Ο Έλληνας της Σμύρνης

Page 1

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ μα και ΤΩΝ …ΟΛΛΩΝ»


2

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΠΟΥ «Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΤΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ»

2


3

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Για να συγγράψω ετούτο το βιβλίο επισκέφθηκα τις απέναντι αλησμονητες πατρίδες και είδα και περπάτησα όλους εκείνους τους χώρους, που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα που στο βιβλίο περιγράφονται. Αμέσως μετά, όλα μου τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννήθηκαν από την συναισθηματική φόρτιση που μου προκλήθηκε από την διαδρομή μου κυρίως στην πόλη της Σμύρνης, έγραψα, ποίημα θα το έλεγα, αν τούτο μου επιτρέπεται.

3


4

ΣΜΥΡΝΗ – ΧΑΜΕΝΑ ΑΔΕΛΦΙΑ

Θέλησα και εγώ να ταξιδέψω στο παρελθόν, στην ιστορία της φυλής, ξεφύλλισα τα φύλλα προς τα πίσω στην Ιώνια γη αγκυλώθηκα ευθύς.

Το χέρι τρέμει και φοβάται ο νους θολώνει δεν μπορεί, να καταλάβει επίμονα αρνείται πως ξεκληρίστηκε η φυλή.

Το δάκρυ στάζει και λερώνει τις λερωμένες σελίδες της ντροπής, το βιβλίο της ιστορίας του ανθρώπου θηλιά αγχόνης μοιάζει, με πνίγει θαρρείς.

Κλείνω τα μάτια και επιστρέφω του χρόνου εκείνου γίνομαι ταξιδευτής, αίμα μυρίζω, σκοτωμένους βλέπω ο άπιστος Τούρκος, είναι ο θηρευτής.

Την όμορφη Σμύρνη, φωτιές την κυκλώνουν άνθρωποι τρέχουν για να σωθούν, πίσω τους Τσέτες καβάλα προβάλλουν σε άλογα και με μαχαίρες τους κυνηγούν.

4


5 Πύρινες γλώσσες τον Μπουρνόβα αγκαλιάζουν χάθηκε και το όμορφο το Κορδελιό, καίγεται η Σμύρνη, το Έθνος πεθαίνει οι Έλληνες τρέχουν σε ξέφρενο φευγιό.

Δακρύζει η καρδιά μου και ο πόνος πολύς σαν κόκκινη θάλασσα αντικρίζει, υγρά τάφο ντροπής, παντού ο Κεμάλ, οι Τούρκοι και που να σταθείς ξεριζωμένοι, ξεκληρισμένοι Έλληνες, ζωντανά θύματα μιας άγονης πολιτικής.

Κλείνω, σφαλίζω το βιβλίο της ζωής το βλέμμα θολώνει, το δάκρυ κυλλά, η καρδιά μου ματώνει και πώς να κρατηθείς το γόνυ λυγίζει και τα χαμένα αδέλφια μας, ευθύς το κορμί προσκυνά.

ο συγγραφέας του βιβλίου

5


6

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΩΝΥΜΗ ΠΟΛΗ ΣΤΟΝ ΕΡΜΑΙΟ ΚΟΛΠΟ

6


7

ΜΕΡΟΣ Α΄

7


8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Ήταν προχωρημένες ένδεκα, το βράδυ. Η άνοιξη, σιγά - σιγά άρχιζε να παραχωρεί την θέση της στο καλοκαίρι, που ερχόταν. Ο αέρας φυσούσε έξω και προμήνυε ότι ετούτη η νύχτα, αλλά και η επόμενη ημέρα που θα την ακολουθούσε, θα ήταν και οι δύο δύσκολες. Ο Ανδρέας μόνος στο κατώι του διώροφου σπιτιού του, κάπνιζε και συλλογιόταν τι άραγε το μέλλον να επιφύλασσε σ΄ αυτόν και την οικογένεια του. Η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, είχαν πάει από ώρα, να ξαπλώσουν. Η γκαζόλαμπα κρεμασμένη στο καρφί του τοίχου, έδινε ένα χαμηλό και θαρρείς ένοχο και συνωμοτικό στις σκέψεις του, φως. Ο καπνός του τσιγάρου του, έμοιαζε να παίζει παιχνίδια μέσα στο αμυδρά κίτρινα φωτισμένο δωμάτιο και ανεβαίνοντας προς το ταβάνι, ακολουθούσε μια οφιοειδή διαδρομή, που λες και έμοιαζε, κάτι σαν με δρομολόγιο ζωής, ενός κουρασμένου και ταλαίπωρου ανθρώπου. Σμύρνη 1922. Τέλος της άνοιξης και αρχές καλοκαιριού. Τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μικρά Ασία, όπως έγραφαν σχεδόν και όλες οι εφημερίδες, γεμάτους δηλαδή κοντά δέκα μήνες, από τα τέλη περίπου του περσινού Αυγούστου και αρχές του Σεπτέμβρη, βρίσκονται αμυντικά εγκατεστημένα στον Βορρά επί της Προποντίδας, προς Ανατολάς, στην γενική γραμμή, που στοιχίζεται με κατεύθυνση προς τα νότια, επί των πόλεων Νικομήδεια, Εσκή Σεχήρ, Σεϊντί Γαζή, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ, Αλμυρά Έρημος και τέλος στον Νότο, επί του Μαιάνδρου ποταμού κα φυσικά στα Δυτικά, στα Μικρασιατικά παράλια και στην Μεσόγειο θάλασσα. Είναι εκείνα τα ίδια στρατεύματα, που μέχρι πέρσι, απ΄ όπου περνούσαν, προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης. Στο πέρασμα τους, ξεσήκωναν τα πλήθη και προκαλούσαν κύματα εθνικής έπαρσης. Στο διάβα τους φυσούσε ένας αέρας αισιοδοξίας και γι΄ αυτό και έσπερναν τον καρπό της ελευθερίας σε όλο τον Ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Αλλά τώρα τελευταία, φαίνεται πως τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Γιατί και τα παλικάρια μας, αλλά και το όνειρο για την ‘Μεγάλη Ελλάδα’, φαίνεται πως και τα δύο αυτά, έχουν προδοθεί από την πολιτική αντιπαλότητα, που κυριαρχεί εκεί πίσω στην μητροπολιτική μητέρα πατρίδα και έχει μολύνει και πάλι την πολιτική ζωή της. Έχουν εγκαταλειφθεί οι στρατιώτες μας, ακόμη και από τους ίδιους τους συμμάχους τους. Το όνειρο της ελευθερίας φαίνεται πως έχει από καιρό ξεφτίσει, οι ελπίδες έχουν εξανεμιστεί και ο σπόρος δεν βρήκε γόνιμο έδαφος, για να φυτρώσει. Όμως τι σημασία πλέον έχει και μάλλον, πολύ μικρή θα είναι και σίγουρα και άνευ λόγου, εκείνες τις ημέρες, εκείνες τις ώρες, να καταλογίζει κανείς ευθύνες και σε ποιους, άραγε;. Γιατί οι μέρες ήταν δύσκολες και οι ώρες ακόμη δυσκολότερες. Αν και δεν άρχισε ακόμη η οπισθοχώρηση των Ελληνικών Δυνάμεων, είναι όμως σίγουρο ότι δεν θα αργήσει να έρθει η ώρα αυτή και το δυστύχημα είναι ότι κάποιοι μιλούν μετά βεβαιότητας και για την οριστική τους πλέον αποχώρηση, από την Μικρά Ασία. Και αυτό ήταν που απασχολούσε, όχι μόνον τον Ανδρέα, μα και όλους τους Έλληνες στα μικρασιατικά παράλια. Τι θα γινόταν έπειτα το εκεί Ελληνικό στοιχείο; Ποιος θα τους προστάτευε από την οργή των Τούρκων; Ποιος θα μπορούσε να σώσει, όλους αυτούς τους ανθρώπους, που αιώνες τώρα ζούνε και μεγαλουργούν στην αντίπερα ακτή, στην εκεί δική τους απέναντι πατρίδα! Γιατί εάν γίνουν τα πράγματα έτσι όπως φημολογείται ότι πιθανόν θα γίνουν, τότε ποιος θα τους προστατεύσει από τις ορδές και το μένος του Μουσταφά Κεμάλ; Άναψε ο Ανδρέας ακόμη ένα τσιγάρο και με το βλέμμα του χαλαρό και αφημένο σε μια γωνία του δωματίου, συλλογιζόταν το μέλλον και αναλογιζόταν το παρελθόν. Η οικογένεια του, ΄΄πάππου προς πάππον΄΄, παραδοσιακοί έμποροι της Σμύρνης, με εμπορεύματα κάθε λογής, από την μακρινή Ανατολή και την ωραία Αίγυπτο, από το

8


9 ξακουστό Λονδίνο και το κοσμοπολίτικο Παρίσι. Διατηρούσαν ένα μεγάλο κατάστημα ή καλλίτερα ένα πολυκατάστημα μέσα στην πόλη όχι πολύ μακριά από την παραλία. Ίσως ένα από τα καταστήματα κοσμήματα της Σμύρνης, με όλα τα καλά και αγαθά απ΄ όλες τις γωνιές του κόσμου. Από μπαχαρικά όλων των ειδών, υφάσματα, έτοιμα ενδύματα, προϊόντα οικιακής ανάγκης και κάθε άλλο είδος, που μια οικογένεια και ένα σπίτι χρειάζεται. Ο παππούς του, ο γερο-Ανδρέας, είχε ξεκινήσει τότε, στα πολύ παλιά, με ένα πολύ μικρό μαγαζάκι, σχεδόν μια τρύπα και σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο, το μεγάλωνε και το επέκτεινε. Μετά από αρκετά χρόνια αγόρασε και τούτο το μαγαζί, που σήμερα έχει στην κατοχή του ο Ανδρέας και έκτοτε αυτή η επιχείρηση, αλλάζει χέρια, ‘‘από τον παππού στο γιο και από το γιο στον εγγονό’’. Ήταν δουλευταράς ο παππούς του ο γερό-Ανδρέας. Ένας Έλληνας, που ήξερε καλά τη δουλειά του εμπορίου, μα και την δουλειά δεν την φοβόταν. Ναι, τον θυμάται τον παππού του! Και τον θυμάται τόσο καλά, που είναι σαν να τον βλέπει τώρα μπροστά του. Ψηλός, γεροδεμένος, με παχιά τριχωτά φρύδια και ακόμη πιο παχύ μουστάκι. Φορούσε πάντα ένα γιλέκο και είχε και ένα ζωνάρι δεμένο στην μέση. Σαν ο Ανδρέας ήταν παιδί, στα μάτια του, εκείνος θωρούσε γίγαντας. Σχεδόν πάντα φορούσε πουκάμισο με ρίγες και με τα μανίκια μονίμως διπλωμένα προς τα επάνω δυο φορές, έτσι που άφηναν ξεκάθαρα να φαίνονται οι σκληροί μύες των καρπών του, αποδείξεις της δύσκολης ζωής και της ακόμη δυσκολότερης δουλειάς του. Έμοιαζε να μην φοβάται κανέναν ο παππούς του. Και από το μαγαζί του, από την πρώτη στιγμή που το άνοιξε, περνούσαν σαν πελάτες οι γείτονες, οι γνωστοί, οι φίλοι, μα και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Σμύρνης. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Γάλλοι και τόσοι άλλοι. Όλοι, μα όλοι οι κάτοικοι της Σμύρνης, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας ή κοινωνικής τάξης και μόρφωσης. Και όλοι τους, του μιλούσαν, με περίσσεια ευγένεια και σεβασμό και αυτό στα παιδικά του μάτια, επιβεβαίωνε το ατρόμητο του παππού του. Και εκείνος βέβαια, έτσι ζεστά τους μιλούσε και το έκανε και από επαγγελματικό σεβασμό, μα και γιατί ήταν ευγενικός από την φύση του. Και αυτό, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, για να καταλάβει ο εγγονός Ανδρέας, ότι ο παππούς του ο γερό Ανδρέας, έχαιρε απλώς του σεβασμού και της εκτίμησης όλων εκείνων των ανθρώπων και το ίδιο και με την σειρά του και εκείνος τους απέδιδε, ανάλογο σεβασμό και εκτίμηση. Και τα κατάλαβε όλα αυτά όταν μεγάλωσε και είδε ότι ο παππούς του δεν χαμογελούσε μόνον στον εγγονό του, μα σε όλο τον κόσμο. Ήταν πάντα και μονίμως με ένα χαμόγελο στα χείλη, προδοτικό της καλοσύνης του και αποκαλυπτικό του πόσο μεγαλόκαρδος ήταν. Όμως, αν και τότε ο μικρός εγγονός Ανδρέας, πίστευε ότι όλος ο κόσμος φοβόταν τον παππού του και παρότι εκείνος θωρούσε στα παιδικά του μάτια θεόρατος, ο ίδιος εν τούτοις και για έναν τότε παράξενο και ανεξήγητο λόγο, δεν τον φοβόταν καθόλου. Αισθανόταν και το καταλάβαινε ότι ο γίγαντας εκείνος, τον αγαπούσε πολύ, μα και ιδιαίτερα. Γιατί βλέπεις είχε και το όνομα του. Γιατί ήταν επιπλέον, ο πρωτότοκος γιος, του πρωτότοκου γιου του. Ήταν δηλαδή και το πρώτο του εγγόνι, παρότι η μοναχοκόρη του η Ελένη, ήταν χρόνια παντρεμένη. Παντρεύτηκε περίπου τέσσερα χρόνια πριν από τον γιο του τον Κωνσταντίνο, που ήταν γνωστός σε όλους σαν ο μπάρμπα Κωστής και ήταν ο πατέρας του Ανδρέα. Μετά και πολύ αργότερα, παντρεύτηκε και ο τρίτος και μικρότερος γιος του παππού, ο Γιώργος. Γιωργή τον φώναζαν όλοι τους και είχε παντρευτεί στην Ελλάδα. Η θεία του η Λενιώ, η αδελφή του πατέρα του, πήρε ένα πολύ καλό παλικάρι, μα ο Θεός δεν τους βοήθησε να κάνουν παιδιά. Ήταν αυτός και ο κρυφός καημός του παππού. Και μάλλον όση αγάπη περίμενε να δώσει στα παιδιά της Ελένης, που φυσιολογικά θα έρχονταν πρώτα και ο Θεός δεν τον αξίωσε να το κάνει, μαζεμένη στην ψυχή και την

9


10 καρδιά του, την πρόσφερε απλόχερα σε αυτόν, τον εγγονό του, που είχε και το όνομα του. Την ένοιωθε ο Ανδρέας αυτήν την αγάπη του παππού γερο Ανδρέα, φανερά και κρυφά και κάθε μέρα και κάθε στιγμή, την εισέπραττε κιόλας. Πολλές φορές, όπως έπαιζε και έτρεχε μέσα στο μαγαζί και στους διαδρόμους του, ανάμεσα στα εμπορεύματα, έβλεπε τον παππού του να τον κρυφοκοιτάζει και να χαμογελά. Χαμογελούσε με ένα δικό του τρόπο και με ένα πλατύ χαμόγελο, έτσι που του μεγάλωνε την παχιά του μουστάκα, ακόμη δύο τρεις πόντους. Κι ο πατέρας του, ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-Κωστής, όσο και εάν νευρίαζε, με όλα αυτά, που ο γιος του σαν παιδί έκαμε μέσα στο μαγαζί, παρά ταύτα δεν τολμούσε να του κάνει παρατήρηση. Γιατί όταν ο παππούς μιλούσε, κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, είχε και την ένιωθε απόλυτα την προστασία του παππού του. Αυτού του γερο-Ανδρέα ήταν εγγονός και ο παππούς του ευτύχησε να γεννηθεί στην Ιώνια γη της Μικράς Ασίας, εκεί να μεγαλώσει, εκεί να εργαστεί και εκεί να κάμει οικογένεια. Να παντρέψει τα παιδιά του και εκεί στην γενέτειρά του, την Σμύρνη, να ζήσει τα στερνά του, να πεθάνει και να θαφτεί. Εκείνος όμως δεν έζησε τέτοιες δύσκολες στιγμές, που σήμερα ο συνονόματος του και εγγονός του, ζει και περνά. Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο ο Ανδρέας και εκείνη την στιγμή, ένα δυνατό σφύριγμα του ανέμου ακούσθηκε, καθώς ο αέρας περνούσε μέσα από τα κλαδιά και τα φύλλα του δένδρου, που ήταν εκεί έξω στην αυλή και που και αυτό το είχε φυτέψει εκεί, ο παππούς του όταν έχτισε, το σπίτι ετούτο. Και ο ήχος αυτός, έμοιαζε με χαστούκι στις σκέψεις του. Ο καιρός χειροτέρευε και φαίνεται να συνερίζεται την όλη δύσκολη κατάσταση, που αυτή την ώρα ταλάνιζε τον νου του και κούραζε το ήδη κουρασμένο από την δουλειά κορμί και μυαλό του και δεν τον άφηνε, παρά το περασμένο της ώρας, να πάει να πλαγιάσει, να ξεκουραστεί. Ο πατέρας του, ο μπάρμπα Κωστής είχε πεθάνει νέος και πριν από χρόνια, κτυπημένος από ανίατη αρρώστια. Η μάνα του, όσο και αν προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή, δεν άντεξε τον πρόωρο χαμό του και μετά από λίγα χρόνια, έφυγε και εκείνη. Πήγε να βρει τον άνδρα της και δίπλα του να ξεκουραστεί. Πήγε εκεί όπου ανήκε, δίπλα στον Κωστή της, όπως όλα τα χρόνια που μαζί έζησαν, την άκουγε πάντοτε να λέγει. Παντρεύτηκαν από έρωτα και δεν θυμάται ο Ανδρέας ποτέ τον πατέρα του να μαλώνει με την μητέρα του, την κυρά Αμαλία. Ναι, Αμαλία ήταν το όνομα της, μα όλες οι άλλες γυναίκες στην γειτονιά, την φώναζαν ΄κυρα-Αμαλία΄, η κυρα Αμαλία με το όνομα,. Είχε ένα αρχοντικό ύφος και μια υπερηφάνεια, σωστής κυράς και αρχόντισσας. Μιας αρχόντισσας όμως, όχι απόμακρης και που ο καθένας μπορούσε να την πλησιάσει και με όλους ήταν και γινόταν και ένα. Και στην χαρά και στην λύπη, στάθηκε δίπλα σε όλους στην γειτονιά, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν άνθρωπος. Γι΄ αυτό και όλοι την σεβόντουσαν. Την σεβόντουσαν και η αλήθεια ήταν, με σεβασμό περίσσιο. Ήταν πλούσια οικογένεια, αυτή των γονιών του. Δεν έλειπε τίποτα από το σπίτι τους και όποτε κάποιος γείτονας ή γειτόνισσα χρειαζόταν κάτι, δεν δίσταζε να το ζητήσει και εκείνοι, σε κανέναν ποτέ και τίποτα δεν αρνήθηκαν. Είχαν μάθει όλοι τους στην γειτονιά και με την πρώτη δυσκολία, έτρεχαν στον μπάρμπα-Κωστή και στην κυραΑμαλία. Και οι γονείς του έλεγαν πάντα, ότι ΄΄αφού πλούσια μας τα έδωσε ο Θεός, μας τα έδωσε για να τα χαρούμε με πλούσια την καρδιά μας΄΄. Και πλούσια καρδιά για εκείνους σήμαινε, δίπλα τους να μην πεινάει κανείς. Κανείς να μην είναι δυστυχισμένος και όσο περνούσε από τα χέρια τους, φρόντιζαν και βοηθούσαν σε αυτό. Ήθελαν δίπλα τους να υπάρχουν άνθρωποι χαρούμενοι. Άνθρωποι και μόνον άνθρωποι και δεν τους ένοιαζε τι άλλο μπορεί να ήταν. Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, Έλληνες ή Τούρκοι, Αρμένιοι ή Εβραίοι. Άνθρωποι να ήταν και αυτό αρκούσε, μόνον άνθρωποι. Και για αυτούς τους ανθρώπους της γειτονιάς, άκουσε συχνά ο Ανδρέας τους γονείς του να λένε,

10


11 πως είναι οι δικοί τους άνθρωποι, ‘οι άνθρωποι μας’. Κανέναν τους δεν ξεχώριζαν. Άλλωστε, ποιος ορίζει την μοίρα του και ποιος και με τι κριτήρια διαχωρίζει, αξιολογεί και κατατάσσει τους ανθρώπους; Αυτό ούτε και ο Θεός το κάμνει, άνθρωπος πώς το τολμά; Το αίμα και το στομάχι, το παιδί και η μάνα, ο γέρος και η γριά, δεν έχουν παρά μόνον μία ταυτότητα, είναι άνθρωποι πρώτα και πριν απ΄ όλα. ‘Άνθρωποι είναι’, έτσι έλεγαν οι γονείς του και γι΄ αυτό και ο Ανδρέας, έτσι σήμερα πιστεύει. Έφυγε σύντομα η κυρα-Αμαλία και πήγε να βρει τον Κωστή της, το ταίρι της. Εκεί όπου ανήκε, όπως συχνά έλεγε. Την θυμάται ο Ανδρέας να δίνει συμβουλές στην Μυρσίνη, την αδελφή του, όταν οι δυο τους, στην κουζίνα ετοίμαζαν το φαγητό ή κάποιο γλυκό. Σαν να ακούει και τώρα τη φωνή της να έρχεται από την μεριά εκείνη του σπιτιού. Και ο άνεμος, συνωμότης στις σκέψεις του, θαρρείς όπως φυσάει, είναι σαν να του μιλάει και εκείνος ετούτη την ώρα, με τα λόγια και τη φωνή της μάνας του. - «Μυρσίνη κόρη μου, η γυναίκα που δεν σέβεται τον άνδρα της, δεν σέβεται τον εαυτόν της. Η θέση της είναι πάντα και μόνον δίπλα του. Πρόσεχε κόρη μου, όταν με το καλό παντρευτείς, τιμή σου και καμάρι σου και κορώνα του σπιτιού σου, ο άνδρας σου να είναι». Ή πάλι την συμβούλευε και την παρότρυνε, «Κόρη μου, τώρα που θα έρθει ο πατέρας σου, να τρέξεις να του πάς τις παντούφλες του και να πάρεις το καπέλο και το σακάκι του και να τα κρεμάσεις. Είναι μεγάλη ντροπή σαν μπαίνει ο άνδρας στο σπίτι, ένα γυναικείο χαμόγελο να μην τον καλωσορίζει και ένα χέρι να μην του παίρνει το σακάκι και το καπέλο για να τα κρεμάσει. Μετά όμως να φύγεις, να πάς στην κουζίνα, γιατί θέλω να πάω και εγώ με την σειρά μου να τον καλωσορίσω με ένα φιλί και τώρα που μεγάλωσες και έγινες σωστή γυναίκα, ντρέπομαι πια μπροστά σου. Να θυμάσαι κόρη μου, τιμάς το σπίτι σου, όταν τον άνδρα σου τιμάς». Τι παιχνίδια παίζει ετούτη η ζωή; Στη θύμηση της μάνας του, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του και μηχανικά σήκωσε το χέρι του και με ανάστροφη την παλάμη, με την έξω πλευρά της, το σκούπισε. Μόλις συνειδητοποίησε ότι δάκρυσε, έστρεψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά αμήχανα. Παρότι γνώριζε ότι η ώρα ήταν περασμένη και πως ήταν μόνος στο δωμάτιο, εντούτοις αισθάνθηκε ντροπή στην ιδέα ότι μπορεί η γυναίκα του ή κάποιο από τα παιδιά του, να τον έβλεπαν. Ένοιωσε ανακούφιση, μόλις επιβεβαίωσε αυτό που από πριν ήξερε. Ήταν πράγματι μόνος σε εκείνο το δωμάτιο με συντροφιά του, μόνο την γκαζόλαμπα, το αμυδρό της φως, τον καπνό του τσιγάρου του και τις σκέψεις του. Εκεί στην συνοικία του Μπουτζά, ήταν το πατρικό του σπίτι και εδώ και κάμποσες μέρες, ένοικοι σε αυτό έγιναν και οι σκέψεις του και οι προβληματισμοί του. Η αβεβαιότητα και το άγνωστο για το αύριο. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τις δυο φωτογραφίες, που κρέμονταν απέναντι του, στον τοίχο. Η μία ήταν του παππού του, του γερο-Ανδρέα και η άλλη του πατέρα του, του μπάρμπα-Κωστή. Τις κοίταξε και τους κοίταξε και τους δυο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνη την στιγμή να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να τους μιλήσει. Μπερδεμένος στις σκέψεις του και χαμένος στους προβληματισμούς του, απεγνωσμένα έψαχνε απαντήσεις. Έψαχνε και ήθελε να τις βρει, ακόμη και εάν χρειαζόταν να γίνει παιδί. Είχε τόσο μεγάλη ανάγκη εκείνη την στιγμή να γίνει παιδί, που πίστευε ότι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, θα έβλεπε μπροστά του ζωντανούς, εκείνους. Το ήθελε πολύ αυτό και ευχόταν, να μπορούσε πραγματικά να συμβεί. Ένοιωθε πως ήθελε να τους ρωτήσει, να τους συμβουλευθεί, να αισθανθεί την σιγουριά της παρουσίας τους. Χάιδεψε με το βλέμμα του τα πρόσωπα τους και σαν να είδε τη φωτογραφία του πατέρα του να του χαμογελά. Του φάνηκε πως κουνήθηκαν τα χείλη του και αισθάνθηκε την αναπνοή του στο πλάι του προσώπου του, στο μάγουλο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ζεστή όπως τότε, που αυτός ήταν παιδί και δυσκολευόταν στην αριθμητική και καθισμένος σε ετούτο εδώ το ίδιο μεγάλο τραπέζι του καθιστικού, που τώρα μόνος του

11


12 κάθεται, με όλα τα βιβλία απλωμένα πάνω σε αυτό, προσπαθούσε εκείνος να του μάθει τον πολλαπλασιασμό, την διαίρεση, την αφαίρεση ή την πρόσθεση. Προσπαθούσε να του μάθει την αλήθεια των αριθμών, απαραίτητη για έναν καλό και μεγάλο έμπορο, όπως από τότε τον προόριζε να τον κάνει ο πατέρας του, όταν βεβαίως όπως έλεγε, θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Και ο μπάρμπα Κωστής, παρά την όλη κούραση της ημέρας, όρθιος στο πλάι του, να παλεύει μαζί του στον αγώνα των αριθμών και η αναπνοή του ζεστή και ήρεμη να του χαϊδεύει, πότε το πλάι του προσώπου του, πότε το μάγουλο και πότε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Μειδίασε ελαφρά στις σκέψεις αυτές και τα λόγια συμβουλές του, του έρχονται τώρα στο μυαλό του. «Ανδρίκο αγόρι μου, τρεις φορές το πέντε πόσο μας κάνουν; και γιατί τρεις φορές το πέντε κάνουν, όσο πέντε φορές το τρία;» Σίγουρα δεν ήθελε ο μπάρμπα-Κωστής να κουράσει τον ‘γιόκα’ του, όπως τον αποκαλούσε. Πατέρας ήταν και μάλιστα πολύ καλός. Είχε βλέπεις και το όνομα του δικού του πατέρα, του γερό-Ανδρέα, του ιδρυτή ετούτου του καταστήματος, του οποίου ο ίδιος σήμερα είναι ιδιοκτήτης. Και αυτό, έκανε τον πατέρα του υπερήφανο. Όμως ήθελε και έπρεπε να του μάθει γράμματα. Τον παίδευε, αλλά ήξερε και τι έκανε και γιατί το έκανε και όλα τούτα με αγάπη και από αγάπη τα έκαμε. - «Ανδρίκο, που για γιε μου, το έχεις το μυαλό σου. Χθες μου τα έλεγες όλα καλά, σήμερα τι έπαθες μαθές; Άντε ακόμη μια προσπάθεια. Κυρά-Αμαλία..», φώναζε της μητέρας του, «..φέρε στο παιδί ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα και εσύ κόρη μου..», έλεγε της αδελφής του, «..αύριο το πρωί, να ξυπνήσεις λίγο πιο νωρίς και να κάμεις ένα ποτήρι ζεστό γάλα του αδελφού σου, που θα σηκωθεί και αυτός μαζί σου για να κάμει μιαν επανάληψη στην αριθμητική». Έτσι πρόσταζε εκείνος και αφού έτσι όριζε, την άλλη μέρα απαραίτητα έπρεπε να γίνει και η αναγκαία επανάληψη στην αριθμητική. Γιατί, για τον πατέρα του, κανείς δεν λογίζεται έμπορος χωρίς να ξέρει αριθμητική. Αλλιώς ήταν κάτι σαν κήπος χωρίς λουλούδια και σπίτι χωρίς κυρά. Και όπως τότε, έτσι και σήμερα ετούτη την ώρα, νοιώθει ότι του μιλάει ο πατέρας του από εκεί πάνω. Όχι, όχι, δεν τον ρωτάει πόσο κάνει τρεις φορές το πέντε, ούτε και γιατί κάνει τόσο, όσο το πέντε φορές το τρία. Όχι! Ετούτη την φορά τον προστάζει και του λέει, ακούει τώρα δα και την φωνή του! «Γιε μου, ο άνδρας είναι η κολώνα του σπιτιού. Έχει υποχρέωση να προστατεύει την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Η πρώτη αξία της ζωής γιε μου..», ακούει να του λέει, «..είναι η οικογένεια του!» Κι ύστερα η φωνή χάθηκε και ο Ανδρέας σαστισμένος παίζει γρήγορα τα μάτια του δεξιά και αριστερά. Στρέφει ακόμη πιο γρήγορα το κεφάλι του. Και απογοητεύεται. Γιατί διαπιστώνει ότι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, δυστυχώς είναι μόνος του. Και λέγοντας από μέσα του την λέξη, ‘είμαι μόνος’, μεμιάς αισθάνεται και πόσο μόνος πραγματικά είναι στην ζωή ετούτη. Η μονάδική του αδελφή, η Μυρσίνη, έφυγε πριν λίγα χρόνια για την Αθήνα, όπου εκεί ο γαμβρός του εργάζεται σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία. Άλλα αδέλφια δεν έχει και τα αδέλφια του πατέρα του, έχουν και αυτά πεθάνει. Η θεία του η Λενιώ, δυστυχώς ήταν άκληρη και τα παιδιά του θείου του, του Γιωργή, του μικρότερου αδελφού του πατέρα του, ο Νίκος είναι μετανάστης στον Καναδά και ο Μανόλης καπετάνιος σε ταξιδιάρικο μεγάλο βαπόρι, παντρεμένος στην Χίο. Μόνος βρίσκεται ο Ανδρέας στην Σμύρνη, με την γυναίκα του την Γεωργία και τα τρία τους παιδιά. Μα και η Γεωργία, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι ήταν. Οι γονείς της εκπαιδευτικοί και οι δυο τους στο επάγγελμα, εγκατέλειψαν τα εγκόσμια με διαφορά ενός έτους, δύο χρόνια μετά τον γάμο τους. Όλα έγιναν έτσι, λες και ο Θεός δεν ήθελε να έχει εκείνος, ετούτες τις δύσκολες ώρες, κανένα δικό του πρόσωπο κοντά του. Σάμπως και δεν ήταν άνθρωπος και δεν θα είχε στην δική του ζωή δύσκολες στιγμές, δεν θα είχε ποτέ του την ανάγκη ενός άλλου δικού του ανθρώπου! Ήταν μόνος εκεί στην Σμύρνη, αυτός με την γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Τον πρωτότοκος τους, τον Κωνσταντίνο, που είχε το

12


13 όνομα του πατέρα του, την κόρη τους την Αμαλία, που είχε το όνομα της γιαγιάς της, της μητέρας του δηλαδή και το στερνοπούλι τους, την Κατερίνα, που είχε το όνομα της πεθεράς του. Κοιμόταν η οικογένεια του στο επάνω δώμα του διώροφου σπιτιού τους και αυτός φύλακας των ονείρων τους, ξενυχτούσε εκεί κάτω. Τον έτρωγε η αγωνία. Έπρεπε έγκαιρα να πάρει αποφάσεις, αλλά και πάλι δίσταζε. Μήπως δεν ζύγιζε καλά τα πράγματα και χωρίς λόγο θα τους ανησυχούσε. Και ύστερα, τόσοι Έλληνες σε εκείνη την γη, έτσι θα τους άφηναν από την Ελλάδα; Απροστάτευτους στο έλεος της μοίρας τους; Κι έπειτα η αλήθεια ήταν, πως και εκείνοι έτσι απροσκάλεστοι και από μόνοι τους, κίνησαν από την Ελλάδα και πήγαν εκεί για να τους απελευθερώσουν. Έτσι τότε, εκείνοι είπαν. Αλλά από ποιους και γιατί δεν τους είπαν! Γιατί, εδώ σε όλη την Μικρά Ασία, από την Κωνσταντινούπολη και μέχρι την Σμύρνη μα και ακόμη παραπέρα, σκέφθηκε ο Ανδρέας, όσα χρόνια μπορεί εκείνος να θυμάται και απ΄ όσα έχει ακούσει από τον πατέρα του και τον παππού του, οι Έλληνες ήταν και είναι οι άρχοντες και τα αφεντικά. Άλλοι είναι οι δούλοι και οι σκλάβοι και σίγουρα όχι ο ελληνικός πληθυσμός. Καπνίζοντας, πάλευε μόνος με τις σκέψεις του και τα πρέπει ενος σωστού οικογενειάρχη. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα, κοντά δύο η ώρα τα ξημερώματα και σαν να άκουσε έξω τα πρώτα βήματα μιας μπόρας, που πλησίαζε. Οι πρώτες χοντρές σταγόνες κτυπούσαν τα κεραμίδια στο χαγιάτι του σπιτιού. Τα μάτια του άρχισαν να μην υπακούουν και το μυαλό του κουρασμένο, αρνείται πλέον να σκεφθεί άλλο. Ένα ρίγος νοιώθει στην πλάτη, παρότι έχει ριγμένο στους ώμους, το σακάκι του. Ρουφάει μια τελευταία γερή δόση καπνού από το τσιγάρο του και έπειτα το σβήνει στο ήδη γεμάτο σταχτοδοχείο. Ξεφυσώντας τον καπνό μέσα από τα πνευμόνια του, παίρνει την λάμπα στα χέρια του, σηκώνεται και με αργά, κουρασμένα βήματα, αρχίζει να ανεβαίνει τις ξύλινες σκάλες, που οδηγούν στο επάνω μέρος του σπιτιού. Αισθάνεται την κούραση και πρέπει να πάει να πλαγιάσει. Όσο πιο ήρεμα και ήσυχα μπορεί, μπαίνει στο δωμάτιο τους, στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού. Βλέπει στο αμυδρό φως της γκαζόλαμπας, το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας του και αμέσως αισθάνεται και πάλι την βαριά ευθύνη του αρσενικού, απέναντι στο ταίρι του, το αδύναμο θηλυκό. Ξεντύνεται και ξαπλώνει στο κρεβάτι, δίπλα της. Προτού χαμηλώσει το φως της λάμπας, της ρίχνει και πάλι μια τελευταία ματιά και η θέα του χαλαρωμένου και ήρεμου προσώπου της, αισθάνεται να τον ανακουφίζει. Αυθόρμητα ζητάει από τον Μεγαλοδύναμο, να έχει κάνει λάθος στον τρόπο που σκέπτεται και για όσα σκέπτεται. Αμέσως μετά χαμηλώνει το φυτίλι της λάμπας, γέρνει προς τα οπίσω και ακουμπά το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Παίρνει μια βαθιά αναπνοή και κλείνει τα μάτια. Πριν ακόμη τα βλέφαρα σμίξουν, έχει αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, του κιθαρωδού θεού του ύπνου!

13


14

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΟΠΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ

14


15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ - «Ανδρέα, Ανδρέα ξύπνα, οκτώ πήγε η ώρα και ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά. Άντε Ανδρέα μου, μα τι έπαθες σήμερα και δεν ξυπνάς;» του φωνάζει η κυρία Γεωργία, η σύζυγός του και συνάμα τον ταρακουνά και ελαφρά. «Ξύπνα γλυκέ μου, σε πήρε για τα καλά ο ύπνος και έτσι όπως μέσα στα σεντόνια είσαι κουλουριασμένος, μου φαίνεται πως ο βροχερός καιρός, σε νανουρίζει κιόλας!» Εκείνος ανοίγει τα μάτια του και μπροστά του βλέπει το γλυκό και ήρεμο πρόσωπο της. Του χαμογελούσε γλυκά και τρυφερά και συγχρόνως τον έσπρωχνε απαλά και του μιλούσε για να τον ξυπνήσει. Δεν ήθελε η άμοιρη να φωνάξει δυνατά, γιατί στις αντικρινές κάμερες, κοιμόντουσαν τα παιδιά τους και ήταν κρίμα να τα ξυπνήσει τόσο νωρίς. Καλοκαίρι ήταν και τα άφηνε να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Στην μία από τις άλλες τέσσερις κάμαρες κοιμόταν ο πρωτότοκος γιος τους, ο Κωνσταντίνος. Ήταν ένα παλικάρι 15 χρονών και είχε πάρει, εκτός από το όνομα και όλα τα χαρίσματα του παππού του, του μπάρμπα-Κωστή. Ψηλός με μαλλί μαύρο κατσαρό, φαρδιές πλάτες και μάτια που έλαμπαν, καθρέπτες της ψυχής του. Ήταν χαρούμενη η κυρα-Γεωργία και υπερήφανη για τον γιο της. Δίπλα στην άλλη κάμαρα κοιμόντουσαν μαζί, τα άλλα δυο τους παιδιά, οι κόρες τους. Η Αμαλία, 13 χρόνων, που ήταν η μεγαλύτερη και είχε το όνομα της πεθεράς της και στο σπίτι όλοι την φώναζαν η αρχοντοπούλα και η Κατερίνα, 9 χρόνων, το στερνοπούλι τους, η πριγκηπέσα όπως την φώναζαν και είχε το όνομα της μητέρας της. Τα κορίτσια κοιμόντουσαν μαζί, έτσι για συντροφιά. Το σπίτι είχε και άλλες δύο κάμαρες, σαν αρχοντόσπιτο της εποχής που ήταν, μα περισσότερο για να φιλοξενεί φίλους ή συγγενείς, που κατά καιρούς ερχόντουσαν στην Σμύρνη. - «Έλα Ανδρίκο μου, ξύπνα γλυκέ μου, αχ τι έπαθα η άμοιρη. Μα τι σου συμβαίνει σήμερα και δεν ξυπνάς; άντε, άντε σήκω», συνέχισε η γυναίκα του να τον παροτρύνει. Την κοίταξε και πάλι και βλέποντας την, σαν μέλισσα μέσα στην μεγάλη κάμαρα του ζευγαριού να καταπιάνεται με τις συνηθισμένες καθημερινές δουλειές του συμμαζέματος, αισθάνθηκε την ανάγκη να την φωνάξει κοντά του και να την αγκαλιάσει, να της πει για ακόμη μια φορά, πόσο πολύ αγαπάει εκείνη και τα παιδιά τους. Όμως δεν τόλμησε, φοβήθηκε μήπως και δεν βαστούσε και της μιλούσε για τις ανησυχίες του. Αλλά και από την άλλη, ένοιωθε τύψεις που ενώ αισθανόταν ότι κάποιος κίνδυνος πλησίαζε, την άφηνε, άφηνε εκείνη και τα παιδιά τους, να ζουν στην ευτυχία της αγνωσίας τους. Έκλεισε τα μάτια και όπως κινηματογραφικά πέρασε μέσα από το μυαλό του η περασμένη νύχτα, η σκέψη του σταμάτησε στον αέρα και στην βροχή, που χθες συντρόφευαν την μοναξιά του. Άνοιξε και πάλι τα μάτια του, σηκώθηκε και πλησίασε στο παραθύρι. Τράβηξε ελαφρώς την κουρτίνα και έριξε μια ματιά προς τα έξω. Ο αέρας είχε σταματήσει, αλλά υπήρχαν εμφανή τα σημάδια της χθεσινοβραδινής επίσκεψης του, στην αυλή του σπιτιού. Εν τούτοις η βροχή συνέχιζε απαλά να ξεδιψάει την γη και για αρχή καλοκαιριού στην Σμύρνη, ήταν πράγματι κάτι το ασυνήθιστο αυτό. - «Ανδρέα έτοιμο το πρωινό, έλα καλέ μου, κατέβα να φας» ακούσθηκε και πάλι η φωνή της γυναίκας του, η οποία τον επανέφερε και στην χρονική πραγματικότητα. Άφησε την κουρτίνα να πέσει και πλησίασε την καρέκλα, επάνω στην οποία ήταν κρεμασμένα τα ρούχα του. Άρχισε να ντύνεται και σκεφτόταν ότι θα ήταν καλό, τώρα που τα παιδιά τους κοιμόντουσαν, να μιλήσει της γυναίκας του. Να της πει για τις ανησυχίες του και να της προτείνει να πάρει τα παιδιά και να πάνε για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Ας πήγαιναν στην αδελφή του την Μυρσίνη, στην Αθήνα. Είχε μικρό σπίτι βέβαια, αλλά κάπου θα τους βόλευε για λίγο. Εάν πάλι ήθελε, ας πήγαιναν απέναντι στην Χίο, στο σπίτι

15


16 του πρώτου του εξαδέλφου, του καπετάν Μανόλη, του γιου του συχωρεμένου του θείου του Γιωργή, του μικρότερου αδελφού του πατέρα του. Εκείνος, όλο τους καλούσε όποτε ξεμπάρκαρε, αλλά και η γυναίκα του, όταν ο Μανόλης ταξίδευε και ήταν μόνη της, τους κάλεσε πολλές φορές να την επισκεφθούν και να τους φιλοξενήσει, μα αυτοί δεν αξιώθηκαν ακόμη να πάνε. Τώρα ίσως ήταν ευκαιρία να το κάνουν και να βρεθούν έτσι και μακριά από αυτήν την γη, τουλάχιστον για λίγο καιρό και μέχρι τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν. Στο κεφαλόσκαλό τον είδε η γυναίκα του, έτοιμο να κατέβει, όταν εκείνη είχε αποφασίσει να ανέβει και πάλι επάνω, για να τον φωνάξει ακόμη μια φορά να ξυπνήσει και να κατέβει να πάρει το πρωινό του. - «Άντε Ανδρέα μου, άντε χαρά μου. Μα τι έπαθες σήμερα και αργείς τόσο, θα κρυώσει το καφεδάκι σου και το έχω έτοιμο από ώρα» του είπε και έστριψε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα της. Εκείνος κατέβαινε τις σκάλες με βήματα αργά και βαριά. Ένοιωθε τον κίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε ούτε ταυτότητα να του δώσει, ούτε και να τον περιγράψει. Όμως τον ένοιωθε. Τον ένοιωθε να πλησιάζει κάθε μέρα πιο κοντά. Οι μέρες έμοιαζαν σαν ένα απόγευμα, που ο ήλιος δύει και το απαλό αεράκι φέρνει στην μύτη την μυρωδιά της βροχής. Μοιάζουν με τις μέρες, που σύννεφα δεν βλέπεις στον ουρανό, αλλ΄ όμως αισθάνεσαι την βροχή να πλησιάζει και έχεις την βεβαιότητα ότι σύντομα θα ξεσπάσει μπόρα. Πήγε στο βρυσάκι και έπλυνε πρώτα το πρόσωπο του. Ένοιωσε το δροσερό νερό να τον συνεφέρει. Καθώς χτενιζόταν και κοιτώντας μέσα στον καθρέπτη, είδε στο πρόσωπό του, τα σημάδια της χθεσινής αγρύπνιας του. Έπειτα πλησίασε το τραπέζι, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Δεν είχε και πολ ύ όρεξη για πρωινό. Σήκωσε το φλιτζανάκι με τον καφέ και ρούφηξε μια γουλιά. Στην συνέχεια το άφησε κάτω και έβγαλε από την τσέπη του, την ταμπακέρα. Ετοίμασε και έστριψε ένα τσιγάρο, το έφερε στα χείλη και αμέσως μύρισε την πίκρα της νικοτίνης. Θυμήθηκε ότι χθες βράδυ είχε καπνίσει πάρα πολλά τσιγάρα. Συνοφρυώθηκε, όμως το άναψε και ρούφηξε και πάλι με δύναμη, μια μεγάλη δόση καπνού. Ένοιωθε την κούραση στα μάτια, στο κορμί και στον νου. Σήκωσε και πάλι τον καφέ και ρούφηξε ξανά μια μεγάλη αυτή την φορά, δόση καφέ. Η γυναίκα του και αυτό έπρεπε να το ομολογήσει, έκανε τον πιο καλό καφέ στην Σμύρνη. Ίσως αυτό να ήταν υπερβολή, όμως ήταν η αλήθεια. Εκείνη ήξερε την τέχνη και τον έψηνε καλά. Και όπως έλεγε και η ίδια, η τέχνη στον καφέ, είναι να τον αργοψήνεις. Άφησε και πάλι τον καφέ του στο τραπέζι, κοίταξε εκείνη που έκανε δουλειές στην κουζίνα της και τότε πήρε την απόφαση να την φωνάξει. Έπρεπε να μιλήσουν όσο ήταν καιρός. Δεν ήταν ο φόβος που του το επέβαλε, αλλά η μεγάλη του αγάπη προς την οικογένεια του και η εκτίμηση προς εκείνη και το δικαίωμα της να ξέρει, αλλά και την υποχρέωσή του να την ενημερώσει. - «Γεωργία..», της φωνάζει, «..έλα και κάθισε μαζί μου, που έχω κάτι να σου πω». Τα λόγια του ή η φωνή του, κάποιο από τα δυο, του φάνηκε πως κάτι πρόδιδαν. Και το ένοιωσε αυτό, γιατί μόλις τελείωσε την φράση του, η γυναίκα του χωρίς άλλη κουβέντα, αμέσως σταμάτησε την δουλειά της, έστρεψε το πρόσωπο της προς τα οπίσω και τον κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα της του αποκάλυπτε ότι εκείνη είχε διαισθανθεί αυτό του το κάλεσμα και το περίμενε. Όμως τι σημασία έχει εάν έτσι ήταν ή έτσι εκείνος νόμιζε πως ήταν; Εκείνο που προείχε εκείνη την στιγμή, εκείνες τις ώρες, ήταν πως ήταν αποφασισμένος να της μιλήσει.

16


17 - «Έλα Γεωργία μου και κάθισε μαζί μου..» της επανέλαβε τραβώντας ταυτόχρονα και μια καρέκλα δίπλα του. «..Θέλω να σου πω κάτι, τώρα που τα παιδιά κοιμούνται, έλα και κάθισε κοντά μου σε παρακαλώ». Εκείνη άφησε τις δουλειές της και σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά που είχε δεμένη στην μέση της, πλησίασε και κάθισε δίπλα του, κοιτώντας τον συνεχώς στα μάτια. Έδειχνε σαν κάτι να είχε καταλάβει, αλλά σίγουρο ήταν ότι βλέποντας τον στα μάτια, διαισθάνθηκε και την δική του ανησυχία. Ήταν έξυπνη γυναίκα η κυρα-Γεωργία και μετά από περίπου 16 χρόνια γάμου, καταλάβαινε τι θα της έλεγε ο άνδρας της, προτού ακόμη εκείνος, ανοίξει τον στόμα του. Είναι ένα χάρισμα, που έπρεπε να της το αναγνωρίσει. Και αυτό της το χάρισμα, άλλοτε το χαιρόταν και άλλοτε τον φόβιζε. - «Τι είναι Ανδρέα μου..», τον ρώτησε με φωνή που δεν έκρυβε την αδημονία της, «..τι έχεις να μου πεις και που δεν πρέπει τα παιδιά μας να το ακούσουν;» - «Κάθισε καλή μου και μην τρομάζεις, θέλω απλώς να μιλήσουμε οι δυο μας, χωρίς να μας ενοχλήσουν εκείνα. Δεν θα σου πω δα και κάτι το τρομερό και αμέσως ανησύχησες». Προσπάθησε να της μιλήσει όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε, σαν μια κουβέντα καθημερινότητας. - «Σε ακούω άνδρα μου και αφέντη του σπιτιού μου», του αποκρίθηκε εκείνη και συνέχισε να τον κοιτά κατάματα και με ένα βλέμμα και μια ματιά, που ειλικρινά τον έφερναν σε δύσκολη θέση. - «Να έλεγα τώρα που είναι ακόμη νωρίς, αρχές καλοκαιριού, να πήγαινες κάπου για λίγες μέρες να ξεκουραστείς. Να έπαιρνες μαζί σου και τα παιδιά μας. Νομίζω πως χρειάζεστε όλοι σας λίγη ξεκούραση. Τι λες;» - «Να πάμε Ανδρέα μου, αλλά εσύ δεν χρειάζεσαι ξεκούραση, που όλη την ημέρα στο μαγαζί, από το πρωί μέχρι το βράδυ στο πόδι είσαι;» - «Άσε με εμένα Γεωργία μου, εγώ είμαι άνδρας και αντέχω. Και ύστερα κάποιος πρέπει να δουλεύει. Εσύ και τα παιδιά να ξεκουραστείτε λίγο, να αλλάξετε και παραστάσεις. Να έλεγα να πηγαίνατε για λίγες μέρες στην Ελλάδα, στην αδελφή μου. Θα της γράψω γι΄ αυτό, άσε που στο τελευταίο της γράμμα, εκείνη η ίδια από μόνη της, μας προσκαλούσε να πάμε να την επισκεφθούμε και να μείνουμε και λίγες μέρες μαζί τους. Και αυτή εκεί, μόνη της σε μια μεγάλη πόλη, σίγουρα θα θέλει παρέα. Τι λες, συμφωνείς; Εάν πάλι νομίζεις πως το ταξίδι είναι μεγάλο, μπορείτε να πάτε μια βόλτα για λίγες μέρες στην Χίο, στον εξάδελφό μου, τον καπετάν-Μανόλη. Βέβαια αυτός σίγουρα δεν θα είναι εκεί, γιατί θα ταξιδεύει και ποιος ξέρει σε ποιες θάλασσες και για πού, αλλά η γυναίκα του μας κάλεσε και αυτή αρκετές φορές». - «Ανδρέα..», σοβαρεύτηκε η γυναίκα του, «..τι συμβαίνει; πες μου ειλικρινά. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, ότι κάτι μου κρύβεις. Τι δεν μου λες άνδρα μου, τι προσπαθείς να μην μου πεις;» Και στα τελευταία λόγια της, ύψωσε λίγο περισσότερο την φωνή της. - «Μην φωνάζεις Γεωργία, ησύχασε, θα σου πω. Μόνο μην φωνάζεις, σε παρακαλώ». Έστρεψε ασυναίσθητα το κεφάλι του προς την μεριά της σκάλας και με το βλέμμα του την έλεγξε μέχρι επάνω. Έπειτα γύρισε και κοίταξε και πάλι την γυναίκα του. - «Δεν θέλω να σε ανησυχήσω γλυκιά μου..» της είπε, «..άλλωστε μπορεί και να μην συμβαίνει τίποτα. Απλώς να το νομίζω, γιατί να ανησυχήσω χωρίς λόγο, εσένα και τα παιδιά μας; Να απλώς σκέφθηκα ότι καλό θα ήταν να φεύγατε λίγες μέρες για να ξεκουραστείτε, έτσι θα ένοιωθα καλλίτερα και εγώ. Όμως αν εσείς δεν θέλετε τότε…», σήκωσε τους δύο ώμους του, έκαμε και έναν μορφασμό στο πρόσωπο και σταμάτησε την κουβέντα αυτή, χωρίς να ολοκληρώσει τον λόγο του, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι

17


18 εκείνον δεν τον ενοχλούσε καθόλου, ή καλλίτερα ότι τον άφηνε και αδιάφορο. Αμέσως μετά πρόσθεσε, «…ώρα είναι να πηγαίνω και εγώ, έχω αργήσει ήδη», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Ήθελε να αποφύγει κάθε άλλη κουβέντα. Ήξερε ότι η κυραΓεωργία θα καταλάβαινε, αν ακόμη λίγο συζήταγαν. Την ήξερε καλά. Έσκυψε να την φιλήσει, όπως έκανε κάθε πρωί, μα αποφεύγοντας ετούτη την φορά να την κοιτάξει στα μάτια. Δυστυχώς εκείνο το πρωινό δεν ήταν όπως τα άλλα. Τα πρώτα σύννεφα της ανησυχίας είχαν έρθει στο σπίτι τους και σκοτείνιασαν το πρόσωπο της γυναίκας του, από τα ερωτηματικά που της είχαν ήδη γεννηθεί. Και τούτη η γυναίκα δεν ήταν από εκείνες που άφηναν ερωτηματικά αναπάντητα. Σεβόταν τον άνδρα της και το σπιτικό της όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, όπως όλες τις σωστές γυναίκες. Εκείνο όμως το πρωινό, ο άνδρας της δεν ήταν αυτός που τόσα χρόνια ήξερε. Ήταν ένα ανήσυχο αγρίμι, που στριφογύριζε στο κλουβί των αμφιβολιών του και των ανησυχιών του. Όχι, δεν θα τον άφηνε να της ξεφύγει τόσο εύκολα. Όχι, δεν θα της ξεγλιστρούσε αυτή την φορά, τόσο εύκολα. Έπρεπε να μάθει, γιατί εκείνος ήταν τόσο πολύ ανήσυχος. Τραβήχτηκε προς τα οπίσω, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Δεν τον άφησε να την φιλήσει, για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια γάμου, απ΄ όσο ήταν σε θέση να θυμάται. Δεν τον άφησε, γιατί αισθανόταν πως εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα και εκείνο το φιλί, δεν ήταν το καθημερινό φιλί της αγάπης τους, που επί 16 χρόνια, κάθε πρωί εισέπραττε, μα ήταν ένα φιλί υπεκφυγής και αποφυγής της περαιτέρω κουβέντας τους. Έμοιαζε σαν εκείνο το φιλί του Ιούδα. Και εάν δεν ήταν έτσι, τότε γιατί εκείνος δεν την κοιτάζει σήμερα στα μάτια; Τραβήχτηκε προς τα πίσω για να αποφύγει το φιλί του και το έκανε με τέτοιο επιδεικτικό τρόπο, που ήταν σίγουρη ότι εκείνος κατάλαβε ότι τούτο το έκανε επίτηδες. Και ο Ανδρέας της, δεν έκανε δεύτερη προσπάθεια. Κίνησε απλώς να πάει προς την εξώπορτα. Η Γεωργία τον πιάνει τότε από τον καρπό του και τον σταματά, πριν εκείνος απομακρυνθεί από το τραπέζι και από κοντά της. - «Ανδρέα, κάθισε σε παρακαλώ. Αν αργήσεις και δέκα λεπτά ακόμη, δεν έγινε δα και τίποτα. Εκεί είναι το μαγαζί και δεν θα φύγει. Άλλωστε βρέχει και δεν νομίζω ότι πρωί-πρωί θα τρέξουν όλοι οι πελάτες να έρθουν! Κάθισε Ανδρέα και πες μου σε παρακαλώ τι συμβαίνει, γιατί τώρα αρχίζω πραγματικά να ανησυχώ». Εκείνος προσπάθησε να γαληνέψει το πρόσωπο του και να ηρεμήσει πρώτα ο ίδιος. Χαλάρωσε, πήρε βαθιά αναπνοή και κοιτώντας το όμορφο της πρόσωπο, που και ανήσυχο, παρέμενε το ίδιο όμορφο και αμέσως της λέγει. - «Άφησε με γλυκιά μου να φύγω τώρα να μην αργήσω στο μαγαζί και το μεσημέρι που θα έρθω, τα λέμε. Εσύ κοίταξε να ηρεμήσεις, μην τυχόν και ανησυχήσεις και τα παιδιά, γιατί δεν υπάρχει και κανείς σοβαρός λόγος». Έσκυψε και πάλι να την φιλήσει και ετούτη την φορά, εκείνη δεν τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τον άφησε να την φιλήσει στο μάγουλο και ο άνδρας της αμέσως μετά και χωρίς άλλη κουβέντα, τράβηξε προς την κρεμάστρα. Πήρε το καπέλο και το σακάκι του και τα φόρεσε. Στην συνέχεια πήρε την ομπρέλα του και πριν ανοίξει την εξώπορτα να φύγει, κοίταξε και πάλι την γυναίκα του και ετούτη την φορά, της χαμογέλασε. Άνοιξε την ομπρέλα και κίνησε για το μαγαζί, ρίχνοντας μια ματιά προς τον ουρανό. Μέχρι ο άνδρας της να κλείσει πίσω του την πόρτα, παρά τις αρχές της, η Γεωργία αυτό το πρωινό, δεν κουνήθηκε από την θέση της. Δεν πήγε στην εξώπορτα, να τον βοηθήσει να φορέσει το σακάκι του, ούτε και να τον ξεπροβοδίσει. Και δεν το έκαμε συνειδητά, μα μια άλλη δύναμη, της το επέβαλλε. Ίσως η πέμπτη αίσθηση της γυναικείας της φύσης ή η δύναμη της μητρότητας της και της ανάγκης προστασίας των παιδιών της. Ίσως….

18


19

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

19


20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Βαριά η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και των δένδρων. Τα πουλιά πετούσαν βιαστικά αφήνοντας για λίγο τις φωλιές τους και επέστρεφαν γρήγορα, πάλι σε αυτές. Οι μικροί νερόλακκοι στον δρόμο, ήταν απτές αποδείξεις της δύσκολης νύχτας, που μόλις έφυγε. Κάποια παραθύρια είχαν κιόλας ανοίξει για να επιτρέψουν τον υγρό φρέσκο αέρα να μπει μέσα στα σπίτια. Κάποια άλλα, ακόμη κλειστά, φύλαγαν τα αφεντικά τους από το φως της ημέρας, μην τυχόν και αυτό ταράξει τον ύπνο τους. Ο Ανδρέας βάδιζε προς το μαγαζί, με βήμα γρήγορο. Είχε αργήσει και στα τόσα χρόνια δεν θυμάται να το είχε ξανακάνει αυτό. Ήθελε να είναι συνεπής επαγγελματίας και ήξερε, έμαθε, του το έμαθαν ο πατέρας του και ο παππούς του, ότι ο σωστός καταστηματάρχης, σέβεται πρώτα τον εαυτό του και μετά τους πελάτες του. Αγωνιούσε και έτρεμε στην σκέψη, μήπως φθάνοντας στο μαγαζί, έβρισκε να τον περιμένει ήδη, κάποιος πελάτης από έξω. Ασυναίσθητα, αισθάνθηκε ότι ο φόβος αυτός δεν ήταν πραγματικά ο φόβος του να βρει πελάτη να τον περιμένει απ΄ έξω, αλλά αντίθετα, μήπως και δεν βρει. Κατάλαβε ότι ειδικά σήμερα, ήθελε κάποιον να βρει να τον περιμένει. Ήθελε να νιώσει ασυνεπής και ας τον στεναχωρούσε αυτό. Όμως αν έτσι συνέβαινε, ίσως αυτό να έσβηνε ή να μετρίαζε τους φόβους του για την εκτιμώμενη επικείμενη συμφορά. Ίσως να καταλάβαινε ότι άδικα φοβόταν και ότι ενδεχομένως και τελικώς, μόνον αυτός να φοβόταν. Διότι η υπερβολική αγάπη, προκαλεί και φόβους, δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας, κουράζει το νου και το μυαλό του ανθρώπου με προβλήματα, που δεν υπάρχουν και απλώς αυτός με τις φοβίες του, τα δημιουργεί και τα εφευρίσκει για να τον ταλανίζουν και να τον τυραννούν. Και ο Ανδρέας έτρεφε υπερβολική αγάπη για την οικογένεια του, για την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αλλά, μήπως δεν έτρεφε την ίδια ή και μεγαλύτερη αγάπη για την Σμύρνη; Την πόλη του, όπως πολλές φορές την αποκαλούσε! Την πόλη, που την αγάπη του γι αυτήν, του την καλλιέργησαν και του την κληροδότησαν μαζί με όλα τα άλλα υλικά και ηθικά κληροδοτήματα, ο παππούς του και ο πατέρας του. Γιατί κανείς δεν κληρονομεί μόνον υλικές περιουσίες, αλλά κληρονομεί και μη υλικές αξίες, αξίες, όπως την αγάπη και τον σεβασμό για την εκκλησία και τα Θεία, την ιδέα της πατρίδος και του έθνους, τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Του κληροδοτούν και αυτός κληρονομεί την αγάπη για την δική του μικρή πατρίδα, την πόλη του, την γειτονιά του, τους ανθρώπους του. Γιατί σε εκείνη την πόλη και την γειτονιά, όλοι έμοιαζαν να είναι, σαν μια οικογένεια. Πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι, όλοι μαζί χρόνια τώρα γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην ίδια πόλη και στην ίδια γειτονιά, ένοιωθαν πως ήταν οι άνθρωποι μιας και της αυτής οικογένειας. Μιας άλλης μεγαλύτερης οικογένειας. Γνωριζόντουσαν τόσο καλά μεταξύ τους, που δεν είχαν τίποτα να κρύψουν, ο ένας από τον άλλο. Οι πόρτες όλων των σπιτιών, ήταν μονίμως σε όλους τους γείτονες, ανοιχτές. Θυμάται ο Ανδρέας την κυρά-Μαριώ. Έκανε πολύ καλά γλυκά του κουταλιού και κυρίως του ταψιού. Ήταν κομματάκι γλυκατζού, η δόλια. Όμως όλοι την παραδεχόντουσαν στην γειτονιά για τα γλυκά της. Και όσο την παίνευαν, τόσο εκείνη η καημένη, είχε δεν είχε, έκανε τα γλυκά της κάθε μέρα και με μεγαλύτερο μεράκι. Και σαν τα ετοίμαζε, όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε καθώς τα έψηνε και μόλις τελείωνε φώναζε τις γειτόνισσες. - «Έλα για κυρα-Αμαλία..», φώναζε μαζί με τις άλλες γυναίκες και την μητέρα του, «..έλα να με πεις πώς τα έκαμα, ψήθηκαν καλά; Έλα να σε φτιάξω και κανά καϊφέ και να

20


21 τα πούμε για λίγο. Να σε τρατάρω και ένα γλυκό, που μόλις τώρα το έκαμα! Έλα και εσύ κυρα-Ειρήνη..», φώναζε και την γυναίκα του Παναγή. Και καλούσε έτσι, όλες τις γυναίκες της γειτονιάς για να τις ψήσει καϊφέ (έτσι τον πρόφερε και όχι καφέ) και να τις τρατάρει και από το γλυκό που μόλις είχε κάνει με τα χεράκια της. Για την αλήθεια, κάθε μέρα ή το πολύ, μέρα παρά μέρα, έκανε και από ένα. Και είχε και όλα τα γλυκά αφημένα επάνω στο τραπέζι, όμορφα φτιαγμένα να μοσχοβολούν και άφηνε και την εξώπορτα ανοιχτή, να φαίνονται και απ΄ έξω. Και όλες οι γυναίκες πήγαιναν να πιουν καφέ στην κυρά-Μαριώ. Ήξεραν ότι το ήθελε πολύ εκείνη, μα και οι ίδιες δεν θα έβγαιναν και χαμένες. Γιατί η κυρά-Μαριώ δεν έκανε τα γλυκά μόνον για την οικογένειά της, αλλά για την γειτονιά, για την άλλη μεγάλη της οικογένεια. Και το ήξεραν ότι μετά τον καφέ, για όλες τους και ανάλογα με την οικογένεια της κάθε μιας τους, θα είχε εκείνη έτοιμο και από ένα μικρό ή μεγαλύτερο πιάτο με γλυκά, σκεπασμένο με άσπρη καθαρή πετσέτα. Και πάντα η ίδια ή σχεδόν η ίδια στιχομυθία ακολουθούσε. - «Αχ καλέ κυρά-Μαριώ, τι ωραία μυρωδιά είναι αυτή. Το σπίτι σου μοσχοβολάει και σήμερα. Τι έκαμες για πάλι, κανά γλυκό; Μπράβο σου, άξια νοικοκυρά, για στα χέρια σου. Τυχερός αυτός ο άνδρας σου. Καλέ κυρά-Μαριώ θα μου την μάθεις και εμένα αυτήν την συνταγή; Αμ πώς, για, τέτοιες γυναίκες να μην έχουν άνδρες ευτυχισμένους!» Και εκείνη καμάρωνε και χρόνια τώρα υποσχόταν να τους μάθει τις συνταγές της και ετούτη και εκείνη την συνταγή. Αλλ΄ όμως, όλα στην ώρα τους, τους έλεγε. Και μέχρι που συχωρέθηκε η καημένη, αυτή η ώρα, ποτέ δεν είχε έρθει. Δεν τις ρωτούσε πως έπιναν τον καφέ τους. Τόσα χρόνια, είχε μάθει και τα γούστα και τα χούγια της κάθε μιας. Και όπως εκείνη μέσα στην κουζίνα έψηνε τους καφέδες, άκουγε από μέσα τις δήθεν χαμηλόφωνες συζητήσεις τους. Όλες τους συνέχιζαν να την παινεύουν και μαζί και χώρια η κάθε μια. Και όσο η κυρά Μαριώ τα άκουγε μέσα από την κουζίνα, τόσο αργούσε να τελειώσει το ψήσιμο των καφέδων. Ήταν η ώρα που εισέπραττε τα ‘μπράβο’ της. Ίσως και γι΄ αυτό να έψηνε και καλό καφέ, γιατί τον σιγανόψηνε, θέλοντας να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, προκειμένου να ακούει τα παινέματα των άλλων γυναικών της γειτονιάς. Και βέβαια η αλήθεια ήταν, πως μαζί με τα γλυκά, έψηνε και πολύ καλό καφέ. - «Καλημέρα κυρ Ανδρέα, μας τα χάλασε σήμερα λίγο ο καιρός». Ήταν ο Σταμάτης, ο μανάβης της γειτονιάς και της περιοχής, που με την καλημέρα του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. - «Καλημέρα κυρ Σταμάτη, καλημέρα. Ναι, μας κάνει τερτίπια ο καιρός, αλλά πού θα πάει, το καλοκαιράκι έφθασε. Κυρ Σταμάτη, να μην το ξεχάσω, κράτησε μου και θα τα πάρω το μεσημέρι που θα επιστρέφω στο σπίτι, λίγα φρούτα και ζαρζαβατικά ή αν μπορείς πάλι να τα στείλεις εκεί με τον μικρό, ακόμη καλλίτερα και σου τα πληρώνω έπειτα εγώ, το μεσημέρι.» - «Εντάξει κυρ Ανδρέα, μην ανησυχείς. Μόλις έρθει ο μικρός, που πήγε κάπου σε μια δουλειά, θα τον στείλω στην κυρά-Γεωργία με τα καλλίτερα μου φρούτα και ζαρζαβατικά. Εσύ μην ανησυχείς καθόλου.» Αγαπούσε πολύ την οικογένεια του ο Ανδρέας και πολλές φορές την αποκαλούσε ‘‘το λιμάνι μου’’. Και αυτό ήταν γνωστό σε όλους. Όμως το ίδιο αγαπούσε και την προσωπική του πατρίδα, την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει. Την ξακουσμένη πόλη στα πέρατα της γης, που τελευταία έγινε και το «μήλον της έριδος» για τους συμμάχους. Την Σμύρνη, την ‘νύφη του Ερμαίου’, το ‘μάτι της ανατολής’, όπως αλλιώς την αποκαλούσαν. Την πόλη που ήταν Ελληνική μέσα στην Τουρκία και που οι Τούρκοι την ονόμαζαν ‘‘Γκιαούρ Ιζμίρ’’, δηλαδή ‘‘Άπιστη Σμύρνη’’. Την πόλη με τους 150.000 και πλέον Έλληνες κατοίκους της, που κρατούσαν σχεδόν όλο το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Την πόλη του παππού του, του πατέρα

21


22 του, της κυρά-Μαριώς, του κυρ Σταμάτη και τόσων άλλων. Στην πόλη, που τα όνειρα γεννιούνται απ΄ αρχής με χρώμα και πεθαίνουν, μόνον όταν η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα. Επιτάχυνε το βήμα του, γιατί σαν να άρχισε να βρέχει και πάλι για τα καλά. Από την ώρα που έφυγε από το σπίτι, συνεχώς ψιλοψιχαλίζει. Όμως τώρα άρχισε και πάλι να βρέχει αρκετά δυνατά. Άνοιξε το βήμα του για να φθάσει μια ώρα νωρίτερα στο μαγαζί, άλλωστε ήταν ήδη κοντά, να στο επόμενο σταυροδρόμι στρίβει δεξιά και στα 20 μέτρα βρίσκεται στο μαγαζί του. Έριξε μια ματιά προς τα επάνω και είδε ότι τα σύννεφα είχαν μαζευτεί πολλά και δήλωναν ότι μάλλον όλη η μέρα που ακολουθούσε, θα ήταν βροχερή.

22


23

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΒΙΒΑΣΘΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

23


24

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΥΦΗΜΟΎΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ

24


25

ΜΕΡΟΣ Β΄

25


26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Όταν πλέον ο Ανδρέας έκλεισε πίσω του την εξώπορτα του σπιτιού φεύγοντας για το μαγαζί του, τότε μόνον η γυναίκα του η Γεωργία, σηκώθηκε από την καρέκλα της και πλησίασε το παραθύρι και διακριτικά τράβηξε λίγο την κουρτίνα, ώστε να τον βλέπει καθαρά αλλά συγχρόνως και διακριτικά, όσο εκείνος θα διέσχιζε την αυλή του σπιτιού τους και μέχρις ότου να βγει από την αυλόπορτα στον δρόμο και να χαθεί πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο. Το σπίτι ήταν ένα μεγάλο διώροφο οίκημα, με πολλούς και ευρείς χώρους, κτισμένο από τον πεθερό της σε ένα οικόπεδο, κοντά μισό στρέμμα. Είχε μεγάλη αυλή, με λίγα δένδρα και αρκετούς βοηθητικούς χώρους. Όλη την έκταση του οικοπέδου, την περίφραζε και έτσι την προσδιόριζε ένας ψηλός μαντρότοιχος, που είχε προς την πλευρά του δρόμου, μια υψηλή δίφυλλη πόρτα στο μέρος αντίκρυ από την κυρία είσοδο του σπιτιού, από την οποία μπαινόβγαιναν οι ένοικοι του. Παραδίπλα είχε μια άλλη, το ίδιο υψηλή και δίφυλλη πόρτα, μα πιο μεγάλη από την προηγούμενη κατά την έννοια του πλάτους, από την οποία χωρούσε να περάσει ένα κάρο ζεμένο με ζωντανά, βόδια ή άλογα και από τον δρόμο να μπει μέσα στην αυλή και αφού ξεφορτώσει το φορτίο του, έπειτα να στρίψει μέσα σε αυτήν και να ξαναβγεί και πάλι στον δρόμο. Από αυτήν την πόρτα, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, όλοι εκείνοι οι προμηθευτάδες που έφερναν διάφορα μεγάλα και βαριά πράγματα στο σπίτι, όπως τα ξύλα για τον χειμώνα, τις λαδίκες με το λάδι, τα γεννήματα από τα χωράφια, κ.λ.π. Ήταν νοικοκυραίοι τα πεθερικά της, μα το ίδιο νοικοκύρης ήταν και ο άνδρας της. Η Γεωργία κοίταζε τον Ανδρέα στην πλάτη, καθώς εκείνος απομακρυνόταν, σάμπως έτσι, στο λίγο χρόνο που αυτός θα έκανε για να διασχίσει την αυλή, από την εξώπορτα και μέχρι την αυλόπορτα του σπιτιού τους και μέχρι να χαθεί πίσω από τον μαντρότοιχο της αυλής, θα μπορούσε να καταλάβει, ότι μέχρι πριν λίγο δεν κατάλαβε, όση ώρα κουβέντιαζαν οι δυο τους. Τον κοίταζε και της φάνηκε πως σήμερα μιλούσε σε έναν και με έναν άλλον άνδρα, όχι τον δικό της, τον Ανδρέα της. Βγήκε εκείνος από την αυλόπορτα και έστριψε για να πάει στο μαγαζί του. Ο ψηλός μαντρότοιχος της απαγόρευε πλέον να τον βλέπει και έτσι της σταμάτησε και τις ένοχες σκέψεις της. Γιατί πραγματικά ένοιωσε ενοχές, που έστω και για λίγο, έκανε εκείνες τις άσχημες σκέψεις. Τόσα χρόνια παντρεμένη μαζί του τον ξέρει καλλίτερα και από τον εαυτόν της. Ένοιωσε άσχημα και μόνο που το σκέφθηκε, όμως το ίδιο άσχημα ένοιωσε και ίσως περισσότερο, που εκείνος έφυγε για την δουλειά του και την άφησε πίσω, προβληματισμένη και γεμάτη ερωτηματικά. Δεν θυμάται να είχε ξανασυμβεί αυτό στα τόσα χρόνια που είναι ανδρόγυνο. Μωρέ δεν της βγάζει κανείς από το μυαλό, ότι κάτι παράξενο συμβαίνει, αλλά τι; αναρωτήθηκε. Για να μην καταλάβει αυτή, σήμερα τον άνδρα της, τότε σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό θα συμβαίνει. Για την Γεωργία, ο Ανδρέας είναι σαν να ήταν το πρώτο της παιδί, ο μεγάλος της γιος. Τόσο καλά τον ήξερε. Είχε μάθει από την μάνα της, ότι ο άνδρας είναι σαν ένα μωρό και η έξυπνη γυναίκα, που θέλει να κάμει ευτυχισμένη οικογένεια, πρέπει πρώτα απ΄ όλα να ξέρει καλά τον άνδρα της. Πιο καλά και από τα παιδιά της. Γιατί αυτά μια μέρα θα φύγουν και τότε, το ανδρόγυνο θα φθάσει και πάλι, εκεί απ΄ όπου πρωτοξεκίνησε, οι δυο τους και πάλι μόνοι. ‘Όχι, μα τον θεό, κάτι σοβαρό πρέπει να συμβαίνει…’, συλλογίστηκε αφήνοντας την κουρτίνα να πέσει στην φυσική της θέση και επιστρέφοντας στην κουζίνα της για τις συνηθισμένες καθημερινές δουλειές του σπιτιού.

26


27 Α!! τώρα που το θυμήθηκε. Το πρωί που κατέβηκε στην κουζίνα πριν από τον άνδρα της για να του ψήσει καφέ, βρήκε το τασάκι γεμάτο τσιγάρα. Πολλά τσιγάρα και της φάνηκε ασυνήθιστο, όχι πως δεν είχε ξανασυμβεί αυτό στο παρελθόν, αλλά μετά την πρωινή τους κουβέντα, κάτι σήμαινε για εκείνη ετούτο. Είχε πράγματι και στο παρελθόν ξανασυμβεί να βρει το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, κυρίως τα βράδια, που ο άνδρας της, τους καληνύχτιζε και καθόταν μόνος κάτω στο ισόγειο του σπιτιού, με λίγο σπιτικό πιοτό και με την ησυχία του να κάνει λογαριασμούς ή να ετοιμάσει τις παραγγελίες του καταστήματος. Γιατί η αλήθεια είναι πως ένα μεγάλο μαγαζί σαν του άνδρα της, έχει και τις σκοτούρες του. Για τούτο και δεν θα την παραξένευε την κυρά Γεωργία που είδε το τασάκι γεμάτο τσιγάρα, μα μετά την κουβέντα τους, υποψιάζεται ότι όλα αυτά τα κάπνισε, μη μπορώντας να κοιμηθεί, γιατί αυτό που ήθελε να της πει και δεν της το είπε, τον βασάνιζε από τα χθες. - «Παναγιά μου Μεγαλόχαρη, τι άραγε να συμβαίνει;..» μονολόγησε. «..Άγια μου Φωτεινή, βοήθα τον άνδρα μου στο πρόβλημά του» και αμέσως σκέφθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία που ο δρόμος θα την έβγαζε στην Μητρόπολη τους, την εκκλησιά της Αγίας Φωτεινής, θε νά έμπαινε και να άναβε ένα κερί στην χάρη της. Το έκανε συχνά αυτό, της το δίδαξε η μητέρα της, αλλά η πεθερά της. Και έτσι της είχε γίνει και της ίδιας, μια ανάγκη ζωής. Όμως σήμερα ένοιωθε πως ήθελε να μιλήσει στην ΄Παναγία΄ και στην ΄Αγία Φωτεινή΄. Ήθελε να ανάψει και στις δύο και στης κάθε μιας την χάρη, από ένα κερί και έπειτα να προσκυνήσει και να νοιώσει την ζέστη της πίστης στην καρδιά της. - «Μητέρα είσαι εδώ…», ακούσθηκε μια φωνή από το κεφαλόσκαλο, «..μητέρα είσαι κάτω; με ακούς;» - «Εδώ είμαι αγάπη μου, εδώ κάτω και κάνω δουλειές χαρά μου, άντε να πλυθείς, να ντυθείς και κατέβα κάτω που θα σου έχω έτοιμο και το πρωινό σου. Μην μου λες καλημέρα ακόμη, πρώτα να πλυθείς και μετά θα μου την πεις, γιατί εγώ την καλημέρα την καταλαβαίνω, μόνον όταν θα με φιλήσεις κιόλας. Άντε κόρη μου και βιάζομαι να πάρω το φιλί σου». Ήταν η μικρή της η κορούλα η Κατερίνα. Ήταν 9 χρόνων και είχε το όνομα της συχωρεμένης της μητέρας της, της Ρίνας της αρχόντισσας από το Αϊβαλί. Η θύμηση της μάνας της, την έκανε να δακρύσει, αλλά γρήγορα-γρήγορα σκούπισε το δάκρυ της, πριν αυτό χαράξει στο μάγουλο της, την δική του διαδρομή, απόδειξη της πρόδηλης αγάπης της και πριν η μικρή της κορούλα κατέβει κάτω. Δεν ήθελε και δεν έπρεπε να την δει δακρυσμένη και αφού ξαναφόρεσε το χαμόγελο της τρυφερής μανούλας, ασχολήθηκε με το να ετοιμάσει το πρωινό της. Η γλυκιά φωνή της Κατερίνας της, την έκανε να ξεχάσει προσωρινά, όλα όσα μέχρι εκείνη την στιγμή την βασάνιζαν. Ζέστανε το γάλα της, έκοψε 3 φέτες ψωμί και τις άλειψε με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα ροδάκινο. Έβαλε στο τραπέζι και ένα βαζάκι με μέλι και μέχρι να φέρει και λίγο τυρί, το στερνοπούλι της κατέβαινε τις σκάλες. Τρέχει και την αγκαλιάζει και την φιλά. - «Καλημέρα μανούλα..», της λέει, «..γιατί δεν με ξύπνησες και μένα να σε βοηθήσω στις δουλειές;», συμπληρώνει με την παιδική της αφέλεια και τον κοριτσίστικο αυθορμητισμό της. - «Χαρά μου, γλυκό μου κοριτσάκι, στάσου να σε φιλήσω και εγώ» και την τραβάει στην αγκαλιά της και την σφίγγει πάνω της αυθόρμητα και με ασυνήθιστη λαχτάρα. - «Σιγά καλέ μαμά, δεν μπορώ να αναπνεύσω» ακούγεται να της λέει η κόρη της και τότε μόνον εκείνη συνειδητοποιεί, ότι πράγματι υπερέβαλλε ετούτη την φορά σε αυτήν της την σημερινή εκδήλωση αγάπης προς την κόρη της. Θέλεις εκείνο το παράξενο βροχερό πρωινό, θέλεις η ανάμνηση της μητέρας της, θέλεις το μητρικό της φίλτρο ή η

27


28 γυναικεία διαίσθησή της μάνας, κάτι τέλος πάντων από αυτά ή και όλα μαζί, την έκαναν άθελα της, να φερθεί έτσι. - «Μάτια μου, η αγάπη μου για σένα μου έδωσε την δύναμη αυτή και αυτή η αγάπη δεν μπόρεσε και να την ελέγξει κιόλας. Έλα κάθισε να φας, σου τα έχω όλα έτοιμα, θέλεις μήπως και κάτι άλλο ψυχή μου;» - «Όχι καλέ μητέρα, σήμερα έχεις βάλει πολύ περισσότερα από τις άλλες ημέρες και με ρωτάς κιόλας εάν θέλω και άλλο;» Θόρυβος ακούσθηκε από το επάνω πάτωμα και κάτι σαν ομιλίες. Κατάλαβαν και οι δυο τους, μάνα και κόρη, ότι ξύπνησαν και τα άλλα δυο παιδιά της οικογένειας, ο Κωνσταντίνος και η Αμαλία. Άφησε η Γεωργία την μικρή της κόρη να τρώει το πρωινό της και πήγε πίσω στην κουζίνα της, για να ετοιμάσει πρωινό και για εκείνα της τα παιδιά. - «Μαμά καλημέρα..», φώναξε ο Κωνσταντίνος και αμέσως μετά απευθύνθηκε στην μικρή του αδελφή, που την είδε να τρώει και πειράζοντάς την, της λέει, «…Ρίνα Κατερίνα, όσο και να φας, θε να σαι πάντοτε για μας, η μικρή μας η ψιψίνα». - «Καλέ μαμά, πες του κάτι σε παρακαλώ του Κωνσταντίνου μας. Μεγάλωσα πια τώρα, δεν είμαι μωρό.. Πες του να μην με πειράζει, σε παρακαλώ». - «Φάε γλυκιά μου και ο αδελφός σου επειδή σε αγαπάει, σε πειράζει. Βέβαια μεγάλωσες, αλλά δεν έγινες δα και μεγάλη κοπέλα. Μην βιάζεσαι χαρά μου, γιατί έτσι θα γεράσεις και γρήγορα. Άλλωστε όσα χρόνια και να περάσουν, πάντα θα είσαι η μικρότερη. Και εύχομαι να περάσουν πολλά, πάρα πολλά χρόνια και να σας αξιώσει ο Θεός να κάνετε παιδιά και να μεγαλώσετε εγγόνια και να δείτε και τρισέγγονα. Και μέχρι τότε, έτσι αγαπημένοι να είστε, μα πάντα θα είσαι για όλους μας το στερνοπούλι μας, αυτό να το θυμάσαι». - «Τι πάθατε καλέ πρωί-πρωί και μαλώνετε;..» ακούσθηκε να ρωτάει η Αμαλία, καθώς κατέβαινε και εκείνη τις ξύλινες σκάλες και ερχόταν προς το μέρος τους. «..πάλι Κωνσταντίνε πειράζεις την Κατερίνα μας; Ά μαμά, θέλω να σου πω κάτι. Η Κατερίνα μας μεγάλωσε πια και πρέπει να έχει το δικό της δωμάτιο. Έγινε ολόκληρη κοπέλα, δεν είναι έτσι; Θέλω να πεις του πατέρα ότι πρέπει να έχει τον δικό της χώρο, δεν συμφωνείς;» - «Τα βλέπεις καλέ μαμά, που σου το λέω. Μεγάλωσα, ορίστε το λέει και η Αμαλία μας. Μόνο ο Κωνσταντίνος και εσύ δεν το βλέπετε!» - «Μάτια μου δεν είπαμε αυτό. Και βέβαια μεγάλωσες και θα μεγαλώσεις κι άλλο. Όμως όσο και να γίνεις, πάντα θα είσαι πιο μικρή και από τον Κωστή μας και από την Αμαλία μας». - «Ναι αλλά, άλλο η μικρότερη και άλλο η ψιψίνα σας». - «Μα γλυκιά μου, ψιψίνα λέμε πάντα, όσο χρονών και να γίνει, το μικρότερο κορίτσι της οικογένειας. Όταν βλέπεις μια γατούλα, την ρωτάς πόσο χρονών είναι; Όχι βέβαια. Όμως την αποκαλείς ‘τι όμορφη ψιψίνα’! Ε! αυτό εννοεί και ο αδελφός σου». Και με αυτές τις κουβέντες η κυρά-Γεωργία κλείνει το μάτι πονηρά στον γιο της και στην μεγάλη της κόρη, ενώ λέγοντας αυτά, φρόντισε να πλησιάσει την μικρή της κόρη και να της χαϊδέψει το κεφαλάκι της. Βέβαια πιο πολύ το έκανε, για να σιγουρευτεί ότι δεν θα το σήκωνε ξαφνικά να την κοιτάξει και έτσι θα υπήρχε και ο κίνδυνος να έβλεπε το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού της, στα άλλα δυο αδέλφια της. Αυτό ήξερε ότι θα την πλήγωνε. - «Έτσι είναι Αμαλία;», ρώτησε την αδελφή της. - «Και βέβαια έτσι είναι βρε χαζό. Και ξέρεις πόσο ζηλεύω και θα ήθελα να ήμουνα εγώ στην θέση σου. Μαμά, μπορούμε να αλλάξουμε και από σήμερα να λέτε εμένα ψιψίνα, που λίγο ζηλεύω την Κατερίνα μας;» - «Όχι, όχι μαμά, εγώ είμαι η μικρότερη της οικογένειας. Εσύ με περνάς τέσσερα χρόνια, εγώ είμαι η ψιψίνα. Μίλα και εσύ Κωνσταντίνε που είσαι ο μεγάλος. Μίλα ντε!!»

28


29 - «Αμαλία, έχει δίκιο η Κατερίνα. Δεν ξέρω τι λέει η μαμά, αλλ΄ εγώ δεν μπορώ να σε πω εσένα ψιψίνα. Εγώ θα λέω το Κατερινάκι μας έτσι και όταν θα έρθει και ο μπαμπάς, θα του πω να συμφωνήσει και εκείνος μαζί μου. Φάε γλυκιά μου εσύ και άσε τι λέει η Αμαλία μας. Για όλους μας, μόνο εσύ είσαι και θα είσαι για πάντα, η ψιψίνα μας». Και έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο. Κοιτάχτηκαν βιαστικά στα μάτια μάνα, γιος και μεγάλη κόρη και αμέσως έστρεψαν τα βλέμματά τους στην μικρότερη της οικογένειας. Τα μάτια της έλαμπαν, που δεν έχασε το μοναδικό της προνόμιο, να είναι η μικρότερη και συνεπώς η ψιψίνα τους κα με περίσσια διάθεση, πήρε μια από τις φέτες της, που ήταν αλειμμένες με βούτυρο και μαρμελάδα και την πρόσφερε στον αδελφό της, Ήταν το τίμημα και ένα ευχαριστώ προς εκείνον, για την υποστήριξή του.

29


30

ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΟΠΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ

30


31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ - «Κυρία Γεωργία, κυρία Γεωργίααα,..» ακούσθηκε μια φωνή από την αυλή του σπιτιού και σε δευτερόλεπτα και πριν προλάβει να απαντήσει η οικοδέσποινα, κτύπος ακούσθηκε στην εξώπορτα και η ίδια φωνή να επαναλαμβάνει. - «Κυρία Γεωργία είσαι μέσα, ο Νικολάκης είμαι από το μανάβικο του κυρ Σταμάτη, μ΄ ακούς; Κυρά Γεωργίααα, …είναι κανείς μέσα;» και επανέλαβε το κτύπημα στην πόρτα, αυτήν την φορά ισχυρότερο. Τα παιδιά σταμάτησαν τον πρωινό τους, σχεδόν καθημερινό ψευτοκαυγά, που ως συνήθως, κάθε πρωί επαναλαμβανόταν στο ίδιο σχεδόν μοτίβο και έστρεψαν όλα μαζί τα κεφάλια τους προς την πόρτα και μετά προς την μητέρα τους. - «Έρχομαι Νικολάκη, ένα λεπτό αγόρι μου έρχομαι, τα χέρια μου να σκουπίσω και έρχομαι, μην φωνάζεις», απάντησε η μητέρα τους. Ο Νικολάκης ήταν περίπου 17 χρόνων. Λίγο μεγαλύτερος από τον γιο της. Ο πατέρας του, ο Δημητρός, είχε πρόσφατα σακατευτεί σε ένα εργατικό ατύχημα και έκτοτε δεν μπορούσε να δουλέψει και έτσι ο γιος του, ο Νικολάκης, από τότε, εδώ και δύο χρόνια δηλαδή, ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει εκείνος για να ζήσει την οικογένεια τους, που ήταν τετραμελής. Γιατί εκτός από τους δυο τους, πατέρα και γιο, υπήρχαν επιπλέον η μητέρα του και η μικρή του αδελφή. Ο κυρ Σταμάτης ο μανάβης, το αφεντικό του, χρόνια γείτονας και φίλος με την οικογένεια και με τον πατέρα του Νικολάκη, τον Δημητρό, μεγάλωσαν μαζί και είναι παιδικοί φίλοι. Έτσι πήρε το παιδί στην δούλεψή του και καλά να είναι ο άνθρωπος. Γιατί το παλικάρι αυτό, εκτός από την δουλειά, πήγαινε και στο σχολείο, αγαπούσε πολύ τα γράμματα και ήθελε να τα μάθει. Έτσι το αφεντικό του, ήταν πολύ ελαστικός στο ωράριο του. Τον ήθελε στο μαγαζί, μετά που θα σχόλναγε από το σχολείο και αφού θα είχε διαβάσει. Μάλιστα μια φορά πήγε και ο ίδιος στο δάσκαλο και τον ρώτησε πώς τα πηγαίνει ο Νικολάκης στο σχολείο και όταν εκείνος του είπε ότι το παιδί δυσκολευόταν λίγο, από τότε όλο και εύρισκε δικαιολογίες, για να μην τον απασχολεί πολύ και να τον στέλνει σπίτι του, κάθε μέρα και νωρίτερα. Μέχρι του σημείου δηλαδή, που μια φορά, ο μικρός Νικολακής αρνήθηκε να πάρει τα λεφτά που του έδινε το αφεντικό του για πληρωμή και είπε ότι δεν τα δικαιούται, επειδή δεν δούλεψε σχεδόν καθόλου εκείνον τον μήνα που ήταν μήνας εξετάσεων στο σχολείο και έφυγε από το μανάβικο, αφήνοντάς τα επάνω στον πάγκο. Ο κυρ Σταμάτης τότε, υποχρεώθηκε ο ίδιος να πάει στο σπίτι του φίλου του και πάλι να πει μισές αλήθειες και μισά ψέματα, για να πείσει τον μικρό Νικολάκη να πάρει το μηνιάτικό του. Δηλαδή του είπε ότι δήθεν, όταν θα είχαν πολύ δουλειά και τότε θα του ζητούσε να δουλέψει υπερωρία, δεν θα τον πλήρωνε παραπάνω και έτσι θα πατσίζανε. Εκείνος πάλι αρνιόταν, γιατί έλεγε ότι «Εγώ θέλω να δουλέψω, όχι να ζητιανέψω και ούτε λύπες και τέτοια θέλω». Ήταν πολύ περήφανος ο μικρός Νικολάκης και ακόμη περισσότερο αξιοπρεπής. Δεν ήθελε ελεημοσύνες, δουλειά ήθελε. Ήταν γνωστό σε όλους ότι ο κυρ Σταμάτης ήταν μεγαλόψυχος και καλός Χριστιανός. Ήθελε να βοηθήσει την οικογένεια του φίλου του, αλλά δεν ήθελε να το κάνει σαν ελεημοσύνη. Ήξερε ότι ήταν υπερήφανος και αξιοπρεπής ο φίλος του ο Δημητρός και όση ανάγκη και να είχε, δεν θα καταδεχόταν ελεημοσύνης από κανέναν. Μάλιστα, υπήρχε περίπτωση κάτι τέτοιο, να το εκλάμβανε και ως προσβολή. Αυτόν έμοιασε ο γιος του και για τούτο και αρνήθηκε εκείνη την φορά να πάρει τα χρήματα, όμως ο κυρ Σταμάτης ήξερε σε ποιόν και με ποιόν μιλούσε. Ελεημοσύνη το παιδί δεν ήθελε και αυτό του το υπέβαλλαν και ταυτόχρονα του το απαγόρευαν, η δική του πλέον υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια.

31


32 Όλα αυτά τα ήξερε πολύ καλά το αφεντικό του Νικολάκη, ο κυρ Σταμάτης και από κανένα απόγευμα πήγαινε και από το σπίτι τους και καθόταν να κάνει παρέα του πατέρα του και παιδικού του φίλου και να πιουν και κανένα καφέ οι δυο τους, όπως έκαναν τότε στα παλιά, κυρίως τις Κυριακές το πρωί μετά την εκκλησιά, στο καφενείο κοντά στην Μητρόπολη. Και τότε στα μάτια του Δημητρού, έβλεπε το ευχαριστώ και ας μην το άκουγε από τα χείλη του, κάτι που και εκείνος δεν θα το ήθελε. Άλλωστε τα πιο σωστά πράγματα, δεν λέγονται με λόγια, μα με την γλώσσα της σιωπής. - «Τι φωνάζεις βρε γιόκα μου έτσι πρωί-πρωί, θα ξυπνήσεις και την γειτονιά..» του είπε η κυρά-Γεωργία, μόλις του άνοιξε την πόρτα και τον είδε εκεί έξω φορτωμένο με τις σακούλες. «..τι είναι για αυτά που κρατάς γιε μου, έλα μέσα να σε τρατάρω κάτι, να φας και πρωινό μαζί με τα παιδιά. Έχει ζεστό γάλα, βούτυρο, μέλι και μαρμελάδα. Έλα μέσα γιε μου». - «Ευχαριστώ κυρά-Γεωργία, ευχαριστώ, αλλά πρέπει να γυρίσω στο μαγαζί. Ο κυρ Σταμάτης είναι μόνος του και από ότι κατάλαβα, σήμερα έχει και πολύ δουλειά και έχει και άλλες παραγγελίες να πάω. Περιμένουμε και εμπόρευμα. Πάρε σε παρακαλώ τα πράγματα και μιαν άλλη φορά θε να καθίσω. Μα τώρα έχουμε πολύ δουλειά και πρέπει να βιαστώ.» Γέρνει το κορμί του λίγο στα αριστερά, για να μπορέσει από το πλάι του κορμιού της κυρά Γεωργίας να δει καλλίτερα στο εσωτερικό του σπιτιού και τότε καλημερίζει τα παιδιά και τα εύχεται και καλή όρεξη. Έπειτα δίνει τις σακούλες στην οικοδέσποινα και εκείνη τον ρωτάει. - «Τι είναι για αυτά Νικολάκη, δεν με είπες, ντε;» - «Το πρωί, την ώρα που πέρασε ο κυρ Ανδρέας από το μανάβικό, είπε του αφεντικού μου να στείλει στο σπίτι λίγα φρούτα και ζαρζαβατικά. Τα καλλίτερα και τα πιο φρέσκα είπε να φέρουμε. Ε! και εγώ τώρα τα έφερα.» - «Και πόσο κάνουν Νικολάκη, για να σε πληρώσω;» - «Δεν ξέρω κυρία Γεωργία, δεν ξέρω. Συνεννοήθηκαν ο κυρ Ανδρέας με το αφεντικό μου και θα τα πληρώσει το μεσημέρι που θα περάσει πάλι, όταν θα έρθει πίσω στο σπίτι για φαγητό. Τώρα να φεύγω και εγώ, γιατί άργησα. Καλημέρα σε όλους σας» και έκανε μεταβολή για να φύγει. - «Στάσου βρε Νικολή, στάσου ένα λεπτό και μην βιάζεσαι τόσο πολύ. Εκεί είναι και το μαγαζί και το αφεντικό σου και δεν θα φύγουν. Και έπειτα αν σου πει τίποτα ο κυρ Σταμάτης, πες του ότι εγώ σε καθυστέρησα. Στάσου και ο άνδρας μου θα πληρώσει το αφεντικό σου, όμως εγώ δεν σε τράταρα τίποτα που ήρθες στο σπίτι μας και που κουβάλησες όλα τούτα. Τουλάχιστον στάσου να σου δώσω κάτι για τον κόπο σου. Και αυτό θα το πάρεις οπωσδήποτε» και πιάνει το πορτοφόλι της για να βγάλει χρήματα. - «Όχι κυρία Γεωργία, δεν κάνει και εγώ πληρώνομαι από το αφεντικό μου για αυτήν την δουλειά». - «Έλα βρε Νικολάκη, άλλο είναι ο κυρ Σταμάτης και άλλο εγώ. Εκείνος είναι το αφεντικό σου στο μαγαζί και σε πληρώνει γιατί του δουλεύεις. Μα αφού ήρθες μέχρι το σπιτικό μου και εδώ εγώ είμαι η νοικοκυρά και δεν καταδέχεσαι να σε τρατάρω και επειδή εγώ σε αγαπάω κιόλας, όχι πως και ο κυρ Σταμάτης δεν σε αγαπά, τότες θα δεχθείς το φιλοδώρημά μου και να τρατάρεις εσύ τον εαυτόν σου εκ μέρους μου, όποτε και με ότι εσύ θελήσεις. Δεν θα με προσβάλεις και δεν θα σου δώσω δα και μισθό. Κάτι, έτσι σαν ένα ευχαριστώ, που με τίμησες και ήρθες και μέχρι το σπιτικό μας. Έλα παρ΄ το σε παρακαλώ και σε παρακαλάνε και τα παιδιά, που δεν έκατσες και μαζί τους κιόλας, για να πάρεις πρωινό, ε παιδιά;» - «Ναι, ναι» φώναξαν όλα μαζί από μέσα.

32


33 - «Καλά κυρία Γεωργία και σε ευχαριστώ πολύ, μα δεν ήταν ανάγκη. Έχει δίκιο το αφεντικό μου, που σας φωνάζει ‘η κυρ΄ αρχόντισσα’, έχει πολύ δίκιο, σας ευχαριστώ και καλημέρα σας» και με τα λόγια αυτά και αφού απλώνει το χέρι και παίρνει το φιλοδώρημα, κάνει μεταβολή και με βήμα γρήγορο, σχεδόν τροχάδην, απομακρύνεται, φθάνει στην αυλόπορτα, βγαίνει έξω στρίβει και χάνεται πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο. Και έφυγε και ευχαριστημένος, που και την αξιοπρέπεια του διαφύλαξε με την αρχική του άρνηση να δεχθεί το φιλοδώρημα, μα και που δεν το έχασε κιόλας εξ αιτίας της διακριτικής επιμονής της κυρίας Γεωργίας και των παιδιών της. Και φιλοδώρημα σαν αυτό, κάθε ένας θα το ήθελε, γιατί ήταν ένας γερός μποναμάς και τον έχει ανάγκη και αυτός και η οικογένεια του. Και επειδή όλοι τους εκεί στην γειτονιά, αυτή του την ανάγκη την ξέρουν, μα ξέρουν και πόσο υπερήφανος είναι ο μικρός, ζητούν από το αφεντικό του να τους στέλνει τα ψώνια στο σπίτι με τον Νικολάκη, για να έχουν την ευκαιρία να του δώσουν κάτι τις, σαν φιλοδώρημα. Και εκείνος πάντα το αρνείται μα και σχεδόν πάντα υποκύπτει στα επιχειρήματα των άλλων και έτσι και το παίρνει. Γιατί στ΄ αλήθεια τα έχει ανάγκη, μιας και τέσσερα στόματα περιμένουν να τραφούν στο σπίτι. Η κυρία Γεωργία, πήρε τις σακούλες και πήγε στην κουζίνα της και τις ακούμπησε στον πάγκο και άρχισε αμέσως να τις αδειάζει. - «Κωνσταντίνε, μόλις τελειώσεις το πρωινό σου, πήγαινε μια βόλτα από το μαγαζί του πατέρα σου. Σήμερα τον είδα κάπως κουρασμένο και θα ήθελα να πάς να τον βοηθήσεις λίγο. Εσύ Αμαλία να συμμαζέψεις επάνω τα δωμάτια σας, το δικό σας και του αδελφού σου και η Κατερίνα μας θα με βοηθήσει στην κουζίνα, θα μαζέψει το τραπέζι στην αρχή και μετά θα της πω εγώ τι άλλο θα κάνει». Ήξερε ότι τα παιδιά της, κυρίως οι κόρες της, έπρεπε να γίνουν πριν απ΄ όλα, καλές νοικοκυρές. Η γυναίκα πρέπει να μαθαίνει από μικρή τις δουλειές του σπιτιού. Γιατί η νοικοκυροσύνη της κοπέλας ήταν η δεύτερη της προίκα, μιας και η υλική προίκα που θα της έδιναν οι γονείς της σε ρούχα, υφαντά, κεντητά, χρήματα, χωράφια ή ότι άλλο, ερχόταν τρίτη σε αξία και σειρά. Πρώτη λογιζόταν η τιμιότητα της και βάραινε η αξιοπρέπεια της, μετά η νοικοκυροσύνη της και τελευταία στην σειρά μετρούσε και ήταν η υλική της προίκα. Αυτό το ήξερε καλά η κυρά Γεωργία και ήξερε και πόσο μεγάλη αξία ήταν για μια κοπέλα, εκτός από τίμια να την χαρακτήριζαν οι άλλες γυναίκες και άξια νοικοκυρά.

33


34

ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

ΤΟ 1922

34


35

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Ανοίγει την εξώπορτα του σπιτιού ο Κωνσταντίνος και βγαίνει έξω, ενώ η μητέρα του, του έδινε τις τελευταίες συμβουλές και τον κατευόδωνε. Είχε σταματήσει να βρέχει όμως, αραιά και που κάποιες σταγόνες νερού έπεφταν και έβρεχαν το πρόσωπό του. Εκείνος μόλις έφθασε περίπου στο μέσον της αυλής, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Κοίταξε ψηλά και είδε τα μαύρα σύννεφα, να μαζεύονται απειλητικά και πάλι. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την μητέρα του και μεμιάς της λέει, ΄΄είδες που άδικα ανησυχείς, δεν βρέχει΄΄ και με τα λόγια αυτά, στρέφει και πάλι προς τα εμπρός και συνεχίζει το βηματισμό του προς τον δρόμο. Όμως από μέσα του σκέφτεται και προβληματίζεται, εάν πράγματι έπραξε καλά ή όχι, που δεν πήρε μια ομπρέλα μαζί του. - «Δεν χόρτασες να βρέχεις όλη την νύχτα;» μονολόγησε και φθάνοντας στην αυλόπορτα και βγαίνοντας στον δρόμο, άνοιξε το βήμα του. Ήθελε στην περίπτωση που και πάλι άρχιζε να βρέχει, να μην τον βρει η βροχή στο δρόμο, αλλά να έχει φθάσει στο μαγαζί. Η κυρά-Γεωργία η μάνα του, πριν φύγει από το σπίτι, του έδινε μια ομπρέλα, μα εκείνος δεν την πηρέ λέγοντάς της, «έλα καλέ μητέρα, πώς κάνεις έτσι; νέο παιδί είμαι. Αν κάνει πως ξαναβρέχει, θα πατήσω μια τρεχάλα και να, έφθασα. Κι ύστερα δεν είμαι δα και από ζάχαρη». Όσο και αν εκείνη να επέμενε, τελικά δεν κατάφερε να τον πείσει να πάρει την ομπρέλα μαζί του. Και όταν συνέχισε να τον πιέζει, εκείνος της είπε, «τα πουλάκια μητέρα έχουν ομπρέλα; ίσαμε ένα σπουργίτη δεν με έχεις πια; και είμαι ολόκληρος άνδρας». Και η αλήθεια ήταν, πως σαν νέος που ήταν, το αίμα του έβραζε και ύστερα, τι και εάν θα έβρεχε; το καλοκαίρι ήδη είχε έρθει και ο καιρός είχε ζεστάνει για τα καλά. Ακόμη και εάν θα βρεχόταν, δεν θα πάγωνε, επειδή δυο σταγόνες νερού έπεσαν επάνω του! - «Ναι αγόρι μου έγινες άνδρας», του απαντούσε η μητέρα του κάθε φορά που της πρότασσε τούτο το επιχείρημα, γιατί δεν ήθελε και δεν έπρεπε να του πάει και κόντρα. Ο Κωστής της, ήταν σε κρίσιμη ηλικία ενηλικίωσης και σε αυτήν την ηλικία, όλα τα παιδιά γενικώς, αντιδρούν. Γιατί βρίσκονται ακριβώς ανάμεσα στην ηλικία ενός παιδιού και ενός ενήλικα και ανάλογες και αντίστοιχες και διαφορετικές εκάστοτε, έχουν αντιδράσεις. Το ήξερε αυτό η κυρία Γεωργία και γι΄ αυτό και τον αντιμετώπιζε πάντα με χαλαρότητα. Ήταν το παιδί της, στην εφηβεία και σε εκείνη την ηλικία, που μέσα του συγκρούονταν ο έφηβος και ο άνδρας και άλλοτε υπερτερούσε ο ένας και άλλοτε ο άλλος. Η φύση έκανε το δικό της παιχνίδι και τους κανόνες τους όριζε μόνη της. Γι αυτό και ο Κωνσταντίνος της, άλλοτε συμπεριφερόταν σαν παιδί και άλλοτε σαν άνδρας. Βρισκόταν στην ηλικία των διακυμάνσεων σε ότι αφορά τις συμπεριφορές του. Από την μια ήταν το παιδί της μαμάς και από την άλλη ήταν ο άνδρας του πατέρα και πάντα, ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας και μάλιστα αγόρι. Υπήρχαν δηλαδή ταυτόχρονα, όλα εκείνα τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά, ώστε άλλοτε να φέρεται ως παιδί και άλλοτε ως άνδρας ή τουλάχιστον να προσπαθεί να φέρεται ως άνδρας και όποτε το έκρινε και απαραίτητο, το επικαλούνταν κιόλας ο ίδιος. - «Ναι αγόρι μου, έγινες άνδρας. Άλλωστε το λέει και ο πατέρας σου, συχνά αυτό. Όμως ο πατέρας σου, που είναι και εκείνος άνδρας, πήρε ομπρέλα, ενώ εσύ δεν θέλεις να πάρεις. Θέλω τότε να μου υποσχεθείς ότι σε περίπτωση που βραχείς, θα έρθεις αμέσως στο σπίτι για να αλλάξεις. Δεν θα μείνεις ούτε λεπτό με τα ρούχα βρεγμένα. Έτσι αγόρι μου;» - «Ναι μαμά, ναι. Πώς κάνεις έτσι, λες και είμαι μωρό!» και ταυτόχρονα ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω, ενώ η μητέρα του όρθια στην πόρτα, του έλεγε, «όχι καμάρι μου, όχι βλαστάρι μου, δεν είσαι μωρό, αλλά όπως είπαμε και μην το ξεχνάς, έτσι; ούτε

35


36 λεπτό δεν θα μείνεις βρεγμένος, θα έρθεις αμέσως στο σπίτι, να αλλάξεις ρούχα. Άντε στο καλό και κοίτα να βοηθήσεις τον πατέρα σου, γιατί όπως σου είπα, σήμερα τον είδα λίγο κουρασμένο». Άνοιξε το βήμα του ο Κωνσταντίνος και στον δρόμο σκεφτόταν πως άμα συνεχίσει ο καιρός να είναι έτσι βροχερός όλο το καλοκαίρι, τότε εκείνο, μάλλον θα περάσει άσχημα. Και το Σεπτέμβρη, πάλι σχολείο και στην σκέψη αυτή, έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Όταν είσαι 15 χρονών, τα προβλήματα που μπορεί να σε ταλανίζουν, δεν μπορεί παρά να είναι εκείνα, που παιδεύουν το μυαλό ενός παιδιού, όσο και εάν εκείνο θέλει να πιστεύει πως έγινε άνδρας. Γιατί η φύση έχει βάλει και εδώ τις ασφαλιστικές της δικλείδες. Ένα αρσενικό των 15 χρόνων, είναι ένας άγουρος άνδρας ή ένα, σχεδόν ώριμο παιδί. Πώς και γιατί να σκεφθεί ο Κωστής την όλη κατάσταση που επικρατούσε στην Μικρά Ασία. Αυτά και άλλα τέτοια και όλα τα σοβαρά προβλήματα της οικογένειας, συνήθως τα σκέπτεται ο πατέρας, που άλλωστε ένας από τους ρόλους του και τις ευθύνες του, είναι και αυτός. - «Καλημέρα Κωνσταντίνε, πού τρέχεις έτσι βιαστικός, πρωί-πρωί;» - «Καλημέρα κυρ Αντώνη, πηγαίνω στο μαγαζί για να βοηθήσω τον πατέρα μου. Μάλλον σήμερα θα πρέπει να έχει πολύ δουλειά, έτσι είπε η μητέρα και επειδή φοβάμαι πως θα βρέξει, άνοιξα το βήμα, μην τυχόν και με πιάσει η βροχή στο δρόμο». - «Α!! μα τότε να πεις στον πατέρα σου την καλημέρα μου. Είμαστε ξέρεις από παιδιά φίλοι και τον εκτιμώ ιδιαίτερα.» - «Θα του τα πω κυρ Αντώνη, θα του τα πω». Και συνέχισε να περπατά ακόμα πιο γρήγορα. Ο κυρ Αντώνης φίλος του πατέρα του από τα παλιά, από τα παιδικά τους χρόνια, τον αγαπούσε πολύ τον Κωστή ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε με την όλη συμπεριφορά του. Ίσως γιατί και ο Κωστής, όχι σαν φίλο του πατέρα του, αλλά σαν κάτι παραπάνω να του συμπεριφερόταν όλα αυτά τα χρόνια, όποτε τον συναντούσε. Και ο κυρ Αντώνης, είχε και ένα καημό, που δεν είχε αρσενικό στην φαμίλια του. Τρία κορίτσια έκανε και έχει ακόμη την υποψία ότι ο πατέρας του πέθανε, με το παράπονο πώς ένα του εγγόνι, δεν είχε το όνομά του. Στην Σμύρνη ήταν ιδιαίτερη τιμή για κάποιον, όταν ένα του εγγόνι, έφερε το όνομα του. Ο κυρ Ανδρέας, που τα ήξερε όλα αυτά, ήθελε να δώσει το όνομα του πατέρα του σε ένα του κορίτσι, στην μεγαλύτερη του κόρη, αλλά πού εκείνος. ‘‘Όχι’’ είπε και τελείωσε. Το όνομα του, ‘‘ρσενικό’’ όπως έλεγε με την βαριά του από το τσιγάρο φωνή, να γυρίσει και να γένει θηλυκό και να δοθεί σε ένα κορίτσι, έστω και εάν αυτό είναι η εγγονή του; «Και με τι μούτρα μωρέ εγώ θα βγω στον καφενέ; Με τι μούτρα; Δεν πεθαίνω καλλίτερα, γιε μου!» του έλεγε. Και όταν έτσι του έλεγε, τόσο εκείνος ένοιωθε ενοχές, που γιο δεν είχε και μέσα στο σπίτι του, δεν ακουγόταν το όνομα του πατέρα του, σε ένα του παιδί. - «Έπρεπε να την πάρω την ομπρέλα μαζί μου, καλά έλεγε η μητέρα» σκέφθηκε, καθώς αισθάνθηκε μερικές μεγαλύτερες τούτες την φορά από τις συνηθισμένες ψιχάλες να του έρχονται στο κεφάλι και στους ώμους και σκέφθηκε πως καλά έκανε που επιτάχυνε το βήμα του. Στην επόμενη γωνιά έστριψε και μπροστά του στα 20 μέτρα ήταν το μαγαζί του πατέρα του. Με το που έμπαινε μέσα, σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισε να δυναμώνει και η βροχή. ‘‘Με αγαπάει ο Θεός’’, σκέφθηκε, καλημερίζοντας τους υπαλλήλους.

36


37

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ ΤΗ Σ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟ 1922

37


38

ΜΕΡΟΣ Γ΄

38


39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Φθάνοντας στο μαγαζί ο Ανδρέας, δεν βλέπει κόσμο απ΄ έξω, παρά μόνον τους τρεις υπαλλήλους του. Όμως παρά τους αρχικούς του προβληματισμούς, που σε όλο τον δρόμο είχε, δηλαδή εάν θα υπήρχε ή όχι κόσμος να τον περιμένει απ΄ έξω από το μαγαζί και ενώ ο ίδιος αρχικά ευελπιστούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί αυτό θα σήμαινε για εκείνον ότι τίποτα το σοβαρό δεν τρέχει και ότι άδικα ανησυχεί, τελικώς και μετά από σκέψη, άλλαξε άποψη. ‘‘Πώς είναι δυνατόν αυτό να είναι μέτρο σύγκρισης και κρίσης’’, σκέφθηκε και ένοιωσε άσχημα, που τόσο εύκολα παρασύρθηκε σε τέτοιες σκέψεις. Αυτός που ήξερε ότι η ζυγαριά δεν ήταν μόνον εργαλείο της δουλειάς του, μα και της ζωής του. Γιατί απ΄ όσο θυμάται τον εαυτό του, τα πάντα τα ζύγιαζε πρώτα απ΄ όλα στην ζυγαριά του μυαλού του. Σήμερα όμως, μάλλον με την ζυγαριά της καρδιάς, θα πρέπει να σκέφτηκε και γι΄ αυτό και έκαμε και τέτοιες σκέψεις. Πώς τώρα παρασύρθηκε, ούτε και αυτός το κατάλαβε, όμως το δικαιολόγησε στον εαυτόν του, λέγοντας του ότι απλώς μόνον ως σκέψη πέρασε από το μυαλό του, καθώς ερχόταν προς το μαγαζί. Μα είναι δυνατόν με αυτόν τον καιρό, να βγει έξω ο κόσμος για ψώνια και μάλιστα πρωί-πρωί! ‘Τι μπορεί ο άνθρωπος να πάθει, όταν τα συναισθήματα και τα αισθήματα κυριαρχήσουν των σκέψεων και της λογικής’, αναρωτήθηκε και στην συνέχεια μόνος του δικαιολογήθηκε και χαμογέλασε με τις σκέψεις του αυτές. Χαμογελούσαν και οι υπάλληλοι του, όταν ήρθε κοντά τους και βγάζοντας από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά, τους καλημέρισε. - «Καλημέρα αφεντικό, σε πλάκωσαν τα στρώματα σήμερα; Μα εγώ με τέτοιον καιρό, αν ήμουν αφεντικό σαν εσένα, ούτε που θα σηκωνόμουν και καθόλου». Ήταν ο Δημήτρης που του έλεγε αυτές τις κουβέντες. Ένας πατριώτης περίπου συνομήλικος του. Δούλευε χρόνια πολλά στο μαγαζί, σχεδόν από παιδί. Αρχικά ήταν στην δούλεψη του πατέρα του, του μπάρμπα Κωστή και μετά στην δούλεψη του Ανδρέα, όταν με τον καιρό το μαγαζί πέρασε στα χέρια του. Ήταν ο έμπιστός του και ήξερε πολύ καλά την δουλειά. Πραγματικά, χωρίς αυτόν ο Ανδρέας θεωρούσε ότι δεν θα τα κατάφερνε τόσο καλά ή τουλάχιστον θα δυσκολευόταν φοβερά. Τον είχε το δεξί του χέρι και του το είπε πάρα πολλές φορές αυτό. Αλλά ο Δημητρός, καλό και τίμιο παλικάρι, μα και δουλευταράς. Ποτέ δεν το εκμεταλλεύθηκε αυτό και ποτέ δεν παραπονέθηκε και για κάτι. Το μαγαζί το θεωρούσε δικό του, μιας και σε αυτό δούλευε τόσα χρόνια, σχεδόν όλη του την ζωή. Τον άκουσε ο Ανδρέας πολλές φορές να λέει σε πελάτες, ‘το μαγαζί μας είναι το καλλίτερο, έχουμε ότι θέλετε και στις καλλίτερες τιμές’. - «Καλημέρα βρε Δημητρό, καλημέρα και σε σας παιδιά. Πώς να μην σηκωθείς με την κυρία Γεωργία; Ξυπνάει πριν από τα κοκόρια και προτού ο ήλιος ανατείλει, αρχίζει να φωνάζει, για να σηκωθώ. Και εψές το βράδυ κοιμήθηκα και πολύ αργά. Γι αυτό σήμερα, έχετε εσείς λίγο παραπάνω τον νου σας στο μαγαζί». - «Μην στεναχωριέσαι αφεντικό και εάν θέλεις μπορείς και να φύγεις να πάς σπίτι για να ξαπλώσεις κιόλας. Σήμερα με τέτοιον καιρό, δεν νομίζω να έχουμε και πολύ δουλειά. Και το μεσημέρι, κλείνω και πετάγομαι και σου φέρνω τα κλειδιά στο σπίτι». - «Όχι, όχι, τώρα που ήρθα μέχρι εδώ, θα δω κάτι παραγγελίες που έχουμε να κάνουμε, θα συμμαζέψω και κάτι χαρτιά στο γραφείο και μετά βλέπουμε. Τον καφέ μου σε παρακαλώ, Δημητρό, τον καφέ μου, για να ξυπνήσω». - «Εντάξει αφεντικό» απάντησε ο Δημητρός χαμογελώντας. Τρεις υπαλλήλους είχε το μαγαζί. Ο Δημητρός ήταν ο παλαιότερος και το δεξί χέρι του Ανδρέα.. Οι άλλοι δύο ήταν ο Βενιαμίν ο Εβραίος και ο Χασάν ο Τούρκος. Τους είχε χρόνια στο μαγαζί και στην δούλεψή του και η αλήθεια, δεν είχε κανένα παράπονο,

39


40 τουλάχιστον μέχρι τώρα. Ο καθένας βέβαια, είχε και τα δικά του χαρακτηριστικά. Και σαν μοναδικός άνθρωπος, μα και τα ιδιαίτερα φυλετικά του στοιχεία. Γιατί ο καθένας τους, είχε και τα χαρακτηριστικά της φυλής του. Ο Δημητρός ο Έλληνας, ήταν άνθρωπος πρόσχαρος και χαμογελαστός, απονήρευτος και άκακος, πάντα πρόθυμος, ειλικρινής και ανοιχτοχέρης. Είχε μια τετραμελή οικογένεια, γυναίκα και δύο παιδιά. Ο Βενιαμίν ο Εβραίος, είχε και αυτός μια τετραμελή οικογένεια και δεν κατάφερε ποτέ, όσο και εάν προσπάθησε, να ξεφύγει από εκείνα τα χαρακτηριστικά, που διεθνώς χαρακτηρίζουν τους Εβραίους. Ήταν περίπου 15 χρόνια υπάλληλος στο μαγαζί και το όνειρό του ήταν να ανοίξει το δικό του κατάστημα. Να γίνει και εκείνος έμπορος. Όμως μεγάλωσε ορφανός και πτωχός και έτσι έκαμνε φοβερές οικονομίες για να μαζέψει τα απαραίτητα κεφάλαια, προκειμένου να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Ο Χασάν ο Τούρκος, είχε εξαμελή οικογένεια και δυστυχώς, αν και όχι σε μεγάλο βαθμό ευτυχώς, είχε και όλα εκείνα τα στοιχεία, που όσο καλός και εάν ήταν ως υπάλληλος, πάντα έπρεπε να αισθάνεται τον έλεγχο του αφεντικού του. Όταν δεν υπήρχε ο στενός έλεγχος του εργοδότη, στα κενά που αυτός άφηνε τα αναπλήρωνε η χαλάρωση. Αυτός ήταν ο Χασάν, ο άνθρωπος που ήταν Τούρκος και ένοιωθε και έδειχνε ότι ήταν υπερήφανος γι΄ αυτό. Το ίδιο εμφανώς έδειχνε και την πικρία του, και έλεγε συχνά ότι στην Μικρά Ασία, που είναι καθαρά και αποκλειστικά Τουρκική γη, οι μόνοι που δεν κυριαρχούν και επικρατούν σε αυτήν, είναι οι Τούρκοι. Ενώ θα έπρεπε και αυτό το υποστήριζε με σθένος, να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εργαζόταν και αυτός αρκετά χρόνια στο κατάστημα του Ανδρέα. Περισσότερα από τον Βενιαμίν και λιγότερα από τον Δημητρό. Δεν ήταν Τούρκος και από τους δύο γονείς του, αλλά μόνον από τον πατέρα του. Η μητέρα του και όπως ο ίδιος κάποια μέρα τους το έκανε γνωστό, καταγόταν από την Αίγυπτο, ήταν από την Αλεξάνδρεια και γι αυτό τους είχε πει, ότι και στις δικές του φλέβες, έρεε και λίγο αίμα ελληνικό. Δεν ήταν όμως και τόσο υπερήφανος για το τελευταίο και δεν προσπάθησε ποτέ και να το κρύψει. Όμως ήταν πολύ υπερήφανος για το τούρκικο αίμα που κυλούσε στις φλέβες του και σε κάθε ευκαιρία που εύρισκε το τόνιζε και μάλιστα επιδεικτικά και με υπερηφάνεια περίσσειά. Για το άλλο, το ότι είχε και λίγη ρίζα ελληνική, κάτι βεβαίως που ο ίδιος το είχε κάνει γνωστό στους άλλους, δεν ήθελε κουβέντα και αυτή η μετέπειτα άρνηση αποδοχής αυτού του γεγονότος, από κανέναν τους δεν έγινε ποτέ κατανοητή. Έδειχνε ότι πολύ τον ενοχλούσε αυτό και ότι δεν επιθυμούσε να κάνει τέτοιες κουβέντες. Ο Ανδρέας δεν είχε παράπονο από κανέναν. Γνώριζε τον χαρακτήρα του καθενός υπαλλήλου του, όπως γνώριζε και τα φυλετικά στοιχεία της ράτσας του. Και αφού τα γνώριζε, κάθε φορά προσπαθούσε να αξιοποιήσει από αυτά, τα θετικά μόνον. Κοίταζε να πάρει από τον καθένα τους, ότι μπορούσε εκείνος να του προσφέρει. Κουβέντα μεταξύ τους, τόσα χρόνια δεν άλλαξαν και παρά τις τόσες πολλές διαφορετικότητές τους, εθνικότητα, θρησκεία, ήθη και έθιμα, όλοι τους φρόντιζαν να βρίσκουν εκείνα τα σημεία, που τους ένωναν και όχι που τους χώριζαν. Και το κυριότερο στοιχείο ήταν η κοινή δουλειά τους και ο ίδιος χώρος εργασίας τους. Όμως τον Δημητρό και η αλήθεια να λέγεται, ο Ανδρέας τον είχε στην καρδιά του. Όχι βέβαια γιατί εκείνος ήταν Έλληνας και οι άλλοι δύο όχι. Μόνο ρατσιστής δεν ήταν. Του είχε ιδιαίτερη αγάπη, επειδή τον κληρονόμησε, τρόπος του λέγειν, από τον πατέρα του μαζί με το μαγαζί. Γιατί ήταν από τότε, υπάλληλος στο κατάστημα τους. Επιπλέον οι δυο τους, ήταν και κοντά στην ηλικία. Στην Σμύρνη, στην πόλη των διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών, κανείς δεν δικαιούται να είναι ρατσιστής. Γιατί αυτή η πόλη, είναι η πόλη ‘‘των πολλών, μα και όλων’’.

40


41 Και πράγματι, όταν καμιά φορά δεν είχε δουλειά στο μαγαζί και είχαν χρόνο, τους μάζευε ο Ανδρέας στο γραφείο για να πιουν ένα καφέ όλοι μαζί και να συζητήσουν. Κουβέντα στην κουβέντα, πάντα κατέληγαν και συμφωνούσαν ότι αυτό το μαγαζί, όλα τούτα τα χρόνια, από τότε που ιδρύθηκε, από τον παππού του σημερινού αφεντικού, τον γερο Ανδρέα και μέχρι σήμερα, που ιδιοκτήτης του είναι ο εγγονός του και συνονόματος του, ο κυρ Ανδρέας, κοντά εκατό και βάλε χρόνια, ήταν πάντα και όλα αυτά τα χρόνια, το μαγαζί ‘‘των πολλών και των όλων’’. Και τότε γελούσαν μεταξύ τους, όταν κάποιος από την παρέα τους, για να το επιβεβαιώσει αυτό, υπενθύμιζε και επεσήμαινε πόσα ανόμοια πράγματα, κατ΄ αρχήν ενώνουν αυτούς τους ίδιους τους υπαλλήλους του μαγαζιού. Σε εκείνο το μαγαζί και σε εκείνη την παρέα των υπαλλήλων, ήταν ο Έλληνας, ο Τούρκος και ο Εβραίος, ο Χριστιανός, ο Μουσουλμάνος και ο οπαδός της μονοθεϊκής θρησκείας των Εβραίων. Τρεις άνθρωποι, τρεις εθνικότητες, τρεις θρησκείες. Μια πόλη, ένα μαγαζί και ένα αφεντικό. Το μαγαζί τους δηλαδή, επιβεβαιωμένα είναι ‘‘των πολλών, μα και όλων’’, όπως και αυτή η ίδια η πόλη τους. - «Γι αυτό, επειδή και τούτο το μαγαζί είναι σαν την πόλη μας, την πόλη ‘‘των πολλών, μα και όλων’’, Σμύρνη θα το ξαναμεταβαφτίσω. Γιατί αυτό το μαγαζί, μαζί με την Σμύρνη μας, μου φαίνεται γεννήθηκε….» τους έλεγε με υπερηφάνεια ο Ανδρέας το αφεντικό, θέλοντας να τους υπενθυμίσει πόσα πολλά χρόνια βρίσκεται αυτό εκεί στημένο και εξυπηρετεί τους κατοίκους της «… και μαζί με αυτήν μεγάλωσε…», συνέχιζε «..αλλά τι να σας κάνω, που σέβομαι και τιμώ τον παππού μου και τον πατέρα μου και τις μνήμες τους, μα και τις επιλογές τους…». Και αυτά όλα τα έλεγε, γιατί ήθελε να επισημαίνει στους υπαλλήλους του, το πόσο παλαιό ήταν το κατάστημα τους και ότι θα έπρεπε και εκείνοι να αισθάνονται το ίδιο υπερήφανοι, που εργάζονται σε αυτό, όπως και ο ίδιος αισθανόταν επειδή ήταν ο ιδιοκτήτης του. Και θέλοντας επιπλέον να τους πει ότι αυτό το μαγαζί θα αλλάζει χέρια από παππού σε γιο και από γιο σε εγγονό, συνεχίζοντας την παράδοση χρόνων, συμπλήρωνε προφητικά, «…αυτό το μαγαζί όπως σας είπα, γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί με την Σμύρνη μας και πολύ φοβάμαι πως μαζί της θα πεθάνει κιόλας. Γι αυτό και εγώ θα το βάφτιζα ξανά και θα το ονόμαζα ‘Η ΣΜΥΡΝΗ’. Αλλά τότε, θα γυρνούσαν πίσω και οι πρόγονοί μου και θα ερχόντουσαν στον ύπνο μου και θα με κατσάδιαζαν και ξέρετε όλοι σας γιατί. Γιατί εκείνοι το βάφτισαν ‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’ και με τα λόγια τους και με τις πράξεις τους, το συμπλήρωναν και το έκαναν και το μαγαζί ‘ΤΩΝ ΟΛΩΝ’». Όταν μιλούσαν για το μαγαζί και όποιος τους το έκανε, είτε το αφεντικό ήταν είτε κάποιος υπάλληλος του, πάντα όλοι τους μιλούσαν σε πρώτο ενικό η πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Έδειχναν με αυτόν τον τρόπο ότι ένοιωθαν, πως το μαγαζί δεν είχε αφεντικό και πως όλοι τους ήταν ταυτόχρονα και παράλληλα, αφεντικά και υπάλληλοι. Τέτοια ζέση υπήρχε μεταξύ τους μέσα σε εκείνο τον χώρο. Μα και άλλο τόσο ενδιαφέρον υπήρχε απ΄ όλους τους και για την δουλειά και βέβαια ούτε λόγος για τριβές στις προσωπικές και καθημερινές τους σχέσεις. Τουλάχιστον, έτσι έδειχναν όλα τα πράγματα μέχρι εκείνες τις στιγμές. Το μαγαζί χρόνια τώρα γνωστό, όχι μόνον στην Σμύρνη, αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά και ακόμη πιο πέρα. Στο Αϊδίνι, στη Φιλαδέλφεια, στην Πέργαμο, στο Αϊβαλί και μέχρι πάνω στο μακρινό βορρά και στην θάλασσα του Μαρμαρά, στην Πάνορμο, στα Μουδανιά και στην Προύσα. Και ακόμη βορειότερα, στην Νικομήδεια και στην Κωνσταντινούπολη. Είχε γίνει γνωστό, κυρίως επειδή ο πρώτος του ιδρυτής ήταν γνωστός και ξακουστός σε όλη την Ιώνια γη και την Θράκη, μα επιπλέον και από το όνομα του καταστήματος, που και πάλι ο ίδιος του είχε δώσει. Ο παππούς του, ξεκίνησε το εμπόριο, ως περιπλανώμενος έμπορας και γυρνούσε, όλες τις πόλεις και τα παράλια της Μικράς Ασίας και έφθανε μέχρι επάνω στην Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη. Και ήταν

41


42 γνωστός σε όλο τον Ελληνισμό της περιοχής της Θράκης και της Μικράς Ασίας, με το όνομα ‘ο γερο-Ανδρέας’. Όταν διαλαλούσε το εμπόρευμα του, φώναζε «έχω εμπόρευμα για όλους, για τους φτωχούς μα και τους πλούσιους, για τους χριστιανούς μα και για τους μουσουλμάνους, για τις ανύπαντρες και τις παντρεμένες, για τις νιές και τις γιαγιάδες. Ελάτε στον έμπορα ‘των πολλών και των όλων’». Και με τα λόγια αυτά διαφήμιζε την πραμάτεια του στον Ελληνισμό της αντίπερα πατρίδας, γιατί τους ήθελε όλους πελάτες του, είτε ήταν Έλληνες, είτε ήταν Τούρκοι, είτε ότι άλλο. Είτε ήταν Χριστιανοί είτε ήταν Μουσουλμάνοι ή και όποιας άλλης εθνικότητας και θρησκείας. Δεν τον ένοιαζε τι θα ήταν και ποιος θα ήταν ο πελάτης του. Εκείνος ήταν έμπορας και εμπορικά σκεπτόταν. Στην πραμάτεια του, είχε εμπόρευμα για όλα τα γούστα,. Για τα γούστα ‘‘των πολλών μα και όλων’’. Ήξερε από φτώχια και ήθελε για πελάτες του τους φτωχούς, που ήταν και οι ‘πολλοί’. Αλλά όπως έλεγε, δεν θα έδιωχνε και τους πλούσιους, που ήταν και οι λίγοι. ‘Όλοι’ τους με χρήματα αγοράζουν και το χρήμα την ίδια αξία έχει, είτε προέρχεται από την τσέπη του πτωχού, είτε του πλουσίου, αρκεί να έρθουν να ψωνίσουν από εμένα. Τα λεπτά ‘όλων’ περνούσαν. Γι αυτό και όταν κατάφερε και έκανε το πρώτο του μαγαζί, μικρό στην αρχή, το ονόμασε ‘‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’’ και έτσι έγινε γνωστό και ξακουστό, σε όλον τον Μικρασιατικό Ελληνισμό και σε όλες τις πόλεις και τα παράλια της Μικράς Ασίας, γιατί ήταν το μαγαζί του ‘γερο-Ανδρέα’. Και από τότε πλέον το ονόμαζαν, είτε ως το μαγαζί του ‘γερο-Ανδρέα’, είτε ως το μαγαζί ‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’ και έτσι έμεινε και είναι γνωστό, μέχρι και τα σήμερα. Και το αποκαλούσαν έτσι όλοι τους. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι και οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Εβραίοι, μα και κάθε άλλης εθνικότητας, κάτοικοι της Μικράς Ασίας. Και από τότε, ο παππούς του, πιστός στην παράδοση και στην φήμη του, έλεγε σε όλους ότι, «εάν ονόμασα το μαγαζί μου ‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’, να θυμάστε πάντα ότι είναι και ‘ΤΩΝ ΟΛΩΝ’ και όλοι να περνάτε να ψωνίζεται, από εδώ». Ακόμη και σήμερα σχεδόν όλοι τους σε εκείνη την πόλη, έτσι το αποκαλούν, γιατί μια συνήθεια και μια ιστορία τόσων χρόνων, δεν αλλάζει εύκολα και ούτε εύκολα ξεχνιέται. Και ποτέ δεν ενόχλησε, ούτε τον πατέρα του, τον μπάρμπα-Κωστή, ούτε και τον ίδιο τον Ανδρέα. Γιατί το μαγαζί ‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’ έγραψε την ιστορία του και άφησε τα χνάρια του στο διάβα του χρόνου. Ήταν πλέον το ίδιο μια ιστορία και γι΄ αυτό και όλοι τους έλεγαν, ότι ‘‘με την Σμύρνη γεννήθηκε, με την Σμύρνη μεγάλωσε και εάν αυτό ποτέ πέθαινε, τότε πάλι με την Σμύρνη θα πέθαινε, σαν δυο δίδυμες αδελφές’’. Βέβαια όλα αυτά λεγόντουσαν την εποχή, που αυτή η πόλη, μέρα με την μέρα και κάθε μέρα, μεγάλωνε και γιγαντωνόταν πληθυσμιακά, εμπορικά, πνευματικά, οικονομικά, ναυτικά και ναυτιλιακά και όχι μόνο. Όλοι τους καταλάβαιναν ότι ετούτη η πόλη ήταν το μέλλον και το αύριο της Μικράς Ασίας και του εκεί Ελληνισμού και όταν ο Ανδρέας έλεγε ότι ‘‘το μαγαζί μας αν ποτέ πεθάνει, θα πεθάνει μαζί με την αδελφή του, την Σμύρνη’’, εννοούσε βέβαια ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή, θα ζήσει αιώνια και συνεχώς θα μεγαλώνει, όπως και η πόλη τους. Πού να φανταστεί, τότε που έλεγε αυτά τα λόγια, το πόσο προφητικά μπορεί να μιλούσε. - «Κυρ Ανδρέα καλημέρα, ο καφές σου… και…και σήμερα ο μάστορής μου, μου είπε να σου πω, ότι τον πέτυχε. Δεν έχει κόσμο αυτήν την ώρα στο καφενέ και στον αργόψησε στην χόβολη και έκαμε και ένα καϊμάκι,.. όπως εσύ το θέλεις, μου είπε να σου πω». Και λέγοντας αυτά, άφηνε συγχρόνως το φλιτζάνι με τον καφέ και το ποτήρι με το νερό, επάνω στο γραφείο του. Ήταν το παιδί από τον διπλανό καφενέ, που του φέρνει σχεδόν κάθε μέρα τον καφέ του και συνεχώς χαμογελά. Μα και ο Ανδρέας πάντα του δίνει κάτι παραπάνω για τον κόπο του κα εάν καμιά φορά ξεχαστεί, τότε το γκαρσονάκι του το θυμίζει με ευγένεια,

42


43 πειράζοντάς τον, ‘‘σήμερα κυρ-Ανδρέα νηστικό θα μείνω το φτωχό; κουλουράκι….κουλουράκι δεν έχει σήμερα;’’ - «Πώς δεν έχει παλικάρι μου, αλλά να, δεν έχω τώρα ψιλά, μα την άλλη φορά που θε να έρθεις, να μου το θυμίσεις, να σου δώσω για δυο κουλούρια. Άντε τώρα πήγαινε, γιατί έχω και δουλειά και να πεις το αφεντικό σου, καλημέρα από μένα και κοίτα μην ξεχαστείς, ε;» Έτσι και σήμερα, ο Ανδρέας απασχολημένος με τα προβλήματα του μαγαζιού και απορροφημένος στις σκέψεις του, αλλά και κουρασμένος από την ξαγρύπνια του, μόλις το μικρό παιδί του καφενέ, άφησε τον καφέ του στο γραφείο, χωρίς καθόλου να σηκώσει το κεφάλι του από τα χαρτιά του μαγαζιού, που είχε μπροστά του, του πληρώνει ακριβώς το αντίτιμο της τιμής του καφέ, αφήνει έπειτα να ακουσθεί ένα κουρασμένο και τυπικό ευχαριστώ και ξεχνάει να του δώσει και το συνηθισμένο του φιλοδώρημα, για το κουλουράκι, όπως συνήθως του έλεγε. Και όταν το μικρό γκαρσονάκι, όπως πάντα, ευγενικά διαμαρτυρήθηκε, χωρίς και πάλι εκείνος να γυρίσει να τον κοιτάξει, του ζητάει να του το θυμίσει την άλλη φορά, που θα του πάει και πάλι καφέ, ώστε να του δώσει τότε διπλό. Το παιδί λέγει ένα ευχαριστώ και έπειτα συμπληρώνει και ένα ‘με τις υγείες σου κυρ Ανδρέα’ και κάμνει να φύγει. Όμως κοντοστέκεται και γυρίζει και πάλι προς εκείνον και τον ρωτάει. - «Κυρ Ανδρέα, να σε ρωτήσω κάτι πριν φύγω, να μου πεις και την γνώμη σου….» και χωρίς να περιμένει την σύμφωνή και θετική συγκατάβαση του, συνέχισε, «..να εκεί στον καφενέ, χωρίς να θέλω, χθες βράδυ άκουσα κάτι από τον δάσκαλο, τον κύριο Σεβαστό, που δεν μου άρεσε. Μίλαγε με έναν άλλο κύριο, που έρχεται πού και πού στον καφενέ, αλλά δεν ξέρω πώς λέγεται. Έλεγαν κάτι για τον Ελληνικό Στρατό, κάτι σαν…», σταμάτησε και έξυσε το κεφάλι του και αμέσως συνέχισε, «..κάτι σαν, ..νομίζω κάτι σαν…ότι δεν τα πάει καλά με τον πόλεμο και… να δούμε τι θα γίνει και…. και κάτι άλλα τέτοια. Εσύ ξέρεις τίποτα γι΄ αυτά, κυρ Ανδρέα;» Τότε μόνον εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλάρωσαν για λίγο. Έπειτα τον ρωτάει πόσων χρονών είναι και ακούει να του απαντά, ότι έκλεισε τα δώδεκα και ότι είναι μέσα στα δέκα τρία και αμέσως με περηφάνια συμπλήρωσε, ότι αν δεν έγινε άνδρας ακόμη, εν τούτοις, δεν είναι και παιδί. Και όλα αυτά τα είπε με τέτοια φωνή και δύναμη ψυχής, που απαγόρευε στον οποιονδήποτε τον άκουγε, να αμφισβητήσει, ότι και όσα έλεγε. ‘Σαν την κόρη μου την Αμαλία και λίγο πιο μικρός...’, σκέφθηκε ο Ανδρέας, ‘…κι όμως από τώρα παλεύει με την ζωή’. - «Και πόσο καιρό δουλεύεις στον καφενέ, λεβέντη μου;» τον ξαναρωτάει. - «Δυο χρόνια κυρ Ανδρέα, δυο χρόνια, μα…γιατί με ρωτάς;» - «Να έτσι βρε γιε μου, κουβέντα να κάνουμε. Τόσο καιρό μου φέρνεις τον καφέ, να μην ξέρω και εγώ κάτι για σένα; Και εδώ που τα λέμε, ούτε και το όνομα σου δεν μου έχεις πει ακόμη. Ούτε βέβαια και εγώ ποτέ που σε ρώτησα, μα ούτε και εσύ όμως ποτέ μου το είπες! Πως για σε λένε, παλικάρι μου;» - «Ηλία με λένε κυρ Ανδρέα και έχω το όνομα του παππού μου, του πατέρα του πατέρα μου. Ηλία με λένε και σου το έχω ξαναπεί το όνομα μου, μα δεν το θυμάσαι…» και έδειξε ότι αυτό τον ενόχλησε, «..όμως τώρα να φεύγω, γιατί ο μάστορης μου, θα φωνάζει που άργησα. Άμα βάλει τις φωνές, να του πω ότι με κράτησες και δεν με άφηνες να φύγω;» - «Να του το πεις, και βέβαια να του το πεις και δεν με λες, ο παππούς σου ζει;» - «Και βέβαια ζει. Είναι ένας άνδρας μέχρι εκεί πάνω, ένας άντρακλας… νααααά…ψηλός μέχρι εκεί επάνω» και σηκώνει το ελεύθερο του χέρι προς τα επάνω και συνεχίζει «.. και τώρα είναι στον καφενέ και παίζει χαρτιά».

43


44 - «Μετά και κατά το μεσημεράκι, που θα κοπάσει λίγο η δουλειά στον καφενέ και που θα φύγουν οι πελάτες να πάνε στα σπίτια τους για φαγητό, να πεις του κυρ Στρατή, ότι σε θέλω για λίγο και να σ΄ αφήσει να έρθεις εδώ. Θέλω κάτι να σε δώσω, μα μην το πεις σε κανέναν, έτσι;» - «Θα του το πω κυρ Ανδρέα, θα του το πω, αλλά να πω και σε σένα, ότι χθες που σου έφερα τον καφέ, δεν μου έδωκες και πάλι φιλοδώρημα για κουλουράκι, το θυμάσαι; Και μου είπες να σου το θυμίσω εγώ σήμερα, το θυμάσαι και αυτό;» - «Ναι και βέβαια το θυμάμαι, περίμενε τότε να σου δώσω σήμερα. Να πάρε για το κουλούρι το χθεσινό, πάρε και για το σημερινό και σήμερα που μου είπες και το όνομα σου, θα σου δώσω και για ένα ακόμη κουλουράκι..» και δίνοντας του τα χρήματα, του λέγει, «..άντε τώρα φύγε και μην ξεχάσεις ότι σου είπα, έτσι; και αργότερα κατά το μεσημεράκι, σε περιμένω κιόλας» Από την χαρά του, που του έδωσε όχι μόνον φιλοδώρημα για το χθεσινό και το σημερινό κουλουράκι, μα και για ένα επιπλέον, ο μικρός Ηλίας, όταν απαντούσε στον Ανδρέα, είχε ήδη φθάσει στην έξοδο του καταστήματος. «Δεν θα το ξεχάσω κυρ Ανδρέα, δεν θα το ξεχάσωωω» του απαντούσε με μια δυνατή και μακρόσυρτη φωνή και ταυτόχρονα έβγαινε από το μαγαζί τρέχοντας, χαρούμενος για το τριπλό πουρμπουάρ. Τι κι αν το ένα από αυτά ήταν για το χθες, σημασία για εκείνον έχει ότι το χθες πέρασε και σήμερα είχε τρία φιλοδωρήματα μαζί. Από την χαρά του ξέχασε και τι αρχικά ρώτησε τον κυρ Ανδρέα και ότι απάντηση δεν πήρε κιόλας, σε αυτό που ρώτησε. Θυμήθηκε να ζήσει μόνον το σήμερα και την στιγμή εκείνη. Να ζήσει την στιγμή της χαράς ενός παιδιού, που ενώ ακόμη δεν μεγάλωσε, γνώρισε την ζωή, όχι μέσα από την ανεμελιά της νιότης του, μα μέσα από την δουλειά και την ανάγκη της επιβίωσης. ‘‘Ώστε το συζητάνε και στον καφενέ..’’, σκέφθηκε ο Ανδρέας, όταν έμεινε μόνος και πάλι στο γραφείο του. Το συζητούσε και ο δάσκαλος κι αυτό γι΄ αυτόν, είχε μεγάλη σημασία. Εκείνος ήξερε πιο πολλά γράμματα απ΄ όλους τους και συνεπώς όλο και κάτι περισσότερο θα ήξερε και αφού το συζητάει και εκείνος, τούτο σημαίνει πως πραγματικά κάτι δεν πηγαίνει καλά. Και οι εφημερίδες όλο και κάτι τέτοιο γράφουν, μα όχι και τόσο ξεκάθαρα. Την μια έτσι και την άλλη αλλιώς. Τις προάλλες έγραφαν, σχεδόν όλες τους, για την άφιξη του Στρατηγού Χατζηανέστη στην Σμύρνη και ότι αναλάμβανε αυτός την αρχιστρατηγία όλου του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία. Τον εγκωμίαζαν όλες και τόνιζαν πόσο ικανός και εξαίρετος στρατιωτικός ήταν και άλλα τέτοια πολλά. Όλοι τότε είχαν πιστέψει ότι και πάλι οι Ελληνικές Στρατιωτικές Δυνάμεις, που από πέρσι και εδώ και 10-11 περίπου μήνες, ίσως και περισσότερο χρόνο είχαν απλώς στρατοπεδεύσει και δεν έκαναν τίποτε άλλο, τώρα θα συνέχιζαν και πάλι τον απελευθερωτικό τους αγώνα. Όμως, μετά από λίγες μέρες τα γεγονότα έδειξαν ότι δεν ήταν τα πράγματα, έτσι όπως τότε τα έγραφαν. Ο νέος Αρχιστράτηγος, την άραξε στην Σμύρνη και δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για την περαιτέρω απελευθέρωση του Ελληνισμού και την εξασφάλιση των κερδηθέντων μέχρι τώρα εδαφών. Ίσως βέβαια και τέτοιες διαταγές να είχε! Ποιος να ξέρει; Δεν πέρασε ούτε μήνας από την άφιξη του και σε αντίθεση με τότε, οι εφημερίδες τώρα έγραφαν ότι παρατηρείται στο στράτευμα σποραδικά, Διοικητές μεγάλων ελληνικών στρατιωτικών μονάδων, να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους, κατηγορώντας τον για το πόσο ανίκανος ήταν. Ποιος; αυτός που ένα μήνα πριν, όλοι τους κυριολεκτικά τον εξυμνούσαν, ως εξαίρετο και ικανότατο στρατιωτικό και όλοι σε αυτόν, είδαν την προσωποποίηση μιας νέας ελπίδας. Μια άλλη εφημερίδα πάλι έγραφε, ότι κάποιοι Έλληνες της Μικράς Ασίας, επειδή δεν πιστεύουν πλέον στην αγνότητα των προθέσεων της Ελλάδας και των κυβερνήσεων της, ίδρυσαν την «Εθνική Άμυνα», προκειμένου μόνοι τους, να αναλάβουν τις τύχες τους

44


45 στα χέρια τους και εάν χρειασθεί να πολεμήσουν εφ΄ όσον τούτο απαιτηθεί. Και τι άλλο άλλωστε θα μπορούσαν να κάνουν οι Έλληνες εκεί, εάν ποτέ ο στρατός έφευγε και τους άφηνε απροστάτευτους στο έλεος των Τούρκων, που σίγουρα εκείνοι θα ξεσπούσαν πάνω τους, όλο το μίσος τους και θα επεδίωκαν να αφανίσουν κάθε Έλληνα και Ελληνίδα και να καταστρέψουν κάθε τι το ελληνικό, οτιδήποτε θύμιζε ‘γκιαούρη (άπιστο)’. Σίγουρο ήταν ότι η ‘Αιολική’ και η ‘Ιώνια’ γη, θα καιγόταν από τα χέρια των Τούρκων και των φανατικών και φανατισμένων οπαδών, του Νεότουρκου Μουσταφά Κεμάλ. Και αυτό το ήξεραν καλά οι Έλληνες της απέναντι Ελλάδας. Τόσα χρόνια με αυτούς ζούσαν και τους ήξεραν αρκετά καλά, για να κάμουν το λάθος και να τρέφουν την παραμικρή αυταπάτη και ψευδαίσθηση, πως άμα θα φύγει ο Ελληνικός Στρατός από εκεί, τα πάντα θα κυλήσουν ομαλά και ήρεμα για όλους τους, όπως και πριν. Ήταν σίγουροι ότι τίποτα δεν θα είναι όπως και πριν από εκείνη την άνοιξη, τον Μάιο του 1919, τότε που για πρώτη φορά Ελληνικός Στρατός αποβιβαζόταν στην Σμύρνη. Σε μια άλλη εφημερίδα πάλι, υπήρχε πρωτοσέλιδο, ‘‘Ο Παπούλιας φθάνει, αναλαμβάνει επικεφαλής της Εθνικής Άμυνας’’. Όλα αυτά και όπως κατά χρονικά διαστήματα στις εφημερίδες γραφόντουσαν, μόνο τον εφησυχασμό στους Έλληνες δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν. Οι εφημερίδες ‘Αμάλθεια’, ‘Ιώνια’, ‘Αρμονία’, ‘Πατρίδα’ και κάθε μορφής και ύλης περιοδικό, δεν έγραφαν τίποτα το συγκεκριμένο, είτε να προειδοποιήσουν είτε να εφησυχάσουν τους Έλληνες. Γενικότητες, φήμες, δημοσιογραφικές πληροφορίες και αοριστολογίες. Άλλοτε ότι ο Ελληνικός Στρατός φεύγει, άλλοτε ότι ο Κεμάλ και τα στρατεύματά του είναι κοντά, άλλοτε ετούτο και άλλοτε εκείνο. Και πριν έρθει ο Κεμάλ με τα στρατεύματά του, ήρθε η αβεβαιότητα και ο φόβος για το αύριο.

45


46

ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜ

46


47

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ - «Καλημέρα σε όλους σας…» είπε ο Κωνσταντίνος μόλις μπήκε στο μαγαζί και αμέσως μετά απευθύνθηκε στον Δημήτρη και τον ρώτησε, «…κύριε Δημήτρη, ο πατέρας μου είναι εδώ;» Και τον ρώτησε, γιατί μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί ο Κωνσταντίνος, ενώ είδε όλους τους υπαλλήλους μέσα σε αυτό, δεν έβλεπε τον πατέρα του, πού ήταν στο γραφείο του και έτσι όπως εκείνος ήταν σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του, δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου, από τον χώρο του μαγαζιού. - «Καλημέρα..» του απαντούν σχεδόν ταυτόχρονα και οι τρεις μαζί και μετά ο Δημήτρης με ένα νεύμα του ματιού και μια κίνηση του κεφαλιού, του δείχνει προς το γραφείο και του λέει, «..κάτι παραγγελίες ετοιμάζει και τακτοποιεί και τα χαρτιά του. Εσύ όμως πώς και έτσι από το μαγαζί και μάλιστα πρωί-πρωί; Σήμερα που… βρέχει κιόλας;» - «Δίκιο έχεις, αλλά ξύπνησα νωρίς το πρωί και η μητέρα μου, μου ζήτησε να έρθω στο μαγαζί για να βοηθήσω τον πατέρα στην δουλειά, γιατί σήμερα της φάνηκε, λιγάκι κουρασμένος και εκείνη νομίζει πως είναι από την πολύ δουλειά. Τι να έκανα και στο σπίτι, κύριε Δημήτρη, εγώ μόνος με τρεις γυναίκες;» - «Για να σου πει η μητέρα σου να έρθεις εδώ, κάτι θα ξέρει. Σήμερα πάντως και εμένα μου φάνηκε λίγο κουρασμένος ο πατέρας σου και νομίζω πως καλά έκανες και ήρθες. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε πολύ δουλειά. Ίσως, εάν αργότερα σταματήσει η βροχή, να αλλάξουν τα πράγματα. Άντε και θα χαρεί που θα δει και το μικρό αφεντικό εδώ». Και ο Δημήτρης, επίτηδες τον απεκάλεσε έτσι, ‘μικρό αφεντικό’, έκφραση που του την είχε προσάψει ο ίδιος ο πατέρας του και όπως πολλές φορές τον αποκαλούσε έτσι, γιατί ήθελε να περάσει ακριβώς αυτό το μήνυμα και στον ίδιο τον γιο του, αλλά και στους υπαλλήλους του. Και η αλήθεια είναι, πως κάποια μέρα, ο Κωνσταντίνος του, θα γινόταν και εκείνος με την σειρά του, το μεγάλο αφεντικό. Το επέβαλε και το απαιτούσε η παράδοση του καταστήματος με την επωνυμία «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ», μιας και αυτό το μαγαζί, από τότε που γεννήθηκε, εδώ και έναν αιώνα, αλλάζει χέρια από τον παππού στον γιο και από τον γιο στον εγγονό. Και ήταν αλήθεια ότι ο Ανδρέας, πάντα όταν κάτι ρωτούσε τους υπαλλήλους του για το καμάρι του τον Κωνσταντίνο, δεν τον αποκαλούσε με το όνομα του, αλλά ‘μικρό αφεντικό’, έτσι τον έλεγε. - «Δημήτρη..», τον ρωτούσε, «..ήρθε το μικρό αφεντικό;» - «Χασάν, πήγαινε πίσω στην αποθήκη για να βοηθήσεις το μικρό αφεντικό, που του είπα να κάνει εκεί κάποια δουλειά». - «Βενιαμίν, δείξε στο μικρό αφεντικό, πού έχουμε βάλει αυτά τα καινούργια εμπορεύματα, που φέραμε από την Αίγυπτο». Μερικές φορές αισθανόταν ότι εκτός από τον Δημητρό, τους άλλους δύο τους ενοχλούσε πολύ, που τους έδινε τέτοιες εντολές και κυρίως επειδή αποκαλούσε τον Κωνσταντίνο του, ‘μικρό αφεντικό’. Αυτό δεν τους άρεζε καθόλου. Ο Βενιαμίν, ο Εβραίος, ονειρευόταν να ανοίξει κάποτε το δικό του μαγαζί και γι΄ αυτό έκανε φοβερές οικονομίες. Τον ενοχλούσε, που εκείνο το παιδί, ήταν ο γιος του αφεντικού και δεν χρειαζόταν καθόλου ούτε να ονειρευτεί, ούτε και να κάμει θυσίες και οικονομίες για να αποκτήσει ένα μαγαζί. Να αποκτήσει ό,τι και αυτός, πολλά χρόνια τώρα ονειρεύεται και για να κάμει και το όνειρό του πραγματικότητα, υποχρεώνεται και σε φοβερές οικονομίες. Το έχει έτοιμο το μαγαζί ο Κωνσταντίνος από την ώρα που γεννήθηκε και τον περιμένει αυτό εκεί, να μεγαλώσει για να γίνει μια μέρα το αφεντικό του.

47


48 Ο Χασάν πάλι ο Τούρκος, όπως όλοι τους οι Τούρκοι, έτσι και αυτός, πίστευε ότι όσοι βρισκόταν στην μικρασιατική γη, μεταξύ αυτών βεβαίως και το αφεντικό του, όπως και κάθε άλλος Έλληνας, Εβραίος, Αρμένης ή όποιας άλλης εθνικότητας, πλην της τουρκικής, πλούτιζαν σε βάρος των πραγματικών ιδιοκτητών αυτής της γης. Των Τούρκων δηλαδή και πως ό,τι υπήρχε εκεί, ανήκε κανονικά σε αυτούς και μόνο σε αυτούς και θα έπρεπε κάποτε να περάσουν και στα χέρια τους και στον πλήρη έλεγχο τους. Και καμία σημασία δεν είχε το πώς. Γιατί, αν οι Τούρκοι δεν είχαν μαγαζιά και χωράφια, δεν ήταν παρά γιατί απλώς εκείνοι, όπως όλοι οι υπόλοιποι, δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με όλους τους άλλους. Έτσι πίστευε και ο Χασάν ο Τούρκος και όταν ο λόγος το έφερνε, δεν το έκρυβε και καθόλου. Όμως τον Ανδρέα, δεν τον πείραζε τι πίστευε ο Χασάν ή όποιος άλλος Τούρκος. Οι Έλληνες ήταν εκεί, σε εκείνη την γη, αιώνες, χιλιάδες χρόνια και όπως λένε αυτοί που ξέρουν γράμματα και ιστορία, οι γραμματιζούμενοι δηλαδή, το ελληνικό στοιχείο ζει, εργάζεται και προκόβει σε ετούτη την γη, πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Και γι αυτό ο Ανδρέας ήξερε και πίστευε ότι θα ερχόταν κάποτε και η ημέρα, που θα παρέδιδε και αυτός με την σειρά του, τα κλειδιά του καταστήματος στον γιο του και ήθελε μέχρι τότε, να γίνει κατανοητό σε όλους και από όλους, ότι ο Κωνσταντίνος του, όπως η παράδοση της οικογένειας του το απαιτεί και το επιβάλλει, θα ήταν το επόμενο αφεντικό τους. Ο μονάκριβός του, θα ήταν ο συνεχιστής του καταστήματος και της οικογενειακής παράδοσης. Γι΄ αυτό και όποτε πήγαινε στο μαγαζί ο Κωστής του, άφηνε κάθε δουλειά του και γινόταν ο προσωπικός του ξεναγός μέσα στο κατάστημα. - «Εδώ γιε μου, έχουμε αυτά τα εμπορεύματα, που τα φέραμε από εκείνα τα μέρη. Να κοίτα εδώ έχουμε εκείνα τα υφάσματα που τα φέρνουμε από την όμορφη Ανατολή!…Αυτά τα βλέπεις, άλλο μαγαζί στην Σμύρνη, δεν θα βρεις να τα έχει, έρχονται από το όμορφο Παρίσι και εκείνα εκεί από το Λονδίνο». Και συνέχιζε με παροτρύνσεις, «Κωνσταντίνε μου, πρέπει να την μάθεις καλά την δουλειά. Εγώ μια μέρα θα φύγω από εδώ μέσα. Εσύ θα είσαι πλέον το αφεντικό. Δικό σου θα γίνει το μαγαζί, όπως εμένα μου το έδωσε κάποτε ο πατέρας μου, ο παππούς σου δηλαδή, ο μπάρμπα Κωστής, που και εκείνος το πήρε πάλι από τον δικό του πατέρα, τον παππού μου τον γερο Ανδρέα, αυτόν που το ξεκίνησε και το ίδρυσε και το έκανε και ξακουστό σε όλη την Μικρά Ασία, μέχρι την μακρινή ‘Πόλη’. Είναι παράδοση της οικογένειας μας λεβέντη μου, ο πρωτότοκος να παίρνει αυτό το μαγαζί. Και εσύ, εκτός από πρωτότοκος, είσαι και ο μονάκριβός μου. Στα χέρια σου λοιπόν θα έρθει μια μέρα, γι΄ αυτό κοίτα να μάθεις καλά την δουλειά, για να την γουλανδρίζεις και καλά». Έπειτα συνέχιζε με την ιστορία του καταστήματος, ώστε να τον κάνει και εκείνον κοινωνό της αίγλης και της δόξας, που ενδόμυχα ένοιωθε ο ίδιος. - «Κωνσταντίνε, όταν ο παππούς μου, ο γερο Ανδρέας, πριν από 100 κοντά τόσα χρόνια, πρωτάνοιξε αυτό το μαγαζί, η Σμύρνη γιε μου, χωριό ήταν. Μαζί μεγάλωσαν τα δυο τους, Σμύρνη και μαγαζί, σαν αδελφές από άλλο πατέρα, μα την ίδια μάνα. Αυτήν την ίδια μάνα γη. Ναι γιε μου, μαζί μεγάλωσαν, βλαστάρι μου. Την ίδια μάνα είχαν, αυτήν την μάνα γη μας, μα όπως σου είπα άλλον πατέρα. Γιατί το δικό μας μαγαζί, μόνον ελληνικά χέρια το κράτησαν, αλλά αυτή την πόλη, πολλοί οι εραστές της και ακόμη περισσότεροι οι κατακτητές της και κάθε λογής – λογής άνθρωποι, φερμένοι και από τους τέσσερις ορίζοντες και απ΄ όλες τις άκρες της γης. Τρεις γενεές της οικογένειας κρατούν ζωντανό αυτό το μαγαζί και εσύ θα είσαι ο τέταρτος και εύχομαι ο Θεός να σε αξιώσει και εσένα κάποτε να το παραδώσεις στον γιο σου, στον δικό μου εγγονό, όταν με το καλό θε να΄ ρθει εκείνη η ώρα. Γεννήθηκαν μαζί γιε μου, η Σμύρνη και το μαγαζί μας και μαζί μεγάλωσαν και ζουν και εάν ο Θεός θελήσει ποτέ να πεθάνουν, μαζί νομίζω πως θα πεθάνουν, όπως και γεννήθηκαν. Γιατί Κωνσταντίνε μου, κι αυτό το μαγαζί, έχει την δική του αξία και την

48


49 δική του σελίδα στην ιστορία αυτής της πόλης και του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία και όσο αυτό ζει, τότε η ιστορία αυτή θα έχει και μιαν άλλη αξία». Συνεχώς του μιλούσε για το μαγαζί και προσπαθούσε να του περάσει την ιδέα ότι θα πρέπει να είναι υπερήφανος, που μια μέρα θα γίνει αυτός ο ιδιοκτήτης του. Έπρεπε να μάθει ο Κωνσταντίνος του και θα μάθει μόνον εάν μέσα εκεί δουλέψει και ψηθεί. - «Καλημέρα πατέρα, τι κάνεις; Ήρθα να σε κάνω λίγη παρέα. Η μαμά με τις αδελφές μου, έμειναν στο σπίτι, για να κάνουν τις δουλειές τους και μου είπαν για να με διώξουν, ‘οι γυναίκες στο σπίτι και οι άνδρες στην δουλειά’ και με έστειλαν να σου κάνω παρέα και να σε βοηθήσω εάν κάπου χρειάζεσαι». Σήκωσε ο Ανδρέας το κεφάλι του, ξαφνιασμένος από την φωνή που τον διέκοψε από τις σκέψεις του και τις δουλειές του, μέσα στις οποίες είχε χαθεί όλη αυτήν την ώρα. Λίγο οι σκοτούρες του μαγαζιού, λίγο τα όσα με τον μικρό Ηλία, το παιδί του καφενείου, λέχθηκαν και λίγο τα όσα ο ίδιος στο μυαλό του έχει και που χθες όλη την νύχτα σκεφτόταν, τον έκαναν να χάσει την αμεσότητα και την επαφή με το παρόν και να δουλεύει μηχανικά στο γραφείο του. Τον επανέφερε όμως στην χρονική πραγματικότητα και στο χώρο, η φωνή του γιου του και μόλις τον αντίκρισε, τα μάτια του πήραν άλλο σχήμα. Μεγάλωσαν ξαφνικά και άνοιξαν διάπλατα, το πρόσωπο του φωτίσθηκε και κάθε άλλη έγνοια και σκοτούρα του, έφυγαν από το μυαλό του. Για κούραση, ούτε συζήτηση. Ήρθε στο μαγαζί ο 4 ος κατά σειρά κληρονόμος διάδοχος και συνεχιστής της ιστορίας και της οικογενειακής παράδοσης. Γι αυτό και τώρα χάθηκε αμέσως η κούραση, αλλά και κάθε έννοια. Μπροστά του στεκόταν ο γιος του και αυτό ήταν αρκετό εκείνη την ώρα για να τον κάνει ευτυχισμένο. - «Καλώς τον, καλώς τον Κωνσταντίνο μου, τον μονάκριβό μου. Έλα μέσα γιε μου, έλα στο γραφείο και πάρε μια καρέκλα και κάθισε. Και βέβαια έχω δουλειά στο μαγαζί και θέλω την βοήθειά σου, μα δεν ήταν ανάγκη να σηκωθείς και από τα χαράματα! Ας κοιμόσουν ακόμη λίγο, δεν θα χανόταν δα και ο κόσμος!» - «Εεε, μωρέ πατέρα και εσύ, σαν την μητέρα και χειρότερα κάνεις ορισμένες φορές. Δηλαδή τι είμαι, μωρό; Πόσο να κοιμηθώ ακόμη και ύστερα η μαμά και οι αδελφές μου δεν με θέλουν και μέσα στα πόδια τους, όταν εκείνες κάνουν δουλειές στο σπίτι. Και με τέτοιο καιρό, δεν βλέπω και που αλλού να πάω. Οι γυναίκες με τις γυναίκες και οι άνδρες με τους άνδρες, έτσι δεν μου λες και εσύ από καμιά φορά;» - «Ναι αγόρι μου, δίκιο έχεις και καλά έκανες που ήρθες, γιατί σήμερα και πολύ δουλειά έχω και πολύ κουρασμένος είμαι και έναν ακόμη άνδρα, θα τον ήθελα εδώ. Περιμένω και κάτι εμπορεύματα και γι αυτό θέλω κάποιον να καθίσει στο πόδι μου, εδώ στο γραφείο, όσο εγώ θα παραλαμβάνω στο τελωνείο. Όμως με τέτοιο καιρό, δεν νομίζω να έρθουν», αμέσως του απάντησε ο πατέρας, γιατί κατάλαβε ότι ο Κωνσταντίνος του ενοχλήθηκε που ακόμη τον θεωρούν παιδί και που έδειξαν όλοι τους κατάπληξη γιατί πήγε τόσο νωρίς στο μαγαζί. Τι νωρίς δηλαδή, κοντεύει 10 η ώρα το πρωί. - «Αχ!.. και να ερχόντουσαν τώρα αυτές οι πραμάτειες, που είναι και ο λεβέντης μου εδώ για να βοηθήσει..» έκανε πως μονολογούσε χαμηλόφωνα ο Ανδρέας και μονολόγησε τόσο υψηλοχαμηλόφωνα, που δήθεν δεν ήθελε να τον ακούσει ο γιος του, αλλά ταυτόχρονα να μην χάσει εκείνος, ούτε και λέξη απ΄ όσα θα έλεγε. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε και τίποτα εμπορεύματα, αλλά έπρεπε να δικαιολογήσει αμέσως ότι η κατάπληξή του δεν ήταν που ήρθε ο μονάκριβός του, αλλά το ότι ήρθε δήθεν, σε χρόνο που ήταν και αναγκαίος και απαραίτητος εκεί. - «Κωνσταντίνε μου, συνέχισε ο πατέρας του για να αλλάξει και κουβέντα, περιμένω κάτι ωραία πράγματα από την Αίγυπτο, που μόλις τα δεις θα ξετρελαθείς και εσύ, θα το δεις, αρκεί να έρθουν σήμερα. Θυμάσαι Κωνσταντίνε….», πάντα Κωνσταντίνε τον αποκαλούσε, ποτέ με κάποιο υποκοριστικό του ονόματος του και με την γυναίκα του,

49


50 την κυρία Γεωργία, τσακωνόντουσαν καμιά φορά, που αυτή τον φώναζε πού και πού ‘Κωστή μου’. Ήθελε να ακούει ολόκληρο το Κωνσταντίνε, του θύμιζε λέει την ‘‘Πόλη’’ την Κωνσταντινούπολη, την ιστορία της και την Ελληνικότητα της και του θύμιζε έτσι πως «πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι Ελληνική θα γίνει». Μπορεί τον συχωρεμένο τον πατέρα του, να τον φώναζαν όλοι τους ‘μπάρμπα-Κωστή’, όμως την κυρά-Αμαλία την μάνα του, ποτέ δεν την άκουσε να τον φωνάζει έτσι, πάντα και μόνον με το όνομα του και ολόκληρο παρακαλώ, ‘Κωνσταντίνε’ τον φώναζε πάντα. Και το έλεγε τόσο γλυκά και τρυφερά, σέρνοντας στο τέλος του ονόματος του, το γράμμα έψιλον, «Κωνσταντίνεεε». Ε! λοιπόν αυτό το τόσο όμορφο όνομα, θα μπορούσε εκείνος να το προφέρει με κάποιο υποκοριστικό του; Όχι βέβαια! Θέλεις γιατί ήταν του πατέρα του, θέλεις γιατί είχε ιστορική σύνδεση με την Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, την «Πόλη», θέλεις γιατί το έλεγε τόσο γλυκά και τρυφερά η μάνα του, όταν καλούσε τον πατέρα του ή θέλεις για κάποιον άλλον λόγο, του ήταν πραγματικά αδύνατον, μα και συνειδητά δεν το ήθελε κιόλας, να χρησιμοποιήσει κάποιο υποκοριστικό. Και η γυναίκα του αυτό δεν το καταλάβαινε και του έλεγε κάθε φορά που της έκανε παρατήρηση, ‘‘εγώ θα τον λέω τον γιο μας, όπως η καρδιά μου, η καρδιά της μάνας αισθάνεται και προστάζει’’ και η δική της η καρδιά πρόσταζε να τον λέει ‘Κωστή μου’, επειδή, όπως έλεγε, της φαινόταν πολύ μεγάλο το όνομα ‘Κωνσταντίνος’ για τον μικρό της γιόκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο όνομα για ένα τόσο μικρό παιδί, το παιδί της, το αγόρι της, τον γιόκα της. Γιατί ακόμη και όταν εκείνος θα ερχόταν η ώρα και θα παντρευόταν, για την μάνα και την καρδιά μιας μάνας, πάντα ο γιος της, είναι ο γιόκας της και η κόρη της, η κορούλα της. Αυτή είναι μια αλήθεια, που αιώνες τώρα αποδεικνύεται και επιβεβαιώνεται. Γιατί ο κόσμος γεννήθηκε και γεννιέται, πάντα από μια μάνα, που η καρδιά της σε όλη ετούτη την γη, είναι πάντα ίδια. Είναι η ‘καρδιά της μάνας’. Και ένας άνδρας, ακόμη και πατέρας να είναι, δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει, πώς μια γυναικεία καρδιά και πολύ περισσότερο, η καρδιά μιας μάνας, αγαπάει. Και αφού και όσο εκείνος δεν καταλάβαινε, λογικό ήταν να αξίωνε από την γυναίκα του, να υπερβεί την φύση της. Μα μια μάνα, μόνο μάνα μπορεί να είναι, όποιο τίμημα και εάν απαιτείται κάθε φορά να πληρώνει και γι΄ αυτό συχνά του έλεγε, «Αμάν βρε Ανδρέα μου, άρχισες να γερνάς. Όλο παραξενιές είσαι πια. Τι ‘Κωνσταντίνε’ τι ‘Κωστή μου’. Αλλάζει τίποτα άνδρα μου;» Μα το ‘Κωστή μου’ το έλεγε η καρδιά μιας γυναίκας-μάνας και το ‘Κωνσταντίνε’ η καρδιά ενός άνδρα-πατέρα και ο Θεός, δεν τις έπλασε ίδιες αυτές τις καρδιές, και για να το κάνει έτσι, κάτι Αυτός περισσότερο θα ξέρει και τον σκοπό Του σίγουρα θα έχει. - «Καλά έκαναν και σε έδιωξαν παλικάρι μου, καλά έκαναν. Η δική σου θέση, είναι εδώ στο μαγαζί, που κάποτε όπως ξέρεις, θα γίνει δικό σου. Οι γυναίκες πρέπει να γίνουν καλές νοικοκυρές και για να γίνουν έτσι, θα πρέπει να κάθονται στο σπίτι με την μάνα τους, μιας και αυτή θα τους μάθει τις δουλειές και τα μυστικά του νοικοκυριού, μα και της κουζίνας. Γιατί Κωνσταντίνε μου, η μητέρα σου είναι πολύ καλή νοικοκυρά και ακόμη καλλίτερη είναι στην κουζίνα και έτσι πρέπει να γίνουν και οι κόρες της, αλλιώς θα είναι ντροπή και για την ίδια. Εσύ όμως, η δική σου η θέση, είναι κοντά μου, γιατί όπως μια μάνα, έτσι και ένας πατέρας, έχει υποχρέωση, να διδάξει στον γιο του, όλα εκείνα που θα τον κάνουν άξιο και ικανό άνδρα, για να ζήσει την οικογένεια του με αξιοπρέπεια και καλά». Και με τις τελευταίες αυτές κουβέντες, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον γιο του και τον βλέπει να κορδώνεται. Είχε δίκιο, οι άνδρες με τους άνδρες και αυτός που καθόταν απέναντι του στο γραφείο, ήταν ένας άνδρας και ήτανε ο γιος του. - «Πάμε μια βόλτα μαζί κάτω στην αποθήκη, που θέλω να δω τι μας λείπει, για να το παραγγείλω. Να το γράψω στην παραγγελία που ετοιμάζω» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του, υποχρεώνοντας και τον γιο του να κάνει το ίδιο.

50


51 Δεν ήθελε τίποτα να δει, όμως το είπε για να βρει έτσι ευκαιρία να πάνε μαζί στους χώρους του μαγαζιού και μετά να κάνουν και μια βόλτα μέσα σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο υποχρέωνε τον Κωνσταντίνο, να μαθαίνει τα εμπορεύματα, από πού τα έφερναν, πόσο στοίχιζαν, ποιος ήταν ο συνεργάτης τους και που ήταν τοποθετημένα και αποθηκευμένα μέσα στο μαγαζί και στην αποθήκη, αντίστοιχα. Γιατί έπρεπε όλα να του τα μάθει και ήθελε να του τα μάθει, όχι σαν να του κάνει μάθημα, γιατί σ΄ αυτήν την διαδικασία, φυσιολογικά όπως κάθε παιδί, αντιδρούσε και ο γιος του. Έτσι βρήκε το κόλπο της δήθεν καταγραφής του εμπορεύματος για την επόμενη παραγγελία. Και αυτό το κόλπο, φαίνεται πως ήταν και πρόσφορο και αποδοτικό. Το διαπίστωσε ο Ανδρέας με τον δικό του τρόπο και του το επιβεβαίωσε και αρκετές φορές ο Δημητρός, αλλά και οι άλλοι υπάλληλοι του μαγαζιού. - «Έρχομαι πατέρα» απάντησε πρόθυμα ο Κωνσταντίνος και σηκώθηκε από την καρέκλα του και τον ακολούθησε.

51


52

Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΘΕΣΗ

52


53

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ - «Αμαλία, πήγαινε επάνω κόρη μου και να συμμαζέψεις την κάμαρη του αδελφού σου και την δική σας. Μετά να κατέβεις κάτω να σου πω, τι άλλο να κάνεις». - «Εσύ Κατερίνα, όσο εγώ θα ετοιμάζω τα του φαγητού, να μαζέψεις το τραπέζι και να πλύνεις τα πιάτα που χρησιμοποιήσατε στο πρωινό. Μόλις κατέβει και η αδελφή σου από πάνω, θα ετοιμάσουμε και οι τρεις μαζί το φαγητό και θα το βάλουμε στην φωτιά. Μετά θα ετοιμάσουμε και μια πίτα, τυρόπιτα, που την τρώει πολύ ο πατέρας σας και όταν την βάλουμε και αυτήν στον φούρνο και μέχρι να ψηθεί, όλες μαζί παρέα θα σκουπίσουμε και θα ξεσκονίσουμε, έτσι κορίτσια;» - «Ναι μητέρα» είπαν εκείνες με μια φωνή και η κάθε μια τους πήρε τον δρόμο της και άρχισε την εργασία, που η μητέρα τους, της είχε αναθέσει. Η κυρά-Γεωργία, ήξερε καλά, πως η πρώτη προίκα της γυναίκας ήταν η τιμή της. Και για τις κόρες της φρόντιζε, την τιμή τους και την αξιοπρέπεια τους, εκείνες να μάθουν να τις διαφυλάγουν καλά και όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, προίκα προσωπική τους, στον άνδρα τους, την πρώτη νύχτα του γάμου τους, να του την προσφέρουν. Γιατί εκείνος έπρεπε να τις κάμει γυναίκες, αν θέλουν να ανοίξουν ένα σωστό σπιτικό και να το κρατήσουν. Γι αυτό και από τώρα, μικρές που ήταν, τις ορμήνευε, τις έδινε συμβουλές και πολλές φορές αυτό την έφερνε και σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ήξερε πώς να πει, αυτό που ήθελε και έπρεπε να τις πει. Δύσκολη πραγματικά η θέση μιας μάνας, που πρέπει να μιλήσει στις κόρες της, για αυτά τα πράγματα, μα δικό της χρέος ήταν και όσο βαρύ και δύσκολο και να της ερχόταν, θα το έκανε. Χρέος της ήταν. Ήξερε επιπλέον ότι, εκτός από την τιμή της γυναίκας, οι βάσεις μιας σωστής οικογένειας, ήταν η προϋπόθεση της καλής νοικοκυράς. Η γυναίκα, που ήξερε καλά να κουμαντάρει το σπίτι της, ήταν σ΄ αυτό ταυτόχρονα και αφέντρα μα και δούλα. Γιατί το σπίτι, ήταν αποκλειστικά ευθύνη της γυναίκας. Έμαθε έπειτα και από την μάνα της και την πεθερά της, ότι ‘‘ο έρωτας πρώτα περνάει από το στομάχι’’ και επιπλέον, ότι ο άνδρας ήταν το πρώτο και το μεγαλύτερο παιδί σε μια οικογένεια, αρκεί η γυναίκα του, να ήξερε καλά και σωστά, να παίξει τον δικό της ρόλο. Άρχισε η Γεωργία να προετοιμάζει τα του φαγητού, όταν άκουσε στην εξώπορτα κτύπο και την φωνή της γειτόνισσας τους, της Μαρίνας, να την καλεί. - «Γεωργία, που είσαι; η Μαρίνα είμαι, κερνάς καφέ;», ρώτησε ανοίγοντας ταυτόχρονα από μόνη της την εξώπορτα του σπιτιού. Η κυρα Μαρίνα ήταν χρόνια γειτόνισσα και καλή γυναίκα και ακόμη καλλίτερη νοικοκυρά. Δεν άλλαξε τόσα χρόνια, κουβέντα με κανέναν. Κοίταζε το σπίτι της και τίποτα άλλο. Πού και πού πήγαινε και σε καμιά γειτόνισσα ή άλλοτε τις καλούσε εκείνη στο σπίτι της, για να πιουν καφέ και για ένα πρωινό διάλειμμα, από τις δουλειές του σπιτιού. - «Έλα μέσα κυρά Μαρίνα, και το ρωτάς; και βέβαια θα ψήσω να πιούμε καφέ και θε να σε κεράσω και γλυκό, που το ΄χω κάμει τις προάλλες. Έλα μέσα και ψύχρανε σήμερα ο καιρός, μην κάθεσαι στην πόρτα και έχει και ρεύμα. Μόνο συγχώρα μας για την ακαταστασία, σήμερα τα είπαμε λίγο με τις αγγελούδες μου, σαν γυναίκες που είμαστε και μας πήρε λίγο η ώρα. Βλέπεις οι άνδρες φύγανε νωρίς το πρωί από το σπίτι και εμείς βρήκαμε την ευκαιρία και τον χρόνο, να τα πούμε με την ησυχία μας, σαν γυναίκες. Ξέρω, δεν μας παρεξηγείς και συμπάθα με, που σου τα λέω αυτά. Έλα κάθισε και σε ένα λεπτό θα έχω ψήσει και τους καφέδες». - «Κάνε την δουλειά σου κυρά-Γεωργία μου με την ησυχία σου, ξένη είμαι εγώ; και έπειτα και εγώ έτσι την άφησα την κουζίνα μου και ήρθα να πιω καφέ, θα την μαζέψω και θα συγυρίσω και εγώ, όταν γυρίσω πίσω».

53


54 Ήξερε η Γεωργία ότι η κυρά-Μαρίνα δεν έλεγε την αλήθεια, όμως ήταν τόσο καλή στην καρδιά, που ήθελε να είναι πάντα κάτω από τον συνομιλητή της. Πού ακούσθηκε να φύγει εκείνη από το σπίτι της και να το αφήσει ακατάστατο, ‘Θεός φυλάξει’. Τόσα χρόνια, υπόδειγμα νοικοκυράς ήταν στην γειτονιά και όλες οι γυναίκες, αυτό της το αναγνώριζαν. Αλλά πάντα η ευγένεια της και η καλοσύνη της, δεν την άφηναν να φερθεί διαφορετικά. Γι΄ αυτό και όλοι τους την αγαπούσαν και την εκτιμούσαν στον μαχαλά. Όλοι τους την σεβόντουσαν και όλοι τους, πάντα την φώναζαν ‘κυρία-Μαρίνα’, αποδίδοντας έτσι στο πρόσωπο της, αμέριστο σεβασμό. - «Καλημέρα κυρία-Μαρίνα», ακούσθηκε να λέει η Κατερίνα. - «Καλημέρα κόρη μου, εσύ ποια είσαι για και δεν βλέπω καθαρά. Έτσι μεγάλη που σε βλέπω, θα πρέπει να είσαι η Αμαλία, έτσι δεν είναι, ή μήπως με κοροϊδεύουν τα μάτια μου;» είπε και κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα την οικοδέσποινα του σπιτιού. - «Κυρία Μαρίνα, εγώ είμαι η Κατερίνα, η μικρότερη. Η Αμαλία μας είναι επάνω και συγυρίζει τα δωμάτια, το δικό μας και του αδελφού μου. Εγώ συγύρισα το τραπέζι, μετά που φάγαμε το πρωινό». - «Καλέ Γεωργία μου, αλήθεια λέει αυτό το κορίτσι; Το Κατερινάκι μας είναι, για χωρατεύει; Πω πω! Μα πώς μεγάλωσε έτσι, ολόκληρη γυναίκα έγινε. Να το φτύσω να μην το βασκάνω, φτού, φτού..» και κοίταξε και πάλι με μια γρήγορη ματιά την μητέρα της και συνέχισε, «..μα αλήθεια! είναι η μικρή μας πριγκηπέσα! Και γιατί για Γεωργία μου, δεν έρχεσαι εσύ να καθίσεις εδώ μαζί μου και να μας ψήσει τους καφέδες το Κατερινάκι μας, έτσι μεγάλη κοπέλα που έγινε;» - «Μιαν άλλη φορά κυρά-Μαρίνα, μιαν άλλη φορά. Τώρα τους έψησα ήδη εγώ. Και έπειτα φοβάμαι πως εάν σου ψήσει καφέ το Κατερινάκι μου, δεν θα θελήσεις να πιεις άλλη φορά, καφέ από τα δικά μου χέρια». Και οι δυο μεγάλες κυρίες, ήξεραν πως έλεγαν ψέματα, μα όταν το ψέμα είναι για καλό, το συχωρνάει και ο Θεός, λένε. Τα κορίτσια έπρεπε να τα παινεύεις και να τα παροτρύνεις να μάθουν και να γίνουν καλές νοικοκυρές. - «Άντε καλά, σαν είναι έτσι μαθές, τότε ΄νες, την άλλη φορά θα πιω καφέ από τα χεράκια της, έτσι Κατερινάκι μου;» - «Ναι κυρία Μαρίνα» απάντησε χαμηλόφωνα το στερνοπούλι της οικογένειας, τόσο χαμηλόφωνα που λες και δεν ήθελε ούτε και η ίδια να ακούσει την απάντηση. Νόμιζε ότι εάν το έλεγε δυνατά, θα μάθαινε η κυρία Μαρίνα, ότι δεν ξέρει ακόμη να ψήνει καφέδες και αφού εκείνη το θεωρεί ντροπή, ντροπή θα πρέπει να ήτανε. - «Πού είπες Κατερίνα μου ότι είναι η αδελφή σου;» και παρότι το γνώριζε ήδη, την ρώτησε και πάλι για να αλλάξει αμέσως θέμα. Ήξερε ότι η φίλη της δεν άφηνε τα κορίτσια της χωρίς κάποια δουλειά του σπιτιού. Όλο και κάτι θα εύρισκε για να τις απασχολήσει. Όμως ρωτούσε επίτηδες για να κάνει την μικρή πριγκηπέσα να αισθανθεί ότι απ΄ όλους τους, λογίζεται ως ενεργό μέλος της οικογένειας, ακόμη και από τους επισκέπτες. - «Επάνω είναι κυρία Μαρίνα, σας το είπα και πριν μα δεν με ακούσατε φαίνεται. Την έστειλε η μαμά να συγυρίσει τα δωμάτια, το δικό μας και του αδελφού μας. Όπου να ΄ναι κατεβαίνει». - «Κυρία Μαρίνα..» παρεμβαίνει η μητέρα της, «..μην θαρρείς και το Κατερινάκι μου από καμιά φορά συμμαζεύει τα υπνοδωμάτια και συγυρίζει το σπίτι, μα πιο πολύ την θέλω κοντά μου, εδώ στην κουζίνα…», και γέρνοντας προς την μεριά της, χαμηλόφωνα συμπληρώνει, «..είναι ξέρεις πολύ καλή μαγείρισσα και με βοηθάει πολύ, όταν την έχω δίπλα μου στην κουζίνα» και κοίταξε κλεφτά την κόρη της, που καμάρωνε γιατί και οι δύο μεγάλες κυρίες, την παίνευαν.

54


55 Έπειτα από λίγο, οι καφέδες ήταν έτοιμοι και τους σερβίρισε, συνοδεύοντας τους και με ανάλογα κουλουράκια. Τότε ζήτησε από την κόρη της να πάει και αυτή επάνω, γιατί κάτι θέλουν δήθεν να συζητήσουν σαν μεγάλες γυναίκες οι δυο τους. Και της το ζήτησε αυτό, γιατί πραγματικά διαισθάνθηκε ότι η επίσκεψη αυτή της κυρίας Μαρίνας, δεν ήταν μια απλή τυπική καθημερινή επίσκεψη, όπως όλες τις άλλες και γι αυτό και θα έπρεπε να μείνουν οι δυο τους για να συζητήσουν ελεύθερα. Η μικρή Κατερίνα, έκανε αμέσως ό,τι της είπε η μητέρα της και με μεγάλη προθυμία. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε τώρα να συμβεί, μετά από τόσους επαίνους, που προηγήθηκαν και από την μητέρα της και από την αξιολάτρευτη κυρία Μαρίνα. Όταν έμειναν οι δυο τους, η Γεωργία δεν μίλησε, παρά μόνον κοίταξε στα μάτια την επισκέπτριά της. Εκείνη κατάλαβε ότι έπρεπε χωρίς περιστροφές να μπει κατ΄ ευθείαν στο θέμα. Αισθάνθηκε πώς αν και δεν ήξερε για ποιο πράγμα θα την ρωτήσει, ήταν απόλυτα βέβαιη ότι κάτι θέλει να την ρωτήσει. - «Γεωργία μου, ο κυρ Ανδρέας, που όλη την ημέρα είναι έξω, τι λέει για τα γεγονότα; Τι συζητιέται στον καφενέ;» - «Για πιο πράγμα κυρία Μαρίνα;» - «Να καλή μου, γι αυτά που γράφουν οι εφημερίδες για τον Ελληνικό Στρατό και το ενδεχόμενο να φύγει από την Μικρά Ασία πριν μας ελευθερώσει. Να, για το ότι δεν πάει καθόλου καλά με τον πόλεμο. Δεν σου είπε τίποτα ο άνδρας σου;» - «Όχι τίποτα, γιατί να μου πει και μήπως ότι γράφουν οι εφημερίδες είναι και όλα αλήθεια; Εσύ νομίζεις ότι είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;» - «Γεωργία μου, δεν θέλω να σε ταράξω, μα ο κόσμος λέει ότι θα φύγουν και θα μας αφήσουν μόνους και απροστάτευτους από τους απίστους». - «Μα πώς κυρία Μαρίνα, εμείς τόσα χρόνια καλά και ήσυχα ζούσαμε με αυτούς, όλοι μαζί και αγαπημένοι. Μετά ήρθαν αυτοί από την Ελλάδα, να μας σώσουν και να μας απελευθερώσουν, από ποιους άραγε να μας απελευθερώσουν; Και μας ρώτησαν εμάς; Όχι βέβαια! Και τώρα που βρήκαν τα σκούρα, θέλουν να φύγουν και να μας εγκαταλείψουν, λες και εμείς τους καλέσαμε να έρθουν εδώ. Δεν είναι σωστό και δεν νομίζω και δεν πρέπει να γίνει και έτσι. Γιατί έτσι που τα έκαμαν …αχ.. αχ… αλίμονο μας, αλίμονο μας». - «Γι αυτό σε ρωτάω Γεωργία μου, ο άνδρας σου μαγαζί έχει και τόσος κόσμος περνάει από εκεί κάθε μέρα. Όλο και κάτι περισσότερο θα έχει μάθει, κάτι παραπάνω μπορεί να ξέρει. Δεν σου είπε τίποτα;» - «Όχι σου λέω κυρία Μαρίνα, τίποτα δεν μου είπε». - «Ε! τότε δεν θα τρέχει κάτι σοβαρό, εκτός και εάν δεν σου λέει για να μην σε ανησυχήσει, κόρη μου». - «Για στάσου, για στάσου. Σήμερα το πρωί, κάτι πήγε να μου πει, μα δεν πρόλ αβε και αυτά τα λίγα που είπε, όσα είπε δηλαδή, τίποτα ξεκάθαρο δεν ήταν. Όμως να, μου το γύρισε από εδώ, μου το γύρισε από εκεί, κάτι ήθελε να μου πει και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Όμως τι; Δεν ξέρω να σου πω, γιατί τίποτα συγκεκριμένο δεν μου είπε. Υποσχέθηκε φεύγοντας, ότι θα μου πει το μεσημέρι, όταν θα γυρίσει. Θυμάμαι πάντως, που μου ζήτησε, να δεις…α! ναι, μου είπε, μου ζήτησε δηλαδή, να πάρω τα παιδιά μας και να πάμε για λίγες μέρες στην Αθήνα ή στην Χίο, για να ξεκουραστούμε μου είπε και εμένα μου φάνηκε κάπως παράξενο αυτό, μα δεν πήγε και το μυαλό μου στο κακό». - «Α! τον καλό μου! Δεν σου το είπα, δεν θα θέλει να σε ανησυχήσει, εσένα και τα παιδιά. Αλλά αν δεν σου είπε εκείνος, ας μην σε ζαλίζω εγώ με σκοτούρες». Βήματα ακούγονται από την μεριά της σκάλας και βλέπουν την μεγάλη κόρη της Γεωργίας, την αρχοντοπούλα, να κατεβαίνει την μεγάλη ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού. Από πίσω της κατέβαινε και η μικρότερη της οικογένειάς.

55


56 - «Καλημέρα κυρία Μαρίνα, μου είπε η αδελφή μου ότι ήσουν εδώ και μόλις τελείωσα το συγύρισμα, είπα να κατέβω να σου πω μια καλημέρα,» είπε η Αμαλία, μόλις κατέβηκε και τις πλησίασε. - «Καλημέρα κορίτσι μου, μα εσύ έγινες σωστή γυναίκα, αρχοντοπούλα αληθινή. Καλά έκαμες και ήρθες να μου πεις καλημέρα, γιατί και εγώ ήθελα να σε δω. Για ελάτε και οι δυο σας, να καθίσετε εδώ μαζί μας, να σας δω και να σας καμαρώσω κομματάκι και τις δυο σας, από κοντά». - «Πάντα με το καλό τον λόγο η κυρία Μαρίνα, κόρες μου..» παρεμβαίνει η οικοδέσποινα, «..μα η αλήθεια είναι ότι σας αγαπάει πολύ και τις δυο σας. Σαν κόρες της σας έχει». - «Μα καλέ μαμά, δηλαδή εγώ τώρα μπορώ να λέω ότι έχω δυο μαμάδες,» ρωτάει με χάρη η πριγκηπέσα. - «Όχι χαρά μου, η μαμά του καθενός και της καθεμίας μας, είναι μία, αλλά να επειδή σας αγαπώ πολύ και εγώ, η μαμά σας λέγει ότι μπορείτε και εσείς να με αγαπάτε το ίδιο πολύ, και πάντα κάτι λιγότερο από την μαμά και τον μπαμπά, φυσικά». - «Εγώ όμως θα ήθελα να έχω δύο μαμάδες. Μπαμπάδες δεν θα ήθελα, όμως μαμάδες… θα ήθελα να έχω δυο. Γιατί έτσι, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, θα παίρνω δύο δώρα, ε κυρία Μαρίνα; και εσύ θα είσαι μόνο δική μου μαμά και θα φέρνεις μόνο σε μένα δώρα, έτσι δεν είναι;» - «Γιατί για κόρη μου να μην είμαι και της Αμαλίας μας και του Κωστή μας; αδέλφια σου είναι και αυτά και θα πρέπει, εάν είμαι δική σου μαμά να είμαι και δική τους». - «Γιατί αυτοί έχουν μεγαλώσει, είναι πιο μεγάλοι από μένα και δεν θέλουν δεύτερη μαμά. Αλλά άμα είναι έτσι, τότε να είσαι και δική τους. Όμως σε μένα θα φέρνεις πρώτα δώρα, τα πιο μεγάλα και τα πιο καλά, έτσι κυρία Μαρίνα; και μην ξεχνάς, θα μου φέρνεις δώρα και τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά και το Πάσχα, εντάξει;» είπε ξανά το στερνοπούλι γεμάτο χαρά, που και πάλι βρήκε λύση να είναι εκείνη μπροστά. - «Θα σας φέρω κόρη μου, θα σας φέρω. Άντε τώρα Γεωργία μου, να πηγαίνω και εγώ που έχω και δουλειές να κάνω στο σπίτι. Σ΄ ευχαριστώ για τον καφέ και μην χολοσκάς για ό,τι σου είπα, αν είναι ….. θα σου πει εκείνος από μόνος του, και τότε με λες και μένα. Άντε να σε αφήσω, να κάνεις και τις δουλειές σου». - «Καλά κυρία Μαρίνα και σ΄ ευχαριστώ και άμα μάθω…» και κούνησε το κεφάλι της με νόημα και συνέχισε, «..είχα και εγώ ανάγκη από ένα διάλειμμα και να μιλήσω και με κάποιον. Όσο για τις δουλειές του σπιτιού, καλά να είναι οι κορούλες μου, τα βλαστάρια μου, που με ξεκουράζουν λιγάκι». Κοιτάχτηκαν και πάλι οι δυο τους με ένα βλέμμα όλο νόημα και μετά έστρεψαν τα πρόσωπα τους προς τις μικρές κυρίες, που καμάρωναν με όσα άκουγαν να λένε για αυτές οι δύο καταξιωμένες νοικοκυρές, η μάνα τους και η κυρία Μαρίνα. Όταν πλέον έφυγε η απρόσμενη επισκέπτρια, η αφέντρα του σπιτιού γύρισε στην κουζίνα της για να συνεχίσει την προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού και η Κατερίνα ανέβηκε και πάλι για λίγο επάνω στην κάμαρη της. - «Μητέρα, τι σου είπε η κυρία Μαρίνα, που δεν σου το είπε ο πατέρας και εσύ δεν θα πρέπει να χολοσκάς» ρώτησε η Αμαλία, μόλις βεβαιώθηκε ότι η μικρή Κατερίνα, είχε ανέβει στο δωμάτιο της και δεν υπήρχε περίπτωση να τις ακούσει. - «Τίποτα κόρη μου, τίποτα που να σε ενδιαφέρει. Να για μια γνωστή μας μου έλεγε, που αρρώστησε ο άνδρας της και ο πατέρας σας τον ξέρει. Με ρώτησε λοιπόν εάν μου είπε τίποτε και πώς εάν ξέρει πώς είναι η υγεία του. Άντε τώρα, πήγαινε και εσύ επάνω και να σκουπίσεις τα δωμάτια σας και να βάλεις την αδελφή σου να ξεσκονίσει και μην ξεχνάς να της δείχνεις, πώς να κάμνει τις δουλειές του σπιτιού. Πρέπει και εκείνη να

56


57 μάθει, ότι και εσύ μέχρι τώρα ξέρεις, ότι σου έμαθα. Μου φαίνεται και πάλι πως η βροχή σταμάτησε. Ανοίξτε και τα παράθυρα να αεριστούν και λίγο οι κάμαρες. Όμως ντυθείτε καλά και να μην είστε στο ρεύμα, μην και μου κρυώσετε. Εγώ έχω να κάμω ακόμη κάποιες δουλειές εδώ στην κουζίνα και μόλις εσείς θα έχετε τελειώσει από πάνω, κατεβαίνετε και τότε όλες μαζί θα ετοιμάσουμε και το φαγητό και μια πίττα, που αρέσει, όπως είπαμε του πατέρα σας. Άντε τώρα κόρη μου και αν ήταν κάτι άλλο, θα σου το έλεγα. Είσαι ολόκληρη γυναίκα πια και εκτός από κόρη μου, είσαι και φιλενάδα μου και οι φιλενάδες τα λένε όλα μεταξύ τους, δεν τα λένε;» - «Ναι μητέρα, τα λένε, έχεις δίκιο. Μην νοιάζεσαι και εμείς θα τα κάνουμε όλα όπως είπες και μόλις τελειώσουμε θα κατέβουμε κάτω. Το Κατερινάκι μας θα το προσέχω εγώ, μην στεναχωριέσαι». - «Μπράβο κόρη μου, δεν στεναχωριέμαι καθόλου χαρά μου, που πάντα χαρά να σου προσφέρει στην ζωή σου ο Θεός». Ένοιωσε πιο χαλαρωμένη τώρα η Γεωργία, επειδή τα μπάλωσε εύκολα. Όμως τι άραγε να συμβαίνει και γιατί ο Ανδρέας της, δεν της είπε τίποτα μέχρι τώρα ή μήπως αυτό ήθελε να της πει το πρωί και θέλησε να το κάνει διακριτικά. Μήπως δεν πάνε στ΄ αλήθεια καλά τα πράγματα και της έλεγε με τρόπο να πάρει τα παιδιά και να πάνε στην Αθήνα ή στην Χίο και μάλλον για να φύγουν της το έλεγε. Να φύγουν αυτή και τα παιδιά τους και να αφήσουν πίσω τον άνδρα της μονάχο. Μα είναι ετούτο δυνατόν; Α! όχι, όχι! αυτό δεν γίνεται. Τον άνδρα της τον αγαπάει και τον τιμά. Κορώνα στο κεφάλι της τον έχει και αφέντη του σπιτιού της. Όμως τέτοιο πράγμα δεν πρόκειται να το δεχθεί. Τι δηλαδή; Να σωθούμε εμείς και αυτός να καθίσει πίσω και να κάνει τι και να σώσει τι; το σπίτι ή το μαγαζί; Και άμα το κακό είναι τόσο μεγάλο, τι νόημα έχει να σωθούν εκείνοι και να χαθεί ο άνδρας της; Και πώς το σκέφθηκε αυτό ο Ανδρέας της, αναρωτήθηκε! Αυτός ήταν πάντα συνετός και μετρημένος στην σκέψη του. Πως μπορεί να σκέφθηκε ότι θα δεχόταν η γυναίκα του να φύγει μαζί με τα παιδιά τους και να άφηναν εκείνον πίσω μόνο; Α, όχι, κατέληξε η Γεωργία, κάτι άλλο θα ήθελε να μου πει, σίγουρα κάτι άλλο. Είμαι σίγουρη σκέφθηκε, πως κάτι άλλο συμβαίνει και το μεσημέρι, μόλις φάμε θα στείλω τα παιδιά στα δωμάτια τους και θα του ζητήσω να μου πει. Αχ, βρε Ανδρέα μου, τώρα και μετά από τόσα χρόνια γάμου, όλο μυστήρια μου είσαι, μονολόγησε. Συνέχισε τις δουλειές στην κουζίνα της, ενώ άκουγε και την μεγάλη της κόρη, να δίνει οδηγίες και προστατευτικά να συμβουλεύει την μικρή της αδελφή. - «Αμαλία, θα καθαρίσουμε και το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά;» ακούσθηκε να ρωτάει η μικρή κορούλα της, την μεγαλύτερη της αδελφή. - «Και βέβαια όχι βρε χαζούλα, το έχουμε ποτέ καθαρίσει μέχρι τώρα; Το δωμάτιο τους θέλει να το καθαρίζει πάντα η μαμά μόνη της. Δεν άκουσες πόσες φορές μας είπε, ‘‘κορίτσια μου, η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού είναι σαν το ιερό της εκκλησίας. Ότι και να γίνει όλη την ημέρα, όταν θα έρθει το βράδυ, το ζευγάρι θα πρέπει να κοιμηθεί μαζί και εκεί θα τα βρουν ξανά οι δυο τους. Θα τσακωθούν την μέρα μα σαν έρθει η νύχτα και πλαγιάσουν, τότε εκεί θε να μονιάσουν. Θα μιλήσουν, θα αγκαλιαστούν και όμορφα θα κοιμηθούν. Και όπως στο ιερό της εκκλησιάς μπαίνουν μόνον οι παπάδες, έτσι και στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού, μπαίνει μόνο το ζευγάρι. Γι΄ αυτό και όταν παντρευτείτε, να το τηρήσετε και εσείς αυτό κορίτσια μου, το ακούτε, και εσείς.’’ Θυμάσαι πόσες φορές μας το είπε η μητέρα και μας είπε ότι ποτέ να μην μπούμε μέσα στην κάμαρα τους, ακόμη και όταν εκείνη με τον μπαμπά θα λείπουν και ας είναι και η πόρτα ανοιχτή, το θυμάσαι, εεε, το θυμάσαι;». - «Έχεις δίκιο Αμαλία, έχεις δίκιο, το θυμάμαι. Μου το είπε και εμένα. Άρα και εγώ μεγάλη είμαι. Μπορεί σύντομα να παντρευτώ, αλλιώς γιατί να μου το πει από τώρα; έτσι δεν είναι;»

57


58 - «Έλα τώρα να τελειώνουμε, γιατί μας περιμένει κάτω η μαμά να ετοιμάσουμε το φαγητό και να κάνουμε και πίττα. Ξέρεις να κάνεις πίττα;» - «Όχι, αλλά θα μάθω». - «Τότε μάθε πρώτα και μετά συζητάμε για γάμο. Όλα θα έρθουν στην ώρα τους. Βέβαια και εσύ μια μέρα θα παντρευτείς και θα πάρεις και τον καλλίτερο. Και κάθε Κυριακή πρωί, θα παίρνουμε τους άνδρες μας αγκαζέ και θα πηγαίνουμε στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, της Μητρόπολής μας και μετά θα κατεβαίνουμε στην παραλία. Στην όμορφη παραλία της πόλης μας, την παραλία του ‘‘Και’’ (Quai) και θα κάνουμε βόλτα και θα τρώμε και γλυκό και θα πίνουμε και καφέ. Θα καθόμαστε σε εκείνα τα όμορφα καφέ, που βλέπεις να κάθονται τώρα οι μεγάλες κυρίες της Σμύρνης. Θα καθόμαστε στο καφέ ‘‘Μπελαβίστα’’ ή στο ‘‘Μυροβόλος Άνοιξις’’, μα μου αρέσει και το καφέ ‘‘Σαντάν’’. Μα όλα, όπως λέει και η μαμά, στην ώρα τους». Χάρηκε η Γεωργία ακούγοντας όλη αυτήν την συζήτηση, που έκαναν τα κορίτσια της και χαμογέλασε. Προς στιγμήν έφυγαν και όλες οι άσχημες σκέψεις από το μυαλό της, που μέχρι πρότινος την βασάνιζαν. Αρκέσθηκε τότε απλώς να χαμογελάσει και να σκεφθεί ‘μεγάλωσαν οι κόρες μου και το πότε και το πόσο γρήγορα, ούτε που το κατάλαβα και το ίδιο γρήγορα θα έρθει και η ώρα για να παντρευτούν και θα μου φύγουν, μα αυτή είναι και η μοίρα της γυναίκας, να κάνει οικογένεια, να κάνει παιδιά, να τα μεγαλώνει και όταν αυτά παντρευτούν, να φεύγουν από κοντά της. Και τότε και εκείνα με την σειρά τους, θα γίνουν γονείς και…’. Και στις τελευταίες αυτές σκέψεις, ξαναχαμογέλασε στην ιδέα ότι κάποτε θα μπορούσε να δει την μικρή της κόρη, την πριγκηπέσα, μητέρα. Και έπειτα, ξαναχαμογέλασε, στην σκέψη και στην ιδέα της ‘γιαγιάς’. Στην δεύτερη αυτή σκέψη, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει και το δάκρυ της μάνας, που ο Θεός θα την αξιώσει να δει τις κόρες της ντυμένες νύφες και με τον καιρό, θα αξιωθεί να νανουρίσει στην αγκαλιά της, το παιδί του παιδιού της, το εγγόνι της.

58


59

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

59


60

ΜΕΡΟΣ Δ΄

60


61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ - «Κωνσταντίνε, εεε Κωνσταντίνε. Πού είσαι μωρέ λεβέντη μου». - «Εδώ πατέρα, πίσω στην αποθήκη, βοηθάω τον κύριο Δημήτρη και τον κύριο Χασάν, να τακτοποιήσουμε ορισμένες κούτες με εμπορεύματα. Με θέλεις κάτι;» - «Ναι αγόρι μου, σε θέλω. Έλα στο γραφείο και εσύ Δημήτρη πέρνα μπροστά στο μαγαζί και την τακτοποίηση των εμπορευμάτων, άφησε να την συνεχίσουν ο Χασάν με τον Βενιαμίν». - «Έρχομαι πατέρα, έρχομαι», αποκρίθηκε το μικρό αφεντικό και κίνησε να πάει κοντά του. «Εδώ είμαι πατέρα, τι θέλεις;» είπε μόλις μπήκε στο γραφείο. - «Κάθισε αγόρι μου στο πόδι μου εδώ στο γραφείο, γιατί εγώ έχω να πεταχτώ μέχρι τον καφενέ, που πρέπει να δω κάποιον κύριο για μια δουλειά. Μην το κουνήσεις ρούπι από εδώ και ο κύριος Δημήτρης να είναι συνεχώς μπροστά στο μαγαζί, είτε υπάρχουν πελάτες, είτε όχι. Την δουλειά στην αποθήκη να την κάνουν οι άλλοι δύο, όπως είπα και πριν. Δεν θα αργήσω και πολύ. Τον ξέρεις τον καφενέ του κυρ Στρατή, έτσι δεν είναι; εκεί θα είμαι αν με χρειαστείς». - «Τον ξέρω πατέρα, τον ξέρω. Τον καφενέ του κυρ Στρατή δεν ξέρω; Άντε πήγαινε εσύ και μην ανησυχείς και άμα χρειασθεί, θα στείλω εγώ να σε φωνάξουν». - «Ναι, παιδί μου, να στείλεις. Πάω τώρα εγώ» και βγήκε από το γραφείο και κινήθηκε προς την εξώπορτα του μαγαζιού. Πριν όμως βγει έξω, τον είδε ο Κωνσταντίνος που σταμάτησε και κάτι είπε και στον υπάλληλο τους, τον Δημήτρη. Προφανώς, σκέφτηκε, θα επανέλαβε και σε εκείνον, όσα είπε στον ίδιο. Είδε τον υπάλληλο του πατέρα του, να κουνάει το κεφάλι του, δείχνοντας ότι συμφωνούσε σε ότι το αφεντικό του, του έλεγε. Μόλις τελείωσε το μεγάλο αφεντικό να δίνει οδηγίες, κινήθηκε και πάλι προς την εξώπορτα και μέχρι να βγει από το μαγαζί, τον συνόδευσε ο Δημητρός. Είχε από ώρα σταματήσει να βρέχει και βγαίνοντας ο Ανδρέας στον δρόμο, σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια του προς τον ουρανό. Είδε ότι υπήρχαν αρκετά σύννεφα και μάλλον μέχρι το βράδυ, σκέφτηκε, θα πρέπει να βρέξει και πάλι. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τον καθαρό υγρό αέρα. Την είχε ανάγκη, είχε ανάγκη από λίγο φρέσκο αέρα στα πνευμόνια του. Η χθεσινή δύσκολη βραδιά, η όλη μέρα σήμερα, ο βροχερός καιρός, οι σκοτούρες του μαγαζιού και όσα μέσα στην αφέλεια του ο μικρός Ηλίας, το παιδί του καφενέ του είπε ή καλλίτερα τον ρώτησε και απάντηση δεν πήρε, όλα αυτά τον είχαν κάνει να νοιώθει πολύ άσχημα. Πήρε ακόμη μια δυο βαθιές ανάσες και άρχισε να περπατάει στο πλακόστρωτο δρόμο. Όμως δεν πήγε προς τον καφενέ όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Κινήθηκε προς την παραλία. Ήθελε να δει την θάλασσα. Γιατί, όποτε ένοιωθε κάποια στεναχώρια, ήταν αλήθεια ότι ο φρέσκος αέρας της, το ιώδιο και η αλμύρα, πάντοτε του άλλαζαν την διάθεση. Έτσι και τώρα, άφησε τα βήματά του, να τον οδηγήσουν εκεί που η καρδιά του πρόσταζε εκείνη την ώρα. Στην ‘μάνα θάλασσα’, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί. Περπατούσε και σκεφτόταν το κύριο πρόβλημα που τον απασχολούσε. Τι θα γινόταν, εάν έφευγε ο Ελληνικός Στρατός από εκείνα τα χώματα και εκείνη την γη; Χρόνια τώρα με τους Τούρκους, ζουν μαζί μονιασμένοι. Κανείς δεν πείραζε κανέναν και αυτό ήταν μια αλήθεια. Και ύστερα εδώ στην Σμύρνη, μήπως μόνον Έλληνες και Τούρκοι, ζουν και συμβιώνουν; Όχι βέβαια, ζουν επίσης και Γάλλοι και Ιταλοί και Αρμένιοι και Εβραίοι και τόσοι άλλοι, λιγότεροι ή περισσότεροι και τι σημασία έχει. Και με όλους αυτούς, ζουν το ίδιο αρμονικά, όλα αυτά τα χρόνια. Και μήπως ευθύνεται αυτός ή κάποιος άλλος κάτοικος της Σμύρνης, που ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος; Μήπως ευθύνεται κανείς άλλος Έλληνας, που ζει στην Μικρά Ασία; Άραγε οι Τούρκοι με τους οποίους μέχρι τώρα ζουν

61


62 μονιασμένοι και όλοι μαζί, θα σεβαστούν ό,τι οι Έλληνες της Σμύρνης και της υπόλοιπης Ιώνιας γης, δεν ευθύνονται για ότι συμβαίνει στην περιοχή, εδώ και δύο χρόνια; Και εάν δεν το σεβαστούν, τι θα γίνει με την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα παιδιά του, το σπίτι τους και το μαγαζί τους; Αυτό το μαγαζί, που χρόνια τώρα εκεί στην ίδια θέση, τόσοι και τόσοι, απ΄ όλες τις φάρες άνθρωποι και ποιος ξέρει πόσοι σε αριθμό, πέρασαν από εκεί μέσα ως πελάτες. Από το μαγαζί του ‘μπάρμπα Κωστή του Έλληνα’, με την επωνυμία στην ταμπέλα του καταστήματος, «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ». Τι θα γίνει λοιπόν με τους τόσους χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων, που ζουν σε εκείνη την γη, τόσα χρόνια; Με τις σκέψεις αυτές, έφθασε κάτω στην παραλία, άλλωστε δεν ήταν και πολύ μακριά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και είχε ένα σκούρο σκοτεινό χρώμα. Δεν θυμάται να την είχε ξαναδεί έτσι. Πήρε και πάλι μια δυο βαθιές ανάσες και όταν χόρτασε τον θαλασσινό αέρα, την αλμύρα και το ιώδιο της θάλασσας, άρχισε να περπατάει κατά μήκος της προκυμαίας. Κάτι μέσα του, τον έκανε να αισθάνεται πως εκείνη η βόλτα του, δεν ήταν σαν τις άλλες. Σταματούσε κατά διαστήματα και έριχνε ένα βλέμμα στα κτίρια της πόλης, απ΄ άκρη σε άκρη και μέχρι όπου έφθανε το μάτι του. Περπατούσε πάλι για λίγο, μετά σταματούσε και πάλι και έριχνε μια ματιά στην θάλασσα. Το βλέμμα του ξεκινούσε από την προκυμαία και διέτρεχε όλη την επιφάνεια του νερού, μέχρι εκεί στα δυτικά, ώσπου η ματιά του συναντούσε τον ορίζοντα ή την ακτή. Όπως την κοιτούσε, ένοιωθε σαν κάπως και με αυτόν τον τρόπο, να βρίσκει διέξοδο στις άσχημες σκέψεις του. Πάντα όταν κατέβαινε στην παραλία, μια ανακούφιση αισθανόταν και γι αυτό και σήμερα δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία, επειδή το ίδιο ένοιωσε, μόλις την θάλασσα αντίκρισε και τον αέρα της ανέπνευσε. Σκέψεις στις σκέψεις και περπατώντας με συντροφιά του αυτές, βρέθηκε μπροστά από το μαγαζί, που πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά. Στάθηκε για λίγο να διαβάσει τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα, όπως ήταν οι εφημερίδες κρεμασμένες σε ένα ειδικό για αυτήν την δουλειά ταμπλώ. ‘‘Η επιδείνωση συνεχίζεται. Η νέα διοίκηση της Στρατιάς, βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο’’, έγραφε η εφημερίδα ‘Αμάλθεια’. ‘‘Η δραχμή και πάλι κατρακύλησε’’, έγραφε η εφημερίδα ‘Αρμονία’ ενώ αντίστοιχα η ‘Πατρίδα’ είχε για πρωτοσέλιδο ‘‘Συνεχίζονται τα παραπτώματα απειθαρχίας στον Ελληνικό Στρατό. Μονάδες υπό Διάλυση’’. Έριξε και μια ματιά στην εφημερίδα ‘Ιωνία’ και είδε ότι στην πρώτη της σελίδα έγραφε, ‘‘Ο λαός καταριέται τον Γούναρη και τους συνεργάτες του’’ και όλες είδε ότι περίπου, τα ίδια έγραφαν. Προμήνυαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αποφάσισε να αγοράσει δυο μαζί εφημερίδες, για να διαβάσει και το τι έγραφαν στο εσωτερικό τους. Γιατί πολλές φορές στο παρελθόν διαπίστωσε, ότι ενώ οι τίτλοι και τα πρωτοσέλιδα ήταν αρκετά προκλητικά στον αναγνώστη, όταν κάποιος διάβαζε για το ίδιο θέμα στο εσωτερικό της εφημερίδας, αντιλαμβανόταν ότι αυτό, δεν συμφωνούσε με τον τίτλο του πρωτοσέλιδου. - «Καλημέρα πατριώτη, μου δίνεις δυο εφημερίδες σε παρακαλώ». Ήξερε ότι ήταν Έλληνας, αυτός που είχε το μαγαζί. Μεταξύ τους σχεδόν, όλοι γνωριζόντουσαν οι Έλληνες της Σμύρνης. - «Ποιες θέλεις; έχω πολλές». «Όποιες να ΄ναι, όλες τα ίδια γράφουν, έτσι δεν είναι;» - «Ε! και τι να γράψουν κι αυτές και μέχρι πότε; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν διαβάζεις τι γράφουν εδώ και μέρες; Αλίμονο μας πατριώτη, εάν έστω και τα μισά απ΄ αυτά που γράφουν να είναι σωστά. Ποιος ξέρει τότε τι να μας περιμένει, άμα φύγει ο Ελληνικός Στρατός από εδώ. Αλίμονο μας, σου λέω», του είπε εκείνος, ενώ ταυτόχρονα του έδινε και δύο εφημερίδες.

62


63 Κούνησε το κεφάλι του ο Ανδρέας, κατά τρόπο που έδειχνε ότι συμφωνούσε απόλυτα με τον συνομιλητή του και αφού τις πλήρωσε, τις πήρε και πήγε λίγο παρακάτω και κάθισε σε ένα παγκάκι. Ανοίγει την πρώτη και διαβάζει. - «Τα χρήματα κατασπαταλώνται στην Αθήνα από τα κομματικά στελέχη, ενώ η Στρατιά στην Μικρά Ασία βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο». Κούνησε το κεφάλι του με πίκρα ενώ την κλείνει και ανοίγει την άλλη και διαβάζει, «Την απειθαρχία του στρατού την καλλιεργούν οι ίδιοι οι πολιτικοί με την διχαστική πολιτική τους. Η Στρατιά με έγγραφο της ανέφερε στην κυβέρνηση, ότι πολλοί στρατιώτες στο μέτωπο, κυρίως αριστερών αντιλήψεων, έκαναν προπαγάνδα για να πείσουν τους συναδέλφους τους να πυροβολούν στον αέρα, όταν επιτίθεται ο Κεμάλ με τους στρατιώτες του, για να ξεμπερδεύουν μια ώρα νωρίτερα με αυτόν τον πόλεμο». Κλείνει και την δεύτερη εφημερίδα, τις τσαλακώνει και τις δυο σε ένα κουβάρι και τις πετά μέσα στο καλάθι σκουπιδιών, που βρισκόταν παραπέρα και αμέσως παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Δεν έπρεπε να τις πάει στο σπίτι ή στο μαγαζί αυτές τις φυλλάδες. Δεν είχε δικαίωμα να ανησυχήσει την οικογένεια του περισσότερο απ΄ ό,τι αυτός θα αποφάσιζε και θα επέλεγε, όταν θα τους μιλούσε για την όλη κατάσταση. Και απόψε θα μιλούσε πρώτα στην γυναίκα του, την Γεωργία και μαζί θα έπαιρναν τις όποιες αποφάσεις. Εκείνος βέβαια και πάλι θα επέμενε να πάρει εκείνη τα παιδιά τους και να φύγουν για λίγες μέρες. Μέχρι δηλαδή να ξεκαθάριζε λίγο το ζήτημα. Θα προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι ο ίδιος θα ένοιωθε πιο ασφαλής, εάν ήταν μόνος του στην Σμύρνη. Γιατί, στην περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, σίγουρο είναι ότι για έναν άνδρα μόνο του, είναι πιο εύκολο να κινηθεί, όταν δεν σέρνει πίσω του και την οικογένεια του. Έπρεπε να της δώσει να καταλάβει, ότι έτσι ήταν το σωστό και να επιμείνει να τον ακούσει. Την σεβόταν την γυναίκα του και πιο πολύ την γνώμη της και αυτό το ήξερε καλά η κυρά Γεωργία, όμως τώρα έπρεπε να ακούσει και να σεβαστεί εκείνη, την δική του θέση. Και όχι μόνο να την σεβαστεί, μα και να την υιοθετήσει. Γιατί μάλλον περιθώρια, άλλα δεν υπήρχαν, ή και αν υπήρχαν, καθημερινά στένευαν όλο και πιο γρήγορα. Με τις σκέψεις αυτές και πολλές φορές μονολογώντας, έφθασε έξω από τον καφενέ, του φίλου του, του Στρατή. Η αλήθεια ήταν ότι δεν σύχναζε και πολύ σε αυτό το μαγαζί, γιατί ήταν μεν κοντά στο κατάστημά του, μα όχι και κοντά στο σπίτι του. Κι ύστερα δεν ήταν και πολύ φίλος του καφενέ ο Ανδρέας. Πήγαινε που και πού, μα όχι και συχνά. Μπαίνει μέσα και λέει μια καλημέρα προς όλους τους πελάτες και πηγαίνει και κάθεται σε ένα άδειο τραπέζι, μόνος του. Ο μικρός Ηλίας μόλις τον βλέπει, τρέχει για να του πάρει παραγγελία, μα στα μάτια του είναι εμφανής η έκπληξη του, που τον βλέπει εκεί. - «Καλημέρα κυρ Ανδρέα, τι να σου σερβίρω;», τον ρωτά. Η φωνή του μικρού τον έφερε και πάλι στην πραγματικότητα και τον απέσπασε προσωρινά από τις σκέψεις του. - «Καλημέρα γιε μου, να μου φέρεις και τώρα έναν καφέ και να πεις του αφεντικού σου του κυρ Σταμάτη, να μου τον ψήσει καλά, όπως εκείνον το πρωί, έτσι;». - «Μάλιστα κυρ Ανδρέα, τρέχω αμέσως», αποκρίθηκε ο μικρός και πήγε να φύγει. - «Έλα εδώ βρε λεβέντη μου, στάσου ντε ένα λεπτό που θέλω να σε ρωτήσω και κάτι. Είναι ο παππούς σου εδώ;» - «Όχι κυρ Ανδρέα, έφυγε πριν λίγο. Αν ερχόσουνα πιο μπροστά, θα τον έβλεπες. Τι τον θέλεις;» - «Να του πω βρε γιε μου τι καλό παλικάρι εγγονό έχει. Άντε τώρα να μου φέρεις τον καφέ μου και ψημένο όπως είπαμε, εντάξει;» - «Ναι κυρ Ανδρέα, μην ανησυχείς, θα του πω του μάστορη μου, να τον ψήσει καλά, να τον σιγοψήσει όπως και το πρωί και θα του πω, πως είναι δικιά σου η παραγγελιά, εντάξει;» και χωρίς να περιμένει κάποια έγκριση, κάνει μεταβολή και τρέχει

63


64 προς την κουζίνα του μαγαζιού, γεμάτος χαρά, που άκουσε ότι ο κυρ Ανδρέας έψαχνε τον παππού του, για να του πει συγχαρητήρια για τον εγγονό του. Γιατί τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον κυρ Ανδρέα ο μικρός και όχι μόνον αυτός βέβαια. Και το αφεντικό του, ο κυρ Στρατής, μα και πολλές φορές άθελα του άκουσε και από πελάτες του μαγαζιού, τα ίδια λόγια για τον κυρ Ανδρέα. Ήταν λοιπόν, μεγάλη τιμή να σε παινέψει ο κυρ Ανδρέας, μεγάλη τιμή. Οι ίδιες σκέψεις γύρισαν και πάλι στο μυαλό του. Άραγε ο δάσκαλος, που του είχε πει το πρωί ο μικρός Ηλίας, θα ήξερε τίποτε παραπάνω από αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες; Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω, μα δεν τον είδε μέσα στο καφενέ. Γιατί εάν ήταν θα τον φώναζε να τον κερνούσε έναν καφέ και να συζητούσαν και λίγο. Κουβέντα στην κουβέντα, όλο και κάτι θα του ψάρευε. Στρέφει το βλέμμα του και ρίχνει μια ερευνητική ματιά σε όλο το μαγαζί και σε όσους μέσα σε αυτό βρισκόντουσαν. Δεν ήταν και πολλοί. Η ώρα είχε περάσει και κόντευε σχεδόν μεσημέρι. Οι περισσότεροι είχαν φύγει για τα σπίτια τους, για το μεσημεριανό φαγητό τους. Ίσως και κάποιοι σήμερα να μην βγήκαν καθόλου έξω, λόγω του καιρού. Όμως όσοι ήταν εκείνη την ώρα εκεί, έδειχναν να μην ανησυχούν για όσα εκείνον απασχολούσαν. Η αβεβαιότητα ήρθε ξανά στο μυαλό του. ‘‘Βρε λες εγώ να ανησυχώ χωρίς λόγο…’’ σκέφθηκε, ‘‘…αυτοί δεν διαβάζουν άραγε εφημερίδες και δεν μαθαίνουν, τι γίνεται στην Ελλάδα και τι συμβαίνει στον Ελληνικό Στρατό και στην Μικρά Ασία;’’ - «Καλημέρα κυρ Ανδρέα, το καφεδάκι σου καλά σιγοψημένο, όπως και το πρωί». Ήταν ο ίδιος ο καφετζής, ο κυρ Στρατής, που του τον έφερε αυτή την φορά. Εκτιμούσε τον Ανδρέα και θέλησε μιας και εκείνος τον τιμά, που ήρθε στο μαγαζί του, να τον τιμήσει και αυτός ανάλογα, σερβίροντας του, ο ίδιος τον καφέ. - «Πώς και τέτοια ώρα από εδώ..», συνέχισε αφήνοντας τον καφέ και το ποτήρι με το νερό στο τραπέζι, «..ποιος έμεινε στο πόδι σου στο μαγαζί;» - «Καλημέρα κυρ Στρατή. Ε, να ήρθε από το πρωί ο Κωνσταντίνος μου να με βοηθήσει λιγάκι και επειδή δεν είχε και πολύ δουλειά σήμερα, λόγω του καιρού μάλλον, βρήκα και εγώ την ευκαιρία να τον αφήσω στο πόδι μου και να βγω να κάμω καμιά βόλτα και να περάσω και για έναν καφέ από εδώ. Ας μαθαίνει από τώρα την δουλειά, γιατί κάποια μέρα, δικό του θε να γίνει και όσο πιο γρήγορα την μάθει και όσα πιο πολλά μάθει, τόσο το καλλίτερο και για εκείνον, μα και για μένα. Θα έχω την ευκαιρία να ξεκουραστώ και εγώ μιαν ώρα νωρίτερα». - «Έχεις δίκιο κυρ Ανδρέα, μεγάλωσε και δεν είναι πια παιδί ο Κωνσταντίνος σου. Καιρός να μπαίνει κι αυτός στο νόημα της ζωής. Πόσο χρονών είναι στ΄ αλήθεια ο γιος σου;» - «Δεν είναι παιδί όπως λες, μα δεν μεγάλωσε κιόλας. Έχει ακόμη καιρό μπροστά του για να γίνει άνδρας, αλλά καλό είναι να μαθαίνει από τώρα, όπως σου είπα. Είναι 15 χρονών μόνο, μην κοιτάς που ψήλωσε». - «Αφεντικό..», μπήκε στην κουβέντα και το παιδί του μαγαζιού, «..το πρωί που πήγα τον καφέ στον κυρ Ανδρέα, μου είπε να σου πω, να με αφήσεις το μεσημέρι να πάω για λίγο στο μαγαζί του. Εεε…κυρ Ανδρέα, μου το είπες, δεν μου το είπες;..» απευθύνθηκε σε αυτόν, ζητώντας την επιβεβαίωση των λόγων του. Μετά στρεφόμενος και πάλι προς το αφεντικό του, συνεχίζει να τον ρωτά. «…Θα με αφήσεις αφεντικό να πάω; Θα με αφήσεις, που κάτι θέλει να μου δώσει ο κυρ Ανδρέας;» και συνέχισε να κοιτά εναλλάξ, μια τον Ανδρέα και μια το αφεντικό του. - «Καλά θα σ΄ αφήσω, θα σε αφήσω. Τώρα όμως πήγαινε μέσα και να πλύνεις ό,τι άπλυτα ποτήρια και ότι άλλο υπάρχει στον νεροχύτη και στον πάγκο και μετά τα ξανάλεμε».

64


65 - «Μάλιστα αφεντικό. Δεν σου είπα κυρ Ανδρέα το πρωί ότι έχω καλόν μάστορη», είπε και χάθηκε τρέχοντας στην κουζίνα. - «Κυρ Στρατή, να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ καφενέ έχεις, κόσμος μπαίνει και κόσμος βγαίνει και πολύ κουβέντα γίνεται. Όλο και κάτι θα πήρε το αυτί σου, δεν μπορεί, όλο και κάτι θα άκουσες». - «Για ποιο πράγμα κυρ Ανδρέα, τι τρέχει;» - «Να ήθελα να σε ρωτήσω, εάν άκουσες τίποτα για τον Ελληνικό Στρατό και τι πρόκειται να κάνει; Τι λέει ο κόσμος, γιατί οι εφημερίδες δεν γράφουν και καλά πράγματα και αυτό, σίγουρα το ξέρεις. Τόσους πελάτες έχεις και όλο και κάτι θα συζητάνε γι΄ αυτό, δεν μπορεί». - «Μα έπρεπε να το καταλάβω μόλις με ρώτησες. Τι να λένε; Όλοι τα ίδια λένε. Πως δεν τα πάνε καλά στην Αθήνα, πως εκείνοι από εκεί εγκατέλειψαν εδώ τον στρατό και τον ελληνισμό και δεν τους νοιάζει ούτε για τους μεν ούτε για τους δε. Κάποιοι άλλοι πάλι λένε, ότι ο στρατός θα φύγει και άμα φύγει…» και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω, σφίγγοντας ελαφρά τα χείλη του «…τότε…αλίμονο μας, λένε. Πάντως όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι τα πράγματα είναι σκούρα και δύσκολα». - «Δηλαδή κυρ Στρατή, τι σκούρα, τι πιστεύουν ότι θα γίνει;» «Εεε…να, ότι από όπου φεύγει ο Ελληνικός Στρατός, πάει ο στρατός του Κεμάλ. Και τους Έλληνες, μαύρο φίδι που τους έφαγε τότε. Έχει μαζί του και έφιππα τμήματα, Τσέτες. Και αυτοί είναι οι χειρότεροι, λένε». - «Και τα λένε πολλοί αυτά κυρ Στρατή;» - «Χωρίς να θέλω να σε ανησυχήσω, τα λένε πολλοί, κυρ Ανδρέα. Μεταξύ μας, εγώ σκέφτομαι, αν δω ότι τα πράγματα σκουραίνουν πιο πολύ, να διώξω την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να πάνε στης κουνιάδας μου, ξέρεις στην Μυτιλήνη, ώστε εάν τα πράγματα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο, να φύγω και εγώ. Και ένας άνδρας μόνος, είναι πιο εύκολο να φύγει, απ΄ ότι όταν σέρνει οικογένεια μαζί του. Άμα ξέρω ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου είναι ασφαλή, τότε αλλάζουν τα πράγματα. Να σου και κάτι ακόμη κυρ Ανδρέα..» και σκύβει προς το μέρος του, για να μην ακουσθεί στους άλλους, αυτό που θα του πει, λες και θα έλεγε κάτι που οι άλλοι όλοι, δεν το γνώριζαν ήδη, «…και ο δάσκαλος, τις προάλλες που μιλήσαμε εδώ στον καφενέ, την ίδια άποψη έχει και εκείνος και νομίζω πως την έδιωξε κιόλας την γυναίκα του με το παιδί του στην Αθήνα, στον αδελφό του. Είναι χρόνια εκείνος εκεί και σε ένα γράμμα που του έστειλε τελευταία, του γράφει ότι και στην Αθήνα τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Τα ίδια και εκεί, τσακωμούς και φασαρίες έχουν, έτσι του γράφει». - «Σ΄ ευχαριστώ κυρ Στρατή, σ΄ ευχαριστώ. Σ΄ ευχαριστώ και για όσα μου είπες και για την εμπιστοσύνη σου. Εγώ τώρα να πηγαίνω, γιατί λείπω και ώρα από το μαγαζί και εσύ όταν ευκαιρήσεις, στέλνεις τον μικρό από το μαγαζί μου. Θέλω να του δώσω ένα δώρο για τον παππού του και ένα πανταλόνι για τον ίδιο. Τυραννιέται το κακόμοι ρο και το συμπαθώ πολύ, που παρά την τυραννία του, όλο με το χαμόγελο στα χείλη είναι. Καλό παιδί μου φαίνεται πως είναι». - «Είναι, είναι κυρ Ανδρέα. Όχι που είναι στο μαγαζί μου, αλλά πάνε δυο χρόνια που τον έχω κοντά μου και παράπονο δεν έχω. Στο καλό κυρ Ανδρέα, στο καλό και σε ευχαριστώ που τίμησες το μαγαζί μου με την παρουσία σου. Στο καλό και μην ανησυχείς, με την πρώτη ευκαιρία θα σου τον στείλω τον μικρό Ηλία και ο Θεός να σου ανταποδώσει το καλό, που θα του κάνεις, στο καλό να πάς». Και σηκώνεται και εκείνος μαζί του και τον συνοδεύει μέχρι την εξώπορτα του μαγαζιού και πριν τον αποχαιρετήσει, του λέει, «Κυρ Ανδρέα, αν μάθω τίποτα νεώτερο, μην ανησυχείς, θα σου στείλω μήνυμα με τον μικρό, θα φροντίσω εγώ να σε ενημερώσω, να μάθεις, μην ανησυχείς. Τα δέοντα στη σύζυγο και καλή σου όρεξη».

65


66 - «Ευχαριστώ κυρ Στρατή, σ΄ ευχαριστώ. Να δώσεις και εσύ τους χαιρετισμούς μου στην γυναίκα σου και ο Θεός βοηθός. Να΄ σαι καλά και καλή όρεξη και σε σένα», αντευχήθηκε και κίνησε για να επιστρέψει στο μαγαζί του. ‘‘Πρέπει να λείπω αρκετή ώρα…’’, σκέφθηκε καθώς προχωρούσε ‘‘…και πρέπει να αλλάξω και ύφος. Δεν πρέπει να δείξω στο παιδί και στους άλλους ότι κάτι με απασχολεί και με ανησυχεί. Τουλάχιστον προς το παρόν’’. Και με τις σκέψεις αυτές έφθασε και στο κατάστημα του, που δεν ήταν και μακριά άλλωστε.

66


67

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ

67


68

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ - «Είχαμε τίποτα Δημητρό, όσο έλειπα;» ρώτησε τον υπάλληλο του ο Ανδρέας, μόλις μπήκε στο μαγαζί. - «Όχι αφεντικό, τίποτα και η κίνηση πεσμένη σήμερα, λόγω του καιρού φαίνεται. Και ύστερα και να είχαμε και κάτι, ήταν εδώ το μικρό το αφεντικό, ό,τι και να συνέβαινε, δεν θα σε ενοχλούσαμε, αφού τον άφησες στο πόδι σου φεύγοντας, έτσι δεν είναι;» και τα τελευταία λόγια τα είπε και λίγο πιο δυνατά, ώστε να είναι σίγουρος ότι ακούσθηκαν από τον Κωνσταντίνο, που εκείνη την στιγμή ήταν μέσα στο γραφείο του πατέρα του. Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν. Αφεντικό και υπάλληλος, χρόνια συνεργάτες, συνεννοούνταν μόνο με τα μάτια και γι αυτό και αμέσως έγινε από τον Ανδρέα αντιληπτή η αλλαγή του τόνου της φωνής του Δημητρού. - «Ναι βέβαια, βέβαια..», απάντησε αμέσως και έδωσε και εκείνος μια ιδιαίτερη χροιά και βαρύτητα στον τόνο της φωνής του, που ταίριαζε στην περίσταση και συνέχισε «..άφησα στο πόδι μου το μικρό αφεντικό, τον Κωνσταντίνο μου. Αλλά όπου να ΄ναι, θα γίνει και αυτός κανονικό αφεντικό. Γι αυτό πρέπει από τώρα να τα μάθει όλα και καλά μάλιστα. Και θα τα μάθει Δημητρό μου, καλλίτερα και από μένα και από σένα και από όλους μας εδώ μέσα και θα γίνει ο καλλίτερος απ΄ όλα τα αφεντικά που πέρασαν από τούτο το μαγαζί. Καλλίτερος και από τον παππού του και από τον παππού μου, να το ξέρεις αυτό, Δημητρό μου και θα το δεις μια μέρα». - «Το ξέρω αφεντικό ,το ξέρω και εγώ και ο καθένας μας εδώ μέσα και γι αυτό είμαι σίγουρος ότι είσαι και υπερήφανος». - «Και πώς να μην είμαι υπερήφανος» απάντησε ο Ανδρέας και σίγουροι και οι δυο τους, ότι η κουβέντα τους έγινε σε τόνο, που όσα ειπώθηκαν ακούσθηκαν από τον γιο του, κοιτάχτηκαν και πάλι με ένα βλέμμα όλο νόημα. Άλλωστε αυτοί οι δύο, οι μόνοι Έλληνες στο μαγαζί, τόσα χρόνια μαζί, τα πιο πολλά τα έλεγαν με τα μάτια και με κουβέντες της σιωπής. Γιατί χρειάσθηκε πολλές φορές να μιλήσουν μεταξύ τους χωρίς να τους ακούσουν οι άλλοι δύο υπάλληλοι του μαγαζιού, ούτε ο Τούρκος μα ούτε και ο Εβραίος. Και αυτό το έκαμαν μεταξύ τους, μόνο με τα λόγια της σιωπής και μόνο με τα βλέμματα τους. - «Κωνσταντίνε μου, ήρθα γιε μου, δεν είχαμε τίποτα, έτσι δεν είναι; Ρώτησα και τον κυρ Δημήτρη, μπαίνοντας στο μαγαζί, μα πρέπει να ρωτήσω και σένα, γιατί εσένα άφησα στο πόδι μου και όχι εκείνον», είπε ο Ανδρέας μόλις μπήκε μέσα στο γραφείο. - «Όχι πατέρα, τίποτα. Άλλωστε εάν είχαμε κάτι, θα σε φώναζα από τον καφενέ, έτσι δεν είπαμε;» - «Ε.. ναι, έτσι είπαμε καμάρι μου, αλλά όχι και για ψύλλου πήδημα. Αφεντικό είσαι και εσύ και πρέπει να με ξεκουράζεις και λίγο!» Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να κάνει τον γιο του να αισθάνεται σε αυτό το μαγαζί, όπως και στο σπίτι τους. Τον ήθελε κοντά του, για να μαθαίνει την δουλειά. Παρότι όταν έφυγε από το μαγαζί, δεν πήγε κατ΄ ευθείαν στον καφενέ, αλλά κατέβηκε πρώτα στην προκυμαία, ήξερε ότι ο γιος του δεν τον αναζήτησε. Το ήξερε από την ώρα που πήγε στο καφενέ του κυρ Στρατή. Γιατί εάν τον είχε αναζητήσει εκεί, σίγουρα με το που θα πήγαινε, θα του έκαμναν κουβέντα, είτε ο μικρός Ηλίας, είτε ο μάστορής του. Μα και πάλι εάν αυτοί το ξέχναγαν, όλο και κάποιος από τους θαμώνες, θα του το έλεγε. - «Μεσημέριασε Κωνσταντίνε μου και σε καμιά μισή ώρα θα κλείσουμε και το μαγαζί. Αν θέλεις, τώρα που δεν βρέχει κιόλας, πήγαινε εσύ στο σπίτι και πες της μητέρας σου να ετοιμάσει το τραπέζι και μέχρι να το στρώσει, φθάνω και εγώ». - «Να σε περιμένω πατέρα, να πάμε μαζί στο σπίτι;»

68


69 - «Ε, δεν πειράζει αγόρι μου, κι ύστερα εσύ είσαι πιο νέος από μένα και περπατάς πιο γρήγορα». - «Καλά πατέρα, κοίτα όμως να μην αργήσεις. Να σου πω και ένα μυστικό. Οι γυναίκες, πήρε το αφτί μου στο σπίτι, ότι σου ετοιμάζουν και μια έκπληξη». - «Τι έκπληξη για γιε μου;» - «Να άκουσα την μαμά να λέει στις αδελφές μου, να ετοιμάσουν όλες μαζί μια πίτα, νομίζω τυρόπιτα είπανε, που σου αρέσει κιόλας». - «Α! μα τώρα που μου το είπες, δεν θα είναι έκπληξη καμάρι μου και εκείνες δεν θα χαρούν μόλις δουν ότι το ξέρω. Νομίζω ότι θα στεναχωρηθούν κιόλας. Γι΄ αυτό γιε μου, εμείς οι άνδρες, θα πρέπει να ξέρουμε να κρατάμε και μυστικά». - «Μα πατέρα, αυτό δεν ήταν μυστικό. Δυνατά το είπε η μητέρα μέσα στο σπίτι. Αν ήταν μυστικό, έτσι θα το έλεγε;», διαμαρτυρήθηκε ο Κωνσταντίνος, δείχνοντας ότι θίχτηκε με αυτό που του είπε ο πατέρας του. - «Όχι βλαστάρι μου, αυτό που μου είπες εσύ δεν ήταν μυστικό, αφού η μητέρα σου το είπε δυνατά μέσα στο σπίτι μας. Μωρέ τι αψύς που είσαι εσύ; Ίδιος ο παππούς σου. Πήρες το όνομα του, πήρες και τις χάρες του. Το μυστικό είναι αυτό που θα σου πω τώρα εγώ και θα το ξέρουμε μόνον εγώ και εσύ. Οι άνδρες του σπιτιού, έτσι;». Τα τελευταία λόγια, ηρέμησαν λίγο τον μέχρι προ ολίγου θιγόμενο και διαμαρτυρόμενο Κωνσταντίνο, στον οποίο, η αλήθεια είναι ότι άρεσε πολύ και δεν το έκρυψε και καθόλου, εκείνο που ο πατέρας του είπε, ‘‘οι άνδρες του σπιτιού’’. Άρα, συλλογίστηκε αμέσως, μετράω και εγώ σαν άνδρας και μάλιστα, έτσι λογίζομαι από τον ίδιο τον πατέρα μου και αφού έτσι είναι, τότε ποιος μπορεί να μην το δεχθεί αυτό; - «Ποιο μυστικό, για, πατέρα είναι αυτό..» ρώτησε αμέσως «…που θα πρέπει να ξέρουμε μόνον οι άνδρες του σπιτιού;» και η φωνή του, ευκρινώς έδειχνε την αλλαγή της διάθεσής του. - «Να, εμείς θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα για την πίτα και μόλις μας την σερβίρουν, θα δείξουμε και μεγάλη έκπληξη, έτσι; Συνομωσία οι γυναίκες του σπιτιού, συνομωσία και οι άνδρες. Τι λες, συμφωνείς;», τον ρώτησε, επαναλαμβάνοντας σκόπιμα και πάλι την λέξη ‘άνδρες’, τονίζοντάς την μάλιστα, ιδιαίτερα και πάλι ετούτη την φορά. - «Ναι, ναι πατέρα, θα κάνουμε πως δεν ξέρουμε τίποτα για την πίτα. Δεν σου είπα τίποτα εγώ, έτσι πατέρα;» - «Έτσι γιε μου, άντε τώρα σπίτι και μην ξεχνάς το μυστικό μας, το μυστικό των ανδρών του σπιτιού. Και να πεις της κυρά Γεωργίας, της μητέρας σου, να ετοιμάσει το τραπέζι. Ααα, Κωνσταντίνε μου, και μόλις φάμε και τελειώσει το μεσημεριανό, εγώ θα σου κάνω νόημα με τρόπο και εσύ σε παρακαλώ, να πάρεις τις αδελφές σου επάνω, γιατί θέλω να μιλήσω με την μητέρα σας σαν ανδρόγυνο που είμαστε, για κάτι που μας αφορά. Έτσι αγόρι μου; Και αυτό θα είναι και το δεύτερο μυστικό μας!» - «Ναι πατέρα, εντάξει. Φεύγω τώρα και κοίτα μην αργήσεις εσύ» και βγήκε από το γραφείο του πατέρα του και κινήθηκε προς την έξοδο του μαγαζιού. Πριν φύγει, χαιρέτησε και τους υπαλλήλους και τους ευχήθηκε και καλή όρεξη. Εκείνοι του αντευχήθηκαν και μαζί του, έστειλαν και τα χαιρετίσματά τους στο σπίτι, στην μητέρα του και στις αδελφές του. Ο Ανδρέας, όταν έμεινε μόνος, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του και ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω σε αυτό. Έπειτα έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στις δυο παλάμες του. Έκλεισε τα μάτια και ξανάφερε στον νου, όλα όσα σήμερα άκουσε, διάβασε και είδε. Πρώτα, το ότι δεν κατάφερε να μιλήσει με την γυναίκα του το πρωί ή τουλάχιστον απέφυγε ή δίστασε να της μιλήσει καθαρά. Μετά, τα όσα άκουσε από τον μικρό Ηλία, όταν του έφερε τον καφέ στο γραφείο. Έπειτα, τα όσα διάβασε στις εφημερίδες και τέλος, εκείνα που συζήτησε με τον φίλο του τον καφετζή, τον Στρατή. Και

69


70 κατέληξε μετά απ΄ όλα ετούτα, πως βεβαιωμένα όλα συνηγορούσαν στο ότι δεν είχε άδικο. Αν δεν φαινόταν καθαρά το πράγμα, ίσως οφείλεται, στο ότι ήταν ακόμη νωρίς. Γιατί μπορεί τώρα ακόμη να μην είναι τόσο πολύ σοβαρά τα πράγματα, μα σύντομα θα ξεσπάσει το κακό και τότε, όταν θα ξεσπάσει, θα είναι και πολύ αργά. Πέρασε τα δάκτυλα του μέσα από τα μαλλιά της κεφαλής του, με μια κίνηση των δυο του χεριών προς τα οπίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια του, ξεφυσώντας δυνατά. ‘‘Α! όχι κυρία Γεωργία..’’, είπε μόνος του, ‘‘..σήμερα θα μιλήσουμε και οπωσδήποτε θα με ακούσεις. Είσαι και εσύ μαζί με μένα και σαν κυρά της οικογένειας, υπεύθυνη για αυτήν, για τα παιδιά μας. Σήμερα θα μιλήσουμε και το θέμα δεν σηκώνει άλλη αναβολή’’, μονολόγησε και σαν να του φάνηκε ότι αυτά τα λόγια, δεν τα είπε και όλα από μέσα του. Σήκωσε το πρόσωπο του και έριξε ένα βλέμμα, γύρω στο μαγαζί. Ένοιωσε να καθησυχάζει, αφού δεν είδε κανέναν από τους υπαλλήλους του να κοιτάζουν περίεργα προς εκείνον. Τότε στο μυαλό του ήρθε μια άλλη σκέψη και έστρεψε το βλέμμα του, ένα γύρω στο εσωτερικό του μαγαζιού. Αυτό το κατάστημα, που χρόνια τώρα, κοντά έναν αιώνα ζωής και κάτι παραπάνω για την ακρίβεια του λόγου, βρίσκεται εδώ, για να θυμίζει σε όλους, ότι πάππου προς πάππον, η γη αυτή και η πόλη αυτή, είναι η γη και η πόλη, της οικογένειας του. Και το μαγαζί αυτό, τόσα χρόνια, είναι το μαγαζί «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ», όπως ο πρώτος του ιδιοκτήτης, ο παππούς του, ο γερο Ανδρέας, το ονειρεύτηκε. Του ήρθαν προς στιγμήν, αρχικά η μορφή του παππού του και μετά του πατέρα του και στο παιχνίδισμα αυτό του μυαλού, εκείνος αρκέσθηκε να χαμογελάσει. Αναλογίσθηκε, εάν ποτέ και εκείνοι, βρέθηκαν σε ανάλογη με αυτόν θέση και προσπάθησε τότε να μαντέψει, ποιες άραγε να ήταν οι σκέψεις τους και ποια τα όνειρα τους. Τα όνειρα του πρώτου, όταν έστηνε αυτήν την επιχείρηση και τα όνειρα του δεύτερου, όταν προσπαθούσε να την μεγαλώσει και να την κάνει, την πρώτη μέσα στην πόλη της Σμύρνης. ‘‘Σήμερα όμως, εάν όλα αυτά που εκείνος υποψιάζεται βγουν αληθινά, τι θα γίνει με αυτό το μαγαζί;’’ αναρωτήθηκε. Και αμέσως ένοιωσε τύψεις που έτσι σκέφθηκε και πρώτο το μαγαζί σκέφθηκε και το ίδιο γρήγορα δικαιολόγησε τον εαυτόν του, λέγοντας από μέσα του ότι τούτο δεν είναι αλήθεια, γιατί ‘‘πρώτα βάζω την οικογένεια μου, την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και μετά το μαγαζί. Πρώτα για εκείνους νοιάζομαι και μετά για ετούτο εδώ. Πρώτα εκείνους και γι΄ αυτό και θέλω να τους στείλω στην Ελλάδα. Αλλά και αυτό εδώ, είναι μια ολόκληρη ζωή και αγώνας πολλών ανθρώπων, όπως και το όνειρό τους’’. Και έτσι αισθανόταν και έτσι πίστευε. Πίστευε δηλαδή, πως δεν είχε το δικαίωμα να προδώσει το όνειρο εκείνων. Ήταν έπειτα και όλη η ιστορία της οικογένειας του και γι΄ αυτό, όχι μόνον δεν είχε το δικαίωμα να προδώσει, μα αντίθετα είχε την μεγάλη υποχρέωση να την προστατεύσει. Το μαγαζί του γερο Ανδρέα, του παππού του η του μπάρμπα Κωστή, του πατέρα του, όλα αυτά τα χρόνια αποτελεί και είναι στην πόλη τους, σημείο προσδιορισμού, αναφοράς και προσανατολισμού των κατοίκων της, αλλά και των ξένων, που την επισκέπτονταν, μα και που ακόμη και σήμερα την επισκέπτονται. Κι έπειτα, το μαγαζί τους, ήταν τόσο ξακουστό, που το έγραψαν και οι εφημερίδες και το είχαν μάλιστα και φωτογραφία. Είχαν μαζί και την φωτογραφία του παππού του. Ναι βέβαια, στην πρώτη τους σελίδα φιγουράριζε το κατάστημα «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ» με την φωτογραφία του παππού του παραδίπλα. Και εκείνος τόσα χρόνια μετά, στα γεράματα του, με καμάρι έβγαζε από το μπαούλο του, εκείνα τα αποκόμματα και τους τα έδειχνε και άρχιζε να τους λέει για πολλοστή φορά την ιστορία του μαγαζιού. Πόσες και πόσες νυχτιές, συντροφιά με το φως της γκαζόλαμπας, ο Ανδρέας δεν άκουσε από τον ίδιο τον ιδρυτή του καταστήματος, τον παππού του, την ιστορία της δικής του ζωής και την ιστορία του μαγαζιού του. Και για επιβεβαίωση, να και το κομμένο απόκομμα από την πρώτη σελίδα

70


71 της εφημερίδας της εποχής, με την φωτογραφία του μαγαζιού και να και η φάτσα του παππού. Κάθε φορά εκείνος το έβγαζε και τους το έδειχνε και κάθε φορά που εκείνος τους το έδειχνε, έστριβε το μουστάκι του με έκδηλο καμάρι και υπερηφάνεια περίσσεια. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, ο εγγονός και συνονόματος του ιδρυτή αυτού του μαγαζιού, καθισμένος μόνος μέσα στο γραφείο και σκεπτόμενος όλα αυτά, συνεχίζει με το βλέμμα του να χαϊδεύει το εσωτερικό αυτού του καταστήματος και τα εμπορεύματα του. Και όπως την ματιά του έσερνε από την μια γωνιά στην άλλη, εκείνη σταμάτησε επάνω στον Δημητρό. Γιατί τον είδε που στεκόταν εκεί στο βάθος, απέναντι του και τον κοιτούσε, με ένα βλέμμα επίμονο, ερευνητικό και γεμάτο ερωτηματικά. Ένοιωσε άσχημα προς στιγμήν ο Ανδρέας, μιας και αισθάνθηκε ότι ο πιστός του υπάλληλος και παιδικός του φίλος, σαν να κατάλαβε πως κάτι τον βασάνιζε. Γιατί ο Δημητρός, που στεκόταν εκεί απέναντι του, ήταν και αυτός ένα κομμάτι της ιστορίας αυτού του καταστήματος. Παιδιά αμούστακα ήταν και οι δυο τους, όταν εκείνος ήρθε στο μαγαζί και γύρεψε δουλειά από τον πατέρα του. Και από τότε, πάνε τριάντα χρόνια, ίσως και κάτι παραπάνω, που ο Δημητρός είναι μαζί τους. Αμούστακα παιδιά τότε, μεσήλικες οικογενειάρχες σήμερα και με άσπρα μαλλιά στην κεφαλή τους. Ναι μα τον Θεό, τώρα που το σκέπτεται έχει δίκιο, άσπρισαν τα μαλλιά του. Και του Δημητρού, τώρα που τον βλέπει να στέκεται εκεί απέναντι του στο βάθος του μαγαζιού, τα μαλλιά του εναλλάσσονται μεταξύ του μαύρου ή καλλίτερα του γκρίζου χρώματος και του άσπρου. Εμφανώς βέβαια, υπερτερούν, τα γκρίζα και τα άσπρα μαλλιά. ‘‘Έτσι λες να είναι και τα δικά μου μαλλιά’’, άθελα του αναρωτήθηκε και σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε και στάθηκε μπροστά από ένα μικρό καθρεπτάκι, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο του γραφείου του. ‘‘Σάμπως εγώ είμαι καλλίτερος….’’ απάντησε μόνος του στον εαυτόν του, μόλις κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και αμέσως μετά πρόσθεσε, ‘‘…αχ βρε δύστυχε Δημητρό, αν δεν γεράσαμε, αρχίσαμε να γερνάμε και χαμπάρι δεν πήραμε και οι δυο μας, πότε τα χρόνια πέρασαν’’. Ναι βέβαια κομμάτι της ζωής του και της ζωής του μαγαζιού, είναι αναμφίβολα και ο Δημητρός. Μπορεί να μην είναι μέλος της οικογένειας του, με την στενή της έννοια, είναι όμως μέρος της άλλης μεγάλης οικογένειας του, αυτής της δουλειάς του. Μια ζωή μαζί, γιατί τριάντα τόσα χρόνια δουλειάς εκεί, η αλήθεια είναι, πως λογίζεται σαν μια ζωή και πρέπει να είναι και μια ζωή! Με τις σκέψεις αυτές και χωρίς να το θέλει, γύρισε και πάλι το κεφάλι του προς το εσωτερικό του μαγαζιού και είδε ότι εκείνος συνέχιζε ακόμη να τον κοιτά και μάλιστα, το ίδιο επίμονα και με το ίδιο ερευνητικό βλέμμα. Έτσι όπως ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και όρθιος και με το πρόσωπο του μπροστά από τον καθρέπτη, μα και με την πλάτη του στραμμένη προς την είσοδο του καταστήματος, δεν είδε τον μικρό Ηλία, το παιδί του καφενέ, που μπήκε στο μαγαζί και ούτε επίσης τον κατάλαβε, που έφθασε μέχρι εκεί στο γραφείο του και στεκόταν και περίμενε σιωπηλά και υπομονετικά έξω από την πόρτα. Αφηρημένος και βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν άκουσε ούτε και το διακριτικό κτύπημα στο τζάμι της ανοιχτής πόρτας του γραφείου του, αλλά ούτε και τον χαιρετισμό του μικρού του επισκέπτη. - «Κύριε Ανδρέα, ήρθα, δεν με ακούς;», επανέλαβε για μια ακόμη φορά ο μικρός, με ακόμη πιο δυνατή φωνή και λίγο κοφτή και απότομη ετούτη την φορά, επειδή δεν καταλάβαινε και δεν του φαινόταν φυσιολογικό αυτό που εκεί συνέβαινε. Τόσες φορές κτύπησε την πόρτα και χαιρέτησε τον Ανδρέα και εκείνος κάνει πως δεν τον ακούει. Τότε γιατί του είπε να πάει στο μαγαζί του και τώρα που εκείνος ήρθε, ο κυρ Ανδρέας κάνει πως δεν τον ακούει. Αυτό με το παιδικό του μυαλό, δεν το καταλαβαίνει. Και πώς να το καταλάβαινε και τι δηλαδή να καταλάβαινε απ΄ όλα τούτα, που εκεί και εκείνη την ώρα συνέβαιναν. Όμως η ισχυρότερη φωνή και το απότομο του τόνου της, αυτή την φορά,

71


72 έφεραν και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο κυρ Ανδρέας τον άκουσε και γύρισε προς το μέρος του, λιγάκι ξαφνιασμένος, είναι η αλήθεια. - «Βρε καλώς το, το καλό μας το παλικάρι, τι έγινε, σχόλασες;» - «Όχι βέβαια κυρ Ανδρέα, αλλά να, ο μάστορής μου, μόλις φύγατε μου είπε, ‘‘τελείωνε Λιάκο και γρήγορα στον κυρ Ανδρέα, γιατί δεν κάνει να περιμένει’’. Έτσι μου είπε και μου φαίνεται πως πολύ σας ‘υπολείπεται’, κυρ Ανδρέα», συμπλήρωσε στην συνέχεια. Βέβαια ‘υπολήπτεται’ ήθελε να πει ο μικρός, που σίγουρα αυτήν την λέξη θα την άκουσε εκεί στον καφενέ από κάποιον, υποτίθεται μορφωμένο, τουλάχιστον κοινωνικά εννοείται και την συγκράτησε. Όμως δυστυχώς, την απομνημόνευσε λάθος. Και τώρα, να που δόθηκε η ευκαιρία στον μικρό Ηλία να την χρησιμοποιήσει για να δώσει και έμφαση στο πόσο ο κυρ Στρατής, το αφεντικό του, εκτιμά τον κύριο Ανδρέα. - «Και εγώ Ηλία μου, και εγώ πολύ εκτιμώ το αφεντικό σου. Όμως έλα τώρα να σου δώσω εκείνο που θέλω και για το οποίο σου ζήτησα να έρθεις εδώ. Δημητρό, ε μωρέ Δημητροοοό» φώναξε τον υπάλληλο του. - «Ναι αφεντικό» αποκρίθηκε εκείνος και έτρεξε αμέσως κοντά του. - «Δημητρό, άκουσε, θέλω να δώσεις στον Ηλία το παλικάρι μας, εκείνο το γιλέκο, που έχουμε στο πατάρι, ξέρεις, εκείνο το καλό ντε! Να το τυλίξεις σαν για δώρο και να του το δώσεις να το πάει δώρο στον παππού του, που έχει και το όνομά του. Και άμα, Δημητρό, σε ρωτήσει κανείς γι΄ αυτό, να πεις ότι το αγόρασε ο Ηλίας για τον παππού του, με δικά του λεφτά, από τον μισθό του, έτσι Δημητρό;» και ταυτόχρονα έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε τον επισκέπτη του, που στεκόταν στο πλάι του. - «Ναι αφεντικό, μην ανησυχείς», αποκρίθηκε ο υπάλληλος του. - «Α! Δημητρόοο..». - «Ναι αφεντικό..» - «Να βάλεις μετά τον Ηλία, να δοκιμάσει, ένα παντελόνι, ένα σακάκι και ένα πουκάμισο. Απ΄ τα καλά Δημητρό, απ΄ τα καλά. Και να τα τυλίξεις και αυτά για να τα πάρει μαζί του». - «Ναι αφεντικό, κατάλαβα. Στείλε μου τον Ηλία και θα του δώσω τα καλλίτερα. Μην ανησυχείς εσύ…». Και αμέσως μετά, απευθύνεται προς τον μικρό και πειράζοντάς τον, με δυνατή φωνή του λέγει, «…νονός σου είναι βρε ο κυρ Ανδρέας και σου κάμει τέτοια δώρα και η αλήθεια είναι, πως και εγώ ακόμη σε ζηλεύω γι΄ αυτά». - «Όχι βρε Δημητρό, του τα κάμνω δώρο, γιατί ψήνει τον καλλίτερο καφέ σε όλη την Σμύρνη και είναι και το πιο γρήγορο γκαρσόνι, δεν είναι;» - «Μα και βέβαια είναι, έχεις δίκιο κυρ Ανδρέα», αποκρίθηκε εκείνος και αμέσως κάλεσε τον μικρό Ηλία να τον ακολουθήσει. Το παιδί του καφενέ, σήκωσε τα μάτια προς το αφεντικό του καταστήματος. Είχε ακούσει ότι αυτός ο άνδρας, που στο πλάι του ετούτη την στιγμή στεκόταν, ήταν πολύ ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος και μερακλής και πολλοί λένε καλά λόγια για αυτές του τις χάρες και συχωρνάνε τα πεθαμένα του. Όμως τέτοια δώρα, η αλήθεια είναι, πως ο μικρός Ηλίας, δεν περίμενε να του κάμει. Ο Ανδρέας, βλέποντας το βλέμμα του μικρού, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις του. Και τότε, κτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη, με την παλάμη του ενός του χεριού, φέρνοντας την ίδια στιγμή, το άλλο του χέρι, στο ύψος του προσώπου του με το δάκτυλο δείκτη, επάνω στα χείλια του και αφήνοντας να ακουσθεί ανάμεσα από αυτά, ένα μακρόσυρτο ‘‘σσσσσους’’ και κλείνοντας του το μάτι φιλικά, τον προτρέπει να υπακούσει στο κάλεσμα του υπαλλήλου του, του Δημητρού και να τρέξει κοντά του. Ο μικρός Ηλίας, αμέσως κατάλαβε και πριν κάνει το πρώτο βήμα, αντί λόγου, αρκέσθηκε σε ένα πλατύ και γλυκό χαμόγελο, σαν εκείνα τα απλά ανθρώπινα αθώα χαμόγελα των παιδιών, που σκάνε στους παππούδες τους, όταν εκείνοι τελειώνουν το

72


73 παραμύθι που τους λένε. Εκείνα τα παραμύθια, στα οποία το καλό το παλικάρι ή ο πρίγκιπας, σκοτώνουν τον κακό δράκο και σώζουν από τα δόντια του, την όμορφη κοπέλα του παραμυθιού. Δεν ήταν βέβαια κανένα μωρό, ο μικρός Ηλίας, μα δεν είναι ούτε και άνδρας. Και αν η ίδια η ζωή, οι καταστάσεις και οι συνθήκες της, του στέρησαν την χαρά να ζήσει την ανεμελιά της νιότης του, αυτό δεν σημαίνει και ότι η καθημερινή σκληρότητα, τον έκαμαν και άνδρα. Δυστυχώς είναι ένα παιδί, που θα μεγαλώσει χωρίς να καταλάβει και χωρίς να αισθανθεί ποτέ, πως κάποτε υπήρξε και αυτός παιδί. Γιατί, άλλους νόμους και κανόνες έχει η φύση και άλλους η ζωή. Και γιατί, σε εκείνους τους ανθρώπους, που συμβαίνει ταυτόχρονα, η φύση να ακολουθεί πιστά τους φυσικούς και φυσιολογικούς νόμους της, αλλά η ζωή αντίθετα, πρόωρα και άκαιρα να προσπαθεί να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες, τότε δυστυχώς ετούτοι οι άνθρωποι, όπως ο Ηλίας και κάθε άλλος Ηλίας, προσπαθούν άσκοπα και πάντα ανεπιτυχώς, να παντρέψουν την σύγκρουση μεταξύ της άδολης ανθρώπινης παιδικής τους νιότης, με την σκληρή απάνθρωπη καθημερινή πραγματικότητα της ζωής τους. Καθώς Ο Ανδρέας έβλεπε τον Ηλία να απομακρύνεται από κοντά του και να κατευθύνεται προς τον Δημητρό, σκέφθηκε ότι αυτό το παιδί, από το πρωί τον είχε ταρακουνήσει. Δώδεκα χρονών σκέφθηκε και δουλεύει από τόσος μικρός και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη είναι. ‘‘Αυτό το παιδί θα προκόψει στην ζωή του’’, είπε από μέσα του και με τις σκέψεις αυτές γύρισε και πάλι μέσα στο γραφείο του. Άρχισε να συμμαζεύει τα χαρτιά και τα πράγματα του και να τα βάζει το καθένα στην θέση του και στα συρτάρια. Ταυτόχρονα σκεφτόταν. ‘‘Θα της μιλήσω και αυτή την φορά θα απαιτήσω να με ακούσει. Θα γίνει αυτό που λέω εγώ και όπως εγώ το λέω’’ επανέφερε στο μυαλό του το πρόβλημα που τον απασχολεί και συνέχισε να μονολογεί, καθώς το σκεφτόταν. Είναι αλήθεια πως μέχρι τώρα, όποιες αποφάσεις πήρε για το σπίτι, δεν τις πήρε ποτέ μόνος του. Καμιά φορά και αποφάσεις σοβαρές, που αφορούσαν ακόμη και το μαγαζί, απέφευγε να τις πάρει μόνος του. Τις συζητούσε πρώτα και με την γυναίκα του. Άλλον κανέναν δεν είχε κοντά του. Όλοι οι συγγενείς του, μακριά του ήταν. ‘‘Ένα κεφάλι, ένα μυαλό’’, έλεγε και γι΄ αυτό όλες τις σοβαρές αποφάσεις, ήθελε να τις συζητάει και με την γυναίκα του, τον μόνο δικό του άνθρωπο που είχε στην Σμύρνη. ‘‘Όμως τούτη την φορά, ααα όχι..’’, σκέφθηκε, ‘‘..ετούτη την φορά κυρά Γεωργία, θα με ακούσεις και πρέπει να με ακούσεις. Σε σέβομαι και σε αγαπάω..’’ θα της πει ‘‘..και το ξέρεις αυτό πολύ καλά. Μα τώρα κινδυνεύει η οικογένεια και αυτή η υπόθεση είναι ανδρική υπόθεση και χρεωμένη στον άνδρα της κάθε οικογένειας. Δεν μπορώ να σας αφήσω εγώ έτσι απροστάτευτους’’. Αυτά θα της πει και κουβέντα δεν θα σηκώσει. Γυναίκα-γυναίκα και ο σεβασμός-σεβασμός. Αλλά και η οικογένεια-οικογένεια και τώρα θα γίνει, γιατί έτσι πρέπει να γίνει, αυτό που εκείνος αποφάσισε, σαν αρχηγός της φαμίλιας του και του σπιτικού του. Τα πράγματα ήταν ξεκαθαρισμένα, στο κάθε σπιτικό, ο άνδρας είναι άνδρας και η γυναίκα είναι γυναίκα. Και τον πρώτο λόγο και την μεγάλη ευθύνη για την οικογένεια, την έχει πάντα και μόνο ο άνδρας. - «Σε ευχαριστώ κύριε Ανδρέα, σε ευχαριστώ και να ξέρεις ότι ο παππούς μου θα χαρεί πάρα πολύ, που θα του πάω το γιλέκο δώρο», διέκοψε τις σκέψεις του, η χαρούμενη παιδική φωνή του μικρού Ηλία. - «Ναι αγόρι μου ναι, θα χαρεί για! Άντε στο καλό και χαιρετισμούς να του πεις του παππού σου και από μένα» του απάντησε ο Ανδρέας, σηκώνοντας το κεφάλι από τα χαρτιά του και βλέποντας τον μικρό Ηλία, στον διάδρομο του μαγαζιού, με δύο δέματα στα χέρια. - «Ναι κύριε Ανδρέα, θα του πω. Α! κύριε Ανδρέα και όπως είπες έτσι;» - «Τι πράγμα για, γιε μου;»

73


74 - «Ε, να κύριε Ανδρέα. Δεν είπες ότι άμα ρωτήσει κανείς, θα του πείτε ότι το αγόρασα με δικά μου λεφτά; Αλλιώς κύριε Ανδρέα, δεν θα το δεχτεί το γιλέκο ο παππούς μου άμα μάθει ότι δεν το αγόρασα και θα με μαλώσει κιόλας, που θα του είπα και ψέματα. Είναι πολύ περήφανος ο παππούς μου κύριε Ανδρέα. Φτωχός μπορεί να είναι, μα περήφανος φτωχός. Και άμα θέλεις πάλι, εγώ μπορώ να στο ξεπληρώσω και τούτο και τα ρούχα μου. Να, θα μου κρατάς το κουλουράκι, που μου δίνεις κάθε πρωί, που σου φέρνω τον καφέ και κάποτε θα πατσίσουμε». - «Όχι αγόρι μου, δεν χρειάζεται ούτε να μάθει κανείς τίποτα, ούτε και να σου κρατώ το κουλουράκι που σου δίνω κάθε πρωί. Μην ανησυχείς γι΄ αυτό. Εσύ να μην ξεχνάς μόνο να μου φέρνεις τον καφέ μου κάθε πρωί και στην ώρα του. Και καλοψημένο βέβαια, έτσι;» - «Ναι κύριε Ανδρέα και όσο γι΄ αυτό να μην ανησυχείς. Και πάλι σε ευχαριστώ και καλή σου όρεξη» αποκρίθηκε ο Ηλίας και κινήθηκε προς την έξοδο του μαγαζιού. - «Να πας στο καλό παλικάρι μου και καλή όρεξη και σε σένα και ‘με γεια σου’ και σε σένα και στον παππού σου και μην ξεχάσεις να του το πεις, έτσι;» ανταπόδωσε χαμογελώντας ο Ανδρέας και βλέποντας τον μικρό να τρέχει προς την έξοδο με τα ρούχα στην αγκαλιά του και το πρόσωπο του να λάμπει από χαρά, τον ακούει να φωνάζει «Σ΄ ευχαριστώ κυρ Ανδρέα, σ΄ ευχαριστώ και δεν θα ξεχάσωωω». Αναρωτήθηκε εκείνη την στιγμή πόση άραγε χαρά να έχει πάρει ετούτο το παιδί, από αυτό το μικρό και απλό δώρο που του έκανε και αισθάνθηκε μια ανακούφιση και μια μικρή αγαλλίαση στην ψυχή του. Ένα διάλειμμα από όλα ετούτα, που του βασανίζουν από το πρωί, το μυαλό. - «Δημητρό, ώρα να κλείνουμε το μαγαζί. Το απόγευμα δεν θα το ανοίξουμε. Αύριο πάλι, σήμερα ας ξεκουραστούμε και λίγο. Νομίζω ότι όλοι μας το έχουμε ανάγκη. Ειδοποίησε και τους άλλους Δημητρό και καλή σας όρεξη. Εσείς φύγετε, θα κλειδώσω εγώ». - «Ναι αφεντικό» αρκέσθηκε να πει μόνο ο Δημητρός και τώρα πλέον ήταν βέβαιος ότι κάτι σοβαρό, μα κάτι πολύ σοβαρό, απασχολούσε το αφεντικό του. Αλλά τι άραγε να ήταν αυτό; συνέχισε να διερωτάται!

74


75

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

75


76

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Η οικοδέσποινα του σπιτιού, ετοίμασε τα υλικά που χρειάζονται για να μαγειρέψει το μεσημεριανό φαγητό και εκείνα που απαιτούνται για την τυρόπιτα και όλα τα έβαλε με την σειρά επάνω στον πάγκο της κουζίνας της, χωριστά βέβαια και σε δύο διαφορετικές θέσεις και έπειτα φώναξε τις κόρες της. - «Αμαλία, Κατερίνα τελειώνετε κόρες μου από πάνω, άντε κοκόνες μου και η ώρα περνάει και δεν θα προλάβουμε». - «Ναι μαμά..», ακούσθηκαν και οι δυο τους μαζί, να αποκρίνονται, «..κατεβαίνουμε τώρα αμέσως». Η κυρά Γεωργία, αμέσως μετά πήγε μέχρι το παράθυρο, που ήταν δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού και έριξε μια ματιά στην αυλή. Η βροχή είχε σταματήσει και σκέφθηκε, πως μια από αυτές τις ημέρες, θα έπρεπε να ξεχορταριάσει και τον κήπο, γιατί τα χόρτα θα γίνουν δένδρα, έτσι και αργήσει ακόμη λίγο. - «Έλα μαμά, εδώ είμαστε, έτοιμες να σε βοηθήσουμε». Γύρισε και είδε τις κόρες της να την περιμένουν δίπλα στην πόρτα της κουζίνας. Τις χαμογέλασε και κινήθηκε προς αυτές και μόλις τις πλησίασε, είπε: «Τι κορίτσια έχω εγώ, σωστές κούκλες και καλές νοικοκυρές. Σήμερα και όπως είπαμε από το πρωί, θα με βοηθήσουν, πρώτα να κάνουμε ένα φαγητό, που αρέσει σε όλους μας και μετά μια πίττα, που αρέσει πάλι σε όλους μας, μα λίγο πιο πολύ του πατέρας σας. Θα κάνουμε πρώτα ‘Σουτζουκάκια Σμυρναίικα’ με σάλτσα από ντομάτα και μετά τυροπιτάκια». - «Ω, Ω, Ω…» έκαναν και τα δυο τα κορίτσια μαζί και έπειτα η πριγκηπέσα συμπλήρωσε μόνη της «..και μου αρέσουν πάρα πολύ». «Λοιπόν..» πήρε και πάλι τον λόγο η μεγάλη κυρία του σπιτιού, «..ας δούμε πρώτα τι χρειαζόμαστε για να τα κάνουμε. Τα έχω όλα εδώ πάνω στον πάγκο και άμα ξέχασα κάτι να μου το πείτε κυρίες μου, εντάξει;» - «Εντάξει, μαμά». - «Για να δούμε, λοιπόν. Πρώτα είπαμε θα κάνουμε τα σουτζουκάκια, έτσι;..» και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνεχίζει, «..λοιπόν, ο κιμάς, οι φρυγανιές για να τις τρίψουμε, λίγο σκόρδο, λάδι κύμινο, αλάτι, πιπέρι, λίγο κρασί και οι γινωμένες ντομάτες για την σάλτσα. Τώρα κόρες μου, ας ξεκινήσουμε να τα ετοιμάσουμε. Εσύ Αμαλία τρίψε τις φρυγανιές και εσύ Κατερίνα φέρε την γαβάθα, την βαθιά, για να βάλουμε μέσα τον κιμά για να τον ανακατέψουμε με …». Αν καθόταν κάποιος παράμερα, θα έβλεπε την μάνα να κατευθύνει με μαεστρία και περίσσια τέχνη τις κόρες της. Θα ένοιωθε την αγωνία της, να γίνουν και εκείνες καλές νοικοκυρές, όταν θα μεγαλώσουν. Γιατί εκεί μετρούσε μια μάνα, όχι μόνον στο πόσο καλή σύζυγος ήταν, μα και πόσο καλή δασκάλα για τις κόρες της ήταν. Και η φήμη της καλής νοικοκυράς μιας μάνας, ήταν βέβαια και ένας πολύ καλός λόγος και διαπραγματευτικό ατού στις προξενήτρες της εποχής. Παινεύοντας την μάνα, παίνευε και την κόρη, την υποψήφια νύφη δηλαδή. Γιατί, αφού η μάνα της, ήταν καλή νοικοκυρά, δεν μπορεί παρά το ίδιο και καλλίτερη να ήταν και η κόρη της. Και αν ποτέ συνέβαινε να μην είναι έτσι, τότε όλοι κατηγορούσαν την πεθερά, την μάνα της νύφης δηλαδή, που ενώ εκείνη είχε αξιοσύνη και νοικοκυροσύνη, δεν υπήρξε ικανή στο να κάμει το ίδιο άξια με εκείνη και την κόρη της. Αν πάλι, κάποια κόρη, επρόκειτο να γίνει νύφη και της έμελλε η τύχη να πάει να μείνει με τα πεθερικά της, τότε και η ίδια είχε ανάλογο άγχος με την μάνα της. Γιατί εάν η μέλλουσα πεθερά της, είχε την φήμη της καλής νοικοκυράς, θα υπήρχε καθημερινά και μέτρο σύγκρισης. Και τότε ποιος νοιαζόταν για τα προικιά της νύφης. Εκείνα θα τα

76


77 έδειχναν στον κόσμο μια φορά. Μετά θα έμπαιναν στην ντουλάπα και ποιος έπειτα στ΄ αλήθεια, θα θυμόταν και τι είχε για προίκα η νύφη; Όμως, η άλλη της η προίκα, η νοικοκυροσύνη της, κάθε μέρα θα περνούσε από έλεγχο και σχολιασμό από την πεθερά της. Από κριτή, που θα είχε την ‘έξωθεν καλή μαρτυρία’ και που θα την είχε κερδίσει, ως τίτλο τιμής, στο διάβα της ζωής της. Και επιπλέον θα έπαιζε και εντός έδρας. Στο σπίτι της, στην κουζίνα της και στο δικό της βασίλειο. Τότε, αλίμονο στην κοπελιά, πραγματικά αλίμονο….χειρότερη από σώγαμπρος, που λέει και ο λαός, θα ήταν η ζωή της. - «….φέρε τώρα την τριμμένη φρυγανιά κόρη μου και ρίξε την μέσα στην γαβάθα για να την ζυμώσω μαζί με τον κιμά. Πρώτα να ρίξεις μια μικρή ποσότητα και μετά …..». Η κυρία Γεωργία, τα γνώριζε όλα αυτά και γι΄ αυτό προετοίμαζε το φαγητό με τρόπο καθαρά εκπαιδευτικό. Τα κορίτσια της ήξερε ότι έπρεπε να γίνουν καλές νοικοκυρές. Ένας τέτοιος τίτλος ‘της άξιας νοικοκυράς’ σε μια γυναίκα, ήταν η δεύτερη της προίκα. Η πρώτη της ήταν η ηθική της και η τιμιότητα της, η προίκα που της δώρισε ο Παντοδύναμος και εκείνη την πρόσφερε στον άνδρα της, την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Την νύχτα, που από κόρη γινόταν γυναίκα και από δεσποινίς κυρία. Η δεύτερη ήταν αυτή που της έδινε η μάνα της, η αξιοσύνη της δηλαδή και η νοικοκυροσύνη της. Και η τρίτη ήταν αυτή που της έδινε ο πατέρας της, τα χρήματα και τα χωράφια ή ό,τι άλλο δινόταν ως βοήθημα από τον πεθερό στον μέλλοντα γαμβρό, πού θα έπαιρνε την κόρη του για γυναίκα του. - «..Αμαλία, δες σε παρακαλώ, εάν οι πατάτες έχουν βράσει και μετά…» συνέχισε η μητέρα τους να τους δίνει οδηγίες. Όταν τελείωσαν με την προετοιμασία του φαγητού, έβαλαν τα σουτζουκάκια σε μια πιατέλα και τα άφησαν στην άκρη του πάγκου. Είχαν ταυτόχρονα προετοιμάσει και τον πουρέ και την σάλτσα, αλλά τα σουτζουκάκια θα τα έβαζε στη φωτιά η μητέρα τους, έτσι είπε στις κόρες της, λίγο πριν επιστρέψει ο πατέρας τους από το μαγαζί. Πάντα ήθελε, το φαγητό να είναι ζεστό, όταν σερβίρεται στο τραπέζι. - «Τώρα κορίτσια θα ετοιμάσουμε και την πίτα, τυρόπιτα, που αρέσει πολύ του πατέρα σας, αλλά και του Κωστή μας, μα και σε εμάς τις γυναίκες, νομίζω. Έτσι δεν είναι; και σε σένα δεν αρέσει Κατερίνάκι μου;» - «Ναι μαμά, μου αρέσει και θέλω όταν γίνω και εγώ μαμά, να κάνω πίτα με τυρί, το ίδιο καλά, όπως και με σένα». - «Μην βιάζεσαι κόρη μου, μην βιάζεσαι. Όλα στην ώρα τους θα γίνουν, όπως και όταν πρέπει να γίνουν. Τώρα θα μαθαίνεις, όπως και εγώ μάθαινα από την συχωρεμένη την γιαγιά σας και όταν καταλάβω ότι ξέρεις να κάνεις πίτα, θα μας κάμεις και εσύ μια μόνη σου, για να δούμε τότε εάν θα είσαι έτοιμη για να γίνεις και εσύ μαμά» και με τα τελευταία αυτά λόγια, οι δυο άλλες γυναίκες, η μάνα και η μεγαλύτερή της κόρη, έριξαν μια ματιά μεταξύ τους, όλο νόημα, μειδιώντας ελαφρά με την αφέλεια της μικρότερης της παρέας τους. - «Δηλαδή μαμά, η Αμαλία που είναι μεγαλύτερη, ξέρει πιο πολλά από μένα; Θα γίνει πιο γρήγορα μαμά;», είπε η πριγκηπέσα με νάζι και όλο παιδική χάρη, αλλά και με λίγο παράπονο. Το κατάλαβε αμέσως η μητέρα τους και έξυπνα της απάντησε, λέγοντας της: - «Αυτό δεν έχει σημασία, χαρά μου. Μπορεί να είσαι πιο μικρή, μα εσύ ξέρεις πιο πολλά από την Αμαλία μας, γιατί εσύ κάθεσαι πιο πολύ μαζί μου στην κουζίνα και με βοηθάς περισσότερο. Τώρα για να δούμε τι υλικά χρειαζόμαστε για να κάνουμε την πίτα με τυρί. Να ΄τα, τα έχω εδώ. Για να δούμε μήπως ξέχασα και τίποτα. Αλεύρι, τυρί, αυγά, λίγο γάλα για να κάνουμε την κρέμα, βούτυρο,…» και συνέχισε απαριθμώντας τα υπόλοιπα υλικά που χρειάζονται και που όλα τα είχε και αυτά με την σειρά βαλμένα, πάνω στον πάγκο. Και τα είχε όλα με την σειρά, γιατί ήξερε ότι καλό ήταν, όχι μόνον να τα

77


78 ακούνε οι κόρες της, μα και να τα βλέπουν κιόλας. Γι΄ αυτό και επί τούτου έκανε τον δήθεν έλεγχο, ενώ αυτά είναι με την σειρά βαλμένα επάνω στον πάγκο. Ήθελε επίσης να τους διδάξει, ότι η καλή η νοικοκυρά, ελέγχει να τα έχει όλα όσα χρειάζεται, προτού ξεκινήσει να κάμει κάποιο φαγητό, ένα γλυκό ή μια πίτα. - «Μέσα στην γαβάθα θα βάλουμε το αλεύρι που χρειαζόμαστε και μετά σιγά-σιγά, θα ρίξουμε νερό και θα το ανακατέψουμε, μέχρι…..». Με την ίδια εκπαιδευτική τεχνική και διαδικασία, που έμαθε από την μάνα της και που με αυτήν και η ίδια εκπαιδεύτηκε και χρόνια τώρα την εφαρμόζει και στις κόρες της, συνέχισε να προετοιμάζει τα τυροπιτάκια, τα οποία, όταν τα έκαμνε και τα τελείωνε, αμέσως τα έβαζε μέσα σε ένα ταψί, το οποίο προηγουμένως είχε αλείψει με βούτυρο η μεγάλη της κόρη, η Αμαλία. - «Τώρα κορίτσια θα βάλουμε το ταψί στον φούρνο της μασίνας και όπως βλέπετε, την έχω ανάψει από πριν, όταν εσείς ξεσκονίζατε επάνω, ώστε με το που θα τελειώσω την προετοιμασία της πίτας, να είναι και ο φούρνος της ζεστός. Και επειδή είναι ζεστή η σόμπα, όσο θα ψήνεται η πίτα μέσα στον φούρνο της σόμπας, εμείς επάνω της, θα τηγανίσουμε και τα σουτζουκάκια. Με αυτόν τον τρόπο, όταν θα έρθουν οι άνδρες το μεσημέρι για φαγητό, θα είναι και τα δύο ζεστά, έτσι κόρες μου;» - «Ναι, μαμά», είπαν κα οι δυο τους με μια φωνή, χαρούμενες που και σήμερα συμμετείχαν στην παρασκευή του φαγητού και της πίτας. - «Κορίτσια, όταν τελειώνουμε μια δουλειά στην κουζίνα, το πρώτο πράγμα που κάνουμε αμέσως μετά, είναι να καθαρίσουμε όλα τα σκεύη και τα εργαλεία που χρησιμοποιήσαμε, καθώς και την κουζίνα μας, αλλιώς δεν θα είμαστε καλές νοικοκυρές, να το θυμάστε αυτό. Όταν θα έρχεται ο άνδρας σας στο σπίτι, θα πρέπει όλα να είναι στην θέση τους και καθαρά. Και πρώτες απ΄ όλες εσείς, θα φοράτε καθαρά ρούχα και όμορφα, όχι εκείνα τα ίδια, που φορούσατε όλο το πρωί. Να χαίρεται εκείνος, που γυρίζει στο σπίτι του. Να χαίρεται και να το αποζητά. Λιμάνι του να το θεωρεί και εκεί να γαληνεύει Να χαίρεται και όταν θα σας βλέπει. Να σας χαίρεται και την ομορφιά σας να λιμπίζεται και να ζηλεύει, μ΄ ακούτε; να χαίρεται την ομορφιά σας. Να είστε καλές μαζί του και πάντα όμορφες και ελκυστικές, πάντα και αυτό να το θυμάστε». Και τα τελευταία λόγια τα τόνιζε ιδιαίτερα. - «Ναι μαμά», επανέλαβαν και πάλι οι δύο κόρες της μαζί, χαρούμενες που η μαμά τους, όσο ο καιρός περνάει, τους μιλάει όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ, για θέματα, που παλαιότερα, όταν ποτέ γινόταν αναφορά σε αυτά, όλοι οι μεγάλοι, σταματούσαν τον λόγο, λέγοντας, ‘μη μπροστά στα κορίτσια τέτοιες κουβέντες, δεν κάνει’.

78


79

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

79


80

ΜΕΡΟΣ Ε΄

80


81

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ - «Αφεντικό, μπορώ να σου πω κάτι», ρώτησε ο Δημητρός το Ανδρέα. - «Τι είναι βρε, ρωτάς και εσύ; και βέβαια μπορείς βρε Δημητρό μου και βέβαια μπορείς. Μα και το ρωτάς; Έλα μέσα». - «Έχουν φύγει όλοι οι άλλοι αφεντικό και είμαστε μόνοι μας. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, μα θα μου ορκισθείς ότι θα μου απαντήσεις ειλικρινά, εντάξει;» - «Εντάξει βρε Δημητρό, μα τι είναι αυτό που θέλεις να με ρωτήσεις; Γιατί έτσι που σε ακούω να το λες, με ανησυχείς!» - «Κυρ Ανδρέα, κάτι σε βασανίζει αυτές τις μέρες, κάτι σε τρώει και είσαι συνεχώς ανήσυχος. Σε βλέπω, μα δεν κατάφερα να καταλάβω τι μπορεί να είναι. Εμείς γνωριζόμαστε τόσα χρόνια και μπορώ να σε νοιώθω, να σε καταλαβαίνω. Γι΄ αυτό, μην μου πεις ψέματα. Θέλω λοιπόν να σε ρωτήσω μήπως κάτι τρέχει με το σπίτι ή με την δουλειά και δεν το κατάλαβα; Ή πάλι, μήπως κάτι με την κυρία Γεωργία ή με τα παιδιά; Αλλά όχι, γιατί εάν συνέβαινε κάτι στο σπίτι, όλο και θα το καταλάβαινα από τον Κωνσταντίνο μας. Τι τρέχει λοιπόν, γιατί μα την πίστη μου, αληθινά σου λέω, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι». - «Ναι Δημητρό μου, κάτι τρέχει και ψέματα δεν θα σου πω. Άλλωστε είχα και εγώ σκοπό να σε φωνάξω και να το συζητήσουμε, μα με πρόλαβες εσύ. Και δεν έχει σχέση με την οικογένεια μου, ούτε και με την δουλειά μας. Έφυγαν είπες ο Χασάν και ο Βενιαμίν;» - «Ναι αφεντικό, έφυγαν και κλείδωσα από μέσα και την εξώπορτα του μαγαζιού». - «Καλά έκανες. Λοιπόν, άκουσε Δημητρό μου. Τα πράγματα φαίνεται πως δεν πάνε και τόσο καλά εδώ, για τον Ελληνικό Στρατό. Στην Ελλάδα πάλι και εκεί πάνε από το κακό στο χειρότερο. Οι πολιτικοί, μεταξύ τους τρώγονται για την καρέκλα. Ξέρεις δα τώρα πως είναι αυτά τα πράγματα και η δραχμή συνεχώς κατρακυλάει. Ο νέος Αρχιστράτηγος, ο Χατζηανέστης ντεεε....» και κάνει μια παύση, για να δει εάν κατάλαβε ο Δημητρός, για ποιόν του μιλάει και αφού εκείνος ένευσε θετικά, κουνώντας το κεφάλι του, συνέχισε, «…ενώ ήρθε τον Μάιο και μας έφερε μαζί του και την αισιοδοξία, δυστυχώς από τότε που ήρθε, όλα στραβά πάνε. Αξιωματικοί παραιτούνται, στο στράτευμα όλο λιποταξίες παρατηρούνται και μάλιστα λέγεται και το γράφουν και οι εφημερίδες, ότι κάποιοι, αριστεροί λέγεται πως είναι, προτρέπουν τους στρατιώτες μας να μην πολεμήσουν άλλο και να πετάξουν τα όπλα τους και να γυρίσουν στα σπίτια τους. ‘‘Τι δουλειά..’’ τους λένε, ‘‘..έχουμε εμείς εδώ να πολεμάμε και αφήσαμε πίσω τις δικές μας οικογένειες και δεν ξέρουμε ούτε αν πεινάνε, ούτε αν κρυώνουν, ούτε και αν ζούνε ή και αν πέθαναν ακόμη’’. Αυτά τους λένε, λες και εμείς τους προσκαλέσαμε να έρθουν εδώ. Λες και εμείς βαρεθήκαμε την ησυχία μας και θέλαμε φασαρίες και πολέμους, σκοτωμούς και θανάτους. Η κατάσταση δεν μου αρέσει καθόλου και δια τούτο Δημητρό μου, ανησυχώ πολύ». Όση ώρα μιλούσε, έβλεπε τον υπάλληλο του να συμφωνεί, κουνώντας σκεφτικός το κεφάλι του, πάνω-κάτω. - «Ναι κυρ Ανδρέα, έχεις δίκιο. Τα άκουσα και εγώ όλα αυτά. Μα στην αρχή δεν τα έδωσα σημασία. Όμως τώρα φαίνεται πως τα πράγματα, έχουν χειροτερέψει και μάλιστα επικίνδυνα. Έχεις δίκιο και τι σκέπτεσαι τώρα να κάνεις;» - «Βρε Δημητρό, τόσα χρόνια εμείς οι Έλληνες εδώ. Εδώ οι γονείς μας, εδώ και οι παππούδες μας. Εδώ και οι γονείς των παππούδων μας, μα και οι παππούδες των παππούδων μας και βάλε ακόμη παραπίσω. Αφού δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν, τότε τι κίνησαν και ήρθαν από την Ελλάδα; Ίσα για να μας ξεσηκώσουν και μετά…; Θα φύγουν και εμείς τι θα απογίνουμε; Ανάψανε φωτιές, εκεί που δεν μπορούν να τις σβήσουν μου φαίνεται και τώρα που φούντωσαν τα πράγματα, αυτοί θα φύγουν, ενώ εμείς..;»

81


82 - «Έχεις δίκιο αφεντικό, έχεις δίκιο», συμφώνησε και ο Δημητρός, κουνώντας και πάλι το κεφάλι του πάνω-κάτω, όλο νόημα. - «Και άμα αυτοί φύγουν Δημητρό και πάνε πίσω στην Ελλάδα, εμείς εδώ πίσω τι θα κάνουμε; Με αυτούς τους ανθρώπους, χρόνια τώρα ζούμε ειρηνικά, πάππου προς πάππου και βάλε. Δεκάδες χρόνια και αιώνες! Και τώρα, θα έχουν άδικο εκείνοι, εάν ξεσηκωθούν και τότε τι μας περιμένει εμάς; το σκέφθηκαν άραγε καθόλου αυτό, εκεί στην Αθήνα; Γιατί τον πόλεμο η Αθήνα τον αποφάσισε, ο Βενιζέλος και δεν ξέρω και ποιος άλλος μαζί. Ο Βενιζέλος με το μεγάλο του όνειρο της ‘Μεγάλης Ελλάδας’, της ‘Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών’, όπως λένε και οι εφημερίδες. Γιατί τον πόλεμο, ούτε εμείς τον αποφασίσαμε, ούτε και όλοι ετούτοι εδώ, που μαζί τους τόσα χρόνια ειρηνικά και αγαπημένα ζήσαμε. Και για να λέμε και την αλήθεια, κανείς μας δεν τον ήθελε». - «Έχεις δίκιο αφεντικό, έχεις δίκιο», επανέλαβε για μια ακόμη φορά, ο Δημητρός. - «Ξέρεις τι λέγεται..», συνέχισε ο Ανδρέας, «..ότι από όπου φεύγει ο Ελληνικός Στρατός, πηγαίνει ο Κεμάλ με τους δικούς του και τότε γίνεται, ένας Θεός ξέρει τι γίνεται. Θυμάσαι τι έγινε στο Αϊδίνι, όταν μπήκε ο Τουρκικός Στρατός; Θυμάσαι; Εμείς πληρώνουμε τα σπασμένα, εμείς και όχι εκείνοι στην Αθήνα» - «Θυμάμαι, λες να μην θυμάμαι αφεντικό; Και τι λες, ότι θα έρθουν και εδώ στην Σμύρνη; Και εμείς αφεντικό σε τι φταίμε; Θύματα της κατάστασης είμαστε και εμείς, όπως και οι Τούρκοι, βέβαια! Μήπως και χαιρόμαστε για όλα αυτά που έχουν συμβεί ή μήπως τα κάναμε εμείς ή μήπως συμμετείχαμε εμείς σε όλα αυτά; Σε τίποτα δεν φταίμε και ούτε και χαιρόμαστε για όλα όσα συμβαίνουν. Ούτε και τον πόλεμο εμείς τον αποφασίσαμε και αν ήταν στο χέρι μας, θα τον σταματούσαμε, πριν ακόμη ξεκινήσει και αμέσως μάλιστα. Έτσι δεν είναι;» - «Έτσι είναι Δημητρό μου, έτσι είναι, μα πόλεμος είναι. Και τους πολέμους, απ΄ όσο θυμάμαι και θυμάσαι, μια ζωή, άλλοι τους αποφασίζουν για άλλους και πάλι άλλοι τους κάνουν και τέλος όλα τα πληρώνουν εκείνοι που φταίνε και το λιγότερο ή και καθόλου. Μια ζωή, μια ζωή τα ίδια. Γιατί τους πολέμους, οι μεγάλοι τους αποφασίζουν και οι μικροί πληρώνουν το τίμημα τους και σε αίμα και σε ζωές. Γιατί Δημητρό μου, αν και οι λαοί, δεν ορίζουν απόλυτα την μοίρα τους, δυστυχώς, με το δικό τους το αίμα, γράφουν την ιστορία τους». - «Και τι λες τώρα ότι θα γίνει, κυρ Ανδρέα;», ρώτησε ο Δημητρός το αφεντικό του, που το σεβόταν, γιατί ήξερε και λίγα γράμματα παραπάνω από εκείνον, που από μικρό παιδί, ήταν στο μεροκάματο. Α! την δουλειά δεν την φοβάται καθόλου. Όλα κι όλα. Την παίζει στα δάκτυλα και κουβέντα πάνω σε αυτό δεν σηκώνει. Όμως στα γράμματα, η αλήθεια - αλήθεια και να λέγεται, ο κυρ Ανδρέας δεν πιανόταν, ήταν πρώτος και όλοι το ήξεραν αυτό. - «Πόσα χρόνια δουλεύεις σε αυτό το μαγαζί, Δημητρό μου;» - «Μα τι ρωτάς τώρα, λες και δεν το ξέρεις! Από τον πατέρα σου ακόμη, θυμάσαι, γιατί δεν μπορεί να μην θυμάσαι!» - «Θυμάμαι μωρέ Δημητρό και πώς να μην θυμάμαι, μα επίτηδες ρωτάω. Και αφού είσαι τόσα πολλά χρόνια σε αυτό το μαγαζί, θα πρέπει να ξέρεις και πόσα χρόνια λειτουργεί, έτσι δεν είναι;» - «Ξέρω αφεντικό, μα ξέρεις και εσύ νομίζω και ακόμη δεν κατάλαβα γιατί ρωτάς τέτοια πράγματα αυτήν την ώρα και τι σχέση έχουν αυτά που με ρωτάς, με όσα συζητάμε!» - «Λέγε μωρέ Δημητρό αυτό που σε ρωτάω και θα δεις γιατί ρωτάω».

82


83 - «Ο πατέρας σου, πάντως έλεγε ότι το βρήκε από τον πατέρα του, τον παππού σου δηλαδή, τον γερό Ανδρέα, όπως τον ξέρανε όλοι οι Έλληνες, από εδώ μέχρι και την ‘Πόλη’. Και άμα είναι έτσι, τότε θε να ΄ναι πάνω από 100 χρόνων, δεν θα ΄ναι;» - «Δηλαδή βρε Δημητρό, αυτό το μαγαζί, τόσα χρόνια που είναι εδώ σε αυτήν την ίδια θέση και σε αυτήν την πόλη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεγάλωσε, μαζί με την Σμύρνη μας. Γιατί πριν από 100 τόσα χρόνια, τι λες να ήταν και η Σμύρνη, ένα μεγάλο χωριό θα ήταν, έτσι δεν είναι; Μεγάλωσαν μαζί λοιπόν, το μαγαζί μας και η πόλη μας, σαν δυο αδελφούλες! Έτσι δεν είναι;» - «Έτσι, έτσι είναι κυρ Ανδρέα και όποιος πει το αντίθετο, ψέματα θε να πει!» - «Και τόσα χρόνια που το ξέρεις αυτό το μαγαζί, πως το λένε, τι γράφει στην ταμπέλα του και ποιος το βάφτισε έτσι; και μήπως ξέρεις και το γιατί;» - «Ο κόσμος όλος το ξέρει αφεντικό πως το λένε το μαγαζί μας, ο κόσμος όλος. Ξέρει και γιατί το λένε έτσι, αυτό το μαγαζί. Ο κόσμος όλος, είτε είναι Έλληνας, είτε Τούρκος, Εβραίος, Αρμένης, Γάλλος ή ό,τι άλλο είναι. Από παιδιά το μάθαμε πώς το λέγανε το μαγαζί. Του ‘γερο Ανδρέα’ το λέγανε οι παππούδες μας, έτσι και οι γονείς μας και έτσι ακόμη και σήμερα, το λέμε εμείς όλοι, σε τούτη την πόλη. Στη Σμύρνη, όλοι το ξέρουν με αυτό το όνομα..» απάντησε και πάλι ο Δημητρός, γεμάτος όμως απορία για τις ερωτήσεις που του γίνονται και αμέσως πήγε να συνεχίσει, ρωτώντας ετούτη την φορά «..μα ακόμη δεν κατάλαβα γιατί…», τον διέκοψε όμως ο Ανδρέας. - «Όχι αυτό το όνομα βρε Δημητρό, μα εκείνο που γράφει στην ταμπέλα του μαγαζιού». - «Α! για αυτό ρωτάς; ‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’ και εάν θυμάμαι καλά, απ΄ ότι έλεγε ο πατέρας σου, το βάφτισε έτσι ο παππούς σου, ο γερο Ανδρέας. Γιατί όπως έλεγε, ήθελε οι φτωχοί, οι δικοί του άνθρωποι, έτσι τους αποκαλούσε, που ήταν και οι πολλοί, να γίνουν οι πελάτες του. Τον θυμάμαι τον πατέρα σου αφεντικό, που μας έλεγε από καμιά φορά και σαν να ακούω τώρα τα λόγια του και την φωνή του, ‘‘ο πατέρας μου ο γερό Ανδρέας…’’ μας έλεγε, ‘‘…μου άφησε αυτό το μαγαζί και μαζί με αυτό μου άφησε και την ευχή του και την κατάρα του. Από την φτώχια και με τα λεφτά της φτώχιας, έγινε αυτό το μαγαζί και άμα αυτό γιε μου το ξεχάσεις ποτέ…’’ έτσι μας έλεγε πως του είπε ο παππούς σου, ‘‘…να μην σε αξιώσει ο Θεός να το χαρείς. Όσο αυτό θα το θυμάσαι, τότε με την ευχή μου θα περπατάς και εγώ από εκεί πάνω, θα σου δίνω ακόμη περισσότερες ευχές για να το διπλασιάσεις και να το τριπλασιάσεις’’. Αυτό μου έλεγε ο πατέρας σου, ο μπάρμπα Κωστής και γι΄ αυτό και εκείνος άμα έβλεπε κανένα φτωχό, όπως καλή ώρα σαν και σένα, όλο και κάτι τις του έδινε. Φτωχός δεν μπήκε ποτέ μέσα εδώ και να έφυγε με αδειανά τα χέρια. Τώρα μεταξύ μας, κάποιοι που ξέρανε το χούι του, το εκμεταλλευόντουσαν κιόλας. Μα εκείνος, έξυπνος άνθρωπος, το καταλάβαινε και πάντα χαμογελούσε. Και αν καμιά φορά του έλεγα ότι κάποιος τον κοροϊδεύει για να του δώσει κάτι τις τσάμπα, ξέρεις τι μου απαντούσε εκείνος; ‘‘Νομίζει..’’ μου έλεγε ‘‘…ότι με κοροϊδεύει και αφού εγώ το ξέρω, τότε τον μόνο που κοροϊδεύει, αυτός είναι ο εαυτός του’’. Τέτοια καρδιά ήταν ο μπάρμπα Κωστής και Θεός σχωρέστον», είπε και έκαμε και τον σταυρόν του.. - «Τα ξέρω Δημητρό μου, τα ξέρω, γιατί μου τα είπε και σε μένα όλα αυτά τα λόγια ο πατέρας μου και με αυτά τα λόγια έκλεισε και τα δικά του μάτια. Τόσα χρόνια στην δούλεψη μας, είδες ποτέ να κλέβουμε κανέναν, να αδικήσαμε κανέναν, να ξεχωρίσαμε τον Έλληνα από τον Τούρκο, τον φτωχό από τον πλούσιο;» - «Όχι, όχι αφεντικό, μα τι λόγια είναι πάλι αυτά που λες τώρα;» - «Άρα Δημητρό, αυτό το όνομα, που ο παππούς μου έγραψε στην ταμπέλα του μαγαζιού, εμείς τον δικαιώσαμε, έτσι δεν είναι; Τόσα χρόνια, ήταν και είναι το μαγαζί, όχι μόνο ‘‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’’, αλλά και ‘‘ΟΛΩΝ’’, ε! Δημητρό;» - «Ναι αφεντικό ναι, για να λέμε και την αλήθεια».

83


84 - «Γι΄ αυτό Δημητρό μου είμαι και έτσι, γιατί αισθάνομαι ότι αυτό το μαγαζί, που τόσα χρόνια είναι εδώ για τους πολλούς μα και για όλους και που κάτοικος της Σμύρνης, απ΄ όλες τις φάρες, δεν υπάρχει που να μην πέρασε από εδώ…», σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφυσώντας δυνατά, κοίταξε τον υπάλληλο του κατάματα και συνέχισε «..αισθάνομαι Δημητρό μου, πως εδώ στην Σμύρνη μας γεννήθηκε, πως μαζί της μεγάλωσε, μα και πως τώρα, … πως τώρα…. μαζί της αισθάνομαι… και πως θα πεθάνει. Νομίζω ότι πλησιάζει ετούτη η άσχημη η ώρα». - «Μα τι λες τώρα αφεντικό. Δόξα τον Θεό, οι δουλειές πάνε καλά, κανέναν δεν χρωστάμε και το μαγαζί μας, είναι και γεμάτο από εμπορεύματα! Μα τι λόγια είναι αυτά που λες; Τι σε έπιασε σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω!» - «Δημητρό, αν φύγει ο Ελληνικός Στρατός και μπει στην πόλη ο Κεμάλ με τους στρατιώτες του, γιατί να μην κάνουν ό,τι και στις άλλες πόλεις, μέχρι τώρα έκαναν; Τι θα τους κάνει να σταματήσουν και γιατί να σταματήσουν; Γιατί;…» είπε και αναστέναξε βαριά. Έπειτα κοίταξε τον συνομιλητή του και πριν του δώσει την ευκαιρία να απαντήσει, συνέχισε «…Άντε τώρα να φεύγουμε και εμείς να πάμε στα σπίτια μας, που μας περιμένουν για μεσημεριανό φαγητό, μην ανησυχήσουν κιόλας. Να σου δώσω μια συμβουλή Δημητρό μου και με το συμπάθιο κιόλας και μην με παρεξηγήσεις;» - «Όχι βέβαια αφεντικό, σήμερα ειλικρινά, δεν σε αναγνωρίζω, γιατί η αλήθεια είναι ότι, για πρώτη φορά σε βλέπω και έτσι! Και τα λόγια σου κυρ Ανδρέα, πολύ παράξενα είναι σήμερα, πολύ παράξενα!» - «Να Δημητρό μου, καλά παιδιά και τα δυο τους και ο Χασάν και ο Βενιαμίν, δεν λέω και χρόνια στην δούλεψή μας και παράπονο δεν έχω. Αλλά Δημητρό μου, κράτα από δ΄ αυτούς και κανένα μυστικό για σένα. Καλά παιδιά και οι δυο τους, μα…μα.. δεν ξέρω.., αλλά δύσκολες οι μέρες Δημητρό μου, καταλαβαίνεις, δύσκολες και δεν ξέρουμε και τι μας ξημερώνει και αύριο!» - «Μα, αφεντικό…», πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Δημητρός. - «Μην λες τίποτα, πες ότι δεν σου τα είπα, μα καλά θα κάνεις να τα θυμάσαι. Και άμα έχεις τίποτα λεφτά στην άκρη, κάνε και καμιά λίρα χρυσή. Κάμε λίρες χρυσές, Δημητρό μου, γιατί αυτές παντού περνάνε και έχε και τον νου σου. Άμα ακούσεις τίποτα, πες μου και εμένα, Άντε τώρα να πηγαίνουμε και έχουμε αργήσει πολύ και οι κυράδες μας, θα έχουν ανησυχήσει και δεν κάνει. Και αύριο μέρα είναι». Και χωρίς να δώσει την ευκαιρία και τον χρόνο σε εκείνον να του απαντήσει, σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου, πήρε το σακάκι του και το καπέλο του από την κρεμάστρα και τα φόρεσε και τα δύο. Ο υπάλληλος του είχε βγει από το γραφείο και είχε ήδη πάει στην εξώπορτα του μαγαζιού. Την ξεκλείδωσε και την άνοιξε και είχε ήδη βάλει και τα κλειδιά, από την έξω πλευρά της κλειδαριάς. Μόλις βγήκαν και οι δυο τους στο δρόμο, εκείνος κλείδωσε και πάλι την πόρτα του μαγαζιού και έδωσε τα κλειδιά στο αφεντικό του. Αντάλλαξαν μεταξύ τους ευχές για καλή όρεξη και καλή ξεκούραση και ο καθένας τους, πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Αποχωρίστηκαν και οι δυο, ο καθένας τους με πολλές τις σκέψεις στο μυαλό τους και ακόμη περισσότερες αμφιβολίες για το αύριο. Ο Δημητρός έκανε 8-10 βήματα και σταμάτησε για λίγο. Έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω και κοίταξε το αφεντικό του, που απομακρυνόταν. Τον είδε με γερμένο το κεφάλι να περπατά και του φάνηκε πως σαν εκείνος ξαφνικά να γέρασε. Κούνησε δεξιά αριστερά το δικό του κεφάλι, αναλογιζόμενος τα όσα μεταξύ τους πριν λίγο συζήτησαν και έπειτα γύρισε προς τα εμπρός και συνέχισε τον δρόμο του προς το σπίτι του. Η οικογένεια του τον περίμενε για το μεσημεριανό φαγητό και εκείνος δεν καταλάβαινε γιατί σήμερα ειδικά, μια ακατάσχετη επιθυμία τον διακατείχε και ήθελε να βρεθεί το συντομότερο κοντά τους.

84


85

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΛΑΟ

85


86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Η χαρά που ένοιωθε ο Κωνσταντίνος , γιατί ο πατέρας του για πρώτη φορά σήμερα τον εμπιστεύτηκε απόλυτα και τον άφησε στο μαγαζί μόνο του, για πάνω από δύο ώρες, του έδινε φτερά στα πόδια. ‘‘Σήμερα..’’, έλεγε στον εαυτόν του, ‘‘…ήμουν πράγματι και ένοιωσα στα αληθινά, το μικρό αφεντικό’’. Και σήμερα, εκείνος ο κύριος Δημήτρης, λες και ήταν βαλτός. Ούτε μια φορά δεν τον φώναξε με το όνομα του και πρέπει να τον ρώτησε πάνω από 10-12 φορές, για θέματα του μαγαζιού, που πραγματικά, ξάφνιασαν πολύ τον Κωνσταντίνο. Γιατί όλο τον ρωτούσε για πράγματα, που ήταν βέβαιος, ότι θα πρέπει στα σίγουρα να τα ήξερε ο κυρ Δημήτρης. Γιατί δεν μπορεί να μην τα ήξερε, τόσα χρόνια, που εκείνος ήταν στο μαγαζί! - «Αφεντικό, πού τα έχουμε εκείνα τα υφάσματα από την Αίγυπτο, μήπως θυμάσαι και έχει κολλήσει το μυαλό μου;», θυμάται ο Κωνσταντίνος που τον ρώτησε ο Δημητρός και μετά από λίγο ακούσθηκε και πάλι να λέει, «Ένα λεπτό κυρία Αντιγόνη, να ρωτήσω το αφεντικό, εκείνος θα ξέρει στα σίγουρα». Και αμέσως του φώναξε, «αφεντικοοό…, η κυρία Αντιγόνη, θέλει να μάθει πόσο έχει το μέτρο το…» και συνεχώς και όλο το δίωρο, που έλειπε ο πατέρας του, όλο και για κάτι τον ρωτούσε. Α! όλα και όλα, δεν μπορεί να πει ότι δεν του άρεσε, που μπροστά στην κυρία Αντιγόνη, ο κύριος Δημήτρης τον φώναξε αφεντικό. Γιατί τώρα, εκείνη θα πάει στην γειτονιά και θα το πει σε όλες και σε όλους. Την ήξερε καλά την κυρία Αντιγόνη, ο Κωστής. Όχι πως ήταν κουτσομπόλα, μα και τον στόμα της κλειστό, δεν τον κρατούσε. Χήρα γυναίκα ήταν και όλη την ημέρα, από πόρτα σε πόρτα πήγαινε, όχι δα για τίποτα άλλο, μα για να γεμίσει και τις ώρες της, να περάσει η ημέρα της. Ο Δημητρός όμως ήξερε τι έκανε και γιατί το έκανε. Γιο του, τον ένοιωθε τον Κωνσταντίνο. Ήταν το παιδί του παιδικού του φίλου και του αφεντικού του, ταυτόχρονα. Γιατί ήταν φιλότιμος ο Δημητρός και ήξερε να εκτιμά και τα αφεντικά και το ψωμί που έτρωγε, τόσα χρόνια κοντά τους. Ήξερε, εκτιμούσε και δεν έχανε ευκαιρία, να το δείχνει κιόλας. Περπατούσε και σκεπτόταν ο Κωνσταντίνος, χαρούμενος για όσα έχουν συμβεί από το πρωί στο μαγαζί. ‘‘Θα το πω στην μητέρα και θέλω να είναι και οι αδελφές μου μπροστά. Θα της το πω και θα της ζητήσω, από εδώ και πέρα, να με θεωρεί και μένα, σαν τον πατέρα. Να με αντιμετωπίζει πλέον, σαν άνδρα μεγάλο’’. Και μετά από λίγο, που το σκέφθηκε ξανά καλά, άλλαξε απόφαση και είπε και πάλι από μέσα του, ‘‘Έλα μωρέ, γιατί να της το ζητήσω εγώ, αφού κάποια μέρα ο μπαμπάς ο ίδιος θα τους πει όλους ότι από σήμερα κάνω συνεταίρο μου στο μαγαζί, τον Κωνσταντίνο και αυτό θα σημαίνει ότι πλέον θα είμαι και επίσημα, ο δεύτερος άνδρας μέσα στην οικογένεια.’’ Θυμήθηκε, που πάρα πολλές φορές, ο πατέρας του, το έλεγε. Και το έλεγε όχι μόνον σε αυτόν μα σε όλους τους γνωστούς και τους φίλους. Τα λόγια του, καθώς βαδίζει, ηχούν τώρα μέσα στα αυτιά του, ‘‘Κάποια μέρα, θα κάνω συνεταίρο μου τον Κωνσταντίνο και αφού προικίσουμε και μόλις παντρέψουμε –όχι παντρέψω και έχει σημασία αυτό- τις αδελφές του, θα του δώσω μετά από λίγο και το μαγαζί, ολόκληρο για δικό του, να προλάβω να ξεκουραστώ και εγώ λίγο στα γεράματα.’’ Σήμερα, αν όχι σήμερα, κάποια από αυτές τις ημέρες, θα το έλεγε οπωσδήποτε ο πατέρας του, δεν μπορεί να μην το έλεγε και θα ήταν καλλίτερα να ακουσθεί από τα χείλη του πατέρα του και όχι από τα δικά του. Γιατί πάντα εκείνος το έλεγε ότι, ‘‘εγώ θα κάνω ό,τι έκανε ο παππούς μου και ο πατέρας μου και ό,τι εκείνοι με δίδαξαν και όπως μου το δίδαξαν και όλα θα γίνουν στην ώρα τους και όπως πρέπει να γίνουν.’’ Δεν του άρεσε λοιπόν η σκέψη που αρχικά έκανε, να ζητήσει δηλαδή, αυτός ο ίδιος από την μητέρα του και τις αδελφές του, να του επιδεικνύουν σεβασμό ανάλογο προς έναν άνδρα. Θα τον κέρδιζε με τον καιρό ο ίδιος και θα του τον

86


87 απένεμε όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα, ο πατέρας του. Όπως τόσα χρόνια οι άγραφοι νόμοι της πατριαρχικής οικογένειας, το επιτάσσανε. Με τις σκέψεις αυτές και χωρίς να το καταλάβει, έφθασε και στο σπίτι. Ανοίγοντας την εξώπορτα, μια ωραία μυρωδιά από τα πιτάκια, που εκείνη την ώρα ήταν ακόμη μέσα στον φούρνο, του ήρθε στα ρουθούνια του. Κρυφοχαμογέλασε, γιατί σκέφθηκε αμέσως το μυστικό των ανδρών της οικογένειας, όπως με τον πατέρα του, είχαν συμφωνήσει. Θα έκανε σαν να μην ήξερε τίποτα και θα φερόταν όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε. - «Μητέρα, τι μυρίζει έτσι ωραία», ρώτησε δήθεν πως δεν ήξερε και πως δεν είχε καταλάβει κιόλας. - «Μα τι θαρρείς εσύ ότι μυρίζει έτσι ωραία, γιε μου;» - «Σαν τυρόπιτα μου φαίνεται, μα και πάλι δεν είμαι σίγουρος, γιατί εάν είναι έτσι όπως τα λέω, τότε θα χαρώ πολύ. Ξέρεις ότι αρέσει σε μένα, μα και στον πατέρα, πολύ». - «Είδατε κορίτσια, τι σας είπα; Οι άνδρες του σπιτιού μας, είναι τυροπιτάδες!» και γέλασαν όλοι μαζί για το αστείο που έκανε η μητέρα τους. - «Τυρόπιτα είναι τελικά, μητέρα;» - «Ναι αγόρι μου, τυροπιτάκια είναι και σήμερα να ευχαριστήσεις τις αδελφές σου και όχι εμένα, γιατί εκείνες τα έκαναν. Εγώ απλώς τις βοήθησα» αποκρίθηκε η μητέρα του και με τον τρόπο αυτό ήξερε, πως έδωσε τους επαίνους της, στις θυγατέρες της. Εκείνες πάλι με την σειρά τους και στο άκουσμα των λόγων αυτών από την μητέρα τους, ένοιωσαν την υπερηφάνεια να τις κυριεύει και κορδώθηκαν ανάλογα. Ο Κωνσταντίνος, άρπαξε την ευκαιρία και θέλησε να κάνει και αυτός το δικό του κομπλιμέντο στις αδελφές του, και συμπλήρωσε: «Το ξέρω καλέ μητέρα, που οι αδελφές μου είναι καλές νοικοκυρές και ξέρω επίσης ότι κοντά σου, θα γίνουν καλλίτερες, ακόμη πιο καλές και από σένα την ίδια και όταν θα έρθει η ώρα να παντρευτούνε, τότε…τότε χαράς τα παλικάρια που θα τις έχουν δίπλα τους». - «Εγώ θα πάρω έναν άνδρα, σαν τον πατέρα», μπήκε στην κουβέντα η πριγκηπέσα. Ήταν η μικρότερη και το πρότυπο του ιδανικού άνδρα για αυτήν, ακόμη ταυτιζόταν απόλυτα, με την εικόνα του πατέρα της. - «Ναι κόρη μου, θα πάρεις και ακόμη καλλίτερο, μιας και θα γίνεις ακόμη καλλίτερη νοικοκυρά από μένα, όπως λέγει και ο αδελφός σου, αλλά μέχρι τότε, έχουμε χρόνο». - «Όχι, όχι, εγώ θέλω σαν τον πατέρα να πάρω», φώναξε η μικρή Κατερίνα. - «Εντάξει κόρη μου και μην χολοσκάς! Μα εκείνος θα θέλει να σε πάρει; Γιατί κοίτα, να πέρασε η ώρα και όπου να ΄ναι θα έρθει και ο πατέρας σας για φαγητό και εμείς, τρεις γυναίκες στο σπίτι, ακόμη δεν είμαστε έτοιμες. Θα θέλει ένας άνδρας σαν το πατέρα σου μια γυναίκα που δεν θα είναι νοικοκυρά;» ρώτησε με πονηριά η κυρά Γεωργία. - «Εεεε..!» κοίταξε την μητέρα της η μικρή της κόρη με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και ερωτηματικά. Είχε μπερδευτεί τώρα και δεν ήξερε τι να απαντήσει. - «Μητέρα..» είπε ο Κωνσταντίνος, «..παραλίγο να το ξέχναγα. Φεύγοντας από το μαγαζί, ο πατέρας μου είπε να σου πω, ότι σε λίγο έρχεται και εκείνος και να ετοιμάσετε το τραπέζι». - «Βλέπεις Κατερίνα μου, θα έρθει ο πατέρα σου και εμείς εδώ καθόμαστε και συζητάμε και δεν ετοιμάσαμε ακόμη το φαγητό. Εμπρός, να βιαστούμε, γιατί δεν μας βλέπω καλά. Να βάλουμε στην φωτιά τα σουτζουκάκια και γρήγορα. Αχ τι έπαθα η καημένη, ξεχάστηκα με την κουβέντα και….», επίτηδες δεν ολοκλήρωσε τα λόγια της και έτρεξε προς την κουζίνα της. Ξοπίσω της έτρεξε και η μικρή Κατερίνα, η ανυπόμονη υποψήφια νύφη, λέγοντας, «Ναι, ναι μητέρα, γρήγορα, βιάσου».

87


88 Η αλήθεια είναι πως η κυρά Γεωργία, ήξερε τι έκανε. Δεν είχε χάσει ούτε τον χρόνο, ούτε και είχε παρασυρθεί από την κουβέντα. Τόσα χρόνια με τον άνδρα της, είχε μάθει καλά το πρόγραμμά του. Ήθελε πάντα το φαγητό να είναι ζεστό και βγαλμένο από την φωτιά ή τον φούρνο, λίγο προτού έρθει εκείνος, από την δουλειά του. Όλες οι γυναίκες της οικογένειας μαζεύτηκαν και πάλι στην κουζίνα και κάτω από τις οδηγίες της μητέρας τους, άρχισαν να ετοιμάζουν τα σουτζουκάκια. Η νοικοκυρά έριξε και μια ματιά στον φούρνο για να δει πως πάνε, πως ψήνονται τα τυροπιτάκια. - «Αμαλία, ξεφλούδισε τις ντομάτες για να κάνουμε σάλτσα και εσύ Κατερίνα μου, φέρε το αλεύρι και ρίξε λίγο εδώ, μια χουφτίτσα. Πρόσεχε να μην λερωθείς και ….». Ο Κωνσταντίνος κάθισε σε μια καρέκλα και τις έβλεπε να ετοιμάζουν το φαγητό. Την μητέρα να κατευθύνει τις αδελφές του και αμέσως έκανε άθελα του, έναν παραλληλισμό, με τις ανάλογες εκείνες ενέργειες του πατέρα του προς αυτόν. Αισθάνθηκε ότι οι γονείς του, ο καθένας τους στον δικό του τομέα και ανάλογα με τον ρόλο του μέσα στην οικογένεια, έκαναν ακριβώς ότι έπρεπε να κάνουν, δηλαδή δίδασκαν τα παιδιά τους με τον τρόπο τους. - «Μαμά, το λάδι τσιτσιρίζει, έκαψε πολύ», ακούγεται να λέει η μια. - «Μαμά, να ρίξω ακόμη λίγο αλάτι στην σάλτσα;» ρωτάει η άλλη. - «Φέρε την πετσέτα, κόρη μου και εσύ Κατερίνα την μεγάλη την πιρούνα. Μην είσαι τόσο κοντά στο τηγάνι, μπορεί να πεταχτεί λάδι ζεστό και να σε κάψει, λίγο πιο πίσω να στέκεσαι κόρη μου..». Και εκείνη η ομάδα των γυναικών, συνέχισε συντονισμένα να εργάζεται, κάτω από τις οδηγίες της έμπειρης μητέρας τους και υπό το βλέμμα του αδελφού. Και η όλη εικόνα, ήταν ένα χάρμα αρμονίας και οικογενειακής ευτυχίας.

88


89

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

89


90

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Φεύγοντας από το μαγαζί ο Ανδρέας και παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του, συλλογιζόταν τι άραγε έκρυβε η μοίρα για αυτόν τον τόπο και για τους ανθρώπους του! Σκέψεις παράξενες γεννιόντουσαν στο ανθρώπινο μυαλό του και πέθαιναν ταυτόχρονα, στην λογική της σκέψης του. Φύτρωναν στην καρδιά και πέθαιναν στο μυαλό. Τις γένναγε το παρελθόν και τις σκότωνε η αβεβαιότητα του μέλλοντος. Ένα όμως ήταν σίγουρο. Είχε αποφασίσει, σήμερα να μιλήσει με την γυναίκα του. Το θέμα ήταν σοβαρό και δεν έπαιρνε, δεν σήκωνε άλλο αναβολή. Έπρεπε η κουβέντα τους και οι αποφάσεις τους, να προηγηθούν των όποιων γεγονότων, που φανταζόταν ότι σύντομα θα τους έβρισκαν. Εάν βεβαίως τελικά, όλα όσα ακούγονταν για τον Ελληνικό Στρατό ήταν αλήθεια και έφταναν τελικώς ο Κεμάλ και οι Τούρκοι, μέχρι εδώ στην Σμύρνη, την πόλη τους. Ήθελε να πιστεύει το αντίθετο, γιατί δεν μπορούσε να χωνέψει, πως αυτές οι εξελίξεις θα τους υποχρέωναν να φύγουν από την γενέτειρά τους, από την πατρίδα τους. Την γενέτειρα αντίστοιχα και πατρίδα των γονέων τους και των παππούδων τους. Γιατί απ΄ όσο ο ίδιος είναι σε θέση να θυμάται, τέσσερις τουλάχιστον γενεές της οικογένειάς του, ήταν γεννημένες και μεγαλωμένες, σε αυτήν την γη. Ο παππούς του, ο πατέρας του, αυτός ο ίδιος και τα παιδιά του. Και οι δύο από αυτές, θαμμένες και σε αυτή την γη. Πώς λοιπόν να μην θεωρούν και να μην είναι πατρίδα τους, δικιά τους πατρίδα, τα χώματα αυτά; ‘‘Η πατρίδα-πατρίδα….’’, σκέφθηκε μεμιάς, ‘‘…μα και η οικογένεια-οικογένεια’’. Και αμέσως συμπλήρωσε, ‘‘και τι μπορώ να κάνω εγώ για αυτήν την πατρίδα-γη, εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως τα φαντάζομαι; Τίποτα το σπουδαίο..’’, απάντησε από μόνος του. Και αμέσως έπειτα συνέχισε, ‘‘…όμως για την οικογένεια μου, κάτι μπορώ και πρέπει να κάνω; Γιατί για την οικογένεια μου, μπορώ να κάνω πολλά και το πρώτο απ΄ όλα, να την απομακρύνω έγκαιρα από την Σμύρνη και πριν τα γεγονότα μας προλάβουν εδώ. Ναι αυτό πρέπει να κάνω και αυτό θα κάνω. Και εάν τελικά κάνω λάθος, που θέλω να κάνω λάθος, τότε…ε! θα τους έχω στερηθεί λίγες μέρες μόνο. Δεν βαριέσαι..’’ είπε, καθώς περπατούσε, χαμένος μέσα στις σκέψεις του. - «Ε! κυρ Ανδρέα, που ΄σαι χαμένος μέσα στις σκοτούρες σου και προχωράς και μόνος σου μιλάς; Τι έπαθες, τι έχεις μωρέ και παραμιλάς;» του διέκοψε τις σκέψεις η φωνή του κυρ Αργύρη, του μπαρμπέρη. Ο Αργύρης ήταν χρόνια φίλος και καταγόταν από την όμορφη Πέργαμο, το Ντίκελι όπως το έλεγαν στα τούρκικα και ήταν γαμβρός στην Σμύρνη. Τα προξενιά τα έκαμε η ίδια η θεία του, η αδελφή της μάνας του, που και εκείνη νύφη στην Σμύρνη, χρόνια ήτανε. - «Τι;…» είπε και σταμάτησε ο Ανδρέας και τον κοίταξε προς στιγμή, σαστισμένος. «Ε;..τι;..», επανέλαβε και πάλι στα χαμένα. - «Κυρ Ανδρέα τι κάνεις, τι γίνεται, τι έπαθες; Περπατάς και μόνος σου μιλάς και αν δεν σε σταματούσα, ούτε και που θα με έβλεπες!» - «Για σου κυρ Αργύρη μου και συμπάθα με, ναι έχεις δίκιο, κάτι σκεφτόμουν και αφαιρέθηκα». - «Τι αφαιρέθηκες κυρ Ανδρέα μας, τι αφαιρέθηκες;..», επανέλαβε ο Αργύρης, «…αφαιρέθηκες το λες εσύ…χαμένος στον κόσμο σου ήσουν, σου λέγω και εάν δεν σε φώναζα, ούτε και που θα με έβλεπες». - «Ναι, ναι, έχεις δίκιο, αλλά να, άνθρωπος είμαι και εγώ και καμιά φορά χάνομαι στα προβλήματα μου». - «Ανθρώπινο κυρ Ανδρέα και σε όλους μας συμβαίνει πολλές φορές. Μα τι προβλήματα έχεις, τίποτα με το σπίτι, με την δουλεία....;»

90


91 - «Όχι, όχι, και σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου. Δόξα τον Θεό, όλοι στο σπίτι είμαστε καλά και το ίδιο καλά πηγαίνουν και οι δουλειές στο μαγαζί». - «Τότες;…» - «Ε;…», τον κοίταξε στα μάτια και αναρωτήθηκε εάν θα έπρεπε και εκείνου να του πει για τις σκέψεις του ή όχι. Είχε ενδοιασμούς και αμφιβολίες. Γιατί, εάν όλα αυτά τελικώς ήταν μόνο δημιουργήματα της φαντασίας του και τίποτα άλλο, τότε; Τότε, θα τον πέρναγε για φοβητσιάρη και όχι σοβαρό άνδρα. Από την άλλη πάλι, μήπως όλοι τους το ίδιο σκεπτόντουσαν και έδειχναν ότι δεν ανησυχούσαν, γιατί όλους τους, τους φρέναρε, ακριβώς αυτή η ίδια σκέψη; είχαν δηλαδή, τις ίδιες αμφιβολίες και τους αυτούς ενδοιασμούς; Μην και λογισθούν φοβητσιάρηδες και όχι σοβαροί άνδρες; Και εάν αυτοί σαν λόγοι, τους υποχρεώσουν να αδρανήσουν και τελικά τα γεγονότα τους προλάβουν, τι θα γινόταν τότε; - «Ε;..», επανέλαβε ο Ανδρέας για να κερδίσει χρόνο, «τότες, τι τότες κυρ Αργύρη;» - «Τότες τι σε βασανίζει και είσαι τόσο πολύ αφηρημένος, αφού στο σπίτι όπως λές, όλοι καλά είστε και το ίδιο καλά πηγαίνουν και οι δουλειές σου! Τότες τι σε κάνει να είσαι τόσο αφηρημένος και εμείς τόσα χρόνια φίλοι είμαστε και εάν μπορώ πουθενά να βοηθήσω, πολύ θα το χαιρόμουν, ειλικρινά!» - «Δεν είναι κάτι που χρειάζομαι βοήθεια. Αφού όμως επιμένεις, θα σου πω. Να κυρ Αργύρη, με βασανίζουν σκέψεις με το τι θα γίνει εάν φύγει από εδώ, από την Μικρά Ασία, ο Ελληνικός Στρατός. Γιατί εάν φύγει, θα έρθει ο Κεμάλ με τους δικούς του και τότε….», δεν ολοκλήρωσε την φράση του, φοβήθηκε ακόμη και να πει αυτό που σκεπτόταν. Μετά από λίγο πρόσθεσε «..γιατί έτσι ακούγεται..» είπε και πήρε μια βαθιά αναπνοή και συνέχισε και πάλι «…ότι θα φύγει και θυμάσαι τι έγραφαν οι εφημερίδες για το Αϊδίνι; Όταν το ανακατέλαβαν οι δικοί μας και μπήκαν μέσα στην πόλη, αντίκρισαν την βιβλική καταστροφή. Θυμάσαι;…εεε;…γιατί δεν μπορεί να μην θυμάσαι;…Δεν σεβάστηκαν οι άπιστοι τίποτα. Ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά, ούτε γερόντους, ούτε γριές. Παντού πτώματα και φωτιά. Θεέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, θυμάσαι κυρ Αργύρη, έτσι δεν είναι;» - «Θυμάμαι κυρ Ανδρέα και πολύ καλά μάλιστα, διάβασα και εγώ στις εφημερίδες, όσα μου λες για τον Ελληνικό Στρατό και για τον Κεμάλ. Τα συζητάει και όλος ο κόσμος, που έρχεται στο μπαρμπέρικό μου για ξούρισμά ή για κούρεμα. Και όλοι τους και μαζί με αυτούς και εγώ, αναρωτιόμαστε τα ίδια με σένα και δεν ξέρουμε και τι να κάνουμε. Ανησυχούμε και φοβόμαστε και εμείς και πολύ μάλιστα. Και να μην στο κρύβω, εγώ σαν να ανησυχώ και λίγο παραπάνω. Όμως, τι να κάνω και τι μπορούμε να κάνουμε, για να προλάβουμε το κακό;» - «Δεν ξέρω και αυτό είναι που με βασανίζει και εμένα, γι΄ αυτό και είμαι χαμένος μέσα σε αυτές τις σκέψεις. Το φαντάζεσαι κυρ Αργύρη να μας διώξουν από εδώ, από τον τόπο μας; Τον τόπο που γεννήθηκαν οι παππούδες μας, οι γονείς μας, εμείς και τα παιδιά μας; Από εδώ που θάψαμε τους πατεράδες μας και τις μανάδες μας, από την πόλη μας και τα χώματα μας; Γι΄ αυτό ανησυχώ κυρ Αργύρη, γι΄ αυτό ανησυχώ και αυτό είναι που με βασανίζει και με τυραννά,….αυτό». - «Πέρνα καμιά μέρα από το μπαρμπέρικο να σε κουρέψω και να τα συζητήσουμε και με την ησυχία μας όλα αυτά. Και καλλίτερα να περάσεις λίγο αργά, προς το βράδυ, λίγο πριν κλείσω, για να είμαστε και μόνοι μας, κυρ Ανδρέα. Άντε τώρα καλή σου όρεξη, γιατί απ΄ ότι βλέπω και εσύ και εγώ, έχουμε αργήσει για το μεσημέρι και με το δίκιο τους οι γυναίκες μας θα γκρινιάξουν. Καλή σου όρεξη και ας ελπίζουμε ότι όλα αυτά θα μείνουν μόνον, ως ανησυχίες, γιατί αλλιώς…, άντε καλή όρεξη και καλή ξεκούραση».

91


92 - «Επίσης, επίσης κυρ Αργύρη και να ΄σαι καλά και εύχομαι ο Θεός να ακούσει την ευχή σου και να μας λυπηθεί». Χώρισαν και ο καθένας συνέχισε τον δρόμο του, προς την κατεύθυνση του σπιτιού του. Όπως ήταν φυσικό, και μετά την κουβέντα που είχε με τον Αργύρη τον φίλο του, οι ίδιες σκέψεις με πριν, συνέχιζαν να βασανίζουν το μυαλό του. ‘‘Άρα…’’, συμπέρανε, ‘‘…μάλλον κοινό μυστικό ήταν για όλους τους και όλοι περίμεναν να δούνε και την φωτιά, μιας και τον καπνό τον έβλεπαν στα σίγουρα’’. Σε λίγο έφθασε και στο μανάβικο του κυρ Σταμάτη. Παρά τα προβλήματα που ταλάνιζαν το μυαλό του, δεν είχε ξεχάσει, ότι έπρεπε να τον πληρώσει για τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά, που το πρωί του ζήτησε να στείλει στο σπίτι του. Ευτυχώς τον βρήκε ανοιχτό, γιατί η αλήθεια ήταν, πως σήμερα καθυστέρησε λίγο περισσότερο και ο ίδιος να κλείσει το μαγαζί, με την κουβέντα που έπιασε την τελευταία στιγμή με τον υπάλληλό του, τον Δημητρό. - «Για σου κυρ Σταμάτη και ευτυχώς που σε βρίσκω ανοιχτό, γιατί είπα πως δεν θα σε προλάβω, μιας και άργησα και εγώ σήμερα, λίγο παραπάνω. Τι έγινε, έστειλες ότι σου είπα στην κυρά Γεωργία, στο σπίτι;» - «Βέβαια, βέβαια κυρ Ανδρέα, αλίμονο. Μα γιατί τόση ανησυχία, αν δεν με εύρισκες σήμερα και αύριο μέρα είναι. Θα χαθούμε; Όλα τα έστειλά και από τα καλλίτερα, ένα-ένα μόνος μου τα διάλεξα και τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά, τα καλλίτερα σου λέω, μέχρι που και εγώ τα λιμπίστηκα. Τα πήγε στο σπίτι ο Νικολάκης, ξέρεις το παιδί που έχω στο μαγαζί, το ορφανό….ξέρεις εσύ». - «Ναι κυρ Σταμάτη, ξέρω…», είπε και έβγαλε χρήματα και καθώς του τα έδινε για να κρατήσει αυτά που έπρεπε, πρόσθεσε, «…έλα κράτησε από εδώ γιατί ψιλά δεν έχω και κράτα και κάτι για τον Νικολάκη και του τα δίνεις εσύ αργότερα, μιας και δεν τον βλέπω εδώ. Και που ΄σαι κυρ Σταμάτη, μια από αυτές τις ημέρες, που δεν θα έχεις και πολύ δουλειά στο μαγαζί, βρες έναν λόγο και στείλε τον από εμένα, δήθεν για κάτι να μου πει ή να μου φέρει εκ μέρους σου. Θέλω να του δώσω κάτι το δύστυχο. Να, έχουν μείνει κάτι ρούχα, που δεν πουλήθηκαν και…..καταλαβαίνεις τώρα εσύ, έτσι;» - «Πως, πως κυρ Ανδρέα, καταλαβαίνω, αμ δεν καταλαβαίνω;» και καταλάβαινε και ήξερε καλά ο κυρ Σταμάτης ότι από την εποχή του παππού του, του ιδρυτή του καταστήματος, του γνωστού σε όλους τους Έλληνες, του ‘γερό Ανδρέα’, στο μαγαζί αυτό δεν έμενε ποτέ απούλητο εμπόρευμα. Αλλά να έτσι το είπε ο κυρ Ανδρέας, γιατί δεν ήθελε να φανεί η μεγαλοψυχία του. Και ήταν γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Σμύρνης, ότι εκείνο το μαγαζί με την επωνυμία ‘‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’’, ήταν πράγματι για τους πολλούς, για όλους και κυρίως για τους φτωχούς. Πόσοι και πόσοι, φτωχοί και ανήμποροι, νέοι και γέροι, κάθε ηλικίας, δεν γνώρισαν όλα αυτά τα χρόνια, την γενναιοδωρία και την μεγαλοψυχία των ιδιοκτητών του. Όλων των ιδιοκτητών αυτού του μαγαζιού και γι΄ αυτό και δεν υπήρχε άνθρωπος σε εκείνη την πόλη, που να μην τους σεβόταν. - «Ορίστε κυρ Ανδρέα και τα ρέστα σου και με τον Νικολάκη θα κάμω όπως προστάζεις, μείνε ήσυχος. Καλή σου όρεξη και χαιρετισμούς στο σπίτι, στην κυρά Γεωργία και στα παιδιά». - «Να ΄σαι καλά κυρ Σταμάτη και καλή όρεξη και σε σένα και να δώσεις και τα δέοντα και στην δική σου την οικογένεια», είπε και αφού πήρε τα ρέστα χωρίς να τα ελέγξει καθόλου, τα έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του και κίνησε να φύγει. Είχε ήδη αργήσει αρκετά, με το ένα και με το άλλο. - «Α! κυρ Ανδρέα..», άκουσε τον φίλο του να του φωνάζει, πριν εκείνος προλάβει να κάνει δυο βήματα. - «Τι είναι κυρ Σταμάτη,…έκαμες τίποτα λάθος με τα λεφτά, με την κουβέντα που πιάσαμε;» και έβαλε το χέρι του στην τσέπη, όπου είχε βάλει τα ρέστα, για να τα βγάλει έξω.

92


93 - «Όχι, όχι..» βιάστηκε να απαντήσει ο κυρ Σταμάτης, «…να ήθελα απλώς να σε ρωτήσω κάτι». - «Τι να με ρωτήσεις, για;» - «Με το συμπάθιο κιόλας κυρ Ανδρέα, μπορεί να είναι και χαζό, μα εσύ με πολύ κόσμο, με εμπόρους κάμνεις παρέα απ΄ όλη την χώρα και θα ξέρεις κάτι περισσότερο, δεν μπορεί, θα ξέρεις». - «Τι πράγμα κυρ Σταμάτη, τι πράγμα να ξέρω;» - «Άκουσα τις προάλλες κυρ Ανδρέα ότι θα φύγει ο Ελληνικός Στρατός και θα μας αφήσει εδώ μόνους στο έλεος των Τούρκων και εκείνου του Κεμάλ. Εσύ άκουσες τίποτα γι΄ αυτό;» - «Και πού το άκουσες, κυρ Σταμάτη αυτό;» - «Να κυρ Ανδρέα, πέρασε από εδώ ένας φίλος μου, και μου το είπε. Εκείνου πάλι, του τα είπε ένας δικός του φίλος, γραμματιζούμενος και να δεις που μου είπε ότι δουλεύει, τέλος πάντων, τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ. Μάλιστα, εκείνος του είπε, τον ορμήνεψε πως εάν έχει τίποτα λεφτά στην άκρη, να τα κάμει λίρες χρυσές, γιατί αυτές παντού περνάνε. Του είπε επίσης, ότι άμα έχει τίποτα συγγενείς στην Ελλάδα, να στείλει από τώρα την οικογένειά του εκεί, γιατί τα πράγματά δεν πάνε και τόσο καλά, έτσι του είπε. Και αυτός, επειδή είναι και δικός μου φίλος, μου τα είπε και εμένα εμπιστευτικά. Εσύ ξέρεις τίποτα γι αυτά, κυρ Ανδρέα, αλήθεια είναι αυτά; Τι γράφουν οι εφημερίδες, τι λέει ο κόσμος;» - «Να σου πω την αλήθεια κυρ Σταμάτη, ξέρω ό,τι ξέρεις και άκουσα και διάβασα, ότι και εσύ και όλοι μας ακούσαμε και διαβάσαμε. Λένε πως τα πράγματα δεν πάνε καλά για τον Ελληνικό Στρατό. Το ίδιο και τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Εκεί οι πολιτικοί τρώγονται, ως συνήθως. Η δραχμή συνεχώς κατρακυλάει και λεφτά λένε, πως δεν στέλνουν στον στρατό από την Ελλάδα. Οι εφημερίδες γράφουν επίσης, ότι κάποιοι εδώ, προτρέπουν τους στρατιώτες μας να πετάξουν τα όπλα τους και να μην πολεμήσουν και να φύγουν πίσω στα σπίτια τους και….και άλλα πολλά γράφουν οι εφημερίδες. Και δεν σου κρύβω ότι και εγώ φοβάμαι και για να είμαι και ειλικρινής, αυτές οι σκέψεις βασανίζουν κι εμένα τελευταία. Κάπως έτσι σκέπτομαι και εγώ να αντιμετωπίσω το όλο πρόβλημα. θέλω να στείλω την γυναίκα μου και τα παιδιά μου στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο σπίτι της Μυρσίνης της αδελφής μου ή στην Χίο, στου πρωτοξάδελφου μου, του καπετάν Μανόλη, τον γιο, του θείου μου του Γιώργου, τον ξέρεις ε; τον θυμάσαι;» - «Ναι ξέρω». - «Μα πρώτα θα τα συζητήσω και με την γυναίκα μου την κυρά Γεωργία και θα το κάμω σήμερα κιόλας. Το είχα αποφασίσει από το πρωί να το κάμω αυτό. Και για τα λεφτά, καλά σε συμβούλεψε ο φίλος σου και κάμε όπως καταλαβαίνεις εσύ, όμως εκείνος καλά σου τα είπε. Και καλό θα είναι εμείς να κάνουμε ότι μπορούμε και περνάει από το χέρι μας και ο Θεός, μόνον εκείνος ξέρει, τι μας ξημερώνει και τι μας περιμένει, αύριο. Γιατί σαν άνθρωποι, κυρ Σταμάτη, φαίνεται πως πολλές θε να ΄ναι οι αμαρτίες μας και ο Θεός αποφάσισε να μας τιμωρήσει. Εκείνος και μόνο Εκείνος ξέρει το πεπρωμένο μας κ αι το μέλλον μας». - «Ναι κυρ Ανδρέα, δίκιο έχεις…». - «Σε παρακαλώ, αυτά που σου είπα, εμπιστευτικά σου τα είπα. Μην θαρρείς πως και εγώ ξέρω και τίποτα παραπάνω. Ξέρω ότι ξέρει όλος ο κόσμος και τα έχω χαμένα και εγώ, όπως όλοι μας πιστεύω. Αλλά σαν νοικοκυραίοι και χριστιανοί που είμαστε, εμείς θα πάρουμε τα μέτρα μας και ο Θεός, ας αποφασίσει για τα άλλα. Δεν συμφωνείς;» - «Έχεις δίκιο κυρ Ανδρέα και σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου. Μην ανησυχείς και είναι σαν να μην είπαμε και τίποτα. Εμείς θα κάνουμε ότι πρέπει, σαν οικογενειάρχες που είμαστε και ο Θεός ξέρει για τα άλλα και ανάλογα ας κάμει.

93


94 Χαιρετισμούς στο σπίτι και καλή όρεξη και άμα διαμαρτυρηθεί η κυρά Γεωργία που άργησες, ρίξε το φταίξιμο σε μένα» τον πείραξε, χαμογελώντας. - «Ναι ναι», απάντησε χαμογελώντας και ο Ανδρέας, ανταποκρινόμενος στο πείραγμα του φίλου του και συνέχισε «..και όπως είπαμε, έτσι; και καλή όρεξη και πάλι». Και συνέχισε προς το σπίτι, επιταχύνοντας το βήμα, γιατί η αλήθεια ήταν πως είχε αργήσει αρκετά και δεν είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοια την γυναίκα του και ήταν πλέον σίγουρος, ότι εκείνη θα είχε αρχίσει και δικαιολογημένα, να ανησυχεί. Επιτάχυνε το βήμα και μαζί με το βήμα επιτάχυνε και την πρόθεση του και την βούληση του, να της μιλήσει. Το θέμα, άλλη αναβολή δεν σήκωνε και αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

94


95

Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

95


96

ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄

96


97

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο, στρωμένο με όλα τα καλά του Θεού, όπως συνήθιζε να λέγει η νοικοκυρά και περίμενε τον αφέντη του σπιτιού, τον άνδρα της και πατέρα των παιδιών της. - «Κωνσταντίνε αγόρι μου, μήπως σου είπε ο πατέρας σου ότι θα αργήσει και δεν το άκουσες ή δεν κατάλαβες καλά;» - «Μα τι λες καλέ μητέρα, άκουσα και πολύ καλά μάλιστα. Ήμασταν οι δυο μας μέσα στο γραφείο του, όταν μου το είπε. Ήταν μόλις είχε γυρίσει από τον καφενέ όταν..» - «Γύρισε από τον καφενέ, είπες; Μα ο πατέρας σου αγόρι μου, δεν πηγαίνει στον καφενέ, παρά μόνον την Κυριακή το πρωί, μετά την εκκλησιά. Στον καφενέ είπες ότι πήγε; Άκουσα καλά και μάλιστα την ώρα της δουλειάς;» - «Ναι μητέρα, καλά άκουσες και δεν ξέρω γιατί πήγε, πάντως έτσι μου είπε όταν με άφησε στο πόδι του και έφυγε. Και έλειψε πάνω από δυο ώρες και είχαμε και πολύ δουλειά, όσο εκείνος έλειπε. Μα ήξερα που είναι και εάν χρειαζόταν, θα τον φώναζα». Αυτά τα τελευταία λόγια, τα είπε με έμφαση. Δηλαδή ότι στο δρόμο ερχόμενος για το σπίτι πριν από λίγο σκεπτόταν να τους πει και μετά ο ίδιος πάλι τα αναίρεσε, τώρα το έφερε έτσι η κατάσταση και τους τα είπε, με τον πιο φυσιολογικό τρόπο. Γι αυτό και τα είπε, δίνοντας έμφαση στην φωνή του, ιδιαίτερο τόνο και ξεχωριστή χροιά. Τα τόνισε για να ακουστούν καλά και όπως έπρεπε στις γυναίκες της οικογένειας. Να καταλάβουν ότι καιρός είναι να λογίζεται και αυτός άνδρας, ένας ακόμη άνδρας μέσα στο σπίτι, εκτός από τον πατέρα τους. - «Δύο ώρες; Μα τον Θεό, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Βρε παλικάρι μου, σίγουρα σου είπε ότι πάει στον καφενέ, ο πατέρας σου;» - «Αααα! μητέρα..» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Κωνσταντίνος, «..σήμερα με αμφισβητείς συνεχώς και καθόλου δεν μου αρέσει αυτό. Λες να είμαι μωρό ή γέρασα και ξεκούτιανα; Σίγουρα βέβαια, σίγουρα». - «Συγνώμη, βρε αγόρι μου, έχεις δίκιο. Μα και εγώ έχω δίκιο να ανησυχώ. Τόσα χρόνια, ξέρω καλά τον πατέρα σας και αυτό είναι που με κάνει να ανησυχώ. Επειδή τον ξέρω. Και θα έρθει στην ώρα του είπε, έτσι δεν είπε; Και τόσα χρόνια, ποτέ το μεσημέρι δεν καθυστέρησε και ενώ σήμερα μου μήνυσε με σένα, να έχουμε το τραπέζι έτοιμο στην ώρα του, έχει ήδη αργήσει. Κι ύστερα συνέβησαν και όλα αυτά που μου λες για τον καφενέ. Εεε! μα έχω άδικο να ρωτώ και να ανησυχώ; Δεν πρέπει να ανησυχώ;» - «Έχεις δίκιο μητέρα και σου ζητώ συγγνώμη για πριν..», απολογήθηκε ο Κωνσταντίνος, «…μα και εγώ σου είπα ό,τι ακριβώς μου είπε ο πατέρας και ότι ακριβώς έγινε, όσο ήμουν στο μαγαζί». - «Έπρεπε να είναι στο σπίτι τώρα ο πατέρας σας, δεν θυμάμαι ποτέ να έχει αργήσει τόσο άλλη φορά και να μην με είχε ειδοποιήσει. Πού να ΄ναι ο Χριστιανός και αργεί τόση ώρα;» - «Μπορεί κάτι να του έτυχε βρε μητέρα, πως κάνεις έτσι; Μαγαζί είναι και μπορεί να έπεσε τίποτα πελατεία την τελευταία στιγμή, μπορεί, δεν μπορεί;» - «Μπορεί, γιε μου…. και βέβαια μπορεί», απάντησε η μητέρα τους, γιατί ήξερε ότι έτσι έγιναν όλα, όπως ο γιος της τα λέει και έγιναν γιατί κάποια αιτία θα υπήρχε και δια τούτο δεν υπήρχε λόγος να ανησυχήσει περισσότερο τα παιδιά και γι αυτό έπρεπε να σταματήσει αμέσως την κουβέντα και για την αλλάξει κιόλας, συνέχισε «..βρε κορίτσια, για να δούμε μήπως ξεχάσαμε να βάλουμε κάτι στο τραπέζι; Ααα! να, Αμαλία την κανάτα με το νερό. Μόλις έρθει ο πατέρας σας, να την πάρεις και να πας στην αυλή και να την

97


98 γεμίσεις με φρέσκο, δροσερό νερό από την τουλούμπα και εσύ Κατερίνα, σκέπασε το ψωμί με την πετσέτα, μην καθίσει καμιά μύγα επάνω». Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά της ώρας και το άνοιγμα της πόρτας, τους ξάφνιασε όλους τους, γιατί με την συζήτηση και την κουβέντα, κανείς δεν άκουσε τον πατέρα τους, που ερχόταν. - «Καλώς τον τόν αφέντη μου, τον νοικοκύρη του σπιτιού μου..», είπε η κυρα Γεωργία, με προσποιητή ευθυμία, γιατί από το μυαλό της, δεν είχε φύγει η ανησυχία. «Καλώς τον», είπε και πάλι και έτρεξε προς το μέρος του, προς την εξώπορτα του σπιτιού. Του πήρε το σακάκι και το κρέμασε στην κρεμάστρα, που ήταν στον τοίχο και πίσω από την πόρτα. Η μικρότερη τους κόρη, η πριγκηπέσα, έφερε τις παντούφλες στον πατέρα τους, ενώ η Αμαλία, πήρε την κανάτα και έτρεξε να φέρει φρέσκο, δροσερό νερό, από την τουλούμπα στην αυλή. Το πηγάδι εκείνο και την γεώτρηση με την τουλούμπα, τα έκανε πολλά χρόνια πριν ο παππούς τους, όταν έφτιαχνε το σπίτι αυτό που μένουν. - «Τι καλό μυρίζει μέσα σε αυτό το σπίτι…» ακούστηκε να ρωτάει ο πατέρας τους και συνωμοτικά, αλληλοκοιτάχτηκαν με τον γιο του. Με το βλέμμα αυτό, μικρός και μεγάλος άνδρας, επιβεβαίωσαν το μυστικό τους, «…μου φαίνεται..», συνέχισε «…ότι σήμερα κυρα Γεωργία, δεν μαγείρεψες εσύ, έτσι όμορφα που μου μυρίζει, γιατί κάπως αλλιώς μυρίζει σήμερα. Πολύ πιο όμορφα και νομίζω ότι σήμερα, ότι καλό μαγειρεύτηκε σε αυτό το σπίτι, το μαγείρεψαν οι κοπέλες μου, η αρχόντισσα και η πριγκηπέσα μας. Εσύ τι λες Κωνσταντίνε;» Ο Κωνσταντίνος αρκέσθηκε να χαμογελάσει και κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη θετικής συγκατάνευσης, όπως θα έκανε κάθε μεγάλος άνδρας, που θα ήταν συμμέτοχος και συνένοχος σε αυτήν την άδολη συνομωσία. Όμως η μητέρα τους, αμέσως πήρε τον λόγο και είπε. - «Έχεις δίκιο άνδρα μου, είμαι καλή μαγείρισσα, μα μου φαίνεται πως χάνω τα πρωτεία μου. Οι κόρες μας γίνονται η μια καλλίτερη από την άλλη». - «Πριγκηπέσα..;» - «Ναι πατέρα..», απάντησε η μικρή με την χάρη ενός παιδιού και την περηφάνια μιας κυρίας. - «Πριγκηπέσα, για ομολόγησε εσύ κόρη μου, που με αγαπάς και πολύ, όπως λες, τι καλό έκανες για τον μπαμπά; Γιατί αυτό που μυρίζει, εάν είναι αυτό που νομίζω, θαρρώ πως δεν θα αφήσω εσάς καθόλου να φάτε, θα το φάω όλο εγώ και έχω και μια πείνα σήμερα..» - «Δεν μπορείς καλέ πατέρα να τα φας όλα μόνος σου. Μπορείς να φας μια πιατέλα σμυρναίικα σουτζουκάκια; Και έπειτα μπορείς να φας και ένα ταψί τυροπιτάκια; και μετά…..αααχ! τι έκανα!» είπε και απότομα σταμάτησε και έφερε τη δεξιά της παλάμη και έκλεισε τον στόμα της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και κοίταξε εναλλάξ την μητέρα της, τον αδελφό της και την αδελφή της, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο σπίτι με την κανάτα γεμάτη φρέσκο νερό. - «Ααα! σουτζουκάκια σμυρναίικα και τυροπιτάκια κάνατε, γι αυτό και το σπίτι μυρίζει ωραία. Ξέρετε ότι μου αρέσουν πάρα πολύ και τα δύο. Αμ εγώ γιατί σας αγαπάω; λέτε εσείς να μην ξέρω εγώ το γιατί; Κατερίνα μου, αν δεν τα έκαμες εσύ τα σουτζουκάκια, σίγουρα βοήθησες την μαμά να τα κάμει και συ Αμαλία την βοήθησες στα τυροπιτάκια, έτσι δεν είναι;» - «Ναι, ναι πατέρα και οι δύο μας, την βοηθήσαμε την μητέρα..» απάντησε η Κατερίνα και κοίταξε πρώτα την αδελφή της και μετά την μητέρα τους και αμέσως συμπλήρωσε «..έτσι δεν είναι μητέρα;». - «Ναι κόρη μου έτσι είναι».

98


99 - «Μπράβο σας κυρίες μου..», είπε ο πατέρας τους, «..πάω να πλύνω τα χέρια μου και έρχομαι. Είναι όλα έτοιμα, κυρά Γεωργία; Σήμερα εσύ και οι κόρες σου, με ξεγελάσατε, μα ευχάριστα» συμπλήρωσε τον λόγο του και κινήθηκε προς το μέρος που υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο, το βρυσάκι με το νερό. - «Αμαλία, πήγαινε μια καθαρή πετσέτα στον πατέρα σου» - «Ναι μητέρα, αμέσως» απάντησε εκείνη και έτρεξε να του την πάει. Μέχρι ο άνδρας της να πλυθεί, η κυρα Γεωργία σερβίρισε στα πιάτα το φαγητό, που όλη αυτή την ώρα το κράτησε ζεστό στην άκρη της μασίνας. Έπειτα έβαλε σε μια πιατέλα τυροπιτάκια και τα έφερε και αυτά στο τραπέζι. Έπειτα κάθισε ο καθένας στην θέση του στο τραπέζι και ο πατέρας έδωσε την εντολή, για να κάνουν όλοι μαζί τον σταυρό τους. Ο ίδιος, σαν επικεφαλής της οικογένειας, όπως κάθε μεσημέρι και βράδυ, αλλά και όποτε άλλοτε καθόταν όλη μαζί η οικογένεια στο τραπέζι για φαγητό, είπε μια ευχαριστήρια προσευχή προς τον Θεό, που και σήμερα τους αξίωσε και φαγητό να έχουν και όλοι μαζί να βρίσκονται καθισμένοι στο τραπέζι. Το τραπέζι της οικογένειας ήταν μεγάλο και παραλληλόγραμμο. Το είχε φέρει από την Πόλη ο πατέρας του, ο μπάρμπα Κωστής. Το είχε παραγγείλει εκεί σε έναν Έλληνα ξυλουργό και το είχε πληρώσει πανάκριβα. Και το είχε κάμει έτσι, γιατί όπως πάντα έλεγε, το τραπέζι και το κρεβάτι, είναι τα πιο χρήσιμα έπιπλα μέσα στο σπίτι. Ήταν μεγάλο, για να μπορούσαν εκείνο τον καιρό να κάθονται άνετα, γύρω από αυτό, όλοι τους. Εκείνος, ο μπάρμπα Κωστής δηλαδή, η γυναίκα του, τα παιδιά τους και οι γονείς του, ο γερό Ανδρέας και η γυναίκα του η Μυρσίνη. Σ΄ αυτό το τραπέζι, διαχρονικά ο καθένας από τους ενοίκους του σπιτιού, κατά αυστηρή ιεραρχία, είχε την θέση του. Γιατί σ΄ εκείνο το σπίτι, οι αρχές είχαν πάντα κυρίαρχο και τον πρώτο λόγο. Σήμερα, ο πατέρας κάθεται πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού, στην μία δηλαδή από τις δύο στενές του πλευρές. Στην απέναντι από τον πατέρα πλευρά, κάθεται πάντα η μητέρα. Σε αυτές τις δύο πλευρές του τραπεζιού, υπήρχαν πάντοτε από μία μόνον καρέκλα, όλα αυτά τα χρόνια. Παλαιότερα και όσο ζούσαν οι γονείς του Ανδρέα, σε αυτές τις δύο θέσεις, καθόντουσαν εκείνοι, σαν οι πρεσβύτεροι της οικογένειας. Έτσι τώρα και ο Ανδρέας με την γυναίκα του, δικαιωματικά θα κάθονται εκείνοι, όσο τα μάτια τους θα τα έχουν ανοιχτά. Στις άλλες δύο μεγαλύτερες πλευρές του, υπάρχουν από δύο καρέκλες στην κάθε μία. Δεξιά από τον πατέρα, κάθεται ο Κωνσταντίνος και στα αριστερά του οι δύο κόρες του. Η μεγαλύτερη κοντά στην μητέρα τους ενώ η μικρότερη δίπλα στην αδελφή της και κοντά στον πατέρα τους. Κάθισαν λοιπόν όλοι τους στο τραπέζι του φαγητού και όπως, χρόνια τώρα, το άτυπο πρωτόκολλο επέβαλλε, ο πατέρας έκανε τον σταυρό του και όλοι τον μιμήθηκαν, ενώ ταυτόχρονα έλεγε και μια σύντομη προσευχή-ευχαριστήριο στον Παντοδύναμο. Την είχε μάθει από τους γονείς του. - «Θεέ μου σε ευχαριστούμε για τα αγαθά, που και σήμερα μας πρόσφερες και σε παρακαλούμε βοήθα να έχουν παντού πάνω στη γη, όλοι οι άνθρωποι το καθημερινό τους. Δώσε να έχουν και την υγεία τους και να υπάρχει ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Σ΄ ευχαριστούμε Θεέ μου». Αυτά τα ίδια λόγια έλεγε πάντα και τα είχε μάθει απ΄ έξω, αφού τόσα χρόνια κάθε μέρα τα άκουγε από τον πατέρα του. Μόλις τελείωσε η σύντομη προσευχή τους, ευχήθηκαν μεταξύ τους ‘καλή όρεξη’ και άρχισαν να τρώνε. Στο τραπέζι η οικογένεια είχε πάντα την ευκαιρία να συζητήσει και θέματα που αφορούσαν όλους μαζί ή να ψιλοπειράξει ο ένας τον άλλο και κυρίως την μικρή Κατερίνα, την πριγκηπέσα τους, που το καταλάβαινε μερικές φορές και έκανε επίτηδες ναζάκια, δήθεν πως ενοχλείται, μα από μέσα της το ήθελε και το ευχαριστιόταν. Το ήθελε γιατί εκείνη η ώρα, ήταν η δική της ώρα. Όλοι τους, μαζί της κυρίως

99


100 ασχολιόντουσαν και εκείνη ήταν το επίκεντρο της κουβέντας τους. Δεν είναι δα και λίγο πράγμα, όλη η οικογένεια να ασχολείται μαζί σου. - «Κυρία Γεωργία, τώρα που τα τρώω τα σουτζουκάκια σας, νομίζω ότι αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σε σένα και στις κόρες σου και μπράβο σας. Άξιες νοικοκυρές και εσύ και αυτές. Εεε Κωνσταντίνε μου, τι λες και εσύ;» - «Ναι πατέρα, συμφωνώ και εγώ μαζί σου», απάντησε εκείνος με καμάρι, που του ζητήθηκε η άποψη του, σαν ο δεύτερος άνδρας της οικογένειας και ‘επί ίσοις όροις’ με τον πατέρα του. - «Σαν να άργησες σήμερα λίγο παραπάνω Ανδρέα μου; Έπεσε πολύ δουλειά στο μαγαζί την τελευταία στιγμή;» ρώτησε η γυναίκα του, που καιγόταν από ώρα να μιλήσει, γεμάτη περιέργεια και μετά απ΄ όσα άκουσε και από τον γιο της. - «Όχι βρε γυναίκα, δεν έπεσε δουλειά. Φάε τώρα και θα σου πω μετά το φαγητό. Την ώρα που θα πίνουμε τον καφέ μας». Το μεσημεριανό γεύμα κράτησε περίπου 40-45 λεπτά της ώρας, όπως κάθε μέρα δηλαδή και σε όλη την διάρκεια του, παίνευαν τις μικρές κυρίες του σπιτιού. Όταν τελείωσε το φαγητό, η κυρία Γεωργία ζήτησε από τα κορίτσια της να την βοηθήσουν να μαζέψει το τραπέζι. Στον χρόνο αυτόν βρήκε ευκαιρία ο Ανδρέας, να υπενθυμίσει στον γιο του, ότι όταν θα του έκανε νόημα, να έπαιρνε εκείνος τις αδελφές του με κάποια δικαιολογία, και να πήγαιναν όλοι μαζί επάνω, στα δωμάτια τους. Όταν τελείωσε και το μάζεμα του τραπεζιού, με ένα νεύμα του ματιού του πατέρα του, ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε: «Κορίτσια, λέω να πάμε επάνω στα δωμάτια μας και να αφήσουμε τον πατέρα να ξεκουραστεί λίγο και την μαμά να κάνει τις δουλειές της στην κουζίνα. Θα θέλει λίγη ησυχία ο πατέρας για να ξεκουραστεί. Έτσι δεν είναι πατέρα;» - «Ναι βέβαια, κι αν δεν κοιμηθώ, θέλω και εγώ να μιλήσω λίγο με την μητέρα σας. Όλο και κάτι θα έχουμε να πούμε σαν ανδρόγυνο που είμαστε, δεν το νομίζετε;» - «Ε ναι βέβαια..» ακούγεται να συμφωνεί και η μητέρα τους, «…με τις δουλειές του και με το ένα και με το άλλο, τον έχω αποθυμήσει να λέω και την αλήθεια. Θέλω και εγώ να καθίσω λίγο με τον πατέρα σας μόνοι μας και να τα πούμε, σαν ζευγάρι που είμαστε. Άντε κόρες μου, πηγαίνετε με τον αδελφό σας επάνω στα δωμάτια σας να ξεκουραστείτε και το απόγευμα τα λέμε και πάλι». Αφού και η μητέρα τους συμφωνούσε, τα κορίτσια δεν είχαν κανέναν λόγο να επιμείνουν για το αντίθετο, αν και θα ήθελαν να καθόντουσαν και εκείνα μαζί με τους γονείς τους. Ανέβηκαν λοιπόν στα δωμάτια τους και όταν οι δύο σύζυγοι έμειναν μόνοι, ο Ανδρέας ζήτησε από την γυναίκα του να του ψήσει έναν καφέ, προτού καθίσει μαζί του. Η Γεωργία έψηνε πάντα καλό καφέ, γιατί τον αργόψηνε, όπως άρεσε σε εκείνον. Όταν τον έψησε και του τον σερβίρισε, του έφερε και ένα τασάκι και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, εκεί που κάθεται ο γιος της και παρά τον σεβασμό που έτρεφε για εκείνον, πήρε πρώτη τον λόγο και τον ρώτησε. - «Τι συμβαίνει Ανδρέα μου. Κάτι πήγες να μου πεις σήμερα το πρωί, μα δεν μου το τελείωσες. Τώρα ξέρω πως έδιωξες με τρόπο τα παιδιά να πάνε επάνω, για να μείνουμε μόνοι μας. Άλλοτε, όταν θέλαμε να μιλήσουμε, ακόμη και για σοβαρά θέματα, το κάναμε μπροστά τους. Θυμάσαι τι έλεγες; Για την ζωή θα μιλήσουμε γυναίκα και όσο πιο γρήγορα τα παιδιά μας την μάθουν και όσα πιο πολλά μάθουν γι αυτήν, τόσο το καλλίτερο γι αυτά θα είναι. Το θυμάσαι; Τι είναι λοιπόν σήμερα το τόσο σοβαρό και έπρεπε να μην είναι μπροστά τα παιδιά μας;» Εκείνος την κοίταξε στα μάτια, ενώ σάλιωνε το τσιγαρόχαρτο στο τσιγάρο, που μόλις είχε στρίψει. Το βλέμμα του είχε την όψη του σκληρού και ταυτόχρονα δεν έκρυβε την τρυφεράδα, που ένας σωστός άνδρας θα έπρεπε να έχει για την γυναίκα του.

100


101 Αποκάλυπτε ταυτόχρονα τα αισθήματα ενός άνδρα, που παλεύει στην ζωή να μην στερηθεί τίποτα η οικογένεια του και την ζεστασιά ενός πατέρα και συζύγου, που σκέπτεται την ασφάλεια της οικογένειας του. Μπερδεμένες καταστάσεις, μπερδεμένα συναισθήματα. Κατέβασε το βλέμμα του από τα μάτια της και το επικέντρωσε στην άκρη του τσιγάρου του, που εκείνη την ώρα το άναβε με το τσακμάκι του.. Τράβηξε μια βαθιά δόση καπνού, σήκωσε το ποτήρι με τον καφέ και φυσώντας τον για να κρυώσει, ρούφηξε μια γουλιά. Έβγαλε έπειτα τον καπνό από τα πνευμόνια του, πιέζοντάς τα ελαφρώς και κοίταξε και πάλι την γυναίκα του. Το βλέμμα της γεμάτο ανυπομονησία, πρόδιδε την ανησυχία της και ένοιωσε την ανάγκη να της χαμογελάσει. Προσπάθησε και δεν ξέρει εάν τα κατάφερε, γιατί δεν είδε στο πρόσωπο της καμιά αντίδραση. Ξαναπροσπάθησε και πάλι και εισέπραξε και αυτήν την φορά, όχι ένα χαμόγελο της, αλλά την ανησυχία της και πάλι. - «Τι είναι Ανδρέα μου, με τρομάζεις», επανέλαβε εκείνη, με εμφανή την ανησυχία και στο πρόσωπό της και στα λόγια της. Αποφάσισε να της μιλήσει, άλλωστε πήρε αυτήν την απόφαση από το πρωί. Δεν κέρδιζε και τίποτα που καθυστερούσε και την άφηνε σε ανησυχία. - «Γεωργία, ζήτησα να φύγουν τα παιδιά, γιατί θέλω να μιλήσουμε οι δυο μας, μόνοι μας. Πρέπει να μιλήσουμε για ένα σοβαρό θέμα και τα παιδιά, αυτή την φορά, καλό θα είναι να μην είναι μπροστά». - «Σε ακούω άνδρα μου, σε ακούω», αρκέσθηκε εκείνη μόνον να πει. Εκείνος τράβηξε μια ακόμη γερή δόση καπνού από το τσιγάρο του και ξεκίνησε να της λέει για όλα όσα μέχρι τώρα τον έκαναν να ανησυχεί ιδιαίτερα. Για την αδράνεια ή τις ήττες του Ελληνικού Στρατού, για την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα και για το κατρακύλισμα της δραχμής, για τις λιποταξίες και για τις παροτρύνσεις κάποιων προς του στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα και να πάψουν να πολεμούν και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Της είπε για τις παραιτήσεις των στρατιωτικών και για το ότι δεν στέλνουν χρήματα από την Ελλάδα, στο στράτευμα της Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Τέλος της θύμισε ότι απ΄ όπου έφυγαν οι Έλληνες στρατιώτες και πήγαν οι του Κεμάλ, ο θάνατος η φωτιά και το κακό επεκράτησαν. Όλη ετούτη την ώρα εκείνη τον άκουγε σιωπηλά. Καταλάβαινε ότι αυτά που ο άνδρας της έλεγε, ήταν πολύ σοβαρά και θα έπρεπε να τα ακούσει με την ανάλογη προσοχή. «…γι αυτό ανησυχώ πολύ, Γεωργία μου. Και ανησυχώ πιο πολύ για σένα και τα παιδιά μας. Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί και θέλω, αν πρόκειται να συμβεί κανένα κακό, μεγάλο ή μικρό, να μην σας βρει εδώ». - «Αυτό ήθελες να μου πεις το πρωί, Ανδρέα μου;» - «Αυτό ήθελα, Γεωργία μου, αυτό. Και έλεγα ότι ίσως να ήταν καλλίτερα εάν έπαιρνες τα παιδιά και φεύγατε για λίγο, όσο χρόνο τέλος πάντων χρειασθεί, για να ξεκαθαρίσει λίγο η κατάστάση. Να πηγαίνατε στης αδελφής μου της Μυρσίνης, στην Αθήνα. Εάν πάλι νομίζεις πως είναι μακριά και θα σας κουράσει το ταξίδι, ας πηγαίνατε στην Χίο, στου πρωτοξάδελφου μου, του καπετάν Μανόλη. Τι λες;» - «Και συ άνδρα μου και συ τι θα γίνεις; θα μείνεις εδώ πίσω;» - «Εγώ; τι εγώ; Ένας άνδρας μόνος πιο εύκολο είναι να φύγει και αυτός, εάν ‘Θεός φυλάξει’, δεν πάνε τα πράγματα καλά. Εμένα άσε με, άνδρας είμαι εγώ και ότι και να γίνει, καλλίτερα θα τα καταφέρω, εάν είμαι μόνος μου». - «Και συ Ανδρέα μου, ένας άνδρας τόσο καιρό μόνος εδώ, πού θα τρως, ποιος θα σε πλένει, τι θα κάνεις εδώ μοναχός;» - «Μην νοιάζεσαι για μένα βρε γυναίκα, μην νοιάζεσαι. Δεν θα πεθάνω κιόλας και μήπως θα είμαι ο μοναδικός….» και σκόπιμα άφησε να εννοηθεί ότι ξέρει και άλλους οικογενειάρχες, που θα κάνουν κάτι ανάλογο ή το ίδιο, «….και ύστερα τόσοι και τόσοι μπεκιάρηδες, τι κάνουν αυτοί; εγώ γιατί να μην τα καταφέρω;» συμπλήρωσε.

101


102 - «Όχι Ανδρέα μου, δεν είναι το ίδιο, αυτοί έτσι έμαθαν μόνοι τους τόσα χρόνια. Έμαθαν χωρίς γυναίκα και χωρίς οικογένεια και μπορούν να τα καταφέρνουν μόνοι τους. Εσύ είσαι ακριβώς το αντίθετο. Και ύστερα, εάν φύγω, πως θα είμαι εγώ εκεί μακριά σου και να μην ξέρω τι κάνεις, πως περνάς εσύ εδώ πίσω μόνος σου; Όχι άνδρα μου, όχι». - «Γυναίκα…», την διέκοψε και ο τόνος της φωνής του άλλαξε, «..γυναίκα, χρέος μου είναι να σκεφθώ για σένα και τα παιδιά. Χρέος ενός άνδρα είναι. Ξεχνάς τι έγραφαν τις προάλλες οι εφημερίδες για το Αϊδίνι. Τι αντίκρισαν οι στρατιώτες μας, όταν το πήραν ξανά πίσω, το ξεχνάς;» - «Όχι Ανδρέα μου, δεν το ξεχνώ και αυτά έχει ο πόλεμος. Μα ανάμεσα σε αυτούς, που βρήκαν σκοτωμένους οι στρατιώτες μας, ήταν και άνδρες. Δεν ήταν μόνον γυναικόπαιδα, αυτό εσύ το ξεχνάς;» - «Όχι Γεωργία, δεν το ξεχνώ..» και ο τόνος της φωνής του μαλάκωσε και πάλι μπροστά στο ισχυρό και αδιαμφισβήτητο επιχείρημα της γυναίκας του, «…και πώς να το ξεχάσω, αλλά να, λέω πως είναι πιο εύκολο για έναν άνδρα να κινηθεί όταν είναι μόνος του και ξέρει ότι η οικογένεια του, η γυναίκα και τα παιδιά του, είναι σε μέρος ασφαλές. Γιατί….». - «Τόσα χρόνια γυναίκα σου…»,τον διέκοψε και πάλι εκείνη «…και δεν είχα καταλάβει, Ανδρέα μου, πόσο εγωιστής είσαι». - «Εγώ εγωιστής βρε Γεωργία! εμένα λες εγωιστή;» - «Ναι άνδρα μου εσένα. Εγωιστής βέβαια, αφού πιστεύεις ότι εμείς θα είμαστε ασφαλείς μακριά σου και εσύ, επειδή είσαι άνδρας, δεν κινδυνεύεις εδώ, άμα ξεσπάσει το κακό! Και επιπλέον, θέλεις να πιστεύεις ότι τουλάχιστον εγώ, θα αισθάνομαι και καλά, που εσύ θα είσαι εδώ και δεν θα ξέρω και τι σου συμβαίνει» - «Δεν λέω αυτό..» - «Αλλά, τότε τι λες;» - «Να λέω ότι άμα εσύ με τα παιδιά, πάτε όπως σας λέω στην Αθήνα ή στην Χίο και σας δώσω και καμπόσα χρήματα μαζί σας, λίρες χρυσές ας πούμε Γεωργία μου, τότε…..» - «Τι είπες άνδρα μου..» τον διέκοψε εκείνη και τον κοίταξε αυστηρά, «… για ποιες λίρες μιλάς; Μήπως για αυτές που τις μαζεύουμε μία-μία και είναι η προίκα των κοριτσιών μας;» - «Προίκα χωρίς νύφη, άχρηστη είναι Γεωργία μου, άχρηστη είναι. Ενώ νύφη χωρίς προίκα, είναι πάντα νύφη» και αναστέναξε λίγο βαριά, δείχνοντας ότι ένας καημός τον έπνιγε. - «Ανδρέα, σήμερα όπως μιλάς, πρώτη φορά σε ακούω να λες τέτοια λόγια. Ή τα λογικά σου έχασες ή στ΄ αληθινά, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και θα πρέπει να είναι πολύ πιο σοβαρά και εσύ μου το κρύβεις». - «Όχι δεν σου κρύβω τίποτα..» βιάστηκε να απαντήσει εκείνος, «…το πόσο σοβαρά είναι, μόνο ο Θεός το ξέρει. Όμως, ότι θα γίνουν πολύ πιο σοβαρά τα πράγματα, αυτό φαίνεται πως είναι σίγουρο. Γι αυτό και θέλω, εγώ να προλάβω τις εξελίξεις και όχι εκείνες εμάς. Δεν θέλω να μας βρούνε εδώ τα γεγονότα, γιατί τότε, ίσως θε να ΄ναι και πολύ αργά, νομίζω». - «Μα την προίκα των κοριτσιών μας, Ανδρέα μου;» - «Γεωργία, προίκα ξανακάνουμε, τα κορίτσια μας όμως;..» και την κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα, δείχνοντας ότι αποφεύγει ακόμη και να ονομάσει αυτό που θέλει να της πει. Τόσο μεγάλο κακό είναι αυτό που πιστεύει ότι θα τους βρει και που θέλει να το αποφύγει. «..Και άλλωστε…» μετρίασε και πάλι τον τόνο της φωνής του, «…είναι σίγουρο ότι μπορεί να συμβεί αυτό που εμείς σκεπτόμαστε; Όχι βέβαια. Ε! τότε θα έχετε κάνει ένα καλό καλοκαιρινό ταξίδι. Αν όμως τα πράγματα πάνε στραβά τότε…, λέω

102


103 αν,….» και ξεροκάταπιε και αφού πέρασε την γλώσσα του πάνω από τα χείλη του, συνέχισε «..τότε, εσύ, τα κορίτσια μας και η προίκα τους, θα είστε εκ των προτέρων ασφαλείς. Και σε αυτήν την περίπτωση και εγώ θα είμαι ήσυχος και εσείς εξασφαλισμένοι και σίγουρα εάν χρειασθεί, θα είναι και πολύ πιο εύκολο για μένα να φύγω από εδώ, με όποιο τρόπο και μέσον βρω». - «Εμείς θα είμαστε ασφαλείς και εσύ εδώ θα βρεις τρόπο να φύγεις, εάν τα πράγματα χειροτερέψουν και εγώ θέλεις να είμαι ήσυχη και χαρούμενη, που ακούω πως έτσι λογαριάζεις πως θα γίνουν τα πράγματα;» - «Ε όχι βρε γυναίκα, όχι. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Δεν θέλεις να καταλάβεις ότι εάν εσείς είστε μακριά από εδώ, ό,τι και να συμβεί, όσο και να χειροτερέψουν τα πράγματα, τότε θα είναι σίγουρα πιο εύκολο για μένα που θα είμαι μόνος, να φύγω και εγώ από εδώ. Να φύγω πριν τα πράγματα χειροτερέψουν επικίνδυνα. Δεν το καταλαβαίνεις ή δεν θέλεις να το καταλάβεις αυτό;» και όλα αυτά τα είπε με τόνο φωνής, που έδειχνε ότι τον ενοχλεί, που η κυρά Γεωργία δεν συμφωνούσε μαζί του. Εκείνη τον κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα διερευνητικό, σαν να έψαχνε να βρει μέσα στη ματιά του, τι ακριβώς δεν της έλεγε. Γιατί διαισθανόταν ότι ενώ πολλά τόση ώρα της έλεγε, επίμονα κάτι απέφευγε να της πει, κάτι δεν της έλεγε. Τι όμως; - «Ανδρέα μου, η θέση της γυναίκας, είναι δίπλα στον άνδρα της και όπου αυτός είναι. Το λέει και η εκκλησία μας. Και εγώ είμαι παντρεμένη γυναίκα, χριστιανή και η θέση μου είναι στο πλάι σου, ότι και να γίνει. Και στην χαρά και στην λύπη. Και στο καλό και στο κακό. Στείλε εάν θέλεις τα παιδιά μας στης αδελφής σου ή στου ξαδέλφου σου, μα εγώ θα μείνω εδώ δίπλα σου, γιατί εδώ είναι η θέση μου. Και θα φύγω και εγώ μαζί σου, όταν θα φύγεις και εσύ, ένα παραπάνω άτομο θα είμαι. Όμως η θέση μου, μέχρι την τελευταία στιγμή και συνεχώς είναι κοντά σου, εδώ δίπλα σου». - «Αχ, βρε Γεωργία μου, το ξέρω πως όλα αυτά τα χρόνια παράπονο δεν πρέπει να έχω από σένα και δεν έχω, γιατί στάθηκες στο πλάι μου, όπως η εκκλησία ορίζει και η κοινωνία μας επιτάσσει. Ήσουν και είσαι καλή σύζυγος και ακόμη καλλίτερη μητέρα. Και είσαι και γυναίκα της εκκλησιάς και ξέρεις πιο καλά από μένα, ότι ο ίδιος ο Θεός, πρώτα ευλόγησε την γυναίκα-μητέρα και της έδωσε την χαρά της τεκνοποίησης και το δικαίωμα και την υποχρέωση, τα σπλάχνα της, με την ίδια της την ζωή να τα προστατεύει. Και μετά ευλόγησε την γυναίκα-σύζυγο». - «Ξέρεις πολλά άνδρα μου και προσπαθείς να με αλλάξεις γνώμη, όμως εγώ….» - «Δεν ξέρω παρά μόνον όσα ο Θεός μας δίδαξε. Ακόμη και η γάτα μας, Γεωργία μου, που όλη την ημέρα και κάθε μέρα, μέσα στα πόδια μας τριγυρνάει και με τα παιδιά μας παίζει και που μαζί τους μεγάλωσε, μέσα στην αγκαλιά τους, σαν κούκλα ζωντανή, όταν γέννησε και έγινε και εκείνη μητέρα….θυμάσαι….κανείς μας δεν μπορούσε να πλησιάσει την φωλιά της και τα μικρά της… το θυμάσαι; Σίγουρα το θυμάσαι! Φοβόταν ακόμη και εμάς, μην τυχόν και πειράξουμε τα μικρά της!» - «Με κατηγορείς άνδρα μου, ότι δεν είμαι καλή μητέρα, επειδή θέλω να είμαι καλή σύζυγος και όπως ο λόγος του Κυρίου προστάζει;» - «Απλώς λέω γλυκιά μου, ότι εάν μείνεις εδώ, δεν θα φύγουν ούτε τα παιδιά μας. Πού να τα στείλω άλλωστε μόνα τους; Πήγαν ποτέ μέχρι σήμερα, πουθενά μόνα τους; Και τι θα τα πούμε, εάν ρωτήσουν γιατί τα στέλνουμε στην Αθήνα χωρίς εμάς; Ό,τι και να τα πούμε θα το πιστέψουν; Και τι θαρρείς, μικρά είναι αυτά και δεν καταλαβαίνουν; Ενώ, εάν πάς και εσύ μαζί τους, τότε αλλιώς θα είναι το πράγμα. Θα τους πούμε ότι η θεία τους, έστειλε μήνυμα ή μας έστειλε γράμμα και σας προσκάλεσε να πάτε, γιατί σας πεθύμησε έτσι μόνη που είναι και εκείνη στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ, εγώ θα της γράψω της αδελφής μου και θα της εξηγήσω και είμαι σίγουρος ότι εκείνη θα καταλάβει. Άσε που δεν μπορεί

103


104 να μην ξέρει πώς πάνε τα πράγματα εδώ και πόσο δύσκολη και επικίνδυνη γίνεται η κατάσταση, κάθε μέρα που περνάει. Και εάν τα πράγματα με την βοήθεια του Θεού ησυχάσουν, τότε σας γράφω και επιστρέφετε ξανά. Εάν πάλι χειροτερέψουν, τότε έρχομαι εγώ εκεί». - «Κυρ Ανδρέα, δεν μου τα λες καλά και δεν μου τα λες και όλα». Άναψε εκείνος ακόμη ένα τσιγάρο και συνέχισε. «Δεν σου κρύβω τίποτα Γεωργία μου, κι αν κάτι ξέχασα, δεν το έκανα επίτηδες και σίγουρα δεν θα είναι και καθόλου σημαντικό». - «Ξέρεις, πέρασε το πρωί από εδώ για καφέ και η κυρία Μαρίνα. Μου είπε και εκείνη πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Βέβαια δεν μου είπε λεπτομέρειες, μα σε γενικές γραμμές, τα ίδια είπε». - «Τα βλέπεις, δεν σου κρύβω και τίποτα, καλή μου. Όλος ο κόσμος έξω αυτά κουβεντιάζει. Στον καφενέ, στο μπαρμπέρικο, στον.. δρόμο». - «Α! ναι, τώρα που είπες καφενέ. Εσύ πηγαίνεις εκεί μόνον κάθε Κυριακή μετά την λειτουργία. Σήμερα όμως πως και γιατί άφησες τον Κωνσταντίνο μας, παιδί πράγμα, μόνο του στο μαγαζί και πήγες στον καφενέ. Δύο ώρες μου είπε το παιδί ότι έλειψες! Τι τρέχει Ανδρέα μου, τι συμβαίνει και δεν μου το λες; Γιατί πιστεύω ότι και κάτι άλλο συμβαίνει» - «Εεε, τα παράλεει και ο Κωνσταντίνος μας. Δεν ήμουνα δα και δύο ώρες στον καφενέ!» - «Και πού ήσουνα, πού πήγες και δεν ήσουνα στον καφενέ, μα σίγουρα από το μαγαζί, δυο ώρες έλειπες». - «Πήγα πρώτα μια βόλτα στην προκυμαία, κάτω στην θάλασσα, προτού περάσω από τον καφενέ». - «Βόλτα στην θάλασσα; Ανδρέα μου δεν μου τα λες και πάλι καθαρά και τώρα είμαι σίγουρη πως κάτι μου κρύβεις και μάλιστα πολύ σοβαρό», είπε η γυναίκα του, που ήξερε, επειδή της είχε πει πολλές φορές στο παρελθόν ο Άνδρας της, ότι στην θάλασσα αισθάνεται μια ανακούφιση και χαλάρωση από τα προβλήματα και της ζωής και της δουλειάς. - «Μα τι άλλο να σου κρύβω, Γεωργία μου; Δεν έχω τι άλλο να σου πω». - «Δεν μπορεί Ανδρέα μου, δεν μπορεί….» επέμενε εκείνη, που ήξερε καλά τον άνδρα της, «….έφυγες από το μαγαζί, πήγες να ξεσκάσεις, βόλτα στην προκυμαία και μετά στον καφενέ! Δεν μπορεί, δεν μπορεί…», επέμενε με μια σιγουριά πρωτοφανή για εκείνον. - «Τέλος πάντων. Θέλω να σκεφθείς καλά, όλα όσα σου είπα. Έχουμε χρέος ως γονιοί και εγώ ακόμη περισσότερο, σαν άνδρας της οικογένειας που είμαι. Έχουμε χρέος βαρύ, γυναίκα μου». - «Καλά άνδρα μου, καλά. Άντε τώρα να ξεκουραστείς και εσύ λίγο, γιατί όπου να ΄ναι, θα έρθει και η ώρα να πάς να ανοίξεις το μαγαζί». - «Δεν θα ανοίξω το μαγαζί το απόγευμα; Έχω ειδοποιήσει ήδη και τα παιδιά, να μην έρθουν το απόγευμα για δουλειά». - «Δεν θα το ανοίξεις το μαγαζί το απόγευμα; Και γιατί;» - «Ε να, σήμερα νοιώθω λίγο κουρασμένος κι άλλωστε σήμερα δεν θα έχει και πελάτες». - «Και τι θα κάνεις όλο το απόγευμα εσύ εδώ στο σπίτι;» - «Θα ξεκουραστώ λίγο και μετά θα πάω σε μια δουλειά, που έχω». - «Και τι δουλειά είναι αυτή που έχεις, για να μην ανοίξεις το μαγαζί;», τον ρωτάει και όσο μαζί του συζητάει, τόσο εκείνη περισσότερο προβληματίζεται.

104


105 - «Ε βρε Γεωργία μου, έχω μια δουλειά. Τέλος πάντων, όλα πρέπει να τα ξέρεις;» της είπε και για να αποφύγει την κουβέντα, σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε και ξάπλωσε στο ντιβάνι, γυρνώντας το πρόσωπο του προς τον τοίχο και την πλάτη του, προς την γυναίκα του. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος, έτσι κουρασμένος που ήταν από το ξενύχτι της περασμένης νύχτας. Η Γεωργία, κατάλαβε ότι ο άνδρας της βρέθηκε σε δύσκολη θέση και δεν επέμενε περισσότερο στην κουβέντα. Άλλωστε δεν υπήρχε και λόγος. Είχε ήδη μάθει αυτά που ήθελε. Η μέρα έξω έδειχνε να χάνει την φωτεινότητα της, από τα μαύρα σύννεφα που συγκεντρώθηκαν στον ουρανό, και μια αστραπή και ένα ισχυρό μπουμπουνητό, μαρτυρούσαν τον ερχομό και πάλι της βροχής. Θαρρείς και τα πάντα έμοιαζαν, σαν προμήνυμα του κακού, που έμελλε να τύχει της πόλης της Σμύρνης.

105


106

Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΤΟΥ.

106


107

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Εκείνο το απόγευμα θα κοιμόταν περισσότερο από τρεις ώρες ο Ανδρέας, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν ήδη περασμένες επτά. Η γυναίκα του, τον είχε σκεπάσει με μια ψιλή κουβέρτα, για να μην κρυώσει. Εκείνος, καθώς ήταν κουρασμένος από το ξενύχτη της προηγούμενης βραδιάς, κάτω από αυτήν και μέσα στην ζεστασιά της, είχε χαλαρώσει αρκετά. Επιπλέον, τον νανούριζε και ο ήχος της βροχής, που κτυπούσε επάνω στα κεραμίδια. Γι αυτό και γρήγορα τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε και λίγο παραπάνω και όταν σηκώθηκε, ένοιωθε ότι ξεκουράστηκε αρκετά. Οι βρύσες του ουρανού έξω, είχαν ανοίξει για τα καλά και αυτό το αποδείκνυε ο ήχος της κάθε σταγόνας, που έπεφτε επάνω στα κεραμίδια. Παραμέρισε την κουβέρτα, κατέβασε τα πόδια του από το ντιβάνι και κάθισε για λίγο σε αυτό. Όχι για πολύ, για 15-20 δευτερόλεπτα, ίσα για να συνέλθει. Κοίταξε γύρω στην κάμαρα, δεν ήταν κανένας. ‘Θα πήγαν όλοι τους για να ξαπλώσουν...’ σκέφθηκε, ‘...μιας και η βροχερή μέρα, ήταν ιδανική για ύπνο’. Αμέσως μετά σηκώθηκε, έβαλε τις παντούφλες του και πήγε στο βρυσάκι για να πλυθεί. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του, για να ξυπνήσει. Δικαιολόγησε τον εαυτόν του για τις αρκετές ώρες που κοιμήθηκε, δεχόμενος ως αιτία την χθεσινοβραδινή κούραση του, αλλά και τα τερτίπια του καιρού, που βοηθούσε σε αυτό. Το φως μιας γκαζόλαμπας φάνηκε στην κορυφή της σκάλας και σε λίγο πρόβαλε η γυναίκα του, που επειδή τον άκουσε που ξύπνησε, κατέβαινε για να του ψήσει καφέ. - «Ξύπνησες Ανδρέα μου; να σου φτιάξω καφέ;» - «Γιατί βρε Γεωργία μου με άφησες να κοιμηθώ τόσο πολύ, αφού σου είπα ότι έχω δουλειά;». - «Να άνδρα μου, σε λυπήθηκα έτσι κουρασμένο που σε είδα. Και εψές το βράδυ άργησες να έρθεις στο κρεβάτι. Σε κατάλαβα την ώρα που έπεσες, μην κοιτάς που δεν σου μίλησα. Και έπειτα, δεν ακούς; χαλασμός Κυρίου γίνεται έξω. Πού θα πήγαινες με τέτοιον καιρό; Και βρέχει έτσι από την ώρα που έπεσες για ύπνο. Συνεχώς και ασταμάτητα!» - «Έχεις δίκιο βρε γυναίκα. Πάω αύριο για την δουλειά μου, και αύριο μέρα είναι. Ευκαιρία είναι να καθίσω και λίγο παραπάνω στο σπίτι μαζί σας, να σας δω και εγώ, γιατί νομίζω πως μου λείψατε και σας έχω παραμελήσει λίγο κιόλας, με την δουλειά μου». Βήματα και τρεχαλητά ακούσθηκαν και οι δύο περιστέρες τους, η μια πίσω από την άλλη, κατέβαιναν τις σκάλες. Τον είχαν ακούσει που ξύπνησε και άκουσαν και ότι κουβέντιαζε με την μητέρα τους. - «Πατέρα, καφέ θα σου ψήσω εγώ» φώναξε η μια τους. - «Όχι, εγώ θα σου τον ψήσω, πατέρα», φώναξε η άλλη. - «Κόρες μου, του πατέρα σας, εγώ θα του ψήσω τον καφέ του, γιατί δικός μου άνδρας είναι. Εσείς κρατήστε την όρεξη σας για τους δικούς σας άνδρες, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, με το καλό. Και για τον πατέρας σας βέβαια, όπως και για μένα, όταν δεν θα με κρατάνε τα πόδια μου και θα τρέμουν και τα χέρια μου. Εσείς καθίστε και κάντε του παρέα, μέχρι εγώ να του ετοιμάσω τον καφέ του. Μα προτού να καθίσετε, εσύ Αμαλία μου, μάζεψε την κουβέρτα με την οποία ήταν σκεπασμένος ο πατέρας σου και ίσιωσε λίγο το κρεβάτι και εσύ Κατερίνα μου, να φέρεις σε παρακαλώ του πατέρα σου, το σταχτοδοχείο. Άντε αγγελούδια μου, να σας χαρώ» παρενέβη πυροσβεστικά η μητέρα τους, προτού ο αυθορμητισμός των κοριτσιών και η επιθυμία τους, μετατραπεί σε μεταξύ τους διένεξη. - «Ναι μητέρα» είπαν και οι δύο με μια φωνή.

107


108 Το βλέμμα του Ανδρέα, όλη αυτήν την ώρα, γυρνούσε από την γυναίκα του στην μεγάλη του κόρη και μετά στην μικρότερη. Αφού σκουπίστηκε, πήγε και κάθισε στο τραπέζι. Έβγαλε την ταμπακέρα του και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. Του ήρθαν στον νου, όλα όσα συζήτησε με την γυναίκα του το απόγευμα. Ένοιωσε την καρδιά του να κτυπά δυνατά, στην σκέψη ότι εάν έφευγε ο Ελληνικός Στρατός και ερχόταν ο Κεμάλ και οι στρατιώτες του, ιδίως οι Τσέτες, η γυναίκα και οι κόρες του, μπορεί να έπεφταν στα χέρια τους και τότε…. Ούτε και σαν σκέψη δεν το άντεχε το κακό αυτό. Κατέβασε αμέσως το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του στο τσιγάρο του, που εκείνη την ώρα το έστριβε ανάμεσα στα δάκτυλα του. Δεν ήθελε να τον δει καμιά τους κατάματα, νόμιζε ότι αμέσως θα διάβαζαν την σκέψη του. Έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το βλέμμα χαμηλά, ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει την φωνή του σταθερή και αδιάφορη, «Ο Κωνσταντίνος μας πού είναι για; ακόμη κοιμάται το παλικάρι μου;» - «Όχι πατέρα, πήγε από νωρίς σε έναν φίλο του εδώ πιο πέρα, μα όπου να ΄ναι θα επιστρέψει. Είπε ότι δεν θα αργούσε και ίσως να περιμένει να κοπάσει λίγο η βροχή, για να γυρίσει», απάντησε η Αμαλία. - «Ορίστε και το καφεδάκι σου, άνδρα μου και ψημένο σε χαμηλή φωτιά και αργάαργά». - «Α, σ΄ ευχαριστώ Γεωργία μου, καθίστε τώρα κοντά μου να σας χαρώ και μετά, αργότερα, αύριο, κάνετε και τις άλλες δουλειές του σπιτιού. Δεν περιμένουμε δα και κανά γαμβρό να μας έρθει και θέλετε όλα σήμερα να τα κάνετε! Ε, γυναίκα μου ή μήπως και περιμένουμε και δεν μου το λέτε;», είπε ο Ανδρέας και κοίταξε την μικρή του κόρη, έχοντας ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του. - «Όχι, όχι άνδρα μου, κανέναν γαμβρό δεν περιμένουμε, μα πού να ξέρω και εγώ; Για δεν ρωτάς τις κόρες σου καλλίτερα, μήπως και καμιά τους ξέρει; Εγώ εν τω μεταξύ, να ανάψω και την γκαζόλαμπα, γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει, σαν πιο νωρίς σήμερα, λόγω του καιρού και της βροχής». - «Πριγκηπέσα, μήπως έχεις καμιά απάντηση στην ερώτηση που έκαμα λίγο πριν;» ρώτησε ο Ανδρέας, πειράζοντας την μικρότερη του κόρη. - «Όχι πατέρα, μα πρώτα πρέπει να σου πει η Κατερίνα μας, γιατί αυτή είναι πιο μεγάλη από μένα και πρέπει να παντρευτεί πρώτα εκείνη, έτσι δεν είναι το σωστό;» απάντησε το στερνοπούλι με τον χαρακτηριστικό του αυθορμητισμό και την παιδική και κοριτσίστικη του αθωότητα. - «Ναι έχεις δίκιο, κόρη μου. Θα την ρωτήσω εκείνη μιαν άλλη φορά. Τώρα είπαμε, αφήστε τις δουλειές και ελάτε καθίστε κοντά μου, να σας χαρώ και εγώ λίγο. Γιατί εγώ αν θέλετε να ξέρετε, γι αυτό δεν άνοιξα το μαγαζί σήμερα το απόγευμα, για να καθίσω να σας δω με την ησυχία μου και να σας χορτάσω. Κι εσείς θα με αφήσετε μόνο και θα κάμετε δουλειές; Κι ύστερα, όλο το απόγευμα και όσο εγώ κοιμόμουν, εσείς τι κάματε;» - «Ξαπλώσαμε και εμείς λίγο πατέρα και μετά ήρθε η μητέρα επάνω και μας είπε ότι δεν θα ανοίξεις σήμερα το μαγαζί και πως ξάπλωσες εδώ κάτω στο ντιβάνι να ξεκουραστείς, και σε πήρε ο ύπνος. Γι αυτό, μας είπε να μην κάνουμε φασαρία. Έτσι και εμείς καθίσαμε στο δωμάτιο μας και μαζί με την μητέρα κεντούσαμε, ετοιμάζαμε τις προίκες μας….» είπε η μεγάλη του κόρη και συνέχισε «…μας έδειχνε η μαμά έναν καινούργιο τρόπο κεντήματος». - «Εγώ κεντάω πιο καλά και πιο γρήγορα, πατέρα από την Αμαλία. Άμα θέλεις ρώτα και την μητέρα να σου πει». - «Καλά, καλά, κεντάς καλά μα και η αδελφή σου δεν πάει πίσω», είπε η μητέρα τους.

108


109 - «Γιατί καλέ μητέρα, τώρα τα αλλάζεις; Εσύ δεν είπες επάνω ότι εγώ κεντάω καλλίτερα από την αδελφή μου;» διαμαρτυρήθηκε η Κατερίνα, που πάντα, αν και μικρότερη, ήθελε να της λένε ότι δεν υστερεί σε τίποτα έναντι της Αμαλίας. Βέβαια, όπως ήταν φυσικό, όλοι τους το είχαν καταλάβει αυτό και πολλές φορές την παίνευαν σε πολλά πράγματα, αλλά όχι πάντα. Ήξεραν ότι έπρεπε να διατηρήσουν και μια ισορροπία. Ακόμη και η ίδια η Αμαλία, πολλές φορές έριχνε τον εαυτόν της έναντι της μικρής της αδελφής, ακριβώς επειδή ήταν μικρή και δεν έπρεπε να την συνερίζεται. Την αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να την πικραίνει. Γι αυτό και τώρα αμέσως επενέβη στη συζήτηση και λέγει. - «Μητέρα, μην λες ψέματα σε παρακαλώ, η Κατερίνα μας είναι αλήθεια ότι κεντάει πολύ πιο καλά από μένα και αφού αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι δα και κακό να το λέμε». - «Πατέρα, πατέρα το άκουσες; Άκουσες τι λέει η Αμαλία μας, το άκουσες, εεε! το άκουσες;» - «Ναι χαρά μου, το άκουσα και χάρηκα πάρα πολύ. Όμως ο κάθε άνθρωπος έχει τις χάρες του, έτσι δεν είναι; Να κοίταξε, ο κήπος μας είναι γεμάτος με κάθε λογής λουλούδια και το κάθε ένα, έχει την δική του ομορφιά. Έτσι είναι και οι άνθρωποι. Δεν είναι όλοι τους ίδιοι και ο καθένας έχει την δική του ξεχωριστή ομορφιά και χάρη. Σαν τον κήπο, που για να ΄ναι όμορφος, θέλει πολλά και διαφορετικά λουλούδια». Τότε για ακόμη μια φορά, η μικρή πριγκηπέσα κατάλαβε, ότι ο πατέρας της, όχι μόνον καλός ήταν, αλλά και έξυπνος. Κοίταξε αρχικά την μητέρα της, μετά τον πατέρα της και τέλος την αδελφή της. Στράφηκε και πάλι προς τον πατέρα της και θέλοντας τώρα, ή ίδια και από μόνη της να διορθώσει λίγο τα πράγματα, λέει. - «Όμως πατέρα και η Αμαλία μας είναι καλή, πιο καλή από μένα, στην σταυροβελονιά, εεε μητέρα, δεν είναι;» και κοίταξε την μητέρα της και μετά την αδελφή της, που καθόταν αντίκρυ της και απέναντι στην οποία τώρα ένοιωθε και λίγο ένοχη. Οι γονείς της και η αδελφή της χαμογέλασαν, που το στερνοπούλι της οικογένειας, κατάλαβε ότι δεν μπορεί σε όλα να είναι πάντα η καλλίτερη και πως δεν είναι σωστό, συνεχώς να ρίχνουν την Αμαλία τους. - «Έτσι είναι χαρά μου, όλοι μας έχουμε προτερήματα, όλοι μας έχουμε χάρες, μα και όλοι μας έχουμε και ελαττώματα. Έτσι είναι», απάντησε η μητέρα της. Βήματα βιαστικά ακούσθηκαν απ΄ έξω και όλοι τους κατάλαβαν, ότι ερχόταν ο Κωνσταντίνος τους. Πράγματι, σε λίγο άνοιξε η εξώπορτα και εμφανίσθηκε ο πρωτότοκος τους, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. - «Βρέχει έξω και ρίχνει νερό με το τουλούμι και μου φαίνεται ότι δεν πρόκειται και να σταματήσει…», είπε μόλις μπήκε μέσα και τους είδε όλους καθισμένους γύρω από το τραπέζι και απευθυνόμενος στον πατέρα του, τον ρώτησε «…πατέρα δεν πήγες στο μαγαζί; να σου πω, καλά έκανες, γιατί με αυτόν τον καιρό, ποιος θα ερχόταν;» - «Δεν πήγα γιε μου, είδα έτσι τον καιρό και είπα ποιος θα ΄ρθει για ψώνια με τέτοια βροχή. Ευκαιρία έψαχνα για να καθίσω να ξεκουραστώ και να σας δω και λίγο παραπάνω. Μου λείψατε και η δουλειά δεν σώνεται». Κοιτάχτηκαν στα γρήγορα με την γυναίκα του και αμέσως μετά η κυρά Γεωργία κινήθηκε προς τον γιο της, λέγοντας. - «Έλα αγόρι μου αμέσως επάνω στο δωμάτιο σου να αλλάξεις ρούχα, μην μου κρυώσεις και μου αρπάξεις καμιά βρογχοπνευμονία. Ποτέ με βρεγμένα ρούχα δεν θα μένετε..» τους συμβούλεψε η μητέρα τους, «..αμέσως να αλλάζετε ρούχα και να φοράτε στεγνά. Το ακούτε αυτό, ποτέ». - «Καλά λέει η μητέρα σας. Άντε πρώτα επάνω να αλλάξεις ρούχα γιε μου και μετά κατεβαίνεις για να καθίσεις και εσύ μαζί μας». Μητέρα και γιος ανέβηκαν επάνω και κάτω έμειναν ο πατέρας με τις κόρες του.

109


110 - «Δεν μου λέτε κόρες μου, ποια σας έχει έτοιμη την προίκα της, να ξέρω, μην και τύχει και κάνας γαμβρός και θελήσω να την παντρέψω;» τις πείραξε εκείνος. - «Εγώ πατέρα, πρόλαβε να απαντήσει η μικρή, αλλά δεν παντρεύομαι!» - «Και γιατί για δεν παντρεύεσαι κόρη μου;» - «Πριγκηπέσα δεν είμαι;» - «Και τι με αυτό;» - «Ε, πώς! Εγώ θέλω για άνδρα μου, ένα πριγκιπόπουλο. Υπάρχουν σήμερα πριγκιπόπουλα; Δεν υπάρχουν, υπάρχουν;» - «Μπορεί και να υπάρχουν, που ξέρεις;» απάντησε ο πατέρας τους. - «Τότε εάν υπάρχουν, θα το σκεφθώ. Δεν πρέπει όμως πρώτα να παντρευτεί η Αμαλία μας, που είναι και η μεγαλύτερη και εγώ μετά;» - «Πρέπει και έτσι είναι το σωστό, αλλά θα βρει κανένα αρχοντόπουλο, η αρχοντοπούλα μας, η αδελφή σου; Τι λες Κατερίνα μου, εσύ;» - «Γιατί, δεν υπάρχουν ούτε αρχοντόπουλα;» ρώτησε, αντί να απαντήσει εκείνη. - «Εμ, φαίνεται πως δεν υπάρχουν ή υπάρχουν τόσα αρχοντόπουλα, όσα και τα πριγκιπόπουλα!», είπε ο πατέρας τους. - «Και τότε τι το θέλω να είμαι πριγκηπέσα; Είδε κανείς πριγκηπέσα χωρίς πριγκιπόπουλο;», πρόσθεσε η μικρή - «Η αλήθεια να λέγεται, δεν είδα», είπε πάλι ο πατέρας τους. - «Και δηλαδή, εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ;..» είπε η Κατερίνα και ακριβώς εκείνη την ώρα κατέβαινε η μητέρα τους από τον πάνω όροφο και με παράπονο, το στερνοπούλι, μόλις την είδε της απεύθυνε αμέσως τον λόγο, ρωτώντας την «..μητέρα, εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ;» - «Μα τι λόγια είναι αυτά που λες, κόρη μου;» - «Καλά λέω μητέρα, αφού είμαι πριγκηπέσα,… είμαι ή δεν είμαι;» Ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί και από την μητέρα της, εάν ήταν ή όχι πριγκηπέσα. - «Και βέβαια είσαι γλυκιά μου και βέβαια είσαι…» το επανέλαβε δύο φορές η μητέρα τους, προκειμένου να την καθησυχάσει «…ποιος το αμφισβητεί αυτό;» - «Όμως πριγκιπόπουλα δεν υπάρχουν, υπάρχουν;» - «Τι ερώτηση είναι πάλι τώρα αυτή;» ρώτησε η κυρά Γεωργία με αμηχανία και προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, για να καταλάβει τι γίνεται και πως πρέπει να απαντήσει, για να μην στεναχωρήσει την μικρή της κόρη. - «Αφού είμαι πριγκηπέσα και πριγκιπόπουλα δεν υπάρχουν, τότε εγώ πως θα παντρευτώ; Ούτε και η Αμαλία μας θα παντρευτεί μητέρα, γιατί ούτε και αρχοντόπουλα υπάρχουν, έτσι είπε ο πατέρας». - «Ελάτε κόρες μου και του πατέρας σας, του αρέσει να σας πειράζει. Του λείψατε και σήμερα που κάθισε μαζί μας στο σπίτι, θέλησε να χωρατέψει λίγο μαζί σας. Άμα έρθει εκείνη η ώρα και πριγκιπόπουλο θα βρεθεί και αρχοντόπουλο θα κτυπήσει την πόρτα μας και θα σας ζητήσουν. Όμως όλα στην ώρα τους και τότε ποια κοπελιά δεν θα σας ζηλεύει, σε όλη την Σμύρνη και τα περίχωρα και ακόμη παραπέρα. - «Πρώτα εγώ θα παντρευτώ και μετά εσύ μικρό, που βιάζεσαι να γίνεις νύφη….», ακούσθηκε η φωνή του Κωνσταντίνου, που εκείνη την ώρα κατέβαινε τις σκάλες, «..πρώτα εγώ και αν δεν παντρευτώ εγώ, που είμαι και ο μεγαλύτερος και μετά η Αμαλία μας, εσύ θα περιμένεις άδικα. Θα μείνεις στο ράφι γεροντοκόρη». Μουρμουρίζοντας και κλαψουρίζοντας η μικρή Κατερίνα, έτρεξε να κρυφτεί στην αγκαλιά της μητέρας της. Άνοιξε τα χεράκια της και τα τύλιξε γύρω από την μέση της και έκρυψε το κεφαλάκι της ανάμεσα στα στήθη της. Μετά κλέφτικα, σήκωσε το βλέμμα της για να την δει και στα μάτια, μιας και η μητέρα της με την σειρά της, έριξε το βλέμμα της

110


111 χαμηλά, για να την κοιτάξει και εκείνη. Την έσφιξε στην αγκαλιά της και με το δεξί της το χέρι, της χάιδεψε τα μαλλιά της. - «Όχι κόρη μου…» της λέει, «..πώς θα παντρευτεί πρώτα ο Κωστής μας, αφού την δική σου προίκα εγώ έχω πρώτα έτοιμη. Και ύστερα ο πατέρας σας, πόσες φορές είπε και τον ακούσαμε όλοι μας εδώ μέσα, ότι το μαγαζί θα το πάρει ο αδελφός σου, μόνον όταν σας παντρέψουν και τις δυο σας». - «Το είπε, το είπε..» φώναξε η μικρή με δύναμη και έφυγε από την αγκαλιά της μητέρας της και πήγε προς τα εκεί που καθόταν ο αδελφός της και όταν τον πλησίασε, έβαλε τα χέρια της στην μέση της και απευθυνόμενη προς αυτόν, επανέλαβε με φωνή δυνατή, «το είπε, το είπε…το άκουσα και εγώ που το είπε». - «Και βέβαια το είπε, χαρά μου. Δεν κατάλαβες ότι ο αδελφός σου σε πειράζει; Για κοίταξε τώρα αν ο πατέρας σας ήπιε τον καφέ του;» Η μικρή έμεινε για λίγο σαν χαμένη, γιατί αισθάνθηκε άσχημα που δεν κατάλαβε αμέσως ότι ο Κωνσταντίνος την πείραζε και μετά στράφηκε προς τον πατέρα της, ο οποίος σιωπηλός και με ένα απαλό χαμόγελο στα χείλη, παρακολουθούσε την όλη κουβέντα τους και τον ρώτησε, «..πατέρα, έχεις πιει τον καφέ σου;» - «Ναι κόρη μου τον ήπια, μπορείς να τα πάρεις και έπειτα να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό, σε παρακαλώ». Η Κατερίνα, κοίταξε την μητέρα της, η οποία εν τω μεταξύ είχε έρθει κοντά και της είπε ψιθυριστά, δήθεν να μην ακούσουν οι άλλοι «παρ΄ το φλιτζανάκι του καφέ και πήγαινέ το στον νεροχύτη. Μετά φέρε ένα ποτήρι νερό του πατέρα σου και έπειτα να έρθεις και πάλι στην κουζίνα. Θα τους κεράσουμε όλους γλυκό κουταλιού, κυδώνι, που σου αρέσει και εσένα». Άστραψαν τα μάτια της μικρής, γιατί το γλυκό κυδώνι, ήταν πράγματι εκείνο που της άρεσε πάρα πολύ. Έγνεψε καταφατικά κουνώντας, καθόλου βέβαια διακριτικά, πάνωκάτω το κεφαλάκι της και αμέσως πήρε το άδειο φλιτζάνι και το ποτήρι του νερού και τα πήγε στον νεροχύτη. Έπειτα γέμισε ένα άλλο ποτήρι με φρέσκο νερό και το πήγε στον πατέρα της. Επέστρεψε και πάλι στην κουζίνα, όπου την περίμενε η μητέρα της. Η Αμαλία, που καθόταν παραπέρα και όλη αυτήν την ώρα δεν πήρε μέρος στην κουβέντα και μόνο χαμογελούσε, πλησίασε τον πατέρας της και πήρε το σταχτοδοχείο. Πήγε στη μασίνα, την ξυλόσομπα με φούρνο, που είχαν στην κουζίνα, άνοιξε το καπάκι του χώρου καύσης των ξύλων και άδειασε μέσα τα αποτσίγαρα. Μετά το έπλυνε με λίγο νερό και στη συνέχεια, αφού με μια πετσέτα το σκούπισε, το έφερε και πάλι πίσω και το άφησε μπροστά από τον πατέρα της, επάνω στο τραπέζι. Ο Ανδρέας κοιτούσε την οικογένεια του και σκέφθηκε πόσο στ΄ αλήθεια υπερήφανος θα πρέπει να νοιώθει για την κυρά Γεωργία, που κρατάει καλά τα παιδιά τους και τα δίδει ανατροφή σωστή, αλλά και πόσο άσχημα θα έπρεπε να νοιώθει, που δεν τα χάρηκε σχεδόν καθόλου και όσο εκείνα ήταν μικρά και όλο χάρες. Αποφάσισε εκείνη την στιγμή, ότι στο μέλλον, θα έπρεπε πιο συχνά να κλείνει τα απογεύματα το μαγαζί για να κάθεται μαζί τους, προκειμένου να τα χαρεί όσο ακόμη εκείνα είναι μικρά και αυθόρμητα. Γιατί πραγματικά από την μια τα χαιρόταν και από την άλλη ένοιωθε ενοχές, γιατί αυτά τα βλαστάρια μεγάλωσαν τόσο πολύ και χωρίς αυτόν και επιπλέον, γιατί δεν κατάλαβε και το πότε. Βέβαια αυτός δούλευε και δεν καθόταν. Όμως και η γυναίκα του, άξιζε πραγματικά συγχαρητήρια. Άξιζε και μάλιστα πολλών συγχαρητηρίων μαζί. Καλά έλεγε ο πατέρας του, μα και ο παππούς του ότι ‘‘το σπίτι το κρατάει η γυναίκα και αν η γυναίκα δεν είναι σωστή, ό,τι και να κάνει ο άνδρας…’’. Κούνησε το κεφάλι με όλο νόημα και σημασία και είπε από μέσα του, ‘‘…είχαν δίκιο τελικά εκείνοι, πολύ δίκιο’’. Νάτες και πάλι, μάνα και μικρή κόρη, που επιστρέφουν, κρατώντας από έναν δίσκο η καθεμιά τους. Επάνω στον ένα, αυτόν που κρατούσε η Κατερίνα, υπήρχαν πέντε

111


112 πιατάκια με γλυκό κουταλιού κυδώνι, ενώ σε εκείνον που κρατούσε η μητέρα της, υπήρχαν πέντε ποτήρια γεμάτα με νερό. Η αλήθεια ήταν ότι η γυναίκα του, όπως και στα φαγητά, έτσι και στα γλυκά, ήταν πολύ καλή. Θα έλεγε η καλλίτερη, αν στον μαχαλά τους δεν υπήρχε μια άλλη κυρία, ηλικιωμένη βέβαια, που ήταν στ΄ αλήθεια, η πρώτη στα γλυκά και που όλοι και κυρίως όλες οι άλλες νοικοκυρές και αυτό είχε και ιδιαίτερη σημασία, την παραδεχόντουσαν. Γιατί την κυρα Μαριώ στ΄ αλήθεια, στα γλυκά της δεν την έφτανε καμιά γυναίκα της γειτονιάς. Ακούμπησαν τους δίσκους στο τραπέζι και άρχισαν η κάθε μια τους, να προσφέρει αντίστοιχα, γλυκό ή νερό. Τότε όλοι πρόσεξαν εκείνο το πιατάκι, που ήταν λίγο πιο πολύ γεμάτο, επίτηδες βέβαια, όπως και κάθε άλλη φορά. Το πήρε η μητέρα τους και το πρόσφερε στην μικρή της κόρη, που της άρεσε πιο πολύ από κάθε άλλον της οικογένειας. Ευκαιρία για τους άλλους, να πειράξουν και πάλι την πριγκηπέσα. - «Γιατί μητέρα, στην Κατερίνα μας, έβαλες πάλι πιο πολύ;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος. - «Για να μεγαλώσει γρήγορα και για να παντρευτεί έτσι πριν από σένα, Κωστή μου», απάντησε η μητέρα τους χαμογελώντας. Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε με πολλά χωρατά και ακόμα πιο πολλά αστεία. Τα κορίτσια έδειξαν στον πατέρα τους, τι κεντούσαν εκείνη την περίοδο και με άλλα τέτοια και μέχρι να έρθει η ώρα, που τα παιδιά έπρεπε να πάνε για ύπνο, περίπου στις ένδεκα το βράδυ, η οικογένεια πέρασε εκείνες τις ώρες, ευχάριστα. - «Νομίζω πως τώρα ήρθε πλέον και η ώρα για ύπνο. Καληνυχτίστε τον πατέρα σας και ανεβείτε στα δωμάτια σας.» ακούσθηκε η μητέρα τους να λέει και αμέσως άναψε και δύο γκαζόλαμπες. - «Εσείς μητέρα, δεν θα ξαπλώσετε;» ρώτησε ο γιος τους. - «Και βέβαια θα ξαπλώσουμε και εμείς αγόρι μου, αλλά πρώτα να συμμαζέψω λίγο την κουζίνα μου. Ο πατέρας σας βέβαια, το απόγευμα, κοιμήθηκε λίγο παραπάνω και ίσως να μην νυστάζει ακόμη. Θα του κάνω λίγο παρέα και μετά θα ανέβουμε και εμείς για ύπνο. Πηγαίνετε εσείς και σκεπαστείτε καλά, γιατί μου φαίνεται πως απόψε θα κάνει κρύο και δεν είναι καιρός για να αρρωστήσετε». - «Ναι μητέρα, καληνύχτα πατέρα και καλό ξημέρωμα» είπαν και τα τρία παιδιά, σχεδόν ταυτόχρονα, καθώς ανέβαιναν το ένα πίσω από το άλλο, την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. - «Καληνύχτα καμάρια μου», αποκρίθηκε εκείνη και με το βλέμμα της, σαν να είδε ένα δάκρυ χαράς, να κυλά από το μάτι του άνδρα της. Δεν γύρισε να βεβαιωθεί γιατί δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Όμως ήταν σίγουρη ότι έτσι ήταν, γιατί δεν τον άκουσε να καληνυχτίζει τα παιδιά τους. Τότε κατάλαβε, ότι πράγματι έτσι ήταν. Και δεν τα καληνύχτισε, σίγουρος ότι η φωνή του θα πρόδιδε αυτό που εκείνη απέφυγε με το βλέμμα της να επιβεβαιώσει. Το δάκρυ του, το δάκρυ της χαράς ενός άνδρα. Εκείνο το δάκρυ, που προδίδει το καμάρι του για την οικογένεια του. Σηκώθηκε να πάει προς την κουζίνα της, αποφεύγοντας και πάλι να τον κοιτάξει. Ήθελε να του δώσει τον χρόνο να σκουπίσει την απόδειξη της αδυναμίας του. Γιατί είναι άσχημο σε έναν άνδρα, όταν ξέρει πως η γυναίκα του, βλέπει ή αισθάνεται τις αδυναμίες του. Τις ανθρώπινες αδυναμίες, ενός πατέρα, που καμαρώνει τα βλαστάρια του και το μυαλό του, τρέχει στο μέλλον και που ταυτόχρονα, μια αδιόρατη αίσθηση, τον κάνει να διαισθάνεται ότι έρχεται το κακό. Μετά από λίγο και όταν η κυρά Γεωργία τελείωσε τις μικροδουλειές που είχε στην κουζίνα της και αφού στα σίγουρα βεβαιώθηκε ότι ο χρόνος ήταν αρκετός, ώστε ο άνδρας της να συνέλθει από την συγκίνησή του, επανήλθε και κάθισε και πάλι κοντά του. - «Ανδρέα μου..»

112


113 - «Ναι Γεωργία μου..» - «Δηλαδή, άνδρα μου, νομίζεις πως τα πράγματα, δεν πάνε και τόσο καλά και θα ήταν φρόνιμο να φύγουμε, από πριν, όπως λες και προτού να είναι αργά;» - «Ίσως ακόμη να μην είναι τόσο δύσκολες οι καταστάσεις, αλλά…..», σταμάτησε στο ‘αλλά’. Μετά από ένα ‘αλλά’, μπορεί κανείς να προσθέσει από το ‘ανώδυνο’ μέχρι και το πιο ‘επώδυνο’. Τι άραγε έπρεπε εκείνος να κάνει; Μήπως είχε και αυτός κάτι το συγκεκριμένο; Όχι βέβαια! Να καθησυχάσει την γυναίκα του ή να την ανησυχήσει; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο ήθελε. Έπρεπε να ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει. Όμως αυτό το ‘ακριβώς’, ούτε εκείνος, ούτε και κανείς απ΄ όσους ήξερε και μαζί τους μίλησε, το γνώριζαν. Όμως υπήρχε και ήταν και ανησυχητικό. Κοίταξε κατάματα την γυναίκα του. - «Τι ‘άλλα’ άνδρα μου, τι αλλά;..» τον ρώτησε εκείνη με ανησυχία και η ανησυχία της, συνεχώς μεγάλωνε, όσο εκείνος δεν της απαντούσε ξεκάθαρα. «Τι αλλά;..» ξαναρώτησε και έπιασε με τα δυο της τα χέρια, το δικό του χέρι. Εκείνος προσπάθησε να της χαμογελάσει, όμως τα χείλη του δεν υπάκουαν στην εντολή του. Τράβηξε σιγανά και διακριτικά το χέρι του ανάμεσα από τα δικά της και βγάζοντας την ταμπακέρα του για να στρίψει ένα τσιγάρο, συνέχισε τον λόγο του από εκεί, που είχε σταματήσει: - «….αλλά Γεωργία μου, ξέρεις πως γίνονται αυτά τα πράγματα. Σαν την φωτιά, σαν την φωτιά, που αργεί να πάρει, όμως εάν πάρει τότε, γρήγορα εξαπλώνεται. Και όταν έρθει εδώ αυτή η φωτιά, δεν θέλω να σας βρει..» - «Δηλαδή..» δίστασε εκείνη να αρθρώσει αυτό που ήθελε να ρωτήσει και το σκεπτόταν, «..δηλαδή..» επανέλαβε, «…το θεωρείς σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα, θα έρθει;» - «Ναι Γεωργία μου, ναι και δεν θέλω να σε ανησυχήσω, όμως δεν πρέπει και να σου κρύψω τίποτα. Ναι Γεωργία μου, θα ΄ρθει, μια μέρα αργά ή γρήγορα θα ΄ρθει….σίγουρα θα ΄ρθει!» Σιωπή επικράτησε στο δωμάτιο και εκείνη άθελα της έστρεψε το βλέμμα της προς την κορυφή της σκάλας, στον επάνω όροφο. Το μητρικό της ένστικτο, αυτόματα οδήγησε την καρδιά της, την σκέψη της και το βλέμμα της, στα παιδιά της. Η ανησυχία της μάνας. Εκείνος σάλιωσε το τσιγαρόχαρτο και αφού το έστριψε, έπειτα έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του. Έβγαλε το τσακμάκι του και το άναψε. Δεν ήξερε ακριβώς τι ο ίδιος ένοιωθε, εκείνη την στιγμή. Λύπη για όσα πίστευε ότι θα επακολουθήσουν ή χαρά γιατί επιτέλους η κυρά Γεωργία, ανησυχούσε μαζί του και ίσως έτσι να άλλαζε εκείνη και θέση και στάση, απέναντι στο όλο θέμα. - «Γεωργία μου…» - «Ναι άνδρα μου..» - «Μην καταλάβουν τίποτα, σε παρακαλώ τα παιδιά» - «Όχι, προς θεού, Ανδρέα μου..» - «Και εσύ….και εσύ δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς τόσο. Ίσως φταίω και εγώ και να έκανα και λάθος, που ανησυχώ. Αλλά,.. να βρε Γεωργία μου, Δεν με νοιάζει για μένα, μα για σένα και τα αγγελούδια μας. Σήμερα που κάθισα μαζί σας, κατάλαβα ότι πολύ καλά έκανα. Τα χάρηκα τα παιδιά μας. Και πώς μεγάλωσαν, τα είδες; Για σας ανησυχώ καλή μου, για σας». - «Τότε και εμείς, έχουμε δικαίωμα να ανησυχούμε για σένα, άνδρα μου. Όλοι μας μια οικογένεια είμαστε και στην οικογένεια αυτή, εσύ είσαι ο σύζυγος και ο πατέρας». - «Καλά – καλά Γεωργία μου, ας πάμε τώρα να ξαπλώσουμε και εμείς» και επίτηδες την διέκοψε, γιατί κατάλαβε που το πήγαινε η γυναίκα του. Γιατί, σίγουρα θα κατέληγε και πάλι, ότι μια σωστή γυναίκα δεν φεύγει για να σωθεί εκείνη και εγκαταλείπει πίσω της τον άνδρα της, μόνο στην φωτιά.

113


114 - «Θα πάμε για ύπνο, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς, πως ότι μαθαίνεις για αυτό το θέμα, θα μου το λες και εμένα. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι από εδώ και στο εξής δεν θα μου κρύψεις τίποτα, εντάξει;» - «Ναι Γεωργία μου, στο υπόσχομαι. Όμως ας πάμε για ύπνο, γιατί αύριο έχω και πολύ δουλειά στο μαγαζί» και με τα λόγια αυτά, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την ξύλινη εσωτερική σκάλα του σπιτιού. Ξοπίσω του, ακολούθησε και η γυναίκα του, κρατώντας και την γκαζόλαμπα. Ανεβαίνοντας οι δυο τους προς το υπνοδωμάτιο τους, η Γεωργία τον άκουσε να μονολογεί και να λέγει ‘‘…και αύριο μέρα είναι και ποιος ξέρει, τι Εκείνος μας ξημερώνει’’. ‘‘Τι άραγε…’’, αναρωτήθηκε με την σειρά της και εκείνη, ‘‘…να σκεπτόταν ο άνδρας της, την ώρα ετούτη;’’

114


115

Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ Ο ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ‘ΚΑΡΑ-ΣΕΪΤΑΝ’ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ 1922 Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ 5/42 ΕΥΖΩΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΠΩΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΥ ‘ΣΕΪΤΑΝ-ΑΣΚΕΡ’

115


116

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Εκείνο το πρωινό, της επόμενης μέρας, τον Ανδρέα ξύπνησε το λάλημα του πετεινού. Δεν είχε μάθει να κοιμάται πολύ και επειδή την προηγουμένη το απόγευμα, κοιμόταν για 3 περίπου ώρες και είχε ξεκουραστεί αρκετά, ξύπνησε αμέσως. Γύρισε το κεφάλι του και είδε την κυρά του να κοιμάται. Η ηρεμία του προσώπου της και η χαλάρωση των χαρακτηριστικών της, την έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη. Ένοιωσε την ανάγκη να την φιλήσει και σιγά-σιγά, έσκυψε και έφερε τα χείλη του στο μέτωπο της. Της έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί και μετά σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Όλα τα έκαμνε, όσο μπορούσε πιο ήσυχα, χωρίς καθόλου φασαρία. Έβαλε τελευταίες τις κάλτσες του και έπειτα πήρε το γιλέκο του στο χέρι και άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και βγήκε έξω, κλείνοντας την πίσω του και πάλι, όσο πιο μαλακά και ήσυχα μπορούσε. Κινήθηκε προς την σκάλα, όμως πριν την κατέβει σταμάτησε και έστρεψε το κεφάλι και το βλέμμα του, προς τις δύο κρεβατοκάμαρες, που κοιμόντουσαν τα παιδιά τους. Στην μία κοιμόταν ο Κωνσταντίνος του και στην άλλη οι δύο θυγατέρες του. Ένοιωσε την ανάγκη να ανοίξει τις πόρτες και να τα δει, έστω και για λίγο. Να τα φιλήσει και εκείνα, όπως έκανε και με την μητέρα τους πριν λίγο. Η παρόρμηση αυτή τον υποχρέωσε να κάνει ένα βήμα προς τα εκεί…..όμως....γρήγορα σταμάτησε. ‘‘Όχι δεν είναι σωστό’’, σκέφθηκε και γι αυτό σταμάτησε. Μπορεί να τα ξυπνήσει και έπειτα οι θυγατέρες του, έχουν γίνει πλέον, ολόκληρες γυναίκες, ιδίως η Αμαλία του και δεν είναι σωστό να μπει στην κάμαρα τους, έτσι απροσκάλεστος, ακόμη και αν ήταν ο πατέρας τους. Κατέβηκε την σκάλα όσο μπορούσε πιο ήσυχα. Παρότι είχε σχεδόν ξημερώσει, εν τούτοις δεν υπήρχε ακόμη αρκετό φως της ημέρας στην κάμαρα και δια τούτο σήκωσε το φυτίλι στην γκαζόλαμπα. Άφησε το γιλέκο του, επάνω σε μια καρέκλα και πήγε στην βρυσούλα, για να πλυθεί. Ευτυχώς είχε μείνει λίγο νερό από τα χθες και δεν χρειάσθηκε να πάει να αντλήσει πρωί-πρωί από την τουλούμπα που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού τους. Πλύθηκε, σκουπίστηκε και έπειτα φόρεσε και το γιλέκο του. Είχε πολύ ώρα μπροστά του για να πάει στο μαγαζί και αποφάσισε να ψήσει και να πιει έναν καφέ. Πήγε στην κουζίνα. Πήρε το μπρίκι και έβαλε νερό από την κανάτα. Στην συνέχεια το τοποθέτησε επάνω στην γκαζιέρα, αφού πρώτα την άναψε.. Άφησε το νερό να ζεσταθεί και στον χρόνο αυτόν κατέβασε τον καφέ και την ζάχαρη από το ράφι και έπειτα έβγαλε την ταμπακέρα του και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. Όταν είδε ότι το νερό άρχισε να ζεσταίνεται, έβαλε στο μπρίκι μια κουταλιά καφέ και μισή κουταλιά ζάχαρη. Μέτριο τον ήθελε τον καφέ του, για να σηκώνει και το τσιγάρο. Τον ανακάτεψε για λίγο και χαμήλωσε την φωτιά στην γκαζιέρα. Τον άφησε να σιγοψηθεί. Το ήξερε από την αρχή, ότι δεν θα κατάφερνε να έχει τον καφέ του, όπως τον έπινε και όπως του τον έψηνε η γυναίκα του, η κυρά Γεωργία, μα θα έκαμε την προσπάθεια του. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσει τόσο πρωί, μόνο και μόνο, για να του ψήσει καφέ. Βέβαια, εκείνη όταν θα ξυπνούσε και θα έβλεπε ότι ο άνδρας της έψησε μόνος του τον καφέ του, σίγουρα θα στεναχωριόταν και με την πρώτη ευκαιρία, θα του διαμαρτυρόταν κιόλας. Το ήξερε αυτό, από άλλες φορές. Δεν είχε ποτέ του καταφέρει να ψήσει καφέ, όπως ακριβώς τον ήθελε και ίσως γι αυτό και να εκτιμούσε και τον καφετζή τον κυρ Στρατή. Εκείνος ήξερε και έψηνε στον κάθε του πελάτη τον καφέ του, όπως ακριβώς τον έπινε. ‘‘Τέχνη είναι και αυτή’’, είπε από μέσα του ενώ κατέβαζε το μπρίκι από την φλόγα, καθώς φούσκωνε ο καφές και το καϊμάκι του, ήταν τουλάχιστον οπτικά, χάρμα οφθαλμού. ‘Καλός είναι…’, σκέφτηκε ‘..σίγουρα όμως όχι, όπως της κυρά Γεωργίας’, συμπλήρωσε την σκέψη του. Και τότε ξαναθυμήθηκε την χθεσινή τους κουβέντα. Ήταν

116


117 λογική γυναίκα και θα έπρεπε να κατάλαβε και να δικαιολόγησε την ανησυχία του. Δεν μπορεί! Άλλωστε και η ίδια στην πραγματικότητα, τελικά μάλλον θα πρέπει να ανησυχούσε. Τότε, γιατί και έπειτα που τα παιδιά τους ανέβηκαν στα δωμάτια τους, να του έκανε ξανά κουβέντα για το θέμα; Και εκείνη την φορά, θυμάται πως η ίδια από μόνη της, την είχε ξεκινήσει. Με αυτές και αυτές τις σκέψεις, ήπιε τον καφέ του και τελείωσε και το τσιγάρο του. Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Παρ΄ όλα αυτά, είχε αρκετό ακόμη χρόνο μέχρι να ανοίξει το μαγαζί του, όμως το σπίτι πλέον δεν τον κρατούσε άλλο. Από χθες το μεσημέρι έχει που είναι μέσα. Είναι πολλές ώρες, για έναν άνδρα, που τον περισσότερο χρόνο της ζωής του, τον πέρασε έξω από το σπίτι του και στον χώρο της δουλειάς του. Είναι πράγματι πολλές! Σηκώθηκε από την καρέκλα χωρίς να κάνει καθόλου φασαρία, πήγε στην κρεμάστρα, που ήταν πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού και φόρεσε αρχικά τα παπούτσια του και μετά το σακάκι και το καπέλο του. Έπειτα άνοιξε την εξώπορτα σιγά σιγά και βγήκε έξω κλείνοντας την πίσω του, το ίδιο σιγανά. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και είδε κάτι λίγα διάσπαρτα συννεφάκια. Δήλωναν πως η μπόρα πέρασε και η μέρα που ερχόταν, δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από μια καλοκαιρινή, μιας και σχεδόν ήταν μεσοκαλόκαιρα. Περπάτησε και έφθασε στην αυλόπορτα, που πάντα τόσα χρόνια, όσο από παιδί μπορεί να θυμάται ήταν ανοιχτή. Βγήκε στον δρόμο, ήθελε να περπατήσει στους δρόμους της Σμύρνης, της πόλης του. Η μυρωδιά που ερχόταν από το βρεγμένο χώμα του δρόμου, αναμιγνυόταν αφενός με την μυρωδιά των βρεγμένων λουλουδιών των κήπων και αφετέρου με την πρωινή δροσιά και φρεσκάδα της ημέρας. Όλα αυτά, του δημιουργούσαν τελικώς, ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Αναπτερώθηκε το ηθικό του και αναλογίσθηκε ότι δεν θα μπορούσε, άνθρωπος και ανθρώπινο χέρι να κάνει ζημιά σε αυτήν την πόλη και στους ανθρώπους της. Δεν ήταν μια πόλη τυχαία. Είχε βάλει τα δικά της σημάδια και είχε χαράξει την δική της διαδρομή στον χρόνο και στην ιστορία του τόπου. Ήταν η πατρίδα του Ομήρου, ήταν η ‘νύφη του Ερμαίου’ και η πλέον πολυτραγουδισμένη πόλη. Η δόξα της και η φήμη της, είχαν απλωθεί και την έκαναν γνωστή, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα βήματα του, τον έφεραν και πάλι στην προκυμαία της πόλης και συνέχισε την βόλτα του, κατά μήκος της όμορφης παραλίας του Qai. Ο φρέσκος θαλασσινός αέρας, γέμισε τα πνευμόνια του. Σταμάτησε και κοίταξε τις βαρκούλες. Ένα ήσυχο απαλό κύμα, σαν χάδι και νανούρισμα μάνας, τις κουνούσε πέρα δώθε. Κοίταξε προς την προβλήτα και είδε δύο μεγάλα εμπορικά καράβια. Οι ναυτεργάτες είχαν ήδη πιάσει την δουλειά από το πολύ πρωί, σχεδόν από τα χαράματα. Μετά κοίταξε τα κτίρια κατά μήκος του παραλιακού δρόμου. Όλα ή περίπου όλα, ήταν Ελληνικά. Το βλέμμα του αντίκρισε το επιβλητικό ‘Διοικητήριο’ και περιπλανώμενο σταμάτησε στο τελωνείο, ζωντανή απόδειξη της εμπορικής και εμπορευματικής ζωής αυτού του τόπου και αυτής της ίδιας της Σμύρνης. Έριξε και πάλι την ματιά του στην πόλη και είδε ότι οι άνθρωποί της, άρχισαν σιγά-σιγά να ξυπνούν. Πέρασε η ώρα, σκέφθηκε και έκανε μεταβολή και κινήθηκε προς την κατεύθυνση, που ήταν το μαγαζί του. Ήταν ώρα να το ανοίξει, γιατί η ζωή συνεχίζεται…… Γιατί η ζωή δεν σταματά, ποτέ!

117


118

ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ Ο ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΘΕΙΣ ΣΕ ‘ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΡΚ’ ΔΗΛΑΔΗ ‘ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ’

118


119

ΜΕΡΟΣ Ζ΄

119


120

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Ήταν ήδη μεσοκαλόκαιρο. Πριν λίγες μέρες, έφυγε ο Ιούλης και είχε μπει ο Αύγουστος. Η ζωή στην πόλη της Σμύρνης, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει ρυθμούς. Τα γεγονότα τρέχουν και όλοι φαίνεται πως ξέρουν και δεν μιλούν. Αισθάνονται και δεν θέλουν να πιστέψουν αυτό που νοιώθουν. Κοιτάζονται στα μάτια και ο ένας διαβάζει την σκέψη του άλλου και όλες οι σκέψεις, δυστυχώς, φαίνεται να μοιάζουν. Μια ένοχη σιωπή, είναι απλωμένη πάνω από την πόλη. Μια ένοχη σκέψη κυριαρχεί στο νου των ανθρώπων της. Πριν από 15-20 μέρες, όλες ανεξαιρέτως οι εφημερίδες, έγραφαν για την μεγάλη απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης, να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την πρόταση, την έκανε, ο ίδιος ο νέος αρχιστράτηγος Χατζηανέστης και την υποστήριξαν όλοι οι πολιτικοί της Ελλάδος, με την λογική ότι η κατάληψη της, αναγκαστικά θα σταματούσε και τον πόλεμο. Είχε η πρόταση αυτή λογικά πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα, μα δυστυχώς, αποδείχθηκε ότι και πάλι γινόταν λογαριασμός, χωρίς τον ξενοδόχο, τις Μεγάλες Δυνάμεις δηλαδή. Η κατάληψη της ‘Πόλης’ θα σταματούσε τον πόλεμο και θα ολοκλήρωνε και τον θρίαμβο της Ελλάδος. Θα δικαιωνόταν επιτέλους και το τραγούδι που έλεγε, ‘‘Με τέτοιο Κωνσταντίνο με τέτοιο βασιλιά, θα πάρουμε την Πόλη και την Αγια Σοφιά….’’. Η σύλληψη της ιδέας και του όλου σχεδίου, ανήκε στον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, σκέφτηκε ο Ανδρέας. Σε εκείνον, που από αφίξεως του στην Μικρά Ασία, δεν επισκέφτηκε το μέτωπο και διοικούσε τα στρατεύματα εξ αποστάσεως, από την πόλη της Σμύρνης. Ανήκε σε εκείνον τον άνθρωπο, που επί διοικήσεως του, πολύ ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί κατέθεσαν αιτήσεις παραιτήσεως από το στράτευμα και που στο ίδιο αυτό το στράτευμα, οι λιποταξίες κατάντησαν να είναι πλέον καθημερινότητα. Και πάλι, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, στις 18 Ιουλίου οι Σύμμαχοι, με διακοίνωση τους, απαγόρευσαν αυτήν την επιθετική ενέργεια κατά της Κωνσταντινούπολης. Και έτσι έληξε άδοξα αυτό το εγχείρημα, προτού καν βρει εφαρμογή και εξανεμίστηκαν και οι όποιες ελπίδες της Ελληνικής πλευράς για λήξη αυτού, του από κάθε άποψη, φθοροποιού πολέμου. Αυτά όλα τα ήξερε ο Ανδρέας, όπως και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Σμύρνης, μα και όλοι οι Έλληνες της Μικρασιατικής γης. Κάθε μέρα και μια απογοήτευση και ταυτόχρονα κάθε μέρα, μια ανανέωση της ελπίδας, ότι όλα αύριο, την επόμενη μέρα, θα αλλάξουν προς το καλλίτερο. Ελπίδες και μόνο ελπίδες! Άλλωστε, αυτό μόνον μπορούσε να συμβεί. Να τρέφονται ελπίδες και ας ήταν και ‘φρούδες ελπίδες’. Ήξεραν ότι λίγες μέρες νωρίτερα, ο Στρατηγός Τρικούπης και οι άνδρες του, παρεδόθησαν στον Μουσταφά Κεμάλ. Το ήξεραν αυτό και στις εφημερίδες διάβασαν επίσης, ότι και άλλες μικρότερες Μονάδες του Ελληνικού Στρατού, είχαν παραδόθηκαν στους Τούρκους. Αισθάνονταν όλοι τους, πως το στράτευμα, σαν πλεκτό, ξεχείλωνε μέρα με την μέρα. Και οι μέρες περνούσαν γρήγορα. Σχεδόν πέρασε και το πρώτο 10ήμερο του Αυγούστου. Όλα αυτά τα ήξεραν οι Έλληνες της Ιώνιας γης, της απέναντι πατρίδας και ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της πατρώας γης τους, στην περίπτωση, που τους εγκατέλειπε η μαμά-Ελλάδα, στο έλεος της τουρκικής εκδίκησης και του Κεμαλικού ρεβανσισμού. Ήταν αποφασισμένοι για όλα και γι΄ αυτό είχαν συγκροτήσει μια μυστική ένοπλη οργάνωση, την ‘‘Εθνική Άμυνα’’. Βέβαια δεν είχαν και τίποτα σοβαρό οπλισμό για να ευελπιστούν και σε αισιόδοξα αποτελέσματα στην περίπτωση που οι περιστάσεις το

120


121 απαιτούσαν. Όμως σημασία για όλους αυτούς είχε, ότι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν και με αυτόν τον τρόπο, εκδήλωναν και δήλωναν την πρόθεσή τους. Σε εκείνη την πόλη, όπου η ζωή είχε κινητήρια δύναμη και επίκεντρο ζωής, την Ελληνική κυρίως κοινότητα, χωρίς να παραβλέπεται και να υποτιμάται και η συνεισφορά όλων των άλλων κοινοτήτων, αυτές τις τελευταίες μέρες, το σκηνικό άλλαξε. Οι Έλληνες κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά τους και κλειδώνονται στα σπίτια τους, προτού νυχτώσει. Τα τραγούδια, τα περίφημα σμυρναίικα και γνωστά και αγαπητά σε όλους, δεν ακούγονται πλέον στις γειτονιές ούτε και στους καφενέδες. Η ζωή με την δύση του ηλίου, χάνεται και φυλακίζεται πίσω από τα ερμητικά παραθυρόφυλλα και τις διπλαμπαρωμένες πόρτες των σπιτιών. Οι άρχοντες της πόλης, οι Έλληνες, αισθάνονται ότι απειλούνται από τους χαμάληδες Τούρκους και στην πραγματικότητα, από τους παροικούντες στην πόλη της Σμύρνης. Στην προκυμαία της και στην περίφημη παραλία του Qai, δεν περπατούν πλέον οι νοικοκυραίοι άρχοντές της, μα οι υποτακτικοί τους και υπάλληλοι τους, οι Τούρκοι, οι οποίοι με όλα αυτά που συμβαίνουν, ξεθάρρεψαν σε βαθμό επικίνδυνο. Την Σμύρνη την σκεπάζει μια νεκρική σιωπή. Η ‘νύφη του Ερμαίου’ σαν θήραμα παγιδευμένο, περιμένει τον θηρευτή της, τον Κεμάλ Μουσταφά και τους άνδρες του. Ο Ιεράρχης Χρυσόστομος και μετά από λίγο εθνομάρτυρας, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για βοήθεια εκ μέρους των συμμάχων, κυρίως των Άγγλων. Επίκληση για βοήθεια γίνεται και προς όλα τα Χριστιανικά Κράτη της Ευρώπης. ‘Πείτε στον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη….’, απαντά ο Άγγλος Ναύαρχος στην έκκληση για βοήθεια του ιεράρχη Χρυσοστόμου, ‘..να κρατήσει το μέτωπο για λίγες ακόμη μέρες και εγώ θα φέρω αρκετές δυνάμεις, για να προστατεύσω την Σμύρνη και εν ανάγκη να εξασφαλίσω την ασφαλή απομάκρυνση από αυτήν, του Ελληνικού και λοιπού χριστιανικού πληθυσμού’. Η επιτροπή με επικεφαλής τον Χρυσόστομο Σμύρνης, τον Μητροπολίτη Εφέσου και τρεις προκρίτους της πόλης, ευχαριστεί τον Άγγλο Ναύαρχο και σπεύδει να συναντήσει τον Έλληνα Αρχιστράτηγο, ο οποίος, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, εκείνος παρέμενε στην πόλη και έτσι βρισκόταν μονίμως 300 με 400 χιλιόμετρα, μακριά από το μέτωπο. Διοικούσε εκ του ασφαλούς. Έπαιζε την ζωή των στρατιωτών του και μοίραζε τον θάνατο εξ αποστάσεως και με ασφάλεια. Από την όμορφη Σμύρνη. Εκείνος ο Στρατηγός, που οι πολιτικές καταστάσεις και σκοπιμότητες στην Ελλάδα, τον επέβαλαν και κανείς από αυτούς που τον επέλεξαν και τον έστειλαν εκεί, δεν ήταν αποδέκτης της ανικανότητας του, παρά μόνον ο Ελληνισμός της ‘απέναντι πατρίδας’. ‘‘Δεν έχω ανάγκη της βοηθείας των Άγγλων..’’ απαντάει λες και για προσωπικό του θέμα, ήταν το αντικείμενο εκείνης της συνάντησης και της συζήτησης, ‘‘..δεν ηττήθηκα, μα στρατηγικό ελιγμό κάνω. Η σύμπτυξη των μονάδων μου, γίνεται βάση σχεδίου, είναι στρατιωτική υποχώρηση και σχεδιασμένος ελιγμός(!). Θα τους τσακίσω τους Τούρκους’’ δηλώνει ο υπερφίαλος Στρατηγός και αρχιστράτηγος της Μικράς Ασίας και την ώρα που έλεγε όλα αυτά, η υπεροψία του, σκότωνε την λογική του. Όμως θα πρέπει, είτε να είχε πλήρη άγνοια της πραγματικότητας, που είναι και το πιο πιθανό, αν όχι σίγουρο, είτε να γνώριζε καλά τον ερχομό του αναπόφευκτου και το μη αναστρέψιμο της όλης κατάστασης, οπότε στην δεύτερη περίπτωση, έλεγε συνειδητά ψέματα και συνειδητά άφηνε σε άγνοια τους Έλληνες και το ίδιο συνειδητά εγκατέλειπε τον Ελληνισμό στην τύχη του και στα χέρια της Τουρκικής θηριωδίας. Εκτός εάν όλα τα έκαμε, εκτελώντας διαταγές άνωθεν. Στρατιωτικός άλλωστε ήταν και ενδεχομένως στήριξε και την όλη του καριέρα, στην σιωπή και την ανοχή. Και δια τούτο, μάλλον θα έπρεπε να είναι και ευγνώμων στους πολιτικούς του προϊσταμένους! ‘Στρατηγικό ελιγμό’ χαρακτήριζε τις ήττες του Ελληνικού Στρατού σε ένα μήκος μετώπου 100 και πλέον χιλιομέτρων. ‘Στρατηγικό ελιγμό’ πιθανόν να χαρακτήριζε και τον

121


122 ‘ουκ έστιν αριθμός’ των πτωμάτων και των βαριά τραυματισμένων Ελλήνων στρατιωτών, που εγκαταλείπονταν άταφοι και αβοήθητοι αντίστοιχα, εκεί στα βάθη της Ανατολής. ‘Στρατηγικό ελιγμό’ εννοούσε την άτακτη οπισθοχώρηση και έτσι ερμήνευε τις αναφορές των υπό τις διαταγές του στρατιωτικών διοικητών των ελληνικών μονάδων, που βεβαίωναν για ‘άτακτη φυγή’ των ανδρών τους από τα πεδία των μαχών. Βέβαια, ολόκληρο το μέτωπο του πολέμου, από τον βορρά μέχρι και τον νότο και όπως αυτό εκτεινόταν, ήταν πολύ μεγαλύτερο, κοντά στα 500 και πλέον χιλιόμετρα. Μα εκεί όπου το κακό και η αρχή του κακού λάμβανε χώρα, ήταν στο νότο, ανατολικά της Σμύρνης στην ενδοχώρα και απο το Αφιόν Καραχισάρ. Από εκεί ξεκίνησε το κακό. Αλλά ο Στρατηγός της πολιτικής συγκυρίας και των πολιτικών καταστάσεων στην Ελλάδα, και που τελικώς αποδειχθηκε ότι κακώς τον επέλεξαν, τον επέβαλαν και τον έστειλαν στην Μικρασιατική γη, κόμπαζε και καυχιόταν, έχοντας μάλλον πλήρη άγνοια, της όλης κατάστασης. Όμως η επιτροπή εκείνη, αφ΄ ενός δεν μπορούσε να γνωρίζει την πραγματικότητα και σίγουρα δεν θα μπορούσε και να γνωρίζει και αφ΄ ετέρου χαρούμενη γιατί πήρε μια απάντηση πολύ αισιόδοξη, μια απάντηση που όλη η Ελληνική κοινότητα προσδοκούσε, διψούσε και αδημονούσε να την ακούσει. Γι αυτό και αμέσως έτρεξε να την διαδώσει ανάμεσα στους Έλληνες. Βιάστηκε να την κάνει γνωστή σε όλους. Και οι κάτοικοι της Σμύρνης, όχι μόνον οι Έλληνες, αυτό το μήνυμα της χαράς, το άκουγαν από την μια, από τα χείλη ανθρώπων δούλων του Θεού και υπηρετών της εκκλησίας και από την άλλη προκρίτων της πόλης και του λαού. Γι αυτό και δεν θα μπορούσε να μην γίνει αμέσως πιστευτό και μάλιστα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Και αυτοί οι άνθρωποι του Θεού και του λαού, ισχυρίζονταν ότι το άκουσαν όλοι μαζί, με τα ίδια τους τα αυτιά, από τον ίδιο τον Αρχιστράτηγο, τον Στρατηγό Χατζηανέστη! Τι το πιο αξιόπιστο; Ο Ελληνικός Στρατός δεν έχανε τις μάχες, μα έκανε στρατιωτικούς ελιγμούς. Σχεδιασμένες υποχωρήσεις έκανε και το έλεγε και το βεβαίωνε ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος του, σε μια ολόκληρη ομάδα, αξιόλογων ανθρώπων της εκκλησίας και του πολιτικού κόσμου. Οι καμπάνες της Μητρόπολης, της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής, χτυπούν και πάλι χαρμόσυνα και μεταδίδουν το αισιόδοξο μήνυμα παντού. Σε λίγο, στην μετάδοση των ευέλπιδων νέων, παίρνουν μέρος και όλες οι άλλες εκκλησιές της Σμύρνης και σε όλη την πόλη ακούγονται κωδωνοκρουσίες. Σαν μια γιορτή της Πασχαλιάς και της Ανάστασης, έμοιαζε να περνάει εκείνες τις ώρες η πόλη και οι κάτοικοί της. Στις μέρες που ακολουθούν, οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους, γράφουν αισιόδοξα νέα και μεταδίδουν ακόμη πιο ελπιδοφόρα μηνύματα. Το όλο σκηνικό πλέον αλλάζει. Τα πρόσωπα γίνονται χαρούμενα και πάλι. Τα εμπορικά μαγαζιά μένουν ανοιχτά έως αργά το βράδυ και τα καφέ και οι καφενέδες, ακόμη πιο αργά κλείνουν. Και όσο τα καφέ και οι καφενέδες ήταν ανοιχτοί, τραγούδια και χωρατά, όπως παλιά, ακούγονταν ξανά. Στην προκυμαία, περπατούν και πάλι οι νοικοκυραίοι αγκαζέ με τις κυρίες τους και στους πετρόστρωτους δρόμους και τα καλντερίμια και τα σοκάκια της πόλης, χαρούμενες παιδικές φωνές ακούγονται, τα παιδιά παίζουν και πάλι χαρούμενα. Ένας άλλος αέρας, φρέσκος και δροσερός, φυσάει και ο μήνας Αύγουστος φέρνει πίσω στην πόλη και στους Έλληνες κατοίκους της, ό,τι οι περασμένοι μήνες έκλεψαν. Την ζωή, το γέλιο, την χαρά και την αισιοδοξία. Όμως και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στην δεύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη, μητρόπολη του Ελληνισμού στην Μικρασιατική γη, ο πολιτικός και πολιτειακός παράγοντας, ο Έλληνας Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, ο εκ της νήσου Κρήτης καταγόμενος και επονομαζόμενος Αριστείδης Στεργιάδης, έστελνε τα ακριβά του έπιπλα στην Χίο. Ταυτόχρονα, ο Αρχιστράτηγος της συμφοράς, ο Χατζηανέστης, ετοίμαζε τις βαλίτσες του. Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες πριν, η φοβερή ήττα και καταστροφή του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Στις 13 Αυγούστου, οι ορδές του Κεμάλ και τα

122


123 κανόνια του Τουρκικού Στρατού, ξέσπασαν σαν κεραυνοί, επάνω στους Έλληνες μαχητές. Στην Ελλάδα η εφημερίδα ‘Καθημερινή’, με κύριο άρθρο του Γεωργίου Βλάχου και τίτλο ‘Οίκαδε’, καλεί τους Έλληνες στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα και στα σπίτια τους. Οι Διοικητές των Μονάδων και οι λοιποί Αξιωματικοί, με τα πιστόλια στα χέρια, προσπαθούν να συγκρατήσουν τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών. Το όνειρο της ‘‘Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών’’, άρχισε να ξεφτίζει. Και ο Αρχιστράτηγος, δεν χρειάζεται βοήθεια για να σώσει τον Ελληνισμό από την Κεμαλική επιδρομή και τους έφιππους Τσέτες του Μουσταφά. Τα πάντα είναι υπό πλήρη έλεγχο και η κάθε ήττα, δεν είναι ήττα, παρά ένας ακόμη ‘Στρατηγικός σχεδιασμένος ελιγμός…(!)’. Η εθνοπροδοσία και η εθνογενοκτονία, είχαν αλλάξει προσωνύμιο, αποκαλούνταν πλέον ‘Στρατηγικός σχεδιασμένος ελιγμός!’

123


124

ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΡΚ Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

124


125

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Έκλεισε νωρίς το μαγαζί ετούτο το απόγευμα ο Ανδρέας. Ένοιωθε κουρασμένος πολύ. Ήθελε να πάει στο σπίτι του. Να καθίσει με την οικογένεια του, να τους δει λίγο περισσότερο. Η δουλειά τον είχε απορροφήσει και αφιέρωνε πολλές ώρες την ημέρα σε αυτήν. Αισθανόταν πως κάτι σήμερα, του έλεγε να πάει πιο νωρίς στο σπίτι και να καθίσει με τους δικούς του ανθρώπους. Είχε αυτήν την ανάγκη, να δει την κυρία Γεωργία και τα παιδιά τους, μαζεμένους γύρω του. Όπως τότε, πριν από δυο περίπου μήνες. Εκείνη την βροχερή ημέρα, στις αρχές του καλοκαιριού. Ένοιωθε πολύ μπερδεμένος. Ο μισός Αύγουστος είχε ήδη περάσει, αλλά τα πράγματα παρέμεναν το ίδιο ακαθόριστα και συγκεχυμένα. Ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη και οι φήμες για νίκη ή ήττα του Ελληνικού Στρατού, η μία διαδεχόταν την άλλη και συνεχώς εναλλάσσονταν. Και ο ίδιος ο Ανδρέας ήταν πραγματικά μπερδεμένος. Δεν ήξερε πλέον τι να πιστέψει. Ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο ίδιος ο ιεράρχης, που όλοι στην Σμύρνη σεβόντουσαν, είχε ακούσει με τα ίδια του τα αυτιά, από τα χείλη του Αρχιστράτηγου, ότι ο Ελληνικός Στρατός όταν υποχωρεί δεν ηττάται, αλλά αντίθετα εφαρμόζει σχεδιασμένους τακτικούς στρατιωτικούς ελιγμούς. Και μήπως ήταν μόνος του; Όχι βέβαια! Και άλλοι πέντε νοματαίοι μαζί του, ακόμη δύο άνθρωποι του Θεού και της εκκλησίας και τρεις πρόκριτοι της πόλης. Όλοι τους άνθρωποι με πιστότητα λόγου. Άρα και ότι μετέφεραν, θα είχε την ίδια ακρίβεια λόγου. Και ήθελε πολύ ο Ανδρέας να το πιστεύει, ότι όσα περί ήττας του Ελληνικού Στρατού ακουγόντουσαν, ήταν όλα ψέματα. Ήθελε να πιστεύει, όπως και όλος ο κόσμος, όχι αυτό που η λογική υποδείκνυε, αλλά εκείνο που η καρδιά λαχταρούσε. Την σωτηρία της Σμύρνης και των κατοίκων της. Ήταν όμως και προνοητικός. Χωρίς να πει λέξη στην κυρά Γεωργία, γιατί αυτή τώρα τελευταία γκρίνιαζε περισσότερο από το συνηθισμένο, μερικά χρήματα τους, τα έκαμε χρυσές τούρκικες λίρες. Και μήπως εάν τα πράγματα δεν εξελισόντουσαν όπως το φοβόταν, αλλά αντίθετα όπως το ευχόταν, θα έχανε και τίποτα; Η χρυσή τούρκικη λίρα, δεν χάνει ποτέ την αξία της, είτε σαν χρήμα, είτε σαν χρυσός και το σημαντικότερο, παντού έχει πέραση. Τις έκρυψε κάτω στο κελάρι του σπιτιού, σε ένα καλό σημείο. Ήταν αρκετές και αν ποτέ ερχόταν το κακό που όλοι απεύχονταν, θα μπορούσε η οικογένεια του, όπου και να πήγαινε, για αρκετό χρόνο να ζήσει, χωρίς ιδιαίτερες στερήσεις. Θα μπορούσαν να σώσουν την οικογένεια του και να της δώσουν και την μαγιά, σε έναν νέο τόπο, για μια νέα ζωή και μια νέα δουλειά. Όλα τα είχε προνοήσει ο Ανδρέας και αν η γυναίκα του, δεχόταν να φύγει με τα παιδιά, θα ήταν πολύ ήσυχος. Βέβαια ακόμη καιρός υπήρχε, αλλά εκείνη του το είχε ξεκόψει. ‘‘Η θέση της γυναίκας..’’ έλεγε, ‘‘..είναι πάντα δίπλα στον άνδρα της και στο καλό και στο κακό. Εγώ δεν φεύγω χωρίς εσένα. Οικογένεια είμαστε και όλοι μαζί σε όλα’’ και άντε τώρα να της αλλάξεις τα μυαλά. Από την άλλη πάλι, να κλείσει το μαγαζί και να τους πάρει και να φύγουν όλοι μαζί στην Αθήνα, στην Χίο ή όπου αλλού, ήταν μια λύση. Όμως αν δεν συνέβαινε τίποτα, πως θα γυρνούσε πίσω και τι δικαιολογία θα εύρισκε και το πιο σπουδαίο, ποιος θα τον πίστευε. Και τότε πώς θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του, αντικρίζοντας στα βλέμματα όλων την περιφρόνηση για την δειλία του και την άσκοπη φυγή του; Έτσι λοιπόν αποφάσισε και άλλη λύση δεν υπήρχε. Θα μείνουν όλοι εκεί και ότι ο Θεός επιφυλάσσει για τους άλλους, το ίδιο θα επεφύλασσε και για αυτούς. Με βαριά καρδιά το αποφάσισε, το αποδέχθηκε μα και τι άλλο να έκανε! Με τις σκέψεις αυτές, έφθασε στην γειτονιά του. Εκεί όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε, παντρεύτηκε και έκαμε οικογένεια. Έφθασε στη γειτονιά του και στην μεγάλη του οικογένεια. Γιατί έτσι θεωρούσε όλους τους ανθρώπους της γειτονιάς του. Την άλλη

125


126 του οικογένεια, και μήπως δεν ήταν και έτσι; Κοντοστάθηκε για λίγο σαν αντίκρισε τον αυλόγυρο του σπιτιού του. Πόσο όμορφο του φάνηκε το σπίτι του, σαν να το έβλεπε σήμερα για πρώτη φορά. Το σπίτι αυτό το είχε πάρει από τον πατέρα του και αμέσως κινηματογραφικά, θυμήθηκε πόσες αταξίες είχε κάνει σαν παιδί. Όμως, ο μπάρμπα Κωστής ο πατέρας του, ποτέ δεν σήκωσε το χέρι του να τον κτυπήσει, ότι και αν έκανε σαν παιδί. Το είχε σε κακό να κτυπήσει τα παιδιά του. Τα μάλωνε και όταν από τα νεύρα του μάζευε τα φρύδια προς το κέντρο του μετώπου του, ένδειξη του ότι είχε νευριάσει πάρα πολύ, η όψη του έμοιαζε, θαρρείς και θα ξεσπούσε καταιγίδα. Χαμογέλασε στην σκέψη των παιδικών του χρόνων και στην θύμηση του πατέρα του. ‘‘Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε..’’, σκέφτηκε ‘‘και έχω τώρα την δική μου οικογένεια να σκέφτομαι και πρέπει να δω και πως θα την προστατεύσω’’. Προχώρησε προς την αυλόπορτα, της οποίας πάντα το ένα της το φύλλο ήταν μονίμως ανοιχτό διάπλατα. Γιατί να το έκλειναν άλλωστε, τι να είχαν να φοβηθούν τόσα χρόνια. Τίποτα, όμως από τώρα και στο εξής αναρωτήθηκε, μήπως θα ήταν φρόνιμο να παραμένει κλειστό και αυτό. Ημέρα και νύχτα. Μάλιστα την νύχτα, να ασφαλίζει και από μέσα. Βέβαια δεν εξασφάλιζε και πολλά, γιατί ο μαντρότοιχος μπορεί να ήτανε ψηλός, γύρω στο 1,5 μέτρο περίπου, όμως εάν κάποιος ήθελε να μπει μέσα στην αυλή και στο σπίτι όταν η αυλόπορτα ήταν κλειστή, δεν θα του ήταν και τόσο δύσκολο. Αλλά οι μέρες είναι πονηρές και δύσκολες, σκέφθηκε και καλού κακού μια πόρτα κλειστή, είναι πάντα κέρδος και ποτέ χάσιμο. Με αυτές τις σκέψεις, μπήκε στην αυλή και σαν μια πρώτη αρχή, έκλεισε πίσω του το μέχρι τώρα μονίμως ανοιχτό φύλλο της αυλόπορτας. Το βράδυ θα την ασφάλιζε κιόλας. Έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού του και τότε σκέφτηκε ότι αν τον έβλεπαν τόσο νωρίς στο σπίτι οι δικοί του, θα ανησυχούσαν. Θα νόμιζαν, ποιος ξέρει και τι; Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία, μια καλή δικαιολογία. Διερωτήθηκε τι; Τίποτα βρε αδελφέ, απάντησε και πάλι μόνος του στον εαυτόν του, τίποτα δεν θα τους έλεγε για δικαιολογία. Και γιατί δηλαδή να τους έλεγε δικαιολογία! Θα τους έλεγε την αλήθεια. Θα τους έλεγε ότι ‘δεν είχε δουλειά στο μαγαζί και είπα να το κλείσω λίγο πιο νωρίς, να έρθω να σας χαρώ και να ξεκουραστώ και λίγο παραπάνω. Δεν έχω άλλωστε το δικαίωμα αυτό;’ έτσι θα τους έλεγε. Άνοιξε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Καλησπέρισε τις δύο κόρες του και την γυναίκα του. Ο Κωνσταντίνος ήταν στο δωμάτιο του, έτσι του είπε η κόρη του η Αμαλία, όταν εκείνος ρώτησε. - «Καλησπέρα στα κορίτσια μου, καλησπέρα και σε σένα κυρά Γεωργία». - «Καλησπέρα πατέρα» απάντησαν εκείνες, σχεδόν ταυτόχρονα. - «Καλησπέρα Ανδρέα μου, πως και έτσι νωρίς σήμερα;» ρώτησε η γυναίκα του. - «Ε, να! είπα να κλείσω νωρίς σήμερα. Νοιώθω κουρασμένος και μιας και δεν είχε και δουλειά, είπα να κλείσω λίγο πιο νωρίς και να έρθω στο σπίτι. Να καθίσω μαζί σας, γιατί η αλήθεια είναι ότι μου λείψατε κιόλας λίγο». Αισθάνθηκε πως μπέρδεψε προς στιγμήν τα λόγια του και πως με αυτό τον τρόπο ακούσθηκε, μάλλον κατά τρόπον όχι και τόσο πιστευτό. Απέφυγε να τις κοιτάξει στα μάτια, ιδίως την γυναίκα του, γιατί αισθανόταν ότι και το βλέμμα του ακόμη, θα πρόδιδε κάτι. Έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε. Έπειτα κρέμασε και το καπέλο του. Δεν περίμενε να έρθει το ταίρι του για να του πάρει το σακάκι, όπως έκανε συνήθως. Φοβόταν πως και το ίδιο του το κορμί, θα μαρτυρούσε το ψέμα του. Και από τόσο κοντά, σίγουρα η κυρά Γεωργία, θα το καταλάβαινε αμέσως. Γιατί όταν ζήσεις με έναν άνθρωπο τόσα χρόνια, όπως ο Ανδρέας με την γυναίκα του και όταν ένα ανδρόγυνο είναι τόσο σφιχτά και ζεστά δεμένο, τότε τα λόγια είναι περιττά. Τα μάτια και το κορμί μιλούν. Οι κινήσεις των χεριών μιλούν. Η σιωπή και το ένα βλέμμα που αποφεύγει το άλλο, όλα αυτά από μόνα τους, μιλάνε. Και λένε λόγια ηχηρά. Και η Γεωργία, τον ήξερε τον Ανδρέα της καλά, τόσο

126


127 καλά, που θαρρείς και τον είχε γεννήσει. Λες και δεν ήταν ο άνδρας της, μα ο μεγάλος της γιος. Και όταν μια γυναίκα, καταφέρει να κάνει τον άνδρα της, στο σπίτι του να νοιώθει σαν γιος της, τότε αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μόνον μια έξυπνη γυναίκα. Αυτό το έλεγε και η μάνα της, αλλά και η πεθερά της. ‘Κόρη μου, τον άνδρα σου να τον φέρεσαι, σαν παιδί σου και δεν θα χάσεις. Να θυμάσαι ότι είναι ένα μεγάλο παιδί ο άνδρας και αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ’. Τα λόγια αυτά τα άκουσε από τα χείλη της πεθεράς της, της κυρά Αμαλίας, που όλη η γειτονιά σεβόταν. Ήταν έξυπνη γυναίκα και με τόση περίσσεια σοφία, ώστε κατάφερνε να κουμαντάρει καλά τον άνδρα της, τον μπάρμπα Κωστή. Θυμάται, πως όταν ερχόταν ο πεθερός της στο σπίτι, τον καλωσόριζε πάντα με χαμόγελο και συνήθως με τα παρακάτω λόγια, ‘Καλώς τονε τον άνδρα μου, καλώς τον, τον κουβαλητή μου, που όλη η Σμύρνη με ζηλεύει, που τον έχω εγώ άνδρα’. Τέτοια του έλεγε και ο μπάρμπα Κωστής, φιλότιμος άνδρας, όχι δεν της έλεγε ποτέ και σε τίποτα. Έξυπνη γυναίκα η πεθερά της, πολύ έξυπνη, στ΄ αλήθεια. - «Να σου ψήσω έναν καφέ, Ανδρέα μου..» τον ρώτησε η γυναίκα του «..ή μήπως έχεις πιει στο μαγαζί;». - «Να με ψήσεις βρε γυναίκα, μα μετά θέλω πριν το φαγητό να με ετοιμάσεις και ένα ρακί να πιω, να μου ανοίξει την όρεξη. Θέλω να με κάνεις και έναν καλό μεζέ, όπως μόνο εσύ ξέρεις». - «Ναι Ανδρέα μου, ό,τι πεις εσύ άνδρα μου». Ο Ανδρέας πήγε προς την βρυσούλα και έπλυνε τα χέρια του και το πρόσωπο του. Αφού σκουπίστηκε, πήγε και κάθισε στο τραπέζι, στην δική του θέση. - «Τι κάνουν οι μικρές κυρίες του σπιτιού;», ρώτησε μόλις ήρθε κοντά στο τραπέζι και τράβηξε την καρέκλα του για να καθίσει. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η μικρή του κόρη, η Κατερίνα, η πριγκηπέσα, του έφερε και τις παντούφλες του. - «Καλά πατέρα, συζητούσαμε με την μητέρα και λέγαμε ότι το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα και όπου να ΄ναι, ανοίγουν και πάλι τα σχολεία». - «Α, ναι ε! και δεν μου λέτε κόρες μου, σας στεναχωρεί αυτό;» ρώτησε με ύφος λίγο πειραχτικό. - «Όχι καλέ πατέρα, απλώς το συζητούσαμε», είπε η Κατερίνα. - «Ααα! είπα και εγώ μήπως και σας στεναχωρεί» - «Εεε, όχι είπαμε καλέ πατέρα, πως σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;» απάντησε και πάλι η ίδια. - «Να και ο καφές του αφέντη μου, όπως τον θέλει, με μπόλικο καϊμάκι και σιγοψημένος. Κορίτσια, η μια σας, να φέρει ένα ποτήρι νερό στον πατέρας σας και η άλλη το σταχτοδοχείο». - «Ναι μαμά», απάντησαν τα μικρά θηλυκά της οικογένειας και έτρεξαν να κάμουν ό,τι η μητέρα τους, τα πρόσταξε. - «Γεωργία, γιατί για δεν κατεβαίνει από το δωμάτιο του ο γιος μας, μπας και είναι κακιωμένος;» - «Όχι βρε άνδρα μου, τι είναι αυτά που λες. Μάλλον δεν θα σε άκουσε, φαίνεται!» - «Εγώ έφερα το σταχτοδοχείο, πιο γρήγορα από την Αμαλία..» είπε η πριγκηπέσα, «..έφερα και τις παντούφλες του μπαμπά. Εγώ τον αγαπάω πιο πολύ από σένα», συμπλήρωσε απευθυνόμενη στην αδελφή της. - «Εγώ όμως και η μαμά σας, σας αγαπάμε εσάς τις δυο σας και τον Κωνσταντίνο μας, το ίδιο και αυτό να μην το ξεχνάτε καθόλου», είπε ο πατέρας τους, καθώς έστριβε ένα τσιγάρο. - «Πατέρα, ήρθες;» ακούσθηκε από την σκάλα, καθώς κατέβαινε, ο Κωνσταντίνος. - «Ήρθα γιε μου, ήρθα» - «Και πως έτσι νωρίς, σήμερα;»

127


128 - «Α! γιε μου, καιρός να ξεκουραστώ και εγώ κομματάκι, δεν συμφωνείς; Μικρό αφεντικό είσαι, πάρε λοιπόν τα κλειδιά από το σακάκι μου και πήγαινε να ανοίξεις εσύ το μαγαζί» τον πείραξε ο πατέρας του. - «Συγνώμη πατέρα, δεν ήθελα να πω τίποτα παραπάνω, παρά μόνο ότι δεν μας συνήθισες σε κάτι τέτοιο και έτσι ανησύχησα που σε είδα στο σπίτι. Νόμισα ότι είσαι άρρωστος». - «Ξέρω γιε μου και εγώ σε πειράζω. Έλα κάθισε εδώ κοντά μου, παρέα μας ή μήπως έχεις δουλειά στο δωμάτιο σου;» - «Όχι πατέρα, σε άκουσα και γι΄ αυτό κατέβηκα, για να σου κάνω και εγώ παρέα. Άλλωστε πήγα στο δωμάτιο μου, επειδή ήμουν μόνος εδώ κάτω με τρεις γυναίκες και….καταλαβαίνεις τώρα, τι να έκανα εγώ;» - «Καταλαβαίνω, πως δεν καταλαβαίνω γιε μου», είπε και διακριτικά αλληλοκοιτάχτηκαν με την γυναίκα του, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ένα βλέμμα, όλο νόημα. Το βλέμμα τους, ένα γρήγορο και φευγαλέο βλέμμα, είπε στον καθένα τους πάρα πολλά. Ο γιος τους μεγάλωσε πια. Δεν είναι παιδί και γίνεται άνδρας και δεν μπορεί πλέον να κάθεται με τις γυναίκες του σπιτιού. - «Και γιατί δεν ήρθες μέχρι το μαγαζί, να με βοηθήσεις, γιε μου; Και σήμερα το απόγευμα, μα την αλήθεια, ήθελα ένα ακόμη χέρι στο μαγαζί». - «Έχεις δίκιο πατέρα, έχεις δίκιο. Πώς δεν το σκέφτηκα καλέ μητέρα;» - «Δεν πειράζει γιε μου, καλλίτερα έτσι..» του απάντησε η μητέρα του και συνέχισε, «..γιατί εάν πήγαινες και εσύ στο μαγαζί, σίγουρα ο πατέρας σας δεν θα το έκλεινε τόσο νωρίς και δεν θα ερχόταν να καθίσει μαζί μας, παρέα μας. Και όλοι μας το θέλαμε αυτό, πάρα πολύ, έτσι δεν είναι κορίτσια;» - «Ναι, μητέρα», απάντησαν εκείνα. Η κυρία Γεωργία, έξυπνη γυναίκα, βρήκε τον τρόπο και τα μπάλωσε στα γρήγορα. Γιατί δεν ήθελε να αισθάνεται ο γιος της άσχημα. Μητέρα ήταν και ήθελε τα παιδιά της, να αισθάνονται πάντα ευχάριστα. Με το που ήπιε το καφεδάκι του, ο κύρης του σπιτιού, η γυναίκα του πήγε να του ετοιμάσει το ρακί που της είχε ζητήσει ο άνδρας της, την ώρα που είχε έρθει στο σπίτι τους. Οι κόρες του, η μια πήρε το σταχτοδοχείο για να το αδειάσει και η άλλη πήγε το φλιτζάνι του καφέ στον νεροχύτη. - «Κωνσταντίνε μου..» - «Ναι πατέρα» - «Μεγάλωσες τώρα γιε μου, έγινες παλικαράκι, σωστός άνδρας θα έλεγα. Ο δεύτερος άνδρας του σπιτιού και θα πρέπει να ξέρεις ότι ως άνδρες, έχουμε την υποχρέωση να προστατεύουμε τις γυναίκες» - «Το ξέρω πατέρα, αλλά πώς σου ήρθε και μου το λες αυτό;…», σταμάτησε για λίγο, «..έκανα κάτι…» ρώτησε με δισταγμό και κομπάζοντας, ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να σκεφθεί, αναζητώντας ταυτόχρονα και την απάντηση στην ερώτηση του. - «Όχι αγόρι μου..» τον πρόλαβε ο πατέρας του, που κατάλαβε ότι τον έφερε σε δύσκολη θέση, «…όχι παλικάρι μου. Να έτσι το είπα για να κάνω κουβέντα μεταξύ των ανδρών, τώρα που λείπουν οι γυναίκες και δεν ακούνε, τώρα που είμαστε μόνοι οι άνδρες του σπιτιού». Ούτε και εκείνος κατάλαβε πως ξεστόμισε εκείνες τις λέξεις. Μήπως ήθελε και να τις πει; Όχι βέβαια! Τι θα πει άλλωστε ‘οι άνδρες έχουν υποχρέωση να προστατεύουν τις γυναίκες’. Πώς το είπε αυτό; Τι τον ώθησε να πει τέτοιες κουβέντες! Παρόρμηση της στιγμής θα ήταν. Αυθόρμητα και ασυναίσθητα, άρθρωσε τις λέξεις αυτές. Μετάνιωσε,

128


129 αλλά ικανοποιήθηκε, που ο γιος του συμφώνησε αμέσως μαζί του και κανείς ενδοιασμός δεν υπήρξε σε εκείνον για τις δικαιολογίες, που στην ερώτηση του, του αντέταξε ο πατέρας του. Εκείνη την στιγμή, έρχονται και οι γυναίκες από την κουζίνα και κάθε μια τους και κάτι κουβαλάει. Η μητέρα τους κρατάει έναν δίσκο, που επάνω του είχε ένα μικρό γυάλινο κανατάκι γεμάτο ρακί, λίγες φέτες ψωμί και ένα δυο μικρά πιατάκια με μεζεδάκια. Η Αμαλία η κόρη του, κουβαλάει έναν άλλον δίσκο με τέσσερα πιατάκια με γλυκό του κουταλιού και η Κατερίνα, το στερνοπούλι τους, έναν τρίτο δίσκο με πέντε ποτήρια νερό. Όλοι μαζί στο τραπέζι θα καθόντουσαν, γι αυτό και όλοι κάτι θα έτρωγαν και έτσι ήταν και το σωστό. Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε ευχάριστα με αστεία και γέλια, μέχρι περίπου στις 11 η ώρα το βράδυ, που ήταν και η ώρα που τα παιδιά συνήθως πηγαίνουν στα κρεβάτια τους για ύπνο. Η κυρία Γεωργία σηκώθηκε και πήγε να ανάψει τις δυο από τις τρεις γκαζόλαμπες, που είχε επάνω στον πάγκο της κουζίνας και τις είχε ετοιμάσει από το απόγευμα, όπως κάνει κάθε μέρα. Καθαρίζει δηλαδή από νωρίς το απόγευμα τα λαμπόγυαλα τους, τις γεμίζει με φωτιστικό πετρέλαιο και ελέγχει το φυτίλι τους. Και αφού τα κάνει όλα αυτά, τότε τις ακουμπά επάνω στον πάγκο της κουζίνας, ώστε να είναι έτοιμες να χρησιμοποιηθούν, όταν θα έρθει η ώρα του ύπνου. Κάθε μέρα ετοιμάζει τέσσερις τέτοιες λάμπες. Μία για το δωμάτιο των κοριτσιών, μία για το δωμάτιο του Κωνσταντίνου και μία για το δικό τους το δωμάτιο. Η τέταρτη, είναι αυτή που χρησιμοποιούν στο καθιστικό του σπιτιού στο ισόγειο και όσο αυτοί εκεί κάθονται, όπως και τώρα. Έπειτα και όταν όλοι τους θα ανέβουν στις κάμαρές τους, χαμηλώνει το φυτίλι της και την αφήνει όλο το υπόλοιπο βράδυ εκεί κάτω, να σιγοφωτίζει. Γιατί την νύχτα, πρέπει να υπάρχει λίγο φως παντού και σε όλο το σπίτι, ώστε εάν κάποιος χρειαζόταν να κατέβει στο ισόγειο, να μην είναι σκοτεινά και να μην χρειάζεται να πάρει την λάμπα από το δωμάτιο του. Μόλις τις άναψε, επέστρεψε κρατώντας τις δύο λάμπες στα χέρια και τις ακούμπησε επάνω στο τραπέζι, λέγοντας: - «Παιδιά, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάτε στα κρεβάτια σας. Πάρτε τις λάμπες σας και σιγά-σιγά να ανεβαίνετε». - «Καλά βρε μητέρα…» είπε ο Κωνσταντίνος, «..ας αργήσουμε και λίγο παραπάνω απόψε. Κάθε μέρα δεν έχουμε την ευκαιρία να καθόμαστε όλοι μαζί και να τα λέμε». - «Έχεις δίκιο αγόρι μου, μα πρέπει να σκεφθείτε ότι είναι ήδη περασμένες 11 και ύστερα, νομίζω πως ο πατέρας σας, μας είπε ότι ήρθε νωρίς, γιατί αισθάνθηκε λίγο κουρασμένος και θα ήθελε να ξεκουραστεί. Αύριο πάλι, από το πρωί στο μαγαζί θα είναι. Το βρίσκεις σωστό, να πάει ο κύρης του σπιτιού για ύπνο και εμείς εδώ να ξενυχτάμε;» - «Όχι, αλλά να…..έλεγα μήπως και ο πατέρας….», κόμπιασε και δίστασε να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του. Τον διευκόλυνε ή του έδωσε απάντηση ο πατέρας του, ο οποίος ακούσθηκε να λέει: - «Ο πατέρας, Κωνσταντίνε μου, λέει ό,τι και η μητέρα σας, η οποία νομίζω πως έχει απόλυτο δίκιο. Είναι ώρα να πάτε στα κρεβάτια σας. Και έπειτα, θέλω και εγώ πριν πάω να πλαγιάσω, να καθίσω λίγο με την μητέρα σας μόνοι μας. Ανδρόγυνο είμαστε και όλο και κάτι θα θέλουμε να πούμε δικό μας, έτσι δεν είναι; Άλλωστε, όπως είπα και όταν ήρθα το απόγευμα από το μαγαζί, είμαι κουρασμένος και σε λίγο θα ανέβ ουμε και εμείς, στην κάμαρη μας» - «Έχεις δίκιο πατέρα», αρκέσθηκε να απαντήσει ο Κωνσταντίνος και σηκώθηκε πρώτος, δίνοντας το παράδειγμα και στις αδελφές του και αφού πήραν τις λάμπες, που η μητέρα τους είχε ήδη ανάψει, ανηφόρισαν προς τα δωμάτια τους, καληνυχτίζοντας τους γονείς τους.

129


130 Όταν το ανδρόγυνο έμεινε μόνο, ο Ανδρέας έβγαλε την ταμπακέρα του και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. Η κυρά Γεωργία, στον χρόνο αυτό, μάζεψε όλα τα πιάτα και τα πήγε στον νεροχύτη της. Έπειτα επέστρεψε και σκούπισε το τραπέζι, πρώτα με μια υγρή πετσέτα και μετά με μια στεγνή και αμέσως μετά καθάρισε και το σταχτοδοχείο και το έβαλε και πάλι μπροστά στον άνδρα της. Έπειτα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. Όλα αυτά κράτησαν περίπου 8 με 10 λεπτά της ώρας και στον χρόνο αυτόν, δεν κοιτάχτηκαν ούτε μια φορά στα μάτια, μεταξύ τους. Και οι δύο τους αισθανόντουσαν βαριά την σιωπή και το μήνυμα της. Καταλάβαιναν ότι αν και δεν μιλούσαν, εκείνη την ώρα, εν τούτοις έλεγαν πολλά με αυτήν τους την σιωπή. Πρώτη αποφάσισε να μιλήσει η γυναίκα του. - «Μίλα Ανδρέα μου, γιατί κάτι θέλεις να πεις, έτσι δεν είναι;» - «Ε,…τι είπες;…Α!.. ναι!…», σταμάτησε και γύρισε και την κοίταξε. Είχε ξαφνιαστεί με την ερώτηση της και ήθελε να κερδίσει χρόνο. Όχι γιατί δεν ήξερε να της απαντήσει αμέσως, μα ακριβώς γιατί δεν περίμενε από εκείνη αυτήν την ερώτηση, τόσο άμεσα και ευθέως. - «Ανδρέα…», είπε εκείνη, μόλις τον είδε να τα χάνει. - «Ναι..» επανέλαβε εκείνος και πάλι αμήχανα. - «Ανδρέα μου, μόνοι μας είμαστε, πες μου τι θέλεις, γιατί από το απόγευμα που ήρθες στο σπίτι, το βλέπω, το αισθάνομαι ότι κάτι θέλεις να μου πεις, έτσι δεν είναι;» - «Ε…ναι, έτσι είναι και ….» σταμάτησε και πάλι για λίγο και την κοίταξε στα μάτια. Πόσο καλά τον ήξερε η γυναίκα του, σκέφθηκε και αμέσως μετά συνέχισε «…θυμάσαι τις προάλλες, που συζητήσαμε για την κατάσταση που…», σταμάτησε και πάλι, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν χρειαζόταν και να ολοκληρώσει την σκέψη του, προκειμένου εκείνη να καταλάβει.. - «Ναι, πώς και δεν θυμάμαι; Θυμάμαι και βέβαια θυμάμαι, ε και;» απάντησε η γυναίκα του. - «Γεωργία,… φαίνεται πως τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου και δυστυχώς χειροτέρεψαν. Και για να είμαι περισσότερο ειλικρινής, μάλλον μέρα με την μέρα, η όλη κατάσταση γίνεται και μη αναστρέψιμη». - «Μα τι κάθεσαι και ακούς βρε Ανδρέα μου. Τις προάλλες, την Κυριακή, μετά την δοξολογία, δεν είπε ο παπάς, ότι εκείνη η επιτροπή, που είναι μέλος της και ο Μητροπολίτης μας ο Χρυσόστομος, πήγε στον ...ααχ.. μωρέεε.., ξέχασα πώς τον είπε να δεις…ααα ναι θυμήθηκα, στον Αρχιστράτηγο...» - «Τον Χατζηανέστη…» - «Ναι στον Χατζηανέστη, και εκείνος τους διαβεβαίωσε ότι όταν ο Ελληνικός Στρατός χάνει μια πόλη ή ένα χωριό, στην πραγματικότητα δεν το χάνει, αλλά επίτηδες το αφήνει επειδή κάνει, να δεις πώς το είπε,…κάνει κάτι σαν την φάκα, που πιάνει τον ποντικό μας είπε ο παπάς και τέλος πάντων, αυτός ο… πως τον είπες;..» - «Ο Χατζηανέστης…» - «..αυτός, τους είπε να μην φοβούνται! Ψέματα λες να τους είπε, βρε Ανδρέα μου, ψέματα; Το είπε τις προάλλες ο παπάς την Κυριακή στην εκκλησία και αυτό τους το ζήτησε να το κάνουν, ο ίδιος ο Μητροπολίτης μας, που εκείνος όπως ξέρεις, το άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά, από τον ίδιο τον Στρατηγό τον …, αυτόν τέλος πάντων, όπως τον είπες» - «Τον Χατζηανέστη» - «Ναι αυτού του Χατζηανέστη. Αυτός είναι, έτσι είπε ο παπάς, ο μεγαλύτερος στον βαθμό, αυτός τους κάνει κουμάντο όλους τους στρατιώτες μας και τους Αξιωματικούς μας, εδώ στην Μικρά Ασία. Έτσι δεν είναι Ανδρέα μου; Τώρα εσύ, τι κάθεσαι και ακούς λόγια στον καφενέ και από τον καθένα, δεν σε καταλαβαίνω!»

130


131 Την κοίταξε λίγο αμήχανα και προς στιγμή προβληματίσθηκε και ο ίδιος και σκέφτηκε ‘‘μωρέ λες να κάνω τέτοιο λάθος και να έχει δίκιο η κυρά Γεωργία και εγώ άδικα να βασανίζομαι; Κι ύστερα, γυναίκα πράμα, δεν φοβάται και εγώ ο άνδρας της, να φαίνομαι και μπροστά της μάλιστα ότι…’’. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου ούτε και ήθελε να το σκεφθεί άλλο και γι΄ αυτό και σταμάτησε μέχρι εκεί την σκέψη του. Όμως από την άλλη και στην μικρότερη πιθανότητα, έστω και στην ελάχιστη να δεχθούμε ότι είχε εκείνος δίκιο, τότε…..τότε το κακό θα ήταν σίγουρα μεγάλο. πιθανόν να στοίχιζε και την ίδια τους ην ζωή. Δεν ήθελε να σκεφτεί την πιθανότητα να έχει δίκιο, έπρεπε όμως να είναι έτοιμος και για αυτήν την περίπτωση και έπρεπε να λάβει τα μέτρα του, πριν τα γεγονότα τους προλάβουν. Στις σκέψεις αυτές αισθάνθηκε άσχημα και προκειμένου να βρει διέξοδο, πρότεινε στην γυναίκα του να πάνε και εκείνοι για ύπνο. Θα επανεξέταζε, σκέφθηκε, όλα τα γεγονότα και τα πράγματα από την αρχή, σε μηδενική βάση και τότε θα το ξανασυζητούσαν. Η κυρά Γεωργία κατάλαβε ότι έφερε σε δύσκολη θέση τον άνδρα της και αισθάνθηκε και εκείνη άσχημα. Διαισθάνθηκε ότι η πρόταση του για να πάνε για ύπνο, ήταν ένας τρόπος διαφυγής και αποφυγής της συζήτησης περαιτέρω. Γι αυτό και δεν είπε τίποτα άλλο και αμέσως συμφώνησε μαζί του. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα της. Πήρε την γκαζόλαμπα, που ήταν επάνω στον πάγκο της και επέστρεψε πίσω. Την άναψε και αμέσως μετά χαμήλωσε την φλόγα της λάμπας που ήδη έκαιγε στο καθιστικό. Την χαμήλωσε τόσο, όσο να ψευτοφωτίζει τον χώρο και να σπάει το σκοτάδι. Έπειτα άφησε τον άνδρα της να πάει μπροστά και να ανέβει πρώτος την σκάλα και εκείνη τον ακολούθησε κρατώντας την λάμπα και φροντίζοντας να του φωτίζει τα σκαλιά. Καθώς ανέβαιναν, έσπασε την σιωπή, λέγοντας του, «Έχεις δίκιο άνδρα μου, πάμε και εμείς να ξαπλώσουμε. Και αν άφησα και τα πιάτα άπλυτα στον νεροχύτη και αύριο μέρα του Θεού είναι».

131


132

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΙΛΟΤΟΙ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

132


133

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Ήταν κοντά 10 η ώρα το πρωί, όταν ο Δημητρός πήγε στο γραφείο του αφεντικού του και του ζήτησε να μιλήσουν. Δεν είχε δουλειά το μαγαζί και έτσι βρήκε λίγο χρόνο και την ευκαιρία να το κάνει. - «Και βέβαια Δημητρό μου μπορούμε να μιλήσουμε. Μα το ρωτάς; Ρωτάς εσύ αν μπορούμε να μιλήσουμε; Κάθισε…» και του έδειξε με το χέρι του μια καρέκλα του γραφείου, «..τι έχεις να μου πεις; Έχουμε κάποιο πρόβλημα στο μαγαζί; ή …» δίστασε προς στιγμήν και αμέσως μετά συνέχισε «…συμβαίνει τίποτα με την οικογένεια σου, με το σπίτι σου, Δημητρό;». Και αυτή την φορά τον ρώτησε με φανερή ανησυχία για την οικογένεια του, γιατί εν τω μεταξύ ο Ανδρέας σκέφθηκε, πως αν ήταν κάτι με το μαγαζί ή με την δουλειά, λίγο πολύ φαντάστηκε, πως θα το ήξερε. - «Όχι αφεντικό, με την οικογένεια δεν συμβαίνει τίποτα και να ΄σαι καλά που ρωτάς. Ούτε και με την δουλειά έχει σχέση». - «Ε, τότες τι είναι βρε Δημητρό μου και με κάνεις και ανησυχώ τώρα ακόμη περισσότερο;» - «Διάβασες εφημερίδες, κυρ Ανδρέα;» - «Όχι, γιατί;» του απάντησε και τον κοίταξε λιγάκι ανήσυχα, σχεδόν καταλαβαίνοντας τώρα γιατί πράγμα θα του μιλούσε στην συνέχεια της κουβέντας τους.. - «Γράφουν ότι στα Μουδανιά, τα στρατεύματα μας δεν τα πάνε καλά, τα βρήκαν σκούρα, πολύ σκούρα μάλιστα. Γράφουν ότι στις 19 Αυγούστου, το χωριό Ουσάκ, το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πρώτα κατέλαβαν το Αφιόν Καραχισάρ και τώρα το Ουσάκ. Οι Τούρκοι, αφεντικό, μέρα με την μέρα, όλο και έρχονται προς τα δυτικά, προς τις ακτές και την πόλη μας. Έγραψαν οι εφημερίδες επίσης ότι στις 20 του Αυγούστου, παραδόθηκε και ο Στρατηγός Τρικούπης στους Τούρκους, αφού είχε ολοκληρωτικά περικυκλωθεί από αυτούς. Δεν πρέπει να πηγαίνουν καλά τα πράγματα, έτσι μου φαίνεται εμένα κυρ Ανδρέα, δεν πρέπει. Εσύ τι λες;» - «Πότε μωρέ Δημητρό, τα γράφουν αυτά, πότε;», ρώτησε και η ανησυχία ήταν ολοφάνερη στην φωνή του. - «Χθες ακόμη αφεντικό, χθες, προχθές και τις περασμένες μέρες. Τα περισσότερα τα έγραφαν χθες, μα και τις άλλες μέρες, σχεδόν τα ίδια ή παρόμοια γράφανε. Και λέγεται μάλιστα ότι και ο Χατζηανέστης, ο Αρχιστράτηγος, θα φύγει και θα στείλουν από την Ελλάδα, άλλον στην θέση του και γρήγορα μάλιστα. Αυτά γράφανε οι εφημερίδες και χθες στον καφενέ, αυτά συζήταγαν και όλοι τους ήταν το ίδιο ανήσυχοι. Δεν ξέρω τι να πω!» - «Τι είναι αυτά που μου λες, μωρέ Δημητρό, τι είναι;» - «Ναι αφεντικό…», απάντησε εκείνος και κούνησε το κεφάλι του με νόημα, πάνω κάτω. - «Έχε τον νου σου στο μαγαζί, βρε Δημητρό, να πεταχτώ μέχρι κάτω στην προκυμαία, να δω τι γίνεται. Θε να ΄ρθαν και οι εφημερίδες ε; δεν θα έχουν έρθει;» είπε ο Ανδρέας, καθώς σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήρε το σακάκι του και το καπέλο του από την κρεμάστρα του γραφείου. - «Πρέπει αφεντικό, πρέπει. Εκτός εάν…», είπε και σιώπησε. - «Εκτός εάν τι βρε Δημητρό; Όλο το κακό έχεις στο νου σου. Σήμερα ούτε που σε αναγνωρίζω, ούτε που…» και του έριξε ένα βλέμμα, λες και ο υπαίτιος για την όλη κατάσταση, να ήταν εκείνος. Βγήκε βιαστικά από το γραφείο και το ίδιο βιαστικά βγήκε και από το μαγαζί και πήρε τον δρόμο για την προκυμαία. Περπατούσε με βήματα γρήγορα και στα αυτιά του ηχούσαν τα λόγια του υπαλλήλου του, ‘εκτός εάν’. ‘‘Αχ βρε Δημητρό, όλο το κακό βάνεις στο νου σου’’, μονολόγησε καθώς βάδιζε. Και μήπως και

133


134 αυτός το ίδιο δεν είχε στο μυαλό του; Όμως σήμερα δεν ήθελε να το ακούσει και πολύ περισσότερο να το πιστέψει. Ήταν ήδη 23 Αυγούστου και σε λίγο θα έφευγε το καλοκαίρι και θα έμπαινε το Φθινόπωρο. Και ενώ όλο το καλοκαίρι, εκείνο που συνεχώς σκεπτόταν και τον ανησυχούσε, ήταν ακριβώς το ίδιο θέμα, σήμερα έπιασε τον εαυτόν του απροετοίμαστο να το δεχτεί και μάλλον πανικοβλήθηκε κιόλας, μόλις το άκουσε. Και γι΄ αυτό και μίλησε λίγο απότομα και άσχημα στον Δημητρό και αυτό το τελευταίο δεν θα το συγχωρούσε στον εαυτόν του. Αποφάσισε πως θα έπρεπε να του ζητήσει συγνώμη μόλις επέστρεφε στο μαγαζί. Έπρεπε να του ζητήσει και σίγουρα εκείνος θα καταλάβαινε. Έφτασε στην παραλία και είδε κατά μήκος της προκυμαίας και στον χώρο του Τελωνείου να υπάρχει ασυνήθιστα πολύς κόσμος. Τόσος πολύς που πραγματικά του προκάλεσε έντονη αίσθηση και τον παραξένεψε και πολύ. Τράβηξε όμως ίσια για το μαγαζί που πουλούσε τις εφημερίδες. Μόλις έφθασε εκεί, στάθηκε και διάβασε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έτσι όπως αυτές ήταν κρεμασμένες στην σειρά. Όλες περίπου τα ίδια έγραφαν και έγραφαν, δυστυχώς, ότι εκείνος και όλοι οι Έλληνες της Ιώνιας γης, δεν θα ήθελαν να διαβάσουν. ‘‘Ο Ελληνικός Στρατός, υποχωρεί….’’ γράφει η μια. ‘‘Ο Μουσταφά Κεμάλ έρχεται….’’ γράφει η άλλη. ‘‘Αναμένεται η αντικατάσταση του Αρχιστρατήγου….’’ έχει σαν πρωτοσέλιδο η τρίτη και όλες σχεδόν οι άλλες, έγραφαν τις ίδιες ή παρόμοιες ειδήσεις. Αγόρασε δύο διαφορετικές εφημερίδες, προκειμένου να έχει έτσι δύο διαφορετικές θέσεις και να μάθει νέα από δυο τουλάχιστον πηγές. Τα ίδια περίπου έγραφαν και οι δύο τους. Στην μια μάλιστα διάβασε και ότι ο Αρχιστράτηγος, ανακλήθηκε στην Ελλάδα και αντικαθίσταται πολύ σύντομα. Όμως το ‘γιατί’, δεν το έγραφε. Κρύος ιδρώτας αισθάνθηκε να σκεπάζει το μέτωπο του και ορισμένες σταγόνες, ήδη κατηφόριζαν στο πρόσωπό του. ‘‘Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν..’’, σκέφθηκε, ‘‘..όσα ο υπάλληλος μου, μου είπε. Το κακό έρχεται και σύντομα απ΄ ότι φαίνεται’’. Δίπλωσε τις εφημερίδες και τις έβαλε παραμάσκαλα και εκείνη την στιγμή αποφάσισε να πάει στο σπίτι του. Και θα πήγαινε τώρα αμέσως. Έπρεπε να μιλήσει με την γυναίκα του. Το πράγμα, όπως φαίνεται, μάλλον, δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Πρώτα όμως θα έκανε μια βόλτα κατά μήκος της παραλίας και της προκυμαίας. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον, με έναν οποιονδήποτε γνωστό του. Όποιον και να έβρισκε. Είχε την ανάγκη να αλλάξει δυο κουβέντες, να ακούσει και μια άλλη άποψη. Ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, θαλασσινό αέρα. Να γεμίσει τα πνευμόνια του και να ξελαμπικάρει το μυαλό του. Προχώρήσε προς την κατεύθυνση του τελωνείου. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν στην προκυμαία. Ασυνήθιστα πολύς. Όμως γνωστός του, κανένας. Θαρρείς ότι αυτούς όλους τους ανθρώπους, τους έβλεπε για πρώτη φορά. Και η αλήθεια ήταν, ότι δεν τους είχε ξαναδεί ή τουλάχιστον δεν θυμόταν να τους είδε και ποτέ στο παρελθόν. Αντίθετα, θα ορκιζόταν ότι πράγματι, όλους αυτούς τους βλέπει σήμερα για πρώτη φορά. Περπατούσε και κοιτούσε, κανείς τους δεν του ήταν γνωστός, έστω και φυσιογνωμικά, σήμερα που ήθελε και είχε την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον. Έφθασε στο τελωνείο και έβλεπε πλέον καθαρά και την προβλήτα. Είδε ότι και εκεί, υπήρχε πολύ κίνηση. Του φάνηκε πως ήταν κάτι περισσότερο από τις άλλες ημέρες. Αναρωτήθηκε, τι άραγε να συμβαίνει. Πλησίασε ακόμη πιο κοντά. Και εκείνων των ανθρώπων τα πρόσωπα, δεν του φαίνονταν γνωστά. Αυτό τον έβαλε σε υποψίες. Τόσος κόσμος και κανείς τους να μην ήταν γνωστός, αυτό ήταν πράγματι παράξενο. Περπάτησε ανάμεσα τους. Όλοι τους είχαν και από έναν μπόγο, λες και πήγαιναν ταξίδι. Ναι, ήταν πράγματι άγνωστοι του. Δεν ήταν από την Σμύρνη ή την γύρω περιοχή, αυτό ήταν σίγουρο. Κοντοστάθηκε να ακούσει, να κρυφακούσει τι έλεγαν, γιατί του φάνηκε πως είδε και πρόσωπα κλαμένα, κυρίως παιδικά και γυναικών! Έπρεπε να μάθει οπωσδήποτε και γι αυτό και θα κρυφάκουγε.

134


135 - «…ναι σου λέω. Είδαν τον Στρατηγό Τρικούπη να παραδίνεται στους Τούρκους, εκεί στο Αλή Βεράν, στην πεδιάδα». - «Είσαι σίγουρος βρε πατριώτη;» - «Αν είμαι σίγουρος; και το ρωτάς; Και γιατί και για ποιόν άλλον λόγο θαρρείς, ότι θα έπαιρνα άρον-άρον την οικογένεια μου και δυο πράγματα, ίσα-ίσα για τον δρόμο και θα ερχόμουν εδώ. Γιατί νομίζεις ότι και εγώ και όλοι αυτοί ξεσπιτωθήκαμε; Γιατί μέρα με την μέρα, ο πόλεμος πάει από το κακό στο χειρότερο και αλίμονο μας όταν θα φύγουν οι Έλληνες στρατιώτες, αλίμονο μας. Αχ, βρε πατριώτη, μακάρι να δώσει ο Θεός να έχω άδικο, μα…» και τον είδε να κουνάει μοιρολατρικά το κεφάλι, ενώ απομακρυνόταν προς την κατεύθυνση μιας γυναίκας, μάλλον της γυναίκας του, που εκείνη την στιγμή τον φώναξε. Την είδε να κρατά στην αγκαλιά της, ένα μωρό που θα ΄ταν δεν θα ΄ταν ενός χρόνου. Πρόσφυγες, σκέφθηκε ο Ανδρέας, πρόσφυγες είναι όλοι αυτοί και μάλλον από την περιοχή της κοιλάδας του Αλή Βεράν, αλλά και από το Αφιόν Καραχισάρ και το χωριό Ουσάκ. Προχώρησε λίγο παρακάτω και κοντοστάθηκε σε μια άλλη παρέα 4 -5 ανδρών, για να κρυφακούσει. - «…το ακούσαμε την ώρα που ερχόμασταν προς τα εδώ. Ναι βέβαια! Να προχωρήσει λένε ο Ελληνικός Στρατός, προς την Φιλαδέλφεια, αλλά με τι, βρε αδελφέ; Να έβλεπες μόνο τους στρατιώτες μας και τότε θα καταλάβαινες! Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς σφαίρες. Μόνο για στρατός δεν έμοιαζε. Τους διέταξαν λένε και αυτά τα λένε οι ίδιοι οι στρατιώτες μας, να πάνε προς την Φιλαδέλφεια και να καλύψουν…..», σιώπησε για λίγο σκεπτόμενος και μετά συνέχισε «….δεν θυμάμαι ακριβώς τι είπαν μετά, αλλά κάτι στρατιωτικό είπαν. Πάντως θυμάμαι καλά που ένας φαντάρος μας, μου ζήτησε λίγο ψωμί και με ρώτησε εάν έχει τίποτα δένδρα με φρούτα προς την Φιλαδέλφεια. Τους διέταξαν, μου είπε, να πάνε προς τα εκεί και να δεις πως το είπε, αααχ…. ααα ναι! ‘να κινηθούν προς την Φιλαδέλφεια, ‘τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας’, έτσι τους είπαν! Ούτε φαγητό δεν έχουν να δώσουν στα καημένα τα φανταράκια μας. Πώς και με τι κουράγιο να πολεμήσουν τα κακόμοιρα;» - «Αλήθεια είναι πατριώτη…», πετάχτηκε ένας άλλος της παρέας και επιβεβαίωσε σε εκείνη την ομήγυρη, όλα όσα ακούσθηκαν και στην συνέχεια συμπλήρωσε συνεχίζοντας, «..μου φαίνεται πως όποιος προλάβει να σωθεί πρόλαβε. Φαίνεται πως έφθασε το τέλος των Ελλήνων εδώ στην Μικρά Ασία». - «Άκουσα ..», λέει ένας τρίτος, που παρεμβαίνει στην συζήτηση, «…ότι αυτός ο Συνταγματάρχης ο Θεοτόκης, που είναι τώρα Διοικητής της Ανεξάρτητης Μεραρχίας, είπε στους αξιωματικούς του, ότι μετά την μάχη στο Αφιόν Καραχισάρ, που έγινε πριν λίγες μέρες, το Νότιο συγκρότημα του Ελληνικού Στρατού, έχει καταρρεύσει και έχει διαλυθεί. Τους είπε, λέγεται, ότι συνεχίζουν να πολεμούν μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων και μέχρι να έρθουν από την Ελλάδα καράβια και να τους πάρουν και να φύγουν». - «Σιωπάτε βρε παιδιά..» πετάχτηκε ένας άλλος της παρέας, «..δεν μπορεί να είναι τόσο τραγικά τα πράγματα!» - «Και αν δεν είναι, τότε γιατί και εσύ, βρε πατριώτη είσαι εδώ; Γιατί δεν έκατσες στο τόπο σου και ξεσπιτώθηκες;» Ο άλλος σιώπησε. Δεν έβρισκε λόγια να απαντήσει. Ο Ανδρέας, έκρινε τότε ότι όσα άκουσε του ήταν αρκετά για να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε και να σχηματίσει μια εικόνα της όλης κατάστασης και δια τούτο προχώρησε παρακάτω και μόλις είδε έναν γνωστό του τελωνειακό, κινήθηκε προς εκείνον. Τον πλησίασε και όταν εκείνος τον είδε, σταμάτησε την κουβέντα, που είχε με κάποιον άλλον και τον χαιρέτησε. - «Για σου κυρ Ανδρέα, πως και από εδώ; Έχεις τίποτα εμπορεύματα;»

135


136 - «Για σου και σε σένα, κύριε Μάρκο μου. Όχι δεν έχω τίποτα εμπορεύματα, μα σε θέλω για λίγο, μόλις τελειώσεις την κουβέντα σου με τον κύριο». - «Ναι κυρ Ανδρέα, ναι, τελειώνω σε ένα λεπτό», του είπε και στράφηκε προς τον συνομιλητή του. Ο Ανδρέας, βρήκε την ευκαιρία και συνέχισε με το βλέμμα του να κοιτάζει όλον αυτόν τον κόσμο, λες και θα εύρισκε απαντήσεις με τον τρόπο αυτόν. Το βλέμμα του σταμάτησε σε μια ομάδα ανθρώπων. Ήταν αχθοφόροι ναυτεργάτες. Τους διέκρινε από τα ρούχα, που φορούσαν, αλλά και από τον τρόπο που…, διέκοψε την σκέψη του. Ναι βέβαια, Τούρκοι ήταν, γιατί ήταν και οι μόνοι που δούλευαν στο λιμάνι σαν εργάτες, ή τουλάχιστον στην πλειονότητα τους. Καθόντουσαν παράμερα και συζήταγαν μεταξύ τους, ρίχνοντας όλοι τους κατά διαστήματα, ματιές στους πρόσφυγες Έλληνες, που είχαν συγκεντρωθεί στον χώρο του τελωνείου και της προβλήτας. Τις σκέψεις του διέκοψε, η φωνή του τελωνειακού, φίλου του. - «Ορίστε κυρ Ανδρέα, είμαι στην διάθεση σου». - «Δεν μου λες κυρ Μάρκο, αυτοί εκεί που είναι μαζεμένοι, σαν ομάδα, πες μου σε παρακαλώ, τι είναι;» - «Ναυτεργάτες είναι, κυρ Ανδρέα», απάντησε εκείνος, μάλλον έκπληκτος για την ερώτηση, που του έγινε, γιατί φαινόταν καθαρά ποιοι ήταν και τι δουλειά έκαναν στο λιμάνι. Και ο πλέον αδαής, θα μπορούσε το ελάχιστον, να το συμπεράνει αυτό. Όχι ο Ανδρέας, που τόσες φορές είχε βρεθεί εκεί, για να εκτελωνίσει τα εμπορεύματά του και εκείνοι οι ίδιοι ναυτεργάτες τον είχαν βοηθήσει, στις φορτοεκφορτώσεις τους. - «Και γιατί δεν εργάζονται και είναι μαζεμένοι έτσι; Αυτό δεν μου αρέσει, σου το ομολογώ». Ο Μάρκος τον κοίταξε με ένα βλέμμα, που αποδείκνυε στον Ανδρέα ότι, πράγματι κάτι συνέβαινε, κάτι δεν πήγαινε καλά. Σχεδόν όπως τον κοίταξε, ήταν σαν να του απάντησε κιόλας. Όμως εκείνος ήθελε να το ακούσει από το στόμα, του ίδιου του φίλου του, του τελωνειακού. Ήθελε την απάντηση με λόγια και όχι με ερμηνείες διαφόρων εκφράσεων και της σιωπής. - «Λοιπόν κύριε Μάρκο..», επανέλαβε με αδημονία. - «Κυρ Ανδρέα, έχουμε εντολές να μην μιλάμε για αυτό το θέμα, να μην πούμε τίποτα..» και με τα λόγια αυτά τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε παράμερα και συνέχισε «…είναι Τούρκοι, είναι οι λιμενεργάτες και ….καταλαβαίνετε τώρα!» - «Και όλος αυτός ο κόσμος;» συνέχισε ο Ανδρέας και τον κοίταξε κατάματα. Ο Μάρκος ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση και δεν το έκρυβε καθόλου. Έριξε βιαστικά, δεξιά αριστερά την ματιά του και όταν βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν ήταν τόσο κοντά, ώστε να τον ακούσει, πλησίασε ακόμη περισσότερο τον Ανδρέα και χαμηλόφωνα, του είπε. - «Κυρ Ανδρέα, κρατάς μυστικό; Τι μυστικό, αλλά τέλος πάντων!» - «Τι λόγια είναι αυτά, που μου λες κυρ Μάρκο. Τριάντα τόσα χρόνια γνωριζόμαστε, παλικαράκια θαρρώ θε να ΄μασταν και σήμερα…άνδρες με άσπρα μαλλιά και οικογένειες! Λόγια είναι αυτά που μου λες;» - «Έχεις δίκιο κυρ Ανδρέα, αλλά να…», κόμπιασε για λίγο, «..ίσως είναι πολύ σοβαρό και έπειτα έχουμε και εντολές να μην μιλάμε γι αυτά. Ξέρεις τώρα εσύ». - «Λέγε βρε και θα με σκάσεις, λέγε και είναι σαν να το λες στον εαυτόν σου, είναι σαν να μην το ΄πες σε κανέναν». - «Δεν πάνε καλά τα πράγματα, κυρ Ανδρέα, δεν πάνε καλά». - «Τι εννοείς βρε, μίλα καθαρά. Έχουμε και οικογένειες, κορίτσια έχουμε, κυρ Μάρκο μου».

136


137 - «Το ξέρω, γι αυτό και σου τα λέω, αλλά μην βγει το όνομα μου, έτσι κυρ Ανδρέα;» - «Ναι βρε, ναι. Τα είπαμε αυτά, λέγε τώρα». - «Να, ο Ελληνικός Στρατός χάνει τον πόλεμο. Χάνει τον πόλεμο και μάλλον φεύγει. Τι μάλλον δηλαδή, φεύγει. Έμαθα ότι περιμένουμε κάτι καράβια σήμερα-αύριο, για να φορτώσουν στρατιώτες μας, πίσω για την Ελλάδα. Ήρθε σήμα με τον τηλέγραφο». - «Και αυτός ο κόσμος;» Έριξε το βλέμμα του ο Μάρκος στους ανθρώπους, που βρίσκονταν τριγύρω τους. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι. Όλοι τους φορτωμένοι με έναν μπόγο, μικρό η μεγαλύτερο, ανάλογα με το τι μπορούσε ο καθένας τους να κουβαλήσει. Λίγα ρούχα, λίγο φαΐ, ότι ο καθένας τους μπόρεσε να πάρει ή πρόλαβε να πάρει μαζί του. Ο Ανδρέας πρόσεξε ότι το βλέμμα του φίλου του, άλλαξε, όπως άλλαξε και η όψη του προσώπου του. - «Λοιπόν, κύριε Μάρκο, τι συμβαίνει πραγματικά;», τον ρώτησε εκ νέου. Εκείνος και πάλι δεν μίλησε, παρά μόνο στρέφοντας το πρόσωπο του προς εκείνον, αρκέσθηκε να τον κοιτάξει. Η όψη του και το βλέμμα του, έδειχναν τον πραγματικό βαθμό της θλίψης του, που τον είχε κυριεύσει. Συνεχίζοντας να τον κοιτάζει κατάματα, του απάντησε με λόγια και σε τόνο φωνής, που επιβεβαίωναν, ότι μέχρι τώρα το βλέμμα του και η όψη του, δεν έκρυβαν. - «Πρόσφυγες κυρ Ανδρέα, πρόσφυγες. Κάποιοι ελάχιστοι από την ανατολή, από την περιοχή του Καραχισάρ, του Αφιόν Καραχισάρ και κάποιοι άλλοι, λίγοι επίσης, από το χωριό Ουσάκ. Κάποιοι περισσότεροι, από την κοιλάδα του Αλή Βεράν. Πως βρέθηκαν τώρα όλοι ετούτοι σε εκείνα τα μέρη, ποιος ξέρει και τι σημασία έχει ; Μερικοί θα πρέπει να είναι και από άλλες περιοχές, αλλά ποιος νοιάζεται, από πού είναι ο καθένας τους και τι τα θέλεις τώρα αυτά; Τι ψάχνεις τέτοιες ώρες; Άμα φύγεις από το σπίτι σου, είτε εσύ το εγκαταλείπεις για να σωθείς είτε διωγμένος φεύγεις, ένα και το αυτό είναι! Κυνηγημένος και ξεσπιτωμένος είσαι, σε κάθε περίπτωση». Και με τα λόγια αυτά, κούνησε το κεφάλι του, δεξιά και αριστερά και έριξε και πάλι ένα βλέμμα σε όλους εκείνους τους δυστυχισμένους ανθρώπους. «Κρίμα..» μονολόγησε χαμηλόφωνα, «…κρίμα», επανέλαβε και αναστέναξε. - «Δηλαδή, κύριε Μάρκο;», ρώτησε με ανησυχία ο Ανδρέας. - «Δηλαδή; τι δηλαδή κυρ Ανδρέα μου, τι δηλαδή! Ρωτάς, σαν να θέλεις περισσότερες εξηγήσεις, ενώ το πράγμα φαίνεται ολοκάθαρα. Μιλάει από μόνο του, δεν το καταλαβαίνεις; Σήμερα αυτοί και αύριο εμείς. Το κακό έρχεται και δυστυχώς αυτοί, που υποτίθεται ότι μπορούνε να το σταματήσουν, οι στρατιώτες μας δηλαδή, φεύγουν κυρ Ανδρέα μου, φεύγουν πρώτοι! Βέβαια, αν είμαστε τυχεροί…», σταμάτησε και πήρε μια βαθιά αναπνοή και έπειτα συνέχισε, «…κάτι πήρε το αυτί μου, ότι ο Ελληνικός Στρατός, ζητάει συνθηκολόγηση, αλλά εκείνο το μαύρο το σκυλί και οι άνδρες του, ούτε που να το ακούσουν θέλουν. Για τον Μουσταφά Κεμάλ, σου λέω και τους στρατιώτες του. Και γιατί να θέλουν, κυρ Ανδρέα; Τώρα που κερδίζουν τον πόλεμο και βρήκαν την ευκαιρία να μας ξεριζώσουν όλους από εδώ, τώρα γιατί να συνθηκολογήσουν;» - «Δεν θέλει συνθηκολόγηση αυτός ε;» - «Όχι βέβαια, γιατί να θέλει; Τώρα που έχει την ευκαιρία να μας πετάξει όλους στην θάλασσα, να μας ξεριζώσει μια για πάντα από τούτον εδώ τον τόπο, τώρα να θέλει συνθηκολόγηση; Τώρα έχει το πάνω χέρι και θα το εκμεταλλευτεί με τον καλλίτερο τρόπο, όσο γίνεται καλλίτερα». - «Δηλαδή, κύριε Μάρκο, δηλαδή..» και εκεί σταμάτησε τον λόγο του και σιώπησε. Γιατί πριν ολοκληρώσει την κουβέντα του, τον είδε να του απαντά, κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω και σφίγγοντας τα χείλη του. Αρκέσθηκε μόνος του να επιβεβαιώσει με λόγια, ότι ο συνομιλητής του, του έλεγε με την σιωπή του. «Μάλιστα, όπου να ΄ναι

137


138 δηλαδή έρχεται και η ώρα μας και δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που φανταζόμαστε…και …που φοβόμαστε όλοι μας!», μονολόγησε και το πρόσωπο του συνοφρυώθηκε, στις σκέψεις αυτές. Και έπειτα ήρθε και ο λόγος του φίλου του, για να του επιβεβαιώσει, όλα όσα εκείνος σκεπτόταν. - «Αχ, βρε κυρ Ανδρέα μου, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις και θέλεις να σου εξηγήσω όλα εκείνα, που και εσύ και εγώ και ο καθένας μας και βλέπει και ξέρει και αισθάνεται, ότι έρχεται. Καταλαβαίνεις και εσύ, όπως και όλοι μας και ο καθένας μας, καταλαβαίνεις και πολύ καλά μάλιστα, αλλά δεν θέλεις να το πιστέψεις και νομίζεις, ρωτώντας άλλους, ότι θα ακούσεις κάτι διαφορετικό. Μην έχεις αυταπάτες, κυρ Ανδρέα μου, γιατί δυστυχώς …., τέλος πάντων», είπε και έδειξε με τον τρόπο αυτόν ότι αφού δεν μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση, καλό θα ήταν ο καθένας να συμβιβαστεί με αυτήν και προπάντων να την αποδεχτεί και να λάβει και έγκαιρα τα μέτρα του. - «Δεν έχεις άδικο, κύριε Μάρκο. Αλλά πάλι, λέω μήπως και κάνω λάθος εγώ ή είμαι υπερβολικός στις εκτιμήσεις μου και στις ερμηνείες των γεγονότων. Ένα κεφάλι, ένα μυαλό, βλέπεις. Έχεις δίκιο, γιατί να δεχθεί ο Μουσταφά Κεμάλ να συνθηκολογήσει μαζί μας; Τώρα που βρήκε την ευκαιρία να πετάξει στην θάλασσα, όπως είπες και εσύ, όχι μόνον τον Ελληνικό Στρατό, μα και όλους τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Από το Αϊδίνι και νοτιότερα και μέχρι την Προύσα, την όμορφη Πάνορμο και την Νικομήδεια. Ακόμη και τους Έλληνες στην ‘Πόλη’. Έχεις δίκιο, γιατί να θέλει να συνθηκολογήσει τώρα; Έλληνα δεν θα αφήσει στην στεριά. Εκτός εάν..» και κοίταξε τον φίλο του για να δει μήπως και εκείνος συμφωνήσει μαζί του, μήπως ξέρει τίποτα παραπάνω από τον ίδιο, «..εκτός εάν, οι σύμμαχοι μας κάνουν κάτι. Παρέμβουν και…., αλλά αν ήταν να το κάνουν, γιατί δεν το έκαναν μέχρι τώρα. Τι να περιμένουν άραγε, αν πράγματι περιμένουν κάτι; Αν ξεριζωθεί όλος ο Ελληνισμός από εδώ, τότε μάλλον θα είναι και αργά, γι αυτό θα …». Δεν ολοκλήρωσε την φράση του, γιατί του διέκοψε τον συλλογισμό του , ο φίλος του. - «Έχεις δίκιο, κυρ Ανδρέα, έχεις δυστυχώς, απόλυτο δίκιο», ακούσθηκε να του απαντά. - «Τι;.. τι;.. τι!» ρώτησε σαστισμένος εκείνος με την σειρά. Δεν ήθελε και πάλι να πιστέψει αυτό που άκουγε και ήθελε να το ξανακούσει, για να το επιβεβαιώσει, «τι;», επανέλαβε αμήχανα. - «Έχεις δίκιο, λέω». - «Τι δίκιο δηλαδή, που έχω δίκιο;». - «Έχεις δίκιο σε όσα σκέπτεσαι κυρ Ανδρέα μου, μα τι έπαθες, ξέχασες τι έλεγες, ξέχασες τι με ρώτησες;» - «Ναι.. ναι», απάντησε και πάλι αμήχανα και χαμένος στις σκέψεις του, «ναι, έχω δίκιο… έχεις και εσύ δίκιο. Όμως τι σημασία να έχει τώρα, μιας και τα πράγματα έφθασαν, εδώ που έφθασαν. Φεύγω κύριε Μάρκο, φεύγω και …και σε ευχαριστώ για την κουβέντα και τις πληροφορίες για..» - «Κυρ Ανδρέα, όπως είπαμε, ε! Μην το ξεχνάς, από μένα δεν άκουσες τίποτα, έτσι; Μην βγει τίποτα το όνομα μου, οι εντολές είναι πολύ αυστηρές και ..ξέρεις τώρα εσύ, έτσι;» - «Μην ανησυχείς, μην ανησυχείς και αν μάθεις και τίποτα άλλο….αύριο μπορεί να ξανάρθω. Άντε γεια σου και μην ανησυχείς» - «Τι να μάθω, τι θα αλλάξει; τέλος πάντων, αν μάθω…» - «Σ΄ ευχαριστώ, σ΄ ευχαριστώ» και αφού ο Ανδρέας τον χαιρέτησε και πάλι, απομακρύνθηκε, περπατώντας, ανάμεσα από όλους αυτούς τους ανθρώπους, που γνώριζαν ήδη, όλα όσα εκείνος με την φαντασία του, προσπαθούσε να τα δώσει ταυτότητα. Περπατούσε αμήχανα ανάμεσα σε εκείνους τους πρόσφυγες και τους ξεσπιτωμένους, που όρθιοι, καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στην προκυμαία και με προσκέφαλο τον μπόγο των

138


139 λίγων ρούχων, που κατάφεραν ή πρόλαβαν, να πάρουν μαζί τους, αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα και προσδοκούσαν ένα πλοίο σωτηρίας, να τους πάρει μακριά από εκείνο τον τόπο. Κάποιες γυναίκες είχαν στην αγκαλιά τους, τα μωρά τους. Βρέφη μέσα στα φασκιά τους. Κάποιες άλλες, είχαν βγάλει έξω το στήθος τους και προσπαθούσαν να τα βυζάξουν. Όμως τους κόπηκε το γάλα, από τον τρόμο, τον φόβο και την κούραση. Εδώ μωρά, που κλαίνε και εκεί μητέρες ανήμπορες και υποταγμένες στην αδυναμία της γυναικείας τους φύσης. Και όλος αυτός ο κόσμος, ανυπεράσπιστος στις επιταγές της μοίρας τους. Όχλος και φωνές, φόρτιζαν τον Ανδρέα ακόμη περισσότερο, τουλάχιστον ψυχολογικά. Μόλις βγήκε μέσα από τούτο τον όχλο, μέσα από αυτό το πλήθος των δυστυχισμένων ανθρώπων, επιτάχυνε το βήμα του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του. Ήθελε να φθάσει το συντομότερο σε αυτό. Περπατούσε και σκεφτόταν, όλα όσα είχαν συμβεί και όσα φανταζόταν ότι μπορούσαν να συμβούν. ‘‘Αχ βρε Γεωργία…’’, είπε από μέσα του, ενώ βάδιζε και σκεφτόταν, ‘‘…γιατί δεν με άκουσες τότε. Τώρα θα είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Αχ βρε Γεωργία μου’’. Αποφάσισε όμως να περάσει πρώτα από το μαγαζί για να πει του Δημητρού, ότι δήθεν του έτυχε μια δουλειά και ότι εκείνος θα έφευγε και να του ζητήσει να κλειδώσει εκείνος το μαγαζί. Επίσης να πει και στα άλλα τα παιδιά, δηλαδή τον Χασάν και τον Βενιαμίν, το απόγευμα, να μην έρθουν για δουλειά και άμα κλείσει ο Δημητρός, να κρατήσει τα κλειδιά και θα του τα έδινε την επομένη. Στους άλλους να έλεγε ότι δήθεν θα του τα πήγαινε στο σπίτι. Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πολλά χρόνια μαζί τους, κοντά τους. Ήταν ο δικός τους άνθρωπος, μέλος της οικογένειας, τουλάχιστον της οικογένειας του καταστήματος. Και πατριώτης καλός. Γι αυτό και έπρεπε και εκείνον να τον ενημερώσει το συντομότερο, με την πρώτη ευκαιρία. Είχε και εκείνος οικογένεια, γυναίκα και παιδιά. Έλληνες και χριστιανοί ήταν και κοινή η μοίρα τους και κοινό το ριζικό τους. ‘‘Όμως αν με ρωτήσει…’’, αναρωτήθηκε μόνος του, ‘‘…από πού τα έμαθα όλα αυτά, τι θα του πω; Στον καφενέ τα έμαθα, θα του πω, στον καφενέ από ένα πολύ δικό μου πρόσωπο, που είναι και λίγο πολύ, μέσα στα πράγματα. Όμως θα τον προλάβω και θα του πω εκ των προτέρων ότι δεν μπορώ να του πω το όνομα του. Στο κάτω-κάτω της γραφής, εγώ θα του τα πω και εκείνος ας κάμει ό,τι νομίζει. Ας τα ζυγιάσει και ας πράξει όπως εκείνος θαρρεί. Θα του παρακαλέσω πάντως, αν του ξεφύγει πουθενά καμιά κουβέντα, να μην αναφέρει το όνομα μου. Γιατί μπορεί και να μην εξελιχθούν οι καταστάσεις, όπως θαρρώ και έπειτα να γίνω από το τίποτα ρεζίλι. Και μετά τι θα λέω, ένα λάθος έκανα’’. Αναστέναξε και με τις σκέψεις αυτές, έφθασε και στο μαγαζί. Μπαίνοντας μέσα, όλα του φάνηκαν φυσιολογικά. Τι άραγε να είχε αλλάξει μέσα σε μια ώρα και τι να περίμενε να δει, αναρωτήθηκε μόνος του και μειδίασε ελαφρώς. Πήγε κατ΄ ευθείαν στο γραφείο και κάλεσε αμέσως το Δημητρό. - «Δημητρό, εεε Δημητροοό» - «Ναι αφεντικό, σε άκουσα, έρχομαι. Δεν σε κατάλαβα, πότε μπήκες μέσα!» απαντούσε εκείνος, καθώς ερχόταν προς το γραφείο. - «Έλα που σε θέλω, βρε Δημητρό». - «Τι είναι αφεντικό», ρώτησε εκείνος, που κατάλαβε ότι ο κυρ Ανδρέας, ήταν λιγάκι ανήσυχος και δεν έκανε και καμία προσπάθεια για να το κρύψει. - «Μπες μέσα και κλείσε και την πόρτα». - «Του γραφείου;...», ρώτησε με απορία εκείνος, σίγουρος τώρα ότι πράγματι κάτι το σοβαρό συνέβαινε, γιατί όσο μπορούσε να θυμηθεί, εκείνη την πόρτα του γραφείου, ποτέ δεν την είχε δει κλειστεί. Πάντα ήταν ανοιχτή, είτε ήταν μέσα το αφεντικό, είτε όχι. - «Ναι Δημητρό, του γραφείου» του απάντησε ο Ανδρέας και στα λόγια του αυτά, διέκρινε κανείς μια ασυνήθιστη νευρικότητα.

139


140 - «Μάλιστα αφεντικό» αποκρίθηκε ο Δημητρός και την έκλεισε. Έπειτα πλησίασε στο γραφείο του. - «Αφεντικό…», πήγε να πει κάτι, μα σταμάτησε, θεώρησε φρόνιμο να μην μιλήσει, μιας και τον είδε λιγάκι νευριασμένο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. - «Τι είναι Δημητρό μου..» τον ρώτησε ο Ανδρέας, ενθαρρύνοντας τον και μαλακώνοντας τον τόνο και το ύφος της φωνής του. Πρόσθεσε μάλιστα και το ‘μου’, για να επαναφέρει και την οικειότητα ανάμεσα τους. Γιατί κατάλαβε ο Ανδρέας ότι και πάλι είχε κάνει λάθος στην συμπεριφορά του απέναντί στον πρώτα φίλο του και μετά υπάλληλο του και αμέσως, για δεύτερη φορά σήμερα, μετάνιωσε. Ήξερε όμως ότι ο Δημητρός, ο παιδικός του φίλος, σίγουρα θα καταλάβαινε και θα τον συγχωρούσε. Άλλωστε, τόσ α χρόνια, η σχέση τους, ποτέ δεν ήταν σχέση αφεντικού και υπαλλήλου. Πάντα φίλοι ήταν, πριν και πάνω απ΄ όλα, φίλοι ήταν όλα αυτά τα χρόνια. - «Τι είναι βρε Δημητρό», επανέλαβε ο Ανδρέας και χαμογέλασε ελαφρά, σηκώνοντας το κεφάλι του και ρίχνοντας το βλέμμα του κατ΄ ευθείαν στα μάτια του Δημητρού. - «Αφεντικό, ήθελα να σου πω, ότι ο Χασάν, την ώρα που εσύ έλειπες, έφυγε και αυτός από το μαγαζί. Μου ζήτησε άδεια να φύγει, μόλις έφυγες εσύ. Και την ζήτησε με τέτοιο τρόπο, σαν να μην μου άφηνε περιθώρια επιλογής. Γιατί όταν τον ρώτησα, γιατί δεν ζήτησε άδεια από εσένα, όσο εσύ ήσουν εδώ, εκείνος μου είπε ότι, δεν χρειάζεται την άδεια κανενός και ότι αυτός φεύγει και…. έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Δεν ξέρω τι τον έπιασε αφεντικό, ούτε και τι έπαθε. Όλα έγιναν έτσι, στα ξαφνικά!» - «Καλά Δημητρό μου, μην ανησυχείς. Μα πες μου μόνο, τι ώρα έφυγε». - «Μόλις έφυγες εσύ, λίγο μετά θα ΄ταν. Πέρασαν τρεις φίλοι του, Τούρκοι ήταν…» και το τελευταίο το τόνισε, λες και ήθελε κάτι να επισημάνει με αυτό, «..τους γνώρισα αμέσως. Τον φώναξαν έξω και κάτι είπαν στην δική τους γλώσσα, μα δεν κατάφερα να ακούσω τίποτα. Έπειτα εκείνος γύρισε μέσα και έγινε ό,τι έγινε. Μαζί τους έφυγε, αφεντικό και ούτε που μας χαιρέτησε. Πάντως δεν μου άρεσαν και πολύ οι φάτσες τους και νομίζω ότι το ίδιο θα έλεγες και εσύ, εάν τους έβλεπες». Ο Ανδρέας, όλη αυτήν την ώρα, τον κοίταζε και στο μυαλό του, σαν ταινία κινηματογράφου, πέρασε όλος εκείνος ο χρόνος. Από τότε που ο Δημητρός, αμούστακο ακόμη παιδί, είχε έρθει στο μαγαζί και ζήτησε δουλειά από τον συχωρεμένο τον πατέρα του, τον μπάρμπα Κωστή. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και … και σήμερα, οι δυο τους οικογενειάρχες πλέον, με γυναίκα και παιδιά… Σταμάτησε εκεί τις σκέψεις, γιατί σταμάτησε να μιλάει και ο Δημητρός. - «Ναι έχεις δίκιο Δημητρό μου…» του απάντησε και αμέσως συνέχισε «… όμως άκουσε τώρα τι θέλω να σου πω. Εγώ θα φύγω τώρα να πάω στο σπίτι και μην ρωτάς γιατί, θα σου πω όταν θα έρθει η ώρα. Εσύ το μεσημέρι κλείδωσε το μαγαζί και πες του Βενιαμίν να μην έρθει το απόγευμα, γιατί δεν θα δουλέψουμε. Αν σε ρωτήσει γιατί, θα πεις δεν ξέρεις τίποτα εσύ και ότι έτσι έδωσε εντολή το αφεντικό. Κατάλαβες; του Βενιαμίν τίποτα άλλο δεν θα του πεις, τίποτα. Όταν κλειδώσεις, θα κρατήσεις εσύ τα κλειδιά. Ούτε αυτό θα το πεις στον Βενιαμίν και αν σε ρωτήσει για τα κλειδιά, θα του πεις ότι θα τα κρατήσεις τώρα εσύ και ότι θα μου τα φέρεις το βράδυ στον καφενέ, εκεί στην γειτονιά μου. Ξέρεις, στον καφενέ του Λάζαρου. Εσύ όμως θα κλειδώσεις και θα τα κρατήσεις μέχρι αύριο. Αύριο το πρωί που θα έρθω εγώ, θα ανοίξω το μαγαζί με τα δεύτερα κλειδιά και όταν θα έρθεις και εσύ, τότε μου δίνεις και αυτά. Κατάλαβες Δημητρό; Τώρα μην ρωτάς περισσότερα, όταν θα έρθει η ώρα, εγώ από μόνος μου θα σου πω». Ο Δημητρός είχε πάρει ένα ύφος, που εύκολα ο οποιοσδήποτε, θα μπορούσε να καταλάβει, ότι τον κυρίευσε η ανησυχία και φαινόταν ότι τα είχε και χαμένα.

140


141 Δικαιολογημένα βέβαια, με όλα αυτά που συμβαίνουν. Έτσι χαμένος όπως ήταν, δεν απάντησε ούτε και στην ερώτηση του αφεντικού του και τον υποχρέωσε να τον ξαναρωτήσει. - «Δημητρό, κατάλαβες μωρέ τι σου είπα; Κατάλαβες, σε ρωτάω;» - «Ναι….ναι, αφεντικό» βιάστηκε να απαντήσει ετούτη την φορά, μάλλον τραυλίζοντας. - «Ωραία, τώρα εγώ φεύγω και εσύ άλλαξε ύφος, γιατί ο Βενιαμίν θα καταλάβει ότι σου έχω πει κάτι πολύ σημαντικό και τότε θα σε ρωτάει μέχρι να έρθει η ώρα να κλειδώσεις το μαγαζί. Θα σε δω αύριο και μην ξεχνάς ότι σου είπα». - «Ναι…ναι» αρκέσθηκε και πάλι εκείνος να απαντήσει, συνεχίζοντας να είναι ακόμη, φανερά σαστισμένος. Ο Ανδρέας, μετά από αυτό, έφυγε αμέσως. Δεν ήθελε να καθίσει άλλο στο μαγαζί. Κάτι τον έπνιγε, κάτι του έκοβε την αναπνοή. Και έπειτα, ότι άλλο και να έλεγε στον Δημητρό, εκείνη την ώρα, θα ήταν περιττό. Γιατί φαινόταν ότι εκείνος τα είχε χαμένα και δεν το έκρυβε και καθόλου. Όμως τον δικαιολόγησε, γιατί πίστευε ότι και ο ίδιος, σε μια ανάλογη περίσταση, έτσι αμήχανα θα αντιδρούσε και στα χαμένα θα ήταν. Βγήκε από το μαγαζί και πήρε τον δρόμο, κατ΄ ευθείαν για το σπίτι του. Επιτάχυνε το βήμα του και έμοιαζε σαν να τρέχει. Περπατούσε τόσο γρήγορα, λες και ήθελε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Τον χρόνο που πέρασε από τότε, που από την πρώτη στιγμή είχε ζητήσει από την γυναίκα του, να πάρει τα παιδιά τους και να φύγουν και εκείνη του αρνήθηκε. Κοντά δυο μήνες πριν, από τις αρχές του καλοκαιριού.

141


142

ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

142


143

ΜΕΡΟΣ Η΄

143


144

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Τα καλά νέα, ίσως αργούν να διαδοθούν. Όμως τα κακά, δυστυχώς μεταδίδονται εύκολα, γρήγορα και παντού. Όλες οι γυναίκες στον μαχαλά της κυρά Γεωργίας, ήξεραν για την άσχημη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί και γνώριζαν και τις εξελίξεις όλες. Ήξεραν για τις ήττες του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Και ήξεραν και λεπτομέρειες. Ήξεραν δηλαδή, για τα τρία Ελληνικά Σώματα Στρατού, που εκεί, σε εκείνη την μάχη, νικήθηκαν και σχεδόν καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ήξεραν επίσης, πως ό,τι από αυτά τα τρία Σώματα Στρατού κατάφερε και διασώθηκε, καταστράφηκε στην συνέχεια στην μάχη που ακολούθησε, στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Ήξεραν για την μάχη στο χωριό Ουσάκ και για τους πρόσφυγες, που κατέκλυσαν την προκυμαία της Σμύρνης. Όλα τα ήξεραν, ακόμη και για την αντικατάσταση του Έλληνα Αρχιστρατήγου. Για την άσχημη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και ότι εκεί οι Έλληνες διαχωρίστηκαν σε Βενιζελικούς και αντι Βενιζελικούς, σε Βασιλικούς και αντι-Βασιλικούς, σε συντηρητικούς και προοδευτικούς. Τα ήξεραν όλα, όμως δεν μιλούσαν. Τι να έλεγαν. Η γυναίκα είναι για το σπίτι. Έξω από το σπίτι είναι ο άνδρας και εκείνος ακούει και βλέπει περισσότερα. Αυτός είναι και ο αφέντης του σπιτιού και αυτός παίρνει και τις αποφάσεις. Όμως η κυρία Γεωργία, που τα άκουγε όλα αυτά και ανησυχούσε το ίδιο, όπως και όλες οι άλλες γυναίκες, τώρα τι να έλεγε στον άνδρα της; Εκείνος θα είχε κάθε δίκιο, εάν της έβαζε ακόμη και τις φωνές. Πάει καιρός που της είχε πει πρώτος εκείνος, ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Της είχε προτείνει από τότε να πάρει εκείνη τα παιδιά τους και μαζί να φύγουν, είτε στην Αθήνα, είτε στην Χίο και εκείνη αρνήθηκε επίμονα. Χάθηκε τόσος χρόνος και όχι βέβαια πως τώρα τα πράγματα έχουν φθάσει και στο απροχώρητο. Υπάρχει και τώρα χρόνος, αλλά δεν της έρχεται και πάλι καλά, να φύγει εκείνη μόνη μαζί με τα παιδιά τους και να αφήσουν τον Ανδρέα πίσω, έναν άνδρα μοναχό. Εκτός του ότι η ίδια δεν το επιθυμεί αυτό, υπάρχει και ο κόσμος. Τι θα πει ο κόσμος, η γειτονιά τους, οι γείτονες και οι γειτόνισσες; Και όταν έπειτα, που τα πράγματα θα ησυχάσουν και θα επιστρέψουν πίσω, πρώτα ο Θεός, τι θα τους πει τότε, τι θα απαντάει όταν θα την ρωτούν γιατί εκείνη έφυγε μαζί με τα παιδιά τους και άφησε πίσω της έναν άνδρα μόνο. Γιατί κάτι θα πρέπει να τους πει, όταν εκείνοι θα την ρωτήσουν ‘‘πού χάθηκες κυρά Γεωργία τόσο καιρό και άφησε τον άνδρα σου πίσω, έναν άνδρα μόνο;’’ Και το τελευταίο θα το τονίζουν και θα το επισημαίνουν και ιδιαίτερα. ‘‘Έφυγε μέχρι τώρα καμιά άλλη γυναίκα από την γειτονιά και άφησε τον άνδρα της μόνο;’’ Θα το ρωτούσαν επίτηδες και ας ήξεραν τον λόγο και την απάντηση εκ των προτέρων. Γι αυτό ακριβώς και θα το έκαμναν. Θα ρωτούσαν πρώτα και μετά θα απαντούσαν κιόλας, μόνες τους! ‘‘Όχι βέβαια! Πού ακούσθηκε μια γυναίκα να φεύγει στα δύσκολα από το πλευρό του άνδρα της και να τον αφήνει μόνο. Γιατί μια σωστή γυναίκα, μένει στο πλευρό του άνδρα της και στα καλά και στα κακά’’. Και βέβαια, μπροστά της μπορεί να μην τα συζήταγαν όλα αυτά ποτέ, όμως ήταν και είναι σίγουρη η Γεωργία, ότι όταν εκείνη θα έλειπε από μια γυναικεία ομήγυρη, τότε σίγουρα τα λόγια και τα σχόλια θα έδιναν και θα έπαιρναν. Τότε γιατί να το έκαμνε η κυρία Γεωργία, γιατί να έφευγε, αφού τα ήξερε όλα αυτά; Βέβαια, μπορεί τώρα, έστω και αργά, να καταλάβαινε ότι ο άνδρας της είχε απόλυτο δίκιο. Αλλά και εκείνος έπρεπε να καταλάβει, ότι και εκείνη είχε τα δίκια της. Και εδώ που έφθασε η κατάσταση, υπάρχει ακόμη καιρός να φύγουν. Να φύγουν όλοι μαζί τώρα. Γιατί, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, δεν θα πρέπει τώρα να έχει, ούτε και εκείνος κάποιον ενδοιασμό, στο να πάει μαζί τους στην Αθήνα ή στην Χίο. Αλλιώς και

144


145 πάλι τώρα, ήταν αποφασισμένη και σε αυτό δεν άλλαζε γνώμη, μόνη της δεν φεύγει. Ας γράψει της αδελφής του Ο Ανδρέας και ας στείλει μόνο τα παιδιά τους. Η δική της θέση είναι δίπλα του. Έτσι η ίδια πιστεύει και εκτός αυτού, έτσι ορίζει και η εκκλησία μας, μα και η κοινωνία μας και οι άγραφοι νόμοι της. Πολλά τέτοια, αλλά και άλλα παρόμοια, περνούσαν από το μυαλό της και όλο αυτόν τον χρόνο την βασάνιζαν. Της χαλούσαν την διάθεση και προσπαθούσε να τα ξεχάσει και να μην τα σκέπτεται. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στον Θεό. Ήθελε να πιστεύει ότι το κακό, δεν θα έφτανε ποτέ μέχρι την πόλη τους, την φημισμένη και στα πέρατα ξακουσμένη ‘Σμύρνη’. Πίστευε ότι θα το σεβαστούν αυτό οι Τούρκοι, δεν μπορεί να μην το σεβαστούν! Έτσι πίστευε εκείνη και δυστυχώς δεν ήταν και η μόνη. Κατάλαβε αμέσως, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μόλις είδε τον άνδρα της να μπαίνει στο σπίτι, πολύ πριν από την κανονική ώρα, που κάθε μεσημέρι ερχόταν. Διαισθανόταν από καιρό και περίμενε κάτι τέτοιο, όμως δεν ήθελε να το δείξει. Δεν ήθελε να καταλάβουν κάτι τα παιδιά τους και να ανησυχήσουν. Όχι βέβαια, πως δεν θα έμαθαν και δεν θα άκουσαν κάτι και εκείνα, αλλά δεν ήταν και απαραίτητο να τους ανησυχήσουν, επιπλέον και οι ίδιοι οι γονείς τους. Γιατί ο Κωνσταντίνος της, ήταν 15 χρονών παλικαράκι και όλο και κάτι θα πήρε το αυτί του και το μάτι του για την άσχημη αυτή κατάσταση. Τόσα λέγονται και άλλα τόσα γράφονται και στις εφημερίδες. Εεε! δεν μπορεί όλο και κάτι θα άκουσε, όλο και κάτι θα είδε. Γιατί, τις προάλλες, κάτι πάνω σε αυτό το θέμα την ρώτησε, όμως εκείνη σκόπιμα του έδειξε έκπληξη και τον εφησύχασε. Μάλιστα, επικαλέσθηκε και το εξής επιχείρημα, ‘‘Βρε Κωστή μου, βρε λεβέντη μου, ο πατέρας σου δεν είναι αυτός που συχνά λέει, ότι στο σπίτι αυτό υπάρχουν δύο άνδρες; Ε! μα αν είναι έτσι, τότε δεν θα σου έλεγε εκείνος, εάν κάτι συνέβαινε πραγματικά; Μην ακούς βρε χαζούλη λόγια. Ο κόσμος τα λέει για να τα πει. Για να δείξει, δήθεν ότι κάτι ξέρει’’. Ο Κωνσταντίνος, πάλι με την σειρά του, δεν πολυπροβληματιζόταν επάνω σε αυτά τα θέματα και αρκούνταν στις απαντήσεις που του έδινε η μητέρα του, ιδίως όταν αυτές τόνιζαν το ανδρικό στοιχείο της φύσης του και της ηλικίας του. Γιατί μπορεί να ήταν 15 χρονών, μα ήταν ακόμη, ένα παιδί. Ήταν ένα ώριμο παιδί, που πάσχιζε και αρέσκονταν να λογίζεται ως άνδρας και ταυτόχρονα, ήταν ένας ανώριμος άνδρας, που όσο και να πάσχιζε να φαίνεται και να συμπεριφέρεται σαν άνδρας, δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να απαλλαγεί από τα στοιχεία του παιδιού. Η φύση, είχε τους νόμους της, το πρόγραμμά της και τους κανόνες της και έτσι τα πάντα γίνονται, όπως εκείνη τα έχει ορίσει και στον χρόνο που τα έχει προγραμματίσει. Ο Ανδρέας πάλι, μόλις μπήκε στο σπίτι, αισθάνθηκε το βλέμμα της γυναίκας του, ερευνητικά να τον κοιτάζει. Ήταν βέβαια προετοιμασμένος, να συναντήσει και να αντιμετωπίσει, μια ανάλογη κατάσταση, αλλά αλλιώς είναι να το σκέφτεσαι και αλλιώς να το αντιμετωπίζεις. Εκείνη τον πλησίασε και χαιρετώντας τον απλώς και μόνο, όπως και κάθε μέρα, του πήρε το σακάκι και το κρέμασε στην κρεμάστρα. Έκανε ότι το πιο φυσιολογικό, μπορούσε να κάνει. Παρατήρησε όμως, ότι ο άνδρας της απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια. Και το έκανε, γιατί και οι δυο τους, ήξεραν ότι και μόνο με ένα βλέμμα, μπορούσε ο ένας να διαβάσει την σκέψη του άλλου. Αυτό ήταν που εκείνος φοβόταν, ενώ αντίθετα, αυτό ήταν εκείνο, που η γυναίκα του επεδίωκε. Ένα του βλέμμα, μόνο ένα του βλέμμα. Έξυπνη γυναίκα η κυρα Γεωργία και το απεδείκνυε κάθε φορά που οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Έτσι και τώρα. Μόλις εκείνη κρέμασε το σακάκι του, αμέσως απομακρύνθηκε από κοντά του. Ήθελε να του δώσει τον χρόνο να σκεφθεί και τον απαραίτητο χώρο, να αναπνεύσει. Να ανασάνει. Επέστρεψε στην κουζίνα της και απευθυνόμενη στις κόρες της, είπε: «Κορίτσια, ο πατέρας σας σήμερα είναι κουρασμένος και ήρθε λίγο πιο νωρίς για να ξεκουραστεί. Το φαγητό δεν είναι ακόμη έτοιμο. Γι αυτό, πηγαίνετε σας παρακαλώ επάνω

145


146 στα δωμάτια σας και όταν θα έρθει η ώρα να στρώσουμε το τραπέζι, τότε εγώ θα σας φωνάξω. Και ήσυχα, γιατί θα ξαπλώσει και εκείνος εδώ κάτω στο ντιβάνι, μέχρι την ώρα του μεσημεριανού φαγητού». - «Καλά μητέρα», ανυποψίαστα απάντησαν εκείνα και έφυγαν, αφού πρώτα καλωσόρισαν τον πατέρα τους, με ένα φιλί η κάθε μια τους. Ο γιος τους, ετούτη την ώρα, ως συνήθως, έλειπε. Ο Ανδρέας πήγε στο ντιβάνι και ξάπλωσε. Δεν ήταν καθόλου κουρασμένος, αλλά αφού έτσι είπε η γυναίκα του ότι εκείνος θα έκανε, το έκανε. Τον βόλευε κιόλας. Κέρδιζε χρόνο. Ήθελε να σκεφτεί με ησυχία και εδώ στο σπίτι, ησυχία, δόξα τον Θεό, υπήρχε. Τουλάχιστον αυτήν την ώρα. Προς το παρόν λοιπόν θα χαλάρωνε, και όταν θα ερχόταν η ώρα, που εκείνος θα νόμιζε και θα αισθανόταν πως θα ήταν και έτοιμος, τότε θα της έλεγε, όσα είχε μάθει και όσα έπρεπε να της πει. Ξάπλωσε στο ντιβάνι και έκλεισε τα μάτια. Ο χρόνος και τα γεγονότα, κύλησαν γρήγορα στην σκέψη του. Πριν δύο χρόνια και κάτι, σε όλη την Μικρά Ασία, σε όλα τα παράλια και σε όλο τον εδώ Ελληνισμό, από την ‘Σμύρνη’ και μέχρι την ‘Πόλη’, ένας άλλος αέρας φυσούσε. Ένας αέρας αισιοδοξίας, που έφερνε και σκόρπιζε παντού τον σπόρο της ελπίδας. Τον σπόρο της ελπίδας για ελευθερία και που δυστυχώς, φαίνεται πως αυτός δεν φύτρωσε. ‘‘Πάλι η αιώνια κατάρα των Ελλήνων..’’, σκέφθηκε. Η διχόνοια και ο διχασμός και στο μυαλό του ήρθε το μυθικό πρόσωπο, ο Σίσυφος. Ο γιος της Ενάρετης και του Αιόλου, τον οποίο οι Θεοί καταδίκασαν να ανεβάζει αιωνίως, πάνω σε ένα βουνό, έναν βράχο και που μόλις εκείνος πλησίαζε στην κορυφή, ο βράχος κατρακυλούσε και πάλι στα ριζά του βουνού. Και ο Σίσυφος και πάλι από την αρχή προσπαθούσε να ανεβάσει τον βράχο, στην κορυφή του βουνού και το ίδιο, αιωνίως, επαναλαμβανόταν. ‘‘Η κατάρα του Σίσυφου’’, σκέφθηκε, ταλαιπωρεί και τον λαό μας. Πάντοτε μάχεται και αγωνίζεται και μόλις φθάνει στην κορυφή της προσπάθειας του, κάτι κάθε φορά συμβαίνει την τελευταία στιγμή και ο βράχος κυλάει και πάλι πίσω. Και πάλι από την αρχή, νέος αγώνας, νέα προσπάθεια. Σε όλη την ιστορική του διαδρομή, αυτός ο λαός παλεύει και μόλις φθάνει στο επιθυμητό ζητούμενο, η ‘‘εθνική αρρώστια, ο διχασμός’’, κυλά τον βράχο και πάλι πίσω. Βενιζελικοί και Βασιλικοί. Και λοιπόν; διερωτήθηκε. Εμάς εδώ τι μας νοιάζει! Ήρθατε από την Ελλάδα στην δική μας γη, μόνοι σας και απρόσκλητοι και μας είπατε πως το κάνατε για να μας απελευθερώσετε και τώρα που βρήκατε τα σκούρα, φεύγετε εγκαταλείποντας μας, ως ‘‘βορά στα όρνεα και στα αγρίμια’’ του Μουσταφά Κεμάλ. Οι οικογένειές μας τι θα γίνουν τώρα; Οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας; Τι θα γίνει ο βιός μας; Ο καρπός τόσων χρόνων και γενεών; Τι θα γίνουν οι τάφοι των δικών μας, των γονιών μας, των παππούδων μας, μα και οι τάφοι των παππούδων – των παππούδων μας; Και με τους τάφους των άλλων συγγενών και φίλων μας; Τι θα γίνει με αυτά τα χώματα. Τα δικά μας πατρογονικά χώματα, που χρόνια πολλά τώρα, αιώνες και αιώνες, ελληνικά χέρια τα δουλεύουν; Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ακόμη πιο πριν, σε ετούτη την γη κατοικούν και δουλεύουν ετούτα τα χώματα, Έλληνες; Και ήρθατε εσείς από την Ελλάδα για να μας σώσετε και να μας απελευθερώσετε, από ποιους άραγε; Και το αποτέλεσμα, ο ξεριζωμός μας από τα δικά μας πατρογονικά εδάφη. Τι θα γίνουν τώρα όλα αυτά, μονολόγησε και αναστέναξε. Και αναστέναξε δυνατά, γιατί μέσα στις σκέψεις, που τον βασάνιζαν εκείνη την ώρα, ξέχασε ότι δίπλα στην κουζίνα, ήταν η γυναίκα του, η οποία και τον άκουσε. - «Είπες τίποτα Ανδρέα μου», ρώτησε εκείνη. Όχι πως δεν κατάλαβε ότι δεν της μίλησε και ότι απλώς εκείνος αναστέναξε, μα βρήκε την ευκαιρία, να ανοίξει κουβέντα μαζί του και να σπάσει την σιωπηλή και σιωπηρή συμφωνία ανακωχής για κουβέντα, που από κοινού, οι δυο σύζυγοι, απεδέχθησαν, όταν εκείνος μπήκε στο σπίτι τους. Μα τώρα πέρασε αρκετή ώρα και ήταν καιρός να μιλήσουν, πριν επιστρέψει και ο Κωνσταντίνος και πριν έρθει και η ώρα του φαγητού.

146


147 - «Όχι, όχι Γεωργία μου», της απάντησε ο άνδρας της βιαστικά και με έκπληξη. Γιατί τότε κατάλαβε ότι δεν σκεφτόταν απλώς, αλλά σκεπτόταν φωναχτά, είχε παρασυρθεί και πλέον απεκάλυπτε τις σκέψεις του. Άθελά του και ταυτόχρονα με την απάντησή του, έστρεψε διακριτικά το κεφάλι του προς την κουζίνα και είδε την γυναίκα του να ασχολείται με τις δουλειές της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, που στα νιάτα τους, παιδιά ακόμη, οι γονείς τους έδιναν τα χέρια τους και συμπεθέριαζαν. Εκείνους τους δυο, κανείς δεν τους ρώτησε και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τους ρωτήσει, εάν ο ένας τους ήθελε τον άλλο. Την Γεωργία βέβαια, ο Ανδρέας την ήξερε από κορίτσι που ήταν. Ήταν όμορφη κοπέλα, με κορμί λυγερό και μάτια πρασινωπά. Μορφωμένη, ήξερε και από μουσική και πολύ καλή νοικοκυρά ήταν, όπως βέβαια η παράδοση, ήθελε για όλες τις Ελληνοπούλες των καλών, όπως έλεγαν, οικογενειών. Σοβαρή και από καλή οικογένεια και καλά στεκούμενη οικονομικά. Θυμάται ότι, πριν ακόμη γίνει το συμπεθεριό, η κυρα Γεωργία, κοπέλα ακόμη τότε, έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στον Ανδρέα, όταν την είχε πρωτοδεί. Και όταν ο πατέρας του, ο μπάρμπα Κωστής, του μίλησε για αυτήν, για το προξενιό, συμφώνησε μαζί του, στη λογική ότι δήθεν εκείνος ήξερε περισσότερα σαν πατέρας που ήταν και αφού έκρινε ότι θα ήταν καλή για γυναίκα του, ο Ανδρέας δεν είχε καμία αντίρρηση. Τότε δεν του ομολόγησε ότι και ο ίδιος την είχε προσέξει από καιρού και ότι του είχε κάνει εντύπωση σαν θηλυκό. Το είπε στον πατέρα του, πολύ αργότερα, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που όλη η οικογένεια βρέθηκε μαζί γύρω από το τζάκι και λόγο στον λόγο, ήρθε και η κουβέντα σε αυτό. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Ανδρέας να το πει, γιατί ήθελε και να παινέψει την Γεωργία και να εκφράσει και ένα ευχαριστώ στον πατέρα του, που του διάλεξε και του έδωσε μια πολύ καλή κοπέλα για γυναίκα του. Ήθελε, επίσης το ίδιο ευχαριστώ να εκφράσει και σε εκείνη, που δέχτηκε να γίνει γυναίκα του. - «Να σου βάλω ένα ρακί Ανδρέα μου, μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό; Δεν θα αργήσει, μα όσο για ένα ρακί, προλαβαίνεις». - «Ε;…ναι...ναι, θα το έπινα ευχαρίστως» της απάντησε εκείνος και αναρωτήθηκε εάν τυχαία του το πρότεινε η γυναίκα του ή μήπως επειδή την ώρα ετούτη, δεν ξέρει ο ίδιος πώς, μα με κάποιο τρόπο, διάβασε τις σκέψεις του, για εκείνη! - «Άντε σήκω και πλύσου λίγο, μέχρι εγώ να σου το ετοιμάσω. Ξαπλώνεις να ξεκουραστείς, μετά το φαγητό» του είπε. Εκείνη ήξερε ότι το ρακί, όπως και κάθε άνδρα, έτσι και τον Ανδρέα της, τον χαλαρώνει. Της το είχε πει και ο ίδιος, πολλές φορές στο παρελθόν και επειδή το ήξερε αυτό, του πρότεινε να πιει ένα πριν από το μεσημεριανό φαγητό. Δεν ήθελε εκείνη, όταν θα μαζευτεί όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι, ο άνδρας της να είναι σφιγμένος. Γιατί τώρα έτσι ήταν εκείνος και το καταλάβαινε η Γεωργία πολύ καλά. Και ήταν εκείνος έτσι, επειδή σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε. Και σίγουρα δεν ήταν άλλο, από την όλη κατάσταση, που στην Μικρά Ασία, συνέβαινε. Ο Ανδρέας, αφού πλύθηκε επέστρεψε στο τραπέζι και κάθισε. Έβγαλε την ταμπακέρα για να στρίψει ένα τσιγάρο, όσο η γυναίκα του έκανε να του σερβίρει το ρακί. Και πάλι εκεινη, δεν του είπε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα και για τίποτα. Γνώριζε πολύ καλά ότι τον άνδρα δεν τον πιέζεις, όταν χρειάζεται να χαλαρώσει. Μόνος του εκείνος και όταν θα ερχόταν η ώρα, θα της έλεγε ότι και όσα έπρεπε να της πει. Αφού του έβαλε το ρακί, τον άφησε μόνο του, να πιει με την ησυχία του το ποτό του και να καπνίσει το τσιγάρο του. Εκείνη, επέστρεψε στην κουζίνα της. Όχι πως είχε δουλειά, μα έκρινε πως ήταν φρόνιμο να τον αφήσει μόνο, στις σκέψεις του. Μετά από λίγο, ήρθε και ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αφού τους χαιρέτησε απλά και τυπικά, ανέβηκε αμέσως στο δωμάτιο του, χωρίς άλλη κουβέντα. Δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο αυτό από τους γονείς του, γιατί ετούτη δεν ήταν και δεν έμοιαζε καθόλου με την καθημερινή συμπεριφορά του γιου τους και αυτό ανησύχησε και τους δύο συζύγους,

147


148 επειδή ανεξήγητα, τους φάνηκε πολύ παράξενο. Γιατί ο γιος τους, δεν τους είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για πρώτη φορά, από τότε που ο Ανδρέας ήρθε στο σπίτι. Όμως προτίμησαν και αυτό να μην το σχολιάσουν, μιας και η εφηβεία, στην οποία ήταν ο γιος τους, έκρυβε πολλές τέτοιες εκπλήξεις, κυρίως σε θέματα συμπεριφοράς και αυτό το ήξεραν καλά. Προς στιγμήν, δέχθηκαν, ότι αυτή και μόνον αυτή, θα ήταν η αιτία. Αν και στο μυαλό τους, είχαν και οι δύο σύζυγοι, ο καθένας τους και από μια αιτία και λόγο να αντιτάξουν, για να δικαιολογήσουν τέτοιες συμπεριφορές. Η νοικοκυρά του σπιτιού, άρχισε να στρώνει το τραπέζι και όταν τελείωσε τους φώναξε όλους να καθίσουν για το μεσημεριανό φαγητό. Κανείς τους δεν μίλησε, όλη την ώρα που έτρωγαν. Και τα μάτια όλων χαμηλωμένα, λες και η ντροπή, επισκέφθηκε εκείνη την ώρα το σπίτι. Δεν είχε κανείς τους και πολύ όρεξη και μόλις το φαγητό τελείωσε, μηχανικά και στα βουβά, μητέρα και κόρες, σηκώθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τα πιάτα. Τρεις γυναίκες χωρίς μιλιά, δούλευαν συντονισμένα. Αν ήταν κάποια άλλη ώρα και διαφορετικά τα πράγματα, θα έπρεπε πατέρας και γιος να τις παινέψουν για τον τρόπο, που οι τρεις τους συνεργάζονταν. Και πρώτη απ΄ όλες, την μητέρα, που σήμερα αποδεικνυόταν για μια ακόμη φορά, πόσο καλές νοικοκυρές, είχε διδάξει τις κόρες της να γίνουν. - «Αφήστε τα κορίτσια, όλα τα πιάτα στον νεροχύτη και πηγαίνετε στο δωμάτιο σας να ξεκουραστείτε. Θα τα πλύνουμε το απόγευμα, με την ησυχία μας, ας μείνουν και μια φορά άπλυτα, δεν πειράζει. Και εσύ Κωστή μου, άντε και συ παλικάρι μου, να ξαπλώσεις λίγο». Τα παιδιά δεν μίλησαν καθόλου, ούτε και καμία ένσταση υπέβαλαν ή παράπονο εξέφρασαν. Κατάλαβαν από μόνα τους, ίσως για πρώτη φορά, ότι οι γονείς τους, έπρεπε να μείνουν μόνοι οι δυο τους. Διαισθάνθηκαν και εκείνα, ότι ο πατέρας τους και η μητέρα τους, είχαν την ανάγκη και έπρεπε μόνοι τους να κουβεντιάσουν για ένα θέμα, προφανώς πολύ σοβαρό. Το ένοιωθαν αυτό και λίγο ή πολύ, ήξεραν προφανώς και τον λόγο της κουβέντας. Τουλάχιστον ο Κωνσταντίνος. Ο πατέρας, ήταν εδώ και δύο ώρες περίπου στο σπίτι και εκτός από το τυπικό χαιρετισμό, που είπε όταν πρωτομπήκε μέσα ερχόμενος από το μαγαζί του, άλλη κουβέντα από τότε δεν έβγαλε από το στόμα του. Δεν χρειαζόταν κανείς τους εξηγήσεις, ούτε ο Κωστής, ούτε η Αμαλία, αλλά ούτε και το στερνοπούλι τους, η Κατερίνα, η πριγκηπέσα. Χωρίς λοιπόν άλλη κουβέντα, σηκώθηκαν και τα τρία παιδιά μαζί, για να πάνε στα δωμάτια τους. Ο Κωνσταντίνος, σηκώθηκε από την καρέκλα του, αλλά πριν φύγει, κοντοστάθηκε. Γύρισε και κοίταξε πρώτα την μητέρα του και μετά τον πατέρα του. Κανείς από τους δυο τους, δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Έκαναν τάχα, πως δεν αντελήφθησαν που ο γιος τους, ο πρωτότοκος, ένα σωστό παλικάρι, κοντοστάθηκε και τους κοίταξε. Εκείνος όμως κοντοστάθηκε και με το βλέμμα του και με την σιωπή του, τους μίλησε. Και αφού εκείνοι έκαναν τάχα, πως δεν το κατάλαβαν αυτό, τον υποχρέωσαν να τους το πει με λόγια. - «Μητέρα, μου είχες πει, ότι είμαι άνδρας και εάν ποτέ συνέβαινε κάτι σοβαρό, σίγουρα ο πατέρας θα μου το έλεγε. Θυμάσαι, ότι έτσι μου είχες πει;….» Έπειτα, αμέσως και χωρίς να δώσει χρόνο στην μητέρα του να του απαντήσει, στράφηκε προς τον πατέρα του και του είπε: «…και εσύ πατέρα, τι έχεις να μου πεις σήμερα ή μήπως τίποτα σοβαρό δεν συμβαίνει για σένα, ενώ όλοι οι κάτοικοι της Σμύρνης, κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα;» Αυτά ήθελε να τους πει με την ματιά του και αφού εκείνοι έκαναν πως δεν το καταλάβαιναν, υποχρεώθηκε να τους τα πει με λόγια. Όμως και πάλι εκείνοι, δεν του απάντησαν, παρά μόνον με την σιωπή τους. Και σε τέτοιες και ανάλογες στιγμές, ίσως και καμιά φορά, τα λόγια να είναι και περιττά. Γιατί δεν δίνουν απαντήσεις, αλλά αντίθετα τις αποφεύγουν. Και την απάντηση την πήρε, όταν τους είδε, όταν είδε τους γονείς του, να κοιτάζονται στα μάτια αμήχανα και σιωπηλά να στέκονται σαν χαμένοι ή έκπληκτοι, που

148


149 άκουσαν από τα χείλη του παιδιού τους, ετούτα τα λόγια. Όμως εκείνος, ο Κωνσταντίνος, την απάντηση την πήρε και αυτό του αρκούσε. Γύρισε και πήρε τον δρόμο προς το δωμάτιο του. Τον ακολούθησαν οι αδελφές του και όταν όλοι τους χάθηκαν στην κορυφή της σκάλας, στο επάνω πάτωμα του σπιτιού, η κυρα Γεωργία ρώτησε τον άνδρα της εάν ήθελε να του ψήσει καφέ. Εκείνος της απάντησε πως θα έπινε έναν καφέ και ο τρόπος που της απάντησε, την έκανε πλέον να πιστέψει ακράδαντα, ότι τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή. Επέστρεψε στην κουζίνα της και έβαλε στο μπρίκι νερό για δυο καφέδες. Αποφάσισε να πιει και εκείνη ένα καφέ και να του κάνει παρέα. Κάτι μέσα της, της έλεγε ότι ο καφές αυτός, δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα και πως μεταξύ τους θα ακολουθούσε συζήτηση ενδιαφέρουσα, πολύ ενδιαφέρουσα μάλιστα. Άναψε την γκαζιέρα και έβαλε επάνω το μπρίκι. Μέχρι να ζεσταθεί το νερό, κατέβασε τον καφέ και την ζάχαρη από το ντουλάπι. Έπειτα πήρε δύο ποτήρια και την κανάτα, που ήταν γεμάτη με φρέσκο δροσερό νερό και τα έβαλε επάνω σε ένα δίσκο. Στη συνέχεια κατέβασε τα πιατάκια και τα φλιτζάνια του καφέ. Τα έβαλε και αυτά επάνω στον δίσκο. Το νερό στο μπρίκι, είχε ήδη ζεσταθεί και έτσι έριξε μέσα, την ανάλογη ζάχαρη και τον καφέ και αμέσως τα ανακάτεψε για λίγο. Ύστερα τον άφησε να σιγοψηθεί, χαμηλώνοντας την φλόγα. Μόλις άρχισε να φουσκώνει, έριξε από λίγο καφέ στα δύο φλιτζανάκια, ίσα-ίσα για να πέσει λίγο καϊμάκι μέσα σε αυτά και έπειτα ξανατοποθέτησε το μπρίκι, επάνω στην φωτιά για να ψηθεί πλέον καλά ο καφές. Όταν φούσκωσε για τα καλά, τότε έριξε και τον υπόλοιπο καφέ μέσα στα φλιτζάνια, μέχρις που τα γέμισε και άφησε το μπρίκι μέσα στον νεροχύτη. Έσβησε την γκαζιέρα και πήρε τον δίσκο και πήγε στο τραπέζι. Πρώτα σερβίρισε εκείνον, τον άνδρα της. Τον πατέρα των παιδιών της και αυτό δεν αλλάζει και δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ και με τίποτα, ό,τι και να συμβεί. Μετά σερβίρισε και τον εαυτό της και αφού γέμισε και τα δύο ποτήρια με νερό, άφησε επάνω στο τραπέζι τον δίσκο με την κανάτα. Πρόσεξε ότι ο Ανδρέας είχε καπνίσει ήδη ένα τσιγάρο, όσο εκείνη έψηνε τον καφέ και τώρα έστριβε ένα δεύτερο. - «Στην υγεία σου, Ανδρέα μου» του είπε ενώ σήκωνε το δικό της φλιτζάνι και το έφερνε στα χείλη της, γέρνοντας λίγο το κεφάλι προς τα εμπρός και φυσώντας ελαφρά τον καφέ της, για να κρυώσει. Σήκωσε όμως τα φρύδια και έστρεψε το βλέμμα της προς εκείνον, για να τον βλέπει στο πρόσωπο. Ήθελε να μην τον χάσει στιγμή από τα μάτια της. Έπρεπε να δει την κάθε του αντίδραση και κυρίως εάν και εκείνος θα την κοιτούσε κατάματα, όπως έκανε εκείνη. - «Στην υγεία σου και σένα Γεωργία μου» της ευχήθηκε και ο άνδρας της και ενώ πήγε, προς στιγμήν να σηκώσει το βλέμμα του, αμέσως το ξανακατέβασε και κοίταξε το τσιγάρο, που έστριβε ανάμεσα στα δάκτυλα του. Εκείνη ρούφηξε μια γουλιά από τον σχεδόν καυτό καφέ της και ακουμπώντας το φλιτζάνι επάνω στο πιατάκι, τον ρώτησε. - «Λοιπόν, άνδρα μου, τι έχεις, τι συμβαίνει, γιατί κάτι συμβαίνει και μάλιστα πολύ σοβαρό. Για λέγε λοιπόν και εδώ και δυο ώρες που έχεις έρθει στο σπίτι, έχω σκάσει». Εκείνος, αυτή την φορά, σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του και την κοίταξε. Στο πρόσωπο του ήταν έντονα χαραγμένη η αγωνία που τον είχε κυριεύσει και ταυτόχρονα και σαφώς εμφανώς, κυριαρχούσαν και εκείνα τα χαρακτηριστικά, που έδειχναν την αποφασιστικότητα του. Αμέσως κατάλαβε η γυναίκα του, ότι σήμερα, ετούτη την στιγμή, απέναντι της, είχε έναν Ανδρέα, που μέχρι τώρα δεν τον είχε γνωρίσει. Της φάνηκε σαν κάποιος άλλος άνδρας να ήταν εκεί και όχι αυτός, που κοντά 20 χρόνια, μαζί του πλάγιαζε. Εκείνος άναψε το τσιγάρο του και ρούφηξε μια γερή δόση καπνού. Έπειτα βγάζοντας τον από τα πνευμόνια του, αποφάσισε να της μιλήσει, κοιτώντας την αυτή την φορά, ίσια μέσα στα μάτια. Ήταν η ώρα της αλήθειας, είχε έρθει εκείνη η ώρα και τώρα δεν χωρούσαν, ούτε αβρότητες, μα ούτε και ευγένειες.

149


150 - «Δεν έπρεπε να σ΄ ακούσω τότε…» της είπε απότομα και κοφτά και επανέλαβε «..δεν έπρεπε». Συνέχισε να την κοιτάει στα μάτια. Εκείνη δεν απάντησε. Καταλάβαινε πλέον γιατί πράγμα της μιλούσε ο άνδρας της. Όχι πως δεν το είχε προαισθανθεί, μα τώρα πλέον ήταν σίγουρη. Τον είδε και πάλι να τραβάει μια γερή δόση καπνού και να προσπαθεί να τον κατεβάσει μέσα του, με μια βαθιά εισπνοή, λες και ήθελε να τον φθάσει, μέχρι και την τελευταία κυψέλη των πνευμόνων του. Έπειτα εκπνέοντας τον καπνό, επανέλαβε και πάλι. - «Έπρεπε να με ακούσεις τότε, Γεωργία μου. Να έπαιρνες τα παιδιά και να πηγαίνατε είτε στην Αθήνα, είτε στην Χίο. Τα πράγματα εδώ, έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ. Ο Στρατός φεύγει και χάνει την μια μετά την άλλη, τις πόλεις. Και σε όποιες από αυτές μπαίνουν οι Τούρκοι και κυρίως οι Τσέτες του Κεμάλ, γίνεται σφαγή. Τίποτα δεν αφήνουν όρθιο. Η προκυμαία κάτω στην παραλία, γέμισε από πρόσφυγες και δικούς μας στρατιώτες και όλοι τους ψάχνουν τρόπο να φύγουν από εδώ. Τα καράβια λίγα και σκοτώνονται μεταξύ τους, ποιος τους θα πρωτοανέβει. Ο Χασάν, ο υπάλληλος μου, έχει φύγει από το μαγαζί και όπως μου είπε ο Δημητρός, έφυγε παρέα με 3-4 Τούρκους, που όσο τον περίμεναν να βγει έξω, εκείνοι κοιτούσαν προς τα μέσα και γελούσαν. Το σκυλί το μαύρο, τόσα χρόνια στην δούλεψη μου και σήμερα…». Σιώπησε για λίγο και μετά συνέχισε, «..έπρεπε να μην σε ακούσω τότε…» είπε και αναστέναξε. Αναστέναξε και σαν να μονολογούσε, πρόσθεσε, «…τα παιδιά μας Γεωργία, τα παιδιά μας..» και χαμήλωσε τα μάτια, λες και οι ενοχές και οι τύψεις να τον βάραιναν, για όσα μπορούσε και έπρεπε να προλάβει και σαν γονιός δεν έκανε. Στο άκουσμα της λέξεως ‘‘τα παιδιά μας’’, η Γεωργία σκίρτησε και σταγόνες κρύου ιδρώτα, άρχισαν να κυλούν από το μέτωπο της στο πρόσωπό της και στα μάγουλα της. Τα παιδιά τους, ο γιος τους και οι κορούλες τους. Στην σκέψη των βλασταριών τους και φέρνοντας τα στο νου της, αισθάνθηκε μια πίκρα. Είχε ακούσει για βασανισμούς και βιασμούς παρθένων και άγουρων ακόμη κοριτσιών, είχε ακούσει….και τι να πρωτοθυμηθεί από αυτά που είχε ακούσει. Φοβερά πράγματα είχε μάθει ότι έκαναν οι Τούρκοι στους Έλληνες, σε όποια πόλη έφθαναν, σε όποια πόλη έμπαιναν. - «Ανδρέα..» του μίλησε χαμηλόφωνα, συναισθανόμενη ετούτη την στιγμή, την σοβαρότητα της όλης κατάστασης και σαν να μετάνιωσε και εκείνη, που τότε δεν άκουσε τον άνδρα της και δεν έφυγε, παρά του ότι ακόμη και σήμερα δεν άλλαξε απόψεις, όμως στο άκουσμα των λέξεων ‘‘τα παιδιά μας’’, η γυναικεία της φύση και η μητρότητα, μίλησαν μέσα της. Και η μητρότητα και η γυναικεία φύση, δεν σκέπτονται με το μυαλό, μα με την καρδιά και τους κτύπους της. - «Ανδρέα..» επανέλαβε πάλι και διστακτικά συνέχισε «…δηλαδή τώρα είναι αργά, Ανδρέα μου για….» Ο φόβος, η αμφιβολία, ο τρόμος και κάθε άλλο αίσθημα ή συναίσθημα, που τέτοιες στιγμές προκαλούνται στον κάθε άνθρωπο, δεν την άφηναν να δώσει ένα ολοκληρωμένο νόημα, στα λόγια της. Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Από το βλέμμα του και μόνο, κατάλαβε τι ο άνδρας της τής έλεγε … μα ακόμη έτρεφε μια μικρή ελπίδα και ήθελε να ακούσει μια ξεκάθαρη απάντηση, από τα χείλη του. Ο Ανδρέας το κατάλαβε και δεν είχε κανένα νόημα και λόγο, να την κρατά σε αγωνία. - «Πρέπει να βιαστούμε. Ίσως να μην είναι ακόμη αργά, μα σίγουρα τα περιθώρια έχουν στενέψει, γι αυτό και πρέπει να βιαστούμε. Κάθε μέρα που περνά και μέρα με την μέρα, συνεχώς θα έρχονται εδώ στην Σμύρνη, ξεριζωμένοι Έλληνες από την ανατολή και όλοι τους θα ψάχνουν ένα βαπόρι, για να φύγουν και να γλιτώσουν. Και τότε…και τότε ποιος να πρωτοφύγει και πόσα καράβια άραγε να χρειάζονται να έρθουν μα και πόσα καράβια θα έρθουν και πόσοι και ποιοι στ΄ αλήθεια θα μπορέσουν και να φύγουν; Πρέπει να βιαστούμε Γεωργία μου, στ΄ αλήθεια πρέπει να βιαστούμε!»

150


151 - «Τι να κάνουμε Ανδρέα μου, τι;» ρώτησε εκείνη, που πλέον άρχισε να καταλαβαίνει και το πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση και ότι, χρονικά τα περιθώρια στένευαν πλέον, ώρα με την ώρα. - «Τα παιδιά...πρέπει να ξέρουν και τα παιδιά μας. Οι μέρες, ποιες μέρες, οι ώρες είναι κρίσιμες και επικίνδυνες. Πρέπει και εκείνα να ξέρουν, Γεωργία. Αχ, εκείνο το μαύρο το σκυλί, ο Χασάν..» είπε ο Ανδρέας και κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, όλο νόημα, σφίγγοντας ελαφρά τα χείλη του. - «Μήπως τα αναστατώσουμε άδικα, Ανδρέα μου. Παιδιά είναι, τι να κάνουν, τι μπορούν να κάνουν αυτά; Θα κάνουν ό,τι εμείς τα πούμε» - «Όχι..», επέμενε εκείνος, «..όχι! Πρέπει να ξέρουν. Αυτοί οι Αγαρηνοί, τόσα χρόνια μαζί ζήσαμε, μα πίστη και μπέσα δεν έχουν. Πρέπει να ξέρουν και τα παιδιά μας, Γεωργία μου. Πρέπει να ξέρουν για να φυλαχτούν, να προφυλαχθούν από αυτούς. Σου είπα, δεν σου είπα για τον Χασάν; Να προφυλαχθούν Γεωργία μου, να προφυλαχθούν». - «Να τα φωνάξω, Ανδρέα μου;» - «Όχι, όχι τώρα. Άστα να ξεκουραστούν και κοίταξε να μην καταλάβουν τίποτα. Μην σου ξεφύγει κουβέντα εσένα. Το θέμα, άσε να το χειριστώ εγώ. Και να μην βγούνε από το σπίτι, το ακούς, να μην βγούνε. Εγώ θα φύγω τώρα, θα πάω κάτω στην προκυμαία, να δω αν μπορέσω να βρω κανέναν βαρκάρη, να μας βγάλει απέναντι στην Χίο και από εκεί μετά βλέπουμε. Μετά θα πάω και σε εκείνον τον…ξέρεις… να κάμω λίρες. Γι αυτό κατεβαίνοντας προς τα κάτω στην προκυμαία, θα περάσω από το μαγαζί, να πάρω όσα χρήματα έχω στο χρηματοκιβώτιο. Και ύστερα, αφού τελειώσω με αυτές τις δουλειές, θα γυρίσω στο σπίτι και αφού θα τα έχω όλα κανονισμένα, τότε θα το πω και στα παιδιά. Θα είσαι και εσύ παρούσα, μαζί θα τα πούμε. Κατάλαβες τι σου είπα, Γεωργία μου;» - «Ναι κατάλαβα, άνδρα μου». - «Κι αν σε ρωτήσουν τίποτα τα παιδιά, να κάνεις πως δεν ξέρεις και να τους πεις ότι εγώ φεύγοντας, σου είπα ότι το βράδυ, σας θέλω όλους μαζί, να σας μιλήσω. Γι αυτό και ζήτησα να μην φύγει κανένας από το σπίτι, γιατί δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Το άκουσες Γεωργία μου;» - «Ναι, τ΄ άκουσα, Ανδρέα μου». - «Εκείνος ο Κωνσταντίνος, πριν φύγει για το δωμάτιο του, άκουσες τι παράπονο μας έκανε και τι είπε; Και μου έριξε και ένα βλέμμα,…το είδα, γιατί τον κοίταξα έτσι στα γρήγορα, στα κλέφτικα. Πρέπει να ξέρει πολλά. Και πώς να μην ξέρει; Μεγάλο παιδί είναι και κάθε μέρα έξω είναι. Οι εφημερίδες γράφουν συνεχώς και εκτός αυτού, όλοι στην πόλη για αυτά τα πράγματα μιλούν. Όμως Γεωργία μου, αν τυχόν σου κάνει κουβέντα, εσύ να μην πεις τίποτα, όσο και να επιμείνει εκείνος. Εσύ τσιμουδιά, εντάξει;» - «Ναι, ναι άνδρα μου, εντάξει. Άντε τώρα να πηγαίνεις, να μην χάνεις χρόνο και με όλα αυτά που συμβαίνουν, άρχισα πραγματικά να φοβάμαι. Και κοίτα να γυρίσεις στο σπίτι, πριν πέσει η νύχτα και αρχίσω να ανησυχώ». - «Θα έχω γυρίσει μέχρι τότε. Α! να σου πω και κάτι ακόμη, που θέλω να το ξέρεις, γιατί πρέπει να το ξέρεις. Κάτω στο κελάρι, πίσω από το μεγάλο βαρέλι του κρασιού, έχω κρυμμένες 50 λίρες. Τις άλλες λίρες, εκείνες που είναι για την προίκα των κοριτσιών μας, ξέρεις που είναι θαμμένες, έτσι δεν είναι;» - «Ξέρω, ξέρω Ανδρέα μου. Μα μου τι δείχνεις και πάλι, όταν επιστρέψεις ή αύριο με το καλό. Τώρα, άντε να προλάβεις να κάνεις τις δουλειές σου, γιατί δεν σου κρύβω, πως θα σκάσω από την αγωνία μου» του απάντησε εκείνη και μαζί πήγαν προς την κρεμάστρα. Τον βοήθησε να βάλει το σακάκι του και έπειτα του έδωσε το καπέλο του και μέχρι εκείνος να βάλει τα παπούτσια του, της ζήτησε να του φέρει τα δεύτερα κλειδιά του μαγαζιού, εξηγώντας της στα γρήγορα τον λόγο. Η Γεωργία ανέβηκε στην κάμαρά του και όταν επέστρεψε τον βρήκε έτοιμο ντυμένο, του έδωσε τα κλειδιά και τον ξεπροβόδισε

151


152 μέχρι την εξώπορτα. Ο άνδρας της βγήκε έξω και μόλις έκανε 3-4 βήματα, σταμάτησε και γύρισε. Την κοίταξε και εκείνη του χαμογέλασε αμήχανα. Της ανταπόδωσε και εκείνος το χαμόγελο και έπειτα έστρεψε προς τα εμπρός και με βήμα γρήγορο, έφθασε στην αυλόπορτα, την δρασκέλισε και βγήκε στον δρόμο. Έστριψε και χάθηκε πίσω από τον μαντρότοιχο της αυλής. Η Γεωργία, μόλις τον έχασε από το οπτικό της πεδίο, έκλεισε την εξώπορτα του σπιτιού και γύρισε στην κουζίνα της. Έπρεπε να πλύνει τα πιάτα, που είχαν μείνει από το μεσημέρι και να ετοιμάσει και κάτι πρόχειρο για το βράδυ. Με την πλάτη γυρισμένη προς τις σκάλες και ενώ ασχολούνταν με τις δουλειές της κουζίνας της, απορροφημένη και χαμένη μέσα στις σκέψεις της, δεν άκουσε τον Κωνσταντίνο που κατέβηκε από το δωμάτιο του και ήρθε και στάθηκε πίσω της. Ο πρωτότοκος της οικογένειας, όλη την ώρα, που ήταν στο δωμάτιο του, οι σκέψεις τον βασάνιζαν. Δεν ξάπλωσε καθόλου και καθισμένος κοντά στο παράθυρο του δωματίου του, έβλεπε προς τα έξω και σκεπτόταν. Το παράθυρο του δωματίου του κοιτάζει προς την αυλή του σπιτιού και έτσι, όταν ο πατέρας του έφυγε, εκείνος τον είδε. Τον είδε επίσης που κοντοστάθηκε και γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε την μητέρα του. Την μητέρα του όμως, από το δωμάτιο του και από την θέση όπου εκείνος καθόταν, δεν μπορούσε να την δει, αλλά ήταν σίγουρος ότι εκείνη στεκόταν στην εξώπορτα του σπιτιού τους και ακόμη πιο σίγουρος ήταν, ότι εκείνη γύρισε και κοίταξε ο πατέρας του. Και όταν τον είδε, που βγήκε από την αυλόπορτα στον δρόμο και έφυγε από το σπίτι, τότε περίμενε λίγα λεπτά της ώρας και μετά κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όπου ήταν η μητέρα του και στάθηκε πίσω της. - «Έφυγε ο πατέρας;» την ρώτησε. Η Γεωργία, όπως ήταν αφηρημένη και απορροφημένη στις σκέψεις της, δεν είχε αντιληφθεί τον Κωνσταντίνο που κατέβηκε και γι΄ αυτό και ξαφνιάστηκε. Αυτό φάνηκε αμέσως και ενώ άκουσε την φωνή του γιου της, δεν κατάλαβε τι εκείνος την ρώτησε και θέλοντας επιπλέον να κερδίσει και λίγο χρόνο, τον ρώτησε τι της είπε. - «Σε ρώτησα μητέρα, εάν έφυγε ο πατέρας!» - «Ναι γιε μου, έφυγε», του απάντησε εκείνη. - «Στο μαγαζί πηγαίνει;» την ξαναρώτησε και ο τρόπος που το έκανε, την βεβαίωνε ότι ο γιος της ήξερε και την απάντηση. - «Πού αλλού να πάει, γιε μου;» - «Μητέρα, σε ρώτησα, εάν ο πατέρας πηγαίνει στο μαγαζί;» επανέλαβε και πάλι εκείνος, τονίζοντας τώρα μία-μία τις λέξεις και ιδιαίτερα, την τελευταία. Η Γεωργία τον άκουσε και κατάλαβε ότι ο γιος της δεν πείσθηκε από την απάντηση της, αλλά χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της και δείχνοντας δήθεν έκπληξη, που ενώ επιμένει να την ρωτάει, ταυτόχρονα δεν πείθεται από τα λεγόμενα της, του απαντάει και πάλι, στον ίδιο τόνο φωνής. - «Μα γιατί γιε μου ρωτάς; Πού αλλού να πηγαίνει, αλλά και αλλού να πήγαινε, λογαριασμό θα μου έδινε; Δουλειές έχει ο πατέρας σου και στις δουλειές του τρέχει». - «Μητέρα..» - «Ναι γιε μου», του απαντάει και πάλι, όσο πιο φυσικά μπορεί και χωρίς όλη αυτή την ώρα να γυρίσει να τον κοιτάξει καθόλου. Γιατί ήξερε πως του έλεγε ψέματα. Αθώα ψέματα μα ψέματα και σίγουρα είναι πιο εύκολο να λες ψέματα, έστω και αθώα, με γυρισμένη την πλάτη, παρά να κοιτάς τον άλλο στα μάτια. Γιατί θέλει πολύ δύναμη και ακόμη περισσότερη τέχνη, να τα λες κατάματα. Και η Γεωργία τα στερούνταν και τα δύο αυτά. Το ήξερε αυτό, όπως ήξερε και ότι, εάν κοιτούσε τον γιο της στα μάτια, σίγουρα εκείνος θα την καταλάβαινε αμέσως. Και αυτό δεν το ήθελε, αλλά και είχε εντολή και από τον άνδρα της, τα παιδιά τους να μην καταλάβουν τίποτα, μέχρι εκείνος να γυρίσει πίσω. - «Μητέρα, δεν είμαι μωρό και μην με κοροϊδεύεις!»

152


153 - «Γιατί γιε μου, σε κοροϊδεύω και τι λόγια είναι αυτά που λες στην μητέρα σου; Κάθισε να τελειώσω το πλύσιμο των πιάτων και θα σου βάλω ένα γλυκό κουταλιού, που σου αρέσει». Πήγε να αλλάξει την κουβέντα γιατί ήθελε να κερδίσει χρόνο, μα ο Κωνσταντίνος βγήκε από την κουζίνα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Η μητέρα του τον είδε και πήρε στα γρήγορα μια πετσέτα και σκουπίζοντας τα χέρια της, έτρεξε ξοπίσω του και τον ρώτησε. - «Πού πας, γιε μου;» Εκείνος γύρισε, την κοίταξε και της απάντησε με τόνο και ύφος, που δήλωνε ότι ένοιωθε θιγμένος, επειδή δεν αντιμετωπιζόταν σαν σωστός άνδρας, όπως τόσες φορές είχε πει ο πατέρας του ότι ήταν. - «Στο μαγαζί, πάω να βοηθήσω τον πατέρα». - «Όχι να μην πας», του είπε και αποφάσισε να του πει μέρος της αλήθειας και όσα ο άνδρας της, της είχε πει. - «Όχι να μην πας..», επανέλαβε «..ο πατέρας σου μου είπε, ότι θα περάσει από το μαγαζί για λίγο, να πάρει κάτι χαρτιά από παραγγελίες και μετά θα πήγαινε, νομίζω στο τελωνείο, αν κατάλαβα καλά. Όταν θα τελειώσει από εκεί, θα πάει για λίγο σε έναν φίλο του, με τον οποίο συνεργάζονται και αμέσως μετά θα επιστρέψει στο σπίτι. Δεν θα αργήσει μου είπε και όταν θα έρθει θέλει να είμαστε όλοι μας εδώ. Κάτι θέλει να μας πει, κάτι που πρέπει να συζητήσουμε όλοι μαζί…» και θέλοντας να δώσει άλλο ύφος στην κουβέντα και να αλλάξει και αυτήν, χαμογελώντας προσθέτει, «..λες Κωνσταντίνε μου, να μας φέρνει κανέναν γαμβρό για την Αμαλία μας;» Αυτά τα τελευταία λόγια, τα είπε βέβαια, έτσι για να χωρατέψει, για να δείξει ότι ούτε και αυτή ήξερε τι τους ήθελε ο κύρης του σπιτιού. Έπρεπε πάντως και με κάθε τρόπο να προλάβει τον γιο της, να μην την ρωτήσει στην συνέχεια τι τους ήθελε όλους μαζί ο πατέρας του. Δεν άντεχε να του πει άλλο ψέμα, άσε που δεν τα κατάφερνε κιόλας. Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε με βλέμμα που δήλωνε εμφανώς αμφιβολία, για όσα άκουγε. Η μητέρα του το κατάλαβε και ένοιωσε ακόμη πιο άσχημα, όμως και οι δυο, την στιγμή εκείνη, αποδέχθηκαν την σιωπηρή ανακωχή και αποφάσισαν να μην δώσουν συνέχεια στον λόγο τους. Κατάλαβαν ότι, με τα λόγια άκρη δεν βγάζουν και έτσι ήταν προτιμότερο να συμβιβαστούν με την σιωπή. Βήματα που ακούσθηκαν στις σκάλες, δήλωναν ότι και τα κορίτσια κατέβαιναν από τα δωμάτια τους. Τώρα σίγουρα, κατάλαβαν και οι δύο ότι έπρεπε να σιωπήσουν και αυτό το συμφώνησαν και το επιβεβαίωσαν με ένα μόνο βλέμμα, που αντάλλαξαν στα γρήγορα, μεταξύ τους. Ο Κωνσταντίνος αμέσως άλλαξε ύφος και μόλις εμφανίσθηκαν οι αδελφές του, θέλησε να τις πειράξει. - «Καλώς τες τις κυρίες, τις υπναρούδες. Τόσο που κοιμάστε, αν το μάθουν τα αγόρια, να δούμε που θα βρούμε γαμβρούς να σας παντρέψουμε. Κανείς δεν θα σας θέλει και θα μείνετε γεροντοκόρες. Αμανάτι θα μας μείνετε μια ζωή, σαν και εκείνα τα τόπια το ύφασμα από την Αίγυπτο, που τσάμπα τα δίνουμε και κανείς δεν τα παίρνει!» Η Αμαλία, η αρχοντοπούλα, είχε κλείσει τα 13 χρόνια της και πάτησε τα 14. Ήταν αρκετά μεγάλη, για να μην καταλάβει ότι ο αδελφός της, είχε διάθεση και τις πείραζε εκείνη την ώρα και έτσι δεν έδωσε καθόλου σημασία. Μήπως ήταν και η πρώτη φορά, που το έκανε; Όμως δεν συνέβαινε και δεν θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και με την μικρότερη αδελφή τους, την Κατερίνα, την πριγκηπέσα της οικογένειας. Εκείνη αμέσως διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας του. - «Εσένα δεν θα θέλει καμία νύφη. Εμείς δεν κοιμόμασταν, κεντούσαμε την προίκα μας, έτσι δεν είναι Αμαλία;» απάντησε του αδελφού της και απευθυνόμενη αμέσως στην αδελφή της, επικαλέσθηκε και την μαρτυρία της. - «Ναι Κατερίνα μου, έτσι είναι και μην τον ακούς. Εσύ θα πάρεις ένα πριγκιπόπουλο, που θα ΄ρθει ντυμένο στ΄ άσπρα, καβάλα πάνω σε ένα άσπρο άλογο. Και

153


154 μέχρι να έρθει, εσύ θα έχεις κεντήσει όλη σου την προίκα. Και όταν θα σε ανεβάσει και εσένα πάνω στην όμορφη και λουλουδοστολισμένη του άμαξα και θα σε κρατάει στην αγκαλιά του, ντυμένη με το νυφικό, τότε όλες οι κοπελιές στην Σμύρνη, θα σε ζηλεύουν. Γιατί σε μια πριγκηπέσα, πριγκιπόπουλο της πρέπει» και με τα λόγια αυτά και χαμογελώντας, της χάιδεψε το κεφαλάκι της, κοιτάζοντας εναλλάξ, μια τον αδελφό της και μια την μικρή τους αδελφή. Η Κατερίνα, παίρνοντας θάρρος από τα λόγια της, αμέσως κορδώθηκε και συμπλήρωσε σε όλα αυτά. - «Τ΄ ακούς Κωνσταντίνε, τ΄ ακούς; Και θα ζηλεύει αυτός Αμαλία μου, ε; θα ζηλεύει;» και με προτεταμένο το χεράκι της και με το δακτυλάκι της, έδειχνε τον αδελφό της, ενώ με σηκωμένο το κεφαλάκι της, κοιτούσε την Αμαλία στα μάτια και αδημονούσε για την απάντηση, που θα την δικαίωνε. - «Όχι γλυκιά μου..» παρενέβη τώρα η μητέρα τους, «..δεν θα ζηλεύει ο αδελφός σου, μα θα καμαρώνει. Πρώτος θα τρέξει να βρει και να φέρει τα όργανα στον γάμο σου και πρώτος θε να τα χαρτώσει. Πρώτος θα σύρει τον χορό και όταν το ξημέρωμα, θα τον βρει ακόμη να χορεύει από την χαρά του, αυτός τότε αν και κουρασμένος δεν θα πάει να ξαπλώσει, μα και πάλι πρώτος θα τρέξει να φορτώσει την προίκα σου και τελευταίος θα σε αποχαιρετήσει. Γιατί ο αδελφός σου σε αγαπάει, όπως και όλοι μας και μαζί με τον πατέρα σας, οι δυο άνδρες του σπιτιού μας, σας έχουν ετοιμάσει την προίκα και των δυο σας. Και λίρες χρυσές και χωράφια σας έχουν για προίκα και χαράς τα παλικάρια που θα σας διαλέξουν για γυναίκες τους, χαράς τα!» Σταμάτησε. Ένας λυγμός της έκοψε την ανάσα και ένα δάκρυ της θόλωσε την ματιά. Όσο έλεγε αυτές τις κουβέντες, η πριγκηπέσα, έτρεξε και αγκάλιασε τον αδελφό της. Έτσι κοντούλα όπως ήταν και εκείνος ψηλός, έβαλε τα χεράκια της γύρω από τα πόδια του και ακούμπησε το κεφαλάκι της στην κοιλιά του. Μέχρι εκεί του έφθανε και τα χεράκια της, δεν έφθαναν και δεν του έζωναν τους μηρούς των ποδιών του. Η φορτισμένη ψυχή της μάνας, από όλες αυτές τις καταστάσεις και από την συζήτηση που είχε με τον άνδρα της και με τον γιο της και μπροστά σε ετούτη την σκηνή και τον αθώο αυθορμητισμό της παιδούλας κόρης της, δεν άντεξε. Και μόλις στο μυαλό της, ήρθαν και οι άσχημες σκέψεις, το τι δηλαδή κάνουν οι Τούρκοι και κυρίως οι Τσέτες του Κεμάλ, στις παρθένες κόρες Ελληνοπούλες, σε όποιες πόλεις κυριεύουν και κατακτούν, τότε δικαιολογημένα το δάκρυ, φανερά πλέον, πήρε τον κατήφορο στο μάγουλό της. Και ο λυγμός που ακούσθηκε, της έκοψε την ανάσα στην προσπάθεια της να τον κρύψει και την υποχρέωσε βιαστικά να κάμει μεταβολή και να φύγει για να πάει πίσω στον νεροχύτη της. Ευτυχώς που κανένα της παιδί, έτσι ήθελε να πιστεύει, δεν θα πρέπει να την είδε δακρυσμένη και δεν θα πρέπει να κατάλαβε την συναισθηματική της φόρτιση. Η Κατερίνα της, όπως είχε αγκαλιάσει τον αδελφό της, σίγουρα δεν θα μπορούσε να την δει. Ο Κωνσταντίνος της, είχε σκύψει εκείνη την ώρα και κοιτούσε και χάιδευε την αδελφή του, ενώ η Αμαλία της, είχε ήδη γυρίσει την πλάτη της, σε όλη ετούτη την σκηνή, προφανώς γιατί θα είχε το ίδιο συγκινηθεί, όπως και η μητέρα της και δεν θα ήθελε ούτε και εκείνη, να γίνει αυτό αντιληπτό από τους άλλους. Καθώς πήγαινε προς την κουζίνα της, ακούει το στερνοπούλι της, να λέει. - «Εγώ το ξέρω ότι με αγαπάς, Κωνσταντίνε, αλλά θέλω και να μου το λες» - «Ε! Άμα σου το λέω συνέχεια εγώ, θα το συνηθίσεις και όταν θα έρθει το πριγκιπόπουλο να σου το πει, τότε δεν θα σου φανεί και πολύ ωραίο, αφού θα το ακούς συνέχεια από εμένα..» της είπε εκείνος και συμπλήρωσε, «...έτσι δεν είν αι Αμαλία;» - «Βέβαια, βέβαια, εγώ γι΄ αυτό δεν σου ζητάω να μου λες συνέχεια πως με αγαπάς», απάντησε εκείνη.

154


155 - «Εσένα δεν θα έρθει να σε ζητήσει πριγκιπόπουλο. Ούτε καβάλα, σε άσπρο άλογο θα έρθει και ούτε με λουλουδοστολισμένη άμαξα και ούτε ντυμένος στα λευκά θα είναι» είπε η πριγκηπέσα, που αμέσως άλλαξε και συμμαχίες και στρατόπεδο. - «Εμένα Κατερίνα μου, τι θα είναι δηλαδή ο γαμβρός, κανένας παρακατιανός θα είναι;» την ρώτησε η Αμαλία, για να την πειράξει. Όμως μπορεί η Κατερίνα να ήταν μικρή, μα αγαπούσε πάρα πολύ την αδελφή της, που ήταν και φιλενάδα της καλή και δια τούτο αμέσως έσπευσε να απαντήσει και να διορθώσει, καταλαβαίνοντας το πρότερο λάθος της. - «Όχι, όχι Αμαλία μου..» της είπε με λόγια, που έβγαιναν γρήγορα και ξέπνοα από το στόμα της, λόγω της βιασύνης της να επανορθώσει, «..εσένα είπα ότι δεν θα σε ζητήσει πριγκιπόπουλο, γιατί το δικό σου παλικάρι θα είναι αρχοντόπουλο. Εσύ δεν είσαι πριγκηπέσα, είσαι αρχοντοπούλα και αρχοντόπουλο σου πρέπει, έτσι δεν είναι Κωνσταντίνε;» - «Ναι, ναι, έχεις δίκιο» της απαντούσε εκείνος, ενώ χαμογελούσε και κοιτούσε την μεγάλη του αδελφή, που και εκείνη το ίδιο έκανε. Είχαν αντιληφθεί και οι δυο τους, πόσο έξυπνα είχε ελιχθεί η μικρότερη της οικογένειας και αυτό τους έκανε να χαρούν. Είχαν περάσει, περίπου τρεις ώρες, από τότε που ο πατέρας τους, είχε φύγει από το σπίτι. Έξω άρχισε να σουρουπώνει και η Γεωργία ετοίμαζε τις γκαζόλαμπες για το βράδυ. Καθάριζε τα λαμπόγυαλα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο άνδρας της, καλησπερίζοντας στους.

155


156

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Έφυγε ο Ανδρέας από το σπίτι με τις σκέψεις να του βασανίζουν το μυαλό. Περπατούσε, σκεπτόταν και κατηγορούσε τον εαυτόν του, που άφησε την αγάπη του και τον σεβασμό του προς την γυναίκα του, να τον παρασύρουν σε αυτήν την ‘‘βαριά πράξη αμέλειας’’ όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε. Είχε σκεφθεί να στείλει την γυναίκα του και τα παιδιά του μακριά από εδώ, μακριά από το κακό ακόμα από τις αρχές του καλοκαιριού και τώρα το καλοκαίρι έφθανε στο τέλος του και ακόμη εκεί τους είχε. Ήταν στα μέσα του τρίτου 10ήμερου του μηνός Αυγούστου και σε λίγο, ημερολογιακά τουλάχιστον το καλοκαίρι θα παραχωρούσε την θέση του, στο φθινόπωρο. Χάθηκε πολύς χρόνος, πολύτιμος χρόνος. Όλα αυτά τα σκεπτόταν ο Ανδρέας και μόνος του έλεγε πως εάν συμβεί κάποιο κακό στην οικογένεια του, ποτέ δεν θα συγχωρέσει τον εαυτόν του. Είχε ακούσει πάρα πολλά για τις ασχήμιες και τα έκτροπα, που είχαν συμβεί στους Έλληνες, που κατοικούσαν στις πόλεις, που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι. Βιασμοί, σκοτωμοί, ευτελισμοί, ξεκοιλιάσματα, απάνθρωπα βασανιστήρια και άλλα τέτοια. Ειδικά λέγεται, πως τις Ελληνοπούλες παρθένες, εκείνοι οι Αγαρηνοί αλλόθρησκοι, επίτηδες επεδίωκαν και τις χάλαγαν μπροστά στα μάτια των μανάδων τους, μπροστά στα μάτια των πατεράδων τους και αυτό το ανθρώπινο ρεζίλεμα και αυτός ο εξευτελισμός για έναν γονιό με αρχές, όπως ήταν η δική του και κάθε άλλη χριστιανική οικογένεια της Σμύρνης, ήταν ό,τι το χειρότερο. Αυτό σίγουρα, ο ίδιος και όχι μόνον, δεν θα το άντεχε. ‘‘Τις κόρες μου;’’ αναρωτήθηκε ο Ανδρέας και στις σκέψεις αυτές, ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια του. ‘‘Αχ τους άτιμους, τους άπιστους, τα σκυλιά τα μαύρα’’ μονολόγησε καθώς βάδιζε. Ο νους του δεν χωράει τέτοιο πράγμα, όπως και αδυνατεί και να το σκεφθεί. Μόνος του περπατάει και έτσι μόνος σκέπτεται και παραμιλάει. ‘‘Δεν έπρεπε Ανδρέα, να ακούσεις την κυρά Γεωργία…’’ λέγει στον εαυτόν του και τον κατηγορεί που δεν επέμενε τότε και από σεβασμό σε εκείνη ενέδωσε, υποκύπτοντας στις αντιρρήσεις της και έτσι μετέστρεψε και τις αρχικές του αποφάσεις και δια τούτο και αυτό-επιπλήττεται επειδή άφησε την γυναίκα του να τον μεταπείσει. Αναρωτιέται εάν τώρα και εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, θα καταφέρει να βρει κάποιον βαρκάρη, να τους βγάλει απέναντι. Θα τον πληρώσει όσα του ζητήσει. Θέμα χρημάτων δεν τίθεται. Και αν εκείνος τον ρωτήσει, γιατί φεύγει με όλη την οικογένεια του και έτσι βιαστικά, τι θα του πει; Φοβάμαι τους Τούρκους, να του απαντήσει; Μωρέ ας βρω εγώ βαρκάρη και ας με ρωτήσει εκείνος γιατί εγώ φεύγω και ας με ρωτήσει και ότι άλλο θέλει! Λες και δεν θα ξέρει γιατί θέλω να φύγω από εδώ, λες και δεν θα το έχει καταλάβει από μόνος του, με τόσα που γίνονται κάτω στο λιμάνι ή με τόσα που θα έχει δει, όλες αυτές τις ημέρες! Με τις σκέψεις αυτές προχωρά και δεν βλέπει ούτε ποιον συναντά, ούτε ποιος τον χαιρετά. Απλώς σκέπτεται και προχωρά. Ξάφνου φωνές ακούγονται και τον αποσπούν από την σκέψη του. ‘‘Ήρθε, ήρθε, έφθασε ο νέος Αρχιστράτηγος από την Ελλάδα’’. Σταματά και σηκώνει το κεφάλι και ρίχνει το βλέμμα του προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόντουσαν οι φωνές. Ακούει και πάλι. ‘‘Ήρθε, ήρθε, έφθασε ο νέος Αρχιστράτηγος και όλα τώρα θα αλλάξουν’’ έλεγαν εκείνοι που φώναζαν και τώρα σίγουρα ακουγόντουσαν πιο δυνατά και πιο καθαρά. ‘‘Ήρθε, ποιος ήρθε;..’’ ρωτάει μόνος του και πάλι μόνος του απαντάει,, ‘‘…Ο νέος Αρχιστράτηγος ήρθε! Και εάν ήρθε, τι θα κάνει;..’’ ρωτά και πάλι τον εαυτόν του και μόνος του συμπληρώνει ‘‘..τι να κάνει και τι να μπορεί άραγε να κάνει, όπως εξελίχθηκαν

156


157 τα πράγματα και εδώ που έχουν φθάσει;’’ και ξεκινά έναν νέο διάλογο με τον εαυτόν του, συνεχίζοντας τον δρόμο του προς την προκυμαία. ‘‘Τι να κάνεις Στρατηγέ μου, που ήρθες τώρα, τι να κάνεις; Ξέρεις ότι χάσαμε την Μικρά Ασία και αν δεν το ξέρεις, σίγουρα με το που πάτησες το πόδι σου στην ακτή, θα το κατάλαβες. Γρήγορα θα μάθεις ότι, από το Αφιόν Καραχισάρ, αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και ανατολικά από εδώ, από εκεί οι Τούρκοι, έχουν ήδη φθάσει, έξω από την Σμύρνη. Τι να κάνεις και ποια κατάσταση να αντιμετωπίσεις και ποια κατάσταση να ανατρέψεις. Και με ποιους αλήθεια να το κάνεις αυτό;’’ Περπατά και μόνος του παραμιλά, ενώ ταυτόχρονα ακούει και τις φωνές. ‘‘Ήρθε, ήρθε και όλα τώρα θα αλλάξουν’’ και μαζί με τους μεγάλους, φωνάζουν παρασυρμένα και τα παιδιά σε αυτό το πανηγύρι των φωνών και τα οποία παιδιά, τρέχουν μέσα στην πόλη και στους δρόμους της, μεταδίδοντας το χαρμόσυνο, υποτίθεται, νέο. Και αυτά τα μικρά παιδιά, δείχνουν να έχουν τόση χαρά για την άφιξη του νέου Αρχιστρατήγου, που θα νόμιζε κανείς ότι ακόμη και εκείνα γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται πλήρως την δύσκολη θέση στην οποία είναι οι Έλληνες και ότι τώρα αισθάνονται και αντιλαμβάνονται, να τους χαϊδεύει ένας άλλος αέρας, ένας φρέσκος αέρας αισιοδοξίας. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Ήταν τέλος Αυγούστου και ο νέος Αρχιστράτηγος, που έφθασε στην Σμύρνη, ονομαζόταν Πολυμενάκος. Οι ξεριζωμένοι από την ανατολή και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, είχαν σαν μελίσσια, πλημμυρίσει την προβλήτα και σχεδόν την μισή προκυμαία. Η πόλη έμοιαζε σαν ένα ηφαίστειο, που ακούς την καυτή του λάβα να κοχλάζει στα σωθικά του και ξέρεις και περιμένεις, από ώρα σε ώρα, να εκραγεί και να σκορπίσει το κακό στα πέριξ και να κάψει τα πάντα. Όμως δεν γνωρίζεις, μα αδυνατείς κιόλας να προσδιορίσεις και την ώρα της έκρηξης του, την ώρα δηλαδή που θα ξεσπάσει το κακό. ‘‘Ήρθε ο νέος Αρχιστράτηγος’’ και αυτή η είδηση, αντηχούσε στην πόλη, σαν ιαχή πολέμου και το νέο μεταδιδόταν γρήγορα από στόμα σε στόμα. Σύμμαχος και ο άνεμος, μιας και εκείνες τις ημέρες φυσούσε ένα πάρα πολύ απαλό Αυγουστιάτικο δυτικό αεράκι, με κατεύθυνση από την θάλασσα προς την στεριά. Λες και ήθελε ο Θεός, αυτό το νέο να μαθευτεί και στους Τούρκους, που ερχόντουσαν από την ανατολή, προς την θάλασσα και προς την πόλη της Σμύρνης. ‘‘Ήρθε, ήρθε..’’ φώναζε ο κόσμος όλος και οι ελπίδες αναπτερώθηκαν. Όλοι ευελπιστούσαν και πίστευαν ότι τώρα τα πράγματα θα άλλαζαν. Όμως αν και ο θυμόσοφος λαός μας λέγει, πως ‘‘η ελπίδα πάντα πεθαίνει τελευταία’’, δυστυχώς ‘‘αν την πυροβολήσεις πρώτη, τότε πρώτη θε να πεθάνει κιόλας’’. Γιατί ο νέος Αρχιστράτηγος, δεν βρήκε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία απλώς τραυματισμένο, ώστε να επέμβει και να τον γιατρέψει ως γιατρός. Βρήκε ένα στρατό πτώμα και μάλιστα σε αποσύνθεση. Έτσι, αμέσως και από την πρώτη στιγμή, κατάλαβε ότι η μόνη διαταγή που θα μπορούσε να δώσει και να εκτελεσθεί, ήταν η υποχώρηση και αποχώρηση των στρατιωτών μας, από εκείνη την κουρασμένη και αιματοβαμμένη γη της Ιωνίας. Οι λιποτάκτες, είχαν ξεπεράσει σε αριθμό, και τις πλέον δυσοίωνες προβλέψεις. Αναρίθμητοι και δυστυχώς πεινασμένοι, διψασμένοι και κουρελήδες, οι λιποτάκτες του στρατού μας. Λίγες μέρες πριν (23 Αυγ), είχε περάσει από το Σαλιχλή και το τελευταίο τμήμα του Νοτίου Συγκροτήματος. Το Σαλιχλή, ήταν ένα χωριό, ανατολικά της Σμύρνης και εκεί βρισκόταν η 13 η Μεραρχία, της οποίας οι άνδρες, εγκατέλειψαν και εκείνοι το χωριό, αλλά δεν έφυγαν ατάκτως προς τα πίσω, προς τα δυτικά και προς την θάλασσα, παρά υποχωρούσαν συντεταγμένα και βάση στρατιωτικού σχεδίου. Το βράδυ βάδιζαν προς τις ακτές και την ημέρα στεκόντουσαν και έδιναν μάχη με τους Τούρκους. Εκείνοι οι άνδρες, χωρίς να το ξέρουν, οι άνδρες της 13 ης Μεραρχίας (δηλαδή του παλαιού 5/42 Τάγματος Ευζώνων), καθυστερούσαν τους

157


158 Τούρκους, δίδοντας χρόνο πολύτιμο, στον νέο Αρχιστράτηγο, αλλά και στον ταλαίπωρο Ελληνισμό. Δυστυχώς, την επομένη από της άφιξη του Πολυμενάκου και τα τελευταία τμήματα της Στρατιάς, ζωντανά λείψανα, θα έφθαναν στην Σμύρνη. Θρήνος και οδυρμός, συνοδεύει τους στρατιώτες μας και στην πόλη την νύφη του Ερμαϊκού κόλπου, την Σμύρνη, γράφονται οι τελευταίες σελίδες ενός φιλόδοξου ονείρου, που πριν από δύο χρόνια, τον Μάιο του 1919, είχε ζεστάνει τις καρδιές όλων των Ελλήνων και τις έκαμε να κτυπούν σε ρυθμούς γοργούς. Οι κάτοικοι της Σμύρνης, μα και όσοι σε αυτήν έφθασαν από όλη την Μικρά Ασία, απεγνωσμένα αναζητούσαν τώρα τρόπους άμεσης απομάκρυνσης τους από την πόλη και από την γενέθλια τους γη. Κάποιοι αισιόδοξοι, ευελπιστούν ακόμη, ότι οι Τούρκοι θα σεβαστούν την Σμύρνη και δεν θα κάμουν ότι έκαμαν στις άλλες πόλεις. Κάποιοι άλλοι, περισσότερο αισιόδοξοι, εκτιμούν ό,τι ο Ελληνικός Στρατός, κι αν έχασε τον πόλεμο, εν τούτοις θα κερδίσει την μάχη για την προστασία της Σμύρνης. Μερικοί ισχυρίζονται, πως σε αυτό το τελευταίο, θα βοηθήσουν και οι σύμμαχοι. Η αίσθηση του κινδύνου και ο φόβος του κακού, γεννά ελπίδες, φρούδες ελπίδες, δυστυχώς. Κάποιοι άλλοι πάλι, ήδη από τώρα κλαίνε για το κακό, που θα τους βρει και μερικοί έχουν φθάσει και στα όρια της απελπισίας και λίγοι ευτυχώς, σκέπτονται να οδηγηθούν από μόνοι τους, σε πράξεις παράνοιας. Και αυτοί οι τελευταίοι, σκέπτονται και επιλέγουν την αυτοκτονία, γιατί την προτιμούν από τον θάνατο, που θα προέλθει από το χέρι ενός άπιστου και της τούρκικης μαχαίρας. Γιατί τον πρώτο θάνατο ως πράξη αυτοχειρίας, τον θεωρούν πράξη τιμής, ενώ αντίθετα τον δεύτερο, τον θεωρούν ατίμωση. Γιατί, για αυτούς τέτοιος θάνατος, θα ήταν πραγματική ατίμωση. Έτσι λένε και το πιστεύουν. Γιατί δυστυχώς ο φόβος αυτής της απειλής και οι διαδιδόμενες φήμες για τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια, στα οποία υπόκειται ο Ελληνικός πληθυσμός από τους Τούρκους, έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους σε αποφάσεις για πράξεις απελπισίας. Έντονα τα αισθήματα του τρόμου, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα όλων. Ο Ανδρέας φθάνοντας στην παραλία, βλέπει πως τώρα, πρόσφυγες υπάρχουν σε όλη σχεδόν την προκυμαία και στην προβλήτα. Ο αριθμός τους έχει αυξηθεί πάρα πολύ σε σχέση με την τελευταία φορά, που είδε ξεριζωμένους και ξεσπιτωμένους ανθρώπους εκεί. Προχωρά ανάμεσα τους και ακούει που όλοι τους θέλουν να φύγουν. Όμως οι βαρκάρηδες και οι καπεταναίοι, έχουν τραβήξει τα πλεούμενα τους, μικρά και μεγάλα, μακριά από την ακτή και στα ανοιχτά του λιμανιού. Φοβούνται, πως αυτός ο τρομοκρατημένος λαός, ο όχλος ο Ελληνικός, θα ορμήσει και θα καταλάβει κάθε είδους πλεούμενο, προκειμένου να κατορθώσει να φύγει από εδώ, από ετούτη την γη του πυρός. Βλέπει μητέρες με νεογέννητα μωρά στην αγκαλιά τους να προσπαθούν να τα κοιμίσουν, μέσα σε εκείνη την φασαρία του πλήθους και των φωνών. Βλέπει κάποιες άλλες μητέρες, να προσπαθούν να τα βυζάξουν και εκείνα τα κακόμοιρα να προσπαθούν να πιούνε γάλα από ένα στερεμένο στήθος. Ο φόβος και ο τρόμος, που έχει κυριεύσει εκείνες τις γυναίκες μάνες, τις έκοψε ακόμη και το γάλα. Άνδρες τρομαγμένοι, τρέχουν από εδώ και από εκεί. Η απελπισία φανερή στα πρόσωπα τους, επειδή δεν μπορούν να βρούνε μια βάρκα, ένα πλεούμενο, ότι να ΄ναι, για να φύγουν, να περάσουν τις οικογένειες τους απέναντι, σε χώματα Ελληνικά. Η πείνα, κοινή παράμετρος για όλους και ο τρόμος, κοινό τους μυστικό. Κάποιοι, περισσότερο τολμηροί, προτείνουν να πάνε να ανοίξουν τις αποθήκες του Στρατού και να πάρουν από μέσα τρόφιμα για να φάνε, γιατί η πείνα τους έχει λυγίσει. Και δυστυχώς η πείνα, είναι κακός οδηγός και σύμβουλος. Ο Ανδρέα, ανάμεσα στο πλήθος βλέπει και στρατιώτες μας. Όχι συντεταγμένους στρατιώτες με τις μονάδες τους, μα λιποτάκτες. Στρατιώτες, που έχουν εγκαταλείψει τα πεδία των μαχών και τους

158


159 συναδέλφους τους και έτρεξαν προς τα πίσω για να σωθούν. Στρατιώτες λιποτάκτες, που έπεσαν θύματα της κομμουνιστικής προπαγάνδας ή που δείλιασαν μπροστά στον εχθρό και στον τρόμο του πολέμου. Ενδεχομένως να είναι και στρατιώτες που δεν έχουν πλέον μονάδες, γιατί αυτές έχουν ήδη διαλυθεί. Και ετούτοι οι στρατιώτες, είναι και τα πιο ανήμερα θεριά. Γιατί ενώ ο πολύς λαός άκουσε για να ξέρει ό,τι ξέρει για το κακό, μιας και λίγοι από δαύτους τα έζησαν και οι περισσότεροι απλώς τα άκουσαν, αντίθετα εκείνοι, οι στρατιώτες μας τα έχουν ζήσει στα πεδία των μαχών και τα είδαν με τα ίδια τους τα μάτια, στις πόλεις που ανακατέλαβαν, εκείνες τις ένδοξες μέρες του χθες. Και δια τούτο βιάζονται να φύγουν από εκείνη την γη περισσότερο από τους άλλους και πριν τους βρει ο Τούρκος στην ξηρά. Γνωρίζουν τι θα συμβεί, εάν τούρκικο πόδι, πατήσει μέσα στην πόλη. Το είδαν με τα μάτια τους, εκεί στην μακρινή ανατολή, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Ουσάκ, στην πεδιάδα του Αλή Βεράν, στο Αϊδίνι, στο Σαλιχλή και σε τόσα άλλα μέρη και χωριά. Είδαν το τίμημα του πολέμου και μύρισαν αίμα, ζεστό αχνιστό αίμα, που έβγαινε από κορμιά, που σπάραζαν ξεψυχώντας κτυπημένα από την τούρκικη χαντζάρα και το τσέτικο σπαθί. Είδαν σώματα χωρίς χέρια. Είδαν κορμιά χωρίς κεφάλια και κεφάλια χωρίς κορμιά. Άκουσαν ανθρώπους, Έλληνες πατριώτες, να τους παρακαλούν να τους πυροβολήσουν, ώστε με ένα βόλι, να τους απαλλάξουν από τους φρικτούς πόνους και το μαρτυρικό βασανιστήριο του αργού θανάτου. Είδαν άλλους με τις κοιλιές ανοιχτέ ς και τα έντερα τους πεταγμένα, ριγμένα κάτω στο χώμα ή ανάμεσα στα χέρια τους. Είδαν γυναίκες ξεσκισμένες και από τα σπλάχνα τους μέσα, παρμένα τα αγέννητα παιδιά τους. Είδαν ντροπιασμένες παρθένες και άγουρα κοριτσάκια, φρικτά και απάνθρωπα βιασμένα, στ ο κορμί και στην ψυχή. Είδαν και πόσα είδαν και τι δεν είδαν. Είδαν την ανθρώπινη τραγωδία και αντίκρισαν αυτό, που και τα θεριά φοβίζει και τα αγρίμια τα τρομάζει. Είδαν το μεγαλύτερο θηρίο, τον άνθρωπο-ζώο, σαν ζώο να φέρεται σε ζώο και ο φόβος αυτός δεν ελέγχεται με τίποτα και με τίποτα δεν περιορίζεται. Είδε ο Ανδρέας την ανθρώπινη παραζάλη και την απελπισία, σε όλο τους το μεγαλείο. Είδε και αντίκρισε τον ίδιο τον θάνατο, να περιμένει αυτόν και την οικογένεια του, στην επόμενη γωνιά του δρόμου, αυτής της πόλης. Αισθάνθηκε το κακό να τον πλησιάζει και να τον αγγίζει, την επόμενη μέρα αυτής της ζωής. Και τότε έπιασε τον εαυτόν του, κυριευμένο από τον πανικό. Βαρκάρη, σίγουρα δεν θα μπορούσε να βρει, γιατί κανείς τους δεν ήταν στην ακτή και όλα τα πλεούμενα, μικρά και μεγάλα, ήταν στα ανοιχτά, δεμένα αρόδου, όπως λένε και οι ναυτικοί. Σκέφθηκε ότι ενδεχομένως, να είχαν δοθεί και ανάλογες τέτοιες διαταγές, από τις αρχές. Είπε την λέξη ‘‘Αρχές’’ και αναλογίσθηκε για ποιες αρχές μιλούσε! Τέλος πάντων, τώρα η στιγμή δεν ήταν η κατάλληλη για τέτοιες σκέψεις και δεν υπήρχε περιθώριο να χαθεί και άλλος πολύτιμος χρόνος και αφού συνειδητοποίησε ότι δεν θα εύρισκε πλεούμενο για να περάσει αυτόν και την οικογένεια του απέναντι στην Χίο, αποφάσισε να προχωρήσει στα επόμενα βήματα, που είχε σχεδιάσει, για εκείνο το απόγευμα. Θα πήγαινε να κάμει λίρες, γιατί αυτές, όπου και να πήγαινε, στην Ελλάδα ή και αλλού, σίγουρα θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει. Χρυσός ήταν και ο χρυσός, παντού έχει πέραση, ενώ τα τούρκικα γρόσια, πουθενά δεν είχαν. Φτηνό χρήμα, φτηνός παράς και αυτό το είχε σκεφθεί και στο παρελθόν. Και τότε θυμήθηκε, ότι είχε προγραμματίσει, κατεβαίνοντας προς την προκυμαία, να περνούσε από το μαγαζί για να πάρει από το χρηματοκιβώτιο, ότι λεφτά είχε μέσα. Όμως δεν το έκανε γιατί το ξέχασε μέσα στην θολούρα των σκέψεών του και στην αγωνία του να φθάσει γρήγορα στην προκυμαία. Επιτάχυνε τότε το βήμα του και ευχαρίστησε τον Θεό, που τον είχε φωτίσει και λίγες μέρες πριν, είχε αλλάξει κάποια χρήματα σε χρυσές λίρες. Οι σκέψεις για το τι μπορούσε να συμβεί, εάν ο Τούρκος εύρισκε την οικογένεια του στην Σμύρνη, τον τρέλαινε. Άκουγε την καρδιά του να κτυπά δυνατά από την αγωνία και αυτό τον έκανε να βιαστεί ακόμη περισσότερο.

159


160 Έφθασε στο μαγαζί, ξεκλείδωσε, άνοιξε, μπήκε μέσα και πίσω του ξανακλείδωσε. Οι μέρες ήταν δύσκολες και πονηρές. Αν και ήταν προχωρημένο απόγευμα, εν τούτοις υπήρχε ακόμη αρκετό φως μέσα στο μαγαζί και έτσι δεν θα χρειαζόταν να ανάψει την γκαζόλαμπα. Πήγε κατ΄ ευθείαν στο γραφείο του και στάθηκε μπροστά από το χρηματοκιβώτιο. Έβγαλε ένα μεγάλο κλειδί από την τσέπη του και το έβαλε στην τρύπα της κλειδαριάς του μεγάλου σιδερένιου κουτιού. Αυτό το κλειδί το είχε πάντοτε ο ίδιος και μόνο αυτός επάνω του και μονίμως δεμένο στον ζωστήρα του πανταλονιού του με μια περίπου μισό μέτρο ψιλή, αλλά γερή αλυσιδίτσα. Και το είχε έτσι, για δύο λόγους κυρίως. Ο ένας ήταν ότι, όταν άνοιγε το χρηματοκιβώτιο, το κλειδί δεν έβγαινε από την κλειδαρότρυπα του και με αυτόν τον τρόπο, όσο εκείνο ήταν ανοιχτό αυτός ήταν με αυτό δεμένος. Άρα όταν έφευγε από το γραφείο, ήταν πάντα σίγουρος ότι το χρηματοκιβώτιο, ήταν κλειδωμένο. Ο άλλος ήταν ότι εκεί μέσα είχε πάντα αρκετά λεφτά και όλα τα επίσημα έγγραφα του μαγαζιού και των παραγγελιών και ο μόνος που τα χειριζόταν αυτά, ήταν εκείνος και μόνο εκείνος. Συνεπώς θα έπρεπε πάντα το κλειδί να το έχει μαζί του και φυσικά μόνον αυτός. Το άνοιξε και πήρε από μέσα όσα χρήματα είχε. Τα έβαλε στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του, ασφάλισε και πάλι το χρηματοκιβώτιο, βγήκε έξω και αφού κλείδωσε και πάλι πίσω του, κίνησε να φύγει. Περπάτησε 5 -6 βήματα και σταμάτησε. Έκανε μεταβολή και κοίταξε προς το μαγαζί. Το χάιδεψε με το βλέμμα του, λες και το έβλεπε για πρώτη φορά ή λες και κάτι τον έκανε να διαισθανθεί πως εκείνη την φορά, θα ήταν και η τελευταία, που θα το έβλεπε. Αστραπιαία στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από τα παλιά. Εικόνες του πατέρα του και του παππού του. Στην θύμηση του γερο Ανδρέα, του παππού του και ιδρυτή του καταστήματος, το βλέμμα του, άθελα του οδηγήθηκε στην ταμπέλα του καταστήματος. «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ», έτσι έγραφε. Ένοιωσε δυνατή την συγκίνηση να τον πλημμυρίζει και αισθάνθηκε τα μάτια του να υγραίνονται. Έκανε και πάλι μεταβολή. Δεν ήθελε και δεν ήταν ώρα για συγκινήσεις. Τράβηξε όχι για το σπίτι του, μα για το σπίτι ενός φίλου του Αρμένη. Έμενε στον επάνω μαχαλά, μετά τις τουρκικές συνοικίες. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο φίλος του, είναι Αρμένης στην καταγωγή από τον πατέρα του, αλλά Τούρκος από την μητέρα του και επιπλέον παντρεμένος και με Τουρκάλα. Γνωριζόντουσαν από τα παλιά, γιατί εκείνος εμπορευόταν χρυσό. Ήταν φίλος όλα αυτά τα χρόνια, στις ήσυχες εποχές, που δυστυχώς φαίνεται πως πέρασαν. Τώρα όμως; αναρωτήθηκε. Δεν βαριέσαι είπε από μέσα του, ας μην τον έχω και πολύ εμπιστοσύνη, άλλωστε και εγώ και αυτός την δουλειά μας κάναμε τόσα χρόνια και τώρα την δουλειά μας, πάλι θέλουμε θα κάνουμε. Ας μου δώσει εμένα χρυσές λίρες, ας βρω και τρόπο να φύγω με την οικογένεια μου από εδώ, τουλάχιστον μέχρι τα πράγματα να ησυχάσουν και μετά βλέπουμε. Έφθασε έξω από το μαγαζί του Αρμένη. Έμενε σε ένα διώροφο. Από κάτω το είχε μαγαζί και από πάνω σπίτι. Το βρήκε κλειστό. Κτύπησε την πόρτα δυνατά και το ίδιο δυνατά, φώναξε και το όνομα του, αλλά απάντηση δεν πήρε. Αποφάσισε τότε να ανέβει στο σπίτι του. Αν και λογικά, έτσι δυνατά που κτύπησε την πόρτα του μαγαζιού και όπως ακόμη πιο δυνατά κατ΄ επανάληψη φώναξε το όνομα του, εάν ήταν κάποιος επάνω στο σπίτι, ακόμη και να κοιμόταν, θα έπρεπε να τον είχε ακούσει. Όμως είχε μιαν ελπίδα ή ήθελε να πιστεύει ότι θα είχε μιαν ελπίδα, κάποιος εκεί πάνω να υπήρχε και να μην τον άκουσε. Πέρασε στην αυλή του σπιτιού και ανέβηκε την εξωτερική ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Έφθασε στην εξώπορτα του σπιτιού. Κτύπησε και πάλι δυνατά και το ίδιο δυνατά όπως και πριν, φώναξε. Όμως και πάλι απάντηση δεν πήρε. Κατάλαβε τότε ότι, μάλλον κανείς δεν θα πρέπει να ήταν στο σπίτι. Κατέβηκε την σκάλα απογοητευμένος και ήρθε και πάλι μπροστά στο μαγαζί. Ξαναχτύπησε και φώναξε ξανά και κατ΄ επανάληψη, το όνομα του φίλου του. Όχι πως πίστευε ότι κάτι θα άλλαζε αυτήν

160


161 την δεύτερη φορά, αλλά όλα τα έκανε μηχανικά και από αμηχανία. Ασυναίσθητα και πάλι από αμηχανία ή και απελπισία πιθανόν, έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω στα δεξιά και στα αριστερά και είδε, προς έκπληξή του, πρόσωπα να κρύβονται πίσω απ ό τις κουρτίνες των παραθύρων των γειτονικών και διπλανών σπιτιών. Αμέσως αναρωτήθηκε, ‘γιατί άραγε;’ αν και μάλλον γνώριζε και αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, την απάντηση στον προβληματισμό του. Απογοητευμένος, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του. Έλειπε αρκετές ώρες, κοντά τρεις και ήδη σουρούπωσε για τα καλά, σχεδόν νύχτωσε. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής και τότε παρατήρησε, ότι τα άλλοτε φωτισμένα και πολύβουα σπίτια των κατοίκων της Σμύρνης, έμοιαζαν σαν να ήταν εγκαταλελειμμένα. Βέβαια, αν κανείς παρατηρούσε πιο προσεκτικά, θα έβλεπε μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων, φως μέσα σε αυτά. Και τούτο γιατί οι ένοικοι τους, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι ή όποιοι άλλοι και να ήταν, με το σούρουπο και πριν νυχτώσει, κλεινόντουσαν μέσα στα σπίτια τους και κλειδαμπάρωναν παράθυρα, παντζούρια, αυλόπορτες και εξώπορτες. Με το που έπεφτε η νύχτα, κανείς δεν κυκλοφορούσε πλέον έξω, πλην των Τούρκων. Οι μέρες ήταν δύσκολες και οι νύχτες πονηρές. Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού του, κλείνει πίσω του την αυλόπορτα και επιπλέον, την σφαλίζει κιόλας. Έπειτα, φθάνοντας στην εξώπορτα, την ανοίγει και μπαίνει μέσα, καλησπερίζει την οικογένεια του και βγάζει και κρεμάει στην κρεμάστρα το καπέλο του. Στον χρόνο αυτόν και όπως κάθε φορά, έρχεται κοντά του η γυναίκα του και του παίρνει το σακάκι και το κρεμάει και αυτό στην κρεμάστρα ενώ η μικρή του κόρη, του φέρνει τις παντούφλες του. Έπειτα η κυρά Γεωργία, επιστρέφει στην κουζίνα της, για να συνεχίσει τον καθαρισμό των λαμπόγυαλων, που διέκοψε με τον ερχομό του άνδρας της και που ειδικά σήμερα, είχε καθυστερήσει κιόλας. Όλοι ήταν εκεί και τον περίμεναν, όπως είχε προστάξει πριν φύγει το απόγευμα από το σπίτι. Πήγε στο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα του. Ζήτησε από την γυναίκα του, μόλις τελείωνε με τις γκαζόλαμπες, να του ψήσει έναν καφέ. Η Αμαλία, η μεγάλη του κόρη, προθυμοποιήθηκε να του ψήσει εκείνη, όμως της αρνήθηκε ευγενικά και στρίβοντας ένα τσιγάρο, δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι τους ήθελε όλους κοντά του και ότι ετούτη την ώρα, ήθελε ένα καφέ, από τα ίδια τα χέρια της γυναίκας του. Εκείνη την ώρα, σε κανέναν τους δεν φάνηκε κάτι το παράξενο σε αυτήν την συμπεριφορά του πατέρα τους, ή τουλάχιστον έτσι έδειξαν, σαν λες και όλοι τους να ήξεραν και τον δικαιολογούσαν απόλυτα.

161


162

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Ο Ανδρέας συνέχισε να στρίβει το τσιγάρο μέσα στα δάκτυλα του και όσο έκανε αυτό, εκεί κοιτούσε συνεχώς. Όλα γινόντουσαν μηχανικά. Το μόνο που εκείνη την ώρα έκανε συνειδητά, ήταν να έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω στο τσιγάρο, που είχε ανάμεσα στα δάκτυλά του. Και το έκανε συνειδητά, γιατί δεν ήθελε να κοιτάξει κατάματα το καμάρι του και τα δυο του λουλούδια, όσο θα ήταν εκεί μόνος του με αυτά. Περίμενε να έρθει και η γυναίκα του με τον καφέ του, από την κουζίνα της. Ήθελε σύμμαχο εκείνη την ώρα, την κρίσιμη και δύσκολη ώρα. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του για να τους κοιτάξει, αισθανόταν όλων τους τα βλέμματα, καρφωμένα πάνω του. Μια σιωπή απόλυτη επικρατούσε, σε βαθμό τέτοιο, που και το στρίψιμο του τσιγαρόχαρτου στα χέρια του, ακουγόταν. Σαν μια ανακούφιση αισθάνθηκε τον ερχομό της γυναίκας του από την κουζίνα, που του έφερνε τον καφέ του. Του τον σερβίρισε και άφησε δίπλα του το ποτήρι με το νερό και το σταχτοδοχείο και έπειτα πήγε και κάθισε στην καρέκλα της. Κάθισε σε εκείνη την καρέκλα, που ήταν ακριβώς απέναντί στον άνδρα της, στην άλλη μικρή πλευρά του τραπεζιού. Ήταν η δική της θέση στο μεγάλο τραπέζι του σπιτιού, εκεί απέναντι του, έχοντας έτσι ανάμεσα τους, τα τρία τους παιδιά. Ο Ανδρέας άναψε το τσιγάρο του και τράβηξε μια δυνατή δόση καπνού, έπειτα σήκωσε το φλιτζάνι και ρούφηξε λίγο καφέ. Ήταν ακόμη καυτός. Ενώ έβγαζε τον καπνό του τσιγάρου από τα στήθια του, τους κοίταξε όλους με την σειρά. Πρώτα την γυναίκα του, μετά τον γιο του, έπειτα τις δυο του κόρες. Κατέληξε και πάλι την ματιά του, στο ταίρι του. Η αλήθεια ήταν πως, ενώ είχε αποφασίσει να τους μιλήσει, εκείνη την στιγμή και πάλι δεν ήξερε από πού και πώς να αρχίσει. Δεν ήξερε πώς να πει, όλα όσα μέσα στο μυαλό του είχε και δυστυχώς, ήταν και πολλά. Όμως ήταν ο άνδρας του σπιτιού και δικό του χρέος ήταν να το κάμει αυτό και θα το έκαμνε, όσο δύσκολο και αν του φαινόταν. Άλλη αναβολή δεν σήκωνε το θέμα και είχε πάρει από καιρό, την απόφαση του αυτή. Τον διευκόλυνε ετούτη την δύσκολη ώρα, με την θέληση του ή άθελα του και σημασία καμία δεν έχει, σπάζοντας την σιωπή με την ερώτησή του, ο γιος του. - «Λοιπόν πατέρα, η μητέρα είπε πως ζήτησες να σε περιμένουμε στο σπίτι, γιατί κάτι ήθελες να μας πεις. Σε ακούμε λοιπόν». Όπως μίλησε εκείνη την ώρα ο Κωνσταντίνος, έδειξε ότι συμπεριφερόταν σαν άνδρας. Είχε λοιπόν γίνει άνδρας ο γιος του και ίσως πολύ γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ΄ όσο ο ίδιος σαν πατέρας θα περίμενε. Τον κοίταξε και απάντησε σε όλους. - «Ναι, ζήτησα από την μητέρα σας, να σας πει να με περιμένετε, γιατί θέλω κάτι να σας πω. Να μιλήσουμε σαν οικογένεια και να πάρουμε αποφάσεις όλοι μαζί». Είπε την λέξη ‘αποφάσεις’ και μετά πρόσθεσε το ‘όλοι μαζί’. Αυτές οι λέξεις αρχικά τους παραξένεψαν, κυρίως τα παιδιά, που κατάλαβαν ότι πράγματι για κάτι πολύ σοβαρό θα τους μιλούσε ο πατέρας τους, εκείνη την ώρα. Δεν συνήθιζε να το κάνει αυτό και πολύ συχνά και για την ακρίβεια και την πραγματικότητα, δεν θυμούνται να το έχει ξανακάνει στο παρελθόν. Και αυτή η αξίωση για συλλογική απόφαση, δεν ήταν αδυναμία του πατέρα τους, μα απεδείκνυε ακριβώς, το πόσο σοβαρό, ήταν το θέμα και αφορούσε και άγγιζε όλους τους, μικρούς και μεγάλους. - «Να πάρουμε αποφάσεις, είπες πατέρα ή δεν άκουσα καλά; Να πάρουμε;», ρώτησε με καταφανή έκπληξη ο γιος του. - «Ναι γιε μου, να πάρουμε είπα. Όλοι οι άνθρωποι κάποτε στην ζωή τους έρχονται στην ανάγκη, που πρέπει να πάρουν αποφάσεις και δυσκολεύονται. Αισθάνονται αδύναμοι ή έχουν αμφιβολίες και σωστά τις έχουν νομίζω, εάν δικαιούνται να παίρνουν μόνοι τους

162


163 αποφάσεις, που επηρεάζουν και αφορούν και άλλους. Έστω και εάν αυτοί οι άλλοι είναι η γυναίκα τους και τα ίδια τα παιδιά τους. Δεν νομίζεις ότι σωστά σκέφτομαι;» - «Ποιους άλλους αφορούν πατέρα, ποιους άλλους; Εμείς μόνο είμαστε εδώ, η μαμά, οι αδελφές μου και εγώ! Και αποφάσεις που αφορούσαν εμάς και την οικογένειά μας, μέχρι τώρα τις έπαιρνες εσύ πατέρα, μόνος σου. Τώρα για ποιους άλλους μας μιλάς και τι έχει αλλάξει από τα χθες μέχρι τα σήμερα;» - «Για σας μιλάω, γιε μου, για μας. Για την οικογένεια μας, μιλάω». - «Μα τι λέει μητέρα, ο πατέρας; Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί;» στράφηκε προς την μητέρα του ο Κωνσταντίνος, με εμφανή απορία, ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. - «Πατέρας σας είναι γιε μου και ξέρει καλά τι λέει και ακόμη καλύτερα ξέρει και τι θέλει να μας πει. Απλώς είναι λίγο κουρασμένος και δια τούτο, μάλλον τα λέει, όχι με την σειρά που πρέπει και θα ήθελε να τα πει. Αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει και νομίζω ότι όπως και να τα πει, εσείς θα καταλάβετε. Μεγάλα παιδιά είστε όλοι σας». Έπειτα στράφηκε προς τον άνδρα της και τον παρότρυνε να ξεκινήσει. - «Εμπρός Ανδρέα μου, τα παιδιά μας είναι μεγάλα και είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβουν. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Εμπρός λοιπόν, ξεκίνα και λέγε». - «Ναι, ναι, έχεις δίκιο..», αρκέσθηκε να απαντήσει εκείνος και αμέσως χωρίς να χρονοτριβήσει, συνέχισε «..ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω και γιατί ζήτησα να είμαστε σήμερα, όλοι εδώ μαζεμένοι. Ακούστε καλά τι θα σας πω. Ίσως χρειασθεί και μάλλον θα χρειασθεί, να φύγουμε για λίγο από το σπίτι μας και από την πόλη μας. Για πόσο χρόνο, δεν ξέρω και μην με ρωτάτε. Η αλήθεια είναι, ότι δεν ξέρω ούτε και το πώς θα φύγουμε και ούτε τελικώς, εάν τα καταφέρουμε και να φύγουμε. Αυτός είναι ο λόγος, που σήμερα ζήτησα να βρεθούμε, όλοι μας εδώ μαζί». - «Μαμά, γιατί να φύγουμε;», ρώτησε με παράπονο η μικρή τους κόρη, η πριγκηπέσα. - «Γλυκιά μου, άκουσε τι θα μας πει ο πατέρας σας και νομίζω ότι και εσύ θα καταλάβεις», της απάντησε εκείνη. - «Ξέρετε, τα πράγματα παιδιά μου, εδώ στην….», ένας κόμπος του ήρθε στον λαιμό και τον δυσκόλευε να μιλήσει. Όμως, αφού την ξεκίνησε, θα έπρεπε και να την τελειώσει, την κουβέντα του. Γι αυτό, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε και πάλι να συνεχίσει, «..εδώ στην Μικρά Ασία και στην πόλη μας, την Σμύρνη…». Κόμπιασε και πάλι. Τι παράξενο πράγμα. Ενώ ήξερε τι θέλει να πει, δεν ήξερε πώς να το πει. Σε αυτά τα πράγματα, η αλήθεια είναι, ότι δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Η γυναίκα του το κατάλαβε και αμέσως και πάλι τον παρότρυνε. - «Ανδρέα, έλα άνδρα μου, μην διστάζεις τώρα. Μίλα ξεκάθαρα στα παιδιά μας και αυτά να είσαι σίγουρος ότι θα καταλάβουν. Πρέπει να ξέρουν και έχουν το δικαίωμα να μάθουν και εμείς έχουμε, νομίζω, την υποχρέωση, να τους πούμε». - «Μα τέλος πάντων, τι συμβαίνει πατέρα;». ρώτησε τώρα η Αμαλία, η μεγαλύτερή τους κόρη. Εκείνος τους κοίταξε όλους στα γρήγορα και σταμάτησε και πάλι την ματιά του στην γυναίκα του. Την κοίταξε κατ΄ ευθείαν στα μάτια και εκεί διάβασε την σκέψη της και μέσα από αυτήν την διαδικασία, αισθάνθηκε πως πήρε θάρρος, για να μιλήσει και πάλι. Νόμισε πως άκουσε και την φωνή της, να του λέει, ‘‘Ανδρέα, για την ζωή τους μιλάμε σήμερα και για το μέλλον τους. Μην διστάζεις, δεν έχεις, δεν έχουμε τέτοιο δικαίωμα και ας είμαστε και οι γονείς τους’’. Τράβηξε την ματιά του από εκείνη και κοίταξε και πάλι τα παιδιά τους. ‘‘Έχει δίκιο…’’ σκέφθηκε, ‘‘…έχει δίκιο’’ επανέλαβε από μέσα του και αμέσως κάθε ενδοιασμός που υπήρχε, του έφυγε και κάθε δισταγμός του, εξαφανίσθηκε. Αποφασιστικά ξεκίνησε και πάλι να τους λέει, όσα ήθελε και έπρεπε να τους πει.

163


164 Είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι και προκειμένου η Γεωργία να δώσει ακόμη λίγο χρόνο στον άνδρα της να σκεφθεί, γιατί κατάλαβε ότι προς στιγμήν με τις ερωτήσεις των παιδιών τους εκείνος τα είχε χάσει, ζήτησε απ΄ όλους τους να σταματήσουν προς το παρόν την κουβέντα τους, για να ανάψει μια γκαζόλαμπα. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα της. Δεν βιαζόταν και τούτο το έκαμε επίτηδες. Όσο πιο πολύ χρόνο του έδινε, τόσο το καλύτερο για εκείνον θα ήταν. Σε λίγο επέστρεψε και έβαλε στην μέση του τραπεζιού, την αναμμένη λάμπα. Κοιτάχτηκαν οι δύο σύζυγοι στα μάτια και εκείνος με την ματιά του, για ακόμη μια φορά της είπε ένα ακόμη ‘‘ευχαριστώ’’. Μετά συνέχισε και η φωνή του ετούτη την φορά έδειχνε σταθερότητα. Ο χρόνος που του έδωσε η γυναίκα του, φάνηκε πως του είχε κάνει καλό. - «Λοιπόν παιδιά μου, ο Ελληνικός Στρατός, δεν τα πάει καλά εδώ με τον πόλεμο. Κάθε μέρα χάνει και από μία πόλη ή από ένα χωριό. Και αυτά που χάνει, τα παίρνουν οι Τούρκοι. Δεν θα σας κρύψω, ότι απ΄ όπου περνάνε οι Τούρκοι και σε όποια πόλη ή χωριό μπαίνουν, αφήνουν πίσω τους συντρίμμια και χαλασμό. Δεν θα σας πω τίποτα άλλο για αυτά. Γι αυτό νομίζουμε, εγώ και η μητέρα σας…». Σταμάτησε για δευτερόλεπτα τον λόγο του και αμέσως κοίταξε την κυρα Γεωργία στα μάτια, για να δει πως εκείνη θα αντιδράσει, που πολύ έξυπνα, βρήκε τώρα την ευκαιρία και τον τρόπο και την δέσμευσε επάνω σε αυτό το θέμα. Εκείνη όμως και πάλι με την ματιά της και με ένα νεύμα της, του έδειξε ότι δεν έχει πλέον αντιρρήσεις και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Ο Ανδρέας ένοιωσε όμορφα, που ακόμη και τώρα, έστω και σιωπηρά, εκείνη συμφώνησε μαζί του και δια τούτο συνέχισε, «…ότι είναι καλλίτερα να φύγουμε για όσο χρόνο χρειασθεί και μέχρις ότου τα πράγματα, να ησυχάσουν λίγο. Λέμε να πηγαίναμε για λίγες μέρες, απέναντι στην Χίο, στο σπίτι του θείου σας του καπετάν Μανόλη, στον πρωτοξάδελφό μου. Εάν πάλι θέλετε, μπορούμε να πάμε στην αδελφή μου, την Μυρσίνη, στην Αθήνα. Πιστεύω και όχι μόνον εγώ, αλλά και οι πιο πολλοί σε ετούτη την πόλη, ότι οι σύμμαχοι θα επέμβουν και ότι τα πράγματα, γρήγορα θα ησυχάσουν και τότε και με τον καιρό θα επιστρέψουμε και πάλι στο σπίτι μας. Άλλωστε λίγες μέρες διακοπές, χρειαζόμαστε, νομίζω, όλοι μας». Τους κοίταξε στα γρήγορα, για να μπορέσει να καταγράψει τις πρώτες τους αντιδράσεις. Τα τελευταία λόγια, περί επέμβασης των συμμάχων, δεν τα πολυπίστευε, όμως είχε μια ελπίδα πως έτσι θα γινόταν τελικά. Τουλάχιστον ήθελε εκείνος να πιστεύει, πως έτσι θα γινόταν. Γι αυτό, παρότι δεν τα πίστευε, εν τούτοις τα είπε. Και τα είπε, αφ΄ ενός για να τους καθησυχάσει και αφ΄ ετέρου για να τους πείσει, ότι από το σπίτι τους θα έφευγαν προσωρινά και τέλος, για να φανεί και να πειστούν τουλάχιστον τα παιδιά, ότι αυτήν τους την φυγή, θα έπρεπε να την δούνε, σαν μια επίσκεψη στην Αθήνα ή στην Χίο. - «Δηλαδή. πατέρα…» ψέλλισε η πριγκηπέσα, η μικρότερη της οικογένειας. - «Κόρη μου, δεν είναι για να ανησυχείς και μην φοβάσαι. Ο μπαμπάς, δεν θα αφήσει κανέναν να κάνει κακό σε κανέναν μας..», παρενέβη και είπε η μητέρα της και συνέχισε, «…όμως έχει δίκιο, καλό θα ήταν να πάμε μια επίσκεψη στην Χίο ή στην Αθήνα…». Επίσκεψη είπε και επίτηδες έτσι το είπε και σκόπιμα απέφυγε να πει την λέξη να φύγουμε. Και αμέσως συνέχισε «…και έπειτα, οι θείες σας, τόσες φορές μας έγραψαν να πάμε να τους δούμε και να καθίσουμε λίγο μαζί του. Νομίζω πως τώρα είναι ευκαιρία να το κάνουμε και να δείτε που και εκείνες θα χαρούν πάρα πολύ. Και ύστερα, για λίγο θα φύγουμε. Πριν αρχίσουν τα σχολεία, θα έχουμε γυρίσει στο σπίτι μας, έτσι δεν είναι Ανδρέα μου;» - «Ναι, ναι» απάντησε εκείνος, ξαφνιασμένος από την ερώτηση της γυναίκας του και την κοίταξε στα μάτια, λέγοντας της με τον τρόπο του για μια ακόμη φορά, ένα ευχαριστώ και προσπαθώντας να διαβάσει τις δικές της σκέψεις και να μαντέψει, εάν ήταν δυνατόν, τις αντιδράσεις της, από εδώ και πέρα. Και τούτο, γιατί σήμερα εκείνη, έκανε τέτοιες παρεμβάσεις, σε χρόνο και με λόγο, που τον διευκόλυνε πάρα πολύ. Ούτε

164


165 συνεννοημένοι να ήταν οι δυο τους από πριν. Ακόμη μια φορά λοιπόν, απεδείκνυε η κυρα Γεωργία, ότι ήταν μια πολύ έξυπνη γυναίκα και αυτό τον ευχαριστούσε εκείνον ιδιαίτερα. Όμως όσο και να προσπαθούσε να διαβάσει την σκέψη της και να καταλάβει κάτι, δεν το κατάφερε. Έπειτα κοίταξε τα παιδιά του και αναρωτήθηκε, εάν και πώς εκείνα δέχθηκαν την πραγματικότητα και αναρωτήθηκε και πάλι, μήπως δεν έκανε καλά, που τους μίλησε. Τα προσωπάκια των κοριτσιών του, έμοιαζαν σαν να είχαν παγώσει, από την σαστιμάρα τους και την αμηχανία τους ή μήπως από τον φόβο τους; αναρωτήθηκε μόλις τα είδε έτσι. Ο γιος τους πάλι, διατηρούσε την ψυχραιμία του ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν και εκείνος ήταν που διέκοψε και πάλι πρώτος την σιωπή, που είχε επικρατήσ ει μετά από τα λόγια και όσα είχαν πει, οι γονείς τους. - «Και πότε λες να φύγουμε, πατέρα;» - «Μόλις καταφέρω να βρω κάποιο πλεούμενο, γιε μου. Μια βάρκα, ένα καΐκι, ένα καράβι ή δεν ξέρω τι άλλο, είτε από εδώ από την Σμύρνη, είτε από τον Τσεσμέ. Και όσ ο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο, γιατί η προκυμαία εκεί κάτω, έχει γεμίσει από πρόσφυγες, φερμένους από την ανατολή. Και ο καθένας από δαύτους θέλει να φύγει ο ίδιος και η οικογένεια του, όσο πιο γρήγορα γίνεται από τούτη την γη. Φαντάζεστε όλοι σας νομίζω, πως είναι τώρα να υπάρχει τόσος πολύς κόσμος εκεί και τι μπορεί να συμβαίνει, θέλοντας όλοι τους να φύγουν από την πόλη ετούτη. Γι αυτό αύριο, θα έρθεις και εσύ γιε μου από το πρωί μαζί μου στο μαγαζί και θα μείνεις εκεί, στο πόδι μου και εγώ θα κατέβω κ άτω στην προβλήτα και στην προκυμαία, μήπως και καταφέρω να βρω κάτι». Σιωπή και πάλι επεκράτησε. Κοιταζόντουσαν μεταξύ τους αμήχανα και ο καθένας έψαχνε να πάρει κουράγιο, από το βλέμμα του άλλου. Δεν πέρασαν δευτερόλεπτα και ο γιος του, ακούσθηκε και πάλι να τον ρωτά. - «Δηλαδή πατέρα, πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα; Να σου πω, ότι και εγώ κάτι άκουσα τις προάλλες από κάτι φίλους μου και ρώτησα θυμάμαι την μητέρα, μα εκείνη τότε, δεν μου είπε τίποτα! Για την αλήθεια, απέφυγε να μου απαντήσει και νομίζει πως το κατάφερε, επειδή εγώ το κατάλαβα και δεν επέμενα στην ερώτηση μου». Και με τα τελευταία λόγια, κοίταξε την μητέρα του, σαν να της παραπονιόταν και πάλι που δεν τον αντιμετώπισε τότε σαν άνδρα, όπως τώρα κάνει ο πατέρας του. Βέβαια, ο Κωνσταντίνος δεν ξέχασε ότι και ο ίδιος ο πατέρας του πριν λίγες μέρες, κάποιο μεσημέρι, απέφυγε και εκείνος να του απαντήσει σε μια ανάλογη ερώτηση που του έκανε, μα τον δικαιολογεί λέγοντας ότι ίσως τότε να είχε τον σκοπό του και τον λόγο του. Και να που τώρα ήρθε η ώρα, έτσι ο Ανδρέας αισθανόταν, που έπρεπε και εκείνος να της ανταποδώσει την υποστήριξη, που του πρόσφερε μέχρι εκείνη την στιγμή η γυναίκα του. - «Καλά έκανε και δεν σου είπε και δεν ξέρω εάν ήξερε και τι ήξερε, για να σου πει. Όμως, ακόμη και σήμερα, ούτε και εγώ ξέρω και δεν μπορώ να σου πω, πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα….» είπε ο πατέρας του και αμέσως συνέχισε, «…πάντως εμείς πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, σαν να είναι πράγματι πολύ σοβαρά. Έτσι πρέπει να σκεφθούμε και σαν να είναι έτσι και τόσο πολύ σοβαρά τα πράγματα, να προσπαθήσουμε να τα αντιμετωπίσουμε. Θα έλεγα μάλιστα, πως καλύτερα θα ήταν να βιαστούμε κιόλας. Όμως τώρα πηγαίνετε επάνω εσείς, που θέλω να μείνω μόνος με την μητέρα σας και να είστε σίγουροι, πως από εδώ και πέρα, ότι είναι να μάθετε, θα το μαθαίνεται και τίποτα δεν θα σας κρύψουμε, ούτε εγώ, μα ούτε και εκείνη». - «Ναι πατέρα» είπαν τα παιδιά με μια φωνή και φάνηκε πως όλα τους πείσθηκαν και ταυτόχρονα έμειναν και ικανοποιημένα από τα τελευταία λόγια του πατέρα τους και χωρίς άλλη κουβέντα και χωρίς να προβάλλουν καμία αντίρρηση, σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους, για να φύγουν. Πήγαν μέσα στην κουζίνα και πήραν από τον πάγκο του νεροχύτη, δύο γκαζόλαμπες. Μία πήρε ο Κωνσταντίνος και μια μαζί οι δυο αδελφές του

165


166 και επέστρεψαν στο τραπέζι για να τους τις ανάψει ο πατέρας τους με το τσακμάκι του. Είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά. Εκείνος καθώς άναβε το τσακμάκι του και το έδινε στην γυναίκα του για να ανάψει τις λάμπες, τους είπε επιπλέον. - «Και θα παρακαλούσα, αυτές τις μέρες να μην βγαίνετε πλέον συχνά από το σπίτι και αυτό να γίνεται, μόνον όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη. Δεν θέλω να απομακρύνεστε και όπου πάτε να το ξέρει οπωσδήποτε η μητέρα σας και να γυρίζετε στο σπίτι, προτού σουρουπώσει. Και από τώρα και στο εξής, θέλω η αυλόπορτα να κλείνει την ημέρα και καλό είναι το βράδυ, να ασφαλίζει κιόλας από μέσα. Έτσι παιδιά μου;» - «Ναι πατέρα» είπαν και τα τρία μαζί και άρχισαν να ανεβαίνουν την σκάλα για το επάνω πάτωμα του σπιτιού, για τα δωμάτια τους. Δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα του ύπνου, για την ακρίβεια ήταν πολύ νωρίς ακόμη, μα αφού τους το ζήτησε ο πατέρας τους, εκείνα έπρεπε να υπακούσουν. Μέχρι να ανέβουν την σκάλα τα παιδιά και να χαθούν στο επάνω πάτωμα του σπιτιού και με αυτόν τον τρόπο να βεβαιωθούν ο Ανδρέας και η Γεωργία ότι εκείνα δεν θα άκουγαν πλέον τι θα έλεγαν, οι δυο τους δεν μίλησαν καθόλου μεταξύ τους. Στο χρόνο αυτό, μόνον η γυναίκα του σηκώθηκε από την θέση της και ήρθε και κάθισε δίπλα στον άνδρα της. Εκεί στα δεξιά του, στην θέση του γιου τους. Ήθελε να είναι κοντά του ετούτη την δύσκολη ώρα. Πρώτα για να μιλούν μεταξύ τους σιγανά και μετά γιατί και οι δυο τους, ένοιωθαν την ανάγκη και ας μην το εξέφρασαν ο ένας στον άλλο με λόγια και ήθελαν να αισθάνονται ο ένας τους τον άλλον, κοντά. Ίσως να το αισθάνονταν σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ίσως σήμερα να είχαν ακόμη μεγαλύτερη αυτή την ανάγκη. - «Γεωργία, τώρα που έφυγαν τα παιδιά, μπορώ να σου κάτι παραπάνω…» ξεκίνησε την κουβέντα τους ο Ανδρέας σε πολύ χαμηλό τόνο, σχεδόν ψιθυριστά. «…πήγα στην προκυμαία, όπως σου είπα, όταν έφυγα από εδώ το απόγευμα, αλλά ούτε βάρκα δεν βρήκα. Τίποτα δεν υπάρχει να μας περάσει απέναντι. Όλοι οι βαρκάρηδες και οι καπεταναίοι, μικροί και μεγάλοι, είχαν τραβήξει τα πλεούμενα τους, ανοιχτά στο λιμάνι, μακριά από την παραλία. Πρέπει να έδωσαν τέτοια εντολή, οι αρχές. Όμως απόψε και όσο είναι νωρίς ακόμη, λέω να πάω σε έναν καφενέ, πίσω από το τελωνείο. Εκεί ξέρω ότι συχνάζουν βαρκάρηδες και καπεταναίοι. Κάποιους από αυτούς, τους είχα στα παλαιά, πελάτες. Εκεί, ίσως βρω κανέναν να μας περάσει απέναντι στην Χίο. Θα του δώσω, όσα και να μου ζητήσει. Και αν δεν τα καταφέρω σήμερα, τότε θα κοιτάξω και πάλι αύριο, πρωί και βράδυ και μεθαύριο και κάθε μέρα». Η γυναίκα του, τον κοιτούσε, χωρίς να μιλάει. Ένοιωθε τύψεις και ενοχές, που δεν άκουσε τον άνδρα της τότε, στις αρχές ακόμη του καλοκαιριού, μα και μετέπειτα. Ίσως τώρα, να μην ήταν έτσι και τόσο δύσκολα τα πράγματα για αυτούς. Και ένοιωθε ακόμη πιο ένοχη, όσο εκείνος δεν της υπενθύμιζε καθόλου, αυτά που εκείνη σκεπτόταν και που την έκαναν να νοιώθει έτσι άσχημα. Ίσως εάν εκείνος το έκαμνε, να της έδινε την ευκαιρία να απολογηθεί και να του ζητήσει και συγνώμη, που τότε δεν τον άκουσε. Έστω και τώρα, αργά ή γρήγορα, σημασία δεν έχει καμία αυτό και ότι εκείνος δεν της έδινε μια τέτοια ευκαιρία, εκείνη το αισθανόταν σαν κάτι το χειρότερο, από το να την κατηγορούσε ευθέως. Ζωντανό μαρτύριο νόμιζε πως ζούσε, ίσως και κάτι το χειρότερο. Εκείνος, λες και καταλάβαινε την σκέψη της, συνέχισε την κουβέντα του, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. - «Τον φίλο μου τον χρυσοχόο τον Αρμένη, πήγα από το μαγαζί του, μα δεν τον βρήκα. Και στο σπίτι του, κανέναν δεν βρήκα. Κτύπησα, φώναξα, μα τίποτα. Τα λεφτά, που πήρα από το μαγαζί, τα έχω στην τσέπη στο σκάκι μου. Θα κρατήσω μερικά εγώ και τα άλλα θα τα αφήσω εδώ. Ίσως καλλίτερα, που δεν τα έκανα χρυσές λίρες. Μπορεί να βρω κανέναν βαρκάρη και να μην θέλει να πληρωθεί σε λίρες, μπορεί να χρειασθεί να τον πληρώσω με αυτά. Και καλλίτερα, που δεν τα έκανα λίρες…» επανέλαβε ακόμη μια φορά, λες και ήθελε να το ακούσει ξανά ο ίδιος για να το πιστέψει κιόλας και συνέχισε «…για να

166


167 μην ξέρει και κανείς ότι έχουμε χρυσές λίρες. Ποιος ξέρει τι γίνεται; Δύσκολες και πονηρές μέρες ζούμε και κανέναν δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη». Με τις τελευταία του αυτές λέξεις, άφησε να νοηθεί ότι εκείνος ο Αρμένης χρυσοχόος, ενδεχομένως να μιλούσε σε κάποιον τρίτο, πιθανόν Τούρκο φίλο του, ότι ο Ανδρέας είχε αγοράσει χρυσές λίρες και έτσι να είχαν επιπλέον προβλήματα, αντί για τις λύσεις που αναζητούσαν. Το χρήμα σταύρωσε τον Χριστό και αυτό είναι αλήθεια. - «Ναι, ίσως έτσι να είναι καλλίτερα», πρόσθεσε και εκείνη, που κατάλαβε και τι εννοούσε, αλλά και τι υπονοούσε ο άνδρας της. - «Πάμε τώρα μαζί κάτω στο κελάρι Γεωργία, να σου δείξω, που έχω κρυμμένες λίρες. Και αυτές που έχουμε για την προίκα των κοριτσιών μας, μα και εκείνες που επιπλέον έχω κρύψει πριν λίγες μέρες. Φέρε και άναψε και την άλλη την λάμπα, για να έχουμε περισσότερο φως». Όταν η γυναίκα του άναψε και την άλλη γκαζόλαμπα, πήραν από μια ο καθένας τους και κινήθηκαν προς την πίσω πλευρά της ξύλινης εσωτερικής σκάλας, εκεί όπου υπήρχε μια καταπακτή στο πάτωμα και η οποία οδηγούσε από το καθιστικό στο κελάρι του σπιτιού και κατέβαινε κανείς σε αυτό, πάλι με μια μικρή ξύλινη σκάλα. Το σπίτι τους ήταν ελαφρά υπερυψωμένο και έτσι επέτρεπε το κελάρι να έχει από την πλευρά της αυλής μια κεκλιμένη είσοδο, που οδηγούσε σε μια δίφυλλη μεγάλη πόρτα. Με το που κατέβηκαν κάτω, ο Ανδρέας το πρώτο που έκανε, ήταν να ελέγξει εάν τα δύο φύλλα της πόρτας του κελαριού από την πλευρά της αυλής, ήταν ασφαλισμένα και εάν πίσω από αυτά ήταν επιπλέον και οι σιδερένιες κόντρες τοποθετημένες. Αφού βεβαιώθηκε και γι΄ αυτό, τράβηξε την γυναίκα του από το χέρι και την οδήγησε και της έδειξε πού είχε κρύψει τις λίρες, που πρόσφατα είχε αγοράσει. Ήταν 50 κομμάτια, της είπε και τις είχε κρυμμένες, πίσω από το μεγάλο βαρέλι του κρασιού. Τις πήρε και τις έδωσε στην γυναίκα του. Μετά πήγε στην άλλη άκρη του κελαριού και τράβηξε κάτι κούτες που υπήρχαν εκεί. Έπειτα πήρε μια μικρή αξίνα και άρχισε να σκάβει, πρώτα στην μια γωνιά. Έβγαλε από μέσα ένα μικρό σιδερένιο κουτάκι και το έδωσε και αυτό στην γυναίκα του. Στην συνέχεια πήγε στην άλλη γωνιά και έκανε και εκεί το ίδιο. Έσκαψε και έβγαλε και από εκεί, άλλο ένα μικρό σιδερένιο κουτάκι και το έδωσε και αυτό στην Γεωργία, λέγοντας της, «Γεωργία, τώρα που θα ανέβουμε επάνω, θα πάς και θα τα κρύψεις στο δωμάτιο μας. Μετά θα πάς στα δωμάτια των παιδιών και θα πάρεις εκείνα τα ρούχα τους, που θα τα φορέσουν, όταν και εάν καταφέρουμε να φύγουμε από εδώ. Μέσα σε αυτά και εσύ ξέρεις πού, πιο καλά από μένα, θα βάλεις λίρες και δεν ξέρω πώς θα τις ράψεις, όσο καλύτερα μπορείς για να μην φαίνονται. Το ίδιο θα κάνεις και σε δικά μας ρούχα. Ράψε και κρύψε, όσες περισσότερες μπορείς. Βάλε και σε άλλα ρούχα, που θα έχουμε μέσα στους μπόγους. Όχι όμως όλες τις λίρες. Άφησε και κάποιες έξω, ώστε αν χρειασθεί να δώσουμε κάποιο μπαξίσι σε κανέναν, να μπορούμε να το κάνουμε. Είναι από 100 λίρες η προίκα των κοριτσιών μας και άλλες 50, αυτές που σου έδωσα πρώτες. Αυτές κράτησέ τες και μην τις βάζεις μέσα σε ρούχα. Κατάλαβες Γεωργία μου; Και αυτό να το κάνεις όσο πιο γρήγορα μπορείς και χωρίς να σε δουν τα παιδιά. Και απόψε, αν μπορείς, κι απόψε, το κατάλαβες;». - «Ναι, ναι, Ανδρέα μου, το κατάλαβα». - «Πρόσεξε, αυτό που σου είπα. Δεν θέλω να καταλάβουν τίποτα τα παιδιά. Κλείσε καλά και τα παραθυρόφυλλα του δωματίου μας, για να μην φαίνεται το φως απ΄ έξω και κάθισε όλη τη νύχτα και μέχρι το πρωί, καλό θα είναι να έχεις τελειώσει κιόλας. Και μην ξεχνάς, άφησε όπως σου είπα και λίγες έξω, μπορεί να χρειασθεί να τις δώσουμε μπαξίσι σε κανέναν άπιστο. Κατάλαβες βρε γυναίκα;» - «Ναι, άνδρα μου, κατάλαβα. Πάμε τώρα επάνω και θα κάνω, απόψε κιόλας, όπως προστάζεις. Μην έχεις έννοια. Και μέχρι το πρωί θα έχω τελειώσει. Και άμα τελειώσω, θα τα βάλω εκείνα τα ρούχα σε μιαν άκρη μαζεμένα για να είναι έτοιμα μόλις χρειασθεί. Άντε

167


168 τώρα να τραβήξουμε για πάνω, να φύγεις και συ να πας μέχρι τον καφενέ, όσο είναι ακόμη νωρίς και νωρίς να έρθεις πίσω, να μην ανησυχώ και εγώ. Γιατί εδώ που έφθασαν τα πράγματα, δεν σου κρύβω ότι άρχισα να φοβάμαι. Κι έπειτα και τα παιδιά, τώρα που ξέρουν, θα ανησυχούν κι αυτά. Και τα κορίτσια μας Ανδρέα, μπορώ να τα κάμω κουμάντο, μα εκείνος ο Κωστής μας, ολόκληρος άνδρας έγινε και δεν μπορώ να τον φέρω βόλτα. Άντε Ανδρέα μου και ο Θεός να βάλει το χέρι του». - «Ναι, έχεις δίκιο», αρκέσθηκε να της πει ο Ανδρέας και άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα. Πριν πατήσει στο πρώτο σκαλί, κάνει και μια κίνηση του χεριού με το οποίο κρατούσε την γκαζόλαμπα, σαν να ήθελε να φέξει καλλίτερα και πάλι την πόρτα του κελαριού, για να βεβαιωθεί ακόμη μια φορά ότι ήταν αμπαρωμένη και αμέσως μετά, άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα. Η γυναίκα του τον ακολούθησε. Όταν έφθασαν και οι δύο επάνω, εκείνος κατέβασε και έκλεισε το πορτάκι της καταπακτής και έπειτα τράβηξε και έβαλε από πάνω του ένα μπαούλο. Ζήτησε από την γυναίκα του, να το αφήσει εκεί, ώστε να κρύβει την καταπακτή. Ο Ανδρέας πήγε προς την εξώπορτά του σπιτιού και η Γεωργία πήγε μέσα στην κουζίνα της και έκρυψε προσωρινά και μέχρι να ξεπροβοδίσει τον άνδρα της, τα δυο μικρά σιδερένια κουτάκια και το ένα σακουλάκι με τις λίρες, βάζοντας τα μέσα σε ένα ντουλάπι της κουζίνας. Έπειτα επέστρεψε και πήγε στην εξώπορτα του σπιτιού και βοήθησε τον Ανδρέα να βάλει το σακάκι του και το καπέλο του. Τότε εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα έδωσε στην γυναίκα του, αφού πρώτα κράτησε και ο ίδιος αρκετά. Ίσως, εάν εύρισκε κανέναν βαρκάρη απόψε, να χρειαζόταν να του έδινε και κάποια μπροστάντζα, ένα γερό ποσό σαν καπάρο να πούμε, για να τον πείσει να τους βοηθήσει. Και αν είχε τέτοια τύχη, να βρει κανέναν βαρκάρη, δεν έπρεπε με τίποτα να την χάσει. Τα υπόλοιπα χρήματα βέβαια, θα του τα έδινε, όταν θα τους έβγαζε απέναντι ή τουλάχιστον στο μέσον της διαδρομής. ‘‘Εν πλω θα πληρωθείς και τα υπόλοιπα’’ θα του έλεγε και εκείνος θα καταλάβαινε. Τι σόι βαρκάρης ή καπετάνιος θα ήτανε, αν δεν ήξερε τι σημαίνει ‘‘εν πλω’’ και επιπλέον αν δεν καταλάβαινε και την σκοπιμότητα αυτή, τέτοιες μέρες που ζούσαν όλοι τους εκεί. Και αν δεν καταλάβαινε, θα του εξηγούσε και ευθέως θα του έλεγε, ‘‘θα σου τα δώσω στα ανοιχτά, μέσα στην θάλασσα για να είμαι και εγώ σίγουρος ότι η οικογένεια μου θα σωθεί’’ και τότε σίγουρα, εκείνος θα καταλάβαινε. Κοίταξε ξανά τα λεφτά και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν αρκετά, τότε τα έβαλε στην τσέπη του. ‘‘Ας βρω εγώ κανέναν βαρκάρη…’’ σκέφτηκε από μέσα του ‘‘…και αν δεν του φαίνονται αρκετά αυτά τα χρήματα σαν μπροστάντζα, έρχομαι τότες και παίρνω και άλλα. Ας βρω μια πρώτα κάποιον και μετά τα άλλα, τα κανονίζω εγώ εύκολα. Γιατί εύκολα είναι, άμα είναι δουλειά, που γίνεται με λεφτά’’ και ψιλοχαμογέλασε. Τον είδε η Γεωργία, μα δεν τον ρώτησε γιατί χαμογελά. Κατάλαβε ότι κάτι εκείνη την ώρα σκεπτόταν από μέσα του και έτσι όπως το σκεπτόταν του πήγαινε και του έβγαινε καλά και γι΄ αυτό και ο άνδρας της χαμογέλασε. Και μήπως δεν τον ήξερε ή μήπως για πρώτη φορά τον έβλεπε από μόνος του να χαμογελά ή να παραμιλά; Όχι βέβαια! Και ποτέ της δεν τον ρώτησε ‘‘τι σκέφτεται και χαμογελά’’. Τον άφηνε πάντα έστω και στα ψεύτικά, να ζει την ΄΄ψευδαίσθηση της ευτυχίας΄΄. - «Πιάσε βρε γυναίκα την ταμπακέρα από το τραπέζι, που την έχω ξεχάσει». - «Ναι Ανδρέα μου» του απάντησε και κίνησε να του την φέρει. Πήρε μαζί της και τις δύο λάμπες. Την δική της και εκείνη του άνδρα της. Τις άφησε επάνω στο τραπέζι και πήρε την ταμπακέρα του και το τσακμάκι του και του τα πήγε. Εκείνος τα έβαλε στην τσέπη του, την κοίταξε σαν με το βλέμμα του να της έδινε και τις τελευταίες οδηγίες και αμέσως γύρισε και άνοιξε την εξώπορτα. Βγήκε έξω, διέσχισε την αυλή και βγήκε στον δρόμο, κλείνοντας πίσω του την αυλόπορτα, όπως είχαν συμφωνήσει όλοι τους να κάμνουν, από εδώ και πέρα. Αργότερα, που θα επέστρεφε και πάλι στο σπίτι, όχι μόνον θα την έκλεινε, μα θα την ασφάλιζε κιόλας και θα αμπάρωνε και τα δύο φύλλα της με τις

168


169 σιδερένιες κόντρες, που υπήρχαν ειδικά για τούτο τον σκοπό. Τέτοιες σιδερένιες κόντρες υπήρχαν και από μία από την εσωτερική πλευρά, πίσω από κάθε πορτόφυλλο της πόρτας του κελαριού, αλλά και πίσω από την εξώπορτα, από την εσωτερική μεριά του σπιτιού. Η Γεωργία, μόλις ο Ανδρέας βγήκε στον δρόμο, έκλεισε την εξώπορτα και καλού κακού την ασφάλισε κιόλας από μέσα. Μέχρι να επέστρεφε ο άνδρας της, εκείνη θα τον περίμενε εδώ κάτω. Τώρα όμως έπρεπε να πάει και να κρύψει τις λίρες και τα χρήμ ατα, στην κάμαρά τους. Μετά να διαλέξει ποια ρούχα των παιδιών τους θα έπαιρνε και μαζί με το κουτί, που είχε τα ραφτικά, να τα πήγαινε και αυτά στο δωμάτιο τους. Έπειτα θα φρόντιζε να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο για βραδινό, για την περίπτωση που εκείνος επιστρέφοντας και πάλι στο σπίτι, θα πεινούσε. Ευχόταν από μέσα της, ετούτη τηνφορά να της έφερνε καλά νέα και τότε εκείνη ήξερε τι θα έκανε. Πρώτα απ΄ όλα, απόψε θα φρόντιζε να τελειώσει με τα ρούχα και το ράψιμο και το κρύψιμο των λιρών μέσα σε αυτά. Αύριο, πρώτα ο Θεός και με το καλό, θα ετοίμαζε μια δυο πίτες και ένα δυο φλασκιά με νερό. Καλό θα είναι, από τώρα και στο εξής, πάντα να έχει κάτι έτοιμο στην άκρη για τον δρόμο. Θα έπαιρνε και από το εικονοστάσι, την εικόνα της Μεγαλόχαρης. Της την είχε κάνει δώρο η μάνα της στον γάμο της. Θυμάται πως όταν της την χάριζε, της είχε πει πως για να πάρει την ευλογία, την είχε αφήσει σε ένα ξωκλήσι, για 40 τόσες μέρες. Ένα δάκρυ στα μάτια, στην θύμηση της μητέρας της, της θόλωσε το βλέμμα. Δεν μπόρεσε να το κρατήσει, όσο και αν το προσπάθησε. Ειδικά όταν σκέφθηκε ότι θα έπρεπε, αναγκασμένοι λόγω της κατάστασης, να φύγουν και να αφήσουν πίσω τους, τους τάφους και τα κόκαλα των γονιών τους. ‘‘Άραγε…’’, αναλογίσθηκε, ‘‘…εάν θα είχε ποτέ την ευκαιρία στο μέλλον, να ανάψει και πάλι ένα κερί στον τάφο των γονιών της’’. Σκουπίζοντας το δάκρυ από τα μάτια, πήρε την μία λάμπα από το τραπέζι και πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ντουλάπι και πήρε τις λίρες και τις έβαλε μέσα στην ποδιά της. Άφησε την δεύτερη λάμπα επάνω στο τραπέζι, αφού πρώτα χαμήλωσε λίγο το φυτίλι, όπως έκανε κάθε βράδυ, προκειμένου να έχει φωτισμό και στο καθιστικό δωμάτιο στο κάτω μέρος του σπιτιού. Πήρε τον δρόμο για τον πάνω όροφο, για την κάμαρα τους.

169


170

ΣΜΥΡΝΗ 2005 ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΎΜΑΤΑ ΤΗΣ

170


171

ΜΕΡΟΣ Θ΄

171


172

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Ο Ανδρέας, ούτε και στον καφενέ των βαρκάρηδων, πίσω από το τελωνείο, βρήκε κάποιον για να τους περάσει απέναντι στην Χίο. Για την ακρίβεια, ο καφενές ήταν κλειστός και τότε εκείνος αποφάσισε να πάει και πάλι μια βόλτα από την προβλήτα και μετά να περπατήσει κατά μήκος της προκυμαίας, μήπως και απόψε ήταν τίποτα τυχερός και συναντούσε κάποιον με πλεούμενο. Όμως, δυστυχώς, και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Το μόνο που αντίκρισε, ήταν η ίδια απογευματινή εικόνα και ίσως σε χειρότερη κατάσταση, με τους πρόσφυγες να έχουν κατακλύσει την πόλη. Ακόμη και εκείνη την ώρα, έφθαναν στην Σμύρνη και στην προβλήτα ή την προκυμαία, πολίτες και στρατιώτες από τα ανατολικά. Η κατάσταση, όσο περνούσε ο χρόνος, συνεχώς χειροτέρευε. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Είχε περάσει και η ώρα και το να κυκλοφορεί κανείς εκείνες τις μέρες, μόνος στους δρόμους της πόλης, κυρίως τα βράδια, ίσως να ήταν επικίνδυνο και μάλιστα, ίσως να γινόταν και ακόμη πιο επικίνδυνο, όταν τύχαινε να είναι και Έλληνας. Πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του. Τα μαλλιά του, είχαν τα πιο πολλά ασπρίσει από το πέρασμα του χρόνου. Ήταν ήδη μεσήλικας, αλλά μέχρι τώρα, δεν είχε ποτέ του νοιώσει φόβο. Σήμερα όμως, ένα παράξενο συναίσθημα, που μάλλον φόβος θα έπρεπε να ήταν, τον είχε κυριεύσει. Επιτάχυνε ασυναίσθητα το βήμα του. Καθώς περπατούσε, κοίταζε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Δεν έβλεπε κόσμο να κυκλοφορεί έξω. Ίσως αυτό και εκείνη την ώρα, να ήταν απλώς κάτι το φυσιολογικό, γιατί από ώρα είχε πέσει το σκοτάδι. Όμως κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα πάντα ήταν εύκολο και να παρερμηνευθούν και να συνδεθούν με τα γεγονότα και τις γενικότερες εξελίξεις. Σκέφθηκε να περάσει από τον καφενέ του Στρατή. Σχεδόν στον δρόμο του ήταν και άλλωστε, δεν θα παρέκκλινε και πολύ από αυτόν. Είχε μια μικρή ελπίδα, πως ίσως κάτι παραπάνω να μάθαινε εκεί. Κάποιο νέο καλό, που θα του έδινε ελπίδες. Μπορεί να εύρισκε κανέναν βαρκάρη ή και κανέναν γνωστό του, που να μπορούσε να του συστήσει κάποιον βαρκάρη ή και τέλος, μπορεί να εύρισκε κανέναν γείτονα του και μαζί να κινούσαν για τα σπίτια τους. Και για συντροφιά, μα και για ασφάλεια. Έτσι όταν έφθασε στην επόμενη γωνιά, έστριψε δεξιά και τράβηξε για τον καφενέ του Στρατή. Στο επόμενο στενό, έστριψε αριστερά και να στα δέκα μέτρα μπροστά του, ο καφενές. Από τα παράθυρα του, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του μαγαζιού. Τα ανοιχτά πατζουρόφυλλα και το λιγοστό φως που υπήρχε μέσα από τις αναμμένες γκαζόλαμπες, τον βοηθούσε σε αυτό. Κόσμο όμως δεν είδε μέσα. Έκανε μετά να ανοίξει την πόρτα, μα αυτή ήταν ασφαλισμένη. Κτύπησε τότε με τα χέρια του και φώναξε δυνατά. - «Κυρ Στρατηηή, εεε κυρ Στρατή». - «Ποιος είναι;» ακούσθηκε η φωνή του καφετζή, από μέσα. - «Μέσα είσαι κυρ Στρατή, ο Ανδρέας είμαι, που ΄χω το μαγαζί παρακάτω». - «Α! ένα λεπτό κυρ Ανδρέα, ένα λεπτό κι έρχομαι να σου ανοίξω». Βήματα ακούσθηκαν από μέσα να πλησιάζουν στην πόρτα, έπειτα ο χαρακτηριστικός ήχος του ξεκλειδώματος, δύο φορές και στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ο Στρατής. - «Έλα μέσα κυρ Ανδρέα, πέρασε μέσα για να κλείσω και πάλι» του είπε και παραμέρισε. - «Γιατί κλειδώνεις βρε Στρατή; Νωρίς δεν είναι για να κλείσεις τον καφενέ σου;» Ο καφετζής τον κοίταξε με ένα βλέμμα και στο πρόσωπο του ήταν απροκάλυπτα εμφανής η απορία και η κατάπληξη για την ερώτηση, που του έγινε. - «Ρωτάς, κυρ Ανδρέα, ρωτάς και συ;»

172


173 Τώρα ήταν η σειρά του Ανδρέα να του δείξει, το πόσο παράξενα του φαίνονταν όλα αυτά, έτσι για να τον τσιγκλήσει και να του δώσει την αφορμή να του πει τίποτα νέα ή την άποψή του, για όσα συμβαίνουν ή τέλος να του πει, εάν έχει ακούσει και τι από τους θαμώνες στον καφενέ, επιπλέον για αυτό το θέμα, πέρα βεβαίως από όσα είχαν συζητήσει οι δυο τους τις προάλλες, εδώ στον ίδιο χώρο. - «Ρωτώ κυρ Σταμάτη, ρωτώ γιατί δεν καταλαβαίνω!». - «Δεν άκουσες τίποτα; Δεν είδες τίποτα; Οι Τούρκοι, λένε, ότι έφθασαν ήδη έξω από την Σμύρνη και κάποιοι λένε ότι, μπορεί και πριν ξημερώσει να έχουν μπει κιόλας, μέσα στην πόλη. Οι συντοπίτες μας οι Τούρκοι, αυτοί με τους οποίους όλη την ζωή μας, την περάσαμε μαζί και στις χαρές και στις λύπες, αγρίεψαν και έχουν βγει στους δρόμους. Οι χριστιανοί, οι Έλληνες, κλείσθηκαν στα σπίτια τους και δεν ξέρει κανείς, τι μας περιμένει αύριο. Μόνο ο Θεός το ξέρει αυτό. Και αλήθεια κυρ Ανδρέα, πώς και τέτοια ώρα έξω και μάλιστα μόνος σου; Τυχερός μου φαίνεται πως είσαι, αφού δεν συνάντησες και κανέναν από δαύτους στον δρόμο σου!». Ο Ανδρέας δεν μιλούσε, τον κοιτούσε μόνο. Και στο μυαλό του τώρα έρχεται η εικόνα των σπιτιών, των γνωστών και φίλων, που έβλεπε, όταν κατέβαινε στην προκυμαία. Όλα ερμητικά κλειστά. Παράθυρα, πατζούρια, αυλόπορτες, εξώπορτες. Σαν να τα είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους. Όμως, που και που, έβλεπε και κάποιο φως γκαζόλαμπας, από κάποια χαραμάδα των παραθυρόφυλλων, που πρόδιδε ότι μέσα εκεί, υπήρχαν ανθρώπινες υπάρξεις. - «Και συ τι κάνεις μόνος εδώ, κυρ Στρατή;» - «Συμμαζεύω λίγο και θα φύγω για το σπίτι. Από αύριο και για λίγες μέρες, δεν θα ανοίξω, μέχρι να δω τι θα γίνει και πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Έχω και εγώ οικογένεια κυρ Ανδρέα, γυναίκα, ένα γιο 12 χρόνων και μια θυγατέρα, 15 χρόνων. Ολόκληρη γυναίκα έγινε το κορίτσι μου και αυτοί οι άπιστοι, άκουσα ότι όταν βρουν τις Ελληνοπούλες…», σταματά για λίγο και κουνά το κεφάλι του και σε λίγο συνεχίζει και πάλι «…άστα κυρ Ανδρέα, άστα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του, αλλά τέτοια ατίμωση δεν θα την αντέξω. Καλλίτερα να με σφάξουν, πριν πειράξουν την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Καλλίτερα κυρ Ανδρέα, γιατί αυτό δεν θα το αντέξω, στ΄ αλήθεια σου το λέω». - «Έχεις δίκιο κυρ Στρατή. Έχω ακούσει και εγώ πολλά. Όμως ας πηγαίνω και εγώ, γιατί όσο περνά η ώρα …τέλος πάντων και όπως είπες και εσύ, ο Θεός να βάλει το χέρι του και όπως ξέρεις έχω και εγώ οικογένεια, γυναίκα και παιδιά. Και όπως και εσύ, έτσι και εγώ, αλλά και ο καθένας μας, δεν μπορεί να αντέξει και δεν θα αντέξει τέτοια ατίμωση. Και αν έτσι το θέλει η μοίρα, τότε ας με πάρει πρώτο ο Θεός από αυτή την ζωή, πριν συμβεί ετούτο». Τα έλεγε και όσο μιλούσε, κουνούσε το κεφάλι του, δεξιά και αριστερά, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο, πόσο τον απασχολούσε αυτό το θέμα. Τι άλλο να έλεγε και τι αξία έχουν τα λόγια, ετούτη την ώρα. - «Και πώς φεύγει ο στρατός και μας αφήνουν πίσω μόνους; Ήρθαν από την Ελλάδα, μας ξεσήκωσαν και τώρα φεύγουν και μας αφήνουν μόνους και αβοήθητους, στο έλεος του Θεού και στην οργή των Τούρκων και το χειρότερο, στα χέρια εκείνων των σκύλων, των Τσέτων. Πώς μπορεί και γίνεται αυτό κυρ Ανδρέα και μα την πίστη μου, αυτό δεν το καταλαβαίνω καθόλου». - «Έχεις δίκιο κυρ Στρατή, έχεις δίκιο. Καλό θα ήταν να φεύγω τώρα και εγώ. Καληνύχτα και ο Θεός βοηθός. Ας μας φυλάξει ο Παντοδύναμος και ας μας σώσει από το κακό, που βλέπουμε ότι έρχεται. Και ας ευχηθούμε και καλή αντάμωση. Να δώσει ο Μεγαλοδύναμος, να πιούμε σύντομα και πάλι το καφεδάκι μας εδώ, όπως τόσα χρόνια, σαν άνθρωποι και χριστιανοί και μάλιστα με την ησυχία μας, όπως και πριν». - «Από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί, κυρ Ανδρέα μου και σ΄ του Θεού το αυτί. Αααχ..» ευχήθηκε και συνάμα βαριαναστέναξέ ο Στρατής και αμέσως οι δυο τους

173


174 σηκώθηκαν και πήγαν προς την εξώπορτα του καφενέ. Ο Στρατής ξεκλείδωσε και ο Ανδρέας βγήκε έξω. Καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο και αντάλλαξαν και πάλι ευχές μεταξύ τους, επικαλούμενοι και πάλι το έλεος και την βοήθεια του Θεού και ο Ανδρέας χάθηκε μέσα στην νύχτα. Ο Στρατής μπήκε μέσα και κλείδωσε και πάλι πίσω του την πόρτα του μαγαζιού. Καθώς βάδιζε, ένοιωθε ότι εκείνη η σιωπή της νύχτας, απόψε τον τρόμαζε πραγματικά. ‘‘Έφθασαν έξω από την Σμύρνη οι Τούρκοι..’’ σκέφθηκε τα λόγια του φίλου του ‘‘…και ίσως, πριν να ξημερώσει, να μπούνε και μέσα στην πόλη. Μα είναι δυνατόν;’’ αναρωτήθηκε και συνέχισε να περπατά. Θα είχε απομακρυνθεί από το καφενέ ,δύο ή τρία στενά, όταν κάποιες ομιλίες σαν να ακούσθηκαν, πέρα από την επόμενη στροφή του δρόμου και κάπως από μακριά, σπάζοντας την νεκρική σιγή, που εκείνη την νύχτα και μέχρι τότε, επικρατούσε. Στην αρχή, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγαν, ούτε και σε ποια γλώσσα μιλούσαν. Όμως σε λίγο άκουσε καθαρά, ότι αυτοί που μιλούσαν, μίλαγαν τούρκικα. Ήξερε αρκετά τούρκικα και ήταν σε θέση, αυτό να το καταλάβει. Μαζί με Τούρκους και όχι μόνον, μεγάλωσε σε αυτή την πόλη. Πελάτες του τους είχε και λίγο πολύ, ήθελε δεν ήθελε, τα έμαθε ή τουλάχιστον τα καταλάβαινε καλά. Ναι Τούρκοι ήταν, μια παρέα 3-4 ατόμων ήταν και ερχόντουσαν προς το μέρος του. Για τα γεγονότα μίλαγαν και ότι αύριο η Σμύρνη θα γίνονταν δική τους πόλη. Θα έπαιρναν ό,τι είχαν και δεν είχαν οι γραικοί και όλοι οι άλλοι. Έτσι εκείνη η παρέα των αλλόθρησκων την άκουσε ο Ανδρέας που έλεγε και πως εκείνοι θα γινόντουσαν πλέον οι αφέντες. Προς στιγμή φόβος τον κυρίευσε και αμέσως σκέφθηκε είτε να κρυφτεί, είτε να γυρίσει προς τα πίσω και να τρέξει, να απομακρυνθεί από αυτούς, πριν τους συναντήσει. Όμως δεν το έκανε. Ο γραίκικος ανδρικός του εγωισμός, του το απαγόρευσε. Δεν θα γίνει λιγόψυχος και ούτε και θα φοβηθεί να τους αντικρίσει. Ήταν σε πραγματικό δίλημμα. Γιατί, άλλα επίτασσε η λογική του και άλλα το ‘εγώ’ του Έλληνα και του άνδρα. Επικράτησε το δεύτερο. Έσφιξε τα δόντια του, προετοιμάζοντας έτσι τον εαυτόν του, για ότι ήθελε συμβεί με την συνάντηση του με εκείνους τους απίστους και συνέχισε να περπατά, προς το μέρος τους. - «Χασάν!», φώναξε με έκπληξη ο Ανδρέας και με μια φανερή ανακούφιση, μόλις έστριψε την γωνιά του δρόμου και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνη την παρέα των Τούρκων. «Χασάν...» επανέλαβε και αμέσως μετά πρόσθεσε «…το αφεντικό σου είμαι, ο Ανδρέας». Το φεγγάρι έριχνε το φως του και η αστροφεγγιά βοηθούσε, ώστε να μπορεί κανείς να διακρίνει και να αναγνωρίσει ένα πρόσωπο μέσα στην νύχτα. Ο Χασάν και η παρέα του, στο άκουσμα των λόγων εκείνου του Έλληνα, έμειναν ακίνητοι, εκεί στην μέση του δρόμου. Ίσως δεν περίμεναν τούτες τις μέρες και τούτη την ώρα, να συναντήσουν στους δρόμους της Σμύρνης έναν γραικό και μάλιστα μόνον του. Γι αυτό και έδειξαν και εκείνοι την ίδια έκπληξη. Αμέσως μετά οι υπόλοιποι της παρέας, έστρεψαν το κεφάλι τους και κοίταξαν αυτόν της παρέας τους, που εκείνος εκεί απέναντι ο Έλληνας, αποκαλούσε Χασάν και στον οποίο απευθυνόταν. Περίμεναν προφανώς να δούνε πως θα αντιδρούσε, γιατί σίγουρα ήξεραν πως ο φίλος τους, ονομαζόταν Χασάν και ποια σχέση υπάρχει μεταξύ τους. - «Αφεντικό.. εεε..» τραύλισε ο Τούρκος και επανέλαβε, «…κυρ Ανδρέα..» και εκεί σταμάτησε. Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τον λόγο του, γιατί δεν κατάφερε να αρθρώσει και άλλη κουβέντα. Ο Ανδρέας τους πλησίασε σε απόσταση δύο τριών βημάτων και τους κοίταξε μια φορά όλους τους, περιφέροντας το βλέμμα του, από τον ένα στον άλλο, καταλήγοντας στο πρόσωπο εκείνου, του μέχρι τα χθες υπαλλήλου του. Εκτός από τον Χασάν, κανέναν άλλον δεν γνώριζε. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος τους και άπλωσε το χέρι του και έπιασε τον υπάλληλο του, από το μπράτσο. Τον τράβηξε παράμερα 2-3 μέτρα. Οι άλλοι

174


175 της παρέας, βλέποντας αυτό, κινήθηκαν απειλητικά, αλλά ο Χασάν το κατάλαβε εγκαίρως και με μια κίνηση του χεριού του, τους καθησύχασε. Τότε εκείνοι και από μόνοι τους, έκαμαν λίγα βήματα προς τα πίσω και άφησαν τους δυο τους, μόνους. - «Χασάν, τι συμβαίνει;..» τον ρώτησε ο Ανδρέας «..έχεις να φανείς από το μαγαζί μέρες. Μπορείς να μου πεις το γιατί; Ακούω διάφορα πράγματα από πολλούς. Τώρα σε βρίσκω μπροστά μου με μια παρέα φίλων σου, που τόσα χρόνια που είσαι στο μαγαζί, με κανέναν τους δεν σ΄ έχω δει και κανέναν από αυτούς δεν γνωρίζω. Και εκτός αυτού, όπως σου είπα, ακούω και διάφορα και πολλά πράγματα και ότι αυτά που ακούω, δεν μου αρέσουν και καθόλου. Τι συμβαίνει Χασάν, γιατί είμαι σίγουρος ότι εσύ γνωρίζεις και σε εμένα, το αφεντικό σου θα πεις. Πρέπει να πεις». Το τελευταίο, το είπε με τέτοιο τρόπο και ύφος, που ακούσθηκε ως εντολή. Είχε κάτι το επιτακτικό, στον τόνο και στο ύφος του λόγου του. Και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Χασάν. Αμέσως εκείνος το αντελήφθη και το ίδιο άμεσα αντέδρασε. Τράβηξε το μπράτσο του, από το χέρι του αφεντικού του και τον κοίταξε μέσα στα μάτια και με το βλέμμα του, τού έλεγε όσα μέχρι εκείνη την ώρα, με λόγια δεν του είπε. Τότε ο Ανδρέας κατάλαβε, ότι μπροστά του δεν είχε και δεν μιλούσε στον υπάλληλο του. Δεν μιλούσε γενικότερα σε έναν άνθρωπο με νοοτροπία υπαλλήλου. Αισθανόταν τώρα, ότι αυτός που στεκόταν απέναντι του, του συμπεριφερόταν σαν να ήταν εκείνος το αφεντικό και όχι ο μέχρι τα χθες, υπάλληλός του. Στο βλέμμα του διέκρινε εύκολα και την υπεροψία του και την απαξία, που εμφανώς επιδεικνυόταν ετούτη την στιγμή, από έναν Τούρκο προς έναν Έλληνα. Και καμία σημασία δεν είχε εάν μέχρι χθες, ο πρώτος ήταν υπάλληλος του δευτέρου και για πολλά χρόνια μάλιστα. Αποφάσισε ο Ανδρέας να του μιλήσει και πάλι, τώρα όμως με πιο ήπιο τρόπο. Να τον φέρει στο φιλότιμο. Δεν μπορεί, άνθρωπος είναι και ο Χασάν και τόσα χρόνια ψωμί από αυτόν έφαγε, δεν μπορεί να είναι τόσο αχάριστος! Δεν μπορεί να είναι χειρότερος και από ένα ζώο, από ένα σκυλί, που σου κουνά την ουρά του σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, για ένα κομμάτι ψωμί, ακόμη και αποφάγι, που του πέταξες και έτσι χόρτασε και εκείνο. Δεν μπορεί, όσο σκληρός και απάνθρωπος να είναι κανείς, δεν μπορεί να πάψει να είναι άνθρωπος και δεν μπορεί να φερθεί, χειρότερα και από το ζώο. - «Χασάν..» του είπε και πάλι. «..ήσουν στην δούλεψή μου χρόνια και όλα αυτά τα χρόνια, στάθηκα απέναντί σου, πρώτα σαν πατέρας ή αν θέλεις, σαν μεγάλος αδελφός και μετά σαν αφεντικό. Δεν σε ξεχώρισα από κανέναν και σε αγαπούσα το ίδιο, όπως και όλους τους άλλους ή μήπως κάνω λάθος; Είχες όλα αυτά τα χρόνια κανένα παράπονο, Χασάν; Γι αυτό σε εξορκίζω σήμερα, πρέπει να μάθω και εσύ είμαι σίγουρος ότι ξέρεις. Νομίζω πως με καταλαβαίνεις, έχω οικογένεια, γυναίκα και παιδιά και δεν σου είναι και άγνωστα. Πρέπει να ξέρω Χασάν, πρέπει και νομίζω ότι το γιατί, το καταλαβαίνεις και πολύ καλά μάλιστα, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του αυτή την φορά, είχε αλλάξει τελείως ύφος, τόνο και χροιά. Από επιτακτική που ήταν μέχρι πριν λίγο, τώρα πλέον είχε όλα εκείνα τα στοιχεία της εκλιπάρησης και δεν προσπάθησε και καθόλου να το κρύψει αυτό ο Ανδρέας. Ο Τούρκος όλη τούτη την ώρα, συνέχισε να τον κοιτάει κατάματα. Το μόνο που άλλαξε στην όψη του, ήταν ότι έσμιξε ελαφρά τα φρύδια του, προς το κέντρο του προσώπου του. Δεν περίμενε ενδεχομένως, να τύχει εκείνος αυτής της χαράς. Δεν περίμενε να έχει απέναντί του τον κυρ Ανδρέα-το αφεντικό του. Αισθανόταν για πρώτη φορά τώρα, ότι εκείνος είχε την ισχύ και πως απέναντι του είχε έναν αδύναμο γκιαούρη, το μέχρι χθες αφεντικό του, έναν Έλληνα. Τα ονόματα δεν έχουν σημασία, ούτε και ποια η μέχρι τώρα σχέση τους. Σημασία μόνο είχε, πως εκείνος ήταν ένας Έλληνας και αυτός Τούρκος. Και το όλο σκηνικό, του επιβεβαίωνε ότι ετούτη την ώρα, ο Τούρκος ήταν που είχε το επάνω χέρι και ο γραικός παρακαλούσε και δεν είχε καμία σημασία, εάν αυτό γινόταν κάτω από την πίεση των γεγονότων και της ανάγκης να προλάβει ο ρωμιός, τις όποιες άσχημες εξελίξεις. Γιατί

175


176 ηθελημένα ξέχασε ο Ανδρέας εκείνη την ώρα, ότι αυτός ήταν ανάμεσα στους δύο, αν όχι ακόμη, τουλάχιστον μέχρι τα χθες, το αφεντικό. Σκόπιμα ξέχασε, ότι ανάμεσα στους δυο τους, αυτός ήταν ο γραικός της Σμύρνης, ο ισχυρός οικονομικά και κοινωνικά σε ετούτη την πόλη. Τα ξέχασε, γιατί έτσι έπρεπε να κάνει και γιατί έτσι επέβαλε η ιδιότητα και το ένστικτο του πατέρα. Και εκείνος ο άπιστος, δεν έκρυβε την χαρά του, που τον έβλεπε να τον εκλιπαρεί. Σημασία πάντως είχε για τον Ανδρέα, ότι εκείνος ο άπιστος, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. - «Πάρε την οικογένεια σου και φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς και όσο πιο μακριά γίνεται..» του λέει με λόγια κοφτά και τόνο επιτακτικό, που δεν άφηναν περιθώρια περαιτέρω διευκρινήσεων και εξηγήσεων. Το ύφος του και το βλέμμα του, τα έλεγαν όλα. Εκεί ανάμεσα στους δυο τους, ο ένας ήταν ο Τούρκος, που έδινε εντολές και ο άλλος ο γραικός που τις έπαιρνε. Τις εντολές αυτές τις έδινε εκείνος ο άπιστος, σε έναν γκιαούρη της Σμύρνης και εκτός από τα λόγια του, επιπλέον και με το ύφος του, του δήλωνε πως μετά από αυτό, δεν θα έφερε και καμία ευθύνη και καμία ενοχή δεν θα είχε, εάν ο Ανδρέας δεν έκαμνε ό,τι εκείνος του έλεγε. Με την ματιά του επίσης του έλεγε, πως επάνω σε αυτά, δεν του άφηνε και κανένα περιθώριο επιλογής. Και σφίγγοντας τα δόντια του, επανέλαβε κοφτά και για να επιβεβαιώσει ακόμη μια φορά, όλα όσα με λόγια και ύφος είπε ή άφησε να εννοηθούν προ λίγου, «…πάρε την οικογένεια σου και φύγετε τώρα αμέσως» και χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκανε μεταβολή και πήγε και πάλι, κοντά στους ομοεθνείς του. Εκείνοι, σε πολύ χαμηλό τόνο φωνής, τέτοιον που ήταν αδύνατον να τους ακούσει από εκεί που στεκόταν ο Ανδρέας, κάτι τον ρώτησαν και όταν ο Χασάν, στον ίδιο χαμηλό τόνο τους απάντησε, τότε όλοι μαζί έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τον Ανδρέα, τον κοίταξαν και χαμογέλασαν. Εκείνο το χαμόγελό τους, επιβεβαίωνε για ακόμη μια φορά, το τι η μοίρα επεφύλασσε στην Σμύρνη και τι το ριζικό, έγραφε για τους ρωμιούς κατοίκους της. Ύστερα εκείνοι, συνεχίζοντας να χαμογελούν, απομακρύνθηκαν μέσα στην νύχτα. Ο Ανδρέας έμεινε και πάλι μόνος στην μέση του δρόμου. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και κοίταξε ψηλά το αχανές του. Θα νόμιζε κανείς, ότι προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον Υπέρτατο Δημιουργό και να του ζητήσει να τον βοηθήσει. Το φεγγάρι εκείνη την στιγμή, κρυβόταν πίσω από ένα σκοτεινό σύννεφο. Έμοιαζε και εκείνο, σαν να φοβάται μήπως και ρωτηθεί από τον Ανδρέα για το αύριο και ήθελε να αποφύγει να του απαντήσει. Μόνον το λιγοστό φως των άστρων και η σιωπηρή νύχτα, τον συντρόφευαν ετούτη την δύσκολη στιγμή. ‘‘Το παιχνίδι χάθηκε οριστικά φαίνεται…’’ σκέφτηκε ‘‘…και ο χρόνος, μάλλον δεν είναι μαζί μας. Οι Έλληνες μοιάζει να μετρούν όχι μέρες, αλλά ώρες σε ετούτη την πόλη, σε ετούτη την γη’’ συμπλήρωσε και με βήμα ταχύ, κίνησε και πάλι για το σπίτι του. Όχι, δεν πρέπει να χαθεί κι άλλος πολύτιμος χρόνος. Ίσως ετούτη την βραδιά ο Ανδρέας για πρώτη φορά στην ζωή του, να κατάλαβε την πραγματική αξία του χρόνου. Περπατούσε και απ΄ όπου περνούσε, κοιτούσε τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών. Όλα κλειστά και οι πόρτες προφανώς αμπαρωμένες θα ήταν. Διερωτήθηκε, εάν οι ένοικοι τους, είχαν φύγει ή ήταν εκεί μέσα. Κλειδαμπαρωμένοι και φοβισμένοι, σαν τα ποντίκια στις φωλιές τους. Με τις σκέψεις αυτές, έφθασε στο σπίτι του. Άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκε μέσα στην αυλή κλείνοντάς την και ασφαλίζοντάς την, πίσω του. Περπάτησε μέχρι την εξώπορτα και όταν έφθασε απ΄ έξω, προσπάθησε να την ανοίξει, όμως την βρήκε κλειδωμένη. Κατάλαβε ότι η γυναίκα του, είχε κλειδώσει από μέσα. Κτύπησε ελαφρά και τότε την ακούει από μέσα να ρωτάει. - «Ποιος είναι; Είναι κανείς έξω;» - «Άνοιξε Γεωργία, ο Ανδρέας είμαι, γύρισα», απάντησε εκείνος. Η πόρτα ξεκλείδωσε δύο φορές και στο άνοιγμα της, φάνηκε η Γεωργία. Ο Ανδρέας μπήκε μέσα και τώρα ήταν ο ίδιος, που μόλις έκλεισε πίσω του την πόρτα, φρόντισε αμέσως να την κλειδώσει και να βάλει επιπλέον και τις δύο αμπάρες-κόντρες στα

176


177 δυο της πορτόφυλλα, όπως έκανε πριν λίγο και στην αυλόπορτα, αλλά και από το απόγευμα στην πόρτα του κελαριού. Εκείνη βλέποντας τον να κάμει όλες ετούτες τις ενέργειες, κατάλαβε αμέσως την δυσκολία της όλης κατάστασης και δεν έκρυψε αυτήν της την ανησυχία και καθώς του έπαιρνε το σακάκι για να το κρεμάσει, τον ρώτησε τι έγινε. Ο Ανδρέας, ενώ κρεμούσε το καπέλο του στην κρεμάστρα και ακούγοντας την ερώτηση της, έστρεψε την ματιά του προς εκείνη και δεν της απάντησε, παρά την ρώτησε. - «Τα παιδιά;» - «Πήγαν από ώρα στα δωμάτια τους». - «Κοιμήθηκαν;» - «Δεν ξέρω, θέλεις να πάω να δω; Και αν είναι ξύπνια, τι να τα πω; να τα πω να κατέβουν, τα θέλεις;» ρώτησε με ανησυχία. - «Ναι πήγαινε να δεις, μα δεν τα θέλω και αν δεν κοιμούνται, μην τους πεις ότι ήρθα. Δεν θέλω να κατέβουν κάτω, γιατί εμείς, πρέπει πρώτα εμείς να μιλήσουμε, οι δυο μας μόνοι και μετά να μάθουν τα παιδιά». - «Εντάξει Ανδρέα μου» του είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε προς τον επάνω όροφο του σπιτιού. Ο Ανδρέας έβγαλε και τα παπούτσια του και φόρεσε τις παντούφλες του, που ήταν εκεί από το απόγευμα, στην θέση που τις είχε αφήσει. Πήγε μέχρι το τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα του. Έβγαλε την ταμπακέρα του και μέχρι να κατέβει η γυναίκα του, αποφάσισε να στρίψει ένα τσιγάρο.

177


178

ΣΜΥΡΝΗ 2005 ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ

178


179

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Άναψε το τσιγάρο του και περίμενε την Γεωργία να κατέβει. Κοίταξε τον καπνό να ανεβαίνει προς τα επάνω και χωρίς να το θέλει, έκανε από μέσα του μια ευχή. ‘‘Θεέ μου δώσε να είμαστε μακριά, όταν εκείνοι οι άπιστοι, έρθουν στην πόλη και όταν οι καπνοί από τις φωτιές, θα ανεβαίνουν ψηλά προς τον ουρανό’’. Ήταν σίγουρος ότι, όταν θα έρχονταν οι Τούρκοι και κυρίως οι Τσέτες, θα παρέδιδαν την πόλη στις φωτιές. Και ήταν σίγουρος γιατί δεν έβρισκε έναν λόγο, να μην έκαναν εκείνοι και στην Σμύρνη, ό,τι σε τόσες άλλες πόλεις και χωριά. Αμέσως ένοιωσε ενοχές για την παράκληση που υπέβαλλε στον Ύψιστο και Παντοδύναμο Θεό, αν και ήταν απόλυτα σίγουρος για την αλήθεια των σκέψεων του, κυρίως σε ό,τι αφορά τα γεγονότα και στην περίπτωση που έμπαιναν οι Τούρκοι στην Σμύρνη. Τρεις τουλάχιστον γενεές από την οικογένεια του, απ΄ όσο είναι αυτός σε θέση να γνωρίζει, ο παππούς του, ο πατέρας του και ο ίδιος και μια τέταρτη τώρα, τα δικά του παιδιά, έζησαν και ζούνε εδώ σε αυτήν την πόλη, πάντα με τους απίστους και τόσους άλλους, σαν γείτονες. Είχε ακούσει από τους παλαιότερους, ότι ο Τούρκος, πίστη και εμπιστοσύνη δεν έχει και είναι σαν το φίδι, που τον πρώτο που τσιμπάει, είναι εκείνον που το βάζει στον κόρφο του και στην μασχάλη του, για να το ζεστάνει και να το ζωντανέψει. Και ένας από αυτούς, ήταν και ο Χασάν, που απόψε με την συμπεριφορά του, το επιβεβαίωσε αυτό. Χαμένος μέσα σε αυτές του τις σκέψεις, δεν άκουσε την γυναίκα του, που κατέβηκε τις σκάλες. Γιατί εκείνη περπατούσε στις μύτες των ποδιών της, για να μην ξυπνήσει τα παιδιά τους, που είχαν ήδη κοιμηθεί, όπως διαπίστωσε πριν από λίγο. Ήρθε και κάθισε δίπλα στον άνδρα της, στην καρέκλα του γιου της. - «Λοιπόν άνδρα μου, τι έχεις να μου πεις, τα παιδιά μας κοιμούνται και μπορείς ελεύθερα να μου μιλήσεις. Μα καλού κακού, μίλα χαμηλόφωνα». Εκείνος την κοίταξε και έβγαλε τον καπνό από τα πνευμόνια του, φυσώντας προς τα επάνω, στα ψηλά. - «Τίποτα Γεωργία μου, τίποτα δεν υπάρχει. Ούτε βάρκα, ούτε βαρκάκι, ούτε βαπόρι, ούτε…», σταμάτησε για λίγο και έπειτα συνέχισε και πάλι, «..δεν υπάρχει κανένα πλεούμενο, που μπορεί να μας βγάλει απέναντι. Ο καφενές των βαρκάρηδων, πίσω από το τελωνείο, είναι κλειστός και…», σταμάτησε και πάλι. Έφερε το τσιγάρο του στο στόμα και ρούφηξε μια γερή δόση καπνού, κοιτώντας την στα μάτια. - «Και;» τον ρώτησε εκείνη με αγωνία. - «..και το χειρότερο, όπως ερχόμουν, πέρασα και από τον καφενέ του Στρατή, στον δρόμο μου ήταν και είπα μήπως εύρισκα εκεί κανέναν γνωστό, να μου συστήσει κάποιο βαρκάρη. Τον ξέρεις τον καφενέ του κυρ Στρατή, που είναι κοντά στο μαγαζί μας, έτσι δεν είναι; …και...» - «Ναι βρε Ανδρέα, τον ξέρω. Λέγε και μην με κρατάς σε αγωνία», τον διέκοψε εκείνη και τα λόγια της ειπώθηκαν βιαστικά. - «..ε, λοιπόν, και εκείνος κλειστός ήτανε. Είδα όμως φως μέσα και κτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε ο ίδιος ο Στρατής και κουβέντα στην κουβέντα, μου είπε ότι κάποιος πελάτης του, δεν το ρώτησα ποιος, μα για να το λέει ο Στρατής, έτσι θα είναι, του είπε λοιπόν, ότι ο Κεμάλ και οι στρατιώτες του, πλησίασαν πολύ και είναι ήδη έξω από την Σμύρνη. Μάλιστα μπορεί και απόψε να μπούνε μέσα στην πόλη». Σιωπή ακολούθησε και από τους δυο. Κοιτάχθηκαν με μιας και οι δυο στα μάτια και έπειτα ασυναίσθητα, έστρεψαν το βλέμμα τους προς το ταβάνι. Θα έλεγε κανείς ότι το μυαλό και των δυο πήγε ταυτόχρονα στα παιδιά τους, που κοιμόντουσαν στον επάνω όροφο ή ότι έστρεψαν το βλέμμα τους προς τον ουρανό, εκεί ψηλά προς τον Πανάγαθο

179


180 Θεό και στην Παναγία-Μητέρα. Σε Εκείνους τους γονείς του Ιησού Χριστού. Δεν τους ένοιαζε για τους ίδιους, μα τα παιδιά τους τι έφταιγαν εκείνα και τι στ΄ αλήθεια χρωστούσαν, που σαν λουλούδια που ακόμη δεν άνθισαν, οι άπιστοι να τα κόψουν; - «Ανδρέα..» Εκείνος την κοίταξε και το βλέμμα του και η σιωπή του, της έλεγαν πολλά. Πάρα πολλά, ίσως περισσότερα και από όσα προσπαθούσε να της πει με λόγια. Τόσα χρόνια άνδρας της ήτανε και τον διάβαζε, σαν γράμμα ανοιχτό. - «Ανδρέα μου..» επανέλαβε, σαν είδε ότι δεν της απαντούσε. - «Ναι Γεωργία», επιτέλους της απάντησε. - «Ανδρέα…και… και τώρα;…» τον ρώτησε και αμέσως συμπλήρωσε «…Ανδρέα, τα παιδιά μας Ανδρέα..», πρόσθεσε τραυλίζοντας. - «Και εμένα αυτό με βασανίζει γυναίκα, αυτό και το μυαλό μου θολώνει όταν σκέπτομαι πως….» σταμάτησε. Δεν μπορούσε ούτε σαν υπόθεση, μα ούτε και σαν σκέψη να το δεχθεί. Πως λοιπόν να το έλεγε και το χειρότερο, πως θα άντεχε, αν τυχόν συνέβαινε το κακό και μάλιστα μπροστά στα μάτια του; «..Τα κορίτσια μας Γεωργία μα και ο Κωνσταντίνος μας..» είπε και συμπλήρωσε την σκέψη του. Η γυναίκα του δεν ήξερε τι να πει. Καταλάβαινε απόλυτα τι παρέλειψε και τι απέφευγε να της πει ο άνδρας της, μα το υπονοούσε με την σιωπή του. Και όσο εκείνη τον κοιτούσε και διάβαζε στην ματιά του, όσα η καρδιά ενός πατέρα δεν του επέτρεπαν να της πει, ο Ανδρέας σκεπτόταν και προβληματιζόταν, εάν ήταν φρόνιμο να της μιλήσει για την συνάντηση, που είχε με τον Χασάν. Όμως ήθελε, η γυναίκα του να τα ξέρει όλα και αυτό ήταν και το σωστό. Από εδώ και πέρα, δεν έπρεπε να της κρύψει τίποτα πλέον. - «Γεωργία, θα ήθελα να…πρέπει να στο πω …να το ξέρεις και αυτό». - «Ποιο, ποιο;» τον ρώτησε εκείνη με αγωνία. - «Να, για τον Χασάν..» - «Τι για τον Χασάν, Ανδρέα;» - «Τον συνάντησα στον δρόμο, τώρα προ λίγου, καθώς ερχόμουν στο σπίτι» - «Ε, και;» - «Τον σταμάτησα και τον ρώτησα για όλα αυτά Γεωργία. Τον ρώτησα μα δεν μου απάντησε. Μόνο με κοίταξε ίσα στα μάτια και μου είπε…», σταμάτησε και πάλι, λες και το έκανε κάθε τόσο επίτηδες, για να την κρατάει σε αγωνία. - «Λέγε επιτέλους Ανδρέα, λέγε» τον παρότρυνε εκείνη σε ύφος επιτακτικό και τόνο προστακτικό, που πραγματικά και την ίδια ξάφνιασε, όταν το κατάλαβε. Και μόλις το συνειδητοποίησε, αμέσως τον κοίταξε και με το βλέμμα της, του ζήτησε συγνώμη και στην συνέχεια κάρφωσαν και οι δύο την ματιά τους, στην κορυφή της σκάλας. Απόλυτη σιωπή επικρατούσε και αφού κατάλαβαν ότι τα παιδιά τους, δεν ξύπνησαν από την φωνή της, εκείνη επανήλθε στην ερώτηση της, σε ποιο χαμηλό και ήπιο τόνο, ετούτη την φορά. - «Λέγε Ανδρέα, τι σου είπε ο Χασάν;» - «Το σκυλί το άπιστο γυναίκα, μου είπε ή καλλίτερα, έτσι όπως το είπε, ήταν σαν να μου έδωσε εντολή, να σας πάρω και να φύγουμε από εδώ, όσο το δυνατόν γρηγορότερα και όσο το δυνατόν μακρύτερα. Δεν με συμβούλεψε, μα με πρόσταξε και με την ματιά του, ήταν σαν να μου είπε ότι εκείνος νίβει τα χέρια του για ό,τι πιθανόν θα μας συμβεί, αν μείνουμε εδώ. Το κατάλαβες αυτό Γεωργία, με πρόσταξε». Εκείνο το ‘πρόσταξε’, όσο και να μην ήθελε, δεν μπορούσε να μην το προσέξει η γυναίκα του. Το επανέλαβε δυο φορές και το είπε με τέτοιο τρόπο ο άνδρας της, που ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητο. Γι αυτό και άθελα της επανέλαβε «πρόσταξε, ε!» και κούνησε το κεφάλι της, πάνω κάτω με αμηχανία και με το βλέμμα αφημένο στο κενό. Ο Ανδρέας, ενώ άκουσε την ερώτηση της, αρκέσθηκε απλώς να κουνήσει και αυτός το κεφάλι του πάνω κάτω, συγκατανεύοντας έτσι στην ερώτηση της, επειδή φοβόταν να το

180


181 επιβεβαιώσει εκ νέου με λόγια ή θεωρούσε, πως ήταν ίσως και περιττό, να μιλήσει εκείνη την ώρα. - «Και τώρα;...» ρώτησε και πάλι η Γεωργία - «Τώρα γυναίκα θα περιμένουμε να ξημερώσει και τότε βλέπουμε. Έξω τριγυρνούν αυτοί, σε ομάδες. Τον Χασάν δεν τον αντάμωσα μόνο, μα με παρέα. Με άλλους τρεις ή τέσσερις ακόμη. Οι Έλληνες, λες και εγκατέλειψαν την πόλη. Γι αυτό Γεωργία, ας ξημερώσει μια φορά και μετά βλέπουμε. Ο Θεός, ό,τι έχει στο νου του για όλους, θα έχει και για μας. Πάμε τώρα να πλαγιάσουμε και σαν ξημερώσει, τότες βλέπουμε». - «Ναι..» επανέλαβε και εκείνη, «…βλέπουμε σαν ξημερώσει» και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Πήγε μέχρι το παράθυρο και τράβηξε καλά τις κουρτίνες. Δεν ήθελε να φαίνεται καθόλου φως απ΄ έξω. Έπειτα γύρισε και χαμήλωσε το φυτίλι εκείνης της λάμπας, που άφηνε κάθε βράδυ να σιγοκαίει, στο καθιστικό του σπιτιού στο κάτω μέρος του, εκεί στον χώρο που τώρα οι δυο τους καθόντουσαν. Πήρε την άλλη λάμπα και άφησε τον άνδρα της να πάει μπροστά. Ήταν θέμα σεβασμού και απόψε ένοιωθε, ότι προ ολίγου, ξεπέρασε κάθε επιτρεπτό για μια γυναίκα όριο. Πήγαν κατ΄ ευθείαν στην κάμαρα τους και το πρώτο που έκανε εκείνη, ήταν να κλείσει τα παντζούρια και να τραβήξει τις κουρτίνες. εκείνος ξεντύθηκε και ξάπλωσε, μα η ίδια πήρε το κουτί με τα ραφτικά της, πήρε τα ρούχα των παιδιών, που είχε από το απόγευμα διαλέξει, για να κρύψει μέσα σε αυτά λίρες και πήρε και το ένα από τα δύο σιδερένια κουτάκια με αυτές. Όλα τούτα τα είχε κρυμμένα πρόχειρα, μέσα στην ντουλάπα τους. Κάθισε στην πολυθρόνα και άρχισε το ξήλωνε ράβε. Είχε από το απόγευμα αποφασίσει, εκείνη την νύχτα, διόλου να μην κοιμηθεί. Μέχρι το πρωί, έπρεπε να τελειώσει. Και να μην το είχε προαποφασίσει αυτό, μετά από όλα όσα πριν λίγο της είχε πει ο άνδρας της, δεν είχε άλλη επιλογή. Με αυτήν της την σκέψη, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον Ανδρέα. Εκείνος είχε ήδη κλείσει τα μάτια του και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Όμως….

181


182

ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΡΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΟΜΩΝΥΜΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ. ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΠΙΣΩ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Ο ΤΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1922 ΗΤΑΝ ΤΟΠΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΙΠΠΟΥΣ ΤΣΕΤΕΣ ΤΟΥ

182


183

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Ο Ανδρέας, όλη την νύχτα, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Στριφογύριζε στο κρεβάτι και πάλευε με το μαξιλάρι. Είχε έναν πολύ ανήσυχο ύπνο, θαρρείς και δεν είχε πλαγιάσει στο δικό του στρώμα. Η Γεωργία, ενώ ξήλωνε και έραβε, τον έβλεπε και τον καταλάβαινε. Τέλη Αυγούστου και έκανε λίγη ψυχρούλα τα βράδια και όπως εκείνος στριφογύριζε ανήσυχα στο κρεβάτι, είχε ξεσκεπαστεί. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και πήγε κοντά του. Πήρε το σεντόνι και τον σκέπασε. Η όλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έκανε ταυτόχρονα να μοιάζει εκείνη η νύχτα, από την μια ατελείωτη και από την άλλη, πολύ σύντομη. Πρωταγωνιστούσε η αγωνία σε εκείνη την κάμαρη, πότε να ξημερώσει, για να πάει ο άνδρας της να δει και πάλι, μήπως καταφέρει και βρει κανέναν βαρκάρη. Ταυτόχρονα της φαινόταν ότι η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα και δεν θα προλάβαινε να τελειώσει το ράψιμο των λιρών μέσα στα ρούχα τους. Δεν ήταν και εύκολη δουλειά, αν και η Γεωργία στο ράψιμο ήταν καλή, πολύ καλή και τα κατάφερνε απόλυτα σε αυτά. Μα η αλήθεια ήταν, πως και πολύ και λεπτή ήταν αυτή η δουλειά, μα και πως έπρεπε να γίνει και με μεγάλη προσοχή και με τέτοιο τρόπο, που να μην φαίνεται, άλλως δεν θα είχε και νόημα. Ο πετεινός, σαν ακριβό ελβετικό ρολόι και σαν άλλος πιστός αυλικός του βασιλιά χρόνου, ακούσθηκε να λαλεί και εκείνο το πρωινό, στην ώρα του. Κανείς από τους δυο τους, δεν κοιμόταν την ώρα που ακούσθηκε το καλημέρισμα του πτηνού. Ο Ανδρέας στριφογύριζε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ενώ η Γεωργία τελείωνε σχεδόν το ράψιμο και το κρύψιμο των λιρών, στο τελευταίο ρούχο. Λίγο ακόμη ήθελε, μα τώρα θα το σταματούσε και θα το συνέχιζε αργότερα και με τη πρώτη ευκαιρία. Μόλις λοιπόν ακούσθηκε το κάλεσμα του κόκορα, αν και ήταν ακόμη πολύ πρωί, ο άνδρας της αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τα μάτια τους και οι μαύροι κύκλοι γύρω τους, μαρτυρούσαν ότι εκείνη η νύχτα ήταν πολύ κουραστική και για τους δυο τους. Είχαν ξενυχτήσει και οι δυο τους και ο καθένας βέβαια με το δικό του τρόπο. Ο λόγος, καταφανής και κοινός. - «Καλημέρα» - «Καλημέρα Ανδρέα» - «Δεν κοιμήθηκες;» - «Για να κοιμηθώ ήμουνα εγώ; Έπρεπε να τελειώσω» - «Τελείωσες;» - «Ναι, δηλαδή σχεδόν. Έχουν μείνει 12 κομμάτια και το σακουλάκι, που είχες πίσω από το βαρέλι». - «Μην ράβεις άλλες, φτάνει. Μπορεί να χρειασθούμε αρκετά χρήματα, έτσι δύσκολα που είναι τα πράγματα. Θέλω και πάλι να κατέβω πρωί-πρωί κάτω στο λιμάνι, μήπως και καταφέρω κάτι να βρω σήμερα. Ίσως να σταθώ πιο τυχερός από τα χθές. Ο Θεός να βάλει το χέρι του, να τα καταφέρω». - «Πάμε κάτω να σου ψήσω έναν καφέ και μετά φεύγεις. Ακόμα τώρα χαράζει, μην βιάζεσαι». - «Ναι έχεις δίκιο. Έναν καφέ προλαβαίνω να τον πιω. Πρέπει να περάσω και από το μαγαζί για να πω στον Δημητρό και στον Βενιαμίν, ότι αποφάσισα να το κλείσω για λίγες μέρες, μέχρι πότε δεν ξέρω. Όταν θα το ανοίξω πάλι, θα τους ειδοποιήσω, έτσι θα τους πω. Θα τους πληρώσω και θα τους στείλω στα σπίτια τους, στις γυναίκες τους και στα παιδιά τους. Έχουν και εκείνοι οικογένειες Γεωργία μου και πρέπει να κοιτάξουν τι θα κάμουν με αυτές. Δεν συμφωνείς;» - «Ναι άνδρα μου, έχεις απόλυτο δίκιο και έτσι να κάμεις, ψυχές του Θεού είναι και αυτοί» του απάντησε εκείνη.

183


184 Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και άρχισε να ντύνεται. Εκείνη συμμάζεψε λίγο τα πράγματα της, ρούχα, λίρες και κλωστές και όλα μαζί τα έβαλε πρόχειρα και πάλι μέσα στην ντουλάπα τους. Έπειτα κατέβηκαν, όσο πιο ήσυχα μπορούσαν τις σκάλες και ο Ανδρέας πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του, ενώ η Γεωργία πήγε στην κουζίνα, να ετοιμάσει τους καφέδες τους. Θα έψηνε δύο καφέδες, αυτό το πρωινό θα έκανε παρέα τον άνδρα της. Εκείνος μόλις πλύθηκε, πήγε προς την εξώπορτα. Έβγαλε πρώτα τις αμπάρες κόντρες και μετά ξεκλείδωσε την πόρτα. Την άνοιξε έκαμε ένα βήμα και βγήκε λίγο πιο έξω. Από εκείνη την θέση, έριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά στην αυλή και στην ασφαλισμένη αυλόπορτα. Δεν είδε κάτι που να του προκαλέσει ιδιαίτερη προσοχή, δεν πρόσεξε κάτι, που να είναι διαφορετικό από χθες και αυτό τον καθησύχασε. Όλα του φάνηκαν φυσιολογικά. Έκανε μεταβολή και μπήκε ξανά μέσα και τώρα απλώς έκλεισε πίσω του την πόρτα. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε, αμέσως μετά άνοιξε και τα παντζούρια. Εκείνο το άφησε ανοιχτό, για να αεριστεί λίγο το δωμάτιο. Επέστρεψε στο τραπέζι και έπιασε με το ένα του χέρι την λάμπα και βάζοντας την παλάμη του άλλου ψηλά στο λαμπόγυαλο, φύσηξε δυνατά και την έσβησε. Έπειτα κάθισε στην καρέκλα του. Έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του και με τις άκρες των δακτύλων του, έτριψε τα βλέφαρά του. Τα μάτια του πονούσαν ελαφρά και ένοιωθε την κούραση της ξαγρύπνιας του. Μετά πέρασε τα δάκτυλά του μέσα από τα μαλλιά του σαν χτένα και τα οδήγησε μέχρι το πίσω μέρος της κεφαλής του. Αισθάνθηκε έτσι μια μικρή ανακούφιση και αυτή μεγάλωσε, όταν επιπλέον στα ρουθούνια του έφτασε, η δυνατή μυρουδιά του καφέ, που εκείνη την στιγμή έφερνε η γυναίκα του από την κουζίνα. Αυτή η μυρουδιά, τον έκανε να νοιώσει καλλίτερα. Η Γεωργία σερβίρισε τους καφέδες, άφησε τον δίσκο επάνω στο τραπέζι και κάθισε δίπλα του. Για μερικά λεπτά της ώρας, κανείς τους δεν μίλησε. Ο Ανδρέας βρήκε άλλοθι στρίβοντας ένα τσιγάρο και η Γεωργία συνέδραμε σε αυτήν την σιωπή, σιωπώντας και εκείνη. Τα πράγματα μιλούσαν από μόνα τους. Κοιτάχτηκαν οι δύο σύζυγοι και πάλι βιαστικά. Τόσα χρόνια μαζί, ανδρόγυνο αγαπημένο και ένα μόνο βλέμμα τους, έφθανε για να πουν μεταξύ τους πολλά, ίσως και όλα. Κοντά 18 χρόνια μαζί και οι καρδιές τους μιλούσαν με τα μάτια τους και τα βλέμματα τους. Αν τώρα ποτέ, σαν ζευγάρι αντάλλαξαν και μια κουβέντα, αυτή ήταν στα όρια του επιτρεπτού, μα και του επιβαλλόμενου. Η αγάπη είναι σαν την θάλασσα, πρέπει να αγριέψει για να δείξει την ομορφιά της. Και η δική τους αγάπη όλα αυτά τα χρόνια, ήταν και παρέμεινε τόσο μεγάλη, όσο και η απέραντη θάλασσα. Και όπως συμβαίνει πάντα και την μεγαλύτερη τρικυμία και την χειρότερη φουρτούνα, την διαδέχεται η ηρεμία. Έπιναν τον καφέ τους, με την συντροφιά ο ένας του άλλου, χωρίς να πούνε λέξη μεταξύ τους. Όταν ο Ανδρέας τελείωσε τον δικό του καφέ, σηκώθηκε από την καρέκλα του, ενώ ταυτόχρονα, βάζοντας την παλάμη του επάνω στον ώμο της Γεωργίας, της υπέδειξε και της επέβαλε έτσι, να συνεχίσει εκείνη να πίνει τον καφέ της, με την ησυχία της. Εκείνος πήγε προς την εξώπορτα του σπιτιού. Πρώτα φόρεσε τα παπούτσια του, μετά το σακάκι του και τέλος το καπέλο του. Γύρισε και την κοίταξε και πάλι. Εκείνη κατάλαβε αμέσως. - «Ναι άνδρα μου, είμαι έτοιμη για όλα..» του είπε με φωνή που έδειχνε την αποφασιστικότητα της και αμέσως συμπλήρωσε, «..είμαι έτοιμη για όλα και για ό,τι εσύ αποφασίσεις και για ό,τι μας τύχει, καλό ή κακό. Μαζί πορευτήκαμε τόσα χρόνια, μαζί και τώρα θα πορευτούμε, μέχρι το τέλος». Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά και τότε θυμήθηκε ότι χθες το βράδυ, είχε δώσει της γυναίκας του χρήματα για να τα φυλάξει. Της ζήτησε να του τα φέρει και εκείνη, χωρίς δεύτερη κουβέντα το έκαμε. Της τα ζήτησε, γιατί ακριβώς, ήθελε να έχει αρκετά χρήματα μαζί του, ετούτες τις δύσκολες ώρες. Η σωτηρία και η ελευθερία, κοστίζουν ακριβά και εκείνος ήταν αποφασισμένος να πληρώσει όσο-όσο, προκειμένου να κερδίσει

184


185 αυτά τα δυο, προκειμένου να τα αγοράσει αυτά τα δυο. Σε τούτες τις δύσκολες στιγμές, ο μόνος σύμμαχος ήταν το χρήμα. Εκείνο, που πουλά και αγοράζει τα πάντα και τους πάντες. Και ετούτο, σαν έμπορος τόσα χρόνια, το έμαθε πολύ καλά. Εάν εύρισκε κάποιον βαρκάρη να τους περάσει απέναντι και του έταζε αρκετά περισσότερα χρήματα από αυτά, που κάτω από τις συνηθισμένες ή και τις παρούσες συνθήκες, ενδεχομένως να προσδοκούσε εκείνος ότι θα κέρδιζε, τότε σίγουρα ή καλλίτερα βέβαιο ήταν, πως θα είχε περισσότερες πιθανότητες, πιο εύκολα να συμφωνούσε εκείνος να τους περάσει απέναντι. Γιατί το χρήμα είναι σαν το λουλούδι. Προσελκύει πεταλούδες, μα δυστυχώς ταυτόχρονα, προσελκύει και ζουζούνια και σκαθάρια. Και έπειτα, της ζήτησε τα χρήματα, γιατί ήθελε να δώσει στον Δημητρό και τον Βενιαμίν, τους δυο υπαλλήλους του, εκτός από τους μισθούς τους και κάποια χρήματα επιπλέον. Θα τους έδινε και εκείνους και χρήματα και λίρες. Τόσα χρόνια κοντά του, του στάθηκαν όπως έπρεπε και αυτό το εκτιμούσε ο Ανδρέας. Ο Θεός δεν συγχωρεί την αχαριστία και τιμωρεί και τον αχάριστο. Οικογένειες είχαν και αυτοί όπως ο ίδιος και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι ήσαν. Όσο να πεις, ετούτες τις δύσκολες για όλους ώρες, θα έχουν και εκείνοι επιπλέον ανάγκες. Άφησε και πάλι λίγα χρήματα στην γυναίκα του. Όχι πολλά, μα αρκετά. Έπειτα άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε το μάγουλο. Η Γεωργία του χαμογέλασε και το χαμόγελο της, ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση και ήταν κάτι σαν να του έλεγε για μια ακόμη φορά, ‘‘..είσαι ο άνδρας μου και πάντα μαζί σου θα είμαι’’. Και ο Ανδρέας, όσο εκείνη του χαμογελούσε, ένοιωθε μεγαλύτερο το βάρος της ευθύνης, να κάμει τα πάντα για να τους σώσει και να τους πάρει το συντομότερων μακριά από εκείνη την πόλη. Χρέος του ήταν και έτσι το ένοιωθε κιόλας. Ο κύρης και ο αφέντης του σπιτιού και της οικογένειας του ήταν. Την χάιδεψε με το βλέμμα του και την φίλησε με το χαμόγελό του. Έπειτα άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε στην αυλή. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Βέβαια, ήταν ακόμη πρωί, για να αρχίσει η καθημερινή ζωή στην πόλη. Όμως εκείνος, έπρεπε να προλάβει. Ξεαμπάρωσε και ξεκλείδωσε την αυλόπορτα και έπειτα την άνοιξε και βγήκε έξω στον δρόμο. Αμέσως μετά την έκλεισε και πάλι πίσω του. Άρχισε να κατηφορίζει προς την προκυμαία. Επιτάχυνε το βήμα του. Αν τον έβλεπε κανείς, θα νόμιζε ότι εκείνος τρέχει. Μέχρι να φθάσει στην προκυμαία, κανέναν δεν συνάντησε και όπως πρόσεξε σε όλη την διαδρομή που έκανε, τα παντζούρια, οι εξώπορτες και οι αυλόπορτες των σπιτιών, ήταν όλα κλειστά. Στην προκυμαία η κατάσταση φαινόταν χειρότερη απ΄ τα χθες. Είχε μαζευτεί ακόμη περισσότερος κόσμος και η πείνα, κοντά στα άλλα, ήταν σε όλους και για όλους, ο χειρότερος σύμβουλος. Από τις κουβέντες αυτών των ίδιων των κυνηγημένων προσφύγων, άκουσε και έμαθε, ότι χθες κάποιοι άνοιξαν τις αποθήκες του Στρατού και πήραν και μοίρασαν τα τρόφιμα στον κόσμο. Αυτό που έγινε, κατάφερε να περιορίσει προσωρινά την πείνα τους και να ελέγξει προσωρινά τις όποιες ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, μα αυτό έγινε στα χθες. Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, τι θα γίνει; Όλος αυτός ο κόσμος τι θα φάει; Άραγε, έτσι κυνηγημένοι και βιαστικά που έφυγαν από τις πατρογονικές τους εστίες και τα σπίτια τους, θα έχουν καθόλου χρήματα μαζί τους, αναρωτήθηκε, για να αγοράσουν κάτι και να ξεγελάσουν την πείνα τους; Και αν πούμε ότι έχουν χρήματα, άραγε θα υπάρχουν τόσα τρόφιμα σε αυτήν την πόλη, για να ταΐσουν όλους τούτους; Χιλιάδες φαίνονται, πως είναι οι ξεσπιτωμένοι. Και από την άλλη, αν δεν έχουν χρήματα, τότε τι θα γίνει; Πλιάτσικο θα κάνουν στα μαγαζιά της πόλης και γιατί όχι και σε αυτήν την ίδια την πόλη και τα σπίτια των ανθρώπων της. Χωρίς να το θέλει, αμέσως συνειρμικά σκέφθηκε, ότι ο επώνυμος κόσμος γίνεται εύκολα ανώνυμος λαός και μετέπειτα με σύμβουλο, οδηγό και κακό ταγό την πείνα, μετατρέπεται ευκολότερα σε όχλο. Το μυαλό του άρχισε να σκέπτεται άσχημα πράγματα, που σε καμία περίπτωση δεν θα τα σκεπτόταν ποτέ άλλοτε και κάτω από άλλες συνθήκες. Αν αυτοί οι άνθρωποι δεν σεβάστηκαν,

185


186 σκέφθηκε, τις αποθήκες του Στρατού και το φαγητό των παλικαριών μας, που πολεμούν και εάν κανείς δεν μπόρεσε ή δεν βρέθηκε να τους σταματήσει και να τους αποτρέψει από αυτήν την πράξη, τότε τι θα τους εμποδίσει και ποιος θα τους εμποδίσει, να κάνουν το ίδιο στα μαγαζιά και ακόμη και γιατί όχι και στα ίδια τα σπίτια των κατοίκων. Αυτός ο όχλος, εάν ξεχυθεί στην πόλη και αρχίσει να κάνει πλιάτσικο στα μαγαζιά και στα σπίτια, τότε αλίμονο μας. Και μήπως αν το κάνουν, θα έχουν και άδικο; Όλη η ζωή και όλος ο αγώνας της ζωής, για την επιβίωση πρώτα γίνεται και μετά για όλα τα άλλα. Και επιβίωση, σημαίνει φαγητό. Μα και οι άλλοι, οι νοικοκυραίοι, μήπως δεν θα έχουν και εκείνοι δίκιο; Τις περιουσίες τους θα θελήσουν να προστατεύσουν. Κρύος ιδρώτας τον έπιασε τον Ανδρέα στην σκέψη αυτού του κακού, που θα μπορούσε να ξεσπάσει και να βρει αντιμέτωπους τους πρόσφυγες με τους κατοίκους της πόλης. Αλίμονο σε όλους μας. Και σε εμάς και σε αυτούς. Θα σκοτωθούμε μεταξύ μας, πριν έρθουν οι Τούρκοι και ο Κεμάλ. Σκίρτησε στις σκέψεις αυτές. Δεν τον ένοιαζε για το μαγαζί του. Για την οικογένεια του νοιαζόταν και τίποτα άλλο. Γιατί, εάν καταφέρει και πάρει την γυναίκα του και τα παιδιά του μακριά από εδώ, πριν μπούνε στην πόλη οι άπιστοι, το μαγαζί του και το σπίτι του θα μείνουν απείραχτα; Σίγουρος είναι για την απάντηση και η απάντηση είναι ‘όχι’. Ούτε και για το σπίτι του, νοιάζεται. Όλα αυτά, γερός να είναι και όπου και να είναι και πάλι από την αρχή θα δουλέψει και θα τα κάμει και αυτός και ο κάθε άλλος. Όμως….σταμάτησε και ρίγησε και πάλι. Ήταν αποφασισμένος και μέχρι που θα σκότωνε για να σώσει την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα παιδιά τους. Βέβαια και αυτοί οι πρόσφυγες, άνθρωποι ήσαν, ψυχές του Θεού και οικογενειάρχες. Το σωστό θα ήταν να τους βοηθήσουν. Μα πόσα τρόφιμα μπορεί να έχει το κάθε νοικοκυριό της Σμύρνης στην άκρη; Πόσους από δαύτους να μπορεί το κάθε σπιτικό της πόλης να θρέψει και για πόσες άραγε ημέρες; Τι κουμάντο να έχει κάνει ο καθένας οικογενειάρχης και αλήθεια, είχαν μήπως και όλοι τους αυτήν την δυνατότητα, την οικονομική δυνατότητα, να κάνουν ένα τέτοιο κουμάντο; Αυτοί που αποφάσισαν και τους έμπλεξαν σε αυτό το δύσκολο παιχνίδι, σε αυτόν τον άνισο αγώνα και που τώρα, αυτά τα άσχημα αποτελέσματά του δεν τα γεύονται, εκείνοι εκεί μακριά που βρισκόντουσαν, ως οι μόνοι στην κυριολεξία υπεύθυνοι. Θα έπρεπε να έχουν φροντίσει οι αρχές και για αυτούς τους…. ‘κακομοίρηδες’ πήγε να πει, μα σταμάτησε. Ντράπηκε από την μια και από την άλλη σκέφθηκε ότι πολύ σύντομα και αυτός και η οικογένεια του, στην ίδια θέση με εκείνους, κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν. Ντράπηκε, γιατί ήξερε πως όλοι αυτοί μέχρι τα χθες νοικοκυραίοι ήταν και κατάντησαν κακομοίρηδες από την μια στιγμή στην άλλη και παρά την θέλησή τους, γιατί δυστυχώς ο σπόρος για το όνειρο της ‘‘Μεγάλης Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών’’ δεν βρήκε γόνιμο έδαφος, δεν έβγαλε ρίζες. Έφθασε κάτω στην θάλασσα και με το βλέμμα του έψαξε σε όλη την παραλία και το λιμάνι, για να δει εάν υπάρχει κανένα πλεούμενο. Όμως και πάλι τίποτα. Αποφάσισε να πάει μέχρι το λιμεναρχείο και από εκεί, πάλι στον καφενέ των βαρκάρηδων και των καπεταναίων. Όταν έφθασε, ρώτησε το πρώτο υπάλληλο που βρήκε μπροστά του, γιατί δεν υπάρχει καμία βάρκα, κανένα πλεούμενο κοντά στον μόλο η δεμένο στην προβλήτα και στο λιμάνι. Εκείνος, με μασημένα λόγια, του απάντησε πως δεν γνώριζε, μα ο τρόπος του και τα λόγια του, άφηναν να εννοηθεί ότι ήταν εντολή των αρχών. Από κοινού απόφαση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Το κάθε είδους πλεούμενο, έπρεπε να απομακρυνθεί από την ακτή, μέχρι ότου αποφασιστεί διαφορετικά, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος από τον κόσμο, που είχε μαζευτεί εκεί. Πιθανόν ο φόβος του κινδύνου να προκαλούσε πανικό και ο πανικός αυτός, φυσιολογικά θα οδηγούσε αυτόν τον όχλο σε ανεξέλεγκτες πράξεις, ενδεχομένως με ανθρώπινα θύματα. Εντολή λοιπόν είχε δοθεί, να απομακρυνθούν όλα τα πλεούμενα από την ακτή και να μείνουν ανοιχτά του λιμανιού,

186


187 μέχρις ότου οι αρχές να ρυθμίσουν το πώς από εκείνα τα χώματα θα φύγει αυτός ο λαός, εάν βεβαίως ποτέ παιρνόταν κάποια τέτοια απόφαση. Μέχρις ότου να το ρυθμίσουν και πότε θα γινόταν αυτό, κανείς τους δεν ήξερε. Μέρες τώρα όλος αυτός ο κόσμος, ταλαιπωρείται εδώ στην παραλία και μέρα με την μέρα, ο αριθμός τους αυξάνει. Και οι αρχές δεν φαίνονται, πουθενά. Έφυγε από το λιμεναρχείο. Τι περισσότερο να έκανε εκεί; Όποιον άλλον και να ρωτούσε σε αυτήν την κρατική υπηρεσία, μάλλον ή θα έπαιρνε την ίδια απάντηση ή θα εισέπραττε σιωπή. Τα βήματα του τον οδήγησαν στον καφενέ των βαρκάρηδων. Δεν ήταν μακριά και έτσι έφτασε σύντομα. Δεν περίμενε να τον βρει ανοιχτό, μα έπρεπε να περάσει για να βεβαιωθεί και από εκεί. Με την κατάσταση που επικρατούσε, ποιος θα κρατούσε καφενέ ανοιχτό και μάλιστα εκεί, σε εκείνο το σημείο της πόλης και για ποιόν; Τέτοιες ώρες, ήταν ώρες για καφέ και καφενέ; Απογοητευμένος, αλλά προετοιμασμένος για αυτήν την απογοήτευση, μιας και βρήκε και πάλι κλειστό τον καφενέ των βαρκάρηδων, κίνησε για το μαγαζί του. Πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να το ανοίξει. Όπως περπατούσε ανάμεσα στους τόσους ανθρώπους και είδε πόσοι ανόμοιοι ήσαν μεταξύ τους, θυμήθηκε το όνομα που είχε δώσει σε αυτό, ο παππούς του και ιδρυτής του καταστήματος του. Του φάνηκε, ότι για μια ακόμη φορά, ο γερο Ανδρέας, ήταν πράγματι άνθρωπος σοφός και είχε φάει την ζωή με το κουτάλι, όπως συνήθιζε και να λέει. «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ», έτσι το είχε ονομάσει και σήμερα αποδεικνυόταν ότι όχι μόνον το μαγαζί, μα και η πόλης τους, η Σμύρνη, ήταν «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ». Θυμάται που παιδί ακόμη αυτός, είχε ακούσει από τον παππού του να λέει με περίσσια περηφάνια, αλλά και προφητικά απ΄ ό,τι φαίνεται. ‘‘Το μαγαζί μου, «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ», γεννήθηκε στην Σμύρνη μας, μαζί της θα μεγαλώσει και θα γίνει κάποτε το ίδιο μεγάλο και ξακουστό, όπως και εκείνη. Και αν ποτέ πεθάνει, να το ξέρετε, μαζί με την Σμύρνη μας θα πεθάνει. Αυτό το λέει ο γερο Ανδρέας και να το θυμάστε πάντοτε, ότι το λέει αυτός που έφαγε την ζωή με το κουτάλι, που γύρισε σαν έμπορος τον κόσμο, σ΄ Ανατολή και Δύση και που τον ξέρουν από την ΄΄Πόλη΄΄, την ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη και μέχρι και την ΄΄πόλη μας΄΄ την φημισμένη ΄΄Σμύρνη΄΄, μα και ακόμη παραπέρα’’. Πόσο έξυπνος ήταν εκείνος, αναλογίσθηκε ο Ανδρέας και αν και αγράμματος, πόσο έξυπνα και όμορφα μιλούσε. Γιατί μιλούσε με την καρδιά και όχι με τον νου. Όμως, μήπως εκτός από έξυπνα, μιλούσε και προφητικά! Γιατί αν ήταν έτσι, μάλλον ήρθε η ώρα για την επαλήθευση της προφητείας. Ένοιωσε στην σκέψη αυτή, ένα ρίγος στην πλάτη. Έκανε μια ευχή από μέσα του, ‘Θεέ μου, κάνε να είναι όλα ένα ψέμα’. Σκέψη στην σκέψη, έφθασε και στο μαγαζί του. Στάθηκε για λίγο στα μακριά. Ήταν ακόμη πρωί και κανείς από τους υπαλλήλους του δεν είχε έρθει και ούτε και πελάτης φαινόταν να περίμενε απ΄ έξω. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την ταμπέλα και το όνομα του καταστήματος του. «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ» και άραγε μετά από σήμερα, πότε θα το ξανάβλεπε, αναρωτήθηκε. Σαν να δάκρυσε για μια ακόμη φορά, όταν κινηματογραφικά πέρασε από το μυαλό του και πάλι η ιστορία του μαγαζιού του και η κοινή πορεία της οικογένειας του με αυτό, καθώς και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν όλα ετούτα τα χρόνια, ο παππούς του δηλαδή και ο πατέρας του. Έφερε τότε στο πρόσωπο το χέρι του και σκούπισε το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο, μιας και δεν κατάφερε να το κρατήσει στο ματοτσίνορο του. Άθελα του, σήκωσε και το βλέμμα προς τον ουρανό. Άφησε για δευτερόλεπτα την ματιά του να κοιτάζει στα ψηλά. Για πόσο; Όσο χρειάσθηκε να μιλήσει μαζί τους. Με εκείνους τους προγόνους του, τον παππού του και τον πατέρα του. Και τους μίλησε, στημένος στην μέση του δρόμου, της ΄΄πόλης τους΄΄, όπως και οι δυο τους, την αποκαλούσαν ετούτη την πόλη, την Σμύρνη. Και τους ζήτησε και με την σκέψη του, τους είπε, «αν είστε εκεί ψηλά και με βλέπετε τώρα, βοηθείστε με, σας παρακαλώ». Αυτό τους είπε και τι άλλο θα μπορούσε τέτοιες ώρες να τους πει και τι να τους ζητήσει.

187


188 Κατέβασε το βλέμμα του από το αχανές του ουρανού και το οδήγησε και πάλι στο μαγαζί. Το κάρφωσε ξανά και άθελα του, εκεί ψηλά στην ταμπέλα και διάβασε και πάλι το όνομα που έγραφε σε αυτήν. Δευτερόλεπτα μετά απομάκρυνε την ματιά του από εκεί και συγχρόνως κούνησε το κεφάλι του και μάλιστα με έναν τέτοιο μοιρολατρικό τρόπο και σαν τον άνθρωπο που δέχεται χωρίς καμία αντίρρηση την μοίρα του και τις επιταγές της, επειδή γνωρίζει ότι είναι αδύναμος για την όποια αντίδραση και συνεπώς δεν μπορεί και τίποτα να αλλάξει. Σαν ένας άνθρωπος δηλαδή, που έχει πλήρη επίγνωση, ότι είναι υποχρεωμένος αναντίρρητα και δουλικά, να υποταχθεί στα κελεύσματα και στις προσταγές της μοίρας του. Περπάτησε μέχρι την εξώθυρα του. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη, το έβαλε στην κλειδαρότρυπα και το γύρισε. Μια φορά, δύο φορές. Όλες τις κινήσεις, τις έκαμνε αργά και τελετουργικά. Ήθελε να τις ζήσει μία-μία και όσο πιο αργά μπορούσε. Έπιασε το πόμολο της πόρτας και το πίεσε προς τα κάτω. Στην συνέχεια την έσπρωξε και την άνοιξε. Όμως δεν μπήκε αμέσως μέσα, μα στάθηκε για λίγο εκεί έξω και κοίταξε το εσωτερικό του καταστήματος του, από εκείνη την θέση. Μετά μπήκε μέσα και πήγε κατ΄ ευθείαν στο γραφείο του. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του, το μεγάλο κλειδί, το έβαλε στην κλειδαρότρυπα του χρηματοκιβωτίου και αφού το γύρισε τέσσερις φορές, τράβηξε έπειτα με τα δυο του τα χέρια την βαριά του πόρτα και την άνοιξε. Έβγαλε στη συνέχεια από την τσέπη του τα χρήματα, που πήρε από την γυναίκα του και αφού από αυτά ξεχώρισε δύο δεσμίδες χαρτονομισμάτων, έβαλε τα υπόλοιπα μέσα στο χρηματοκιβώτιο. Αμέσως μετά, έβγαλε μέσα από αυτό, δύο πάνινα σακουλάκια και μαζί με τα χρήματα που πριν λίγο ξεχώρισε για τους δυο του υπαλλήλους, άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του και τα έβαλε χωριστά εκεί μέσα. Επάνω σε κάθε δέσμη χρημάτων, έβαλε και από ένα πάνινο σακουλάκι. Στην συνέχεια κλείδωσε και πάλι το βαρύ σιδερένιο κιβώτιο και έχωσε το κλειδί, μέσα στην τσέπη του. Πάντα δεμένο το είχε αυτό το κλειδί, επάνω του. Έκατσε στην συνέχεια στην καρέκλα του γραφείου του και περίμενε να έρθουν οι υπάλληλοι του. Ήταν η ώρα τους. Τόσα χρόνια κοντά του, του στάθηκαν με αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια, εντιμότητα και όρεξη για δουλειά. Αν κέρδισε λεφτά, αυτό το οφείλει και σε αυτούς. Αυτοί άλλωστε δουλεύανε για αυτόν και η αλήθεια είναι, πως ποτέ δεν υπήρξαν και αχάριστοι. Εκτιμούσαν και πολύ μάλιστα, το ψωμί, που έτρωγαν κοντά του. Τώρα που ήρθε η δύσκολη ώρα, έπρεπε και εκείνος, να μην υπάρξει αχάριστος απέναντι τους και ανάλογα να φερθεί. Σε λίγο πρώτος μπήκε ο Δημητρός και αμέσως μετά, τον ακολούθησε και ο Βενιαμίν. Τόσα χρόνια, ποτέ δεν θυμάται να καθυστέρησαν. Πάντα στην ώρα τους ήταν. - «Καλημέρα αφεντικό» είπαν και οι δυο τους, με μια φωνή. - «Καλημέρα…» ανταπάντησε και εκείνος και αμέσως μετά πρόσθεσε, «…για ελάτε στο γραφείο μου, που σας θέλω». - «Κυρ Ανδρέα, να σηκώσουμε ένα λεπτό τα ρολά, να μπει λίγο φως της ημέρας και…», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα του ο Βενιαμίν. - «Όχι, αφήστε τα ρολά και ελάτε τώρα αμέσως εδώ που σας θέλω» ακούσθηκε να τους λέει το αφεντικό τους και αυτό τους εξέπληξε και τους δυο. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και το βλέμμα και των δυο τους, ρωτούσε και ταυτόχρονα απαντούσε κιόλας. Να μην σηκώσουν τα ρολά; Μα εκείνος, τόσα χρόνια που δουλεύουν κοντά του, πάντα τους έλεγε, ‘‘με το που θα έρχεστε στο μαγαζί, το πρώτο που θα κάνετε, είναι να σηκώνεται τα ρολά. Να μπαίνει πρώτα το φως και ο ήλιος και μετά θα έρθει και ο πελάτης’’. Κάτι τους έκανε να καταλάβουν ότι ετούτη η μέρα, δεν θα ήταν σαν όλες τις άλλες. Κίνησαν για το γραφείο του, με την απορία τους, εμφανή στη ματιά τους και ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους. Μπήκαν μέσα και στάθηκαν όρθιοι απέναντι του. Πρώτος μίλησε ο Δημητρός και τον ρώτησε χωρίς να κρύβει καθόλου, την δικαιολογημένη του απορία.

188


189 - «Τι είναι αφεντικό το τόσο επείγον, που δεν μπορεί να περιμένει μέχρι να σηκώσουμε τα ρολά, να μπει λίγο φως;» - «Καθίστε..» απάντησε ο Ανδρέας και τους έδειξε με το χέρι του, τις καρέκλες, που ήταν απέναντί του και πίσω τους, ενώ ταυτόχρονα συμπλήρωσε την φράση του «..και ακούστε τι έχω να σας πω». Σταμάτησε για λίγο, μέχρι εκείνοι να καθίσουν στις καρέκλες τους και έπειτα συνέχισε. «Σήμερα και για κάποιες μέρες μετά και δεν ξέρω για πόσες, δεν θα ανοίξουμε το μαγαζί. Και επειδή δεν θέλω να σας λέω δικαιολογίες, θα σας μιλήσω ειλικρινά, όπως αρμόζει σε άνδρες, μα και γιατί τόσα χρόνια, μεταξύ μας ψέματα δεν χώρεσαν. Άρα δεν χωρούν και τώρα…». Σταμάτησε για λίγο. Ήθελε για δευτερόλεπτα να δει τις αντιδράσεις τους. Αμέσως θα καταλάβαινε αυτό που ήθελε να μάθει. Έτσι και έγινε. Και τότε πρόσθεσε «…νομίζω ότι και οι δυο σας, και ακούτε και βλέπετε τι γίνεται. Χθες βράδυ συνάντησα και τον Χασάν με μια παρέα Τούρκων φίλων του, τους οποίους για πρώτη φορά τους έβλεπα και μιλήσαμε και ..». Στο άκουσμα του ονόματος του τρίτου συναδέλφου τους, που είχε μέρες να φανεί από το μαγαζί και κανείς τους δεν ήξερε το γιατί, ο Δημητρός και ο Βενιαμίν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μεγάλοι άνδρες ήταν και οικογενειάρχες, όπως και το αφεντικό τους και ήξεραν και καταλάβαιναν και πολύ καλά μάλιστα, τι γινόταν. Το ίδιο καλά μπορούσαν να φανταστούν και τι επρόκειτο να συμβεί στο μέλλον, όταν οι Τούρκοι θα έφθαναν στην πόλη τους. Το σκέφτηκαν, το ήθελαν και αυτοί να φύγουν μακριά από το κακό και χωρίς να έχουν μεταξύ τους μιλήσει και συμφωνήσει, ο καθένας τους χωριστά, είχε αποφασίσει ότι δεν θα το έκανε, όσο το αφεντικό θα έμενε στην πόλη. Πριν από δυο τρεις μέρες, που δεν είχε δουλειά στο μαγαζί και έλειπε το αφεντικό, βρήκαν την ευκαιρία οι δυο τους, να μιλήσουν. Η συζήτηση ξεκίνησε από τον Χασάν και την χωρίς λόγο απουσία του από το μαγαζί. Την κατέκριναν και οι δυο τους αυτήν του την συμπεριφορά και εκεί, λόγο στον λόγο, ήρθε και η κουβέντα στα γεγονότα. Τότε και οι δύο τους είπαν, ότι και εκείνοι έχουν οικογένειες και φοβούνται για αυτές, μα όσο ο κυρ Ανδρέας θα έμενε στην πόλη και στο μαγαζί, θα έμεναν και εκείνοι κοντά του. Δεν τους καθόταν καλά να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο, γιατί εκείνοι δεν ήταν σαν τον Χασάν και εκτιμούσαν το ψωμί που έτρωγαν και τον άνθρωπο που τους το πρόσφερε, όχι τζάμπα βέβαια, μα τούτος δεν ήταν και λόγος να μην το εκτιμούν. Με αυτό το ψωμί έκαμαν οικογένεια, έστησαν σπιτικό και μεγάλωσαν τα παιδιά τους, Τώρα δεν θα τον εγκατέλειπαν, προτού εκείνος τους το ζητούσε. Γιατί το αφεντικό δεν ήταν κανένας κουτός και καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε. Και σίγουρα και εκείνος θα ήθελε να σώσει την οικογένεια του, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτά είχαν πει τότε, στην κουβέντα που έκαναν οι δυο τους και από εκεί και μετά, λόγος δεν ξανάγινε μεταξύ τους. Σήμερα ακούγοντας το αφεντικό τους, να ανοίγει μόνος του κουβέντα για αυτό το θέμα και να αναφέρεται και στον Χασάν, έτσι πρωί-πρωί και χωρίς να σηκώσουν καν τα ρολά του μαγαζιού, φάνηκε και στους δυο τους και δικαιολογημένα, ότι πολλά παράξενα πράγματα μαζί συνέβαιναν και φυσικό ήταν, να παραξενευτούν κιόλας. Ο Ανδρέας το κατάλαβε ότι τους ξάφνιασε με την κουβέντα αυτή που τους άνοιξε και πολύ περισσότερο φάνηκε ότι ξαφνιάστηκαν, με την αναφορά του στον Χασάν. Εκεί κατάλαβε και ο ίδιος, ότι οι υπάλληλοι του ταράχθηκαν λίγο περισσότερο, γι αυτό και τους άφησε λίγο περισσότερο χρόνο να συνειδητοποιήσουν ότι τους μίλαγε για τον τρίτο του υπάλληλο και μέχρι τα χθες συνάδελφό τους. Ταράχθηκαν, μα ήταν και περίεργοι να μάθουν τι λόγια ειπώθηκαν μεταξύ τους. Κυρίως τι εκείνος είπε στον κυρ Ανδρέα και ποιες δικαιολογίες του αντέταξε για την τόσων ημερών αδικαιολόγητη απουσία του. Και δεν το έκρυψαν αυτό καθόλου. Αντίθετα, μόλις συνήλθαν από αυτό το ξαφνικό, με το

189


190 βλέμμα τους έδειξαν στο αφεντικό τους, ότι αδημονούσαν να μάθουν τι μεταξύ τους ειπώθηκε. Εκείνος, δεν θα τους άφηνε άλλο στην αγωνία και αμέσως συνέχισε. - «Είδα λοιπόν τον Χασάν, με τρεις ακόμη φίλους του, Τούρκους φυσικά. Όταν τον ρώτησα τι συμβαίνει, εκείνος με ένα βλέμμα σκληρό, που δεν θα το πίστευα, εάν κάποιος άλλος μου το έλεγε..» και εδώ κοίταξε τον Δημητρό, γιατί θυμήθηκε την κουβέντα, που του έκανε και εκείνος τις προάλλες για τον Χασάν, «..και χωρίς να μου δώσει άλλες εξηγήσεις, μου είπε κοφτά και σε τόνο που δεν σήκωνε ούτε συζήτηση, ούτε αντίρρηση, σχεδόν με πρόσταξε, να πάρω την οικογένεια μου και να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ και όσο πιο μακριά γίνεται». Σταμάτησε και τους κοίταξε. Το βλέμμα του Δημητρού του έλεγε, όσα η στιγμή και η ώρα δεν του επέτρεπαν να πει με λόγια. - «Ο Χασάν, κυρ Ανδρέα…» ρώτησε ο Βενιαμίν με έκπληξη και επανέλαβε, «…ο Χασάν είπε αυτά τα λόγια;» - «Ναι Βενιαμίν, ο Χασάν τα είπε και τα είπε σε εμένα, το αφεντικό σας και το δικό του αφεντικό..». Σταμάτησε για λίγο και έπειτα συνέχισε, «..ίσως και να έχει δίκιο. Η πραγματικότητα πρέπει να λέγεται με λόγια αλήθειας, όσο σκληρά και αν είναι. Τούρκος είναι Βενιαμίν και εγώ Έλληνας και αυτό δεν αλλάζει, ό,τι και να γίνει. Και όλοι μας έχουμε ακούσει και έχουμε διαβάσει κατά καιρούς, τι πραγματικά γίνεται εκεί απ΄ όπου φεύγει ο Ελληνικός Στρατός και πάει ο Κεμάλ και οι στρατιώτες του. Δεν είναι τώρα ώρα να πούμε, ποιος ευθύνεται και ποιος φταίει γι΄ αυτό. Σημασία έχει τι γίνεται και ότι εμείς, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, που τόσα χρόνια ζούσαμε καλά με αυτούς, σίγουρα δεν είμαστε εμείς που κινήσαμε αυτόν τον πόλεμο και ούτε και που τον ζητήσαμε. Όμως τι τα θες, τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Γι αυτό αποφάσισα να κλείσω το μαγαζί, μέχρι να δούμε τι θα γίνει με τη όλη κατάσταση και για να δω και εγώ και εσείς, τι θα κάνουμε. Νοικοκυραίοι άνθρωποι είμαστε και έχουμε και οικογένειες πίσω μας, γυναίκα και παιδιά». Εκείνοι παρέμεναν βουβοί και τον κοιτούσαν. Έλεγε αλήθειες το αφεντικό τους και μάλιστα μεγάλες αλήθειες, τουλάχιστον απ΄ όσα οι δυο τους ήταν σε θέση να ξέρουν. Τους έλεγε, ό,τι οι ίδιοι από σεβασμό, δεν αποφάσιζαν να του ζητήσουν. Δηλαδή να κλείσουν για όσο χρόνο χρειασθεί το μαγαζί, για να μπορέσουν να δούνε και εκείνοι, τι θα κάνουν με τις οικογένειες τους, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. - «Σήμερα σας φώναξα εδώ για να σας πληρώσω τον μισθό σας και επιπλέον θα σας δώσω και από πάνω και άλλους τρεις μισθούς τον καθένα σας και….». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα του. - «Όχι αφεντικό, όχι..» τον διέκοψαν και οι δυο τους με μια φωνή. Μετά μίλησε πάλι μόνο ο Δημητρός, γιατί εκείνος του είχε περισσότερο θάρρος του αφεντικού, μιας και τόσα χρόνια δούλευε κοντά του. Του είπε λοιπόν, «..πλήρωσέ μας, μόνον όσα μας χρωστάς και τίποτα παραπάνω. Μπορεί να μην έχουμε τα δικά σου τα λεφτά, μα νοικοκυραίοι άνθρωποι είμαστε και έχουμε κάνει και εμείς το κουμάντο μας». Εκείνος χαμογέλασε. Ήξερε καλά τον Δημητρό. Γνώριζε και πόσο υπερήφανος Ρωμιός ήταν και πόσο σωστός Έλληνας ήταν. Όμως τώρα θα γινόταν αυτό που εκείνος είχε αποφασίσει. Χρέος το είχε και έτσι το ένοιωθε. Γι αυτό συνέχισε σε τόνο αποφασιστικό. - «Αφεντικό είμαι ακόμη και θα με ακούσετε και θα γίνει όπως εγώ πω. Καλοί υπάλληλοι ήσασταν όλα αυτά τα χρόνια και παράπονο δεν έχω. Και εκείνος καλός ήταν, δεν λέω, μα…» σταμάτησε για λίγο. Δεν ήθελε να πει ούτε το όνομα του, ούτε και να κάνει άλλη κουβέντα για τον Χασάν. Τούρκος ήταν και αυτό τα έλεγε όλα. Μάλιστα τον δικαιολογούσε κιόλας μέσα του λέγοντας στον ίδιο του τον εαυτόν, ‘‘πώς να ξεφύγει κανείς και πώς να λυτρωθεί από τα χαρακτηριστικά της φάρας του’’. Μετά από λίγο συνέχισε «..ήσασταν καλοί μαζί μου και εγώ αχάριστος δεν είμαι. Βέβαια τόσα χρόνια

190


191 εδώ μέσα μαζί και μια κουβέντα να είπαμε παραπάνω, όλα συχωρεμένα να είναι. Λόγια της δουλειάς και της κούρασης ήτανε και όχι λόγια της καρδιάς. Το μαγαζί, δικό μου ήταν, αυτό είναι αλήθεια, μα εσείς το δουλέψατε καλά και το δουλέψατε σαν να ήτανε δικός σας. Μέχρι να σας απολύσω όμως, θα κάνετε αυτό που εγώ θα σας πω, αφεντικό θα είμαι μέχρι τότε και θέλω να με ακούτε». Μόνο τον κοιτούσαν οι δυο τους και τι άλλο άλλωστε να έκαναν και τι άλλο μπορούσανε να πούνε. Κατάλαβαν, πως θα γινόταν ό,τι ο Κυρ Ανδρέας αποφάσισε, συμφωνούσαν δεν συμφωνούσαν μαζί του. Παρέμειναν σιωπηλοί και τον κοιτούσαν. Το αφεντικό, αμέσως μετά τον λόγο του και χωρίς να περιμένει καθόλου, τράβηξε το συρτάρι του γραφείου του, όπου μέσα είχε βάλει τα χρήματα που μόλις πριν λίγο τους είπε ότι θα τους έδινε και επιπλέον, τα δυο πάνινα σακουλάκια. Τα έβγαλε και τα έβαλε επάνω στο γραφείο. Τα χρήματα τα είχε χωρισμένα σε δυο δεσμίδες. Ήταν για τον καθένα τους χρήματα ίσαμε με μισθούς τεσσάρων μηνών, όπως τους είχε υποσχεθεί. Έσπρωξε μπροστά από τον καθένα τους, από ένα ματσάκι χρήματα και από ένα μικρό πάνινο τσουβαλάκι. Εκείνοι, πρώτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά κοίταξαν το αφεντικό τους, με βλέμμα και πρόσωπο, που δεν έκρυβε, όχι αυτή την φορά την περιέργεια τους, μα την σαστιμάρα τους. Τα είχαν κυριολεκτικά χαμένα. Το αφεντικό το είπε και το έκανε και αφού τα είχε και χωρισμένα από πριν, αυτό σημαίνει ότι είχε πάρει τις αποφάσεις του και δεν θα τις άλλαζε και με τίποτα τώρα. Καλά όμως τα λεφτά, τα έβλεπαν ότι ήταν πολλά, ίσως και παραπάνω από τριών μηνών μισθοί και δεν είχαν εν τέλει και άδικο. Τα σακουλάκια όμως, τι ήταν εκείνα τα σακουλάκια; Γιατί αν ήταν αυτό που και οι δυο τους ψυλλιάζονται, τότε το αφεντικό τους θα πρέπει να … - «Πάρτε τα..» τους πρόσταξε εκείνος, με φωνή που και πάλι δεν σήκωνε αντίρρηση, «..δικά σας είναι». - «Κυρ Ανδρέα, τα λεφτά τα βλέπουμε, μα τα σακουλάκια;» είπε ο Δημητρός, όμως τώρα ο λόγος του, δεν είχε τον ίδιο αέρα, όπως πριν. Το αφεντικό χαμογέλασε. Τους κοίταξε. Είχαν δίκιο να ρωτούν. Τους είπε για τον τρέχοντα και τρεις επιπλέον μισθούς και τώρα τους δίνει και ένα σακουλάκι. Όχι πως δεν κατάλαβαν ποιο ήταν το περιεχόμενο τους, μα ήθελαν να το ακούσουν από τα χείλη του αφεντικού τους, ώστε τουλάχιστον αυτά, να αρνηθούν να τα πάρουν πριν καν τα πιάσουν στα χέρια τους. Ήταν πολλά τα λεφτά και πλεονέκτης δεν ήταν κανείς από τους δυο τους. Δεν θα εκμεταλλευόντουσαν την καλοσύνη του αφεντικού τους και ας φώναζε ετούτη την φορά, όσο εκείνος ήθελε. Δεν άπλωσε κανείς τους το χέρι να αγγίξει λεφτά και σακουλάκι. Θα έπαιρναν πρώτα την απάντηση και μετά θα βλέπανε. Το κατάλαβε ο Ανδρέας. Έπρεπε να τους πει, αλλιώς όλη την ημέρα εκεί θα καθόντουσαν, έτσι να κοιτάει ο ένας τον άλλον. Θα τους έλεγε και θα επέμενε, τώρα όμως δεν θα μιλούσε σαν αφεντικό, μα σαν φίλος και σαν προσωπική χάρη θα τους ζητούσε να τις πάρουν. Σαν ένα δάνειο βρε αδελφέ και ποιος ξέρει αύριο, μπορεί να έρθει ο καιρός και να βρεθεί και εκείνος στην δύσκολη θέση και να τους ζητήσει να του το ξοφλήσουν τότε. Εκεί στην Σμύρνη ή ποιος ξέρει πού αλλού θα βρεθούν, αν ποτέ βρεθούν ξανά. - «Λίρες είναι Δημητρό, λίρες. Θα σας δώσω και από 10 κομμάτια χρυσές λίρες. Και αυτές σας ανήκουν, γιατί εγώ τις κέρδισα από την δική σας την δουλειά. Εσείς τις κερδίσατε και δικές σας είναι και θα..». - «Όχι αφεντικό..» είπε ο Δημητρός και τώρα η φωνή του ακούσθηκε αποφασιστική, «..όχι αφεντικό» επανέλαβε και συνέχισε «..καλά τα λεφτά, μα και λίρες;….όχι αφεντικό» επανέλαβε με φωνή κοφτή και απότομη και σηκώθηκε από την καρέκλα του όρθιος. Ο Ανδρέας χαμογέλασε και του είπε, «κάθισε κάτω βρε Δημητρό, κάθισε κάτω. Δανεικές θα σας τις δώσω και εάν όλα πάνε καλά και ηρεμήσουν τα πράγματα, τότε μου

191


192 τις γυρνάτε πίσω. Αν πάλι τις ξοδέψετε γιατί έτσι χρειάσθηκε να κάνετε για σας και την οικογένεια σας, τότε θα σας κρατάω από τον μισθό σας, μέχρι να μου τις ξεπληρώσετε. Αρκεί να βρεθούμε και πάλι όλοι μας εδώ, γεροί όπως τώρα και τότε με την δουλειά σας θα μου τις ξοφλήσετε και με το παραπάνω. Αν πάλι τα πράγματα δεν πάνε καλά…» σταμάτησε την κουβέντα του εκεί. Ένοιωσε πως και να ήθελε να συνεχίσει, δεν θα μπορούσε να το κάνει. Γι αυτό αμέσως άλλαξε τον λόγο του και συμπλήρωσε «… έχετε και εσείς οικογένεια, γυναίκα και παιδιά και χρέος του καθενός μας, είναι να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να τους…», σταμάτησε και πάλι. Όσο και να μην ήθελε να αναφερθεί σε αυτά, δεν το κατάφερνε. Άλλαξε και πάλι κουβέντα «..και ύστερα ποιος σας είπε ότι εγώ το κάμνω για σας. Για τις γυναίκες σας μωρέ το κάμνω και για τα παιδιά σας. Και τούτο, διότι μου το ζήτησε η κυρά Γεωργία, που ξέρετε πόσο εκείνες τις αγαπά, μα και το ίδιο αγαπά και τα παιδιά σας. Μπορώ να της χαλάσω εγώ χατίρι; Δεν μπορώ» είπε και χαμήλωσε τα μάτια του από ντροπή. Όχι βέβαια γιατί σαν άνδρας, δήλωνε πως έχει αδυναμία στην γυναίκα του, μα γιατί εκείνη την ώρα τους έλεγε ψέματα και εκείνοι το ήξεραν αυτό, το καταλάβαιναν. Και περισσότερο ο Δημητρός. Γιατί η κυρά Γεωργία, ποτέ και για τίποτα, δεν θα ανακατευόταν σε υποθέσεις του μαγαζιού, όπως και η συχωρεμένη η πεθερά της. Και ο Δημητρός καταλάβαινε τώρα, ότι για να πει αυτό το ψέμα το αφεντικό του, ήταν αποφασισμένος να τους τις δώσει, όποια αντίρρηση και εκείνοι αν του έφερναν. Όσο σκληρός και να είναι κάποιος, ετούτες τις στιγμές δεν μπορεί να μην λυγίσει. Πώς να κρατηθείς και να μην δακρύσεις; Ο Ανδρέας το αφεντικό τους, ήταν πραγματικό αφεντικό και αληθινός αφέντης. Γιατί μόνον τέτοιος πρέπει να είναι κάποιος, ώστε αυτές τις δύσκολες ώρες να φθάνει να σκεφθεί, όχι μόνον την οικογένεια του, μα και εκείνες των υπαλλήλων του. Σήκωσε το χέρι του ο Δημητρός και με ανάστροφη την παλάμη του, σκούπισε το δάκρυ του. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Γιατί όποιος πει ότι και οι άνδρες δεν κλαίνε, τότε άνθρωπος για άνθρωπο, σίγουρα δεν θα μιλά! - «Άντε τώρα..» είπε και πάλι το αφεντικό τους, «..άνδρες είμαστε και μάλιστα νοικοκυραίοι. Έχουμε οικογένειες και συνεπώς υποχρεώσεις. Σε όλους μας, ετούτες τις ώρες, χρειάζονται τα χρήματα. Πάρτε τα σας παρακαλώ και όπως είπαμε, δανεικά είναι και ας ευχηθούμε να μας αξιώσει ο Θεός να ξαναβρεθούμε σύντομά και γεροί και τότε….και τότε μου τα επιστρέφεται διπλά και τρίδιπλα». Τους κοίταξε και με το βλέμμα του, τους απεύθυνε ακόμη ένα ‘‘σας παρακαλώ πάρτε τα’’ και εκείνοι αυτό, ετούτη την φορά το κατάλαβαν. Οι δυο τους κοίταξαν και πάλι τον Ανδρέα. Τον είδαν στα γρήγορα να παίρνει την ματιά του από πάνω τους, μα όχι τόσο όσο για να προλάβει να κρύψει τα δάκρυα του, που κυλούσαν πλέον στα μάγουλά του. Ο Δημητρός, χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και πλησίασε στο γραφείο του αφεντικού του, τον ακολούθησε και ο Βενιαμίν. Άπλωσε πρώτος τα χέρια του και τον αγκάλιασε. Οι δύο άνδρες σφιχταγκαλιάσθηκαν. Τους συνέδεαν πολλά και είχαν κοινή πορεία ετών και η αλήθεια είναι πως δεν είχαν ποτέ τους φαντασθεί ότι η μοίρα, θα τους επιφύλασσε μια τέτοια στιγμή. - «Καλή τύχη αφεντικό, καλή τύχη..» είπε ο Δημητρός «…και ο Θεός ας φυλάξει εσένα και την οικογένειά σου». Η καρδιά του λύγισε και τα μάτια του τον πρόδωσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. - «Καλή τύχη Δημητρό και σε ευχαριστώ για όλα. Τόσα χρόνια σε ένοιωθα αδελφό. Τον αδελφό, που δεν είχα και τον βρήκα σε σένα. Όλους μας να μας φυλάει ο Θεός, όλους μας. Φίλησε μου την οικογένεια σου και καλή τύχη». Αποτραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλο και τότε πλησίασε ο Βενιαμίν. Και αυτοί οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους.

192


193 - «Καλή τύχη αφεντικό, καλή τύχη εύχομαι και σε σένα και στην οικογένεια σου, μα και σε όλους μας» του ευχήθηκε ο Βενιαμίν. - «Καλή τύχη επίσης και σε σένα και στην οικογένεια σου Βενιαμίν, μα και σε όλους μας, όπως λες και εσύ. Γιατί όλοι μας είναι αλήθεια πως ετούτες τις ώρες την χρειαζόμαστε. Καλή τύχη και φίλησε μου και εσύ την οικογένειά σου». Αποτραβήχτηκαν και τότε ο Ανδρέας, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του. Ύστερα και πάλι χωρίς καθόλου να τους κοιτάξει, έσκυψε και άνοιξε το τελευταίο κάτω στα χαμηλά, συρτάρι του γραφείου του και έκανε τάχα πως κάτι έψαχνε μέσα σε αυτό. Δεν ήθελε να τους δει να φεύγουν και κυρίως δεν ήθελε να τον δουν δακρυσμένο. Αφεντικό ήταν και όσο να ΄ναι το αισθανόταν σαν ντροπή αυτό. Όμως εκείνοι το κατάλαβαν και χωρίς να πούνε άλλη κουβέντα, πήρε ο καθένας τους τα χρήματα και το σακουλάκι με τις λίρες, βγήκαν από το γραφείο και κίνησαν προς την έξοδο του μαγαζιού. - «Πάρτε και από το μαγαζί ότι θέλετε, για το σπίτι, τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας, για σας. Πάρτε πριν φύγετε, ότι νομίζετε ότι χρειάζεστε,», ακούσθηκε η φωνή του αφεντικού τους και πάλι. Εκείνοι σταμάτησαν για λίγο. Δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω. Και οι δύο πίστευαν ότι εάν το έκαναν, τότε θα έτρεχαν να τον αγκαλιάσουν και πάλι. Να αγκαλιάσουν τον αφέντη, αφεντικό τους. Γι αυτό και μετά από ένα σταμάτημα δευτερολέπτων, συνέχισαν και πάλι το βήμα τους προς την έξοδο του μαγαζιού. Την άνοιξαν και βγήκαν έξω, κλείνοντας την και πάλι πίσω τους. Ήταν πρωί και η ζωή στην πόλη, δεν είχε ακόμη αρχίζει. Τώρα ξεκίνησε να ξυπνάει, ήταν η ώρα της. Πήραν από μια βαθιά ανάσα και γέμισαν τα πνευμόνια τους με φρέσκο αέρα. Ύστερα έστρεψαν τα πρόσωπα τους και κοιτάχτηκαν κατάφατσα. Δεν αντάλλαξαν καμία κουβέντα. Αρκέσθηκαν να αγκαλιαστούν, να σφικταγκαλιαστούν και να αφήσουν και πάλι το δάκρυ τους να κυλήσει. Τα μάτια και τα δάκρυα τους, ήταν μάρτυρες της αληθινής φιλίας τους. Σφικταγκαλιασμένοι έμειναν έτσι για λίγο χρόνο και άφησαν την σιωπή να μιλήσει και να πει, όσα με λόγια εκείνοι δεν μπορούσαν να πουν. Και τι να έλεγαν άραγε; Λόγια δεν χωρούσαν εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Γι αυτό και αγκαλιάστηκαν σφικτά και όταν ο ένας άφηνε τον άλλον από την αγκαλιά του, χωρίς ετούτη την φορά να κοιταχτούν, έστρεψαν τις πλάτες τους και πήρε ο καθένας τους τον δρόμο του. Δεν ήξεραν πλέον, τι η μοίρα τους επιφύλασσε και εάν στο μέλλον ποτέ, θα συναντιόντουσαν ξανά. Ο Ανδρέας, αφού διαπίστωσε ότι οι υπάλληλοι του έφυγαν, άνοιξε και πάλι το χρηματοκιβώτιο και πήρε ότι λεφτά είχε μέσα. Έπειτα κοίταξε στα συρτάρια του γραφείου του και ό,τι πολύτιμα ή σημαντικά χαρτιά υπήρχαν και αφορούσαν το μαγαζί και την δουλειά του, τα πήρε και τα έβαλε μέσα σε αυτό. Το έκλεισε, έβαλε και πάλι το κλειδί στην τσέπη του. Βγήκε από το γραφείο και περπάτησε μέχρι την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και στην συνέχεια την κλείδωσε πίσω του. Κατέβασε και το ρολό της πόρτας, το κλείδωσε και αυτό με το λουκέτο και έπειτα κίνησε προς το σπίτι του. Έκανε λίγα βήματα και σταμάτησε. Έστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε και πάλι την ταμπέλα του μαγαζιού. Διάβασε δυνατά, «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ». Και το διάβασε δυνατά, γιατί ήθελε αυτή την φορά και να το ακούσει. Ένοιωθε έντονα αυτήν την ανάγκη. Πέρασαν και πάλι από το μυαλό του, τα πρόσωπα και όλες εκείνες οι καλές και κακές στιγμές, που είναι συνδεδεμένες με την ιστορία και την πορεία αυτού του καταστήματος. Έκανε έπειτα μεταβολή και κίνησε για το σπίτι του. Η οικογένεια του, η γυναίκα του κα τα παιδιά τους, τον περίμεναν, τον είχαν ανάγκη αυτές τις δύσκολες ώρες. Μα η αλήθεια ήταν ότι ίσως, μεγαλύτερη ανάγκη να τους είχε ο ίδιος.

193


194

ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ 1922, ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΛΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΝΟΥΝ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΥΜΙΖΟΥΝ…….

194


195

ΜΕΡΟΣ Ι΄

195


196

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Ο Αύγουστος έφευγε και μετά την δύση του ηλίου, χρειαζόταν πλέον να φορά κανείς σακάκι. Ερχόταν το φθινόπωρο και η θαλασσινή υγρασία, όσο να ΄ναι, έκανε τα βράδια ψυχρά και δύσκολα. Είχε από ώρα νυχτώσει και όλη η οικογένεια του Ανδρέα, καθισμένη γύρω από το μεγάλο τραπέζι, συζήταγαν για την κατάσταση. Συζήταγαν ανοικτά, δεν χωρούσαν πλέον μισόλογα και λειψές κουβέντες και ας ήταν ανάμεσα τους και τα δυο τους τα κορίτσια. Τα είχαν ήδη πει όλα στα παιδιά τους, γιατί το ανδρόγυνο, έτσι είχε συναποφασίσει. Και έτσι έγινε. Ακόμη και η μικρή πριγκηπέσα, ήξερε ό,τι περίπου και οι γονείς της ή τουλάχιστον όσα λόγω της ηλικίας της, μπορούσε να καταλάβει. Δεν έπρεπε να ζουν στο ψέμα και στη ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Όχι, έπρεπε να ξέρουν ακριβώς, πώς τα πράγματα έχουν. Το είχαν συζητήσει προ πολλού μεταξύ τους ο Ανδρέας και η Γεωργία και το είχαν αποφασίσει αυτό από κοινού οι δυο τους. Και εκείνα έπρεπε να ξέρουν. Έπρεπε να ξέρουν, για να προστατευθούν. Ήταν ήδη αργά, πολύ αργά. Κανείς τους δεν νύσταζε, αν και τα παιδιά, τέτοια ώρα έπρεπε να είναι στα κρεβάτια τους. Εν τούτοις, οι γονείς τους, δεν τους έλεγαν να πάνε στα κρεβάτια τους. Πέντε άτομα και κανείς τους δεν έβρισκε να πει μια κουβέντα. Η σιωπή ήταν συντροφιά τους, τις δύσκολες εκείνες ώρες. Και μέσα σε αυτήν και μέχρι τώρα το ίδιο σιωπηλή νύχτα, ένας παρατεταμένος θόρυβος απ΄ έξω ακούγεται. Έρχεται από μακριά και σιγά-σιγά μεγαλώνει. Μοιάζει να προέρχεται, από ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους. Κοιτάζονται μεταξύ τους και απορούν. Απορούν και αφουγκράζονται. Ο θόρυβος και η φασαρία, όσο πάει, ακούγεται εντονότερα. Ο Ανδρέας σηκώνεται από την καρέκλα του. - «Μείνετε εσείς εδώ και εσύ γυναίκα, χαμήλωσε την λάμπα» τους λέει. Παίρνει εκείνος την άλλη γκαζόλαμπα και την ανάβει. Χαμηλώνει και σε τούτη την φλόγα της, όσο που να φωτίζει αμυδρά και ανεβαίνει από την εσωτερική σκάλα, στον επάνω όροφο του σπιτιού. Φθάνοντας στο μέσον της σκάλας, γυρίζει και πάλι προς την οικογένεια του και τους λέει. - «Εσείς μείνετε εδώ και ήσυχα. Πάω εγώ από πάνω, να δω από το παράθυρο, τι συμβαίνει. Μέχρι να γυρίσω, κανείς σας να μην κουνηθεί από την θέση του, να μείνετε εδώ κάτω ήσυχα». Τελειώνοντας τον λόγο του, συνεχίζει και πάλι να ανεβαίνει προς τον επάνω όροφο και φθάνοντας στο κεφαλόσκαλο, αφήνει την λάμπα στον προθάλαμο και μπαίνει στην κάμαρα τους. Πηγαίνει στο παράθυρο, που βλέπει προς τον δρόμο. Το ανοίγει και έπειτα με τρόπο ανοίγει ελάχιστα και το πατζούρι. Το ανοίγει πολύ λίγο, ίσα με μια χαραμάδα, όσο δηλαδή να μπορέσει να ρίξει μια κλέφτικη ματιά στον δρόμο χωρίς όμως να γίνεται ορατός από εκεί. Κόσμος πολύς βλέπει να έρχεται σε ομάδες. Γέροι και γριές, μεσήλικες, νέοι και νέες, παιδιά και βρέφη, αρσενικά και θηλυκά. Μέσα στην νύχτα τρέχουν αλαφιασμένα και ο Ανδρέας διερωτάται, ποιοι άραγε να είναι και από πού έρχονται και πούθε να πηγαίνουν; Σίγουρα θα πρέπει να είναι κάποιοι νέοι πρόσφυγες, συμπεραίνει αυθαίρετα, κάποιοι νέοι αδικοκατατρεγμένοι και ξεριζωμένοι, από τις πατρογονικές τους ρίζες και τα σπίτια τους. Και αυτοί, επίσης θύματα της όλης κατάστασης. Ελληνικά μιλούν, τους ακούει καθαρά, ναι ελληνικά μιλούν. Κλείνει το πατζούρι και μετά το παράθυρο. Βγαίνει από την κάμαρα και παίρνει την λάμπα από τον προθάλαμο και κατεβαίνει τις σκάλες και πηγαίνει κοντά στους δικούς του. Λέει σε όλους για το τι είδε και τους ζητάει ξανά να τον περιμένουν και πάλι εκεί. Ο ίδιος πηγαίνει προς την κρεμάστρα και ρίχνει στις πλάτες του, το σακάκι του. Ξεκλειδώνει και ανοίγει με προσοχή την εξώπορτα του σπιτιού και βγαίνει έξω. Διασχίζει στα γρήγορα την αυλή και φθάνει στην αυλόπορτα. Την ξεκλειδώνει και αυτήν, την ανοίγει και βγαίνει έξω στον

196


197 δρόμο. Από μπροστά του περνούν εκείνα τα μπουλούκια των δύστυχων ανθρώπων. Είναι ελληνικές οικογένειες. Αποφασίζει να σταματήσει κάποιον και να τον ρωτήσει. Θέλει να μάθει, πρέπει να μάθει. - «Πατριώτη..» ρωτά τον πρώτο που εκείνη την ώρα περνά από μπροστά του, αρπάζοντας τον με τα δυο του τα χέρια από τους ώμους, «..πατριώτη, τι έγινε; Από πού είστε μωρέ; Πούθε έρχεστε και πούθε πάτε νυχτιάτικα, τι έγινε, πες μου, τι έγινε;» τον ρωτά και προσπαθεί να τον σταματήσει. - «Άσε πατριώτη, άσε....ήρθαν, είναι εδώ» του απαντά εκείνος και δείχνει σαστισμένος και τρομαγμένος. - «Ποιοι μωρέ ήρθαν, λέγε, ποιοι και που ήρθαν;» τον ρωτά και πάλι ο Ανδρέας. Όχι πως δεν κατάλαβε, μα κάτι εκείνη την ώρα του έλεγε, να το ακούσει και πάλι. - «Εκείνοι πατριώτη, εκείνοι, οι Τούρκοι του Κεμάλ…» και κουνά το κεφάλι του, δείχνοντας έτσι το κακό που έγινε. - «Πού ήρθαν άνθρωπέ μου, από πού είστε; μίλα και έχουμε και εμείς οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, μίλα χριστιανέ μου» - «Από τον Μπουρνόβα..» του απαντά «..και μην ρωτάς τι έγινε, καλύτερα να μην ξέρεις. Το καλό που σου θέλω, πάρε την οικογένεια σου, όσο είναι καιρός και φύγε. Φύγε όσο μπορείς πιο μακριά» και με τα λόγια αυτά, δίνει μια γερή στροφή στο κορμί του και απελευθερώνεται από τα χέρια του Ανδρέα και συνεχίζει τον δρόμο του. Ο Ανδρέας μένει στην μέση του δρόμου και δείχνει να τα έχει χαμένα. ‘‘Από τον Μπουρνόβα…’’ μονολογεί, εκεί μόνος και ακίνητος στην μέση του δρόμου και συνεχίζει την σκέψη του ‘‘…μα ο Μπουρνόβας είναι εδώ δίπλα και λίγο έξω από την Σμύρνη. Είναι προάστιο της και μάλιστα το διαμάντι της. Έφθασαν οι Τούρκοι μέχρι εδώ απ΄ έξω! Τα ψέματα λοιπόν τελείωσαν’’. Αυτοί οι άνθρωποι, που εκείνη την ώρα περνούσαν από μπροστά του, ήταν από το προάστιο της Σμύρνης, τον ξακουστό και περίφημο Μπουρνόβα. Ένα μαγευτικό και φημισμένο μέρος, με ωραίες επαύλεις, ολόλευκα καθαρά σπίτια με ανθισμένους κήπους ολόγυρά τους. Μια όμορφη ελληνική συνοικία, ξακουστή για τις όμορφες κοπέλες, τις ωραίες Μπουρνοβαλιώτισες. ‘‘Πρέπει να μάθω…’’ λέει από μέσα του ‘‘…τι έγινε’’ και με αυτήν την σκέψη αρπάζει από τους ώμους με τα δυο του χέρια τον επόμενο άνδρα, που εκείνη την στιγμή τον πλησίαζε και τον αναγκάζει να σταματήσει. - «Χριστιανέ μου..» του λέει «..πες μου σε παρακαλώ τι έγινε; μίλα σε παρακαλώ». Εκείνος σταματά και τον κοιτάζει. Κλαίει και τα δάκρυα του, έχουν μουσκέψει όλο το πρόσωπο του. Αυτό ταράζει ακόμη περισσότερο τον Ανδρέα, που βλέπει μπροστά του έναν άνδρα, να κλαίει. Τον ταρακουνά ξανά και με έντονη φωνή τον ρωτά και πάλι. - «Μίλα σε παρακαλώ, μίλα. Καταλαβαίνεις νομίζω, οικογένεια έχω και εγώ, λέγε σε παρακαλώ». - «Το κορίτσι μου…» παραμιλάει εκείνος και συνεχίζει να κλαίει, «..δεν το λυπήθηκαν οι άπιστοι. Την Αννούλα μου, δώδεκα χρονών ήταν το βλαστάρι μου. Και η Ελένη μου…μαζί τις βρήκα, αγκαλιά, γυναίκα και μοναχοκόρη…» και ξεσπά σε αναφιλητά. Ο Ανδρέας τον αφήνει. Τι να μάθει από έναν άνθρωπο, που έχει χάσει την οικογένεια του και τα έχει και ο ίδιος χαμένα. Ήταν ολοφάνερο ότι εκείνος ο άνδρας δεν μπορούσε και ότι δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. Είχε χάσει τα λογικά του. Τραβιέται από την μέση του δρόμου και στέκεται μπροστά από την αυλόπορτα του σπιτιού του. Όμως κάτι μέσα του και πάλι τον πιέζει να επιμείνει να μάθει περισσότερα. Κοιτάζει να βρει έναν άνδρα ψύχραιμο ή τουλάχιστον πιο ψύχραιμο από τους προηγούμενους. Δύσκολο μέσα στην νύχτα, μα εκείνος εμμένει σε αυτό. Βλέπει κάποιον, που νομίζει ότι είναι σε

197


198 θέση να μιλήσει με λόγο πιο ψύχραιμο απ΄ ότι οι άλλοι δυο προηγούμενοι. Κάνει μια προσπάθεια και μπαίνει μπροστά του και τον σταματά. Τον ρωτά να του πει τι έγινε και εκείνος του εξηγεί ότι το απόγευμα ήρθαν στα περίχωρά και έξω από τον Μπουρνόβα, Τούρκοι στρατιώτες. Ιππικό ήταν του λέει. Έπειτα άρχισαν δειλά-δειλά να μπαίνουν μέσα στην πόλη και τότε ακούσθηκαν μερικοί πυροβολισμοί. Κανείς δεν ξέρει από πού και ποιος τους έριξε. Όμως το κακό ξεκίνησε. Και αφορμή για το κακό, υπήρξαν αυτοί οι πυροβολισμοί. Και κανείς δεν ξέρει, εάν αυτοί οι πυροβολισμοί ήταν τυχαίοι ή σκόπιμοι ή μπορεί ενδεχομένως να ήταν και το σύνθημα έναρξης του κακού. Ποιος ξέρει και τώρα πια, τι σημασία έχει. Οι Τούρκοι αμέσως μετά όρμησαν και άρχισαν να σκοτώνουν αδιάκριτα. Τα γιαταγάνια τους, γρήγορα βάφτηκαν κόκκινα στο αίμα. Λεηλατούσαν, έβαζαν φωτιά. Γριές, γυναίκες και παιδιά, σφάχτηκαν από αυτούς, χωρίς οίκτο. Παρθένες κόρες, ξεγυμνώθηκαν και αφού πρώτα ξεφτιλίστηκαν σαν ανθρώπινες υπάρξεις, στην συνέχεια κατ΄ επανάληψη βιάστηκαν απάνθρωπα, από ανθρωπόμορφα τέρατα. Έπειτα, αιμόφυρτες και όπως πεσμένες βρισκόντουσαν κάτω, σφαγιάστηκαν και αυτές ανελέητα. Δεν υπήρξε κανένας δισταγμός και δεν επιδείχθηκε καθόλου οίκτος και σε κανέναν. Όσοι από τους Έλληνες πρόλαβαν, έφυγαν. Σκόρπισαν για να σωθούν, τρέχοντας δεξιά και αριστερά. Αρπάξανε ο καθένας τους, ό,τι βρήκε μπροστά του, ένα κομμάτι ψωμί, ένα ρούχο, μάζεψαν τις οικογένειες τους και πήρανε τον δρόμο της σωτηρίας. Τρέξανε όσο πιο γρήγορα μπορούσανε, μακριά από το κακό. Οι περισσότεροι τραβήξανε κατά τον Μπουτσά και άλλοι για τηνπαραλία, με την ελπίδα να καταφέρουν πρώτα να φύγουν μακριά από το κακό και μετά να φύγουν και από αυτήν την γη. Να περάσουν απέναντι, στην Χίο ή σε όποιο άλλο νησί θα μπορούσαν. Αρκεί να σωθούν. Και εκείνος ο ξεριζωμένος Έλληνας, παρά το κακό που τον βρήκε, είχε το κουράγιο και συνέχισε και ολοκλήρωσε με τα εξής λόγια. - «…χαμός πατριώτη, χαμός. Φύγε, φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Φύγετε να σωθείτε. Φύγετε και τραβάτε όσο μπορείτε πιο μακριά» είπε και παραμέρισε στο πλάι, προσπέρασε τον Ανδρέα και συνέχισε τον δρόμο του, τον δρόμο της δικής του σωτηρίας, όπως πίστευε. Κοκαλωμένος μένει ο Ανδρέας στην μέση του δρόμου, ενώ τα λόγια του άλλου, ακόμη αντηχούν ηχηρά στα αυτιά του. Τον επαναφέρει στην πραγματικότητα, το κλάμα ενός μωρού, που εκείνη την στιγμή ακούγεται. Δίπλα του περνούσε η μητέρα του που το είχε στην αγκαλιά της. Τον κοίταξε και στο βλέμμα της διάβασε και στο πρόσωπο της αντίκρισε, τον τρόμο, που εξ αιτίας του κακού, είχε εκείνη γνωρίσει. Έπιασε με τα χέρια του και επανατοποθέτησε το σακάκι του στους ώμους του, που του είχε γλιστρήσει και ακόμη λίγο θα του έφευγε τελείως από την πλάτη. Γύρισε και μπήκε στην αυλή του σπιτιού του και πίσω του έκλεισε και ασφάλισε την αυλόπορτα. Με δυο δρασκελιές, έφθασε στην εξώπορτα. Δεν χρειάσθηκε να την ανοίξει, γιατί όλη αυτήν την ώρα, η γυναίκα του ήταν εκεί, με μισάνοιχτη την πόρτα και τον περίμενε. Μόλις έφθασε κοντά της, εκείνη του άνοιξε την πόρτα και ο Ανδρέας μπήκε μέσα. Αμέσως μετά πίσω του, την κλείδωσε και την ασφάλισε. Το βλέμμα του και το πρόσωπό του, της έλεγαν πως τα πράγματα, ήταν πολύ πιο σοβαρά, απ΄ όσο μέχρι εκείνη την ώρα, πίστευαν. Βέβαια, κάτι είχε ακούσει, ότι δήθεν οι Τούρκοι είχαν φθάσει έξω από την Σμύρνη, μα τότε δεν το πολυπίστεψε. Και φαίνεται πως αυτό ήταν άλλο ένα λάθος του και μάλιστα μεγάλο. Έβγαλε και κρέμασε το σακάκι του και πήγε και κάθισε στην καρέκλα του. Όλοι τους, από την μικρή πριγκηπέσα και μέχρι την μητέρα τους, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τι θα τους έλεγε ο πατέρας τους. Και εκείνος δεν ήθελε να τους κρύψει τίποτα, μα δεν μπορούσε και να τους πει και όλα όσα άκουσε. Πατέρας ήταν και η καρδιά του δεν άντεχε να επαναλάβει κάποια πράγματα. Αποφάσισε λοιπόν πως θα τους έλεγε τόσα, όσα ήταν απαραίτητα, για να καταλάβουν την σοβαρότητα της κατάστασης, ακόμη και η πριγκηπέσα του, η μικρή του κορούλα. Δεν θα τους τα έλεγε όλα, μα έπρεπε απαραίτητα

198


199 να τους πει, ότι εκείνοι εκεί έξω, είναι Έλληνες πρόσφυγες. Κι άλλοι πρόσφυγες, που πήγαιναν προς την προκυμαία ή και κάπου αλλού. Δεν θα τους έλεγε ότι ήταν από πολύ κοντά, από τον όμορφο Μπουρνόβα και ούτε θα τους έλεγε, όλα εκείνα που έμαθε για τις απάνθρωπες πράξεις των αλλοθρήσκων και τις άλλες αισχρότητες τους. Όχι δεν θα τους έλεγε για τις βιαιότητες των Τούρκων. Θα απέφευγε περιγραφές, που θα έκαναν τους δικούς του ανθρώπους να νοιώσουν άσχημα και πιθανόν να τους τρομοκρατούσαν κιόλας. Δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει για το κακό με φρικιαστικές περιγραφές περί σφαγών, βιασμών και δολοφονιών. Θα έλεγε μόνον, όσα ήταν απαραίτητα, για να καταλάβουν ότι τα πράγματα, έχουν σοβαρέψει πάρα πολύ. Όλα όμως έπειτα και χωρίς να παραλείψει τίποτα, θα τα έλεγε στην γυναίκα του, όταν τα παιδιά τους θα πήγαιναν για ύπνο. Και εκείνη κιόλας την νύχτα, θα έπαιρναν και τις οριστικές τους αποφάσεις. Θα συμφωνούσα στο τι τελικά θα έκαναν και πότε. Και αυτό έγινε. Τους είπε ο Ανδρέας όλα όσα πίστευε, ότι θα έδιναν μια πλήρη εικόνα της σοβαρής κατάστασης, που επικρατούσε. Καλλίτερα να ήξεραν και να ήταν προετοιμασμένοι, τουλάχιστον ψυχολογικά, για το κακό, που θα μπορούσε να τους βρει. Μετά ζήτησε από τα παιδιά του, να πάνε στα δωμάτια τους για ύπνο. Τίποτα δεν υπήρχε, που να μπορούσαν να κάνουν αυτά, μέχρι το πρωί και καλά θα ήταν, να πάνε να ξεκουραστούν. Ίσως από αύριο να μην ξέρουν, πότε θα πλαγιάσουν ξανά σε κρεβάτι. Εκείνο το βράδυ και μέχρι να ξημερώσει, ο όμορφος Μπουρνόβας, είχε περάσει στην ιστορία. Η σειρά της Σμύρνης, δεν θα αργούσε να έρθει.

199


200

ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟΥ ΠΛΕΟΝ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

200


201

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Την επομένη ημέρα, ο Ανδρέας έφυγε από το σπίτι νωρίς το πρωί και χωρίς να πιει καφέ. Η Γεωργία θέλησε να του ψήσει, μα εκείνος αρνήθηκε. Της έδωσε πριν φύγει, κάποιες οδηγίες. Εκείνες τις ίδιες, που της είχε πει πριν από λίγες μέρες. Δηλαδή να έχει ανά πάσα στιγμή έτοιμα λίγο πρόχειρο φαγητό, κάποιο φλασκί γεμάτο με νερό και τα ρούχα που είχε μέσα τους ράψει τις λίρες. Και να τα έχει όλα αυτά μέσα σε 2-3 μπόγους, όχι μεγάλους, για να μπορούν εύκολα να τα μεταφέρουν οι δυο τους και τα παιδιά τους. Έφυγε πρωί-πρωί και τράβηξε και πάλι κατά το λιμάνι. Πήγε στην προκυμαία και στην προβλήτα. Άνθρωποι, μπόγοι και μπαγκάζια, όλα μαζί ένα κακό. Η ίδια εικόνα όπως και στα χθες. Γέροι κυρτωμένοι με μαλλιά κάτασπρα από το πέρασμα του χρόνου και τις κακουχίες της ζωής. Γριές μαυροφορεμένες, με το τσεμπέρι στο κεφάλι, προσπαθούν να γλιτώσουν από το μαχαίρι του απίστου. Νέοι και νέες, παιδιά και βρέφη. Όλος ο Μικρασιατικός Ελληνισμός στην προκυμαία της Σμύρνης. Προσπαθεί να φύγει μακριά από το τούρκικο γιαταγάνι και την χαντζάρα των Τσέτων. Μια βάρκα έψαχνε ο καθένας τους, ένα καΐκι, ένα πλοίο. Κάθε είδους πλεούμενο, που θα μπορούσε να τους πάρει, μακριά από εκείνη την φλεγόμενη και αφιλόξενη για εκείνους πλέον γη. Μα ετούτη την φορά, βλέπει ο Ανδρέας ότι στην παραλία, στον μόλο και στην προβλήτα, υπήρχε κάθε είδους πλεούμενο, φορτωμένο με ανθρώπους. Δυστυχείς θνητούς, που πάλευαν όλοι τους να γλιτώσουν. Να φύγουν θέλουν, μακριά από το κακό, μα πού να φτάσουν τα πλεούμενα για τόσο κόσμο. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Για να φύγουν όλοι αυτοί οι πρόσφυγες από την Σμύρνη, το κάθε είδους πλεούμενο, θα έπρεπε για μέρες, για πολλές μέρες και νύχτες, συνεχώς και ασταμάτητα να κάνει δρομολόγια. Δρομολόγια σωτηρίας. Ο Ανδρέας φτάνει στο τελωνείο και βλέπει έναν γνωστό του υπάλληλο, τον πλησιάζει και τον ρωτά. - «Γιατί οι αρχές δεν βάζουν μια σειρά, μια τάξη; Έτσι όπως κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, από τον φόβο τους και την απελπισία τους, θα πνιγούν από μόνοι τους» και αμέσως του δείχνει μια μικρή βάρκα, που έχει ήδη ανατραπεί μέσα στο λιμάνι, επειδή ανέβηκαν επάνω σε αυτήν, πάρα πολλά άτομα. Αναποδογύρισε μέσα στο λιμάνι, πριν προλάβει να πάει, παρά μόνον λίγα μέτρα. Και εκείνοι οι Έλληνες, ο ένας θεώρησε υπεύθυνο τον άλλο και έτσι αμέσως έγιναν μεταξύ τους ξένοι και εχθροί. Ο ίδιος κίνδυνος, που τους ένωνε μέχρι πριν λίγο, ο ίδιος εκείνος κίνδυνος, τους χώριζε τώρα και τους έκανε μεταξύ τους εχθρούς. Ο γνωστός του υπάλληλος του Τελωνείου, τον κοιτά. Ολοφάνερο ότι τα έχει χαμένα. Και αντί να του απαντήσει, τον ρωτά. - «Ποιες αρχές;» - «Ποιες αρχές;..» τον ρωτάει τώρα ο Ανδρέας με απορία και έκπληξη και συνεχίζει «..ποιες αρχές είπες; Ο Ύπατος Αρμοστής, ο Στεργιάδης. Ο Αρχιστράτηγος, ο τελώνης και δεν ξέρω ποιος άλλος. Ποιες αρχές με ρωτάς εσύ!» - «Α! Αυτές τις αρχές εννοείς;» αρκείται να απαντήσει, ρωτώντας και πάλι. - «Ναι αυτές εννοώ». - «Α!» απαντά και πάλι εκείνος και τώρα αυτό το ‘α’ το συνοδεύει με ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, μα και με υπονοούμενο συνάμα και για την αλήθεια, σε αυτό το ‘α’ που εκείνος ο υπάλληλος του τελωνείου εκστόμισε και έδωσε ως απάντηση στον Ανδρέα, δεν απέφυγε καθόλου να κρύψει την ειρωνεία του, την απαξίωση του, μα και την απέχθειά του προς τις υποτιθέμενες και αναφερόμενες πριν λίγο ‘Αρχές’. Ο Ανδρέας, με μιας τότε κατάλαβε ότι ο Ελληνισμός και οι Έλληνες, εγκαταλείφθηκαν ήδη στην τύχη τους. Ανύπαρκτες πολιτικές αρχές και αδύναμες

201


202 στρατιωτικές εξουσίες ήταν εκεί στην Σμύρνη από πλευράς Ελληνικού κράτους. Μα είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε. Δεν το πίστευε αυτό που έβλεπε και όσα άκουσε και επιπλέον όπως τα άκουσε από εκείνον τον υπάλληλο του τελωνείου. Μα είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε. Και έπειτα, οι σύμμαχοι. Τι έκαναν οι σύμμαχοι; Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Αμερικάνοι; Τι έκαναν όλοι αυτοί; Θα άφηναν τόσες ψυχές ανυπεράσπιστες στο έλεος και στα χέρια των Τούρκων; Αβοήθητους εδώ στην προβλήτα θα τους άφηναν; Τα καράβια τους, γιατί δεν πλησιάζουν στον μόλο να πάρουν και εκείνα κόσμο; Κοιτάζει και πάλι τον γνωστό του υπάλληλο, τον αρπάζει με τα δυο του χέρια από τα πέτα του σακακιού του, τον ταρακουνά δυνατά και τον ρωτά με δυνατή φωνή, που εύκολα απεδείκνυε, την αγωνία του, την απορία του, μα και την αγανάκτησή του. - «Πού είναι μωρέ οι Αρχές, ποιες είναι οι εντολές που σας έχουν δώσει; Τι κάνετε εσείς; Δεν βλέπετε ότι μεταξύ τους, σκοτώνονται οι Έλληνες; Ποιος να πρωτοφύγει από αυτήν την πόλη; Πνίγονται μόνοι τους και αβοήθητοι μέσα στο λιμάνι. Κανείς δεν υπάρχει, για να το δει αυτό; Πού είναι μωρέ οι Αρχές, που είναι;» Ο υπάλληλος του τελωνείου ετούτη την φορά τραυλίζει. Φταίει αυτή η ξαφνική και δυναμική αντίδραση του Ανδρέα; Ευθύνεται ενδεχομένως ο φόβος που ξαφνικά τον έχει κυριεύσει, αντιλαμβανόμενος και εκείνος μόλις τώρα, όλα όσα και το μέγεθος των όσων διαδραματίζονται στην Ιώνια γη; Πιθανόν, τρόμος να του προκλήθηκε, βλέποντας τα όσα συμβαίνουν στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και επειδή και ο ίδιος είναι Έλληνας, μόλις τώρα συνειδητοποίησε τι και εκείνον και την οικογένεια του, τους περιμένει, όταν οι Τούρκοι του Κεμάλ φθάσουν και μπούνε στην πόλη; Ο Ανδρέας βλέποντας τον να τα έχει χαμένα, τον αφήνει από τα χέρια του και αμέσως αισθάνεται ενοχές και από μέσα του κατηγορεί τον εαυτόν του, που έχει παραφερθεί και συνειδητοποιεί εκείνη ακριβώς την στιγμή, ότι απευθυνόταν και ζητούσε εξηγήσεις, από λάθος άνθρωπο. Τον άφησε λοιπόν και τράβηξε κατά την Αστυνομία. Φθάνοντας, από μακριά, είδε απ΄ έξω, κόσμο μαζεμένο. Τους είδε να φωνάζουν, άκουγε τις φωνές τους, μα δεν καταλάβαινε τον λόγο και γιατί εκείνοι φώναζαν. Άκουγε διάφορα, μα τίποτα το συγκεκριμένο και γι΄ αυτό και δεν καταλάβαινε, έτσι από μακριά που ήταν. Όμως καθώς πλησίαζε πιο κοντά, άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει, ότι όλοι εκείνοι ζητούσαν απεγνωσμένα κάτι χαρτιά. Χώθηκε ανάμεσα στο μαζεμένο πλήθος και σπρώχνοντας, έφθασε μπροστά στην είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος. Ένας από τους αστυνομικούς, που ήταν εκεί και απαγόρευαν τον κόσμο να μπει μέσα στο κτίριο και κρατούσαν μια υποτιθέμενη σειρά εισόδου, τον γνώριζε και μόλις τον είδε, τον ρώτησε. - «Κυρ Ανδρέα; Και εσείς εδώ;..» τον ρωτά. - «Και εγώ εδώ και ήρθα για να ..» - «Ξέρω, ξέρω κυρ Ανδρέα. Μα να σου πω..» και τον τράβηξε από το μπράτσο παράμερα, «..μην περιμένεις άδικα, δεν έχουν καμία ισχύ τα πιστοποιητικά, έτσι για τα μάτια του κόσμου τα όρισαν. Καλλίτερα τρέξε να βρεις κανένα δικό σου βαρκάρη. Τάξε του και δώσε του ένα καλό μπαξίσι και πες του να σε βγάλει απέναντι. Αλλιώς θα…» Δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τον λόγο του το όργανο της τάξης, γιατί ο Ανδρέας τον άρπαξε και αυτόν από τον γιακά. Μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε ποτέ του να κάμει μια τέτοια κίνηση. Ήταν πολύ νομοταγής και σεβόταν τις Αρχές, όλες τις Αρχές και κυρίως τα αστυνομικά όργανα. Όχι από φόβο, αλλά από σεβασμό και από πεποίθηση ότι έτσι έπρεπε να γίνεται. Όμως τώρα! Τώρα δεν είναι ώρα για σεβασμούς και τέτοια, όταν οι Έλληνες μόνοι τους σκοτώνονται στην παραλία και πνίγονται μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης, προσπαθώντας να φύγουν, να σωθούν. Προσπαθώντας να ανέβουν επάνω σε μια βάρκα, σε ένα καραβάκι, σε ένα πλοίο και σε κάθε είδους πλεούμενο. Και όπως τον έπιασε από τον γιακά και το ίδιο το αστυνομικό όργανο, έδειξε ότι εκπλήσσεται από αυτήν του την πράξη. Γιατί ήξερε πολύ καλά τον

202


203 Ανδρέα και καταλάβαινε ότι εκείνη την ώρα, ή πίεση των γεγονότων, τον έκαμνε να συμπεριφέρεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο. - «Τι μου λες μωρέ..» τον ρωτάει, «..για ποια πιστοποιητικά μου μιλάς και για ποια χαρτιά; Εγώ ήρθα εδώ για να σας πω να πάτε κάτω στην θάλασσα. Εκεί κάτω στην προβλήτα, στην προκυμαία και στο λιμάνι. Οι Έλληνες σκοτώνονται μεταξύ τους και έτσι και αργήσετε ακόμη λίγο, δεν χρειάζεται να έρθει ο Κεμάλ και οι Τούρκοι. Μόνοι μας και μεταξύ μας θα σφαχτούμε και μόνοι μας θε να πνιγούμε μέσα στο λιμάνι της πόλης». - «Το ξέρουμε κυρ Ανδρέα, το ξέρουμε». - «Το ξέρετε και τι κάνετε; Κάθεστε εδώ και δίνετε πιστοποιητικά, που δεν έχουν και ισχύ; Εκεί να πάτε, εκεί. Γιατί δεν πάτε να βάλετε μια σειρά εκεί κάτω;» - «Εντολή του Ύπατου Αρμοστή κυρ Ανδρέα, του Στεργιάδη». Στα τελευταία λόγια του αστυνομικού οργάνου, ο Ανδρέας πάγωσε. Τον άφησε και του ζήτησε και συγνώμη για την απρεπή του συμπεριφορά. Το βλέμμα του ήταν χαμένο και αφημένο στο κενό. Μόνος του μίλησε. ‘‘Ώστε εντολή του Στεργιάδη είναι….Του Στεργιάδη..» επανέλαβε και πάλι και κούνησε με απογοήτευση το κεφάλι του. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το αστυνομικό όργανο στα μάτια. Με την ματιά του αυτή του ζητούσε συγνώμη και εκείνος το κατάλαβε και του χαμογέλασε. Χρόνια τον ήξερε τον κυρ Ανδρέα για να του χρεώσει απείθεια κατά των αστυνομικών οργάνων και αντίσταση κατά των αρχών. Καταλάβαινε και πολύ καλά μάλιστα καταλάβαινε και ίσως και εκείνος αν δεν φορούσε στολή, κάπως έτσι ή και χειρότερα να αντιδρούσε. Δεν υπήρχε πλέον λόγος για τον Ανδρέα να βρίσκετε εκεί μια και η επίσημη Πολιτική Αρχή, δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους. ‘Άραγε να ήταν επιλογή και απόφαση του Στεργιάδη ή να ήταν εντολή άνωθεν, από την Ελλάδα δοσμένη και…’. Δεν ολοκλήρωσε την σκέψη του, δεν τόλμησε να το κάνει, δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ήταν ‘εντολή άνωθεν’. Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατάλαβε ότι οι εντολές εκείνες, πρέπει να ήταν οι τελευταίοι επιθανάτιοι ρόγχοι της εκεί Αρχής, στην γη της απέναντι πατρίδος, της Μικράς Ασίας. Και η Ελληνική Κυβέρνηση τι έκανε μέχρι τώρα αναρωτήθηκε και συνάμα διερωτήθηκε και τι κάμνει ετούτες τις ώρες. Γιατί πριν από λίγο, εκεί κάτω στην προβλήτα που ήταν, είδε ότι ανοιχτά μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης, υπήρχαν αρκετά πολεμικά πλοία των συμμάχων της Ελλάδος. Τα είδε δεμένα ‘αρόδου’, όπως λένε και οι ναυτικοί. Είδε επίσης ότι πολλοί Έλληνες, κολυμπώντας έφθαναν σε αυτά, μα οι ‘σύμμαχοι’ δεν τους άφηναν να ανέβουν επάνω. Δεν τους έδιναν σανίδα σωτηρίας. Λες και τους ήθελαν όλους να βρίσκονται στην ακτή, όταν οι Τούρκοι θα έφθαναν. Και αν από τύχη κάποιος Έλληνας κατάφερνε να φθάσει και να ανέβει σε κάποιο συμμαχικό πλοίο, το είδε με τα ίδια του τα μάτια, είδε ότι οι σύμμαχοι τον πετούσαν και πάλι μέσα στην θάλασσα. Το είδε και ευχήθηκε από μέσα του, να μην το έβλεπε ποτέ αυτό, όμως δυστυχώς το είδε και τα μάτια του δεν τον γελούν. Και καταριέται την ώρα που το είδε, επειδή με αυτά που άκουσε, πρώτα στο τελωνείο και μετά στο αστυνομικό τμήμα, κατάλαβε πολλά. Και πρώτα απ΄ όλα κατάλαβε, ότι Έλληνες υπήρχαν στην Σμύρνη και στην Μικρασιατική γη, μα η Ελλάδα δυστυχώς, είχε από καιρού φύγει από εκεί. Απομακρύνθηκε από το Αστυνομικό Τμήμα και τώρα κατηφόριζε και πάλι προς την προκυμαία. Ήταν ακόμη πρωί. Ξαφνικά ακούγονται φωνές. Ερχόντουσαν από την κατεύθυνση, από την μεριά της Μητρόπολης της Σμύρνης, της Αγίας Φωτεινής. - «Τον πήραν, τον πήραν οι άπιστοι. Τον πήραν μέσα από την εκκλησιά..» έλεγαν οι φωνές και κόσμος, αλαφιασμένα φάνηκε να τρέχει. Άνδρες και γυναίκες, έτρεχαν και διέδιδαν παντού, με φωνή που απεκάλυπτε τον φόβο, μα και την αγανάκτηση τους, «…τον πήραν οι άπιστοι, οι άθεοι, ούτε εκείνον δεν σεβάστηκαν». Κάποιες άλλες φωνές, ακούγονταν που έλεγαν «Τα σκυλιά τα άπιστα, μέσα από την εκκλησιά πήγαν και τον πήραν. Δεν σεβάστηκαν τίποτα. Ο Θεός να τον φυλάξει από

203


204 αυτούς. Ο Μητροπολίτης μας είναι στα χέρια τους». Και όσο περνούσε η ώρα, ακόμα περισσότερα αύξαναν οι φωνές. Ο Ανδρέας σκίρτησε. Ο στρατός ανύπαρκτος να τους υπερασπιστεί. Ο Ύπατος Αρμοστής απών, κρυμμένος ή φευγάτος, ποιος ξέρει; Και τώρα οι άπιστοι έχουν στα χέρια τους και τον Μητροπολίτη τους, τον Χρυσόστομο. Η ‘‘πόλη εάλω’’ ως δεύτερη Κωνσταντινούπολη, σκέφτηκε ο Ανδρέας. Οι δύο Μητροπόλεις του Ελληνισμού, η μία μετά την άλλη, στα χέρια των απίστων. Πρώτα η Κωνσταντινούπολη και τώρα ήρθε φαίνεται και η σειρά της Σμύρνης. Όμως το κακό, δυστυχώς συνεχιζόταν και η επόμενη μέρα, έμελλε να είναι και η μέρα που θα σημάδευε για πάντα την πόλη της όμορφης Σμύρνης. Φθάνοντας στην προκυμαία ο Ανδρέας, βλέπει μια τουρκική στρατιωτική μονάδα. Ιππικό ήταν. Καμιά 200 με 300 καβαλάρηδες. Όμως αυτοί δεν προέβαιναν σε ωμότητες. Αντίθετα ήταν συντεταγμένοι σαν στρατιωτικό τμήμα και ανέμεναν διαταγές από τον επικεφαλής τους. Ο κόσμος δυστυχώς, συνέχιζε να παλεύει και να μάχεται για μια θέση σωτηρίας, σε ένα μικρό ή μεγαλύτερο πλεούμενο. Σε καθετί, που θα τον έπαιρνε μακριά από την πυρακτωμένη πατρογονική και γενέθλια του γη. Την Ιώνια γη, της Μικράς Ασίας. Τα νέα διαδίδονται γρήγορα και τώρα, σχεδόν όλοι τους εκεί στην Σμύρνη, γνώριζαν ήδη, ότι οι Στρατιωτικές και Πολιτικές Αρχές της Ελλάδος, δεν υφίστανται ή είναι απλώς παρούσεςαπούσες. Γνωρίζουν και ότι στα χέρια των απίστων βρίσκεται και ο Μητροπολίτης τους Χρυσόστομος και γνωρίζουν ακόμη ότι Τούρκοι στρατιώτες, ιππικό πρωτίστως, είχε ήδη εισέλθει στην Σμύρνη και έφτασε και μέχρι την παραλία. Και αυτό το τελευταίο, δεν το γνωρίζουν απλώς, μα και το βλέπουν κιόλας. Και ήταν όπως λεγόταν ένα τμήμα 400 περίπου άτακτων ιππέων, Τσέτες κυρίως, με επικεφαλή τον Κιόρ Μπεχλιβάν.. Απελπισία έπιασε τον Ανδρέα. Αποφασίζει το γρηγορότερο να γυρίσει στο σπίτι του. ‘Τι να κάνει άραγε η οικογένεια μου’ αναρωτήθηκε και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Καθ΄ οδόν, βλέπει παντού προκηρύξεις τοιχοκολλημένες από τις τουρκικές αρχές, που δήλωναν και ενημέρωναν τους χριστιανούς κατοίκους και έδιναν αντίστοιχα εντολή στον τούρκικο πληθυσμό της πόλης και όχι μόνον. Και οι προκηρύξεις έλεγαν ξεκάθαρα ότι όποιος πειράξει Χριστιανό, το τίμημα γι αυτήν του την πράξη, θα είναι βαρύ. Θάνατος θα ήταν έλεγαν και προειδοποιούσαν έτσι τους θερμόαιμους αλλόθρησκους. Βλέπει και πολλούς άοπλους Έλληνες στρατιώτες. Βλέπει να τους μαζεύουν οι Τούρκοι και να τους κλείνουν στο προαύλιο του Διοικητηρίου. Τους μάζευε το Τουρκικό Ιππικό. Τα προξενεία των άλλων κρατών, ήταν και αυτά γεμάτα από Έλληνες, οι οποίοι ζητούσαν απεγνωσμένα την προστασία τους και ένα διαβατήριο της χώρας τους για να φύγουν, να γλιτώσουν. Διαβάζει εκείνες τις προκηρύξεις, που οι Τούρκοι τοιχοκόλλησαν και που έδιναν σαφείς και κατηγορηματικές εντολές, να μην πειραχτεί κανείς Χριστιανός και πως όποιος θα παρέβαινε αυτές τις εντολές, τον περίμενε ο θάνατος. Τότε του γεννήθηκαν προς στιγμήν κάποιες αμυδρές ελπίδες. ‘Οι Τούρκοι, φαίνεται πως τελικά θα σεβαστούν την Σμύρνη…’, σκέφτηκε και συμπλήρωσε την σκέψη του αυτή λέγοντας, ‘… δεν θα τολμήσουν να κάνουν σε τούτη την πόλη, ό,τι έκαναν στις άλλες. Θα σεβαστούν την ιστορία της, θα σεβαστούν και τον κόσμο της’. Και κάνοντας τις σκέψεις αυτές, έτσι του γεννήθηκαν και οι ελπίδες. Σκέφτηκε να πάρει μια από αυτές τις προκηρύξεις μαζί του. Μπροστά του βλέπει μια τοιχοκολλημένη. Ρίχνει στα γρήγορα ματιές δεξιά και αριστερά και αφού διαπιστώνει ότι κανείς δεν τον βλέπει, την ξεκολλάει από τον τοίχο, την διπλώνει και την βάζει στην τσέπη του. Ρίχνει και πάλι μια ματιά γύρω του και διαπιστώνει και πάλι ότι δεν υπάρχει κανείς που να τον είδε. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη πρωί ήταν, μα όχι και τόσο, που να δικαιολογεί τα πατζούρια και τα παράθυρα των σπιτιών, να είναι κλειστά. Οι Έλληνες

204


205 κλειδαμπαρώθηκαν λοιπόν στα σπίτια τους γιατί φοβούνται, συμπέρανε ο Ανδρέας. Και μήπως είχαν και άδικο, κατέληξε και τελικώς τους δικαιολόγησε και από μόνος του. Το ίδιο δεν έκανε και αυτός χθες βράδυ; Μήπως τέτοιες εντολές, δεν έδωσε και στην γυναίκα του το πρωί, πριν φύγει για να κατέβει στην παραλία; Φθάνει στο σπίτι του και μπαίνοντας μέσα βλέπει όλη του την οικογένεια, μαζεμένη γύρω από το τραπέζι. Μύριζε όμορφα το δωμάτιο και θυμήθηκε ότι το πρωί είχε δώσει εντολή στην κυρία Γεωργία να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο. Και η πιστή σύζυγος του, αμέσως έκανε ότι ο άνδρας της, πρόσταξε. Κανείς τους δεν κουνήθηκε από την καρέκλα του. Ούτε η πριγκηπέσα, που πάντοτε έτρεχε να δώσει τις παντούφλες στον πατέρα της, όταν αυτός ερχόταν από την δουλειά. Ούτε η γυναίκα του, που του έπαιρνε το σακάκι του και το κρέμαγε η ίδια στην κρεμάστρα του σπιτιού, σε ένδειξη σεβασμού προς εκείνον. Όλοι έμειναν στις θέσεις τους, παγωμένοι από τον φόβο και τις εξελίξεις των γεγονότων. Μπορεί να ήταν παιδιά, μα καταλάβαιναν πολλά, αν όχι όλα. Περίμεναν να τους ενημερώσει ο πατέρας τους. Εκείνος, αφού πρώτα έβγαλε το σακάκι του και το καπέλο του και τα κρέμασε στην κρεμάστρα, έβγαλε στην συνέχεια και τα παπούτσια του και φόρεσε τις παντούφλες του. Έπειτα ήρθε και κάθισε στο τραπέζι, στην δική του την θέση και αμέσως έβγαλε την ταμπακέρα του και άρχιζε να στρίβει ένα τσιγάρο. Ζήτησε από την γυναίκα του, να του ψήσει έναν καφέ, μιας και από το πρωί δεν είχε πιει, ούτε έναν. Όταν εκείνη του τον έψησε και του τον σερβίρισε, ο Ανδρέας άναψε το τσιγάρο του και ρούφηξε μια μεγάλη δόση καπνού. Τον έβγαλε έπειτα με δύναμη από τα πνευμόνια του και στην συνέχεια σήκωσε και ρούφηξε μια γουλιά καφέ. Στον δρόμο και καθώς ερχόταν προς το σπίτι του, είχε αποφασίσει να μιλήσει ανοιχτά, μπροστά και στα παιδιά τους. Δεν υπήρχαν άλλα χρονικά περιθώρια και κανένας πλέον ενδοιασμός. Αυτό που εκεί συνέβαινε, αφορούσε και αυτά τα ίδια τα παιδιά τους και συνεπώς μιλούσαν και για την δική τους την ζωή. Και δια τούτο θα έπρεπε να είναι ενήμερα σε όλα και για όλα. Άλλως, θα ήταν και μεγάλο λάθος. - «Τα πράγματα δυστυχώς Γεωργία μου, δεν είναι και τόσο ευχάριστα», είπε ο Ανδρέας και τους κοίταξε όλους, περιφέροντας στα γρήγορα το βλέμμα του. - «Δηλαδή;» ρώτησε εκείνη. - «Δηλαδή γυναίκα, κάτω στην προκυμαία, πρέπει να είναι χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος. Ποιος να μετρήσει πόσοι αυτοί να είναι και ποιος άραγε, εκτός από Εκείνον, να ξέρει και πόσοι πραγματικά να είναι. Ό,τι και να σου πω, ψέματα θα σου πω. Οι σύμμαχοι έχουν τραβήξει τα καράβια τους μακριά από την ακτή. Τα έχουν δεμένα στ΄ ανοιχτά μέσα στην θάλασσα και εάν κανείς Χριστιανός φθάσει μέχρι εκεί κολυμπώντας, δεν τον αφήνουν να ανέβει επάνω. Και εάν πάλι, καταφέρει κανείς να ανέβει σε κάποιο από αυτά, τότε τον ρίχνουν και πάλι μέσα στην θάλασσα. Κάνουν λες και θέλουν, όλοι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας να σφαγιαστούν σαν αρνιά από τις τούρκικες χαντζάρες και τα γιαταγάνια των απίστων. Ελληνικά πλοία δεν έχουν έρθει καθόλου και από ό,τι έχω ακούσει, βρίσκονται δεμένα απέναντι στην Χίο και στα λιμάνια των άλλων Ελληνικών νησιών και δεν πρόκειται να έρθουν. Δεν θέλουν, δεν τα αφήνουν, δεν ξέρω τι γίνεται. Πάντως μέχρι τώρα δεν έχουν έρθει. Οι Έλληνες, κάτω στην παραλία και στην προκυμαία, μόνοι τους αλληλοσκοτώνονται στην αγωνία τους και στην προσπάθεια τους, ποιος θα πρωτανέβει σε μια βάρκα ή σε κάθε άλλο είδους πλεούμενο. Άλλοι, μέσα σε αυτόν τον πανικό και τον χαλασμό που γίνεται, πνίγονται μόνοι τους μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης. Ο φόβος του Τούρκου, μας ένωσε και ο φόβος του Τούρκου, μας κάνει να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Σταματά για λίγο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Έπειτα τραβά και πάλι μια γερή δόση καπνού από το τσιγάρο του και αμέσως μετά ρουφά και μια το ίδιο γερή δόση καφέ. Η γυναίκα του, ακούγοντας όλα αυτά που ο άνδρας της τους είπε, τον ρωτά χωρίς να

205


206 κρατήσει κανένα πρόσχημα, επειδή τα παιδιά τους ήτανε μπροστά και δεν κάνει και καμία προσπάθεια να κρύψει τον τρόμο της και την αγωνία της. - «Ανδρέα… με... με μας; Τι θα γίνει με μας; Βρήκες τίποτα; θα καταφέρουμε να ….» τον ρωτάει μασώντας από δισταγμό τα λόγια της ή τραυλίζοντας από τον φόβο της για την απάντηση που ήδη ξέρει και φοβάται πως για ακόμη μια φορά θα ακούσει, από τα χείλη εκείνου. Ο Ανδρέας αφήνει το φλιτζάνι του καφέ και βγάζει τον καπνό από τα πνευμόνια του. Την κοιτάζει και έπειτα ρίχνει και μια γρήγορη ματιά και στα παιδιά τους. «Με μας;..» επαναλαμβάνει και εκείνος και δεν κρύβει καθόλου ότι και ίδιος διερωτάται και αναζητά απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα και αμέσως μετά συνεχίζει, «..με μας; Με μας θα γίνει, ό,τι και με όλους τους άλλους, αυτό θα γίνει και με μας. Μόνον ο Θεός ξέρει τι αποφάσισε για μας και τι και για τους άλλους. Δυστυχώς, άλλη λύση δεν υπάρχει. Παντού έψαξα και τίποτα δεν βρήκα, τίποτα…μα…τίποτα απολύτως». Σταματά και πάλι για λίγο και κοιτάζει την γυναίκα του. Μετά συνεχίζει και πάλι, «…έφυγε ο Ύπατος Αρμοστής, έφυγε….έτσι έμαθα. Και…», διστάζει να συνεχίσει και σταματά. - «Και;.. Τι και, Ανδρέα μου, τι και; λέγε λοιπόν» τον ρωτάει εκείνη με αγωνία και τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. - «..και έπιασαν και τον Μητροπολίτη μας, τον Χρυσόστομο, σήμερα το πρωί. Μπήκαν μέσα στην Αγία Φωτεινή, την Μητρόπολη μας και τον πήραν μέσα από εκεί, την ώρα που λειτουργούσε. Τίποτα δεν σέβονται οι άπιστοι, τίποτα και ..» σταματά για λίγο και πάλι. Δεν μπορεί να συνεχίσει, δεν θέλει να συνεχίσει και ούτε εκείνος καταλαβαίνει το γιατί. Κοιτάζει τα παιδιά του, τον γιο του, το καμάρι του και τις κόρες του, τα λουλούδια του. Σωστές κούκλες σκέφτεται και αμέσως το βλέμμα του γυρνά και κοιτάζει την Γεωργία. Η ματιά του, είναι ένα σιωπηλό ευχαριστώ σε εκείνη, που του έκανε τόσο όμορφα παιδιά. Έπειτα αφήνει το βλέμμα του να χαθεί στο βάθος του δωματίου, μέχρι να πάει και να συναντήσει στον απέναντι τοίχο τις φωτογραφίες των προγόνων του. Στην συνέχεια σηκώνει την ματιά του ψηλά και από μέσα του κάνει μια παράκληση στον Υπέρτατο Δημιουργό, ‘‘Θεέ μου, δώσε να μην αντικρίσω το κακό κι αν είναι έτσι να γίνει και αυτό είναι το θέλημα σου, τότε πάρε πρώτα εμένα, Θεέ μου’’. Την σκέψη του διακόπτει η φωνή της γυναίκας του. - «Και…. τι και… βρε Ανδρέα, λέγε επιτέλους άνδρα μου και μην διστάζεις. Είναι καλλίτερα να ξέρουμε τι θα μας συμβεί, να γνωρίζουμε τι θα πάθουμ…. » σταματά και εκείνη απότομα τον λόγο της και φέρνει έντρομη τα χέρια της και καλύπτει το στόμα της με τα δάκτυλά της. Ζαρώνει και σουφρώνει τα φρύδια της και με βλέμμα τρομαγμένο κοιτάζει πρώτα τα παιδιά της και μετά τον άνδρα της. Σκέφτεται τι πήγε να πει και ρίγος διαπερνά την ραχοκοκαλιά της και αυτό την κάνει να τρομάζει ακόμη περισσότερο. Θα έλεγε, ‘‘… τι θα πάθουμε και ό,τι είναι γραμμένο να πάθουμε’’, μα ευτυχώς σταμάτησε. Άραγε κατάλαβαν τα σπλάχνα της, τι λόγια η μάνα τους θα ξεστόμιζε και ποιες τραγικές αλήθειες, εκείνη θα έλεγε; Αναρωτήθηκε σαν κοίταξε τα παιδιά της. Τελευταία το βλέμμα της, έπεσε στην Κατερίνα της, το στερνοπούλι της. Είδε το βλέμμα της κόρης της και η καρδιά της μάνας πήγε να σπάσει. ‘Αυτός ο ανθρώπινος ανθός…’, αμέσως η Γεωργία σκέφθηκε ‘..στα χέρια των απίστων, στα χέρια των σφαγέων του Κεμάλ και των Τσέτων του’. Τρόμαζε στην σκέψη αυτή και ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι της και της χάιδεψε το κεφαλάκι της. Ο Ανδρέας βλέπει ότι η γυναίκα του, τα έχει χαμένα εκείνη την στιγμή. Μοιάζει να είναι στα χαμένα. Εκείνη που τόσα χρόνια δεν έχασε ποτέ την ψυχραιμία της, σήμερα φαίνεται πως έσπασε και πως λύγισε. Θα μιλούσε, θα τους έλεγε τα πάντα. Μα τώρα, πρώτα και πριν απ΄ όλα, έπρεπε να κερδίσει λίγο χρόνο και να δώσει επίσης και τον χρόνο

206


207 και την ευκαιρία στην γυναίκα του να συνέλθει και εκείνη. Έπρεπε ακόμη και το όλο σκηνικό, να προσπαθήσει να το αλλάξει τελείως. - «Γεωργία μου, φέρε μου ακόμη ένα ποτήρι νερό σε παρακαλώ, γιατί το έχω πιει, αυτό που μου έφερες με τον καφέ…» της λέει και κοιτώντας την ευθέως στα μάτια, συμπληρώνει για να φανεί περισσότερο φυσιολογικός , κυρίως στα παιδιά του, «..από την στάμνα θέλω να μου βάλεις, για να είναι και δροσερό». Εκείνη έστρεψε την ματιά της και τον κοίταξε. Κοιτάχτηκαν κατάματα και όπως τόσα χρόνια είχαν την δική τους γλώσσα, τον δικό τους σιωπηλό δρόμο επικοινωνίας, έτσι και τώρα στην δύσκολη αυτή ώρα, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, μίλησαν με τα μάτια, με το βλέμμα τους. Έπειτα χωρίς άλλη κουβέντα, σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήγε στην κουζίνα. Ο Ανδρέας αντιλαμβάνεται αμέσως που τα πρόσωπα των παιδιών του, στρέφονται προς αυτόν και αισθάνεται και τα βλέμματα τους, να είναι καρφωμένα πάνω του. Όλοι τους τον περίμεναν να συνεχίσει. Όμως εκείνος έκανε επίτηδες τον αδιάφορο, ξερόβηξε και κατέβασε το κεφάλι του προς τα κάτω. Κοιτούσε προς τα δάκτυλα του, όπου ανάμεσα τους, έπαιζε ένα τσιγαρόχαρτο και το ετοίμαζε να το γεμίσει με καπνό και να στρίψει έτσι, ένα νέο τσιγάρο. Δεν το ήθελε εκείνη την ώρα, μα το βρήκε σαν λύση, για να αποφύγει τις ματιές των παιδιών τους. Αισθανόταν αδύναμος και ανήμπορος να τα προστατεύσει και γι αυτό, ίσως να ένοιωθε και λίγες τύψεις και περισσότερες ενοχές. Πατέρας ήταν και δεν είχε σημασία αν έκανε τα πάντα για να τα πάρει μακριά από εκεί. Αφού δεν το κατάφερνε, τότε για αυτόν, ετούτο σήμαινε και ευθύνη και ενοχή. Έτσι το λογάριαζε αυτό και έτσι το εισέπραττε και γι΄ αυτόν και το χρεωνόταν μόνος του. Γιατί σαν πατέρας που ήταν, δεν περίμενε κανείς να του χρεώσει ευθύνες. Μόνος του ο ίδιος τις επωμιζόταν και αυτό ήταν αρκετό. Μετά από λίγο γύρισε και η γυναίκα του, η οποία όταν πήγε μέσα στην κουζίνα, πήρε μια δυο βαθιές αναπνοές, πλύθηκε στο πρόσωπο της για να συνέλθει και όταν αισθάνθηκε καλλίτερα, γέμισε ένα ποτήρι με νερό και επέστρεψε και πάλι κοντά τους. Το ακούμπησε μπροστά στον άνδρα της και στην συνέχεια πήγε και κάθισε στην θέση της. Η όψη της τώρα ήταν πολύ διαφορετική από πριν. Έδειχνε έτοιμη να ακούσει τα πάντα, έμοιαζε αποφασισμένη για τα πάντα. Είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στον Θεό και πίστευε ότι δεν θα τους ξεχνούσε, τις δύσκολες ετούτες ώρες. Όπως και άλλες φορές, έτσι και τώρα, ο Μεγαλοδύναμος δεν θα τους άφηνε αβοήθητους. Μόλις κάθισε στην καρέκλα της, το ανδρόγυνο ξανακοιτάχτηκε και πάλι μεταξύ του στα γρήγορα και ένα μειδίαμα φάνηκε στα χείλη της. Ήταν ένα ακόμη σιωπηλό ευχαριστώ, το δικό της ‘ευχαριστώ’ στον δικό της άνθρωπο, στο ταίρι της, που την προστάτευσε για ακόμη μια φορά. Ένα άφωνο και συνάμα τόσο ηχηρό ‘ευχαριστώ’ σε εκείνον, που της έδωσε με τον τρόπο του, την ευκαιρία και τον χρόνο να συνέλθει, από την άσχημη ψυχική κατάσταση, που είχε περιέλθει λίγο πρωτύτερα. Ο Ανδρέας σήκωσε το ποτήρι και αφού ήπιε λίγο νερό, έπειτα το άφησε κάτω και αμέσως άναψε το τσιγάρο του. - «Λοιπόν άνδρα μου, τι έλεγες όταν σταμάτησες και μου ζήτησες να σου φέρω νερό;…» ρώτησε η Γεωργία και τώρα δεν είπε Ανδρέα, μα ‘άνδρα μου’ και επίτηδες συμπλήρωσε ότι ‘εκείνος’ σταμάτησε την κουβέντα του, εκεί όπου την σταμάτησε, επειδή ‘εκείνος’ δήθεν, δίψασε και της ζήτησε να του φέρει νερό. Ήθελε να ξεχάσει ή ίδια, μα περισσότερο τα παιδιά τους, την κουβέντα που πήγε πρότερα να ξεστομίσει και ευτυχώς την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Και επανέλαβε «..λοιπόν τι έλεγες, άνδρα μου;». Το τόνισε και πάλι το ‘άνδρα μου’. Έπρεπε όλοι τους να καταλάβουν ότι μπορεί εκείνη σαν γυναίκα να λύγισε, μα η οικογένεια είχε και άνδρα. Τον άνδρα της και πατέρα τους και που μαζί τους εκείνος βρισκόταν, ετούτη την δύσκολη ώρα.

207


208 - «Η μητέρα σας έχει απόλυτο δίκιο…» είπε ο Ανδρέας, δικαιολογώντας την για τα λόγια που το ταίρι του δεν πρόλαβε προηγουμένως να πει και που όλοι τους τελικά, δυστυχώς όλοι τους, κατάλαβαν τι θα έλεγε. Η Γεωργία ένοιωσε και πάλι ευγνωμοσύνη για τον άνδρα της και πατέρα των παιδιών της. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν. Της ήρθε να κλάψει και να φωνάξει, να του πει δυνατά ‘‘αντί να με μαλώνεις, που δεν σε άκουσα τότε και όταν έπρεπε, εσύ τώρα με δικαιολογείς και από πάνω για την σημερινή μου αδυναμία και στέκεσαι εκεί απέναντι μου ήρεμος;’’. Αυτά ήθελε να του πει και να τα πει και φωναχτά. Όμως χαμήλωσε το κεφάλι της και από μέσα της ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά τον Παντοδύναμο, που κοντά 20 χρόνια πριν, έφερε στην ζωή της αυτόν τον άνθρωπο, με τον οποίο έζησε μέχρι τα τώρα, πολύ καλά. Σήμερα αν είναι να πεθάνει και έτσι Εκείνος όριζε, ας πεθάνει μαζί του, κοντά του. Όμως τα βλαστάρια τους; Εκείνα μόνο να σωθούν, γιατί εκείνα δεν ευθύνονται και δεν χρωστούν σε κανέναν τίποτα. Εκείνα να σωθούν και αυτό της αρκούσε. Από αυτές της τις σκέψεις, την αποσπά η φωνή του Ανδρέα, που ακούγεται να λέει, συνεχίζοντας τον λόγο του. - «….γιατί ξέρετε ότι το γυναικείο μυαλό, σκέφτεται πιο καθαρά από αυτό του άνδρα. Ένας άνδρας με τόσες σκοτούρες που έχει στο μυαλό του με την δουλειά του, καμιά φορά δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά. Λοιπόν, ..δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη λύση, παρά μόνον να μείνουμε εδώ στο σπίτι μας. Οι Τούρκοι υπόσχονται να μην πειράξουν κανέναν Χριστιανό και έχουν γεμίσει την πόλη με προκηρύξεις που το λένε αυτό και επίσης, προειδοποιούν ότι όποιος πειράξει Χριστιανό, θα το πληρώσει, ακόμη και με την ίδια του την ζωή. Να, καθώς ερχόμουν, πήρα μια τέτοια προκήρυξη μαζί μου, που την βρήκα κολλημένη σε έναν τοίχο....» και με τα λόγια αυτά, βγάζει από την τσέπη του παντελονιού του, την προκήρυξη. Την ξεδιπλώνει και την αφήνει επάνω στο τραπέζι. - «Και ποιος τις κόλλησε στην πόλη, αυτές τις προκηρύξεις;» ρωτάει η γυναίκα του. Την κοίταξε εκείνος και δεν ένοιωσε καλά που του έκανε αυτήν την ερώτηση. Ήθελε να την αποφύγει, γιατί δεν ήθελε να τους πει ‘ποιος έβαλε όλες αυτές τις προκηρύξεις’. Μα αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς. - «Οι Τούρκοι βέβαια τις έβαλαν, ποιοι άλλοι. Οι ίδιοι οι στρατιώτες του Κεμάλ, το ιππικό τους. Έχουν μπει στην πόλη, από νωρίς το πρωί. Εγώ μάλιστα τους συνάντησα σήμερα εκεί κάτω στην προκυμαία και κανέναν δεν είδα να πειράζουν. Φαίνεται πως θα σεβαστούν την πόλη και την ιστορία της, τους κατοίκους της, τους Χριστιανούς, τους Έλληνες. Πάντως για να φύγουμε από την πόλη με πλεούμενο, είναι αδύνατον». Όλων τα πρόσωπα και τα βλέμματα, έδειχναν ξεκάθαρα τον τρόμο, που τους είχε κυριεύσει. Αμήχανα κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και δεν μίλαγαν. Εκείνες τις ώρες, τα λόγια περιττεύουν. Τα γεγονότα μιλούν. Θα περίμεναν και ο Θεός ας βάλει το χέρι του. Και αφού άλλος τρόπος, άλλη λύση δεν υπάρχει, η αναμονή ας φωλιάσει εκεί ανάμεσα τους και ας γίνει και αυτή, ένα ακόμη μέλος της οικογένειας τους. - «Βέβαια..» συνέχισε ο Ανδρέας, «..τα πράγματα εκεί έξω είναι δύσκολα και επικίνδυνα και ανά πάσα στιγμή, τα πάντα μπορεί και να αντιστραφούν και να ανατραπούν συγχρόνως. Γι αυτό δεν πρέπει να βγαίνει κανείς μας έξω και μέχρι να δούμε τι θα γίνει και πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση, θα παρακαλέσω να μένουνε όλοι μας, κλεισμένοι μέσα στο σπίτι. Αν χρειασθούμε κάτι, εγώ θα πηγαίνω. Το μαγαζί το έχω κλείσει και έχω πληρώσει και με το παραπάνω τους υπαλλήλους μας. Δηλαδή…τον Δημητρό και τον Βενιαμίν, γιατί ο Χασάν…» και λέγοντας αυτό το όνομα, κοιτάζει τα παιδιά του με ένα βλέμμα όλο νόημα και συμπληρώνει, «..γιατί ο Χασάν, έχει μέρες να φανεί από εκεί». Έπειτα κοιτάχτηκαν με την γυναίκα του. Όχι δεν έπρεπε να πει στα παιδιά, ότι χθες το βραδύ τον είδε και ότι εκείνο το άπιστο σκυλί, σαν φίδι μεσ΄ τον κόρφο, προς το παρόν τον δάγκωσε με τα λόγια του….. Αυτό το τελευταίο ο Ανδρέας, εκείνη την ώρα και

208


209 εκείνες τις στιγμές, δεν το ήξερε και σίγουρα δεν θα μπορούσε και να το ξέρει και παρότι έγινε ό,τι έγινε και ειπώθηκε ό,τι ειπώθηκε μεταξύ τους σε εκείνη την συνάντηση τους, παρά ταύτα, ακόμη και έτσι, του ήταν αδιανόητο και δεν θα μπορούσε να φανταστεί, τι το μέλλον επεφύλασσε σε αυτόν και την οικογένεια του να τους συμβεί, από τα χέρια εκείνου του ίδιου του υπαλλήλου του. Γιατί και για την ακρίβεια και την αλήθεια του λόγου, εκείνη την στιγμή και εκείνες τις ώρες, ούτε εκείνος μα ούτε και η γυναίκα του, αλλά ούτε και κανένα από τα παιδιά τους, θα μπορούσαν να φανταστούν, τον Χασάν να του κάνεις κάποιο μεγάλο κακό. Υπάλληλο τους τον είχαν τόσα χρόνια και ανάμεσα τους αυτός ζούσε και κινιόταν. Γιατί και εκείνος και έτσι τον θεωρούσαν και συχνά του το έδειχναν κιόλας, ήταν ένας από τους δικούς τους ανθρώπους. Τελειώνοντας με αυτές τις τελευταίες κουβέντες, ο Ανδρέας ζήτησε από τα παιδιά του, να πάνε στα δωμάτια τους και να αφήσουν μόνους τους γονείς τους. Τους διαβεβαίωσε και πάλι, πως ό,τι ήταν να τους πουν, τους το είπαν και πως τώρα, οι γονείς τους απλώς αισθάνονται και θα ήθελαν να μείνουν μόνοι οι δυο τους για λίγο, σαν αντρόγυνο που ήταν. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι πράγματι εκείνες τις δύσκολες ώρες, είχαν ο ένας την ανάγκη του άλλου και αισθάνονταν και την ανάγκη να μείνουν για λίγο μόνοι τους και γι αυτό σηκώθηκε πρώτος, παροτρύνοντας ταυτόχρονα και τις αδελφές του, να τον ακολουθήσουν στα δωμάτια τους. Όταν ο Ανδρέας και η Γεωργία έμειναν μόνοι τους, επιβεβαίωσαν για ακόμη φορά, την από κοινού ληφθείσα απόφασή τους, να μείνουν δηλαδή στο σπίτι τους. Άλλωστε δεν υπήρχε και η δυνατότητα να φύγουν από την πόλη τους και από την εδώ και τρεις περίπου χιλιάδες (3.000) χρόνια, πατρογονική τους γη. Και αν έφευγαν, δεν ήξεραν κιόλας και πού να πάνε. Εδώ ήταν τα δικά τους χώματα, εδώ ήταν η δική τους πατρίδα. Πάππου προς πάππον, εδώ κατοικούσαν οι πρόγονοι τους και οι ρίζες τους εκεί ήταν φυτρωμένες. Τώρα πώς να τις ξεριζώσεις και πού αλλού να πας να τις φυτεύσεις; Ο Ανδρέας, έδιωξε διακριτικά και με ευγένεια τα παιδιά του, γιατί ήθελε να μείνουν μόνοι αυτός και η γυναίκα του, για να βρει έτσι την ευκαιρία, να της πει ότι ανεξάρτητα από το εάν οι Τούρκοι τοιχοκόλλησαν παντού προκηρύξεις με την εντολή να μην πειράξει κανείς Χριστιανό, ο ίδιος διατηρούσε πολλές και ισχυρές αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των προθέσεων των απίστων. Και γιατί άλλωστε να τους πίστευε, όταν μέχρι σήμερα απ΄ όπου εκείνοι πέρασαν, μόνον την καταστροφή έφεραν και τον θάνατο απλόχερα σκόρπισαν. Και αν είχαν τόσο αγνές προθέσεις, γιατί άραγε να έπιασάν τον Μητροπολίτη τους, τον Χρυσόστομο; Αυτά όλα ήθελε να τα συζητήσουν οι δυο τους, μόνοι τους και χωρίς να είναι τα παιδιά τους μπροστά. - «Για όλα λοιπόν αυτά που σου είπα και όσα πιθανόν να ξέχασα να σου πω Γεωργία μου, εμείς πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Αυτοί οι άπιστοι δεν έχουν μπέσα και το ξέρεις. Το νου σου στα παιδιά μας, κυρίως στα κορίτσια μας. Αυτές τις μέρες και μέχρι τα πράγματα να ηρεμήσουν, ούτε ο ήλιος να μην τα δει, ούτε ο ήλιος, κατάλαβες Γεωργία μου;» - «Ναι άνδρα μου, κατάλαβα και θα γίνει όπως εσύ λες» του αποκρίθηκε, γιατί είχε πλέον αποφασίσει να μην προβάλει ξανά, καμία αντίρρηση στον άνδρα της. Θα έκανε από τούδε και στο εξής, ότι εκείνος έλεγε. Και η κουβέντα μεταξύ τους συνεχίσθηκε για ακόμη περίπου μια ώρα, όταν….. όταν εκεί μέσα στην νύχτα, την ηρεμία της διακόπτουν, δυνατές φωνές. Οι φωνές που ακούγονται από τον δρόμο, είναι δυνατές και χαρούμενες. - «Έρχεται, έρχεται…φθάνει…έρχονται οι Εύζωνοι μας με τον Πλαστήρα. Έρχεται το ‘Σεϊτάν Ασκέρ’… έρχονται τα παλικάρια μας» ακούγονται χαρούμενες οι φωνές από τον δρόμο, γεμάτες χαρμόσυνα και αισιόδοξα μηνύματα. Ακούγονται δυνατά οι φωνές τους και ακούγονται ταυτόχρονα μπερδεμένες με τα γρήγορα βήματα μιας ομάδας ομόθρησκων πατριωτών, που έτρεχαν στους δρόμους της πόλης και στα σοκάκια του

209


210 Ελληνικού μαχαλά, και φώναζαν δυνατά τα καλά τα νέα, για να τα ακούσουν και να τα μάθουν όλοι οι Έλληνες της Σμύρνης. ‘Σεϊτάν Ασκέρ’, έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι, το 5/42 Σύνταγμα του Συνταγματάρχη Πλαστήρα, που εν τω μεταξύ, είχε μετονομασθεί σε 13 η Μεραρχία, όμως όλοι τους εκεί σε εκείνη την γη, στρατιώτες και πολίτες, συνέχιζαν να το ονομάζουν ‘‘5/42 το Ευζωνικό’’, γιατί στα χώματα τους, στην δική τους την γη, την Μικρά Ασία, έτσι είχε γίνει γνωστό για την παλικαριά των ανδρών του και του Διοικητού του. - «Έρχεται, φθάνει στην Σμύρνη ο Πλαστήρας…» συνέχισαν δυνατά να ακούγονται οι φωνές από τον δρόμο και τα πατζούρια και τα παραθυρόφυλλα απασφαλίστηκαν και ένα-ένα, άνοιγαν. Παρότι είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι, οι πόρτες άνοιξαν και αυτές διάπλατα και ο κόσμος βγήκε έξω. Από πόρτα σε πόρτα, από φράχτη σε μαντρότοιχο και από τα χείλη στην καρδιά, τα χαρμόσυνα νέα, γρήγορα μα πάρα πολύ γρήγορα, διαδόθηκαν και τα έμαθαν σχεδόν όλοι. - «Έρχεται το Ευζωνικό μας με τον Πλαστήρα.. έρχονται… έρχονται τα παλικάρια μας… φθάνουν οι Εύζωνοι μας…έρχονται…έρχονται…». Ρίγησαν τα κορμιά στο άκουσμα αυτών των απροσδόκητων νέων και στα χείλη όλων, ζωγραφίστηκε και ξαναήρθε το χαμόγελο. Νέες ελπίδες εκ νέου, γεννήθηκαν στην μήτρα αυτής της είδησης αλλά δυστυχώς, ο τοκετός δεν έγινε ποτέ. Το χαμόγελο πολύ γρήγορα πάγωσε στα χείλη των ανθρώπων και οι Έλληνες, όπως ξαφνικά εμφανίσθηκαν, έτσι το ίδιο ξαφνικά και πάλι χάθηκαν και κρύφτηκαν μέσα στα σπίτια τους και πίσω τους, έκλεισαν και ασφάλισαν ερμητικά, όλα τα πορτοπαράθυρα τους. Γιατί ο Πλαστήρας, στρατιωτικός ήταν και άλλες εντολές είχε και διαταγές εκτελούσε. Και έτσι με το ένδοξο ‘5/42’ και τα Ευζωνάκια του, απλώς πέρασε έξω από την πόλη και από τα προάστια της. Πέρασε έξω από τον ήδη καμένο και κατεστραμμένο Μπουρνόβα και αφού προσπέρασε και τον όμορφο Μπουτζά, παρέκαμψε την Σμύρνη και εκτελώντας διαταγές, οδηγούσε τους άνδρες του, στο λιμάνι του όμορφου Τσεσμέ. Τέτοια εντολή είχε, παρά τις προσωπικές του αντιρρήσεις. Μα ήταν στρατιώτης και έπρεπε να εκτελεί αναντίρρητα τις διαταγές, ανεξάρτητα εάν και ο ίδιος τις επικροτούσε ή όχι. Και έπρεπε να το κάμει με όποιο κόστος και δεν είχε το δικαίωμα να τις θέσει στην κρίση του και στην διακριτική του ευχέρεια και επιλογή, ως προς την εκτέλεση τους. Στον Τσεσμέ λοιπόν οδηγούσε τους άνδρες του και εκεί, όπως έλεγαν οι διαταγές που είχε πάρει, θα τους επιβίβαζε σε πλοία και θα όλοι τους θα περνούσαν αρχικά στην Χίο και στην συνέχεια στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως συνέβη και με τις άλλες Ελληνικές στρατιωτικές μονάδες. Αυτές τις διαταγές είχε και αυτή η προς στιγμήν σπίθα της νέας ελπίδας, δεν έγινε ποτέ φλόγα ελευθερίας. Το έμβρυο της, πέθανε στην μήτρα της προσδοκίας. Έτσι κύλησε εκείνη η ημέρα, η 27 η Αυγούστου, με την πόλη της Σμύρνης και τους κατοίκους της, στο έλεος της ιστορίας και της μοίρας τους. Ήδη από εκείνο το ίδιο βράδυ, από το βιβλίο της Ελληνικής ιστορίας, απλόχερα θα διατεθούν αρκετές από τις σελίδες του, στην Σμύρνη, στον Ελληνισμό της Ιώνιας γης, αλλά και σε όλους τους άλλους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Σε όλους εκείνους, τα ζωντανά και αποκλειστικά θύματα, του οράματος ενός πολιτικού, που οραματίσθηκε και φιλοδόξησε να κάμει την ‘‘Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών’’. Και σε εκείνες τις σελίδες της ιστορίας, οι Έλληνες των απέναντι πατρίδων, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου, θα γράψουν την δική τους ιστορία, όχι με το μελάνι του ιστορικού, μα με το ίδιο τους το αίμα, το αίμα του ελληνισμού. Θύματα επιπλέον και κάποιων άλλων αυτόκλητων θυτών απελευθερωτών τους, που κίνησαν ως νέοι και σύγχρονοι σταυροφόροι, για να τους απελευθερώσουν και μετά τόσα χρόνια, ακόμη και μέχρι σήμερα το ερώτημα μένει αναπάντητο. Από ποιους άραγέ θα τους απελευθέρωναν; Από τους σκλάβους τους και τους δουλικούς τους; Από τους Τούρκους δηλαδή και που

210


211 τελικώς αντί της ελευθερίας, τους πρόσφεραν την φωτιά, την καταστροφή, τις σφαγές, το ξεκλήρισμα τους και τον ξεριζωμό τους! Το ξεκλήρισμα τους από το μαχαίρι των Αγαρηνών και το γιαταγάνι των Τσέτων. Το ξερίζωμα τους από την δική τους πατρογονική, γενέθλια και για αιώνες πατρώα τους γη. Το ξεσπίτωμα τους από εκείνη την γη και από εκείνα τα χώματα, που πέρασε ο μεγάλος Μακεδόνας Στρατηλάτης, ο Μέγας Αλέξανδρος και τόσοι άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι και όχι μόνον, της αρχαιότητας, γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν, γράφοντας ιστορία και κάνοντας από τότε την εκεί άλλη Ελλάδα, γνωστή ανά τον κόσμο; Άλλη μια σκοτεινή πλευρά του Ελληνισμού και της ιστορίας του. Ποιος άραγε να φταίει; Υπήρξαν οι Έλληνες, τα θύματα ενός οράματος, κάποιου και όποιου φιλόδοξού πολιτικού; Υπήρξαν τα θύματα μιας γενικότερης εσφαλμένης Ελληνικής πολιτικής ή άλλων ενδεχόμενων συγκυριών; Υπήρξαν τα θύματα των συμμάχων τους και της αλλόφρονας και αλλοπρόσαλλης πολιτικής τους; Ας αναρωτηθούν οι αρμόδιοι και ας αναζητήσουν και τους ενόχους. Γιατί εκείνοι οι αποδεκατισμένοι ξεριζωμένοι Έλληνες, είχαν άλλο μέλημα για προτεραιότητα τους. Ν α γλιτώσουν αρχικά την σφαγή και στην συνέχεια να επιβιώσουν. Έπρεπε να ζήσουν….και εκείνοι….όσοι τελικώς γλίτωσαν και απέμειναν, από εκείνη την γενοκτονία του Ελληνισμού! Εκεί στις απέναντι και αντικρινές, πατρίδες, στις δικές τους πατρίδες.

211


212

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΟΥΣΑΚ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΛΗ-ΒΕΡΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΟΔΗΓΕΙΤΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ. ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΈΦΘΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗ, ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΙΠΠΟΥΣ ΤΣΕΤΕΣ.

212


213

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Οι Τούρκοι γνώριζαν, ήξεραν καλά, ότι η ‘Νύφη του Ερμαίου’ και όπως οι ίδιοι την αποκαλούσαν, η ‘Γκιαούρ Ιζμίρ’, δηλαδή ‘η άπιστη Σμύρνη’, όσο θα υπήρχε εκεί στον όμορφο κόλπο του Ερμαίου, τότε και η ελληνική ψυχή, εκεί θα ήταν, αιώνια ριζωμένη. Και για να ξεριζωθεί η ελληνική ψυχή από την Ιώνια γη, ήταν αναγκαίο και η μητροπολιτική τους πόλη, η ίδια δηλαδή η πόλη της Σμύρνης, να ξεριζωθεί και αυτή μαζί τους. Να καταστραφεί έπρεπε τελείως και να μην μείνει σε αυτή την πόλη τίποτα, το ‘Ελληνικό’. Και ο στρατιωτικός Μουσταφά Κεμάλ γνώριζε πολύ καλά, πώς αυτό να το κάνει. Το ήξερε από την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, από τον ξεριζωμό τους από τα μακρινά προς τον βορρά Ρωσικά σύνορα και μέχρι την Σινώπη. Από τότε που στα 1919, αποβιβάσθηκε με τα στρατεύματα του στην Σαμψούντα και έθεσε σε εφαρμογή το πρώτο μέρος του προ πολλού, προαποφασισμένου σχεδίου. Εκείνου του σχεδίου, που το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος», το οποίο ιδρύθηκε στα 1889 και στο συνέδριο του, που πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1911, πήρε ομόφωνη απόφαση να κάμει τον Πόντο, την Θράκη και την Μικρά Ασία, μωαμεθανική χώρα. Και τώρα, το μέλος αυτού του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και ήδη αρχηγός των Νεότουρκων και μετέπειτα αναμορφωτής των Τούρκων, ο στρατηγός Κεμάλ Μουσταφά, ήταν και πάλι αποφασισμένος να θέσει σε εφαρμογή και χωρίς καμία παρέκκλιση, αυτό το μέρος του σχεδίου, που προέβλεπε να κάνει μωαμεθανική, την γη ετούτη. Να κάνει δηλαδή μια γι α πάντα, τουρκική γη την Μικρασιατική γη. Ο Μουσταφά Κεμάλ, ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει το σχέδιο του και το έργο του και η ολοκλήρωση αυτή θα επιτυγχανόταν, μόνον όταν Έλληνες, Σμύρνη και ελληνική ψυχή, δεν θα υπήρχαν σε όλη την Μικρά Ασία, την Θράκη και τον Πόντο, απ΄ άκρη σ΄ άκρη. Άλλη λύση δεν υπήρχε και αυτό το είχε αποφασίσει και σε αυτό στόχευε από την ώρα, που από τα βάθη της Ανατολής, ξεκίναγαν, εκείνος και οι δικοί του, αυτόν τον αγώνα. Έναν αγώνα εξόντωσης του Ποντιακού, Θρακιώτικου και Μικρασιατικού Ελληνισμού, καθώς και αφανισμού κάθε στοιχείου, που να θυμίζει και να είναι συνδεδεμένο με την Ελληνική Φυλή και την περισσότερο από 3.000 χρόνων παρουσία της, σε εκείνα τα χώματα. Όνειρο και μοναδικό σκοπό της ζωής του, το είχε ορίσει αυτό και όταν μπροστά στην ορμητικότητα και στην αποφασιστικότητα του ίδιου και των στρατιωτών του, η περίφημη και ένδοξη μέχρι προ μηνός, τρομερή Ελληνική Στρατιά της Μικράς Ασίας, άρχισε να χάνει την μια μετά την άλλη τις μάχες και να εγκαταλείπει απροστάτευτες τις πόλεις και αβοήθητους τους κατοίκους των, τότε διαφάνηκε ότι το όνειρο του Μουσταφά Κεμάλ, έπαιρνε και σάρκα και οστά. Σήμερα οι προφυλακές του, βρίσκονται μέσα στην Σμύρνη και οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες, στον Τσεσμέ, περιμένοντας να επιβιβασθούν σε πλοία και να φύγουν από εκείνα τα ήδη με ελληνικό αίμα, βαμμένα χώματα. Τι άλλο έμενε για να ολοκληρωθεί το όνειρο του; Η Σμύρνη και η… καταστροφή της και η…. εξάλειψή κάθε εναπομείναντος στοιχείου, που να μπορεί να θυμίζει και να αποδεικνύει στο μέλλον, έστω και κατά το ελάχιστον, την ελληνικότητα της. «Το σχέδιο λοιπόν, έτσι προέβλεπε και έτσι και θα γινόταν!» Η πόλη των εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, το λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου και το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, η όμορφη και ξακουσμένη πόλη της Σμύρνης, εκείνο το πρωινό της 28 Αυγ. 1922, ημέρα Κυριακή, δεν ξυπνά με τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες της Μητρόπολης της, της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής,. Η πόλη και οι κάτοικοι της, ξυπνούν με πυκνούς πυροβολισμούς. Βέβαια, από την

213


214 προηγούμενη μέρα, με το που έπεσε το σκοτάδι και σκέπασε την πόλη, όλη την νύχτα και μέχρι το πρωί, σποραδικοί πυροβολισμοί ακουγόντουσαν, σε διάφορους μαχαλάδες και σε άτακτα χρονικά διαστήματα και για λίγο ή περισσότερο χρόνο. Στην αρχή, σχεδόν όλοι τους πίστευαν, πως ήταν πυροβολισμοί για την αποκατάσταση της τάξης στην πόλη. Όμως αλίμονο! Όσο περνούσε η ώρα, οι πυροβολισμοί πύκνωναν και επιπλέον διαρκούσαν και περισσότερο χρόνο. Το κακό και το μακελειό, είχε ήδη αρχίσει. Οι Αρμένιοι ήταν τα πρώτα θύματα της Τουρκικής μανίας και της θηριωδίας των Αγαρηνών. Και δεν ήταν στρατιώτες του Κεμάλ αυτοί, που έπεσαν σαν όρνεα στο θήραμα Ήταν ο ίδιος ο τούρκικος λαός της Σμύρνης, που χίμηξε κατά των μέχρι τα χθες συμπολιτών και γειτόνων τους, των Αρμενίων, εκεί στον απάνω μαχαλά. Ήταν ο τούρκικος όχλος, που όμως είχε για επικεφαλής του, Τούρκους Αξιωματικούς. Και το κακό ξεκίνησε και συνεχίστηκε, για τέσσερις ολόκληρες μέρες. Ακατάπαυστα και ασταμάτητα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί. Ορμούσαν στα σπίτια των Αρμενίων και τους ξετρύπωναν από τα υπόγεια τους, από εκεί απ΄ όπου οι πτωχοί εκείνοι και ανυπεράσπιστοι αθώοι ήταν κρυμμένοι, επειδή πίστευαν ότι εκεί δεν θα τους έβρισκαν οι διώκτες τους. Και τότε… και τότε…. μέχρι και ο Θεός έκλεισε τα μάτια του, για να μην βλέπει το κακό. Τους έβγαζαν από τις κρυψώνες τους και τους έσερναν έξω στον δρόμο. Τους υπέβαλαν σε φρικτά και φοβερά βασανιστήρια και έπειτα το ίδιο φρικτά, τους αποτελείωναν, είτε με μιας είτε με αργό θάνατο. Το μέγεθος της καταστροφής της συμφοράς, απεδείκνυε ότι τα πάντα γινόντουσαν, βάσει σχεδίου και με καταστροφική μεθοδικότητα. Κανείς ή σχεδόν κανείς από τους Αρμένιους, δεν διασώθηκε και τα πάντα είχαν λεηλατηθεί. Οι Έλληνες της Σμύρνης έβλεπαν τις ανομίες και τα εγκλήματα και ανήμποροι να αντιδράσουν, ευελπιστούσαν ότι το μένος των Τούρκων, θα ξεθυμάνει και θα εξανεμιστεί επάνω σε εκείνους τους δυστυχείς και όταν με αυτούς θα ξεμπέρδευαν, ίσως τότε να μην είχαν το κουράγιο και την διάθεση για άλλο κακό και για επανάληψη όλων εκείνων, που επί τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, γνώρισε ο Αρμένικος μαχαλάς και οι κάτοικοί του. Αλλά αλίμονο. Το κακό με την καταστροφή της Αρμένικης συνοικίας και τον αφανισμό των Αρμενίων, ήταν μόνον η αρχή. Και αν κύκλωσαν και έβαλαν φωτιά πρώτα σε εκείνον τον μαχαλά, ήταν για δύο καθαρά λόγους. Πρώτον, γιατί είχαν πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Αρμένιους εδώ και πολλά χρόνια και δεύτερον, γιατί ο δικός τους μαχαλάς ήταν ο μικρότερος στην Σμύρνη και δια τούτο και πιο εύκολα απ΄ όλους τους άλλους περικυκλωνόταν. Και ο στρατιωτικός Μουσταφά Κεμάλ, ήθελε να ξεκινήσει το κακό στην Σμύρνη, με μια βεβαιωμένη και απόλυτη καταστροφή και με μια επιβεβαιωμένη νίκη των Τούρκων, για πολλούς λόγους. Πετυχημένος στρατιωτικός ήταν και ήξερε ότι οι νίκες κερδίζονται πρώτιστα από τους άνδρες και ένας άνδρας στο κακό του πολέμου, χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα και πριν απ΄ όλα, ηθικό. Οι Αρμένιοι ήταν για εκείνους το εύκολο θύμα και σαν τέτοιο, θα ήταν και μια βεβαιωμένα εύκολη καταστροφή, συνεπώς και μια επιβεβαιωμένη νίκη. Μια καταστροφή, που το ελάχιστον, αφ΄ ενός θα εξύψωνε το ηθικό των δικών του ανδρών και της φυλής του και αφ΄ ετέρου, θα άνοιγε σε όλους τους, στα σίγουρα την όρεξη και για άλλες καταστροφές, λεηλασίες και σκοτωμούς. Ενώ αντίστοιχα, θα προκαλούσε και ανάλογο τρόμο, στους κατοίκους της πόλης, που ανήκαν στις υπόλοιπες φάρες και εθνότητες. Και αυτά τα ήξερε καλά ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο άνθρωπος που βάσισε και εδραίωσε την αναμόρφωσή και παλινόρθωση της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον αφανισμό των άλλων φυλών και τον οριστικό τους ξεριζωμό, από εκείνη την γη και από εκείνα τα χώματα, που εδώ και τρεις και πλέον χιλιετίες, ο Ελληνισμός κατοικεί, δημιουργεί και μεγαλουργεί. Ήξερε καλά και τι έκανε και πώς να το έκαμνε. Ήταν εκείνος που πρόβλεψε και προγραμμάτισε μια νέα γέννα, αυτής της γενιάς των Νεότουρκων και

214


215 του νέου τουρκικού κράτους, μέσα από τον θάνατο των άλλων και βεβαίως, ακόμη καλλίτερα γνώριζε και πώς να το επιτύχει. Είχε εξασφαλίσει και την σιωπηρή επικύρωση των πράξεων του, από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από εκείνους, που πριν τρία περίπου χρόνια, προέτρεψαν και πρώτοι στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων και του τότε Έλληνα πρωθυπουργού, του Ελευθέριου Βενιζέλου και που σήμερα, πάλι πρώτοι, εγκαταλείπουν ετούτο τον λαό και τον αφήνουν έρμαιο της τύχης του, βορά στα χέρια των αιμοσταγών και αιμοδιψών διωκτών του, των Τούρκων. Οι διεθνείς ισορροπίες είχαν και από καιρού αλλάξει και ο χαμός, ο αφανισμός και ο ξεριζωμός μερικών δεκάδων χιλιάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και όχι μόνον, οι ψυχές και οι ζωές ανθρώπων δηλαδή, δεν είχαν πλέον σημασία καμία. Άλλωστε ο άνθρωπος γεννιέται, με τελικό προορισμό τον θάνατο. Το εάν αυτό συμβεί τελικώς, ‘βιαίως ή φυσιολογικά’, ‘συντομότερα ή αργότερα’, σημασία δεν έχει καμία για εκείνους που διαχρονικά κινούν τα πιόνια, στην σκακιέρα της υφηλίου. Κυριακή πρωί, 28 Αυγ. 1922. Μερικοί κάτοικοι της Σμύρνης και μεταξύ αυτών και κάποιοι Έλληνες, πρόβαλαν δειλά-δειλά στις εξώπορτες των σπιτιών τους και κίνησαν με όλες τις δυνατές προφυλάξεις και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την προκυμαία, με την ελπίδα μήπως έστω και την τελευταία στιγμή, καράβια ελληνικά είχαν έρθει στο λιμάνι της πόλης και ίσως ήταν και τυχεροί και εξασφάλιζαν σε αυτά, κάποια θέση σωτηρίας. Όμως εκείνοι οι παράτολμοι και ανυποψίαστοι πολίτες, δεν γνώριζαν και δεν θα μπορούσαν βέβαια να γνωρίζουν το σχέδιο, το οποίο προέβλεπε ότι ταυτόχρονα με την έναρξη καταστροφής της Αρμενικής συνοικίας, θα άρχιζε και το πλιάτσικο της υπόλοιπης Σμύρνης, κυρίως των μαγαζιών της. Μόνο των μαγαζιών σε πρώτη φάση και μετά θα ερχόταν και η σειρά των σπιτιών και των κατοίκων της. Επικεφαλής των ομάδων του πλιάτσικου, είχαν τεθεί όλοι εκείνοι οι Τούρκοι, που δούλευαν στα μαγαζιά των Ελλήνων ή γενικά κοντά και μαζί με τους Έλληνες. Εκείνοι, που ήξεραν καλά, πού να κάνουν πλιάτσικο και τι να πάρουν. Και εκείνους τους είχαν τάξει για μπαξίσι, πρώτοι να πάρουν τα καλλίτερα. Τους έδωσαν λοιπόν εντολή να αρπάξουν ό,τι έβλεπαν τόσα χρόνια να χαίρονται οι Έλληνες και εκείνοι μέχρι τα τώρα, μόνο να τα λιμπιζόντουσαν μπορούσαν. Και γι αυτό έπεσαν, σαν λύκοι σε κοπάδι απροστάτευτων αιγοπροβάτων. Άνοιγαν πόρτες μαγαζιών, έμπαιναν και άρπαζαν ό,τι μπροστά τους έβρισκαν. Μοίραζαν ό,τι άρπαζαν και στην συνέχεια ό,τι απέμενε το κατέστρεφαν. Εκείνα τα ίδια τα μαγαζιά, στα οποία μέχρι τα χθες δούλευαν και από τα οποία έτρωγαν ψωμί και ζούσαν τις οικογένειες τους και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Εκείνα τα ίδια τα μαγαζιά οι αθεόφοβοι, λεηλατούσαν σήμερα. Και όχι μόνον αυτά, μα και τα Εβραίικα και τα Αρμένικα και κάθε άλλο μαγαζί, που δεν ήταν Τούρκικο. Και ακόμη το σχέδιο προέβλεπε, ότι εκείνες οι ομάδες των πλιατσικολόγων, όποιον συναντούσαν στον δρόμο που δεν ήταν δικός τους, δεν είχε την τύχη να είναι Τούρκος δηλαδή και είχε κάνει το τραγικό λάθος να αψηφήσει την τουρκική πλέον κυριαρχία στην Σμύρνη και είχε τολμήσει να βγει έξω από το σπίτι του, τότε…τότε εάν τον συναντούσαν, θα έπρεπε να πληρώσει αυτή την απερισκεψία του ή τόλμη του, με την ίδια του την ζωή. Το σχέδιο, το προέβλεπε και αυτό και όποιος Τούρκος δεν θα το εφάρμοζε, τότε θα πλήρωνε εκείνος, με την δική του την ζωή. Πρώτα όμως θα έπρεπε να του πάρουν ότι πολύτιμό είχε μαζί του. Χρήματα, χρυσαφικά, σταυρούς και δαχτυλίδια και κάθε άλλο αντικείμενο αξίας, που θα έβρισκαν επάνω του. Ακόμη και τα ρούχα του και τα παπούτσια του, εάν είχαν και εκείνα κάποια αξία, έστω και μικρή. Και όλα αυτά να γινόντουσαν, κάτω από την απειλή του θανάτου. Και αφού θα του τα έπαιρναν, τότε…τότε αλίμονο για εκείνον τον δυστυχή. Τότε πλέον να ερχόταν και η ώρα να μιλήσουν το μαχαίρι και το γιαταγάνι.

215


216 Άνοιγαν μαγαζιά, αποθήκες, συλλόγους και εκκλησιές. Τίποτα που να θυμίζει ‘Ραγιά’ και ‘Γραικό’, δεν έπρεπε να μείνει και δεν θα έμενε όρθιο και ανέγγιχτο τελικώς. Εκείνος, ο ηγέτης τους, ήξερε καλά και τον λαό του, μα και πώς να κάνει και την δουλειά του σωστά ήξερε. Ήταν ο Κεμάλ, ο δικός τους άνθρωπος και ο Τούρκος, ‘δικό του άνθρωπο’ εννοεί εκείνον που τον αφήνει να κάνει, όλα όσα στην Σμύρνη και στους κατοίκους της, εκείνες τις μέρες και τις νύχτες έκανε. Να λεηλατεί δηλαδή και να αρπάζει, ό,τι η δική του ανικανότητα, τεμπελιά και ραχάτι, δεν του επέτρεψαν ποτέ του να αποκτήσει. Να κάνει όλα όσα συνέβησαν στην Σμύρνη και στον Ελληνισμό της, μα και σε όλη την υπόλοιπη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο και που η ιστορία και οι ιστορικοί, έγραψαν και κατέγραψαν ή ξέχασαν ή απέφυγαν σκοπίμως και επιμελώς να γράψουν, σεβόμενοι την ανθρωπότητα και τον ίδιον τον άνθρωπο. Ενδεχομένως να απέφυγαν να γράψουν τις ωμότητες που εκεί, σε εκείνη την γωνιά της γης έγιναν και πολύ πιθανό φαίνεται πως έτσι είναι, σε δυσκολία δηλαδή βρέθηκαν, ακόμη και με την πέννα τους να περιγράψουν εκείνες τις τραγικές και για την ανθρωπότητα, ώρες και ημέρες ντροπής. Και για να μπορέσουν οι Τούρκοι, όλα αυτά να τα κάνουν και καλά και ανενόχλητα, είχαν επιπλέον οργανώσει και αρκετές ομάδες περιφρούρησης, αποτελούμενες από πολίτες Τούρκους, στους οποίους έδωσαν, σε άλλους κυνηγετικά και σε άλλους στρατιωτικά όπλα. Και οι ομάδες αυτές, περιφέρονταν μέσα στην πόλη και όπου έβρισκαν Έλληνα ή Ελληνίδα, αδιάκριτα και αδίστακτα, τους πυροβολούσαν. Το ίδιο επίσης συνέβαινε και σε όποιο κεφάλι από κάποιο παραθύρι ξεπρόβαλλε. Είχε την ίδια τύχη. Οι Έλληνες, μα και οι λοιποί κάτοικοι μη Τούρκοι της Σμύρνης, είχαν κλειστεί σαν τα ποντίκια, μέσα στα σπίτια τους. Το σχέδιο ήταν σαφές, συγκεκριμένο και απλό. Ένα πλούσιο και καλό γεύμα, τελειώνει πάντα, με ένα το ίδιο πλούσιο και το ίδιο καλό επιδόρπιο. Τότε μόνον έχει αξία το γεύμα, αλλά και το επιδόρπιο. Και το επιδόρπιο της Τούρκικης θηριωδίας, ήταν το Ελληνικό στοιχείο. Και αυτό το επιδόρπιο, ήταν σίγουρα πιο καλό και πιο πλούσιο από το κυρίως γεύμα. Όλα τα προέβλεπε το σχέδιο και πιστά το ακολουθούσαν. Το σχεδίασε ο δικός τους άνθρωπος και το μόνο που αξίωσε από τους ανθρώπους-λύκους του, ήταν να το τηρήσουν πιστά. Αντάλλαγμα, η ελευθερία στην λεηλασία, στο πλιάτσικο και σε όποια άλλη θηριωδία μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Και το σχέδιο πολύ έξυπνα, πιο απλό δεν γινόταν να είναι, γιατί απλούστατα απευθυνόταν σε εκτελεστές, ανθρώπους χαμηλής νοημοσύνης. Σε Τούρκους απευθυνόταν και ο εμπνευστής και σχεδιαστής αυτού του σχεδίου, ήξερε καλά τους εκτελεστές του, γιατί φάρα του ήταν οι άνθρωποι αυτοί. Ήταν και εκείνος ένας από αυτούς και στις φλέβες του έτρεχε δικό τους αίμα. Όμως απλά, εκείνος ήταν ένας έξυπνος Τούρκος. Γιατί από την ίδια πάστα ήταν και εκείνος, με καλλίτερα όμως υλικά φτιαγμένος. Το σχέδιο λοιπόν ήταν πολύ απλό και προέβλεπε ταυτόχρονα και τα πάντα. Και απλά το μόνο που απαιτούσε, ήταν την πιστή εφαρμογή του από τους εκτελεστές του. Και το σχέδιο προέβλεπε… «««Ξεμπερδεύουμε πρώτα με τους Αρμένιους, ταυτόχρονα δεν επιτρέπουμε τους Έλληνες και τους άλλους κατοίκους της πόλης, να βγούνε από τα σπίτια τους και τους κρατάμε φοβισμένους μέσα σε αυτά, κάτι δηλαδή σαν τα ποντίκια στις τρύπες τους. Και όσο εκείνοι δεν θα ξέρουν τι συμβαίνει έξω στην πόλη ή στους άλλους μαχαλάδες, η φαντασία τους θα οργιάζει. Και όταν η φαντασία οργιάζει, τότε από μόνη της και γεγονότα γεννά και δημιουργεί, μα παράλληλα και τα μεγαλοποιεί. Και όσο έτσι θα συμβαίνει, τόσο οι Έλληνες και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Σμύρνης θα τρέμουν και θα φοβούνται, ακριβώς επειδή δεν θα ξέρουν και απλώς θα φαντάζονται μόνον. Και αφού αυτοί θα είναι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και όσο εμείς δεν θα τους πειράξουμε, θα αισθάνονται

216


217 εκεί μέσα ασφαλείς και δεν θα τολμήσουν να βγουν έξω από αυτά. Και όσο χρόνο εκείνοι θα μένουν κλεισμένοι, εμείς ανενόχλητοι θα πλιατσικολογούμε. Θα λεηλατήσουμε πρώτα καθετί το Ελληνικό και γενικά κάθε τι το ‘μη τούρκικο’. Μαγαζιά, αποθήκες εκκλησιές και ταυτόχρονα θα ξεμπερδεύουμε και με όσους από δαύτους μαζεύτηκαν στην προκυμαία. Ώστε, όταν έπειτα θα έρθει και η ώρα για να ασχοληθούμε και με τους κλεισμένους στα σπίτια τους, Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης, τότε να τους έχουν μείνει μόνον τα κορμιά τους και τα νοικοκυριά τους. Λεία εύκολη για μας. Όχι λοιπόν σκοτωμούς τις πρώτες ώρες, τις πρώτες μέρες. Όχι ταυτόχρονα δύο μέτωπα και επιπλέον δεν θέλουμε και δεν πρέπει να προκαλέσουμε την αντίδρασή τους. Η ελπίδα ότι αυτοί θα γλιτώσουν, θα τους κρατά μακριά από την αναμπουμπούλα και από την φωτιά, κρυμμένους στα αμπάρια και στα υπόγεια των σπιτιών τους. Θα τους κρατά κλεισμένους μέσα εκεί και όσο δεν θα ξέρουν και δεν θα μαθαίνουν, τι έξω συμβαίνει, θα παραμένουν ανημέρωτοι και φοβισμένοι και αυτό θα τους αποδυναμώνει, ενώ αντίστοιχα εμάς θα μας δυναμώνει. Και όταν και όσο όλα αυτά θα συμβαίνουν, εγώ ο αρχηγός σας και συνάμα ο απελευθερωτής σας, ο Κεμάλ Αττατούρκ, θα είμαι μακριά. Γιατί πρέπει να πεισθούν και οι Μεγάλες Δυνάμεις και οι σύμμαχοι τους, ότι όλα όσα έγιναν, δεν έγιναν εν γνώσει μου κα με την άδεια μου και πως όταν εγώ έφτασα στην πόλη, προσπάθησα και να τα αποτρέψω. Μα ξέσπασμα ενός τόσων χρόνων καταπιεσμένου λαού ήταν και πώς άραγε να το ελέγξεις; Έτσι θα ισχυρισθώ και θα πρέπει να έχω και όλα τα επιχειρήματα υπέρ μου. Προσπάθησα θα τους πω και για του λόγου το αληθές, να και οι προκηρύξεις που μοίρασα και έλεγα ότι όποιος πειράξει Χριστιανό, αυτός θα το πληρώσει με την ίδια την ζωή του. Μετά λίγες μέρες…», τους έλεγε ο ηγέτης τους στο σχέδιο του, «…θα έρθω και εγώ, για να ηγηθώ του τούρκικου ονείρου και να μπω στην ΄Γκιαούρ Ιζμίρ΄, σαν απελευθερωτής της. Και τότε το όνειρο θα βγει αληθινό. Και τότε και μόνον τότε, θα έρθει και η ώρα της ολοκληρωτικής πραγμάτωσής του σχεδίου»»». Αυτά προέβλεπε το σχέδιο και για να εξασφαλιστεί ότι πιστά θα τηρηθεί, αξιωματικοί του επαναστάτη Κεμάλ Μουσταφά και αρχηγού των Νεότουρκων, αναμίχθηκαν με το εξαγριωμένο τουρκικό πλήθος και ηγήθηκαν και πρωτοστάτησαν σε όλα τα έκτροπα και προηγήθηκαν, αλλά και που επακολούθησαν της εισόδου των Τούρκων στην Σμύρνη. Και όλα άρχισαν και γίνηκαν, όπως ακριβώς είχαν σχεδιασθεί και είχαν προβλεφθεί. Το απόγευμα της 27 Αυγ. στην Σμύρνη μπαίνει το V Τουρκικό Σώμα Ιππικού. Το βράδυ της ίδιας μέρας, εισέρχονται στην πόλη ισχυρές δυνάμεις Τουρκικού Πεζικού, ενώ την 28η Αυγ. φθάνουν οι δυνάμεις της 1 ης Στρατιάς των, με Διοικητή τον Στρατηγό Νουρεντίν Πασά. Τέλος το απομεσήμερο της 29 Αυγ. ημέρα της εβδομάδος Δευτέρα, ο Μουσταφά Κεμάλ, συνοδευόμενος από τον Αρχιστράτηγό του Ισμέτ, φθάνει στο όμορφο προάστιο, το Κορδελιό. Το Κορδελιό ήταν ένα όμορφο προάστιο της πόλης της Σμύρνης, που βρισκόταν στην βόρια πλευρά του κόλπου της. Και από εκείνη την στιγμή και μετά, γράφονται και οι τελευταίες αιματοβαμμένες σελίδες αυτής της πόλης, μα και ολόκληρου του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Σελίδες ιστορίας, για τις οποίες η ανθρωπότητα, θα πρέπει να αισθάνεται ντροπή, που έκλεισε τα μάτια στην γενοκτονία των Ελλήνων, εκεί στην περισσότερο από 3.000 χρόνια πατρογονική και γενέθλιά γη του Ελληνισμού, στην Μικρά Ασία.

217


218

ΠΟΛΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΔΗΓΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΤΕ ΑΓΝΟΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΤΥΧΕΣ ΤΟΥΣ. ΑΛΛΩΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΟ ΖΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΑΓΝΟΟΥΝΤΑΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟΥ.

218


219

ΜΕΡΟΣ ΙΑ΄

219


220

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Η Σμύρνη έχει παραδοθεί στην καταστροφή. Πρώτος μάρτυράς της, ο ιεράρχης της και πνευματικός της ηγέτης, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Εκείνος, που λίγα χρόνια πριν, πρωτοστατούσε και πρωταγωνιστούσε σε έναν άλλον εθνικό αγώνα, στον «Μακεδονικό Αγώνα». Γιατί, ο σεπτός ετούτος ιεράρχης και σε εκείνο το κάλεσμα της πατρίδος, πρώτος έδωσε το παρόν, ως Μητροπολίτης Δράμας, στον αγώνα κατά των Βούλγαρων Κομιτατζήδων. Είχε λοιπόν προϊστορία και συνεχή παρουσία στις εθνικές επάλξεις και στα εθνικά μετερίζια του Ελληνισμού και γι΄ αυτό και γνωστός πολύ ήταν των Τούρκων. Οι άπιστοι, μαζί με τους δύο Δημογέροντες Τουρουκτσόγλου και Κλιμάνογλου, συνέλαβαν και αυτόν και τους οδήγησαν όλους μαζί, μπροστά στον Τούρκο Στρατηγό Νουρεντίν. Ο τελευταίος, αφού τους χλευάζει, χολωμένος από την αγέρωχη στάση του ιεράρχη και των προεστών, κυριευμένος από την αλαζονεία της εξουσίας, τραβάει το πιστόλι του και πυροβολεί κατά του πρώτου. Όμως αστοχεί, γιατί από τον θυμό του, το χέρι του τρέμει και η σφαίρα βρίσκει τον Δημογέροντα Κλιμάνογλου, ο οποίοςαμέσως νεκρός σωριάζεται κάτω. Σαν σύνθημα αυτός ο πυροβολισμός, ξεσηκώνει τον τούρκικο όχλο, που ορμά κατά του Ιεράρχη. Ο Τούρκος Στρατηγός,, τον αφήνει απροστάτευτο στα χέρια τους, στα χέρια των λυσσασμένων ομοεθνών του σκύλων και εκείνοι εκτονώνουν το μίσος αιώνων, στο αδύναμο και γέρικο κορμί του. Τον σέρνουν μέσα στους δρόμους της πόλης και τον κτυπούν με πέτρες, με ξύλα και με σίδερα. Με γροθιές και με κλωτσιές. Του ξεριζώνουν τα γένια και έπειτα με μαχαίρι, του βγάζουν πρώτα το ένα του το μάτι και μετά το άλλο. Του ξεριζώνουν στην συνέχεια τα μαλλιά και έτσι θανάσιμα πληγωμένο, συνεχίζουν οι απάνθρωποι να τον σέρνουν στους δρόμους, λοιδορώντας τον. Τον μαχαιρώνουν και όταν αυτός ο επί χρόνια υπηρέτης του Κυρίου, παραδίδει το πνεύμα του σε Εκείνον που υπηρέτησε από παιδί, τον Παντοδύναμο Θεό, οι άπιστοι δεν έχουν ακόμη ξεθυμάνει και το πάθος τους, τους οδηγεί σε πράξεις μίσους, επάνω στην σορό του. Πράξεις, που μόνον αυτοί σαν φυλή και έθνος, θα μπορούσαν να κάμουν. Τον ξεσκίζουν ακόμη και νεκρό και η θηριωδία τους, δεν θα είχε τέλος, εάν ο Ρουστέμ Μπέη Βάσιτς, έφεδρος λοχαγός του Τούρκικου Στρατού, δεν φόρτωνε σε μια βοϊδάμαξα την κατακρεουργημένη πλέον σορό του και δεν την μετέφερε, εν μέσω αλαλαγμών των συμπατριωτών του, στο Τρικυλίκ. Εκεί,…Θεέ μου τι ειρωνεία και ευτελισμός του ανθρώπου!!… κρεμά το άψυχο κουφάρι του σε μια αγχόνη και πριν αποχωρήσει και αφήσει το πλήθος να συνεχίσει να ξεσπά την ακόρεστη μανία του επάνω του, φωνάζει δυνατά, για να ακουστεί απ΄ όλους τους παρευρισκόμενους. - «Ήταν διαταγή, έπρεπε να τον κρεμάσω..» και….. ….και αποχωρεί, χωρίς να γυρίσει ούτε μία φορά το κεφάλι του προς τα πίσω. Γιατί ακόμη, ούτε και εκείνο το ίδιο το άπιστο το σκυλί, δεν άντεχε να δει τι επακολούθησε της απομάκρυνσής του από εκείνον τον χώρο και ακούγοντας απλώς τους αλαλαγμούς, τις φωνές και τις υστερίες των δικών του, καταλάβαινε και πολύ καλά μάλιστα ή μπορούσε και να φανταστεί με απόλυτη ακρίβεια, τι εκεί συνέβαινε. Και αυτό δεν θα το άντεχε να το δει, ούτε και εκείνος. Γιατί και μόνο που το φανταζόταν, λύγιζε και σπαρταρούσε η καρδιά του. Σε όλη την Σμύρνη, τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Φρόντισαν βέβαια και οι ίδιοι οι θύτες γι΄ αυτό. Ο Μητροπολίτης παρέδωσε μετά από φρικτά βασανιστήρια, το πνεύμα του στον Θεό. Οι Αρμένιοι είχαν εγκλωβιστεί στην συνοικία τους και αποδεκατίσθηκαν. Αποθήκες, καταστήματα και εκκλησιές και ό,τι άλλο Ελληνικό, έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί από ομάδες Τούρκων πλιατσικολόγων. Και όλα αυτά συνέβησαν, όχι υπό την

220


221 καθοδήγηση του Τουρκικού Στρατού, αλλά υπό την καθοδήγηση του και βάση του σχεδίου. Στην παραλία οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες Έλληνες δολοφονούνται, απροστάτευτοι και ανήμποροι υπεράσπισης. Πέφτουν στην θάλασσα να σωθούν, να γλιτώσουν. Και τότε τα μαύρα Αγαρηνά σκυλιά, κάνουν το πλέον φρικαλέο πράγμα που δεν θα μπορούσε ίσως να το σκεφθεί, ούτε και το πιο διεστραμμένο μυαλό της εποχής. Αδειάζουν βαρέλια πετρέλαιο μέσα στο λιμάνι και το βάζουν φωτιά. Να τους κάψουν ζωντανούς θέλουν, γιατί κανείς δεν πρέπει να γλιτώσει. Έγκυες γυναίκες ξεκοιλιάζονται και αρπάζονται μέσα από τα σπλάχνα τους, τα αγέννητα παιδιά τους, τα οποία και σφαγιάζονται ανηλεώς, μπροστά στα μάτια των κατακρεουργημένων μανάδων τους, που ψυχορραγούν. Γέροντες λυγίζουν και τα γόνατα τους αγγίζουν το χώμα και τα κορμιά τους σωριάζονται καταγής. Δεν λυγίζουν από το βάρος του χρόνου, που φέρουν στις πλάτες τους. Μα λυγίζουν μπροστά στην Τούρκικη θηριωδία και κάτω από το κτύπημα του γιαταγανιού. Παρθένες, λουλούδια ζωντανά, δεν γνωρίζουν τον έρωτα στην αγκαλιά του καλού τους, μα χάνουν την τιμή τους, βιασμένες και ατιμασμένες, μπροστά στα μάτια της μάνας τους και του πατέρα τους. Μετά την ατίμωση, δολοφονούνται το ίδιο εύκολα, όπως και βιάστηκαν. Παντού κυριαρχεί, η τούρκικη χαντζάρα και το γιαταγάνι των Τσέτων. Εκείνων που υπηρετούν τον Κεμάλ και το όνειρό του, χωρίς κανέναν ιδεολογικό σκοπό και στόχο και με μόνο τίμημα και πληρωμή, την απόλυτη ελευθερία τους στο πλιάτσικο και στους βιασμούς των νεαρών γυναικών. Μόνον αυτό ζητούσαν σαν αμοιβή τους, από τον μεγάλο αφέντη τους και εκείνος απλόχερα τους το πρόσφερε, όλες τις ημέρες του αγώνα κατά των γκιαούρηδων για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας. ‘‘Πάρτε και κάντε ό,τι θέλετε, γιατί αυτή η γη, είναι δική μας και όλα σας ανήκουν’’, έτσι έλεγαν οι εντολές. Στο κάτω – κάτω της γραφής, αυτά τα θηλυκά που εκείνοι βίαζαν, άπιστες γκιαούρησες ήταν. Θα τις σκότωναν που θα τις σκότωναν, τι πείραζε αν πρώτα τις βίαζαν κιόλας. Χαρά θα τις πρόσφεραν, πριν τον θάνατο! Έτσι σκέπτονταν και δεν τους ένοιαζε για τίποτα άλλο. ‘Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’ και αν αυτό δεν το είπε Τούρκος, καιρός ήταν έλεγαν, Τούρκος να το επιβεβαιώσει. Κάποιες από τις Ελληνικές οικογένειες της Σμύρνης, μέσα στην απελπισία τους, καταφεύγουν στα χριστιανικά νεκροταφεία με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα σεβαστούν τον ιερό χώρο των νεκρών. Και εκεί, σηκώνουν και κάτω από τις μαρμάρινες ταφόπλακες, κρύβουν τα κορίτσια τους, για να τα γλιτώσουν από τους βιασμούς και την ατίμ ωση. Να τα γλιτώσουν από τον βέβαιο θάνατο. Γιατί εκείνοι οι άκαρδοι και απάνθρωποι βιαστές του σώματος και της ψυχής των αθώων Ελληνόπουλων κοριτσιών, είχαν εντολή, όταν ικανοποιούσαν τα άγρια και απάνθρωπα σεξουαλικά τους ένστικτα επάνω στα αθώα κορμιά των ανυπεράσπιστων παρθένων και των κορασίδων, αμέσως έπειτα έπρεπε να τα θανατώνουν. Να τα θανατώνουν, μην τυχόν και φέρουν εκείνες οι άπιστες γκιαούρησες στον κόσμο, παιδί από δικό τους σπόρο, γιατί τότε ο μεγάλος προφήτης ο Μωάμεθ, δεν θα τους το συγχωρούσε αυτό ποτέ. Ενώ αντίθετα συγχωρεί μα και επιβραβεύει τον θάνατο ενός γκιαούρη ή μιας γκιαούρησας. Κρύβουν τα κορίτσια τους μέσα στους τάφους των πατεράδων τους και των προγόνων τους και κάτω από τις ταφόπλακες τους, μα…. μα αλίμονο. Οι παράφρονες ανατολίτες και εκεί ακόμη τα βρίσκουν και αφού σηκώσουν τις βαριές μαρμάρινες πλάκες και τα βγάλουν έξω, έπειτα επάνω σε αυτές και υπό την απειλή των όπλων, τις βιάζουν κατ΄ επανάληψη. Στη συνέχεια και αφού πρώτα σκότωσαν την ψυχή τους, τις πυροβολούν και σκοτώνουν και το κορμί τους.

221


222 Σε όλη την Σμύρνη και στα περίχωρά της, απ΄ άκρη σ΄ άκρη, μια μόνο λέξη ακούγεται και αντηχεί παντού, ‘‘Βοήθεια, Βοήθεια’’. Οι σπαρακτικές αυτές κραυγές, ακούγονται μέσα στο σκοτάδι και το κακό συνεχίζεται για μέρες. Όμως ο Κεμάλ κωφεύει στις εκκλήσεις των Γάλλων, οι οποίοι τον ενημερώνουν, ότι το λιμάνι της Σμύρνης, έχει γεμίσει πτώματα Ελλήνων. Και αυτό του το κάνουν γνωστό, στέλνοντας ειδικό προς τούτο απεσταλμένο, από το πλοίο τους, που ήταν αγκυροβολημένο ‘αρόδου’, στα ανοιχτά του λιμανιού της Σμύρνης και έβλεπαν πολύ καλά και καθαρά το κακό που στην παραλία και στην πόλη συνέβαινε. Αλλά φευ. Το σχέδιο ήταν σχέδιο και έπρεπε να τηρηθεί και κατά γράμμα μάλιστα. Εκείνος λοιπόν, ο μεγάλος Κεμάλ, καθησυχάζει τους πρέσβεις της ειρήνης με την φράση ‘‘ό,τι συνέβη, ήταν απλώς ένα ατυχές γεγονός’’. Έτσι τους λέει, «συνέβη», λες και το κακό δεν συνέβαινε και εκείνη την ώρα που μιλούσαν και δεν θα εξακολουθούσε να συμβαίνει και μέρες μετά. Και οι Γάλλοι, ικανοποιημένοι αποχωρούν και με ήσυχη την συνείδησή τους, βέβαιοι όντες ότι έκαμαν το καθήκον τους προς τον Ελληνικό λαό και την ανθρωπότητα. Ένα «ατυχές γεγονός», που δυστυχώς, κράτησε μέρες, τόσες όσες απαιτήθηκαν για να αφανισθεί εξ ολοκλήρου, ο γηγενής Ελληνικός πληθυσμός της Ιώνιας γης. Και οι κάτοικοι της Σμύρνης, όλες αυτές τις ημέρες, κλεισμένοι στα σπίτια τους, κρυμμένοι στα υπόγεια και στα κελάρια, δεν τολμούσαν όχι να βγούνε έξω από αυτά, μα ούτε αναπνοή να πάρουν μην τυχόν και ακουσθούν και γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους, γιατί τότε…αλίμονο τους! Είχαν την ελπίδα ότι σε μια δυο μέρες, όλα θα τελειώσουν. Θέλεις γιατί τα άπιστα σκυλιά θα κουρασθούν και θα ξεθυμάνει και η οργή τους και το μένος τους. Θέλεις γιατί ο Κεμάλ, έτσι πίστευαν ή ήθελαν να πιστεύουν, όταν θα έφτανε στην Σμύρνη και θα έβλεπε το κακό, θα το σταματούσε αμέσως ή γιατί θέλεις επειδή πίστευαν ότι οι σύμμαχοι, δεν θα καθόντουσαν με τα χέρια σταυρωμένα, απαθείς απέναντι στο μακελειό! Γεγονός ήταν πάντως, ότι ήθελαν να πιστεύουν, πως όποιος σωθεί τις 2-3 πρώτες μέρες, θα σωθεί και για πάντα. Γι αυτό σαν τα ποντίκια, πεινασμένοι και διψασμένοι, έμεναν στα σπίτια τους κλειδαμπαρωμένοι. Έκαναν, ακριβώς ό,τι ο Κεμάλ είχε προβλέψει και είχε προνοήσει ότι θα συμβεί. Έκαναν ότι είχε σχεδιασθεί από τον μεγάλο στρατηλάτη τους, τον Μουσταφά Κεμάλ. Εκείνοι, οι Έλληνες της Μικράς Ασίαςδηλαδή, δεν το γνώριζαν το σχέδιο, μα δυστυχώς για αυτούς, ό,τι σε αυτό προβλεπόταν, αυτό και εκείνοι ως σύνολο και μάζα ανθρώπων, έκαμναν. Γιατί ακριβώς, μεγάλο μέρος αυτού του σχεδίου, ήταν βασισμένο στην ‘‘ψυχολογία των μαζών’’. Γιατί ένα τέτοιο σχέδιο, ακριβώς εκεί βασίζεται, στην πρόβλεψη και στην προσδοκία, μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς της μάζας. Του απλού λαού δηλαδή, που ενεργεί κάτω από την πίεση των γεγονότων και αντιδρά σε τέτοιες ή ανάλογες στιγμές, με γνώμονα και οδηγό, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του. Όμως ο άλλος, ο νηφάλιος και ψύχραιμος στρατιωτικός, ο οραματιστής του νέου αναγεννημένου από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τουρκικού κράτους, σχεδιάζει εν ψυχρώ και με νηφαλιότητα και με οδηγό την λογική και έναν συγκεκριμένο σκοπό και στόχο. Και ο σχεδιασμός αυτός, δυστυχώς για τον Ελληνισμό, τα προέβλεπε όλα. Μέχρι και την ακριβή ώρα καταστροφής των Ελλήνων της Σμύρνης και αυτή η ώρα δεν είχε ακόμη έρθει. Μα δεν ήταν και μακριά.

222


223

ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΤΡΗ ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ, ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΥ ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΡΚ

223


224

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Από το βράδυ του Σαββάτου, στις 22 Αυγ. 1922, που ο Ανδρέας και η οικογένεια του, κλειδώθηκαν και αμπαρώθηκαν στο σπίτι τους, η αυλόπορτα, η εξώπορτα και τα παντζούρια αυτού, από τότε δεν ξανάνοιξαν. Όλοι τους, είχαν συμφωνήσει σε αυτό, διατηρώντας μέσα τους την ελπίδα, μήπως και έτσι, οι σημερινοί επίδοξοι και υποψήφιοι θύτες τους, οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι, δηλαδή οι επί τόσα χρόνια και μέχρι τα χθες φιλήσυχοι γείτονες και συμπολίτες τους Τούρκοι, παραπλανηθούν και πιστέψουν ότι εκείνος και η οικογένεια του, έχουν φύγει από το σπίτι και δεν βρίσκονται σε αυτό. Πίστευαν και όλοι τους έτρεφαν την ελπίδα, ότι με αυτόν τον τρόπο, ίσως τελικά κατάφερναν και γλίτωναν από το κακό. Ποιο κακό όμως, ιδέα δεν είχαν, γιατί αν ήξεραν ή μπορούσαν έστω και να το φανταστούν, σίγουρα δεν θα παρέμεναν κλεισμένοι εκεί και επιπλέον δεν θα έμεναν και άπραγοι. Καλού κακού βέβαια είχαν ετοιμάσει στο χώρο του κελαριού και κάποιους χώρους ανάπαυσης και είχαν μεταφέρει εκεί και νερό και φαγητό. Ο Ανδρέας είχε φροντίσει και είχε ενισχύσει και την πόρτα, μα και τον τρόπο ασφάλισης της καταπακτής. Το ίδιο είχε κάνει και με την πόρτα του κελαριού, που έβγαζε στην αυλή. Όταν νύχτωνε για τα καλά, μόνον τότε και πάντα μόνος του ο Ανδρέας έβγαινε μέσα από το κελάρι. Πλησίαζε διακριτικά μέχρι τον μαντρότοιχο του σπιτιού και έριχνε κάποιες ματιές προς τα έξω, προς τον δρόμο. Εκεί κρυμμένος πίσω από τον μαντρότοιχο, παρατηρούσε προς την έξω ζωή, προσπαθώντας να ακούσει ή να δει κάτι, χωρίς να γίνει από κανέναν αντιληπτός. Αφουγκραζόταν για να συλλάβει τον κάθε ήχο που θα ακουγόταν, κοντά ή μακριά και πονούσε η ψυχή του, όταν άκουγε φωνές ανθρώπων που σπαρταρούσαν είτε κάτω από την τούρκικη μαχαίρα, είτε καιγόμενοι μέσα στα σπίτια τους, είτε για όποιον άλλον λόγο. Μάτωνε η καρδιά του και πονούσε η ψυχή του, όταν άκουγε τις φωνές των ανθρώπων, που εκλιπαρούσαν για την ζωή τους, αλλά τελικά και χωρίς εξαίρεση, έπεφταν θύματα της τούρκικης ωμότητας και απανθρωπιάς. Είδε ώριμες γυναίκες και κορίτσια παρθένες, να τρέχουν μέσα στην νύχτα για να γλιτώσουν από τους βιαστές τους. Είδε Αρμένιους να σέρνονται στους δρόμους, να προπηλακίζονται, να ξευτελίζονται και μετά ανελέητα να θανατώνονται. Όλα αυτά τα παρατηρούσε και τον έκαναν να προβληματίζεται, τι στ΄ αλήθεια θα μπορούσε να συμβεί σε εκείνον και στην οικογένεια του. Σκεφτόταν και όσο πιο πολύ τα σκεφτόταν, τόσο τον τρέλαινε κάθε σκέψη και ιδέα, πως θα μπορούσε να συμβεί και σε εκείνους, κυρίως στα παιδιά του, κάτι από αυτά που είδε με τα ίδια του τα μάτια να έχει συμβεί ή συμπέρανε ότι συνέβαινε. Τέσσερις μέρες πέρασαν από τότε που πρωτομπήκε το τούρκικο ιππικό στην πόλη και όλες αυτές τις ημέρες, οι αλλόθρησκοι, οι άλλοτε ήρεμοι συνδημότες και καλοί γείτονες τους και μέχρι τα χθες, δεν κάνουν τίποτα άλλο, παρά να σφάζουν, να βιάζουν, να πλιατσικολογούν και ό,τι άλλο ακόμη είναι δυνατόν να φανταστεί ένα αρρωστημένο και μόνον μυαλό, προκειμένου κάθε άλλο στοιχείο μη τούρκικο στην πόλη της Σμύρνης, έμψυχο και άψυχο, να αφανισθεί. Τον Ανδρέα από την πρώτη στιγμή, τον βασάνιζε ο προβληματισμός, γιατί μέχρι εκείνη την ώρα και ημέρα, δεν πείραξαν κανένα ελληνικό σπίτι. Αυτό το είχε αμέσως επισημάνει, μα δεν μπορούσε εκείνη την στιγμή και με όσα ήξερε και με όσα είδε, να το εξηγήσει επαρκώς. Και αυτό του δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι για εκείνον και την οικογένεια του, μα και για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες της Σμύρνης, υπήρχε ακόμη κάποια αμυδρή ελπίδα σωτηρίας. Ίσως και σίγουρα αυθαίρετα και λανθασμένα συμπέρανε ο Ανδρέας, ότι η τόσων χρόνων, αιώνων δηλαδή, μεταξύ τους ειρηνική συμβίωση, να ήταν ένας τουλάχιστον λόγος, που αυτοί αποφάσισαν να μην πειράξουν τους Έλληνες της

224


225 Σμύρνης. Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και εκείνος έτρεφε την ελπίδα και ευχόταν από μέσα του και παρακαλούσε τον Θεό, να είχε δίκιο. Διότι αλλιώς, αλίμονο τους… Τα όσα άκουσε αυτές τις νύχτες και τα όσα είδε κρυμμένος πίσω από τον μαντρότοιχο του σπιτιού του και καλυμμένος από το σκοτάδι….ούτε ως σκέψη μπορούσε να τα δεχθεί και αμέσως φρόντιζε κιόλας να τα διώχνει και από τον νου του. Τέσσερις μέρες οι Τούρκοι, δεν έκαναν τίποτα άλλο, παρά να σβήνουν την δίψα τους με αίμα. Να σφάζουν και να σκοτώνουν αδιάκριτα. Αρμένιους, Έλληνες, Εβραίους και κάθε άλλον μη Τούρκο, που στο διάβα τους συναντούσαν στους δρόμους και στην παραλία της πόλης. Και έσφαζαν και σκότωναν και ρήμαζαν και κάποτε και εκείνων τα ανθρώπινα κορμιά κουράστηκαν πια να σκοτώνουν. Και τότε πλέον απελπίστηκαν, επειδή οι Έλληνες εκεί κάτω στην προκυμαία, ήταν χιλιάδες και όσους και να έσφαζαν, όσους και να σκότωναν, αυτοί τελειωμό δεν είχαν. Όμως ήξεραν καλά και από τον νου τους δεν έβγαινε και ακόμη καλλίτερα καταλάβαιναν, πως όσο στην Σμύρνη θα υπάρχουν Έλληνες, αυτή η πόλη, ό,τι άλλο σε αυτήν και να συνέβαινε, θα ήταν και θα παρέμενε, πάντα Ελληνική. Θα ήταν αιωνίως η ‘Γκιαούρ Ιζμίρ’. Και τότε το σχέδιο θα είχε αποτύχει. Γιατί μόνον όταν ο Ρωμιός και η ‘γκιαούρ ψυχή του’, θα ξεριζωνόταν μια δια παντός και για τα καλά από αυτήν την πόλη, μόνον τότε ετούτη θα άλλαζε χαρακτήρα και θα γινόταν και δική τους. Και μόνον η πλήρης και ολοσχερής καταστροφή, αυτής της ίδιας της πόλης και των ανθρώπων της, θα εξασφάλιζε τον οριστικό και σίγουρο ξεριζωμό του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και μόνον τότε και μόνον έτσι, το όνειρο θα γινόταν και πραγματικότητα. Αυτό το είπε άλλωστε και ..εκείνος, ο δικός τους άνθρωπος, ο μεγάλος Μουσταφά Κεμάλ. Εκείνο το βράδυ οι Τούρκοι, κουρασμένοι από τις σφαγές των τόσων ημερών και απελπισμένοι εξ αιτίας του ατελείωτου αριθμού των ‘γκιαούρηδων’ εκεί κάτω στην παραλία, έβαλαν τα μαχαίρια στα θηκάρια τους και άναψαν τους δαυλούς. Ο Ανδρέας κρυμμένος μέσα στο σκοτάδι, πίσω από τον μαντρότοιχο της αυλής του σπιτιού του, βλέπει φλόγες να ξεπηδούν από την Αρμενική συνοικία και γρήγορα να απλώνονται. ‘‘Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τελειώνουν με αυτούς..’’, σκέφτηκε ο Ανδρέας, ‘‘..γι αυτό και τους βάζουν φωτιά’’. Όμως και πάλι έκαμε λάθος. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βλέπει πύρινες γλώσσες να ξεπηδούν και από τις περιοχές του Μπασμά Χανέ, του Αγίου Νικολάου και από την περιοχή, που ήταν γνωστή με το όνομα, τα Μορτάκια. Και εκείνο το βράδυ φυσούσε και ένας ελαφρύς βορειανατολικός άνεμος και έτσι σε λίγο είδε την φωτιά να απλώνεται γρήγορα σε όλο τον Αρμένικο μαχαλά και τις πύρινες γλώσσες της να αγγίζουν, ψηλά τον ουρανό. Πλησίαζαν με ταχύτητα και στον δικό τους μαχαλά, την ελληνική συνοικία του Μπουτζά και στο διάβα τους κατέκαιγαν τα πάντα, φωτίζοντας τον ουρανό και την πόλη της Σμύρνης. Τότε έτρεξε και εκείνος τρομαγμένος, πίσω στο κελάρι του σπιτιού του. Βλέπει όλους της οικογένειας του, το ίδιο τρομαγμένους. Κλείνει πίσω του την πόρτα και αμέσως ακούει την γυναίκα του, να τον ρωτάει. - «Και τώρα τι κάνουμε Ανδρέα;» και η φωνή της πρόδιδε την ανησυχία της και όσο και αν εκείνη προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την κρύψει. - «Δηλαδή;…» ρωτά εκείνος, δήθεν με πραγματική έκπληξη. Ήθελε να κερδίσει χρόνο, να σκεφθεί ποια θα είναι η επόμενη τους κίνηση. - «Πριν λίγο…βγήκα και εγώ έξω πίσω σου και…και είδα. Είδα Ανδρέα και…. και τα παιδιά μας… και αυτά ξέρουν Ανδρέα μου, αυτό που είδα. Τους το είπα εγώ, δεν άντεξα και….». Δεν ολοκλήρωσε την κουβέντα της, γιατί κατάλαβε ότι έκανε λάθος και που βγήκε έξω, πίσω από τον άνδρα της και που ό,τι είδε, το είπε στα παιδιά τους. Κοιτάχτηκε το ανδρόγυνο μεταξύ του και ο Ανδρέας με το βλέμμα του, της έλεγε ότι καλά εκείνη έκανε, ότι έκαμε. Άλλωστε και εκείνος γι΄ αυτό επέστρεψε και μπήκε μέσα. Για να

225


226 τους ενημερώσει για το τι συμβαίνει εκεί έξω και να αποφασίσουν και πάλι όλοι μαζί, τι θα κάνουν τώρα. Τα σπίτια, όλα ή σχεδόν όλα εδώ στην Σμύρνη, είναι ξύλινα και εύκολα παίρνουν φωτιά. Ο άνεμος που εκείνη την ώρα φυσούσε, ήταν βορειοανατολικός και γρήγορα θα έφερνε την φωτιά προς τον δικό τους μαχαλά και σίγουρα και το δικό τους σπίτι θα τυλίγονταν στις φλόγες. Αυτό ήταν σίγουρο και δεν έμενε τίποτα άλλο, παρά να φύγουν από εκεί για να γλιτώσουν από την φωτιά. - «Καλά έκανες..» είπε ο Ανδρέας και όσα προηγούμενα με το βλέμμα του επικύρωσε, τώρα το έκαμε και δια των λόγων του, «..και ενημέρωσες τα παιδιά μας. Αυτό ερχόμουν τώρα να κάνω και εγώ και εσύ με πρόλαβες και με έβγαλες και από μια δύσκολη θέση. Οι φλόγες αγγίζουν τον ουρανό και η φωτιά τρέχει και κατάκαιει το ένα σπίτι μετά το άλλο. Την βοηθάει και ο αέρας, που φυσάει προς τα εδώ και έτσι δεν θα αργήσει να φθάσει και μέχρι το σπίτι μας. Πρέπει να φύγουμε όσο είναι καιρός και πριν φθάσει εδώ η φωτιά, γιατί αν φθάσει, τότε…». Δεν ολοκλήρωσε τον λόγο του, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και άλλωστε δεν υπήρχε και λόγος να το κάνει. Και τι να έλεγε; Τέτοια λόγια, δύσκολα βγαίνουν από τον στόμα ενός πατέρα, κυρίως όταν το κακό που συμβαίνει, έχει παγώσει την σκέψη και το μυαλό του. Από αυτήν την δύσκολη στιγμή και πάλι τον βγάζει η γυναίκα του, που ακούγεται να λέει. - «Ναι, ναι, ετοιμαστείτε και ο καθένας μας ας πάρει τον μπόγο του. Στον καθένα από αυτούς, έχω βάλει λίγα ρούχα, δυο τρεις αλλαξιές και λίγο φαγητό, ψωμί, τυρί, ελιές και από λίγη πίτα. Να μην ξεχάσουμε και τα τρία φλασκιά με το νερό. Κωνσταντίνε μου, ένα θα πάρεις εσύ και από ένα εγώ με τον πατέρα σας. Εσύ Αμαλία μου, να πάρεις και την εικόνα της Μεγαλόχαρης, που την έχω τυλιγμένη εδώ δίπλα στον δικό μου μπόγο. Μου την έδωσε η γιαγιά σας, η μητέρα μου, στον γάμο μου. Ανδρέα, εμείς είμαστε έτοιμοι, πάρε και εσύ τον μπόγο σου και ένα φλασκί με νερό και…. και όποτε μας πεις, φεύγουμε». Δυναμική γυναίκα η κυρα Γεωργία και σήμερα ετούτη την δύσκολη στιγμή το απέδειξε αμέσως. Εκείνος αυθόρμητα την πλησιάζει και την αγκαλιάζει και αμέσως κοντά τους έρχονται και τα παιδιά τους. Σφικταγκαλιάζονται όλοι μεταξύ τους. Καταλαβαίνουν, από το πιο μικρό μέχρι και τον πιο μεγάλο, πως πιθανόν αύριο να μην είναι μαζί. Μόνον Εκείνος ξέρει εάν το αύριο θα τους βρει μαζί. Ο Ανδρέας βρίσκει το θάρρος του, παίρνει κουράγιο από αυτήν την αγκαλιά και τους λέει. - «Θα φύγουμε τώρα, που είναι νωρίς και πριν έρθουν οι Τούρκοι προς τον μαχαλά μας. Θα είμαστε όλοι μαζί. Εσείς κορίτσια, δίπλα συνεχώς με την μάνα σας. εγώ θα πηγαίνω μπροστά, να βλέπω τον δρόμο και εσύ γιε μου, μαζί με τις γυναίκες, τον νου σου στα θηλυκά της οικογένειας, έτσι;» - «Ναι πατέρα» απαντά ο Κωνσταντίνος αμέσως, ενώ τα κορίτσια αντί για λόγια, κάνουν αμέσως αυτό, που ο πατέρας τους πρόσταξε. Πηγαίνουν και στέκονται κοντά στην μητέρα τους. Ο Ανδρέας βγαίνει πρώτος έξω και αφού ρίχνει μια ματιά, κάνει νόημα και στους άλλους να τον ακολουθήσουν. Αμέσως η Γεωργία σβήνει την γκαζόλαμπα, που σιγόκαιγε και έδινε ένα πάρα πολύ χαμηλό φως μέσα στο κελάρι. Ένα φως, σαν εκείνο του φεγγαριού, που έφεγγε, τις άλλοτε ήσυχες καλοκαιρινές βραδιές την Σμύρνη. Μόλις βγαίνουν έξω στην αυλή, ο Ανδρέας κλειδώνει την πόρτα του κελαριού και επιπλέον, βάζει και ένα λουκέτο. Τα δυο κλειδιά, αυτό της πόρτας και εκείνο του λουκέτου, τα κρύβει κάπου στο χαγιάτι. Τους δείχνει όλους που τα έκρυψε, θέλει να ξέρουν όλοι τους. Το ίδιο έκανε και με τα κλειδιά του σπιτιού. Και εκείνα, αφού κλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού, τα έκρυψε κάπου στο χαγιάτι και όλοι τους ξέρουν που. Έπειτα κατευθύνεται προς την αυλόπορτα, μα πριν την ανοίξει, πηγαίνει και πάλι στην θέση του, δίπλα σον μαντρότοιχο, εκεί απ΄ όπου, όλες αυτές τις νύχτες, παρατηρούσε προς τα έξω, στον δρόμο και στην πόλη. Εκεί είχε κάνει κάτι σαν πρόχειρο παρατηρητήριο για να ανεβαίνει επάνω και να μπορεί να βλέπει προς τα έξω πιο εύκολα. Τίποτα το σπουδαίο βέβαια. Κάτι

226


227 καφάσια αναποδογυρισμένα και το ένα επάνω στο άλλο, ήταν το πρόχειρο αυτό παρατηρητήριο του. Όμως του εξασφάλιζαν καλή παρατήρηση προς τα έξω, όλες αυτές τις νύχτες. Ανεβαίνει και ρίχνει μια ματιά. Δεξιά και αριστερά. Συγχρόνως αφουγκράζεται, μήπως και κάτι ακούσει. Μόνον την φλόγα και τον ήχο της φωτιάς βλέπει και ακούει και κάποιες αδύναμες ανθρώπινες φωνές, που και αυτές και πάλι από μακριά ερχ όντουσαν. Ακούει ανάμικτα τις φωνές εκείνων που κρατούν μαχαίρι, μα και εκείνων που μαχαιρώνονται από τους σφαγείς τους. Τον βοηθούσε σε αυτό και ο αέρας, που σύμμαχος και αυτός των Τούρκων, συμμετείχε και συνέδραμε στην μετάδοση του κακού, σε όλη την πόλη. Δεν είδε άλλο κόσμο στο δρόμο και ανησύχησε. Συμπέρανε ότι μάλλον οι κάτοικοι της Σμύρνης, κρυμμένοι στα υπόγεια και στα κελάρια των σπιτιών τους ή κλειδαμπαρωμένοι μέσα σε αυτά, ακόμη δεν θα κατάλαβαν ότι οι άπιστοι, έβαλαν φωτιά στην πόλη. Και μήπως, θα το καταλάβαινε και ο Ανδρέας, εάν και αυτός ήταν κρυμμένος στο κελάρι του σπιτιού του και δεν έβγαινε εκεί έξω στην αυλή του σπιτιού του; Όχι βέβαια! Και αν το καταλάβαινε, αυτό θα γινόταν κάπως καθυστερημένα και ίσως να ήταν και πολύ αργά. Έτσι και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, μάλλον χαμπάρι δεν θα έχουν πάρει ακόμη και αυτό ίσως είναι το χειρότερο κακό και αλήθεια πώς εκείνος να τους ειδοποιήσει; Κατεβαίνει και πηγαίνει προς την αυλόπορτα. Την ανοίγει λίγο και με τρόπο, πρώτα βγάζει το κεφάλι του προς τα έξω. Κοιτάζει και πάλι δεξιά και αριστερά και όταν διαπιστώνει ότι δεν βλέπει και δεν ακούει τίποτα περισσότερο απ΄ ό,τι μέχρι πριν λίγο, τότε με το χέρια του, κάνει νόημα στους δικούς του, να πλησιάσουν. Βγαίνουν όλοι μαζί έξω και εκείνος πίσω του κλείνει την αυλόπορτα και έπειτα την κλειδώνει. Μετά πετά το κλειδί της πάνω από τον μαντρότοιχο του σπιτιού, μέσα στην αυλή. Ήθελε έτσι ο ίδιος να πιστεύει και με τον τρόπο αυτό να κάνει και τους δικούς του να πιστέψουν, ότι κάποτε όλα αυτά θα τελειώσουν, σαν ένα παραμύθι και τότε όλοι τους, θα γυρίσουν και πάλι πίσω στο σπίτι τους. Γι αυτό και έκρυβε και τα κλειδιά, ώστε να μην τα χάσουν και όταν θα γυρίσουν να ξέρουν όλοι τους πού είναι κρυμμένα, για να μπορέσουν να ανοίξουν και πάλι το σπίτι τους. Πάντα υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, και πάντα η ελπίδα αυτή, πεθαίνει και τελευταία. Όλοι μαζί πήραν τον δρόμο και κατηφόριζαν προς την παραλία. Βάδιζαν με πολύ προσοχή. Κοιτούσαν πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τα σπίτια, ήταν όλα ερμητικά κλειστά. Σε όλη την πόλη, τα σημάδια της καταστροφής ήσαν εμφανή. Όσοι τόλμησαν αυτές τις ημέρες να βγούνε από τα σπίτια τους, γνώρισαν την τούρκικη βιαιότητα και θηριωδία. Ο Ανδρέας και η οικογένεια του, στο διάβα τους, έβλεπαν παντού ανθρώπινα πτώματα, ανδρών και γυναικών, όλων των ηλικιών. Μικροί και μεγάλοι, όλοι θύματα της χαντζάρας και του γιαταγανιού. Μια γυναίκα, νεαρή, ίσως 30-32 χρόνων, όχι μεγαλύτερη. Πεσμένη καταγής στην άκρη του δρόμου, μέσα στα αίματα. Εκλιπαρεί για βοήθεια. Ο Ανδρέας την βλέπει πρώτος και με το χέρι του, κάνει νόημα στους δικούς του που ακολουθούν πίσω του στα λίγα μέτρα, να σταματήσουν. Έπειτα, εκείνος μόνος την πλησιάζει. Μέσα στην νύχτα, αρχικά δεν βλέπει καθαρά, μα όταν έρχεται πιο κοντά της… αλίμονο, βλέπει ότι η κοιλιά της γυναίκας αυτής, είναι ανοιγμένη πέρα για πέρα και τα σωθικά της, όλα πεταμένα έξω. Είναι κατακρεουργημένη και το κακό, σίγουρα θα έγινε, μόλις πριν λίγο. Ακόμη πιο σίγουρο είναι, ότι για αυτήν, ελπίδα καμία δεν υπάρχει. Της πιάνει το χέρι της και με το άλλο του, την χαϊδεύει στο κεφάλι της. Εκείνη βογκάει και φαίνεται ότι πονάει αφόρητα. Τα ζεστά σωθικά της, αχνίζουν και η ίδια φέρνει επάνω της, όλα εκείνα τα σημάδια, που δείχνουν ότι πριν από την σφαγή, προηγήθηκε ο βιασμός της και κάθε άλλη πράξη ευτελισμού και της γυναικείας της φύσης, μα και της ανθρώπινης υπόστασής της.

227


228 - «Το παιδί μου..» την ακούει ανάμεσα στα βογκητά της να αρθρώνει αυτές τις λέξεις και με φανερή δυσκολία και ξέπνοα τις επαναλαμβάνει, «..το παιδί μου…» και ο Ανδρέας βλέπει που εκείνη τον κοιτάζει και με το βλέμμα της, τον εκλιπαρεί για βοήθεια. Και τότε κατάλαβε ότι η γυναίκα αυτή, θα πρέπει να είχε και το παιδί της μαζί και της το πήραν μέσα από την αγκαλιά της, τα άπιστα σκυλιά. Αλλά πού να το πήγαν άραγε; Όμως ρίγος νοιώθει, όταν βλέποντας την στην κατάσταση που είναι και ξαφνικά στο νου του καρφώνεται η ιδέα, ότι πιθανόν ετούτη η γυναίκα να ήταν εγκυμονούσα και να την κατακρεούργησαν για να της πάρουν το παιδί της, μέσα από τα σωθικά της. Αισθάνεται άθελα του, μια φοβερή αποστροφή για εκείνο το ζωντανό, που λέγεται ‘άνθρωπος’ και… - «Το παιδί μου… σε παρακαλώ, το παιδί μου..» την ακούει να επαναλαμβάνει και να τον εκλιπαρεί, με όση δύναμη και αναπνοή της έχει απομείνει, «..σε εξορκίζω πατριώτη…στο… όνομα…». Κομπιάζει να μιλήσει, είναι πλέον φανερό ότι πλησιάζει το τέλος της, μα εκείνη με όσο κουράγιο της μένει, παίρνει μία ακόμη ανάσα και συνεχίζει «…στο όνομα ..της Παναγιάς... το παιδί μου… ααααχχ…» ακούγεται να κάνει στο τέλος και η ψυχή της φεύγει, με την λέξη «το παιδί μου». Γέρνει στο πλάι, αρχικά το κεφάλι της και μετά όλο της το κορμί και πέφτει στο χώμα. Το βλέμμα της ακίνητο, μένεί καρφώνεται στο πουθενά. Το στήθος της παύει να κινείται και ο θάνατος, ως λυτρωτής, συναντά εκείνη την γυναίκα, στη μέση του δρόμου και την παίρνει μαζί του. Ο Ανδρέας, κούνησε το κεφάλι του και όπως ήταν από επάνω της σκυμμένος, της κλείνει τα μάτια και την σταυρώνει με το δεξί του χέρι, λέγοντας ταυτόχρονα και ‘‘ο Θεός ας σε συχωρέσει’’. Δίπλα της βλέπει ένα ρούχο, μοιάζει κάτι σαν γυναικεία ζακέτα. Προφανώς δικό της θα ήταν, σκέπτεται. Το παίρνει και την σκεπάζει. Εκείνα τα λόγια που πριν λίγο είπε, δηλαδή ‘‘Ο Θεός ας σε συχωρέσει’’, ήταν η επιμνημόσυνη δέηση για ετούτη την άγνωστη του γυναίκα και το σκέπασμά της σορού της με την γυναικεία ζακέτα, ήταν και ο ενταφιασμός της. Έπειτα ο Ανδρέας σηκώνεται όρθιος και κοιτάζει δεξιά και αριστερά, μήπως και δει πουθενά το παιδί της, μα δεν βλέπει τίποτα, τουλάχιστον σε όση απόσταση το σκοτάδι του επέτρεπε να δει. Δεν πρόλαβε να της υποσχεθεί, μα και αν το προλάβαινε, πάλι λίγα πράγματα θα μπορούσε να κάνει. Έχει και αυτός οικογένεια και θέλει να την πάρει μακριά από το κακό, όσο γίνεται μια ώρα αρχύτερα. Και περισσότερο χρόνο δεν έχει. Επιστρέφει κοντά στους δικούς του. Η γυναίκα του, είχε πάρει τις δυο τους κόρες στην αγκαλιά της και φρόντισε τα πρόσωπά τους να είναι στραμμένα. Μόλις πήγε κοντά τους, με ένα ‘πάμε’ που τους είπε, όλοι μαζί κίνησαν και πάλι προς την προκυμαία. Μόνο που ετούτη την φορά, σκόπιμα κινήθηκαν από την απέναντι πλευρά του δρόμου, από εκείνη που ξέψυχα κείτονταν το κορμί εκείνης της άγνωστης τους γυναίκας. Καθώς ο Ανδρέας και η οικογένεια του κατευθύνονταν προς την θάλασσα, φωνές ακούγονταν από την κατεύθυνση της παραλίας και έφταναν στα αυτιά τους, αρχικά αμυδρά, μα όσο προς τα εκεί πλησίαζαν, συνεχώς αυτές και δυνάμωναν και αύξαναν σε αριθμό. Έπειτα και λίγο αργότερα, σιγά-σιγά οι φωνές εκείνες γινόντουσαν κραυγές και το τι θα συναντούσαν εκεί κάτω στην παραλία, ήταν σχεδόν όλοι τους σε θέση, να το φανταστούν. Παντού στον δρόμο τους, εμφανή τα σημάδια του πλιάτσικου. Τα μαγαζιά όλα είχαν λεηλατηθεί και ανέμεναν και την ολοκληρωτική τους καταστροφή από την φωτιά, που δεν θα αργούσε να φτάσει και μέχρις εκείνα. Μια ομάδα ανθρώπων, φάνηκε να στρίβει από την πέρα γωνιά του δρόμου. Ήταν 7 με 8 άνδρες και από την εμφάνιση τους και από την ομιλία τους, αμέσως ο Ανδρέας και οι δικοί του, κατάλαβαν ότι σίγουρα εκείνοι θα πρέπει να ήταν Τούρκοι. Από την όλη εμφάνιση τους, εύστοχα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι ετούτοι οι άνδρες, όλες αυτές τις ημέρες δεν θα κοιμήθηκαν καθόλου. Παρότι ήταν βράδυ, επάνω τους, εύκολα διακρίνονταν αίματα ανακατεμένα με σκόνες. Στα μάτια τους και γύρω από αυτά, ζωντανά

228


229 τα σημάδια του ξενυχτιού και της κούρασης. Τα ρούχα τους ήταν σκισμένα και οδηγούσαν στο συμπέρασμα, ότι ήταν έτσι, εξ αιτίας της πάλης τους με τους άνδρες, που προσπάθησαν να σφάξουν ή να μαχαιρώσουν ή και ακόμη, πιθανόν να σκίστηκαν στην πάλη τους με τις γυναίκες, που προσπάθησαν να βιάσουν αρχικά και μετά σίγουρα να θανατώσουν βάναυσα και απάνθρωπα. Γιατί, ακόμη και από τόσο μακριά και μέσα στο σκοτάδι, στα πρόσωπα όλων τους, υπήρχαν ορατά και εμφανή τα σημάδια, από τα νύχια των δύστυχων εκείνων γυναικών και κοριτσιών, θύματα της αγριότητας και του βιασμού τους, από αυτά τα άπιστα σκυλιά. Δεν πρόλαβαν να κρυφτούν πριν εκείνοι οι άνδρες τους δούνε. Μόλις τους αντελήφθησαν, ο Ανδρέας και οι δικοί του, αμέσως σταμάτησαν. Εκείνοι όμως προχώρησαν προς το μέρος τους. Τα κορίτσια αγκάλιασαν την μητέρα τους και εκείνη, κτυπώντας τα ελαφρά στην πλάτη τους με τα χέρια της, προσπάθησε να τα καθησυχάσει. Ο Κωνσταντίνος, πέρασε μπροστά από τις γυναίκες και στάθηκε δίπλα και λίγο πίσω από τον πατέρα του. Οι καρδιές όλων τους κτυπούσαν δυνατά και θα μπορούσαν, ο ένας τους να ακούσει τους κτύπους της καρδιάς του άλλου. Εκείνοι οι άνδρες πλησίασαν πλέον πολύ κοντά και τότε ο Ανδρέας διέκρινε ανάμεσα τους, τον υπάλληλο του, τον Χασάν, καθώς και εκείνους τους άνδρες, που ήταν μαζί του και τους είχε δει, πριν από 5-6 νύχτες. Η παρουσία του Χασάν ανάμεσά τους, μπορεί να σήμαινε τα πάντα ή και τίποτα. Όμως μια ελπίδα υπήρχε… υπάλληλος του τόσα χρόνια ήταν… ίσως τώρα να ήρθε η ώρα να βοηθήσει και εκείνος… ίσως …. μια μικρή ελπίδα. Όμως και αντίθετα με όσα ήθελε να πιστεύει ο Ανδρέας, όσο εκείνοι οι άνδρες τους πλησίαζαν, τόσο πιο έντονα εκδήλωναν την επιθετική τους διάθεση. Όταν μάλιστα είδαν ότι μπροστά τους είχαν και τρία θηλυκά από τα οποία, τα δύο τρυφερά κοριτσόπουλα, τα αιμοβόρικά τους ένστικτα, τους οδήγησαν σε θριάμβους και αλαλαγμούς, λόγων και κινήσεων. Δεν έκρυβαν καθόλου τις προθέσεις τους. Ο Κωνσταντίνος έσφιξε τις γροθιές του και εκδήλωσε έτσι μια επιθετική στάση απέναντί τους, παρότι έβλεπε ότι εκείνη η ομάδα των απίστων, στην μέση τους και στα ζωνάρια τους, είχαν περασμένες πιστόλες και τούρκικες μαχαίρες. Αυτό όμως δεν τον φόβισε καθόλου και το αίμα του, ήδη του ανέβηκε στο κεφάλι και σαν νέος που ήταν, ίσως για πρώτη φορά να ένοιωθε, ότι έπρεπε και εκείνος να φερθεί, σαν πραγματικός άνδρας. Ο πατέρας του, αμέσως κατάλαβε τις αντιδράσεις του και με το χέρι του αρπάζει το χέρι του γιου του, σε μια κίνηση καθησυχασμού του. Αισθανόταν και εκείνος τον κίνδυνο, όμως περισσότερο αντιλαμβανόταν την αδυναμία τους να τον αντιμετωπίσουν, τουλάχιστον με αξιοπρέπεια και όπως αρμόζει στο γραίκικο αίμα τους. Ήταν μόνο δύο άνδρες αυτοί και ο ένας τους, ένα παιδί αμούστακο 15 χρόνων και πόσο άνδρας μπορούσε άραγε να λογίζεται, ένας νέος αυτής της ηλικίας; Αντίθετα, εκείνοι εκεί οι άπιστοι απέναντι τους, ήταν οκτώ, οκτώ μεστωμένοι άνδρες. Ετούτοι είχαν χέρια γυμνά και εκείνοι πιστόλες και μαχαίρια. Τέλος οι δυο τους, δεν είχαν παρά μόνο το δικαίωμα να μείνουν στην ζωή και βέβαια θα το διεκδικούσαν και με κάθε τρόπο, εάν χρειαζόταν και είχαν επιπλέον και την υποχρέωση, να υπερασπιστούν και την ζωή και την τιμή των τριών γυναικών της οικογένειας τους. Αντίθετα, εκείνοι εκεί απέναντί τους, διψούσαν για ακόμη περισσότερο αίμα και παρότι είχαν ήδη γευτεί αρκετό, εν τούτοις έδειχναν ότι όσο και αν είχαν πιει, η δίψα τους δεν στέρεψε. Οι αιμοδιψείς αλλόθρησκοι, χωρίς κανέναν δισταγμό και χωρίς κανόνες, χωρίς τον φόβο του ελέγχου του νόμου και μοναδικοί και απόλυτοι κυρίαρχοι της Σμύρνης, είχαν μόνο στόχο και σκοπό, την με κάθε τρόπο εξαφάνιση του Ελληνικού στοιχείου και κάθε τι άλλου, που θα θύμιζε, τους απίστους και την ‘Γκιαούρ Ιζμίρ’. Ο Ανδρέας παρά ταύτα, είχε μία μικρή ελπίδα ή έτσι ήθελε να πιστεύει, ότι δηλαδή ο Χασάν, ο μέχρι τα χθες υπάλληλος του, έστω και την τελευταία στιγμή, θα σκεφτόταν θετικά και θα αναλογιζόταν ότι κοντά του έφαγε ψωμί και ότι από αυτήν την δουλειά,

229


230 τάισε όλα αυτά τα χρόνια και μεγάλωσε τα παιδιά του. Σύγκρινε άθελα του σκεπτομένος, ότι ακόμη και ένα ζώο, ένα αγρίμι, ένα σκυλί, όταν του πετάξεις ένα κομμάτι ψωμί, λίγο φαγητό, ακόμη και εκείνο το ζώο, ερχόταν η ώρα που θα σου έδειχνε την ευγνωμοσύνη του. Θα σου την έδειχνε με το βλέμμα του, με την ουρά του, με το κορμί του όλο ή με κάποιον άλλο τρόπο. Το ζώο, το σκυλί, σου μιλάει με την γλώσσα του σώματος του και επειδή δεν είναι αχάριστο, σου λέει ένα ‘ευχαριστώ’, με αυτόν τον δικό του τρόπο. Ένας άνθρωπος, αναρωτήθηκε ο Ανδρέας εκείνη την δύσκολη στιγμή, που τόσα χρόνια τον αγκάλιασες με αγάπη και ζεστασιά και χωρίς καμία διάκριση, αν είναι Έλληνας ή Τούρκος, Χριστιανός ή Μουσουλμάνος, εγγράμματος ή αγράμματος, μπορούσε να είναι πιο ζώο και από αυτό το ίδιο το ζώο. Γιατί πραγματικά το μόνο που ένοιαζε και μετρούσε για τον Ανδρέα όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι ο Χασάν, ήταν ένας άνθρωπος με οικογένεια, όπως και εκείνος. Γι αυτό και τον είχε στην δούλεψή του τόσα χρόνια και έφαγε και χόρτασε κοντά του ψωμί και αυτός και η οικογένεια του. Μπορούσε άραγε συνέχισε να αναρωτιέται, να είναι πιο αχάριστος και από ένα ζώο, από ένα σκυλί; Μπορεί εκείνος σήμερα να έχει ξεχάσει τόσο εύκολα το χθες και να παρασυρθεί από το σήμερα και όσα εδώ, σε αυτήν την πόλη, αυτές τις τελευταίες μέρες συμβαίνουν; Μόνος του και από μέσα του ρωτούσε ο Ανδρέας τον εαυτόν του και μόνος του απαντούσε. Και η απάντηση ήταν πάντα ‘όχι’. Μα λογάριαζε τα πράγματα και τα ζύγιζε, με το δικό του το μυαλό και στην δική του πλάστιγγα. Όταν πλησίασε αρκετά εκείνη η ομάδα των Τούρκων και ήταν κοντά στα 8 με 10 βήματα από τον Ανδρέα και τον γιο του, τότε μόνο και ο Χασάν τους αναγνώρισε. Η κούραση και η νύστα τόσων ημερών, δεν τον άφηναν να δει καθαρά, από μακριά. Σηκώνει τότε με μιας τα δυο του χέρια τεντωμένα στο πλάι του κορμιού του και στο ύψος των ώμων του και με αυτήν του την κίνηση, οι ομόθρησκοί του, σταματούν αμέσως εκεί που είναι. Φάνηκε με αυτόν τον τρόπο, ότι εκείνης της ομάδος αρχηγός θα πρέπει να ήταν εκείνος, ο Χασάν, ο υπάλληλος του και αυτό αναζωπύρωσε προς στιγμήν και τις ελπίδες του Ανδρέα, για σωτηρία δική του και της οικογένειας του. Έπειτα τον βλέπει να κατεβάζει τα δυο του χέρια και να τα φέρνει στην μέση του. Τον βλέπει που στήριξε τις παλάμες του, την μια επάνω στην λαβή του πιστολιού του και την άλλη στην λαβή της μεγάλης μαχαίρας του. Πιστόλι και μαχαίρα, τα είχε και τα δυο περασμένα ανάμεσα στο ζωνάρι του. Με βήματα αργά και με ένα βλέμμα υπεροχής και υπεροψίας, που φόβο μόνο σκόρπιζε σε όποιον το αντίκριζε, πλησίασε τους δύο άνδρες, τον Ανδρέα και τον γιό του τον Κωνσταντίνο. Ήρθε και στάθηκε εκεί απέναντι τους, περίπου στα δύο μέτρα μακριά τους. Σήκωσε το δεξί του χέρι και ίσιωσε τις μουστάκες του. Για μερικά δευτερόλεπτα, οι δυο τους αλληλοκοιταζόντουσαν κατάματα, πρώην αφεντικό και πρώην υπάλληλος,. Ίσως κανείς τους δεν ήξερε, αν έπρεπε να μιλήσουν, ποιος να άρχιζε πρώτος και τι να πει. Το βλέμμα του Ανδρέα, έδειχνε εμφανώς την αγωνία, που τον είχε κυριεύσει, ενώ το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, είχε πάρει μια πιο χαλαρή όψη, μόλις αντίκρισε από κοντά εκείνον τον άνδρα. Τον υπάλληλο του πατέρα του, που τον έλεγαν Χασάν. Δεν γνώριζε την συνάντηση που είχε πριν λίγες μέρες ο πατέρας του με εκείνον εκεί τον άνδρα και τι μεταξύ τους ειπώθηκε. Νόμιζε πως ακόμη και τώρα, έβλεπε μπροστά του τον γνωστό του Χασάν, τον μέχρι τα χθες υπάλληλο τους. Γι αυτό και αμέσως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλάρωσαν και οι γροθιές του ξέσφιξαν. Ο πατέρας του μόλις αισθάνθηκε και εκείνος αυτήν την χαλάρωση του γιου του, του άφησε το χέρι και αποφάσισε πρώτος να μιλήσει, απευθυνόμενος στον Τούρκο Χασάν. - «Χασάν, τι γίνεται Χασάν, γιατί όλα αυτά;» Εκείνος τον κοίταξε και κατέβασε το χέρι του από το μουστάκι του και το έφερε και πάλι επάνω στην λαβή του πιστολιού του. Μειδίασε ελαφρώς και με ένα χαμόγελο, όλο νόημα και ειρωνεία. Μειδίασε, που έβλεπε το αφεντικό του, να στέκεται φοβισμένος

230


231 εκεί απέναντι του και αυτό φαίνεται πως τον χαροποιούσε. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν μαζί, εκείνος ήταν το ισχυρό αφεντικό και ο Χασάν ο υπάλληλός του. Ανεξάρτητα εάν ο Ανδρέας, δεν είχε ποτέ του εκδηλώσει, ανάλογες τέτοιες συμπεριφορές απέναντι σε κανέναν από τους υπαλλήλους του και ούτε βεβαίως και στον Χασάν. Δεν είχε καμία σημασία, εάν το αφεντικό, ήταν με όλους ήπιος, μειλίχιος και ανοιχτός και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Λίγη σημασία είχε, που στις δύσκολες στιγμές της ζωής των υπαλλήλων του, αυτός στάθηκε πάντα δίπλα τους, ως πατέρας τους και κάτι περισσότερο. Να, όπως τότε, εκείνη την χρονιά που το παιδί του Χασάν, ο Αχμέτ, χρειαζόταν να μπει στο νοσοκομείο για εγχείρηση. Τότε ο Ανδρέας το αφεντικό, ήταν εκείνος που έτρεξε και βρήκε γιατρούς και τους πλήρωσε και ενδιαφέρθηκε και έκανε όλα όσα θα έκανε ένας, πρώτα απ΄ όλα άνθρωπος. Ενδιαφέρθηκε ο ίδιος προσωπικά, μέχρι το παιδί του υπαλλήλου του, του Χασάν, να εγχειρισθεί και συνεχώς ήταν πλάι του. Μάλιστα αυτόν τον ίδιο τον υπάλληλο του, του έδωσε και άδεια μέχρις ότου εκείνος κρίνει, πότε η οικογένειά του δεν θα τον είχε πλέον άμεση ανάγκη και απεφάσιζε από μόνος του, να επιστρέψει στο μαγαζί και στην δουλειά. Και όταν επέστρεψε και πήγε στο γραφείο του Ανδρέα, για να τον ευχαριστήσει για το ενδιαφέρον του και για τα χρήματα που εκείνος εξόδευσε για το παιδί του και του είπε πως θα ήθελε να του τα επιστρέψει, μα επειδή δεν μπορεί όλα μαζί, να του τα κρατάει εκείνος λίγα-λίγα και κάθε μήνα από τον μισθό του, τότε το αφεντικό, ο γραικός, του είπε να μην το σκέφτεται καθόλου αυτό και πως τα χρήματα δεν τα θέλει πίσω. Ήταν ένα δώρο, έτσι του είπε, που έκανε ο ίδιος στον γιο του Αχμέτ, για τον μελλοντικό του γάμο, λίγο πρόωρα βεβαίως, μα σημασία δεν είχε καμία. Και αν ποτέ και πάλι ο Χασάν χρειαζόταν την βοήθεια του, εκείνος του διαβεβαίωσε ότι θα ήταν πάντα στην διάθεση του. Ως αφεντικό, ως φίλος, ως πατέρας, ως άνθρωπος προς άνθρωπο και ως οικογενειάρχης προς οικογενειάρχη. Πάντα εκεί και σε εκείνον να βασίζεται, έτσι θυμάται ο Ανδρέας ότι του είχε πει και σίγουρα και ο Χασάν δεν θα το ξέχασε μέχρι τα σήμερα. Γιατί τέτοια πράγματα, εύκολα δεν ξεχνιούνται. Σ΄ αυτά βασιζόταν ο Ανδρέας και είχε την ελπίδα ότι ο Χασάν, σήμερα θα θυμόταν, όλα όσα τόσα χρόνια τους συνέδεαν και ίσως σήμερα να ήρθε και η ώρα και με τον δικό του τρόπο να ανταποδώσει και εκείνος τον σεβασμό και την καλοσύνη, που γεύτηκε και γνώρισε, στις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Όμως εκείνος, ο Χασάν, συνέχισε να τον κοιτά, με ένα βλέμμα, που πραγματικά τρόμαζε τον Ανδρέα και δεν του επέτρεπε να ερμηνεύσει την στάση του αυτή. Γι΄ αυτό υποχρεώθηκε λοιπόν, να τον ρωτήσει και πάλι. - «Χασάν, τι γίνεται Χασάν, γιατί όλα αυτά;» - «Χμμ!» έκανε εκείνος και έσκασε ένα χαμόγελο, μειδίαμα μάλλον και με τις παλάμες και των δυο του χεριών, χάιδευε τις λαβές του πιστολιού του και της μαχαίρας του. Ταυτόχρονα έκανε και το κεφάλι του μια κίνηση προς το πλάι και στα δεξιά, για να μπορέσει να δει καλλίτερα πίσω από τον πατέρα και τον γιο, τις γυναίκες της οικογένειας. Την Γεωργία και τις δύο κόρες τους. Αυτό δεν άρεσε καθόλου του Ανδρέα. Ίσως και να έκανε λάθος, αλλά ο Χασάν, που εκείνη την ώρα στεκόταν μπροστά του, σίγουρος δεν ήταν ο γνωστός του Χασάν και αυτό του το επιβεβαίωνε για δεύτερη πλέον φορά. Δεν ήταν ο χθεσινός, υπάλληλος του. Μάλλον και σίγουρα ήταν ένας καθαρά Τούρκος και με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της φυλής του και τα οποία αδιάκριτα τα εκδήλωνε κιόλας. Ήταν αχάριστος, άπιστος και μπαμπέσης. Ήταν εκείνος ο απρόσωπος Τούρκος, που πριν λίγες μέρες, του σύστησε να πάρει την οικογένεια του και να φύγει όσο πιο γρήγορα και όσο πιο μακριά μπορούσε. Και σήμερα, πέντε μέρες μετά, ο Ανδρέας και η οικογένεια του, ήταν εκεί μόνοι και αβοήθητοι και απέναντι τους, είχαν τον Χασάν, όχι αυτόν που μέχρι τα χθες ήξεραν, μα έναν άλλον Χασάν. Όχι τον υπάλληλο τους, αλλά τον Τούρκο, τον άπιστο και αιμοσταγή Αγαρηνό.

231


232 - «Χμμ!..» έκανε και πάλι εκείνος και συνέχισε «…ακόμη εδώ είσαι εσύ;..» ρώτησε με αγένεια και με τρόπο υποτιμητικό, το πρώην αφεντικό του. Ο Ανδρέας δεν του απάντησε και εκείνος συνέχισε, «…γιατί δεν με άκουσες τότε; Σου είχα πει να φύγεις, όμως εσύ σαν ξεροκέφαλος γκιαούρης, έκανες και πάλι το δικό σου! Τώρα τι περιμένεις από μένα;» συμπλήρωσε τον λόγο του με εμφανή περιφρόνηση. - «Χασάν, δεν έκανα το δικό μου. Προσπάθησα να…» πήγε να του πει ο Ανδρέας, μα εκείνος τον διέκοψε. - «Μεγάλωσε η κορούλα σου βλέπω....» είπε εκείνος και έγειρε πάλι στο πλάι και προς τα δεξιά το κεφάλι του, για να μπορέσει να δει προς τα πίσω. Ο Κωνσταντίνος έσφιξε και πάλι τα δόντια του και τις γροθιές του και γέρνοντας ελαφρά το κορμί του προς τα εμπρός και κάνοντας ένα βήμα με το δεξί του πόδι, εκδήλωσε άμεσα μια φυσική κίνηση αντίδρασης. Ο Ανδρέας γρήγορα όπως και πριν, τον άρπαξε και πάλι από το χέρι για να τον συγκρατήσει. Ο γιος του σταμάτησε εκεί που ήταν, με σφιγμένες όμως ετούτη την φορά τις γροθιές του και με τα μάτια του καρφωμένα κατ΄ ευθείαν στα μάτια του Χασάν. Ο Τούρκος, κατάλαβε αυτήν την απειλητική κίνηση του νεαρού γιου το αφεντικού του και με τις δυο του παλάμες, αμέσως χούφτωσε την λαβή του πιστολιού του και της μάχαιρας του αντίστοιχα. Όταν στην συνέχεια είδε τον Ανδρέας να πιάνει το χέρι του γιου του και να τον σταματάει, τότε και εκείνος χαλάρωσε και κοιτώντας τον Κωστή στα μάτια, λέγει. - «Μπρε, μπρε, αψύς ο μικρός. Καλά έκανες και τον συγκράτησες, για καλό του το έκανες, αρκεί να το καταλάβει κι αυτός». Ο Ανδρέας βρίσκει τότε ευκαιρία και του λέγει. - «Καλό θα ήταν ο καθένας μας, να μην ξεχνούσε και να εκτιμούσε το καλό, που κάποιος του έκανε» Ο Χασάν κατάλαβε το υπονοούμενο που το αφεντικό του, του πέταξε και κοιτάζοντας τον σκληρά και ευθεία μέσα στα μάτια, του απάντά. - «Ναι, καλά θα ήταν. Όμως όταν κάποιος σου ξεπληρώνει το καλό και δεν σου χρωστάει τίποτα, τότε…», σταματάει για λίγο και έπειτα συνεχίζει, «..και εγώ, ξεπλήρωσα στο αφεντικό μου, ότι και όποιο καλό μου έκανε, όταν πριν λίγες μέρες, μια νύχτα, του έδωσα την συμβουλή μου και την ευκαιρία του. Εδώ τώρα, εγώ είμαι απλώς και μόνο ένας Τούρκος και έχω απέναντι μου, εσένα τον Έλληνα, έναν γκιαούρη γραικό». Και τις τελευταίες λέξεις, τις είπε με ύφος και τόνο φωνής, που δεν άφηναν περιθώρια παρερμηνείας. Έλεγε με τον δικό του τρόπο, ‘‘εδώ τώρα εγώ δεν είμαι ο Χασάν, ο υπάλληλος σου και ούτε εσύ το αφεντικό μου. Εδώ είμαι ο Χασάν ο Τούρκος και εσύ και η οικογένειά σου, δεν είστε παρά μια οικογένεια γραικών της Σμύρνης’’. Και βέβαια δεν συμπλήρωσε ότι το σχέδιο προέβλεπε, πλήρη αφανισμό κάθε Έλληνα και εξάλειψη κάθε ελληνικού στοιχείου, από την πόλη αυτή. Δεν είπε, ότι αυτός ήταν πάντα Τούρκος και εκείνοι πάντα γραικοί. Άρα, αιώνιοι εχθροί. Ο Ανδρέας τον κοίταξε. Τα λόγια περίσσευαν. Είχε καταλάβει πλέον τι θα ακολουθούσε. - «Χασάν..» του είπε, «..σε παρακαλώ και πάλι. Αν εγώ δεν σε άκουσα, οι δικοί μου δεν φταίνε σε τίποτα. Δώσε τους την ευκαιρία τους και άφησε την οικογένεια μου να φύγει. Κράτησε εμένα, που όπως και εσύ λες, εγώ είμαι αυτός που δεν σε άκουσα και… και κάνε με ό,τι θέλεις. Όμως σε παρακαλώ, άφησε τους να φύγουν, σε παρακαλώ Χασάν, σε παρακαλώ και πάλι». Το άπιστο σκυλί, κάγχασε τώρα δυνατά και έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω, για να δει τους συντρόφους του. - «Χα, χα, χα….Ώ ρε ρωμιέ, πάντα είχες μυαλό, μα όχι τόσο, όσο θα μπορούσε να σε γλιτώσει, ετούτη την φορά». Και κοιτάζοντας τον στα μάτια, βηματίζει προς τα οπίσω, χωρίς να κάνει μεταβολή.

232


233 - «Χασάν ..» επαναλαμβάνει και πάλι ο Ανδρέας και η φωνή του έχει εμφανώς την χροιά της εκλιπάρησης, «Χασάν..», επαναλαμβάνει και πάλι με την ελπίδα, έστω και την τελευταία στιγμή να τον ακούσει εκείνος. Όμως ο Χασάν, συνέχισε να οπισθοχωρεί σταθερά προς τα πίσω και να μειδιά το ίδιο σαρδόνια. Μόλις φθάνει στους δικούς του, συνεχίζοντας να κοιτά τον Ανδρέα και την οικογένεια του, κάτι τους λέγει στην δική τους γλώσσα ψιθυριστά και εκείνοι με μιας στρέφουν όλοι τα πρόσωπα τους προς τον Ανδρέα και την οικογένεια του. Κανά δυο τους, χαϊδεύουν τις πιστόλες τους και κάποιοι άλλοι τις μαχαίρες τους. Κάποιοι από αυτούς, περνούν την γλώσσα τους πάνω από τα χείλη τους και καρφώνουν το βλέμμα τους, επάνω στα δυο κορίτσια, την πριγκηπέσα και την αρχοντοπούλα. Φαίνονται τα μάτια τους πως έχουν διασταλεί, δείχνοντας έτσι πλέον και φανερά, τις άνομες ορέξεις του και τις προθέσεις τους. Ο Ανδρέας, όπως και κάθε άλλο μέλος της οικογένειας του, μικρό η μεγάλο, κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί και τι θα ακολουθούσε. Μίλησε ο Χασάν, μα και οι φίλοι του, με την σιωπή τους και τα μάτια τους. Κατάλαβε και πάγωσε. Στράφηκε τότε προς την γυναίκα του και τα παιδιά του και χαμηλόφωνα τους είπε να τον περιμένουν εκεί. Αυτός θα πήγαινε κοντά τους, για να τους μιλήσει, να προσπαθήσει ξανά. Εάν όμως συνέβαινε κάτι και ό,τι και να συμβεί, τότε τους λέγει και εντολή τους δίνει, εκείνοι να μην σταθούν καθόλου εκεί για να τον βοηθήσουν, αλλά να τρέξουν, να τρέξουν για να σωθούν. Στα τελευταία του αυτά λόγια, κοιτάζει τον Κωνσταντίνο στα μάτια, σαν να του έλεγε πως του χρέωνε σαν πατέρας, την ευθύνη πραγματοποίησης των λόγων του αυτής του της επιθυμίας, που ίσως και να ήταν και η τελευταία. Μετά κοίταξε και την γυναίκα του. Το βλέμμα του έμοιαζε με ένα στερνό αντίο. Η Γεωργία καταλάβαινε ότι ο ‘άνδρας της’, αυτή την ώρα δεν έκανε τίποτα άλλο, από το να πηγαίνει μόνος του, σαν πρόβατο σε σφαγή, με την ελπίδα να κέρδιζε χρόνο για την οικογένεια του. Να τους δώσει έτσι την ευκαιρία να φύγουν τουλάχιστον εκείνοι, μακριά από τον Χασάν και τους δικούς του και έτσι, να γλιτώσουν. Έπειτα ο Ανδρέας, χωρίς άλλη κουβέντα γύρισε προς το μέρος των Τούρκων, που είχαν παραταχθεί, ο ένας δίπλα στον άλλο, με τον Χασάν, περίπου στο κέντρο. Τους κοίταξε όλους έναν-έναν. Το πρόσωπο του Ανδρέα, όπως και το βλέμμα του, είχαν τώρα μια άλλη, διαφορετική όψη. Είχαν πάρει και επιδείκνυαν το αγέρωχο ύφος ενός γραικού, που είχε αποφασίσει ότι η ζωή του ήταν στα χέρια ενός Τούρκου, γι αυτό και έπρεπε να πεθάνει με την ανάλογη αξιοπρέπεια προς την φυλή του και περίσσεια περιφρόνηση προς τον Αγαρηνό, αλλά και τον ίδιο τον θάνατο ακόμη. Γιατί δεν αρμόζει σε έναν Έλληνα να εκλιπαρεί έναν Τούρκο, περισσότερο απ΄ ό,τι το επέβαλε η αδυναμία ενός ανθρώπου, ενός συζύγου και ενός γονιού, για να σώσει την ίδια του την οικογένεια. Η φωτιά συνέχισε να κατάκαιει τα πάντα στο πέρασμά της και σχεδόν απλώθηκε σε όλη την βορειανατολική πλευρά της Σμύρνης και κατευθυνόταν με σχετικά μεγάλη ταχύτητα, προς τα νοτιοδυτικά. Το βορειοανατολικό αεράκι που φυσούσε και τα ξύλινα σπίτια της πόλης, ήταν και τα δύο, σύμμαχοι της φωτιάς και του κακού, που αυτή έσπερνε στο διάβα της. Βέβαια ο αέρας βοηθούσε και κάπου αλλού. Έφερνε αρκετά νωρίς, τον θόρυβο της φωτιάς, στα αυτιά των Ελλήνων. Τους προειδοποιούσε για το κακό που ερχόταν. Προειδοποιούσε όλους εκείνους, που κλεισμένοι στα σπίτια τους, στα κελάρια και στα υπόγεια τους, θα καιγόντουσαν σαν τα ποντίκια, εάν δεν υπήρχε εκείνος ο άνεμος. Ο ουρανός είχε μαυρίσει από τους καπνούς, που σκέπαζαν όλη την πόλη και έφθαναν μέχρι κάτω στην θάλασσά και ακόμη παραπέρα. Σε όλη την ατμόσφαιρα, έντονη υπήρχε η μυρωδιά του καμένου. Του καμένου ξύλου, μα και τις καμένης σάρκας. Οι κάτοικοι της Σμύρνης, βγήκαν από τις κρυψώνες τους, από τα σπίτια τους, τα υπόγεια και τα κελάρια τους. Ο φόβος της φωτιάς και του κινδύνου να καούν ζωντανοί μέσα εκεί, τους υποχρέωσε

233


234 να τα εγκαταλείψουν. Ο καθένας τους, διατηρούσε μέχρι εκείνη την ώρα, την κρυφή ελπίδα, ότι οι Τούρκοι, με τους οποίους τόσα χρόνια ζούσαν αρμονικά, δεν θα τους πείραζαν. Άλλωστε και αυτοί, σαν Έλληνες, ποτέ δεν τους ενόχλησαν. Ακόμη και τώρα, που ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν στην Μικρά Ασία, κανείς από τους Έλληνες δεν πείραξε Τούρκο. Γιατί, για αυτούς, εκείνοι ήταν πάντα και όλα αυτά τα χρόνια, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή θρησκείας. Ήταν πάντα οι γείτονες τους και οι άνθρωποι της γειτονιάς, της ίδια πόλης. Ήταν οι δικοί τους άνθρωποι, κατά μία έννοια. Γιατί λοιπόν και ετούτοι, να μην σκέπτονταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο, διερώτονταν οι Έλληνες της Σμύρνης και μπροστά στην συμφορά και το κακό που τους βρήκε και αναζητώντας κάποια αχτίδα ελπίδας, ήθελαν ακόμη να πιστεύουν ότι και οι Τούρκοι, θα σκέπτονταν και θα λογάριαζαν τα πράγματα, όπως και οι ίδιοι τα μετρούσαν και ότι ανάλογα θα ενεργούσαν, σαν χρόνια γείτονες, μα και σαν απλοί άνθρωποι. Ήθελαν να πιστεύουν ότι οι σημερινοί νικητές, θα συμπεριφέρονταν στους Έλληνες, όπως αντίστοιχα και ετούτοι τους συμπεριφέρθηκαν μέχρι τα χθες, που ήταν εκείνοι οι νικητές. Όμως δυστυχώς, τόσα χρόνια συμβίωσης μαζί τους και φαίνεται πως δεν κατάλαβαν ή δεν θέλησαν ποτέ να καταλάβουν, ότι την μεγαλοψυχία του Έλληνα και το μεγαλείο της φυλής του, ήταν προνόμια, που ο Θεός δεν τα μοίρασε απλόχερα σε όλους τους λαούς του κόσμου, μα επιλεκτικά και στους εκλεκτούς του μόνον.

234


235

ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΕΦΥΓΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΦΑΓΉ. ΑΥΤΟ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΝΟΙΚΟΥΣ ΟΤΙ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΣΕ ΧΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΚΑΙ ΜΕΝΟΥΝ ΣΕ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΕΚΤΙΣΑΝ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΜΑ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ

235


236

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Βγήκαν στους δρόμους οι κάτοικοι της Σμύρνης. Να γλιτώσουν θέλανε από την φωτιά και τις πύρινες γλώσσες της. Και πού αλλού θα μπορούσαν να τραβήξουν; Καθοδηγούμενοι από το αίσθημα αυτοσυντήρησης, τράβηξαν προς τα κάτω, προς την θάλασσα και την προκυμαία. Βγήκαν στους δρόμους τρέχοντας, για να προφθάσουν να σωθούν και στο διάβα τους αντίκριζαν, αυτό που απεύχονταν, ο καθένας χωριστά για τον εαυτόν του και όλοι τους μαζί, για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και για τον Ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης, της πόλης τους. Η φωτιά απλωνόταν από σπίτι σε σπίτι, από τετράγωνο σε τετράγωνο και όπου και όποιο σπίτι, δεν το είχαν αγγίξει οι πύρινες γλώσσες της, φρόντιζαν οι άπιστοι να το βάλουν οι ίδιοι φωτιά. Βγήκαν στους δρόμους οι Έλληνες της Σμύρνης και έτρεχαν και κατηφόριζαν προς την παραλία. Ο αέρας σύμμαχος των Τούρκων, βοηθούσε το καταστρεπτικό τους έργο και στην μετάδοση της πύρινης λαίλαπας. Μαζί με την μυρωδιά του καμένου ξύλου, έφερνε και έντονα, την μυρωδιά καμένου κρέατος. Απανθράκωνε αμείλικτα στο διάβα της, τα πτώματα όλων εκείνων των άτυχων, που έπεσαν νεκροί από κάποιο τούρκικο βόλι ή μαχαίρι. Μερικές φορές, σπαρακτικές φωνές ακουγόντουσαν μέσα από κάποια σπίτια, που εκείνη την ώρα τα αγκάλιαζαν οι πύρινες γλώσσες της καταστροφής και όλοι τους καταλάβαιναν, ότι κάποιος βαριά τραυματισμένος και ανήμπορος να βγει και να απομακρυνθεί από αυτά για να αποφύγει την φωτιά, δυστυχώς καιγόταν ζωντανός και άφηνε έτσι τραγικά την τελευταία του πνοή, μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Όλα αυτά, έστελναν μήνυμα θανάτου, σε όλους τους κατοίκους της Σμύρνης και κυρίως στους χριστιανικούς πληθυσμούς της πόλης και στους κατατρομαγμένους Έλληνες. Η θέα των ακέφαλων ή των ακρωτηριασμένων πτωμάτων, που παντού και σε όλη την πόλη διάσπαρτα υπήρχαν, ο ουκ έστιν αριθμός των αρχικά βιασμένων και μετέπειτα ανελέητα δολοφονημένων γυναικών, η μυρωδιά του ακόμη ζεστού αίματος πάνω στο χώμα ή στην πέτρα, τα αμέτρητα βογκητά των δύστυχων λαβωμένων κατοίκων, αρσενικών και θηλυκών, μικρών και μεγάλων, που συνεχώς ακούγονταν από κάθε γωνιά της πόλης και προέρχονταν από τους Έλληνες, τους Εβραίους, τους Αρμένιους και όλους τους άλλους, τους κατακρεουργημένους από τα μαχαίρια και τα γιαταγάνια των απίστων, συμπλήρωνε την όλη εικόνα και προειδοποιούσε τον καθένα τους, τι του έμελλε να πάθει. Ο Ανδρέας όρθωσε το κορμί του. Στα μάτια του φαινόταν καθαρά το υπερήφανο βλέμμα της ανωτερότητας του γραικού και στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε η αξιοπρέπεια του άνδρα, που περιφρονούσε ακόμη και αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, όταν αυτός επρόκειτο να προέλθει από το χέρι ανθρώπου, που αντάξιο του, δεν τον θεωρεί. Με τα δυο του χέρια, ίσιωσε τα ρούχα του και επιμελήθηκε της όλης εμφάνισης του, σαν αρχαίος Σπαρτιάτης πριν από την μάχη και με το βλέμμα του καρφωμένο συνεχώς επάνω τους και με βήματα αργά, αλλά σταθερά, που αποδείκνυαν και επιδείκνυαν σε εκείνους, τους ποταπούς Αγαρηνούς την αποφασιστικότητα του, προχώρησε προς το μέρος τους. Όταν έφθασε περίπου στα δύο μέτρα από αυτούς, σταμάτησε και στάθηκε απέναντι τους, Τους κοίταξε και πάλι όλους, έναν -έναν. Τελευταίο άφησε τον Χασάν και επάνω του κάρφωσε το βλέμμα του. Τον κοίταξε ίσια, βαθιά μέσα στα μάτια. Εκείνος, όπως και όλοι οι δικοί του, κατάλαβαν την αγέρωχη στάσή του και την γραικική περιφρόνηση του προς αυτούς και δεν έκρυψαν την έκπληξη τους, μα ταυτόχρονα και την αγανάκτησή τους. Γιατί πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι, όσο δυνατοί και να είναι, μπροστά στον θάνατο λυγίζουν. Και σήμερα, για μια ακόμη φορά, ένας Έλληνας, τους διέψευδε.

236


237 - «Χασάν και εσείς οι άλλοι. Ακούστε αυτά τα λόγια που θα σας πω. Τόσα χρόνια, εδώ σε αυτήν την πόλη, Τούρκοι και Έλληνες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι και ανάμεσα μας τόσοι άλλοι, όλοι μαζί ζήσαμε ειρηνικά και μονιασμένα. Δεν πείραξε ποτέ κανείς μας, κανέναν. Ήμασταν γείτονες και φίλοι και στο διάβα της ζωής, ο ένας στάθηκε στον άλλον και στις χαρές και στις λύπες. Και στις εύκολες, μα και στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας, σαν άνθρωποι βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον. Σήμερα, τι έχουμε, εμείς μεταξύ μας να χωρίσουμε;…» Όση ώρα μιλούσε, με το βλέμμα του, έκαμε ακόμη μια γύρα πάνω τους και πάλι κατέληξε στο πρόσωπο του Χασάν. Και απευθυνόμενος τώρα προσωπικά σε εκείνον, συνέχισε. - «…Κι εσύ Χασάν, πόσα χρόνια ήσουν στην δούλεψή μου και όλα αυτά τα χρόνια, τι παράπονο είχες ή έχεις από εμένα; Δεν σου στάθηκα πρώτα σαν φίλος, σαν αδελφός και σαν πατέρας; Και εσείς οι άλλοι….» και τους κοίταξε όλους με ένα επιδεικτικά αγέρωχο και περιφρονητικό βλέμμα, «…τι παράπονα έχετε, από εμάς τους Έλληνες; Ήρθα και στάθηκα μπροστά σας, γιατί δεν σας φοβάμαι μωρέ! Είστε τόσοι άνδρες και είμαι ένας μόνος εγώ με ένα αμούστακο παιδαρέλι και τρεις γυναίκες. Εμπρός λοιπόν, ό,τι να κάνετε, κάντε το τώρα, δείξτε την λεβεντιά σας και αρχίστε από μένα. Εμπρός λοιπόν, αποδείξτε την δική σας ανδροσύνη!» επανέλαβε ο Ανδρέας με στεντόρεια και συνεχώς προκλητική και υποτιμητική για εκείνους τους άνδρες φωνή και φούσκωσε το στήθος του, για να τους δείξει ότι είναι έτοιμος για όλα, ακόμη και για τον θάνατο. - «Εμπρός λοιπόν..» επανέλαβε και πάλι «..τα χέρια μου και τα χέρια των δικών μου, είναι άδεια και στα δικά σας κρατάτε πιστόλες και μαχαίρες! Τι περιμένετε για να μας δείξετε την λεβεντιά σας;» και στα λόγια του δεν έκρυψε διόλου την περιφρόνηση του, για αυτούς εκεί απέναντί του. Ήταν αποφασισμένος για όλα. Το ρωμαίικο του αίμα, έβραζε και οι φλέβες του είχαν πεταχτεί, προς τα έξω, είχαν φουσκώσει από την υπερένταση του. Τα λόγια του ακούσθηκαν ηχηρά. Τα είχε πει, με ένα ύφος και σε τόνο τέτοιο, που έδειχναν ότι δεν τους φοβάται πλέον. Τους έλεγε με τον τρόπο του, ότι είναι αποφασισμένος για όλα και προπάντων, τους έλεγε ότι ακόμη και τώρα, εγώ ο γραικός, σας δείχνω την ανωτερότητα μου και εσείς οι άπιστοι, για μια ακόμη φορά, σας δίνετε η ευκαιρία να δείξετε, την θέση σας και γιατί δικαίως όλα αυτά τα χρόνια και δυστυχώς είναι πάρα πολλά, βρίσκεστε εκεί χαμηλά, στο πιο χαμηλό επίπεδο ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας. Και εκεί κανείς άλλος δεν σας κατέταξε, παρά μόνοι σας, με τον τρόπο σας και την δική σας συμπεριφορά. Τους κοίταξε και πάλι με ένα βλέμμα, γεμάτο απαξία και έσφιξε τις γροθιές του. Δεν θα πουλούσε την ψυχή του και δεν θα παρέδιδε το κορμί του σε αυτούς τους δολοφόνους, αμαχητί. Εκείνοι, τον είδαν που έσφιξε τις γροθιές του και κατάλαβαν ότι δεν είχε τίποτα άλλο να τους πει και ότι περίμενε ετούτοι να κάνουν πρώτοι την κίνηση τους. Μεταξύ τους, επεκράτησε για λίγο, απόλυτη ησυχία. Κανείς τους δεν μιλούσε, παρά μόνον αρκέσθηκαν να αλληλοκοιτάζονται. Την σιωπή τους αυτή χάλαγε, ένα μίγμα φωνών και κραυγών, που ακούγονταν, αρχικά από μακριά, μα όσο περνούσε η ώρα, όλοι τους καταλάβαιναν, ότι εκείνοι που ακουγόντουσαν να φωνάζουν, πλησίαζαν προς το μέρος τους πολύ γρήγορα. Και μετά από λίγο, από όλους τους, Τούρκους και Έλληνες, έγινε αντιληπτό παρότι κανείς τους δεν τους έβλεπε, ότι αυτές οι φωνές και οι κραυγές, προέρχονταν από ανθρώπους, που βάδιζαν βιαστικά ή καλλίτερα έτρεχαν προς το μέρος τους και ότι ήταν και Έλληνες. Έτρεχαν προς την παραλία, στην προκυμαία, για να γλιτώσουν από τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς. Στον Ανδρέα και στην οικογένεια του, αμέσως γεννήθηκε μια νέα ελπίδα σωτηρίας. Ίσως αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα, τώρα να φοβόντουσαν και να έφευγαν από μπροστά τους. Η γυναίκα του και τα παιδιά τους, γύρισαν τα κεφάλια τους προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόντουσαν

237


238 οι φωνές. Κόσμος βέβαια, ακόμη δεν είχε φανεί στον δρόμο, μα όλοι κατάλαβαν, ότι δεν θα αργούσαν να φθάσουν κοντά τους. Δεν θα πρέπει να ήταν εκείνοι οι άνθρωποι και πολύ μακριά τους. Ο Χασάν και η παρέα του, έδειξαν και εκείνοι να θορυβούνται από την απρόσμενη αυτή άφιξη τόσων ανθρώπων και δεν έκρυψαν και την ανησυχία τους. Γιατί, άλλο είναι να τα βάλεις με έναν μόνο γραικό και ένα αμούστακο παιδί και μάλιστα με γυμνά τα χέρια τους και άλλο είναι να έχεις απέναντι σου, ένα πλήθος τρομοκρατημένων ανθρώπων, που έχουν ξεσπιτωθεί, που οι περιουσίες τους καταστρέφονται, που οι ζωές τους κινδυνεύουν και για όλα αυτά να ξέρουν και να ξέρεις, ότι υπεύθυνος είσαι εσύ. Ανησύχησε πολύ τον Χασάν και την παρέα του, αυτή η απρόσμενη εξέλιξη των πραγμάτων, γιατί τώρα τα πράγματα άλλαζαν και ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα και εναντίον τους. Το καταλάβαιναν αυτό, όπως καταλάβαιναν και ότι έπρεπε να κινηθούν γρήγορα, αν ήθελαν να αποφύγουν αυτήν την συνάντηση, με εκείνους τους ξεσπιτωμένους και εξαγριωμένους γραικούς. Όμως και ο Ανδρέας κατάλαβε τον φόβο τους και καθώς εκείνοι οι κατατρεγμένοι Χριστιανοί, ακούγονταν να πλησιάζουν όλο και πιο κοντά τους, τόσο οι δικές του ελπίδες μεγάλωναν, ενώ αντίθετα τα χρονικά περιθώρια για τον Χασάν και την παρέα του, στένευαν. Ασυναίσθητα, έστρεψε και αυτός το κεφάλι του προς τα πίσω για να δει την οικογένεια του, μα και για να προϋπαντήσει με το βλέμμα του, τους απρόσμενους σωτήρες τους. Είχε έντονη ετούτη την στιγμή, την ελπίδα της σωτηρίας τους και αυτό τον έκανε να ξανάρθει το χαμόγελο στα χείλη του. Δευτερόλεπτα μετά αφότου έστρεψε το κεφάλι του και το βλέμμα του προς τα πίσω, ένοιωσε έναν πόνο σουβλερό στα αριστερά του, λίγο κάτω από τα πλευρά του κα ένα χέρι ταυτόχρονα να τον έχει αρπάξει από τον ώμο του. Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τα εμπρός και στο βλέμμα του και στο πρόσωπο του, ήταν εμφανή τα σημάδια του πόνου και του τρόμου. Αντικρίζει το πρόσωπο του Χασάν σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. Στην ματιά του, διακρίνει το πάθος ενός αιμοσταγούς ανθρώπου για να κάνει το κακό και αναγνωρίζει στα σφιγμένα χείλη του, το μίσος του Τούρκου για τον Έλληνα. Και τότε τον ακούει και να του λέει. - «Δεν θα γλιτώσεις γκιαούρη, δεν θα γλιτώσεις…» και με την δεύτερη του αυτή κουβέντα, τραβάει το μαχαίρι του από τα πλευρά του Ανδρέα και έπειτα το καρφώνει και πάλι για δεύτερη φορά. «Δεν θα γλιτώσεις γκιαούρη…» επαναλαμβάνει και μίσος στάζει, με τα λόγια του αυτά. Στην συνέχεια, σπρώχνει τον Ανδρέα προς τα πίσω βγάζοντας το μαχαίρι από τα πλευρά του και κάνοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος ένα βήμα προς τα πίσω και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, περίπου στα δυο μέτρα. Τώρα φαίνεται καθαρά ότι ο Χασάν στο δεξί του χέρι, κρατά ένα μεγάλο μαχαίρι και είναι γεμάτο στ΄ αίματα. Ο Ανδρέας αισθάνεται, από το αριστερό του πλευρό, να του φεύγει η ζωή. Φέρνει το χέρι του και το ακουμπά εκεί που νοιώθει πόνο. Έπειτα το σηκώνει και το φέρνει μπροστά στα μάτια του. Το κοιτάζει και το βλέπει να είναι γεμάτο αίματα. Εν τούτοις, το πρόσωπο του και η ματιά του, έχουν πάρει μια τέτοια έκφραση, που δείχνουν ότι δεν φοβάται πλέον τον θάνατο, ούτε τον τρομάζουν οι μαχαιριές. Δεν μπορεί όμως να κρύψει την απογοήτευσή του και την έκπληξή του μαζί, επειδή εκείνο το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι, ήταν το χέρι όχι ενός οποιουδήποτε Τούρκου, μα το χέρι του Χασάν. Εκείνου δηλαδή, που περισσότερο από 10 χρόνια, τον είχε στην δούλεψη του και τον είχε σαν παιδί του! Σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Είδε το πρόσωπο του να λάμπει από χαρά και το μάτι του, το είδε να γυαλίζει από ηδονή. Την ηδονή της εκδίκησης και του θανάτου. Και τότε, για μια ακόμη φορά, τον ακούει και πάλι να του λέει με τόνο φωνής, που απεδείκνυε το μίσος του. - «Πέθανε γκιαούρη, όπως θα πεθάνει και κάθε άλλος γραικός σε αυτήν την πόλη και την γη. Από αύριο θα είναι δικά μας και τα δυο, και αυτή η πόλη και αυτή η γη.»

238


239 Και λέγοντας εκείνος αυτά τα λόγια, τον βλέπει ο Ανδρέας να κάνει μεταβολή και με την παρέα του, να τρέχουν γρήγορα για να απομακρυνθούν και να χαθούν μέσα στο επόμενο στενό. Μόλις αυτοί έστριψαν και χάθηκαν από μπροστά του, αμέσως νοιώθει και τα πόδια του, να μην αντέχουν άλλο το βάρος του και να λυγίζουν. Σωριάζεται στο χώμα, εκεί στην μέση του δρόμου, χωρίς να είναι σε θέση να βγάλει, ούτε μία φωνή. Αισθάνεται αδύναμος και νομίζει πως θα χάσει την επαφή του με το περιβάλλοντα χώρο, καθώς και κάθε αίσθηση του χρόνου. Όμως δεν λιποθυμά, έχει ακόμη δυνάμεις, αν και σωριασμένος κάτω στο έδαφος. - «Μητέρα…» ακούγεται να φωνάζει ο γιος τους, «..μητέρα, ο πατέρας κάτι έπαθε» συμπληρώνει και αμέσως, χωρίς δεύτερη κουβέντα, τρέχει προς το μέρος του. Είχε στρέψει το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος και πάλι προς τα εμπρός, ακριβώς την στιγμή που ο πατέρας του σωριαζόταν στο έδαφος. Στο άκουσμα της φωνής του και οι τρεις γυναίκες μαζί, μητέρα και δυο κόρες, στρέφουν και αυτές τα κεφάλια τους προς το μέρος του πληγωμένου Ανδρέα και τον βλέπουν να κείτεται στο χώμα. Ο Κωνσταντίνος, μόλις τον είχε πλησιάσει και εκείνη ακριβώς την στιγμή, έγερνε από πάνω του. - «Πατέρα, τι έγινε;» τον ρωτά με αγωνία, αλλά και τρόμο. Ήταν φανερό πως τα είχε χαμένα και αυτό το απεκάλυπτε η φωνή του, που έτρεμε καθώς τον ρωτούσε, γιατί δεν είχε δει ακόμη τις μαχαιριές στα πλευρά του γονιού του. - «Το σκυλί..» είπε εκείνος και επανέλαβε, «..το άπιστο το σκυλί, ωωχχ» έκανε και τράβηξε το χέρι του από τις πληγές του. - «Ανδρέα μου, Ανδρέα μου..» φώναξε έντρομη και η Γεωργία, η οποία εν τω μεταξύ είχε φθάσει και εκείνη κοντά του και είχε γονατίσει στο πλάι και από πάνω του. Με το ένα της το χέρι, τον πιάνει από το πίσω μέρος του κεφαλιού του και του το ανασηκώνει ελαφρώς. Με το άλλο της, τον χαϊδεύει στο μέτωπο και στο πρόσωπο του. - «Τι έγινε Ανδρέα μου..» επαναλαμβάνει και τον κοιτάζει στα μάτια. Την κοιτάζει και εκείνος και μετά κοιτάζει τον γιο του και τέλος φέρνει το βλέμμα του, στα κορίτσια του. Η πριγκηπέσα, είχε αγκαλιάσει την μεγάλη της αδελφή, την αρχοντοπούλα και οι δυο τους τρομαγμένες, κοιτούσαν τον πατέρα τους, πεσμένο κάτω στο χώμα, εκεί στην μέση του δρόμου. - «Το σκυλί ο Χασάν..» επαναλαμβάνει εκείνος και σηκώνει το αριστερό του χέρι και το φέρνει μπροστά στα πρόσωπα του γιου του και της γυναίκας του. Ήταν γεμάτο αίματα. Τότε μόνο η Γεωργία και τα παιδιά τους, κατάλαβαν τι είχε γίνει, στον ελάχιστο εκείνο χρόνο των λίγων λεπτών, που έστρεψαν τα πρόσωπά τους προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση από την οποία ακούγονταν εκείνες οι φωνές. «..Δώσε μου ένα πανί να σκεπάσω, να το πιέσω επάνω στις πληγές», ακούσθηκε να λέγει και πάλι ο άνδρα της. Εκείνοι οι άνθρωποι, που ακουγόντουσαν να έρχονται προς το μέρος τους, τώρα είχαν ήδη πλησιάσει κοντά τους. Οι πρώτοι από αυτούς, ήρθαν και στάθηκαν γύρω τους. Ο Ανδρέας, ανάμεσα τους, διέκρινε τον Σταμάτη, τον μανάβη της γειτονιάς τους. Του κάνει νόημα να τον πλησιάσει να σκύψει δίπλα του, ενώ ταυτόχρονα ζητάει από τον Κωνσταντίνο του να σηκωθεί και να σταθεί, δίπλα στις τρομαγμένες αδελφές του. Ενώ ο γιος του σηκώνεται, ο Σταμάτης γονατίζει στην θέση του Κωνσταντίνου. - «Τι έγινε κυρ Ανδρέα;», τον ρωτάει. - «Εκείνο το σκυλί, ο υπάλληλος μου ο Χασάν, τον ξέρεις Σταμάτη, εε;..» σταματά για λίγο. Νοιώθει ότι δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Καταλαβαίνει ότι μια από τις δυο μαχαιριές, πρέπει να πείραξε το πνευμόνι του, γιατί νοιώθει αίμα να έρχεται στο στόμα του. Παίρνει μια ανάσα και αρπάζοντας τον Σταμάτη από τον καρπό του και κοιτώντας τον στα μάτια, συνεχίζει, «…Σταμάτη, τόσα χρόνια φίλοι και γείτονες είμαστε. Υποσχέσου μου Σταμάτη….υποσχέσου μου…», σταμάτά για λίγο και βήχει. Αίμα βγαίνει από τα χείλη του και τρέχει στον λαιμό του. Παίρνει όμως κουράγιο και προσπαθεί ξανά

239


240 να συνεχίσει τον λόγο του, «..υποσχέσου μου Σταμάτη, την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Στη φιλία μας και στο όνομα του Θεού….» σταματά και πάλι. Παίρνει μια δυο ανάσες ακόμη και αισθάνεται ότι αρχίζει να χάνει την επαφή με τον κόσμο. Δεν ξέρει αν πεθαίνει ή αν λιποθυμά. Αντιλαμβάνεται όμως ότι έχει πολύ λίγο χρόνο στην διάθεση του, για να πει στον φίλο του, εκείνα που θέλει. Ανασαίνοντας βαριά, προσπαθεί να συνεχίσει, «Σταμάτη, υποσχέσου…, υποσχέσου μου… στο όνομα…. της φιλίας μας και στο όνομα του… Θεού….υποσχέσου..» και σταματά. Βήχει και πάλι και το αίμα τρέχει από τα χείλη του. Ο Σταμάτης τον κοιτά. Καταλαβαίνει ότι ο γείτονας του και πολλά χρόνια φίλος και πελάτης του στο μαγαζί, είναι πληγωμένος βαριά. Τώρα είχαν μαζευτεί και άλλοι γύρω τους και όλοι αναγνώρισαν στο πρόσωπο του πληγωμένου άνδρα, τον Ανδρέα. Ο Σταμάτης μόλις βλέπει την Γεωργία, να βγάζει ένα καθαρό πανί από τον μπόγο της, το αρπάζει από τα χέρια της και το βάζει επάνω στις πληγές του φίλου του. - «Κράτα το Ανδρέα, κράτα το επάνω στην πληγή. Πάτησε το επάνω τους» Ο Ανδρέας βάζει το χέρι του, επάνω στο πανί και το πατά με όση δύναμη του έχει απομείνει. Τότε ο Σταμάτης τον πιάνει με τα δυο του χέρια και με την βοήθεια κάποιου τρίτου, τον σηκώνει όρθιο. Δίπλα του τρέχουν και μερικοί άλλοι για να τον βοηθήσουν. - «Πατριώτες…» φωνάζει δυνατά ο Σταμάτης για να ακουστεί απ΄ όλους, «..πατριώτες, δεν πρέπει να τον αφήσουμε εδώ τον κυρ Ανδρέα, αβοήθητο στα χέρια τους. Βοηθήστε όλοι σας να τον πάμε μέχρι κάτω στην προκυμαία. Δεν είναι δα και μακριά και εκεί, όλο και κάποιος θα βρεθεί, που θα ξέρει κάτι περισσότερο από εμάς, για να τον βοηθήσει. Ίσως εκεί κάτω, να υπάρχει και κανένας γιατρός. Βοηθείστε και αν βάλουμε όλοι από ένα χεράκι, να μια ανάσα είναι και φθάσαμε κάτω στην θάλασσα» είπε δυνατά απευθυνόμενος προς όλους τους και πέρασε το χέρι του στην μέση του φίλου του και το δεξί χέρι του Ανδρέα, το πέρασε γύρω από τον λαιμό του. - «Κουράγιο, κυρ Ανδρέα, κουράγιο..» λέει και σε εκείνον, «…τέσσερα πέντε στενά είναι και φθάσαμε. Κάνε κουράγιο και όλα θα πάνε καλά» και όλοι μαζί κίνησαν και πάλι για την προκυμαία. Ο δρόμος γεμάτος πειστήρια της θηριωδίας των αιμοδιψών δολοφόνων και μέχρι τα χθες, γειτόνων τους. Κορμιά άψυχα. Μερικά χωρίς κεφάλια και κάποια άλλα χωρίς άκρα, χωρίς χέρια ή πόδια. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και των δυο φύλων. Βρέφη, μικρά παιδιά, ενήλικες και γέροι. Άνδρες και γυναίκες. Τοίχοι βαμμένοι με αίματα και σε κάποια σημεία, διαβάζουν γραμμένα στους τοίχους, συνθήματα κατά των Χριστιανών. Βλέπουν και διαβάζουν συνθήματα στους τοίχους, γραμμένα με αίμα, με το αίμα κάποιων άτυχων αθώων. Προφανώς, εκείνων που τα κορμιά τους κείτονται άψυχα, δίπλα ακριβώς ή και λίγο παραπέρα από αυτά τα συνθήματα. Από παντού μέσα στην πόλη, ακούγονται φωνές, κραυγές και βογκητά. Και τότε, τρία τέσσερα στενά, προτού η ομάδα εκείνη των Ελλήνων φθάσει στον παραλιακό δρόμο της πόλης, προβάλλουν εμπρός τους, περίπου 30-40 άτομα. Τούρκοι στρατιώτες είναι και ανάμεσα τους διακρίνονται και πολίτες. Ανάμικτοι και όλοι τους καβάλα σε άλογα. Σε μερικά από αυτά, ήταν καβάλα και δυο-δυο άνδρες. Στο ένα τους χέρι κρατούν τα χαλινάρια των αλόγων τους και στο άλλο κρατούν, είτε γιαταγάνι, είτε χαντζάρα, είτε κάποια πιστόλα. Τα γιαταγάνια και οι μαχαίρες τους, ήταν γεμάτες από αίματα. Και όλοι τους, ήτανε σε κατάσταση παροξυσμού και έχοντας ψηλά το χέρι που κρατούσε κάποιο φονικό όπλο, φανερά αλλόφρονες, ούρλιαζαν και φώναζαν, περιστρέφοντας τα πάνω από τα κεφάλια τους, απειλητικά. Μόλις αντικρίζουν τον Ανδρέα, τον Σταμάτη και τους άλλους γκιαούρηδες, κάποιος από αυτούς φωνάζει δυνατά, «Να τοι οι Γκιαούρηδες, να ΄τοι οι γκιαούρηδες» και τότε όλοι μαζί, αλαλάζοντας και πυροβολώντας, άλλοι στον αέρα και άλλοι εναντίον

240


241 των Ελλήνων και κρατώντας ψηλά και περιστρέφοντας κυκλικά, τα γιαταγάνια και τις μαχαίρες τους, ορμούν με τα άλογά τους κατ΄ επάνω τους. Φαινόταν καθαρά ότι ο Χασάν και οι φίλοι του, μετά που μαχαίρωσαν τον Ανδρέα, έφυγαν και πήγαν και ειδοποίησαν τους έφιππους ομόθρησκούς τους. Ο Σταμάτης προσπαθεί να πάρει στην άκρη του δρόμου τον Ανδρέα, ο οποίος εν τω μεταξύ, από το πολύ αίμα που έχασε και την ταλαιπωρία, είχε σχεδόν λιποθυμήσει. Εκείνη την ώρα, ένας Τούρκος στρατιώτης, πέφτει επάνω τους και τους κτυπά με το στέρνο του αλόγου του και τους ρίχνει κάτω και έπειτα περνά και από πάνω τους. Οι υπόλοιποι γύρω τους, μπροστά στον εμφανή κίνδυνο του αλογοποδοπατήματος, τρέχουν και εκείνοι να σωθούν και σκορπίζουν δεξιά και αριστερά. Η Γεωργία με τις κόρες της, αφού πετούν κάτω τους μπόγους τους, αμέσως εκείνη πιάνει, από μια τους σε κάθε χέρι της και φωνάζοντας στον γιο της να τους ακολουθήσει, τις τραβά και τρέχουν προς τα πίσω και στρίβοντας, χάνονται μέσα σε ένα στενό, σε ένα σοκάκι. Ο Κωνσταντίνος, με αυτόν τον χαμό και την όλη φασαρία, δεν ακούει την φωνή της μητέρας του, αλλά ούτε και βλέπει ότι εκείνη, τραβώντας τις αδελφές του, απομακρύνονται οι τρεις τους από τον χώρο εκείνον και χάνονται στρίβοντας μέσα σε ένα σοκάκι. Αλλά αντίθετα, βλέποντας τον έφιππο Τούρκο, να ορμά επάνω στον Σταμάτη και τον πατέρα του και να τους κτυπά με το στέρνο του αλόγου του και να τους ρίχνει κάτω, αμέσως τρέχει προς το μέρος τους, για να τους βοηθήσει. Όμως εκείνη την στιγμή…. Η Γεωργία προσπαθεί να γλιτώσει τις κόρες της και τραβώντας τες από το χέρι, τρέχουν χωρίς να κοιτάξουν καθόλου, πίσω τους. Οι καβαλάρηδες Τούρκοι, όρμησαν επάνω σε εκείνο το πλήθος των ανθρώπων και όσους από αυτούς είναι πεσμένοι χάμω στο χώμα, τους ποδοπατούν με τις οπλές των αλόγων τους. Όσους συναντούν όρθιους, τους πυροβολούν ή τους κτυπούν με τα γιαταγάνια και τις μαχαίρες τους. Τίποτα όρθιο δεν αφήνουν στο διάβα τους. Κάποιους άλλους, που προσπαθούν να γλιτώσουν τρέχοντας, τους κυνηγούν και με ένα κτύπημα της χαντζάρας τους, τους δίνουν ραντεβού με τον θάνατο. Σωστό μακελειό επικρατεί και άνδρες, γυναίκες και παιδιά, νέοι και γέροι, άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου, πέφτουν νεκροί, θύματα της ανθρώπινης θηριωδίας και της ωμότητας της. Παντού κορμιά γεμάτα πληγές, ακέφαλα ή χωρίς άκρα, κείτονται στην μέση του δρόμου. Ανθρώπινες υπάρξεις ολόγυρα ακούγονται να βογκούν, άλλες κτυπημένες από το βόλι ή την μαχαίρα του Αγαρηνού και άλλες ποδοπατημένες και σακατεμένες από τις οπλές των αλόγων, κείτονται στο χώμα και σφαδάζουν από τους πόνους. Ο Κωνσταντίνος, τρέχει προς τον μέρος του πατέρα του, αλλά εκείνη την στιγμή νοιώθει ένα δυνατό κτύπημα στην πλάτη και πέφτει κάτω. Το γιαταγάνι του άπιστου, τον βρήκε διαγώνια, πέρα για πέρα, από τον δεξί του ώμο ψηλά και μέχρι χαμηλά στην μέση του, στα αριστερά του πλευρά. Είναι ένα κτύπημα θανατηφόρο, που τον ρίχνει κάτω με μια μεγάλη πληγή, από την οποία το αίμα τρέχει σαν χείμαρρος. Η δεξιά του ωμοπλάτη έχει σπάσει και επίσης έχουν σπάσει και κάποια πλευρά του, στα αριστερά. Πέφτει κάτω και σφαδάζει από τον πόνο. Παίρνει μια ανάσα και στρέφει την ματιά του προς το πεσμένο στο έδαφος, λίγα μέτρα πιο εκεί, κορμί του πατέρα του. Προσπαθεί με όση δύναμη του έχει μείνει, να συρθεί προς εκίνον. Θέλει να πλησιάσει το ακίνητο κορμί του γονιού του. Δεν ξέρει εκείνη την στιγμή, εάν εκείνος ζει ή πέθανε. Θέλει όμως να φτάσει κοντά του. Προσπαθεί και σέρνεται και πίσω του, αφήνει μια κόκκινη γραμμή αίματος, σημαίνοντας έτσι την διαδρομή του στο έδαφος. Προσπαθεί και με την προσπάθεια του αυτή, πολλαπλασιάζει τον πόνο του. Ένα αφηνιασμένο άλογο, χωρίς καβαλάρη, περνά από πάνω του και οι οπλές του, τον κτυπούν θανάσιμά. Διπλώνεται από τον πόνο στα δύο, σαν έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας του και σφίγγει τα δόντια του. Μετά από λίγο συνέρχεται κάπως, όμως η ματιά του είναι θολή και το κορμί του αδύναμο. Επιχειρεί εκ

241


242 νέου, να συρθεί προς τον γονιό του. Τον βλέπει όλη ετούτη την ώρα, να κείται ακίνητος κάτω στο χώμα, εκεί στην ίδια θέση. Γιατί ο φίλος του ο Σταμάτης, με το που τους έριξε στο έδαφος εκείνος ο Τούρκος με το άλογο του, φοβήθηκε και αμέσως τον εγκατέλειψε μόνο του και αβοήθητο και έτρεξε να σωθεί ο ίδιος, μα και να σώσει και την οικογένεια του. Ποιος θα μπορούσε άραγε να τον κατηγορήσει, για αυτήν του την ενέργεια. Όποιος θα το έκαμνε, σίγουρα θα ήταν άδικος. Ο Κωνσταντίνος, μετά τα κτυπήματα που δέχτηκε στο κορμί του, από τις οπλές εκείνου του αφηνιασμένου αλόγου, νοιώθει σταδιακή εξάντληση. Όμως παρ΄ όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω και επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις και με το βλέμμα του στραμμένο και καρφωμένο, συνέχεια επάνω στον πατέρα του, προσπαθεί και πάλι να συρθεί προς το μέρος του. Έχει πλησιάσει αρκετά κοντά του και απλώνει το χέρι του και πιάνει εκείνο του πατέρα του από την παλάμη. Το σφίγγει όσο μπορεί και το κουνάει δεξιά και αριστερά, φωνάζοντας ταυτόχρονα με όση δύναμη του έχει απομείνει. - «Πατέρα, πατέρα..» Όμως απάντηση δεν παίρνει. Ο γονιός του δείχνει να έχει ξεψυχήσει, έτσι ακίνητος, που κείται στο χώμα. «Πατέρα, πατέρα..» φωνάζει και πάλι, με όση δύναμη του έχει απομείνει και κουνώντας και πάλι το χέρι του. Αλλά και πάλι, απάντηση δεν παίρνει. Ξαφνικά, δίπλα του βλέπει δύο πόδια. Δύο πόδια με μπότες, σαν εκείνες που οι Τούρκοι φορούν. Στρέφει το πρόσωπο του και σηκώνει το βλέμμα του προς τα επάνω και συναντά το πρόσωπο του Χασάν. Τον βλέπει να στέκεται από πάνω του και να τον κοιτά. Αμέσως τον ακούει να γελάει σαρκαστικά και τον βλέπει και να σηκώνει, το ήδη πολυαιματοβαμμένο του γιαταγάνι. Και τότε ο Κωνσταντίνος, καταλαβαίνει τι εκείνος σκοπεύει να κάνει και μη αντέχοντας να δει την βαριά μαχαίρα να κατεβαίνει προς τα επάνω του, κλείνει τα μάτια του και ταυτόχρονα, με την ελάχιστη δύναμη που του έχει απομείνει και ενώ ο ίδιος νομίζει πως φωνάζει, σχεδόν ψιθυριστά και σίγουρα έντρομα, ακούγεται να λέει προς εκείνον. - «Μη Χασάν, μη… γιατί Χασάν, γιατί….» και άλλη κουβέντα δεν προλαβαίνει να αρθρώσει, καθώς ακούει το σφύριγμα του γιαταγανιού, που σχίζει τον αέρα, ενώ καταβαίνει με δύναμη και πριν προλάβει να νοιώσει και το άγγιγμά του, ένα δυνατό κτύπημα του κόβει το χέρι. Του κόβει εκείνο το χέρι, με το οποίο κατάφερε μετά από τόσο κόπο, να αγγίξει το χέρι του πατέρα του. Του το κόβει στο ύψος του καρπού του και λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα. Το άλλο του χέρι, είναι ήδη σακατεμένο και άχρηστο, μετά από εκείνο το κτύπημα, που πριν λίγο δέχθηκε στην πλάτη του. Το αίμα πετιέται σαν νερό σε πίδακα και τότε το άπιστο σκυλί, χουφτώνει και την μαχαίρα που είχε στο ζωνάρι του και του καταφέρνει και δύο τρία ακόμη κτυπήματα στην πλάτη. Ο Κωνσταντίνος, διπλώνεται στα δύο και εκεί και έτσι σε αυτήν την στάση, μένει ακίνητος, αφού από τον πόνο, έχει κιόλας λιποθυμήσει. Το αίμα, που έχασε από το τραύμα στην πλάτη και τις δυνάμεις που κατέβαλλε, για να συρθεί μέχρι τον πατέρα του, τον είχαν ήδη εξαντλήσει. Με τα τελευταία κτυπήματα του Χασάν, χάνει και τις αισθήσεις του. Όχι όμως για πολύ, γιατί τον λυπήθηκε ο Θεός και λίγο μετά τον πήρε κοντά του. Τα δύο κορμιά κείτονται μόνα, μέσα στην μέση του δρόμου. Πατέρας και γιος, δίπλα – δίπλα, ζωντανοί ή νεκροί, τι σημασία έχει πια! Γύρω τους υπάρχουν και άλλα ακίνητα κορμιά. Άψυχοι ανθρώπινοι σοροί! Μερικά από αυτά, είναι μεν ακίνητα, μα ανασαίνουν ακόμη. Είναι όμως φανερό, πως δεν θα συνεχίσουν να ανασαίνουν για πολύ. Μερικοί φαίνονται πως είναι βαριά τραυματισμένοι, και κάποιοι άλλοι ελαφρύτερα. Το σκηνικό ενός ανθρώπινου δράματος και μιας τραγωδίας ενός λαού, έριξε την αυλαία του και σε εκείνη την γωνιά του δρόμου. Ακόμη μια πράξη από εκείνο το έργο του παραλόγου, παίχτηκε σε εκείνη την γωνιά, της πόλης της Σμύρνης. Και δυστυχώς, ετούτη η πράξη δεν ήταν και η τελευταία.+

242


243

ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΩΝ ΧΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ‘‘ΜΗΝ ΣΚΑΒΕΤΕ ΕΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΓΗ ΑΛΛΟ, ΓΙΑΤΙ ΌΣΟ ΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΚΑΒΕΤΕ ΤΟΣΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΕΚΕΙΝΗ ΣΑΣ ΛΕΓΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΣΑΣ ΑΝΗΚΕΙ’’

243


244

ΜΕΡΟΣ ΙΒ΄

244


245

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΟΝ Προσπαθεί να σωθεί η Γεωργία και να σώσει και τα παιδιά της και κρατώντας τις κόρες της από το ένα τους το χέρι, τρέχει να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται από εκείνον τον χώρο. Τις κόρες της, κυριολεκτικά τις σέρνει μαζί της. Η μικρή Κατερίνα, έχει παγώσει από τον φόβο και η Αμαλία δεν μιλά. Δεν στρέφει καμιά τους το κεφάλι της προς τα πίσω, για να δει, εάν ο Κωνσταντίνος τις ακολουθεί. Τρέχουν για να σωθούν. Και πρώτη η μητέρα τους, η οποία κατάλαβε ότι η κατάσταση στην Σμύρνη, έχει φθάσει πλέον σε τέτοιο σημείο, που για κάθε Έλληνα, ισχύει απόλυτα το ‘‘σώζων εαυτόν, σωθήτω’’. Όμως η Γεωργία δεν εγκατέλειψε τον άνδρα της, για να σωθεί η ίδια, μα για να σώσει τα παιδιά τους. Ήταν σίγουρη, πως και εκείνος, αυτό θα της ζητούσε, εάν ετούτη την στιγμή, μπορούσε να τον ρωτήσει. Άλλωστε, το ήδη είχε κάμει λίγο πριν, την πρώτη φορά δηλαδή που συνάντησαν τον Χασάν και την παρέα του. Πιασμένες χέρι-χέρι, μάνα και κόρες, τρέχουν μαζί με άλλους για να γλιτώσουν από το κακό και αφού πρώτα απομακρυνθούν από εκείνον τον χώρο, να πάνε στην συνέχεια από άλλο δρόμο, προς την παραλία. Για την προκυμαία ξεκίνησε να πάει η οικογένεια όταν εγκατέλειψαν το σπίτι τους, προς τα εκεί και τώρα θα επεδίωκαν η Γεωργία και οι κόρες της να πάνε. Μα πρώτα να φύγουν μακριά από το κακό και μετά θα τραβήξουν προς τα κάτω. Άλλωστε δυο λόγοι τους έκαναν να πηγαίνουν προς την θάλασσα. Ο πρώτος ήταν, γιατί η Γεωργία πίστευε απόλυτα, ότι για να αποφασίσει ο άνδρας της να πάνε απαρχής προς τα εκεί, κάτι περισσότερο απ΄ όλους τους στην οικογένεια θα ήξερε. Και δεύτερο, γιατί και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, είτε ήταν από την Σμύρνη είτε από κάποιο άλλο μέρος της χαροκαμένης πλέον Μικράς Ασίας, όλοι τους προς την προκυμαία τραβούσαν. Και όλοι εκείνοι άραγε, λάθος και μάλιστα το ίδιο να έκαναν; Οι Τούρκοι, αφού όρμησαν και διέλυσαν εκείνη τη ομάδα των γκιαούρηδων και σκότωσαν ή θανάσιμα τραυμάτισαν, όσους μπόρεσαν, δεν χόρτασαν αίμα και συνέχισαν το κακό, κυνηγώντας μέσα στους δρόμους και τα στενά της πόλης, εκείνους που κατάφεραν να διαφύγουν και προσπαθούσαν να σωθούν. Έφιπποι οι περισσότεροι από αυτούς, με τα γιαταγάνια τους και τις μεγάλες μακριές τους μαχαίρες στα χέρια, έτρεχαν καβάλα στα άλογα τους ξοπίσω τους και όσους τους προλάβαιναν, τους κτυπούσαν από ψηλά και κυρίως στο κεφάλι. Οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν την τύχη, επί τόπου και με το πρώτο κτύπημα, να πεθαίνουν. Όμως κάποιοι άλλοι τραυματιζόντουσαν θανάσιμα και τότε το μαρτύριο του πόνου και της προσμονής του θανάτου, γινόταν αληθινός Γολγοθάς και παρακαλούσαν τον Θεό, να τους πάρει γρήγορα κοντά του, να τους λυτρώσει από τούτο τον αργό μαρτύριο, μια ώρα αρχύτερα. Οι Αγαρηνοί, όταν έβλεπαν να κείτονται στο έδαφος τραυματισμένοι ανυπεράσπιστοι γραικοί, σκόπιμα κάλπαζαν και με ταχύτητα περνούσαν πάνω από τα κορμιά τους με τα άλογα τους. Ήθελαν έτσι, τον θάνατο τους να τον κάνουν πλέον επώδυνο και σε κανέναν, έλεος ανθρώπινο δεν έδειξαν, ανεξαρτήτου ηλικίας και ανεξαρτήτου φύλλου. Δεν χόρταιναν τα άπιστα σκυλιά να βλέπουν τον ανθρώπινο πόνο να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα όλων εκείνων. Όσοι πάλι από του Τούρκους ήταν πεζοί, έτρεχαν ξοπίσω από τους έφιππους ομόθρησκους τους και τους τραυματισμένους γραικούς που συναντούσαν στο δρόμο τους, πεσμένους να κείτονται στο χώμα, τους κλωτσούσαν και τους ποδοπατούσαν οι ίδιοι με τα δικά τους τα πόδια. Έπειτα με τις μαχαίρες τους, τους έκοβαν τα αυτιά, τα δάκτυλα ή τους έβγαζαν τα μάτια τους ή κάρφωναν αυτές, και μια και δυο και τρεις, επάνω στα ματωμένα τους κορμιά. Τους χαροποιούσε να ακούνε

245


246 τους γκιαούρηδες να τους εκλιπαρούν, είτε για να τους χαρίσουν την ζωή τους, είτε για να τους χαρίσουν την λύτρωση, σκοτώνοντάς τους και γλιτώνοντας τους έτσι από τα βάσανα τους, μια ώρα νωρίτερα. Θα έλεγε κανείς και μετά βεβαιότητας μάλιστα, ότι αυτοί οι άνθρωποι, δεν θα πρέπει να είχαν ποτέ συναντηθεί στο παρελθόν και θα πρέπει να ήταν και τελείως ξένοι μεταξύ τους. Σίγουρα δεν θα είχαν συνυπάρξει ποτέ πριν και δεν θα είχαν ζήσει τόσα πολλά χρόνια και όλα αυτά τα χρόνια, αρμονικά μεταξύ τους, εκεί στην ίδια πόλη, στην ίδια γειτονιά. Έμοιαζε εκείνο το σκηνικό, σαν πως κουρσάροι μιας άλλης εποχής, από μακριά προερχόμενοι, αποβιβάστηκαν από τα καράβια τους, στο λιμάνι της Σμύρνης και κούρσευαν την πόλη και τους ανθρώπους της. Και γι΄ αυτό δεν ένοιωθαν και κανέναν πόνο και κανέναν οίκτο για αυτούς τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Τόσο μεγάλο ήταν το μένος τους και ακόμη μεγαλύτερη η οργή τους. Και είναι τέτοια η μανία τους, που από το πάθος του θανάτου και του κακού, πολλές φορές, κυρίως οι πεζοί, που ένεκα αντικειμενικής αδυναμίας, ακολουθούν πίσω από τους έφιππους ομοεθνείς τους, κτυπούν με τις χαντζάρες τους και καρφώνουν τις μαχαίρες τους και πυροβολούν, ακόμη και σε άψυχα κορμιά, σε ανθρώπινα κουφάρια. Τυφλοί από το πάθος, τυφλοί από το μένος, τυφλοί από φανατισμό. Η Γεωργία τρέχει. Το ένστικτο της μάνας υπερέχει εκείνου της αγάπης για τον άνδρα της. Τρέχει και μαζί της σέρνει τις δύο κόρες της και όπως τρέχει, τρέχουν ταυτόχρονα δάκρυα και από τα δυο της τα μάτια, από τα μάτια της γυναίκας, που είδε τον άνδρα της, ανυπεράσπιστος να κείτεται κάτω στο έδαφος, μαχαιρωμένος από τα χέρια ενός άνανδρου και αχάριστου Τούρκου, που τόσα χρόνια στην δούλεψη τους, δεν γνώρισε παρά μόνον την ανθρώπινη ζεστασιά και την ξεπλήρωσε και την ανταπέδωσε με απανθρωπιά. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της γυναίκας μάνας, που ενώ δεν γύρισε καθόλου προς τα πίσω ο κεφάλι της, εν τούτοις διαισθάνεται ότι ο γιος της, δεν τους ακολουθεί και ότι και εκείνος έπεσε θύμα της τούρκικης θηριωδίας, όπως και ο πατέρας του. Όμως συνεχίζει να κρατάει γερά τις κόρες της και να τρέχει. Δεν σταματά καθόλου να κοιτάξει πίσω της, για να δει εάν έχει δίκιο ή άδικο. Νοιώθει ότι πίσω της και κατά πόδας, την ακολουθεί και μάλλον τρέχει πιο γρήγορα, ο θάνατος. Έφιππος ή πεζός, σημασία δεν έχει. Και η αγωνία της αυτή, να σώσει τουλάχιστον τις κόρες της, της δίνει φτερά στα πόδια και την δύναμη να τρέχει, ακόμη και αν διαισθάνεται, πως το μοιραίο και για εκείνες, πλησιάζει. Και όπως έτσι τρέχει, ξαφνικά νοιώθει ένα χέρι να την αρπάζει από τα μαλλιά και εκείνη χάνει τον βηματισμό της. Το κορμί της γέρνει προς τα εμπρός, όμως δεν σωριάζεται στο έδαφος, γιατί τα χέρια του απίστου την κρατούν γερά και την σέρνουν μαζί του. Το κορμί της τώρα βρίσκεται κάτω από αυτό του αλόγου και εκείνο ερεθισμένο από την μυρουδιά του αίματος, που εδώ και ώρα του προκαλεί τα ρουθούνια κα τρομαγμένο από την παρουσία του ανθρώπινου κορμιού, ανάμεσα στα σκέλια του, αφηνιασμένο κλωτσά και η Γεωργία δέχεται τα κτυπήματα από τις οπλές του, ανήμπορη να προστατευθεί ή να αμυνθεί. Παρά τους πόνους που νοιώθει, το μυαλό της είναι στα κορίτσια της και βρίσκει το κουράγιο και την δύναμη και αντί να βογκήξει, φωνάζει προς αυτές και τις συμβουλεύει, τις δίνει εντολή, να μην σταθούν διόλου εκεί, μα να τρέξουν, να φύγουν, να σωθούν τουλάχιστον εκείνες. Ο Τούρκος σέρνει την Γεωργία κρατώντας την από τα μαλλιά της κεφαλής της, περί τα 50-60 μέτρα και έπειτα την αφήνει να πέσει στον δρόμο με ορμή. Εκείνη πέφτει και κτυπά με δύναμη το πρόσωπο της στο έδαφος και λιποθυμά. Η Αμαλία, βλέποντας την μητέρα της να την σέρνει εκείνος ο έφιππος Τούρκος από τα μαλλιά και το κορμί της να ποδοπατείται από τις οπλές του αλόγου του, αρπάζει χωρίς να χάσει καιρό την μικρή της αδελφή, την Κατερίνα και την τραβάει από το χέρι προς τα αριστερά, όπου υπάρχει ένα άλλο στενό σοκάκι, ένα καλντερίμι. Η μικρή πριγκηπέσα, παρ΄ όλα αυτά, πρόλαβε και είδε

246


247 τι συνέβαινε στην μητέρα της και όσα είδε, της ήταν αρκετά για να καταλάβει το πόσο μεγάλο κακό γινόταν στην πόλη τους, αλλά και το τι θα επακολουθούσε. Η μεγάλη αδελφή μπροστά και πίσω η μικρότερη, οι δυο τους τώρα και μόνες, πιασμένες χέρι-χέρι, τρέχουν μέσα στο καλντερίμι, όσο πιο γρήγορα μπορούν και όσο τα πόδια τους, τις κρατούν. Τρέχουν βαριανασαίνοντας και λαχανιασμένες και καθώς απομακρύνονται από το σημείο του κακού, οι φωνές πίσω τους όλο και ξεμακραίνουν. Στο τέλος του σοκακιού, στρίβουν δεξιά στον μεγάλο δρόμο και τότε αφού έχουν ξεμακρύνει αρκετά από εκεί και δεν ακούνε τίποτα, παρά μόνον τον ξερό κρότο κάποιας πιστολιάς, τότε μόνο σταματούν για να πάρουν μιαν ανάσα. Οι αναπνοές τους είναι βαριές και καθώς τα στήθια τους ανεβοκατεβαίνουν, ρουφώντας και βγάζοντας δυνατά και γρήγορα τον αέρα, εκείνες ρίχνουν βιαστικές ματιές γύρω τους. Και εδώ στον μεγάλο δρόμο, βλέπουν και εκεί τα σημάδια της τουρκικής θηριωδίας, μα η ιδέα του θανάτου, αλλά και ο θάνατος ο ίδιος, πλέον δεν τις φοβίζει και τα αναρίθμητα τραυματισμένα ή άψυχα κορμιά, που κείτονται διάσπαρτα στους δρόμους, δεν τις τρομάζουν. Επιπλέον, έχουν συνηθίσει και τα βογκητά και τις τρομαγμένες φωνές και τις κραυγές και η συνεχής μυρωδιά του αίματος, τις έκανε αναίσθητες και σε αυτό. Ο κίνδυνος να χάσουν τις ζωές τους και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, έκαμε μεμιάς τις μαλακές τους καρδούλες, σκληρές σαν πέτρα. Και πώς θα μπορούσε διαφορετικά να γίνει, σε ετούτο τον διαρκεί αγώνα και την πάλη, μεταξύ της ζωής και του θανάτου; Οι δυο αδελφούλες σταματούν και οι αναπνοές τους, γρήγορες και βαριές, ακούγονται μέσα στην νύχτα. Σταματούν για λίγο να ξεκουραστούν και στέκονται όρθιες και αναπνέουν βαριά και βαθιά. Δεν χορταίνουν αέρα και λίγο μετά και αφού πήραν κάμποσες βαθιές αναπνοές και ένοιωσαν έτσι τα πνευμόνια τους να χαλαρώνουν χορτασμένα από τον αέρα που ρούφηξαν, αποφασίζουν να καθίσουν για λίγο κάτω στο χώμα, για να ξεκουραστούν τα αδύναμα ποδαράκια τους. Και τούτο το κάνουν, επειδή αισθάνονται σχετικά ασφαλείς, γιατί αφουγκράζονται και δεν ακούνε τίποτα, κανέναν ήχο ή θόρυβο, που να τις ανησυχεί. Σκέπτονται πως θα πρέπει να έχουν φύγει μακριά από το κακό, αλλά δεν περνά καθόλου από το παιδικό τους μυαλό, ότι μπορεί το κακό να έρθει σε εκείνες. Τα πόδια τους, από την κούραση δεν τις κρατούν άλλο και αυτό το νοιώθουν. Η Κατερίνα, όλη αυτή την ώρα, από την στιγμή δηλαδή που είδε το κακό που συνέβαινε στην μητέρα τους και μέχρι να φτάσουν εδώ, δεν σταμάτησε διόλου το κλάμα και η Αμαλία την τραβά τώρα στην αγκαλιά της. Αισθάνεται, ότι εκείνη είναι τώρα για την μικρή της αδελφή, ο πατέρας, η μητέρα και ο αδελφός. Είναι όλοι εκείνοι που λείπουν από κοντά τους, την δύσκολη ετούτη ώρα. Δεν ήθελε καθόλου η Κατερίνα να αποδεχτεί το ενδεχόμενο ότι μπορεί και να μην ζούσαν οι γονείς της και ο αδελφός της και γι΄ αυτό πίστευε, ήθελε να πιστεύει ότι εκείνοι απλώς έλειπαν. Έτσι ήθελε να πιστεύει και έτσι θα πίστευε συνεχώς, εκτός εάν τους έβλεπε νεκρούς, με τα ίδια της τα μάτια. Κράτησε για λίγο την μικρή της αδελφή μέσα στην αγκαλιά της και μετά με τα δυο της τα χέρια, της σκούπισε τα μάτια. - «Μην κλαις…» της λέγει «…και ο πατέρας και η μητέρα, μα και ο Κωστής μας, ξέρουν να προστατεύουν τους εαυτούς τους. Θα το δεις, θα είναι πριν από εμάς εκεί κάτω στην παραλία και θα μας περιμένουν. Θα το δεις, θα το δεις…» της επαναλαμβάνει και ενώ συνεχίζει να της σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της, σκύβει και την φιλά και στα δυο της τα μάγουλα. Εκείνη η αθώα περιστέρα, την κοιτούσε και στο παιδικό της κλαμένο βλέμμα, η Αμαλία διέκρινε ότι η μικρή της αδελφή, φοβόταν πολύ και μπορεί να μην το έλεγε, αλλά δεν πίστεψε στα λόγια της, που πριν λίγο της είχε πει. Όμως κρεμόταν από την μεγάλη της αδελφή και θα έκανε ό,τι εκείνη της έλεγε, για να σωθούν. Άλλη επιλογή δεν είχε, μιας και είχαν μείνει οι δυο τους. Η αρχοντοπούλα το καταλάβαινε αυτό καλά, της το έλεγε η μικρή

247


248 της αδελφή, η πριγκηπέσα, με τα λόγια της σιωπής και με το βλέμμα της. Γι΄ αυτό και φοβήθηκε να επαναλάβει σαν επιβεβαίωση, ό,τι πριν λίγο της είχε πει. Της σκούπισε και πάλι τα δάκρυα και κράτησε το πρόσωπο της μέσα στα δυο της χέρια. Την κοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα τέτοιο, σαν να της επιβεβαίωνε ότι ‘‘ναι ψέματα σου είπα πριν, μα τώρα αληθινά σου υπόσχομαι ότι σε εμάς, δεν θα αφήσω κανένα να μας κάνει, να σου κάνει, κανένα κακό’’. Σκύβει και την φιλά και πάλι στα δυο μάγουλα της και όταν απομακρύνει από αυτά τα χείλη της, αισθάνεται επάνω τους την υγρασία και την αλμύρα, από τα δάκρυα της μικρής της αδελφής. Βήματα ακούγονται από μακριά και διαταράσσουν την πρόσκαιρη ησυχία της νύχτας και την ηρεμία των κοριτσιών. Οι δυο αδελφές, κοιτάζονται στα μάτια και αφουγκράζονται. Ακούνε τώρα καθαρά ότι κάποιος περπατά μέσα στο ίδιο σοκάκι που πριν λίγο και εκείνες διέσχισαν και έρχεται και πλησιάζει προς αυτές. Παραμένουν σιωπηλές, κοιτάζοντας η μία την άλλη και περιμένουν για ακόμη λίγα δευτερόλεπτα και αφού βεβαιώνονται ότι εκείνος, όποιος και να είναι, Έλληνας ή Τούρκος, έρχεται, πλησιάζει προς αυτές, τότε αποφασίζουν να σηκωθούν και να φύγουν και να απομακρυνθούν από εκείνη εκεί την θέση. Σηκώνονται όρθιες και αμέσως η Αμαλία, αρπάζει ξανά το χέρι της αδελφής της και αρχίζουν και πάλι οι δυο τους να τρέχουν. Ο δρόμος που τώρα διασχίζουν, τους είναι γνωστός. Οδηγεί προς την παραλία και περνά μπροστά από το μαγαζί του πατέρα τους. Τον ήξεραν και οι δυο τους καλά και δια τούτο και μόνον στην ιδέα, ότι τραβούσαν προς τα εκεί, προς κάτι το γνώριμό τους, μα και πολύ δικό τους, αναπτέρωνε και στις δύο το ηθικό τους. Ο Χασάν κατέβαζοντας με δύναμη το γιαταγάνι του επάνω στο καρπό του Κωνσταντίνου, κόβοντας του με αυτόν τον τρόπο το χέρι στα δυο και καρφώνοντας έπειτα, δυο τρεις φορές στην πλάτη την μεγάλη μαχαίρα του και βλέποντάς ταυτόχρονα και την μεγάλη διαγώνια στην πλάτη του πληγή και καθώς πατέρας και γιος, πλάι-πλάι και πνιγμένοι μέσα στο αίμα, ακίνητοι κείτονταν στην μέση του δρόμου, πίστεψε ότι και οι δυο τους, ήταν πλέον νεκροί ή τουλάχιστον, σίγουρα νεκρός ήταν το αφεντικό του και ότι ο γιος του, προς το παρόν θα χαροπάλευε, βέβαιος όμως, ότι σύντομα θα έχανε και αυτός την μάχη με την ζωή.... Η φωτιά πλέον έχει εξαπλωθεί και κατακαίει τα πάντα στην Σμύρνη και έχει πλησιάσει και αρκετά κοντά σε εκείνο το σημείο της πόλης, που όλα αυτά διαδραματίζονται. Οι πύρινες γλώσσες της, αγγίζουν ψηλά τον ουρανό, καθώς τα διώροφα και στην πλειοψηφία τους ξύλινα σπίτια των Ελλήνων, παραδίδονταν αμαχητί, το ένα μετά το άλλο, στο αγκάλιασμα της φωτιάς. Η πόλη φωτιζόταν απ΄ άκρη σε άκρη και λες και ο Θεός ο ίδιος, φοβήθηκε το κακό που εκεί γινόταν και πρώτος εγκατέλειψε την πόλη, ενώ ένας άλλος θεός, εκείνος του ανέμου, βοηθούσε στην εξάπλωση της, καθώς φυσούσε από τα βορειοανατολικά και έτσι την έσπρωχνε και την κατεύθυνε, προς τον ελληνικό μαχαλά του Μπουτζά και προς την θάλασσα. Ο Χασάν σήκωσε το βλέμμα του και αναζήτησε την γυναίκα του αφεντικού του και τις δυο τους κόρες. Τις είχε δει να τρέχουν και να χάνονται από τα μάτια του, ακριβώς την ώρα που έστριβαν και κρύβονταν μέσα στο στενό σοκάκι. Αποφάσισε τότε να τις ακολουθήσει και έτρεξε ξοπίσω τους. Θα ήταν περί τα 150 με 200 βήματα μακριά από εκείνες, όταν είδε τον έφιππο πατριώτη του, να αρπάζει την γυναίκα του αφεντικού του, την Γεωργία, από τα μαλλιά και να την σέρνει, για 50-60 περίπου μέτρα και έπειτα να την πετά με δύναμη κάτω στο έδαφος. Νευρίασε τότε ο Χασάν με αυτόν τον ομοεθνή του. Γιατί ήθελε, εκείνος μόνος να έχει αυτήν την χαρά, να ξεκάνει όλη την οικογένεια του γραικού αφεντικού του, με το δικό του το μαχαίρι. Χρόνια το είχε στο νου του και περίμενε μια τέτοια στιγμή και τώρα που ήρθε ετούτη η ώρα, αυτός βλέπει να την χάνει μέσα από τα χέρια του. Βλέπει να του την κλέβει ένας άλλος Τούρκος. Όνειρο χρόνων

248


249 είναι τούτο για αυτόν, τόσων όσο τον εαυτόν του έβλεπε να είναι στην δούλεψη του γκιαούρη για ένα μεροκάματο, όπως ο ίδιος συχνά έλεγε, ενόσω εκείνος έβγαζε τα πολλά λεφτά. Γιατί έβλεπε ότι η δική του οικογένεια, ζούσε σαν όλες τις άλλες στην Σμύρνη, όμως του αφεντικού του και μερικών ακόμη άλλων σαν αυτόν, ζούσαν πολύ καλλίτερα. Γιατί εκείνος ήταν Τούρκος και υπάλληλος και γιατί αφεντικό του είχε, έναν γκιαούρη γραικό. Γιατί ο Χασάν, με το πτωχό του το μυαλό, πίστευε ότι αφού αυτός ήταν ο μόνος Τούρκος μέσα στο μαγαζί, τότε αυτό θα έπρεπε σε εκείνον να ανήκει, όπως και όλα τα άλλα μαγαζιά της πόλης, θα έπρεπε να ανήκουν μόνον σε Τούρκους. Και καμιά σημασία δεν είχε, ποιοι τα άνοιξαν, ποιοι έβαλαν τα κεφάλαια, ποιοι τα δούλεψαν τόσα χρόνια για να τα επεκτείνουν και να γίνουν έτσι μεγάλα που έγιναν και καμιά επίσης σημασία δεν έχει σε ποιους ανήκουν σήμερα και ποιοι τα δουλεύουν. Το μόνο που σκεπτόταν και έτσι πίστευε, ήταν ότι εκείνοι έπρεπε, οι Τούρκοι δηλαδή να τα πάρουν και να γίνουν τα αφεντικά τους. Αφεντικά οι Τούρκοι και όλοι οι άλλοι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής και θρησκείας, να ήταν οι υπάλληλοί τους. Το είπε άλλωστε και ο αρχηγός τους, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο αφέντης. Είδε ο Χασάν εκείνον τον έφιππο πατριώτη του, να αρπάζει την Γεωργία από τα μαλλιά και νευρίασε. Ακούσθηκε μέσα από τα σφιγμένα του δόντια, κάτι σαν μια βρισιά στην γλώσσα του. Αποφάσισε τότε να τρέξει, για να αρπάξει από τα χέρια του πατριώτη του, την γυναίκα του αφεντικού του, ώστε και την τελευταία στιγμή, να προλάβει αυτός να τις πάρει την ζωή, με τα ίδια του τα χέρια. Βλέπει εκείνον να την σέρνει έχοντας την πιασμένη από τα μαλλιά του κεφαλιού της και βλέπει επίσης και εκείνη την δύστυχη, με τα δυο της τα χέρια, να έχει πιαστεί από τον καρπό του και καθώς σέρνεται, το κορμί της να μπλέκεται ανάμεσα στα πίσω πόδια του αλόγου, το οποίο έντρομο να την κλωτσά και να την ποδοπατεί συνεχώς. Την σέρνει περίπου για 50 – 60 μέτρα και ξαφνικά βλέπει που την αφήνει και εκείνη πέφτει στο έδαφος και κτυπά με δύναμη το πρόσωπο της στο χώμα. Και ακίνητη, έτσι εκεί μένει. Ο Χασάν τα βλέπει όλα αυτά, καθώς τρέχει προς την κατεύθυνσή τους. Φθάνει κοντά της και σκύβει από πάνω της. Θέλει να βεβαιωθεί εάν εκείνη ζει ακόμη. Μέσα σε αυτόν τον χαμό, η ματιά του στρέφεται στα γρήγορα δεξιά και αριστερά και τότε βλέπει τα κορίτσια της. Βλέπει τα δύο κορίτσια, την Κατερίνα και την Αμαλία, που προσπαθούν να γλιτώσουν. Τα βλέπει να τρέχουν και να χάνονται μέσα στο στενό καλντερίμι, όμως δεν τα ακολουθεί. Θέλει πρώτα να βεβαιωθεί ότι η γυναίκα του αφεντικού του, δεν ζεί. Εύχεται βέβαια για το αντίθετο, ώστε να έχει εκείνος την ευκαιρία και την χαρά να της πάρει την ζωή και μετά βεβαίως, σειρά θα έχουν και τα κορίτσια της. Όπου και να πάνε, όπου και να κρυφτούν, εκείνος θα τα βρει. Πλησιάζει την πεσμένη και ακίνητη στο έδαφος Γεωργία και με την μπότα του την γυρίζει ανάσκελα. Την βλέπει να αναπνέει. Την κλωτσάει στα πλευρά της και την ακούει να βογγάει. Δεν θα πρέπει να είναι πουθενά τραυματισμένη, συμπεραίνει ο άπιστος, μιας και πουθενά δεν βλέπει αίμα. Την κλωτσάει και πάλι στα πλευρά της και με σφιγμένα τα δόντια της φωνάζει, ‘‘σκύλα’’. Εκείνη όμως δεν αντιδρά και παραμένει ακίνητη, κάτω στο έδαφος. Τότε της δίνει ακόμη μια κλωτσιά, δυνατότερη από τις άλλες δύο και αυτή την φορά εκτός που την ακούει και πάλι να βογκάει, την βλέπει και με δυσκολία να ανοίγει και τα μάτια της. Ανοίγει τα μάτια της η Γεωργία και αρχικά βλέπει θολά. Της παίρνει λίγο χρόνο για να συνέλθει και να καθαρίσει η ματιά της. Δευτερόλεπτα μετά, διακρίνει τον Χασάν να στέκεται όρθιος από πάνω της. Στο ένα του χέρι τον βλέπει να κρατάει ένα γιαταγάνι, που είναι γεμάτο αίματα. Αισθάνεται το στόμα της πλημμυρισμένο. Βήχει και αίμα βγαίνει από τα χείλη της. Θέλει να του μιλήσει και κάνει μια προσπάθεια, μα δεν τα καταφέρνει. Αγκομαχά και ξαναβήχει. Προσπαθεί και πάλι, μα η φωνή της πνίγεται μέσα στο αίμα, που βγαίνει από τα σωθικά της και έχει πλημμυρίσει το στόμα της. Τρέχει συνεχώς από την

249


250 άκρη των χειλιών της. Σφίγγεται, ξεροκαταπίνει και κάνει και πάλι ακόμη μια προσπάθεια και καταφέρνει τέλος να αρθρώσει δυο τρεις κουβέντες. ‘‘Χασάν..’’, λέει με αργή και αδύναμη φωνή, ‘‘..Χασάν, μη σε παρακαλώ, τα κορίτσια μου..’’ και εκεί σταματά τον λόγο της και βήχει ξανά και αίμα τρέχει και πάλι από τα χείλη της και κατεβαίνει στο λαιμό της. Εκείνος στέκεται όρθιος από πάνω της και στο πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένη η ευτυχία της ηδονής. Εκείνης της ηδονής του θηρευτή, που ηδονίζεται στην θέα και μόνο του τραυματισμένου θηράματός του. Η γυναίκα του αφεντικού του ζει και αυτός τελικά θα είναι εκείνος, που θα έχει την χαρά να της πάρει την ζωή. Μετά βέβαια, θα ολοκληρώσει αυτήν του την χαρά, με τον θάνατο και των κοριτσιών του αφεντικού του. Κοιτάζει την Γεωργία και το μειδίαμα στα χείλη του, δείχνει ότι η λέξη έλεος, του είναι εντελώς άγνωστη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εκείνη. Η Γεωργία το νοιώθει αυτό, όπως νοιώθει και ότι στα χέρια του κρατάει την ζωή της και ότι αυτός ο άνδράς, δεν θα της είναι και καθόλου γενναιόδωρος. Αισθάνεται την ανάσα του θανάτου και τον ακούει και πάλι να την αποκαλεί ‘‘σκύλα’’. - «Σκύλα…» της φωνάζει και πάλι εκείνος και έπειτα συμπληρώνει την βρισιά του, «..ο άνδρας σου και ο γιος σου, πήγαν από αυτήν την μαχαίρα..» και σηκώνει το γιαταγάνι επιδεικτικά, «..τώρα είναι η σειρά σου και μετά σειρά, θα έχουν και τα κορίτσια σου. Όμως εκείνες….». Σταματά τον λόγο του και γονατίζει δίπλα της, λες και θέλει να δει από ακόμη πιο κοντά και καλλίτερα, το πρόσωπο της και την ματιά της, όταν θα της λέγει εκείνες τις τελευταίες κουβέντες. Γονατίζει και αμέσως συνεχίζει, «….όμως εκείνες, θα ψάξω να τις βρω και πρώτα θα τις χαρώ, θα τις γλεντήσω και μετά….», σταματά και πάλι για λίγο. Τα μάτια του γυαλίζουν και κουνάει το κεφάλι του όλο νόημα και φέρνει και την γλώσσα του πάνω από τα χείλη του, έπειτα συμπληρώνει «…και μετά θα τις στείλω και τις δυο τους να σας βρουν εκεί, εκεί που εσείς οι γκιαούρηδες λέτε ότι συναντιέστε μετά τον θάνατό σας, στον άλλο κόσμο». Η Γεωργία τον κοιτάζει. Αποφασίζει να μην τον εκλιπαρήσει άλλο. Είναι περιττό. Αφ΄ ενός αισθάνεται πως οι δυνάμεις της την έχουν εγκαταλείψει τελείως και αφ΄ ετέρου, έχει πλέον καταλάβει ότι εκείνος είναι αποφασισμένος. Όμως χαίρεται, πού ακούει ότι τουλάχιστον οι κόρες της είναι ζωντανές και ότι αυτό το σκυλί δεν ξέρει και που είναι. Κλείνει τα μάτια της και από μέσα της κάνει μια ευχή και μια προσευχή. Παρακαλάει τον Θεό να τις σώσει. Να σώσει τουλάχιστον εκείνες. Ύστερα αποφασισμένη και πεπεισμένη ότι ετούτες οι στιγμές, είναι οι τελευταίες της ζωής της, ανοίγει τα μάτια της και με όση δύναμη της μένει, παίρνει μια βαθιά ανάσα και φτύνει. Φτύνει κατ΄ επάνω στον Χασάν, τον φτύνει στο πρόσωπο του. Φτύνει σάλιο αναμεμειγμένο με το αίμα, που είχε μαζευτεί μέσα στο στόμα της. Εκείνος αμέσως αλλάζει όψη. Σηκώνεται απότομα και πάλι όρθιος και όπως έτσι από πάνω της στεκόταν, φαινόταν καθαρά ότι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκλήρυναν και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Τον βλέπει να σηκώνει το αριστερό του χέρι και χρησιμοποιώντας όλο τον καρπό του και με το έξω μέρος της παλάμης του, να σκουπίζει το πρόσωπο του. - «Σκύλα…» τον ακούει και πάλι να της φωνάζει και εμφανώς οργισμένος και καθοδηγούμενος από την οργή του αυτή, τραβάει αμέσως το πιστόλι του από την μέση του και χωρίς άλλη κουβέντα, την πυροβολεί στο κεφάλι. Το κορμί της Γεωργίας τινάζεται μια φορά και έπειτα, μένει ασάλευτο στο έδαφος, ενώ ο δολοφόνος της οργίζεται ακόμη περισσότερο, αλλά αυτήν την φορά με τον ίδιον του τον εαυτό, γιατί παρασυρμένος από το μίσος του, την πυροβόλησε και θανατώνοντάς την ακαριαία, αμέσως έτσι την λύτρωσε από τα βάσανά της. Οργίζεται με τον εαυτόν του, γιατί εκείνος είχε άλλα κατά νου. Ήθελε, έπρεπε να την βασανίσει, ήθελε πρώτα να την τυραννήσει. Να την πάρει και αυτήν μαζί του ήθελε και αφού βρει και τις κόρες της, να την βιάσει μπροστά σε αυτές και μετά να

250


251 κάνει το ίδιο και σε εκείνα τα τρυφερά και άγουρα ανθρώπινα βλαστάρια, μπροστά στα δικά της τα μάτια, τα μάτια της μάνας. Και έπειτα και αφού χόρταινε από την ηδονή, όχι του έρωτα, αλλά της εκδίκησης, τότε θα ξεμπέρδευε και με αυτές τις τρεις, όπως έκαμε και με τους άνδρες της οικογένειας. Και τότε θα την ξεπάστρευε οριστικά την οικογένεια αυτή όπως τόσα χρόνια το ονειρευόταν. Τόσα χρόνια που κοντά της έτρωγε ψωμί, μα από μέσα του μισούσε. Το μίσος του ήταν τέτοιο, που τα έβαλε με τον εαυτόν του, επειδή πυροβολώντας την, την γλίτωσε από τα βασανιστήρια της. Όμως…και πάλι, σε λίγο τα μάτια του στρογγύλεψαν και το χαμόγελο ήρθε στα χείλη του. Εκείνες, οι κόρες της, θα πληρώσουν μόνες τώρα όλο το χρέος, σκέφτεται και αποφασίζει να τις αναζητήσει. Να τρέξει ξοπίσω τους, να τις κυνηγήσει. Γυρίζει και χώνεται μέσα στο καλντερίμι, εκείνο που λίγο πριν, είδε πως πήραν τα κορίτσια. Κοιτάζει μην τυχόν και δει τίποτα αίματα κάτω στον δρόμο, μα δεν βλέπει ούτε σταγόνα. Οι μικρές σκέπτεται και συμπεραίνει, δεν θα πρέπει να έχουν πάθει κανένα κακό. Ακόμα καλλίτερα, μονολογεί και διασχίζει το σοκάκι με πολύ προσοχή, κοιτώντας δεξιά και αριστερά κάθε σημείο μέσα στο δρομάκι, όπου μπορεί οι μικρές κυρίες να έχουν χωθεί και να έχουν σε αυτό κρυφτεί. Σε λίγο βλέπει πως τελειώνει το καλντερίμι και θα βγει από αυτό και θα βρεθεί στον μεγάλο τον δρόμο. Σε εκείνον τον δρόμο, που οδηγεί από το σπίτι του αφεντικού του, προς το μαγαζί του και μετά προς την προκυμαία. Φθάνοντας προς το τέλος του καλτεριμιού και λίγο πριν βγει στον μεγάλο τον δρόμο, μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούει τον ήχο από τα γρήγορα βήματα κάποιων, που τρέχουν και προσπαθούν να απομακρυνθούν. Συνειδητοποιεί πως αυτοί που γρήγορα απομακρύνονται, είναι στον μεγάλο κύριο δρόμο, που σε λίγο και αυτός θα βγει. Καταλαβαίνει από τα βήματα που ακούει, πως δεν θα πρέπει να είναι και πολλοί, μα ούτε και μεγαλόσωμοι. Σταμάτα και αυτός για λίγο και παίρνει μια βαθιά ανάσα και καλού κακού, επειδή δεν ξέρει και με ποιους έχει να κάνει, αμέσως κοιτάζει εάν στην μέση του, βρίσκονται το μαχαίρι του και το πιστόλι του. Στο χέρι του κρατάει ακόμη το αιματοβαμμένο γιαταγάνι. Ο ήχος των βημάτων, σιγά-σιγά σβήνει καθώς εκείνοι, τους οποίους ο Χασάν ακόμη δεν είδε, απομακρύνονται τρέχοντας. Αφού πήρε μια δυο βαθιές αναπνοές και αισθάνθηκε ότι συνήλθε κάπως και αφού έκανε έλεγχο και διαπίστωσε ότι έχει μαζί του και όλα τα όπλα του θανάτου, τότε αποφασίζει να κινηθεί και πάλι και γρήγορα να βγει στον δρόμο, για να δει και ποιοι είναι αυτοί που τρέχουν, προφανώς για να σωθούν. Από το μυαλό του, περνάει και η ιδέα, μήπως και είναι σήμερα τίποτα περισσότερο τυχερός, απ΄ ό,τι μέχρι τα τώρα φανταζόταν. Σκέπτεται ότι μπορεί και είναι οι κόρες του αφεντικού του και τότε, με μιάς αισθάνεται μια γλυκιά ηδονή να πλημμυρίζει το κορμί του. Με την σκέψη αυτή στο μυαλό του, τρέχει ανοίγοντας ακόμη πιο πολύ τον διασκελισμό του και πολύ σύντομα, δευτερόλεπτα μετά, φθάνει στο τέλος του σοκακιού και βγαίνει στον κύριο δρόμο και στρίβει προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Στρίβει προς τα εκεί, απ΄ όπου ακούει πως έρχεται ο ήχος των βημάτων. Τα μάτια του λάμπουν ξαφνικά. Ευχαριστεί τον Θεό του, τον Αλλάχ. Μπροστά του, στα 60-70 μέτρα, βλέπει τα επόμενα θύματα του. Αντικρίζει την λεία του, τα κορίτσια του αφεντικού του. Και όπως νοιώθει ένα αγρίμι, που πεινασμένο τριγυρνάει μέσα στην νύχτα και ξαφνικά μπροστά του, βλέπει το θήραμα του, έτσι νοιώθει και ο Χασάν, μόλις αντικρίζει την Αμαλία και την Κατερίνα. Τα δύο επόμενα θηρεύματά του. Αμέσως τότε αποφασίζει να τις ακολουθήσει και να τις προφτάσει και… και να τελειώσει εκείνο που ξεκίνησε. Μέσα στην νύχτα, τα δικά του βήματα, ηχούν τώρα δυνατά και καλύπτουν τον ήχο των βημάτων εκείνων των δύο μικρών κοριτσιών, καθώς τρέχει ξοπίσω τους.

251


252 Τα κορίτσια, μόλις αντιλαμβάνονται ότι τις ακολουθεί εκείνος, που τα βήματα του άκουσαν πριν λίγο να ηχούν μέσα στο ίδιο εκείνο καλντερίμι που και εκείνες ακολούθησαν για να φθάσουν μέχρι εδώ και που τις υποχρέωσαν να ξεκινήσουν και πάλι να τρέχουν, στρέφουν τρομαγμένα τα κεφάλια τους προς τα πίσω. Βλέπουν έναν άνδρα να τρέχει ξοπίσω τους και να θέλει να τις προλάβει. Από τα ρούχα του, αμέσως καταλαβαίνουν ότι είναι ένας Τούρκος και πολύ γρήγορα, δευτερόλεπτα μετά, αναγνωρίζουν ότι αυτός ο άνδρας, είναι ο Χασάν. Ο υπάλληλος του πατέρα τους, αυτός που τον μαχαίρωσε. Δεν γνωρίζουν εκείνη την στιγμή ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος, αφαίρεσε στην συνέχεια και την ζωή του αδελφού τους, μα και της μητέρας τους. Η Αμαλία, κρατώντας την Κατερίνα από το χέρι, σφίγγει ακόμη περισσότερο το πιάσιμο της και οδηγούμενη από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, αρχίζουν να τρέχουν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα. Με τόση ταχύτητα, όση βεβαίως η κούραση, το νεαρό της ηλικίας τους και τα άψητα κοριτσίστικά κορμιά τους, μα και αυτή η ίδια η φύση τους, τους επιτρέπει. Τρέχοντας, μπροστά τους, στα 100 περίπου μέτρα, βλέπουν το μαγαζί του πατέρα τους. Εκείνος τις ακολουθεί και ολοένα και πιο πολύ τις πλησιάζει. Φθάνει ακριβώς πίσω τους, όταν και οι τρεις τους, βρίσκονται μπροστά στο μαγαζί του αφεντικού του και πατέρα των επόμενων θυμάτων του. Τις αρπάζει και τις δύο από τα μαλλιά και τις σπρώχνει στο έδαφος. Εκείνες πέφτουν κάτω με τα πρόσωπα τους στο χώμα και παρότι φαίνεται πως έχουν κτυπήσει, έτσι πεσμένες όπως είναι στο έδαφος, αμέσως αγκαλιάζονται και αρχίζουν να κλαίνε. Φοβούνται να γυρίσουν τα βλέμματα τους, προς εκείνον. Τα φορέματα τους, καθώς έπεσαν με δύναμη στο έδαφος, σηκώθηκαν και άφηναν να φαίνονται τα πόδια τους, μέχρι ψηλά στον μηρό τους. Εκείνος, εκτός από την ηδονή του θανάτου, στην θέα των τρυφερών κοριτσιών, νοιώθει ερωτισμό και την έλξη του άνδρα προς την γυναίκα. Νοιώθει το πάθος της ερωτικής ηδονής και αποφασίζει να ξεσπάσει τα άγρια του ένστικτα, στα τρυφερά και άγουρα κορμιά αυτών των ανυπεράσπιστων κοριτσιών. Πέφτει από πάνω τους και εκείνες νιώθοντας τον έτσι επάνω τους και όπως είναι αγκαλιασμένες, αρχίζουν να φωνάζουν, να τσιρίζουν και να κλαίνε δυνατά. Απονήρευτα όπως είναι, δεν αντιλαμβάνονται αμέσως τις προθέσεις εκείνου του άνδρα και φοβούνται πως ήρθε και το δικό τους το τέλος, το τέλος και της δικής τους της ζωής. Ενώ όλη η πόλη καιγόταν και όλος ο κόσμος ήταν έξω και έτρεχε να σωθεί, για κακή τους τύχη, εκείνη την ώρα, κανείς δεν έτυχε να περνά από τούτον τον δρόμο. Τα μικρά κορίτσια, φαίνεται πως πραγματικά είναι μόνα και ανυπεράσπιστα στα χέρια αυτού του αδίστακτου και αιμοδιψή και αιμοβόρικου ανθρωπόμορφου τέρατος. Και εκείνα, έτσι αδύναμα και ανυπεράσπιστα, παλεύουν μόνα, για να γλιτώσουν από τα χέρια του. Από τα χέρια ετούτου του επίδοξου βιαστή της γυναικείας τους φύσης, μα και της ανθρώπινης υπόστασής τους.

252


253

ΕΚΕΙΝΟ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΨΑΧΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΤΟΥ. ΑΡΑΓΕ ΘΑ ΖΟΥΝΕ ΚΑΙ ΑΝ ΖΟΥΝΕ ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ Ή ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥΣ;

253


254

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΝ Το μίσος του Χασάν για να ξεκληρίσει όλη την οικογένεια του Ανδρέα, είναι τόσο μεγάλο, που όταν σηκώνει το γιαταγάνι του και έπειτα το κατεβάζει και κόβει το χέρι του Κωνσταντίνου, δεν μπαίνει καθόλου στον κόπο να δει, εάν ζει το αφεντικό του. Έτσι όπως τον βλέπει ακίνητος να κείται στο έδαφος στην μέση του δρόμου, πιστεύει ότι εκείνος, είναι ήδη νεκρός. Το πάθος του, τον τυφλώνει και αμέσως τρέχει να κυνηγήσει την Γεωργία και τις κόρες της. Τρέχει ξοπίσω τους, μην τυχόν και τις χάσει ή ακόμη χειρότερα, μην τυχόν και κάποιος άλλος πατριώτης του Αγαρηνός, προλάβει και αφαιρέσει από εκείνες τις ζωές τους και του κλέψει έτσι, την χαρά αυτή. Εκεί στον χώρο της τραγωδίας, ανθρώπινα κορμιά υπάρχουν τριγύρω παντού. Άλλα ξέψυχα και άλλα βαριά τραυματισμένα. Βογκητά ακούγονται από όλες τις μεριές. Ο Ανδρέας, κείται ακίνητος στο έδαφος με τα μάτια κλειστά. Βαριά τραυματισμένος και έχοντας χάσει και τις αισθήσεις του από ώρα, καθώς ο χρόνος περνάει, αρχίζει σιγά-σιγά να συνέρχεται και να παίρνει και επαφή με το περιβάλλον γύρω του. Αρχικά, ανεπαίσθητα ακούει βογκητά. Έχοντας όμως χάσει πολύ αίμα και ζαλισμένος όπως είναι, παρότι ακούει, δεν μπορεί ακόμη να συνειδητοποιήσει εάν ζει ή πέθανε. Τα πάντα γύρω του είναι σκοτεινά και τώρα, εκτός του ότι ακούει τα βογκητά, αισθάνεται και έντονα την μυρωδιά του αίματος. Συνεχίζει να έχει τα μάτια του κλειστά και ξαπλωμένος στο χώμα, αργά αλλά σταθερά αρχίζει να συνέρχεται και σταδιακά να παίρνει και περισσότερη επαφή με το περιβάλλον. Στο μυαλό του τώρα έρχονται αμυδρά και οι εικόνες του κακού. Αρχίζει σταδιακά να θυμάται τι έγινε μέχρι την στιγμή που εκείνος λιποθύμισε. Κάνει μια προσπάθεια να ανοίξει τα μάτια του. Αισθάνεται έναν ελαφρύ πόνο. Χαλαρώνει για λίγο, μα δεν απογοητεύεται. Προσπαθεί και πάλι και αυτή την φορά τα καταφέρνει. Τα νοιώθει να πονούν φοβερά. Τα κλείνει ξανά για λίγο και αμέσως μετά τα ανοίγει και πάλι. Συνεχίζει να μένει ακίνητος και ξαπλωμένος όπως ήταν, εκεί κάτω στο χώμα. Αναπνέει δύσκολα. Νοιώθει ότι του λείπει ο αέρας από τα πνευμόνια και κάνει μια προσπάθεια να αναπνεύσει πιο βαθιά. Αμέσως νοιώθει έναν δυνατό και οξύ πόνο, στο αριστερό του πλευρό, που τον αναγκάζει να διακόψει αυτήν του την προσπάθεια. Δεν θυμάται και δεν αντιλαμβάνεται εκείνη την στιγμή το γιατί, ενώ αντίθετα συνειδητοποιεί πλήρως και καταλαβαίνει πως έχει συνέλθει αρκετά. Όμως, αισθάνεται φοβερά αδύναμος. Φωνές δίπλα του δεν ακούει, παρά μόνον βογκητά και τον ήχο του πόνου και του θανάτου. Μόνον αυτά ακούει. Ακούει και τον θόρυβο της φωτιάς, που ήδη έχει πλησιάσει πολύ κοντά του και βλέπει επίσης και το παιχνίδισμα των πύρινων γλωσσών της, στους τοίχους, ολόγυρα του. Μένει για λίγο ακόμη έτσι ακίνητος, ενώ προσπαθεί να θυμηθεί περισσότερες λεπτομέρειες του κακού. Τι έχει συμβεί και γιατί και πώς αυτός βρίσκεται εκεί πεσμένος και τραυματισμένος. Όταν από το μυαλό του πέρασαν όλα, όσα είχε ζήσει μέχρι εκείνη την ώρα και όσα μπόρεσε να θυμηθεί βεβαίως, τότε προσπάθησε και να σηκωθεί. Νοιώθει και πάλι έναν δυνατό πόνο στο αριστερό του πλευρό, ετούτη την φορά, ακόμη πιο δυνατό από τον προηγούμενο. Βογκάει και κάνοντας και μια ανάλογη γκριμάτσα πόνου, κλείνει ξανά τα μάτια του και μένει και πάλι κάτω στο έδαφος. Τότε, θυμάται ότι ήταν πληγωμένος, μαχαιρωμένος στα πλευρά του και μάλιστα από τα χέρια εκείνου του ίδιου του υπαλλήλου του, του Χασάν. Αυτό το άπιστο και άτιμο σκυλί, που περίμενε να γυρίσει ο Ανδρέας το κεφάλι του προς τα πίσω και τότε ύπουλα και δόλια, να του μπήξει το μαχαίρι στα πλευρά του. Ανοίγει και πάλι τα μάτια και παίζει το βλέμμα του δεξιά και αριστερά. Προσπαθεί να δει κάτι, που να τον βοηθήσει να αντιληφθεί, να θυμηθεί και να καταλάβει, όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα. Αισθάνεται σαν κάτι να ακουμπά στον καρπό του και στρέφει το κεφάλι του και βλέπει να είναι επάνω σε αυτόν

254


255 γαντζωμένη, μια ανθρώπινη παλάμη. Ένα ανθρώπινο χέρι βλέπει, μα λειψό. Κομμένο στο ύψος του καρπού και λίγο κάτω από τον αγκώνα. Παραπέρα και δίπλα ακριβώς, βλέπει να κείτεται το κορμί ενός άνδρα. Είναι εκείνου, από τον οποίο κόπηκε το χέρι. Το βλέπει να είναι διπλωμένο στα δύο, μα δεν βλέπει το πρόσωπο του. Θυμάται ότι ο φίλος του ο Σταμάτης, τον βοηθούσε από το σημείο του τραυματισμού του και ότι αγκαλιασμένοι έφθασαν μέχρι εδώ, οι δυο τους. Το θυμάται καλά αυτό. Τον άκουγε μισολιπόθυμος, να του δίνει κουράγιο, καθώς τον είχε κρεμασμένο από τον ώμο του. Μα το χέρι που είναι επάνω στον καρπό του, δεν είναι ανδρικό, ούτε και ανδρικό μοιάζει να είναι, το διπλωμένο στα δύο αντίκρυ του, ακίνητο κορμί. Το πρόσωπο του, πήρε τώρα το ύφος του πληγωμένου πατέρα και τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν ξαφνικά. Με το άλλο του το χέρι, απομάκρυνε από πάνω του, εκείνο το μακάβριο ανθρώπινο μέλος. Ήταν μια τρυφερή παιδική παλάμη, από ένα το ίδιο τρυφερό παιδικό χέρι. Μια παλάμη κρύα, που προμήνυε τον ερχομό ή επιβεβαίωνε την εκεί ήδη παρουσία του θανάτου. Δεν ήθελε να πιστέψει, αυτό που τώρα εκείνος υποψιαζόταν. Όμως, αν και δεν έβλεπε το πρόσωπο εκείνου του άνδρα, επειδή κρυβόταν από το διπλωμένο στα δύο κορμί του, που ακίνητο κείτονταν λίγο παραπέρα, τα ρούχα που φορούσε, έδειχνε να μοιάζουν, με τα ρούχα του γιου του. Κρύος ιδρώτας τον έπιασε και αμέσως έκλεισε τα μάτια. Έκανε μια ευχή από μέσα του και παρακάλεσε την Παναγιά, να έχει κάνει λάθος. Αμέσως μετά, πίεσε τον εαυτόν του, για να σηκωθεί. Αυτήν την φορά, παρ΄ ότι και πάλι πονούσε πολύ, τα κατάφερε και σηκώθηκε και κάθισε για λίγο στον πισινό του. Έπειτα έγειρε το κορμί του στο πλάι και έπεσε στα τέσσερα, μπρούμυτα στο έδαφος. Προσπάθησε να συρθεί, μέχρι εκείνο το άψυχο, όπως του φαινόταν, κορμί. Τα κατάφερε τελικώς. Έφτασε κοντά του, έσφιξε τα δόντια και με το χέρι του το έσπρωξε και το γύρισε ανάσκελα. Και τότε…..και τότε… έκλεισε τα μάτια του και έφερε τα δυο του τα χέρια στο πρόσωπο του και το σκέπασε με αυτά. Ήταν, δυστυχώς για εκείνον, ο γιος του, ο Κωνσταντίνος. Με τα χέρια ακόμη στο πρόσωπο του, αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά και ακουμπάει το μέτωπο του, επάνω στο άψυχο κορμί του παιδιού του. Ξεσπάει σε λυγμούς και σε κλάμα δυνατό. Θα νόμιζε κανείς, πως το μυαλό του σάλεψε. Κλαίει και το δάκρυ του ποτίζει το χώμα. «Γιατί Θεέ μου…» φωνάζει δυνατά και σπάει την ησυχία της νύχτας με αυτήν του την κραυγή, «..γιατί;» επαναλαμβάνει και σπαράζει και δεν θέλει να πιστεύσει στα μάτια του. Δεν θέλει, η καρδιά και το μυαλό του πατέρα, να πιστέψει αυτό που βλέπει μπροστά του. Αγκαλιάζει το άψυχο κορμί του αγαπημένου του παιδιού, του Κωνσταντίνου του και βγάζει και πάλι μια κραυγή πόνου. Κραυγή, που μοιάζει με εκείνη ενός θηρίου, όταν αισθάνεται το αγκάλιάσμα του θανάτου. «Γιατιιιί…» φωνάζει δυνατά και σφίγγοντας τα δόντια, συμπληρώνει εκείνο το τρομακτικό ερώτημά του, «..άτιμε Χασάν, θα σε βρω, θα σε βρω….θα σε βρω και τότε…». Φιλάει τον γιο του στο μάγουλο και με κόπο προσπαθεί να σηκωθεί. Τα καταφέρνει να σταθεί αρχικά στα γόνατά του. Ο πόνος της μαχαιριάς στα πλευρά του κορμιού του, είναι πολύ μικρός σε σχέση με αυτόν τον πόνο, που σαν πατέρας, νοιώθει τώρα στην καρδιά και στην ψυχή του. Προσπαθεί και καταφέρνει και σηκώνεται και όρθιος στέκεται στα πόδια του. Φέρνει το αριστερό του χέρι και το ακουμπά στις πληγές του κορμιού του. Αισθάνεται αδύναμος, έχασε πολύ αίμα και αυτό το καταλαβαίνει. Νοιώθει εξαντλημένος και όλα γύρω του, γυρίζουν. Έτσι όρθιος όπως είναι, στρέφει και πάλι το κεφάλι του δεξιά και αριστερά. Βλέπει άψυχα κορμιά να κείτονται τριγύρω και ακούει και πάλι βογκητά του πόνου, να προέρχονται από παντού. Κάνει ένα δύο βήματα και ο πόνος στο πλευρό του, του θυμίζει τις μαχαιριές και τον άτιμο Χασάν. Η οργή του φουντώνει και ορκίζεται να πάρει εκδίκηση. Σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια του. Δεν τον νοιάζει πλέον για την ζωή του. Ο ίδιος είναι θανάσιμα τραυματισμένος και ο γιος του

255


256 ήδη νεκρός. Πρέπει να ψάξει να βρει την γυναίκα του και τα κορίτσια του. Τα θηλυκά του σπιτιού του. Προσπαθεί να κάμει ακόμη ένα δύο βήματα, μα ο πόνος τον κάνει να σταματήσει. Ακούει ένα βογκητό και αμέσως μια αδύναμη φωνή, να φωνάζει το όνομα του. «Ανδρέα…Ανδρέα..». Στρέφει το κεφάλι του και βλέπει τον φίλο του τον Σταμάτη πεσμένο καταγής, λίγο παραπέρα. Φαινόταν και εκείνος, πως ήταν πολύ τραυματισμένος, ήταν γεμάτος αίματα, σε όλο του το κορμί. Τον πλησιάζει και γονατίζει πλάι του. Κοιτάζονται οι δυο τους στα μάτια. Αμέσως ο Ανδρέας επιβεβαιώνεται. Βλέπει, πως πράγματι ο φίλος του, είναι βαριά τραυματισμένος. Για την ακρίβεια είναι μαχαιρωμένος σε πολλά σημεία του κορμιού του. Ελπίδα καμία δεν φαίνεται να υπάρχει για εκείνον και μάλλον και ο ίδιος το ξέρει και το καταλαβαίνει αυτό. Γιατί ακούγεται να λέει στον Ανδρέα. - «Άσε με εμένα φίλε μου,….εγώ τελείωσα…η σειρά μου τώρα….να σου ζητήσω, να φροντίσεις….την οικογένεια μου, την γυναίκα μου…τα παιδιά μου. Η σειρά μου Ανδρέα,…. αν ζουν ακόμα….». - «Σιώπα…» του λέει εκείνος απότομα και κοφτά και προλαβαίνει να τον σταματήσει, πριν αυτός ολοκληρώσει τον λόγο του. - «Από εκεί τράβηξαν Ανδρέα και οι δικοί μου και οι δικοί σου…» και του δείχνει με τα μάτια και το βλέμμα τον δρόμο, που πήραν η Γεωργία και οι κόρες τους. - «Ναι, Σταμάτη, θα ψάξω πρώτα να βρω εκείνες και μετά θα έρθω να πάρω και εσένα», του λέει. - «Όχι, όχι, άσε με εμένα…. εγώ τελείωσα… και αν τους βρεις, να μην τους πεις ότι με είδες και….και κυρίως ποτέ να μην μάθουν, πως πέθανα. Ορκίσου το Ανδρέα, ορκίσου το…αυτό…» και κάνει μια γκριμάτσα πόνου και συνεχίζει «..άνδρες είμαστε φίλε μου και πρέπει….και πρέπει….να ξέρουμε και να πεθαίνουμε και…και κυρίως θα πρέπει να ξέρουμε… πότε έρχεται αυτή η ώρα. Ορκίσου το και αυτό Ανδρέα…. ορκίσου το….». Ο Ανδρέας δεν ήθελε να τον κουράσει άλλο και επίσης δεν ήθελε να του δώσει και ψεύτικες ελπίδες. Δεν ήθελε να πει ψέματα σε έναν άνθρωπο, που τον ήξερε τόσο πολύ καλά, μιας και από παιδιά γνωριζόντουσαν. Δεν ήθελε να πει ψέματα σε έναν φίλο του, ακόμη και την ώρα που εκείνος τελείωνε και έσβηνε, γιατί αυτό ήταν σίγουρο, ίσως το μόνο σίγουρο εκείνη την ώρα. Δεν του είπε ψέματα ποτέ του, μια ολόκληρη ζωή που γνωρίζονται. Σήμερα γιατί να του έλεγε; Αλήθεια θα του έλεγε, όσο δύσκολο και να του ήταν. - «Τ΄ ορκίζομαι Σταμάτη… τ΄ ορκίζομαι. Να σε τραβήξω λίγο τώρα και…να σε ακουμπήσω εκεί δα στον τοίχο και μετά να….», σταματά τον λόγο του και ο ίδιος παγώνει, καθώς βλέπει ότι ….ο φίλος του ο Σταμάτης …έχει ήδη φύγει από αυτόν τον κόσμο. Έφυγε για το μεγάλο του ταξίδι, χωρίς καν να προλάβουν να αποχαιρετισθούν. Ξεψύχησε μέσα στα χέρια του. Τον ακουμπά κάτω στο χώμα. Δεν μπορεί πλέον να κάνει και πολλά πράγματα για αυτόν, όπως και με τον γιο του. Και δεν μπορεί, γιατί και ο ίδιος είναι πολύ πληγωμένος και δεν ξέρει και αν και αυτός θα ζήσει, ούτε και για πόσο ακόμη θα ζήσει. Τώρα και ο γιος του και ο φίλος του ο Σταμάτης είναι νεκροί και εκείνος πρέπει να ψάξει για να βρει τους ζωντανούς, την γυναίκα του και τις κόρες του, μα και την οικογένεια του Σταμάτη. Και όταν το καταφέρει, θα πρέπει τότε να σκεφθεί και πώς να τους σώσει, πως όλοι μαζί θα σωθούν. Το υποσχέθηκε αυτό στον παιδικό του φίλο, τον Σταμάτη και η ψυχή του δεν θα ησυχάσει, εάν τουλάχιστον δεν το προσπαθήσει. Κυρίως τώρα που εκείνος έφυγε και έφυγε και μέσα στα δικά του τα χέρια. Σηκώνεται με κόπο και παίρνει τον δρόμο, που ο φίλος του ο Σταμάτης του υπέδειξε. Περπατάει και παραπατάει. Τρικλίζει και τα βήματα του, γίνονται τώρα, όλο και πιο αργά, όλο και πιο βαριά. Πού και πού, ακουμπάει στον τοίχο. Σταματάει κάποιες

256


257 φορές και παίρνει ανάσες και δυνάμεις. Δεν αργεί να φθάσει σε έναν άλλο τόπο μαρτυρίου, εκεί όπου η γυναίκα του, άφησε και εκείνη, την τελευταία της πνοή. Δεν αργεί και να την βρει. Την βλέπει και εκείνη να κείτεται άψυχη και ακίνητη, στην μέση του δρόμου. Την πλησιάζει και γονατίζει στο πλάι της. Της χαϊδεύει το πρόσωπο της. Για λίγο την χάνει από μπροστά του, καθώς τα μάτια του, γεμίζουν με δάκρυα. Στο μυαλό του έρχονται εικόνες από το παρελθόν. Εικόνες από την ζωή τους. Από τότε που πρωτογνωρίσθηκαν, από τον γάμο τους, από τις γεννήσεις των παιδιών τους, μα και εικόνες από την καθημερινότητα τους. Τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και κυλούν στα μάγουλά του και διαγράφουν την δική τους πορεία εκεί. Ο Ανδρέας τα σκουπίζει και έπειτα σκύβει και φιλά την γυναίκα του. Πρώτα στο μέτωπο και μετά στα μάγουλα της. Το φιλί στο μέτωπο, είναι φιλί σεβασμού. Το φιλί του σεβασμού ενός ανθρώπου, προς τον άνθρωπο. Τα φιλιά στα μάγουλα, είναι φιλιά αγάπης. Είναι το φιλί της αγάπης του άνδρα προς την γυναίκα, που τόσα χρόνια στο πλευρό του, στάθηκε με αξιοπρέπεια, αγάπη, σεβασμό και πίστη. Τώρα πλέον δεν δακρύζει. Το δάκρυ στέρεψε και ο θάνατος έγινε μέρος της ζωής του.. Και έτσι έγινε, αφού βεβαιώθηκε ότι και η αγαπημένη του γυναίκα, η Γεωργία του, είναι και αυτή νεκρή. Και τότε το μίσος του μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Όχι δεν είναι οργή αυτό που νοιώθει, μίσος είναι και μάλιστα δυνατό. Μοιάζει με φωτιά, που του καίει τα σωθικά. Και αυτήν την φωτιά, θέλει και πρέπει να την σβήσει. Και θα την σβήσει μόνο με το αίμα εκείνου, του άτιμου και άπιστου Χασάν. Αφού φίλησε την σορό της γυναίκας του και κάνοντας να σηκωθεί, η ματιά του αντικρίζει κηλίδες αίματος, επάνω στο χώμα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκληρύνουν και πάλι και στον νου του τώρα έρχονται οι δυο του κόρες. Ρίχνει στα γρήγορα το βλέμμα του και διαπιστώνει και βεβαιώνεται, ότι ανάμεσα σε εκείνα τα άπνοα κορμιά, που κείτονται γύρω του, δεν βλέπει τα κορίτσια του πουθενά. Τότε άρχισε να πιστεύει και να έχει ελπίδες, πως θα πρέπει οι κόρες του, την ώρα που η μητέρα τους, θα έχανε την ζωή της, εκείνα να έτρεξαν και να έφυγαν μακριά από το κακό και ενδεχομένως και να έχουν σωθεί κιόλας. Και ο φονιάς της γυναίκας του και όποιου άλλου δύστυχου και άτυχου χριστιανού, με ζεστό ακόμα το αίμα στο μαχαίρι του, στο γιαταγάνι του ή στη χαντζάρα του, θα πρέπει να τις πήρε ξοπίσω. Θα πρέπει να τις ακολούθησε και εύχεται τώρα και λάθος να κάνει, αλλά και αν δεν κάνει, εύχεται τουλάχιστον εκείνος ο άτιμος, όποιος άπιστος Αγαρηνός κι αν είναι, να μην τις πρόλαβε και να τις έχασε κιόλας. Εύχεται, τουλάχιστον, να έχουν σωθεί οι κόρες του. Άλλο πόνο και άλλο αίμα, αισθάνεται πως δεν θα το αντέξει. Και τότε σηκώνει το βλέμμα προς τον ουρανό και τον Μεγαλοδύναμο παρακαλάει, σε περίπτωση, που τα κορίτσια του έπεσαν θύμα την τουρκικής θηριωδίας, να μην τον αξιώσει να το δει αυτό. Τον παρακαλάει να τον πάρει τώρα κοντά Του, να πεθάνει με την ελπίδα, πως εκείνες τουλάχιστον, ζουν. Γιατί αυτές οι σταγόνες αίμα, μάλλον από αιματοβαμμένο τούρκικο μαχαίρι θα είναι. Μπορεί και να είναι και σταγόνες από το αίμα του φίλου του, του Σταμάτη. «Σκυλιά άπιστα…» βρίζει από μέσα του και σφίγγει τα δόντια του και συνεχίζει τον δρόμο του παρακαλώντας τον Κύριο, «..δώσε μου Θεέ μου, την χαρά να σκοτώσω τον φονιά της γυναίκας μου και του παιδιού μου, με τα ίδια μου τα χέρια». Και αμέσως μετά, μετανοιωμένος για αυτήν του την σκέψη και επειδή έτσι προσπάθησε να κάνει συνένοχο του, στο ανθρώπινο πάθος του και την αδυναμία του, Εκείνον, τον Υπέρτατο Δημιουργό, μετανιωμένος ζητάει την συγνώμη Του. «Συγνώμη Θεέ μου, μα πόσο να αντέξω και πόσο ακόμη αίμα να δω να χύνεται από φτωχούς και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, συγχώρεσε με, μα δώσε μου και το κουράγιο για να αντέξω. Άνθρωπος είμαι και εγώ, γεμάτος αδυναμίες και πάθη, συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με….». Αποφασίζει να ακολουθήσει τις κηλίδες του αίματος, που φαίνεται ότι ακολουθούν το σοκάκι που πήραν και τα κορίτσια του. Και βλέπει ότι οι σταγόνες, όσο πάει και μεταξύ

257


258 τους ξεμακραίνουν στο χώμα επάνω, καθώς φαίνεται ότι το μαχαίρι του φονιά στραγγίζει ή εκείνος άρχισε να τρέχει πίσω από το επόμενο του θύμα, για να το προλάβει. Αυτή η δεύτερη του σκέψη τον τρελαίνει και εύχεται να μην είναι έτσι. Τον θάνατο τον χόρτασε και δεν τον φοβάται πλέον. Όμως για τον ίδιο και μόνον για τον ίδιο, όχι για τα κορίτσια του. Δεν θα μπορούσε να τον αντέξει, εάν έβλεπε ότι και τις κόρες του, τις πρόλαβε εκείνο το σκυλί. Οι σταγόνες του αίματος, του δείχνουν το καλντερίμι και ο Ανδρέας τώρα βαδίζει παραπατώντας και αγκομαχώντας, μέσα σε αυτό. Σφίγγει τα δόντια για να αντέξει και για να μην σωριαστεί. Με το ένα του χέρι στηρίζεται στον τοίχο, καθώς βαδίζει, ενώ το άλλο του, το έχει επάνω στις πληγές του. Προσπαθεί να σταματήσει και το λιγοστό αίμα που πλέον έμεινε και τρέχει από αυτές. Όμως δεν καταφέρνει και πολλά και το αίμα που φεύγει από τις πληγές του, από το λίγο που του έχει μείνει, αφήνει τα δικά του σημάδια στο διάβα του. Σταματά και με την πλάτη ακουμπά στον τοίχο. Νοιώθει να ζαλίζεται και να χάνει προς στιγμήν, το φως του. Αισθάνεται το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του και πως είναι και έτοιμα να λυγίσουν από το βάρος του κορμιού του. Παίρνει δυο τρεις ανάσες και σε κάθε εισπνοή, αισθάνεται πόνο στις πληγές του. Παρακαλάει και πάλι τον Θεό, να του δώσει δύναμη και κουράγιο, να τον βοηθήσει να βρει τις κόρες του όσο πιο γρήγορα γίνεται. Γιατί πλέον αρχίζει να φοβάται, πως θα φύγει από τον κόσμο αυτό, χωρίς να τις δει, χωρίς να μάθει ποτέ, εάν αυτές ζουν ή όχι. Παίρνει ξανά, μια δυο αναπνοές και αφού αισθάνεται λίγο καλλίτερα, συνεχίζει παραπατώντας και πάλι τον δρόμο του. Σε λίγο, βγαίνει στον κεντρικό μεγάλο δρόμο, είναι ο δρόμος, που χρόνια πολλά, από παιδί τον περπατά, γιατί οδηγεί από το σπίτι του, προς το μαγαζί του και μετά βγαίνει στην παραλία της Σμύρνης. Βρίσκεται σε δίλημμα. Σκέφτεται, μήπως οι κόρες του, αντί να πάνε προς την προκυμαία, τράβηξαν κατά το σπίτι τους; Και προβληματίζεται επάνω σε αυτό, γιατί σκέπτεται μήπως εκείνες δεν θα ήξεραν πλέον, πού να πάνε μόνες τους και το πιο οικείο μέρος για αυτές, είναι φυσικά, το σπίτι τους. Στρέφει στο πλάι το κεφάλι του και βλέπει ότι η φωτιά έχει απλωθεί σε όλη σχεδόν την πόλη και θα πρέπει να είναι και τόσο κοντά στο σπίτι του, που σίγουρα, εάν δεν το έχει κάψει ή δεν το καίει ήδη ετούτη την στιγμή, τότε αυτή θα πρέπει να είναι πολύ, μα πάρα πολύ κοντά σε αυτό και δεν θα αργήσει να το αγκαλιάσει με τις πύρινες γλώσσες της. ‘‘Όχι..’’ σκέπτεται, ‘‘…τα κορίτσια μου είναι αρκετά έξυπνα και αφού φύγαμε από το σπίτι για να πάμε στην προκυμαία, εκείνες τώρα γιατί να γύρισαν πίσω και να μην τράβηξαν προς την μεριά της θάλασσας;’’ είπε στον εαυτόν του και έστριψε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του μαγαζιού του και της θάλασσας και σαν κάτι να τον έσπρωξε προς τα εκεί, κίνησε προς την προκυμαία. Σε λίγο θα περνούσε μπροστά από το μαγαζί του, που είχε πάνω από μια εβδομάδα να το ανοίξει. Δεν θα σταματήσει καθόλου εκεί, γιατί δεν υπήρχε και λόγος. Θα συνεχίσει για την θάλασσα για να φτάσει στην προκυμαία. Γιατί το πρώτο που πρέπει τώρα να κάνει, είναι να βρει τα κορίτσια του. Σέρνει τα βήματα του και κρύος ιδρώτας τρέχει σε όλο το κορμί του. Φοβάται, μην και δεν αντέξει να φθάσει μέχρι την παραλία. Σταματά και πάλι για λίγο. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και νοιώθει δυνατό τον πόνο στο πλευρό του και κάθε πόνος του θυμίζει και την αχαριστία και την απανθρωπιά του άτιμου Χασάν. Μετά από λίγο αισθάνεται πως βρήκε και πάλι τις δυνάμεις του και αποφασίζει να συνεχίσει τον δρόμο του. Με τις εναλλαγές αυτές, σταμάτα-ξεκίνα κάθε λίγα μέτρα, ακολουθεί τον κατήφορο προς την παραλία. Μπροστά του στο βάθος του δρόμου, βλέπει τρεις ανθρώπινες φιγούρες, πεσμένες κάτω στο έδαφος. Είναι γύρω στα 60 με 70 βήματα μπροστά του, μα από την κούραση και επειδή αισθάνεται εξασθενημένος από τις πληγές του και από το αίμα που έχασε, δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά, ούτε και να διακρίνει και καθαρά. Πρέπει όμως να

258


259 βρίσκονται, ακριβώς εκεί μπροστά από το μαγαζί του. Φαίνεται σαν κάποιοι να μαλώνουν και να κυλιούνται κάτω στο χώμα. Ακούει φωνές και λόγια, μα ακόμη δεν ξεχωρίζει, ούτε τι λένε, ούτε εάν είναι στα ελληνικά ή σε κάποια άλλη γλώσσα, αλλά και ούτε και εάν οι φωνές αυτές προέρχονται από άνδρες η γυναίκες. Φοβάται πως όποιοι και να είναι, δεν θα μπορεί αυτός τίποτα να κάνει. Αφ΄ ενός τον πιέζει ο χρόνος για να βρει τα κορίτσια του και αφ΄ ετέρου είναι τόσο αδύναμος, που και ένα μικρό παιδί, θα μπορούσε να του εναντιωθεί και αυτός να μην μπορεί να επιβληθεί σε εκείνο ή να υπερασπισθεί του εαυτού του. Πλησιάζει με περισσότερη προσοχή, ακουμπισμένος στον τοίχο ενός μαντρότοιχου. Και όσο πλησιάζει, αρχικά ξεχωρίζει από τις φωνές, ότι εκεί υπάρχουν, ένας άνδρας και δυο γυναίκες. Μετά διαπιστώνει ότι οι γυναίκες είναι μάλλον δυο κοριτσόπουλα, δυο Ελληνοπούλες και τέλος ότι ο άνδρας εκείνος είναι Τούρκος. Το γραικικό του αίμα, όσο του έχει απομείνει, του ανεβαίνει στο κεφάλι. Γιατί αμέσως μετά αντιλαμβάνεται ότι το κτήνος εκείνο, προσπαθεί να ασελγήσει πάνω σε εκείνα τα άγουρα κοριτσόπουλα, να τις ατιμάσει. Αν και τραυματισμένος και με κλονισμένη την αυτοπεποίθησή του, η ανδρική του τιμή και η γραικική του αξιοπρέπεια, επαναστατούν μέσα του. Σφίγγει τα δόντια. Θέλει να φωνάξει, μα η φωνή του δεν ακούγεται, ούτε και από αυτόν τον ίδιο. Τόσο αδύναμη την αισθάνεται να βγαίνει από μέσα του. Βάζει τα δυνατά του να τρέξει, να προλάβει να σώσει εκείνες τις Ελληνοπούλες από την τουρκική ατίμωση τους. Και όσο σκέφτεται ότι εκείνο το σκυλί, προσπαθεί να τις χαλάσει, έτσι για το κέφι του ή γιατί μόνο και μόνο επειδή ακριβώς εκείνες είναι δύο απροστάτευτες Ελληνοπούλες, τόσο περισσότερο, μέσα του φουντώνει το μίσος. ‘‘Αν και δεν βρήκα τον Χασάν..’’ σκέφτεται, ‘‘…θα πάρω πίσω το αίμα μου από αυτόν τον άπιστο ομοεθνή του. Θα πληρώσει αυτός ό,τι θα ήθελα να κάνω σε εκείνο το σκυλί. Και ευκαιρία να το κάνω τώρα, όσο ακόμη έχω λίγες δυνάμεις’’ λέγει στον εαυτόν του και κάτι σαν μια αγαλλίαση τον πλημμυρίζει. Και όλα αυτά τα σκέπτεται, γιατί αισθάνεται πως δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη. Έχασε αρκετό αίμα και μάλιστα απορεί και ο ίδιος, πώς ακόμη ζει και περπατάει. Το βλέμμα του έχει θολώσει, αισθάνεται βαριά τα βλέφαρα να κλείνουν τις κόρες των ματιών του, τα γόνατα του λυγίζουν και δεν κρατούν το βάρος του κορμιού του και το σώμα του έχει στραγγίσει από το αίμα. Όμως προσπαθεί να κάνει κουράγιο. Πρέπει να σώσει εκείνα τα απροστάτευτα κορίτσια από τα χέρια αυτού του απίστου. Σφίγγει τα δόντια και προσπαθεί να τρέξει και στην προσπάθεια του αυτή, νομίζει πως τρέχει. Παραπατάει και το κορμί του παραπαίει, μια προς τα εδώ και μια προς τα εκεί. Όμως το βλέμμα του, το έχει συνεχώς καρφωμένο επάνω στην πλάτη εκείνου του άπιστου σκυλιού. Κάποια στιγμή, χάνει τον βηματισμό του και την ισορροπία του και πέφτει στην μέση του δρόμου. Προσπαθεί και πάλι να σηκωθεί. Βάζει τα δυνατά του και μετά από πολύ προσπάθεια, καταφέρνει και σηκώνεται ξανά. Ισορροπεί και αμέσως συνεχίζει το βήμα του και την πορεία του προς εκείνον εκεί τον αχρείο. Τη ματιά του, όλη αυτήν την ώρα, την έχει συνεχώς καρφωμένη επάνω του. Με πολύ κόπο, επιτέλους φθάνει κοντά του. Βρίσκεται ακριβώς από πίσω του. Σκύβει, απλώνει τα δυο του τα χέρια και τον αρπάζει από τους ώμους του. Τον ακούει, να μουγκρίζει παθιασμένα στην προσπάθεια του να ασελγήσει επάνω στα τρυφερά και άγουρα εκείνα κοριτσίστικα κορμιά. Ο Ανδρέας βάζει τα δυνατά του και με όση δύναμη του έχει απομείνει, προσπαθεί να τον πάρει πάνω από τα κορίτσια εκείνα και να τον τραβήξει μακριά τους. Μα δεν τα καταφέρνει. Τον ακούει που εκείνος βρίζει στα τούρκικα, προφανώς γιατί πιστεύει ότι αυτός που τον τραβά, δεν είναι παρά κάποιος άλλος ομόθρησκος του, που θέλει να του κλέψει την λεία του και να γευτεί και εκείνος μέρος της. Ο Ανδρέας και πάλι προσπαθεί και κάνοντας χρήση και της τελευταίας ικμάδας της δύναμη του, κλείνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια και βάζοντας όση δύναμη μπορεί,

259


260 προσπαθεί και πάλι και αυτή την φορά, καταφέρνει και τον ανασηκώνει ελάχιστα προς τα πάνω και τότε…και τότε ακούει μια φωνή. - «Πατέρα, πατέρα, σώσε μας…σώσε μας πατέρα...» ακούει μέσα στην παραζάλή του, την φωνή να του λέει. Από το σφίξιμο που έκαμε στον εαυτόν του και από το ζόρισμα που δέχθηκε στην προσπάθεια του να ανασηκώσει εκείνον τον άνδρα και δεδομένου της απώλειας τόσου αίματος, με αποτέλεσμα την φυσική του αδυναμία, νομίζει πως αρχίζει να έχει παραισθήσεις και γι΄ αυτό και ακούει φωνές. Και του φάνηκε σαν να άκουσε τις φωνές των κοριτσιών του. Δεν ανοίγει καθόλου τα μάτια του και όπως έτσι συνεχίζει να κρατά εκείνον τον άνδρα, κάνει και πάλι μια προσπάθεια να τον τραβήξει και ετούτη την φορά καταφέρνει και πάλι και τον ανασηκώνει λίγο και….. - «Σώσε μας πατέρα, σώσε μας… γλίτωσε μας….» ακούει ξανά τις ίδιες φωνές και τώρα σαστισμένος ανοίγει τα βλέφαρα του και…και τότε… βλέπει…με τα ίδια του τα μάτια, ότι εκείνα τα ανυπεράσπιστα κοριτσόπουλα, είναι τα δυο του τα κορίτσια, τα δικά του κοριτσάκια. Είναι η αρχοντοπούλα του και η πριγκηπέσα του και το κυριότερο, ότι εκείνο το άπιστο σκυλί, που προσπαθεί να τα ατιμάσει, δεν είναι άλλος, από αυτόν τον ίδιον τον Χασάν. Το αίμα του, το ελάχιστο που ακόμη ρέει μέσα στις φλέβες του, μεμιάς του ανεβαίνει στο κεφάλι και τότε αρπάζει με το ένα του το χέρι, εκείνον τον Αγαρηνό από τα μαλλιά και με όση δύναμη έχει, τον τραβά και πάλι. Καταφέρνει μόνο να του σηκώσει το κεφάλι ψηλά και με το άλλο του το χέρι, σφιγμένο σε γροθιά, τον κτυπά στο πρόσωπο. Μία, δύο, τρεις… και συνεχίζει να κτυπά και χάνει τον έλεγχο του αριθμού των κτυπημάτων. Τον ακούει που μουγκρίζει και για να αποφύγει εκείνος αυτά τα κτυπήματα, στα γρήγορα πέφτει στο πλάι και αφού ξεφεύγει αρχικά από το πιάσιμο του Ανδρέα, στην συνέχεια κυλιέται στο χώμα και απομακρύνεται, περά στα δύο μέτρα. Αμέσως βρίζοντας στην γλώσσα του, σηκώνεται όρθιος. Το γιαταγάνι του, βλέπει ότι το άφησε εκεί δίπλα στα κορίτσια. Οι δύο άνδρες κοιτάζονται μεταξύ τους και όταν αλληλαναγνωρίζονται, τότε στα πρόσωπα τους, ο θεός του θανάτου, στήνει τον θρόνο του. Ο Χασάν δείχνει φανερά την έκπληξή του, γιατί πίστευε μέχρι τα τώρα, ότι το αφεντικό του, με δυο μαχαιριές στα πλευρά, με τέτοια αιμορραγία και μετά τόσος χρόνος που πέρασε, θα έπρεπε να είχε πεθάνει από ώρα. Αντίθετα, τον βλέπει με τα ίδια του τα μάτια και πάλι μπροστά του και μάλιστα όρθιο. Αλλά ακόμη και τώρα, δεν άλλαξε και τίποτα, γιατί και πάλι κάποιος από τους δυο τους, θα πρέπει να πεθάνει. Ανάμεσα τους, ανάμεσα στο αφεντικό και τον υπάλληλο, στον Έλληνα και τον Τούρκο, στον Χριστιανό και τον Μουσουλμάνο, υπάρχει πλέον αγεφύρωτο χάσμα και ανυπέρβλητες διαφορές, έχουν εγερθεί. Γι αυτό ένας από τους δυο τους, σε λίγο δεν θα πρέπει να ζει. Εκεί αντικρίζονται, ετούτη την στιγμή, δυο αιώνιοι εχθροί, δυο άσπονδοι φίλοι. - «Χασάν..», λέγει πρώτος ο Ανδρέας, «..τα κορίτσια μου βρε άτιμε, τα κορίτσια μου; Και μπροστά στο μαγαζί μου; Εδώ που τόσα χρόνια έφαγες ψωμί και χόρτασες και εσύ και η οικογένειά σου; Εδώ, βρε άτιμε, εδώ;» και σφίγγει τα δόντια και στο πρόσωπο του, ζωγραφίζονται εκείνα όλα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που φανερά δείχνει και το μίσος του για κάποιον και το πάθος του να του κάμει κακό. Εκείνος δεν μιλά. Με το βλέμμα του κοιτάζει το γιαταγάνι του, που κείτεται δίπλα στα πόδια του αφεντικού του. Ο Ανδρέας το αντιλαμβάνεται αυτό και ρίχνει την ματιά του στα χαμηλά. Το βλέπει τώρα και εκείνος το ματωμένο μαχαίρι του θανάτου. Τα κορίτσια του έχουν ήδη σηκωθεί από το έδαφος και τον έχουν αγκαλιάσει, το ένα από τα δεξιά του και το άλλο από τα αριστερά του. Με τα χέρια του, τα σπρώχνει και τα δυο πίσω από εκείνον και τα φέρνει έτσι, που να αγκαλιαστούν μεταξύ τους, πίσω από την πλάτη του. Μετά τα σπρώχνει ακόμη λίγο προς τα πίσω. Έπειτα σκύβει αργά και παίρνει το γιαταγάνι στα χέρια του. Νοιώθει πολύ αδύναμος, μα τώρα πρέπει να βάλει τα δυνατά του. Όλη ετούτη την ώρα, για αυτήν την στιγμή ζούσε, μια τέτοια στιγμή προσδοκούσε. Όλα αυτά

260


261 τα έκαμε, χωρίς να πάρει την ματιά του, από τον Χασάν. Όλη ετούτη την ώρα, το βλέμμα του δεν το πήρε από πάνω από τον Τούρκο. Έπαθε και έμαθε και δεν την ξαναπαθαίνει. Δεν του έχει πλέον, καμία εμπιστοσύνη και ήθελε να το ξέρει αυτό και εκείνος. Ήθελε, καθαρά και να του το δείξει. Ο Χασάν βλέποντας τις αργές κινήσεις του αφεντικού του και καταλαβαίνοντας πως ό,τι κάνει, το κάνει χρησιμοποιώντας την όση ελάχιστη δύναμη, την πολύ ελάχιστη πραγματικά δύναμη, που του έχει απομείνει, μειδιά ελαφριά. Τον βλέπει που είναι πολύ εξουθενωμένος και αντιλαμβάνεται ότι δεν θα μπορεί να κάμει και πολλά, ακόμη και με το βαρύ εκείνο γιαταγάνι στα χέρια του. Και ύστερα, ο ίδιος είχε και το πιστόλι του και το μαχαίρι του και το σπουδαιότερο, ήταν αλώβητος, υγιής και δυνατός. Λίγο κουρασμένος βέβαια, μα πολύ πιο δυνατός από εκείνον εκεί τον Γραικό. Φέρνει το χέρι του στο πιστόλι και το τραβάει από το ζωνάρι του και το προτάσσει προς την κατεύθυνση του αφεντικού του. Τον σημαδεύει, γελάει δυνατά και τρανταχτά και πατάει την σκανδάλη.

261


262

Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΑΠ΄ ΑΚΡΗ Σ΄ ΑΚΡΗ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΠΟΛΗ. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΜΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΕΒΛΕΠΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ, ΜΑΓΑΖΙΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΗΡΗ ΑΦΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΙΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΓΕΜΙΣΕΙ ΑΨΥΧΑ ΚΟΡΜΙΑ, ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΙ Η ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΦΗΜΙΣΜΕΝΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.

262


263

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΟΝ Ο ξερός κρότος της πρόσκρουσης μετάλλου σε μέταλλο, αμέσως δείχνει, ότι το περίστροφο του Χασάν είτε είναι άδειο, είτε είναι γεμάτο με κάλυκες. Ο Τούρκος τώρα συνοφρυώνεται. Κοιτάζει με φανερή ανησυχία το πιστόλι του και στην συνέχεια, σημαδεύοντας και πάλι τον γραικό, πατάει την σκανδάλη του όπλου του συνεχόμενα, άλλες δύο τρεις φορές. Όμως και πάλι, ο ίδιος ξερός κρότος, του επιβεβαιώνει αυτή την φορά, ότι εκείνος δεν πρέπει να βασίζεται πλέον σε αυτό, τουλάχιστον εκείνη την ώρα, εκείνες τις στιγμές. Το πετάει θυμωμένα στο έδαφος. Όλη ετούτη την ώρα, ο Ανδρέας στέκεται αγέρωχος απέναντί του ακίνητος, κρατώντας στο χέρι του, την μακριά βαριά μαχαίρα, που λέγεται γιαταγάνι. Έδειξε να μην φοβήθηκε καθόλου, όταν ο άτιμος εκείνος άνδρας, του πρόταξε το όπλο του. Συμβιβάστηκε απόλυτα με την ιδέα του θανάτου και φοβάται καθόλου, μήπως και πεθάνει. Όμως ακούγοντας τον ξερό κρότο, που κάνει ένα άδειο πιστόλι, μια παράξενη λάμψη, φαίνεται στο πρόσωπο του και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα. Εκεί που περίμενε, να πεθάνει από το πιστόλι του Χασάν, φαίνεται πως αυτήν την αδικία δεν την αντέχει ούτε και ο Θεός και δια τούτο και παρεμβαίνει και απονέμει και δίκαιο. Ο Χασάν μένει τώρα να κρατά στα χέρια του, μόνο ένα μεγάλο δίκοπο μαχαίρι, μα ο Ανδρέας έχει στο δικό του χέρι, εκείνο το ίδιο φονικό όπλο, με το οποίο, αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας, θα πρέπει να σκότωσε τον Κωνσταντίνο του και την Γεωργία του. Έτσι πιστεύει, έτσι εκτιμά και δεν έχει και καθόλου σημασία, εάν είναι και η αλήθεια. Γιατί υπάρχει η άλλη αλήθεια. Η αλήθεια, που εκείνος γνώρισε. Δηλαδή ότι δέχθηκε αυτός ο ίδιος, από αυτόν εκεί απέναντί του και στα ύπουλα μάλιστα, δυο μαχαιριές στα πλευρά του. Έπειτα, είδε με τα ίδια του τα μάτια, νεκρούς και την γυναίκα του και τον γιο του. Και είναι σίγουρος ότι και πάλι αυτούς, ετούτος εδώ θα πρέπει να τους σκότωσε. Τέλος, σε αυτόν τον χώρο, τον είδε και πάλι, να προσπαθεί να ατιμάσει τα κορίτσια του. Πιστεύει ο Ανδρέας ή έτσι θέλει να πιστεύει και ας μην είναι και αλήθεια, ότι ο Χασάν, αυτό το αιμοδιψές απάνθρωπο σκυλί, ευθύνεται για το ξεκλήρισμα της οικογένειας του. Και πιστεύοντας έτσι, αυτό τον διευκολύνει και τον βοηθάει πολύ, του κάνει ακόμη πιο εύκολο, στο να πάρει και τις δικές του αποφάσεις, μα και να αντλήσει δυνάμεις από το εξαντλημένο κορμί του. Γιατί αποφάσισε, πριν εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο, να πάρει μαζί του και εκείνον. Πρέπει να τον σκοτώσει και θα το κάνει το ίδιο απάνθρωπα και σκληρά, όπως είδε ότι πέθαναν οι δικοί του και όχι μόνον, άνθρωποι. Απάνθρωπα πέθαναν και τώρα κανένας οίκτος δεν θα υπάρξει για αυτόν τον Αγαρηνό. Έτσι ακίνητος όπως στέκεται, νοιώθει το κορμί του να κρυώνει και ένα ελαφρύ τρέμουλο, τον έχει κυριεύσει από τα νύχια των ποδιών του, μέχρι και την κεφαλή του. Αισθάνεται το φιλί και το αγκάλιασμα του θανάτου και καταλαβαίνει ότι γρήγορα οι δυνάμεις του θα τον εγκαταλείψουν, γι΄ αυτό και θα πρέπει να βιαστεί. Ό,τι είναι να γίνει, θα πρέπει να γίνει γρήγορα και όσο ακόμη, εκείνος το μπορεί. Γι΄ αυτό και αποφασίζει να κάνει αυτός το πρώτο βήμα. Σφίγγει το γιαταγάνι στην παλάμη του και κάνει ένα δυο ασταθή και πάλι βήματα, προς τον Χασάν. Ο Τούρκος, όσο και αν βλέπει ότι ο Ανδρέας σε κάθε του βήμα τρικλίζει, εν τούτοις και επειδή δεν ξέρει τι και πόσες δυνάμεις ακόμη εκείνος έχει, δια τούτο και κυριευμένος από φόβο αισθάνεται τον κίνδυνο. Ασυναίσθητα φέρνει το χέρι του και πιάνει και τραβάει το μαχαίρι του από το ζωνάρι του, ενώ κάνει και δυο βήματα προς τα πίσω. Ο Ανδρέας, συνεχίζει να κινείται απειλητικά προς εκείνον και βαδίζει τρικλίζοντας και τότε μόνον ο Τούρκος αντιλαμβάνεται, ότι το πρώην αφεντικό του, δεν πρέπει να έχει την δύναμη να τελειώσει, αυτό που ξεκίνησε να κάνει και βρίσκοντας και πάλι το θάρρος του, συνέρχεται και χαμογελά. Χαμογελά δυνατά και

263


264 σαρκαστικά και με το μαχαίρι στο δεξί του χέρι, αποφασίζει να μην οπισθοχωρήσει άλλο και δια τούτο και παραμένει ακίνητος στην θέση του. Ο Ανδρέας, τότε καταλαβαίνει ότι όχι μόνον ο ίδιος αισθάνεται, πως οι δυνάμεις του τον έχουν εγκαταλείψει, μα δυστυχώς αυτό είναι και πλήρως αντιληπτό από τον Χασάν. Είναι όμως αποφασισμένος και πίσω δεν θα κάμει τώρα. Θα τελειώσει ό,τι ξεκίνησε. Σταματά και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ο πόνος στα πλευρά του, τον υποχρεώνει να κάνει μια γκριμάτσα δυσφορίας. Νοιώθει το βάρος της μεγάλης μαχαίρας και την αδυναμία του, να την κάνει κουμάντο με το ένα του χέρι. Αποφασίζει να την πιάσει και με τα δυο του τα χέρια. Το άτιμο εκείνο το σκυλί, το βλέπει να μένει ακίνητο εκεί απέναντί του και να συνεχίζει να μειδιά. Η δική του αδυναμία σε αντίθεση με την σιγουριά εκείνου, τον έχουν εκνευρίσει, όμως ξέρει, πως δεν μπορεί να κάνει και πολλά γι΄ αυτό. Ίσως να μην είναι και σε θέση να κάνει, ούτε και αυτό που θέλει. Να σκοτώσει δηλαδή εκείνον. Όμως πρέπει να το αποτολμήσει και είναι και αποφασισμένος να το προσπαθήσει. Πιάνει τώρα και με τα δυο του τα χέρια το βαρύ γιαταγάνι και το σηκώνει ψηλά, το φέρνει πάνω από το κεφάλι του και έτσι όπως είναι, κάνει ακόμη ένα δύο ασταθή βήματα προς τα εμπρός και όταν νομίζει ότι είναι αρκετά κοντά σε εκείνον, σημαδεύοντάς τον στο κεφάλι, το κατεβάζει με όση δύναμη έχει, κατευθύνοντάς το επάνω του. Ο Χασάν, δεν χρειάσθηκε να κάνει και πολλά. Έχει καταλάβει ότι το πρώην αφεντικό του, είναι ένα ζωντανό πτώμα, που τώρα αδύναμος και αδύνατος, κάνει τις τελευταίες του κινήσεις. Καταλαβαίνει ότι εκτός των άλλων, εκείνος δεν βλέπει και καθαρά, όπως και ότι δεν λειτουργούν και τα αντανακλαστικά του και ότι, πλέον οι δυνάμεις του τον έχουν εγκαταλείψει τελείως. Είναι πεπεισμένος, ότι αυτή η τελευταία κίνηση του Χριστιανού, θα πρέπει να είναι και η τελευταία ρανίδα της δύναμης του και γι αυτό, μόλις βλέπει το μεγάλο βαρύ μαχαίρι να κατεβαίνει, κάνει απλώς ένα βήμα στο πλάι και βρίσκεται έξω από την κάθετη τροχιά του. Ο Ανδρέας είναι αδύναμος και ανήμπορος να αλλάξει πορεία στο βαρύ μαχαίρι και αρκείται απλώς να αφεθεί και να παρασυρθεί από το γιαταγάνι και από το μεγάλο του βάρος και έτσι, δευτερόλεπτα μετά, βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος. Πέφτει αγκομαχώντας και προκειμένου να μην κτυπήσει, οδηγούμενος από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που κάθε ζωντανό σε αυτήν την πλάση διακρίνει, αφήνει την βαριά μαχαίρι και προτάσσει τα χέρια του, για να στηριχθεί στο έδαφος και να αποφύγει την πρόσκρουση του προσώπου του με αυτό. Το γιαταγάνι, πετάγεται μακριά του και εκείνος πέφτει στο έδαφος μπρούμυτα και επειδή δεν προλαβαίνει να βάλει τα χέρια του και να προφυλαχθεί, κτυπά με δύναμη το πρόσωπ ο του, στο χώμα. Το κορμί του, πεσμένο καταγής, βρίσκεται μπροστά στα πόδια του Τούρκου. Ο αλλόθρησκος συνεχίζει να μειδιά και τώρα τον κοιτά με ένα βλέμμα, που φανερώνει τα ανάμικτα και μπερδεμένα αισθήματα του. Κάτι δηλαδή ανάμεσα σε μίσος και περιφρόνηση μαζί. Γιατί βλέποντας ο Χασάν το αφεντικό του, σε αυτήν την ανέλπιστη για εκείνον και μέχρι ετούτη την στιγμή θέση, να κείτεται δηλαδή χάμω στο χώμα και μπρος στα πόδια του, αδύναμος και ανήμπορος κάθε υπεράσπισης και του εαυτού του, μα και των κοριτσιών του, ξεσπάει σε γέλια τρανταχτά και με το πόδι του, τον κλωτσά πρώτα μια φορά στα πλευρά του και μετά τον γυρνά ανάσκελα. Θέλει να βλέπει τον πόνο, ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Ανδρέα. Θέλει επίσης οι δυο τους να κοιτάζονται στα μάτια, όταν θα τον αποτελειώνει, μπήγοντας του και πάλι το μαχαίρι του, στο στήθος του. Να κοιτάζονται αντικριστά ο Τούρκος με τον Έλληνα, ο Μωαμεθανός με τον Χριστιανό, ο υπάλληλος με το αφεντικό. Και τότε η χαρά θα υπερδιπλασιασθεί, θα πολλαπλασιασθεί για τον Χασάν.

264


265 Η Αμαλία και η Κατερίνα, βλέποντας τον πατέρα τους να πέφτει στο έδαφος και βλέποντας επίσης και όλα τα υπόλοιπα, τρέχουν αμέσως κοντά του και γονατίζουν στο πλάι του, η μια στα αριστερά του και η άλλη στα δεξιά του. - «Πατέρα..» του απευθύνει τον λόγο πρώτη η Αμαλία, ενώ από τα μάτια και των δυο κοριτσιών, τρέχουν δάκρυα. «Πατέρα..» του φωνάζει και βάζει το ένα της χέρι, κάτω από το κεφάλι του και του το ανασηκώνει ελαφρά. Με το άλλο του χαϊδεύει το πρόσωπο. «Πατέρα..» επαναλαμβάνει και πάλι. Εκείνος χλωμός και κατακίτρινος, έχει στο πρόσωπο του το χρώμα του θανάτου. Τα μάτια του τα έχει κλειστά και φαίνεται το πόσο εξαντλημένος είναι. «Πατέρα…» του φωνάζει και πάλι η Αμαλία και αμέσως το ίδιο επαναλαμβάνει και η μικρότερη του κόρη. Ο Ανδρέας κάνει μια προσπάθεια και ανοίγει με πολύ κόπο τα βλέφαρά του. Το βλέμμα του είναι θολό και τα μάτια του μοιάζουν, σαν να έχουν δακρύσει. Η αναπνοή του, είναι αργή, βαριά και δύσκολη. Προσπαθεί να δει καθαρά, μα δεν τα καταφέρνει και απλώς διακρίνει τώρα τις φιγούρες των κοριτσιών του. Κλείνει τα βλέφαρά του και αμέσως τα ανοίγει και πάλι. Η ματιά του, με αυτήν του την κίνηση μοιάζει κάπως να καθάρισε, γιατί τώρα βλέπει σαν λίγο καλλίτερα από πριν και βλέπει ότι τα δυο του τα κορίτσια, είναι εκεί δίπλα του, από πάνω του και η κάθε μια τους, του έχουν τώρα πιάσει και από ένα του χέρι. Με ένα τέτοιο τρόπο και εκείνος φανταζόταν στο παρελθόν, να φεύγει από ετούτη την ζωή. Μα όχι έτσι, ξαπλωμένος εκεί στην μέση του δρόμου, με ξεκληρισμένη την οικογένεια του και εκείνος τραυματισμένος και ανήμπορος να υπερασπισθεί τα δυο του μικρά κορίτσια, τα μόνα εναπομείναντα στη ζωή και για πόσο ακόμη άραγε; Αλλιώς τα φανταζόταν όλα αυτά. Φανταζόταν τον εαυτόν του σε ένα κρεβάτι στο σπίτι του, σε προχωρημένη ηλικία και γύρω του να βρίσκονται οι δικοί του άνθρωποι. Η γυναίκα του, τα παιδιά του, η νύφη του, οι γαμβροί του και τα εγγόνια του. Δεν φαντάσθηκε ποτέ ότι θα έφευγε από ετούτη την ζωή, με αυτόν τον τρόπο, τόσο σύντομα και πεσμένος και λαβωμένος, εκεί στην μέση του δρόμου. Γιατί αυτός ο θάνατος είναι μαρτύριο, ενώ ο άλλος και όπως στο παρελθόν εκείνος τον φανταζόταν, είναι η τελευταία, ίσως και μεγαλύτερη χαρά του ανθρώπου. Γιατί το να φεύγει κάποιος από αυτήν την ζωή, εκπληρώνοντας κάθε του όνειρο και κάθε ανθρώπινη του φιλοδοξία, έχοντας γύρω του και όλους της οικογενείας του, τότε αυτό το αντίο σε αυτή την ζωή, είναι μια χαρά και ένα κατευόδιο για το μεγάλο και αιώνιο ταξίδι. Στα βαθιά γεράματα, εκεί στο σπίτι του, όπου γεννήθηκε, έπαιξε, μεγάλωσε και έκανε οικογένεια. Εκεί ήθελε να δει, γαμβρούς και νύφη. Να ακούσει από τα εγγόνια του την λέξη ΄΄παππού΄΄ και τότε, όταν θα χόρταινε και την ζωή και τους ανθρώπους του και θα ερχόταν και το πλήρωμα του χρόνου, τότε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με όλους τους δικούς του γύρω του, να τους χαιρετούσε, πριν φύγει για το μεγάλο του ταξίδι. Και εκείνο το ταξίδι, θα ήταν ταξίδι χαράς. Όχι εδώ, όχι έτσι στην μέση του δρόμου, σαν το σκυλί, που δεν έχει αφεντικό και στην ζωή του μοίρα. Σαν σκυλί και ακόμη χειρότερα. Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει τις κόρες του. Άλλοτε τις βλέπει και άλλοτε τις χάνει από τα μάτια του. Άλλοτε τις ακούει να του μιλούν και άλλοτε, απλώς τις βλέπει να του κουνούν τα χείλη τους και λέξη να μην αρθρώνουν. Το ίδιο και με ανάλογες εναλλαγές, βλέπει και ακούει και εκείνον να γελά σαρκαστικά. Καταλαβαίνει ότι ξεψυχά και παρότι δεν έχει πλέον καθόλου καλή επαφή με το περιβάλλον και τον ανθρώπινο κόσμο, αντιλαμβάνεται ότι και οι κόρες του, αισθάνονται και καταλαβαίνουν ότι ο πατέρας τους, είναι στα τελευταία του. Και εκείνος εκεί το ίδιο εύκολα και ξεκάθαρα καταλαβαίνει, ότι ο γραικός που είναι πεσμένος στο έδαφος, ψυχορραγεί. Τον κρατάει ακόμη στην ζωή, η δύναμη του πατέρα και του γονιού, που θέλει και αισθάνεται, πως πρέπει να προστατεύσει τις ανυπεράσπιστες κόρες του και ταυτόχρονα καταλαβαίνει και

265


266 πολύ καλά μάλιστα, ότι αδυνατεί και να το κάμει. Προσπαθεί, κοιτώντας τες στα μάτια, κάτι να τις πει, μα δεν τα καταφέρνει. - «Μη μιλάς πατέρα..» του λέγει η Αμαλία και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της ενώ ταυτόχρονα του σφίγγει και το χέρι. «..μη μιλάς..» του επαναλαμβάνει και συνεχίζει «..θα έχουμε τόσα πολλά να πούμε οι τρεις μας, όταν θα γίνεις καλά. Μην μιλάς πατέρα…» του λέγει και πάλι και ταυτόχρονα ξεσπά σε ένα βουβό κλάμα, ενώ συνεχίζει να του χαϊδεύει αυτήν την φορά το μέτωπο και το πρόσωπο του. Εκείνος την κοιτάζει στα μάτια και έπειτα στρέφει την ματιά του προς την άλλη του κόρη, το Κατερινάκι του, την μικρή του πριγκηπέσα. Βλέπει από τα μάτια των δυο κοριτσιών του, να τρέχουν δάκρυα. Θέλει σαν γονιός που είναι, να σηκώσει το χέρι του και να τους τα σκουπίσει, μα δεν μπορεί, δεν έχει καθόλου δύναμη. Τις αισθάνεται όμως και τις δύο. Γιατί τώρα η μεγάλη του κόρη, η αρχοντοπούλα του, με το ένα της το χέρι, του κρατά από κάτω το κεφάλι του και ελαφρά του το έχει ανασηκώσει από το χώμα και με το άλλο της, τον χαϊδεύει στο πρόσωπο, ενώ το στερνοπούλι του, κρατά μέσα στα δυο της τρυφερά χεράκια, τα δικά του και απαλά του τα χαϊδεύει. Νοιώθει μια γλυκιά ζεστασιά στο κορμί του, μα δεν καταλαβαίνει εάν είναι από το αγκάλιασμα του θανάτου ή από το αγκάλιασμα των κοριτσιών του. Χάνει για λίγο από τα μάτια του τις κόρες του και στην θωριά του, σαν οπτασία μπροστά του, βλέπει να του χαμογελούν γλυκά, ο γιος του ο Κωνσταντίνος και η αγαπημένη του γυναίκα, η Γεωργία. Τους χαμογελά και εκείνος και με το μυαλό του τους μιλά. ‘‘Έλα βρε Γεωργία μου να δεις και να χαϊδέψεις και εσύ τις θυγατέρες μας. Έλα και συ βρε Κωνσταντίνε μου, έλα να φιλήσεις τις αδελφούλες σου, ελάτε και οι δυο σας πιο κοντά…’’ τους λέει με το μυαλό του και το πρόσωπό του ηρεμεί. - «Χα, χα, χα, χααα..» τον επαναφέρει στην θλιβερή πραγματικότητα, το βαρύ και τρανταχτό γέλιο του Χασάν. Γιατί εκείνος, όλη ετούτη την ώρα, στεκόταν εκεί παράμερα, στο πλάι και περί τα δυο τρία βήματα μακριά τους και πίσω από τις πλάτες των κοριτσιών. Ο Ανδρέας, χαμένος μέσα στις οπτασίες του και στον άνισο αγώνα του μεταξύ της ζωής και του θανάτου, ακούγοντας εκείνο το τρανταχτό γέλιο, χάνει αυτομάτως από εμπρός του την εικόνα του γιου του και της γυναίκας του και στο νου του και εμπρός στα μάτια του, επιστρέφει η σκληρή πραγματικότητα και όλα εκείνα, που μέχρι εκείνη την ώρα, έχουν συμβεί. Ανοίγει τα βλέφαρα του και βλέπει σκυμμένες από πάνω του, τις δυο του κόρες και πίσω τους, όρθιος να στέκεται και να γελά, ο Χασάν. Τον βλέπει αμέσως μετά να σκύβει και να παίρνει από το έδαφος, το γιαταγάνι του. Μετά, τον βλέπει να κάνει ένα δύο βήματα και να πλησιάζει προς τους τρεις τους, Τον βλέπει, που ήρθε και στάθηκε όρθιος εκεί απέναντί του και πίσω από τις δυο μικρές του κόρες. Στέκεται και συνεχίζει να χαμογελά, όρθιος εκεί απέναντι από το πεσμένο στο έδαφος, αφεντικό του. Κοιτάζει τώρα τον Ανδρέα κατάφατσα και κατάματα, ενώ κοιτάζει εκείνες στις πλάτες τους. Στέκεται ακριβώς στο τέλος των ποδιών του πεσμένου στο έδαφος Ανδρέα. Τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια και γελά όλο και πιο δυνατά και συνάμα τώρα και ειρωνικά. Ο Χασάν, αμέσως μετά σκίζει την πουκαμίσα του και την βγάζει από πάνω από το κορμί του. Βγάζει το τσακμάκι του και επιδεικτικά την βάζει φωτιά. Μόλις εκείνη ανάβει για τα καλά, την σηκώνει και το ίδιο επιδεικτικά του την δείχνει και έπειτα στρέφει το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του μαγαζιού. Όλη ετούτη την ώρα, συνεχίζει να γελά τρανταχτά. Φεύγει και πηγαίνει προς το μαγαζί. Εκείνο το ίδιο μαγαζί, που εκεί μέσα χρόνια πολλά δούλεψε και έφαγε και χόρτασε ψωμί και αυτός και η οικογένεια του. Φτάνει σε αυτό και δίνει μια γερή κλωτσιά και σπάει το τζάμι της εξώπορτας. Πετάει μέσα, στα σωθικά του, το αναμμένο πουκάμισο του. Το εσωτερικό του μαγαζιού, γεμάτο εύφλεκτα υλικά και εμπορεύματα, αμέσως αρπάζει φωτιά και γρήγορα φουντώνει. Οι πύρινες γλώσσες της, κατατρώγουν τα σπλάχνα του. Εκείνου του μαγαζιού, που πάνω από ένα αιώνα, βρισκόταν εκεί και εξυπηρετούσε όλους τους πελάτες του, χωρίς εθνικές,

266


267 θρησκευτικές ή άλλες διακρίσεις, γιατί ήταν το μαγαζί των ‘‘ΠΟΛΛΩΝ, μα και….ΟΛΩΝ’’. Αμέσως μετά και αφού εκείνο το άπιστο σκυλί βεβαιώνεται για το ότι η φωτιά έπιασε για τα καλά και πλέον καμιά περίπτωσή δεν υπάρχει να σβήσει, επιστρέφει και πάλι πίσω και στέκεται εκ νέου, εκεί στα ριζά του αδύναμου ξαπλωμένου στο χώμα και ανάσκελα κορμιού, του μέχρι πρότινος, αφεντικού του. Ξεσπάει και πάλι σε γέλια και κοιτάζει τώρα εναλλάξ, μια τον Ανδρέα και μια το μαγαζί του, το οποίο πλέον οι φλόγες, έχουν αγκαλιάσει για τα καλά. Ο δύστυχος Ρωμιός, προσπαθεί να στρέψει το πρόσωπο του και την ματιά του, προς την κατεύθυνση του μαγαζιού του, μα δεν καταφέρνει να το δει. Του κρύβει άθελα της, την θέα του, η κόρη του η Αμαλία. Είναι πλέον τόσο ανήμπορος, που αδυνατεί να της πει να κάμει στο πλάι. Αν και το κορμί του και οι φλέβες του, στέρεψαν από αίμα, ένα δάκρυ φάνηκε στην άκρη του ματιού του και εκεί έμεινε. Δεν είχε ούτε εκείνο την δύναμη να κυλήσει πιο χαμηλά, στο μάγουλο του. Μαχαίρι στο κορμί του να έμπηγε κανείς εκείνη την ώρα, εκείνος δεν θα αντιδρούσε καθόλου. Τα κορίτσια του συνεχίζουν να τον κρατούν και αντίθετα με τον πατέρα τους, εκείνες δεν στρέφουν καθόλου τα πρόσωπά τους προς το μαγαζί, που καίγεται. Δεν τις νοιάζει εκείνο, μα μόνο ο γονιός τους. Η μεγάλη του κόρη, συνεχίζει να του μιλάει και να τον παρηγορεί, «Θα κάνουμε άλλο μαγαζί, πατέρα, θα κάνουμε άλλο, μεγαλύτερο και καλλίτερο από αυτό, θα το δεις…» του λέει και δεν μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά της. Ξεσπά τώρα σε δυνατούς λυγμούς και αμέσως την ακολουθεί και η μικρή της αδελφή. Δεν μπορούν πια άλλο να κρατηθούν, γιατί αισθάνονται και οι δυο τους, το χάδι του θανάτου, στο ήδη παγωμένο κορμί του γονιού της. Ο Ανδρέας, επιτέλους καταφέρνει και με την άκρη του ματιού του, αντικρίζει για δευτερόλεπτα το μαγαζί και βλέπει το κακό που γίνεται σε αυτό. Βλέπει τις πύρινες γλώσσες να βγαίνουν από τις σπασμένες βιτρίνες του και να το αγκαλιάζουν όλο και πιο πολύ, από κάτω και μέχρι εκεί ψηλά στην πινακίδα του. Την πινακίδα, που περισσότερο από έναν αιώνα, βρίσκεται εκεί καρφωμένη και γράφει το όνομα του καταστήματος του, «ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ». Φέρνει το βλέμμα του και κοιτάζει και πάλι τα κορίτσια του και ενώ βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, ακούει για μια ακόμη φορά το σαρκαστικό γέλιο του. Και αυτή την φορά, το γέλιο του, ακούστηκε τόσο δυνατό, που έκανε τον Ανδρέα να στρέψει την ματιά του, προς εκείνον. Παρά την θολωμένη εικόνα που έχει η ματιά του, τον βλέπει να χαμογελά. Χαμογελά και πετά το γιαταγάνι του στα πέρα. Η καρδιά του πατέρα, προς στιγμήν χάρηκε, γιατί πίστεψε, ότι ο άπιστος χόρτασε αίμα και θα άφηνε τις μικρές του κορούλες να ζήσουν. Αυτός ας πέθαινε, μα οι κόρες του να ζήσουν. Πρέπει να ζήσουν, γιατί βλαστάρια είναι ακόμη, που μπουμπούκια δεν έβγαλαν. Του αρκεί, εκείνες να σωθούν. Όμως, αλίμονο, τον βλέπει τώρα να τραβά το μαχαίρι του από την μέση του και μέσα από το ζωνάρι του, που τυλιγμένο το είχε γύρω από αυτήν. Τον ακούει να συνεχίζει να χαμογελά το ίδιο σαρκαστικά και πονάει ακόμη περισσότερο, όχι στο κορμί, μα στην καρδιά και στην ψυχή του, επειδή εκείνος, κείται στο έδαφος, ανήμπορος να υπερασπισθεί τα παιδιά του ή να κάνει οτιδήποτε άλλο για να τα σώσει. Γιατί τώρα καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί και το πρόσωπο του και η ματιά του, παίρνουν το ύφος, την όψη και το βλέμμα της φρίκης. Δεν μπορεί να μιλήσει, δεν μπορεί να κινηθεί, δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό, για να προειδοποιήσει τις κόρες του. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει και το πρόσωπο του σφίγγεται. Η ματιά του παίζει τρελά και πηγαίνει και συναντά εναλλάξ τα πρόσωπα των κοριτσιών του και εκείνου. Σταγόνες κρύου ιδρώτα οργώνουν το πρόσωπο του, βλέποντας τες με γυρισμένες τις πλάτες τους προς τον Χασάν, με μάτια γεμάτα δάκρυα και προσηλωμένες επάνω του και στο κατακίτρινο πρόσωπο του, να μην μπορούν να αντιληφθούν τις κινήσεις του απίστου, αλλά ούτε και να δουν καθαρά τις εκφράσεις

267


268 στο πρόσωπο και στα μάτια του, ώστε να καταλάβουν κάτι. Κάθε γκριμάτσα ή μορφασμό του, εύλογα και δικαιολογημένα την ερμηνεύουν σαν έκφραση πόνου, προερχόμενου από τις πληγές, στα πλευρά του. Ο Ανδρέας με θολωμένη πλέον την ματιά του από την αδυναμία του, αλλά και από το δάκρυ ενός ανήμπορου και λαβωμένου πατέρα, βλέπει τον Χασάν να σηκώνει το δεξί του χέρι και σε εκείνο το χέρι, τον βλέπει να κρατά το μαχαίρι του. Το ίδιο εκείνο αμφίστομο μαχαίρι, το οποίο άτιμα του το έμπηξε στα πλευρά του, λίγο πρωτύτερα. Θέλει, προσπαθεί κάτι να πει, να μιλήσει στα κορίτσια του, μα δεν τα καταφέρνει. Προσπαθεί να τα σπρώξει μακριά του, αλλά τα χέρια του, μένουν ακίνητα εκεί επάνω στο κορμί του και μέσα στις παλάμες της Κατερίνας του. Ό,τι και αν κάνει, δυστυχώς εκείνα δεν μπορεί να τα προειδοποιήσει. Και τώρα βλέπει τον αλλόθρησκο, να κατεβάζει με δύναμη το μαχαίρι και να το καρφώνει, πρώτα στην πλατούλα της Αμαλίας του και αμέσως μετά, να το τραβά στα γρήγορα και σε δευτερόλεπτα, να το μπήγει και στην πλατούλα της μικρής του Κατερίνας. Βλέπει τα πρόσωπα των μικρών του κοριτσιών, να παίρνουν την όψη του θανάτου και τα ματάκια και των δυο τους, ολοστρόγγυλα και ορθάνοιχτα, να κοιτάζουν στο πουθενά. Αίμα βλέπει να βγαίνει από τα στόματα και των δυο τους και από τις άκρες των χειλιών τους, να στάζει επάνω του. Ακούει και το σαρκαστικό και γεμάτο ικανοποίηση γέλιο εκείνου και κάθε σταγόνα αίματος, που στάζει επάνω στο δικό του το κορμί από τα χείλια των κοριτσιών του, την αισθάνεται εκείνος, σαν μια μαχαιριά στο δικό του το στήθος. Τον βλέπει και πάλι να σηκώνει το χέρι του και έπειτα να το κατεβάζει με δύναμη, ξανά και ξανά και ξανά, εναλλάξ στις πλάτες των αθώων μικρών κοριτσιών του. Τον βλέπει, να μην χορταίνει να καρφώνει το μαχαίρι του και να το ξαναβγάζει και να το μετακαρφώνει στο τρυφερό τους το κορμάκι. Όλο του το μίσος το ξεσπά, επάνω σε εκείνα τα μικρά, αδύναμά και ανυπεράσπιστα θηλυκά. Και εκείνα, λυγίζουν και γέρνουν και χωρίς μιλιά, ακουμπούν τα κεφαλάκια τους, επάνω στο κορμί του πατέρα τους. Το ένα τους στο στήθος του και το άλλο, επάνω στο μπράτσο του. Και εκεί αφήνουν και την τελευταία τους πνοή. Μοιάζουν έτσι ακουμπισμένα, λες και τα πήρε ο ύπνος, καθώς ακούνε τον πατέρα τους, να τους λέγει κάποιο παραμύθι, όπως έκαμνε, τότε τις παλιές καλές εποχές. Τότε που η οικογένεια, ζούσε ευτυχισμένα και με τίποτα και κανείς τους, δεν θα μπορούσε να φανταστεί, πως κάτι από αυτά ή παρόμοια τους, θα μπορούσαν να τους συμβούν. Κτυπημένα και τα δυο τους, τόσο ύπουλα και άπονα, από το μαχαίρι του Τούρκου του Χασάν, αδύναμα λύγισαν και έγειραν και ακούμπησαν τα άπνοα και άψυχα κορμάκια τους, επάνω σε εκείνο το κορμί, του ίδιου του πατέρα τους. Έγειραν, σαν και θαρρείς αποκαμωμένα από την κούραση της ημέρας, ξάπλωσαν πάνω στο γονιό τους, κάνοντας το κορμί του μαξιλάρι και έτσι εκεί, να φαίνεται πως τα πήρε και σαν εκεί και να τα βρήκε, ο γλυκός θεός του ύπνου, ο Μορφέας και τα αγκάλιασε τρυφερά. Όπως παλιά, όπως και τότε που ήταν πιο μικρές και τις κρύες νύχτες του χειμώνα, έτσι αγκαλιά στα δύο μπράτσα του γονιού τους, ξαπλωμένες η μια στα δεξιά του και η άλλη στα αριστερά του, τις έπαιρνε ο ύπνος, ακούγοντας τον να τις λέει παραμύθια με αρχοντόπουλα και πριγκιπόπουλα. Πως δήθεν κάποια μέρα, θα ερχόντουσαν από μακριά, καβάλα στα άσπρα τα άλογα τους ή μέσα στις λουλουδοστολισμένες λευκές άμαξές του, που θα τις έσερναν το ίδιο κατάλευκα άλογα. Πως δήθεν και εκείνοι οι ίδιοι, ντυμένοι βασιλικά, σαν πραγματικά αρχοντόπουλα ή πριγκιπόπουλα της ζωής, θα τις διάλεγαν ανάμεσα από όλα τα άλλα κορίτσια της Σμύρνης και θα τις έπαιρναν κοντά τους και θα τις έκαμναν γυναίκες τους. Πως μια μέρα, θα γινόντουσαν οι δυο τους, αρχοντοπούλες ξακουστές ή ζηλευτές πριγκιποπούλες. Και από τότε, που εκείνες ήτανε μικρές και άκουγαν τέτοια όμορφα παραμύθια από τα χείλη του γονιού τους και η φαντασία τους, συνεργός τρυφερός στα γλυκά ψέματα του πατέρα

268


269 τους, είχαν από μόνες τους διαλέξει και για να μην μαλώνουν μεταξύ τους σαν καλές αδελφούλες που ήσαν, πως η μια τους, θα έπαιρνε το αρχοντόπουλο και η άλλη τους, το πριγκιπόπουλο. Έτσι, όλοι μέσα στην οικογένεια, άρχισαν να τις φωνάζουν χαϊδευτικά, αρχοντοπούλα, την μεγαλύτερη της οικογενείας την Αμαλία, γιατί το αρχοντόπουλο του παραμυθιού, από μόνο της εκείνη διάλεξε να πάρει για άνδρα της, σαν θα μεγαλώσει και πριγκηπέσα την μικρότερη την Κατερίνα, μιας και εκείνη αντίστοιχα, διάλεξε το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, να πάρει για άνδρα της. Πονάει ακόμη πιο πολύ η καρδιά του Ανδρέα και η ψυχή του και αυτή ακόμη δακρύζει. Και τώρα βλέπει και τον Χασάν, να σκύβει και να παίρνει, το γιαταγάνι του από κάτω. Τον βλέπει να το σηκώνει από το έδαφος και έπειτά να τον κοιτά, να κοιτάζει τον γραικό το αφεντικό του και να χαμογελά. Τον βλέπει να στρέφει το πρόσωπο του και προς το μαγαζί, που καίγεται πλέον για τα καλά. Τον βλέπει να καγχάζει και να κάνει μεταβολή και να απομακρύνεται από κοντά τους. Απομακρύνεται σαν υπερήφανος θηρευτής, που σκότωσε το θήρευμα του, χωρίς σκοπό και λόγο, μα μόνο από μίσος ορμώμενος και από απανθρωπιά κινούμενος. Και έπειτα έτσι νεκρό, το αφήνει χάμω στο έδαφος. Το σκότωσε μόνο και μόνο για να σκοτώσει και να νοιώσει την ικανοποίηση και την γεύση του θανάτου. Τον βλέπει να φεύγει, αφήνοντας τον εκεί κάτω, ζωντανό νεκρό. Εκείνος να χαροπαλεύει ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, με συντροφιά του, ακουμπισμένα επάνω του, τα άψυχα κορμιά των δυο κοριτσιών του. Εκείνη την στιγμή, ήθελε να τον προστάξει, να του φωνάξει, να του πει, ‘‘σκότωσέ με, σκότωσε και μένα γιε σκύλας μάνας, λύτρωσε με από αυτό το μαρτύριο’’, μα φωνή, δεν έχει. Εκεί πεσμένος χάμω να κείται και έχοντας χάσει σχεδόν όλο του το αίμα, να περιμένει και εκείνος τον θάνατο, να έρθει να τον συναντήσει. Και το ξέρει, τον νοιώθει πως είναι κοντά του, πολύ κοντά του και πως δεν θα αργήσει να έρθει κιόλας. Και τώρα διερωτάται, γιατί άραγε ο χάρος να άργησε και τόσο πολύ να έρθει να τον πάρει; Μήπως και εκείνος του παίζει άσχημο παιχνίδι και συνεργός του Τούρκου είναι, γι΄ αυτό και τον άφησε να ζήσει τόσο, όσο για να δει το ξεκλήρισμα της οικογένειας του και μετά να τον πάρει, τελευταίον απ΄ όλους τους, κοντά του; Και πάνω του, τα άψυχα κορμιά των δυο κοριτσιών του και κάπου αλλού, το ίδιο άψυχα, τα κορμιά της γυναίκας του και του γιου του. Και εκείνος τελευταίος ζωντανός νεκρός, να ψυχομαχεί δίπλα στο φλεγόμενο μαγαζί του. Δίπλα-δίπλα, αυτός ο ίδιος ο Ανδρέας, ο τελευταίος αρσενικός της οικογένειάς του και το κατάστημα του, η ζωντανή ιστορία του οικογενειακού και γενεαλογικού του δένδρου, αφήνουν μαζί την τελευταία τους πνοή, εδώ μέσα στην πόλη τους, την δική τους την πόλη, την Σμύρνη τους. Στο μυαλό του, ήρθαν και φώλιασαν αυτές οι σκέψεις οι σκληρές. Η οικογένεια του, όλη ξεκληρίστηκε και η δική του η ζωή, όπου να΄ ναι και αυτή φεύγει και τελειώνει μαζί της και αυτός. Μαζί της και μαζί του, βλέπει να τελειώνει και η ιστορία της οικογένειας του. Την βλέπει να σβήνεται και να χάνεται, γρήγορα να κατατρώγεται από τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς, που κατακαίγει στο διάβα της, την μέχρι τώρα ζωντανή απόδειξή της, το μαγαζί του. Αλλά και η πόλη του και αυτή σαν την ίδια του την ζωή, το ίδιο και εκείνη αργοπεθαίνει και αργοχάνεται, όπως και ο ίδιος, ετούτη την ώρα. Η ένδοξη και ξακουσμένη Σμύρνη καταστρέφεται και χάνεται και μαζί της πέθανε και η οικογένεια του και μαζί της σβήνεται και η ιστορία της. Ο Χασάν, απομακρύνθηκε καγχάζοντας δυνατά, μέχρις ότου τον τύλιξε το σκοτάδι και χάθηκε κι αυτός, μέσα στην νύχτα. Το γέλιο του πνίγηκε κάτω από τον θόρυβο της φωτιάς. Ο Ανδρέας ρίχνει μια ματιά στα κεφαλάκια των κοριτσιών του και έπειτα, με πολύ δυσκολία στρέφει το βλέμμα του προς το μαγαζί. Το βλέπει τυλιγμένο στις φλόγες και χωρίς να το θελήσει και χωρίς καθόλου να το σκεφτεί, αυθόρμητα το βλέμμα του οδηγείται στην πινακίδα του καταστήματος του. Την βλέπει να την έχει αγκαλιάσει η

269


270 φωτιά και να έχει ήδη μισοκαεί και έτσι όπως την βλέπει μισοκαμένη, την διαβάζει «ΤΩΝ ...ΟΛΛΩΝ». Στο νου του τότε μεμιάς, έρχονται τα λόγια, που τόσα χρόνια σαν προφητεία, έλεγε: ‘‘Αυτό το μαγαζί, είναι η ιστορία της οικογένεια μου και η ιστορία της Σμύρνης. Μαγαζί και πόλη, μαζί μεγάλωσαν και αν είναι κάποτε να πεθάνουν, μαζί θε να πεθάνουν’’. Το μαγαζί του παππού του, του πατέρα του, το δικό του και του γιου του, όπως και του είχε τάξει, πως μια μέρα έτσι και θα γινόταν και γι αυτό και τον φώναζε ΄΄το μικρό αφεντικό΄΄, τώρα καιγόταν μπροστά στα μάτια του. Το ίδιο καιγόταν και καταστρεφόταν μαζί με αυτό και η πόλη τους, η όμορφη Σμύρνη. Το μαγαζί ‘‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’’, που η φωτιά μισοκαίγοντας την ταμπέλα του, επιλεκτικά θαρρείς και οδηγούμενη από μια αόρατη και ακαθόριστη δύναμη, εκείνη την στιγμή είχε κάψει μόνον ένα της γράμμα και άφηνε να φαίνεται τώρα γραμμένο, ‘‘ΤΩΝ ..ΟΛΛΩΝ’’. Ένοιωσε το αγκάλιασμα του θανάτου και το φιλί του χάρου. Πρόλαβε, παίρνοντας μια τελευταία αναπνοή, να σκεφθεί ‘‘πεθαίνω’’ και το κορμί του έκανε έναν τελευταίο δυνατό σπασμό, τον ‘‘επιθανάτιο ρόγχο’’ και αμέσως μετά, εκείνος ‘‘ο Έλληνας της Σμύρνης’’, ξεψύχησε. Μαζί του πέθαινε και το κατάστημα του, το μαγαζί ‘‘ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ’’ μα και ‘‘ΤΩΝ …ΟΛΛΩΝ’’. Και όπως είχε σχεδιασθεί από τον Κεμάλ, άφηνε ταυτόχρονα και την τελευταία της πνοή και η πόλη του, η ξακουσμένη και φημισμένη Σμύρνη,

η πόλη ‘‘ΤΩΝ

ΠΟΛΛΩΝ’’ μα και ‘‘ΤΩΝ ΟΛΩΝ’’.

Και τότε… «Η προφητεία επαληθεύτηκε και το σχέδιο ολοκληρώθηκε!»

270


271

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο ξεριζωμένος ‘στο χθες’ Έλληνας πρόσφυγας της Μικράς Ασίας, ετούτο τον πόνο του, τραγούδι τον έκαμε και τον τραγούδησε. Μα και ‘στο σήμερα’.., ‘στο κάθε μέρα’,... τον τραγουδάει το παιδί του….ο γιος του και η κόρη του… Όλα μας τα καράβια, πίσω γυρίσανε σπασμένα τα κατάρτια, σκισμένα τα πανιά, ήρθαν από την Σμύρνη και από τα Μουδανιά. Φέραν΄ των εκκλησιών μας, τα δισκοπότηρα παιδιά γυναίκες γέρους, γένος γραικών πολύ τις ρίζες της φυλής μας, απ΄ την Ανατολή. Μα ένα μικρό καράβι, πίσω δεν γύρισε ποιους κάβους αρμενίζει, πια πέλαγα περνά και πουθενά δεν βγαίνει, δεν φτάνει πουθενά. Χρόνια το καρτερούμε και χρόνια πέρασαν δεν τόδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαετός μήτε ερημίτης, μήτ΄ άστρο της νυχτός. Τάχα να΄ χει βουλιάξει, τάχα να στοίχειωσε δεν θα ξανάρθει τάχα, στην πατρική ακτή οϊμέ και έχει φορτώσει, το πιο ακριβό φορτί. Όλα τα χάσαμε όλα και μόνο φόρτωσε το πιο στερνό καράβι, την ώρα του χαμού φόρτωσε την ελπίδα, του ξαναγυρισμού. Έλα χρυσό καράβι, έλα ξεφόρτωσε δώσ΄ μας τον θησαυρό σου και άνοιξε τα πανιά ολόισια για την Σμύρνη και για τα Μουδανιά. ….και θα συνεχίσει και ο εγγονός του, ‘στο αύριο’ τον πόνο του, να τον τραγουδάει. Και όσο οι Έλληνες θα τραγουδούν τον καημό τους και τον πόνο τους, τότε εκείνες και όλες οι άλλες οι αντικρινές πατρίδες, αιωνίως και διαχρονικά, αλησμόνητες θα μείνουν και στην καρδιά μας και στον νου μας. Και γι΄ αυτό και έτσι, ποτέ χαμένες δεν θα γίνουν.

271


272

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ, ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΧΟΥΝ ΣΤΗΣΕΙ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΟΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΑΦΟΥ ΕΙΣΗΛΘΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΕΡΙΞΑΝ ΚΑΤΩ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΤΥΠΟΥΝ ΑΛΥΠΗΤΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΝΤΑΚΙΑ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΤΟΥΣ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΟΜΟΘΡΗΣΚΟΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΜΟΣΤΑΓΕΙΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ. ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΛΑΚΕΤΑ ΜΕ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΚΑΠΟΙΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΙ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

272


273

ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΛΑΚΕΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ (μετάφραση από το αγγλικό κείμενο) ‘‘ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ HASAN TAHSIN KAI ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΑΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΥΡ ΣΤΙΣ 15 ΜΑΙΟΥ 1919. ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΕΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ’’

273


274

ΣΜΥΡΝΗ 2005: ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΠΛΕΟΝ ΣΗΜΕΡΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΕΙ

274


275

«Σμύρνη, φτωχομάνα Σμύρνη που είναι η ομορφιά σου εκείνη, κάηκες και έγινες στάχτη και έβγαλε ο Κεμάλ το άχτι..»

275


276

276


277

277


278

278


279

279


280

280


281

281


282

282


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.