Εν αρχή ην' η παράνοια - Κραββαρίτη Σοφία

Page 1


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε μια θελκτική γωνιά του γαλαξία, υπάρχει ένα μέρος στο οποίο η φύση μοιάζει να φοράει μόνιμα τα καλά της. Χρώματα ζωηρά, λουλούδια ευωδιαστά, καρποί ζουμεροί και χυμώδεις, ένας τόπος που αποπνέει ολάκερος γαλήνη και ηρεμία. Όχι πάντα, αλλά ως επί το πλείστον κυριαρχεί η τάξη και η αρμονία. Τόσο ιδανική είναι αυτή η παραμυθένια τοποθεσία, που κάποιοι θα μπορούσαν και να ισχυριστούν πως μοιάζει με τον Παράδεισο. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος εκ μέρους τους αυτή η εικασία, γιατί αυτό το μέρος δε μοιάζει απλά με τον Παράδεισο, αλλά είναι ο ίδιος ο Παράδεισος. Ο χώρος που δημιούργησε ο Θεός για να τοποθετήσει τ’ αγαπημένα Του πλάσματα με μία και μόνη επιθυμία: να ζουν με νηνεμία και αγνά αισθήματα, στα οποία θα βασιλεύει μόνο το καλό. Αυτά όμως ήταν τ’ αρχικά Του σχέδια. Γιατί όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο Παράδεισος θα ήταν τόσο, μα τόσο, βαρετός αν οι κάτοικοί του και όχι μόνο δεν έκαναν τα πάντα για να φέρουν τα πάνω κάτω.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ #1 Σε μια άκρη του παραδείσου πάνω σ’ ένα μικρό λόφο, δεσπόζει επιβλητικό το παλάτι του Θεού. Είναι Δευτέρα πρωί και ο Κύριος βρίσκεται στα ιδιαίτερά Του. Η κρεβατοκάμαρά Του είναι πολυτελής και εντυπωσιακή όπως αρμόζει στη μεγαλοσύνη Του και στολίζεται από φινετσάτες και αραχνοϋφαντες κουνουπιέρες που κρέμονται από έναν φανταχτερό ουρανό. Τους τοίχους κοσμούν σκόρπιες αναπαραστάσεις από τις μέρες της Δημιουργίας. Σε μια γωνία, μία συρταριέρα με τα προσωπικά Του αντικείμενα. Τα πάντα βρίσκονται στον χώρο με επιμέλεια και τάξη. Ενόσω ο Θεός κοιμάται ήρεμος μέσα στην ησυχία του δωματίου Του, η πόρτα ανοίγει με προσοχή και ένα παιδικό κεφαλάκι ξεπροβάλει. Κοιτάζει αθόρυβα για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια στρέφεται προς τα πίσω και μιλάει σιγανά. “Εντάξει, κοιμάται, ελάτε”. Η πόρτα ανοίγει πιο πολύ και τέσσερα αγγελάκια εισβάλλουν μέσα στον χώρο. Είναι πανομοιότυπα, με όμορφες και ατίθασες χρυσές μπούκλες να πλαισιώνουν τα ακτινοβόλα προσωπάκια τους. Στέκονται για λίγο δίπλα στο κρεβάτι παρατηρώντας τον Θεό που κοιμάται γαλήνια. Κοιτάζονται μεταξύ τους και τα μάτια τους συνωμοτούν γελαστά. Δύο από αυτά αρχίζουν να πετάνε κουνώντας όλο χάρη τα μικρά φτερά τους και προσπαθούν να εισχωρήσουν μέσα από την κουνουπιέρα Του, δίχως να τα καταφέρνουν. Τ’ άλλα δύο τριγυρίζουν μέσα στο δωμάτιο σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα και κάνοντας θόρυβο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να πνίξουν τα χαχανητά τους. Ο


Θεός ξυπνά, ανακάθεται στο κρεβάτι και κοιτάζει γύρω εκνευρισμένος. Τρίβει τα μάτια Του και τους ρίχνει ένα βλοσυρό βλέμμα. “Τί γίνεται εδώ;”, ρωτά φανερά εκνευρισμένος, “τί φασαρία είναι αυτή;” “Παίζουμε θείο” απαντά το ένα αγγελάκι ατάραχο. Ο Θεός κοιτά το αυθάδικο πλάσμα με έκπληξη που στη συνέχεια γίνεται θυμός. “Πού παίζετε ρε, στην κρεβατοκάμαρά Μου; Ποιος σας είπε να μπείτε; Και γιατί δεν είστε στο σχολείο τέτοια ώρα;” Ένα δεύτερο αγγελάκι παίζει κυνηγητό με άλλα δύο και απαντάει ενώ περνάει τρέχοντας μπροστά από τους δύο συνομιλητές. “Η κυρία Λίλιθ είπε ότι έχει ωραίο καιρό σήμερα και είναι κρίμα να κάνουμε μάθημα. Κι έτσι, μας έδωσε άδεια να φύγουμε”. Σε μια γωνία δύο ακόμα αγγελάκια παίζουν σφαλιάρες ξεφωνίζοντας και το ένα πετάγεται με ψευδή φωνή. “Άλλωθτε πρέπει να φτιάκθει τα μαλλιά τηθ γιατί τηθ τα έκανεθ χάλια, και λέει ότι δεν μπορεί να τριγυρνά θαν τη χαδή και να την κοροϊδεύουν”. Το μόνο αγγελάκι που είχε μείνει ήσυχο ως εκείνη την ώρα και πετά γύρω από το κρεβάτι, αποφασίζει να πάρει μέρος στη συζήτηση. “Ναι, και είπε επίσης ότι αυτό το χρώμα θα ξεπεραστεί μια μέρα και αυτή δεν είναι χαμαιλέων για να μην ξεχωρίζει από το χώμα και τα δέντρα. Πάει να μαζέψει ρόδια και παντζάρια για να τα κάνει κόκκινα, ώστε να διαφέρει από τη μάζα”.


Ο Θεός μεταφέρει το βλέμμα Του από το ένα στο άλλο έχοντάς τα χαμένα και κοιτάζει τριγύρω χωρίς να μιλά. Στο τέλος απελπίζεται και μονολογεί. “Δε φταίει κανείς, εγώ ο μωρός που την έπλασα. Και ο, ακόμα πιο ανόητος, που εξακολουθεί να τη θέλει για παρέα. Να, μπελάδες τώρα. Και δε φτάνει αυτό, την έκανα και δασκάλα. Λες και δεν ήταν αρκετό που τη δημιούργησα, φροντίζω να εξαπλωθεί το αναρχικό ταμπεραμέντο της και στα σχολεία. Σπίτια δεν έχετε να μαζευτείτε;” απευθύνεται ξανά στους μικρούς ταραξίες, “πρέπει να μου ζαλίζετε τον έρωτα πρωί πρωί;” Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη φράση Του και καταφθάνει στο δωμάτιο ο Έρωτας νυσταγμένος, κρατώντας στο χέρι το τόξο και έχοντας περασμένη στον ώμο του τη φαρέτρα με τα βέλη. “Με φώναξες;” ρωτάει τον Θεό ανάμεσα σε χασμουρητά και με κλειστά ακόμα τα μάτια. “Γιατί Θεέ Μου;” μιλά δυνατά απηυδισμένος ο Θεός σηκώνοντας τα χέρια ψηλά σα να κάνει δέηση. Τ’ αγγελάκια κοιτάζουν σαστισμένα την αντίδρασή Του και στη συνέχεια χαχανίζουν. Ο Θεός στρέφεται προς το μέρος τους συνοφρυωμένος και τους βάζει τις φωνές. “Τι κοιτάτε ρε; Πανταχού παρών δεν είμαι; Ε, λοιπόν, μιλάω στον εαυτό Μου! Εδώ κοιμήθηκες πάλι εσύ;”, στρέφεται στον Έρωτα, “γύρνα πίσω στον Όλυμπο που έτρεξες κατευθείαν! Για να μη θυμηθώ, ότι αντί να πετύχεις το δέντρο πέτυχες τον Αδάμ και καταλήξαμε να πληρώνουμε την καψούρα του”.


Ο Έρωτας ταλαντεύεται από τη νύστα και ίσα που στέκεται όρθιος. Παρόλα αυτά βρίσκει το κουράγιο να Του εναντιωθεί, αν και νυσταγμένα. “Δε φταίω εγώ που μπήκε μπροστά στη ροδακινιά. Και στην τελική, εσύ έπλασες μια γυναίκα για να ζει μαζί του, ποιο είναι τώρα το πρόβλημά Σου;” Η ερώτησή του ήταν αρκετή να κάνει τον Θεό έξω φρενών που κοντεύει πια να εκραγεί. “ΔΕΝ ΕΠΛΑΣΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΡΕ ΧΑΖΟΠΡΑΜΑ! ΕΠΛΑΣΑ ΤΗ ΛΑΘΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΧΑΡΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΩ, ΓΙΑΤΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΠΗΓΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ!” Τα ουρλιαχτά του Θεού ξυπνάνε για τα καλά τον Έρωτα που ανεβάζει κι αυτός τα ντεσιμπέλ και Του απαντά με περίσσιο θράσος και θάρρος μαζί. “ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ, ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΕΤΑΙ!” Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Θεός δεν άργησε να παρεκτραπεί αδιαφορώντας για το όποιο σαβουάρ βιβρ, που στην τελική δεν γνώριζε κανείς ακόμα μιας και ο Ζαμπούνης δεν ήταν στην αρχική λίστα της δημιουργίας. Στράφηκε έξαλλος στον μικρό φτερωτό θεό και μέσες άκρες, του έδωσε ευχές για καλό κατευόδιο. “ΤΡΑΒΑ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΡΕ ΑΧΡΗΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ!” Ο χαριτωμένος Έρωτας αποχωρεί με σκυμμένο κεφάλι, μουρμουρίζοντας σε μια ακατάληπτη, όσο και εξυπηρετική για τον ίδιο, γλώσσα. Τ’ αγγελάκια παραμένουν για λίγο σιωπηλά μετά από τις αγριοφωνάρες, αλλά επειδή ποτέ κανένα παιδί, έστω και αγγελάκι, δεν πτοήθηκε από τέτοιες


παραστάσεις, σύντομα ξεκίνησαν και πάλι τη φασαρία. Αλίμονο όμως, οι αντοχές του Θεού είχαν φτάσει στο ναδίρ και τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι εκτοξεύοντας απειλές και κατάρες, καλώντας τον έμπιστό Του αρχάγγελο. “ΓΑΒΡΙΗΗΗΗΗΛ!” Τα δαιμονικά πλασματάκια όμως είχαν βάλει σκοπό να τερματίσουν την πίστα κι έτσι το αυθάδικο έπιασε να σκαλίζει ξανά τα νεύρα του Θεού. “Θείο γιατί φωνάζεις; Η κυρία Λίλιθ λέει ότι με τις φωνές διαταράσσουμε την αρμονία του σύμπαντος”. Ο Θεός, αν και Θεός, ακούει αποσβολωμένος και ανήμπορος ν’ απαντήσει. Το θράσος των μικρών δαιμόνων δεν έχει τέλος. Διάφορες σκηνές περνούν μπροστά από τα μάτια Του σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας. Τα νοερά στιγμιότυπα είναι αιματηρά, τα αγγελάκια κρεμασμένα ανάποδα ίσως, καρφωμένα σε πάσσαλο και άλλες ευχάριστες σκέψεις. Μέχρι και τον Ηρώδη μνημόνευσε προς στιγμήν. Συνέρχεται γρήγορα όμως και βγάζει τις δολοφονικές τάσεις από το μυαλό Του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα επέλθει και η ηρεμία μέσα Του. Έτσι, την αμέσως επόμενη στιγμή, συνεχίζει να φωνάζει ωρυόμενος. “ΓΑΒΡΙΗΗΗΗΛ! ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ; ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΚΙ ΕΛΑ ΑΜΕΣΩΣ ΕΔΩ!” Ένας δυνατός γδούπος ακούγεται και ο Γαβριήλ προσγειώνεται κακήν – κακώς μέσα στο δωμάτιο, δίνοντας τον ορισμό του σωστού υφισταμένου που τσακίζεται στην κυριολεξία να εκτελέσει τις εντολές του εργοδότη του. “Με κάλεσες;” ρωτά ενώ κάνει φανερή προσπάθεια να σηκωθεί μορφάζοντας από τον πόνο και τρίβοντας τον


γοφό του, “ήταν ανάγκη να διαλυθώ κιόλας;” συνεχίζει με έκδηλο το παράπονο στον τόνο της φωνής του. Ο Θεός μετρούσε ήδη ανεβασμένα αμπέρ και μόνο ο γοφός του Γαβριήλ δεν τον απασχολούσε. Κοίταζε τις μικρές φιγούρες να συνεχίζουν απτόητες το σχέδιο εξόντωσής Του και το μόνο που Τον απασχολούσε ήταν να ξεφορτωθεί τους λιλιπούτειους τρομοκράτες. “Παρ’ τα αμέσως από δω γιατί θα τα σκοτώσω, μα την Παναγία” δίνει εντολή προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα Του. Κι επειδή για κάποιους ο λόγος Του είναι προσταγή, η Παναγία μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, δίχως να ξέρει η δόλια ότι η πίστα είναι ζόρικη. Στα χέρια της κρατά σύκα τα οποία μοιράζει στ’ αγγελάκια χαμογελαστή, ενώ αυτά την κοιτάζουν με λατρεία και βγάζουν επιφωνήματα ευχαρίστησης, τρέχοντας κοντά της. Ο Θεός παρακολουθεί την σκηνή και ξεφυσά αγανακτισμένος. “Ρε Μαρία! Πάλι πείραξες την γκαρνταρόμπα των πρωτόπλαστων; Και τί θέλεις εδώ, δε βλέπεις ότι συζητάμε;” “Μα… μόλις με φώναξες και ήρθα”, απαντά απορημένη και τον κοιτά με έκπληξη. “Χριστέ Μου, θα βάλω τα κλάματα!”, αναφωνεί ο Θεός απελπισμένος βάζοντας τα χέρια στο κεφάλι και κουνώντας το δεξιά και αριστερά. Ο Χριστός σαν καλός γιος δε θα μπορούσε να μην εμφανιστεί κι εκείνος μπροστά στον Πατέρα και Κύριό του, κι έτσι εισβάλει και αυτός στο δωμάτιο κρατώντας μία ρακέτα του τένις, κάνοντας μια εντυπωσιακή και επιτηδευμένη φιγούρα στον αέρα.


“Έλα Πατέρα, τί με θέλεις; Άφησα το παιχνίδι με τον Αδάμ στη μέση, πάνω που τον έσκιζα τον άσχετο!”. Και κάπου εκεί είναι που ο Θεός λυγίζει και ετοιμάζεται περίλυπος να βάλει τα κλάματα, καταλαβαίνοντας πως κάποια πράγματα Τον ξεπερνάνε. Δευτερόλεπτα πριν αφεθεί σε αυτή την όχι και τόσο κολακευτική πράξη, ορμάει στον χώρο φουριόζος ο Σατανάς, σέρνοντας πίσω του από τα φτερά τον Έρωτα. Τον κοιτάζουν όλοι με έκπληξη, αλλά εκείνος δίχως να χάσει χρόνο τραβά κατευθείαν προς το μέρος του Θεού. Φτάνει μπροστά Του και σπρώχνει άγαρμπα τον μικρό τοξότη προς το μέρος Του με ύφος εντελώς δυσοίωνο. “Δε μου λες εσύ, ανακατεύτηκα εγώ στις δουλειές σου; Ποιος σου είπε να στείλεις αυτό το πράγμα κάτω; Τί την περάσατε την κόλαση, μπάτε σκύλοι αλέστε;” “Για να σου πω!”, πετάγεται ο Έρωτας θιγμένος, “εμένα είπες σκύλο ρε ασχημομούρη; Και ποιος αλέθει; Εγώ είμαι ο Έρωτας!”, ολοκληρώνει με πάθος και φουσκώνει το στήθος του από περηφάνια. “Εσύ είσαι ένα περιττό κατασκεύασμα που δεν το έχω και πολύ να το βράσω σε καζάνι μαζί με το τόξο και τα βέλη του! Πήγαινε στη μάνα σου, που σ’ έχουν και κυκλοφορείς ελεύθερος!” απαντά πυρ και μανία ο σατανάς και στη συνέχεια γυρνάει στον Θεό και Του κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλο, συνεχίζοντας τις απειλές, “αν μου ξαναστείλεις κάτω τον Γουλιέλμο Τέλλο, θα έχουμε πολύ άσχημα ξεμπερδέματα, να το ξέρεις. Μου έκανε την κόλαση μυθιστόρημα άρλεκιν! Όλοι αγκαλιάζονται και ζωγραφίζουν καρδούλες στα καζάνια. Χαζογελάνε και κλείνουν ραντεβού.


ΠΟΥ; ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΟΥ!”, τελειώνει αγανακτισμένος με τα χέρια ψηλά σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Τα παιδιά όμως όπως είπαμε και πριν, διακατέχονται από σθένος, πυγμή και τόλμη. Έτσι λοιπόν, το αυτί του Έρωτα δεν ίδρωσε από το ξέσπασμα του Σατανά και θεωρώντας πως όχι μόνο δεν έχει κάνει κάτι κακό, αλλά βοήθησε κιόλας, παραθέτει κι αυτός τα επιχειρήματά του. “Μα, τους έκανα τόσο ευτυχισμένους! Είδες πόσο χαρούμενα δουλεύουν τώρα;” Έλα όμως που ο Σατανάς δεν πείθεται, αντ’ αυτού φωνάζει με τόση ένταση στον Έρωτας που ο μικρός θεός παραπατάει προς τα πίσω, προστατεύοντας με το ένα χέρι το πρόσωπό του. “ΣΚΑΣΕ ΚΟΛΛΕΓΙΟΠΑΙΔΟ! ΘΑ ΣΕ ΨΗΣΩ ΖΩΝΤΑΝΟ ΑΝ ΔΕ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΟΠΩΣ ΠΡΩΤΑ! ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΤΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΟΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ, ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;” Δεν περιμένει απάντηση και εγκαταλείπει το δωμάτιο φουριόζος, ενώ οι υπόλοιποι έχουν απομείνει στήλη άλατος. Ο πρώτος που δείχνει να συνέρχεται είναι ο Θεός, αν και δεν είναι ακριβώς για καλό, μιας και κλείνει τα μάτια, υψώνει το κεφάλι στο ταβάνι, τα χέρια Του γίνονται γροθιές και μιλάει με σφιγμένα δόντια. “Άλλο ένα τέτοιο και θα πάθω εγκεφαλικό. Εξαφανιστείτε όλοι από μπροστά Μου ΤΩΡΑ! Όσο για σένα”, στρέφεται στον Έρωτα έχοντας επανέλθει στην αρχική Του θέση, “ας έρθει κάποιος να σε μαζέψει πίσω στον Όλυμπο και μη σε ξαναδώ μπροστά Μου. Ο Παράδεισος δεν είναι πανδοχείο, ούτε παιδότοπος, ούτε πεδίο βολής, κατάλαβες;


Που είναι εκείνος ο τύπος με τα φτερωτά σανδάλια να σε πάρει από ‘δω;” “Ο Ερμής λες;” “Ερμή τον λένε; Για να δω αν έχει και καλή ακοή. ΕΡΜΗΗΗΗΗ!”, ακούγεται βροντερή η φωνή Του.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.