Τα Δικά μας Παραμύθια

Page 1

Επιμέλεια: Ο Δάσκαλος της τάξης Ντούλης Δημήτριος, @dntoulis


ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΓΑΤΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΔΥΟ ΠΟΝΤΙΚΩΝ

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κάστρο ζούσαν εκατομμύρια γάτοι. Αυτοί δεν άνοιγαν ποτέ την πύλη. Θα μου πείτε, ‘πώς τρώγανε;’ αυτό δεν ήταν πρόβλημα μιας και είχαν εγκλωβίσει μέσα στο κάστρο χιλιάδες ποντίκια. Καθημερινά εξαφανίζονταν δεκάδες από αυτά, που κατέληγαν στις μεγάλες κοιλιές τους.


Μία ποντικούλα, η Ίριδα, άκουσε τα λόγια του και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Βρέθηκαν σε ένα μυστικό μέρος και κατέστρωσαν ένα σχέδιο. -Θα ενημερώσουμε όλα τα ποντίκια, για τους σκοπούς μας, εντάξει; είπε ο Αλέξανδρος. -Εντάξει! απάντησε η Ίριδα. Δυστυχώς, ένας κουτσομπόλης γάτος άκουσε τα σχέδια τους και έτρεξε να το πει στον βασιλιά του. Όταν έφτασε στην αίθουσα του θρόνου έγινε χαμός…


-Τι; Θέλουν να το σκάσουν, μα πως, τους τοίχους δεν μπορούν να του σκαρφαλώσουν, η πύλη δεν ανοίγει από πού θα φύγουν; -Δεν ξέρω, δε μίλησαν για αυτό. -Κάτι πρέπει να κάνουμε. Τι όμως ;Χμμμ καλέστε το συμβούλιο αμέσως!

Επιτέλους ήρθε το συμβούλιο: -Βασιλιά, βασιλιά τι πάθατε Πολυχρονεμένε μας βασιλιά; -Όχι εγώ, τα ποντίκια τρελάθηκαν θέλουν να το σκάσουν. -Πως θα το κάνουν αυτό ; -Εσείς θα το βρείτε αυτό. -Ααα, καλά!! Χμμμ, το βρήκα! θα τα κλειδώσουμε σε κλουβιά στην αποθήκη. Τι λέτε; -Υπέροχη ιδέα, όμως έχουμε κλουβιά ; -Θα παραγγείλουμε. -Τέλεια !!!


Σε ένα άλλο μέρος του κάστρου ο Αλέξανδρος και η Ίριδα είχαν ήδη πει στους μισούς συντρόφους τα σχέδια τους. Aφού τελείωσαν, έπρεπε να σκεφτούν τι θα κάνουν μετά: -Λοιπόν τι κάνουμε τώρα; -Δεν έχω ιδέα. -Συγχαρητήρια. Γρρρ, ακούστηκε από την κοιλιά του Αλέξανδρου.

-Πεθαίνω της πείνας θα μπορούσα να φάω και τους τοίχους. -Ναι καλά. -Αλήθεια κοίτα. Και πήρε μια μεγάλη δαγκωνιά απ’ τον τοίχο. Απίστευτο, έφαγε ένα κομμάτι του! Εύρηκα!!! -Και εγώ! -Τι βρήκες ; -Ότι έχω πολύ γερά δόντια. -Όχι καλέ, πως θα βγούμε από εδώ. -Για λέγε να σ’ ακούσω. -Θα φωνάξουμε όλα τα ποντίκια και θα τους πούμε να μασάνε τους τοίχους μέχρι να υποχωρήσει. Λογικά σε τρεις μέρες θα έχουμε βγει. -Τέλεια ας βιαστούμε. -Πάμε τι περιμένουμε ;


Αλλά ο βασιλιάς είχε άλλα σχέδια, να παγιδεύσει τα ποντίκια σε κλουβιά, τα οποία θα έφταναν σε τρεις ημέρες. Πολλοί γρήγορα ο Αλέξανδρος και η Ίριδα μάζεψαν όλους τους φίλους τους και ξεκίνησαν τη δουλειά. Την δεύτερη ημέρα τα ποντικάκια ήταν πιο ξεκούραστα και κεφάτα έτσι δούλευαν πιο δυνατά και χαρούμενα εφόσον ήξεραν ότι η ελευθερία πλησίαζε. Την Τρίτη μέρα ένας λιχούδης γάτος που πεινούσε αφάνταστα έψαχνε για φαγητό, δυστυχώς πήρε το μάτι του ένα καθυστερημένο ποντικάκι το οποίο στην αρχή δεν τον πρόσεξε και όταν σήκωσε το χοντρό βιβλίο πάνω από την τρύπα μπήκε μέσα και την έκλεισε. Όμως ο γάτος δεν ήταν χαζός έτσι βρήκε που είχαν πάει οι λιχουδιές του (έτσι τα αποκαλούσε). Έφυγε να τον πει στον βασιλιά: -Βασιλιά ανακάλυψα που πήγαν τα ποντίκια, προσπαθούν να το σκάσουν. -Αυτό το ξέρουμε, γι’ αυτό παραγγείλαμε πολλά κλουβιά.


Εμένα, γιατί δε με ενημερώνετε; -Στο θέμα μας. -Έχουν σκάψει μια τεράστια τρύπα και… -Καλά αρκετά είπες νομίζω πως σε λίγο φτάνουν τα κλουβιά! Όμως τα ποντίκια ήταν καλά ενημερωμένα και έσκαβαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μόλις άνοιξαν την τρύπα η χαρά που πήραν γρήγορα μειώθηκε καθώς είδαν να φτάνει η άμαξα με τις παγίδες του θανάτου.


Τα ποντικάκια έτρεχαν πανικόβλητα μέχρι το δάσος που απλωνόταν δίπλα τους. Όλοι οι μικροί μας φίλοι κατάφεραν και μπήκαν στο δάσος στο οποίο ήταν πλέον ασφαλείς. Μόνο δύο ποντίκια δεν πρόλαβαν να κρυφτούν ήταν ο Αλέξανδρος και η Ίριδα που έμειναν τελευταίοι για να βοηθήσουν τους υπόλοιπους. Όλοι οι γάτοι μαζεύτηκαν γύρω τους με ένα κλουβί στο χέρι. Εκεί που ερχόταν το τέλος τους, ένα περιστέρι πέρασε από πάνω τους, τους λυπήθηκε, τους πήρε και τους πήγε στη καρδιά του δάσους. Οι γάτοι έφυγαν απογοητευμένοι στα γύρω χωριά ξεκινώντας μια νέα ζωή ως σπιτόγατοι. Όσο για τα ποντίκια δεν τα ένοιαζε που θα έμεναν αρκεί να είναι ελεύθερα. Επίσης να θυμάστε, άμα βρεθείτε μπροστά σε ένα εγκαταλελειμμένο κάστρο δίπλα σ’ ένα μεγαλειώδες δάσος, είστε σίγουρα στο κάστρο του Γάταρου, έτσι λέγανε το βασιλιά!!!


Ηθικό δίδαγμα: “Ποτέ μην εγκαταλείπεις τα όνειρα σου, όσο περίεργα κι αν είναι”

Η ιστορία αυτή γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από την Αναστασία Νεαμονίτη


Το ξενοδοχείο Gold House στην Αμερική είναι ένα από τα μεγαλύτερα και γνωστότερα ξενοδοχεία στον κόσμο. Οι άνθρωποι που έμπαιναν καθημερινά ήταν πολλοί, όμως με ένα μυστικό που έκρυβαν οι εργαζόμενοι, δεν θα ξαναπατούσε κανείς εκεί. Το μυστικό αυτό αφορούσε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου το οποίο έλεγαν ότι το στοιχειώνει το φάντασμα μίας γυναίκας που δολοφονήθηκε εκεί. Μία μέρα, μία παρέα τεσσάρων εφήβων που είχαν ακούσει για το φάντασμα ήθελαν να διανυχτερεύσουν στη σουίτα 703.Στην αρχή δεν ήταν τρομακτικά μέχρι που μία πέτρα εκτοξεύτηκε από το πουθενά και έσπασε τον καθρέφτη που βρισκόταν στον τοίχο. Η παρέα έφυγε τρέχοντας για να ξεφύγει από το φάντασμα.


Μία εβδομάδα μετά, οι τέσσερις φίλοι επέστρεψαν με έναν κυνηγό φαντασμάτων, αποφασισμένοι να λύσουν το μυστήριο. Ο κυνηγός έβγαλε τα μηχανήματα και τις συσκευές ανίχνευσής του από το φορτηγό. Μπήκαν όλοι μαζί στη σουίτα και τον βοήθησαν να τα εγκαταστήσει. Με μια συσκευή που έμοιαζε με ανιχνευτή χρυσού, άρχισε να ψάχνει το δωμάτιο πιθαμή προς πιθαμή. Μετά από αρκετή ώρα τους είπε ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις του κανένα φάντασμα δεν υπήρχε στο δωμάτιο. Τα παιδιά αφού τον ευχαρίστησαν βάλθηκαν να ανακαλύψουν τι πραγματικά συνέβαινε στη σουίτα 703.


Άρχισαν να ψάχνουν για μυστικά κουμπιά και κρύπτες, γιατί υποψιάζονταν πλέον ότι υπήρχε κάτι ανθρώπινο και όχι εξωπραγματικό. Το ένα από τα παιδιά ανακάλυψε ότι πίσω από τον μεγάλο καθρέφτη υπήρχε ένα σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας, καθισμένος αναπαυτικά σε μία πολυθρόνα. Με λίγα λόγια τους εξήγησε ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και επειδή ήταν μοναχικός άνθρωπος, σκαρφίστηκε την ιστορία με τη δολοφονία και το φάντασμα για να μην τον ενοχλούν οι πελάτες και οι εργαζόμενοι. Τους παρακάλεσε να μην πουν τίποτα σε κανέναν. Οι τέσσερις φίλοι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι, που έλυσαν το μυστήριο, υποσχέθηκαν ότι δεν θα έλεγαν τίποτα και σε κανέναν. Από τότε δεν ξανασυζήτησαν ποτέ για αυτό όσο περήφανοι και αν ήταν για αυτό που κατάφεραν.....

Η ιστορία αυτή γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από τη Μαριλένα Βογιατζή



Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα που την έλεγαν Αντούμπαλα, έγινε μια φοβερή ναυμαχία ανάμεσα σε κάποιους πειρατές και τους άντρες του Βασιλικού Ναυτικού της Αντούμπαλα. Οι πειρατές είχαν κλέψει και μετέφεραν στο πλοίο τους ένα σεντούκι, το οποίο ο Βασιλιάς της χώρας ήθελε πίσω πάση θυσία. Κανείς πειρατής δεν είχε προλάβει να δει το περιεχόμενο του, αλλά όλοι πίστευαν ότι έκρυβε ανεκτίμητους θησαυρούς. Οι πειρατές έχασαν τη μάχη και σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έναν. Αυτός, ενώ όλοι οι άλλοι σκοτώνονταν μεταξύ τους, πήρε κρυφά το σεντούκι με το θησαυρό, το ανέβασε σε μια βάρκα και πήγε και το έκρυψε σε ένα έρημο και ακατοίκητο νησί, που δεν υπήρχε στους χάρτες, το νησί των Λωτοφάγων. Το κλειδί του σεντουκιού, για ακόμη περισσότερη ασφάλεια, το έκρυψε σε ένα άλλο μακρινό νησί, στο οποίο ζούσαν μόνο πουλιά και ερπετά και ήταν γνωστό μόνο στους πειρατές, το νησί της Καλυψούς. Μετά έφτιαξε ένα χάρτη των δύο νησιών και του μέρους που είχε θάψει το θησαυρό και τον έκοψε σε δέκα κομμάτια. Έδωσε ένα κομμάτι στο παιδί του και επειδή ήταν δίκαιος και καλόκαρδος μοίρασε τα υπόλοιπα εννέα κομμάτια στα παιδιά των άλλων πειρατών που είχαν σκοτωθεί.


Πέρασαν τα χρόνια και τα παιδιά των πειρατών μεγάλωσαν. Ακολούθησαν κι αυτοί το επάγγελμα των πατεράδων τους κι έγιναν πειρατές. Επικοινώνησαν, λοιπόν, μεταξύ τους κι αποφάσισαν να βρεθούν σε μια ταβέρνα στο λιμάνι της Αντούμπαλα, να ενώσουν τα κομμάτια του χάρτη και όλοι μαζί να ψάξουν να βρουν το σεντούκι του θησαυρού. Πρώτοι έφτασαν ο Ενέο ο Τυφλοπόντικας και ο Πέτρος το Πιθηκάκι. Δεν άργησαν όμως να φανούν και οι υπόλοιποι: ο Ευγένης ο Τσιουάουα, ο Ματθαίος ο Αρκούδος, ο Ηλίας ο Σκαντζόχοιρος, η Αλμπίνα Σπάροου, η Μαριλένα Παραπάν, η Ζαΐρα η Τρομερή, ο Αλέξανδρος ο Κατσικοπόδαρος και η Αναστασία η Ονειροπαρμένη. Η Ζαΐρα η Τρομερή αποφασίστηκε να είναι η καπετάνισσα του πλοίου. «Αύριο σαλπάρουμε! Ελπίζω να μη λέει ψέματα ο χάρτης. Απ’ ό,τι βλέπω, το πρώτο νησί που θα επισκεφτούμε είναι το νησί της Καλυψούς. Εκεί θα βρούμε το κλειδί του σεντουκιού. Πηγαίνετε τώρα να κοιμηθείτε και να ξεκουραστείτε! Μόλις λαλήσει ο πρώτος πετεινός, όλοι στο πλοίο!» είπε η Ζαΐρα.


Την άλλη μέρα πρωί-πρωί άνοιξαν πανιά και μετά από αρκετές μέρες ταξίδι αντίκρισαν το νησί της Καλυψούς. Βγήκαν όλοι στη στεριά εκτός από τον Τυφλοπόντικα και τον Τσιουάουα που έμειναν πίσω για να δέσουν και να προσέχουν το πλοίο. Η ομάδα δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από την ακτή, όταν ακούστηκαν οι φωνές του Τυφλοπόντικα και του Τσιουάουα. «Βοήθεια, το πλοίο φεύγει!» Τρέχουν γρήγορα προς το σημείο που είχαν αφήσει το πλοίο και τι να δουν! Το πλοίο είχε φύγει στα ανοιχτά, ακυβέρνητο, ενώ ο Τυφλοπόντικας και ο Τσιουάουα μάλωναν και είχαν πιαστεί στα χέρια, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο γι αυτό. Ο ένας νόμιζε ότι θα έδενε το πλοίο ο άλλος και στο τέλος κανένας από τους δύο δεν φρόντισε να δέσει το πλοίο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, ήταν ότι κανένας από τους πειρατές δεν ήξερε κολύμπι για να φέρει πίσω το πλοίο. Ο Τσιουάουα και ο Τυφλοπόντικας συνέχιζαν την κοκορομαχία. -

-

Αν δε χάζευες και είχες το νου σου δε θα έφευγε το πλοίο. Θα σε μαυρίσω στο ξύλο. Εγώ; Εσύ φταις, δική σου δουλειά ήταν να δέσεις το πλοίο.


Ο καυγάς είχε ανάψει για τα καλά, γιατί άλλοι πειρατές έπαιρναν το μέρος του Τυφλοπόντικα, άλλοι του Τσιουάουα και όλοι μαζί μάλωναν. Η καπετάνισσα κατάλαβε ότι αυτοί οι καυγάδες δεν έβγαζαν πουθενά και έριξε μια πιστολιά στον αέρα. Τα δύο στρατόπεδα σταμάτησαν για μια στιγμή να μαλώνουν και έκαναν ησυχία. «Αντί να μαλώνετε μεταξύ σας, γιατί δε βάζετε το μυαλό σας να δουλέψει, να βρείτε μια λύση στο πρόβλημα», είπε η Ζαΐρα. «Δεν υπάρχει λύση, καπετάνισσα, θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας εδώ», είπε απελπισμένα το Πιθηκάκι. «Πάντα υπάρχουν λύσεις, αρκεί να μη φτάνουμε στα άκρα και να είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε. Ας προσπαθήσουμε πρώτα να καταλάβουμε τι έγινε, μη σκούζετε σα μωρά!» Απάντησε η καπετάνισσα «Εγώ, καπετάνισσα, νόμιζα ότι είχε δέσει το πλοίο ο Τσιουάουα και έτσι κατέβηκα στην ακτή και χάζευα το τοπίο», είπε ο Τυφλοπόντικας. «Και ’γώ ήμουνα ήσυχος γιατί νόμιζα ότι είχε δέσει το πλοίο ο Τυφλοπόντικας», είπε ο Τσιουάουα. «Δηλαδή, κανείς από τους δυο σας δεν ήθελε να γίνει ό,τι έγινε. Αλλά ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει. Εσείς οι υπόλοιποι έτσι τους βοηθάτε να λύσουν τις διαφορές τους; Ας βάλουμε όλοι νερό στο κρασί μας μήπως και βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε από το νησί», είπε η καπετάνισσα Ζαΐρα. Αφού σκέφτονταν για αρκετή ώρα, η Αναστασία η Ονειροπαρμένη πετάχτηκε ενθουσιασμένη: «Το βρήκα! Θα φτιάξουμε μια σχεδία από ξύλα και θα πάμε να πιάσουμε το πλοίο μας.» «Αυτό είναι! Βοηθήστε όλοι να φτιάξουμε τη σχεδία», είπε η Ζαΐρα.


Κι έτσι από κει που ήταν όλοι ένα κουβάρι και καυγάδιζαν άσκοπα μεταξύ τους, άρχισαν να δουλεύουν μαζί για να φτιάξουν τη σχεδία που θα τους μετέφερε στο πλοίο. Καθώς μάζευαν ξύλα ο Τσιουάουα και ο Τυφλοπόντικας βρήκαν την ευκαιρία να πουν δυο κουβέντες και να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Πρώτος έσπασε τον πάγο ο Τσιουάουα: -

Όρμησα πάνω σου, γιατί ένιωθα θυμό και ενοχή για αυτό που έγινε. Κι εγώ σε κατηγόρησα για να ρίξω από πάνω μου την ευθύνη. Φοβήθηκα πολύ όταν είδα το πλοίο να απομακρύνεται. Δεν έφταιγες μόνο εσύ, ήταν και δικό μου λάθος. Κανείς μας, όμως, δεν ήθελε να συμβεί αυτό. Ας δώσουμε τα χέρια και ας δούμε τι γίνεται από δω και πέρα.

Οι πειρατές εργάστηκαν σκληρά όλη την ημέρα και λίγο πριν νυχτώσει η σχεδία ήταν έτοιμη. Πριν φύγουν έπρεπε, όμως, να βρουν το κλειδί του σεντουκιού. Ο χάρτης έδειχνε ότι το κλειδί ήταν θαμμένο κάτω από τον πρώτο φοίνικα που θα συναντούσαν στην ακτή. Βρήκαν το δέντρο, έσκαψαν για λίγο γύρω από αυτό και μέσα σε μια καρύδα βρήκαν το κλειδί του σεντουκιού. Μετά ανέβηκαν στη σχεδία και τράβηξαν κουπί για το πλοίο τους. Σε λίγη ώρα, όλοι ήταν πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου. Η Ζαΐρα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να δίνει οδηγίες: «Όρτσα τα πανιά! Σαλπάρουμε για το νησί των Λωτοφάγων.»


Ήταν περίπου στη μέση της διαδρομής και, όπως όλα έδειχναν, θα έφταναν στο προορισμό τους χωρίς απρόοπτα. Οι πειρατές ήταν μέσα στην καλή χαρά. Όμως το βράδυ έπεσαν πάνω σε μια τρομερή καταιγίδα. Θεόρατα κύματα τους παρέσυραν προς ένα άγνωστο νησάκι και άρχισαν να κοπανούν το πλοίο στα βράχια του. Τα βράχια τρύπησαν το αμπάρι του πλοίου και όλα τα τρόφιμα μαζί και τα βαρέλια του νερού κατέληξαν στη θάλασσα. Ακούστηκε ένα «ΜΠΑΜ!!!» και σε λίγο το πλοίο άραξε μισοκατεστραμμένο πάνω στα βράχια. Όλοι οι πειρατές είχαν αγχωθεί και σκέφτονταν ότι δε θα τα καταφέρουν.

«Πού είμαστε;» ρώτησε ο Ηλίας ο Σκαντζόχοιρος. «Μακάρι να ’ξερα! Αυτός εκεί ο μεγάλος βράχος στη μέση του νησιού μοιάζει με κύκλωπα.» είπε η Μαριλένα Παραπάν. «Το βρήκα! Θα το ονομάσουμε το νησί του Κύκλωπα Πολύφημου.» πετάχτηκε η Αναστασία η Ονειροπαρμένη. «Μωρέ εδώ χανόμαστε και συ στη κοσμάρα σου!» της είπε αγριεμένα ο Ματθαίος ο Αρκούδος. «Ωωωχ! Τι θα κάνουμε τώρα! Είμαστε χαμένοι, Θα πεθάνουμε σε αυτό το παλιόνησο» τους διέκοψε ο Κατσικοπόδαρος «Αααχ! Δε θα τα καταφέρουμε! Το καράβι είναι δύσκολο να φτιαχτεί και είμαστε χωρίς τρόφιμα και νερό.» συμπλήρωσε το Πιθηκάκι. Τότε πετάχτηκε η Αλμπίνα Σπάροου και προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα:


«Παιδιά, αυτή τη στιγμή είμαστε όλοι σε υπερένταση. Καλά θα κάνουμε να ηρεμήσουμε και να χαλαρώσουμε! Μας έχει κυριέψει το άγχος και δε σκεφτόμαστε καλά. Προτείνω να κάνει ο καθένας από μας κάποια πράγματα που τον ευχαριστούν για να χαλαρώσει λίγο. Έτσι, αύριο το πρωί θα σκεφτούμε με πιο καθαρό μυαλό τι θα κάνουμε.»

Όλοι οι πειρατές συμφώνησαν με την Αλμπίνα. Κάποιοι προτίμησαν να πάνε μια βόλτα και να εξερευνήσουν το μικρό αυτό νησάκι. Κάποιοι άλλοι ξάπλωσαν στην αμμουδιά και σκέφτονταν το θησαυρό, τις οικογένειες τους, τους φίλους τους και άλλα ευχάριστα πράγματα. Η Αναστασία η Ονειροπαρμένη άρχισε να λέει ένα παραμύθι και η Μαριλένα Παραπάν την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Η Αλμπίνα που είχε καλή φωνή άρχισε να τραγουδά και ο Πέτρος το Πιθηκάκι χόρευε σαν τρελός. Ο καθένας τους είχε το δικό του τρόπο να διαχειρίζεται το άγχος του και να χαλαρώνει. Την άλλη μέρα όλοι ήταν ήρεμοι, ξεκούραστοι και είχαν διάθεση για δουλειά. Έτσι, η Ζαΐρα άρχισε να μοιράζει δουλειές. Μια ομάδα ανέλαβε να επισκευάσει το πλοίο. Μια άλλη ομάδα να μαζέψει μπανάνες από τα φοινικόδεντρα για τροφή. Τέλος, μια τρίτη ομάδα ανέλαβε να μαζέψει από τις παραλίες του νησιού όσα βαρέλια νερού είχαν ξεβραστεί από τα κύματα. Δουλεύοντας σκληρά και χωρίς άγχος, οι πειρατές κατάφεραν μέσα σε περίπου ένα μήνα να φτιάξουν το καράβι τους και να αποθηκεύσουν αρκετή τροφή και νερό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.


«Είδατε που τελικά τα καταφέραμε! Βίρα τις άγκυρες! Εμπρός για το νησί των Λωτοφάγων και το θησαυρό!» φώναξε η καπετάνισσα. «Ζήτω!!!» φώναζαν όλοι μαζί οι πειρατές και πετούσαν τα καπέλα τους στον αέρα. Μετά από λίγες μέρες ταξίδι και χωρίς άλλα απρόοπτα έφτασαν στο νησί των Λωτοφάγων. Πήγαν αμέσως στο σημείο που έπρεπε να βρίσκεται ο θησαυρός σύμφωνα με το χάρτη. Έψαξαν εδώ κι εκεί, αλλά θησαυρός δεν υπήρχε πουθενά. Καθώς έσκαβαν άκουγαν κάτι περίεργους θορύβους.

«Ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά», πρότεινε ο Ματθαίος ο Αρκούδος. «Νομίζω ότι κάποιοι είναι πίσω από τα δέντρα και μας παρακολουθούν», είπε ο Ηλίας ο Σκαντζόχοιρος. «Εεε… εσείς, πίσω από τα δέντρα! Βγείτε αμέσως να δούμε ποιοι είστε γιατί αλλιώς θα πυροβολήσουμε», φώναξε η Ζαΐρα. Τότε εμφανίστηκαν δειλά-δειλά μέσα από τα δέντρα κάτι πλάσματα που όμοια τους δεν είχαν ξαναδεί οι πειρατές σε κανένα από τα ταξίδια τους. Ήταν κάτι μαύρα ανθρωπάκια, με γενειάδες και μουστάκια, αλλά τόσο μικροκαμωμένα και κοντά, που τα περνούσες για μικρά παιδιά. Ήταν μια φυλή Πυγμαίων. Οι Πυγμαίοι τους έκαναν νοήματα ότι θέλουν να τους ακολουθήσουν στο χωριό τους και οι πειρατές δέχτηκαν.


Στο χωριό τους υποδέχθηκε ο αρχηγός των Πυγμαίων και τους έδωσε να καταλάβουν ότι είναι καλοδεχούμενοι. Οι πειρατές στην αρχή ήταν καχύποπτοι απέναντι στους Πυγμαίους και κοιμόνταν με το ένα μάτι ανοιχτό. Επιπλέον, τους αντιμετώπιζαν λες και ήταν κατώτεροι από αυτούς. «Αυτοί είναι άγριοι και απολίτιστοι» έλεγαν μεταξύ τους όλη την ώρα.

Καθώς όμως περνούσαν οι μέρες και άρχισαν να επικοινωνούν περισσότερο μαζί τους, να γνωρίζουν από κοντά τα έθιμα τους, τη θρησκεία τους και τις συνήθειες τους άρχισαν να αλλάζουν γνώμη. Σταμάτησαν πια να τους κοροϊδεύουν και αντιμετώπιζαν τα έθιμα τους με σεβασμό. Πέρα από τις διαφορές παρατήρησαν ότι είχαν και πολλές ομοιότητες μεταξύ τους. Και στις δυο πλευρές άρεσε η καλή παρέα, το παιχνίδι. Οι Πυγμαίοι αγαπούσαν και φρόντιζαν την οικογένεια τους έτσι όπως και οι πειρατές τη δική τους. Εκτιμούσαν και τιμούσαν τη φιλία όπως και οι πειρατές. Κάποιοι πειρατές που ήθελαν στο μέλλον να ασχοληθούν με τη γη γνώρισαν από τους Πυγμαίους κάποιες καλλιέργειες, άγνωστες στον υπόλοιπο κόσμο. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο πολύ δένονταν οι πειρατές με τους Πυγμαίους. Δεν έψαχναν πια για το θησαυρό, αλλά διασκέδαζαν και χαίρονταν με τους φίλους τους. Οι Πυγμαίοι ζούσαν απλά, χωρίς πολλά πράγματα, αλλά ξέγνοιαστα. Οι πειρατές κατάλαβαν ότι ο κάθε πολιτισμός έχει τη δική του αξία.


Κάποτε ήρθε όμως η στιγμή να αποχαιρετήσουν τους φίλους τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και τις οικογένειες τους. Οι Πυγμαίοι για να τους ευχαριστήσουν τους πρόσφεραν πολλά δώρα. Ανάμεσα στα άλλα και ένα σεντούκι που είχαν βρει πριν πολλά χρόνια στην παραλία. Γι’ αυτούς δεν είχε καμιά αξία, για τους φίλους τους όμως μπορούσε να φανεί χρήσιμο. «Το σεντούκι του θησαυρού» είπαν με μια φωνή οι πειρατές. Αγκάλιασαν για τελευταία φορά τους φίλους τους, ανέβηκαν στο πλοίο και έβαλαν πλώρη για την πατρίδα τους. Παρόλο που είχαν βρει τελικά το θησαυρό, κανένας τους δεν ένιωθε την τρελή επιθυμία να ανοίξει το σεντούκι. Το ταξίδι αυτό τους είχε κάνει άλλους ανθρώπους. Ο πραγματικός θησαυρός ήταν όλα αυτά που είχαν ζήσει και μάθει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από όλους τους μαθητές της Στ΄ τάξης του Η΄Δ.Σ.Χίου


Αλλούση Αλμπίνα Αρμενάκης Ηλίας Βογιατζή Μαρία - Ελένη Βούμβας Πέτρος Γιαννόπαπας Ματθαίος Γκουιντέα Έρρικα Κουνάκης Ισίδωρος Κρεατσούλας Ευγένιος Λούλι Ενέο Μηνιώτης Αλέξανδρος Μόσχου Χρυσοβαλάντου Νεαμονίτη Αναστασία Νικηφορίδη Χριστίνα


Μια φόρα και έναν καιρό υπήρχε ένα αγόρι που ήθελε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς, δε μπορούσε να τα καταφέρει γιατί ήταν ένα φτωχό αγόρι, με μια φτωχή μητέρα, σε ένα φτωχικό σπίτι, δίπλα στη θάλασσα, με ένα πολύ μικρό κήπο. Το αγόρι το έλεγαν Πίπη και τη μητέρα του Ελένη. Ο Πίπης είχε ένα σκύλο που τον έλεγαν Μούργο. Ο Πίπης και ο Μούργος είχαν το ίδιο όνειρο και η κυρία Ελένη προσπαθούσε να τους βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε. Ο Πίπης ήταν ένα ψηλό αγόρι, με καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια που λάμπανε στο σκοτάδι. Η μητέρα του ήταν μια ψηλή γυναίκα, με ξανθά μαλλιά και τα ίδια γαλανά μάτια. Τέλος, ο Μούργος ήταν ένας μεγάλος καφετής σκύλος με μυαλό ανθρώπου.


Κάθε μέρα που περνούσε, η επιθυμία του Πίπη να ταξιδέψει σε άλλα μέρη γινότανε όλο και μεγαλύτερη. Μια μέρα ο Πίπης ευχήθηκε στο φεγγάρι “Φεγγαράκι μου λαμπρό μία χάρη σου ζητώ, σε όλο τον κόσμο να ταξιδέψω”. Το φεγγάρι άκουσε την ευχή του και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Έτσι δημιούργησε γρήγορα-γρήγορα μία χρυσή γέφυρα που έφτανε σε όλο τον κόσμο. Ενώ ο Πίπης κοιμότανε τον ξύπνησε μια ψιλή φωνή. Μαζί με το Μούργο βγήκαν αθόρυβα έξω στην μικρή αυλή και δεν πίστευαν αυτό που αντίκριζαν: ΜΙΑ ΓΕΦΥΡΑ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟ. Ο Πίπης προχώρησε προς τη γέφυρα, ενώ ο Μούργος που φοβόταν περισσότερο ακολουθούσε διστακτικά. Ανέβηκαν στην γέφυρα και ως δια μαγείας βρέθηκαν στην Ισπανία και πιο συγκεκριμένα σε μια ταυρομαχία. Ο Πίπης απεχθανόταν τις ταυρομαχίες, γιατί δεν του άρεσε καθόλου να βλέπει ζώα να πεθαίνουν τόσο άγρια και χωρίς λόγο. Ο Πίπης και ο Μούργος κάθισαν ήσυχα σε μία γωνία, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένας ταυρομάχος με κόκκινη κάπα. Τότε άνοιξε μια μεγάλη πύλη και εμφανίστηκε ένας πελώριος ταύρος. Ο ταυρομάχος μας κοίταξε και μας χαμογέλασε και καθώς τράβηξε την κάπα του ο Πίπης είδε ένα μικρό στιλέτο δεμένο στη ζώνη του. Ήξερε σε τι χρησίμευε. Τότε άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά δύο-δύο και ο Μούργος ακολουθούσε. Όταν φτάσανε στην αρένα μπήκανε μέσα και ίσα που προλάβανε να διώξουν τον ταύρο και να τον βάλουν στο στάβλο του. Ο Πίπης τους εξήγησε ότι ήταν απάνθρωπο αυτό που κάνανε και όλοι υποσχέθηκαν ότι δε θα το ξανακάνουν αλλά φάνηκε από το βλέμμα τους ότι δεν το εννοούσαν! Λίγο στεναχωρημένος ο Πίπης και ο Μούργος ανέβηκαν στη γέφυρα και βρέθηκαν στην Ασία στην επαρχία Σετσουάν. Περιπλανήθηκαν αρκετή ώρα σε ένα καταπράσινο δάσος. Όταν βρέθηκαν μπροστά σε κάτι τεράστια μπαμπού, κοιτάξανε από πίσω με μεγάλη προσοχή και είδαν ένα γιγάντιο πάντα. Το παρακολούθησαν για λίγα λεπτά να τρώει τόνους μπαμπού ασταμάτητα. Όταν ο Μούργος άρχισε να γαβγίζει ο Πίπης κοίταξε προς το μέρος αυτό και είδε έναν κυνηγό. Το πάντα τρόμαξε και έφυγε. Αντίθετα ο κυνηγός, τους κοίταζε απογοητευμένος. Ο Πίπης του είπε ότι είναι παράνομο να κυνηγά εδώ, όμως αυτός απάντησε ότι δεν τον νοιάζει και καλό θα είναι να μην ανακατεύονται εκεί που δεν τους σπέρνουν. Όταν απομακρύνθηκε ο κυνηγός μια ασιατική τίγρη τους επιτέθηκε. Ο Πίπης και ο Μούργος έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να πάνε πίσω στη χρυσή γέφυρα, να σωθούν! Η χρυσή γέφυρα τους πήγε μετά στην Αφρική. Αφού διέσχιζαν τη Σαβάνα σταμάτησαν να ξαποστάσουν σε μια λιμνούλα, όταν τους επιτέθηκε μια λεοπάρδαλη και τους έριξε στο έδαφος. Τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ένας ελέφαντας, που επάνω του καθότανε ένα κορίτσι. Ο ελέφαντας σταμάτησε, το μικρό ξανθό κορίτσι κατέβηκε και λέει στον Πίπη:


- Γεια σου! Είμαι η Τίππη. Εσύ ποιος είσαι; -Είμαι Πίπης και αυτός είναι ο φίλος μου, ο Μούργος. -Εγώ έχω μεγαλώσει εδώ και όλα τα ζώα είναι φίλοι μου. Όταν είστε μαζί μου δεν πρέπει να φοβάστε τίποτα. Θέλετε να πάμε να παίξουμε; Θα περάσουμε τέλεια. Έτσι τα παιδία παίζανε επί ώρες, ώσπου ήρθε η ώρα να φύγουν. Αποχαιρέτησαν την Τίππη και πήγαν στη γέφυρα όπου από εκεί πήγανε στην Αυστραλία! Εκεί είδαν κάτι πολύ παράξενο. Ένα αγόρι, που το έλεγαν Νικόλα, προσπαθούσε να κατεβάσει από ένα δέντρο ένα κοάλα που ήταν πάνω σ’αυτό. Ο Πίπης πήγε εκεί και θέλησε να βοηθήσει: - Τι συμβαίνει εδώ; ρώτησε. - Δεν μπορώ να πιάσω το κοάλα μου. Μπορείς να με βοηθήσεις; - Θα προσπαθήσω. Έχω μια ιδέα! Τι τρώνε συνήθως τα κοάλα; - Μπανάνες και φύλλα ευκαλύπτου! - Ωραία! Φέρε όσες περισσότερες μπανάνες μπορείς, να το δελεάσουμε, είπε στο Νικόλα. Όμως οι προσπάθειες τους δεν είχαν αποτέλεσμα. Του φέρανε παιχνίδια, γλυκά και άλλα πολλά, αλλά τίποτα. Μετά από ώρες, απογοητευμένοι, πέρασε η αδερφή του Νικόλα, η Μάντη, τους είδε έτσι και τους ρώτησε : - Γιατί είστε έτσι ; - Το κοάλα είναι πάνω στο δέντρο και δεν θέλει να κατέβει, απαντά ο Νικόλας. - Γιατί δεν χρησιμοποιείτε τη σκάλα από την αποθήκη; Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν και τρέξανε στην αποθήκη, φέρανε τη σκάλα, κατέβασαν το κοάλα και η Μάντι κι ο Νικόλας φύγανε ευχαριστημένοι. Στο μεταξύ ο Μούργος περίμενε υπομονετικά τον Πίπη και όταν έφτασε ανέβηκαν στη γέφυρα και έφυγαν! Εκείνη τη στιγμή περνούσαν πάνω από τη Νέα Ζηλανδία, όταν ξαφνικά είδαν έναν αυτοκρατορικό πιγκουΐνο. Ήταν πολύ περίεργο, γιατί οι αυτοκρατορικοί πιγκουΐνοι ζουν στην Ανταρκτική. Πήγαν πιο κοντά και τον είδαν να περιπλανιέται χαμένος, επειδή δεν ήξερε που βρισκόταν. Όταν τους είδε ο πιγκουΐνος τους ρώτησε: -Που είμαι ; -Στη Νέα Ζηλανδία ! Απάντησε ο Μούργος, γιατί ο Πίπης δεν μπορούσε να μιλήσει στο πιγκουΐνο. -Πως; Στη Νέα Ζηλανδία; Θα πρέπει να πήρα λάθος στροφή. Πώς θα πάω τώρα στην Ανταρκτική; -Από εκεί, του έδειξε ο Μούργος, προς τα αριστερά. Ο πιγκουΐνος μπήκε στο νερό και έφυγε. Το ίδιο έκαναν και δύο φίλοι μας. Ανέβηκαν στη γέφυρα και ξεκίνησαν για το Μεξικό! Όταν έφτασαν στο Μεξικό αντίκρισαν το πιο φριχτό πράγμα στο κόσμο. Μία γιγάντια πετρελαιοκηλίδα, το πετρέλαιο είχε καλύψει τα πάντα.


Πήγαν λίγο πιο κοντά, όταν είδαν ένα δελφίνι να φωνάζει βοήθεια. Στήθηκαν δίπλα του και αυτό τους είπε: - Σας παρακαλώ, βοηθήστε μας, όλα τα ψάρια του κόλπου θα χαθούν! είπε το δελφίνι. - Δεν μπορούμε να σας σώσουμε από τη πετρελαιοκηλίδα, γιατί είναι τεράστια, αλλά μπορούμε να σας πάρουμε μαζί μας και να σας πάμε σε κάποιο άλλο μέρος, είπε ο Πίπης. -Ναι !!! Σας παρακαλώ! είπε το δελφίνι με χαρά. Έτσι, όλα τα ζώα του κόλπου ανέβηκαν στη χρυσή γέφυρα και φύγανε όλοι μαζί! Όταν γύρισαν στο σπίτι, ο Πίπης διηγήθηκε όλα αυτά στη μαμά του και εκείνη τον παρακολουθούσε με προσοχή. Όταν τελείωσε η κυρία Ελένη πήρε στην αγκαλιά της τον Πίπη και του είπε “Από σήμερα η ζωή σου θα αλλάξει!!!”. Και πράγματι αυτό έγινε. Ο Πίπης πλέον έβλεπε τον κόσμο με άλλο μάτι μετά από τα ταξίδια του. Δεν τον πείραζε που ήταν φτωχός, γιατί είχε αποκτήσει πλούσιες γνώσεις, καινούριους φίλους και ο Μούργος, με ένα ολοκαίνουριο κολάρο που του έκανε ως δώρο το δελφίνι, ήταν πάντα δίπλα. Το σπίτι τους πια, φαινόταν ωραίο και είχε την καλύτερη θέα…το πολυαγαπημένο του φεγγάρι!!!

Η ιστορία αυτή γράφτηκε και εικονογραφήθηκε από την Αναστασία Νεαμονίτη


ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα πειρατικό καράβι. Σε αυτό υπηρετούσαν οι πιο τρομεροί πειρατές του κόσμου. Ο καπετάνιος Σαυροπόδης , ο καλύτερος πολεμιστής της Ισπανίας, o Αδίστακτος και o Ανίκητος. Το μόνο που ήξεραν καλά ήταν να ληστεύουν άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα πλοία. Μια μέρα ο παρατηρητής του πλοίου, καθώς δεν έβλεπε άλλα πλοία στον ορίζοντα, είπε να πάρει έναν υπνάκο. Για κακή του τύχη όμως, μόλις αποκοιμήθηκε, εμφανίστηκε ένα πλοίο του αγγλικού στόλου, που έκανε περιπολίες στη περιοχή. Το αγγλικό πλοίο άρχισε αμέσως να κανονιοβολεί τους πειρατές. Οι πειρατές ήταν τυχεροί, καμιά κανονιά δεν βρήκε το πλοίο τους. Ο Σαυροπόδης έδωσε σήμα να ανοίξουν και αυτοί πυρ. Και τα δύο πλοία έκαναν πανέξυπνους ελιγμούς και απέφευγαν τις κανονιές. Το αγγλικό πλοίο πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα νησί. Εκεί έμεινε όλο το βράδυ και κάλεσε ενισχύσεις. Την άλλη μέρα το πρωί η ναυμαχία συνεχίστηκε και υπήρχαν πολλές απώλειες και από τις δυο πλευρές. Ο Ανίκητος και ο Αδίστακτος έδωσαν τρομερές μάχες με τους Άγγλους ναύτες που πήδηξαν μέσα στο πειρατικό πλοίο και προσπάθησαν να το κυριεύσουν. Κατάφεραν να τους ρίξουν όλους στη θάλασσα. Όμως, χωρίς καλά - καλά να το καταλάβουν οι πειρατές, βρέθηκαν περικυκλωμένοι από έξι πλοία του αγγλικού στόλου. Αυτά άνοιξαν πυρ όλα μαζί και σε λίγη ώρα βύθισαν το πλοίο των πειρατών και εκείνοι βρέθηκαν στη θάλασσα. Τους μάζεψαν, τους οδήγησαν στις πιο κοντινές φυλακές και τους πρόσεχαν καλά, μην τυχόν και αποδράσουν. Οι συγκεκριμένες φυλακές δεν ήταν και υψίστης ασφαλείας. Από την πρώτη κιόλας μέρα στη φυλακή, οι πειρατές, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια απόδρασης. O Σαυροπόδης, σκέφτηκε να πιάσουν αιχμάλωτο το μάγειρα των φυλακών και, χρησιμοποιώντας τον ως όμηρο, σιγά-σιγά να πάνε προς την έξοδο. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο και θα είχαν πετύχει το στόχο τους, αλλά οι φρουροί στην έξοδο τους παγίδευσαν και τους έπιασαν. Τους έκλεισαν πάλι στα κελιά τους και η φύλαξη τους έγινε ακόμα πιο αυστηρή. Οι πειρατές είχαν απελπιστεί και δεν κατέβαζαν καμιά καλή ιδέα. Ο καπετάνιος Σαυροπόδης, που μέχρι τότε δεν είχε βγάλει μιλιά, λέει, ξαφνικά: «Παιδιά το βρήκα θα σκάψουμε κρυφά μια υπόγεια τρύπα σε κάποιο από τα κελιά που θα μας βγάλει έξω από τη φυλακή. Έτσι θα αποδράσουμε! Κάθε μέρα έσκαβαν, ενώ ο Σαυροπόδης πρόσεχε να μην τους καταλάβουν οι φρουροί. Μια φορά παραλίγο να τους καταλάβει ένας φύλακας, γιατί ο Ανίκητος άργησε να βγει από το τούνελ και δεν παρουσιάστηκε την ώρα του φαγητού. Ο Σαυροπόδης κατάφερε να τον


δικαιολογήσει, λέγοντας ότι έμεινε στο κελί του γιατί ήταν άρρωστος. Μετά από ένα χρόνο σκληρής δουλειάς, ο Ανίκητος ανακοίνωσε στους συντρόφους του ότι το τούνελ τελείωσε. Όλοι χάρηκαν αφάνταστα! Συμφώνησαν να δραπετεύσουν την ώρα του φαγητού. Έτσι, όταν οι φύλακες έβγαλαν όλους τους κρατούμενους από τα κελιά τους για να φάνε, οι πειρατές μπήκαν χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση στο τούνελ και κατάφεραν να βγουν έξω από τη φυλακή. Όταν οι φύλακες κατάλαβαν την απόδραση τους ήταν πια αργά. Βρίσκονταν πολύ μακριά. Πήγαν στο πιο κοντινό λιμάνι, έκλεψαν ένα πλοίο και ανοίχτηκαν στη θάλασσα. Δεν ήξεραν όμως καλά την περιοχή, χτύπησαν σε ένα ύφαλο και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο μικρό νησί. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν! Από τα δέντρα του νησιού άρχισαν να κατασκευάζουν στα γρήγορα ένα άλλο πλοίο για να φύγουν από το νησί. Σε ένα χρόνο το πλοίο ήταν έτοιμο. Το γιόρτασαν με ένα μεγάλο γλέντι. Οι φωνές τους ακούγονταν σε όλο το νησί. Κάποιοι άλλοι πειρατές, που και αυτοί είχαν ξεμείνει στο νησί από ένα άλλο ναυάγιο, άκουσαν τις φωνές και πήγαν προς τα κει. Κατάφεραν, χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, να ανεβούν στο πλοίο, να λύσουν τα σκοινιά και να εξαφανιστούν στο πέλαγος. Ο Σαυροπόδης δεν πίστευε στα μάτια του. «Μην ανησυχείτε, θα φτιάξουμε ένα άλλο πλοίο και θα φύγουμε από δω» είπε στους άλλους πειρατές. Ο Αδίστακτος, όμως, δε συμφώνησε με τον καπετάνιο. «Καπετάνιε έχουμε κουραστεί να μας κυνηγούν, θέλουμε να αφήσουμε την πειρατεία και να ζήσουμε ειρηνικά σε αυτό εδώ το νησί. Αυτό το νησί θα γίνει η πατρίδα μας. Εδώ δε μας ξέρει κανείς». Οι άλλοι πειρατές συμφώνησαν μαζί του. Έτσι αποφάσισαν να μείνουν στο νησί και να χαρούν την υπόλοιπη ζωή τους.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τον Ματθαίο Γιαννόπαπα


ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ, ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ!!! Κάποτε η οικογένεια Ενεργού έκανε δυο παιδιά, τον Σπαταλίκο Ενεργειακό και τον Οικονομικούλη Ενεργειακό. Ύστερα από χρόνια, τα δυο παιδιά μεγάλωσαν και απέκτησαν δικά τους σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο. Το σπίτι του Σπαταλίκου είχε ηλεκτρικό θερμοσίφωνα, λάμπες πυρακτώσεως, ενώ όλες του οι συσκευές ξόδευαν υπερβολικές ποσότητες νερού. Αντίθετα το σπίτι του Οικονομικούλη είχε ηλιακό θερμοσίφωνα, λάμπες οικονομίας και ρύθμιζε τις συσκευές του, ώστε να ξοδεύει ακριβώς όσο νερό είναι απαραίτητο. Κάποια μέρα ήρθε ο λογαριασμός της ΔΕΗ, το ποσό που έπρεπε να πληρώσει ο Οικονομικούλης ήταν 83 ΕΥΡΩ, ενώ ο λογαριασμός του Σπαταλίκου ήταν 8.765 ΕΥΡΩ. Ο καημένος ο Σπαταλίκος δεν είχε τόσα λεφτά. Αλλά δυστυχώς έπρεπε να πληρώσει. ” Γιατί δεν κάνεις λίγη οικονομία;;;” του είπε ο αδελφός του. Ο Σπαταλίκος ξαφνικά τα χάσε, συνειδητοποίησε τη διαφορά που είχαν τα δυο ποσά. Έμεινε στο σπίτι του κλεισμένος για τρείς μέρες και σκεφτόταν το όλο θέμα. Την τρίτη μέρα βγήκε στο μπαλκόνι του και φώναξε σαν μανιακός λες και ήθελε να τον ακούσει όλος ο κόσμος.” ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΥΡΙΟ!!!”. Ο αδελφός του που τον άκουσε δεν πίστευε στα αυτιά του. Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε το σπίτι του Σπαταλίκου και βρήκε μέσα μάστορες να το μετατρέπουν σε ένα ενεργειακό σπίτι, το ορθολογικότερο σπίτι που είχε δει ποτέ. “Τελικά είχες δίκιο, έπρεπε να κάνω λίγη οικονομία!” είπε ο Σπαταλίκος στον αδερφό του, κλείνοντας του το μάτι.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τον Ηλία Αρμενάκη


Ο ΣΠΑΤΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΟΥΛΟΣ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σπάταλος αφέντης και ο δούλος του, ο κύριος Δημήτρης. Ο σπάταλος είχε δισεκατομμύρια χρήματα και νόμιζε ότι δεν θα του τελείωναν ποτέ. Ο κύριος Δημήτρης του έλεγε να κάνει οικονομία αλλά ο σπάταλος δεν τον άκουγε και έκανε του κεφαλιού του. Μια μέρα ο κύριος Δημήτρης, απελπισμένος που το αφεντικό του χαλούσε τα λεφτά του δεξιά κι αριστερά χωρίς λόγο, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, έφυγε από το σπίτι και πήγε να μείνει κάπου μόνος του. Έτσι τώρα δεν υπήρχε κανείς να λέει στον σπάταλο να κάνει οικονομία. Μετά από χρόνια ο σπάταλος, χωρίς να το καταλάβει, ξόδεψε σιγά-σιγά όλα τα λεφτά του, έχασε το μεγάλο σπίτι του και δεν είχε να φάει. Σκέφτηκε τότε τον κύριο Δημήτρη και ζήτησε την βοήθεια του. «Όταν σου μίλαγα δεν με άκουγες, τώρα και εγώ δεν σε ακούω, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Ο σπάταλος έφυγε χωρίς να πει λέξη και έκανε μια πρόχειρη καλύβα από χαρτόκουτα και παλιά ξύλα για να κοιμηθεί. Δεν ξαναμίλησε ποτέ στο κύριο Δημήτρη. Έψαξε παντού για δουλειά αλλά όλοι του έλεγαν όχι και του έκλειναν τις πόρτες των μαγαζιών τους κατάμουτρα. Θυμόταν τα περασμένα μεγαλεία, όταν όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές γι’ αυτόν. Τώρα ζούσε ζητιανεύοντας εδώ κι εκεί. Πέρασαν άλλα δύο χρόνια κι έμαθε ότι ο κύριος Δημήτρης πέθανε και στεναχωρήθηκε πολύ . Πήγε στην κηδεία του κι έλεγε μέσα του «δίκιο είχες τελικά, αλλά εγώ δεν σε άκουγα και έκανα του κεφαλιού μου». Πολλές φορές θυμήθηκε τον κύριο Δημήτρη αλλά ήταν πια αργά. Μια μέρα αγόρασε ένα λαχείο. Η τύχη του χαμογέλασε πάλι. Κέρδισε το λαχείο και πήρε πολλά λεφτά. Αλλά τώρα θυμόταν τις συμβουλές του κύριου Δημήτρη και δεν σπαταλούσε τα λεφτά του χωρίς λόγο. Άλλαξε τόσο πολύ που βοηθούσε και άλλους ανθρώπους που είχαν ανάγκη!

Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τον Πέτρο Βούμβα


ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα κάστρο που έλεγαν ότι το είχε κυριέψει ένα κακό πνεύμα και δεν άφηνε κανέναν άλλο να το κατοικήσει. Κάποιοι από αυτούς που προσπάθησαν να μείνουν στο κάστρο εξαφανίστηκαν και δεν τους ξαναείδε κανείς. Κάποιοι άλλοι, πιο τυχεροί, έφυγαν τρομοκρατημένοι και δεν ξαναπλησίασαν ποτέ ξανά κοντά στο κάστρο. Το μυστήριο του κάστρου τρόμαζε όλους όσους κατοικούσαν εκεί κοντά. Πέντε φίλοι, ο Κώστας, ο Νίκος, ο Δημήτρης, ο Τάκης και ο Γιάννης συμφώνησαν να επισκεφτούν το κάστρο για να δουν τι κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις ιστορίες. Δεν πίστευαν στα φαντάσματα και νόμιζαν ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Μια μέρα, λοιπόν, μαζεύτηκαν όλοι έξω από το κάστρο. «Τι λέτε παιδιά μπαίνουμε;» είπε ο Κώστας. «ΝΑΙ! » είπαν τα άλλα παιδιά. Μπήκαν μέσα στο κάστρο από ένα χαλασμένο παράθυρο. Το κάστρο ήταν κατασκότεινο, δεν έμπαινε από πουθενά φως. Προσπάθησαν να ανοίξουν κάποιο από τα κλειστά παράθυρα, αλλά εκείνη την ώρα είδαν μια άσπρη σκιά να τους επιτίθεται. Η τρομάρα τους δεν περιγράφεται! «Τρέξτε», είπε ο Δημήτρης. «Νίκο, παράτα το παράθυρο και τρέχα», είπε ο Γιάννης. «Πάμε όλοι προς τα ’κει! Βλέπω μια ανοιχτή πόρτα που μάλλον οδηγεί έξω, τρέξτε γρήγορα!» είπε ο Τάκης. Κατάφεραν και βγήκαν έξω. Το φάντασμα δεν τους ακολούθησε. Έμεινε στο κάστρο και έκλεισε πόρτες και παράθυρα. «Τι ήταν αυτό ρε παιδιά; κοντέψαμε να πεθάνουμε από τη τρομάρα μας», είπε ο Κώστας. «Εγώ λέω να συνεχίσουμε αύριο την έρευνα, τι λέτε και εσείς;» είπε ο Νίκος. Τα παιδιά αποχαιρετιστήκανε και πήγαν στα σπίτια τους, φάγανε βραδινό και κοιμήθηκαν νωρίς γιατί τους περίμενε δύσκολη μέρα. Την επόμενη μέρα μαζεύτηκαν πάλι έξω από το κάστρο. Άρχισαν να συζητούν για το τι θα κάνουν. Δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε κάποιο σχέδιο. Τελικά, αποφάσισαν να ξαναμπούν στο κάστρο. Αυτή τη φορά ανέβηκαν μέχρι το 2ο όροφο. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Είπαν να ανάψουν κάποιο φως ή να προσπαθήσουν να ανοίξουν κάποιο παράθυρο, γιατί δεν έβλεπαν τίποτα και τότε τους επιτέθηκε πάλι το φάντασμα. Άρχισαν πάλι να τρέχουν. Είδαν κι έπαθαν για να βρουν την πόρτα και να βγουν έξω! Το φάντασμα παρέμεινε μέσα στο κάστρο.


«Παιδιά να σας πω κάτι;» είπε ο Δημήτρης. «Για πες», είπε ο Τάκης. «Πάθαμε ό,τι και χτες», είπε ο Δημήτρης. «Δίκιο έχεις», είπε ο Κώστας. «Αυτό το φάντασμα, όμως δε μου γεμίζει το μάτι», είπε ο Νίκος. «Εγώ λέω να μπούμε κρυφά στο κάστρο αύριο το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα. Να πάρουμε και κάποιο φακό μαζί», είπε ο Γιάννης. Τα παιδιά αποχαιρετιστήκανε και πήγαν σπίτια τους. Το επόμενο βράδυ, γύρω στις 1:00 μετά τα μεσάνυχτα μπήκαν πολύ προσεχτικά μέσα στο κάστρο. Ησυχία παντού! Ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούν στους τελευταίους ορόφους και από μια σοφίτα άκουσαν ένα θόρυβο που έμοιαζε με ροχαλητό. Προχώρησαν στις μύτες των ποδιών τους και είδαν έναν άνθρωπό με μια μάσκα στο χέρι να κοιμάται του καλού καιρού. Έπεσαν όλοι πάνω του, τον έπιασαν και τον έδεσαν. «Φύγετε από πάνω μου», είπε το φάντασμα. «Ποιος είσαι τελικά;» ρώτησε ο Δημήτρης. «Είμαι ο ιδιοκτήτης του κάστρου», απάντησε το φάντασμα «Μα εσείς δεν είχατε πεθάνει;» είπε ο Τάκης. «Και βέβαια όχι! Εξαφανίστηκα για ένα διάστημα, γιατί χρωστούσα πολλά λεφτά και χρεοκόπησα. Έτσι, πολλοί νόμιζαν ότι είχα πεθάνει. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψα στο κάστρο μου και συνέχισα να ζω κλεισμένος εδώ. Αλλά οι τράπεζες ήθελαν να πουλήσουν το κάστρο και βρέθηκαν πολλοί που ήθελαν να το αγοράσουν. Αλλά εγώ έβαζα την στολή του φαντάσματος, τους τρόμαζα και έφευγαν. Αυτά! Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω», είπε ο ιδιοκτήτης. «Απίστευτο!» είπε ο Γιάννης. Ο Κώστας κάλεσε την αστυνομία και ήρθαν να τον πάρουν. Οι φίλοι αποχαιρετιστήκανε και πήγαν στα σπίτια τους. Το μυστήριο του κάστρου είχε λυθεί! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...

Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τον Ισίδωρο Κουνάκη


Η Σπαταλούπολη και η Οικονομούπολη Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πόλη, η Σπαταλούπολη. Οι κάτοικοι σπαταλούσαν την ενέργεια. Όταν έλειπαν από το σπίτι τους, ξεχνούσαν τα φώτα ανοιχτά! Όλες οι συσκευές λειτουργούσαν, χωρίς να είναι κανείς στο σπίτι. Ο Σπαταλούλης, ήταν ένας κάτοικος αυτής της πόλης, ο οποίος όπως όλοι οι άλλοι σπαταλούσε ενέργεια. «Ώρα να φύγουμε, δεν χρειάζεται να κλείσουμε τα φώτα», είπε ο Σπαταλούλης. «Έλα μωρέ, σιγά μην κλείσουμε τα φώτα! Άστα ανοιχτά!» είπε ο φίλος του ο Σπαταλάκος. Έτσι κυλούσε η ζωή στην Σπαταλούπολη…Ώσπου μια μέρα ήρθε η καταστροφή! Ο δήμαρχος ξαφνιάστηκε και είπε: «Τέλος, αυτό ήταν! Δεν υπάρχει πια καθόλου ενέργεια και η πόλη μολύνθηκε από τα καυσαέρια, πάει, τελειώσαμε σαν λαός.» Όλοι, απελπισμένοι, έψαχναν μια καινούργια πατρίδα. Μετά από μέρες περπάτημα αντίκρισαν μια άγνωστη πόλη. Προχώρησαν μέσα στην πόλη και τους έκανε εντύπωση που ανέπνεαν καθαρό αέρα. Δε είδαν βρύσες ανοιχτές να τρέχουν χωρίς λόγο, ούτε φώτα σπιτιών αναμμένα και οι δρόμοι, αντί να είναι γεμάτοι με αμάξια, ήταν γεμάτοι ποδήλατα. - Ουάου! Αυτή η πόλη είναι εντελώς διαφορετική απ’ την δική μας. - Ναι, έχεις δίκιο. - Ποιοι είστε εσείς; τους ρώτησαν οι κάτοικοι της άγνωστης πόλης. - Αχ, μεγάλη ιστορία! Είμαστε από την Σπαταλούπολη, αλλά η πόλη μας από τη μια ξέμεινε από ενέργεια και από την άλλη καταστράφηκε από τα πολλά καυσαέρια. Έτσι, αναγκαστήκαμε να φύγουμε. - Ω, λυπόμαστε πάρα πολύ! Μπορείτε, αν θέλετε να μείνετε εδώ, στην Οικονομούπολη. Έτσι, λέγεται η πόλη μας. - Αλήθεια; Σας ευχαριστούμε! είπε ο Δήμαρχος της Σπαταλούπολης. Οι κάτοικοι της Σπαταλούπολης εγκαταστάθηκαν στην καινούρια πόλη, αλλά και πάλι δεν έκαναν οικονομία! Συνέχιζαν το ίδιο βιολί. Οι Οικονομούληδες φώναζαν στους Σπαταλούληδες να κάνουν οικονομία στην ενέργεια, αλλά εκείνοι τίποτα. Ώσπου μια μέρα, έγινε το κακό!


«Γρήγορα τρέξτε να σωθείτε, η πόλη θα καταστραφεί!» Τρομαγμένες φωνές ακουγόταν στην Οικονομούπολη. Όλοι έτρεχαν να σωθούν. Ξαφνικά ακούστηκε ένα τεράστιο ΜΠΑΜ!!!. Το εργοστάσιο ενέργειας είχε εκραγεί! Δεν μπορούσε να αντέξει τόση ζήτηση. Η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι και τα σπίτια ισοπεδώθηκαν από την έκρηξη. Πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν. Δυστυχισμένοι, όλοι τους, έψαχναν για μια καινούργια πατρίδα. Οι Οικονομούληδες είχαν θυμώσει με τους Σπαταλούληδες και δεν τους μιλούσαν. Περπατούσαν μέρες χωρίς να μιλιούνται. Οι Δήμαρχοι όμως των δύο πόλεων, που ήταν σοφοί άνθρωποι, συμφώνησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να κτίσουν μια καινούρια πόλη. Όλοι οι κάτοικοι της νέας πόλης θα έπρεπε να κάνουν οικονομία στην ενέργεια, διαφορετικά θα τους έδιωχναν από την πόλη. Ο Δήμαρχος της πρώην Σπαταλούπολης κάλεσε τους Σπαταλούληδες και τους είπε: «Θα βάλουμε τα δυνατά μας για να κάνουμε μια νέα αρχή. Από δω και πέρα δε θα σπαταλάμε ενέργεια χωρίς λόγο. Όλα αυτά που πάθαμε πρέπει να μας γίνουν πια μάθημα». Οι Οικονομούληδες και οι Σπαταλούληδες έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Δούλεψαν μαζί στο χτίσιμο της νέας πόλης και συμφώνησαν στο εξής: «τέρμα πια οι υπερβολές». Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τους Αρμενάκη Ηλία, Κουνάκη Ισίδωρο, Μηνιώτη Αλέξανδρο και Χριστίνα Νικηφορίδη



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.