Arxitetkonikh kai astiko topio (teliko)

Page 1

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ - ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τ Μ Η Μ Α Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν

ΕΚΘΕΣΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ στα πλαίσια της 1ης Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής στην Καβάλα με θέμα “ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ”

ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Κ.Π.Ε. ΦΙΛΙΠΠΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ανασχεδιασμός των λιμενικών εγκαταστάσεων στη “χερσόνησο της Παναγίας” σε χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων και αναψυχής



ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ - ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τ Μ Η Μ Α Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η

Κ Α Ι

Α Σ Τ Ι Κ Ο

Τ Ο Π Ι Ο

Αστικός Σχεδιασμός - Προγραμματισμός και Σύνθεση Αστικών χώρων Ι, ΙΙ “ανασχεδιασμός των λιμενικών εγκαταστάσεων στη χερσόνησο της Παναγίας στην Καβάλα, σε χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων και αναψυχής”

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Κ.Π.Ε. ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της “ Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης “




ομάδα διδασκόντων του μαθήματος: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Τ.Α.Μ. Δ.Π.Θ. ΜΑΡΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ, Λέκτορας Π.Δ. 407/80 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΛΙΑΡΗΣ, Λέκτορας Π.Δ. 407/80

επιμέλεια τεύχους: ΛΟΥΚΑΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ


Η έκδοση αυτή αποτελεί συλλογική προσπάθεια της ομάδας διδακόντων και των φοιτητών, στα πλαίσια του μαθήματος “Αστικός Σχεδιασμός- Προγραμματισμός και Σύνθεση Αστικών χώρων Ι,ΙΙ” του 4ου έτους σπουδών στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης . Ίσως αυτή η πολύχρονη και επίπονη προσπάθεια που αναπτύσσεται γύρω από τα σχεδιαστήρια και τις ομάδες των φοιτητών, να μην είχε γίνει αντικείμενο ενός δημόσιου διαλόγου, αν δε δινόταν η ευκαιρία της πρόσκλησης από το σύλλογο Αρχιτεκτόνων του Νομού Καβάλας και το ΤΕΕ Αν. Μακεδονίας, να λάβουμε μέρος στις εκδηλώσεις της 1ης εβδομάδας Αρχιτεκτονικής του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Καβάλας. Και μάλιστα, παρέχοντάς μας τους απαραίτητους χώρους και διευκολύνσεις, για να οργανώσουμε μια μεγάλη έκθεση φοιτητικών εργασιών στο κτίριο Καπναποθήκης στην πλατεία Καπνεργάτη. Η έκθεση περιείχε τις προτάσεις των φοιτητικών ομάδων του μαθήματος αστικού σχεδιασμού, που θέμα του είχε τον “Ανασχεδιασμό των λιμενικών εγκαταστάσεων στη χερσόνησο της Παναγίας στην Καβάλα” και τη μετατροπή τους σε έναν ελεύθερο, δημόσιο, ενιαίο χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων και αναψυχής. Παράλληλα, μας δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε δύο ξεχωριστές ομιλίες, η πρώτη έγινε από τους Δημήτρη Πολυχρονόπουλο και Μαρία Γρηγοριάδου με τίτλο “Αρχιτεκτονική και κατοίκηση στο δημόσιο χώρο. Μια διαδρομή σε κείμενα των Α. Κωνσταντινίδη και Δ. Πικιώνη για την αρχιτεκτονική και τον τόπο” και η δεύτερη από τους φοιτητές Μ. Λάντζα, Π. Λάππα, Λ. Πρωτοπαπά και Κ. Τσιμπούρη, με τίτλο : “Μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου – ανασχεδιασμός των παλαιών λιμενικών εγκαταστάσεων στη χερσόνησο της Παναγίας στην Καβάλα, σε χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων και αναψυχής” κατά την οποία παρουσίασαν τους προβληματισμούς και την πορεία έρευνάς τους πάνω σε ζητήματα σχεδιασμού του αστικού χώρου. Με αφορμή την έκθεση, αλλά και τις παρουσιάσεις που εντάχθηκαν μέσα στο πρόγραμμα ομιλιών της “Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής”, δημιουργήθηκαν εκείνες οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη ενός ανοιχτού διαλόγου ανάμεσα σε Πανεπιστημιακούς, φοιτητές και επαγγελματίες αρχιτέκτονες. Κάτι στο οποίο συνέβαλε πολύ η εξαιρετικά θερμή και ειλικρινής διάθεση, τόσο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, όσο και του ΤΕΕ απέναντι στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής και τους φοιτητές μας. Στη συνέχεια, μετά από πρόταση του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και σε συνεργασία μαζί του δημιουργήθηκε ένα πρώτο σχεδίασμα της παρούσας έκδοσης, η οποία περιέχει τρία κείμενα από τους διδάσκοντες του μαθήματος και ένα δεύτερο μέρος με το σύνολο των προτάσεων (μακέτες και σχέδια) των φοιτητών που πήραν μέρος στην έκθεση. Τα σύντομα κείμενα που περιγράφουν τις προτάσεις των φοιτητών, συντάχθηκαν με ευθύνη των ίδιων. Και αυτές όμως οι προσπάθειες που κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο για την προετοιμασία και τη δημιουργία του τεύχους, θα παρέμεναν ξεχασμένες, αν δε δίνονταν, η δυνατότητα πραγματοποίησης αυτής της μικρής έκδοσης, την οικονομική υποστήριξη της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου η “ Εταιρεία Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης”, την οποία ευχαριστούμε θερμά, όχι μόνο για την υλική ενίσχυση, αλλά και την ενθάρρυνση για προβολή αυτής της προσπάθειας.

ΞΑΝΘΗ 2013

Ξάνθη, Μάρτιος 2015

5


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ πρόλογος από κ. Παναγιώτη Κόκκορη - Αρχιτέκτονα, Καθηγητή Δ.Π.Θ. Πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ πρόλογος από κ. Δημήτρη Πολυχρονόπουλο - Αρχιτέκτονα Μηχανικό, Αναπλ. Καθηγητής Δ.Π.Θ., συντονιστή του μαθήματος πρόλογος από κ. Λάζαρο Βασιλειάδη - Πολιτικό Μηχανικό, Επίκ. Καθηγητή Δ.Π.Θ. Πρόεδρο του ΤΕΕ Ανατολικής Μακεδονίας πρόλογος από κ. Φωφώ Γουναροπούλου - Αρχιτέκτονα Μηχανικό, Πρόεδρο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Νομού Καβάλας πρόλογος από κ. Λουκά Πρωτοπαπά - Πρόεδρο του Συλλόγου Φοιτητών Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ.

8 9 10 11 12

ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ “Η διαλεκτική του τόπου στην αναζήτηση μιας συνθετικής δομής.” του Δημήτρη Πολυχρονόπουλου, Αναπλ. Καθηγητή Δ.Π.Θ. “Η συμβολή του Άρη Κωνσταντινίδη στην κατανόηση της σχέσης του τόπου με την Αρχιτεκτονική“ της Μαρίας Γρηγοριάδου, Λέκτορα Π.Δ.407/80

17

“Η Διαμεσολάβηση του Φωτογραφικού Φακού στην Αναγνώριση του Αστικού Τοπίου“ του Παναγιώτη Γούλιαρη, Λέκτορα Π.Δ. 407/80

47

33

ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ σύντομη περιγραφή του θέματος Αστικού Σχεδιασμού Β. ΒΡΑΚΑΣ, Δ. ΓΟΥΡΖΗ, Α. ΜΟΥΣΛΟΥ, Μ. ΣΑΚΟΥΤΣΙΟΥ Μ. ΛΑΝΤΖΑ, Π. ΛΑΠΠΑΣ, Λ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ, Κ. ΤΣΙΜΠΟΥΡΗΣ Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Β. ΓΑΪΣΕΡΛΙΔΟΥ, Ρ. ΜΠΙΡΔΑ, Μ. ΣΤΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΝΤ. ΒΑΡΥΤΗΣ, Γ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. ΓΑΛΑΤΣΙΑΝΟΥ, Α. ΚΑΠΟΥΣΟΥΖ, Β. ΚΑΡΑΦΩΤΙΑ Χ. ΒΑΡΕΤΙΔΟΥ, Σ. ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ Δ. ΧΑΛΒΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ, Ι. ΤΣΙΦΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε. ΒΟΥΚΛΑΡΗ, Μ. ΠΟΥΛΙΕΖΟΥ, Ε. ΤΡΟΥΠΙΩΤΗ Χ. ΛΑΓΟΥΔΑΣ, Κ. ΠΑΓΚΑΛΟΣ, Κ. ΤΣΙΓΓΙΣΤΡΑ, Ι. ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Σ. ΓΕΚΤΙΔΟΥ, Μ. ΖΑΡΜΠΟΥ, Α. ΟΚΑΝΤΑΡΙΔΗ, Μ. ΣΠΥΡΟΥ Μ. ΑΡΜΟΥΤΑΚΗ, Μ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Φ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Λ. ΝΤΟΝΤΟΡΟΥ, Μ. ΠΑΡΑΦΕΣΤΑ, Κ. ΠΑΤΣΑΡΙΝΟΥ Α. ΑΡΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ, Μ. ΒΕΝΙΕΡΗΣ, Κ. ΓΑΤΟΥ, Π. ΠΟΛΙΤΗΣ Ε. ΒΟΥΛΓΑΡΙΔΟΥ, Θ. ΔΩΔΟΥ, Δ. ΠΕΪΔΗΣ, Κ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

6

62

66 68 70 72 74 76 78 80

82 84 86 88 90


Ε. ΚΑΡΑΜΕΤΟΥ, Β. ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΞΕΝΙΔΟΥ, Γ. ΤΣΙΚΟΥΡΑ Ε. ΚΑΛΤΣΟΓΙΑΝΝΗ, Ν. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ, Λ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ι. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Γ. ΒΟΥΚΙΑ, Α. ΙΓΝΑΤΑΚΗ, Α. ΚΕΧΑΓΙΑ, Α. ΠΙΝΑΚΑ Α. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Ε. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Σ. ΤΣΑΓΚΑΡΗ Α. ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ, Μ. ΡΑΠΤΗ, Σ. ΝΤΟΥΛΕΛΑΡΗ, Κ. ΜΑΝΤΖΟΥΚΑ Μ. ΓΟΥΤΑ, Α. ΚΑΡΔΟΥΛΑΣ, Γ. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ

94 96 98 100 102 104

φωτογραφίες από το στήσιμο της έκθεσης φωτογραφίες από την έκθεση στα πλαίσια της 1ης Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής

106 108

7


Το ανά χείρας τεύχος είναι ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτο ως αποτέλεσμα μακράς και συντονισμένης προσπάθειας φοιτητών και διδασκόντων της σχολής μας, με πολλαπλές ευεργετικές πτυχές: Από την αμιγώς επιστημονική βάσανο που λαμβάνει χώρα μέσα στο εργαστήριο (το χρονικό των φοιτητικών προτάσεων στο μάθημα του Αστικού Σχεδιασμού) μέχρι τη διάδοσή της προς τα έξω (η σχετική έκθεση που έγινε στα πλαίσια της “1ης Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής” του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Καβάλας) και από θεωρητικές καταγραφές (που τεκμηριώνουν τρόπους σύλληψης των αστικών ζητημάτων στα πλαίσια διεξαγωγής του μαθήματος) μέχρι τη ζωντανή επαφή των φοιτητών μας με επαγγελματίες αρχιτέκτονες (που πραγματοποιήθηκε κατά τις μέρες της έκθεσης), στο πόνημα αυτό συμπυκνώνεται η βαθιά κοινωνική μέριμνα του επιστήμονα να μεταβολίσει τα πορίσματά του σε όσο γίνεται ευρύτερα ακροατήρια, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα κατεξοχήν συλλογικό –και, δυστυχώς, ταλαιπωρούμενο- αγαθό, τον δημόσιο χώρο της πόλης.

Παναγιώτης Κόκκορης Αρχιτέκτων ΕΜΠ, MArch. A.S. MIT Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ

8


Η υποβάθμιση των ζητημάτων της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας είναι μια συνεχής διαπίστωση. Για αυτό το λόγο, νομίζω έχει μεγαλύτερη αξία η επίμονη και συστηματική προσπάθεια αναζήτησης των αιτιών, παρά οι περιγραφές των φαινομένων, στις οποίες ο διάλογος συχνά περιορίζεται. Έτσι, ένας λόγος παραπάνω που κάνει ιδιαίτερα χρήσιμη μια “συζήτηση” φρέσκια και ανοιχτή στα πράγματα - όπως οφείλει να είναι μια έκθεση φοιτητικών εργασιών - είναι ότι, μέσα στην κάθε συλλογική προσπάθεια των νέων ανθρώπων, φανερώνεται η αλήθεια ότι τα πιο κρίσιμα προβλήματα δεν προκαλούνται από την απουσία τεχνικών γνώσεων, αλλά από ένα έλλειμμα πολιτισμού, που οδηγεί στη λαθεμένη στάση ατόμων και ομάδων απέναντι στο τρόπο που οφείλουμε να κατοικούμε έναν τόπο.

Δημήτρης Πολυχρονόπουλος Δρ. Αρχιτέκτων ΕΜΠ Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ.

9


Από την πρώτη στιγμή υιοθέτησα και στήριξα την πρόταση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων της Καβάλας για τη συνδιοργάνωση εβδομάδας Αρχιτεκτονικής, με κεντρικό θέμα το δημόσιο χώρο. Πρώτον γιατί η αρχιτεκτονική μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα, πώς μπορεί να οριστεί ο δημόσιος χώρος και πού μπορεί να αναζητηθεί. Δεύτερον, διότι δίνεται μια ευκαιρία συνεργασίας με το Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Ξάνθης σε μια προσπάθεια εξωστρέφειας και σύνδεσης του Πανεπιστημίου με τα προβλήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας. Σημειώνω με έμφαση και με αίσθημα απόλυτης ικανοποίησης την άμεση ανταπόκριση για συνεργασία από τον Καθηγητή Δημήτρη Πολυχρονόπουλο. Οι δημόσιοι χώροι, κατ’ αρχήν πρέπει να διεκδικηθούν από τους πολίτες και στη συνέχεια, με τον κατάλληλο σχεδιασμό, να λειτουργήσουν ως κυψέλες ζωής, απαντώντας στις σύγχρονες ανάγκες των πόλεων. Η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η στιγμή που φοιτητές της Αρχιτεκτονικής, αυτοί οι απίθανοι νέοι που τόσο εύκολα πετροβολούνται, με μια απίστευτης ευρηματικότητας ενέργεια πλημμυρισμένη από πολύχρωμες κινήσεις, αιφνιδιαστικά «κατέλαβαν» την πλατεία καπνεργάτη και πήραν θέση «στην παράσταση». Είτε για να προβάλλουν και να παρουσιάσουν τις εργασίες τους, αναδεικνύοντας τις φωτεινές ιδέες τους για τη μετεξέλιξη σημείων του αστικού και παραλιακού χώρου της Καβάλας που μέχρι σήμερα παραμένουν αναξιοποίητα, είτε για να σηματοδοτήσουν την ανάγκη, οι δημόσιοι χώροι να αποκτήσουν κίνηση και από χώροι στατικοί ή εμπορευματοποιημένοι να μετατραπούν σε χώρους δράσης και συνεύρεσης. Τελικά, παρά τους ερασιτεχνισμούς της πρώτης απόπειρας, η εβδομάδα αρχιτεκτονικής κατάφερε να μας ταξιδέψει στο χρόνο, μακριά από αυτό που τώρα ζούμε, σε αυτό που ονειρευτήκαμε. Τα συγχαρητήρια προς τους φοιτητές μας και προς τον Καθηγητή Δ. Πολυχρονόπουλο συνοδεύονται από την επιθυμία και τη θέλησή μας, η εβδομάδα Αρχιτεκτονικής να γίνει θεσμός για την Καβάλα.

Λάζαρος Βασιλειάδης Πολιτικός Μηχανικός, Επίκουρος Καθηγητής Δ.Π.Θ. Πρόεδρος ΤΕΕ Ανατολικής Μακεδονίας

10


Με μεγάλη χαρά και συγκίνηση χαιρετίζω το τεύχος αυτό με τις φοιτητικές εργασίες του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δ.Π.Θ, όχι μόνο γιατί αναλύουν, μελετούν και συνθέτουν μία περιοχή της δικής μας πόλης, της Καβάλας δίνοντας αξιοσημείωτες, ενδιαφέρουσες και καινοτόμους λύσεις, αλλά ιδιαίτερα γιατί αυτές οι φοιτητικές εργασίες εκτέθηκαν στο κοινό της Καβάλας από 1-7 Οκτωβρίου 2012 στα πλαίσια της 1ης εβδομάδας Αρχιτεκτονικής που διοργάνωσε ο σύλλογος μας με θέμα “Αρχιτεκτονική και Δημόσιος χώρος”. Η περιοχή που μελετήθηκε και που την διαχειρίζεται ο Ο.Λ.Κ. απασχόλησε πολλές φορές τον σύλλογό μας και το Τ.Ε.Ε-Α.Μ γιατί πράγματι χαρακτηρίζεται από έλλειψη σχεδιασμού και οργάνωσης. Χαιρετίζω λοιπόν την επίτευξη της έμπρακτης επικοινωνίας και συνεργασίας του συλλόγου Αρχιτεκτόνων Ν. Καβάλας με την Αρχιτεκτονική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου και την προοπτική λειτουργίας ενός βήματος ενημέρωσης και ανοικτού διαλόγου των φοιτητών με τους επαγγελματίες Αρχιτέκτονες μηχανικούς της πόλης μας. Ιδιαίτερα θέλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή του Τμήματος κ. Δημήτρη Πολυχρονόπουλο που συνέβαλε δημιουργικά στην επίτευξη της συνεργασίας αυτής καθώς και τους συνεργάτες του κ. Μαρία Γρηγοριάδου και κ. Παναγιώτη Γούλιαρη, αλλά και τους φοιτητές που ένθερμα υποστήριξαν και υλοποίησαν την προσπάθεια αυτή. Στόχος μας είναι να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της ακαδημαϊκής γνώσης και επαγγελματικής πραγματικότητας και να προβληθεί η αξία της νηφάλιας και δημιουργικής σκέψης με γνώμονα τον σεβασμό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η συνεργασία των καθ’ ύλην αρμοδίων θεσμών και φορέων για την Αρχιτεκτονική επιβάλλεται για την υλοποίηση κοινών πολιτιστικών δράσεων για την Αρχιτεκτονική και την πόλη ώστε να γίνει κατανοητό από όλους ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ο αρχιτέκτονας και να διασφαλιστεί η διατήρηση του τρίπτυχου “κληρονομιάπολιτισμός-περιβάλλον” με την ευαισθητοποίηση των πολιτών.

Φωφώ Γουναροπούλου Αρχιτέκτων Μηχανικός Πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Νομού Καβάλας

11


Πάγια επιθυμία του Συλλόγου Φοιτητών Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ. αποτελεί η δημιουργία ενός ανοικτού δίαυλου επικοινωνίας με την πόλη της Ξάνθης, ενώ παραμένει ευσεβής πόθος το “άνοιγμα” της σχολής μας κι ακόμη πιο έξω. Για όλους εμάς, τους φοιτητές της σχολής, κάτι τέτοιο δεν είναι απλά μια υποχρέωση στο πλαίσιο της παρουσίασης της δουλειάς μας προς την τοπική κοινωνία. Πιο ουσιαστικά, αποτελεί μια σαφή στάση που αποδεικνύει την κινητικότητα και την ανάγκη μας για μια συνεχή παρουσία τόσο στα αρχιτεκτονικά όσο και στα υπόλοιπα καίρια γεγονότα της εποχής μας, που επηρεάζουν άμεσα και σε ένα βαθμό χαρακτηρίζουν το έργο μας. Ιδιαίτερα ευτυχής ήταν λοιπόν η συγκυρία της Έκθεσης Φοιτητικών Εργασιών του μαθήματος του «Αστικού Σχεδιασμού», την οποία καταφέραμε να συνδιοργανώσουμε με τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Νομού Καβάλας στο πλαίσιο της 1ης Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής στην Καβάλα με θέμα “Δημόσιος Χώρος”. Μια θεματική όπως αυτή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς ο δημόσιος χώρος, η μελέτη του και η (επανά)χρησή του αποτελούν ένα εξαιρετικά μεγάλο και ιδιάζον διακύβευμα της σύγχρονης, ρευστής πραγματικότητας. Μέσω των συνθετικών προτάσεων που εκτέθηκαν και παρουσιάζονται σε αυτό το τεύχος, διαφαίνονται οι αρχές και τα εργαλεία με βάση τα οποία κινήθηκαν οι ομάδες των φοιτητών στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στην παραπάνω πρόκληση. Οφείλουμε ασφαλώς να ευχαριστήσουμε όσους βοήθησαν στην διοργάνωση της εκδήλωσης, καθώς και όσους με την παρουσία τους και τη συμμετοχή τους ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Ιδιάιτερα, ευχαριστούμε τον καθηγητή Δ. Πολυχρονόπουλο, την Μ. Γρηγοριάδου και τον Π. Γούλιαρη για την υποστήριξή τους στην προσπάθειά μας αυτή. Ελπίζουμε στην επανάληψη αυτής της διοργάνωσης πολύ σύντομα στο μέλλον, και, τέλος, ευχόμαστε την καθιέρωσή της ως θεσμό στα αρχιτεκτονικά δρώμενα της ευρύτερης περιοχής μας.

Λουκάς Πρωτοπαπάς Πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ.

12


13



Κείμενα διδασκόντων του μαθήματος



Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ του Δημήτρη Πολυχρονόπουλου *

Μια αμφίδρομη σχέση

Κύριο ζητούμενο του μαθήματος, στη διάρκεια του οποίου έγινε η μελέτη των προτάσεων που παρουσιάστηκαν στη φοιτητική έκθεση[1], ήταν η αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης στον αστικό χώρο, σαν ένα τρόπο να βλέπουμε και να αναγνωρίζουμε τα πράγματα που μας περιβάλλουν και να σχεδιάζουμε γι’ αυτά με τους όρους που μας θέτει ο τόπος. Αυτό το γενικό πλαίσιο του μαθήματος αστικού σχεδιασμού ορίστηκε σε τρεις βασικές συνιστώσες, που σταδιακά, λειτούργησαν με μια αμφίδρομη μεταξύ τους επικοινωνία, διευκολύνοντας την κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα στην Αρχιτεκτονική, την κατοίκηση και τον τόπο. Η πρώτη συνιστώσα, η “κατοίκηση”, αποτελεί την υλική και πνευματική έκφραση του συνόλου των αναγκών και των επιθυμιών, αυτών που κατοικούν ένα τόπο, παρόντες σε μια μοναδική σχέση με αυτόν. Η “φύση”, υπήρξε η δεύτερη συνιστώσα. Μέσα σε αυτήν, περικλείονται όλες οι συνθήκες κατοίκησης, ορίζοντας τον τόπο μέσα στη φύση, ως μια “περιοχή” ανθρώπινων μεταβολών στην οποία ανήκουμε. Η φύση έθεσε για το μάθημα μια ουσιώδη αφετηρία διαλόγου, καθώς αντιμετωπίστηκε ως έννοια πολυδιάστατη, ευρύτερη και αρχαιότερη στη σύλληψή της από τον τόπο και το τοπίο, έννοιες μεταγενέστερες. Πρόκειται για μια θεώρηση της φύσης, ως έννοια που αναφέρεται στην ύπαρξη του κόσμου, και που υπερβαίνει την υλική της συγκρότηση, καθώς εισχωρεί μέχρι τις βάσεις της πνευματικότητας ενός τρόπου κατοίκησης. ” Η φύση μας δείχνει πάντα μια κατεύθυνση, ρυθμίζει και ισορροπεί τις πραγματικές και όχι τις πλασματικές και κατασκευασμένες ανάγκες μιας κατοίκησης......Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε τη ζωή. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο, όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό...” (Δ. Πικιώνης 1925)[2]. Τέλος, η τρίτη συνιστώσα αφορά στην ίδια την αρχιτεκτονική “σύνθεση” και στον τρόπο που αυτή ανοίγεται, απέναντι στις προηγούμενες δύο. Και πιο συγκεκριμένα εδώ, στο συνθετικό θέμα που 17


[1]

[2]

18


παρουσιάστηκε με την έκθεση των φοιτητικών εργασιών, σημαντικό ήταν το πως η αρχιτεκτονική μπορεί να γίνει μια άμεση έκφραση της κατοίκησης, προσδιορίζοντας τον αστικό τόπο, σαν μια αδιάσπαστη ενότητα και δομική συνέχεια, των “κατασκευών” στο περιβάλλον τους. Ανάγνωση και πλάσιμο των ορίων στην προσπάθεια συγκρότησης μιας συνθετικής δομής

Η αναγνώριση, ο δημιουργικός συσχετισμός ή και η ανατροπή των ορίων, ήταν ζητούμενα που διέτρεξαν την εξέλιξη του συνθετικού θέματος. Ο τόπος καθαυτός, υπήρξε ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο, για την προσέγγιση των ορίων και των μεταξύ τους αντιθέσεων, όπως τα παρουσίαζε μέσα σε μια εξαιρετική πύκνωση. Τα όρια αυτά αναδύονται ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές περιοχές, κάθε μια από τις οποίες παρουσιάζει στο εσωτερικό της μια εξαιρετική συνοχή, ως προς τη χωρική ανάπτυξη και την υλικότητά της. Οι περιοχές αυτές είναι, η μεγάλη λιμενική πλατφόρμα, ο σχηματισμός των βράχων με το ιστορικό τείχος και η θάλασσα. (εικ. 1, 2) Οι ακραίες διαφορές και αντιθέσεις αφορούν τόσο στην υλικότητα, όσο και στο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η εγγύτητά τους, χωρίς ενδιάμεσες περιοχές μετάβασης, γεννά μια πολύ μεγάλη ένταση, που έδρασε υποβοηθητικά στην πορεία ανάπτυξης μιας συνθετικής δομής. Η ένταση αυτών των διαφορών οφείλεται λιγότερο στα χαρακτηριστικά της υλικότητας και περισσότερο στο ίδιο το περιεχόμενο και τις προεκτάσεις που κρύβονται στο βάθος αυτών των υλικών μορφών. Οι δύο από αυτές, συνδέονται με συμβολισμούς μιας αρχέγονης προΰπαρξης και ιερότητας. Ο σχηματισμός των βράχων, με τη στέρεη και συμπαγή υλικότητά του μοιάζει να “αναδύεται” μέσα από τη γη, ενώ η Θάλασσα εγγράφεται στο συλλογικό ασυνείδητο, σαν μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και δεκτική ύλη που τον περιβάλλει ως δύναμη ζωής και αλλαγών. Τα παραπάνω δρουν ως συμπληρωματικοί συμβολισμοί που συνδέονται με την ουσία των δυο αυτών στοιχείων και με άλλες ευρύτερες προεκτάσεις που συναντώνται διαχρονικά, με ποικίλες εκφράσεις στην τέχνη διαφορετικών πολιτισμών. Αντίθετα, ο απόλυτα γεωμετρικός καθορισμός και η άκαμπτη υλικότητα της πλατφόρμας béton, αποτέλεσμα μιας σκληρής τεχνικής επιβολής για τις ευκαιριακές ανάγκες του λιμένα, ήταν το στοιχείο που έφερε αιφνίδιες δομικές αλλοιώσεις, καθώς παρεμβλήθηκε δυναμικά στις σχέσεις των παραπάνω. “béton brut”

Η μεγάλη λιμενική πλατφόρμα είναι φορέας δύο αλληλένδετων ζητημάτων. Το πρώτο,συνδέεται με την έκφραση μιας ακραίας και αιφνίδιας ανθρώπινης επιβολής στη “φύση”, ενώ το δεύτερο, έχει να κάνει με ένα πεδίο τεχνικών ιδιαιτεροτήτων που προκύπτουν από την ίδια τη μονολιθική της 19


[3]

[4]

20


συγκρότηση και τις δυσκολίες ένταξής της στις νέες συνθετικές προτάσεις. (εικ. 3) Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της πλατφόρμας γίνονται αντιληπτά μέσα από την εμφάνιση ενός σταθερού, νοητού, καρτεσιανού κανάβου, που προσδιορίζει όλη τη χωρική της έκταση. Η στιβαρή και ομοιογενής υλικότητά της κάνει σε πολλά σημεία εξαιρετικά ιδιόμορφη τη σχέση της με τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία (βράχο, θάλασσα). (εικ. 4, 5) Ερωτήματα δημιουργούνται, για το αν μπορεί την ίδια ώρα, αυτή η επίπεδη, ομοιόμορφη, αχανής επιφάνεια béton, να δράσει κατά έναν τρόπο απελευθερωτικά, δημιουργώντας ένα ανοικτό πεδίο για το ξεδίπλωμα των συνθετικών προτάσεων. Μπορεί να αναδομηθεί ως χώρος που θα δεχτεί στο σύνολο της έκτασής του, λειτουργίες και δράσεις, ενός δημόσιου χαρακτήρα κατοίκησης ; Αν η πλατφόρμα ιδωθεί, όχι μόνο σαν επιφάνεια, αλλά σαν ένα τρισδιάστατο ορθογώνιο στερεό, βυθισμένο στο νερό, μπορεί να δεχτεί ένα σχεδιασμό που μέσα από χειρονομίες δομικής “αφαίρεσης” και “πρόσθεσης” θα προσδώσει στη συμπαγή ύλη του μια πλαστικότητα, ικανή να γεννήσει μιας νέας ποιότητας χώρο ; Η επιμονή του Louis Kahn, στην ανάδειξη των δυνατοτήτων που κρύβει η συμπαγής υλικότητα του béton, για τη δημιουργία μιας συνθήκης, συνειδητού architecture brutaliste, αποτέλεσε, για ορισμένες ομάδες φοιτητών, ένα πρώτο βοήθημα στην προσπάθεια “κατασκευής“, ακόμη και μιας αντίστροφης ανάγνωσης της λιμενικής πλατφόρμας. Ο Kahn έδινε προσοχή στην αντιμετώπιση του σχεδιασμού σαν μέσο ανάδειξης της υλικότητας, ακόμη παραπέρα αναγνώρισε στην ίδια τη φύση του μια υλική διάσταση, δημιουργώντας ένα σταθερό πλαίσιο για τη διαλεκτική σχέση του σχεδιασμού με το υλικό υπόβαθρο της συνθετικής δομής. Σε ένα εξαιρετικά πυκνό σε νοήματα κείμενό του, γράφει : “ Ο σχεδιασμός (design) είναι ένα υλικό πράγμα (material thing). Φτιάχνει διαστάσεις. Φτιάχνει μεγέθη. Η συνθετική ιδέα (Form) είναι μια αντίληψη της διαφοράς ανάμεσα στο ένα πράγμα και στο άλλο, μια συναίσθηση του τι το χαρακτηρίζει (προσδιορίζει). Η συνθετική ιδέα δέν είναι σχεδιασμός (design), δεν είναι μια μορφή (shape), ούτε μια διάσταση. Δεν είναι ένα υλικό πράγμα (material thing). Η συνθετική ιδέα είναι πραγματικά το Τι και ο σχεδιασμός το Πώς..... είναι το πώς το βλέπεις” (L. Kahn, 1961)[3]. Στο πλαίσιο ανάλογων συζητήσεων μέσα στο εργαστήριο, δημιουργήθηκε ένα ζωντανό περιβάλλον αντιπαραθέσεων, που ανέδειξε στην κάθε ομάδα φοιτητών μια νέα δομική σχέση, ικανή να υπερβεί αυτή την πρώτη ανάγνωση της μπετονένιας πλατφόρμας, που παρέπεμπε άμεσα, σε μια αδυσώπητη αλλοίωση του τόπου και “ύβρη” απέναντι στη φύση. (εικ. 6 - συνθετική πρόταση αναδιαμόρφωσης της πλατφόρμας λιμενικών εγκαταστάσεων, φοιτητική εργασία Βράκας, Γουρτζή, Μουσλού, Σακούτσιου, εικ. 7 - συνθετική πρόταση αναδιαμόρφωσης της πλατφόρμας λιμενικών εγκαταστάσεων φοιτητική εργασία Βουκλαρή, Πουλιέζου, Τρουπιώτη) 21


[5]

[6]

[7]

22


Το τείχος

Αν και το τείχος είναι ένα ακόμη όριο και “τεχνητή” παρέμβαση που περιβάλλει τον ιστορικό οικισμό της Παναγίας - ο οποίος κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από τη λιμενική πλατφόρμα - εντυπωσιάζει το γεγονός, ότι πολύ σύντομα επικράτησε μεταξύ των φοιτητών η αναγνώριση μιας ισχυρής ενσωμάτωσής του, ως αναπόσπαστο μέρος του περιβάλλοντός του. (εικ. 8, 9) Μια πρώτη αναζήτηση της σχέσης του με τον τόπο, στον οποίο ανήκει, ήταν φυσικό να αποκαλύπτει την παρουσία του στη συλλογική μνήμη των κατοίκων. Όμως, η πιθανότερη ερμηνεία αυτής της ανεπιτήδευτης ενσωμάτωσής του, βρίσκεται στην ίδια την κατασκευαστική του συγκρότηση, που στο σύνολό της είναι έκφραση μιας κατακόρυφης “φυσικής” προέκτασης των βράχων. Η ανάπτυξη του τείχους ακολουθεί το περίγραμμα της χερσονήσου, δημιουργώντας μια τεθλασμένη χάραξη, ένα αγκάλιασμα. Το υλικό του (λαξευμένες πέτρες) περιέχει την έννοια του χειροποίητου, οι συνδέσεις του, οι ρωγμές του, οι αυλακώσεις ανάμεσα στις πέτρες, η βλάστηση που ξεπηδά μέσα από αυτές, οι μικρές σκιές στην επιφάνειά του, δείχνουν σε κάθε σημείο του το ανθρώπινο μέτρο και το κάνουν ευάλωτο στη φθορά του χρόνου και μαζί οικείο και προοδευτικά αφομοιούμενο ως προς την υλικότητα και τη μορφή του. “Φαίνεται σαν να έχει αγκυροβολήσει σφιχτά στο έδαφος” όπως γράφει χαρακτηριστικά, ο Peter Zumthor για κάποιες κατασκευές “που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αυθύπαρκτο μέρος του περιβάλλοντός τους και μοιάζουν να λένε “είμαι όπως με βλέπεις και ανήκω εδώ”....κτίρια που στο χρόνο καθώς γερνάνε μετατρέπονται απλά σε μέρος της μορφής και της ιστορίας του τόπου τους....” (P.Zumthor, “Thinking Architecture”)[4]. Η ύπαρξη αυτών των εσωτερικών μηχανισμών ακούσιας αφομοίωσης(συλλογική μνήμη και υλικότητα) ήταν ένας κύριος λόγος, που το τείχος λειτούργησε, αντιστικτικά στις περισσότερες προτάσεις των φοιτητών και όχι αντιθετικά, παρά το γεγονός ότι ιδιαίτερες δυσκολίες στην ενσωμάτωση του, σε κάθε συνθετική πρόταση, δημιουργούσαν, τόσο η αντιπαράθεση με την ιστορική του φυσιογνωμία, όσο και η έντονη γραφική ακανονιστία, της τεθλασμένης του ίχνους του, που ακολουθεί τις αντίστοιχες τοπογραφικές μεταβολές της χερσονήσου. Τα ζητήματα αυτά, απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, καθώς “οδήγησαν” σταδιακά τις ομάδες στην αναζήτηση και διαμόρφωση μιας ενδιάμεσης μεταβατικής ζώνης που θα παραλάμβανε τις όποιες αντιθέσεις - εννοιολογικές και σχεδιαστικές - ανάμεσα στην τεθλασμένη του τείχους (η οποία παράγει μια σειρά μεταβαλλόμενων συστημάτων κανάβου) και στην άκαμπτη αξονική επέκταση (ενιαίος κάναβος) της πλατφόρμας του λιμένα (εικ. 10 - πρόταση φοιτητικής ομάδας, Βαρύτης, Διαμαντόπουλος, εικ.11 - πρόταση, Χαλβατζόπουλος, Τσαρούχας, Τσιφτσοπούλου)

23


[8]

[9]

[10]

[11]

24


Το θαλάσσιο μέτωπο

Η θάλασσα, βρίσκεται σε μια σκληρή, γεωμετρική σχέση με τη χερσόνησο, καθώς παρεμβάλλονται σε όλο το μήκος της περιοχής, οι εγκαταστάσεις του λιμένα. Η ανατροπή του σκληρού ορίου, ή αντίθετα, η συνειδητή διατήρησή και ενσωμάτωσή του στις νέες προτάσεις, υπήρξε ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα. Ξύλινες πλωτές εξέδρες (που φιλοξενούν παιχνίδια και δραστηριότητες σχετικές με το νερό), ευρηματικές εισχωρήσεις του υδάτινου στοιχείου στο εσωτερικό της πλατφόρμας, ακόμη και μέχρι εκεί που αυτό ξαναβρίσκει την επαφή του με το βραχώδη σχηματισμό και το ιστορικό τείχος, γέννησαν πλήθος παραλλαγών στη συνθετική έκφραση μιας διπλής προσπάθειας : να αποκατασταθεί ή και να εφευρεθεί εκ νέου μια νέα συνθήκη επαφής των κατοίκων με τη θάλασσα και ακόμη να δημιουργηθεί μια επαλληλία ορίων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διαφραγματικά, επιτρέποντας στο μέγιστο δυνατό, μια αμοιβαία ώσμωση και δεκτικότητα των δύο στοιχείων (πλατφόρμα, θάλασσα) (εικ. 12 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Λαγουδάς, Πάγκαλος, Τσιγγίστρα, Χατζηπαναγιώτου, εικ. 13 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Λάντζα, Λάππας, Πρωτοπαπάς, Τσιμπούρης). Αυτή η προβληματική της σχεδιαστικής επιβολής που είχε συμβεί στον τόπο, αλλά και αυτών που επρόκειτο να προταθούν σαν συνέχεια ή ανατροπή, εξακολουθούσε να εμμένει ως ανοικτό ζήτημα στη συνθετική εργασία, τόσο στη συλλογική έκφραση των προσπαθειών, όσο και σε ατομικό επίπεδο, μπροστά στο προσωπικό δίλημμα μιας “ηθικής” στάσης απέναντι στην κατοίκηση. Η ανάπτυξη στο χώρο της πλατφόρμας, επιμέρους “αστικών επεισοδίων”, καθώς και η σύνδεσή τους με νέες προτεινόμενες δημόσιες, ανοικτές λειτουργίες(χώροι εκθέσεων και αναψυχής) στο παλιό κουφάρι του κτίριου λιμενικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν κοντά στην είσοδο της πλατφόρμας, ήταν ένα από τα κύρια ζητήματα που όφειλε να αντιμετωπίσει η κάθε ομάδα φοιτητών, στη προσπάθεια συγκρότησης μιας συνθετικής δομής και τα οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια. Το παλαιό κτίριο λιμενικών εγκαταστάσεων

Πάνω στην μπετονένια πλατφόρμα του λιμένα, ένα αυστηρά ορθοκανονικό κτίσμα των παλαιών λιμενικών εγκαταστάσεων υπήρξε σημαντική πρόκληση. (εικ. 14) Ο κατασκευαστικός σκελετός του είναι από béton, σε δύο επίπεδα, με φερόμενα στοιχεία πλήρωσης, που θεωρήθηκε ότι μπορούν να αφαιρεθούν σε οποιοδήποτε βαθμό επιθυμητής παρέμβασης. Οι προτεινόμενες χρήσεις κοινές για όλες τις ομάδες, ήταν ημιυπαίθριες εικαστικές εκθέσεις, χώροι αναψυχής και πολιτισμού, μαζί με υπερυψωμένα υπαίθρια και ημιυπαίθρια αστικά πλατώματα. Οι κύριες επιδιώξεις υπήρξαν δύο, στο ξεκίνημα των πρώτων σκέψεων για το κτίριο. Απογύμνωση και

25


[13]

[12]

[14]

[15]

26


ανάδειξη του κατασκευαστικού κανάβου, σε βαθμό που η ίδια η κτιριακή δομή να πλησιάζει σε μια

οριακή ένταση αναγνώρισής της. (εικ.15) Δεύτερη επιδίωξη, το πλάσιμο ενός δημόσιου χαρακτήρα της κατασκευής, που δε θα βασίζεται μόνο στην τυπική χρήση(λειτουργία), αλλά στην ίδια τη συνθετική επεξεργασία. Αυτό σήμαινε -σε αρκετές ομάδες φοιτητών- την ανάγκη να επιτευχθεί ένα είδος ενσωμάτωσης και “ανύψωσης” του αστικού εδάφους και των λειτουργιών του, στο εσωτερικό του κτιριακού κελύφους με όρους της ίδιας της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Η εισχώρηση αυτή, προϋπέθετε συχνά “διάτρηση” των αυστηρών ορίων του δομικού κανάβου του κτιρίου και μια ισχυρή σύνδεση με το δημόσιο χώρο, μέσα από μεταβολές των ορίων σε φίλτρα και διαφραγματικές περιοχές και την εκ νέου διαπραγμάτευσή τους. (εικ.16 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Ασλανίδου, Βαρετίδου, εικ.17 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Γαλατσιάνου, Καπουσούζ, Καραφωτιά) Συχνά, η συνθετική έκφραση των παραπάνω, υλοποιήθηκε μέσα από προτάσεις εισχώρησης στον τρισδιάστατο δομικό κάναβο του κτιρίου, μιας νέας ξεχωριστής κατασκευαστικής δομής, που “αναδιάρθρωνε” τον παλαιό οργανισμό από béton. Οι νέες αυτές, δευτερεύουσες δομικές ενότητες, λειτούργησαν ως στοιχεία της αρχιτεκτονικής πρότασης που παραλάμβαναν την κίνηση του σώματος και του βλέμματος από το έδαφος, συσχετίζοντας το με προτεινόμενες λειτουργίες και διαδρομές. Οι ειδικές κατασκευαστικές επιλογές, ταυτισμένες με τα νέα υλικά(μεταλλικός σκελετός, ξύλινα δάπεδα κλπ) καθόρισαν το πλαίσιο υποδοχής των προτεινόμενων χρήσεων (εικ. 18 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Βενιζέλος, Παπαχριστοδούλου, Τσαγκάρη, εικ. 19 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Αραμπατζόγλου, Βενιέρης, Γάτου, Πολίτης) Η σημασία αυτών των κατασκευαστικών επιλογών υπήρξε, στο σημείο αυτό, καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία και διαμόρφωση της συνθετικής έκφρασης, με ένα τρόπο που πλησιάζει τη ματιά του Peter Zumthor για την κατασκευή, σαν ένα δρόμο για την αποκωδικοποίηση της αρχιτεκτονικής σκέψης. “Πιστεύω ότι ο πραγματικός πυρήνας όλων των αρχιτεκτονικών συνθέσεων βασίζεται στην πράξη της κατασκευής” (P. Zumthor, Thinking Architecture)[5]. Σημαντικοί προβληματισμοί στη δουλειά των ομάδων συνδέθηκαν και με την εύρεση ενός τρόπου αναίρεσης της “κλειστής” ανάπτυξης οριζόντιας λογικής, του κτιρίου λιμενικών εγκαταστάσεων, που καθορίζονταν μονοδιάστατα από επάλληλες συμπαγείς πλάκες. Οι προσπάθειες αντιστροφής αυτής της λογικής οδήγησαν τις περισσότερες προτάσεις στη δημιουργία ενός “ανοικτού” αρχιτεκτονικού περιπάτου, που θα εισχωρούσε στον υπάρχοντα κατασκευαστικό σκελετό béton, συνδέοντας τις κινήσεις, μέσα από κατακόρυφες σχέσεις επάλληλων αιθριακών χώρων και άλλων μικρότερων 27


[16]

[17]

[18]

[19]

[20]

28


ανοιγμάτων επικοινωνίας (εικ. 20 - πρόταση φοιτητικής ομάδας Βουκλαρή, Πουλιέζου, Τρουπιώτη). Κύριες επιδιώξεις των φοιτητικών ομάδων στο στάδιο αυτό ήταν, η απελευθέρωση του βλέμματος προς τη θάλασσα, η σταδιακή “διάλυση” του συμπαγούς του κτιριακού οπτικού εμποδίου και η διατήρηση της συνέχειας του αστικού εδάφους με την ποικιλόμορφη “ανύψωσή” του στο επίπεδο των υπόλοιπων ημιυπαίθριων και κλειστών κτιριακών διαμορφώσεων. Αυτά δημιούργησαν τις συνθήκες που θα επέτρεπαν μια ουσιαστική, παρούσα “ανοικτότητα” της κτιριακής κατασκευής, προς το δημόσιο υπαίθριο τόπο, καθώς “ Το μέσα και το έξω της αρχιτεκτονικής, δεν είναι ξέχωρα πράγματα, αλλά αντίθετα αποτελούν ένα συνεχή τόπο ” (Tadao Ando, “Spatial compotition and nature” )[6]. Επίμετρο

Όλα τα παραπάνω, μέσα από διαφορετικές ή κοινές διαδρομές, για την κάθε ομάδα φοιτητών και τους διδάσκοντες, επισημαίνουν ότι ο τόπος, στον οποίο με επιμονή αναφέρεται το συνθετικό θέμα του μαθήματος, δεν είναι ένα αφηρημένο και γενικό πλαίσιο σκέψης, αλλά μια πνευματική και υλική πραγματικότητα που συνέχει την πορεία της κατοίκησης. Για αυτό, και η αρχιτεκτονική δε μεταγράφεται σε άλλο τόπο, χωρίς την απώλεια του κεντρικού της νοήματος, διατηρώντας έτσι μια μοναδικότητα σχέσης και ταυτότητας. Αυτή η έννοια της μοναδικότητας του τόπου, που ο Κωνσταντινίδης ήθελε να βρίσκεται παρόν στον πυρήνα της συνθετικής δομής και να μορφώνει το “μέσα” και το “έξω” σε μια αδιάσπαστη συνέχεια και ενότητα, μας απασχόλησε σε όλη τη πορεία του μαθήματος. “Ένας χώρος, όπου το μέσα και το έξω θα συνθέτουνε μίαν οργανικήν ενότητα. Ο εσωτερικός χώρος βγαίνει στο έξω τοπίο. Το έξω τοπίο μπαίνει μέσα στον εσωτερικό χώρο. Και γίνεται το ένα μαζί του. Μια κατασκευή με πνευματικό περιεχόμενο....” (Α. Κ. 1969, ημερολογιακά σημειώματα)

29


30


Σημειώσεις

[1] Έκθεση φοιτητικών εργασιών Αστικού Σχεδιασμού στα πλαίσια της 1ης Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής 2012 με θέμα Δημόσιος Χώρος, Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Καβάλας, ΤΕΕ / Τμήμα Ανατολικής Μακεδονίας, 01 – 07 Οκτωβρίου 2012, Πλατεία Καπνεργάτη, Καβάλα. [2] “Η λαϊκή μας τέχνη και εμείς”,1925 Δ. Πικιώνη Κείμενα, εκδόσεις ΜΙΕΤ 1985,2010 [3] “ …Design is a material thing. It makes dimensions. It makes sizes. Form is a realization of difference between one thing and another, a realization of what characterizes it. Form is not design, not a shape, not a dimension. It’s not a material thing….. form is really what and design is how....... is how you see it” / L. Kahn, Journal of Architectural education,Vol.16,No.3, Autumn, 1961, Education for Urban Design. The 1961 AIA-ASCA Seminar Discussions at the Cranbrook Academy of Art. Part I: The Changing Role of the Architect, στο Luis Kahn, “The Nature of Nature”, Εssential texts, Robert Twombly, 2003. Στο συγκεκριμένο κείμενο του Kahn, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατανόηση ορισμένων όρων, καθώς δεν μπορεί να αποδώσει το νόημά τους η απλή μετάφραση . Είναι γνωστό ότι ο Kahn είχε αναπτύξει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο όρων που σχετίζονταν με την ουσία της διδασκαλίας του στην αρχιτεκτονική σύνθεση. Σχετικά με τον όρο form, formdrawing (σχέδιο έννοιας) καθώς και την πρώτη φάση της σύνθεσης που είναι αφιερωμένη στη συνάντηση με την “ουσία” (μορφή , αρχέτυπο)του θέματος βλ. σχόλια στο “Η κατά Kahn διδασκιτική της αρχιτεκτονικής” του Σαράντη Ζαφειρόπουλου, στο συλλογικό τόμο ”Η διδασκαλία του Louis Kahn και άλλα δοκίμια”, επιμέλεια Claudio Conenna, Λίλα Παντελίδου, Κυριακή Τσουκαλά, εκδ. Επίκεντρο, 2013. [4] Peter Zumthor “ Thinking Architecture”,BIRKHAUSER 1999. [5] “I believe that the real core of all architectural works lies in the act of construction” Peter Zumthor, op.cit. [6] Tadao Ando, “Spatial composition and nature” στο Tadao Ando, El Croquis, 1996.

* Ο Δημήτρης Πολυχρονόπουλος είναι αρχιτέκτων μηχανικός του Ε.Μ.Πολυτεχνείου. Εκπόνησε τη Διδακτορική του διατριβή στη

Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ . Έχει διδάξει στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. Σήμερα διδάσκει μαθήματα Αρχιτεκτονικού (2ο και 5ο έτος) και Αστικού Σχεδιασμού (4ο έτος) στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα με βασικό προσανατολισμό το σχεδιασμό του δημόσιου αστικού χώρου. Tο 2008-2011 συντόνισε και δίδαξε στο διεθνές Θερινό Εργαστήριο Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού στη Θάσο «Διαδραστικά περιβάλλοντα και Αρχιτεκτονική». Είναι υπεύθυνος των προγραμμάτων Erasmus του Τμήματος Αρχιτεκτονων ΔΠΘ από το 2008. Έχει λάβει 2 βραβεία και 4 επαίνους σε Πανελλήνιους και Ευρωπαϊκούς Αρχιτεκτονικούς Διαγωνισμούς ιδεών, ενώ έχει συμμετάσχει σε 9 εκθέσεις αρχιτεκτονικής.

31



Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ [1] της Μαρίας Γρηγοριάδου *

Ο Άρης Κωνσταντινίδης ακολούθησε με συνέπεια στην αρχιτεκτονική μια πορεία που αρθρώνεται πάνω στη διαλεκτική της κατασκευής με τον τόπο. Έχει ενδιαφέρον η άποψη του Μίμη Φατούρου, ο οποίος αναφέρεται στο παράδειγμα του Δημήτρη Πικιώνη και Άρη Κωνσταντινίδη, ως τους δύο αρχιτέκτονες, οι οποίοι προς το τέλος κυρίως της δεκαετίας του 1950, χαρακτηρίστηκαν από την μέριμνά τους απέναντι στην ελληνική αρχιτεκτονική σκέψη. “Ο Κωνσταντινίδης όμως, ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να καταλάβει, να «εξορύξει» την ιστορικότητα του τόπου και του τοπίου, με μια λαϊκή οπτική, με πολύ μεγάλο σεβασμό στην ποιότητα του χώρου, όπως αυτός εκφράζεται σε μορφώματα, όπως το αίθριο και το υπόστεγο.”[2] Κατά κάποιο τρόπο, για τον Κωνσταντινίδη, σύμφωνα με το Δημήτρη Φιλιππίδη, η φύση αποτελεί “το μέτρο σύγκρισης που χρησιμοποιεί (ο Κωνσταντινίδης), για να εντοπίσει την αλήθεια και την ειλικρίνεια στην αρχιτεκτονική – εκείνο που συνοπτικά χαρακτηρίζει ο ίδιος ως «αληθινή» ή «σωστή» αρχιτεκτονική”.[3] Όπως αναφέρει ο Σάββας Κονταράτος: “για να γεφυρώσει το σύγχρονο με το πρωτόγονο, ο Κωνσταντινίδης υπερπηδά την ιστορία και κατά τούτο είναι ένας γνήσιος ρασιοναλιστής, ένας αυθεντικός εκπρόσωπος του μοντέρνου κινήματος και του ουτουπικού του ήθους”.[4] Η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη είναι ανοικτή σε επιδράσεις απο τον ευρωπαϊκό χώρο τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι Α. Τζώνης και L. Lefaivre στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης των Αρχιτεκτονικών θεμάτων “Μεταπολεμική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα”, αναφέρονται στον ‘Αρη Κωνσταντινίδη και στα ιδιαίτερα στοιχεία της αρχιτεκτονικής του, τα οποία προκύπτουν μέσα από τη διαφορετικότητα του τόπου, στον οποίο δρα. Γι’αυτούς “είναι φονξιοναλιστής – ρασιοναλιστής, αλλά τον διακατέχει και το «μεσογειακό» κίνημα (mediterranism), το όραμα μιας απλής ανεπιτήδευτης ζωής, κοντά στη φύση, τον αέρα, τον ήλιο και τη θάλασσα, όπου η σχολή και η εργασία, η ικανοποίηση των αισθήσεων και η πνευματικότητα δε διαχωρίζονται” [5], ενώ λίγο παρακάτω επισημαίνουν ότι: “αν και τα έργα του έχουν φονξιοναλιστικά – ρασιοναλιστικά χαρακτηριστικά, μπορούν συγχρόνως να ερμηνευτούν ως κριτικέςτοπικιστικές κατασκευές”.[6] Στα ημερολογιακά του σημειώματα ο Κωνσταντινίδης εμμένει στη σημασία της φύσης και του τοπίου στην αρχιτεκτονική. Για τον Κωνσταντινίδη, ο ελληνικός τόπος, εκτός από 33


σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο, 1962 34


το ήπιο κλίμα ξεχωρίζει για τα “λιτά και απέριττα σε σχήματα και μορφές τοπία” [7]. Ο Κίμων Λάσκαρις σε αναφορά του στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού τόπου, τονίζει το πόσο σημαντικό είναι να αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που καθορίζουν την αρχιτεκτονική. “Το κλίμα γενικά της Ελλάδας, η ιδιότυπη μορφή του τοπίου, το βιωτικό ακόμη επίπεδο του και οι παραδόσεις θα είναι οι μόνιμοι συντελεσταί που θα επηρεάζουν τη φύση των ανθρώπων και θα πρέπει να δίνουν ιδιάζουσα φυσιογνωμία σε κάθε εκδήλωση ζωής, στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική”.[8] Για τον Κ. Λάσκαρη η παράδοση είναι ένα βασικό στοιχείο, το οποίο οφείλει ο αρχιτέκτονας να λάβει υπόψη κατά τη διάρκεια της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Όπως για τον Περικλή Γιαννόπουλο “το κτίριο στην αρχαιότητα αποτελούσε «συμπλήρωμα της φύσης»[9], έτσι και για τον Κωνσταντινίδη, η ανώνυμη παράδοση, τα “λαμπερά πετράδια μέσα στο τοπίο” [10], όπως χαρακτηρίζει τα σπίτια της λαϊκής αρχιτεκτονικής, άμεση διαδοχή και συνέχεια της αρχαιότητας, “είναι μεστή σε ποιότητα και καλλιτεχνική σωφροσύνη, όπου το κάθε κτίσμα προβάλλει όμορφα, λιτά και απέριττα, την ίδια ποιότητα με τα πιο παλιά αρχαϊκά ή κλασσικά αντίστοιχα έργα.” [11] Το δίδαγμα που έχουν να δώσουν τα σπίτια της λαϊκής παράδοσης είναι η ύπαρξη της “αιώνιας αλήθειας”˙ η διατήρησή τους μέσα στο χρόνο είναι εμφανής, όχι απαραίτητα ως υλικό αγαθό, αλλά κυρίως ως αξία, καθώς ο τρόπος με τον οποίο είναι φτιαγμένα, μέχρι και η πιο μικρή λεπτομέρειά τους, τα καθιστά φυσική προέκταση του ίδιου του τοπίου, στο οποίο ανήκουν. Το πλαίσιο, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε η λαϊκή αρχιτεκτονική, δεν είναι άλλο από την ίδια τη φύση με τις ιδιαιτερότητές της, μέσα στην οποία «ρίζωσε». Τα ποικίλα υλικά του τόπου, οι κλιματολογικές συνθήκες, οι διαφοροποιήσεις της εκάστοτε γεωγραφικής θέσης συνηγορούν στη μοναδική, κάθε φορά, κατασκευή.[12] Για τον Κωνσταντινίδη έχουν ιδιαίτερη αξία όλες αυτές οι πρόχειρες αυτοσχέδιες κατασκευές, τις οποίες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον φωτογραφίζει και σκιτσάρει στα διάφορα ταξίδια του και αποτυπώνει σε πολλά από τα βιβλία του (βλ. Τα Θεόκτιστα, τα δυο χωριά απ’τη Μυκονο κλπ). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Άρης Κωνσταντινίδης θεωρεί ότι το κτίσμα οφείλει να είναι ένα με τη φύση μέσα στην οποία δημιουργείται, “να είναι μέρος από το σώμα του τοπίου (-όπου στέκει) και από τις «μορφές» της ζωής που το έχουνε γεννήσει.” [13] Δανείζεται μια φράση του Αριστοτέλη: “η τέχνη ολοκληρώνει ό,τι άφησε η φύση ατελείωτο”, [14] δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τη σχέση αρχιτεκτονικής και φύσης, αλλά και την υποχρέωση που οφείλει να έχει ο αρχιτέκτονας στο «βαρύ» αυτό έργο της ολοκλήρωσης. Ο Κωνσταντινίδης εξάλλου, ανήκει στο σύνολο των Ελλήνων αρχιτεκτόνων του 20ου αιώνα, των οποίων τα έργα αποτελούν μια προσέγγιση του πνεύματος του τόπου (genius loci), μέσα από μια “επανερμηνεία της λαϊκής παράδοσης, κεντρικό θέμα στο χώρο της αρχιτεκτονικής και γενικότερα της 35


ξενώνας ΞΕΝΙΑ στην Επίδαυρο, 1962 36


τέχνης και της διανόησης. Από την οντολογία του λαϊκού αντλούν την ευαισθησία της περιβαλλοντικής εναρμόνισης, την πλαστική των όγκων, την αίσθηση των αναλογιών, την αμεσότητα των φυσικών υλικών, της πέτρας και του ξύλου, αλλά και του οπλισμένου σκυροδέματος, που αποτελεί πλέον παράδοση του τόπου.”[15] Ο Κωνσταντινίδης, όπως αναφέρει ο Ορέστης Δουμάνης, συμπεριλαμβάνεται μέσα στους αρχιτέκτονες “οι οποίοι κατάφεραν να ξεχωρίσουν απ’την πλούσια κληρονομιά, τα στοιχεία και το πνεύμα, που πέρα από το χρόνο θα πρέπει να είναι πάντα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του τόπου: τη λιτότητα και την ειλικρίνεια στα υλικά και την κατασκευή, την ένταξη στο τοπίο και την ορθολογιστική λειτουργία που υπαγορεύουν πραγματικές ανάγκες.” [16] Επιπλέον, από τη λαϊκή παράδοση, ο Κωνσταντινίδης, αντλεί την έννοια του τύπου, εργαλείο που χρησιμοποιεί τόσο στις κατοικίες του, όσο και στα ξενοδοχεία ΞΕΝΙΑ, καθώς: “… οι άνθρωποι στη λαϊκή αρχιτεκτονική … είχαν βρει έναν τύπο σπιτιού˙ όπως το αρχαίο μέγαρο˙ όπως η προσφυγική παράγκα.” [17] Για τον Κωνσταντινίδη η φύση επηρεάζει το κτίριο εξωτερικά, αλλά την ίδια ώρα και στο εσωτερικό του, “καθώς αυτό έχει προκύψει από κάποιες αφορμές που επιβάλλει το φυσικό τοπίο (το απ’έξω) με τις κλιματολογικές του ιδιαιτερότητες και με την «ψυχική του οντότητα».” [18] Η κατανόηση της έννοιας του τοπίου για αυτόν, γίνεται μέσα από το σχεδιασμό του κτίσματος με τρόπο τέτοιο, ώστε να δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες συνύπαρξης και ένταξης στο περιβάλλον και στο έδαφος στο οποίο γεννιέται, σα να “υπήρχε από πάντα εκεί”, ώστε τα δύο μαζί να συνθέτουνε ένα οργανικό σύνολο, για να είναι “και το σπίτι το τοπίο και το τοπίο το σπίτι”. Εξάλλου, τη σημασία του τόπου στη διαμόρφωση της συνθετικής δομής επισημαίνει και η Σουζάνα Αντωνακάκη, αναφέροντας:“η αρχιτεκτονική είναι ο ίδιος ο τόπος. Πως είναι δυνατόν ένα αρχιτεκτονικό έργο να υπάρξει, αν δεν έχει τη θέση του στη γη;….. Ο τόπος του έργου είναι επάνω στη γη.”[19] Ο Κωνσταντινίδης το τοπίο το αντιλαμβάνεται, πιο πολύ ως “χώρο ζωής”[20], όπου ο άνθρωπος ζει αρμονικά μαζί με τη φύση. Σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη, το εσωτερικό του κτιρίου δεν πρέπει να έχει αυστηρά όρια σε σχέση με το εξωτερικό φυσικό περιβάλλον, αλλά αντίθετα κρίνεται απαραίτητη η όσμωση μεταξύ τους. Στο μεταβατικό αυτό στάδιο σημαντικό ρόλο παίζουν διάφορα «ενδιάμεσα» στοιχεία που συμβάλλουν στη μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο, όπως για παράδειγμα στέγαστρα, ημιυπαίθριοι, γυάλινα εξωτερικά τοιχώματα, πλάκες που προβάλλονται, υποστηρίγματα κλπ. τα οποία επαναπροσδιορίζουν το πέρασμα από το δωμάτιο προς την ταράτσα ή τον κήπο και το αντίθετο, στοιχεία που συναντά κανείς στα παλιά Αθηναϊκά σπίτια. Το ήπιο Ελληνικό κλίμα, σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη, “μας δίνει όλες τις δυνατότητες για να ζούμε άνετα και στο ύπαιθρο, να κατοικούμε δηλαδή κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, σε υπαίθριους χώρους. Αυτό σε πιο βόρεια και πιο υγρά και σκοτεινά τοπία δεν είναι κατορθωτό. Στα αφιλόξενα εκείνα τοπία το “μέσα” και το “έξω” είναι, σχεδόν, δύο διαφορετικοί και ξέχωροι κόσμοι, 37


σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο, 1962 38


ενώ στο κατοικήσιμο ελληνικό τοπίο το “μέσα” και το “έξω” μπορούνε να οργανωθούν σαν μία ενότητα και να συντεθούνε σε ένα αδιαίρετο οργανισμό και χώρο.” [21] Για το λόγο αυτό τα ελληνικά σπίτια, από την ανώνυμη ακόμη αρχιτεκτονική, έχουν εφοδιαστεί με όλα τα παραπάνω στοιχεία που επιτρέπουν στους κατοίκους να διαμένουν και μέσα και έξω. Η ιδέα του Κωνσταντινίδη ότι το σπίτι πρέπει να είναι έτσι φτιαγμένο, ώστε να γίνεται η πλήρης ενσωμάτωσή του από το τοπίο παγιώθηκε κυρίως στα κτίσματά του μετά το 1962 (εξοχική κατοικία στην Ανάβυσσο, στις Σπέτσες κλπ), μέσα από την ιδιωματική κατασκευαστική επινόηση της διαδοχής των πληρών και κενών σε ορθογωνικό κάνναβο στην κάτοψη. Σκοπός του αρχιτέκτονα ήταν να οδηγήσει κατά κάποιο τρόπο και τον ίδιο τον κάτοικο στην αντίληψη αυτής της σχέσης του μέσα με το έξω, αφού του επιτρέπει να απολαμβάνει το τοπίο (το έξω) μέσα από την κατοικία. Η μετάβαση από τον εσωτερικό στον εξωτερικό χώρο και αντίθετα γίνεται σταδιακά: ο υπαίθριος χώρος διαπερνά το εσωτερικό τμήμα του κτιρίου, με τα διακριτά ωστόσο όρια μεταξύ των δύο διαφορετικής ποιότητας χώρων, ώστε να γίνονται απο τη μια κατανοητά ως ένα η φύση και η κατασκευή, αλλά και την ίδια ώρα να υπάρχει ο ξεκάθαρος διαχωρισμός τους. Σημαντικό στοιχείο για τον Κωνσταντινίδη αποτελεί η απόλαυση του τοπίου όχι όμως “ως μια τοπιογραφία των δύο διαστάσεων – κλασσική αναπαράσταση της δυτικής τέχνης - αλλά αντίθετα ως μια πραγματικότητα η οποία μέσα από τα μεγάλα ανοίγματα εισχωρεί ως θέα πραγματικού μέσα στο βάθος του σπιτιού, ώστε να είναι πλέον μέσα στο σπίτι.” [22] Πιθανόν, μέσα από την παραπάνω διαπίστωση, να ασκεί μια κριτική έμμεσα και στον τρόπο ενσωμάτωσης του τοπίου στα κτίρια του Le Corbusier, μέσω της χρήσης ανοιγμάτων με τη μορφή «κάδρου». Ωστόσο, είναι φανερό ότι δε συμφωνεί και με την αντίληψη του Mies Van der Rohe για την ενοποίηση του μέσα με το έξω, με τη μορφή των απόλυτα διάφανων ανοιγμάτων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στη συνομιλία του με τον Θέμελη Κωνσταντίνο.[23] Ο Άρης Κωνσταντινίδης με έμπνευση τη λιτότητα του αρχέγονου ελληνικού πολιτισμού, χρησιμοποιεί συχνά στα κτίρια του το «γυμνό» μπετόν. Η έννοια του «γυμνού», σύμφωνα με τον Δ. Φιλιππίδη, ενέχει και ηθικές προεκτάσεις, καθώς “εκφράζει δύο απαιτήσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής: την ειλικρίνεια και την ένταξη στον τόπο: το γυμνό / ανεπίχριστο μπετόν επομένως αρκούσε, σχεδόν από μόνο του, για να εξασφαλίσει την απόλυτα ειλικρινή έκφραση των υλικών κατασκευής, ενώ ταυτόχρονα ήταν απόλυτα προσαρμοσμένο στον (ελληνικό) τόπο.” [24] Εκτός από το εμφανές σκυρόδεμα, ο Κωνσταντινίδης χρησιμοποιεί και υλικά από τον εκάστοτε τόπο, προτείνοντας ένα είδος «τοπογένεσης» του κτιρίου, μέσα από το ίδιο το έδαφος, στο οποίο θα έρθει να «φυτευτεί». Η χρήση των υλικών της περιοχής, τα οποία πολλές φορές προέρχονταν από περισυλλογή, ήταν ένα ακόμη χαρακτηριστικό των κατοικιών της ανώνυμης αρχιτεκτονικής. 39


ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ στην Καλαμπακα, 1960

σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο, 1962 40


Στο ξενοδοχείο Ξενία στη Μύκονο, η χρήση της ντόπιας πέτρας και του σκυροδέματος -βαμμένο λευκό- λειτουργούν ως ένα είδος «γέφυρας» μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς τα κτίρια μοιάζουν με τις ξερολιθιές και τα σαμάρια τους στους μαντρότοιχους που συναντά κάποιος στο τοπίο της Μυκόνου.[25] Η καλή αρχιτεκτονική εξάλλου, “ξεκινά πάντα με μια καλή κατασκευή. Και κατασκευή θα πει να χρησιμοποιείς το κάθε υλικό σύμφωνα με τις δικές του στατικές και μορφολογικές ιδιότητες, γιατί άλλο τρόπο κατασκευής επιβάλλει η πέτρα, άλλον τρόπο το μπετόν, και το ατσάλι και το γυαλί. Και κατασκευή θα πει ακόμη να συνθέτεις με το υλικό που διαλέγεις, και να ταιριάζεις τη λεπτομέρεια με το γενικό σχήμα σε ένα σύνολο αρμονικό και σφιχτοδεμένο.” [26] Το μοντέλο, στο οποίο υπακούουν οι κατασκευές του Κωνσταντινίδη είναι κοινό: μια σειρά διατεταγμένων λίθινων δομικών τοιχίων επί κανάβου, πάνω σε μια επίπεδη βάση. Στα τοιχία στηρίζεται μια πλάκα, από ανεπίχριστο μπετόν, με ίχνη ξυλότυπου εσωτερικά. Το τοιχίο στα κτίρια του Κωνσταντινίδη δεν ταυτίζεται με την έννοια του τοίχου. Συνδέεται με την πορεία μιας προσωπικής αναζήτησης για τη σχέση του μέσα με το έξω. “Προέρχεται από την υλική μάζα του τοίχου και την εναλλασσόμενη φωτεινότητα της κιονοστοιχίας. Δεν έχει όνομα. … Το σύνηθες μήκος τους περίπου 2,50 μέτρα, μάλλον καθορίζεται από την έκταση του ανθρωπίνου σώματος και έναν περιβάλλοντα χώρο ή τη διάσταση ενός σκεύους (τραπέζι, κρεβάτι κλπ) και την κίνηση του σώματος περί αυτό. Το πλάτος τους 50 εκατοστά αφορά στη στατική τους επάρκεια, εφόσον είναι αυτά αποκλειστικά τα φέροντα κατακόρυφα στοιχεία.” [27] Το τοιχίο, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του Κωνσταντινίδη, δίνει μια ιδιαίτερη απόδοση, στο χώρο που τοποθετείται. Ορίζει μια περιοχή γύρω από αυτό, με περισσότερη, από τη μία, συνθετική υπόσταση σε σχέση με το υποστύλωμα, αλλά και περισσότερη ελευθερία και «διαφάνεια» από την άλλη, σε σχέση με το τοίχωμα. Είναι ένα εύρημα επομένως που χρησιμοποιεί στο συντακτικό του ο αρχιτέκτονας και μετατρέπει τα κτίρια του σε κελύφη με ιδιαίτερη ρευστότητα στο χώρο. Τα όρια μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου εμπλέκονται μεταξύ τους, καθώς ο περιβάλλων χώρος μπαίνει μέσα στο κτίριο και το αντίθετο. Ωστόσο, ο πέτρινος τοίχος παύει να έχει τη λειτουργία του παραδοσιακού τοίχου με τα ανοίγματα – τρύπες μέσα σε αυτόν. Ο Κωσταντινίδης καταργεί την έννοια του ανωφλιού αφήνει να φτάσει το κενό ως την οροφή και μετατρέπει τα κάθετα τοιχώματα σε πετάσματα, που τοποθετούνται μεταξύ τους σε τέτοια απόσταση, ώστε να κατευθύνουν το βλέμμα προς το τοπίο και να ορίζουν τη σχέση του μέσα με το έξω. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος σχεδίαζε τις κατόψεις με ακρίβεια, ενώ οι όψεις του κτιρίου συνήθως αποδίδονταν με τη μορφή σκίτσου. Η μελέτη της κάτοψης ενός κτιρίου ξεκινά από το ίδιο το οικόπεδο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κωνσταντινίδης σε συνέντευξή του ότι: “κάθε φορά που ήταν να χτίσω κάτι, το πρώτο που σκεφτόμουν ήταν να πάω να δω το οικόπεδο. Καθόμουν στο οικόπεδο και επάνω εκεί έβρισκα 41


τη λύση….Ποτέ δεν κάθισα στο σχεδιαστήριο, εάν δεν είχα βρει τη λύση στο οικόπεδο. Το σχεδιαστήριό μου ήταν το έδαφος και ο ουρανός, όπου προσπαθούσα να το φανταστώ μέσα στο τοπίο, το σπίτι. Πολλές φορές μάλιστα πήγαινα και έβλεπα το οικόπεδο από διάφορες πλευρές και ξαναγυρνούσα πίσω, και στο τέλος έβρισκα τη λύση”.[28] Δεν πρέπει να αγνοείται φυσικά και η άποψή του ότι “η αληθινή αρχιτεκτονική είναι ένα «φυσικό» φαινόμενο και όχι ένα προϊόν του σχεδιαστηρίου.”[29] Ωστόσο, ο Κωνσταντινίδης, προχωρά παραπέρα από την υλοποίηση της τεχνικής άρθρωσης επί του κανάβου. Οι παραπάνω σχέσεις έχουν ήδη εντοπιστεί στη διάρκεια της παράδοσης του ελληνικού πολιτισμού και έχουν υλοποιηθεί στην κατασκευή αρχαίων ελληνικών ανακτόρων, τα οποία υπάκουαν στην “πανάρχαια αρχαιοελληνική παράδοση του μεγάρου με την τριμερή του διάρθρωση : δωμάτιο - στέγη - αυλή.” [30] Επομένως, για τον Κωνσταντινίδη, το κτίριό του αποκτά μια προστιθέμενη πολιτισμική αξία στο χρόνο, μέσω της διαφορετικής νόησης των παραπάνω δίπολων του υπαίθριου με το κλειστό, της φύσης και του τοπίου με το αρχιτεκτόνημα, κλπ., τοποθετώντας το με αυτό τον τρόπο στο πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο «φυτρώνει». Στην κατοικία στη Συκιά εφαρμόζεται για πρώτη ίσως φορά το θεωρητικό δοκίμιο της «αληθινής» αρχιτεκτονικής του στην πράξη: φέροντα τοιχώματα από ανεπίχριστη πέτρα, σε συνδυασμό με την ενιαία πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα ορίζουν τους χώρους διημέρευσης και τα υπνοδωμάτια, τα οποία λειτουργούν ως ανεξάρτητες «πτέρυγες», ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλεται ημιυπαίθριος χώρος, «κάδρο» προς το τοπίο. Σε αυτή την κατοικία είναι εμφανή τα στοιχεία που συγκροτούν την αρχιτεκτονική του, σε μια πρωτόλεια ωστόσο μορφή: τα ανοίγματα λειτουργούν ως κενά μέσα στα κάθετα τοιχώματα, στα οποία διακρίνεται το δομικό στοιχείο του τοιχίου, ενώ η πλάκα από μπετόν λειτουργεί ως μια λεπτή επιδερμίδα, χωρίς να έχει βρει ακόμη τη στιβαρή μορφή που αποκτά στα μεταγενέστερα κτίρια του. Η μέριμνά του ωστόσο, για το ελληνικό τοπίο είναι από τότε έντονη. Ο Κωνσταντινίδης βρίσκει απόλυτα το συντακτικό της αρχιτεκτονικής του στο σπίτι για διακοπές στην Ανάβυσσο (1962), στη μονοκατοικία (1963) και διπλοκατοικία (1966-67) στις Σπέτσες, στο σπίτι για διακοπές στην Αίγινα (1975) που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας για την αδερφή του και στα ξενοδοχεία Ξενία. Η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη βασίζεται στην αναζήτηση της σύγχρονης «αληθινής» αρχιτεκτονικής, επηρεασμένης από τον τόπο, η οποία αφομοιώνει όλα τα στοιχεία της παράδοσης και του τοπικισμού, χωρίς ωστόσο να γίνεται γραφική, ένας συνδυασμός κατασκευαστικού ορθολογισμού και ευαισθησίας για τον εκάστοτε τόπο, όπου θα «καθίσει» το κτίριο. Έτσι, κάθε φορά με το τοπίο, το έδαφος και το κλίμα προκύπτει ένα «μοναδικό» κτίριο, το οποίο “για το ένα τοπίο είναι νόμιμο και αληθινό και για κάποιο άλλο τοπίο και κλίμα, άκυρο και άνομο.”[31] Καθώς τα κτίρια του Κωνσταντινίδη υπακούουν σε έναν τύπο - δομή, όταν βρίσκεται κάποιος στην 42


εξοχική κατοικία στην Ανάβυσσο, βρίσκεται ταυτόχρονα στην κατοικία στις Σπέτσες και την Αίγινα, ενώ όταν βρίσκεται στο ξενοδοχείο στη Μύκονο, ταυτόχρονα μεταφέρεται και στο αντίστοιχο της Καλαμπάκας, στην Άνδρο κλπ[32] Δεν παύει ωστόσο το κάθε κτίσμα να έχει κάποιες διαφορές και αυτό γιατί προσαρμόζεται στον εκάστοτε τόπο, παίρνοντας κάθε φορά τα ιδιαίτερα, μοναδικά χαρακτηριστικά του. Ο Κωνσταντινίδης έδρασε σε μια περίοδο που κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τα κτίρια εξέφραζαν θεμελιώδεις αρχές του Μοντέρνου Κινήματος, ωστόσο ο ίδιος, αν και σαφώς βαθιά επηρεάστηκε, μπόρεσε να χαράξει ένα δικό του συντακτικό αρχιτεκτονικής: “λιτότητα στη διάταξη, κατασκευαστική ειλικρίνεια και πειθαρχία και εναρμόνιση των έργων του με το πνεύμα και την πλαστικότητα του ελληνικού τοπίου.”[33] Ο Άρης Κωνσταντινίδης μεταγράφει στοιχεία μιας αρχιτεκτονικής παράδοσης στο λεξιλόγιο του μοντέρνου. “Όλες οι αναφορές που μπορεί να γίνονται στην ιστορία, περνάνε μέσα από αυτό το φίλτρο. Πρέπει να ενταχθούν πρώτα – πρώτα, να δικαιολογηθούν μέσα σε ένα σύστημα σκέψης αρχιτεκτονικής. Δηλαδή, υπάρχει κάποια άποψη για την αρχιτεκτονική, αρκετά ορθολογική, μέσα από την οποία φιλτράρονται οποιεσδήποτε άλλες επιρροές και επομένως και προς τα έξω οι αναφορές που γίνονται.”[34]

43


Σημειώσεις

[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος έρευνας της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο : “Ο εννοιολογικός επαναπροσδιορισμός του εδάφους και η δομική διαχείρισή του στην Αρχιτεκτονική του Μοντέρνου και στην ερμηνεία του Τοπίου” [2] Δημήτρης Φατούρος, Καταπιεστικός και απελευθερωτικός ο Le Corbusier και στην Ελλάδα, Αρχιτεκτονικά Θέματα, Νο. 21/1987, σελ. 124 [3] Δημήτρης Φιλιππίδης, κεφ. Το αρχιτεκτονικό έργο αντιμέτωπο με τη φύση – ο Άρης Κωνσταντινίδης και η παράδοση στο βιβλίο Πέντε Δοκίμια για τον Άρη Κωνσταντινίδη, εκδόσεις Libro, 1997, σελ. 11 [4] Σάββας Κονταράτος, Wilfried Wang (επιμ), Αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα: Ελλάδα, στο άρθρο Σάββας Κονταράτος, Μοντερνισμός και Παραδοσιοκρατία : Από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση ως τη διείσδυση του μεταμοντερνισμού, 1945-1975,Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, DAM, Prestel, Μόναχο, 1999, σελ. 45 [5] Α. Τζώνης και L. Lefaivre, κριτική εισαγωγή στη μεταπολεμική ελληνική αρχιτεκτονική στο βιβλίο Ορέστης Δουμάνης, Μεταπολεμική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, 1945-1983, έκδοση Αρχιτεκτονικών Θεμάτων, Αθήνα 1984, σελ. 11 [6] op.cit. [7] Άρης Κωνσταντινίδης, Αρχιτεκτονική και «Τουρισμός», Αρχιτεκτονικά θέματα, 1/1967, σελ. 109 [8] Κίμων Λάσκαρις, Ο Λογιωτατισμός στην αρχιτεκτονική, Ζυγός, τεύχος 7/ 1956, σελ. 5 [9] Περικλής Γιαννόπουλος, Η σύγχρονος ζωγραφική, Άπαντα, εκδόσεις ελεύθερη σκέψις, β’επανέκδοση, 1988, σελ 31 [10] Άρης Κωνσταντινίδης, Δυο Χωριά απ’ την Μύκονο, εκδόσεις Άγρα, 1947, σελ. 10 [11] Άρης Κωνσταντινίδης, Αρχιτεκτονική και «Τουρισμός», Αρχιτεκτονικά θέματα, 1/1967, σελ. 109 [12] Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι εκτός από τα διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά του τοπίου, που επηρεάζουν σημαντικά τα κτίρια της λαϊκής αρχιτεκτονικής, αυτή δεν παύει να διαμορφώνεται και από μια σειρά άλλων παραγόντων, που αφορούν στην ψυχοσύνθεση των ατόμων του εκάστοτε πολιτισμού. [13] Άρης Κωνσταντινίδης, Η Αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1992, σελ. 119 [14] οp.cit. σελ. 131 [15] Αντρέας Γιακουμακάτος, Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, 20ος αιώνας, εκδόσεις Νεφέλη, δεύτερη έκδοση, 2004, σελ. 75 [16] Ορέστης Δουμάνης, Εισαγωγή στην μεταπολεμική αρχιτεκτονική στο περιοδικό Αρχιτεκτονική, Νο. 48/Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1964 [17] Θέμελης Κωνσταντίνος, Προσωπογραφίες, Ο Λόγος του Αρχιμάστορα, μια συνομιλία με τον Άρη Κωνσταντινίδη, εκδόσεις Ινδικτος, 2000, σελ. 104 [18] op.cit. σελ. 148 [19] Σουζάνα Αντωνακάκη, Ουτοπία και Αρχιτεκτονική. Μερικές σκέψεις, Αρχιτεκτονικά Θέματα 27/1993, σελ. 136 [20] Άρης Κωνσταντινίδης, Για την Αρχιτεκτονική, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1987, σελ. 182 [21] Άρης Κωνσταντινίδης, Δοχεία Ζωής ή το πρόβλημα για μιαν αληθινή Αρχιτεκτονική, Περιοδικό Αρχιτεκτονικά θέματα, Νο. 06/1972,σελ. 27 [22] Ζήσης Κοτιώνης, Η τρέλα του τόπου, Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο, ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2004, σελ. 37 [23] Θέμελης Κωνσταντίνος, οp.cit. σελ. 77 [24] op.cit. σελ. 108 44


[25] Άρης Κωνσταντινίδης, Για την Αρχιτεκτονική, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1981, σελ. 285 [26] op.cit., σελ. 180 [27] Ζήσης Κοτιώνης, οp.cit. σελ. 139 [28] Συνέντευξη Άρη Κωνσταντινίδη στην εκπομπή Αρχιτεκτονικοί Δρόμοι, επεισόδιο 05, Κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση, Παραγωγή ΕΡΤ, 1990 [29] Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ, Ο Άρης Κωνσταντινίδης στην Αμερική, περιοδικό Αρχιτέκτονες, Νο. 11/ Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1998, σελ. 22 [30] Άρης Κωνσταντινίδης, Στοιχεία Αυτογνωσίας - Για μιαν αληθινή αρχιτεκτονική, εκδόσεις Καρυδάκη, Αθήνα, 1975, σελ. 310 [31] Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ, Δοκίμια για τη Νέα Ελληνική Αρχιτεκτονική, θεωρητικά – ιστορικά – κριτικά, εκδόσεις Χριστάκης, Αθήνα 2001, σελ.103 [32] Ζήσης Κοτιώνης, op.cit. [33] Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ, op.cit. σελ. 99 [34] Εκπομπή Αρχιτεκτονικοί Δρόμοι, επεισόδιο 02, Μνήμη και διαχρονικότητα: Δημήτρης Πικιώνης, Άρης Κωνσταντινίδης, Παραγωγή ΕΡΤ, 1990

Πηγές Φωτογραφιών 1. http://1.bp.blogspot.com/-lu0xxzlNkTE/Tn2wI0_eJXI/AAAAAAAAA6g/Pb8xR2ydSuo/s1600/konstantinidis-1.jpg 2. http://www.buildnet.gr/files/xeni.jpg 3. http://www.domusweb.it/it/notizie/2011/06/16/marmomacc-2011.html 4. http://www.archaiologia.gr/blog/2011/06/01/ 5. http://www.parallaximag.gr/sites/default/files/kalambakaak-scan-043.jpg

*

Η Μαρία Γρηγοριάδου είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός BA(Hons), Kingston University, London και Διπλωμ. Αρχιτέκτων Μηχανικός ΔΠΘ. Το διάστημα 2009-2013 και 2014-2015 δίδαξε ως Λέκτορας (Π.Δ. 407/80) σε μαθήματα Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Δ.Π.Θ. Το διάστημα 2008-2015 εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΔΠΘ. Έχει συμμετάσχει ενεργά στη διοργάνωση και έχει διδάξει σε πέντε Εργαστήρια Αρχιτεκτονικής. Έχει συμμετάσχει σε διεθνείς και πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ιδεών. Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας σε μελέτες αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

χιτεκτονικού 45



Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΦΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ του Παναγιώτη Γούλιαρη *

Τα σύγχρονα αστικά τοπία πρέπει να αποτελούν ένα διαρκές πεδίο εποπτικής θεώρησης. Οι αλλαγές που επήλθαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα υπήρξαν τεράστιες, τόσο από άποψη χαρακτήρα όσο και κλίμακας. Για εκατομμύρια ανθρώπους αποτελούν το πλαίσιο της καθημερινής τους ζωής και συνεπώς αξίζουν μέρος της προσοχής τους. Συνιστούν επίσης, σύμφωνα με σχεδόν κάθε πρότυπο, ένα από τα μεγάλα κατασκευαστικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής. Είναι δύσκολο να είναι κανείς απόλυτα ακριβής, αλλά μόνο οι αυξήσεις του πληθυσμού υποδηλώνουν ότι περίπου το 60% του πληθυσμού του ανεπτυγμένου κόσμου πρέπει να ζει και να εργάζεται σε μεγαλουπόλεις που κατασκευάστηκαν μετά το 1945. Η οικοδόμησή τους απαίτησε σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, χρόνου και προσπάθειας, οπότε είναι ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι η εμφάνισή τους δεν είναι ούτε συμπτωματική ούτε επουσιώδης. Επιπλέον, τόσο η κλίμακα όσο και η αντοχή των υλικών των σύγχρονων μεγαλουπόλεων εγγυώνται ότι θα αποτελούν ένα μείζον κομμάτι της κληρονομιάς της εποχής τους στο μέλλον, το οποίο θα πληροφορεί απευθείας τις επόμενες γενιές για τις αξίες και τις δυνατότητες της κοινωνίας, ακριβώς όπως οι γοτθικοί καθεδρικοί και τα μεσαιωνικά αστικά τοπία παρέχουν κρίσιμες πληροφορίες για τον κόσμο του Μεσαίωνα. Αυτή η προοπτική από μόνη της φαίνεται να αποτελεί επαρκή λόγο για διερεύνηση της ανάπτυξης των σύγχρονων αστικών τοπίων και των αξιών που εσωκλείουν και εκφράζουν.[1] Το αστικό τοπίο αποτελεί επομένως το μεγαλύτερο, το πολυπλοκότερο και το πιο πολύ-επίπεδο ίχνος του ανθρώπινου πολιτισμού. Σε αυτό το αχανές ανθρωπογενές τοπίο εντοπίζεται η μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία κατασκευών και δραστηριοτήτων, η οποία παρέχει ισχυρά στοιχεία σχετικά με το υφιστάμενο, σχετικά με το παρελθοντικό αλλά και σχετικά με το δυνητικά μελλοντικό “είναι” του εκάστοτε κοινωνικού γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια, η κουλτούρα κάθε έθνους αντανακλάται στο μέγιστο βαθμό, είτε το επιδιώκει είτε όχι, στα αστικά της τοπία.[2] Τα διαφοροποιημένα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στην επικράτειά του, μπορούν να συσχετιστούν και να αποκτήσουν συνοχή μέσα από διαφοροποιημένα συστήματα εποπτείας, δημιουργώντας ταυτόχρονα και δυνατότητες συσχέτισης αισθητικής τάξης.[3] Επιπρόσθετα, η πόλη είναι ένας κοινωνικός θεσμός, αλλά και ένα ξεχωριστό περιβάλλον 47


Berenice Abbott, Flat Iron Building, 1934 48

Bill Brandt, Halifax, 1937


όπου εξελίσσονται συστήματα σχέσεων. Όχι μόνο ανάμεσα στους κατοίκους, αλλά ανάμεσα στους ανθρώπους και το κατασκευασμένο περιβάλλον. Η πόλη μπορεί να προσδιοριστεί και ως μια ιδιότυπη συμβίωση δύο διαφορετικών οργανισμών: των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και του κατασκευασμένου περιβάλλοντος, τα οποία συνυπάρχουν στο πλαίσιο μιας στενής σχέσης που είναι είτε επωφελής είτε επιβλαβής και για τις δύο πλευρές.[4] Όμως η πόλη χειραφετεί με ένα μοναδικό τρόπο και το ίδιο το υποκείμενο αναδεικνύοντας και την ενδόμυχη υπόστασή της. Η “ενδόμυχη πόλη” είναι ένας χώρος στον οποίο έχουν καταστεί ασαφή τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, μεταξύ του μεμονωμένου και του πολλαπλού.[5] Το γεγονός αυτό αναδείχθηκε με το έργο των καλλιτεχνών και των διανοούμενων του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτιμήσουν και να αξιοποιήσουν τα ιδιαίτερα προτερήματα της αισθητηριακής και διυποκειμενικής εμπειρίας που ήταν δυνατή στις μητροπολιτικές και στις βιομηχανικές πόλεις που αναπτύσσονταν τότε. Ο William Wordsworth, για παράδειγμα, υπήρξε ένας από τους πρώτους που αναγνώρισε ότι η συγκέντρωση ανθρώπων στην πόλη του Λονδίνου, παρήγαγε μία νέα, αποπροσανατολιστική εμπειρία αποξένωσης, καθώς επίσης και ένα καινούριο είδους μητροπολιτικού υποκειμένου[6] Το φωτογραφικό αστικό τοπίο, συνεχίζοντας και εμπλουτίζοντας το εγχείρημα της ζωγραφικής, συνιστά μια ιστορικά νοηματοδοτημένη ερμηνευτική αναπαράσταση του εμπειρικού τοπίου, επαναπροσδιορίζοντας την εκάστοτε διαμορφωμένη σχέση που συγκροτούν οι άνθρωποι με το αστικό περιβάλλον σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορικής τους πορείας.[7] Αυτό οφείλεται στην ιδιότητα της διαδικασίας παραγωγής του να αποτελεί μια δυναμική πρακτική, ικανή να δώσει μορφή στις ιδέες. Ταυτόχρονα, αποτελεί γνωστική διεργασία, όχι μόνο δια της καταγραφής παρατηρήσιμων περιστατικών αλλά και δια της διείσδυσης σε σημαντικά νοήματα.[8] Πρόκειται εν τέλει για μια συνθετική λειτουργία η οποία αναπαριστά την πόλη ως φωτογραφικό τοπίο αλλά και για μια δηλωτική ένδειξη κυριαρχίας πάνω στο αστικό περιβάλλον η οποία ανασυγκροτεί τη σχέση άνθρωποςπόλη.[9] Αυτή η κυριαρχία εκφράζει αναντίρρητα μια μορφή εξουσίας η οποία έχει την ικανότητα να ορίζει και να ελέγχει περιστάσεις και γεγονότα, προκειμένου τα πράγματα να κινηθούν σε κατεύθυνση ευνοϊκή προς συγκεκριμένες προθέσεις. Αυτό που έχει ενδιαφέρον εν προκειμένω, είναι η ικανότητα να φανταστεί κανείς, να κατασκευάσει και να κατοικήσει ένα καλύτερα δομημένο και αισθητικά ανώτερο αστικό περιβάλλον.[10] Το φωτογραφικό τοπίο αποτελεί ένα κοινωνικό και πολιτισμικό προϊόν, έναν τρόπο θέασης ο οποίος έχει τις δικές του τεχνικές και συνθετικές ιδιαιτερότητες. Αποτελεί έναν απόλυτα καθορισμένο, περιοριστικό και συγκροτημένο τρόπο θέασης του αστικού περιβάλλοντος. Αυτός ο τρόπος θέασης αποτελεί προϊόν μακραίωνης ιστορίας. Σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, έχουν υπάρξει συγκεκριμένα πολιτισμικά ζητήματα τα οποία έχουν πραγματευθεί διαμέσου τοπιακών αναπαραστάσεων.[11] Όπως σε 49


Ralph Crane, Eastern Sector, West Berlin, Germany, 1953 50

Todd Webb, Rue Chatillon, Paris, 1949


όλες τις αξιοσημείωτες εκφάνσεις της πολιτιστικής παραγωγής, έτσι και στην περίπτωσητου φωτογραφικού τοπίου έχουν υπάρξει άνθρωποι με ισχυρή δημιουργική φαντασία που καταπιάστηκαν σε βάθος με ζητήματα των ανθρώπινων αναγκών, τόσο εντός των επικρατούντων συμβάσεων όσο και πέρα από αυτές. Κάτω από την ιδεολογία της όρασης, της απόστασης και του διαχωρισμού που εμπεριέχεται εμμέσως στην ιδέα του φωτογραφικού τοπίου, παραμένει ως ζητούμενο η ενδυνάμωση της εικόνας της ανθρώπινης εμπειρίας της ζωής στην πόλη. Επιπρόσθετα, η προοπτική απεικόνιση που είναι ενσωματωμένη στη φωτογραφική τεχνολογία, είναι μια θεώρηση του αστικού χώρου η οποία είναι κατ’ εξοχήν κατάλληλη για την αναπαράσταση αρχιτεκτονικών όγκων, της τακτικής ρυθμικής διάταξης των δρόμων, των υπαίθριων χώρων και των κτιρίων που συνθέτουν μια πόλη. Το πρώτο τοπίο είναι η ίδια η πόλη και είναι μια αστική θεώρηση πολιτιστικής τάξης.[12] Ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής ως αισθητικό αντικείμενο είναι η σύνδεσή της με έναν συγκεκριμένο τόπο. Αυτή η σύνδεση έχει ως αποτέλεσμα η αισθητική ποιότητα ενός κτιρίου να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση του περίγυρού του. Αντιστρόφως, ένα κτίριο επηρεάζει την αισθητική ποιότητα παρακείμενων κτιρίων καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης εικόνας -σκηνής- που αυτά συνθέτουν. Ως εκ τούτου, ένα ενδιαφέρον κτίριο αντανακλά μια επαρκώς ανεπτυγμένη αίσθηση του τόπου από την πλευρά του αρχιτέκτονα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την αρχιτεκτονική ως κατ’ ουσία τέχνη δημιουργίας ενός συνόλου. Ίσως o όρος “τοπίο” να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτή την ανάγκη δημιουργίας ενός αρμονικού συνόλου. Η κατανόηση των συνεπειών που έχει η σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τον εκάστοτε τόπο, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα ότι το αισθητικό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής θα πρέπει να είναι το τοπίο, και όχι το μεμονωμένο κτίριο. Παρά το ότι οι αρχιτέκτονες ασχολούνται με το σχεδιασμό συγκεκριμένων στοιχείων του αστικού τοπίου -συνήθως με κτίρια-, το πρωτεύον αισθητικό μέλημά τους θα πρέπει να είναι η γενική εικόνα του τοπίου. Η διάκριση μεταξύ της αρχιτεκτονικής και του τοπίου ως αισθητικά αντικείμενα είναι ως εκ τούτου ζήτημα εύρους θέασης.[13] Στο φωτογραφικό τοπίο το εύρος θέασης ορίζεται από το δημιουργό και δε σχετίζεται μόνο με την θέση και το εστιακό μήκος του φακού. Η σφαιρικότητα της αναπαράστασης αστικών συνόλων στη φωτογραφική επιφάνεια, δεν περιορίζεται στην καταγραφική ιδιότητα, αλλά στη δυνατότητα διατύπωσης σύνθετων αστικών πολιτισμικών εκφάνσεων. Επομένως ο φακός δεν επιτρέπει απλώς την αντικειμενοποίηση ευρύτερων αστικών συνόλων προκειμένου να αξιολογηθεί η αρμονικότητα του συνόλου απλώς με όρους αποτύπωσης. Ενσωματώνει στην αναπαραστατική-ερμηνευτική επικράτεια ιδιότητες που μπορούν να ανιχνεύσουν τη σύνθετη πολιτισμική διαστρωμάτωση της πόλης. Όπως ακριβώς η εικόνα στον ανθρώπινο οφθαλμό αναπαριστά διαμέσου του εγκεφάλου τον κόσμο, και ως εκ τούτου την οπτική εμπειρία του παρατηρητή, αντίστοιχα το φωτογραφικό αστικό τοπίο αναπαριστά την οπτική εμπειρία του μεμονωμένου παρατηρητή εντός του απεικονιζόμενου αστικού γίγνεσθαι.

51


Louis Faurer,Union Square, New York City, 1950 52


Παρά το ότι δεν απεικονίζεται, ο παρατηρητής είναι συμβολικά παρών και άρα αντιπροσωπεύεται από την εικόνα που αποτελεί τον υπαινισσόμενο γεωμετρικό τόπο της αναπαριστώμενης οπτικής εμπειρίας της πόλης.[14] Βάσει της σκέψης ότι η οπτική εμπειρία είναι μια απεικόνιση του κόσμου ή ότι αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα μιας απεικόνισης του κόσμου σε ένα συνειδητό νου, μπορεί κανείς να εκλάβει το φωτογραφικό τοπίο ως την απεικόνιση της εμπειρίας του δημιουργού για τον πραγματικό κόσμο. Κατά την φωτογραφική πρακτική, η λειτουργία της επιλογής είναι κομβικής σημασίας. Απουσία επιλογής, ή μη κατευθυνόμενη προσοχή, οδηγεί σε ανοργάνωτο αποτέλεσμα. Η κατευθυντήρια πηγή της επιλογής είναι το ενδιαφέρον. Εν προκειμένω μια υποσυνείδητη αλλά οργανική επιλεκτική τάση προς ορισμένες πτυχές και αξίες του πολύπλοκου αστικού περιβάλλοντος. Ο δημιουργός, όταν επιλέγει, ακολουθεί τη λογική του ενδιαφέροντός του, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία που ενισχύουν αυτό το ενδιαφέρον. Το ένα όριο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, είναι το ότι παραμένει αναπόδραστη η αναφορά στα χαρακτηριστικά και τη δομή των πραγμάτων εντός του αστικού περιβάλλοντος. Ο δημιουργός είναι αδύνατον να εργαστεί σε ένα αμιγώς ιδιωτικό πλαίσιο αναφοράς. Η απόσταση όμως μεταξύ των τεχνολογικά αναπαριστώμενων μορφών και του συνολικού αποτελέσματος, αναδεικνύει το βαθμό στον οποίο το φωτογραφικό μέσο μπορεί να επιφέρει τους επιλεκτικούς μετασχηματισμούς του χωρίς να χάνει την πολύτιμη δύναμη της συσχέτισής του με το αντικειμενικό αστικό πλαίσιο αναφοράς.[15] Το φωτογραφικό τοπίο αποτελεί μια μορφή γνώσης εμπεριέχοντας αναπόδραστα στοιχεία από την πραγματικότητα. Ο γνωστικός χαρακτήρας της εικόνας, το περιεχόμενο αλήθειας της, ξεπερνά τη γνώση της πραγματικότητας, του εμπειρικά υπαρκτού. Η γνώση που παρέχει σχετίζεται με την ικανότητά της να συλλαμβάνει και να αναπαριστά μέρος της ουσίας του αστικού τοπίου. Όχι “μιλώντας” γι αυτό, εικονογραφώντας το ή μέσω κάποιου είδους μίμησης. Η ουσία αυτή αναδύεται κατά τρόπο πολυσήμαντο, συμπληρώνοντας τη γνώση και προσθέτοντας αυτό που οι υπόλοιπες γνωσιακές διεργασίες δεν μπορούν να συμπεριλάβουν. Με αυτόν τον τρόπο μετασχηματίζεται και διευρύνεται ο γνωστικός χαρακτήρας της και αναθεωρείται η φαινομενικά μονοσήμαντη τεχνολογική της σαφήνεια.[16] Επομένως, το αναπαριστώμενο αστικό αντικείμενο του φωτογραφικού τοπίου είναι πρόδηλα διαφοροποιημένο από το εμπειρικό χωρικό-χρονικό αστικό αντικείμενο. Η πόλη αναδομείται ως η εκάστοτε ατομικότητα του φωτογραφικού τοπίου μέσω του ανθρώπινου βλέμματος, το οποίο την κατατέμνει, διαμορφώνοντας ξεχωριστές ενότητες από τα επιμέρους τμήματα.[17] Ως μόρφωμα, περιέχει τα στοιχεία της εμπειρικής πραγματικότητας, αλλά ταυτόχρονα τα μεταθέτει, τα διαλύει και τα ανασυνθέτει σύμφωνα με τους δικούς της συντακτικούς κανόνες. Μόνο με έναν τέτοιο μετασχηματισμό μπορεί να δώσει το φωτογραφικό τοπίο στο εμπειρικό, αυτό που του ανήκει, δηλαδή το φανέρωμα.[18] Το φωτογραφικό τοπίο μπορεί να έχει μια νοηματική λειτουργία περισσότερο αποκρύπτοντας, παρά αποκαλύπτοντας πράγματα.

53


Henri Cartier-Bresson, Paris, 1954 54

Mario De Biasi,San Francisco, 1980


Προξενεί διεργασίες διερώτησης μέσω των μετασχηματισμών και της ανατροπής αξιών, χωρίς να παρέχει απλά και προσβάσιμα πρότυπα. Επομένως, ο τρόπος να βλέπει κανείς και να γνωρίζει, δηλαδή η αντίληψη και η γνώση, επηρεάζονται από τις επαναπροσδιορισμένες κοινωνικές σχέσεις και αξίες που είναι εγγενείς στα αναπαραστατικά τοπία.[19] Η ροή του ιστορικού αστικού χρόνου η οποία αναδύεται θραυσματικά από την φωτογραφική αναπαραγωγικότητα, επαναπροσδιορίζεται από τον φακό ο οποίος ακινητοποιεί τη στιγμή που βρίσκεται σε διαδικασία εξαφάνισης. Ο φωτογραφικός κόσμος της “διαρκούς επιστροφής” είναι ένας κόσμος που ακατάπαυστα επανακαθορίζει και επιστρέφει στην εξανεμιζόμενη στιγμή της λήψης. Αυτό που εξανεμίζεται σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι μόνο το πεπερασμένο θέμα μπροστά στον φακό εντός του οποίου ο κόσμος εξελίσσεται, αλλά η πιθανότητα επιστροφής του. “Μια επιστροφή χωρίς επιστροφή”. Η αιώνια επιστροφή του Blanqui λέει ότι το φωτογραφηθέν, από τη στιγμή που φωτογραφηθεί, δεν μπορεί να επιστρέψει ποτέ στον εαυτό του. Μπορεί μόνο να εμφανίζεται στην απομάκρυνσή του με τη μορφή της αναπαράστασής του. [20] Το φωτογραφικό τοπίο έφερε επανάσταση όσον αφορά στον τρόπο αντίληψης της πόλης. Η εικόνα που παράγεται από το ανθρώπινο χέρι θεσπίζει με την έλευση της φωτογραφίας μια μεταλλαγή των πρώτων υλών της. Η ζωγραφική τέχνη της παραγωγής αστικών τοπίων, η οποία φαινόταν να είναι αποκλειστικά εξαρτώμενη από τις προθέσεις του καλλιτέχνη απέναντι στο πραγματικό, τελειώνει με την ανακάλυψη του χημικού ίχνους. Πράγματι, μέχρι τότε φαινόταν να υπάρχει η αίσθηση ότι το εμπειρικό τοπίο δεν είχε καμία σημασία. Με τη φωτογραφία, ο δημιουργός δεν είναι πια ο τεχνίτης, αλλά αυτός που ελέγχει το φως. Η πόλη αποκτά ξαφνικά τη δυνατότητα να παρουσιάζεται αυτόνομα. Όπου η απεικόνιση είχε γίνει η έκφραση μιας δύναμης αλλαγής, νοηματοδότησης διά της κατασκευής από το μηδέν, τώρα ήταν μια διαδικασία μετάλλαξης του πραγματικού, μεταφέροντας στο θεατή το αίνιγμα της φαινομενικά αμεταμόρφωτης πραγματικότητας. Συνεπώς, μεταξύ των πολλών παραδόξων που χαρακτηρίζουν το φωτογραφικό ιδίωμα, υπάρχει ένα ακόμα. Η μηχανή γύρω από την οποία έχει οικοδομηθεί ένα ολόκληρο λεξιλόγιο “αποικισμού” του πραγματικού, παραβίασής του, ανατροπής του και εισβολής σε αυτό, είναι ταυτόχρονα μια μηχανή που εκτελεί και την ανθρώπινη αποστέρηση του κόσμου. Δεν αποτελεί μια ματιά στον πραγματικό κόσμο αλλά ωθεί σε μια αντιπαράθεση με μια χωρική και χρονική εκδοχή του η οποία παραμένει πεισματικά αμετάκλητη. Όταν κοιτάζει κανείς ένα φωτογραφικό τοπίο, βλέπει ένα τετελεσμένο αστικό γεγονός. Αντίθετα, η ζωγραφική φαίνεται από την πλευρά της να διατηρεί τα πράγματα ανοικτά, τόσο για το δημιουργό, στο βαθμό που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανασυνθέσει το έργο του, όσο και για το θεατή, προσκαλώντας τον επ’ αόριστον να ασκήσει τις ίδιες τις δημιουργικές του ελευθερίες.[21] 55


Esther Bubley, New York Harbor, Looking Toward Manhattan from the Footpath on Brooklyn Bridge, October, 1946 56


Το φωτογραφικό αστικό τοπίο συνιστά έναν απόλυτα κατασκευασμένο κόσμο που αποσκοπεί σε μια βιωματική φαντασιακή μεταφορά, στον οποίο ο θεατής εισέρχεται ενεργά κατά τη διάρκεια της αισθητικής σύμπλεξης.[22] Οι σκέψεις, τα αισθήματα και οι κρίσεις που προκαλούνται από μια τέτοια διάδραση με το έργο, είναι σημαντικές, διότι μπορούν να εμπλουτίσουν την κατανόησή του για το εμπειρικό τοπίο με τρόπους που να έχουν επίπτωση ακόμα και σε πρακτικό επίπεδο. Η ικανότητα της τέχνης να εμβαθύνει με τρόπους σχετικούς με τις καθημερινές και στοχαστικές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, αποτελεί έναν βασικό λόγο για τον οποίο η τέχνη και η αισθητική εμπειρία πρέπει να κατέχουν πολύ πιο διευρυμένο ζωτικό χώρο στις κοινωνικές πρακτικές. Το φως, η φυσική σύνδεση του φωτογραφικού ίχνους με το εμπειρικό τοπίο, επηρεάζει την φωτοευαίσθητη επιφάνεια κατά τρόπο που φέρει το εντύπωμα του αντικειμένου, αποφεύγοντας όλη την αυθαιρεσία που συνήθως συνδέεται με την κατασκευή φανταστικών συμβόλων σε άλλες περιοχές έκφρασης. Το αστικό ίχνος πάνω στην φωτογραφική επιφάνεια αποτελεί ένα είδος ένδειξης και όχι απαραιτήτως το πιο καθοριστικό για το νόημα της εικόνας. Εντός της φωτογραφικής επιφάνειας, η αισθητική ποιότητα δεν ανήκει στα στοιχεία του αστικού τοπίου αυτά καθ’ αυτά, αλλά αποδίδεται από την διαμεσολαβημένη προβολή σε αυτά από την νοητική διεργασία. Είναι η πηγή του ορισμού της ομορφιάς ως “αντικειμενοποιημένης απόλαυσης” αντί ως απόλαυσης που ενυπάρχει στο αντικείμεν.[23] Υπό αυτή την έννοια το αντικείμενο και η απόλαυση του συνιστούν αδιαίρετη συνθήκη στην εμπειρία. Το εμπειρικό τοπίο και ο αντιλαμβάνων δημιουργός έχουν μια αμφίσημη σχέση. Σε κάθε περίπτωση όμως η αλληλεπίδρασή τους πραγματοποιείται εντός του αστικού περιβάλλοντος. Η σύνθεση του φωτογραφικού τοπίου δεν αποτελεί διεργασία η οποία συμβαίνει αποκλειστικά στο μυαλό του δημιουργού, καθώς η παραγωγή του φωτογραφικού τοπίου προϋποθέτει τη φωτογραφική κατοίκηση του αστικού περιβάλλοντος. Είναι δηλαδή αδύνατον για το φωτογράφο να εξασφαλίσει κάποιο είδος εσωτερικής βεβαιότητας αυτού που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα εξωτερικά, “γλιστρώντας πάνω από αυτή χωρίς να την αγγίζει”[24] Ο φωτογράφος βιώνει την αστική πραγματικότητα την οποία χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη για το έργο του˙ βρίσκεται εντός της. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα του φωτογραφικού του συγχρονισμού με το αστικό γίγνεσθαι, ανεξαρτητοποιείται φορμαλιστικά και νοηματικά από αυτό, κατακτώντας αυτονομία και αυτοτέλεια.

57


Σημειώσεις

[1] Relph, 1992, σελ.2 [2] Lewis F. Peirce, Axioms for Reading the Landscape, στο Interpretation of Ordinary Landscapes, Oxford University Press, New York, 1979, σελ. 15 [3] Smith F. Peter, The Syntax of Cities, Hutchinson, London, 1977, εισαγωγή [4] Jackson J.B., Landscapes, The University of Massachusetts Press, Massachusetts, 1970, σελ. 77 [5] Di Palma Vittoria, Periton Diana, Lathouri Marina, Intimate Metropolis, Routledge, New York, 2009, σελ. 2 [6] Lees Loretta, The Emancipatory City : Urban (Re)Visions, στο Emancipatory City? Paradoxes and Possibilities, Sage Publications, London, 2004, σελ. 9 [7] Δασκαλοθανάσης Νίκος, Η Φύση ως Τοπίο, Επίμετρο στο Τοπίο, Ποταμός, Αθήνα, 2004, σελ. 152 [8] Greenough Sarah, Looking in, Robert Frank’s The Americans, Expanded Edition, Steidl, 2009, σελ. 29 [9] Δασκαλοθανάσης, 2004, σελ.160 [10] Dovey Kim, Framing Places, Mediating Power in Built Form, Routledge, New York, 1999, σελ.9 [11] Cosgrove, 1998, σελ. 270 [12] Cosgrove, 1998, σελ.70 [13] Bourassa, 1991, σελ.19 [14] Friday Jonathan, Aesthetics and Photography, Ashgate, Cornwall, 2002, σελ.9 [15] Dewey John, Art as Experience, Penguin, New York, 2005, σελ.99 [16] Adorno Theodor, Αισθητική Θεωρία, Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 102 [17] Simmel Georg, Φιλοσοφία του Τοπίου, στο Τοπίο, Ποταμός, Αθήνα, 2004, σελ.14 [18] Adorno, 2000, σελ. 439 [19] Muir Richard, Approaches to Landscape, MacMillan, London, 1999, σελ.212 [20] Carava, 1998, σελ.42 [21] Clive Scott, Street Photography, From Atget to Cartier Bresson, Tauris, London, 2007, σελ.199 [22] Friday Jonathan, Aesthetics and Photography, Ashgate, Cornwall, 2002, σελ.29 [23] Dewey John, Art as Experience, Penguin, New York, 2005, σελ.258 [24] Merleau-Ponty Maurice, The Visible and the Invisible, Northwestern University Press, New York, 2000, σελ.10

58


Πηγές Φωτογραφιών

1. http://www.artsmia.org/get-the-picture/print/abbott.shtml 2. http://www.chrisbeetlesfinephotographs.com/gallery/all-stock/halifax-1937.html 3. http://leclownlyrique.wordpress.com/2011/09/24/demain-des-laube-2/ 4. http://leclownlyrique.wordpress.com/2011/09/24/demain-des-laube-2/ 5. http://www.sfmoma.org/explore/collection/artwork/32083 6. http://leclownlyrique.wordpress.com/page/20/ 7. http://pinterest.com/shoreline68/cartier-bresson/ 8. http://www.brooklynmuseum.org/opencollection/research/brooklyn_bridge/photographs/fullphp?imgNo=54.201.3

* Ο Παναγιώτης Γούλιαρης σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια πραγματοποίησε τις

Μεταπτυχιακές του Σπουδές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο όπου και εκπονεί τη Διδακτορική Διατριβή του. Συμμετείχε ως βοηθός στο Διατομεακό Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης 7ου-8ου Εξαμήνου της Σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π. από το 2006 έως το 2009. Κατά την περίοδο 2009 - 2012 δίδαξε με την ιδιότητα του Συμβασιούχου Λέκτορα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Δ.Π.Θ. στα μαθήματα: Σχεδιασμός Τοπίου και Αρχιτεκτονική 4ου Εξαμήνου, Αστικός Σχεδιασμός 7-8ου εξαμήνου και Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός 9ου εξαμήνου. Είναι ιδρυτικό μέλος των Extrude Architects και έχει συμμετάσχει σε διεθνείς και πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.

59



Φοιτητικές εργασίες

*Τα σύντομα κείμενα που συνοδεύουν τις προτάσεις των φοιτητικών εργασιών, έχουν γραφτεί από τους ίδιους, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία ή παρέμβαση των διδασκόντων.


ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου – ανασχεδιασμός των παλαιών λιμενικών εγκαταστάσεων στη “χερσόνησο της Παναγίας” σε χώρο πολιτιστικών δραστηριοτήτων, αναψυχής, ήπιων αθλητικών δραστηριοτήτων και χαλάρωσης

Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια σύντομη περιγραφή του θέματος τους μαθήματος και ακολουθεί παρουσίαση των φοιτητικών εργασιών που συμμετείχαν στην έκθεση και οι οποίες αφορούν το Ακαδημαϊκό έτος 2011-2012

η διδακτική ομάδα του μαθήματος : Πολυχρονόπουλος Δημήτρης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΑΜ - ΔΠΘ Γούλιαρης Παναγιώτης, Συμβασιούχος Λέκτορας ΤΑΜ - ΔΠΘ Γρηγοριάδου Μαρία, Συμβασιούχος Λέκτορας ΤΑΜ - ΔΠΘ

62

Η περιοχή μελέτης βρίσκεται κοντά στο κέντρο της Καβάλας, αποτελεί το νότιο θαλάσσιο όριο της πόλης και σημείο του αστικού ιστού με σημαντικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα συντάσσεται και οργανώνεται στο χώρο που διαμορφώνει μέρος των λιμενικών εγκαταστάσεων της πόλης. Η λιμενική δραστηριότητα στην Καβάλα διατρέχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή, καθώς ξεκινά από τα τέλη του 7ου αιώνα, όταν οι Θάσιοι αξιοποίησαν ένα φυσικό όρμο στις δυτικές ακτές της χερσονήσου της Παναγίας, που σήμερα έχει εξαφανισθεί κάτω από διαδοχικές επιχώσεις. Το λιμάνι διαχρονικά κράτησε ανοικτούς δρόμους με όλο τον Ελληνικό κόσμο του Αιγαίου και της Μ. Ασίας, μέσω των οποίων δημιουργήθηκαν συνθήκες, όχι μόνο ανταλλαγής εμπορευμάτων, αλλά και έντονων διαπολιτισμικών επαφών και επιδράσεων. Το 1920 η Καβάλα αποκτά Λιμενική Επιτροπή, με σκοπό την κατασκευή του λιμανιού, ενώ οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1950. Σε άμεση γειτνίαση με την περιοχή λιμενικών εγκαταστάσεων που αναπτύσσεται το θέμα του μαθήματος, βρίσκεται η “χερσόνησος της Παναγίας”, του ιστορικού κέντρου της Καβάλας με ποικίλα ιστορικά κτίρια, όπως το Ιμαρέτ (1817-1821), συγκρότημα της όψιμης αρχιτεκτονικής της οθωματικής περιόδου, το οποίο λειτουργεί ως ξενοδοχείο τα τελευταία χρόνια και δεσπόζει στο βράχο.


παρούσα κατάσταση της περιοχής σχεδιασμού

Η σημερινή κατάσταση της περιοχής χαρακτηρίζεται από έλλειψη σχεδιασμού και οργάνωσης χώρου. Κτιριακές εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται, ανήκουν στις εγκαταστάσεις λιμένα, κυρίως αποτελούν βοηθητικά κτίσματα και αποθηκευτικούς χώρους, καθώς και ένα νέο μικρό επιβατικό σταθμό. Οι μεγάλες πλατφόρμες από μπετόν των λιμενικών εγκαταστάσεων, αν και βρίσκονται σε κεντροβαρικό σημείο του ιστού της πόλης, χαρακτηρίζονται από έλλειψη δημόσιων δραστηριοτήτων. Μεγάλο τμήμα της περιοχής λειτουργεί και ως υπαίθριος χώρος στάθμευσης. Σε γενικές γραμμές, σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύονται τα σημαντικά πλεονεκτήματα που μπορεί να αποκτήσει η περιοχή, μέσω του ανασχεδιασμού της, ως χώρος περιπάτου, ένταξης πολιτιστικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων και προβολής της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας και ιστορίας της πόλης.

στόχοι και αντικείμενο του συνθετικού θέματος

Στο θέμα του μαθήματος προτείνεται η μετεγκατάσταση των παραπάνω χρήσεων από το χώρο μελέτης και η απελευθέρωσή του από λιμενικές χρήσεις και βοηθητικά κτιριακά κελύφη, ώστε να ανασχεδιαστεί πλήρως ως ενιαίος υπαίθριος χώρος, με στόχο τη μετατροπή του σε ένα περιβάλλον πολιτιστικών δρώμενων, αναψυχής, ήπιων αθλητικών δραστηριοτήτων, περιπάτου και χαλάρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ένα σημαντικό ζητούμενο η αποκατάσταση της σχέσης της πόλης με τη θάλασσα, η οπτική και λειτουργική σύνδεση της περιοχής μελέτης με τον ευρύτερο αστικό ιστό, καθώς και η απόδοση μιας νέας ταυτότητας δημόσιου χώρου στα αδιαμόρφωτα τμήματα της περιοχής. Ένα από τα κύρια ζητούμενα, ήταν και οι παρεμβάσεις ανασχεδιασμού στο μεγάλο επίμηκες κτίριο στο μέτωπο των λιμενικών εγκαταστάσεων, στο οποίο οι ομάδες των φοιτητών εισάγουν νέες δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα.

63


φάσεις του σχεδιασμού [αναλυτικά] Α’ φάση: Περιλαμβάνει αναγνώριση του χαρακτήρα της περιοχής μελέτης. Οι φοιτητές τοποθετούνται πάνω

στο ζήτημα της αποκατάστασης της προβληματικής σχέσης της πόλης με τη θάλασσα και στη συνέχεια αξιολογούν την παρούσα λειτουργική σύνδεση της περιοχής με την παράκτια ζώνη και τον υφιστάμενο αστικό ιστό. Επιπλέον, μέσα από επισκέψεις στην περιοχή έρχονται σε άμεση επαφή με τα προβλήματα περιβάλλοντος και αλλοίωσης του τοπίου που έχουν προκύψει από τους αστικούς μετασχηματισμούς των τελευταίων δεκαετιών. Οι συνθετικές δυνατότητες που δίνει το θέμα για το σχεδιασμό είναι ιδιαίτερα αυξημένες. Γι’ αυτό είναι σημαντικό η κάθε ομάδα να προσδιορίσει τη δική της πρόταση, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται οι δεσμεύσεις και οι δυνατότητες της συγκεκριμένης περιοχής που δίνεται για μελέτη. Οι ιδέες θα πρέπει να αποκτήσουν σταδιακά προγραμματική μορφή και σχεδιαστική έκφραση μέσα από τα ζητούμενα του θέματος. Στην πρώτη φάση δίνεται έμφαση στις κλίμακες 1:1000, 1:500 Β’ φάση [σύνθεση αστικού χώρου]: Αφορά στην ολοκλήρωση του σχεδιασμού σε επίπεδο οργάνωσης δραστηριοτήτων, καθώς και σχεδιασμού του παράκτιου υπαίθριου χώρου για το σύνολο της περιοχής παρέμβασης. Η κλίμακα σχεδιασμού είναι η 1: 200 Tα σχέδια συνοδεύονται από μακέτες εργασίας, σκίτσα και λεπτομέρειες που είναι ελεύθερες σε κλίμακα και προσδιορίζονται με βάση τις ανάγκες παρουσίασης των επιμέρους ιδεών για το σχεδιασμό φυσικών και τεχνητών διαμορφώσεων και κατασκευών. Στην περιοχή μελέτης που υποδεικνύεται ως περιοχή συνθετικής παρέμβασης στον αστικό χώρο ζητούνται να ενταχθούν στη συνθετική πρόταση τα εξής: - Προτάσεις αποκατάστασης του τοπίου, οπτικές και λειτουργικές συνδέσεις με τον παραδοσιακό οικισμό της Παναγίας. - Υπαίθριες διαμορφώσεις στις υπάρχουσες πλατφόρμες των λιμενικών εγκαταστάσεων - Εκτεταμένες παρεμβάσεις ανασχεδιασμού στο μεγάλο επίμηκες κτίριο στο μέτωπο των λιμενικών εγκαταστάσεων, στο οποίο καλούνται οι ομάδες των φοιτητών να το εντάξουν στις προτάσεις τους και να εισάγουν νέες δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα. Οι φοιτητές διατηρούν στα πλαίσια του θέματος μέρος από το κέλυφος του κτιρίου, αποκαλύπτοντας ή ανατρέποντας τμήματα των βασικών δομικών στοιχείων του και μετατρέποντάς το σε ένα σύνολο από ανυψωμένες πλατφόρμες “αστικού εδάφους” με πολλαπλές χρήσεις. Μέσα από τις προτεινόμενες παρεμβάσεις οι φοιτητές διαπραγματεύονται με την έννοια του δημόσιου χώρου σε σχέση με την κτιριακή κατασκευή, προτείνοντας εναλλασσόμενες (κλειστές- ανοικτές) 64


περιοχές πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εκθέσεων, καθώς και τη δημιουργία ενός νέου τύπου αστικής πλατείας σε διαφορετική στάθμη από το έδαφος. - Υπαίθριες αμφιθεατρικές διαμορφώσεις χωρητικότητας 150-200 ατόμων (ελαφρά κατασκευή) κατά το δυνατόν ενταγμένη στις ευρύτερες διαμορφώσεις. - Δύο υπαίθρια γήπεδα με συνοδευτικές εγκαταστάσεις (αφορούν εγκαταστάσεις αθλοπαιδιών με ήπιο χαρακτήρα σε τοπικό επίπεδο) - Περιοχές παιχνιδιού (ηλικίες 6-12 ετών) με προτεινόμενο χαρακτήρα από τους φοιτητές. - Μικρές πλωτές εξέδρες ή προβλήτες ελαφράς κατασκευής που έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν δραστηριότητες παιχνιδιού, σε σχέση με το νερό και χώρους καθιστικών. - Σχέδια πρόσβασης σε όλους τους παραπάνω χώρους για άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ), με επιμέρους λεπτομέρειες ελεύθερης κλίμακας - Σχεδιασμός αστικού εξοπλισμού (καθιστικά, φωτισμός, στοιχεία νερού) με επιμέρους λεπτομέρειες και σκίτσα ελεύθερης κλίμακας που επεξηγούν τις προτάσεις - Διαμορφώσεις προτεινόμενων φυτεύσεων και προσδιορισμός υλικών επιφανειακής κάλυψης (μαλακά, σκληρά υλικά) Ο συνολικός σχεδιασμός ζητείται να χαρακτηρίζεται από προτάσεις φιλικές προς το περιβάλλον, με σεβασμό στην ιδιαιτερότητα του υφιστάμενου τοπίου.

65


66


11

Βαγγέλης Βράκας Δάφνη Γουρζή Αϊγκιούλ Μουσλού Ματίνα Σακούτσιου

Βασική συνθετική επιλογή αποτέλεσε ο επιμερισμός της περιοχής μελέτης σε τρεις διακριτές ενότητες: - περιοχή εισόδου - κεντρική πλατεία, χώρος συγκέντρωσης κινήσεων και εκτονώσεων - κατάληξη της συνθετικής πορείας, δευτερεύουσα πλατεία

κάτοψη ισόγειας στάθμης και διαμόρφωση υπαίθριου χώρου

Οι διαφορετικές ποιότητες και τα μεγέθη αλλά και ο τρόπος μετάβασης από την μια ενότητα στην άλλη, δηλώνουν τη συνθετική βαρύτητα που αντιστοιχεί σε κάθε ενότητα. Ξεκινώντας λοιπόν από τη δημιουργία ενός πρώτου ανοίγματος, μεταβαίνουμε στο κέντρο της σύνθεσής μας μέσω μιας πορείας-λαιμού που προσφέρει μια εποπτική σχέση με το κτίριο και τέλος μέσω μιας στρέψης καταλήγουμε στην τρίτη και τελευταία ενότητα της σύνθεσης. Eπίσης έχει προβλεφθεί και μια δευτερεύουσα, υποβαθμισμένη πορεία κοντά στο νερό, η οποία συσχετίζεται άμεσα με το κτίριο.

67


68


2 Μυρτώ Λάντζα Πέτρος Λάππας Λουκάς Πρωτοπαπάς Κων/νος Τσιμπούρης

Τα ερεθίσματα που αναγνωρίσαμε στην περιοχή ήταν τόσο η θάλασσα και η οπτική φυγή προς την κορυφογραμμή της πόλης της Καβάλας, όσο και τα παλιά τείχη της πόλης. Στην λύση μας προτείναμε μια βασική ευθύγραμμη πορεία που ενώνει τρία γήπεδα, μια παιδική χαρά και ένα ανοιχτό αμφιθέατρο και καταλήγει στην παραλία. Οι υπόλοιπες χαράξεις προέκυψαν από τον συνδυασμό των δύο καννάβων που θέτουν από την μία το κτίριο και από την άλλη η προβλήτα που καταλήγει στη θάλασσα. Ως προς το κτίριο, προτάθηκε η ανάπτυξή του στο ισόγειο σε pilotis -με εξαίρεση ένα στεγασμένο αμφιθέατρο, ενώ στον πρώτο όροφο βρίσκεται ένας εκθεσιακός χώρος και τελικά ο επισκέπτης οδηγείται σε ένα φυτεμένο δώμα με πανοραμική θέα. Τέλος, σημαντικά συνθετικά στοιχεία του κτηρίου αποτελούν το παρατηρητήριο που ενώνεται με το υπόλοιπο κτήριο με μια δισκελή ράμπα, και το cafe’ που μοιάζει να “επιπλέει“ στο νερό.

νότια όψη κτηρίου λιμενικών εγκαταστάσεων κάτοψη δώματος και διαμόρφωσης υπαίθριου χώρου

69


70


3 Μαρίνα Αναγνωστοπούλου Βίβιαν Γαϊσερλίδου Ρούλα Μπίρδα Μαντώ Σταυρογιαννακοπούλου

Βασική συνθετική ιδέα αποτέλεσε η δημιουργία μιας “κορδέλας” που ενσωματώνει τμήματα του κτιρίου, διατρέχει το χώρο του λιμανιού και καταλήγει σε μια υπαίθρια αμφιθεατρική διαμόρφωση. Η συνθετική πρόταση απαρτίζεται από δύο ενότητες, των οποίων συνδετικό στοιχείο αποτελεί η “κορδέλα” αυτή. Πρώτη ενότητα είναι μια πλατφόρμα με ξύλινες εξέδρες, που περιλαμβάνει καθιστικά και περιοχές φύτευσης και εισάγει τον επισκέπτη στο κτίριο. Δεύτερη ενότητα αποτελεί μια περιοχή αθλητικών εγκαταστάσεων-παιχνιδιού με πατημένο χώμα, μικρού μεγέθους επιφάνειες υδάτινων στοιχείων και αμφιθέατρο που καταλήγει σε ένα πλάτωμα οδηγώντας στην προβλήτα. Ειδικότερα, το κτίριο προσφέρεται για περιήγηση του επισκέπτη διαμορφώνοντας ποικιλία κενών και πλήρων και διαθέτοντας χώρο εκθέσεων και καφέ.

σχέδιο γενικής διάταξης

71


72


4 Γιώργος Διαμαντόπουλος Ντομινίκ Βαρύτης

Η βασική συνθετική ιδέα του ανασχεδιασμού του λιμένος της Καβάλας στηρίζεται στη χάραξη ενός ενιαίου άξονα κίνησης, που διαφοροποιείται σε κλίση σε τρία σημεία και στα οποία αθρώνονται τρεις «κόμβοι» λειτουργικές ενότητες. Το νερό, ως βασικό συνθετικό στοιχείο, εισχωρεί μέσα στο θέμα και ορίζει ξεκάθαρα τις τρεις ενότητες. Η πρώτη λειτουργική ενότητα, η οποία αποτελεί και το κέντρο βάρους της σύνθεσης καθώς φιλοξενεί τη μεγαλύτερη ροή στάσεων-κινήσεων κρίθηκε σκόπιμο να φιλοξένήσει εκθεσιακούς χώρους, χώρους εστίασης και στάσης σε άμεση σχέση με το υδάτινο στοιχείο. Η δεύτερη λειτουργική ενότητα προτείνεται να φιλοξενήσει χώρους άθλησης και παιχνιδιού, καθώς και μια μεγάλη πλατεία. Τέλος, η τρίτη ενότητα φιλοξενεί έναν καθαρά πολιτιστικό τομέα ο οποίος περιλαμβάνει αμφιθεατρικές διαμορφώσεις σε άμεση σχέση με το τείχος και τη βραχώδη γεωμορφολογία.

σχέδιο γενικής διάταξης

ισόγεια στάθμη

73


74


5 Κατερίνα Γαλατσιάνου Αθηνά Καπουσούζ Βασιλική Καραφωτιά Κύριο στόχο αποτέλεσε ο διαχωρισμός των χρήσεων γης και η οργάνωσή τους σε υποενότητες.Οι χαράξεις προκύπτουν από βασικούς άξονες της πόλης. Αρχικά, το πρώτο σημείο που συναντά κάποιος είναι η μεγάλη πλατεία όπου βρίσκεται και η είσοδος του κτιρίου, έπειτα μία μεταβατική περιοχή που ενδείκνυται για ανάπαυση και περίπατο και τέλος, η περιοχή παιχνιδιού με ένα χώρο ελεύθερης βλάστησης και αθλητικές εγκαταστάσεις. Ο διαχωρισμός αυτών εντείνεται με τη διαφοροποίησή τους από σκληρά και μαλακά δάπεδα. Ο χώρος του κτιρίου επαναπροσδιορίζεται ως χώρος πολιτιστικών δραστηριοτήτων, με αμφιθέατρο, χώρο κλειστών και ημιυπαίθριων εκθέσεων και αναψυκτήριο. Ισχυρά κάθετα στοιχεία δια-περνούν τα οριζόντια στοιχεία δημιουργώντας χώρους και διαδρομές, ακολουθώντας το φέροντα οργανισμό της κατασκευής.

σχέδιο γενικής διάταξης

βόρεια όψη

νότια όψη

τομή κτιρίου λιμενικών εγκαταστάσεων

75


76


6 Χρύσα Βαρετίδου Σοφία Ασλανίδου

σκίτσα από την πορεία εργασίας

Στόχος της μελέτης ήταν να εισαχθεί όσο γίνεται περισσότερο το φυσικό στοιχείο στην περιοχή του λιμανιού. Έτσι κοντά στο τείχος προτείνεται η δημιουργία μιας φυσικής ζώνης με δέντρα ενώ στην υπόλοιπη σύνθεση οργανώνονται πάνω στα διαφορετικά επίπεδα πάρκα και κήποι. Το υπάρχον κτήριο μετατρέπεται σε μια αστική υπερυψωμένη πλατεία και περιλαμβάνει διάφορες λειτουργίες όπως ο εκθεσιακός χώρος και το αναψυκτήριο. Ακολουθώντας τον κάνναβο του κτηρίου διαμορφώθηκαν εξωτερικά ξύλινες εξέδρες στο νερό που λειτουργούν ως χώροι αναψυχής.

77


78


7 Γρηγόρης Τσαρούχας Ιωάννα Τσιφτσοπούλου Δημήτρης Χαλβατζόπουλος

Στοιχείο της παρούσας λύσης είναι ο επιμερισμός της περιοχής σε τρία μέρη και η σύνδεσή τους με έναν εμφανή άξονα κίνησης. Η είσοδος στην περιοχή συμπίπτει με την περιοχή εισόδου στο κτίριο. Έτσι, επιλέχθηκε με απλές χαράξεις, που ακολουθούν μεγέθη που προέκυψαν από τον κάνναβο του κτιρίου, να δημιουργηθεί μια πορεία που σχετίζεται με το κτίριο και οδηγεί στην υπόλοιπη περιοχή. Για να επιτευχθεί η σύνδεση του κτιρίου με την περιοχή χρησιμοποιήθηκαν κατασκευές που συμβάλλουν τόσο στην θέαση του τείχους όσο και σε έναν περίπατο πάνω από τη θάλασσα.

σκίτσο υπαίθριου αμφιθεάτρου

σκίτσο βόρειας όψης κτιρίου

εγκάρσιες και διαμήκεις τομές

νότια όψη

79


80


8 Εύα Βουκλαρή Μαριάννα Πουλιέζου Εύα Τρουπιώτη

Η είσοδος στην περιοχή μελέτης γίνεται μέσα από μια διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου μέσω μιας τετραγωνικής πλατφόρμας, η οποία οδηγεί και στο εσωτεριό του κτιρίου, τμήμα του οποίου βρίσκεται πάνω από το νερό. Πραγματοποιείται ακόμη μια διαμόρφωση με ξύλινες εξέδρες η οποία ενσωματώνει περιοχές κίνησης και τους χώρους παιχνιδιού σε χώμα και νερό. Στην απόληξη της σύνθεσης προτείνεται η τοποθέτηση του υπαίθριου αμφιθεάτρου. Στα όρια μεταξύ της πλατφόρμας και της θάλασσας προτείνεται η τοποθέτηση ξύλινης πλατφόρμας που προσφέρει θεάσεις του φυσικού και αστικού τοπίου. Το κτίριο διαμορφώνεται σε τρεις στάθμες, με εναλλαγές πλήρους και κενού επάνω στον κάνναβο του υφιστάμενου κτιρίου καθώς επίσης και εναλλαγές υλικών κατασκευής, μέσω της χρήσης στοιχείων από ξύλο και από οπλισμένο σκυρόδεμα.

σχέδιο γενικής διάταξης

νότια όψη

διαμήκης τομή κάτοψη ισογείου

81


82


9 Χρήστος Λαγούδας Κώστας Πάγκαλος Κατερίνα Τσιγγίστρα Ιωάννα Χατζηπαναγιώτου

σκίτσα από την πορεία εργασίας

Βασική ιδέα της σύνθεσής αποτέλεσε η δημιουργία μιας διαδρομής η οποία θα λειτουργεί ως συνέχεια της παράκτιας διαδρομής της πόλης της Καβάλας και θα διοχετεύει τους περιπατητές στις νέες εγκαταστάσεις του λιμανιού. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις συμπεριλαμβάνονται ένα από τα υφιστάμενα κτίρια του λιμανιού, στο οποίο θα φιλοξενούνται ένας χώρος εκθέσεων και μία καφετέρια, γήπεδα μπάσκετ και τένις, ένα αμφιθέατρο, ένας χώρος παιχνιδιού για παιδιά και μια πλωτή πλατεία με διαδρομές δίπλα στο νερό. Σε ό,τι αφορά στο υφιστάμενο κτίριο, προτείνεται στο κέντρο η δημιουργία μιας πλατείας υποβαθμισμένης κατά ένα μέτρο σε σχέση με την υπόλοιπη ισόγεια στάθμη ώστε να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το νερό. Ο εκθεσιακός χώρος βρίσκεται στο ισόγειο ενώ η καφετέρια επεκτείνεται σε δύο ορόφους. Και οι δύο όροφοι περικλείονται από μια διαδρομή με ξύλινη επένδυση η οποία τους ενώνει μεταξύ τους αλλά και με την υπόλοιπη σύνθεση.

σχέδιο γενικής διάταξης

πάνω: μακέτα περιοχής μελέτης, κλίμακα 1:500 κάτω: λεπτομέρεια από μακέτα του κτιρίου, κλίμακα 1:200

83


84


10 Σέβη Γεκτίδου Μίνα Ζάρμπου Αγγελίνα Οκανταρίδη Μαριέττα Σπύρου

Στόχος της σύνθεσης είναι η ανάδειξη και ο μετασχηματισμός του -εδώ και καιρό παραμελημένουπαλαιού λιμένα Καβάλας στην χερσόνησο της Παναγίας. Βασική προϋπόθεσή ήταν, αφενός η ανάδειξη των υπαρχόντων λιμενικών εγκαταστάσεων και αφετέρου η ένταξή τους στο ήδη υπάρχον αστικό τοπίο. Αυτό επιτυγχάνεται σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση νέων λειτουργιών στην περιοχή μελέτης. Τέτοιες λειτουργίες είναι χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων και αναψυχής, χώρος αναψυκτηρίου και υπαίθριου αμφιθεάτρου , καθώς και οριοθετημένος χώρος στάθμευσης. Η αποκατάσταση της σχέσης της πόλης με την περιοχή μελέτης ενισχύεται με την δημιουργία ενός οργανωμένου δικτύου περιπάτου με τακτές περιοχές στάσεις, όπου δίνεται η δυνατότητα, κάθε φορά, διαφορετικής θέασης του χώρου.

σχέδιο γενικής διάταξης

διαμήκης τομή μακέτα περιοχής μελέτης, κλίμακα 1:500

85


86


11 Εμμανουέλα Αρμουτάκη Μαρία Διαμαντοπούλου Φιλίτσα Χαραλάμπους

σχέδιο γενικής διάταξης

διαμήκης τομή κτηρίου

Αρχική πρόθεση αποτέλεσε η διατήρηση μιας ευθύγραμμης πορείας παράλληλης στα παλαιά τείχη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο περιπατητής συναντά διαδοχικά το κτίριο της αποθήκης, τα γήπεδα και το υπαίθριο αμφιθέατρο. Στη συνέχεια, ο αυστηρός κάνναβος του κτιρίου συνεχίζεται στον υπαίθριο χώρο, όπου με την δημιουργία περιοχών αναψυχής, προσφέ-ρεται στον περιπατητή μια πιο άμεση σχέση με τη θάλασσα (π.χ. παρατηρητήριο, παιχνίδι στην άμμο). μακέτα περιοχής μελέτης, κλίμακα 1:500

87


88


12 Δανάη Βογιατζή Λητώ Ντόντορου Μελίνα Παραφέστα Κέλλυ Πατσαρίνου

Βασική ιδέα της σύνθεσης είναι η δημιουργία μιας διαδρομήςπεριπάτου, κατά μήκος της οποίας συναντά κανείς χώρους άθλησης, στάσης και αναψυχής. Η διαδρομή αυτή αποτελεί έναν άξονα παράλληλο με τον οικισμό της Παναγιάς. Το νερό, το οποίο αποτελεί βασικό στοιχείο της σύνθεσης, χρησιμοποιείται ως όριο, διαχωρίζοντας τόσο το θέμα από τα τείχη του οικισμού της Παναγιάς (παλιό-νέο), όσο και τη δυνατότητα προσπέλασης του χώρου. Η διείσδυση του υδάτινου στοιχείου στο χώρο αποσκοπεί επίσης στην αποκατάσταση της προβληματικής σχέσης της πόλης με τη θάλασσα. Ο ανασχεδιασμός του υπάρ-χοντος κτιρίου, το οποίο φιλοξενεί χώρους στάσης, εστίασης και στάσης, αποτελεί ένα απαραίτητο πέρασμα για την είσοδο στη σύνθεση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα φίλτρο ανάμεσα στη πόλη και αυτή.

σχέδιο γενικής διάταξης

διαμήκης τομή εγκάρσιες τομές

κάτοψη δώματος

89


90


13 Αναστασία Αραμπατζόγλου Μανώλης Βενιέρης Κατερίνα Γάτου Πάνος Πολίτης

Η θάλασσα, αποτελεί και το βασικό χαρακτηριστικό της πρότασης. Ο ορισμός του “νησιού” ήταν για εμάς η εναρκτήρια πρόθεση του σχεδιασμού, αποφασίζοντας το κομμάτι της επέμβασης να περιβάλλεται από το υδάτινο στοιχείο και να αγκιστρώνει σαν γέφυρα στο μέρος όπου καταλήγει η κίνηση των περιπατητών, αφήνοντας το τείχος της παλαιάς πόλης ως φόντο να “αναπνεύσει“. Το κτίριο των αποθηκών του λιμανιού διατηρεί τα δομικά στοιχεία του σε μεγάλο βαθμό και εξελίσσεται γύρω από ένα υποβαθμισμένο αίθριο. Περιλαμβάνει εκθεσιακό χώρο, καφέ στον όροφο με εκτόνωση στο δώμα, ένα αμφιθέατρο στον όροφο και τέλος ναυτικό όμιλο στο ισόγειο με δική του μαρίνα. Οι αθλητικές δραστηριότητες έχουν τοποθετηθεί προς την πλευρά της παλαιάς πόλης: κοντά στα όρια του αρχαίου τείχους, ενώ μια διαδρομή εξωτερικά της σύνθεσης καταλήγει στο υπαίθριο αμφιθέατρο, που μοιάζει να “ίπταται” πάνω από το υγρό στοιχείο

σχέδιο Γενικής διάταξης

εγκάρσιες τομές

91


92


14 Εύα Βουλγαρίδου Θεώνη Δώδου Δημήτρης Πεΐδης Κυβέλη Φιλιππίδου

Στην προσπάθεια ανάπλασης του παραλιακού μετώπου, στην πόλη της Καβάλας, η πρόθεση ήταν -με ήπιες χειρονομίες και υλικά- ένα πιο φιλικό στους κατοίκους και περιπατητικό χαρακτήρα στο παλαιό λιμάνι. Στόχους αποτέλεσαν εξαρχής η ένταξη του μετώπου και του στοιχείου της θάλασσας στην καθημερινή ζωή της πόλης, η αρμονική συνεύρεση των τειχών με το νερό ως «τοπίο» και η διατήρηση του παλαιού κτηρίου ως ανάμνηση του χώρου. Τα εργαλεία μας ήταν μία στρέψη κανάβου που χώριζε το κτήριο σε τρία μέρη έδρασης (τσιμέντο, ξύλο, νερό) και το φυσικό τοπίο , που διαχειριστήκαμε με ευαισθησία, δημιουργώντας φυτεμένες πλατείες, βραχώδεις αναβάσεις και παραλία. Υπάρχουν κυρίως δύο εναλλακτικές κίνησης στο χώρο, μια δίπλα στη θάλασσα για αναψυχή και γενικότερη αντίληψη και θέαση του τοπιου και μια κοντά στα βράχια που περιέχει δραστηριότητες.

σχέδιο γενικής διάταξης

σκίτσο πρότασης για την περιοχή

κάτοψη ορόφου

93


94


15 Εύα Καραμέτου Βένια Κρασσακοπούλου Μαρία Ξενίδου Γιώτα Τσικούρα

Βασική συνθετική ιδέα ήταν η δημιουργία μιας πορείας, ενός περιπάτου που διατρέχει τρεις διακριτές πλατείες. Η πρώτη πλατεία έχει χαρακτήρα πολιτιστικό, καθώς σε αυτή βρίσκεται το κτίριο που θα φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις, ενώ στο πάνω μέρος της υπάρχει το πλωτό αμφιθέατρο με θέα το τείχος. Η χάραξή της προέκυψε από μια ήδη υπάρχουσα, προκειμένου να είναι πιο άμεση η σύνδεσή της με την πόλη. Η δεύτερη και η τρίτη πορεία φιλοξενούν τα γήπεδα και άλλες αθλητικές δραστηριότητες, οι οποίες ενίοτε έρχονται σε αλληλεπίδραση με το νερό (ξύλινες εξέδρες). Σε ό,τι αφορά το κτίριο, αναλογικά το χωρίστηκε και αυτό σε τρεις ζώνες. Η πρώτη φιλοξενεί το αναψυκτήριο, η δεύτερη τις εκθέσεις, ενώ η τρίτη καταλήγει σε ένα πλωτό belvedere. Το σύστημα του καννάβου του κτηρίου συμπίπτει με τη χάραξη της κεντρικής πορεία.

σχέδιο γενικής διάταξης

τομές

95


96


16 Εύα Καλτσογιάννη Νικόλ Καράμπελα Λία Μητσοπούλου Ιωάννα Παπαϊωάννου

Τα στοιχεία που επηρέασαν τον σχεδιασμό της περιοχής, ήταν η θάλασσα, το τείχος και ο κάνναβος του υπάρχοντος κτηρίου. Στόχος ήταν η δημιουργία συνεχούς πορείας που «αγκαλιάζει» τη σύνθεση και τη διαχωρίζει από το τείχος. Στην πορεία αυτή διαμορφώνονται διαφορετικές λειτουργίες σε διαφορετικά επίπεδα, με σκοπό σε κάθε επίπεδο του κτηρίου- υπερυψωμένης πορείας να αναπτύσσεται και μια πλατεία που όμως, θα επικοινωνούν διαμέσου αυτού. Η πρώτη αφορά στην υπαίθρια έκθεση, που συνεχίζει στον όροφο του κτηρίου. Έπειτα, βρίσκεται το πλάτωμα του αναψυκτηρίου, που διαχωρίζεται από την προηγούμενη πλατεία μέσω μιας παραλίας. Στο τέλος της πορείας προετίνεται χώρος αθλητικών εγκαταστάσεων, ενώ αυτός ενοποιείται μέσω γέφυρας με τον χώρο του αμφιθεάτρου και της δεύτερης παραλίας στη βάση του τείχους.

σχέδιο γενικής διάταξης

προοπτικές τομές του κτιρίου

97


98


17 Γεωργία Βούκια Αριάν Ιγνατάκη Αλεξία Κεχαγιά Αφροδίτη Πινακά

Πρωταρχικό μέλημα απο-τέλεσε η επέκταση του παραλιακού περιπάτου και ο εμπλουτισμός του μέσα από τη διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων, περιοχών στάσης και οπτικών φυγών. Ο άξονας του περιπάτου διασχίζει όλη την περιοχή, αφήνοντας από τη μία ελαφρώς υπερυψωμένες περιοχές άθλησης, παιχνιδιού και υπαίθριας συγκέντρωσης και από την άλλη μια πολιτιστική ζώνη που βασίζεται κυρίως στην επανάχρηση του υπάρχοντος κτιρίου των λιμενικών εγκαταστάσεων. Εδώ επιχειρείται μια ομαλή κατάβαση ως το επίπεδο της θάλασσας, μέσω μιας κερκιδωτής διαμόρφωσης. Η επανάχρηση του κτιρίου που φιλοξενεί τις πολιτιστικές χρήσεις βασίζεται στο συνδυασμό και στην εναλλαγή ημιυπαίθριων και κλειστών χώρων, αναλόγως την λειτουργία. Στο ισόγειο του κτιρίου οι χώροι βρίσκονται σε άμεση επαφή με το νερό, ενώ αποτελούν μια φυσική συνέχεια του γύρω υπαίθριου χώρου.

σχέδιο γενικής διάταξης

εγκάρσια τομή

διαμήκης τομή

99


100


18 Άνθος Βενιζέλος Έλενα Παπαχριστοδούλου Σκεύη Τσαγκάρη Βασική συνθετική πρόθεση κατά τον σχεδιασμό ήταν να δημιουργηθούν δύο πλατείες που να ενοποιούνται μέσω του κτιρίου. Επιλέχθηκε το σκληρό πίσω όριο να συνδυαστεί με το υγρό στοιχείο αλλά και με βατό μαλακό έδαφος και φύτευση, στο οποίο εντάσσονται χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων. Η πρώτη πλατεία λειτουργεί ως είσοδος με χώρους πρασίνου, στάθμευσης και καθιστικών. Στην είσοδο του κτιριακού όγκου βρίσκεται εκθεσιακός χώρος που εξελίσσεται σε δύο επίπεδα, ενώ στην συνέχεια, ο επισκέπτης συναντά ένα αναψυκτήριο, επίσης δύο επιπέδων, μέσω του οποίου υπάρχει πρόσβαση στη δεύτερη πλατεία. Οι χώροι αυτοί είναι επισκέψιμοι μέσω ράμπας και διαμορφωμένων πλατωμάτων, που υπερίπτανται του νερού και δίνουν την αίσθηση αιώρησης. Παράλληλα, παρέχεται η δυνατότητα επίσκεψης του δώματος, που λειτουργεί ως παρατηρητήριο της πόλης της Καβάλας. Στη δεύτερη πλατεία βρίσκονται το αμφιθέατρο, ξύλινες πλατφόρμες καθώς και χώροι στάσης κοντά στο νερό. Ο άξονας της διαδρομής υλοποιείται από μια σχάρα τοποθετημένη πάνω στο νερό ενώ παρέχονται χώροι παιχνιδιού.

σχέδιο γενικής διάταξης

διαμήκης τομή

κάτοψη ορόφου

101


102


19 Αγγελίνα Καρακώστα Μαρία Ράπτη Σόνια Ντουλελάρη Κωνσταντίνα Μαντζούκα

Η προβλήτα του παλιού λιμανιού της Καβάλας και το υπάρχον κτίριοαποθήκη αποτελούν την περιοχή μελέτης του συγκεκριμένου συνθετικού θέματος. Η θέση της περιοχής και ο προσανατολισμός της προσφέρουν αξιόλογες οπτικές φυγές προς τη θάλασσα, τη κορυφογραμμή της πόλης καθώς και τα παλιά τείχη. Για την αξιοποίησή τους καθώς και την διαχείριση του “κενού” χώρου της προβλήτας, προτάθηκε η δημιουργία δυο πλατειών οι οποίες θα συνδέονται με μία ευθύγραμμη κίνηση μέσα από το κτίριο. Η κυκλοφορία σε αυτό αποκτά ενδιαφέρον με την επεξεργασία του υφιστάμενου κελύφους αλλά και νέων χαράξεων με σκοπό τη δημιουργία χώρων εκτόνωσης, στάσης, χώρου εκθέσεων και αναψυκτηρίου . Η επαφή με τη θάλασσα γίνεται άμεση με την κατασκευή εξεδρών και την εισχώρηση του νερού στο κέλυφος του κτιρίου.

σχέδιο γενικής διάταξης

εγκάρσια τομή

διαμήκης τομή

μακέτα περιοχής μελέτης, κλίμακα 1:500

103


104


20 Μίνα Γούτα Αλέξανδρος Καρδούλας Γιάννης Συμεωνίδης

Η περιοχή επέμβασης βρίσκεται στην Χερσόνησο της Παναγίας, στην πόλη της Καβάλας και περιλαμβάνει τις παλιές λιμενικές εγκαταστάσεις. Αρχικές προθέσεις αποτέλεσαν η διατήρηση εν μέρει της χρήσης του λιμανιού για ιδιωτική χρήση αλλά και να προσδοθεί στην περιοχή ένας πολυδιάστατος πολιτισμικός χαρακτήρας. Για να το επιτεύχθουν τα παραπάνω χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο το υπάρχον κτίριο και ένα δίπολο ανάμεσα σε χρήσεις αναψυχής και δραστηριοτήτων. Το κτίριο, εδράζεται με υποστυλώματα στο νερό, ενώ με ξύλινες πλατφόρμες, εξυπηρετούνται προσβάσεις, αναβάσεις και περίπατοι. Όλα τα επιμέρους στοιχεία της σύνθεσης συνδυάζονται και συλλειτουργούν μέσω μιας υπαίθριας πορείας που παραλαμβάνει τον περαστικό από την πόλη, τον ξεναγεί στο αναπλασμένο παραλιακό μέτωπο και τον οδηγεί σε μια τεχνητή παραλία αλλά και στην προβλήτα του λιμένα.

σχέδιο γενικής διάταξης

κάτοψη ορόφου

διαμήκης τομή

νότια όψη

105


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

106


1η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

107


108


ιστοσελίδα του μαθήματος και των φοιτητικών εργασιών του Ακαδημαϊκού Έτους 2011-2012: http://astikos2012.blogspot.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.