Στη σκιά της κόκκινης ομπρέλας - Αντωνίου Ειρήνη

Page 1

Σκιά απορημένη | Ειρήνη Αντωνίου


Σκιά απορημένη | Ειρήνη Αντωνίου

14/5/2033 05.28 μμ.

Σκιά απορημένη…

Καθόταν στο παγκάκι. Η μνήμη της, σαν αστραπή, την προσπερνούσε και μετά χανόταν μαζί με τα δεκάδες αυτοκίνητα που έτρεχαν στη λεωφόρο. Χάζευε από το παράθυρο του δωματίου της το σκηνικό. Ήταν Καλοκαίρι∙ Αύγουστος. Είχε απίστευτη ζέστη και τα παντζούρια ήταν ανοιχτά, για να μπει λίγος αέρας να τη δροσίσει. Ευτυχώς, είχαν ξεκινήσει τα μελτέμια του Αυγούστου και αυτό την παρηγορούσε, καθώς είχε ζοριστεί πολύ με τις υψηλές θερμοκρασίες, που πήγαιναν κόντρα στο αναπνευστικό της πρόβλημα. Πώς είχε βρεθεί εκεί, σ’ αυτό το γηροκομείο, δε θυμόταν! Δεν τη βοηθούσε το Αλτσχάιμερ να θυμηθεί. Της άρεσε, όμως. Είχε τον δικό της χώρο, το δικό της δωμάτιο, που ήταν υπέροχα διακοσμημένο. Είχε τους φίλους της, τις κοπέλες που τη φρόντιζαν, την έπλεναν, τη χτένιζαν και την πήγαιναν βόλτα στον κήπο. Ήταν όλοι ευγενικοί και καλοί μαζί της. Τι άλλο ήθελε; Μόνο που κρύωνε με το παραμικρό, γιατί ήταν πολύ ευαίσθητη και επιρρεπής σε κρυολογήματα, κι αυτό την ταλαιπωρούσε. Η μνήμη της ήταν επιλεκτική. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις η νόσος στέκει, κυρίως, σε μνήμες των παιδικών χρόνων, στην προκειμένη τα πράγματα ήταν αντιστρόφως ανάλογα. Ήταν ελάχιστα αυτά που την απασχολούσαν απ’ όταν ήταν μικρή και είχε να θυμάται. Μόνο οι φιγούρες της μητέρας και της αδερφής της έρχονταν συχνά στον ύπνο της και την επισκέπτονταν. Αυτό της άρεσε γιατί, αν το θυμόταν, το διηγιόταν στη νοσοκόμα το πρωί που της έφερνε πρωινό της. Η μνήμη τής έκανε παρέα μόνο με την ενέργεια του αρσενικού και την έκφραση της κόκκινης ομπρέλας. Την είχε κλειστή, ακουμπισμένη σε μία άκρη του δωματίου κοντά στο παράθυρο, και χανόταν ώρες να τη χαζεύει. Τι σκεφτόταν, κανείς δεν ήξερε, παρά μόνο η ίδια. Δεν την ενοχλούσαν. Την άφηναν να ταξιδεύει, γιατί αυτό την ηρεμούσε. Το έβλεπαν στην αναπνοή της, που ήταν ήρεμη και γαλήνια. Η ξαδέρφη του αρσενικού, η Φαίδρα, τους είχε πει κάποια πράγματα, λίγα και πολύ γενικά, και είχαν αρκεστεί σ’ αυτά, χωρίς περεταίρω ερωτήσεις. Η επαφή της με την κόκκινη ομπρέλα τής δημιουργούσε μία γλυκιά αίσθηση ασφάλειας και μία επαφή οικεία, που τη χαροποιούσε. Ήταν το φυλαχτό της. Τα υπόλοιπα δεν τα ‘ψαχνε, αλλά… ούτε και τα θυμόταν. Δεν την ένοιαζε, όμως. «Είμαι πολύ ευτυχισμένη», έλεγε συχνά στο κορίτσι που την καλλώπιζε, και το εννοούσε. Αυτό το κορίτσι, τη Χριστίνα, το είχε ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα από την αρχή. Ήταν πολύ ευγενική και περιποιητική και το άγγιγμά της, απαλό σαν χάδι! Αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, σύμφωνα με τον γιατρό του ιδρύματος, αφού, χάρη στην ασφάλεια που ένιωθε, η θεραπεία της πήγαινε θαυμάσια, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος επίθεσης –προς το παρόν, τουλάχιστον. Σαν αναλαμπή ερχόταν κάποιες φορές στη μνήμη της και την ξάφνιαζε, αφήνοντας μία αίσθηση κενού μέσα της, ένα αυτοκίνητο, το οποίο την είχε αφήσει εκεί, σε μία άγνωστη για κείνην φωλιά, και είχε χαθεί μετά στην άσφαλτο. Το αυτοκίνητο αυτό κάθε άλλο παρά άγνωστο ήταν –της Φαίδρας ήταν, η οποία τη μετέφερε εκεί μετά το θλιβερό συμβάν. Με το σοκ που υπέστη, είχε χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον και τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά της. Δε συνήλθε ποτέ. Μόνο την κατιούσα ακολουθούσε, παρέα με τις αναμνήσεις της. Ήταν μονόδρομος, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

www.lefkomelani.gr


Σκιά απορημένη | Ειρήνη Αντωνίου

Εκείνος «έφυγε» ξαφνικά από άτυπη πνευμονία, μέσα σε μια εβδομάδα. Πλησίαζε τα 70. Προνόησε, όμως, και έκανε τη διαθήκη του. Είχε συμβουλεύσει την ξαδέρφη του, σε περίπτωση που πεθάνει πρώτος, να την πάει εκείνη στο ίδρυμα και να κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες, για να έχει μία πολύ καλή ζωή ως το τέλος. Είχε πολλά χρήματα για να μπορέσει να της παρέχει μία άνετη ζωή. Η Φαίδρα είχε πλέον μεγάλη οικογένεια και της ήταν αδύνατον να την πάρει στο σπίτι και να τη νταντεύει, παρόλο που αυτό θα το ήθελε πολύ, γιατί την αγαπούσε σαν αδερφή της. Οι όροι της διαθήκης ήταν σαφείς για την Ωκυρρόη, αλλά και για τη Φαίδρα. Είχε εξασφαλίσει και την ίδια κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και για μετά τον θάνατο του θηλυκού. Έτσι, τίποτα δεν μπορούσε να παραγραφεί ή να αλλάξει. Εξάλλου, ήταν και οι φίλοι του εκεί. Ο Γιάννης, ο Σπύρος και ο Νίκος θα την πρόσεχαν. Πώς θα μπορούσαν να την αφήσουν μόνη; Αυτοί βρίσκονταν ήδη πέντε χρόνια εκεί, καθώς είχαν χάσει τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ζούσαν στο εξωτερικό. Πήγαινε και τους έβλεπε, όποτε μπορούσε, και έπαιζαν μαζί τάβλι. Έτσι, έσμιγαν όλοι μαζί εκεί, στο γηροκομείο πάνω στον λόφο, μακριά από τους θορύβους της πόλης και την αιθαλομίχλη. Εκείνος ζούσε μαζί της ως ενέργεια. Δεν την άφηνε ούτε λεπτό. Ούτε κι εκείνη, όμως. Της άφηνε μία γλυκύτατη αίσθηση που κρατούσε πολύ, όλη μέρα! Κάθε μέρα τη φρέσκαρε, βρέχοντάς τη με δάκρυα∙ όχι λύπης αλλά χαράς. Γι’ αυτό εκείνη είχε πάντα ένα λαμπερό χαμόγελο, που ο χρόνος δεν μπορούσε να της σβήσει. Γέμιζε τον νου της με εικόνες, αισθήσεις και πάθη, γλυκά πάθη. Την άγγιζε ερωτικά κι εκείνη ανταποκρινόταν με οικειότητα και νάζι. Ξέρεις, έχει μαγικά συστατικά δύναμης η κόκκινη «σκιά», πορφυρά και ανεξίτηλα, που δεν ξεθωριάζουν στον χρόνο. Χωρίς να μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά που συνέβαιναν στη σκέψη της, δεν μπορούσε να τα μοιραστεί με κανέναν, δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανέναν, βυθιζόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο στη δίνη των εμπειριών που είχαν ζήσει μαζί, μέχρι η καρδιά της να σταματήσει να χτυπά.


Σκιά χαρωπή | Ειρήνη Αντωνίου

Σκιά χαρωπή…

Είχαν γκριζάρει οι κρόταφοί του, αλλά η γοητεία του παρέμενε άθικτη. Τον προτιμούσε έτσι. Θυμόταν πώς τον είχε γνωρίσει και γελούσε. Αν και ποτέ δε στεκόταν στην εξωτερική εμφάνιση, το αρσενικό είχε μία παιδικότητα, που κάθε άλλο παρά γοητεία τού έδινε. Αυτό, όμως, σταδιακά χάθηκε, δίνοντας θέση στην ωριμότητα, που πλέον φαινόταν στα αδρά χαρακτηριστικά του και που, όσο μεγάλωνε, «σκλήραιναν» και τον έκαναν ακόμα πιο ακαταμάχητο. Έτσι τον έβλεπε εκείνη, ακαταμάχητο. Πόζαρε μπροστά από ένα παράθυρο. Μα, τι παράθυρο ήταν αυτό; Δε θυμόταν όσο κι αν προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή. Αναρωτιόταν γιατί πόζαρε. Αυτός ποτέ δεν καθόταν να βγει φωτογραφία. Μόνο τους άλλους έβγαζε. Ιδιαίτερα το θηλυκό, που δεν υπήρχε πόζα, στην οποία να μην την είχε απαθανατίσει∙ ακόμα και όταν βρίσκονταν στα «ανώτερα διαμερίσματά τους». Τις τελευταίες τις κρατούσε κρυφές, κλειδωμένες με σοβαρά έγγραφα του Blue Club στο χρηματοκιβώτιο. Την είχε μαλώσει, όταν μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι και διαπίστωσε πως στα πολύ προσωπικά της αντικείμενα δεν είχε και πολλές φωτογραφίες από την παιδική και εφηβική ηλικία της. Εκείνος, αντιθέτως, είχε άπειρες, σε τρελές πόζες, με φίλους, με συμμαθητές απ’ όλο τον κόσμο. Απλά, δεν πόζαρε στημένα στον φακό και, κυρίως, σε χώρο κλειστό, σαν να βρισκόταν σε στούντιο. «Τι θα ‘χεις να θυμάσαι τώρα;», τη μάλωνε. «Η μνήμη χάνεται. Οι φωτογραφίες μένουν και σε συνδέουν με τις στιγμές». Θυμάται πως είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν άνοιξε το κουτί του… «φλας»! Αργότερα, που τις περιεργαζόταν, κατάλαβε το θηλυκό τι μεγάλη αξία είχαν γι’ αυτόν! Πού θα τις έβαζε τόσες; Τόσες κι άλλες τόσες που φύλαγε η μητέρα του στην Ελβετία… Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε καμία άλλη εκεί, μόνο αυτή, που πόζαρε από τη μέση και πάνω κορνιζαρισμένη και ακουμπισμένη στο περβάζι του παράθυρου. Έτσι την ήθελε, απέναντί της να τη βλέπει συνεχώς και να του κουβεντιάζει, είτε βρισκόταν στην πολυθρόνα της και απολάμβανε τη θέα έξω είτε ήταν ξαπλωμένη. Τη συντρόφευε το χαμόγελό του. Ένιωθε πως της μιλούσε με τα μάτια.

Πάλι σε ταξίδι βρίσκεται. Το ξέρω. Γύρισε και κοίταξε το δωμάτιο. Δεν είναι εδώ, είπε στον εαυτό της δυνατά. Αλλά θα έρθει. Θα έρθει γρήγορα. Θα μου κρατάει και δώρο. Πάντα μου φέρνει δώρο! Να, αυτήν την κόκκινη ομπρέλα, που στέκει κλειστή στην άκρη δίπλα στο καλοριφέρ, μου τη χάρισε εκείνος. Μα, δεν είναι πολύ σικάτη με το βολάν;

Στην αρχή μιλούσε πολλές φορές μόνη της. Δεν είχε νιώσει την ανάγκη να μιλάει μπροστά στα κορίτσια. Πολύ αργότερα αυτό συνέβη μόνο με ένα από αυτά, τη Χριστίνα. Όχι πως δε συμπαθούσε τις υπόλοιπες, απλά η τελευταία τη φρόντιζε και της έκανε πιο πολύ παρέα, με αποτέλεσμα να κερδίσει το ενδιαφέρον της. Την αναζητούσε συνεχώς.

www.lefkomelani.gr


Σκιά χαρωπή | Ειρήνη Αντωνίου

Ήταν ένα πανέμορφο και μεγάλο δωμάτιο, σε σχέση με εκείνα των υπόλοιπων γυναικών που ζούσαν στο ίδρυμα. Το είχε θέσει ως απαράβατο όρο στη διαθήκη του και είχε ζητήσει και στη Φαίδρα να το φτιάξει, έτσι ώστε να νιώθει όσο το δυνατόν πιο άνετα και ελεύθερα σ’ αυτό. Της άρεσε το σπίτι που είχαν φτιάξει μαζί, γιατί ήταν μεγάλο, ευρύχωρο και, παράλληλα, λειτουργικό. Απλά, τα χρώματα είχαν αλλάξει απόχρωση και από αυτή του πορφυρού κόκκινου είχαν γίνει παστέλ. Αρκετό λευκό, ροζ, λιλά και γαλάζιο αντίκριζες, όταν άνοιγες την πόρτα του δωματίου. Σου δημιουργούσε μία ήρεμη και ευχάριστη αίσθηση. Όλα ήταν άκρως επιμελημένα με την υπογραφή «Laura Ashley». Ήθελε να το ‘χει καθαρό, γιατί τα βράδια που ερχόταν από τη δουλειά και ήταν κουρασμένος, έπρεπε να χαλαρώνει σε ένα όμορφο και τακτοποιημένο περιβάλλον. Μουρμούριζε στις νοσοκόμες να το καθαρίζουν και να το ξεσκονίζουν συνεχώς. Εκείνος, λίγο πριν πεθάνει –επειδή είχε αναγνωρίσει τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς της και γνώριζε τη συνέχεια τη δική της, αλλά και τη δική του– νιώθοντας πως δεν είχε ακόμα πολύ χρόνο ζωής, τακτοποίησε πολλά πράγματα με τη βοήθεια της Φαίδρας. Έτσι, εκτός των άλλων, έφτιαξε και την αγαπημένη της πολυθρόνα. Αυτή που είχε κοντά στο τζάκι και ξεκουραζόταν πάνω της διαβάζοντας. Έδωσε παραγγελία να αλλάξουν τη στόφα και να αντικαταστήσουν το κόκκινο με χρώματα του ουρανού και με δύο μαξιλάρες σε λευκό και ασημί. Την ήθελε κοντά στο παράθυρο για να βλέπει έξω τον κήπο. Της άρεσε να χαζεύει τον κήπο. Το ίδιο συνήθιζε να κάνει τα πρωινά στο σπίτι τους. Καθόταν στην κουζίνα και, πίνοντας καφέ, χάζευε τον υπέροχο κήπο τους, που είχαν με πολύ μεράκι επιμεληθεί. Ήξερε καλά τα χούγια της, γι’ αυτό είχε δώσει εντολή να μη γίνουν σημαντικές αλλαγές, ώστε μη διαταράσσεται ο ψυχικός της κόσμος. Όλη η διακόσμηση του χώρου ήταν σε ουδέτερους τόνους, με ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Τα έπιπλα σε αποχρώσεις του γκρι και του λευκού∙ η τουαλέτα, η ντουλάπα και η παπουτσοθήκη. Η ταπετσαρία στον έναν τοίχο και τα υφάσματα διαμόρφωναν ένα χαλαρωτικό σκηνικό. Σε Hadley stripe natural, στα χρώματα της άμμου, λινά, με απαλά λουλούδια αμυγδαλιάς και νούφαρα. Φωτιστικά με περίτεχνες λεπτομέρειες και γραμμικά σχέδια –ένα δαπέδου, με χαμηλό φωτισμό, και ένα οροφής, που σπάνια άναβε, επειδή ήταν έντονο το φως του και την ενοχλούσε. Οι κουρτίνες είχαν ένα πανέμορφο κρινοειδές σχέδιο, το ίδιο με τα δεσίματα του κρεβατιού. Ήταν πάντα πιασμένες με λευκές φουντίτσες, για να μπαίνει άπλετο φως στο δωμάτιο. Διπλές, μπερδεμένες με ένα ζευγάρι δαντελωτές κουρτίνες σε ivory τόνο. Ασορτί με τις κουρτίνες ήταν και η κουνουπιέρα, η οποία έδενε δεξιά και αριστερά στο κεφαλάρι του κρεβατιού με τις ίδιες φουντίτσες, στηριζόμενη σε μία στρογγυλή, λευκή, μεταλλική βάση στο ταβάνι. Έδινε ρομαντικό ύφος και κέρδιζε τις εντυπώσεις. Η βάση του κρεβατιού ήταν σταθερή, όπως αυτή που χρησιμοποιούν στα νοσοκομεία και τα ιδρύματα, απλά είχε μία μικρή διαφορά στο κάγκελο για λόγους αισθητικούς. Της άρεσε η ακρίβεια, η ομορφιά και η αρμονία και αυτό δε θα μπορούσε να το παραβλέψει το αρσενικό. Μαξιλάρια τετράγωνα σε λευκό και ασημί, στο ίδιο χρώμα με αυτά της πολυθρόνας, αλλά πιο μεγάλα, στόλιζαν το κεφαλάρι. Υπήρχε επίσης, εκτός από την κορνίζα του αρσενικού, ένα ανθοδοχείο από λευκή πορσελάνη πάνω στο σώμα του καλοριφέρ, επενδυμένο με τέτοιο υλικό που έμοιαζε με περβάζι. Δίπλα από την κορνίζα ήταν και δύο πανέμορφα γλαστράκια με τις αγαπημένες της ορχιδέες. Σίγουρα, δεν ήταν αληθινές, γιατί δεν επιτρέπονταν λουλούδια στο δωμάτιο. Έμοιαζαν, όμως, σαν αληθινές, αφού ήταν φτιαγμένες από μεταξωτό ύφασμα. Σ’ έναν λευκό σκαλιστό καλόγερο δίπλα στο παράθυρο ήταν κρεμασμένο πάντα ένα καπέλο. Το πρώτο καπέλο που είχε φτιάξει μόνη της, χωρίς τη βοήθεια του κυρ Μίμη. Αυτός την είχε παινέσει πολύ τότε. «Είμαι πολύ περήφανος για σένα, κόρη μου. Έχεις ταλέντο, το ξέρεις; Θα πας μπροστά, πολύ μπροστά και θα πετύχεις. Φτάνει να το θέλεις». Ναι, τελικά είχε ταλέντο και όχι μόνο στα καπέλα, αλλά και σε πολλά άλλα, όπως τη συγγραφή. Δεν το ήξερε, όμως, ακόμα. Το είχε κρατήσει για γούρι, μέχρι τώρα, στα γεράματά της. Όποτε τα φορούσε, έλκυε τα βλέμματα και τις επιτυχίες σαν μαγνήτης. Ακόμα και τα μαξιλάρια του ύπνου, το κουβερλί, η παπλωματοθήκη, το κουβερτάκι που σκέπαζε τα πόδια της για να μην κρυώνουν ήταν όλα διαλεγμένα από την καλύτερη ποιότητα βαμβακιού–σατέν 220 κλωστών. Ο τρόπος με τον οποίο είχαν υφανθεί τούς έδινε μία διακριτική γυαλάδα, που χάριζε ένα ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα πολυτελείας. Το ίδιο και οι πετσέτες της∙ με αχνά λουλουδάκια, σε τρεις παστέλ αποχρώσεις: ροζ, εκρού, φιστικί, όλες με μία φίνα και εκλεπτυσμένη γραμμή.


Σκιά χαρωπή | Ειρήνη Αντωνίου

Όλα αυτά τα απαλά λουλούδια και οι αποχρώσεις, με λίγο πράσινο και λιλά, που αναρριχούνταν από κάτω προς τα πάνω, ήρθαν να αντικαταστήσουν το πορφυρό κόκκινο. Το χρώμα που τη στιγμάτισε, τη μεταμόρφωσε, την εξέλιξε. Όμως, δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Έπρεπε να πάει παρακάτω και να ησυχάσει. Άλλωστε, ήταν πλέον μόνη της και δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Έπρεπε οι αποχρώσεις να αλλαχτούν. Εκείνος το ήξερε και είχε δώσει την πρότασή του στη Φαίδρα. Εκείνη είχε κάνει πράξη όλα όσα της είχε πει, χωρίς να αλλάξει το παραμικρό. Το είχε δει αρκετό καιρό πριν πεθάνει, πως η αφηρημάδα της προς τα εκεί θα κατέληγε. Τα συμπτώματα ήταν εμφανή. Σκεφτόταν ότι θα περνούσε ένα μεγάλο σοκ μετά τον θάνατό του, που θα την οδηγούσε πολύ πιο σύντομα στο κατώφλι της ασθένειας αυτής. «Θα την πας στο ίδρυμα. Δε θα την κρατήσεις στο σπίτι σου. Δε γίνεται να είναι μαζί σας, αλλά ούτε με τα παιδιά και τα εγγόνια. Πρέπει να είναι ήρεμη. Εκεί θα την περιποιούνται. Της έχω κάνει ασφάλεια ζωής και όλα θα πληρώνονται από κει. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να τακτοποιήσεις τη χαρτούρα και όλον αυτόν τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας. Μετά, θα συνεννοηθείς με τους υπεύθυνους του ιδρύματος, για να φτιάξεις το δωμάτιο και τα πράγματά της εκεί». Με κόπο συνέχισε να μιλάει αργά, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Σταματούσε συχνά. Ήταν ανήμπορος και λαχάνιαζε. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν σιγά σιγά. Ίσα που πρόφταινε να της πει όσα ήθελε. Ήταν μία εβδομάδα στο νοσοκομείο και η κατάστασή του χειροτέρευε μέρα με την ημέρα. Είχε ζητήσει από τη Φαίδρα να την πάει για λίγο στο σπίτι τους, να ξεκουραστεί, να πλυθεί και να φάει κάτι. Μία εβδομάδα στο νοσοκομείο δεν είχε φύγει ούτε λεπτό από δίπλα του. Είχε αποκαμωθεί. Γεράματα, βλέπεις. Τα δυο ξαδέρφια τα είπαν όλα. Εξομολογηθήκαν πολλά ο ένας στον άλλον. Είπαν πράγματα που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. Ξαλάφρωσαν, γιατί τα κρατούσαν τόσα χρόνια μέσα τους και τους έτρωγαν. Θυμήθηκαν τους παππούδες και τους γονείς τους. Τα θυμήθηκαν όλα. Βρήκαν το κουράγιο και αγκαλιάστηκαν για τελευταία φορά. Ξεψύχησε στα χέρια της Φαίδρας. Δεν περίμενε να έρθει το θηλυκό ξανά κοντά του. Ίσως, να ήταν καλύτερα έτσι. Του έκλεισε τα μάτια και τον φίλησε στο μέτωπο. «Καλό ταξίδι, ξάδερφε», είπε και ξέσπασε σε λυγμούς. H αριστοκρατική «γιαγιά», ύστερα από το σοκ που υπέστη, έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα. Άρχισε να ζει σ’ έναν άλλον κόσμο, δικό της. Αφορμή ζητούσε η προδιάθεση που είχε.

Τα είχε κάνει όλα, όπως εκείνος της είχε πει. Έτσι, η Ωκυρρόη τον υποδεχόταν στα όνειρά της και τον αγκάλιαζε τρυφερά. Ήξερε πως τη φρόντιζε από εκεί ψηλά. Χαιρόταν για τα ταξίδια του. Όλο αυτό το πήγαινε–έλα! Εκείνη δεν μπορούσε πλέον να τον ακολουθεί. Απλά, τον περίμενε να επιστρέψει. Έτσι, το είχε πλάσει στη φαντασία της. Της το είχε επιβεβαιώσει και η Φαίδρα. Την είχε ρωτήσει χιλιάδες φορές γι’ αυτόν και πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση, αυτήν που την έκανε να χαμογελά πλατιά και της έδινε ελπίδα. Την είχε βοηθήσει πολύ η ηρεμία του δωματίου, μιας και βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου, μακριά από τη φασαρία που έκαναν τα γερόντια στο καθιστικό. Οι απαλές αποχρώσεις στους τοίχους και τα έπιπλα τη γαλήνευαν και την τραβούσαν μακριά από τη συναισθηματική θύελλα των τελευταίων μηνών. Η αγαπημένη της συρταριέρα είχε βαφτεί σε λευκό χρώμα και φύλαγε μέσα όλα τα προσωπικά της αντικείμενα. Τα είχε τακτοποιήσει όλα η Φαίδρα με τα χεράκια της, με εντολή του αρσενικού. Μόνο τις προσωπικές της σημειώσεις είχε πάρει∙ τις μύχιες σκέψεις της σημειωμένες σε λευκές κόλλες, αρχικά με στυλό και έπειτα με πένα. Τις φύλαξε σπίτι της μέχρι να δει τι θα έκανε με δαύτες. Αργότερα, τις έδωσε στο κορίτσι. Τις διάβαζε στη γιαγιά τα απογεύματα που έπιναν τον καφέ τους στο δωμάτιο. Εκεί είχε τοποθετήσει τα αγαπημένα της αξεσουάρ, τα κοσμήματα και τα αρώματα που έβαζε. Όλα όσα της είχε φέρει από τα ταξίδια του. Δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα, για να νιώθει νωπή την παρουσία του κοντά της. Έτσι μόνο ησύχαζε και δεν την έπιαναν κρίσεις. Είχε μεγάλη νευρικότητα τις πρώτες μέρες εκεί. Σαν να ένιωθε τη ριζική αλλαγή στη ζωή της και έψαχνε κάποιον να του ρίξει το φταίξιμο. Είχε πολλές απορίες, αλλά δεν προλάβαιναν να πάρουν πιο σταθερή μορφή, καθώς χάνονταν στο δευτερόλεπτο. Σηκώθηκε από την καρέκλα και με το «πι» έφτασε αργά στη συρταριέρα που φύλαγε όλα της τα αντικείμενα. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι με τα εσώρουχά της. Έπιασε ένα και το ξεδίπλωσε. Η μυρωδιά του χύθηκε στον χώρο. Μύριζε βανίλια. Ήταν ένα λευκό δαντελένιο βρακάκι, αυτό που φορούσε κάποτε, όταν ήταν νέα. Έκανε αυτό που θα έκανε το αρσενικό. Το μύρισε. Σκάλισε με το άλλο χέρι της τα κοσμήματα και τα αρώματά της. Δεν έλειπε τίποτα. Ήταν όλα εκεί. Χαμογέλασε. Δεν είχε αλλάξει κάτι. Ήρεμη, γύρισε πίσω στην πολυθρόνα της, αφού έκλεισε το συρτάρι.

www.lefkomelani.gr


Σκιά χαρωπή | Ειρήνη Αντωνίου

Τελικά, ήταν τακτοποιημένα. Δε χρειαζόταν να τα νοικοκυρέψει. Ήταν εκεί και τα αγαπημένα της δαντελωτά βρακάκια. Τα είχε αγοράσει ένα γλυκό πρωινό του Σεπτέμβρη. Η σκέψη της κοντοστάθηκε να θυμηθεί. «Θα με τυραννήσεις πολύ μέχρι να μου πεις;», τη ρώτησα. «Όχι», απάντησε εκείνη. «Θα σε βοηθήσω να θυμηθείς». «Άντε λοιπόν, πες μου πού βρισκόμουν. Γιατί καθυστερείς;».

Ναι, ήμουν στο Παρίσι, στο Γκαλερί Λαφαγιέτ –ένα κομψοτέχνημα του 19ου αιώνα– μέσα σε χιλιάδες επισκέπτες. Στη λεωφόρο Haussman, που ήταν γεμάτη αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονταν. Εκεί, στο 9ο διαμέρισμα του Παρισιού, στον πιο λαμπρό ναό της μόδας στον κόσμο. Ένα σύμβολο πολυτέλειας και αισθητικής. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που βρισκόμουν εκεί! Ήταν από τις πρώτες μου περιπλανήσεις μετά τον πύργο του Άιφελ. Τουριστάκι κι εγώ, πού θα πήγαινα πρώτα; Στα αξιοθέατα! Χαμογέλασα. Άλλο ένα όνειρο που έπαιρνε σάρκα και οστά. Εγώ στο Παρίσι! Είχα διαβάσει και ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτό! Όταν το αντίκρισα, ένιωσα σαν να ζούσα χρόνια εκεί, με τόση γνώση που κουβαλούσα για κείνο. Άφησα τον πολυτελή χώρο των διάσημων καλλυντικών και ανηφόρισα στους ορόφους. Είχα σαστίσει με το κτίριο, την αρχιτεκτονική του και τον γυάλινο θόλο σε στυλ Αρτ Νουβό, αλλά και το υπέροχο υλικό μόδας. Δεν άντεξα στον πειρασμό και χώθηκα σ’ ένα μαγαζί με εσώρουχα. Μπερδεύτηκα με τις χιλιάδες επιλογές που είχα. Δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω! Μου πήρε πολλή ώρα μέχρι να αποφασίσω να πάρω αυτά τα δύο υπέροχα μεταξωτά βρακάκια, όμως, ήμουν πολύ χαρούμενη με την επιλογή μου. Μου το επιβεβαίωσε και το αρσενικό λίγες ώρες αργότερα. Παραλίγο να με στριμώξει στην τουαλέτα του καφέ που συναντηθήκαμε. «Πώς κάνεις έτσι, καλέ; Δύο ωραία βρακάκια είναι σαν όλα τ’ άλλα που έχω!», του είπα με χαλαρό ύφος. Γρύλιζε σαν λιοντάρι. Δε θα ξεχάσω αυτόν τον ήχο ποτέ. Σταμάτησα να ψωνίζω, παρόλο που είχα δει ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και με είχαν ενθουσιάσει. Αποφάσισα να ανέβω στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και να πιω έναν γαλλικό καφέ, απολαμβάνοντας τη θέα του Παρισιού. Γυαλιά θα ‘βρισκα και αλλού. Γεμάτα ήταν τα μαγαζιά. Ήταν από τις πιο πολυτελείς εμπειρίες που είχα μέχρι τότε χαρίσει στον εαυτό μου. Φυσικά, θα έμεινα μέχρι την ώρα του γεύματος. Ένα θεσπέσιο γεύμα συντροφιά με την ομορφιά μου! Α, ναι. Και η θέα του Παρισιού ήταν, βέβαια, μία… ασυνήθιστη παρέα για μένα. Πώς μπορώ να μην το αναφέρω αυτό; Αυτές τις παρέες δύσκολα τις συναντάς. Εκείνη τη στιγμή εξομολογήθηκα στον εαυτό μου με έκπληξη πως το… αρσενικό δε μου έλειπε καθόλου. «Σςς… Και οι τοίχοι έχουν αυτιά!», είπα σιγά στον εαυτό μου. Ένιωθα πανευτυχής που βίωνα μόνη μου την εμπειρία αυτή. Αν ήταν εκεί, θα με ζάλιζε με την ιστορία του κτιρίου και της… ευρύτερης περιοχής. Γέλασα στη σκέψη. Δεν είναι όλα ιστορία, συμπλήρωσα. Είναι επίσης τα συναισθήματα και οι εικόνες, οι μνήμες. Αυτά δεν έχουν χώρο ύπαρξης, νομίζεις; Έτσι δεν είναι, αγαπημένη μου συγγραφέα; Απευθύνομαι σ’ εσένα γιατί είσαι γυναίκα και με καταλαβαίνεις. Ή κάνω λάθος; Η ελευθερία είχε πάρει μια άλλη μορφή μέσα μου εκείνη τη στιγμή, πιο αποστασιοποιημένη και με ταξίδευε στους δικούς μου κόσμους ύπαρξης, στα δικά μου «θέλω».

Μετακινήθηκε λίγο στην πολυθρόνα της για να ξεπιαστεί. Είχε μεταφερθεί όλη η γκαρνταρόμπα της εκεί. Ευτυχώς, το δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο και είχαν χωρέσει όλα. Τα γύρευε σε ανύποπτο χρόνο, γύρευε το καθετί. Τα ‘ψαχνε μανιωδώς. Αν δεν έβρισκε αυτό που ήθελε, έκανε άνω–κάτω τον χώρο. Μετά θάνατον κάποια πράγματα θα έμεναν στο ίδρυμα και άλλα θα ‘παιρνε το κορίτσι…


Σκιά σκεπτόμενη…

Αυτό το είχε αποφασίσει η Φαίδρα, γιατί έβλεπε τον ζήλο και την αγάπη του κοριτσιού, καθώς και την υπευθυνότητα του ιδρύματος. Στο δωμάτιο είχε φτιαχτεί μία τεράστια ντουλάπα, που ήταν γεμάτη από τα ρούχα και τα παπούτσια της. Τα ήθελε όλα μαζί της, άσχετα αν δε φορούσε τίποτα από αυτά. Θυμήθηκε ξανά το αρσενικό. «Μήπως αργεί να έρθει;», μονολόγησε. «Νύχτωσε και ακόμα να φανεί. Δε με πήρε ούτε ένα τηλέφωνο». Έπιασε το μικρό καθρεφτάκι που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παράθυρου. Ήθελε να δει, αν τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα. Σε λίγο θα ερχόταν το αρσενικό, η ώρα τον έβαζε, και ήθελε να τη βρει για άλλη μια φορά όμορφη. Έφτιαξε τα κοντά τουφάκια που άγγιζαν τα μάγουλά της. Αυτήν τη χροιά του αγοροκόριτσου δεν την αποχωρίστηκε, τελικά, ποτέ. Φαινόταν από το στυλ που χτένιζε τα μαλλιά της. Πίσω μακριά –κατ’ εντολή του αρσενικού– μπροστά κοντά –κατ’ εντολή του δικού της γίγνεσθαι.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.