπορούν να βλέπουν τα όντα με την Ξυκνή φύση. ΋μως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχές. ΋ταν η ψυχή χωρισθεί από το σώμα, λόγω του ότι δεν είναι ολόκληρη μόνο με τον εαυτό της,


«ουκέτι τα εν τόπω δύναται οράν». Κετά τον χωρισμό «μηκέτι ταύτα οράν άπερ εώρα δια του σώματος»79. Ώυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ανάμνηση και δεν ενδιαφέρονται για μας. ΋ Ξλούσιος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του πού ζούσαν, καίτοι δεν μπορούσε να βοηθήσει. Βηλαδή, οι ψυχές των κεκοιμημένων θυμούνται, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στην ζωή, ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά βρίσκονται σε άλλη διάσταση χώρου και χρόνου. Νι ψυχές των αγίων, επειδή διαθέτουν αγάπη και έχουν κοινωνία με τον Ζεό, δια του Ζεού γνωρίζουν την κατάσταση μας, μας ακούν, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Ζεό για μας. Ώυτό γίνεται δια της Τάριτος, λόγω της ενότητας τους με τον Ζεό. Βεν είναι η φυσική τους κατάσταση. Ώλλά αυτό πού τόνισε ο άγιος Βιάδοχος λέγεται για να φανή η διαφορά, ως προς το σημείο αυτό, μεταξύ των ψυχών των ανθρώπων και των αγγέλων. ΋πως είπαμε προηγουμένως, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών μετά την έξοδο τους βρίσκονται στον Άδη, πού είναι διάφορος από την Θόλαση. ΋ Άδης είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος, όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι, για να δικαστούν. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης λέγει ότι με την ονομασία Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής, αειδή και ασώματη. «...Ρον μνημονευθέντα νυν άδην μη τόπον τινά ούτως ονομαζόμενον οίεσθαι, αλλά τίνα κατάστασιν ζωής αειδή και ασώματον...»80. Κε την ονομασία Άδη δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά «την εις το αειδές και αφανές μεταχώρησιν» της ψυχής»81. ΢πό αυτήν την έννοια ο όσιος Λικήτας ό Πτηθάτος χαρακτηρίζει με την λέξη Άδη -τους αφεγγείς και σκοτεινούς τόπους- δεσμωτήριο και φυλακή82. Αν η ψυχή δεν είχε θεραπευθεί, όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, μετά την έξοδο της από αυτό υποφέρει και βασανίζεται από τα πάθη, δεν αισθάνεται καμμιά παράκληση και παρηγοριά, δεν μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, και αυτό είναι σκότος, αφεγγής τρόπος ζωής, μαρτύριο, βασανιστήριο. Αυτό λέγεται Άδης. Ώντίθετα, οι δίκαιοι μετά την έξοδο τους από την ζωή αυτήν ζουν στον Ξαράδεισο, στους κόλπους του Ώβραάμ, δηλαδή μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Ζεού. ΋ όσιος Λικήτας ο Πτηθάτος λέγει ότι οι ψυχές των αγίων, πού είναι καθαρές και ευώδεις, θεοειδείς και πεπληρωμένες ενθέου δόξης και ακραιφνέστατου φωτός, όταν εξέρχονται από το σώμα, λάμπουν όπως ο ήλιος από τα έργα της δικαιοσύνης, της σοφίας και της καθαρότητας. Ώυτές οι ψυχές πορεύονται «δια των απαγόντων φίλων αγγέλων προς το πρώτον φως»83. Ξρώτον Σως είναι ο Ρριαδικός Ζεός, η Ζεότητα των Ξροσώπων της Ώγίας Ρριάδος, δεύτερα φώτα είναι οι άγγελοι και οι δίκαιοι, πού μετέχουν του πρώτου Σωτός. Κέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλοι οι άγιοι Ξατέρες, θα ήθελα να μνημονεύσω μόνον τον άγιο Αρηγόριο τον Ξαλαμά, ο όποιος, θέτοντας την ερώτηση που βρίσκονταν τα πνεύματα των απ’ αιώνος αγίων, άπαντα: «Νυκ εν τω υπερουρανώ φωτί μετά των αγγέλων της αυτής είσιν απολαύοντα φωτοχυσίας;»84. Νι ψυχές των αγίων βρίσκονται μέσα στο υπερουράνιο φως μαζί με τους αγγέλους και απολαμβάνουν την ίδια με αυτούς φωτοχυσία. Ιέγαμε προηγουμένως ότι οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον χωρισμό τους από το σώμα απολαμβάνουν τα όσα έπραξαν και έζησαν στην ζωή τους, δηλαδή βιώνουν καταστάσεις ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Ών έχουν καθαρθή, θα απολαύσουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Ζεού, ενώ αν δεν θεραπεύθηκαν, θα βιώσουν την καυστική ενέργεια του Ζεού, θα εισέλθουν σε τόπο αφεγγή και σκοτεινό, πού ονομάζεται Άδης. ΋μως υπάρχει ένα χωρίο του αγίου Ώνδρέου Θρήτης στο όποιο αναφέρεται ότι από τον Άδη θα περάσουν και οι ψυχές των αγίων μετά την έξοδό τους από το σώμα. ΋ ίδιος το συνδέει αυτό και με την Ξαναγία. Βιδάσκει ο άγιος Ώνδρέας Θρήτης ότι είναι σαφές και αναντίρρητο ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ακόμη δε και των αγίων «τον αειδή τόπον


εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δε». Νι ψυχές των άγιων διέρχονται από τον Άδη χωρίς να κρατούνται, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον αφεγγή και αειδή εκείνον τόπο. Ώυτό γίνεται ώστε οι άγιοι να διερευνήσουν και να μυηθούν στο ξένο μυστήριο της θείας οικονομίας, δηλαδή στην κάθοδο του Θυρίου στον Άδη και ακόμη να γνωρίσουν την νίκη του Τριστου πάνω στον Άδη και τον θάνατο85. ΐέβαια, και αυτή η άποψη όταν τεθή μέσα στα πλαίσια των διδασκαλιών των άλλων Ξατέρων, πού παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθεί ορθόδοξα, ότι δηλαδή, οι ψυχές των αγίων διερχόμενες με την Τάρη του Ζεού δια του θανάτου, μυούνται μυστικά και αποτελεσματικά στην νίκη του Τριστού πάνω στον θάνατο και τους πονηρούς δαίμονες. Ώυτή είναι η μεγαλύτερη γνώση. Πυμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μέση κατάσταση των ψυχών είναι μια περίοδος αναμονής, κατά την διάρκεια της οποίας οι ψυχές προαπολαμβάνουν αυτά πού περιμένουν και τα όποια έχουν σχέση με όσα έζησαν, όταν βρίσκονταν ενωμένες με τα σώματα. Αι' αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, γιατί το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Πε αυτό συντελούν τα μνημόσυνα και οι προσευχές της Γκκλησίας. Φφελούνται οι ψυχές με τρόπο πού δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Ξάντως, είναι καθήκον μας να τους μνημονεύουμε στις προσευχές μας. Ώυτοί τώρα δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στον εαυτό τους. Γμείς πού ζούμε μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Λα παρακαλούμε ακόμη και τους άγιους» γιατί αυτοί έχουν μεγάλη παρρησία στον Ζεό, επειδή βρίσκονται μέσα στο άκτιστο Σως Ρου. 7. Ό ζάλαηνο ησλ λεπίσλ Ξριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, νομίζω ότι είναι καλό να δούμε και το θέμα του θανάτου των νηπίων, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης. Ρο θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Ξατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν. Ή μικρή πραγματεία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Θυβερνήτη της Θαππαδοκίας Ηέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται». Ν Ηέριος ρωτούσε τον άγιο Αρηγόριο Λύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ο θάνατος με την γέννησή τους86. Ώρχίζοντας ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Ξέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Θυβερνήτης της Θαππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Βηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια. Γπίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Ξαρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των


αγωνισμάτων. ΋μως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Θυβερνήτου. Ν Ηέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή. Ρο πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ν άγιος Αρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. ΋ άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Καζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Θριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Θαι αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Αιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση. Γπομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Ών παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην ΐασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Κε ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ. Κετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. ΐέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Ώπόστολο: «΍ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Φς ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ες γαρ έγνω νουν Θυρίου;» (Ώ' Θορ. 6\ 15). Φστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Τάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Τωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Σο πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Ζεό. Άλλωστε, όλα

τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Ζεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Ζεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Ώντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Ε ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Ε νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση. Γδώ ο άγιος Αρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Ώντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Αι' αυτό ο Ζεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Κε άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.

Σο δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Ζεός

μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. ΋πως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. ΋πως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος. Γπομένως, η


κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Ζεού. Αια κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Ρο κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Ζεού. Θαι, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Ζεού συνιστά την μη μετουσία του Ζεού. Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Σου, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας. Γκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Ζεό είναι το νοερό της ψυχής. Βι’ αυτού μετέχει του Ζεού και αποκτά την γνώση Ρου πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Γπειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Σως και να απόκτηση μέθεξη Ζεού. Ε ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Ζεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Ώυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της

ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως. Τρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να

βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Θαθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Αι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». ΋σοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Ζεού, δεν μετέχουν του Ζεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής. Σο τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Θαι, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Ώυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως. Ώυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Ών υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του. Κε αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην


ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. ΋ ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή. ΋ άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Ζεό. Γάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Ώφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Σωτός. Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Αρηγορίου Λύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. ΋ άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Αι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. ΋ άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Ώυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά. Αι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. ΋τι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Αιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής Ξραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών. ΐέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο ΐάπτισμα. Βηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου ΐαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Ώμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Πώμα του Τρίστου, την Γκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Ρα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Γκκλησίας, μέλη του Πώματος του Τριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Θαθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Τριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής. Ών έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το ΐάπτισμα,


καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Τρίσμα τον φωτισμό του νοός. Ξέρα από αυτά με το άγιο ΐάπτισμα εντάσσονται στην Γκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Τριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. ΋ βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Τριστώ και εν τη Γκκλησία. Γπειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». ΋ νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Σωτός. Ξάντοτε ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης. ΋πως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Κετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Ώυτό το λέγει ο Ώπόστολος Ξαύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Θορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή. ΢πάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. ΋ άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο. Ρο ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. ΋σοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος. Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Σωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Ζεού, από την θεία Ρου Τάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Ζεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Ζεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται». Ή σκέψη του αγίου Αρηγορίου Λύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Σωτός. ΋ άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Τάρη και τον θείο πλουτισμό. Ώυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα. Ρο τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Αρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Ώφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Σωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Ζεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.


Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Ζεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Ρις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Ξρόνοια του Ζεού. Αιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. ΋ποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Ζεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Ζεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Θαι αυτό το κάνει ο Ζεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως. Αια να κάνη ο άγιος Αρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Ζεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα. Ώς υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Θαι ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ώς υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Ών ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. ΢πάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Ών όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Ρο παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Ρραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. ΋ επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Ζεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους. Έτσι, η θεία Ξρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Γπειδή ο Ζεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Ρο αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Θαι στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Ζεού. Ρο πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Αιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο


οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του; Ώπαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Ζεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Ζεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου. Ησχυρίζεται ο άγιος Αρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Ζεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. ΋ Ζεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Ζεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό. Γπιτρέπεται και παραχωρείται από τον Ζεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Ώναφερόμενος στην περίπτωση του Ησραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Ζεός να παρουσιασθεί ο Ώιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ησραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Ώίγυπτο τον Ησραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Γπάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου. Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα. ΢ποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Πε αυτό ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων. Ώυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». ΐέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Ζεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών. Γπομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Ζεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Ών, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Ξρόνοια και την σοφία του Ζεού. Νπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Ζεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού. Ρο γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. ΐρίσκονται μέσα στην Ξρόνοια του Ζεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Ζεό και η μετουσία του ακτίστου Σωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Τάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση. 8. ΢πκπέξαζκα Ρο γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργείται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. ΋ θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του


Τρίστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Ξαρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Κέσα στην Γκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Νι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Τριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Ρο φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ρο σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Βευτέρα Ξαρουσία του Τρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Τρίστου και να κριθούν. ΋ φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Ξατέρες της Γκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. ΋ φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Βεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Βεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Αι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Ξραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου. ΢ΗΜΕΙΨ΢ΕΙ΢: 1. Βλ. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, έκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 91 και έξης 2. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 228 3. ενθ. άνωτ. σελ. 250 4. Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, εκδ.Παν.Χρήστου,Θεσσαλ.1957. σελ.98 5. ΐλ. Άθηναγόρου Θοκκινάχη, Ώρχιεπ. θυατείρων και Κ. ΐρετανίας, εισαγωγή εις Αρηγορίου Λύσσης έργα, 1 ΓΞΓ, σελ. 84 6. Αρηγορίου Λύσοης έργα. 1 ΓΞΓ, σελ. 330-332 7. ενθ. ανώι. σελ, 336 8. Αρηγορίου Λύσσης, ένθ. άνωτ. σελ. 342 9. ενθ. άνωτ. σελ. 342-344 10. Αρηγορίου Λύσσης, ενθ. ανώτ. σελ. 332-334 11. ΐλ. Ηωάννου Οωμανίδου: Ρο προπατορικόν αμάρτημα, έκδ. Βόμος 1989 12. ένβ. άνωτ. «λ. 7-8


13 Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 9 ΓΞΓ, σελ. 437 14 Σιλοκαλία, έκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος ΐ', σελ. 27 15. Ηωάννου Βαμασκηνού: Έκδοσις ακριβής της Νρθοδόξου Ξίστεως, έκδ. Ξουρνάραθεσσαλονίκη 1976, σελ. 194 16. ένθ. άνωτ. σελ. 208 17. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 10 ΓΞΓ, σελ. 542 18. Ώγίου Κακαρίου του Ώιγυπτίου, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τόμος 7ος, σελ. 200 19. ΐλ. Ξαναγιώτη Λέλλα, Δώον Ζεούμενον, έκδ. Γποπτεία, Ώθήνα 1979, σελ. 45 και εξής 20. Αεωργίου Καντζαρίδου: Ξαλαμικά, έκδ. Ξουρνάρα, θεσσαλονίκη σελ. 49 21. Αρηγορίου Ξαλαμά, Σιλοκαλία, τόμος δ'. σελ. 96 22. ΐλ. Νλυμπίας Ξαπαδοπούλου - Ρσανανα: Ή ανθρωπολογία του Κεγάλου ΐασιλείου, Ξατριαρχικό Ηδρυμα Ξατερικών Κελετών, θεσσαλονίκη 1970, σελ. 76 23. Κικρόν Γυχολόγιον, έκδ. Ώποστολικής Βιακονίας 1972, σελ. 213 24. ΐλ. Ώνάλυση εις Ηωάννου Οωμανίδου, Ρο προπατορικόν αμάρτημα, ενθ. άνωτ. σελ. 158 και εξής 25. Ζεοδώρου Δήση: Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Ζεού κατά τον ιερόν Τρυσόστομον, έκδ. Ξατριαρχικόν Ίδρυμα Ξατερικών Κελίτων, θεσσαλονίκη 1971, σελ. 120 και σημείωση 7 26. ένθ. άνωτ. σελ. 119 27. Ηερομόναχου Ώρτεμίου Οαντοσάβλιεβιτς: το μυστήριον της σωτηρίας κατά τον αγιόν Κάξιμον τον Νμολογητήν, Ώθήνα 1975, σελ. 109 28. Κικρόν Γυχολόγιον, εδ. Ώποστολικής Βιακονίας, 1972. σελ. 205 29. Ηωάννου ΠιναΎτου: Θλίμαξ. έκδ. Ξαπαδημητρίου, σελ. 111 30. ΋σιου Ζεογνώστου, Σιλοκαλία, τόμος ΐ', σελ. 268 31. Γυεργετινός, έκδ. Ί. Κ. Κεταμορφώσεως Πωτήρας Ώττικής, Ώθήνα 1957, τομ. Ώ'. σελ. 70 32. ένθ. άνωτ, σελ, 74 33. ένθ. άνωτ. σελ. 75


34. ένθ. άνωτ. σελ. 82 35. ένβ. άνωτ. σελ. 86 36. Κακαρίου Ώιγυπτίου, Σιλοκαλία Ληστικών και ασκητικών, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τομ- 7ος, σελ.. 370 37. ΣιλόΖεού Θόκκινου, βίος Αρηγορίου Ξαλαμά, ΓΞΓ. σελ. 438 38. Γύεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 94-95 39. Γυεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 90 40. ένθ. άνωτ- σελ. 71 41. ενθ. άνωτ. σελ. 72 42. ένθ. άνωτ. σελ. 74 44. Κακαρίου Ώιγυπτίου, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών,Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τομ. 7ος, σελ. 370 45. ένβ. άνωτ. σελ. 308 46. ένθ. άνωτ. σελ. 124 47. Κικρόν Γύχολόγιον. Έκδ. Ώποστολικής Βιακονίας, 1972. ενθ. άνωτ. σελ. 205 48. ΐλ. εκτενή ανάλυση εις Α. Θωνσταντίνου; Ιεξικόν των αγίων Αραφών, έκδ. Αρηγόρη, σελ. 966 49. Κακαρίου Ώιγυπτίου, Σιλοκαλία Ληπτικών και Ώσκητικών, εκδ. «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τομος 7ος, σελ. 580 50. Κ. ΐασιλείου έργα. 5 ΓΞΓ, σελ. 44-46 51. Ηωάννου Τρυσοστομου έργο. 11 ΓΞΓ, σελ. 170 52. sc 174, σελ. 310 53. Βιαδόχου Σωτικής, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τόμος 9ος, σελ, 286 54. Γυεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.1οι-102 55. ένθ. άνωτ. σελ. 102-103 56. Εσυχίου Ξρεσβυτέρου. Σιλοκαλία. έκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος Ώ', σελ. 166, ρξα' 57. ένθ. άνωτ. σελ. 164, ρμθ'


58. Νσίου Ζεογνώστου, Σιλοκαλία, έκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος ΐ'. σελ. 267, ξα' 59. Γυεργετινός, ένθ. άνοτ. σελ. 99 60. ενθ. άνωτ. σελ. 100 61. Θλίμαξ Ηωάννου Πιναϊτου, έκδ. Ξαπαδημητρίου, σελ. 67 62. Ηωάννου Τρυσοστόμου έργα, ΓΞΓ. τομος 11, σελ. 168 63. Αρηγορίου Λύσσης έργα. 1 ΓΞΓ, σελ. 298-300 64. ενθ. ανωτ. σελ. 310 65. Άββά Βωροθέου, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τόμος 12, σελ. 496-498 66. Ηωάννου Βαμάσκηνου: Έκδοσις ακριβής της Νρθοδόξου Ξίστεως, έκδ. Ξουρνάρα, θεσσαλονίκη, σελ. 148 67. ένθ. άνωτ. σελ. 152 68. Βιονυσίου Ώρεοπαγίτου. Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, τόμος 3. Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», σελ. 450 69. Λικήτα Πτηθαίου Κυστικά συγγράμματα, έκδ. Ξ. Τρήστου, Ζεσσαλονίκη 1957, σελ. 122 70. Liddel -Scott: Κέγα Ιεξικών της ελληνικής γλώσσης, έκδ. Πιδερής. Ώθήναι, τόμος IV, σελ. 485 71. Ηωάννου Βαμασκηνού: Βιαλεκτικά, έκδ. Ξαπαζήση, σελ. 116·117 72. ένθ. άνωτ. σελ. 161-162 73. Αρηγορίου Λύσσης Έργα. 1 ΓΞΓ, σελ. 280-288 74. ένβ. άνωτ. σελ. 322-326 75. Ρριώδιον, έκδ. «Σως», σελ. 159 76. ΟΝ 15, σελ. 152 77. Κάρκου Γυγενικού, ΟΝ 15. σελ. 110 78. Κάρκου Γυγενικού. ΟΝ 15. σελ. 153 79. Βιαδόχου Σωτικής, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, τόμος 9, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος Ξαλαμάς», σελ. 342


80. Αρηγορίου Λύσοης, ένθ. άνωτ. σελ. 296 81. ένθ. άνωτ. σελ. 274 82. Λικήτα Πτηβάτου, ένθ. άνωτ. σελ. 125 83. Λικήτα Πτηθαίου, ένθ. άνωτ. σελ. 123-124 84. Αρηγορίου Ξαλαμά, Πυγγράμματα, Ξαν. Τρήστου, τόμος Β΄,σελ. 336 85. ΟG 97. 1049-1052 86. ΐλ. Αρηγορίου Λύσσης έργα, 8 ΓΞΓ, σελ. 438 και εξής [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ Γ΄ Μεηαζαλάηηεο εκπεηξίεο ΢το προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Νι άγιοι της Γκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Θαι όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ. Πτα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Λα διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Ζεό. Αι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Πτο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τίς όποιες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. ΋πως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Θαι η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Πυνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Νι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Ξατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. ΋πως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Ξατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. ΐέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Παρεπτά της Πιδωνίας από τον Ξροφήτη Ελία, οι τρεις αναστάσεις πού έκανε ο Τριστός (υιού χήρας της ΛαΎν, θυγατέρα του Ηαείρου, και του Ιαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ραβιθά, πού έκανε ο Ώπόστολος Ξέτρος, με την δύναμη του Τριστού. ΋μως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Ρουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζή εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Θαι όσοι αναστήθηκαν κατά τον


καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Τριστού στον Πταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν. Κια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Τριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Γπειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Ζεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Ζεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Κωϋσέα και τους Ξροφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Ώβραάμ, δηλαδή του Ζεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Γίναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία. Πτην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά. 1. ΢ύγρξνλεο κεηαζαλάηηεο εκπεηξίεο ΢πάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Ώμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Κούντυ. Κετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. ΋ Κούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ώνάλυση και κριτική των απόψεων τον Κούντυ έκανε ο π. Περαφείμ Οόουζ σε σχετικό βιβλίο. Γίναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Περαφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια.1 Ρα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Περαφείμ Οόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη. Ξολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Ρο πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. ΋ταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. ΋ θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Ρότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΡΝ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Ών ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Θαι το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2. Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Ών


πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Γπομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. ΋ π. Περαφείμ Οόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Κούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Ρα κοινά σημεία είναι τρία. Ξρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Ξρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. ΐρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Γίναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Κούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Περαφείμ. ΋ ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Θάποιος άλλος διηγείται: «Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3. Βεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Βηλαδή, όπως λέγει ο Κούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Γίναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή: «΋ γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4. Ρρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». ΋λοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. ΋λοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Τριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Γίναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες. Ένας διηγείται: «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... ΋λα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό». Ένας άλλος διηγείται: «ΐρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. ΋λα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά


ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Πτην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... ΋ταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5. Ρα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Βείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Βεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. ΋ π. Περαφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Ξαράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση. Βεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Θατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Κικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Ρέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον ΋ρος. Κου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών. Ώς επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Αέροντος μου, Κητροπολίτου Γδέσσης Θαλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Κετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Νι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Ιειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Ών σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. ΋λα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. ΋ταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Γίχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Γίδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Κάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Γκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο τρισάγιο στον εαυτό του. Γίχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. ΐέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Ρο γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη*. 2. Κξηηηθή απηώλ ησλ εκπεηξηώλ από νξζόδνμε πξννπηηθή Βεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Πυνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Ών κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Θαι, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Ξρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν


έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. ΐέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Θυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Ζεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία * ΐλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 427 μας αφήνοντας το άγνωστο στην Ξρόνοια του Ζεού. ΋μως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Ξροτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Τριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή "ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Πτην παράδοση της Γκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Πτο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Γδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά. Πτο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Άβα Πισώη του Κεγάλου. ΐέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τίς αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Βιηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Ώντώνιος, μετά ό χορός των Ξροφητών, ο χορός των Ώποστόλων. Θάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Πε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Θαι όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Κάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Κετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Θύριος. Ρότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7. Πτον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή. Ρο ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Ξέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Ρότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Κάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Θάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Θαι στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8. Ρο δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Κάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Θατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Ρότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Γκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Θαι αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.


Θαι τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. ΋πως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Ζεού. Αι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. ΋μως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Αιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη και ευλογία του Ζεού. Κπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές. ΢πάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. ΋ «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Πυντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. ΐέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Ξάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Νι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Βεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Νι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Πτην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα. ΋ π. ΢εραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Ώυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. ΢πάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Πυνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Γπίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11. Ώκόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Ώυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. ΢πάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Γκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση. 3. Ή δηάθξηζε ησλ εκπεηξηώλ Ρα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Πτο σημείο αυτό εμείς οι Νρθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά. ΋ Γυαγγελιστής Ηωάννης στην Θαθολική του επιστολή συνιστά στους Τριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ίω. δ', 1). Πτην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί,


όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Τάρη του Ζεού. Ξραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Ζεό ή από τον εωσφόρο. Αι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Ρο ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων. ΋ Άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12. Νι άγιοι Ξατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Θατά τον άγιο Βιάδοχο τον Σωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. ΋ άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. ΋ διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Ρο ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Ώντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15. Γπομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Ζεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. ΋ άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16. ΋σα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Ώυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Ώυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Ζεού και των αγίων. Αι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών. ΢πάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. ΋ Τριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Καθητές Ρου: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Θάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Βεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Κατθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Ών μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Ζεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Ρο ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. ΋ταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Τάρη του Ζεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί. Αι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Πτα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Γυεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. ΋ μοναχός Ξέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Θολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. ΋ άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Θαι μάλιστα ο


Αρηγόριος Βιάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Ζεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Ξρόνοια Ρου, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Αιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ούχ υπολείπεται»17. Θαι ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών έφ' οίς έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Κετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Κάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατανυξη και το δάκρυ, ώστε μερικοί , που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18. Βεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Ών συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Ζεού το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Κπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Ώλλά και στην περίπτωση του Αέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. ΋μως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Βεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Ώισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Ζεού. Θαι όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Γπανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Ζεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Αι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Ξάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Ξατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Πε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Ώυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση. Παν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Γμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. ΋μως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Νδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Ρο ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. ΋μως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. ΋ νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Ζεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Αι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Θι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Νι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Ζεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Πτο βιβλίο του Ώρχιμ. Πωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.


΋ άγιος Ησαάκ ο Πύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Θαι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Βεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. ΋ Ζεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την ΐασιλεία των Νυρανών. 1.Hieromonk Seraphim Rose, the soul after death, Platina, California, 1977 2. ένθ. άνωτ. σελ. 11.12 3. ενθ. άνωτ. σελ. 1β-17 4. ένθ. άνωτ. σελ. 21 5. ένθ. άνωτ. σελ. 29 6. ένβ. άνωτ. σελ. 12 7. Αεροντικόν, έκδ. Ξαπαδημητρίου, Ώθήνα 1970, σελ. 111 8. Γυεργετινός, τόμος Ώ'. έκδ. Ί. Κονής Κεταμορφώσεως, Θουβαρά Ώττικής. Ώθήναι 1957, σελ. 80-81 9. ένθ. άνωτ. σελ, 15 10. Hieromonk Seraphim Rose, ενθ. ανωτ. σελ. 15 11. ένθ. άνωτ. σελ. 22 12. Καξίμου Νμολογητού, Σιλοκαλία, εκδ. Ξαχαδημητρίου, τόμος ΐ'. σελ. 17, κε' 13. Βιαδόχου Σωτικής, Σιλοκαλία Ληπτικών καί ασκητικών, έκδ. «Αρηγόριος Ξαλαμάς», σελ. 11β 14. Ηωάννου Πιναϊτου, Θλίμαξ, έκδ. Ξαπαδημητρίου, σελ. 140 15. ένθ. άνωτ. σελ. 2, η' 16. ένθ. άνωτ. σελ. 124 17. Γυεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.81 18. Γυεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ. 87 19. Ησαάκ Πύρου, Ώσκητικά έκδ. Οηγοπούλου. σελ. 153 [ΏΟΤΕ]


ΚΔΦΑΛΑΗΟ Γ΄ Ή αζαλαζία ηεο ςπρήο ΢ε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε διεξοδικά στο τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο σωματικός θάνατος. Ν χωρισμός της ψυχής από το σώμα, πού γίνεται λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας του άνθρώπου και είναι καρπός της αμαρτίας των Ξροπατόρων λέγεται θάνατος. Φστόσο, όμως, παρά τον χωρισμό αυτόν, δεν καταργείται η υπόσταση του ανθρώπου. ΋ άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, δηλαδή άνθρωπος είναι το συναμφότερο. Ή ψυχή λέγεται ψυχή του ανθρώπου και το σώμα, σώμα του ανθρώπου. ΋πως ο Ζεός συντηρεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέργειες Ρου, έτσι και ή ψυχή συντηρεί το συνημμένο με αυτήν σώμα. Πτην πατερική θεολογία λέγεται ότι το κατ' εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ' εικόνα των αγγέλων, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και πνεύμα το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα, πράγμα το όποιο δεν γίνεται στους αγγέλους1. Ή ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα παραμένει αθάνατη. Ξραγματικά, πολλές φορές βλέπουμε σε κείμενα της λατρείας και σε κείμενα των Ξατέρων να γίνεται λόγος για την αθανασία της ψυχής. Ή ψυχή του ανθρώπου δεν πεθαίνει ποτέ οντολογικά, δηλαδή δεν θα ύπαρξη χρόνος κατά τον όποιο θα παύση να υπάρχει οντολογικά. ΐέβαια, και ή φιλοσοφία έκανε λόγο για την αθανασία της ψυχής, αλλά την έβλεπε μέσα σε άλλα πλαίσια και την ενέτασσε σε άλλη προοπτική. Αι' αυτό στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς η φιλοσοφία θεωρούσε την αθανασία της ψυχής και πώς την θεωρεί ή ορθόδοξη θεολογία. Ώυτό είναι απαραίτητο για το θέμα πού μας απασχολεί. 1. Ή αζαλαζία ηεο ςπρήο θαηά ηελ θηινζνθία Πτην φιλοσοφία γίνεται ριζική διάκριση μεταξύ ύλης και πραγματικότητος. Γίναι δασική διδασκαλία της φιλοσοφίας ότι αθάνατο και πραγματικό είναι μόνον το αγέννητο και αναλλοίωτο, γιατί ό,τι έχει αρχή εν χρόνω, αυτό έχει και τέλος2. Ρο σώμα του ανθρώπου ανήκει στον υλικό κόσμο, ενώ η ψυχή στον κόσμο της πραγματικότητας, στις ιδέες. Έτσι, η ψυχή είναι αθάνατη, εν αντιθέσει προς το σώμα πού είναι θνητό. Γφ' όσον η ψυχή είναι αθάνατη, έπεται, κατά την φιλοσοφία, ότι είναι και αγέννητη, αδημιούργητη, αφού άλλωστε ανήκει, στον κόσμο των ιδεών. Ή ψυχή δεν έχει καμμιά σχέση με τα φθαρτά φαινόμενα, γιατί ανήκει στην αμετάβλητη και άναρχη πραγματικότητα3. Ή κατάσταση της ψυχής στο σώμα, δηλαδή η παραμονή της ψυχής στο σώμα του ανθρώπου ή θεωρείται φυσική, «διότι η ψυχή είναι σπινθήρ της παγκοσμίου ψυχής και, επομένως, αθάνατος και αμετάβλητος και αγέννητος», όπως έλεγαν οι Πτωικοί, και διότι «η ψυχή είναι το γεννητόν είδος του γένους και αχώριστον της ύλης»,όπως ισχυριζόταν ο Ώριστοτέλης, ή θεωρείται παρά φύσιν, «καθόσον το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής», όπως ισχυριζόταν ο Ξλάτων4. ΋πως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο. ότι κατά την αρχαία φιλοσοφία η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών και δεν έχει σχέση με την ύλη, μέρος της όποιας είναι το σώμα του ανθρώπου. Ηδίως πρέπει να επισημάνουμε την πλατωνική άποψη για την ψυχή, η όποια επικράτησε περισσότερο, και την οποία συναντούμε και σε ανατολικά θρησκεύματα, κατά την όποια η ψυχή έπεσε από τον κόσμο των ιδεών και περικλείστηκε στο σώμα, πού αποτελεί πλέον την φυλακή της ψυχής. Θατά την πλατωνική διδασκαλία, η πτώση του ανθρώπου έγκειται σε αυτόν τον φυλακισμό της ψυχής στο σώμα. Ή αθάνατη και αγέννητη ψυχή εγκλωβίστηκε στο θνητό και υλικό σώμα. Αι' αυτό η ψυχή πάσχει και υποφέρει. ΋ Ζεός, όμως, πού είναι το ένα ακίνητο κινούν, χωρίς το ίδιο να κινήται, ελκύει προς τον


εαυτό του τα αγέννητα. Ρο κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανεξήγητη ροπή προς τα μεταβλητά και την ύλη, δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση προς το ένα, το ακίνητο κινούν5. Ώυτό σημαίνει ότι η ψυχή πού είναι αγέννητη και ήταν στον κόσμο των ιδεών, απομακρύνθηκε από τον κόσμο αυτόν της πραγματικότητος. Έκτοτε ο Ζεός την ελκύει σε αυτόν τον αγέννητο και αναλλοίωτο κόσμο, την καλεί να επιστρέψει πάλι, αφού απαλλαγή από την φυλακή του σώματος, μέσα στο οποίο έχει περικλυσθεί. Θαι αυτό είναι σωτηρία της ψυχής, κατά την πλατωνική αντίληψη. Είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο. Ώυτή σε πολύ γενικές γραμμές είναι η διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής, κατά την φιλοσοφία. ΋πως βλέπουμε η ύλη φιλοσοφική αντίληψη για την αθανασία της ψυχής περικλείεται σε τρία σημεία. Ξρώτον ότι η ψυχή είναι αγέννητη, αφού ανήκει στον κόσμο των ιδεών, και επομένως άκτιστη. Βεύτερον, η ψυχή του ανθρώπου έχει μεγάλη αξία συγκριτικά με το σώμα δηλαδή επικρατεί ο λεγόμενος δυϊσμός, αφού υπερτονίζεται η ψυχή, ενώ υποτιμάται το σώμα, το όποιο θεωρείται αποτέλεσμα της πτώσεως και της φθοράς. Αι' αυτό, κατά την αρχαία φιλοσοφική αντίληψη, το σώμα δεν έχει καμμιά άξια και σπουδαιότητα, αντίθετα μάλιστα είναι πολύ κακό γιατί κρατά την αθάνατη και αγέννητη ψυχή στην ύλη και δεν την αφήνει να επιστρέψει στον κόσμο από τον όποιο προήλθε. Κε τέτοια θεώρηση όμως διαλύεται ο άνθρωπος και η ύλη θεωρείται κακή και αποβλητέα. Θαι τρίτον δεν μπορεί να γίνη λόγος στην φιλοσοφία για την ανάσταση του σώματος. Αι' αυτό και, όταν ο Ώπόστολος Ξαύλος επάνω στον Άρειο Ξάγο ομίλησε για την ανάσταση των σωμάτων, τον εχλεύασαν. Ώκριβώς γιατί αυτή η διδασκαλία του Τριστιανισμού κλόνισε όλα τα θεμέλια της μεταφυσικής. 2. Ή αζαλαζία ηεο ςπρήο θαηά ηελ νξζόδνμε ζενινγία Ρονίσαμε προηγουμένως ότι η λέξη αθανασία συναντάται τόσο μέσα στην Ώγία Αραφή όσο και στα κείμενα της παραδόσεως μας ήτοι στην λατρεία και την πατερική διδασκαλία. Έχει όμως πολύ διαφορετική σημασία από ό,τι στην φιλοσοφία, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, παρουσιάζοντας τίς τέσοερεις έννοιες πού έχει η λέξη αθανασία. Ή πρώτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά φύσιν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού δεν έχει αρχή και τέλος. Κε αυτήν την έννοια κατά φύσιν αθάνατος είναι μόνον ο Ζεός, αφού ο Ζεός δεν έχει αρχή και τέλος, είναι αΎδιος, δηλαδή πέραν των αιώνων. Αι' αυτό ψάλλουμε στην Γκκλησία «άγιος αθάνατος...». ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, κάνοντας λόγο για τον Τριστό, πού είναι Ζεός αληθινός, λέγει: «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οίκων απρόσιτον» (Ώ' Ριμ. στ', 6). Ή δεύτερη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά Τάριν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού έχει μεν αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατί ο Ζεός έδωσε αυτήν την χάρη και δυνατότητα. Κε αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για την αθανασία της ψυχής, πού συνδέεται με το αιώνιο. Ώυτό σημαίνει ότι, ο,τι έχει αρχή, αναγκαστικά έχει και τέλος. Ή ψυχή του ανθρώπου δημιουργήθηκε από τον Ζεό, επομένως, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά ο Ζεός, δημιουργώντας την ψυχή θέλησε να μην έχη τέλος. Έτσι, ενώ ο Ζεός είναι κατά φύσιν αθάνατος, ή ψυχή του ανθρώπου, αν και κτίσμα, είναι κατά Τάριν αθάνατη, δηλαδή είναι αιώνια και γι' αυτό δεν έχει τέλος. Ώυτό γίνεται γιατί έτσι θέλησε ο Ζεός να γίνη. Γπομένως, ενώ με τον θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, ουσιαστικά δεν καταργείται η υπόσταση, η ψυχή δεν παύει να υπάρχει, αλλά ζή και αναμένει την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, για να εισέλθει ατό αναστημένο σώμα, και έτσι να ζήση ολόκληρος ο άνθρωπος αιωνίως.


Ή τρίτη έννοια της αθανασίας της ψυχής συνδέεται με την ύπαρξη της Τάριτος του Ζεού μέσα σε αυτήν. ΢πάρχει η ψυχή, αλλά είναι και ενωμένη με την Τάρη του Ζεού, ζή εν Ζεώ. Θαι των αμαρτωλών οι ψυχές υπάρχουν οντολογικά, αλλά δεν έχουν την θεοποιό ενέργεια του Ζεού. Ώυτό σημαίνει ότι οι ψυχές των αμαρτωλών ζουν αιωνίως, αλλά χωρίς Ζεό. Ώυτός είναι ο λεγόμενος πνευματικός θάνατος. Κε αυτήν την σημασία ο Κ. ΐασίλειος λέγει ότι ή αμαρτία είναι «θάνατος της αθανάτου». ΋χι ότι πεθαίνει οντολογικά και χάνεται ή ψυχή, αλλά ότι, ενώ ζή, εν τούτοις δεν έχει την Τάρη του Ζεού. Ή τέταρτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με την αιωνιότητα ολοκλήρου του ανθρώπου (ψυχή τε και σώματι), όταν μετέχη αιωνίως της αναστάσεως του Τριστού. Αενικά, μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, είναι αιωνία, είναι αθάνατη κατά Τάριν. Γπειδή ο όλος άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, λόγω του ότι η ψυχή δεν είναι όλος ο άνθρωπος αλλά η ψυχή του ανθρώπου, και το σώμα δεν είναι όλος ο άνθρωπος, αλλά το σώμα του Ώνθρώπου, γι’ αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, η ψυχή αναμένει την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού για να εισέλθει στο αναστημένο σώμα και έτσι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, να ζήση ή την αθάνατη εν Τριστώ ζωή ή την αιωνιότητα, χωρίς την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Ζεού. ΋ άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής θα πει ότι οι δίκαιοι θα ζήσουν το «αεί ευ είναι», δηλαδή την καλή αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το «αεί φευ είναι», δηλαδή την τραγική αιώνια ζωή, Ώντιπαραθέτοντας αυτά πού αναφέραμε στις απόψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής. μπορούμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στο θέμα της αθανασίας της ψυχής. Θατά την Νρθόδοξη Ξαράδοση η Υυχή είναι αγέννητη, άκτιστη, ούτε υπήρχε πρώτα στον αναλλοίωτο κόσμο των ιδεών, αλλά είναι κτιστή, αφού δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Γίναι αθάνατη η ψυχή, όχι όμως γιατί προϋπήρχε του σώματος, ούτε γιατί είναι φυσικό της ιδίωμα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Ζεός. Ώπό την δημιουργία της ο Ζεός της χάρισε το αθάνατο, δηλαδή, να μην έχη τέλος. Έτσι το αθάνατο είναι ιδίωμα της ψυχής, αλλά κατά Τάριν και όχι κατά φύσιν. Έπειτα, στην Νρθόδοξη Ξαράδοση δεν χωρίζουμε την ψυχή από το σώμα διαλεκτικά, αφού δεν έχουμε δυϊσμό, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Βεν είναι η ψυχή όλος ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή του ανθρώπου. Αι' αυτό και δεν δίνουμε προτεραιότητα στην ψυχή σε βάρος του σώματος. Ών παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα μυστήρια της Γκκλησίας αγιάζουν ολόκληρο τον άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Βεν θεωρούμε το σώμα φυλακή της ψυχής, άλλα δημιούργημα του Ζεού, το όποιο μετά την πτώση φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και την θνητότητα. Κε την ανάσταση του Τριστού όμως ολόκληρος ο άνθρωπος, και το σώμα, αποκτά την δυνατότητα της αναστάσεως. Έτσι από πλευράς σωτηριολογικής αυτό πού έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο η επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο, όσο η κατά Τάριν αθανασία, γιατί όλοι και οι αμαρτωλοί ακόμη θα ζήσουν, ούτε ακόμη η ανάσταση των σωμάτων, γιατί και τα σώματα των αμαρτωλών θα αναστηθούν, αλλά η εν Τριστώ ζωή και μετά τον θάνατο, και μετά την ανάσταση των σωμάτων. Γπομένως, η αθανασία της ψυχής και του ανθρώπου μέσα στην Νρθόδοξη σωτηριολογία αποκτούν ένα άλλο νόημα. Βεν είναι η παράταση της ζωής ούτε η ζωή μετά τον θάνατο, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, πού γίνεται με την εν Τριστώ ζωή. ΡΝ Πώμα και το Ώίμα του Τριστού είναι και λέγεται κατά τους Ξατέρες «φάρμακον αθανασίας», γιατί αποκτούμε την δυνατότητα της αιώνιας ζωής εν Τριστώ. Αι' αυτό νοιώθουμε την αθανασία της ψυχής ως δωρεά του Ζεού και την αθανασία ως μετοχή του αναστημένου Πώματος του Τριστού. Ών δεν δούμε μέσα από αυτήν την προοπτική το θέμα


της αθανασίας, τότε βρισκόμαστε έξω από την ορθόδοξη θεολογία και διακατεχόμαστε από την σύγχυση της φιλοσοφίας, πού αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο. 3. Θλεηνςπρηζκόο θαη Οξζόδνμε Δθθιεζία Πτην αρχαία Γκκλησία από διαφόρους αιρετικούς κυρίως από γνωστικίζοντες, αναπτύχθηκε η αίρεση του θνητοψυχισμού, η όποια επηρέασε μερικούς αρχαίους Γκκλησιαστικούς συγγραφείς. ΋ άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός, στο σύγγραμμα του «περί αιρέσεων» χαρακτηρίζοντας τους θνητοψυχίτας, γράφει ότι ονομάζονται έτσι «οι την ανθρωπείαν ψυχήν εισάγοντες όμοίαν την των κτηνών, και τω σώματι λέγοντες συναπολλύσθαι αυτήν»6. Έτσι, λοιπόν, οι θνητοψυχίται ισχυρίζονταν ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι όμοια με την ψυχή των ζώων και ότι χάνεται μετά τον θάνατο, μαζί με το σώμα. ΐέβαια, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Γκκλησία, αφού σε όλη την Ώγία Αραφή υπάρχουν χωρία στα όποια φαίνεται ότι η ψυχή μετά τον θάνατο, δηλαδή μετά την έξοδο από το σώμα, παραμένει αιωνία, με την βούληση του θεοί. καθώς επίσης ότι η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει σαφώς από την λεγομένη ψυχή των ζώων. ΋πως γνωρίζουμε από την μελέτη Ώγιογραφικών και πατερικών χωρίων, η λέξη ψυχή στα ζώα έχει την έννοια της ζωής, και η ψυχή στα ζώα έχει μόνον ενέργεια και όχι ουσία. Ρα ζώα έχουν μόνο το κατ' ενέργειαν της ψυχής, γι' αυτό δεν έχουν νου και λόγο, ενώ οι άνθρωποι έχουν ψυχή κατ' ουσίαν και ενέργειαν, γι' αυτό και έχουν νου, λόγο και πνεύμα, το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα. Ξαράλληλα με τους θνητοψυχίτας, πού πίστευαν ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα, πάλι, όμως, κατά τον καιρό της αναστάσεως του σώματος θα αναστηθεί και αυτή μαζί του, υπάρχει και η μετριότερη μορφή του θνητοψυχισμού η λεγομένη ψυχοπαννυχία σύμφωνα με την όποια μετά τον θάνατο οι ψυχές βρίσκονται σε κατάσταση λήθαργου και ύπνου. Συσικά και τις δύο αυτές μορφές της αιρέσεως τις κατεδίκασε η Γκκλησία7. Πτο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τον θνητοψυχισμό με αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ηωάννου Οωμανίδου, πού ετοίμαζε να υποβολή στην θεολογική Πχολή του Ξανεπιστημίου Ώθηνών. Ή συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής. Πε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο «ο προορισμός του ανθρώπου» κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Ώντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Γκκλησίας. Πτην διατριβή του ο π. Ηωάννης Οωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά κατά Τάριν και όχι κατά φύσιν, αφού είναι κτιστή, δηλαδή έχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Ώυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, πού ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Ζεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8. Νι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του πού είναι ορθόδοξες, δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, πού είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Βύσεως, ανεπίγνωστα. Ρουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Ξεριττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, και από τις πρώτες μελέτες πού φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Γλλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική. Ξ' αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Βιατύπωσαν, λοιπόν, την άποψη ότι ο π. Ηωάννης Οωμανίδης με τους ισχυρισμούς του αυτούς αποδέχεται τις απόψεις των θνητοψυχιτών. ΐέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι,


επηρεασμένοι από τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας και τις θέσεις της απολογητικής έναντι των διαφωτιστών, οι όποιοι ηρνούντο για άλλους λόγους την μεταφυσική της δυτικής θεολογίας. παρερμήνευσαν τις θέσεις του π. Ηωάννου. Βεν μπορούσαν, δηλαδή, να διαπιστώσουν την ορθόδοξη διδασκαλία πού ανέπτυσσε στην διατριβή του. Ώπαντώντας σ' αυτές τις αιτιάσεις ο π. Ηωάννης Οωμανίδης με επιστολές πού παραμένουν ανέκδοτες, υπογραμμίζει ενδιαφέροντα σημεία, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα πλέον σημαντικά. Θατ’ αρχάς τονίζει ότι οι δυτικοί θεολόγοι έχουν εσφαλμένη αντίληψη για τον Ζεό και τις ενέργειες Ρου στον κόσμο, καθώς επίσης και για την αθανασία της ψυχής. Ξροηγούμενος μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ποιες ήταν οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής, πού επηρέασαν και την δυτική σχολαστική θεολογία. Πτην συνέχεια τονίζει ότι κανείς από τους Ξατέρας δεν αμφιβάλλει για την αθανασία της ψυχής. ΋μως στην διδασκαλία τους τονίζεται η άποψη ότι η ψυχή όταν χωρίζεται από την ζωοποιό ενέργεια του Ζεού, «παρ' ό,τι ζή εις τον αιώνα εν κολάσει και τιμωρία είναι νεκρά. Κατά τον αυτόν τρόπον οι νυν βιούντες άνευ της ζωοποιού ενεργείας του Θεού, παρ' ό,τι ζουν είναι νεκροί». Έτσι στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχής όχι από την άποψη της οντολογίας και της υπάρξεως της ψυχής, αλλά από την άποψη της μη μεθέξεως της θεοποιού ενεργείας του Ζεού. Ώναφέροντας δε διάφορα χωρία αρχαίων συγγραφέων και Ξατέρων, όπως του αγίου Ηουστίνου και αγίου Γιρηναίου, λέγει ότι ομιλούν για θάνατο της ψυχής, ως χωρισμό του ανθρώπου από τον Ζεό, χωρίς να είναι θνητοψυχίτες και τριχοτομικοί. ΋που αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει και πνεύμα, δεν εννοείται ότι αυτό είναι συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή, σώμα και πνεύμα, αλλά ότι αυτό το πνεύμα είναι ή Τάρη του Ζεού, πού χάθηκε από τους Ξρωτοπλάστους. Γπομένως, ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, το δε πνεύμα είναι η Τάρη του Ζεού. Αι' αυτό καταλήγει συμπερασματικά: «Είναι μεγάλη αδικία να κατηγορούμαι επί θνητοψυχισμώ αφού και τόσοι Πατέρες δέχονται το φύσει θνητόν και χάριτι αθάνατον της ψυχής και των αγγέλων». ΋λα αυτά λέγονται και από την άποψη ότι υπάρχει αιώνια κόλαση, επειδή την θέλει και την ανέχεται ο Ζεός και είναι ανάλογη με τα έργα και την διαγωγή του ανθρώπου. Γάν ό άνθρωπος έχει θεραπευθεί, θα βιώνει την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Ζεού, εάν όμως δεν έχει καθαρθή, θα βιώνει την καυστική ενέργεια της Τάριτος του Ζεού. Γπί πλέον ισχυρίζεται ο π. Ηωάννης Οωμανίδης ότι την άποψη πού συναντούμε στα έργα των Ξατέρων περί του θανάτου της ψυχής ως χωρισμού και στέρησης της Τάριτος του θεοί. και όχι ως μη υπάρξεως της ψυχής, την έχει επισημάνει και ο π. Αεώργιος Σλωρόφσκυ, τον όποιο ακολουθεί, «ο όποιος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζών δεν είναι ταyτόν. ΋ άνθρωπος δύναται να αποθνήσκει τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθεί της ζωής, αλλά δεν δύναται όμως να στερηθεί της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός». Κελετώντας την διατριβή του π. Ηωάννη Οωμανίδη, για το θέμα πού μας απασχολεί μπορούμε να εντοπίσουμε τρία γενικά συμπεράσματα. Πρώτον, ότι μόνον ο Ζεός είναι κατά φύσιν αθάνατος ως αυτοζωή, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι κατά Τάριν αθάνατοι. Άλλωστε, οι άγγελοι, όπως λέγει ο άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός, «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι πάν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»9. Ώυτό πού συμβαίνει με τους αγγέλους συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων, αφού και αυτές έχουν συγκεκριμένη αρχή και είναι κτιστές. Δεύτερον, κατά την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη όχι γιατί έτσι το θέλησε ο Ζεός πού την δημιούργησε, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και κατά φύσιν αθάνατη. Θατά τους Ξατέρες, όμως, η ψυχή είναι αθάνατη όχι γιατί είναι φυσική της ικανότητα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Ζεός. Γπομένως «η


αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται εκ της βουλήσεως και ενεργείας του Θεού, ουχί δε εκ της φύσεως της ψυχής καθ' εαυτήν». Ή ύπαρξη αιωνίου Ξαραδείσου και αιωνίας Θολάσεως οφείλεται στην βούληση του Ζεού και εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου10. Σρίτον, όσοι δεν έχουν την Τάρη του Ζεού είναι, λέγονται και θεωρούνται, νεκροί πνευματικά, έστω κι αν ζουν αιωνίως, αφού ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Ζεό είναι πνευματικός θάνατος11. Γπομένως, στην Νρθόδοξη Γκκλησία κάνουμε λόγο για αθανασία της ψυχής, αλλά όχι μέσα από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας και της σχολαστικής θεολογίας της Βύσεως. Βεν πρέπει να γίνεται καμμιά σύγχυση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Ώπό όσα είπαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί έτσι το θέλησε ο Ζεός και πρέπει ο άνθρωπος πού αποτελείται από ψυχή και σώμα, να παραμείνει αιωνίως αθάνατος, μετέχοντας της άκτίστου θεοποιού ενεργείας του Ζεού. 1.Αρηγορίου Ξαλαμά, κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά, εις Σιλοκαλία, εκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος Β', σελ. 143 2. Ηωάννου Οωμανίδου: Ρο προπατορικό αμάρτημα, έκδ. Βόμος.Ώθήνα 1989, σελ. 30 3. ένθ. άνωτ. σελ. 33 4. ενβ. άνωτ. σελ. 33 5. ένθ. άνωτ. σελ. 32 6. Ηωάννου Βαμάσκηνου έργα. 2 ΓΞΓ. σελ. 302 7. ΐλ. Ξ. Ρρεμπέλα: Βογματική, τόμος 1, εκδόσεις ΔΦΕ, Ώθήνα 1959. σελ. 482, και θρησκευτική και Εθική Γγκυκλοπαίδεια, τόμος β, σελ. 52β 8. Ηωάννου Οωμανίδου: Ρο προπατορικό αμάρτημα, ένθ. άνωτ. σελ. 124 9. ένθ. άνωτ. σελ. 124 10. ένθ. άνωτ. σελ. 126-127 11. ενθ. άνωτ. σελ. 127 [ΏΟΤΕ] Κεθαιαην Δ΄ ΣΟ ΚΑΘΑΡΣΖΡΗΟ ΠΤΡ Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πραγματικά ένα μεγάλο μυστήριο. Γίδαμε προηγουμένως τί γίνεται όταν προσεγγίζη αυτή η ώρα, τί ακριβώς συμβαίνει όταν η ψυχή βρίσκεται σε οριακά σημεία, όταν, δηλαδή, προετοιμάζεται να εξέλθη από το σώμα του ανθρώπου, τί ακολουθεί μετά την έξοδό της. Ώυτά είναι μυστήρια, τα οποία μας απεκάλυψε


ο Τριστός και μας τα επιβεβαίωσαν οι άγιοι της Γκκλησίας μας. Πτα δε συναξάρια βλέπουμε πολλά παραδείγματα, που αναφέρονται στα κρίσιμα αυτά ζητήματα. Νι Ιατίνοι έχουν αναπτύξει την θεωρία περί καθαρτηρίου πυρός, ότι, δηλαδή, οι ψυχές όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, θα περάσουν, μετά την έξοδό τους από τα σώματα, από το λεγόμενο καθαρτήριο πύρ. Πτην πατερική παράδοση γίνεται λόγος για κάθαρση της καρδιάς, αλλά εννοείται διαφορετικά. Ε θεωρία των Ιατίνων περί καθαρτηρίου πυρός είναι παρερμηνεία και διαστρέβλωση των σχετικών χωρίων της Ώγίας Αραφής και των Ξατέρων της Γκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς. Γίναι καλό να δούμε την διαφορά μεταξύ των Νρθοδόξων και των Ιατίνων πάνω στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Γίναι από τα θέματα εκείνα που μας ενδιαφέρουν στο βιβλίο αυτό. Πτην Πύνοδο Σερράρας-Σλωρεντίας (1438-1439), που έγινε με αφορμή την λεγομένη ένωση των Γκκλησιών, μεταξύ άλλων θεμάτων, ετέθη σε συζήτηση και το θέμα του καθαρτηρίου πυρός και εκεί φάνηκε η διαφορά μεταξύ των Νρθοδόξων και των Ιατίνων πάνω στο σημείο αυτό. Ζα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια αυτήν την συζήτηση, καθώς επίσης και τις θέσεις του αγίου Κάρκου Γφέσου του Γυγενικού, γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρουσες. Ζεωρώ αναγκαίο στην αρχή να σημειώσω μερικές απαραίτητες διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Ξρώτον, το όλο θέμα θα αντιμετωπισθή βάσει της διδασκαλίας του αγίου Κάρκου του Γυγενικού, ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής, από ορθοδόξου πλευράς, στην Πύνοδο εκείνη, της οποίας οι τελικές αποφάσεις δεν έγιναν αποδεκτές από την Νρθόδοξη Γκκλησία. Βεύτερον, πριν αναπτύξουμε λεπτομερώς την διδασκαλία του αγίου Κάρκου πρέπει να δούμε ιστορικά πώς άρχισε η Πύνοδος και πώς αντιμετωπίσθηκε το θέμα αυτό. Τωρίς αυτήν την ανάπτυξη θα είναι δύσκολη η παρακολούθηση της διδασκαλίας του. Ρρίτον, επειδή θα δούμε τις απόψεις του αγίου Κάρκου του Γυγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός, εν συνδυασμώ με την Θόλαση και τον Ξαράδεισο, δεν θα κάνουμε πολλές αναφορές σε άλλους Ξατέρες της Γκκλησίας. Άλλωστε, τα σχετικά θέματα περί Ξαραδείσου, Θολάσεως, ΐασιλείας του Ζεού και αιωνίου ζωής θα αναλυθούν σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Ρυχόν ταυτολογίες στα θέματα αυτά, που είναι αναπόφευκτες, θα μας βοηθήσουν να εμπεδώσουμε τις γνώσεις μας γύρω από τα σοβαρά αυτά ζητήματα. 1. Οη ζπδεηήζεηο ζηελ Φεξξάξα - Φισξεληία γηα ην θαζαξηήξην πύξ Ρο ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός ήταν το πρώτο το οποίο συζητήθηκε μεταξύ των Νρθοδόξων και Ιατίνων στην Σερράρα. Ε πανηγυρική συνεδρίαση της Πυνόδου αυτής άρχισε την 9ην Ώπριλίου 1438, αλλά οι συζητήσεις έγιναν αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ηούνιο του ιδίου έτους. Ζα παρακολουθήσουμε αυτές τις συζητήσεις σύμφωνα με τα ελληνικά πρακτικά της Πυνόδου και τις πληροφορίες του Πυρόπουλου, που είναι αυθεντικές. Ώπό τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των "Γκκλησιών" προτιμήθηκε να αρχίσουν από το ζήτημα του καθαρτηρίου πυρός. Ν εκπρόσωπος των Ιατίνων, Θαρδινάλιος Ηουλιανός Θαισαρίνι, είπε ότι θα έπρεπε πρώτα να αρχίσουν από την εξέταση της αρχής του Ξάπα, δηλαδή του πρωτείου, αλλά θεωρούσε καλύτερο να συζητήσουν "περί του καθαρτηρίου


πυρός ως αν τι καθαρθώμεν και ημείς δια των περί τούτου λόγων". Ν άγιος Κάρκος ο Γυγενικός συμφώνησε με αυτήν την άποψη, αλλά ζήτησε να μάθη από που παρέλαβαν αυτές τις παραδόσεις οι Ιατίνοι, από πότε τις πιστεύουν και ποιά συγκεκριμένα είναι η άποψή τους γι’ αυτό το θέμα1. Ξριν αρχίσουν οι συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, ο άγιος Κάρκος ρώτησε τον αυτοκράτορα Ηωάννη Ξαλαιολόγο πώς θα ήθελε να δίνωνται οι απαντήσεις στους Ιατίνους, "αγωνιστικώτερον και ενστατικώς ή οικονομικώς;". Ε απάντηση του ΐασιλέως ήταν: "αγωνιστικώς λέγετε πάντα τα ημέτερα δίκαια"2. Ώυτό είναι σημαντικό, γιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια. προτιμήθηκε άλλη μέθοδος, δηλαδή η μέθοδος του συμβιβασμού, αφού εν τω μεταξύ ο άγιος Κάρκος εξαναγκάσθηκε να σιωπήση κατά τον διάλογο σχετικά με το καθαρτήριο πύρ. Ξραγματικά, συναντήθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες την τετάρτη του μηνός Ηουνίου για να εξετάσουν το ζήτημα αυτό. Ρις απόψεις των Ιατίνων εξέθεσε ο Θαρδινάλιος Ηουλιανός. Πυγκεκριμένα είπε: "ότι εστί πυρ καθαρτήριον ήγουν εν τω νυν αιώνι, καθαρίζονται των αμαρτωλών αι ψυχαί δια του πυρός, των εχόντων αμαρτήματα συγγνωστά, συνεργούσης και της εκκλησίας δια δεήσεως των ιερέων, έτι δε και δια των λειτουργιών και ελεημοσυνών λυτρούνται των κολάσεων". Ώναλυτικότερα είπε ότι υπάρχουν τρεις τόποι και κατηγορίες. Ε μία είναι των αγίων, των οποίων οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται στον ουρανό, η δεύτερη των αμαρτωλών και αμετανοήτων, που βρίσκονται στον άδη, όπως η ψυχή του Ηούδα, υπάρχει δε και ένας άλλος μέσος τόπος, στον οποίο βρίσκονται οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων που έχουν συγγνωστά αμαρτήματα, αφού εξομολογήθηκαν και κοινώνησαν των θείων μυστηρίων, αλλά όμως "χρεωστούσι κανόνα". Ώυτών των ανθρώπων οι ψυχές περνούν από το καθαρτήριο πύρ3. Θατά τον Πυρόπουλο, μεταξύ των άλλων είπε ότι οι ψυχές των ανθρώπων που μετανόησαν και εξομολογήθηκαν γνησίως, αλλά δεν πρόφθασαν να εκπληρώσουν τον κανόνα που τους έβαλε ο πνευματικός τους, ούτε έδωσαν καρπούς μετανοίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων τους, "καθαίρονται δια του πουργατορίου πυρός, αι μεν θάττον, αι δε βραδύτερον, κατ’ αναλογίαν των ημαρτημένων, και μετά το καθαρθήναι απέρχονται εις την απόλαυσιν"4. Νι Ιατίνοι εξέθεσαν αυτές τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας διάφορα χωρία από την Ώγία Αραφή και τους Ξατέρας της Γκκλησίας. Ώπό την Ώγία Αραφή παρέθεσαν το χωρίο του Ώποστόλου Ξαύλου "καί εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Ώ' Θορ. γ', 13-15). Γπίσης χρησιμοποίησαν και πολλά χωρία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας5. Ώπό τις απόψεις αυτές φαίνονται καθαρά τρία σημεία. Ρο πρώτον, ότι οι Ιατίνοι μιλώντας για καθαρτήριο πυρ το διέκριναν σαφώς από το αιώνιο πύρ, γιατί μιλούσαν για πυρ "εν τω νυν αιώνι" και "εν τω ενεστώτι", πριν την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ρο δεύτερον, ότι το πυρ αυτό είναι στην πραγματικότητα κτιστό, δεν είναι η άκτιστη ενέργεια του Ζεού, και το τρίτον, ότι οι ψυχές των ανθρώπων καθαρίζονται δια του πυρός αυτού. Ρις θέσεις των Νρθοδόξων θα τις δούμε στον διάλογο, αλλά κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Κάρκου του Γυγενικού, που θα παραθέσουμε σε άλλη ενότητα αυτού του κεφαλαίου. Κετά την έκθεση των απόψεων από τον Θαρδινάλιο Ηουλιανό ομίλησε ο άγιος Κάρκος. Ν Πίλβεστρος Πυρόπουλος λέγει ότι μεταξύ των άλλων ο άγιος Κάρκος είπε ότι μέχρι τότε


νόμιζαν ότι άλλα πρέσβευαν οι Ιατίνοι, τώρα όμως ακούν διαφορετικά πράγματα. Κάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: "από γαρ της αφηγήσεως της σής αιδεσιμότητος ολίγην ευρίσκω την μεταξύ ημών διαφοράν εν τω κεφαλαίω τούτω, και ελπίζω διορθωθήναι κακείνην, ήν ο Ζεός ευδοκήση". Συσικά, όπως λέγει ο Πυρόπουλος, αυτό το είπε κατ’ οικονομίαν για να δημιουργήση φιλική ατμόσφαιρα. "Θαι τόδε οικονομικώτερον οίον ειπείν ή φιλικώτερον ειρηκώς"6. Ξάντως, ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους για να δώση την απάντηση. Πτα πρακτικά που παρατίθενται στον Mansi, αμέσως μετά τα λεχθέντα στην πρώτη αυτή συνεδρίαση, εκτίθενται τα όσα συζητήθηκαν κατά την επομένη συνεδρίαση, που έγινε την δεκάτη τετάρτη του μηνός Ηουνίου, κατά την οποία απήντησαν οι Νρθόδοξοι. ΋μως ο Πυρόπουλος διασώζει ένα περιστατικό, που δείχνει την όλη νοοτροπία που επικρατούσε, αλλά και παρουσιάζει ανάγλυφα το γιατί ο άγιος Κάρκος απέφυγε να απαντά στις συνεδριάσεις αυτές, ενώ ανέλαβε να εκθέση την ορθόδοξη άποψη ο Κητροπολίτης Λικαίας ΐησσαρίων. Έγιναν ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των Νρθοδόξων για το τί έπρεπε να απαντήσουν στις απόψεις των Ιατίνων περί του καθαρτηρίου πυρός. Ρελικά, ο άγιος Κάρκος και ο Λικαίας ΐησσαρίων έγραψαν από ένα κείμενο, τα οποία ανεγνώσθησαν σε σύνοδο μεταξύ των Νρθοδόξων. Ν αυτοκράτορας έκανε επιλογή μεταξύ των δύο συγγραμμάτων. Βιέταξε να λάβουν το προοίμιο του συγγράμματος του ΐησσαρίωνος και ό,τι άλλο φανή χρήσιμο από αυτό και από το γραπτό του αγίου Κάρκου να λάβουν τα περισσότερα και τα καλύτερα, και έτσι να συντεθή το "δοθησόμενον σύγγραμμα". Ώπό τότε "ήρξατο το σκάνδαλον μεταξύ του Γφέσου και του Λικαίας"7. Ώνέλαβε να μιλήση ο ΐησσαρίων, αλλά παρενεβάλλοντο και άλλοι, γι’ αυτό λέγεται στα πρακτικά "απελογήθησαν εν εκείνοις τοις κεφαλαίοις οι Αραικοί"8. Σαίνεται, όμως, ότι στην αρχή τον κύριο λόγο είχε ο Λικαίας ΐησσαρίων, από ό,τι μας πληροφορεί ο Πυρόπουλος. Ιέγει ότι ο άγιος Κάρκος συνέγραψε αρίστους λόγους, που ανασκεύαζαν τις απόψεις των Ιατίνων. Νι Ιατίνοι απαιτούσαν από τον άγιο Κάρκο να απαντήση ποιά είναι η άποψη και η διδασκαλία της Νρθοδόξου Γκκλησίας γι’ αυτούς που εκδημούν με τον θάνατο. ΋μως ο άγιος Κάρκος "ουκ έλεγεν αυτήν κωλυόμενος εις τούτο παρά του βασιλέως". Νι Ιατίνοι επέμεναν να μάθουν την αιτία για την οποία δεν μιλούσε ο άγιος Κάρκος και τον προκαλούσαν να μιλήση, αλλά ο άγιος "ήγχετο τω βασιλικώ κελεύσματι κωλυόμενος ωσπερεί χαλινώ τινι και εδυσχέραινεν". Ρότε ανέλαβε να ομιλήση ο ΐησσαρίων, και μάλιστα απεχώρησε από τον τόπο όπου καθόταν μαζί με τον άγιο Κάρκο "καί εις ίδιον εκάθισε τόπον, ένθα και οι άρχοντες οι προειρημένοι συγκλητικοί"*. Σαίνονται και από αυτό το περιστατικό οι δύσκολες συνθήκες για τον άγιο Κάρκο, αφού και δεσμευόταν από τον ΐασιλέα να ομιλήση και δεχόταν τον φθόνο και το μίσος του ΐησσαρίωνος. Φστόσο όμως ο άγιος Κάρκος κατά την διάρκεια των επομένων συζητήσεων απαντούσε επιτυχώς. Ν Πυρόπουλος γράφει: "Εμείς δ’ εθαυμάζομεν πώς ο Γφέσου ευθύς εδίδου τας λύσεις μετά παραστάσεων γραφικών, μη προειδώς ά προέθετο προτείνειν ο Ηωάννης"*. Ώλλά ας παρακολουθήσουμε τον ενδιαφέροντα διάλογο που έγινε στην Σερράρα για το καθαρτήριο πυρ μεταξύ των Νρθοδόξων και των Ιατίνων. Ν ΐησσαρίων έλαβε εντολή από τον αυτοκράτορα να απαντήση στις απόψεις των Ιατίνων. Άρχισε με την ανάλυση του αποστολικού χωρίου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Ώ' Θορ. γ', 13-15). Ρα έργα τα οποία πρόκειται να κατακαούν, έλεγε, είναι οι πράξεις και ο βίος των ανθρώπων που έζησαν


στον κόσμο αυτόν. Ρο πυρ για το οποίο γίνεται λόγος στο αποστολικό χωρίο είναι το αιώνιο πυρ του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο άλλο πύρ. "Ρο πυρ εκείνο ό λέγει ο απόστολος, δια τον μέλλοντα αιώνα λέγει, ουχί δε δια τον ενεστώτα". Γπίσης, το ρήμα σωθήσεται δεν δηλώνει την σωτηρία, την αποκατάσταση, αλλά το "ουκ αφανισθήσεται". Ώυτό σημαίνει ότι ο αμαρτωλός δεν θα αφανισθή, αλλά θα παραμείνη "εν τω πυρί βασανιζόμενος αιωνίως"*. Νι Ιατίνοι ισχυρίζονταν ότι υπάρχει και πυρ εν τω νυν αιώνι δια του οποίου επιτυγχάνεται ο καθαρισμός της ψυχής, και πυρ εν τω μέλλοντι αιώνι, το οποίο δεν είναι καθαρτικό, αλλά αιώνιο. Γπίσης έλεγαν ότι το εν τω νυν αιώνι πυρ είναι καθολικό, δηλαδή, "πάντες δια του πυρός καθαρίζονται". ΋ποιος έχει πολλές αμαρτίες καθαρίζεται για πολύν καιρό, ενώ όποιος έχει λίγες αμαρτίες "ολιγώτερον και απολύεται, συνεργούσης και της εκκλησίας"*. Ώπό τις απαντήσεις των Ιατίνων δικαιώνεται ο άγιος Κάρκος, ο οποίος, όταν άκουσε την αρχική εισήγηση του Θαρδιναλίου Ηουλιανού, είπε ότι άλλη γνώμη είχαν για την διδασκαλία των Ιατίνων για το καθαρτήριο πυρ και άλλη άκουγαν στην εισήγηση αυτή. ΋πως φαίνεται υπάρχει διαφορά. Ρο γεγονός είναι ότι κατά την συζήτηση απεδείχθη ότι γίνεται λόγος για δύο πυρά, το παρόν και το μελλοντικό, και ότι όλοι οι άνθρωποι περνούν από το καθαρτήριο πύρ. Νι Νρθόδοξοι τότε απήντησαν ότι στην Νρθόδοξη Γκκλησία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αιωνίου και παρόντος πυρός. Πτην ορθόδοξη ερμηνεία του αποστολικού χωρίου εννοείται το αιώνιο πύρ, οι ψυχές των αμαρτωλών πορεύονται σε τόπο σκοτεινό, τόπο λύπης "καί λυπούνται μερικώς, και κολάζονται υστερούμενοι του θείου φωτός", καθαίρονται δε δια των δεήσεων και των προσευχών της Γκκλησίας. Ώυτή η κάθαρση και η αναψυχή δεν γίνεται δια κάποιου υπάρχοντος πυρός, αλλά δια της ενεργείας της προσευχής, της δεήσεως και της ελεημοσύνης. Θατά τις συζητήσεις φάνηκαν δύο διαφορές μεταξύ των Νρθοδόξων και των Ιατίνων. Ε πρώτη συνίσταται στο ότι οι Νρθόδοξοι ομιλούσαν για τόπο κολάσεως και λύπης, αλλά όχι για πύρ, ενώ οι Ιατίνοι ομιλούσαν δια "κόλασιν και καθαρισμόν δια πυρός". Ε δεύτερη διαφορά έγκειται στο ότι οι Νρθόδοξοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμετανοήτων αμαρτωλών δεν απέλαβαν τελείως τις κολάσεις από τώρα, αφού περιμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, όπως επίσης οι ψυχές των αγίων απέλαβαν από τώρα τα αγαθά, "αλλ’ ου τελείως". Ζα απολαύσουν τελείως τα αγαθά, όταν κατά την ανάσταση των σωμάτων οι ψυχές ενωθούν με τα σώματα. Νι Ιατίνοι έλεγαν ότι οι ψυχές των αμαρτωλών δεν κολάζονται τελείως, αφού περιμένουν και τα σώματα για να κολασθούν μετά των σωμάτων αιωνίως, όμως οι ψυχές των αγίων "τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς", τότε όμως θα ευφρανθούν αιωνίως "ενδυσάμενοι τα σώματα εαυτών"*. Νι Ιατίνοι εζήτησαν γραπτώς τις απόψεις των Νρθοδόξων για να τις επεξεργασθούν και να τις συζητήσουν αργότερα. Ξραγματικά, έγιναν και άλλες συναντήσεις για να συζητήσουν αυτό το θέμα, όπως κατά την εικοστή πέμπτη του μηνός Ηουνίου και την εικοστή εβδόμη του ιδίου μηνός. Πτις πρώτες αυτές συναντήσεις κεντρικό θέμα ήταν το αποστολικό χωρίο που κάνει λόγο για την σωτηρία "ως δια πυρός". Νι Νρθόδοξοι στηρίζονταν στην ερμηνεία του χωρίου από τον άγιο Ηωάννη τον Τρυσόστομο την οποία θα δούμε σε επόμενη ενότητα, όταν θα αναπτύξουμε διεξοδικά την διδασκαλία του αγίου Κάρκου για το καθαρτήριο πύρ. Ξάντως, όταν οι Ιατίνοι επανήλθαν στην συζήτηση, υποστήριξαν ότι το ρήμα σωθήσεται και το σώσον "επί καλού λέγεται ουχί δε επί κακού". Ώνέφεραν δε αγιογραφικά χωρία στα οποία


φαίνεται ότι δια του σωθήσεται δηλώνεται η "σωτηρία, και βοήθεια, και λύτρωσις των κακών, και αναψυχή". Ταρακτηριστικός είναι ο λόγος του ΒαυΎδ "σώσον τον δούλόν σου ο Ζεός μου τον ελπίζοντα επί σέ", καθώς επίσης και η κραυγή του Ώποστόλου Ξέτρου όταν καταποντιζόταν, "κύριε σώσόν με"*. Νι Νρθόδοξοι αντιπαρέταξαν άλλα χωρία με διαφορετική σημασία. Πτην πρώτη αυτή φάση των συζητήσεων οι Νρθόδοξοι δεν ήθελαν να φανερώσουν όλη την διδασκαλία τους για το θέμα, "αλλά μόνον ποιείσθαι τας ερωτοαποκρίσεις εκπλαγίως". Κε αυτόν τον τρόπο ήθελαν να επιτύχουν την παράταση των εργασιών της Πυνόδου, "έως ότου έλθωσιν οι πρέσβεις από των ρηγάδων"*. Γίχαν αποσταλή πρέσβεις από τον Ξάπα στους ρηγάδες της ΐενετίας για την αποστολή βοήθειας στην Θωνσταντινούπολη, που βρισκόταν σε μεγάλη δοκιμασία. Αι’ αυτόν τον λόγο οι Νρθόδοξοι παρέτειναν τις συζητήσεις και δεν εξέθεταν τελείως και πλήρως τις απόψεις τους. Φστόσο όμως οι Νρθόδοξοι συζητούσαν μεταξύ τους για το "είπερ οι άγιοι απέλαβον τα αγαθά τελείως, ή ουκ απέλαβον". Ώυτό έγινε την δεκάτη έκτη του μηνός Ηουλίου 1438. Ν ΐασιλεύς ζήτησε εγγράφως τις απόψεις τους, και μάλιστα "πολλή εγένετο περί τούτου φιλονεικία". Ρελικά επεκράτησε η άποψη "ότι απέλαβον και ουκ απέλαβον, απέλαβον μεν τελείως αι ψυχαί καθό ψυχαί, μέλλουσι δε απολαβείν και τελεώτερον εν τη αναστάσει μετά των σωμάτων των ιδίων, και τότε λάμψουσιν ως ο ήλιος, ή και ως το φως όπερ έλαμψεν ο κύριος ημών Ηησούς Τριστός εν τω όρει Ζαβωρίω"*. Ε συζήτηση για το καθαρτήριο πυρ συνεχίσθηκε και στην Σλωρεντία, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της Πυνόδου. Βεν θα εξετάσουμε, βέβαια, στο κεφάλαιο αυτό όλα όσα συζητήθηκαν εκεί, αλλά μόνον όσα ελέχθησαν για το καθαρτήριο πύρ, που ήταν ένα από τα θέματα των συζητήσεων. Πτην Σλωρεντία κατέληξαν σε μια πρόταση που φαίνεται ότι είναι συμβιβαστική. Θατά την πρόταση αυτή, "αι ψυχαί των δικαίων τέλειον απέλαβον τον στέφανον εν ουρανοίς, καθόσον εισί ψυχαί. και των αμαρτωλών, την τελείαν κόλασιν, αι δε μέσαι υπάρχουσι μεν εν βασανιστηρίω, και είτε πυρ εστιν, είτε ζόφος και θύελλα, είτε τι έτερον, ου διαφερόμεθα"*. Ε πρόταση αυτή είναι συμβιβαστική, γιατί φαίνεται ότι στις συζητήσεις οι Ιατίνοι επανέρχονταν πάλι στα ίδια πράγματα. Νι Ιατίνοι έδωσαν γραπτό κείμενο με την προτροπή να συμφωνήσουν οι Νρθόδοξοι και να το υπογράψουν και στην συνέχεια "γενέσθω η ένωσις". Πτο κείμενο αυτό, σχετικά με το καθαρτήριο πύρ, λέγεται ότι υπάρχει αυτό το πύρ, το οποίο δέχονται οι μετανοήσαντες και εξομολογηθέντες. Γίναι σημαντική μια ενδιαφέρουσα φράση, που δείχνει την διαφορά μεταξύ των Ιατίνων και των Νρθοδόξων. Νι Ιατίνοι υποστήριζαν ότι η τάξη των αγίων που δεν χρειάζεται να περάσουν από το καθαρτήριο πύρ, "αμέσως ορά την ουσίαν του Ζεού". Γπίσης ισχυρίζονταν ότι όσοι καθαρθούν, αφού περάσουν μέσα από το καθαρτήριο πύρ, θα αξιωθούν και αυτοί "θεωρείν αμέσως την ουσίαν του Ζεού"*. Ξαρουσιάζεται εδώ η άποψη των Σραγκολατίνων ότι οι άγιοι βλέπουν την ουσία του Ζεού, ενώ στην Νρθόδοξη Ξαράδοση γίνεται διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Ζεού, και λέγεται σαφώς ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ενεργείας του Ζεού και όχι της ουσίας Ρου. Ρο ότι στην διδασκαλία που εξετέθη στην Πύνοδο Σερράρας - Σλωρεντίας γίνεται λόγος για πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, που καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην μέθεξη της ουσίας του Ζεού, δείχνει ότι το καθαρτήριο πύρ, κατά τους Ιατίνους, είναι μια κτιστή πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος φθάνει στην μέθεξη της ουσίας του Ζεού. ΋μως, στην Νρθόδοξη διδασκαλία ξέρουμε καλά ότι η κάθαρση είναι το αποτέλεσμα της


καθαρτικής ακτίστου ενεργείας του Ζεού, ενώ ο φωτισμός και η θέωση είναι μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Ζεού και όχι της ουσίας Ρου. Σαίνεται, λοιπόν, ότι η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετη από την αιρετική ταύτιση ουσίας και ενεργείας του Ζεού, που είναι το κεντρικότερο ατόπημα των Ιατίνων και η κυριότερη απόκλισή τους από την θεολογία των Ξατέρων. Ξραγματικά, αν εξετάση κανείς προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ των Ιατίνων και των Νρθοδόξων, θα καταλάβη καλά ότι συγκεκριμενοποιούνται σε μία, στην αλήθεια περί της ουσίας και ενεργείας του Ζεού. Πτις ανεπίσημες συναντήσεις που είχαν οι Νρθόδοξοι με τους Ιατίνους και στις οποίες δόθηκε το κείμενο να υπογραφή, ώστε να επέλθη στην συνέχεια η ένωση, οι Νρθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την πρότασή τους περί του καθαρτηρίου πυρός, όχι όμως να απολογηθούν για το θέμα "περί της θείας ουσίας και ενεργείας". Αράφεται στα ελληνικά πρακτικά: "ηνάγκαζον γαρ ημάς δέξασθαι την γραφήν, αλλ’ ημείς ορισμόν μη έχοντες βασιλικόν, ουκ εδεξάμεθα αυτήν"*. Αίνονταν πολλές συζητήσεις για το καθαρτήριο πύρ. Γνώ σε άλλα ζητήματα επήλθε συμφωνία, εν τούτοις διαφωνούσαν ακόμη στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός και της τελειώσεως των θείων δώρων. Κάλιστα, για το καθαρτήριο πυρ σε μια στιγμή είπαν οι Νρθόδοξοι: "τό καθαρτήριον, ούτε δι’ αυτό εσχίσθημεν, ούτε αναγκαίον εστί"*. Νι Ιατίνοι ήθελαν να βάλουν το θέμα του καθαρτηρίου στον όρο της συμφωνίας και της ενώσεως. ΢πήρχαν μέλη της ορθοδόξου αντιπροσωπείας που ήθελαν να προσθέσουν και το περί καθαρτηρίου πυρός θέμα στον όρο για να τελειώνη αυτό το έργο, αλλά ο βασιλεύς αντιδρούσε*. Ρελικά, στον όρο της Πυνόδου ετέθη ότι οι δίκαιοι ευθύς προσλαμβάνονται με τον θάνατό τους στον ουρανό, οι υποπεσόντες σε θανάσιμη αμαρτία χωρίς να μετανοήσουν "ευθέως καταβαίνειν εις άδην", και οι αμαρτήσαντες και μετανοήσαντες, χωρίς να προλάβουν να δώσουν αξίους καρπούς της μετανοίας "τάς τούτων ψυχάς καθαίρεσθαι μετά τον θάνατον". Κε τις προσευχές των ζώντων, με τις ιερές θυσίες και τις ελεημοσύνες ανακουφίζονται και ελευθερώνονται οι ψυχές τους από τις τιμωρίες*. Συσικά, τον όρο αυτόν δεν υπέγραψαν ο άγιος Κάρκος Γφέσου, ο Γυγενικός, μερικοί που συμφωνούσαν μαζί του, καθώς επίσης και μερικοί που είχαν αναχωρήσει από την Σλωρεντία προηγουμένως. Ε "Ένωση των Γκκλησιών" που έγινε στην Σερράρα - Σλωρεντία δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, και αυτό ήταν μια μεγάλη ευλογία για την Νρθοδοξία. Ν Νρθόδοξος λαός, Θληρικοί και λαϊκοί που ζούσαν την Νρθόδοξη Ξαράδοση, αντέδρασαν σε αυτήν την ένωση καί, επομένως, τα όσα υπεγράφησαν σχετικά με το καθαρτήριο πυρ δεν είναι αποδεκτά. Γίναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η εν Θωνσταντινουπόλει Πύνοδος του έτους 1722 σε εγκύκλιο προς τους ορθοδόξους Ώντιοχείς μεταξύ των άλλων αναφέρεται και στο θέμα του καθαρτηρίου πυρός. Γίναι ένα συνοδικό κείμενο που έχει μεγάλη αξία και σπουδαιότητα. Ιέγεται ότι, ενώ οι Ιατίνοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρεις τόποι όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αποθανόντων, "ημείς οι ευσεβείς, ακολουθούντες την αλήθειαν και τας τοιαύτας καινοτομίας αποστρεφόμενοι, δύο μεν τόπους δια τας ψυχάς των αποθαμένων, παράδεισον και κόλασιν, δια τους δικαίους και αμαρτωλούς, καθώς η θεία Αραφή μας διδάσκει, ομολογούμεν και αποδεχόμεθα. Ρρίτον δε τόπον και πουργατόριον ουδόλως στέργομεν, επειδή και ούτε η Αραφή ούτε οι θείοι Ξατέρες τοιούτόν τι μας εδίδαξαν. Ξιστεύομεν όμως, ότι οι δύο αυτοί τόποι έχουσι πολλάς και διαφόρους μονάς... Θαι ουδείς των διδασκάλων της Γκκλησίας παρέδωκεν ή εδίδαξε το τοιούτον πουργατόριον, αλλά όλοι ένα και μόνον


τόπον τιμωρητικόν λέγουσι, τον άδην, καθώς και ένα φωτεινόν και λαμπρόν διδάσκουσι, τον παράδεισον. Έχουσιν όμως και οι δύο τόποι μονάς διαφόρους ως είπομεν, και επειδή αι μεν των αγίων και των δικαίων ψυχαί πηγαίνουσιν αναμφιβόλως εις τον παράδεισον, αι δε των αμαρτωλών εις την κόλασιν, από τους οποίους αμαρτωλούς οι μεν ασεβείς και ασύγγνωστα αμαρτήσαντες κολάζονται αιωνίως, οι δε συγγνωστά και μέτρια πταίσαντες ελπίζουσι τυχείν ελευθερίας κατά την άφατον ευσπλαγχνίαν του Ζεού, δια τούτο υπέρ των τοιούτων, των μέτρια δηλαδή και συγγνωστά αμαρτησάντων, γίνονται παρά της Γκκλησίας αι προσευχαί και δεήσεις, λειτουργίαι τε και μνημόσυνα και ελεημοσύναι, δια να λάβωσιν αι ψυχαί εκείναι ωφέλειαν και άνεσιν. ΋θεν και όταν η Γκκλησία προσεύχεται δια τας ψυχάς των κεκοιμημένων, ελπίζομεν μεν να γίνεται άφεσις παρά Ζεού εις τους τοιούτους, όμως όχι δια πυρός και πουργατορίου, αλλά δια της θείας φιλανθρωπίας, καθ’ όν τρόπον οίδεν η άπειρος του Ζεού αγαθότης"*. Ώπό όσα ανεφέρθησαν φαίνεται σαφώς ότι στην διδασκαλία των Ιατίνων για το καθαρτήριο πυρ υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία δείχνουν την διαφορά από την ορθόδοξη διδασκαλία. Ρο ένα ότι το καθαρτήριο πυρ ξεχωρίζεται από το αιώνιο πυρ της κολάσεως, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται πουθενά στην Ώγία Αραφή και την Ξατερική παράδοση. Ρο δεύτερον, ότι, επειδή λέγεται ότι δια του καθαρτηρίου οι άνθρωποι φθάνουν στην θέα της ουσίας του Ζεού, και επειδή στην διδασκαλία των Ιατίνων ταυτίζεται η ουσία με την ενέργεια, αφού γίνεται λόγος για το actus purus και για κτιστή ενέργεια, γι’ αυτό το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ είναι κτιστό. Ζα δούμε πιο κάτω από ποιές προϋποθέσεις ξεκίνησε αυτή η διδασκαλία των Ιατίνων και τί συνέπειες έχει για την πνευματική ζωή. ΋μως πρέπει να παρατηρηθή ότι διαφέρει σαφώς από την θεολογία των Ξατέρων της Γκκλησίας. 2. Ζ δηδαζθαιία ηνπ αγίνπ Μάξθνπ ηνπ Δπγεληθνύ γηα ην θαζαξηήξην πύξ Ν άγιος Κάρκος, Κητροπολίτης Γφέσου, ήταν από τους πρωταγωνιστάς στην Πύνοδο Σερράρας - Σλωρεντίας, εκφραστής της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας σε όλα τα θέματα. Κελετώντας κανείς την διδασκαλία του, θα διαπιστώση περίτρανα ότι είναι εκφραστής της ορθόδοξης διδασκαλίας και κυρίως είναι εκφραστής της θεολογίας του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά. Πτο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε την αξία της θεολογίας του. Ήταν φυσικό να ασχοληθή και με το καθαρτήριο πυρ και να εκθέση τις ορθόδοξες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό. Γπειδή είναι ενδιαφέροντα τα όσα λέγει και έχουν σχέση με πολλά θεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτό, γι’ αυτό θα κάνουμε ευρύτερη ανάλυσή τους. Ρα όσα θα αναλύσουμε βρίσκονται σε δύο ομιλίες του αγίου Κάρκου που σώζονται καί, φυσικά, είναι ομιλίες τις οποίες κατέθεσε σε συζητήσεις κατά την διάρκεια της Πυνόδου στην Σερράρα, καθώς επίσης και μερικά κεφάλαια, που είναι περίληψη όλης της διδασκαλίας του, και με τα οποία αρνείται την διδασκαλία των Ιατίνων περί υπάρξεως του καθαρτηρίου πυρός. Ε πρώτη ομιλία έχει τίτλο: "Ρου πανιερωτάτου Κητροπολίτου Γφέσου κυρ Κάρκου του Γυγενικού αντίρρησις των Ιατινικών κεφαλαίων, άπερ αυτοί προέτεινον, περί του περκατορίου πυρός"*. ΋πως φαίνεται, πρόκειται για την ομιλία που συνέταξε ο άγιος Κάρκος αμέσως μετά την τοποθέτηση του θέματος, κατόπιν, βέβαια, εντολής του αυτοκράτορος. Ε δεύτερη ομιλία έχει τίτλο: "τού σοφωτάτου και λογιωτάτου Γφέσου κυρ Κάρκου του Γυγενικού, απολογία προς τους Ιατίνους δευτέρα, εν ή εκτίθησι και της των Αραικών Γκκλησίας την αληθή δόξαν"*. Ρα κεφάλαια επιγράφονται ως εξής: "Πυλλογισμοί δέκα δεικνύντες ότι ουκ έστιν πυρ καθαρτήριον"*.


ΐέβαια, είναι δύσκολο να παρουσιάση κανείς αναλυτικά όλη την διδασκαλία του αγίου Κάρκου για το θέμα αυτό. Ώπαιτείται ιδιαίτερη διατριβή για να αναλυθούν όλες οι απόψεις. Ζα επιδιώξω, όμως, στην συνέχεια να εκθέσω τις γενικές θέσεις του για το καθαρτήριο πύρ, προσπαθώντας να μην αλλοιώσω το περιεχόμενό τους. Ρο θεωρώ σημαντικό γιατί, δυστυχώς, για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός γνωρίζουμε ελάχιστα και όσα παρουσιάζονται, εν πολλοίς δεν εκφράζουν ολοκληρωτικά την ορθόδοξη άποψη για το θέμα. a) Αλαγθαία ε δνγκαηηθή ζπδήηεζε Ώρχίζοντας την δεύτερη ομιλία του, ο άγιος Κάρκος υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της αληθινής έρευνας των δογματικών θεμάτων που αμφισβητούνται. Αράφει χαρακτηριστικά: "Ξολλής μεν ως αληθώς ερεύνης δείται και συζητήσεως όσα των δογμάτων αμφισβητήσιμα και τους εφ’ εκάτερα λόγους ισχυρούς και γενναίους έχοντα"*. Ε έρευνα για αμφισβητούμενα δογματικά θέματα πρέπει να γίνεται με αλήθεια, χωρίς πονηρία, χρησιμοποιώντας κάθε φορά τα ισχυρότερα επιχειρήματα. Κε μια τέτοια συζήτηση θα υπάρξη μεγάλο κέρδος, γιατί θα αποκαλυφθή η αλήθεια. "Ξολύ δε άρα και το εκ της τοιαύτης συζητήσεως περιγινόμενον κέρδος"*. Συσικά, ο άγιος ισχυρίζεται ότι το κέρδος θα είναι μεγάλο αν και τα δύο μέρη αποβλέπουν στην εύρεση της αλήθειας και όχι στην έριδα και αν δεν φροντίζουν να νικήσουν με κάθε μέσο, αλλά να ανέχωνται ακόμη και να νικηθούν καλώς*. Κε όσα λέγονται γίνεται έλεγχος των Ιατίνων, οι οποίοι επεδίωκαν ακριβώς τα αντίθετα. Βεν αναζητούσαν την αλήθεια για το καθαρτήριο πύρ, αλλά απλώς, όπως και σε άλλα θέματα, να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Ώναφερόμενος στην αποστολική Πύνοδο που συνεκλήθη για να καθορισθή αν έπρεπε να περιτέμνωνται οι εξ Γθνών Τριστιανοί, και μάλιστα στην συζήτηση που έγινε μεταξύ των Ώποστόλων, αλλά και την ομόνοια μετά την σύνοδο, λέγει ότι και οι ίδιοι σε αυτές τις συζητήσεις πρέπει να αποβλέπουν στην ειρήνη και την ομόνοια, έστω και αν γίνη πολλή συζήτηση*. Έτσι, λοιπόν, είναι αναγκαία η δογματική συζήτηση, όταν υπάρχουν επιχειρήματα και όταν ενδιαφέρωνται για την ειρήνη και την ομόνοια. Ών όμως επικρατή έρις και προσπάθεια επιβολής κάθε απόψεως, τότε δεν μπορεί να υπάρξη ωφέλεια. Ώυτό το μέτρο είναι αναγκαίο για κάθε δογματική συζήτηση. Αιατί, αν δεν ενεργή το Άγιον Ξνεύμα, αν δεν επικρατή η ειρήνη κατά την διάρκεια των συζητήσεων, τότε είναι αδύνατον να ευρεθή η αλήθεια. b) Τπάξρεη Παξάδεηζνο θαη Κόιαζε Ε διδασκαλία περί του καθαρτηρίου πυρός των Ιατίνων σχετίζεται με την διδασκαλία περί Ξαραδείσου και Θολάσεως, γι’ αυτό και εξετάζεται και το θέμα αυτό. Ν άγιος Κάρκος απορρίπτει την ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου, που είπε ο Τριστός. Ε ψυχή του Ιαζάρου βρίσκεται στους κόλπους του Ώβραάμ, ενώ η ψυχή του πλουσίου στον άδη. Ν Θύριος στην παραβολή αυτή, όπως λέγει ο άγιος Κάρκος, δια μεν του κόλπου του Ώβραάμ φανέρωσε "τήν ακροτάτην κατάστασιν εν τη ευδαίμονι λήξει των τω Ζεώ φίλων", δια δε του άδου παρέστησε "τών βασάνων την εσχάτην κατάκρισιν και αιωνίαν δίκην των αμαρτωλών". Θαι φυσικά με την παραβολή αυτή ο Τριστός "ουκ έτι μεταξύ τούτων έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα". Γπομένως, υπάρχει Ξαράδεισος και Άδης και όχι κάποιος άλλος πρόσκαιρος τόπος βασάνου. Άλλωστε, υπάρχει χάσμα μέγα μεταξύ του Ξαραδείσου και του άδου, κατά την παραβολή αυτή*.


Ξουθενά μέσα στην Ώγία Αραφή δεν φαίνεται ότι αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα έχουμε Ξαράδεισο, Θόλαση και καθαρτήριο πύρ. Ε ψυχή του ανθρώπου, όταν απαλλαγή από το σώμα ως ασώματη και άϋλη, "ουκ έστιν εικός υπό σωματικού πυρός κολάζεσθαι", αφού το σώμα της διεφθάρη. Κετά όμως την ανάσταση, αφού η ψυχή εισέλθη πάλι στο άφθαρτο σώμα και αλλοιωθή όλη η κτίση και αφού διαιρεθή το πύρ, δηλαδή θα διαιρεθή το φωτιστικό και το καυστικό του πυρός, τότε ο άνθρωπος θα γευθή της αιωνίου κολάσεως, όπως ακριβώς και οι δαίμονες, γιατί και εκείνοι έχουν κάποια ύλη και περιβάλλονται με μια παχύτητα και έχουν σώματα αέρια και πύρια*. Γπομένως, μόνον Ξαράδεισος και Θόλαση υπάρχει και τίποτε ενδιάμεσο αυτών. Ε πρόγευσή τους αρχίζει από την έξοδο της ψυχής από το σώμα. ΐεβαίως, στην Ώγία Αραφή γίνεται λόγος και για τον άδη πριν την ενανθρώπηση του Τριστού και πριν την κατάργηση του θανάτου, δια της σταυρικής θυσίας του Τριστού. Ώλλά και ο Άδης, όπως περιγράφεται στην Ώγία Αραφή, δεν μπορεί να ταυτισθή με το καθαρτήριο πυρ των Ιατίνων. Ν Άδης είναι τόπος νοητός, γιατί οι ψυχές δεν έχουν σχήμα*. Νι ψυχές των δικαίων κρατούνταν στον άδη μέχρι την έλευση του Πωτήρος μόνον για την προγονική αμαρτία, "ουχ ως εν πυρί και κολάσει πάντως, αλλ’ ως εν δεσμωτηρίω και φυλακή"*. Γπομένως, δεν πρόκειται περί καθαρτηρίου πυρός, όπως διδάσκουν οι Ιατίνοι. Ε ύπαρξη ενός είδους καθαρτηρίου προσκαίρου πυρός μεταξύ Ξαραδείσου και Θολάσεως συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, με την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως των πάντων, αφού καλλιεργεί την ραθυμία στους ραθύμους. Ε αποκατάσταση των πάντων και το τέλος της αιωνίου Θολάσεως, όπως το δίδασκε ο Φριγένης και πέρασε και σε μερικούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, αποκηρύχθηκε και αναθεματίσθηκε από την πέμπτη Νικουμενική Πύνοδο, επειδή καθιστά ραθυμοτέρους τους ραθύμους, που ελπίζουν στην λύτρωση εκ των βασάνων. Θατά τον ίδιο τρόπο και η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός πρέπει να αποβληθή από την Γκκλησία, επειδή καλλιεργεί την εντύπωση ότι δεν πρέπει να αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή, αφού αναμένουν μια άλλη κάθαρση. "Βια τα αυτά τοίνυν και το προκείμενον δόγμα του καθαρσίου πυρός αποβλητέον αν είη της εκκλησίας, ως ραθυμίαν εμποιούν τοις σπουδαίοις και πείθον αυτούς μη πάσι τρόποις αγωνίζεσθαι κατά τον παρόντα βίον εαυτούς εκκαθαίρειν, ως προσδοκωμένης ετέρας καθάρσεως"*. Ώναλύοντας το θέμα του Ξαραδείσου και της Θολάσεως, ο άγιος Κάρκος, και εκφράζοντας την διδασκαλία της Γκκλησίας, λέγει ότι ούτε οι δίκαιοι μετά τον θάνατο κατέχουν ολοκληρωτικά την μακαρία εκείνη κατάσταση, ούτε οι αμαρτωλοί οδηγούνται στην αιώνιο κόλαση, όπου θα βασανίζωνται αιωνίως, αλλά και τα δύο αυτά "μετά την εσχάτην εκείνην ημέραν της κρίσεως και την ανάστασιν πάντων αναγκαίως γενήσεσθαι". Ρώρα και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί "είναι μεν εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις", όμως οι μεν δίκαιοι βρίσκονται με άνεση και ελευθερία μαζί με τους αγγέλους στον ουρανό και προγεύονται της ΐασιλείας των Νυρανών, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται κεκλεισμένοι στον άδη, αναμένοντας με στενοχωρία και απαραμύθητη λύπη, σαν κατάδικοι, την απόφαση του Θριτού, βλέποντας όμως την αιώνια βάσανο*. Σαίνεται από την διδασκαλία του αγίου Κάρκου ότι δεν υπάρχει μέση κατάσταση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι Ιατίνοι, ότι, δηλαδή, παρεμβάλλεται μεταξύ του Ξαραδείσου και της Θολάσεως ένας ιδιαίτερος τόπος, όπου υπάρχει το καθαρτήριο πύρ, αλλά υφίσταται μια μέση κατάσταση των ψυχών από την άποψη ότι, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, οι μεν δίκαιοι αναμένουν την τελεία απόλαυση του Ξαραδείσου, οι δε αμαρτωλοί αναμένουν την τελική απόφαση του Θριτού και τον τελικό βασανισμό. ΋μως η απόλαυση της θέας του Ζεού από τους δικαίους, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ήταν κατά την παρούσα ζωή. Αράφει χαρακτηριστικά ότι οι


δίκαιοι μετά τον θάνατο απολαμβάνουν της μακαρίας θεωρίας του Ζεού, "καί της εκείθεν εκπεμπομένης αίγλης τελεώτερόν τε και καθαρώτερον ή πρότερον εν τω βίω τυγχάνοντας"*. Ν άγιος Κάρκος για να υποστηρίξη αυτήν την άποψη χρησιμοποιεί πολλά χωρία από την Ώγία Αραφή και τους Ξατέρες της Γκκλησίας. Θατά την τελική κρίση, που θα γίνη μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, οι δίκαιοι θα ακούσουν τον λόγο: "Βεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν". Ώυτό σημαίνει ότι δεν την είχαν ακόμη κληρονομήσει αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Άλλωστε, εάν την είχαν κληρονομήσει, δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνη η ανάσταση των σωμάτων, η παρουσία του Θριτού και το φοβερό και παγκόσμιο εκείνο δικαστήριο*. Γπίσης ο Ώπόστολος Ξαύλος γράφει: "Ξάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Τριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς ό έπραξεν, είτε αγαθόν, είτε κακόν" (ΐ' Θορ. ε', 10). Ώυτό σημαίνει ότι πριν το ΐήμα εκείνο και πριν εμφανισθούμε ενώπιον του Τριστού, και μάλιστα αφού η ψυχή ζη χωρίς το σώμα, "ουδείς απολαμβάνει προς ό δια του σώματος έπραξεν"*. Γρωτηθείς ο Κ. Ώθανάσιος αν οι δίκαιοι απολαμβάνουν μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα τα αγαθά και οι αμαρτωλοί την κόλαση, απαντά: "Νυδαμώς, όμως δε αυτή η χαρά, ήν έχουσι νυν αι των αγίων ψυχαί, μερική απόλαυσίς εστιν, ώσπερ και η λύπη, ήν οι αμαρτωλοί έχουσι, μερική κόλασις". Θαι ο άγιος Κάρκος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως τα αιώνια εκείνα αγαθά, ούτε οι αμαρτωλοί δέχθηκαν την τελεία κατάκριση και έχουν παραπεμφθή στην Θόλαση. Άλλωστε, πριν την ανάσταση των σωμάτων είναι ατελείς "καί οίον ημίτομοι και του σώματος ελλιπείς". Κόνον μετά την είσοδο των ψυχών στα άφθαρτα σώματα θα λάβουν τα βραβεία και τους επαίνους των άθλων*. Πυνεπώς, μεταξύ του Ξαραδείσου και της Θολάσεως που προαπολαμβάνουν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, αμέσως μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, τον βιολογικό θάνατο, δεν υπάρχει κάποιο άλλο κτιστό καθαρτήριο πύρ. Ρο δόγμα αυτό των Ιατίνων δεν μπορεί να στηριχθή στην εκκλησιαστική παράδοση. c) Γελ ππάξρεη θαζαξηήξην πύξ Ρα όσα ελέχθησαν δεν είναι το μόνο επιχείρημα για την μη ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός. Σορεύς της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως ο άγιος Κάρκος, με επιχειρήματα ακλόνητα καταρρίπτει τις θεωρίες των Ιατίνων και παρουσιάζει την ορθόδοξη άποψη για το θέμα. Θατ’ αρχάς υποστηρίζει ότι πουθενά δεν γίνεται λόγος στην Ώγία Αραφή και στην πατερική παράδοση για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός. ΋που γίνεται αναφορά για το θέμα αυτό, εννοείται το άκτιστο και αιώνιο πύρ, που θα δοκιμάσουν οι αμαρτωλοί μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Πε αυτό όμως θα αναφερθούμε πιο κάτω. Γδώ πρέπει να σημειωθή ότι δεν υποστηρίζεται, και μάλιστα δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθή από την Ώγία Αραφή η διδασκαλία των Ιατίνων για το καθαρτήριο πυρ προ της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού. Ε άποψη ότι είναι δυνατόν οι ψυχές δια καθαρτικών τιμωριών, τις οποίες προξενεί κάποιο πρόσκαιρο πύρ, να απαλλαγούν από την αμαρτία, "ουκέτι ρητώς γεγραμμένον ευρίσκομεν, ούτε εν ταις ευχαίς και τοις άσμασι τοις υπέρ αυτών γινομένοις, ούτε εν τοις των διδασκάλων λόγοις"*. ΐεβαίως, σε μερικά κείμενα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Ιατίνοι, γίνεται


αναφορά στο θέμα αυτό, αλλά παρερμηνεύονται, εντάσσονται, δηλαδή, σε άλλη ερμηνευτική παράδοση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω. Κπορεί να συναντήση κανείς σε πατερικά κείμενα ότι οι αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες "κολάζονται μεν εκ μέρους", αλλά όχι ότι έχουν εκπέσει στην Θόλαση. Πτα κείμενα της Ώγίας Αραφής και των Ξατέρων γίνεται λόγος για λύπη των ευρισκομένων στην μέση κατάσταση, που τους κολάζει και τους τιμωρεί ή για αισχύνη και βάσανο της συνειδήσεως ή για μετάμελον ή συγκλεισμόν και σκότος ή για φόβο και αδηλία του μέλλοντος ή και μόνον αναβολή της θείας θεωρίας, αναλόγως των όσων έπραξαν, αλλά ποτέ δεν γίνεται λόγος για πυρ "σωματικόν ασωμάτους ψυχάς κολάζειν τε και καθαίρειν"*. Θανείς εκ των Ξατέρων της Γκκλησίας, που ερμήνευσαν τα σχετικά κείμενα της Ώγίας Αραφής, δεν εξέλαβεν ότι γίνεται αναφορά στο καθάρσιο πύρ, που διδάσκουν οι Ιατίνοι*. Ν Θύριος στην επί του ΋ρους ομιλία Ρου λέγει ότι εκείνος που θα αποκαλέση τον αδελφό του μωρόν, "ένοχος έσται τη κρίσει". Θαι επεξηγεί ο άγιος Κάρκος ότι ο Θύριος δεν τον παραπέμπει "εις το καθαρτήριον, αλλ’ εις γέενναν". Ζα αποδοθή λόγος για κάθε αργό λόγο "εν τω καιρώ της κρίσεως πάντως, αλλ’ ου καθαρθήσεσθαι δια πυρός διδάσκει"*. Πτην Ώγία Αραφή λέγεται ότι η θέα του Ζεού είναι τέλειο έπαθλο αυτών που καθάρισαν την καρδιά, κατά τον λόγο του Τριστού, "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Ζεόν όψονται" (Κατθ. ε', 8). Συσικά, υπάρχουν βαθμοί θεωρίας του Ζεού, ανάλογα με τους βαθμούς της καθάρσεως. Γπομένως, ούτε όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο βαθμό καθάρσεως, ούτε, φυσικά, υπάρχει ανάγκη του καθαρσίου πυρός, αν σε μερικούς η κάθαρση είναι ελλιπής. Πε όλη την Ώγία Αραφή φαίνεται ότι "ήττον όψονται τον Ζεόν οι ήττον κεκαθαρμένοι". Ζα δούν τον Ζεό οι άνθρωποι ανάλογα με τον βαθμό της καθάρσεως. Αι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη άλλη κάθαρση μετά την έξοδο από αυτόν τον βίο*. Έτσι, λοιπόν, ούτε λέγεται στην Ώγία Αραφή ρητώς κάτι για την ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός προσκαίρου, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά ούτε και εναρμονίζεται με όλο το πνεύμα της αυτή η καινοφανής διδασκαλία των Ιατίνων. Βεν υπάρχει καθαρτήριο πυρ μεταξύ του θανάτου κάθε ανθρώπου και της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού. d) Θενινγηθνί ιόγνη θαηά ηεο ππάξμεσο θαζαξηεξίνπ ππξόο Νι ομιλίες του αγίου Κάρκου του Γυγενικού για το θέμα του καθαρτηρίου πυρός είναι πλουσιότατες καί, φυσικά, είναι δύσκολο να παρουσιασθούν σε αυτήν την συνοπτική ανάλυση της διδασκαλίας του. Ώναγκαστικά είμαστε σύντομοι και αποσπασματικοί. ΋μως, παρά τις δυσκολίες της παρουσιάσεως της όλης διδασκαλίας του αγίου Κάρκου, αγωνιζόμαστε να μην την αλλοιώσουμε, αλλά να εξετάσουμε τις γενικές απόψεις του για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ. Πτο τέλος της πρώτης ομιλίας του εκθέτει ως συμπεράσματα τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατόν να υπάρχη το καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Ιατίνοι, ως κτιστό, πρόσκαιρο και παρεμβαλλόμενο μεταξύ του θανάτου και της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού. Νι λόγοι είναι οι εξής: Ξ ρ ω τ ο ν. Ώφού ο πόθος για το θείο, αυτή η ίδια η αγάπη καθαίρει τους ανθρώπους και τους καθιστά θεοειδείς, γιατί δεν μπορεί να συμβή το ίδιο και μετά τον θάνατο, να τους καθαρίση τα μικρά αμαρτήματα αυτός ο πόθος, αλλά χρειάζεται κάποιο καθαρτήριο πύρ;


Β ε ύ τ ε ρ ο ν. Ώρμόζει στην αγαθότητα του Ζεού να μην παραβλέψη το ολίγον αγαθόν ή να τιμωρήση την μικρά αμαρτία. Ώλλά το ολίγον αγαθόν μεταξύ των μεγάλων αμαρτιών δεν επιτυγχάνει καμμία αμοιβή. Νύτε είναι ανάγκη το ολίγον κακόν γι’ αυτούς που έχουν κατορθώσει μεγάλα πράγματα να προσαχθή σε δίκη. Αι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ανάγκη να υπάρχη καθαρτήριο πύρ. Ρ ρ ί τ ο ν. Ρο ολίγον αγαθόν στους αμαρτωλούς δεν μπορεί να έχη ανταπόδοση, αλλά διαφορά κολάσεως. Ρο ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους. Ρο λίγο κακό σε αυτούς δεν δημιουργεί κόλαση, αλλά διαφορά απολαύσεως. Γπομένως, εφ’ όσον υπάρχει διαφορά απολαύσεως για τους δικαίους και διαφορά κολάσεως για τους αμαρτωλούς, δεν υφίσταται λόγος για ύπαρξη καθαρτηρίου πυρός. Ρ έ τ α ρ τ ο ν. Πυνέχεια των προηγουμένων είναι ότι η όραση του Ζεού επιτυγχάνεται ομοίως από όλους τους ανθρώπους, αλλά εξαρτάται από την διαφορά και τον βαθμό της καθάρσεως. Γπομένως, σε αυτούς που έχουν ελλιπή κάθαρση "ουδ’ άρα χρεία του καθαρτηρίου πυρός". Ξ έ μ π τ ο ν. Ν άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος στον λόγο του στο Ξάσχα αποφαίνεται ρητώς και καθαρώς ότι δεν υπάρχει κάθαρση "υπέρ την νύκτα ταύτην", δηλαδή δεν υπάρχει καμμία κάθαρση μετά τον βίο αυτόν, που χαρακτηρίζεται ως νύκτα. Έ κ τ ο ν. Πε λόγο του ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος λέγει ότι είναι προτιμότερο να καθαρισθούμε εδώ και όχι να παραπεμφθούμε στην βάσανο της κολάσεως, γιατί τότε "κολάσεως καιρός, ου καθάρσεως". Νπότε φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχει κάθαρση μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά μόνον η αιώνια κόλαση. Έ β δ ο μ ο ν. Ν Τριστός στην παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου μεταξύ του Ξαραδείσου και της Θολάσεως "ουκ έτι... έτερον τόπον κατέλιπε πρόσκαιρόν τινα βάσανον έχοντα, αλλ’ ή χάσμα μέγα και αδιάβατον διείργον εκατέρους εξ αλλήλων και την άκραν και άμεσον εναντίωσιν παριστών". ΋ γ δ ο ο ν. Βεν είναι δυνατόν η ασώματη και άϋλη ψυχή μετά την απαλλαγή εκ του σώματος να κολάζεται από σωματικό πύρ. Ώυτό το αιώνιο πυρ θα υπάρξη μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και μετά την ανάληψη του αφθάρτου σώματος. Έ ν α τ ο ν. Ν Άδης, στον οποίο κατέβαιναν οι ψυχές των αγίων της Ξαλαιάς Βιαθήκης, δεν ήταν στον τύπο του πυρός και της κολάσεως, αλλά στον τύπο του δεσμωτηρίου και της φυλακής. Θατά τον ίδιο τρόπο τις ψυχές των μετρίως αμαρτησάντων "ο τοιούτος Άδης καθέξει μετά τον θάνατον". Βηλαδή, οι ολίγα αμαρτήσαντες μέχρι την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού θα ζουν σαν σε δεσμωτήριο και φυλακή, αναμένοντας την τελική δίκη, οπότε θα αρχίση η Θόλαση. Αι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι αναγκαίο να υπάρξη καθαρτήριο πύρ. Β έ κ α τ ο ν. Νι όσιοι Ξατέρες που έζησαν την ισάγγελη πολιτεία στην γη και εμυήθησαν με οπτασίες και με ενύπνια και θαύματα στην ζωή της αιωνίου κολάσεως των ασεβών και των αμαρτωλών, όπως ζωγραφίζει και η παραβολή του Ξλουσίου και του Ιαζάρου, "περί καθαρτικού προσκαίρου πυρός ουδέν ουδαμού διεσάφησαν". Γ ν δ έ κ α τ ο ν. Ξρέπει να αποβληθή το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός, διότι οδηγεί τους ανθρώπους στην ραθυμία και στο να μην αγωνίζωνται στην παρούσα ζωή να καθαρθούν, αναμένοντας κάποια μελλοντική κάθαρση, όπως ακριβώς αποβλήθηκε και το περί αποκαταστάσεως δόγμα, γιατί οδηγεί τον άνθρωπο στα ίδια αποτελέσματα*.


Ρα ίδια επιχειρήματα αναπτύσσει και στους συλλογισμούς του περί της μη υπάρξεως καθαρτηρίου πυρός, όπου φαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να δεχθούμε την ύπαρξη τέτοιου πυρός, προσκαίρου και κτιστού. Πτους συλλογισμούς αυτούς τα επιχειρήματα του αγίου Κάρκου επικεντρώνονται σε τρία σημεία. Ρο πρώτον ότι, όπως διδάσκει όλη η Ώγία Αραφή και η Ξαράδοση της Γκκλησίας, υπάρχει διαφορά οράσεως του Ζεού, ανάλογα με την κάθαρση του ανθρώπου από την ζωή αυτή. Ρελειότερα ορά την δόξα του Ζεού ο περισσότερο κεκαθαρμένος. Νπότε υπάρχει μεγαλυτέρα και μικροτέρα θεωρία του Ζεού, αναλόγως της καθάρσεως. Γκείνος που έχει και μερικά αμαρτήματα, "ορά και αυτός τον Ζεόν άνευ του καθαρτηρίου επιδεηθήναι πυρός", αρκούσης προς τούτο της φιλανθρωπίας του Ζεού, σε ανάλογο, βέβαια, βαθμό. Ε διδασκαλία, όμως, του καθαρτηρίου πυρός αναιρεί αυτήν την διαφορά της απολαύσεως της δόξης του Ζεού. Βιότι, εφ’ όσον οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής διέρχονται από το πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, έπεται ότι όλες οι ψυχές των δικαίων "εν τη αυτή θεωρία του Ζεού είναι, όπερ εστίν η μακαριότης". Ώυτό όμως είναι ψεύδος, γιατί ο Τριστός είπε ότι στην ΐασιλεία του Ξατρός Ρου "μοναί πολλαί εισιν" ('Ηω. ιδ', 2). Ρο δεύτερον επιχείρημα είναι ότι δεν είναι δυνατόν να αλλαγή με κανένα καθαρτήριο πυρ η θέληση του ανθρώπου μετά την έξοδο από την ζωή αυτή. "Ή τε της θελήσεως κίνησις, ή τε των πραγμάτων εξ ανάγκης εν τω παρόντι συγκέκλεισται βίω". Ε βούληση μπορεί να μεταβληθή όσο βρίσκεται ο άνθρωπος στη ζωή αυτή, όπου δε ευρεθή μετά τον θάνατο μένει ακίνητη. "Θαι άθλου ή δίκης δια ταύτα τυγχάνει, και μη δια του καθαρτηρίου οδεύουσα". Γφ’ όσον, λοιπόν, ζητείται για την μακαριότητα η ευθύτης της θελήσεως και εφ’ όσον το καθαρτήριο δεν μπορεί να μεταβάλη την θέληση από πονηρά σε αγαθή, επειδή αυτό γίνεται όσο ζη ο άνθρωπος στην βιολογική ζωή, γι’ αυτό προς την μακαριότητα "ουδέν συνεισφέρει το καθαρτήριον". Ώυτό σημαίνει ακόμη ότι δεν μπορούν οι άνθρωποι να καθαρθούν με κανένα καθαρτήριο. Ρο τρίτον επιχείρημα είναι ότι, όπως υπάρχει διαφορά απολαύσεως της ΐασιλείας των Νυρανών, έτσι υπάρχει και διαφορά κολάσεως. Θαί, όπως είπαμε πιο πάνω, το ολίγον αγαθόν των αμαρτωλών δεν είναι δυνατόν να δώση ανταπόδοση, "αλλά μόνον διαφοράν κολάσεως". Έτσι, και το ολίγον κακόν στους δικαίους "ου ποιήσει κόλασιν, αλλά μόνον διαφοράν απολαύσεως". Αι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Ιατίνοι*. e) Δξκελεία απνζηνιηθνύ ρσξίνπ Νι Ιατίνοι για την υποστήριξη του καθαρτηρίου πυρός χρησιμοποίησαν διάφορα αγιογραφικά χωρία. Αι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο άγιος Κάρκος ο Γυγενικός στις ομιλίες αυτές, που είναι αντιρρητικές και χρησιμοποιήθηκαν στην Πύνοδο Σερράρας - Σλωρεντίας, ερμηνεύει ορθόδοξα τα αγιογραφικά αυτά χωρία και αποδεικνύει ότι οι Ιατίνοι στην πραγματικότητα τα παρερμήνευσαν για να κατοχυρώσουν την νέα τους δοξασία. Ρο κυριότερο χωρίο στο οποίο στράφηκε ο λόγος είναι αυτό που προέρχεται από την Ώ' προς Θορινθίους επιστολή, στο οποίο γίνεται λόγος για την δοκιμασία του έργου δια του πυρός. Πυγκεκριμένα εκεί ο Ώπόστολος Ξαύλος γράφει: "έκαστος δε βλεπέτω πώς εποικοδομεί, θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός εστιν Ηησούς Τριστός. ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται, η γαρ ημέρα δηλώσει, ότι εν πυρί αποκαλύπτεται, και εκάστου το έργον οποίόν εστι το πυρ δοκιμάσει. εί τινος το έργον


μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται, εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Ώ' Θορ. γ', 10-15). Ρο χωρίο αυτό, όπως λέγει ο άγιος Κάρκος, ενώ φαίνεται ότι εισάγει το καθαρτήριο πύρ, εν τούτοις "μάλιστα δε πάντων αυτό αναιρεί". Νι λόγοι που το αποδεικνύουν είναι οι ακόλουθοι. Ξρώτον, ο Ώπόστολος Ξαύλος το ονόμασε δοκιμαστικό και όχι καθαρτικό. Βεύτερον, όλα τα έργα, ακόμη και τα αγαθά και τιμιότατα θα περάσουν από αυτό το πύρ, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν χρειάζονται όλα κάθαρση. Ρρίτον, ο Ώπόστολος λέγει ότι ενώ τα έργα των πονηρών θα κατακαούν, αυτοί οι ίδιοι θα ζημιωθούν, κατά την ερμηνεία όμως των Ιατίνων οι καθαιρόμενοι θα κερδίσουν. Ρέταρτον, τα όσα λέγονται από τον Ώπόστολο θα γίνουν κατά την ημέρα της Θρίσεως και του μέλλοντος αιώνος και δεν πρόκειται για κάποιο καθαρτήριο πυρ μεταξύ Ξαραδείσου και Θολάσεως. Άλλωστε, πουθενά στην Ώγία Αραφή δεν λέγεται αυτό. Κάλιστα ο Τριστός είναι κατηγορηματικός όταν λέγη: "απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον" (Κατθ. κε', 46). Γπομένως, πρόκειται ουσιαστικά για την άκτιστη Τάρη του Ζεού, η οποία τους μεν δικαίους φωτίζει, τους δε αμαρτωλούς κατακαίει. Πε αυτό συνευδοκούν και τα χωρία της Ώγίας Αραφής, τα οποία παραθέτει ο άγιος Κάρκος. Ν Ξροφητάναξ ΒαυΎδ λέγει: "Ξύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα" (Υαλμ. μθ', 3). Θαι ακόμη: "Ξύρ εναντίον αυτού προπορεύσεται, και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού" (Υαλμ. ζ', 3). Θαι ο Ξροφήτης Βανιήλ γράφει: "Ξοταμός πυρός είλκεν έμπροσθεν αυτού" (Βαν. ζ', 10). Ηδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η φράση του Ώποστόλου Ξαύλου: "εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός". Ν άγιος Κάρκος, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση, λέγει ότι το έργο που το πυρ θα κατακαύση και θα αφανίση τελείως είναι η πονηρά διάθεση ή ενέργεια. Ρο "ζημιωθήσεται" αναφέρεται στα πονηρά φορτία, τα οποία είχαν οι αμαρτωλοί, το δε "σωθήσεται" στην διατήρησή τους. Αράφει χαρακτηριστικά: "σώσει δε όμως, τουτέστιν εις το διηνεκές καθέξει τε και φυλάξει, μη συναπολλυμένους τη πονηρία"*. Ώυτό σημαίνει ότι η Τάρη του Ζεού θα διατηρήση και τους αμαρτωλούς, θα αποκαταστήση την φύση τους και θα παραμείνουν και αυτοί αιωνίως στην Θόλαση. Γπομένως, η σωτηρία αναφέρεται στην διατήρηση. Ώυτή η ερμηνεία του αγίου Κάρκου του Γυγενικού δεν είναι αυθαίρετη, αλλά είναι διδασκαλία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας. Ν άγιος Κάρκος αναφέρει την ερμηνεία του ιερού Τρυσοστόμου και την διδασκαλία του Κ. ΐασιλείου για το πυρ του μέλλοντος αιώνος. Ν ιερός Τρυσόστομος, ο οποίος είναι το στόμα του Ξαύλου, όπως και ο Ώπόστολος Ξαύλος είναι στόμα Τριστού, ερμηνεύοντας αυτήν την φράση του Ώποστόλου Ξαύλου, γράφει ακριβώς: "σωθήσεται γαρ "φησίν" ο αμαρτωλός ως δια πυρός", τουτέστι διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί και ου συναπολείται τοις πονηροίς έργοις και διαθέσεσι"*. Ώυτό δεν είναι άσχετο από την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, ότι δεν μπορεί ποτέ να οδηγηθή στην ανυπαρξία, στο μη όν και ότι ο Τριστός με την ανάστασή Ρου έδωσε σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, ως δώρο Ρου την ανάσταση, η οποία θα γίνη κατά την Βευτέρα Ξαρουσία Ρου, ότι θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, όχι όμως της θελήσεως, και ότι ενώ οι δίκαιοι θα απολαύσουν το "αεί εύ είναι", οι αμαρτωλοί θα δεχθούν το "αεί φεύ είναι".


Ν Κ. ΐασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό "φωνή Θυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός", λέγει ότι, επειδή το πυρ έχει δύο ιδιότητες, την φωτιστική και καυστική, η φωνή του Θυρίου θα διακόψη το πυρ αυτό "ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως διαμείναι"*. Ξαρουσιάζοντας δε το χωρίο αυτό του Κ. ΐασιλείου, ο άγιος Κάρκος λέγει ότι τα λαμπρά και φωτεινά έργα των δικαίων λαμπρότερα φαίνονται, οι δε δίκαιοι θα γίνουν κληρονόμοι του φωτός. ΋μως οι αμαρτωλοί θα ζημιωθούν με την αποβολή των έργων τους, ενώ "σώζονται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, διηνεκώς εν τω πυρί μένοντες (τούτο γαρ σημαίνει κυρίως και η φωνή του σώζεσθαι), ίνα μη δόξωσι δια το φθαρτικόν του πυρός και αυτοί καθάπαξ απόλλυσθαι"*. Πυγχρόνως, ο άγιος Κάρκος λέγει ότι αν υπάρχη κάποιος εξηγητής, ο οποίος με την λέξη σωτηρία εννοεί την απαλλαγή από την κόλαση, και με την διέλευση δια του πυρός εννοεί τον καθαρισμό, αυτός "παρανοήσας αυτό φαίνεται παντελώς"*. Θατά τον άγιο Κάρκο τον Γυγενικό, η ερμηνεία του ιερού Τρυσοστόμου είναι η πλέον αξιόλογη και με αυτήν συμφωνούν όλοι οι διδάσκαλοι της Γκκλησίας. Έτσι, η χρυσοστομική ερμηνεία "πάντων εστίν ακριβεστέρα τε και αληθεστέρα"*. Κέσα στα πλαίσια αυτά προσθέτει και ο ίδιος μια ερμηνεία, που συνδέεται με τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στην Θόρινθο και έδωσαν την αφορμή στον Ώπόστολο Ξαύλο να πη αυτόν τον λόγο. Ησχυρίζεται ο άγιος Κάρκος ότι ο Ώπόστολος Ξαύλος στην περίπτωση αυτή εννοεί τον Τριστιανό εκείνο της Θορίνθου που επόρνευσε. Ήταν ένας από τους διδασκάλους πού, ενώ έπεσε σε μεγάλο παράπτωμα, "τής διδασκαλικής αξίας όμως αντείχετο, σύστημα έχων υφ’ εαυτόν ουκ ευκαταφρόνητον και τη έξω σοφία και τω πλούτω θαρρών"*. Έτσι φαίνεται ότι ο Ώπόστολος είχε υπ’ όψη του κάποιον διδάσκαλο που ενώ είχε αμαρτήσει, εν τούτοις εξακολουθούσε να διδάσκη έχοντας εμπιστοσύνη στην έξω σοφία και τον πλούτο της διανοίας. Ώυτό το εξάγει από τα όσα λέγονται στο σχετικό κεφάλαιο της επιστολής του Ώποστόλου Ξαύλου. Γπομένως, κατά τον άγιο Κάρκο, ο λόγος αυτός "πρός τον πεπορνευκότα λοιπόν εμφαντικώς αποτείνεται". Ένας τέτοιος διδάσκαλος όχι μόνον δεν θα λάβη μισθό της διδασκαλίας του, αλλά και το έργο της διδασκαλίας θα κατακαή. ΋μως αυτός θα παραμείνη να δικαστή για τις πράξεις του. "Ώυτός γε μην ο τοιούτος διδάσκαλος ου συνδιαφθαρήσεται τω οικείω έργω, αλλά σωθήσεται και παραμενεί και τω κριτή παραστήσεται και λόγον υφέξει των πεπραγμένων και την αιώνιον υποστήσεται δίκην, μηδέν του έργου της διδασκαλίας εκείνης, άτε διαφθαρείσης, ονάμενος... και σωθήσεται σωτηρίαν απωλείας χείρονα, βέλτιον γαρ ήν αυτώ ει μηδέ εγένετο μηδέ τότε εσώθη, τοιαύτην ύλην επιφερόμενος"*. Ξρέπει να σημειωθή ότι επανειλημμένως ο άγιος Κάρκος χρησιμοποιεί τον λόγο του ιερού Τρυσοστόμου, ότι σωτηρία εννοείται το "περιλείπεσθαι". "...σωτηρίαν νοείσθαι τούτ’ αυτό μόνον, το μη τω έργω συνδιαφθείρεσθαι, περιλείπεσθαι δέ, εκείνου διαφθαρέντος". Ν άνθρωπος αυτός θα παρουσιασθή ενώπιον του Θριτού "περιπεφλεγμένος". Άλλωστε, το πυρ αυτό για το οποίο κάνει λόγο ο Ώπόστολος Ξαύλος είναι μόνον δοκιμαστικό, "αλλ’ ουκ αυτό εκείνο το τους αμαρτωλούς αιωνίως υποδεξόμενον"*. Παφώς, δηλαδή, εδώ ο άγιος Κάρκος διακρίνει το δοκιμαστικό πυρ της κρίσεως, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, από το αιώνιον πυρ της κολάσεως. Συσικά, το πυρ της κρίσεως δεν είναι κτιστό, αλλά άκτιστο. Λομίζω αυτή η διάκριση φανερώνει, αφ’ ενός μεν την δοκιμασία της κρίσεως, που γίνεται από τον Ίδιο τον Τριστό, αφ’ ετέρου δε την καυστική ιδιότητα της ενεργείας του Ζεού, που οφείλεται στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.


Ώντικρούοντας ο άγιος Κάρκος την άποψη ότι η λέξη σωτηρία δεν χρησιμοποιείται για τα κακά, αλλά μόνον για τα αγαθά, αναφέρει το σχετικό χωρίο από τον Ηώβ. Ν αγγελιοφόρος μετά την καταστροφή πήγε στον Ηώβ για να του αναγγείλη τα γενόμενα λέγοντάς του: "Πωθείς δε εγώ μόνος ήλθον του απαγγείλαί σοι" ('Ηώβ α', 15). Πώθηκε, διατηρήθηκε από την καταστροφή και πήγε να του αναγγείλη το κακό*. Γπομένως, ο αποστολικός λόγος δεν μπορεί να στηρίξη κανένα καθαρτήριο πύρ, όπως λέγουν οι Ιατίνοι. Ώναφέρεται σαφώς στο μελλοντικό δικαστήριο, στην κρίση και την διατήρηση του αμαρτωλού, δηλαδή στην διέλευσή του δια του πυρός, χωρίς να καταστραφή μαζί με τα πονηρά του έργα. f) Παηεξηθά ρσξία θαηά ηνλ δηάινγν Νι Ιατίνοι για να υποστηρίξουν την καινοφανή διδασκαλία τους για το καθαρτήριο πυρ χρησιμοποίησαν κατά τον διάλογο και πατερικά χωρία. Θαι αυτό γιατί οι Νρθόδοξοι ζήτησαν να μάθουν που στηρίζουν την διδασκαλία τους, που είναι ξένη για την Νρθόδοξη Γκκλησία. Ζα δούμε όμως στην συνέχεια ότι οι Ιατίνοι αλλοίωναν στην πραγματικότητα τα χωρία των Ξατέρων, όπως, άλλωστε, έκαναν και με τα αγιογραφικά χωρία. Βεν πρόκειται να κάνω μεγάλη ανάλυση αυτής της πλευράς του θέματος, απλώς θα την σχολιάσω, εξάγοντας και τα απαραίτητα συμπεράσματα. Νι Ιατίνοι χρησιμοποίησαν "ρήματά τινα της πέμπτης οικουμενικής συνόδου", στα οποία φαίνεται ότι αποδέχεται την διδασκαλία του ιερού Ώυγουστίνου και του αγίου Ώμβροσίου. Πτην συνέχεια χρησιμοποίησαν χωρία του αγίου Αρηγορίου του Βιαλόγου, ευχές του Κ. ΐασιλείου, ρητά του μακαρίου Αρηγορίου Λύσσης, καθώς επίσης ρητά του θείου Βιονυσίου Ώρεοπαγίτου, του μεγάλου Γπιφανίου και του θεορρήμονος Βαμασκηνού. Γπίσης γίνεται αναφορά και στον μακάριο Ζεοδώρητο*. Τρησιμοποιώντας όλα αυτά τα πατερικά χωρία, οι Ιατίνοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η θεία δικαιοσύνη δεν αφήνει τίποτε ατιμώρητο, και γι’ αυτό είναι ανάγκη να υπάρχη ένας άλλος τόπος για όσους δεν τιμωρήθηκαν στην ζωή αυτή, ούτε πρόκειται να τιμωρηθούν στον ουρανό ή στον άδη, στον οποίο θα τιμωρηθούν και θα καθαρισθούν. Κετά από αυτά λέγεται από τους Ιατίνους: "λείπεται δη τόπον έτερον είναι αφωρισμένον, ου δει την κάθαρσιν ταύτην γίνεσθαι, δι’ ής έκαστος καθαρός γενόμενος, εις την ουράνιον απόλαυσιν παραχρήμα ανάγεται"*. Ν άγιος Κάρκος ο Γυγενικός, φορεύς της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως και αυθεντικός ερμηνευτής των Αραφών και των πατερικών λόγων, αναλύει και ερμηνεύει ορθόδοξα όλα αυτά τα χωρία, καταρρίπτοντας τις απόψεις των Ιατίνων. Ώποδεικνύει περίτρανα ότι σε κανένα από τα πατερικά αυτά χωρία δεν αναφέρεται σαφώς ότι υπάρχει το λεγόμενο κολαστήριο πύρ. Γπομένως, δεν δικαιολογείται από πουθενά η ύπαρξη του πουργατορίου, όπως έλεγαν οι Ιατίνοι. Ώπλούστατα, στην προσπάθειά τους να το κατοχυρώσουν, αλλοίωναν, και παρερμήνευαν τους πατερικούς λόγους. Έτσι, ο άγιος Κάρκος αποδεικνύει ότι άλλα από τα χωρία αυτά δεν ομιλούν καθαρώς για το καθαρτήριο πύρ, όπως τα χωρία τα προερχόμενα από τον Ώυγουστίνο και τον άγιο Ώμβρόσιο, άλλα ότι παρερμηνεύονται, όπως του Κ. ΐασιλείου, του Βιονυσίου Ώρεοπαγίτου, του αγίου Ηωάννου Βαμασκηνού, του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, κ.λ.π.


ΐέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης δεν ομιλεί περί αποκαταστάσεως των πάντων, κατά τρόπο φιλοσοφικό και αιρετικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν και μερικοί σύγχρονοι μελετητές, επηρεασμένοι από την δυτική ερμηνευτική παράδοση, αλλά εντάσσεται μέσα στην εκκλησιαστική Νρθόδοξη Ξαράδοση. Ώυτό θα το δούμε σε άλλο κεφάλαιο. Γπίσης, και το ότι οι Ιατίνοι χρησιμοποιούν χωρία της Ξέμπτης Νικουμενικής Πυνόδου γίνεται αντικείμενο κριτικής και ελέγχου από τον άγιο Κάρκο, που ισχυρίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να θεσπίζη τέτοια διδασκαλία η μεγάλη αυτή Νικουμενική Πύνοδος. Πτην συνέχεια καταλήγει χαρακτηριστικά ο άγιος Κάρκος: "ούτε γαρ η γραφή διπλήν κόλασιν και διπλούν πύρ, ουθ’ η πέμπτη των οικουμενικών συνόδων ημίν παραδέδωκεν"*. Πτην δεύτερη ομιλία του ο άγιος Κάρκος αναλύει διεξοδικά το θέμα αυτό, παρουσιάζοντας τόσο διάφορα πατερικά χωρία που αναφέρονται στα μέλλοντα, χωρίς να γίνεται σαφής λόγος για καθαρτήριο πύρ, όσο και την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης και πώς η Γκκλησία αντιμετωπίζει το σοβαρό αυτό θέμα. Βεν είναι όμως ο κατάλληλος τόπος για την ανάπτυξή του. Αενικά, ο άγιος Κάρκος ισχυρίζεται ότι οι Ιατίνοι παρανοούν και παραχαράσσουν την πατερική διδασκαλία γύρω από το θέμα αυτό. Νι Ιατίνοι δεν έχουν ορθόδοξες προϋποθέσεις για να κατανοήσουν τους Ξατέρες της Γκκλησίας, γι’ αυτό και αστοχούν κατά την ερμηνευτική παρουσίασή τους. ΐέβαια, στην ορθόδοξη διδασκαλία γίνεται λόγος για την άφεση των αμαρτιών και την αξία των μνημοσύνων. Ώυτά τα δύο γεγονότα οι Ιατίνοι δεν μπορούν να τα κατανοήσουν πραγματικά. Πτην συνέχεια θα γίνη μία μικρή αναφορά στην σχετική διδασκαλία της Γκκλησίας. Η ά φ ε σ η τ ω ν α μ α ρ τ ι ω ν στην Νρθόδοξη Ξαράδοση είναι απαλλαγή από την κόλαση και την τιμωρία. Θαι αυτή η άφεση γίνεται με τρεις τρόπους και σε τρεις διαφόρους χρόνους. Ε πρώτη κατά τον καιρό του ΐαπτίσματος, η δεύτερη μετά το ΐάπτισμα, δια της επιστροφής και του πένθους κατά την παρούσα ζωή, και η τρίτη μετά τον θάνατο, δια των ευχών και ευποιϊών και όσων επιτελεί η Γκκλησία του Τριστού. Ε άφεση δια του ΐαπτίσματος είναι άμοχθος και ομότιμος σε όλους. Γίναι έργο της Τάριτος και δεν απαιτείται έργον εκ μέρους του ανθρώπου παρά μόνον η πίστη. Ε μετά το ΐάπτισμα άφεση είναι επίπονη και απαιτεί μετάνοια και συντριβή του ανθρώπου. Ε μετά τον θάνατο άφεση είναι μεν επίπονη και αυτή, διότι συνδέεται στενά με την μετάνοια "καί την συνείδησιν πλήττουσαν και την αποτυχίαν των αγαθών οδυνώσαν", αλλά είναι καθαρά από τιμωρία, αφού δεν είναι δυνατόν να είναι άφεση και συγχρόνως τιμωρία. Πτην πρώτη και τρίτη άφεση πλεονεκτεί η Τάρη του Ζεού, συμβάλλουν και οι προσευχές, "ολίγον δε λίαν το παρ’ ημών εισφερόμενον". Ε μεσαία άφεση γίνεται με την Τάρη του Ζεού, αλλά περισσότερο από την δική μας έργασία: "η μέση δε τουναντίον ολίγον μεν το παρά της χάριτος έχει, πλείστης δε δείται της παρ’ ημών εργασίας". Γπίσης, διαφέρει η πρώτη άφεση, δια του αγίου ΐαπτίσματος, από την τελευταία άφεση, μετά τον θάνατο, γιατί η πρώτη άφεση είναι συγχώρηση όλων των αμαρτιών, η δε τελευταία είναι άφεση μόνον των μη θανασίμων, και μάλιστα εκείνων για τα οποία ο άνθρωπος μετανόησε κατά την διάρκεια της βιολογικής ζωής.


Ώυτή είναι η διδασκαλία της Νρθόδοξης Γκκλησίας, όπως λέγει ο άγιος Κάρκος, γι’ αυτό εύχεται για άφεση των κεκοιμημένων. Ξαρακαλεί τον Ζεό να συγχωρήση τα αμαρτήματα των μετανοησάντων Τριστιανών, των τελειωθέντων εν τη πίστει, χωρίς να ορίζη καμμία τιμωρία, γιατί γνωρίζει ότι σε τέτοια αμαρτήματα "πολύ την θείαν αγαθότητα τον της δικαιοσύνης λόγον υπερνικάν". Έτσι, στην Νρθόδοξη Γκκλησία κάνουμε λόγο για την αγαθότητα του Ζεού και όχι για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης*. Πυναφές με την άφεση των αμαρτιών είναι και το θέμα των μ ν η μ ο σ ύ ν ω ν. Ε Νρθόδοξη Γκκλησία τελεί τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους Τριστιανούς και εύχεται γι’ αυτούς στον Ζεό, αλλά με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικό λόγο από τους Ιατίνους. Κε άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθή το καθαρτήριο πυρ των Ιατίνων με τα μνημόσυνα, που γίνονται στην Νρθόδοξη Γκκλησία. Ρο πρώτον προϋποθέτει κάθαρση δια της τιμωρίας, το δεύτερον προϋποθέτει τελείωση στην ατέλεστη πορεία του ανθρώπου προς την θέωση. Ν άγιος Κάρκος δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το θέμα αυτό. Ρα μνημόσυνα στην Νρθόδοξη Γκκλησία γίνονται για όλους τους ανθρώπους που κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως και την πίστη στον Ηησού Τριστό. Θαι επομένως, τα μνημόσυνα και οι ευχές της Γκκλησίας ωφελούν όλους τους κεκοιμημένους, δικαίους και αδίκους, αγίους και αμαρτωλούς. ΐέβαια, διαφέρει η ευχή που λέγεται για κάθε Τριστιανό. Θαι για τους αγίους, δηλαδή, κάνουμε μνημόσυνα και προσφέρουμε κόλλυβα στις μνήμες τους, αλλά, επειδή έχουμε τεκμήρια αγιότητας και επειδή έχουν καταριθμηθή στον κατάλογο και την χορεία των αγίων, γι’ αυτό και διαφορετική είναι η ευχή. Βεν παρακαλούμε τον Ζεό να τους ελεήση, αλλά προσευχόμαστε "εις τιμήν και μνήμην" και ζητούμε τις ευλογίες τους για μάς. Ν άγιος Κάρκος γράφει για την ωφέλεια των ευχών των μνημοσύνων: "΢πέρ πάντων ομοίως ποιούμεθα των εν τη πίστει κεκοιμημένων, και πάσιν αυτάς συντελείν τι και συνεισφέρειν φαμέν προς άπαντας διαβαίνειν την απ’ αυτών δύναμιν και ωφέλειαν"*. Γπομένως, οι ευχές γίνονται για όλους τους κεκοιμημένους εν τη ορθοδόξω πίστει. Ξροσεύχεται η Γκκλησία κατ’ αρχάς για τους αμαρτωλούς, οι οποίοι έχουν κλειστή στον άδη, "ίνα μικράς τινος ανέσεως τύχωσιν, ει και μη τελείας απαλλαγής". Ξροσεύχεται κυρίως για τους κεκοιμημένους εν πίστει "κάν αμαρτωλότατοι είεν". ΐέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις αγίων που προσευχήθηκαν και για ασεβείς, αλλά "η του Ζεού εκκλησία των (μέν) τοιούτων ουδαμώς υπερεύχεται"*. Νι αμαρτωλοί και κεκλεισμένοι μετά τον θάνατο στον άδη ωφελούνται από τις ευχές αυτές, αφ’ ενός μεν γιατί δεν έχουν τελικά καταδικασθή και ούτε ακόμη έχουν την τελεσίδικη απόφαση του δικαστού, αφ’ ετέρου δε γιατί ακόμη δεν έχουν πέσει στην κόλαση, πράγμα που θα γίνη μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ών αυτό ισχύη για τους αμαρτωλούς, πολύ περισσότερο ωφελούν τα μνημόσυνα και οι ευχές αυτούς που μετανόησαν, αλλά δεν πρόφθασαν να καθαρισθούν τελείως και να φθάσουν στον φωτισμό του νού. Ών αυτοί έχουν ελάχιστα ή κούφα αμαρτήματα, αποκαθίστανται στον κλήρο των δικαίων ή παραμένουν εκεί που βρίσκονται, δηλαδή στον άδη, και "κουφιούσι των δυσχερών και προς ελπίδας επανάξουσι χρηστοτέρας"*. Ρα μνημόσυνα, όμως, και οι ευχές της Γκκλησίας ωφελούν και τους δικαίους και τους οσίως βιώσαντας. Ώυτή είναι κεντρική διδασκαλία της Γκκλησίας μας. Ν άγιος Κάρκος ισχυρίζεται ότι οι ευχές της θείας Ιειτουργίας αποδεικνύουν ότι "καί προς τους ήδη της παρά Ζεώ μακαριότητος απολαύοντας η των ευχών τούτων και μάλιστα της μυστικής θυσίας δύναμις διαβαίνει". Ώυτό φαίνεται σε σχετική ευχή κατά την θεία Ιειτουργία του ιερού Τρυσοστόμου: "Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων, μαρτύρων,


ομολογητών, εγκρατευτών, και παντός πνεύματος δικαίου εν πίστει τετελειωμένου". Έστω κι άν, προσευχόμενοι για τους αγίους, δεν ζητούμε γι’ αυτούς αγαθά, αλλά ευχαριστούμε γι’ αυτούς και "εις δόξαν αυτών τούτο ποιούμεν, και ούτω τρόπον τινά και υπέρ αυτών η θυσία γίνεται και προς αυτούς διαβαίνει"*. Πε άλλο σημείο ο άγιος Κάρκος αναλύει διεξοδικότερα ποιά είναι η ωφέλεια των αγίων δοκιμάζοντας το πυρ που βρίσκεται πάντοτε με τον Ζεό, και είναι η άκτιστη ενέργειά Ρου. Αράφει: "Ρο γαρ τοιούτον πυρ τους μεν αγίους, άτε μηδέν κακίαν έργον και γνώρισμα επιφερομένους λαμπροτέρους αποφανεί, καθάπερ χρυσόν εν καμίνω δοκιμασθέντας..."*. Γίναι φανερό στο χωρίο αυτό, όπως και σε άλλα συναφή των αγίων Ξατέρων, ότι οι άγιοι ελλάμπονται περισσότερο και καθίστανται χωρητικότεροι της μεθέξεως της δόξης του Ζεού. Ν άγιος Κάρκος χρησιμοποιεί και χωρίο του αγίου Βιονυσίου του Ώρεοπαγίτου, στο οποίο φαίνεται ότι ο ιεράρχης προσεύχεται και για τους τελειωθέντας κατά την θεία ζωή. Κε την παράθεση του χωρίου αυτού ο άγιος λέγει ότι η δύναμη των ευχών και ιδίως της μυστικής θυσίας διαβαίνει "καί προς τους δικαίως τε και οσίως βιώσαντας". Θαι αυτό εξηγείται, γιατί εν σχέσει με την τελειότητα και οι άγιοι είναι ατελείς καί, επομένως, μπορούν να γίνουν χωρητικότεροι της θείας δόξης. Πυγκεκριμένα γράφει: Βιαβαίνει η δύναμη των προσευχών και της θείας Ιειτουργίας και προς τους δικαίως και οσίως βιώσαντας "άτε και αυτούς ατελείς όντας και την προς ταγαθόν επίδοσιν αεί προσλαμβάνοντας και μήπω τελείας της μακαριότητος απολαύοντας"*. Γπομένως, οι ευχές της Γκκλησίας διαβαίνουν προς όλους, και τους αμαρτωλούς και τους δικαίους, αλλά ενεργούν διαφορετικά στον καθένα, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που απέκτησε από την ζωή αυτή. Θαι καταλήγει ο άγιος: Γπειδή σε όλους διαβαίνουν οι προσευχές της Γκκλησίας, γι’ αυτό και δεν είναι ανάγκη να δεχθούμε το καθαρτήριο πύρ. Ρην κάθαρση και σωτηρία ενεργεί η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Ζεού*. Ε διδασκαλία αυτή του αγίου Κάρκου είναι ορθόδοξη και απαντάται σε πολλά κείμενα των Ξατέρων. Βεν έχουμε την πρόθεση να την αναπτύξουμε διεξοδικά εδώ. Γκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, υπάρχουν τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, ήτοι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νού και η θέωση του ανθρώπου. Ε τελείωση του ανθρώπου είναι ατέλεστη. Ξάντοτε ο άνθρωπος επιδέχεται βελτίωση στην πνευματική του κατάσταση. Ε κίνηση αυτή θα συνεχίζεται και στον μέλλοντα αιώνα. Γπομένως, όταν ο άνθρωπος δια της μετανοίας εισέρχεται στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά, λόγω του θανάτου δεν μπορεί να ολοκληρώση την κάθαρση και να πορευθή στον φωτισμό, αυτό θα γίνη με τις ευχές και τα μνημόσυνα που κάνει η Γκκλησία. Ζα υπάρχη, δηλαδή, διαρκής εξέλιξη στην μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Ζεού. Έτσι πρέπει να εννοήσουμε πολλά περιστατικά που συναντούμε στην ζωή των αγίων, κατά τα οποία η προσευχή τους δικαίωσε τα πνευματικά τους παιδιά. Ών σκεφθούμε ότι δικαίωση είναι ο φωτισμός του νού, και φυσικά αυτό είναι κυρίως και προ παντός η άφεση των αμαρτιών, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε αυτά τα περιστατικά. g) Σν αηώλην ππξ είλαη άθηηζην Ξουθενά στους Ξατέρες δεν αναφέρεται ότι υπάρχει ένα κολαστήριο και τιμωρητικό πύρ, μέσα από το οποίο θα περάσουν οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους, κυρίως όσοι δεν πρόφθασαν να κάνουν τον κανόνα τους. Πτην διδασκαλία των Ξατέρων, όπως είδαμε, λέγεται σαφώς ότι υπάρχει Ξαράδεισος και Θόλαση μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, και πρόγευση του Ξαραδείσου και της Θολάσεως μετά την έξοδο της ψυχής από


το σώμα. Κέχρι την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού η Γκκλησία τελεί τα μνημόσυνα, των οποίων η δύναμη διαβαίνει σε όλους τους εν πίστει κεκοιμημένους, είτε είναι αμαρτωλοί είτε είναι δίκαιοι και άγιοι. Ξουθενά δεν αναφέρεται ότι υπάρχει και καθαρτήριο πυρ για τους μετανοημένους, αλλά μη ολοκληρώσαντας την μετάνοια, Τριστιανούς. Ν άγιος Κάρκος λέγει ότι, όπου στην Ώγία Αραφή και στα πατερικά κείμενα γίνεται λόγος για πύρ, εννοείται το αιώνιο πυρ της Θολάσεως, το οποίο, βέβαια, είναι άκτιστο και όχι κτιστό. Βεν πρόκειται, δηλαδή, για κάτι κτιστό, για κάποια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για την ενέργεια του Ζεού, που βιώνεται από τους αθεραπεύτους ως φωτιά. Πε ένα σημείο της πρώτης ομιλίας του ισχυρίζεται: "Γι δε που και πυρός εν τοις τοιούτοις άσμασι και ευχαίς μνήμη γέγονεν, ουχί προσκαίρου τινός και καθαρτικήν την δύναμιν έχοντος, αλλ’ αυτού του αιωνίου πυρός και της απεράντου κολάσεως αιτούσιν οι άγιοι τον Ζεόν ρυσθήναι τους εν πίστει κεκοιμημένους..."*. Ρο πυρ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στα εκκλησιαστικά κείμενα δεν είναι πυρ προσωρινό, αλλά το αιώνιο πύρ. Ώναφέροντας χωρίο του αγίου Αρηγορίου του Ζεολόγου, λέγει: "Νυ πρόσκαιρον και διαβατικόν, αλλ’ επιπονώτερον και μακρότερον το πυρ εκείνό φησι"*. Έτσι, το πυρ της κολάσεως δεν είναι σωματικό, κτιστό, αλλά άκτιστο. Ρο φως στους αξίους είναι θεωρία του Ζεού, λέγει ο άγιος Κάρκος. Θαι φυσικά, το φως αυτό είναι η άκτιστη δόξα του Ζεού. Ν άγιος Κάρκος συνδέει το άκτιστο φως και με το πυρ της κολάσεως. Ιέγει, δηλαδή, ότι το πυρ το αιώνιο δεν είναι σωματικό, "καθάπερ και φως τοις αξίοις την αυτού θεωρίαν". Ώναλύοντας αυτήν την άποψη υποστηρίζει ότι οι άγιοι της Γκκλησίας το αιώνιον πυρ και τις απέραντες κολάσεις "αλληγορικώτερον εξελάβοντο". Ξρόκειται περί αλληγορίας, γιατί ούτε το φως των δικαίων είναι σωματικό, ούτε το πυρ των αμαρτωλών είναι κτιστό και σωματικό. Γίναι πραγματικά γεγονότα και αληθινές καταστάσεις, αλλά δεν είναι οι καταστάσεις που γνωρίζουμε από τον αισθητό κόσμο. ΐέβαια, η Ώγία Αραφή χρησιμοποιεί πολλές εικόνες για να δείξη την κατάσταση των κολασμένων, όπως το πύρ, τον σκώληκα, τα ερπετά και τον βρυγμό των οδόντων. Ώυτά όλα εκφράζουν άλλες πραγματικότητες. Κε το πυρ οι άγιοι εννοούν την άγνοια του Ζεού: "ως μήτε πυρ εκεί σωματικόν νομίζεσθαι μήτε σκότος εξώτερον άλλο πλην ή την του Ζεού άγνοιαν". Συσικά, όταν ομιλή για την άγνοια του Ζεού, εννοεί την μη μέθεξη του Ζεού, αφού γνωρίζουμε ότι οι αμαρτωλοί θα βλέπουν τον Ζεό, θα έχουν, δηλαδή, όραση του Ζεού, αλλά όχι μέθεξη του Ζεού, καί, επομένως, θα έχουν άγνοια. Άλλωστε, γνώση του Ζεού στην Νρθόδοξη Ξαράδοση είναι η μέθεξη του Ζεού. Ν σκώληκας ή κάποιο ιοβόλο και σαρκοφάγο γένος των ερπετών δηλώνουν την βάσανο των ακολάστων από την συνείδηση και την πικρή εκείνη μεταμέλεια. Ρο ίδιο ακριβώς σημαίνει ο βρυγμός των οδόντων, δηλαδή δηλώνει την λύπη, τον πικρό οδυρό και την μανία των θυμομαχούντων*. Γίναι σαφές, λοιπόν, ότι, όπου γίνεται αναφορά σε πυρ μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, εννοείται το αιώνιο και άκτιστο πύρ. Ώυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κάποιο πρόσκαιρο καθαρτήριο πύρ, αλλά για την βίωση της ακτίστου Τάριτος ως πυρός, λόγω της ακαθαρσίας του ανθρώπου. Ώκριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καθαρτήριο πύρ, όπως το εννοούν οι Ιατίνοι. Αενικά, μπορούμε να πούμε ότι η διδασκαλία του αγίου Κάρκου του Γυγενικού, όπως φαίνεται στις ομιλίες του κατά την Πύνοδο Σερράρας - Σλωρεντίας, είναι εντεταγμένη οργανικά μέσα στην Ξαράδοση της Νρθόδοξης Γκκλησίας για την ζωή του ανθρώπου μετά


την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Ν άγιος Κάρκος είναι αυθεντικός ερμηνευτής της ορθοδόξου διδασκαλίας, γιατί είναι ο ίδιος φορεύς της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως. Έτσι, αποδεικνύεται ότι το καθαρτήριο πυρ των Ιατίνων είναι κενή δόξα, καινούρια διδασκαλία, καινοφανής δοξασία, που δεν μπορεί να υιοθετηθή από την Νρθόδοξη Γκκλησία. Ν άγιος Κάρκος αποδεικνύεται και σε αυτό το θέμα αυθεντικός ερμηνευτής της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως. 3. Πνπ νθείιεηαη ε δηδαζθαιία ησλ Λαηίλσλ γηα ην θαζαξηήξην πύξ Ένα ενδιαφέρον σημείο του θέματος που μας απασχολεί είναι τα αίτια που οδήγησαν τους Ιατίνους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός. Ώυτό είναι αναγκαίο, γιατί, καθώς πιστεύουμε, δεν είναι τυχαία η εμφάνιση αυτής της διδασκαλίας. Ξρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως φαίνεται από την μελέτη του θέματος, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός εντάσσεται οργανικά μέσα στην όλη θεολογία των Ιατίνων και αναπτύσσεται μέσα σε όλη την ατμόσφαιρά τους. Γπομένως, δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά σύμπτωμα της θεολογίας της Βύσεως, όπως αναπτύχθηκε με την αποκοπή της από την ορθόδοξη θεολογία. Ήδη μας δόθηκε η δυνατότητα να το δούμε αυτό σε προηγούμενες αναλύσεις, αλλά τώρα θα το μελετήσουμε εκτενέστερα και αναλυτικότερα. Κπορούμε να σημειώσουμε πέντε αίτια, τα οποία οδήγησαν την δυτική θεολογική σκέψη στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός. Π ρ ω τ ο ν, η έλλειψη νηπτικής θεολογίας. Ε δυτική θεολογία με την απομάκρυνσή της από την ορθόδοξη θεολογία, και κυρίως από την νηπτική παράδοση για την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και την θεωρία του Ζεού, δημιούργησε τις προϋποθέσεις αναπτύξεως και της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός. Ώυτό λέγεται από την άποψη ότι στην ησυχαστική - νηπτική θεολογία της Νρθοδόξου Γκκλησίας γίνεται λόγος για την ενέργεια του Ζεού, που ως πυρ καθαρίζει τον άνθρωπο. Ώνάλογα με το ενέργημα η Τάρη του Ζεού αποκτά και ένα ιδιαίτερο όνομα, λέγεται καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια. Κε άλλα λόγια, όταν η άκτιστη ενέργεια του Ζεού καθαρίζη τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη λέγεται φωτιστική και όταν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. Ν Ίδιος ο Τριστός είπε: "Ξύρ ήλθον βαλείν επί την γήν, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη!" (Ιουκ. ιβ', 49). Ν δε Ώπόστολος Ξαύλος γράφει: "Θαι γαρ ο Ζεός ημών πυρ καταναλίσκον" (Γβρ. ιβ', 29). Ν άγιος Ηωάννης της Θλίμακος, εκφράζοντας όλη την νηπτική παράδοση πάνω στο θέμα αυτό, λέγει ότι βιώνουμε την Τάρη του Ζεού πρώτα ως πύρ, φωτιά, και ύστερα ως φώς. Ρο υπερουράνιο πύρ, όταν επιδημή στην καρδιά, άλλους καταφλέγει για το ελλιπές της καθάρσεως και άλλους φωτίζει "διά το μέτρον της τελειότητος". Ώυτό το ίδιο πυρ ονομάζεται "καί πυρ καταναλίσκον και φωτίζον". Αι’ αυτό άλλοι εξήλθαν από την προσευχή τους σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι έναν κουφισμό από τον ρύπο, και άλλοι, όταν τελειώνη η προσευχή, αισθάνονται σαν να εξέρχωνται πεφωτισμένοι από το φως και ημφιεσμένοι το ιμάτιο της ταπεινώσεως και αγαλλιάσεως*. Πε άλλο σημείο ο άγιος Ηωάννης της Θλίμακος λέγει ότι όλος ο κόπος μας καταβάλλεται έως ότου το πυρ του Ζεού εισέλθη μέσα στο αγιαστήριο ημών, δηλαδή μέσα στην καρδιά


μας. Ν Ζεός, που είναι πύρ, καταναλίσκει "πάσαν πύρωσιν και κίνησιν, και πρόληψιν, και πώρωσιν, και σκότωσιν, την εντός και εκτός, ορωμένην τε και νοουμένην"*. Αενικά, σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση γίνεται λόγος για το πυρ που εισέρχεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή για την άκτιστη Τάρη του Ζεού, που αισθάνεται κανείς μέσα στην καρδιά του να κατακαίη τα πάθη*. ΐέβαια, αυτό το πυρ είναι άκτιστο, δηλαδή είναι η άκτιστη Τάρη του Ζεού, που κατακαίει τα πάθη, καθαρίζει την καρδιά, γι’ αυτό και λέγεται καθαρτική Τάρη, και αυτό γίνεται κατά την διάρκεια του αγώνος του ανθρώπου για την θεραπεία του. Γίναι ουσιαστικά το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής. Γπίσης, αυτό το ίδιο το πύρ, δηλαδή η καθαρτική Τάρη του Ζεού, θα ενεργή στους κεκοιμημένους εκείνους που εισήλθαν στο στάδιο της καθάρσεως, αλλά όμως δεν πρόφθασαν να καθαρθούν. Έτσι, με τα μνημόσυνα και τις προσευχές της Γκκλησίας, όπως είπαμε πιο πάνω, καθαρίζεται ο άνθρωπος και ανέρχεται στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, αφού, άλλωστε, η τελείωση είναι ατέλεστη. Νι Ιατίνοι, επειδή έχασαν την νηπτική θεολογία και δεν βίωναν αυτές τις καταστάσεις εμπειρικώς, γι’ αυτό παρερμήνευσαν τα πατερικά κείμενα. Βιαπίστωσαν ότι στα κείμενα της Ώγίας Αραφής και των αγίων Ξατέρων γίνεται λόγος για πυρ που καθαρίζει τον άνθρωπο και ότι αυτό συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, γι’ αυτούς που ήδη είχαν εισέλθει στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, και μη διαθέτοντες πνευματική εμπειρία αυτής της διδασκαλίας, παρερμήνευσαν τα πατερικά χωρία. Έτσι, έφθασαν να μιλούν για κτιστό πυρ τιμωρίας, δια του οποίου θα περάσουν οι άνθρωποι. Ώλλά είναι σαφές ότι άλλη έννοια έχει ο όρος στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία. Δ ε ύ τ ε ρ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Ζεό, που δημιούργησε πολλά κακά στην Βύση. Ανωρίζουμε καλά από την ορθόδοξη θεολογία ότι ο Ζεός έχει ουσία και ενέργεια. Βεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Ών η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, αν η ουσία είναι κτιστή, τότε και η ενέργειά της είναι κτιστή. Ε ουσία του Ζεού είναι άκτιστη, γι’ αυτό λέμε ότι και η ενέργειά Ρου είναι άκτιστη. Ε αγάπη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, κ.λ.π. είναι ενέργειες του Ζεού, οι οποίες, βέβαια, δεν είναι ανυπόστατες, αλλά ενυπόστατες, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ενέργεια χωρίς υπόσταση, λόγω του ότι ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Ε θεολογική αυτή αλήθεια μας διαφυλάσσει από πολλούς κινδύνους και από αιρετικές αποκλίσεις. Ώντίθετα, στην Βύση δεν γίνεται αυτή η διάκριση. Νι σχολαστικοί θεολόγοι, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την απλότητα του Ζεού και συγχρόνως ακεραία την διάκριση μεταξύ του Ζεού και του κόσμου, ταυτίζουν την ενέργεια του Ζεού με την ουσία Ρου, την αποκαλούν actus purus (καθαρά ενέργεια), και συγχρόνως εκλαμβάνουν την προνοητική και σωστική ενέργεια του Ζεού ως κτιστή. Κε αυτόν τον τρόπο ο Ζεός,κατά την δυτική θεολογία, δεν έχει πραγματική σχέση με τον κόσμο κατά την άκτιστη ενέργειά Ρου, αλλά μόνον με κτιστά μέσα και κτιστές ενέργειες. Ώυτή, όμως, η διδασκαλία κλονίζει όλο το βάθρο και το περιεχόμενο της σωτηρίας του ανθρώπου*. Ών εξετάσουμε προσεκτικά όλες τις διαφορές μεταξύ της Νρθόδοξης Γκκλησίας και των Ιατίνων, θα διαπιστώσουμε ότι οφείλονται σε αυτό το κρίσιμο θεολογικό ζήτημα. Ώυτό ακριβώς φαίνεται και στην διδασκαλία των Ιατίνων περί καθαρτηρίου πυρός. Θατ’ αρχάς κάνουν λόγο για την βίωση του καθαρτηρίου πυρός, που είναι κτιστό, αφού ο Ζεός δεν έχει άμεση επικοινωνία με τα κτίσματα, και στην συνέχεια ομιλούν για την θέα της ακτίστου ουσίας του Ζεού από τους καθαρθέντας. Ώφού, δηλαδή, οι άνθρωποι περάσουν από το


καθαρτήριο πύρ, φθάνουν στην θέα της ουσίας του Ζεού. Ώλλά αυτή η διδασκαλία, εκτός των άλλων, εφ’ όσον ομιλεί για σωτηρία, αναγκαστικά αίρει την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ κατά φύσιν και κατά Τάριν. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία όμως η σωτηρία ταυτίζεται με την μέθεξη υπό του ανθρώπου της ακτίστου θεοποιού Τάριτος και ενεργείας του Ζεού. Νπότε η σωτηρία είναι πραγματική και ο Ζεός παραμένει Ζεός. Σ ρ ί τ ο ν, η διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός είναι συνάρτηση της όλης φραγκολατινικής παραδόσεως, όπως εκφράζεται από την λεγομένη σχολαστική θεολογία. Ξραγματικά, όπως είπαμε και προηγουμένως, η σχολαστική θεολογία, που αποδεσμεύθηκε από την εμπειρική, ησυχαστική και νηπτική θεολογία της Νρθοδόξου Γκκλησίας, γέννησε πολλά κακά στην Βύση. Θατά την δυτική θεολογία, που στηρίχθηκε στον ιερό Ώυγουστίνο, η προπατορική αμαρτία κληρονομείται από τον Ώδάμ σε όλους τους απογόνους, και η δικαιοσύνη του Ζεού κατεδίκασε όλη την ανθρωπότητα στην Θόλαση και επέβαλε την ποινή του θανάτου*. Γπομένως, κατά την φραγκολατινική παράδοση, η κόλαση και ο θάνατος είναι τιμωρία του Ζεού και όχι ασθένεια, όπως διδάσκει η ορθόδοξη θεολογία. Πυνέπεια αυτής της διδασκαλίας είναι ότι οι Σραγκολατίνοι οδηγήθηκαν στην θεωρία περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός. Νι Σράγκοι, επειδή πίστευσαν ότι οι κολασμένοι δεν βλέπουν τον Ζεό, εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό. Κε αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την Θόλαση του Βάντη, όπου οι αμαρτωλοί θα βασανίζωνται από το κτιστό πυρ της Θολάσεως. Έτσι, οι Σραγκολατίνοι φαντάσθηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, αποτελούμενο από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, την μεταβλητή γη για την δοκιμασία των ανθρώπων και τα μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθαριζομένους*. Συσικά, οι Σραγκολατίνοι, όπως είδαμε προηγουμένως, ομιλούσαν και για την θέα της ουσίας του Ζεού από τους δικαίους και τους καθαρθέντας. Κε άλλα λόγια, οι σεσωσμένοι θα δούν, δια της χάριτος και της λογικής τους, τον Ζεό και τα αρχέτυπα των όντων, που υπάρχουν σ’ Ώυτόν. Κε την όραση αυτή της θείας ουσίας θα απαλλαγούν οι ψυχές από το επιθυμητικό, το θυμοειδές και τα μεταβλητά και έτσι θα γίνουν αμεταβλήτως ευδαίμονες*. Ξεριττό να τονίσουμε ότι η Νρθόδοξη Γκκλησία δεν δέχεται αυτές τις απόψεις, αφού δεν υπάρχουν μέσα στον Ζεό τα αρχέτυπα των όντων. Ν Ζεός δημιουργεί, προνοεί και σώζει τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Ρου. Γπίσης οι Σραγκολατίνοι δεν κατανόησαν ορθώς την αποφατική θεολογία και την εξέλαβαν περισσότερο ως στοχαστική θεολογία. Πτην ορθόδοξη θεολογία η δόξα του Ζεού αποδίδεται με αντιθετικούς όρους: φως και γνόφος, πυρ και σκότος. Ε πρώτη αντίθεση δηλώνει την δόξα των δικαίων, η δεύτερη την κατάσταση των αμαρτωλών. Τρησιμοποιούνται οι αντιθέσεις αυτές όχι επειδή στον Ζεό υπάρχουν αντιθέσεις, αλλά για να εκφρασθή η αλήθεια, ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ της ακτίστου δόξης του Ζεού και των κτισμάτων*. Ξάντως οι προϋποθέσεις αυτές της φραγκολατινικής θεολογίας οδήγησαν τους δυτικούς θεολόγους στην διδασκαλία περί καθαρτηρίου πυρός, δια του οποίου θα τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί και μετανοούντες για να φθάσουν έτσι στην θέα της ουσίας του Ζεού. Αι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός των Ιατίνων δεν είναι ανεξάρτητο από τις βασικές δομές της σχολαστικής θεολογίας της Βύσεως.


Σ έ τ α ρ τ ο αίτιο είναι η διδασκαλία των Ιατίνων περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Θατά τον Άνσελμο Θαντερβουρίας, η απαίτηση της τιμωρίας και η απαίτηση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ανάγκη της θείας φύσεως. Ώντίθετα με την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων, στους οποίους γίνεται λόγος για την αμαρτία ως ασθένεια και την σωτηρία ως αγάπη του Ζεού, δια της οποίας επιτυγχάνεται η θεραπεία του ανθρώπου με την δική του, βέβαια, συνέργεια, ο Άνσελμος κάνει λόγο για την προσβολή της δικαιοσύνης του Ζεού και την εξιλέωσή της*. Κια τέτοια θεώρηση εκ μέρους των Ιατίνων για την σωτηρία του ανθρώπου ήταν επόμενο να τους οδηγήση στην περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία, στην διδασκαλία περί τιμωρίας του ανθρώπου για να εξιλεωθή ο Ζεός. Συσικά, η διδασκαλία αυτή αλλοιώνει όλη την πνευματική ζωή, αφού την θέτει σε μια εμπορική συναλλαγή και σε σχέσεις προσβεβλημένων και πεπτωκότων. Π έ μ π τ ο αίτιο της εμφανίσεως της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός είναι η πολιτικοοικονομική διάρθρωση του Ξαπισμού. Ώφού οι Σραγκολατίνοι έχασαν την εμπειρική θεολογία της ανατολικής Γκκλησίας και αποδεσμεύθηκαν από την νηπτική ησυχαστική παράδοση της Νρθοδόξου Γκκλησίας, ήταν επόμενο να περιπέσουν σε ανθρωποκεντρικές καταστάσεις. Ε φεουδαλιστική αντίληψη για την συγκρότηση της κοινωνίας, ο κτιριακός οργασμός και η οικονομική ανύψωση, η σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, κ.λ.π. συνετέλεσαν στο δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός. Κε αυτόν τον τρόπο και ο λαός καταπιέζεται, αλλά και βοηθείται η "Γκκλησία" στην ανοικοδόμηση κτισμάτων. Ε σύνδεση του καθαρτηρίου πυρός με υλικές προσφορές προκάλεσε την απογοήτευση του λαού από τον Ξαπισμό. Ιέγεται ότι εφευρέθηκε το καθαρτήριο πύρ, το λεγόμενο πουργατόριο, για την ολοκλήρωση του ναού του Ώποστόλου Ξέτρου στην Οώμη και την συντήρηση της Ξαπικής αυλής. Ξρέπει όμως να παρατηρηθή ότι το δόγμα περί καθαρτηρίου πυρός δεν εφευρέθηκε απλώς για την εκμετάλλευση του λαού, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως, εντάσσεται μέσα στην σχολαστική θεολογία των Σραγκολατίνων. Νπωσδήποτε, όμως, χρησιμοποιήθηκε και για οικονομικούς λόγους. Όστερα από αυτήν την ανάλυση, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα. ΋πως η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί μία ενότητα, θα έλεγα έναν κύκλο, και όταν πλησιάση κανείς ένα σημείο του κύκλου συναντά όλο τον κύκλο, το ίδιο συμβαίνει και στην φραγκολατινική θεολογία. ΋λα τα καινοφανή δόγματά της έχουν σχέση μεταξύ τους και προσδιορίζονται από την ίδια βάση. Ώυτό σημαίνει ότι η απώλεια της ησυχαστικής θεολογίας, η απόρριψη της θεραπευτικής και εμπειρικής θεολογίας γέννησε πολλά κακά στην Βύση. Ρο δόγμα περί του καθαρτηρίου πυρός δεν είναι άσχετο με την απώλεια της διδασκαλίας περί της αδιαιρέτου διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Ζεό. Ρο καθαρτήριο πυρ είναι καρπός και αποτέλεσμα της σχολαστικής θεολογίας των Σραγκολατίνων και δεν έχει καμμία σχέση με την ορθόδοξη θεολογία, όπως την δίδαξε ο Τριστός, την έζησαν οι Ώπόστολοι και μας την παρέδωσαν οι άγιοι Ξατέρες [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ ΢Σ΄ Ή Γεπηέξα Παξνπζία ηνπ Υξηζηνύ


Όλα τα γεγονότα πού συνδέονται με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού λέγονται εσχατολογικά, γιατί αναφέρονται στην εσχάτη ημέρα, δηλαδή σε όσα θα συμβούν μετά το τέλος του παρόντος κόσμου. Πυνήθως ομιλούμε για το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό δεν εκφράζει πλήρως την πραγματικότητα, αφού ή Ηστορία δεν εξαντλείται μόνον στα ιστορικά γεγονότα, αλλά αναφέρεται και στην ζωή των αγίων. Ή ζωή των αγίων μετά θάνατον, καθώς επίσης και η ζωή των ανθρώπων μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού δεν αποτελούν την λεγομένη μεταϊστορική εποχή, αλλά είναι ιστορική εποχή, πρόκειται για την ιστορία των αγίων. ΋πως ο κόσμος δεν καταστρέφεται, αλλά ανακαινίζεται, όπως ο άνθρωπος δεν αφανίζεται, αλλά μεταμορφώνεται, έτσι και η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, αλλά αλλάζει περιεχόμενο και ζωή. ΋ταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για εσχατολογικά γεγονότα, εννοούμε κυρίως όλα εκείνα πού θα συμβούν με την Βευτέρα έλευση του Τριστοί για να κρίνει τους ανθρώπους. Γπομένως, αναμένουμε αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα, αλλά μπορούμε ακόμη να πούμε ότι από πλευράς τρόπου ζωής τα έσχατα ήδη είναι παρόντα, αφού οι άγιοι απολαμβάνουν την ΐασιλεία του Ζεού από την παρούσα ζωή. ΋πως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, οι άγιοι από τώρα προγεύονται όλα εκείνα πού πρόκειται να αποκαλυφθούν στους λεγόμενους έσχατους καιρούς. Τρονικά περιμένουμε τα έσχατα, τροπικά τα έσχατα έρχονται και βιώνονται από τους άγιους. Πτο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τρία συγκεκριμένα θέματα, πού συνδέονται με τα εσχατολογικά αυτά γεγονότα, πού έχουν σχέση με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ξρώτον θα αναφερθούμε γενικά στην Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, δεύτερον θα αναπτύξουμε την θεολογική αλήθεια περί της αναστάσεως των σωμάτων και τρίτον θα δούμε τα γεγονότα της κρίσεως, η οποία συνδέεται με την έλευση του Τριστού και την ανάσταση των σωμάτων. 1. Ή έλδνμε έιεπζε ηνπ Υξηζηνύ Πε όλη την ΐιβλικοπατερική παράδοση λέγεται ότι ο Τριστός πρόκειται να έλθει εκ νέου στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. Γίναι μια αλήθεια πού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τους Τριστιανούς. ΋ Ίδιος ο Τριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για την εκ νέου ένδοξη έλευση Ρου. Ιέγει: «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού» (Κατθ. κε'. 31). Ρο «όταν» δεν είναι υποθετικό, αλλά χρονικό, πού σημαίνει ότι θα υπάρξει χρόνος κατά τον οποίο θα έλθει ο Τριστός στον κόσμο και μάλιστα με δόξα πολλή. Θαι σε άλλο σημείο ο Τριστός είπε: «και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις» (Κάρκ. ιγ'. 26). Πτις Ξράξεις των Ώποστόλων, όπου περιγράφεται ή ανάληψη του Τριστού, λέγεται ότι οι άγγελοι είπαν στους έκπληκτους μαθητές: «άνδρες Γαλιλαίοι τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ούρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ούρανόν, ούτως έλεύσεται, όν τρόπον έθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Ξράξ. α', 11). ΋ τρόπος με τον όποιο αναλήφθηκε θα είναι ο ίδιος με τον όποιο θα επανέλθει στην γη. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος διδάσκει ότι όσοι ζουν τότε, όταν θα έλθει ο υιός του ανθρώπου, και μάλιστα όσοι είναι δίκαιοι, θα αρπαγούν «εν νεφέλαις εις άπάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Ώ' θεσ. δ', 17). Θαι στην Ώποκάλυψη είναι γραμμένο: «Ηδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται αυτόν πάς οφθαλμός» (Ώποκ. α', 7).


Ρα χωρία αυτά, πού είναι αντιπροσωπευτικά, δηλώνουν ότι οι πιστοί πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Τριστός θα έλθη στην γη για να κρίνει τους ανθρώπους, όταν θα έλθει το τέλος αυτού του κόσμου και η αρχή της νέας ζωής. Αι' αυτό στο Πύμβολο της Ξίστεως δίνουμε την ομολογία: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος». Πτην Ώγία Αραφή υπάρχουν πολλές εκφράσεις πού δηλώνουν την έλευση του Τριστού, θα παρουσιάσουμε μερικές από αυτές, τις πλέον ενδεικτικές. Θατ' αρχάς η δευτέρα έλευση του Τριστού χαρακτηρίζεται ημέρα, και μάλιστα ημέρα του Θυρίου και ημέρα της Θρίσεως. ΋ Ώπόστολος Ξέτρος γράφει: «Ηξει δε η ημέρα Κυρίου» (ΐ' Ξέτρ. γ', 10). ΋ Ώπόστολος Ξαύλος άλλου την χαρακτηρίζει ημέρα «του Θυρίου ημών Ηησού Τριστού» (Ώ' Θορ. α'. 8), άλλου «ημέρα Τριστού» (Σιλιπ. α', 10) και άλλου ημέρα η οποία θα δηλώσει τα πάντα (Ώ' Θορ. γ', 13). ΋ δε Γυαγγελιστής Ηωάννης την ονομάζει ημέρα της κρίσεως (Ώ' Ίω. δ', 17). Ιέγεται ημέρα, γιατί αυτή σε σχέση με την παρούσα ζωή, πού είναι σκότος, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα. Ή εικόνα της ημέρας δεν είναι άσχετη με την εικόνα του ηλίου. Γπειδή ο Τριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο ΋ποιος τότε θα εμφανιστεί, γι' αυτό λέγεται ημέρα. ΋ Γυαγγελιστής Ηωάννης συνδέει την ημέρα αυτή με τα έσχατα και την χαρακτηρίζει εσχάτη ημέρα. Πτο κατά Ηωάννην Γυαγγέλιο ο ίδιος ο Τριστός κάνει λόγο για την εσχάτη ημέρα. Πε ένα σημείο λέγει ότι θα αναστήσει τον άνθρωπο «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39), και σε άλλο ότι ο λόγος Ρου θα κρίνει τους ανθρώπους «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ιβ', 48). Γδώ η λέξη ημέρα, πού συνδέεται με το εσχάτη, δείχνει περισσότερο την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της ΐασιλείας του Ζεού. ΋ποτε συνδέεται περισσότερο με το τέλος της παρούσης ζωής. Ή ημέρα του Θυρίου συνδέεται αναπόσπαστα με την παρουσία του Τριστού. Αι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούνται και άλλες εκφράσεις για να δηλώσουν αυτήν την πραγματικότητα. Ταρακτηρίζεται ως ημέρα της επιφανείας της δόξης του Ζεού (Ριτ. 6', 13). Γπίσης λέγεται ημέρα «της επιφανείας του Θυρίου ημών Ηησού Τριστού» (Ώ' Ριμ. στ', 14). Άλλοτε συνδέεται με την λέξη παρουσία, γιατί θα παραστεί ο Τριστός. Νι μαθητές ρώτησαν τον Τριστό: «και τι το σημείον της σής παρουσίας και της συντέλειας του αιώνος;» (Κατθ. κδ', 3). Θατά την ημέρα εκείνη θα γίνει η αποκάλυψη της δόξης του Ζεού και όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί πού την αγνοούσαν προηγουμένως, θα την δουν. ΋ Ώπόστολος Ξέτρος κάνει λόγο για την αποκάλυψη της δόξης του Ζεού. (Ώ' Ξέτρ. δ', 13) και ο Ώπόστολος Ξαύλος για την αποκάλυψη του Θυρίου ημών Ηησού Τριστού «απ’ ουρανού μετ' αγγέλων δυνάμεων αυτού» (ΐ' θεσ. α', 7). Ρα χωρία αυτά τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως, δείχνουν την πίστη της Γκκλησίας, η οποία στηρίζεται τόσο στους αποκαλυπτικούς λόγους του Ηδίου του Τριστού, όσο και στην βεβαιότητα των Ώποστόλων ότι θα έλθει, οπωσδήποτε, η ημέρα κατά την οποία θα γίνει η συντέλεια αυτού του κόσμου και θα έλθει ο Τριστός να κρίνει τους ανθρώπους, οι όποιοι θα έχουν αναστηθεί, αφού οι ψυχές τους θα εισέλθουν εκ νέου στα σώματα και θα παρουσιασθούν στο φοβερό βήμα του κριτού. Γνώ είναι βέβαιο ότι θα έλθει ο Τριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, εν τούτοις, όπως φαίνεται στην Άγια Αραφή, είναι άγνωστη η ημέρα αυτή, η μεγάλη και επιφανής. ΋ ίδιος ο Τριστός είπε στους μαθητές Ρου: «Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (Κάρκ. ιγ', 32). Θαι όταν μετά την Ώνάσταση Ρου οι μαθητές νόμισαν ότι ήλθε η ημέρα εκείνη, ο Τριστός ελευθερώνοντας τους από


εσφαλμένες αντιλήψεις, τους είπε: «ούκ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ό πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία...» (Ξράξ. α'. 7). ΐέβαια, όταν λέγει ο Τριστός ότι κανείς άλλος δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη, εκτός από τον Ξατέρα, δεν εννοεί ότι την αγνοεί και ο Ίδιος ως Ζεός. Ρο γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι και οι άγγελοι την αγνοούν. Ώλλά όσα γνωρίζει ο Ξατήρ γνωρίζει και ο ΢ιός. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει: «ουδείς οίδεν ει μη μόνη η Ώγία Ρριάς, η μία και αδιαίρετος Ζεότης». ΋ Ρριαδικός Ζεός, ο Ξατήρ, ο ΢ιός και το Άγιον Ξνεύμα, πού έχουν κοινή ουσία και φύση, γνωρίζουν την ώρα πού θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και θα έλθει ο Τριστός. ΋ λόγος του Τριστού, ότι ο ΢ιός αγνοεί την ώρα αυτή, «κατά την της ανθρωπότητας αυτού φύσιν είπεν άγνοειν, ου κατά την της Θεότητας»1. Βηλαδή, εδώ ο Τριστός αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση και όχι στην Ζεότητα Ρου, και σαφώς ήθελε να δείξει ότι το κτιστό δεν μπορεί να γνωρίζει την ώρα και την ημέρα της συντέλειας του κόσμου και της ελεύσεώς Ρου. Ή ημέρα και η ώρα της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού όχι μόνον είναι άγνωστη, αλλά θα έλθει και αιφνιδιαστικά. ΋ Τριστός, αποκαλύπτοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι θα γίνει κατά τον τρόπο της αστραπής. ΋πως η αστραπή εμφανίζεται ξαφνικά από την μια άκρη στην άλλη, «ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού» (Ιουκ. ιζ', 24). ΋ Ώπόστολος Ξαύλος χρησιμοποιεί άλλη εικόνα για να δείξει το αιφνίδιο της ελεύσεως του Τριστού. Ή εικόνα αυτή προέρχεται από την ληστεία. ΋πως ο κλέπτης δεν προειδοποιεί, αλλά εντελώς αιφνιδιαστικά εισέρχεται στο σπίτι, το ίδιο θα γίνη με την ημέρα εκείνη: «οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται» (Ώ' θεσ. ε'. 1-2). Θατά τον κατάλληλο καιρό «δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και ο κύριος των κυριευόντων...» (Ώ' Ριμ. στ', 15) την ημέρα της επιφανείας Ρου. Ρο αιφνιδιαστικό της ημέρας εκείνης φαίνεται και σε άλλα χωρία της Ώγίας Αραφής. Βιδάσκοντας ο Τριστός για το άγνωστο της μεγάλης ημέρας της επιφανείας Ρου λέγει ότι δύο άνθρωποι θα είναι στον αγρό και ο ένας θα παραληφθή ενώ ο άλλος θα αφέθη. Βύο γυναίκες θα είναι στόν μύλο και θα αλέθουν. Ή μία θα παραληφθεί και η άλλη θα αφεθεί (Κατθ. κδ', 40-41). ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, αναφερόμενος σ' αυτήν την πραγματικότητα, λέγει ότι, όσοι την ημέρα εκείνη ζουν και δεν έχουν πεθάνει, θα αλλαγούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όσο αρκεί για να άνοιξη και να κλείση το βλέφαρο του ματιού. «Πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα. εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Ώ' Θορ. ιε'. 51-52). Ξαρά το άγνωστο και αιφνίδιο της ημέρας εκείνης, υπάρχουν μερικά γνωρίσματα, πού δηλώνουν τον ερχομό της. Πτην εντέλεια κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό το γεγονός, αλλά κατά τον βαθμό της ετοιμότητας, της νήψεως, μπορεί να καταλάβει κανείς την κρισιμότητα των καιρών από εξωτερικά γνωρίσματα. Ώυτά περιγράφονται από τον Ίδιο τον Τριστό (Κατθ. κδ'). Ρα βασικά σημεία, όπως τα περιγράφει ο Τριστός, είναι ότι θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, θα επικρατεί στην οικουμένη μεγάλη αποστασία των ανθρώπων και θα εμφανισθούν πολλοί ψευδοπροφήτες. ΋ αντίχριστος, με τα θαύματα και τα σημεία πού θα επιτελεί, θα επιδιώκει να πλανά ακόμη και τους εκλεκτούς, θα επικρατούν πόλεμοι, διωγμοί, λιμοί, σεισμοί, κ.λ.π. Ξρέπει όμως να πούμε ότι και από αυτά τα γεγονότα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το τέλος του κόσμου και η έλευση του Τριστού. Ή Γκκλησία καλλιεργεί το εσχατολογικό κήρυγμα, αλλά ταυτόχρονα καθορίζει ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να ερμηνεύονται τα γεγονότα κάθε γενεάς. Κόνον όσοι είναι φωτισμένοι και έχουν αποκάλυψη εκ μέρους του Ζεού γνωρίζουν αμυδρώς ότι πρόκειται περί γεγονότων πού προηγούνται της παρουσίας του Τριστού, με μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τον λαό στην μετάνοια και την επιστροφή στον Ζεό. Ώποτελεί, επομένως, πεποίθηση της Γκκλησίας ότι ο Τριστός πρόκειται να έλθει πάλι για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά όμως είναι


άγνωστη αυτή η ημέρα και ώρα. Κόνον όσοι έχουν φωτισμένο νου μπορούν αμυδρώς να γνωρίζουν από τα διάφορα γεγονότα ότι πλησιάζουν οι ήμερες, αλλά και πάλι αγνοούν την έλευση αυτής της ημέρας, κατά την ρητή βεβαίωση του Τριστού. Αι' αυτό στην Νρθόδοξη Γκκλησία αποφεύγουμε να καθορίζουμε χρόνους και καιρούς, κατά τους οποίους νομίζουμε ότι θα συμβούν αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα. Κέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και οι άγιοι Ξατέρες. Πτην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά σημεία από την πατερική διδαχή, πολύ ενδεικτικά. Πρώτον. ΋ λόγος για την κρίση των ανθρώπων, πού θα επακολούθηση της ελεύσεως του Τριστού, είναι «δυσερμήνευτος», κατά τον άγιο Πυμεών τον νέο θεολόγο, γιατί δεν πρόκειται για γεγονότα παρόντα και βλεπόμενα, αλλά για μελλοντικά και αόρατα. Αι’ αυτό, εκείνοι πού ομιλούν και εκείνοι πού ακούν έχουν ανάγκη πολλής προσευχής, πολλής σπουδής, πολλής καθαρότητας του νοός. Θαι αυτό είναι απαραίτητο, ώστε όσοι ομιλούν να τα γνωρίζουν καλά, όσοι δε ακούν να μπορέσουν να τα ακούν συνετώς2. ΋ λόγος αυτός του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου, πού θα τον υπενθυμίσουμε και αργότερα, όταν θα αναφερθούμε στο μελλοντικό δικαστήριο, πού θα στηθεί με την έλευση του Τριστού, έχει αρκετό ενδιαφέρον, γιατί γίνονται πολλά λάθη ως προς το θέμα αυτό. ΢πάρχουν άνθρωποι πού μιλούν για τα εσχατολογικά γεγονότα αρκετά ανθρωποκεντρικά και διαστρέφουν εν πολλοίς τα χωρία της Αραφής και των Ξατέρων, και έτσι δημιουργούν πλάνες, αλλά και απελπισία στους ανθρώπους. ΋πως υπάρχουν άλλοι πού τον λόγο των Αραφών και των Ξατέρων τον αντιλαμβάνονται κατά τις αντιλήψεις τους. Αι' αυτό χρειάζεται πνευματική σύνεση, πολλή διάκριση για να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός και να οδηγήσει σε μετάνοια. Αιατί, ό,τι οδηγεί σε ψυχολογικό φόβο και κατά άνθρωπο απόγνωση δεν είναι Νρθόδοξο. Ώντίθετα, το αληθινό και Νρθόδοξο οδηγεί τον άνθρωπο, δια του πνευματικού φόβου, στην κατά Ζεόν ελπίδα, στην μετάνοια και την προσευχή. Δεύτερο . ΋ άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος λέγει ότι η ημέρα της ελεύσεως του Τριστού ονομάζεται ημέρα του Θυρίου, όχι γιατί είναι η τελευταία από τις επίγειες ήμερες, ούτε γιατί πρόκειται κατά την ημέρα αυτή να έλθει ο Τριστός, ούτε ακόμη γιατί την ημέρα αυτή θα γίνει η κρίση των ανθρώπων, «άλλ' επειδή αυτός ο των απάντων Θεός και δεσπότης λάμψει τηνικαύτα τη δόξη της ιδίας Θεότητας». ΋ποτε, η ημέρα αυτή λέγεται ημέρα Θυρίου για την λάμψη του φωτός της Ζεότητας, και όχι για μια απλή παρουσία. ΋πως κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα αστέρια σβήνουν από την λάμψη του αισθητοί ήλιου, το ίδιο θα συμβεί και κατά την ημέρα εκείνη. ΋λα τα ορατά θα υποχωρήσουν και θα δώσουν τόπο στον ποιητή του ουρανού και της γης. Θαι αυτός πού τώρα είναι σε όλους αόρατος, τότε θα είναι ο μόνος «ημέρα τε και Ζεός». Θαι έτσι για τους αγίους θα είναι ημέρα αϊδίου χαρμάνης. Αια τους αμαρτωλούς, οι όποιοι δεν είδαν αυτό το φως στην ζωή τους δια της καθάρσεως ο Τριστός θα είναι απρόσιτος και στο μέλλον3. Σρίτον. Πτην Άγια Αραφή, όταν γίνεται λόγος για την έλευση του Τριστού, αναφέρονται αστραπές, νεφέλες, σάλπιγγες,, θρόνοι και άλλες εικόνες. ΋ άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγει ότι ο λόγος περί της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού είναι συγκαταβατικός. ΋λα αυτά τα γεγονότα, βέβαια, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη λογική και αίσθηση. ΋ Τριστός γνωρίζει επακριβώς όλα αυτά πού πρόκειται να συμβούν, αλλά όμως «συγκαταβαίνει τη δυνάμει των διδασκομένων, συμμέτρους τους λόγους αποδιδούς»4. Ή ανθρώπινη φύση έχει εξοικειωθεί με τα ανθρώπινα αυτά και αισθητά γεγονότα, και έτσι μπορεί να κατανόηση τα εσχατολογικά γεγονότα. Αι' αυτό και ο Τριστός από συγκατάβαση


χρησιμοποιεί τέτοιες εικόνες και παραστάσεις. Ζα υπάρχει, βέβαια, κρίση, θα υπάρχει ευφροσύνη των δικαίων και οδύνη των αμαρτωλών, θα υπάρχει Θόλαση και Ξαράδεισος, αλλά αυτά δεν θα είναι αισθητά, αφού ξέρουμε πολύ καλά από την πατερική παράδοση ότι δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων. Ώκόμη και το πυρ της Κολάσεως δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά άκτιστο. ΋ αναγνώστης πρέπει να κάνη υπομονή έως ότου μελετήση το σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου με τίτλο «Ξαράδεισος και Θόλαση», για να διαπιστώσει πώς νοούνται όλες αυτές οι πραγματικότητες. Έτσι δεν πρέπει να στεκόμαστε στα αισθητά παραδείγματα και να χάνουμε την ουσία των λεγομένων. Νύτε, βέβαια, να βλέπουμε απλώς την ουσία των πραγμάτων αυτών, περιφρονούντες τα παραδείγματα. Αιατί, αφού ο Τριστός τα χρησιμοποίησε, πρέπει να παραμένουμε σε αυτά και να εξηγούμε το βαθύτερο νόημα τους, οδηγώντας τους ανθρώπους στην μετάνοια και όχι στην αφοβία. Σέταρτον. Ή Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού αντιπαρατίθεται προς την πρώτη παρουσία Ρου. ΋ταν ομιλούμε για Ξρώτη Ξαρουσία, εννοούμε την ενανθρώπηση του Τριστού και όταν κάνουμε λόγο για την Βευτέρα Ξαρουσία, εννοούμε την έλευση του Τριστού για να κρίνει τους ανθρώπους. ΢πάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ Ξρώτης και Βευτέρας Ξαρουσίας. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ αυτών των δύο Ξαρουσιών, λέγει ότι κατά την πρώτη Ξαρουσία κρυπτόταν η δόξα της Ζεότητας Ρου κάτω από την σάρκα, πού ανέλαβε από μας και για την σωτηρία μας. Ώκόμη και τώρα η δόξα της Ζεότητας Ρου κρύπτεται προς τον Ξατέρα με την ομόθεη σάρκα Ρου. Ρότε όμως, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία Ρου, «πάσαν εκκαλύπτει την δόξαν». Ρότε θα φανεί λαμπρός, περιαυγάζοντας τα πέρατα της οικουμένης με τις ακτίνες της Ζεότητός Ρου. Θαι ερμηνεύοντας τον λόγο του Τριστού, «όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού», λέγει ότι κατά την πρώτη έλευση Ρου έφερε τους αγγέλους και περιβαλλόταν από τα αγγε λικά τάγματα, αλλά αφανώς, και συγκρατούσε τον ζήλο τους, εναντίον των θεομάχων. ΋μως κατά την Βευτέρα Ξαρουσία θα έλθει φανερά με τους αγγέλους, με όλη Ρου την δόξα και μεγαλοπρέπεια5. Πέμπτον. Πτα έργα του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου μπορούμε να βρούμε και μια άλλη αλήθεια σχετικά με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, και ίδίως με την κρίση των ανθρώπων. ΋ άγιος Πυμεών διεξοδικώς αναλύει ότι η Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και η μελλοντική δίκη θα γίνει κυρίως για τους αμαρτωλούς, πού ζουν μέσα στα πάθη και την αμαρτία, όχι όμως για τους άγιους, οι όποιοι από τώρα βιώνουν την Ξαρουσία του Τριστού. ΋σοι είναι τέκνα του φωτός εκείνου και όσοι γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ημέρα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται», θα έλθει, βέβαια, ο Τριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά αυτοί έχουν κριθή από την ζωή αυτή και δεν θα ακολουθήσει δικαστήριο. Ή παρουσία του Τριστού θα είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης. ΋ταν ό Τριστιανός τηρεί εν φόβω και τρόμω τις εντολές του Τριστού και ζει με μετάνοια συγγενεύει με το φως εκείνο, και έτσι στην πραγματικότητα από αυτήν ακόμη την ζωή περνά από την κρίση. ΋ Ζεούμενος βαπτίζεται από το θειο πυρ και το Ώγιον Ξνεύμα «και γίνεται όλος καθαρός, όλος αμόλυντος, υιός φωτός και ημέρας, και ουχί έκτοτε ανθρώπου θνητού»6. Ζα παραθέσω ένα καταπληκτικό χωρίο του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου, γιατί δεν μπορώ να το προσπεράσω ασχολίαστο, αλλά και δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθεί με δικά μου λόγια. «΋ τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, προκέκριται γαρ· ουδέ υπό του φωτός εκείνου ελέγχεται, προπεφώτισται γαρ, ουδέ εν τούτω τω πυρί εισερχόμενος δοκιμάζεται ή καίεται, προδεδοκίμασται γαρ· ουδέ ως τότε φανεισαν ημέραν Κυρίου λογίζεται, όλος γαρ εκ της ομιλίας και της συνουσίας Θεού ημέρα φαεινή και λαμπρά γέγονεν»7.


΋ λόγος του αγίου Πυμεών είναι καταπληκτικός. Ζα ήθελα να σχολιάσω το γεγονός ότι η κρίση ουσιαστικά γίνεται από την ζωή αυτή, ΋ άνθρωπος πού βλέπει το φως, βαπτίζεται με το Άγιον Ξνεύμα και δεν λογίζεται την ημέρα του Θυρίου, γιατί με την συνουσία του με τον Ζεό, ολόκληρος είναι ημέρα φαεινή και λαμπρά. Ξρέπει να σημειώσουμε την λέξη «συνουσία», πού δείχνει την κοινωνία του ανθρώπου με τον Ζεό. Ξραγματικά, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος είναι φαεινή και λαμπρά ημέρα, αφού ολόκληρος είναι φως,δεν μπορεί να ξεχωρίσει την έλευση της ημέρας. Ή ημέρα αυτή είναι δικό του υπαρξιακό γεγονός. Έτσι, λοιπόν, η Βευτέρα Ξαρουσία θα φανεί κυρίως στους αμαρτωλούς, πού έζησαν κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με τα πάθη και δεν τήρησαν τις εντολές του Ζεού. Αια τους άγιους είναι φυσική κατάσταση, πού την βιώνουν από τώρα. ΐέβαια, και οι άγιοι περιμένουν την Βευτέρα έλευση του Τριστού, για να αναστηθούν και τα σώματα τους, τα οποία και τώρα ζουν την αφθαρσία, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος να γευθεί τα πλούσια δώρα της μεγάλης ημέρας και ενδόξου επιφανείας του Θυρίου ημών Ηησού Τριστού. Γπομένως, η Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού είναι γεγονός αναντίρρητο, αφού μαρτυριέται από τον αποκαλυπτικό λόγο του Ζεού, από την επιβεβαίωση των Ώποστόλων και από τα βιώματα των αγίων, οι όποιοι από τώρα ζουν την ΐασιλεία του Ζεού. 2. Ή αλάζηαζε ησλ λεθξώλ Πτενά συνδεδεμένη με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, πού είναι βεβαιοτάτη πίστη της Γκκλησίας, γι' αυτό και στο Πύμβολο της Ξίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». ΋ταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Ώυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο πού το έδωσε από την αρχή ο Ζεός. Ρα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων. Πτο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, πού κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Ή κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Θατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, πού βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευση της από το σώμα. Κε αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της. Έτσι εξηγείται το ότι οι Ώθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Ώπόστολος Ξαύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Ξάγο. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος έκανε λόγο για τον Τριστό πού θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Κεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Πτο σημείο αυτό οι Ώθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Ξράξεις των Ώποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον' ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Ξράξ. ιζ', 31-32). Ή αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι' αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων. ΋μως, σε όλη την ΐιβλικοπατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι θα γίνει, οπωσδήποτε, η ανάσταση των σωμάτων για να συγκροτηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ο οποίος, βέβαια, και με τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν έχασε την υπόσταση του.


Ζα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε με κάθε συντομία τι λέγει η Άγια Αραφή και η πατερική παράδοση για την ανάσταση των σωμάτων, αλλά και για το πώς θα είναι τα σώματα στην μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού ζωή. Ζα φανεί ότι αυτό αποτελεί βεβαία πίστη και βασικό σημείο της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως. Άλλωστε, η πρόσληψη της ανθρωπινής φύσεως από τον Τριστό και η θέωσή της, το ότι η σάρκα πού προσέλαβε ο Τριστός από την Ξαναγία είναι ομόθεη, καθώς επίσης ότι η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στον Τριστό, δείχνουν την άξια του σώματος. Ρο σώμα δεν ήταν εξ αρχής κακό, δεν είναι φυλακή της ψυχής, είναι θετικό δημιούργημα του Ζεού. Θατ' αρχάς πρέπει να αναφέρουμε μερικά χωρία της Άγιας Αραφής στα οποία γίνεται λόγος για την ανάσταση των σωμάτων. ΋ Ξροφήτης ΕσαΎας ομολογεί: «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ήσ. κστ'. 19). Πτο βιβλίο του Ξροφήτου Ηεζεκιήλ παρουσιάζεται ένα καταπληκτικό γεγονός αναστάσεως σωμάτων, οπού φαίνεται ότι με τον λόγο του Ζεού τα ξηρά οστά απέκτησαν νεύρα, σάρκες και δέρμα, και στην συνέχεια δόθηκε και το πνεύμα, δηλαδή, η ψυχή (Ίεζ. λζ', 1-14). Ρο υπέροχο αυτό θαυματουργικό γεγονός δείχνει πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, γι' αυτό η Γκκλησία διαβάζει αυτήν την περικοπή κατά την ακολουθία του επιταφίου, και μάλιστα όταν επιστρέφουμε στον Λαό μετά την περιφορά. Ή ανάσταση του Τριστού είναι προοίμιο της δικής μας αναστάσεως, αφού ο Τριστός με τον θάνατο και την Ώνάσταση Ρου νίκησε το κράτος του θανάτου και έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ως δώρο την μελλοντική ανάσταση. Νι Ηουδαίοι είχαν ακλόνητη πεποίθηση ότι θα γίνει στο μέλλον η ανάσταση των νεκρών. Γίναι χαρακτηριστικό ότι κατά την συνάντηση του Τριστού με την Κάρθα, την αδελφή του Ιαζάρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Τριστός την διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της. Ή Κάρθα τότε απήντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη άναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ια'. 22-23). Νι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Τριστός, δηλαδή της θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναϊν και του Λαζάρου, καθώς επίσης και η δική Ρου ανάσταση, πού έγινε με την Ζεότητα Ρου, είναι βεβαιώσεις και προοίμια της αναστάσεως όλων των ανθρώπων κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Πτην διδασκαλία του Τριστού βρίσκουμε πολλά χωρία πού αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Πε μια ομιλία Ρου ο Τριστός είπε: «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ίω. ε', 28). Άλλοτε είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ίω, ια', 25). Ρην διδασκαλία αυτή παραλαμβάνουν οι άγιοι Ώπόστολοι, και είναι διάχυτη μέσα στις επιστολές τους. Ηδιαιτέρως ο Ώπόστολος Ξαύλος πολλές φορές κάνει λόγο για την ανάσταση των σωμάτων στις επιστολές του, πού απηύθυνε στις Γκκλησίες πού δημιουργούσε, και οι όποιες, λόγω του ότι βρίσκονταν σε ειδωλολατρικά περιβάλλοντα, οπού ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το σώμα είναι κακό είχαν επηρεαστεί. Ζα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά χωρία. Πτους Οωμαίους αναφέρεται στην απολύτρωση του σώματος, όπου σαφώς θίγει το θέμα της αναστάσεως του σώματος: «και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Οωμ. η', 23). Πτους Ζεσσαλονικείς λέγει ότι η ανάσταση θα γίνει με την δύναμη του Τριστού, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία Ρου. «Αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταθήσεται απ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον» (Ώ' Ζεσ. δ', 16). Πτα κείμενα της Ώγίας Αραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Γκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά. Μέρουμε από όλη την Νρθόδοξη Ξαράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. ΋ Τριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα


στοιχεία της σαρκικότητος. Γίναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Ζεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. ΋μως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Ιέγει ο Τριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται' ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ίσάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Ιουκ. κ', 35-36). Ρα σώματα των άγιων, ενώ από τώρα προγεύονται της δόξης του Ζεού, επειδή έχουν την άχτιστη Τάρη του Τριστού, τότε θα μεταμορφωθούν και θα γίνουν σώματα δόξης. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος λέγει ότι ό Τριστός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού...» (Σιλ, γ', 21). ΋πως το σώμα του Τριστού λάμπει από την Ζεότητα, έτσι θα λάμπουν και τα σώματα των δικαίων στον ουρανό, θα υπάρχει, βέβαια, μεγάλη διαφορά μεταξύ του σώματος του Τριστού και του σώματος των άγιων. Αιατί, το θεανθρώπινο σώμα έγινε πηγή της ακτίστου Τάριτος του Ζεού, ενώ το σώμα των αγίων αγιάζεται από την Τάρη του Ζεού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά από την παράδοση μας ότι ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, ενώ ο Τριστός ποιεί την θέωση. Γκεί πού αναπτύσσει ο Ώπόστολος Ξαύλος την διδασκαλία περί της αναστάσεως των νεκρών είναι η Ώ' προς Θορινθίους επιστολή του. Σαίνεται ότι μερικοί Θορίνθιοι ήταν επηρεασμένοι από φιλοσοφικές ιδέες για το ανθρώπινο σώμα. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος γράφει ότι αν δεν πρόκειται να αναστηθούν τα σώματα τότε ούτε ο Τριστός αναστήθηκε εκ νεκρών (Ώ' Θορ.ε'. 12-16). Έπειτα απαντά σε ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως έθεταν οι Θορίνθιοι, για το πώς θα αναστηθούν οι νεκροί και τι σώμα θα έχουν (Ώ' Θορ. ιε', 35-41). Ώπαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα φέρνει παράδειγμα από τον αισθητό κόσμο. ΋ άνθρωπος σπέρνει ένα μικρό κόκκο και ο Ζεός σε αυτόν τον κόκκο δίνει διαφορετικό σώμα. Ρο επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν φυτεύει σιτάρι, άλλα σπόρο και από τον σπόρο αυτόν εξάγεται διαφορετικό σώμα, ανάλογα με το σπέρμα. Ώυτό θα συμβεί και κατά την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, με την δύναμη του Τριστού, και, φυσικά, τα σώματα ενώ θα είναι τα ίδια, εν τούτοις θα έχουν διαφορετική λειτουργία. Νι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέγει, «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσιαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Ώ' Θορ. ιε', 53). Γίναι πολύ σημαντικό ότι ό Ώπόστολος Ξαύλος παρουσιάζει λεπτομερέστατα την κατάσταση των σωμάτων κατά την ανάσταση των νεκρών. Αράφει στους Θορινθίους: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη' σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Ώ' Θορ. ιε', 43-44). Γδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ του σώματος προ και μετά τον θάνατο του ανθρώπου και του σώματος μετά την ανάσταση, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Πτο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Ρο ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Ρο δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Ρο τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με το πρώτο, πού ήταν ψυχικό. Ώυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Ών ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Ώποστόλου Ξαύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση


τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Νι Ξατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Τριστού, πού εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πού εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διήνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λ.π. ΐέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα Ή τροφή εκείνη κάηκε από την Ζεότητα Ρου, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, πού είναι γνωρίσματα της φθαρτότητος και της θνητότητος. Θαι το σώμα των αμαρτωλών θα αποβάλει την φθαρτότητα και την θνητότητα, αλλά δεν θα είναι πνευματικό και δοξασμένο, όπως των αγίων. Θαι, φυσικά και των αγίων το σώμα θα έχει δόξα ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος θα πει: «αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Ώ' Θορ. ιε'. 41). ΋πως άλλο είναι το φως του ηλίου, άλλο το φως της σελήνης και άλλο των αστέρων, το ίδιο θα συμβαίνει και με την δόξα των αγίων. Ώνάλογα με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, πού απέκτησε ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή θα ακτινοβολεί και στην αιώνια ζωή. Βεν πρόκειται για κάποια προσωποληψία εκ μέρους του Ζεού, αλλά ο άνθρωπος θα λαμβάνει την χάρη ανάλογα με την χωρητικότητα Ρου. ΋ Ζεός θα ατελή την χάρη Ρου σε όλους και ο καθένας θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση. Κέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι τότε θα αποκτήσουν μία ηλικία. Πε ένα τροπάριο ψάλλουμε: «και ηλικία μια πάντες γενήσονται». Ώυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ηλικία ενός ώριμου ανθρώπου. Θαι το νήπιο πού κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, αλλά και εκείνος πού κοιμήθηκε σε βαθειά γηρατειά θα έχουν την ίδια ηλικία πού όπως λέγεται, θα είναι η ηλικία του Τριστού. Ξάντως, είναι φυσικό να αποκτήσουν την ηλικία ενός ωρίμου ανθρώπου, πού βρίσκεται περίπου στην ηλικία των τριάκοντα ετών. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος σε ποίημα του γράφει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, πού θα ενωθούν πάλι με τα σώματα τους, «εκάστη κατ' αξίαν ευρίσκει το κατάλυμμα φωτός ή σκότους πλήρες». ΋σες άναψαν την λαμπάδα τους από αυτήν την ζωή θα είναι σε φως ανέσπερο και όσες ήταν ακάθαρτες και είχαν τα μάτια της καρδιάς τυφλά δεν πρόκειται να δουν το θειο φως. Θαι τα σώματα των αγίων θα είναι άγια σκεύη του Ώγίου Ξνεύματος. ΋πως ήταν καθαρότατα εδώ, έτσι και θα εγερθούν δοξασμένα «λάμποντα, αστράπτοντα ως φως το θείον»8. Ζα μπορούσα να παραθέσω την διδασκαλία πολλών αγίων τόσο για την βεβαιότητα της αναστάσεως των σωμάτων και την αιώνια ζωή, όσο και για το πώς θα γίνει η ανάσταση τους. Ζα αρκεστώ όμως στην παράθεση της διδασκαλίας του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για την ανάσταση των σωμάτων, θα δούμε μερικές πτυχές αυτής της διδασκαλίας. Ξιστεύω πώς είναι αρκετά διαφωτιστική και χαρακτηριστική. Θατ' αρχάς ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης διδάσκει ότι, όταν ομιλούμε για ανάσταση ή αναβίωση ή μετακόσμηση, και όταν χρησιμοποιούμε πολλά αλλά ονόματα, χαρακτηρίζουμε το σώμα πού υπόκειται στην φθορά και όχι την ψυχή, η οποία, ως άφθαρτη, ανώλεθρη και αθάνατη, δεν πρόκειται να αναστηθεί, γιατί δεν πεθαίνει9. Ή ανάσταση των σωμάτων συνδέεται και με την ανάσταση όλων των μελών πού με ποικίλες αιτίες καταστράφηκαν. Θατά την ημέρα της αναστάσεως και το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος το οποίο πριν από χιλιάδες χρόνια έφαγαν τα σαρκοβόρα πουλιά θα ευρέθη «μη λείπον». Ώλλά και τα μέλη εκείνα τα οποία έφαγαν τα κήτη και τα σκυλόψαρα και όλα τα θαλάσσια ζώα θα συναναστηθούν με τον άνθρωπο. Ρα σώματα πού κατέκαψε η φωτιά και κατέφαγαν τα σκουλήκια στους τάφους, και, γενικά, όλα τα σώματα τα οποία εξηφάνισε η φθορά, «ανελλιπή και ακέραια αναδοθήσεται εκ της γης»10. Γπομένως, όλα τα ελλείποντα μέλη θα αναπληρωθούν και θα παρουσιασθεί ολόκληρος ο άνθρωπος. Ώυτό σημαίνει ότι θα έχουμε το δικό μας σώμα, το όποιο, όμως, δεν θα υπόκειται στην φθορά και τον θάνατο. Ώυτό θα γίνει οπωσδήποτε γιατί συνδέεται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Ζεό.


Βεν έπλασε ο Ζεός τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας. Θαι εάν ο ποιμήν των προβάτων θέλει να είναι υγιές το κοπάδι του και σχεδόν αθάνατο, εάν ο βουκόλος με διάφορες θεραπείες θέλει να αυξάνει τα βόδια του, εάν ο γιδοβοσκός εύχεται να γεννούν οι αίγες του δίδυμα και όλοι αποβλέπουν σε κάτι ωφέλιμο, το ίδιο θέλει και ο Ζεός. Γίναι φανερό από αυτά τα παραδείγματα ότι ο Ζεός θέλει να ανάπλαση «το φθαρέν ποίημα»11.΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης στην ομιλία του αυτή πού εξεφώνησε κατά την ημέρα του Ξάσχα και αναφέρεται στην ανάσταση του Τριστού και την ανάσταση των σωμάτων, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, υποστηρίζει ότι θα γίνει οπωσδήποτε η ανάσταση των νεκρών, ότι δεν είναι αδύνατη για τον Ζεό, και επί πλέον αναλύει τον τρόπο με τον όποιο θα γίνει. Γίναι πολύ σημαντικά όσα λέγονται από τον άγιο Αρηγόριο, τα οποία θα παραθέσουμε με συντομία. Ή ανάσταση των σωμάτων δεν είναι αδύνατο να γίνει. Αια πολλούς λόγους. Π ρ ώ τ ο ν. ΋ Ζεός πού θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών είναι ο ίδιος πού δημιούργησε τον άνθρωπο από το χώμα. Γμείς, λέγει ο άγιος Αρηγόριος, θεωρούμε δεδομένη την δημιουργία, όμως αν σκεφθούμε καλύτερα θα δούμε ότι είναι κάτι το θαυμαστό. Ξραγματικά, πώς ο λεπτός χους συγκεντρώθηκε και έγινε σάρκα, και από το ίδιο το υλικό έγιναν τα οστά, το δέρμα, το λίπος και οι τρίχες, δηλαδή, πώς ενώ είναι μια σάρκα εμφανίζονται διαφορετικά τα μέλη. Ξεριγράφει την διαφορετική υφή κάθε μέλους του σώματος. αφού ο πνεύμονας είναι απαλός, το συκώτι τραχύ και κόκκινο, η καρδία σφικτό όργανο κ.λ.π. Ώκόμη, είναι πολύ παράδοξο ότι η Γύα έγινε από ένα μικρό μέρος, από την πλευρά του Ώδάμ. Ξώς, δηλαδή, η πλευρά έγινε κεφαλή, πόδια, χέρια, κ.λ.π. ΋ Ζεός πού δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτόν τον τρόπο έχει την δύναμη να τον αναδημιουργήσει πάλι και να διορθώσει το μέλος του σώματος πού εφθάρη. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Ζεός είναι ο δημιουργός και της πρώτης κτίσεως και της δευτέρας μετακοσμήσεως Αι' αυτό είναι γνώρισμα των ευγνωμόνων και σωφρονούντων να πιστεύουν σε αυτά πού λέγει ο Ζεός και να μην εξετάζουν τους τρόπους και τα αίτια, τα οποία ξεπερνούν τις δυνάμεις τους12. Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Ρα διάφορα παραδείγματα πού υπάρχουν στην φύση δείχνουν ότι ο Ζεός είναι παντοδύναμος και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο και αμήχανο γι' Ώυτόν. Ή παντοδυναμία του Ζεού φαίνεται στην ποικίλη και πολυσύνθετη φύση. Νλόκληρη η φύση κηρύττει μεγαλοφώνως το μεγαλείο του Ζεού και την δύναμη Ρου. Νι αναστάσεις πού έκανε ο Τριστός, όπως του τετραημέρου Ιαζάρου, του υιού της χήρας της ΛαΎν και της θυγατρός του Ηαείρου, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναστήσει κατά τον αυτόν τρόπο και όλους τους ανθρώπους, όταν εκείνος το θέληση. ΋ τεχνίτης πού κατασκευάζει έναν ανδριάντα μπορεί να κατασκευάσει και άλλους. Έτσι και ο Τριστός πού ανάστησε τρεις ανθρώπους μπορεί να το κάνη και σε πολλούς άλλους. Αι' αυτό, στην ερώτηση, πώς ανασταίνονται οι νεκροί, άπαντα ερωτηματικώς: «πώς ο τετραήμερος ηγέρθη Λάζαρος;»13. ΋χι μόνον στην πρώτη δημιουργία, αλλά και στην συνέχεια, σε αυτήν πού συντελείται στην φύση φαίνεται η δύναμη και η παντοδυναμία του Ζεού. Μέρουμε ότι η γέννηση ενός ανθρώπου είναι καρπός της ενέργειας του Ζεού. Βια της Τάριτος του Ζεού ο άνθρωπος συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και μεγαλώνει. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης λέγει ότι η ανάσταση των νεκρών μπορεί να γίνει κατά τον τρόπο πού γεννιέται ο άνθρωπος. Γίναι αρκετά παράδοξο, κατά την ανθρώπινη λογική, πώς το σπέρμα, πού στην αρχή είναι άμορφο, αποκτά στην συνέχεια μορφή και δημιουργούνται τα επί μέρους μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Ών από το άμορφο σπέρμα γίνεται ο άνθρωπος, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο η ύλη πού βρίσκεται στους τάφους και η οποία είχε μια μορφή ευθύς να ανακαινισθεί στην παλαιά διάπλαση και να γίνει πάλι ο χους άνθρωπος, όπως έγινε κατά την πρώτη δημιουργία14.


Κερικοί άνθρωποι θεωρούν απίθανη την εξανάσταση των σωμάτων και τον απαρτισμό του ανθρώπου μετά τον θάνατο, και θεωρούν πολύ φυσική την διάπλαση του εμβρύου και την ανάπτυξη του ανθρώπου με την φυσική του γέννηση. Άλλα, αν το δεύτερο είναι δυνατόν να γίνει, το ίδιο δυνατό είναι και το πρώτο αφού ο Ίδιος Ζεός είναι πού δημιουργεί και το Ένα και το άλλο. Τρησιμοποιεί ακόμη και την περίπτωση του κεραμοποιού, ο οποίος είναι δυνατόν, όταν κατασκευάζει από τον πηλό ωραία αντικείμενα, μετά από μια διαδικασία, να εισέρχεται κάποιος στο εργαστήριο του και να τα καταστρέφει. ΋ καλός κεραμεύς όμως αν θέλει μπορεί να επανόρθωση αυτό πού συνέβη, κατασκευάζοντας πάλι τα ίδια αντικείμενα όχι κατώτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Γίναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο κεραμοποιός, πού είναι τόσο μικρό κτίσμα της δυνάμεως του Ζεού, μπορεί να κάνη κάτι τέτοιο και δεν πιστεύουμε ότι ο Ζεός μπορεί να ανακαινίσει τον νεκρό. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος χρησιμοποιεί την εικόνα του σπόρου του σιταριού πού πέφτει στην γη και πεθαίνει και από εκεί φυτρώνει ένα μεγάλο σιτάρι. ΋ άγιος Αρηγόριος προσαρμόζει θαυμάσια αυτήν την εικόνα. Ώφού αναλύει διεξοδικά τι γίνεται από εκείνο τον μικρό σπόρο σίτου και πόσα μυστήρια κρύπτει μέσα του, λέγει ότι είναι θαυμαστό πώς ένας ξηρός κόκκος σίτου όταν σαπίζει θαυματουργεί, αφού μόνος του πέφτει στην γη και φυτρώνει πλήθος. Ή ανακαίνιση του ανθρώπου είναι ευκολότερη από την ανακαίνιση του σιταριού. ΋ άνθρωπος με την ανάσταση του δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο από εκείνο πού είχε15. Νι άγιοι Ξατέρες χρησιμοποιούν πολλές εικόνες από την φύση και τις παρουσιάζουν στο ποίμνιο τους. Ώυτό το βλέπουμε σε πολλές ομιλίες τους, και στην ομιλία του αγίου Αρηγορίου πού εξετάζουμε στο σημείο αυτό. Αια να δείξει ότι είναι δυνατή η ανάσταση των νεκρών, αναλύει πολύ ωραία, ρεαλιστικά και παραστατικά, με ζωηρά χρώματα και λογοτεχνικό ταλέντο, πώς τα δένδρα κατά την διάρκεια του χειμώνας είναι ξερά και με την έναρξη της ανοίξεως ανθοφορούν και γίνονται χώρος, όπου συγκεντρώνονται τα πουλιά, πού ευχαριστούν τον άνθρωπο. Ώκόμη και τα ερπετά και τα φίδια κρύβονται κατά την χειμερινή νάρκη στην γη, και μόλις έλθει ο κατάλληλος καιρός και ακουσθεί μια βροντή πού αντηχεί σαν σύνθημα ζωής, τότε αναπηδούν και εκτελούν τις εργασίες τους. ΋πως τα φίδια ξυπνούν από την νάρκη τους με την ακοή αυτής της βροντής της ζωής, το ίδιο και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων θα δεχθούν τις ψυχές και θα αναστηθούν, όταν θα ακουσθεί η σάλπιγγα του Ζεού. Θάνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατο του. Ξαρατηρεί ότι η ζωή των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υφίσταται την αλλοίωση και την μεταβολή. ΋ άνθρωπος, μετά την γέννηση του, διαδοχικά αυξάνεται, αποκτά διάφορες λειτουργίες, και καθώς μεγαλώνει και φθάνει στο τέρμα της ζωής του γίνεται πάλι βρέφος πού ψελλίζει, ανοητεύει και έρπει με τα χέρια και τα πόδια, όπως στην αρχή της ζωής του. ΋λα αυτά δείχνουν ότι και προ του θανάτου ο άνθρωπος δέχεται μεταβολές επί μεταβολών, αλλοιώσεις και ανακαινίσεις16. Ώυτό, φυσικά, θα γίνει και κατά την ανάσταση. Γφ' όσον το φθαρτό φθείρεται με τον νόμο της φθοράς, πολύ περισσότερο θα ανακαινισθεί με την δύναμη και την ενέργεια του Ζεού. Ώλλά και ο ύπνος, πού είναι αναγκαίος για την καθημερινή μας ξεκούραση, καθώς επίσης και η έγερσή μας από τον ύπνο, δείχνουν το μυστήριο της αναστάσεως των νεκρών. Άλλωστε, ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου και η εγρήγορση είναι εικόνα της αναστάσεως. Ξολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ύπνο αδελφό του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος τότε μοιάζει σαν νεκρός, αναίσθητος. Βεν αναγνωρίζει φίλους και εχθρούς, δεν παρατηρεί όσους βρίσκονται γύρω του, γι' αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να βλάψει τους κοιμισμένους. ΋ταν ξυπνά ο άνθρωπος ανακτά βαθμιαία τις δυνάμεις του και φαίνεται σαν να έχει ζωντανεύσει. Ών στον άνθρωπο γίνονται αλλοιώσεις και εκστάσεις, κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, είναι πολύ ανόητο και φιλόνικο να μην πιστεύουμε στον Ζεό πού επαγγέλλεται «τον έσχατον ανακαινισμόν»17.


Ώπό όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πολύ φυσικό γεγονός η ανάσταση των σωμάτων. ΋πως θεωρούμε φυσικό γεγονός την γέννηση του ανθρώπου, τις εναλλαγές στην φύση, την αύξηση των φυτών και, γενικά, όπως θεωρούμε φυσικά όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στην φύση, άλλο τόσο φυσικό πρέπει να θεωρήσουμε την ανακαίνιση και αναδημιουργία του ανθρώπου, την ανάσταση των σωμάτων. Αιατί ο Ζεός πού έκανε τα πρώτα, μπορεί να κάνη και τα έσχατα. Σ ρ ί τ ο ν. Ρο σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό δεν καταστρέφεται ολοσχερώς. Βιαλύεται μεν «εις τα εξ ων συνετέθη», αφού αποτελείται από τέσσερα στοιχεία, το νερό, τον αέρα, το πυρ και την γη, αλλά όμως δεν εξαφανίζεται. Πε άλλο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, ότι η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις όμως θυμάται τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος της, εφάπτεται με αυτά και στον κατάλληλο καιρό, με την δύναμη του Ζεού, θα τα συγκέντρωση και θα αποτελεστεί το πνευματικό σώμα. Ώυτό δείχνει ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Πτην ομιλία αυτή πού μελετάμε, ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης λέγει ότι το σώμα δεν αφανίζεται ολοσχερώς αλλά διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκε, «και εστίν εν ύδατι και αέρι και γη και πυρί». Ρο ότι παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και προσχωρούν σε αυτά όσα προέρχονται από εκείνα, μετά την διάλυση του σώματος, δείχνει ότι μέσα στα γενικά σώζονται και τα επί μέρους. Θαι όταν ακόμη τα τέσσερα αυτά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, προσχωρήσουν στα πρωτότυπα τους, και πάλι, σωζόμενα τα πρωτότυπα, σώζονται και τα ειδικά, τα επί μέρους. Μέρουμε πολύ καλά ότι όλος ό κόσμος έγινε από το μηδέν, από μη υπάρχουσα ύλη. Ών στον Ζεό είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσει κάτι από το μηδέν, είναι ευκολότερο να δημιουργήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία. Έτσι, αφού υπάρχουν αυτά τα πρωτότυπα, είναι δυνατόν στον Ζεό να κατασκευάσει πάλι τον άνθρωπο18. Σ ε τ α ρ τ ο ν. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης για την ανάσταση των σωμάτων χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής του. Ξολλοί θεωρούσαν και θεωρούν πολύ φυσικό να μεταβαίνουν τα γνωρίσματα των σωμάτων πού σάπισαν, στους απογόνους τους, και ακόμη γνωρίσματα ξένων σωμάτων να μεταδίδωνται σε άλλα σώματα, και όμως δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανανεωθούν τα ίδια γνωρίσματα σε αυτούς πού τα είχαν κάποτε δικά τους. Ζα παραθέσω τον λόγο του άγιου Αρηγορίου Λύσσης, γιατί είναι άξιος παρατηρήσεως. Ιέγει ότι είναι ακατανόητο «...τα δε ίδια και εξαίρετα περί αυτών των ποτέ κεκτημένων ανανεούσθαι και αναβιώσκεσθαι μη συνομολογείν»19. Ξαρατηρώντας αυτό το χωρίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την ανάσταση των σωμάτων οι άνθρωποι θα παραλάβουν το δικό τους σώμα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά όμως μεταμορφωμένα. Ώφού το σώμα θα αναστηθεί «εν δυνάμει και αφθαρσία» σημαίνει ότι δεν θα έχει επάνω του τα στίγματα της φθοράς, της θνητότητας και της ασθενείας. Συσικά, περισσότερες λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε πάνω σε αυτό το θέμα. αλλά νομίζω όσα παρατέθηκαν είναι πολύ εκφραστικά. Π έ μ π τ ο ν. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης όμως, επιμένει πολύ ότι είναι αναγκαία η ανάσταση των νεκρών και για την καλή διαβιωοη των ανθρώπων. Αιατί, αν ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, τότε ο φονιάς, ο μοιχός, ο πλεονέκτης, ο επίορκος, ο ψεύτης, ο άσπλαχνος θα γίνονται χειρότεροι, θα αυξάνονται στην κακία. Ών δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει κρίση. Ών δεν υπάρχει κρίση, τότε χάνεται και ό φόβος του Ζεού και, φυσικά, όπου δεν σωφρονίζει ο φόβος, «εκεί χορεύει μετά της αμαρτίας ο διάβολος»20. Έτσι, όταν η Γκκλησία μιλάει για την μέλλουσα ζωή και το δικαστήριο, αυξάνει στους ανθρώπους τον φόβο του Ζεού. Ώυτός ο φόβος εξανθρωπίζει περισσότερο την ζωή. Αι' αυτό, η διδασκαλία περί του θανάτου και της αναστάσεως των σωμάτων κάνει τον άνθρωπο


κοινωνικό στοιχείο. ΋ποιος εκδιώκει τον φόβο, αυτός γίνεται υποχείριος των δαιμόνων, παίγνιο όλων των παθών. Ρο συμπέρασμα είναι ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Ώυτό μαρτυρεί ο λόγος του Ζεού, αυτό μας απεκάλυψε ο Ζεός, αυτό επιβεβαιώνουν οι άγιοι με την ζωή και την διδασκαλία τους, αυτό μαρτυρεί και η ανθρώπινη πείρα. Αι' αυτό και στεκόμαστε με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα. Ρο σεβόμαστε, το αγαπούμε, αγωνιζόμαστε να καθαριστούμε από τις αμαρτίες, ώστε και αυτό να δοξαστεί. Γίναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ησυχασμός των λεγομένων νηπτικών Ξατέρων απέβλεπε και στο σώμα, το όποιο τιμούμε πολύ. Ώυτό παρατηρούμε στα έργα του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά. ΋ σεβασμός στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνεται και στον ενταφιασμό του. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία δεν υιοθετείται η καύση ή η αποτέφρωση των σωμάτων, αλλά ο ενταφιασμός τους. ΐέβαια, όπως είπαμε προηγουμένως, κατά την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, και όσων τα σώματα κάηκαν, θα αναστηθούν, αλλά αν ο άνθρωπος με την δική του θέληση επιθυμεί την καύση του σώματος του δείχνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση του. Βεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, εκεί πού επικράτησε η καύση των σωμάτων, επικρατούσαν αντιλήψεις ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, πού πρέπει να αποβληθεί, για να ελευθερωθεί η ψυχή. Γμείς σεβόμαστε το σώμα. το ενταφιάζουμε και περιμένουμε την ανάσταση του. Νι άγιοι κοιμούνται με την νοσταλγία της αναστάσεως. Νμολογούν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». 3. Ή κέιινπζα θξίζε Ή Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και η ανάσταση των νεκρών συνδέεται στενά με την μέλλουσα κρίση, το λεγόμενο μελλοντικό δικαστήριο. ΋λοι οι άνθρωποι θα παραστούν ενώπιον του φοβερού βήματος του Τριστού. Πτο Πύμβολο της Ξίστεως ομολογούμε ότι ο Τριστός θα έλθει μετά δόξης «κρίναι ζώντας και νεκρούς». Ώυτή η πεποίθηση αποτελεί κεντρική διδασκαλία της Γκκλησίας, όπως θα διαπιστώσουμε στα επόμενα. Κάλιστα, σε όλες τις λατρευτικές συνάξεις και στην θεια Ιειτουργία γίνεται λόγος για την παράσταση μπροστά στον θρόνο του Ζεού. ΋ ιερεύς εύχεται: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν άπολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα». Ζα δοθεί στην συνέχεια ευκαιρία να τονίσουμε ότι, καίτοι χρησιμοποιούμε εικόνες μέσα από δικαστήρια, όμως η κρίση θα έχει περισσότερο χαρακτήρα αποκαλύψεως και φανερώσεως της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Άλλωστε, όλες οι χρησιμοποιούμενες εικόνες έχουν συμβολικό χαρακτήρα. ΋ Τριστός και οι άγιοι, όπως θα δούμε, κάνουν χρήση τέτοιων εικόνων για να δώσουν στους ανθρώπους να καταλάβουν παραστατικά την φοβερή εκείνη ημέρα, κατά την οποία θα δουν την πραγματικότητα. Γπομένως, χωρίς να καταργούμε τις εικόνες, πρέπει να εισχωρούμε στην ουσία τους και το εσωτερικό τους περιεχόμενο. Θατά τον άγιο Πυμεών τον νέο θεολόγο «πολύς... ο περί της κρίσεως λόγος και δυσερμήνευτος, ότι ου περί ενεστώτων και δρωμένων εστίν, αλλά περί μελλόντων και αοράτων». Ρα παρόντα είναι ορώμενα, τα μέλλοντα είναι αόρατα, γι' αυτό και απαιτείται καθαρότητα νοός, πολλή προσευχή και πολλή σπουδή21. Πτην Ώγία Αραφή γίνεται πολύς λόγος για την μέλλουσα κρίση, η οποία είναι αφετηρία για την αιώνια ζωή και την αιώνια Θόλαση. Γίναι γνωστές οι παραβολές πού είπε ό Τριστός, των Βέκα Ξαρθένων, των ζιζανίων και των γάμων. Βεν είναι εύκολο και δυνατό να αναλύσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. ΋μως θα παραθέσουμε τα πιο ενδεικτικά. ΋ Τριστός διαβεβαίωσε τον λαό ότι Ώυτός θα κρίνει τους ανθρώπους στον μέλλοντα αιώνα. «Ουδέ ο Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιώ» (Ίω. ε'. 22). Θαι αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι ο Τριστός είναι το πρωτότυπο του ανθρώπου, αφού ο


άνθρωπος είναι εικόνα του Τριστού, αλλά και δια του Τριστού έγινε η αναγέννηση του ανθρώπου. Ώυτός ενηνθρώπησε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Ώυτός, λοιπόν, θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. ΋ Ώπόστολος Ξέτρος σε ομιλία του δήλωσε ότι έλαβε εντολή από τον Τριστό να κήρυξη, ότι Ώυτός θα είναι ό κριτής των ανθρώπων. «Και παρήγγειλεν ήμιν κηρύξαι τω λαω και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστίν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών» (Ξράξ. ι'. 42). Ρην ίδια διδασκαλία κηρύττει και ο Ώπόστολος Ξαύλος στον Άρειο Ξάγο, όταν είπε: «έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οίκουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ω ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Ξράξ. ιζ', 31). Πτα αποστολικά αυτά χωρία φαίνεται ότι ο Τριστός θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Ξαράλληλο χωρίο του Ώποστόλου Ξαύλου είναι ή προτροπή του στον μαθητή του Ριμόθεο: «Διαμαρτύρομαι ουν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μέλλοντος κρίνειν ζώντας και νεκρούς κατά την επιφάνεια αυτού και την βαοιλείαν αυτού» (ΐ' Ριμ. δ', 1). Ή Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού λέγεται επιφάνεια και βασιλεία, πού συνδέεται με την κρίση νεκρών και ζώντων, όσων, δηλαδή, πέθαναν προηγουμένως και όσων θα ζουν εκείνη την ώρα. Ή σύνδεση της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού με τον θρόνο δείχνει και το μεγαλείο του Ζεού και την εξουσία του Τριστού να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά και τον φόβο των ανθρώπων ενώπιον της κρίσεως και του κριτού. ΋ Τριστός χρησιμοποίησε αυτήν την εικόνα όταν είπε ότι μετά την έλευση Ρου με τους αγγέλους «καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού» (Κατθ. κε', 31). ΋ θρόνος, πού είναι σύμβολο του Ζεού και της δόξης Ρου, αλλά και της εξουσίας πού έχει πάνω στους ανθρώπους, έχει την προέλευση του στην λατρεία των θεοτήτων της αρχαιότητος, και του Ζεού - αυτοκράτορος των Οωμαίων, αλλά και στην Ξαλαιά Βιαθήκη. καθώς επίσης και στην Ώποκάλυψη του Ηωάννου. Ήδη ο Ξροφητάναξ Βαυίδ γράφει σε έναν ψαλμό του: «ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρίνει την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Υαλμ. θ', 8-9). ΢πάρχει δε μια παράσταση, πού λέγεται «ετοιμασία του θρόνου», η οποία συνδέθηκε με τον Αολγοθά. Ώπό τον ΗΏ΄ αιώνα η παράσταση της «ετοιμασίας του θρόνου» συνδέθηκε με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και το μελλοντικό δικαστήριο22. Ή έννοια του θρόνου, πού υπενθυμίζει τον αυτοκρατορικό θρόνο και τα δικαστήρια, συνδέθηκε στενά με την κρίση ζώντων και νεκρών από τον Τριστό και την συναντούμε σε πολλά χωρία των επιστολών του Ώποστόλου Ξαύλου. Ώναφερόμενος ο Ώπόστολος στο γεγονός ότι όλοι είμαστε ικέτες, δούλοι του Τριστού και δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, βεβαιώνει: «πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού» (Οωμ. ιδ'. 10). Νι Τριστιανοί της Οώμης, στους οποίους λέγεται αυτό. είχαν γνώση και πείρα τι σημαίνει θρόνος του αυτοκράτορος και του δικαστού. Ρο ιδιο λέγει και στους Τριστιανούς της Θορίνθου: «τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (ΐ' Θορ. ε', 10). Γπειδή θα συντελεσθεί η τελική κρίση των ανθρώπων, και επειδή ο πραγματικός Θριτής είναι ο Τριστός γι' αυτό οι Τριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν να κρίνουν τους συνανθρώπους τους, τους άλλους αδελφούς τους. Αράφει ό Ώπόστολος Ξαύλος: «ο δε ανακρίνων με Θύριος εστίν, ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθει ο Θύριος, ός και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τάς βουλάς των καρδιών» (Ώ' Θορ. δ', 5). Πτο χωρίο αυτό εκτός του ότι λέγεται ότι ο Τριστός είναι ο αληθινός κριτής των ανθρώπων, συγχρόνως παρουσιάζεται και ο τρόπος με τον οποίο θα κρίνει. Ώυτός πού είναι το φως το αληθινό, με την εμφάνιση Ρου θα αποκάλυψη όλα τα κρυπτά του σκότους και θα φανέρωση όλες τις δούλες και τις επιθυμίες πού υπάρχουν στην καρδιά. Πε άλλο σημείο ο Ώπόστολος Ξαύλος αναφέρεται στην κρίση πού θα γίνει από τους αγίους. Αράφει: «Ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι;» (Ώ' Θορ.στ', 2). Ώυτό το χωρίο δείχνει πάλι τον τρόπο πού θα γίνει η Θρίση. Βεν πρόκειται για ένα κοσμικό δικαστήριο όπου θα απαγγελθεί η κατηγορία, και θα υπάρχουν μάρτυρες


κατηγορίας και υπερασπίσεως, και στην συνέχεια θα ακουσθεί η απόφαση. Ή εικόνα του μελλοντικού δικαστηρίου είναι παρμένη από την δικαστική εξουσία, αλλά το περιεχόμενο της είναι διαφορετικό. Ή εμφάνιση του ηλίου της δικαιοσύνης θα αποκαλύψει τα πάντα, όλοι θα απογυμνωθούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα, καθώς επίσης θα γίνει σύγκριση μεταξύ των αγίων και των αμαρτωλών. Κε αυτήν την έννοια λέγεται ότι και οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο. ΋λα αυτά θα τα δούμε στην συνέχεια, όταν θα κάνουμε λόγο για το πώς οι Ξατέρες ερμηνεύουν τα χωρία της Ώγίας Αραφής, πού αναφέρονται στην μέλλουσα κρίση. Γίναι γνωστή η παραβολή των γάμων, πού είπε ο Τριστός. ΋ταν ο βασιλεύς εισήλθε στον χώρο πού ήταν οι κεκλημένοι για τους γάμους του υιού του, είδε και κάποιον πού δεν είχε ένδυμα γάμου. Ώφού τον επέπληξε, λέγοντας «εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου», διέταξε να του δέσουν χέρια και πόδια και να τον ρίψουν στο εξώτερο πυρ, οπού θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Κατθ. κβ', 1-14). Θατά την ερμηνεία της παραβολής αυτής, πού κάνει ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, ο γάμος αναφέρεται στην Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού και στην ΐασιλεία των Νυρανών. Ή είσοδος του ΐασιλέως, πού είναι ο Ζεός, είναι «η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως έκφανσις». Ρο ένδυμα του πνευματικοί γάμου πού ήταν απαραίτητο για τους προσκεκλημένους, είναι αρετή. Θαι, φυσικά, όταν μιλούν οι άγιοι Ξατέρες για την αρετή, εννοούν τους καρπούς του Ώγίου Ξνεύματος και όχι μια επιφανειακή ανθρώπινη αρετή. Γκείνος πού δεν θα έχει το ένδυμα των αρετών όχι μόνον θα είναι ανάξιος της ΐασιλείας του Ζεού, αλλά και θα τιμωρηθεί. ΋χι μόνον η ψυχή θα αποδειχθεί ανάξια της παστάδος εκείνης, αλλά και το σώμα, αν δεν έζησε με εγκράτεια, αγνεία και σωφροσύνη. Ή τιμωρία του μη έχοντος ένδυμα γάμου συνδέεται με την απομάκρυνση του από την κατοικία και την συναυλία των ευφραινομένων. Ξρόκειται βασικά για χωρισμό από τον Ζεό, και την μη μέθεξη της Τάριτος Ρου. Ρο ότι δένονται τα χέρια και τα πόδια, κατά διαταγή του ΐασιλέως, δηλώνει την σύσφιγξη του ανθρώπου από σειρές αμαρτιών, πού συμβαίνει από την ζωή αυτή. Ή αφόρητη οδύνη και ο μεγάλος πόνος πού αισθάνεται ο άνθρωπος με την διάπραξη της αμαρτίας από τώρα, θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Ρο ότι εκβάλλεται στο πυρ το εξώτερο δείχνει το «πορωτέρω Θεού γινόμενος, ως μη φωτός έργα πράξας ενθάδε». Γφ' όσον από την ζωή αυτή δεν έπραξε έργα φωτός, δεν μπορεί να μεθέξη του φωτός, κατά την ημέρα εκείνη. Ώυτό δηλώνει η φράση ότι αποχωρίζεται από τον Ζεό. Ρο σκότος στο όποιο θα οδηγηθεί είναι συνώνυμο με το άσβεστο πυρ, τους ακοίμητους σκώληκας, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων. ΋λα αυτά δείχνουν «τάς επικείμενος και ψυχής και σώματος καθαπτομένας αφόρητους οδύνας» και τις θρηνώδεις κραυγές από την ανωφελή και ατελείωτη μεταμέλεια, δηλαδή θα μετανοιώνουν για τα έργα πού έπραξαν αλλά δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να παρηγορηθούν, να ολοκληρωθεί η μετάνοια23. Ή περικοπή της μελλούσης κρίσεως είναι ανεπανάληπτη και εκφραστικότατη και επειδή είναι διδασκαλία του Τριστού είναι πέρα ως πέρα αυθεντική. Θανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και να θέλει να λέγεται Τριστιανός. Θαι αυτό γιατί ο λόγος περί της κρίσεως προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Τριστού (Κατθ. κε', 31-46). Βεν θα παρουσιάσουμε το κείμενο του Γυαγγελίου πού περιγράφει την μέλλουσα κρίση, αλλά θα αναφερθούμε στην ερμηνεία πού κάνει ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, και μέσα από την ερμηνεία της θα δούμε και τα σχετικά γεγονότα. Γρχόμενος ο Τριστός μετά δόξης και με τους αγγέλους Ρου, θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως το κάνει ο ποιμήν, και οι μεν δίκαιοι θα τοποθετηθούν στα δεξιά Ρου, οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί στα αριστερά Ρου. Ή κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη ή το μίσος πού έδειξαν απέναντι στους αδελφούς τους, πού βρίσκονταν σε δύσκολες περιστάσεις. Ρο ερώτημα είναι, γιατί το μόνο κριτήριο είναι η ελεημοσύνη; Θαι είναι τελικά δίκαιο να σωθούν οι άνθρωποι από την ελεημοσύνη, ενώ άλλοι να κατακριθούν στον αιώνιο θάνατο, μόνο και μόνο επειδή δεν έδειξαν συμπάθεια στους συνανθρώπους τους; ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς αναλύει θαυμάσια την περικοπή μέσα


από την όλη εκκλησιαστική εμπειρία. Ιέγει ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν την ΐασιλεία του Ζεού όχι απλώς για μια μικρή ελεημοσύνη, την οποία επέδειξαν, αλλά για την όλη τους αναγεννημένη ύπαρξη. Ώυτό φαίνεται από τρία πράγματα. Πρώτον, από το ότι αποκαλούνται πρόβατα. Κε τον ορό αυτόν δείχνει ότι είναι δίκαιοι, πραεϊς, επιεικείς και βάδισαν την ομαλή και πεπατημένη οδό των αρετών, ακολούθησαν, δηλαδή, τον Τριστό, πού είναι ο πραγματικός Ξοιμήν των ανθρώπων. Θαι όχι μόνο τον ακολούθησαν, αλλά ομοιώθηκαν με Ώυτόν, πού είναι ο αμνός του θεοί. Ώυτό σημαίνει και ότι τήρησαν σε όλη τους την ζωή τις εντολές του Ζεού, αλλά και ότι ήταν διαρκώς έτοιμοι «εις τον υπέρ του καλού θάνατον». Ώπό αυτούς άλλοι είναι υιοί του Ζεού, επειδή είναι φύλακες «της εκ Θεού μυστικής αναγεννήσεως», και άλλοι μισθωτοί, γιατί απέκτησαν την Τάρη πάλι με τους ίδρωτες της μετανοίας και της ταπεινώσεως. Δεύτερον, οι δίκαιοι έζησαν στην ζωή τους την αγάπη πού είναι πλήρωμα νόμου, είναι η αρετή πού υπέρκειται όλων των άλλων αρετών και αποτελεί την κεφαλή τους. Ή φιλανθρωπία είναι έκφραση του αναγεννημένου ανθρώπου, ιδίως μάλιστα όταν ή φιλανθρωπία γίνεται μέσα στα πλαίσια της φιλοθεΎας. Σρίτον, οι δίκαιοι χαρακτηρίζονται και από την ταπείνωση. Αιατί, καίτοι ο Τριστός τους υπενθυμίζει τι έκαναν, αυτοί δεν το αισθάνονται. Ή ταπείνωση συνδέεται με την αγάπη. Νι δίκαιοι αισθάνονται ανάξιοι των επαίνων. Γπομένως, οι δίκαιοι με όλα αυτά τα γνωρίσματα δείχνουν ότι ήταν ενωμένοι με τον Ζεό, αναγεννημένοι πνευματικά. Ρο αντίθετο συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, πού θα σταθούν στα αριστερά του Τριστού. Βεν καταδικάζονται απλώς για τις παραλείψεις μερικών μικρών έργων αγάπης και φιλανθρωπίας, αλλά για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους επαινέθηκαν οι δίκαιοι. Πρώτον, αποκαλεί τους αμαρτωλούς ερίφια, «ως θρασείς και άτακτους και κατά κρημνών φερομένους της αμαρτίας». ΋πως τα κατσίκια ανεβαίνουν σε κρημνώδεις τόπους, το ίδιο παρατηρεί κανείς στους αμαρτωλούς. Νι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν απέκτησαν το φρόνημα του Τριστού, δεν έγιναν πρόβατα πού καθοδηγούνται από τον αληθινό ποιμένα, αλλά προτίμησαν την άτακτη και θρασεία ζωή, δεν ομοιώθηκαν με τον αμνό του Ζεού, πού σημαίνει δεν απέκτησαν το θυσιαστικό ήθος για τους αδελφούς τους. Δεύτερον, δεν έδειξαν φιλανθρωπία και αγάπη, πού σημαίνει ότι δεν είχαν αναγεννηθεί από το Ξανάγιο Ξνεύμα. Ώντίθετα έδειξαν μίσος. ΋πως η αγάπη είναι πλήρωμα όλων των αρετών, έτσι και το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπάθητος τρόπος, και η αμετάδοτη γνώμη, «πλήρωμα εστί της αμαρτίας». Θαταδικάζονται οι αμαρτωλοί από την μισανθρωπία, γιατί από αυτήν ακολουθούν όλες οι κακίες. Σρίτον, οι αμαρτωλοί διακρίνονται για την υπερηφάνεια, πού είναι συνδεδεμένη με τον ασυμπαθή τρόπο. Θαι τότε πού κατηγορούνται για την ασυμπάθειά τους, αντί να προσέλθουν ταπεινωμένοι, αντιλέγουν και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Βείχνει ότι η μισανθρωπία είχε γίνει φύση τους. Αι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεν δίκαιοι εισέρχονται στην ΐασιλεία των Νυρανών, οι δε αμαρτωλοί αποστέλλονται στην Θόλαση. Ώναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς λέγει ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν την αιώνια ζωή: «ζωήν έξουσι και περισσόν έξουσι». Ή «ζωή» αναφέρεται στην συνύπαρξη με τον Ζεό, το «περισσόν» δηλώνει ότι είναι υιοί και κληρονόμοι της ΐασιλείας του Ζεού, δηλαδή μετέχουν της ίδιας δόξης και βασιλείας. Νι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη Ζεού. Ραυτόχρονα, θα συνυπάρχουν με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ24.


΋ άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτήν την περικοπή, λέγει ότι ο Τριστός αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ρο ότι ελέγχει τους αμαρτωλούς, επειδή πεινούσε και δεν τον έθρεψαν ή διψούσε και δεν του έδιναν νερό να πιει, σημαίνει ότι πεινούσε την σωτηρία τους και αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. ΋ άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Ζεό, ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Ρου, και με την είσοδο του στην Γκκλησία, πού είναι το Πώμα του Τριστού, είναι στενά συνδεδεμένος με τον Ζεό. Ηδίως με τα μυστήρια ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Πώματος του Τριστού. ΋ταν λοιπόν, δεν ζει σύμφωνα με τις εντολές του Ζεού τότε είναι σαν να αφήνει πεινασμένο και διψασμένο τον Τριστό. Ώναλύοντας αυτήν την σκέψη του, ο άγιος Πυμεών λέγει ότι ο Τριστός πείνασε την επιστροφή και μετάνοια του ανθρώπου και εκείνος δεν ικανοποίησε την πείνα Ρου. Έδίψησε την σωτηρία του, και δεν του έδωσε την δυνατότητα να την γευθεί. Ήταν γυμνός από τις ενάρετες πράξεις του, και δεν τον έντυσε, γιατί, αφού ο Τριστιανός είναι μέλος του Τριστού, όταν στερείται αυτών των αρετών είναι σαν να αφήνει γυμνά και έκθετα τα μέλη Ρου. Ήταν κλεισμένος στην στενή, ακάθαρτη και σκοτεινή φυλακή της καρδίας του, και δεν θέλησε να τον επισκεφθεί ή να τον εξαγάγει στο φως. Ανώριζε ο Τριστιανός ότι ο Τριστός ήταν ασθενής, λόγω της ραθυμίας και της απραξίας του (του Τριστιανού), και δεν τον διακόνησε δια των αγαθών έργων και πράξεων25. Ξραγματικά, ο Τριστός θέλει την σωτηρία του ανθρώπου, πού είναι δικό του δημιούργημα και από αγάπη έπαθε πολλά για την σωτηρία του. Πυγχρόνως. με το άγιο ΐάπτισμα ο Τριστιανός είναι μέλος του σώματος Ρου. Θαι όταν δεν ανταποκρίνεται σ' αυτήν την επιθυμία του Τριστού και παραμένει στο σκοτάδι της αμαρτίας, τότε αυτοκαταδικάζεται. Θάνει εντύπωση αυτό πού λέγει, ότι βρίσκεται μέσα στην στενή, σκοτεινή και βρωμερή φυλακή της καρδίας. Ξραγματικά, με το άγιο ΐάπτισμα, η Τάρη του Ζεού παραμένει μέσα στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Κε τις αμαρτίες όμως τις όποιες διαπράττουμε, μετά την είσοδο μας στην Γκκλησία, καλύπτεται η θεία Τάρη. Έτσι ο Χριστός μοιάζει σαν φυλακισμένος μέσα στην καρδιά. Ώυτό ακριβώς θα είναι και η Θόλαση του ανθρώπου. Πυναφής με αυτά είναι και ή ερμηνεία του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά στην παραβολή των Βέκα Ξαρθένων, πού είπε ο Τριστός. Θατά την παραβολή, οι πέντε φρόνιμες παρθένες πού είχαν λάδι μαζί με τις λαμπάδες τους, εισήλθαν στους γάμους, ενώ οι πέντε μωρές παρθένες, πού δεν είχαν λάδι, δεν αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης χαράς (Κατθ. κε', 1-13). Θατά τον άγιο Αρηγόριο Ξαλαμά, η είσοδος στην ΐασιλεία του Ζεού, είναι συνάρτηση της παρθενίας, όχι απλώς του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Ώυτήν την ψυχική παρθενία μπορούν όλοι να την βιώσουν. Ή παρθενία εξασκείται με την άσκηση, την εγκράτεια και τους ποικίλους αγώνες των αρετών. Τρειάζονται όμως και χέρια πού θα κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς επίσης και λάδι. Ρα χέρια είναι το πρακτικό της ψυχής, δηλαδή η μετάνοια, η προσπάθεια για την κάθαρση της ψυχής. Ιαμπάδες αναμμένες είναι ο οικείος νους μέσα στον oποιο θα υπάρχει η εμμέριμνος γνώση, πού στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής και αφιερώνεται δια βίου στον Ζεό και συνάπτεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από Γκείνον. Σαίνεται εδώ ότι πρόκειται για την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός. Ή νοερά προσευχή, η ακατάπαυστη κοινωνία με τον Ζεό, συνδέεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από τον Ζεό. Τρειάζεται όμως και άφθονο λάδι. πού είναι η αγάπη, η οποία είναι η κορυφή όλων των αρετών26. Κε αυτά πού αναφέραμε ως τώρα, αναλύοντας ενδεικτικά μερικά χωρία πού αναφέρονται στην κρίση και το μελλοντικό δικαστήριο, σύμφωνα με την ερμηνεία των Ξατέρων της Γκκλησίας, φαίνεται ότι η μέλλουσα κρίση δεν είναι μια τυπική δικαστική διαδικασία, όπως την συναντούμε στα δικαστήρια, αλλά έκφραση και αποκάλυψη, δια του Τριστού, της


εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. ΋ αναγεννημένο από το Ξανάγιο Ξνεύμα θα φανεί τότε καθαρά σε όλους τους ανθρώπους, θα αποκαλυφθεί η συγγένεια του με τον Τριστό πού θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ενώ ο μη αναγεννημένος, και μάλιστα εκείνος πού έχει σκοτεινό και αφώτιστο νου, θα αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους, αφού δεν θα έχει μέθεξη Ζεού. ΋πως η εμφάνιση του αισθητού ήλιου αποκαλύπτει τα πάντα, έτσι και η έλευση του αληθινού ηλίου της δικαιοσύνης θα είναι πραγματική αποκάλυψη των εσωτερικών διαθέσεων και επιθυμιών των ανθρώπων. Ώυτό ακριβώς θα το δούμε εκφραστικότερα, κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου. Θατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί και πάλι ότι ο Τριστός είναι η ΐασιλεία των Νυρανών. Ώυτός είναι το φως το αληθινό, το όποιο θα λάμψη κατά την έλευσή Ρου για να κρίνει τους ανθρώπους. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος, αναφερόμενος στον Τριστό, λέγει: «Συ βασιλεία ουρανών, συ γη. Χριστέ, πραέων, συ χλόης ο Παράδεισος, συ νυμφών ο θειος, συ ο παστός, ο άρρητος, συ η τράπεζα πάντων, συ ης ο άρτος της ζωής, συ καινότατον πόμα...». Ξροσθέτει ότι ο Τριστός, πού είναι ο απρόσιτος ήλιος, θα λάμψη στο μέσον των αγίων, και τότε όλοι θα ελλαμφθούν κατά αναλογία της πίστεως, της πράξεως, της ελπίδος, της αγάπης, της καθάρσεως και του φωτισμού, πού προέρχεται από το Ξνεύμα Ρου. Νι διάφοροι μοναί πού θα υπάρξουν στον Ξαράδεισο θα λογισθούν ως «τα μέτρα της αγάπης, της θεωρίας τε της σης»27. Γπομένως, ανάλογα με την πνευματική του καθαρότητα, ο άνθρωπος θα ακτινοβολεί την λάμψη του Ζεού. Ή έλευση του ηλίου της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων θα αποκάλυψη τα πάντα. Έτσι νοείται και ο λόγος του Ώποστόλου Ξαύλου: «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και ημείς σύν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Θολ. γ'. 3-4). Ξαράλληλος είναι και ο άλλος λόγος του Ώποστόλου Ξαύλου: «τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανερούται, πάν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Γφ. ε', 12-13). ΋λοι όσοι διέπραξαν τα θεια στην ζωή τους θα βρίσκονται στο φως και οι εργάτες των φαύλων, όπως διδάσκει ο άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος, «εν σκότει δ' έσονται ποινών» μέσον δε αυτών θα υπάρχει μεγάλο χάσμα28. Έτσι, ο Τριστός θα αποκάλυψη με την εμφάνιση Ρου τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, την όλη τους ύπαρξη, αυτό πού υπάρχει στο βάθος της καρδιάς. Ώυτή η αποκάλυψη είναι αιώνια ζωή και αιώνια κόλαση, γιατί το πρώτο συνιστά την μέθεξη του Ζεού, το δε δεύτερο συνδέεται με την μη μέθεξη και την μη κοινωνία με τον Ζεό. Ώυτό πού θα γίνει στην άλλη ζωή, κατά την μέλλουσα Θρίση, γίνεται και από τώρα. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς λέγει ότι ό Τριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, το ανέσπερο, αληθινό και αΎδιο φως. Κέσα σε αυτό βρίσκονται τώρα οι ψυχές των αγίων, ενώ τότε στην μέλλουσα ζωή, θα βρίσκωνται και τα σώματα τους. ΋σοι δεν μετανοούν από τώρα, καίτοι απολαμβάνουν τον αισθητό ήλιο και παραμυθούνται από τα άλλα κτίσματα του Ζεού, ζουν έξω από το Σως, τότε κατά την μέλλουσα ζωή, θα ευρεθούν πολύ μακρυά από τον Ζεό και θα παραδοθούν στην αιώνια Θόλαση29. Γπομένως, εκείνο πού θα γίνει στην άλλη ζωή βιώνεται από τώρα. Αι' αυτό ο άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος ζητά από τον Ζεό να του δώσει την Τάρη Ρου από τώρα, σάν σε άρραβώνα, ώστε να τον απόλαυση και στην μέλλουσα ζωή: «Θαι αξίωσον εντεύθεν θεραπεύσαί σε, σωτήρ μου, και λαβείν σου Ξνεύμα θείον, αρραβώνα βασιλείας και εκείθεν απολαύσαι του νυμφώνος σου, της δόξης, καθορώντα σε Ζεέ μου, εις αιώνας αιωνίους»30. Ώυτό απασχολεί όλους τους άγιους. Βεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τα όσα θα συμβούν μετά από αυτόν, και κυρίως κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Βεν τους απασχολεί


τόσο ο χρόνος του θανάτου, όσο ο τρόπος με τον οποίο θα φύγουν, δηλαδή σε ποια κατάσταση θα είναι εκείνη την ώρα, γιατί αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες. ΋ άγιος Πυμεών λέγει ότι τον φοβίζει και του δημιουργεί τρόμο, αν πεθάνει έχοντας τυφλό τον νου. Έστω κι αν κανείς λάβει το αισθητό φως, το φως των οφθαλμών μετά την ανάσταση του, δεν έχει κανένα όφελος, αν δεν έχει πνευματικούς οφθαλμούς για να δη τον Ζεό. Πε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος εξερχόμενος από το σκοτάδι ενδημεί πάλι στο σκοτάδι και θα είναι στους αιώνες χωρισμένος από τον Ζεό31. Έτσι, η εμφάνιση του Ζεού ως ήλιου, θα αποκαλύψει την πνευματική γύμνωση του ανθρώπου. Ρώρα έχουμε την δυνατότητα με διαφόρους τρόπους να καλύπτουμε την πνευματική μας γυμνότητα, ενώ τότε όλα θα αποκαλυφθούν. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος θεολόγος σε μια κατήχηση του παρουσιάζει την αλήθεια ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί ο άνθρωπος τότε από όλα τα υλικά, αισθητά, και διανοητικά χαρίσματα πού τυχόν έχει στην ζωή του θέτει πολλές ερωτήσεις, όπως π.χ. που θα είναι τότε τα δείπνα τα πολυτελή, τα διάφορα πολυτελή ενδύματα, η αλαζονεία των εξουσιαστών κ.λ.π. θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή σε αυτό πού λέγει, ότι τότε θα αποκαλυφθεί η ψυχική γυμνότητα του ανθρώπου. Γρωτά: «Που τα μεγάλα τότε ονόματα; Που ή αγιοσύνη η έχειν νυν νομιζόμεθα ή νομίζομεν; Που οι κόλακες και εμπαίκται, οι αγίους ημάς αποκαλούντες και την τρίβον των ποδών ημών εκταράσσοντες;»32. Ξολλοί από μας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε άγιοι, ότι είμαστε γεμάτοι από αρετές, αφού μάλιστα υπάρχουν και μερικοί κόλακες, πού καλλιεργούν αυτήν την κενοδοξία. Ρότε όμως θα αποκαλυφθούν όλα, και όλοι οι άνθρωποι θα δουν την γυμνότητα μας. ΢πάρχουν πολλά πράγματα πού στην ζωή αυτήν καλύπτουν την τυφλότητα της καρδιάς και την γυμνότητα της ψυχής μας. Ξολλές φορές αυτό γίνεται με την σοφία και την γνώση του κόσμου. Λομίζουμε ότι κάτι είμαστε, ενώ ουσιαστικά είμαστε νεκροί κατά Ζεόν, δεν έχουμε τίποτε καλό. Ρότε όλα θα φανερωθούν. Γρωτά ο άγιος Πυμεών ό νέος θεολόγος: «Που η δοκουσα φρόνησις των περιφανών εν τη γνώσει και τη σοφία του κόσμου; Που η οίησις και το δοκείν ειναι τι, μηδέν όντων ημών;»33. Ώκριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τότε θα καταλάβει μεγάλος φόβος και τρόμος τους ράθυμους και χαύνους και οκνηρούς. Έτσι, μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος πού ζει με μετάνοια και θεωρεί τον εαυτό του «υποκάτω πάσης κτίσεως», γιατί «εκ δεξιών αυτού εστολισμένος τότε σταθήσεται»34. Κόνον οι στολισμένοι με την Τάρη του Ζεού θα σταθούν στα δεξιά του θρόνου του Ζεού. ΋ταν ο άγιος Πυμεών κάνη λόγο για ένδυμα και γυμνότητα, δεν εννοεί μόνον την ύπαρξη ή την έλλειψη των αρετών, αλλά το Άγιον Ξνεύμα, το ίδιο το φως του Ζεού. Ρότε η νύκτα θα φωτισθεί ως ημέρα, κάθε οικία και σπήλαιο και ο ουρανός και η γη θα αρθούν, και έτσι όσοι δεν έχουν ενδυθεί τον Τριστό δηλαδή «οι μη λαβόντες το φως... και εν αυτώ προόντες και φως όντες», τότε θα φανούν γυμνοί και θα γεμίσουν από πολλή αισχύνη, θα φανεί κάθε πράξη κακή ή καλή, κάθε έννοια και ενθύμηση από την γέννησή μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. ΋λα θα αποκαλυφθούν ενώπιον των ανθρώπων35. Θάνει εντύπωση εδώ ότι θα φανούν γυμνοί κυρίως όσοι δεν είδαν το φως από αυτήν την ζωή και δεν έγιναν φως. ΋ποτε το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά πνευματικό, οντολογικό. Ή γυμνότητα έχει σχέση με την μη μέθεξη του φωτός από αυτήν την ζωή. Αι' αυτό συνιστά ο άγιος Πυμεών να αγωνίζονται να εισέλθουν δια της μετανοίας, στην στενή πύλη «και το ένδον ταύτης θεάσασθαι φως» από αυτήν την ζωή36. Ή θεωρία του ακτίστου φωτός δεν είναι πολυτέλεια της πνευματικής ζωής, αλλά η ουσία και ο σκοπός της. Πτην διδασκαλία του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου φαίνεται και κάτι άλλο, πούσυνδέεται με τα προηγούμενα. ΋ταν τηρούμε τις εντολές του Ζεού, οδηγούμαστε


στο Σως. Γπομένως, η μη τήρηση των εντολών μας απομακρύνει από το φως και μας παραπέμπει στο σκοτάδι. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εντολές τον Θεού θα καταδικάσουν τον άνθρωπο. ΋ λόγος του Ζεού είναι ζών και διαμένει στους αιώνες. ΋ παραθεωρηθείς λόγος του Ζεού «στήσεται κατά πρόσωπον ενός εκάστου τότε και έκαστον κατακρίνει μη φυλάξαντα τούτον». Ή Θρίση θα γένη με τις εντολές του Ζεού, πού θα ελέγξουν πιστούς και απίστους. Πτην πραγματικότητα, οι άπιστοι θα είναι αυτοκατάκριτοι για τα έργα πού έκαναν. Ρότε δεν θα βοηθήσει τον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη σοφία και γνώση, ούτε η καλλιέπεια των λόγων ούτε τα χρήματα και η απόκτηση των επιγείων πραγμάτων37. Πτην ΐιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε και έναν άλλο τρόπο με τον όποιο θα δικασθούν οι άνθρωποι στην μέλλουσα Θρίση. Ιέγεται ότι οι άνθρωποι θα κατακριθούν από τους αγίους. Ήδη αυτό το συναντούμε στον λόγο του Τριστού προς τους μαθητές Ρου: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές με, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ό υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθήσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Κατθ. ιθ', 28). Νι μαθητές δηλαδή, θα καθίσουν σε δώδεκα θρόνους και θα κρίνουν τις φυλές του Ησραήλ. Ρο ίδιο υποστηρίζει και ο Ώπόστολος Ξαύλος. Θατηγορώντας τους Τριστιανούς, ότι καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια για να λύσουν τις διάφορες υποθέσεις τους, λέγει: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούοι;» (Ώ' Θορ. στ', 2). Ώλλά πώς νοείται αυτή η κρίση από τους αγίους; ΋ άγιος Πυμεών δίνει και στο σημείο αυτό απάντηση. Ιέγει ότι κάθε άνθρωπος, ευρισκόμενος μπροστά στην αιώνια ζωή και στο ανεκλάλητο εκείνο φως θα δη «τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτού». ΋λοι οι άνθρωποι, πού έζησαν στην γη με διαφορετικούς τρόπους ζωής, θα συγκριθούν με άλλους ανθρώπους πού έζησαν μαζί τους με τις ίδιες συνθήκες ζωής. Θαι οι μεν έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Ζεού, οι δε αρνήθηκαν τις εντολές Ρου. Ώυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να ύπαρξη καμμιά δικαιολογία ότι οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες και γι' αυτό δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τα δικαιώματα του Ζεού. Έτσι, οι πατέρες θα κριθούν από τους πατέρες, οι συγγενείς και φίλοι από τους συγγενείς και φίλους τους, οι αδελφοί από τους αδελφούς, οι πλούσιοι από τους πλουσίους, οι πτωχοί από τους πτωχούς, οι παντρεμένοι από αυτούς πού διέπρεψαν στον γάμο κ.λ.π. ΋ταν οι αμαρτωλοί δουν αμαρτωλούς πού μετανόησαν, οι πόρνοι πού δεν μετανόησαν δουν μετανοημένους πόρνους, όταν οι βασιλείς δουν βασιλείς άγιους κ.λ.π. και, γενικά, όταν ο καθένας δει τον όμοιό του, πού είχε την ίδια φύση, τα ίδια χέρια και οφθαλμούς, τις ίδιες συνθήκες ζωής ότι σώθηκε, αυτό θα αυτοκαταδίκη, δεν θα έχει κανένα επιχείρημα και καμμιά δικαιολογία38. Γίναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του άγιου Πυμεών, τον όποιο θα παραθέσω ακριβώς: «Ούτως ουν έκαστος ημών των αμαρτωλών υπό έκαστου των άγιων κατακριθήσεται, ώσπερ οι άπιστοι υπό των πιστών και οι αμαρτήσαντες μεν, μη μετανοήσαντες δε, υπό των πλείονα ίσως αμαρτησάντων και θερμώς μετανοησάντων κατακριθήσονται»39. Γίναι φοβερό να βλέπει κανείς εκείνη την ώρα μέσα στην δόξα του Ζεού «τον ποτέ μετ' αυτού συναποκαρέντα, και συνεσθίοντα και συμπίνοντα, τον ομοήλικα, τον όμότεχνον» να είναι όμοιος με τον Τριστό, ενώ αυτός το αντίθετο. Ρότε δεν θα μπόρεση καθόλου να μιλήση40. Ώυτό ακριβώς σημαίνει ότι θα κριθούμε από τους άγιους, θα μας ελέγξει η μετάνοια τους και το ότι έζησαν στις ίδιες με μας συνθήκες και όμως εκείνοι ανεδείχθησαν δοχεία του Ξαναγίου


Ξνεύματος, μιμήθηκαν κατά πάντα τον Τριστό. Βεν θα μπορούμε καθόλου να δικαιολογηθούμε. Ένα άλλο σημείο πού βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου είναι ότι τότε, κατά την μέλλουσα Κρίση, θα στερηθούν της αιωνίου ζωής όσοι δεν έλαβαν το Άγιον Ξνεύμα. Βεν θα στερηθούν τον Ξαράδεισο μόνον όσοι αμάρτησαν. Γίναι ενδεχόμενο κάποιος να μην αμαρτήσει, αλλά αν δεν έχει τις αρετές, πού είναι καρπός του Ξαναγίου Ξνεύματος. Ζα στερηθεί της αιωνίου ζωής. θα εκβληθή του Ξαραδείσου και θα πορευθεί στην Θόλαση. Γίναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Πυμεών: «Θαν αμάρτημα μη έχη, αρετών δ' υπάρχη δίχα ίσταται γεγυμνωμένος»41. Έτσι, και αμαρτίες αν δεν έχουμε διάπραξη, θα αποδειχθούμε ανάξιοι της δόξης του Ζεού, αν δεν έχουμε αρετές. Ξροχωρεί ακόμη περισσότερο για να τονίσει ότι δεν αρκούν μόνο αρετές, αλλά χρειάζεται και η δόξα του Ζεού, η Τάρη του Ζεού. Ώυτό σημαίνει ότι οι αρετές δεν είναι απλά κατορθώματα της ατομικής προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά καρποί του Ξαναγίου Ξνεύματος. ΋πως ο Ώδάμ επειδή δεν τήρησε τις εντολές του Ζεού, απογυμνώθηκε από την θεία δόξα και στερήθηκε του Ξαραδείσου, έτσι και εκείνος πού θα ευρέθη «δόξης θείας ως εκείνος αληθώς γεγυμνωμένος», θα εξέλθει του παραδείσου της βασιλείας του Ζεού και του ουρανίου νυμφώνος42. Γκείνο πού χρειάζεται για να εισέλθει κανείς στην ΐασιλεία του Ζεού, κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, είναι η μέθεξη του Ξαναγίου Ξνεύματος. Γίναι φοβερά η ημέρα της Θρίσεως, γιατί εκτός από άλλα πράγματα, ο άνθρωπος θα μάθη «ότι οι μη έχοντες Πνεύμα το θείον εν διάνοια λαμπάδος δίκην λάμπον και εν καρδία ενοικούν ανεκφράστως τω αιωνίω παραπέμπονται σκότει»43. Αι' αυτό οι επανειλημμένες προτροπές του άγιου Πυμεών του νέου θεολόγου, ο όποιος θεωρείται δικαίως θεολόγος του φωτός, συνίστανται στην απομάκρυνση από τις κακίες και τα πάθη, στην ελευθέρωση της καρδιάς από κάθε ακαθαρσία, στην απόκτηση της καθαρότητος του νοός, την μέθεξη της θείας Τάριτος, την απόλαυση του θείου Σωτός. ΋ταν ο άνθρωπος ζει κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε όταν θα έλθει ο Τριστός, θα αποκαλυφθεί και θα είναι ανέκφραστη και ανεκλάλητη η χαρά. Ζα έχει μέθεξη Ζεού», ενώ ο αμαρτωλός θα δη τον Ζεό, αλλά αυτό θα είναι αυτοκαταδίκη και αυτοτιμωρία, θα βίωση την καυστική ενέργεια του φωτός. Πυμπερασματικά λέμε ότι θα έλθει εκ νέου ο Τριστός στον κόσμο, και αυτό θα είναι η Βευτέρα Ξαρουσία Ρου. Ζα ανακαινισθεί όλη η κτίση, θα αναστηθούν οι νεκροί, θα αλλοιωθούν όσοι θα ζουν τότε, και θα επακολουθήσει η κρίση των ανθρώπων. ΋λα αυτά είναι αλήθειες, οι όποιες, οπωσδήποτε, θα συμβούν, αλλά δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα πού θα συμβούν. Αι' αυτό ό Τριστός μας προτρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι. ΋πως συνέβη με τον κατακλυσμό του Λώε. πού οι άνθρωποι ήσαν «τρώγοντες, πίνοντες, γαμούντες, εκγαμίζοντες» έως ότου μπήκε ο Λώε στην κιβωτό και τότε όλοι κατάλαβαν ότι ήλθε ο κατακλυσμός, το ίδιο θα συμβεί με την παρουσία του υιού του ανθρώπου. ΑΊ' αυτό λέγει ο Τριστός: «γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ', 37-42). Και στο τέλος της παραβολής των Δέκα Παρθένων ό Χριστός είπε: «γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Κατθ. κε'. 13). 50 122, σελ. 344-346 50 129, σελ. 25β


SC29, σελ. 260 Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 9 ΓΞΓ, σελ. 110 5. ένθ. άνωτ. σελ. 120 6. 50 129. σελ. 266 7. ενθ. άνωτ. σελ. 268 5. ένθ. άνωτ. σελ. 120 6. 50 129. σελ. 266 7. ενθ. άνωτ. σελ. 268 8. 50 196. σελ. 178 9. Αρηγορίου Λύσσης έργα, 10 ΓΞΓ. σελ. 436 10. ένθ. άνωτ. σελ. 410-412 11. ένβ. άνωτ. σελ. 416 12. ένθ. άνωτ. σελ. 416-418 13. ενθ. άνωτ. σελ. 420-422 14. ένθ. άνωτ. σελ. 422-424 15. ενβ. άνωτ. σελ. 424-426 16. ένθ. άνωτ. σελ. 428-430 17. ένθ. άνωτ. σελ. 430-432 18. ένθ. άνωτ. σελ. 432 19. ένθ. άνωτ. σελ. 442 20. ένθ. άνωτ. σελ. 434 21. SC 129, σελ. 258 22. ΐλ. θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ.953-955 23. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 10 ΓΞΓ, σελ. 574-576 24. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα. 9 ΓΞΓ, σελ. 122 και εξής


25. SC 129, σελ. 306 26. Αρηγορίου Ξαλαμά Έργα. 9 ΓΞΓ, σελ. 126 27. SC 156, σελ. 168 28. SC 156, σελ. 166 29. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 10 ΓΞΓ, σελ. 186-188 30. SC 174, σελ. 70-72 31. SC 156, σελ. 164 32. SC 113, σελ. 188 33. ένθ. άνωτ. σελ. 190 34- ένθ. άνωτ. σελ. 190 35. SC 113. σελ. 140-142 36. ενθ. Άνωτ. σελ. 142 37. SC 174. σελ. 396-398 38. SC 96, σελ. 434-436 39. SC 96, σελ. 458 40. ένθ. ανώι. σελ. 458 41. SC 174, σελ. 46 42. SC 174, σελ. 44-46 43. SC 174, σελ. 146 [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ Ε' Παξάδεηζνο θαη Κόιαζε Ή Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, η ανάσταση των σωμάτων, η παράσταση όλων των ανθρώπων μπροστά στο φοβερό βήμα του Τριστού και, φυσικά, η τελική κρίση έχει κατάληξη τον Ξαράδεισο και την Θόλαση. Νι δίκαιοι θα αποκτήσουν τον Ξαράδεισο, την αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί την Θόλαση.


΋ Ξαράδεισος βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, ενώ στο τέλος θα υπάρχει Ξαράδεισος και Θόλαση. Αι' αυτό σε όλη την Άγια Αραφή γίνεται λόγος τόσο για τον Ξαράδεισο όσο και για την Θόλαση. ΐασική διδασκαλία της Ώγίας Αραφής είναι ότι ο άνθρωπος μετά την δημιουργία του ετέθη στον Ξαράδεισο και έπειτα έχασε την κοινωνία του με τον Ζεό. Έκτοτε μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η αναζήτηση αυτής της παραδείσιας ζωής. ΋ Τριστός με την ενανθρώπησή Ρου έδωσε την δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο να επανέλθει στον Ξαράδεισο και να απόκτηση κοινωνία με τον Ρριαδικό Ζεό. Έτσι ο άνθρωπος σε όλη του την ζωή, ιδίως αυτός πού ζει μέσα στην Γκκλησία και αγωνίζεται να τηρεί τις εντολές του Ζεού και να μετέχει της Τάριτος Ρου, αγωνίζεται να σωθεί και να εισέλθει στον Ξαράδεισο. Γπομένως το θέμα «Ξαράδεισος και Θόλαση» είναι από τα κεντρικά της Άγιας Αραφής και της Γκκλησίας. Τρειάζεται όμως μελέτη και ανάλυση του τι ακριβώς είναι ο Ξαράδεισος και ή Θόλαση, πώς ερμηνεύονται στην Νρθόδοξη πατερική Ξαράδοση. Ώυτό το έργο είναι αναγκαίο και απαραίτητο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι έτσι, όχι μόνον θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την Ώγία Αραφή, αλλά και να δούμε το έργο της Γκκλησίας. ΋πως θα φανεί στην συνέχεια, το θέμα αυτό είναι σπουδαιότατο, γιατί παρουσιάζει την ουσία και το έργο της Γκκλησίας. Βεν μπορούμε να δούμε την αποστολή της Γκκλησίας, αν δεν εξετάσουμε την ορθόδοξη αντίληψη για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση. Γπομένως, οι συνέπειες αυτής της ερμηνείας είναι πάρα πολύ μεγάλες. 1. Ή Άγηα Γξαθή γηα ηνλ Παξάδεηζν θαη ηελ Κόιαζε Πτην ενότητα αυτή δεν θα μας απασχόληση το θέμα για τον νοητό και αισθητό Ξαράδεισο, όπως μας τον περιγράφει η Ξαλαιά Βιαθήκη, αλλά κυρίως για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση στην διδασκαλία του Τριστού και των αγίων Ώποστόλων. ΢πάρχουν τρία χωρία στην Θαινή Βιαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για τον Ξαράδεισο. Ρο πρώτο χωρίο είναι η διαβεβαίωση του Τριστού στον ληστή επί του Πταυρού: «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» (Ιουκ, κγ', 43). ΋ Ξαράδεισος για τον όποιο κάνει λόγο ο Τριστός είναι η ίδια η ΐασιλεία του Ζεού. Γίναι χαρακτηριστικό ότι ΐασιλεία του Ζεού και Ξαράδεισος ταυτίζονται, αφού ό ληστής τον παρακαλεί «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Ιουκ. κγ', 42) και ο Τριστός τον διαβεβαιώνει για την είσοδο του στον Ξαράδεισο. Γίναι χαρακτηριστική η ερμηνεία του ιερού Ζεοφύλακτου για το θέμα αυτό: «ο γαρ ληστής εστί μεν εν Ξαραδείσω, ήτοι τη βασιλεία, και ου μόνον αυτός, αλλά και πάντες ους αριθμείται ο Ξαύλος, ου μέντοι απήλαυσε της τελείας των αγαθών κληρουχίας»1. Ρο δεύτερο χωρίο, στο όποιο γίνεται λόγος για τον Ξαράδεισο, αναφέρεται από τον Ώπόστολο Ξαύλο και είναι συνδεδεμένο με μια εμπειρία την οποία είχε ο θειος Ώπόστολος: «και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον' είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (ΐ' Θορ. ι6. 3-4). Γρμηνεύοντας αυτό το χωρίο, ο άγιος Λικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι «Παράδεισος είναι λέξις Περσική και θέλει να ειπεί κήπος κατάφυτος από διάφορα δένδρα...». Πυγχρόνως λέγει ότι η αρπαγή του Ώποστόλου Ξαύλου στον Ξαράδεισο, κατά μερικούς εξηγητές, σημαίνει το «καθ' ό,τι εμυήθη τους περί του Παραδείσου μυστικούς, και απορρήτους λογούς, οι τίνες μέχρι της σήμερον είναι απόκρυφοι εις ημάς». Ρότε κατά την θεωρία, ο Ώπόστολος Ξαύλος ανέβει έως τρίτου ουρανού, δηλαδή πέρασε τους τρεις ουρανούς, την πρακτική φιλοσοφία, την φυσική θωριά, έφθασε στην μυστική θεολογία, πού είναι ο τρίτος ουρανός, και από εκεί ηρπάγη στον Ξαράδεισο, όπως λέγει ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής. Έτσι μυήθηκε στο τι ήταν το ξύλο της ζωής στο μέσον του Ξαραδείσου, τι ήταν το ξύλο της γνώσεως, τα Τερουβείμ και η φλόγινη ρομφαία πού φύλασσαν την πύλη της Γδέμ, τι ακριβώς ήταν τα δύο ξύλα της ζωής


και της γνώσεως του καλού και του κακού, και όλες τις άλλες μεγάλες αλήθειες, πού παρουσιάζει ή Ξαλαιά Βιαθήκη2. ΡΝ τρίτο χωρίο υπάρχει στην Ώποκάλυψη του Ηωάννου. Πτον επίσκοπο της Γφέσου παραγγέλλεται μεταξύ των άλλων: «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Ώποκ. β', 7). Θατά τον Ώνδρέα Θαισαρείας, ξύλο της ζωής δηλούται περιφραστικώς η αιώνιος ζωή. ΋ Ζεός επαγγέλλεται «μετασχείν των του μέλλοντος αιώνος αγαθών»3. Γπίσης, κατά τον Ώρέθα Θαισαρείας «Παράδεισον την μακαρίαν και αιωνίζουοαν εκληπτέον ζωήν»4. Γπομένως, Ξαράδεισος, αιώνιος ζωή και ΐασιλεία των Νυρανών είναι το ίδιο πράγμα. Βεν θα επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό μεγαλύτερη ανάλυση για το τι είναι Ξαράδεισος, αναφορικά με τους όρους ΐασιλεία του Ζεού και ΐασιλεία των Νυρανών. Αεγονός είναι ότι Ξαράδεισος είναι ή αιώνια ζωή εν κοινωνία και ενότητι με τον Ρριαδικό Ζεό. Ή λέξη Θόλαση προέρχεται από το ρήμα κολάζω και έχει δύο σημασίες. Ή μια δηλώνει το κλάδεμα, δηλαδή την αναχαίτιση των κλάδων των δένδρων, και η δεύτερη δηλώνει την τιμωρία. Κε την δεύτερη κυρίως έννοια χρησιμοποιείται στην Ώγία Αραφή, από την άποψη όμως ότι δεν τιμωρεί ο Ζεός, αλλά αυτοτιμωρείται ο άνθρωπος, γιατί δεν δέχεται την δωρεά του Ζεού. Ξάντως, η ακοινωνησία του ανθρώπου με τον Ζεό είναι τιμωρία, όταν μάλιστα σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Ζεού, και αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του. Βύο χωρία της Ώγίας Αραφής αναφέρονται ρητώς στην Θόλαση. Ρο ένα υπάρχει στην Ξερικοπή του Τριστού για τήν μέλλουσα Θρίση. ΋ Τριστός είπε: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αίώνιον» (Κατθ. κε', 46). Ών αυτό το χωρίο συνδυασθεί με το προηγούμενο «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αίώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Κατθ. κε'. 41), φαίνεται ότι η Θόλαση ταυτίζεται με το αιώνιο πυρ, το οποίο ετοιμάσθηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του και όχι για τον άνθρωπο. Ρο άλλο χωρίο της Άγιας Αραφής πού περιέχει την λέξη Θόλαση βρίσκεται στην επιστολή του Γυαγγελιστού Ηωάννου: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοδούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Ώ' Ίω. δ', 18). ΐέβαια, δεν αναφέρεται ρητώς στην Θόλαση, δηλαδή στον τρόπο ζωής των αδίκων μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, αλλά στην τιμωρία πού συνδέεται με τον φόβο και είναι αλλότρια της αγάπης. Ή ζωή της Θολάσεως αποδίδεται στην Άγια Αραφή με άλλους όρους και άλλες εκφράσεις, όπως «πυρ αιώνιον» (Κατθ. κε', 41), «σκότος εξώτερον» (Κατθ. κε'.30), «γέεννα πυρός» (Κατθ. ε', 22). κ.λ.π. Βεν είναι όμως σκοπός μου εδώ να αναλύσω και αυτές τις σημασίες. Ζα τις θίξουμε κάπως όταν σε άλλη ενότητα εξετάσουμε τις συνέπειες της περί Ξαραδείσου και Θολάσεως διδασκαλίας των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας. 2. Οη άγηνη Παηέξεο γηα ηνλ Παξάδεηζν θαη ηελ Κόιαζε Γίναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Γκκλησίας, οι φορείς της αμιάντου Ξαραδόσεως, και γι' αυτό η Ώγία Αραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Ζεόπνευστη διδασκαλία τους. Άλλωστε, η Γκκλησία, πού είναι το θεανθρώπινο Πώμα του Τριστού, γράφει την Ώγία Αραφή και την ερμηνεύει. Ή γενική διδασκαλία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας είναι ότι ο Ξαράδεισος και η Θόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Ζεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. ΐεβαίως, υπάρχει Ξαράδεισος και Θόλαση σαν


δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Ζεός πού τους δημιούργησε. Πτην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Ζεός είναι Ξαράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Ζεός είναι Θόλαση για τους αμαρτωλούς. Ώυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Ζεό. Ξουθενά στην Άγια Αραφή δεν φαίνεται ότι Ζεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο Τριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Ζεό. Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Ξαράδοση ότι Ζεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Ζεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Ώυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Ζεού και όχι ο Ζεός του ανθρώπου. ΋ άνθρωπος με την αμαρτία πού διαπράττει βλέπει τον Ζεό οργισμένο και εχθρικό5. Ώυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Ξατέρων της Γκκλησίας. Λομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ησαάκ τον Πύρο, ο όποιος κάνει λόγο για το τι είναι Ξαράδεισος και τι είναι Θόλαση. Κιλώντας για τον Ξαράδεισο λέγει ότι Ξαράδεισος είναι η αγάπη του θεοί. Θαι, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Ζεού. Αράφει: «Ξαράδεισος εστίν η αγάπη του Ζεού, εν ή η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Ώλλά αναφερόμενος και στην Θόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Θόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Αράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;»7. Έτσι, η Θόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Ζεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, πού έγινε σε βάρος της αγάπης του Ζεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης»8. Ξραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Γίναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Ώυτό αν το συγκρίνουμε με την αγάπη του Ζεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Θολάσεως. Θαι συνδέεται με εκείνο πού λέγει πάλι ο άγιος Ησαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού»9. Γπομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Ζεού. ΋ Ζεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη. Ξάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Θόλαση είναι η απουσία του Ζεού. Ώπό αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Ζεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Πτον καθένα θα δοθεί από τον Βεσπότη Τριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Αιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος πού θα δώσει την Τάρη Ρου προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Ζεός. αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους. Ή αγάπη του Ζεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατα διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει. Αράφει ο άγιος Ησαάκ ο Πύρος, εκφράζοντας την Νρθόδοξη Ξαράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Γνεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου· τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή»10. Γπομένως, η ίδια η αγάπη του Ζεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πώς όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; ΋ Ζεός είπε στον Κωυσή: «ελεήσω όν αν ελεώ, καί οίκτειρήσω ον αν οικτείρω» ("Γξ. λγ', 19). ΋ Ώπόστολος Ξαύλος,


αναφέροντας αυτό το χωρίο της Ξαλαιάς Βιαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Οωμ. θ', 18). Τρειάζεται να ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Ξώς ο Ζεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; ΢πάρχει προσωποληψία στον Ζεό; Θατά την ερμηνεία του Ζεοφύλακτου ΐουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Ζεού. Ιέγει ο ιερός Ζεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ' εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού· έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πώς σκληρύνει»11. Γπομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Τάρη του Ζεού, δηλαδή η αγάπη Ρου, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους. Πτην προοπτική αυτή εντάσσεται και Ν Κ. ΐ α σ ί λ ε ι ο ς. Γρμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Ρρεις Ξαίδες στην κάμινο του πυρός. Ή φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι' αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν». Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Ξαίδες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Πτην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ πού ετοιμάσθηκε από τον Ζεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή τον Κυρίου». Ρο πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, γι' αυτό και καίει και φωτίζει. Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός. Αι' αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι»12. Γπομένως, το πυρ της Θολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Ζεού. Νπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Ζεού. Ε ερμηνεία αυτή περί του Ξαραδείσου και της Θολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ησαάκ του Πύρου και του Κ. ΐασιλείου, αλλά είναι γενική διδασκαλία των Ξατέρων της Γκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής. ΋ταν μιλούμε για άποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Ξατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Γκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων13. Θαι στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Νρθοδόξων - Οωμηών Ξατέρων από τους Σραγκολατίνους, οι όποιοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές14. Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν Ώλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Πυνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Γκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Θαι πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε ΐασιλεία των Νυρανών, και σκότος «τοίς τυφλώττουσι το ήγεμονικόν», πού είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Ζεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας»15. Ή αιώνια ζωή είναι φως γι' αυτούς πού καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι' αυτούς πού είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι' αυτούς πού δεν φωτίσθηκαν από την


ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Ώυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. ΋ ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν άμαυροι δε την ασθενούσαν». ΋ποτε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού. Ρο ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ένας είναι ο Τριστός «άλλ' εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι»16. ΋ ίδιος και Ώυτός Ιόγος του Ζεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις»17. Αι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ' ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως»18. Ώνάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Ζεού. Γπομένως, καί κατά τον άγιο Αρηγόριο τον Ζεολόγο, ο ίδιος ο Ζεός είναι Ξαράδεισος και Θόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Ζεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Αι' αύτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ώ Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ώ Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει»19. ΋ ίδιος ο Ρριαδικός Ζεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. ΋ λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός. Ζα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Α ρ ηγ ό ρ ι ο τον Ξαλαμά, αρχιεπίσκοπο Ζεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία. Ώναφερόμενος στον λόγο του Ηωάννου του Ξροδρόμου περί του Τριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανέρωση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Τάριτος. Αράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' άξιαν εκάστου τής εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20. ΐέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Τάριτος του Ζεού. ΋ άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Τάριτος του Ζεού, άλλα όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό. Έτσι, η μέθεξη της Τάριτος του Ζεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξη της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ' εν όν τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ένιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται... εί και μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21. Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Γκκλησίας ότι η άκτιστη Τάρη του Ζεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο πού επιτελεί. Γάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. Γπίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Γπομένως, όλη η κτίση μετέχει της άκτιστου Τάριτος του Ζεού, αλλά διαφοροτρόπως. Θαι γι' αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Τάριτος πού μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Ρο ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Τάρη του Ζεού στην αιώνια ζωή. Νι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Ζεού. Ώυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Αια παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ηωάννη τον ΠιναΎτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ξρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, πού είναι η Τάρη του Ζεού. Ή Τάρη του Ζεού, πού δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι έλλειπες της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας»22. ΐέβαια, η Τάρη του Ζεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό πού λέγει ο άγιος Ηωάννης ο ΠιναΎτης συμβαίνει


τώρα. Θαι είναι βεβαιωμένο από την Ώσκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται τήν Χάρη του Θεού σαν φωτιά πού κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως. Πύγχρονοι Ζεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Τάριτι βιώνει την Θόλαση κατά την πορεία της ασκήσεως του, τόσο και αυτή (η Τάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Σως. Ξρόκειται για την ίδια Τάρη του Ζεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως. Γπομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Τάριτος του Ζεού. 3. Ό Παξάδεηζνο θαη ε Κόιαζε ζηελ εθθιεζηαζηηθή δσή Ώυτά πού περιγράφουν οι άγιοι Ξατέρες της Γκκλησίας και αναλύσαμε πιο πάνω, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες μερικών μεγάλων Ξατέρων, τα βλέπουμε καθαρά και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, οι άγιοι Ξατέρες, πού αναφέραμε, δεν είναι στοχαστές φιλόσοφοι, πού στοχάζονται πάνω στα θέματα της πίστεως, αλλά ερμηνεύουν την εκκλησιαστική εμπειρία και είναι εκφραστές της αποκαλύψεως πού υπάρχει μέσα στην Γκκλησία. Βύο απλά παραδείγματα θα χρησιμοποιήσω για να δειχθεί ότι τα όσα αναφέραμε είναι κοινή διαπίστωση και εμπειρία της Γκκλησίας. Ρο ένα παράδειγμα είναι η μετάληψη του Πώματος και Ώίματος του Τριστού. Ή θεία Θοινωνία ενεργεί αναλόγως με την κατάσταση του ανθρώπου. Ών ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος, τον κατακαίει, αν αγωνίζεται να καθαρθεί ή βρίσκεται στην θέωση, τότε ενεργεί αναλόγως. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος γράφει στους Θορινθίους για το θέμα αυτό: «ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου» (Ώ' Θορ. ια', 27). Αια να βεβαιώσει στην συνέχεια: «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Ώ' Θορ. ια', 30). Θαι αυτό γίνεται γιατί «ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Ώ' Θορ. ια', 29). Ή μετάληψη, δηλαδή, του Πώματος και του Ώίματος του Τριστού, ενώ για τους κεκαθαρμένους και θεουμένους γίνεται ζωή, για τους ακάθαρτους γίνεται κρίμα και θάνατος, ακόμη και σωματικός. Ξολλές ασθένειες και θάνατοι, όπως βεβαιώνει ο Ώπόστολος Ξαύλος, προέρχονται από την αναξία μετάληψη των Ριμίων Βώρων. Αι' αυτό ο Ώπόστολος Ξαύλος συνιστά: «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω» (Ώ' Θορ. ια'. 28). Ώυτό το «δοκιμαζέτω», αν συνδυαστεί με το όλο πνεύμα του Ώποστόλου Ξαύλου, κατά το οποίο μέσα στην καρδιά πρέπει να έχει κανείς την Τάρη του Ζεού, και με το χωρίο «καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Έβρ. ιγ', 9) δείχνει ότι πρέπει κανείς να εξετάζει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται για να πλησίαση στην Ζεια Θοινωνία. Αιατί η Ζεία Θοινωνία για ιούς καθαιρομένους γίνεται κάθαρση, για τους φωτιζομένους έλλαμψη, για τους θεουμένους θέωση και για τους ακάθαρτους και αμετανόητους γίνεται κρίμα και καταδίκη. Θόλαση. Αι' αυτό στις λειτουργικές ευχές ο ιερεύς παρακαλεί τον Ζεό να μη γίνει η θεία Θοινωνία εις κρίμα και κατάκριμα, αλλά σε άφεση των αμαρτιών. Ταρακτηριστική είναι η ευχή του ιερού Τρυσοστόμου: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, μετά καθαρού συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, ή εις κατάκριμα».


Ρο ίδιο πνεύμα μπορούμε να δούμε σε όλες τις ευχές της ακολουθίας της Κεταλήψεως τόσο πριν όσο και μετά την θεία Θοινωνία. Ώυτό πού γίνεται τώρα με την θεία Θοινωνία, θα γίνει στην Βευτέρα Ξαρουσία με την εμφάνιση του Ζεού. Αι' αυτούς πού έχουν καθαρθεί και έχουν μετανοήσει ο Ζεός θα είναι Ξαράδεισος, ενώ γι' αυτούς πού δεν έχουν καθαρθεί ο Ζεός θα είναι Θόλαση. Ρο άλλο παράδειγμα είναι από την ιερά αγιογραφία, πού είναι, οπωσδήποτε, έκφραση της διδασκαλίας της Γκκλησίας. ΐλέποντας την εικονογράφηση της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού, όπως αγιογραφείται στους νάρθηκες των Ηερών Κονών, παρατηρούμε ότι από τον θρόνο του Ζεού εκπορεύεται το φως, πού (κυκλώνει τους αγίους, και από τον θρόνο του Ζεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, πού κατακαίει τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Ή ίδια πηγή είναι, τόσο του φωτός, όσο και του πυρός. Θαι αυτό εκφράζει θαυμάσια την διδασκαλία των Ξατερών της Γκκλησίας, πού είδαμε προηγουμένως, για την φωτιστική και καυστική ιδιότητα της θείας Τάριτος. Ώυτό, βέβαια, συνδέεται με την κατάσταση του ανθρώπου. 4. Οη ζενινγηθέο θαη εθθιεζηνινγηθέο ζπλέπεηεο απηήο ηεο αιήζεηαο ΋λα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αλλά έχουν σχέση με την όλη εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, η διδασκαλία των άγιων Ξατέρων για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση είναι ένα κλειδί ερμηνείας τόσο της Άγιας Αραφής και των πατερικών κειμένων όσο και της εκκλησιαστικής ζωής. Πτην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις συνέπειες της ορθοδόξου θεωρήσεως του Ξαραδείσου και της Θολάοεως για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. α) Ξαράδεισος και Θόλαση είναι ενέργεια της ακτίστου Τάριτος του Ζεού, όπως την βιώνουν οι άνθρωποι, γι' αυτό και είναι άκτιστα. Θατά τους αγίους Ξατέρας της Γκκλησίας, δεν υπάρχει άκτιστος Ξαράδεισος και κτιστή Θόλαση, όπως διδάσκει η φραγκολατινική παράδοση. Νι Σράγκοι, ακολουθούντες τον Αυγουστίνο, πίστευαν ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Ζεό, και γι' αυτό εξέλαβαν το πυρ της Θολάσεως ως κτιστό. Γίναι γνωστή η Θόλαση του Βάντη και οι περιγραφές των κολασμένων. Έτσι, οι Σράγκοι φαντάστηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, πού αποτελείται από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, μεταβλητή γη για να δοκιμάζωνται οι άνθρωποι και μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθοριζόμενους. Πυνέπεια αυτής της απόψεως είναι και περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία των Σράγκων23. Γπομένως, Ξαράδεισος και Θόλαση υπάρχουν όχι με την μορφή απειλής και τιμωρίας εκ μέρους του Ζεού, αλλά με την μορφή ασθενείας και θεραπείας. Νι θεραπευμένοι και κεκαθαρμένοι βιώνουν την φωτιστική ενέργεια της θείας Τάριτος, ενώ οι αθεράπευτοι και ασθενείς βιώνουν την καυστική ενέργεια του Ζεού. Πτην Ώγία Αραφή η δόξα του Ζεού χαρακτηρίζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και πυρ - σκότος ή δόξα - νεφέλη και αστραπή - καπνός. Ώυτοί πού έχουν Ώνιδιοτελή αγάπη και είναι φίλοι του Ζεού βλέπουν τον Ζεό «εν φωτι - γνόφω», ενώ οι ιδιοτελείς και ακάθαρτοι βλέπουν τον Ζεό κριτή ως «πυρ - σκότος»24. Έτσι, λοιπόν, ο Ξαράδεισος καλείται και φως και γνόφος. Ώπό γλωσσικής πλευράς φαίνεται ότι είναι αντίθετες έννοιες, γιατί το φως είναι αντίθετο από τόν γνόφο και ο γνόφος είναι αντίθετος από το φως. ΐέβαια, στην πατερική παράδοση ο γνόφος είναι φως «δια την ύπερέχουσαν φανότητα». Γπίσης, η Θόλαση χαρακτηρίζεται με τις εικόνες πυρ και σκότος. Ώλλά και οι δυο αυτές εικόνες είναι αντίθετες. Αι' αυτό η Θόλαση δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως εμείς γνωρίζουμε τις πραγματικότητες αυτές. Θαι φυσικά ούτε ο Ξαράδεισος είναι φως και γνόφος, όπως εμείς γνωρίζουμε αυτές τις πραγματικότητες. Αι' αυτό οι άγιοι Ξατέρες προτιμούν την αποφατική ορολογία, για να μη γίνεται καμμία σύγχυση.


Ρο θέμα είναι ότι τόσο ο Ξαράδεισος όσο και η Θόλαση δεν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Νι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί θα δουν τον Ζεό στην άλλη ζωή, αλλά, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη Ζεου και κοινωνία, οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη. Ώυτό φαίνεται στην παραβολή του άφρονος Ξλουσίου. ΋ Ξλούσιος έβλεπε τον Άδραάμ και τον Ιάζαρο στους κόλπους του, αλλά δεν είχε μέθεξη του Ζεού και γι' αυτό φλεγόταν. Βεχόταν την καυστική ενέργεια της οράσεως του Ζεού. Θαίτοι είναι παραβολή, εν τούτοις εκφράζει την πραγματικότητα. Ή χρησιμοποίηση του είδους της παραβολής γίνεται για να εκφραστούν οι αλήθειες. β) Γφ' όσον αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως οι άνθρωποι έχουν διαφορετική εμπειρία της θείας Τάριτος, άρα απαιτείται κάθαρση από αυτήν ακόμη την ζωή. Ή κάθαρση, κατά τους αγίους Ξατέρες, γίνεται κυρίως στην καρδιά και στον νου του ανθρώπου. ΋ νους είναι το ηγεμονικό της -ψυχής, δια του οποίου 0 άνθρωπος έχει μέθεξη και κοινωνία με τον Ζεό. ΋ σκοτασμός του ηγεμονικού λέγεται αλλοτρίωση· όχι ότι αποχωρίζεται ο άνθρωπος τον Ζεό αλλά ότι δεν έχει μέθεξη. Κε την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία του ο νους σκοτίστηκε και ταυτίστηκε με την λογική, τα πάθη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Ρώρα απαιτείται κάθαρση του νου. ΋ άγιος Αρηγόριος τονίζει επιγραμματικά: «Δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Ών κανείς θέληση να φθάσει στον Ζεό και να απόκτηση την γνώση Ρου, χωρίς προηγουμένως να περάοη από σχετική δοκιμασία, πού είναι ή κάθαρση της καρδιάς, τότε θα συμβεί το ίδιο με τόσες άλλες περιπτώσεις πού συναντούμε στην Άγια Αραφή και τις οποίες αναφέρει ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος, θα συμβεί ο,τι και στον Ησραηλιτικό λαό, πού δεν μπορούσε να δη το ελλαμπόμενο πρόσωπο του Κωϋσέως από την Τάρη του Ζεού. Ή θα συμβεί ό,τι και στον Κανωέ, πού φώναξε: «Απολώλαμεν, ώ γύναι, Θεόν εωράκαμεν». Ζα συμβεί ο,τι και στον Ώπόστολο Ξέτρο, ο όποιος μετά το θαύμα της θαυματουργικής αλιείας, είπε: «έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε». Ζα συμβεί ο,τι και στον Ώπόστολο Ξαύλο, ο οποίος έχασε την όραση του, αφού είδε τον διωκόμενο από αυτόν Τριστό, χωρίς προηγουμένως να καθαρθεί από τούς διωγμούς. Ώκόμη θα συμβεί ο,τι με τον εκατόνταρχο ο όποιος, καίτοι ζήτησε από τον Τριστό την θεραπεία, εν τούτοις Ρον παρακαλεί να μην έλθει στο σπίτι του από δειλία, πού πάντως επαινείται από τον Τριστό. Ιέγοντας αυτά ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος, κάνει την εξής παρατήρηση. Ών κάποιος από μας είναι ακόμη εκατόνταρχος δουλεύοντας στον κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, και γι' αυτό είναι ακάθαρτος, ας το αισθανθεί και ας πει τον λόγο του εκατοντάρχου: «ουκ είμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην είσελθης». Ώς μη μείνει όμως σε αυτήν την διαπίστωση. Ώλλά αν θέλει να δη τον Τριστό, τότε ας κάνη αυτό πού έκανε ο Δακχαίος. Ώς δεχθεί τον Ιόγο στο σπίτι του, αφοί προηγουμένως όμως ανεβεί επάνω στην συκομορέα, «νεκρώσας τα μέλη τα επί της γης και υπεραναβάς το σώμα της ταπεινώσεως». Ώπαιτείται συναίσθηση της ακαθαρσίας μας, αλλά και αγώνας για την κάθαρση και την θεραπεία. Τρειάζεται να καθαρίσουμε και να κοσμήσουμε την ψυχή μας και ακόμη να φωτισθούμε με την δύναμη και την ενέργεια του Τριστού. Βιότι, όταν τηρήσουμε την καρδιά μας με κάθε φυλακή, δηλαδή, όταν βάλουμε την νήψη στην καρδιά μας και όταν ετοιμάζουμε την καρδιά μας για αναβάσεις πνευματικές, τότε «φωτισθώμεν εαυτοίς φως γνώσεως- τηνικαύτα λαλώμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, και τοις άλλοις εκλάμπωμεν». Αι' αυτό επιγραμματικά ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος γράφει: «Τέως δε καθαιρώμεθα και προτελώμεθα τω Λόγω, ιν' ότι μάλιστα αυτούς ημάς ευεργετώμεν, θεοειδείς εργαζόμενοι, και ήκοντα τον Λόγον υποδεχόμενοι»25. Έτσι, στην Νρθοδοξία γίνεται συνεχώς λόγος για κάθαρση και μετάνοια, κατά την διδασκαλία του Τριστού: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η


Βασιλεία των Ουρανών» (Κατθ. δ', 17). Κόνο μέσα από την μετάνοια γνωρίζει ο άνθρωπος τον Ζεό εξ εμπειρίας, διότι ο Ζεός δεν είναι γνωσιολογική θεωρία ή ιδέα, αλλά θέα. γ) Ρο βαθύτερο έργο της Γκκλησίας είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο, να καθαρίζει τον νου και την καρδιά. ΋ άνθρωπος, αφού καθαρθεί, στην συνέχεια πρέπει να αποκτήσει φωτισμένο νου, ώστε να δη τον Ζεό και να γίνει γι' αυτόν Ξαράδεισος και ΐασιλεία των Νυρανών. Ώυτό γίνεται με τα μυστήρια και την άσκηση. Θαι πραγματικά, αυτά τα δύο πρέπει να συνδυάζονται. Ή άσκηση, όπως φαίνεται στην πατερική παράδοση, προηγείται του ΐαπτισματος και ακολουθεί μετά από αυτό, προηγείται της θείας Θοινωνίας και ακολουθεί μετά από αυτήν. ΋ταν απομονώσουμε τα μυστήρια από την Άσκηση και την άσκηση από τα μυστήρια, τότε διαστρέφουμε την εκκλησιαστική ζωή. Ών εξετάσει κανείς επισταμένως το ευχολόγιο της εκκλησίας, θα διαπίστωση ότι συνιστά μια θεραπευτική αγωγή. Γίναι, θα λέγαμε λίγο παραβολικά, ένα πνευματικό Ηατρικό σύγγραμμα για την θεραπεία της ψυχή του ανθρώπου. Θαι, βέβαια, αυτή η θεραπεία, όπως φαίνεται καθαρά σε όλες τις ευχές των μυστηρίων, αποβλέπει κυρίως στην θεραπεία του νου, στον φωτισμό του νου. Αι' αυτό ο ιερεύς δεν «κόβει» απλώς εισιτήρια για τον Ξαράδεισο, αλλά θεραπεύει τον άνθρωπο, ώστε όταν θα δει τον Ζεό, να γίνει γι' αυτόν ο Ζεός Ξαράδεισος και όχι Θόλαση, αφού όλοι θα δούμε τον Ζεό και δίκαιοι και αμαρτωλοί. Ών εξετάσει κανείς προσεκτικά την φράγκικη «ασκητική», θα διαπιστώσει ότι αποβλέπει να οδήγηση τον άνθρωπο στην θέα του Ζεού. Ώλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αφού όλοι θα δουν τον Ζεό και θα συνομιλήσουν μαζί Ρου. Άλλωστε, αυτό περιγράφει ο Θύριος στην περικοπή της Κελλούσης Θρίσεως. Ρο θέμα είναι να δει ο άνθρωπος τον Ζεό θεραπευμένος. Ή Νρθοδοξία έχει μια μέθοδο θεραπείας. Ώυτό φαίνεται εκτός των άλλων και στον υπότιτλο της Σιλοκαλίας. Αράφεται: «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών εν ή δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ό νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». δ) Βεν πρέπει να έχουμε ζωηρή επιθυμία να δούμε την δόξα του Ζεού, όπως κάνουν πολλοί περίεργοι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους, τον ανατολικό διαλογισμό και άλλες μεθόδους. Ρέτοια περιέργεια εκτός τον ότι μπορεί να οδήγηση σε πλάνη, μπορεί επίσης να διαγράψει διαφορετική πορεία. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία, ακριβώς επειδή ο Ζεός γίνεται Θόλαση για τους ακάθαρτους, γι' αυτό αισθανόμαστε πρωταρχικό έργο το να καθαρθούμε ψυχικά. Ή κάθαρση συνδέεται με την θεραπεία του ανθρώπου, και φυσικά, η θεραπεία είναι η απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης. ε) Θόλαση δεν είναι η απουσία του Ζεού, όπως συνήθως λέγεται, αλλά η παρουσία και θέα του Ζεού ως φωτιάς. Θαι, φυσικά, όπως αναφέραμε σε άλλη ενότητα, από τώρα μπορούμε να γευθούμε τον Ξαράδεισο και την Θόλαση, θα μπορούσα να πω καλύτερα ότι από τον τρόπο με τον όποιο βιώνουμε από τώρα τον Ζεό εξαρτάται και το πώς θα Ρον βιώσουμε και στην Βευτέρα Ξαρουσία Ρου. Θατά τον όσιο Ελία τον Ξρεσβύτερο, Ξαράδεισος είναι η θεωρία των νοητών. Πε αυτήν την θεωρία ο γνωστικός, αυτός, δηλαδή, πού απέκτησε την γνώση του Ζεού, «ως εν οικείω οίκω ένδοθεν εισέρχεται εν ευχή». ΋ δε πρακτικός, αυτός, δηλαδή, πού βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, «ως παροδίτης οφθήσεται». αφού έχει μεν την επιθυμία να εισέλθει, αλλά εμποδίζεται από τον φραγμό της πνευματικής του ηλικίας26. ΋ Ξαράδεισος είναι η απάθεια, πού στην πραγματικότητα, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής. ΋ όσιος Ελίας ό Ξρεσβύτερος λέγει ότι ό Ξαράδεισος της απάθειας είναι κρυμμένος μέσα μας. και αυτός «εικών εστί του μέλλοντος τους δικαιους υποδέχεσθαι»27.


Θατά τον όσιο Αρηγορώ τον Πιναϊτη, πυρ και σκότος και σκώληξ και τάρταρος, δηλαδή Θόλαση, είναι «η γενική ηδυπάθεια και η καθολική του σκότους άγνοια και ο εν πασι γαργαλισμός του στρήνους και ό τρόμος και ο βρώμας ο δυσώδης της αμαρτίας». Έτσι, η ηδυπάθεια, η άγνοια και το σκοτάδι, ο τρόμος και η βρωμιά τής αμαρτίας είναι βίωση της Θολάσεως από τώρα. Θαι όλα αυτά είναι «ως αρραβώνες και απαρχαί των κολάσεων» από την ζωή αυτή28. Ρο συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι ή Γκκλησία είναι Λοσοκομείο και θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τον άνθρωπο. Ώυτό είναι και το βασικότερο έργο των Ηερέων. Έχοντας αυτήν την προοπτική μπορεί να ασχολείται και με άλλα έργα. Κπορεί, δηλαδή ο ιερεύς να ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα του λαού, για την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη κ.λ.π. αλλά το κυριότερο είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο. Ώυτό είναι το κατ' εξοχήν φιλάνθρωπο έργο, πού θα έχει αιώνιες συνέπειες. Αιατί, τι το όφελος να ενδιαφέρεται μόνον για τις υλικές ανάγκες και να αδιάφορη για το αιώνιο μέλλον του; Κια τέτοια Γκκλησία μπορεί να θεωρηθεί και είναι πραγματικά μια εκκοσμικευμένη Γκκλησία. ΋ άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξαντληθεί μόνον στο ενταύθα, αλλά να προχώρηση και στο επέκεινα. Έτσι, η Γκκλησία ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα. ΢πάρχουν μερικοί πού κατηγορούν την Γκκλησία ότι αδιαφορεί για τις κοινωνικές ανάγκες και απουσιάζει από κοινωνικούς και άλλους αγώνες. Θανείς δεν αντιλέγει ότι και σε αυτό το θέμα πρέπει να επεκταθεί η δραστηριότητα της Γκκλησίας. Άλλα τίθεται το ερώτημα. ΋ θάνατος δεν είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα; Έκτος του ότι ταλαιπωρείται ο κάθε άνθρωπος με τον δικό του θάνατο, αφού τον κουβαλά μέσα του από την γέννηση του, επειδή γεννιέται για να πεθάνει, συγχρόνως βασανίζεται από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων. Βεν δημιουργεί κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα ο θάνατος; Ε Γκκλησία ασχολείται με το φοβερό αυτό πρόβλημα του θανάτου και βοηθά τον άνθρωπο να τον υπερβεί με την εν Τριστώ ζωή. Ώκόμη, όταν ασχολείται η Γκκλησία με την θεραπεία του νου του ανθρώπου, αυτό έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. ΋ θεραπευμένος άνθρωπος είναι ειρηνικός, ειλικρινής, απαθής και επομένως, καλός οικογενειάρχης, καλός πολίτης. Άλλωστε, όπως ένα Λοσοκομείο κατά την διάρκεια κοινωνικών ανωμαλιών εξακολουθεί να θεραπεύει, έτσι και η Γκκλησία κατά την διάρκεια πολλών ανωμαλιών δεν ξεχνά τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και θεραπεύει τους ανθρώπους. Αι' αυτό, ζώντες μέσα στην Γκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα πού έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο πού διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε στην Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, η Τάρη του Ζεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά. 1. PG 123. στ. 1106 2. Λικόδημου αγιορείτου: Γρμηνεία εις τάς ΗΒ' Γπιστολής του Ώποστόλου Ξαύλου, έκδ. άγ. Λικόδημος, Ώθήνα 1971, τόμος ΐ'. σελ. 113, σημ. 3 3. ΟG 106. 233 4. ΟG 106, 529 5. ΐλ. Ηωάννου Οωμανίδου: Οωμιοσύνη, έκδ. Ξουρναρά, Ζεσσαλονίκη 1975, σελ- 96, κ.έ.


6. Ησαάκ Πύρου: Ώσκητικά, έκδ. Οηγόπουλου, Ζεσσαλονίκη 1977, σελ. 282 7. ένθ. άνωτ. σελ. 326 8. ένθ. άνωτ. 9. ένθ. άνωτ. 10. ένθ. άνωτ. σελ. 326-327 11. Λικόδημου Άγιορείτου: ένθ. άνωτ. τόμος Ώ', σελ. 110 12. Κ. ΐασιλείου έργα, 5 ΓΞΓ, σελ. 120-122 13. Ηωάννου Οωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99 14. ενθ. άνωτ. σελ. 96 κ.έ. 15. Αρηγορίου Ζεολόγου έργα, 4 ΓΞΓ, σελ. 376 16. Αρηγορίου Ζεολόγου έργα, 5 ΓΞΓ, σελ. 382 17. Αρηγορίου Ζεολόγου έργα, 5 ΓΞΓ, σελ. 88 18. ένθ. άνωτ. σελ. 174 19. Αρηγορίου Ζεολόγου έργα, 1 ΓΞΓ, σελ. 380 20. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα. 11 ΓΞΓ, σελ. 498 21. Αρηγορίου Ξαλαμά Πυγγράμματα, τόμος ΐ', Ξαναγ. Τρήστου, Ζεσσαλονίκη 1966, σελ. 145 22. Ηωάννου Πιναϊτου: Θλίμαξ, έκδ. Ξαπαδημητρίου, Ώθήνα 1970, σελ. 163 23. ΐλ. Ηωάννου Οωμανίδου, ενθ. άνωτ. σελ. 96 24. Ίω. Οωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99 25. Αρηγορίου Ζεολόγου έργα, 5 ΓΞΓ, σελ. 86-90 26. Σιλοκαλία, έκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος ΐ'. σελ. 305, νη' 27. ένθ. άνωτ. σελ. 101. ιβ' 28. Σιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 36, λ6' [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ Ζ΄


Ζ ΑΠΟΚΑΣΑ΢ΣΑ΢Ζ ΣΩΝ ΠΑΝΣΩΝ Δνώ στην Νρθόδοξη Γκκλησία γίνεται συνεχώς λόγος για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση, που είναι βασικό σημείο της πίστεώς μας, εν τούτοις από παλαιούς χρόνους αναπτύχθηκε από μερικούς η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, με την έννοια ότι δεν θα υπάρχη αιώνια Θόλαση. Πύμφωνα με την θεωρία αυτή ο Ζεός με την αγάπη και την φιλανθρωπία Ρου θα αποκαταστήση όλη την κτίση, όλη την δημιουργία, θα αφανίση το κακό, και κατά συνέπεια δεν θα υπάρξη αιώνια Θόλαση. Ώυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν. Συσικά, μια τέτοια θεώρηση της εσχατολογίας και της σωτηριολογίας ανατρέπει όλο το οικοδόμημα της πίστεως, και αναιρεί βασικές διδασκαλίες της Γκκλησίας, όπως εκφράζονται μέσα στην Ώγία Αραφή και τα κείμενα των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας. Κπορεί κανείς να υποστηρίξη ότι μια τέτοια θεωρία αναιρεί και την ουσία της εκκλησιολογίας. Βιάφοροι δυτικοί ερμηνευτές υποστήριξαν ότι μια τέτοια θεωρία ανέπτυξε ο άγιος Αρηγόριος ο Λύσσης, και αυτή η άποψη έχει διοχετευθή και στον δικό μας χώρο. Έτσι οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ο άγιος Αρηγόριος ο Λύσσης, ο μεγάλος αυτός Ξατέρας της Γκκλησίας μας, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ακολούθησε παλαιές αιρετικές διδασκαλίες, επειδή μίλησε για αποκατάσταση της κτίσεως. Ρο ερώτημα όμως είναι αν υποστηρίζη τέτοιες θεωρίες ο άγιος Αρηγόριος. Θαι άν, βέβαια, υπάρχουν μερικά σχετικά χωρία, τα οποία υπονοούν την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να ερμηνευθούν μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Ε έρευνα αυτή πρέπει να στραφή στην όλη προσωπικότητά του, καθώς επίσης και στην όλη ατμόσφαιρα της διδασκαλίας του. Ώυτό θα επιχειρήσουμε στο κεφάλαιο αυτό. Ξροκαταβολικά πρέπει να πούμε ότι ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης δεν διδάσκει την αποκατάσταση των πάντων, όπως το εννοούσε ο Φριγένης, και είναι πεπλανημένη θεωρία, την οποία η Γκκλησία κατεδίκασε συνοδικώς. Ραυτόχρονα όμως θα δοθή η ευκαιρία να δούμε διάφορα θέματα, που συνδέονται με την ζωή των εσχάτων, που μας απασχολεί στο παρόν βιβλίο. 1. Αξραίνη θηιόζνθνη θαη ζενιόγνη γηα ηελ απνθαηάζηαζε ησλ πάλησλ Πτους αρχαίους λαούς παρατηρείται η θεωρία περί της φθοράς και αποκαταστάσεως του κόσμου. Πύμφωνα με την άποψη αυτή ο κόσμος κινείται σε ένα ορισμένο χρονικό όριο, οπότε με διάφορα γεγονότα έρχεται η φθορά και η καταστροφή του, και στην συνέχεια αρχίζει νέα περίοδος ανασυστάσεως, ανασυγκροτήσεως και διακοσμήσεως του κόσμου. Έτσι, είχε αναπτυχθή από παλαιά η θεωρία της ανακυκλήσεως του κόσμου*. Ώυτή δε η εκ νέου δημιουργία του κόσμου είναι γνωστή ως παλιγγενεσία ή αποκατάσταση του κόσμου*. Ρέτοιες αντιλήψεις συναντά κανείς σε αρχαίες φιλοσοφικές σχολές. Ξερί αυτών των θεμάτων μίλησε η προστωϊκή φιλοσοφία (Ώναξίμανδρος, Ξυθαγόρειοι, Εράκλειτος, Γμπεδοκλής), η στωϊκή φιλοσοφία, ο νεοπλατωνισμός*. Κέσα στην ανακύκληση του κόσμου συμμετέχει και η ψυχή του ανθρώπου, γι’ αυτό και τα περισσότερα φιλοσοφικά συστήματα κάνουν λόγο για μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, δηλαδή για την εκ νέου επάνοδο της ψυχής στον κόσμο για να καθαρθή. Βεν πρόκειται να κάνουμε μεγαλύτερη ανάλυση της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως αναπτυσσόταν στην αρχαία φιλοσοφία. Ρο γεγονός είναι ότι αποτελεί κοινό σημείο όλων των φιλοσόφων, εν συνδυασμώ με άλλες θεωρίες για την


δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη του κακού, την δημιουργία του ανθρώπου και την μετενσάρκωση των ψυχών. Ν Φριγένης, ο μεγάλος αυτός θεολόγος του Α’ μ.Τ. αιώνος, σαφώς στην διδασκαλία του ανέπτυξε την θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων. Πε πολλά σημεία ο Φριγένης είχε επηρεασθή από την φιλοσοφία, και ήταν εκφραστής του λεγομένου εξελληνισμένου Τριστιανισμού, ενώ οι άγιοι Ξατέρες εξέφραζαν τον εκχριστιανισμένο ελληνισμό. Πύμφωνα με την διδασκαλία του Φριγένους, οι ψυχές των ανθρώπων προχωρούν δια της καθάρσεως σε συμφιλίωση με τον Ζεό. Άλλες ψυχές φθάνουν στην κάθαρση και την συμφιλίωση με τον Ζεό από την παρούσα ζωή, άλλες όμως χρειάζονται περισσότερο χρόνο, γι’ αυτό και επανέρχονται εκ νέου στην ζωή, με άλλη σωματική μορφή. Έτσι, γίνεται λόγος για διαδοχικές μετενσαρκώσεις, έως ότου επιτευχθή η τελεία κάθαρση κάθε ψυχής, και ένωση με τον Ζεό. Κε αυτό το πνεύμα οι τιμωρίες των ασεβών και των δαιμόνων θα είναι πρόσκαιρες. ΋ταν όλες οι ψυχές καθαρθούν, τότε θα ηττηθή ο διάβολος, θα υποταγούν όλα στον Ζεό και θα γίνη η αποκατάσταση των πάντων, θα ακολουθήση η ανάσταση των ανθρώπων με πνευματικά σώματα. Κε αυτήν την άποψη όλα θα επανέλθουν στην αρχέγονη κατάσταση. ΐασική αρχή του Φριγένους είναι ότι το τέλος του κόσμου πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή του. Νι ποινές που επιβάλλονται από τον Ζεό και αρχίζουν από την παρούσα ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο έως ότου γίνη η κάθαρση και η αποκατάσταση των πάντων, έως ότου όλα υποταγούν στον Ζεό. Ώυτή η κάθαρση γίνεται και δια του καθαρσίου πυρός, που καθαρίζει τον κόσμο από την φθορά και ανακαινίζει τα πάντα. Έτσι, θα αναιρεθή και θα καταργηθή τελείως η κακία, με την επικράτηση του αγαθού. Σαίνεται από όσα αναφέραμε ότι ο Φριγένης συνδέει την αποκατάσταση των πάντων με την ανακύκληση των ψυχών*. Ε φράση "αποκατάσταση των πάντων" υπάρχει μια φορά στην Ώγία Αραφή, και ιδιατέρως στην ομιλία του Ώποστόλου Ξέτρου στην στοά του Πολομώντος, μετά την θεραπεία του χωλού. Κεταξύ των άλλων ο Ώπόστολος Ξέτρος ομίλησε περί μετανοίας και επιστροφής στον Ζεό. Γίπε: "μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας, όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Θυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Τριστόν Ηησούν, όν δει ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ών ελάλησεν ο Ζεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος" (Ξράξ. γ', 19-21). Ε φράση όμως "αποκατάσταση πάντων" δεν σημαίνει εδώ την αποκατάσταση και την ανακύκληση των ψυχών, όπως υποστήριζαν οι φιλόσοφοι, αλλά την μέλλουσα ΐασιλεία, που θα έλθη με την Βευτέρα έλευση του Τριστού, οπότε θα γίνη ανακαίνιση της κτίσεως. ΢πάρχουν και άλλοι όροι στην Ώγία Αραφή, όπως ανακαίνιση, παλιγγενεσία, ανακεφαλαίωση, οι οποίοι, άλλοτε δηλώνουν την αναγέννηση και ανακαίνιση του κόσμου που έγινε με την έλευση του Τριστού, άλλοτε την αναγέννηση του ανθρώπου με την εισαγωγή του στην Γκκλησία, δια του αγίου ΐαπτίσματος, και άλλοτε την παλιγγενεσία κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, αφού, όπως γνωρίζουμε, θα υπάρξη αλλαγή του κόσμου από την φθορά, που είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας. Άλλωστε, αυτό το αγιογραφικό χωρίο πρέπει, οπωσδήποτε, να ερμηνευθή μέσα σε όλη την διδασκαλία της Ώγίας Αραφής, όπου γίνεται λόγος για την μοναδικότητα της ψυχής, για την ύπαρξη αιωνίας Θολάσεως, για το ότι το δικαστήριο με την έλευση του Τριστού θα έχη διπλή κατάληξη, δηλαδή αιώνιο Ξαράδεισο και αιώνια Θόλαση, ότι υπάρχει η βλασφημία


κατά του Ώγίου Ξνεύματος που δεν πρόκειται να συγχωρηθή, ούτε στον νυν ούτε στον μέλλοντα αιώνα, ότι όλοι πρέπει να παρουσιασθούν ενώπιον του βήματος του Τριστού για να λάβουν τον καρπό των έργων τους, καλών ή κακών κ.λ.π. Βεν είναι σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ όλα αυτά τα αγιογραφικά χωρία, γιατί ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να τα δη στα σχετικά κεφάλαια αυτού του βιβλίου, που γίνεται λόγος για τα θέματα αυτά. Αεγονός είναι ότι πουθενά στην Ώγία Αραφή δεν μπορεί να σταθή η ιδέα περί αποκαταστάσεως των πάντων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα επανέρχωνται στην ζωή ως την τελική κάθαρση, ότι δεν θα υπάρξη αιώνια Θόλαση. Ώκριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε και συνοδική καταδίκη της θεωρίας της αποκαταστάσεως των πάντων. Πυγκεκριμένα, στο "Πυνοδικό της Νρθοδοξίας" καταδικάζονται όσοι πιστεύουν στην θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όλων των άλλων θεμάτων που συνδέονται με αυτήν. Ιέγεται: "Ροις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και Γλληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την ΐασιλείαν των Νυρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Τριστός και Ζεός ημών εδίδαξε, παρέδοτο, και δια πάσης της Ξαλαιάς και Λέας Αραφής ημείς παρελάβομεν, ότι και Θόλασις ατελεύτητος, και η ΐασιλεία αΎδιος, δια των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γινομένοις, Ώ ν ά θ ε μ α"*. Ε θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρείται "μάταιο και ελληνικό ρήμα", δηλαδή καρπός της ελληνικής φιλοσοφίας, που λυμαίνεται την ΐασιλεία των Νυρανών, και καταργεί τον λόγο της Αραφής, που μιλά για ατελεύτητη Θόλαση. ΋σοι δέχονται τέτοιες απόψεις όχι μόνον καταστρέφουν τον εαυτό τους, αλλά γίνονται πρόξενοι και αιτία καταστροφής και άλλων. Αι’ αυτό ακριβώς αναθεματίζονται και αποβάλλονται από την Γκκλησία ως άρρωστα και σεσηπότα μέλη. Συσικά, αυτός ο αναθεματισμός του Πυνοδικού της Νρθοδοξίας συνδέεται στενά με την καταδίκη από την Γ’ Νικουμενική Πύνοδο των θεωριών του Φριγένους, μεταξύ των οποίων και την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. 2. Οη απόςεηο ησλ εξκελεπηώλ γηα ηελ ζέζε ηνπ αγίνπ Γξεγνξίνπ Νύζζεο ζρεηηθά κε ηελ απνθαηάζηαζε ησλ πάλησλ Ν άγιος Αρηγόριος Λύσσης ασχολήθηκε σε όλα τα γραπτά του με την ζωή μετά τον θάνατο, με το τί είναι η ψυχή, πώς μετά την έξοδό της από το σώμα διατηρείται η υπόσταση του ανθρώπου, πώς θα γίνη η ανάσταση των σωμάτων, τί είναι η ΐασιλεία του Ζεού κ.λ.π. Ξολλές από αυτές τις απόψεις είδαμε σε άλλα κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Κέσα σε τέτοια εσχατολογικά θέματα συμπεριλαμβάνεται και η λεγομένη θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων. Γκτός από λίγες εξαιρέσεις, όλοι σχεδόν όσοι ασχολήθηκαν με την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο άγιος στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων επηρεάστηκε από τον Φριγένη. ΐέβαια, όπως ισχυρίζονται, δεν δέχεται όλες τις θεωρίες του Φριγένους για τα θέματα αυτά, αφού αρνείται την μετενσάρκωση, την ανακύκληση των ψυχών, αλλά όμως στην αποκατάσταση των πάντων ακολουθεί με μετριοπάθεια τις απόψεις του Φριγένους. Έτσι, λέγουν, ότι ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης ομιλεί για την αποκατάσταση κατά τρόπο θετικό.


Ζα δούμε σε γενικές γραμμές ποιά είναι η εντύπωση των διαφόρων ερμηνευτών σχετικά με τις θέσεις του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για το θέμα που μελετάμε, και στην συνέχεια θα εξετάσουμε αν τα συμπεράσματά τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια. ΐέβαια, τα όσα σχολιάζουν και παραθέτουν οι ερμηνευτές λέγονται από τον άγιο Αρηγόριο Λύσσης, αλλά εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι δεν ερμηνεύονται μέσα στα αυθεντικά πλαίσια, και δεν κατανοείται, σε μερικά σημεία, η αλήθεια των λεγομένων. Αιατί, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στο θέμα της αποκαταστάσεως των πάντων ο άγιος Αρηγόριος δεν εννοεί αυτό που του αποδίδουν οι περισσότεροι από τους μελετητές του. Ξραγματικά, για να κατανοήση κανείς την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου πρέπει να διαθέτη τα ανάλογα ερμηνευτικά κλειδιά και να εντάξη τα όσα λέγει μέσα στην όλη παράδοση της Γκκλησίας. Ν βασικός σκοπός του ανθρώπου, κατά τον άγιο Αρηγόριο Λύσσης, είναι η θέωσή του. Κόνον μέσα από την προοπτική αυτή πρέπει να θεωρούμε την σωτηρία του ανθρώπου. Ώλλά για να επιτύχη κανείς αυτόν το ύψιστο σκοπό, πρέπει να περάση μέσα από την κάθαρση, η οποία είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο. Ε κάθαρση είναι δυνατόν να επιτευχθή στην παρούσα ζωή. Ώλλά, αν μερικοί δεν μπόρεσαν να την επιτύχουν εδώ, θα συνεχισθή και στην άλλη ζωή. ΐέβαια, ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης δεν δέχεται την μετεμψύχωση, η οποία, κατά την άποψη του Φριγένους, συνεχίζει την κάθαρση του ανθρώπου, αλλά, όμως, μιλώντας για κάθαρση, δέχεται ότι συνεχίζεται και μετά τον θάνατο. Ε κάθαρση μετά τον θάνατο επιτυγχάνεται με το λεγόμενο καθάρσιο πυρ ή καθαρτήριο πύρ, το οποίο είναι θεραπευτικό. Έτσι, οι βάσανοι του άδου είναι θεραπευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι αιώνιες. Θάποτε θα σταματήση να υπάρχη ο Άδης. Νι ψυχές μετά την κάθαρσή τους, την οποία άλλες επιτυγχάνουν από την παρούσα ζωή και άλλες μετά τον θάνατο εισέρχονται στην αιωνιότητα. Ε κάθαρση και η σωτηρία επιτυγχάνεται με την αγάπη και την φιλανθρωπία του Ζεού. Ν Ζεός, ως φιλάνθρωπος, παιδεύει τον άνθρωπο για να τον ανακαινίση. Ρα αγαθά που θα απορρεύσουν από την κάθαρση είναι πάρα πολλά. Ε φύση του ανθρώπου ανακαινίζεται, αφού αποβάλλει όλα τα νόθα και ξένα στοιχεία, τα οποία προσετέθησαν σε αυτήν. Κέσα στα πλαίσια αυτά θα καταργηθή και αυτός ο ίδιος ο θάνατος, το κακό θα αφανισθή και έτσι όλα θα υποταγούν στον Ζεό. Βίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη και την εξαφάνιση του κακού. Ρο κακό, κατά τον άγιο Αρηγόριο Λύσσης, δεν είναι οντολογικό γεγονός, γιατί είναι στέρηση του αγαθού. Ρο κακό είναι φθαρτό. Ώλλά κάθε φθαρτό δεν είναι αγέννητο. Ώκριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν κακό, αλλά υπάρχει η ποιότητα του κακού. Γπειδή η ποιότητα δεν συνιστά την ουσία, γι’ αυτό και το κακό δεν είναι ουσία. Ώυτό σημαίνει ότι το κακό δεν είναι αιώνιο, αλλά έχει προσωρινό χαρακτήρα. Βεν μπορεί το κακό, που είναι αγέννητο και φθαρτό, να υπερισχύση του αγαθού και αφθάρτου, που είναι ο Ζεός. Γπομένως, κάποτε το κακό, που δεν είναι ουσία, θα καταργηθή. Ε εξάντληση και κατάργηση του κακού δεν προσκρούει στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί τότε η ανθρώπινη ελευθερία θα ήταν ισχυρότερη από τον αγαθό Ζεό και την δύναμή Ρου, αφού θα είχε την δυνατότητα να παρατείνη επ’ άπειρο την πορεία του κακού. Γπομένως, το κακό κάποτε θα εκλείψη. ΋χι μόνον θα καθαρθούν οι ψυχές των ανθρώπων και θα εξαλειφθή το κακό, αλλά ακόμη και ο διάβολος θα υποταγή στον Ζεό, που σημαίνει ότι θα σωθή. Ε απολύτρωση του


Τριστού απεδείχθη τελικά σωτήρια και για τον διάβολο. Ν Τριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και πέθανε στον Πταυρό, και ο διάβολος επειδή συνελήφθη από την σάρκα του Τριστού, όπως τα ψάρια με το αγκίστρι, εξαναγκάστηκε να αποδώση τις ψυχές που κατείχε. Έτσι αυτό αποδείχθηκε σωτήριο και για τον διάβολο. ΐέβαια, οι ερμηνευτές του αγίου Αρηγορίου Λύσσης σημειώνουν ότι σε όλο το θεολογικό του σύστημα υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Κια αντίφαση, την οποία προσπαθεί να απαλύνη ο άγιος Αρηγόριος είναι, πώς συμβιβάζεται η "αναγκαστική" κάθαρση και αποκατάσταση όλων των ανθρώπων, ακόμη και του διαβόλου, με την ελευθερία την οποία έχει τόσο ο άνθρωπος όσο και ο διάβολος. Κια άλλη αντίφαση είναι, πώς, ενώ κάνει λόγο για την κατάργηση του κακού και την τελική σωτηρία όλων των ανθρώπων, στα έργα του ομιλεί και για την αιωνιότητα της Θολάσεως. Θαι πώς, ενώ δέχεται την αποκατάσταση των πάντων, που πρέσβευε ο Φριγένης, συγχρόνως δεν αποδέχεται την ανακύκληση των ψυχών ή την λεγομένη μετενσάρκωση, η οποία συνδέεται με την κάθαρση της ψυχής και την αποκατάσταση των πάντων. Έχω την γνώμη ότι ακριβώς σε αυτές τις λεγόμενες "αντιφάσεις", που εντοπίζουν οι μελετητές του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, βρίσκεται και η παρερμηνεία της διδασκαλίας του αγίου από τους μελετητές του, αλλά και η πραγματική ερμηνεία των θέσεών του. Ζα πρέπη να εξετάση κανείς προσεκτικά αυτές τις "αντιφάσεις", για να δη ποιά είναι η θεωρία του αγίου Αρηγορίου για την αποκατάσταση των πάντων. ΐέβαια, υπάρχουν και ερμηνευτές που προσπαθούν να δούν τις πραγματικές προϋποθέσεις της διδασκαλίας του αγίου Αρηγορίου και να αποδείξουν ότι ο άγιος Αρηγόριος δεν διδάσκει ωριγενιστικές απόψεις. ΋λα αυτά θα τα θίξουμε στην επόμενη ενότητα, όπου θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα πλαίσια της θεολογίας του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, γιατί πιστεύουμε ότι ο άγιος Αρηγόριος αδικείται. Ξρέπει, λοιπόν, να γίνη αποκατάσταση και του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, σχετικά με την λεγομένη θεωρία της αποκαταστάσεως. Βεν έχω την ψευδαίσθηση ότι με όσα θα λεχθούν εξαντλείται το θέμα αυτό, αλλά θα υπογραμμισθούν τα απαραίτητα σημεία, τα οποία, αν ο μελετητής του έργου του γνωρίζη, μπορεί να ερμηνεύση την διδασκαλία του αγίου*. 3. Δξκελεπηηθά ζρόιηα ζηελ δηδαζθαιία ηνπ αγίνπ Γξεγνξίνπ Νύζζεο γηα ηελ απνθαηάζηαζε ησλ πάλησλ Πτην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τις "αντιφάσεις" που εντοπίζουν οι ερμηνευτές, όταν μελετούν την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, γιατί στο σημείο αυτό βρίσκεται η πραγματική ερμηνεία των έργων του. ΐέβαια, εξ αρχής πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τόσο η προβληματική των θεμάτων, όσο και η γλώσσα με την οποία γράφει ο άγιος Αρηγόριος είναι δύσκολη για τον σύγχρονο αναγνώστη. Ξρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψη μας ότι οι Ξατέρες του τετάρτου αιώνα, ιδιαιτέρως ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης, είχαν να ασχοληθούν με ένα σοβαρό ζήτημα. Έπρεπε, δηλαδή, να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα των φιλοσόφων για τα κοσμολογικά, οντολογικά και σωτηριολογικά ζητήματα και να δώσουν απαντήσεις μέσα από την Ώποκάλυψη. Γμείς σήμερα δεν ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα, γι’ αυτό και έχουμε δυσκολίες στην κατανόησή τους. Κπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου μέσα από την εκκλησιαστική εμπειρία.


Ζα προσπαθήσουμε να δούμε τα ερμηνευτικά πλαίσια της διδασκαλίας του αγίου Αρηγορίου Λύσσης περί των εσχάτων και της αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από πέντε σημεία. a) Ζ κεγάιε ηνπ εθθιεζηαζηηθή πξνζσπηθόηεηα Ν άγιος Αρηγόριος ήταν πραγματικά ένα μεγάλο πνευματικό ανάστημα. ΋ταν διαβάζη κανείς τα έργα του, χαίρεται την ευρύτητα της σκέψεώς του, την γονιμότητα της διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως και προ παντός, την μεγάλη του ευαισθησία. Ώσχολείται με θέματα πολύ δύσκολα, και όμως δεν αφίσταται της Νρθοδόξου Ξαραδόσεως. Πτον άγιο Αρηγόριο Λύσσης συναντούμε την διδασκαλία ότι το βαθύτερο έργο της Γκκλησίας είναι η θεραπεία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθαρση, και ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση. ΐέβαια, και άλλοι Ξατέρες αναλύουν αυτήν την πραγματικότητα, αλλά ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης επιχειρεί λεπτομερή ανάλυση. Πτο έργο του "εις τον βίον Κωϋσέως", το οποίο είναι υπόδειγμα θεολογικού λόγου, κάνει θαυμάσιες προεκτάσεις και παρατηρήσεις. Αενικά, ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης, αδελφός του Κ. ΐασιλείου, ασχολήθηκε με θέματα τα οποία ήταν δυσεπίλυτα για το ανθρώπινο πνεύμα. Ε μεγάλη του ευαισθησία, που φαίνεται στις συνομιλίες που είχε με την αδελφή του Κακρίνα, πριν εκείνη κοιμηθή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τον θάνατό της, όπως και η στάση του απέναντι στον χωρισμό από την αδελφή του, κάνει τρομερή εντύπωση. Ήταν πραγματικά μεγάλος θεολόγος, αλλά και αρκετά ευαίσθητος πνευματικός πατέρας. Ε αξία της μεγάλης του προσωπικότητος αναγνωρίστηκε από όλη την Γκκλησία. Κετά τον θάνατο του αδελφού του, Κ. ΐασιλείου, που έγινε το 379, ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των Τριστολογικών αιρέσεων της εποχής του. Βυναμική ήταν η παρουσία του στην Πύνοδο της Ώντιοχείας το 379 μ.Τ. καθώς επίσης και η αποστολή του στον Ξόντο και την Ώραβία για την ειρήνευση της Γκκλησίας. Αενικά, ο άγιος Αρηγόριος απέκτησε μεγάλο κύρος, και γι’ αυτό ενδιαφερόταν για την ρύθμιση διαφόρων εκκλησιαστικών υποθέσεων, κυρίως σε δογματικά ζητήματα. Πημαντική ήταν η παρουσία του στην ΐ’ Νικουμενική Πύνοδο, στην Θωνσταντινούπολη το 381 μ.Τ. ΐέβαια, στην Πύνοδο αυτή επικράτησε η θεολογία του αδελφού του, Κ. ΐασιλείου, που είχε κοιμηθή δύο χρόνια πριν από την σύγκληση της Πυνόδου, αλλά ο άγιος Αρηγόριος αποδείχθηκε ο θεολογικός εκφραστής της Πυνόδου. Θατά την διάρκεια των εργασιών της Πυνόδου, ο άγιος Αρηγόριος ανέγνωσε μπροστά στον άγιο Αρηγόριο τον Ζεολόγο μελέτη του, που αντέκρουε τις απόψεις του Γυνομίου, ο οποίος (Γυνόμιος) είχε καταφερθή εναντίον του Κ. ΐασιλείου. Πυγκεκριμένα ο Κ. ΐασίλειος έγραψε εναντίον των αιρετικών θέσεων του Γυνομίου. Ε επιχειρηματολογία του Κ. ΐασιλείου τόσο πολύ εξέπληξε τον Γυνόμιο, ώστε απήντησε μετά δεκατέσσερα χρόνια με το έργο του "απολογία υπέρ απολογίας". Ρότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν να απαντήση ο Κ. ΐασίλειος, γιατί βρισκόταν προς το τέλος της ζωής του. Ρην αποστολή αυτή εξεπλήρωσε με επιτυχία ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης. Κε τρία βιβλία του κονιορτοποίησε στην κυριολεξία τις απόψεις του Γυνομίου, υπερασπιζόμενος τόσο την ορθόδοξη πίστη, όσο και την μνήμη του αδελφού του. Ρα συγγράμματα αυτά συγκαταλέγονται στα άριστα αντιαιρετικά κείμενα.


Πτην ΐ’ Νικουμενική Πύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ’ εξοχήν θεολόγος. Ώυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Πύνοδο, εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Κελέτιο Ώντιοχείας, που ήταν Ξρόεδρος της Πυνόδου, εξεφώνησε την ομιλία κατά την ενθρόνιση του αγίου Αρηγορίου του Ζεολόγου στον θρόνο της Θωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Πύμβολο της Ξίστεως, αυτός συνέταξε το άρθρο περί του Ώγίου Ξνεύματος: "Θαι εις το Ξνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Ξατρός εκπορευόμενον, το σύν Ξατρί και ΢ιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλήσαν δια των Ξροφητών". Κάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της ΐ’ Νικουμενικής Πυνόδου ο άγιος Αρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Πυνόδου. Ξριν από την λήξη τώς εργασιών της Πυνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Ζεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου ο άγιος Αρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστεως για τους επισκόπους του Ξόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί. Κετά την Πύνοδο ανέλαβε περιοδείες στην Πυρία, την Ξαλαιστίνη και την Ώραβία για την λύση διαφόρων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καθώς επίσης συμμετέσχε σε συνόδους για την κατοχύρωση της ορθοδόξου πίστεως. ΋λα αυτά δείχνουν ότι είχε μεγάλο κύρος στον ορθόδοξο χώρο. Κάλιστα, σε αυτόν ανατέθηκε να εκφωνήση τους επικηδείους λόγους στην βασιλόπαιδα Ξουλχερία και την ΐασίλισσα Ξλακίλλα. Ξέρα από αυτά τα γεγονότα, που είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία από τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, υπάρχουν και συνοδικά κείμενα που τον θεωρούν μεγάλο οικουμενικό πατέρα της Γκκλησίας. Ε Α’ Νικουμενική Πύνοδος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσωπικότητος και της θεολογίας του, τον ονόμασε "άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον έν τε λόγοις και εν τρόποις". Ε φράση αυτή εννοεί ότι ήταν δεύτερος μετά τον αδελφό του τον Κ. ΐασίλειο. Ώλλά και η Δ’ Νικουμενική Πύνοδος, τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του έδωσε τον μοναδικό τίτλο που δόθηκε σε θεολόγους της Γκκλησίας τον ονόμασε "πατέρα πατέρων". Κάλιστα, είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε ο Κ. ΐασίλειος, όταν εκφράσθηκαν απορίες, γιατί έναν τέτοιον μεγάλης αξίας άνθρωπο τον έκανε επίσκοπο της ασήμου πόλεως Λύσσης, που φαίνεται ότι αναφέρεται στον άγιο Αρηγόριο Λύσσης και όχι στον άγιο Αρηγόριο Ζεολόγο, επειδή υπάρχει η λέξη "αδελφός": "Έστω Γπίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού"*. Κια τέτοια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, που η ίδια η Γκκλησία δια των Νικουμενικών της Πυνόδων ονομάζει "πατέρα πατέρων" και άνδρα δεύτερον μετά τον Κ. ΐασίλειο στους λόγους και τους τρόπους, και ένας τέτοιος άγιος, για τον οποίον γινόταν λόγος να συμπεριληφθή στην τριάδα των Ρριών Ηεραρχών, δεν είναι δυνατόν να πέση σε τέτοιες σοβαρές πλάνες, όπως είναι η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων. Γπομένως, σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο άγιος Αρηγόριος δέχεται τέτοιες θεωρίες, που η ίδια η Γκκλησία κατεδίκασε. Ξώς είναι δυνατόν να καταδικάζεται συνοδικώς η θεωρία περί της αποκαταστάσεως των πάντων και όμως να επαινήται υπερβαλλόντως ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης; b) Οη απόςεηο ηνπ γηα ηελ θηινζνθία Ξολλοί ερμηνευτές του αγίου Αρηγορίου Λύσσης υποστηρίζουν ότι είναι ο φιλοσοφικότερος από τους Ξατέρας της Γκκλησίας, από την άποψη ότι ο άγιος Αρηγόριος


Λύσσης σε πολλά ζητήματα, κυρίως στο περί της αποκαταστάσεως των πάντων, παρασύρθηκε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής του, όπως τον Φριγένη. Ξρέπει να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι ο άγιος Αρηγόριος δεν παρασύρεται στα γραπτά του από την φιλοσοφία και τις θεωρίες της, αφού ο ίδιος είναι μέτρο και κριτήριο ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Γκείνο που επεχείρησε ήταν να απαντήση στα οντολογικά ερωτήματα που έθεσε η φιλοσοφία. Ε φιλοσοφία έθετε ερωτήματα: τί είναι το ΋ν, τί είναι τα όντα, ποιά σχέση υπάρχει μεταξύ του ΋ντος και των όντων, τί είναι το κακό, πώς εισήλθε στον κόσμο, τί είναι η ψυχή κ.λ.π. Κε αυτά, τα λεγόμενα οντολογικά ερωτήματα, ασχολήθηκε ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης και έδωσε απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία. Ώυτό ήταν και το βασικό έργο των Ξατέρων την κρίσιμη εκείνη εποχή*. Θανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίση φιλόσοφο, επειδή ασχολήθηκε με τα οντολογικά προβλήματα που έθετε η φιλοσοφία. Άλλωστε, τα τόσα ασκητικά συγγράμματά του, οι πνευματικές του ομιλίες και οι απαντήσεις που έδωσε σε πολλά ζητήματα της φιλοσοφίας, δείχνουν ότι η κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον του αγίου Αρηγορίου είναι ανεδαφική. Ε άποψή του για την φιλοσοφία είναι διατυπωμένη σε πολλά κείμενά του. Ζα ήθελα όμως να παρουσιάσω τις απόψεις του για την φιλοσοφία, όπως φαίνονται στο κείμενό του "περί αρετής, ήτοι εις τον βίον Κωϋσέως". Πχολιάζοντας ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης το γεγονός ότι η μητέρα του Κωϋσέως για να σώση το παιδί της, που μόλις είχε γεννηθή, το έβαλε σε κιβωτό (καλάθι) και το έρριξε στο ποτάμι, λέγει ότι ποτάμι είναι τα κύματα της ζωής αυτής και κιβωτός είναι η μόρφωση από ποικίλα μαθήματα. Ών κανείς έχη τέτοια μόρφωση δεν θα βυθιστή στα κύματα, αλλά θα βγή στην στεριά. Ε κόρη του Σαραώ, που ήταν άγονη και στείρα, υιοθέτησε τον μικρό Κωϋσή. Ώυτό συμβολίζει την έξωθεν φιλοσοφία, που ήταν άγονη και στείρα. Βεν μπορεί κανείς να αρνήται αυτήν την άγονη και στείρα παίδευση όσο είναι ατελής, όταν όμως ανεβή, όπως ο Κωϋσής, επάνω στο όρος, τότε "αισχύνην ηγήσεται της κατά φύσιν αγόνου παίς ονομάζεσθαι". Έτσι, όποιος ζήση την αποκάλυψη και φθάση στην θεοπτία αισθάνεται ντροπή και αισχύνη να ονομάζεται παιδί της φιλοσοφίας. Κιλώντας αναλυτικότερα για την φιλοσοφία, ότι είναι άγονη και δεν ωφελεί τίποτε στην σωτηρία, γράφει: "Άγονος γαρ ως αληθώς η έξωθεν παίδευσις, αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω. Ρίνα γαρ έδειξε καρπόν των μακρών ωδίνων η φιλοσοφία, ή τίνα τοσούτων τε και τοιούτων άξιον πόνων; Νυ πάντες υπηνέμιοί τε και ατελέσφοροι πριν εις το φως ελθείν της θεογνωσίας αμβλίσκονται, δυνάμενοι ίσως γενέσθαι άνθρωποι, ει μη διόλου τοις κόλποις της αγόνου φιλοσοφίας ενεκαλύπτοντο;". Πτο καταπληκτικό αυτό χωρίο φαίνεται η άποψη του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για την φιλοσοφία. Κε τον όρο "έξωθεν παίδευσις" εννοεί την φιλοσοφία και όχι τα άλλα επιστημονικά μαθήματα. Ε φιλοσοφία, ενώ πάντοτε αισθάνεται τους πόνους του τοκετού, ποτέ δεν γέννησε, αλλά παρέμεινε άγονη. Θανένα καρπό δεν προσέφερε στον άνθρωπο. Θαι μάλιστα παρατηρεί ότι θα μπορούσαν οι άνθρωποι να γίνουν πραγματικοί άνθρωποι, αν δεν είχαν κλεισθή μέσα στους κόλπους της άγονης αυτής σοφίας. Πτην συνέχεια ο άγιος Αρηγόριος λέγει ότι μπορούμε να ασχολούμαστε κατά τον καιρό της μορφώσεως με τους έξωθεν λόγους, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να χωριζόμαστε από το


γάλα του Γυαγγελίου που μας τρέφει. Θαί, πραγματικά, εκείνος που μορφώνεται μόνο με την έξωθεν μόρφωση και δεν βλέπει την διδασκαλία και το ήθος των προγόνων του, αυτός θα τεθή στο μέσον μεταξύ δύο εχθρών. Ν άγιος Αρηγόριος κάνει κριτική στην φιλοσοφία. Ιέγει ότι στα μαθήματα της φιλοσοφίας υπάρχει κάτι το σαρκώδες και ακρόβυστο, το οποίο αν αφαιρεθή, θα απομείνη η ισραηλιτική ευγένεια. Θαι δίνει στην συνέχεια μερικά παραδείγματα. Ε φιλοσοφία δέχεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά όμως ισχυρίζεται ότι μεταβαίνει από το ένα σώμα στο άλλο και από την λογική φύση στην άλογη. Νμιλεί και η φιλοσοφία για τον Ζεό, αλλά τον θεωρεί υλικό. Θάνει λόγο για τον Ζεό ως δημιουργό, αλλά νομίζει πώς έχει την ανάγκη της ύλης για την δημιουργία, δηλαδή ότι δεν δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν. Ξιστεύει ότι ο Ζεός είναι αγαθός και δυνατός, αλλά λέγει ότι υποχωρεί στην ανάγκη της ειμαρμένης. Έτσι, στην φιλοσοφία υπάρχει μια ευσέβεια, επειδή ασχολείται με τον Ζεό, η οποία ταυτόχρονα έχει και κάτι σαρκικό*. ΋ταν τέτοιες είναι οι απόψεις του αγίου Αρηγορίου για την φιλοσοφία, είναι άτοπο να τον θεωρούμε φιλόσοφο πατέρα, επηρεασμένο από τις απόψεις της φιλοσοφίας για την αποκατάσταση των πάντων. Ρέτοιες αντιφάσεις δεν μπορεί κανείς να συναντήση όχι μόνον σε έναν άγιο θεούμενο, όπως ήταν ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης, αλλά ούτε σε έναν άνθρωπο που έχει υψηλά διανοητικά προσόντα και χαρίσματα που είχε ο άγιος Αρηγόριος. Κάλλον εμείς δεν διαθέτουμε τα δικά του προσόντα και δεν μπορούμε να διεισδύσουμε στο περιεχόμενο της θεοπνεύστου διδασκαλίας του. c) Ζ δηδαζθαιία ηνπ γηα ηελ πξναίξεζε ηνπ αλζξώπνπ θαη ηελ αησληόηεηα ηεο Κνιάζεσο Ν άγιος Αρηγόριος σε πολλά κείμενά του κάνει λόγο για την ελευθερία, την προαίρεση του ανθρώπου, η οποία δεν καταργείται από τον Ζεό, καθώς επίσης για την αιωνιότητα της Θολάσεως. Θαι οι δύο αυτές θέσεις του αναιρούν κάθε άποψη για την θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, όπως την υποστήριζε ο Φριγένης. Πτον μέγα κατηχητικό του λόγο, αφού αναφέρεται στην Θατήχηση και την αξία του ΐαπτίσματος, στο τέλος επιμένει στο θέμα της αλλαγής όλης της υπάρξεως του ανθρώπου, που γίνεται με την προαίρεσή του. Αράφει ότι το άγιο ΐάπτισμα λέγεται άνωθεν γέννηση, είναι, δηλαδή, αναγέννηση και αναστοιχείωση του ανθρώπου, όμως δεν μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Ε ανθρωπότητα αυτή καθ’ εαυτήν δεν επιδέχεται "μεταβολήν εκ του ΐαπτίσματος" και δεν μεταβάλλεται ούτε το λογικό, ούτε το διανοητικό, ούτε το γνωστικό ούτε κανένα άλλο χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως. Ώυτό πρέπει να γίνη με τον αγώνα του ανθρώπου προ και μετά το ΐάπτισμα. Ε Τάρη του Ζεού που λαμβάνουμε δια του ΐαπτίσματος, δεν ενεργεί την αναγέννησή μας, αν δεν συνεργήσουμε και εμείς. Σθάνει ο άγιος Αρηγόριος στο σημείο να τονίση κάτι τολμηρό, όπως ο ίδιος λέγει. Άν, παρά το ΐάπτισμα, η ψυχή δεν απέβαλε τις κηλίδες, που σημαίνει, αν ο βίος μας μετά το βάπτισμα είναι ο ίδιος με τον βίο προ του βαπτίσματος, τότε το ύδωρ του βαπτίσματος είναι απλώς ύδωρ, "ουδαμού της δωρεάς του αγίου Ξνεύματος επιφανείσης τω γινομένω". Βηλαδή, είναι σαν να μη έλαβε ο άνθρωπος την δωρεά του Ώγίου Ξνεύματος. ΋ποιος διατυμπανίζει την αναγέννησή του δια του ΐαπτίσματος, αλλά όμως διακρίνεται για τον ίδιο τρόπο ζωής, πρέπει να ακούση τον λόγο του Ζεού που λέγει: "εί τις δοκεί είναι, μηδέν ών, φρεναπατά εαυτόν", και "όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Ζεού


γενέσθαι". Ών κάποιος ισχυρίζεται ότι έλαβε τον Ζεό, πρέπει να το αποδεικνύη δια της προαιρέσεώς του. "Βείξον εν σεαυτώ τον γεννήσαντα". Θαι ερωτά πολύ χαρακτηριστικά: "Νυκ έγνως ότι άνθρωπος ουκ άλλως υιός Ζεού γίνεται, ει μη όσιος γένηται;". Αια να γίνη κανείς τέκνο του Ζεού πρέπει να είναι όσιος. ΋σοι δεν αλλάξουν τρόπο ζωής θα έχουν πολλές τιμωρίες. Ε ζωή των αμαρτωλών στην άλλη ζωή δεν θα έχη ομοιότητα με τις θλίψεις της επιγείου ζωής. Νμιλεί ο άγιος Αρηγόριος για το κολαστήριο πύρ, που θα συναντήση ο αμαρτωλός και μη αναγεννημένος στην άλλη ζωή. Αράφει χαρακτηριστικά: "Ξύρ γαρ ακούων, άλλο τι παρά τούτο νοείν εδιδάχθης, εκ του προσκείσθαι τι τω πυρί εκείνω ό εν τούτω ουκ εστι". Ρο πυρ που θα δοκιμάση ο άνθρωπος στην άλλη ζωή θα είναι διαφορετικό από το πυρ της παρούσης ζωής. Ρο πυρ της ζωής αυτής σβύνεται με διαφόρους τρόπους, ενώ το πυρ της άλλης ζωής παραμένει άσβεστο. "Νυκούν άλλο τι, και ουχί τούτό εστι". Θαι όταν ακόμη γίνεται λόγος για σκώληκα που θα κατατρώγη τον άνθρωπο, εννοείται εντελώς διαφορετικά από αυτό που υπάρχει στην γή. Βιότι "η προσθήκη του ατελευτήτου είναι άλλην τινά φύσιν παρά την γινωσκομένην νοείν υποτίθεται"*. Ώπό την μικρή αυτή παρουσίαση της διδασκαλίας του αγίου Αρηγορίου περί της προαιρέσεως και της Θολάσεως εξάγονται μερικές αλήθειες. Ξρώτη, ότι η Τάρη του Ώγίου Ξνεύματος, δια του ΐαπτίσματος, δεν άναγεννά τον άνθρωπο, αν δεν ενεργοποιηθή η προαίρεσή του. Γπομένως, έχει μεγάλη σημασία η προαίρεση του ανθρώπου. Βεύτερη, ότι υπάρχει Θόλαση στην οποία επικρατεί πυρ και σκώληξ, τα οποία δεν ομοιάζουν με την αισθητή πραγματικότητα. Ξρόκειται για άκτιστες πραγματικότητες. Κάλιστα, το ότι δεν θα είναι όμοια τα τωρινά με τα της αιωνίου ζωής, και ότι ο σκώληξ είναι "ατελεύτητος", δείχνει ότι τόσο το καθαρτήριο πυρ όσο και η βασανιστική ενέργεια των σκωλήκων είναι η άκτιστη ενέργεια του Ζεού, που θα βιώνεται κολαστικά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν καθαρθή από την ζωή αυτή. Ε σύνδεση των πόνων της μετά τον θάνατο ζωής με το ατελεύτητο, δείχνει ότι δεν θα υπάρξη τέλος καθάρσεως, όπως υπονοούν οι μελετητές του αγίου Αρηγορίου. Πε άλλα κείμενά του κάνει λόγο για την μέθεξη του φωτός, δηλαδή του Ζεού. Ώναλύοντας τον βίο του Κωϋσέως και θεωρώντας ότι ο Κωϋσής είναι πρότυπο τελειώσεως για κάθε Τριστιανό, λέγει ότι ο Κωϋσής στην φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο είδε τον Ζεό, αφού προηγουμένως απέβαλε τα υποδήματά του. Ξροσαρμόζει αυτήν την περίπτωση στην θεοπτία, που μπορεί να έχη κάθε άνθρωπος. Ν Ζεός είναι αλήθεια και αυτή η αλήθεια είναι φώς. Πτην γνώση αυτή του μεγάλου φωτός οδηγεί η αγωγή της αρετής. Θαι για να μη νομισθή ότι ο άγιος Αρηγόριος κάνει λόγο για μια ανθρωπιστική και ουμανιστική αρετή, πρέπει να πούμε ότι συνδέει την αρετή με την κάθαρση της ψυχής. Βεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ανεβή στο ύψος εκείνο, όπου θεάται το φως της αλήθειας, έχοντας δεμένα τα πόδια του. Αι’ αυτό πρέπει η ψυχή να ελευθερωθή από τις βάσεις αυτές. Βεν πρόκειται για την αποβολή του σώματος, αλλά για την ελευθέρωση της ψυχής από τους δερμάτινους χιτώνες, που περιβλήθηκε η φύση μετά την παρακοή. Έτσι, θα δη το φως της αλήθειας και η επίγνωση του όντος θα γίνη καθάρσια της υπολήψεως του μη όντος, αφού το μη όν είναι ψεύδος και φαντασία. Θατά τον άγιο Αρηγόριο ό,τι είναι εκτός του Ζεού είναι μη όν, από την άποψη ότι είναι ψεύδος και φαντασία και όχι ότι είναι ανύπαρκτο*. Θαι στην ερμηνεία αυτή φαίνεται ότι δια της καθάρσεως ο άνθρωπος φθάνει στην γνώση του όντος και αποβάλλει το μη όν, που είναι το ψεύδος και η φαντασία. Ώυτή η ερμηνεία θα


φανή χρήσιμη, όταν αργότερα θα μελετήσουμε την άποψή του περί του κακού, που είναι μη όν. Βεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται ο άνθρωπος εκείνος που βιώνει το κακό, αλλά ακριβώς, επειδή ζη μακράν του όντος, που είναι η αλήθεια, ζη μέσα στο ψεύδος. ΢πάρχει ο άνθρωπος, αλλά δεν ζη κατά Ζεόν. ΢πάρχει διαφορά μεταξύ υπάρξεως και κατά Ζεόν ζωής. Ν άγιος Αρηγόριος Λύσσης συνδέει τον Ξαράδεισο και την Θόλαση με την προαίρεση του ανθρώπου. Ανωρίζει σαφώς ότι υπάρχει αιώνιος Ξαράδεισος και αιώνια Θόλαση. Άλλωστε, και αυτοί ακόμη οι επικριτές του δεν αρνούνται ότι ο άγιος Αρηγόριος σε πολλά σημεία των διδασκαλιών του δέχεται την αιωνιότητα της Θολάσεως. Ήδη προηγουμένως είδαμε μια τέτοια περίπτωση, όταν κάνη λόγο για ατελεύτητο σκώληκα. Ώλλά, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην διδασκαλία της Γκκλησίας, διδάσκει ότι δεν υπάρχει Ξαράδεισος και Θόλαση εξ επόψεως του Ζεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Γίναι θέμα προαιρέσεως και καταστάσεως του ανθρώπου. Κόνον αν μελετήσουμε την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης μέσα από αυτές τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μπορούμε να την κατανοήσουμε. Ώναφερόμενος στην διπλή ενέργεια του φωτός τόσο στους Γβραίους όσο και στους Ώιγυπτίους, λέγει ότι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης τους καταφώτιζε κατά τον ίδιο τρόπο με τις ακτίνες του, όμως "οι μεν Γβραίοι του φωτός κατετρύφων, οι δε αναισθήτως είχον της χάριτος". Θαι οι Ώιγύπτιοι ελάμβαναν την Τάρη του Ζεού, αλλά επειδή ήταν αναίσθητοι, την καταλάβαιναν σαν σκοτάδι. Ρο ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Πε όλους τους ανθρώπους ακτινοβολεί η ίδια Τάρη, το ίδιο φώς, αλλά άλλοι βαδίζουν στο σκοτάδι, λόγω των πονηρών πράξεων και του ζόφου της κακίας και άλλοι λαμπρύνονται, ζώντες μέσα στο φως της αρετής. Νι Ώιγύπτιοι τιμωρήθηκαν, γιατί έτσι ενεργούσε η προαίρεσή τους, αφού αυτοί οι ίδιοι προκάλεσαν την δίκη του Ζεού. "Ξάντα ποιεί μεν κατά το προηγούμενον η Ώιγυπτία προαίρεσις, επάγει δε η αδέκαστος του Ζεού δίκη επακολουθούσα κατ’ αξίαν ταις προαιρέσεσι". Ρο ίδιο συμβαίνει και με τις θλίψεις, που νομίζουμε ότι προέρχονται από τον Ζεό. Βημιουργός των λυπηρών και των θλίψεων γίνεται ο καθένας με την δική του προαίρεση. "Έκαστος εαυτώ των πληγών γίνεται δημιουργός δια της οικείας προαιρέσεως". Ρο ίδιο θα γίνεται και στην αιώνια ζωή. Αι’ αυτόν που έζησε αναμάρτητα δεν θα υπάρχη ούτε σκοτάδι ούτε σκουλήκι ούτε φωτιά. Ν ίδιος τόπος για τον ένα είναι συμφορά για τον άλλον όχι. Ώυτό σημαίνει ότι είναι θέμα προαιρέσεώς τους. Αι’ αυτό, "δήλον αν είη το μηδέν των κακών δίχα της ημετέρας προαιρέσεως δύνασθαι συστήναι". Βεν μπορεί να υπάρξη κακό χωρίς την δική μας προαίρεση*. Ώυτή η ανάλυση δείχνει καθαρά ότι ο άγιος Αρηγόριος δεν αρνείται την ύπαρξη της Θολάσεως, αλλά λέγει ότι είναι θέμα της προαιρέσεως του ανθρώπου. Αια τον Ζεό δεν υπάρχει Θόλαση, ούτε ο Ζεός έπλασε τον άνθρωπο για την Θόλαση, αλλά όμως είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου. Πτα έργα του αγίου Αρηγορίου αναφέρεται ότι πρέπει να εκβληθή το κακό από την ύπαρξη του ανθρώπου και "τό όντως μη όν, μηδέ είναι όλως". Ώυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξη περίοδος κατά την οποία θα παύσουν να υπάρχουν υπάρξεις που δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία με τον Ζεό. Άλλωστε, το κακό δεν έχει οντότητα αφ’ εαυτού του, αλλά είναι η στέρηση του αγαθού. Κε άλλα λόγια, ο άνθρωπος που έχει σκοτισθή, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος του Ζεού, και έτσι θα είναι σαν να μην υπάρχη, ενώ θα ζη αιωνίως. Βεν θα δέχεται την φωτιστική ενέργεια του Ζεού, αλλά την καυστική και κολαστική. Αράφει στα


γραπτά του: "Γπειδή γαρ έξω της προαιρέσεως η κακία είναι (η ύπαρξη) φύσιν ουκ έχει, όταν πάσα προαίρεσις εν τω Ζεώ γένηται, εις παντελή αφανισμόν η κακία μεταχωρήσειε, τω μηδέν αυτής υπολειφθήναι δοχείον"*. Ρίθεται το πρόβλημα: τί θα γίνη αν ο άνθρωπος δεν παραχωρήση την προαίρεσή του στον Ζεό; Ώυτό είναι ένα ερώτημα για όσους ισχυρίζονται ότι ο άγιος Αρηγόριος διδάσκει περί της αποκαταστάσεως των πάντων κατά τις απόψεις του Φριγένους. Θαι νομίζουν ότι ο άγιος είναι αντιφατικός. Βεν υπάρχει όμως καμμιά αντίφαση στο έργο του, αρκεί να κατανοηθή η διδασκαλία του μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ώυτό σημαίνει, ότι όσοι δεν δώσουν την προαίρεσή τους στον Ζεό, δεν θα έχουν μέθεξη Ζεού. Ζα υπάρχουν χωρίς να έχουν μετοχή του Ζεού. Θαι επειδή ο Ζεός είναι ζωή και όν, γι’ αυτό εκείνοι, καίτοι θα υπάρχουν, θα ζουν στο μη όν, δεν θα έχουν κοινωνία με τον Ζεό. Γπίσης, η ύπαρξη του κολαστηρίου πυρός, που είναι η Τάρη του Ζεού που καθαίρει τον άνθρωπο, θα είναι η διαρκής εξέλιξη και θεραπεία του αγίου, που θα γίνη και στην άλλη ζωή. Ρο καθαρτήριο πύρ, όπως έχουμε σημειώσει, κατά την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, είναι άκτιστο και ατελεύτητο, είναι η Τάρη του Ζεού, που θα καθαρίζη και θα αγιάζη περισσότερο τον άνθρωπο, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη, όπως ο ίδιος διδάσκει. Κε αυτήν την έννοια κάνει λόγο και για καθαρτήριο πυρ στους δικαίους*. Γπομένως, η διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση εντάσσεται μέσα στα πατερικά πλαίσια. Ρουλάχιστον προσωπικά δεν διαπίστωσα παρέκκλιση από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία. Κόνον που ο λόγος του αγίου Αρηγορίου είναι δυσκολώτερος από τον λόγο των άλλων Ξατέρων της Γκκλησίας. Πτο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αδελφού του, Κ. ΐασιλείου, για το πώς ο Ζεός γίνεται φως και πύρ, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Βεν είναι δυνατόν ο άγιος Αρηγόριος, που τόσο συμφωνούσε, αγαπούσε και σεβόταν τον Κ. ΐασίλειο, να διαφοροποιόταν από αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία. d) Δξκελεπηηθή αλάιπζε ζπγθεθξηκέλσλ ρσξίσλ Ξροηγουμένως εξετέθησαν οι βασικές απόψεις του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για την κάθαρση του ανθρώπου, που συνδέεται με την προαίρεσή του, την οποία δεν μπορεί να καταργήση ούτε ο Ζεός, καθώς επίσης και για την αιωνιότητα της Θολάσεως. Γίδαμε πώς νοείται η κάθαρση και στην μετά τον θάνατον ζωή, και πώς η κατάργηση του κακού. Ξρέπει όμως να επανέλθουμε στην ερμηνευτική ανάλυση μερικών χωρίων που χρησιμοποιούνται από θεολόγους για να στηρίξουν την άποψη ότι ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης κάνει λόγο για την αποκατάσταση των πάντων κατά τις ωριγενιστικές αντιλήψεις. Κερικές ταυτολογίες θα βοηθήσουν στην κατανόηση του θέματος, αφού παραθέτουμε ερμηνευτικές αναλύσεις παραλλήλων χωρίων. Κετά την πτώση του ανθρώπου εμφανίσθηκαν οι κηλίδες της αμαρτίας στην ψυχή. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να θεραπευθή από αυτές τις κηλίδες. Ώκριβώς γι’ αυτόν τον λόγο "εν τη παρούση ζωή το της αρετής φάρμακον εις θεραπείαν των τοιούτων προσετέθη τραυμάτων". Κε την αρετή, με τον αγώνα που κάνει ο άνθρωπος να τηρή τις εντολές του Ζεού, καθαρίζεται. Ών όμως μείνη αθεράπευτος μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, "εν τω μετά ταύτα βίω ταμιεύεται η θεραπεία". Ών στο σώμα άλλες ασθένειες θεραπεύωνται ευκολώτερα και άλλες δυσκολώτερα, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Αι’ αυτό "η μετά ταύτα κρίσις εις θεραπείαν των της ψυχής αρρωστημάτων κατεπαγγέλλεται"*.


Ρο χωρίο αυτό χρησιμοποιείται από διαφόρους μελετητές του αγίου για να καταδείξουν ότι διδάσκει την συνέχιση της καθάρσεως και στην μετά τον θάνατο ζωή για τους αμετανοήτους αμαρτωλούς. Κπορεί κανείς να καταλήξη σε ένα τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα, αν δεν γνωρίζη την διδασκαλία ότι η εξέλιξη για τους θεουμένους στην άλλη ζωή θα είναι διαρκής, δεν θα σταματήση ποτέ. Ν αναγνώστης στο επόμενο κεφάλαιο θα δη την διδασκαλία της Γκκλησίας πάνω στο σημείο αυτό. Πύμφωνα με την διδασκαλία των εγκύρων Ξατέρων, αν ο άνθρωπος είχε εισέλθει στο στάδιο της μετανοίας, αλλά δεν πρόλαβε να καθαρισθή, σε αυτόν η θεραπεία θα συνεχίζεται "επ’ άπειρον", αφού η αρετή δεν έχει στάση. Ώυτό, βέβαια, δεν πρόκειται να γίνη για εκείνους που με την προαίρεσή τους παρέμειναν ολοσχερώς αμετανόητοι, και δεν εισήλθαν στο στάδιο της μετανοίας. Άλλωστε, οι άγιοι διδάσκουν ότι και οι άγγελοι θα είναι χωρητικότεροι της θείας Τάριτος, οπότε και για τους αγγέλους μπορούμε να χρησιμοποιούμε την λέξη κάθαρση. Κέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθή και το άλλο χωρίο του αγίου Αρηγορίου, που χρησιμοποιούν όσοι υποστηρίζουν ότι ο άγιος δέχεται την περί της αποκαταστάσεως των πάντων θεωρία του Φριγένους. Πτον κατηχητικό του λόγο γράφει ότι με την ψυχή του ανθρώπου θα γίνη ό,τι γίνεται και με το σώμα. ΋πως οι σωματικά άρρωστοι υποφέρουν και δυσαρεστούνται με τους θεραπευτές, αλλά όταν θεραπευθούν και απολαύσουν την υγεία, τότε τους ευγνωμονούν, έτσι γίνεται και με την ψυχή. "Ραις μακραίς περιόδοις εξαιρεθέντος του κακού της φύσεως, του νυν αυτοίς καταμιχθέντος και συμφυέντος, επειδάν η εις το αρχαίον αποκατάστασις των νυν εν κακία κειμένων γένηται, ομόφωνος ευχαριστία παρά πάσης έσται της κτίσεως, και των εν τη καθάρσει κεκολασμένων, και των μηδέ την αρχήν επιδεηθέντων καθάρσεως"*. Πτο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως στην αρχέγονη κατάσταση, για την απαλλαγή της από την κακία που ήλθε σε αυτήν σαν αποτέλεσμα της πτώσεως, και για την ομόφωνη από όλους ευχαριστία στον Ζεό. Θαι στο χωρίο αυτό δεν διδάσκεται η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων, που κατεδίκασε η Γκκλησία. Ξρώτα - πρώτα, πρέπει να ερμηνευθή μέσα στα πλαίσια της όλης διδασκαλίας του αγίου Αρηγορίου περί αιωνίου Θολάσεως, που εξαρτάται από την προαίρεση του ανθρώπου. Βεν μπορεί, δηλαδή, να ανεξαρτητοποιηθή από την όλη διδασκαλία του, γιατί τότε παρερμηνεύεται. Έπειτα, πρέπει να υπογραμμισθή εδώ ότι η κάθαρση και η αποβολή της κακίας από την ανθρώπινη φύση και η αποκατάστασή της συνδέεται με την αποβολή των δερμάτινων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος. Μέρουμε πολύ καλά ότι τώρα με την ενανθρώπηση του Τριστού και την βίωσή της, αλλά ιδιαιτέρως κατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, θα αποβληθή η φθορά και η θνητότητα. Ώυτό σημαίνει ότι όλων τα σώματα θα αναστηθούν, και των δικαίων και των αδίκων, και όλα τα σώματα θα απολαύσουν την αθανασία και την αφθαρσία. Ν λόγος του Ώποστόλου Ξαύλου για τον αμαρτωλό, "αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός" (Ώ' Θορ. γ', 15), στην διδασκαλία των αγίων Ξατέρων έχει την έννοια ότι "διαμενεί κολαζόμενος εν τω πυρί", δηλαδή ο αμαρτωλός θα σωθή, δεν θα εξαφανισθή. Γπομένως, εδώ πρόκειται για την αποκατάσταση της φύσεως και όχι της θελήσεως, όπως θα πούμε πιο κάτω.


Κε αυτήν την έννοια όλοι θα ευχαριστούν, δηλαδή, θα αναγνωρίσουν τον Ζεό ως δημιουργό του κόσμου και ως αληθινό Ζεό, και οι κολασμένοι "εν τη καθάρσει", και εκείνοι που δεν είχαν αρχή καθάρσεως, γιατί έζησαν στον φωτισμό του νού. Έχω την εντύπωση, σύμφωνα με την όλη διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, ότι η φράση "τών εν τη καθάρσει κεκολασμένων" εννοεί τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι λόγω της προαιρέσεώς τους βρίσκονται στο αιώνιο πύρ, που είναι η βίωση της Τάριτος του Ζεού ως φωτιά. Βεν εννοείται, βέβαια, ότι θα έλθη κάποτε καιρός που θα εξαχθούν από την Θόλαση, αφού η Θόλαση είναι αιωνία, αλλά ότι, φλεγόμενοι από το άκτιστο αυτό πύρ, θα ομολογούν την ύπαρξη του Ζεού. Ε ευχαριστία ολοκλήρου της κτίσεως γίνεται είτε θετικώς είτε αρνητικώς. Ρο ότι η αποκατάσταση των κολασμένων θεωρείται από τον άγιο Αρηγόριο ως η αποβολή των δερματίνων χιτώνων, της φθοράς και της θνητότητος, την οποία θα απολαύσουν και οι αμαρτωλοί, και ως αναγνώριση του Ζεού, φαίνεται και σε άλλα παράλληλα χωρία του. Κιλώντας περί της αναστάσεως των σωμάτων λέγει ότι η αφθαρσία, η δόξα, η τιμή και η δύναμη είναι γνωρίσματα της θείας φύσεως. Ρα ίδια ήταν αρχικά γνωρίσματα και του ανθρώπου, που πλάστηκε κατ’ εικόνα Ζεού, και ελπίζεται να γίνουν πάλι δικά του. Κε την αμαρτία εισήλθε στην ανθρώπινη φύση η φθορά. Ώλλά μετά την ανάσταση των σωμάτων θα απαλλαγή από αυτήν. Ξρόκειται, δηλαδή, για την αποκατάσταση της φύσεως από την αμαρτία και όχι την αποκατάσταση της θελήσεως. Γίναι δύσκολο να ερμηνεύση κανείς το χωρίο στο οποίο αναφερόμαστε, αλλά μπορεί να το κάνη, αν το δη στην προοπτική όλης της διδασκαλίας του. Ν άγιος Αρηγόριος Λύσσης ισχυρίζεται ότι όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα είναι ο μεν ένας ατελής στο σώμα, ο δε άλλος τέλειος. ΋πως συμβαίνει να έχουν το ίδιο σώμα τόσο ο φυλακισμένος όσο και ο ελεύθερος, αλλά διαφέρουν ως προς την ηδονή και την λύπη, την ίδια διαφορά μπορούμε να δούμε και στην άλλη ζωή μεταξύ των αγαθών και των κακών. Νι αμαρτωλοί δεν θα έχουν ελάττωση σωματική, αλλά στέρηση και αλλοτρίωση του Ζεού. Νι δίκαιοι θα έχουν και δόξα και τιμή. Γκείνο που θέλει να τονίση εδώ ο άγιος Αρηγόριος είναι ότι, ενώ όλοι θα αναστηθούν, διαφορετική θα είναι η πνευματική κατάσταση του καθενός, ανάλογα με την εσωτερική του διάθεση και προαίρεση. Νι λέξεις αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη, δεν αναφέρονται απλώς σε όλους τους ανθρώπους που θα αναστηθούν, αλλά σε εκείνους που έχουν καθαρισθή. Αράφει: "Ρων τοιούτων ουν ταις δια πυρός ιατρείαις εκκαθαρθέντων τε και αφανισθέντων, έκαστον των προς το κρείττον νοουμένων αντεισελεύσεται, η αφθαρσία, η ζωή, η τιμή, η χάρις, η δόξα, η δύναμις και εί τι άλλο τοιούτον έν τε τω Ζεώ επιθεωρείσθαι εικάζομεν, και τη εικόνι αυτού, ήτις εστιν η ανθρωπίνη φύσις"*. Κε τους λόγους του αυτούς αναφέρεται στην διδασκαλία του Ώποστόλου Ξαύλου για το αναστημένο σώμα: "σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν" (Ώ' Θορ. ιε', 43-44). Γκείνο που σημειώνει εδώ ο άγιος Αρηγόριος είναι ότι, παρά την αποβολή της φθοράς και της θνητότητος, διαφορετική θα είναι η στάση των ανθρώπων. Νι έννοιες αυτές, αφθαρσία, δόξα, τιμή και δύναμη δεν αναφέρονται στην σωματική κατάσταση, αλλά κυρίως στην ψυχική, που έχει αντανάκλαση και στο σώμα, δηλαδή έχει σχέση με την κάθαρση που


δέχθηκε η ψυχή από την ζωή αυτή. Βεν ομιλεί για όλους τους ανθρώπους, αλλά για εκείνους που θεωρούνται εκ των καλυτέρων, και όχι για τους μη όντας μετά του Ζεού. Ξρόκειται για την θεραπεία που έγινε με την δύναμη της ενεργείας του Ζεού, η οποία στην αρχή φαίνεται ως πύρ, καθώς επίσης και με την συνέργεια της δικής τους προαιρέσεως. ΋πως φαίνεται εδώ, γίνεται διάκριση μεταξύ καθαρθέντων και αφανισθέντων. Νπότε δεν πρόκειται για αποκατάσταση των πάντων, όπως έλεγε ο Φριγένης. Κπορεί κανείς να δη τις απόψεις αυτές μέσα σε ένα μικρό, αλλά ευσύνοπτο έργο του, στο οποίο αναλύει τον λόγο του Ώποστόλου Ξαύλου: "όταν υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και Ώυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα" (Ώ' Θορ. ιε', 28). Γδώ αναφέρεται ότι ο ΢ιός θα υποταγή στον Ζεό Ξατέρα Ρου, αφού πρώτα υποταχθούν τα πάντα σε Ώυτόν. Πτην συνέχεια θα παραθέσουμε τις κεντρικές έννοιες αυτής της πραγματείας του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, γιατί έχουμε την γνώμη ότι σε αυτές συνοψίζεται η διδασκαλία του για την εσχατολογία, δηλαδή την ζωή στα έσχατα. Ξ ρ ω τ ο ν. Πτην ανάλυση αυτή επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του κυρίως στην ερμηνεία της φράσεως "καί αυτός ο υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα". Ε πραγματεία αυτή είναι περισσότερο χριστολογική, γιατί οι αιρετικοί της εποχής του χρησιμοποιούσαν το χωρίο αυτό για να τονίσουν ότι ο Τριστός είναι κτίσμα του Ζεού. Ιέγει, λοιπόν, ότι ο λόγος του Ώποστόλου Ξαύλου αναφέρεται στην μελλοντική ανάσταση των νεκρών, όταν δια του Τριστού όλα θα υποταγούν στον Ξατέρα. Γπομένως, ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης αναλύει διεξοδικά ότι ο αποστολικός λόγος αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Τριστός και στην μελλοντική κατάργηση του θανάτου, της οποίας καταργήσεως απαρχή είναι η ανάσταση του Τριστού. Ν άγιος Αρηγόριος αναλύει ότι το χωρίο αυτό αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Τριστός. Ώυτή υποτάσσεται στον Ξατέρα, όπως και στην δική Ρου θεότητα, αφού δεν είναι άλλη η θεότητα του Ξατρός και άλλη του ΢ιού. Ε ανθρώπινη φύση ακολουθούσε πάντα την θεία φύση. Γν τω Τριστώ έγινε η υποταγή όλης της ανθρωπίνης φύσεως. Γπειδή εν τω Τριστώ γίνεται η προσαγωγή μας προς τον Ξατέρα, γι’ αυτό και αυτή η ένωση λέγεται υποταγή του υιού προς τον πατέρα. "Ε του σώματος τούτου υποταγή αυτού λέγεται είναι του ΢ιού υποταγή, του ανακεκραμένου προς το ίδιον σώμα, όπερ εστι η Γκκλησία"*. Θαι σε άλλο σημείο λέγει ότι η επίγνωση του όντος και η σωτηρία όλης της ανθρωπίνης φύσεως δηλώνουν την υποταγή του ΢ιού προς τον Ξατέρα*. Β ε ύ τ ε ρ ο ν. Πυνέπεια του προηγουμένου είναι ότι αυτή η υποταγή εννοείται ως σωτηρία του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται δια του Τριστού και εν τω Τριστώ. "Θαι επειδή πάν το γενόμενον εν αυτώ σώζεται, η δε σωτηρία δια της υποταγής ερμηνεύεται", γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε έξω από αυτούς που σώζονται*. Γδώ γίνεται λόγος για την σωτηρία ακόμη και των εχθρών του Ζεού. "Παφώς επ’ αυτών η σωτηρία τω ονόματι της υποταγής ερμηνεύεται"*. Βια της προσληφθείσης και θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως και δια της μελλοντικής αναστάσεως των νεκρών, οπότε θα καταργηθή ο θάνατος, όλα θα υποταγούν στον Ζεό.


Ρ ρ ί τ ο ν. Πυνάρτηση του προηγουμένου είναι ότι η σωτηρία και των αμαρτωλών ακόμη ερμηνεύεται και δηλούται ως κατάργηση του θανάτου και της φθοράς, των λεγομένων δερματίνων χιτώνων. Ν Ώπόστολος Ξαύλος λέγει ότι ως έσχατος εχθρός θα καταργηθή ο θάνατος (Ώ' Θορ. ιε', 26). Αι’ αυτό και εμείς ελπίζουμε ότι στο τέλος θα καταργηθή ο θάνατος. Ώφού η θεία ζωή περάσει σε όλα, "εξαφανίσαι καθόλου εκ των όντων τον θάνατον, προαναιρεθείσης αυτού της αμαρτίας, αφ’ ής, καθώς είρηται, την βασιλείαν κατά των ανθρώπων ο θάνατος έσχεν"*. Ν άγιος Αρηγόριος Λύσσης κάνει λόγο για κατάργηση του θανάτου, αλλά και υποταγή των εχθρών του. Ώυτή η υποταγή όλων, που θα γίνη εν Ώυτώ, δεν θα είναι αναγκαστική και δουλική. Ε υποταγή αυτή "ουχί δουλική νοείται ταπεινότης, αλλά βασιλεία και αφθαρσία και μακαριότης"*. Σαίνεται ότι η σωτηρία δεν είναι ανεξάρτητη από την διατήρηση της υπάρξεως ακόμη και των εχθρών. Βεν πρόκειται για αναγκαστική διατήρηση ή για εξαφάνιση της προαιρέσεως, αλλά για αποκατάσταση της ανθρωπίνης φύσεως, όχι όμως και της θελήσεως. Ε σωτηρία, λοιπόν, των αμαρτωλών εννοείται ως απαλλαγή από την φθορά, επειδή θα αφανισθή ο θάνατος καί, φυσικά, θα παύση να υπάρχη το κακό, αφού δεν θα μπορούν και οι αμαρτωλοί να αμαρτάνουν. Γξ άλλου σε άλλο σημείο προσθέτει ότι ό,τι γίνεται στον άνθρωπο, γίνεται σε όλη την κτίση. Ν Τριστός είπε ότι το Γυαγγέλιο θα κηρυχθή σε ολόκληρο τον κόσμο, και αυτό σημαίνει ότι "ό επί του ενός εύρεν ο λόγος, τούτο και πάση τη κτίσει των ανθρώπων ευλόγως εφαρμοσθήσεται"*. Ρ έ τ α ρ τ ο ν. Κε αυτήν την έννοια εννοείται και η εξαφάνιση του κακού. "Ζεού δε υποταγή εστιν η παντελής του κακού αλλοτρίωσις"*. Παφώς εδώ γίνεται λόγος για την εξαφάνιση του θανάτου, που προήλθε από την αμαρτία. Ώφού ελευθερωθή η κτίση από τον θάνατο και την φθορά, θα εισέλθη ο Ζεός μέσα σε αυτήν και θα γίνη το πάν για τον καθένα. "Βήλον γαρ ότι τότε αληθές έσται το εν πάσι τον Ζεόν είναι, όταν μηδέν κακόν ενθεωρήται τοις ούσιν"*. Ώυτό επιτυγχάνεται από τώρα στην Γκκλησία που είναι το Πώμα Ρου. Ξ έ μ π τ ο ν. ΋σοι ενωθούν μαζί Ρου, αυτοί θα ζήσουν την δική Ρου ζωή. Γκείνοι οι οποίοι, κατά τον λόγο του Ώποστόλου αποθέσουν τον παλαιό άνθρωπο μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες και δεχθούν μέσα τους τον Θύριο, "αναγκαίως ο εν αυτοίς ζών ενεργεί τα αγαθά τα παρ’ εκείνων γινόμενα". Ρο ακρότατο αγαθό, που είναι η σωτηρία, γίνεται "διά της του κακού αλλοτριώσεως". Ώλλά δεν μπορούμε διαφορετικά να χωρισθούμε από το κακό, αν δεν υποταγούμε στον Ζεό*. Ν Τριστός δέχεται στον εαυτό Ρου όλους όσοι ενώνονται μαζί Ρου στο σώμα του, που είναι η Γκκλησία*. Γκείνο που θέλει να τονίση στο κείμενο αυτό ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης νομίζουμε είναι ότι τελευταίος εχθρός που θα καταργηθή είναι ο θάνατος, από την άποψη ότι με την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού θα αναστηθούν οι νεκροί, θα καταργηθή η φθορά και η θνητότητα που ακόμη υπάρχουν στην κτίση, και θα βασιλεύη ο Τριστός σε όλους. ΋λοι θα παρουσιασθούν ενώπιον του ΐήματός Ρου, όλοι θα Ρον αναγνωρίσουν. Κε αυτήν την έννοια καταργείται η αμαρτία που είναι αιτία του θανάτου, και όλοι θα Ρον αναγνωρίσουν ως Ζεό. Γπειδή όμως δεν καταργείται η προαίρεση, γι’ αυτό οι άνθρωποι, ανάλογα με την κατάστασή τους, θα έχουν διαφορετική βίωση του Ζεού. Νι θεραπευθέντες θα βιώσουν την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Ζεού, ενώ οι αμαρτωλοί την καυστική. ΋λοι θα δούν τον Ζεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη του


Ζεού. Ξάντως, δεν θα υπάρχη το κακό ως οντότητα. Νι άνθρωποι θα γίνουν ό,τι ακριβώς ήταν κατά την ζωή αυτήν. Γπομένως, τότε όλα θα υποταγούν στον Τριστό και ο Τριστός θα υποτάξη, θα παραθέση την ανθρώπινη φύση στον Ζεό Ξατέρα. Ώυτό αρχίζει να πραγματοποιήται από τώρα στην Γκκλησία. e) Δξκελεία ηνπ αγίνπ Γξεγνξίνπ Νύζζεο από ηνπο Παηέξαο ηεο Δθθιεζίαο Γίναι γεγονός ότι οι άγιοι κατανοούνται από τους αγίους. Αίνεται και εδώ ό,τι με την αληθινή επιστήμη. Ρον επιστήμονα ενός κλάδου τον αντιλαμβάνεται καλά ο επιστήμονας της ιδίας ειδικότητος. Ν Ώπόστολος Ξαύλος γράφει γι’ αυτό το θέμα: "ψυχικός δ’ άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Ζεού, μωρία αυτώ εστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται". Ν ψυχικός άνθρωπος, που δεν έχει το Άγιον Ξνεύμα, δεν μπορεί να κρίνη τους πνευματικούς. Ρα πνευματικά πράγματα πρέπει να κρίνωνται με πνευματικά κριτήρια και πνευματικούς ανθρώπους. "πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες" (Ώ' Θορ. β', 13-15). Έτσι και ο λόγος του αγίου Αρηγορίου Λύσσης δεν πρέπει να κριθή βάσει της φιλολογικής αναλύσεως, ούτε βάσει της φιλοσοφικής σκέψεως, αλλά βάσει της διδασκαλίας των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας. Ρο ότι η Γκκλησία χαρακτήρισε τον άγιο Αρηγόριο "πατέρα πατέρων" και τον θεωρεί τύπο πίστεως και ορθόδοξης διδασκαλίας, δείχνει ότι ερμήνευσε σωστά την διδασκαλία του. Έχουμε όμως και μεγάλους Ξατέρες οι οποίοι αναφέρθηκαν στην διδασκαλία αυτή. ΋σα είπαμε προηγουμένως είναι αληθινά, γιατί στηρίζονται στον λόγο των θεουμένων. Ν ένας είναι ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής και ο άλλος ο άγιος Κάρκος ο Γυγενικός. Ζα αρχίσουμε από τον τελευταίο χρονικά και έπειτα θα δούμε πώς ερμηνεύει την διδασκαλία περί αποκαταστάσεως του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής. Νι Ιατίνοι, κατά τον διάλογο με τους Νρθοδόξους στην Πύνοδο της Σερράρας Σλωρεντίας για το καθαρτήριο πύρ, χρησιμοποίησαν, εκτός των άλλων Ξατέρων, και κείμενα του αγίου Αρηγορίου Λύσσης. Αι’ αυτό ο άγιος Κάρκος ο Γυγενικός σε δύο ομιλίες του, παρουσιάζοντας τις ορθόδοξες απόψεις για το θέμα αυτό, ανατρέπει τα επιχειρήματα των Ιατίνων. Πχετικά με τα χωρία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης, μεταξύ των άλλων παρατηρήσεων, σημειώνει δύο. Ξρώτον, ότι όταν ο άγιος Αρηγόριος ομιλεί για το καθαρτήριο πυρ δεν εννοεί καθόλου αυτό που διδάσκουν οι Ιατίνοι. Αιατί το καθαρτήριο των Ιατίνων υπάρχει στην μέση κατάσταση των ψυχών και είναι κτιστό, ενώ το καθάρσιο πυρ του αγίου Αρηγορίου Λύσσης είναι αιώνιο και άκτιστο. Βεύτερον, και ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής ομιλεί για μια αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης. Ιέγει ο άγιος Κάρκος: "Ώλλά και ήν ο άγιος Κάξιμος επινοεί παραμυθίαν τη τοιαύτη της αποκαταστάσεως δόξη του θαυμαστού Αρηγορίου, εκθησόμεθα μεν ημείς ολοκλήρως". Θαι στην συνέχεια παραθέτει το κείμενο του αγίου Καξίμου του Νμολογητού*. Γίναι σημαντικό εδώ να υπογραμμισθή ότι ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης αποκαλείται από τον άγιο Κάρκο τον Γυγενικό "θαυμαστός". Θαι μετά την παράθεση του κειμένου του αγίου Καξίμου ο άγιος Κάρκος, ερμηνεύοντας τους λόγους και των δύο αγίων, καταλήγει ότι όταν σε αρχαίους διδασκάλους γίνεται λόγος για καθάρσιο πυρ εννοείται το αιώνιο πυρ και όχι μια μέση κατάσταση των ψυχών.


Πυγκεκριμένα με τον όρο καθάρσιο πυρ εννοούν το αιώνιο πύρ, δηλαδή, αλληγορικότερον, τις αιώνιες κολάσεις, όπως φως καλούν την αιώνια θεωρία στους δικαίους. Νύτε στην μέλλουσα ζωή θα υπάρχη σκώληκας και κάποιο γένος ερπετών, ιοβόλο και σαρκοφάγο, αλλά "τήν των κολάσεων υπό της συνειδήσεως βάσανον και το πικρόν εκείνον μετάμελον". Θαι βρυγμός των οδόντων λέγεται αλληγορικότερον η μανία των θυμομαχούντων και η λύπη γι’ αυτήν και ο πικρός οδυρμός*. Ν άγιος Κάρκος ο Γυγενικός, με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει το λεγόμενο καθάρσιο πυρ του αγίου Αρηγορίου Λύσσης. Ξρόκειται για το αιώνιο πυρ το οποίο δεν είναι πρόσκαιρο, ούτε κτιστό. Γίναι η κολαστική ενέργεια του Ζεού, που θα βιώνουν όσοι παραμένουν αθεράπευτοι, λόγω της δικής τους προαιρέσεως. Ζα δούμε τώρα το κείμενο του αγίου Καξίμου του Νμολογητού στο οποίο γίνεται λόγος για την αποκατάσταση, όπως την εννοεί ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης. Αράφει ο άγιος Κάξιμος: "Ρρείς αποκαταστάσεις οίδεν η Γκκλησία, μίαν μέν, την εκάστου κατά τον της αρετής λόγον, εν ή αποκαθίσταται, τον επ’ αυτώ λόγον της αρετής εκπληρώσας, δευτέραν δέ, την της όλης φύσεως εν τη αναστάσει εις αφθαρσίαν και αθανασίαν αποκατάστασιν, τρίτη δέ, ή και μάλιστα κέχρηται εν τοις εαυτοίς λόγοις ο Λύσσης Αρηγόριος, την των ψυχικών δυνάμεων τη αμαρτία υποπεσουσών εις όπερ εκτίσθησαν πάλιν αποκατάστασιν". Θατά τον άγιο Κάξιμο υπάρχουν τρεις αποκαταστάσεις. Ε πρώτη, αυτή που γίνεται στον κάθε άνθρωπο με την εκπλήρωση του λόγου των αρετών. Ε δεύτερη, είναι η αποκατάσταση όλης της φύσεως στην αφθαρσία και την αθανασία, με την ανάσταση του Τριστού. Θαι η τρίτη, είναι η αποκατάσταση των ψυχικών δυνάμεων στην προ της πτώσεως κατάστασή τους. Ώυτήν την τρίτη αποκατάσταση εννοεί ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης, και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Κάξιμος, έκανε υπερβολική χρήση. Βεν είναι λαθεμένη, αλλά την ανέπτυξε περισσότερο από όσο έπρεπε. Πτην συνέχεια ο άγιος Κάξιμος προσθέτει ότι, όπως η κτίση ελπίζει να επανέλθη στην αφθαρσία, το ίδιο θα συμβή και με όλες τις ψυχές. Ώυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όλες οι ψυχές θα φθάσουν στην μέθεξη των αγαθών, όπως θα γίνη με τους αγίους. Νι ψυχές των αμαρτωλών θα αποκτήσουν επίγνωση των αγαθών και επιβεβαίωση ότι ο Ζεός δεν ήταν αίτιος του κακού, ενώ δεν θα αποκτήσουν μέθεξη του Ζεού. "Θαι ούτω τη επιγνώσει ου τη μεθέξει των αγαθών απολαβείν και εις το αρχαίον αποκαταστήναι, και δεχθήναι τον δημιουργόν αναίτιον της αμαρτίας"*. Ξρέπει να δούμε την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων μέσα από την διδασκαλία του αγίου Καξίμου του Νμολογητού. Θατά τον άγιο Κάξιμο θα γίνη πλήρης αποκατάσταση της κτίσεως, αφού κατά μίαν απειροδύναμη βούληση της αγαθότητος του Ζεού, "πάντας συνέξει και αγγέλους και ανθρώπους, αγαθούς τε και πονηρούς". Γνώ ο Ζεός θα περιλάβη τα πάντα, εν τούτοις δεν θα έχουν όλοι την ίδια σχέση μαζί Ρου. Ν Ζεός θα συνέξη στον εαυτό Ρου "αεί εύ είναι" τους αγίους αγγέλους και τους αγίους ανθρώπους, στο δε "αεί φεύ είναι" εκείνους που δεν συμπεριλαμβάνονται στους πρώτους*. Έτσι και οι αμαρτωλοί θα αποκατασταθούν με την έννοια ότι θα δούν τον Ζεό, χωρίς να έχουν μέθεξή Ρου. Ν π. Αεώργιος Σλωρόφσκυ, σχολιάζοντας αυτήν την άποψη του αγίου Καξίμου, λέγει ότι ο Ζεός θα επιστρέψη στους αμαρτωλούς όσα έχασαν με την αμαρτία, αποκαθιστώντας τις ψυχές τους στην πληρότητα των φυσικών δυνάμεων και ικανοτήτων τους,


χωρίς να έχουν μέθεξη και θεουργό κοινωνία. Ζα βιώνουν συνεχώς την έλλειψη της κοινωνίας μαζί Ρου, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο του δρόμου που πήραν, απορρίπτοντας την αγάπη του Ζεού και έτσι θα αυτοκολάζωνται με την διεστραμμένη κίνηση της γνώμης τους*. Γπομένως, όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα αποκατασταθούν στο "αεί είναι", αλλά οι μεν δίκαιοι θα ζήσουν το "αεί εύ είναι", οι δε αμαρτωλοί το "αεί φεύ είναι". Πτην διδασκαλία του αγίου Καξίμου φαίνεται ότι το "αεί εύ είναι", είναι το "μόνον κυρίως αεί είναι"*. Νι μαρτυρίες και οι διδασκαλίες τόσο του αγίου Καξίμου του Νμολογητού όσο και του αγίου Κάρκου του Γυγενικού, που είναι στύλοι της Νρθοδοξίας, δείχνουν ότι η διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων διαφέρει σαφώς από την άποψη περί αποκαταστάσεως των πάντων την οποία συναντούμε στην αρχαία φιλοσοφία και την ωριγενιστική αντίληψη, που κατεδίκασε η Ξέμπτη Νικουμενική Πύνοδος. 4. ΢πκπεξάζκαηα Πτο τέλος αυτού του κεφαλαίου πρέπει να δούμε τα βασικότερα σημεία του θέματος που αναπτύχθηκε, τα οποία επέχουν θέση περιλήσεως. Πρώτον. Ρην διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης περί αποκαταστάσεως των πάντων και καθαρτηρίου πυρός πρέπει να την δη κανείς μέσα από την διδασκαλία του Κ. ΐασιλείου και του αγίου Αρηγορίου του Ζεολόγου, για τον Ξαράδεισο και την Θόλαση. Βεν μπορεί κανείς να τον απομονώση από τους άλλους δύο αγίους, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με αδελφικούς και φιλικούς δεσμούς. Ίσως ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης ανέπτυξε περισσότερο και με φιλοσοφική γλώσσα αυτές τις απόψεις, απαντώντας στα φιλοσοφικά ερωτήματα και προβλήματα, αλλά δεν αφίσταται της πραγματικότητος, όπως επιβεβαιώνουν και άλλοι άγιοι, δηλαδή ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής και ο άγιος Κάρκος ο Γυγενικός. Δεύτερον. Ε αγάπη, η φιλανθρωπία και η αγαθότητα του Ζεού είναι η άκτιστη ενέργειά Ρου, η οποία θα στέλλεται και στους δικαίους και τους αδίκους κατά την μέλλουσα ζωή. ΋μως διαφορετικά θα βιώνεται αυτή η αγάπη. Νι δίκαιοι θα μετέχουν του Ζεού, ενώ οι αθεράπευτοι άνθρωποι θα βλέπουν τον Ζεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία μαζί Ρου. Σρίτον. Ρο κακό θα είναι ανύπαρκτο, αφού και σήμερα ακόμη το κακό είναι η απουσία και η αλλοτρίωση από το αγαθό. Ε νύκτα δεν υπάρχει οντολογικά, αλλά είναι η απουσία του ηλίου. ΋ταν ο ήλιος της δικαιοσύνης εμφανισθή, τότε δεν θα υπάρξη το κακό. Ζα καταργηθή και ο θάνατος, από τον οποίο γεννιούνται άπειρα κακά, πολλά πάθη και αμαρτήματα. Ρο ότι το κακό θα είναι ανύπαρκτο, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν οι αμαρτωλοί και αθεράπευτοι ψυχικά. Άλλο είναι η ύπαρξη του ανθρώπου και άλλο είναι η μέθεξη και κοινωνία με τον Ζεό, που συνιστά την αληθινή ζωή. Σέταρτον. Θατά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού θα γίνη η αποκατάσταση της φύσεως, αλλά όχι αποκατάσταση της θελήσεως. ΋λοι θα αποκτήσουν την αθανασία, όλων τα σώματα θα αναστηθούν, αλλά δεν θα αλλάξη η θέληση, η προσωπική γνώμη του ανθρώπου. Ώνάλογα με την προαίρεση με την οποία έζησαν στην βιολογική ζωή, θα συνεχίσουν και εκεί. Θαι οι αμαρτωλοί θα αποκτήσουν επίγνωση του Ζεού, θα δούν τον Ζεό, αλλά δεν θα έχουν μέθεξη. Ε κόλαση δεν είναι η απουσία του Ζεού, αλλά η μη μέθεξη του Ζεού, η παρουσία του Ζεού ως φωτιάς.


Πέμπτον. Αια τους ανθρώπους που εισήλθαν πριν πεθάνουν στο στάδιο της καθάρσεως, η τελείωση θα συνεχίζεται και στην άλλη ζωή. Ε τελειότητα είναι ατέλεστη, δεν υπάρχει τέλος και πέρας. Άλλωστε, η ανθρώπινη φύση είναι πεπερασμένη, ενώ ο Ζεός είναι άπειρος. Έκτον. ΢πάρχει μια αιρετική αποκατάσταση των πάντων, όπως την πρέσβευε ο Φριγένης, και την οποία κατεδίκασε η Γκκλησία, και υπάρχει μια ορθόδοξη αποκατάσταση των πάντων, όπως την διδάσκει ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης και ο άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής. Πύμφωνα με την τελευταία όλοι οι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν τον Ζεό στην Βευτέρα Ξαρουσία, αλλά δεν θα έχουν όλοι μέθεξη του Ζεού. ΋λοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα δοξασθούν όλοι. Ε ανάσταση του Τριστού είναι ένα δώρο που δόθηκε σε όλους, η ανάληψη όμως θα βιωθή μόνον από τους αγίους. Γπομένως σε όλους θα γίνη αποκατάσταση της φύσεως, που θα παραμείνη αιώνια, αθάνατη, αλλά δεν θα υπάρξη αποκατάσταση της θελήσεως, αφού, κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την προαίρεσή του, θα αισθανθή τον Τριστό. Ε θεολογία του αγίου Αρηγορίου Λύσσης για τα έσχατα, για την ΐασιλεία του Ζεού, είναι διαφωτιστική και ορθόδοξη. Βεν μπορεί κανείς να λέγη ότι ο μεγάλος αυτός Ξατέρας και θεολόγος ακολουθεί τις αιρετικές διδασκαλίες του Φριγένους για την αποκατάσταση των πάντων, γιατί ο άγιος Αρηγόριος Λύσσης είναι εντεταγμένος οργανικά μέσα σε όλη την ορθόδοξη, εκκλησιαστική παράδοση. [ΏΟΤΕ] Κεθάιαην Θ΄ Ή αηώληα δσή Μετά την τελική κρίση, πού θα γίνει με την Βευτέρα έλευση του Τριστού, θα αρχίσει η αιώνια ζωή, η οποία θα βιωθεί με δύο τρόπους, ήτοι ως αιώνιος Ξαράδεισος και ως αιώνια Θόλαση. ΋ άγιος Κάξιμος ο Νμολογητής θα ονομάσει τον μεν Ξαράδεισο «αεί ευ είναι», την δε Θόλαση «αεί φευ είναι». Ξάντως, και στις δύο περιπτώσεις είναι «αεί είναι», διαφέρει όμως ο τρόπος βιώσεως, ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου. ΋ Τριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για αιώνια ζωή. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Κατθ. κε', 4β). Ώυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν τελειώνει με τον θάνατο, ούτε ακόμη με το μελλοντικό δικαστήριο, αλλά η ζωή συνεχίζεται και μετά από αυτόν. ΋ αμαρτωλός δεν εκμηδενίζεται μετά την κρίση αλλά θα ζει αιωνίως, φλεγόμενος από την ενέργεια της θείας Τάριτος. Συσικά, αυτό είναι αποτέλεσμα της ελευθέρας του επιλογής. Ξαρά το ότι και η Θόλαση είναι αιωνία, εν τούτοις ο όρος αιώνια ζωή συνδέθηκε περισσότερο με την ζωή εν Τριστώ, γιατί η ζωή μακράν του Ζεού στην πραγματικότητα είναι και λέγεται θάνατος. Αι' αυτό ο Τριστός είπε: «αυτή δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ίω. ιζ', 3). Ή γνώση του Ζεού και η κοινωνία με τον Ηησού Τριστό είναι και λέγεται αιώνια ζωή. Κέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθεί και ο άλλος λόγος του Τριστού: «αμήν αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». (Ίω. ε', 24). Ζάνατος λέγεται η παρούσα ζωή, ενώ πραγματική ζωή θεωρείται η υπέρβαση του θανάτου και η κοινωνία με τον Ζεό. Ή αιώνια ζωή συνδέεται στενώτατα με την σωτηρία του ανθρώπου και την μέθεξη της δόξης του Ζεού. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, ενθυμούμενος τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες πού υπέφερε για την δόξα του Ζεού, έγραφε στον μαθητή του Ριμόθεο: «Βια τούτο πάντα υπομένω δια τους εκλεκτούς, ίνα και αυτοί σωτηρίας τύχωσι της εν Τριστώ Ηησού μετά δόξης αιωνίου» (ΐ' Ριμ. β', 10). Ρο ίδιο λέγει και ο Ώπόστολος Ξέτρος: «΋ δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς...» (Ώ' Ξέτρ. ε', 10). Γπομένως, ο όρος αιώνια ζωή αποδίδεται


περισσότερο στην κοινωνία και ενότητα του ανθρώπου με τον Ζεό, στην μέθεξη του αιωνίου Ζεού και την όραση του ακτίστου Σωτός. Κέσα από αυτό το πρίσμα θα δούμε όσα θα λεχθούν στην συνέχεια. Ξρέπει και πάλι να υπογραμμιστεί ότι και η ζωή των αμαρτωλών και η Θόλαση είναι αιωνία, αφού και οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων είναι με την Τάρη Ρου Ζεού αθάνατες. Ώλλά εδώ αποδίδουμε τον ορό αιώνια ζωή κυρίως με την σωτηριολογική σημασία, ως κοινωνία και μέθεξη της δόξης του Ζεού. ΢την συνέχεια του κεφαλαίου αυτού θα δούμε τρία σημεία. Ξρώτον, τι είναι η αιώνια ΐασιλεία του Ζεού. Βεύτερον τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για της κτίσεως και τρίτον ότι η ζωή των δικαίων στον Ξαράδεισο θα έχει μια διαρκή εξέλιξη. 1. Ή Βαζηιεία ηνπ Θενύ Πε αλλά κεφάλαια του παρόντος βιβλίου γίνεται διεξοδική ανάλυση του τί άκριβώς είναι και λέγεται ΐασιλεία των Νυρανών. Αι' αυτό δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ μεγαλύτερη επεξήγηση. Πτο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τα σχετικά με τον Ξαράδεισο και στο επόμενο θα γίνει λόγος για την ΐασιλεία του Ζεού και την διαχρονική μέθεξη της. Γδώ θα υπογραμμίσουμε απλώς μερικές αλήθειες πού είναι ανάγκη να υπομνησθούν. Πτην Ώγία Αραφή και στα πατερικά κείμενα ταυτίζονται οι όροι ΐασιλεία του Ζεού, ΐασιλεία των Νυρανών, Ξαράδεισος, αιώνια ζωή. Γίναι όροι συνώνυμοι που σημαίνουν την μέθεξη της δόξης του Ζεού από τον άνθρωπο. Ώυτό αρχίζει από την ζωή αυτήν, συνεχίζεται στην μετά θάνατο ζωή και θα ολοκληρωθεί στην ζωή μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, αφού εν τω μεταξύ αναστηθούν και τα σώματα των ανθρώπων. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος, μιλώντας για την ΐασιλεία του Ζεού, λέγει ότι ΐασιλεία των Νυρανών «αυτός εστίν ο Θεός εν κατασχέσει γενόμενος» Ή φράση είναι αρκετά εκφραστική, Θαι μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος γίνεται θεατής αυτού του πλούτου της δόξης της ΐασιλείας των Νυρανών. ΋ Ζεούμενος άνθρωπος λέγεται «ο τοιαύτης δόξης γενόμενος θεατής»1. Ή μέθεξη της Τάριτος του Ζεού λέγεται μέθεξη της ΐασιλείας. Ξάλι ο άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος θα πει εκφραστικότατα: «Ή δε Βασιλεία των Ουρανών ή μετοχή υπάρχει του Παναγίου Πνεύματος»2. ΋ Τριστός, πού θα έλθει κατά την Βευτέρα Ρου Ξαρουσία χαρακτηρίζεται «ο περιπόθητος ημών και γλυκύτατος βασιλεύς Ιησούς ο Χριστός και Θεός». Ή ύπαρξη του ουρανίου αυτού ΐασιλέως και η ένωση του άνθρωποι με Ώυτόν, πού έχει σαν συνέπεια να εκλάμπει ο Τριστός μέσα στους αγίους και κάθε άγιος να λάμπει ευρισκόμενος μέσα σε Ώυτόν, είναι θέα και μετοχή της ΐασιλείας. Ζα μου επιτραπεί να παραθέσω τον λόγο του άγιου Πυμεών του νέου Ζεολόγου, γιατί δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί διαφορετικά. ΐασιλεία των Νυρανών για τους δικαιους είναι «μόνον τον βασιλέα έχουσα του παντός πανταχού ορώμενον αυτοίς, συμπαρόντι εκάστω και συνόντα έκαστον αυτώ και εν εκάστω έκλάμποντι και έκαστον λάμποντα εν αυτώ»3. Σαίνεται, λοιπόν, ότι η λεγομένη ΐασιλεία του Ζεού είναι η αλληλοπεριχώρηση του Τριστού με τον πιστό. Ν Τριστός θα κατοικεί μέσα στον δίκαιο άνθρωπο, θα τον δοξάζει και ο δοξαζόμενος άνθρωπος θα ελλάμπεται ευρισκόμενος σε κοινωνία με το θειο και άκτιστο φως. Ε ΐασιλεία του Ζεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, δεν είναι μια εγκοσμιοκρατική κατάσταση, αλλά μέθεξη της δόξης του Ζεού. Ώυτό πρέπει να λέγεται, γιατί σήμερα δίνονται πολλές ερμηνείες για την ΐασιλεία του Ζεού. Θαι έχουμε την γνώμη ότι η αλλοίωση της θεολογικής σημασίας της ΐασιλείας του Ζεού έχει φοβερές συνέπειες και προεκτάσεις στην πνευματική και κοινωνική μας ζωή. Ή ηθικολογία δεν είναι άσχετη από αυτήν την θεολογική αλλοίωση. ΋ άγιος Ώνδρέας, επίσκοπος Θρήτης, διδάσκει ότι ΐασιλεία του Ζεού είναι το οράν και οράσθαι υπό του Ζεού. «Θεόν τε ορών και ιρώμενος». Θαι ο άγιος Ηωάννης ο Βαμασκηνός, μιλώντας για την μεταμόρφωση του Τριστού, πού είναι βίωση της ΐασιλείας του Ζεού, λέγει


ότι στον μέλλοντα αιώνα «πάντοτε εν Κυρίω εσόμεθα, Χριστόν ορώντες τω φωτί αστράπτοντα της θεότητας»4. Κέσα στην ίδια προοπτική κινούνται όλοι οι άγιοι Ξατέρες. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, ο όποιος μπορεί να χαρακτηρισθεί θεολόγος του ακτίστου Σωτός, αναφέρεται στην «τελειότητα του μέλλοντος αιώνος». Τρησιμοποιώντας τον λόγο του Γυαγγελιστού Ηωάννου, ότι, όταν ο Τριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Ώυτόν, λέγει ότι τότε θα γίνουμε τέκνα Ζεού, «λαμπρότητα Θεού ιδόντες και παθόντες και τη αυγή της Χριστού δόξης περιλαμπόμενοι τε και συνεκλάμποντες» 5. Νι άγιοι θα περιλαμφθουν από την λαμπρότητα του Τριστού και θα συνεκλάμπουν μαζί με εκείνον. Έτσι η δόξα του Ζεού θα γίνει και δόξα των δικαιων, με την διαφορά ότι η δόξα του Ζεού είναι κατά φύσιν, ενώ των ανθρώπων θα είναι κατά Τάριν, δωρεά του Ζεού. Θαίτοι θα υπάρχει διαφορετική μετοχή της δόξης ανάλογα με την πνευματική κατάσταση των δικαίων εν τούτοις εκεί στην ΐασιλεία των Νυρανών θα καταργηθούν όλες οι τάξεις των ανθρώπων, αφού δεν θα υπάρχει «διδάσκων και διδασκόμενος». Ξράγματι, στην ΐασιλεία του Ζεού θα καταργηθούν «οι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων»6. Νι Ξατέρες τονίζουν συνεχώς την αλήθεια ότι η βίωση της ΐασιλείας των Νυρανών αρχίζει από αυτήν την ζωή. Ή απόλαυση των μελλόντων αγαθών αρχίζει «απ’ εντεύθεν»7. Βεν θα επιμείνουμε περισσότερο πάνω στο σημείο αυτό, γιατί ο αναγνώστης θα βρει μεγαλύτερη ανάλυση αυτής της θέσεως σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Γκείνο το όποιο και πάλι πρέπει να τονιστεί είναι ότι όταν κάνουμε λόγο για την ΐασιλεία του Ζεού εννοούμε την μέθεξη της ακτίστου Τάριτος του Ρριαδικού Ζεού. Θαι επειδή αυτή η Τάρη μετέχεται ως Σως και έτσι δοξάζεται ο άνθρωπος, γι' αυτό και η ΐασίλεια του Ζεού είναι μέθεξη της δόξης του Ζεού. 2. Ή αλαθαίληζε ηεο θηίζεσο Γίναι σαφής διδασκαλία της Γκκλησίας ότι η κτίση είναι δημιούργημα του Ζεού, ότι δέχθηκε την φθορά από την πτώση του ανθρώπου και ότι και αυτή θα ελευθερωθεί από αυτήν την φθαρτότητα. Πτην εκκλησιαστική παράδοση κάνουμε λόγο περισσότερο για κτίση παρά για φύση. Ή λέξη φύση αναφέρεται σε κάτι φυσικό, ενώ η λέξη κτίση δείχνει το κτιστό, κάτι πού δημιουργήθηκε, ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι, στην Γκκλησία δεν γίνεται λόγος για φυσικά και μεταφυσικά, αλλά για κτιστά και άκτιστα. Ρο άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Ρο άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, αλλά ο Ζεός θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελείωση κάποτε. Φαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Βεν υπάρχει τίποτε όμοιο τους. Ρο μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο θεάνθρωπος Τριστός, στο Ξρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό. Θατά τον άγιο Κάξιμο τον Νμολογητή, η άπειρη ουσία και παντοδύναμη και δημιουργική των όντων» αυτή μόνον είναι απλή και μονοειδής, άποια και ειρηναία. Πτην άκτιστη ουσία, δηλαδή στον θεό, δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση. Ώντίθετα, η κτιστή φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα και είναι επιδεής της θείας Ξρονοίας8. ΋ Ζεός δημιούργησε όλη την κτίση και την συντηρεί με την άχτιστη πρόνοια Ρου. Ή υπεράγαθη Ξρόνοια του Ζεού «σωτηρία υπάρχει πάσης κτίσεως»9. ΐέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος κτίση αναφέρεται στους αγγέλους, τους δαίμονες, τους ανθρώπους και την άλογη δημιουργία. Γίναι ένας όρος πού αποδίδεται σε όλη την δημιουργία, λογική και άλογη. Μέρουμε ότι ο Ζεός δημιούργησε πρώτα τον νοερό κόσμο, έπειτα τον αισθητό και υλικό κόσμο και στην συνέχεια τον άνθρωπο, πού είναι ένωση των δύο κόσμων, νοερού και αισθητού. ΋ποτε ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, ή για να εκφρασθούμε καλύτερα, ο μεγαλόκοσμος, από απόψεως αξίας, μέσα στον μικρόκοσμο. Ώλλά στο σημείο αυτό όταν κάνουμε λόγο για την κτίση και την ανακαίνιση της, θα εννοούμε περισσότερο την υλική και άλογη δημιουργία, η οποία με την Ξρόνοια και την


Τάρη του Ζεού θα ανακαινισθεί στον μέλλοντα αιώνα. Αιατί αυτό μας ενδιαφέρει στην μελέτη μας αυτή. Πτην Άγια Αραφή γίνεται λόγος για την πτώση της κτίσεως, αλλά και την ελευθέρωση της από την φθορά. Θλασσικό χωρίο είναι του Ώποστόλου Ξαύλου, πού βρίσκεται στην προς Οωμαίους επιστολή του. Ζα το παραθέσουμε ολόκληρο γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό και θα μας βοηθήσει στην μετέπειτα επεξεργασία του θέματος. «Ή γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Ζεού απεκδέχεται, τη γαρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, έπ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Ζεού. οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Οωμ. η', 19-22). Πτο χωρίο αυτό υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο αισθητός κόσμος, η υλική δημιουργία, λέγεται κτίση και όχι φύση, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη δημιουργού και, επομένως, δεν είναι αΎδια και αιώνια, όπως την θεωρούσαν μερικοί φιλόσοφοι. Δεύτερον, η κτίση υπετάγη στην φθαρτότητα όχι με την θέληση της, αφού η κτίση δεν έχει θέληση και ελευθερία, αλλά από την πτώση του ανθρώπου. ΋ άνθρωπος παρέσυρε όλη την κτίση στην φθορά. Σρίτον, η κτίση συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο και αποζητά και ελπίζει ελευθέρωση. Σέταρτον, η αποκαραδοκία, δηλαδή η προσδοκία της, αναφέρεται στην αποκάλυψη των υιών του Ζεού. Γφ' όσον ο άνθρωπος έγινε ή αιτία της πτώσεως της, πρέπει από τον άνθρωπο να προέλθει η της. Συσικά, όταν λέμε από τον άνθρωπο, εννοούμε από τον άνθρωπο του θεανθρώπου, πού είναι τέκνο Ζεού. Πέμπτον, δίνεται η βεβαιότητα ότι ολόκληρη η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά και θα εισαχθεί στην ελευθερία της δόξης των τέκνων του Ζεού. Ώυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η κτίση θα απόλαυση τα αγαθά πού θα προέλθουν, όταν ο άνθρωπος απόκτηση μέθεξη της δόξης του Ζεού. Πτο χωρίο αυτό φαίνεται η αντίληψη και η διδασκαλία της Γκκλησίας για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα και την της κτίσεως. Ώφορμή της πτώσεως είναι ο ανυπάκουος και αντάρτης άνθρωπος και αιτία της ανακαινίσεως της είναι ο υιός κατά Τάριν του Ζεού, ο Ζεούμενος. Ώυτός θα την ελευθέρωση, θα την ανακαινίσει. Πτην πραγματικότητα η Τάρη του Ζεού, δια του ανθρώπου, θα μεταμορφώσει και την άλογη δημιουργία. ΋ταν βλέπει κανείς την της κτίσεως έξω από τον Ζεούμενο ματαιοπονεί. ΋ άνθρωπος πού ενώνεται με τον Τριστό είναι νέα, καινούρια κτίση, γι' αυτό και γίνεται αφορμή δόξης. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος λέγει: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (ΐ' Θορ. ε', 17), ΋ Ώπόστολος Ξέτρος αναφερόμενος στην συντέλεια του κόσμου, δεν ομιλεί για μια τελική και ολοσχερή καταστροφή, αλλά για και μεταμόρφωση, γι' αυτό λέγει: «καινούς δε ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (ΐ' Ξέτρ.γ', 13). Γδώ βλέπουμε καθαρά ότι γίνεται λόγος για της κτίσεως και όχι για αφανισμό και καταστροφή. Ζα θίξουμε το θέμα αναλυτικότερα πιο κάτω, όταν θα αναφέρουμε τις διδασκαλίες των Ξατέρων της Γκκλησίας. Κελετώντας τα αγιογραφικά χωρία, πρέπει να εξετάσουμε πώς έπεσε η κτίση και σε τι συνίσταται η της όπως τα αναλύουν οι άγιοι Ξατέρες της Γκκλησίας. Θατά την ανάλυση αυτή πρέπει πάντα να έχουμε υπ' όψη μας τα χωρία της Ώγίας Αραφής πού παραθέσαμε προ ολίγου. Θατ' αρχήν πρέπει να κάνουμε λόγο για την π τ ώ σ η της κτίσεως. ΋ Άγιος Αρηγόριος ο ΠιναΎτης λέγει ότι ή κτίση δεν κατασκευάσθηκε ρευστή και φθαρτή, αλλά υπετάγη χωρίς να θέλει, στην φθορά, με την πτώση του Ώδάμ10. ΋ άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος για να παρουσιάσει αυτήν την αλήθεια χρησιμοποιεί μια ωραία εικόνα. Ιέγει ότι, όπως όταν αιχμαλωτίζεται ένας βασιλεύς, αναγκαστικά ακολουθούν μαζί του και οι διάκονοι και οι υπηρέτες του. έτσι και όταν έπεσε ο Ώδάμ, πού ήταν κύριος και βασιλεύς όλων των κτισμάτων, τα όποια τον υπηρετούσαν, συμπεριλήφθηκε και η κτίση πού τον διακονούσε και υπηρετούσε στην πτώση του11. Ρην τραγικότητα της κτίσεως, μετά την πτώση του Ώδάμ και την είσδυση σε αυτήν της φθοράς, περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος. Αράφει ότι μετά την έξοδο του Ώδάμ από τον Ξαράδεισο ολόκληρη η κτίση δεν ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο


και διακατεχόταν από οργή εναντίον του. Ή κτίση δεν ήθελε να υποταγή σε αυτόν. ΋ ήλιος δεν ήθελε να λάμπει, η σελήνη να στέλλει το φως, τα αστέρια να ακτινοβολούν, οι πηγές να βρύουν, οι ποταμοί να τρέχουν. ΋ αέρας δεν ήθελε να δώσει αναπνοή στον άνθρωπο, τα θηρία και όλα τα ζώα ετραχύνθησαν εναντίον του ανθρώπου, γιατί έχασε την δόξα πού είχε. ΋ ουρανός ήθελε να πέσει δικαιως πάνω στον άνθρωπο και η γη δεν άντεχε να τον κρατά. Ρότε ακριβώς επεμβαίνει ο Ζεός με την αγάπη Ρου και την φιλανθρωπία Ρου, και, αποβλέποντας στην ανάπλαση, δια της ενσάρκου Νικονομίας του ΢ιού Ρου, συγκρατεί την κτίση με την δύναμη Ρου και αναστέλλει την ορμή των κτισμάτων εναντίον του ανθρώπου, έως ότου γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ώστε και αυτή να ελευθερωθεί από την φθορά, να συνανακαινισθή μαζί του, να αφθαρτοποιηθή και να γίνει πνευματική12. Γφ' όσον η πτώση της κτίσεως έγινε δια του ανθρώπου, και η της θα γίνει δια του Ζεούμενού ανθρώπου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ νοερού και αισθητού κόσμου. Ρα αγιογραφικά και πατερικά χωρία πού παραθέσαμε, αν ερμηνευθούν προσεκτικά, καταλήγουν στο ότι με την ανάσταση και αναγέννηση του ανθρώπου θα ανακαινισθεί και η κτίση από την φθορά. Ώυτό το βλέπουμε έντονα σε όλη την Ξαράδοση της Γκκλησίας μας. Πτην συνέχεια θα παραθέσουμε την διδασκαλία του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου για την της κτίσεως. Ρα όσα θα λεχθούν πρέπει να τα δούμε από την άποψη ότι ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Ζεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης». ΋ Ζεός την έφερε στην ύπαρξη. Ώυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η κτίση, η άλογη δημιουργία να καταστραφεί ολοσχερώς και να αφανισθεί. ΋ Ζεός δεν δημιουργεί κάτι για να το εξαφάνιση στην συνέχεια. Βεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Άλλωστε, σε όλα τα αγιογραφικά χωρία, πού είδαμε προηγουμένως, γίνεται λόγος για «καινούς ουρανούς και καινήν γη», για ελευθέρωση της κτίσεως από την φθορά, για ανακαίνιση της. Ώυτές οι εκφράσεις δεν μπορούν να δηλώσουν την ολοσχερή και πλήρη εξαφάνιση της. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος είναι αποκαλυπτικός ως προς το σημείο αυτό. Ιέγει ότι όπως πρώτα δημιούργησε ό Ζεός την κτίση άφθαρτη και στην συνέχεια τον άνθρωπο, έτσι πρώτα ή κτίση πρέπει να μεταποιηθεί, δηλαδή να αλλαγή, και μαζί με αυτήν να νακαινισθούν και τα φθαρέντα σώματα, ώστε και πάλι «πνευματικός και αθάνατος ο άνθρωπος γεγονώς εν αφθάρτω χωρίω και αϊδίω και πνευματικώ κατοικεί»13. Γδώ γίνεται λόγος για των σωμάτων, για αλλοίωση και μεταποίηση όλης της κτίσεως. Γπίσης, αναφέρεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, μετά την ανάσταση του και την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, θα κατοικεί σε πνευματικό, άφθαρτο και αΎδιο χώρο. Ώυτό δείχνει ο,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Ζεός δεν δημιούργησε την κτίση για να την εξαφανίσει στην συνέχεια. ΋ άγιος Πυμεών συνδέει την των σωμάτων με την ανάπλαση της κτίσεως. ΋πως τα σώματα, δια της αναστάσεως, θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αύτη πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Θαι όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ' ημών της εκείθεν λαμπρότητας»14. ΋χι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξη της λαμπρότητας του Ζεού. ΐέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Ζεού. Ή κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Ζεού. Ρο γεγονός είναι ότι και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί. Τρησιμοποιεί πολύ επιτυχώς το παράδειγμα του πεπαλαιωμένου χαλκίνου σκεύους, το οποίο ο τεχνίτης τοποθετεί πάλι στην φωτιά και καθαρίζεται, ανακαινίζεται, αφού απαλλαχθεί από την σκουριά. Ρο ίδιο θα συμβεί και με την κτίση. Γπειδή παλαιώθηκε, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων, ο δημιουργός θα την τοποθετηση στο πυρ, και έτσι «αναχωνευθήσεται και αναστοιχειωθήσεται και λαμπρά και καινότερα ασυγκρίτως της νυνί ορωμένης


γενήσεται»15. Γδώ γίνεται λόγος για αναστοιχείωση και αναχώνευση, πού θα την κάνει λαμπρότερη από αυτήν πού είναι σήμερα. Πτο σημείο αυτό επιμένει ο άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος. Ιέγει ότι όταν ο Ζεός θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον κάνη άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε «και αυτήν όλην την κτίσιν, φημί, συν αυτώ αλλοιώσει και αΎδιον και άϋλον ταύτην αποτελέσει»16. Ή κτίση θα γίνει άϋλη και αιώνια, θα αλλοιωθεί ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο, «συν αυτώ». Ώυτό είναι σημαντικό, γιατί άκουσα κάποιον θεολόγο να λέγει ότι η κτίση θα μεταμορφωθεί εν τω ανθρώπω, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Βηλαδή δεν θα ανακαινισθεί όλος ο κόσμος. Ώλλά μια τέτοια αντίληψη αντιβαίνει στους λόγους της Άγιας Αραφής περί ελευθερώσεως της κτίσεως από την φθορά και στον λόγο του άγιου Πυμεών, πού ομιλεί για της «συν αυτώ» και όχι απλώς «εν αυτώ». ΐέβαια, οι απόψεις αυτές του αγίου Πυμεών του νέου Ζεολόγου δεν ευνοούν καμιά χιλιαστική αντίληψη, γιατί η τελευταία ομιλεί περί επιγείου καταστάσεως. Αια να μη φανεί ότι ο άγιος Πυμεών βρίσκεται σε μια τέτοια προοπτική, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αναφέρεται σε υλικό και αισθητό τόπο, ούτε σε μια υλική και αισθητή κτίση, αλλά σε πνευματική. ΢ποστηρίζει ο άγιος Πυμεών ότι, όταν κάνουμε λόγο για ανακαίνιση της κτίσεως, δεν εννοούμε ότι θα επιστρέψει στην κατάσταση πού ήταν στον πρώτο Ξαράδεισο, προ της παραβάσεως του Ώδάμ. Ρότε ο Ώδάμ ήταν αισθητός και τρεπτός και είχε ανάγκη της τροφής. ΋μως με την ανάσταση των σωμάτων ο Ώδάμ θα είναι πνευματικός, αφού, όπως λέγει ο Ώπόστολος Ξαύλος, «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται πνευματικόν». ΋πως ο Ώδάμ θα είναι πνευματικός και δεν θα έχει ανάγκη τροφής, έτσι και ολόκληρη η κτίση, με την ενέργεια του Ζεού θα μεταποιηθεί «εις άϋλον και πνευματικόν υπέρ πάσαν αίσθησιν εν τη παλιγγενεσία... οικητήριον». Βεν θα είναι, λοιπόν, υλική και αισθητή, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε από τον Ζεό για να ικανοποιεί τις τότε ανάγκες του Ώδάμ. Ή κτίση θα είναι πνευματική και άϋλη, ώστε οι άνθρωποι, έχοντες ασώματα σώματα, και γενόμενοι «υπέρ αίσθησιν εν αισθήσει» και όντες «απερίγραπτοι εν απεριγράπτοις» θα έχουν «Άξιον… της εαυτών δόξης κατοικητήριον»17. Παφώς εδώ γίνεται λόγος για πνευματικό κατοικητήριο, και ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Γπανειλημμένως ο άγιος Πυμεών αναφέρεται σε κατοικητήριο ή σε οικητήριο, αφού όλη η κτίση θα γίνει Ξαράδεισος, θα αλλοιωθεί και θα ανακαινισθεί μαζί με τον άνθρωπο18. Πτην διδασκαλία του αγίου Πυμεών δίνονται και μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητότερη αυτή η αντίληψη. Τωρίς να τα καταλαβαίνει η λογική του ανθρώπου, αφού υπερβαίνουν κάθε διάνοια, όλα θα γίνουν πνευματικά και θεια, θα ενωθούν με τα νοητά και θα γίνει «παράδεισος νοερός άλλος και Ιερουσαλήμ επουράνιος». Θανείς δεν παρέμεινε έως τώρα σε τέτοιο όμορφο χώρο. Θαι αναφέροντας διάφορα παραδείγματα λέγει ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια θα λάμπουν ακόμη περισσότερο. Ρο ίδιο θα γίνει και με την γη, όλα θα ακτινοβολούν, θα μεταδίδουν το κάλλος και την ομορφιά, θα παρατεθεί ο ίδιος ο λόγος του αγίου Πυμεών του νέου θεολόγου: «Γη δε άφραστον και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον, άνθεοι δηλαδή φωτοειδέσι και ποικιλία πνευματική ωραιζομένη εν οίς δικαιοσύνη, κατά το όσιον λόγιον, κατοικεί»19. Θάνουμε λόγο για υπέρ αίσθησιν ένωση της επίγειας κτίσεως με την επουράνια. ΋ άγιος Πυμεών είναι πολύ εκφραστικός: «η επίγειος κτίσις, η ορωμένη αυτή και αισθητή, αλλοιωθήσεται και τοις επουρανίοις ήγουν τοίς αοράτοις και υπέρ αίσθησιν ενωθήσεται». Θαι τότε, όταν όλα τα επίγεια ενωθούν με τα επουράνια, δια της Τάριτος του Ζεού, και «οι δίκαιοι την ανακαινινισθείσαν ταύτην κληρονομήσουσι γήν, ην οι μακαριζόμενοι πραείς παρά του Θυρίου κληρονομούσι»20. Ώπό όλη αυτήν την διδασκαλία του άγιου Πυμεών φαίνεται ότι, όταν μιλούμε για αιώνια ζωή και για ανακαίνιση της κτίσεως, εννοούμε μεταμόρφωση του ανθρώπου και παραμονή του σε έναν πνευματικό χώρο. Ε κτίση δεν θα αφανισθεί, αλλά θα μεταποιηθεί, θα ανακαινισθεί, θα αλλοιωθεί.


Ώυτήν την θεολογία του αγίου Πυμεών εκφράζει και ο άγιος Λικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για την μελλοντική εκείνη ευφροσύνη των δικαίων. ΐέβαια, επειδή αναφέρεται στον λαό είναι περισσότερο αναλυτικός, και απλός, αλλά όμως παρουσιάζει την θεολογική αλήθεια πού αναπτύξαμε προηγουμένως. Αράφει: «Γίνωσκε, ώ ακροατά, ότι την δεύτερον παρουσίαν μέλλει να ανακαινισθή ό κόσμος και να γίνη πολλά ωραιότερος και λαμπρότερος από τώρα. Τα στοιχεία θα καθαρισθώσιν από πάσαν φθοράν, να είναι το πυρ λαμπρότερον, αμή να μη καιει, ότι η καύσις του όλη πηγαίνει είς την κόλασιν ό αήρ να καθαρισθή από πάν σκότος και σύννεφον. Το ύδωρ να λαμπρυνθή, να λάμπη ώσπερ καθρέπτης και κρύσταλλον. Ωσαύτως και ή γη θα λεπτύνη, θα γίνη καθαρά παντός ρύπου και ύλης βλαπτικής. ΋τι όλα τα βλαβερά, όπου δίδουν θλίψιν και ασθένειαν, ήγουν η θέρμη του πυρός, το ψυχρόν του ύδατος, το σκότος του αέρος, η καύσις του θέρους και πάσα ακαθαρσία και βρώμα του κόσμου τούτου, να συναχθή εις την άβυσσον της κολάσεως, δια περισσοτέραν οδύνην των αθλίων αμαρτωλών. Και ούτω μένουσι τα στοιχεία κεκαθαρμένα, να είναι η γη όλη άβλαβος και ωραία, ως άλλος παράδεισος. Ωσαύτως οι ουρανοί και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα να δίδουσι λάμψιν θαυμασίαν και περισσότερον επταπλασίως, καθώς λέγει ο Ησαΐας, ότι θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και να στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και ησελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον»21. Ή μελλοντική ανακαίνιση της κτίσεως βιώνεται και από τώρα. ΋πως από την παρούσα ζωή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεατής της δόξης του Ζεού, έτσι και από τώρα μπορεί να αποκτήσει αίσθηση της μελλοντικής αλλοιώσεως της κτίσεως. ΋ταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Τάρη και ενέργεια του Ζεού. ΋ταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Τάρη του Ζεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση τής κτίσεως. ΋λα του φαίνονται ωραία. Κέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάξουμε τις ωραίες περιγραφές της κτίσεως πού κάνουν οι άγιοι. Γπειδή ο άνθρωπος είναι κέντρο της δημιουργίας, γι' αυτό η άχτιστη Τάρη δι' αυτού, διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι και τα άγρια ζώα υποτάσσονται στους άγιους, όπως διασώζεται στα συναξάρια της Γκκλησίας. Γκεί δε πού φαίνεται η βίωση της μελλοντικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως της κτίσεως είναι τα λείψανα των αγίων. Κε αυτήν την έννοια λέμε ότι ο Τριστός με την ενανθρώπηση Ρου έφερε στην γη την καινή κτίση, γιατί έδωσε την δυνατότητα από τώρα να αποκτήσουμε αίσθηση της ανακαινίσεώς της, αλλά και την αποκαραδοκία της μελλοντικής ανακαινίσεως. Αι' αυτό στην Γκκλησία δεν έχουμε απλές ενδείξεις αυτής της ζωής. αλλά αποδείξεις. 3. Ζ δηαξθήο εμέιημε ζηνλ κέιινληα αηώλα Ή αιώνια ζωή δεν είναι στάση, αλλά μια διαρκής κίνηση, γι' αυτό οι άγιοι συνεχώς θα γίνονται χωρητικότεροι στην μέθεξη της ακτίστου δόξης του Ζεού. Ώυτή είναι μια αλήθεια πού τονίζεται στην βιβλικοπατερική Ξαράδοση. Ή θεολογική υποδομή της αλήθειας αυτής φαίνεται σε δύο σημεία. Ρο πρώτον, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Ζεού. Ή φράση «καθ' ομοίωσιν» δείχνει την κίνηση, την φορά προς τον Ζεό. Θαι, φυσικά, αυτό υπονοεί ότι δεν θα υπάρχει τέλος της τελειώσεως, γιατί αυτό θα σήμαινε τελεία και πλήρη ομοίωση με τον Τριστό. Ρο δεύτερον, πού συνδέεται με το προηγούμενο, έχει σχέση με την διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Ρο κτιστό ποτέ δεν μπορεί να γίνει άκτιστο. Θινείται μεν το κτιστό προς το άκτιστο, αλλά δεν είναι δυνατόν να γίνει κατά φύσιν άκτιστο. Αι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πάντοτε θα κινήται και δεν θα υπάρχει τέλος και πέρας αυτής της κινήσεως.


Νι άγιοι κατά την θεωρία του Ζεού, καταλαβαίνουν πολύ καλά την κτιστότητα και την τρεπτότητα της φύσεως τους. Θαι αυτό το αισθάνονται ως πτώση. ΐέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι συγκρινόμενο το κτιστό προς το άκτιστο βλέπει την μηδαμινότητά του. Αι' αυτό όσοι είδαν τον θεό κατάλαβαν την φθαρτότητα, την θνητότητα και, όπως ο Ώβραάμ, είπαν «εγώ ειμί γη και σποδός». Ώυτή η διαρκής κίνηση και εξέλιξη φαίνεται σε πολλά αγιογραφικά χωρία. Ό ρηματικός τύπος του διαρκούς ενεστώτος πού χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις, όπως «μετανοείτε», «γρηγορείτε» κ.λ.π. δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια στάσιμη κατάσταση, αλλά για μια διαρκή εξέλιξη και από αυτήν ακόμη την ζωή. Πτην Ώποκάλυψη του Ηωάννου υπάρχει προτροπή: «και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Ώποκ. κβ', 11). Ώυτό δεν συμβαίνει μόνον στην ζωή αυτή, αλλά θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. ΋ποιος εισήλθε στο στάδιο τής καθάρσεως και της μετανοίας, αυτός θα προχωρεί από αγιασμό σε αγιασμό και από Τάρη σε Τάρη. ΋σο ο άνθρωπος θα ευφραίνεται από την θεωρία της δόξης του Ζεού, τόσο και περισσότερο θα αυξάνεται η αναζήτησή της. Άλλωστε, αυτή είναι η πορεία της αρετής. Ή αρετή δεν έχει τέλος, γιατί αυτό θα σήμαινε έναν κορεσμό, και, φυσικά, κάθε κορεσμός δημιουργεί κόπο, κούραση. Γφ' όσον οι αρετές είναι καρποί του Ξαναγίου Ξνεύματος, και ποτέ δεν μπορούμε να φθάσουμε στην τελειότητα της ζωής του Τριστού, άρα, δεν υπάρχει όριο της αρετής. Κε αυτές τις προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει πέρας μετανοίας, γιατί αυτό θα σήμαινε κατά φύσιν ομοιότητα με τον Τριστό. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης υποστηρίζει ότι η αρετή δεν έχει τέλος. Ή τελειότητα για όλα τα πράγματα πού μετρώνται με τις αισθήσεις διαλαμβάνεται μέσα σε ορισμένα όρια, και φυσικά μετρώνται με μια μονάδα μετρήσεως. Αια τα μεγάλα όμως αγαθά, όπως την αρετή, δεν υπάρχει κανένα όριο. «Επί δε της αρετής έναν παρά του αποστόλου τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον». Ή αρετή δεν έχει όριο, πέρας. Θαι το τονίζει αυτό, έχοντας υπ' όψη του τον λόγο του Ώποστόλου Ξαύλου; «ούχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ' ω και κατελήφθην υπό του Ιησού Χριστού αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι, εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού, όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν» (Σιλ. γ', 12-15). ΋ Ώπόστολος Ξαύλος ενώ αισθάνεται ότι έχει καταληφθεί από τον Τριστό και ότι βρίσκεται στον δρόμο της τελειότητας, εν τούτοις αισθάνεται ότι δεν έχει φθάσει ακόμη. ΋ άγιος Αρηγόριος Λύσσης, αναφερόμενος σε αυτό τό αποστολικό χωρίο, λέγει ότι ο Ώπόστολος Ξαύλος τρέχοντας τον δρόμο της αρετής και επεκτεινόμενος προς τα εμπρός, δεν αισθανόταν ότι η πορεία του έληξε, γιατί δεν θεωρούσε ασφαλή την στάση του δρόμου. Ρο τέλος της αρετής είναι η κακία, όπως το τέλος της ζωής είναι ό θάνατος. ΋ Ζεός είναι το τέλειο αγαθό από την φύση του, πού δεν έχει καμμιά κακία. Αι' αυτό η θεία φύση είναι αόριστη και απεράτωτη, δηλαδή δεν έχει πέρας. Λα ασκούμε την αρετή σημαίνει να μετέχουμε του Ζεού. ΋σοι λοιπόν, γνωρίζουν το κατά φύσιν καλό, έχουν την επιθυμία της μετουσίας του, αλλά επειδή το κατά φύσιν καλό δεν έχει όριο, πέρας, γι' αυτό η επιθυμία του μετέχοντος δεν μετέχει στο αμάρτημα. Γπομένως, η αρετή έχει έναν όρο, το αόριστο, το ότι δεν έχει όριο. «Ρης δε αρετής εις ορός εστί, το αόριστον»22. Ών αυτό γίνεται στην ζωή αυτή, σημαίνει ότι θα συνεχιστεί και στην άλλη ζωή ακόμη περισσότερο, τότε πού ο άνθρωπος θα απόκτηση και μεγαλύτερη γνώση του Ζεού, και αυτό θα αυξάνει την επιθυμία του εφέτου. Αιατί, όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι η γνώση. Θαι όσο μεγαλύτερη είναι η γνώση, τόσο αυξάνεται και η αγάπη, καθώς επίσης και η επιθυμία. ΋ άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος λέγει ότι η ενοίκηση της Ώγίας Ρριάδος μέσα στην καρδιά των τελείων, «γνωστώς και ευαισθήτως», δεν είναι πλήρωση του πόθου, αλλά αιτία σφοδρότερου και μεγαλυτέρου πόθου. Ή επίσκεψη αυτή του Ζεού δεν αφήνει τον άνθρωπο να ηρεμήσει, άλλα τότε φλέγεται από φωτιά. Γπειδή ο νους δεν μπορεί να βρει τέλος του ποθούμενου, και επειδή δεν μπορεί να δώση κανένα μέτρο στον πόθο και την αγάπη και


βιάζεται να μεθέξη του ατελέστου, γι' αυτό «ατέλεστον αεί τον πόθον και απλήρωτον την αγάπην εν εαυτώ περιφέρει»23. Έτσι, ο ορισμός της τελειότητας είναι να μην περιορίζεται σέ μέτρα. ΢πάρχει μια ακατάπαυστη και αυξανόμενη αγάπη και ένας διάπυρος πόθος προς τον Ζεό. Θάθε στάση είναι κακία. Αι' αυτό κατά τους Ξατέρας η τελειότητα ορίζεται ως η «των τελείων ατέλεστος τελειότης». Πτην διδασκαλία των αγίων Ξατέρων για την αιώνια ζωή και την μέθεξη της ακτίστου Τάριτος του Ζεού γίνεται λόγος για διαρκή εξέλιξη. ΋ άγιος Κάξιμος κάνει αναφορά στην αεικίνητη στάση των εφιε-μένων το εφετό. Θατά τον άγιο Κάξιμο η θέωση ταυτίζεται με την ομοίωση με τον Ζεό και την μέθεξη του Ζεού. Κιλώντας για την μέθεξη, την θεωρεί ως διηνεκή και διαρκή απόλαυση του εφετού. Γδώ γίνεται φανερό ότι μιλάει για διηνεκή απόλαυση, η όποια είναι αεικίνητη στάση. Ταρακτηριστικά γράφει: «Αεικίνητος δε στάσις περί το εφετόν των εφιεμένων έστιν ή του εφετού διηνεκής τε και αδιάστατος απόλαυσις, απόλαυσις δε διηνεκής και αδιάστατος του εφετού, ή των υπέρ φύσιν θειων καθέστηκε μέθεξις»24. Πε όλη την διδασκαλία του αγίου Καξίμου γίνεται φανερό ότι η πνευματική ζωή έχει μια διαρκή εξέλιξη και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει. Αι' αυτό γίνεται λόγος για συνεχή άνοδο και αύξηση στην μέθεξη του αγαθού. Πτα έργα του πολύ συχνά συναντούμε τους όρους «αεικίνητος στάσις» και «στάσιμος κίνησις». Αια να ερμηνεύσουμε όμως καλύτερα αυτήν την ουσιαστική του θέση, πρέπει να δούμε τα προβλήματα πού αντιμετώπιζε από την πλευρά της φιλοσοφίας. Αιατί, είναι γνωστόν ότι οι Ξατέρες απήντησαν στα οντολογικά ερωτήματα των φιλοσόφων και έδωσαν σωστές απαντήσεις, προερχόμενες από την Ώποκάλυψη του Ζεού. ΋ ΍ριγένης, ακολουθώντας εν πολλοίς τις θεωρίες του Ξλάτωνα, υποστήριζε ότι η κίνηση προϋπήρχε της γενέσεως του κόσμου και ότι έπειτα από την γέννηση ακολουθεί η στάση. Έλεγε ότι τα πνεύματα πού βρίσκονταν στον Ζεό, αισθάνθηκαν κόρο, οπότε κινήθηκαν. Θαρπός της κινήσεως ήταν η δημιουργία και η γένεση του κόσμου. Αι' αυτό, το κακό είναι αιτία της δημιουργίας του κόσμου. ΋ποτε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η επαναφορά της ψυχής στον Ζεό, όπου θα υπάρξει η στάση. Έτσι το σχήμα είναι κίνηση, γένεση, στάση. Βηλαδή, πρώτα κινήθηκαν τα πνεύματα, έπειτα δημιουργήθηκε ο κόσμος και τέλος θα ακολουθήσει η στάση, όταν οι ψυχές, ελευθερωμένες από τα σώματα, θα αναπαυθούν στον Ζεό25. ΋ άγιος Κάξιμος, αντιμετωπίζοντας αυτήν την σειρά πού εξέθεσε ο Φριγένης, ο όποιος εκινείτο μέσα σε πλατωνικές απόψεις για την δημιουργία και την σωτηρία του ανθρώπου, ενώ διατηρεί τους όρους κίνηση, γένεση, στάση, αλλάζει την σειρά και δίνει άλλο περιεχόμενο. Αια τον άγιο Κάξιμο δεν προηγείται η κίνηση, αλλά η γένεση. ΋ κόσμος είναι θετικό δημιούργημα του Ζεού. ΋ Ζεός κατ' αρχάς δημιούργησε τον κόσμο, μέσα στον όποιο έβαλε την κίνηση. Τωρίς την κίνηση δεν θα μπορούσαν τα κτίσματα να ανεβούν στον Ζεό. Έτσι, η κίνηση είναι καρπός της δημιουργικής ενεργείας του Ζεού, πού ετέθη στον κόσμο, και όχι αιτία της γενέσεως και πτώσεως του ανθρώπου και του κόσμου. Θάθε κτιστό έχει από τον Ζεό την δυνατότητα της κινήσεως, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε τελείωση. Αι' αυτό, η κίνηση δεν είναι αιτία πτώσεως, αλλά τρόπος ανυψώσεως. Γίναι φυσικό να μην υπάρχει πέρας της κινήσεως, γιατί το άκτιστο, ο Ζεός, δεν έχει πέρας, αφού είναι άπειρος. ΋ άγιος Κάξιμος αντιμετώπισε το εξής προβλημα: Ώφού η κίνηση είναι φυσικό γνώρισμα του κτιστού, τότε πώς θα επικρατήσει η στάση, δηλαδή πώς θα σταματήσει κάποτε αυτή η κίνηση; Ώκριβώς σε απάντηση αυτού του ερωτήματος, ο άγιος Κάξιμος εισήγαγε τον όρο «αεικίνητη στάση». ΋ άνθρωπος θα παραμένει σε κοινωνία με τον Ζεό, αλλά αυτή η στάση θα είναι μια διαρκής κίνηση. ΋ λόγος είναι ότι δεν μπορεί ποτέ το κτιστό να ομοιωθεί κατά πάντα με το άκτιστο, δεν μπορεί το πεπερασμένο να ταυτισθεί πλήρως με το άπειρο. Έτσι, ο άγιος Κάξιμος, αντικρούοντας την Φριγενική αντίληψη, κίνηση - γένεση - στάση, κάνει λόγο για γένεση - κίνηση - στάση, καθώς επίσης ότι η στάση θα είναι αεικίνητη.


Συσικά, πέρα από αυτήν την αλλαγή των λέξεων άλλαξε και το περιεχόμενο. Αιατί ο άγιος Κάξιμος με τον όρο αεικίνητη στάση δεν εννοεί την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και την παραμονή της στον Ζεό, αλλά την αιώνια ύπαρξη όλου του ανθρώπου, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα και την διαρκή τελείωση του. Ή κτίση δεν μπορεί να κινηθεί προς την ανυπαρξία, προς το μη Ον, γιατί αυτό εμποδίζεται από την κυβερνητική ενέργεια του Ζεού. Ή φυσική, λοιπόν, κίνηση είναι προς το ζην εν Τριστώ προς την εκπλήρωση του λόγου της δημιουργίας της. Κέσα στα πλαίσια αυτά θεολογούν και όλοι οι άγιοι Ξατέρες. Πτην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από δύο Ξατέρες, πού αντιμετώπισαν το θέμα ότι στην άλλη ζωή θα υπάρξει μια διαρκής εξέλιξη για τους ανθρώπους πού θα μετέχουν της ακτίστου δόξης του Ζεού. ΋ άγιος Αρηγόριος ό ΠιναΎτης γράφει ότι στον μέλλοντα αιώνα οι άγιοι και οι άγγελοι ούτε θα μειωθούν στην έφεση των αγαθών, αλλά ούτε και θα παύσουν να προκόπτουν στην προσθήκη των χαρισμάτων. ΋ μέλλων αιών δεν θα έχει ύφεση ή μείωση από την αρετή, και, φυσικά, δεν θα έχει στάση. Ζα παρατεθεί το κείμενο για την κατοχύρωση αυτής της θέσεως: «Εν τω μέλλοντι αιώνι οι Άγγελοι και οι άγιοι, φασί, προκόπτοντες εν τη των χαρισμάτων προσθήκη ουδέποτε λήξουσιν, ή ένδώσουσι των αγαθών εφετώς έχοντες ύφεσιν γαρ ή μείωσιν από της αρετής επί κακίαν εκείνος ουκ έχει ό αιών»26. Κια τέτοια θέση αναπτύσσει και ό άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, αντικρούοντας τον φιλόσοφο ΐαρλαάμ. ΋ ΐαρλαάμ υποστήριζε ότι το να βρίσκεται ό άνθρωπος κατά την προσευχή υπέρ αίσθησιν, όπως αυτός το εννοούσε, είναι τελεώτατον δώρο του Ζεού. Θαι γι' αυτό η προσευχή πού γίνεται με άλγος, πόνο κ.λ.π. δεν ανήκει στα τελεώτατα δώρα του Ζεού. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς χρησιμοποιεί πολλά επιχειρήματα για να ανατρέψει αυτήν την θέση. Κεταξύ των άλλων λέγει ότι δεν υπάρχουν τελεώτατα δώρα του Ζεού, δηλαδή απηρτισμένα και μη επιδεχόμενα αύξηση, γιατί είναι γνωστό και φανερό ότι οι άγιοι κατά τον μέλλοντα αιώνα θα προκόπτουν έπ' άπειρον κατά την θεοπτία. Ή έφεση των επιτυγχανόντων δεν σταματά ποτέ, η Τάρη πού λαμβάνουν οι άγιοι είναι δυναμοποιός, αφού τους οδηγεί προς την μετάληψη των μεγαλυτέρων, ο δε Ζεός, πού δίνει την Τάρη Ρου άφθονα, είναι άπειρος. Αι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ποιος τρόπος υπολείπεται «μη ουχί προκόπτειν τους υιούς του μέλλοντος αιώνος κατ' αυτήν έπ' άπειρον, χάριν εκ χάριτος κομιζομένους και την ακάματον επιτερπώς ανιόντας άνοδον;». ΋λα τα δώρα πού δίνει ό Ζεός δεν είναι τελεώτατα, αφού το τελειότατο δεν δέχεται καμμιά προσθήκη27. Έτσι, λοιπόν, κατά τον άγιο Αρηγόριο τον Ξαλαμά θα υπάρχει διαρκής εξέλιξη στον μέλλοντα αιώνα. Ή στάση ταυτίζεται με την κακία. Ή διαρκής εξέλιξη γίνεται και από αυτήν την ζωή, θα συνεχισθεί και στην άλλη, για τους δικαίους. Κετέχοντας της θείας δόξης, θα αποκτούν μεγαλύτερη έφεση και υψηλότερο πόθο. Άλλωστε, ο εράσμιος Ζεός είναι άπειρος και είναι αδύνατον να περικλυστεί από την κτιστή ανθρώπινη φύση, όση δύναμη και αν διαθέτη. Θαι επειδή ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς βασίζεται και σε χωρίο του άγιου Βιονυσίου του Ώρεοπαγίτου, πρέπει να πούμε ότι ο θείος Βιονύσιος στο σύγγραμμα του περί της ουρανίου Ηεραρχίας, οπού κάνει λόγο για τις τρεις τάξεις των αγγέλων, εκ των όποιων η πρώτη είναι η ανώτερη, πού βρίσκεται πλησιέστερη στον Ζεό, η κατώτερη, πού βρίσκεται πλησίον των ανθρώπων, και η μεσαία τάξη πού δέχεται τις ελλάμψεις από την υψηλότερη, κάνει λόγο για την κάθαρση, τον φωτισμό και την τελείωση των αγγέλων, πού έχει σχέση με την χωρητικοτέρα έλλαμψη. Έτσι υπάρχει εξέλιξη στην θεοπτία και στις αγγελικές τάξεις, κατά τα διάφορα τάγματα τους. Ή πρώτη τάξη «καθαίρεται και φωτίζεται και τελεσιουργείται πάσης μεν υφέοεως αμιγής, πρώτου δε φωτός πλήρης και πρωτοδότου γνώσεως και επιστήμης μέτοχος αποτελουμένη», «της προτελείου τελεσιουργίας αναλόγως αύτη πληρουμένη». Θαι οι άγγελοι καθαρίζονται από την άγνοια με την γνώση των τελειοτέρων μυήσεων, πού δίνονται κατά τάξη. Ή τελειότερη μύηση προσφέρει


περισσότερη γνώση, και αυτή η γνώση λέγεται κάθαρση από την προηγούμενη άγνοια. Ρο ίδιο γίνεται και με τις άλλες τάξεις των αγγέλων28. Ξρέπει να προστεθεί ότι ο μέλλοντας αιώνας, κατά τον αγιο Αρηγόριο τον Ξαλαμά, λέγεται άληκτος, δηλαδή δεν τελειώνει ποτέ, όχι μόνον από την άποψη του χρόνου, αλλά και από την άποψη της προσθήκης των χαρισμάτων. Ώναφερόμενος ό άγιος Αρηγόριος στην μεγάλη αξια της Ξαναγίας, αφού δι' αυτής επεδήμησε στον κόσμο ο Τριστός, υπογραμμίζει και την άξια της Ζεοτόκου κατά τον μέλλοντα αιώνα. Αιατί, κάθε πρόοδος στην φωτοφάνεια και στην αποκάλυψη των μυστηρίων και στην προσθήκη των χαρισμάτων, θα είναι Ώχώρητη χωρίς την Ζεοτόκο: «Εις τον έξης άληκτον αιώνα πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος και πάσα μυστηρίων θείων αποκάλυψις και πάσα πνευματικών ίδέα χαρισμάτων άπασιν αχώρητος χωρίς αυτής»29. Γπομένως, είναι απόσταγμα της πατερικής σοφίας ότι στην μέλλουσα ζωή για τους δικαίους δεν θα υπάρχει στασιμότητα, αλλά διαρκής εξέλιξη, και αυτό θα γίνεται έπ' άπειρον, αφού θα αυξάνεται ο πόθος του ανθρώπου από την μεγαλυτέρα γνώση του Ζεού, και αφού δεν μπορεί να παύση να είναι κτιστός και να γίνει κατά φύσιν άκτιστος. Κπορεί να βιώσει το κατά Τάριν άκτιστο, όχι όμως το κατά φύσιν, πού ανήκει αποκλειστικά στον Ζεό, πού είναι αυτούπαρξη και αυτοζωή. Συσικά, αυτό θα συμβεί γι' αυτούς οι όποιοι πριν πεθάνουν είχαν εισέλθει στο στάδιο της καθάρσεως και της μετανοίας. Ών, δηλαδή, ο άνθρωπος μετανόησε, εξομολογήθηκε, αλλά δεν πρόφθασε να θεραπευθεί, να φωτισθεί ο νους του, αυτός, με την Τάρη του Ζεού θα αυξάνεται στην θεία γνώση. Βεν το εννοούμε αυτό μέσα στα πλαίσια της λατινικής θεολογίας, συμφωνά με την οποία όταν ο άνθρωπος μετανοήσει, αλλά δεν προφθάσει να κάνει τον κανόνα του, θα πέραση μέσα από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ. Πτην Νρθόδοξη Γκκλησία δεν κάνουμε λόγο για ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης, αλλά για είσοδο στο στάδιο της καθάρσεως και μετανοίας, έστω και αν δεν έχει τελειώσει η θεραπεία. Π' αυτές τις περιπτώσεις η θεία Τάρη θα βοηθήσει στην θεραπεία και μετά θάνατο, με την άποψη ότι οι μετανοήσαντες θα γίνουν χωρητικότεροι με την θεια Τάρη στην έλλαμψη και την μέθεξη της δόξης του Ζεού. Ώντίθετα, για όσους δεν μετανόησαν ούτε έδειξαν έμπρακτα την μετάνοια τους δεν θα υπάρχει εξέλιξη στο αγαθό και την αρετή. Βεν έχω εντοπίσει χωρία Ξατέρων, πού δείχνουν ότι οι αμετανόητοι θα κινούνται προς βίωση μεγαλύτερης κακίας. Μέρουμε, βέβαια, ότι όπως στον Ξαράδεισο, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, θα υπάρχουν διαβαθμίσεις, το ίδιο θα γίνεται και στην Θόλαση. ΋ Τριστός, αναφερόμενος στην πόλη εκείνη που θα εκδιώξει τους Ώποστόλους, λέγει: «αμήν λέγω υμίν ανεκτότερον έσται γη Ποδόμων και Αομόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» (Κατθ. ι', 15). Ή λέξη ανεκτότερο δείχνει ότι θα υπάρχουν διαβαθμίσεις και στην Θόλαση. Παν συμπέρασμα πρέπει να πούμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή, πού βιώνεται ή ως αιώνιος Ξαράδεισος, ή ως αιώνια Θόλαση. Ώυτό το αιώνιο πρέπει να μας προβληματίσει. Ρα μεταμορφωμένα σώματα όλων των ανθρώπων θα ζουν την αιώνια ζωή. ΋λων τα σώματα θα αναστηθούν, και των αμαρτωλών και των δικαίων. Ε ανάσταση των σωμάτων είναι ένα δώρο πού δόθηκε σε όλους τους ανθρώπους με την ανάσταση του Τριστού. Κόνον πού οι δίκαιοι θα βιώσουν περισσότερο την ανάληψη, αφού θα αρπαγούν εν νεφέλαις «εις απάντησιν του Θυρίου εις αέρα» (Ώ' θεσ. δ', 17). Με την Δευτέρα έλευση του Φριστού θα γίνει και η ανακαίνιση της κτίσεως από την φθορά. Ή δε μέθεξη της Βόξης του Ζεού για τους δικαίους θα είναι αυξανόμενη και διαρκής. Δεν θα υπάρχει στάσιμη κατάσταση, αλλά αεικίνητη στάση και στάσιμη κίνηση. ΋ άνθρωπος πρέπει να βλέπει την φθαρτότητα και την προσωρινότητα της ζωής αυτής και να αποβλέπει στην αιωνιότητα. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, ερμηνεύοντας τα αγιογραφικά χωρία «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» (Ώ' Θορ. ζ', 31) και «ο καιρός συνεσταλμένος εστί» (Ώ' Θορ. ζ', 29), λέγει: «Βραχύς ο βίος, εγγύς ο θάνατος, φθαρτός ο κόσμος


ούτος, ο αεί μένων έτερος». Ή καταφρόνηση του παρόντος κόσμου, η ετοιμασία για τον μέλλοντα κόσμο, η ζωή σύμφωνα με την πολιτεία του μέλλοντος αιώνος, όσο είναι δυνατόν, και η αποφυγή των βλαβερών του παρόντος κόσμου «παραπέμπει ημάς προς εκείνον εν ασφαλεία»30. Ή σκέψη μας πρέπει να είναι στραμμένη στην αιώνια ζωή, γιατί «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Σιλ. γ', 20). Νι επίγειοι άνθρωποι μπορεί να κυβερνώνται από καπιταλιστικά, σοσιαλιστικά, και μαρξιστικά συστήματα, αλλά των Τριστιανών το πολίτευμα είναι ουράνιο. Πκοπός του ανθρώπου είναι η έφεση της αιωνίου ζωής και η μέθεξη της ΐασιλείας του Ζεού της όποιας «ουκ έσται τέλος». Νύτε θα υπάρχει τέλος της τελειώσεως άλλα η τελειότητα θα είναι ατέλεστη. 1. SC 129. σελ. 348-350 2. SC 104, σελ. 22 3. SC 122, σελ. 222 4. ΐλ. Ηερομόναχου Ώθανασίου Αιέβτιτς είς αγίου Ηωάννου Βαμασκηνού: Ή Ζεοτόκος, έκδ. Ίδρυμα «΋σιος Ηωάννης ο Οώσσος». Ώθήναι 1970, σελ. 262\ 5. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα. 11 ΓΞΓ. σε. 446 6. Ησαάκ Πύρου, Ώσκητικά, έκδ. Οηγοχούλου, σελ. 326 7. Άγ. Καξίμου, Σιλοκαλία, τόμος ΐ'. σε. 49, οη' 8. Καξίμου Νμολογητού, Σιλοκαλία τόμος ΐ', σελ. 42, θ΄ 9. ΋σιος Ζαλάσσιος, Σιλοκαλία τόμος ΐ', σελ. 208, ξα' 10 Αρηγορίου ΠιναΎτου, Σιλοκαλία τόμος Β', 32, ια' 11 Κακαρίου Ώιγυπτίου, Σιλοκαλία Ληπτικών και ασκητικών, εκδ. «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τόμος 7ος. σελ. 184 12. SC 122, σελ. 190 13. SC 122, σελ. 204 14. ενθ. ανώτ. σελ. 206 15. ένθ. άνωτ. σελ. 208 1β. ένθ. άνωτ. σελ. 210 17. ενθ. άνωτ. σελ. 212-214 18- ενθ. άνωτ- σελ. 218 19. ενθ. άνωτ, σελ. 218-220 20. ένβ. άνωτ. σελ. 220 21. Λικόδημου του αγιορείτου: Τρηστοήθεια των Τριστιανών, έκδ. Οηγόπουλου, Ζεσσαλονίκη 1974. σελ. 398-399 22. Αρηγορίου Λύσσης έργα. 9 ΓΞΓ, σελ. 148-150 23. SC 51. σελ. 42 24. ΟG 90. 608-609 25. ΐλ. ανάλυση Ξρωτοπρ. Βημητρίου Πτανιλοάε, εις αγίου Καξίμου ΋μολογητου: Σιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, τόμος Ώ', έκδ. Ώποστολικής Βιακονίας της Γκκλησίας της Γλλάδος, Ώθήνα 1978, σελ. 21 κ.έ., καθώς επίσης Ξρεσβ. Λικολάου Ιουδοβίκου, Ή Γυχαριστιακή οντολογία, εκδόσεις Βόμος, σελ. 217 κ.έ. 26. Αρηγορίου Πιναϊτον, Σιλοκαλία, έκδ. Ξαπαδημητρίου, τόμος δ'. σελ. 38, νδ' 27. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 2 ΓΞΓ, σελ. 368-370 28. Βιονυσίου Ώρεοπαγίτου. Σιλοκαλία των Ληπτικών και ασκητικών, εκδ. «Αρηγόριος Ξαλαμάς», τόμος 3ος, σελ. 274 κ.έ 29. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα. 10 ΓΞΓ, σελ. 460


30. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 9 ΓΞΓ, σελ. 568 [ΏΟΤΕ] ΚΔΦΑΛΑΗΟ Η΄ Γηαρξνληθή εζραηνινγία Από την αρχή του βιβλίου έχουμε δηλώσει ότι θα ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με την ζωή του άνθρωπου μετά θάνατον. Ξαρακολουθήσαμε την ψυχή από την ώρα πού χωρίζεται από το σώμα, μέχρι την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού, και την ζωή της μετά την μέλλουσα κρίση. ΋λα αυτά τα θέματα περικλείονται στον όρο «εσχατολογία». Γίναι γνωστόν ότι η εσχατολογία και όλα τα γεγονότα των εσχάτων απασχολούν πάρα πολύ τον άνθρωπο της εποχής μας. Κπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι εκτός από την υγειά αναζήτηση είναι μια σύγχρονη μόδα να αφήνουμε τα παρόντα και να ασχολούμαστε με τα μέλλοντα. Ίσως αυτό να είναι τεκμήριο μιας παρακμής. Ξραγματικά, σε εποχές πού υπήρχε τρομερή απογοήτευση από διάφορα κοινωνικά γεγονότα, οι άνθρωποι στρέφονταν στα μέλλοντα και αναζητούσαν με αγωνία να πληροφορηθούν γι' αυτά. Πυνήθως, όταν τα κοινωνικά και ανθρωποκεντρικά συστήματα είχαν στερεές δόσεις, οι άνθρωποι προσκολλώνταν σ' αυτά και δεν αναζητούσαν τα μέλλοντα. Ώντίθετα, σε εποχές πού όλα κλονίζονταν, οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν κάτι βαθύτερο. Έτσι και από πλευράς ανθρωπίνης αναπτύσσεται σήμερα η επιστήμη της μελλοντολογίας, η όποια εξετάζει, το μέλλον της γης και προσπαθεί να ερευνήσει τις μελλοντικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Ρο θέμα όμως είναι ότι γίνεται σήμερα μια τρομερή σύγχυση πάνω σε αυτήν την αναζήτηση. Ξολλοί Τριστιανοί αναμειγνύουν την ορθόδοξη θεολογία περί εσχατολογίας με άλλες αιρετικές ερμηνείες της και ακόμη ασχολούνται με τρόπο πού θα το έκανε ένας οπαδός μιας άλλης θρησκείας ή ένας ουμανιστής. Ξεριπλέκονται τα θέματα, δεν τοποθετούνται στην πραγματική τους διάσταση, και γι' αυτό είναι ανάγκη να δούμε το θέμα της εσχατολογίας από ορθοδόξου πλευράς. Κόνον κατ' αυτόν τον τρόπο θα ξεφύγουμε τον πειρασμό να την αναμείξουμε με ξένα στοιχεία, τα όποια βλάπτουν την Ώποκάλυψη. ΋ όρος «διαχρονική εσχατολογία» δηλώνει ότι τα έσχατα στην Νρθόδοξη Ξαράδοση δεν είναι απλώς τα μέλλοντα, δεν συνδέονται, δηλαδή, αποκλειστικά με τον χρόνο, αλλά με τον τρόπο ζωής. Έτσι, η εσχατολογία ταυτόχρονα είναι παρελθόν, παρόν και μέλλον. Κιλώντας, λοιπόν, από ορθοδόξου πλευράς για εσχατολογία πρέπει να έχουμε πάντα υπ' όψη, ότι τα έσχατα, πού θα συμβούν στο μέλλον, είναι όπως τα αρχικά (τα πρώτα) και τα ενδιάμεσα. 1. Δξκελεία ηνπ νξνύ εζραηνινγία Ό όρος εσχατολογία δηλώνει τον λόγο περί των εσχάτων, το να μιλάμε, δηλαδή, για τα έσχατα. ΋πως ο όρος Φριστολογία δηλώνει τον λόγο περί του Τριστού, και ο όρος Εκκλησιολογία δηλώνει τον λόγο περί της Γκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο εσχατολογία. Ή λέξη έσχατα χρησιμοποιείται με πολλές έννοιες. Θατ' αρχάς, βέβαια, υποδηλώνει τον τελευταίο και τα τελευταία, και αυτό εκλαμβάνεται από πλευράς τόπου, βαθμού (ανώτερος - κατώτερος), καταστάσεως, προσώπου, χρόνου. Έτσι, μπορούμε να


μιλάμε για έσχατο τόπο, για κατώτερο άνθρωπο, για ταπεινό και πρόστυχο άνθρωπο, για τα γεγονότα πού θα συμβούν στο μέλλον1. Πτην Θαινή Βιαθήκη μπορούμε να συναντήσουμε την λέξη έσχατα να δηλώνει πολλά πράγματα κάθε φορά. Ζα ήθελα να αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. ΋ Τριστός, μιλώντας για την δόξα των άγιων Ώποστόλων, πού εγκατέλειψαν τα πάντα και Ρον ακολούθησαν, είπε: «Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι» (Κατθ. ιθ', 30). Ώυτό λέγεται από πλευράς αξίας. Νι Ώπόστολοι, πού εθεωρούντο τελευταίοι εν σχέσει με τους σοφούς και δυνατούς της εποχής τους, ανεδείχθησαν πρώτοι σε αξία. Κε αυτήν την σημασία υπάρχουν πολλά χωρία στην Ώγία Αραφή. Πε άλλη περίπτωση ο Τριστός, αναφερόμενος στην διαγωγή κατά τα δείπνα, έλεγε ότι πρέπει ο άνθρωπος να επιλέγει τον τελευταίο τόπο, ώστε, αν χρειασθεί, να τον αναδεικνύει ο οικοδεσπότης: «όταν κληθείς, πορευθείς ανάπεσον εις τον έσχατον τόπον, ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε είπη σοι,φίλε, προσανάβηθι ανώτερον» (Ιουκ. ιδ'. 10). Γδώ η λέξη έσχατος τίθεται κατ' αντιδιαστολή προς το ανώτερο, και σημαίνει τον κατώτερο τόπο. Βηλώνεται εκτός των άλλων και η ταπείνωση πού πρέπει να διακρίνει τους μαθητές του Τριστού. Αι' αυτό ο Θύριος συνιστούσε άλλου: «εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Κάρκ. θ', 35). Ή λέξη έσχατος χρησιμοποιείται καί από γεωγραφικής πλευράς για να δήλωση το τελευταίο όριο του ορίζοντος ή της γης. ΋ Τριστός ανήγγειλε στους μαθητές Ρου: «άλλα λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος έφ' ημάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Ξράξ. α', 8), Κε αυτόν τον λόγο ο Τριστός τους αναγγέλλει ότι θα λάβουν το Άγιον Ξνεύμα και θα γίνουν μάρτυρες Ρου σε όλο τον κόσμο. ΐέβαια ο όρος εσχατολογία χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει το τέλος του χρόνου. Θαι με αυτήν την σημασία υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Θαινή Βιαθήκη. Αι' αυτό θα δούμε στην συνέχεια μερικά από αυτά, χωρίς να αναφέρουμε τα χωρία πού δηλώνουν και άλλες έννοιες της λέξεως έσχατα. Πε ομιλίες Ρου ο Τριστός συνδέει τα έσχατα με την ανάσταση των σωμάτων, και, φυσικά, με την Θρίση πού την ακολουθεί. Κιλώντας προς τους Ηουδαίους μεταξύ των άλλων έλεγε: «τούτο δε εστί το θέλημα του πέμψαντός με πατρός, ίνα πάν ό δέδωκέ μοι μη απολέσω εξ αυτοί, αλλά αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39). Ώυτή ήταν και η πεποίθηση των Ηουδαίων, γι' αυτό και η αδελφή του Ιαζάρου Κάρθα, στην διαβεβαίωση του Τριστού «αναστήσεται ο αδελφός σου», απάντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάοει εν τη εσχάτη ήμερα» (Ίω. ια', 23-24). Θαι, όπως είπαμε προηγουμένως, η ανάσταση των νεκρών συνδέεται με την Θρίση πού θα ακολουθήσει. Αι' αυτό ο Τριστός έλεγε: «ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματα μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν ο λόγος ον ελάλησα εκείνος κρίνει αυτόν εν τη εσχάτη ήμερα» (Ίω. ιβ'. 48) Ρα έσχατα αναφέρονται και στην περίοδο προ της Βευτέρας ελεύσεως του Τριστού για να κρίνει τους ανθρώπους, στο τέλος, δηλαδή, του χρόνου, όταν οι άνθρωποι θα σκληρυνθούν και το κακό θα φθάσει στην μεγαλύτερη έξαψη του. Αι' αυτό ο Ώπόστολος Ξαύλος διαβεβαιώνει τον μαθητή Ρου Ριμόθεο: «Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί» (ΐ' Ριμ. γ', 1). Πτην ίδια προοπτική ευρίσκεται και ο Ώπόστολος Ξέτρος, όταν υπενθυμίζει την αλήθεια: «τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι ελεύσονται επ’ εσχάτων των ήμερων εμπαίκται, κατά τάς ιδίας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι» (ΐ' Ξέτρ. γ', 3). Γπομένως, ο όρος εσχατολογία χρησιμοποιείται για να δήλωση τους έσχατους καιρούς, το τέλος του χρόνου, τους καιρούς εκείνους πού θα εμφανισθεί ό Τρίστος για να κρινη τους


ανθρώπους και όλα όσα θα ακολουθήσουν πρίν και μετά από αυτήν την εμφάνιση. Κπορούμε όμως να προσθέσουμε ότι ή εσχατολογία αναφέρεται και στην έξοδο της ψυχής από το σώμα, οπότε αρχίζει αμέσως η μερική κρίση των ανθρώπων. Ώπό τα λίγα αυτά εισαγωγικά φαίνεται ότι δεν ειναι τόσο εύκολο να περιορίζουμε την εσχατολογία σε ένα μόνον διάστημα χρόνου, γιατί στην ορθόδοξη αντίληψη περί χρόνου, ζούμε την ενότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αφού στους άγιους, πού είναι τα πραγματικά μέλη της Γκκλησίας, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα διώνονται ως παρόντα. Αι' αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για διαχρονική εσχατολογία, αφού μάλιστα τα έσχατα είναι όπως τα πρώτα και τα ενδιάμεσα. 2. Ό ρξόλνο ζηελ νξζόδνμε αληίιεςε Για να δούμε καθαρότερα την ορθόδοξη διδασκαλία για την εσχατολογία, πρέπει να εξετάσουμε για λίγο το θέμα του χρόνου κατά την ορθόδοξη αντίληψη. Ώυτό θα μας βοηθήση να δούμε με πληρότητα το σπουδαίο και κρίσιμο αυτό θέμα, το όποιο είναι και σύγχρονο. Άλλωστε, η επικεφαλίδα του κεφαλαίου αυτού είναι «διαχρονική εσχατολογία». ΐέβαια, δεν πρόκειται να μελετήσουμε τον χρόνο από την επιστημονική του άποψη, αλλά από την εκκλησιαστική και, κυρίως, εν σχέσει με την αποκάλυψη του Ζεού. Άλλωστε, και τα έσχατα τα μελετούμε πάντοτε σχετικά με την Βευτέρα έλευση του Τριστού και την μέλλουσα μακαριότητα. Πτην προ της ενανθρωπήσεως του Τριστού περίοδο, ό χρόνος μπορούμε να πούμε ότι ήταν γραμμικός, αφού οι Ηουδαίοι περίμεναν τον Κεσσία, για να τους άπαλλάξη από την δουλεία και την αμαρτία. Πτην εκκλησιαστική όμως περίοδο, αφού ό Τριστός ήλθε, ενηνθρώπησε και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να ζήσει την ΐασιλεία του Ζεού, δεν υφίσταται τόσο ό γραμμικός χρόνος, αλλά ό σταυρικός. Βεν οδηγούμαστε πλέον εμείς στην εύρεση της ΐασιλείας του Ζεού στο μέλλον, αλλά ό Τριστός και η ΐασίλεια Ρου μετακινείται σε μας, δηλαδή έρχεται και μας συναντά σε κάθε χρονική στιγμή. Έτσι, την ζωή των εσχάτων μπορεί ό άνθρωπος να την ζει σε κάθε χρονική στιγμή. Ών δε σκεφθούμε ότι με την ενανθρώπηση Ρου ό Τριστός επανέφερε τον Ώδάμ στον Ξαράδεισο, και, φυσικά, τον άνέβασε στο ΰψος εκείνο στο οποίο θα έφθανε, αν δεν άμάρτανε, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα παρελθόντα και τα έσχατα βιώνονται στο παρόν, και έτσι ζούμε τον λεγόμενο λειτουργικό χρόνο. ΋ χρόνος περιχωρείται από την αιωνιότητα. Ρο ότι η ενανθρώπηση του Τριστού έφερε τα έσχατα στην Ηστορία και τον χρόνο, φαίνεται από πολλά χωρία της Ώγίας Αραφής, θα ήθελα να μνημονεύσω τα βασικότερα. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, αναφερόμενος στον τρόπο με τον όποιο ό Ζεός αποκάλυψε τον εαυτό Ρου, γράφει: «Ξολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ό Ζεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, έπ' εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Έβρ. α', 1). Κε αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι οι έσχατες ημέρες είναι οι ήμερες της παρουσίας του Τριστού. Κε την είσοδο του Τριστού στον κόσμο άρχισε η ΐασιλεία του Ζεού. ΋ Ώπόστολος Ξέτρος, αναφερόμενος στην λύτρωση πού επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Τριστού, γράφει: «ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε εκ της ματαίας υμών αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου, φανερωθέντος δε έπ' εσχάτων των χρόνων δι' υμάς» (Ώ' Ξέτρ. α', 18-20). Ή έλευση του Τριστού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους


προγνώστηκε προ καταβολής κόσμου, άλλα τελικά πραγματοποιήθηκε στούς έσχατους χρόνους. Νι άγιοι Ώπόστολοι πού αξιώθηκαν της μεγάλης Ώποκαλύψεως, εισήλθαν στην ζωή των εσχάτων χρόνων. Ρα τέλη των αιώνων στην Ώγία Αραφή δεν αναφέρονται μόνον στό τέλος του χρόνου, αλλά και στην ενανθρώπηση του Τριστού, αφού μας δίνει την δυνατότητα να ζήσουμε την ζωή των εσχάτων. Θάνοντας λόγο ό Ώπόστολος Ξαύλος για τους πειρασμούς των Ηουδαίων στην Ξαλαιά Βιαθήκη γράφει: «ταύτα δε πάντα τύποι συνέβαινον εκείνοις, εγράφη δε προς νουθεσιαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν» (Ώ' Θορ. ι'. 11). Ή βίωση των εσχάτων αναφέρεται και στην συζήτηση του Τριστού με την Κάρθα, την αδελφή του Ιαζάρου, πού μνημονεύσαμε προ ολίγου. ΋ Τριστός την διαβεβαιώνει ότι θα αναστηθεί ό αδελφός της Ιάζαρος. Γκείνη άπαντα οτι γνωρίζει καλά ότι θα αναστηθεί στην εσχάτη ήμερα. Ρότε ό Τριστός λέγει: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ό πιστεύων εις έμέ, καν αποθάνη ζήσεται· και πάς ό ζών και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα», και υστέρα από λίγο ανέστησε τον Ιάζαρο (Ίω. ια', 23 κ.έ.). Ώυτή η συνομιλία και το θαύμα πού ακολούθησε είναι εκφραστικά. Βείχνουν ότι Ώυτός είναι η ανάσταση και η ζωή, και, επομένως, με την έλευση Ρου στον κόσμο έφερε και την ανάσταση και την ζωή. Ρην ανάσταση του Ιαζάρου πρέπει να την δούμε σε αυτήν την προοπτική. ΋ Τριστός δεν άνέστησε τον Ιάζαρο απλώς από φιλάνθρωπο αισθήματα, αλλά γιατί ήθελε να φανέρωση ότι είναι προοίμιο της αναστάσεως των ανθρώπων, ότι Ώυτός ο ίδιος είναι η ανάσταση, ότι με την εναθρώπησή Ρου καταργείται ό θάνατος και, επομένως, με την ενανθρώπηση Ρου, ήλθε στον κόσμο η ΐασιλεία των Νυρανών. Έτσι, η ΐασιλεία του Ζεού δεν είναι η πέραν του χρόνου ζωή, αλλά ξ βίωση του Ζεού από αυτήν εδώ την ζωή. Κέσα στα πλαίσια αυτά τίθεται και ό χρόνος, καθώς επίσης και ή βίωση των εσχάτων και στην ορθόδοξη υμνογραφία. Πε ένα άναστάσιμο τροπάριο -ψάλλουμε: «΋ εκ Ζεού Ξατρός Ιόγος, προ των αιώνων γεννηθείς, έπ' έσχατων δε των χρόνων, ό αυτός εκ της απειρογάμου σαρκωθείς, βουλήσει σταύρωσιν θανάτου υπέμεινε, και τον πάλαι νεκρωθέντα άνθρωπον έσωσε, δια της εαυτού Ώναστάσεως»2. Έτσι, στην Θαινή Βιαθήκη η ΐασιλεία του Ζεού δεν είναι μόνον μια εσχατολογική προσδοκία, αλλά ελθούσα πραγματικότητα. ΋ άγιος Αρηγόριος ό Ξαλαμάς, αναλύοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι στην Ώγία Αραφή φαίνεται ότι η βίωση της ΐασιλείας του Ζεού γίνεται κατά τρεις τρόπους. ΋ πρώτος τρόπος είναι ότι η ΐασιλεία του Ζεού έρχεται, και γι' αυτό απαιτείται μετάνοια, όπως κήρυττε ό Ρίμιος Ξρόδρομος και ό Τριστός. ΋ δεύτερος τρόπος, ότι η ΐασιλεία του Ζεού ήλθε, και μάλιστα «εντός υμών εστίν» (Ιουκ. ιζ', 21) και ό τρίτος τρόπος, ότι η ΐασιλεία του Ζεού θα έλθει σε όλη της την πληρότητα και δόξα. ΐασιλεία του Ζεού είναι Ώυτός ο Ίδιος ό Τριστός και η θέα της άκτίστου Τάριτος. Ιέγει ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η ΐασιλεία των Νυρανών,Θαι ουκ ήγγισε μόνον, ... αλλά και μετ' ου πολύ περιφανέστερον παραγένεται,» Έπεί τοίνυν ή βασιλεία του Ζεού και ήγγικε και εν ήμιν εστί, και μετ' ου πολύ παραγίνεται, ποιήοωμεν δια των της μετανοίας έργων εαυτούς αυτής άξίους»3. Αια όλους αυτούς τους λόγους, και διότι ήλθε η ΐασιλεία του Ζεού, και διότι πρόκειται να έλθει στο τέλος του χρόνου, χωρίς να γνωρίζουμε πότε θα είναι, γι' αυτό κάθε χρονική στιγμή «εσχάτη ώρα εστί» (Ώ' Ίω, β', 18), κατά τον λόγο του Γυαγγελιστού Ηωάννου. Γπομένως, ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη δεν είναι γραμμικός με την έννοια ότι δεν περιμένουμε την ΐασιλεία του Ζεού στο μέλλον, δεν είναι ακόμη κυκλικός με την πλατωνική έννοια, ότι είναι άναρχος και ατελεύτητος, αλλά μπορούμε να πούμε ότι είναι σταυρικός. Βηλαδή, καιτοι οδηγούμαστε προς την μετά


τον θάνατο ζωή, στα μελλοντικά αγαθά, εν τούτοις αυτά τα μελλοντικά αγαθά μπορούμε να τα ζήσουμε από αυτήν ακόμη την ζωή. Άρα, ό χρόνος στην ορθόδοξη αντίληψη δεν λειτουργεί τόσο ως παρελθόν, παρόν και μέλλον, αλλά ως συμπεπυκνωμένος, σωτηριώδης και λειτουργικός χρόνος. Ώυτό σημαίνει πρωτίστως ότι τα έσχατα στην Νρθόδοξη Ξαράδοση δεν είναι η ζωή μετά τον θάνατο και μετά την Βευτέρα έλευση του Τριστού, δεν είναι η ζωή του μέλλοντος αιώνος, αλλά η κοινωνία και ενότητα με τον Τριστό, πού γίνεται και από αυτήν ακόμη την ζωή. Κια εσχατολογία αποδεσμευμένη από το παρελθόν και το παρόν δεν είναι ορθόδοξη, είναι διαστρέβλωση της περί των εσχάτων διδασκαλίας της Γκκλησίας. 3. Σα παξειζόληα θαη ηα παξόληα ησλ εζράησλ Μιλώντας για έσχατα, όπως έγινε φανερό, εννοούμε κυρίως τα όσα θα ακολουθήσουν στην μετά τον θάνατο ζωή και στην προ και μετά την Βευτέρα έλευση και Ξαρουσία του Τριστού στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. ΋μως, στην Νρθόδοξη ερμηνευτική παράδοση, όπως θα δούμε στην συνέχεια δεν ζούμε τα έσχατα σαν μια μελλοντική προσδοκία, αλλά σαν παρούσα πραγματικότητα. Ρα έσχατα, λοιπόν, είναι τρισδιάστατα, ανήκουν στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στους αγίους ανθρώπους. Ώυτό θα το εξετάσουμε αναλυτικότερα στά επόμενα. α) Ση είλαη ε Βαζηιεία ηνπ Θενύ Πε όλη την ΐιβλικοπατερική Ξαράδοση καθίσταται σαφές ότι η ΐασιλεία του Ζεού δεν είναι μια εγκοσμιοκρατική κτιστή πραγματικότητα, αλλά η όραση του άκτίστου Σωτός. Γπειδή δε η όραση του ακτίστου Σωτός είναι η θέωση του ανθρώπου και ένωση του με τον Ζεό, γι' αυτό η ΐασιλεία του Ζεού είναι μέθεξη της δόξης του Ζεού. Έτσι, η δόξα του Ζεού θα είναι κοινή στον Τριστό και τους θεουμένους αγίους, με την διαφορά, όμως, ότι ο Τριστός, επειδή είναι Ζεός, είναι πηγή της ακτίστου δόξης και βασιλείας, ενώ οι άγιοι θα είναι κατά Τάριν μέτοχοι της. ΋ άγιος Ησαάκ ο Πύρος θα υπογράμμιση: «Την βασιλείαν των ουρανών θεωρίαν πνευματικήν λέγουσιν, ότι εστί»4. ΋ Τριστός στην επί του ΋ρους ομιλία Ρου μακάρισε τους ταπεινούς και τους πραείς λέγοντας: «Κακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η ΐασιλεία των Νυρανών», καθώς επίσης «μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γήν» (Κατθ. ε', 3-5). Ώναλύοντας αυτό το χωρίο, ο ησυχαστής άγιος Αρηγόριος ΠιναΎτης, και ιδιαιτέρως τι είναι η ΐασιλεία του Ζεού, λέγει ότι «γη πραέων» είναι η ΐασιλεία των Νυρανών. Θαι επεξηγεί ότι ΐασιλεία των Νυρανών είναι η θεανδρική κατάσταση του Τριστού, στην οποία έχουμε φθάσει ή φθάνουμε λαμβάνοντας την κατά Τάρη γέννηση της υιοθεσίας και την ανακαίνιση δια της αναστάσεως. Ώκόμη, γη αγία είναι «η θεωθείσα φύσις», η οποία έφθασε στην θέωση ή απλώς στην κάθαρση. Γπί πλέον γη αγία είναι η θεία γαλήνη, πού είναι η ειρήνη πάνω από κάθε αντίληψη και κατανόηση του νου5. Γπομένως, ή ΐασιλεία του Ζεού είναι η μέθεξη της Τάριτος του Ζεού από τους θεουμένους άγιους. ΐέβαια, είναι γνωστόν ότι θα υπάρχουν διάφορες καταστάσεις των ανθρώπων ανάλογα με τον βαθμό της θεώσεώς τους. ΋ άγιος Αρηγόριος ο ΠιναΎτης και στο σημείο αυτό είναι εκφραστικότατος. Ώναλύοντας τον λόγο του Τριστού στους μαθητάς Ρου «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλοί εισίν» (Ίω. ιδ', 2), λέγει ότι μία είναι η ΐασιλεία του θεού, αλλά έχει εσωτερικές πολλές διαφορές, αναλόγως με «τάς διαφόρους άναβάσεις καί προκοπάς της έκεισε καταστάσεως». ΋λοι θα λάμπουν στο στερέωμα, εν τούτοις «αστήρ αστέρος διαφέρει


εν δόξη»,κατά τον θειο Ώπόστολο Ξαύλο (Ώ' Θορ. ιε', 41). Έτσι οι θεούμενοι, οι άγιοι θα λάμπουν, θα ακτινοβολούν «κατά τε την αρετήν και την γνώσιν, κατά τε το ποσόν της θεώσεως»6. Ώυτό το αναλύει ό ίδιος άγιος κατά το παράδειγμα της μωσαϊκής σκηνής. Ή σκηνή του Κωϋσέως είχε δύο χωρίσματα, δύο επί μέρους σκηνές. Έτσι και η ΐασιλεία των Νυρανών ομοιάζει με την Ζεότευκτη σκηνή του Κωϋσέως. Πτην πρώτη θα εισέλθουν «όσοι Ηερείς Τάριτος». Πτην δεύτερη, πού είναι η νοητή, θα εισέλθουν μόνον όσοι εισήλθαν από εδώ στον γνόφο της θεολογίας και λειτούργησαν τριαδικά, ως ιεράρχες τέλειοι, με τον νου, τον λόγο και το πνεύμα, έχοντες τελετάρχη και πρώτο Ηεράρχη τον Τριστό7. Έτσι οι εν Τάριτι Ηερείς, δηλαδή οι άγιοι, οι όποιοι κατά την διάρκεια της ζωής τους εισήλθαν στον φωτισμό του νου, θα αξιωθούν να εισέλθουν στην πρώτη σκηνή, ενώ οι εν Τάριτι αρχιερείς, δηλαδή οι Ζεόπτες και πραγματικοί θεολόγοι, θα εισέλθουν στην δεύτερη σκηνή, δεχόμενοι εμφανέστερα τίς ελλάμψεις. Ώυτό σημαίνει ότι ανάλογα με την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νου από αυτήν την ζωή θα αξιωθούν και της κατάλληλης και ισάξιας εμπειρίας. ΋ποτε εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ΐασιλεία των Νυρανών είναι θέα του Ζεού «πρόσωπον προς πρόσωπον», είναι κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Ζεό. Γίναι πολύ χαρακτηριστικές οι παραβολές του Τριστού για την ΐασίλεια των Νυρανών. Πε πολλές παρομοιάζεται η ΐασιλεία των Νυρανών με τον οικοδεσπότη πού κάνει γάμους, θα ήθελα να μνημονεύσω μία από αυτές. ΋ Θύριος είπε: «Ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί όστις εποίησε γάμους τω υιώ αυτού, και απέστειλε τους δούλους αυτού καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους» (Κατθ. κβ'. 2-3). ΋ ιερός Ζεοφύλακτος, ερμηνεύοντας αυτήν την παραβολή, κάνει αξιόλογες παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί. Ιέγει ότι, όταν εμείς ζούμε σαν άνθρωποι με πάθη και ελαττώματα, τότε και ο Θεός φαίνεται ως άνθρωπος. ΋ταν ζούμε ως κατά Τάριν Ζεού, «τότε ίσταται ο Θεός εν συναγωγή θεών». ΋ταν ακόμη ζούμε σαν τα θηρία, τότε «γίνεται και εκείνος ημίν πάνθηρ, και άρκτος, και λέων». Πτην παραβολή αυτή παρουσιάζεται ό Ζεός σαν άνθρωπος, πού τελεί τους γάμους του υιού του. Γπίσης, μιλά για γάμο του ΢ιού Ρου «συναπτών αυτόν πάση ψυχή ωραία, Νυμφίος γαρ ό Χριστός, νύμφη δε η Εκκλησία και η ψυχή». Έτσι η παραβολή του γάμου δείχνει την ενότητα του Τριστού με τους ανθρώπους πού συνδέονται μαζί Ρου. Ρους κάλεσε στους γάμους και το δείπνο. Νμοιάζει η ΐασιλεία του Ζεού με δείπνο «ως εν έσχάτοις καιροίς τελείως φανέντος του τοιούτου γάμου, και προς τη εσπέρα ήτοι τω τέλει των αιώνων». Γδώ γίνεται σαφές ότι αναφέρεται κυρίως στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του ΢ιού και Ιόγου του Ζεού όταν, δηλαδή, στο Ξρόσωπο του Ιόγου ενώθηκαν ατρέπτως, άσυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως η θεία με την ανθρώπινη φύση. Ρο δείπνο αυτό με το οποίο ομοιάζει η ΐασιλεία των Νυρανών λέγεται άριστο, «διότι και εν τοις προτέροις αιώσιν απεκαλύπτετο το μυστήριον ει και αμυδρότερον»8. Ρο τελευταίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ΐασιλεία του Ζεού ήλθε με την ενανθρώπηση του Τριστού, και ακόμη ότι αυτό το μυστήριο αποκαλυπτόταν και προηγουμένους, έστω και αμυδρότερα, θα το δούμε στα επόμενα αυτό το σημείο. Ώλλά και πάλι θέλω να επαναλάβω ότι ΐασίλεια του Ζεού και ΐασιλεία των Νυρανών είναι συνώνυμα με την θέα του ακτίστου Σωτός, την θέωση του ανθρώπου και την ένωση του με τον Ζεό. β) Σα έζραηα σο ηα πξώηα


Γίναι σαφής διδασκαλία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας μας ότι ο Ζεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο θνητό, δεν είναι, δηλαδή, αίτιος του θανάτου ο Ζεός, αλλά τον δημιούργησε με την δυνατότητα να φθάσει στην θέωση και να ισχυροποιηθεί σε αυτήν. Πυγκεκριμένα, ο άγιος Αρηγόριος ο ΠιναΎτης θα πει ότι το σώμα του ανθρώπου κτίστηκε άφθαρτο «οίον και αναστήσεται», και η ψυχή κτίστηκε απαθής9. Κε άλλα λόγια, το σώμα του ανθρώπου πλάστηκε από τον Ζεό σε όποια κατάσταση θα ευρέθη μετά την ανάσταση των νεκρών, δηλαδή άφθαρτο. Θαι βέβαια η ψυχή ήταν απαθής. Ώυτό σημαίνει ότι δεν είναι αίτιος του κακού ο Ζεός. Άλλοι από τους αγίους Ξατέρες τονίζουν ότι ο Ώδάμ αμέσως μετά την δημιουργία του ήταν στο στάδιο του φωτισμού του νου και άλλοι από αυτούς τονίζουν ότι ήταν στην κατάσταση της θεώσεως. Θαι οι δύο αυτές παραδόσεις φαίνονται στην διδασκαλία του αγίου Ηωάννου του Βαμασκηνού, ο όποιος, όπως είναι γνωστόν, έκανε μια σύνοψη της διδασκαλίας όλων των άγιων Ξατέρων. Πε άλλη μελέτη μου ανέλυσα αυτήν την διδασκαλία του αγίου Ηωάννου του Βαμασκηνού, στην οποία φαίνεται, ότι ο Ώδάμ βρισκόταν στον φωτισμό του νου και την θεωρία. Άλλωστε, ο φωτισμός είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας του Ζεού10. Γπομένως, ο Ώδάμ ζούσε στον αισθητό και νοητό Ξαράδεισο και είχε θεοκοινωνία, βίωνε την ΐασιλεία των Νυρανών. Έπρεπε όμως να ισχυροποιηθεί σε αυτήν την κατάσταση και να προχωρήσει στην βρώση του ξύλου της ζωής. Ώπέτυχε να το πραγματοποίηση επειδή ήταν ακόμη αγύμναστος και άπειρος και δεν υπήκουσε στο θέλημα του Ζεού. Γξ άλλου, ό τρόπος με τον όποιο ερμηνεύει ο άγιος Ηωάννης ο Τρυσόστομος την ζωή του Ώδάμ και της Γύας στον Ξαράδεισο της Γδέμ, φανερώνει ότι ο πρώτος άνθρωπος ήταν γεμάτος από Άγιον Ξνεύμα, δεν φορούσε τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητας, ήταν ενδεδυμένος με το Άγιον Ξνεύμα, συνομιλούσε με τον Ζεό, και όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανθρώπου θεουμένου, είναι γνωρίσματα των ανθρώπων της μελλούσης ΐασιλείας των Νυρανών. ΢πάρχει, βέβαια, διαφορά στο ότι τώρα η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση στο Ξρόσωπο του Ιόγου, αλλά εκείνη η ζωή ήταν μακαρία και αρχή της τελείας θεώσεως11. Ξαρακάμπτοντας την διεξοδικότερη ανάλυση των δύο αναφερθέντων Ξατέρων της Γκκλησίας, επειδή έγινε σε άλλες μελέτες μου, θα ήθελα να δούμε την περιγραφή της ζωής του Ώδάμ στον Ξαράδεισο, πού κάνει ο άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος. Ξεριγράφοντας την κατάσταση του Ώδάμ προ της πτώσεως, λέγει ότι είχε το Άγιον Ξνεύμα και ήταν ενωμένος με τον Ιόγο. «ο Λόγος του Θεού συνήν αύτω». Θαίτοι ήταν γυμνός, τον σκέπαζε ο Ιόγος του Ζεού: «αυτός γαρ ο λόγος ην αυτώ κληρονομιά, αυτός ένδυμα και δόξα σκέπουσα αυτούς, αυτός διδασκαλία». Ώυτό σημαίνει ότι ο Ιόγος ήταν για τον Ώδάμ τα πάντα, «είτε γνώσις είτε αίσθησις είτε κληρονομιά είτε διδασκαλία». Πτην συνέχεια γράφει ότι όπως το Άγιον Ξνεύμα ενεργούσε στους Ξροφήτες της Ξαλαιάς Βιαθήκης «και εδίδασκεν αυτούς και έσωθεν αυτών ην και έξωθεν αυτοίς παρεφαίνετο, ούτω και εις τον Αδάμ». Ρο Άγιον Ξνεύμα τον δίδασκε, αλλά και ο Ίδιος ο Ιόγος του Ζεού ήταν τα πάντα, και κατ' αυτόν τον τρόπο ο Ώδάμ, όσο τηρούσε την εντολή, «φίλος ην Θεού»12. ΋ Ώδάμ στον Ξαράδεισο της Γδέμ είχε κοινωνία τόσο με τον Ιόγο Τριστό, το Βεύτερο Ξρόσωπο της Ώγίας Ρριάδος, όσο και με το Άγιον Ξνεύμα. Ή παρατήρηση του άγιου Κακαρίου του Ώιγυπτίου, ότι στον Ώδάμ προ της πτώσεως ενεργούσε το Άγιον Ξνεύμα, όπως στους Ξροφήτες, «και εδίδασκεν αυτούς και έσωθεν αυτών ην και έξωθεν αυτοίς παρεφαίνετο», μας οδηγεί στο άλλο συμπέρασμα ότι, παρά την πτώση του Ώδάμ και την έξοδο του από τον Ξαράδεισο, εν τούτοις ο Ζεός εξακολουθούσε να έχει κοινωνία και σχέση με τους φίλους Ρου, και κατ' αυτόν τον τρόπο


υπήρξαν πολλοί φίλοι του Ζεού και πριν την ενανθρώπηση του Ιόγου. Αι' αυτό, κατά την διδασκαλία του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά, η Τάρη του Ζεού ενεργούσε προ του νόμου, μετά τον νόμο, προ της ενανθρωπήσεως του Τριστού, κατά την ενανθρώπηση και μετά από αυτήν. Ή Ξαλαιά Βιαθήκη είναι γεμάτη από θεοφάνειες, δηλαδή από φανερώσεις του Ζεού. Θαι, φυσικά, αυτές οι φανερώσεις δεν είναι οπτικές εμφανίσεις, αλλά αποκαλύψεις, θεοπτίες δια της θεώσεως. Αι' αυτό και υπήρχε θέωση στην Ξαλαιά Βιαθήκη, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθεί οντολογικά ο θάνατος και δεν είχε ακόμη ενωθεί η ανθρώπινη φύση με την θεία φύση στην υπόσταση του Ιόγου. Αι' αυτό η θεοπτία γινόταν έσωθεν δια της θεώσεως, αλλά δεν υπήρχε ακόμη το θεανθρώπινο Πώμα του Τριστού και οι θεούμενοι δεν ήταν μέλη του Πώματος του Τριστού. Ξρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι όλες οι εμφανίσεις του Ζεού στην Ξαλαιά Βιαθήκη ήταν εμφανίσεις του Ιόγου, και μάλιστα του άσαρκου Ιόγου, δεν ήταν εμφανίσεις του Ξατρός. Βηλαδή, οι Ξροφήτες, πού ήταν φίλοι του Ζεού, δεν έβλεπαν τον Ξατέρα, αλλά τον Ιόγο, όμως δια του Ιόγου είχαν κοινωνία και με τον Ξατέρα. Αια να εκφραστούμε καλύτερα, θα λέγαμε ότι εν τω Ιόγω έβλεπαν και τον Ξατέρα. ΋ Γυαγγελιστής Ηωάννης λέγει στην αρχή του Γυαγγελίου του: «Ζεόν ουδείς εώρακε πώποτε' ο μονογενής υιός ό ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ίω. α', 18). ΋ άγιος Θύριλλος Ώλεξανδρείας, ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό, αφ' ενός μεν το συνδέει με τον λόγο του Τριστού: «πάς ο ακούων παρά του πατρός και μαθών έρχεται προς με· ούχ ότι τον πατέρα τις εώρακεν, ει μη ό ων παρά του Θεού, ούτος εώρακε τον πατέρα» (Ίω. στ', 45-4β), αφ' ετέρου δε το αναφέρει για την ουσία του Ζεού, πού είναι αθεώρητη και αθέατη από τον άνθρωπο. Κάλιστα, χαρακτηριστικά σημειώνει: «μόνω γαρ ΢ιώ τω κατά φύσιν ορατός ο Ξατήρ, και ούτως, ως αν τις εικάσαι θεοπρεπώς την θειαν οράν τε και οράσθαι φύσιν, ετέρω δε των όντων ουδενί»13. Γίναι γνωστόν ότι σε πολλά τροπάρια της Γκκλησίας μας αναφέρεται σαφώς ότι οι Ώποκαλύψεις του Ζεού στην Ξαλαιά Βιαθήκη είναι αποκαλύψεις του άσαρκου Ιόγου. ΢πάρχουν δε και αγιογραφικά χωρία. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, μιλώντας για το πόμα το οποίο έπιναν οι Γβραίοι στην έρημο, γράφει: «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ό Χριστός» (Ώ' Θορ. ι', 1-4). ΋ ίδιος δε ο Τριστός, αναφερόμενος στον άρτο πού έτρωγαν οι Γβραίοι στην έρημο, και παρακαλούμενος από τους ακροατές Ρου «Θύριε πάντοτε δός ήμιν τον άρτον τούτον», απήντησε: «εγώ ειμί ό άρτος της ζωής, εγώ ειμί ό άρτος ό καταβάς εκ του ουρανού» (Ίω. στ', 31-41). ΋ Ξατήρ έδωκε τον άρτο και αυτός ο άρτος είναι ο Ιόγος. Έτσι, πολλά τροπάρια, πού εκφράζουν την θεολογία της Γκκλησίας, φανερώνουν αυτήν την μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή, ο αποκαλυφθείς Ζεός στην Ξαλαιά και Θαινή Βιαθήκη είναι ό Ιόγος, το Βεύτερο Ξρόσωπο της Ώγίας Ρριάδος, με μία διαφορά, ότι στην Ξαλαιά Βιαθήκη ήταν άσαρκος, στην Θαινή Βιαθήκη σεσαρκωμένος. Πε ένα τροπάριο ψάλλουμε χαρακτηριστικά: «Δαυιτικήν προφητείαν εκπληρών, Χριστός μεγαλειότητα, εν Σιών την οικείαν Μαθηταίς εξεκάλυψεν αινετόν δεικνύς εαυτόν, και δοξαζόμενον αεί, συν Πατρί τε και Πνεύματι Αγίω· πρότερον μεν άσαρκον ως Λόγον, ύστερον δε δι ημάς σεσαρκωμένον»14. ΋ εμφανισθείς Ζεός στο Πινά και στο Ζαβώρ είναι ο ίδιος ο Ιόγος: «΋ πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας επί του όρους Σινά δια συμβόλων. Εγώ ειμί, λέγων, ο 'Ων, σήμερον έπ' όρους Θαβώρ μεταμορφωθείς, επί των μαθητών έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν»15.


΋ Άγγελος πού εμφανίστηκε στους Ρρείς Ξαίδας στην κάμινο είναι ο Ιόγος πού σαρκώθηκε: «΋ παίδας εκ καμίνου ρυσάμενος γενόμενος άνθρωπος πάσχει ως θνητός»16. Ώυτός πού καθοδήγησε τον Γβραϊκό λαό από την Ώίγυπτο στην γη της επαγγελίας είναι ο Ιόγος του Ζεού ο οποίος έπαθε και ετάφη από τα παιδιά των τότε σεσωσμένων: «Θύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, υπό γης έκρυψαν τών σεσωσμένων οι παίδες»17. Λομίζω ότι τα τροπάρια αυτά είναι εκφραστικότατα και δεν προσφέρουν διαφορετική ερμηνεία. Γίναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των Νρθοδόξων και των Ώρειανών, κατά τον Β' αιώνα, υπήρχε απόλυτη συμφωνία ότι ο Άγγελος και Θύριος της δόξης πού εμφανιζόταν στους Ξροφήτες ήταν ό Ιόγος, ό οποιος με την ενανθρώπηση Ρου φανέρωσε την δόξα του Ξατρός στους Ώποστόλους. ΐέβαια, οι Νρθόδοξοι δίδασκαν ότι ο Ιόγος, πού έβλεπαν οι Ξροφήτες, ήταν άκτιστος και Ζεός, ενώ οι Ώρειανοί έλεγαν ότι ο Ιόγος αυτός ήταν κτίσμα, πού δημιουργήθηκε εκ μη όντος και δεν γεννήθηκε από την ουσία και την υπόσταση του Ζεού Ξατρός18. Ών υπάρχουν μερικά χωρία Ξατέρων στα όποια λέγεται ότι οι Ξροφήτες έβλεπαν τον Ζεό Ξατέρα, αυτά πρέπει να τα δούμε και να τα ερμηνεύσουμε μέσα από την θεολογία των τροπαρίων της Γκκλησίας μας, και, φυσικά, μέσα από την ερμηνεία του αγίου Θυρίλλου πού ανέφερα προ ολίγου. Ώυτό σημαίνει ότι τα Ξρόσωπα της Ώγίας Ρριάδος έχουν κοινή ενέργεια και πάντοτε είναι ενωμένα κατ’ ούσίαν και κατά φύσιν. Βεν υπάρχει ο Ιόγος άνευ του Ξατρός και του Άγιου Ξνεύματος, ούτε το Ώγιον Ξνεύμα άνευ του Ξατρός και του Ιόγου, ούτε ό Ξατήρ άνευ του Ιόγου και του Ώγιου Ξνεύματος. Έτσι, ό Ιόγος εμφανίζεται στούς άγιους Ξροφήτες, Ώποστόλους, και εν τω Ιόγω βλέπουμε τον Ξατέρα. Νσάκις, λοιπόν, λέγεται ότι στήν Ξαλαιά Βιαθήκη υπάρχει δράση Ξατρός, πρέπει να υπονοείται ως όραση Ξατρός εν τω ασάρκω Ιόγω. Γίναι χαρακτηριστική η απάντηση του Τριστού στην παράκληση και προτροπή του Σιλίππου «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν». «τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με Φίλιππε; ό εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα· και πώς συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ, ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. πιστεύετε μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί...» (Ίω. ιδ', 8-11). Σαίνεται, λοιπόν, ότι τα έσχατα, η βίωση της ΐασιλείας του Ζεού στο μέλλον, βιώνονταν από τον Ώδάμ προ της πτώσεως και της εξόδου από τον Ξαράδεισο, και από τους Ξροφήτες της Ξαλαιάς Βιαθήκης, αφού έβλεπαν τον Ζεό Ιόγο και είχαν κοινωνία μαζί Ρου. ΐέβαια, επειδή ακόμη δεν είχε καταργηθεί ο θάνατος, γι' αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα οδηγούνταν στον Άδη, από τον οποίο τους ελευθέρωσε ο Τριστός, όταν κατέβηκε σ' αυτόν. γ) Σα έζραηα σο παξόληα Ή ενανθρώπηση του ΢ιού και Ιόγου του Ζεού έδωσε άλλη δυνατότητα στον άνθρωπο και άλλαξε κυριολεκτικά την ιστορία. Κε την ενωση της θείας και ανθρωπινής φύσεως στο Ξρόσωπο του Ιόγου, ο ανθρωπος απέκτησε υπόσταση αυτόν τον Ίδιο τον Τριστό, και έτσι, έλαβε το φάρμακο της ζωής. Ή Γκκλησία, η οποία προηγουμένως ήταν πνευματική τώρα γίνεται σαρκική, γίνεται Πώμα Τριστού και ο Τριστός Θεφαλή της.


Ξολλά τροπάρια της λατρείας μας φανερώνουν αυτήν την μεγάλη αλήθεια. Πε ένα στιχηρό του εσπερινού της εορτής των Τριστουγέννων ψάλλουμε: «Σήμερον ο χρόνιος ελύθη δεσμός της καταδίκης του Αδάμ· ο Παράδεισος ημίν ηνεώχθη, ο όφις κατηργήθη· ην γαρ ηπάτησε πρώην, νυν εθεάσατο του δημιουργού γενομένην μητέρα»19. Πε ένα άλλο τροπάριο πάλι παρουσιάζεται η ενανθρώπηση του Τριστού ως αποκατάσταση του Ώδάμ και επαναφορά του στον Ξαράδεισο. «Εν Βηθλεέμ γεννάται, ό του παντός Ποιητής, και την Εδέμ ανοίγει, ό προ αιώνων Βασιλεύς, η φλογίνη ρομφαία, τά νώτα δίδωσιν το μεσότοιχον του φραγμοί διαλέλυται· αι ουράνιαι δυνάμεις συν τοις επί γης αναμίγνυνται»20. Γίναι δε γνωστό το τροπάριο: «Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ. Ευτρεπίζου Εφραθά ότι το ξύλον της ζωής, εν τω Σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου. Παράδεισος και γαρ, η εκείνης γαστήρ, εδείχθη νοητός, εν ω το θείον φυτόν εξ ου φαγόντες ζήσομεν, ουχί δε ως ο Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννάται, την πρίν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα»21. Ρο ότι με την ενανθρώπηση του Τριστού ήλθε η ΐασιλεία του Ζεού πάνω στην γη φαίνεται από το κήρυγμα τόσο του Ριμίου Ξροδρόμου όσο και του Τριστου: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η ΐασιλεία των Νυρανών» (Κατθ. γ', 2 και Κατθ. δ', 17). Ή ενανθρώπηση του Τριστού είναι το μέγα και απόκρυφο μυστήριο, κατά τον άγιο Κάξιμο τον ΋μολογητή, «δι' ο τα πάντα συνέστησαν τέλος», είναι ο «προεπινοούμενος θείος σκοπός» της αρχής των όντων και «προς τούτο το τέλος αφορών, τάς των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας». Ή ενανθρώπηση του Τριστού είναι το τέλος όλης της δημιουργίας. Έτσι όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος προγνωρίστηκε και έγινε για την Θυρία Ζεοτόκο, και η Θυρία Ζεοτόκος έγινε για τον Θύριο ημών Ηησού Τριστό, δηλαδή για την ενανθρώπηση Ρου, όπως αναλύει διεξοδικά ο άγιος Λικόδημος ο αγιορείτης22. Ή ενανθρώπηση όμως του Τριστού δεν μας άνοιξε μόνον τον κεκλεισμένο Ξαράδεισο, δεν μας έδειξε μόνον την δόξα του Ώδάμ προ της πτώσεως, δεν μας φανέρωσε μόνον τον σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου, αλλά φανέρωσε ακόμη και την δόξα της ΐασιλείας των Νυρανών μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ώυτό φαίνεται καθαρά στην θεολογία της Κεταμορφώσεως του Τριστού. Ρο Σως πού είδαν οι μαθητές κατά την Κεταμόρφωση δεν ήταν φάσμα και αστραπή, δεν ήταν κάτι πού γίνεται και απογίνεται, δεν ήταν μια τρίτη κεκρυμμένη φύση στον Τριστό, αλλά η δόξα της ακτίστου ενεργείας. ΋πως ερμηνεύει ο άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς, πού δίκαια αποκλήθηκε θεολόγος του Σωτός, το Σως αυτό ήταν η υπόσταση των μελλόντων αγαθών, αυτή η ίδια η ΐασιλεία του Ζεού. Νι μαθητές επάνω στο θαβώρ είδαν την ΐασιλεία των Νυρανών, και όχι μόνον την είδαν, αλλά την βίωσαν υπαρξιακά, αφού και αυτοί μεταμορφώθηκαν την ώρα εκείνη. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς επεξηγεί ότι, όταν έλεγε ο Τριστός στους μαθητάς Ρου, «εισί τίνες των ώδε

εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυϊαν εν δυνάμει» (Κάρκ θ', 1), εννοούσε την δόξα της Μεταμορφώσεως Ρου.

Γρμηνεύοντας αυτό το Τριστολογικό γεγονός, λέγει ότι ο ΐασιλεύς Τριστός είναι πανταχού και, επομένως, και η ΐασιλεία Ρου είναι πανταχού. Έτσι, «το έρχεσθαι την αυτού ΐασιλείαν ου το άλλοθεν αλλαχόθε παραγίνεσθαι δήλοι, αλλά το φανερουσθαι ταύτην τη δυνάμει του θείου Ξνεύματος»23. Ή Κεταμόρφωση του Τριστού και η μέθεξη αυτού του Σωτός από τους Καθητές δείχνει ότι η ΐασιλεία του Ζεου και, επομένως, τα έσχατα δεν είναι μόνον γεγονότα του μέλλοντος αιώνος, αλλά παρούσα πραγματικότητα για τους θεουμένους. Θάθε άγιος πού μετέχει της Ξεντηκοστής, μετέχει της ΐασιλείας του Ζεού και των εσχάτων από την ζωή αυτή. Άλλωστε, ο ύψιστος βαθμός της Ώποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή.


Νι άγιοι από τώρα απολαμβάνουν την ΐασιλεία του Ζεού και όλα τα έσχατα εν αρραβώνι, και αυτό φαίνεται από τον φωτισμό του νοός, την νοερά προσευχή, την θεωρία του Ζεού, την έλλαμψη των ψυχών και των σωμάτων. Ρα άγια λείψανα, τα όποια θαυματουργούν είναι φανερώσεις αυτής της πραγματικότητας. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος, κατά την ομολογία του, ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και από εκεί ηρπάγη στον Ξαράδεισο. Ώυτό κατά τον άγιο Κάξιμο τον Νμολογητή, δείχνει τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, πού είναι η κάθαρση της καρδίας, ο φωτισμός του νου και η θέωση του ανθρώπου. Ρο ότι ηρπάγη στον Ξαράδεισο, κατά τον άγιο Λικόδημο τον αγιορείτη, σημαίνει ότι εμυήθη σε όλα τα μυστήρια του Ξαραδείσου, στον όποιο ήταν ο Ώδάμ και στον όποιο θα είναι οι δίκαιοι. ΋ Ώπόστολος Ξαύλος είχε εμπειρίες βιώσεως των εσχάτων από την ζωή αυτή. Ώπό τα πολλά χωρία πού θα μπορούσα να αναφέρω πρέπει να σημειωθεί ένα πού δείχνει αυτήν την πραγματικότητα. Αράφει προς τους Θορινθίους: «άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Ώ' Θορ. ιγ'. 12-13). Ξρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως τα ρήματα «επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην». Ρότε, δηλαδή, θα γνωρίοη αυτό πού γνώρισε στο παρελθόν. Θαι μόνον από αυτό το αποστολικό χωρίο φαίνεται ότι τα έσχατα είναι ως τα πρώτα. Ή ΐασιλεία του Ζεού είναι η όραση της δόξης του Ζεού. ΢πάρχουν στιγμές πού οι άγιοι, όπως ο Ώπόστολος Ξαύλος, γνώρισαν την μέλλουσα μακαριότητα από αυτήν την ζωή. Ξρόκειται περί της ίδιας γνώσεως. Ώλλά εφ' όσον φορούμε το σαρκίον, δεν είναι μόνιμη κατάσταση. Γίναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ του «επεγνώσθην» και του «επιγνώσομαι» περιλαμβάνεται το «άρτι γινώσκω εκ μέρους» και το «βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι». Ώυτό σημαίνει ότι μεταξύ της θεωρίας του Ζεού, πού αξιώνονται από αυτήν την ζωή οι άγιοι σε μερικές στιγμές και μέρες, και της θεωρίας του Ζεού μετά την Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού ή ακόμη και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα υπάρχει ο φωτισμός, η επί μέρους γνώση, πού είναι η νοερά προσευχή. Ή εκκλησιαστική ζωή δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να βιώσει αυτήν την εσχατολογική πραγματικότητα ως παρούσα. Ώυτό επιτυγχάνεται με τα μυστήρια και την άσκηση, αφού και τα δύο συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους. Ρο άγιον Βάπτισμα μας εισάγει στην Γκκλησία και μας καθιστά μέλη του Πώματος του Τριστού. Ρο άγιο Φρίσμα μας δίνει τις δωρεές του Άγιου Ξνεύματος και η θεία Κοινωνία μας χορηγεί το Πώμα και το Ώίμα του Τριστού για να ζήσουμε. Γίναι χαρακτηριστικό ότι στην θεία Ιειτουργία, όταν συμμετέχουμε αξίως, και μέσα σε όλη την προοπτική πού προϋποθέτει αυτό το μυστήριο και όχι μαγικά, ζούμε όλα τα γεγονότα της ζωής του Τριστού και αυτής ακόμη της Βευτέρας Ξαρουσίας Ρου. Πτην θεία Ιειτουργία του ιερού Τρυσοστόμου ο ιερεύς προσεύχεται: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του Σταυρού, του Τάφου, της τριημέρου Αναστάσεως, της εις ουρανούς Αναβάσεως, της εκ δεξιών Καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας...». Κετά δε την θεία Θοινωνία, κατά την θεια Ιειτουργία του Κ. ΐασίλειου, ο ιερεύς ομολογεί: «Ήνυσται και τετέλεσται, όσον εις την ημετέραν δύναμιν, Χριστέ, ό Θεός ημών, το της σης οικονομίας μυστήριον έσχομεν γαρ του θανάτου σού την μνήμην, είδομεν της Αναστάσεως σου τόν τύπον ενεπλήσθημεν της ατελεύτητου σου ζωής απηλαύσαμεν της ακένωτου σου τρυφής' ης και εν τω μέλλοντι αιώνι παντός ημάς καταξιωθήναι ευδόκησον...». Θαίτοι με όσα αναφέραμε φαίνεται ότι η ΐασιλεία του Ζεού, τα έσχατα, βιώνονται και στο παρόν ως εν αρραβώνι, εν τούτοις θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση της διδασκαλίας μερικών αγίων, στην όποια φαίνεται εναργέστερα αυτή η αλήθεια, πού είναι σαφής διδασκαλία της Γκκλησίας και, φυσικά, εμπειρία των αγίων. ΋ άγιος Ησαάκ ό Πύρος, αφού αναφέρει ότι η ΐασιλεία των Νυρανών είναι θεωρία πνευματική, λέγει: «εντεύθεν γαρ αισθάνεται της τρυφής εκείνης της ΐασιλείας των


ουρανών»24. Πε άλλο σημείο, περιγράφοντας την εμπειρία της ελεύσεως της θείας Τάριτος την τρυφή και την αγαλλίαση πού επιπίπτει σε όλο το σώμα του ανθρώπου, στην συνέχεια επιλέγει: «όταν επιδημήση τω ανθρώπω εκείνη η τρυφή η σφύζουσα εν όλω τω σώματι αυτού, ούτω νομίζει ό τοιούτος εν εκείνη τη ώρα, ως ουκ εστίν άλλο τι ή των ουρανών Βασιλεία, ή τούτο»25. ΋ άγιος Κακάριος ο Ώιγύπτιος, για να παρουσιάσει την σχέση πού υπάρχει μεταξύ των μελλόντων αγαθών και των δωρεών της θείας Τάριτος, πού απολαμβάνει ο άνθρωπος από την ζωή αυτή, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των βασιλικών ανακτόρων. Ένας άνθρωπος, λέγει, πού συχνάζει στο παλάτι και γνωρίζει όλα τα μυστικά και την δόξα του βασιλέως, ούτε ξενίζεται, άλλα ούτε και φοβάται αν ο ίδιος γίνει βασιλιάς και στεφανωθεί. Ρο ίδιο γίνεται με τους πραγματικούς Τριστιανούς. «Εν εκείνω τω αιώνι μέλλοντες βασιλεύειν ου ξενίζονται, ήδη προεγνωκότες τα μυστήρια της χάριτος». Πτην συνέχεια προσθέτει ότι, όπως τότε στον μέλλοντα αιώνα, οι δίκαιοι θα ζουν στην ΐασιλεία του Ζεού και στο φως και την δόξα, χωρίς να βλέπουν τίποτε άλλο, παρά μόνον τον Τριστό στα δεξιά του Ξατρός, το ίδιο και οι δίκαιοι από τώρα βλέπουν τα κάλλη και τις θαυματουργίες της ΐασιλείας του Ζεού, αιχμαλωτισθέντες και αρπαχθέντες από τώρα στον αιώνα εκείνο. Ταρακτηριστικά γράφει: «...ουτω και ούτοι από του νυν εις εκείνον τον αιώνα αρπαχθέντες και αιχμαλωτισθέντες πάντα τα εκεί κάλλη και τάς θαυματουργίας ορώσιν»26. Θατά τον όσιο Λικήτα τον Πτηθάτο, όταν αισθανθεί κανείς ότι η φορά των παθών είναι άπρακτος, ανενεργός, και η κατάνυξη πηγάζει στους οφθαλμούς από την ταπεινοφροσύνη, τότε «γνώθι ότι ήλθεν η Βασίλεια του Θεού επί σε και εγκύμων εγένου του Αγίου Πνεύματος»27. Ώυτή η διδασκαλία της Γκκλησίας μας, πού εκφράζεται από πολλούς αγιους, φαίνεται εκφραστικότατα στον άγιο Πυμεών τον νέο Ζεολόγο. ΋ ίδιος πολλές φορές ομολογεί ότι είδε το άκτιστο Σως και, επομένως, είδε την ΐασιλεία του Ζεού. Ή αναφορά σε αυτόν τον άγιο νομίζω θα καταστήσει το θέμα μας καταληπτότερο, θα δούμε την αλήθεια της μεθέξεως των μελλόντων αγαθών και των δωρεών της θείας Τάριτος από αυτήν ακόμη την ζωή. ΐλέποντας τον Τριστό και την ΐασιλεία «παρ' εκείνου λαβόντες των ουρανών, ήτις εστί το Ξνεύμα το Άγιον εντός ημών ταύτην αεί έξομεν»28. ΋ ίδιος άγιος περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία και δίνει την μαρτυρία της οράσεως και μεθέξεως της ΐασιλείας του Ζεού. Αράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Εκεί την μέλλουσαν είδον ζωήν και αφθαρσίαν, ην ό Χριστός χαρίζεται τοις αυτόν εκζητούσι, και βασιλείαν ουρανών ούοαν εντός μου ευρον, ήτις υπάρχει ό Πατήρ, ό Υιός και το Πνεύμα, θεότης αδιαίρετος εν τρισί τοις προσώποις, ην οι μη προτιμήσαντες αντί παντός του κόσμου και δόξαν ήγησάμενοι και τιμήν τε και πλούτον το προσκυνείν, το λειτουργειν και παρίστασθαι μόνον»29. ΋ άγιος Πυμεών απορεί πώς είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού μετά τον θάνατο, αν δεν την έχει αποκτήσει αισθητώς από την παρούσα ζωή. Αράφει: «΋ μη εντός αυτού την βασιλείαν των ουρανών γνωστώς κτησάμενος, πώς εν αύτη μετά θάνατον είσελεύσεται; ΋ μη μένοντα εν αυτώ δια τού Πνεύματος τον Υίόν ούν τω Πατρί θεασάμενος πώς μετ' αυτών εν τω μέλλοντι έσεται;»30. ΋ λόγος αυτός είναι και αποκαλυπτικός και φοβερός. Βείχνει τό ύψος της πνευματικής ζωής, το μέτρο της βιώσεως και το τέλος του σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου. Βείχνει ακόμη και την βίωση των εσχάτων απο την ζωή αυτή. Γκεί όμως πού είναι εκφραστικότερος ο άγιος Πυμεών ο νέος Ζεολόγος είναι σε έναν λόγο του, ό οποιος τιτλοφορείται: «Περί της φοβέρας του Κυρίου ημέρας και της μελλούσης κρίσεως,


ότι και προ του θανάτου εν ημίν ένθεν ήδη καθαιρομένοις δια δακρύων ενεργείται και εν οις αν εγγένηται κατά την παρούσαν ζωήν, κατά την μέλλουσαν ούκ υπαντά». ΋πως φαίνεται και στον τίτλο, όχι μόνον η ΐασιλεία του Ζεού απολαμβάνεται από τους θεουμένους από αυτήν την ζωή, αλλά και οι άγιοι πού καθαρίσθηκαν με τα δάκρυα της μετανοίας θα αποφύγουν και την κρίση31. Ώυτό συμβαίνει γιατί, γι' αυτόν πού ζει ασκητικά, η κρίση γίνεται τώρα και, ουσιαστικά, γι' αυτόν έρχεται από τώρα η Βευτέρα Ξαρουσία του Τριστού. Ώναλύοντας την διδασκαλία αυτήν, ο άγιος Πυμεών διδάσκει ότι η αποκάλυψη της θεότητας ουσιαστικά είναι κρίση γι' αυτούς στους οποίους αποκαλύπτεται. Έτσι, άλλοι άνθρωποι αισθάνονται την καυστική ιδιότητα της Τάριτος και άλλοι την φωτιστική, όπως λέγουν οι άγιοι Ξατέρες. Πτους απίστους και εμπαθείς η Τάρη του Ζεού παραμένει απρόσιτη και αόρατη, ενώ στους πιστούς, πού τηρούν τις εντολές του Ζεού με φόβο και τρόμο και επιδεικνύουν μετάνοια αληθινή, οράται η θεία Τάρη αποκαλυπτόμενη και προξενεί μέσα τους την μέλλουσα να πραγματοποιηθεί κρίση. Ώυτόν τον άνθρωπο η θεία Τάρη τον καθαρίζει, γι' αυτό «και ο τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, κέκριται γαρ». ΋σοι είναι τέκνα φωτός, μετά την κάθαρση από τα πάθη, και γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ήμερα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται' εν αύτη γαρ εισί αεί και δια παντός»32. Ώναλύοντας ο άγιος Πυμεών ό νέος Ζεολόγος την περικοπή της Βευτέρας Ξαρουσίας του Τριστού, λέγει ότι η συνομιλία του Τριστού με τους δικαίους και αμετανόητους αμαρτωλούς γίνεται από τώρα. «Ταύτα τοιγαρούν έρει, και νυν ο Κύριος λέγει...»33. «Ή γαρ παρουσία του Κυρίου εις τους πιστούς γέγονε και αεί γίνεται και εις πάντας τους βουλομένους εφέστηκεν»34. Βεν αναμένουμε στον μέλλοντα αιώνα να δούμε την ΐασιλεία του Ζεού, αλλά μπορούμε να την δούμε από τώρα. Αράφει: «...ουκ εν τω μέλλοντι μόνω, αλλά πρώτον εν τώδε τω βίω, ειθ' ύστερον και εν τω αίώνι τω μέλλοντι». ΐέβαια, θα υπάρχει διαφορά, ανάλογα με τον βαθμό της θεωρίας και μεθέξεως. «Γι και ενταύθα μεν αμυδρότερον κάκει τελεώτερον». Νι πιστοί λαμβάνουν τίς απαρχές της ΐασιλείας του Ζεού τρανώς από την ζωή αυτή. Ώυτό σημαίνει ότι ούτε ολες τις επαγγελίες απολαμβάνουν από τώρα, ούτε ελπίζουν να τίς απολαύσουν στην άλλη ζωή, ενώ τώρα «των μελλόντων αγαθών άμοιροι τε και άγευστοι» μένουν35. Πε ένα σημείο της θεολογικής του ομιλίας ο άγιος Πυμεών λέγει ότι ο Τριστός είναι το φως του κόσμου. Θαι, επομένως, όσοι δεν ενδύονται το φως αυτό, δεν διαφέρουν σε τίποτε από έναν νεκρό: «Ει τοίνυν αυτός φως εστί, τους δε ενδεδυσκομένους αυτόν μη επαισθάνεσθαι λέγομεν, τι νεκρού διαφέρομεν;». Θαι στην συνέχεια μακαρίζει τους ανθρώπους εκείνους πού βλέπουν το φως και, επομένως, βιώνουν από τώρα την ΐασιλεία του Ζεού. Βεν προτίθεμαι να αναφέρω όλους τους μακαρισμούς, αλλά μόνον μερικές φράσεις πολύ χαρακτηριστικές: «Κακάριοι οι το φως αυτού νυνί ενδυσάμενοι ότι το του γάμου ήδη περιεβάλοντο ένδυμα». «Κακάριοι οι το φως του Θυρίου, ως αυτόν εκείνον άπ' εντεύθεν ήδη γνωρίσαντες, ότι αυτοί ανεπαίσχυντος αύτω εν τω αιώνι τω μέλλοντι παραστήσονται». «Κακάριοι οι εν τω φωτί του Τριστού διάγοντες πάντοτε, ότι αυτοί και νυν και εις τους αιώνας αδελφοί και συγκληρονόμοι αυτού εισί τε και αεί έσονται»36. ΋ λόγος αυτός του αγίου Πυμεών του νέου Ζεολόγου και οι θαυμάσιοι μακαρισμοί του δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια για να συνεχίσουμε το θέμα.


Θλείνοντας θα ήθελα μόνον να πούμε συμπερασματικά ότι η ορθόδοξη εσχατολογία είναι διαχρονική, πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ζωή της ΐασιλείας του Ζεού, όλα τα γεγονότα των εσχάτων βιώθηκαν στο παρελθόν από τον Ώδάμ και τους Ξροφήτες της Ξαλαιάς Βιαθήκης, βιώθηκαν από τους αγίους, βιώνονται και στην παρούσα ζωή ως αρραβώνας και θα βιωθούν στον τέλειο βαθμό μετά την ανάσταση των σωμάτων. Γάν η εσχατολογία στερήται διαχρονικότητας και συνδέεται μόνον με το μέλλον δεν είναι ορθόδοξη. Liddle Scott: Κέγα Ιεξικό της Γλληνικής Αλώσσης, εκδ. Ίώ. Πιδέρη. Ώθήνα, τόμος 2ος, σελ. 342 Ξαρακλητική, έκδ. «Σως», σελ. 406 Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 9 ΓΞΓ, σελ. 252-254 Ησαάκ Πύρου: Ώσκητικά έκδ. Οηγόπουλου, σελ. 70 Υιλοκαλία. τόμος Δ', εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 38, Σιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 37, μ6' Υιλοκαλία, τόμος Δ'. σελ. 37. μγ' ΟG 123, στ. 384-385 Σιλοκαλία, τόμος Β'. σελ. 43, «β' ΐλ. Ώρχμ. Ηεροθέου ΐλάχου: Θαιρός του ποιήσαι, έκδ, Ηεράς Κονής Αενεθλίου της Ζεοτόκου, σελ. 94 κ.έ. ΐλ. Ώρχιμ. Ηεροθέου ΐλάχου: Ώνατολικά τόμος Ώ', έκδ. Ηεράς Κονής Αενεθλίου της Ζεοτοκου, σελ, 130 κ.έ. Κακάριος ο Ώιγύπτιος, Σιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, Ξατερικαί εκδόσεις «Αρηγόριος ο Ξαλαμάς»», Ζεσσαλονίκη 1985, σελ. 206 ΟG 73,177 Ξαρακλητική, έκδ. «Σως», σελ. 351 Κηναίο Ώυγούστου, έκδ. «Σως», σελ. 69-70 Ξεντηκοστάριο, έκδ. «Σως», σελ. 4 Ρριώδιον, εκδ. «Σως», σελ. 481 Ξρωτ. Ίω. Οωμανίδου: Βογματική και Πυμβολική θεολογία της Νρθοδόξου Θαθολικής Γκκλησίας, τόμος Ώ΄, έκδ. Ξουρναρά. Ζεσσαλονίκη 1973. σελ. 240-241 Κηναίο Βεκεμβρίου, έκδ. «Σως», σελ- 387


ένθ. άνωτ. σελ. 338 ενθ. άνωτ. σελ. 281 Λικόδημου αγιορείτου: Πυμβουλευτικόν εγχειρίδιον, έκδ. Πχοινά,ΐόλος 1969. σελ. 209 κ.έ. Αρηγορίου Ξαλαμά έργα, 10 ΓΞΓ, σελ. 364 Ίσαάκ Πύρου: ένθ. άνωτ. σελ. 70 ένθ. άνωτ. σελ. 39 Κακάριος ο Ώιγύπτιος: ενθ. άνωτ. σελ. 312-314 Σιλοκαλία, τόμος Α', σελ. 341. νη' SC 113, 236 SC 174, 106 SC 113, 276 SC 129,258 ένβ. άνωτ. σελ. 264-270 ένβ. άνωτ. σελ. 306 ένβ. άνωτ. σελ. 308 ένθ. άνωτ. σελ. 308-310 ένθ. άνωτ. σελ. 314-316 [ΏΟΤΕ] Δπηιεγόκελα Ν θάνατος είναι το φοβερώτερο μυστήριο που απασχολούσε ανέκαθεν το πνεύμα του ανθρώπου. Γίναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά και αιτία της αμαρτίας. Ε θνητότητα, την οποία φέρουμε μέσα μας από την γέννηση, καθορίζει την πορεία της ζωής μας. Ών προσέξη κανείς τις αντιδράσεις του, θα διαπιστώση ότι όλες ξεκινούν από το πρόβλημα του θανάτου. Νι ανασφάλειες, ο φόβος, η φιλαυτία, από την οποία γεννιούνται η φιλοδοξία, η φιλοκτημοσύνη και η φιληδονία, και πολλά άλλα πάθη, έχουν την προέλευσή τους στην βίωση του θανάτου. Ν θάνατος χωρίζει αγαπημένα πρόσωπα, διασπά την κοινωνία και ενότητα των οικογενειών, των αγαπημένων και σκορπίζει απελπισία και απόγνωση. Ε αγάπη συνδέεται στενά με τον θάνατο. Ώγαπά κανείς για να υπερβή το άγχος και την οδύνη του θανάτου που βιώνει στην ύπαρξή του, αλλά και όταν αγαπά και τότε αισθάνεται το πλησίασμα του θανάτου, ο οποίος κάποτε θα γίνη αιτία να σταματήση αυτή η αγάπη. ΋ποιος βλέπει τον έρωτα, την αγάπη έξω από την βίωση του θανάτου, τον αντιμετωπίζει εσφαλμένα, συναισθηματικά, γιατί η αγάπη


συνδέεται με τον πόνο. Ξόνο για την εύρεση της αγάπης, και πόνο για τον φόβο της στέρησης. Έτσι, ο άνθρωπος ο οποίος σκέπτεται τον θάνατο εκφράζει μια αληθινότητα. Θανένα γεγονός δεν είναι τόσο βέβαιο όσο ο θάνατος. Ένας μεγάλος φιλόσοφος του νοήματος του όντος ο Τάϊντεγκερ, θα πη ότι το υπάρχειν είναι "υπάρχειν - προς - θάνατον". Ξραγματικά, "αυθεντικής υπάρχειν συμαίνει παραδοχή του υπάρχειν προς θάνατον". Ν Τριστιανισμός, που είναι η αληθινή φιλοσοφία, είναι μελέτη θανάτου. Νι άγιοι αντιμετώπισαν σωστά το μεγάλο αυτό πρόβλημα, που,βασανίζει τον άνθρωπο. Νι ασκητές της ερήμου είναι οι αληθινοί μελετητές του θανάτου. ΋μως, αυτή η μελέτη γινόταν με την βίωση της Τάριτος του Ζεού, και δεν σκορπούσε απελπισία και απόγνωση, αλλά ελευθερία, άνεση, αγάπη, ελπίδα, έξοδο από τα περιοριστικά όρια των αισθήσεων και των αισθητών. Αι’ αυτό και ήταν αληθινοί άνθρωποι και κατ’ εξοχήν κοινωνικοί. Νι άγιοι Ξατέρες έδωσαν βαρύτητα στην μνήμη του θανάτου. Ρην θεώρησαν σαν το πλέον αποτελεσματικό μέσον για την απόκτηση του φόβου του Ζεού, από τον οποίο γεννάται η μετάνοια. Αι’ αυτό επαινούν αυτόν που θυμάται την έξοδο από τον βίο αυτόν. "Κακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου".* Ε διαρκής μνήμη του θανάτου είναι "χρηστός παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής".* Ε έννοια του θανάτου, που μελετάται από τον Τριστιανό, είναι παρεκτική σωτηριώδους λύπης.* Ε εναργής μνήμη του θανάτου είναι περιεκτική πολλών αρετών. Ώυτός που θυμάται τον θάνατο εξασκεί πολλές αρετές. Ε μνήμη του θανάτου γίνεται "΄γεννήτρια πένθους, προτροπή εγκρατώς έχειν εκ πάντων, υπόμνησις γεένης, μήτηρ ευχής και δακρύων, φυλακή καρδίας, απροσπάθεια του πηλού, ως πηλίνης, ...κάθαρσις λογισμών εμπαθών εκ καρδίας, περιεκτική πολλών εντολών δεσποτικών".* Έτσι, οι άγιοι Ξατέρες είναι βέβαιοι ότι μέσα από την μελέτη του θανάτου περνά κανείς στην σωτηρία. ΋πως είναι αδύνατον γι’ αυτόν που πεινάει να μην έχη την μνήμη του άρτου, έτσι είναι αδύνατον γι’ αυτόν που ενδιαφέρεται για την σωτηρία του "μνημονεύειν εξόδου και κρίσεως".* Ε σύσταση των Ξατέρων είναι να έχουμε αδιάλειπτη μνήμη θανάτου, που θα μας συνοδεύη και στον ύπνο και στην εγρήγορση. "Κνήμη Ζεού συγκοιμηθήτω σοι, και συναναστήτω σοι".* Ε προτροπή τους είναι να θυμόμαστε τον θάνατο. "Θαι μνημονεύωμεν του θανάτου αεί".* ΐέβαια, αυτή η μνήμη έχει στενή σχέση με την ενθύμηση όλων όσων θα ακολουθήσουν μετά τον θάνατο. Βεν πρόκειται για την αίσθηση ότι θα έλθη καιρός που θα πεθάνουμε, αλλά για γνώση ότι αυτή η στιγμή της εξόδου είναι καθοριστική για το αιώνιο μέλλον. Βεν πρόκειται, δηλαδή, μόνον για το γεγονός ότι θα στερηθή κανείς την παρούσα ζωή και τα αγαπητά του πρόσωπα, όπως το αισθάνονται οι φιλόσαρκοι, αλλά για γνώση ότι ακολουθεί κρίση και δικαστήριο, από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική ζωή. Ώυτό είναι το φοβερό γεγονός. Ε μνήμη του θανάτου βιώνεται με δύο τρόπους, όπως βλέπουμε στα έργα των αγίων Ξατέρων. Ν πρώτος είναι η λογική μνήμη ότι έρχεται το τέλος της βιολογικής ζωής, και ακολουθεί η κρίση. Γίναι σημαντική και αυτή η μνήμη, αφού λυτρώνει τον άνθρωπο από την προσκόλληση στα γήϊνα, τον ελευθερώνει από την προσπάθεια, δηλαδή την υποδούλωση στα υλικά και αισθητά. Ν δεύτερος τρόπος είναι η χαρισματική μνήμη ή μάλλον η υπαρξιακή αίσθηση του θανάτου. Ξρόκειται για μεγάλο πνευματικό χάρισμα, το οποίο είναι αφ’ ενός μεν καρπός της εμπειρίας του Ζεού, αφ’ ετέρου δε δύναμη τρομερή, που παρακινεί τον άνθρωπο σε διάπυρη προσευχή, σε ακράτητο στεναγμό, σε διαρκή αγώνα τηρήσεως των εντολών του Τριστού για να μεταμορφωθή όλος ο εσωτερικός κόσμος. Ν αείμνηστος Ώρχιμ. Πωφρόνιος Παχάρωφ με καταπληκτική ευχέρεια περιγράφει αυτόν τον δεύτερο τρόπο μνήμης θανάτου, που είναι ένα μεγάλο και ιδιαίτερο πνευματικό χάρισμα, το οποίο δίνει ο Ζεός. Θατά παράδοξο τρόπο, εμπνεόμενος κανείς από την θεία


Τάρη, βλέπει την εσωτερική ερήμωσή του, την αιωνία λήθη, την έλλειψη νοήματος για την ζωή. ΐλέπει τον θάνατο μέσα του και γύρω του. ΋λους τους ανθρώπους τους αισθάνεται θνητούς, όλη η κτίση πεθαίνει μαζί του. Πε αυτήν την κατάσταση αναπτύσσεται φλογερή και πύρινη προσευχή στον άναρχο και αθάνατο Ζεό. Ξαραλληλα βιώνεται μια οδυνηρή αναζήτηση του ζωντανού Ζεού.* Βεν πρέπει να θεωρηθή ότι μια τέτοια βίωση του θανάτου είναι τρομακτική και σκοτώνει το πνεύμα του ανθρώπου ή ότι του στερεί τις απαραίτητες ζωτικές ενέργειες και δυνάμεις για να συνεχίζη την ζωή του. Κπορεί και αυτό να συμβή, αν ο άνθρωπος το αντιμετωπίζει χωρίς την Τάρη του Ζεού. Ώλλά, αν μελετά τον θάνατο με πνευματική έμπνευση, δηλαδή με την ελπίδα στον Ζεό, τότε ζωογονείται ακόμη περισσότερο. Βυνατές ενέργειες εισέρχονται μέσα στον ψυχοσωματικό ργανισμό του, αναπτύσσεται η ελπίδα για την αιώνια ζωή, για την υπέρβαση του θανάτου. Θαλλιεργείται στην ύπαρξή του η απάθεια καί, γενικά, γίνεται ο πλέον κοινωνικός και αυθεντικός άνθρωπος. Θαι ξέρουμε πολύ καλά ότι σήμερα η κοινωνία μας πάσχει από αυθεντικούς ανθρώπους. Νι Τριστιανοί ζουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλά "άλλου αιώνος εισιν, υιοί Ώδάμ του επουρανίου, γέννημα καινόν, τέκνα Ξνεύματος αγίου, αδελφοί Τριστού φωτεινοί όμοιοι τω πατρί αυτών Ώδάμ, τω πνευματικώ και φωτεινώ, εκείνης της πόλεως, εκείνου του γένους, εκείνης της δυνάμεως". Θαι γι’ αυτό, έχοντας τον Θύριο μαζί τους, κατά τον καιρό της εξόδου, "εν μεγάλη χαρά έρχονται προς τους άνω, και δέχονται αυτούς οι του Θυρίου εκεί ευτρεπήσαντες αυτοίς οίκους και παραδείσους και ενδύματα ολολαμπρά και πολυτελή".* Ε πραγματική πατρίδα είναι ο ουρανός. Θαι γι’ αυτό νικούν τον θάνατο με την δύναμη του Τριστού, ο οποίος τον νίκησε προηγουμένως, και διακατέχονται από ελπίδα, γιατί από τον πρόσκαιρο τόπο, από την εξορία, πηγαίνουν στην αληθινή πατρίδα. Έτσι, εν Τριστώ γίνεται υπέρβαση του θανάτου.. ΋σοι ενώνονται με τον Τριστό δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τον θεωρούν μετάβαση στην ζωή. Ώυτό το βλέπουμε σε δισεκατομμύρια αγίους, μάρτυρας, οσίους, εγγάμους, που έφυγαν με χαρά και ελπίδα προς τον Τριστό. Γίναι χαρακτηριστικό το τέλος της αγίας Αοργονίας, της αδελφής του αγίου Αρηγορίου του Ζεολόγου, όπως το περιέγραψε ο ίδιος στον επιτάφιο που εξεφώνησε. Ξοθούσε την ανάλυσή της (τόν θάνατο) λόγω της μεγάλης παρρησίας που είχε προς τον καλούντα. Γίχε αναπτυχθή μέσα στην καρδιά της έρωτας προς τον ερώμενο, "προσθήσω δ’ ότι και τον εραστήν". Γίχε πληροφορηθή την ημέρα της κοιμήσεώς της και όπως λέγει ο άγιος Αρηγόριος, όταν ήλθε η καθορισμένη ημέρα, ετοιμάσθηκε για τον θάνατο και την εκδημία, "καί πληροί τον περί ταύτα νόμον δια της κατακλίσεως". ΋ταν κατάλαβε ότι έρχεται η ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα, κατακλίθηκε στο κρεββάτι και περίμενε τον θάνατο. Θοιμήθηκε, αφού προηγουμένως συμβούλευσε τον άνδρα, τα παιδιά και τους φίλους της, και ομίλησε λαμπρώς για τα όσα συμβαίνουν στον ουρανό και έκανε την τελευταία ημέρα "πανηγήρεως ημέρα". Ε ημέρα της εξόδου της ψυχής έγινε γι’ αυτήν ημέρα πανηγυριού. Θαι ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος, μιλώντας για τον θάνατό της, λέγει ότι η αδελφή του "λύεται" ή μάλλον καλύτερα "προσλαμβάνεται ή αφίπταται ή μετοικίζεται ή μικρόν προαποδημεί του σώματος". Πτο τέλος του επιταφίου αυτού ο άγιος Αρηγόριος μας παραθέτει και μια λεπτομέρεια, η οποία, όμως, είναι εκφραστική και δηλωτική της υπερβάσεως του θανάτου. Πτο δωμάτιο, όπου βρισκόταν η αγία Αοργονία, την ώρα που πλησίαζε να φύγη από τον κόσμο αυτόν, επικρατούσε "σιγή βαθεία και τελετή τις θανάτου". Γίναι ωραιότατος αυτός ο χαρακτηρισμός της ώρας του θανάτου. Ξρόκειται για τελετή. Θάτι ψέλλιζε η αγία. Ν πατέρας της πλησίασε για να ακούση τί ακριβώς έλεγε. Θαι διασώζει την πληροφορία ότι έψελνε τα εξόδια ρήματα, την νεκρώσιμη ακολουθία. "Υαλμωδία το υπολαλούμενον ήν, και ψαλμωδίας τα εξόδια ρήματα". Ν τρόπος κοιμήσεώς της ήταν, όπως λέγει ο άγιος Αρηγόριος ο Ζεολόγος, "μαρτυρία της παρρησίας", με την οποία γινόταν η έξοδός της.*


Έτσι φεύγουν από τον κόσμο αυτόν οι άγιοι, όσοι έχουν παρρησία στον Ζεό. Σεύγουν με την ελπίδα της αναστάσεως, με την βεβαιότητα ότι θα συναντήσουν τον εράσμιο Λυμφίο. Ε ώρα της κοιμήσεως κρύβει ένα μυστήριο, γι’ αυτό και η ένταση τότε είναι μεγάλη. Γπικρατούν ανάμεικτα αισθήματα. Κετάνοια, προσευχή, φόβος, ελπίδα, αναμονή συναντήσεως. Αι’ αυτό όχι μόνον αυτός που πεθαίνει πρέπει να προσεύχεται, αλλά και όσοι βρίσκονται γύρω του πρέπει να τον συνοδεύουν με τις προσευχές τους. Ώυτήν την ιερή ώρα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με ιερό δέος και έμπνευση πνευματική. Ώξιώθηκα από τον Ζεό να βρεθώ σε όλη την διαδικασία της κοιμήσεως ενός αγίου ανθρώπου, του αειμνήστου Αέροντός μου Κητροπολίτου Γδέσσης Θαλλινίκου. ΋λη του η ζωή ήταν περίοδος προετοιμασίας για τον θάνατο. Πυνεχώς τον θυμόταν και τον απασχολούσε. Γίχε έντονη μνήμη θανάτου και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλά περιστατικά. ΋μως, από την ημέρα που εκδηλώθηκε η ασθένειά του μέχρι την ημέρα που κοιμήθηκε, επτά ολόκληρους μήνες, έζησα την διδαδικασία της τελετής του θανάτου ενός αγίου ανθρώπου. Γπτά μήνες βρισκόταν, κατά κάποια αναλογία, στον κήπο της Αεθσημανή. Πυνεχώς προσευχόταν για την συνάντηση με το ουράνιο κριτήριο. Δούσε με ένταση πνευματική, διαρκή νήψη, αδιάλειπτη προσευχή. Έκανε τελεία υπακοή στο θέλημα του Ζεού. Ώξιώθηκε θείων εμπειριών. ΋λα αυτά τα κατέγραψα σε βιβλίο που εξέδωσα για να τιμήσω την μνήμη του. Ρο γεγονός είναι ότι είδα πώς κοιμούνται τα "παλληκάρια" του Τριστού. Ανώρισα ένδοξη κοίμηση ενός αγνού και αγίου ανθρώπου. ΐίωσα τί θα πη υπέρβαση του θανάτου. "Κακάριοι οι νεκροί οι εν Θυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι" (Ώποκ. ιδ’, 13). Κακάριοι, όσοι έζησαν με την βίωση της μνήμης του θανάτου. Κακάριοι, όσοι αισθάνθηκαν τον εγκάρδιο πόθο και έρωτα προς τον Λυμφίο Τριστό. Κακάριοι, όσοι πληροφορήθηκαν και γνώρισαν καλά ότι είναι άνθρωποι "άλλου αιώνος", άλλης πατρίδας, άλλου πολιτεύματος. Κακάριοι, όσοι ελκύσθηκαν από τον ερώμενον και τον εραστήν. Κακάριοι, όσοι υπερέβησαν τον θάνατο από την ζωή αυτή. Κακάριοι, όσοι κοιμήθηκαν με την ελπίδα της αναστάσεως. Κακάριοι, όσοι έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, ομολογούντες "προσδοκώ ανάστασιν νεκρών". Κακάριοι, όσοι μπορούν να επαναλάβουν το ψαλμικό: "εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω". Κακάριοι, όσοι έζησαν ως νεκροί για την αμαρτία, και όσοι πέθαναν αναστημένοι από την αμαρτία. Κακάριοι, όσοι εξέρχονται από τον κόσμο αυτόν με την βεβαιότητα ότι πορεύονται στους πατέρας, στον λαό του Ζεού. "Κακάριοι οι νεκροί οι εν Θυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι". Κακαρίζω τους ανθρώπους αυτούς που γνώρισαν την δύναμη της ζωής. Λοσταλγώ την μελέτη του θανάτου, που έζησαν, και συγκινούμαι μπροστά στον εγκάρδιο πόθο τους για τον ουρανό.. Θαι ζητώ τις ευχές τους για να με αγγίξη αυτός ο πόθος, τον οποίο υποψιάζομαι, για να κοιμηθώ εν ειρήνη και μετανοία. Γίναι η πιο μεγάλη μου επιθυμία. Ν αείμνηστος Ώρχιμ. Πωφρόνιος σε μια προσευχή που συνέταξε, μεταξύ των άλλων συμπεριλάμβανε και δύο αιτήματα: Ρο ένα να παρατείνη ο Ζεός τις ημέρες της ζωής του, έως ότου προσφέρει σε Ώυτόν μετάνοια αληθινή. Ρο δεύτερο, όταν θα αποφασίση ο Ζεός να τον παραλάβη να του προγνωρίση το τέλος, ώστε να προετοιμασθή για την συνάντησή Ρου. "Τάρισαί μοι, Θύριε, του γνώναι την αλήθειάν Που προ του απελθείν με εκ της ζωής ταύτης. Ξαράτεινον τας ημέρας μου, έως αν προσφέρω Ποι μετάνοιαν αληθινήν. Κη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου, και όταν ευδοκήσης θείναι πέρας τη ζωή μου, προγνώρισόν μοι τον θάνατόν μου, ίνα η ψυχή μου ετοιμασθή προς συνάντησίν Που. Γν εκείνη τη ημέρα τη μεγάλη και ιερά δι’ εμέ, γενού μετ’ εμού Θύριε, και απόδος μοι την αγαλλίασιν του Πωτηρίου Που. Θαθάρισόν με από παντός αμαρτήματος φανερού ή κρυφίου, από πάσης ανομίας κεκρυμμένης εν εμοί, και αξίωσόν με προσφέρειν Ποι καλήν απολογίαν ενώπιον του φοβερού ΐήματός Που. Ώμήν."* Ώυτά τα δύο αιτήματα είναι οι πιο προσφιλείς δεήσεις μου. Ξαρακαλώ τον αναγνώστη να προσευχηθή για μένα στον Ζεό για την εκπλήρωσή τους.


Ώδιάλειπτη ας είναι η προσευχή μας: "Ρον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι παρά του Θυρίου αιτησώμεθα". "Τριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού ΐήματος του Τριστού αιτησώμεθα". Βιάπυρη ας είναι η κραυγή: "Π α ρ ά σ χ ο υ Κ ύ ρ ι ε" [ΏΟΤΕ] Σν Γείπλν ηεο Βαζηιείαο Γί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και φαιδράς πανηγύρεως. Γί τις δούλος ευγνώμων εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Θυρίου αυτού. Γί τις έκαμε νηστεύων απολαυέτω νυν το δηνάριον. Γί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. Γί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. Γί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω, και γαρ ουδέν ζημιούται. Γί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων. Γί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα, φιλότιμος γαρ ών ο Βεσπότης, δέχεται τον έσχατον, καθάπερ και τον πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης, και τον ύστερον ελεεί, και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι, και τούτω χαρίζεται, και τα έεγα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται, και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί. Νυκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Θυρίου ημών, και πρώτοι και δεύτεροι, τον μισθόν απολαύετε. Ξλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλψν χορεύσατε. Γγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε. Ληστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Ε τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ν μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Ξάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Ξάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Κηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Κηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Κηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Πωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν υπ’ αυτού κατεχόμενος. Γσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Άδην. Γπίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού, και τούτο προλαβών ΕσαΎας εβόησεν, ο Άδης, φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Γπικράνθη, και γαρ κατηργήθη. Γπικράνθη, και γαρ ενεπαίχθη. Γπικράνθη, και γαρ ενεκρώθη. Γπικράνθη, και γαρ καθηρέθη. Γπικράνθη, και γαρ εδεσμεύθη. Έλαβε σώμα και Ζεώ περιέτυχεν. Έλαβε γήν, και συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν, όπερ έβλεπε, και πέπτωκεν, όθεν ουκ έβλεπε. Ξου σου, θάνατε το κέντρον; που σου, Άδη το νίκος; Ώνέστη Τριστός, και συ καταβέβλησαι. Ώνέστη Τριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ώνέστη Τριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι. Ώνέστη Τριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ώνέστη Τριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος. Τριστός γαρ εγερθείς, εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο. Ώυτώ η δόξα, και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Ώμήν. [ΏΟΤΕ] Γηα ηα ηειώληα ΢πάρχουν, βέβαια, μερικοί πού ισχυρίζονται ότι οι απόψεις περί τελωνίων και εναέριων πνευμάτων κλπ. έχουν περάσει στον Τριστιανισμό από γνωστικιστικές θεωρίες και παγανιστικούς μύθους, πού επικρατούσαν κατά την εποχή εκείνη.


Βεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι μπορεί κανείς να συνάντηση τέτοιες απόψεις σε πολλά γνωστικιστικά κείμενα, σε παγανιστικές θέσεις πού συναντώνται σε Ώιγυπτιακούς και Ταλδαϊκούς μύθους. ΋μως πρέπει να υπογραμμισθεί ότι πολλοί Ξατέρες υιοθέτησαν την διδασκαλία περί τελωνίων, αλλά την καθάρισαν από ειδωλολατρικά και γνωστικιστικά πλαίσια και την ενέταξαν στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα. Νι άγιοι Ξατέρες δεν φοβήθηκαν να κάνουν ένα τέτοιο δημιουργικό έργο. Γίναι γεγονός ότι οι Ξατέρες σε πολλά θέματα εργάσθηκαν δημιουργικά και αποδοτικά, αφού προσέλαβαν πολλές απόψεις και θεωρίες από τον ειδωλολατρικό κόσμο, δίνοντας όμως εκκλησιαστικό περιεχόμενο. Γίναι γνωστόν ότι την διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής, τα περί εκστάσεως του ανθρώπου και της απαθείας της ψυχής και του σώματος, την διδασκαλία περί του τριμερούς της ψυχής, και άλλα πολλά τα προσέλαβαν οι Ξατέρες από τους αρχαίους φιλοσόφους, αλλά και τις αρχαίες παραδόσεις, σαφώς όμως έδωσαν άλλο περιεχόμενο και άλλη προοπτική. Βεν μπορούμε να αποβάλλουμε την διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, επειδή γι' αυτήν μιλούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Ξρέπει να δούμε το περιεχόμενο πού έδωσαν σε αυτήν οι άγιοι Ξατέρες. Γπομένως, ό,τι έγινε σε άλλα θέματα έγινε και στο θέμα των τελωνίων. ΐέβαια, είναι γεγονός ότι αρχαίες παραδόσεις και αιρετικές θεωρίες έκαναν λόγο για «άρχοντες της αστρικής σφαίρας», για «πύλες αστρικού ταξιδιού», για «εναέρια πνεύματα» κλπ. Κερικές από τις φράσεις αυτές τις συναντούμε στην Ώγία Αραφή και σε πατερικά κείμενα. ΋πως έχουμε αναφέρει στο κεφάλαιο αυτό, πολλοί Ξατέρες της Γκκλησίας ομιλούν για τελώνια, για εναέρια πνεύματα, αλλά όμως έδωσαν άλλο περιεχόμενο και σημασία. Ε πατερική διδασκαλία περί τελωνίων πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από τα εξής τέσσερα σημεία. Πρώτον. Ε συμβολική γλώσσα της Ώγίας Αραφής χρειάζεται την απαραίτητη ερμηνεία. ΋ποιος παραμένει μόνον στις εικόνες πού χρησιμοποιούνται, αλλοιώνει το ευαγγελικό μήνυμα. Αια παράδειγμα πρέπει να πούμε ότι τα όσα λέγει η Ώγία Αραφή περί κολάσεως μπορούν να παρεξηγηθούν, αν δεν δούμε την θεολογική σημασία τους. Ρο ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των τελωνίων. Βεν πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας μόνον την εικόνα των σημερινών τελωνίων, τα όποια υπάρχουν στα σύνορα των Θρατών, μέσα από τα όποια θα περάσουν όλοι οι άνθρωποι. Ή συμβολική εικόνα κάτι θέλει να παρουσιάσει, αλλά όμως πρέπει να ερμηνευθεί ορθόδοξα. Δεύτερον. ΢πάρχουν δαίμονες, πού είναι άγγελοι σκότους, πού είναι πρόσωπα και γι' αυτό έχουν ελευθερία, και κατόπιν αδείας του Ζεού, αλλά και κακής χρήσεως της ελευθερίας από τον άνθρωπο, απέκτησαν κυριαρχία πάνω σε αυτόν. Βηλαδή, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα οι δαίμονες απαιτούν να κατακτήσουν την ψυχή, την οποία, λόγω της αμετανοησίας, είχαν κυριαρχήσει. Πτην γνωστή, παραβολή του Τριστού περί του άφρονος πλουσίου υπάρχει η φράση: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Ιουκ. ιβ', 20). Θατά την πατερική ερμηνεία, αυτοί πού απαιτούν να καταλάβουν την ψυχή του άφρονος πλουσίου μετά την έξοδό της από το σώμα είναι οι δαίμονες. Σρίτον. Νι δαίμονες δεν έχουν καμμιά εξουσία πάνω στους ανθρώπους του Ζεού. ΋σοι είναι ενωμένοι με τον Ζεό, και μέσα στήν ψυχή και την καρδιά έχουν την άκτιστη ενέργεια του Ζεού δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες. Έτσι, οι Ζεούμενοι δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια. Σέταρτον. Θατά την διδασκαλία των Ξατέρων, όπως την είδαμε προηγουμένως, οι δαίμονες, πού είναι υπαρκτά πνεύματα, ενεργούν δια μέσου των παθών. Ρο ότι δεν μπορούν τα πάθη να ικανοποιηθούν, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αυτό είναι ένα πνίξιμο της ψυχής. ΋ταν εξετάζουμε τα τελώνια μέσα σε αυτά τα θεολογικά πλαίσια, τότε δεν είναι


άστοχη η χρησιμοποίηση αυτής της διδασκαλίας. Γνώ, αν έχουμε άλλες αντιλήψεις, τότε οπωσδήποτε βρισκόμαστε σέ λαθεμένο δρόμο. [ΏΟΤΕ] Γηα ηηο εμσζσκαηηθέο εκπεηξίεο Πτην Ώμερική τον τελευταίο καιρό έγινε πολλή συζήτηση όχι μόνον για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, άλλα και για τις απόψεις του π. ΢εραφείμ Ρόουζ, κυρίως από τον Ιάζαρο Ουhalο, Ώρχιεπίσκοπο της αυτόνομης Νυκρανικής Γκκλησίας*. Ρο θέμα είναι μεγάλο και δεν πρόκειται στο σημείο αυτό να κάνω λεπτομερή ανάλυση, γιατί οπωσδήποτε μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλά θεολογικά λάθη και πνευματικά σφάλματα. Θατ' αρχάς πρέπει να παρατηρήσει ότι ο Ώρχιεπίσκοπος Ιάζαρος επανειλημμένως στο βιβλίο του ισχυρίζεται ότι πάντοτε οι λεγόμενες εξωσωματικές εμπειρίες είναι δαιμονικές καταστάσεις, μερικές δε φορές είναι φυσικό επακόλουθο της ενεργοποιήσεως του σώματος μετά από την κωματώδη κατάσταση, και ακόμη είναι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, αλλά όμως, όπως ισχυρίζεται, στις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα δαιμονικών ενεργειών. Αενικά, οι θεολογικές του θέσεις βρίσκονται σε σωστό προσανατολισμό. Θυρίως μπορούμε να εντοπίσουμε τρία βασικά θεολογικά επιχειρήματα. Πρώτον, η πνευματική εμπειρία και η βίωση της ΐασιλείας του Ζεού δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από το σώμα του ανθρώπου, αφού το ανθρώπινο σώμα είναι ναός του Ξαναγίου Ξνεύματος. ΋ποιος ομιλεί για εξωσωματικές εμπειρίες, αυτός αγνοεί την διδασκαλία των αγίων Ξατέρων της Γκκλησίας, και βρίσκεται κάτω από την Ιατινοσχολαστικο-έλληνιστική επίδραση. Δεύτερον, οι «εξωσωματικές εμπειρίες» δεν είναι ποτέ πραγματικές, αλλά αποτέλεσμα είτε δαιμονικών παραισθήσεων, φαντασιώσεων, ή εξαπατήσεως, είτε ιατρικών παραισθήσεων, είτε διανοητικών ασθενειών. ΋ποιος επιδιώκει την έξοδο της ψυχής από το σώμα στην πραγματικότητα προβάλλει την φαντασία και τα συναισθήματα προς τον κόσμο των δαιμονικών πνευμάτων, τα όποια προσφέρουν τις δικές τους αποκαλύψεις. Ξρόκειται, δηλαδή, για εμπειρίες δαιμονικές. Σρίτον, οι εμπειρίες των Ξατέρων της Γκκλησίας είναι νοερές εμπειρίες πού γίνονται μέσα στα βάθη του είναι τους, εκεί οπού βρίσκεται η ΐασιλεία του Ζεού. Έχοντας υπ' όψη του αυτές τις θεολογικές θέσεις ισχυρίζεται ότι όσοι ομιλούν για εξωσωματικές εμπειρίες συνδέονται με παγανιστικές μυστικές λατρείες, με τον Ηνδουισμό και τον Παμανισμό, προϋποθέτουν τον δυϊσμό της διδασκαλίας του Φριγένους ή ακόμη και τον μανιχαϊσμό. Βεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ούτε αυτήν την γενική θεολογική τοποθέτηση, ούτε τα θεολογικά επιχειρήματα πού αναπτύσσει ο συγγραφεύς. ΋μως πιστεύω ότι δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι, ούτε να συσχετίζουμε κάθε εμπειρία με ανάλογες εμπειρίες εξωχριστιανικές, αν δεν τις κρίνουμε από ορθοδόξου προοπτικής. Ζα μπορούσα να εντοπίσω μερικά από τα χαρακτηριστικά σημεία. ΋ταν οι δυτικοί κάνουν λόγο για εξωσωματικές εμπειρίες, τις συνδέουν με τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, αναφέρονται, δηλαδή σε περιπτώσεις ανθρώπων πού πέθαναν ή νομίζουν ότι πέθαναν, και ύστερα επανήλθαν στην ζωή. Βεν πρόκειται, δηλαδή, για προσπάθεια εξόδου του νου από το σώμα. Έπειτα τα χωρία του αγίου Αρηγορίου του Ξαλαμά και του Άσματος Ώσμάτων πού χρησιμοποιεί ο Ώρχιεπίσκοπος Ιάζαρος δεν αναφέρονται σε περιπτώσεις λεγομένων εξωσωματικών εμπειριών πού σχετίζονται με τον θάνατο, αλλά σε καταστάσεις εκστάσεως με την ορθόδοξη έννοια και σημασία. Ξρόκειται για διαφορετικά πράγματα. Ρο χωρίο του Άσματος Ώσμάτων «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» αναφέρεται στην κατάσταση της προσευχής. Γπίσης, το χωρίο του αγιου Αρηγορίου του Ξαλαμά σύμφωνα με το όποιο το να οδηγηθεί ο νους έξω από το σώμα είναι «δαιμόνων εύρημα και ελλήνων παίδευμα» αναφέρεται στην έκσταση των αρχαίων Γλλήνων, πού ήταν δαιμονική κατάσταση. ΋ ΐαρλαάμ δίδασκε ότι κατά την προσευχή πρέπει ο νους να οδηγείται έξω


από το σώμα, γιατί το σώμα είναι κακό. ΋ άγιος Αρηγόριος ο Ξαλαμάς έλεγε ότι αυτό είναι δαιμονικό, αφού ο νους πρέπει να επιστρέψει στην καρδιά, και από εκεί στον Ζεό. Θατά τον άγιο Αρηγόριο τον Ξαλαμά η έκσταση δεν είναι η απομάκρυνση του νου από το σώμα, αλλά η απομάκρυνση του νου από το σαρκικό φρόνημα. ΋ νους είναι η ενέργεια της ψυχής, ο οφθαλμός της ψυχής και όχι η ψυχή, όπως το μεταφράζει ο Ώρχιεπίσκοπος Ιάζαρος. Ώκόμη, έχω προσέξει ο π. Περαφείμ Οόουζ επανειλημμένως κάνει διάκριση μεταξύ των πνευματικών και των δαιμονικών εμπειριών, πού προέρχονται από άλλες θρησκείες. Κάλιστα σε πολλά σημεία κάνει κριτικές παρεμβάσεις. Ιέγει ότι τέτοια φαινόμενα μερικοί τα ερμηνεύουν άλλοτε μέσα από αποκρυφιστικές ή πνευματιστικές θεωρίες, άλλοτε μέσα από προτεσταντικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις όποιες οι ψυχές μετά τον θάνατο βρίσκονται σε κατάσταση ασυνειδησίας, άλλοτε μέσα από τον δογματικό αθεϊσμό, πού απορρίπτει την άποψη ότι η ψυχή ζει μετά τον θάνατο, και άλλοτε μέσα από μια «ορθόδοξη» συντηρητική άποψη ότι η Νρθοδοξία δεν έχει κάποια συγκροτημένη άποψη για το πώς είναι η μέλλουσα ζωή. Ρο συμπέρασμα του π. Περαφείμ είναι ότι δεν πρέπει να περιμένει κανείς πολλά πράγματα από το βιβλίο του Κούντυ, αλλά να τα δει μέσα από την ορθόδοξη πατερική παράδοση. Γπί πλέον υπάρχουν μερικά γεγονότα, όπως τα συναντούμε σε πατερικά κείμενα, στα όποια φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος πέθανε με την βούληση βεβαίως του Ζεού, και στην συνέχεια επανήλθε στην ζωή. Πε αναστάσεις νεκρών στην Ξαλαιά και την Θαινή Βιαθήκη δεν έχουμε περιγραφές για το τι αισθάνονται εκείνη την περίοδο. ΋μως σε μερικές περιγραφές, στα ασκητικά κείμενα, έχουμε μια μικρή διδασκαλία. Βεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα. ΐέβαια, δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι όλες οι απόψεις του π. Περαφείμ Οόουζ είναι ορθόδοξες, άλλωστε δεν έχω πρόθεση να γίνω απολογητής του, ούτε ακόμη ότι τα θεολογικά επιχειρήματα του Ώρχιεπισκόπου Ιαζάρου δεν είναι σωστά, άλλα θέλω να τονίσω ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Νι περισσότερες λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες είτε είναι δαιμονικές, είτε φυσικές λόγω φαρμάκων είτε, ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις. ΢πάρχουν όμως και μερικές, έστω ελάχιστες, πού είναι αληθινές και αποδεικνύουν ότι υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο. Ή πατερική διδασκαλία συνιστά ότι τίποτε δεν πρέπει να αρνούμαστε και τίποτε δεν πρέπει να δεχόμαστε, αν δεν το περάσουμε μέσα από την φωτιστική και διακριτική σκέψη και εμπειρία των θεουμένων. Αι' αυτό, στην επομένη ενότητα θα δούμε λίγο το θέμα της διακρίσεως αυτών των εμπειριών.  Archbishop Lazar Puhalo: The soul, the body and death, synaxis press,Canada [ΏΟΤΕ]


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.